2018-07-18 19:51:38 +03:00
|
|
|
|
# coding: utf8
|
|
|
|
|
from __future__ import unicode_literals
|
💫 Tidy up and auto-format .py files (#2983)
<!--- Provide a general summary of your changes in the title. -->
## Description
- [x] Use [`black`](https://github.com/ambv/black) to auto-format all `.py` files.
- [x] Update flake8 config to exclude very large files (lemmatization tables etc.)
- [x] Update code to be compatible with flake8 rules
- [x] Fix various small bugs, inconsistencies and messy stuff in the language data
- [x] Update docs to explain new code style (`black`, `flake8`, when to use `# fmt: off` and `# fmt: on` and what `# noqa` means)
Once #2932 is merged, which auto-formats and tidies up the CLI, we'll be able to run `flake8 spacy` actually get meaningful results.
At the moment, the code style and linting isn't applied automatically, but I'm hoping that the new [GitHub Actions](https://github.com/features/actions) will let us auto-format pull requests and post comments with relevant linting information.
### Types of change
enhancement, code style
## Checklist
<!--- Before you submit the PR, go over this checklist and make sure you can
tick off all the boxes. [] -> [x] -->
- [x] I have submitted the spaCy Contributor Agreement.
- [x] I ran the tests, and all new and existing tests passed.
- [x] My changes don't require a change to the documentation, or if they do, I've added all required information.
2018-11-30 19:03:03 +03:00
|
|
|
|
|
|
|
|
|
ADJECTIVES = set(
|
|
|
|
|
"""
|
2018-07-18 19:51:38 +03:00
|
|
|
|
n-διάστατος µεταφυτρωτικός άβαθος άβαλτος άβαρος άβατος άβαφος άβγαλτος άβιος
|
|
|
|
|
άβλαπτος άβλεπτος άβολος άβουλος άβραστος άβρεχτος άβροχος άβυθος άγαμος
|
|
|
|
|
άγγιχτος άγδαρτος άγδυτος άγευστος άγιος άγλυκος άγλωσσος άγναθος άγναντος
|
|
|
|
|
άγνεστος άγνωμος άγνωρος άγνωστος άγονος άγουρος άγουστος άγραφος άγραφτος
|
|
|
|
|
άγρυπνος άδαρτος άδειος άδειπνος άδενδρος άδεντρος άδετος άδηκτος άδηλος
|
|
|
|
|
άδιωχτος άδολος άδοξος άδοτος άδουλος άδροσος άδωρος άεθνος άεργος άζευκτος
|
|
|
|
|
άζουμος άζυμος άζωστος άηχος άθαφτος άθελος άθεος άθερμος άθηλυς άθικτος
|
|
|
|
|
άθλιος άθολος άθραυστος άθρεπτος άθρεφτος άθρησκος άθυμος άκαιρος άκακος
|
|
|
|
|
άκαπνος άκαρδος άκαρπος άκαυστος άκαυτος άκεντρος άκεφος άκλαυτος άκλητος
|
|
|
|
|
άκλωθος άκλωστος άκομψος άκοσμος άκουρος άκοφτος άκρατος άκριτος άκρος
|
|
|
|
|
άκυρος άκωλος άκων άλαδος άλαλος άλεστος άληκτος άληστος άλικος άλιπος άλιωτος
|
|
|
|
|
άλλαχτος άλογος άλουστος άλπειος άλυπος άλυτος άμαζος άμαθος άμαχος άμεμπτος
|
|
|
|
|
άμεστος άμετρος άμισθος άμισχος άμοιαστος άμοιρος άμορφος άμουσος άμπαλος
|
|
|
|
|
άμωμος άνανδρος άνανθος άναντρος άναρθρος άναρχος άναστρος άναυδος άναυλος
|
|
|
|
|
άνετος άνευρος άνηβος άνθιμος άνθινος άνθυγρος άνιπτος άνισος άνιφτος άνομβρος
|
|
|
|
|
άνοπτος άνοσμος άνοσος άνοστος άνους άντυτος άνυδρος άνωθεν άξαντος άξαφνος
|
|
|
|
|
άξεστος άξιος άξυλος άξυστος άοκνος άοπλος άορνος άοσμος άπαικτος άπαιχτος
|
|
|
|
|
άπας άπαστος άπαστρος άπατος άπατρις άπαυστος άπαυτος άπαχος άπειρος άπειρος
|
|
|
|
|
άπεπτος άπεφθος άπηκτος άπηχτος άπιαστος άπικρος άπιοτος άπιστος άπιωτος
|
|
|
|
|
άπλαστος άπλεκτος άπλερος άπλετος άπλεχτος άπληστος άπλυτος άπνοος άπνους
|
|
|
|
|
άπολις άπονος άπορος άπους άπραγος άπρακτος άπραχτος άπρεπος άπροικος
|
|
|
|
|
άπτερος άπτυχος άπτωτος άπυρος άρατος άραχλος άριος άριστος άρρηκτος άρρην
|
|
|
|
|
άρριζος άρρυθμος άρρωστος άρτιος άσαρκος άσβεστος άσβηστος άσεβος άσειστος
|
|
|
|
|
άσεμνος άσημος άσηπτος άσιαχτος άσιγμος άσιτος άσκαφος άσκαφτος άσκεπος
|
|
|
|
|
άσκεφτος άσκημος άσκοπος άσμιχτος άσοφος άσπαρτος άσπαστος άσπερμος άσπιλος
|
|
|
|
|
άσπλαγχνος άσπλαχνος άσπονδος άσπορος άσπρος άσπρωχτος άστατος άστεγος
|
|
|
|
|
άστεργος άστικτος άστολος άστοργος άστοχος άστρινος άστριφτος άστρωτος άστυλος
|
|
|
|
|
άσφαγος άσφαιρος άσφακτος άσφαλτος άσφαχτος άσφιχτος άσχετος άσχημος άσωστος
|
|
|
|
|
άτακτος άταστος άταφος άταχτος άτεγκτος άτεκνος άτεχνος άτηκτος άτιμος άτιτλος
|
|
|
|
|
άτοκος άτολμος άτονος άτοπος άτρεμος άτρητος άτριφτος άτριχος άτρυγος άτρυπος
|
|
|
|
|
άτρωτος άτσαλος άτσεπος άτυπος άτυχος άυλος άυπνος άφαγος άφαντος άφατος
|
|
|
|
|
άφευκτος άφθαρτος άφθαστος άφθιτος άφθονος άφθορος άφιλος άφκιαστος άφλεκτος
|
|
|
|
|
άφορος άφορτος άφραγκος άφραγος άφρακτος άφραστος άφραχτος άφρονας άφροντις
|
|
|
|
|
άφρυκτος άφρων άφταστος άφτερος άφτιαστος άφτιαχτος άφυλλος άφυλος άφωνος
|
|
|
|
|
άχαρις άχαρος άχλωρος άχνουδος άχολος άχορδος άχραντος άχρηστος άχρονος άχροος
|
|
|
|
|
άχτιστος άχυμος άχωστος άψαλτος άψαχτος άψητος άψηφος άψιλος άψογος άψυκτος
|
|
|
|
|
άωρος άωτος έγγαμος έγγειος έγγραφος έγκαιρος έγκλειστος έγκριτος έγκυος
|
|
|
|
|
έγχορδος έγχρωμος έκδηλος έκδοτος έκθαμβος έκθετος έκθυμος έκκεντρος έκκλητος
|
|
|
|
|
έκνομος έκπαγλος έκπληκτος έκπτωτος έκρυθμος έκτακτος έκτοπος έκτυπος έκφρων
|
|
|
|
|
έλλογος έμβιος έμμεσος έμμετρος έμμηνος έμμισθος έμμονος έμμορφος έμορφος
|
|
|
|
|
έμπιστος έμπλεος έμπρακτος έμπυρος έμφοβος έμφορτος έμφρων έμφυλος έμφυτος
|
|
|
|
|
έναρθρος έναστρος ένδακρυς ένδικος ένδοξος ένζυμος ένθεος ένθερμος ένθετος
|
|
|
|
|
έννομος έννους ένοπλος ένορκος ένοχος ένρινος ένσπερμος ένστικτος ένστολος
|
|
|
|
|
ένταστος έντεχνος έντιμος έντοκος έντονος έντρομος έντυπος ένυδρος έξαλλος
|
|
|
|
|
έξαφνος έξεργο έξεργος έξηχος έξοχος έξτρα έξυπνος έξω έξωμος έπηλυς έρημος
|
|
|
|
|
έρριζος έρρινος έρρυθμος έσχατος έτερος έτοιμος έτυμος έφεδρος έφιππος έφιππος
|
|
|
|
|
έχων έωλος ήδιστος ήμερος ήμισυς ήπιος ήρεμος ήσσων ήσυχος ίλεως ίσαλος
|
|
|
|
|
ίσιος ίσος ίστωρ ίσχαιμος αΐδιος αέναος αέρινος αέριος αήθης αήττητος αίθριος
|
|
|
|
|
αίσιος αβάγιστος αβάδιστος αβάζος αβάπτιστος αβάρετος αβάσιμος αβάσκαντος
|
|
|
|
|
αβάστακτος αβάσταχτος αβάτευτος αβάφτιστος αβέβαιος αβέβηλος αβέλτερος αβέρτος
|
|
|
|
|
αβίωτος αβαθής αβαθμίδωτος αβαθμολόγητος αβαθούλωτος αβαθύρριζος αβαλσάμωτος
|
|
|
|
|
αβανιοκαμένος αβανταδόρικος αβαρής αβαριάτος αβαρικός αβαροσλαβικός
|
|
|
|
|
αβασίλευτος αβγοειδής αβγοκομμένος αβγουλάτος αβγουλωτός αβγωμένος αβδέλυκτος
|
|
|
|
|
αβεβήλωτος αβεβαίωτος αβελόνιαστος αβερνίκωτος αβιογενετικός αβιομηχάνητος
|
|
|
|
|
αβιομηχανοποίητος αβιοτικός αβλάστητος αβλαβέστατος αβλαβής αβλαπτικός αβλεπής
|
|
|
|
|
αβλόγητος αβοήθητος αβολιδοσκόπητος αβομβάρδιστος αβορβόρωτος αβοτάνιστος
|
|
|
|
|
αβουτύρωτος αβούλευτος αβούλητος αβούλωτος αβούρκωτος αβούρτσιστος αβούτηχτος
|
|
|
|
|
αβράδιαστος αβράκωτος αβράχυντος αβρααμικός αβραμιαίος αβροβόστρυχος
|
|
|
|
|
αβρόμιστα αβρόμιστος αβρός αβρόφρων αβυθομέτρητος αβυσσαλέος αβυσσοβενθικός
|
|
|
|
|
αβυσσώδης αβόλευτος αβόρβορος αβύζαχτος αβύθιστος αγάθας αγάλακτος αγάμητος
|
|
|
|
|
αγέλαστος αγέμιστος αγένειος αγέννητος αγένωτος αγέραστος αγέρινος αγέρωχος
|
|
|
|
|
αγαθάρχης αγαθήμερος αγαθαρχικός αγαθιάρης αγαθοβιόλης αγαθοδότης αγαθοεργός
|
|
|
|
|
αγαθομαρία αγαθομαρούσα αγαθομούνης αγαθοπάροχος αγαθοποιός αγαθοπρεπής
|
|
|
|
|
αγαθοπόνηρος αγαθοσύμβουλος αγαθοφανής αγαθοψώλης αγαθούκλας αγαθούλης
|
|
|
|
|
αγαθούτσικος αγαθόβιος αγαθόβουλος αγαθόγνωμος αγαθόδωρος αγαθόκλας
|
|
|
|
|
αγαθόπουλο αγαθόπουλος αγαθός αγαθότροπος αγαθότυπος αγαθόψυχος αγαθώνυμος
|
|
|
|
|
αγαλβάνιστος αγαλμάτινος αγαλματένιος αγαλματώδης αγαλούχητος αγαμογενετικός
|
|
|
|
|
αγανός αγαπημένα αγαπησιάρης αγαπητικός αγαπητός αγαρνίριστος αγαστός αγγίνιο
|
|
|
|
|
αγγειοανοσοβλαστικός αγγειοαποφρακτικός αγγειοβλαστικός αγγειοβριθής
|
|
|
|
|
αγγειογενετικός αγγειογραφικός αγγειοδιασταλτικός αγγειοδραστικός
|
|
|
|
|
αγγειολογικός αγγειοπλαστικός αγγειοσπαστικός αγγειοσυσταλτικός
|
|
|
|
|
αγγειόσπερμος αγγειώδης αγγελικός αγγελοειδής αγγελοκάμωτος αγγελοκαμωμένος
|
|
|
|
|
αγγελομίμητος αγγελοπρόσωπος αγγελοφτιαγμένος αγγελοφτιασμένος αγγελτικός
|
|
|
|
|
αγγελόπλοκος αγγελόψυχος αγγελώνυμος αγγιδιώτικος αγγιχτικός αγγιχτός
|
|
|
|
|
αγγλικός αγγλομαθής αγγλοσαξονικός αγγλοτραφής αγγλόφερτος αγγλόφιλος
|
|
|
|
|
αγγλόφωνος αγδίκιωτος αγειτόνευτος αγελαίος αγελαδένιος αγελαδίσιος αγελαδινός
|
|
|
|
|
αγενής αγερικός αγεροχτυπημένος αγερσανιώτικος αγεφύρωτος αγεωγράφητος
|
|
|
|
|
αγεώργητος αγιάτρευτος αγιοβασιλιάτικος αγιοδημητριάτικος αγιορείτικος
|
|
|
|
|
αγιοτόκος αγιωτικός αγιότοκος αγιώνυμος αγκάθινος αγκαίνιαστος αγκαζέ
|
|
|
|
|
αγκαθερός αγκαθοφόρος αγκαθωτός αγκιστροειδής αγκιστρωτός αγκυλωτός
|
|
|
|
|
αγκυρωτικός αγκύλος αγλαός αγλωσσοφάγωτος αγλύκαντος αγναντιαστός αγνωσιακός
|
|
|
|
|
αγνωστοποίητος αγνός αγνώμων αγνώριστος αγοήτευτος αγονάτιστος αγορίστικος
|
|
|
|
|
αγορανομικός αγοραστικός αγοραστός αγοραφοβικός αγοραφοβικός αγουροξυπνημένος
|
|
|
|
|
αγουρωπός αγράμματος αγρατζούνιστος αγρατσούνιστος αγρεύσιμος αγριλίσιος
|
|
|
|
|
αγριωπός αγριόφωνος αγροίκος αγροβιομηχανικός αγροδίαιτος αγροδιατροφικός
|
|
|
|
|
αγρονομικός αγροτοβιομηχανικός αγροτοδιατροφικός αγροτοκτηνοτροφικός
|
|
|
|
|
αγυάλιστος αγχέμαχος αγχίνους αγχογόνος αγχολυτικός αγχωτικός αγχώδης
|
|
|
|
|
αγωνιστικός αγωνιώδης αγόγγυστος αγύμναστος αγύρευτος αγύριστος αγώγιμος
|
|
|
|
|
αδάμαστος αδάνειστος αδάπανος αδάσυντος αδάσωτος αδέκαρος αδέκαστος αδέξιος
|
|
|
|
|
αδέσποτος αδέψητος αδήλωτος αδήμευτος αδήριτος αδήωτος αδίδακτος αδίδαχτος
|
|
|
|
|
αδίπλωτος αδίστακτος αδίσταχτος αδίχαστος αδίωκτος αδαής αδαμάντινος
|
|
|
|
|
αδαμαντοκόσμητος αδαμαντοποίκιλτος αδαμαντοστόλιστος αδαμαντοφόρος
|
|
|
|
|
αδαμαντόστικτος αδαμιαίος αδαπάνητος αδασκάλευτος αδασμολόγητος αδείλιαστος
|
|
|
|
|
αδειανός αδειούχος αδελέαστος αδελφικός αδελφοκτόνος αδελφός αδεμάτιαστος
|
|
|
|
|
αδενοειδής αδενοπαθής αδενώδης αδερφίστικος αδερφικός αδευτέρωτος
|
|
|
|
|
αδημιούργητος αδημοσίευτος αδηφάγος αδιάβαστος αδιάβατος αδιάβλητος αδιάβροχος
|
|
|
|
|
αδιάδοτος αδιάζευκτος αδιάθετος αδιάκοπος αδιάκριτος αδιάλειπτος αδιάλεχτος
|
|
|
|
|
αδιάλυτος αδιάνθιστος αδιάντροπος αδιάπαυστος αδιάπλαστος αδιάπτωτος
|
|
|
|
|
αδιάρρηκτος αδιάσειστος αδιάσπαστος αδιάσταλτος αδιάστατος αδιάτρητος
|
|
|
|
|
αδιάφθορος αδιάφορος αδιάψευστος αδιέγερτος αδιέξοδος αδιήθητος αδιαίρετος
|
|
|
|
|
αδιαβάθμητος αδιαβίβαστος αδιαβατικός αδιαγούμητος αδιαγούμιστος αδιακήρυκτος
|
|
|
|
|
αδιακανόνιστος αδιακλάδωτος αδιακρίβωτος αδιακόρευτος αδιακόσμητος αδιακώλυτος
|
|
|
|
|
αδιαλόγητος αδιαμέλιστος αδιαμαρτύρητος αδιαμεσολάβητος αδιαμοίραστος
|
|
|
|
|
αδιαμόρφωτος αδιανέμητος αδιανόητος αδιαπέραστος αδιαπαιδαγώγητος αδιαπότιστος
|
|
|
|
|
αδιασάλευτος αδιασάφητος αδιασαφήνιστος αδιασκέδαστος αδιασκεύαστος
|
|
|
|
|
αδιαστρέβλωτος αδιατάρακτος αδιατάραχτος αδιατήρητος αδιατίμητος
|
|
|
|
|
αδιατύπωτος αδιαφέντευτος αδιαφήμιστος αδιαφανής αδιαφιλονίκητος
|
|
|
|
|
αδιαφόρετος αδιαφύλακτος αδιαφύλαχτος αδιαφώτιστος αδιαχώρητο αδιαχώρητος
|
|
|
|
|
αδιεκδίκητος αδιενέργητος αδιερεύνητος αδιευθέτητος αδιευκρίνητος
|
|
|
|
|
αδικαίωτος αδικαιολόγητος αδικομοιρασμένος αδικοπονεμένος αδικοσταυρωμένος
|
|
|
|
|
αδιοίκητος αδιοργάνωτος αδιπικός αδιπλασίαστος αδιχοτόμητος αδιόγκωτος
|
|
|
|
|
αδιόρθωτος αδιόριστος αδιύλιστος αδογμάτιστος αδοκίμαστος αδολίευτος
|
|
|
|
|
αδούλωτος αδρανής αδρανειακός αδρανοβαρυτικός αδρανογόνος αδρασκέλιστος
|
|
|
|
|
αδροδάκτυλος αδρομεγέθης αδρομερής αδρόμισθος αδρός αδρόσιστος αδυνάστευτος
|
|
|
|
|
αδυνατούτσικος αδυσώπητος αδωροδόκητος αδόκητος αδόκιμος αδόλεσχος αδόλωτος
|
|
|
|
|
αδόξαστος αδύναμος αδύνατος αδώρητος αείμνηστος αείφυλλος αειθαλής αεικίνητος
|
|
|
|
|
αειφανής αειφόρος αεράτος αεραγηματικός αεραθλητικός αεραποβατικός αερεπίγειος
|
|
|
|
|
αεριοφόρος αεριούχος αεριτζίδικος αεριώδης αεροΰφαντος αεροβάμων αεροδίνητος
|
|
|
|
|
αεροδρομικός αεροδυναμικός αεροκίνητος αερολιθικός αερολιμενικός αερολόγος
|
|
|
|
|
αεροναυτικός αεροναυτιλιακός αεροναυτιλλόμενος αεροπλανικό αεροπλανικός
|
|
|
|
|
αεροπορικός αεροστατικός αεροστεγής αεροφόρος αεροχτυπημένος αερόβιος
|
|
|
|
|
αερόψυκτος αερώδης αετίσιος αετομάτης αετόμορφος αζάρωτος αζέρικος αζέσταγος
|
|
|
|
|
αζήλευτος αζήμιος αζήτητος αζαχάρωτος αζεμάτιστος αζερικός αζερμπαϊτζανικός
|
|
|
|
|
αζευγάρωτος αζημίωτος αζιμουθιακός αζωγράφητος αζωγράφιστος αζωικός
|
|
|
|
|
αζωτούχος αζύγιαστος αζύγιστος αζύγωτος αζύμωτος αηδής αηδιαστικός
|
|
|
|
|
αηδονόλαλος αηδονόστομος αηδονόφωνος αθάμβωτος αθάμπωτος αθάνατος αθάρρευτος
|
|
|
|
|
αθέλητος αθέμιτος αθέριστος αθέρμαντος αθέσπιστος αθήλαστος αθήλιαστος αθαμβής
|
|
|
|
|
αθειάφιστος αθεμέλιωτος αθεμελίωτος αθεολόγητος αθεράπευτος αθεσμοθέτητος
|
|
|
|
|
αθεϊστικός αθεόφοβος αθεώρητος αθηλύκωτος αθημώνιαστος αθηναίικος
|
|
|
|
|
αθηναϊκός αθησαύριστος αθλητιατρικός αθλητικός αθλομανής αθλοφόρος αθορύβητος
|
|
|
|
|
αθροιστικός αθρυμμάτιστος αθρόος αθυμιάτιστος αθυρόστομος αθωνικός αθωράκιστος
|
|
|
|
|
αθωότης αθόλωτος αθόρυβος αθύμωτος αθώος αθώπευτος αθώρητος αιγαίος αιγαιακός
|
|
|
|
|
αιγαλιώτικος αιγιακός αιγιαλίτης αιγινήτικος αιγοπρόβειος αιγυπτιακός
|
|
|
|
|
αιδήμων αιθέριος αιθαλώδης αιθερικός αιθεριώδης αιθεροβάμων αιθουσονωτιαίος
|
|
|
|
|
αιθυλιούχος αιλουροειδής αιμάτινος αιματηρός αιματικός αιματοβούτηχτος
|
|
|
|
|
αιματολογικός αιματοπότιστος αιματόβρεκτος αιματόβρεχτος αιματόχροος
|
|
|
|
|
αιματώδης αιμοβόρικος αιμοβόρος αιμοδιψής αιμοδυναμικός αιμολυτικός
|
|
|
|
|
αιμομικτικός αιμορραγικός αιμορροφιλικός αιμορροϊκός αιμοσταγής αιμοστατικός
|
|
|
|
|
αιμοφόρος αιμοχαρής αιμοχρωστικός αιμόφιλος αιμόφυρτος αινέσιμος αινετός
|
|
|
|
|
αινιγματώδης αιολικός αιρετός αισθαντικός αισθηματικός αισθησιακός
|
|
|
|
|
αισθησιοκρατικός αισθητήριος αισθητηριακός αισθητικοκινητικός αισθητικός
|
|
|
|
|
αισιόδοξος αισχροκερδής αισχρολογικός αισχρολόγος αισχρός αισχυλικός
|
|
|
|
|
αισχύλειος αισωπικός αισώπειος αιτητικός αιτιάσιμος αιτιακός αιτιατικός
|
|
|
|
|
αιτιοκρατικός αιτιολογικός αιτιοπαθογενετικός αιτιώδης αιτωλικός αιφνίδιος
|
|
|
|
|
αιχμάλωτος αιχμηρός αιωνόβιος αιώνιος ακάθαρτος ακάθεκτος ακάθιστος ακάλεστος
|
|
|
|
|
ακάματος ακάμωτος ακάνθινος ακάπνιστος ακάρπιστος ακάρφωτος ακάτεχος ακάτιος
|
|
|
|
|
ακένωτος ακέραιος ακέραστος ακέριος ακέρωτος ακέφαλος ακήδευτος ακήρατος
|
|
|
|
|
ακήρυχτος ακίβδηλος ακίνδυνος ακίνητος ακαής ακαβάλητος ακαβούρδιστος
|
|
|
|
|
ακαδημαϊκός ακαθάριστος ακαθίδρυτος ακαθιέρωτος ακαθοδήγητος ακαθόριστος
|
|
|
|
|
ακακολόγητος ακαλίγωτος ακαλαίσθητος ακαλαφάτιστος ακαλλιέργητος ακαλλώπιστος
|
|
|
|
|
ακαλοκάρδιστος ακαμάκιαστος ακαμάκιστος ακαμάκωτος ακαμάτης ακαμίνευτος
|
|
|
|
|
ακανθοκυτταρικός ακανθοστεφής ακανθώδης ακανόνιστος ακαπάκωτος ακαπάρωτος
|
|
|
|
|
ακαπήλευτος ακαπίστρωτος ακαπλάντιστος ακαρίκωτος ακαρατόμητος ακαριαίος
|
|
|
|
|
ακαρποφόρητος ακαρύκευτος ακασσιτέρωτος ακατάβρεκτος ακατάβρεχτος ακατάγγελτος
|
|
|
|
|
ακατάδεχτος ακατάκτητος ακατάληκτος ακατάληπτος ακατάλληλος ακατάλυτος
|
|
|
|
|
ακατάπαυτος ακατάρτιστος ακατάσβεστος ακατάσβηστος ακατάστατος ακατάσχετος
|
|
|
|
|
ακατάταχτος ακατάφερτος ακατέβατος ακατέργαστος ακατήχητος ακαταίσχυντος
|
|
|
|
|
ακαταγώνιστος ακαταδίωκτος ακατακρήμνιστος ακατακύρωτος ακαταλαβίστικος
|
|
|
|
|
ακαταλόγιστος ακαταμάχητος ακαταμέτρητος ακατανάλωτος ακατανίκητος ακατανόητος
|
|
|
|
|
ακαταπολέμητος ακαταπόνητος ακατασίγαστος ακατασκεύαστος ακαταστάλακτος
|
|
|
|
|
ακατατόπιστος ακαταφρόνετος ακαταφρόνητος ακαταχώνιαστος ακαταχώρητος
|
|
|
|
|
ακατεδάφιστος ακατεύθυντος ακατεύναστος ακατηγόρητος ακατοίκητος ακατονόμαστος
|
|
|
|
|
ακατράμωτος ακατόρθωτος ακαυτηρίαστος ακαψάλιστος ακερδής ακερικός ακηδής
|
|
|
|
|
ακηλίδωτος ακιδωτός ακλάδευτος ακλήρωτος ακλήτευτος ακλεής ακλείδωτος
|
|
|
|
|
ακλυδώνιστος ακλόνητος ακμάζων ακμαίος ακοίμητος ακοίταχτος ακοιλωματικός
|
|
|
|
|
ακοινοποίητος ακοινώνητος ακολλάριστος ακολουθιακός ακολύμπητος ακομμάτιαστος
|
|
|
|
|
ακονιστικός ακοομετρικός ακοπάνιστος ακορνίζωτος ακορνιζάριστος ακοροΐδευτος
|
|
|
|
|
ακορύφωτος ακοσκίνιστος ακοστολόγητος ακουβάλητος ακουστικός ακουστός
|
|
|
|
|
ακουόμετρο ακούμπωτος ακούνητος ακούραστος ακούρδιστος ακούρευτος ακούρντιστος
|
|
|
|
|
ακούσιος ακράδαντος ακράτητος ακρήμνιστος ακραίος ακραιφνής ακρατής ακριανός
|
|
|
|
|
ακριβοδίκαιος ακριβοθώρητος ακριβολόγος ακριβομίλητος ακριβούτσικος ακριβός
|
|
|
|
|
ακριδοκτόνος ακριμάτιστος ακρινός ακριτικός ακριτόμυθος ακροαματικός
|
|
|
|
|
ακροαστικός ακροβατικός ακρογωνιαίος ακροδεξιός ακροθιγής ακροκεντρικός
|
|
|
|
|
ακροτελεύτιος ακροφωνικός ακρυλικός ακρυστάλλωτος ακρωμιοκλειδικός ακρόλιθος
|
|
|
|
|
ακτέριστος ακτήμονας ακτήμων ακταίος ακτιβιστικός ακτινοβόλος ακτινογραφικός
|
|
|
|
|
ακτινοθεραπευτικός ακτινολογικός ακτινομετρικός ακτινοσκοπικός ακτινοστόλιστος
|
|
|
|
|
ακτινωτός ακτινώδης ακτοπλοϊκός ακτουάριος ακτύπητος ακυβέρνητος ακυκλοφόρητος
|
|
|
|
|
ακυρίευτος ακυρωτικός ακυρώσιμος ακυτταρικός ακωδικοποίητος ακωμώδητος
|
|
|
|
|
ακόλλητος ακόλουθος ακόμιστος ακόνιστος ακόρδωτος ακόρεστος ακόρυφος ακόσμητος
|
|
|
|
|
ακύρωτος ακώλυτος αλάβωτος αλάδωτος αλάθευτος αλάθητος αλάλητος αλάνθαστος
|
|
|
|
|
αλάξευτος αλάργος αλέγρος αλέκιαστος αλέρωτος αλήστευτος αλήτικος αλίμενος
|
|
|
|
|
αλίπαστος αλίχνιστος αλαβάστρινος αλαγάριστος αλαζονικός αλαμπής
|
|
|
|
|
αλανιάρικος αλαργινός αλαργοτάξιδος αλατερός αλατοφόρος αλατούχος αλατόμητος
|
|
|
|
|
αλαφροΐσκιωτος αλαφροκάνταρος αλαφρόμυαλος αλαφρός αλαφρύς αλαφυραγώγητος
|
|
|
|
|
αλβανοσοβιετικός αλβανόφωνος αλγαισθητικό αλγαισθητικός αλγεβρικός αλγεινός
|
|
|
|
|
αλγογόνος αλγοριθμικός αλείαντος αλεηλάτητος αλειτούργητος αλεκτικός αλεξήνεμο
|
|
|
|
|
αλεξίπυρος αλεξίσφαιρος αλεξανδρινός αλεπουδίσιος αλεπτολόγητος αλεστικός
|
|
|
|
|
αλευρίτικος αλευροβιομηχανικός αλευροειδής αλευρούχος αλευρωμένος αλευρώδης
|
|
|
|
|
αλεύκαντος αλεύκαστος αλεύρινος αληθής αληθινός αληθοφανέστερος αληθοφανής
|
|
|
|
|
αλησμόνητος αλιάνιστος αλιβάνιστος αλιγούρευτος αλιευτικός αλιμάριστος
|
|
|
|
|
αλιχούδευτος αλκαλικός αλκαϊκός αλκοολικός αλκοολομετρικός αλκοολούχος
|
|
|
|
|
αλλαντικός αλλαξόπιστος αλλεπάλληλος αλλεργικός αλλεργιογόνος αλλεργιολογικός
|
|
|
|
|
αλληλέγγυος αλληλένδετος αλληλεπιδραστικός αλληλοβοηθητικός αλληλοδιάδοχος
|
|
|
|
|
αλληλοεξοντωτικός αλληλοεπηρεαζόμενος αλληλοεπιδρώμενος αλληλοκεντρικός
|
|
|
|
|
αλληλοπαθής αλληλόφιλος αλληλόχρεος αλλιώτικος αλλογενής αλλοδαπός αλλοεθνής
|
|
|
|
|
αλλοιωτικός αλλοιώσιμος αλλομετρικός αλλοπαθητικός αλλοπαρμένος αλλοπρόσαλλος
|
|
|
|
|
αλλοστερικός αλλοτινός αλλοτριοφάγος αλλοτριοφαγικός αλλοχωριανός αλλόγλωσσος
|
|
|
|
|
αλλόεθνος αλλόθρησκος αλλόκοτος αλλόπιστος αλλότριος αλλότροπος αλλόφρων
|
|
|
|
|
αλλόφωνος αλματώδης αλμυρούτσικος αλμυρός αλογάριαστος αλογήσιος αλογίσιος
|
|
|
|
|
αλογόκριτος αλουλούδιαστος αλουλούδιστος αλουμινένιος αλουστράριστος αλούτερος
|
|
|
|
|
αλπικός αλπινικός αλσατικός αλσώδης αλταζιμουθιακός αλτικός αλτρουιστικός
|
|
|
|
|
αλυσιτελής αλυσοδέσμιος αλυσοειδής αλυσωτός αλυσόδετος αλυτρωτικός αλφαβητικός
|
|
|
|
|
αλφαριθμητικός αλφικός αλχημικός αλχημιστικός αλωνάρης αλωνιάτης αλωνιστικός
|
|
|
|
|
αλόγιαστος αλόγιστος αλύγιστος αλύπητος αλύτρωτος αλώβητος αλώσιμος αμάγευτος
|
|
|
|
|
αμάζευτος αμάθευτος αμάθητος αμάλαγος αμάλαχτος αμάλλιαγος αμάλλιαστος
|
|
|
|
|
αμάντευτος αμάντριστος αμάντρωτος αμάραντος αμάρτυρος αμάσητος αμάτιαστος
|
|
|
|
|
αμάχητος αμέθοδος αμέθυστος αμέριμνος αμέριστος αμέρωτος αμέστωτος αμέταλλος
|
|
|
|
|
αμέτρητος αμήνυτος αμήχανος αμίαντος αμίλητος αμίμητος αμίσθωτος αμαγάριστος
|
|
|
|
|
αμαζονικός αμαζόνειος αμαζόνιος αμαθής αμαθημάτιστος αμακιγιάριστος
|
|
|
|
|
αμαλγαμωτικός αμανίκωτος αμαντάλωτος αμαντάριστος αμαξιτός αμαξωτός
|
|
|
|
|
αμαρκάριστος αμαρτωλός αμαρτύρητος αμασκάρευτος αμαστίγωτος αμαυρός
|
|
|
|
|
αμαύριστος αμβληχρός αμβλυγώνιος αμβλυκόρυφος αμβλυντικός αμβλυωπικός
|
|
|
|
|
αμβλύς αμβλύστομος αμείλικτος αμείλιχτος αμείωτος αμεθόδευτος αμειδίαστος
|
|
|
|
|
αμελής αμελητέος αμερικάνικος αμερικανικός αμερικανοκίνητος
|
|
|
|
|
αμερικανόφιλος αμερόληπτος αμεσίτευτος αμετάβατος αμετάβλητος αμετάγγιστος
|
|
|
|
|
αμετάθετος αμετάκλητος αμετάλαβος αμετάλλακτος αμετάλλαχτος αμετάπειστος
|
|
|
|
|
αμετάπτωτος αμετάτρεπτος αμετάφερτος αμετάφραστος αμεταβίβαστος
|
|
|
|
|
αμεταγύριστος αμετακίνητος αμεταμέλητος αμεταμφίεστος αμεταμόρφωτος
|
|
|
|
|
αμετανόητος αμεταποίητος αμετασχημάτιστος αμετατόπιστος αμεταχείριστος
|
|
|
|
|
αμετροεπής αμιάντινος αμιγής αμικροβιακός αμινοβουτυρικός αμισθοδότητος
|
|
|
|
|
αμλετικός αμμοκίτρινος αμμοστρωμένος αμμουδερός αμμωνιακός αμμωνιούχος αμμώδης
|
|
|
|
|
αμνήμων αμνήστευτος αμνημόνευτος αμνησίκακος αμνησιακός αμνηστεύσιμος αμνιακός
|
|
|
|
|
αμοιβαίος αμοιρολόγητος αμολόγητος αμοντάριστος αμοραλιστικός αμορφοποίητος
|
|
|
|
|
αμούστακος αμπάδι αμπάδικος αμπάλωτος αμπελικός αμπελοοινικός αμπελουργικός
|
|
|
|
|
αμπερομετρικός αμπογιάντιστος αμπογιάτιστος αμπόλιαστος αμυγδαλάτος
|
|
|
|
|
αμυδρός αμυλούχος αμυλώδης αμυντικοβιομηχανικός αμυντικός αμφίαλος αμφίβιος
|
|
|
|
|
αμφίβραχυς αμφίδρομος αμφίθυμος αμφίκοιλος αμφίκυρτος αμφίλογος αμφίπλευρος
|
|
|
|
|
αμφίσημος αμφίστομος αμφιβαρής αμφιβληστροειδής αμφιβραχικός αμφιγραφικός
|
|
|
|
|
αμφιθαλής αμφιθεατρικός αμφιθυμικός αμφικλινής αμφικοιλιακός αμφικτιονικός
|
|
|
|
|
αμφιμονοσήμαντος αμφινευστικός αμφιπαθητικός αμφιπρόστυλος αμφιρρεπής
|
|
|
|
|
αμφιφανής αμφιφυλικός αμφιφυλόφιλος αμφοτερικός αμφοτεροβαρής αμωλώπιστος
|
|
|
|
|
αμόλυβδος αμόλυντος αμόνοιαστος αμόρφωτος αμύητος αμύθητος αμύριστος αμύρωτος
|
|
|
|
|
αμώμητος ανάβαθος ανάβροχος ανάγιαστο ανάγλυφος ανάδελφος ανάδρομος ανάερος
|
|
|
|
|
ανάκατος ανάκουστος ανάλαδος ανάλατος ανάλαφρος ανάλγητος ανάλεστος ανάλλαγος
|
|
|
|
|
ανάλλαχτος ανάλογος ανάμεικτος ανάμειχτος ανάμελος ανάμερος ανάμικτος
|
|
|
|
|
ανάνθιστος ανάντης ανάξιος ανάπηρος ανάπλεκος ανάπλωρος ανάποδος ανάπρυμνος
|
|
|
|
|
ανάπρωρος ανάριθμος ανάριος ανάριχτος ανάρμεγος ανάρμεχτος ανάρμοστος
|
|
|
|
|
ανάρριχτος ανάσκελος ανάσκητος ανάστατος ανάστερος ανάστροφος ανάφεγγος
|
|
|
|
|
ανέγγυος ανέγκλητος ανέγνοιαστος ανέγνωμος ανέγνωρος ανέκδοτος ανέκκλητος
|
|
|
|
|
ανέλεγκτος ανέλπιδος ανέλπιστος ανέμελος ανέμπειρος ανέμπνευστος ανέμυαλος
|
|
|
|
|
ανέντακτος ανένταχτος ανέντιμος ανέξοδος ανέπαγος ανέπαφος ανέραστος ανέρωτος
|
|
|
|
|
ανέσπλαγχνος ανέσπλαχνος ανέστιος ανέτοιμος ανέφελος ανέφικτος ανήθικος
|
|
|
|
|
ανήκουστος ανήλεος ανήλιαγος ανήλιαστος ανήλικος ανήλιος ανήμερος ανήμπορος
|
|
|
|
|
ανήστευτος ανήσυχος ανίατος ανίδεος ανίδρωτος ανίδωτος ανίερος ανίκανος
|
|
|
|
|
ανίσκιος ανίσκιωτος ανίσχυρος αναίμακτος αναίμαχτος αναίρετος αναίσθητος
|
|
|
|
|
αναίτιος αναβαθμίσιμος αναβλητικός αναβολικός αναβράζων αναβραστός
|
|
|
|
|
αναγεννησιακός αναγεννητικός αναγερτός αναγκαίος αναγκαστικός αναγλυφικός
|
|
|
|
|
αναγνωριστικός αναγνωστικός αναγνώσιμος αναγομωμένος αναγουλιαστικός
|
|
|
|
|
αναγωγισμός αναγωγιστικός αναγώγιμος αναδασωτέος αναδεκτός αναδεχτός
|
|
|
|
|
αναδιανεμητικός αναδρομικός αναερόβιος αναζητήσιμος αναζωογονητικός
|
|
|
|
|
αναθεωρητικός αναθηματικός αναιδής αναιμικός αναιρέσιμος αναιρετέος
|
|
|
|
|
αναιρετικός αναισθησιολογικός αναισθητικός αναιτιολόγητος ανακαινιστικός
|
|
|
|
|
ανακατωσούρης ανακατωτός ανακεφαλαιωτικός ανακλαδιστός ανακλαστικός
|
|
|
|
|
ανακλητικός ανακλητός ανακοινώσιμος ανακουφιστικός ανακρεόντειος ανακριβής
|
|
|
|
|
ανακτορικός ανακόλουθος ανακύψιμος αναλγητικός αναληθής αναλημματικός
|
|
|
|
|
αναληπτικός αναλλοίωτος αναλογικός αναλογιστικός αναλυτικός αναλυτικότερος
|
|
|
|
|
αναλφάβητος αναλφαβητικός αναλύσιμος αναλώσιμος αναμαλλιάρης αναμνηστικός
|
|
|
|
|
αναμπάρωτος αναμφίβολος αναμφίλεκτος αναμφίσημος αναμφισβήτητος ανανεωμένος
|
|
|
|
|
ανανεώσιμος ανανθής ανανούριστος αναντίλεκτος αναντίρρητος αναντίστρεπτος
|
|
|
|
|
ανανταπόδεικτος ανανταπόδοτος αναντικατάστατος αναντιπροσώπευτος
|
|
|
|
|
αναξιοπαθής αναξιοπαθών αναξιοποίητος αναξιοπρεπής αναξιόλογος αναξιόπιστος
|
|
|
|
|
αναπάντεχος αναπάντητος αναπαιστικός αναπαλλοτρίωτος αναπαραγωγικός
|
|
|
|
|
αναπασχόλητος αναπαυτικός αναπεπταμένος αναπηρικός αναπλαστικός
|
|
|
|
|
αναπνευστικός αναποδιάρης αναποδιασμένος αναποζημίωτος αναποκατάστατος
|
|
|
|
|
αναπολόγητος αναποτελεσματικός αναποφάσιστος αναποχώριστος αναπροσαρμοζόμενος
|
|
|
|
|
αναπόγραφος αναπόδεικτος αναπόδειχτος αναπόδοτος αναπόδραστος αναπόσπαστος
|
|
|
|
|
αναπόφευγος αναπόφευκτος αναρίθμητος αναριχτός αναρμάτωτος αναρμόδιος
|
|
|
|
|
αναρριχτός αναρροφητικός αναρρωτικός αναρτητέος αναρχικός αναρχοαυτόνομος
|
|
|
|
|
ανασκαφικός ανασκευαστικός ανασκοπικός αναστάσιμος ανασταλτικός ανασταλτός
|
|
|
|
|
αναστεναμένος αναστηλωτικός αναστρέψιμος ανασυνδυασµένος ανασυρτός
|
|
|
|
|
ανασφαλής ανασχετικός ανατάσιμος αναταρασσόμενος ανατιμητικός ανατολίτικος
|
|
|
|
|
ανατομικός ανατρέψιμος ανατρεπτικός ανατριχιαστικός ανατροφοδοτικός
|
|
|
|
|
αναφαίρετος αναφλέξιμος αναφλεκτικός αναφομοίωτος αναφορικός αναφρόδιτος
|
|
|
|
|
αναχρονιστικός αναύλωτος αναύξητος ανδρείος ανδρειωμένος ανδρικός
|
|
|
|
|
ανδρολογικός ανδρομόνοικος ανδροπρεπής ανδρωνυμικός ανδρόγυνος ανδρώδης
|
|
|
|
|
ανείδωτος ανείπωτος ανείσπρακτος ανείσπραχτος ανεβάσταγος ανεβατός ανεγγύητος
|
|
|
|
|
ανεγκρατής ανεγχείρητος ανεγχείριστος ανεδαφικός ανειδίκευτος ανειδοποίητος
|
|
|
|
|
ανειλημμένος ανειλικρινής ανειρήνευτος ανεκδήλωτος ανεκδίκαστος ανεκδίκητος
|
|
|
|
|
ανεκδοτικός ανεκδοτολογικός ανεκκαθάριστος ανεκλάλητος ανεκμετάλλευτος
|
|
|
|
|
ανεκπαίδευτος ανεκπλήρωτος ανεκποίητος ανεκτέλεστος ανεκτίμητος ανεκτικός
|
|
|
|
|
ανεκχώρητος ανελέητος ανελαστικός ανελεήμων ανελεύθερος ανελικτικός
|
|
|
|
|
ανελλιπής ανεμογραφικός ανεμοδεικτικός ανεμομετρικός ανεμπόδιστος ανεμόδαρτος
|
|
|
|
|
ανενεργός ανενημέρωτος ανενθρόνιστος ανενόχλητος ανεξάλειπτος ανεξάντλητος
|
|
|
|
|
ανεξέλεγκτος ανεξέλικτος ανεξέταστος ανεξήγητος ανεξίθρησκος ανεξίκακος
|
|
|
|
|
ανεξαίρετος ανεξακρίβωτος ανεξαργύρωτος ανεξερεύνητος ανεξεταστέος ανεξιλέωτος
|
|
|
|
|
ανεξοικείωτος ανεξόφλητος ανεξύμνητος ανεξύπνητος ανεπάγγελτος ανεπάντεχος
|
|
|
|
|
ανεπίγραφος ανεπίδεκτος ανεπίδεχτος ανεπίδοτος ανεπίκαιρος ανεπίκλητος
|
|
|
|
|
ανεπίλυτος ανεπίσημος ανεπίστρεπτος ανεπίστροφος ανεπίτευκτος ανεπίτρεπτος
|
|
|
|
|
ανεπαίσχυντος ανεπανάληπτος ανεπανόρθωτος ανεπαρκής ανεπαχθής ανεπεξέργαστος
|
|
|
|
|
ανεπιβεβαίωτος ανεπιεικής ανεπιθύμητος ανεπικερδής ανεπικύρωτος ανεπιμέλητος
|
|
|
|
|
ανεπιτήδειος ανεπιτήδευτος ανεπιτήρητος ανεπιτυχής ανεπιφύλακτος ανεπούλωτος
|
|
|
|
|
ανεπρόκοφτος ανεπτυγμένος ανερέθιστος ανερεύνητος ανερμάτιστος ανερμήνευτος
|
|
|
|
|
ανερώτευτος ανεσταλμένος ανετοίμαστος ανετυμολόγητος ανευθύγραμμος ανευλαβής
|
|
|
|
|
ανευρυσματικός ανευρυσματώδης ανευφάνταστος ανευχαρίστητος ανεφάρμοστος
|
|
|
|
|
ανεχτίμητος ανεχτικός ανεχτός ανεχόρταγος ανεόρταστος ανεύθυνος ανεύρετος
|
|
|
|
|
ανεύφλεκτος ανηγμένος ανηλεής ανημέρευτος ανημέρωτος ανημέτερος ανηολόγητος
|
|
|
|
|
ανησυχητικός ανηφορικός ανθεκτικός ανθελληνικός ανθελονοσιακός ανθενωτικός
|
|
|
|
|
ανθιδρωτικός ανθικός ανθισμένος ανθοκομικός ανθοστόλιστος ανθοφόρος ανθρακικός
|
|
|
|
|
ανθρακοφόρος ανθρακούχος ανθρακώδης ανθρωπινός ανθρωπιστικός ανθρωπογενής
|
|
|
|
|
ανθρωποκεντρικός ανθρωποκτόνος ανθρωπολογικός ανθρωπομετρικός ανθρωπομορφικός
|
|
|
|
|
ανθρωποφάγος ανθρωπωνυμικός ανθρωπόμορφος ανθρωπόφιλος ανθρώπειος ανθρώπινος
|
|
|
|
|
ανθυποβρυχιακός ανθυψίφωνος ανθόσπαρτος ανθόστρωτος ανθώδης ανιαρός
|
|
|
|
|
ανιθυφαλλικός ανικανοποίητος ανικτερικός ανιμιστικός ανιοβόλος ανιονικός
|
|
|
|
|
ανισομήκης ανισομεγέθης ανισομερής ανισομετρικός ανισοσκελής ανισοσύλλαβος
|
|
|
|
|
ανιστόρητος ανισόβαρος ανισόμερος ανισόπεδος ανισόπλευρος ανισόρροπος
|
|
|
|
|
ανιχνευτικός ανιχνεύσιμος ανιών ανοίκειος ανοίκιαστος ανοδικός
|
|
|
|
|
ανοικοδομητικός ανοικοδομικός ανοικοδόμητος ανοικοκύρευτος ανοικονόμητος
|
|
|
|
|
ανοικτός ανοιξιάτικος ανοιχτομάτης ανοιχτοχέρης ανοιχτοχέρικος ανοιχτόκαρδος
|
|
|
|
|
ανοιχτόχερος ανοιχτόχρωμος ανολοκλήρωτος ανομοιογενής ανομοιοκατάληκτος
|
|
|
|
|
ανομοιωτικός ανομοιόμορφος ανομολόγητος ανονείρευτος ανοξείδωτος ανοργάνωτος
|
|
|
|
|
ανορθολογικός ανορθολογιστικός ανορθωτικός ανορθόγραφος ανορθόδοξος ανοσιακός
|
|
|
|
|
ανοσοθεραπευτικός ανοσοκατασταλτικός ανοσοκατεσταλμένος ανοσολογικός
|
|
|
|
|
ανοσορυθμιστικός ανοσοτροποποιητικός ανοσοφαρμακολογικός ανοσοϊστοχημικός
|
|
|
|
|
ανοχύρωτος ανοϊκός ανούσιος αντάξιος αντάρτικος αντήλιος αντίδικος αντίζηλος
|
|
|
|
|
αντίθετος αντίθρησκος αντίμαχος αντίξοος αντίπαλος αντίπερα αντίρροπος
|
|
|
|
|
αντίστροφος αντίφα αντίχριστος αντίψυχος ανταγωνιστικός ανταλλάξιμος
|
|
|
|
|
αντανακλαστικός ανταπεργιακός ανταποδοτικός ανταποκρίσιμος ανταποκριτικός
|
|
|
|
|
ανταρτικός ανταρτοπολεμικός ανταρτόπληκτος αντασφαλιστικός αντεθνικός
|
|
|
|
|
αντεκπαιδευτικός αντεμετικός αντενεργών αντεπαναστατικός αντεπιστέλλων
|
|
|
|
|
αντεργατικός αντεργκράουντ αντηχητικός αντηχών αντιαγνωστικός αντιαγροτικός
|
|
|
|
|
αντιαθλητικός αντιαιμορραγικός αντιαισθητικός αντιαλγικός αντιαλκοολικός
|
|
|
|
|
αντιαμερικανικός αντιαναπτυξιακός αντιανεμικός αντιανταρτικός
|
|
|
|
|
αντιαρθριτικός αντιαρματικός αντιασφυξιογόνος αντιατομικός αντιατομιστικός
|
|
|
|
|
αντιαφροδισιακός αντιβαλκανικός αντιβασιλικός αντιβενιζελικός αντιβεντετικός
|
|
|
|
|
αντιβιοτικό αντιβιοτικός αντιβλεννορροιακός αντιγαμητικός αντιγλυκαιμικός
|
|
|
|
|
αντιγονορροϊκός αντιγραφικός αντιγριπικός αντιδάνειος αντιδανειακός αντιδεξιός
|
|
|
|
|
αντιδημοτικός αντιδιαβητικός αντιδιαμετρικός αντιδικτατορικός αντιδιουρητικός
|
|
|
|
|
αντιδιφθεριτικός αντιδογματικός αντιδραστικός αντιδυναστικός αντιεθνικός
|
|
|
|
|
αντιεκπαιδευτικός αντιεκρηκτικός αντιεμετικός αντιεμπορευματικός αντιεμπορικός
|
|
|
|
|
αντιεπιστημονικός αντιευρωπαϊκός αντιεφιδρωτικός αντιηλιακός αντιηρωικός
|
|
|
|
|
αντιθεατρικός αντιθερμαντικός αντιθετικός αντιθρησκευτικός αντιθρομβωτικός
|
|
|
|
|
αντιιδρωτικός αντιιικός αντιικός αντιισταμινικός αντικαθεστωτικός
|
|
|
|
|
αντικανονικός αντικανονιστικός αντικαπνιστικός αντικαρκινικός
|
|
|
|
|
αντικαταναλωτικός αντικατασκοπευτικός αντικατασκοπικός αντικαταστάσιμος
|
|
|
|
|
αντικαταστατός αντικειμενικοποιημένος αντικειμενικός αντικειμενοποιημένος
|
|
|
|
|
αντικληρικός αντικοινοβουλευτικός αντικοινωνικός αντικομματικός
|
|
|
|
|
αντικομουνιστικός αντικομφορμιστικός αντικουνουπικός αντικραδασμικός
|
|
|
|
|
αντικριστός αντικρουόμενος αντικυβερνητικός αντικυκλικός αντικυκλωνικός
|
|
|
|
|
αντιλαϊκός αντιλεκτικός αντιληπτικός αντιληπτός αντιλογιστικός αντιλυρικός
|
|
|
|
|
αντιμέτωπος αντιμαχόμενος αντιμεθυστικός αντιμελοδραματικός αντιμεταθετικός
|
|
|
|
|
αντιμεταφυσικός αντιμετωπίσιμος αντιμηνιγγιτικός αντιμικροβιακός
|
|
|
|
|
αντιμιλιταριστικός αντιμνημονιακός αντιμοναρχικός αντιμονιούχος
|
|
|
|
|
αντιμυκητιασικός αντινεοπλασματικός αντινευρικός αντινεφικός αντινομικός
|
|
|
|
|
αντιοικονομικός αντιολισθητικός αντιοξειδωτικός αντιοφικός αντιπαθέστερος
|
|
|
|
|
αντιπαθητικός αντιπαιδαγωγικός αντιπανωλικός αντιπαραγωγικός αντιπαραθετικός
|
|
|
|
|
αντιπαρασιτικός αντιπαρατάξιμος αντιπατριωτικός αντιπειθαρχικός
|
|
|
|
|
αντιπερισπαστικός αντιπηκτικός αντιπιτυριδικός αντιπληθωρικός
|
|
|
|
|
αντιπλημμυρικός αντιπνευματικός αντιπνευμονικός αντιποιητικός αντιπολεμικός
|
|
|
|
|
αντιπολιτευτικός αντιπολιτικός αντιπροεδρικός αντιπροστατευτικός
|
|
|
|
|
αντιπροσωπεύων αντιπροχθεσινός αντιπροχτεσινός αντιπυραυλικός αντιπυρετικό
|
|
|
|
|
αντιπυρηνικός αντιπυρικός αντιρατσιστικός αντιρρευματικός αντιρρητικός
|
|
|
|
|
αντιρυτιδικός αντισεισμικός αντισεξουαλικός αντισημιτικός αντισηπτικός
|
|
|
|
|
αντισκωριακός αντισοβιετικός αντισπασμωδικός αντισταθμίσιμος αντισταθμιστικός
|
|
|
|
|
αντιστατικός αντιστικτικός αντιστιξιακός αντιστρέψιμος αντιστρατιωτικός
|
|
|
|
|
αντιστυλωμένος αντισυλληπτικός αντισυμβαλλόμενος αντισυμβατικός
|
|
|
|
|
αντισυμμοριακός αντισυνδικαλιστικός αντισυνταγματικός αντισυστημικός
|
|
|
|
|
αντιτάνκ αντιτάξιμος αντιτακτός αντιτετανικός αντιτοξικός αντιτορπιλικός
|
|
|
|
|
αντιτράστ αντιτραπεζικός αντιτριβικός αντιτρομοκρατικός αντιτυφικός
|
|
|
|
|
αντιφασιστικός αντιφατικός αντιφεμινιστικός αντιφθισικός αντιφιλελεύθερος
|
|
|
|
|
αντιφλεγμονώδης αντιφλογιστικός αντιφρονών αντιφυλετικός αντιφυλλοξηρικός
|
|
|
|
|
αντιφυσικός αντιφωνικός αντιχαλαζικός αντιχολερικός αντιχριστιανικός
|
|
|
|
|
αντλησιοταμιευτικός αντλητήριος αντλιοφόρος αντούβιανος αντρίκειος αντρίκιος
|
|
|
|
|
αντρείος αντρειωμένος αντρικός αντρωμένος αντρόπιαστος αντωνυμικός αντωπός
|
|
|
|
|
ανυιοθέτητος ανυμνητικός ανυπάκοος ανυπάκουος ανυπέρβλητος ανυπέρθετος
|
|
|
|
|
ανυποθήκευτος ανυπολόγιστος ανυπομόνευτος ανυποστήρικτος ανυποστήριχτος
|
|
|
|
|
ανυποχώρητος ανυποψίαστος ανυπόγραφος ανυπόδητος ανυπόθετος ανυπόθηκος
|
|
|
|
|
ανυπόληπτος ανυπόμονος ανυπόνοιαστος ανυπόστατος ανυπόσχετος ανυπόταγος
|
|
|
|
|
ανυπόταχτος ανυπόφερτος ανυπόφορος ανυσματικός ανυστερόβουλος ανυψωτικός
|
|
|
|
|
ανωφέλετος ανωφέλευτος ανωφέλητος ανωφελής ανωφελώς ανωφερής ανωφερικός
|
|
|
|
|
ανόθευτος ανόμοιος ανόργανος ανόργητος ανόργιστος ανόργωτος ανόρεκτος
|
|
|
|
|
ανόσιος ανότιστος ανύμφευτος ανύπανδρος ανύπαντρος ανύπαρκτος ανύπαρχτος
|
|
|
|
|
ανύποπτος ανύσταγος ανύστακτος ανύσταχτος ανύχτωτος ανώδυνος ανώμαλος ανώνυμος
|
|
|
|
|
ανώτατος ανώτερος ανώφελος αξάκριστος αξάπλωτος αξάφριστος αξέμπλεχτος
|
|
|
|
|
αξέχαστος αξήγητος αξήλωτος αξίδιαστος αξίνιστος αξεδίψαστος αξεδιάκριτος
|
|
|
|
|
αξεδιάλυτος αξεθύμαστος αξεκαθάριστος αξεκόλλητος αξελόγιαστος αξεμάτιαστος
|
|
|
|
|
αξεμυάλιστος αξεπάστρευτος αξεπέραστος αξεπλέρωτος αξεπλήρωτος αξεπούλητος
|
|
|
|
|
αξεσκάλιστος αξεσκέπαστος αξεσκόλιστος αξετίμητος αξετύλιχτος αξεφιτίλιστος
|
|
|
|
|
αξεφούρνιστος αξεχαρβάλωτος αξεχώριστος αξημέρωτος αξιέπαινος αξιέραστος
|
|
|
|
|
αξιαζούμενος αξιαζόμενος αξιακός αξιανάγνωστος αξιογέλαστος αξιοδάκρυτος
|
|
|
|
|
αξιοζήλευτος αξιοθέατος αξιοθαύμαστος αξιοθησαύριστος αξιοθρήνητος
|
|
|
|
|
αξιοκαταφρόνετος αξιοκαταφρόνητος αξιοκατηγόρητος αξιοκρατικός αξιολάτρευτος
|
|
|
|
|
αξιολογικός αξιολογούμενος αξιολογών αξιολύπητος αξιομίμητος αξιομίσητος
|
|
|
|
|
αξιομνημόνευτος αξιοπαρατήρητος αξιοπερίεργος αξιοπεριφρόνητος αξιοποιήσιμος
|
|
|
|
|
αξιοπρεπής αξιοπρόσεκτος αξιοπρόσεχτος αξιοσέβαστος αξιοσημείωτος
|
|
|
|
|
αξιοτράβηχτος αξιωματικός αξιόλογος αξιόμαχο αξιόμαχος αξιόμεμπτος αξιόμισθος
|
|
|
|
|
αξιόπλοος αξιόποινος αξιόπρεπος αξιότιμος αξιόχρεος αξιώτικος αξομολόγητος
|
|
|
|
|
αξονικός αξονοειδής αξονομετρικά αξονομετρικός αξονοσυμμετρικός αξούριστος
|
|
|
|
|
αξόδευτος αξόδιαστος αξόμπλιαστος αξόρκιστος αξόφλητος αξύλευτος αξύλιστος
|
|
|
|
|
αξύριστος αοίδιμος αοριστικός αοριστολογικός αορτικός αορτολαγόνιος
|
|
|
|
|
απάγγειος απάγκειος απάγκιος απάγωτος απάδων απάλιωτος απάνεμος απάνθρωπος
|
|
|
|
|
απάρθενος απάστρευτος απάστωτος απάτητος απάτορας απάτριος απάτωρ απάχικος
|
|
|
|
|
απένθητος απένταρος απέξω απέραντος απέραστος απέριττος απέταλος απέχων
|
|
|
|
|
απίθανος απίκραντος απίσσωτος απίστευτος απίστωτος απαίδευτος απαίνευτος
|
|
|
|
|
απαγής απαγγελτικός απαγκιστρωτικός απαγορευτικός απαγωγικός απαγωγός
|
|
|
|
|
απαζάρευτος απαθής απαιδαγώγητος απαισιόδοξος απαισιόμορφος απαισιότατος
|
|
|
|
|
απαιτητός απαλάμιστος απαλειπτικός απαλλακτικός απαλλαχτικός απαλλοτριώσιμος
|
|
|
|
|
απαλός απαλόχνουδος απανινός απαντητικός απαντλητικός απανωτός απαξάπας
|
|
|
|
|
απαπούτσωτος απαράβαλτος απαράβατος απαράβλητος απαράγγελτος απαράγραπτος
|
|
|
|
|
απαράγραφτος απαράδεκτος απαράδεχτος απαράδοτος απαράθετος απαράκαμπτος
|
|
|
|
|
απαράλειπτος απαράληπτος απαράλλακτος απαράλλαχτος απαράμιλλος απαράσκευος
|
|
|
|
|
απαρέμφατος απαρένθετος απαραίτητος απαραβίαστος απαραγνώριστος
|
|
|
|
|
απαρακάλεστος απαρακάλετος απαρακίνητος απαρακολούθητος απαρακράτητος
|
|
|
|
|
απαραλλήλιστος απαραμείωτος απαραμύθητος απαραπλάνητος απαραποίητος
|
|
|
|
|
απαρασημοφόρητος απαρασκεύαστος απαρατήρητος απαραφύλακτος απαραφύλαχτος
|
|
|
|
|
απαραχάραχτος απαραχώρητος απαρεμπόδιστος απαρεμφατικός απαρενόχλητος
|
|
|
|
|
απαρηγόρητος απαριθμήσιμος απαριθμητός απαρνητικός απαρομοίαστος απαρουσίαστος
|
|
|
|
|
απαρτικός απαρόμοιαστος απαρόρμητος απαρώδητος απασάλειφτος απασπάλιστος
|
|
|
|
|
απασσάλωτος απαστράπτων απασχολήσιμος απατίκωτος απατεώνικος απατηλός
|
|
|
|
|
απαυτός απείθαρχος απείραγος απείρακτος απείραχτος απεγνωσμένος απειθάρχητος
|
|
|
|
|
απειθαρχικός απεικαστικός απεικονισματικός απεικονιστικός απειλητικός
|
|
|
|
|
απειράριθμος απειροδιάστατος απειροελάχιστος απειρομεγέθης απειροπόλεμος
|
|
|
|
|
απειροστός απειροσύνθετος απειρόγαμος απειρόκαλος απειρότεχνος απειρώνυμος
|
|
|
|
|
απεκκριτήριος απεκκριτικός απελέκητος απελαθείς απελασμένος απελαυνόμενος
|
|
|
|
|
απελευθερωτικός απελπιστικός απενθής απεράτωτος απερίγραπτος απερίγραφτος
|
|
|
|
|
απερίθαλπτος απερίσκεπτος απερίσκεφτος απερίσπαστος απερίτεχνος απερίτμητος
|
|
|
|
|
απερίφραστος απερίφραχτος απεραθίτικος απεργιακός απεργοσπαστικός
|
|
|
|
|
απεριγέλαστος απερινόητος απεριοδικός απεριποίητος απεριόριστος απερπάτητος
|
|
|
|
|
απευκταίος απεχθής απηνής απηχητικός απιδόσχημος απιοειδής απισσάριστος
|
|
|
|
|
απισχναντικός απλάνευτος απλάνιστος απλέρωτος απλήγωτος απλήθυντος απλήρωτος
|
|
|
|
|
απλανής απλειστηρίαστος απλημμύριστος απληροφόρητος απλησίαστος απλογραφικός
|
|
|
|
|
απλοποιημένος απλοποιητικός απλοχέρης απλοϊκός απλούμιστος απλούς απλούστερος
|
|
|
|
|
απλωτός απλός απλόχερος απλόχωρος αποίητος αποίκιλτος αποίμαντος αποβατικός
|
|
|
|
|
αποβιώσας αποβλακωτικός αποβλητέος αποβολιμαίος αποβραδινός αποβροχάρης
|
|
|
|
|
απογαλακτισμένος απογεματινός απογευματινός απογοητευτικός απογραμμικός
|
|
|
|
|
αποδέλοιπος αποδαύτος αποδείξιμος αποδειγμένος αποδεικτικός αποδεικτός
|
|
|
|
|
αποδεκτικός αποδεκτός αποδεχτός αποδημητήρια αποδημητικός αποδιοπομπαίος
|
|
|
|
|
αποδοκιμαστικός αποδομήσιμος αποδομητικός αποδοτικός αποδυναμωτικός αποδόσιμος
|
|
|
|
|
αποθήκευτρα αποθαρρυντικός αποθεματικός αποθετήριος αποθετικός αποθεωτικός
|
|
|
|
|
αποθηκευτικός αποθορυβοποιήσιμος αποικιακός αποικιοκρατικός αποικιστικός
|
|
|
|
|
αποκάτω αποκαλυπτήριος αποκαλυπτικός αποκαρδιωτικός αποκατιανός αποκατινός
|
|
|
|
|
αποκεντρωτικός αποκεφαλισθείς αποκλίνων αποκλειστικός αποκληρωτικός
|
|
|
|
|
αποκορυφωτικός αποκριάτικος αποκριτικός αποκρουστικός αποκρυφικός
|
|
|
|
|
αποκτηνωτικός απολέμητος απολέμιστος απολήψιμος απολίτικος απολίτιστος
|
|
|
|
|
απολεπισμένος απολεπιστικός απολεστικός απολιτίκ απολιτικός απολλαπλασίαστος
|
|
|
|
|
απολογιστικός απολυμαντήριος απολυμαντικός απολυτήριος απολυτρωτικός απολυτός
|
|
|
|
|
απομαχικός απομνημονευματικός απομνημονευματογραφικός απομνημονευτικός
|
|
|
|
|
απομονάχος απομοναχός απομονωμένος απομονωτικός απομυελινωτικός απομυζητικός
|
|
|
|
|
απομόναχος απονήρευτος αποναρκωτικός απονεκρωτικός απονευρωτικός απονύχτερος
|
|
|
|
|
αποξηραντικός αποπανινός αποπεμπτικός αποπλανητικός αποπληθωρισμένος
|
|
|
|
|
αποπνικτικός αποπνιχτικός αποπροσανατολιστικός αποριξιμιός απορρέων
|
|
|
|
|
απορριμματοφόρος απορριξιμιός απορριπτέος απορροφητικός απορρυθμιστικός
|
|
|
|
|
αποσαθρωτικός αποσαφηνιστικός αποσβεσθείς αποσβεστικός αποσιωπητικός
|
|
|
|
|
αποσκιαδερός αποσκληρυντικός αποσμηκτικός αποσμητικός αποσοτικοποίητος
|
|
|
|
|
αποσπασματικός αποσπερνός αποστάξιμος αποστέλλων αποσταγματικός
|
|
|
|
|
αποστακτικός αποστατικός αποστεγνωτικός αποστειρωτικός αποστηματώδης
|
|
|
|
|
αποστομωτικός αποστραγγιστικός αποστρατευτέος αποστρατεύσιμος αποσυμφορητικός
|
|
|
|
|
αποσυνδετικός αποσυνθετικός αποσυρτός αποσχιστικός αποτέτοιος αποταμιευτικός
|
|
|
|
|
αποτελειωμένος αποτελεσμένος αποτελεσματικός αποτελματικός αποτελούμενος
|
|
|
|
|
αποτρεπτικός αποτριχωτικός αποτροπαϊκός αποτρόπαιος αποτυπωτικός αποτυχών
|
|
|
|
|
αποφασιστικός αποφατικός αποφθεγματικός αποφοιτήσας αποφοιτών αποφολιδωτικός
|
|
|
|
|
αποφραχτικός αποφώλιος αποχαιρετιστήριος αποχαιρετιστικός αποχαυνωτικός
|
|
|
|
|
αποχετευτικός αποχιονιστικός αποχρεμπτικό αποχρεμπτικός αποχρωσιακός
|
|
|
|
|
αποχυμένος αποχωματώνω αποχωριστικός αποψεσινός αποψιλωτικός αποψινός
|
|
|
|
|
απούλητος απράγμων απραγμάτωτος απραγματοποίητος απρεπής απριλιάτικος
|
|
|
|
|
απριλινός απριόνιστος απροΐδωτος απροάσπιστος απροίκιστος απροβίβαστος
|
|
|
|
|
απρογραμμάτιστος απροδιαίσθητος απροειδοποίητος απροεξόφλητος απροετοίμαστος
|
|
|
|
|
απροκατάληπτος απρολόγητος απρολόγιστος απρομελέτητος απρονόητος
|
|
|
|
|
απροπαράσκευος απροπαρασκεύαστος απροπόνητος απροσάρμοστος απροσάρτητος
|
|
|
|
|
απροσανατόλιστος απροσγείωτος απροσδιόνυσος απροσδιόριστος απροσδόκητος
|
|
|
|
|
απροσκάλεστος απροσκύνητος απροσμάχητος απροσμέτρητος απροσπέλαστος
|
|
|
|
|
απροσποίητος απροστάτευτος απροσχεδίαστος απροσχημάτιστος απροσωπόληπτος
|
|
|
|
|
απροφύλακτος απροφύλαχτος απροχώρητος απρωτοκόλητος απρωτοκόλλητος απρόβλεπτος
|
|
|
|
|
απρόθεσμος απρόθετος απρόθυμος απρόκλητος απρόκοπος απρόκοφτος απρόοπτος
|
|
|
|
|
απρόσβλητος απρόσεκτος απρόσεχτος απρόσημος απρόσθετος απρόσιτος απρόσκλητος
|
|
|
|
|
απρόσληπτος απρόσμενος απρόσοδος απρόσφορος απρόσωπος απρόφερτος απτικός
|
|
|
|
|
απτός απυρπόλητος απυρόβλητος απωανατολικός απωθητικός απωμάτιστος απόβλητος
|
|
|
|
|
απόγειος απόγκρεμνος απόκεντρος απόκληρος απόκοσμος απόκοτος απόκρημνος
|
|
|
|
|
απόλεμος απόλυτος απόμακρος απόμαχος απόμερος απόμονος απόμπευτος απόντιστος
|
|
|
|
|
απόπληκτος απόπληχτος απόρθητος απόρρητος απόσκεπος απόσκιο απόσκιος απότακτος
|
|
|
|
|
απότιστος απότοκος απότολμος απότομος απόφοιτος απύθμενος απύλωτος απύραυλος
|
|
|
|
|
απύρηνος απύρωτος απώγων απών απώτατος απώτερος αράγιστος αράθυμος αράντιστος
|
|
|
|
|
αρέντιγος αρίγωτος αρίφνητος αραβικός αραβόφωνος αραδιαστός αραιοκατοικημένος
|
|
|
|
|
αραιός αραμαϊκός αραξοβολημένος αραποσίτινος αραχνοΰφαντος αραχνοειδής
|
|
|
|
|
αραχνοκεντημένος αραχνοφοβικός αραχνώδης αρβανίτικος αρβανιτοβλάχικος
|
|
|
|
|
αρβαντοβλάχικος αργίτης αργίτικος αργείος αργείτικος αργιλικός αργιλούχος
|
|
|
|
|
αργοκίνητος αργολικός αργοναυτικός αργοξύπνητος αργοτάξιδος αργούτσικος
|
|
|
|
|
αργυρόλευκος αργυρός αργυρόχροος αργυρώνητος αργόμισθος αργός αργόστροφος
|
|
|
|
|
αργόσχολος αρδευτικός αρδεύσιμος αρειανός αρειμάνιος αρεστός αρετολογικός
|
|
|
|
|
αρευστοποίητος αρζαντέ αρθρικός αρθριτικός αρθρογραφικός αρθροσκοπικός
|
|
|
|
|
αριβίστικος αριβιστικός αριθμήσιμο αριθμητικός αριθμητός αριθμοδεικτικός
|
|
|
|
|
αριστερίστικος αριστεροδέξιος αριστεροτίμονος αριστερός αριστερόστροφος
|
|
|
|
|
αριστοτέλειος αριστοτελικός αριστοτεχνικός αριστουργηματικός αριστοφάνειος
|
|
|
|
|
αριστούχος αριφραδής αριός αρκαδικός αρκετός αρκουδίσιος αρκτικός αρκτικός
|
|
|
|
|
αρμενικός αρμενοβυζαντινός αρμενοφόρος αρμονικός αρμοστικός αρμοστός αρμυρός
|
|
|
|
|
αρμόνιος αρμόσιμος αρνίσιος αρναούτης αρνησίθεος αρνησίθρησκος αρνησίπατρις
|
|
|
|
|
αροκάνιστος αρπακολλατζίδικος αρπακτικός αρπαχτικός αρπαχτός αρρίζωτος αρραγής
|
|
|
|
|
αρρενωπός αρρενόφωνος αρρωστιάρης αρρωστιάρικος αρρωστομανής αρρωστοφοβικός
|
|
|
|
|
αρρύπαντος αρσενικοθήλυκος αρσενικούχος αρσενικός αρτίγονος αρτεσιανός
|
|
|
|
|
αρτηριογραφικός αρτηριοσκληρωτικός αρτηριοφλεβικός αρτηριοφλεβώδης
|
|
|
|
|
αρτιγενής αρτιμελής αρτισύστατος αρτύσιμος αρυμοτόμητος αρυτίδωτος αρφανός
|
|
|
|
|
αρχέγονος αρχέτυπος αρχαίος αρχαγγέλινος αρχαιογεωμορφολογικός αρχαιοελληνικός
|
|
|
|
|
αρχαιολατρικός αρχαιολογικός αρχαιομαθής αρχαιομανής αρχαιοπινής αρχαιοπρεπής
|
|
|
|
|
αρχαιόπρεπος αρχαιόσυλος αρχαιότερος αρχαιότροπος αρχαιότροπος αρχαϊκός
|
|
|
|
|
αρχετυπικός αρχηγικός αρχιδάτος αρχιδουκικός αρχιεπισκοπικός αρχιερατικός
|
|
|
|
|
αρχιλόχειος αρχιμήδειος αρχιτεκτονικός αρχολίπαρος αρχομανής αρχοντικός
|
|
|
|
|
αρχοντοχωριάτικος αρωματικός αρωματώδης αρωμουνικός αρύπαντος αρύς αρώσιμος
|
|
|
|
|
ασάλιωτος ασάπιστος ασέληνος ασέλωτος ασήκωτος ασήμαντος ασίγαστος ασίγητος
|
|
|
|
|
ασίκικος ασίμωτος ασίτευτος ασαβάνωτος ασαβούρωτος ασαγήνευτος ασαμάρωτος
|
|
|
|
|
ασαράντιστος ασατίριστος ασαφήνιστος ασαφής ασβάρνιστος ασβεστολιθικός
|
|
|
|
|
ασβεστώδης ασβολερός ασεβής ασεισμικός ασελγής ασελιδοποίητος ασεξουαλικός
|
|
|
|
|
ασημένιος ασημής ασημείωτος ασημοκαπνισμένος ασημόχρωμος ασηπτικός
|
|
|
|
|
ασθενής ασθενικός ασθματικός ασιανός ασιατικός ασιγούρευτος ασιδέρωτος
|
|
|
|
|
ασκάλωτος ασκέπαστος ασκίαστος ασκανδάλιστος ασκαντάλιστος ασκελής ασκεπής
|
|
|
|
|
ασκημομούρικος ασκημούλης ασκημούτσικος ασκητικός ασκιαγράφητος ασκλάβωτος
|
|
|
|
|
ασκοειδής ασκορβικός ασκοτείνιαστος ασκούντητος ασκούπιστος ασκούριαστος
|
|
|
|
|
ασκόνιστος ασκόπευτος ασκόρπιστος ασκότιστος ασμάλτωτος ασμίκρυντος ασμίλευτος
|
|
|
|
|
ασοβάρευτος ασοβάτιστος ασορτί ασουλούπωτος ασούβλιστος ασούρωτος ασούσσουμος
|
|
|
|
|
ασπέδιστος ασπίλωτος ασπαργάνωτος ασπαρτάριστος ασπαστός ασπιδοφόρος
|
|
|
|
|
ασπούδαχτος ασπριδερός ασπρομάλλης ασπροντυμένος ασπροπρόσωπος ασπρουλιάρης
|
|
|
|
|
ασπροφορεμένος ασπρόμαυρος ασπόνδυλος ασσυριακός ασσυροβαβυλωνιακός αστάθμητος
|
|
|
|
|
αστάρωτος αστέγαστος αστέγνωτος αστέναχτος αστέρευτος αστέρινος αστέριωτος
|
|
|
|
|
αστήριχτος αστίλβωτος ασταθής αστακόχρωμος ασταμάτηγος ασταμάτητος
|
|
|
|
|
ασταύρωτος αστείος αστείρευτος αστερέωτος αστεροειδής αστερωτός αστερόεις
|
|
|
|
|
αστεφάνωτος αστεφής αστηλίτευτος αστιατρικός αστιγμάτιστος αστιγματικός
|
|
|
|
|
αστικός αστοίβαστος αστοίβαχτος αστοιχείωτος αστοχισμένος αστράγγιστος
|
|
|
|
|
αστρίφωτος αστραπιαίος αστραποκαμένος αστραπόμορφος αστρατολόγητος
|
|
|
|
|
αστραφτερός αστρικός αστροβριθής αστροθόλωτος αστρολογικός αστρομετρικός
|
|
|
|
|
αστρονομικός αστροσκέπαστος αστροσκεπής αστροστεφάνωτος αστροστόλιστος
|
|
|
|
|
αστροφυσικός αστροφυσικός αστροφώτιστος αστρόγιομος αστρόσπαρτος αστρόφεγγος
|
|
|
|
|
αστυνομικός αστόλιστος αστόμωτος αστόχαστος ασυγκάλυπτος ασυγκέντρωτος
|
|
|
|
|
ασυγκίνητος ασυγκράτητος ασυγκρότητος ασυγχρόνιστος ασυγχρώτιστος ασυγχώνευτος
|
|
|
|
|
ασυγύριστος ασυζήτητος ασυκοφάντητος ασυλλόγιστος ασυμβίβαστος ασυμβούλευτος
|
|
|
|
|
ασυμμάζωχτος ασυμμετρικός ασυμμόρφωτος ασυμπάθητος ασυμπάθιστος ασυμπίεστος
|
|
|
|
|
ασυμπλήρωτος ασυμπτωματικός ασυμπτωτικός ασυμφιλίωτος ασυμφώνητος ασυμψήφιστος
|
|
|
|
|
ασυνάρτητος ασυνάχωτος ασυνήθης ασυνήθιστος ασυνίζητος ασυναίρετος
|
|
|
|
|
ασυναγώνιστος ασυνδιάλλακτος ασυνδιάλλαχτος ασυνδύαστος ασυνείδητος
|
|
|
|
|
ασυνεπής ασυνεχής ασυνθηκολόγητος ασυννέφιαστος ασυντέλεστος ασυντήρητος
|
|
|
|
|
ασυνταύτιστος ασυντρόφευτος ασυντόνιστος ασυνόδευτος ασυνόρευτος ασυρματοφόρος
|
|
|
|
|
ασυσκότιστος ασυσπείρωτος ασυστηματοποίητος ασυσχέτιστος ασυχώρετος ασφάλτινος
|
|
|
|
|
ασφαλής ασφαλίσιμος ασφαλιστήριος ασφαλιστικός ασφαλτικός ασφαλτούχος
|
|
|
|
|
ασφαλτώδης ασφουγγάριστος ασφούγγιστος ασφούγγιχτος ασφράγιστος ασφυκτικός
|
|
|
|
|
ασφυχτικός ασχεδίαστος ασχημάτιστος ασχημομούρης ασχημομούρικος ασχημούλης
|
|
|
|
|
ασχημούτσικος ασχημότερος ασχολίαστος ασωφρόνιστος ασόβαρος ασόδιαστος
|
|
|
|
|
ασύγκλητος ασύγχρονος ασύδοτος ασύλητος ασύλληπτος ασύμβατος ασύμβλητος
|
|
|
|
|
ασύμπτυκτος ασύμπτωτος ασύμφορος ασύμφωνος ασύνακτος ασύναπτος ασύναχτος
|
|
|
|
|
ασύνειδος ασύνετος ασύνορος ασύντακτος ασύνταχτος ασύντμητος ασύντριπτος
|
|
|
|
|
ασύρματος ασύστατος ασύστολος ασύχαστος ασύχναστος ασώματος ασώπαστος ατάιστος
|
|
|
|
|
ατάρακτος ατάραχος ατάραχτος ατάσθαλος ατάστωτος ατέκμαρτος ατέλειωτος
|
|
|
|
|
ατέντωτος ατέρμονας ατέρμονος ατέρμων ατίθασος ατίμητος ατίναχτος αταίριαγος
|
|
|
|
|
αταίριαχτος αταβάνωτος αταβιστικός ατακτοποίητος αταλάντευτος αταλαιπώρητος
|
|
|
|
|
αταξικός αταξινόμητος αταπείνωτος αταρίχευτος αταχτοποίητος αταύτιστος
|
|
|
|
|
ατεζάριστος ατεκμηρίωτος ατελέσφορος ατελής ατελείωτος ατελειοποίητος
|
|
|
|
|
ατελεύτητος ατελώνιστος ατεμάχιστος ατενής ατερμάτιστος ατζαμής ατζαμίδικος
|
|
|
|
|
ατηγάνιστος ατηλεγράφητος ατημέλητος ατιθάσευτος ατιμαστικός ατιμολόγητος
|
|
|
|
|
ατιμώρητος ατιτλοφόρητος ατλάζινος ατλαζένιος ατλαζωτός ατλαντικός ατμήλατος
|
|
|
|
|
ατμοκίνητος ατμοπλοϊκός ατμοσφαιρικός ατμώδης ατοίμαστος ατοιχοκόλλητος
|
|
|
|
|
ατομικός ατομιστικός ατομοκρατικός ατονικός ατοξικός ατοπικός ατοποθέτητος
|
|
|
|
|
ατρίχωτος ατραγούδητος ατραγούδιστος ατρακάριστος ατρακτοειδής ατρατάριστος
|
|
|
|
|
ατριβής ατροποποίητος ατροφικός ατρόμητος ατρόχιστος ατρύγητος ατρύπητος
|
|
|
|
|
ατσάλινος ατσάπιστος ατσίκνιστος ατσαλένιος ατσεκούρωτος ατσιγάριστος
|
|
|
|
|
ατσουρούφλιστος ατσούγκριστος ατσούμπαλος ατσούτσουνος αττικίζων αττικιστικός
|
|
|
|
|
ατυχής ατόλμητος ατόνιστος ατόρνευτος ατός ατόφιος ατύλιχτος ατύπωτος
|
|
|
|
|
αυγινός αυγοειδής αυγουλάτος αυγουλωτός αυγουστιάτικος αυγουστιανός
|
|
|
|
|
αυγόσχημος αυθάδης αυθάδικος αυθαίρετος αυθαδέστατος αυθεντικός αυθυπόστατος
|
|
|
|
|
αυθύπαρκτος αυθύπαρχτος αυλακωτός αυλικός αυλόδουλος αυξητικός αυξομειωτικός
|
|
|
|
|
αυριανός αυστηρός αυστραλέζικος αυστριακός αυτάρεσκος αυτάρκης αυτήκοος
|
|
|
|
|
αυταπάντητος αυταπόδεικτος αυταπόδειχτος αυταρχικός αυτενέργητος αυτενεργός
|
|
|
|
|
αυτεξούσιος αυτεπάγγελτος αυτιστικός αυτοάνοση αυτοάνοσος αυτοακυρωτικός
|
|
|
|
|
αυτοαναφορικός αυτοαπαρνημένος αυτοβιογραφικός αυτογραφικός αυτοδίδακτος
|
|
|
|
|
αυτοδίκαιος αυτοδημιούργητος αυτοδιαχειριστικός αυτοδικαίωτος αυτοδιοίκητος
|
|
|
|
|
αυτοδιοικούμενος αυτοδιορισθείς αυτοδιόριστος αυτοδραστικός αυτοδύναμος
|
|
|
|
|
αυτοεκπληρούμενος αυτοεκφυλιστικός αυτοεξυπηρετούμαι αυτοεξόριστος
|
|
|
|
|
αυτοκέφαλος αυτοκίνητος αυτοκαθοριστικός αυτοκαταστροφικός αυτοκινητικός
|
|
|
|
|
αυτοκινούμενος αυτοκρατορικός αυτοκριτικός αυτοκτονικός αυτοκυβέρνητος
|
|
|
|
|
αυτοκόλλητος αυτοματικός αυτονομιστικός αυτονόητος αυτοπαθής αυτοπαθητικός
|
|
|
|
|
αυτοπροαίρετος αυτοπροωθούμενος αυτοπρόσωπος αυτοσαρκαστικός αυτοσυγκράτητος
|
|
|
|
|
αυτοσχέδιος αυτοσχεδίαστος αυτοτελής αυτοτροφικός αυτοφυής αυτοχειριαστικός
|
|
|
|
|
αυτούσιος αυτόβουλος αυτόγραφος αυτόδηλος αυτόδραση αυτόκλητος αυτόματος
|
|
|
|
|
αυτόμοιος αυτόνομος αυτόνοος αυτόρριζος αυτότροφος αυτόφυτος αυτόφωρος
|
|
|
|
|
αυτόχθων αυχενικό αυχενικός αυχμηρός αφάγωτος αφάνταστος αφάσκιωτος αφάτνωτος
|
|
|
|
|
αφέσιμος αφίλευτος αφίλητος αφίλιωτος αφίμωτος αφαιρέσιμος αφαιρετέος
|
|
|
|
|
αφαιρετός αφακέλωτος αφανάτιστος αφανέρωτος αφανής αφανιστικός αφασικός
|
|
|
|
|
αφγανικός αφεγγής αφειδής αφειδώλευτος αφελής αφεντάδικος αφεντικός αφερέγγυος
|
|
|
|
|
αφετήριος αφετηριακός αφηγηματικός αφηγητικός αφθονοπάροχος αφθώδης
|
|
|
|
|
αφιεραρχημένος αφιερωματικός αφιερωτήριος αφιερωτικός αφιλάνθρωπος αφιλοκερδής
|
|
|
|
|
αφιλονίκητος αφιλοσόφητος αφιλοχρήματος αφιλτράριστος αφιλόκαλος αφιλόκερδος
|
|
|
|
|
αφιλόξενος αφιλόπατρις αφιλόστοργος αφιλότεχνος αφιλότιμος αφκιασίδωτος
|
|
|
|
|
αφοδράριστος αφομοιωτικός αφομοιώσιμος αφοπλιστικός αφοριστικός αφορμάριστος
|
|
|
|
|
αφούντωτος αφούρνιστος αφράτος αφρεσκάριστος αφρικάνικος αφρικανικός
|
|
|
|
|
αφριστός αφροαμερικανικός αφρογέννητος αφροδίσιος αφροδισιακός αφρονημάτιστος
|
|
|
|
|
αφρούρητος αφρυγάνιστος αφρόντιστος αφρόπλαστος αφρώδης αφτιασίδωτος αφυής
|
|
|
|
|
αφυλετικός αφυπνιστικός αφωνόληκτος αφωνόληχτος αφωταγώγητος αφόρετος αφόρητος
|
|
|
|
|
αφόρτωτος αφύλακτος αφύλαχτος αφύσικος αφύτευτος αφύτρωτος αφώτιστος
|
|
|
|
|
αχάλαγος αχάλαστος αχάραγος αχάρακτος αχάραχτος αχάριστος αχίλλειος αχαΐρευτος
|
|
|
|
|
αχαλιναγώγητος αχαμνός αχανής αχαράκωτος αχαρακτήριστος αχαραχτήριστος
|
|
|
|
|
αχαρτοσήμαντος αχαϊκός αχείμαντος αχείμαστος αχειράφετος αχειρίδωτος
|
|
|
|
|
αχειραφέτητος αχειροποίητος αχειροτόνητος αχειρούργητος αχερόντειος αχερόντιος
|
|
|
|
|
αχθοφορικός αχιόνιστος αχλάμυδος αχλεύαστος αχλωρωτικός αχνιστός αχνοφώτιστος
|
|
|
|
|
αχνούδωτος αχνός αχνόφωτος αχορήγητος αχορτάριαγος αχορτάριαστος αχουζούρευτος
|
|
|
|
|
αχρήματος αχρείαστος αχρείος αχρειόγλωσσος αχρειόστομος αχρεώστητος
|
|
|
|
|
αχρησίμευτος αχρησιμοποίητος αχρονολόγητος αχρωμάτιστος αχρωματικός αχρόνιαγος
|
|
|
|
|
αχρόνιστος αχτένιστος αχτιδωτός αχτύπητος αχυρένιος αχυροστρωμένος αχυρώδης
|
|
|
|
|
αχόλιαστος αχόρταγος αχόρταστος αχύλωτος αχώνευτος αχώρετος αχώρητος αχώριστος
|
|
|
|
|
αψήφιστος αψίθυμος αψίκορος αψίχολος αψαλίδιστος αψαχούλευτος αψεγάδιαστος
|
|
|
|
|
αψηλάφητος αψηλός αψιδοειδής αψιδωτός αψιθυμικός αψιμυθίωτος αψιχάλιστος
|
|
|
|
|
αψυχολόγητος αψυχοπόνετος αψύς αψύχραντος αψύχωτος αψώνιστος αόμματος αόρατος
|
|
|
|
|
αύλειος αύξων αύτανδρος βάκρινος βάναυσος βάρβαρος βάρυπνος βάσιμος βάσκανος
|
|
|
|
|
βέβηλος βέλγικος βέλτιστος βένετος βέρος βίαιος βαβυλωνιακός βαβυλώνιος
|
|
|
|
|
βαγαπόντης βαγαπόντικος βαθμιαίος βαθμιδωτός βαθμολογικός βαθμούχος
|
|
|
|
|
βαθουλωτός βαθουλός βαθυγάλανος βαθυκόκκινος βαθυμετρικός βαθυπράσινος
|
|
|
|
|
βαθυσκαφής βαθυστόχαστος βαθύγνωμος βαθύνους βαθύπλουτος βαθύρριζος βαθύς
|
|
|
|
|
βαθύσκιωτος βαθύτατος βαθύτερος βαθύφωνος βαθύχρωμος βακιλικός βακιλόμορφος
|
|
|
|
|
βακούφικος βακτηριακός βακτηριοκτόνος βακτηριολογικός βακτηριοστατικός
|
|
|
|
|
βακχικός βαλβιδοπλαστικός βαλκανικός βαλλιστικός βαλτικός βαλτός βαμβακένιος
|
|
|
|
|
βαμπακερός βαναδιούχος βανδαλικός βαπορίσιος βαπτιστικός βαρήκοος βαραθρώδης
|
|
|
|
|
βαρβαρικός βαρβαρόφωνος βαρελίσιος βαρεσάρης βαρετός βαρηλάτης βαριούχος
|
|
|
|
|
βαρομετρικός βαρυγενετικός βαρυγεννητικός βαρυγομαρκάρης βαρυονική βαρυονικός
|
|
|
|
|
βαρυπενθών βαρυσήμαντος βαρυστόμαχος βαρυτικός βαρυτοαδράνειος
|
|
|
|
|
βαρυτοαδρανικός βαρυχρονικός βαρύγδουπος βαρύθυμος βαρύνων βαρύς βαρύτατος
|
|
|
|
|
βαρύτιμος βαρύτονος βασαλτικός βασανιστικός βασικοκυτταρικός βασικός βασιλικός
|
|
|
|
|
βασιλόφρονας βασιλόφρων βασκαντικός βασταγερός βατραχοειδής βαττολόγος βατός
|
|
|
|
|
βαυαρικός βαφικός βαφτιστικός βαϊοφόρος βγιενικός βδελλάτος βδελυρός βδελυρός
|
|
|
|
|
βεβαιωτικός βεβαιόπιστος βεβαιότατος βεβαιότερη βεβαιότερο βεβαιότερος
|
|
|
|
|
βεβαρυμένος βεγγαλέζικος βεγγαλικός βεδικός βελγικός βελοειδής βελονοειδής
|
|
|
|
|
βελονωτός βελουδένιος βελουτέ βελούδινος βελτιωτικός βελτιόδοξος βελτιώσιμος
|
|
|
|
|
βενεδικτίνος βενετικός βενετσιάνικος βενζινοκίνητος βενζοϊκός βενθικός
|
|
|
|
|
βενθόβιος βενιζελικός βεραμάν βεριτάμπλ βερμπαλιστικός βεροιώτικος βηματικός
|
|
|
|
|
βησιγοτθικός βιαστικός βιβλιακός βιβλιεκδοτικός βιβλιεμπορικός βιβλικός
|
|
|
|
|
βιβλιογραφικός βιβλιοδετικός βιβλιοκριτικός βιβλιομανής βιβλιοπωλικός
|
|
|
|
|
βιδωτός βιενέζικος βιεννέζικος βιετναμέζικος βιετναμικός
|
|
|
|
|
βικτοριανός βιλλαράς βιντεομανής βιντεοσκοπικός βινυλικός βιοαποδομήσιμος
|
|
|
|
|
βιογενής βιογεωγραφικός βιογραφικός βιοδιασπάσιμος βιοδραστικός βιοδυναμικός
|
|
|
|
|
βιοκλιματικός βιολέ βιολετής βιολετί βιολογικός βιομετρικός
|
|
|
|
|
βιομηχανικός βιομηχανοποιήσιμος βιομοριακός βιονικός βιονομικός βιοποιοτικός
|
|
|
|
|
βιοπτικός βιορυθμικός βιοτεχνικός βιοτεχνολογικός βιοτικός βιοφαρμακευτικός
|
|
|
|
|
βιοψυχοκοινωνικός βιοϊατρικός βιρμανικός βισμουθιούχος βιταλιστικός
|
|
|
|
|
βιταμινούχος βιτριολικός βιτσιόζικος βιτσιόζος βιωματικός βιώσιμος βλάστημος
|
|
|
|
|
βλάχικος βλαβερός βλαισόπους βλαισός βλακώδης βλαξ βλαπτικός βλαστητικός
|
|
|
|
|
βλαχικός βλαχομοδάτος βλαχόφωνος βλαψίφρων βλεννογόνος βλεννολυτικός
|
|
|
|
|
βλεννώδης βλεφαριδοφόρος βλεφαρικός βλητικός βλογιάρης βλογιοκομμένος βλοσυρός
|
|
|
|
|
βοδινός βοερός βοηθητικός βοημικός βοιωτικός βολβοειδής βολβόσχημος βολβώδης
|
|
|
|
|
βολικός βολιώτικος βολταϊκός βολφραμιούχος βομβαρδιστικός βομβιδοφόρος
|
|
|
|
|
βομβυκοτροφικός βοοειδής βορβοροφάγος βορβορώδης βορειανατολικός
|
|
|
|
|
βορειοανατολικός βορειοατλαντικός βορειοαφρικανικός βορειοβιετναμικός
|
|
|
|
|
βορειοειρηνικός βορειοελλαδικός βορειοευρωπαϊκός βορειοηπειρωτικός
|
|
|
|
|
βορειοσιατικός βορικό βορινός βοριούχος βοσκήσιμος βοσνιακός βοστρυχοειδής
|
|
|
|
|
βοστρυχώδης βοτανικός βοτανολογικός βοτουλινικός βοτρυοειδής βοτρυώδης
|
|
|
|
|
βουβαλίσιος βουβωνικός βουβωνοκηλικός βουβός βουδικός βουδιστικός βουερός
|
|
|
|
|
βουλγάρικος βουλγαρικός βουλγαρόφωνος βουλευτικός βουλησιαρχικός βουλητικός
|
|
|
|
|
βουνίσιος βουνώδης βουτηχτός βουτυράτος βουτυρένιος βουτυρικός βουτυρώδης
|
|
|
|
|
βοϊδινός βοϊδομάτης βοώδης βραβεύσιμος βραγχιακός βραδιάτικος βραδιανός
|
|
|
|
|
βραδυκίνητος βραδυφλεγής βραδύγλωσσος βραδύκαυστος βραδύνους βραδύς
|
|
|
|
|
βρακοφόρος βραστερός βραστός βραχιολάτος βραχιόνιος βραχμανικός βραχνός
|
|
|
|
|
βραχοσύντριφτος βραχυγραφικός βραχυκατάληκτος βραχυλογικός βραχυμεσοχρόνιος
|
|
|
|
|
βραχυπρόθεσμος βραχυχρόνιος βραχύβιος βραχύινος βραχύκαννος βραχύκερκος
|
|
|
|
|
βραχύς βραχύσωμος βραχύτερος βραχύφωνος βραχύχρονος βραχώδης βρεγμένος
|
|
|
|
|
βρεγματικός βρετανικός βρετονικός βρεφικός βρεφοκομικός βρεφονηπιακός βρεφώδης
|
|
|
|
|
βρογχικός βρογχοκηλικός βρογχοκυψελιδικός βρογχολογικός βρογχοϋπεζωκοτικός
|
|
|
|
|
βρομιάρης βρομιάρικος βρομογούρουνο βρομοπόδαρος βρομόγλωσσος βρομόστομος
|
|
|
|
|
βροντόφωνος βροντώδης βροχερός βροχομετρικός βρυξελλιώτικος βρυώδης βρωμερός
|
|
|
|
|
βρόμικος βρόχινος βρώμικος βρώσιμος βυζαντινολογικός βυζαντινοπρεπής
|
|
|
|
|
βυζαντινότροπος βυθομετρικός βυθοσκοπικός βυρσοδεψικός βυσσινής βυτιοφόρος
|
|
|
|
|
βόειος βόρειος βύθιος βύρσινος βύσσινος γάνωμα γάργαρος γέμελος γέρικος γήινος
|
|
|
|
|
γίντις γαβαθωτός γαγγλιώδης γαγγραινικός γαγγραινώδης γαδολινιούχος γαζωτός
|
|
|
|
|
γαιοκτητικός γαιοφάγος γαιώδης γαλάζιος γαλάριος γαλήνιος γαλίφης γαλίφικος
|
|
|
|
|
γαλαζοπράσινος γαλαζωπός γαλαθηνός γαλακταγωγός γαλακτερός γαλακτικός
|
|
|
|
|
γαλακτοδίαιτος γαλακτοειδής γαλακτοκομικός γαλακτοπαραγωγικός γαλακτοπαραγωγός
|
|
|
|
|
γαλακτοποιός γαλακτοφόρος γαλακτόχρωμος γαλακτώδης γαλαναδιώτικος γαλανομάτης
|
|
|
|
|
γαλανόλευκος γαλανός γαλαξιακός γαλαξιδιώτικος γαλατερός γαλατικός γαλβανιζέ
|
|
|
|
|
γαληνός γαλλικός γαλλιούχος γαλλομαθής γαλλοτραφής γαλλόφιλος γαλλόφωνος
|
|
|
|
|
γαμάτος γαμήλιος γαμπριάτικος γαμψός γαμψώνυχος γαντζωτός γαντοφορεμένος
|
|
|
|
|
γαργαριστός γαργερός γαρμπάτος γαρμπόζος γαστρίμαργος γαστρεντερικός
|
|
|
|
|
γαστρικός γαστρονομικός γαστροοισοφαγικός γατίσιος γατόφιλος γαϊδουρίσιος
|
|
|
|
|
γαϊδουρόφωνος γαϊτανοφρύδης γαϊτανωτός γδυμνός γδυτός γειρτός γειτονικός
|
|
|
|
|
γελαστικός γελαστός γελοίος γελοιογραφικός γελοιώδης γεμάτος γεματούτσικος
|
|
|
|
|
γενάτος γενέθλιος γεναριάτικος γενεαλογικός γενεσιουργικός γενεσιουργός
|
|
|
|
|
γενετικός γενικευτικός γενικεύσιμος γενικολογικός γενικοσχετικός γενικόλογος
|
|
|
|
|
γενναίος γενναιόδωρος γενναιόκαρδος γενναιόφρων γενναιόψυχος γεννητικός
|
|
|
|
|
γενομικός γενόσημος γερακίσιος γεραλέος γερανοφόρος γεραρός γερμανικός
|
|
|
|
|
γερμανομαθής γερμανοτραφής γερμανόφιλος γερμανόφωνος γερογκρινιάρης
|
|
|
|
|
γεροντίστικος γεροντικός γεροντομπασμένος γεροξεκούτης γεροπαράξενος
|
|
|
|
|
γερουσιαστικός γερτός γερός γευστικός γεφυροπαρεγκεφαλιδικός γεφυρωτικός
|
|
|
|
|
γεωγραφικός γεωδαιτικός γεωδυναμικός γεωθερμικός γεωθερμοηλεκτρικός
|
|
|
|
|
γεωλογικός γεωμαγνητικός γεωμετρικός γεωπολιτικός γεωπονικός γεωργικός
|
|
|
|
|
γεωσύγχρονος γεωτεχνικός γεωτρητικός γεωφυσικός γεωχημικός γεωχωρικός γεώδης
|
|
|
|
|
γηθόσυνος γηπεδούχος γηραιός γηραιότερος γηραλέος γηριατρικός γηροκομικός
|
|
|
|
|
γιαγλίδικος γιακουτικός γιαλαντζί γιαλόκλειστος γιαννιτσιώτικος γιαννιώτικος
|
|
|
|
|
γιαχβικός γιαχνιστός γιγάντειος γιγάντιος γιγαντιαίος γιγαντόσωμος γιγαντώδης
|
|
|
|
|
γινωμένος γιομάτος γιορταστικός γιορτερός γιορτιάτικος γιορτινός
|
|
|
|
|
γιούνισεξ γκαβός γκαγκά γκαιμπελικός γκαμσίζης γκανγκστερικός γκανιάν γκαντέμα
|
|
|
|
|
γκαραντί γκαρδιακός γκεμπελικός γκινιαδόρος γκινιόζος γκλαμουράτος γκουρμέ
|
|
|
|
|
γκρίζος γκρενά γκριζογάλανος γκριζομάλλης γκριζομάτης γκριζοπράσινος γκριζωπός
|
|
|
|
|
γκροτέσκ γκροτέσκος γλήγορος γλίσχρος γλίτσιασμα γλαγολιτικός γλαρός γλαυκός
|
|
|
|
|
γληνός γλιστερός γλιτσερός γλιτσιάζω γλιτσιάρικος γλιτσιασμένος γλοιώδης
|
|
|
|
|
γλυκαιμικός γλυκανάλατος γλυκαντικός γλυκερός γλυκοαίματος γλυκομίλητος
|
|
|
|
|
γλυκοπύρηνος γλυκούλης γλυκούτσικος γλυκόηχος γλυκόλαλος γλυκόμορφος
|
|
|
|
|
γλυκόπικρος γλυκόπιοτος γλυκόπνοος γλυκός γλυκόφωνος γλυκύλαλος γλυκύμορφος
|
|
|
|
|
γλυκύφωνος γλυπτικός γλυπτός γλυφούτσικος γλυφός γλωσσάς γλωσσηματικός
|
|
|
|
|
γλωσσολογικός γλωσσομαθής γλωσσοπλαστικός γνήσιος γναθιαίος γναθικός
|
|
|
|
|
γναθοφόρος γναθοχειρουργικός γνευσιακός γνοιαστικός γνωμικός
|
|
|
|
|
γνωμοδοτικός γνωμολογικός γνωρίζον γνωρίζουσα γνωρίζων γνωσιακός
|
|
|
|
|
γνωσιολογικός γνωσιφόρος γνωστικιστικός γνωστικός γνωστός γνωστότατος γνώριμος
|
|
|
|
|
γοητευτικός γονατιστός γονατώδης γονεϊκός γονιδιωματικός γονικός γονιμοποιός
|
|
|
|
|
γονοτυπικός γονοχωριστικός γονυπετής γοργοεπήκοος γοργοκίνητος γοργοπόδαρος
|
|
|
|
|
γοργός γοργόφτερος γοτθικός γοτθισχιδής γουνάτος γουνοφόρος γουρλίδικος
|
|
|
|
|
γουρλομάτικος γουρλού γουρλωτός γουρουνίσιος γουρουνοειδής γουρουνομαθημένος
|
|
|
|
|
γουρσούζης γουρσούζικος γουστόζικος γούνινος γούρικος γούρμος γρήγορος
|
|
|
|
|
γραμματειακός γραμματιζούμενος γραμματικός γραμματισμένος γραμματολογικός
|
|
|
|
|
γραμμογραφικός γραμμοειδής γραμμοσκίαστος γραμμοσκιασμένος γραμμοϊσοδύναμος
|
|
|
|
|
γραμμώδης γρανίτινος γρανιτένιος γρανιτικός γρανιτώδης γραπτός γρατζουνισμένος
|
|
|
|
|
γραφίστικος γραφειακός γραφειοκρατικός γραφικός γραφιστικός γραφολογικός
|
|
|
|
|
γραώδης γρεβενιώτικος γρετίδικος γρινιάρης γριπικός γριπώδης γριφοειδής
|
|
|
|
|
γροιλανδικός γρουσούζης γρουσούζικος γρυπός γυάλινος γυαλένιος γυαλικός
|
|
|
|
|
γυθειάτικος γυμνασιακός γυμναστικός γυμνικός γυμνοσπέρματος γυμνόρριζος γυμνός
|
|
|
|
|
γυμνόσπερμος γυμνόστερνος γυμνόστηθος γυναίκειος γυναικάρεσκος γυναικίσιος
|
|
|
|
|
γυναικείος γυναικολογικός γυναικοπρεπής γυναικωτός γυναικόσπαρτος γυναικόφωνος
|
|
|
|
|
γυριστός γυρομαγνητικός γυψώδης γωνιαίος γωνιακός γωνιοκόρυφος γωνιωτός
|
|
|
|
|
γόνιμος γόρδιος γύφτικος γύψινος δάνειος δάφνινος δέντρινος δέσμιος δέων δήλος
|
|
|
|
|
δίβολος δίβουλος δίγαμος δίγλυφος δίγλωσσος δίγνωμος δίγραμμος δίδυμο δίδυμος
|
|
|
|
|
δίθυρος δίκαιος δίκαιος δίκαννος δίκαρτος δίκλινος δίκλωνος δίκοπος δίκορκος
|
|
|
|
|
δίκορφος δίκροκος δίκυκλος δίκυτος δίκωπος δίλοβος δίμηνος δίμορφος δίμουρος
|
|
|
|
|
δίπατος δίπλα δίπλευρος δίποδος δίπολος δίπορτος δίπρακτος δίπτερος δίπτυχος
|
|
|
|
|
δίπυρος δίριχτος δίσεκτος δίσεχτος δίσημος δίστηλος δίστιχος δίστοιχος
|
|
|
|
|
δίτιμος δίτομος δίτοξο δίτοξος δίτροχος δίφορος δίφυλλος δίφωνος δίχειλος
|
|
|
|
|
δίχηλος δίχρονος δίχρωμος δίχωρος δίωρος δαήμων δαίδαλος δαγκανιάρης δαγκωτός
|
|
|
|
|
δαιμονιακός δαιμονικός δαιμονιώδης δαιμονολατρικός δαιμονολογικός δαιμονομανής
|
|
|
|
|
δαιμονόληπτος δαιμονόπιστος δαιμονόπνευστος δαιμόνιος δακρυγόνος δακρυογόνος
|
|
|
|
|
δακρυόεις δακρυώδης δακρύβρεκτος δακρύβρεχτος δακτυλικός δακτυλιοειδής
|
|
|
|
|
δακτυλιόσχημος δακτυλογραφικός δακτυλόγραφος δαμαλίσιος δαμαλιώτικος
|
|
|
|
|
δαμασκηνής δαμασκηνός δανέζικος δανακιώτικος δανειακός δανεικός δανειοληπτικός
|
|
|
|
|
δανικός δαντελένιος δαντελλωτός δαντελωτός δαντικός δαπανηρός δασικός
|
|
|
|
|
δασκαλικός δασκαλοκεντρικός δασμοβίωτος δασμολογητέος δασμολογικός
|
|
|
|
|
δασοβιομηχανικός δασοκομικός δασολογικός δασονομικός δασοπονικός
|
|
|
|
|
δασοσκέπαστος δασοσκεπής δασωτός δασόβιος δασός δασόφυτος δασύθριξ δασύς
|
|
|
|
|
δασύφυλλος δασώδης δαφνηφόρος δαφνοστεφάνωτος δαφνοστεφής δαφνοστεφανωμένος
|
|
|
|
|
δαφνοφόρος δαχτυλιδένιος δαχτυλικός δαψιλής δείλαιος δεδομενοκεντρικός
|
|
|
|
|
δειγματοληπτικός δεικτικός δειλινός δειλός δειλόψυχος δεινός δεισιδαίμονας
|
|
|
|
|
δεισιδαιμονικός δειχτικός δεκάβαθμος δεκάγωνος δεκάδιπλος δεκάρικος δεκάτομος
|
|
|
|
|
δεκάχρονος δεκάωρος δεκαήμερος δεκαδικός δεκαεξαδικός δεκαεξασέλιδος
|
|
|
|
|
δεκαετής δεκαμελής δεκαμερής δεκαμηνιαίος δεκαοκτάχρονος δεκαοκταετής
|
|
|
|
|
δεκαπενθήμερος δεκαπενταετής δεκαπενταπλάσιος δεκαπεντασύλλαβος
|
|
|
|
|
δεκαπλάσιος δεκαπλός δεκατιαίος δεκατρείς δεκατρισύλλαβος δεκαψήφιος
|
|
|
|
|
δεκεμβριάτικος δεκεμβριανός δεκτικός δεκτός δελεαστικός δελταπτέρυγος
|
|
|
|
|
δελφικός δενδρικός δενδριτικός δενδροειδής δενδροκομικός δενδρόβιος δεντρικός
|
|
|
|
|
δεξής δεξιοτίμονος δεξιοτεχνικός δεξιός δεξιόστροφος δεοντικός δεοντολογικός
|
|
|
|
|
δερμάτινος δερματικός δερματολογικός δερματόδετος δερματώδης δεσμευτικός
|
|
|
|
|
δετικός δετός δευτερεύων δευτεριάτικος δευτεροβάθμιος δευτεροβαπτισμένος
|
|
|
|
|
δευτεροετής δευτεροκλασάτος δευτεροπαθής δευτερόκλιτος δευτερότοκος δεχτός
|
|
|
|
|
δηζελοκίνητος δηκτικός δηλητηριώδης δηλιακός δηλωτικός δημαγωγικός δημαρχιακός
|
|
|
|
|
δημευτικός δημιουργικός δημογραφικός δημοκοπικός δημοκρατικός δημοπρατικός
|
|
|
|
|
δημοσιογραφικός δημοσιολογικός δημοσιονομικός δημοσιοσχετιστικός
|
|
|
|
|
δημοσυνεταιριστικός δημοσυντήρητος δημοτικιστικός δημοτικός δημοφιλής
|
|
|
|
|
δημόσιος δημώδης διάβροχος διάδοχος διάκριτος διάλιθος διάμεσος διάνοικτος
|
|
|
|
|
διάπλατος διάπλοκος διάπυρος διάσημος διάσπαρτος διάστερος διάστικτος
|
|
|
|
|
διάτονος διάτορος διάτρητος διάττοντας διάφανος διάφεγγος διάφοροι διάφορος
|
|
|
|
|
διάχρυσος διάχυτος διήμερος διίστιος διαβαλκανικός διαβατάρικος διαβατήριος
|
|
|
|
|
διαβατός διαβεβαιωτικός διαβητικός διαβητολογικός διαβιβάσιμος διαβιβαστικός
|
|
|
|
|
διαβλητός διαβολεμένος διαβολικός διαβρογχικός διαβρωσιγενής διαβρωτικός
|
|
|
|
|
διαγαλακτικός διαγαλαξιακός διαγενεακός διαγνωστικός διαγραφείς διαγωνάλ
|
|
|
|
|
διαδερμικός διαδημοτικός διαδικαστικός διαδικτυακός διαδογματικός διαδοχικός
|
|
|
|
|
διαδριατικός διαεπαγγελματικός διαζευκτικός διαζευχτικός διαθέσιμος
|
|
|
|
|
διαθετικός διαθηκώος διαθλαστικός διαθρησκειακός διαθωρακικός διαιρέσιμος
|
|
|
|
|
διαιρετικός διαιρετός διαισθαντικός διαισθητικός διαιτητικός διαιώνιος διακαής
|
|
|
|
|
διακεκαυμένος διακεκομμένος διακηρυκτικός διακινήσιμος διακινητικός διακινητός
|
|
|
|
|
διακλαδικός διακοινοτικός διακομματικός διακονικός διακοσάρης διακοσιαπλάσιος
|
|
|
|
|
διακοσμητικός διακρίσιμος διακρανιακός διακρατικός διακριβωτέος διακριβωτικός
|
|
|
|
|
διακρυϊκός διακυβερνητικός διακός διακόσιοι διαλεκτικός διαλεκτός
|
|
|
|
|
διαλεχτός διαλλακτικός διαλλαχτικός διαλογικός διαλογιστικός διαλυτικός
|
|
|
|
|
διαλφαβητικός διαμάντινος διαμήκης διαμαντέ διαμαντένιος διαμαντοκόλλητος
|
|
|
|
|
διαμελιστικός διαμεσολαβητικός διαμεταγωγικός διαμετακομιστικός διαμετρικός
|
|
|
|
|
διαμονητήριος διαμορφωτής διαμορφωτικός διαμπερής διανεμητικός διανθής
|
|
|
|
|
διανοητός διανοουμενίστικος διανυσματικός διαπεραστικός διαπερατός
|
|
|
|
|
διαπιστωτικός διαπλανητικός διαπλαστικός διαπνευστικός διαπολιτισμικός
|
|
|
|
|
διαπραγματεύσιμος διαπρεπής διαπροσωπικός διαπρωκτικός διαπρύσιος διαπτικός
|
|
|
|
|
διαρθρωτικός διαρκής διαρρεύσας διαρρηκτός διαρροϊκός διαρρυθμιστικός
|
|
|
|
|
διασαφηνιστικός διασαφητικός διασκεδαστικός διασκεπτικός διασκευαστικός
|
|
|
|
|
διασταλτικός διασταλτός διαστατός διασταυρούμενος διαστημικός διαστολικός
|
|
|
|
|
διαστρικός διαστροφικός διαστρωματικός διασυμμαχικός διασυμπαντικός
|
|
|
|
|
διασυνδετικός διασυνοριακός διασφαλιστικός διασχίσιμος διασωθείς
|
|
|
|
|
διασωστικός διατακτικός διαταρακτικός διατεταρτημοριακός διατηρήσιμος
|
|
|
|
|
διατμητικός διατονικός διατρητικός διατροπικός διατροφικός διατυμπανισμένος
|
|
|
|
|
διαφανής διαφημιστικός διαφορίσιμος διαφορετικός διαφορικός διαφορτωτικός
|
|
|
|
|
διαφυλετικός διαφυλικός διαφωτιστικός διαφώτιστος διαχειριστικός διαχρονικός
|
|
|
|
|
διαχωρίσιμος διαχωριστικός διγενής διγλώχιν διδάξιμος διδακτέος διδακτικός
|
|
|
|
|
διδακτός διδασκαλικός διδαχτικός διεγέρσιμος διεγερτικός διεγχειρητικός
|
|
|
|
|
διεθνικός διεθνιστικός διεισδυτικός διεκδικήσιμος διεκδικητικός
|
|
|
|
|
διεμφυλικός διεμφυλικός διεξοδικός διεπαφικός διεπιστημονικός διεργεννοιακός
|
|
|
|
|
διερμηνευτικός διεστραμμένος διετής διευθετήσιμος διευθετημένος διευθυντικός
|
|
|
|
|
διευκρινιστικός διζυγωτικός διζυγώτης διζωνικός διηγηματικός διηθήσιμος
|
|
|
|
|
διηθητός διηλεκτρικός διηνεκής διηπειρωτικός διθέσιος διθυραμβικός διιστορικός
|
|
|
|
|
δικάσιμος δικάταρτος δικέφαλος δικαιικός δικαιοκρατικός δικαιοκρατούμενος
|
|
|
|
|
δικαιολογήσιμος δικαιολογητικός δικαιοπάροχος δικαιοπρακτικός δικαιωματικός
|
|
|
|
|
δικαστικός δικατάληκτος δικαϊκός δικηγορίστικος δικηγορικός δικινητήριος
|
|
|
|
|
δικομματικός δικονομικός δικοτυλήδονος δικτατορικός δικτυακός δικτυοκεντρικός
|
|
|
|
|
δικόρυφος δικότυλος διλεκτικός διλημματικός διμέτωπος διμελής διμερής
|
|
|
|
|
διμεταλλικός διμηνίτικος διμηνιαίος διογκωτικός διοικητικός διοικών
|
|
|
|
|
διολισθαίνων διονυσιακός διοπτρικός διοπτροφόρος διορατικός διοργανωτικός
|
|
|
|
|
διοριστήριος διουρηθρικός διουρητικός διοφθαλμικός διοχετεύσιμος διπλάσιος
|
|
|
|
|
διπλανός διπλοβάπτιστος διπλοβαπτισμένος διπλογραφικός διπλοκάρενος
|
|
|
|
|
διπλοπρόσωπος διπλοτρόπιδος διπλοφουρνιστός διπλωματικός διπλωματούχος
|
|
|
|
|
διπλός διπλότυπος διπλόφαρδος διπολικός διπρόσωπος διπτέρυγος διπυριτικός
|
|
|
|
|
δισέλιδος δισήμαντος δισδιάστατος δισθενής δισκογραφικός δισκόβαθμο δισμύριοι
|
|
|
|
|
διστακτικός δισταχτικός δισυπόστατος δισχίλιοι δισχιδής δισύλλαβος διτάξιος
|
|
|
|
|
διττός διυπουργικός διφασικός διφυής διφωσφορυλικός διφωσφορυλιούχος διχαλωτός
|
|
|
|
|
διχειλικός διχοτομικός διχρονίτικος διχτυωτός διψήφιος διψαλέος διωνυμικός
|
|
|
|
|
διώνυμος διώροφος δογματικός δοκησίσοφος δοκιμαστικός δολερός δολιχοκέφαλος
|
|
|
|
|
δομικός δομοκεντρικός δομοστοιχειωτός δονκιχωτιστής δοξαρωτός δοξαστικός
|
|
|
|
|
δοριάλωτος δορυφορικός δοσομετρικός δοτικός δοτός δουλεμπορικός δουλικός
|
|
|
|
|
δουλοπρεπής δουλωτικός δουλόπρεπος δουλόφρων δουνάβιος δούρειος δρακόντειος
|
|
|
|
|
δραματολογικός δραματουργικός δραστήριος δραστικός δραχμικός δραχμοβίωτος
|
|
|
|
|
δραχμολαγνικός δραχμοσυντήρητος δρεπανηφόρος δρεπανοειδής δρεπανοκυτταρικός
|
|
|
|
|
δριμύς δρομαίος δρομικός δροσάτος δροσερός δροσιστικός δρύινος δυαδικός
|
|
|
|
|
δυναμιτιστικός δυναμογόνος δυναμοηλεκτρικός δυναμωτικός δυναστευτικός
|
|
|
|
|
δυνατός δυνητικός δυσάλωτος δυσάρεστος δυσέλεγκτος δυσήκοος δυσήλατος δυσήλιος
|
|
|
|
|
δυσανάγνωστος δυσανάλογος δυσαναπλήρωτος δυσανεκτικός δυσαπόδεικτος
|
|
|
|
|
δυσαρίθμητος δυσαρμονικός δυσβάστακτος δυσβάσταχτος δυσγενής δυσδιάκριτος
|
|
|
|
|
δυσδιοίκητος δυσειδής δυσενδοκρινικός δυσεντερικός δυσεξάλειπτος δυσεξέλεγκτος
|
|
|
|
|
δυσεξίτηλος δυσεξιχνίαστος δυσεπίλυτος δυσεπίσχετος δυσεπίτευκτος
|
|
|
|
|
δυσεπιχείρητος δυσεπούλωτος δυσερμήνευτος δυσεφάρμοστος δυσεύρετος
|
|
|
|
|
δυσηχαγωγός δυσθεράπευτος δυσθερμαγωγός δυσθεώρητος δυσκίνητος δυσκατέργαστος
|
|
|
|
|
δυσκολοβάσταχτος δυσκολονόητος δυσκολοχώνευτος δυσκολόπιστος δυσκρασικός
|
|
|
|
|
δυσλεκτικός δυσλεξικός δυσμάσητος δυσμενής δυσμικός δυσνόητος δυσξήμβλητος
|
|
|
|
|
δυσπαράπλευστος δυσπερίγραπτος δυσπλασικός δυσπροσάρμοστος δυσπρόσβλητος
|
|
|
|
|
δυσπρόφερτος δυσπόρθητος δυστράχηλος δυστυχής δυσφασικός δυσφημιστικός
|
|
|
|
|
δυσφωτικός δυσχερής δυσώδης δυσώνυμος δυτικοευρωπαϊκός δυτικός δυτικότροπος
|
|
|
|
|
δυτικόφρων δυφιoστρεφής δυφιακός δυφιοδιαφανής δυϊκός δυϊστικός δωδεκάγωνος
|
|
|
|
|
δωδεκάκωπος δωδεκάλογος δωδεκάμηνος δωδεκάσκαλμος δωδεκάχρονος δωδεκάωρος
|
|
|
|
|
δωδεκαδάκτυλος δωδεκαδάχτυλος δωδεκαδακτυλικός δωδεκαδικός δωδεκαετής
|
|
|
|
|
δωδεκαμελής δωδεκανησιακός δωδεκαπλάσιος δωδεκαψήφιος δωδωναίος δωρικός
|
|
|
|
|
δόκιμος δόλιος δόλιος δύσβατος δύσερως δύσθυμος δύσκαμπτος δύσκολος δύσληπτος
|
|
|
|
|
δύσμορφος δύσνους δύσοσμος δύσπεπτος δύσπιστος δύσρευστος δύστηκτος δύστηνος
|
|
|
|
|
δύστροπος δύστυχος δύσχρηστος δύσχυμος εαρινός εβένινος εβαπορέ εβδομαδιάτικος
|
|
|
|
|
εβδομηκονταετής εβδομηντάχρονος εβραίικος εβραϊκός εγγαρίτικος εγγαστρίμυθος
|
|
|
|
|
εγγενής εγγλέζικος εγγράμματος εγγράψιμος εγγυητικός εγγύτατος εγγύτερος
|
|
|
|
|
εγερτικός εγκάθειρκτος εγκάθετος εγκάρδιος εγκάρσιος εγκαιροφλεγής
|
|
|
|
|
εγκαρδιωτικός εγκατεσπαρμένος εγκεφαλικός εγκεφαλολογικός εγκεφαλονωτιαίος
|
|
|
|
|
εγκληματογόνος εγκληματολογικός εγκλητικός εγκλιτικός εγκρατής εγκριτικός
|
|
|
|
|
εγκωμιαστικός εγκόλλητος εγκόσμιος εγκύκλιος εγχάρακτος εγχειρήσιμος
|
|
|
|
|
εγχειρητικός εγχρήματος εγχώριος εγωιστικός εγωκεντρικός εγωπαθής εδαφιαίος
|
|
|
|
|
εδαφοβελτιωτικός εδαφοκλιματικός εδαφολογικός εδαφοϋδατικός εδεμικός
|
|
|
|
|
εδικός εδραίος εδραιωτής εδώδιμος εθελοντικός εθελούσιος εθελόδουλος
|
|
|
|
|
εθιμικός εθιμοτυπικός εθιστικός εθναρχικός εθνεγερτικός εθνικιστικός
|
|
|
|
|
εθνικοσοσιαλιστικά εθνικοσοσιαλιστικός εθνικός εθνικόφρονας εθνικόφρων
|
|
|
|
|
εθνογραφικός εθνοκεντρικός εθνοκτόνος εθνολογικός εθνοπρεπής εθνοπρόβλητος
|
|
|
|
|
εθνοτικός εθνοφθόρος εθνοφοβικός εθνωφελής εθνόφοβος ειδεχθής ειδησεογραφικός
|
|
|
|
|
ειδητικός ειδικευμένος ειδικοποιημένος ειδικός ειδικότερος ειδοειδικός
|
|
|
|
|
ειδοποιητικός ειδοποιός ειδυλλιακός ειδωλολατρικός εικάζων εικαστικός
|
|
|
|
|
εικονιστικός εικονογραφικός εικονοκλαστικός εικονολατρικός εικονόφιλος
|
|
|
|
|
εικοσάχρονος εικοσαβάθμιος εικοσαετής εικοσαπλάσιος εικοσιτετράωρος
|
|
|
|
|
εικοτολογικός ειλητός ειλικρινής ειρηνευτικός ειρηνικός ειρηνιστικός
|
|
|
|
|
ειρηνοποιός ειρηνοφόρος ειρηνόφιλος ειρωνικός εισαγγελικός εισαγωγικός
|
|
|
|
|
εισακτέος εισηγητικός εισιτήριος εισοδηματικός εισπνευστικός εισπράξιμος
|
|
|
|
|
εισπρακτικός εισρέων εισροϊκός εκάτερος εκατοντάχρονος εκατονταβάθμιος
|
|
|
|
|
εκατονταπλάσιος εκατοστιαίος εκατοχρονίτικος εκατόχρονος εκβιαστικός
|
|
|
|
|
εκδηλωτικός εκδικητικός εκδοτικός εκδρομικός εκδόσιμος εκηβόλος εκθέσιμος
|
|
|
|
|
εκθειαστικός εκθεμελιωτικός εκθετικός εκθλιπτικός εκκαθαρισθής εκκαθαριστικός
|
|
|
|
|
εκκεντροφόρος εκκενωτικός εκκινητήριος εκκλησιαζόμενος εκκλησιαστικός
|
|
|
|
|
εκκολαπτικός εκκρεμής εκκριτικός εκκωφαντικός εκλέξιμος εκλαμπρότατος
|
|
|
|
|
εκλεκτικιστικός εκλεκτικός εκλεκτορικός εκλεκτός εκλεχτός εκλιπών
|
|
|
|
|
εκλογικός εκλογοαπολογιστικός εκλογοθηρικός εκλυτής εκλόγιμος εκμαυλιστικός
|
|
|
|
|
εκμεταλλεύσιμος εκμηδενιστικός εκμισθωτικός εκμυστηρευτικός εκνευριστικός
|
|
|
|
|
εκπέσιμος εκπαιδευτικός εκπεστέος εκπιέζω εκπιπτέος εκπληκτικός εκπνευστικός
|
|
|
|
|
εκπολιτιστικός εκπρόθεσμος εκπτωτικός εκρέων εκρήξιμος εκρηκτικός εκρηξιγενής
|
|
|
|
|
εκροϊκός εκστατικός εκστρατευτικός εκσυγχρονιστικός εκσφενδονισμένος εκτατήρας
|
|
|
|
|
εκτατός εκτελέσιμος εκτελεστικός εκτελεστός εκτελωνιστικός εκτενής εκτιμηθής
|
|
|
|
|
εκτιμητικός εκτονωτικός εκτοξευτικός εκτρωματικός εκτρωτικός εκτυπωτικός
|
|
|
|
|
εκτυφλωτικός εκφερικός εκφοβητικός εκφοβιστικός εκφορητικός εκφορτωτικός
|
|
|
|
|
εκφυλιστικός εκχιονιστικός εκχυδαϊστικός εκχωρητικός εκών ελάσιμος ελάσσων
|
|
|
|
|
ελάχιστος ελέγξιμος ελαιοαπωθητικός ελαιοκομικός ελαιουργικός ελαιοφοβικός
|
|
|
|
|
ελαιόφυτος ελαιώδης ελασμάτινος ελασματοειδής ελασματοποιήσιμος ελαστικός
|
|
|
|
|
ελαττωματικός ελατός ελαφένιος ελαφίσιος ελαφοειδής ελαφρούτσικος ελαφρυντικός
|
|
|
|
|
ελαφρόνους ελαφρός ελαφρύς ελαφρύτερος ελαϊκός ελβετικός ελεήμονας ελεήμων
|
|
|
|
|
ελεγειακός ελεγκάν ελεγκτικολογιστικός ελεγκτικός ελεεινός ελεημονητικός
|
|
|
|
|
ελεητικός ελεκτρίκ ελευθέριος ελευθεριάζων ελευθεριακός ελευθεριοκτόνος
|
|
|
|
|
ελευθεροποιός ελευθερόβουλος ελευθερόστομος ελευθερόφρων ελευσίνιος
|
|
|
|
|
ελεφάντινος ελεφαντένιος ελεύθερος ελεύτερος ελεών ελικοειδής ελικοφόρος
|
|
|
|
|
ελισαβετιανός ελιτίστικος ελιτιστικός ελκτικός ελκυστικός ελκώδης ελλαδικός
|
|
|
|
|
ελλανόδικος ελλειμματικός ελλειπτικός ελλειψοειδής ελληνικός ελληνιστικός
|
|
|
|
|
ελληνοκεντρικός ελληνομαθής ελληνοπρεπής ελληνορωμαϊκός ελληνοτουρκικός
|
|
|
|
|
ελληνόγλωσσος ελληνόκτητος ελληνόμορφος ελληνότροπος ελληνόφοβος ελληνόφωνος
|
|
|
|
|
ελλοβόκαρπος ελλογιμότατος ελλογιμώτατος ελλόγιμος ελονοσιακός ελουβιακός
|
|
|
|
|
ελπιδοφόρος ελπιστικός ελυτικός ελυτροειδής ελόβιος ελώδης εμαγιέ
|
|
|
|
|
εμβληματικός εμβολοφόρος εμβριθής εμβρυακός εμβρυογενής εμβρυοειδής
|
|
|
|
|
εμβρυολογικός εμβρυομητρικός εμβρυοφθόρος εμβρυϊκός εμβρυώδης εμβρόντητος
|
|
|
|
|
εμετικός εμετοκαθαρτικός εμετολογικός εμμανής εμμελής εμμηνοπαυσιακός
|
|
|
|
|
εμμονικός εμπαθής εμπαικτικός εμπειρικός εμπειροπόλεμος εμπερίστατος
|
|
|
|
|
εμπλουτιστικός εμπορευματικός εμπορεύσιμος εμπορικός εμποροκρατικός
|
|
|
|
|
εμπορορραπτικός εμποροϋπαλληλικός εμπράγματος εμπρεσιονιστικός εμπρηστικός
|
|
|
|
|
εμπροσθοβαρής εμπροσθογεμής εμπρόθεσμος εμπρόθετος εμπρόσθιος εμπόλεμος
|
|
|
|
|
εμφανέστατος εμφανής εμφανίσιμος εμφαντικός εμφατικός εμφυλιοπολεμικός
|
|
|
|
|
εμψυχωτικός ενάλιος ενάμισης ενάντιος ενάρετος ενάριθμος ενέγγυος ενέσιμος
|
|
|
|
|
ενήλιξ ενήμερος εναέριος εναίσιμος εναγής εναγώνιος εναλλάξιμος εναλλακτικός
|
|
|
|
|
ενανθρακωτικός εναντιωματικός εναντιόμορφος εναντιότροπος εναργές εναργής
|
|
|
|
|
εναρμονισμένος εναρμόνιος ενδαγγειακός ενδαυλικός ενδεής ενδεδυμένος
|
|
|
|
|
ενδεκασύλλαβος ενδελεχής ενδεχόμενος ενδημικός ενδημοεπιδημικός ενδιάθετος
|
|
|
|
|
ενδιαφέρων ενδικοφανής ενδοαγροτικός ενδοαορτικός ενδοαστρικός ενδοαυλικός
|
|
|
|
|
ενδογενής ενδογλωσσικός ενδοδαπέδιος ενδοδερμικός ενδοδιαδικαστικός
|
|
|
|
|
ενδοεθνικός ενδοεταιρικός ενδοημερήσιος ενδοηπατικός ενδοηπειρωτικός
|
|
|
|
|
ενδοθηλιακός ενδοθωρακικός ενδοιαστικός ενδοκαρδιακός ενδοκλαδικός
|
|
|
|
|
ενδοκοινοτικός ενδοκομματικός ενδοκράνιος ενδοκρανιακός ενδοκρατικός
|
|
|
|
|
ενδοκρινικός ενδοκρινολογικός ενδοκυβερνητικός ενδοκυττάριος ενδοκυτταρικός
|
|
|
|
|
ενδομυϊκός ενδονοσοκομειακός ενδοοικογενειακός ενδοομιλικός ενδοπεϊκός
|
|
|
|
|
ενδοσηραγγώδης ενδοσκοπικός ενδοστεφανιαίος ενδοσυνεδριακός ενδοσχολικός
|
|
|
|
|
ενδοτικός ενδοφθάλμιος ενδοφλέβιος ενδοφλεβικός ενδοχώριος ενδοϋαλοειδικός
|
|
|
|
|
ενδυναμωτικός ενδόμυχος ενδόσιμος ενδότατος ενδότερος ενδώτιος ενεδρευτικός
|
|
|
|
|
ενεργειακός ενεργητικός ενεργητισμός ενεργοβόρος ενεργοποιητικός ενεργός
|
|
|
|
|
ενετικός ενεχυρικός ενεχυροδανειστικός ενεχυρούχος ενεχόμενος ενεός ενζωοτικός
|
|
|
|
|
ενθαρρυντικός ενθετικός ενθουσιασμένος ενθουσιαστικός ενθουσιώδης
|
|
|
|
|
ενθρονιστικός ενθυμητικός ενιαίος ενιαύσιος ενιούσιος ενιστικός ενισχυτικός
|
|
|
|
|
εννεατής εννιάχρονος εννιακοσιοστός εννιακόσιοι εννιαψήφιος εννοιοκρατικός
|
|
|
|
|
εννοιόλεξο ενοικιαστήριος ενοικιοστασιακός ενοποιητικός ενοποιός ενορατικός
|
|
|
|
|
ενοχικός ενοχλητικός ενοχοποιητικός ενστικτώδης ενσυναίσθητος ενσυνείδητος
|
|
|
|
|
ενσύρματος ενσώματος εντάφιος ενταξιακός εντατικός ενταφιαστικός εντεκάχρονος
|
|
|
|
|
εντερικός εντεροπαθογόνος εντεταμένος εντεψίζικος εντομοαπωθητικός
|
|
|
|
|
εντομοκτόνος εντομολογικός εντομοφάγος εντοπίσιμος εντοπιστικός εντροπαλός
|
|
|
|
|
εντυπωσιακός εντυπωτικός εντόπιος ενυπόγραφος ενυπόθηκος ενυπόστατος ενωτικός
|
|
|
|
|
ενύπαρκτος ενύπνιος εξάγωνος εξάεδρος εξάκτινος εξάκωπος εξάμετρος εξάμηνος
|
|
|
|
|
εξάστηλος εξάστιχος εξάστυλος εξάτομος εξάχορδος εξάχρονος εξάωρος εξίτηλος
|
|
|
|
|
εξαίρετος εξαίσιος εξαγγελτήριος εξαγγελτικός εξαγνιστήριος εξαγνιστικός
|
|
|
|
|
εξαγριωτικός εξαγωγικός εξαγωγός εξαγωνικός εξαγώγιμος εξαδάκτυλος εξαδάχτυλος
|
|
|
|
|
εξαετής εξαιρέσιμος εξαιρετέος εξαιρετικός εξαιρετός εξακολουθητικός
|
|
|
|
|
εξακοσιοστός εξακριβωτικός εξακόσιοι εξακύλινδρος εξαλειπτικός εξαμβλωματικός
|
|
|
|
|
εξαμερής εξαμηνίτικος εξαμηνιαίος εξαναγκαστικός εξανθηματικός εξαντλητικός
|
|
|
|
|
εξαπλάσιος εξαπλός εξαργυρώσιμος εξαρθρωτικός εξαρτημένος εξαρτησιογόνος
|
|
|
|
|
εξασέλιδος εξασθενητικός εξασφαλιστικός εξατάξιος εξεζητημένος εξελίξιμος
|
|
|
|
|
εξελικτικός εξερευνητικός εξερχόμενος εξετασιοκεντρικός εξεταστέος
|
|
|
|
|
εξεταστικός εξευγενιστικός εξευμενιστικός εξευτελιστικός εξηγήσιμος εξηγητικός
|
|
|
|
|
εξηκονταετής εξηλασμένος εξημερωτικός εξημερώσιμος εξηντάχρονος εξηνταδικός
|
|
|
|
|
εξιδρωματικός εξιδρωτικός εξιλαστήριος εξιλεωτικός εξισορροπητικός εξισωτικός
|
|
|
|
|
εξοβελιστέος εξολισθητικός εξολοθρευτικός εξομοιωτικός εξομολογητικός
|
|
|
|
|
εξοντωτικός εξονυχιστικός εξοπλιστικός εξοργιστικός εξορκιστικός εξορμητικός
|
|
|
|
|
εξουθενωτικός εξουσιαστικός εξουσιομανής εξουσιοφρενής εξοφερικός εξοφλητέος
|
|
|
|
|
εξοχικός εξπρεσιονιστικός εξτρά εξτραβαγκάν εξτρεμαδουρικός εξτρεμιστικός
|
|
|
|
|
εξυγιαντικός εξυμνητικός εξυπηρετικός εξυπνακίστικος εξυπνότερος εξυψωτικός
|
|
|
|
|
εξωατμοσφαιρικός εξωγήινος εξωγενής εξωδιαδικαστικός εξωδικαστικός εξωεδαφικός
|
|
|
|
|
εξωθερμικός εξωθεσμικός εξωιδρυματικός εξωκοινοβουλευτικός εξωκομματικός
|
|
|
|
|
εξωκυττάριος εξωκυτταρικός εξωλέμβιος εξωλογικός εξωλογιστικός εξωμήτριος
|
|
|
|
|
εξωπολιτικός εξωπραγματικός εξωπυραμιδικός εξωραϊστικός εξωστικός εξωστρεφής
|
|
|
|
|
εξωσυστημικός εξωσχολικός εξωσωματικός εξωτερικός εξωτικός εξωφρενικός
|
|
|
|
|
εξόριστος εξόφθαλμος εξώγαμος εξώδικος εξώθερμος εξώλης εξώπροικος εξώτατος
|
|
|
|
|
εξώφτερνος εοκικός εορτάσιμος εορταστικός εορτινός επάκτιος επάλληλος επάξιος
|
|
|
|
|
επάργυρος επήκοος επίβουλος επίγειος επίγονος επίδικος επίδοξος επίζηλος
|
|
|
|
|
επίκαιρος επίκεντρος επίκληρος επίκοινος επίκουρος επίκτητος επίλεκτος
|
|
|
|
|
επίμαχος επίμεμπτος επίμονος επίμορτος επίμοχθος επίορκος επίπαστος επίπεδος
|
|
|
|
|
επίπλοκος επίπονος επίρραπτος επίσημος επίστεγος επίσωτρος επίτιμος επίτοκος
|
|
|
|
|
επίφθονος επίφοβος επίχαρις επίχριστος επίχρυσος επαίσχυντος επαγγελματικός
|
|
|
|
|
επαγγελτικός επαγωαναγωγικός επαγωγικός επαγωγός επαγώγιμος επαινετέος
|
|
|
|
|
επαινετός επακριβής επακτή επακτός επακόλουθος επαληθευτικός επαληθεύσιμος
|
|
|
|
|
επαναληπτικός επαναπατρίσιμος επαναστατικός επανασυσκευασμένος
|
|
|
|
|
επανορθωτικός επανορθώσιμος επανωτός επαρκής επαρχιακός επαρχικός επαρχιώτικος
|
|
|
|
|
επείγων επείσακτος επεισοδιακός επεκτάσιμος επεκτατικός επενδυμικός
|
|
|
|
|
επεξεργάσιμος επεξεργαστικός επεξηγηματικός επεξηγητικός επετειακός
|
|
|
|
|
επιβατήριος επιβατηγός επιβατικός επιβεβαιωτικός επιβλαβής επιβλητικός
|
|
|
|
|
επιβραδυντικός επιγενετικός επιγενόμενος επιγονατιδικός επιγραμματικός
|
|
|
|
|
επιγραφικός επιδέξιος επιδαπέδιος επιδεής επιδεικτικός επιδειξιμανής
|
|
|
|
|
επιδεκτικός επιδερμικός επιδημητικός επιδημικός επιδημιολογικός επιδιαιτητικός
|
|
|
|
|
επιδιορθώσιμος επιδοκιμαστικός επιδοματικός επιδοσιπαγής επιδραστικός
|
|
|
|
|
επιεικής επιζήμιος επιζήτητος επιζωοτικός επιθαλάσσιος επιθανάτιος επιθετικός
|
|
|
|
|
επιθηλιακός επιθυμητικός επιθυμητός επικήδειος επικίνδυνος επικαθείμενος
|
|
|
|
|
επικατάρατος επικατασκευαστικός επικερδέστερος επικερδής επικλινής
|
|
|
|
|
επικοινωνιακός επικολυρικός επικονιαστικός επικουρικός επικούρειος
|
|
|
|
|
επικρατής επικρατών επικρεμάμενος επικριτικός επικυρίαρχος επικυριαρχικός
|
|
|
|
|
επικυρώσιμος επικός επιλέξιμος επιλήνιος επιλήσμονας επιλήσμων επιλήψιμος
|
|
|
|
|
επιλεκτικός επιληπτικός επιλόχειος επιμήκης επιμελής επιμελητηριακός
|
|
|
|
|
επιμνημόσυνος επιμορφωτικός επινήιος επινίκιος επινεμητικός επινοητικός
|
|
|
|
|
επιπαγής επιπεδομετρικός επιπεδόκοιλος επιπεδόκυρτος επιπληκτικός επιπρόσθετος
|
|
|
|
|
επιπόλαιος επιρρεπής επιρρηματικός επισιτιστικός επισκέψιμος επισκευάσιμος
|
|
|
|
|
επισκληρίδιος επισκοπικός επισπεύδων επιστήθιος επιστημικός επιστημονικοφανής
|
|
|
|
|
επιστολικός επιστολογραφικός επιστρατευτικός επιστρεπτέος επισφαλής
|
|
|
|
|
επισχετικός επισωρευτικός επιτάφιος επιτήδειος επιτακτικός επιτατικός
|
|
|
|
|
επιτελής επιτελικός επιτευκτός επιτεύξιμος επιτιμητικός επιτραπέζιος
|
|
|
|
|
επιτρεπτός επιτροπικός επιτυχής επιτυχημένος επιτυχών επιτόπιος επιτύμβιος
|
|
|
|
|
επιφανειακός επιφανειοδραστικός επιφυλακτικός επιφωνηματικός επιχειρηματικός
|
|
|
|
|
επιχειρησιακός επιχρωματισμένος επιχώριος επιψευδαργυρωμένος εποικιστικός
|
|
|
|
|
επονείδιστος εποξειδικός εποξικός εποπτικός επουλωτικός επουλώσιμος επουράνιος
|
|
|
|
|
εποχιακός εποχικός επτάμηνος επτάστερος επτάστιχος επτάφωτος επτάωρος
|
|
|
|
|
επταετής επτακοσιοστός επτακόσιοι επταμελής επτανησιακός επταπλάσιος
|
|
|
|
|
επταψήφιος επωαστικός επωδικός επωφελής επόμενος επώδυνος επώνυμος εράσμιος
|
|
|
|
|
εραλδικός ερανικός ερανισματικός ερασιτεχνικός ερασμιακός ερατεινός εργάσιμος
|
|
|
|
|
εργασιακός εργασιομανής εργαστηριακός εργατικός εργατοϋπαλληλικός εργοδοτικός
|
|
|
|
|
εργολαβικός εργοληπτικός εργομετρικός εργονομικός εργοστασιακός εργώδης
|
|
|
|
|
ερεθισμένος ερεθιστικός ερειστικός ερευνητικός ερημικός ερημοδικήσας
|
|
|
|
|
εριστικός ερματιστός ερμαφρόδιτος ερμαϊκός ερμηνευτικός ερμηνευόμενος
|
|
|
|
|
ερμητικός ερπετοειδής ερπετομορφικός ερπετόμοφος ερπυστριοφόρος ερρωμένος
|
|
|
|
|
ερυθηματώδης ερυθροειδής ερυθροσταυρικός ερυθρωπός ερυθρόλαιμος ερυθρόλευκος
|
|
|
|
|
ερυθρός ερωτεύσιμος ερωτηματικός ερωτητικός ερωτιάρης ερωτιάρικος ερωτικός
|
|
|
|
|
ερωτοπονεμένος ερωτοχτυπημένος ερωτόληπτος ερώμενος εσθονικός εσκεμμένος
|
|
|
|
|
εσπεραντικός εσπερινός εστεμμένος εστιακός εσχατολογικός εσω-εξωλέμβιος
|
|
|
|
|
εσωκομματικός εσωλέμβιος εσωλογιστικός εσωστρεφής εσωτερικός εσώκλειστος
|
|
|
|
|
εσώτερος εσώψυχος ετήσιος εταιρικός εταστικός ετεροαναφορικός ετεροβίωτος
|
|
|
|
|
ετεροβιωμένος ετεροβιωματικός ετερογενής ετεροειδής ετεροθαλής ετεροκίνητος
|
|
|
|
|
ετερομήκης ετερομερής ετεροσκεδαστικός ετεροσωματικός ετεροφυλόφιλος
|
|
|
|
|
ετερόγλωσσος ετερόδοξος ετερόκεντρος ετερόκλητος ετερόκλιτος ετερόμορφος
|
|
|
|
|
ετερόπτωτος ετερόρρυθμος ετερόσημος ετερότοπος ετερότροφος ετερόφυλος
|
|
|
|
|
ετερόφωτος ετερόχθων ετερόχρονος ετερώνυμος ετησιοποιημένος ετοιματζήδικος
|
|
|
|
|
ετοιμοθάνατος ετοιμοπαράδοτος ετοιμοπόλεμος ετοιμόγεννος ετοιμόλογος
|
|
|
|
|
ετρουσκικός ετσιθελικός ετυμικός ετυμολογικός ευάερος ευάλωτος ευάρεστος
|
|
|
|
|
ευάρμοστος ευέλικτος ευέξαπτος ευήθης ευήκοος ευήλατος ευήλιος ευαίσθητος
|
|
|
|
|
ευαγγελικός ευανάγνωστος ευαπόδεικτος ευαπόκτητος ευβοϊκός ευγενέστερος
|
|
|
|
|
ευγενικός ευγνώμονας ευγνώμων ευδαίμων ευδαιμονικός ευδιάθετος ευδιάκριτος
|
|
|
|
|
ευδιαχώριστος ευδόκιμος ευειδής ευεξάλειπτος ευεξήγητος ευεπίδεκτος ευεπίφορος
|
|
|
|
|
ευερέθιστος ευεργετικός ευερμήνευτος ευετηριακός ευζωνικός ευηλεκτραγωγός
|
|
|
|
|
ευθαρσής ευθερμαγωγός ευθηνός ευθυμογραφικός ευθυμολογικός ευθυνόφοβος
|
|
|
|
|
ευθύβολος ευθύγραμμος ευθύς ευκίνητος ευκαιριακός ευκατάληπτος ευκατάστατος
|
|
|
|
|
ευκλεής ευκλείδειος ευκοίλιος ευκολοβάσταγος ευκολοδιάβαστος ευκολοδιάκριτος
|
|
|
|
|
ευκολονόητος ευκολοπλησίαστος ευκολοχώνευτος ευκολόπαρτος ευκολόπιστος
|
|
|
|
|
ευκρινής ευκτήριος ευκταίος ευλίμενος ευλαβής ευλαβητικός ευλαβικός
|
|
|
|
|
ευλογητός ευλογοφανής ευμάλακτος ευμαθής ευμαρής ευμεγέθης ευμενέστατος
|
|
|
|
|
ευμετάβλητος ευμετάβολος ευμετάδοτος ευμετάπειστος ευμεταχείριστος
|
|
|
|
|
ευνομούμενος ευνοϊκός ευνόητος ευξείνιος ευοίωνος ευπαθής ευπαρουσίαστος
|
|
|
|
|
ευπρεπής ευπροσάρμοστος ευπροσήγορος ευπρόσβλητος ευπρόσδεκτος ευπρόσδεχτος
|
|
|
|
|
ευπρόσωπος ευπόρθητος ευπώλητος ευρετικός ευρηματικός ευριπίδειος ευρυγώνιος
|
|
|
|
|
ευρυμαθής ευρυπρόσωπος ευρωβόρος ευρωενωσιακός ευρωζωνικός ευρωλιγούρης
|
|
|
|
|
ευρωσκεπτικιστικός ευρύς ευρύστερνος ευρύτερος ευρύχωρος ευσεβής ευσεβιστικός
|
|
|
|
|
ευσπλαχνικός ευσταθής ευσταλής ευσταχιανός ευστόμαχος ευσυγκίνητος
|
|
|
|
|
ευσχήμων ευσύνοπτος ευτελής ευτράπελος ευτραφής ευτυχής ευυπόληπτος
|
|
|
|
|
ευφημιστικός ευφλόγιστος ευφορικός ευφραδής ευφραντικός ευφρόσυνος ευφυέστατος
|
|
|
|
|
ευφωνικός ευφωτικός ευχάριστος ευχαριστήριος ευχείρωτος ευχερής ευχετήριος
|
|
|
|
|
ευχητήριος ευωδερός ευωδιαστός ευόφθαλμος ευώδης ευώνυμος εφάμιλλος εφέσιμος
|
|
|
|
|
εφήμερος εφίστιος εφαρμοστέος εφαρμοστικός εφαρμοστός εφαρμόσιμος εφεδρικός
|
|
|
|
|
εφεσίβλητος εφετζίδικος εφετικός εφετινός εφευρετικός εφηβικός εφησυχαστικός
|
|
|
|
|
εφιδρωτικός εφικτός εφοδιασμένος εφοδιαστικός εφοπλιστικός εφορευτικός
|
|
|
|
|
εφτάγερος εφτάδιπλος εφτάμηνος εφτάχορδος εφτάψυχος εφτάωρος εφταήμερος
|
|
|
|
|
εφτακόσιοι εφταμελής εφταμηνίτικος εφταπλάσιος εφταπλός εφτασύλλαβος εχέγγυος
|
|
|
|
|
εχέφρων εχθρικός εψεσινός εωθινός εωσφορικός εόρτιος εύανδρος εύβουλος
|
|
|
|
|
εύγλωττος εύγραμμος εύδιος εύδρομος εύηχος εύθετος εύθικτος εύθραυστος
|
|
|
|
|
εύθυμος εύκαιρος εύκαμπτος εύκολος εύκοσμος εύκρατος εύληπτος εύλογος εύμορφος
|
|
|
|
|
εύορκος εύοσμος εύπεπτος εύπιστος εύπλαστος εύπορος εύρυθμος εύρωστος εύσαρκος
|
|
|
|
|
εύσπλαγχνος εύσπλαχνος εύστοχος εύστροφος εύσχημος εύσωμος εύτακτος εύτηκτος
|
|
|
|
|
εύτονος εύτρωτος εύφημος εύφλεκτος εύφορος εύφωνος εύχαρις εύχρηστος εύχυμος
|
|
|
|
|
εὐάρεστος εὐρύπρωκτος εὐτράπελος ζάμπλουτος ζάπλουτος ζαβολιάρης ζαβός
|
|
|
|
|
ζαμπούνης ζαντός ζαρίφικος ζαρκαδίσιος ζαρομπασμένος ζαφειρένιος ζαχαράτος
|
|
|
|
|
ζαχαροζυμωμένος ζαχαροπλαστικός ζαχαρούχος ζαχαρωτός ζαχαρώδης ζείδωρος
|
|
|
|
|
ζεβλωμένος ζελατινώδης ζεματιστός ζεμπέκικος ζενδικός ζενιθιακός ζενιθικός
|
|
|
|
|
ζερβόδεξος ζερβός ζεστούτσικος ζεστός ζευγαρωτός ζευκτήριος ζευκτός ζευσικός
|
|
|
|
|
ζεύξιμος ζηλευτός ζηλιάρης ζηλότυπος ζηλόφθονος ζημιάρης ζημιογόνος ζημιωμένος
|
|
|
|
|
ζογκλερικός ζοριλίδικος ζορμπαλίδικος ζουγλός ζουμερός ζουμπουρλούδικος
|
|
|
|
|
ζοφερός ζοφώδης ζοχαδιακός ζούδιαρης ζούφιος ζυγοσταθμιστικός ζυγωματικός
|
|
|
|
|
ζυγός ζυμοειδής ζυμολογικός ζυμοτεχνικός ζυμωσιογόνος ζυμωτικός ζυμωτός
|
|
|
|
|
ζωγραφικός ζωγραφιστός ζωδιακός ζωεμπορικός ζωεμπόριο ζωηρός ζωηρόχρωμος
|
|
|
|
|
ζωνικός ζωντανός ζωογονητικός ζωογόνος ζωοδόχος ζωολατρικός ζωολογικός
|
|
|
|
|
ζωοποιός ζωοτεχνικός ζωοτόκος ζωοφοβικός ζωροαστρικός ζωστικός ζωτικός
|
|
|
|
|
ζωόφιλος ζωόφοβος ζωώδης ζόρικος ηβικός ηγγυημένος ηγεμονικός ηγετικός
|
|
|
|
|
ηδονικός ηδονιστικός ηδονοθηρικός ηδονόπληκτος ηδονόχαρος ηδυλόγος ηδυντικός
|
|
|
|
|
ηδύγλωσσος ηδύς ηδύφωνος ηδύφωτος ηθικοδιδακτικός ηθικοθρησκευτικός
|
|
|
|
|
ηθικοκρατικός ηθικολογικός ηθικοπλαστικός ηθικός ηθμοειδής ηθμώδης ηθογραφικός
|
|
|
|
|
ηθολογικός ηθοπλαστικός ηλίθιος ηλεκτραγωγός ηλεκτρεγερτικός ηλεκτρικός
|
|
|
|
|
ηλεκτροανατομικός ηλεκτροβόρος ηλεκτρογόνος ηλεκτροδυναμικός ηλεκτροκίνητος
|
|
|
|
|
ηλεκτρολυτικός ηλεκτρομαγνητικός ηλεκτρομηχανικός ηλεκτρομηχανολογικός
|
|
|
|
|
ηλεκτρονικός ηλεκτροπαραγωγικός ηλεκτροπαραγωγός ηλεκτροπτικός ηλεκτροστατικός
|
|
|
|
|
ηλεκτροφόρος ηλεκτροφώτιστος ηλεκτροχημικός ηλιακός ηλιθιώδης ηλιογέννητος
|
|
|
|
|
ηλιογραφικός ηλιοθερμικός ηλιοκαμένος ηλιοκεντρικός ηλιολατρικός ηλιοστεφής
|
|
|
|
|
ηλιοφώτιστος ηλιοψημένος ηλιόλουστος ηλιόμορφος ηλιόπληκτος ηλιόφιλος
|
|
|
|
|
ηλιόφωτος ηλιόχαρος ηλύσιος ημέτερος ημίγλυκος ημίγυμνος ημίδιπλος ημίκλαστος
|
|
|
|
|
ημίκλιντος ημίλευκος ημίμαυρος ημίπληκτος ημίρρευστος ημίσκληρος ημίτονος
|
|
|
|
|
ημίωρος ημαρτημένος ημεδαπός ημερήσιος ημερινός ημερολογιακός ημερομίσθιος
|
|
|
|
|
ημιάγριος ημιέτοιμος ημιαμφίδρομος ημιαναίσθητος ημιαυτόματος ημιβάρβαρος
|
|
|
|
|
ημιδιάφανος ημιδιανοιχθέν ημιδιαπερατός ημιδιαφανής ημιδιώροφος
|
|
|
|
|
ημιεπίσημος ημιεπαγγελματικός ημιθανής ημικρατικός ημικυκλικός ημικύκλιος
|
|
|
|
|
ημιμαθής ημιορεινός ημιπάρθενος ημιπαράλυτος ημιπαράφρων ημιπερατός
|
|
|
|
|
ημιπολύτιμος ημιπροεδρικός ημιρυμουλκούμενος ημισεληνοειδής ημισφαιρικός
|
|
|
|
|
ημιτελικός ημιυπόγειος ημιφάτνωτος ημιφανής ηπατικός ηπατολογικός ηπειρωτικός
|
|
|
|
|
ηπιότερος ηράκλειος ηρακλείτειος ηρακλειώτικος ηρεμιστικός ηρωικός ηρωινομανής
|
|
|
|
|
ησυχαστικός ηττοπαθής ηφαίστειος ηφαιστειακός ηφαιστειογενής ηφαιστειολογικός
|
|
|
|
|
ηχήεις ηχερός ηχηρός ηχητικός ηχοαπορροφητικός ηχοβολιστικός ηχοβόλος
|
|
|
|
|
ηχομετρικός ηχομιμητικός ηχομονωτικός ηχοποίητος ηχοφοβικός ηχόφοβος ηωζωικός
|
|
|
|
|
θέσμιος θήλυς θαθατζής θαλάσσιος θαλαμοειδής θαλαμωτός θαλασσής θαλασσαιμικός
|
|
|
|
|
θαλασσοβρεγμένος θαλασσοδερμένος θαλασσοφίλητος θαλασσόβρεχτος θαλασσόδαρτος
|
|
|
|
|
θαλασσόχρωμος θαλερός θαλλιούχος θαλπερός θαμαστός θαματουργός θαμβωτικός
|
|
|
|
|
θαμνοειδής θαμνοσκεπής θαμνόβιος θαμνόφυτος θαμνώδης θαμπερός θαμπωτικός
|
|
|
|
|
θανάσιμος θανατερός θανατηφόρος θανατικός θανών θαρραλέος θαρρετός θασίτικος
|
|
|
|
|
θαυμαστικός θαυμαστός θαυματουργικός θαυματουργός θαφτός θεάρεστος θείος
|
|
|
|
|
θεατρικός θεατρινίστικος θεατρομανής θεατρόφιλος θεατός θειαφένιος θειικός
|
|
|
|
|
θειούχος θειότατος θειώδης θεληματικός θελκτικός θελξίνοος θελξίνους
|
|
|
|
|
θεμέλιος θεματικός θεμελιακός θεμελιωτικός θεμελιώδης θεμιτός θεοβάδιστος
|
|
|
|
|
θεογέννητος θεογενής θεοδώρητος θεοειδής θεοκάπηλος θεοκατάρατος θεοκρατικός
|
|
|
|
|
θεολογικός θεομάχος θεομίσητος θεομητορικός θεονήστικος θεοπάλαβος
|
|
|
|
|
θεοσεβής θεοσκεπής θεοσκοτωμένος θεοσκότεινος θεοστεφής θεοτικός θεουργικός
|
|
|
|
|
θεοφίλητος θεοφιλέστατος θεοφιλής θεοφόρος θεοφύλακτος θεοφώτιστος θεράπων
|
|
|
|
|
θεραπεύσιμος θεριζοαλωνιστικός θερινός θεριστικός θερμαγωγός θερμαλιστικός
|
|
|
|
|
θερμαντικός θερμασμένος θερμιδικός θερμιδογόνος θερμιδομετρικός θερμικός
|
|
|
|
|
θερμιώτικος θερμογόνος θερμοδυναμικός θερμοηλεκτρικός θερμοκέφαλος
|
|
|
|
|
θερμομαγνητικός θερμομετρικός θερμομηχανικός θερμομονωτικός θερμοπυρηνικός
|
|
|
|
|
θερμοσκοπικός θερμοτηκόμενος θερμοτροπικός θερμουργός θερμοφιλικός
|
|
|
|
|
θερμοφόρος θερμοχρωματικός θερμόαιμος θερμός θερμόφιλος θερμόφοβος
|
|
|
|
|
θεσμικός θεσμοδίαιτος θεσπέσιος θεσπρωτικός θεσσαλικός θετικιστικός θετικός
|
|
|
|
|
θετός θεωρητικός θεϊκός θεϊστικός θεόγυμνος θεόκλειστος θεόκλητος θεόκουφος
|
|
|
|
|
θεόληπτος θεόμορφος θεόμουρλος θεόπεμπτος θεόπλαστος θεόπνευστος θεόρατος
|
|
|
|
|
θεόσταλτος θεόστενος θεόστραβος θεότρελος θεότυφλος θεόφτωχος θηβαίικος
|
|
|
|
|
θηλαίος θηλαστικός θηλοειδής θηλυγονικός θηλυκός θηλυμανής θηλυπρεπής θηραϊκός
|
|
|
|
|
θηρεύσιμος θηριόμορφος θηριώδης θιβετικός θλαστικός θλιβερός θλιπτικός
|
|
|
|
|
θνησιγενής θνησιμαίος θνητός θολερός θολοειδής θολοσκέπαστος θολοσκεπής
|
|
|
|
|
θολωτός θολός θοριούχος θορυβικός θορυβοποιός θορυβώδης θρήσκος θρακικός
|
|
|
|
|
θρασύδειλος θραψερός θρεπτικός θρεφτικός θρεψερός θρηνητικός θρηνώδης
|
|
|
|
|
θρησκευτικός θρησκευόμενος θρησκομανής θρησκοφοβικός θρησκόληπτος θρησκόφοβος
|
|
|
|
|
θριαμβικός θρομβολυτικός θρομβοστατικός θρομβώδης θρυλικός θρυπτικός
|
|
|
|
|
θυελλώδης θυλακοειδής θυμαρίσιος θυμελικός θυμικός θυμοειδής θυμοσοφικός
|
|
|
|
|
θυμωτσιάρης θυμόσοφος θυμώδης θυρεοειδής θυρεοτρόπος θυρσοφόρος θυσανοειδής
|
|
|
|
|
θυσανόμορφος θωπευτικός θωρακικός θωρακικός θωρακοσκοπικός θωρακοφόρος
|
|
|
|
|
θωρακωτός θωρηκτός ιάσιμος ιάσμινος ιαβέρειος ιαβαϊκός ιακωβιανός ιαματικός
|
|
|
|
|
ιαμβικός ιαπετικός ιαπωνικός ιατρικός ιατροβιολογικός ιατρογενής
|
|
|
|
|
ιατροκεντρικός ιατρομηχανολογικός ιατρονοσηλευτικός ιατροτεχνολογικός
|
|
|
|
|
ιατός ιβηρικός ιβοριανός ιβουάρ ιγμόρειος ιγνυακός ιδανικός ιδεακός ιδεαλίζων
|
|
|
|
|
ιδεατός ιδεογραφικός ιδεοκινητικός ιδεοκρατικός ιδεοληπτικός
|
|
|
|
|
ιδεολογικοπολιτικός ιδεολογικός ιδεοτυπικός ιδεώδης ιδιάζων ιδιαίτατος
|
|
|
|
|
ιδικός ιδιοδεκτικός ιδιοκατοίκητος ιδιοκτησιακός ιδιομεταλλικός ιδιοπαθής
|
|
|
|
|
ιδιοσυντήρητος ιδιοσύστατος ιδιοτελής ιδιοφυής ιδιωματικός ιδιωτικοοικονομικός
|
|
|
|
|
ιδιωφελής ιδιόβουλος ιδιόγραφος ιδιόκλιτος ιδιόκτητος ιδιόμελος ιδιόμορφος
|
|
|
|
|
ιδιότροπος ιδιότυπος ιδιόχειρος ιδιόχρωμος ιδιώνυμος ιδρυματικός ιδρυτικός
|
|
|
|
|
ιδρωτοποιός ιερακοειδές ιερακοειδής ιεραποστολικός ιεραρχικός ιερατικός
|
|
|
|
|
ιεροεξεταστικός ιεροκοκκυγικός ιεροκρατικός ιεροκτόνος ιερολογικός ιεροπρεπής
|
|
|
|
|
ιερουργικός ιερός ιερόσυλος ιεχωβικός ιεχωβιτικός ιζηματογενής ιζηματογόνος
|
|
|
|
|
ιησουιτικός ιθαγενής ιθυφαλλικός ιθύνων ιικός ικάριος ικανοποιητικός ικανός
|
|
|
|
|
ικετήριος ικετευτικός ικετικός ικτερικός ιλαροτραγικός ιλαρυντικός ιλαρός
|
|
|
|
|
ιλιγγιώδης ιλλυρικός ιλουστρασιόν ιλυγενής ιλυώδης ιμερτός ιμιτασιόν
|
|
|
|
|
ιμπρεσιονιστικός ινδιάνικος ινδικός ινδοευρωπαϊκός ινδονησιακός ινδουιστικός
|
|
|
|
|
ινιακός ινολυτικός ινοοπτικός ινοπυριτικός ινώδης ιξώδης ιοβόλος ιογενής
|
|
|
|
|
ιονοσφαιρικός ιοντικός ιοστεφής ιουδαϊκός ιουλιανός ιουνιανός ιουστινιάνειος
|
|
|
|
|
ιππαγωγός ιππευτικός ιππικός ιπποδρομιακός ιπποδρομικός ιπποκράτειος ιπποτικός
|
|
|
|
|
ιρακινός ιρανικός ιρασιοναλιστικός ιριδίζων ιριδικός ιριδιούχος ιριδωτός
|
|
|
|
|
ισάδελφος ισάξιος ισάριθμος ισανώμαλος ισαρχέγονος ισθμιακός ισκιερός
|
|
|
|
|
ισλαμιστικός ισλανδικός ισοβάθμιος ισοβαθής ισοβαρής ισογώνιος ισοδύναμος
|
|
|
|
|
ισοθερμικός ισοκυανικός ισοκόρυφος ισομήκης ισομεγέθης ισομερής ισομορφικός
|
|
|
|
|
ισοπαχής ισοπεδωτικός ισοπληθής ισορροπημένος ισορροπητικός ισοσθενής
|
|
|
|
|
ισοσταθμικός ισοστατικός ισοσύλλαβος ισοταχής ισοτελής ισοτονικός ισοφασικός
|
|
|
|
|
ισπανικός ισπανομαθής ισπανοτραφής ισπανόφωνος ισραηλινός ισραηλιτικός
|
|
|
|
|
ιστιοδρομικός ιστιοπλοϊκός ιστιοφόρος ιστολογικός ιστολυτικός
|
|
|
|
|
ιστορικός ιστοριογραφικός ιστοριοδιφικός ιστοριομετρικός ιστοχημικός
|
|
|
|
|
ισχιακός ισχιαλγικός ισχναντικός ισχνός ισχνόφωνος ισχυογενής ισχυρογνώμονας
|
|
|
|
|
ισχυρός ισχυρότερος ισόβαθμος ισόβαρος ισόβιος ισόθεος ισόθερμος ισόκυρος
|
|
|
|
|
ισόμετρος ισόμοιρος ισόμορφος ισόνομος ισόπαλος ισόπεδος ισόπλευρος ισόποσος
|
|
|
|
|
ισότιμος ισότονος ισόφωνος ισόχρονος ισόψηφος ιταλιάνικος ιταλικός ιταλομαθής
|
|
|
|
|
ιταλόφωνος ιταμός ιχθυηρός ιχθυοβόρος ιχθυογενετικός ιχθυοειδής ιχθυολογικός
|
|
|
|
|
ιχθυοτροφικός ιχθυοφάγος ιχθυόεις ιχθύμορφος ιχνηλάσιμος ιχνηλατήσιμος
|
|
|
|
|
ιχνογραφικός ιψενικός ιωαννιώτικος ιωδιούχος ιωνικός ιόνιος ιόχρους ιώβειος
|
|
|
|
|
ιώνιος κάγκανος κάθετος κάθιδρος κάθυγρος κάκιστος κάκοσμος κάλλιος κάλλιστος
|
|
|
|
|
κάρυνος κάτασπρος κάτισχνος κάτω κάτωχρος κέδρινος κέρινος κίβδηλος κίκινος
|
|
|
|
|
καίριος καβάφικος καβαλιστικός καβαλιώτικος καβαφικός καββαλιστικός
|
|
|
|
|
καβδιανός καβοντορίτικος καβουρδισμένος καβουρδιστός καβουρντισμένος
|
|
|
|
|
καβύλος καγκελωτός καγκελόφραχτος καδμείος καδοφόρος καζουιστικός καημενούλης
|
|
|
|
|
καθάριος καθήμενος καθαιρετικός καθαρευουσιάνικος καθαροδευτεριάτικος
|
|
|
|
|
καθαρτήριος καθαρτικός καθαρόαιμος καθαρός καθεδρικός καθεστωτικός καθηγητικός
|
|
|
|
|
καθημερνός καθησυχαστικός καθιερωτικός καθιστικός καθιστός καθοδηγητικός
|
|
|
|
|
καθολικός καθοριστικός καθυστερημένος καινοζωικός καινοπρεπής καινοτόμος
|
|
|
|
|
καινοφανής καινούργιος καινούριος καινός καινότροπος καιρικός καιροσκοπικός
|
|
|
|
|
κακάσχημος κακέκτυπος κακέμφατος κακαριστός κακεντρεχής κακοήθης
|
|
|
|
|
κακογέννητη κακογεννήτρα κακογράφος κακογραμμένος κακοδαίμων κακοδιάθετος
|
|
|
|
|
κακοδούλευτος κακοζώητος κακοθάλασσος κακοθάνατος κακοκαμωμένος κακολόγος
|
|
|
|
|
κακομαθημένος κακομοίρα κακομοίρης κακομοίρικος κακομοιρασμένος κακομοιρούλης
|
|
|
|
|
κακοντυμένος κακοξυσμένος κακοπίχερος κακοποιητικός κακοποιός κακοπράγμων
|
|
|
|
|
κακοπόδαρος κακορίζικος κακοσήμαδος κακοσούρης κακοστρωμένος κακοστόμαχος
|
|
|
|
|
κακοτράχαλος κακοχώνευτος κακτοειδής κακόβολος κακόβουλος κακόβραστος
|
|
|
|
|
κακόγλωσσος κακόγνωμος κακόγουστος κακόδοξος κακόζηλος κακόηχος κακόθυμος
|
|
|
|
|
κακόκεφος κακόλογος κακόμοιρος κακόμορφος κακόνομος κακόπιστος κακόπραγος
|
|
|
|
|
κακόσαρκος κακόσημος κακόστομος κακόσχημος κακότεχνος κακότροπος κακότυχος
|
|
|
|
|
κακόφωνος κακόχυμος κακόψυχος κακώνυμος καλάμινος καλαίσθητος καλαβρέζικος
|
|
|
|
|
καλαισθητικός καλαμένιος καλαματιανός καλαμοειδής καλαμοπόδαρος
|
|
|
|
|
καλαμποκένιος καλαμποκίσιος καλαμπόρτζος καλαμωτός καλαμώδης καλειδοσκοπικός
|
|
|
|
|
καλλίγραμμος καλλίκνημος καλλίκομος καλλίμορφος καλλίνικος καλλίπυγος
|
|
|
|
|
καλλίτερος καλλίφωνος καλλιγραφικός καλλιεπής καλλιεργήσιμος καλλιεργητικός
|
|
|
|
|
καλλιμάρμαρος καλλιπάρειος καλλιρροϊκός καλλιτεχνικός καλλωπιστικός καλοήθης
|
|
|
|
|
καλοβαλμένος καλογερίστικος καλογερικός καλογραμμένος καλοδιάθετος
|
|
|
|
|
καλοθάλασσος καλοθρεμμένος καλοκάγαθος καλοκαιριάτικος καλοκαιρινός
|
|
|
|
|
καλοκαρδιστικός καλολογικός καλομίλητος καλομαγειρεμένος καλομοίρης
|
|
|
|
|
καλοντυμένος καλοξυρισμένος καλοξυσμένος καλοπίχερος καλοπροαίρετος
|
|
|
|
|
καλορίζικος καλοστεκάμενος καλοστεκούμενος καλοσυνάτος καλοσχεδιασμένος
|
|
|
|
|
καλοτάξιδος καλοταϊσμένος καλοτυπωμένος καλοφορεμένος καλοφούρτουνος
|
|
|
|
|
καλοφόρετος καλούτσικος καλπαστικός καλπονοθευτικός καλπουζάνικος καλυβόσπιτο
|
|
|
|
|
καλυκοειδής καλυκοφόρος καλυμνιώτικος καλυπτήριος καλωδιακός καλόβολος
|
|
|
|
|
καλόβραστος καλόγεννος καλόγλωσσος καλόγνωμος καλόγουστος καλόδεχτος
|
|
|
|
|
καλόμοιρος καλόπιστος καλός καλόστρωτος καλότροπος καλότυχος καλόχυμος καλών
|
|
|
|
|
καμαρωτός καματερός καμηλίσιος καμινευτικός καμπίσιος καμπανιστός καμπανοειδής
|
|
|
|
|
καμπούρικος καμπριολέ καμπυλοειδής καμπυλωτός καμπυλόγραμμος καμπόσος καμπύλος
|
|
|
|
|
καναδέζικος καναδικός κανακεμένος καναρινής κανδηλανάπτης κανελής κανηφόρος
|
|
|
|
|
κανιστροειδής κανναβένιος κανονικός κανονισμένος κανονιστικός καντιανός
|
|
|
|
|
καουμπόικος καουτσουκένιος καπακωτός καπηλευτικός καπηλικός καπιταλιστικός
|
|
|
|
|
καπναγωγός καπνεργατικός καπνικός καπνιστικός καπνιστός καπνοβόρος καπνογόνος
|
|
|
|
|
καπούτ καπριτσιόζος καπριτσόζος καραβίσιος καραγκιόζικος καραγκούνικος
|
|
|
|
|
καραμπινάτος καραφλός καραϊβικός καρβονικός καρβουνιάρικος καρδιαγγειακός
|
|
|
|
|
καρδιοαναπνευστικός καρδιογραφικός καρδιοειδής καρδιολογικός καρδιοπνευμονικός
|
|
|
|
|
καρδιοχειρουργικός καρδιτσιώτικος καρδιόσχημος καρκινιάρης καρκινικός
|
|
|
|
|
καρκινοειδής καρκινολυτικός καρκινοπαθής καρκινωματώδης καρκινώδης καρλής
|
|
|
|
|
καρμίρικος καρναβαλίστικος καρναβαλικός καρντέ καροτής καρπερός καρπιαίος
|
|
|
|
|
καρποφόρος καρσινός καρστικός καρτερικός καρτεσιανός καρτοκινητός
|
|
|
|
|
καρυδάτος καρυδένιος καρφωτός καρχηδονιακός καρχηδονικός καρωτικός κασιδιάρης
|
|
|
|
|
κασμιρικός κασσιτέρινος καστανέρυθρος καστανομάλλης καστανόξανθος καστανός
|
|
|
|
|
καστόρι καστόρινος κατάβρεκτος κατάδηλος κατάδρομος κατάθαμβος κατάκλειστος
|
|
|
|
|
κατάκοπος κατάκορφος κατάκρυος κατάλευκος κατάλληλος κατάλοιπος κατάμαυρος
|
|
|
|
|
κατάμονος κατάντης κατάξανθος κατάξερος κατάξηρος κατάπικρος κατάπληκτος
|
|
|
|
|
κατάπλωρος κατάπρυμος κατάπτυστος κατάρατος κατάρρυτος κατάσκιος κατάσπαρτος
|
|
|
|
|
κατάστερος κατάστικτος κατάστιχτος κατάφορτος κατάφρακτος κατάφυτος κατάφωρος
|
|
|
|
|
κατάχλομος καταβλητικός καταγάλανος καταγέλαστος καταγγελτικός καταγραφικός
|
|
|
|
|
καταδεχτικός καταδικάσιμος καταδικαστέος καταδικαστικός καταδικός
|
|
|
|
|
καταδιωκτικός καταδιωχτικός καταδολιευτικός καταδρομικός καταδυναστευτικός
|
|
|
|
|
καταθετικός καταθλιπτικός καταιγιδοφόρος καταιγιστικός κατακίτρινος
|
|
|
|
|
κατακαίνουριος κατακαημένος κατακλυσμιαίος κατακλυσμικός κατακριτέος
|
|
|
|
|
κατακόκκινος κατακόρυφος καταλανικός καταληκτικός καταληπτικός καταληπτός
|
|
|
|
|
καταλογιστός καταλυτικός καταμήνιος καταμαγεύω καταμόναχος καταναγκαστικός
|
|
|
|
|
κατανεμητέος κατανοητός κατανυκτικός κατανυχτικός καταπειστικός καταπιεστικός
|
|
|
|
|
καταπληχτικός καταποδιαστός καταπονητικός καταπράσινος καταπραϋντικός
|
|
|
|
|
καταραμένος καταρρακτώδης καταρροϊκός κατασβεστικός κατασκέπαστος
|
|
|
|
|
κατασκοπευτικός κατασκότεινος κατασταλακτός κατασταλαχτός κατασταλτικός
|
|
|
|
|
καταστρεπτικός καταστροφικός κατασχέσιμος κατασχετήριος κατασχετός
|
|
|
|
|
κατατεθείς κατατονικός κατατοπιστικός κατατυραννικός καταφανής καταφατικός
|
|
|
|
|
καταφώτιστος καταχαρούμενος καταχθόνιος καταχρηστικός καταχτητικός
|
|
|
|
|
καταψυκτικός κατεβατός κατεδαφιστικός κατεργάρης κατεργάρικος κατεργάσιμος
|
|
|
|
|
κατερχόμενος κατευθυντήριος κατευναστικός κατεχόμενος κατηγορηματικός
|
|
|
|
|
κατηγορικός κατηφής κατηφορικός κατηχητήριος κατηχητικός κατιονικός
|
|
|
|
|
κατοικίδιος κατοπινός κατοπτευτικός κατοπτρικός κατορθωτός κατουρλιάρης
|
|
|
|
|
κατοχυρωτικός κατσανάτος κατσαρομάλλης κατσαρωτός κατσαρός κατσικίσιος
|
|
|
|
|
κατσικοπόδαρος κατσικοπόδης κατσούφης κατσούφικος κατωφερής κατόχρονος
|
|
|
|
|
κατώτερος καυδιανός καυκάσιος καυλιάρης καυλιάρικος καυλόσχημος καυστικός
|
|
|
|
|
καυτός καυχησιάρης καυχησιάρικος καφέ καφασωτός καφεδής καφενόβιος καφετής
|
|
|
|
|
καφεϊνούχος καφκικός καχεκτικός καχύποπτος καψαλιστός καψερός καψοκαλύβας
|
|
|
|
|
καύσιμος κβαντικός κβαντοδυναμικός κβαντοδυφιακός κβαντομηχανικός
|
|
|
|
|
κειμενικός κεκαθαρμένος κεκαλυμμένος κεκηρυγμένος κεκλιμένος κεκοιμημένος
|
|
|
|
|
κελτικός κεντητός κεντρικοποιημένος κεντρικός κεντροαριστερός κεντροβαρής
|
|
|
|
|
κεντρομόλος κεντροφιλελεύθερος κεντροφόρος κεντρόφυγος κεντρόφυξ κεντρώος
|
|
|
|
|
κενός κενόσοφος κενόσπουδος κεράδικο κεράτινος κερένιος κεραμιδής κεραμιδωτός
|
|
|
|
|
κεραμιώτικος κεραμοσκεπής κεραμωτός κερασένιος κερασής κερασφόρος κερατένιος
|
|
|
|
|
κεραυνοβόλος κεραυνόπληκτος κεραύνιος κερδομανής κερδοσκοπικός κερδοφόρος
|
|
|
|
|
κερκοειδής κερκοφόρος κερκυραίικος κερκυραϊκός κεφάτος κεφαλίσιος κεφαλαίος
|
|
|
|
|
κεφαλαιοκρατικός κεφαλαιοποιηθείς κεφαλαιοποιητικός κεφαλαιουχικός κεφαλαιώδης
|
|
|
|
|
κεφαλικός κεφαλληνιακός κεφαλλονίτικος κεφαλομετρικός κεχηνώς κεχριμπαρένιος
|
|
|
|
|
κηδεμονικός κηδευτικός κηκογόνος κηπευτικός κηπευτός κηπεύσιμος κηπουρικός
|
|
|
|
|
κηροπλαστικός κηρωτός κηρώδης κητοειδής κιβωτιοφόρος κιβωτιόσχημος κιβωτοειδής
|
|
|
|
|
κιναισθητικός κινδυνολογικός κινδυνώδης κινεζικός κινηματική κινηματογραφικός
|
|
|
|
|
κινησιοθεραπευτικός κινητήριος κινητικός κινητός κιονίτης κιονοειδής κιρκάδιος
|
|
|
|
|
κιρκαδιανός κιρκαδικός κιρρωτικός κιρσώδης κισσοστεφής κιτρικός κιτρινιάρης
|
|
|
|
|
κιτρινόμαυρος κιτρινόφαιος κιτρινόχρους κιτς κιτσαριό κιτσοβόγκ κλέφτικος
|
|
|
|
|
κλαδευτικός κλαδικός κλαδωτός κλανιάρης κλαρωτός κλασικός κλασματικός
|
|
|
|
|
κλαυτός κλαψιάρης κλαψιάρικος κλειδωτός κλεινός κλεις κλειστός κλειτοριδικός
|
|
|
|
|
κλεπτώνυμος κλεφτός κλεψίγαμος κλεψίτυπος κλεψιμαίικος κλημάτινος κληματένιος
|
|
|
|
|
κληρονομικός κληρονομούμενος κληρωσάμενος κληρωτός κλητήριος κλητικός κλητός
|
|
|
|
|
κλιμακοποιημένος κλιμακοφόρος κλιμακτηρικός κλιμακωτός κλιματικός
|
|
|
|
|
κλιματολογικός κλινήρης κλινικός κλιτικός κλιτός κλοπιμαίος κλούβιος κλωστικός
|
|
|
|
|
κλωστοϋφαντουργικός κνημαίος κνημιαίος κοίλος κογχοειδής κοζάκικος κοζανίτικος
|
|
|
|
|
κοιλιακός κοιλιόδουλος κοιλόκυρτος κοιμήσης κοιμήσικος κοιμητηριακός
|
|
|
|
|
κοινοβιακός κοινοβουλευτικός κοινολεκτικός κοινοπρακτικός κοινοσυντήρητος
|
|
|
|
|
κοινωνιακός κοινωνικοασφαλιστικός κοινωνικοεπαγγελματικός κοινωνικοοικονομικός
|
|
|
|
|
κοινωνικοπολιτικός κοινωνικοπολιτιστικός κοινωνικοπρακτικός κοινωνικός
|
|
|
|
|
κοινωνιολογικός κοινωνιονομικός κοινωφελής κοινός κοινότοπος κοινότυπος
|
|
|
|
|
κοιταματολογικός κοκάλινος κοκέτης κοκαλένιος κοκαλιάρης κοκαϊνομανής
|
|
|
|
|
κοκκινομάλλης κοκκινοτρίχης κοκκινωπός κοκκιώδης κοκκολιθοφόρος κοκκομετρικός
|
|
|
|
|
κοκκυγικός κοκκώδης κοκορόμυαλος κολάσιμος κολακευτικός κολασμένος κολεγιακός
|
|
|
|
|
κολλητικός κολλητός κολλοειδής κολλώδης κολοβός κολοκυθένιος κολονάτος
|
|
|
|
|
κολπατζίδικος κολπικός κολποειδής κολποκοιλιακός κολυμβητικός κολυμπητός
|
|
|
|
|
κομματιαστός κομματικός κομμουνιστικός κομμωτικός κομουνιστικός κομπαστικός
|
|
|
|
|
κομπλέ κομπλεξικός κομπλιμεντόζος κομπογιαννίτικος κομπορρήμων
|
|
|
|
|
κομφορμιστικός κομψευόμενος κομψοεπής κομψός κονδυλοφόρος κονδυλώδης
|
|
|
|
|
κονισαλέος κοντακιανός κοντινός κοντοκουρεμένος κοντομάνικος κοντοπίθαρος
|
|
|
|
|
κοντοφάρδουλος κοντοχωριανός κοντούλης κοντούτσικος κοντυλένιος
|
|
|
|
|
κοντόθωρος κοντόκαννος κοντόμερος κοντόμυαλος κοντόουρος κοντόπαχος κοντόπνοος
|
|
|
|
|
κοντότερος κοντόφθαλμος κοντόχοντρος κοντόχρονος κοντύτερος κοπαδιάρης
|
|
|
|
|
κοπαδιαστός κοπανιστός κοπιαστικός κοπιώδης κοπρολάγνος κοπροφάγος κοπτερός
|
|
|
|
|
κοράλλινος κορακάτος κορακοζώητος κοραλλένιος κοραλλιογενής κοραλλιοειδής
|
|
|
|
|
κορδωτός κορεατικός κορινθιακός κοριτσίστικος κοροϊδίστικος κοροϊδευτικός
|
|
|
|
|
κορτιζονούχος κορτικοειδής κορυβαντικός κορυνηφόρος κορυφαίος κορφιάτικος
|
|
|
|
|
κορωπιώτικος κοσμαγάπητος κοσμηματογραφικός κοσμητικός κοσμικός κοσμιότατος
|
|
|
|
|
κοσμοβριθής κοσμογονικός κοσμογραφικός κοσμογυρισμένος κοσμοζωικός
|
|
|
|
|
κοσμοκρατορικός κοσμολογικός κοσμοξάκουστος κοσμοπολίτικος κοσμοπολιτικός
|
|
|
|
|
κοσμοσωτήριος κοσμοϊστορικός κοστοβόρος κοτίσιος κοτζάμ κοτσανάτος κοτσονάτος
|
|
|
|
|
κουκλίστικος κουκλοθεατρικός κουκουλάρικος κουλοχέρης κουλτουριάρης
|
|
|
|
|
κουλός κουμανταδόρικος κουμπωτός κουνιστός κουραστικός κουρδικός κουρδιστός
|
|
|
|
|
κουρελής κουρελιάρης κουρευτικός κουρλός κουρμπαριστός κουρουπιαστός κουρού
|
|
|
|
|
κουσελιάρης κουστουμαρισμένος κουτοπόνηρος κουτούτσικος κουτρούλης
|
|
|
|
|
κουτσαβάκικος κουτσοβλαχικός κουτσομπολίστικος κουτσομπόλικος κουτσονούρης
|
|
|
|
|
κουτσοχέρης κουτσός κουτός κουφικός κουφιοκέφαλος κουφονησιώτικος κουφωτός
|
|
|
|
|
κουφόνους κουφός κοφτερός κοφτός κοχλιαίος κοχλιακός κοχλιοειδής κοχλιοφόρος
|
|
|
|
|
κούτσικος κούφιος κούφος κράτιστος κρίθινος κρίσιμος κραδαστικός κρανένιος
|
|
|
|
|
κρανιδιώτικος κρανιοεγκεφαλικός κρανιολογικός κρανιομετρικός κρανιοπροσωπικός
|
|
|
|
|
κρανοειδής κρανοφόρος κρασάτος κραταιός κρατερός κρατικοδίαιτος
|
|
|
|
|
κρατικός κρατοκεντρικός κραυγαλέος κρεάτινος κρείσσων κρεατής κρεατερός
|
|
|
|
|
κρεατωμένος κρεμανταλάδικος κρεμαστός κρεμεζής κρεμώδης κρεοφάγος κρημνώδης
|
|
|
|
|
κρητιδικός κρητιδικός κρητικός κριθαρένιος κριθαρίσιος κρικοειδής κρικωτός
|
|
|
|
|
κρινένιος κρινοδάκτυλος κρινοδάχτυλος κρινοειδής κρινόλευκος κρισογόνος
|
|
|
|
|
κριόμορφος κροατικός κροκάτος κροκαλοπαγής κροκοβαφής κροκοδείλιος
|
|
|
|
|
κροκοειδής κροκωτός κροσσάρω κροσσωτός κροταφιαίος κροταφικός κροταφογναθικός
|
|
|
|
|
κρουσιφλεγής κρουσταλλένιος κρουστικός κρουστός κρυερός κρυμμένος κρυοσκοπικός
|
|
|
|
|
κρυοσυντηρημένος κρυούτσικος κρυπτογαμικός κρυπτογραφικός κρυπτολογικός
|
|
|
|
|
κρυστάλλινος κρυσταλλένιος κρυσταλλικός κρυσταλλογραφικός κρυσταλλοειδής
|
|
|
|
|
κρυσταλλώδης κρυφτός κρυφός κρυψίβουλος κρυψίγαμος κρυψίνους κρυόμπλαστος
|
|
|
|
|
κρόκινος κρόνιος κρύος κρύφιος κτηματικός κτηματοκεντρικός κτηματομεσιτικός
|
|
|
|
|
κτηνοτροφικός κτηνοφοβικός κτηνόμορφος κτηνώδης κτηριακός κτηριολογικός
|
|
|
|
|
κτητορικός κτιριακός κτιστός κτιτορικός κτυπητός κυανωπός κυανόλευκος κυανός
|
|
|
|
|
κυβερνήσιμος κυβερνητικός κυβερνοαναζητήσιμος κυβικός κυβιστικός κυβοειδής
|
|
|
|
|
κυκλαδίτικος κυκλαδικός κυκλικός κυκλοειδής κυκλοθυμικός κυκλοπυριτικός
|
|
|
|
|
κυκλοφοριακός κυκλοφορικός κυκλωνικός κυκλωτικός κυκλόσχημος κυκλώπειος
|
|
|
|
|
κυλινδροειδής κυλινδρωτός κυλιστός κυλιόμενος κυλλός κυματικός κυματιστός
|
|
|
|
|
κυματογόνος κυματοειδής κυματώδης κυνηγάρης κυνηγετικός κυνηγιάρικος κυνικός
|
|
|
|
|
κυπαρίσσινος κυπαρίσσινος κυπαρισσένιος κυπελλοειδής κυπελλούχος κυπελλόσχημος
|
|
|
|
|
κυπραίικος κυπραίος κυπριακός κυπριώτικος κυρίαρχος κυρηναϊκός κυριακάτικος
|
|
|
|
|
κυριαρχικός κυριλέ κυριλλικός κυριολεκτικός κυρτός κυρωτικός κυστεοκολπικός
|
|
|
|
|
κυστικός κυστοειδής κυτοπλασματικός κυτταρικός κυτταρογόνος κυτταροειδής
|
|
|
|
|
κυτταρολυτικός κυτταροπλασματικός κυτταροστατικός κυφωτικός κυφός κυψελοειδής
|
|
|
|
|
κωδωνοειδής κωλοπετσωμένος κωλόφαρδος κωματώδης κωμιακίτικος κωμικοτραγικός
|
|
|
|
|
κωνικός κωνοειδής κωνοφόρος κωπήλατος κωπήρης κωπηλατικός κωφάλαλος κωφός
|
|
|
|
|
κόκκινος κόλουρος κόμοδος κόσμιος κύκλιος κύκνειος κύριος κώος κώτικος λάβρος
|
|
|
|
|
λάγνος λάιτ λάλος λάσκος λέσβιος λίγος λίθινος λίμπερο λίχνος λαίμαργος
|
|
|
|
|
λαβυρινθώδης λαγαρός λαγωχειλικός λαγόκαρδος λαγόνιος λαδής λαδί λαδερός
|
|
|
|
|
λαθρεμπορικός λαθρόβιος λαθρόγαμος λαιλαπώδης λαιμικός λακανικός λακαρισμένος
|
|
|
|
|
λακωνικός λαλίστατος λαλητός λαμαρινένιος λαμιακός λαμιώτικος λαμπαδηφόρος
|
|
|
|
|
λαμπερός λαμπριάτικος λαμπροφόρος λαμπρός λαμπρόφωνος λαξευτός λαογραφικός
|
|
|
|
|
λαοκρατικός λαομίσητος λαοπρόβλητος λαοσωτήριος λαοφίλητος λαοφιλής
|
|
|
|
|
λαπλασιανός λαρισαϊκός λαρυγγικός λαρυγγολογικός λαρυγγόφωνος λασιθιώτικος
|
|
|
|
|
λασπολόγος λασπώδης λαστιχένιος λατεριτικός λατινικός λατινοαμερικανικός
|
|
|
|
|
λατινογραφημένος λατινοπρεπής λατομικός λατρευτικός λατρευτός λαφρύς λαχανί
|
|
|
|
|
λαχταριστός λαϊκίστικος λαϊκιστικός λαϊκός λαϊκότροπος λείος λεβέντικος
|
|
|
|
|
λεβεντόκορμος λεγκάτο λειαντικός λειμώνιος λειπανάβατος λειράτος λειτουργικός
|
|
|
|
|
λειχηνοειδής λειχηνόμορφος λειχούδης λειψανάβατος λειψερός λειψός λεκανοειδής
|
|
|
|
|
λεκτικός λεμβουχικός λεμονάτος λεμονής λεμφαδενικός λεμφατικός λεμφικός
|
|
|
|
|
λεμφοκυτογόνος λεμφοκυτταρικός λεμφοφόρος λενινιστικός λεξαριθμικός
|
|
|
|
|
λεξικολογικός λεξικός λεξιλογικός λεοντόθυμος λεοντόκαρδος λεοντόμορφος
|
|
|
|
|
λεπιδοφόρος λεπιδωτός λεπιδόσχημος λεπρωτικός λεπρός λεπταίσθητος
|
|
|
|
|
λεπτοδουλεμένος λεπτοκαμωμένος λεπτοκυρτωτός λεπτολογικός λεπτολόγος
|
|
|
|
|
λεπτομερής λεπτομερειακός λεπτοτεχνικός λεπτοφυής λεπτούτσικος λεπτόγαιος
|
|
|
|
|
λεπτόκοκκος λεπτόκυρτος λεπτόπαχος λεπτόρρευστος λεπτός λεπτόσωμος λεπτότεχνος
|
|
|
|
|
λεπτόφωνος λεπτύκυρτος λερναίος λερός λεσβιακός λεττονικός λευκαδίτικος
|
|
|
|
|
λευκαντικός λευκαυγής λευκοκυτταρικός λευκοντυμένος λευκοπυρώμενος
|
|
|
|
|
λευκορωσικός λευκοσιδηρούς λευκοφορεμένος λευκοφόρος λευκωματικός
|
|
|
|
|
λευκωματούχος λευκωματώδης λευκός λευκός λευκόφαιος λευκόχρους λευτικός
|
|
|
|
|
λευχείμων λεωνιδιώτικος λεωφορειακός λεόντειος λεύκινος λεύτερος ληθαργικός
|
|
|
|
|
ληξιαρχικός ληξιπρόθεσμος ληξουριώτικος λησμονιάρης ληστευμένος ληστρικός
|
|
|
|
|
λιανικός λιανός λιαστός λιβαδίσιος λιβαδικός λιβανικός λιβανωτός λιβιδινικός
|
|
|
|
|
λιγδερός λιγδιάρης λιγδιάρικος λιγνιτοφόρος λιγνός λιγοήμερος λιγοζώητος
|
|
|
|
|
λιγοσέλιδος λιγοστός λιγουρευτός λιγούρης λιγυρός λιγυρόφωνος λιγωμένος
|
|
|
|
|
λιγόλεπτος λιγόλογος λιγόπιστος λιγότερος λιγόφαγος λιγόχρονος λιγόψυχος
|
|
|
|
|
λιθαγωγός λιθανθρακοφόρος λιθογλυφικός λιθογραφικός λιθογόνος λιθοδομικός
|
|
|
|
|
λιθοκόλλητος λιθομετέωρος λιθομετεωριτικός λιθοσφαιρικός λιθοτομικός λιθοτόμος
|
|
|
|
|
λιθόβλητος λιθόδμητος λιθόκτιστος λιθόστρωτος λιθόχτιστος λικνιστικός λιλά
|
|
|
|
|
λιμάρης λιμάρικος λιμενικός λιμενοβιομηχανικός λιμνίσιος λιμναίος λιμνόβιος
|
|
|
|
|
λιμπιστικός λιμώδης λινομέταξος λινοτυπικός λινόδετος λινός λινόχρους λιξούρης
|
|
|
|
|
λιονταρόψυχος λιοπερίχυτη λιπανάβατος λιπαντικός λιπαρός λιπιδαιμικός
|
|
|
|
|
λιποδιαλυτός λιποειδής λιποθυμικός λιπόβαρος λιπόθυμος λιπόσαρκος λιπόψυχος
|
|
|
|
|
λιτοδίαιτος λιτός λιχουδιάρης λιχουδιάρικος λιχούδης λιχούδικος λιόκαλος
|
|
|
|
|
λιόχαρος λογαριθμικός λογικοφανής λογικός λογισθείς λογιστικός λογιότατος
|
|
|
|
|
λογογραφικός λογοκρατικός λογοκριτικός λογοτεχνικός λογχοειδής λογχοφόρος
|
|
|
|
|
λοιμικός λοιμογόνος λοιμωξιολογικός λοιμό λοιμώδης λοιπός λονδρέζικος
|
|
|
|
|
λοξός λουδοβίκειος λουθηρανικός λουθηρανός λουκούλλειος λουλακάτος λουλακής
|
|
|
|
|
λουλουδένιος λουλουδιστά λουλουδιστός λουλούδινος λουξ λουριδωτός λουσάτος
|
|
|
|
|
λουόμενος λοφώδης λούγκο λούμπεν λούτος λούτρινος λυγερόκορμος λυγερός
|
|
|
|
|
λυγμικός λυγουριώτικος λυδικός λυκόμορφος λυμφατικός λυπηρός λυπητερός
|
|
|
|
|
λυρικός λυσίκομος λυσίπονος λυσιγόνος λυσιτελής λυσσάρης λυσσάρικος λυσσαλέος
|
|
|
|
|
λυσσιάρικος λυσσόδηκτος λυσσώδης λυτρωτικός λυτρώσιμος λυτός λωβιάρης λωλός
|
|
|
|
|
λωτοφάγος λόγιος λύγινος λύγκειος λύδιος μάγκικος μάλλινος μάξι μάταιος
|
|
|
|
|
μέγας μέγιστος μέλαινα μέλας μέλινος μέλλων μέσα μέσος μέτριος μήλειος μήλινος
|
|
|
|
|
μίνι μίσανδρος μίσθαρνος μίσθιος μαβής μαγγανευτικός μαγγανιούχος μαγειρευτός
|
|
|
|
|
μαγευτικός μαγιάτικος μαγικός μαγκούφης μαγματικός μαγματογενής μαγνησιούχος
|
|
|
|
|
μαγνητογυρικός μαγνητοηλεκτρικός μαγνητοθερμικός μαγνητοστατικός μαδαροκέφαλος
|
|
|
|
|
μαζικός μαζοχιστικός μαζωχτός μαθηματικός μαθησιακός μαθητευόμενος μαθητικός
|
|
|
|
|
μαιάνδριος μαιανδρικός μαιευτικός μαιονίδης μακάβριος μακάριος μακαρίτης
|
|
|
|
|
μακαριστός μακεδονίτικος μακεδονικός μακιαβελικός μακραίων μακραίωνος μακρινός
|
|
|
|
|
μακροβίοτος μακροκάνης μακροκατάληκτος μακροκοσμικός μακρολαίμης μακρολόγος
|
|
|
|
|
μακρομάλλης μακρομαλλούσα μακρομοριακός μακροοικονομικός μακροπρόθεσμος
|
|
|
|
|
μακροπόδαρος μακροσκελής μακροσκοπικός μακρουλός μακροχέρης μακροχρόνιος
|
|
|
|
|
μακρυμάνικος μακρόβιος μακρόθυμος μακρόινος μακρόπνοος μακρόπνους μακρόπους
|
|
|
|
|
μακρόστενος μακρόσυρτος μακρόφωνος μακρόχειρ μακρόχρονος μακρύκαννος
|
|
|
|
|
μακρύς μακρύτερος μακό μαλακισμένος μαλακοτρίφτης μαλακούτσικος μαλακτικός
|
|
|
|
|
μαλαματένιος μαλαχτικός μαλαϊκός μαλγασικός μαλθακός μαλλιαρός μαλλοβάμβακος
|
|
|
|
|
μαλλομέταξος μαλλωτός μαλτέζικος μαμμόθρεπτος μαμμόθρεφτος μαμούχαλος μανάτος
|
|
|
|
|
μανδαλωτός μανιάτικος μανιακός μανικός μανιοκαταθλιπτικός μανιχαϊκός μανιώδης
|
|
|
|
|
μαντευτικός μαντζουριανός μαντηλοφόρος μαντικός μανός μαξιμαλιστικός
|
|
|
|
|
μαοϊκός μαραγκούδικο μαραζιάρης μαραζιάρικος μαραθώνιος μαρασμώδης
|
|
|
|
|
μαργαριτοφόρος μαργαρώδης μαργιόλης μαργιόλικος μαρινάτος μαρκέ μαρμάρινος
|
|
|
|
|
μαρμαροειδής μαρμαρυγιακός μαρμαρόστρωτος μαρξιστικός μαροκινός μαρουσιώτικος
|
|
|
|
|
μαρτιάτικος μαρτυριάρης μαρτυριάρικος μαρτυρικός μασητήριος μασκέ μασκοφόρος
|
|
|
|
|
μαστιγοφόρος μαστιγωτικός μαστικός μαστιχοφόρος μαστοειδής μαστορικός
|
|
|
|
|
μαστούρης μαστροδούλεφτος μασχαλιαίος ματ ματαβιβάσιμος ματαιόδοξος
|
|
|
|
|
ματαιόφρονας ματαιόφρων ματαριστικός ματεριαλιστικός ματζόβολος ματζόρε ματσό
|
|
|
|
|
μαυριτανικός μαυρογάλανος μαυρογένης μαυροκίτρινος μαυρομάλλης μαυρομάνικος
|
|
|
|
|
μαυροντυμένος μαυροφορεμένος μαυροφόρος μαφιόζικος μαχητικός μαχητός
|
|
|
|
|
μαϊμουδίσιος μαϊμουδίστικος μαύρος μείζων μείζων μείων μεγάθυμος μεγάλος
|
|
|
|
|
μεγάτιμος μεγακέφαλος μεγαλειώδης μεγαλεπήβολος μεγαλιθικός μεγαλοαστικός
|
|
|
|
|
μεγαλογράμματος μεγαλοδύναμος μεγαλοκαμωμένος μεγαλομάτης μεγαλομανής
|
|
|
|
|
μεγαλοπαρασκευιάτικος μεγαλοπράγμων μεγαλοπρεπής μεγαλορρήμων μεγαλοσχήμων
|
|
|
|
|
μεγαλοφάνταστος μεγαλοφυής μεγαλοϊδεάτικος μεγαλοϊδεατικός μεγαλούτσικος
|
|
|
|
|
μεγαλόθυμος μεγαλόκαρδος μεγαλόπνευστος μεγαλόπρεπος μεγαλόστομος μεγαλόσχημος
|
|
|
|
|
μεγαλόφθαλμος μεγαλόφρων μεγαλόφωνος μεγαλόψυχος μεγαλύτερος μεγαλώνυμος
|
|
|
|
|
μεγαρίτικος μεγεθικός μεγεθυντικός μεζεκλήδικος μεζεκλίδικος μεθανίτικος
|
|
|
|
|
μεθεπόμενος μεθευρετικός μεθεόρτιος μεθοδευτικός μεθοδικός μεθοδολογικός
|
|
|
|
|
μεθυλικός μεθυστικός μεθόριος μεικτός μειλίχιος μειοδοτικός μειονεκτικός
|
|
|
|
|
μειχτός μειωτέος μειωτικός μειόκαινος μελάγχρους μελάτος μελένιος μελής
|
|
|
|
|
μελίφθογγος μελίχρυσος μελαγχολικός μελαγχρωστικός μελαμψός μελανίτικος
|
|
|
|
|
μελανηφόρος μελανωπός μελανόδερμος μελανόμορφος μελανός μελανόφθαλμος
|
|
|
|
|
μελαψός μελετηρός μελετητικός μελικός μελισσοκομικός μελισσοτροφικός
|
|
|
|
|
μελιστάλακτος μελιστάλαχτος μελιταίος μελιτζανής μελιτοφόρος μελιτόχρους
|
|
|
|
|
μελιχρός μελλοθάνατος μελλοντικός μελλούμενος μελοδραματικός μελωδικός μελό
|
|
|
|
|
μεμπτός μεμψίμοιρος μενεξεδένιος μενεξεδής μενεξελής μενετός μενσεβικικός
|
|
|
|
|
μεξικανικός μερακλίδικος μεραρχιακός μεριδιούχος μερικός μερισματούχος
|
|
|
|
|
μεροληπτικός μερσεριζέ μερωνυμικός μεσάτος μεσήλικος μεσήλιξ μεσίστιος μεσαίος
|
|
|
|
|
μεσανατολικός μεσεγγυητικός μεσευρωπαϊκός μεσημβρινός μεσημεριάτικος
|
|
|
|
|
μεσιακός μεσιανός μεσιτικός μεσοαστικός μεσοβέζικος μεσοβδομαδιάτικος
|
|
|
|
|
μεσογειακός μεσοδακτύλιος μεσοζωικός μεσοκοιλιακός μεσοκολπικός μεσοκυρτωτός
|
|
|
|
|
μεσολαβητικός μεσολογγίτικος μεσομακροπρόθεσμος μεσομακροχρόνιος μεσομοριακός
|
|
|
|
|
μεσοπλεύριος μεσοπολεμικός μεσοποτάμιος μεσοπρόθεσμος μεσοσπονδύλιος
|
|
|
|
|
μεσοτονικός μεσοφυλικός μεσοφωνηεντικός μεσοχρόνιος μεσσηνιακός μεσσιανικός
|
|
|
|
|
μεσόβιος μεσόγαιος μεσόγειος μεσόκοπος μεσόκυρτος μετάλλινος μετάξινος
|
|
|
|
|
μετάρσιος μετέπειτα μετέωρος μεταβατικός μεταβιβάζων μεταβιβάσιμος
|
|
|
|
|
μεταβιομηχανικός μεταβλητός μεταβολικός μεταβυζαντινός μεταγγίσιμος
|
|
|
|
|
μεταγραφειοκρατικός μεταγραφικός μεταγωγικός μεταδημοκρατικός μεταδοτικός
|
|
|
|
|
μεταεισαγωγικός μεταθέσιμος μεταθανάτιος μεταθεραπευτικός μεταθετικιστικός
|
|
|
|
|
μεταθετός μεταιχμιακός μετακαπιταλιστικός μετακεντρικός μετακινήσιμος
|
|
|
|
|
μετακλασικός μετακλητός μετακοινοβουλευτικός μετακρατικός μεταλαμπαδεύσιμος
|
|
|
|
|
μεταλλευτικός μεταλλικός μεταλλογενετικός μεταλλογραφικός μεταλλοειδής
|
|
|
|
|
μεταλλουργικός μεταλλοφόρος μεταλυκειακός μεταμαγικός μεταμεσημβρινός
|
|
|
|
|
μεταμνημονιακός μεταμοντέρνος μεταμοντερνιστικός μεταμορφικός μεταμορφωσιγενής
|
|
|
|
|
μεταμορφώσιμος μεταμφιεσμένος μεταναισθητικός μεταναστευτικός μετανιτσεϊκός
|
|
|
|
|
μεταξάς μεταξένιος μεταξοΰφαντος μεταξοειδής μεταξοκλωστικός μεταξοπαραγωγός
|
|
|
|
|
μεταπασχαλινός μεταπλαστικός μεταπλαστό μεταπλαστός μεταποιήσιμος
|
|
|
|
|
μεταπολεμικός μεταπολιτευτικός μεταπρατικός μεταπτωτικός μεταρηματικός
|
|
|
|
|
μεταρρυθμιστικός μεταρσιωτικός μετασεισμικός μετασκευαστικός μετασταθής
|
|
|
|
|
μετασυναπτικός μετασχηματιστικός μετασχολικός μετατρέψιμος μετατραυματικός
|
|
|
|
|
μεταφερτός μεταφορικός μεταφράσιμος μεταφραστέος μεταφραστικός μεταφυσικός
|
|
|
|
|
μεταχειρισμένος μεταχρονολογημένος μεταψυχικός μεταψυχροπολεμικός μετεκλογικός
|
|
|
|
|
μετεξεταστέος μετεπιθετικός μετευρετικός μετεωρίτικος μετεωρικός μετεωριτικός
|
|
|
|
|
μετεωρολογικός μετεωροσκοπικός μετουσιαστικός μετοχικός μετρήσιμος μετρητικός
|
|
|
|
|
μετριαστικός μετρικός μετριοπαθής μετριόφρονας μετριόφρων μετρολογικός
|
|
|
|
|
μετωνυμικός μετωπιαίος μετωπικός μετωποκροταφικός μεφιστοφελικός μεφιτικός
|
|
|
|
|
μηδαμινός μηδενικός μηδενιστικός μηδικός μηλίτης μηλικογαλακτικός μηλικός
|
|
|
|
|
μηλοφόρος μημειακός μηνιαίος μηνιγγικός μηνιγγιτικός μηνοειδής μηνυτήριος
|
|
|
|
|
μηρυκαστικός μητριαρχικός μητρικός μητρολογικός μητροπολιτικός μητρωνυμικός
|
|
|
|
|
μηχανικός μηχανιστικός μηχανογραφικός μηχανοκίνητος μηχανολογικός
|
|
|
|
|
μηχανουργικός μηχανοφόρος μηχανόβιος μιαρός μιασματικός μιγαδικός μιθριδατικός
|
|
|
|
|
μικρασιατικός μικροαερόφιλος μικροαστικός μικροβιακός μικροβιοκτόνος
|
|
|
|
|
μικροβιομηχανικός μικροβιοφόρος μικρογράμματος μικρογραφικός μικροδάκτυλος
|
|
|
|
|
μικροκάμωτος μικροκέφαλος μικροκαμωμένος μικροκατεργάρης μικροκομματικός
|
|
|
|
|
μικρολόγος μικρομέγαλος μικρομεσαίος μικρομετρικός μικρομούρης
|
|
|
|
|
μικροπαραγοντικός μικροπαραταξιακός μικροπολιτικός μικροπρεπής μικροπρόσωπος
|
|
|
|
|
μικροσκοπικός μικροτεχνικός μικροφιλόδοξος μικροφιλότιμος μικροφυής μικροχαρής
|
|
|
|
|
μικρούλης μικρούλικος μικρούτσικος μικρόβιος μικρόγλωσσος μικρόθυμος
|
|
|
|
|
μικρόμυαλος μικρόνους μικρός μικρόστομος μικρόσχημος μικρόσωμος μικρότερος
|
|
|
|
|
μικρόφωνος μικρόχαρος μικρόψυχος μικτοβαρής μικτός μιλανέζικος μιλιμετρέ
|
|
|
|
|
μιλιότονος μιμηματικός μιμητικός μιμικός μινιμαλιστικός μινιόν μινωικός μινόρε
|
|
|
|
|
μισάνοιχτος μισάρικος μισαλλόδοξος μισελληνικός μισερός μισητός μισθοδίαιτος
|
|
|
|
|
μισθολογικός μισθοσυντήρητος μισθοφορικός μισθωτικός μισθωτός μισθόβιος
|
|
|
|
|
μισικός μισοάδειος μισογεμάτος μισοδουλεμένος μισοκαμένος μισοξαπλωμένος
|
|
|
|
|
μισοπεθαμένος μισοψημένος μισόγυμνος μισόκλειστος μισόξενος μισός μισότρελος
|
|
|
|
|
μιτροειδής μιχτός μνημειώδης μνημονιακός μνημονικός μνημοσυναισθηματικό
|
|
|
|
|
μνησίκακος μοβ μοβόρικος μοβόρος μογγολικός μοδάτος μοιραίος μοιραστικός
|
|
|
|
|
μοιρολατρικός μοιρόγραφτος μοιχικός μολασικός μολασσικός μολδαβικός
|
|
|
|
|
μολυβένιος μολυβής μολυβδαινιούχος μολυβδούχος μολυβδόχρους μολυντικός
|
|
|
|
|
μολύβδινος μονάζων μονάκριβος μονάλμπουρος μονάρμπουρος μονάχος μονέλικος
|
|
|
|
|
μονήρης μοναδιαίος μοναδικός μοναρχικός μοναστηρίσιος μοναστηριακός μοναστικός
|
|
|
|
|
μοναχικός μοναχός μονεμβασιώτικος μονεταριστικός μονιάτικος μονιστικός
|
|
|
|
|
μονοαπευθυντικός μονοατομικός μονοβλαστικός μονογαμικός μονογενής
|
|
|
|
|
μονοεδρικός μονοερωτικός μονοετής μονοζυγωτικός μονοζυγώτης μονοθάλαμος
|
|
|
|
|
μονοθεϊστικός μονοκάταρτος μονοκέρατος μονοκατάληκτος μονοκινητήριος
|
|
|
|
|
μονοκομματικός μονοκοτυλήδονος μονοκρυσταλλικός μονοκυτταρικός μονοκόκαλος
|
|
|
|
|
μονοκότυλος μονοκύλινδρος μονοκύτταρος μονολεκτικός μονολεχτικός μονολιθικός
|
|
|
|
|
μονολογικός μονομανής μονομελής μονομερής μονομερίτικος μονομεριάτικος
|
|
|
|
|
μονομετοχικός μονοπέταλος μονοπίθανος μονοπαραγωγικός μονοπαραταξιακός
|
|
|
|
|
μονοπλοειδής μονοποικιλιακός μονοπρόσωπος μονοπυρηνικός μονοπωλιακός
|
|
|
|
|
μονοπύρηνος μονοσάνδαλος μονοσάνταλος μονοσέπαλος μονοσήμαντος μονοσεξουαλικός
|
|
|
|
|
μονοστιβαδικός μονοσυλλαβικός μονοσύλλαβος μονοτάξιος μονοτονικός μονοτοπικός
|
|
|
|
|
μονοτόκος μονοφασικός μονοφυής μονοφυσιτικός μονοφωνικός μονοχρωματικός
|
|
|
|
|
μονοψωνιακός μονοϋβριδικός μονοϋδρικός μοντέρνος μοντερνιστικός μοντεσσοριανός
|
|
|
|
|
μονόγαμος μονόγλωσσος μονόκαννος μονόκιλος μονόκλιτος μονόκλωνος μονόκωπος
|
|
|
|
|
μονόπατος μονόπλευρος μονόπολος μονόπους μονόπρακτος μονόπτερος μονόριχτος
|
|
|
|
|
μονόσημος μονόσπερμος μονόστηλος μονόστιχος μονότομος μονότονος μονότοξος
|
|
|
|
|
μονόφθαλμος μονόφθογγος μονόφρων μονόφυλλος μονόφωνος μονόχηλος μονόχνοτος
|
|
|
|
|
μονόχορδος μονόχρωμος μονόχωρος μονώνυχος μονώροφος μοραϊτικος μοργανατικός
|
|
|
|
|
μορσικός μορτιτικός μορφικός μορφινομανής μορφογενετικός μορφολογικός
|
|
|
|
|
μορφοσυντακτικός μορφωματικός μορφωτικός μοσκαναθρεμμένος μοσκαρίσιος
|
|
|
|
|
μοσχαρήσιος μοσχαρίσιος μοσχοβίτικος μοσχοβόλος μοσχομυριστός μουγγός μουγκός
|
|
|
|
|
μουλαρίσιος μουλλωχτός μουλωχτός μουντζούρης μουντιαλικός μουντρούχος μουντός
|
|
|
|
|
μουρμουριστός μουρμούρης μουρντάρης μουρντάρικος μουρόχαυλος μουσάτος
|
|
|
|
|
μουσαντένιος μουσειακός μουσειολογικός μουσικοθεατρικός μουσικοκριτικός
|
|
|
|
|
μουσικός μουσκφός μουσοτραφής μουσουλμανικός μουστέριος μουσόληπτος μουσόφιλος
|
|
|
|
|
μουχρός μοχθηρός μοχλικός μούλικος μούλος μούτικος μούτος μπάνικος μπάσος
|
|
|
|
|
μπάσταρδος μπέικος μπέλος μπαγάσικος μπαγαμπόντικος μπαγαπόντης μπαγαπόντικος
|
|
|
|
|
μπαγιονέτ μπακάλικος μπακαλίστικος μπακιρένιος μπακλαβαδωτός μπαλαρινέ
|
|
|
|
|
μπαμπακένιος μπαμπακερός μπανάλ μπας κλας μπασκετικός μπασμένος μπαστάρδικος
|
|
|
|
|
μπατάλικος μπατακτσής μπαταξής μπαταχτσής μπεζ μπεηλίδικος μπεκιάρικος
|
|
|
|
|
μπεμπέ μπεμπεδίστικος μπερεκετιλήδικος μπερεκετλήδικος μπερεκετλίδικος
|
|
|
|
|
μπερκετλίδικος μπερμπάντικος μπερξονικός μπεϋζιανή μπεϋζιανός μπηχτός
|
|
|
|
|
μπινιάρης μπιρμπιλομάτης μπιστικός μπλάβος μπλαζέ μπλαμπλάς μπλε μπλεμαρέν
|
|
|
|
|
μποέμικος μπολσεβίκικος μπολσεβικικός μπορετός μπορντελιάρης μπουγιόζικος
|
|
|
|
|
μπουμπουνοκέφαλος μπουφόνικος μπούζι μπραιζέ μπρεζέ μπριόζος μπροσέ μπροστινός
|
|
|
|
|
μπρούμυτος μπρούντζινος μπρούσικος μπρούσκος μπρούτζινος μπόλικος μπόσικος
|
|
|
|
|
μυαλγικός μυαλωμένος μυασθενικός μυατροφικός μυγδαλάτος μυγιάγγιχτος μυελικός
|
|
|
|
|
μυελοειδής μυελώδης μυζητικός μυθικός μυθιστορηματικός μυθιστορικός
|
|
|
|
|
μυθογραφικός μυθολογικός μυθομανής μυθοπλαστικός μυθοποιητικός μυθώδης
|
|
|
|
|
μυκηναϊκός μυκητοειδής μυκητοκτόνος μυκητολογικός μυκητώδης μυκονιάτικος
|
|
|
|
|
μυλένιος μυλλωμένος μυξαδενικός μυξιάρης μυξώδης μυοδερματικός μυοκτόνος
|
|
|
|
|
μυοσυντονιστικός μυριάκριβος μυριαρίφνητος μυριοστός μυριστικός μυριόνεκρος
|
|
|
|
|
μυριόστομος μυριόφωνος μυρμηγκικός μυρμηκικός μυροβόλος μυροφόρος μυρτοειδής
|
|
|
|
|
μυρωδάτος μυρωδικός μυσαρός μυστήριος μυσταγωγικός μυστακοφόρος μυστηριακός
|
|
|
|
|
μυστικιστικός μυστικοπαθής μυστικός μυτερός μυωπικός μυϊκός μυώδης
|
|
|
|
|
μωβ μωροπίστευτος μωροφιλόδοξος μωρόπιστος μωρός μωρόσοφος μωσαϊκός μόνιμος
|
|
|
|
|
μόνος μόρσιμος μόρτικος μόσχειος μύξης μύριοι μύρτινος μύχιος μώνυχος νέγρικος
|
|
|
|
|
νέτος νήδυμος νήνεμος ναβάχο ναζιάρης ναζιάρικος ναζιστικός ναζωραίος
|
|
|
|
|
νανομελής νανοτεχνολογικός νανουριστικός νανουριστός νανοφυής νανοφυία
|
|
|
|
|
νανώδης ναξιακός ναξιώτικος ναπολεόντειος ναπολιτάνικος ναρκαλιευτικός
|
|
|
|
|
ναρκομανής ναρκωτικός ναρκωτισμός ναστός νατουραλιζέ νατουραλιστικός νατοϊκός
|
|
|
|
|
ναυαγοσωστικός ναυαγό ναυαγός ναυαρχικός ναυκληρικός ναυλομεσιτικός
|
|
|
|
|
ναυπηγήσιμος ναυπηγικός ναυπηγοεπισκευαστικός ναυπλιώτικος ναυταθλητικός
|
|
|
|
|
ναυτικός ναυτιλιακός ναυτιλλόμενος ναυτιών ναυτολογήσιμος ναυτολογικός
|
|
|
|
|
νεαντερτάλειος νεαρός νεαττικός νεγκλιζέ νεγροειδής νεκρικός νεκρογέννητος
|
|
|
|
|
νεκροδόχος νεκροφάγος νεκροφαγικός νεκροφανής νεκροφοβικός νεκρωτικός νεκρός
|
|
|
|
|
νεκρόφιλος νεκρόψυχος νεκρώσιμος νεοέλθων νεοανθρωπιστικός νεοαποικιοκρατικός
|
|
|
|
|
νεοαφιχθείς νεογέννητος νεογενής νεογιλός νεογνικός νεογνολογικός νεογοτθικός
|
|
|
|
|
νεοδίδακτος νεοδιόριστος νεοεβραϊκός νεοελληνικός νεοεμπρεσιονιστικός
|
|
|
|
|
νεοκαπιταλιστικός νεοκλασικός νεολαιίστικος νεολαμπής νεολατινικός νεολιθικός
|
|
|
|
|
νεομνημονιακός νεοναζιστικός νεονικοτινοειδής νεοπαγής νεοπαγανιστικός
|
|
|
|
|
νεοπλασματικός νεοπλατωνικός νεορεαλιστικός νεορομαντικός νεοσκαφής
|
|
|
|
|
νεοτουρκικός νεοτόκος νεοφανής νεοφασιστικός νεοφερμένος νεοφιλελεύθερος
|
|
|
|
|
νεοφροϋδικός νεοφυής νεοφυτικός νεοφύτευτος νεοφώτιστος νεοϊμπρεσιονιστικός
|
|
|
|
|
νεραϊδογέννητος νεραϊδογεννημένος νεραϊδοπαρμένος νεριτικός νεροκαμένος
|
|
|
|
|
νερόβραστος νερόχαρος νερώνειος νετρονικός νευραλγικός νευραξονικός
|
|
|
|
|
νευρασθενικός νευρειληματικός νευριαστικός νευρικός νευροαναπτυξιακός
|
|
|
|
|
νευροεκφυλιστικός νευροενδοκρινολογικός νευροληπτικός νευρολογικός νευρομυικός
|
|
|
|
|
νευροπαθής νευροπαθητικός νευροπαθολογικός νευροφυτικός νευροψυχιατρικός
|
|
|
|
|
νευροψυχολογικός νευρωνικός νευρωσικός νευρωτικός νευρώδης νευτόνιος
|
|
|
|
|
νεφάριος νεφελοβάμων νεφελοειδής νεφελοσκέπαστος νεφελοσκεπής νεφελώδης
|
|
|
|
|
νεφοσκεπής νεφοσκοπικός νεφοϋπολογιστικός νεφράτος νεφραγγειακός νεφραλγικός
|
|
|
|
|
νεφριδικός νεφρικός νεφριτικός νεφροειδής νεφρολιθικός νεφρολογικός νεφροπαθής
|
|
|
|
|
νεωτερικός νεωτεριστικός νεόβγαλτος νεόδμητος νεόκοπος νεόκτιστος νεόνυμφος
|
|
|
|
|
νεόπτωχος νεότατος νεότερος νεότευκτος νεότοκος νεόφερτος νεόφυτος νεόχτιστος
|
|
|
|
|
νεώτερος νηκτικός νηλεής νημάτινος νηματοειδής νηματοποιητικός νηματώδης
|
|
|
|
|
νηπενθής νηπιακός νηπιώδης νηπτικός νησιωτικός νησιώτικος νησοπυριτικός
|
|
|
|
|
νηστικός νηφάλιος νηόμορφος νιγηριανός νικέλινος νικήσιμος νικελιούχος
|
|
|
|
|
νικηφόρος νικοτινικός νικοτινοειδής νιοβιούχος νιογέννητος νιος νιοστός
|
|
|
|
|
νισυριώτικος νιτρικός νιτροκυτταρινικός νιτρώδης νιτσεϊκός νιχιλιστικός
|
|
|
|
|
νιόπαντρος νιόφερτος νιώτικος νοήμονας νοήμων νοεμβριάτικος νοεμβριανός νοερός
|
|
|
|
|
νοησιαρχικός νοητικός νοητός νοθογενής νοικοκυρίστικος νοκ-άουτ νομαδικός
|
|
|
|
|
νομικίστικος νομικοπολιτικός νομικοταξικός νομικοτεχνικός νομικός
|
|
|
|
|
νομιμοφανής νομιμόφρων νομιναλιστικός νομισματικός νομισματοκοπικός
|
|
|
|
|
νομοθετικός νομοκατεστημένος νομοκρατούμενος νομολογικός νομοπαρασκευαστικός
|
|
|
|
|
νομοτελειακός νομοτελεστικός νομοτεχνικός νομότυπος νοολογικός νορβηγικός
|
|
|
|
|
νορμανδικός νοσηλευτικός νοσηρός νοσογόνος νοσοκομειακός νοσοκομειοκεντρικός
|
|
|
|
|
νοσομανής νοσοφόρος νοσταλγικός νοστιμούλης νοστιμούλικος νοστιμούτσικος
|
|
|
|
|
νοτερός νοτιανατολικός νοτινός νοτιοαμερικανικός νοτιοανατολικός
|
|
|
|
|
νοτιοατλαντικός νοτιοαφρικανικός νοτιοβιετναμικός νοτιοδυτικός νοτιοειρηνικός
|
|
|
|
|
νοτιοκορεατικός νουνεχής ντέρτικος ντίβα νταμαρήσιος νταμαρίσιος νταμωτός
|
|
|
|
|
νταντελωτός ντεκαποτάμπλ ντεκαφεϊνέ ντεκλαρέ ντεκλασέ ντεκουπαριστός
|
|
|
|
|
ντεμοντέ ντενεκεδένιος ντεπασέ ντετερμινιστικός ντεψίζης ντεϊστικός ντηνιακός
|
|
|
|
|
ντιστεγκές ντοπέ ντουμ-ντουμ ντουμπλ φας ντούζικος ντούρος ντρέτος ντρίτος
|
|
|
|
|
ντρεξουδιάρης ντροπαλός ντροπιάρης ντροπιαστικός ντόμπρος ντόπιος νυκτερινός
|
|
|
|
|
νυκτός νυμφαίος νυμφικός νυμφομανής νυν νυσταλέος νυφιάτικος νυφικός νυχάτος
|
|
|
|
|
νυχτιάτικος νυχτόβιος νωδός νωθρός νωπός νωτιαίος νωχελής νωχελικός νόβιαλ
|
|
|
|
|
νόμιμος νόστιμος νότιος νύκτιος νύχτιος ξάγρυπνος ξάστερος ξέγνοιαστος
|
|
|
|
|
ξέθαρρος ξέθωρος ξέμακρος ξέμπαρκος ξέμπλεκος ξένιος ξένοιαστος ξένος ξέντυτος
|
|
|
|
|
ξέπλεγος ξέπλεκος ξέπλεχτος ξέπνοος ξέσκεπος ξέστηθος ξέστρωτος ξέφραγος
|
|
|
|
|
ξέφυλλος ξέφωτος ξέχειλος ξέχωρος ξίκικος ξαγκαθιά ξακουσμένος ξακουστός
|
|
|
|
|
ξανθοκόκκινος ξανθομάλλα ξανθομάλλης ξανθομάλλικο ξανθομούστακος ξανθοτρίχης
|
|
|
|
|
ξανθωπός ξανθόμαλλος ξανθός ξανθότριχος ξαντικός ξαντός ξαπλωμένος ξαπλωτός
|
|
|
|
|
ξασπρουλιάρης ξαφνικός ξεβούλωτος ξεβράκωτος ξεγάνωτος ξεγυριστός ξεγύμνωτος
|
|
|
|
|
ξεδιάντροπος ξεδοντιάρης ξεθεωτικός ξεθηλύκωτος ξεκάθαρος ξεκάλτσωτος
|
|
|
|
|
ξεκαπάκωτος ξεκαπέλωτος ξεκαπίστρωτος ξεκαρδιστικός ξεκαύλωτος ξεκλείδωτος
|
|
|
|
|
ξεκουτιάρης ξεκούδουνος ξεκούμπωτος ξεκούραστος ξεκούρδιστος ξεκούρντιστος
|
|
|
|
|
ξεκρέμαστος ξεκωλιάρης ξεκόλλητος ξεμέθυστος ξεμαλλιάρης ξεμαλλιασμένος
|
|
|
|
|
ξεματιασμένος ξεμπράτσωτος ξενέρωτος ξενηστικωμένος ξενικός ξενοίκιαστος
|
|
|
|
|
ξενοκίνητος ξενοκρατικός ξενομανής ξενοπρεπής ξενοφανής ξενοφοβικός
|
|
|
|
|
ξενόγλωσσος ξενόδουλος ξενότροπος ξενόφερτος ξενόφιλος ξενόφοβος ξενόφωνος
|
|
|
|
|
ξερικός ξεροκέφαλος ξεροψημένος ξερός ξεσέλωτος ξεσαβούρωτος ξεσαμάρωτος
|
|
|
|
|
ξεσκέπαστος ξεσκούφωτος ξεστός ξετσίπωτος ξεφούσκωτος ξεχαρβάλωτος
|
|
|
|
|
ξεχασιάρης ξεχτένιστος ξεχωριστός ξεψάρωτος ξημαρισμένος ξηραντικός
|
|
|
|
|
ξηρός ξηρόφιλος ξιδάτος ξινισμένος ξινούτσικος ξινόγλυκος ξινός ξιπασιάρης
|
|
|
|
|
ξιφήρης ξιφοειδής ξιφοφόρος ξομπλιαστός ξορκισμένος ξούτσκος ξυλάρμενος
|
|
|
|
|
ξυλεμπορικός ξυλογλυπτικός ξυλογραφικός ξυλοειδής ξυλοπόδαρος ξυλοσκέπαστος
|
|
|
|
|
ξυλοφάγος ξυλοχρωστικός ξυλόγλυπτος ξυλόσοφος ξυλόστρωτος ξυλόφρακτος ξυλώδης
|
|
|
|
|
ξυπνός ξυπόλητος ξυπόλυτος ξυριστικός ξυστικός ξυστός ξωτικός ξύλινος ξύπνιος
|
|
|
|
|
ξώφτερνος οβάλ οβελιαίος ογαμικός ογδοηκονθήμερος ογδοηκονταετής ογδοντάχρονος
|
|
|
|
|
ογκομετρικός ογκωδέστερος ογκώδης ογλήγορος ογρός οδηγητικός οδηγικός οδικός
|
|
|
|
|
οδομετρικός οδοντιατρικός οδοντικός οδοντογραφικός οδοντοειδής
|
|
|
|
|
οδοντοπρόφερτος οδοντορραγικός οδοντοτεχνικός οδοντοφατνιακός οδοντοφόρος
|
|
|
|
|
οδοντόφωνος οδοποιητικός οδυνηρός οδυσσειακός οδωνυμικός οζαινικός οζαινώδης
|
|
|
|
|
οζοντομετρικός οζώδης οθνείος οθωμανικός οθωνικός οθώνειος οιακοφόρος οιδαλέος
|
|
|
|
|
οιδιπόδειος οικήσιμος οικείος οικειοθελής οικιακός οικιστικός οικογενειακός
|
|
|
|
|
οικοδίαιτος οικοδομήσιμος οικοδομικός οικοδομοτεχνικός οικολογικός
|
|
|
|
|
οικονομικός οικονομολογικός οικονομοτεχνικός οικονόμος οικοσημικός
|
|
|
|
|
οικοτεχνικός οικοτουριστικός οικουμενικός οικουρός οικτίρμων οικτρός οικόσιτος
|
|
|
|
|
οινοβαρής οινοβαφής οινοειδής οινολογικός οινομανής οινομετρικός οινοπαραγωγός
|
|
|
|
|
οινοπνευματοποιήσιμος οινοπνευματούχος οινοπνευματώδη οινοπνευματώδης
|
|
|
|
|
οινοχαρής οινόφιλος οινώδης οισοφάγειος οισοφαγικός οιστρήλατος οκαδιάρικος
|
|
|
|
|
οκνός οκτάγωνος οκτάεδρος οκτάμηνος οκτάπλευρος οκτάπους οκτάστηλος οκτάστιχος
|
|
|
|
|
οκτάτευχος οκτάτομος οκτάφωνος οκτάχορδος οκτάχρονος οκτάωρος οκταήμερος
|
|
|
|
|
οκταδικός οκταετής οκτακοσιοστός οκτακόσιοι οκταμελής οκταπλάσιος οκταπλούς
|
|
|
|
|
οκτασέλιδος οκτασύλλαβος οκταψήφιος οκταώροφος οκτωβριάτικος οκτωβριανός
|
|
|
|
|
ολάκερος ολάνοιχτος ολάρφανος ολάσπρος ολέθριος ολίγιστος ολίγος ολιγάνθρωπος
|
|
|
|
|
ολιγαρκής ολιγαρχικός ολιγοέξοδος ολιγοήμερος ολιγοβαρής ολιγογράμματος
|
|
|
|
|
ολιγοδάπανος ολιγοδίαιτος ολιγοδύναμος ολιγοεδρικός ολιγοετής ολιγοκτήμων
|
|
|
|
|
ολιγομελής ολιγομερής ολιγοπράγμων ολιγοσέλιδος ολιγοστός ολιγοσύλλαβος
|
|
|
|
|
ολιγοφάγος ολιγοχρήματος ολιγοχρόνιος ολιγόζωος ολιγόθερμος ολιγόκαρδος
|
|
|
|
|
ολιγόκοσμος ολιγόλεπτος ολιγόλογος ολιγόνους ολιγόπιστος ολιγόσιτος
|
|
|
|
|
ολιγόστιχος ολιγόταστος ολιγότεκνος ολιγόχρονος ολιγόψυχος ολιγόωρος ολικός
|
|
|
|
|
ολιστικός ολλανδέζικος ολλανδικός ολοήμερος ολογάλανος ολογλήγορος ολογραφικός
|
|
|
|
|
ολοζώντανα ολοζώντανος ολοκάθαρος ολοκαίνουργος ολοκαίνουριος ολοκληρωμένος
|
|
|
|
|
ολοκληρώσιμος ολοκλησικός ολοκυκλικός ολοκόκκινος ολομέταξος ολομέτωπος
|
|
|
|
|
ολομερής ολομόναχος ολονύκτιος ολονύχτιος ολοπαγής ολοπαθής ολοπράσινος
|
|
|
|
|
ολοπόρφυρος ολοσκέπαστος ολοσκότεινος ολοστρόγγυλος ολοστόλιστος ολοσυστημικός
|
|
|
|
|
ολοφάνερος ολοφανής ολοφυρόμενος ολυμπιακός ολυνθιακός ολόασπρος ολόγεμος
|
|
|
|
|
ολόγιομος ολόγλυκος ολόγλυφος ολόγραφος ολόγυμνος ολόγυρος ολόδροσος ολόημερος
|
|
|
|
|
ολόθυμα ολόθυμος ολόιδιος ολόισος ολόκαρδος ολόκλειστος ολόκληρος ολόκορμος
|
|
|
|
|
ολόλευκος ολόμαλλος ολόμαυρος ολόμοιος ολόξανθος ολόξενος ολόπλευρος ολόπρωτος
|
|
|
|
|
ολόσκεπος ολόστεγνος ολόστρωτος ολόσωμος ολόφρεσκος ολόφωτος ολόχαρος
|
|
|
|
|
ολόχρωμος ολόψυχος ολύμπιος ομήλικος ομήλιξ ομήρειος ομαδικός ομαλός ομηρικός
|
|
|
|
|
ομιχλιασμένος ομιχλώδης ομοαξονικός ομογάλακτος ομογάλαχτος ομογάστριος
|
|
|
|
|
ομογενειακός ομογενοποιημένος ομογονεϊκός ομογραφικός ομοεθνής ομοειδής
|
|
|
|
|
ομοετής ομοζυγωτικός ομοζυγώτης ομοιογενής ομοιοεπαγγελματικός ομοιοκάταρκτος
|
|
|
|
|
ομοιοκατάληχτος ομοιομερής ομοιοπαθής ομοιοπαθητικός ομοιοπολικός
|
|
|
|
|
ομοιοτροπικός ομοιούσιος ομοιωματικός ομοιόβαθμος ομοιόγραφος ομοιόθερμος
|
|
|
|
|
ομοιόπτωτος ομοιόσχημος ομοιότροπος ομοιότυπος ομοιόφωνος ομοιόχρονος
|
|
|
|
|
ομοκεντρικός ομολογητικός ομολογιακός ομολογιούχος ομομήτριος ομοούσιος
|
|
|
|
|
ομοπλαστικός ομορφοφτιαγμένος ομορφότατος ομορφότερος ομοσκεδαστικός
|
|
|
|
|
ομοταγής ομοτράπεζος ομοτυπικός ομοφοβικός ομοφυλοφιλικός ομοφυλόφιλος
|
|
|
|
|
ομπρελοειδής ομφάλιος ομφαλικός ομφαλοειδής ομφαλοκυστικός ομφαλοπλακουντιακός
|
|
|
|
|
ομφαλώδης ομόγλωσσος ομόγονος ομόγραφος ομόδικος ομόδοξος ομόζυγος ομόηχος
|
|
|
|
|
ομόθυμος ομόκεντρος ομόλογος ομόρριζος ομόρρυθμος ομόσημος ομόσιτος ομόσπονδος
|
|
|
|
|
ομότιμος ομότιτλος ομότοιχος ομότονος ομότροπος ομότροφος ομότυπος ομόφρων
|
|
|
|
|
ομόφωνος ομόχρονος ομόχρωμος ομόψηφος ομόψυχος ομώνυμος ονδουρικός
|
|
|
|
|
ονειρευτός ονειρικός ονειρογέννητος ονειροκριτικός ονειροπαρμένος
|
|
|
|
|
ονειροπολικός ονειροπόλος ονειρωκτικός ονειρόπλαστος ονειρώδης ονικός ονλάιν
|
|
|
|
|
ονομαστικός ονομαστός ονοματικός ονοματοκρατικός ονοματολογικός ονοματοποίητος
|
|
|
|
|
οντολογικός οντουλέ ονυχαίος ονυχοειδής ονυχοφόρος οξένιος οξαλικός οξεάντοχος
|
|
|
|
|
οξειδωτικός οξειδώσιμος οξιδωτικός οξιδώσιμος οξικός οξιτανικός οξονικός
|
|
|
|
|
οξυγονικός οξυγονούχος οξυγώνιος οξυδερκής οξυκέφαλος οξυκόρυφος οξυμετρικός
|
|
|
|
|
οξύγναθος οξύθυμος οξύινος οξύληκτος οξύμαχος οξύμωρος οξύνους οξύρρυγχος οξύς
|
|
|
|
|
οξύφυλλος οξύφωνος οξύχηος οπάκ οπίσθιος οπαίος οπαλιοειδής οπαλιόχρους
|
|
|
|
|
οπιομανής οπιοφάγος οπιούχος οπισθοβατικός οπισθογεμής οπισθοδρομικός
|
|
|
|
|
οπισθοφύλακας οπισθοχωρητικός οπισθόβουλος οπισθόγραφος οπιώδης οπλομαχητικός
|
|
|
|
|
οπορτουνιστής οπορτουνιστικός οπτικοακουστικός οπτικός οπτιμιστικός οπτός
|
|
|
|
|
οπωροφόρος οπώδης ορατικός ορατός οργίλος οργανικός οργανογενής
|
|
|
|
|
οργανογραφικός οργανογόνος οργανοειδής οργανοληπτικός οργανολογικός
|
|
|
|
|
οργανοχημικός οργανωτικοδιοικητικός οργανωτικός οργανώσιμος οργασμικός
|
|
|
|
|
οργιστικός οργιώδης οργώσιμος ορειβατικός ορεινός ορειχάλκινος ορειχαλκόχρους
|
|
|
|
|
ορεξάτος ορεογραφικός ορεομετρικός ορεσίβιος ορεχτικός ορθάνοιχτος
|
|
|
|
|
ορθογραφικός ορθογώνιος ορθοδοντικός ορθοεπής ορθολογικός ορθολογιστικός
|
|
|
|
|
ορθοπαιδικός ορθοπεδικός ορθοπρωκτικός ορθοπτικός ορθοπυριτικός ορθοσκοπικός
|
|
|
|
|
ορθρινός ορθόβουλος ορθόδοξος ορθόδρομος ορθός ορθόστοιχος ορθότοπος οριακός
|
|
|
|
|
ορισμένος ορισματικός οριστέος οριστικός ορκοδοτικός ορκωτός ορμέμφυτο
|
|
|
|
|
ορμητικός ορμογόνος ορμονικός ορμονολογικός ορνιθοειδής ορνιθοκομικός
|
|
|
|
|
ορνιθόμορφος ορνιθόμυαλος ορνιθόρρυγχος οροαιματώδης ορογενετικός ορογραφικός
|
|
|
|
|
ορολογικός ορομετρικός οροφιαίος ορτός ορυκτογεωλογικός ορυκτογραφικός
|
|
|
|
|
ορυκτοτεχνικός ορυκτός ορφανικός ορφανός ορφικός ορφνός ορχηστικός ορχηστρικός
|
|
|
|
|
ορχιτικός ορώδης οσκαρικός οσμήρης οσμανικός οσμηγόνος οσμηρός οσμικός
|
|
|
|
|
οσμογόνος οσμομετρικός οσπριοειδής οσπριοφάγος οστέινος οστεοαρθρικός
|
|
|
|
|
οστεογόνος οστεοειδής οστεολογικός οστεολυτικός οστεομετρικός οστεομυελικός
|
|
|
|
|
οστεοφόρος οστεωδυνικός οστεωτικός οστεόμορφος οστεώδης οστικός οστρακοειδής
|
|
|
|
|
οστρακόδερμος οστρακώδης οστρογοτθικός οσφραντικός οσφρητικός οσφυαλγικός
|
|
|
|
|
οσφυϊκός οτρηρός ουαλικός ουαλονικός ουγγαρέζικος ουγγρικός ουδέτερος
|
|
|
|
|
ουδετερόφιλος ουκρανικός ουλόθριξ ουλώδης ουμανιστικός ουνιταριανός ουνιτικός
|
|
|
|
|
ουραίος ουραλοαλταϊκός ουρανής ουρανικός ουρανισκόφωνος ουρανοβάμων
|
|
|
|
|
ουρανογραφικός ουρανοκατέβατος ουρανομήκης ουρανόπεμπτος ουρανόσταλτος
|
|
|
|
|
ουρηθρικός ουρηθροεντερικός ουρηθροκολπικός ουρηθροσκοπικός ουρητηροκολπικός
|
|
|
|
|
ουρητικός ουρικός ουρογεννητικός ουροδόχος ουρολάγνος ουρολογικός
|
|
|
|
|
ουροποιογεννητικός ουροσκοπικός ουρουγουανικός ουροφόρος ουσιαστικός ουσιώδης
|
|
|
|
|
ουτοπικός ουτοπιστικός οφειλετικός οφθαλμιατρικός οφθαλμικός οφθαλμολογικός
|
|
|
|
|
οφθαλμοφανής οφθαλμοφανώς οφιοειδής οφιολιθικός οφιόδηκτος οφλάιν οφτός
|
|
|
|
|
οχηματαγωγός οχλαγωγικός οχληρός οχλοκρατικός οχτάγωνος οχτάεδρος οχτάμηνος
|
|
|
|
|
οχτάστηλος οχτάστιχος οχτάστυλος οχτάτομος οχτάχρονος οχτάωρος οχταήμερος
|
|
|
|
|
οχτακοσιοστός οχτακόσιοι οχταμελής οχταπλάσιος οχταπλός οχτασύλλαβος
|
|
|
|
|
οχτωβριανός οχυρωματικός οχυρωτικός οχυρός οψίπλουτος οψιγενής οψιμαθής ούλος
|
|
|
|
|
οὐσιαστικός πάγιος πάγκαλος πάγκοινος πάλλευκος πάμπλουτος πάμπολλοι πάμφθηνος
|
|
|
|
|
πάμφωτος πάναγνος πάνδημος πάνινος πάνοπλος πάνσεπτος πάνσοφος πάρεργος
|
|
|
|
|
πάρθιος πάριος πάρωρος πάτριος πένθιμος πέτρινος πέτσικος πέτσινος πήλινος
|
|
|
|
|
πίβουλος πίσω πίτσικος παγανιστικός παγγερμανιστικός παγερός παγετωνικός
|
|
|
|
|
παγιωτής παγιωτοπικός παγκάκιστος παγκαλόμορφος παγκατευθυντικός
|
|
|
|
|
παγκρεατικός παγκρητικός παγκυπριακός παγκόσμιος παγοδρομικός παγοθραυστικός
|
|
|
|
|
παγχαλκιδικός παγωμένος παγόπληκτος παζαρίσιος παζαριάτικος παθητικοεπιθετικός
|
|
|
|
|
παθιάρης παθιάρικος παθογόνος παθολογικός παθολογοανατομικός παθοπλάνταχτος
|
|
|
|
|
παιδαγωγικός παιδαριώδης παιδεραστικός παιδευτικός παιδιάστικος παιδιάτικος
|
|
|
|
|
παιδιακίστικος παιδιατρικός παιδικός παιδοκομικός παιδολογικός παιδομετρικός
|
|
|
|
|
παινεσιάρης παιχνιδιάρης παιχνιδιάρικος πακιστανικός παλίλλογος παλίμβουλος
|
|
|
|
|
παλίμψηστος παλίνδρομος παλαίτυπος παλαίφατος παλαβός παλαιικός
|
|
|
|
|
παλαιογεωγραφικός παλαιογραφικός παλαιοεθνολογικός παλαιοζωικός
|
|
|
|
|
παλαιοκομματικός παλαιολιθικός παλαιοντολογικός παλαιοπωλικός
|
|
|
|
|
παλαιστίνιος παλαιστικός παλαιστινιακός παλαιός παλαιότατος παλαιότερος
|
|
|
|
|
παλαμικός παλαμοειδής παλαμοκροτώ παλαμοσχιδής παλατιανός παλικαρίσιος
|
|
|
|
|
παλινδρομικός παλιομοδίτικος παλιομουράτος παλιρροιακός παλιρροϊκός παλιός
|
|
|
|
|
παλλακωνικός παλλαμιακός παλλαϊκός παλληκαρίσιος παλμικός παμβαλκανικός
|
|
|
|
|
παμμέγιστος παμμαγνησιακός παμμακεδονικός παμμαύρος παμμεσηνιακός παμπάλαιος
|
|
|
|
|
παμπειραϊκός παμπελοποννησιακός παμπληθής παμπόνηρος παμφάγος πανάγαθος
|
|
|
|
|
πανάθλιος πανάκριβος πανάμωμος πανάρχαιος πανάσχημος πανάχραντος πανέ
|
|
|
|
|
πανένδοξος πανέξυπνος πανέρημος πανέρμος πανέτοιμος πανίερος πανίσχυρος
|
|
|
|
|
παναθηναϊκός παναιτωλικός πανακαρνανικός παναμερικανικός παναμώμητος
|
|
|
|
|
παναραβικός παναργολικός παναρκαδικός πανασιατικός παναττικός παναφρικανικός
|
|
|
|
|
πανδημικός πανδραμαϊκός πανεδεσσαϊκός πανεθνικός πανελλήνιος πανελλαδικός
|
|
|
|
|
πανεπιστημιακός πανεργατικός πανευβοϊκός πανευδαίμων πανευρωπαϊκός πανευτυχής
|
|
|
|
|
πανηγυρικός πανηγυριώτικος πανηλειακός πανηλικιακός πανηπειρωτικός
|
|
|
|
|
πανθεσσαλικός πανθεϊστικός πανθρακικός πανικόβλητος πανινός πανιώνιος
|
|
|
|
|
πανομοιότυπος πανοραματικός πανοραμικός πανορθοδοξιακός πανορθόδοξος
|
|
|
|
|
πανουκλιασμένος πανούργος πανσεβάσμιος πανσερραϊκός πανσλαβικός πανσλαβιστικός
|
|
|
|
|
παντέρημος παντέρμος παντελής παντελεήμων παντοίος παντοδαπός παντοδύναμος
|
|
|
|
|
παντοθενικός παντοκατευθυντικός παντοκρατορικός παντομιμικός παντοτινός
|
|
|
|
|
παντοφλέ παντοφοβικός παντρεμένος πανωλόβλητος πανόδετος πανόμοιος πανόσιος
|
|
|
|
|
πανώριος παπίσιος παπαγαλίστικος παπαδίστικος παπανδρεϊκός παπικός
|
|
|
|
|
παπουτσωμένος παππουδίστικος παπυρικός παπυρογραφικός παπυρολογικός παπύρινος
|
|
|
|
|
παράβυστος παράγωγος παράγωνος παράδοξος παράθυρος παράκαιρος παράκεντρος
|
|
|
|
|
παράκουος παράκτιος παράλιος παράλληλος παράλογος παράλος παράλυτος παράμερος
|
|
|
|
|
παράνθιος παράνομος παράνους παράξενος παράουρος παράπλευρος παράπλευστος
|
|
|
|
|
παράσπονδος παράταιρος παράτολμος παράτονος παράτροπος παράτυπος παράφορος
|
|
|
|
|
παράφωνος παράχορδος παρένθετος παρέστιος παρήγορος παρήκοος παρήλικος
|
|
|
|
|
παρήμερος παρίσθμιος παραίτιος παραβαλβιδικός παραβατικός παραβιωτικός
|
|
|
|
|
παραβρασμένος παραγγελιοδοχικός παραγγελτικός παραγεμιστός παραγοντίστικος
|
|
|
|
|
παραγωγίσιμος παραγωγικός παραδασόβιος παραδείσιος παραδειγματικός
|
|
|
|
|
παραδεισιακός παραδεκτός παραδεχτός παραδοξολόγος παραδοσιακός παραδοτέος
|
|
|
|
|
παραδόπιστος παραεκκλησιαστικός παραθαλάσσιος παραθεριστικός παραθετικός
|
|
|
|
|
παραινετικός παραισθησιογόνος παραισθητικός παρακάτω παρακαλεστικός
|
|
|
|
|
παρακαλετός παρακαμπτήριος παρακαμπτικός παρακατιανός παρακείμενος
|
|
|
|
|
παρακεντέδικος παρακεντρικός παρακινδυνευτικός παρακινητικός παρακλαδικός
|
|
|
|
|
παρακλινικός παρακμάζων παρακμιακός παρακοιμώμενος παρακρατικός παραλίμνιος
|
|
|
|
|
παραληρητικός παραλιακός παραλλακτικός παραλληλεπίπεδος παραλληλόγραμμος
|
|
|
|
|
παραλογιστικός παραλυτικός παραμήτριος παραμαγνητικός παραμακρύς παραμεθόριος
|
|
|
|
|
παραμεσόγειος παραμετρικός παραμετροποιήσιμος παραμητρικός παραμικρός
|
|
|
|
|
παραμυθένιος παραμυθητικός παραμόνιμος παρανεφρικός παρανιός παρανοειδής
|
|
|
|
|
παρανοϊκός παραξόνιος παραπανήσιος παραπανίσιος παραπανιστός παραπειστικός
|
|
|
|
|
παραπλήσιος παραπλανητικός παραπληκτικός παραπληρωματικός παραπολιτικός
|
|
|
|
|
παραπονιάρικος παραποτάμιος παραρίνιος παραρρίνιος παραρρίνιων παραρριξιμιός
|
|
|
|
|
παρασημαντικός παρασημοφορημένος παρασιτικός παρασιτοκτόνος παρασιτολογικός
|
|
|
|
|
παρασκηνιακός παρασούσουμος παρασπονδυλικός παραστατικός παραστρατιωτικός
|
|
|
|
|
παρασυγγενικός παρασυμπαθητικός παρασύνθετος παρατακτικός παραταξιακός
|
|
|
|
|
παρατετραμμένος παρατηρητικός παρατυφικός παραφιλικός παραφραστικός παραφυλία
|
|
|
|
|
παραφυλλωματικός παραφυσικός παραχειμαστικός παραχριστιανικός παραχωρητικός
|
|
|
|
|
παραϊατρικός παρδαλός παρείσακτος παρεγκεφαλιδικός παρεγχυματικός
|
|
|
|
|
παρειακός παρεκβατικός παρεκκλίνων παρελθοντικός παρελκυστικός παρελκόμενος
|
|
|
|
|
παρεμφατικός παρεμφερής παρενδυτικός παρενθετικός παρενοχλητικός παρεντερικός
|
|
|
|
|
παρεξηγησιάρης παρεπίδημος παρεπιδημών παρεστιγμένος παρετυμολογικός
|
|
|
|
|
παρηγορητικός παρηχητικός παρθένος παρθενικός παρθενωπός παρθικός παριανός
|
|
|
|
|
παρισινός παρλιακός παρμένος παρνασσιακός παροδικός παροιμιακός παροιμιώδης
|
|
|
|
|
παροντικός παροξυντικός παροξυσμικός παροξύτονος παρορμητικός παροτρυντικός
|
|
|
|
|
παροχετευτικός παρρησιαστικός παρτιζάνικος παρτσακλός παρυδάτιος παρωδιακός
|
|
|
|
|
παρόμοιος παρόμοιος παρόχθιος παρών παρώνυμος πασέ πασίγνωστος πασίδηλος
|
|
|
|
|
πασαλίδικος πασιφανής πασιφιστικός πασπάτης πασπαλισμένος πασπαλιστός
|
|
|
|
|
πασσαλόκτιστος πασσαλόπηκτος παστρικός παστός πασχαλιάτικος πασχαλινός
|
|
|
|
|
πατεντάτος πατερναλιστικός πατητός πατικωμένος πατμιακός πατραϊκός
|
|
|
|
|
πατρικός πατρινός πατριωτικός πατρογονικός πατρολογικός πατροπαράδοτος
|
|
|
|
|
πατρωνυμικός πατρώος πατσόκοιλος παυσίλυπος παυσίπονος παφιλένιος
|
|
|
|
|
παχουλός παχυλός παχυντικός παχύδερμος παχύρρευστος παχύς παχύσαρκος παχύσκος
|
|
|
|
|
παχύτερος παχύφυλλος πείσμων πεδιλωτός πεδινός πεζικός πεζογραφικός
|
|
|
|
|
πεζολογικός πεζοναυτικός πεζοπορικός πεζοπόρος πεζόμορφος πεζός πεθαμένος
|
|
|
|
|
πειθήνιος πειθαρχικός πειναλέος πειραιώτικος πειρακτικός πειραματικός
|
|
|
|
|
πειραχτικός πειραϊκός πεισιθάνατος πεισματάρης πεισματάρικος πεισματικός
|
|
|
|
|
πειστικός πειστικότερος πελάγιος πελαγίσιος πελαγικός πελαγοδρόμος πελασγικός
|
|
|
|
|
πελατοκεντρικός πελεκητός πελεκυφόρος πελελός πελιδνός πελματιαίος πελματικός
|
|
|
|
|
πελώριος πεμπταίος πεμπτιάτικος πεμπτουσιώδης πενηντάρης πενηντάρικος
|
|
|
|
|
πενηνταπεντάχρονος πενθήμερος πενθερικός πενθημιμερής πενιέ πενιχρός
|
|
|
|
|
πεντάγωνος πεντάδιπλος πεντάεδρος πεντάκλιτος πεντάκλωνος πεντάκλωστος
|
|
|
|
|
πεντάλεπτος πεντάμετρος πεντάμηνος πεντάμορφος πεντάξενος πεντάπλευρος
|
|
|
|
|
πεντάπρακτος πεντάπυλος πεντάρικος πεντάρφανος πεντάσημος πεντάστιχος
|
|
|
|
|
πεντάτομος πεντάφυλλος πεντάφωνος πεντάφωτος πεντάχορδος πεντάχρονος
|
|
|
|
|
πεντάωρος πενταήμερος πενταβρωμιούχος πενταγωνικός πενταγώνιος πενταδάκτυλος
|
|
|
|
|
πενταδικός πενταετής πεντακάθαρος πεντακοσιοστός πεντακόσιοι πεντακόσοι
|
|
|
|
|
πενταμερής πεντανικός πεντανόστιμος πενταπέταλος πενταπλάσιος πενταπλούς
|
|
|
|
|
πεντασύλλαβος πενταψήφιος πεντελίσιος πεντελικός πεντηκονθήμερος
|
|
|
|
|
πεντοζάλης πεντόκλιτος πεπιεσμένος πεπλανημένος πεπολιτισμένος πεπονοειδής
|
|
|
|
|
πεπρωμένος πεπτικός περήφανος περίακτος περίβλεπτος περίγλυφος περίδακρυς
|
|
|
|
|
περίδοξος περίεργος περίκλειστος περίκομψος περίλαμπρος περίλειστος περίλυπος
|
|
|
|
|
περίοπτος περίπλοκος περίπτερος περίπτυστος περίπυστος περίσκεπτος περίσκιος
|
|
|
|
|
περίσσος περίστρεπτος περίστυλος περίτεχνος περίτμητος περίτονος περίτρανος
|
|
|
|
|
περίφημος περίφοβος περίφρακτος περίφραχτος περίφροντις περίχαρος περίχρυσος
|
|
|
|
|
περαστικός περαστός περατός περβολάρικος περβολαρίσιος περγαμηνοειδής
|
|
|
|
|
περιαιρετός περιαλγής περιαρθρικός περιαστικός περιαυγής περιαυτολόγος
|
|
|
|
|
περιβαλλοντικός περιβαλλοντολογικός περιβολάρικος περιβολίσιος περιβολαρίσιος
|
|
|
|
|
περιγάμητος περιγέλαστος περιγελαστικός περιγεννητικός περιγραφικός
|
|
|
|
|
περιδεής περιεδρικός περιεκτικός περιεμφραγματικός περιεχτικός περιζήτητος
|
|
|
|
|
περιθηλαίος περιθωριακός περικαλλής περικαρδικός περικαρπιακός περικαρπικός
|
|
|
|
|
περικλεής περιλάλητος περιλαμπής περιληπτικός περιλιμπανόμενος περιμάχητος
|
|
|
|
|
περιμητρικός περιοδεύον περιοδικός περιοδοντικός περιορίσιμος περιοριστικός
|
|
|
|
|
περιουσιακός περιοχικός περιούσιος περιπαθής περιπαικτικός περιπαιχτικός
|
|
|
|
|
περιπετειώδης περιπλανητικός περιποιητικός περιπολικός περιπόθητος περιρρέων
|
|
|
|
|
περισκωληκοειδικός περισπούδαστος περισσευάμενος περισσευούμενος περισσός
|
|
|
|
|
περισταλτικός περιστασιακός περιστατικός περιστερίσιος περιστροφικός
|
|
|
|
|
περιτραχήλιος περιττοδάκτυλος περιττολόγος περιττοσύλλαβος περιττωματικός
|
|
|
|
|
περιφανής περιφερής περιφερειακός περιφερικός περιφλεγής περιφραστικός
|
|
|
|
|
περιφρονητικός περιχαρής περιχυτός περιώνυμος περμανάντ περονιαίος περονοφόρος
|
|
|
|
|
περπατάρης περσικός περσινός περσότερος περυσινός πεσιμιστικός πεσμένος
|
|
|
|
|
πεταλοειδής πεταλωτικός πεταλωτός πεταχτούλης πεταχτός πετεινόμυαλος πετρένιος
|
|
|
|
|
πετραρχικός πετρελαιοειδής πετρελαιοκίνητος πετρελαιοπιθανός πετρελαιοφόρος
|
|
|
|
|
πετρογενετικός πετρογραφικός πετροφυής πετροχημικός πετρωτός πετρόλ πετρόψυχος
|
|
|
|
|
πετσένιος πετσετέ πετσετένιος πετυχημένος πευκόφυτος πεόμορφος πεόσχημος
|
|
|
|
|
πηγαίος πηγαδίσιος πηδαλιουχούμενος πηδητικός πηδηχτός πηκτικός πηκτός
|
|
|
|
|
πηλώδης πηροδάκτυλος πηρομελής πηχεοκαρπικός πηχτός πηχυαίος πιανιστικός
|
|
|
|
|
πιδέξιος πιεζοηλεκτρικός πιεσμένος πιεστικός πιεστός πιθανικός
|
|
|
|
|
πιθανοστατιστικός πιθανοτικός πιθανός πιθηκικός πιθηκοειδής πιθηκόμορφος
|
|
|
|
|
πικέ πικραμένος πικραντικός πικρικός πικροαίματος πικροθρήνητος πικρούτσικος
|
|
|
|
|
πικρόγλωσσος πικρόκαρδος πικρός πικρόχολος πικτουρέσκ πιλοτικός πινακογραφικός
|
|
|
|
|
πινδαρικός πιπεράτος πιπιλιστός πιρουνάτος πισινός πισσωτός πιστευτός
|
|
|
|
|
πιστοληπτικός πιστοποιητικός πιστούχος πιστωτικός πιστός πιστότερος πισώπλατος
|
|
|
|
|
πιτσιλιστός πιτσιλωτός πιτυριδικός πιτυρούχος πιωμένος πιότερος πλάγιος πλάνης
|
|
|
|
|
πλέριος πλήθιος πλήρης πλίθινος πλίνθινος πλαγιαστός πλαγινός πλαγιοδετημένος
|
|
|
|
|
πλαγκτονικός πλαδαρός πλακάτος πλακέ πλακομύτης πλακουτσωτός πλακουτσός
|
|
|
|
|
πλακόστρωτος πλακώδης πλανεμένος πλανερός πλανημένος πλανητικός πλανητοειδής
|
|
|
|
|
πλανόδιος πλασαριστός πλασματικός πλασμωδιακός πλαστικοποιητικός πλαστικός
|
|
|
|
|
πλαστός πλατειαστικός πλατινέ πλατινένιος πλατινοειδής πλατσουκωτός
|
|
|
|
|
πλατυκέφαλος πλατυκυρτωτός πλατυμέτωπος πλατυπόδαρος πλατυπύθμενος
|
|
|
|
|
πλατωνικός πλατύγυρος πλατύκερως πλατύκυρτος πλατύποδας πλατύπους πλατύρρινος
|
|
|
|
|
πλατύστερνος πλατύστομος πλατύσωμος πλατύτερος πλατύφυλλος πλατύχωρος πλαϊνός
|
|
|
|
|
πλείων πλείων πλειοδοτικός πλειοψηφικός πλειόμορφος πλεκτικός πλεκτός
|
|
|
|
|
πλεονασματικός πλεοναστικός πλεονεκτικός πλευρικός πλευριτικός πλευροκοπικός
|
|
|
|
|
πλεχτικός πλεχτός πλεύσιμος πληγωτικός πληθικός πληθυντικός πληθυσμιακός
|
|
|
|
|
πληθωρικός πληθωριστικός πληκτικός πληκτροφόρος πλημμελής πλημμεληματικός
|
|
|
|
|
πληρεξούσιος πληροφοριακός πληροφορικός πληρωτέος πληρωτικός πλησίος
|
|
|
|
|
πλησιέστερος πλησιοπαράλληλος πλησιφαής πλησιόχωρος πληχτικός πλινθοδομικός
|
|
|
|
|
πλινθόκτιστος πλιότερος πλοηγικός πλοιοκεντρικός πλουμιστός πλουραλιστικός
|
|
|
|
|
πλουτοκρατικός πλουτολογικός πλουτοπαραγωγικός πλουτοφόρος πλουτώνιος πλοϊκός
|
|
|
|
|
πλυντήριος πλυντικός πλωριός πλωτικός πλωτός πλόιμος πνευματικός
|
|
|
|
|
πνευματοκτόνος πνευματώδης πνευμονικός πνευμονογαστρικός πνευμονογραφικός
|
|
|
|
|
πνευστός πνιγηρός πνιχτικός πνιχτός ποδήρης ποδαράτος ποδηλατικός ποδικός
|
|
|
|
|
ποδοκνημικός ποδοσφαιρικός ποζάτος ποζολανικός ποθεινός ποθεινότατος ποθερός
|
|
|
|
|
ποιητικός ποικίλος ποικιλτικός ποικιλόγραμμος ποικιλόθερμος ποικιλόμορφος
|
|
|
|
|
ποικιλόσχημος ποικιλότροπος ποικιλόφωνος ποικιλόχρωμος ποικιλώνυμος
|
|
|
|
|
ποιμαντορικός ποιμενίς ποιμενικός ποινικός ποιοτικός πολέμιος πολίτικος
|
|
|
|
|
πολεμιστήριος πολεμοκάπηλος πολεμοπαθής πολεμοποιός πολεμοχαρής πολεμόχαρος
|
|
|
|
|
πολεομορφικός πολεοτικός πολικός πολιομυελιτικός πολιορκητικός πολιτειακός
|
|
|
|
|
πολιτικοδικαστικός πολιτικοδιοικητικός πολιτικοκοινωνικός πολιτικομανής
|
|
|
|
|
πολιτικοστρατιωτικός πολιτικός πολιτισμένος πολιτισμικός πολιτιστικός πολιός
|
|
|
|
|
πολλαπλασιαστικός πολλαπλός πολλοστός πολτοειδής πολτώδης πολυάνθρωπος
|
|
|
|
|
πολυάστερος πολυάσχολος πολυέλεος πολυέξοδος πολυήμερος πολυαίματος πολυαίωνος
|
|
|
|
|
πολυαγγειακός πολυαισθητηριακός πολυακόρεστος πολυανδρικός πολυανθής
|
|
|
|
|
πολυαρχικός πολυβάλβιδος πολυβασανισμένος πολυγαμικός πολυγαστρικός
|
|
|
|
|
πολυγραφικός πολυγραφότατος πολυγωνικός πολυδάκρυτος πολυδάκτυλος πολυδάπανος
|
|
|
|
|
πολυδαίδαλος πολυδιάστατος πολυδιαστρωματωμένος πολυδόξαστος πολυδύναμος
|
|
|
|
|
πολυεθνικός πολυειδής πολυεπιστημονικός πολυεστερικός πολυεστιακός πολυετής
|
|
|
|
|
πολυεύσπλαγχνος πολυεύσπλαχνος πολυζήλευτος πολυζήτητος πολυζηλεμένος
|
|
|
|
|
πολυηχής πολυθέλγητρος πολυθεϊκός πολυθεϊστικός πολυθρήνητος πολυθρύλητος
|
|
|
|
|
πολυκάτεχος πολυκέλαδος πολυκέφαλος πολυκαιρίτικος πολυκαιρινός
|
|
|
|
|
πολυκεντρικός πολυκερδής πολυκλαδικός πολυκομματικός πολυκριτηριακός
|
|
|
|
|
πολυκυστικός πολυκυτταρικός πολυκύλινδρος πολυκύμαντος πολυκύτταρος
|
|
|
|
|
πολυλεκτικός πολυλογάδικος πολυμέριμνος πολυμέτωπος πολυμήχανος πολυμαθής
|
|
|
|
|
πολυμερής πολυμερικός πολυμεταβλητός πολυμετοχικός πολυμορφικός πολυνησιακός
|
|
|
|
|
πολυξακουσμένος πολυοζώδης πολυουρεθανικός πολυουρικός πολυπέταλος
|
|
|
|
|
πολυπαθής πολυπαραγοντικός πολυπαραμετρικός πολυπαραταξιακός πολυπλάνητος
|
|
|
|
|
πολυπληθής πολυπλόκαμος πολυποίκιλος πολυπολιτισμικός πολυπονεμένος
|
|
|
|
|
πολυπραγματικός πολυπρόσωπος πολυπυρηνικός πολυπόθητος πολυπύρηνος πολυσέλιδος
|
|
|
|
|
πολυσήμαντος πολυσκελής πολυστένακτος πολυσυλλεκτικός πολυσυμπαντικός
|
|
|
|
|
πολυσύλλαβος πολυσύνδετος πολυσύνθετος πολυσύχναστος πολυτάλαντος πολυτάραχος
|
|
|
|
|
πολυτασικός πολυτελής πολυτεχνικός πολυτμήματος πολυτμηματικός πολυτομικός
|
|
|
|
|
πολυτοπικός πολυτροπικός πολυτόκος πολυφάγος πολυφίλητος πολυφασικός πολυφυής
|
|
|
|
|
πολυφωνικός πολυχρήματος πολυχρόνιος πολυψήφιος πολυωνυμικός πολυύμνητος
|
|
|
|
|
πολυώροφος πολφικός πολωνέζικος πολωνικός πολωτικός πολύαιμος πολύανδρος
|
|
|
|
|
πολύαστρος πολύβλαστος πολύβοος πολύβουλος πολύβουος πολύγαμος πολύγλωσσος
|
|
|
|
|
πολύγνωρος πολύγονος πολύγραμμος πολύγωνος πολύδακρυς πολύδεντρος πολύδροσος
|
|
|
|
|
πολύεδρος πολύηχος πολύθρησκος πολύκαρπος πολύκλαδος πολύκλαυστος πολύκλαυτος
|
|
|
|
|
πολύκροτος πολύλαλος πολύλογος πολύμορφος πολύμοχθος πολύνευρος πολύξερος
|
|
|
|
|
πολύπαθος πολύπειρος πολύπλευρος πολύπλοκος πολύποδος πολύπονος πολύπορος
|
|
|
|
|
πολύπτυχος πολύπτωτος πολύριζος πολύρριζος πολύς πολύσαρκος πολύσημος
|
|
|
|
|
πολύσπορος πολύστηλος πολύστικτος πολύστιχος πολύστροφος πολύστυλος
|
|
|
|
|
πολύταστος πολύτεκνος πολύτεχνος πολύτιμος πολύτμητος πολύτοκος πολύτομος
|
|
|
|
|
πολύτριχος πολύτροπος πολύυδρος πολύφερνος πολύφημος πολύφθογγος πολύφροντις
|
|
|
|
|
πολύφωνος πολύφωτος πολύχορδος πολύχρονος πολύχρυσος πολύχρωμος πολύχυμος
|
|
|
|
|
πολύωρος πομπικός πομπώδης πονεμένος πονεσιάρης πονετικός πονηρός ποντιακός
|
|
|
|
|
ποντικοκτόνος ποντικοφαγωμένος ποντιφικός ποντοπόρος πονόκαρδος πονόψυχος
|
|
|
|
|
πορευτικός ποριστικός ποριώτικος πορνικός πορνογραφικός πορνό ποροσκοπικός
|
|
|
|
|
πορτογαλέζικος πορτογαλικός πορτοκαλής πορτοκαλί πορτοκαλόχρους πορφυρένιος
|
|
|
|
|
πορφυρογέννητος πορφυρός πορφυρόχρους πορφυρόχρωμος πορώδης ποσέ ποσαπλάσιος
|
|
|
|
|
ποσοστιαίος ποσοστιαίως ποσοστικός ποσοτικοποιήσιμος ποσοτικός ποτάμιος
|
|
|
|
|
ποταμογενής ποταμοχειμάρρειος ποταπός ποτιστικός πουπουλένιος πουριτανικός
|
|
|
|
|
πουτανίστικος πουτανιάρης πούρος πούστικος ποώδης πράος πράσινος πρίμος
|
|
|
|
|
πραγματιστικός πραγματογνωστικός πραγματοκρατικός πραγματολογικός
|
|
|
|
|
πραιτορικός πραιτωρικός πρανής πραξεολογικός πραξικοπηματικός πρασινογάλαζος
|
|
|
|
|
πρασινομάτης πρασινωπός πραχτικός πραϋντικός πρεβεζιάνικος πρεμνοφυής
|
|
|
|
|
πρεσβευτικός πρεσβυγενής πρεσβυτικός πρεσβυωπικός πρεσβύτερος πρεσοκομμένος
|
|
|
|
|
πριάπειος πριβέ πριγκιπικός πριμιτιβιστικός πρινένιος πριονιστός πριονοειδής
|
|
|
|
|
πρισματικός πρισματοειδής πριστή πριστός προαγοραστικός προαγωγικός
|
|
|
|
|
προαιρετικός προαιώνιος προακτέος προανακριτικός προαντιπροσωπευτικός
|
|
|
|
|
προβατίσιος προβατικός προβεβηκώς προβενσιανός προβηγκιανός προβλέψιμος
|
|
|
|
|
προβληματικός προβληματιστικός προβληματογόνος προβλητέος προβοκατόρικος
|
|
|
|
|
προβοσκιδοφόρος προβουλκανισμένος προγάμιος προγαμιαίος προγενέστερος
|
|
|
|
|
προγναθικός προγνωρίζων προγνωστικός προγνώμων προγονικός προγονολατρικός
|
|
|
|
|
προγραμματικός προγραμματιστικός προδημοκρατικός προδικαστικός προδοτικός
|
|
|
|
|
προδυναστικός προεγχειρητικός προεδρικός προεδροδημοκρατικός προειδοποιητικός
|
|
|
|
|
προεισπραττόμενος προεκλογικός προεκτοπιστικός προελληνικός προεμμηνορροϊκός
|
|
|
|
|
προεξαγγελτικός προεξοφλήσιμος προεξοφλητέος προεξοφλητικός προεξοφλητός
|
|
|
|
|
προεπενδυτικός προερωτικός προεφηβικός προεόρτιος προηγούμενος προθεατρικός
|
|
|
|
|
προθετικός προθυμότερος προθωρακικός προικιάτικος προικώος προκάρδιος προκάτ
|
|
|
|
|
προκαλυπτικός προκαπιταλιστικός προκαταβολικός προκατακλυσμιαίος
|
|
|
|
|
προκατασκευαστικός προκβαντικός προκεχωρημένος προκλασικός προκλητικός
|
|
|
|
|
προκλινής προκοίλης προκολομβιανός προκριματικός προκυκλικός προλεταριακός
|
|
|
|
|
προλογικός προμήκης προμεσημβρινός προμεταμοσχευτικός προμετωπίδιος
|
|
|
|
|
προμηθευτικός προμηθεϊκός προμινωικός προμνημονιακός προνοητικός προνοιακός
|
|
|
|
|
προνομιούχος προνομοθετημένος προνοσοκομειακός προξενικός προοδευτικός
|
|
|
|
|
προοπτικός προορατικός προοριστικός προπέρσινος προπαγανδιστικός
|
|
|
|
|
προπαρασκευαστικός προπαροξύτονος προπατορικός προπεμπτήριος προπεμπτικός
|
|
|
|
|
προπεριτοναϊκός προπερσινός προπερυσινός προπετής προπηλακιστικός προπληρωτέος
|
|
|
|
|
προπονητικός προσάνεμος προσάντης προσήλιος προσήλυτος προσήνεμος προσίστιος
|
|
|
|
|
προσαρμοσμένος προσαρμοστικός προσαρμόσιμος προσαυξητικός προσβάσιμος
|
|
|
|
|
προσβεβλημένος προσβλημένος προσβλητικός προσδιοριστικός προσδόκιμος
|
|
|
|
|
προσειλημμένος προσεκτικός προσεξουαλικός προσεταιριστικός προσεχής
|
|
|
|
|
προσηγορικός προσηλιακός προσηλυτίσιμος προσηλυτιστικός προσημασμένος προσηνής
|
|
|
|
|
προσθετικός προσθετός προσθιοπίσθιος προσιτός προσκαιρινός προσκείμενος
|
|
|
|
|
προσκυνηματικός προσλημμένος προσληπτέος προσληπτικός προσληφθείς προσοδοφόρος
|
|
|
|
|
προσοφθάλμιος προσπελάσιμος προσποιητικός προσποιητός προστήσας προστακτικός
|
|
|
|
|
προστατευόμενος προστατικός προσταχτικός προστερνίδιο προστιθέμενος
|
|
|
|
|
προσυλλογιστικός προσυμβατικός προσυμπτωματικός προσυμπτωματολογικός
|
|
|
|
|
προσυνταξιοδοτικός προσφιλής προσφυής προσφυγικός προσχηματικός προσχωματικός
|
|
|
|
|
προσχωτικός προσωδιακός προσωκρατικός προσωπιδοφόρος προσωπικός
|
|
|
|
|
προσωπογραφικός προσωποκεντρικός προσωπομετρικός προσωποπαγής προσωρινός
|
|
|
|
|
προτακτικός προτελευταίος προτελωνειακός προτεραίος προτερόχρονος
|
|
|
|
|
προτεταμένος προτιθέμενος προτιμησιακός προτιμητέος προτιμότερος προτρεπτικός
|
|
|
|
|
προυχοντικός προυχρόνιος προφέρσιμος προφανής προφαντός προφητικός προφορικός
|
|
|
|
|
προφυλακτικός προφυλαχτικός προφυματικός προχειρολόγος προχθεσινός
|
|
|
|
|
προχτεσινός προχωρητικός προχώ προψεσινός προωθητικός προωστήριος προωστικός
|
|
|
|
|
προϊστορικός προϋπάρχων προϋφιστάμενος πρυμήσιος πρυμιός πρυμνήσιος πρυμναίος
|
|
|
|
|
πρυμνόδετος πρυτανικός πρωθυπουργικός πρωθυπουργοκεντρικός
|
|
|
|
|
πρωθύστερος πρωινός πρωκτικός πρωκτολογικός πρωραίος πρωρατικός πρωσικός
|
|
|
|
|
πρωτάρης πρωτάρικος πρωταγωνιστικός πρωταπριλιάτικος πρωταρχικός
|
|
|
|
|
πρωτευουσιάνικος πρωτευουσιάνος πρωτεϊκός πρωτεϊνικός πρωτεϊνούχος πρωτινός
|
|
|
|
|
πρωτοβάθμιος πρωτοβυζαντινός πρωτογέννητος πρωτογενής πρωτογεωμετρικός
|
|
|
|
|
πρωτοελλαδικός πρωτοετής πρωτοκαιρίτικος πρωτοκλασάτος πρωτοκορινθιακός
|
|
|
|
|
πρωτομαγιάτικος πρωτομαρτιάτικος πρωτομινωικός πρωτονικός πρωτοπαθής
|
|
|
|
|
πρωτοποριακός πρωτοσέλιδος πρωτοσύστατος πρωτοτάξιδος πρωτοταγής πρωτοτόκος
|
|
|
|
|
πρωτοφανέρωτος πρωτοφανής πρωτοφανήσιμος πρωτοφόρετος πρωτοχρονιάτικος
|
|
|
|
|
πρωτυτερινός πρωτόβαλτος πρωτόβγαλτος πρωτόγεννος πρωτόγερος πρωτόγνωρος
|
|
|
|
|
πρωτόδικος πρωτόθετος πρωτόκλητος πρωτόκλιτος πρωτόλειος πρωτόλουβος
|
|
|
|
|
πρωτόπειρος πρωτόπιαστος πρωτότοκος πρωτότυπος πρωτόφαντος πρωτόχυτος
|
|
|
|
|
πρόβειος πρόβιος πρόγναθος πρόδηλος πρόδρομος πρόθυμος πρόνοος πρόξενος
|
|
|
|
|
πρόσγειος πρόσεδρος πρόσηβος πρόσθετος πρόσθιος πρόσκαιρος πρόστυλος πρόστυχος
|
|
|
|
|
πρόσφορος πρόσχαρος πρότερος πρότυπο:παραθετικά πρότυπο:παραθετικά
|
|
|
|
|
πρότυπος πρόχειλος πρόχειρος πρόωρος πρύμος πρώην πρώιμος πρώτιστος πτεροειδής
|
|
|
|
|
πτερυγοειδής πτερυγωτός πτερωτός πτερόεις πτηνοτροφικός πτητικός πτιλωτός
|
|
|
|
|
πτυκτός πτυχιακός πτυχιούχος πτυχωσιγενής πτυχωτός πτωματικός πτωτικός
|
|
|
|
|
πτωχικός πτωχοπροδρομικός πτωχός πτωχόταστος πυγαίος πυγμαίος πυγμαχικός
|
|
|
|
|
πυελοουρητηρικός πυθαγόρειος πυθικός πυκνογραμμένος πυκνοδομημένος
|
|
|
|
|
πυκνοκατοικημένος πυκνομετρικός πυκνωτικός πυκνόρρευστος πυκνός πυκνόφυλλος
|
|
|
|
|
πυλαίος πυλωρικός πυογόνος πυορροϊκός πυράντοχος πυρίκαυστος πυρίμαχος
|
|
|
|
|
πυραμιδικός πυραμιδοειδής πυραμιδωτός πυραμοειδής πυρασφαλιστικός πυραυλικός
|
|
|
|
|
πυραυλοφόρος πυργιώτικος πυργοεδής πυργοειδής πυργωτός πυρετικός πυρετογόνος
|
|
|
|
|
πυρηναϊκός πυρηνικός πυρηνοειδής πυρηνοκίνητος πυριγενής πυριτικός πυριτιούχος
|
|
|
|
|
πυροβατικός πυροβολικός πυρογενής πυρογραφικός πυροδοτικός πυροηλεκτρικός
|
|
|
|
|
πυροκλαστικός πυροκυτταρινικός πυρολατρικός πυρολιθικός πυρολυτικός
|
|
|
|
|
πυρομανής πυρομαχικός πυρομεταλλουργικός πυρομετρικός πυροπαθής πυροσβεστικός
|
|
|
|
|
πυροφορικός πυρπολικός πυρρόθριξ πυρρόξανθος πυρρός πυρρόχρους πυρφόρος
|
|
|
|
|
πυρόπληκτος πυρώδης πυώδης πωγωνάτος πωγωνοφόρος πόντιος πόσιμος πότιμος
|
|
|
|
|
πύξινος πύρινος πύρρειος πώρινος ράθυμος ρέζιγος ρέμπελος ρέστος ραβδοειδής
|
|
|
|
|
ραβδοφόρος ραβδωτός ραβινικός ραγδαίος ραγιάδικος ραδιενεργός ραδινός
|
|
|
|
|
ραδιογωνιομετρικός ραδιοηλεκτρικός ραδιοηλεκτρολογικός ραδιοθεραπευτικός
|
|
|
|
|
ραδιομετεωρολογικός ραδιοναυτιλιακός ραδιοπειρατικός ραδιοπυρηνικός
|
|
|
|
|
ραδιοτεχνικός ραδιοτηλεγραφικός ραδιοτηλεοπτικός ραδιοτηλεφωνικός ραδιοφαρικός
|
|
|
|
|
ραδιοφωνικός ραδιοχημικός ραδιοϊσοτοπικός ραδιούργος ραδιούχος ραιβοσκελής
|
|
|
|
|
ραιβός ραιτορομανικός ρακένδυτος ρακοφόρος ραμφοειδής ραμφοφόρος ραμφόστομος
|
|
|
|
|
ραπτικός ρασιοναλιστικός ρατσιστικός ραφινάτος ραφινέ ραφτικός ραχατλίδικος
|
|
|
|
|
ραχιτικός ραχοειδής ραψωδικός ρεαλιστικός ρεβανσιστικός ρεβιζιονιστικός
|
|
|
|
|
ρεζερβέ ρεθεμνιώτικος ρεθυμνιώτικος ρεμβώδης ρεμπέτικος ρεολογικός ρεοστατικός
|
|
|
|
|
ρεπουμπλικανικός ρετροσπεκτιβικός ρετρό ρετσινάτος ρευματικός ρευματοειδής
|
|
|
|
|
ρευματώδης ρευστομηχανικός ρευστοποιήσιμος ρευστός ρεφλέξ ρεφορμιστικός
|
|
|
|
|
ρηγματώδης ρημαδιακός ρηματικός ρηξιγενής ρηξικέλευθος ρητινικός ρητινοφόρος
|
|
|
|
|
ρητινώδης ρητορικός ρητός ρηχός ριγέ ριγανάτος ριγηλός ριγωτός ριζίτικο
|
|
|
|
|
ριζικάρης ριζικός ριζιμιός ριζοειδής ριζομορφικός ριζοσπαστικός ριζοτροπικός
|
|
|
|
|
ριζόμορφος ριζώδης ρικνός ριναίος ρινικός ρινολαρυγγικός ρινολογικός
|
|
|
|
|
ρινοσκοπικός ρινοφαρυγγικός ρινόφωνος ριπίταστος ριπαίος ριπιδίταστος
|
|
|
|
|
ριπιδωτός ριπιδόταστος ριχτός ριψοκίνδυνος ρογιάτικος ροδής ροδίτικος ροδαλός
|
|
|
|
|
ροδοειδής ροδοζυμωμένος ροδοζύμωτος ροδοκόκκινος ροδομάγουλος ροδομύριστος
|
|
|
|
|
ροδοπεριχυμένος ροδοστεφάνωτος ροδοστεφής ροδοστεφανωμένος ροδοψημένος
|
|
|
|
|
ροδόχρους ροδόχρωμος ροζ ροζέ ροζιάρης ροζιάρικος ροζιασμένος ρομ ρομανικός
|
|
|
|
|
ρομβικός ρομβοειδής ρομβωτός ρομποτικός ρομφαιοφόρος ροπαλοφόρος ροταριανός
|
|
|
|
|
ρουκετοφόρος ρουμάνικος ρουμανικός ρουμελιώτικος ρουμπινής ρουνικός ρουστίκ
|
|
|
|
|
ρουτινιέρικος ρουφηχτός ροφητός ρούσικος ρούσος ρυγχοειδής ρυγχοφόρος ρυγχωτός
|
|
|
|
|
ρυθμιστής ρυθμιστικός ρυμοτομικός ρυπαντικός ρυπαρός ρυπογόνος ρυτιδιασμένος
|
|
|
|
|
ρωμαίικος ρωμαιοκαθολικός ρωμαλέος ρωμανικός ρωμαντικός ρωμαϊκό ρωμαϊκός
|
|
|
|
|
ρωσομαθής ρωσόφιλος ρόδινος ρόδιος ρόπαλο ρώσικος σάπιος σάρκινος σέκος σένιος
|
|
|
|
|
σέρβικος σέρτικος σίγουρος σίτινος σίφνιος σαββατιάτικος σαββατιανός
|
|
|
|
|
σαββατογεννημένος σαβουρολάγνος σαγηνευτικός σαγκριώτικος σαδιστικός
|
|
|
|
|
σαθρός σαικσπηρικός σαιξπηρικός σακάτικος σακοειδής σακουλίσιος σακχαροειδής
|
|
|
|
|
σακχαρώδης σαλιάρης σαλικυλικός σαλπιγγικός σαλπιγγοειδής σαλός σαμαρειτικός
|
|
|
|
|
σαματατζίδικος σαμιακός σαμιώτικος σαμπανιζέ σανατορικός σανιδένιος
|
|
|
|
|
σανιδωτός σανιδόφραχτος σανσκριτικός σαντορινιός σαντορινιώτικος σαξ σαξονικός
|
|
|
|
|
σαουδικός σαπρογόνος σαπροφάγος σαπροφυτικός σαπρός σαπφείρινος σαπφειροειδής
|
|
|
|
|
σαπωνοειδής σαράφικος σαρακοστιάτικος σαρακοστιανός σαρακοφαγωμένος
|
|
|
|
|
σαρανταήμερος σαρδελοφάγος σαρδόνιος σαρκαστικός σαρκερός σαρκικός σαρκοβόρος
|
|
|
|
|
σαρκοειδής σαρκοφάγος σαρκοφαγικός σαρκωματώδης σαρκώδης σαρωτικός σασκίνης
|
|
|
|
|
σατινέ σατινένιος σατιρικός σατούρνιος σατράπικος σατραπικός σατυρικός
|
|
|
|
|
σαφέστερος σαφής σαφηνής σαφηνιστικός σαφρακιασμένος σαχλός σβέλτος σβεστός
|
|
|
|
|
σβουνοπασάλειφτος σβουριχτός σβωλιαστός σγουρομάλλης σγουρόμαλλος σγουρός
|
|
|
|
|
σεβασμιότατος σεβασμιώτατος σεβαστικός σεβαστός σεβνταλίδικος σειληνικός
|
|
|
|
|
σειραϊκός σειριακός σειρόδετος σεισμικός σεισμογενής σεισμογραφικός
|
|
|
|
|
σεισμολογικός σεισμομετρικός σεισμοπαθής σεισμόπληκτος σειστός σεκταριστικός
|
|
|
|
|
σελασφόρος σεληναίος σεληνιακός σεληνιούχος σεληνογραφικός σεληνοειδής
|
|
|
|
|
σεληνοτοπογράφος σεληνοτοπογραφικός σεληνοφώτιστος σεληνόφωτος σελωτός
|
|
|
|
|
σεμιναριακός σεμνολόγος σεμνοπρεπής σεμνός σεμνότυφος σεμπρικός σενεγαλέζικος
|
|
|
|
|
σενιάν σεντεφένιος σεξιστικός σεξολογικός σεξομανής σεξουαλικός σεξπιρικός
|
|
|
|
|
σεπτεμβριάτικος σεπτεμβριανός σεπτός σερέτικος σεραφικός σερβικός
|
|
|
|
|
σερβοκροατικός σερνάμενος σερνικοθήλυκος σερνικός σερπετός σερραίικος
|
|
|
|
|
σερσέμης σερσέμικος σεχταριστικός σηκωτός σημαδευτός σημαδιακός
|
|
|
|
|
σημαντικός σημαντικότατος σημασιολογικός σηματοτεχνικός σημειακός
|
|
|
|
|
σημειολογικός σημειωτέος σημειωτικός σημειωτός σημερινός σημερνός σημιτικός
|
|
|
|
|
σηρικός σηροτροφικός σησαμόπαστος σητειακός σηψαιμικός σηψιγόνος σθεναρός
|
|
|
|
|
σιαλαγωγός σιαλικός σιαλογόνος σιαλοφόρος σιαλώδης σιαμέζικος σιαμαίος
|
|
|
|
|
σιβηρικός σιβυλλικός σιγαλός σιγαλόφωνος σιγανός σιγηλός σιγμοειδής σιδεράτος
|
|
|
|
|
σιδεροκέφαλος σιδερωτός σιδερός σιδερόφραχτος σιδηροδέσμιος σιδηροδρομικός
|
|
|
|
|
σιδηροπαγής σιδηροπενικός σιδηρουργικός σιδηρούς σιδηρούχος σιδηρόφραχτος
|
|
|
|
|
σικ σικάτος σικέ σικελικός σιληνικός σιλοφόρος σιμιγδαλένιος σιμοτινός
|
|
|
|
|
σιμός σιναλεζικός σιναπούχος σιναϊτικός σινιέ σινικός σινοελληνικός
|
|
|
|
|
σινοσοβιετικός σιντεφένιος σιούτος σιροπιαστός σισύφειος σιτάρκης σιταγωγός
|
|
|
|
|
σιταρίσιος σιταροειδής σιταρόχρωμος σιτευτός σιτικός σιτοπαραγωγικός σιτοφόρος
|
|
|
|
|
σιφνέικος σιφνιώτικος σιφωνιάτικος σιχαμερός σιχασιάρης σιωνιστικός σιωπηλός
|
|
|
|
|
σκάνταλος σκάρτος σκέτος σκαδιώτικος σκαιός σκακιστικός σκαληνός σκαλιστικός
|
|
|
|
|
σκαλωτός σκαμπρόζικος σκαμπρόζος σκανδαλιάρης σκανδαλιάρικος σκανδαλιστικά
|
|
|
|
|
σκανδαλοθηρικός σκανδαλολογικός σκανδαλοπλόκος σκανδαλοποιός σκανδαλώδης
|
|
|
|
|
σκανδιναυϊκός σκανδόγλωσσος σκανταλιάρης σκανταλιάρικος σκαπτικός σκαπτός
|
|
|
|
|
σκαρφαλωτός σκαστός σκατένιος σκατιάρης σκατοκέφαλος σκατολογικός σκατοφάγος
|
|
|
|
|
σκαυϊκός σκαφευτικός σκαφιδωτός σκαφοειδής σκαφτικός σκαφτός σκεβρός
|
|
|
|
|
σκελετικός σκελετολογικός σκελετωμένος σκελετώδης σκεπαστικός σκεπαστός
|
|
|
|
|
σκεπτικός σκεπός σκερτσόζα σκερτσόζικος σκερτσόζος σκευαγωγός σκευομορφικός
|
|
|
|
|
σκηνικός σκηνογραφικός σκηνοθετικός σκηπτούχος σκιάθιος σκιαγραφικός σκιαζάρης
|
|
|
|
|
σκιερός σκιστός σκιτζίδικος σκιόφιλος σκιόφοβος σκιώδης σκληραγωγημένος
|
|
|
|
|
σκληρογόνος σκληροκέφαλος σκληροκόκαλος σκληρομετρικός σκληροπυρηνικός
|
|
|
|
|
σκληρυντικός σκληρωτικός σκληρόδερμος σκληρόκαρδος σκληρόπετσος σκληρός
|
|
|
|
|
σκληρόφλουδος σκληρόφυλλος σκληρόψυχος σκληρώδης σκοινένιος σκολιάτικος
|
|
|
|
|
σκολιωτικός σκοπελίτικος σκοπευμένος σκοπευτικός σκορβουτικός σκορδόπιστος
|
|
|
|
|
σκοροφαγωμένος σκορπιστός σκοταδερός σκοταδιστικός σκοτεινούτσικος σκοτεινός
|
|
|
|
|
σκοτικός σκοτοενεργειακός σκοτοϋλικός σκοτσέζικος σκοτωμένος σκουλάτος
|
|
|
|
|
σκουληκιάρικος σκουληκομυρμηγκοτρυποειδής σκουληκοφαγωμένος σκουντημένος
|
|
|
|
|
σκουροκόκκινος σκουροπράσινος σκουρόχρωμος σκουφάτος σκούρος σκυθικός
|
|
|
|
|
σκυλίσιος σκυλοδόντης σκυλοκέφαλος σκυλομούρης σκυλόψυχος σκυρωτός σκυφτός
|
|
|
|
|
σκωληκοφάγος σκωληκόβρωτος σκωπτικός σκωτικός σκωτσέζικος σκόπιμος σκόρπιος
|
|
|
|
|
σκύτινος σλάβικος σλαβικός σλαβόφιλος σλαβόφωνος σλαυόφιλος σλοβακικός
|
|
|
|
|
σμαράγδινος σμαραγδένιος σμαραγδοειδής σμαραγδόχρους σμηγματικός σμηγματογόνος
|
|
|
|
|
σμηκτικός σμικρός σμιλευτός σμιχτοφρύδης σμιχτός σμυριδεργατικός σμυριδικός
|
|
|
|
|
σμυρναϊκός σμυρνιώτικος σνομπ σνομπιστικός σοβαροφανής σοβαρός σοβαρότερος
|
|
|
|
|
σοβινιστικός σοβράνος σοδομικός σοδομιτικός σοκαριστικός σοκινιανός σοκολά
|
|
|
|
|
σοκολατής σοκολατούχος σολομώντειος σολωμικός σολώνιος σομφός σομφώδης σομόν
|
|
|
|
|
σορβικός σοροπιαστός σος σοσιαλδημοκρατικός σοσιαλιστικός σουβλερός σουβλιστός
|
|
|
|
|
σουδανέζικος σουδανικός σουηδέζικος σουηδικός σουλιώτικος σουλτανικός
|
|
|
|
|
σουμερικός σουμπρετίστικος σουνιτικός σουξεδιάρης σουρεαλιστικός σουρλωτός
|
|
|
|
|
σουσαμάτος σουσαμένιος σουσαμωτός σουσουδίστικος σουφικός σοφιστικός
|
|
|
|
|
σοφολογιώτατος σοφόκλειος σοφός σοϊλής σοϊλίδικος σοϊλίτικος σούκο σούμπιτος
|
|
|
|
|
σπάνιος σπάρτινος σπάταλος σπέσιαλ σπαγγοραμένος σπαγγοραμμένος σπαγκοραμμένος
|
|
|
|
|
σπαθοειδής σπαθωτός σπανιότατος σπανιότερος σπανός σπαρακτικός σπαραξικάρδιoς
|
|
|
|
|
σπαραχτικός σπαργωτός σπαρταριστός σπαρτιάτικος σπαρτιατικός σπαρτικός σπαρτός
|
|
|
|
|
σπασμωδικός σπασμώδης σπαστικός σπειροειδής σπειρωτός σπερματαγωγός
|
|
|
|
|
σπερματογόνος σπερματοδίκαιος σπερματοδόχος σπερματοκτόνος σπερματολογικός
|
|
|
|
|
σπερματοτοξικός σπερματοφάγος σπερματοφόρος σπερματούχος σπερμικός σπερμογόνος
|
|
|
|
|
σπερμολογικός σπερμοτοξικός σπερμοφάγος σπερμοφυής σπερμοφόρος σπερνός
|
|
|
|
|
σπηλαίος σπηλαιολογικός σπηλαιόβιος σπηλαιώδης σπιθαμιαίος σπιλωτικός
|
|
|
|
|
σπινθηροβόλος σπινθηρογραφικός σπιράλ σπιρτόζος σπιτίσιος σπιτικός σπλαγχνικός
|
|
|
|
|
σπλαγχνολογικός σπλαχνικός σπληνιάρης σπληνικός σπληνογραφικός σπληνολογικός
|
|
|
|
|
σπογγογενής σπογγοειδής σπογγώδης σπονδειακός σπονδυλικός σπονδυλωτός σπορ
|
|
|
|
|
σποριάρης σποριάρικος σπορογόνος σπορτίφ σπουδαίος σπουδαιοφανής σπουδασμένος
|
|
|
|
|
σπουδαχτικός σπυριάρης σπυρωτός σπόριμος σπόρκος σράναν στάσιμος στέρεος
|
|
|
|
|
σταβέντο σταβέτ σταγονομετρικός σταδιακός σταδιομετρικός σταθεροποιητικός
|
|
|
|
|
σταθμητός στακτός σταλακτικός σταλακτός σταλαχτός σταλινικός σταλινοειδής
|
|
|
|
|
σταμνόσχημος σταμπάτος σταμπωτός στανιαρισμένος στανικός σταράτος σταρένιος
|
|
|
|
|
σταρόχρωμος στασιαστικός στατικός στατιστικοποιήσιμος στατιστικός
|
|
|
|
|
σταυρανθής σταυρεπίστεγος σταυρικός σταυροαναστάσιμος σταυροειδής
|
|
|
|
|
σταυροπηγιακός σταυρωτός σταυρόσχημος σταυρότυπος σταυρώσιμος σταφιδικός
|
|
|
|
|
σταφυλοκοκκικός σταχτής σταχτερός σταχτοκίτρινος σταχτόχρωμος στεάτινος
|
|
|
|
|
στεατικός στεατοπυγικός στεατώδης στεγάσιμος στεγανωτικός στεγανός στεγαστικός
|
|
|
|
|
στεγνός στενάχωρος στενογραφικός στενοκέφαλος στενομέτωπος στενοπρόσωπος
|
|
|
|
|
στενόθωρος στενόκαρδος στενόμακρος στενόμυαλος στενόπορος στενός στενόστομος
|
|
|
|
|
στενόφυλλος στενόχωρος στενόψυχος στερεογραφικός στερεοελλαδίτικος
|
|
|
|
|
στερεοσκοπικός στερεοστατικός στερεοτακτικός στερεοτατικός στερεοτυπικός
|
|
|
|
|
στερεοφωτογραφικός στερεοχημικός στερεοχρωμικός στερεοϊσομερής στερεωτικός
|
|
|
|
|
στερεότυπος στερητικός στεριανός στερνίσιος στερνικός στερνοκλειδικός
|
|
|
|
|
στερνός στερρός στεφανηφόρος στεφανιαίος στεφανωτός στηθικός στηθοσκοπικός
|
|
|
|
|
στηρικτικός στητός στιβαρός στιγματικός στιγμιαίος στικτός στιλάτος
|
|
|
|
|
στιλιστικός στιλπνός στιπλ στιφρός στιφτός στιχηρός στιχογραφικός
|
|
|
|
|
στιχουργικός στοιβαχτός στοιχειακός στοιχειοθετικός στοιχειοχυτικός
|
|
|
|
|
στολοδρομικός στοματικός στοματογναθοπροσωπικός στοματολογικός στοματολόγος
|
|
|
|
|
στομαχικός στομφώδης στοργικός στουμπιστός στουμπουλός στουπένιος στοχαστικός
|
|
|
|
|
στράπλες στραβικός στραβοδίβολος στραβοκάνης στραβοκέφαλος στραβολαίμης
|
|
|
|
|
στραβοπόδης στραβός στραβόταστος στραγγαλιστικός στραγγιστικός στραγγιστός
|
|
|
|
|
στραταρχικός στρατεύσιμος στρατηγικός στρατιωτικός στρατογεμής στρατοκρατικός
|
|
|
|
|
στρατόκαβλος στρατόκαυλος στρεβλός στρεμματικός στρεπτοκοκκικός στρεπτός
|
|
|
|
|
στριγκός στριμμένος στριμωχτός στριμόκωλος στριφογυριστός στριφτός
|
|
|
|
|
στροβιλοειδής στροβοσκοπικός στρογγυλοπρόσωπος στρογγυλοφέγγαρος
|
|
|
|
|
στρογγυλόμακρος στρογγυλός στροντιούχος στρουμπουλός στρουμφολογικός
|
|
|
|
|
στρυφνός στρωματοποιημένος στρωτός στρόγγυλος στυγερός στυγνός στυπτικός
|
|
|
|
|
στυφούτσικος στυφτικός στυφός στωικός στωικότερος στωμύλος συβαριτικός
|
|
|
|
|
συγγενικός συγγνωστός συγγραφικός συγκάτοχος συγκαιρινός συγκαταβατικός
|
|
|
|
|
συγκατανευτικός συγκείμενος συγκεντρωμένος συγκεντρωτικός συγκεφαλαιωτικός
|
|
|
|
|
συγκινησιακός συγκινητικός συγκλίνων συγκλητικός συγκλονιστικός συγκοινωνιακός
|
|
|
|
|
συγκολλητικός συγκρίσιμος συγκρητικός συγκριτικός συγκρουσιακός συγκυβερνητέος
|
|
|
|
|
συγκυριακός συγχαρητήριος συγχρονικός συγχρονιστικός συγχυσμένος συγχυτικός
|
|
|
|
|
συγχωρητήριος συγχωρητικός συζευγμένος συζευκτικός συζητήσιμος συζητητικός
|
|
|
|
|
συζυγικός συθέμελος συκοφαντικός συλλήψιμος συλλαβικός συλλαβιστικός
|
|
|
|
|
συλλαβογραφικός συλλεκτικός συλλεχτικός συλληπτήριος συλλογικός συλλογισμένος
|
|
|
|
|
συλλυπητήριος συμέμελος συμβασιοκρατικός συμβασιούχος συμβατικός συμβατός
|
|
|
|
|
συμβιωτικός συμβολαιακός συμβολαιογραφικός συμβολικός συμβουλατορικός
|
|
|
|
|
συμμέτοχος συμμαζεμένος συμμαχικός συμμεταβλητός συμμετοχικός συμμετρικός
|
|
|
|
|
συμμορίτικος συμμοριτικός συμμοριόπληκτος συμμορφούμενος συμπαγής συμπαθής
|
|
|
|
|
συμπαθητικός συμπαντικός συμπαράγωγος συμπαραταξικός συμπεθερικός
|
|
|
|
|
συμπεριφορικός συμπεριφοριστικός συμπιεσμένος συμπιεστικός συμπιεστός
|
|
|
|
|
συμπλεκτικός συμπλεχτικός συμπληρωματικός συμπληρωτικός συμπολημερής
|
|
|
|
|
συμπονετικός συμποσιακός συμποσιαστικός συμποτικός συμπτωματικός
|
|
|
|
|
συμπυκνωτικός συμπότης συμπύρηνος συμφασικός συμφεροντολογικός συμφερτικός
|
|
|
|
|
συμφορητικός συμφραστικός συμφυής συμφυρματικός συμφυτικός συμφωνημένος
|
|
|
|
|
συμφωνόληκτος συμφωνόλητκος συμψηφιστικός συμψιφησθείς συνάλληλος συνένοχος
|
|
|
|
|
συναίτιος συναγωνιστικός συναδελφικός συναινετικός συναιρόμενος
|
|
|
|
|
συναισθητικός συνακόλουθος συναλλάξιμος συναλλαγματικός συναλλακτικός
|
|
|
|
|
συναπτικός συναπτός συναρμόδιος συναρπαστικός συναρτησιακός συνασπιστικός
|
|
|
|
|
συνδεσμικός συνδεσμοπλαστικός συνδετήριος συνδετικός συνδιαλλακτικός
|
|
|
|
|
συνδικαλιστικός συνδρομητικός συνδυαστικός συνεγγυητικός συνειδησιακός
|
|
|
|
|
συνειρμικός συνεκδοχικός συνεκτικός συνεπής συνεπικουρούμενος συνεπικρατών
|
|
|
|
|
συνεργατικός συνεργικός συνεσταλμένος συνεστραμμένος συνεταιρικός
|
|
|
|
|
συνετός συνεχής συνεχόμενος συνηθέστερος συνηθισμένος συνημμένος συνηχητικός
|
|
|
|
|
συνθετικός συνθηματικός συνθηματολογικός συννεφώδης συνοδευτικός συνοδικός
|
|
|
|
|
συνοικιακός συνολικός συνομήλικος συνομετρικός συνομοσπονδιακός
|
|
|
|
|
συνονόματος συνοπτικός συνοριακός συντάξιμος συνταγματικός συνταγογραφικός
|
|
|
|
|
συνταξιοδοτικός συνταρακτικός συνταραχτικός συνταχτικός συντελεστικός
|
|
|
|
|
συντεχνιακός συντηρητικός συντμημένο συντομογραφικός συντομότερος
|
|
|
|
|
συντριπτικός συντροφιαστός συντροφικός συνυπεύθυνος συνωμοσιολογικός
|
|
|
|
|
συνωνυμικός συνώνυμος συριακός συριανός συριγγώδης συριζαϊκός συριστικός
|
|
|
|
|
συρματένιος συρματόπλεκτος συρματόπλεχτος συρταρωτός συρτός συσσωρευτικός
|
|
|
|
|
συσταλτός συστατικός συστημένος συστηματικός συστημικός συστολική συστολικός
|
|
|
|
|
συσχετιστικός συφερτικός συφιλιδικός συφοριασμένος συχνός συχνότερος σφαγίτιδα
|
|
|
|
|
σφαδαστικός σφαιρικός σφαιροειδής σφακιώτικος σφαλερός σφαλιστός
|
|
|
|
|
σφαχτός σφηνοειδής σφηνωτός σφιγκτός σφικτός σφιχτοχέρης σφιχτόκωλος σφιχτός
|
|
|
|
|
σφοδρότερος σφουγγαράδικος σφραγιστικός σφραγιστός σφριγηλός σφυγμικός
|
|
|
|
|
σφυριχτός σχεδιαστικός σχεδιοποιημένος σχετικιστικός σχετικός σχετλιαστικός
|
|
|
|
|
σχιζοειδής σχιζοφρενής σχιζοφρενικός σχισματικός σχισμοειδής σχιστολιθικός
|
|
|
|
|
σχιστός σχοίνινος σχοινοβατικός σχοινοτενής σχολάζων σχολαστικός σχολιαστικός
|
|
|
|
|
σχωρεμένος σωβινιστικός σωκρατικός σωληνοειδής σωληνωτός σωματειακός
|
|
|
|
|
σωματικός σωματολογικός σωματομετρικός σωματοτρόπος σωματώδης σωρευτικός
|
|
|
|
|
σωροπυριτικός σωσίβιος σωστικός σωστός σωτήριος σωτηριολογικός σωφρονιστικός
|
|
|
|
|
σόλο σόλοικος σύγκαιρος σύγκορμος σύγχρονος σύκινος σύμμεικτος σύμμειχτος
|
|
|
|
|
σύμμορφος σύμπας σύμπηκτος σύμπλοκο σύμπλοκος σύμφορος σύμφυρτος σύμφυτος
|
|
|
|
|
σύνθετος σύννομος σύννους σύνολος σύνοφρυς σύντομος σύντονος σύνωρος σύξυλος
|
|
|
|
|
σύσπαστος σύσσωμος σύστοιχος σύψυχος σώος σώφρων τάλας τάλε κουάλε τάχιστος
|
|
|
|
|
τέλειος τέως τίμιος τίτσιρος ταβερνόβιος ταγγός ταγκός ταγμένος ταγματικός
|
|
|
|
|
ταζέτικος ταινιοειδής ταινιωτός ταινιόμορφος ταινιόπλεκτος ταιριαστός τακερός
|
|
|
|
|
τακτικός τακτικότερος τακτός ταλαίπωρος ταλαντευτικός ταλαντούχος ταλμουδικός
|
|
|
|
|
ταμαχκιάρης ταμειακός ταμειολογιστικός ταμιακός ταμιευτικός ταναγραίος τανικός
|
|
|
|
|
ταξιδιάρης ταξιδιάρικος ταξιδιωτικός ταξιδιώτικος ταξικός ταξινομικός
|
|
|
|
|
ταπεινός ταπεινόφρονας ταπεινόφρων ταραχοποιός ταραχώδης ταριχευμένος
|
|
|
|
|
ταριχευτός ταρσικός ταρτάρ τασμανικός ταστωτός ταστός ταταρικός ταυροειδής
|
|
|
|
|
ταυρόμορφος ταυτάριθμος ταυτογράμματος ταυτολογικός ταυτολόγος ταυτομερές
|
|
|
|
|
ταυτοπρόσωπος ταυτόαιμος ταυτόσημος ταυτόφωνος ταυτόχρονος ταυτώνυμος ταφικός
|
|
|
|
|
ταχινός ταχτικός ταχυβόλος ταχυγραφικός ταχυδακτυλουργικός ταχυδρομικός
|
|
|
|
|
ταχυεργός ταχυθάνατος ταχυκίνητος ταχυκαής ταχυμετρικός ταχυπόρος ταχύγλωσσος
|
|
|
|
|
ταχύπλοος ταχύπορος ταχύπους ταχύρρυθμος ταχύρυθμος ταχύς ταχύτερος
|
|
|
|
|
ταύρειος τεζαριστός τεθνεώς τεθωρακισμένος τεκμαρτός τεκμηριωτικός
|
|
|
|
|
τεκτονικός τεκτοπυριτικός τελειοθηρικός τελειοποιήσιμος τελειοποιημένος
|
|
|
|
|
τελειωμένος τελειωτικός τελεολογικός τελεσίδικος τελεσιγραφικός τελεστικός
|
|
|
|
|
τελετουργικός τελευταίος τελικός τελματικός τελματόβιος τελματώδης τελολογικός
|
|
|
|
|
τεμπέλης τεμπέλικος τεναγώδης τενεκεδένιος τενιστικός τεντωτός τεντώσιμος
|
|
|
|
|
τεξανός τεράστιος τερατογονικός τερατογόνος τερατοειδής τερατολογικός
|
|
|
|
|
τερατώδης τερβιούχος τερεφθαλικός τερματικός τερμιτοξενία τερμιτοφιλία
|
|
|
|
|
τερμιτόφιλος τερνερική τερνερικός τερπνός τερψίθυμος τερψιλαρύγγιο
|
|
|
|
|
τερώδης τεσσαράγωνος τεσσαρακάντουνος τεσσαρακονθήμερος τεσσαρακονταετής
|
|
|
|
|
τεσσαρακοστός τεσσεροκάντουνος τεταγμένος τετανικός τετανοειδής τεταρταίος
|
|
|
|
|
τεταρτογενής τεταρτοκυκλικός τετράβαθμος τετράβιβλος τετράγκωνος τετράγλωσσος
|
|
|
|
|
τετράγραμμος τετράγωνος τετράδιπλος τετράδραχμος τετράεδρος τετράθυρος
|
|
|
|
|
τετράιχνος τετράκαννος τετράκερος τετράκιλος τετράκλαστος τετράκλιμος
|
|
|
|
|
τετράκλιτος τετράκλωνος τετράκνημος τετράκολπος τετράκορφος τετράκρουνος
|
|
|
|
|
τετράκυκλος τετράκωπος τετράλεκτος τετράλιτρος τετράλοφος τετράμετρος
|
|
|
|
|
τετράμοιρος τετράμορος τετράμορφος τετράξανθος τετράξονος τετράοδος τετράορος
|
|
|
|
|
τετράπαχος τετράπεδος τετράπηχος τετράπλαστος τετράπλατος τετράπλεθρος
|
|
|
|
|
τετράπλοκος τετράποδος τετράπολος τετράπορος τετράπορτος τετράπρακτος
|
|
|
|
|
τετράπτερος τετράπτιλος τετράπτυχος τετράπτωτος τετράπυλος τετράπυργος
|
|
|
|
|
τετράριθμος τετράρραβδος τετράρριζος τετράρρινος τετράρριχτος τετράρρυθμος
|
|
|
|
|
τετράσειρος τετράσημος τετράσκαλμος τετράστεγος τετράστερος τετράστηλος
|
|
|
|
|
τετράστοιχος τετράστομος τετράστοος τετράστροφος τετράστυλος τετράσχιστος
|
|
|
|
|
τετράσωμος τετράτεκνος τετράτομος τετράτονος τετράτροπος τετράτροχος
|
|
|
|
|
τετράυνος τετράφαλος τετράφατσος τετράφθαλμος τετράφορος τετράφυλλος
|
|
|
|
|
τετράφωνος τετράφωτος τετράχειρος τετράχηλος τετράχορδος τετράχρονος
|
|
|
|
|
τετράχυτρος τετράχωρος τετράψηλος τετράψιδος τετράωρος τετράωτος τετραέμβολος
|
|
|
|
|
τετραΰφαντος τετρααιθυλικός τετρααιθυλιούχος τετρααλογονούχος
|
|
|
|
|
τετρααρσενικούχος τετραβάθμιδος τετραβάλβιδος τετραβαρής τετραβορικός
|
|
|
|
|
τετραβρωμικός τετραβρωμιούχος τετραβρωμιωμένος τετραγράμματος τετραγωνικός
|
|
|
|
|
τετραδάκτυλος τετραδάχτυλος τετραδιάτικος τετραδικός τετραδύστυχος
|
|
|
|
|
τετραεθνής τετραετής τετραετηρικός τετραζυγής τετραζωτούχος τετραθέσιος
|
|
|
|
|
τετραθειούχος τετρακάμαρος τετρακάναλος τετρακέρατος τετρακέφαλος
|
|
|
|
|
τετρακισχίλιοι τετρακλαδικός τετρακοσιοστός τετρακτινωτός τετρακυκλικός
|
|
|
|
|
τετρακόρωνος τετρακόσιοι τετρακόσοι τετρακόχλιος τετρακύλινδρος τετραλεκτικός
|
|
|
|
|
τετραμεθυλικός τετραμεθυλιούχος τετραμεθυλιωμένος τετραμελής τετραμερής
|
|
|
|
|
τετραμηνιάτικος τετραμηνιαίος τετραμιγής τετρανιτρικός τετρανιτρωμένος
|
|
|
|
|
τετρανύκτιος τετραξονικός τετραξωνικός τετραοίδιος τετραπάλαιστος τετραπάλαμος
|
|
|
|
|
τετραπέδιλος τετραπέρατος τετραπέταλος τετραπήχης τετραπίστονος
|
|
|
|
|
τετραπερασμένος τετραπηχυαίος τετραπλάσιος τετραπλέλικος τετραπληγικός
|
|
|
|
|
τετραπλούς τετραπλός τετραπολικός τετραπολιτειακός τετραπρόσωπος τετραπτέρυγος
|
|
|
|
|
τετραπτερύγιος τετραπυρολικός τετραπόταμος τετραπύργιος τετραπύρηνος
|
|
|
|
|
τετρασέλιδος τετρασέπαλος τετρασθενής τετρασκελής τετρασπίθαμος τετραστάδιος
|
|
|
|
|
τετραστρέμματος τετρασύλλαβος τετρασώματος τετρατάξιος τετρατομικός τετραυγής
|
|
|
|
|
τετραφάρμακος τετραφθορικός τετραφθοριούχος τετραφτέρουγος τετραφυής
|
|
|
|
|
τετραφωσφορικός τετραφωσφορούχος τετραφωσφορυλικός τετραφωσφορυλιούχος
|
|
|
|
|
τετραχλωρικός τετραχλωριούχος τετραχορδικός τετραψήφιος τετραωνυμικός
|
|
|
|
|
τετραϋδροφολικός τετραϋπόστατος τετραόργυιος τετραώνυμος τετραώροφος
|
|
|
|
|
τεφροειδής τεφρός τεφρώδης τεχνητός τεχνικοεφοδιαστικός τεχνικός τεχνοκρατικός
|
|
|
|
|
τεχνολογικός τεχνοοικονομικός τεχνουργικός τεχνόμορφος τζαμένιος τζαμπέ
|
|
|
|
|
τζαμωτός τζαναμπέτα τζαναμπέτης τζιμάνι τζιν τζιώτικος τζούφιος τηγανητός
|
|
|
|
|
τηκτικός τηλαυγής τηλεγραφικός τηλεκατευθυνόμενος τηλεκινητικός τηλεμετρικός
|
|
|
|
|
τηλεοπτικός τηλεορασόπληκτος τηλεπαθητικός τηλεπικοινωνιακός τηλεσκοπικός
|
|
|
|
|
τηλεφωνικός τηλεφωτογραφικός τηλεχειριζόμενος τηνιακός τιγροειδής τιμαλφής
|
|
|
|
|
τιμαριωτικός τιμητικός τιμοκρατικός τιμολογιακός τιμωρητέος τιμωρητικός
|
|
|
|
|
τιρκουάζ τιτάνιος τιτανικός τιτανιούχος τιτλομανής τιτλούχος τμηματικός
|
|
|
|
|
τμητός τοιχογραφικός τοιχοκολλητός τοκογλυφικός τοκοφόρος τοκοχρεολυτικός
|
|
|
|
|
τομέα τομαρένιος τομεακός τομεοποιημένος τομογραφικός τονικός τονούμενος
|
|
|
|
|
τοξικολογικός τοξικομανής τοξικοφόρος τοξικός τοξινικός τοξινοειδής
|
|
|
|
|
τοξοβόλος τοξοειδής τοξοφόρος τοξωτός τοπιακός τοπικιστικός τοπικός
|
|
|
|
|
τοπογραφικός τοποκεντρικός τοπομαχικός τοποστατικός τοπωνυμικός τορευτικός
|
|
|
|
|
τορνευτικός τορνευτός τοροειδής τορπιλικός τορπιλοβλητικός τορπιλοειδής
|
|
|
|
|
τοσοδούλης τοσοδούλικος τοσουλάκης τοσούλης τοσούτσικος τοτεμικός
|
|
|
|
|
τουλουμίσιος τουρανικός τουριστικός τουρκικός τουρκμενικός τουρκογενής
|
|
|
|
|
τουρκομαθής τουρκομερίτης τουρκομερίτικος τουρκοπατημένος τουρκοσπορίτης
|
|
|
|
|
τουρκόφωνος τουρλωτός τουρτουριάρης τουφωτός τοχαρικός τούλινος τούρκικος
|
|
|
|
|
τράγιος τρέχων τρήση τρίβηλο τρίβηλος τρίβραχυς τρίγαμος τρίγλυφος τρίγλωσσος
|
|
|
|
|
τρίδιπλος τρίδυμος τρίεδρος τρίεθνος τρίκλινος τρίκλιτος τρίκλωνος τρίκορφος
|
|
|
|
|
τρίλεπτος τρίμερος τρίμετρος τρίμηνος τρίμορφος τρίξιμο τρίπατος τρίπλευρος
|
|
|
|
|
τρίπρακτος τρίπραχτος τρίριχτος τρίσβαθος τρίσημος τρίστηλος τρίστιχος
|
|
|
|
|
τρίτομος τρίτροχος τρίφυλλος τρίφωνος τρίχινος τρίχορδος τρίχρονος τρίχρωμος
|
|
|
|
|
τραβεστί τραβηχτικός τραβηχτός τραγίσιος τραγανιστός τραγανός τραγελαφικός
|
|
|
|
|
τραγοειδής τραγοπόδαρος τραγοπώγων τραγουδιστικός τραγουδιστός τραγόμορφος
|
|
|
|
|
τρακαδόρικος τρακικοκωμικός τρακτερωτός τραμπουκικός τραμπούκικος τρανς
|
|
|
|
|
τρανσεξουαλικός τρανσπαράν τρανταχτός τρανός τραπατσούλης τραπεζικός
|
|
|
|
|
τραπεζιτικός τραπεζοασφαλιστικός τραπεζοειδής τραπεζομεσιτικός
|
|
|
|
|
τραπεζόεδρος τραυλός τραυλός τραυματικός τραυματολογικός τραχειακός
|
|
|
|
|
τραχειοτομικός τραχηλάτος τραχηλιαίος τραχηλικός τραχηλισμός τραχωματικός
|
|
|
|
|
τραχύς τραχύφωνος τρεις τρελούτσικος τρελός τρεμάμενος τρεμουλιάρης
|
|
|
|
|
τρεμουλιαστός τρεχάμενος τρεχάτος τρεχούμενος τρηματώδης τριάρμενος τριήμερος
|
|
|
|
|
τριαδικός τριαινοειδής τριακονθήμερος τριακονταετής τριακονταπλάσιος
|
|
|
|
|
τριακοσιοπλάσιος τριακοσιοστός τριακόσιοι τριακόσοι τριανδρικός τριαντάρης
|
|
|
|
|
τριανταφυλλένιος τριανταφυλλής τριανταφυλλί τριβρωμιούχος τριβόμενος τριγενής
|
|
|
|
|
τριγλώχινος τριγυρινός τριγωνικός τριγωνομετρικός τριεθνής τριετής τριζάτος
|
|
|
|
|
τρικάταρτος τρικέφαλος τρικαλινός τρικαλιώτικος τρικατάληκτος τρικινητήριος
|
|
|
|
|
τρικομματικός τρικούβερτος τρικυμιώδης τρικόρυφος τριλεκτικός τριμελής
|
|
|
|
|
τριμηνιαίος τριούσιος τριπάλαιστος τριπάλαστος τριπίθαμος τριπαλαιστιαίος
|
|
|
|
|
τριπλέλικος τριπλούς τριπλός τριπλότυπος τριπολικός τριπολιτσιώτικος
|
|
|
|
|
τρισάγιος τρισάθλιος τρισέγγονος τρισέλιδος τρισένδοξος τρισαποτελούμενος
|
|
|
|
|
τρισδιάστατος τρισευγενικός τρισευδαίμων τρισευτυχισμένος τρισεύγενος
|
|
|
|
|
τρισκότεινος τρισμέγιστος τρισμακάριστος τρισπήλαιος τρισπίθαμος
|
|
|
|
|
τρισυπόστατος τρισχειρότερος τρισχιδής τρισχιλιετής τρισόλβιος τρισύλλαβος
|
|
|
|
|
τριταίος τριτοβάθμιος τριτογενής τριτοετής τριτοκοσμικός τριτοπρόσωπος
|
|
|
|
|
τριτότοκος τριφασικός τριφτός τριφυλλόσχημος τριφωσφορυλικός τριφωσφορυλιούχος
|
|
|
|
|
τριχτός τριχωτός τριψήφιος τριώνυμος τριώροφος τρομακτικός τρομαχτικός
|
|
|
|
|
τρομοκρατικός τρομώδης τροπαιοφόρος τροπαιούχος τροπιδοειδής τροπικός
|
|
|
|
|
τρουλαίος τρουλλωτός τρουλοσκεπής τρουλωτός τροφαντός τροφικός τροφιμογενής
|
|
|
|
|
τροφολογικός τροχήλατος τροχαίος τροχαϊκός τροχιακός τροχιοδεικτικός
|
|
|
|
|
τροχοειδής τροχοφόρος τρυγλοδυτικός τρυπανοφόρος τρυπητός τρυπιοχέρης τρυφερός
|
|
|
|
|
τρωαδίτικος τρωαδικός τρωγλοδυτικός τρωικός τρωκτικός τρωτός τρόμπας τρύπιος
|
|
|
|
|
τσέτουλος τσέχικος τσίγκινος τσίλικος τσίτσιδος τσίφτικος τσαγανός τσαγκός
|
|
|
|
|
τσακιστός τσακωνικός τσακωτός τσακώνικος τσαμπατζής τσαμπουκαλίδικος τσαπαρλής
|
|
|
|
|
τσαπατσούλικος τσαρικός τσαχπίνης τσαχπίνικος τσεκουράτος τσευδός τσεχικός
|
|
|
|
|
τσεχοσλοβακικός τσιγαρισμένος τσιγαριστός τσιγγάνικος τσιγγούνης τσιγγούνικος
|
|
|
|
|
τσιγκούνικος τσικνισμένος τσιλιγκρός τσιμέντινος τσιμεντένιος τσιμενταρισμένος
|
|
|
|
|
τσιμπλιάρικος τσινιάρης τσιπλάκης τσιριγώτικος τσιριχτός τσιρλιάρης τσιτωτός
|
|
|
|
|
τσιφούτικος τσολιάδικος τσολιαδίστικος τσουρουφλιστός τσουρούκης τσουρούτικος
|
|
|
|
|
τσόχινος τυλιχτός τυλοφθόρος τυλώδης τυμπανιαίος τυμπανικός τυμπανογραφικός
|
|
|
|
|
τυνησιακός τυπικός τυπογραφικός τυποκλοπικός τυποκτόνος τυπολατρικός
|
|
|
|
|
τυπωτικός τυραννικός τυροκομικός τυροφάγος τυρρηνικός τυρφώδης τυφικός
|
|
|
|
|
τυφλός τυφοειδής τυχάρπαστος τυχαίος τυχοδιωκτικός τυχοδιωχτικός τυχών τωρινός
|
|
|
|
|
τόπλες τότε τόφαλος υάλινος υαλικός υαλογραφικός υαλοειδής υαλοσκεπής
|
|
|
|
|
υαλουργικός υαλουρονικός υαλωτός υαλόφρακτος υαλόφραχτος υαλώδης υβρεοφοβικός
|
|
|
|
|
υβριστικός υβός υγειονομικός υγιέστατος υγιής υγιεινός υγράλατος υγραεριοφόρος
|
|
|
|
|
υγρομετρικός υγροποιήσιμος υγροποιητικός υγροσκοπικός υγρόληκτος υγρόληχτος
|
|
|
|
|
υγρόφιλος υδάτινος υδαρής υδαταγωγός υδατικός υδατογραφικός υδατοδιαλυτός
|
|
|
|
|
υδατομετρικός υδατοσκοπικός υδατοστεγής υδατώδης υδραίικος υδραιμικός
|
|
|
|
|
υδραργυρούχος υδραυλικός υδρενεργειακός υδρευτικός υδροβιολογικός
|
|
|
|
|
υδρογονοκίνητος υδρογονούχος υδρογραφικός υδροδιαλυτός υδροδοτικός
|
|
|
|
|
υδροηλεκτρικός υδροθειικός υδροθειούχος υδροθεραπευτικός υδροθερμικός
|
|
|
|
|
υδροκίνητος υδροκεφαλικός υδροκηλικός υδροκριτικός υδροκυανικός υδρολογικός
|
|
|
|
|
υδρονομικός υδροπνευματικός υδροπονικός υδροσκοπικός υδροστατικός υδροστεγής
|
|
|
|
|
υδροτροπικός υδροφθορικός υδροφοβικός υδροφόρος υδροχαρής υδροχλωρικός
|
|
|
|
|
υδρωπικός υδρόβιος υδρόγειος υδρόφιλος υδρόφοβος υδρόχαρος υδρόψυκτος υιικός
|
|
|
|
|
υλικός υλιστικός υλοζωικός υλοποιήσιμος υλοτομικός υμενικός υμενοειδής
|
|
|
|
|
υμνητικός υμνογραφικός υμνολογικός υοειδής υπάλληλος υπάρξιμος υπέγγυος
|
|
|
|
|
υπέργειος υπέργηρος υπέρθερμος υπέρθυρος υπέρκαλος υπέρλαμπρος υπέρλεπτος
|
|
|
|
|
υπέρμαχος υπέρμετρος υπέρογκος υπέροχος υπέρπυκνος υπέρσοφος υπέρτατος
|
|
|
|
|
υπέρτονος υπέρυθρος υπέρφορτος υπήνεμος υπαίθριος υπαίτιος υπαγορευτικός
|
|
|
|
|
υπακτικός υπαλληλικός υπανάπτυκτος υπαρκτικός υπαρκτός υπαρξιακός υπαρξιστικός
|
|
|
|
|
υπεδάφιος υπεναντίος υπεξούσιος υπεράγαθος υπεράνθρωπος υπεράξιος υπεράριθμος
|
|
|
|
|
υπερένδοξος υπερήλικος υπερήλιξ υπερήμερος υπερήφανος υπερήψυλος υπεραγία
|
|
|
|
|
υπεραισθητικός υπεραιωνόβιος υπερακραίος υπεραλμυρός υπεραναλυτικός
|
|
|
|
|
υπεραρκετός υπερασπίσιμος υπερασπιστικός υπεραστικός υπερατλαντικός
|
|
|
|
|
υπεραυτόματος υπερβέβαιος υπερβαρύς υπερβατικός υπερβατός υπερβιταμινούχος
|
|
|
|
|
υπερβόρειος υπεργεωγραφικός υπεργλυκαιμικός υπερδεξιός υπερδισύλλαβος
|
|
|
|
|
υπερεκλεκτικός υπερεκτεταμένος υπερεξοπλισμένος υπερεπαρκής υπερευαίσθητος
|
|
|
|
|
υπερηχογραφικός υπερθεμελιωδέστατος υπερθετικός υπεριστορικός υπεριώδης
|
|
|
|
|
υπερκανονικός υπερκειμενικός υπερκινητικός υπερκομματικός υπερκονδύλιος
|
|
|
|
|
υπερμέτρωψ υπερμεγέθης υπερμοντέρνος υπερογδοντάχρονος υπεροπτικός
|
|
|
|
|
υπερουράνιος υπερούσιος υπερπλήρης υπερπολυτελής υπερπροσοντούχος
|
|
|
|
|
υπερπόντιος υπερρεαλιστικός υπερσιβηρικός υπερσυγκεντρωτικός υπερσυμβατικός
|
|
|
|
|
υπερσυμπαντικός υπερσυντηρητικός υπερσύγχρονος υπερτέλειος υπερτασικός
|
|
|
|
|
υπερτοπικός υπερτραφής υπερτροφικός υπερτυχερός υπερυδροφοβικός υπερυδρόφοβος
|
|
|
|
|
υπερφίαλος υπερφαλαγγίζων υπερφυής υπερφυσικός υπερφωσφορικός υπερφωτονικός
|
|
|
|
|
υπερωκεάνιος υπερωριακός υπερώιος υπερώριμος υπεύθυνος υπηρεσιακός υπναλέος
|
|
|
|
|
υπνοβατικός υπνολογικός υπνοφόρος υπνωτιστικός υποαλλεργικός υποατομικός
|
|
|
|
|
υποβαθμιστικός υποβλητικός υποβοηθητικός υποβολιμαίος υποβρυχιακός υποβρύχιος
|
|
|
|
|
υπογειωμένος υπογλυκαιμικός υπογλυκαιμικός υπογλώσσιος υπογνάθιος υπογόνιμος
|
|
|
|
|
υποδεέστερος υποδειγματικός υποδερμικός υποδόριος υποευτηκτοειδής υποθαλάμιος
|
|
|
|
|
υποθερμικός υποθετικός υποθηκευμένος υποθηκεύσιμος υποθηκικός υποκίτρινος
|
|
|
|
|
υποκείμενος υποκειμενικός υποκινήσιμος υποκινητικός υποκλείδιος υποκλινικός
|
|
|
|
|
υποκριτικός υποκύανος υπολειμματικός υπολειπόμενος υπολειτουργών υπολειφθής
|
|
|
|
|
υπολογιστικός υπομάζιος υπομικροσκοπικός υπομνηματικός υπομνηστικός
|
|
|
|
|
υπομονητικός υπονομευτικός υπονοούμενος υποουλικός υποπολλαπλάσιος υποσέλιδος
|
|
|
|
|
υποσελίδιος υποσημειακός υποστασιακός υποστατικός υποστηρικτικός υποστυλωτικός
|
|
|
|
|
υποσχετικός υποτακτικός υποτασικός υποταχτικός υποτελής υποτιμητικός
|
|
|
|
|
υποτροπιάζων υποτροπικός υποτυπώδης υπουργήσιμος υπουργικός υποφερτός
|
|
|
|
|
υποχείριος υποχθόνιος υποχλωριώδης υποχονδριακός υποχοντριακός υποχρεωτικός
|
|
|
|
|
υποχόνδριος υποχόντριος υποψήφιος υπωρόφιος υπόγειος υπόγλυκος υπόδικος
|
|
|
|
|
υπόθερμος υπόκαυστος υπόκωφος υπόλευκος υπόλογος υπόλοιπος υπόξανθος υπόξινος
|
|
|
|
|
υπόπυκνος υπόρρητος υπόσκαφος υπόσπονδος υπόστροφος υπόστυλος υπότονος
|
|
|
|
|
υπότροφος υπόφαιος υπόχρεος υπόχρεως υπόχρυσος υπόψυχρος υστεραίος υστερικός
|
|
|
|
|
υστερνός υστεροβυζαντινός υστερογενής υστεροελλαδικός υστερομεσαιωνικός
|
|
|
|
|
υστερόβουλος υστερότοκος υστερόχρονος υφάλμυρος υφέρπων υφέσιμος υφαντικός
|
|
|
|
|
υφαντουργικός υφαντός υφασμάτινος υφασματικός υφεσιακός υφηγητικός υψίκορμος
|
|
|
|
|
υψίφωνος υψηλόβαθμος υψηλόκορμος υψηλόμισθος υψηλός υψηλόσωμος υψηλότερος
|
|
|
|
|
υψηλόφωνος υψιπέτης υψιπετής υψιπετής υψιτενής υψομετρικός υψοφοβικός φάλτσος
|
|
|
|
|
φέρελπις φίλαθλος φίλανδρος φίλαρχος φίλαυτος φίλεργος φίλερις φίλιος φίλιππος
|
|
|
|
|
φίλτατος φίλυδρος φίλυπνος φίνος φίσκα φαβιανός φαγάδικος φαγανός φαγεδαινικός
|
|
|
|
|
φαγεσωρογόνος φαγοκυτταρικός φαγώσιμος φαεινός φαιδρολόγος φαιδρυντικός
|
|
|
|
|
φαινολικός φαινομενικός φαινομενολογικός φαιοκίτρινος φαιοχίτων φαιός
|
|
|
|
|
φακιδιάρης φακιρικός φακοειδής φαλαγγίτικος φαλαγγιτικός φαλαινοειδής
|
|
|
|
|
φαλακρός φαληρικός φαληριώτικος φαλλικός φαλλοκρατικός φαλλομορφικός
|
|
|
|
|
φαλλόσχημος φαλτσαριστός φαναριώτικος φανατικός φανατισμένος φανελένιος
|
|
|
|
|
φανερόγαμος φανερός φανταγμένος φανταιζί φανταρίστικος φαντασιακός
|
|
|
|
|
φαντασιόπληκτος φαντασιόπληχτος φαντασιώδης φαντασμένος φαντασμαγορικός
|
|
|
|
|
φανταχτερός φανταχτός φαντεζί φαντός φανφαρονίστικος φαραγγώδης φαραωνικός
|
|
|
|
|
φαρδουλός φαρδύς φαρδύτερος φαρικός φαρισαϊκός φαρμακερός φαρμακευτικός
|
|
|
|
|
φαρμακογνωστικός φαρμακοδυναμικός φαρμακοεπιδεσμικός φαρμακοκινητικός
|
|
|
|
|
φαρμακομανής φαρμακομύτης φαρμακοτεχνικός φαρμακόγλωσσος φαρμακώδης
|
|
|
|
|
φαρυγγικός φαρφουρένιος φασάτος φασίζων φασαριόζικος φασαριόζος φασικός
|
|
|
|
|
φασιστοειδής φασκιωμένος φασματικός φασματοσκοπικός φασματοφωτομετρικός
|
|
|
|
|
φατνιακός φατνωτός φατριακός φατριαστικός φαυλεπίφαυλος φαυλοκρατικός
|
|
|
|
|
φαφλατάδικος φαφούτικος φαύλος φαύνος φεβρουαριάτικος φεβρουαριανός
|
|
|
|
|
φεγγαρίσιος φεγγαριάτικος φεγγαροντυμένος φεγγαροπρόσωπος φεγγαροστολισμένος
|
|
|
|
|
φεγγαρόλουστος φεγγαρόφωτος φεγγερός φεγγοβόλος φεγγριστός φειδιακός φειδωλός
|
|
|
|
|
φελιαστός φελλάτος φελλένιος φελλωτός φελλώδης φελπένιος φελπεδένιος
|
|
|
|
|
φενακιστικός φεντεραλιστικός φεουδαλικός φεουδαρχικός φερέγγυος φερέοικος
|
|
|
|
|
φερώνυμος φετινός φετιχικός φετιχιστικός φευγάτος φευγαλέος φευκτός
|
|
|
|
|
φθαλικός φθαρτικός φθαρτός φθειρικός φθειροκτόνος φθηνιάρικος φθηνούτσικος
|
|
|
|
|
φθινοπωριάτικος φθινοπωρινός φθισικός φθογγικός φθογγογραφικός φθογγολογικός
|
|
|
|
|
φθορίζων φθοριούχος φθοριωμένος φθοροποιός φιαλοειδής φιαλωτός φιγουράτος
|
|
|
|
|
φιδένιος φιδίσιος φιδωτός φιλάλληλος φιλάνθρωπος φιλάργυρος φιλάρεσκος
|
|
|
|
|
φιλάσθενος φιλέκδικος φιλέορτος φιλέραστος φιλέρημος φιλήδονος φιλήκοος
|
|
|
|
|
φιλίστωρ φιλαλήθης φιλανδέζικος φιλανδικός φιλανθρωπικός φιλαπόδημος
|
|
|
|
|
φιλειρηνιστικός φιλεκπαιδευτικός φιλελεύθερος φιλελληνικός φιλεπιστήμων
|
|
|
|
|
φιλεύσπλαγχνος φιλεύσπλαχνος φιλικός φιλιππικός φιλιωμένος φιλμικός
|
|
|
|
|
φιλοαγροτικός φιλοβαλκανικός φιλοβασιλικός φιλοδίκαιος φιλοδασικός φιλοδυτικός
|
|
|
|
|
φιλοζωικός φιλοθεάμων φιλοκατήγορος φιλοκερδής φιλοκυβερνητικός φιλολακωνικός
|
|
|
|
|
φιλολογικός φιλομαθής φιλομειδής φιλοπερίεργος φιλοπεριβαλλοντικός φιλοπράγμων
|
|
|
|
|
φιλοπόλεμος φιλοσοβιετικός φιλοσοφημένος φιλοσοφικός φιλοτελής φιλοτελικός
|
|
|
|
|
φιλοτουρκικός φιλοφρονητικός φιλοχρήματος φιλτραρισμένος φιλωτίτικος φιλόδικος
|
|
|
|
|
φιλόζωος φιλόθεος φιλόθρησκος φιλόκαλος φιλόκροτος φιλόμουσος φιλόνομος
|
|
|
|
|
φιλόπατρις φιλόπονος φιλόπρωτος φιλόπτωχος φιλόστοργος φιλότεκνος φιλότεχνος
|
|
|
|
|
φιλόφρων φιλόχριστος φιλόψογος φιλόψυχος φιλύποπτος φιμέ φινετσάτος
|
|
|
|
|
φινλανδικός φιννικός φιξ φιστικής φιστικωμένος φκιασιδωμένος φλαμανδικός
|
|
|
|
|
φλασκωτός φλεβαριάτικος φλεβικός φλεβοκομβικός φλεβοτομικός φλεβώδης
|
|
|
|
|
φλεγματώδης φλεγμονικός φλεγμονώδης φλογάτος φλογερός φλογιστικός φλογοβόλος
|
|
|
|
|
φλογωτικός φλογόλευκος φλογώδης φλοιακός φλοιικός φλοιώδης φλοκάτος φλοκιαστός
|
|
|
|
|
φλοράλ φλου φλουδερός φλυκταινώδης φλωρεντινός φλωρινιώτικος φλωροκαπνισμένος
|
|
|
|
|
φλύαρος φοβερός φοβητσιάρης φοβητσιάρικος φοβικός φοιβόληπτος φοινικικός
|
|
|
|
|
φοιτητικός φολιδωτός φολκλορικός φονικός φορειοφόρος φορετός φορητός
|
|
|
|
|
φοροδοτικός φοροεισπρακτικός φοροελεγκτικός φορολογήσιμος φορολογητέος
|
|
|
|
|
φορομπηχτικός φοροτελής φοροτεχνικός φορσέ φορτηγός φορτικός φορτσάτος
|
|
|
|
|
φορτωτικός φουκαριάρης φουκαριάρικος φουλ φουλαριστός φουντωτός φουριόζικος
|
|
|
|
|
φουρνιστός φουρνιώτικος φουσκομάγουλος φουσκωτός φουτουριστικός φράγκικος
|
|
|
|
|
φρέσκος φραντσέζικος φραξιονιστικός φρασεολογικός φραστικός φρεζάτος φρενήρης
|
|
|
|
|
φρενικός φρενιτικός φρενιτιώδης φρενοβλαβής φρενολογικός φρενοπαθής
|
|
|
|
|
φρεσκοβαμμένος φρεσκογυαλισμένος φρεσκοκομμένος φρεσκοπασαλειμμένος
|
|
|
|
|
φρεσκοψημένος φρικαλέος φρικιαστικός φρικτός φρικώδης φριχτός φρονηματιστικός
|
|
|
|
|
φρουριακός φροϋδικός φρούδος φρυγανισμένος φρυγανώδης φρυγικός φρυδάτος
|
|
|
|
|
φρόνιμος φτενός φτενόφλουδος φτεροπόδαρο φτεροπόδαρος φτερωτός φτηνιάρικος
|
|
|
|
|
φτηνός φτιασιδωμένος φτιαστός φτιαχτός φτυστός φτωχικός φτωχομεσαίος
|
|
|
|
|
φτωχούλα φτωχούλης φτωχούτσικος φτωχός φτωχότερος φυγοκεντρικός φυγοπόλεμος
|
|
|
|
|
φυγόκοσμος φυγόμαχος φυγόποινος φυγόπονος φυκόστρωτος φυλακτικός φυλετικός
|
|
|
|
|
φυλλοειδής φυλλοξηρικός φυλλοπυριτικός φυλλοσκεπής φυλλοστρωμένος φυλλοφάγος
|
|
|
|
|
φυλλώδης φυλογενετικός φυλογονικός φυμέ φυματικός φυματιολογικός φυματιώδης
|
|
|
|
|
φυρός φυσητικός φυσητός φυσικοθεραπευτικός φυσικομαθηματικός φυσικοχημικός
|
|
|
|
|
φυσιογνωμικός φυσιογνωστικός φυσιογραφικός φυσιοδιφικός φυσιοθεραπευτικός
|
|
|
|
|
φυσιολατρικός φυσιολογικός φυτευτικός φυτευτός φυτικός φυτογεωγραφικός
|
|
|
|
|
φυτολογικός φυτοπαθολογικός φυτοτεχνικός φυτοφάγος φυτοφαγικός φυτρωτικός
|
|
|
|
|
φωνακλάς φωνακλού φωνακλούδικο φωναχτός φωνηεντικός φωνηεντόληκτος φωνηματικός
|
|
|
|
|
φωνητικός φωνογραφικός φωνοκινητικός φωνοληπτικός φωνολογικός φωνομετρικός
|
|
|
|
|
φωστηρικός φωσφορίζων φωσφοριζέ φωσφορικός φωσφορομολυβδαινικός φωσφορούχος
|
|
|
|
|
φωσφορυλιούχος φωταγωγικός φωτεινός φωτεινότερος φωτερός φωτιοκαμένος
|
|
|
|
|
φωτοακουστικός φωτοαντιγραφικός φωτοβολταϊκό φωτοβολταϊκός φωτοβόλος φωτογενής
|
|
|
|
|
φωτογραφικός φωτογόνος φωτοδιαπερατός φωτοευαίσθητος φωτοευπαθής
|
|
|
|
|
φωτοκαταλυτικός φωτομετρικός φωτομηχανικός φωτοοπτικός φωτορεαλιστικός
|
|
|
|
|
φωτοτηλεγραφικός φωτοτυπικός φωτοφανής φωτοφοβικός φωτοφόρος φωτοχημικός
|
|
|
|
|
φωτόφοβος χάλκινος χάρτινος χάσικος χέρσος χίλιοι χίπικος χαβανέζικος χαδιάρης
|
|
|
|
|
χαζοβιόλης χαζοχαρούμενος χαζούλης χαζός χαιρέκακος χαιρετιστήριος
|
|
|
|
|
χαλαζόπληχτος χαλαρωτικός χαλαρός χαλδαϊκός χαλεπός χαλικερός χαλικοστρωμένος
|
|
|
|
|
χαλικόστρωτος χαλικώδης χαλκέντερος χαλκευτικός χαλκιδιώτικος χαλκογραφικός
|
|
|
|
|
χαλκοπλαστικός χαλκοπράσινος χαλκοπόδαρος χαλκοστρωμένος χαλκοτυπικός
|
|
|
|
|
χαλκοφόρος χαλκούς χαλκούχος χαλκωματένιος χαλκόδετος χαλκόξανθος χαλκόστρωτος
|
|
|
|
|
χαλύβδινος χαμάλικος χαμερπής χαμηλοβλέφαρος χαμηλοθώρα χαμηλοθώρης
|
|
|
|
|
χαμηλοτάκουνος χαμηλούτσικος χαμηλόβαθμος χαμηλόμισθος χαμηλόρρυθμος χαμηλός
|
|
|
|
|
χαμηλόφωνος χαμιτικός χαμογελαστός χαναανικός χαναανιτικός χανιώτικος
|
|
|
|
|
χαοτικός χαρίεις χαρακτηριστικός χαρακτικός χαρακωτός χαραμοφάγος χαρισάμενος
|
|
|
|
|
χαριστικός χαριτολόγος χαριτόβρυτος χαριτόμορφος χαριτόπλαστος χαρμόσυνος
|
|
|
|
|
χαρτένιος χαρτεμπορικός χαρτζιλικωμένος χαρτογραφικός χαρτομανής
|
|
|
|
|
χαρτοπαιχτικός χαρτοσημασμένος χαρτόδετος χαρτώος χαρωπός χασάπικος χασεδένιος
|
|
|
|
|
χασμουριάρης χατιρικός χαυνωτικός χαχόλικος χαϊδευτικός χαύνος χαώδης
|
|
|
|
|
χειλεόφωνος χειλικός χειλοδοντικός χειλόφωνος χειμέριος χειμαρρώδης χειμερινός
|
|
|
|
|
χειμωνικός χειράφετος χειραγωγήσιμος χειραλικός χειριδωτός χειριστικός
|
|
|
|
|
χειρογραφικός χειροδύναμος χειροκίνητος χειροπιαστός χειροποίητος
|
|
|
|
|
χειροτονημένος χειρουργήσιμος χειρουργικός χειρωνακτικός χειρόγραφος
|
|
|
|
|
χελίσιος χελωνίσιος χελωνιάρης χελωνοειδής χεροδύναμος χεροκάμωτος χερουβικός
|
|
|
|
|
χετιτικός χηλοειδής χημειοθεραπευτικός χημειοσυνθετικός χημικοθεραπευτικός
|
|
|
|
|
χημικός χηνίσιος χηράμενος χηρευάμενος χηρεύων χθαμαλός χθεσινοβραδινός
|
|
|
|
|
χθόνιος χιαστός χιλιάκριβος χιλιάρικος χιλιανός χιλιαπλάσιος χιλιοειπωμένος
|
|
|
|
|
χιλιοφορεμένος χιλιοχρονίτικος χιλιόφωνος χιλιόχρονος χιμαιρικός
|
|
|
|
|
χιονάτος χιονένιος χιονοβόλος χιονοδρομικός χιονοσκέπαστος χιονοσκεπής
|
|
|
|
|
χιονόλευκος χιονόμαλλος χιονώδης χιουμοριστικός χιτλερικός χιόνι χιώτικος
|
|
|
|
|
χλεμπονιάρης χλεμπονιασμένος χλευασμένος χλευαστικός χλιαρός χλιδάτος χλιος
|
|
|
|
|
χλομός χλωμός χλωρικός χλωριούχος χλωροφορμικός χλωρός χνουδάτος χνουδερός
|
|
|
|
|
χοίρειος χοίρινος χοανοειδής χοηφόρος χοιραδικός χοιρινός χολαιμικός
|
|
|
|
|
χολερικός χολερόβλητος χοληδόχος χοληφόρος χολιαστικός χολιγουντιανός χολικός
|
|
|
|
|
χονδρεμπορικός χονδρικός χονδροειδής χονδροπεταλωμένος χονδροποιός χονδρός
|
|
|
|
|
χοντραλεσμένος χοντρικός χοντροαλεσμένος χοντρογούρουνο χοντροδουλεμένος
|
|
|
|
|
χοντροκαύκαλος χοντροκομμένος χοντροκόκαλος χοντροκώλα χοντρομπαλάς
|
|
|
|
|
χοντρουλός χοντροφτιαγμένος χοντρούλης χοντρούτσικος χοντρόκοκκος χοντρόμυαλος
|
|
|
|
|
χοντρός χοντρόφλουδος χοντρόφωνος χορειακός χορευτικός χορευτός χορηγητικός
|
|
|
|
|
χορικός χοριοειδής χορογραφικός χοροπηδηχτός χοροστατικός χοροστατών χορτάτος
|
|
|
|
|
χορταστικός χορτοκοπτικός χορτολιβαδικός χορτοφάγος χορωδιακός χουλιγκανικός
|
|
|
|
|
χουντικός χουντοβασιλικός χουχουλιάρης χουχουλιάρικος χοϊκός χούρδος χρήσιμος
|
|
|
|
|
χρεοκοπικός χρεωλυτικός χρεωστικός χρηματικός χρηματισμένος χρηματιστηριακός
|
|
|
|
|
χρηματοδοτικός χρηματοκαπιταλιστικός χρηματολογικός χρηματοοικονομικός
|
|
|
|
|
χρησάμενος χρησιμοθηρικός χρησιμοκρατικός χρησιμοποιήσιμος χρησμολόγος
|
|
|
|
|
χρηστήριος χρηστικός χρηστοήθης χρηστός χριστεπώνυμος χριστιανικός
|
|
|
|
|
χριστουγεννιάτικος χριστός χρονίζων χρονιάρης χρονιάρικος χρονιάτικος χρονικός
|
|
|
|
|
χρονογραφικός χρονολογικός χρονομεριστικός χρονομετρικός χρονορρυθμιστικός
|
|
|
|
|
χρυσαφένιος χρυσαφής χρυσελεφάντινος χρυσεπίβαπτος χρυσοΰφαντος χρυσοθηρικός
|
|
|
|
|
χρυσοκίτρινος χρυσοκόκκινος χρυσοκόλλητος χρυσομάλλης χρυσομάλλικος
|
|
|
|
|
χρυσοποίκιλτος χρυσοποικιλτικός χρυσοπράσινος χρυσοπόρφυρος χρυσοστεφάνωτος
|
|
|
|
|
χρυσοστόλιστος χρυσοφόρος χρυσοχοϊκός χρυσωπός χρυσωτικός χρυσωτός χρυσόδετος
|
|
|
|
|
χρυσόμαλλος χρυσόξανθος χρυσόπλεχτος χρυσός χρυσόφτερος χρυσόφωνος χρωματικός
|
|
|
|
|
χρωματιστός χρωματογόνος χρωματοφόρος χρωμικός χρωμιούχος χρωμογόνος
|
|
|
|
|
χρωμολιθογραφικός χρωμοσφαιρικός χρωμοσωμικός χρωμοφόρος χρως χρωστικός
|
|
|
|
|
χτίκιασμα χτεσινοβραδινός χτεσινός χτικιάρης χτικιάρικος χτιστός χτυπητός
|
|
|
|
|
χυδαιόγλωσσος χυλώδης χυμογόνος χυμώδης χυτός χωλός χωμάτινος χωματένιος
|
|
|
|
|
χωνευτικός χωνευτός χωνοειδής χωρητικός χωριάτικος χωρικός χωριστικός χωριστός
|
|
|
|
|
χωρονομικός χωροταξικός χωροφυλακίστικος χωστός χόνδρινος ψάθινος ψαθυρός
|
|
|
|
|
ψαλιδισμένος ψαλιδιστός ψαλιδοειδής ψαλιδωτός ψαλμικός ψαλμωδικός ψαλτικός
|
|
|
|
|
ψαμμιακός ψαμμιτικός ψαμμόφιλος ψαμμώδης ψαράδικος ψαρικός ψαροφάγος ψαρωτικός
|
|
|
|
|
ψαρός ψαφαρός ψαχνός ψαχουλευτός ψεδνός ψειριάρης ψειριάρικος ψεκτός ψελλός
|
|
|
|
|
ψεσινός ψευδής ψευδαισθητικός ψευδαληθής ψευδανθρακικός ψευδαργυρικός
|
|
|
|
|
ψευδαρμόνιος ψευδεπίγραφος ψευδεπιστημονικός ψευδοδιλημματικός
|
|
|
|
|
ψευδολόγιος ψευδολόγος ψευδοπαράλληλος ψευδοσοφικός ψευδοτυχαίος ψευδόθεος
|
|
|
|
|
ψευδόφιλος ψευδώνυμος ψευτολόγιος ψευτοφαγωμένος ψεύδορκος ψεύτικος ψηλαφητός
|
|
|
|
|
ψηλοκρεμαστός ψηλομύτης ψηλοτάβανος ψηλοτάκουνος ψηλόλιγνος ψηλόπλωρος
|
|
|
|
|
ψηλός ψηλόσωμος ψηλότερος ψητός ψηφιακός ψηφιδοφόρος ψηφιδωτός ψηφοθηρικός
|
|
|
|
|
ψιλοάθεος ψιλοκαμωμένος ψιλοκομμένος ψιλωτικός ψιλός ψιλόφλουδος ψιχαλιστός
|
|
|
|
|
ψιψιριάρης ψοφοδεής ψοφώδης ψυγείο ψυγμένος ψυκτικός ψυχαγωγικός
|
|
|
|
|
ψυχαναληπτικός ψυχαναλυτικός ψυχανώμαλος ψυχασθενής ψυχασθενικός ψυχεδελικός
|
|
|
|
|
ψυχιατροδικαστικός ψυχικάρης ψυχικός ψυχοαναληπτικός ψυχοβιολογικός ψυχοβλαβής
|
|
|
|
|
ψυχογενής ψυχογενετικός ψυχογραφικός ψυχοδιαγνωστικός ψυχοδιανοητικός
|
|
|
|
|
ψυχοδραματικός ψυχοδραστικός ψυχοδυναμικός ψυχοθεραπευτικός ψυχοκινητικός
|
|
|
|
|
ψυχοκοινωνιολογικός ψυχοκτόνος ψυχοληπτικός ψυχολογικός ψυχομετρικός
|
|
|
|
|
ψυχονοητικός ψυχοπαθής ψυχοπαθολογικός ψυχοπαιδαγωγικός ψυχοπλάνος
|
|
|
|
|
ψυχοπνευματικός ψυχοπονιάρης ψυχοπονιάρικος ψυχοσωματικός ψυχοσωτήριος
|
|
|
|
|
ψυχοτονικός ψυχοτρόπος ψυχοφθόρος ψυχοφυσικός ψυχοφυσιολογικός ψυχοχημικός
|
|
|
|
|
ψυχραμένος ψυχραντικός ψυχρομετρικός ψυχροπολεμικός ψυχρούτσικος ψυχρόαιμος
|
|
|
|
|
ψυχρόφιλος ψυχτικός ψυχωσικός ψυχωτικός ψυχωφελής ψυχόπονος ψωραλέος ψωριάρης
|
|
|
|
|
ψωριασικός ψωροειδής ψωροπερήφανος ψωροφιλότιμος ψόφιος ψύχραιμος ωαγωγικός
|
|
|
|
|
ωθητικός ωκεάνιος ωκεανογραφικός ωκεανολογικός ωκεανοπλοϊκός ωκυτόκιος
|
|
|
|
|
ωκύπους ωκύπτερος ωλεκράνιος ωλεκρανικός ωλενικός ωμιαίος ωμικός ωμοβόρος
|
|
|
|
|
ωμοφάγος ωμός ωογόνος ωοειδής ωοζωοτόκος ωοθηκικός ωοτόκος ωοφάγος ωοφόρος
|
|
|
|
|
ωραιοπαθής ωραιόπαθος ωραιόπλουμος ωραιότατος ωραιότερος ωριαίος ωρισμένος
|
|
|
|
|
ωριός ωρολογιακός ωρολόγιος ωρομίσθιος ωσμωτικός ωστικός ωτακουστικός
|
|
|
|
|
ωτιαίος ωτικός ωτοειδής ωτολογικός ωτορινολαρυγγολογικός ωφέλιμος
|
|
|
|
|
ωφελιμοθηρικός ωχρινοτρόπος ωχροκίτρινος ωχροκόκκινος ωχρομέλας ωχροπρόσωπος
|
|
|
|
|
ωχρόλευκος ωχρός ωχρόφαιος ωώδης όλβιος όλκιμος όλος όμαιμος όμβριος όμοιος
|
|
|
|
|
όμορφος όνειος όξινος όρθιος όσιος όφκαιρος όψια όψιμος ύπανδρος ύπατος
|
|
|
|
|
ύπουλος ύπτιος ύστατος ύστερος ύψιστος ώριμος ώριος ἀγκυλωτός ἀκαταμέτρητος
|
|
|
|
|
ἄπειρος ἄτροπος ἐλαφρός ἐνεστώς ἐνυπόστατος ἔναυλος ἥττων ἰσχυρός ἵστωρ
|
💫 Tidy up and auto-format .py files (#2983)
<!--- Provide a general summary of your changes in the title. -->
## Description
- [x] Use [`black`](https://github.com/ambv/black) to auto-format all `.py` files.
- [x] Update flake8 config to exclude very large files (lemmatization tables etc.)
- [x] Update code to be compatible with flake8 rules
- [x] Fix various small bugs, inconsistencies and messy stuff in the language data
- [x] Update docs to explain new code style (`black`, `flake8`, when to use `# fmt: off` and `# fmt: on` and what `# noqa` means)
Once #2932 is merged, which auto-formats and tidies up the CLI, we'll be able to run `flake8 spacy` actually get meaningful results.
At the moment, the code style and linting isn't applied automatically, but I'm hoping that the new [GitHub Actions](https://github.com/features/actions) will let us auto-format pull requests and post comments with relevant linting information.
### Types of change
enhancement, code style
## Checklist
<!--- Before you submit the PR, go over this checklist and make sure you can
tick off all the boxes. [] -> [x] -->
- [x] I have submitted the spaCy Contributor Agreement.
- [x] I ran the tests, and all new and existing tests passed.
- [x] My changes don't require a change to the documentation, or if they do, I've added all required information.
2018-11-30 19:03:03 +03:00
|
|
|
|
""".split()
|
|
|
|
|
)
|