mirror of
https://github.com/explosion/spaCy.git
synced 2024-12-28 10:56:31 +03:00
1190 lines
164 KiB
Python
1190 lines
164 KiB
Python
|
# coding: utf8
|
|||
|
from __future__ import unicode_literals
|
|||
|
VERBS = set("""
|
|||
|
'γγίζω άγομαι άγχομαι άγω άδω άπτομαι άπωσον άρχομαι άρχω άφτω έγκειται έκιοσε
|
|||
|
έπομαι έρπω έρχομαι έστω έχω ήγγικεν ήθελε ίπταμαι ίσταμαι αίρομαι αίρω
|
|||
|
αβαντάρω αβαντζάρω αβαντσάρω αβαράρω αβασκαίνω αβγατίζω αβγαταίνω αβγοκόβω
|
|||
|
αβδελλώνω αβλεπτώ αβροδιαιτώμαι αγάλλομαι αγαθεύω αγαθολογώ αγαθοφέρνω
|
|||
|
αγαλλιώ αγανακτώ αγαναχτώ αγανοϋφαίνω αγαντάρω αγαπίζω αγαπιέμαι αγαπώ αγγέλλω
|
|||
|
αγγίζω αγγαρεύω αγγελιάζομαι αγγελοβλέπω αγγελοθωρώ αγγελοκρούομαι
|
|||
|
αγγλογλωττώ αγγλοποιώ αγγλοφέρνω αγγριφίζω αγιάζομαι αγιάζω αγιογραφώ
|
|||
|
αγιοποιώ αγκαζάρω αγκαθώνω αγκαλιάζομαι αγκαλιάζω αγκειάζω αγκιστρώνομαι
|
|||
|
αγκομαχώ αγκουσεύω αγκυλώνομαι αγκυλώνω αγκυροβολώ αγκωνιάζω αγλαΐζω αγλακώ
|
|||
|
αγναντεύω αγνοούμαι αγνοώ αγνωμονώ αγοράζομαι αγοράζω αγορεύω αγουροξυπνώ
|
|||
|
αγρεύω αγριεύομαι αγριεύω αγρικώ αγριοκοιτάζομαι αγριοκοιτάζω αγριοκοιτάω
|
|||
|
αγριοκοιτώ αγριομιλάω αγριομιλώ αγριώνομαι αγριώνω αγρυπνώ αγυρντίζω αγχώνομαι
|
|||
|
αγωγιάζω αγωνίζομαι αγωνιώ αδειάζω αδελφώνω αδερφώνω αδημονώ αδιαβροχοποιώ
|
|||
|
αδιαφορώ αδικοπραγώ αδικούμαι αδικώ αδολεσχώ αδράχνω αδρανοποιούμαι αδρανοποιώ
|
|||
|
αδροπληρώνω αδυνατίζω αδυνατώ αερίζομαι αερίζω αεριοποιούμαι αεριοποιώ
|
|||
|
αερολογώ αηδιάζω αηδονολαλώ αθανατίζω αθεΐζω αθετώ αθλοθετώ αθλούμαι αθροίζω
|
|||
|
αθωώνω αιδούμαι αιθεροβατώ αιθριάζω αιματοβάφομαι αιματοκυλίζω αιματοκυλώ
|
|||
|
αιμολύω αιμομικτώ αιμορραγώ αιμορροώ αινώ αισθάνομαι αισθηματολογώ αισθητοποιώ
|
|||
|
αισχροκερδώ αισχρολογώ αισχύνομαι αιτιάζομαι αιτιάζω αιτιολογώ αιτιώμαι
|
|||
|
αιτώ αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζω αιχμαλωτίζομαι αιχμαλωτίζω αιωρίζω αιωρούμαι
|
|||
|
ακαματεύω ακαρτερώ ακεραιώνω ακινητοποιούμαι ακινητοποιώ ακινητώ ακκίζομαι
|
|||
|
ακολασταίνω ακολουθώ ακομπανιάρω ακονίζομαι ακονίζω ακοντίζω ακοστάρω ακουμπάω
|
|||
|
ακούγομαι ακούγω ακούω ακριβαίνω ακριβοεξετάζω ακριβολογώ ακριβοπληρώνω
|
|||
|
ακροάζομαι ακροβατώ ακροβολίζομαι ακροπατώ ακροώμαι ακρωτηριάζω ακτινοβολώ
|
|||
|
ακτινοσκοπώ ακυριολεκτώ ακυρολεκτώ ακυρώνομαι ακυρώνω αλέθω αλίσκομαι
|
|||
|
αλαλάζω αλαλιάζω αλαργάρω αλαργέρνω αλαργεύω αλατίζω αλαφιάζομαι αλαφιάζω
|
|||
|
αλαφρώνω αλγώ αλείβομαι αλείβω αλείφομαι αλείφω αλεγράρω αλετρίζω αλευρογυρίζω
|
|||
|
αλευροπασπαλίζω αλευροποιώ αλευροσακιάζω αλευροσταυρώνω αλευρώνω αληθεύω
|
|||
|
αλητεύω αλιεύω αλκοτεστάρω αλλάζω αλλαξοδρομώ αλλαξοπιστώ αλληγορώ αλληθωρίζω
|
|||
|
αλληλεπικαλύπτομαι αλληλεπικρίνομαι αλληλοβοηθιέμαι αλληλοβοηθούμαι
|
|||
|
αλληλογαμιέμαι αλληλογραφώ αλληλοδανείζομαι αλληλοδιαπλέκομαι
|
|||
|
αλληλοεξουδετερώνω αλληλομαχαιρώνομαι αλληλοπαρορμώμαι αλληλοσκοτώνομαι
|
|||
|
αλληλουχώ αλλοιώνομαι αλλοιώνω αλλοτριώνω αλλοφρονώ αλμυρίζω αλυσιδώνω
|
|||
|
αλυσοδένω αλυσώνω αλυχτώ αλφαβητίζω αλφαδιάζω αλωνίζω αμέλγω αμαλγαμώνω
|
|||
|
αμαρτάνω αμαρταίνω αμαυρώνω αμβλύνω αμβλώνω αμείβομαι αμείβω αμελώ αμερικανίζω
|
|||
|
αμεροληπτώ αμιλλώμαι αμμοβολώ αμμοστρώνω αμνηστεύω αμνώγω αμολάω αμολέρνω
|
|||
|
αμολώ αμπαλάρω αμπαρώνω αμπελουργώ αμπελοφιλοσοφώ αμποδένω αμπώθω αμπώνω
|
|||
|
αμφιβάλλω αμφιρρέπω αμφισβητούμαι αμφισβητώ αμφιταλαντεύομαι αμόνω αμύνομαι
|
|||
|
ανάβω ανάγω ανάπτω ανάσσω ανάσχομαι ανάσχω ανάφτω ανέρχομαι ανέχομαι ανήκω
|
|||
|
αναβάλλεται αναβάλλω αναβαίνω αναβαθμίζομαι αναβαθμίζω αναβαθμολογώ αναβαπτίζω
|
|||
|
αναβαφτίζω αναβιβάζομαι αναβιβάζω αναβιώ αναβιώνω αναβλέπω αναβλύζω αναβολίζω
|
|||
|
αναβοώ αναβράζω αναβρυώ αναβρύζω αναγέρνω αναγαλλιάζω αναγγέλλω αναγελώ
|
|||
|
αναγεννώ αναγινώσκω αναγκάζομαι αναγκάζω αναγνωρίζομαι αναγνωρίζω αναγνώθω
|
|||
|
αναγομώνω αναγορεύω αναγουλιάζω αναγράφομαι αναγράφω αναγραμματίζω αναδένω
|
|||
|
αναδίδω αναδίνω αναδακρυώνω αναδαμαλίζω αναδασώνω αναδείχνω αναδεικνύω αναδεύω
|
|||
|
αναδημοσιεύομαι αναδημοσιεύω αναδιανέμω αναδιαρθρώνω αναδιατάσσω αναδιατυπώνω
|
|||
|
αναδιοργανώνω αναδιπλασιάζω αναδιπλώνομαι αναδιπλώνω αναδιφώ αναδομώ αναδύομαι
|
|||
|
αναζωογονούμαι αναζωογονώ αναζωπυρώνω αναθάλλω αναθέτω αναθαρρεύω αναθαρρώ
|
|||
|
αναθερμαίνω αναθεωρώ αναθιβάλλω αναθρέφω αναθρώσκω αναθυμάμαι αναθυμίζω
|
|||
|
αναθυμώ αναιρώ αναισθητοποιούμαι αναισθητοποιώ ανακάθομαι ανακάμπτω ανακαθίζω
|
|||
|
ανακαλύπτω ανακαλώ ανακαρώνω ανακαταλαμβάνω ανακατασκευάζομαι ανακατασκευάζω
|
|||
|
ανακατευθύνω ανακατεύομαι ανακατεύω ανακατώνω ανακεφαλαιώνω ανακηρύσσω
|
|||
|
ανακινώ ανακλίνω ανακλαδίζομαι ανακλαδίζω ανακλαδώνομαι ανακλαδώνω ανακλώ
|
|||
|
ανακοινώνω ανακουφίζομαι ανακουφίζω ανακράζω ανακρίνω ανακριβολογώ ανακρούω
|
|||
|
ανακυκλώνω ανακόπτω ανακύπτω αναλάμπω αναλίσκω αναλαβαίνω αναλαμβάνομαι
|
|||
|
αναλιώνω αναλογίζομαι αναλογώ αναλύομαι αναλύω αναλώνομαι αναλώνω αναμέλπω
|
|||
|
αναμένω αναμαλλιάζω αναμασώ αναμειγνύομαι αναμειγνύω αναμερίζω αναμεταδίδω
|
|||
|
αναμετρώ αναμηρυκάζω αναμιγνύομαι αναμιγνύω αναμισθώνω αναμορφώνω αναμοχλεύω
|
|||
|
ανανήφω ανανεώνομαι ανανεώνω ανανογιέμαι αναντρανίζω αναξέω αναξαίνω
|
|||
|
αναξύω αναπάλλομαι αναπάλλω αναπέμπω αναπαλαιώνω αναπαράγομαι αναπαράγω
|
|||
|
αναπαριστάνω αναπαριστώ αναπαύομαι αναπαύω αναπετώ αναπηδώ αναπιάνω αναπλάθω
|
|||
|
αναπλέω αναπλειστηριάζω αναπληρώνω αναπλωρίζω αναπνέω αναποδιάζω αναποδογυρίζω
|
|||
|
αναπροσαρμόζομαι αναπροσαρμόζω αναπροσλαμβάνω αναπτερώνω αναπτύσσομαι
|
|||
|
αναπυρώνομαι αναπυρώνω αναρίχνω αναριγώ αναριεύω αναρπάζω αναρρίχνω αναρριπίζω
|
|||
|
αναρριχώμαι αναρροφώ αναρρώνω αναρτώ αναρτώμαι αναρχούμαι αναρωτιέμαι αναρωτώ
|
|||
|
ανασαλεύω ανασηκώνομαι ανασηκώνω ανασκάβω ανασκάπτομαι ανασκάπτω ανασκάφτω
|
|||
|
ανασκαλώνω ανασκελώνομαι ανασκελώνω ανασκευάζω ανασκιρτώ ανασκολοπίζω ανασκοπώ
|
|||
|
ανασκουμπώνω ανασπάζομαι ανασπώ αναστέλλομαι αναστέλλω αναστήνω ανασταίνομαι
|
|||
|
αναστατώνομαι αναστατώνω αναστενάζω αναστηλώνω αναστομώνω αναστορούμαι
|
|||
|
αναστρέφομαι αναστρέφω αναστυλώνω ανασυγκροτώ ανασυνδέω ανασυνθέτω ανασυνιστώ
|
|||
|
ανασυστήνω ανασυσταίνω ανασχηματίζω ανασύρομαι ανασύρω ανατέλλω ανατέμνω
|
|||
|
αναταράζω αναταράσσω ανατείνω ανατιμολογώ ανατιμώ ανατιμώμαι ανατινάζομαι
|
|||
|
ανατινάσσω ανατοκίζω ανατοποθετώ ανατρέπομαι ανατρέπω ανατρέφω ανατρέχω
|
|||
|
ανατροφοδοτώ ανατσουτσουρώνω ανατυπώνω αναφέρομαι αναφέρω αναφαίνομαι
|
|||
|
αναφλέγω αναφτερώνω αναφυτεύω αναφωνώ αναφύομαι αναχαιτίζω αναχαράζω
|
|||
|
αναχωματίζω αναχωματώνω αναχωνεύω αναχωρώ αναψηλαφώ αναψοκοκκινίζω
|
|||
|
αναψυχώνω αναψύχω ανδρίζομαι ανδραγαθώ ανδραποδίζω ανδρειεύω ανδρειώνομαι
|
|||
|
ανδροκρατούμαι ανδροφέρνω ανδρώνομαι ανδρώνω ανεβάζω ανεβαίνω ανεβοκατεβάζω
|
|||
|
ανεγείρω ανελκύω ανεμίζω ανεμοδέρνομαι ανεμοδέρνω ανεμπαίζω ανενεργοποιώ
|
|||
|
ανεξαρτητοποιώ ανεξικακώ ανερευνώ ανεσαίνω ανεστορούμαι ανευθυνολογώ ανευρίσκω
|
|||
|
ανεφοδιάζω ανησυχώ ανηφορίζω ανηφορώ ανθίζομαι ανθίζω ανθίσταμαι ανθοβολώ
|
|||
|
ανθολογώ ανθοστολίζω ανθοφορώ ανθρακώνω ανθρωπεύω ανθυπομειδιώ ανθώ ανιδρύω
|
|||
|
ανιχνεύω ανιώ ανοίγω ανοηταίνω ανοιγοκλείνω ανοιγοκλειώ ανοικοδομώ ανομοιώνω
|
|||
|
ανορθώνω ανορύσσω ανοσιουργώ ανοσοποιώ ανοστίζω ανοσταίνω ανοστεύω αντέχω
|
|||
|
ανταγαπώ ανταγωνίζομαι ανταδικώ ανταλλάζω ανταλλάσσω ανταμείβω ανταμώνω
|
|||
|
ανταπαιτώ ανταπαντώ ανταπεργώ ανταποδίδω ανταποδίνω ανταποδείχνω ανταποδεικνύω
|
|||
|
ανταπολογούμαι ανταριάζω αντασφαλίζω αντεκδικούμαι αντενδείκνυμαι αντενεργώ
|
|||
|
αντεξετάζω αντεπαναστατώ αντεπεξέρχομαι αντεπιτίθεμαι αντευχαριστώ αντεύχομαι
|
|||
|
αντηχώ αντιβαίνω αντιβγαίνω αντιβουίζω αντιβοώ αντιγνωμώ αντιγράφω αντιγυρίζω
|
|||
|
αντιδιαδηλώνω αντιδιαστέλλω αντιδικώ αντιδονώ αντιδρώ αντιζυγίζω αντιζυγιάζω
|
|||
|
αντικαθίσταμαι αντικαθιστώ αντικαθρεφτίζομαι αντικαθρεφτίζω αντικαταβάλλω
|
|||
|
αντικατοπτρίζομαι αντικατοπτρίζω αντικειμενοποιώ αντικινητροδοτώ αντικρίζω
|
|||
|
αντικόβω αντικόφτω αντιλάμπω αντιλέγω αντιλαλώ αντιλαμβάνομαι αντιλαμπίζω
|
|||
|
αντιλογώ αντιμάχομαι αντιμεταθέτω αντιμετατίθεμαι αντιμετριέμαι αντιμετριούμαι
|
|||
|
αντιμετωπίζομαι αντιμετωπίζω αντιμιλώ αντιπαθώ αντιπαλαίω αντιπαλεύω
|
|||
|
αντιπαρέχω αντιπαραβάλλω αντιπαραθέτω αντιπαρατάσσω αντιπερισπώ αντιπερνώ
|
|||
|
αντιπολιτεύομαι αντιπράττω αντιπροσκαλώ αντιπροσφέρω αντιπροσωπεύω
|
|||
|
αντιρροπίζω αντισκόβω αντιστέκομαι αντισταθμίζω αντιστηρίζω αντιστοιχίζω
|
|||
|
αντιστρέφομαι αντιστρέφω αντιστρατεύομαι αντιστυλώνω αντιτίθεμαι αντιτείνω
|
|||
|
αντιφέγγω αντιφεγγίζω αντιφρονώ αντιφωνώ αντιχαιρετίζω αντιχαιρετώ αντιχτυπώ
|
|||
|
αντραλίζω αντραλεύω αντραλώνω αντρανίζω αντρειεύομαι αντρειεύω αντρειώνω
|
|||
|
αντροφέρνω αντρώνομαι αντρώνω ανυμνώ ανυπομονεύω ανυπομονώ ανυφαίνω ανυψώνομαι
|
|||
|
ανωκυκλώνω ανωνυμογραφώ αξίζω αξαίνω αξιολογούμαι αξιολογώ αξιοποιώ αξιώ
|
|||
|
αξιώνω αοριστολογώ απάγω απάδω απάτα απέρχομαι απέχω απαγγέλλω απαγγέλνω
|
|||
|
απαγκιστρώνομαι απαγκιστρώνω απαγορεύεται απαγορεύω απαγχονίζω απαθανατίζω
|
|||
|
απαισιοδοξώ απαιτούμαι απαιτώ απαλαίνω απαλείφω απαλλάσσομαι απαλλάσσω
|
|||
|
απαλλοτριώνω απαλογέρνω απαλύνω απαμινώνω απανθίζω απανθρακώνομαι απανθρακώνω
|
|||
|
απαντεχαίνω απαντλώ απαντώ απαξιώ απαξιώνω απαρέσκω απαργυρώνω απαριθμώ
|
|||
|
απαρνιούμαι απαρνούμαι απαρτίζομαι απαρτίζω απαρχαιώνω απασβεστώνω απαστράπτω
|
|||
|
απασχολώ απατά απατώ απατώμαι απαυγάζω απαυδώ απαυτώνω απεγκλωβίζω απειθαρχώ
|
|||
|
απεικάζω απεικονίζομαι απεικονίζω απειλώ απεκδέχομαι απεκδύομαι απεκδύω
|
|||
|
απελαύνω απελευθερώνομαι απελευθερώνω απελπίζομαι απελπίζω απεμπλέκω απεμπολώ
|
|||
|
απενεργοποιώ απενοχοποιώ απεξαρτώ απεραντολογώ απεργάζομαι απεργώ
|
|||
|
απευαισθητοποιώ απευθύνομαι απευθύνω απεχθάνομαι απεύχομαι απηχώ απιθώνω
|
|||
|
απισχναίνω απλοποιούμαι απλοποιώ απλουστεύω απλώνομαι απλώνω αποβάλλομαι
|
|||
|
αποβαίνω αποβαρβαρώνω αποβιβάζω αποβιομηχανίζω αποβιώ αποβιώνω αποβλέπω
|
|||
|
αποβουτυρώνω αποβράζω απογίνομαι απογαλακτίζομαι απογαλακτίζω απογειώνω
|
|||
|
απογοητεύομαι απογοητεύω απογράφω απογραφειοκρατικοποιώ απογριφώνω απογυμνώνω
|
|||
|
αποδίδομαι αποδίδω αποδίνω αποδασώνω αποδείχνω αποδεικνύομαι αποδεικνύω
|
|||
|
αποδεκατίζω αποδελτιώνω αποδεσμεύω αποδημώ αποδιαλέγομαι αποδιαλέγω
|
|||
|
αποδιαλύω αποδιαρθρώνω αποδιαφωτίζω αποδιδράσκω αποδιεθνοποιώ αποδιοργανώνω
|
|||
|
αποδιώχνω αποδοκιμάζομαι αποδοκιμάζω αποδομώ αποδραματοποιώ αποδρώ
|
|||
|
αποδυναμώνω αποδύομαι αποεθνικοποιώ αποειδικεύομαι αποενοποιώ αποεπενδύω
|
|||
|
αποζητώ αποζουρλαίνω αποζώ αποθέτω αποθαίνω αποθαλασσώνομαι αποθαλασσώνω
|
|||
|
αποθαυμάζω αποθεματοποιώ αποθερίζω αποθεραπεύω αποθερμαίνω αποθεώνω αποθηκεύω
|
|||
|
αποθηριώνω αποθησαυρίζω αποθνήσκω αποθορυβοποιώ αποθρασύνομαι αποθρασύνω
|
|||
|
αποικίζω αποικοδομώ αποικώ αποκάμνω αποκάνω αποκαθίσταμαι αποκαθαίρω
|
|||
|
αποκαθιστώ αποκαλύπτω αποκαλώ αποκαρδιώνω αποκαρτερώ αποκαρώνω αποκατασταίνω
|
|||
|
αποκερατώνω αποκεφαλίζω αποκηρύττω αποκηρύχνω αποκλίνω αποκλείω αποκληρώνω
|
|||
|
αποκλιμακώνω αποκοιμίζω αποκοιμιέμαι αποκοιμώμαι αποκολλώ αποκομίζω
|
|||
|
αποκορυφώνω αποκοτώ αποκουτιαίνω αποκρίνομαι αποκραίνομαι αποκρατικοποιώ
|
|||
|
αποκρούω αποκρυπτογραφώ αποκρυσταλλώνω αποκρύβω αποκρύπτω αποκτάω αποκτηνώνω
|
|||
|
αποκωδικοποιώ αποκόβομαι αποκόβω αποκόπτομαι αποκόπτω απολήγω απολαβαίνω
|
|||
|
απολαμβάνω απολαύω απολείπομαι απολείπω απολειτουργώ απολεπίζω απολησμονιέμαι
|
|||
|
απολιθώνω απολινώ απολιπαίνω απολιχνίζω απολλύω απολογιέμαι απολογιούμαι
|
|||
|
απολυμαίνω απολυτρώνω απολωλαίνω απολύω απομένω απομαγεύω απομαγνητίζω
|
|||
|
απομακρύνομαι απομακρύνω απομιμούμαι απομνήσκω απομνημονεύω απομονώνω
|
|||
|
απομυζώ απομυθοποιούμαι απομυθοποιώ απομωραίνω απονέμω απονίβω απονίπτω
|
|||
|
αποναζιστικοποιώ αποναρκώνω απονεκρώνω απονευρώνω απονηώνω απονιτρώνω
|
|||
|
απονυχτερεύω αποξέω αποξαίνω αποξενούμαι αποξενώνω αποξεραίνω αποξεχνιέμαι
|
|||
|
αποξεχνώ αποξηλώνω αποξηραίνω αποξυλώνομαι αποξυλώνω αποξύω αποπέμπω αποπίνω
|
|||
|
αποπαγοποιώ αποπαστρεύω αποπατώ αποπειρώμαι αποπερατώνω αποπλένω αποπλέω
|
|||
|
αποπλανώ αποπληρώνω αποπλύνω αποπνέω αποπνίγω αποπνευματώνω αποποινικοποιώ
|
|||
|
αποπολιτικοποιώ αποπροσανατολίζω αποπροσωποποιώ αποπτύω αποπυρηνικοποιώ
|
|||
|
αποπωματίζω απορρέω απορρίπτω απορρίχνω απορροφάω απορροφώ απορροφώμαι
|
|||
|
απορρυπαίνω απορφανίζω απορώ αποσαθρώνω αποσαπίζω αποσαρώνω αποσαφηνίζω
|
|||
|
αποσβήνω αποσβεννύω αποσβολώνομαι αποσβολώνω αποσείω αποσιωπώ αποσκίζω
|
|||
|
αποσκεπάζω αποσκιρτώ αποσκληραίνομαι αποσκληραίνω αποσκληρύνομαι αποσκληρύνω
|
|||
|
αποσκορακίζω αποσκυβαλίζω αποσμήχω αποσοβώ αποσπερματίζω αποσπώ αποσπώμαι
|
|||
|
αποστάζω αποστέλλομαι αποστέλλω αποστέργω αποσταίνω αποσταθεροποιούμαι
|
|||
|
αποσταλάζω αποστασιοποιούμαι αποστατώ αποστεγνώνω αποστειρώνω αποστερεύω
|
|||
|
αποστεώνω αποστηθίζω αποστομώνω αποστρέφομαι αποστρέφω αποστραβώνω
|
|||
|
αποστρακίζομαι αποστρακίζω αποστρατεύω αποστρατικοποιώ αποστρατιωτικοποιώ
|
|||
|
αποσυγχρονίζω αποσυμπιέζω αποσυμφορίζω αποσυμφορώ αποσυναρμολογούμαι
|
|||
|
αποσυνδέω αποσυνθέτω αποσυντίθεμαι αποσυντονίζομαι αποσυσχετίζω αποσφαλματώνω
|
|||
|
αποσχίζομαι αποσχίζω αποσχηματίζω αποσύρομαι αποσύρω αποσώνω αποτάσσω αποτέμνω
|
|||
|
αποτίω αποταμιεύω αποταυρίζομαι αποτείνομαι αποτείνω αποτελειώνω αποτελματώνω
|
|||
|
αποτελώ αποτεφρώνω αποτιμώ αποτινάζω αποτινάσσω αποτοιχίζω αποτολμάω αποτολμώ
|
|||
|
αποτρέπω αποτραβώ αποτρελαίνω αποτριχώνω αποτροπιάζομαι αποτροπιάζω αποτρυγώ
|
|||
|
αποτυγχάνω αποτυμπανίζω αποτυπώνω αποτυχαίνω απουσιάζω αποφέρω αποφαίνομαι
|
|||
|
αποφασίζω αποφεύγω αποφλοιώνω αποφοιτώ αποφορτίζω αποφουρνίζω αποφράζω
|
|||
|
αποφυλακίζω αποχαιρετάω αποχαιρετίζω αποχαιρετιέμαι αποχαιρετώ αποχαλινώνομαι
|
|||
|
αποχαλώ αποχαρακτηρίζω αποχαυνώνομαι αποχαυνώνω αποχετεύω αποχλωριώνω
|
|||
|
αποχρωματίζομαι αποχρωματίζω αποχτάω αποχτενίζω αποχτώ αποχωρίζομαι αποχωρίζω
|
|||
|
αποψιλώνω αποψύχω απρακτώ απροσωποποιώ απωθώ απόζω απόκειμαι απόκειται
|
|||
|
αράζω αρέσκομαι αρέσκω αρέσω αραδιάζω αραθυμώ αραιώνω αραξοβολώ αραχνιάζω
|
|||
|
αργαποχαιρετώ αργοκινώ αργοκοιμάμαι αργολογώ αργοξυπνώ αργοπορώ αργοσαλεύω
|
|||
|
αργοταξιδεύω αργώ αρδεύω αρθρογραφώ αρθρώνω αριβάρω αριθμίζω αριθμούμαι αριθμώ
|
|||
|
αριστεύω αρκιέμαι αρκουδίζω αρκούμαι αρκώ αρμέγω αρμαθιάζω αρματώνω αρμενίζω
|
|||
|
αρμυρίζω αρμόζει αρμόζω αρνεύγω αρνεύω αρνιέμαι αρνιούμαι αρνούμαι αροτριώνω
|
|||
|
αρπάχνω αρπίζω αρπακολλώ αρπώ αρραβωνιάζομαι αρραβωνιάζω αρρεβωνιάζομαι
|
|||
|
αρρωστώ αρταίνω αρτιώνω αρτύζω αρτύνω αρφανεύω αρχίζω αρχαΐζω αρχειοθετώ
|
|||
|
αρχινώ αρχοντεύω αρωματίζω αρόω αρύομαι ασβεστοποιώ ασβεστώνω ασεβώ ασελγαίνω
|
|||
|
ασημώνω ασθενώ ασθμαίνω ασκημίζω ασκημαίνω ασκητεύω ασκούμαι ασκώ ασπάζομαι
|
|||
|
ασταρώνω αστεΐζομαι αστειεύομαι αστειολογώ αστερώνω αστικοποιούμαι αστικοποιώ
|
|||
|
αστοχώ αστράφτω αστραποβολώ αστροφέγγω αστυνομεύω αστυνομοκρατούμαι
|
|||
|
ασφαλίζω ασφαλτοστρώνω ασφαλτώνω ασφυκτιώ ασχάλλω ασχημίζω ασχημαίνω ασχημονώ
|
|||
|
ασωτεύω ατακτώ αταχτώ ατενίζω ατιμάζομαι ατιμάζω ατμίζω ατομικεύω ατονώ ατροφώ
|
|||
|
αττικίζω ατυχώ αυγάζω αυγοκόβω αυθαδιάζω αυθαιρετώ αυθυποβάλλομαι αυλακίζω
|
|||
|
αυλακώνω αυνανίζομαι αυξάνομαι αυξάνω αυξαίνω αυξομειώνομαι αυξομειώνω
|
|||
|
αυτενεργώ αυτιάζομαι αυτοαθωώνομαι αυτοαναιρούμαι αυτοανακηρύσσομαι
|
|||
|
αυτοαξιολογούμαι αυτοαποκαλούμαι αυτοβιογραφούμαι αυτοδεσμεύω αυτοδιαλύομαι
|
|||
|
αυτοδιαψεύδομαι αυτοδικώ αυτοδιοικούμαι αυτοδιορίζομαι αυτοδιπλασιάζομαι
|
|||
|
αυτοελέγχομαι αυτοεξορίζομαι αυτοεπαινούμαι αυτοθαυμάζομαι αυτοθυσιάζομαι
|
|||
|
αυτοκαθαρίζομαι αυτοκαθορίζω αυτοκακολογούμαι αυτοκαταδικάζομαι αυτοκαταργώ
|
|||
|
αυτοκοροϊδεύομαι αυτοκριτικάρομαι αυτοκτονώ αυτοκυβερνιέμαι αυτοκυβερνώμαι
|
|||
|
αυτομαστιγώνομαι αυτοματοποιώ αυτομολώ αυτονομάζομαι αυτονομούμαι
|
|||
|
αυτοπαραπέμπομαι αυτοπαρηγοριέμαι αυτοπαρηγορούμαι αυτοπαρουσιάζομαι
|
|||
|
αυτοπραγματοποιούμαι αυτοπραγματώνομαι αυτοπροβάλλομαι αυτοπροσωπογραφούμαι
|
|||
|
αυτοπυρπολούμαι αυτοσυγκρατούμαι αυτοσυγχαίρομαι αυτοσυντηρούμαι
|
|||
|
αυτοσχεδιάζω αυτοτιμωρούμαι αυτοτιτλοφορούμαι αυτοτραυματίζομαι
|
|||
|
αυτοφωτογραφίζομαι αυτοφύομαι αυτοχαρακτηρίζομαι αυτοχειριάζομαι
|
|||
|
αυτοχρηματοδοτούμαι αυτοϊκανοποιούμαι αυτοϋπονομεύομαι αφήνομαι αφήνω
|
|||
|
αφαιμάσσω αφαιρούμαι αφαιρώ αφαλοκόβω αφανίζω αφαρπάζω αφελληνίζομαι
|
|||
|
αφεντεύω αφερματίζω αφηγούμαι αφηνιάζω αφηρωίζω αφθονώ αφιερώνω αφικνούμαι
|
|||
|
αφιονίζω αφιππεύω αφισοκολλώ αφλογιστώ αφογκράζομαι αφοδεύω αφομοιώνομαι
|
|||
|
αφοπλίζω αφορίζω αφορμίζω αφορμώμαι αφορώ αφοσιώνομαι αφουγκράζομαι αφρίζω
|
|||
|
αφροστεφανώνω αφρουκούμαι αφτιάζομαι αφυγραίνω αφυδατώνομαι αφυδατώνω
|
|||
|
αφυπηρετώ αφυπνίζομαι αφυπνίζω αχαμναίνω αχνίζω αχνοδιαγράφω αχνοτρέμω
|
|||
|
αχνοφωτίζω αχνότρεμος αχολογώ αχρειολογώ αχρηστεύω αχώ αψηφώ αψιδώνω αψιμαχώ
|
|||
|
αψώνω αἰσχροκερδῶ αἰσχρολογῶ βάζω βάλλομαι βάλλω βάνω βάπτω βάφομαι βάφω βέχω
|
|||
|
βαίνω βαβίζω βαβαδίζω βαβαλίζω βαγίζω βαδίζω βαθαίνω βαθμοθετώ βαθμολογώ
|
|||
|
βαθουλώνω βαθύνω βακρύζω βακχίζω βακχεύω βαλαντώνω βαλκανοποιώ βαλσάρω
|
|||
|
βαλτώνω βαπτίζομαι βαπτίζω βαρίσκω βαραίνω βαρβαρίζω βαρβατεύω βαρβατιάζω
|
|||
|
βαριέμαι βαριακούω βαριανασαίνω βαριαναστενάζω βαριεστίζω βαριεστώ
|
|||
|
βαριοκοιμάμαι βαρκούμαι βαρυγκομάω βαρυγκομώ βαρυγκωμάω βαρυγκωμώ βαρυθυμώ
|
|||
|
βαρυκολυώ βαρυπενθώ βαρυστομαχιάζω βαρυφαίνεται βαρύνομαι βαρύνω βαρύχνω βαρώ
|
|||
|
βασίζω βασανίζομαι βασανίζω βασιλεύω βασκάνω βασκαίνω βαστάζω βαστάω βαστιέμαι
|
|||
|
βατεύομαι βατεύω βατσινάρω βατταρίζω βαττολογώ βαυκαλάω βαυκαλίζομαι βαυκαλίζω
|
|||
|
βαφτίζομαι βαφτίζω βγάζω βγάνω βγαίνω βγιάζω βδελύσσομαι βεβαιώνομαι βεβαιώνω
|
|||
|
βεβηλώνω βεγγερίζω βελάζω βελονιάζω βελτιστοποιώ βελτιώνομαι βελτιώνω
|
|||
|
βερνικώνομαι βερνικώνω βηματίζω βιάζομαι βιάζομαι βιαιοπραγώ βιβλιοδετώ
|
|||
|
βιδώνομαι βιδώνω βικιλεξικό:ορισμοί βικιλεξικό:ορισμοί βικιποιώ βιντεοσκοπώ
|
|||
|
βιομηχανοποιώ βιοπορίζομαι βιράρω βιτσίζω βιώνω βκατίζω βλάπτω βλάφτω βλέπομαι
|
|||
|
βλακεύω βλαστάνω βλαστίζω βλασταίνω βλαστημώ βλαστολογώ βλασφημώ βλεπάω
|
|||
|
βλογώ βοήθεια:γρήγορη δημιουργία/ρημ- βοήθεια:διάρθρωση λημμάτων βογκάω
|
|||
|
βογκώ βοηθάω βοηθιέμαι βοηθώ βολίζω βολεί βολεύομαι βολεύω βολιδοσκοπώ
|
|||
|
βολοκοπώ βολτάρω βομβαρδίζω βοσκάω βοσκώ βοστρυχίζω βοστρυχώ βοτανίζω
|
|||
|
βουΐζω βουίζω βουβαίνομαι βουβαίνω βουβιάζω βουκολώ βουλίζομαι βουλίζω
|
|||
|
βουλιάζω βουλιέμαι βουλιμιώ βουλώνομαι βουλώνω βουρβουλακίζω βουρβουλακώ
|
|||
|
βουρλίζω βουρτσίζω βουρώ βουτάω βουτυρώνω βουτώ βούλομαι βοώ βράζω βρέχει
|
|||
|
βρέχω βρίζομαι βρίζω βρίθω βρίσκομαι βρίσκω βραβεύομαι βραβεύω βραδιάζει
|
|||
|
βραδυγλωττώ βραδυπορώ βραδύνω βρακώνομαι βραχνιάζω βραχυκυκλώνω βραχυλογώ
|
|||
|
βρεφοκομώ βρικολακιάζω βρομάω βρομίζω βρομοκοπάω βρομοκοπώ βρομώ βροντάω
|
|||
|
βροντοφωνάζω βροντοφωνώ βροντώ βρυχιέμαι βρυχώμαι βρωμάω βυζάνω βυζαίνω
|
|||
|
βυθάω βυθίζομαι βυθίζω βυθοκορώ βυθομετρώ βυθοσκοπώ βυθώ βυνοποιώ βυσματώνω
|
|||
|
βωμολοχώ βόσκω γένομαι γέρνω γίνομαι γαβγίζω γαβλίζω γαγγραινιάζω
|
|||
|
γαζώνω γαλακτοποιώ γαλακτωματοποιώ γαλβανίζω γαληνεύω γαληνιάζω γαλονάρω
|
|||
|
γαλονοφορώ γαλουχούμαι γαλουχώ γαλώνω γαμάω γαμιέμαι γαμπρίζω γαμώ γανιάζω
|
|||
|
γαντζώνω γανώνω γαργαλάω γαργαλίζω γαργαλεύω γαργαλιέμαι γαργαλώ γαργαρίζω
|
|||
|
γαρνίρω γαστρώνω γατσιάζω γαυριάζω γαυριώ γαϊτανώνω γγαστρώνομαι γγαστρώνω
|
|||
|
γδέρνω γδικιέμαι γδύνω γειτνιάζω γειτονεύω γειώνω γελιέμαι γελοιογραφώ
|
|||
|
γελοιοποιώ γελώ γεμίζω γεμόζω γενικεύομαι γενικεύω γενικολογώ γεννάω γεννιέμαι
|
|||
|
γεννώ γεράζω γεραίρω γερεύω γερνάω γερνώ γεροκομώ γευματίζω γεφυρώνω γεύομαι
|
|||
|
γηράσκω γηροκομώ γητεύω γιαίνω γιανίσκω γιαουρτώνω γιαρατίζω γιατρεύομαι
|
|||
|
γιατροπορεύομαι γιατροπορεύω γιγαντεύω γιγαντώνω γινατεύω γινώσκω γιομάζω
|
|||
|
γιομόζω γιορτάζομαι γιορτάζω γιουτώ γιουχάρω γιουχαΐζω γιώνω γκαβίζω γκαζώνω
|
|||
|
γκαρίζω γκαστρώνω γκεζεράω γκεζερίζω γκιζεράω γκιζερίζω γκλασάρω γκουγκλάρω
|
|||
|
γκρεμίζομαι γκρεμίζω γκρεμοτσακίζομαι γκριζάρω γκρινιάζω γκρουπάρω γκώνω γλακώ
|
|||
|
γλασάρω γλαυκώνω γλαφυραίνω γλείφομαι γλείφω γλεντάω γλεντοκοπάω γλεντοκοπώ
|
|||
|
γλιστράω γλιστρώ γλιτώνω γλυκίζω γλυκαίνομαι γλυκαίνω γλυκοβραδιάζει
|
|||
|
γλυκοκοιμάμαι γλυκοκοιτάζω γλυκοκουβεντιάζω γλυκομιλώ γλυκοσαλίζω γλυκοσαλιάζω
|
|||
|
γλυκοφέγγει γλυκοφιλάω γλυκοφιλώ γλυκοχαράζει γλυμίζω γλυτώνω γλυφίζω γλυφαίνω
|
|||
|
γλωσσοτρώω γλωσσοφιλώ γλύφω γνέθω γνέφω γνοιάζει γνοιάζομαι γνωματεύω
|
|||
|
γνωμολογώ γνωρίζομαι γνωρίζω γνωστεύω γνωστοποιούμαι γνωστοποιώ γογγύζω
|
|||
|
γομώ γομώνω γονατίζω γονιμοποιούμαι γονιμοποιώ γονυπετώ γουβιάζω γουβώνω
|
|||
|
γουρλώνω γουρμάζω γουρουνίζω γουρσουζεύω γουστάρω γράφω γραδάρω
|
|||
|
γραμμογραφώ γραμμοσκιάζω γραμμώνω γραντίζω γραπώνομαι γραπώνω γρασάρω
|
|||
|
γρατζουνίζω γρατζουνώ γρατσουνάω γρατσουνίζω γρατσουνώ γρηγορώ γρικώ γρινιάζω
|
|||
|
γριπώνομαι γροικώ γρονθοκοπώ γρουσουζεύω γρούζω γρυλίζω γρυλλίζω γρύζω γρύζω
|
|||
|
γυαλοκοπώ γυμνάζω γυμνητεύω γυμνώνω γυναικοκρατούμαι γυναικοφέρνω γυρίζω
|
|||
|
γυρνώ γυροφέρνω γυψώνω γωνιάζω δάκνω δένω δέομαι δέρνομαι δέρνω δέχομαι δέω
|
|||
|
δίνομαι δίνω δαγκάνομαι δαγκάνω δαγκώνομαι δαγκώνω δαιμονίζομαι δαιμονίζω
|
|||
|
δαιμονολογώ δαιμονοποιώ δακρυρροώ δακρύζω δακτυλογραφούμαι δακτυλογραφώ δαμάζω
|
|||
|
δανείζομαι δανείζω δανειοδοτώ δαπανώ δαπανώμαι δασκαλεύω δασμολογώ δασύνομαι
|
|||
|
δασώνω δαφνοστεφανώνομαι δαφνοστεφανώνω δαχτυλογραφώ δείχνομαι δείχνω δείχτω
|
|||
|
δειγματίζω δεικνύω δειλιάζω δεινοπαθώ δειπνώ δεκάζω δεκαπλασιάζω δεκαρολογώ
|
|||
|
δελεάζω δεματίζω δεματιάζω δενδροφυτεύω δεντροφυτεύομαι δεντροφυτεύω δεντρώνω
|
|||
|
δεσμεύομαι δεσμεύω δεσπόζω δευτερολογώ δευτερώνω δηγιέμαι δηλητηριάζομαι
|
|||
|
δηλοποιώ δηλώνω δημαγωγώ δημαρχεύω δημαρχώ δημεύω δημηγορώ δημιουργούμαι
|
|||
|
δημοκοπώ δημοκρατούμαι δημοπρατούμαι δημοπρατώ δημοσιεύομαι δημοσιεύω
|
|||
|
δημοσιοποιούμαι δημοσιοποιώ δημοσκοπώ δημοτικίζω δηώ δηώνω διάγω διάζομαι
|
|||
|
διέπω διέρχομαι διίσταμαι διαβάζομαι διαβάζω διαβάλλομαι διαβάλλω διαβαίνω
|
|||
|
διαβεβαιώνω διαβιβάζομαι διαβιβάζω διαβιβρώσκω διαβιώ διαβιώνω διαβλέπω
|
|||
|
διαβουκολώ διαβουλεύομαι διαβρέχω διαβρέχω διαβρώνω διαγγέλλω διαγιγνώσκω
|
|||
|
διαγουμίζομαι διαγουμίζω διαγράφομαι διαγράφω διαγραμμίζω διαγωνίζομαι
|
|||
|
διαδίδομαι διαδίδω διαδίνομαι διαδίνω διαδηλώνω διαδραματίζεται
|
|||
|
διαδραματίζω διαζευγνύω διαζώνω διαθέτω διαθερμαίνω διαθλώ διαθρυλώ διαιρώ
|
|||
|
διαιτητεύω διαιτώ διαιτώμαι διαιωνίζομαι διαιωνίζω διακανονίζω διακατέχομαι
|
|||
|
διακηρύσσω διακηρύττω διακηρύττω διακηρύχνω διακινδυνεύω διακινώ διακλαδίζω
|
|||
|
διακοινώνω διακομίζω διακονεύω διακονώ διακορεύω διακοσμώ διακρίνομαι διακρίνω
|
|||
|
διακτινίζω διακυβερνώ διακυβεύω διακυμαίνομαι διακωδικοποιώ διακωμωδώ
|
|||
|
διακόπτω διαλάμπω διαλέγομαι διαλέγω διαλαλώ διαλαμβάνω διαλανθάνω διαλείπω
|
|||
|
διαλευκαίνω διαλλάσσομαι διαλλάσσω διαλογίζομαι διαλύζω διαλύομαι διαλύω
|
|||
|
διαμένω διαμαρτυρώ διαμαρτύρομαι διαμείβομαι διαμείβω διαμελίζω διαμερίζω
|
|||
|
διαμεσολαβώ διαμετακομίζω διαμετρώ διαμηνύω διαμηχανώμαι διαμιλλώμαι
|
|||
|
διαμορφώνομαι διαμορφώνω διαμφισβητώ διανέμομαι διανέμω διανεμίζω διανεύω
|
|||
|
διανθώ διανοίγω διανοούμαι διανυκτερεύω διανυχτερεύω διανύω διαολίζω
|
|||
|
διαπαιδαγωγώ διαπεραιώνομαι διαπεραιώνω διαπερνάω διαπερνώ διαπιστεύομαι
|
|||
|
διαπιστώνομαι διαπιστώνω διαπλάθω διαπλάσσω διαπλέκω διαπλέω διαπλατύνω
|
|||
|
διαπνέομαι διαπομπεύω διαπορθμεύω διαπορώ διαποτίζω διαπράττω διαπρέπω
|
|||
|
διαπυούμαι διαρθρώνω διαρκώ διαρμίζω διαρπάζω διαρρέω διαρρήχνω διαρρηγνύω
|
|||
|
διασαλεύω διασαφηνίζω διασαφώ διασείω διασκέπτομαι διασκεδάζομαι διασκεδάζω
|
|||
|
διασκευάζω διασκορπίζομαι διασκορπίζω διασκορπώ διασπαθίζω διασπείρω διασπώ
|
|||
|
διαστέλλομαι διαστέλλω διαστίζω διασταυρώνομαι διασταυρώνω διαστρέφω
|
|||
|
διασυμπεριλαμβάνω διασυνδέω διασφαλίζω διασχίζω διασύρω διασώζω διατάζομαι
|
|||
|
διατάσσομαι διατάσσω διατέμνω διατίθεμαι διαταράζω διαταράσσω διατείνομαι
|
|||
|
διατηρούμαι διατηρώ διατηρῶ διατιμώ διατρέφομαι διατρέφω διατρίβω διατρανώνω
|
|||
|
διατυμπανίζω διατυπώνω διαυγάζω διαφέγγω διαφέρομαι διαφέρω διαφαίνομαι
|
|||
|
διαφεύγω διαφημίζομαι διαφημίζω διαφθείρω διαφιλονικώ διαφορίζω
|
|||
|
διαφοροποιώ διαφυλάγω διαφυλάσσω διαφυλάττω διαφωνώ διαφωτίζω διαχέομαι διαχέω
|
|||
|
διαχαράσσω διαχειμάζω διαχειρίζομαι διαχωρίζομαι διαχωρίζω διαχύνω διαψεύδομαι
|
|||
|
διαψύχω διβολίζω διδάσκομαι διδάσκω διεγείρω διεθνοποιούμαι διεθνοποιώ
|
|||
|
διεκδικώ διεκπεραιώνω διεκτραγωδώ διελέγχω διεμβάλλω διεμβολίζω διενεργώ
|
|||
|
διεξάγω διεξέρχομαι διερευνώ διερμηνεύω διερωτώμαι διευθετώ διευθύνομαι
|
|||
|
διευκολύνω διευκρινίζω διευκρινώ διευρύνομαι διευρύνω διηγιέμαι διηγούμαι
|
|||
|
διημερεύω διισχυρίζομαι δικάζω δικαιοδοτώ δικαιολογούμαι δικαιολογώ δικαιούμαι
|
|||
|
δικαιώνω δικηγορώ δικλώ δικρανίζω δικτυώνομαι δικτυώνω διογκούμαι διογκώνομαι
|
|||
|
διοικητικοποιώ διοικούμαι διοικώ διολισθαίνω διομολογώ διοπτεύω διορίζομαι
|
|||
|
διοργανώνομαι διοργανώνω διορθώνομαι διορθώνω διορύσσω διορώ διοχετεύομαι
|
|||
|
διπλαρώνω διπλασιάζομαι διπλασιάζω διπλοκλειδώνω διπλοπαρκάρω διπλοψηφίζω
|
|||
|
διπλώνω διποδίζω δισκοβολώ διστάζω δισχίζω διυλίζω διυλίζω διφωσφορυλιώνω
|
|||
|
διχάζω διχαλώνω διχογνομώ διχογνωμονώ διχογνωμώ διχοτομώ διψάω διψώ διώκομαι
|
|||
|
διώχνω δογματίζω δοκιμάζομαι δοκιμάζω δοκοθέτης δοκώ δολιεύομαι δολιχοδρομώ
|
|||
|
δολοφονώ δολώνω δομώ δονκιχωτίζω δονούμαι δονώ δοξάζομαι δοξάζω δοξαπατρίζω
|
|||
|
δοξολογώ δουλεύομαι δουλεύω δράττομαι δράχνω δρέπω δραματοποιούμαι δραματοποιώ
|
|||
|
δρασκελίζω δρασκελώ δραστηριοποιούμαι δραστηριοποιώ δραχμοποιώ δρεπανίζω
|
|||
|
δρομολογώ δροσίζομαι δροσίζω δροσερεύω δροσολογούμαι δροσολογώ δρω δυναμιτίζω
|
|||
|
δυναστεύω δυσανασχετώ δυσαρεστούμαι δυσαρεστώ δυσθυμώ δυσκολεύομαι δυσκολεύω
|
|||
|
δυσπιστώ δυστοκώ δυστροπώ δυστυχώ δυσφημίζω δυσφημώ δυσφορώ δυσχεραίνω δωρίζω
|
|||
|
δωροδοκώ δωροληπτώ δωρώ δύναμαι δύνομαι δύω δώνω είθισται είμαι εγγίζω
|
|||
|
εγγράφομαι εγγράφω εγγυοδοτώ εγγυούμαι εγγυώμαι εγείρω εγκαθίσταμαι εγκαθιδρύω
|
|||
|
εγκαινιάζω εγκαλούμαι εγκαλώ εγκαρδιώνω εγκαρτερώ εγκαταβιώ εγκαταβιώνω
|
|||
|
εγκαταλείπω εγκατασπείρω εγκατασταίνω εγκεντρίζω εγκιβωτίζω εγκλίνομαι εγκλείω
|
|||
|
εγκλιματίζομαι εγκλιματίζω εγκλωβίζω εγκολλώ εγκολπώνομαι εγκρίνω εγκυμονώ
|
|||
|
εγκωμιάζομαι εγκωμιάζω εγκύπτω εγχέω εγχαράσσω εγχειρίζω εγχειρώ εδέησα
|
|||
|
εδράζω εδραιώνω εδρεύω εθίζω εθελοτυφλώ εθνικοποιούμαι εθνικοποιώ ειδικεύομαι
|
|||
|
ειδοποιούμαι ειδοποιώ ειδωλοποιώ εικάζω εικονίζω εικονογραφώ εικοτολογώ
|
|||
|
ειμί ειρηνεύω ειρωνεύομαι εισάγομαι εισάγω εισέρχομαι εισέχω εισαγγελεύω
|
|||
|
εισακούω εισβάλλω εισδύω εισηγούμαι εισκομίζω εισοδηματοποιώ εισοδιάζω εισορμώ
|
|||
|
εισπνέω εισπράττω εισρέω εισροφώ εισφέρω εισχωρώ εκατοστίζω εκβάλλω εκβαίνω
|
|||
|
εκβαρβαρώνω εκβιάζω εκβιομηχανίζω εκβλαστάνω εκβράζω εκβραχίζω εκγηπεδώνω
|
|||
|
εκδέρω εκδίδομαι εκδίδω εκδασώνω εκδηλώνομαι εκδηλώνω εκδημοκρατίζω εκδημώ
|
|||
|
εκδικιέμαι εκδικούμαι εκδιώκω εκδράμω εκδύω εκθέτω εκθαμβώνω εκθειάζω
|
|||
|
εκθηλύνομαι εκθηλύνω εκθλίβω εκθρονίζομαι εκθρονίζω εκκαθαρίζω εκκαλώ
|
|||
|
εκκενώνω εκκινώ εκκλησιάζομαι εκκοκκίζω εκκολάπτω εκκρίνω εκκρεμώ εκλέγω
|
|||
|
εκλατομώ εκλαϊκεύω εκλείπω εκλεπτύνω εκλιπαρώ εκλογικεύομαι εκλογικεύω εκλύω
|
|||
|
εκμανθάνω εκμαυλίζω εκμεταλλεύομαι εκμηδενίζομαι εκμηδενίζω εκμηχανίζω
|
|||
|
εκμυζώ εκμυστηρεύομαι εκναυλώνω εκνευρίζομαι εκνευρίζω εκπέμπω εκπίπτω
|
|||
|
εκπαιδεύω εκπαραθυρώνω εκπαρθενεύω εκπατρίζομαι εκπηγάζω εκπλέω εκπλήσσομαι
|
|||
|
εκπλήττω εκπλειστηριάζομαι εκπλειστηριάζω εκπληρώνω εκπνέω εκποιούμαι εκποιώ
|
|||
|
εκπονώ εκπορεύομαι εκπορθώ εκπορνεύομαι εκπορνεύω εκπροσωπεύω εκπροσωπούμαι
|
|||
|
εκπτύσσω εκπυρσοκροτώ εκπωματίζω εκρέω εκρήγνυμαι εκριζώνω εκσκάπτω εκσλαβίζω
|
|||
|
εκσπερματώνω εκσπώ εκστασιάζομαι εκστομίζω εκστρατεύω εκσυγχρονίζω
|
|||
|
εκσφενδονίζω εκτίθεμαι εκτίνω εκτίω εκταμιεύω εκτείνομαι εκτείνω εκτελούμαι
|
|||
|
εκτελώ εκτιμώ εκτινάσσω εκτοκίζω εκτονώνομαι εκτονώνω εκτοξεύω εκτοπίζω
|
|||
|
εκτρέπομαι εκτρέπω εκτρέφω εκτραχηλίζομαι εκτραχύνω εκτροχιάζομαι εκτροχιάζω
|
|||
|
εκτυλίσσομαι εκτυλίσσω εκτυπώνομαι εκτυπώνω εκτυφλώνω εκφέρω εκφαυλίζω εκφεύγω
|
|||
|
εκφοβώ εκφορτίζω εκφορτώνω εκφράζομαι εκφράζω εκφυλίζω εκφωνώ εκφόρτιση
|
|||
|
εκφύω εκχέω εκχειλίζω εκχερσώνω εκχιονίζω εκχριστιανίζω εκχυδαΐζω εκχυλίζω
|
|||
|
εκχωρώ εκχύνω εκχύω ελέγχομαι ελέγχω ελίσσομαι ελαιοχρωματίζω ελασματοποιώ
|
|||
|
ελαττώνω ελαφραίνω ελαφρύνω ελαφρώνω ελαχιστοποιούμαι ελαχιστοποιώ ελαύνω
|
|||
|
ελεημονώ ελευθεριάζω ελευθεροκοινωνώ ελευθερώνομαι ελευθερώνω ελεώ ελκύω
|
|||
|
ελληνίζω ελληνογλωττώ ελλιμενίζω ελλοχεύω ελπίζω εμίζω εμβάζω εμβάλλω εμβαθύνω
|
|||
|
εμβολίζω εμβολιάζω εμμένω εμπήγω εμπίπτω εμπαίζω εμπεδώνω εμπεριέχομαι
|
|||
|
εμπιστεύομαι εμπλέκομαι εμπλέκω εμπλουτίζομαι εμπλουτίζω εμπνέω εμποδίζομαι
|
|||
|
εμποιώ εμπορευματοποιούμαι εμπορευματοποιώ εμπορεύομαι εμποτίζω εμπρέπει
|
|||
|
εμφαίνω εμφανίζομαι εμφανίζω εμφατίζω εμφιαλώνω εμφιλοχωρώ εμφορούμαι εμφυσώ
|
|||
|
εμφωλεύω εμψεκάζω εμψυχώνομαι εμψυχώνω εμώ ενάγω ενέχομαι ενέχω ενίσταμαι
|
|||
|
εναγκαλίζομαι εναλλάσσομαι εναλλάσσω ενανθρακώνω εναντιοδρομώ εναντιολογώ
|
|||
|
εναντιώνω εναποθέτω εναποθηκεύω εναπομένω εναπόκειμαι εναπόκειται
|
|||
|
εναρμονίζω ενασκώ ενασμενίζομαι ενασχολούμαι ενατενίζω ενγαλλίζω ενδέχεται
|
|||
|
ενδείκνυμαι ενδημώ ενδιαιτώμαι ενδιατρίβω ενδιαφέρομαι ενδιαφέρω ενδογενοποιώ
|
|||
|
ενδύομαι ενδύω ενεδρεύω ενεργοποιούμαι ενεργοποιώ ενεργώ ενεχυριάζω
|
|||
|
ενηλικιώνω ενημερώνομαι ενημερώνω ενθέτω ενθαρρύνω ενθουσιάζομαι ενθουσιάζω
|
|||
|
ενθρονίζω ενθυλακώνω ενθυμίζω ενθυμούμαι ενθυμώ ενιδρύω ενισχύομαι ενισχύω
|
|||
|
εννοούμαι εννοώ ενοικιάζομαι ενοικιάζω ενοικώ ενοποιούμαι ενοποιώ ενορχηστρώνω
|
|||
|
ενοφθαλμίζω ενοχλούμαι ενοχλώ ενοχοποιούμαι ενοχοποιώ ενσακκίζω ενσαρκώνω
|
|||
|
ενσπείρω ενσταλάζω ενστερνίζομαι ενσφηνώνω ενσωματώνω εντάσσω εντέλλομαι
|
|||
|
εντατικοποιώ ενταφιάζω εντείνω εντοιχίζω εντοπίζω εντρέπομαι εντρίβω
|
|||
|
εντρυφώ εντυπωσιάζομαι εντυπωσιάζω εντυπώνω ενυδατώνω ενυπάρχω ενυπνιάζομαι
|
|||
|
ενωτικεύω ενώνομαι ενώνω εξάγομαι εξάγω εξάπτομαι εξάπτω εξέρχομαι εξέχω
|
|||
|
εξαίρω εξαγγέλλω εξαγγλίζω εξαγιάζω εξαγνίζω εξαγοράζομαι εξαγοράζω
|
|||
|
εξαγριώνω εξαερίζω εξαερώνω εξαθλιώνομαι εξαθλιώνω εξαιρούμαι εξαιρώ
|
|||
|
εξακολουθώ εξακοντίζω εξακριβώνω εξαλείφω εξαλλάσσω εξανίσταμαι εξαναγκάζομαι
|
|||
|
εξανδραποδίζω εξανεμίζομαι εξανεμίζω εξανθρωπίζω εξαντλούμαι εξαντλώ εξαπατάω
|
|||
|
εξαπλασιάζω εξαπλώνομαι εξαπλώνω εξαπολύω εξαποστέλλω εξαργυρώνω εξαρθρώνομαι
|
|||
|
εξαρτάται εξαρτίζω εξαρτιέμαι εξαρτύζω εξαρτώ εξαρτώμαι εξαρχαΐζω εξασθενίζω
|
|||
|
εξασκώ εξασφαλίζω εξατμίζομαι εξατμίζω εξατομικεύω εξαφανίζομαι εξαφανίζω
|
|||
|
εξαχρειώνω εξαϋλώνω εξεγείρομαι εξεγείρω εξειδικεύομαι εξειδικεύω
|
|||
|
εξεικονίζω εξελέγχω εξελίσσομαι εξελίσσω εξελληνίζω εξεμώ εξεργάζομαι
|
|||
|
εξερευνώ εξερευνώμαι εξετάζομαι εξετάζω εξευγενίζω εξευμενίζω εξευρίσκω
|
|||
|
εξευτελίζομαι εξευτελίζω εξηγούμαι εξηγώ εξημερώνομαι εξημερώνω εξιδανικεύω
|
|||
|
εξικνούμαι εξιλεώνομαι εξιλεώνω εξισλαμίζω εξισορροπώ εξιστορώ εξισώνω εξιτάρω
|
|||
|
εξοβελίζω εξογκώνομαι εξογκώνω εξοδεύω εξοικίζω εξοικειώνομαι εξοικειώνω
|
|||
|
εξοκέλλω εξολισθάνω εξολισθαίνω εξολοθρεύω εξομαλίζω εξομαλύνω εξομοιώνω
|
|||
|
εξομολογούμαι εξομολογώ εξονειδίζω εξοντώνομαι εξοντώνω εξονυχίζω εξοπλίζω
|
|||
|
εξοργίζομαι εξοργίζω εξορκίζω εξορμώ εξορύσσομαι εξορύσσω εξοστρακίζομαι
|
|||
|
εξουδετερώνω εξουθενώνομαι εξουθενώνω εξουσιάζω εξουσιοδοτώ εξοφέρω εξοφλούμαι
|
|||
|
εξυβρίζω εξυγιαίνω εξυμνούμαι εξυμνώ εξυπακούεται εξυπηρετούμαι εξυπηρετώ
|
|||
|
εξυφαίνω εξυψώνω εξωθώ εξωραΐζω εξωτερικεύω εορτάζω επάγω επέρχομαι επέστη
|
|||
|
επίκειμαι επίκειται επαίρομαι επαγγέλλομαι επαγρυπνώ επαινούμαι επαινώ επαιτώ
|
|||
|
επακουμβώ επαλείφω επαληθεύομαι επαληθεύω επαμφοτερίζω επανάγω επανέρχομαι
|
|||
|
επαναβλέπω επαναγοράζω επαναδιαπραγματεύομαι επαναδιατάσσω επαναδιατυπώνω
|
|||
|
επαναδιοχετεύω επανακάμπτω επανακαθορίζω επανακρίνω επανακτώ επανακυκλοφορώ
|
|||
|
επαναλαμβάνω επαναλειτουργώ επαναμισθώνω επαναπέμπω επαναπατρίζομαι
|
|||
|
επαναπαύομαι επαναπαύω επαναποστέλλω επαναπροσδιορίζω επαναπροσλαμβάνω
|
|||
|
επαναρχίζω επαναστατικοποιώ επαναστατώ επανασυγκολλώ επανασυγκροτώ
|
|||
|
επανασυναρμολογώ επανασυνδέω επανασχεδιάζω επαναταξινομώ επανατοποθετούμαι
|
|||
|
επαναφέρω επανδρώνομαι επανδρώνω επανεγγράφω επανεγκαθιστώ επανεισάγω
|
|||
|
επανεκλέγω επανεκπαιδεύω επανεμφανίζω επανενεργοποιώ επανεντάσσω επανενώνω
|
|||
|
επανεξετάζω επανεπενδύω επανεπιβεβαιώνω επανιδρύω επανοξειδώνω επανορθώνω
|
|||
|
επαργυρώνω επαρκώ επαυξάνω επαφίεμαι επείγει επείγομαι επείγω επεκτείνομαι
|
|||
|
επελαύνω επεμβαίνω επενδύω επενεργώ επεξεργάζομαι επεξηγώ επερωτώ επευφημώ
|
|||
|
επιβάλλομαι επιβάλλω επιβαίνω επιβαρύνομαι επιβαρύνω επιβεβαιώνομαι
|
|||
|
επιβιβάζομαι επιβιβάζω επιβιώνω επιβλέπω επιβοηθώ επιβουλεύομαι επιβραβεύω
|
|||
|
επιγράφω επιδένω επιδέχομαι επιδίδομαι επιδίδω επιδίνω επιδαψιλεύω
|
|||
|
επιδείχνω επιδεικνύομαι επιδεικνύω επιδεινώνομαι επιδεινώνω επιδημώ επιδικάζω
|
|||
|
επιδιορθώνω επιδιώκω επιδοκιμάζω επιδοτώ επιδράμω επιδρώ επιζητώ επιζώ επιθέτω
|
|||
|
επιθυμώ επικάθημαι επικάθομαι επικαίω επικαθορίζω επικαλούμαι επικαλύπτομαι
|
|||
|
επικαρπώνομαι επικασσιτερώνομαι επικασσιτερώνω επικεντρώνομαι επικεντρώνω
|
|||
|
επικηρώνω επικοινωνικοποιώ επικοινωνώ επικολλώ επικονιάζομαι επικονιάζω
|
|||
|
επικρέμαμαι επικρέμαται επικρίνομαι επικρίνω επικρατεί επικρατώ επικροτώ
|
|||
|
επικυρώνω επικύπτω επιλέγω επιλαμβάνομαι επιλύνω επιλύομαι επιλύω επιμένω
|
|||
|
επιμελούμαι επιμερίζομαι επιμερίζω επιμεταλλώνω επιμετρώ επιμηκύνω επιμολύνω
|
|||
|
επιμορφώνω επινέμω επινεύω επινικελώνω επινοώ επιορκώ επιπάσσω επιπίπτω
|
|||
|
επιπεδώνω επιπλέω επιπλήττω επιπλώνομαι επιπλώνω επιπολάζω επιπωματίζω
|
|||
|
επισείω επισημαίνομαι επισημαίνω επισημοποιούμαι επισημοποιώ επισιτίζω
|
|||
|
επισκευάζομαι επισκευάζω επισκιάζομαι επισκιάζω επισκοπώ επισκοτίζω
|
|||
|
επισπεύδω επιστάζω επιστέφω επιστατώ επιστεγάζω επιστρέφομαι επιστρέφω
|
|||
|
επιστρατεύω επιστρώνω επισυμβαίνω επισυνάπτομαι επισυνάπτω επισφραγίζω
|
|||
|
επισύρω επιτάσσω επιτέλλω επιτίθεμαι επιταχύνομαι επιταχύνω επιτείνω επιτελώ
|
|||
|
επιτηρώ επιτιμώ επιτρέπεται επιτρέπω επιτρέχω επιτροπεύω επιτυγχάνω επιτυχαίνω
|
|||
|
επιφαίνομαι επιφοιτώ επιφορτίζομαι επιφορτίζω επιφυλάσσομαι επιφυλάσσω
|
|||
|
επιχαλκώνω επιχειρηματολογώ επιχειρώ επιχορηγώ επιχρίω επιχρυσώνω επιχρωματίζω
|
|||
|
επιχωριάζω επιχώνω επιψαύω εποικίζω εποικοδομώ εποικώ επονομάζω εποπτεύω
|
|||
|
εποφθαλμιώ εποφθαλμιώμαι εποχούμαι επωάζομαι επωάζω επωμίζομαι επωφελούμαι
|
|||
|
ερανίζομαι εργάζομαι εργοδοτώ εργώ ερείδομαι ερεθίζομαι ερεθίζω ερειπώνομαι
|
|||
|
ερευνώ ερευνώμαι ερεύγομαι ερημοδικώ ερημώνομαι ερημώνω ερματίζω ερμηνεύω
|
|||
|
ερυθριάζω ερυθριώ ερωτεύομαι ερωτοτροπώ ερωτώ ερώμαι εσθίω εσοδεύω εστιάζω
|
|||
|
εσωτερικεύω ετάζω ετεροχρονίζω ετοιμάζομαι ετοιμάζω ετυμολογώ ευαγγελίζομαι
|
|||
|
ευαισθητοποιώ ευαρεστούμαι ευαρεστώ ευγνωμονώ ευδαιμονίζω ευδαιμονώ ευδιάζω
|
|||
|
ευδοκώ ευελπιστώ ευεργετώ ευημερώ ευθετίζω ευθετώ ευθυγραμμίζω ευθυμογραφώ
|
|||
|
ευθυμώ ευθύνομαι ευκαιρώ ευκολύνω ευλαβούμαι ευλογούμαι ευλογώ ευνομούμαι
|
|||
|
ευνοώ ευοδούμαι ευοδώνομαι ευπορώ ευπραγώ ευπρεπίζω ευρίσκομαι ευρίσκω ευρωτιώ
|
|||
|
ευσπλαγχνίζομαι ευσπλαχνίζομαι ευσταθώ ευστοχώ ευτελίζω ευτρεπίζω ευτυχίζω
|
|||
|
ευφραίνομαι ευφραίνω ευφυολογώ ευχαριστιέμαι ευχαριστούμαι ευχαριστώ ευωδιάζω
|
|||
|
ευωχούμαι εφάπτομαι εφέλκω εφαρμόζομαι εφαρμόζω εφελκύω εφεσιβάλλω εφευρίσκω
|
|||
|
εφησυχάζω εφιδρώνω εφιστώ εφοδιάζομαι εφοδιάζω εφοπλίζω εφορεύω εφορμώ
|
|||
|
εχθρεύομαι εχτρεύομαι εύχομαι ζάφτω ζέχνω ζέω ζαβλακώνω ζαβώνω ζαλίζομαι
|
|||
|
ζαλικώνομαι ζαλικώνω ζαλώνομαι ζαλώνω ζαρίζω ζαρώνω ζαχαριάζω ζαχαρώνω
|
|||
|
ζελατινοποιώ ζεματίζω ζεματώ ζεσταίνομαι ζεσταίνω ζεστοκοπιέμαι ζευγαρίζω
|
|||
|
ζεύγω ζεύω ζηλεύω ζηλοτυπώ ζηλοφθονώ ζηλώ ζημιώνομαι ζημιώνω ζητιανεύω
|
|||
|
ζητωκραυγάζω ζητώ ζητῶ ζογκλάρω ζορίζομαι ζορίζω ζουζουνίζω ζουλίζω ζουλεύω
|
|||
|
ζουμάρω ζουπίζω ζουπώ ζουριάζω ζουρλαίνω ζοχαδιάζω ζυγίζω ζυγιάζω ζυγοσταθμίζω
|
|||
|
ζυμώνω ζω ζωγραφίζομαι ζωγραφίζω ζωγραφώ ζωηρεύω ζωντανεύω ζωογονώ ζωοποιώ
|
|||
|
ζώνω ηγεμονεύω ηγουμενεύω ηγούμαι ηδονίζομαι ηδονίζω ηδύνομαι ηθικολογώ
|
|||
|
ηθογραφώ ηθολογώ ηλεκτρίζομαι ηλεκτρίζω ηλεκτροδοτώ ηλεκτρολύω ηλεκτροφορώ
|
|||
|
ηλιάζω ηλικιώνομαι ημερεύω ημερώνω ημιταυτοχρονίζομαι ημπορώ ηνιοχώ ηξεύρω
|
|||
|
ηρεμώ ηρωοοποιούμαι ηρωοποιώ ησυχάζω ηττώμαι ηχοβολίζω ηχογραφώ ηχολογώ ηχώ
|
|||
|
θάβω θάλλω θάλπω θάπτω θάφτω θέλγω θέλω θέτω θέω θίγομαι θίγω θαλασσοδέρνομαι
|
|||
|
θαλασσοκρατώ θαλασσομαχώ θαλασσοπνίγομαι θαλασσοποιώ θαλασσώνω θαμάζω θαμβώνω
|
|||
|
θαμποφέγγω θαμπώνω θανατώνω θαρρεύω θαρρώ θαυμάζω θαυματουργώ θεατρίζω
|
|||
|
θεληματίζω θελιάζω θεμελιώνω θεοδρομώ θεολογώ θεομαχώ θεοποιούμαι θεοποιώ
|
|||
|
θερίζομαι θερίζω θεραπεύομαι θεραπεύω θεριακώνομαι θεριεύω θερμαίνω θερμομετρώ
|
|||
|
θεσιθηρώ θεσμίζω θεσμοθετώ θεσπίζω θεωρητικολογώ θεωρητικοποιώ θεωρούμαι θεωρώ
|
|||
|
θηκαρώνω θηκιάζω θηλάζω θηλιάζω θηλυκώνω θημωνιάζω θηρεύω θησαυρίζομαι
|
|||
|
θητεύω θλίβομαι θλίβω θνήσκω θολώνω θορυβούμαι θορυβώ θρέφω θρασεύω θρασομανώ
|
|||
|
θραύω θρηνολογώ θρηνούμαι θρηνωδώ θρηνώ θρησκεύομαι θριαμβεύω θριαμβολογώ
|
|||
|
θρομβούμαι θρομβώνω θρονιάζομαι θρονιάζω θροώ θρυλώ θρυμματίζομαι θρυμματίζω
|
|||
|
θρύβω θρύπτω θυμάμαι θυμίζω θυματοποιώ θυμιάζω θυμιατίζω θυμούμαι θυμώνω
|
|||
|
θυσιάζομαι θυσιάζω θωπεύω θωράω θωρακίζω θωρώ θύω ιαίνω ιατρεύω ιδανικεύω
|
|||
|
ιδιάζω ιδιοκατοικώ ιδιοποιούμαι ιδιωτεύω ιδιωτικοποιούμαι ιδιωτικοποιώ
|
|||
|
ιδρυματοποιούμαι ιδρυματοποιώ ιδρύω ιδρώνω ιεραρχώ ιερατεύω ιερολογώ ιεροσυλώ
|
|||
|
ιζάνω ιθύνω ικανοποιούμαι ικανοποιώ ικετεύω ιλαρύνω ιντριγκάρω ιονίζω ιππεύω
|
|||
|
ισάζω ισιάζω ισιώνω ισκιώνω ισοβαθμώ ισοδυναμώ ισοζυγίζω ισοζυγιάζω ισοζυγώ
|
|||
|
ισοπεδώνω ισορροπώ ισοσκελίζω ισοσταθμίζω ισοσταθμώ ισοφαρίζω ισοψηφώ ισούμαι
|
|||
|
ιστολογώ ιστορίζω ιστορώ ισχάζω ισχναίνω ισχνεύω ισχυρίζομαι ισχυροποιούμαι
|
|||
|
ισχύω ισώνω ιχνεύω ιχνηλατώ ιχνογραφώ κάβω κάθημαι κάθομαι κάμνω κάμπτω κάνω
|
|||
|
κήδομαι καίγομαι καίγω καίω καβαλικεύω καβαλώ καβαντζάρω καβατζάρω καβγαδίζω
|
|||
|
καβουρντίζω καγχάζω καδράρω καδρονιάζω καζανιάζω καζαντίζω καθάπτω καθέλκω
|
|||
|
καθίσταμαι καθαγιάζομαι καθαγιάζω καθαγνίζω καθαιμάσσω καθαιρώ καθαρίζομαι
|
|||
|
καθαρεύω καθαρογράφω καθαρογραφώ καθελκύω καθετηριάζω καθετοποιώ καθεύδω
|
|||
|
καθηλώνω καθησυχάζω καθιδρύω καθιερώνομαι καθιερώνω καθιζάνω καθικετεύω
|
|||
|
καθοδηγώ καθολικεύω καθομολογώ καθορίζω καθορώ καθοσιώνω καθρεπτίζω
|
|||
|
καθρεφτίζω καθυβρίζω καθυγραίνω καθυποτάζω καθυποτάσσω καθυποχρεώ καθυποχρεώνω
|
|||
|
καινοτομώ καιροσκοπώ καιροφυλακτώ καιροφυλαχτώ κακίζω κακαδιάζω κακαρίζω
|
|||
|
κακαφορούμαι κακιώνω κακοβάζω κακοβάνω κακογαμώ κακογεννώ κακογερνώ
|
|||
|
κακογράφω κακογραφώ κακοδαιμονώ κακοδιοικούμαι κακοδιοικώ κακοδοξώ κακοζωίζω
|
|||
|
κακοθανατίζω κακοκαρδίζω κακοκοιμάμαι κακολογιάζω κακολογώ κακομαθαίνω
|
|||
|
κακομεταχειρίζομαι κακομιλώ κακομοιριάζομαι κακομοιριάζω κακοπέφτω κακοπαίρνω
|
|||
|
κακοπαθώ κακοπαντρεύομαι κακοπαντρεύω κακοπερνώ κακοπληρώνω κακοποιούμαι
|
|||
|
κακοσαρκώνω κακοστομαχιάζω κακοσυνεύω κακοσυνηθίζω κακοσυσταίνω κακοτυχίζω
|
|||
|
κακουργώ κακοφέρνομαι κακοφαίνεται κακοφορμίζω κακοχρονίζω κακοχωνεύω
|
|||
|
κακοψήνω κακό χρόνο να 'χεις καλάρω καλένω καλαΐζω καλαθιάζω καλαθώνω καλακούω
|
|||
|
καλαμπουρίζω καλαρέσω καλαφατίζω καλημερίζομαι καλημερίζω καληνυχτίζω
|
|||
|
καλησπερίζω καλιγώνω καλιμπράρω καλλιγράφω καλλιγραφώ καλλιεργώ καλλιλογώ
|
|||
|
καλλουργώ καλλωπίζω καλλύνω καλλύνω καλμάρω καλμώνω καλοαρέσω καλοβαστώ
|
|||
|
καλοβράζω καλογεννώ καλογερεύω καλογυρεύω καλοδέχομαι καλοεξετάζω καλοζυγίζω
|
|||
|
καλοζώ καλοθανατίζω καλοθυμάμαι καλοθυμούμαι καλοκάθομαι καλοκαιρεύει
|
|||
|
καλοκαιριάζει καλοκαιριάζω καλοκαρδίζω καλοκοιμάμαι καλοκοιτάζω καλολέω
|
|||
|
καλομαθαίνω καλομελετώ καλομεταχειρίζομαι καλομετρώ καλομιλώ καλοναρχώ
|
|||
|
καλοπέφτω καλοπαντρεύομαι καλοπαντρεύω καλοπερνώ καλοπιάνω καλοπληρώνω
|
|||
|
καλοσκαμνίζω καλοστρώνομαι καλοστρώνω καλοσυνεύω καλοσυνηθίζω καλοταΐζω
|
|||
|
καλοτυχίζω καλουμάρω καλουπώνω καλοφαίνομαι καλοχρονίζω καλοχωνεύω καλοψήνομαι
|
|||
|
καλοψυχίζω καλούμαι καλπάζω καλπονοθεύω καλυτερεύω καλωδιώνω καλωσορίζω
|
|||
|
καλύπτω καλώ καλῶ καμακίζω καμακιάζω καμακώνω καμαρώνομαι καμαρώνω καματεύω
|
|||
|
καμινιάζω καμμύζω καμμύω καμνώ καμουφλάρω καμπανίζω καμπουριάζω καμπυλώνω
|
|||
|
κανακίζω κανακεύω κανονίζομαι κανονίζω κανοναρχώ κανονιοβολώ καπακώνω καπαρώνω
|
|||
|
καπελώνω καπηλεύομαι καπιστρώνω καπιτονάρω καπλαντίζω καπνίζω καραβοτσακίζομαι
|
|||
|
καραμελιάζω καραμελώνομαι καραμελώνω καρατάρω καρατομώ καραφλιάζω καρβουνιάζω
|
|||
|
καρδαμώνω καρδιοχτυπώ καρικώνω καρκινοβατώ καρναγιάρω καρπίζω καρπαζώνω
|
|||
|
καρπολογώ καρποφορώ καρπούμαι καρπώνομαι καρτελοποιώ καρτερεύω καρτερώ
|
|||
|
καρυκεύω καρφιτσώνομαι καρφιτσώνω καρφώνομαι καρφώνω καρώνω κασελιάζω
|
|||
|
κασσιτερώνομαι κασσιτερώνω κατάγομαι κατάγω κατάκειμαι κατάσχομαι κατάσχω
|
|||
|
κατέχομαι κατέχω καταβάλλομαι καταβάλλω καταβαίνω καταβαραθρώνω καταβιβάζω
|
|||
|
καταβοδώνω καταβολίζω καταβολεύω καταβολιάζω καταβρέχομαι καταβρέχω
|
|||
|
καταβροχθίζω καταβυθίζω καταγίνομαι καταγγέλλω καταγελώ καταγιγνώσκω
|
|||
|
καταγοητεύω καταγράφομαι καταγράφω καταδέχομαι καταδίδω καταδίνω καταδαμάζω
|
|||
|
καταδεικνύω καταδημαγωγώ καταδικάζω καταδιώκω καταδολιεύομαι καταδυναστεύω
|
|||
|
καταζητούμαι καταζητώ καταθέτω καταθλίβω καταθορυβώ κατακάθημαι κατακάθομαι
|
|||
|
κατακαθίζω κατακεραυνώνω κατακερματίζομαι κατακερματίζω κατακιτρινίζω
|
|||
|
κατακλίνομαι κατακλείνω κατακλύζομαι κατακλύζω κατακοκκινίζω κατακουράζω
|
|||
|
κατακρίνομαι κατακρίνω κατακρατώ κατακραυγάζω κατακρεουργώ κατακρημνίζω
|
|||
|
κατακτώ κατακτώμαι κατακυριεύω κατακυρώνω κατακόβω κατακόπτω καταλάμπω
|
|||
|
καταλήγω καταλαβαίνω καταλαγιάζω καταλαλώ καταλαμβάνω καταλασπώνω καταλείπω
|
|||
|
καταληστεύω καταλογίζω καταλογογραφώ καταλυπώ καταλύω καταλώ καταμαρτυρώ
|
|||
|
καταμαυρίζω καταμερίζω καταμετρώ καταμηνύω καταμοσχεύω κατανέμω καταναγκάζω
|
|||
|
καταναλώνομαι καταναλώνω καταναυμαχώ κατανεύω κατανικώ κατανοώ καταντρέπομαι
|
|||
|
καταντροπιάζω καταντώ καταξεραίνω καταξεσκίζω καταξεσχίζω καταξηραίνω
|
|||
|
καταξοδεύομαι καταξοδεύω καταξοδιάζω καταπέμπω καταπέφτω καταπίνω καταπίπτω
|
|||
|
καταπείθω καταπιάνομαι καταπιέζω καταπικραίνω καταπλέω καταπλήσσω καταπλήττω
|
|||
|
καταπληγώνω καταπλημμυρίζω καταπλημμυρώ καταπλύνομαι καταπνίγω καταπολεμάω
|
|||
|
καταπολεμώ καταπολεμώμαι καταπονούμαι καταποντίζω καταπονώ καταπραΰνομαι
|
|||
|
καταπτοώ καταπτύω καταργώ καταριέμαι καταριθμώ καταρρέω καταρρίπτω
|
|||
|
καταρρακώνω καταρροφώ καταρτίζω καταρώμαι κατασβήνω κατασημαίνω κατασιγάζω
|
|||
|
κατασκευάζομαι κατασκευάζω κατασκηνώνομαι κατασκηνώνω κατασκιάζω κατασκονίζω
|
|||
|
κατασκορπίζω κατασκοτώνομαι κατασκοτώνω κατασπαράζω κατασπαράσσω κατασπαταλώ
|
|||
|
καταστέλλω καταστίζω κατασταίνω κατασταλάζω καταστενοχωρώ καταστερίζω
|
|||
|
καταστρέφω καταστρατηγώ καταστροφολογώ καταστρώνω κατασυκοφαντώ κατασυντρίβω
|
|||
|
κατασφαγιάζω κατασχάζω κατασωτεύω κατατάσσομαι κατατάσσω κατατέμνω κατατίθεμαι
|
|||
|
καταταράζω καταταράσσω κατατείνω κατατεμαχίζω κατατοπίζομαι κατατοπίζω
|
|||
|
κατατρίβομαι κατατραυματίζω κατατρομάζω κατατροπώνω κατατρυπώ κατατρύχω
|
|||
|
κατατρώω κατατσακίζω κατατυραννώ καταυγάζω καταυλίζομαι καταφέρνω καταφέρομαι
|
|||
|
καταφαίνομαι καταφεύγω καταφθάνω καταφιλῶ καταφρονώ καταφτάνω καταχέζω
|
|||
|
καταχειροκροτώ καταχερίζω καταχεριάζω καταχνιάζει καταχρεώνομαι καταχρώμαι
|
|||
|
καταχωνιάζω καταχωρίζω καταχωρώ καταχώνομαι καταχώνω καταψηφίζω καταψύχω
|
|||
|
καταϋποχρεώνω κατεβάζω κατεβαίνω κατεδαφίζω κατειρωνεύομαι κατενθουσιάζω
|
|||
|
κατεργάζομαι κατερειπώνω κατευθύνομαι κατευθύνω κατευνάζω κατευοδώνω
|
|||
|
κατηγοριοποιούμαι κατηγοριοποιώ κατηγορούμαι κατηγορώ κατηφορίζω κατηχώ
|
|||
|
κατισχύω κατοικίζω κατοικοεδρεύω κατοικώ κατολισθαίνω κατολοφύρομαι κατονομάζω
|
|||
|
κατοπτρίζω κατορθώνω κατοστίζω κατουριέμαι κατουρώ κατοχυρώνω κατρακυλάω
|
|||
|
κατραμώνω κατραπακιάζω κατσαβιδώνω κατσαδιάζω κατσαρώνω κατσιάζω κατσικώνομαι
|
|||
|
κατσουφιάζω καυκιέμαι καυλαντίζω καυλοκοιτάω καυλώνω καυτηριάζω καυχησιολογώ
|
|||
|
καφασώνω καψαλίζω καψώνω κβαντίζω κείμαι κείρομαι κείρω κείτομαι κελαδώ
|
|||
|
κελαηδώ κελαρύζω κελαϊδάω κελαϊδώ κελεύω κεντράρω κεντρίζω κεντρώνω κεντώ
|
|||
|
κεραμιδώνω κερατώνω κεραυνοβολώ κεραυνώνω κερδίζομαι κερδίζω κερδαίνω κερδεύω
|
|||
|
κερματίζω κερνάω κερνώ κερώνω κεφαλαιοποιώ κεφαλαλγώ κεφαλοπονώ κηδεμονεύω
|
|||
|
κηκίω κηλιδώνω κηπεύω κηρύσσομαι κηρύσσω κηρύττομαι κηρύττω κιαλάρω κιβδηλεύω
|
|||
|
κιθαρίζω κιθαρωδώ κιμαδιάζω κινδυνεύω κινδυνολογώ κινηματογραφούμαι
|
|||
|
κινητοποιούμαι κινητοποιώ κινητροδοτούμαι κινητροδοτώ κινούμαι κιντυνεύω κινώ
|
|||
|
κιτρινίζω κλάνω κλέβω κλέπτω κλέπτω κλέφτω κλίνω κλαίγομαι κλαίγω κλαίω
|
|||
|
κλαδεύω κλαδώνω κλαουρίζω κλαρώνω κλασαυχενίζομαι κλασικίζω κλατάρω
|
|||
|
κλαψουρίζω κλείνω κλειδαμπαρώνω κλειδαριθμώ κλειδομανταλώνω κλειδώνομαι
|
|||
|
κλειώ κληροδοτώ κληρονομούμαι κληρονομώ κληρώνω κλητεύομαι κλητεύω κλικάρω
|
|||
|
κλιμακώνομαι κλιμακώνω κλονίζομαι κλονίζω κλοτσάω κλοτσώ κλουβιάζω κλουβιαίνω
|
|||
|
κλωθογυρίζω κλωνοποιώ κλωσώ κλωτσώ κλώζω κλώθω κνίζω κοάζω κοίτομαι κογιονάρω
|
|||
|
κοιλαίνω κοιλοπονώ κοιμάμαι κοιμίζω κοιμούμαι κοινολογώ κοινοποιούμαι
|
|||
|
κοινωνικοποιώ κοινωνώ κοιτάζομαι κοιτάζω κοιτώ κοκαλιάζω κοκαλώνω κοκκαλώνω
|
|||
|
κοκκοποιώ κοκορίζω κοκορεύομαι κολάζω κολακεύω κολαντρίζω κολατσίζω κολαφίζω
|
|||
|
κολεκτιβοποιώ κολεχτιβοποιώ κολλάρω κολλάω κολλαρίζω κολλώ κολοβώνω κολυμπάω
|
|||
|
κολώ κομίζω κομματίζομαι κομματιάζω κομματοσκυλιάζω κομουνίζω κομπάζω κομπιάζω
|
|||
|
κομπλιμεντάρω κομποδένω κομπορρημονώ κομπώνω κομψεύομαι κονεύω κονιοποιώ
|
|||
|
κονιορτοποιώ κονομάω κονσερβοποιώ κονταίνω κοντανασαίνω κονταροχτυπιέμαι
|
|||
|
κοντοζυγώνω κοντοστέκομαι κοντοστέκω κοντράρω κοντραστάρω κοντροκρατώ
|
|||
|
κοπάζω κοπανίζω κοπανώ κοπιάζω κοπιάρω κοπιώ κοπρίζω κοπροσκυλιάζω κοπροσκυλώ
|
|||
|
κορακιάζω κορδακίζομαι κορδακίζω κορδελιάζω κορδώνομαι κορδώνω κορεννύομαι
|
|||
|
κορεύω κοριάζω κορνάρω κορνιζάρω κορνιζώνω κοροϊδεύω κορτάρω κορυβαντιώ
|
|||
|
κορυφώνομαι κορυφώνω κορφολογώ κορώνω κοσίζω κοσεύω κοσκινίζω κοσμώ κοστάρω
|
|||
|
κοστολογώ κοτάω κοτσάρω κοτώ κουβαλάω κουβαλώ κουβαριάζω κουβεντιάζω κουβιαίνω
|
|||
|
κουδουνίζω κουζουλαίνω κουκουλώνομαι κουκουλώνω κουλάρω κουλαίνω κουλαντρίζω
|
|||
|
κουλουριάζω κουμαντάρω κουμπαριάζω κουμπώνω κουνάω κουνιέμαι κουντώ κουνώ
|
|||
|
κουράζω κουράρω κουρδίζομαι κουρδίζω κουρελιάζω κουρεύομαι κουρεύω
|
|||
|
κουρνιάζω κουρντίζω κουρσεύω κουρταλώ κουτιαίνω κουτουλίζω κουτουλώ κουτουπώνω
|
|||
|
κουτρουβαλώ κουτρώ κουτσαίνω κουτσοκαταφέρνω κουτσομπολεύω κουτσομπολιάζω
|
|||
|
κουτσοπερπατώ κουτσουλίζω κουτσουλώ κουτσουρεύω κουφίζω κουφαίνω κουφοβράζω
|
|||
|
κοφινιάζω κοφώνω κοχλάζω κοχλιώνω κοψομεσιάζομαι κοψομεσιάζω κοψοχολιάζω κράζω
|
|||
|
κρέμομαι κρέμουμαι κρένω κρίνομαι κρίνω κραίνω κραδαίνω κρασάρω κρασοπίνω
|
|||
|
κραταιώνω κρατιέμαι κρατικοποιούμαι κρατικοποιώ κρατούμαι κρατύνω κρατώ
|
|||
|
κρεβατώνομαι κρεβατώνω κρεμάω κρεμιέμαι κρεμνώ κρεμώ κρεουργώ κρεοφαγώ κρεπάρω
|
|||
|
κρηπιδώνω κρησαρίζω κριθαρίζω κριματίζομαι κριματίζω κριτικάρω κριτσανίζω
|
|||
|
κροταλίζω κροτώ κρουσταλλιάζω κρουστοϋφαίνω κρούω κρυολογώ κρυπτογραφώ
|
|||
|
κρυσταλλώνω κρυφακούω κρυφογελώ κρυφοκαίω κρυφοκαμαρώνω κρυφοκοιτάζομαι
|
|||
|
κρυφοκοιτάω κρυφοκοιτιέμαι κρυφοκοιτώ κρυφομιλώ κρυφοσμίγω κρυώνω κρύβομαι
|
|||
|
κρύπτω κρώζω κτίζω κτενίζω κτερίζω κτηνοβατώ κτυπάω κτυπιέμαι κτυπώ κτώμαι
|
|||
|
κυβερνάω κυβερνιέμαι κυβερνώ κυβερνώμαι κυβεύω κυκλοφορώ κυκλώνω κυλάω κυλίω
|
|||
|
κυλινδρώνω κυλινδώ κυλώ κυμαίνομαι κυματίζω κυμβαλίζω κυνηγώ κυοφορώ κυριαρχώ
|
|||
|
κυριεύω κυριολεκτώ κυριολεχτώ κυρτώνω κυρώ κυρώνω κωδικοποιώ κωδωνίζω
|
|||
|
κωκύω κωλοβαράω κωλοβαρώ κωλοκάθομαι κωλοφιλώ κωλυσιεργώ κωλύομαι κωλύω κωλώνω
|
|||
|
κωπηλατώ κωφεύω κόβομαι κόβω κόπτομαι κόπτω κόφτω κύκλω κύπτω κύρω λάμνω λάμπω
|
|||
|
λέγω λέω λήγω λαβαίνω λαβατώνω λαβώνω λαγαρίζω λαγγεύω λαγιάζω λαγνοκοιτώ
|
|||
|
λαγοκοιμάμαι λαγχάνω λαδομπογιαντίζω λαδομπογιατίζω λαδώνω λαθεύω λαθρακιάζω
|
|||
|
λαθροταξιδεύω λακίζω λακτίζω λακωνίζω λακώ λαλώ λαμβάνομαι λαμβάνω λαμινάρω
|
|||
|
λαμπικάρω λαμποκοπάω λαμποκοπώ λαμπρύνω λαμπυρίζω λαναρίζω λανθάνω λανσάρω
|
|||
|
λαπαδιάζω λαρυγγίζω λασκάρω λασπιάζω λασποκυλιέμαι λασπολογώ λασπώνω λατινίζω
|
|||
|
λατρεύω λαφιάζω λαφυραγωγώ λαχαίνω λαχανιάζω λαχταρίζω λαχταρώ λαϊκίζω λείπω
|
|||
|
λεβάρω λεηλατώ λειαίνω λειτουργιέμαι λειτουργούμαι λειτουργώ λειχηνιάζω
|
|||
|
λειώνω λεκιάζω λεξιθηρώ λεξικογραφώ λεοντοποιώ λεπταίνω λεπτολογώ λεπτύνω
|
|||
|
λερώνω λεσβιάζω λευκάζω λευκαίνω λευκοφορώ λευτερώνω λευχειμονώ λημεριάζω
|
|||
|
λημματολογώ λησμονάω λησμονώ ληστεύω ληστοκρατούμαι λιάζομαι λιάζω λιανίζω
|
|||
|
λιανοκόβω λιβανίζω λιβελογραφώ λιγδιάζω λιγδώνω λιγνεύω λιγοθυμώ λιγοστεύω
|
|||
|
λιγοψυχώ λιγώνομαι λιγώνω λιθοβολώ λιθογραφώ λιθοδομώ λιθολογώ λιθοστρώνω
|
|||
|
λικνίζω λιμάζω λιμάρω λιμνάζω λιμοκτονώ λιμπίζομαι λιμώττω λιντσάρω λιοτρίβω
|
|||
|
λιποθυμάω λιποθυμώ λιποτακτώ λιποταχτώ λιποψυχώ λιτανεύω λιχνίζω λιχνεύομαι
|
|||
|
λιώνω λογίζομαι λογαριάζομαι λογαριάζω λογγώνω λογιάζομαι λογιάζω λογιέμαι
|
|||
|
λογικεύω λογιοτατίζω λογογραφώ λογοδοτώ λογοκλέπτω λογοκλοπώ λογοκρίνω
|
|||
|
λογοπαικτώ λογοφέρνω λογυρνάω λογχίζω λογχεύω λοιδορώ λοξεύω λοξοδρομώ
|
|||
|
λουλουδίζω λουλουδιάζω λουπάρω λουσάρω λουσαρίζω λουστράρω λουφάζω λουφάρω
|
|||
|
λούζω λούω λυγίζω λυγιέμαι λυγώ λυμαίνομαι λυντσάρω λυπάμαι λυπούμαι λυποῦμαι
|
|||
|
λυσσάζω λυσσιάζω λυσσομανώ λυσσώ λυτρώνομαι λυτρώνω λωβιάζω λωλαίνω λύνομαι
|
|||
|
λύω μάμνω μάχομαι μέλει μέλλω μέλπω μέμφομαι μένω μίσγω μαίνομαι μαγαρίζω
|
|||
|
μαγγώνομαι μαγγώνω μαγειρεύομαι μαγειρεύω μαγεύομαι μαγεύω μαγκεύω μαγκώνω
|
|||
|
μαγνητίζω μαγνητοσκοπούμαι μαγνητοσκοπούμαι μαγνητοσκοπώ μαγνητοφωνώ μαδάω
|
|||
|
μαζεύομαι μαζεύω μαζώνω μαζώχνω μαθαίνω μαθεύομαι μαθητεύω μαθητιώ μαιεύομαι
|
|||
|
μακαρίζω μακαρονίζω μακελεύω μακιγιάρομαι μακιγιάρω μακραίνω μακρηγορώ
|
|||
|
μακροθυμώ μακρολογώ μακρύνω μαλάζω μαλάσσω μαλαγρώνω μαλακίζομαι μαλακώνομαι
|
|||
|
μαλαματοκαπνίζομαι μαλαματοκαπνίζω μαλαματώνω μαλαμοκαπνίζω μαλθακώνω μαλλιάζω
|
|||
|
μαλώνω μανίζω μανατζάρω μανθάνω μανιάζω μανικώνω μανιπουλάρω μανιώνω
|
|||
|
μαντάρω μανταλώνω μαντατεύω μαντεύω μαντιλοδένομαι μαντρίζω μαντρώνω
|
|||
|
μαραίνομαι μαραίνω μαραγκιάζω μαραζιάζω μαραζώνω μαργώνω μαρινάρω μαρκάρω
|
|||
|
μαρκαλίζω μαρκαλώ μαρμαίρω μαρμαρώνω μαρσάρω μαρτυράω μαρτυρώ μασάω μασιέμαι
|
|||
|
μασουλάω μασουλίζω μασουλιέμαι μασουλώ μασουρίζω μαστίζω μαστιγώνω μαστιχώνω
|
|||
|
μαστουριάζω μαστουρώνω μασώ μασώμαι ματίζω ματαέρχομαι ματαβλέπω ματαγυρίζω
|
|||
|
ματαιοδοξώ ματαιολογώ ματαιοπονώ ματαιοφρονώ ματαιώνω ματιάζω ματοκυλίζω
|
|||
|
ματώνω μαυλάω μαυλίζω μαυρίζω μαυρολογώ μαυροφορώ μαχαιρώνομαι μαχαιρώνω
|
|||
|
μαϊνάρω μαϊστραλίζω μεγαλαυχώ μεγαληγορώ μεγαλοπιάνομαι μεγαλοποιούμαι
|
|||
|
μεγαλοπραγμονώ μεγαλορρημονώ μεγαλουργώ μεγαλοφέρνω μεγαλοφρονώ μεγαλύνω
|
|||
|
μεγαλώνω μεγεθύνω μεγιστοποιούμαι μεγιστοποιώ μεθάω μεθερμηνεύω μεθοδεύω
|
|||
|
μεθορμίζω μεθύσκομαι μεθύσκω μεθύω μεθώ μειγνύω μειδιώ μειοδοτώ μειονεκτώ
|
|||
|
μειοψηφώ μειώνω μελαίνω μελαγχολώ μελανειμονώ μελανηφορώ μελανιάζω μελανώνω
|
|||
|
μελετώ μελετώμαι μελοδραματοποιώ μελοποιώ μελωδώ μελώνω μεμψιμοιρώ μερίζω
|
|||
|
μερεμετίζω μερεύω μεριάζω μερικεύω μεριμνώ μεροληπτώ μερώνω
|
|||
|
μεσημεριάζει μεσημεριάζω μεσιτεύω μεσοκόβω μεσολαβώ μεσουρανώ μεστώνω μεσώ
|
|||
|
μετέρχομαι μετέχω μεταβάλλομαι μεταβάλλω μεταβαίνω μεταβαπτίζω μεταβιβάζω
|
|||
|
μεταβολίζω μεταγγίζομαι μεταγγίζω μεταγλωττίζομαι μεταγλωττίζω μεταγράφομαι
|
|||
|
μεταγραμματίζω μεταγυρίζω μεταδίδομαι μεταδίδω μεταδίνω μεταδιεγείρω μεταθέτω
|
|||
|
μετακινούμαι μετακινώ μετακομίζω μεταλαβαίνω μεταλαμβάνω μεταλαμπαδεύω
|
|||
|
μεταλλάσσομαι μεταλλάσσω μεταλλεύω μεταμελούμαι μεταμισθώνω μεταμορφώνομαι
|
|||
|
μεταμοσχεύομαι μεταμοσχεύω μεταμφίεση μεταμφιέζομαι μεταμφιέζω μεταναστεύω
|
|||
|
μετανοώ μεταπίπτω μεταπείθομαι μεταπείθω μεταπηδώ μεταπλάθω μεταπλάσσω
|
|||
|
μεταποιώ μεταπουλάω μεταπουλώ μεταπωλούμαι μεταπωλώ μεταραιώνω μεταρρυθμίζομαι
|
|||
|
μεταρσιώνομαι μεταρσιώνω μετασκευάζομαι μετασκευάζω μετασταθμεύω
|
|||
|
μεταστοιχειώνω μεταστρέφομαι μεταστρέφω μεταστρατοπεδεύω μετασχηματίζομαι
|
|||
|
μετατάσσομαι μετατάσσω μετατίθεμαι μετατοπίζομαι μετατοπίζω μετατρέπω
|
|||
|
μεταφέρνω μεταφέρομαι μεταφέρω μεταφορτώνω μεταφράζομαι μεταφράζω
|
|||
|
μεταφυτεύω μεταχειρίζομαι μεταχρωματίζω μετεγγράφομαι μετεγγράφω
|
|||
|
μετεκπαιδεύω μετεμφυτεύομαι μετεμψυχώνομαι μετεμψυχώνω μετενσαρκώνομαι
|
|||
|
μετενσωματώνω μετεξελίσσομαι μετεπιβιβάζω μετεωρίζομαι μετεωρίζω μετοικίζω
|
|||
|
μετονομάζομαι μετονομάζω μετουσιώνω μετοχετεύω μετράω μετριάζομαι μετριάζω
|
|||
|
μετριοφρονώ μετρώ μεφιτίζω μηδίζω μηδενίζομαι μηδενίζω μηκύνω μηκώμαι μηλοβολώ
|
|||
|
μηνύομαι μηνύω μηνώ μηρυκάζω μηχανεύομαι μηχανογραφώ μηχανοποιώ
|
|||
|
μηχανοργανώνω μηχανορραφώ μηχανώμαι μιαίνομαι μιαίνω μικιάρω μικραίνω
|
|||
|
μικροδείχνω μικρολογώ μικροπαντρεύομαι μικροπαντρεύω μικροφέρνω μικρύνω μιλάω
|
|||
|
μιλώ μιμούμαι μινάρω μινυρίζω μιξάρω μισανοίγω μισεύω μισθοδοτώ μισθώνομαι
|
|||
|
μισοκοιμάμαι μισοτελειώνω μισούμαι μισώ μνέσκω μνημονεύομαι μνημονεύω
|
|||
|
μνηστεύομαι μνηστεύω μοιάζω μοιράζομαι μοιράζω μοιραίνω μοιρολογώ μοιχεύω
|
|||
|
μολέρνω μολεύομαι μολεύω μολογώ μολυβώνω μολύνομαι μολύνω μομιοποιώ μονάζω
|
|||
|
μονιάζω μονιμοποιούμαι μονιμοποιώ μονογράφομαι μονογράφω μονογραφώ μονοδρομώ
|
|||
|
μονολογώ μονομαχώ μονοπωλούμαι μονοπωλώ μοντάρω μοντερνίζω μονώνομαι μονώνω
|
|||
|
μορφοποιούμαι μορφοποιώ μορφοτυπώ μορφώνομαι μορφώνω μοσκοβολώ μοσκομυρίζω
|
|||
|
μοστράρω μοσχεύω μοσχοβολώ μοσχομυρίζω μοσχοπληρώνω μοσχοπουλιέμαι μοσχοπουλώ
|
|||
|
μουγγαίνω μουγκαίνομαι μουγκαίνω μουγκανίζω μουγκρίζω μουδιάζω μουζώνομαι
|
|||
|
μουκανίζω μουλαρώνω μουλιάζω μουλώνω μουλώχνω μουμιοποιούμαι μουμιοποιώ
|
|||
|
μουνουχίζω μουντάρω μουνταίνω μουντζαλώνομαι μουντζαλώνω μουντζουρώνομαι
|
|||
|
μουντζώνομαι μουντζώνω μουραίνω μουρλαίνομαι μουρλαίνω μουρμουράω μουρμουρίζω
|
|||
|
μουρτζουφλώ μουσκεύομαι μουσκεύω μουσκλιάζω μουσουργώ μουστώνω μουτεύω
|
|||
|
μουτρώνω μουφλουζεύω μουχλιάζω μουχρώνει μουχρώνω μοχθώ μοχλεύω μοχτώ μπάζω
|
|||
|
μπήγω μπήζω μπήχνω μπαίνω μπαγδαντίζω μπαγδατίζω μπαγιατίζω μπαγιατεύω
|
|||
|
μπαζώνω μπαινοβγαίνω μπακιρώνω μπαλαμουτιάζω μπαλαντζάρω μπαλσαμώνω μπαλωτάρω
|
|||
|
μπαλώνω μπαμπακιάζω μπαμπουλώνω μπανίζω μπανιάρομαι μπανιάρω μπανιαρίζω
|
|||
|
μπαρκάρω μπαρουτιάζω μπασταρδεύομαι μπασταρδεύω μπαστουρώνω μπατάρω μπατίρω
|
|||
|
μπατιρίζω μπατσίζω μπαφιάζω μπαϊλντίζω μπαϊλντώ μπεγλερίζω μπεγλερώ μπεζεράω
|
|||
|
μπεκρολογάω μπεκρολογώ μπεκροπίνω μπεκρουλιάζω μπεμπεκίζω μπερδεύομαι μπερδεύω
|
|||
|
μπιζάρω μπιμπικιάζω μπιμπιλώνω μπινεύω μπιρμπιλίζω μπιτίζω μπιφτεκώνω
|
|||
|
μπλέκω μπλαβίζω μπλανσάρω μπλαστρώνομαι μπλαστρώνω μπλοκάρω μπλοφάρω
|
|||
|
μπογιατίζομαι μπογιατίζω μποδίζω μπολεύω μπολιάζομαι μπολιάζω μπολικαίνω μπορώ
|
|||
|
μποσκάρω μποτζάρω μποτιλιάρω μποτσάρω μπουγαδιάζω μπουγελώνω μπουζουριάζω
|
|||
|
μπουκετάρω μπουκώνομαι μπουκώνω μπουμπουκιάζω μπουμπουνίζει μπουμπουνίζω
|
|||
|
μπουρδουκλώνομαι μπουρδουκλώνω μπουρινιάζω μπουσουλάω μπουσουλίζω μπουσουλώ
|
|||
|
μποχάρω μποϊκοτάρω μποϋκοτάρω μπρουμουτίζω μυγιάζομαι μυζώ μυθιστοριογραφώ
|
|||
|
μυθογραφώ μυθολογώ μυθοποιούμαι μυθοποιώ μυκτηρίζω μυκώμαι μυξιάζω μυξοκλαίω
|
|||
|
μυρίζομαι μυρίζω μυριαναστενάζω μυρμηγκιάζω μυρμηκιώ μυρώνω μυσταγωγώ μυστρίζω
|
|||
|
μυωπάζω μυώ μωλωπίζομαι μωλωπίζω μωραίνομαι μωραίνω μωρολογώ μωρουδίζω μύρομαι
|
|||
|
νέμομαι νέμω νέω νίβομαι νίβω νίπτω νίφτω νανουρίζομαι νανουρίζω ναρκισσεύομαι
|
|||
|
ναρκοθετώ ναρκώνομαι ναρκώνω ναυαγώ ναυλοχώ ναυλώνομαι ναυλώνω ναυμαχώ
|
|||
|
ναυπηγοκατασκευαστικός ναυπηγούμαι ναυπηγώ ναυτίλλομαι ναυτολογώ νεάζω
|
|||
|
νεανίζω νεκατσιώ νεκρανασταίνομαι νεκρανασταίνω νεκροστολίζω νεκροφιλώ
|
|||
|
νεκρώνω νεοσσεύω νεροβράζω νερουλιάζω νερώνω νετάρω νευριάζω νεφελοβατώ
|
|||
|
νεωλκώ νεωτερίζω νεύω νηνεμώ νηολογώ νηπιάζω νηπιοβαπτίζω νηστεύω νιαουρίζω
|
|||
|
νικιέμαι νικώ νικῶ νιτροποιώ νιώθω νιώνω νογάω νογώ νοηματοδοτώ νοθεύομαι
|
|||
|
νοιάζει νοιάζομαι νοικιάζομαι νοικιάζω νοικοκερεύω νοικοκυρεύομαι νοικοκυρεύω
|
|||
|
νομίζω νομαρχώ νοματίζω νομιμοποιούμαι νομιμοποιώ νομισματοποιώ νομοθετούμαι
|
|||
|
νοούμαι νοσηλεύομαι νοσηλεύω νοσταλγώ νοστιμίζω νοστιμεύομαι νοστιμεύω
|
|||
|
νοσώ νοτίζω νουθετώ νουνίζω νοώ νταβραντίζω νταγιαντίζω νταγιαντώ ντακέρνω
|
|||
|
νταντεύω νταραβερίζομαι ντελαλώ ντελαπάρω ντεμπουτάρω ντεραπάρω ντερλικώνω
|
|||
|
ντοπάρω ντουμανιάζω ντουμπλάρω ντουφεκίζομαι ντουφεκίζω ντουχιουντίζω
|
|||
|
ντρεσάρω ντροπιάζομαι ντροπιάζω ντύνομαι ντύνω ντώνω νυγματίζω νυκτερεύω
|
|||
|
νυμφεύομαι νυμφεύω νυμφοστολίζω νυστάζω νυφοστολίζω νυχιάζω νυχτερεύω
|
|||
|
νυχτοπερπατώ νυχτώνει νυχτώνομαι νυχτώνω νωχελεύω ξέρω ξέω ξαίνω ξαγγρίζω
|
|||
|
ξαγκιστρώνομαι ξαγκιστρώνω ξαγναντεύω ξαγορεύω ξαγρυπνώ ξαδιαντροπεύομαι
|
|||
|
ξαλέθω ξαλαφρώνω ξαλεγράρω ξαλλάζω ξαλμυρίζω ξαμολάω ξαμολιέμαι ξαμολώ ξαμώνω
|
|||
|
ξανάρχομαι ξανάφτω ξαναβάζω ξαναβάφω ξαναβγάζω ξαναβλέπω ξαναβράζω ξαναβρίσκω
|
|||
|
ξαναγαπώ ξαναγεμίζω ξαναγεννιέμαι ξαναγεννιούμαι ξαναγράφω ξαναγυρίζω
|
|||
|
ξαναδίνω ξαναδείχνω ξαναδιαβάζω ξαναδοκιμάζω ξαναενώνω ξαναεφαρμόζω
|
|||
|
ξαναζωντανεύω ξαναθυμάμαι ξαναθυμίζω ξανακάνω ξανακαλώ ξανακερδίζω
|
|||
|
ξανακοιμάμαι ξανακούω ξανακτίζω ξανακτυπώ ξανακυκλοφορώ ξανακυλώ ξαναλέγω
|
|||
|
ξαναλογαριάζω ξαναμιλώ ξαναμοιράζω ξαναμπαίνω ξαναμωραίνομαι ξανανάβω
|
|||
|
ξανανιώνω ξανανταμώνω ξαναξεκινώ ξαναπέφτω ξαναπαίρνω ξαναπαντρεύομαι
|
|||
|
ξαναπιάνω ξαναπληρώνω ξαναρίχνω ξαναρχίζω ξαναρχινώ ξαναρωτώ ξανασαίνω
|
|||
|
ξανασπρώχνομαι ξαναστήνω ξαναστρώνω ξανατοποθετούμαι ξανατρέχω ξανατυπώνω
|
|||
|
ξαναφέρνω ξαναφαίνομαι ξαναφεύγω ξαναφορμάρω ξαναφορτώνω ξαναφορώ ξαναφουντώνω
|
|||
|
ξαναχρησιμοποιώ ξαναχτίζω ξαναχτυπώ ξαναϋιοθετώ ξανεμίζω ξανθίζω ξανθαίνω
|
|||
|
ξανοίγω ξανταίνω ξαντιμεύω ξαπλάρω ξαπλώνομαι ξαπλώνω ξαπολνώ ξαπολώ
|
|||
|
ξαποστέλνω ξαποσταίνω ξαραχνιάζω ξαργώ ξαρματώνω ξαρμυρίζω ξαρραβωνιάζω
|
|||
|
ξαστερώνω ξαστοχώ ξαφνίζω ξαφνιάζομαι ξαφνιάζω ξαφρίζω ξεαποφασίζω ξεβάφω
|
|||
|
ξεβγάζομαι ξεβγάζω ξεβγάνω ξεβγαίνω ξεβιδώνω ξεβιράρω ξεβλασταρώνω ξεβλαστώνω
|
|||
|
ξεβουλώνω ξεβουτυρώνω ξεβράζω ξεβρακώνω ξεβρομίζω ξεγίνομαι ξεγαντζώνω
|
|||
|
ξεγελιέμαι ξεγελώ ξεγεννώ ξεγιβεντίζω ξεγλιστρώ ξεγνοιάζω ξεγοφιάζω ξεγράφω
|
|||
|
ξεγυμνώνω ξεγυρίζω ξεδένω ξεδίνω ξεδιακρίνω ξεδιαλέγω ξεδιαλύνω ξεδικιούμαι
|
|||
|
ξεδιψώ ξεδολώνω ξεδοντιάζομαι ξεδοντιάζω ξεζαλίζομαι ξεζαλίζω ξεζεύω ξεζουμάρω
|
|||
|
ξεζώνω ξεθάβω ξεθάφτω ξεθαμπώνω ξεθαρρεύω ξεθεμελιώνω ξεθεώνω ξεθηκαρώνω
|
|||
|
ξεθολώνω ξεθυμαίνω ξεθυμώνω ξεκάνω ξεκίνα ξεκαβαλικεύω ξεκαθαρίζω ξεκακιώνω
|
|||
|
ξεκαλουπώνω ξεκαλτσώνω ξεκαμπίζω ξεκαπακώνω ξεκαπελώνω ξεκαπιστρώνω ξεκαπνίζω
|
|||
|
ξεκαρφιτσώνω ξεκαρφώνω ξεκατινιάζω ξεκινάω ξεκινώ ξεκλέβω ξεκλειδώνομαι
|
|||
|
ξεκληρίζομαι ξεκληρίζω ξεκλωσώ ξεκοιλιάζομαι ξεκοιλιάζω ξεκοκαλίζομαι
|
|||
|
ξεκολλώ ξεκουμπίζομαι ξεκουμπώνομαι ξεκουμπώνω ξεκουράζομαι ξεκουράζω
|
|||
|
ξεκουρντίζω ξεκουτιαίνω ξεκουφαίνω ξεκρίνω ξεκρεμώ ξεκωλώνω ξεκόβω ξεκόφτω
|
|||
|
ξελαγαρίζω ξελαιμιάζομαι ξελαιμιάζω ξελακκώνω ξελαμπικάρω ξελαρυγγίζομαι
|
|||
|
ξελασκάρω ξελασπώνω ξελαφάσω ξελαφρώνω ξελειτουργώ ξελεπίζω ξελεπιάζω
|
|||
|
ξελιγώνω ξελογγώνω ξελογιάζω ξεμένω ξεμαγαρίζω ξεμαθαίνω ξεμακραίνω ξεμαλλιάζω
|
|||
|
ξεμασκαλίζω ξεμασκαρεύω ξεματιάζω ξεμαυλίζω ξεμεσημέριασμα ξεμεσημεριάζω
|
|||
|
ξεμοναχιάζω ξεμοντάρω ξεμουδιάζω ξεμουχλιάζω ξεμπαρκάρω ξεμπαστουρώνω
|
|||
|
ξεμπλέκω ξεμπλοκάρω ξεμπουκάρω ξεμπρατσώνομαι ξεμπροστιάζω ξεμυαλίζω
|
|||
|
ξεμυτίζω ξεμυτώ ξεμωραίνομαι ξεμωραίνω ξενίζω ξεναγούμαι ξεναγώ ξενερίζω
|
|||
|
ξενηλατώ ξενιτεύομαι ξενοδουλεύω ξενοιάζω ξενοικιάζω ξενοκοιμάμαι
|
|||
|
ξενοκοιτάζω ξενοκρατούμαι ξενοπλένω ξενοράβω ξεντερίζω ξεντύνομαι ξεντύνω
|
|||
|
ξενυχιάζω ξενυχτάω ξενυχτίζω ξενυχτώ ξεπέφτω ξεπαίρνομαι ξεπαγιάζω ξεπαγώνω
|
|||
|
ξεπαλουκώνω ξεπαραδιάζω ξεπαραλώ ξεπαρθενεύω ξεπαρθενιάζω ξεπαστρεύω
|
|||
|
ξεπατώνομαι ξεπατώνω ξεπεζεύω ξεπερνώ ξεπετάγομαι ξεπετιέμαι ξεπετώ ξεπηδώ
|
|||
|
ξεπλέκω ξεπλένομαι ξεπλένω ξεπλανεύω ξεπλατίζω ξεπληρώνω ξεπλύνω
|
|||
|
ξεποδαριάζω ξεπορτίζω ξεπουλώ ξεπουπουλιάζω ξεπροβάλλω ξεπροβαίνω ξεπροβαδίζω
|
|||
|
ξεπροβοδίζω ξεπροβοδώ ξεπροβοδώνω ξερίχνω ξεραίνομαι ξεραίνω ξεριζώνομαι
|
|||
|
ξερνάω ξερνοβολώ ξερνώ ξεροβήχω ξεροκαταπίνω ξεροκοκκινίζω ξεροσταλιάζω
|
|||
|
ξεροψήνομαι ξεροψήνω ξεσέρνω ξεσαβουρώνω ξεσαλώνω ξεσαμαρώνω ξεσβερκιάζομαι
|
|||
|
ξεσελώνω ξεσηκώνομαι ξεσηκώνω ξεσκάζω ξεσκάω ξεσκίζομαι ξεσκίζω ξεσκαλίζω
|
|||
|
ξεσκαρτάρω ξεσκατίζω ξεσκατώνω ξεσκεπάζω ξεσκλαβώνω ξεσκολίζω ξεσκονίζω
|
|||
|
ξεσκουντώ ξεσκουριάζω ξεσκουφώνομαι ξεσκουφώνω ξεσπάζω ξεσπάω ξεσπαθώνω
|
|||
|
ξεσποριάζω ξεσπώ ξεσταχυάζω ξεστηθώνομαι ξεστηθώνω ξεστολίζω ξεστομίζω
|
|||
|
ξεστραβώνω ξεστρατίζω ξεστρώνομαι ξεστρώνω ξεσυνερίζομαι ξεσυννεφιάζω
|
|||
|
ξεσφίγγω ξεσφραγίζω ξεσχίζω ξεσύρω ξεταπώνω ξετελεύω ξετεντώνω ξετιμώ ξετινάζω
|
|||
|
ξετρελαίνω ξετρυπάω ξετρυπώνω ξετσιπώνομαι ξετυλίγομαι ξετυλίγω ξευτελίζω
|
|||
|
ξεφαντώνω ξεφεύγω ξεφιτιλίζω ξεφιτιλώ ξεφλουδίζομαι ξεφλουδίζω ξεφορμάρω
|
|||
|
ξεφορτώνω ξεφουρνίζω ξεφουσκώνομαι ξεφουσκώνω ξεφράζω ξεφτίζω ξεφτιλίζομαι
|
|||
|
ξεφτώ ξεφυλλίζω ξεφυσώ ξεφυτρώνω ξεφωνίζω ξεφωνώ ξεχάνω ξεχέζω ξεχαρβαλώνομαι
|
|||
|
ξεχειλίζω ξεχειλώνω ξεχειμάζω ξεχειμωνιάζω ξεχειρίζω ξεχερσώνω ξεχνάω
|
|||
|
ξεχνώ ξεχολιάζω ξεχοντρίζω ξεχορταριάζω ξεχρεώνομαι ξεχρεώνω ξεχωνιάζω
|
|||
|
ξεχύνομαι ξεχύνω ξεχώνομαι ξεχώνω ξεψαρώνω ξεψαχνίζω ξεψειρίζω ξεψυχώ ξεϊδρώνω
|
|||
|
ξεύρω ξηγώ ξηλώνω ξημαρίζω ξημεροβραδιάζομαι ξημερώνει ξημερώνομαι ξημερώνω
|
|||
|
ξιδιάζω ξινίζω ξιπάζομαι ξιπάζω ξιπολιέμαι ξιφομαχώ ξιφουλκώ ξοδεύομαι ξοδεύω
|
|||
|
ξολοθρεύω ξομολογιέμαι ξομολογώ ξομπλιάζω ξορκίζω ξουραφίζω ξοφλάω ξυλίζω
|
|||
|
ξυλιάζω ξυλογραφώ ξυλοκοπώ ξυλουργώ ξυλοφορτώνομαι ξυλοφορτώνω ξυπνώ
|
|||
|
ξυπολυέμαι ξυρίζω ξυραφίζομαι ξυραφίζω ξυστρίζω ξωμένω ξύνομαι ξύνω ξύπνα ξύω
|
|||
|
οβελίζομαι οβελίζω ογκανίζω ογκούμαι ογκώμαι ογκώνομαι ογκώνω ογραίνω οδεύω
|
|||
|
οδηγούμαι οδηγώ οδοιπορώ οδοστρώνω οδύρομαι οζονίζω οζοντίζω
|
|||
|
οιακίζω οιακοστροφώ οικίζω οικειοποιούμαι οικειούμαι οικειώνομαι οικοδομούμαι
|
|||
|
οικοκυρεύω οικονομώ οικοπεδοποιώ οικουρώ οικτίρω οικώ οιμώζω οιστρηλατούμαι
|
|||
|
οιωνίζομαι οιωνοσκοπώ οκνεύω οκνώ οκταπλασιάζω ολιγοπιστώ ολιγοστεύω ολιγοψυχώ
|
|||
|
ολισθαίνω ολοκληρώνομαι ολοκληρώνω ολολύζω ολοφύρομαι ομαδοποιώ ομαλίζω
|
|||
|
ομαλοποιώ ομαλύνω ομιλώ ομνύω ομογνωμονώ ομοδοξώ ομοιάζω ομοιοκαταληκτώ
|
|||
|
ομοιώνω ομολογώ ομονοώ ομορφαίνω ομοσιτώ ομοφηφώ ομοφρονώ ομοφωνώ ομπυάζω
|
|||
|
ομόνω ονειδίζω ονειρεύομαι ονειριάζομαι ονειροβατώ ονειροπολώ ονειρώττω
|
|||
|
ονομάζω ονοματίζω ονοματοθετώ ονοματοποιώ οντουλάρω οξειδοφωσφορυλιώνω
|
|||
|
οξειδώνω οξεοποιώ οξιδώνομαι οξιδώνω οξυγονοκολλώ οξυγονώ οξυγονώνω οξυτονώ
|
|||
|
οπαλίζω οπισθογραφώ οπισθοδρομώ οπισθοχωρώ οπλίζομαι οπλίζω οπλομαχώ οπλοφορώ
|
|||
|
ορέγομαι ορίζομαι ορίζω οραματίζομαι οργίζομαι οργίζω οργανώνομαι οργανώνω
|
|||
|
οργώ οργώνομαι οργώνω ορειχαλκώνω ορθιάζω ορθογραφώ ορθοποδίζω ορθοποδώ
|
|||
|
ορθοτονώ ορθοφρονώ ορθώνομαι ορθώνω οριζοντιώνομαι οριζοντιώνω οριοθετούμαι
|
|||
|
οριστικοποιούμαι οριστικοποιώ ορκίζομαι ορκίζω ορκοδοτώ ορκωμοτώ ορμάω ορμίζω
|
|||
|
ορμηνεύω ορμώ ορμώμαι οροθετώ ορρωδώ ορτσάρω ορφανίζω ορφανεύω ορχούμαι ορύσσω
|
|||
|
ορώ οσμίζομαι οστεοποιώ οστεώνομαι οστεώνω οσφραίνομαι ουρανοβατώ ουριοδρομώ
|
|||
|
ουρώ ουσιαστικοποιούμαι οφείλομαι οφείλω οχεύω οχλοκρατούμαι οχταπλασιάζω
|
|||
|
οχυρώνω πάγω πάλλομαι πάλλω πάσχω πάω πέλω πέμπομαι πέμπω πένομαι πέποιθα
|
|||
|
πέρδομαι πέτομαι πέφτω πήζω πίνω πίπτω πίπτω παίζομαι παίζω παίρνομαι παίρνω
|
|||
|
πααίνω παγαίνω παγανίζω παγιδεύομαι παγιδεύω παγιοποιώ παγιώνομαι παγιώνω
|
|||
|
παγοδρομώ παγοποιώ παγουδιάζω παγουδιώ παγώνω παζαρεύω παθαίνω παθητικοποιώ
|
|||
|
παθοπλαντάζω παιανίζω παιγνιδίζω παιδαγωγώ παιδεύω παιδιακίζω παιδιαρίζω
|
|||
|
παιδοποιώ παιζογελώ παινεύομαι παινεύω παινώ παιχνιδίζω παιχνιδιαρίζω πακετάρω
|
|||
|
πακτώνω παλαίω παλαβώνω παλαιώνομαι παλαιώνω παλαμίζω παλαντζάρω παλεύω
|
|||
|
παλινδρομώ παλιννοστώ παλινορθώνομαι παλινορθώνω παλινωδώ παλιώνομαι παλιώνω
|
|||
|
παλουκώνω πανάρω πανίζω πανηγυρίζω πανθομολογούμαι πανιάζω πανικοβάλλομαι
|
|||
|
πανουκλιάζω παντέχω παντελονιάζω παντρεύομαι παντρεύω παντρολογιέμαι
|
|||
|
παντρολογώ παξιμαδιάζω παπαγαλίζω παπαδοκρατούμαι παπαριάζω παπλώνω
|
|||
|
παπουτσώνω παράγομαι παράγω παράκειμαι παρέλκω παρέρχομαι παρέχομαι παρέχω
|
|||
|
παραέχω παραβάλλομαι παραβάλλω παραβαίνω παραβαραίνω παραβαρύνω παραβγαίνω
|
|||
|
παραβλάπτω παραβλέπομαι παραβράζω παραγίνομαι παραγγέλλομαι παραγγέλλω
|
|||
|
παραγεμίζομαι παραγεμίζω παραγεράζω παραγερνώ παραγιομίζω παραγκωνίζομαι
|
|||
|
παραγνωρίζομαι παραγνωρίζω παραγοντοποιούμαι παραγοντοποιώ παραγράφομαι
|
|||
|
παραγραμματίζω παραδέρνω παραδέχομαι παραδίδεται παραδίδομαι παραδίδω
|
|||
|
παραδειγματίζομαι παραδειγματίζω παραδειγματολογώ παραδιαβάζω παραδοξολογώ
|
|||
|
παραείμαι παραζαλίζω παραζεσταίνομαι παραζεσταίνω παραθέτω παραθαρρεύω
|
|||
|
παραθερίζω παραθερμαίνομαι παραθερμαίνω παραθυμώνω παραινώ παραιτούμαι παραιτώ
|
|||
|
παρακάθομαι παρακάμπτω παρακάνω παρακαλούμαι παρακαλώ παρακαταθέτω παρακεντώ
|
|||
|
παρακινούμαι παρακινώ παρακλαδεύω παρακμάζω παρακοιμάμαι παρακοιμούμαι
|
|||
|
παρακολουθώ παρακούω παρακρατούμαι παρακρατώ παρακωλύομαι παρακωλύω παραλέω
|
|||
|
παραλαμβάνομαι παραλαμβάνω παραλαντίζω παραλείπω παραληρώ παραλλάζω
|
|||
|
παραλλάσσω παραλληλίζομαι παραλληλίζω παραλογίζομαι παραλογιάζω παραλύω
|
|||
|
παραμακραίνω παραμακρύνω παραμελώ παραμερίζομαι παραμερίζω παραμετροποιώ
|
|||
|
παραμονεύω παραμορφώνω παραμπαίνω παραμπουκώνω παραμυθιάζομαι παραμυθιάζω
|
|||
|
παραμυθούμαι παρανομάζω παρανομιάζω παρανομώ παρανοώ παρανυστάζω παραξενεύομαι
|
|||
|
παραξενιάζω παραξηλώνω παραξοδεύομαι παραξοδεύω παραξοδιάζω παραπέμπομαι
|
|||
|
παραπέφτω παραπίνω παραπαίρνω παραπαίω παραπατώ παραπαχαίνω παραπείθω παραπετώ
|
|||
|
παραπλέω παραπλανιέμαι παραπλανώ παραπλανώμαι παραπληροφορούμαι παραπληροφορώ
|
|||
|
παραποιώ παραπονιέμαι παραπονιούμαι παραπονούμαι παραρίχνω παραρρέω
|
|||
|
παρασέρνω παρασημαίνω παρασημοφορούμαι παρασημοφορώ παρασιτώ παρασιωπώ
|
|||
|
παρασκευάζω παρασπονδώ παραστέκομαι παραστέκω παρασταίνω παραστρατίζω
|
|||
|
παρασύρομαι παρασύρω παρατάσσομαι παρατάσσω παρατίθεμαι παρατείνω
|
|||
|
παρατεντώνω παρατηρώ παρατηρῶ παρατιέμαι παρατιμονιάζω παρατρέπω παρατρέχω
|
|||
|
παρατραβώ παρατρώγω παρατρώω παρατυγχάνω παρατυπώ παρατυπώνω παρατώ παραφέρνω
|
|||
|
παραφθείρω παραφορτώνομαι παραφορτώνω παραφουντώνω παραφουσκώνομαι
|
|||
|
παραφράζω παραφρονώ παραφυλάγω παραφυλάω παραφωνάζω παραφωνώ παραχέζω
|
|||
|
παραχαράσσομαι παραχαράσσω παραχαϊδεύω παραχειμάζω παραχοντραίνω παραχωρούμαι
|
|||
|
παραχώνομαι παραχώνω παραψένω παραψήνω παραωριμάζω παρεδρεύω παρεισάγω
|
|||
|
παρεισφρέω παρεκβαίνω παρεκκλίνω παρεκτείνω παρεκτρέπομαι παρελαύνω
|
|||
|
παρελκύω παρεμβάλλομαι παρεμβάλλω παρεμβαίνω παρεμπίπτω παρεμποδίζω παρεμφαίνω
|
|||
|
παρενθέτω παρεννοώ παρενοχλούμαι παρενοχλώ παρεντίθεμαι παρεξηγιέμαι
|
|||
|
παρεξηγώ παρεπιδημώ παρερμηνεύομαι παρερμηνεύω παρετυμολογώ παρευρίσκομαι
|
|||
|
παριστάνω παριστώ παρκάρω παρκετάρω παρλάρω παροικώ παρομοιάζω παρομοιώνω
|
|||
|
παροξύνω παροπλίζω παροργίζω παρορμώ παρορμώμαι παρορώ παροτρύνω παρουσιάζομαι
|
|||
|
παροχετεύομαι παροχετεύω παρωδούμαι παρωδώ παρωθώ πασάρω πασέρνω πασαλείβω
|
|||
|
πασκάζω πασκίζω πασπαλίζομαι πασπαλίζω πασπατεύγω πασπατεύω πασσαλώνω
|
|||
|
παστρεύγω παστρεύω παστώνω πασχάζω πασχίζω πατάσσομαι πατάσσω πατάω πατεντάρω
|
|||
|
πατικώνω πατινάρω πατριαρχεύω πατριαρχώ πατρονάρω πατσίζω πατσαβουριάζομαι
|
|||
|
παττίζω πατώ πατώνω παφλάζω παχαίνω παχνιάζω παχτώνω παχύνω παύομαι παύω
|
|||
|
πείθω πεδικλώνομαι πεδικλώνω πεδιλώνω πεζεύω πεζογραφώ πεζοδρομώ πεζολογώ
|
|||
|
πεζοπορώ πεθαίνω πεθυμώ πειθαναγκάζομαι πειθαναγκάζω πειθαρχώ πεινάω πεινώ
|
|||
|
πειράζω πειραματίζομαι πειρατεύω πειρώμαι πεισματώνω πεισμώνω πελαγίζω
|
|||
|
πελαγώνω πελεκάω πελεκίζω πελεκιέμαι πελεκώ πελιδνούμαι πενηνταρίζω πενθηφορώ
|
|||
|
πενταπλασιάζω πεντοβολώ περίκειμαι περαίνω περαιώνω περατώνω περδικλώνω
|
|||
|
περεχύνω περεχώ περηφανεύομαι περιάγω περιάπτω περιέρχομαι περιέχω περιίπταμαι
|
|||
|
περιαλείφω περιαρπάζω περιαυγάζω περιαυτολογώ περιβάλλομαι περιβάλλω περιβλέπω
|
|||
|
περιγαμώ περιγελώ περιγλύφω περιγράφομαι περιγράφω περιδένω περιδιαβάζω
|
|||
|
περιδινώ περιδρομιάζω περιελίσσομαι περιελίσσω περιεργάζομαι περιζωννύω
|
|||
|
περιηγούμαι περιθάλπω περιθωριοποιούμαι περιθωριοποιώ περικάμπτω περικαλύπτω
|
|||
|
περικείρω περικλαδεύω περικλείνω περικλείομαι περικλείω περικλύζομαι περικλύζω
|
|||
|
περικυκλώνομαι περικυκλώνω περικόβω περικόπτω περιλάμπω περιλαβαίνω
|
|||
|
περιλαμβάνω περιλούζω περιλούω περιμένω περιμαζεύω περιμαζώνω περιμαντρώνω
|
|||
|
περιορίζομαι περιορίζω περιπίπτω περιπαίζω περιπατώ περιπλέκομαι περιπλέκω
|
|||
|
περιπλανιέμαι περιπλανώμαι περιποιέμαι περιποιούμαι περιποιώ περιπολώ
|
|||
|
περιρράπτω περιρρέω περιρραίνω περισκοπώ περισπώ περισσεύω περιστέλλω
|
|||
|
περιστοιχίζω περιστρέφομαι περιστρέφω περισυλλέγω περισυνάγω περισφίγγω
|
|||
|
περισώζω περισώνω περιτέμνω περιταφρώ περιτειχίζω περιτοιχίζω περιτρέχω
|
|||
|
περιττεύω περιττολογώ περιττώνω περιτυλίγω περιυβρίζω περιφέρομαι περιφέρω
|
|||
|
περιφράζω περιφράσσω περιφρονώ περιφρουρώ περιχέω περιχαράζομαι περιχαράζω
|
|||
|
περιχαράσσω περιχαρακώνομαι περιχαρακώνω περιχρίω περιχρυσώνω περιχύνω περιχώ
|
|||
|
περνιέμαι περνοδιαβαίνω περνώ περονιάζω περπατώ περώ πετάγομαι πεταλουδίζω
|
|||
|
πεταρίζω πετιέμαι πετροβολώ πετρώνω πετσιάζω πετσικάρω πετσοκόβω πετσώνω
|
|||
|
πετώ πηγάζω πηγαίνω πηγαινοέρχομαι πηγαινοφέρνω πηγαινόρχομαι πηδάω πηδαλιουχώ
|
|||
|
πηδώ πηκτωματοποιώ πηλαλάω πηλαλώ πηλοβατώ πιάνομαι πιάνω πιέζομαι πιέζω
|
|||
|
πιθανεύομαι πιθανολογώ πιθηκίζω πιθυμώ πιθώνω πικάρω πικαρίζω πικρίζω
|
|||
|
πικραίνω πικραναστενάζω πικροκαρδίζω πιλαλάω πιλαλώ πιλατεύω πιλοτάρω πιλοφορώ
|
|||
|
πιπίζω πιπερίζω πιπερώνω πιπιλίζω πιπιλώ πιπώνω πιρουνιάζω πισκαλώ πισσώνομαι
|
|||
|
πιστεύω πιστοδοτώ πιστολίζω πιστοποιούμαι πιστοποιώ πιστοχρεώνω πιστώνω
|
|||
|
πισωδρομώ πιτηδεύομαι πιτσιλάω πιτσιλίζω πιτσιλώ πλάθομαι πλάθω πλάσσω πλάττω
|
|||
|
πλέκω πλένομαι πλένω πλέχω πλέω πλήττομαι πλήττω πλαγιάζω πλαγιοδετώ
|
|||
|
πλαγιοδρομώ πλαγιοποδίζω πλαγιοφυλάσσω πλαγιοφυλακώ πλαισιώνομαι πλαισιώνω
|
|||
|
πλακοστρώνω πλακουτσώνω πλακώνομαι πλακώνω πλαλώ πλανάρω πλανίζομαι πλανίζω
|
|||
|
πλανεύω πλανιέμαι πλαντάζω πλαντώ πλανώ πλανώμαι πλασάρομαι πλασάρω
|
|||
|
πλαστικοποιώ πλαστογραφούμαι πλαστογραφώ πλαστοπροσωπώ πλαστουργώ πλαταίνω
|
|||
|
πλατειάζω πλατσουκώνω πλατσουρίζω πλατύνω πλειοδοτώ πλειονοψηφώ πλειοψηφώ
|
|||
|
πλεονάζω πλεονεκτώ πλερώνω πλευρίζω πλευριτώνομαι πλευριτώνω πλευροκοπώ
|
|||
|
πληγώνομαι πληγώνω πληθαίνω πληθύνω πληκτρολογούμαι πληκτρολογώ πλημμυρίζω
|
|||
|
πληροφορούμαι πληροφορώ πληρώ πληρώνομαι πληρώνω πλησιάζω πλιατσικολογώ
|
|||
|
πλισάρω πλοηγώ πλοιαρχώ πλουμίζω πλουτίζω πλουταίνω πλουτώ πλωρίζω πλύνω πνέω
|
|||
|
πνίγω πνευστιώ ποδένω ποδίζω ποδηγετούμαι ποδηγετώ ποδηλατώ ποδοβολώ ποδοκροτώ
|
|||
|
ποδοπατιέμαι ποδοπατούμαι ποδοπατώ ποζάρω ποθώ ποικίλλω ποιμαίνομαι ποιμαίνω
|
|||
|
ποινικοποιούμαι ποινικοποιώ ποιούμαι ποιώ πολεμάω πολεμώ πολεμῶ πολεοδομούμαι
|
|||
|
πολιορκούμαι πολιορκώ πολιτεύομαι πολιτικολογώ πολιτικοποιούμαι πολιτικοποιώ
|
|||
|
πολλαίνω πολλαπλασιάζομαι πολλαπλασιάζω πολτοποιούμαι πολτοποιώ πολυαγαπώ
|
|||
|
πολυγραφούμαι πολυγραφώ πολυκαιρίζω πολυλογώ πολυμιλώ πολυνομίζω πολυξοδιάζω
|
|||
|
πολυπικραίνω πολυπραγμονώ πολυταξιδεύω πολυτεντώνω πολυτονίζω πολυφορτώνω
|
|||
|
πολυχρονάω πολυχρονίζω πολώνομαι πολώνω πομπάρω πομπεύω πομπιάζω πονηρεύομαι
|
|||
|
πονθιάζω πονοκεφαλιάζω πονοκεφαλώ πονοῦμαι ποντάρω ποντίζομαι ποντίζω
|
|||
|
πονώ πονῶ πορίζομαι πορίζω πορδίζω πορεύομαι πορεύω πορθώ πορνεύω πορνογραφώ
|
|||
|
πορτοκαλίζω πορφυρίζω πορφυρώνω ποσάρω ποσοτικοποιώ ποστάρω ποσταίρνω ποτάζω
|
|||
|
ποτίζω πουδράρω πουλάω πουλεύω πουλιέμαι πουλώ πουμώνω πουντιάζω πουριάζω
|
|||
|
πουστίζω πουτανίζω πουτσίζω πράττω πρέπει πρέπω πρήζομαι πρήζω πρήσκω πραΰνω
|
|||
|
πραγματοποιούμαι πραγματοποιώ πραγματώνομαι πραγματώνω πρασινίζω πρατιγάρω
|
|||
|
πρεσάρω πρεσβεύω πριμάρω πριμοδοτούμαι πριμοδοτώ πριονίζομαι πριονίζω
|
|||
|
προάγομαι προάγω προέλκω προέρχομαι προέχει προαίνω προαγγέλλω προαγοράζω
|
|||
|
προαιρούμαι προαισθάνομαι προαλείφομαι προαναγγέλλω προανακρίνω προανακρούω
|
|||
|
προαναφλέγω προαπαγορεύω προαπαιτώ προαπαντώ προαποβιώνω προαποστέλλω
|
|||
|
προαποφασίζω προασκώ προασπίζομαι προασπίζω προασφαλίζω προαφαιρώ προβάλλομαι
|
|||
|
προβάρω προβαίνω προβαδίζω προβιβάζομαι προβιβάζω προβλέπομαι προβλέπω
|
|||
|
προβληματίζω προβοδίζω προβοδώνω προβοκάρω προβούλομαι προγευματίζω προγεύομαι
|
|||
|
προγκάρω προγκάω προγκίζω προγράφω προγραμματίζομαι προγραμματίζω προγυμνάζω
|
|||
|
προδίνω προδιαγράφομαι προδιαγράφω προδιαθέτω προδιατίθεμαι προδικάζω
|
|||
|
προειδοποιούμαι προειδοποιώ προεικάζω προεισπράττω προεκβάλλω προεκλέγω
|
|||
|
προεκτυπώνω προελέγχω προελαύνω προεμβάζω προενεργώ προεξάγω προεξάρχω
|
|||
|
προεξοφλώ προετοιμάζομαι προετοιμάζω προηγούμαι προθερμαίνομαι προθερμαίνω
|
|||
|
προικίζω προικοδοτώ προικοθηρώ προκάθημαι προκάνω προκαθορίζω προκαλούμαι
|
|||
|
προκαλώ προκαταβάλλω προκαταλαμβάνω προκαταρτίζω προκατασκευάζω προκηρύσσω
|
|||
|
προκινδυνεύω προκρίνομαι προκρίνω προκόβω προκόφτω προκύπτω προλέγω προλαβαίνω
|
|||
|
προλειαίνω προλογίζω προμαντεύω προμαχώ προμελετώ προμηθεύομαι προμηθεύω
|
|||
|
προμηνώ προμισθώνω προμοτάρω προνευστάζω προνεύω προνοώ προξενεύω προξενώ
|
|||
|
προοιμιάζομαι προοιμιάζομαι προοιωνίζομαι προοιωνίζω προορίζομαι προορίζω
|
|||
|
προπέμπω προπίνω προπαίρνω προπαγανδίζω προπαιδεύω προπαρασκευάζομαι
|
|||
|
προπαροξύνω προπηλακίζω προπλάθω προπληρώνομαι προπληρώνω προπονώ προπορεύομαι
|
|||
|
προσάγω προσάπτω προσέρχομαι προσέχω προσήκει προσαγορεύω προσαιγιαλώνομαι
|
|||
|
προσαράζω προσαράσσω προσαρμόζομαι προσαρμόζω προσαρτώ προσαρτώμαι
|
|||
|
προσαυξάνω προσαυξαίνω προσβάλλομαι προσβάλλω προσβέλνω προσβλέπω
|
|||
|
προσγειώνω προσγράφω προσδένω προσδέχομαι προσδίδω προσδίνω προσδιορίζω
|
|||
|
προσδοκώ προσεγγίζω προσεδαφίζομαι προσεδαφίζω προσελκύω προσεπικαλώ
|
|||
|
προσεταιρίζομαι προσεύχομαι προσηκώνομαι προσηλιάζω προσηλυτίζω προσηλώνομαι
|
|||
|
προσημαίνω προσημειώνω προσθέτω προσθαλασσώνομαι προσθαλασσώνω προσθαφαιρώ
|
|||
|
προσκαλώ προσκλίνω προσκολλώ προσκολλώμαι προσκομίζω προσκρούω προσκτώμαι
|
|||
|
προσκυρώνω προσκόπτω προσλαβαίνω προσλαμβάνομαι προσλαμβάνω προσλιμενίζομαι
|
|||
|
προσμαρτυρώ προσμειδιώ προσμετρώ προσμοιάζω προσομοιάζω προσονομάζω
|
|||
|
προσορμίζω προσπέφτω προσπίπτω προσπαθώ προσπελάζω προσπερνώ προσποιούμαι
|
|||
|
προσράπτω προσροφώ προσροφώμαι προσσεληνώνω προστάζω προστίθεμαι προστατεύω
|
|||
|
προστρέχω προστρίβω προστυχαίνω προστυχεύω προσυδατώνω προσυλλογίζομαι
|
|||
|
προσυπογράφω προσφέρομαι προσφέρω προσφεύγω προσφωνώ προσχεδιάζω προσχηματίζω
|
|||
|
προσχώνω προσωπογραφώ προσωποκρατώ προσωποληπτώ προσωποποιούμαι προσωποποιώ
|
|||
|
προτίθεμαι προτείνω προτειχίζω προτελευτώ προτιμολογώ προτιμώ προτονίζω
|
|||
|
προτρέπω προτρέχω προφέρω προφασίζομαι προφητεύω προφθάνω προφτάνω προφταίνω
|
|||
|
προφυλάγω προφυλάσσομαι προφυλάσσω προφυλάω προφυλακίζω προχέω προχειρίζω
|
|||
|
προχρονολογώ προχωράω προχωρώ προωθώ προϊδεάζω προϋπάρχω προϋπαντώ προϋπηρετώ
|
|||
|
προϋποθέτω προϋπολογίζω προϋποτίθεται προϋπόσχομαι προϋφίσταμαι πρυμάρω
|
|||
|
πρυματσάρω πρυμνοδετώ πρυτανεύω πρωθυπουργεύω πρωταγωνιστώ πρωταρχίζω
|
|||
|
πρωτεύω πρωτοανοίγω πρωτοβάζω πρωτοβγάζω πρωτοβγαίνω πρωτοβλέπω πρωτογεννώ
|
|||
|
πρωτοδοκιμάζω πρωτοεμφανίζομαι πρωτοθυμάμαι πρωτοκαθίζω πρωτοκολλώ πρωτολέω
|
|||
|
πρωτομαθαίνω πρωτομιλώ πρωτοπηγαίνω πρωτοπιάνω πρωτοπορώ πρωτοστατώ πρωτοτρώγω
|
|||
|
πρωτοφορώ πρωτοφτάνω πρόγκημα πρόκειται πρόσκειμαι πτήσσω πτίσσω πταίω
|
|||
|
πτερυγίζω πτερώνω πτοούμαι πτοώ πτοῶ πτυελίζω πτυχώνω πτωχαίνω πτωχεύω πτύω
|
|||
|
πυγμαχώ πυκνοκατοικούμαι πυκνοφυτεύω πυκνώνω πυορροώ πυρέσσω πυρακτώνομαι
|
|||
|
πυργώνω πυρηνοποιώ πυριτιοποιώ πυροβολώ πυροδοτώ πυρπολούμαι πυρπολώ πυρπολῶ
|
|||
|
πωλούμαι πωλώ πωματίζω πωρώνομαι πωρώνω ράβω ράνω ράπτω ρέβω ρέγομαι ρέγχω
|
|||
|
ρέω ρίπτω ρίχνομαι ρίχνω ρίχτω ραΐζω ραίνω ραβδίζω ραβδομαχώ ραβδοσκοπώ
|
|||
|
ραγίζω ραγολογώ ραδιοτηλεφωνώ ραδιουργώ ραθυμώ ρακιτζίζω ρακοσυλλέγω ρακοφορώ
|
|||
|
ραμολίρω ραμφίζω ραντίζω ραπάρω ραπίζω ραπώνω ραφινάρω ραχατεύω ρεγουλάρω
|
|||
|
ρεζιλεύω ρεκάζω ρεκλαμάρω ρελιάζω ρεμβάζω ρεμεντζάρω ρεμετζάρω ρεμιντζάρω
|
|||
|
ρεμπελεύω ρεμπετεύω ρεπάρω ρεστάρω ρετουσάρω ρευματοδοτούμαι ρευματοδοτώ
|
|||
|
ρευστοποιώ ρεφάρω ρεφενίζω ρεύγομαι ρεύομαι ρεύω ρηγνύω ρημάζω ρημάσω ρημώνω
|
|||
|
ρητινώνω ρητορεύω ριγώ ριγώνω ριζοβολώ ριζοδοντιάζω ριζολογώ ριζοσπαστικοποιώ
|
|||
|
ρικνούμαι ρικνώνομαι ρικνώνω ριμάρω ρινίζω ριπίζω ριπτάζομαι ρισκάρω
|
|||
|
ροβολάω ροβολώ ρογιάζω ροδίζω ροδανίζω ροδοκοκκινίζω ροζιάζω ροζονάρω
|
|||
|
ροκάρω ροκανίζω ρολάρω ρομαντζάρω ρουθουνίζω ρουμπώνω ρουπώνω ρουσφετολογώ
|
|||
|
ρουφιανεύω ρουφώ ρουχουνίζω ροφώ ροχαλίζω ρυάζομαι ρυθμίζω ρυμοτομώ ρυμουλκώ
|
|||
|
ρυπαίνω ρυπαρογραφώ ρυτιδιάζω ρυτιδώνω ρωθωνίζω ρωτακίζω ρωτώ ρώομαι σάζω
|
|||
|
σέπομαι σέρνομαι σέρνω σήπομαι σίζω σαβανώνω σαβουριάζω σαβουρώνω σαγίζω
|
|||
|
σακατεύω σακιάζω σακουλεύομαι σακουλιάζω σαλαγώ σαλεύγω σαλεύω σαλιάζω
|
|||
|
σαλιώνω σαλντώ σαλπάρω σαλπίζω σαλτάρω σαμαρώνομαι σαμαρώνω σαμπανιάζω
|
|||
|
σανιδώνω σαπίζω σαπουνίζω σαπωνοποιώ σαραβαλιάζω σαρακιάζω σαρακοστίζω
|
|||
|
σαραντίζω σαρανταρίζω σαρκάζω σαρκώνω σαρώνω σασιρντίζω σαστίζω σατινάρω
|
|||
|
σαφηνίζω σαχλαμαρίζω σαχλιάζω σαψαλιάζω σαϊτεύω σβένω σβήνομαι σβήνω σβανάρω
|
|||
|
σβαρνώ σβολιάζω σβολώνω σβουρίζω σβω σβωλιάζω σγουραίνω σγουρώνω σείομαι σείω
|
|||
|
σεγκοντάρω σειέμαι σειώ σεκλεντίζομαι σεκλεντίζω σεκλετίζομαι σεκλετίζω
|
|||
|
σελαγίζω σελεμίζω σελεμιάζω σεληνιάζομαι σελιδοποιούμαι σελιδοποιώ σελιδώνω
|
|||
|
σεμνολογώ σεμνύνομαι σενιάρω σεντονιάζω σεντράρω σερβίρομαι σερβίρω σεργιανάω
|
|||
|
σερφάρω σετάρω σηκώνομαι σηκώνω σημαίνω σημαδεύω σημαιοστολίζω σηματοδοτώ
|
|||
|
σημειώνω σιάζω σιάχνω σιαλίζω σιαλώνω σιγάζω σιγοβράζω σιγοβρέχει σιγοκαίω
|
|||
|
σιγομουρμουρίζω σιγοντάρω σιγοπίνω σιγοτραγουδώ σιγουράρω σιγουρεύομαι
|
|||
|
σιγοψιθυρίζω σιγώ σιδερώνω σιμώνω σινιάρω σιργουλεύγω σιροπιάζω σιτίζω σιτεύω
|
|||
|
σιχτιρίζω σιωπώ σκάβω σκάζω σκάνω σκάπτω σκάφτω σκάω σκέπτομαι σκέπτω σκέπω
|
|||
|
σκίζομαι σκίζω σκαλίζω σκαλεύω σκαλώνω σκαμπάζω σκαμπανεβάζω σκαμπιλίζω
|
|||
|
σκανδαλοθηρώ σκανδαλολογώ σκανταγιάρω σκανταλίζω σκανταλιάρω σκαντζάρω
|
|||
|
σκαπετίζω σκαπετώ σκαπουλάρω σκαρίζω σκαρδαμύσσω σκαριφίζω σκαριφώ σκαρτάρω
|
|||
|
σκαρφίζομαι σκαρφαλώνομαι σκαρφαλώνω σκαρώνω σκατώνω σκαφιδιάζω σκαφιδώνω
|
|||
|
σκεδάζω σκεπάζομαι σκεπάζω σκεπαρνίζω σκερτσάρω σκευάζω σκευωρώ σκηνογραφώ
|
|||
|
σκηνώ σκιάζω σκιαγραφώ σκιαμαχώ σκιρτώ σκιτσάρω σκλαβώνω σκληρίζω σκληραίνω
|
|||
|
σκληρύνω σκολάζω σκολιώ σκολνώ σκολοπίζω σκονίζομαι σκονίζω σκοντάβω σκοντάφτω
|
|||
|
σκοπώ σκοράρω σκορακίζω σκορπάω σκορπίζομαι σκορπίζω σκορπώ σκοτίζομαι σκοτίζω
|
|||
|
σκοτεινιάζω σκοτιδιάζω σκοτοδινιώ σκοτώνομαι σκοτώνω σκουληκιάζω σκουντάω
|
|||
|
σκουντουφλώ σκουντώ σκουπίζομαι σκουπίζω σκουραίνω σκουριάζω σκουροφέρνω
|
|||
|
σκούζω σκρολάρω σκυθρωπάζω σκυθρωπιάζω σκυλεύω σκυλιάζω σκυλοβαριέμαι
|
|||
|
σκυλοτρώγομαι σκυροδετώ σκωληκιώ σκύβω σκώπτω σμίγω σμαλτώνω σμικρύνω
|
|||
|
σμιλεύω σμπαραλιάζω σνιφάρω σνομπάρω σοβαντίζω σοβαρεύομαι σοβαρεύω σοβαρολογώ
|
|||
|
σοβεντάρω σοβερτάρω σοβώ σοδεύω σοδιάζω σοδομίζω σοκάρομαι σοκάρω σολιάζω
|
|||
|
σονάρω σοροπιάζω σορτάρω σοτάρω σουβαντίζω σουβλίζω σουλαντίζω σουλαντώ
|
|||
|
σουλατσέρνω σουλουπώνομαι σουλουπώνω σουμάρω σουπάρω σουρίζω σουραυλίζω
|
|||
|
σουρομαδιέμαι σουρομαδώ σουρομαλλιάζω σουρουπώνει σουρτουκεύω σουρώνω
|
|||
|
σουσουμιάζω σουτάρω σουφρώνω σοφάρω σοφίζομαι σοφιλιάζω σοφιστεύομαι σούρνω
|
|||
|
σπάζω σπάνω σπάω σπέρνω σπαζοκεφαλιάζω σπαθίζω σπανίζω σπαράζομαι σπαράζω
|
|||
|
σπαργώ σπαρταράω σπαρταρίζω σπαρταρώ σπαταλιέμαι σπαταλώ σπείρω σπεδίζω
|
|||
|
σπερμολογώ σπεύδω σπιθίζω σπιθοβολώ σπικάρω σπιλώνω σπινθηρίζω σπινθηροβολώ
|
|||
|
σπιουνάρω σπιουνεύω σπιουνιάρω σπιρουνίζω σπιρουνιάζω σπιτώνω σπλαχνίζομαι
|
|||
|
σπογγίζω σποριάζω σπορκαρίζομαι σπουδάζω σπουδαιολογώ σπουδαρχώ σπρώχνομαι
|
|||
|
σπυριάζω σπω στάζω στέκομαι στέκω στέλνω στένω στέργω στέφω στήνομαι στήνω
|
|||
|
στίζω στίλβω σταβλίζω σταδιοδρομώ σταδιοποιώ σταθεροποιούμαι σταθεροποιώ
|
|||
|
σταθμεύω σταλάζω σταλίζω σταλιάζω σταματώ σταμπάρω στανιάρω στασιάζω
|
|||
|
σταυροδοτώ σταυροκοπιέμαι σταυροκοπούμαι σταυροφορώ σταυρώνω σταφιδιάζω
|
|||
|
σταχολογώ σταχτιάζω σταχτώνω σταχυάζω σταχυολογούμαι σταχυολογώ σταχώνω στείβω
|
|||
|
στεγανοποιούμαι στεγανοποιώ στεγνώνω στειλιαρώνω στειρεύω στειροποιώ στειρώνω
|
|||
|
στελεχώνω στελιάζω στενάζω στεναχωράω στεναχωριέμαι στεναχωρώ στενεύω
|
|||
|
στενοχωριέμαι στενοχωρώ στερεοποιούμαι στερεοποιώ στερεοτυπώ στερεοτυπώνω
|
|||
|
στερεώνομαι στερεώνω στεριώνω στερούμαι στερφεύω στερώ στεφανηφορώ
|
|||
|
στεφανώνω στηθοδέρνομαι στηθοκοπιέμαι στηθοσκοπώ στηλιτεύω στηλώνω στημονιάζω
|
|||
|
στηρίζω στιγματίζω στιλβώνω στιλιζάρω στιμάρω στιχουργώ στλεγγίζω στοιβάζω
|
|||
|
στοιχίζω στοιχειοθετώ στοιχειώνω στοιχηματίζω στοιχώ στοκάρω στολίζομαι
|
|||
|
στολοδρομώ στομαχιάζω στομφάζω στομώνω στοπάρω στορίζω στουκάρω στουμπίζω
|
|||
|
στουπώνω στοχάζομαι στοχεύω στρέγω στρέφομαι στρέφω στρίβω στραβίζω
|
|||
|
στραβολαιμιάζω στραβομουτσουνιάζω στραβοπατώ στραβώνω στραγγίζω στραγγαλίζω
|
|||
|
στραμπουλώ στραπατσάρω στραταρίζω στρατεύομαι στρατηγώ στρατιωτικοποιώ
|
|||
|
στρατολογούμαι στρατολογώ στρατοπεδεύω στρατουλίζω στρατωνίζομαι στρατωνίζω
|
|||
|
στρεσάρω στρεψοδικώ στριγκλίζω στριμώχνομαι στριμώχνω στριφογυρίζω στριφογυρνώ
|
|||
|
στροβιλίζομαι στροβιλίζω στρογγυλαίνω στρογγυλεύω στρογγυλοκάθομαι
|
|||
|
στρογγυλώνω στρουθοκαμηλίζω στροφοδινούμαι στρώνομαι στρώνω στυλώνω στυπώνω
|
|||
|
στύβω στύφω συβάζω συγγενεύω συγγηράσκω συγγράφω συγκαίγομαι συγκαίομαι
|
|||
|
συγκαλύπτω συγκαλώ συγκατέχω συγκαταβαίνω συγκατακλίνομαι συγκαταλέγω
|
|||
|
συγκαταριθμώ συγκατατάσσω συγκατατίθεμαι συγκατοικώ συγκεκριμενοποιούμαι
|
|||
|
συγκεντρώνομαι συγκεντρώνω συγκεράζομαι συγκεράζω συγκερνώ συγκεφαλαιώνω
|
|||
|
συγκινώ συγκλίνω συγκλείω συγκληρονομώ συγκλονίζω συγκοινωνώ συγκολλιέμαι
|
|||
|
συγκομίζω συγκρίνομαι συγκρίνω συγκρατιέμαι συγκρατούμαι συγκρατώ συγκροτώ
|
|||
|
συγκυβερνώ συγκωδωνίζω συγκόπτομαι συγυρίζομαι συγυρίζω συγχέω συγχαίρω
|
|||
|
συγχρονίζω συγχρωτίζομαι συγχωνεύομαι συγχωνεύω συγχωρώ συγχύζομαι συγχύζω
|
|||
|
συζευγνύω συζητώ συζώ συκοφαντώ συλλέγω συλλαβίζω συλλαβαίνω συλλαμβάνω
|
|||
|
συλλογίζομαι συλλογιέμαι συλλογούμαι συλλυπούμαι συλούμαι συλώ συμβάλλομαι
|
|||
|
συμβαίνει συμβαίνω συμβαδίζω συμβασιλεύω συμβιβάζομαι συμβιβάζω συμβιώνω
|
|||
|
συμβολαιογραφώ συμβολοποιώ συμβουλεύομαι συμβουλεύω συμμαζεύομαι συμμαζεύω
|
|||
|
συμμαθητεύω συμμαχώ συμμειγνύω συμμερίζομαι συμμετέχω συμμορφώνομαι συμμορφώνω
|
|||
|
συμπάσχω συμπίνω συμπίπτω συμπαθώ συμπανηγυρίζω συμπαραθέτω συμπαρασέρνω
|
|||
|
συμπαραστέκω συμπαρασύρω συμπαρατάσσομαι συμπαρομαρτώ συμπεθερεύω συμπεθεριάζω
|
|||
|
συμπεριλαμβάνω συμπεριφέρομαι συμπηγνύω συμπιάνω συμπιέζομαι συμπιέζω συμπιλώ
|
|||
|
συμπλέκομαι συμπλέκω συμπλέω συμπληρώνω συμπολεμώ συμπολιτεύομαι συμπονώ
|
|||
|
συμποσιάζω συμποσούμαι συμπράττω συμπροεδρεύω συμπροφέρω συμπρωταγωνιστώ
|
|||
|
συμπτύσσω συμπυκνώνομαι συμπυκνώνω συμπώ συμφέρει συμφέρω συμφεροντολογώ
|
|||
|
συμφοιτώ συμφράζομαι συμφωνώ συμφύομαι συμφύρομαι συμφύρω συμψηφίζω συνάγω
|
|||
|
συνάζω συνάπτω συνάρχω συνάω συνέλκω συνέρχομαι συνέχομαι συνέχω συνίσταμαι
|
|||
|
συναγείρω συναγελάζομαι συναγωνίζομαι συναδελφώνομαι συναθλούμαι συναθροίζω
|
|||
|
συναιρώ συναισθάνομαι συνακολουθώ συνακροώμαι συναλλάζω συναλλάσσομαι
|
|||
|
συναναστρέφομαι συναντιέμαι συναντώ συναπαντιέμαι συναπαντώ συναπαρτίζω
|
|||
|
συναποκομίζω συναποτελώ συναποφασίζω συναρθρώνω συναριθμώ συναρμολογούμαι
|
|||
|
συναρμόζω συναρπάζω συναρτώ συναρτώμαι συνασπίζομαι συνασπίζω συναχώνομαι
|
|||
|
συνδέομαι συνδέω συνδαυλίζω συνδειπνώ συνδιαλέγομαι συνδιαλλάσσω
|
|||
|
συνδικάζω συνδικαλίζομαι συνδράμω συνδυάζω συνεγείρω συνεδριάζω
|
|||
|
συνειδητοποιώ συνεισφέρω συνεκπαιδεύω συνεκτιμώ συνεκφέρω συνεκφωνώ
|
|||
|
συνενώνομαι συνενώνω συνεξετάζω συνεορτάζω συνεπάγομαι συνεπαίρνω συνεπικουρώ
|
|||
|
συνερίζομαι συνεργάζομαι συνεργώ συνετίζω συνεταιρίζομαι συνευθύνομαι
|
|||
|
συνεφέλκω συνεφέρνω συνεφελκύω συνεχίζω συνηγορώ συνηθίζω συνηχώ συνθέτω
|
|||
|
συνθηματολογώ συνθλίβομαι συνθλίβω συνιστώ συνιστώμαι συννεφιάζω συνοδεύομαι
|
|||
|
συνοδοιπορώ συνοικίζω συνοικώ συνομιλώ συνομολογώ συνονθυλεύω συνορίζομαι
|
|||
|
συνουσιάζομαι συνοφρυώνομαι συνοψίζω συντάσσομαι συντάσσω συντέμνω συντήκω
|
|||
|
συνταγογραφώ συνταιριάζω συνταξιδεύω συνταξιοδοτούμαι συνταξιοδοτώ συνταράζω
|
|||
|
συνταυλίζω συνταυτίζομαι συνταυτίζω συντείνω συντελεύω συντελώ συντηρούμαι
|
|||
|
συντηρῶ συντομεύω συντονίζω συντρέχω συντρίβομαι συντρίβω συντροφεύω συντρώγω
|
|||
|
συντυγχάνω συντυχάννω συντυχαίνει συντυχαίνω συνυπάρχω συνυπηρετώ συνυποβάλλω
|
|||
|
συνυπολογίζω συνυπόσχομαι συνυφαίνω συνωθούμαι συνωθώ συνωμοτώ συνωνυμώ
|
|||
|
συνωστίζομαι συρίζω συρματοποιώ συρράπτω συρρέω συρρικνώνομαι συρρικνώνω
|
|||
|
συσκευάζω συσκοτίζω συσπειρώνω συσπουδάζω συσπώ συσπώμαι συσσωματώνω συσσωρεύω
|
|||
|
συστέλλω συσταχώνομαι συσταχώνω συστεγάζομαι συστηματοποιώ συστοιχώ συστρέφω
|
|||
|
συσφίγγω συσχετίζομαι συσχετίζω συχνάζω συχναναστενάζω συχνοβλέπω συχνορωτάω
|
|||
|
συχωρώ συχύζω σφάζω σφάλλω σφίγγω σφαγιάζω σφαδάζω σφαλίζω σφαλνώ σφαλώ
|
|||
|
σφεντονώ σφετερίζομαι σφηνώνω σφιχτοδένω σφουγγίζω σφουγγαρίζω σφραγίζω σφριγώ
|
|||
|
σφυράω σφυρίζω σφυρηλατώ σφυροκοπώ σφυρώ σφύζω σχάζω σχίζω σχεδιάζω
|
|||
|
σχεδιογραφώ σχετίζομαι σχετίζω σχετλιάζω σχηματίζομαι σχηματίζω σχηματοποιώ
|
|||
|
σχοινομετρώ σχολάζω σχολαστικίζω σχολιάζω σχολνώ σχολώ σωληνώνω σωματοποιούμαι
|
|||
|
σωπαίνω σωρεύομαι σωρεύω σωριάζω σωροβολιάζομαι σωφρονίζω σύγκειμαι σύρνω σύρω
|
|||
|
σώζω σώνω τάζομαι τάζω τάσσομαι τάσσω τέμνομαι τέμνω τέρπομαι τέρπω τήκω
|
|||
|
τίκτω τίλλω τίλλω τίνω ταΐζω ταβανώνω ταγίζω ταγγίζω ταγκίζω ταγκιάζω
|
|||
|
ταιριάζω τακάρω τακτοποιούμαι τακτοποιώ ταλαιπωρούμαι ταλαιπωρώ ταλανίζω
|
|||
|
ταλαντεύω ταλαντώνομαι ταλιαρίζω ταμαχιάζω ταμιεύω ταμπονάρω ταμπουρώνω
|
|||
|
τανυέμαι τανυούμαι τανύζω τανύομαι τανύω ταξιδεύω ταξιθετώ ταξινομώ
|
|||
|
ταπεινώνω ταπετσάρω ταπώνω ταράζομαι ταράζω ταράσσω ταρακουνώ ταρατσώνω
|
|||
|
ταριχεύομαι ταριχεύω ταστώνω ταυριάζω ταυτίζομαι ταυτίζω ταυτογνωμονώ
|
|||
|
ταυτολογώ ταυτοποιώ ταχταρίζω ταχτοποιώ ταχυδακτυλουργώ ταχυδρομώ ταχυμεταφέρω
|
|||
|
ταχύνω τείνω τεζάρω τειχίζω τειχομαχώ τεκμαίρομαι τεκμηριώνομαι τεκμηριώνω
|
|||
|
τεκνοποιώ τεκταίνομαι τελαρώνω τελειοποιώ τελειώνομαι τελειώνω τελεσιδικώ
|
|||
|
τελετουργώ τελευτώ τελεύω τελματώνομαι τελματώνω τελωνίζω τελώ τεμαχίζω
|
|||
|
τεμπηχιάζω τεντώνομαι τεντώνω τερατολογώ τερερίζω τερετίζω τερηδονίζομαι
|
|||
|
τερματίζω τερώ τεσσαρακοστίζω τεστάρω τετραβρωμιώνω τετραγωνίζω τετραπλασιάζω
|
|||
|
τετρατομώ τετραφθοριώνω τετραφωσφοριώνω τετραφωσφορυλιώνω τετραχλωριώνω
|
|||
|
τεχνάζομαι τεχνοκρατικοποιώ τεχνολογώ τεχνουργώ τζαζεύω τζαμώνω τζαρτζάρω
|
|||
|
τζιριτώ τζογάρω τηγανίζω τηλεγραφώ τηλεκατευθύνω τηλεφορτώνω τηλεφωνιέμαι
|
|||
|
τηλεφωνώ τηλεχειρίζομαι τηλεψηφίζω τηράω τιθασεύω τιμάω τιμαρεύω τιμολογώ
|
|||
|
τιμονιάζω τιμωρώ τιμώ τιμώμαι τινάζομαι τινάζω τιτιβίζω τιτλοδοτώ τιτλοφορώ
|
|||
|
τοιχίζω τοιχογραφώ τοιχογυρίζω τοιχοδομώ τοιχοκολλώ τοκίζω τολμώ τολμώμαι
|
|||
|
τονώνω τοξεύω τοπογραφώ τοποθετούμαι τοποθετώ τοπομαχώ τορεύω τορνάρω τορνεύω
|
|||
|
τουαλεταρίζομαι τουλουμιάζω τουμπάρω τουμπανίζω τουμπανιάζω τουρκεύω
|
|||
|
τουρλώνω τουρτουρίζω τουφεκίζω τρέμω τρέπω τρέφομαι τρέφω τρέχω τρίβομαι τρίβω
|
|||
|
τραβατζάρω τραβερσάρω τραβερσώνω τραβιέμαι τραβολογάω τραβολογώ τραβώ
|
|||
|
τραγικοποιούμαι τραγικοποιώ τραγουδώ τραγωδοποιώ τραινάρω τρακάρω τρακέρνω
|
|||
|
τραμπουκάρω τρανεύω τραντάζω τρανώνω τραπεζώνω τρατάρω τρατέρνω τραυλίζω
|
|||
|
τραυματίζω τραχηλίζω τραχύνω τρεκλίζω τρελαίνομαι τρελαίνω τρεμομανιάζω
|
|||
|
τρεμουλιάζω τρεμοφέγγω τρενάρω τριβελίζω τριβολίζω τριγυρίζω τριγυρνάω
|
|||
|
τριγωνομετρώ τριηραρχώ τρικλίζω τρικυμίζω τριπλάρω τριπλασιάζω τριποδίζω
|
|||
|
τριτεγγυώμαι τριτεύω τριτώνω τριφωσφορυλιώνω τριχοτομώ τρολάρω τρομάζω
|
|||
|
τρομοκρατώ τρομπάρω τροπολογώ τροποποιούμαι τροποποιώ τροπώνω τροφοδοτώ
|
|||
|
τροχίζω τροχαλώ τροχοδρομώ τροχοπεδιλοδρομώ τροχοπεδώ τρυγλοδυτώ τρυγώ τρυπάω
|
|||
|
τρυπώ τρυπώνω τρυφεραίνω τρυφώ τρωγαλίζω τρωγοπίνω τρύζω τρώγομαι τρώγω τρώω
|
|||
|
τσακίζομαι τσακίζω τσακώνομαι τσακώνω τσαλαβουτώ τσαλακώνομαι τσαλακώνω
|
|||
|
τσαλαπετεινίζω τσαμπουκαλεύομαι τσαμπουνάω τσαμπουνίζω τσαμπουνώ τσαντίζομαι
|
|||
|
τσαπίζω τσατάρω τσατίζομαι τσατίζω τσεκάρω τσεκουρώνω τσεπώνω τσευδίζω
|
|||
|
τσιγκλάω τσιγκλώ τσιγκουνεύομαι τσικνίζω τσιλημπουρδάω τσιλημπουρδίζω
|
|||
|
τσιληπουρδίζω τσιληπουρδώ τσιληπουρδῶ τσιλλώ τσιμεντάρω τσιμπάω τσιμπιέμαι
|
|||
|
τσιμπολογάω τσιμπολογώ τσιμπουκώνω τσιμπώ τσινώ τσιρίζω τσιρλίζω τσιρλώ
|
|||
|
τσιτσιρίζω τσιτώνω τσοντάρω τσουβαλιάζω τσουγκρίζω τσουγκρανίζω τσουλώ τσουρλώ
|
|||
|
τσουτσουρώνω τσούζω τυγχάνω τυλίγομαι τυλίγω τυλίσσω τυλιγαδιάζω τυλώνω
|
|||
|
τυπάζω τυποκλοπώ τυποποιώ τυπώνω τυραγνώ τυραννεύω τυραννώ τυρβάζω τυροκομώ
|
|||
|
τυφεκίζω τυφλώνω τυφλώττω τυχαίνω τυχαιογράφημα τυχαιογραφία τυχαιογραφίζω
|
|||
|
τύπτω υαλογραφώ υαλοποιώ υβρίζω υβριδίζω υγιαίνω υγραίνομαι υγραίνω υγροποιώ
|
|||
|
υδατώνω υδρεύομαι υδρεύω υδρογονώνω υδροδοτώ υδρολύω υδροχρωματίζω υιοθετώ
|
|||
|
υλακτώ υλοποιούμαι υλοποιώ υλοτομώ υμνογραφώ υμνολογώ υμνούμαι υμνωδώ υμνώ
|
|||
|
υπάγω υπάρχω υπέρκειμαι υπέχω υπαγορεύω υπαινίσσομαι υπακούω υπαναχωρώ
|
|||
|
υπαντώ υπατεύω υπείκω υπεισέρχομαι υπεκκαίω υπεκμισθώνω υπεκφεύγω υπενδύω
|
|||
|
υπενοικιάζω υπεξάγω υπεξαιρώ υπερέχω υπερίπταμαι υπεραίρομαι υπεραίρω
|
|||
|
υπερακοντίζω υπεραμύνομαι υπερανακτώ υπεραντισταθμίζω υπεραπλουστεύω
|
|||
|
υπερασπίζω υπεραυξάνω υπερβάλλω υπερβαίνω υπερεκκρίνω υπερεκπληρώνω
|
|||
|
υπερεκτιμώ υπερεκχειλίζω υπερεντείνω υπερεπαρκώ υπερευχαριστώ υπερηφανεύομαι
|
|||
|
υπερθερμαίνομαι υπερθερμαίνω υπεριδρώνω υπερισχύω υπερκαλύπτομαι υπερκαλύπτω
|
|||
|
υπερκερώ υπερμαχώ υπερνικώ υπερπηδώ υπερπληρώνω υπερπροστατεύω υπερσιτίζω
|
|||
|
υπερτερώ υπερτιμολογώ υπερτιμώ υπερυψώνω υπερφαλαγγίζω υπερφορτίζω
|
|||
|
υπερφορτώνω υπερφουσκώνομαι υπερφουσκώνω υπερχειλίζω υπερχρεώνομαι υπερχρεώνω
|
|||
|
υπερψηφίζω υπερωριμάζω υπηρετώ υπνοβατώ υπνωτίζομαι υπνωτίζω υπνώνω υπνώττω
|
|||
|
υποβάλλομαι υποβάλλω υποβαθμίζω υποβαστάζω υποβιβάζω υποβλέπω υποβοηθούμενος
|
|||
|
υποβόσκω υπογειώνω υπογράφω υπογραμμίζω υποδένομαι υποδένω υποδέχομαι
|
|||
|
υποδείχνω υποδεικνύω υποδηλώνω υποδιαιρώ υποδουλώνω υποδύομαι υποεκτιμώ
|
|||
|
υποθέτω υποθερμαίνω υποθηκεύω υποκαθίσταμαι υποκαθιστώ υποκαιώ
|
|||
|
υποκινώ υποκλέπτω υποκλίνομαι υποκρίνομαι υποκρούω υποκρύπτομαι υποκρύπτω
|
|||
|
υπολήπτομαι υπολαμβάνω υπολανθάνω υπολείπομαι υπολειτουργώ υπολογίζομαι
|
|||
|
υπομένω υπομειδιώ υπομιμνήσκω υπομισθώνω υπομνηματίζω υπομονεύω υπομοχλεύω
|
|||
|
υπονοώ υπονυστάζω υποπίπτω υποπληθύνομαι υποπτεύομαι υπορράπτω υποσημαίνω
|
|||
|
υποσιτίζω υποσκάβω υποσκάπτω υποσκελίζω υποσκιάζω υποστέλλω υποστασιοποιώ
|
|||
|
υποστρέφω υποστυλώνω υποτάσσομαι υποτάσσω υποτίθεται υποτιμώ υποτιμώμαι
|
|||
|
υποτονίζω υποτονθορύζω υποτρέμω υποτρίζω υποτροπιάζω υπουργεύω υπουργώ υποφέρω
|
|||
|
υποχονδριάζω υποχοντριάζω υποχρεούμαι υποχρεώνομαι υποχρεώνω υποχωρώ
|
|||
|
υποψιάζω υπτιάζω υπόκειμαι υπόσχομαι υστερολογώ υστερώ υφέρπω υφίσταμαι υφαίνω
|
|||
|
υψηλοφρονώ υψώνομαι υψώνω φάσκω φέγγω φέρνομαι φέρνω φέρομαι φέρω φαίνεται
|
|||
|
φαίνω φαγουρίζω φαγώνομαι φαιδρολογώ φαιδρύνω φακελώνω φακιολίζω φακκώ φαλίρω
|
|||
|
φαλιρίζω φαλκιδεύω φαλλίρω φαλλοθρέφω φαλτσάρω φαμπρικάρω φανίζομαι
|
|||
|
φανατίζω φανερώνομαι φανερώνω φαντάζομαι φαντάζω φαντασιοκοπώ φαρδαίνω φαρδύνω
|
|||
|
φαρμακώνομαι φαρμακώνω φασίζω φασκελώνομαι φασκελώνω φασκιώνω φασώνομαι φασώνω
|
|||
|
φαφλατάρω φαφλατίζω φαφουτιάζω φαφουτιαίνω φείδομαι φεγγίζω φεγγαριάζομαι
|
|||
|
φεγγοβολώ φεγγοβολῶ φεγγρίζω φειδωλεύομαι φελιάζω φελώ φενακίζω φερμάρω
|
|||
|
φεσώνω φευγατίζω φεύγω φηκαρώνω φημίζομαι φθάνω φθέγγομαι φθίνω φθείρομαι
|
|||
|
φθείρω φθειαρμίζω φθειρίζω φθειριώ φθηναίνω φθινοπωριάζει φθισιώ φθονώ
|
|||
|
φιδοσέρνομαι φιλάω φιλεύω φιλιέμαι φιλιώνω φιλμάρω φιλοδοξώ φιλοδωρώ φιλοκαλώ
|
|||
|
φιλονικώ φιλοξενούμαι φιλοξενώ φιλοσοφώ φιλοτεχνώ φιλοτιμούμαι φιλοτιμώ
|
|||
|
φιλτράρω φιλώ φιλῶ φιμώνομαι φιμώνω φινίρω φιξάρω φιστικώνω φισφιρίζω
|
|||
|
φκιάνω φκιασιδώνω φλέγομαι φλέγω φλεβίζω φλεβοτομώ φλεγμαίνω φλερτάρω φληναφώ
|
|||
|
φλογίζω φλογοβολώ φλογώνω φλοισβίζω φλοκιάζω φλομιάζω φλομώνω φλυαρώ φοβάμαι
|
|||
|
φοβερίζω φοβούμαι φοδράρω φοδραρίζω φοιτώ φονεύω φοντράρω φοντραρίζω φοριέμαι
|
|||
|
φοροδιαφεύγω φορολογούμαι φορολογώ φορτίζομαι φορτίζω φορτσάρω φορτώνομαι
|
|||
|
φορώ φουλάρω φουμάρω φουμέρνω φουντάρω φουντώνω φουρκίζω φουρνίζω φουρτουνιάζω
|
|||
|
φουσκαλιάζω φουσκώνομαι φουσκώνω φουχτώνω φράζω φράσσω φρίσσω φρίττω
|
|||
|
φραγκεύω φραγκογλωττώ φρακάρω φρεζάρω φρενάρω φρενιάζω φρεσκάρω φριζάρω
|
|||
|
φρικιάζω φρικιώ φριμάζω φριμάσσομαι φροκαλίζω φροκαλώ φρονηματίζω φρονιμεύω
|
|||
|
φρονώ φρονῶ φρουμάζω φρουρούμαι φρουρώ φρυάζω φρυγανίζω φρύγω φτάνω φταίω
|
|||
|
φταρνίζομαι φτεριάζω φτερνίζομαι φτερνοκοπώ φτεροκοπώ φτερουγίζω φτερουγώ
|
|||
|
φτηναίνω φτιάνω φτιάχνομαι φτιάχνω φτιασιδώνομαι φτιασιδώνω φτουρώ φτυαρίζω
|
|||
|
φτωχαίνω φτωχοποιώ φτύνομαι φτύνω φυγαδεύω φυγοδικώ φυγοκεντρίζω φυγομαχώ
|
|||
|
φυλάγομαι φυλάγω φυλάσσομαι φυλάσσω φυλάω φυλακίζομαι φυλακίζω φυλακώνω
|
|||
|
φυλλοβολώ φυλλομαδώ φυλλομετρώ φυλλορροώ φυλλοφορώ φυραίνω φυρώ φυσάω φυσομανώ
|
|||
|
φυσῶ φυτεύω φυτοζοώ φυτοζωώ φυτρώνω φχαριστιέμαι φωλεύω φωλιάζω φωνάζω φωνασκώ
|
|||
|
φωρώμαι φωσφατώνω φωσφορίζω φωσφορυλιώνω φωτάω φωτίζομαι φωτίζω φωταγωγώ
|
|||
|
φωτογραφίζομαι φωτογραφίζω φωτογραφώ φωτοσκιάζω φωτοσυνθέτω φωτοτυπώ φύομαι
|
|||
|
χάνομαι χάνω χάσκω χάφτω χέζομαι χέζω χέω χαίνω χαίρομαι χαίρω χαδεύω χαζεύω
|
|||
|
χαζολογώ χαιρεκακώ χαιρετίζω χαιρετώ χακάρω χαλάω χαλαλίζω χαλαρώνω χαλβαδιάζω
|
|||
|
χαλικοστρώνω χαλικώνω χαλιναγωγώ χαλιναγωγῶ χαλιναρώνω χαλινώνω χαλκεύω
|
|||
|
χαλνώ χαλυβδώνω χαλυβοποιώ χαλυβώνω χαλώ χαλώνω χαμαλικεύω χαμηλώνω χαμογελώ
|
|||
|
χαμοσέρνω χαμπαρίζω χαμπαριάζω χαντακώνω χαντράρω χαπακώνω χαπιάρω χαράζω
|
|||
|
χαρίζομαι χαρίζω χαρακτηρίζομαι χαρακτηρίζω χαρακώνομαι χαρακώνω χαραμίζω
|
|||
|
χαριεντίζομαι χαριτολογώ χαρμανιάζω χαροκοπώ χαροπαλεύω χαροποιώ χαρτζιλικώνω
|
|||
|
χαρτοδένω χαρτοδετούμαι χαρτοδετώ χαρτοκλέβω χαρτοκλέπτω χαρτοπαίζω
|
|||
|
χαρτώνω χαρχαλεύω χασισώνω χασκαρίζω χασκογελώ χασμουριέμαι χασομερώ
|
|||
|
χαυνώνω χαχανίζω χαϊδεύω χαϊδολογώ χειμάζομαι χειμωνιάζει χειρίζομαι χειραγωγώ
|
|||
|
χειροδικώ χειροκροτώ χειρονομώ χειρονομῶ χειροπεδώ χειροτερεύω χειροτεχνώ
|
|||
|
χειροτονώ χειρουργοῦμαι χειρουργώ χειρουργῶ χερακώνω χεριάζω χεροβολιάζω
|
|||
|
χερουκλώνω χερσώνω χηρεύω χιάζω χιλιάζω χιμίζω χιμώ χιονίζει χιονίζω χιονοβολώ
|
|||
|
χλαπακιάζω χλευάζω χλιαίνω χλιμιντρίζω χλιμιντρώ χλοΐζω χλοάζω χλομιάζω
|
|||
|
χλωμιάζω χλωριώνω χλωροφορμίζω χνοάζω χνουδιάζω χολεριάζω χολεριώ χολιάζω
|
|||
|
χολοσκάνω χολοσκάω χολώνω χοντραίνω χοντροδουλεύω χοντρύνω χορδίζω χορεύω
|
|||
|
χορηγῶ χορογραφώ χοροπηδώ χοροστατώ χορταίνω χορταριάζω χουγιάζω χουζουρεύω
|
|||
|
χουφτώνω χουχουλίζω χουχουλιάζω χοχλάζω χοχλακίζω χοχλακιάζω χοχλακώ χρήζω
|
|||
|
χρίω χραίνω χρειάζομαι χρεμετίζω χρεοκοπώ χρεοπιστώνω χρεωκοπώ χρεωστώ
|
|||
|
χρεώνω χρηματίζομαι χρηματίζω χρηματοδοτώ χρηματολογώ χρησιμεύω
|
|||
|
χρησιμοποιώ χρησμοδοτώ χρησμολογώ χρονίζω χρονιάζω χρονογραφώ χρονολογώ
|
|||
|
χρονοτριβώ χρυσίζω χρυσοβάφω χρυσοδένω χρυσοκεντώ χρυσοπλέκω χρυσοπληρώνω
|
|||
|
χρυσοστολίζω χρυσώνω χρωματίζομαι χρωματίζω χρωματογραφώ χρωστάω χρωστώ χτίζω
|
|||
|
χτικιάζω χτυπάω χτυπιέμαι χτυποκαρδίζω χτυπώ χυδαΐζω χυδαιολογώ χυλοποιώ
|
|||
|
χυμώ χωλαίνω χωματίζω χωνεύω χωράω χωρίζομαι χωρίζω χωρατεύω χωριατεύω
|
|||
|
χωροθετώ χωρομετρώ χωροσταθμώ χωρώ χύνομαι χύνω χώνομαι χώνω ψάλλομαι ψάλλω
|
|||
|
ψάχνω ψέγω ψέλνω ψένω ψήνομαι ψήνω ψήχω ψαθώνω ψακώνω ψαλαφώ ψαλιδίζω ψαλιδώνω
|
|||
|
ψαρεύομαι ψαρεύω ψαρώνω ψαχουλεύομαι ψαχουλεύω ψαύω ψεγαδιάζω ψειρίζω ψειριάζω
|
|||
|
ψεκάζω ψελλίζω ψευδίζω ψευδαργυρώνω ψευδοαπασχολούμαι ψευδολογώ ψευδομαρτυρώ
|
|||
|
ψευτίζω ψευταγαπώ ψευτοαπασχολούμαι ψευτοζώ ψευτοπερνώ ψεύδομαι ψηλαρμενίζω
|
|||
|
ψηλαφώ ψηλώνω ψηφάω ψηφίζομαι ψηφίζω ψηφιοποιώ ψηφοθετώ ψηφοθηρώ ψηφοφορώ ψηφώ
|
|||
|
ψιθυρίζεται ψιθυρίζω ψιλοβρέχει ψιλογνέθω ψιλοδουλεύω ψιλοκοσκινίζω
|
|||
|
ψιλοκόβω ψιλολογώ ψιλορωτώ ψιλοσυμπαθώ ψιλοτρώω ψιλοτσιμπώ ψιλούμαι ψιλοῦμαι
|
|||
|
ψιμυθιώνομαι ψιττακίζω ψιχαλίζει ψιχαλίζω ψιψιρίζω ψοφάω ψοφολογώ ψοφώ ψυλλίζω
|
|||
|
ψυλλιάζω ψυχαγωγώ ψυχαγωγῶ ψυχαναγκάζω ψυχαναλύω ψυχανεμίζομαι ψυχογραφώ
|
|||
|
ψυχολογώ ψυχομαχώ ψυχοπιάνομαι ψυχοπλακώνομαι ψυχοπλακώνω ψυχοπονώ ψυχορραγώ
|
|||
|
ψυχραίνω ψυχρηλατώ ψυχώνω ψωμίζομαι ψωμίζω ψωμοζητώ ψωμοζώ ψωμοτρώγω ψωμώνω
|
|||
|
ψωνίζω ψωριάζω ψύχομαι ψύχω ωδίνω ωδινώμαι ωθούμαι ωθώ ωραιοποιούμαι ωραιοποιώ
|
|||
|
ωρύομαι ωτακουστώ ωτοσκοπώ ωφελούμαι ωφελώ ωχραίνω ωχριώ όζω όψομαι ἀδικῶ
|
|||
|
ἀκροῶμαι ἀλέθω ἀμελῶ ἀναπτερυγιάζω ἀναπτερώνω ἀναπτερώνω ἀνασαίνω ἀναταράσσω
|
|||
|
ἀναφτερουγίζω ἀναφτερουγιάζω ἀναφτερώνω ἀναχωρίζω ἀντιμετρῶ ἀράζω ἀφοδεύω
|
|||
|
""".split())
|