spaCy/spacy/lang/el/lemmatizer/lemma_index.json

6 lines
1.6 MiB
JSON
Raw Normal View History

{
"adj": ["καναρινής", "ακτινοσκοπικός", "μερισματούχος", "παγκυπριακός", "συναπτικός", "θερμικός", "ισοβαθής", "χρησιμοποιήσιμος", "χριστεπώνυμος", "τοξωτός", "στατιστικοποιήσιμος", "διασυνδετικός", "απεριποίητος", "κερασής", "φωνακλάς", "ηρεμιστικός", "βαρήκοος", "άφροντις", "βαρυτοαδρανικός", "πλασαριστός", "ασυγκέντρωτος", "μαλακούτσικος", "αναγνώσιμος", "στιλάτος", "βεβαιωτικός", "εξασέλιδος", "νομοκατεστημένος", "πυριτικός", "αναίτιος", "ταξιδιώτικος", "ακαλίγωτος", "περίχρυσος", "ασχεδίαστος", "φλογάτος", "ουρανόσταλτος", "λιανός", "ξανθομάλλα", "μολύβδινος", "σκουρόχρωμος", "νεοκαπιταλιστικός", "τερμιτόφιλος", "υπερασπιστικός", "πολυτασικός", "κακαριστός", "σαπφειροειδής", "υπογλώσσιος", "νευροαναπτυξιακός", "τρηματώδης", "πασσαλόπηκτος", "προγαμιαίος", "απειρότεχνος", "αδιερεύνητος", "ατλαζωτός", "βαρύτιμος", "ασώματος", "περιφερής", "ραχοειδής", "ημίσκληρος", "κατουρλιάρης", "ακατέβατος", "ανύστακτος", "αποναρκωτικός", "αρτιγενής", "εμπόλεμος", "ιδιόμορφος", "ξέπλεγος", "τεντώσιμος", "άψαχτος", "ανέφελος", "ισοσταθμικός", "τετρανιτρωμένος", "πεντακάθαρος", "λευκοφορεμένος", "εφετινός", "σκελετολογικός", "συγχυτικός", "χιμαιρικός", "νεοαφιχθείς", "τετρακυκλικός", "πλατύφυλλος", "φωνοκινητικός", "αφιεραρχημένος", "ανατιμητικός", "απομαχικός", "ξυλόσοφος", "ολοπράσινος", "ορθογραφικός", "οσμογόνος", "ύπτιος", "ισχιαλγικός", "γούρικος", "τροπικός", "χοροστατών", "αμετατόπιστος", "σοβράνος", "ωριός", "γαστρίμαργος", "χορικός", "επήκοος", "δίκαρτος", "ορθότοπος", "αζωτούχος", "φουντωτός", "συνωνυμικός", "αλφικός", "σωρευτικός", "νέγρικος", "έκπληκτος", "γύφτικος", "αλγογόνος", "ξενόφοβος", "ευεπίδεκτος", "ακροθιγής", "αρυμοτόμητος", "επικουρικός", "πατρινός", "ερεθιστικός", "εικοσαπλάσιος", "επανασυσκευασμένος", "θεάρεστος", "πυροκλαστικός", "επικυρίαρχος", "ανακλητικός", "αφιλτράριστος", "ενάρετος", "ρητινώδης", "στωικότερος", "υπηρεσιακός", "νευρειληματικός", "σκοτσέζικος", "εκστατικός", "ολιγοέξοδος", "θυρεοειδής", "αποδεκτικός", "υπεραναλυτικός", "σπερμοφυής", "ομόσημος", "καταλυτικός", "φεβρουαριάτικος", "τριτότοκος", "ατελώνιστος", "χτυπητός", "ερυθηματώδης", "ρυθμιστικός", "επινοητικός", "τρισμακάριστος", "αυγουλωτός", "γαλάριος", "οισοφάγειος", "ανυιοθέτητος", "συνεταιρικός", "απλούστερος", "αργοναυτικός", "ευώνυμος", "βενιζελικός", "καθηγητικός", "τζούφιος", "ευκατάληπτος", "μοντεσσοριανός", "άμοιαστος", "μονοπύρηνος",
"adv": ["συναπτά", "διανοητικά", "καλοκάγαθα", "αποφατικώς", "διαβλητά", "ανατρεπτικά", "ασυνθηκολογήτως", "πεζά", "λογάδην", "αλλαχόθεν", "τάτσι", "μεσοστρατίς", "ακαταπόνητα", "ξέσκεπα", "φαιδρά", "σιχτά", "συγκριτικώς", "βοηθητικά", "προχτές", "αξιοκατάκριτα", "πρωτοσέλιδα", "αυτοσχέδια", "ένθα", "ασεβώς", "ονειρευτά", "ασυγκρότητα", "κατασκότεινα", "ευνόητα", "ακαίρως", "μημειακά", "περιφρονητικά", "εφήμερα", "εκθετικά", "υπτίως", "αθρόα", "άνετα", "άναρχα", "αβροδιαίτως", "ξεκάθαρα", "απαραίτητα", "μεγαλοπαρασκευιάτικα", "αφ’", "ωρίμως", "γραπτώς", "σημασιολογικώς", "απαλά", "άσεμνα", "ενστίκτως", "απρόσωπα", "δυστρόπως", "εριστικώς", "χαριτωμένα", "αεροπορικά", "επακόλουθον", "επιχαρίτως", "ανεξαλείπτως", "ειδυλλιακά", "τυραννικώς", "ψηλαφιστά", "αναποτρέπτως", "καθάπερ", "συμμετρικά", "ουδαμού", "επανωτά", "ολόισια", "εδωδά", "εφιαλτικά", "τελολογικά", "φιλοφρονητικά", "ολοφάνερα", "αντικοινοβουλευτικά", "αμοίραστα", "βαρυσήμαντα", "ευμεταβλήτως", "γελοίως", "τρανταχτά", "φράγκικα", "σοστενούτο", "απολυμαντικά", "αξελόγιαστα", "ξανά", "ανυπολογίστως", "τσιγκούνικα", "τοπικώς", "ορθοπεδικώς", "ακαθόριστα", "προσβλητικώς", "γεωμαγνητικά", "ανεπίστρεπτα", "στερρώς", "μεγαλοπρεπώς", "ερρύθμως", "άμοιαστα", "ομάδι", "ακόμη", "σγουρά", "κλαψιάρικα", "αμφιθεατρικά", "ανάλογα", "ευκάμπτως", "υψομετρικώς", "αενάως", "ακλητί", "σαρκαστικώς", "ξυπνά", "ανομολογήτως", "ντεψίζικα", "δικτατορικώς", "απερίφραστα", "ακαθέκτως", "παραεκκλησιαστικά", "ευγνωμόνως", "εκνευρισμένα", "πρύμα", "χημικά", "ρωσιστί", "συμμέτρως", "αβέβαια", "πρωτότυπα", "καπηλικώς", "εύθυμα", "λίγο", "στυγερώς", "τριπλάσια", "αγγειοσυσταλτικά", "αξιολογικώς", "υπερφωτοταχυντικά", "απανταχού", "θερινά", "τελευταία", "ψυχραντικά", "ανεξαντλήτως", "μυστικά", "επαγωγικά", "πληχτικά", "μερακλίδικα", "περιοριστικά", "αέρινα", "ευσχημόνως", "λαγαρά", "καταρρακτωδώς", "πρασινωπά", "προσφάτως", "χιουμοριστικά", "όλο", "μουγγά", "ασυνοδεύτως", "αλληλενδέτως", "θεωρητικά", "αληθινά", "ανεξάρτητα", "αταπεινώτως", "παραγωγικώς", "αδιαλλάκτως", "χαλαρωτικά", "προφορικά", "αμισθί", "καλικούτσα", "ελληνικά", "εννεάκις", "εξωδικαστικά", "ενεδρευτικώς", "γουρλίδικα", "υποκοριστικώς", "συγγνωστά", "έντιμα", "επιδέξια", "σχιζοφρενικά", "μοναρχικώς", "αριθμητικώς", "ακάθεκτα", "ιδεαλιστικά", "συριακά", "αδιασείστως", "ηχηρώς", "αλληλένδετα", "οποσάκις", "πατρικώς", "ευσυνείδητα", "δυσμόρφως", "υψηλά", "προφαντά", "φέτος", "άγρυπ<EFBFBD>
"noun": ["(ιρλανδικά)", "(σκωτικά)", "(σοράνι)", "-αλγία", "-βατώ", "-βατῶ", "-ούλα", "-πληξία", "-ώνυμο", "sofa", "table", "άβακας", "άβατο", "άβατον", "άβυσσος", "άγανο", "άγαρ", "άγγελμα", "άγγελος", "άγγιγμα", "άγγισμα", "άγγλος", "άγημα", "άγιασμα", "άγιο", "άγκλισμα", "άγκυρα", "άγμα", "άγνοια", "άγνωστος", "άγονο", "άγος", "άγουρος", "άγουσα", "άγρα", "άγρευμα", "άγρευσις", "άγρωστη", "άγχος", "άγχωση", "άδεια", "άδειασμα", "άδικο", "άδραγμα", "άδυτο", "άζωτο", "άζωτον", "άθεος", "άθλημα", "άθληση", "άθλησις", "άθλο", "άθλον", "άθλος", "άθος", "άθροιση", "άθροισμα", "άθυρμα", "άκανθα", "άκανθος", "άκαρι", "άκατος", "άκμονας", "άκμων", "άκουσμα", "άκρα", "άκρη", "άκρια", "άκρο", "άκρον", "άλβατρο", "άλβεδο", "άλγεβρα", "άλγη", "άλγος", "άλειμμα", "άλειψη", "άλεση", "άλεσις", "άλεσμα", "άλευρο", "άλικο", "άλκα", "άλκαλι", "άλκη", "άλλαγμα", "άλλαντα", "άλλεν", "άλλιο", "άλλοθι", "άλμα", "άλμη", "άλμπατρος", "άλμπουρο", "άλογο", "άλσος", "άλτης", "άλτο", "άλτρια", "άλυσις", "άλυσος", "άλφα", "άλφιτο", "άλωση", "άλωσις", "άμαξα", "άμαχος", "άμβικας", "άμβλυνση", "άμβλωση", "άμβλωσις", "άμβυκας", "άμβωνας", "άμιλλα", "άμμος", "άμνιο", "άμπακας", "άμπακος", "άμπελος", "άμπικας", "άμπωτη", "άμπωτις", "άμυλο", "άμυλον", "άμφιο", "άναμμα", "άναξ", "άνασσα", "άνδηρο", "άνδηρον", "άνδρας", "άνεμος", "άνεση", "άνεσις", "άνηθο", "άνθημα", "άνθηση", "άνθησις", "άνθι", "άνθιση", "άνθισις", "άνθισμα", "άνθος", "άνθρακας", "άνθραξ", "άνθρωπος", "άνοδος", "άνοια", "άνοιγμα", "άνοιξη", "άνοιξις", "άντερα", "άντερο", "άντζα", "άντληση", "άντλιον", "άντρακλας", "άντραρος", "άντρας", "άντρο", "άντρον", "άντωση", "άνυσμα", "άνω", "άνωση", "άνωσις", "άξονας", "άξων", "άουτ", "άουτο", "άπαις", "άπαν", "άπαντα", "άπαρση", "άπαρσις", "άπηξ", "άπιον", "άπλα", "άπλοια", "άπλυτα", "άπλωμα", "άπνοια", "άποικος", "άποψη", "άποψις", "άππαρος", "άπωση", "άρα", "άραβας", "άραγμα", "άραψ", "άρβυκας", "άρβυλο", "άργασμα", "άργητα", "άργιλος", "άρδευση", "άρδευσις", "άρθρα\/αρχείο2", "άρθρο", "άρθρον", "άρθρωμα", "άρθρωση", "άρθρωσις", "άρια", "άρκαλος", "άρκευθος", "άρκος", "άρκτος", "άρμα", "άρμεγμα", "άρμενα", "άρμενο", "άρμενον", "άρμη", "άρμοση", "άρμοσις", "άρνηση", "άρνησις", "άροση", "άροτρο", "άρουλα", "άρουρα", "άρπα", "άρπαγας", "άρπαγμα", "άρπασμα", "άρρενας", "άρσις", "άρτος", "άρτυμα", "άρχοντας", "άρχος", "άρχων", "άρωμα", "άσβεστος", "άσθμα", "άσιος", "άσκαυλος", "άσκηση", "άσκησις", "άσμα", "άσος", "άσπρη", "άσπρισμα", "άσπρο", "άσπρουγας", "άσσος", "άστατο", "άστραμμα", "άστριος", "άστρο", "άστυ", "άσυλο", "άσφαλτος", "άτα", "άτι", "άτλαντας", "
"verb": ["μέλλω", "ατομικεύω", "ανασκάβω", "χαροπαλεύω", "κληρονομούμαι", "αριθμώ", "σταδιοδρομώ", "παρατηρῶ", "αγκυροβολώ", "κομψεύομαι", "ξαντιμεύω", "αποφεύγω", "αταχτώ", "γαντζώνω", "νυχτώνω", "πονοκεφαλώ", "αφορώ", "υπερμαχώ", "ενεργοποιούμαι", "ξεκαβαλικεύω", "αποχλωριώνω", "βαρβατεύω", "συμμετέχω", "ξαπλάρω", "σωματοποιούμαι", "ψευδαργυρώνω", "βλακεύω", "θυσιάζω", "κοκορίζω", "περιδρομιάζω", "δαιμονολογώ", "προκρίνομαι", "αποθρασύνω", "στυπώνω", "απάτα", "κατευθύνω", "παραστρατίζω", "προαποβιώνω", "οικειούμαι", "αιμορραγώ", "τραυλίζω", "ξεκατινιάζω", "ροκάρω", "μυθοποιώ", "τροχοπεδιλοδρομώ", "γκουγκλάρω", "σφυρίζω", "κατατεμαχίζω", "αναγγέλλω", "ξομπλιάζω", "αλκοτεστάρω", "παντρεύω", "εκμηδενίζομαι", "τετρατομώ", "επιζητώ", "ρητινώνω", "συρρικνώνω", "εισοδηματοποιώ", "καταναλώνομαι", "εκμυστηρεύομαι", "γλείφομαι", "δροσίζω", "νταβραντίζω", "εναρμονίζω", "ετοιμάζομαι", "πεδικλώνομαι", "εκτυλίσσω", "αίρω", "διαγουμίζομαι", "λατινίζω", "συνωθούμαι", "νοούμαι", "συναισθάνομαι", "περονιάζω", "σκώπτω", "μπουρινιάζω", "παραγοντοποιούμαι", "πιπιλίζω", "συνυπάρχω", "αναψοκοκκινίζω", "κατασβήνω", "αποχαρακτηρίζω", "ξεπετιέμαι", "εκβαίνω", "προεισπράττω", "ξεσποριάζω", "πιάνω", "βιώνω", "υπεκμισθώνω", "αντιπράττω", "προκαταβάλλω", "συμβιώνω", "σκευωρώ", "ψωριάζω", "διασκορπώ", "περιποιούμαι", "περιττεύω", "καλοφαίνομαι", "υποκλίνομαι", "διανέμομαι", "δηώνω", "κατάγω", "στεναχωριέμαι", "διαρπάζω", "κεντράρω", "μεταναστεύω", "πανάρω", "αναφλέγω", "παραγοντοποιώ", "διαδραματίζω", "προσεδαφίζω", "θεωρητικολογώ", "ξεθαρρεύω", "πρωτοκαθίζω", "επιβαρύνομαι", "επικεντρώνομαι", "συμπολιτεύομαι", "εξυψώνω", "πωρώνω", "αποβράζω", "εισρέω", "μπεκρολογάω", "πλαισιώνομαι", "αφροστεφανώνω", "μεταμφιέζομαι", "παγοποιώ", "μπουσουλώ", "ταγκιάζω", "αρτύνω", "επισυνάπτω", "κακίζω", "παραβαραίνω", "μελανώνω", "θυμώνω", "καταδίδω", "αυτοθυσιάζομαι", "καλοστρώνομαι", "προσποιούμαι", "δαιμονοποιώ", "τραβιέμαι", "τρύζω", "αυτοπαραπέμπομαι", "τυπάζω", "σπεδίζω", "τοπογραφώ", "μακελεύω", "αποχαυνώνομαι", "πατάω", "προφυλάσσομαι", "ιδρυματοποιώ", "ενανθρακώνω", "αποκεφαλίζω", "αποχαλώ", "αφυγραίνω", "διασταυρώνομαι", "εντρίβω", "μιαίνω", "φυλάγω", "ανάπτω", "διακορεύω", "βιδώνω", "ανακάθομαι", "λουσαρίζω", "τελετουργώ", "γυναικοφέρνω", "κρίνομαι", "υποτιμώ", "κερδαίνω", "γαλονοφορώ", "συμβουλεύω", "συμμαχώ", "αποκηρύχνω", "τραγουδώ", "πλαντώ", "αυγάζω", "περνιέμαι", "εκκαλώ", "προμελετώ", "κατασ
}