# These exceptions are used to add NORM values based on a token's ORTH value. # Norms are only set if no alternative is provided in the tokenizer exceptions. _exc = { "αγιορίτης": "αγιορείτης", "αγόρι": "αγώρι", "έωλος": "αίολος", "αλλοίθωρος": "αλλήθωρος", "αλλοιώς": "αλλιώς", "αλλοιώτικος": "αλλκότικος", "αναµιγνύω": "αναµειγνύω", "ανάµιξη": "ανάµειξη", "ανανδρεία": "ανανδρία", "αναφιλυτό": "αναφιλητό", "ανελλειπώς": "ανελλιπώς", "ανεξιθρησκεία": "ανεξιθρησκία", "αντικρυνός": "αντικρινός", "απάγκιο": "απάγκεω", "αρµατωλός": "αρµατολός", "αρρώστεια": "αρρώστια", "ατόφιος": "ατόφυος", "αφίνω": "αφήνω", "χιβάδα": "χηβάδα", "αχρηστεία": "αχρηστία", "βαρυγκωµώ": "βαρυγγωµώ", "βεβαρυµένος": "βεβαρηµένος", "βερύκοκκο": "βερίκοκο", "βλήτο": "βλίτο", "βογκώ": "βογγώ", "βραδυά": "βραδιά", "βραδυάζει": "βραδίάζει", "Βρεταννία": "Βρετανία", "Βρεττανία": "Βρετανία", "βολοδέρνω": "βωλοδέρνω", "γέλοιο": "γέλιο", "γκάµα": "γκάµµα", "γλύφω": "γλείφω", "γλήνα": "γλίνα", "διαφήµηση": "διαφήµιση", "δικλείδα": "δικλίδα", "διοξείδιο": "διοξίδιο", "διορία": "διωρία", "δυόροφος": "διώροφος", "δυόµισυ": "δυόµισι", "διόσµος": "δυόσμος", "δυσφήμιση": "δυσφήµηση", "δοσίλογος": "δωσίλογος", "εγχείριση": "εγχείρηση", "ειδωλολατρεία": "ειδωλολατρία", "εληά": "ελιά", "ελιξίριο": "ελιξήριο", "έλκυθρο": "έλκηθρο", "ελλειπής": "ελλίπής", "ενάµισυς": "ενάµισης", "ενάµισυ": "ενάµισι", "ενανθρώπιση": "ενανθρώπηση", "έξη": "έξι", "επί τούτο": "επί τούτω", "εταιρία": "εταιρεία", "εφορεία": "εφορία", "ζηλειάρης": "ζηλιάρης", "Θεοφάνεια": "Θεοφάνια", "καυγάς": "καβγάς", "καθίκι": "καθοίκι", "καινούριος": "καινούργιος", "κακάβι": "κακκάβι", "κακαβιά": "κακκαβιά", "καµµία": "καµία", "κανέλα": "Καννέλα", "κανονιοφόρος": "κανονιοφόρος", "καντίλι": "καντήλι", "κατεβοδώνω": "κατευοδώνω", "κοίτοµαι": "κείτοµαι", "κελαϊδώ": "κελαηδώ", "κυάλια": "κιάλια", "κλύδωνας": "κλήδονας", "κλωτσώ": "κλοτσώ", "κολλιτσίδα": "κολλητσίδα", "κουκί": "κουκκί", "κουλός": "κουλλός", "κρεββάτι": "κρεβάτι", "κροκόδειλος": "κροκόδιλος", "κοβιός": "κωβιός", "λάκισα": "λάκησα", "λιµέρι": "ληµέρι", "λώξυγγας": "λόξυγγας", "µαγγούρα": "µαγκούρα", "µαζή": "μαζί", "µακρυά": "µακριά", "µαµή": "µαµµή", "µαµόθρεφτος": "µαµµόθρεφτος", "µίγµα": "µείγµα", "µίξη": "µείξη", "µετώπη": "µετόπη", "µυρολόι": "µοιρολόι", "µοτοσικλέτα": "µοτοσυκλέτα", "µπαλωµατής": "µπαλλωµατής", "µιζίθρα": "µυζήθρα", "νεοτερίζω": "νεωτερίζω", "νεοτερισµός": "νεωτερισμός", "νεοτεριστής": "νεωτεριστής", "νινί": "νηνί", "νοιώθω": "νιώθω", "νονός": "νοννός", "ξενιτιά": "ξενιτειά", "ξαίρω": "ξέρω", "ξίγκι": "ξίγγι", "ξείδι": "ξίδι", "ξώβεργα": "ξόβεργα", "ξιπάζω": "ξυπάζω", "ξιπασµένος": "ξυπασµένος", "ξυπόλητος": "ξυπόλυτος", "ξωκλήσι": "ξωκκλήσι", "οξυά": "οξιά", "ορθοπεδικός": "ορθοπαιδικός", "ωχ": "οχ", "παπάς": "παππάς", "παραγιός": "παραγυιός", "περηφάνεια": "περηφάνια", "πιλάλα": "πηλάλα", "πίννα": "πίνα", "πηρούνι": "πιρούνι", "πιτσιλώ": "πιτσυλώ", "πιτσιλίζω": "πιτσυλίζω", "πλατυάζω": "πλατειάζω", "πληµµυρίδα": "πληµυρίδα", "πληγούρι": "πλιγούρι", "πωπώ": "ποπό", "πουγγί": "πουγκί", "πρίγκηπας": "πρίγκιπας", "προάστειο": "προάστιο", "προεδρεία": "προεδρία", "πρίµα": "πράµα", "πρωτήτερα": "πρωτύτερα", "προτύτερα": "πρωτύτερα", "πόρωση": "πώρωση", "ρεβύθι": "ρεβίθι", "ρέγγα": "ρέΥκα", "ρηγώνω": "ριγώνω", "ρωµανικός": "ροµανικός", "ρίζι": "ρύζι", "Ρώσσος": "Ρώσος", "σακκούλα": "σακούλα", "συνάφι": "σινάφι", "σειρίτι": "σιρίτι", "σιφόνι": "σιφώνι", "συχαίνοµαι": "σιχαίνοµαι", "σκιρόδεµα": "σκυρόδεµα", "σπάγγος": "σπάγκος", "στυλιάρι": "στειλιάρι", "στοιβάδα": "στιβάδα", "στίβα": "στοίβα", "στριµώνω": "στρυµώνω", "στριμώχνω": "στρυμώχνω", "συγχύζω": "συγχίζω", "σηκώτι": "συκώτι", "σιναγρίδα": "συναγρίδα", "συνοδεία": "συνοδία", "σίφιλη": "σύφιλη", "τανιέµαι": "τανυέµαι", "τανίζω": "τανύζω", "τέσσερις": "τέσσερεις", "τζιτζιφιά": "τζιτζυφιά", "τόνος": "τόννος", "τοπείο": "τοπίο", "τρέλλα": "τρέλα", "τσαγγάρης": "τσαγκάρης", "τσανάκα": "τσαννάκα", "τσανακογλείφτης": "τσαννακογλείφτης", "τσιτώνω": "τσητώνω", "τσιγκλώ": "τσυγκλώ", "τσίµα": "τσύµα", "υννί": "υνί", "υπερηφάνια": "υπερηφάνεια", "υπόχρεως": "υπόχρεος", "φάκελλος": "φάκελος", "φείδι": "φίδι", "φιλονεικώ": "φιλονικώ", "φιλονεικία": "φιλονικία", "φυρί-φυρί": "φιρί-φιρί", "φτιάνω": "φτειάχνω", "φτιάχνω": "φτειάχνω", "φτώχεια": "φτώχια", "φυσαλίδα": "φυσαλλίδα", "χάνος": "χάννος", "χυνόπωρο": "χινόπωρο", "χεινόπωρο": "χινόπωρο", "χιµίζω": "χυµίζω", "χιμίζω": "χυμιζώ", "γκωλ": "γκολ", "αιρκοντίσιον": "ερκοντίσιον", "καρµπυρατέρ": "καρµπφατέρ", "κυλόττα": "κιλότα", "κλή ρινγκ": "κλίρινγκ", "κωλγκέρλ": "κολγκέρλ", "κοµπιναιζόν": "κοµπινεζόν", "κοπυράιτ": "κοπιράιτ", "µυλαίδη": "µιλέδη", "µποϋκοτάζ": "µποϊκοτάζ", "πέναλτυ": "πέναλτι", "πορτραίτο": "πορτρέτο", "ρεστωράν": "ρεστοράν", "ροσµπήφ": "ροσµπίφ", "σαντιγύ": "σαντιγί", "στριπτήζ": "στριπτίζ", "ταµπλώ": "ταµπλό", "τζόκεϋ": "τζόκεϊ", "φουτµπώλ": "φουτµπόλ", "τρόλλεϋ": "τρόλεϊ", "χίππυ": "χίπι", "φέρρυ-µπωτ": "φεριµπότ", "χειρούργος": "χειρουργός", "αβαείο": "αββαείο", "αβάς": "αββάς", "αβάσκαµα": "βάσκαµα", "αβασκανία": "βασκανία", "αβάφτιστος": "αβάπτιστος", "αβάφτιστη": "αβάπτιστη", "αβάφτιστο": "αβάπτιστο", "αβγίλα": "αβγουλίλα", "αυτί": "αφτί", "αβδέλλα": "βδέλλα", "Αβράµ": "'Αβραάµ", "αγγινάρα": "αγκινάρα", "αγγόνα": "εγγονή", "αγγόνι": "εγγόνι", "αγγονός": "εγγονός", "άγειρτος": "άγερτος", "άγειρτη": "άγερτη", "άγειρτο": "άγερτο", "αγέρας": "αέρας", "αγκλέουρας": "αγλέορας", "αγκλίτοα": "γκλίτσα", "Αγκόλα": "Ανγκόλα", "αγκορά": "ανγκορά", "αγκοστοίιρα": "ανγκοστούρα", "άγνεστος": "άγνεθος", "άγνεστη": "άγνεθη", "άγνεστο": "άγνεθο", "αγώρι": "αγόρι", "αγωρίστικος": "αγορίστικος", "αγωρίστικη": "αγορίστικη", "αγωρίστικο": "αγορίστικο", "αγωροκόριτσο": "αγοροκόριστο", "αγουρόλαδο": "αγουρέλαιο", "αγροικώ": "γροικώ", "αδάµαντας": "αδάµας", "αδερφή": "αδελφή", "αδέρφι": "αδέλφι", "αδερφικός": "αδελφικός", "αδερφική": "αδελφική", "αδερφικό": "αδελφικό", "αδερφοποιτός": "αδελφοποιτός", "αδερφός": "αδελφός", "αδερφοσύνη": "αδελφοσύνη", "αέρι": "αγέρι", "αερόµπικ": "αεροβική", "αεροστρόβιλος": "αεριοστρόβιλος", "αητός": "αετός", "αιµατοποσία": "αιµοποσία", "άιντε": "άντε", "αισθηµατισµός": "συναισθηµατισµός", "αιτιακός": "αιτιώδης", "αιτιακή": "αιτιώδης", "αιτιακό": "αιτιώδες", "ακατανόµαστος": "ακατονόµαστος", "ακατανόμαστη": "ακατονόμαστη", "ακατονόμαστο": "ακατανόμαστο", "ακέραιος": "ακέριος", "ακέραια": "ακέρια", "ακέραιο": "ακέριο", "άκρον": "άκρο", "ακτύπητος": "αχτύπητος", "ακτύπητη": "αχτύπητη", "ακτύπητο": "αχτύπητο", "ακυριολεκτώ": "ακυρολεκτώ", "ακυριολεξία": "ακυρολεξία", "αλάτι": "άλας", "αλατένιος": "αλάτινος", "αλατένια": "αλάτινη", "αλατένιο": "αλάτινο", "αλαφραίνω": "ελαφρώνω", "αλαφριός": "ελαφρύς", "αλαφριό": "ελαφρύ", "αλαφρόµυαλος": "ελαφρόµυαλος", "αλαφρόμυαλη": "ελαφρόμυαλη", "αλαφρόμυαλο": "ελαφρόμυαλο", "αλείβω": "αλείφω", "άλευρο": "αλεύρι", "αλησµονησιά": "λησµονιά", "αλκολίκι": "αλκοολίκι", "αλλέως": "αλλιώς", "αλληλοεπίδραση": "αλληλεπίδραση", "αλλήθωρος": "αλλοίθωρος", "αλλήθωρη": "αλλοίθωρη", "αλλήθωρο": "αλλοίθωρο", "αλλοίµονο": "αλίµονο", "αµνηστεία": "αµνηστία", "αµπαρόριζα": "αρµπαρόριζα", "αµπέχωνο": "αµπέχονο", "αµυγδαλάτος": "αµυγδαλωτός", "αμυγδαλάτη": "αμυγδαλωτή", "αμυγδαλάτο": "αμυγδαλωτό", "αµυγδαλόλαδο": "αµυγδαλέλαιο", "αµφίλογος": "αµφιλεγόµενος", "αμφίλογη": "αμφιλεγόμενη", "αμφίλογο": "αμφιλεγόμενο", "αναβατός": "ανεβατός", "αναβατή": "ανεβατή", "αναβατό": "ανεβατό", "αναδεχτός": "αναδεκτός", "αναθρέφω": "ανατρέφω", "ανακατώνω": "ανακατεύω", "ανακάτωση": "ανακάτεµα", "αναλίσκω": "αναλώνω", "αναμειγνύω": "αναμιγνύω", "αναμείκτης": "αναμίκτης", "ανάµεικτος": "ανάµικτος", "ανάμεικτη": "ανάμικτη", "ανάμεικτο": "ανάμικτο", "αναπαµός": "ανάπαυση", "αναπαρασταίνω": "αναπαριστάνω", "ανάπρωρος": "ανάπλωρος", "ανάπρωρη": "ανάπλωρη", "ανάπρωρο": "ανάπλωρο", "αναπτυγµένος": "ανεπτυγμένος", "αναπτυγµένη": "ανεπτυγμένη", "αναπτυγµένο": "ανεπτυγμένο", "άναστρος": "ανάστερος", "αναστυλώνω": "αναστηλώνω", "αναστύλωση": "αναστήλωση", "ανεγνωρισµένος": "αναγνωρισµένος", "αναγνωρισμένη": "αναγνωρισµένη", "αναγνωρισμένο": "αναγνωρισµένο", "ανέµυαλος": "άμυαλος", "ανέμυαλη": "άμυαλη", "ανέμυαλο": "άμυαλο", "ανεπάντεχος": "αναπάντεχος", "ανεπάντεχη": "αναπάντεχη", "ανεπάντεχο": "αναπάντεχο", "ανεψιά": "ανιψιά", "ανεψιός": "ανιψιός", "ανήρ": "άνδρας", "ανηφόρι": "ανήφορος", "ανηψιά": "ανιψιά", "ανηψιός": "ανιψιός", "άνθιση": "άνθηση", "ανταλλάζω": "ανταλλάσσω", "ανταπεξέρχοµαι": "αντεπεξέρχοµαι", "αντζούγια": "αντσούγια", "αντιεισαγγελέας": "αντεισαγγελέας", "αντικατασταίνω": "αντικαθιστώ", "αντικρύζω": "αντικρίζω", "αντιµολία": "αντιµωλία", "αντιπροσωπεία": "αντιπροσωπία", "αντισταµινικό": "αντιισταµινικός", "αντίχτυπος": "αντίκτυπος", "άντρας": "άνδρας", "αντρόγυνο": "ανδρόγυνο", "αντρώνω": "ανδρώνω", "άξια": "άξιος", "απακούµπι": "αποκούµπι", "απαλάµη": "παλάµη", "Απαλάχια": "Αππαλάχια", "απάνω": "επάνω", "απέδρασα": "αποδιδράσκω", "απλούς": "απλός", "απλούν": "απλό", "απόγαιο": "απόγειο", "αποδείχνω": "αποδεικνύω", "αποθαµός": "πεθαµός", "αποθανατίζω": "απαθανατίζω", "αποκεντροποίηση": "αποκέντρωση", "απολαυή": "απολαβή", "αποξεραίνω": "αποξηραίνω", "απόξυοη": "απόξεση", "απόξω": "απέξω", "απόσχω": "απέχω", "αποτίω": "αποτίνω", "αποτυχαίνω": "αποτυγχάνω", "αποχαιρετίζω": "αποχαιρετώ", "απόχτηµα": "απόκτηµα", "απόχτηση": "απόκτηση", "αποχτώ": "αποκτώ", "Απρίλης": "Απρίλιος", "αρκαντάσης": "καρντάσης", "αρµάρι": "ερµάριο", "άρµη": "άλµη", "αρµοστεία": "αρµοστία", "άρµπουρο": "άλµπουρο", "αρµύρα": "αλµύρα", "αρµυρίκι": "αλµυρίκι", "άρρην": "άρρεν", "αρσανάς": "ταρσανάς", "αρτύνω": "αρταίνω", "αρχινίζω": "αρχίζω", "αρχινώ": "αρχίζω", "αρχίτερα": "αρχύτερα", "ασκηµάδα": "ασχήµια", "ασκηµαίνω": "ασχηµαίνω", "ασκήµια": "ασχήµια", "ασκηµίζω": "ασχηµίζω", "άσσος": "άσος", "αστράπτω": "αστράφτω", "αστράπτω": "αστράφτω", "αταχτώ": "ατακτώ", "ατσάλινος": "ατσαλένιος", "ατσάλινη": "ατσαλένια", "ατσάλινο": "ατσαλένιο", "Ατσιγγάνος": "Τσιγγάνος", "Ατσίγγανος": "Τσιγγάνος", "αυγαταίνω": "αβγατίζω", "αυγατίζω": "αβγατίζω", "αυγό": "αβγό", "αυγοειδής": "αυγοειδής", "αυγοειδές": "αβγοειδές", "αυγοθήκη": "αβγοθήκη", "αυγοκόβω": "αβγοκόβω", "αυγοτάραχο": "αβγοτάραχο", "αύλακας": "αυλάκι", "αυτί": "αφτί", "αυτιάζοµαι": "αφτιάζοµαι", "αφορεσµός": "αφορισµός", "άφρονας": "άφρων", "αχείλι": "χείλι", "άχερο": "άχυρο", "αχερώνας": "αχυρώνας", "αχιβάδα": "αχηβάδα", "αχτίδα": "ακτίνα", "βαβουίνος": "µπαµπουίνος", "Βαγγέλης": "Ευάγγελος", "βαγγέλιο": "ευαγγέλιο", "Βάγια": "Βάί'α", "βαζιβουζούκος": "βασιβουζούκος", "βαθύνω": "βαθαίνω", "βάιο": "βάγιο", "βακαλάος": "µπακαλιάρος", "βαλάντιο": "βαλλάντιο", "βαλαντώνω": "βαλλαντώνω", "βάνω": "βάζω", "βαρειά": "βαριά", "βαριεστίζω": "βαργεστώ", "βαριεστώ": "βαργεστώ", "βαρώ": "βαράω", "βαρώνος": "βαρόνος", "βασιλέας": "βασιλιάς", "βασµούλος": "γασµούλος", "Βαυαρία": "Βαβαρία", "Βαυαροκρατία": "Βαβαροκρατία", "βαφτίζω": "βαπτίζω", "βάφτιση": "βάπτιση", "βάφτισµα": "βάπτισµα", "βαφτιστής": "βαπτιστής", "βαφτιστικός": "βαπτιστικός", "βαφτιστική": "βαπτιστική", "βαφτιστικιά": "βαπτιστική", "βαφτιστικό": "βαπτιστικό", "βδοµάδα": "εβδοµάδα", "βεγόνια": "µπιγκόνια", "βελανίδι": "βαλανίδι", "βελανιδιά": "βαλανιδιά", "βενζίνα": "βενζίνη", "βεράτιο": "µπεράτι", "βερόκοκο": "βερίκοκο", "βιγόνια": "µπιγκόνια", "βλάφτω": "βλάπτω", "βλογιά": "ευλογιά", "βλογάω": "ευλογώ", "βογγίζω": "βογγώ", "βόγγος": "βογγητό", "βογκητό": "βογγητό", "βοδάµαξα": "βοϊδάµαξα", "βόλλεϋ": "βόλεϊ", "βολοκοπώ": "βωλοκοπώ", "βόλος": "βώλος", "βουβάλι": "βούβαλος", "βουή": "βοή", "βούλα": "βούλλα", "βούλωµα": "βούλλωµα", "βουλώνω": "βουλλώνω", "βουρβόλακας": "βρικόλακας", "βουρκόλακας": "βρικόλακας", "βους": "βόδι", "βραδι": "βράδυ", "βρυκόλακας": "βρικόλακας", "βρώµα": "βρόµα", "βρώµη": "βρόµη", "βρωµιά": "βροµιά", "βρωµίζω": "βροµίζω", "βρώµιο": "βρόµιο", "βρωµώ": "βροµώ", "βωξίτης": "βοξίτης", "γάβρος": "γαύρος", "γαϊδάρα": "γαϊδούρα", "γαίµα": "αίµα", "γαλακτόπιτα": "γαλατόπιτα", "γάµα": "γάµµα", "γαµβρός": "γαµπρός", "γαρίφαλο": "γαρύφαλλο", "γαρούφαλλο": "γαρύφαλλο", "γαυγίζω": "γαβγίζω", "γελάδα": "αγελάδα", "γελέκο": "γιλέκο", "γένοµαι": "γίνοµαι", "γενότυπος": "γονότυπος", "Γένουα": "Γένοβα", "γεράζω": "γερνώ", "γέρακας": "γεράκι", "γερατειά": "γηρατειά", "γεροκοµείο": "γηροκοµείο", "γεροκοµώ": "γηροκοµώ", "Γεσθηµανή": "Γεθσηµανή", "γεώδης": "γαιώδης", "γαιώδες": "γαιώδες", "γηρασµός": "γήρανση", "Γιάννενα": "Ιωάννινα", "Γιάννινα": "Ιωάννινα", "γιάνω": "γιαίνω", "γιαουρτλού": "γιογουρτλού", "Γιαπωνέζος": "Ιαπωνέζος", "γιγαντεύω": "γιγαντώνω", "γιεγιές": "γεγές", "Γιεν": "γεν", "γιέσµαν": "γέσµαν", "γιόκας": "γυιόκας", "γιορτασµός": "εορτασµός", "γιος": "γυιος", "Γιούλης": "Ιούλιος", "Γιούνης": "Ιούνιος", "γιοφύρι": "γεφύρι", "Γιώργος": "Γεώργιος", "γιωτ": "γιοτ", "γιωτακισµός": "ιωτακισµός", "γκάγκστερ": "γκάνγκστερ", "γκαγκστερισµός": "γκανγκστερισµός", "γκαµήλα": "καµήλα", "γκεµπελίσκος": "γκαιµπελίσκος", "γκιουβέτσι": "γιουβέτσι", "γκιώνης": "γκιόνης", "γκλοµπ": "κλοµπ", "γκογκ": "γκονγκ", "Γκιόνα": "Γκιώνα", "γκόρφι": "γκόλφι", "γκρα": "γκρας", "Γκράβαρα": "Κράβαρα", "γκυ": "γκι", "γλαϋξ": "γλαύκα", "γλιτώνω": "γλυτώνω", "γλύκισµα": "γλύκυσµα", "γλυστρώ": "γλιστρώ", "γλωσσίδα": "γλωττίδα", "γνέφαλλο": "γνάφαλλο", "γνοιάζοµαι": "νοιάζοµαι", "γόµα": "γόµµα", "γόνα": "γόνατο", "γονιός": "γονέας", "γόπα": "γώπα", "γούµενος": "ηγούµενος", "γουµένισσα": "ηγουµένη", "γουώκµαν": "γουόκµαν", "γραία": "γριά", "Γράµος": "Γράµµος", "γρασίδι": "γρασσίδι", "γρεγολεβάντες": "γραιγολεβάντες", "γρέγος": "γραίγος", "γρικώ": "γροικώ", "Γροιλανδία": "Γροιλανδία", "γρίνια": "γκρίνια", "γροθοκοπώ": "γρονθοκοπώ", "γρούµπος": "γρόµπος", "γυαλοπωλείο": "υαλοπωλείο", "γυρνώ": "γυρίζω", "γόρωθε": "γύροθε", "γωβιός": "κωβιός", "δάγκάµα": "δάγκωµα", "δαγκαµατιά": "δαγκωµατιά", "δαγκανιά": "δαγκωνιά", "δαιµονοπληξία": "δαιµονιόπληκτος", "δαίµων": "δαίµονας", "δακτυλήθρα": "δαχτυλήθρα", "δακτυλίδι": "δαχτυλίδι", "∆αυίδ": "∆αβίδ", "δαχτυλογραφία": "δακτυλογραφία", "δαχτυλογράφος": "δακτυλογράφος", "δεικνύω": "δείχνω", "δείλι": "δειλινό", "δείχτης": "δείκτης", "δελής": "ντελής", "δενδρογαλή": "δεντρογαλιά", "δεντρολίβανο": "δενδρολίβανο", "δεντροστοιχία": "δενδροστοιχία", "δεντροφυτεία": "δενδροφυτεία", "δεντροφυτεύω": "δενδροφυτεύω", "δεντρόφυτος": "δενδρόφυτος", "δεξής": "δεξιό", "δερµατώδης": "δερµατοειδής", "δερματώδες": "δερµατοειδές", "δέσποτας": "δεσπότης", "δεφτέρι": "τεφτέρι", "διαβατάρης": "διαβάτης", "διάβηκα": "διαβαίνω", "διαβιβρώσκω": "διαβρώνω", "διαθρέψω": "διατρέφω", "διακόνεµα": "διακονιά", "διάολος": "διάβολος", "∆ιαµαντής": "Αδαµάντιος", "διαολιά": "διαβολιά", "διαολογυναίκα": "διαβολογυναίκα", "διαολοθήλυκο": "διαβολοθήλυκο", "διαολόκαιρος": "διαβολόκαιρος", "διαολοκόριτσο": "διαβολοκόριτσο", "διαολόπαιδο": "διαβολόπαιδο", "διάολος": "διάβολος", "διασκελιά": "δρασκελιά", "διαχύνω": "διαχέω", "δίδω": "δίνω", "δίκηο": "δίκιο", "δοβλέτι": "ντοβλέτι", "δοσίλογος": "δωσίλογος", "δράχνω": "αδράχνω", "δρέπανο": "δρεπάνι", "δρόσος": "δροσιά", "δώνω": "δίνω", "εγγίζω": "αγγίζω", "εδώθε": "δώθε", "εδωνά": "εδωδά", "εικοσάρι": "εικοσάρικο", "εικών": "εικόνα", "εισαγάγω": "εισάγω", "εισήγαγα": "εισάγω", "εισήχθην": "εισάγω", "έκαμα": "έκανα", "εκατόν": "εκατό", "εκατοστάρης": "κατοστάρης", "εκατοστάρι": "κατοστάρι", "εκατοστάρικο": "κατοστάρικο", "εκλαίρ": "εκλέρ", "Ελδοράδο": "Ελντοράντο", "ελευθεροτεκτονισµός": "τεκτονισµός", "ελευτεριά": "ελευθερία", "Ελεφαντοστού Ακτή": "Ακτή Ελεφαντοστού", "ελληνικάδικο": "ελληνάδικο", "Ελπίδα": "Ελπίς", "εµορφιά": "οµορφιά", "εµορφάδα": "οµορφιά", "έµπορας": "έµπορος", "εµώ": "εξεµώ", "ένδεκα": "έντεκα", "ενενήκοντα": "ενενήντα", "ενωρίς": "νωρίς", "εξανέστην": "εξανίσταµαι", "εξήκοντα": "εξήντα", "έξις": "έξη", "εξωκκλήσι": "ξωκκλήσι", "εξωµερίτης": "ξωµερίτης", "επανωφόρι": "πανωφόρι", "επιµειξία": "επιµιξία", "επίστοµα": "απίστοµα", "επτάζυµο": "εφτάζυµο", "επταήµερος": "εφταηµερος", "επταθέσιος": "εφταθέσιος", "επταµελής": "εφταµελης", "επταµηνία": "εφταµηνία", "επταµηνίτικος": "εφταµηνίτικος", "επταπλασιάζω": "εφταπλασιάζω", "επταπλάσιος": "εφταπλάσιος", "επτασύλλαβος": "εφτασύλλαβος", "επτατάξιος": "εφτατάξιος", "επτάτοµος": "εφτάτοµος", "επτάφυλλος": "εφτάφυλλος", "επτάχρονα": "εφτάχρονα", "επτάχρονος": "εφτάχρονος", "επταψήφιος": "εφταψήφιος", "επτάωρος": "εφτάωρος", "επταώροφος": "εφταώροφος", "έργον": "έργο", "ευκή": "ευχή", "ευρό": "ευρώ", "ευσπλαχνίζοµαι": "σπλαχνίζοµαι", "εφεντης": "αφέντης", "εφηµεριακός": "εφηµέριος", "εφημεριακή": "εφηµέρια", "εφημεριακό": "εφηµέριο", "εφτά": "επτά", "εφταετία": "επταετία", "εφτακόσια": "επτακόσια", "εφτακόσιοι": "επτακόσιοι", "εφτακοσιοστός": "επτακοσιοστός", "εχθές": "χθες", "ζάπι": "ζάφτι", "ζαχαριάζω": "ζαχαρώνω", "ζαχαροµύκητας": "σακχαροµύκητας", "ζεµανφού": "ζαµανφού", "ζεµανφουτισµός": "ζαµανφουτισµός", "ζέστα": "ζέστη", "ζεύλα": "ζεύγλα", "Ζηλανδία": "Νέα Ζηλανδία", "ζήλεια": "ζήλια", "ζιµπούλι": "ζουµπούλι", "ζο": "ζώο", "ζουρλαµάρα": "ζούρλα", "ζωοφόρος": "ζωφόρος", "ηλεκτροκόλληση": "ηλεκτροσυγκόλληση", "ηλεκτροοπτική": "ηλεκτροπτική", "ήλιο": "ήλιον", "ηµιόροφος": "ηµιώροφος", "θαλάµι": "θαλάµη", "θάµα": "θαύµα", "θαµπώνω": "θαµβώνω", "θάµπος": "θάµβος", "θάφτω": "θάβω", "θεοψία": "θεοπτία", "θέσει": "θέση", "θηλειά": "θηλιά", "Θόδωρος": "Θεόδωρος", "θρύβω": "θρύπτω", "θυµούµαι": "θυµάµαι", "Ιαµάϊκή": "Τζαµάικα", "ιατρεύω": "γιατρεύω", "ιατρός": "γιατρός", "ιατροσόφιο": "γιατροσόφι", "I.Q.": "αϊ-κιού", "ινατι": "γινάτι", "ιονίζω": "ιοντίζω", "ιονιστής": "ιοντιστής", "ιονόσφαιρα": "ιοντόσφαιρα", "Ιούλης": "Ιούλιος", "ίσασµα": "ίσιωµα", "ισιάζω": "ισιώνω", "ίσκιος": "ήσκιος", "ισκιώνω": "ησκιώνω", "ίσωµα": "ίσιωµα", "ισώνω": "ισιώνω", "ιχθύαση": "ιχθύωση", "ιώτα": "γιώτα", "καββαλισµός": "καβαλισµός", "κάβουρος": "κάβουρας", "καδής": "κατής", "καδρίλια": "καντρίλια", "Καζακστάν": "Καζαχστάν", "καθέκλα": "καρέκλα", "κάθησα": "κάθισα", "[1766]. καθίκι": "καθοίκι", "καΐλα": "καήλα", "καϊξής": "καϊκτσής", "καλδέρα": "καλντέρα", "καλεντάρι": "καλαντάρι", "καλήν εσπέρα": "καλησπέρα", "καλιά": "καλειά", "καλιακούδα": "καλοιακούδα", "κάλλια": "κάλλιο", "καλλιά": "κάλλιο", "καλόγηρος": "καλόγερος", "καλόρχεται": "καλοέρχεται", "καλσόν": "καλτσόν", "καλυµµαύκι": "καµιλαύκι", "καλύµπρα": "καλίµπρα", "καλωσύνη": "καλοσύνη", "καµαρωτός": "καµαρότος", "καµηλαύκι": "καµιλαύκι", "καµτσίκι": "καµουτσίκι", "καναβάτσο": "κανναβάτσο", "κανακίζω": "κανακεύω", "κανάτα": "καννάτα", "κανατάς": "καννατάς", "κανάτι": "καννάτι", "κανελής": "καννελής", "κανελιά": "καννελή", "κανελί": "καννελή", "κανελονι": "καννελόνι", "κανελλόνι": "καννελόνι", "κανένας": "κανείς", "κάνη": "κάννη", "κανί": "καννί", "κάνναβης": "κάνναβις", "καννιβαλισµός": "κανιβαλισµός", "καννίβαλος": "κανίβαλος", "κανοκιάλι": "καννοκιάλι", "κανόνι": "καννόνι", "κανονιά": "καννονιά", "κανονίδι": "καννονίδι", "κανονιέρης": "καννονιέρης", "κανονιοβολητής": "καννονιοβολητής", "κανονιοβολισµός": "καννονιοβολισµός", "κανονιοβολώ": "καννονιοβολώ", "κανονιοστάσιο": "καννονιοστάσιο", "κανονιοστοιχία": "καννονιοστοιχία", "κανονοθυρίδα": "καννονοθυρίδα", "κάνουλα": "κάννουλα", "κανών": "κανόνας", "κάπα": "κάππα", "κάπαρη": "κάππαρη", "καπαρντίνα": "καµπαρντίνα", "καραβόσκοινο": "καραβόσχοινο", "καρένα": "καρίνα", "κάρκάδο": "κάκαδο", "καροτίνη": "καρωτίνη", "καρότο": "καρώτο", "καροτόζουµο": "καρωτόζουµο", "καροτοσαλάτα": "καρωτοσαλάτα", "καρπούµαι": "καρπώνοµαι", "καρρώ": "καρό", "κάρυ": "κάρι", "καρυοφύλλι": "καριοφίλι", "καταΐφι": "κανταΐφι", "κατακάθηµαι": "κατακάθοµαι", "κατάντια": "κατάντηµα", "κατασκοπεία": "κατασκοπία", "καταφτάνω": "καταφθάνω", "καταχράσθηκα": "καταχράστηκα", "κατάχτηση": "κατάκτηση", "καταχτητής": "κατακτητής", "καταχτώ": "κατακτώ", "καταχωρώ": "καταχωρίζω", "κατέβαλα": "καταβάλλω", "Κατερίνα": "Αικατερίνη", "κατοστίζω": "εκατοστίζω", "κάτου": "κάτω", "κατρουλιό": "κατουρλιό", "καυναδίζω": "καβγαδίζω", "καϋµός": "καηµός", "'κεί": "εκεί", "κείθε": "εκείθε", "καψόνι": "καψώνι", "καψύλλιο": "καψούλι", "κελάρης": "κελλάρης", "κελί": "κελλί", "κεντήτρια": "κεντήστρα", "κεσέµι": "γκεσέµι", "κέσιο": "καίσιο", "κηπάριο": "κήπος", "κινάρα": "αγκινάρα", "κιοφτές": "κεφτές", "κλαίγω": "κλαίω", "κλαπάτσα": "χλαπάτσα", "κλασσικίζω": "κλασικίζω", "κλασσικιστής": "κλασικιστής", "κλέπτης": "κλέφτης", "κληθρα": "σκλήθρα", "κλήρινγκ": "κλίρινγκ", "κλιπ": "βιντεοκλίπ", "κλωσά": "κλώσσα", "κλωτσιά": "κλοτσιά", "κογκλάβιο": "κονκλάβιο", "κογκρέσο": "κονγκρέσο", "κοιµίσης": "κοίµησης", "κοιµούµαι": "κοιµάµαι", "κοιτώ": "κοιτάζω", "κοιτάω": "κοιτάζω", "κόκαλο": "κόκκαλο", "κοκίτης": "κοκκύτης", "κοκκίαση": "κοκκίωση", "κοκκοφοίνικας": "κοκοφοίνικας", "κολάζ": "κολλάζ", "κολαντρίζω": "κουλαντρίζω", "κολαρίζω": "κολλαρίζω", "κολεχτίβα": "κολεκτίβα", "κολεχτιβισµός": "κολεκτιβισµός", "κολιγιά": "κολληγιά", "κολίγος": "κολλήγας", "κολίγας": "κολλήγας", "κολικόπονος": "κωλικόπονος", "κολιός": "κολοιός", "κολιτσίνα": "κολτσίνα", "κολυµπήθρα": "κολυµβήθρα", "κολώνα": "κολόνα", "κολώνια": "κολόνια", "κοµβόι": "κονβόι", "κόµις": "κόµης", "κόµισσα": "κόµης", "κόµιτας": "κόµης", "κοµιτεία": "κοµητεία", "κόµµατα": "κοµµάτι", "κοµµούνα": "κοµούνα", "κοµµουναλισµός": "κοµουναλισµός", "κοµµούνι": "κοµούνι", "κοµµουνίζω": "κοµουνίζω", "κοµµουνισµός": "κοµουνισµός", "κοµµουνιστής": "κοµουνιστής", "κονδυλοειδής": "κονδυλώδης", "κονδυλοειδές": "κονδυλώδες", "κονσέρτο": "κοντσέρτο", "κόντραµπαντιέρης": "κοντραµπατζής", "κοντσίνα": "κολτσίνα", "κονφορµισµός": "κοµφορµισµός", "κονφορµιστής": "κομφορμιστής", "κοπελιά": "κοπέλα", "κοπλιµέντο": "κοµπλιµέντο", "κόπτω": "κόβω", "κόπυραιτ": "κοπιράιτ", "Κοριτσα": "Κορυτσά", "κοριτσόπουλο": "κορίτσι", "κορνέτο": "κορνέτα", "κορνιζώνω": "κορνιζάρω", "κορόιδεµα": "κοροϊδία", "κορόνα": "κορώνα", "κορφή": "κορυφή", "κοσάρι": "εικοσάρικο", "κοσάρικο": "εικοσάρικο", "κοσµετολογία": "κοσµητολογία", "κοτάω": "κοτώ", "κουβαρνταλίκι": "χουβαρνταλίκι", "κουβαρντάς": "χουβαρντάς", "κουβερνάντα": "γκουβερνάντα", "κούκος": "κούκκος", "κουλλουρτζής": "κουλλουράς", "κουλούρας": "κουλλουράς", "κουλούρι": "κουλλούρι", "κουλουριάζω": "κουλλουριάζω", "κουλουρτζής": "κουλλουράς", "κουρδιστής": "χορδιστής", "κουρντιστής": "χορδιστής", "κουρντίζω": "κουρδίζω", "κουρντιστήρι": "κουρδιστήρι", "κουστούµι": "κοστούµι", "κουτεπιέ": "κουντεπιέ", "κόφτης": "κόπτης", "κόχη": "κόγχη", "κοψοχείλης": "κοψαχείλης", "κρεµάζω": "κρεµώ", "κροντήρι": "κρωντήρι", "κροµµύδι": "κρεµµύδι", "κροµµυδίλα": "κρεµµυδίλα", "κρουσταλλιάζω": "κρυσταλλιάζω", "κτένα": "χτένα", "κτενάκι": "χτενάκι", "κτένι": "χτένι", "κτενίζω": "χτενίζω", "κτένισµα": "χτένισµα", "κτίριο": "κτήριο", "κυλίω": "κυλώ", "κυττάζω": "κοιτάζω", "κωλ-γκέρλ": "κολ-γκέρλ", "κωλοµπαράς": "κολοµπαράς", "κωσταντινάτο": "κωνσταντινάτο", "Κώστας": "Κωνσταντίνος", "κώχη": "κόγχη", "λάβδα": "λάµβδα", "λαγούτο": "λαούτο", "λαγύνι": "λαγήνι", "λαίδη": "λέδη", "λαϊκάντζα": "λαϊκούρα", "λαιµά": "λαιµός", "λαΐνι": "λαγήνι", "λαµπράδα": "λαµπρότητα", "λάρος": "γλάρος", "λατόµι": "λατοµείο", "λαύδανο": "λάβδανο", "λαυράκι": "λαβράκι", "λαφίνα": "ελαφίνα", "λαφόπουλο": "ελαφόπουλο", "λειβάδι": "λιβάδι", "Λειβαδιά": "Λιβάδια", "λεϊµόνι": "λεµόνι", "λεϊµονιά": "λεµονιά", "Λειψία": "Λιψία", "λέοντας": "λέων", "λεπτά": "λεφτά", "λεπτύνω": "λεπταίνω", "λευκαστής": "λευκαντής", "Λευτέρης": "Ελευθέριος", "λευτερώνω": "ελευθερώνω", "λέω": "λέγω", "λιανεµπόριο": "λειανεµπόριο", "λιανίζω": "λειανίζω", "λιανοτούφεκο": "λειανοτούφεκο", "λιανοντούφεκο": "λειανοντούφεκο", "λιανοπούληµα": "λειανοπούληµα", "λιανοπωλητής": "λειανοπωλητής", "λιανοτράγουδο": "λειανοτράγουδο", "λιγοψυχία": "ολιγοψυχία", "λιθρίνι": "λυθρίνι", "λιµένας": "λιµάνι", "λίµπρα": "λίβρα", "λιοβολιά": "ηλιοβολία", "λιόδεντρο": "ελαιόδεντρο", "λιόλαδο": "ελαιόλαδο", "λιόσπορος": "ηλιόσπορος", "λιοτρίβειο": "ελαιοτριβείο", "λιοτρόπι": "ηλιοτρόπιο", "λιόφως": "ηλιόφως", "λιχουδιά": "λειχουδιά", "λιώνω": "λειώνω", "λογιωτατίζω": "λογιοτατίζω", "λογιώτατος": "λογιότατος", "λόγκος": "λόγγος", "λόξιγκας": "λόξυγγας", "λοτόµος": "υλοτόµος", "Λουµπλιάνα": "Λιουµπλιάνα", "λούω": "λούζω", "λύγξ": "λύγκας", "λυµφατισµός": "λεµφατισµός", "λυντσάρω": "λιντσάρω", "λυσσιακό": "λυσσακό", "λυώνω": "λειώνω", "Λωξάντρα": "Λοξάντρα", "λωρένσιο": "λορένσιο", "λωρίδα": "λουρίδα", "µαγγάνιο": "µαγκάνιο", "µαγγιώρος": "µαγκιόρος", "µαγειριά": "µαγεριά", "µάγειρος": "µάγειρας", "µόγερας": "µάγειρας", "µαγιώ": "µαγιό", "µαγκανοπήγαδο": "µαγγανοπήγαδο", "µαγκώνω": "µαγγώνω", "µαγνόλια": "µανόλια", "Μαγυάρος": "Μαγιάρος", "µαζύ": "µαζί", "µαζώνω": "µαζεύω", "µαιζονέτα": "µεζονέτα", "µαιτρ": "µετρ", "µαιτρέσα": "µετρέσα", "µακριός": "µακρύς", "μακριά": "µακρυά", "μακριό": "µακρύ", "µαλάσσω": "µαλάζω", "µαµά": "µαµµά", "µαµouδι": "µαµούνι", "µάνα": "µάννα", "µανδαρινέα": "µανταρινιά", "µανδήλι": "µαντήλι", "µάνδρα": "µάντρα", "µανές": "αµανές", "Μανόλης": "Εµµανουήλ", "µαντζούνι": "µατζούνι", "µαντζουράνα": "µατζουράνα", "µαντίλα": "µαντήλα", "µαντίλι": "µαντήλι", "µαντµαζέλ": "µαµαζέλ", "µαντρίζω": "µαντρώνω", "µαντώ": "µαντό", "Μανώλης": "Εµµανουήλ", "µάρτυς": "µάρτυρας", "µασκάλη": "µασχάλη", "µατοκυλίζω": "αιµατοκυλίζω", "µατοκύλισµα": "αιµατοκυλίζω", "µατσέτα": "µασέτα", "µαυράδα": "µαυρίλα", "μεγαλόπολη": "µεγαλούπολη", "µεγαλοσπληνία": "σπληνοµεγαλία", "µέγγενη": "µέγκενη", "μείκτης": "µίκτης", "µελίγγι": "µηλίγγι", "µεντελισµός": "µενδελισµός", "µενχίρ": "µενίρ", "µέρα": "ηµέρα", "µεράδι": "µοιράδι", "µερεύω": "ηµερεύω", "µέρµηγκας": "µυρµήγκι", "µερµήγκι": "µυρµήγκι", "µερσίνα": "µυρσίνη", "µερσίνη": "µυρσίνη", "µέρωµα": "ηµερώνω", "µερώνω": "ηµερώνω", "µέσον": "µέσο", "µεσοούρανα": "µεσούρανα", "µεταλίκι": "µεταλλίκι", "µεταπούληση": "µεταπώληση", "µεταπουλω": "µεταπωλώ", "µετοχιάριος": "µετοχάρης", "µητάτο": "µιτάτο", "µητριά": "µητρυιά", "µητριός": "µητρυιός", "Μιανµάρ": "Μυανµάρ", "Μίκι Μάους": "Μίκυ Μάους", "µικρύνω": "µικραίνω", "µινουέτο": "µενουέτο", "µιξοπαρθένα": "µειξοπαρθένα", "µισοφόρι": "µεσοφόρι", "µίτζα": "µίζα", "µολογώ": "οµολογώ", "μολογάω": "οµολογώ", "µοµία": "µούµια", "µοµιοποίηση": "µουµιοποίηση", "µονάρχιδος": "µόνορχις", "µονιάζω": "µονοιάζω", "µορφιά": "οµορφιά", "µορφονιός": "οµορφονιός", "µοσκάρι": "µοσχάρι", "µοσκοβολιά": "µοσκοβολιά", "µοσκοβολώ": "µοσχοβολώ", "µοσκοκαρυδιά": "µοσχοκαρυδιά", "µοσκοκάρυδο": "µοσχοκάρυδο", "µοσκοκάρφι": "µοσχοκάρφι", "µοσκολίβανο": "µοσχολίβανο", "µοσκοµπίζελο": "µοσχοµπίζελο", "µοσκοµυρίζω": "µοσχοµυρίζω", "µοσκοπουλώ": "µοσχοπουλώ", "µόσκος": "µόσχος", "µοσκοσάπουνο": "µοσχοσάπουνο", "µοσκοστάφυλο": "µοσχοστάφυλο", "µόσχειος": "µοσχαρήσιος", "μόσχειο": "µοσχαρήσιο", "µουλώνω": "µουλαρώνω", "µουρταδέλα": "µορταδέλα", "µουσικάντης": "µουζικάντης", "µουσσώνας": "µουσώνας", "µουστάκα": "µουστάκι", "µουστακοφόρος": "µυστακοφόρος", "µπαγάζια": "µπαγκάζια", "πάγκα": "µπάνκα", "µπαγκαδορος": "µπανκαδόρος", "µπογκέρης": "µπανκέρης", "µπάγκος": "πάγκος", "µπαιν-µαρί": "µπεν-µαρί", "µπαλάντα": "µπαλλάντα", "µπαλαντέζα": "µπαλλαντέζα", "µπαλαντέρ": "µπαλλαντέρ", "µπαλάντζα": "παλάντζα", "µπαλένα": "µπαλαίνα", "µπαλέτο": "µπαλλέτο", "µπάλος": "µπάλλος", "µπάλσαµο": "βάλσαµο", "µπαλσάµωµα": "βαλσάµωµα", "µπαλσαµώνω": "βαλσαµώνω", "µπάλωµα": "µπάλλωµα", "µπαλώνω": "µπαλλώνω", "µπαµπάκι": "βαµβάκι", "µπαµπακόσπορος": "βαµβακόσπορος", "Μπάµπης": "Χαραλάµπης", "µπάµπω": "βάβω", "µπανέλα": "µπαναίλα", "µπαρµπρίζ": "παρµπρίζ", "µπατίστα": "βατίστα", "µπαχτσές": "µπαξές", "µπαχτσίσι": "µπαξίσι", "µπεζεβέγκης": "πεζεβέγκης", "µπελτές": "πελτές", "µπεντόνι": "µπιντόνι", "µπερδουκλώνω": "µπουρδουκλώνω", "µπερκέτι": "µπερεκέτι", "µπετόνι": "µπιτόνι", "µπεχαβιορισµός": "µπιχεβιορισµός", "µπεχλιβάνης": "πεχλιβάνης", "µπιγκουτί": "µπικουτί", "µπιµπίλα": "µπιρµπίλα", "µπιµπλό": "µπιµπελό", "µπιρσίµι": "µπρισίµι", "µπις": "µπιζ", "µπιστόλα": "πιστόλα", "µπιστόλι": "πιστόλι", "µπιστολιά": "πιστολιά", "µπιτόνι": "µπιντόνι", "µπογιάρος": "βογιάρος", "µπονάτσα": "µπουνάτσα", "µπονατσάρει": "µπουνατσάρει", "µπουά": "µποά", "µπουκαµβίλια": "βουκαµβίλια", "µποϋκοταζ": "µποϊκοτάζ", "µποϋκοτάρω": "µποϊκοτάρω", "µπουλβάρ": "βουλεβάρτο", "µπουρδέλο": "µπορντέλο", "µπουρµπουάρ": "πουρµπουάρ", "µπρίζα": "πρίζα", "µπριτζόλα": "µπριζόλα", "µπρος": "εµπρός", "µπύρα": "µπίρα", "µπυραρία": "µπιραρία", "µπυροποσία": "µπιροποσία", "µυγδαλιά": "αµυγδαλιά", "µύγδαλο": "αµύγδαλο", "µυλόρδος": "µιλόρδος", "μυρουδιά": "µυρωδιά", "µυτζήθρα": "µυζήθρα", "µύωψ": "µύωπας", "µώλος": "µόλος", "νέθω": "γνέθω", "νι": "νυ", "νίκελ": "νικέλιο", "νοµεύς": "νοµέας", "νοστιµίζω": "νοστιµεύω", "νουννός": "νοννός", "νταβάνι": "ταβάνι", "ντάβανος": "τάβανος", "νταβανόσκουπα": "ταβανόσκουπα", "νταβούλι": "νταούλι", "νταλαβέρι": "νταραβέρι", "νταµπλάς": "ταµπλάς", "ντελαπάρω": "ντεραπάρω", "ντενεκές": "τενεκές", "ντερβεναγος": "δερβέναγας", "ντερβένι": "δερβένι", "ντερβίσης": "δερβίσης", "ντερβισόπαιδο": "δερβισόπαιδο", "ντοκυµανταίρ": "ντοκιµαντέρ", "ντουνρού": "ντογρού", "ντουζ": "ντους", "ντουζιέρα": "ντουσιέρα", "Ντούµα": "∆ούµα", "ντούπλεξ": "ντούµπλεξ", "ντουφέκι": "τουφέκι", "ντουφεκίδι": "τουφεκίδι", "ντουφεκίζω": "τουφεκίζω", "ντουφεξής": "τουφεξής", "νύκτα": "νύχτα", "νυκτωδία": "νυχτωδία", "νωµατάρχης": "ενωµοτάρχης", "ξανεµίζω": "εξανεµίζω", "ξεγνοιάζω": "ξενοιάζω", "ξεγνοιασιά": "ξενοιασιά", "ξελαφρώνω": "ξαλαφρώνω", "ξεπίτηδες": "επίτηδες", "ξεπιτούτου": "εξεπιτούτου", "ξεσκάζω": "ξεσκάω", "ξεσπάζω": "ξεσπώ", "ξεσχίζω": "ξεσκίζω", "ξέσχισµα": "ξεσκίζω", "ξευτελίζω": "εξευτελίζω", "ξεφτίζω": "ξεφτύζω", "ξεφτίλα": "ξευτίλα", "ξεφτίλας": "ξευτίλας", "ξεφτιλίζω": "ξευτιλίζω", "ξεχάνω": "ξεχνώ", "ξηγώ": "εξηγώ", "ξηροφαγία": "ξεροφαγία", "ξηροφαγιά": "ξεροφαγία", "ξι": "ξει", "ξιπασιά": "ξυπασιά", "ξίπασµα": "ξύπασµα", "ξιπολησιά": "ξυπολυσιά", "ξιπολιέµαι": "ξυπολιέµαι", "εξοµολόγηση": "ξομολόγηση", "ξοµολογητής": "εξοµολογητής", "ξοµολόγος": "εξοµολόγος", "ξοµολογώ": "εξοµολογώ", "ξουράφι": "ξυράφι", "ξουράφια": "ξυραφιά", "ξόφληση": "εξόφληση", "ξύγγι": "ξίγγι", "ξύγκι": "ξίγγι", "ξύδι": "ξίδι", "ξυλοσκίστης": "ξυλοσχίστης", "ξυλώνω": "ξηλώνω", "ξυνωρίδα": "συνωρίδα", "ξώθυρα": "εξώθυρα", "ξώπορτα": "εξώπορτα", "ξώφυλλο": "εξώφυλλο", "οδοντογιατρός": "οδοντίατρος", "οδοντόπονος": "πονόδοντος", "οικογενειακά": "οικογενειακώς", "οικοκυρά": "νοικοκυρά", "οκτάς": "οκτάδα", "οκταετής": "οχταετής", "οκταετές": "οχταετές", "οκταετία": "οχταετία", "οµοιάζω": "µοιάζω", "οµοιώνω": "εξοµοιώνω", "οµόµετρο": "ωµόµετρο", "οµορφάδα": "οµορφιά", "οµπρός": "εµπρός", "ονείρεµα": "όνειρο", "οξείδιο": "οξίδιο", "οξειδοαναγωγή": "οξιδοαναγωγή", "οξειδώνω": "οξιδώνω", "οξείδωση": "οξίδωση", "οξειδωτής": "οξιδωτής", "οξιζενέ": "οξυζενέ", "οπίσω": "πίσω", "οργιά": "οργυιά", "όρνεο": "όρνιο", "όρνις": "όρνιθα", "ορρός": "ορός", "όσµωση": "ώσµωση", "οστεΐτιδα": "οστίτιδα", "οστεογονία": "οστεογένεση", "οφίτσιο": "οφίκιο", "οφφίκιο": "οφίκιο", "οχτάβα": "οκτάβα", "οχτάδα": "οκτάδα", "οχταετία": "οκταετία", "οχτακόσια": "οκτακόσια", "οχτακόσιοι": "οκτακόσιοι", "οχτακόσιες": "οκτακόσιες", "οχτακόσια": "οκτακόσια", "όχτρητα": "έχθρητα", "οχτώ": "οκτώ", "Οχτώβρης": "Οκτώβριος", "οψιανός": "οψιδιανός", "παγαίνω": "πηγαίνω", "παγόνι": "παγώνι", "παιγνίδι": "παιχνίδι", "παίδαρος": "παίδαρος", "παίχτης": "παίκτης", "παλικαράς": "παλληκαράς", "παλικάρι": "παλληκάρι", "παλικαριά": "παλληκαριά", "παλικαροσύνη": "παλληκαροσύνη", "παλληκαρίστίκος": "παλληκαρήσιος", "παλληκαρίστικη": "παλληκαρήσια", "παλληκαρίστικο": "παλληκαρήσιο", "παλληκαροσύνη": "παλληκαριά", "πανταλόνι": "παντελόνι", "παντατίφ": "πανταντίφ", "πανταχούσα": "απανταχούσα", "Πάντοβα": "Πάδοβα", "παντούφλα": "παντόφλα", "παντοχή": "απαντοχή", "πανψυχισµός": "παµψυχισµός", "πάνω": "επάνω", "παπαδάκι": "παππαδάκι", "παπαδαρειό": "παππαδαρειό", "παπαδιά": "παππαδιά", "παπαδοκόρη": "παππαδοκόρη", "παπαδοκρατούµαι": "παππαδοκρατούµαι", "παπαδολόι": "παππαδολόι", "παπαδοπαίδι": "παππαδοπαίδι", "παπαδοπούλα": "παππαδοπούλα", "Παπαδόπουλο": "παππαδόπουλο", "παπατζής": "παππατζής", "παπατρέχας": "παππατρέχας", "παραγιάς": "παραγυιός", "παρανυχίδα": "παρωνυχίδα", "παρεισφρύω": "παρεισφρέω", "παρεννοώ": "παρανοώ", "παρ' ολίγο": "παραλίγο", "πασαβιόλα": "µπασαβιόλα", "πασάλειµµα": "πασσάλειµµα", "πασαλείφω": "πασσαλείφω", "πασκίζω": "πασχίζω", "παστρουµάς": "παστουρµάς", "πατερµά": "πατερηµά", "πατήρ": "πατέρας", "πατούνα": "πατούσα", "πατριός": "πατρυιός", "πάτρονας": "πάτρωνας", "πάψη": "παύση", "πεθυµώ": "επιθυµώ", "πείρος": "πίρος", "πελέκι": "πέλεκυς", "πελεκίζω": "πελεκώ", "πελλόγρα": "πελάγρα", "πεντήκοντα": "πενήντα", "πεντόβολα": "πεντόβωλα", "πεντόδραχµο": "πεντάδραχµο", "περβολάρης": "περιβολάρης", "περβόλι": "περιβόλι", "περδικλώνω": "πεδικλώνω", "περηφανεύοµαι": "υπερηφανεύοµαι", "περηφάνια": "υπερηφάνεια", "περικόβω": "περικόπτω", "περιπατώ": "περπατώ", "περιστεριώνας": "περιστερώνας", "περιτάµω": "περιτέµνω", "περιφάνεια": "περηφάνια", "περιφράζω": "περιφράσσω", "περιχαράζω": "περιχαράσσω", "περιχέω": "περιχύνω", "περντάχι": "µπερντάχι", "πέρπυρο": "υπέρπυρο", "πέρσι": "πέρυσι", "πετούγια": "µπετούγια", "πευκιάς": "πευκώνας", "πηγεµός": "πηγαιµός", "πηγούνι": "πιγούνι", "πήτα": "πίτα", "πήχυς": "πήχης", "πι": "πει", "πιζάµα": "πιτζάµα", "πιθαµή": "σπιθαµή", "πιθώνω": "απιθώνω", "πίκρισµα": "πικρίζω", "πιλαλώ": "πηλαλώ", "Πιλάτος": "Πόντιος Πιλάτος", "πιοτό": "ποτό", "πιπίζω": "πιππίζω", "πιρέξ": "πυρέξ", "πίστοµα": "απίστοµα", "πιτσιλάδα": "πιτσυλάδα", "πιτσιλιά": "πιτσυλιά", "πίττα": "πίτα", "πίτυρον": "πίτουρο", "πλάγι": "πλάι", "πλανάρω": "πλανίζω", "πλάσσω": "πλάθω", "πλειονοψηφία": "πλειοψηφία", "πλείονοψηφώ": "πλειοψηφώ", "πλεξίδα": "πλεξούδα", "πλερωµή": "πληρωµή", "πλερώνω": "πληρώνω", "πλέυ µπόυ": "πλεϊµπόι", "πλέχτης": "πλέκτης", "πληµµύρα": "πληµύρα", "πνιγµός": "πνίξιµο", "πνευµονόκοκκος": "πνευµονιόκοκκος", "ποιµήν": "ποιµένας", "πόλις": "πόλη", "πόλιτσµαν": "πόλισµαν", "πολιτσµάνος": "πόλισµαν", "πολύµπριζο": "πολύπριζο", "πολυπάω": "πολυπηγαίνω", "πολύπους": "πολύποδας", "Πόρτο Ρίκο": "Πουέρτο Ρίκο", "ποταπαγόρευση": "ποτοαπαγόρευση", "πούντρα": "πούδρα", "πράµα": "πράγµα", "πρεβάζι": "περβάζι", "πρέπον": "πρέπων", "προαγάγω": "προάγω", "προδίνω": "προδίδω", "προιξ": "προίκα", "προποτζής": "προπατζής", "προσαγάγω": "προσάγω", "πρόσµιξη": "πρόσµειξη", "προσφύγω": "προσφεύγω", "προφθάνω": "προφταίνω", "προφυλάω": "προφυλάσσω", "προψές": "προχθές", "πρύµη": "πρύµνη", "πταρνίζοµαι": "φταρνίζοµαι", "πτελέα": "φτελιά", "πτέρνα": "φτέρνα", "πτερυγίζω": "φτερουγίζω", "πτιφούρ": "πετιφούρ", "πτι-φούρ": "πετιφούρ", "πτωχαίνω": "φτωχαίνω", "πτώχεια": "φτώχια", "πυκνά": "πυκνός", "πυλωτή": "πιλοτή", "πύο": "πύον", "πυρογενής": "πυριγενής", "πυρογενές": "πυριγενές", "πυτζάµα": "πιτζάµα", "ραγκλόν": "ρεγκλάν", "ραγού": "ραγκού", "ραΐζω": "ραγίζω", "ραίντνκεν": "ρέντγκεν", "ράντζο": "ράντσο", "ράπτω": "ράβω", "ρεβανί": "ραβανί", "ρέγγε": "ρέγκε", "Ρεγγίνα": "Ρεγκίνα", "ρεµούλκα": "ρυµούλκα", "ασκέρι": "ασκέρι", "ρεοβάση": "ρευµατοβάση", "ρεπανάκι": "ραπανάκι", "ρεπάνι": "ραπάνι", "ρεύω": "ρέβω", "ρήγα": "ρίγα", "ρηµοκκλήσι": "ερηµοκκλήσι", "ριγκ": "ρινγκ", "ριζότο": "ρυζότο", "ροβίθι": "ρεβίθι", "ροβιθιά": "ρεβιθιά", "ροδακινιά": "ρωδακινιά", "ροδάκινο": "ρωδάκινο", "ρόιδι": "ρόδι", "ροϊδιά": "ροδιά", "ρόιδο": "ρόδι", "ροοστάτης": "ρεοστάτης", "ροφώ": "ρουφώ", "ρωδιός": "ερωδιός", "ρωθωνίζω": "ρουθουνίζω", "ρωµαντισµός": "ροµαντισµός", "Ρωσσία": "Ρωσία", "ρωτώ": "ερωτώ", "σάζω": "σιάζω", "σαιζλόνγκ": "σεζλόνγκ", "σαιζόν": "σεζόν", "σαγολαίφα": "σακολαίβα", "σάκκα": "σάκα", "σακκάκι": "σακάκι", "σακκάς": "σακάς", "σακκί": "σακί", "σακκίδιο": "σακίδιο", "σακκοβελόνα": "σακοβελόνα", "σακκογκόλιθος": "σακογκόλιθος", "σακκοειδής": "σακοειδής", "σακκοειδές": "σακοειδες", "σακκοράφα": "σακοράφα", "σάκκος": "σάκος", "σακκουλα": "σακούλα", "σακκουλάκι": "σακούλι", "σακκουλεύοµαι": "σακουλεύοµαι", "σακκούλι": "σακούλι", "σακκουλιάζω": "σακουλιάζω", "σακχαροδιαβήτης": "ζαχαροδιαβήτης", "σάκχαροκαλάµο": "ζαχαροκάλαµο", "σακχαροποιία": "ζαχαροποιία", "σακχαρότευτλον": "ζαχαρότευτλο", "σαλιαρίστρα": "σαλιάρα", "σαλπιστής": "σαλπιγκτής", "σαντακρούτα": "σατακρούτα", "σαντάλι": "σανδάλι", "σάνταλο": "σανδάλι", "σάρρα": "σάρα", "σαφρίδι": "σαυρίδι", "σαχάνι": "σαγάνι", "σβολιάζω": "σβωλιάζω", "σβώλιασμα": "σβόλιασµα", "σβόλος": "σβώλος", "σβύνω": "σβήνω", "σγουρώνω": "σγουραίνω", "σενκόντο": "σεκόντο", "σεγκούνα": "σιγκούνα", "σεγόντο": "σεκόντο", "Σειληνός": "Σιληνός", "σείρακας": "σείρικας", "σειρήτι": "σιρίτι", "σεκονταρω": "σιγοντάρω", "σεγκοντάρω": "σιγοντάρω", "σελιλόιντ": "σελουλόιντ", "σέλλα": "σέλα", "σεξπιριστής": "σαιξπηριστής", "Σεράγεβο": "Σαράγεβο", "σεστέτο": "σεξτέτο", "σετέτο": "σεπτέτο", "σέχτα": "σέκτα", "σεχταρισµός": "σεκταρισµός", "σηµαφόρος": "σηµατοφόρος", "σήριαλ": "σίριαλ", "σηψίνη": "σηπτίνη", "σιγάρο": "τσιγάρο", "σιγαροθήκη": "τσιγαροθήκη", "σίγλος": "σίκλος", "σιγόντο": "σεκόντο", "Σίδνεϊ": "Σύδνεϋ", "σίελος": "σίαλος", "σινθεσάιζερ": "συνθεσάιζερ", "σιντέφι": "σεντέφι", "σιορ": "σινιόρ", "σιρυΐάνι": "σεργιάνι", "σιρµαγιά": "σερµαγιά", "σίτα": "σήτα", "σταρέµπορος": "σιτέµπορος", "σκανδαλιά": "σκανταλιά", "σκάνταλο": "σκάνδαλο", "σκάπτω": "σκάβω", "σκάρα": "σχάρα", "σκαρµός": "σκαλµός", "σκάφτω": "σκάβω", "σκεβρώνω": "σκευρώνω", "σκερπάνι": "σκεπάρνι", "σκίζα": "σχίζα", "σκίζω": "σχίζω", "σκίνος": "σχίνος", "σκίσιµο": "σχίσιµο", "σκισµάδα": "σχισµάδα", "σκισµή": "σχισµή", "σκλήρωση": "σκλήρυνση", "σκοινάκι": "σχοινάκι", "σκονί": "σχοινί", "σκοινί": "σχοινί", "σκοίνος": "σχοίνος", "σκολάω": "σχολώ", "σκολειαρόπαιδο": "σχολειαρόπαιδο", "σκολειαρούδι": "σχολειαρούδι", "σκολειό": "σχολείο", "σκόλη": "σχόλη", "σκολιαρόπαιδο": "σχολειαρόπαιδο", "σκολιαρούδι": "σχολειαρούδι", "σκολιό": "σχολειό", "σκολνώ": "σχολώ", "σκολώ": "σχολώ", "Σκοτία": "Σκωτία", "σκότισµα": "σκοτισµός", "Σκοτσέζος": "Σκωτσέζος", "σκουντούφληµα": "σκουντούφλα", "σκώληξ": "σκουλήκι", "σκώτι": "συκώτι", "σοβαντεπί": "σοβατεπί", "σοβατίζω": "σοβαντίζω", "σοροκολεβάντες": "σιροκολεβάντες", "σορόκος": "σιρόκος", "σοροπιάζω": "σιροπιάζω", "σουβατίζω": "σοβαντίζω", "σουβαντίζω": "σοβαντίζω", "σουβάς": "σοβάς", "σουβατεπί": "σοβαντεπί", "σοβατεπί": "σοβαντεπί", "σουµιέ": "σοµιέ", "σούρσιµο": "σύρσιµο", "σουσπασιόν": "σισπανσιόν", "σοφεράρω": "σοφάρω", "σπαής": "σπαχής", "σπαράσσω": "σπαράζω", "σπερµατσετο": "σπαρµατσέτο", "σπερµίνη": "σπερµατίνη", "σπερµοβλάστη": "σπερµατοβλάστη", "σπερµογονία": "σπερµατογονία", "σπερµοδότης": "σπερµατοδότης", "σπερµοδόχος": "σπερµατοδόχος", "σπερμοδόχο": "σπερµατοδόχο", "σπερµοθήκη": "σπερµατοθήκη", "σπερµοκτόνος": "σπερµατοκτόνος", "σπερμοκτόνο": "σπερµατοκτόνο", "σπερµοτοξίνη": "σπερµατοτοξίνη", "σπερµοφάγος": "σπερµατοφάγος", "σπερμοφάγο": "σπερµατοφάγο", "σπερµοφόρος": "σπερµατοφόρος", "σπερμοφόρο": "σπερµατοφόρο", "σπινάρω": "σπινιάρω", "σπιράλ": "σπειράλ", "σπλάχνο": "σπλάγχνο", "σπογγίζω": "σφουγγίζω", "σπω": "σπάζω", "Στάθης": "Ευστάθιος", "στάλαµα": "στάλαγµα", "σταλαµατιά": "σταλαγµατιά", "σταλαξιά": "σταλαγµατιά", "σταλίτσα": "σταλιά", "σταρήθρα": "σιταρήθρα", "στάρι": "σιτάρι", "σταρότοπος": "σιταρότοπος", "σταχολογώ": "σταχυολογώ", "στειρεύω": "στερεύω", "στειροποιώ": "στειρώνω", "Στέλιος": "Στυλιανός", "Στέλλα": "Στυλιανή", "στεναχώρια": "στενοχώρια", "στεναχωρώ": "στενοχωρώ", "στένω": "στήνω", "στέριωµα": "στερέωµα", "στεριώνω": "στερεώνω", "στέρξιµο": "στέργω", "στιλ": "στυλ", "στιλάκι": "στυλάκι", "στιλιζάρω": "στυλιζάρω", "στιλίστας": "στυλίστας", "στιλό": "στυλό", "στιφάδο": "στυφάδο", "στορίζω": "ιστορώ", "στόρισµα": "ιστόρηση", "στραβοµάρα": "στραβωµάρα", "στραγγουλίζω": "στραγγαλίζω", "Στρατής": "Ευστράτιος", "στρατί": "στράτα", "στρατοποίηση": "στρατιωτικοποίηση", "Στράτος": "Ευστράτιος", "στρένω": "στέργω", "στριµόκωλα": "στρυµόκωλα", "στριµωξίδι": "στρυµωξίδι", "στριµώχνω": "στρυµώχνω", "στύβω": "στείβω", "στυπώνω": "στουπώνω", "σύγνεφο": "σύννεφο", "συγνώµη": "συγγνώµη", "συδαυλίζω": "συνδαυλίζω", "συµπαρασέρνω": "συµπαρασύρω", "συµπεθεριά": "συµπεθεριό", "δεκαέξι": "δεκάξι", "συνήθιο": "συνήθειο", "συντάµω": "συντέµνω", "συντριβάνι": "σιντριβάνι", "συνυφάδα": "συννυφάδα", "συφορά": "συµφορά", "συχώρεση": "συγχώρηση", "συχωρώ": "συγχωρώ", "συχωροχάρτι": "συγχωροχάρτι", "σφαλνώ": "σφαλίζω", "σφεντάµι": "σφένδαµνος", "σφερδούκλι": "σπερδούκλι", "σφόνδυλος": "σπόνδυλος", "σωβινισµός": "σοβινισµός", "σωβινιστής": "σοβινιστής", "σώνω": "σώζω", "σωρείτης": "σωρίτης", "σωτάρω": "σοτάρω", "σωτέ": "σοτέ", "Σωτήρης": "Σωτήριος", "σωφέρ": "σοφέρ", "ταβατούρι": "νταβαντούρι", "ταβερνούλα": "ταβέρνα", "ταβλάς": "ταµπλάς", "ταγιαδόρος": "ταλιαδόρος", "ταγίζω": "ταΐζω", "τάγισµα": "τάισµα", "ταγκό": "τανγκό", "ταή": "ταγή", "τάλαρο": "τάλιρο", "τάλληρο": "τάλιρο", "ταµίευση": "αποταµίευση", "ταµιεύω": "αποταµιεύω", "ταµώ": "τέµνω", "ταξείδι": "ταξίδι", "ταπεραµέντο": "ταµπεραµέντο", "ταράσσω": "ταράζω", "ταχτοποίηση": "τακτοποίηση", "ταχτοποιώ": "τακτοποιώ", "τελάλης": "ντελάλης", "τελολογία": "τελεολογία", "τεριρέµ": "τερερέµ", "τερραίν": "τερέν", "τέσσαρα": "τέσσερα", "τετράς": "τετράδα", "τζέντζερης": "τέντζερης", "τζετζερέδια": "τεντζερέδια", "τζιριτζάντζουλα": "τζυριτζάτζουλα", "τζίρος": "τζύρος", "τζιτζιµπίρα": "τσιτσιµπίρα", "τηκ": "τικ", "τηλοµοιοτύπηµα": "τηλεοµοιοτύπηµα", "τηλοµοιοτυπία": "τηλεοµοιοτυπία", "τηλοµοιοτυπώ": "τηλεοµοιοτυπώ", "τιτιβίζω": "τιττυβίζω", "τµήθηκα": "τέµνω", "τµήσω": "τέµνω", "Τόκιο": "Τόκυο", "τοµάτα": "ντοµάτα", "τοµατιά": "ντοµατιά", "τοµατοπολτός": "ντοµατοπολτός", "τοµατοσαλάτα": "ντοµατοσαλάτα", "τονθορύζω": "υποτονθορύζω", "τορβάς": "ντορβάς", "τορνάρω": "τορνεύω", "τορπίλα": "τορπίλη", "τούνδρα": "τούντρα", "Τουρκάλα": "Τούρκος", "τράβαλα": "ντράβαλα", "τραΐ": "τραγί", "τραινάρισµα": "τρενάρισµα", "τραινάρω": "τρενάρω", "τραίνο": "τρένο", "τρακόσοι": "τριακόσιοι", "τραπεζάκι": "τραπέζι", "τρέµουλο": "τρεµούλα", "τρέψω": "τρέπω", "τριάµισι": "τρεισήµισι", "τρικλίζω": "τρεκλίζω", "τρίκλισµα": "τρέκλισµα", "τρίπλα": "ντρίπλα", "τριπλαδόρος": "ντριπλαδόρος", "τριπλάρω": "ντριπλάρω", "τρίπους": "τρίποδας", "τρόπις": "τρόπιδα", "τρυκ": "τρικ", "τσαγγαράδικο": "τσαγκαράδικο", "τσογγάρης": "τσαγκάρης", "τσαγγάρικο": "τσαγκάρικο", "τσαγγαροδευτέρα": "τσαγκαροδευτέρα", "τσάµπα": "τζάµπα", "τσαµπατζής": "τζαµπατζής", "τσαντίζω": "τσατίζω", "τσαντίλα": "τσατίλα", "τσαντίλας": "τσατίλας", "τσάντισµα": "τσάτισµα", "τσίβα": "τζίβα", "τσίκλα": "τσίχλα", "τσιµεντώνω": "τσιµεντάρω", "τσιπούρα": "τσιππούρα", "τσιρίζω": "τσυρίζω", "τσιριτσάντζουλα": "τζιριτζάντζουλα", "τσιρότο": "τσηρώτο", "τσίτα": "τσήτα", "τσιτσιρίζω": "τσυτσυρίζω", "τσιτσίρισµα": "τσυτσυρίζω", "τσίτωµα": "τσήτωµα", "τσοµπάνος": "τσοµπάνης", "τσοπάνης": "τσοµπάνης", "τσοπανόπουλο": "τσοµπανόπουλο", "τσοπάνος": "τσοµπάνης", "τσύνορο": "τσίνορο", "τυράγνισµα": "τυράννισµα", "τυραγνω": "τυραννώ", "τυφεκίζω": "τουφεκίζω", "τυφεκισµός": "τουφεκισµός", "υαλόχαρτον": "γυαλόχαρτο", "υαλόχαρτο": "γυαλόχαρτο", "υάρδα": "γιάρδα", "ύβρη": "ύβρις", "υδατοσκοπια": "υδροσκοπία", "υδραέριο": "υδαταέριο", "ύελος": "ύαλος", "Υόρκη Νέα": "Νέα Υόρκη", "υποδείχνω": "υποδεικνύω", "υπόδεσις": "υπόδηση", "υποκάµισο": "πουκάµισο", "φαγκρί": "φαγγρί", "φαγοκύτωση": "φαγοκυττάρωση", "ψόγουσα": "φαγέδαινα", "φαγωµός": "φαγωµάρα", "φάδι": "υφάδι", "φαινοµεναλισµός": "φαινοµενοκρατία", "φαινοµενισµός": "φαινοµενοκρατία", "φαίνω": "υφαίνω", "φαλακρώνω": "φαλακραίνω", "φαµίλια": "φαµελιά", "φαµφάρα": "φανφάρα", "φαµφαρονισµος": "φανφαρονισµός", "φαµφαρόνος": "φανφαρόνος", "φαράκλα": "φαλάκρα", "φαρµασόνος": "φραµασόνος", "φαρµπαλάς": "φραµπαλάς", "φασουλάδα": "φασολάδα", "φασουλάκια": "φασολάκια", "φασουλιά": "φασολιά", "φασούλι": "φασόλι", "φελόνι": "φαιλόνιο", "φελώ": "ωφελώ", "φεουδαλισµός": "φεουδαρχισµός", "φερµάνι": "φιρµάνι", "φέτος": "εφέτος", "φθήνια": "φτήνια", "Φιλανδία": "Φινλανδία", "φιλενάδα": "φιλαινάδα", "φιλιστρίνι": "φινιστρίνι", "φιλόφρονας": "φιλόφρων", "φιντάνι": "φυντάνι", "φιορντ": "φιόρδ", "φίσκα": "φύσκα", "φκειάνω": "φτειάχνω", "φκιάνω": "φτειάχνω", "φκειασιδι": "φτειασίδι", "φκειασίδωµα": "φτειασίδωµα", "φκειασιδώνω": "φτειασιδώνω", "φκιασιδι": "φτειασίδι", "φκιασίδωµα": "φτειασίδωµα", "φκιασιδώνω": "φτειασιδώνω", "φκυάρι": "φτυάρι", "Φλάνδρα": "Φλαµανδία", "φλισκούνι": "φλησκούνι", "φλοίδα": "φλούδα", "φλοµιάζω": "φλοµώνω", "φλορίνι": "φιορίνι", "φλυτζάνι": "φλιτζάνι", "φοβούµαι": "φοβάµαι", "φονεύς": "φονιάς", "φόντα": "φόντο", "φουσέκι": "φισέκι", "φούχτα": "χούφτα", "φουχτώνω": "χουφτώνω", "Φραγκφούρτη": "Φρανκφούρτη", "φράσσω": "φράζω", "Φρίντα": "Φρειδερίκη", "Φροσύνη": "Ευφροσύνη", "Φρόσω": "Ευφροσύνη", "φροϋδισµος": "φροϊδισµός", "φρουµάζω": "φριµάζω", "φρούµασµα": "φρίµασµα", "φτάνω": "φθάνω", "φταρνίζοµαι": "φτερνίζοµαι", "φτειάνω": "φτειάχνω", "φτηνά": "φθηνά", "φτηναίνω": "φθηναίνω", "φτιασίδι": "φτειασίδι", "φτιασιδώνοµαι": "φτειασιδώνοµαι", "φτωχοκοµείο": "πτωχοκοµείο", "φυγάδας": "φυγάς", "φύγω": "φεύγω", "φυλάγω": "φυλάσσω", "φυλλαράκι": "φύλλο", "φυλλόδεντρο": "φιλόδεντρο", "φυλώ": "φυλάσσω", "φυσέκι": "φισέκι", "φυσεκλίκι": "φισεκλίκι", "φυσιοθεραπεία": "φυσικοθεραπεία", "φυστίκι": "φιστίκι", "φυστικιά": "φιστικιά", "φύω": "φύοµαι", "φχαριστώ": "ευχαριστώ", "φωβισµός": "φοβισµός", "φωβιστής": "φοβισµός", "Φώτης": "Φώτιος", "φωτογραφώ": "φωτογραφίζω", "φωτοβολή": ", φωτοβολία", "χάβω": "χάφτω", "χαΐδεµα": "χαϊδεύω", "χάιδι": "χάδι", "χαλνώ": "χαλώ", "χαλυβώνω": "χαλυβδώνω", "χάµου": "χάµω", "χαµψίνι": "χαµσίνι", "χάνδρα": "χάντρα", "χαντζής": "χανιτζής", "χαραµατιά": "χαραγµατιά", "χάραξ": "χάρακας", "χάροντας": "χάρος", "χατζάρα": "χαντζάρα", "χατζάρι": "χαντζάρι", "χεγκελιανισµός": "εγελιανισµός", "χειρόβολο": "χερόβολο", "χειροµάχηµα": "χεροµαχώ", "χειροµάχισσα": "χεροµάχος", "χειροµάχος": "χεροµάχος", "χειροµαχώ": "χεροµαχώ", "χέρα": "χέρι", "χερόµυλος": "χειρόµυλος", "χεροπόδαρα": "χειροπόδαρα", "χηνάρι": "χήνα", "χι": "χει", "χιµώ": "χυµώ", "χιών": "χιόνι", "χλεµπάνια": "πλεµπάγια", "χλοΐζω": "χλοάζω", "χλόισµα": "χλόασµα", "χνώτο": "χνότο", "χορδίζω": "κουρδίζω", "χόρδισµα": "κούρδισμα", "χοχλάζω": "κοχλάζω", "χοχλακιάζω": "κοχλάζω", "χοχλακίζω": "κοχλάζω", "χοχλακώ": "κοχλάζω", "χρεογραφο": "χρεώγραφο", "χρεοκοπία": "χρεωκοπία", "χρεοκοπώ": "χρεωκοπώ", "χρεολυσία": "χρεωλυσία", "χρεολύσιο": "χρεωλύσιο", "χρεόλυτρο": "χρεώλυτρο", "χρεοπιστώνω": "πιστοχρεώνω", "χρεοπίστωση": "πιστοχρεώνω", "χρεοστάσιο": "χρεωστάσιο", "χρεοφειλέτης": "χρεωφειλέτης", "Χρήστος": "Χρίστος", "χρωµατόσωµα": "χρωµόσωµα", "χρωµογόνος": "χρωµατογόνος", "χρωµογόνο": "χρωµατογόνο", "χρωµοφόρος": "χρωµατοφόρος", "χρωµοφόρο": "χρωµατοφόρο", "χτες": "χθες", "χτήµα": "κτήµα", "χτίζω": "κτίζω", "χτίσιµο": "κτίσιµο", "χτίσµα": "κτίσµα", "χτίστης": "κτίστης", "χτύπηµα": "κτύπηµα", "χτύπος": "κτύπος", "χτυπώ": "κτυπώ", "χυµίζω": "χυµώ", "χωλ": "χολ", "χώνεψη": "χώνευση", "χωριατοσύνη": "χωριατιά", "ψένω": "ψήνω", "ψηλαφώ": "ψηλαφίζω", "ψηφιδοθέτης": "ψηφοθέτης", "ψιττακίαση": "ψιττάκωση", "ψίχαλο": "ψίχουλο", "ψυχεδελισµός": "ψυχεδέλεια", "ψυχογιός": "ψυχογυιός", "ψώριασµα": "ψωριάζω", "ωγκρατέν": "ογκρατέν", "ωράριο": "οράριο", "ώς": "έως", "ωτασπίδα": "ωτοασπίδα", "ωτοστόπ": "οτοστόπ", "ωφελιµοκρατία": "ωφελιµισµός", "ωχαδερφισµός": "οχαδερφισµός", "ώχου": "όχου", "άγυρτος": "άγειρτος", "άγυρτη": "άγειρτη", "άγυρτο": "άγειρτο", "ανηµέρευτος": "ανηµέρωτος", "ανηµέρευτη": "ανηµέρωτη", "ανηµέρευτο": "ανηµέρωτο", "ανοικτός": "ανοιχτός", "ανοικτή": "ανοιχτή", "ανοικτό": "ανοιχτό", "αντιελληνικός": "ανθελληνικός", "αντιελληνική": "ανθελληνική", "αντιελληνικό": "ανθελληνικό", "αντιεπιστηµονικος": "αντεπιστηµονικός", "αντιεπιστηµονικη": "αντεπιστηµονική", "αντιεπιστηµονικο": "αντεπιστηµονικό", "αξόφλητος": "ανεξόφλητος", "αξόφλητη": "ανεξόφλητη", "αξόφλητο": "ανεξόφλητο", "άπαιχτος": "άπαικτος", "άπαιχτη": "άπαικτη", "άπαιχτο": "άπαικτο", "απηρχαιωµένος": "απαρχαιωµένος", "απηρχαιωµένη": "απαρχαιωµένη", "απηρχαιωµένο": "απαρχαιωµένο", "άπιωτος": "άπιοτος", "άπιωτη": "άπιοτη", "άπιωτο": "άπιοτο", "άπραχτος": "άπρακτος", "άπραχτη": "άπρακτη", "άπραχτο": "άπρακτο", "άραχλος": "άραχνος", "άραχλη": "άραχνη", "άραχλο": "άραχνο", "αρήγωτος": "αρίγωτος", "αρήγωτη": "αρίγωτη", "αρήγωτο": "αρίγωτο", "αρµενικός": "αρµενιακός", "αρµενική": "αρµενιακή", "αρµενικό": "αρµενιακό", "αρµυρός": "αλµυρός", "αρµυρή": "αλµυρή", "αρµυρό": "αλµυρό", "άσβεστος": "άσβηστος", "άσβεστη": "άσβηστη", "άσβεστο": "άσβηστο", "άσκηµος": "άσχηµος", "άσκηµη": "άσχηµη", "άσκηµο": "άσχηµο", "άστυφτος": "άστειφτος", "άστυφτη": "άστειφτη", "άστυφτο": "άστειφτο", "ασυχώρετος": "ασυγχώρητος", "ασυχώρετη": "ασυγχώρητη", "ασυχώρετο": "ασυγχώρητο", "άταχτος": "άτακτος", "άταχτη": "άτακτη", "άταχτο": "άτακτο", "άφκιαστος": "άφτειαχτος", "άφκιαστη": "άφτειαχτη", "άφκιαστο": "άφτειαχτο", "άφκειαστος": "άφτειαχτος", "άφκειαστη": "άφτειαχτη", "άφκειαστο": "άφτειαχτο", "άφταστος": "άφθαστος", "άφταστη": "άφθαστη", "άφταστο": "άφθαστο", "άφτερος": "άπτερος", "άφτερη": "άπτερη", "άφτερο": "άπτερο", "αχτιδωτος": "ακτινωτός", "αχτιδωτη": "ακτινωτή", "αχτιδωτο": "ακτινωτό", "άχτιστος": "άκτιστος", "άχτιστη": "άκτιστη", "άχτιστο": "άκτιστο", "βιωτικός": "βιοτικός", "βιωτική": "βιοτική", "βιωτικό": "βιοτικό", "βλάστηµος": "βλάσφηµος", "βλάστηµη": "βλάσφηµη", "βλάστηµο": "βλάσφηµο", "βλογηµένος": "ευλογηµένος", "βλογηµένη": "ευλογηµένη", "βλογηµένο": "ευλογηµένο", "βοϊδινός": "βοδινός", "βοϊδινή": "βοδινή", "βοϊδινό": "βοδινό", "βορινός": "βορεινός", "βορινή": "βορεινή", "βορινό": "βορεινό", "βρωµερός": "βροµερός", "βρωµερή": "βροµερή", "βρωµερό": "βροµερό", "βρώµικος": "βρόµικος", "βρώµικη": "βρόµικη", "βρώµικο": "βρόµικο", "γαλατερός": "γαλακτερός", "γαλατερή": "γαλακτερή", "γαλατερό": "γαλακτερό", "γδυµνός": "γυµνός", "γδυµνή": "γυµνή", "γδυµνό": "γυµνό", "γελαδινός": "αγελαδινός", "γελαδινή": "αγελαδινή", "γελαδινό": "αγελαδινό", "γερτός": "γειρτός", "γερτή": "γειρτή", "γερτό": "γειρτό", "γιοµάτος": "γεµάτος", "γιοµάτη": "γεµάτη", "γιοµάτο": "γεµάτο", "γκεµπελικός": "γκαιµπελικός", "γκεµπελική": "γκαιµπελική", "γκεµπελικό": "γκαιµπελικό", "γλήγορος": "γρήγορος", "γλήγορη": "γρήγορη", "γλήγορο": "γρήγορο", "γρανίτινος": "γρανιτένιος", "γρανίτινη": "γρανιτένιη", "γρανίτινο": "γρανιτένιο", "γραφτός": "γραπτός", "γραφτή": "γραπτή", "γραφτό": "γραπτό", "γυρτός": "γειρτός", "γυρτή": "γειρτή", "γυρτό": "γειρτό", "δαιµονόπληκτος": "δαιµονιόπληκτος", "δαιµονόπληκτη": "δαιµονιόπληκτη", "δαιµονόπληκτο": "δαιµονιόπληκτο", "δερµικός": "δερµατικός", "δερµική": "δερµατική", "δερµικό": "δερµατικό", "δεχτός": "δεκτός", "δεχτή": "δεκτή", "δεχτό": "δεκτό", "διαλεκτός": "διαλεχτός", "διαλεκτή": "διαλεχτή", "διαλεκτό": "διαλεχτό", "διαολεµένος": "διαβολεµένος", "διαολεµένη": "διαβολεµένη", "διαολεµένο": "διαβολεµένο", "δυσέλεγκτος": "δυσεξέλεγκτος", "δυσέλεγκτη": "δυσεξέλεγκτη", "δυσέλεγκτο": "δυσεξέλεγκτο", "δυσλεκτικός": "δυσλεξικός", "δυσλεκτική": "δυσλεξική", "δυσλεκτικό": "δυσλεξικό", "εκδοµένος": "εκδεδοµένος", "εκδοµένη": "εκδεδοµένη", "εκδοµένο": "εκδεδοµένο", "ελεύτερος": "ελεύθερος", "ελεύτερη": "ελεύθερη", "ελεύτερο": "ελεύθερο", "εξώφθαλµος": "εξόφθαλµος", "εξώφθαλµη": "εξόφθαλµη", "εξώφθαλµο": "εξόφθαλµο", "επανωτός": "απανωτός", "επανωτή": "απανωτή", "επανωτό": "απανωτό", "επεξηγητικος": "επεξηγηµατικός", "επεξηγητικη": "επεξηγηµατική", "επεξηγητικο": "επεξηγηµατικό", "έρµος": "έρηµος", "έρµη": "έρηµη", "έρµο": "έρηµο", "ετερόκλητος": "ετερόκλιτος", "ετερόκλητη": "ετερόκλιτη", "ετερόκλητο": "ετερόκλιτο", "ετούτος": "τούτος", "ετούτη": "τούτη", "ετούτο": "τούτο", "εφετεινός": "εφετινός", "εφετεινή": "εφετινή", "εφετεινό": "εφετινό", "εφταήµερος": "επταήµερος", "εφταήµερη": "επταήµερη", "εφταήµερο": "επταήµερο", "ζάµπλουτος": "ζάπλουτος", "ζάµπλουτη": "ζάπλουτη", "ζάµπλουτο": "ζάπλουτο", "ζαχαράτος": "ζαχαρωτός", "ζαχαράτη": "ζαχαρωτή", "ζαχαράτο": "ζαχαρωτό", "θαµβός": "θαµπός", "θαµβή": "θαµπή", "θαµβό": "θαµπό", "θραψερός": "θρεψερός", "θραψερή": "θρεψερή", "θραψερό": "θρεψερό", "ιονικός": "ιοντικός", "ιονική": "ιοντική", "ιονικό": "ιοντικό", "καββαλιστικός": "καβαλιστικός", "καββαλιστική": "καβαλιστική", "καββαλιστικό": "καβαλιστικό", "καλλίτερος": "καλύτερος", "καλλίτερη": "καλύτερη", "καλλίτερο": "καλύτερο", "καταχτητικός": "κατακτητικός", "καταχτητική": "κατακτητική", "καταχτητικό": "κατακτητικό", "καταψυγµένος": "κατεψυγµένος", "καταψυγµένη": "κατεψυγµένη", "καταψυγµένο": "κατεψυγµένο", "καυδιανός": "καβδιανός", "καυδιανή": "καβδιανή", "καυδιανό": "καβδιανό", "καϋµένος": "καηµένος", "καϋµένη": "καηµένη", "καϋµένο": "καηµένο", "κέδρινος": "κέδρος", "κέδρινη": "κέδρη", "κέδρινο": "κέδρο", "κεραµεικος": "κεραµικός", "κεραµεικη": "κεραµική", "κεραµεικο": "κεραµικό", "κλασσικός": "κλασικός", "κλασσική": "κλασική", "κλασσικό": "κλασικό", "κόλαριστός": "κολλαριστός", "κόλαριστή": "κολλαριστή", "κόλαριστό": "κολλαριστό", "κοµµουνιστικός": "κοµουνιστικός", "κοµµουνιστική": "κοµουνιστική", "κοµµουνιστικό": "κοµουνιστικό", "κοράλλινος": "κοραλλένιος", "κοράλλινη": "κοραλλένιη", "κοράλλινο": "κοραλλένιο", "κτυπητός": "χτυπητός", "κτυπητή": "χτυπητή", "κτυπητό": "χτυπητό", "κωφός": "κουφός", "κωφή": "κουφή", "κωφό": "κουφό", "λειπανάβατος": "λειψανάβατος", "λειπανάβατη": "λειψανάβατη", "λειπανάβατο": "λειψανάβατο", "λιανικός": "λειανικός", "λιανική": "λειανική", "λιανικό": "λειανικό", "λιανός": "λειανός", "λιανή": "λειανή", "λιανό": "λειανό", "λιγοήµερος": "ολιγοήµερος", "λιγοήµερη": "ολιγοήµερη", "λιγοήµερο": "ολιγοήµερο", "λιγόκαρδος": "ολιγόκαρδος", "λιγόκαρδη": "ολιγόκαρδη", "λιγόκαρδο": "ολιγόκαρδο", "λιγόλογος": "ολιγόλογος", "λιγόλογη": "ολιγόλογη", "λιγόλογο": "ολιγόλογο", "λιγόπιστος": "ολιγόπιστος", "λιγόπιστη": "ολιγόπιστη", "λιγόπιστο": "ολιγόπιστο", "λιγόψυχος": "ολιγοψυχία", "λιγόψυχοςή": "ολιγοψυχίαη", "λιγόψυχοςό": "ολιγοψυχίαο", "λιόλουστος": "ηλιόλουστος", "λιόλουστη": "ηλιόλουστη", "λιόλουστο": "ηλιόλουστο", "λιόµορφος": "ηλιόµορφος", "λιόµορφη": "ηλιόµορφη", "λιόµορφο": "ηλιόµορφο", "λιόχαρος": "ηλιόχαρος", "λιόχαρη": "ηλιόχαρη", "λιόχαρο": "ηλιόχαρο", "λιπανάβατος": "λειψανάβατος", "λιπανάβατη": "λειψανάβατη", "λιπανάβατο": "λειψανάβατο", "λυµφατικός": "λεµφατικός", "λυµφατική": "λεµφατική", "λυµφατικό": "λεµφατικό", "µαυριδερός": "µαυρειδερός", "µαυριδερή": "µαυρειδερή", "µαυριδερό": "µαυρειδερό", "µεικτός": "µικτός", "µεικτή": "µικτή", "µεικτό": "µικτό", "µελαψός": "µελαµψός", "µελαψή": "µελαµψή", "µελαψό": "µελαµψό", "µετάξινος": "µεταξένιος", "µετάξινη": "µεταξένιη", "µετάξινο": "µεταξένιο", "µιξοβάρβαρος": "µειξοβάρβαρος", "µιξοβάρβαρη": "µειξοβάρβαρη", "µιξοβάρβαρο": "µειξοβάρβαρο", "µοσκαναθρεµµένος": "µοσχαναθρεµµένος", "µοσκαναθρεµµένη": "µοσχαναθρεµµένη", "µοσκαναθρεµµένο": "µοσχαναθρεµµένο", "µουλωχτός": "µουλλωχτός", "µουλωχτή": "µουλλωχτή", "µουλωχτό": "µουλλωχτό", "µπαµπακερός": "βαµβακερός", "µπαµπακερή": "βαµβακερή", "µπαµπακερό": "βαµβακερό", "νεόχτιστος": "νεόκτιστος", "νεόχτιστη": "νεόκτιστη", "νεόχτιστο": "νεόκτιστο", "νηστίσιµος": "νηστήσιµος", "νηστίσιµη": "νηστήσιµη", "νηστίσιµο": "νηστήσιµο", "νιογέννητος": "νεογέννητος", "νιογέννητη": "νεογέννητη", "νιογέννητο": "νεογέννητο", "νυκτερινός": "νυχτερινός", "νυκτερινή": "νυχτερινή", "νυκτερινό": "νυχτερινό", "ξιπόλητος": "ξυπόλυτος", "ξιπόλητη": "ξυπόλυτη", "ξιπόλητο": "ξυπόλυτο", "ξυνός": "ξινός", "ξυνή": "ξινή", "ξυνό": "ξινό", "ξωτικός": "εξωτικός", "ξωτική": "εξωτική", "ξωτικό": "εξωτικό", "οικονοµίστικος": "οικονοµικίστικος", "οικονοµίστικη": "οικονοµικίστικη", "οικονοµίστικο": "οικονοµικίστικο", "οκταγωνικός": "οχταγωνικός", "οκταγωνική": "οχταγωνική", "οκταγωνικό": "οχταγωνικό", "οκτάγωνος": "οχτάγωνος", "οκτάγωνη": "οχτάγωνη", "οκτάγωνο": "οχτάγωνο", "οκτάεδρος": "οχτάεδρος", "οκτάεδρη": "οχτάεδρη", "οκτάεδρο": "οχτάεδρο", "οκτάκιλος": "οχτάκιλος", "οκτάκιλη": "οχτάκιλη", "οκτάκιλο": "οχτάκιλο", "οξειδώσιµος": "οξιδώσιµος", "οξειδώσιµη": "οξιδώσιµη", "οξειδώσιµο": "οξιδώσιµο", "ορεχτικός": "ορεκτικός", "ορεχτική": "ορεκτική", "ορεχτικό": "ορεκτικό", "οχταγωνικός": "οκταγωνικός", "οχταγωνική": "οκταγωνική", "οχταγωνικό": "οκταγωνικό", "οχτάγωνος": "οκτάγωνος", "οχτάγωνη": "οκτάγωνη", "οχτάγωνο": "οκτάγωνο", "οχτάεδρος": "οκτάεδρος", "οχτάεδρη": "οκτάεδρη", "οχτάεδρο": "οκτάεδρο", "οχτακοσιοστός": "οκτακοσιοστός", "οχτακοσιοστή": "οκτακοσιοστή", "οχτακοσιοστό": "οκτακοσιοστό", "οχτάπλευρος": "οκτάπλευρος", "οχτάπλευρη": "οκτάπλευρη", "οχτάπλευρο": "οκτάπλευρο", "οχτάστηλος": "οκτάστηλος", "οχτάστηλη": "οκτάστηλη", "οχτάστηλο": "οκτάστηλο", "οχτάστιχος": "οκτάστιχος", "οχτάστιχη": "οκτάστιχη", "οχτάστιχο": "οκτάστιχο", "οχτάωρος": "οκτάωρος", "οχτάωρη": "οκτάωρη", "οχτάωρο": "οκτάωρο", "οχτωβριανός": "οκτωβριανός", "οχτωβριανή": "οκτωβριανή", "οχτωβριανό": "οκτωβριανό", "παιδιακίστικος": "παιδιάστικος", "παιδιακίστικη": "παιδιάστικη", "παιδιακίστικο": "παιδιάστικο", "πανέρµος": "πανέρηµος", "πανέρµη": "πανέρηµη", "πανέρµο": "πανέρηµο", "παπαδικός": "παππαδικός", "παπαδική": "παππαδική", "παπαδικό": "παππαδικό", "παπαδίστικος": "παππαδίστικος", "παπαδίστικη": "παππαδίστικη", "παπαδίστικο": "παππαδίστικο", "παραεκκλησιαστικός": "παρεκκλησιαστικός", "παραεκκλησιαστική": "παρεκκλησιαστική", "παραεκκλησιαστικό": "παρεκκλησιαστικό", "πειρακτικός": "πειραχτικός", "πειρακτική": "πειραχτική", "πειρακτικό": "πειραχτικό", "περήφανος": "υπερήφανος", "περήφανη": "υπερήφανη", "περήφανο": "υπερήφανο", "περσότερος": "περισσότερος", "περσότερη": "περισσότερη", "περσότερο": "περισσότερο", "πεταγµένος": "πεταµένος", "πεταγµένη": "πεταµένη", "πεταγµένο": "πεταµένο", "πηκτός": "πηχτός", "πηκτή": "πηχτή", "πηκτό": "πηχτό", "πιτσιλιστός": "πιτσυλιστός", "πιτσιλιστή": "πιτσυλιστή", "πιτσιλιστό": "πιτσυλιστό", "πλεχτικός": "πλεκτικός", "πλεχτική": "πλεκτική", "πλεχτικό": "πλεκτικό", "πλεχτός": "πλεκτός", "πλεχτή": "πλεκτή", "πλεχτό": "πλεκτό", "προσεχτικός": "προσεκτικός", "προσεχτική": "προσεκτική", "προσεχτικό": "προσεκτικό", "προψεσινός": "προχθεσινός", "προψεσινή": "προχθεσινή", "προψεσινό": "προχθεσινό", "πτερωτός": "φτερωτός", "πτερωτή": "φτερωτή", "πτερωτό": "φτερωτό", "πτωχικός": "φτωχικός", "πτωχική": "φτωχική", "πτωχικό": "φτωχικό", "ραφτικός": "ραπτικός", "ραφτική": "ραπτική", "ραφτικό": "ραπτικό", "ραφτός": "ραπτός", "ραφτή": "ραπτή", "ραφτό": "ραπτό", "ρούσικος": "ρωσικός", "ρούσικη": "ρωσική", "ρούσικο": "ρωσικό", "ρωµαντικός": "ροµαντικός", "ρωµαντική": "ροµαντική", "ρωµαντικό": "ροµαντικό", "σειληνικός": "σιληνικός", "σειληνική": "σιληνική", "σειληνικό": "σιληνικό", "σειριακός": "σειραϊκός", "σειριακή": "σειραϊκή", "σειριακό": "σειραϊκό", "σεξπιρικός": "σαιξπηρικός", "σεξπιρική": "σαιξπηρική", "σεξπιρικό": "σαιξπηρικό", "σιδηρόφρακτος": "σιδερόφραχτος", "σιδηρόφρακτη": "σιδερόφραχτη", "σιδηρόφρακτο": "σιδερόφραχτο", "σκεβρός": "σκευρός", "σκεβρή": "σκευρή", "σκεβρό": "σκευρό", "σκεφτικός": "σκεπτικός", "σκεφτική": "σκεπτική", "σκεφτικό": "σκεπτικό", "σκιστός": "σχιστός", "σκιστή": "σχιστή", "σκιστό": "σχιστό", "σκολιανός": "σχολιανός", "σκολιανή": "σχολιανή", "σκολιανό": "σχολιανό", "σκοτσέζικος": "σκοτσέζικος", "σκοτσέζικη": "σκοτσέζικη", "σκοτσέζικο": "σκοτσέζικο", "σµυρνιώτικος": "σµυρναίικος", "σµυρνιώτικη": "σµυρναίικη", "σµυρνιώτικο": "σµυρναίικο", "σοροπιαστός": "σιροπιαστός", "σοροπιαστή": "σιροπιαστή", "σοροπιαστό": "σιροπιαστό", "σπερνός": "εσπερινός", "σπερνή": "εσπερινή", "σπερνό": "εσπερινό", "σταρόχρωµος": "σιταρόχρωµος", "σταρόχρωµη": "σιταρόχρωµη", "σταρόχρωµο": "σιταρόχρωµο", "στενάχωρος": "στενόχωρος", "στενάχωρη": "στενόχωρη", "στενάχωρο": "στενόχωρο", "στιλιστικός": "στυλιστικός", "στιλιστική": "στυλιστική", "στιλιστικό": "στυλιστικό", "στριµόκωλος": "στρυµόκωλος", "στριµόκωλη": "στρυµόκωλη", "στριµόκωλο": "στρυµόκωλο", "στριµωχτός": "στρυµωχτός", "στριµωχτή": "στρυµωχτή", "στριµωχτό": "στρυµωχτό", "στριφνός": "στρυφνός", "στριφνή": "στρυφνή", "στριφνό": "στρυφνό", "σύµµεικτος": "σύµµικτος", "σύµµεικτη": "σύµµικτη", "σύµµεικτο": "σύµµικτο", "σύµψυχος": "σύψυχος", "σύµψυχη": "σύψυχη", "σύµψυχο": "σύψυχο", "συντεθειµένος": "συνθέτω", "συντεθειµένοςή": "συνθέτωη", "συντεθειµένοςό": "συνθέτωο", "συφοριασµένος": "συμφοριασμένος", "συφοριασµένη": "συμφοριασμένη", "συφοριασµένο": "συμφοριασμένο", "συχωριανός": "συγχωριανός", "συχωριανή": "συγχωριανή", "συχωριανό": "συγχωριανό", "ταγκός": "ταγγός", "ταγκή": "ταγγή", "ταµιευτικός": "αποταµιευτικός", "ταµιευτική": "αποταµιευτική", "ταµιευτικό": "αποταµιευτικό", "ταχτικός": "τακτικός", "ταχτική": "τακτική", "ταχτικό": "τακτικό", "τελολογικός": "τελεολογικός", "τελολογική": "τελεολογική", "τελολογικό": "τελεολογικό", "τραγικοκωµικός": "κωµικοτραγικός", "τραγικοκωµική": "κωµικοτραγική", "τραγικοκωµικό": "κωµικοτραγικό", "τρελλός": "τρελός", "τρελλή": "τρελή", "τρελλό": "τρελό", "τσεβδός": "τσευδός", "τσεβδή": "τσευδή", "τσεβδό": "τσευδό", "τσιριχτός": "τσυριχτός", "τσιριχτή": "τσυριχτή", "τσιριχτό": "τσυριχτό", "τσιτωτός": "τσητωτός", "τσιτωτή": "τσητωτή", "τσιτωτό": "τσητωτό", "υποµονητικός": "υποµονετικός", "υποµονητική": "υποµονετική", "υποµονητικό": "υποµονετικό", "φαµφαρονικός": "φανφαρονίστικος", "φαµφαρονική": "φανφαρονίστικη", "φαµφαρονικό": "φανφαρονίστικο", "φαµφαρονίστικος": "φανφαρονίστικος", "φαµφαρονίστικη": "φανφαρονίστικη", "φαµφαρονίστικο": "φανφαρονίστικο", "φαντός": "υφαντός", "φαντή": "υφαντή", "φαντό": "υφαντό", "φανφαρονικός": "φανφαρονιστικός", "φανφαρονική": "φανφαρονιστική", "φανφαρονικό": "φανφαρονιστικό", "φαρακλός": "φαλακρός", "φαρακλή": "φαλακρή", "φαρακλό": "φαλακρό", "φεγγαροφώτιστος": "φεγγαρόφωτος", "φεγγαροφώτιστη": "φεγγαρόφωτη", "φεγγαροφώτιστο": "φεγγαρόφωτο", "φεουδαλικός": "φεουδαρχικός", "φεουδαλική": "φεουδαρχική", "φεουδαλικό": "φεουδαρχικό", "φλοκάτος": "φλοκωτός", "φλοκάτη": "φλοκωτή", "φλοκάτο": "φλοκωτό", "φριχτός": "φρικτός", "φριχτή": "φρικτή", "φριχτό": "φρικτό", "φροϋδικός": "φροϊδικός", "φροϋδική": "φροϊδική", "φροϋδικό": "φροϊδικό", "φτειαστός": "φτειαχτός", "φτειαστή": "φτειαχτή", "φτειαστό": "φτειαχτό", "φτηνός": "φθηνός", "φτηνή": "φθηνή", "φτηνό": "φθηνό", "φυσιοθεραπευτικός": "φυσιοθεραπευτικός", "φυσιοθεραπευτική": "φυσιοθεραπευτική", "φυσιοθεραπευτικό": "φυσιοθεραπευτικό", "φωβιστικός": "φοβιστικός", "φωβιστική": "φοβιστική", "φωβιστικό": "φοβιστικό", "χαδεµένος": "χαϊδεµένος", "χαδεµένη": "χαϊδεµένη", "χαδεµένο": "χαϊδεµένο", "χειλόφωνος": "χειλεόφωνος", "χειλόφωνη": "χειλεόφωνη", "χειλόφωνο": "χειλεόφωνο", "χειροδύναµος": "χεροδύναµος", "χειροδύναµη": "χεροδύναµη", "χειροδύναµο": "χεροδύναµο", "χηράµενος": "χηρευάµενος", "χηράµενη": "χηρευάµενη", "χηράµενο": "χηρευάµενο", "χλωµός": "χλοµός", "χλωµή": "χλοµή", "χλωµό": "χλοµό", "χνουδάτος": "χνουδωτός", "χνουδάτη": "χνουδωτή", "χνουδάτο": "χνουδωτό", "χονδρός": "χοντρός", "χονδρή": "χοντρή", "χονδρό": "χοντρό", "χουβαρντάδικος": "χουβαρντάς", "χουβαρντάδικοςή": "χουβαρντάςη", "χουβαρντάδικοςό": "χουβαρντάςο", "χρεολυτικός": "χρεωλυτικός", "χρεολυτική": "χρεωλυτική", "χρεολυτικό": "χρεωλυτικό", "χρησµοδοτικός": "χρησµοδοσία", "χρησµοδοτική": "χρησµοδοσίαη", "χρησµοδοτικό": "χρησµοδοσίαο", "χρυσόπλεχτος": "χρυσόπλεκτος", "χρυσόπλεχτη": "χρυσόπλεκτη", "χρυσόπλεχτο": "χρυσόπλεκτο", "χτεσινός": "χθεσινός", "χτεσινή": "χθεσινή", "χτεσινό": "χθεσινό", "χτιστός": "κτιστός", "χτιστή": "κτιστή", "χτιστό": "κτιστό", "αντρείος": "ανδρείος", "αντρεία": "ανδρεία", "αντρείο": "ανδρείο", "αποποµπαίος": "αποδιοποµπαίος", "αποποµπαία": "αποδιοποµπαία", "αποποµπαίο": "αποδιοποµπαίο", "γεραλεος": "γηραλέος", "γεραλεα": "γηραλέα", "γεραλεο": "γηραλέο", "εντόπιος": "ντόπιος", "εντόπια": "ντόπια", "εντόπιο": "ντόπιο", "εφταπλάσιος": "επταπλάσιος", "εφταπλάσια": "επταπλάσια", "εφταπλάσιο": "επταπλάσιο", "ζούφιος": "τζούφιος", "ζούφια": "τζούφια", "ζούφιο": "τζούφιο", "καθάριος": "καθάρειος", "καθάρια": "καθάρεια", "καθάριο": "καθάρειο", "λαφήσιος": "ελαφήσιος", "λαφήσια": "ελαφήσια", "λαφήσιο": "ελαφήσιο", "οκταθέσιος": "οχταθέσιος", "οκταθέσια": "οχταθέσια", "οκταθέσιο": "οχταθέσιο", "ονυχαίος": "ονυχιαίος", "ονυχαία": "ονυχιαία", "ονυχαίο": "ονυχιαίο", "οχταπλάσιος": "οκταπλάσιος", "οχταπλάσια": "οκταπλάσια", "οχταπλάσιο": "οκταπλάσιο", "βοϊδήσιος": "βοδινός", "βοϊδήσια": "βοδινή", "βοϊδήσιο": "βοδινό", "καλαµποκίσιος": "καλαµποκήσιος", "καλαµποκίσια": "καλαµποκήσια", "καλαµποκίσιο": "καλαµποκήσιο", "κεφαλίσιος": "κεφαλήσιος", "κεφαλίσια": "κεφαλήσια", "κεφαλίσιο": "κεφαλήσιο", "κρουσταλλένιος": "κρυσταλλένιος", "κρουσταλλένια": "κρυσταλλένια", "κρουσταλλένιο": "κρυσταλλένιο", "µοσκαρήσιος": "µοσχαρήσιος", "µοσκαρήσια": "µοσχαρήσια", "µοσκαρήσιο": "µοσχαρήσιο", "παλικαρήσιος": "παλληκαρήσιος", "παλικαρήσια": "παλληκαρήσια", "παλικαρήσιο": "παλληκαρήσιο", "πετρένιος": "πέτρινος", "πετρένια": "πέτρινη", "πετρένιο": "πέτρινο", "σιταρένιος": "σταρένιος", "σιταρένια": "σταρένια", "σιταρένιο": "σταρένιο", "σκυλίσιος": "σκυλήσιος", "σκυλίσια": "σκυλήσια", "σκυλίσιο": "σκυλήσιο", "χελίσιος": "χελήσιος", "χελίσια": "χελήσια", "χελίσιο": "χελήσιο", "χελωνίσιος": "χελωνήσιος", "χελωνίσια": "χελωνήσια", "χελωνίσιο": "χελωνήσιο", "γουρσούζης": "γρουσούζης", "γουρσούζα": "γρουσούζα", "γουρσούζικο": "γρουσούζικο", "γρινιάρης": "γκρινιάρης", "γρινιάρα": "γκρινιάρα", "γρινιάρικο": "γκρινιάρικο", "λιχούδης": "λειχούδης", "λιχούδα": "λειχούδα", "λιχούδικο": "λειχούδικο", "µαργιόλής": "µαριόλης", "µαργιόλήςα": "µαριόλα", "µαργιόλήςικο": "µαριόλικο", "ξεκουτιάρης": "ξεκούτης", "ξεκουτιάρα": "ξεκούτα", "ξεκουτιάρικο": "ξεκούτικο", "σκανδαλιάρης": "σκανταλιάρης", "σκανδαλιάρα": "σκανταλιάρα", "σκανδαλιάρικο": "σκανταλιάρικο", "τσιγκούνης": "τσιγγούνης", "τσιγκούνα": "τσιγγούνα", "τσιγκούνικο": "τσιγγούνικο", } NORM_EXCEPTIONS = {} for string, norm in _exc.items(): NORM_EXCEPTIONS[string] = norm