# -*- coding: utf-8 -*- from __future__ import unicode_literals LOOKUP={ "αβασάνιστα":"αβασάνιστα", "αβασάνιστη":"αβασάνιστος", "αβασίλευτης":"αβασίλευτος", "αβάσιμα":"αβάσιμα", "αβάσιμες":"αβάσιμος", "αβάσιμη":"αβάσιμος", "αβάσιμο":"αβάσιμος", "αβάσιμοι":"αβάσιμος", "αβάσταχτη":"αβάσταγος", "αβάσταχτο":"αβάσταγος", "αβάσταχτος":"αβάσταγος", "άβατο":"άβατος", "άβατον":"άβατος", "άβατου":"άβατος", "αβγά":"αβγό", "άβγαλτος":"άβγαλτος", "αβγό":"αβγό", "αβδούλος":"αβδούλος", "αβε":"αβε", "άβε":"άβε", "αβέβαιες":"αβέβαιος", "αβέβαιη":"αβέβαιος", "αβέβαιης":"αβέβαιος", "αβέβαιο":"αβέβαιος", "αβέβαιοι":"αβέβαιος", "αβεβαιοτητα":"αβεβαιότητα", "αβεβαιότητα":"αβεβαιότητα", "αβεβαιότητά":"αβεβαιότητα", "αβεβαιότητας":"αβεβαιότητα", "αβεβαιότητες":"αβεβαιότητα", "αβεβαιότητος":"αβεβαιότητα", "αβεε":"αβεε", "αβεζ":"αβεζ", "άβελ":"άβελ", "αβελίνο":"αβελίνο", "αβελτηρία":"αβελτηρία", "άβεντορφ":"άβεντορφ", "αβεπε":"αβεπε", "αβερωφ":"αβέρωφ", "αβέρωφ":"αβέρωφ", "αβετε":"αβετε", "αβησσυνία":"αβησσυνία", "αβίαστα":"αβίαστα", "αβίαστα":"αβίαστος", "αβίαστη":"αβίαστος", "αβίβ":"αβίβ", "αβίωτες":"αβίωτος", "αβίωτη":"αβίωτος", "αβίωτο":"αβίωτος", "αβίωτος":"αβίωτος", "αβλαβές":"αβλαβής", "αβλαβή":"αβλαβής", "αβλαβής":"αβλαβής", "αβλαστίμοβ":"αβλαστίμοβ", "αβλεψία":"αβλεψία", "αβλεψίες":"αβλεψία", "άβνετ":"άβνετ", "αβοήθητα":"αβοήθητα", "αβοήθητη":"αβοήθητος", "αβοήθητο":"αβοήθητος", "αβοήθητοι":"αβοήθητος", "αβοήθητος":"αβοήθητος", "αβοήθητους":"αβοήθητος", "αβοκάντο":"αβοκάντο", "αβοκάντου":"αβοκάντου", "αβολα":"άβολα", "άβολα":"άβολα", "άβολες":"άβολος", "άβολη":"άβολος", "άβολο":"άβολος", "άβουλα":"άβουλος", "άβουλες":"άβουλος", "αβουλία":"αβουλία", "αβούλιαχτος":"αβούλιαχτος", "άβουλο":"άβουλος", "άβουλοι":"άβουλος", "άβουλος":"άβουλος", "άβουλου":"άβουλος", "άβουλων":"άβουλος", "αβρααμ":"αβραάμ", "αβραάμ":"αβραάμ", "αβραμη":"αβραμη", "αβράμης":"αβράμης", "αβραμίδη":"αβραμίδη", "αβραμίδης":"αβραμίδης", "αβραμιδου":"αβραμιδου", "αβραμίδου":"αβραμίδου", "αβραμόπουλο":"αβραμόπουλος", "'αβραμοπουλολογία'":"'αβραμοπουλολογία'", "αβραμοπουλος":"αβραμόπουλος", "αβραμόπουλος":"αβραμόπουλος", "αβραμόπουλου":"αβραμόπουλος", "αβρός":"αβρός", "αβρότητα":"αβρότητα", "αβρότητες":"αβρότητα", "αβροφροσύνη":"αβροφροσύνη", "αβτρέ":"αβτρέ", "αβυσσαλέα":"αβυσσαλέα", "αβυσσαλέο":"αβυσσαλέος", "άβυσσο":"άβυσσος", "αβυσσος":"άβυσσος", "άβυσσος":"άβυσσος", "αβύσσου":"άβυσσος", "αγ":"αγ", "α-γ":"α-γ", "άγ":"άγ", "αγ.":"αγ.", "αγά":"αγάς", "αγαδάκος":"αγαδάκος", "αγαθά":"αγαθό", "αγαθαγγελίδης":"αγαθαγγελίδης", "αγαθές":"αγαθός", "αγαθή":"αγαθή", "αγαθό":"αγαθό", "αγαθοεργία":"αγαθοεργία", "αγαθοεργών":"αγαθοεργός", "αγαθοκλέους":"αγαθοκλέους", "αγαθόν":"αγαθός", "αγαθοτήτων":"αγαθότητα", "αγαθού":"αγαθό", "αγαθούς":"αγαθός", "αγαθών":"αγαθό", "αγάθωνος":"αγάθωνος", "αγαλλίαση":"αγαλλίαση", "αγαλλίασης":"αγαλλίαση", "άγαλμα":"άγαλμα", "αγάλματα":"άγαλμα", "αγάλματά":"άγαλμα", "αγαλματάκι":"αγαλματάκι", "αγαλματάκια":"αγαλματάκι", "αγαλματίδια":"αγαλματίδιο", "αγαλματίδιο":"αγαλματίδιο", "αγάλματος":"άγαλμα", "αγαλμάτων":"άγαλμα", "αγαμέμνονα":"αγαμέμνων", "άγαμες":"άγαμος", "άγαμη":"άγαμος", "αγαμία":"αγαμία", "άγαμος":"άγαμος", "άγαμου":"άγαμος", "αγάμων":"άγαμος", "αγανακτεί":"αγανακτώ", "αγανάκτησα":"αγανακτώ", "αγανάκτησαν":"αγανακτώ", "αγανακτηση":"αγανάκτηση", "αγανάκτηση":"αγανάκτηση", "αγανάκτησή":"αγανάκτηση", "αγανάκτησης":"αγανάκτηση", "αγανακτισμένα":"αγανακτίζω", "αγανακτισμένη":"αγανακτισμένος", "αγανακτισμένης":"αγανακτισμένος", "αγανακτισμένο":"αγανακτίζω", "αγανακτισμένοι":"αγανακτισμένος", "αγανακτισμένος":"αγανακτισμένος", "αγανακτισμένων":"αγανακτισμένος", "αγανακτούμε":"αγανακτώ", "αγανακτούν":"αγανακτώ", "αγανακτώ":"αγανακτώ", "αγαπά":"αγαπώ", "αγαπαει":"αγαπώ", "αγαπάει":"αγαπώ", "αγαπάμε":"αγαπώ", "αγαπάνε":"αγαπώ", "αγαπας":"αγαπώ", "αγαπάς":"αγαπώ", "αγαπάτε":"αγαπώ", "αγαπάω":"αγαπώ", "αγάπες":"αγάπη", "αγαπη":"αγάπη", "αγάπη":"αγάπη", "αγαπηθεί":"αγαπώ", "αγαπήθηκαν":"αγαπώ", "αγαπήθηκε":"αγαπώ", "αγαπηθούμε":"αγαπώ", "αγαπημένo":"αγαπημένος", "αγαπημένα":"αγαπημένος", "αγαπημένε":"αγαπημένος", "αγαπημένες":"αγαπημένος", "αγαπημενη":"αγαπημένος", "αγαπημένη":"αγαπημένος", "αγαπημένης":"αγαπημένος", "αγαπημένο":"αγαπημένος", "αγαπημένοι":"αγαπημένος", "αγαπημένος":"αγαπημένος", "αγαπημένου":"αγαπημένος", "αγαπημένους":"αγαπημένος", "αγαπημένων":"αγαπημένος", "αγαπηνού":"αγαπηνού", "αγαπης":"αγάπη", "αγάπης":"αγάπη", "αγαπησα":"αγαπώ", "αγάπησα":"αγαπώ", "αγαπήσαμε":"αγαπώ", "αγάπησαν":"αγαπώ", "αγαπήσατε":"αγαπώ", "αγάπησε":"αγαπώ", "αγαπήσει":"αγαπώ", "αγαπήσεις":"αγαπώ", "αγάπησες":"αγαπώ", "αγαπήσουμε":"αγαπώ", "αγαπήσουν":"αγαπώ", "αγαπήστε":"αγαπώ", "αγαπήσω":"αγαπώ", "αγαπητέ":"αγαπητός", "αγαπητή":"αγαπητός", "αγαπητής":"αγαπητός", "αγαπητική":"αγαπητικός", "αγαπητό":"αγαπητός", "αγαπητοί":"αγαπητός", "αγαπητος":"αγαπητός", "αγαπητός":"αγαπητός", "αγαπητού":"αγαπητός", "αγαπητούς":"αγαπητός", "αγαπητών":"αγαπητός", "αγάπιο":"αγάπιος", "αγαπιόμαστε":"αγαπώ", "αγαπιόντουσαν":"αγαπώ", "αγάπιος":"αγάπιος", "αγάπιου":"αγάπιος", "αγαπίου":"αγαπίου", "αγαπιούνται":"αγαπώ", "αγαπουλα":"αγαπούλα", "αγαπούμε":"αγαπώ", "αγαπούν":"αγαπώ", "αγαπούσα":"αγαπώ", "αγαπούσαμε":"αγαπώ", "αγαπούσαν":"αγαπώ", "αγαπούσατε":"αγαπώ", "αγαπούσε":"αγαπώ", "αγαπούσες":"αγαπώ", "αγαπώ":"αγαπώ", "αγάς":"αγάς", "αγαστή":"αγαστός", "αγγ.":"αγγ.", "αγγαρεία":"αγγαρεία", "αγγαρείες":"αγγαρεία", "αγγεία":"αγγείο", "αγγειακά":"αγγειακός", "αγγειακή":"αγγειακός", "αγγειακό":"αγγειακός", "αγγείο":"αγγείο", "αγγειογραφία":"αγγειογραφία", "αγγειοδιασταλτικά":"αγγειοδιασταλτικός", "αγγειοπλαστική":"αγγειοπλαστικός", "αγγειοσυσπάσεις":"αγγειοσυσπάσεις", "αγγείων":"αγγείο", "άγγελα":"άγγελα", "αγγελακάς":"αγγελακάς", "αγγελάκας":"αγγελάκας", "αγγελάκη":"αγγελάκης", "αγγελάκης":"αγγελάκης", "αγγελακόπουλος":"αγγελακόπουλος", "αγγελάκος":"αγγελάκος", "αγγέλας":"αγγέλα", "αγγέλη":"αγγέλη", "αγγελή":"αγγελής", "αγγελής":"αγγελής", "αγγέλης":"αγγέλης", "αγγελία":"αγγελία", "αγγελίας":"αγγελία", "αγγελίδη":"αγγελίδης", "αγγελίδης":"αγγελίδης", "αγγελίες":"αγγελία", "αγγελικά":"αγγελικά", "αγγελικές":"αγγελικός", "αγγελική":"αγγελική", "αγγελικής":"αγγελική", "αγγελικό":"αγγελικός", "αγγελίνα":"αγγελίνα", "αγγελινούδη":"αγγελινούδη", "αγγελιοφόροι":"αγγελιοφόρος", "αγγελιών":"αγγελία", "άγγελο":"άγγελος", "άγγελοι":"άγγελος", "αγγελόπουλο":"αγγελόπουλος", "αγγελοπουλος":"αγγελόπουλος", "αγγελόπουλος":"αγγελόπουλος", "αγγελόπουλου":"αγγελόπουλος", "αγγελοπούλου":"αγγελοπούλου", "αγγελοπούλου-δασκαλάκη":"αγγελοπούλου-δασκαλάκη", "αγγελος":"άγγελος", "άγγελος":"άγγελος", "αγγέλου":"άγγελος", "άγγελου":"άγγελος", "αγγελουδη":"αγγελουδη", "αγγελούδη":"αγγελούδη", "αγγελούδης":"αγγελούδης", "αγγελούδια":"αγγελούδι", "αγγελους":"άγγελος", "αγγέλους":"άγγελος", "αγγελοχώρι":"αγγελοχώρι", "αγγελων":"άγγελος", "αγγέλων":"άγγελος", "άγγιγμα":"άγγιγμα", "άγγιζαν":"αγγίζω", "άγγιζε":"αγγίζω", "αγγίζει":"αγγίζω", "αγγίζεις":"αγγίζω", "αγγίζεται":"αγγίζω", "αγγίζοντας":"αγγίζω", "αγγίζουμε":"αγγίζω", "αγγιζουν":"αγγίζω", "αγγίζουν":"αγγίζω", "άγγιξαν":"αγγίζω", "άγγιξε":"αγγίζω", "αγγίξει":"αγγίζω", "αγγίξεις":"αγγίζω", "αγγίξουμε":"αγγίζω", "αγγίξουν":"αγγίζω", "αγγίξω":"αγγίζω", "αγγλια":"αγγλία", "αγγλία":"αγγλία", "αγγλιας":"αγγλία", "αγγλίας":"αγγλία", "αγγλίδα":"αγγλίδα", "αγγλίδας":"αγγλίδα", "αγγλικά":"αγγλικός", "αγγλικανικής":"αγγλικανικός", "αγγλικές":"αγγλικός", "αγγλική":"αγγλικός", "αγγλικής":"αγγλική", "αγγλικής":"αγγλικός", "αγγλικό":"αγγλικός", "αγγλικός":"αγγλικός", "αγγλικού":"αγγλικός", "αγγλικούς":"αγγλικός", "αγγλικών":"αγγλικός", "αγγλιστί":"αγγλιστί", "άγγλο":"άγγλος", "αγγλοαμερικανικό":"αγγλοαμερικανικός", "αγγλοαυστραλιανή":"αγγλοαυστραλιανή", "άγγλοι":"άγγλος", "άγγλος":"άγγλος", "αγγλοσαξονικές":"αγγλοσαξονικός", "αγγλοσαξονικής":"αγγλοσαξονικός", "αγγλοσαξονικό":"αγγλοσαξονικός", "αγγλοσαξωνικό":"αγγλοσαξωνικός", "άγγλου":"άγγλος", "αγγλούπας":"αγγλούπας", "άγγλους":"άγγλος", "αγγλόφωνες":"αγγλόφωνος", "αγγλόφωνη":"αγγλόφωνος", "αγγλόφωνο":"αγγλόφωνος", "αγγλόφωνος":"αγγλόφωνος", "αγγλόφωνων":"αγγλόφωνος", "άγγος":"άγγος", "αγγουράκη":"αγγουράκη", "αγγουράκης":"αγγουράκης", "αγγουράκια":"αγγουράκι", "αγγούρι":"αγγούρι", "αγγούρια":"αγγούρι", "αγγουριού":"αγγούρι", "άγει":"άγω", "αγελάδα":"αγελάδα", "αγελάδας":"αγελάδα", "αγελάδες":"αγελάδα", "αγελαδινό":"αγελαδινός", "αγελάδων":"αγελάδα", "αγελαία":"αγελαία", "αγέλες":"αγέλη", "αγέλη":"αγέλη", "αγέλης":"αγέλη", "αγένεια":"αγένεια", "αγενείς":"αγενής", "αγενή":"αγενής", "αγενής":"αγενής", "αγέννητα":"αγέννητος", "αγέννητοι":"αγέννητος", "αγέρας":"αγέρας", "αγέραστος":"αγέραστος", "αγέρωχα":"αγέρωχα", "αγέρωχη":"αγέρωχος", "αγέρωχο":"αγέρωχος", "αγέρωχος":"αγέρωχος", "αγετ":"αγετ", "άγεται":"άγω", "αγετ-ηρακλής":"αγετ-ηρακλής", "άγευστη":"άγευστος", "αγη":"άγος", "άγημα":"άγημα", "άγι":"άγι", "αγιά":"αγιά", "άγια":"άγια", "αγία":"άγιος", "άγια":"άγιος", "αγιάζει":"αγιάζω", "αγιάλα":"αγιάλα", "αγιάννη":"αγιάννης", "αγιαξ":"αγιαξ", "άγιαξ":"άγιαξ", "αγίας":"άγιος", "αγιασμό":"αγιασμός", "αγιασμός":"αγιασμός", "αγιασμούς":"αγιασμός", "αγιάσω":"αγιάζω", "αγιατολάχ":"αγιατολάχ", "αγιεγκμπένι":"αγιεγκμπένι", "άγιες":"άγιος", "άγιο":"άγιος", "αγιογραφία":"αγιογραφία", "αγιογραφίας":"αγιογραφία", "αγιογραφίες":"αγιογραφία", "αγιογραφικά":"αγιογραφικά", "αγιογραφιών":"αγιογραφία", "αγιογράφο":"αγιογράφος", "αγιογράφος":"αγιογράφος", "άγιοι":"άγιος", "άγιον":"άγιος", "αγιονέρι":"αγιονέρι", "αγιοποιηθεί":"αγιοποιώ", "αγιοποιημένες":"αγιοποιώ", "αγιοποίησης":"αγιοποίηση", "αγιορειτών":"αγιορείτης", "αγιορίτες":"αγιορίτες", "αγιος":"άγιος", "άγιος":"άγιος", "αγιοταφική":"αγιοταφικός", "αγιότητα":"αγιότητα", "αγιου":"άγιος", "αγίου":"άγιος", "άγιου":"άγιου", "αγιους":"άγιος", "αγίους":"άγιος", "άγιους":"άγιος", "αγις":"αγις", "αγίων":"άγιος", "αγκαθι":"αγκάθι", "αγκάθι":"αγκάθι", "αγκάθια":"αγκάθι", "αγκαθιού":"αγκάθι", "αγκάλες":"αγκάλη", "αγκαλιά":"αγκαλιά", "αγκάλιαζαν":"αγκαλιάζω", "αγκάλιαζε":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζει":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζεται":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζετε":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζονται":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζοντας":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάζουν":"αγκαλιάζω", "αγκάλιασαν":"αγκαλιάζω", "αγκάλιασε":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάσει":"αγκαλιάζω", "αγκάλιασες":"αγκαλιάζω", "αγκαλιασμένοι":"αγκαλιασμένος", "αγκαλιασμένος":"αγκαλιασμένος", "αγκαλιάσουν":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάστηκαν":"αγκαλιάζω", "αγκαλιάστηκε":"αγκαλιάζω", "άγκελα":"άγκελα", "άγκερ":"άγκερ", "αγκινάρα":"αγκινάρα", "αγκινάρες":"αγκινάρα", "αγκίρε":"αγκίρε", "αγκίστρι":"αγκίστρι", "αγκίστρια":"αγκίστρι", "άγκνες":"άγκνες", "αγκόλα":"αγκόλα", "αγκομαχάει":"αγκομαχώ", "αγκομαχώντας":"αγκομαχώ", "αγκουστίν":"αγκουστίν", "αγκρί":"αγκρί", "αγκτζά":"αγκτζά", "αγκτσά":"αγκτσά", "αγκυλωμένες":"αγκυλωμένος", "αγκυλώσεις":"αγκυλώνω", "αγκυλώσεις":"αγκύλωση", "αγκυλώσεων":"αγκύλωση", "αγκύλωση":"αγκύλωση", "αγκυλωτό":"αγκυλωτός", "άγκυρα":"άγκυρα", "άγκυρας":"άγκυρα", "άγκυρες":"άγκυρα", "αγκυροβολημένα":"αγκυροβολώ", "αγκυροβολημένη":"αγκυροβολημένος", "αγκυροβολημένο":"αγκυροβολημένος", "αγκυροβόλησε":"αγκυροβολώ", "αγκυροβόλια":"αγκυροβόλι", "αγκυροβόλιο":"αγκυροβόλιο", "αγκυροβολούσαν":"αγκυροβολώ", "αγκώνα":"αγκώνας", "αγκώνες":"αγκώνας", "αγκωνιά":"αγκωνιά", "αγλαΐα":"αγλαΐα", "αγλωσσία":"αγλωσσία", "αγνά":"αγνός", "αγνάντι":"αγνάντι", "αγνές":"αγνός", "αγνή":"αγνός", "αγνο":"αγνο", "αγνό":"αγνός", "αγνοει":"αγνοώ", "αγνοεί":"αγνοώ", "αγνοείς":"αγνοώ", "αγνοείται":"αγνοώ", "αγνοείτε":"αγνοώ", "αγνοηθεί":"αγνοώ", "αγνοήθηκαν":"αγνοώ", "αγνοήθηκε":"αγνοώ", "αγνοηθούν":"αγνοώ", "αγνοημένη":"αγνοημένος", "αγνοημένος":"αγνοώ", "αγνόησαν":"αγνοώ", "αγνόησε":"αγνοώ", "αγνοήσει":"αγνοώ", "αγνοήσεις":"αγνοώ", "αγνοήσετε":"αγνοώ", "αγνόηση":"αγνόηση", "αγνοήσουμε":"αγνοώ", "αγνοήσουν":"αγνοώ", "αγνοί":"αγνός", "αγνοια":"αγνοία", "αγνοια":"άγνοια", "αγνοία":"αγνοία", "άγνοια":"άγνοια", "άγνοιά":"άγνοια", "αγνοίας":"άγνοια", "άγνοιας":"άγνοια", "αγνοούμε":"αγνοώ", "αγνοούμενο":"αγνοούμενος", "αγνοουμενοι":"αγνοούμενος", "αγνοούμενοι":"αγνοούμενος", "αγνοούμενος":"αγνοούμενος", "αγνοουμένους":"αγνοούμενος", "αγνοούμενους":"αγνοούμενος", "αγνοουμένων":"αγνοούμενος", "αγνοούν":"αγνοώ", "αγνοούνται":"αγνοώ", "αγνοούνταν":"αγνοώ", "αγνοούσα":"αγνοώ", "αγνοούσαμε":"αγνοώ", "αγνοούσαν":"αγνοώ", "αγνοούσε":"αγνοώ", "αγνός":"αγνός", "αγνότητα":"αγνότητα", "αγνότητά":"αγνότητα", "αγνού":"αγνός", "αγνούς":"αγνός", "αγνοώ":"αγνοώ", "αγνοώντας":"αγνοώ", "αγνωμοσύνη":"αγνωμοσύνη", "αγνών":"αγνός", "αγνώριστη":"αγνώριστος", "αγνώριστο":"αγνώριστος", "αγνώριστος":"αγνώριστος", "αγνώριστους":"αγνώριστος", "άγνωστα":"άγνωστος", "άγνωστε":"άγνωστος", "άγνωστες":"άγνωστος", "άγνωστη":"άγνωστος", "άγνωστης":"άγνωστος", "αγνωστικισμό":"αγνωστικισμός", "αγνωστικισμός":"αγνωστικισμός", "άγνωστο":"άγνωστος", "άγνωστό":"άγνωστος", "άγνωστοι":"άγνωστος", "άγνωστον":"άγνωστος", "άγνωστος":"άγνωστος", "αγνώστου":"άγνωστος", "άγνωστου":"άγνωστος", "αγνώστους":"άγνωστος", "άγνωστους":"άγνωστος", "αγνώστων":"άγνωστος", "άγνωστων":"άγνωστος", "αγόγγυστα":"αγόγγυστα", "άγονα":"άγονος", "άγονη":"άγονος", "άγονης":"άγονος", "άγονο":"άγονος", "άγονος":"άγονος", "άγονται":"άγω", "αγορα":"αγορά", "αγορά":"αγορά", "αγόραζα":"αγοράζω", "αγόραζαν":"αγοράζω", "αγοράζατε":"αγοράζω", "αγόραζε":"αγοράζω", "αγοράζει":"αγοράζω", "αγοράζεις":"αγοράζω", "αγοράζεται":"αγοράζω", "αγοράζετε":"αγοράζω", "αγοραζόμενης":"αγοραζόμενος", "αγοράζονται":"αγοράζω", "αγοράζοντας":"αγοράζω", "αγοράζουμε":"αγοράζω", "αγοράζουν":"αγοράζω", "αγοράζω":"αγοράζω", "αγοραία":"αγοραίος", "αγοραίας":"αγοραίος", "αγοραίες":"αγοραίος", "αγοραίο":"αγοραίος", "αγοραίου":"αγοραίος", "αγοράκι":"αγοράκι", "αγορανομία":"αγορανομία", "αγορανομικών":"αγορανομικός", "αγοραπωλησίας":"αγοραπωλησία", "αγοραπωλησίες":"αγοραπωλησία", "αγοραπωλησιών":"αγοραπωλησία", "αγορας":"αγορά", "αγοράς":"αγορά", "αγόρασα":"αγοράζω", "αγοράσαμε":"αγοράζω", "αγόρασαν":"αγοράζω", "αγόρασε":"αγοράζω", "αγοράσει":"αγοράζω", "αγοράσεις":"αγοράζω", "αγοράσετε":"αγοράζω", "αγορασθεί":"αγοράζω", "αγοράσθηκαν":"αγοράζω", "αγορασθούν":"αγοράζω", "αγορασμένα":"αγορασμένος", "αγοράσουμε":"αγοράζω", "αγοράσουν":"αγοράζω", "αγοράστε":"αγοράζω", "αγοραστεί":"αγοράζω", "αγοραστές":"αγοραστής", "αγοραστή":"αγοραστής", "αγοράστηκαν":"αγοράζω", "αγοράστηκε":"αγοράζω", "αγοραστής":"αγοραστής", "αγοραστικές":"αγοραστικός", "αγοραστική":"αγοραστικός", "αγοραστικο":"αγοραστικός", "αγοραστικό":"αγοραστικός", "αγοραστικού":"αγοραστικός", "αγοραστός":"αγοραστός", "αγοραστούν":"αγοράζω", "αγοράστρια":"αγοράστρια", "αγοράστριας":"αγοράστρια", "αγοραστών":"αγοραστής", "αγοράσω":"αγοράζω", "αγορες":"αγορά", "αγορές":"αγορά", "αγόρευε":"αγορεύω", "αγορεύει":"αγορεύω", "αγορεύσεις":"αγόρευση", "αγορεύσεων":"αγόρευση", "αγόρευση":"αγόρευση", "αγόρευσή":"αγόρευση", "αγορζενιδης":"αγορζενιδης", "αγορητές":"αγορητής", "αγορητής":"αγορητής", "αγόρι":"αγόρι", "αγόρια":"αγόρι", "αγοριού":"αγόρι", "αγοριών":"αγόρι", "αγοροκόριτσο":"αγοροκόριτσο", "αγορών":"αγορά", "άγος":"άγος", "αγουρα":"άγουρος", "αγουρέλαιο":"αγουρέλαιο", "αγουρζενίδης":"αγουρζενίδης", "άγουσα":"άγων", "αγρ":"αγρ", "αγράμματο":"αγράμματος", "αγράμματοι":"αγράμματος", "αγράμματος":"αγράμματος", "αγραμματοσύνη":"αγραμματοσύνη", "αγράμματους":"αγράμματος", "αγράμματων":"αγράμματος", "άγραν":"άγρα", "αγρανάπαυση":"αγρανάπαυση", "άγρας":"άγρας", "άγραφα":"άγραφος", "άγραφη":"άγραφος", "άγραφο":"άγραφος", "άγραφους":"άγραφος", "αγράφων":"άγραφα", "άγραφων":"άγραφος", "άγρια":"άγρια", "άγρια":"άγριος", "αγριάδα":"αγριάδα", "αγριάνθρωποι":"αγριάνθρωπος", "αγριάνθρωπος":"αγριάνθρωπος", "αγριάς":"αγριά", "αγριας":"άγριος", "άγριας":"άγριος", "αγριεμένη":"αγριεμένος", "αγριεμένος":"αγριεύω", "αγριεμένων":"αγριεύω", "άγριες":"άγριος", "αγριεύει":"αγριεύω", "αγριεύουν":"αγριεύω", "αγρίεψε":"αγριεύω", "αγριέψει":"αγριεύω", "αγριέψουν":"αγριεύω", "αγριμάκης":"αγριμάκης", "αγρινιου":"αγρίνιο", "άγριο":"άγριος", "αγριόγατα":"αγριόγατα", "αγριόγιδα":"αγριόγιδα", "αγριογούρουνα":"αγριογούρουνο", "αγριογούρουνο":"αγριογούρουνο", "αγριογούρουνου":"αγριογούρουνο", "αγριογούρουνων":"αγριογούρουνο", "άγριοι":"άγριος", "αγριολούλουδα":"αγριολούλουδο", "αγριολούλουδου":"αγριολούλουδο", "αγριόπαπιες":"αγριόπαπια", "άγριος":"άγριος", "αγριότητα":"αγριότητα", "αγριότητας":"αγριότητα", "αγριότητες":"αγριότητα", "άγριου":"άγριος", "άγριους":"άγριος", "αγριόχοιρος":"αγριόχοιρος", "αγριόχορτα":"αγριόχορτο", "αγριόχορτο":"αγριόχορτο", "αγρίτη":"αγρίτη", "αγρίτης":"αγρίτης", "άγριων":"άγριος", "αγρίως":"άγρια", "αγρό":"αγρός", "αγροίκους":"αγροίκος", "αγρόκτημα":"αγρόκτημα", "αγροκτήματα":"αγρόκτημα", "αγροκτήματος":"αγρόκτημα", "αγρόν":"αγρός", "αγροτεμάχιο":"αγροτεμάχιο", "αγρότες":"αγρότης", "αγρότη":"αγρότης", "αγρότης":"αγρότης", "αγροτιά":"αγροτιά", "αγροτιάς":"αγροτιά", "αγροτικά":"αγροτικός", "αγροτικές":"αγροτικός", "αγροτική":"αγροτικός", "αγροτικης":"αγροτικός", "αγροτικής":"αγροτικός", "αγροτικό":"αγροτικός", "αγροτικοί":"αγροτικός", "αγροτικος":"αγροτικός", "αγροτικός":"αγροτικός", "αγροτικού":"αγροτικός", "αγροτικούς":"αγροτικός", "αγροτικών":"αγροτικός", "αγρότισσα":"αγρότισσα", "αγροτοδικείων":"αγροτοδικείων", "αγροτοπεριβαλλοντικά":"αγροτοπεριβαλλοντικά", "αγροτόσπιτο":"αγροτόσπιτο", "αγροτοσυνδικαλιστές":"αγροτοσυνδικαλιστές", "αγροτοσυνδικαλιστών":"αγροτοσυνδικαλιστών", "αγροτουρισμός":"αγροτουρισμός", "αγροτουριστικές":"αγροτουριστικός", "αγροτουριστικής":"αγροτουριστικός", "αγροτουριστικών":"αγροτουριστικός", "αγροτών":"αγρότης", "αγροτών-ιδιοκτητών":"αγροτών-ιδιοκτητών", "αγρούς":"αγρός", "άγρυπνα":"άγρυπνα", "αγρυπνά":"αγρυπνώ", "άγρυπνο":"άγρυπνος", "άγρυπνος":"άγρυπνος", "αγύμναστους":"αγύμναστος", "αγύριστα":"αγύριστα", "αγύριστο":"αγύριστος", "αγύρτες":"αγύρτης", "άγχη":"άγχος", "αγχίαλο":"αγχίαλος", "αγχίαλος":"αγχίαλος", "αγχιάλου":"αγχίαλος", "αγχιστείας":"αγχιστεία", "αγχόνη":"αγχόνη", "άγχος":"άγχος", "άγχους":"άγχος", "αγχώδη":"αγχώδης", "αγχώθηκα":"αγχώνω", "αγχώθηκε":"αγχώνω", "αγχωμένη":"αγχωμένος", "αγχωμένοι":"αγχωμένος", "αγχωμένος":"αγχωμένος", "αγχώνει":"αγχώνω", "αγχώνεστε":"αγχώνω", "αγχώνετε":"αγχώνω", "αγχώνομαι":"αγχώνω", "αγχώνονται":"αγχώνω", "αγχώνουν":"αγχώνω", "αγχωτικά":"αγχωτικός", "αγχωτική":"αγχωτικός", "αγχωτικός":"αγχωτικός", "αγωγές":"αγωγή", "αγωγή":"αγωγή", "αγωγής":"αγωγή", "αγωγιάτη":"αγωγιάτης", "αγωγό":"αγωγός", "αγωγοί":"αγωγός", "αγωγός":"αγωγός", "αγωγού":"αγωγός", "αγωγούς":"αγωγός", "αγωγών":"αγωγός", "αγών":"αγώνας", "αγωνα":"αγώνας", "αγώνα":"αγώνας", "αγωνας":"αγώνας", "αγώνας":"αγώνας", "αγωνες":"αγώνας", "αγώνες":"αγώνας", "αγωνία":"αγωνία", "αγωνιά":"αγωνιώ", "αγωνίας":"αγωνία", "αγωνιας":"αγωνιώ", "αγωνιάτε":"αγωνιώ", "αγωνίες":"αγωνία", "αγωνίζεσαι":"αγωνίζομαι", "αγωνίζεται":"αγωνίζομαι", "αγωνίζομαι":"αγωνίζομαι", "αγωνιζόμασταν":"αγωνίζομαι", "αγωνιζόμαστε":"αγωνίζομαι", "αγωνιζόμενα":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμενες":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμενη":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμενο":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμενοι":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμενος":"αγωνιζόμενος", "αγωνιζόμουν":"αγωνίζομαι", "αγωνίζονται":"αγωνίζομαι", "αγωνίζονταν":"αγωνίζομαι", "αγωνιζόταν":"αγωνίζομαι", "αγωνιούμε":"αγωνιώ", "αγωνιουν":"αγωνιώ", "αγωνιούν":"αγωνιώ", "αγωνιούσαν":"αγωνιώ", "αγωνισθεί":"αγωνίζομαι", "αγωνίσθηκαν":"αγωνίζομαι", "αγωνισθούμε":"αγωνίζομαι", "αγωνισθούν":"αγωνίζομαι", "αγώνισμα":"αγώνισμα", "αγώνισμά":"αγώνισμα", "αγωνίσματα":"αγώνισμα", "αγωνίσματά":"αγώνισμα", "αγωνίσματος":"αγώνισμα", "αγωνισμάτων":"αγώνισμα", "αγωνιστεί":"αγωνίζομαι", "αγωνιστείς":"αγωνίζομαι", "αγωνιστές":"αγωνιστής", "αγωνιστή":"αγωνιστής", "αγωνίστηκα":"αγωνίζομαι", "αγωνιστήκαμε":"αγωνίζομαι", "αγωνιστηκαν":"αγωνίζομαι", "αγωνίστηκαν":"αγωνίζομαι", "αγωνιστηκε":"αγωνίζομαι", "αγωνίστηκε":"αγωνίζομαι", "αγωνιστής":"αγωνιστής", "αγωνιστικα":"αγωνιστικά", "αγωνιστικά":"αγωνιστικά", "αγωνιστικά":"αγωνιστικός", "αγωνιστικές":"αγωνιστικός", "αγωνιστικη":"αγωνιστικός", "αγωνιστική":"αγωνιστικός", "αγωνιστικης":"αγωνιστικός", "αγωνιστικής":"αγωνιστικός", "αγωνιστικο":"αγωνιστικός", "αγωνιστικό":"αγωνιστικός", "αγωνιστικοί":"αγωνιστικός", "αγωνιστικός":"αγωνιστικός", "αγωνιστικότητα":"αγωνιστικότητα", "αγωνιστικού":"αγωνιστικός", "αγωνιστικούς":"αγωνιστικός", "αγωνιστικών":"αγωνιστικός", "αγωνιστούμε":"αγωνίζομαι", "αγωνιστούν":"αγωνίζομαι", "αγωνιστώ":"αγωνίζομαι", "αγωνιστών":"αγωνιστής", "αγωνιώδεις":"αγωνιώδης", "αγωνιώδες":"αγωνιώδης", "αγωνιώδη":"αγωνιώδης", "αγωνιώδης":"αγωνιώδης", "αγωνιώδους":"αγωνιώδης", "αγωνιωδώς":"αγωνιωδώς", "αγωνιώντας":"αγωνιώ", "αγώνος":"αγώνας", "αγωνων":"αγώνας", "αγώνων":"αγώνας", "αδ.":"αδ.", "αδαε":"αδαε", "αδαείς":"αδαής", "αδαή":"αδαής", "αδαμ":"αδάμ", "αδάμ":"αδάμ", "αδαμάκου":"αδαμάκου", "αδάμαντα":"αδάμαντας", "αδαμαντία":"αδαμαντία", "αδαμαντίας":"αδαμαντίας", "αδαμαντίδης":"αδαμαντίδης", "αδαμάντιος":"αδαμάντιος", "αδάμαστη":"αδάμαστος", "αδαμίδη":"αδαμίδη", "αδαμιδης":"αδαμιδης", "αδαμίδης":"αδαμίδης", "αδαμόπουλος":"αδαμόπουλος", "αδαμόπουλου":"αδαμόπουλος", "αδάμου":"αδάμου", "αδαών":"αδαής", "αδεδυ":"αδεδυ", "αδεια":"αδεία", "αδεία":"αδεία", "άδεια":"άδεια", "άδειά":"άδεια", "άδειαζαν":"αδειάζω", "αδειάζει":"αδειάζω", "αδειάζουν":"αδειάζω", "αδειάζω":"αδειάζω", "αδειανά":"αδειανός", "αδειανό":"αδειανός", "αδειανός":"αδειανός", "αδείας":"άδεια", "άδειας":"άδεια", "άδειάς":"άδεια", "άδειασα":"αδειάζω", "αδειάσαμε":"αδειάζω", "άδειασαν":"αδειάζω", "άδειασε":"αδειάζω", "αδειάσει":"αδειάζω", "αδειάσετε":"αδειάζω", "άδειασμα":"άδειασμα", "άδειασμά":"άδειασμα", "αδειάσουν":"αδειάζω", "αδειάστε":"αδειάζω", "άδειες":"άδεια", "άδειο":"άδειος", "αδειοδοτήσεις":"αδειοδότηση", "αδειοδοτήσεων":"αδειοδότηση", "αδειοδότηση":"αδειοδότηση", "αδειοδότησης":"αδειοδότηση", "αδειοδοτικό":"αδειοδοτικό", "άδειοι":"άδειος", "άδειος":"άδειος", "αδειούχοι":"αδειούχος", "αδειών":"άδεια", "αδέκαστος":"αδέκαστος", "αδελαϊδα":"αδελαϊδα", "αδελαΐδα":"αδελαΐδα", "αδελφά":"αδελφά", "αδελφάκια":"αδελφάκι", "αδελφάς":"αδελφάς", "αδελφέ":"αδελφός", "αδελφές":"αδελφή", "αδελφή":"αδελφή", "αδελφής":"αδελφή", "αδελφια":"αδέρφι", "αδέλφια":"αδέρφι", "αδελφική":"αδελφικός", "αδελφικός":"αδελφικός", "αδελφό":"αδελφός", "αδελφοί":"αδελφός", "αδελφοκτόνος":"αδελφοκτόνος", "αδελφοκτόνου":"αδελφοκτόνος", "αδελφοποιηθεί":"αδελφοποιηθεί", "αδελφοποιημένων":"αδελφοποιημένος", "αδελφός":"αδελφός", "αδελφοσύνη":"αδελφοσύνη", "αδελφότης":"αδελφότητα", "αδελφότητα":"αδελφότητα", "αδελφότητας":"αδελφότητα", "αδελφότητες":"αδελφότητα", "αδελφότητος":"αδελφότητα", "αδελφού":"αδελφός", "αδελφούς":"αδελφός", "αδελφών":"αδελφός", "αδένα":"αδένας", "άδενδρο":"άδεντρος", "άδενδρου":"άδεντρος", "αδένες":"αδένας", "αδέξια":"αδέξια", "αδέξιο":"αδέξιος", "αδέξιος":"αδέξιος", "αδερφάκια":"αδερφάκι", "αδερφέ":"αδερφός", "αδερφές":"αδερφή", "αδερφή":"αδέρφι", "αδερφής":"αδερφή", "αδέρφια":"αδέρφι", "αδερφική":"αδελφικός", "αδερφό":"αδερφός", "αδερφοί":"αδερφός", "αδερφός":"αδερφός", "αδερφού":"αδερφός", "αδερφούς":"αδερφός", "αδερφών":"αδερφός", "αδέσμευτες":"αδέσμευτος", "αδέσμευτη":"αδέσμευτος", "αδέσμευτους":"αδέσμευτος", "αδέσποτα":"αδέσποτα", "αδέσποτα":"αδέσποτος", "αδέσποτη":"αδέσποτος", "αδέσποτο":"αδέσποτος", "αδέσποτοι":"αδέσποτος", "αδέσποτου":"αδέσποτος", "αδέσποτων":"αδέσποτος", "αδη":"άδης", "άδη":"άδης", "άδηλα":"άδηλα", "άδηλων":"άδηλος", "αδήλωτα":"αδήλωτος", "αδημονεί":"αδημονώ", "αδημονία":"αδημονία", "αδημοσίευτο":"αδημοσίευτος", "αδημοσίευτων":"αδημοσίευτος", "αδήριτη":"αδήριτος", "αδήριτων":"αδήριτος", "αδης":"άδης", "αδηφαγία":"αδηφαγία", "αδηφάγο":"αδηφάγος", "αδηφάγου":"αδηφάγος", "αδηφάγους":"αδηφάγος", "αδιάβαστες":"αδιάβαστος", "αδιάβαστη":"αδιάβαστος", "αδιάβαστοι":"αδιάβαστος", "αδιάβαστος":"αδιάβαστος", "αδιάβατη":"αδιάβατος", "αδιάβλητα":"αδιάβλητος", "αδιάβλητο":"αδιάβλητος", "αδιάβροχα":"αδιάβροχο", "αδιάβροχη":"αδιάβροχος", "αδιάβροχο":"αδιάβροχος", "αδιάβροχος":"αδιάβροχος", "αδιαθεσία":"αδιαθεσία", "αδιαθεσίας":"αδιαθεσία", "αδιάθετα":"αδιάθετος", "αδιάθετες":"αδιάθετος", "αδιάθετο":"αδιάθετος", "αδιάθετου":"αδιάθετος", "αδιάθετων":"αδιάθετος", "αδιαίρετη":"αδιαίρετος", "αδιαίρετος":"αδιαίρετος", "αδιάκοπα":"αδιάκοπα", "αδιάκοπες":"αδιάκοπος", "αδιάκοπη":"αδιάκοπος", "αδιάκοπης":"αδιάκοπος", "αδιάκοπου":"αδιάκοπος", "αδιακρισία":"αδιακρισία", "αδιάκριτης":"αδιάκριτος", "αδιάκριτο":"αδιάκριτος", "αδιάκριτοι":"αδιάκριτος", "αδιακρίτως":"αδιακρίτως", "αδιάλειπτα":"αδιάλειπτα", "αδιάλειπτη":"αδιάλειπτος", "αδιάλειπτης":"αδιάλειπτος", "αδιαλείπτως":"αδιάλειπτα", "αδιάλλακτες":"αδιάλλακτος", "αδιάλλακτη":"αδιάλλακτος", "αδιάλλακτης":"αδιάλλακτος", "αδιάλλακτο":"αδιάλλακτος", "αδιάλλακτοι":"αδιάλλακτος", "αδιάλλακτους":"αδιάλλακτος", "αδιαλλαξία":"αδιαλλαξία", "αδιαλλαξίας":"αδιαλλαξία", "αδιαμαρτύρητα":"αδιαμαρτύρητα", "αδιαμεσολάβητη":"αδιαμεσολάβητη", "αδιαμόρφωτο":"αδιαμόρφωτος", "αδιαμφισβήτητα":"αδιαμφισβήτητα", "αδιαμφισβήτητα":"αδιαμφισβήτητος", "αδιαμφισβήτητη":"αδιαμφισβήτητος", "αδιαμφισβήτητης":"αδιαμφισβήτητος", "αδιαμφισβήτητο":"αδιαμφισβήτητος", "αδιαμφισβήτητος":"αδιαμφισβήτητος", "αδιαμφισβήτητων":"αδιαμφισβήτητος", "αδιανόητες":"αδιανόητος", "αδιανόητη":"αδιανόητος", "αδιανόητης":"αδιανόητος", "αδιανόητο":"αδιανόητος", "αδιανόητος":"αδιανόητος", "αδιαντροπιά":"αδιαντροπιά", "αδιαπέραστα":"αδιαπέραστος", "αδιαπέραστο":"αδιαπέραστος", "αδιαπραγμάτευτο":"αδιαπραγμάτευτος", "αδιάσειστα":"αδιάσειστα", "αδιάσειστο":"αδιάσειστος", "αδιάσπαστη":"αδιάσπαστος", "αδιατάρακτη":"αδιατάρακτος", "αδιαφάνεια":"αδιαφάνεια", "αδιαφάνειας":"αδιαφάνεια", "αδιαφανείς":"αδιαφανής", "αδιαφανές":"αδιαφανής", "αδιαφανή":"αδιαφανής", "αδιαφανής":"αδιαφανής", "αδιαφανών":"αδιαφανής", "αδιάφθοροι":"αδιάφθορος", "αδιάφθορος":"αδιάφθορος", "αδιαφιλονίκητα":"αδιαφιλονίκητα", "αδιαφιλονίκητη":"αδιαφιλονίκητος", "αδιαφιλονίκητο":"αδιαφιλονίκητος", "αδιαφιλονίκητος":"αδιαφιλονίκητος", "αδιαφιλονίκητους":"αδιαφιλονίκητος", "αδιάφορα":"αδιάφορα", "αδιαφορεί":"αδιαφορώ", "αδιαφορείτε":"αδιαφορώ", "αδιάφορες":"αδιάφορος", "αδιάφορη":"αδιάφορος", "αδιάφορης":"αδιάφορος", "αδιαφόρησαν":"αδιαφορώ", "αδιαφόρησε":"αδιαφορώ", "αδιαφορήσουμε":"αδιαφορώ", "αδιαφορία":"αδιαφορία", "αδιαφορίας":"αδιαφορία", "αδιάφορο":"αδιάφορος", "αδιάφοροι":"αδιάφορος", "αδιαφοροποίητο":"αδιαφοροποίητος", "αδιάφορος":"αδιάφορος", "αδιαφορούμε":"αδιαφορώ", "αδιαφορούν":"αδιαφορώ", "αδιαφορούντες":"αδιαφορών", "αδιάφορους":"αδιάφορος", "αδιαφορούσαν":"αδιαφορώ", "αδιαφορούσε":"αδιαφορώ", "αδιαφορώ":"αδιαφορώ", "αδιάφορων":"αδιάφορος", "αδιαφορώντας":"αδιαφορώ", "αδιαχώρητο":"αδιαχώρητος", "αδιαχώριστο":"αδιαχώριστος", "αδιάψευστα":"αδιάψευστος", "αδιάψευστη":"αδιάψευστος", "αδιάψευστο":"αδιάψευστος", "αδιάψευστος":"αδιάψευστος", "αδιέξοδα":"αδιέξοδο", "αδιέξοδα":"αδιέξοδος", "αδιέξοδά":"αδιέξοδος", "αδιέξοδη":"αδιέξοδος", "αδιέξοδης":"αδιέξοδος", "αδιεξοδο":"αδιέξοδο", "αδιέξοδο":"αδιέξοδο", "αδιέξοδο":"αδιέξοδος", "αδιέξοδος":"αδιέξοδος", "αδιεξόδου":"αδιέξοδος", "αδιέξοδου":"αδιέξοδος", "αδιεξόδων":"αδιέξοδος", "αδιευκρίνιστα":"αδιευκρίνιστος", "αδιευκρίνιστες":"αδιευκρίνιστος", "αδιευκρίνιστη":"αδιευκρίνιστος", "αδιευκρίνιστο":"αδιευκρίνιστος", "αδιευκρίνιστοι":"αδιευκρίνιστος", "αδιευκρίνιστων":"αδιευκρίνιστος", "άδικα":"άδικα", "αδικαιολόγητα":"αδικαιολόγητα", "αδικαιολογητες":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητες":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητη":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητης":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητο":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητοι":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητος":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητου":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολόγητων":"αδικαιολόγητος", "αδικαιολογητως":"αδικαιολόγητα", "αδικεί":"αδικώ", "αδικείται":"αδικώ", "αδικείτε":"αδικώ", "άδικες":"άδικος", "αδικη":"άδικος", "άδικη":"άδικος", "αδικηθεί":"αδικώ", "αδικήθηκα":"αδικώ", "αδικήθηκαν":"αδικώ", "αδικηθούν":"αδικώ", "αδίκημα":"αδίκημα", "αδικήματα":"αδίκημα", "αδικήματος":"αδίκημα", "αδικημάτων":"αδίκημα", "αδικημένα":"αδικημένος", "αδικημένοι":"αδικημένος", "αδικημένος":"αδικημένος", "αδικημένου":"αδικώ", "αδικημένους":"αδικώ", "αδικημένων":"αδικώ", "άδικης":"άδικος", "αδίκησα":"αδικώ", "αδίκησαν":"αδικώ", "αδίκησε":"αδικώ", "αδικήσει":"αδικώ", "αδικήσουν":"αδικώ", "αδικία":"αδικία", "αδικίαν":"αδικία", "αδικίας":"αδικία", "αδικίες":"αδικία", "αδικιών":"αδικία", "άδικο":"άδικο", "άδικοι":"άδικος", "άδικος":"άδικος", "αδίκου":"άδικος", "άδικου":"άδικος", "αδικούν":"αδικώ", "αδικούνται":"αδικώ", "αδίκους":"άδικος", "άδικους":"άδικος", "αδικούσαν":"αδικώ", "αδικοχαμένη":"αδικοχαμένος", "αδικοχαμένο":"αδικοχαμένος", "αδικοχαμένος":"αδικοχαμένος", "αδικοχαμένου":"αδικοχαμένος", "αδίκω":"αδίκω", "αδίκων":"άδικος", "αδίκως":"άδικα", "αδιόρατα":"αδιόρατα", "αδιόρατη":"αδιόρατος", "αδιόρατο":"αδιόρατος", "αδιόρθωτα":"αδιόρθωτα", "αδιόρθωτοι":"αδιόρθωτος", "αδιόριστης":"αδιόριστος", "αδίστακτα":"αδίστακτος", "αδίστακτης":"αδίστακτος", "αδίστακτο":"αδίστακτος", "αδίστακτοι":"αδίστακτος", "αδίστακτος":"αδίστακτος", "αδίστακτους":"αδίστακτος", "αδίστακτων":"αδίστακτος", "αδόκητος":"αδόκητος", "αδόκιμη":"αδόκιμος", "αδόκιμος":"αδόκιμος", "αδοκίμως":"αδοκίμως", "άδολη":"άδολος", "αδόλφο":"αδόλφο", "αδόλφου":"αδόλφου", "αδόμητα":"αδόμητος", "αδόμητου":"αδόμητος", "άδοξα":"άδοξα", "αδόξαστο":"αδόξαστος", "άδοξο":"άδοξος", "αδούλωτοι":"αδούλωτος", "αδρά":"αδρά", "αδράνεια":"αδράνεια", "αδράνειας":"αδράνεια", "αδράνειες":"αδράνεια", "αδρανείς":"αδρανής", "αδρανές":"αδρανής", "αδρανή":"αδρανής", "αδρανής":"αδρανής", "αδράνησαν":"αδρανώ", "αδράνησε":"αδρανώ", "αδρανοποιημένο":"αδρανοποιώ", "αδρανοποιήσει":"αδρανοποιώ", "αδρανοποίηση":"αδρανοποίηση", "αδρανοποιήσουν":"αδρανοποιώ", "αδρανοποιούνται":"αδρανοποιώ", "αδρανων":"αδρανής", "άδραξαν":"αδράζω", "άδραξε":"αδράζω", "αδράξετε":"αδράζω", "αδράς":"αδράς", "αδρεναλίνη":"αδρεναλίνη", "αδρεναλίνης":"αδρεναλίνη", "αδρές":"αδρός", "αδρή":"αδρός", "αδριανή":"αδριανή", "αδριανουπόλεως":"αδριανουπόλεως", "αδριατικη":"αδριατική", "αδριατική":"αδριατική", "αδριατικής":"αδριατική", "αδρό":"αδρός", "αδρών":"αδρός", "αδύναμα":"αδύναμος", "αδύναμες":"αδύναμος", "αδύναμη":"αδύναμος", "αδύναμης":"αδύναμος", "αδυναμία":"αδυναμία", "αδυναμίας":"αδυναμία", "αδυναμίες":"αδυναμία", "αδυναμιών":"αδυναμία", "αδύναμο":"αδύναμος", "αδύναμοι":"αδύναμος", "αδύναμος":"αδύναμος", "αδύναμου":"αδύναμος", "αδύναμους":"αδύναμος", "αδύναμων":"αδύναμος", "αδύνατα":"αδύνατος", "αδυνατεί":"αδυνατώ", "αδυνατείτε":"αδυνατώ", "αδύνατη":"αδύνατος", "αδυνατίζει":"αδυνατίζω", "αδυνάτισε":"αδυνατίζω", "αδυνατίσετε":"αδυνατίζω", "αδυνατίσματος":"αδυνάτισμα", "αδυνατισμένος":"αδυνατισμένος", "αδύνατο":"αδύνατος", "αδύνατοι":"αδύνατος", "αδύνατον":"αδύνατος", "αδύνατος":"αδύνατος", "αδυνάτου":"αδύνατος", "αδύνατου":"αδύνατος", "αδυνατούμε":"αδυνατώ", "αδυνατούν":"αδυνατώ", "αδυνάτους":"αδύνατος", "αδύνατους":"αδύνατος", "αδυνατούσε":"αδυνατώ", "αδυνατώ":"αδυνατώ", "αδυνάτων":"αδύνατος", "αδύνατων":"αδύνατος", "αδυνατώντας":"αδυνατώ", "αδυσώπητα":"αδυσώπητα", "αδυσώπητη":"αδυσώπητος", "αδυσώπητο":"αδυσώπητος", "αδυσώπητοι":"αδυσώπητος", "αδυσώπητος":"αδυσώπητος", "άδυτα":"άδυτος", "άδυτο":"άδυτος", "άδωρο":"άδωρος", "άδωρον":"άδωρος", "αε":"αε", "αε.":"αε.", "αεα":"αεα", "αεβε":"αεβε", "αεγε":"αεγε", "αεγεκ":"αεγεκ", "αεεχ":"αεεχ", "αει":"αει", "αει":"αεί", "αεί":"αεί", "αειθαλές":"αειθαλής", "αειθαλή":"αειθαλής", "αειθαλής":"αειθαλής", "αειθαλούς":"αειθαλής", "αεικίνητο":"αεικίνητος", "αεικίνητος":"αεικίνητος", "αείμνηστη":"αείμνηστος", "αείμνηστο":"αείμνηστος", "αείμνηστος":"αείμνηστος", "αείμνηστου":"αείμνηστος", "αειφορεία":"αειφορία", "αειφορίας":"αειφορία", "αειφόρο":"αειφόρος", "'αειφόρος":"'αειφόρος", "αειφόρου":"αειφόρος", "αεκ":"αεκ", "αεκ1965-6661":"αεκ1965-6661", "αεκ1971-7262":"αεκ1971-7262", "αεκ1996-9764":"αεκ1996-9764", "αεκ2510921063":"αεκ2510921063", "αεκ39123340-15":"αεκ39123340-15", "αεκ-ατρόμητος":"αεκ-ατρόμητος", "αεκ-ηράκλειο-61-58":"αεκ-ηράκλειο-61-58", "αελ":"αελ", "αεμετ":"αεμετ", "αε-μπαρμπα":"αε-μπαρμπα", "αε-μπάρμπα":"αε-μπάρμπα", "αέναες":"αέναος", "αέναη":"αέναος", "αέναο":"αέναος", "αενάως":"αέναα", "αεπ":"αεπ", "αέρα'":"αέρα'", "αερα":"αέρας", "αέρα":"αέρας", "αεράκι":"αεράκι", "αεράμυνα":"αεράμυνα", "αεράμυνας":"αεράμυνα", "αέρας":"αέρας", "αεργία":"αεργία", "άεργος":"άεργος", "αέρηδες":"αέρας", "αέρια":"αέριος", "αέριας":"αέριος", "αεριες":"αέριος", "αέριες":"αέριος", "αεριζόμενοι":"αεριζόμενος", "αέρινα":"αέρινος", "αέρινη":"αέρινος", "αέρινο":"αέρινος", "αέριο":"αέριο", "αέριο":"αέριος", "αερίου":"αέριο", "αερίου":"αέριος", "αέριου":"αέριος", "αερίου-νερού":"αερίου-νερού", "αερισμού":"αερισμός", "αεριτζήδες":"αεριτζής", "αεριώδεις":"αεριώδης", "αεριωθούμενα":"αεριωθούμενο", "αερίων":"αέριο", "αερίων":"αέριος", "αέριων":"αέριος", "αεροβατούν":"αεροβατώ", "αερόβια":"αερόβιος", "αεροβική":"αεροβικός", "αερογέφυρα":"αερογέφυρα", "αερογραμμών":"αερογραμμή", "αεροδιάδρομο":"αεροδιάδρομος", "αεροδιαδρόμου":"αεροδιάδρομος", "αεροδιαδρόμους":"αεροδιάδρομος", "αεροδιαδρόμων":"αεροδιάδρομος", "αεροδιακομιδές":"αεροδιακομιδή", "αεροδρόμια":"αεροδρόμιο", "αεροδρόμιά":"αεροδρόμιο", "αεροδρόμιο":"αεροδρόμιο", "αεροδρόμιό":"αεροδρόμιο", "αεροδρομίου":"αεροδρόμιο", "αεροδρομίων":"αεροδρόμιο", "αεροκόπανους":"αεροκόπανους", "αερολέσχη":"αερολέσχη", "αερολιμένα":"αερολιμένας", "αερολιμένες":"αερολιμένας", "αερολιμένων":"αερολιμένας", "αερολογίες":"αερολογία", "αερομασάζ":"αερομασάζ", "αερομαχίες":"αερομαχία", "αερομαχιών":"αερομαχία", "αερομεταφερόμενων":"αερομεταφερόμενος", "αερομεταφοράς":"αερομεταφορά", "αερομεταφορέα":"αερομεταφορέας", "αερομεταφορέας":"αερομεταφορέας", "αερομεταφορείς":"αερομεταφορέας", "αερομεταφορές":"αερομεταφορά", "αερομεταφορών":"αερομεταφορά", "αεροναυπηγική":"αεροναυπηγική", "αεροναυπηγικής":"αεροναυπηγικός", "αεροναυτικής":"αεροναυτική", "αεροναυτικών":"αεροναυτικός", "αεροναυτιλίας":"αεροναυτιλία", "αεροπειρατές":"αεροπειρατής", "αεροπλάνα":"αεροπλάνο", "αεροπλανάκι":"αεροπλανάκι", "αεροπλάνο":"αεροπλάνο", "αεροπλάνου":"αεροπλάνο", "αεροπλανοφόρα":"αεροπλανοφόρο", "αεροπλανοφόρο":"αεροπλανοφόρο", "αεροπλανοφόρου":"αεροπλανοφόρο", "αεροπλανοφόρων":"αεροπλανοφόρο", "αεροπλάνων":"αεροπλάνο", "αεροπλοΐα":"αεροπλοΐα", "αεροπορια":"αεροπορία", "αεροπορία":"αεροπορία", "αεροποριας":"αεροπορία", "αεροπορίας":"αεροπορία", "αεροπορικά":"αεροπορικός", "αεροπορικές":"αεροπορικός", "αεροπορική":"αεροπορικός", "αεροπορικής":"αεροπορικός", "αεροπορικό":"αεροπορικός", "αεροπορικοί":"αεροπορικός", "αεροπορικός":"αεροπορικός", "αεροπορικού":"αεροπορικός", "αεροπορικούς":"αεροπορικός", "αεροπορικών":"αεροπορικός", "αεροπορικώς":"αεροπορικά", "αεροπόρος":"αεροπόρος", "αεροπόρους":"αεροπόρος", "αεροπόρων":"αεροπόρος", "αερος":"αέρος", "αέρος":"αέρος", "αερόσακους":"αερόσακος", "αεροσκάφη":"αεροσκάφος", "αεροσκάφος":"αεροσκάφος", "αεροσκάφους":"αεροσκάφος", "αεροσκαφων":"αεροσκάφος", "αεροσκαφών":"αεροσκάφος", "αερόστατα":"αερόστατο", "αεροστατισμού":"αεροστατισμού", "αερόστατο":"αερόστατο", "αερόστατου":"αερόστατο", "αεροσυνοδός":"αεροσυνοδός", "αεροσυνοδού":"αεροσυνοδός", "αεροτομές":"αεροτομή", "αεροφωτογραφία":"αεροφωτογραφία", "αεροφωτογραφίες":"αεροφωτογραφία", "αεροφωτογραφιών":"αεροφωτογραφία", "αεροψεκασμοί":"αεροψεκασμός", "αεροψεκασμός":"αεροψεκασμός", "αεροψεκασμούς":"αεροψεκασμός", "αεροψεκασμών":"αεροψεκασμός", "αερόψυκτο":"αερόψυκτος", "αετό":"αετός", "αετοί":"αετός", "αετονύχηδες":"αετονύχης", "αετος":"αετός", "αετός":"αετός", "αετού":"αετός", "αέτωμα":"αέτωμα", "αετών":"αετός", "αζαντί":"αζαντί", "αζαξιό":"αζαξιό", "αζεβέντο":"αζεβέντο", "αζερικών":"αζερικών", "αζερμπ":"αζερμπ", "αζερμπαϊτζάν":"αζερμπαϊτζάν", "αζημίωτο":"αζημίωτος", "αζήτητα":"αζήτητος", "αζήτητων":"αζήτητος", "αζίζ":"αζίζ", "αζούμι":"αζούμι", "αζτέκας":"αζτέκας", "αζώτου":"άζωτο", "αηδία":"αηδία", "αηδιάζουν":"αηδιάζω", "αηδίας":"αηδία", "αηδιάσει":"αηδιάζω", "αηδιασμένος":"αηδιασμένος", "αηδιαστικά":"αηδιαστικός", "αηδίες":"αηδία", "αηδονι":"αηδόνι", "αηδόνι":"αηδόνι", "αηδονόπουλος":"αηδονόπουλος", "αηδονόπουλου":"αηδονόπουλου", "αηδονοχώρι":"αηδονοχώρι", "αηερα":"αηερα", "αήθη":"αήθης", "αήθης":"αήθης", "αης":"αης", "αητός":"αητός", "αήττητη":"αήττητος", "αηττητο":"αήττητος", "αήττητο":"αήττητος", "αήττητοι":"αήττητος", "αήττητος":"αήττητος", "αθ.":"αθ.", "αθανασάκη":"αθανασάκης", "αθανασάκης":"αθανασάκης", "αθανάσαρος":"αθανάσαρος", "αθανασαρου":"αθανασαρου", "αθανάσαρου":"αθανάσαρου", "αθανασια":"αθανασία", "αθανασία":"αθανασία", "αθανασιάδη":"αθανασιάδης", "αθανασιάδης":"αθανασιάδης", "αθανασιαδου":"αθανασιαδου", "αθανασιάδου":"αθανασιάδου", "αθανασίας":"αθανασία", "αθανάσιο":"αθανάσιος", "αθανασιος":"αθανάσιος", "αθανάσιος":"αθανάσιος", "αθανασίου":"αθανάσιος", "αθανάσιου":"αθανάσιος", "αθανασόπουλο":"αθανασόπουλος", "αθανασόπουλος":"αθανασόπουλος", "αθανασούλη":"αθανασούλης", "αθάνατα":"αθάνατος", "αθάνατο":"αθάνατος", "αθάνατοι":"αθάνατος", "αθανάτων":"αθάνατος", "αθέατα":"αθέατος", "αθέατες":"αθέατος", "αθέατη":"αθέατος", "αθέατης":"αθέατος", "αθέατο":"αθέατος", "αθέατοι":"αθέατος", "αθέατον":"αθέατος", "αθέατος":"αθέατος", "άθεη":"άθεος", "αθεΐας":"αθεΐα", "άθελα":"άθελος", "άθελά":"άθελος", "αθέμιτες":"αθέμιτος", "αθέμιτη":"αθέμιτος", "αθέμιτο":"αθέμιτος", "αθέμιτος":"αθέμιτος", "αθέμιτου":"αθέμιτος", "αθέμιτων":"αθέμιτος", "άθενς":"άθενς", "άθεοι":"άθεος", "άθεος":"άθεος", "αθεόφοβα":"αθεόφοβος", "αθεόφοβοι":"αθεόφοβος", "αθεράπευτα":"αθεράπευτα", "αθερίνα":"αθερίνα", "αθετεί":"αθετώ", "αθετήθηκε":"αθετώ", "αθέτησαν":"αθετώ", "αθέτησε":"αθετώ", "αθετήσει":"αθετώ", "αθέτηση":"αθέτηση", "αθηνα":"αθηνά", "αθηνά":"αθηνά", "αθήνα":"αθήνα", "'αθήνα":"'αθήνα", "αθηναγγέλα":"αθηναγγέλα", "αθηνά-έδραση":"αθηνά-έδραση", "αθηναι":"αθηναι", "αθήναι":"αθήναι", "αθηναια":"αθηναία", "αθηναι-κ":"αθηναι-κ", "αθηναϊκά":"αθηναϊκός", "αθηναϊκές":"αθηναϊκός", "αθηναϊκή":"αθηναϊκός", "αθηναϊκής":"αθηναϊκός", "αθηναϊκό":"αθηναϊκός", "αθηναϊκός":"αθηναϊκός", "αθηναϊκός-καλαμάτα0-0χ":"αθηναϊκός-καλαμάτα0-0χ", "αθηναϊκού":"αθηναϊκός", "αθηναϊκούς":"αθηναϊκός", "αθηναϊκών":"αθηναϊκός", "αθηναίοι":"αθηναίος", "αθήναιον":"αθήναιον", "αθηναιον":"αθηναίος", "αθηναίος":"αθηναίος", "αθηναίους":"αθηναίος", "αθηναίων":"αθηναίος", "αθηνας":"αθηνά", "αθηνάς":"αθηνά", "αθήνας":"αθήνα", "αθήνας-πειραιά":"αθήνας-πειραιά", "αθηνοκεντρικό":"αθηνοκεντρικός", "αθηνοκεντρικού":"αθηνοκεντρικός", "αθηνοκεντρισμό":"αθηνοκεντρισμό", "αθηνοκεντρισμού":"αθηνοκεντρισμού", "αθηνων":"αθήνα", "αθηνών":"αθήνα", "αθηρι":"αθηρι", "αθηρωμάτωση":"αθηρωμάτωση", "αθίγγανοι":"αθίγγανος", "αθίγγανος":"αθίγγανος", "αθίγγανους":"αθίγγανος", "αθίγγανων":"αθίγγανος", "άθικτα":"άθικτος", "άθικτες":"άθικτος", "άθικτη":"άθικτος", "άθικτο":"άθικτος", "άθικτοι":"άθικτος", "άθικτος":"άθικτος", "άθικτων":"άθικτος", "αθίνη":"αθίνη", "αθλέτικ":"αθλέτικ", "αθλημα":"άθλημα", "άθλημα":"άθλημα", "αθλήματα":"άθλημα", "αθλήματος":"άθλημα", "αθληματων":"άθλημα", "αθλημάτων":"άθλημα", "άθληση":"άθληση", "άθλησης":"άθληση", "αθλητες":"αθλητής", "αθλητές":"αθλητής", "αθλητή":"αθλητής", "αθλητής":"αθλητής", "αθλητιατρική":"αθλητιατρικός", "αθλητιατρικής":"αθλητιατρικός", "αθλητιάτρους":"αθλητίατρος", "αθλητικά":"αθλητικός", "αθλητικές":"αθλητικός", "αθλητική":"αθλητικός", "αθλητικής":"αθλητικός", "αθλητικο":"αθλητικός", "αθλητικό":"αθλητικός", "αθλητικογράφους":"αθλητικογράφος", "αθλητικογράφων":"αθλητικογράφος", "αθλητικοί":"αθλητικός", "αθλητικός":"αθλητικός", "αθλητικού":"αθλητικός", "αθλητικούς":"αθλητικός", "αθλητικών":"αθλητικός", "αθλητισμό":"αθλητισμός", "αθλητισμόν":"αθλητισμός", "αθλητισμος":"αθλητισμός", "αθλητισμός":"αθλητισμός", "αθλητισμου":"αθλητισμός", "αθλητισμού":"αθλητισμός", "αθλήτρια":"αθλήτρια", "αθλήτριας":"αθλήτρια", "αθλήτριες":"αθλήτρια", "αθλήτριές":"αθλήτρια", "αθλητριών":"αθλήτρια", "αθλητών":"αθλητής", "άθλια":"άθλια", "άθλια":"άθλιος", "άθλιας":"άθλιος", "άθλιες":"άθλιος", "άθλιο":"άθλιος", "αθλιοι":"άθλιος", "άθλιοι":"άθλιος", "άθλιος":"άθλιος", "αθλιότητα":"αθλιότητα", "αθλιότητας":"αθλιότητα", "αθλιότητες":"αθλιότητα", "άθλιου":"άθλιος", "άθλιων":"άθλιος", "άθλο":"άθλος", "αθλοθέτησαν":"αθλοθετώ", "αθλοπαιδιές":"αθλοπαιδιά", "αθλοπαιδιών":"αθλοπαιδιά", "άθλος":"άθλος", "άθλου":"άθλος", "αθλούμενος":"αθλούμενος", "αθλούμενους":"αθλούμενος", "αθλούνται":"αθλούμαι", "άθλους":"άθλος", "αθόρυβα":"αθόρυβα", "αθόρυβες":"αθόρυβος", "αθόρυβη":"αθόρυβος", "αθόρυβης":"αθόρυβος", "αθόρυβο":"αθόρυβος", "αθόρυβους":"αθόρυβος", "αθρόα":"αθρόα", "αθρόα":"αθρόος", "αθρόες":"αθρόος", "αθροίζονται":"αθροίζω", "άθροισμα":"άθροισμα", "αθροίσματος":"άθροισμα", "αθροιστικά":"αθροιστικά", "αθροιστικές":"αθροιστικός", "αθροιστική":"αθροιστικός", "αθροιστικό":"αθροιστικός", "αθρόως":"αθρόα", "άθρωποι":"άθρωποι", "αθύρματα":"άθυρμα", "αθυρόστομοι":"αθυρόστομος", "αθυρων":"αθύρα", "αθύτου":"αθύτης", "άθω":"άθω", "αθώα":"αθώος", "αθώες":"αθώος", "αθωνικά":"αθωνικός", "άθωνος":"άθωνος", "αθώο":"αθώος", "αθώοι":"αθώος", "αθώος":"αθώος", "αθωότητα":"αθωότητα", "αθωότητά":"αθωότητα", "αθωότητας":"αθωότητα", "αθώου":"αθώος", "αθώους":"αθώος", "αθωράκιστα":"αθωράκιστος", "αθωωθεί":"αθωώνω", "αθωώθηκε":"αθωώνω", "αθώων":"αθώος", "αθωώνει":"αθωώνω", "αθωώνεται":"αθωώνω", "αθώωσε":"αθωώνω", "αθωώσει":"αθωώνω", "αθώωση":"αθώωση", "αθωώσουν":"αθωώνω", "αθωωτικά":"αθωωτικός", "αθωωτική":"αθωωτικός", "αι":"αι", "άι":"άι", "αι.":"αι.", "αίαντα":"αίαντας", "αίαντας":"αίαντας", "αίας":"αίας", "αϊβάζης":"αϊβάζης", "αϊ-βασίλη":"αϊ-βασίλη", "αϊ-βασίληδες":"αϊ-βασίληδες", "αϊ-βασίλης":"αϊ-βασίλης", "αϊβασιλιάτικο":"αϊβασιλιάτικο", "άιβερσον":"άιβερσον", "αίγαγρος":"αίγαγρος", "αιγαιακής":"αιγαιακός", "αιγαιακό":"αιγαιακός", "αιγαιο":"αιγαίο", "αιγαίο":"αιγαίο", "'αιγαίο'":"'αιγαίο'", "αιγαιοπελαγίτικες":"αιγαιοπελαγίτικος", "αιγαιοπελαγίτικη":"αιγαιοπελαγίτικος", "αιγαιοπελαγίτικης":"αιγαιοπελαγίτικος", "αιγαιοπελαγίτικου":"αιγαιοπελαγίτικος", "αιγαίου":"αιγαίο", "αιγαλεω":"αιγάλεω", "αιγάλεω":"αιγάλεω", "αιγαλεω-αεκ":"αιγαλεω-αεκ", "αιγάνης":"αιγάνης", "αίγας":"αίγα", "αίγειρο":"αίγειρο", "αίγειρος":"αίγειρος", "αιγιάλης":"αιγιάλης", "αιγίδα":"αιγίδα", "αίγινα":"αίγινα", "αιγινιακός":"αιγινιακός", "αίγιο":"αίγιο", "άιγκνερ":"άιγκνερ", "αιγλη":"αίγλη", "αίγλη":"αίγλη", "αίγλης":"αίγλη", "αιγοκερος":"αιγόκερος", "αιγοπρόβατα":"αιγοπρόβατα", "αιγοπροβάτων":"αιγοπρόβατα", "αιγυπτιακά":"αιγυπτιακός", "αιγυπτιακές":"αιγυπτιακός", "αιγυπτιακή":"αιγυπτιακός", "αιγυπτιακό":"αιγυπτιακός", "αιγυπτιακού":"αιγυπτιακός", "αιγύπτιο":"αιγύπτιος", "αιγύπτιοι":"αιγύπτιος", "αιγυπτιολόγοι":"αιγυπτιολόγος", "αιγύπτιος":"αιγύπτιος", "αιγύπτιου":"αιγύπτιος", "αιγύπτιους":"αιγύπτιος", "αιγυπτιώτες":"αιγυπτιώτης", "αίγυπτο":"αίγυπτος", "αίγυπτος":"αίγυπτος", "αιγυπτου":"αίγυπτος", "αιγύπτου":"αίγυπτος", "αιγών":"αίγα", "αιδεσιμότατο":"αιδεσιμότατος", "αιδούς":"αιδώς", "άιζακς":"άιζακς", "αϊζενστάιν":"αϊζενστάιν", "αίθ":"αίθ", "αιθάλης":"αιθάλη", "αιθανόλης":"αιθανόλη", "αιθέρα":"αιθέρας", "αιθέρες":"αιθέρας", "αιθέρια":"αιθέριος", "αιθέριο":"αιθέριος", "αιθέρων":"αιθέρας", "αιθίοπες":"αιθίοπας", "αιθιοπία":"αιθιοπία", "αιθιοπίας":"αιθιοπία", "αιθιοπίας-ερυθραίας":"αιθιοπίας-ερυθραίας", "αιθιοπική":"αιθιοπικός", "αιθιοπικής":"αιθιοπικός", "αιθουσα":"αίθουσα", "αίθουσα":"αίθουσα", "αίθουσά":"αίθουσα", "αίθουσας":"αίθουσα", "αίθουσες":"αίθουσα", "αίθουσές":"αίθουσα", "αιθουσών":"αίθουσα", "αιθρία":"αιθρία", "αίθρια":"αίθριος", "αίθριο":"αίθριος", "αίθριος":"αίθριος", "αικατερινη":"αικατερίνη", "αικατερίνη":"αικατερίνη", "αικατερινης":"αικατερίνη", "αικατερίνης":"αικατερίνη", "άιλαντ":"άιλαντ", "αιλουροειδή":"αιλουροειδής", "αιλουροειδών":"αιλουροειδής", "αίλουρος":"αίλουρος", "αϊλτον":"αϊλτον", "αΐλτον":"αΐλτον", "αιμα":"αίμα", "αίμα":"αίμα", "άιμα":"άιμα", "αίματα":"αίμα", "αιματηρά":"αιματηρός", "αιματηρές":"αιματηρός", "αιματηρή":"αιματηρός", "αιματηρής":"αιματηρός", "αιματηρό":"αιματηρός", "αιματηρού":"αιματηρός", "αιματηρούς":"αιματηρός", "αιματηρών":"αιματηρός", "'αιματηρών":"'αιματηρών", "αιματικών":"αιματικός", "αιματοβαμμένες":"αιματοβαμμένος", "αιματοβαμμένη":"αιματοβαμμένος", "αιματοβαμμένο":"αιματοβαμμένος", "αιματοεγκεφαλικό":"αιματοεγκεφαλικός", "αιματοκρίτης":"αιματοκρίτης", "αιματολογικές":"αιματολογικός", "αιματολογική":"αιματολογικός", "αιματολογικής":"αιματολογικός", "αιματολογικό":"αιματολογικός", "αιματολογικού":"αιματολογικός", "αίματος":"αίμα", "αίματός":"αίμα", "αιματοχυσία":"αιματοχυσία", "αιμάτωμα":"αιμάτωμα", "αιματώματος":"αιμάτωμα", "αιμιλία":"αιμιλία", "αιμιλίας":"αιμιλία", "αιμίλιο":"αιμίλιος", "αιμίλιος":"αιμίλιος", "αιμοβόρα":"αιμοβόρος", "αιμοβόροι":"αιμοβόρος", "αιμοβόρου":"αιμοβόρος", "αιμοδιψή":"αιμοδιψής", "αιμοδοσία":"αιμοδοσία", "αιμοδοσίας":"αιμοδοσία", "αιμοδότες":"αιμοδότης", "αιμοδοτών":"αιμοδότης", "αιμοδυναμικές":"αιμοδυναμικός", "αιμοκάθαρση":"αιμοκάθαρση", "αιμοληψία":"αιμοληψία", "αιμομικτικός":"αιμομικτικός", "αιμομιξίες":"αιμομιξία", "αιμόπτυση":"αιμόπτυση", "αιμορραγεί":"αιμορραγώ", "αιμορραγία":"αιμορραγία", "αιμορραγίας":"αιμορραγία", "αιμορραγίες":"αιμορραγία", "αιμορραγικό":"αιμορραγικός", "αιμορραγούσε":"αιμορραγώ", "αιμορροΐδες":"αιμορροΐδα", "αιμοσταγείς":"αιμοσταγής", "αιμοσταγής":"αιμοσταγής", "αιμοσφαιρίνης":"αιμοσφαιρίνη", "αίμου":"αίμος", "αιμοφιλικοί":"αιμοφιλικός", "αιμοφιλικών":"αιμοφιλικός", "αιμοφόρα":"αιμοφόρος", "αιμοφόρων":"αιμοφόρος", "αιμόφυρτο":"αιμόφυρτος", "αιμόφυρτος":"αιμόφυρτος", "άιμπροξ":"άιμπροξ", "αιναλής":"αιναλής", "αϊναλης":"αϊναλης", "αϊναλής":"αϊναλής", "αίνιγμα":"αίνιγμα", "αινίγματα":"αίνιγμα", "αινιγματικά":"αινιγματικά", "αινιγματική":"αινιγματικός", "αινιγματικό":"αινιγματικός", "αινιγματικός":"αινιγματικός", "αινιγματικού":"αινιγματικός", "αινίγματος":"αίνιγμα", "αϊ-νικόλα":"αϊ-νικόλα", "αϊ-νικολας":"αϊ-νικολας", "αϊνστάιν":"αϊνστάιν", "αϊνστάιν-ράσελ":"αϊνστάιν-ράσελ", "αΐντ":"αΐντ", "αϊντίνι":"αϊντίνι", "άιντραχτ":"άιντραχτ", "αϊντχόφεν":"αϊντχόφεν", "αϊόβα":"αϊόβα", "αιολίδας":"αιολίδα", "αιολικά":"αιολικός", "αιολικη":"αιολικός", "αιολική":"αιολικός", "αιολικής":"αιολικός", "αιολικός":"αιολικός", "αιολικός-αγερσανίκλήρωση1":"αιολικός-αγερσανίκλήρωση1", "αιολικών":"αιολικός", "αίολος":"αίολος", "αιόλου":"αίολος", "αίολου":"αίολος", "αίρει":"αίρω", "άιρες":"άιρες", "αιρέσεις":"αίρεση", "αίρεση":"αίρεση", "αίρεσης":"αίρεση", "αίρεσιν":"αίρεση", "αιρεται":"αίρω", "αίρεται":"αίρω", "αιρετή":"αιρετός", "αιρετικά":"αιρετικός", "αιρετικές":"αιρετικός", "αιρετική":"αιρετικός", "αιρετικό":"αιρετικός", "αιρετικοί":"αιρετικός", "αιρετικός":"αιρετικός", "αιρετικούς":"αιρετικός", "αιρετικών":"αιρετικός", "αιρετοί":"αιρετός", "αιρετούς":"αιρετός", "αιρετών":"αιρετός", "άιρις":"άιρις", "άιρλαντ":"άιρλαντ", "αίρονται":"αίρω", "αϊσάτι":"αϊσάτι", "αϊσέ":"αϊσέ", "αισθάνεσαι":"αισθάνομαι", "αισθάνεστε":"αισθάνομαι", "αισθάνεται":"αισθάνομαι", "αισθανθεί":"αισθάνομαι", "αισθανθείς":"αισθάνομαι", "αισθανθείτε":"αισθάνομαι", "αισθάνθηκα":"αισθάνομαι", "αισθανθήκαμε":"αισθάνομαι", "αισθάνθηκαν":"αισθάνομαι", "αισθανθήκατε":"αισθάνομαι", "αισθάνθηκε":"αισθάνομαι", "αισθανθούμε":"αισθάνομαι", "αισθανθούν":"αισθάνομαι", "αισθάνομαι":"αισθάνομαι", "αισθανόμαστε":"αισθάνομαι", "αισθανόμουν":"αισθάνομαι", "αισθανόμουνα":"αισθάνομαι", "αισθάνονται":"αισθάνομαι", "αισθάνονταν":"αισθάνομαι", "αισθανόσασταν":"αισθάνομαι", "αισθανόσουν":"αισθάνομαι", "αισθανόταν":"αισθάνομαι", "αισθαντικά":"αισθαντικός", "αισθαντικότητα":"αισθαντικότητα", "αίσθημα":"αίσθημα", "αισθήματα":"αίσθημα", "αισθήματά":"αίσθημα", "αισθηματικά":"αισθηματικά", "αισθηματικά":"αισθηματικός", "αισθηματικές":"αισθηματικός", "αισθηματική":"αισθηματικός", "αισθηματικής":"αισθηματικός", "αισθηματικό":"αισθηματικός", "αισθήματος":"αίσθημα", "αισθημάτων":"αίσθημα", "αισθήσεις":"αίσθηση", "αισθησεων":"αίσθηση", "αισθήσεων":"αίσθηση", "αισθηση":"αίσθηση", "αίσθηση":"αίσθηση", "αίσθησή":"αίσθηση", "αίσθησης":"αίσθηση", "αισθησιακά":"αισθησιακός", "αισθησιακές":"αισθησιακός", "αισθησιακή":"αισθησιακός", "αισθησιακό":"αισθησιακός", "αισθησιακός":"αισθησιακός", "αισθησιασμό":"αισθησιασμός", "αισθησιασμού":"αισθησιασμός", "αισθητά":"αισθητά", "αισθητές":"αισθητής", "αισθητή":"αισθητός", "αισθητήρας":"αισθητήρας", "αισθητήρες":"αισθητήρας", "αισθητήριο":"αισθητήριος", "αισθητήρων":"αισθητήρας", "αισθητικά":"αισθητικός", "αισθητικές":"αισθητικός", "αισθητική":"αισθητική", "αισθητικής":"αισθητικός", "αισθητικό":"αισθητικός", "αισθητικοί":"αισθητικός", "αισθητικός":"αισθητικός", "αισθητικότερο":"αισθητικότερο", "αισθητικότητας":"αισθητικότητα", "αισθητικού":"αισθητικός", "αισθητικών":"αισθητικός", "αισθητικώς":"αισθητικά", "αισθητοί":"αισθητός", "αισθητος":"αισθητός", "αισθητός":"αισθητός", "αίσια":"αίσια", "αίσια":"αίσιος", "αίσιο":"αίσιος", "αισιόδοξα":"αισιόδοξα", "αισιοδοξεί":"αισιοδοξώ", "αισιοδοξείτε":"αισιοδοξώ", "αισιόδοξες":"αισιόδοξος", "αισιόδοξη":"αισιόδοξος", "αισιόδοξης":"αισιόδοξος", "αισιοδοξία":"αισιοδοξία", "αισιοδοξίας":"αισιοδοξία", "αισιόδοξο":"αισιόδοξος", "αισιόδοξοι":"αισιόδοξος", "αισιοδοξος":"αισιόδοξος", "αισιόδοξος":"αισιόδοξος", "αισιοδοξούν":"αισιοδοξώ", "αισιόδοξους":"αισιόδοξος", "αισιοδοξώ":"αισιοδοξώ", "αισιόδοξων":"αισιόδοξος", "αισίως":"αίσια", "αϊ-στράτη":"αϊ-στράτη", "αίσχη":"αίσχος", "αισχίστου":"αίσχιστος", "αίσχος":"αίσχος", "αίσχους":"αίσχος", "αισχρά":"αισχρός", "αισχρές":"αισχρός", "αισχρής":"αισχρός", "αισχρό":"αισχρός", "αισχροκέρδεια":"αισχροκέρδεια", "αισχροκέρδειας":"αισχροκέρδεια", "αισχρολογίες":"αισχρολογία", "αισχύλο":"αισχύλος", "αισχύλος":"αισχύλος", "αισώπου":"αίσωπος", "αιτημα":"αίτημα", "αίτημα":"αίτημα", "αίτημά":"αίτημα", "αιτήματα":"αίτημα", "αιτήματά":"αίτημα", "αιτήματος":"αίτημα", "αιτήματός":"αίτημα", "αιτημάτων":"αίτημα", "αιτήσεις":"αίτηση", "αιτήσεων":"αίτηση", "αιτήσεως":"αίτηση", "αίτηση":"αίτηση", "αίτησή":"αίτηση", "αίτηση-δήλωση":"αίτηση-δήλωση", "αίτησης":"αίτηση", "αίτησής":"αίτηση", "αίτησης-δήλωσης":"αίτησης-δήλωσης", "αιτία":"αιτία", "αίτια":"αίτιο", "αίτιά":"αίτιο", "αιτιακών":"αιτιακός", "αιτίας":"αιτία", "αιτιάσεις":"αιτίαση", "αιτιάσεών":"αιτίαση", "αιτίαση":"αιτίαση", "αιτιάται":"αιτιώμαι", "αιτιατού":"αιτιατός", "αιτίες":"αιτία", "αϊτινούς":"αϊτινούς", "αίτιο":"αίτιος", "αιτιοκρατικά":"αιτιοκρατικός", "αιτιοκρατικό":"αιτιοκρατικός", "αιτιολογεί":"αιτιολογώ", "αιτιολογηθεί":"αιτιολογώ", "αιτιολογήθηκε":"αιτιολογώ", "αιτιολογημένα":"αιτιολογώ", "αιτιολογημένες":"αιτιολογημένος", "αιτιολογημένη":"αιτιολογημένος", "αιτιολογημένης":"αιτιολογημένος", "αιτιολογημένο":"αιτιολογώ", "αιτιολογημένος":"αιτιολογώ", "αιτιολόγησε":"αιτιολογώ", "αιτιολογήσει":"αιτιολογώ", "αιτιολόγηση":"αιτιολόγηση", "αιτιολόγησης":"αιτιολόγηση", "αιτιολογήσουν":"αιτιολογώ", "αιτιολογήσω":"αιτιολογώ", "αιτιολογία":"αιτιολογία", "αιτιολογίες":"αιτιολογία", "αιτιολογικής":"αιτιολογικός", "αιτιολογικό":"αιτιολογικός", "αιτιολογιών":"αιτιολογία", "αιτιολογούν":"αιτιολογώ", "αιτιολογώντας":"αιτιολογώ", "αιτιοπάθεια":"αιτιοπάθεια", "αιτιότητα":"αιτιότητα", "αιτίου-αιτιατού":"αιτίου-αιτιατού", "αιτιών":"αιτία", "αιτίων":"αίτιο", "αιτούμενη":"αιτούμενος", "αιτούντες":"αιτών", "αιτούντος":"αιτών", "αιτούντων":"αιτών", "αιτωλοακαρνανίας":"αιτωλοακαρνανία", "αιτωλοακαρνάνων":"αιτωλοακαρνάνων", "αιτωλός":"αιτωλός", "αιτωλού":"αιτωλός", "αιτών":"αιτών", "άιφελ":"άιφελ", "αίφνης":"αίφνης", "αιφνίδια":"αιφνίδιος", "αιφνιδιάζει":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάζεται":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάζοντας":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάζουν":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδίασε":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάσει":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιασμό":"αιφνιδιασμός", "αιφνιδιασμοί":"αιφνιδιασμός", "αιφνιδιασμός":"αιφνιδιασμός", "αιφνιδιασμούς":"αιφνιδιασμός", "αιφνιδιαστεί":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιαστήκαμε":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάστηκαν":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιάστηκε":"αιφνιδιάζω", "αιφνιδιαστικά":"αιφνιδιαστικά", "αιφνιδιαστικές":"αιφνιδιαστικός", "αιφνιδιαστική":"αιφνιδιαστικός", "αιφνιδιαστικός":"αιφνιδιαστικός", "αιφνιδιαστικούς":"αιφνιδιαστικός", "αιφνιδιαστικών":"αιφνιδιαστικός", "αιφνίδιες":"αιφνίδιος", "αιφνίδιο":"αιφνίδιος", "αιφνίδιος":"αιφνίδιος", "αιφνίδιου":"αιφνίδιος", "αιφνίδιους":"αιφνίδιος", "αιφνιδίως":"αιφνίδια", "αιχμαλωσία":"αιχμαλωσία", "αιχμαλωσίας":"αιχμαλωσία", "αιχμάλωτα":"αιχμάλωτος", "αιχμαλωτη":"αιχμάλωτος", "αιχμάλωτη":"αιχμάλωτος", "αιχμαλωτίζει":"αιχμαλωτίζω", "αιχμαλωτίζουν":"αιχμαλωτίζω", "αιχμαλώτισε":"αιχμαλωτίζω", "αιχμαλωτίσουν":"αιχμαλωτίζω", "αιχμαλωτιστεί":"αιχμαλωτίζω", "αιχμάλωτοι":"αιχμάλωτος", "αιχμάλωτος":"αιχμάλωτος", "αιχμάλωτου":"αιχμάλωτος", "αιχμαλώτους":"αιχμάλωτος", "αιχμαλώτων":"αιχμάλωτος", "αιχμες":"αιχμή", "αιχμές":"αιχμή", "αιχμή":"αιχμή", "αιχμηρά":"αιχμηρά", "αιχμηρές":"αιχμηρός", "αιχμηρη":"αιχμηρός", "αιχμηρή":"αιχμηρός", "αιχμηρό":"αιχμηρός", "αιχμηρός":"αιχμηρός", "αιχμηρού":"αιχμηρός", "αιχμής":"αιχμή", "αιώνα":"αιώνας", "αιώνας":"αιώνας", "αιώνες":"αιώνας", "αιωνία":"αιώνιος", "αιώνια":"αιώνιος", "αιώνιας":"αιώνιος", "αιώνιες":"αιώνιος", "αιώνιο":"αιώνιος", "αιώνιοι":"αιώνιος", "αιώνιον":"αιώνιος", "αιώνιος":"αιώνιος", "αιωνιοτητα":"αιωνιότητα", "αιωνιότητα":"αιωνιότητα", "αιωνιότητας":"αιωνιότητα", "αιωνίου":"αιώνιος", "αιώνιου":"αιώνιος", "αιώνιους":"αιώνιος", "αιωνίων":"αιώνιος", "αιώνιων":"αιώνιος", "αιωνίως":"αιώνια", "αιωνόβια":"αιωνόβιος", "αιωνόβιους":"αιωνόβιος", "αιώνος":"αιώνας", "αιώνων":"αιώνας", "αιώρα":"αιώρα", "αιωρείται":"αιωρούμαι", "αιωρούμενα":"αιωρούμενος", "αιωρούμενο":"αιωρούμενος", "αιωρούμενων":"αιωρούμενος", "αιωρούνται":"αιωρούμαι", "αιωρούνταν":"αιωρούμαι", "ακαδ":"ακαδ", "ακαδημαϊκά":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκές":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκή":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκής":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκό":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκοί":"ακαδημαϊκός", "'ακαδημαϊκόν":"'ακαδημαϊκόν", "ακαδημαϊκός":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκού":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκούς":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊκών":"ακαδημαϊκός", "ακαδημαϊσμό":"ακαδημαϊσμός", "ακαδημία":"ακαδημία", "ακαδημία-αρης":"ακαδημία-αρης", "ακαδημίας":"ακαδημία", "ακαδημίες":"ακαδημία", "ακαδημιών":"ακαδημία", "ακαθάριστα":"ακαθάριστος", "ακαθάριστες":"ακαθάριστος", "ακαθάριστο":"ακαθάριστος", "ακαθάριστου":"ακαθάριστος", "ακαθαρίστων":"ακαθάριστος", "ακαθαρσίες":"ακαθαρσία", "ακάθαρτα":"ακάθαρτα", "ακάθεκτα":"ακάθεκτα", "ακάθεκτη":"ακάθεκτος", "ακάθεκτο":"ακάθεκτος", "ακάθεκτοι":"ακάθεκτος", "ακάθεκτος":"ακάθεκτος", "ακαθόριστες":"ακαθόριστος", "ακαθόριστης":"ακαθόριστος", "ακαθόριστο":"ακαθόριστος", "ακαθόριστων":"ακαθόριστος", "άκαιρη":"άκαιρος", "ακακίες":"ακακία", "άκακο":"άκακος", "ακαλαίσθητες":"ακαλαίσθητος", "ακάλυπτα":"ακάλυπτος", "ακάλυπτες":"ακάλυπτος", "ακάλυπτη":"ακάλυπτος", "ακάλυπτο":"ακάλυπτος", "ακάλυπτοι":"ακάλυπτος", "ακάλυπτος":"ακάλυπτος", "ακάλυπτους":"ακάλυπτος", "ακάλυπτων":"ακάλυπτος", "άκαμπτες":"άκαμπτος", "άκαμπτη":"άκαμπτος", "άκαμπτο":"άκαμπτος", "άκαμπτοι":"άκαμπτος", "ακαμψία":"ακαμψία", "ακαμψίας":"ακαμψία", "ακανθώδεις":"ακανθώδης", "ακανθώδες":"ακανθώδης", "ακανθώδη":"ακανθώδης", "ακανθώδους":"ακανθώδης", "ακανόνιστα":"ακανόνιστα", "ακανόνιστου":"ακανόνιστος", "ακαντέμικ":"ακαντέμικ", "ακαντέμικα":"ακαντέμικα", "ακαντέμικ-μπρι":"ακαντέμικ-μπρι", "άκαπνο":"άκαπνος", "άκαπνου":"άκαπνος", "ακαριαία":"ακαριαία", "ακαριαίο":"ακαριαίος", "ακαριαίου":"ακαριαίος", "άκαρπες":"άκαρπος", "άκαρπη":"άκαρπος", "ακατάβλητη":"ακατάβλητος", "ακαταλαβίστικα":"ακαταλαβίστικα", "ακαταλαβίστικα":"ακαταλαβίστικος", "ακαταλαβίστικες":"ακαταλαβίστικος", "ακαταλαβίστικο":"ακαταλαβίστικος", "ακατάληπτο":"ακατάληπτος", "ακατάλληλα":"ακατάλληλος", "ακατάλληλες":"ακατάλληλος", "ακατάλληλη":"ακατάλληλος", "ακατάλληλο":"ακατάλληλος", "ακατάλληλοι":"ακατάλληλος", "ακατάλληλος":"ακατάλληλος", "ακαταλληλότητα":"ακαταλληλότητα", "ακατάλληλου":"ακατάλληλος", "ακαταμαχητη":"ακαταμάχητος", "ακαταμάχητη":"ακαταμάχητος", "ακαταμάχητο":"ακαταμάχητος", "ακαταμάχητοι":"ακαταμάχητος", "ακατανίκητη":"ακατανίκητος", "ακατανίκητο":"ακατανίκητος", "ακατανόητα":"ακατανόητος", "ακατανόητες":"ακατανόητος", "ακατανόητη":"ακατανόητος", "ακατανόητο":"ακατανόητος", "ακατανόητου":"ακατανόητος", "ακατάπαυστα":"ακατάπαυστα", "ακατάπαυστη":"ακατάπαυστος", "ακαταπόνητα":"ακαταπόνητα", "ακαταπόνητη":"ακαταπόνητος", "ακαταπόνητος":"ακαταπόνητος", "ακατάρριπτο":"ακαταρρίπτω", "ακαταστασία":"ακαταστασία", "ακαταστασίας":"ακαταστασία", "ακατάσχετη":"ακατάσχετος", "ακατάσχετης":"ακατάσχετος", "ακατέργαστες":"ακατέργαστος", "ακατέργαστη":"ακατέργαστος", "ακατέργαστο":"ακατέργαστος", "ακατέργαστου":"ακατέργαστος", "ακατοίκητες":"ακατοίκητος", "ακατοίκητη":"ακατοίκητος", "ακατοίκητο":"ακατοίκητος", "ακατονόμαστη":"ακατονόμαστος", "ακατόρθωτο":"ακατόρθωτος", "ακεγιάν":"ακεγιάν", "ακέραια":"ακέραια", "ακεραία":"ακέραιος", "ακέραιες":"ακέραιος", "ακέραιη":"ακέραιος", "ακέραιο":"ακέραιος", "ακέραιος":"ακέραιος", "ακεραιότητα":"ακεραιότητα", "ακεραιότητά":"ακεραιότητα", "ακεραιοτητας":"ακεραιότητα", "ακεραιότητας":"ακεραιότητα", "ακεραιότητάς":"ακεραιότητα", "ακέραιους":"ακέραιος", "άκερεν":"άκερεν", "ακεφιά":"ακεφιά", "άκεφος":"άκεφος", "άκη":"άκης", "ακήρυκτος":"ακήρυκτος", "ακήρυχτος":"ακήρυκτος", "ακήρυχτου":"ακήρυκτος", "άκης":"άκης", "ακικοί":"ακικοί", "ακίν":"ακίν", "ακίνδυνα":"ακίνδυνος", "ακίνδυνες":"ακίνδυνος", "ακίνδυνη":"ακίνδυνος", "ακίνδυνο":"ακίνδυνος", "ακίνδυνοι":"ακίνδυνος", "ακίνδυνος":"ακίνδυνος", "ακινησία":"ακινησία", "ακινησίας":"ακινησία", "ακίνητα":"ακίνητα", "ακίνητες":"ακίνητος", "ακίνητη":"ακίνητος", "ακινητης":"ακίνητος", "ακίνητης":"ακίνητος", "ακίνητο":"ακίνητος", "ακίνητό":"ακίνητος", "ακίνητοι":"ακίνητος", "ακινητοποιεί":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιηθεί":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιήθηκε":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιημένα":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιημένο":"ακινητοποιώ", "ακινητοποίησαν":"ακινητοποιώ", "ακινητοποίησε":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιήσει":"ακινητοποιώ", "ακινητοποίηση":"ακινητοποίηση", "ακινητοποιήσουν":"ακινητοποιώ", "ακινητοποιούν":"ακινητοποιώ", "ακίνητος":"ακίνητος", "ακινήτου":"ακίνητος", "ακίνητου":"ακίνητος", "ακινήτων":"ακίνητος", "ακινιέμι":"ακινιέμι", "άκληρων":"άκληρος", "ακλόνητα":"ακλόνητος", "ακλόνητες":"ακλόνητος", "ακλόνητη":"ακλόνητος", "ακλόνητο":"ακλόνητος", "ακλόνητοι":"ακλόνητος", "ακλόνητος":"ακλόνητος", "ακλυόνα":"ακλυόνα", "ακμάζουν":"ακμάζω", "ακμάζουσα":"ακμάζων", "ακμαία":"ακμαία", "ακμαίο":"ακμαίος", "ακμαίος":"ακμαίος", "ακμάσει":"ακμάζω", "ακμή":"ακμή", "ακμής":"ακμή", "ακοή":"ακοή", "ακοής":"ακοή", "ακοινώνητοι":"ακοινώνητος", "ακοινώνητων":"ακοινώνητος", "ακολασίας":"ακολασία", "ακόλαστο":"ακόλαστος", "ακόλουθα":"ακόλουθος", "ακολουθει":"ακολουθώ", "ακολουθεί":"ακολουθώ", "ακολουθείς":"ακολουθώ", "ακολουθείστε":"ακολουθώ", "ακολουθείται":"ακολουθώ", "ακολουθείτε":"ακολουθώ", "ακολουθείτο":"ακολουθώ", "ακόλουθες":"ακόλουθος", "ακόλουθη":"ακόλουθος", "ακολουθηθεί":"ακολουθώ", "ακολουθήθηκαν":"ακολουθώ", "ακολουθήθηκε":"ακολουθώ", "ακολουθηθούν":"ακολουθώ", "ακολούθησα":"ακολουθώ", "ακολουθήσαμε":"ακολουθώ", "ακολούθησαν":"ακολουθώ", "ακολούθησε":"ακολουθώ", "ακολουθήσει":"ακολουθώ", "ακολουθήσεις":"ακολουθώ", "ακολουθήσετε":"ακολουθώ", "ακολουθήσουμε":"ακολουθώ", "ακολουθήσουν":"ακολουθώ", "ακολουθήστε":"ακολουθώ", "ακολουθήσω":"ακολουθώ", "ακολουθητέα":"ακολουθητέος", "ακολουθία":"ακολουθία", "ακολουθιών":"ακολουθία", "ακόλουθο":"ακόλουθος", "ακόλουθοι":"ακόλουθος", "ακόλουθοί":"ακόλουθος", "ακόλουθος":"ακόλουθος", "ακολουθούμε":"ακολουθώ", "ακολουθούμενες":"ακολουθούμενος", "ακολουθούμενη":"ακολουθούμενος", "ακολουθούμενης":"ακολουθούμενος", "ακολουθούμενος":"ακολουθούμενος", "ακολουθούμενου":"ακολουθούμενος", "ακολουθούν":"ακολουθώ", "ακολουθούνται":"ακολουθώ", "ακολούθους":"ακόλουθος", "ακόλουθους":"ακόλουθος", "ακολουθούσαμε":"ακολουθώ", "ακολουθούσαν":"ακολουθώ", "ακολουθούσε":"ακολουθώ", "ακολουθώ":"ακολουθώ", "ακολούθων":"ακόλουθος", "ακολουθώντας":"ακολουθώ", "ακολούθως":"ακόλουθα", "ακόμα":"ακόμα", "ακομη":"ακόμα", "ακόμη":"ακόμα", "ακομμάτιστοι":"ακομμάτιστος", "άκομψα":"άκομψα", "άκομψες":"άκομψος", "άκομψη":"άκομψος", "άκομψο":"άκομψος", "ακονίζει":"ακονίζω", "ακονίζουν":"ακονίζω", "ακόντιο":"ακόντιο", "ακόρεστη":"ακόρεστος", "ακόρεστο":"ακόρεστος", "ακόρεστου":"ακόρεστος", "ακορντεόν":"ακορντεόν", "άκου":"ακούω", "ακουαρέλες":"ακουαρέλα", "άκουγα":"ακούω", "ακούγαμε":"ακούω", "άκουγαν":"ακούω", "άκουγε":"ακούω", "άκουγες":"ακούω", "ακούγεται":"ακούω", "ακουγόμαστε":"ακούω", "ακούγονται":"ακούω", "ακούγονταν":"ακούω", "ακούγοντας":"ακούω", "ακουγόταν":"ακούω", "ακούει":"ακούω", "ακουιλάνι":"ακουιλάνι", "ακούμε":"ακούω", "ακουμπά":"ακουμπώ", "ακουμπάει":"ακουμπώ", "ακουμπάω":"ακουμπώ", "ακούμπησαν":"ακουμπώ", "ακούμπησε":"ακουμπώ", "ακουμπήσει":"ακουμπώ", "ακουμπήσετε":"ακουμπώ", "ακουμπήσουν":"ακουμπώ", "ακουμπούν":"ακουμπώ", "ακουμπούσε":"ακουμπώ", "ακουμπώντας":"ακουμπώ", "ακούν":"ακούω", "ακούνε":"ακούω", "ακούοντες":"ακούων", "ακούραστα":"ακούραστα", "ακούραστη":"ακούραστος", "ακούραστο":"ακούραστος", "ακούραστοι":"ακούραστος", "ακούραστος":"ακούραστος", "ακούς":"ακούω", "άκουσα":"ακούω", "ακούσαμε":"ακούω", "άκουσαν":"ακούω", "ακούσατε":"ακούω", "άκουσε":"ακούω", "ακούσει":"ακούω", "ακούσεις":"ακούω", "άκουσες":"ακούω", "ακούσετε":"ακούω", "ακουσθεί":"ακούω", "ακούσθηκε":"ακούω", "ακουσθούν":"ακούω", "ακούσια":"ακούσια", "ακούσια":"ακούσιος", "ακούσιας":"ακούσιος", "ακούσιες":"ακούσιος", "ακουσίως":"ακούσια", "άκουσμα":"άκουσμα", "ακούσματα":"άκουσμα", "άκουσον":"άκουσον", "ακούσουμε":"ακούω", "ακούσουν":"ακούω", "ακουστά":"ακουστά", "ακουστε":"ακουστός", "ακούστε":"ακούω", "ακουστεί":"ακούω", "ακουστείς":"ακούω", "ακουστή":"ακουστός", "ακουστηκαν":"ακούω", "ακούστηκαν":"ακούω", "ακουστήκανε":"ακούω", "ακούστηκε":"ακούω", "ακουστικά":"ακουστικός", "ακουστικές":"ακουστική", "ακουστική":"ακουστικός", "ακουστικής":"ακουστικός", "ακουστικό":"ακουστικός", "ακουστικού":"ακουστικός", "ακουστικών":"ακουστικός", "ακουστούμε":"ακούω", "ακουστούν":"ακούω", "ακούσω":"ακούω", "ακούτε":"ακούω", "ακούω":"ακούω", "άκρα":"άκρος", "ακράδαντα":"ακράδαντα", "ακράδαντο":"ακράδαντος", "ακραία":"ακραίος", "ακραίας":"ακραίος", "ακραίες":"ακραίος", "ακραίο":"ακραίος", "ακραίοι":"ακραίος", "ακραίος":"ακραίος", "ακραίου":"ακραίος", "ακραίους":"ακραίος", "ακραιφνείς":"ακραιφνής", "ακραιφνέστερα":"ακραιφνής", "ακραιφνή":"ακραιφνής", "ακραιφνής":"ακραιφνής", "ακραιφνώς":"ακραιφνώς", "ακραίων":"ακραίος", "ακράνες":"ακράνες", "ακρανιδης":"ακρανιδης", "άκρας":"άκρος", "άκρατη":"άκρατος", "άκρατης":"άκρατος", "ακράτητο":"ακράτητος", "ακρατητος":"ακράτητος", "ακράτητος":"ακράτητος", "ακράτητου":"ακράτητος", "άκρατο":"άκρατος", "άκρατος":"άκρατος", "άκρατου":"άκρατος", "άκρες":"άκρος", "ακρη":"άκρη", "άκρη":"άκρη", "ακριβά":"ακριβός", "ακριβαίνει":"ακριβαίνω", "ακριβεια":"ακρίβεια", "ακρίβεια":"ακρίβεια", "ακριβείας":"ακρίβεια", "ακρίβειας":"ακρίβεια", "ακριβείς":"ακριβής", "ακριβές":"ακριβής", "ακριβές":"ακριβός", "ακριβέστερα":"ακριβής", "ακριβέστερες":"ακριβής", "ακριβέστερο":"ακριβής", "ακριβέστερος":"ακριβής", "ακριβή":"ακριβής", "ακριβή":"ακριβός", "ακριβής":"ακριβής", "ακριβής":"ακριβός", "ακριβο":"ακριβός", "ακριβό":"ακριβός", "ακριβοδίκαια":"ακριβοδίκαια", "ακριβοί":"ακριβός", "ακριβολογούμε":"ακριβολογώ", "ακριβοπληρωμένοι":"ακριβοπληρωμένος", "ακριβοπληρωμένος":"ακριβοπληρωμένος", "ακριβόπουλο":"ακριβόπουλο", "ακριβός":"ακριβός", "ακριβότερα":"ακριβός", "ακριβότερες":"ακριβός", "ακριβότερη":"ακριβός", "ακριβότερο":"ακριβός", "ακριβότερου":"ακριβός", "ακριβού":"ακριβός", "ακριβούς":"ακριβός", "ακριβούση":"ακριβούση", "ακριβών":"ακριβός", "ακριβώς":"ακριβώς", "ακρίδες":"ακρίδα", "ακριθάκη":"ακριθάκη", "άκριτα":"άκριτα", "ακρίτες":"ακρίτας", "άκριτη":"άκριτος", "ακριτίδη":"ακριτίδη", "ακριτίδης":"ακριτίδης", "ακριτικές":"ακριτικός", "ακριτικη":"ακριτικός", "ακριτική":"ακριτικός", "ακριτικής":"ακριτικός", "ακριτικό":"ακριτικός", "ακριτικός":"ακριτικός", "ακριτικού":"ακριτικός", "ακριτικών":"ακριτικός", "ακριτομύθιες":"ακριτομύθιες", "άκριτος":"άκριτος", "άκρο":"άκρος", "ακροαματική":"ακροαματικός", "ακροαματικής":"ακροαματικός", "ακροαματικότητα":"ακροαματικότητα", "ακροαματικότητας":"ακροαματικότητα", "ακροαματικότητες":"ακροαματικότητα", "ακροάματος":"ακρόαμα", "ακροαριστερών":"ακροαριστερός", "ακροάσεις":"ακρόαση", "ακροάσεων":"ακρόαση", "ακρόαση":"ακρόαση", "ακροατές":"ακροατής", "ακροατή":"ακροατής", "ακροατή-εαυτό":"ακροατή-εαυτό", "ακροατήρια":"ακροατήριο", "ακροατήριο":"ακροατήριο", "ακροατήριό":"ακροατήριο", "ακροατηρίου":"ακροατήριο", "ακροατηρίω":"ακροατηρίω", "ακροατηρίων":"ακροατήριο", "ακροατής":"ακροατής", "ακροάτρια":"ακροάτρια", "ακροάτριες":"ακροάτρια", "ακροατών":"ακροατής", "ακροβασία":"ακροβασία", "ακροβασίες":"ακροβασία", "ακροβατεί":"ακροβατώ", "ακροβάτες":"ακροβάτης", "ακροβάτη":"ακροβάτης", "ακροβατικά":"ακροβατικός", "ακροβατώντας":"ακροβατώ", "ακρογιαλιά":"ακρογιαλιά", "ακρογωνιαίο":"ακρογωνιαίος", "ακρογωνιαίους":"ακρογωνιαίος", "ακροδεξιά":"ακροδεξιός", "ακροδεξιάς":"ακροδεξιός", "ακροδεξιές":"ακροδεξιός", "ακροδεξιό":"ακροδεξιός", "ακροδεξιοί":"ακροδεξιός", "ακροδεξιός":"ακροδεξιός", "ακροδεξιού":"ακροδεξιός", "ακροδεξιούς":"ακροδεξιός", "ακροδεξιών":"ακροδεξιός", "ακροθαλασσιά":"ακροθαλασσιά", "ακρόιντ":"ακρόιντ", "άκρον":"άκρο", "ακροπόλεις":"ακρόπολη", "ακροπόλεως":"ακρόπολη", "ακρόπολη":"ακρόπολη", "ακρόπολης":"ακρόπολη", "ακροποταμιές":"ακροποταμιά", "ακρότητες":"ακρότητα", "άκρου":"άκρος", "ακρυλικά":"ακρυλικός", "ακρυλικό":"ακρυλικός", "άκρων":"άκρο", "ακρωνύμιο":"ακρωνύμιο", "άκρως":"άκρα", "ακρωτήρι":"ακρωτήρι", "ακρωτηριάζονται":"ακρωτηριάζω", "ακρωτηριασμένα":"ακρωτηριάζω", "ακρωτηριασμένη":"ακρωτηριάζω", "ακρωτηριασμένο":"ακρωτηριάζω", "ακρωτηριασμένοι":"ακρωτηριασμένος", "ακρωτηριασμό":"ακρωτηριασμός", "ακρωτηριασμοί":"ακρωτηριασμός", "ακρωτηριασμούς":"ακρωτηριασμός", "ακρωτηριαστεί":"ακρωτηριάζω", "ακρωτήριο":"ακρωτήριο", "ακσά":"ακσά", "ακσεχέρογλου":"ακσεχέρογλου", "ακτές":"ακτή", "ακτή":"ακτή", "ακτήμονες":"ακτήμονας", "ακτημοσύνη":"ακτημοσύνη", "ακτής":"ακτή", "ακτιβισμό":"ακτιβισμός", "ακτιβιστές":"ακτιβιστής", "ακτιβιστή":"ακτιβιστής", "ακτιβιστής":"ακτιβιστής", "ακτιβίστρια":"ακτιβίστρια", "ακτιβιστών":"ακτιβιστής", "ακτίνα":"ακτίνα", "ακτίνας":"ακτίνα", "ακτίνες":"ακτίνα", "ακτινιδια":"ακτινίδιο", "ακτινίδια":"ακτινίδιο", "ακτινιδίων":"ακτινίδιο", "ακτινοβολεί":"ακτινοβολώ", "ακτινοβολία":"ακτινοβολία", "ακτινοβολίας":"ακτινοβολία", "ακτινοβολίες":"ακτινοβολία", "ακτινοβολούν":"ακτινοβολώ", "ακτινογραφεί":"ακτινογραφώ", "ακτινογραφία":"ακτινογραφία", "ακτινογραφίες":"ακτινογραφία", "ακτινογραφιών":"ακτινογραφία", "ακτινοθεραπεία":"ακτινοθεραπεία", "ακτινοθεραπείας":"ακτινοθεραπεία", "ακτινολογικά":"ακτινολογικά", "ακτινολογικό":"ακτινολογικός", "ακτινολογικού":"ακτινολογικός", "ακτινολόγων":"ακτινολόγος", "ακτινοπροστασία":"ακτινοπροστασία", "ακτίνων":"ακτίνα", "άκτιστη":"άχτιστος", "ακτογραμμής":"ακτογραμμή", "ακτοπλοΐα":"ακτοπλοΐα", "ακτοπλοΐας":"ακτοπλοΐα", "ακτοπλοϊκά":"ακτοπλοϊκός", "ακτοπλοϊκές":"ακτοπλοϊκός", "ακτοπλοϊκή":"ακτοπλοϊκός", "ακτοπλοϊκής":"ακτοπλοϊκός", "ακτοπλοϊκών":"ακτοπλοϊκός", "ακτοπλόους":"ακτοπλόος", "ακτοφυλακή":"ακτοφυλακή", "ακτοφυλακής":"ακτοφυλακή", "ακτσελής":"ακτσελής", "ακτών":"ακτή", "ακτωρ":"ακτωρ", "ακυβέρνητη":"ακυβέρνητος", "ακυβέρνητο":"ακυβέρνητος", "ακυβέρνητος":"ακυβέρνητος", "άκυρα":"άκυρα", "άκυρα":"άκυρος", "άκυρες":"άκυρος", "άκυρη":"άκυρος", "άκυρο":"άκυρος", "ακυρότητα":"ακυρότητα", "ακυρότητας":"ακυρότητα", "άκυρου":"άκυρος", "ακυρωθεί":"ακυρώνω", "ακυρωθέν":"ακυρωθείς", "ακυρώθηκαν":"ακυρώνω", "ακυρώθηκε":"ακυρώνω", "ακυρωθούν":"ακυρώνω", "ακύρωνε":"ακυρώνω", "ακυρώνει":"ακυρώνω", "ακυρώνεται":"ακυρώνω", "ακυρώνονται":"ακυρώνω", "ακυρώνονταν":"ακυρώνω", "ακυρώνοντας":"ακυρώνω", "ακυρώνουν":"ακυρώνω", "ακύρωσαν":"ακυρώνω", "ακύρωσε":"ακυρώνω", "ακυρώσει":"ακυρώνω", "ακυρώσεις":"ακύρωση", "ακυρώσεων":"ακύρωση", "ακυρώσεως":"ακύρωση", "ακύρωση":"ακύρωση", "ακύρωσή":"ακύρωση", "ακύρωσης":"ακύρωση", "ακυρώσουμε":"ακυρώνω", "ακυρώσουν":"ακυρώνω", "ακυρωτές":"ακύρωτος", "ακυρωτικό":"ακυρωτικός", "ακώλυτη":"ακώλυτος", "ακώλυτης":"ακώλυτος", "αλ":"αλ", "αλ.":"αλ.", "αλά":"αλά", "αλαβάνο":"αλαβάνος", "αλαβάνογλου":"αλαβάνογλου", "αλαβάνος":"αλαβάνος", "αλαβάνου":"αλαβάνος", "αλαβέρα":"αλαβέρα", "αλαβες":"αλαβή", "αλαβές":"αλαβή", "αλαζόνα":"αλαζόνας", "αλαζόνας":"αλαζόνας", "αλαζονεία":"αλαζονεία", "αλαζονείας":"αλαζονεία", "αλαζονείες":"αλαζονεία", "αλαζόνες":"αλαζόνας", "αλαζονικά":"αλαζονικός", "αλαζονική":"αλαζονικός", "αλαζονικής":"αλαζονικός", "αλαζονικό":"αλαζονικός", "αλαζονικού":"αλαζονικός", "αλαζονικούς":"αλαζονικός", "αλάθητο":"αλάθητος", "αλάθητου":"αλάθητος", "αλ-ακσά":"αλ-ακσά", "αλαλαγμούς":"αλαλαγμός", "αλαλία":"αλαλιά", "άλαλου":"άλαλος", "αλαλούμ":"αλαλούμ", "αλαμάνος":"αλαμάνος", "άλαμο":"άλαμο", "άλαν":"άλαν", "αλάνα":"αλάνα", "αλάνας":"αλάνα", "αλάνες":"αλάνα", "αλάνθαστη":"αλάνθαστος", "αλάνθαστο":"αλάνθαστος", "αλάνθαστοι":"αλάνθαστος", "αλάνθαστος":"αλάνθαστος", "αλάουι":"αλάουι", "αλάσκα":"αλάσκα", "αλάσκας":"αλάσκα", "άλατα":"άλας", "αλατζά":"αλατζάς", "αλάτι":"αλάτι", "αλατιέρα":"αλατιέρα", "αλατίζουμε":"αλατίζω", "αλατιού":"αλάτι", "αλατισμένο":"αλατίζω", "αλατισμένος":"αλατισμένος", "αλατόνερο":"αλατόνερο", "αλατότητα":"αλατότητα", "αλάτση":"αλάτσης", "αλαφιασμένες":"αλαφιασμένος", "αλαφιασμένη":"αλαφιασμένος", "αλαφιασμένοι":"αλαφιασμένος", "αλαφούζο":"αλαφούζος", "αλαφούζος":"αλαφούζος", "αλβανια":"αλβανία", "αλβανία":"αλβανία", "αλβανίας":"αλβανία", "αλβανικά":"αλβανικός", "αλβανικές":"αλβανικός", "αλβανική":"αλβανικός", "αλβανικής":"αλβανικός", "αλβανικό":"αλβανικός", "αλβανικού":"αλβανικός", "αλβανικών":"αλβανικός", "αλβανό":"αλβανός", "αλβανοί'":"αλβανοί'", "αλβανοί":"αλβανός", "αλβανός":"αλβανός", "αλβανού":"αλβανός", "αλβανούς":"αλβανός", "αλβανόφωνη":"αλβανόφωνος", "αλβανόφωνων":"αλβανόφωνος", "αλβανών":"αλβανός", "αλβέρκα":"αλβέρκα", "αλβέρτης":"αλβέρτης", "άλβες":"άλβες", "αλγεινή":"αλγεινός", "αλγέρι":"αλγέρι", "αλγερία":"αλγερία", "αλγερινές":"αλγερινός", "αλγερινή":"αλγερινός", "αλγερινό":"αλγερινός", "αλγερινοί":"αλγερινός", "αλγερινός":"αλγερινός", "αλγερίου":"αλγερίου", "άλγος":"άλγος", "αλέγκρε":"αλέγκρος", "αλεγκρία":"αλεγκρία", "αλέθει":"αλέθω", "άλεϊ":"άλεϊ", "αλειμμένα":"αλείβω", "αλείφει":"αλείβω", "αλείφουμε":"αλείβω", "άλεκ":"άλεκ", "αλέκα":"αλέκα", "αλέκας":"αλέκα", "αλέκο":"αλέκος", "αλεκος":"αλέκος", "αλέκος":"αλέκος", "αλέκου":"αλέκος", "αλέκτορα":"αλέκτωρ", "αλέμα":"αλέμα", "αλεν":"αλέγω", "αλεν":"αλεν", "αλέν":"αλέν", "άλεν":"άλεν", "αλενατόρε":"αλενατόρε", "αλεξ":"αλεξ", "αλέξ":"αλέξ", "άλεξ":"άλεξ", "αλεξ.":"αλεξ.", "αλεξάκη":"αλεξάκης", "αλεξάκης":"αλεξάκης", "αλεξανδρα":"αλεξάνδρα", "αλεξάνδρα":"αλεξάνδρα", "αλεξανδράκης":"αλεξανδράκης", "αλεξάνδρας":"αλεξάνδρα", "αλεξανδρεια":"αλεξάνδρεια", "αλεξάνδρεια":"αλεξάνδρεια", "αλεξανδρείας":"αλεξάνδρεια", "αλεξάνδρειας":"αλεξάνδρεια", "αλεξανδρειο":"αλεξανδρειο", "αλεξάνδρειο":"αλεξάνδρειο", "αλεξανδρείου":"αλεξανδρείου", "αλεξάνδρειου":"αλεξάνδρειου", "αλεξανδρείων":"αλεξανδρείων", "αλεξανδρή":"αλεξανδρής", "αλεξανδρής":"αλεξανδρής", "αλεξανδρίδης":"αλεξανδρίδης", "αλεξανδριδου":"αλεξανδριδου", "αλεξανδρινής":"αλεξανδρινή", "αλεξανδρινής":"αλεξανδρινός", "αλέξανδρο":"αλέξανδρος", "αλεξάνδροβιτς":"αλεξάνδροβιτς", "αλεξανδρος":"αλέξανδρος", "αλέξανδρος":"αλέξανδρος", "αλέξανδρος-απόλλων":"αλέξανδρος-απόλλων", "αλέξανδρος-β":"αλέξανδρος-β", "αλέξανδρος-σπόρτιγκ":"αλέξανδρος-σπόρτιγκ", "αλεξάνδρου":"αλέξανδρος", "αλέξανδρου":"αλέξανδρος", "αλεξανδρουπολη":"αλεξανδρούπολη", "αλεξανδρούπολη":"αλεξανδρούπολη", "αλεξανδρουπολης":"αλεξανδρούπολη", "αλεξανδρούπολης":"αλεξανδρούπολη", "αλεξανδρούπολης-σουφλίου":"αλεξανδρούπολης-σουφλίου", "αλεξαντερ":"αλεξαντερ", "αλεξάντερ":"αλεξάντερ", "αλεξάντρ":"αλεξάντρ", "αλεξάντροβιτς":"αλεξάντροβιτς", "αλέξαντρος":"αλέξαντρος", "αλεξη":"αλέξης", "αλέξη":"αλέξης", "αλεξης":"αλέξης", "αλέξης":"αλέξης", "αλεξια":"αλεξία", "αλέξια":"αλέξια", "αλεξιάδη":"αλεξιάδη", "αλεξιάδου":"αλεξιάδου", "αλέξιας":"αλέξιας", "αλεξίδη":"αλεξίδη", "αλέξιο":"αλέξιος", "αλεξιου":"αλεξίου", "αλεξίου":"αλεξίου", "αλεξίπτωτα":"αλεξίπτωτο", "αλεξιπτωτιστές":"αλεξιπτωτιστής", "αλεξιπτωτιστή":"αλεξιπτωτιστής", "αλεξιπτωτιστών":"αλεξιπτωτιστής", "αλεξίπτωτο":"αλεξίπτωτο", "αλεξίσφαιρα":"αλεξίσφαιρος", "αλεξίσφαιρο":"αλεξίσφαιρος", "αλεξισφαιροι":"αλεξίσφαιρος", "αλεξίσφαιροι":"αλεξίσφαιρος", "αλεξίσφαιρων":"αλεξίσφαιρος", "αλεξοπουλος":"αλεξόπουλος", "αλεξόπουλος":"αλεξόπουλος", "αλεξόπουλου":"αλεξόπουλος", "αλεπού":"αλεπού", "αλεπουδέας":"αλεπουδέας", "αλεπούδες":"αλεπού", "αλεπούς":"αλεπού", "αλεσάντρα":"αλεσάντρα", "αλεσάντρο":"αλεσάντρο", "αλεσμένου":"αλέθω", "αλέτρι":"αλέτρι", "αλευρά":"αλευράς", "άλευρα":"άλευρο", "αλευράς":"αλευράς", "αλεύρι":"αλεύρι", "αλευροβιομηχανία":"αλευροβιομηχανία", "αλευροβιομηχανίας":"αλευροβιομηχανία", "αλευροβιομηχανίες":"αλευροβιομηχανία", "αλευρόμυλος":"αλευρόμυλος", "αλευροποιητικες":"αλευροποιητικός", "αλευροποιητικών":"αλευροποιητικός", "αλεύρου":"άλευρο", "αλευρωμένη":"αλευρωμένος", "αλεύρων":"άλευρο", "αλέφαντο":"αλέφαντο", "αλεφαντος":"αλεφαντος", "αλέφαντος":"αλέφαντος", "αλή":"αλή", "αληθεια":"αλήθεια", "αλήθεια":"αλήθεια", "αληθείας":"αλήθεια", "αλήθειας":"αλήθεια", "αλήθειας'":"αλήθειας'", "αλήθειες":"αλήθεια", "αληθείς":"αληθής", "αληθειών":"αλήθεια", "αληθές":"αληθής", "αληθέστατο":"αληθής", "αληθεύει":"αληθεύω", "αληθεύουν":"αληθεύω", "αληθή":"αληθής", "αληθινα":"αληθινός", "αληθινά":"αληθινός", "αληθινές":"αληθινός", "αληθινή":"αληθινός", "αληθινής":"αληθινός", "αληθινό":"αληθινός", "αληθινοί":"αληθινός", "αληθινός":"αληθινός", "αληθινού":"αληθινός", "αληθινούς":"αληθινός", "αληθινών":"αληθινός", "αληθοφάνεια":"αληθοφάνεια", "αληθοφάνειας":"αληθοφάνεια", "αληθοφανής":"αληθοφανής", "άληκτο":"άληκτος", "αλησμόνητες":"αλησμόνητος", "αλησμόνητο":"αλησμόνητος", "αλησμόνητος":"αλησμόνητος", "αλησμόνητου":"αλησμόνητος", "αλήστου":"άληστος", "αλητεία":"αλητεία", "αλήτες":"αλήτης", "αλήτη":"αλήτης", "αλήτης":"αλήτης", "αλήτισσα":"αλήτισσα", "αληφακιώτη":"αληφακιώτη", "αληφακιώτης":"αληφακιώτης", "αληχανίδης":"αληχανίδης", "αλί":"αλί", "αλιατίδης":"αλιατίδης", "αλιατογλου":"αλιατογλου", "αλιβάνογλου":"αλιβάνογλου", "αλιβιζατος":"αλιβιζάτος", "αλιβιζάτος":"αλιβιζάτος", "αλιγάτορες":"αλιγάτορας", "αλιγεφ":"αλιγεφ", "αλίγεφ":"αλίγεφ", "αλιεία":"αλιεία", "αλιείας":"αλιεία", "αλιείς":"αλιεύς", "άλιεν":"άλιεν", "αλιέντε":"αλιέντε", "αλιεύει":"αλιεύω", "αλιεύονται":"αλιεύω", "αλίευσαν":"αλιεύω", "αλιεύσει":"αλιεύω", "αλιευτικά":"αλιευτικός", "αλιευτική":"αλιευτικός", "αλιευτικό":"αλιευτικός", "αλιευτικός":"αλιευτικός", "αλιευτικού":"αλιευτικός", "αλιευτικών":"αλιευτικός", "αλικάντε":"αλικάντε", "αλικη":"αλίκη", "αλίκη":"αλίκη", "αλίκης":"αλίκη", "αλίκο":"αλίκο", "αλίκου":"αλίκου", "αλίμονο":"αλίμονο", "αλίμονό":"αλίμονο", "αλιμος":"άλιμος", "άλιμος":"άλιμος", "αλίμου":"άλιμος", "αλιμπέγκοβιτς":"αλιμπέγκοβιτς", "αλιμπέρτη":"αλιμπέρτη", "αλις":"αλις", "άλις":"άλις", "αλισάχνη":"αλισάχνη", "αλισβερίσι":"αλισβερίσι", "άλισον":"άλισον", "άλιστερ":"άλιστερ", "αλιστράτη":"αλιστράτη", "αλιστράτης":"αλιστράτης", "αλιστρατινός":"αλιστρατινός", "αλιχανίδης":"αλιχανίδης", "αλκαζάρ":"αλκαζάρ", "αλκαίου":"αλκαίος", "αλκαντάρα":"αλκαντάρα", "αλκαρ":"αλκαρ", "αλκαρ-αεμετ":"αλκαρ-αεμετ", "αλκατελ":"αλκατελ", "αλκατράζ":"αλκατράζ", "αλκέτα":"αλκέτα", "άλκη":"άλκης", "αλκης":"αλκή", "άλκης":"άλκης", "άλκηστης":"άλκηστη", "άλκηστις":"άλκηστις", "αλκίνοος":"αλκίνοος", "άλκμααρ":"άλκμααρ", "αλκμήνης":"αλκμήνη", "αλκο":"αλκο", "αλκοόλ":"αλκοόλ", "αλκοόλης":"αλκοόλη", "αλκοολική":"αλκοολικός", "αλκοολικής":"αλκοολικός", "αλκοολικό":"αλκοολικός", "αλκοολικοί":"αλκοολικός", "αλκοολικός":"αλκοολικός", "αλκοολικού":"αλκοολικός", "αλκοολισμό":"αλκοολισμός", "αλκοολισμός":"αλκοολισμός", "αλκοολισμού":"αλκοολισμός", "αλκοολομέτρων":"αλκοολόμετρο", "αλκοολούχα":"αλκοολούχος", "αλκοολούχο":"αλκοολούχος", "αλκοολούχων":"αλκοολούχος", "άλκοτ":"άλκοτ", "αλκοτέστ":"αλκοτέστ", "αλκυόνα":"αλκυόνα", "αλκυόνας":"αλκυόνα", "αλκυόνες":"αλκυόνα", "αλκυόνη":"αλκυόνη", "αλκυόνης":"αλκυόνη", "αλκυονίδες":"αλκυονίδα", "αλκυονίς":"αλκυονίδα", "αλκυών":"αλκυών", "αλλ'":"αλλά", "αλλα":"αλλά", "αλλά":"αλλά", "άλλα":"άλλος", "άλλά":"άλλος", "αλλαγες":"αλλαγή", "αλλαγές":"αλλαγή", "αλλαγη":"αλλαγή", "αλλαγή":"αλλαγή", "'αλλαγή'":"'αλλαγή'", "αλλαγής":"αλλαγή", "αλλαγμένα":"αλλαγμένος", "αλλαγμένος":"αλλαγμένος", "αλλαγών":"αλλαγή", "άλλαζα":"αλλάζω", "άλλαζαν":"αλλάζω", "άλλαζε":"αλλάζω", "αλλάζει":"αλλάζω", "αλλάζεις":"αλλάζω", "αλλάζετε":"αλλάζω", "αλλάζοντας":"αλλάζω", "αλλάζουμε":"αλλάζω", "αλλαζουν":"αλλάζω", "αλλάζουν":"αλλάζω", "αλλάζω":"αλλάζω", "αλλαντικά":"αλλαντικό", "αλλαντικών":"αλλαντικό", "αλλαντοβιομηχανία":"αλλαντοβιομηχανία", "άλλαξα":"αλλάζω", "αλλάξαμε":"αλλάζω", "άλλαξαν":"αλλάζω", "άλλαξε":"αλλάζω", "αλλάξει":"αλλάζω", "αλλάξεις":"αλλάζω", "άλλαξες":"αλλάζω", "αλλάξετε":"αλλάζω", "αλλαξοπιστήσω":"αλλαξοπιστώ", "αλλάξουμε":"αλλάζω", "αλλάξουν":"αλλάζω", "αλλάξτε":"αλλάζω", "αλλάξω":"αλλάζω", "αλλατινη":"αλλατινη", "αλλατίνη":"αλλατίνη", "αλλατινι":"αλλατινι", "αλλατίνι":"αλλατίνι", "αλλαχτούν":"αλλάζω", "αλλεπάλληλα":"αλλεπάλληλα", "αλλεπάλληλα":"αλλεπάλληλος", "αλλεπάλληλες":"αλλεπάλληλος", "αλλεπάλληλη":"αλλεπάλληλος", "αλλεπάλληλοι":"αλλεπάλληλος", "αλλεπάλληλων":"αλλεπάλληλος", "αλλεργία":"αλλεργία", "αλλεργίες":"αλλεργία", "αλλεργικές":"αλλεργικός", "αλλεργική":"αλλεργικός", "αλλεργικό":"αλλεργικός", "αλλεργικού":"αλλεργικός", "αλλεργικών":"αλλεργικός", "αλλεργιογόνα":"αλλεργιογόνος", "αλλεργιογόνων":"αλλεργιογόνος", "αλλεργιολογικό":"αλλεργιολογικός", "αλλεργιολόγος":"αλλεργιολόγος", "αλλεργιών":"αλλεργία", "αλλες":"άλλος", "άλλες":"άλλος", "αλλή":"αλλή", "αλλη":"άλλος", "άλλη":"άλλος", "αλληγορία":"αλληγορία", "αλληγορίας":"αλληγορία", "αλληγορικές":"αλληγορικός", "αλληγορική":"αλληγορικός", "αλληθωρισμός":"αλληθωρισμός", "αλληλέγγυα":"αλληλέγγυα", "αλληλεγγύη":"αλληλεγγύη", "αλληλεγγύης":"αλληλεγγύη", "αλληλέγγυοι":"αλληλέγγυος", "αλληλέγγυους":"αλληλέγγυος", "αλληλένδετα":"αλληλένδετος", "αλληλένδετες":"αλληλένδετος", "αλληλένδετη":"αλληλένδετος", "αλληλεξαρτήσεις":"αλληλεξάρτηση", "αλληλεξάρτηση":"αλληλεξάρτηση", "αλληλεξάρτησή":"αλληλεξάρτηση", "αλληλεπιδράσεις":"αλληλεπίδραση", "αλληλεπιδράσεων":"αλληλεπίδραση", "αλληλεπίδραση":"αλληλεπίδραση", "αλληλεπίδρασης":"αλληλεπίδραση", "αλληλεπιδρούν":"αλληλεπιδρώ", "αλληλοαναιρούνται":"αλληλοαναιρούμαι", "αλληλοαποκλείονται":"αλληλοαποκλείω", "αλληλοβοήθεια":"αλληλοβοήθεια", "αλληλοβοήθειας":"αλληλοβοήθεια", "αλληλοβοηθηθεί":"αλληλοβοηθιέμαι", "αλληλογνωριμίας":"αλληλογνωριμία", "αλληλογνωριστεί":"αλληλογνωρίζω", "αλληλογραφεί":"αλληλογραφώ", "αλληλογραφία":"αλληλογραφία", "αλληλογραφίας":"αλληλογραφία", "αλληλογραφίες":"αλληλογραφία", "αλληλογραφούν":"αλληλογραφώ", "αλληλοεμπλέκονται":"αλληλοεμπλέκονται", "αλληλοεξοντώνονται":"αλληλοεξοντώνομαι", "αλληλοεξόντωση":"αλληλοεξόντωση", "αλληλοκαλύψεις":"αλληλοκάλυψη", "αλληλοκάλυψη":"αλληλοκάλυψη", "αλληλοκαρφωματα":"αλληλοκάρφωμα", "αλληλοκαρφώματα":"αλληλοκαρφώματα", "αλληλοκατανόησης":"αλληλοκατανόηση", "αλληλοκατηγορίες":"αλληλοκατηγορία", "αλληλοκατηγοριών":"αλληλοκατηγορία", "αλληλοκατηγορούνται":"αλληλοκατηγορούμαι", "αλληλοπλέκονται":"αλληλοπλέκω", "αλληλοσεβασμός":"αλληλοσεβασμός", "αλληλοστηρίζονται":"αλληλοστηρίζομαι", "αλληλοσυγκρουόμενα":"αλληλοσυγκρουόμενος", "αλληλοσυγκρουόμενες":"αλληλοσυγκρουόμενος", "αλληλοσυμπληρούμενες":"αλληλοσυμπληρώνομαι", "αλληλοσυμπληρώνονται":"αλληλοσυμπληρώνομαι", "αλληλοσυστηθεί":"αλληλοσυστήνω", "αλληλοϋποστήριξη":"αλληλοϋποστήριξη", "αλλήλους":"αλλήλων", "αλληλουχία":"αλληλουχία", "αλληλουχίας":"αλληλουχία", "αλληλουχίες":"αλληλουχία", "αλλήλων":"αλλήλων", "άλλης":"άλλος", "αλλιώς":"αλλιώς", "αλλιώτικα":"αλλιώτικα", "αλλιώτικη":"αλλιώτικος", "αλλο":"άλλος", "άλλο":"άλλος", "αλλογενής":"αλλογενής", "αλλόγλωσσα":"αλλόγλωσσος", "αλλοδαπά":"αλλοδαπός", "αλλοδαπές":"αλλοδαπός", "αλλοδαπή":"αλλοδαπός", "αλλοδαπής":"αλλοδαπός", "αλλοδαπό":"αλλοδαπός", "αλλοδαποί":"αλλοδαπός", "αλλοδαπός":"αλλοδαπός", "αλλοδαπού":"αλλοδαπός", "αλλοδαπούς":"αλλοδαπός", "αλλοδαπών":"αλλοδαπός", "αλλοεθνές":"αλλοεθνής", "άλλοθι":"άλλοθι", "άλλοθί":"άλλοθι", "αλλόθρησκους":"αλλόθρησκος", "αλλοθρήσκων":"αλλόθρησκος", "αλλοι":"άλλος", "άλλοι":"άλλος", "άλλοις":"άλλοις", "αλλοιωθεί":"αλλοιώνω", "αλλοιώθηκε":"αλλοιώνω", "αλλοιωθούν":"αλλοιώνω", "αλλοιωμένο":"αλλοιωμένος", "αλλοιωμένων":"αλλοιωμένος", "αλλοίωναν":"αλλοιώνω", "αλλοίωνε":"αλλοιώνω", "αλλοιώνει":"αλλοιώνω", "αλλοιώνεται":"αλλοιώνω", "αλλοιώνοντας":"αλλοιώνω", "αλλοιώνουν":"αλλοιώνω", "αλλοίωσαν":"αλλοιώνω", "αλλοίωσε":"αλλοιώνω", "αλλοιώσει":"αλλοιώνω", "αλλοιώσεις":"αλλοίωση", "αλλοιώσεων":"αλλοίωση", "αλλοίωση":"αλλοίωση", "αλλοίωσης":"αλλοίωση", "αλλοιώσουν":"αλλοιώνω", "αλλόκοτα":"αλλόκοτα", "αλλόκοτες":"αλλόκοτος", "αλλόκοτη":"αλλόκοτος", "αλλόκοτο":"αλλόκοτος", "αλλόκοτος":"αλλόκοτος", "άλλον":"άλλος", "αλλοπαθητικής":"αλλοπαθητικής", "αλλοπρόσαλλα":"αλλοπρόσαλλα", "αλλοπρόσαλλη":"αλλοπρόσαλλος", "αλλοπρόσαλλο":"αλλοπρόσαλλος", "αλλος":"άλλος", "άλλος":"άλλος", "άλλοτε":"άλλοτε", "αλλοτινές":"αλλοτινός", "αλλότρια":"αλλότριος", "αλλότριας":"αλλότριος", "αλλότριες":"αλλότριος", "αλλότριους":"αλλότριος", "αλλοτριωθεί":"αλλοτριώνω", "αλλοτριωμένος":"αλλοτριωμένος", "αλλοτριώνεστε":"αλλοτριώνω", "αλλοτρίωση":"αλλοτρίωση", "αλλοτρίωσή":"αλλοτρίωση", "άλλου":"άλλος", "αλλού":"αλλού", "άλλους":"άλλος", "άλλουτι":"άλλουτι", "αλλόφρονες":"αλλόφρων", "αλλόφρων":"αλλόφρων", "αλλων":"άλλος", "άλλων":"άλλος", "αλλωνών":"άλλος", "άλλως":"άλλως", "αλλωστε":"άλλωστε", "άλλωστε":"άλλωστε", "αλμα":"άλμα", "άλμα":"άλμα", "αλμανάκ":"αλμανάκ", "αλμαράς":"αλμαράς", "άλματα":"άλμα", "άλματος":"άλμα", "αλματώδη":"αλματώδης", "αλματώδης":"αλματώδης", "αλματώδους":"αλματώδης", "αλματωδώς":"αλματωδώς", "αλμέλο":"αλμέλο", "αλμερία":"αλμερία", "άλμη":"άλμη", "αλμιρόν":"αλμιρόν", "αλμογιόλα":"αλμογιόλα", "αλμοδοβάρ":"αλμοδοβάρ", "αλμπα":"αλμπα", "άλμπα":"άλμπα", "άλμπα5-101056":"άλμπα5-101056", "αλμπάνα":"αλμπάνα", "αλμπάνη":"αλμπάνης", "αλμπάνηδες":"αλμπάνης", "αλμπανίδου":"αλμπανίδου", "άλμπατρος":"άλμπατρος", "αλμπερτ":"αλμπερτ", "άλμπερτ":"άλμπερτ", "αλμπέρτο":"αλμπέρτο", "αλμπέρτου":"αλμπέρτου", "αλμπινολέφε":"αλμπινολέφε", "άλμπιον":"άλμπιον", "άλμπουμ":"άλμπουμ", "άλμπουρο":"άλμπουρο", "άλμπρεχτσεν":"άλμπρεχτσεν", "αλμύρα":"αλμύρα", "αλμυρά":"αλμυρός", "αλμυρή":"αλμυρός", "αλμυρό":"αλμυρός", "αλμυροί":"αλμυρός", "αλμυρός":"αλμυρός", "αλμυρότητα":"αλμυρότητα", "αλμυρού":"αλμυρός", "αλμωπίας":"αλμωπίας", "αλμωπος":"αλμωπος", "αλμωπός":"αλμωπός", "άλντα":"άλντα", "αλόα":"αλόα", "άλογα":"άλογο", "άλογά":"άλογο", "αλογάκι":"αλογάκι", "άλογης":"άλογος", "αλόγιστα":"αλόγιστα", "αλόγιστα":"αλόγιστος", "αλόγιστες":"αλόγιστος", "αλόγιστη":"αλόγιστος", "αλόγιστο":"αλόγιστος", "αλόγιστος":"αλόγιστος", "άλογο":"άλογο", "άλογό":"άλογο", "άλογο":"άλογος", "αλογόμυγα":"αλογόμυγα", "αλογοσκουφη":"αλογοσκούφης", "αλογοσκούφη":"αλογοσκούφης", "αλογοσκούφης":"αλογοσκούφης", "αλόγου":"άλογο", "αλογων":"άλογος", "αλόγων":"άλογος", "αλοΐζι":"αλοΐζι", "αλοιφές":"αλοιφή", "αλοιφή":"αλοιφή", "αλοιφών":"αλοιφή", "αλόννησο":"αλόννησο", "αλοννήσου":"αλοννήσου", "αλόνσο":"αλόνσο", "αλός":"αλός", "αλουμιλ-μυλωνας":"αλουμιλ-μυλωνας", "αλουμίνα":"αλουμίνα", "αλουμινάδες":"αλουμινάς", "αλουμίνας":"αλουμίνας", "αλουμινένιος":"αλουμινένιος", "αλουμινιο":"αλουμίνιο", "αλουμίνιο":"αλουμίνιο", "αλουμινιον":"αλουμίνιο", "αλουμινίου":"αλουμίνιο", "αλουμινοκατασκευαστών":"αλουμινοκατασκευαστών", "αλουμινόχαρτα":"αλουμινόχαρτο", "αλουμινόχαρτο":"αλουμινόχαρτο", "αλουμυλ":"αλουμυλ", "αλούσι":"αλούση", "άλπεις":"άλπεις", "αλπεων":"αλπεων", "άλπεων":"άλπεων", "αλπική":"αλπικός", "αλπικό":"αλπικός", "αλπινο":"αλπινο", "αλπίνο":"αλπίνο", "άλση":"άλσος", "άλσος":"άλσος", "άλσους":"άλσος", "αλστον":"αλστον", "αλσύλλιο":"αλσύλλιο", "αλσυλλίου":"αλσύλλιο", "αλτε":"αλτε", "αλτεκ":"αλτεκ", "άλτερ":"άλτερ", "αλτικόρνο":"αλτικόρνο", "αλτίν":"αλτίν", "αλτιναλμάζη":"αλτιναλμάζη", "αλτιντζής":"αλτιντζής", "αλτιντόπ":"αλτιντόπ", "άλτρια":"άλτρια", "άλτριας":"άλτρια", "αλτρουισμού":"αλτρουισμός", "αλτρουιστική":"αλτρουιστικός", "αλτσχάιμερ":"αλτσχάιμερ", "αλύπητα":"αλύπητα", "αλυσιδα":"αλυσίδα", "αλυσίδα":"αλυσίδα", "αλυσίδας":"αλυσίδα", "αλυσίδες":"αλυσίδα", "αλυσίδων":"αλυσίδα", "αλυσιδωτά":"αλυσιδωτά", "αλυσιδωτές":"αλυσιδωτός", "αλυσιδωτή":"αλυσιδωτός", "αλυσιδωτής":"αλυσιδωτός", "αλυσιδωτών":"αλυσιδωτός", "αλυσοδεμένα":"αλυσοδένω", "αλυσοδεμένη":"αλυσοδεμένος", "αλυσοδεμένο":"αλυσοδεμένος", "αλυσοδεμένοι":"αλυσοδένω", "αλυσοδεμένους":"αλυσοδένω", "άλυτα":"άλυτος", "άλυτη":"άλυτος", "άλυτο":"άλυτος", "αλύτρωτους":"αλύτρωτος", "άλυτων":"άλυτος", "αλφα":"άλφα", "άλφα":"άλφα", "αλφα-αφοι":"αλφα-αφοι", "αλφα-βητα":"αλφα-βητα", "αλφαβητάρι":"αλφαβητάρι", "αλφαβητική":"αλφαβητικός", "αλφαβητικό":"αλφαβητικός", "αλφαβητισμό":"αλφαβητισμό", "αλφαβητισμού":"αλφαβητισμού", "αλφάβητο":"αλφάβητο", "αλφαβήτου":"αλφάβητο", "αλφαντ":"αλφαντ", "αλφάντ":"αλφάντ", "αλφιέρη":"αλφιέρη", "αλφικο":"αλφικο", "αλφόνσο":"αλφόνσος", "αλφρέδο":"αλφρέδο", "αλφρεντ":"αλφρεντ", "άλφρεντ":"άλφρεντ", "αλχημείας":"αλχημεία", "αλχημείες":"αλχημεία", "αλχημιστές":"αλχημιστής", "αλώβητες":"αλώβητος", "αλώβητη":"αλώβητος", "αλώβητο":"αλώβητος", "αλώβητοι":"αλώβητος", "αλώβητος":"αλώβητος", "αλωθεί":"αλώνω", "αλώθηκε":"αλώνω", "αλωνεύτης":"αλωνεύτης", "αλώνια":"αλώνι", "'αλώνιζαν'":"'αλώνιζαν'", "αλώνιζαν":"αλωνίζω", "αλώνιζε":"αλωνίζω", "αλωνίζει":"αλωνίζω", "αλωνίζουν":"αλωνίζω", "άλωσαν":"αλώνω", "αλωσε":"αλώνω", "αλώσει":"αλώνω", "άλωση":"άλωση", "αλώσουμε":"αλώνω", "αλώσουν":"αλώνω", "αμ'":"αεγώ", "άμα":"άμα", "αμαεφούλε":"αμαεφούλε", "αμαζόνας":"αμαζόνα", "αμαζόνες":"αμαζόνα", "αμαζόνιο":"αμαζόνιος", "αμαζονιου":"αμαζόνιος", "αμαζονίου":"αμαζόνιος", "αμάθεια":"αμάθεια", "αμάθειας":"αμάθεια", "αμάλγαμα":"αμάλγαμα", "αμαλγάματος":"αμάλγαμα", "αμαλθεια":"αμάλθεια", "αμαλια":"αμαλία", "αμαλία":"αμαλία", "αμαλιάδας":"αμαλιάδα", "αμαλίας":"αμαλία", "αμάν":"αμάν", "αμανάτι":"αμανάτι", "αμανατίδη":"αμανατίδη", "αμανατιδης":"αμανατιδης", "αμανατίδης":"αμανατίδης", "αμανιτης":"αμανιτης", "αμανταδίνη":"αμανταδίνη", "αμαντέο":"αμαντέο", "αμαντόρα":"αμαντόρα", "άμαντος":"άμαντος", "αμαντού":"αμαντού", "άμαξα":"άμαξα", "αμαξάκι":"αμαξάκι", "άμαξας":"άμαξα", "άμαξες":"άμαξα", "αμάξης":"αμάξης", "αμάξι":"αμάξι", "αμάξια":"αμάξι", "αμαξίδια":"αμαξίδιο", "αμαξιδίων":"αμαξίδιο", "αμαξοστάσια":"αμαξοστάσιο", "αμαξοστάσιο":"αμαξοστάσιο", "αμαξοστασίου":"αμαξοστάσιο", "αμαξοστοιχία":"αμαξοστοιχία", "αμαξοστοιχίας":"αμαξοστοιχία", "αμαξοστοιχίες":"αμαξοστοιχία", "αμάξωμα":"αμάξωμα", "αμάξωμά":"αμάξωμα", "αμαξών":"άμαξα", "αμάουρι":"αμάουρι", "αμάρ":"αμάρ", "αμαράλ":"αμαράλ", "αμαραντιωτών":"αμαραντιωτών", "αμάραντο":"αμάραντος", "αμαρκάριστος":"αμαρκάριστος", "αμάρο":"αμάρο", "αμαρουσίου":"αμαρούσιο", "αμαρτάνειν":"αμαρτάνειν", "αμαρτάνεις":"αμαρταίνω", "αμαρτάνουν":"αμαρταίνω", "αμάρτημα":"αμάρτημα", "αμαρτήματα":"αμάρτημα", "αμαρτήματά":"αμάρτημα", "αμαρτημάτων":"αμάρτημα", "αμάρτησαν":"αμαρταίνω", "αμαρτία":"αμαρτία", "αμάρτια":"αμάρτια", "αμαρτίαις":"αμαρτίαις", "αμαρτίας":"αμαρτία", "αμαρτίες":"αμαρτία", "αμαρτιών":"αμαρτία", "αμαρτωλές":"αμαρτωλός", "αμαρτωλή":"αμαρτωλός", "αμαρτωλό":"αμαρτωλός", "αμαρτωλού":"αμαρτωλός", "αμαρτωλών":"αμαρτωλός", "αμάσητο":"αμάσητος", "αμάτο":"αμάτο", "αμαυρωθεί":"αμαυρώνω", "αμαυρώθηκε":"αμαυρώνω", "αμαυρώνει":"αμαυρώνω", "αμαυρώνουν":"αμαυρώνω", "αμαύρωσαν":"αμαυρώνω", "αμαυρώσει":"αμαυρώνω", "αμαυρώσουν":"αμαυρώνω", "αμαφούλε":"αμαφούλε", "αμαχητί":"αμάχητα", "άμαχο":"άμαχος", "άμαχοι":"άμαχος", "άμαχος":"άμαχος", "άμαχου":"άμαχος", "αμάχους":"άμαχος", "άμαχους":"άμαχος", "αμάχων":"άμαχος", "άμαχων":"άμαχος", "αμβέρσας":"αμβέρσα", "άμβλυνε":"αμβλύνω", "αμβλύνει":"αμβλύνω", "αμβλυνθεί":"αμβλύνω", "αμβλυνθούν":"αμβλύνω", "αμβλύνοντας":"αμβλύνω", "άμβλυνση":"άμβλυνση", "αμβλώσεις":"άμβλωση", "αμβλώσεων":"άμβλωση", "άμβλωση":"άμβλωση", "αμβούργο":"αμβούργο", "αμβούργου":"αμβούργο", "άμβωνος":"άμβωνος", "αμδίτη":"αμδίτη", "αμδίτης":"αμδίτης", "αμεα":"αμεα", "αμείβεται":"αμείβω", "αμειβόμενη":"αμειβόμενος", "αμειβόμενοι":"αμειβόμενος", "αμειβόμενους":"αμειβόμενος", "αμειβόμενων":"αμειβόμενος", "αμείβονται":"αμείβω", "αμειβόταν":"αμείβω", "αμείλικτα":"αμείλικτα", "αμείλικτα":"αμείλικτος", "αμείλικτη":"αμείλικτος", "αμείλικτο":"αμείλικτος", "αμείλικτοι":"αμείλικτος", "αμείλικτος":"αμείλικτος", "αμείωτα":"αμείωτα", "αμείωτη":"αμείωτος", "αμείωτο":"αμείωτος", "αμείωτους":"αμείωτος", "αμέλεια":"αμέλεια", "αμέλειά":"αμέλεια", "αμελείας":"αμέλεια", "αμέλειας":"αμέλεια", "αμέλειας'":"αμέλειας'", "αμέλειες":"αμέλεια", "αμελείτε":"αμελώ", "αμελης":"αμελής", "αμελητέα":"αμελητέος", "αμελητέες":"αμελητέος", "αμελητέο":"αμελητέος", "αμελητέος":"αμελητέος", "αμελούν":"αμελώ", "άμεμπτο":"άμεμπτος", "άμεμπτος":"άμεμπτος", "αμέρικα":"αμερικοί", "αμερικανάκια":"αμερικανάκι", "αμερικανή":"Αμερικανή", "αμερικανιά":"αμερικανιά", "αμερικανίδα":"αμερικανίδα", "αμερικανίδας":"αμερικανίδα", "αμερικανίδων":"αμερικανίδα", "αμερικανίζουσα":"αμερικανίζουσα", "αμερικάνικα":"αμερικάνικα", "αμερικανικά":"αμερικάνικος", "αμερικάνικα":"αμερικάνικος", "αμερικανικές":"αμερικάνικος", "αμερικάνικες":"αμερικάνικος", "αμερικανική":"αμερικάνικος", "αμερικάνικη":"αμερικάνικος", "αμερικάνική":"αμερικάνικος", "αμερικανικης":"αμερικάνικος", "αμερικανικής":"αμερικάνικος", "αμερικάνικης":"αμερικάνικος", "αμερικανικό":"αμερικάνικος", "αμερικάνικο":"αμερικάνικος", "αμερικανικοί":"αμερικάνικος", "αμερικανικος":"αμερικάνικος", "αμερικανικός":"αμερικάνικος", "αμερικανικού":"αμερικάνικος", "αμερικάνικου":"αμερικάνικος", "αμερικανικούς":"αμερικάνικος", "αμερικανικών":"αμερικάνικος", "αμερικανο":"αμερικανός", "αμερικανό":"αμερικανός", "αμερικάνο":"αμερικάνος", "αμερικανοβρετανική":"αμερικανοβρετανικός", "αμερικανοβρετανικούς":"αμερικανοβρετανικός", "αμερικανοεβραίων":"αμερικανοεβραίος", "αμερικανοί":"αμερικανός", "αμερικάνοι":"αμερικάνος", "αμερικανοκρατίας":"αμερικανοκρατία", "αμερικανοολλανδού":"αμερικανοολλανδού", "αμερικανός":"αμερικανός", "αμερικάνος":"αμερικάνος", "αμερικανού":"αμερικανός", "αμερικάνου":"αμερικάνος", "αμερικανούς":"αμερικανός", "αμερικάνους":"αμερικάνος", "αμερικανων":"αμερικανός", "αμερικανών":"αμερικανός", "αμερικάνων":"αμερικάνος", "αμερική":"αμερική", "αμερικής":"αμερική", "αμέριμνα":"αμέριμνα", "αμέριμνες":"αμέριμνος", "αμέριμνη":"αμέριμνος", "αμεριμνησία":"αμεριμνησία", "αμέριμνο":"αμέριμνος", "αμέριμνοι":"αμέριμνος", "αμέριμνος":"αμέριμνος", "αμέριστα":"αμέριστα", "αμέριστη":"αμέριστος", "αμερόληπτα":"αμερόληπτα", "αμερόληπτες":"αμερόληπτος", "αμερόληπτη":"αμερόληπτος", "αμερόληπτης":"αμερόληπτος", "αμερόληπτο":"αμερόληπτος", "αμερόληπτοι":"αμερόληπτος", "αμερόληπτος":"αμερόληπτος", "αμεροληψία":"αμεροληψία", "αμεροληψίας":"αμεροληψία", "άμεσα":"άμεσα", "άμεσα":"άμεσος", "άμεσες":"άμεσος", "'αμεση":"'αμεση", "άμεση":"άμεσος", "άμεσης":"άμεσος", "άμεσο":"άμεσος", "άμεσοι":"άμεσος", "άμεσος":"άμεσος", "αμεσότερα":"άμεσα", "αμεσότερη":"άμεσος", "αμεσότερο":"άμεσος", "αμεσότερου":"άμεσος", "αμεσότητα":"αμεσότητα", "αμεσότητας":"αμεσότητα", "αμέσου":"άμεσος", "άμεσου":"άμεσος", "άμεσους":"άμεσος", "άμεσων":"άμεσος", "αμεσως":"αμέσως", "αμέσως":"αμέσως", "αμετάβλητα":"αμετάβλητα", "αμετάβλητες":"αμετάβλητος", "αμετάβλητη":"αμετάβλητος", "αμετάβλητο":"αμετάβλητος", "αμετάβλητος":"αμετάβλητος", "αμετακίνητα":"αμετακίνητος", "αμετακίνητη":"αμετακίνητος", "αμετακίνητο":"αμετακίνητος", "αμετακίνητοι":"αμετακίνητος", "αμετάκλητα":"αμετάκλητα", "αμετάκλητη":"αμετάκλητος", "αμετάκλητης":"αμετάκλητος", "αμετάκλητο":"αμετάκλητος", "αμετάκλητων":"αμετάκλητος", "αμετανόητη":"αμετανόητος", "αμετανόητο":"αμετανόητος", "αμετανόητοι":"αμετανόητος", "αμετανόητος":"αμετανόητος", "αμετάπειστος":"αμετάπειστος", "αμέτοχη":"αμέτοχος", "αμέτοχο":"αμέτοχος", "αμέτοχοι":"αμέτοχος", "αμέτοχος":"αμέτοχος", "άμετρη":"άμετρος", "άμετρης":"άμετρος", "αμέτρητα":"αμέτρητα", "αμέτρητες":"αμέτρητος", "αμέτρητοι":"αμέτρητος", "αμετροέπεια":"αμετροέπεια", "αμετροέπειας":"αμετροέπεια", "αμετροεπείς":"αμετροεπής", "αμηνόρροια":"αμηνόρροια", "αμήχανα":"αμήχανα", "αμήχανη":"αμήχανος", "αμηχανία":"αμηχανία", "αμηχανίας":"αμηχανία", "αμηχανίες":"αμηχανία", "αμήχανο":"αμήχανος", "αμήχανοι":"αμήχανος", "αμήχανος":"αμήχανος", "αμήχανους":"αμήχανος", "αμί":"αμί", "αμίαντο":"αμίαντος", "αμιαντόπλακες":"αμιαντόπλακες", "αμιαντοπλακών":"αμιαντοπλακών", "αμιαντοτσιμέντο":"αμιαντοτσιμέντο", "αμιαντοτσιμέντου":"αμιαντοτσιμέντο", "αμιάντου":"αμίαντος", "αμιγές":"αμιγής", "αμιγή":"αμιγής", "αμιγης":"αμιγής", "αμιγής":"αμιγής", "αμιγούς":"αμιγής", "αμιγώς":"αμιγώς", "άμιελ":"άμιελ", "αμίλητο":"αμίλητος", "αμίλητοι":"αμίλητος", "άμιλλα":"άμιλλα", "άμιλλά":"άμιλλα", "άμιλλας":"άμιλλα", "αμιλλώνται":"αμιλλώμαι", "αμίμητη":"αμίμητος", "αμίν":"αμίν", "αμινοξέα":"αμινοξύ", "άμιρ":"άμιρ", "άμις":"άμις", "άμισθη":"άμισθος", "αμισθί":"αμισθί", "άμισθος":"άμισθος", "άμισθων":"άμισθος", "αμισός":"αμισός", "αμισσός":"αμισσός", "αμίτ":"αμίτ", "αμίτσι":"αμίτσι", "αμμάν":"αμμάν", "άμμο":"άμμος", "αμμοβολής":"αμμοβολή", "αμμοθύελλα":"αμμοθύελλα", "αμμοληψία":"αμμοληψία", "άμμος":"άμμος", "άμμου":"άμμος", "αμμουδερή":"αμμουδερός", "αμμουδιά":"αμμουδιά", "αμμουδιές":"αμμουδιά", "αμνημονεύτων":"αμνημόνευτος", "αμνησία":"αμνησία", "αμνησίας":"αμνησία", "αμνήστευση":"αμνήστευση", "αμνηστία":"αμνηστία", "αμνηστίας":"αμνηστία", "αμνιακό":"αμνιακός", "αμνιακού":"αμνιακός", "αμνιοκέντηση":"αμνιοκέντηση", "αμνιοπαρακέντηση":"αμνιοπαρακέντηση", "αμνοερίφια":"αμνοερίφιο", "αμνον":"αμνός", "αμνόν":"αμνός", "αμνούς":"αμνός", "αμνών":"αμνός", "αμοιβαια":"αμοιβαίος", "αμοιβαία":"αμοιβαίος", "αμοιβαίας":"αμοιβαίος", "αμοιβαίες":"αμοιβαίος", "αμοιβαίο":"αμοιβαίος", "αμοιβαίον":"αμοιβαίος", "αμοιβαίος":"αμοιβαίος", "αμοιβαιότητα":"αμοιβαιότητα", "αμοιβαιότητας":"αμοιβαιότητα", "αμοιβαίου":"αμοιβαίος", "αμοιβαίων":"αμοιβαίος", "αμοιβαίως":"αμοιβαία", "αμοιβές":"αμοιβή", "αμοιβή":"αμοιβή", "αμοιβής":"αμοιβή", "αμοιβών":"αμοιβή", "άμοιρα":"άμοιρος", "άμοιρη":"άμοιρος", "αμοιρίδη":"αμοιρίδη", "αμοιρίδης":"αμοιρίδης", "άμοιρο":"άμοιρος", "άμοιρος":"άμοιρος", "αμόκ":"αμόκ", "αμολάει":"αμολώ", "αμολάνε":"αμολώ", "αμόλευτος":"αμόλευτος", "αμόλυβδη":"αμόλυβδος", "αμόλυβδης":"αμόλυβδος", "αμόλυντα":"αμόλυντος", "αμόλυντη":"αμόλυντος", "αμόνι":"αμόνι", "αμοραλισμός":"αμοραλισμός", "αμοραλισμού":"αμοραλισμός", "αμορίου":"αμόριο", "αμορόζο":"αμορόζο", "αμορούζο":"αμορούζο", "άμορφα":"άμορφα", "άμορφη":"άμορφος", "άμορφο":"άμορφος", "αμορφωσιά":"αμορφωσιά", "αμόρφωτες":"αμόρφωτος", "αμόρφωτης":"αμόρφωτος", "άμουσος":"άμουσος", "αμούστακα":"αμούστακος", "αμουτζιάς":"αμουτζιάς", "αμούτζιας":"αμούτζιας", "αμπ":"αμπ", "αμπάρη":"αμπάρη", "αμπαρης":"αμπαρης", "αμπάρης":"αμπάρης", "αμπάρια":"αμπάρι", "αμπάρκιολης":"αμπάρκιολης", "αμπάς":"αμπάς", "αμπατζή":"αμπατζής", "αμπατζής":"αμπατζής", "αμπατζίδης":"αμπατζίδης", "αμπάτσα":"αμπάτσα", "άμπε":"άμπε", "αμπεϊχόν":"αμπεϊχόν", "αμπελά":"αμπελάς", "αμπελάς":"αμπελάς", "αμπέλι":"αμπέλι", "αμπέλια":"αμπέλι", "αμπελιού":"αμπέλι", "αμπελογιάννης":"αμπελογιάννης", "αμπελόκηποι":"αμπελόκηπος", "αμπελοκηπων":"αμπελόκηπος", "αμπελοκήπων":"αμπελόκηπος", "αμπελότοπος":"αμπελότοπος", "αμπέλου":"άμπελος", "αμπελουργικο":"αμπελουργικός", "αμπελουργικών":"αμπελουργικός", "αμπελοφιλοσοφία":"αμπελοφιλοσοφία", "αμπελοφιλοσοφίες":"αμπελοφιλοσοφία", "αμπελώνα":"αμπελώνας", "αμπελώνες":"αμπελώνας", "αμπελώνων":"αμπελώνας", "αμπέμπα":"αμπέμπα", "αμπεντίν":"αμπεντίν", "αμπεριάδη":"αμπεριάδη", "αμπεριαδης":"αμπεριαδης", "αμπεριάδης":"αμπεριάδης", "αμπερντίν":"αμπερντίν", "αμπιντίν":"αμπιντίν", "αμπιόλα":"αμπιόλα", "αμπντάλα":"αμπντάλα", "αμπνταλάχ":"αμπνταλάχ", "αμπντελ":"αμπντελ", "αμπντέλ":"αμπντέλ", "αμπντί":"αμπντί", "αμπντίν":"αμπντίν", "αμπντούλ":"αμπντούλ", "αμπντουλαγιέ":"αμπντουλαγιέ", "αμπντουλαζίζ":"αμπντουλαζίζ", "αμπντουλαχ":"αμπντουλαχ", "αμπντουλάχ":"αμπντουλάχ", "αμπντουλαχμάν":"αμπντουλαχμάν", "αμπντουλσαλάμ":"αμπντουλσαλάμ", "αμπονσα":"αμπονσα", "αμπονσά":"αμπονσά", "αμπονσάι":"αμπονσάι", "αμπορίτζιναλ":"αμπορίτζιναλ", "άμποτ":"άμποτ", "αμπού":"αμπού", "αμπούλες":"αμπούλα", "αμπουμπάκαρ":"αμπουμπάκαρ", "αμπούτζα":"αμπούτζα", "αμπραμόβιτς":"αμπραμόβιτς", "αμπτουλάχ":"αμπτουλάχ", "αμπχαζίας":"αμπχαζίας", "αμπώτιδος":"άμπωτις", "αμστερνταμ":"άμστερνταμ", "άμστερνταμ":"άμστερνταμ", "αμυγδαλές":"αμυγδαλή", "αμυγδαλιάς":"αμυγδαλιά", "αμύγδαλο":"αμύγδαλο", "αμυγδάλου":"αμύγδαλο", "αμυδρά":"αμυδρά", "αμυδρές":"αμυδρός", "αμυδρή":"αμυδρός", "αμυδρό":"αμυδρός", "αμύητοι":"αμύητος", "αμύθητα":"αμύθητος", "αμύθητης":"αμύθητος", "άμυλο":"άμυλο", "άμυλό":"άμυλο", "αμυλούχες":"αμυλούχος", "αμυνα":"άμυνα", "άμυνα":"άμυνα", "άμυνά":"άμυνα", "αμυνας":"άμυνα", "άμυνας":"άμυνα", "άμυνάς":"άμυνα", "άμυνες":"άμυνα", "αμύνεται":"αμύνομαι", "αμύνης":"άμυνα", "αμυνθεί":"αμύνομαι", "αμυνθείς":"αμύνομαι", "αμυνθείτε":"αμύνομαι", "αμυνθή":"αμύνομαι", "αμύνθηκαν":"αμύνομαι", "αμυνθούμε":"αμύνομαι", "αμυνθούν":"αμύνομαι", "αμυνθώ":"αμύνομαι", "αμυνόμενη":"αμυνόμενος", "αμυνόμενοι":"αμυνόμενος", "αμυνόμενος":"αμυνόμενος", "αμυνταίου":"αμύνταιο", "αμύντας":"αμύντας", "αμυντικά":"αμυντικά", "αμυντικά":"αμυντικός", "αμυντικές":"αμυντικός", "αμυντική":"αμυντικός", "αμυντικής":"αμυντικός", "αμυντικό":"αμυντικός", "αμυντικοί":"αμυντικός", "αμυντικός":"αμυντικός", "αμυντικού":"αμυντικός", "αμυντικούς":"αμυντικός", "αμυντικών":"αμυντικός", "αμυχές":"αμυχή", "αμφέβαλλε":"αμφιβάλλω", "αμφεταμίνη":"αμφεταμίνη", "αμφιβάλεις":"αμφιβάλλω", "αμφιβάλετε":"αμφιβάλλω", "αμφιβάλλει":"αμφιβάλλω", "αμφιβάλλεις":"αμφιβάλλω", "αμφιβάλλουν":"αμφιβάλλω", "αμφιβάλλω":"αμφιβάλλω", "αμφίβια":"αμφίβιος", "αμφίβιας":"αμφίβιος", "αμφίβιων":"αμφίβιος", "αμφιβληστροειδή":"αμφιβληστροειδής", "αμφιβληστροειδής":"αμφιβληστροειδής", "αμφιβληστροειδοπάθεια":"αμφιβληστροειδοπάθεια", "αμφιβληστροειδοπάθειες":"αμφιβληστροειδοπάθεια", "αμφιβληστροειδούς":"αμφιβληστροειδής", "αμφίβολες":"αμφίβολος", "αμφίβολη":"αμφίβολος", "αμφίβολης":"αμφίβολος", "αμφιβολία":"αμφιβολία", "αμφιβολίας":"αμφιβολία", "αμφιβολίες":"αμφιβολία", "αμφιβολιών":"αμφιβολία", "αμφίβολο":"αμφίβολος", "αμφίβολοι":"αμφίβολος", "αμφίβολος":"αμφίβολος", "αμφιβόλου":"αμφίβολος", "αμφίβολους":"αμφίβολος", "αμφιβόλω":"αμφίβολος", "αμφίβολων":"αμφίβολος", "αμφίδρομες":"αμφίδρομος", "αμφίδρομη":"αμφίδρομος", "αμφίδρομης":"αμφίδρομος", "αμφίδρομων":"αμφίδρομος", "αμφιέσεις":"αμφίεση", "αμφίεση":"αμφίεση", "αμφιθέατρα":"αμφιθέατρο", "αμφιθεατρικά":"αμφιθεατρικά", "αμφιθέατρο":"αμφιθέατρο", "αμφιθεάτρου":"αμφιθέατρο", "αμφιθυμία":"αμφιθυμία", "αμφιλεγόμενα":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενες":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενη":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενης":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενο":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενου":"αμφιλεγόμενος", "αμφιλεγόμενους":"αμφιλεγόμενος", "αμφιπόλεως":"αμφίπολη", "αμφίπολης":"αμφίπολη", "αμφίρροπη":"αμφίρροπος", "αμφίρροπο":"αμφίρροπος", "αμφισβητεί":"αμφισβητώ", "αμφισβητείς":"αμφισβητώ", "αμφισβητείται":"αμφισβητώ", "αμφισβητηθεί":"αμφισβητώ", "αμφισβητήθηκαν":"αμφισβητώ", "αμφισβητήθηκε":"αμφισβητώ", "αμφισβητηθούν":"αμφισβητώ", "αμφισβήτησαν":"αμφισβητώ", "αμφισβήτησε":"αμφισβητώ", "αμφισβητήσει":"αμφισβητώ", "αμφισβητήσεις":"αμφισβητώ", "αμφισβητήσεων":"αμφισβήτηση", "αμφισβητήσεως":"αμφισβήτηση", "αμφισβήτηση":"αμφισβήτηση", "αμφισβήτησή":"αμφισβήτηση", "αμφισβήτησης":"αμφισβήτηση", "αμφισβήτησής":"αμφισβήτηση", "αμφισβητήσιμα":"αμφισβητήσιμος", "αμφισβητήσιμοι":"αμφισβητήσιμος", "αμφισβητήσουμε":"αμφισβητώ", "αμφισβητήσουν":"αμφισβητώ", "αμφισβητία":"αμφισβητίας", "αμφισβητίες":"αμφισβητίας", "αμφισβητούμε":"αμφισβητώ", "αμφισβητούμενες":"αμφισβητούμενος", "αμφισβητούμενη":"αμφισβητούμενος", "αμφισβητούμενης":"αμφισβητούμενος", "αμφισβητούμενος":"αμφισβητούμενος", "αμφισβητούμενων":"αμφισβητούμενος", "αμφισβητούν":"αμφισβητώ", "αμφισβητούνται":"αμφισβητώ", "αμφισβητούνταν":"αμφισβητώ", "αμφισβητούσαν":"αμφισβητώ", "αμφισβητούσε":"αμφισβητώ", "αμφισβητώ":"αμφισβητώ", "αμφισβητώντας":"αμφισβητώ", "αμφίσημα":"αμφίσημος", "αμφίσημες":"αμφίσημος", "αμφίσημη":"αμφίσημος", "αμφισημία":"αμφισημία", "αμφισημίες":"αμφισημία", "αμφίσημο":"αμφίσημος", "αμφιτρύων":"αμφιτρύωνας", "αμφορέα":"αμφορέας", "αμφορέας":"αμφορέας", "αμφορείς":"αμφορέας", "αμφορέων":"αμφορέας", "αμφότερα":"αμφότερος", "αμφότερες":"αμφότερος", "αμφότεροι":"αμφότερος", "αμφοτερόπλευρη":"αμφοτερόπλευρη", "αμφοτέρους":"αμφότερος", "αμφότερους":"αμφότερος", "αμφοτέρων":"αμφότερος", "αμφότερων":"αμφότερος", "αν":"αν", "αν.":"αν.", "ανα":"ανά", "ανά":"ανά", "άνα":"άνα", "αναβαθμίδες":"αναβαθμίς", "αναβαθμίζει":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίζεται":"αναβαθμίζω", "αναβαθμιζόμενος":"αναβαθμιζόμενος", "αναβαθμίζονται":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίζουν":"αναβαθμίζω", "αναβάθμισαν":"αναβαθμίζω", "αναβάθμισε":"αναβαθμίζω", "αναβαθμισει":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίσει":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίσεις":"αναβάθμιση", "αναβαθμιση":"αναβάθμιση", "αναβάθμιση":"αναβάθμιση", "αναβάθμισή":"αναβάθμιση", "αναβάθμισης":"αναβάθμιση", "αναβάθμισής":"αναβάθμιση", "αναβαθμισθεί":"αναβαθμίζω", "αναβαθμισμένα":"αναβαθμίζω", "αναβαθμισμένες":"αναβαθμίζω", "αναβαθμισμένη":"αναβαθμισμένος", "αναβαθμισμένης":"αναβαθμίζω", "αναβαθμισμένο":"αναβαθμισμένος", "αναβαθμισμένος":"αναβαθμισμένος", "αναβαθμίσουμε":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίσουν":"αναβαθμίζω", "αναβαθμιστεί":"αναβαθμίζω", "αναβαθμίστηκε":"αναβαθμίζω", "αναβαθμιστούν":"αναβαθμίζω", "αναβάλει":"αναβάλλω", "αναβάλετε":"αναβάλλω", "αναβάλλει":"αναβάλλω", "αναβάλλεται":"αναβάλλω", "αναβάλλετε":"αναβάλλω", "αναβάλλονται":"αναβάλλω", "αναβάλλοντας":"αναβάλλω", "αναβαλλόταν":"αναβάλλω", "αναβάλλουν":"αναβάλλω", "αναβάλουν":"αναβάλλω", "άναβαν":"ανάβω", "αναβάπτισμα":"αναβάπτισμα", "αναβάσεις":"ανάβαση", "αναβάσεων":"ανάβαση", "ανάβαση":"ανάβαση", "ανάβασή":"ανάβαση", "ανάβασης":"ανάβαση", "αναβάτες":"αναβάτης", "αναβάτη":"αναβάτης", "αναβάτης":"αναβάτης", "άναβε":"ανάβω", "ανάβει":"ανάβω", "ανάβεις":"ανάβω", "αναβιώνει":"αναβιώνω", "αναβιώνουν":"αναβιώνω", "αναβίωσε":"αναβιώνω", "αναβιώσει":"αναβιώνω", "αναβιώσεις":"αναβιώνω", "αναβιώσεως":"αναβίωση", "αναβίωση":"αναβίωση", "αναβίωσης":"αναβίωση", "αναβιώσουν":"αναβιώνω", "αναβληθεί":"αναβάλλω", "αναβληθεντα":"αναβληθείς", "αναβλήθηκαν":"αναβάλλω", "αναβλήθηκε":"αναβάλλω", "αναβληθούν":"αναβάλλω", "αναβλητικός":"αναβλητικός", "αναβλύζει":"αναβλύζω", "αναβολές":"αναβολή", "αναβολη":"αναβολή", "αναβολή":"αναβολή", "αναβολής":"αναβολή", "αναβολικά":"αναβολικός", "αναβολικές":"αναβολικός", "αναβολικών":"αναβολικός", "αναβολών":"αναβολή", "ανάβοντας":"ανάβω", "αναβοσβήνουν":"αναβοσβήνω", "ανάβουν":"ανάβω", "αναβρασμο":"αναβρασμός", "αναβρασμό":"αναβρασμός", "αναβρασμός":"αναβρασμός", "αναγάγει":"ανάγω", "αναγγείλει":"αναγγέλλω", "αναγγελθείσας":"αναγγελθείς", "αναγγελθέντων":"αναγγελθείς", "αναγγέλθηκε":"αναγγέλλω", "αναγγελία":"αναγγελία", "αναγγελίας":"αναγγελία", "αναγγελίες":"αναγγελία", "αναγγέλλει":"αναγγέλλω", "αναγγέλλοντας":"αναγγέλλω", "αναγγέλλουν":"αναγγέλλω", "ανάγει":"ανάγω", "αναγεννάται":"αναγεννώ", "αναγεννηθεί":"αναγεννώ", "αναγεννήθηκαν":"αναγεννώ", "αναγεννήθηκε":"αναγεννώ", "αναγεννηθούν":"αναγεννώ", "αναγεννημένος":"αναγεννημένος", "αναγεννημένου":"αναγεννημένος", "αναγεννημένους":"αναγεννημένος", "αναγέννησε":"αναγεννώ", "αναγεννήσεως":"αναγέννηση", "αναγεννηση":"αναγέννηση", "αναγέννηση":"αναγέννηση", "'αναγέννηση'":"'αναγέννηση'", "αναγέννησή":"αναγέννηση", "αναγέννησης":"αναγέννηση", "αναγέννηση-φλόγα":"αναγέννηση-φλόγα", "αναγεννησιακής":"αναγεννησιακός", "αναγεννησιακό":"αναγεννησιακός", "αναγεννησιακού":"αναγεννησιακός", "αναγεννώνται":"αναγεννώ", "ανάγεται":"ανάγω", "ανάγκαζαν":"αναγκάζω", "ανάγκαζε":"αναγκάζω", "αναγκάζει":"αναγκάζω", "αναγκάζεται":"αναγκάζω", "αναγκάζομαι":"αναγκάζω", "αναγκαζόμασταν":"αναγκάζω", "αναγκαζόμαστε":"αναγκάζω", "αναγκαζόμουν":"αναγκάζω", "αναγκάζονται":"αναγκάζω", "αναγκάζονταν":"αναγκάζω", "αναγκάζοντας":"αναγκάζω", "αναγκάζοντάς":"αναγκάζω", "αναγκαζόταν":"αναγκάζω", "αναγκάζουν":"αναγκάζω", "αναγκαία":"αναγκαίος", "αναγκαίας":"αναγκαίος", "αναγκαίες":"αναγκαίος", "αναγκαίο":"αναγκαίος", "αναγκαίοι":"αναγκαίος", "αναγκαίον":"αναγκαίος", "αναγκαίος":"αναγκαίος", "αναγκαιότητα":"αναγκαιότητα", "αναγκαιότητας":"αναγκαιότητα", "αναγκαίου":"αναγκαίος", "αναγκαίους":"αναγκαίος", "αναγκαίων":"αναγκαίος", "αναγκαίως":"αναγκαία", "αναγκάσαμε":"αναγκάζω", "ανάγκασαν":"αναγκάζω", "ανάγκασε":"αναγκάζω", "αναγκάσει":"αναγκάζω", "αναγκάσεις":"αναγκάζω", "αναγκασθεί":"αναγκάζω", "αναγκασθέντες":"αναγκασθείς", "αναγκάσθηκαν":"αναγκάζω", "αναγκάσθηκε":"αναγκάζω", "αναγκασθούν":"αναγκάζω", "αναγκασμένα":"αναγκάζω", "αναγκασμένες":"αναγκάζω", "αναγκασμένο":"αναγκάζω", "αναγκασμένοι":"αναγκασμένος", "αναγκασμένος":"αναγκασμένος", "αναγκάσουν":"αναγκάζω", "αναγκαστεί":"αναγκάζω", "αναγκάστηκα":"αναγκάζω", "αναγκαστήκαμε":"αναγκάζω", "αναγκάστηκαν":"αναγκάζω", "αναγκάστηκε":"αναγκάζω", "αναγκαστικά":"αναγκαστικά", "αναγκαστικές":"αναγκαστικός", "αναγκαστική":"αναγκαστικός", "αναγκαστικής":"αναγκαστικός", "αναγκαστικό":"αναγκαστικός", "αναγκαστικός":"αναγκαστικός", "αναγκαστικού":"αναγκαστικός", "αναγκαστικούς":"αναγκαστικός", "αναγκαστικών":"αναγκαστικός", "αναγκαστικώς":"αναγκαστικά", "αναγκαστούμε":"αναγκάζω", "αναγκαστούν":"αναγκάζω", "αναγκαστώ":"αναγκάζω", "αναγκες":"ανάγκη", "ανάγκες":"ανάγκη", "αναγκη":"ανάγκη", "ανάγκη":"ανάγκη", "ανάγκην":"ανάγκη", "ανάγκης":"ανάγκη", "αναγκών":"ανάγκη", "ανάγλυφα":"ανάγλυφα", "ανάγλυφη":"ανάγλυφος", "ανάγλυφο":"ανάγλυφος", "ανάγλυφου":"ανάγλυφος", "αναγνώριζαν":"αναγνωρίζω", "αναγνώριζε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζει":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζεις":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζεται":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζετε":"αναγνωρίζω", "αναγνωριζόμενη":"αναγνωριζόμενος", "αναγνωρίζονται":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζοντας":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζουμε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζουν":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίζω":"αναγνωρίζω", "αναγνώρισα":"αναγνωρίζω", "αναγνώρισαν":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσατε":"αναγνωρίζω", "αναγνώρισε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσει":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσεις":"αναγνώριση", "αναγνωρίσετε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσεως":"αναγνώριση", "αναγνώριση":"αναγνώριση", "αναγνώρισή":"αναγνώριση", "αναγνώρισης":"αναγνώριση", "αναγνωρισθεί":"αναγνωρίζω", "αναγνωρισθούν":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσιμα":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμες":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμη":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμο":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμοι":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμος":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρισιμότητα":"αναγνωρισιμότητα", "αναγνωρισιμότητας":"αναγνωρισιμότητα", "αναγνωρίσιμου":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμους":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρίσιμων":"αναγνωρίσιμος", "αναγνωρισμένα":"αναγνωρισμένος", "αναγνωρισμένες":"αναγνωρισμένος", "αναγνωρισμένη":"αναγνωρισμένος", "αναγνωρισμένο":"αναγνωρισμένος", "αναγνωρισμένοι":"αναγνωρίζω", "αναγνωρισμένος":"αναγνωρίζω", "αναγνωρισμένους":"αναγνωρισμένος", "αναγνωρίσουμε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσουν":"αναγνωρίζω", "αναγνωριστεί":"αναγνωρίζω", "αναγνωριστείτε":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίστηκε":"αναγνωρίζω", "αναγνωριστικά":"αναγνωριστικός", "αναγνωριστικές":"αναγνωριστικός", "αναγνωριστική":"αναγνωριστικός", "αναγνωριστικό":"αναγνωριστικός", "αναγνωριστικών":"αναγνωριστικός", "αναγνωριστούν":"αναγνωρίζω", "αναγνωρίσω":"αναγνωρίζω", "αναγνώσει":"αναγιγνώσκω", "αναγνώσεις":"ανάγνωση", "ανάγνωση":"ανάγνωση", "ανάγνωσή":"ανάγνωση", "ανάγνωσης":"ανάγνωση", "αναγνωσιμότητα":"αναγνωσιμότητα", "ανάγνωσμα":"ανάγνωσμα", "αναγνώσματα":"ανάγνωσμα", "αναγνωστάκη":"αναγνωστάκης", "αναγνωστάκης":"αναγνωστάκης", "αναγνωστάρας":"αναγνωστάρας", "αναγνωστεί":"αναγιγνώσκω", "αναγνώστες":"αναγνώστης", "αναγνώστη":"αναγνώστης", "αναγνώστηκε":"αναγιγνώσκω", "αναγνωστήρια":"αναγνωστήριο", "αναγνωστήριο":"αναγνωστήριο", "αναγνώστης":"αναγνώστης", "αναγνωστικές":"αναγνωστικός", "αναγνωστικό":"αναγνωστικός", "αναγνωστικού":"αναγνωστικός", "αναγνωστόπουλο":"αναγνωστόπουλος", "αναγνωστόπουλος":"αναγνωστόπουλος", "αναγνωστοπουλου":"αναγνωστόπουλος", "αναγνωστου":"αναγνώστης", "αναγνώστου":"αναγνώστης", "αναγνωστούν":"αναγιγνώσκω", "αναγνώστρια":"αναγνώστρια", "αναγνώστριά":"αναγνώστρια", "αναγνώστριας":"αναγνώστρια", "αναγνώστριάς":"αναγνώστρια", "αναγνώστριες":"αναγνώστρια", "αναγνωστών":"αναγνώστης", "ανάγονται":"ανάγω", "ανάγοντας":"ανάγω", "αναγορεύει":"αναγορεύω", "αναγορεύεται":"αναγορεύω", "αναγορευθεί":"αναγορεύω", "αναγορεύοντας":"αναγορεύω", "αναγορεύσει":"αναγορεύω", "αναγόρευση":"αναγόρευση", "αναγορεύσουν":"αναγορεύω", "αναγορευτεί":"αναγορεύω", "αναγορεύτηκε":"αναγορεύω", "ανάγουν":"ανάγω", "αναγραφεί":"αναγράφω", "αναγράφει":"αναγράφω", "αναγραφές":"αναγραφή", "αναγράφεται":"αναγράφω", "αναγραφή":"αναγραφή", "αναγραφής":"αναγραφή", "αναγραφόμενες":"αναγραφόμενος", "αναγραφομένων":"αναγραφόμενος", "αναγράφονται":"αναγράφω", "αναγράφονταν":"αναγράφω", "αναγραφόταν":"αναγράφω", "αναγράφουμε":"αναγράφω", "αναγραφούν":"αναγράφω", "αναγράφουν":"αναγράφω", "αναγωγές":"αναγωγή", "αναγωγή":"αναγωγή", "αναγωγής":"αναγωγή", "ανάγωγο":"ανάγωγος", "αναγωγών":"αναγωγή", "αναδασμός":"αναδασμός", "αναδασμού":"αναδασμός", "αναδασμού-εποικισμού":"αναδασμού-εποικισμού", "αναδασμών":"αναδασμός", "αναδασωθεί":"αναδασώνω", "αναδασώσεις":"αναδάσωση", "αναδάσωση":"αναδάσωση", "αναδασωτέες":"αναδασωτέος", "αναδείκνυαν":"αναδεικνύω", "αναδεικνύει":"αναδεικνύω", "αναδεικνύεται":"αναδεικνύω", "αναδεικνύονται":"αναδεικνύω", "αναδεικνύοντας":"αναδεικνύω", "αναδεικνύουμε":"αναδεικνύω", "αναδεικνύουν":"αναδεικνύω", "αναδείξαμε":"αναδεικνύω", "αναδείξει":"αναδεικνύω", "αναδείξετε":"αναδεικνύω", "ανάδειξη":"ανάδειξη", "ανάδειξή":"ανάδειξη", "ανάδειξης":"ανάδειξη", "αναδείξουμε":"αναδεικνύω", "αναδείξουν":"αναδεικνύω", "αναδείξω":"αναδεικνύω", "αναδειχθεί":"αναδεικνύω", "αναδείχθηκαν":"αναδεικνύω", "αναδειχθηκε":"αναδεικνύω", "αναδείχθηκε":"αναδεικνύω", "αναδειχθούμε":"αναδεικνύω", "αναδειχθούν":"αναδεικνύω", "αναδειχτεί":"αναδεικνύω", "αναδείχτηκαν":"αναδεικνύω", "αναδείχτηκε":"αναδεικνύω", "αναδείχτηκε-στο":"αναδείχτηκε-στο", "αναδειχτούμε":"αναδεικνύω", "ανάδελφες":"ανάδελφος", "ανάδελφον":"ανάδελφος", "ανάδελφου":"ανάδελφος", "αναδεύει":"αναδεύω", "αναδεύονται":"αναδεύω", "αναδημιουργήσουμε":"αναδημιουργώ", "αναδημοσίευσαν":"αναδημοσιεύω", "αναδημοσιεύσει":"αναδημοσιεύω", "αναδημοσιεύσω":"αναδημοσιεύω", "αναδημοσιεύτηκαν":"αναδημοσιεύω", "αναδημοσιεύτηκε":"αναδημοσιεύω", "αναδιαμόρφωση":"αναδιαμόρφωση", "αναδιανεμήθηκαν":"αναδιανέμω", "αναδιανομή":"αναδιανομή", "αναδιανομής":"αναδιανομή", "αναδιαρθρωθεί":"αναδιαρθρώνω", "αναδιαρθρώσεις":"αναδιάρθρωση", "αναδιάρθρωση":"αναδιάρθρωση", "αναδιάρθρωσης":"αναδιάρθρωση", "αναδιατάξει":"αναδιατάσσω", "αναδιατάξεις":"αναδιατάσσω", "αναδιάταξη":"αναδιάταξη", "αναδιάταξης":"αναδιάταξη", "αναδιατάσσουν":"αναδιατάσσω", "αναδιαταχθούν":"αναδιατάσσω", "αναδιατυπώνονται":"αναδιατυπώνω", "αναδίδει":"αναδίνω", "αναδίδουν":"αναδίνω", "αναδιοργανωθεί":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργανώθηκε":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργανωθούν":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργανώνονται":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργάνωσε":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργανώσει":"αναδιοργανώνω", "αναδιοργάνωση":"αναδιοργάνωση", "αναδιοργάνωσης":"αναδιοργάνωση", "αναδιοργανώσουν":"αναδιοργανώνω", "αναδιπλούμενο":"αναδιπλούμενος", "αναδιπλώθηκε":"αναδιπλώνω", "αναδίπλωση":"αναδίπλωση", "αναδίφηση":"αναδίφηση", "αναδομεί":"αναδομώ", "αναδομηθεί":"αναδομώ", "αναδόμησης":"αναδόμηση", "αναδοχή":"αναδοχή", "ανάδοχη":"ανάδοχος", "αναδοχής":"αναδοχή", "ανάδοχο":"ανάδοχος", "ανάδοχοι":"ανάδοχος", "ανάδοχος":"ανάδοχος", "αναδόχου":"ανάδοχος", "ανάδοχου":"ανάδοχος", "αναδόχους":"ανάδοχος", "ανάδοχους":"ανάδοχος", "αναδόχων":"ανάδοχος", "αναδρομές":"αναδρομή", "αναδρομή":"αναδρομή", "αναδρομής":"αναδρομή", "αναδρομικά":"αναδρομικά", "αναδρομική":"αναδρομικός", "αναδρομικότητας":"αναδρομικότητα", "αναδρομικών":"αναδρομικός", "ανάδρομος":"ανάδρομος", "αναδύει":"αναδύει", "αναδύεται":"αναδύομαι", "αναδυθεί":"αναδύομαι", "αναδύθηκαν":"αναδύομαι", "αναδύθηκε":"αναδύομαι", "αναδυόμενες":"αναδυόμενος", "αναδυόμενη":"αναδυόμενος", "αναδυόμενης":"αναδυόμενος", "αναδύονται":"αναδύομαι", "αναδυόταν":"αναδύομαι", "αναδύουν":"αναδύω", "ανάδυση":"ανάδυση", "ανάδυσης":"ανάδυση", "αναερόβια":"αναερόβιος", "αναζητά":"αναζητώ", "αναζητάει":"αναζητώ", "αναζητάμε":"αναζητώ", "αναζητάς":"αναζητώ", "αναζητάται":"αναζητάται", "αναζητει":"αναζητώ", "αναζητεί":"αναζητώ", "αναζητείς":"αναζητώ", "αναζητείται":"αναζητώ", "αναζητηθεί":"αναζητώ", "αναζητήθηκαν":"αναζητώ", "αναζητήθηκε":"αναζητώ", "αναζητηθούν":"αναζητώ", "αναζήτησα":"αναζητώ", "αναζητήσαμε":"αναζητώ", "αναζήτησαν":"αναζητώ", "αναζήτησε":"αναζητώ", "αναζητήσει":"αναζητώ", "αναζητήσεις":"αναζήτηση", "αναζητήσεις":"αναζητώ", "αναζητήσετε":"αναζητώ", "αναζητήσεων":"αναζήτηση", "αναζήτηση":"αναζήτηση", "αναζήτησή":"αναζήτηση", "αναζήτησης":"αναζήτηση", "αναζητήσουμε":"αναζητώ", "αναζητήσουν":"αναζητώ", "αναζητήστε":"αναζητώ", "αναζητήσω":"αναζητώ", "αναζητητές":"αναζητητής", "αναζητούμε":"αναζητώ", "αναζητούμενων":"αναζητούμενος", "αναζητούν":"αναζητώ", "αναζητούνται":"αναζητώ", "αναζητούσα":"αναζητώ", "αναζητούσαμε":"αναζητώ", "αναζητούσαν":"αναζητώ", "αναζητούσε":"αναζητώ", "αναζητώ":"αναζητώ", "αναζητώνται":"αναζητώνται", "αναζητώντας":"αναζητώ", "αναζωογονεί":"αναζωογονώ", "αναζωογονηθεί":"αναζωογονώ", "αναζωογονήσει":"αναζωογονώ", "αναζωογόνηση":"αναζωογόνηση", "αναζωογόνησης":"αναζωογόνηση", "αναζωογονητικά":"αναζωογονητικός", "αναζωογονητικές":"αναζωογονητικός", "αναζωογονητικό":"αναζωογονητικός", "αναζωογονούσε":"αναζωογονώ", "αναζωογονώντας":"αναζωογονώ", "αναζωπυρωθεί":"αναζωπυρώνω", "αναζωπυρώθηκαν":"αναζωπυρώνω", "αναζωπυρώθηκε":"αναζωπυρώνω", "αναζωπυρώνεται":"αναζωπυρώνω", "αναζωπύρωσε":"αναζωπυρώνω", "αναζωπυρώσει":"αναζωπυρώνω", "αναζωπυρώσεις":"αναζωπυρώνω", "αναζωπύρωση":"αναζωπύρωση", "αναζωπύρωσης":"αναζωπύρωση", "αναζωπυρώσουν":"αναζωπυρώνω", "αναθάρρεψε":"αναθαρρεύω", "αναθάρρησαν":"αναθαρρώ", "αναθάρρησε":"αναθαρρώ", "αναθαρρήσει":"αναθαρρώ", "αναθαρρυντικός":"αναθαρρυντικός", "ανάθεμα":"ανάθεμα", "αναθέματα":"ανάθεμα", "αναθέματος":"ανάθεμα", "αναθερμάνει":"αναθερμαίνω", "αναθερμανθεί":"αναθερμαίνω", "αναθερμάνθηκε":"αναθερμαίνω", "αναθέρμανση":"αναθέρμανση", "αναθέρμανσης":"αναθέρμανση", "αναθέσει":"αναθέτω", "αναθέσεις":"αναθέτω", "αναθέσετε":"αναθέτω", "αναθέσεων":"ανάθεση", "αναθέσεως":"ανάθεση", "ανάθεση":"ανάθεση", "ανάθεσή":"ανάθεση", "ανάθεσης":"ανάθεση", "αναθέσουμε":"αναθέτω", "αναθέσουν":"αναθέτω", "αναθέτει":"αναθέτω", "αναθέτοντάς":"αναθέτω", "αναθέτουμε":"αναθέτω", "αναθέτουν":"αναθέτω", "αναθεωρηθεί":"αναθεωρώ", "αναθεωρήθηκαν":"αναθεωρώ", "αναθεωρηθούν":"αναθεωρώ", "αναθεωρημένα":"αναθεωρώ", "αναθεωρημένη":"αναθεωρώ", "αναθεωρημένης":"αναθεωρώ", "αναθεωρημένο":"αναθεωρημένος", "αναθεωρημένου":"αναθεωρημένος", "αναθεώρησε":"αναθεωρώ", "αναθεωρήσει":"αναθεωρώ", "αναθεωρήσετε":"αναθεωρώ", "αναθεωρήσεων":"αναθεώρηση", "αναθεώρηση":"αναθεώρηση", "αναθεώρησή":"αναθεώρηση", "αναθεώρησης":"αναθεώρηση", "αναθεωρήσιμη":"αναθεωρήσιμος", "αναθεωρήσουμε":"αναθεωρώ", "αναθεωρήσουν":"αναθεωρώ", "αναθεωρητέων":"αναθεωρητέος", "αναθεωρητική":"αναθεωρητικός", "αναθεωρητικού":"αναθεωρητικός", "αναθεωρούν":"αναθεωρώ", "αναθεωρούνται":"αναθεωρώ", "αναθήματα":"ανάθημα", "ανάθρεψε":"ανατρέφω", "αναθρέψει":"ανατρέφω", "αναθρέψουν":"ανατρέφω", "αναθυμιάσεις":"αναθυμίαση", "αναθυμιάσεων":"αναθυμίαση", "αναθυμόμαστε":"αναθυμούμαι", "αναίδεια":"αναίδεια", "αναιδείς":"αναιδής", "αναίμακτη":"αναίμακτος", "αναίμακτης":"αναίμακτος", "αναίμακτο":"αναίμακτος", "αναιμια":"αναιμία", "αναιμία":"αναιμία", "αναιμίας":"αναιμία", "αναιμικές":"αναιμικός", "αναιμική":"αναιμικός", "αναιμικό":"αναιμικός", "αναιρεθεί":"αναιρώ", "αναιρέθηκε":"αναιρώ", "αναιρεθούν":"αναιρώ", "αναιρεί":"αναιρώ", "αναιρείται":"αναιρώ", "αναίρεσαν":"αναιρώ", "αναίρεσε":"αναιρώ", "αναιρέσει":"αναιρώ", "αναιρέσεις":"αναιρώ", "αναίρεση":"αναίρεση", "αναίρεσή":"αναίρεση", "αναίρεσης":"αναίρεση", "αναιρέσουν":"αναιρώ", "αναιρούν":"αναιρώ", "αναιρούνται":"αναιρώ", "αναιρώντας":"αναιρώ", "αναισθησία":"αναισθησία", "αναισθησίας":"αναισθησία", "αναισθησιολόγο":"αναισθησιολόγος", "αναισθησιολόγος":"αναισθησιολόγος", "αναισθησιολόγους":"αναισθησιολόγος", "αναισθησιολόγων":"αναισθησιολόγος", "αναίσθητα":"αναίσθητα", "αναίσθητες":"αναίσθητος", "αναίσθητη":"αναίσθητος", "αναισθητικό":"αναισθητικός", "αναισθητικού":"αναισθητικός", "αναισθητικών":"αναισθητικός", "αναίσθητο":"αναίσθητος", "αναίσθητοι":"αναίσθητος", "αναισθητοποιήθηκαν":"αναισθητοποιώ", "αναισθητοποίησαν":"αναισθητοποιώ", "αναίσθητος":"αναίσθητος", "αναίσθητους":"αναίσθητος", "αναίσχυντα":"αναίσχυντα", "αναίσχυντη":"αναίσχυντος", "αναίτια":"αναίτια", "αναίτιες":"αναίτιος", "αναίτιο":"αναίτιος", "αναιτιολόγητες":"αναιτιολόγητος", "αναιτιολόγητη":"αναιτιολόγητος", "αναιτιολόγητο":"αναιτιολόγητος", "ανακάθισε":"ανακάθομαι", "ανακαινίζονται":"ανακαινίζω", "ανακαίνισε":"ανακαινίζω", "ανακαινίσει":"ανακαινίζω", "ανακαινίσεις":"ανακαίνιση", "ανακαινίσεων":"ανακαίνιση", "ανακαίνιση":"ανακαίνιση", "ανακαίνισή":"ανακαίνιση", "ανακαίνισης":"ανακαίνιση", "ανακαινισθεί":"ανακαινίζω", "ανακαινισμένα":"ανακαινισμένος", "ανακαινισμένη":"ανακαινίζω", "ανακαινισμένης":"ανακαινίζω", "ανακαινισμένο":"ανακαινίζω", "ανακαινισμένου":"ανακαινισμένος", "ανακαινίστε":"ανακαινίζω", "ανακαινιστεί":"ανακαινίζω", "ανακαινιστούν":"ανακαινίζω", "ανακαλεί":"ανακαλώ", "ανακάλεσαν":"ανακαλώ", "ανακάλεσε":"ανακαλώ", "ανακαλέσει":"ανακαλώ", "ανακαλέσετε":"ανακαλώ", "ανακαλέσουμε":"ανακαλώ", "ανακαλέσουν":"ανακαλώ", "ανακαλούν":"ανακαλώ", "ανακαλούνται":"ανακαλώ", "ανακαλούσε":"ανακαλώ", "ανακαλύπταμε":"ανακαλύπτω", "ανακάλυπταν":"ανακαλύπτω", "ανακάλυπτε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτει":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτεί":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτεις":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτετε":"ανακαλύπτω", "ανακαλυπτομένων":"ανακαλυπτόμενος", "ανακαλύπτονται":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτοντας":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτουμε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτουν":"ανακαλύπτω", "ανακαλύπτω":"ανακαλύπτω", "ανακαλυφθεί":"ανακαλύπτω", "ανακαλύφθηκαν":"ανακαλύπτω", "ανακαλύφθηκε":"ανακαλύπτω", "ανακαλυφθούν":"ανακαλύπτω", "ανακάλυψα":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψαμε":"ανακαλύπτω", "ανακάλυψαν":"ανακαλύπτω", "ανακάλυψε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψει":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψεις":"ανακάλυψη", "ανακαλύψετε":"ανακαλύπτω", "ανακάλυψη":"ανακάλυψη", "ανακάλυψή":"ανακάλυψη", "ανακάλυψης":"ανακάλυψη", "ανακαλύψουμε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψουν":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψουνε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψτε":"ανακαλύπτω", "ανακαλύψω":"ανακαλύπτω", "ανακαλώ":"ανακαλώ", "ανακάμπτει":"ανακάμπτω", "ανακάμπτουν":"ανακάμπτω", "ανακάμψει":"ανακάμπτω", "ανακαμψη":"ανάκαμψη", "ανάκαμψη":"ανάκαμψη", "ανάκαμψης":"ανάκαμψη", "ανάκαμψής":"ανάκαμψη", "ανακάμψουμε":"ανακάμπτω", "ανακάμψουν":"ανακάμπτω", "ανάκαρα":"ανάκαρα", "ανακαταλάβουν":"ανακαταλαμβάνω", "ανακατάληψη":"ανακατάληψη", "ανακατανομή":"ανακατανομή", "ανακατανομής":"ανακατανομή", "ανακατασκευάζει":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευάζεται":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκεύασαν":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευάσει":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευάσουν":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευαστεί":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευάστηκαν":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευαστούν":"ανακατασκευάζω", "ανακατασκευές":"ανακατασκευή", "ανακατασκευή":"ανακατασκευή", "ανακατασκευής":"ανακατασκευή", "ανακατασκευής-επισκευής":"ανακατασκευής-επισκευής", "ανακαταταξεις":"ανακατάταξη", "ανακατατάξεις":"ανακατάταξη", "ανακατατάξεων":"ανακατάταξη", "ανακατάταξη":"ανακατάταξη", "ανακάτεμα":"ανακάτεμα", "ανακατεμένα":"ανακατεμένος", "ανακατεμένη":"ανακατεύω", "ανάκατες":"ανάκατος", "ανακατεύει":"ανακατεύω", "ανακατεύεσαι":"ανακατεύω", "ανακατεύεστε":"ανακατεύω", "ανακατεύεται":"ανακατεύω", "ανακατεύετε":"ανακατεύω", "ανακατευθεί":"ανακατεύω", "ανακατευθούν":"ανακατεύω", "ανακατεύονται":"ανακατεύω", "ανακατεύοντας":"ανακατεύω", "ανακατεύουμε":"ανακατεύω", "ανακατεύουν":"ανακατεύω", "ανακατευτεί":"ανακατεύω", "ανακατεύτηκαν":"ανακατεύω", "ανακατεύω":"ανακατεύω", "ανακάτεψε":"ανακατεύω", "ανακατέψει":"ανακατεύω", "ανακατέψουμε":"ανακατεύω", "ανακάτωμα":"ανακάτωμα", "ανακατωμένα":"ανακατώνω", "ανακατωτά":"ανακατωτά", "ανακεφαλαιώνοντας":"ανακεφαλαιώνω", "ανακεφαλαίωση":"ανακεφαλαίωση", "ανακεφαλαιωτικών":"ανακεφαλαιωτικός", "ανακήρυξε":"ανακηρύσσω", "ανακήρυξη":"ανακήρυξη", "ανακηρύξουν":"ανακηρύσσω", "ανακήρυσσε":"ανακηρύσσω", "ανακηρύσσει":"ανακηρύσσω", "ανακηρύσσεται":"ανακηρύσσω", "ανακηρύσσουν":"ανακηρύσσω", "ανακηρυχθεί":"ανακηρύσσω", "ανακηρυχθηκε":"ανακηρύσσω", "ανακηρύχθηκε":"ανακηρύσσω", "ανακινεί":"ανακινώ", "ανακινείται":"ανακινώ", "ανακίνησε":"ανακινώ", "ανακίνηση":"ανακίνηση", "ανακινώντας":"ανακινώ", "ανακλαστικά":"ανακλαστικός", "ανακλαστικής":"ανακλαστικός", "ανακλάται":"ανακλώ", "ανακληθεί":"ανακαλώ", "ανακλήθηκε":"ανακαλώ", "ανακληθούν":"ανακαλώ", "ανακλήσεων":"ανάκληση", "ανακλήσεως":"ανάκληση", "ανάκληση":"ανάκληση", "ανάκλησή":"ανάκληση", "ανάκλησης":"ανάκληση", "ανάκλησής":"ανάκληση", "ανακλητές":"ανακλητός", "ανακοινωθεί":"ανακοινώνω", "ανακοινωθέν":"ανακοινωθείς", "ανακοινωθέντα":"ανακοινωθείς", "ανακοινωθέντος":"ανακοινωθείς", "ανακοινώθηκαν":"ανακοινώνω", "ανακοινωθηκε":"ανακοινώνω", "ανακοινώθηκε":"ανακοινώνω", "ανακοινωθούν":"ανακοινώνω", "ανακοινώναμε":"ανακοινώνω", "ανακοίνωναν":"ανακοινώνω", "ανακοίνωνε":"ανακοινώνω", "ανακοινωνει":"ανακοινώνω", "ανακοινώνει":"ανακοινώνω", "ανακοινώνεται":"ανακοινώνω", "ανακοινώνετε":"ανακοινώνω", "ανακοινώνονται":"ανακοινώνω", "ανακοινώνονταν":"ανακοινώνω", "ανακοινώνοντας":"ανακοινώνω", "ανακοινωνόταν":"ανακοινώνω", "ανακοινώνουμε":"ανακοινώνω", "ανακοινώνουν":"ανακοινώνω", "ανακοίνωσα":"ανακοινώνω", "ανακοίνωσαν":"ανακοινώνω", "ανακοίνωσε":"ανακοινώνω", "ανακοινώσει":"ανακοινώνω", "ανακοινώσεις":"ανακοίνωση", "ανακοινώσετε":"ανακοινώνω", "ανακοινώσεων":"ανακοίνωση", "ανακοινωση":"ανακοίνωση", "ανακοίνωση":"ανακοίνωση", "ανακοίνωσή":"ανακοίνωση", "ανακοίνωση-απάντηση":"ανακοίνωση-απάντηση", "ανακοίνωσης":"ανακοίνωση", "ανακοίνωσής":"ανακοίνωση", "ανακοινώσιμα":"ανακοινώσιμος", "ανακοινώσιμο":"ανακοινώσιμος", "ανακοινώσουμε":"ανακοινώνω", "ανακοινώσουν":"ανακοινώνω", "ανακοινώστε":"ανακοινώνω", "ανακοινώσω":"ανακοινώνω", "ανακόλουθη":"ανακόλουθος", "ανακολουθία":"ανακολουθία", "ανακολουθίες":"ανακολουθία", "ανακόλουθο":"ανακόλουθος", "ανακόλουθος":"ανακόλουθος", "ανακόντα":"ανακόντα", "ανακοπεί":"ανακόπτω", "ανακοπή":"ανακοπή", "ανακόπτεται":"ανακόπτω", "ανακόπτοντας":"ανακόπτω", "ανακοστολόγηση":"ανακοστολόγηση", "ανακούκορδα":"ανακούκορδα", "ανακουφίζει":"ανακουφίζω", "ανακουφίζονται":"ανακουφίζω", "ανακουφίζοντας":"ανακουφίζω", "ανακουφίζουμε":"ανακουφίζω", "ανακουφίζουν":"ανακουφίζω", "ανακούφισε":"ανακουφίζω", "ανακουφίσει":"ανακουφίζω", "ανακούφιση":"ανακούφιση", "ανακούφισης":"ανακούφιση", "ανακουφισθεί":"ανακουφίζω", "ανακουφισμένοι":"ανακουφίζω", "ανακουφισμένος":"ανακουφίζω", "ανακουφίσουμε":"ανακουφίζω", "ανακουφίσουν":"ανακουφίζω", "ανακουφιστεί":"ανακουφίζω", "ανακουφίστηκαν":"ανακουφίζω", "ανακουφιστική":"ανακουφιστικός", "ανακουφιστικό":"ανακουφιστικός", "ανακουφιστούν":"ανακουφίζω", "ανακόψει":"ανακόπτω", "ανακόψουν":"ανακόπτω", "ανακρίβεια":"ανακρίβεια", "ανακρίβειας":"ανακρίβεια", "ανακρίβειες":"ανακρίβεια", "ανακριβείς":"ανακριβής", "ανακριβής":"ανακριβής", "ανακριβών":"ανακριβής", "ανακρίθηκαν":"ανακρίνω", "ανακρίθηκε":"ανακρίνω", "ανακριθούν":"ανακρίνω", "ανακρίνει":"ανακρίνω", "ανακρίνεται":"ανακρίνω", "ανακρινόμενος":"ανακρινόμενος", "ανακρίνονται":"ανακρίνω", "ανακρίνουν":"ανακρίνω", "ανακρίσεις":"ανάκριση", "ανακρίσεων":"ανάκριση", "ανάκριση":"ανάκριση", "ανάκρισή":"ανάκριση", "ανάκρισης":"ανάκριση", "ανακριτές":"ανακριτής", "ανακριτή":"ανακριτής", "ανακριτής":"ανακριτής", "ανακριτικά":"ανακριτικός", "ανακριτικές":"ανακριτικός", "ανακριτική":"ανακριτικός", "ανακριτικό":"ανακριτικός", "ανακριτικού":"ανακριτικός", "ανακριτικών":"ανακριτικός", "ανακρίτρια":"ανακρίτρια", "ανακτά":"ανακτώ", "ανακτήσει":"ανακτώ", "ανακτήσετε":"ανακτώ", "ανάκτηση":"ανάκτηση", "ανάκτησης":"ανάκτηση", "ανακτήσουμε":"ανακτώ", "ανακτήσουν":"ανακτώ", "ανάκτορα":"ανάκτορο", "ανακτορικού":"ανακτορικός", "ανάκτορο":"ανάκτορο", "ανάκτορό":"ανάκτορο", "ανακτόρου":"ανάκτορο", "ανακτόρων":"ανάκτορο", "ανακτούν":"ανακτώ", "ανακυκλούμενη":"ανακυκλώνω", "ανακυκλωμένα":"ανακυκλώνω", "ανακυκλωμένο":"ανακυκλωμένος", "ανακυκλώνει":"ανακυκλώνω", "ανακυκλώνεται":"ανακυκλώνω", "ανακυκλώνονται":"ανακυκλώνω", "ανακυκλώνουν":"ανακυκλώνω", "ανακυκλώσει":"ανακυκλώνω", "ανακύκλωση":"ανακύκλωση", "ανακύκλωσή":"ανακύκλωση", "ανακύκλωσης":"ανακύκλωση", "ανακυκλώσιμες":"ανακυκλώσιμος", "ανακυκλώσιμων":"ανακυκλώσιμος", "ανακύπτει":"ανακύπτω", "ανακύπτοντα":"ανακύπτων", "ανακύπτουν":"ανακύπτω", "ανακύψει":"ανακύπτω", "ανακύψουν":"ανακύπτω", "ανακωχή":"ανακωχή", "ανακωχής":"ανακωχή", "αναλάβαμε":"αναλαμβάνω", "αναλάβατε":"αναλαμβάνω", "αναλάβει":"αναλαμβάνω", "αναλάβετε":"αναλαμβάνω", "αναλάβουμε":"αναλαμβάνω", "αναλάβουν":"αναλαμβάνω", "αναλάβω":"αναλαμβάνω", "αναλάμβαναν":"αναλαμβάνω", "αναλάμβανε":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνει":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνεται":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνονται":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνοντας":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνουμε":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνουν":"αναλαμβάνω", "αναλαμβάνω":"αναλαμβάνω", "αναλαμπές":"αναλαμπή", "ανάλαφρα":"ανάλαφρα", "ανάλαφρες":"ανάλαφρος", "ανάλαφρη":"ανάλαφρος", "ανάλαφρο":"ανάλαφρος", "ανάλαφροι":"ανάλαφρος", "αναλγησία":"αναλγησία", "αναλγησίας":"αναλγησία", "ανάλγητα":"ανάλγητα", "ανάλγητες":"ανάλγητος", "ανάλγητη":"ανάλγητος", "ανάλγητης":"ανάλγητος", "αναλγητικά":"αναλγητικός", "αναλγητικό":"αναλγητικός", "ανάλγητο":"ανάλγητος", "ανάλγητου":"ανάλγητος", "ανάλγητους":"ανάλγητος", "αναληθή":"αναληθής", "αναληθής":"αναληθής", "αναληθούς":"αναληθής", "αναληφθεί":"αναλαμβάνω", "αναλήφθηκε":"αναλαμβάνω", "αναληφθούν":"αναλαμβάνω", "αναλήψεις":"ανάληψη", "αναλήψεων":"ανάληψη", "αναλήψεως":"ανάληψη", "ανάληψη":"ανάληψη", "ανάληψης":"ανάληψη", "αναλίσκονται":"αναλώνω", "αναλιώσει":"αναλιώνω", "ανάλλαχτες":"ανάλλαγος", "αναλλοίωτα":"αναλλοίωτα", "αναλλοίωτες":"αναλλοίωτος", "αναλλοίωτη":"αναλλοίωτος", "αναλλοίωτο":"αναλλοίωτος", "ανάλογα":"ανάλογα", "ανάλογα":"ανάλογος", "αναλογεί":"αναλογώ", "ανάλογες":"ανάλογος", "ανάλογη":"ανάλογος", "ανάλογης":"ανάλογος", "αναλογία":"αναλογία", "αναλόγια":"αναλόγιο", "αναλογίαν":"αναλογία", "αναλογίας":"αναλογία", "αναλογίες":"αναλογία", "αναλογίζεται":"αναλογίζομαι", "αναλογιζόμαστε":"αναλογίζομαι", "αναλογιζόμενοι":"αναλογιζόμενος", "αναλογικά":"αναλογικά", "αναλογικές":"αναλογικός", "αναλογική":"αναλογικός", "αναλογικής":"αναλογικός", "αναλογικό":"αναλογικός", "αναλογικότερο":"αναλογικός", "αναλογικότητας":"αναλογικότητα", "αναλογικών":"αναλογικός", "αναλόγιο":"αναλόγιο", "αναλογισθεί":"αναλογίζομαι", "αναλογιστεί":"αναλογίζομαι", "αναλογίστηκαν":"αναλογίζομαι", "αναλογιστικών":"αναλογιστικός", "αναλογιστούμε":"αναλογίζομαι", "αναλογιστούν":"αναλογίζομαι", "αναλογιών":"αναλογία", "ανάλογο":"ανάλογος", "ανάλογό":"ανάλογος", "ανάλογοι":"ανάλογος", "ανάλογος":"ανάλογος", "αναλόγου":"ανάλογος", "ανάλογου":"ανάλογος", "αναλογούν":"αναλογώ", "ανάλογους":"ανάλογος", "αναλογούσαν":"αναλογώ", "αναλογούσε":"αναλογώ", "αναλόγων":"ανάλογος", "ανάλογων":"ανάλογος", "αναλόγως":"ανάλογα", "αναλύει":"αναλύω", "αναλύεται":"αναλύω", "αναλυθεί":"αναλύω", "αναλύθηκαν":"αναλύω", "αναλύθηκε":"αναλύω", "αναλυθούν":"αναλύω", "αναλύονται":"αναλύω", "αναλύοντας":"αναλύω", "αναλύουμε":"αναλύω", "αναλύουν":"αναλύω", "αναλύσει":"αναλύω", "αναλυσεις":"ανάλυση", "αναλύσεις":"ανάλυση", "αναλύσετε":"αναλύω", "αναλυσεων":"ανάλυση", "αναλύσεων":"ανάλυση", "ανάλυση":"ανάλυση", "ανάλυσή":"ανάλυση", "ανάλυσης":"ανάλυση", "αναλύσουμε":"αναλύω", "αναλύσουν":"αναλύω", "αναλύστε":"αναλύω", "αναλύσω":"αναλύω", "αναλυτές":"αναλυτής", "αναλυτή":"αναλυτής", "αναλυτής":"αναλυτής", "αναλυτικά":"αναλυτικά", "αναλυτικά":"αναλυτικός", "αναλυτικές":"αναλυτικός", "αναλυτική":"αναλυτικός", "αναλυτικής":"αναλυτικός", "αναλυτικό":"αναλυτικός", "αναλυτικοί":"αναλυτικός", "αναλυτικότατα":"αναλυτικά", "αναλυτικότερα":"αναλυτικά", "αναλυτικότερης":"αναλυτικός", "αναλυτικότερο":"αναλυτικός", "αναλυτικού":"αναλυτικός", "αναλυτικούς":"αναλυτικός", "αναλυτικών":"αναλυτικός", "αναλυτών":"αναλυτός", "αναλύω":"αναλύω", "αναλφαβητισμό":"αναλφαβητισμός", "αναλφαβητισμός":"αναλφαβητισμός", "αναλφαβητισμού":"αναλφαβητισμός", "αναλφάβητο":"αναλφάβητος", "αναλφάβητοι":"αναλφάβητος", "αναλφάβητους":"αναλφάβητος", "αναλφάβητων":"αναλφάβητος", "αναλωθεί":"αναλώνω", "αναλώθηκαν":"αναλώνω", "αναλώθηκε":"αναλώνω", "αναλώνει":"αναλώνω", "αναλώνεστε":"αναλώνω", "αναλώνεται":"αναλώνω", "αναλωνόμασταν":"αναλώνω", "αναλώνονταν":"αναλώνω", "αναλωνόταν":"αναλώνω", "αναλώνουμε":"αναλώνω", "ανάλωσε":"αναλώνω", "αναλώσιμα":"αναλώσιμος", "αναλώσιμο":"αναλώσιμος", "αναμάρτητος":"αναμάρτητος", "αναμασάνε":"αναμασώ", "αναμασούσαν":"αναμασώ", "αναμειγνύει":"αναμειγνύω", "αναμειγνύεται":"αναμειγνύω", "αναμειγνύονται":"αναμειγνύω", "αναμειγνύοντας":"αναμειγνύω", "αναμειγνύουν":"αναμειγνύω", "ανάμεικτα":"ανάμεικτος", "ανάμεικτες":"ανάμεικτος", "ανάμεικτη":"ανάμεικτος", "αναμείξεως":"ανάμειξη", "ανάμειξη":"ανάμειξη", "ανάμειξή":"ανάμειξη", "ανάμειξης":"ανάμειξη", "ανάμειξής":"ανάμειξη", "αναμειχθεί":"αναμειγνύω", "αναμειχθήκαμε":"αναμειγνύω", "αναμείχθηκαν":"αναμειγνύω", "αναμείχθηκε":"αναμειγνύω", "αναμειχθούν":"αναμειγνύω", "αναμεμειγμένα":"αναμειγνύω", "αναμεμειγμένη":"αναμεμειγμένος", "αναμεμειγμένο":"αναμειγνύω", "αναμεμειγμένοι":"αναμεμειγμένος", "αναμεμειγμένος":"αναμειγνύω", "αναμεμιγμένοι":"αναμεμιγμένος", "αναμεμιγμένος":"αναμεμιγμένος", "αναμέναμε":"αναμένω", "αναμένει":"αναμένω", "αναμενεται":"αναμένω", "αναμένεται":"αναμένω", "αναμένετε":"αναμένω", "αναμενόμενα":"αναμενόμενος", "αναμενόμενες":"αναμενόμενος", "αναμενόμενη":"αναμενόμενος", "αναμενόμενης":"αναμενόμενος", "αναμενόμενο":"αναμενόμενος", "αναμενόμενοι":"αναμενόμενος", "αναμενόμενος":"αναμενόμενος", "αναμενομένου":"αναμενόμενος", "αναμενόμενου":"αναμενόμενος", "αναμενόμενους":"αναμενόμενος", "αναμενόμενων":"αναμενόμενος", "αναμενονται":"αναμένω", "αναμένονται":"αναμένω", "αναμένονταν":"αναμένω", "αναμένοντας":"αναμένω", "αναμενόταν":"αναμένω", "αναμένουμε":"αναμένω", "αναμένουν":"αναμένω", "αναμένω":"αναμένω", "αναμεσα":"ανάμεσα", "ανάμεσα":"ανάμεσα", "ανάμεσά":"ανάμεσα", "αναμεταδίδει":"αναμεταδίδω", "αναμεταδίδονται":"αναμεταδίδω", "αναμεταδίδουμε":"αναμεταδίδω", "αναμεταδίδουν":"αναμεταδίδω", "αναμεταδόσεις":"αναμετάδοση", "αναμετάδοση":"αναμετάδοση", "αναμετάδοσης":"αναμετάδοση", "αναμεταδότες":"αναμεταδότης", "αναμετράται":"αναμετρώ", "αναμετρηθεί":"αναμετρώ", "αναμετρηθούμε":"αναμετρώ", "αναμετρηθούν":"αναμετρώ", "αναμετρήσεις":"αναμέτρηση", "αναμετρήσεων":"αναμέτρηση", "αναμετρηση":"αναμέτρηση", "αναμέτρηση":"αναμέτρηση", "αναμέτρησή":"αναμέτρηση", "αναμέτρησης":"αναμέτρηση", "αναμετρώνται":"αναμετρώ", "αναμιγνύονται":"αναμιγνύω", "ανάμικτα":"ανάμεικτος", "ανάμικτη":"ανάμεικτος", "ανάμιξη":"ανάμιξη", "ανάμιξης":"ανάμιξη", "αναμιχθεί":"αναμιγνύω", "αναμιχθείτε":"αναμιγνύω", "αναμίχθηκαν":"αναμιγνύω", "αναμίχθηκε":"αναμιγνύω", "αναμιχθώ":"αναμιγνύω", "άναμμα":"άναμμα", "αναμμένα":"αναμμένος", "αναμμένες":"ανάβω", "αναμμένη":"αναμμένος", "αναμμένο":"ανάβω", "αναμνήσεις":"ανάμνηση", "αναμνήσεων":"ανάμνηση", "αναμνήσεών":"ανάμνηση", "ανάμνηση":"ανάμνηση", "ανάμνησή":"ανάμνηση", "αναμνηστικά":"αναμνηστικός", "αναμνηστικές":"αναμνηστικός", "αναμνηστική":"αναμνηστικός", "αναμνηστικό":"αναμνηστικός", "αναμνηστικών":"αναμνηστικός", "αναμονές":"αναμονή", "αναμονη":"αναμονή", "αναμονή":"αναμονή", "αναμονής":"αναμονή", "αναμορφωθεί":"αναμορφώνω", "αναμορφωμένη":"αναμορφώνω", "αναμορφώνεται":"αναμορφώνω", "αναμορφώνονται":"αναμορφώνω", "αναμορφώνονταν":"αναμορφώνω", "αναμορφώσει":"αναμορφώνω", "αναμόρφωση":"αναμόρφωση", "αναμόρφωσή":"αναμόρφωση", "αναμόρφωσης":"αναμόρφωση", "αναμορφωτές":"αναμορφωτής", "αναμορφωτήριο":"αναμορφωτήριο", "αναμοχλεύει":"αναμοχλεύω", "αναμόχλευσε":"αναμοχλεύω", "αναμοχλεύσει":"αναμοχλεύω", "αναμόχλευση":"αναμόχλευση", "αναμπέλα":"αναμπέλα", "αναμπουμπούλα":"αναμπουμπούλα", "αναμφίβολα":"αναμφίβολα", "αναμφίβολη":"αναμφίβολος", "αναμφίβολο":"αναμφίβολος", "αναμφιβόλως":"αναμφίβολα", "αναμφισβήτητα":"αναμφισβήτητα", "αναμφισβήτητα":"αναμφισβήτητος", "αναμφισβήτητες":"αναμφισβήτητος", "αναμφισβήτητη":"αναμφισβήτητος", "αναμφισβήτητο":"αναμφισβήτητος", "ανάν":"ανάν", "ανανά":"ανανάς", "ανανάδες":"ανανάς", "άνανδρα":"άνανδρος", "ανανδρανιστάκη":"ανανδρανιστάκη", "ανανδρη":"άνανδρος", "άνανδρη":"άνανδρος", "ανάνδρως":"ανάνδρως", "ανανεωθεί":"ανανεώνω", "ανανεωθείτε":"ανανεώνω", "ανανεώθηκαν":"ανανεώνω", "ανανεωθηκε":"ανανεώνω", "ανανεώθηκε":"ανανεώνω", "ανανεωθούν":"ανανεώνω", "ανανεωμένες":"ανανεώνω", "ανανεωμένη":"ανανεωμένος", "ανανεωμένης":"ανανεώνω", "ανανεωμένο":"ανανεωμένος", "ανανέωνε":"ανανεώνω", "ανανεώνει":"ανανεώνω", "ανανεώνεται":"ανανεώνω", "ανανεώνοντας":"ανανεώνω", "ανανεωνόταν":"ανανεώνω", "ανανεώνουμε":"ανανεώνω", "ανανεώνουν":"ανανεώνω", "ανανέωσαν":"ανανεώνω", "ανανεωσε":"ανανεώνω", "ανανέωσε":"ανανεώνω", "ανανεώσει":"ανανεώνω", "ανανεώσεις":"ανανεώνω", "ανανεώσετε":"ανανεώνω", "ανανεώσεων":"ανανέωση", "ανανέωση":"ανανέωση", "ανανέωσή":"ανανέωση", "ανανέωσης":"ανανέωση", "ανανεώσιμες":"ανανεώσιμος", "ανανεώσιμη":"ανανεώσιμος", "ανανεώσιμων":"ανανεώσιμος", "ανανεώσουμε":"ανανεώνω", "ανανεώσουν":"ανανεώνω", "ανανεώστε":"ανανεώνω", "ανανεώσω":"ανανεώνω", "ανανεωτικές":"ανανεωτικός", "ανανεωτική":"ανανεωτικός", "ανανεωτικό":"ανανεωτικός", "ανανήψαντα":"ανανήψαντα", "ανάνηψη":"ανάνηψη", "άνανθος":"άνανθος", "ανανία":"ανανίας", "ανανίκας":"ανανίκας", "άναντ":"άναντ", "αναντικατάστατη":"αναντικατάστατος", "αναντικατάστατο":"αναντικατάστατος", "αναντικατάστατος":"αναντικατάστατος", "αναντικατάστατου":"αναντικατάστατος", "αναντίλεκτα":"αναντίλεκτος", "αναντιν":"αναντιν", "αναντίρρητη":"αναντίρρητος", "αναντίστοιχα":"αναντίστοιχος", "αναντίστοιχες":"αναντίστοιχος", "αναντιστοιχία":"αναντιστοιχία", "αναντιστοιχίας":"αναντιστοιχία", "ανάξια":"ανάξιος", "αναξίμανδρος":"αναξίμανδρος", "αναξιμάνδρου":"αναξιμάνδρου", "αναξιμένης":"αναξιμένης", "αναξιοκρατία":"αναξιοκρατία", "αναξιόπιστη":"αναξιόπιστος", "αναξιόπιστης":"αναξιόπιστος", "αναξιοπιστία":"αναξιοπιστία", "αναξιοπιστίας":"αναξιοπιστία", "αναξιόπιστο":"αναξιόπιστος", "αναξιόπιστοι":"αναξιόπιστος", "αναξιόπιστους":"αναξιόπιστος", "αναξιοποίητα":"αναξιοποίητος", "αναξιοποίητες":"αναξιοποίητος", "αναξιοποίητη":"αναξιοποίητος", "αναξιοποίητο":"αναξιοποίητος", "αναξιοπρεπή":"αναξιοπρεπής", "αναπαλαιωθεί":"αναπαλαιώνω", "αναπαλαιώθηκε":"αναπαλαιώνω", "αναπαλαιωμένο":"αναπαλαιώνω", "αναπαλαίωση":"αναπαλαίωση", "αναπαλλοτρίωτα":"αναπαλλοτρίωτος", "αναπάντεχα":"αναπάντεχα", "αναπάντεχες":"αναπάντεχος", "αναπάντεχη":"αναπάντεχος", "αναπάντεχης":"αναπάντεχος", "αναπάντεχο":"αναπάντεχος", "αναπάντητα":"αναπάντητος", "αναπάντητες":"αναπάντητος", "αναπάντητη":"αναπάντητος", "αναπάντητο":"αναπάντητος", "αναπαραγάγει":"αναπαράγω", "αναπαραγάγουμε":"αναπαράγω", "αναπαραγάγουν":"αναπαράγω", "αναπαράγει":"αναπαράγω", "αναπαράγεται":"αναπαράγω", "αναπαράγονται":"αναπαράγω", "αναπαράγοντας":"αναπαράγω", "αναπαράγουν":"αναπαράγω", "αναπαραγωγή":"αναπαραγωγή", "αναπαραγωγής":"αναπαραγωγή", "αναπαραγωγικής":"αναπαραγωγικός", "αναπαρασταθούν":"αναπαρασταίνω", "αναπαραστάσεις":"αναπαράσταση", "αναπαράσταση":"αναπαράσταση", "αναπαράστασης":"αναπαράσταση", "αναπαραστατικά":"αναπαραστατικός", "αναπαραστήσει":"αναπαρασταίνω", "αναπαραστήσουμε":"αναπαρασταίνω", "αναπαραστήσουν":"αναπαρασταίνω", "αναπαραχθεί":"αναπαράγω", "αναπαραχθούν":"αναπαράγω", "αναπαρήγαγαν":"αναπαράγω", "αναπαρήγαγε":"αναπαράγω", "αναπαριστά":"αναπαρασταίνω", "αναπαριστάνουν":"αναπαρασταίνω", "αναπαριστάται":"αναπαρασταίνω", "αναπαριστούν":"αναπαρασταίνω", "αναπαριστούσε":"αναπαρασταίνω", "αναπαριστώντας":"αναπαρασταίνω", "αναπαύεται":"αναπαύω", "αναπαυθεί":"αναπαύω", "αναπαύθηκε":"αναπαύω", "αναπαυλα":"ανάπαυλα", "ανάπαυλα":"ανάπαυλα", "ανάπαυλας":"ανάπαυλα", "αναπαύσεως":"ανάπαυση", "ανάπαυση":"ανάπαυση", "ανάπαυσης":"ανάπαυση", "αναπαυτικά":"αναπαυτικά", "αναπαυτική":"αναπαυτικός", "αναπαυτικό":"αναπαυτικός", "αναπειστικά":"αναπειστικός", "αναπηδά":"αναπηδώ", "αναπήδησε":"αναπηδώ", "αναπηδήσουν":"αναπηδώ", "αναπηδούν":"αναπηδώ", "ανάπηρα":"ανάπηρος", "ανάπηρες":"ανάπηρος", "ανάπηρη":"ανάπηρος", "αναπηρία":"αναπηρία", "αναπηρίας":"αναπηρία", "αναπηρίες":"αναπηρία", "αναπηρικά":"αναπηρικός", "αναπηρική":"αναπηρικός", "αναπηρικό":"αναπηρικός", "αναπηρικών":"αναπηρικός", "ανάπηρο":"ανάπηρος", "ανάπηροι":"ανάπηρος", "ανάπηρος":"ανάπηρος", "ανάπηρου":"ανάπηρος", "αναπήρους":"ανάπηρος", "ανάπηρους":"ανάπηρος", "αναπήρων":"ανάπηρος", "αναπλάθει":"αναπλάθω", "αναπλάθεται":"αναπλάθω", "αναπλάσει":"αναπλάθω", "αναπλάσεις":"αναπλάθω", "ανάπλαση":"ανάπλαση", "ανάπλασή":"ανάπλαση", "ανάπλασης":"ανάπλαση", "αναπλασθεί":"αναπλάθω", "αναπλάσουν":"αναπλάθω", "αναπλαστούν":"αναπλάθω", "αναπληρωθεί":"αναπληρώνω", "αναπληρώθηκαν":"αναπληρώνω", "αναπληρωθούν":"αναπληρώνω", "αναπληρωματικά":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικό":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικοί":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικός":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικού":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικούς":"αναπληρωματικός", "αναπληρωματικών":"αναπληρωματικός", "αναπλήρωνε":"αναπληρώνω", "αναπληρώνει":"αναπληρώνω", "αναπληρώνουν":"αναπληρώνω", "αναπλήρωσε":"αναπληρώνω", "αναπληρώσει":"αναπληρώνω", "αναπλήρωση":"αναπλήρωση", "αναπλήρωσης":"αναπλήρωση", "αναπληρώσουν":"αναπληρώνω", "αναπληρωτές":"αναπληρωτής", "αναπληρωτή":"αναπληρωτής", "αναπληρωτής":"αναπληρωτής", "αναπληρώτρια":"αναπληρώτρια", "αναπληρωτών":"αναπληρωτής", "αναπλιωτη":"αναπλιώτης", "αναπλιώτου":"αναπλιώτης", "'αναπνέει'":"'αναπνέει'", "αναπνέει":"αναπνέω", "αναπνέοντας":"αναπνέω", "αναπνέουμε":"αναπνέω", "αναπνέουν":"αναπνέω", "αναπνεύσει":"αναπνέω", "αναπνεύσεις":"αναπνέω", "αναπνεύσετε":"αναπνέω", "αναπνεύσουμε":"αναπνέω", "αναπνεύσουν":"αναπνέω", "αναπνευστήρα":"αναπνευστήρας", "αναπνευστικά":"αναπνευστικός", "αναπνευστικές":"αναπνευστικός", "αναπνευστική":"αναπνευστικός", "αναπνευστικό":"αναπνευστικός", "αναπνευστικός":"αναπνευστικός", "αναπνευστικού":"αναπνευστικός", "αναπνευστικών":"αναπνευστικός", "αναπνεύσω":"αναπνέω", "αναπνέω":"αναπνέω", "αναπνοές":"αναπνοή", "αναπνοή":"αναπνοή", "αναπνοής":"αναπνοή", "ανάποδα":"ανάποδα", "αναπόδεικτος":"αναπόδειχτος", "αναπόδεικτου":"αναπόδειχτος", "ανάποδες":"ανάποδος", "ανάποδη":"ανάποδος", "αναποδιά":"αναποδιά", "αναποδιές":"αναποδιά", "ανάποδο":"ανάποδος", "αναποδογυρίζουν":"αναποδογυρίζω", "αναποδογύρισαν":"αναποδογυρίζω", "αναποδογυρίσει":"αναποδογυρίζω", "αναποδογυρίστηκαν":"αναποδογυρίζω", "αναποδογυριστήκανε":"αναποδογυρίζω", "ανάποδου":"ανάποδος", "αναπόδραστα":"αναπόδραστα", "αναπόδραστη":"αναπόδραστος", "αναπόδραστο":"αναπόδραστος", "αναπολεί":"αναπολώ", "αναπολείς":"αναπολώ", "αναπολήσεις":"αναπολώ", "αναπόληση":"αναπόληση", "αναπολούν":"αναπολώ", "αναπολώ":"αναπολώ", "αναπολώντας":"αναπολώ", "αναπόσπαστα":"αναπόσπαστα", "αναπόσπαστο":"αναπόσπαστος", "αναποτελεσματικά":"αναποτελεσματικός", "αναποτελεσματικές":"αναποτελεσματικός", "αναποτελεσματική":"αναποτελεσματικός", "αναποτελεσματικό":"αναποτελεσματικός", "αναποτελεσματικοί":"αναποτελεσματικός", "αναποτελεσματικότητα":"αναποτελεσματικότητα", "αναποτελεσματικότητας":"αναποτελεσματικότητα", "αναποτελεσματικού":"αναποτελεσματικός", "αναπότρεπτες":"αναπότρεπτος", "αναπότρεπτη":"αναπότρεπτος", "αναπότρεπτο":"αναπότρεπτος", "αναποφασιστικότητα":"αναποφασιστικότητα", "αναποφάσιστο":"αναποφάσιστος", "αναποφάσιστοι":"αναποφάσιστος", "αναποφάσιστος":"αναποφάσιστος", "αναποφάσιστους":"αναποφάσιστος", "αναποφάσιστων":"αναποφάσιστος", "αναπόφευκτα":"αναπόφευκτα", "αναπόφευκτες":"αναπόφευκτος", "αναπόφευκτη":"αναπόφευκτος", "αναπόφευκτης":"αναπόφευκτος", "αναπόφευκτο":"αναπόφευκτος", "αναπόφευκτος":"αναπόφευκτος", "αναπροσανατολισμό":"αναπροσανατολισμός", "αναπροσανατολίσουν":"αναπροσανατολίζω", "αναπροσαρμογές":"αναπροσαρμογή", "αναπροσαρμογή":"αναπροσαρμογή", "αναπροσαρμογής":"αναπροσαρμογή", "αναπροσάρμοζε":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόζει":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόζεται":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόζονται":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόζοντας":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσάρμοσαν":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόσει":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόσετε":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόσουμε":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμοστεί":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσαρμόστηκε":"αναπροσαρμόζω", "αναπροσδιορισμό":"αναπροσδιορισμός", "αναπροσδιορισμού":"αναπροσδιορισμός", "αναπτερωθεί":"αναπτερώνω", "αναπτερωθούν":"αναπτερώνω", "αναπτερωμένο":"αναπτερώνω", "αναπτερώνει":"αναπτερώνω", "αναπτερώνοντας":"αναπτερώνω", "αναπτέρωσε":"αναπτερώνω", "αναπτέρωση":"αναπτέρωση", "αναπτέρωσης":"αναπτέρωση", "αναπτήρα":"αναπτήρας", "αναπτήρας":"αναπτήρας", "αναπτήρες":"αναπτήρας", "ανάπτυγμα":"ανάπτυγμα", "αναπτυγμένα":"αναπτυγμένος", "αναπτυγμένες":"αναπτυγμένος", "αναπτυγμένη":"αναπτυγμένος", "αναπτυγμένο":"αναπτυγμένος", "αναπτυγμένος":"αναπτυγμένος", "αναπτυγμένων":"αναπτυγμένος", "αναπτύξαμε":"αναπτύσσω", "αναπτύξει":"αναπτύσσω", "αναπτύξεις":"αναπτύσσω", "αναπτύξετε":"αναπτύσσω", "αναπτυξεως":"ανάπτυξη", "ανάπτυξη":"ανάπτυξη", "ανάπτυξη'":"ανάπτυξη'", "ανάπτυξή":"ανάπτυξη", "αναπτυξης":"ανάπτυξη", "ανάπτυξης":"ανάπτυξη", "ανάπτυξής":"ανάπτυξη", "αναπτυξιακά":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακές":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακή":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακής":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακό":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακός":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακού":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακούς":"αναπτυξιακός", "αναπτυξιακών":"αναπτυξιακός", "αναπτύξουμε":"αναπτύσσω", "αναπτύξουν":"αναπτύσσω", "αναπτύξτε":"αναπτύσσω", "αναπτύξω":"αναπτύσσω", "αναπτύσσει":"αναπτύσσω", "αναπτύσσεις":"αναπτύσσω", "αναπτύσσεται":"αναπτύσσω", "αναπτυσσόμαστε":"αναπτύσσω", "αναπτυσσόμενα":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενες":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενη":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενης":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενο":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενοι":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενος":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενου":"αναπτυσσόμενος", "αναπτυσσόμενων":"αναπτυσσόμενος", "αναπτύσσονται":"αναπτύσσω", "αναπτύσσονταν":"αναπτύσσω", "αναπτύσσοντας":"αναπτύσσω", "αναπτυσσόταν":"αναπτύσσω", "αναπτύσσουμε":"αναπτύσσω", "αναπτύσσουν":"αναπτύσσω", "αναπτυχθεί":"αναπτύσσω", "αναπτύχθηκαν":"αναπτύσσω", "αναπτύχθηκε":"αναπτύσσω", "αναπτυχθούν":"αναπτύσσω", "άναρθρες":"άναρθρος", "αναρίθμητα":"αναρίθμητα", "αναρίθμητες":"αναρίθμητος", "αναρίθμητοι":"αναρίθμητος", "αναρίθμητους":"αναρίθμητος", "αναρίθμητων":"αναρίθμητος", "αναρμόδια":"αναρμόδιος", "αναρμόδιο":"αναρμόδιος", "αναρμόδιοι":"αναρμόδιος", "αναρμοδιότητα":"αναρμοδιότητα", "αναρμοδίως":"αναρμοδίως", "ανάρμοστα":"ανάρμοστα", "ανάρμοστες":"ανάρμοστος", "ανάρμοστη":"ανάρμοστος", "ανάρμοστο":"ανάρμοστος", "ανάρμοστων":"ανάρμοστος", "ανάρπαστο":"ανάρπαστος", "αναρριχάται":"αναρριχιέμαι", "αναρριχήθηκαν":"αναρριχιέμαι", "αναρριχήθηκε":"αναρριχιέμαι", "αναρρίχηση":"αναρρίχηση", "αναρρίχησή":"αναρρίχηση", "αναρρίχησης":"αναρρίχηση", "αναρριχώμενα":"αναρριχώμενος", "αναρριχώμενος":"αναρριχώμενος", "αναρροφά":"αναρροφώ", "αναρρώνει":"αναρρώνω", "αναρρώσει":"αναρρώνω", "ανάρρωση":"ανάρρωση", "ανάρρωσης":"ανάρρωση", "αναρρώσουν":"αναρρώνω", "αναρρωτικές":"αναρρωτικός", "αναρρωτική":"αναρρωτικός", "αναρτηθεί":"αναρτώ", "αναρτήθηκαν":"αναρτώ", "αναρτήθηκε":"αναρτώ", "αναρτημένα":"αναρτώ", "αναρτημένες":"αναρτώ", "αναρτημένη":"αναρτώ", "αναρτημένο":"αναρτώ", "ανάρτησαν":"αναρτώ", "αναρτήσει":"αναρτώ", "αναρτήσεις":"ανάρτηση", "αναρτήσεων":"ανάρτηση", "ανάρτηση":"ανάρτηση", "ανάρτησή":"ανάρτηση", "ανάρτησης":"ανάρτηση", "αναρτήσουν":"αναρτώ", "αναρτούν":"αναρτώ", "άναρχα":"άναρχα", "άναρχη":"άναρχος", "άναρχης":"άναρχος", "αναρχία":"αναρχία", "αναρχίας":"αναρχία", "αναρχίζοντες":"αναρχίζοντες", "αναρχικά":"αναρχικά", "αναρχικές":"αναρχικός", "αναρχική":"αναρχικός", "αναρχικής":"αναρχικός", "αναρχικό":"αναρχικός", "αναρχικοί":"αναρχικός", "αναρχικός":"αναρχικός", "αναρχικούς":"αναρχικός", "αναρχικών":"αναρχικός", "άναρχο":"άναρχος", "αναρχοαυτόνομων":"αναρχοαυτόνομος", "αναρχούμενη":"αναρχούμενη", "αναρωτηθεί":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθείς":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθείτε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτήθηκα":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθήκαμε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτήθηκαν":"αναρωτιέμαι", "αναρωτήθηκε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθούμε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθούν":"αναρωτιέμαι", "αναρωτηθώ":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιέμαι":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιέσαι":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιέστε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιέται":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιόμαστε":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιόμουν":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιόταν":"αναρωτιέμαι", "αναρωτιούνται":"αναρωτιέμαι", "αναρωτώμενος":"αναρωτώμενος", "ανάσα":"ανάσα", "ανασαίνεις":"ανασαίνω", "ανασαίνουν":"ανασαίνω", "ανασαίνω":"ανασαίνω", "ανασάνει":"ανασαίνω", "ανασάνουν":"ανασαίνω", "ανάσας":"ανάσα", "ανασες":"ανάσα", "ανάσες":"ανάσα", "ανασήκωμα":"ανασήκωμα", "ανασήκωσαν":"ανασηκώνω", "ανασκαμμένη":"ανασκαμμένος", "ανασκάπτει":"ανασκάφτω", "ανασκάπτεται":"ανασκάφτω", "ανασκαφέας":"ανασκαφέας", "ανασκαφεί":"ανασκάφτω", "ανασκαφές":"ανασκαφή", "ανασκαφή":"ανασκαφή", "ανασκαφής":"ανασκαφή", "ανασκαφική":"ανασκαφικός", "ανασκαφικό":"ανασκαφικός", "ανασκαφικού":"ανασκαφικός", "ανασκαφών":"ανασκαφή", "ανάσκελα":"ανάσκελα", "ανασκεύασαν":"ανασκευάζω", "ανασκεύασε":"ανασκευάζω", "ανασκευάσει":"ανασκευάζω", "ανασκευή":"ανασκευή", "ανασκοπήσεις":"ανασκόπηση", "ανασκόπηση":"ανασκόπηση", "ανασκουμπωθεί":"ανασκουμπώνω", "ανασταίνει":"ανασταίνω", "ανασταίνονται":"ανασταίνω", "ανασταλεί":"αναστέλλω", "ανασταλούν":"αναστέλλω", "ανασταλτικά":"ανασταλτικά", "ανασταλτικά":"ανασταλτικός", "ανασταλτική":"ανασταλτικός", "ανασταλτικό":"ανασταλτικός", "ανασταλτικός":"ανασταλτικός", "ανασταλτικού":"ανασταλτικός", "ανασταλτικών":"ανασταλτικός", "αναστάσεως":"ανάσταση", "ανάσταση":"ανάσταση", "αναστάση":"αναστάσης", "ανάστασης":"ανάσταση", "αναστασια":"αναστασία", "αναστασία":"αναστασία", "αναστασιάδη":"αναστασιάδης", "αναστασιάδης":"αναστασιάδης", "αναστασιάδου":"αναστασιάδου", "αναστασιας":"αναστασία", "αναστασίας":"αναστασία", "αναστάσιμο":"αναστάσιμος", "αναστάσιο":"αναστάσιος", "αναστασιος":"αναστάσιος", "αναστάσιος":"αναστάσιος", "αναστασίου":"αναστάσιος", "αναστασόπουλος":"αναστασόπουλος", "ανάστατες":"ανάστατος", "ανάστατη":"ανάστατος", "ανάστατο":"ανάστατος", "αναστατωθεί":"αναστατώνω", "αναστατώθηκαν":"αναστατώνω", "αναστατώθηκε":"αναστατώνω", "αναστατωμένοι":"αναστατώνω", "αναστάτωναν":"αναστατώνω", "αναστατώνει":"αναστατώνω", "αναστατώνεται":"αναστατώνω", "αναστατώνοντας":"αναστατώνω", "αναστατώνουν":"αναστατώνω", "αναστάτωσαν":"αναστατώνω", "αναστάτωσε":"αναστατώνω", "αναστατώσει":"αναστατώνω", "αναστατώσεις":"αναστάτωση", "αναστάτωση":"αναστάτωση", "αναστάτωσης":"αναστάτωση", "αναστατώσουν":"αναστατώνω", "αναστείλει":"αναστέλλω", "αναστείλουν":"αναστέλλω", "αναστέλλει":"αναστέλλω", "αναστέλλεται":"αναστέλλω", "αναστέλλονται":"αναστέλλω", "αναστέλλοντας":"αναστέλλω", "αναστέλλουν":"αναστέλλω", "αναστεναγμό":"αναστεναγμός", "αναστέναζε":"αναστενάζω", "αναστενάζει":"αναστενάζω", "αναστενάξει":"αναστενάζω", "αναστηθεί":"ανασταίνω", "αναστήθηκε":"ανασταίνω", "αναστηλωθεί":"αναστηλώνω", "αναστηλώσεων":"αναστήλωση", "αναστήλωση":"αναστήλωση", "αναστήλωσή":"αναστήλωση", "αναστήλωσης":"αναστήλωση", "αναστηλωτικά":"αναστηλωτικός", "αναστηλωτικές":"αναστηλωτικός", "ανάστημα":"ανάστημα", "ανάστημά":"ανάστημα", "αναστήματος":"ανάστημα", "ανάστησαν":"ανασταίνω", "αναστήσει":"ανασταίνω", "αναστήσουν":"ανασταίνω", "αναστολές":"αναστολή", "αναστολή":"αναστολή", "αναστολής":"αναστολή", "αναστόπουλο":"αναστόπουλο", "αναστοπουλος":"αναστοπουλος", "αναστόπουλος":"αναστόπουλος", "αναστοπουλου":"αναστοπουλου", "αναστόπουλου":"αναστόπουλου", "αναστοχασμό":"αναστοχασμός", "αναστοχασμός":"αναστοχασμός", "αναστοχαστική":"αναστοχαστική", "αναστραφεί":"αναστρέφω", "αναστρέφει":"αναστρέφω", "αναστρέψει":"αναστρέφω", "αναστρέψιμη":"αναστρέψιμος", "αναστρέψιμο":"αναστρέψιμος", "αναστρέψιμος":"αναστρέψιμος", "αναστρεψιμότητα":"αναστρεψιμότητα", "αναστρέψουν":"αναστρέφω", "αναστροφή":"αναστροφή", "αναστροφής":"αναστροφή", "ανασυγκροτηθεί":"ανασυγκροτώ", "ανασυγκροτηθούν":"ανασυγκροτώ", "ανασυγκρότηση":"ανασυγκρότηση", "ανασυγκρότησή":"ανασυγκρότηση", "ανασυγκρότησης":"ανασυγκρότηση", "ανασυνθέσει":"ανασυνθέτω", "ανασύνθεση":"ανασύνθεση", "ανασύνθεσης":"ανασύνθεση", "ανασυνθέσουν":"ανασυνθέτω", "ανασυνθέτει":"ανασυνθέτω", "ανασύνταξη":"ανασύνταξη", "ανασύνταξης":"ανασύνταξη", "ανασυντάσσεται":"ανασυντάσσω", "ανασυντάσσονται":"ανασυντάσσω", "ανασυνταχθεί":"ανασυντάσσω", "ανασυντάχθηκε":"ανασυντάσσω", "ανασυνταχθούν":"ανασυντάσσω", "ανασύρει":"ανασύρω", "ανασύρεται":"ανασύρω", "ανασυρθεί":"ανασύρω", "ανασύρθηκαν":"ανασύρω", "ανασύρθηκε":"ανασύρω", "ανασύροντας":"ανασύρω", "ανασύρουν":"ανασύρω", "ανάσυρση":"ανάσυρση", "ανάσυρσης":"ανάσυρση", "ανασύρω":"ανασύρω", "ανασύσταση":"ανασύσταση", "ανασύστασης":"ανασύσταση", "ανασυστήθηκε":"ανασυστήθηκε", "ανασυστήσει":"ανασυνιστώ", "ανασφάλεια":"ανασφάλεια", "ανασφάλειά":"ανασφάλεια", "ανασφάλειας":"ανασφάλεια", "ανασφάλειες":"ανασφάλεια", "ανασφάλειές":"ανασφάλεια", "ανασφαλείς":"ανασφαλής", "ανασφαλές":"ανασφαλής", "ανασφαλή":"ανασφαλής", "ανασφαλής":"ανασφαλής", "ανασφάλιστοι":"ανασφάλιστος", "ανασχεδιασμό":"ανασχεδιασμός", "ανασχεδιασμός":"ανασχεδιασμός", "ανασχεδιασμού":"ανασχεδιασμός", "ανάσχεση":"ανάσχεση", "ανάσχεσης":"ανάσχεση", "ανασχέσουν":"ανασχέσουν", "ανασχετικά":"ανασχετικός", "ανασχετικό":"ανασχετικός", "ανασχηματίζει":"ανασχηματίζω", "ανασχηματίσει":"ανασχηματίζω", "ανασχηματισμό":"ανασχηματισμός", "ανασχηματισμός":"ανασχηματισμός", "ανασχηματισμού":"ανασχηματισμός", "ανασχηματισμούς":"ανασχηματισμός", "ανάταξη":"ανάταξη", "ανάταξης":"ανάταξη", "ανατάξουν":"ανατάζω", "αναταράξεις":"ανατάραξη", "αναταράξεων":"ανατάραξη", "αναταραχές":"αναταραχή", "αναταραχή":"αναταραχή", "αναταραχης":"αναταραχή", "αναταραχής":"αναταραχή", "αναταραχών":"αναταραχή", "ανατάσεις":"ανάταση", "ανατάσεως":"ανάταση", "ανάταση":"ανάταση", "ανάτασης":"ανάταση", "ανατεθεί":"αναθέτω", "ανατέθηκε":"αναθέτω", "ανατεθούν":"αναθέτω", "ανατείλει":"ανατέλλω", "ανατείχισε":"ανατειχίζω", "ανατέλλει":"ανατέλλω", "ανατέλοντος":"ανατέλοντος", "ανατέμνει":"ανατέμνω", "ανατίθενται":"αναθέτω", "ανατίθεται":"αναθέτω", "ανατιμήσεις":"ανατίμηση", "ανατιμήσεων":"ανατίμηση", "ανατίμηση":"ανατίμηση", "ανατίμησης":"ανατίμηση", "ανατίναξαν":"ανατινάζω", "ανατίναξε":"ανατινάζω", "ανατινάξει":"ανατινάζω", "ανατίναξη":"ανατίναξη", "ανατινάξουν":"ανατινάζω", "ανατινάσσονται":"ανατινάσσονται", "ανατινάχθηκε":"ανατινάζω", "ανατολακη":"ανατολακη", "ανατολάκη":"ανατολάκη", "ανατολακης":"ανατολακης", "ανατολάς":"ανατολάς", "ανατολή":"ανατολή", "ανατολής":"ανατολή", "ανατολής-δύσης":"ανατολής-δύσης", "ανατολι":"ανατολι", "ανατόλι":"ανατόλι", "ανατολια":"ανατολια", "ανατόλια":"ανατόλια", "ανατολίας":"ανατολίας", "ανατολικά":"ανατολικά", "ανατολικα":"ανατολικός", "ανατολικά":"ανατολικός", "ανατολικές":"ανατολικός", "ανατολική":"ανατολικός", "ανατολικης":"ανατολικός", "ανατολικής":"ανατολικός", "ανατολικό":"ανατολικός", "ανατολικογερμανική":"ανατολικογερμανικός", "ανατολικοευρωπαϊκές":"ανατολικοευρωπαϊκός", "ανατολικοί":"ανατολικός", "ανατολικόν":"ανατολικός", "ανατολικότερα":"ανατολικά", "ανατολικου":"ανατολικός", "ανατολικού":"ανατολικός", "ανατολικούς":"ανατολικός", "ανατολικών":"ανατολικός", "ανατολίτη":"ανατολίτης", "ανατολίτηδες":"ανατολίτηδες", "ανατολίτης":"ανατολίτης", "ανατολίτικη":"ανατολίτικος", "ανατολίτικο":"ανατολίτικος", "ανατομία":"ανατομία", "ανατομίας":"ανατομία", "ανατομικά":"ανατομικός", "ανατομικές":"ανατομικός", "ανατραπεί":"ανατρέπω", "ανατράπηκαν":"ανατρέπω", "ανατράπηκε":"ανατρέπω", "ανατραπούν":"ανατρέπω", "ανατρέξει":"ανατρέχω", "ανατρέξετε":"ανατρέχω", "ανατρέξουμε":"ανατρέχω", "ανατρέξουν":"ανατρέχω", "ανατρέξτε":"ανατρέχω", "ανατρέπει":"ανατρέπω", "ανατρέπεται":"ανατρέπω", "ανατρέπονται":"ανατρέπω", "ανατρέπονταν":"ανατρέπω", "ανατρέποντας":"ανατρέπω", "ανατρέπουν":"ανατρέπω", "ανατρεπτικά":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτικές":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτική":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτικό":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτικόν":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτικός":"ανατρεπτικός", "ανατρεπτικών":"ανατρεπτικός", "ανατρέφονται":"ανατρέφω", "ανατρέχει":"ανατρέχω", "ανατρέχοντας":"ανατρέχω", "ανατρέχουμε":"ανατρέχω", "ανατρέχουν":"ανατρέχω", "ανατρέψει":"ανατρέπω", "ανατρέψεις":"ανατρέπω", "ανατρέψετε":"ανατρέπω", "ανατρέψουμε":"ανατρέπω", "ανατρέψουν":"ανατρέπω", "ανάτριχη":"αναάτριχος", "ανατριχιάζει":"ανατριχιάζω", "ανατριχιάζουν":"ανατριχιάζω", "ανατριχιάσετε":"ανατριχιάζω", "ανατριχιάσουν":"ανατριχιάζω", "ανατριχιαστικά":"ανατριχιαστικός", "ανατριχιαστικές":"ανατριχιαστικός", "ανατριχιαστική":"ανατριχιαστικός", "ανατριχιαστικό":"ανατριχιαστικός", "ανατριχιαστικότερο":"ανατριχιαστικός", "ανατριχίλα":"ανατριχίλα", "ανατριχίλας":"ανατριχίλα", "ανατροπές":"ανατροπή", "ανατροπή":"ανατροπή", "ανατροπής":"ανατροπή", "ανατροπών":"ανατροπή", "ανατροφή":"ανατροφή", "ανατροφής":"ανατροφή", "ανατροφοδοτείται":"ανατροφοδοτώ", "ανατροφοδότηση":"ανατροφοδότηση", "ανατροφοδοτούν":"ανατροφοδοτώ", "ανατροφοδοτούνται":"ανατροφοδοτώ", "ανάττικα":"ανααττικός", "ανάτυπο":"ανάτυπο", "ανατύπωση":"ανατύπωση", "ανατύπωσης":"ανατύπωση", "άναυδο":"άναυδος", "άναυδοι":"άναυδος", "άναυδους":"άναυδος", "αναφαίρετη":"αναφαίρετος", "αναφανδόν":"αναφανδόν", "ανάφερα":"αναφέρω", "αναφέραμε":"αναφέρω", "ανάφεραν":"αναφέρω", "αναφέρατε":"αναφέρω", "αναφέρει":"αναφέρω", "αναφέρεις":"αναφέρω", "αναφέρεστε":"αναφέρω", "αναφέρεται":"αναφέρω", "αναφέρετε":"αναφέρω", "αναφερθεί":"αναφέρω", "αναφερθείτε":"αναφέρω", "αναφέρθηκα":"αναφέρω", "αναφέρθηκαν":"αναφέρω", "αναφερθήκατε":"αναφέρω", "αναφέρθηκε":"αναφέρω", "αναφερθούμε":"αναφέρω", "αναφερθούν":"αναφέρω", "αναφερθώ":"αναφέρω", "αναφέρομαι":"αναφέρω", "αναφερόμαστε":"αναφέρω", "αναφερόμενα":"αναφερόμενος", "αναφερόμενες":"αναφερόμενος", "αναφερόμενη":"αναφερόμενος", "αναφερόμενο":"αναφερόμενος", "αναφερόμενοι":"αναφερόμενος", "αναφερόμενος":"αναφερόμενος", "αναφερόμουν":"αναφέρω", "αναφέρονται":"αναφέρω", "αναφέρονταν":"αναφέρω", "αναφέροντας":"αναφέρω", "αναφερόταν":"αναφέρω", "αναφέρουμε":"αναφέρω", "αναφέρουν":"αναφέρω", "αναφέρω":"αναφέρω", "αναφιλητά":"αναφιλητό", "ανάφλεξη":"ανάφλεξη", "ανάφλεξης":"ανάφλεξη", "αναφορά":"αναφορά", "αναφορά-καταγγελία":"αναφορά-καταγγελία", "αναφοράς":"αναφορά", "αναφορές":"αναφορά", "αναφορικά":"αναφορικά", "αναφορικό":"αναφορικός", "αναφορικότητας":"αναφορικότητα", "αναφορών":"αναφορά", "αναφύεται":"αναφύομαι", "αναφυλαξίες":"αναφυλαξία", "αναφωνεί":"αναφωνώ", "αναφώνησε":"αναφωνώ", "αναφωνήσει":"αναφωνώ", "αναφωνήσουμε":"αναφωνώ", "αναφωνούν":"αναφωνώ", "αναφωνούσε":"αναφωνώ", "αναχαιτίζουν":"αναχαιτίζω", "αναχαίτισαν":"αναχαιτίζω", "αναχαίτισε":"αναχαιτίζω", "αναχαιτίσει":"αναχαιτίζω", "αναχαίτιση":"αναχαίτιση", "αναχαιτίσουν":"αναχαιτίζω", "αναχαιτίστηκαν":"αναχαιτίζω", "αναχθεί":"ανάγω", "αναχθούν":"ανάγω", "αναχρονισμό":"αναχρονισμός", "αναχρονισμός":"αναχρονισμός", "αναχρονισμούς":"αναχρονισμός", "αναχρονιστικές":"αναχρονιστικός", "αναχρονιστική":"αναχρονιστικός", "αναχρονιστικό":"αναχρονιστικός", "αναχρονιστικοί":"αναχρονιστικός", "ανάχωμα":"ανάχωμα", "αναχώματα":"ανάχωμα", "αναχώματος":"ανάχωμα", "αναχωμάτων":"ανάχωμα", "αναχωρεί":"αναχωρώ", "αναχώρησαν":"αναχωρώ", "αναχώρησε":"αναχωρώ", "αναχωρήσει":"αναχωρώ", "αναχωρήσεις":"αναχώρηση", "αναχωρήσεων":"αναχώρηση", "αναχώρηση":"αναχώρηση", "αναχώρησή":"αναχώρηση", "αναχώρησης":"αναχώρηση", "αναχωρήσουν":"αναχωρώ", "αναχωρούν":"αναχωρώ", "αναχωρούσαν":"αναχωρώ", "αναχωρούσε":"αναχωρώ", "αναχωρώντας":"αναχωρώ", "ανάψαμε":"ανάβω", "άναψαν":"ανάβω", "ανάψανε":"ανάβω", "αναψε":"ανάβω", "άναψε":"ανάβω", "ανάψει":"ανάβω", "ανάψουν":"ανάβω", "ανάψτε":"ανάβω", "αναψυκτήριο":"αναψυκτήριο", "αναψυκτικά":"αναψυκτικό", "αναψυκτικό":"αναψυκτικό", "αναψυκτικών":"αναψυκτικό", "αναψυχή":"αναψυχή", "αναψυχής":"αναψυχή", "άνβιλ":"άνβιλ", "άνβιλ-άστρονατς":"άνβιλ-άστρονατς", "ανγ":"ανγ", "ανγκ":"ανγκ", "ανγκόρ":"ανγκόρ", "ανγουάρ":"ανγουάρ", "άνγουορ":"άνγουορ", "ανδαλουσία":"ανδαλουσία", "ανδιοτελή":"ανδιοτελή", "ανδόρα":"ανδόρα", "ανδρ.":"ανδρ.", "άνδρα":"άντρας", "ανδράλα":"ανδράλα", "ανδραλας":"ανδραλας", "ανδράλας":"ανδράλας", "ανδρας":"άντρας", "άνδρας":"άντρας", "ανδρεα":"ανδρέας", "ανδρέα":"ανδρέας", "ανδρέά":"ανδρέας", "ανδρεάδη":"ανδρεάδης", "ανδρεάδης":"ανδρεάδης", "ανδρεάδου":"ανδρεάδου", "ανδρεας":"ανδρέας", "ανδρέας":"ανδρέας", "ανδρεία":"ανδρεία", "ανδρείκελα":"ανδρείκελο", "ανδρείος":"ανδρείος", "ανδρέου":"ανδρέου", "ανδρες":"άντρας", "άνδρες":"άντρας", "άνδρες-γυναίκες":"άνδρες-γυναίκες", "ανδριάνα":"ανδριάνα", "ανδριάντα":"ανδριάντας", "ανδριάντας":"ανδριάντας", "ανδρικά":"ανδρικός", "ανδρικές":"ανδρικός", "ανδρική":"ανδρικός", "ανδρικής":"ανδρικός", "ανδρικό":"ανδρικός", "ανδρικόπουλος":"ανδρικόπουλος", "ανδρικός":"ανδρικός", "ανδρικού":"ανδρικός", "ανδρικών":"ανδρικός", "ανδριοπουλος":"ανδριοπουλος", "ανδριόπουλος":"ανδριόπουλος", "ανδριοπουλου":"ανδριοπουλου", "ανδριόπουλου":"ανδριόπουλου", "ανδρισμό":"ανδρισμός", "ανδρισμού":"ανδρισμός", "ανδρόγυνο":"ανδρόγυνος", "ανδρογύνων":"ανδρόγυνο", "ανδροκρατείται":"ανδροκρατούμαι", "ανδροκρατικής":"ανδροκρατικός", "ανδροκρατούμενη":"ανδροκρατούμενος", "ανδροκρατούμενο":"ανδροκρατούμενος", "ανδρονίκης":"ανδρονίκης", "ανδρονικίδης":"ανδρονικίδης", "ανδρόνικο":"ανδρόνικος", "ανδρονούδης":"ανδρονούδης", "ανδρός":"άντρας", "ανδρουλάκης":"ανδρουλάκης", "ανδρουλιδάκη":"ανδρουλιδάκη", "ανδρουλιδάκης":"ανδρουλιδάκης", "ανδρουτσόπουλο":"ανδρουτσόπουλος", "ανδρουτσόπουλος":"ανδρουτσόπουλος", "ανδρουτσόπουλου":"ανδρουτσόπουλος", "ανδρούτσος":"ανδρούτσος", "ανδρωθεί":"ανδρώνομαι", "ανδρώθηκε":"ανδρώνομαι", "ανδρων":"άντρας", "ανδρών":"άντρας", "ανδρώνη":"ανδρώνη", "ανέβαζαν":"ανεβάζω", "ανέβαζε":"ανεβάζω", "ανεβάζει":"ανεβάζω", "ανεβάζοντας":"ανεβάζω", "ανεβάζοντάς":"ανεβάζω", "ανεβάζουμε":"ανεβάζω", "ανεβάζουν":"ανεβάζω", "ανεβάζω":"ανεβάζω", "ανέβαινα":"ανεβαίνω", "ανεβαίναμε":"ανεβαίνω", "ανέβαιναν":"ανεβαίνω", "ανέβαινε":"ανεβαίνω", "ανεβαίνει":"ανεβαίνω", "ανεβαίνεις":"ανεβαίνω", "ανεβαίνετε":"ανεβαίνω", "ανεβαίνοντας":"ανεβαίνω", "ανεβαίνουμε":"ανεβαίνω", "ανεβαίνουν":"ανεβαίνω", "ανέβαλαν":"αναβάλλω", "ανέβαλε":"αναβάλλω", "ανέβαλλε":"αναβάλλω", "ανεβάσαμε":"ανεβάζω", "ανέβασαν":"ανεβάζω", "ανέβασε":"ανεβάζω", "ανεβάσει":"ανεβάζω", "ανεβάσεις":"ανεβάζω", "ανέβασμα":"ανέβασμα", "ανέβασμά":"ανέβασμα", "ανεβάσματα":"ανέβασμα", "ανεβασμένη":"ανεβασμένος", "ανεβασμένης":"ανεβασμένος", "ανεβασμένο":"ανεβασμένος", "ανεβασμένος":"ανεβασμένος", "ανεβάσουμε":"ανεβάζω", "ανεβάσουν":"ανεβάζω", "ανεβάσω":"ανεβάζω", "ανεβεί":"ανεβαίνω", "ανέβει":"ανεβαίνω", "ανεβείς":"ανεβαίνω", "ανέβεις":"ανεβαίνω", "ανεβείτε":"ανεβαίνω", "ανέβηκα":"ανεβαίνω", "ανεβήκαμε":"ανεβαίνω", "ανέβηκαν":"ανεβαίνω", "ανέβηκε":"ανεβαίνω", "ανεβλήθη":"αναβάλλω", "ανεβοκατεβάζει":"ανεβοκατεβάζω", "ανεβοκατέβαινε":"ανεβοκατεβαίνω", "ανεβοκατεβαίνει":"ανεβοκατεβαίνω", "ανεβοκατεβαίνοντας":"ανεβοκατεβαίνω", "ανεβοκατεβαίνουν":"ανεβοκατεβαίνω", "ανεβοκατέβασμα":"ανεβοκατέβασμα", "ανεβοκατεβάσματα":"ανεβοκατέβασμα", "ανεβούμε":"ανεβαίνω", "ανέβουμε":"ανεβαίνω", "ανεβούν":"ανεβαίνω", "ανέβουν":"ανεβαίνω", "ανεβώ":"ανεβαίνω", "ανέβω":"ανέβω", "ανέγγιχτοι":"ανέγγιχτος", "ανέγγιχτος":"ανέγγιχτος", "ανεγείρεται":"ανεγείρω", "ανεγείρονται":"ανεγείρω", "ανεγερθεί":"ανεγείρω", "ανεγέρθηκε":"ανεγείρω", "ανεγερθούν":"ανεγείρω", "ανεγέρσεις":"ανέγερση", "ανέγερση":"ανέγερση", "ανέγερσης":"ανέγερση", "ανεγκέφαλοι":"ανεγκέφαλος", "ανεγκέφαλους":"ανεγκέφαλος", "ανεγνώρισε":"αναγνωρίζω", "ανέγνωσε":"αναγιγνώσκω", "ανέγραφαν":"αναγράφω", "ανεδαφική":"ανεδαφικός", "ανέδειξαν":"αναδεικνύω", "ανέδειξε":"αναδεικνύω", "ανεδείχθη":"αναδεικνύω", "ανεθ":"ανεθ", "ανέθεσαν":"αναθέτω", "ανέθεσε":"αναθέτω", "ανέθετε":"αναθέτω", "ανέθρεψε":"ανατρέφω", "ανειδίκευτου":"ανειδίκευτος", "ανειδίκευτους":"ανειδίκευτος", "ανειδίκευτων":"ανειδίκευτος", "ανειλημμένες":"ανειλημμένος", "ανειλικρίνειας":"ανειλικρίνεια", "ανείπωτα":"ανείπωτος", "ανείπωτες":"ανείπωτος", "ανείπωτη":"ανείπωτος", "ανείπωτο":"ανείπωτος", "ανεκ":"ανεκ", "ανέκαθεν":"ανέκαθεν", "ανέκαμψαν":"ανακάμπτω", "ανέκαμψε":"ανακάμπτω", "ανεκδιήγητης":"ανεκδιήγητος", "ανεκδιήγητο":"ανεκδιήγητος", "ανεκδιήγητοι":"ανεκδιήγητος", "ανεκδιήγητου":"ανεκδιήγητος", "ανέκδοτα":"ανέκδοτος", "ανέκδοτο":"ανέκδοτο", "ανέκδοτο":"ανέκδοτος", "ανεκδοτολογικά":"ανεκδοτολογικός", "ανεκδοτολογικό":"ανεκδοτολογικός", "ανεκδότων":"ανέκδοτο", "ανεκλήθη":"ανακαλώ", "ανεκμετάλλευτη":"ανεκμετάλλευτος", "ανεκμετάλλευτο":"ανεκμετάλλευτος", "ανεκμετάλλευτων":"ανεκμετάλλευτος", "ανέκοψε":"ανακόπτω", "ανεκπλήρωτες":"ανεκπλήρωτος", "ανεκπλήρωτο":"ανεκπλήρωτος", "ανεκπλήρωτοι":"ανεκπλήρωτος", "ανεκπλήρωτων":"ανεκπλήρωτος", "ανέκραξε":"ανακράζω", "ανέκρουσε":"ανακρούω", "ανεκτά":"ανεκτά", "ανεκτέλεστα":"ανεκτέλεστος", "ανεκτέλεστο":"ανεκτέλεστος", "ανεκτέλεστων":"ανεκτέλεστος", "ανεκτές":"ανεκτός", "ανεκτή":"ανεκτός", "ανέκτησαν":"ανακτώ", "ανέκτησε":"ανακτώ", "ανεκτική":"ανεκτικός", "ανεκτικής":"ανεκτικός", "ανεκτικοί":"ανεκτικός", "ανεκτικός":"ανεκτικός", "ανεκτικότητα":"ανεκτικότητα", "ανεκτικότητας":"ανεκτικότητα", "ανεκτίμητες":"ανεκτίμητος", "ανεκτίμητη":"ανεκτίμητος", "ανεκτίμητης":"ανεκτίμητος", "ανεκτίμητο":"ανεκτίμητος", "ανεκτίμητος":"ανεκτίμητος", "ανεκτό":"ανεκτός", "ανεκτός":"ανεκτός", "ανεκτού":"ανεκτός", "ανέκυπταν":"ανακύπτω", "ανέκυψαν":"ανακύπτω", "ανέκυψε":"ανακύπτω", "ανέλαβα":"αναλαμβάνω", "ανέλαβαν":"αναλαμβάνω", "ανέλαβε":"αναλαμβάνω", "ανελάμβανε":"αναλαβαίνω", "ανελαστική":"ανελαστικός", "ανελαστικός":"ανελαστικός", "ανέλεγκτες":"ανέλεγκτος", "ανέλεγκτους":"ανέλεγκτος", "ανέλεγκτων":"ανέλεγκτος", "ανελέητα":"ανελέητα", "ανελέητη":"ανελέητος", "ανελέητης":"ανελέητος", "ανελέητο":"ανελέητος", "ανελέητος":"ανελέητος", "ανελέητους":"ανελέητος", "ανελευθερίας":"ανελευθερία", "ανελεύθερο":"ανελεύθερος", "ανελήφθη":"αναλαβαίνω", "ανέλθει":"ανέρχομαι", "ανέλθουν":"ανέρχομαι", "ανέλιξη":"ανέλιξη", "ανέλιξή":"ανέλιξη", "ανέλιξης":"ανέλιξη", "ανέλκυση":"ανέλκυση", "ανέλκυσή":"ανέλκυση", "ανέλκυσης":"ανέλκυση", "ανελκυστεί":"ανελκύω", "ανελκυστήρα":"ανελκυστήρας", "ανελκυστήρες":"ανελκυστήρας", "ανελκυστήρων":"ανελκυστήρας", "ανελλιπή":"ανελλιπής", "ανελλιπώς":"ανελλιπώς", "ανέλπιστα":"ανέλπιστα", "ανέλπιστες":"ανέλπιστος", "ανέλπιστη":"ανέλπιστος", "ανέλπιστο":"ανέλπιστος", "ανέλυε":"αναλύω", "ανέλυσα":"αναλύω", "ανέλυσαν":"αναλύω", "ανέλυσε":"αναλύω", "ανέμελα":"ανέμελα", "ανέμελες":"ανέμελος", "ανέμελης":"ανέμελος", "ανεμελιάς":"ανεμελιά", "ανέμελο":"ανέμελος", "ανέμελος":"ανέμελος", "ανέμενα":"αναμένω", "ανέμεναν":"αναμένω", "ανέμενε":"αναμένω", "ανέμιζαν":"ανεμίζω", "ανεμίζοντας":"ανεμίζω", "ανεμιζόντων":"ανεμίζων", "ανεμίζουν":"ανεμίζω", "ανεμιστήρα":"ανεμιστήρας", "ανεμίχθην":"αναμειγνύω", "άνεμο":"άνεμος", "ανεμοβλογιά":"ανεμοβλογιά", "ανεμοδαρμένες":"ανεμοδέρνω", "άνεμοι":"άνεμος", "ανεμομαζώματα":"ανεμομάζωμα", "ανεμόμυλος":"ανεμόμυλος", "ανεμόπτερα":"ανεμόπτερο", "ανεμος":"άνεμος", "άνεμος":"άνεμος", "ανεμοστρόβιλο":"ανεμοστρόβιλος", "ανεμοστρόβιλοι":"ανεμοστρόβιλος", "ανεμοστρόβιλους":"ανεμοστρόβιλος", "ανέμου":"άνεμος", "ανέμους":"άνεμος", "ανέμπνευστη":"αναεμπνέω", "ανέμπνευστου":"αναεμπνευστής", "ανεμπόδιστα":"ανεμπόδιστα", "ανεμπόδιστη":"ανεμπόδιστος", "ανέμων":"άνεμος", "ανεμώνες":"ανεμώνη", "ανεμώνη":"ανεμώνη", "ανενδοίαστα":"ανενδοίαστα", "ανένδοτη":"ανένδοτος", "ανένδοτο":"ανένδοτος", "ανένδοτοι":"ανένδοτος", "ανένδοτος":"ανένδοτος", "ανένδοτου":"ανένδοτος", "ανενεργά":"ανενεργός", "ανενεργές":"ανενεργός", "ανενεργό":"ανενεργός", "ανενεργοί":"ανενεργός", "ανενεργός":"ανενεργός", "ανενημέρωτοι":"ανενημέρωτος", "ανενόχλητα":"ανενόχλητα", "ανενόχλητες":"ανενόχλητος", "ανενόχλητη":"ανενόχλητος", "ανενόχλητοι":"ανενόχλητος", "ανενόχλητος":"ανενόχλητος", "ανένταχτων":"ανέντακτος", "ανεξαιρέτως":"ανεξαίρετα", "ανεξάντλητα":"ανεξάντλητος", "ανεξάντλητες":"ανεξάντλητος", "ανεξάντλητη":"ανεξάντλητος", "ανεξάντλητο":"ανεξάντλητος", "ανεξάντλητος":"ανεξάντλητος", "ανεξάντλητους":"ανεξάντλητος", "ανεξαρτησία":"ανεξαρτησία", "ανεξαρτησίας":"ανεξαρτησία", "ανεξάρτητα":"ανεξάρτητα", "ανεξάρτητα":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητες":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητη":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητης":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητο":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητοι":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητος":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητου":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητους":"ανεξάρτητος", "ανεξαρτήτων":"ανεξάρτητος", "ανεξάρτητων":"ανεξάρτητος", "ανεξαρτήτως":"ανεξάρτητα", "ανεξέλεγκτα":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτες":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτη":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτης":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτο":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτος":"ανεξέλεγκτος", "ανεξέλεγκτων":"ανεξέλεγκτος", "ανεξερεύνητες":"ανεξερεύνητος", "ανεξερεύνητη":"ανεξερεύνητος", "ανεξερεύνητο":"ανεξερεύνητος", "ανεξέταστα":"ανεξέταστα", "ανεξεταστέοι":"ανεξεταστέος", "ανεξήγητα":"ανεξήγητα", "ανεξήγητη":"ανεξήγητος", "ανεξήγητο":"ανεξήγητος", "ανεξήγητου":"ανεξήγητος", "ανεξήγητους":"ανεξήγητος", "ανεξίθρησκος":"ανεξίθρησκος", "ανεξίτηλα":"ανεξίτηλα", "ανεξίτηλες":"ανεξίτηλος", "ανεξίτηλη":"ανεξίτηλος", "ανεξίτηλος":"ανεξίτηλος", "ανεξιχνίαστο":"ανεξιχνίαστος", "ανεξιχνίαστων":"ανεξιχνίαστος", "ανέξοδα":"ανέξοδα", "ανέξοδες":"ανέξοδος", "ανέξοδη":"ανέξοδος", "ανέξοδης":"ανέξοδος", "ανέξοδος":"ανέξοδος", "ανεξόρκιστο":"αναεξορκίζω", "ανεξόφλητα":"ανεξόφλητα", "ανεξόφλητο":"ανεξόφλητος", "ανεόρταστος":"ανεόρταστος", "ανεπ":"ανεπ", "ανεπάγγελτος":"ανεπάγγελτος", "ανεπάγγελτους":"ανεπάγγελτος", "ανεπάγγελτων":"ανεπάγγελτος", "ανεπαίσθητα":"ανεπαίσθητα", "ανεπαίσθητες":"ανεπαίσθητος", "ανεπαίσθητο":"ανεπαίσθητος", "ανεπαισθήτως":"ανεπαίσθητα", "ανεπανάληπτα":"ανεπανάληπτος", "ανεπανάληπτη":"ανεπανάληπτος", "ανεπανάληπτης":"ανεπανάληπτος", "ανεπανάληπτο":"ανεπανάληπτος", "ανεπανάληπτος":"ανεπανάληπτος", "ανεπανάληπτους":"ανεπανάληπτος", "ανεπανόρθωτα":"ανεπανόρθωτα", "ανεπανόρθωτες":"ανεπανόρθωτος", "ανεπανόρθωτη":"ανεπανόρθωτος", "ανεπανόρθωτο":"ανεπανόρθωτος", "ανεπαρκεία":"ανεπάρκεια", "ανεπάρκεια":"ανεπάρκεια", "ανεπάρκειας":"ανεπάρκεια", "ανεπάρκειες":"ανεπάρκεια", "ανεπαρκείς":"ανεπαρκής", "ανεπαρκές":"ανεπαρκής", "ανεπαρκή":"ανεπαρκής", "ανεπαρκής":"ανεπαρκής", "ανεπαρκούς":"ανεπαρκής", "ανεπαρκών":"ανεπαρκής", "ανεπαρκώς":"ανεπαρκώς", "ανέπαφα":"ανέπαφα", "ανέπαφες":"ανέπαφος", "ανέπαφη":"ανέπαφος", "ανέπαφο":"ανέπαφος", "ανεπεξέργαστη":"ανεπεξέργαστος", "ανεπεξέργαστο":"ανεπεξέργαστος", "ανεπηρέαστα":"ανεπηρέαστα", "ανεπηρέαστες":"ανεπηρέαστος", "ανεπηρέαστη":"ανεπηρέαστος", "ανεπηρέαστο":"ανεπηρέαστος", "ανεπηρέαστοι":"ανεπηρέαστος", "ανεπηρέαστος":"ανεπηρέαστος", "ανεπηρέαστους":"ανεπηρέαστος", "ανεπιβεβαίωτες":"ανεπιβεβαίωτος", "ανεπιβεβαίωτη":"ανεπιβεβαίωτος", "ανεπίδεκτη":"ανεπίδεκτος", "ανεπίδεκτο":"ανεπίδεκτος", "ανεπίδεκτοι":"ανεπίδεκτος", "ανεπιθύμητα":"ανεπιθύμητα", "ανεπιθύμητες":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητη":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητο":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητοι":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητος":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητους":"ανεπιθύμητος", "ανεπιθύμητων":"ανεπιθύμητος", "ανεπίκαιρος":"ανεπίκαιρος", "ανεπίλυτα":"ανεπίλυτος", "ανεπίλυτο":"ανεπίλυτος", "ανεπίσημα":"ανεπίσημα", "ανεπίσημες":"ανεπίσημος", "ανεπίσημη":"ανεπίσημος", "ανεπίσημης":"ανεπίσημος", "ανεπίσημο":"ανεπίσημος", "ανεπίσημους":"ανεπίσημος", "ανεπισήμως":"ανεπίσημα", "ανεπίστρεπτη":"ανεπίστρεπτος", "ανεπιστρεπτί":"ανεπιστρεπτί", "ανεπιτήδευτη":"ανεπιτήδευτος", "ανεπιτήδευτο":"ανεπιτήδευτος", "ανεπίτρεπτα":"ανεπίτρεπτα", "ανεπίτρεπτα":"ανεπίτρεπτος", "ανεπίτρεπτες":"ανεπίτρεπτος", "ανεπίτρεπτη":"ανεπίτρεπτος", "ανεπίτρεπτο":"ανεπίτρεπτος", "ανεπιτυχείς":"ανεπιτυχής", "ανεπιτυχή":"ανεπιτυχής", "ανεπιτυχής":"ανεπιτυχής", "ανεπιτυχούς":"ανεπιτυχής", "ανεπιτυχώς":"ανεπιτυχώς", "ανεπιφύλακτα":"ανεπιφύλακτα", "ανεπιφύλακτη":"ανεπιφύλακτος", "ανέπνεε":"αναπνέω", "ανεπτυγμένες":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένη":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένης":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένο":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένος":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένου":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένους":"ανεπτυγμένος", "ανεπτυγμένων":"ανεπτυγμένος", "ανέπτυξα":"αναπτύσσω", "ανέπτυξαν":"αναπτύσσω", "ανέπτυξε":"αναπτύσσω", "ανέπτυσσαν":"αναπτύσσω", "ανέπτυσσε":"αναπτύσσω", "ανέραστοι":"ανέραστος", "άνεργα":"άνεργος", "ανεργες":"άνεργος", "άνεργες":"άνεργος", "άνεργη":"άνεργος", "ανεργια":"ανεργία", "ανεργία":"ανεργία", "ανεργίας":"ανεργία", "άνεργο":"άνεργος", "άνεργοι":"άνεργος", "άνεργος":"άνεργος", "ανέργου":"άνεργος", "ανεργους":"άνεργος", "ανέργους":"άνεργος", "άνεργους":"άνεργος", "ανέργων":"άνεργος", "άνεργων":"άνεργος", "ανερμάτιστη":"ανερμάτιστος", "ανερυθρίαστα":"ανερυθρίαστα", "ανερυθρίαστη":"ανερυθρίαστος", "ανέρχεται":"ανέρχομαι", "ανερχόμενα":"ανερχόμενος", "ανερχόμενη":"ανερχόμενος", "ανερχόμενης":"ανερχόμενος", "ανερχόμενο":"ανερχόμενος", "ανερχόμενος":"ανερχόμενος", "ανερχόμενων":"ανερχόμενος", "ανέρχονται":"ανέρχομαι", "ανέρχονταν":"ανέρχομαι", "ανερχόταν":"ανέρχομαι", "ανέσεις":"άνεση", "ανέσεων":"άνεση", "άνεση":"άνεση", "άνεσή":"άνεση", "άνεσης":"άνεση", "ανεστάκης":"ανεστάκης", "ανεστάλη":"αναστέλλω", "ανέστειλαν":"αναστέλλω", "ανέστειλε":"αναστέλλω", "ανέστη":"ανέστης", "ανεστης":"ανέστης", "ανέστης":"ανέστης", "ανέστησαν":"ανασταίνω", "ανέστησε":"ανασταίνω", "ανέστιας":"ανέστιος", "ανεστίδης":"ανεστίδης", "ανέστρεψε":"αναστρέφω", "ανέσυραν":"ανασύρω", "ανέσυρε":"ανασύρω", "ανέτ":"ανέτ", "άνετ":"άνετ", "άνετα":"άνετα", "ανετέθη":"αναθέτω", "ανέτειλε":"ανατέλλω", "άνετες":"άνετος", "ανετη":"άνετος", "άνετη":"άνετος", "άνετης":"άνετος", "ανετο":"άνετος", "άνετο":"άνετος", "ανέτοιμη":"ανέτοιμος", "ανέτοιμο":"ανέτοιμος", "ανέτοιμοι":"ανέτοιμος", "ανέτοιμος":"ανέτοιμος", "ανετοιμότητα":"ανετοιμότητα", "ανέτοιμου":"ανέτοιμος", "ανέτοιμων":"ανέτοιμος", "ανετον":"άνετος", "άνετος":"άνετος", "ανετότατα":"άνετα", "ανετότερης":"άνετος", "άνετους":"άνετος", "ανετράπη":"ανατρέπω", "ανετράπησαν":"ανατρέπω", "ανέτρεξαν":"ανατρέχω", "ανέτρεξε":"ανατρέχω", "ανέτρεπε":"ανατρέπω", "ανέτρεψαν":"ανατρέπω", "ανέτρεψε":"ανατρέπω", "ανευ":"άνευ", "άνευ":"άνευ", "ανεύθυνα":"ανεύθυνος", "ανεύθυνες":"ανεύθυνος", "ανεύθυνη":"ανεύθυνος", "ανεύθυνο":"ανεύθυνος", "ανεύθυνοι":"ανεύθυνος", "ανεύθυνος":"ανεύθυνος", "ανευθυνότητα":"ανευθυνότητα", "ανευθυνότητας":"ανευθυνότητα", "ανευθυνότητες":"ανευθυνότητα", "ανεύθυνους":"ανεύθυνος", "ανευθύνων":"ανεύθυνος", "ανεύθυνων":"ανεύθυνος", "άνευρα":"άνευρος", "ανεύρει":"ανευρίσκω", "ανεύρεση":"ανεύρεση", "ανεύρεσή":"ανεύρεση", "ανεύρεσης":"ανεύρεση", "ανεύρεσιν":"ανεύρεση", "άνευρη":"άνευρος", "ανευρίσκεται":"ανευρίσκω", "ανευρίσκονται":"ανευρίσκω", "ανευρίσκονταν":"ανευρίσκω", "άνευρο":"άνευρος", "ανεφάρμοστο":"ανεφάρμοστος", "ανεφάρμοστοι":"ανεφάρμοστος", "ανεφάρμοστος":"ανεφάρμοστος", "ανέφελη":"ανέφελος", "ανέφελο":"ανέφελος", "ανέφερα":"αναφέρω", "ανέφεραν":"αναφέρω", "ανέφερε":"αναφέρω", "ανέφικτα":"ανέφικτος", "ανέφικτη":"ανέφικτος", "ανέφικτο":"ανέφικτος", "ανέφικτου":"ανέφικτος", "ανεφλέγησαν":"ανεφλέγησαν", "ανεφοδιασμό":"ανεφοδιασμός", "ανεφοδιασμός":"ανεφοδιασμός", "ανεφοδιασμού":"ανεφοδιασμός", "ανέχεια":"ανέχεια", "ανέχειά":"ανέχεια", "ανέχειας":"ανέχεια", "ανέχεσαι":"ανέχομαι", "ανέχεστε":"ανέχομαι", "ανέχεται":"ανέχομαι", "ανεχθεί":"ανέχομαι", "ανεχθείτε":"ανέχομαι", "ανεχθήκαμε":"ανέχομαι", "ανέχθηκαν":"ανέχομαι", "ανέχθηκε":"ανέχομαι", "ανεχθούμε":"ανέχομαι", "ανεχθούν":"ανέχομαι", "ανεχθώ":"ανέχομαι", "ανέχομαι":"ανέχομαι", "ανέχονται":"ανέχομαι", "ανεχόταν":"ανέχομαι", "ανεχτεί":"ανέχομαι", "ανέχτηκαν":"ανέχομαι", "ανέχτηκε":"ανέχομαι", "ανεχτούμε":"ανέχομαι", "ανεψιό":"ανεψιός", "ανεψιός":"ανεψιός", "ανήγαγε":"ανάγω", "ανήγγειλαν":"αναγγέλλω", "ανήγγειλε":"αναγγέλλω", "ανήγειρε":"ανεγείρω", "ανηγέρθη":"ανεγείρω", "ανήθικες":"ανήθικος", "ανήθικη":"ανήθικος", "ανήθικο":"ανήθικος", "ανηθικος":"ανήθικος", "ανηθικότητα":"ανηθικότητα", "ανηθικότητας":"ανηθικότητα", "ανήθικου":"ανήθικος", "άνηθο":"άνηθος", "ανήκα":"ανήκω", "ανήκαν":"ανήκω", "άνηκαν":"ανήκω", "ανήκε":"ανήκω", "άνηκε":"ανήκω", "ανήκει":"ανήκω", "ανήκειν":"ανήκειν", "ανήκεις":"ανήκω", "ανήκετε":"ανήκω", "ανήκη":"ανήκη", "ανήκομεν":"ανήκομεν", "ανήκοντα":"ανήκων", "ανήκοντες":"ανήκων", "ανήκουμε":"ανήκω", "ανήκουν":"ανήκω", "ανήκουσα":"ανήκων", "ανήκουστα":"ανήκουστος", "ανήκουστη":"ανήκουστος", "ανήκουστο":"ανήκουστος", "ανήκω":"ανήκω", "ανηλεή":"ανηλεής", "ανηλεής":"ανηλεής", "ανηλεώς":"ανηλεώς", "ανήλθαν":"ανέρχομαι", "ανήλθε":"ανέρχομαι", "ανήλια":"ανήλιος", "ανήλιαγα":"ανήλιαγος", "ανήλικα":"ανήλικος", "ανήλικη":"ανήλικος", "ανήλικης":"ανήλικος", "ανήλικο":"ανήλικος", "ανήλικοι":"ανήλικος", "ανήλικος":"ανήλικος", "ανηλίκου":"ανήλικος", "ανήλικου":"ανήλικος", "ανηλίκους":"ανήλικος", "ανήλικους":"ανήλικος", "ανηλίκων":"ανήλικος", "ανήλικων":"ανήλικος", "ανήμερα":"ανήμερα", "ανήμερο":"ανήμερος", "ανημέρωτοι":"ανημέρωτος", "ανήμπορες":"ανήμπορος", "ανήμπορη":"ανήμπορος", "ανημπόρια":"ανημπόρια", "ανήμπορο":"ανήμπορος", "ανήμποροι":"ανήμπορος", "ανήμπορος":"ανήμπορος", "ανήμπορου":"ανήμπορος", "ανήμπορους":"ανήμπορος", "ανήμπορων":"ανήμπορος", "ανήρ":"άντρας", "ανήρτησαν":"ανήρτησαν", "ανήσυχα":"ανήσυχος", "ανησυχεί":"ανησυχώ", "ανησυχείς":"ανησυχώ", "ανησυχείτε":"ανησυχώ", "ανήσυχες":"ανήσυχος", "ανήσυχη":"ανήσυχος", "ανησύχησαν":"ανησυχώ", "ανησύχησε":"ανησυχώ", "ανησυχήσουν":"ανησυχώ", "ανησυχητικά":"ανησυχητικός", "ανησυχητικές":"ανησυχητικός", "ανησυχητική":"ανησυχητικός", "ανησυχητικό":"ανησυχητικός", "ανησυχητικός":"ανησυχητικός", "ανησυχητικούς":"ανησυχητικός", "ανησυχητικών":"ανησυχητικός", "ανησυχία":"ανησυχία", "ανησυχίας":"ανησυχία", "ανησυχίες":"ανησυχία", "ανησυχιών":"ανησυχία", "ανήσυχο":"ανήσυχος", "ανήσυχοι":"ανήσυχος", "ανήσύχοι":"ανήσυχος", "ανήσυχος":"ανήσυχος", "ανησυχούμε":"ανησυχώ", "ανησυχούν":"ανησυχώ", "ανησυχούντων":"ανησυχών", "ανήσυχους":"ανήσυχος", "ανησυχούσαμε":"ανησυχώ", "ανησυχούσαν":"ανησυχώ", "ανησυχούσε":"ανησυχώ", "ανησυχώ":"ανησυχώ", "ανησυχώντας":"ανησυχώ", "ανηφόρα":"ανηφόρα", "ανηφόρες":"ανηφόρα", "ανηφορίζεις":"ανηφορίζω", "ανηφορική":"ανηφορικός", "ανηφορικό":"ανηφορικός", "ανηφορικός":"ανηφορικός", "ανηφόρισε":"ανηφορίζω", "ανηφορίσω":"ανηφορίζω", "ανθεί":"ανθώ", "άνθεια":"άνθεια", "ανθεκτικά":"ανθεκτικός", "ανθεκτικές":"ανθεκτικός", "ανθεκτική":"ανθεκτικός", "ανθεκτικό":"ανθεκτικός", "ανθεκτικοί":"ανθεκτικός", "ανθεκτικός":"ανθεκτικός", "ανθεκτικότερα":"ανθεκτικά", "ανθεκτικότερο":"ανθεκτικός", "ανθεκτικότεροι":"ανθεκτικός", "ανθεκτικότητα":"ανθεκτικότητα", "ανθεκτικότητά":"ανθεκτικότητα", "ανθεκτικών":"ανθεκτικός", "ανθέλληνας":"ανθέλληνας", "ανθέλληνες":"ανθέλληνας", "ανθελληνικής":"ανθελληνικός", "ανθεμίδης":"ανθεμίδης", "ανθεων":"ανθεων", "ανθέων":"ανθέων", "ανθή":"ανθή", "άνθη":"άνθος", "ανθηρά":"ανθηρός", "ανθηρή":"ανθηρός", "ανθηρότητας":"ανθηρότητα", "άνθης":"άνθης", "άνθησε":"ανθώ", "ανθήσει":"ανθώ", "άνθηση":"άνθηση", "άνθησης":"άνθηση", "ανθήσουν":"ανθώ", "άνθιζε":"ανθίζω", "ανθίζει":"ανθίζω", "ανθίζουν":"ανθίζω", "άνθιμος":"άνθιμος", "άνθιμου":"άνθιμος", "άνθισε":"ανθίζω", "ανθίσει":"ανθίζω", "άνθιση":"άνθιση", "ανθισμένα":"ανθίζω", "ανθισμένο":"ανθίζω", "ανθισμένων":"ανθίζω", "ανθίσουν":"ανθίζω", "ανθίστανται":"ανθίσταμαι", "ανθίσταται":"ανθίσταμαι", "ανθοδέσμες":"ανθοδέσμη", "ανθοδέσμη":"ανθοδέσμη", "ανθοκήπων":"ανθόκηπος", "ανθοκομεί":"ανθοκομώ", "ανθοκομίας":"ανθοκομία", "ανθοκομικές":"ανθοκομικός", "ανθολογεί":"ανθολογώ", "ανθολογία":"ανθολογία", "ανθολόγια":"ανθολόγιο", "ανθολόγιο":"ανθολόγιο", "ανθολογούνται":"ανθολογώ", "ανθόπουλο":"ανθόπουλο", "ανθόπουλος":"ανθόπουλος", "ανθοπωλεία":"ανθοπωλείο", "ανθοπώλες":"ανθοπώλης", "άνθος":"άνθος", "ανθόσπαρτος":"ανθόσπαρτος", "ανθοστόλιστα":"ανθοστόλιστος", "ανθούν":"ανθώ", "ανθούσα":"ανθώ", "ανθούσε":"ανθώ", "ανθρακα":"άνθρακας", "άνθρακα":"άνθρακας", "άνθρακας":"άνθρακας", "άνθρακες":"άνθρακας", "ανθρακοβόρων":"ανθρακοβόρων", "ανθρακωρύχο":"ανθρακωρύχος", "ανθρακωρύχοι":"ανθρακωρύχος", "ανθρακωρύχος":"ανθρακωρύχος", "ανθρακωρύχους":"ανθρακωρύχος", "ανθρακωρύχων":"ανθρακωρύχος", "άνθραξ":"άνθρακας", "ανθρωπάκι":"ανθρωπάκι", "ανθρωπάκια":"ανθρωπάκι", "ανθρωπάκος":"ανθρωπάκος", "ανθρωπάρια":"ανθρωπάριο", "άνθρωπε":"άνθρωπος", "ανθρωπιά":"ανθρωπιά", "ανθρωπιάς":"ανθρωπιά", "ανθρώπινα":"ανθρώπινος", "ανθρώπινες":"ανθρώπινος", "ανθρώπινη":"ανθρώπινος", "ανθρώπινης":"ανθρώπινος", "ανθρώπινής":"ανθρώπινος", "ανθρώπινο":"ανθρώπινος", "ανθρώπινοι":"ανθρώπινος", "ανθρώπινον":"ανθρώπινος", "ανθρώπινος":"ανθρώπινος", "ανθρωπίνου":"ανθρώπινος", "ανθρώπινου":"ανθρώπινος", "ανθρώπινους":"ανθρώπινος", "ανθρωπίνων":"ανθρώπινος", "ανθρώπινων":"ανθρώπινος", "ανθρωπίνως":"ανθρώπινα", "ανθρωπισμό":"ανθρωπισμός", "ανθρωπισμός":"ανθρωπισμός", "ανθρωπισμού":"ανθρωπισμός", "ανθρωπιστικά":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικές":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστική":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικής":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικό":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικού":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικούς":"ανθρωπιστικός", "ανθρωπιστικών":"ανθρωπιστικός", "άνθρωπο":"άνθρωπος", "άνθρωπό":"άνθρωπος", "ανθρωπογενές":"ανθρωπογενής", "ανθρωπογενή":"ανθρωπογενής", "ανθρωπογενούς":"ανθρωπογενής", "ανθρωπογεωγραφίας":"ανθρωπογεωγραφία", "ανθρωποειδών":"ανθρωποειδής", "ανθρωποθάλασσα":"ανθρωποθάλασσα", "ανθρωποθυσίες":"ανθρωποθυσία", "ανθρωποι":"άνθρωπος", "ανθρώποι":"άνθρωπος", "άνθρωποι":"άνθρωπος", "άνθρωποί":"άνθρωπος", "ανθρώποις":"ανθρώποις", "ανθρωποκεντρικά":"ανθρωποκεντρικός", "ανθρωποκεντρική":"ανθρωποκεντρικός", "ανθρωποκεντρικής":"ανθρωποκεντρικός", "ανθρωποκεντρικό":"ανθρωποκεντρικός", "ανθρωποκεντρικοί":"ανθρωποκεντρικός", "ανθρωποκτονία":"ανθρωποκτονία", "ανθρωποκτονίας":"ανθρωποκτονία", "ανθρωποκτονίες":"ανθρωποκτονία", "ανθρωποκτονιών":"ανθρωποκτονία", "ανθρωποκτόνο":"ανθρωποκτόνος", "ανθρωποκυνηγητό":"ανθρωποκυνηγητό", "ανθρωποκυνηγος":"ανθρωποκυνηγος", "ανθρωπολογία":"ανθρωπολογία", "ανθρωπολογίας":"ανθρωπολογία", "ανθρωπολογικές":"ανθρωπολογικός", "ανθρωπολογική":"ανθρωπολογικός", "ανθρωπολογικής":"ανθρωπολογικός", "ανθρωπολογικών":"ανθρωπολογικός", "ανθρωπολόγοι":"ανθρωπολόγος", "ανθρωπολόγος":"ανθρωπολόγος", "ανθρωπομάνι":"ανθρωπομάνι", "ανθρωπόμορφα":"ανθρωπόμορφος", "ανθρωπομορφικά":"ανθρωπομορφικά", "ανθρωπόμορφων":"ανθρωπόμορφος", "άνθρωπον":"άνθρωπος", "ανθρωπος":"άνθρωπος", "άνθρωπος":"άνθρωπος", "άνθρωπός":"άνθρωπος", "ανθρωπότητα":"ανθρωπότητα", "ανθρωπότητας":"ανθρωπότητα", "ανθρώπου":"άνθρωπος", "ανθρώπου-ανθρώπου":"ανθρώπου-ανθρώπου", "ανθρώπους":"άνθρωπος", "ανθρώπου-φύσης":"ανθρώπου-φύσης", "ανθρωποφάγα":"ανθρωποφάγος", "ανθρωποφαγία":"ανθρωποφαγία", "ανθρωποφαγίας":"ανθρωποφαγία", "ανθρωποφαγίες":"ανθρωποφαγία", "ανθρωποφάγο":"ανθρωποφάγος", "ανθρώπων":"άνθρωπος", "ανθυγιεινά":"ανθυγιεινός", "ανθυγιεινές":"ανθυγιεινός", "ανθυγιεινή":"ανθυγιεινός", "ανθυγιεινό":"ανθυγιεινός", "ανθυγιεινών":"ανθυγιεινός", "ανθυπασπιστή":"ανθυπασπιστής", "ανθυπαστυνόμο":"ανθυπαστυνόμος", "ανθυπαστυνόμοι":"ανθυπαστυνόμος", "ανθυπαστυνόμος":"ανθυπαστυνόμος", "ανθυπαστυνόμου":"ανθυπαστυνόμος", "ανθυπολοχαγός":"ανθυπολοχαγός", "ανθυπολοχαγού":"ανθυπολοχαγός", "ανθυποσμηναγού":"ανθυποσμηναγός", "ανία":"ανία", "ανιαρή":"ανιαρός", "ανιαρής":"ανιαρός", "ανιαρός":"ανιαρός", "ανίατη":"ανίατος", "ανίδεοι":"ανίδεος", "ανιδιοτέλεια":"ανιδιοτέλεια", "ανιδιοτελή":"ανιδιοτελής", "ανιδιοτελής":"ανιδιοτελής", "ανιδιοτελώς":"ανιδιοτελώς", "ανίερες":"ανίερος", "ανίερη":"ανίερος", "ανίερο":"ανίερος", "ανίερων":"ανίερος", "ανίκανα":"ανίκανα", "ανίκανες":"ανίκανος", "ανίκανη":"ανίκανος", "ανίκανο":"ανίκανος", "ανίκανοι":"ανίκανος", "ανικανοποίητοι":"ανικανοποίητος", "ανικανοποίητος":"ανικανοποίητος", "ανικανοποίητου":"ανικανοποίητος", "ανίκανος":"ανίκανος", "ανικανότητα":"ανικανότητα", "ανικανότητά":"ανικανότητα", "ανικανότητας":"ανικανότητα", "ανίκανους":"ανίκανος", "ανίκητη":"ανίκητος", "ανίκητο":"ανίκητος", "ανίκητος":"ανίκητος", "ανίκο":"ανίκο", "ανιμπάλ":"ανιμπάλ", "άνινος":"άνινος", "ανιούσα":"ανιών", "άνισα":"άνισος", "άνισες":"άνισος", "άνιση":"άνισος", "άνισης":"άνισος", "άνισο":"άνισος", "ανισοκατανομή":"ανισοκατανομή", "ανισοκατανομής":"ανισοκατανομή", "ανισόπεδες":"ανισόπεδος", "ανισόπεδο":"ανισόπεδος", "ανισόπεδος":"ανισόπεδος", "ανισόπεδου":"ανισόπεδος", "ανισόπεδους":"ανισόπεδος", "ανισορροπία":"ανισορροπία", "ανισορροπίες":"ανισορροπία", "άνισος":"άνισος", "ανισότητα":"ανισότητα", "ανισότητας":"ανισότητα", "ανισότητες":"ανισότητα", "ανισοτήτων":"ανισότητα", "ανισότιμη":"ανισότιμος", "άνισους":"άνισος", "ανιστόρητα":"ανιστόρητα", "ανιστόρητη":"ανιστόρητος", "ανιστόρητο":"ανιστόρητος", "ανιστόρητοι":"ανιστόρητος", "ανιστόρητος":"ανιστόρητος", "ανιστόρητους":"ανιστόρητος", "ανίσχυρες":"ανίσχυρος", "ανίσχυρη":"ανίσχυρος", "ανίσχυρο":"ανίσχυρος", "ανίσχυροι":"ανίσχυρος", "ανίσχυρος":"ανίσχυρος", "ανίσχυρους":"ανίσχυρος", "ανίσχυρων":"ανίσχυρος", "ανίτα":"ανίτα", "ανιτσα":"ανιτσα", "ανιχνεύει":"ανιχνεύω", "ανιχνεύεται":"ανιχνεύω", "ανιχνευθεί":"ανιχνεύω", "ανιχνεύθηκαν":"ανιχνεύω", "ανιχνευθούν":"ανιχνεύω", "ανιχνεύονται":"ανιχνεύω", "ανιχνεύοντας":"ανιχνεύω", "ανιχνεύουμε":"ανιχνεύω", "ανιχνεύουν":"ανιχνεύω", "ανίχνευσε":"ανιχνεύω", "ανιχνεύσει":"ανιχνεύω", "ανιχνεύσεις":"ανιχνεύω", "ανίχνευση":"ανίχνευση", "ανίχνευσή":"ανίχνευση", "ανίχνευσης":"ανίχνευση", "ανιχνεύσιμο":"ανιχνεύσιμος", "ανιχνεύσουν":"ανιχνεύω", "ανιχνευτεί":"ανιχνεύω", "ανιχνευτές":"ανιχνευτής", "ανιχνευτή":"ανιχνευτής", "ανιχνευτής":"ανιχνευτής", "ανιχνευτών":"ανιχνευτής", "ανίψια":"ανίψι", "ανιψιά":"ανιψιά", "ανιψιό":"ανιψιός", "ανιψιός":"ανιψιός", "ανιψιού":"ανιψιός", "άνκιτσα":"άνκιτσα", "ανκόρ":"ανκόρ", "ανν":"ανν", "αννα":"άννα", "άννα":"άννα", "άννα-mαρία":"άννα-mαρία", "αννας":"άννα", "άννας":"άννα", "αννέτα":"ανανέτος", "αννούλα":"αννούλα", "αννυ":"αννυ", "άννυ":"άννυ", "ανο":"ανο", "ανόβερο":"ανόβερο", "ανόβερο28-25":"ανόβερο28-25", "ανοδικά":"ανοδικά", "ανοδικες":"ανοδικός", "ανοδικές":"ανοδικός", "ανοδική":"ανοδικός", "ανοδικής":"ανοδικός", "ανοδικό":"ανοδικός", "ανοδικός":"ανοδικός", "ανοδικών":"ανοδικός", "ανοδιωμένο":"ανοδιωμένο", "ανοδο":"άνοδος", "άνοδο":"άνοδος", "άνοδό":"άνοδος", "άνοδοι":"άνοδος", "άνοδος":"άνοδος", "ανόδου":"άνοδος", "ανόδων":"άνοδος", "ανοησία":"ανοησία", "ανοησίας":"ανοησία", "ανοησίες":"ανοησία", "ανόητα":"ανόητα", "ανόητες":"ανόητος", "ανόητη":"ανόητος", "ανόητο":"ανόητος", "ανόητοι":"ανόητος", "ανόητος":"ανόητος", "ανόητου":"ανόητος", "ανόητους":"ανόητος", "ανοήτων":"ανόητος", "ανοήτως":"ανόητα", "ανόθευτες":"ανόθευτος", "ανόθευτο":"ανόθευτος", "άνοια":"άνοια", "άνοιγα":"ανοίγω", "ανοίγαμε":"ανοίγω", "άνοιγαν":"ανοίγω", "άνοιγε":"ανοίγω", "ανοιγει":"ανοίγω", "ανοίγει":"ανοίγω", "ανοίγειν":"ανοίγειν", "ανοίγεις":"ανοίγω", "ανοίγεται":"ανοίγω", "ανοίγετε":"ανοίγω", "ανοιγμα":"άνοιγμα", "άνοιγμα":"άνοιγμα", "άνοιγμά":"άνοιγμα", "ανοίγματα":"άνοιγμα", "ανοίγματος":"άνοιγμα", "ανοιγμάτων":"άνοιγμα", "ανοιγμένη":"ανοιγμένος", "ανοιγοκλείνουν":"ανοιγοκλείνω", "ανοίγονται":"ανοίγω", "ανοίγοντας":"ανοίγω", "ανοίγοντάς":"ανοίγω", "ανοίγουμε":"ανοίγω", "ανοιγουν":"ανοίγω", "ανοίγουν":"ανοίγω", "ανοίγω":"ανοίγω", "ανοίκεια":"ανοίκειος", "ανοίκειες":"ανοίκειος", "ανοίκειο":"ανοίκειος", "ανοικοδομείται":"ανοικοδομώ", "ανοικοδομήθηκε":"ανοικοδομώ", "ανοικοδομηθούν":"ανοικοδομώ", "ανοικοδόμηση":"ανοικοδόμηση", "ανοικοδόμησης":"ανοικοδόμηση", "ανοικτά":"ανοικτά", "ανοικτά":"ανοιχτός", "ανοικτές":"ανοιχτός", "ανοικτη":"ανοιχτός", "ανοικτή":"ανοιχτός", "ανοικτής":"ανοιχτός", "ανοικτό":"ανοιχτός", "ανοικτοί":"ανοιχτός", "ανοικτός":"ανοιχτός", "ανοικτού":"ανοιχτός", "ανοικτούς":"ανοιχτός", "ανοικτών":"ανοιχτός", "άνοιξ":"άνοιξ", "άνοιξα":"ανοίγω", "ανοίξαμε":"ανοίγω", "άνοιξαν":"ανοίγω", "ανοιξε":"ανοίγω", "άνοιξε":"ανοίγω", "ανοίξει":"ανοίγω", "ανοίξεις":"ανοίγω", "ανοίξετε":"ανοίγω", "ανοιξη":"άνοιξη", "άνοιξη":"άνοιξη", "άνοιξης":"άνοιξη", "ανοιξιά":"ανοιξιά", "ανοιξιάς":"ανοιξιάς", "ανοιξιάτης":"ανοιξιάτης", "ανοιξιάτικα":"ανοιξιάτικος", "ανοιξιάτικες":"ανοιξιάτικος", "ανοιξιάτικη":"ανοιξιάτικος", "ανοιξιάτικης":"ανοιξιάτικος", "ανοιξιάτικο":"ανοιξιάτικος", "ανοιξιώτες":"ανοιξιώτες", "ανοιξιώτικο":"ανοιξιώτικο", "ανοιξιωτών":"ανοιξιωτών", "ανοίξουμε":"ανοίγω", "ανοίξουν":"ανοίγω", "ανοίξτε":"ανοίγω", "ανοίξω":"ανοίγω", "ανοιχθεί":"ανοίγω", "ανοίχθηκαν":"ανοίγω", "ανοίχθηκε":"ανοίγω", "ανοιχτά":"ανοικτά", "ανοιχτά":"ανοιχτός", "ανοιχτεί":"ανοίγω", "ανοιχτές":"ανοιχτός", "ανοιχτη":"ανοιχτός", "ανοιχτή":"ανοιχτός", "ανοίχτηκαν":"ανοίγω", "ανοίχτηκε":"ανοίγω", "ανοιχτής":"ανοιχτός", "ανοιχτό":"ανοιχτός", "ανοιχτοί":"ανοιχτός", "ανοιχτομάτηδες":"ανοιχτομάτης", "ανοιχτός":"ανοιχτός", "ανοιχτού":"ανοιχτός", "ανοιχτούμε":"ανοίγω", "ανοιχτούν":"ανοίγω", "ανοιχτούς":"ανοιχτός", "ανοιχτόχρωμα":"ανοιχτόχρωμα", "ανοιχτόχρωμη":"ανοιχτόχρωμος", "ανοιχτόχρωμο":"ανοιχτόχρωμος", "ανοιχτων":"ανοιχτός", "ανοιχτών":"ανοιχτός", "ανολοκλήρωτη":"ανολοκλήρωτος", "ανολοκλήρωτο":"ανολοκλήρωτος", "ανολοκλήρωτου":"ανολοκλήρωτος", "άνομες":"άνομος", "ανομήματα":"ανόμημα", "ανομημάτων":"ανόμημα", "ανομίες":"ανομία", "άνομο":"άνομος", "ανόμοια":"ανόμοια", "ανόμοιες":"ανόμοιος", "ανομοιογένεια":"ανομοιογένεια", "ανομοιογένειας":"ανομοιογένεια", "ανόμοιοι":"ανόμοιος", "ανομοιόμορφα":"ανομοιόμορφα", "ανομοιομορφία":"ανομοιομορφία", "ανομολόγητα":"ανομολόγητα", "ανομολόγητες":"ανομολόγητος", "ανομολόγητη":"ανομολόγητος", "ανομολόγητο":"ανομολόγητος", "ανομολόγητος":"ανομολόγητος", "ανόμους":"άνομος", "άνομους":"άνομος", "άνομων":"άνομος", "ανοξείδωτο":"ανοξείδωτος", "ανοξείδωτου":"ανοξείδωτος", "ανόργανων":"ανόργανος", "ανοργανωσιά":"ανοργανωσιά", "ανοργάνωτες":"ανοργάνωτος", "ανοργάνωτη":"ανοργάνωτος", "ανοργάνωτοι":"ανοργάνωτος", "ανορεξία":"ανορεξία", "ανορεξίας":"ανορεξία", "ανορθογραφία":"ανορθογραφία", "ανορθόγραφος":"ανορθόγραφος", "ανορθόδοξα":"ανορθόδοξα", "ανορθόδοξες":"ανορθόδοξος", "ανορθόδοξο":"ανορθόδοξος", "ανορθόδοξοι":"ανορθόδοξος", "ανορθόδοξος":"ανορθόδοξος", "ανορθολογικά":"ανορθολογικά", "ανορθολογική":"ανορθολογική", "ανορθολογικό":"αναορθολογικός", "ανορθολογικότητα":"ανορθολογικότητα", "ανορθολογισμός":"ανορθολογισμός", "ανορθώσει":"ανορθώνω", "ανορθωση":"ανόρθωση", "ανόρθωση":"ανόρθωση", "ανόρθωσης":"ανόρθωση", "ανοσία":"ανοσία", "ανόσιο":"ανόσιος", "ανοσιολόγο":"ανοσιολόγος", "ανοσιούργημα":"ανοσιούργημα", "ανοσοβιολογικό":"ανοσοβιολογικός", "ανοσολογίας":"ανοσολογία", "ανοσολογικό":"ανοσολογικός", "ανοσοποιητικό":"ανοσοποιητικός", "ανοσοποιητικού":"ανοσοποιητικός", "ανοσοποιητικών":"ανοσοποιητικός", "ανοσοσφαιρίνη":"ανοσοσφαιρίνη", "άνοστη":"άνοστος", "άνοστο":"άνοστος", "ανουαρ":"ανουαρ", "ανουάρ":"ανουάρ", "άνουβι":"άνουβι", "ανούσια":"ανούσια", "ανούσια":"ανούσιος", "ανούσιες":"ανούσιος", "ανούσιο":"ανούσιος", "ανούσιων":"ανούσιος", "ανοχές":"ανοχή", "ανοχή":"ανοχή", "ανοχήν":"ανοχή", "ανοχής":"ανοχή", "ανοχύρωτα":"ανοχύρωτα", "ανοχύρωτη":"ανοχύρωτος", "ανρί":"ανρί", "άνσα":"άνσα", "αντ":"αντί", "αντ'":"αντί", "αντ.":"αντ.", "αντ1":"αντ1", "αντ-1":"αντ-1", "άντα":"άντα", "ανταγωνίζεται":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνίζονται":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνιζόταν":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνισθούν":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνισμό":"ανταγωνισμός", "ανταγωνισμοί":"ανταγωνισμός", "ανταγωνισμός":"ανταγωνισμός", "ανταγωνισμού":"ανταγωνισμός", "ανταγωνισμούς":"ανταγωνισμός", "ανταγωνιστεί":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνιστές":"ανταγωνιστής", "ανταγωνιστή":"ανταγωνιστής", "ανταγωνιστήκαμε":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνιστής":"ανταγωνιστής", "ανταγωνιστικά":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικές":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστική":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικής":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικό":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικοί":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικός":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικότερα":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικότερες":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικότητα":"ανταγωνιστικότητα", "ανταγωνιστικότητά":"ανταγωνιστικότητα", "ανταγωνιστικότητας":"ανταγωνιστικότητα", "ανταγωνιστικότητάς":"ανταγωνιστικότητα", "ανταγωνιστικού":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικούς":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστικών":"ανταγωνιστικός", "ανταγωνιστούν":"ανταγωνίζομαι", "ανταγωνίστριες":"ανταγωνίστρια", "ανταγωνιστών":"ανταγωνιστής", "ανταλά":"ανταλά", "ανταλλαγές":"ανταλλαγή", "ανταλλαγή":"ανταλλαγή", "ανταλλαγής":"ανταλλαγή", "αντάλλαγμα":"αντάλλαγμα", "ανταλλάγματα":"αντάλλαγμα", "ανταλλάγματά":"αντάλλαγμα", "ανταλλάγματος":"αντάλλαγμα", "ανταλλαγμάτων":"αντάλλαγμα", "ανταλλαγούν":"ανταλλάζω", "ανταλλαγών":"ανταλλαγή", "ανταλλακτήρια":"ανταλλακτήριος", "ανταλλακτικά":"ανταλλακτικό", "ανταλλακτικών":"ανταλλακτικό", "ανταλλάξαμε":"ανταλλάζω", "αντάλλαξαν":"ανταλλάζω", "αντάλλαξε":"ανταλλάζω", "ανταλλάξει":"ανταλλάζω", "ανταλλάξετε":"ανταλλάζω", "ανταλλάξιμες":"ανταλλάξιμος", "ανταλλάξιμων":"ανταλλάξιμος", "ανταλλάξουμε":"ανταλλάζω", "ανταλλάξουν":"ανταλλάζω", "ανταλλάξτε":"ανταλλάζω", "αντάλλασσαν":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσει":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσεται":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσονται":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσοντας":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσουν":"ανταλλάζω", "ανταλλάσσω":"ανταλλάζω", "ανταλλάχθηκαν":"ανταλλάζω", "αντάμ":"αντάμ", "άνταμ":"άνταμ", "αντάμα":"αντάμα", "ανταμείβει":"ανταμείβω", "ανταμειφθεί":"ανταμείβω", "ανταμειφθείτε":"ανταμείβω", "ανταμείφθηκαν":"ανταμείβω", "ανταμείφθηκε":"ανταμείβω", "ανταμειφθούν":"ανταμείβω", "ανταμείψει":"ανταμείβω", "ανταμοιβή":"ανταμοιβή", "ανταμού":"ανταμού", "άνταμς":"άνταμς", "άνταμτσακ":"άνταμτσακ", "αντάμωμα":"αντάμωμα", "ανταμώνουν":"ανταμώνω", "αντανακλά":"αντανακλώ", "αντανακλάσεις":"αντανακλώ", "αντανακλάσεως":"αντανάκλαση", "αντανάκλαση":"αντανάκλαση", "αντανακλαστικά":"αντανακλαστικά", "αντανακλαστικό":"αντανακλαστικός", "αντανακλαστικότητα":"αντανακλαστικότητα", "αντανακλαστικών":"αντανακλαστικός", "αντανακλάται":"αντανακλώ", "αντανακλούν":"αντανακλώ", "αντανακλούσε":"αντανακλώ", "αντανακλώνται":"αντανακλώ", "αντανακλώντας":"αντανακλώ", "αντάξια":"αντάξια", "αντάξιες":"αντάξιος", "αντάξιο":"αντάξιος", "αντάξιοι":"αντάξιος", "αντάξιος":"αντάξιος", "αντάξιους":"αντάξιος", "ανταπάντησε":"ανταπαντώ", "ανταπαντήσει":"ανταπαντώ", "ανταπάντηση":"ανταπάντηση", "ανταπαντώντας":"ανταπαντώ", "ανταπέδιδε":"ανταποδίνω", "ανταπέδωσε":"ανταποδίνω", "ανταποδίδουμε":"ανταποδίνω", "ανταπόδοση":"ανταπόδοση", "ανταπόδοσης":"ανταπόδοση", "ανταποδοτικά":"ανταποδοτικά", "ανταποδοτικές":"ανταποδοτικός", "ανταποδοτικό":"ανταποδοτικός", "ανταποδοτικοί":"ανταποδοτικός", "ανταποδοτικού":"ανταποδοτικός", "ανταποδώσει":"ανταποδίνω", "ανταποδώσουν":"ανταποδίνω", "ανταποκριθεί":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκριθείτε":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίθηκαν":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίθηκε":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκριθούμε":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκριθούν":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκριθώ":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίνεται":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίνομαι":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρινόμαστε":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρινόμενες":"ανταποκρινόμενος", "ανταποκρινόμενη":"ανταποκρινόμενος", "ανταποκρινόμενο":"ανταποκρινόμενος", "ανταποκρινόμενοι":"ανταποκρινόμενος", "ανταποκρινόμενος":"ανταποκρινόμενος", "ανταποκρίνονται":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίνονταν":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρινόταν":"ανταποκρίνομαι", "ανταποκρίσεις":"ανταπόκριση", "ανταποκρίσεων":"ανταπόκριση", "ανταπόκριση":"ανταπόκριση", "ανταπόκρισή":"ανταπόκριση", "ανταπόκρισης":"ανταπόκριση", "ανταποκριτές":"ανταποκριτής", "ανταποκριτή":"ανταποκριτής", "ανταποκριτής":"ανταποκριτής", "ανταποκριτού":"ανταποκριτής", "ανταποκρίτρια":"ανταποκρίτρια", "ανταποκριτών":"ανταποκριτής", "αντάρα":"αντάρα", "ανταριασμένα":"ανταριασμένος", "ανταριασμένη":"ανταριασμένος", "ανταρκτική":"ανταρκτικός", "ανταρκτικού":"ανταρκτικός", "ανταρσία":"ανταρσία", "ανταρσιας":"ανταρσία", "ανταρσίας":"ανταρσία", "ανταρτες":"αντάρτης", "αντάρτες":"αντάρτης", "αντάρτη":"αντάρτης", "αντάρτης":"αντάρτης", "αντάρτικα":"αντάρτικος", "ανταρτικές":"αντάρτικος", "αντάρτικες":"αντάρτικος", "ανταρτική":"αντάρτικος", "ανταρτικής":"αντάρτικος", "ανταρτικό":"αντάρτικος", "αντάρτικο":"αντάρτικος", "ανταρτικού":"αντάρτικος", "αντάρτικου":"αντάρτικος", "ανταρτοπόλεμο":"ανταρτοπόλεμος", "ανταρτοπόλεμος":"ανταρτοπόλεμος", "ανταρτοπολέμου":"ανταρτοπόλεμος", "ανταρτών":"αντάρτης", "αντασφαλίστηκα":"αντασφαλίζω", "ανταύγεια":"ανταύγεια", "ανταύγειες":"ανταύγεια", "αντβερπ":"αντβερπ", "αντβέρπ":"αντβέρπ", "άντβοκάατ":"άντβοκάατ", "αντβοκατ":"αντβοκατ", "άντβοκατ":"άντβοκατ", "άντε":"άντε", "αντεγκληματικής":"αντεγκληματικής", "αντεγκλήσεις":"αντέγκληση", "αντεγκλήσεων":"αντέγκληση", "αντέγραφε":"αντιγράφω", "αντέγραψαν":"αντιγράφω", "αντέδρασαν":"αντιδρώ", "αντέδρασε":"αντιδρώ", "αντεθνικά":"αντεθνικά", "αντεθνικές":"αντεθνικός", "αντεθνικής":"αντεθνικός", "αντεισαγγελέα":"αντεισαγγελέας", "αντεισαγγελέας":"αντεισαγγελέας", "αντέκρουσαν":"αντικρούω", "αντέκρουσε":"αντικρούω", "αντέλ":"αντέλ", "αντελήφθη":"αντιλαμβάνομαι", "αντελήφθην":"αντιλαμβάνομαι", "αντελήφθησαν":"αντιλαμβάνομαι", "αντελίγια":"αντελίγια", "αντέμ":"αντέμ", "αντεμπαγιόρ":"αντεμπαγιόρ", "αντενάουερ":"αντενάουερ", "αντενδείκνυται":"αντενδείκνυμαι", "αντενδείξεις":"αντένδειξη", "αντεννα":"αντεννα", "αντέννα":"αντέννα", "άντεξα":"αντέχω", "αντέξαμε":"αντέχω", "άντεξαν":"αντέχω", "άντεξε":"αντέχω", "αντέξει":"αντέχω", "αντέξεις":"αντέχω", "αντέξετε":"αντέχω", "αντέξουμε":"αντέχω", "αντέξουν":"αντέχω", "αντέξω":"αντέχω", "αντεπεξέλθει":"αντεπεξέρχομαι", "αντεπεξέλθετε":"αντεπεξέρχομαι", "αντεπεξέλθουμε":"αντεπεξέρχομαι", "αντεπεξέλθουν":"αντεπεξέρχομαι", "αντεπεξέρχεται":"αντεπεξέρχομαι", "αντεπετέθηκαν":"αντεπετέθηκαν", "αντεπιθέσεις":"αντεπίθεση", "αντεπιθεση":"αντεπίθεση", "αντεπίθεση":"αντεπίθεση", "αντεπίθεσή":"αντεπίθεση", "αντεπίθεσης":"αντεπίθεση", "αντεπιστέλλον":"αντεπιστέλλον", "αντεπιστημονικό":"αντεπιστημονικός", "αντεπιτεθεί":"αντεπιτίθεμαι", "αντεπιτέθηκαν":"αντεπιτίθεμαι", "αντεπιτεθούν":"αντεπιτίθεμαι", "αντεπιτιθέμενος":"αντεπιτιθέμενος", "αντεπιτίθεται":"αντεπιτίθεμαι", "αντεπιχείρημα":"αντεπιχείρημα", "αντεπιχειρήματα":"αντεπιχείρημα", "άντερλεχτ":"άντερλεχτ", "άντερς":"άντερς", "άντερσεν":"άντερσεν", "άντερσον":"άντερσον", "αντέστρεψαν":"αντιστρέφω", "αντέταξε":"αντιτάσσω", "αντέτεινε":"αντιτείνω", "άντεχα":"αντέχω", "αντέχαμε":"αντέχω", "άντεχαν":"αντέχω", "άντεχε":"αντέχω", "'αντέχει'":"'αντέχει'", "αντέχει":"αντέχω", "αντέχεις":"αντέχω", "αντέχεται":"αντέχω", "αντέχετε":"αντέχω", "αντέχοντας":"αντέχω", "αντέχουμε":"αντέχω", "αντέχουν":"αντέχω", "αντέχω":"αντέχω", "αντζα":"αντζα", "αντζας":"αντζας", "άντζας":"άντζας", "αντζελες":"αντζελες", "άντζελες":"άντζελες", "αντζέλικα":"αντζέλικα", "άντζελις":"άντζελις", "αντζέντα":"αντζέντα", "αντηλιακής":"αντηλιακός", "αντηχεί":"αντηχώ", "αντηχείο":"αντηχείο", "αντηχήσανε":"αντηχώ", "αντήχησε":"αντηχώ", "αντηχήσει":"αντηχώ", "αντηχήσεις":"αντηχώ", "αντήχηση":"αντήχηση", "αντηχούν":"αντηχώ", "αντηχούσε":"αντηχώ", "αντι":"αντί", "αντί":"αντί", "άντι":"άντι", "αντιαεροπορικά":"αντιαεροπορικός", "αντιαεροπορικής":"αντιαεροπορικός", "αντιαεροπορικό":"αντιαεροπορικός", "αντιαεροπορικών":"αντιαεροπορικός", "αντιαθλητικού":"αντιαθλητικός", "αντιαισθητικά":"αντιαισθητικός", "αντιαισθητική":"αντιαισθητικός", "αντιαλλεργικά":"αντιαλλεργικός", "αντιαλλεργικών":"αντιαλλεργικός", "αντιαμερικανικά":"αντιαμερικανικός", "αντιαμερικανική":"αντιαμερικανικός", "αντιαμερικανικών":"αντιαμερικανικός", "αντιαμερικανισμό":"αντιαμερικανισμός", "αντιαμερικανισμός":"αντιαμερικανισμός", "αντιαμερικανών":"αντιαμερικανός", "αντί-άνδρα":"αντί-άνδρα", "αντιασφυξιογόνες":"αντιασφυξιογόνος", "αντιαττικιστές":"αντιαττικιστής", "αντιβαίνει":"αντιβαίνω", "αντιβαίνουν":"αντιβαίνω", "αντίβαρο":"αντίβαρο", "αντιβασιλέας":"αντιβασιλέας", "αντιβιοτικα":"αντιβιοτικός", "αντιβιοτικά":"αντιβιοτικός", "αντιβιοτικών":"αντιβιοτικός", "αντιβίωση":"αντιβίωση", "αντιγνωμίες":"αντιγνωμία", "αντιγόνα":"αντιγόνο", "αντιγονη":"αντιγόνη", "αντιγόνη":"αντιγόνη", "αντιγονιδών":"αντιγονιδών", "αντίγραφα":"αντίγραφο", "αντιγραφέας":"αντιγραφέας", "αντιγραφεί":"αντιγράφω", "αντιγράφει":"αντιγράφω", "αντιγραφειοκρατικό":"αντιγραφειοκρατικός", "αντιγραφειοκρατικών":"αντιγραφειοκρατικός", "αντιγράφεις":"αντιγράφω", "αντιγραφές":"αντιγραφή", "αντιγράφεται":"αντιγράφω", "αντιγραφή":"αντιγραφή", "αντιγραφής":"αντιγραφή", "αντίγραφο":"αντίγραφο", "αντιγράφονται":"αντιγράφω", "αντιγράφοντας":"αντιγράφω", "αντιγράφου":"αντίγραφο", "αντιγράφουμε":"αντιγράφω", "αντιγράφουν":"αντιγράφω", "αντιγράφω":"αντιγράφω", "αντιγράφων":"αντίγραφο", "αντιγράψαμε":"αντιγράφω", "αντιγράψει":"αντιγράφω", "αντιγράψεις":"αντιγράφω", "αντιγράψουμε":"αντιγράφω", "αντιγράψω":"αντιγράφω", "αντιδεοντολογικά":"αντιδεοντολογικός", "αντιδεοντολογική":"αντιδεοντολογικός", "αντιδεοντολογικό":"αντιδεοντολογικός", "αντιδημαρχία":"αντιδημαρχία", "αντιδημαρχίες":"αντιδημαρχία", "αντιδήμαρχο":"αντιδήμαρχος", "αντιδημαρχοι":"αντιδήμαρχος", "αντιδήμαρχοι":"αντιδήμαρχος", "αντιδήμαρχος":"αντιδήμαρχος", "αντιδημάρχου":"αντιδήμαρχος", "αντιδημάρχους":"αντιδήμαρχος", "αντιδημάρχων":"αντιδήμαρχος", "αντιδημοκρατικές":"αντιδημοκρατικός", "αντιδημοκρατική":"αντιδημοκρατικός", "αντιδημοκρατικό":"αντιδημοκρατικός", "αντιδιαβρωτική":"αντιδιαβρωτικός", "αντιδιαστέλλει":"αντιδιαστέλλω", "αντιδιαστολή":"αντιδιαστολή", "αντιδιαστολής":"αντιδιαστολή", "αντιδικία":"αντιδικία", "αντιδικίας":"αντιδικία", "αντιδικίες":"αντιδικία", "αντιδικιών":"αντιδικία", "αντίδικο":"αντίδικος", "αντιδικούν":"αντιδικώ", "αντιδίκους":"αντίδικος", "αντιδικτατορική":"αντιδικτατορικός", "αντιδικτατορικό":"αντιδικτατορικός", "αντιδικτατορικού":"αντιδικτατορικός", "αντίδοτο":"αντίδοτο", "αντιδρά":"αντιδρώ", "αντιδράσαμε":"αντιδρώ", "αντιδράσατε":"αντιδρώ", "αντιδράσει":"αντιδρώ", "αντιδράσεις":"αντίδραση", "αντιδράσετε":"αντιδρώ", "αντιδράσεων":"αντίδραση", "αντιδράσεως":"αντίδραση", "αντιδραση":"αντίδραση", "αντίδραση":"αντίδραση", "αντίδρασή":"αντίδραση", "αντιδρασης":"αντίδραση", "αντίδρασης":"αντίδραση", "αντίδρασής":"αντίδραση", "αντίδρασις":"αντίδραση", "αντιδράσουμε":"αντιδρώ", "αντιδράσουν":"αντιδρώ", "αντιδράστε":"αντιδρώ", "αντιδραστήρα":"αντιδραστήρας", "αντιδραστήρας":"αντιδραστήρας", "αντιδραστήρες":"αντιδραστήρας", "αντιδραστικά":"αντιδραστικά", "αντιδραστικές":"αντιδραστικός", "αντιδραστική":"αντιδραστικός", "αντιδραστικό":"αντιδραστικός", "αντιδραστικοί":"αντιδραστικός", "αντιδραστικών":"αντιδραστικός", "αντιδράσω":"αντιδρώ", "αντιδράτε":"αντιδρώ", "αντιδρούμε":"αντιδρώ", "αντιδρούν":"αντιδρώ", "αντιδρούσαν":"αντιδρώ", "αντιδρούσε":"αντιδρώ", "αντιδρώντας":"αντιδρώ", "αντιδρώντες":"αντιδρών", "αντιδυτικές":"αντιδυτικός", "αντιδυτικής":"αντιδυτικός", "αντιεβραϊκή":"αντιεβραϊκός", "αντιεισαγγελέα":"αντιεισαγγελέας", "αντιεισαγγελέας":"αντιεισαγγελέας", "αντιεκπαιδευτική":"αντιεκπαιδευτικός", "αντιεκπαιδευτικής":"αντιεκπαιδευτικός", "αντιεμπορικές":"αντιεμπορικός", "αντιεξουσιαστές":"αντιεξουσιαστής", "αντιεξουσιαστική":"αντιεξουσιαστικός", "αντιεξουσιαστικό":"αντιεξουσιαστικός", "αντιεξουσιαστικού":"αντιεξουσιαστικός", "αντιεπιστημονικά":"αντιεπιστημονικά", "αντιεπιστημονικό":"αντιεπιστημονικός", "αντιευρωπαϊκές":"αντιευρωπαϊκός", "αντιηλιακή":"αντηλιακός", "αντιθέσει":"αντιθέσει", "αντιθέσεις":"αντίθεση", "αντιθέσεων":"αντίθεση", "αντίθεση":"αντίθεση", "αντίθεσή":"αντίθεση", "αντίθεσης":"αντίθεση", "αντίθεσής":"αντίθεση", "αντιθετα":"αντίθετα", "αντίθετα":"αντίθετα", "αντίθετα":"αντίθετος", "αντιθετες":"αντίθετος", "αντίθετες":"αντίθετος", "αντίθετη":"αντίθετος", "αντίθετης":"αντίθετος", "αντίθετο":"αντίθετος", "αντίθετό":"αντίθετος", "αντίθετοι":"αντίθετος", "αντίθετος":"αντίθετος", "αντιθέτου":"αντίθετος", "αντίθετου":"αντίθετος", "αντίθετους":"αντίθετος", "αντίθετων":"αντίθετος", "αντιθέτως":"αντίθετα", "αντιθρομβωτικά":"αντιθρομβωτικός", "αντιθρομβωτική":"αντιθρομβωτικός", "αντιικού":"αντιικού", "αντιιμπεριαλιστική":"αντιιμπεριαλιστικός", "αντιιμπεριαλιστικό":"αντιιμπεριαλιστικός", "αντιισταμινικά":"αντιισταμινικά", "αντιισταμινικών":"αντιισταμινικών", "αντίκα":"αντίκα", "αντικαθεστωτικούς":"αντικαθεστωτικός", "αντικαθεστωτικών":"αντικαθεστωτικός", "αντικαθιστά":"αντικαθιστώ", "αντικαθίστανται":"αντικαθιστώ", "αντικαθίσταται":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστούμε":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστούν":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστούσαν":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστούσε":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστώ":"αντικαθιστώ", "αντικαθιστώντας":"αντικαθιστώ", "αντικανονικά":"αντικανονικός", "αντικανονική":"αντικανονικός", "αντικανονικό":"αντικανονικός", "αντικαπιταλισμού":"αντικαπιταλισμός", "αντικαπιταλιστική":"αντικαπιταλιστικός", "αντικαπιταλιστικός":"αντικαπιταλιστικός", "αντικαπνιστικά":"αντικαπνιστικός", "αντικαπνιστικές":"αντικαπνιστικός", "αντικαπνιστική":"αντικαπνιστικός", "αντικαπνιστικής":"αντικαπνιστικός", "αντικαπνιστικό":"αντικαπνιστικός", "αντικαρκινικά":"αντικαρκινικός", "αντικαρκινικές":"αντικαρκινικός", "αντικαρκινική":"αντικαρκινικός", "αντικαρκινικής":"αντικαρκινικός", "αντικαρκινικό":"αντικαρκινικός", "αντικαρκινικού":"αντικαρκινικός", "αντικαταβολή":"αντικαταβολή", "αντικαταθλιπτικά":"αντικαταθλιπτικός", "αντικαταθλιπτικών":"αντικαταθλιπτικός", "αντικατασκοπεία":"αντικατασκοπεία", "αντικατασκοπείας":"αντικατασκοπείας", "αντικατασκοπίας":"αντικατασκοπία", "αντικατασταθεί":"αντικαθιστώ", "αντικαταστάθηκαν":"αντικαθιστώ", "αντικαταστάθηκε":"αντικαθιστώ", "αντικατασταθούν":"αντικαθιστώ", "αντικαταστάσεις":"αντικατάσταση", "αντικατάσταση":"αντικατάσταση", "αντικατάστασή":"αντικατάσταση", "αντικατάστασης":"αντικατάσταση", "αντικατάστασής":"αντικατάσταση", "αντικαταστάτες":"αντικαταστάτης", "αντικαταστάτη":"αντικαταστάτης", "αντικαταστάτης":"αντικαταστάτης", "αντικαταστατης":"αντικαταστατός", "αντικαταστάτρια":"αντικαταστάτρια", "αντικαταστήσει":"αντικαθιστώ", "αντικαταστήσεις":"αντικαθιστώ", "αντικαταστήσετε":"αντικαθιστώ", "αντικαταστήσουμε":"αντικαθιστώ", "αντικαταστήσουν":"αντικαθιστώ", "αντικαταστήσω":"αντικαθιστώ", "αντικατέστησαν":"αντικαθιστώ", "αντικατέστησε":"αντικαθιστώ", "αντικατοπτρίζει":"αντικατοπτρίζω", "αντικατοπτρίζεται":"αντικατοπτρίζω", "αντικατοπτρίζοντας":"αντικατοπτρίζω", "αντικατοπτρίζουν":"αντικατοπτρίζω", "αντικατοπτρίσουν":"αντικατοπτρίζω", "αντικείμενα":"αντικείμενο", "αντικείμενά":"αντικείμενο", "αντικειμενικά":"αντικειμενικά", "αντικειμενικά":"αντικειμενικός", "αντικειμενικές":"αντικειμενικός", "αντικειμενική":"αντικειμενικός", "αντικειμενικής":"αντικειμενικός", "αντικειμενικό":"αντικειμενικός", "αντικειμενικοί":"αντικειμενικός", "αντικειμενικοποίηση":"αντικειμενικοποίηση", "αντικειμενικός":"αντικειμενικός", "αντικειμενικότητα":"αντικειμενικότητα", "αντικειμενικότητας":"αντικειμενικότητα", "αντικειμενικούς":"αντικειμενικός", "αντικειμενικών":"αντικειμενικός", "αντικείμενο":"αντικείμενο", "αντικείμενό":"αντικείμενο", "αντικειμένου":"αντικείμενο", "αντικειμένων":"αντικείμενο", "αντίκεινται":"αντίκειμαι", "αντίκειται":"αντίκειμαι", "αντικέρ":"αντικέρ", "αντίκες":"αντίκα", "αντικίνητρα":"αντικίνητρο", "αντικίνητρο":"αντικίνητρο", "αντικλείδι":"αντικλείδι", "αντικνήμια":"αντικνήμιο", "αντικοινοβουλευτική":"αντικοινοβουλευτικός", "αντικοινωνικές":"αντικοινωνικός", "αντικοινωνική":"αντικοινωνικός", "αντικοινωνικής":"αντικοινωνικός", "αντικοινωνικών":"αντικοινωνικός", "αντικολλητικό":"αντικολλητικός", "αντικομμουνισμός":"αντικομμουνισμός", "αντικομμουνιστής":"αντικομμουνιστής", "αντικομμουνιστική":"αντικομμουνιστικός", "αντικομμουνιστικής":"αντικομμουνιστικός", "αντικομμουνιστικό":"αντικομμουνιστικός", "αντικομμουνιστικού":"αντικομμουνιστικός", "αντικομφορμιστής":"αντικομφορμιστής", "αντικονφορμιστικά":"αντικονφορμιστικά", "αντικοσμική":"αντικοσμικός", "αντίκριζα":"αντικρίζω", "αντικρίζαμε":"αντικρίζω", "αντικρίζει":"αντικρίζω", "αντικρίζονται":"αντικρίζω", "αντικρίζουμε":"αντικρίζω", "αντικρίζουν":"αντικρίζω", "αντικρίζω":"αντικρίζω", "αντικρινή":"αντικρινός", "αντίκρισαν":"αντικρίζω", "αντίκρισε":"αντικρίζω", "αντικρίσει":"αντικρίζω", "αντίκρισμα":"αντίκρισμα", "αντικρίσουν":"αντικρίζω", "αντικριστά":"αντικριστά", "αντικρούει":"αντικρούω", "αντικρούεται":"αντικρούω", "αντικρουόμενες":"αντικρουόμενος", "αντικρουόμενων":"αντικρουόμενος", "αντικρούοντας":"αντικρούω", "αντικρούουν":"αντικρούω", "αντικρούσει":"αντικρούω", "αντίκρουση":"αντίκρουση", "αντικρούσουν":"αντικρούω", "αντικρούσω":"αντικρούω", "αντικρύζει":"αντικρίζω", "αντικρύζεις":"αντικρίζω", "αντικρύζοντας":"αντικρίζω", "αντικρύζουμε":"αντικρίζω", "αντικρύζουν":"αντικρίζω", "αντίκρυσα":"αντικρίζω", "αντίκρυσαν":"αντικρίζω", "αντίκρυσε":"αντικρίζω", "αντικρύσει":"αντικρίζω", "αντίκρυσμα":"αντίκρισμα", "αντικρύσουμε":"αντικρίζω", "αντικρύσουν":"αντικρίζω", "αντίκτυπο":"αντίκτυπος", "αντίκτυπος":"αντίκτυπος", "αντίκτυπου":"αντίκτυπος", "αντικυβερνητικών":"αντικυβερνητικός", "αντικύθηρα":"αντικύθηρα", "αντικυκλώνας":"αντικυκλώνας", "αντιλαθρεμπορικών":"αντιλαθρεμπορικός", "αντιλαϊκά":"αντιλαϊκά", "αντιλαϊκά":"αντιλαϊκός", "αντιλαϊκές":"αντιλαϊκός", "αντιλαϊκή":"αντιλαϊκός", "αντίλαλο":"αντίλαλος", "αντίλαλός":"αντίλαλος", "αντιλαμβάνεσαι":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνεσθε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνεστε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνεται":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνομαι":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβανόμασταν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβανόμαστε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνονται":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβάνονταν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβανόσουν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλαμβανόταν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλέγει":"αντιλέγω", "αντιλέγουμε":"αντιλέγω", "αντιληπτά":"αντιληπτός", "αντιληπτές":"αντιληπτός", "αντιληπτή":"αντιληπτός", "αντιληπτική":"αντιληπτικός", "αντιληπτό":"αντιληπτός", "αντιληπτοί":"αντιληπτός", "αντιληπτός":"αντιληπτός", "αντιληφθεί":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθείς":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθείτε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλήφθηκα":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθήκαμε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλήφθηκαν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθήκατε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλήφθηκε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλήφθησαν":"αντιληφθείς", "αντιληφθούμε":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθούν":"αντιλαμβάνομαι", "αντιληφθώ":"αντιλαμβάνομαι", "αντιλήψεις":"αντίληψη", "αντιλήψεων":"αντίληψη", "αντίληψη":"αντίληψη", "αντίληψή":"αντίληψη", "αντίληψης":"αντίληψη", "αντιλογίας":"αντιλογία", "αντίλογο":"αντίλογος", "αντίλογος":"αντίλογος", "αντιλόγου":"αντίλογος", "αντίλογου":"αντίλογος", "αντιλόπη":"αντιλόπη", "αντιμάχεται":"αντιμάχομαι", "αντιμαχόμενα":"αντιμαχόμενος", "αντιμαχόμενες":"αντιμαχόμενος", "αντιμαχομένων":"αντιμαχόμενος", "αντιμαχόμενων":"αντιμαχόμενος", "αντιμάχονται":"αντιμάχομαι", "αντίμετρα":"αντίμετρο", "αντιμέτωπα":"αντιμέτωπα", "αντιμέτωπες":"αντιμέτωπος", "αντιμέτωπη":"αντιμέτωπος", "αντιμετώπιζα":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζαμε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετώπιζαν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετώπιζε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιζει":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζει":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζεις":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζεται":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζετε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιζόμαστε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζονται":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζονταν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζοντας":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζοντάς":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιζόταν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζουμε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιζουν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζουν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίζω":"αντιμετωπίζω", "αντιμετώπισα":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσαμε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετώπισαν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσατε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετώπισε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσει":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσεις":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσετε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσεως":"αντιμετώπιση", "αντιμετωπιση":"αντιμετώπιση", "αντιμετώπιση":"αντιμετώπιση", "αντιμετώπισή":"αντιμετώπιση", "αντιμετωπισης":"αντιμετώπιση", "αντιμετώπισης":"αντιμετώπιση", "αντιμετώπισής":"αντιμετώπιση", "αντιμετωπισθεί":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσθηκε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπισθούν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσιμη":"αντιμετωπίσιμος", "αντιμετωπίσουμε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσουν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίστε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιστεί":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίστηκαν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίστηκε":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπιστούν":"αντιμετωπίζω", "αντιμετωπίσω":"αντιμετωπίζω", "αντιμέτωπο":"αντιμέτωπος", "αντιμέτωποι":"αντιμέτωπος", "αντιμέτωποί":"αντιμέτωπος", "αντιμέτωπος":"αντιμέτωπος", "αντιμέτωπους":"αντιμέτωπος", "αντι-μηνύματα":"αντι-μηνύματα", "αντιμονοπωλιακή":"αντιμονοπωλιακός", "αντι-μπάσκετ":"αντι-μπάσκετ", "αντιναρκωτικού":"αντιναρκωτικός", "αντιναύαρχος":"αντιναύαρχος", "αντινομάρχη":"αντινομάρχης", "αντινομάρχης":"αντινομάρχης", "αντινομίες":"αντινομία", "αντινομιών":"αντινομία", "αντινοόπολη":"αντινοόπολη", "αντιντόπινγκ":"αντιντόπινγκ", "αντίξοες":"αντίξοος", "αντιξοότητες":"αντιξοότητα", "αντίξοων":"αντίξοος", "αντιο":"αντίο", "αντίο":"αντίο", "αντι-οικολογικό":"αντι-οικολογικό", "αντιοικονομίες":"αντιοικονομίες", "αντιολισθητικές":"αντιολισθητικός", "αντιολισθητικών":"αντιολισθητικός", "αντιοξειδωτικά":"αντιοξειδωτικός", "αντιορθολογικό":"αντιορθολογικός", "αντιόχεια":"αντιόχεια", "αντι-παγκοσμιοποίησης":"αντι-παγκοσμιοποίησης", "αντιπαθεί":"αντιπαθώ", "αντιπάθεια":"αντιπάθεια", "αντιπάθειας":"αντιπάθεια", "αντιπάθειες":"αντιπάθεια", "αντιπαθέστερα":"αντιπαθής", "αντιπαθής":"αντιπαθής", "αντιπαθητικό":"αντιπαθητικός", "αντιπαθούν":"αντιπαθώ", "αντιπαθώ":"αντιπαθώ", "αντίπαλα":"αντίπαλος", "αντίπαλες":"αντίπαλος", "αντιπαλεύει":"αντιπαλεύω", "αντίπαλη":"αντίπαλος", "αντίπαλης":"αντίπαλος", "αντίπαλο":"αντίπαλος", "αντίπαλό":"αντίπαλος", "αντίπαλοι":"αντίπαλος", "αντίπαλοί":"αντίπαλος", "αντιπαλος":"αντίπαλος", "αντίπαλος":"αντίπαλος", "αντίπαλός":"αντίπαλος", "αντιπαλότητα":"αντιπαλότητα", "αντιπαλότητά":"αντιπαλότητα", "αντιπαλότητας":"αντιπαλότητα", "αντιπαλότητες":"αντιπαλότητα", "αντιπάλου":"αντίπαλος", "αντιπάλους":"αντίπαλος", "αντίπαλους":"αντίπαλος", "αντιπάλων":"αντίπαλος", "αντίπαλων":"αντίπαλος", "αντίπαξοι":"αντίπαξοι", "αντιπαραβάλει":"αντιπαραβάλλω", "αντιπαραβάλλει":"αντιπαραβάλλω", "αντιπαραβολή":"αντιπαραβολή", "αντιπαραγωγική":"αντιπαραγωγικός", "αντιπαραγωγικής":"αντιπαραγωγικός", "αντιπαραγωγικό":"αντιπαραγωγικός", "αντιπαραγωγικών":"αντιπαραγωγικός", "αντιπαράδειγμα":"αντιπαράδειγμα", "αντιπαραθεσεις":"αντιπαράθεση", "αντιπαραθέσεις":"αντιπαράθεση", "αντιπαραθέσεων":"αντιπαράθεση", "αντιπαραθεση":"αντιπαράθεση", "αντιπαράθεση":"αντιπαράθεση", "αντιπαράθεσή":"αντιπαράθεση", "αντιπαράθεσης":"αντιπαράθεση", "αντιπαράθεσής":"αντιπαράθεση", "αντιπαραθέσουμε":"αντιπαραθέτω", "αντιπαραθέσουν":"αντιπαραθέτω", "αντιπαραθέτει":"αντιπαραθέτω", "αντιπαρατάξουν":"αντιπαρατάσσω", "αντιπαρατεθεί":"αντιπαραθέτω", "αντιπαρατίθενται":"αντιπαραθέτω", "αντιπαρατίθεται":"αντιπαραθέτω", "αντιπαρέβαλε":"αντιπαραβάλλω", "αντιπαρέλθεις":"αντιπαρέρχομαι", "αντιπαρήλθαν":"αντιπαρέρχομαι", "αντιπαροχή":"αντιπαροχή", "αντιπαροχής":"αντιπαροχή", "αντιπατριωτισμό":"αντιπατριωτισμός", "αντίπερα":"αντίπερα", "αντιπερισπασμό":"αντιπερισπασμός", "αντιπερισπασμού":"αντιπερισπασμός", "αντιπηκτικά":"αντιπηκτικός", "αντιπληθωριστική":"αντιπληθωριστικός", "αντιπληθωριστικής":"αντιπληθωριστικός", "αντιπληθωριστικών":"αντιπληθωριστικός", "αντιπλημμυρικά":"αντιπλημμυρικός", "αντιπλημμυρική":"αντιπλημμυρικός", "αντιπλημμυρικής":"αντιπλημμυρικός", "αντιπλημμυρικών":"αντιπλημμυρικός", "αντίποδα":"αντίποδας", "αντίποδες":"αντίποδας", "αντιποίηση":"αντιποίηση", "αντίποινα":"αντίποινο", "αντιποίνων":"αντίποινο", "αντιπολεμικά":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμικές":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμική":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμικής":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμικό":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμικού":"αντιπολεμικός", "αντιπολεμικών":"αντιπολεμικός", "αντιπολιτευόμενη":"αντιπολιτευόμενος", "αντιπολιτευόμενο":"αντιπολιτευόμενος", "αντιπολιτευόμενοι":"αντιπολιτευόμενος", "αντιπολιτευόμενους":"αντιπολιτευόμενος", "αντιπολιτευομένων":"αντιπολιτευόμενος", "αντιπολιτεύσεως":"αντιπολίτευση", "αντιπολίτευση":"αντιπολίτευση", "αντιπολίτευσή":"αντιπολίτευση", "αντιπολιτευσης":"αντιπολίτευση", "αντιπολίτευσης":"αντιπολίτευση", "αντιπολιτευτικά":"αντιπολιτευτικά", "αντιπολιτευτικές":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτική":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτικής":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτικό":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτικοί":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτικού":"αντιπολιτευτικός", "αντιπολιτευτικούς":"αντιπολιτευτικός", "αντιπραξικόπημα":"αντιπραξικόπημα", "αντιπροεδρία":"αντιπροεδρία", "αντιπρόεδρο":"αντιπρόεδρος", "αντιπρόεδρό":"αντιπρόεδρος", "αντιπρόεδροι":"αντιπρόεδρος", "αντιπροεδρος":"αντιπρόεδρος", "αντιπρόεδρος":"αντιπρόεδρος", "αντιπρόεδρός":"αντιπρόεδρος", "αντιπροέδρου":"αντιπρόεδρος", "αντιπροέδρους":"αντιπρόεδρος", "αντιπροέδρων":"αντιπρόεδρος", "αντιπροσωπεια":"αντιπροσωπεία", "αντιπροσωπεία":"αντιπροσωπεία", "αντιπροσωπείας":"αντιπροσωπεία", "αντιπροσωπείες":"αντιπροσωπεία", "αντιπροσωπειών":"αντιπροσωπεία", "αντιπροσώπευαν":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσώπευε":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπεύει":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπεύονται":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπεύοντας":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπεύουν":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσώπευσε":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπεύσει":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσώπευση":"αντιπροσώπευση", "αντιπροσωπευτεί":"αντιπροσωπεύω", "αντιπροσωπευτικά":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικές":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτική":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικής":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικό":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικοί":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικός":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικότητα":"αντιπροσωπευτικότητα", "αντιπροσωπευτικότητά":"αντιπροσωπευτικότητα", "αντιπροσωπευτικότητας":"αντιπροσωπευτικότητα", "αντιπροσωπευτικού":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικούς":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπευτικών":"αντιπροσωπευτικός", "αντιπροσωπία":"αντιπροσωπία", "αντιπρόσωπο":"αντιπρόσωπος", "αντιπρόσωποι":"αντιπρόσωπος", "αντιπρόσωποί":"αντιπρόσωπος", "αντιπρόσωπος":"αντιπρόσωπος", "αντιπρόσωπός":"αντιπρόσωπος", "αντιπροσώπου":"αντιπρόσωπος", "αντιπροσώπους":"αντιπρόσωπος", "αντιπροσώπων":"αντιπρόσωπος", "αντιπρόταση":"αντιπρόταση", "αντιπρότειναν":"αντιπροτείνω", "αντιπρότεινε":"αντιπροτείνω", "αντιπροτείνει":"αντιπροτείνω", "αντιπροτείνουν":"αντιπροτείνω", "αντιπρύτανη":"αντιπρύτανης", "αντιπρύτανης":"αντιπρύτανης", "αντιπύραρχος":"αντιπύραρχος", "αντιπυραυλικής":"αντιπυραυλικός", "αντιπυραυλικών":"αντιπυραυλικός", "αντιπυρηνικά":"αντιπυρηνικός", "αντιπυρική":"αντιπυρικός", "αντιπυρικής":"αντιπυρικός", "αντιρατσιστικά":"αντιρατσιστικός", "αντιρρήσεις":"αντίρρηση", "αντιρρήσεων":"αντίρρηση", "αντίρρηση":"αντίρρηση", "αντίρρησή":"αντίρρηση", "αντίρρησης":"αντίρρηση", "αντιρρησίας":"αντιρρησίας", "αντιρρησίες":"αντιρρησίας", "αντιρρησιών":"αντιρρησίας", "αντιρρητική":"αντιρρητικός", "αντίρροπα":"αντίρροπα", "αντίρροπες":"αντίρροπος", "αντίρροπη":"αντίρροπος", "αντίς":"αντίς", "αντισεισμικη":"αντισεισμικός", "αντισεισμική":"αντισεισμικός", "αντισεισμικό":"αντισεισμικός", "αντισεισμικός":"αντισεισμικός", "αντισεισμικού":"αντισεισμικός", "αντισεισμικών":"αντισεισμικός", "αντισημίτες":"αντισημίτης", "αντισημίτης":"αντισημίτης", "αντισημιτικά":"αντισημιτικός", "αντισημιτική":"αντισημιτικός", "αντισημιτικής":"αντισημιτικός", "αντισημιτισμό":"αντισημιτισμός", "αντισημιτισμός":"αντισημιτισμός", "αντισημιτισμού":"αντισημιτισμός", "αντισηπτικό":"αντισηπτικός", "αντίσκηνα":"αντίσκηνο", "αντισταθεί":"αντιστέκομαι", "αντισταθείς":"αντιστέκομαι", "αντισταθείτε":"αντιστέκομαι", "αντιστάθηκαν":"αντιστέκομαι", "αντισταθμίζει":"αντισταθμίζω", "αντισταθμίζεται":"αντισταθμίζω", "αντισταθμίζοντας":"αντισταθμίζω", "αντισταθμίσει":"αντισταθμίζω", "αντιστάθμιση":"αντιστάθμιση", "αντισταθμισθούν":"αντισταθμίζω", "αντιστάθμισμα":"αντιστάθμισμα", "αντισταθμίσουν":"αντισταθμίζω", "αντισταθμιστεί":"αντισταθμίζω", "αντισταθμιστικά":"αντισταθμιστικά", "αντισταθμιστικού":"αντισταθμιστικός", "αντισταθμιστικών":"αντισταθμιστικός", "αντισταθμιστούν":"αντισταθμίζω", "αντισταθούμε":"αντιστέκομαι", "αντισταθούν":"αντιστέκομαι", "αντισταθώ":"αντιστέκομαι", "αντιστάσεις":"αντίσταση", "αντιστάσεως":"αντίσταση", "αντίσταση":"αντίσταση", "αντίστασή":"αντίσταση", "αντίστασης":"αντίσταση", "αντίστασής":"αντίσταση", "αντιστασιακά":"αντιστασιακός", "αντιστασιακές":"αντιστασιακός", "αντιστασιακή":"αντιστασιακός", "αντιστασιακής":"αντιστασιακός", "αντιστασιακό":"αντιστασιακός", "αντιστασιακοί":"αντιστασιακός", "αντιστασιακος":"αντιστασιακός", "αντιστασιακός":"αντιστασιακός", "αντιστασιακού":"αντιστασιακός", "αντιστασιακούς":"αντιστασιακός", "αντιστέκεστε":"αντιστέκομαι", "αντιστέκεται":"αντιστέκομαι", "αντιστεκόμαστε":"αντιστέκομαι", "αντιστέκονται":"αντιστέκομαι", "αντιστέκονταν":"αντιστέκομαι", "αντιστεκόταν":"αντιστέκομαι", "αντιστηρίξεις":"αντιστήριξη", "αντιστήριξη":"αντιστήριξη", "αντιστήριξης":"αντιστήριξη", "αντίστοιχα":"αντίστοιχα", "αντίστοιχα":"αντίστοιχος", "αντιστοιχεί":"αντιστοιχώ", "αντίστοιχες":"αντίστοιχος", "αντίστοιχη":"αντίστοιχος", "αντίστοιχης":"αντίστοιχος", "αντιστοιχία":"αντιστοιχία", "αντιστοιχίας":"αντιστοιχία", "αντιστοιχίες":"αντιστοιχία", "αντιστοιχίζεται":"αντιστοιχίζω", "αντίστοιχο":"αντίστοιχος", "αντίστοιχοι":"αντίστοιχος", "αντίστοιχος":"αντίστοιχος", "αντιστοίχου":"αντίστοιχος", "αντίστοιχου":"αντίστοιχος", "αντιστοιχούν":"αντιστοιχώ", "αντίστοιχους":"αντίστοιχος", "αντιστοιχούσαν":"αντιστοιχώ", "αντιστοιχούσε":"αντιστοιχώ", "αντιστοίχων":"αντίστοιχος", "αντίστοιχων":"αντίστοιχος", "αντιστοίχως":"αντίστοιχα", "αντιστρατεύεται":"αντιστρατεύομαι", "αντιστρατεύονται":"αντιστρατεύομαι", "αντιστρατευτεί":"αντιστρατεύομαι", "αντιστράτηγος":"αντιστράτηγος", "αντιστραφεί":"αντιστρέφω", "αντιστράφηκαν":"αντιστρέφω", "αντιστραφηκε":"αντιστρέφω", "αντιστράφηκε":"αντιστρέφω", "αντιστραφούν":"αντιστρέφω", "αντιστρές":"αντιστρές", "αντιστρέφει":"αντιστρέφω", "αντιστρέφεται":"αντιστρέφω", "αντιστρέφοντας":"αντιστρέφω", "αντιστρέφουν":"αντιστρέφω", "αντιστρέψει":"αντιστρέφω", "αντιστρέψουν":"αντιστρέφω", "αντιστρέψω":"αντιστρέφω", "αντίστροφα":"αντίστροφα", "αντίστροφες":"αντίστροφος", "αντιστροφή":"αντιστροφή", "αντίστροφη":"αντίστροφος", "αντίστροφή":"αντίστροφος", "αντιστροφής":"αντιστροφή", "αντίστροφης":"αντίστροφος", "αντίστροφο":"αντίστροφος", "αντίστροφό":"αντίστροφος", "αντίστροφου":"αντίστροφος", "αντιστρόφως":"αντίστροφα", "αντισυλληπτικά":"αντισυλληπτικός", "αντισυλληπτικο":"αντισυλληπτικός", "αντισυλληπτικό":"αντισυλληπτικός", "αντισυλληπτικών":"αντισυλληπτικός", "αντισύλληψη":"αντισύλληψη", "αντισυμβατικά":"αντισυμβατικός", "αντισυμβατική":"αντισυμβατικός", "αντισύνοδο":"αντισύνοδο", "αντι-σύνοδο":"αντι-σύνοδο", "αντισυνόδου":"αντισυνόδου", "αντισυνταγματάρχη":"αντισυνταγματάρχης", "αντισυνταγματάρχης":"αντισυνταγματάρχης", "αντισυνταγματικές":"αντισυνταγματικός", "αντισυνταγματική":"αντισυνταγματικός", "αντισυνταγματικό":"αντισυνταγματικός", "αντισυνταγματικοί":"αντισυνταγματικός", "αντισυνταγματικός":"αντισυνταγματικός", "αντισυνταγματικότητα":"αντισυνταγματικότητα", "αντισυνταγματικότητας":"αντισυνταγματικότητα", "αντισυνταγματικού":"αντισυνταγματικός", "αντισώματα":"αντίσωμα", "αντισωμάτων":"αντίσωμα", "αντιτάξει":"αντιτάσσω", "αντιτάξουμε":"αντιτάσσω", "αντιτάσσεται":"αντιτάσσω", "αντιτάσσονται":"αντιτάσσω", "αντιτάσσοντας":"αντιτάσσω", "αντιτάσσουμε":"αντιτάσσω", "αντιτάσσουν":"αντιτάσσω", "αντιταχθεί":"αντιτάσσω", "αντιταχθείτε":"αντιτάσσω", "αντιτάχθηκαν":"αντιτάσσω", "αντιτάχθηκε":"αντιτάσσω", "αντιταχθούν":"αντιτάσσω", "αντιτείνει":"αντιτείνω", "αντιτείνοντας":"αντιτείνω", "αντιτείνουν":"αντιτείνω", "'αντιτηλεοπτική'":"'αντιτηλεοπτική'", "αντιτίθεμαι":"αντιτίθεμαι", "αντιτιθέμενοι":"αντιτιθέμενος", "αντιτιθέμενος":"αντιτιθέμενος", "αντιτιθέμενων":"αντιτιθέμενος", "αντιτίθενται":"αντιτίθεμαι", "αντιτίθεται":"αντιτίθεμαι", "αντιτιθόταν":"αντιτιθόταν", "αντίτιμο":"αντίτιμο", "αντιτίμου":"αντίτιμο", "αντιτορπιλικά":"αντιτορπιλικό", "αντιτρομοκρατικά":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικές":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατική":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικής":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικό":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικοί":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικός":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικού":"αντιτρομοκρατικός", "αντιτρομοκρατικών":"αντιτρομοκρατικός", "αντίτυπα":"αντίτυπο", "αντιτύπων":"αντίτυπο", "αντιυπερτασικά":"αντιυπερτασικός", "αντιφάσεις":"αντίφαση", "αντιφάσεων":"αντίφαση", "αντιφαση":"αντίφαση", "αντίφαση":"αντίφαση", "αντίφασης":"αντίφαση", "αντιφάσκει":"αντιφάσκω", "αντιφάσκουν":"αντιφάσκω", "αντιφατικά":"αντιφατικός", "αντιφατικές":"αντιφατικός", "αντιφατική":"αντιφατικός", "αντιφατικό":"αντιφατικός", "αντιφατικοί":"αντιφατικός", "αντιφατικός":"αντιφατικός", "αντιφατικότητα":"αντιφατικότητα", "αντιφατικών":"αντιφατικός", "αντιφεγγίζει":"αντιφεγγίζω", "αντιφλεγμονώδη":"αντιφλεγμονώδης", "αντιφλεγμονώδους":"αντιφλεγμονώδης", "αντιφρονούντες":"αντιφρονών", "αντιφρονούντων":"αντιφρονών", "αντιχαιρετά":"αντιχαιρετώ", "αντίχειρα":"αντίχειρας", "αντιχριστιανικής":"αντιχριστιανικός", "αντιψυκτικά":"αντιψυκτικός", "αντιψυκτικό":"αντιψυκτικός", "αντλεί":"αντλώ", "αντλείται":"αντλώ", "αντληθεί":"αντλώ", "αντληθέντων":"αντληθείς", "αντληθούν":"αντλώ", "αντλήσει":"αντλώ", "άντληση":"άντληση", "άντλησης":"άντληση", "αντλήσουμε":"αντλώ", "αντλήσουν":"αντλώ", "αντλίες":"αντλία", "αντλιοστασίων":"αντλιοστάσιο", "αντλιών":"αντλία", "άντλον":"άντλον", "αντλούμε":"αντλώ", "αντλούμενο":"αντλούμενος", "αντλούν":"αντλώ", "αντλούσαν":"αντλώ", "αντλούσε":"αντλώ", "αντλώ":"αντλώ", "αντλώντας":"αντλώ", "αντμίρα":"αντμίρα", "αντόλφο":"αντόλφο", "αντομάϊτις":"αντομάϊτις", "άντον":"άντον", "άντονι":"άντονι", "αντονιο":"αντονιο", "αντόνιο":"αντόνιο", "αντονίτο":"αντονίτο", "άντου":"άντου", "αντουάν":"αντουάν", "αντουανέτα":"αντουανέτα", "αντουρίτς":"αντουρίτς", "αντοχές":"αντοχή", "αντοχή":"αντοχή", "αντοχής":"αντοχή", "αν-τ-οχής":"αν-τ-οχής", "αντοχών":"αντοχή", "άντρα":"άντρας", "αντραβίζος":"αντραβίζος", "άντρακλα":"άντρακλας", "άντρας":"άντρας", "αντρέ":"αντρέ", "αντρεα":"αντρεα", "αντρέα":"αντρέα", "αντρέας":"αντρέας", "αντρέεβο":"αντρέεβο", "αντρέεφ":"αντρέεφ", "αντρέι":"αντρέι", "αντρειωμένους":"αντρειωμένος", "αντρεκότ":"αντρεκότ", "αντρενοκορτικοτροπίν":"αντρενοκορτικοτροπίν", "αντρεοτι":"αντρεοτι", "αντρεότι":"αντρεότι", "άντρες":"άντρας", "άντρη":"άντρη", "αντριάν":"αντριάν", "άντριαν":"άντριαν", "αντριάνο":"αντριάνο", "αντρικά":"αντρικά", "αντρικές":"ανδρικός", "αντρική":"ανδρικός", "αντρικής":"ανδρικός", "αντρικό":"ανδρικός", "αντρικού":"ανδρικός", "αντριόλι":"αντριόλι", "άντριου":"άντριου", "άντριους":"άντριους", "άντριτς":"άντριτς", "άντρο":"άντρο", "αντρόγυνο":"αντρόγυνο", "αντρών":"άντρας", "αντσελότι":"αντισελωτός", "αντσούγιες":"αντσούγια", "αντύπας":"αντύπας", "αντωναράκου":"αντωναράκου", "αντώναρος":"αντώναρος", "αντωνη":"αντώνης", "αντώνη":"αντώνης", "αντώνης":"αντώνης", "αντωνία":"αντωνία", "αντωνιάδη":"αντωνιάδης", "αντωνιάδης":"αντωνιάδης", "αντωνιαδου":"αντωνιαδου", "αντωνιο":"αντώνιος", "αντώνιο":"αντώνιος", "αντώνιο-αιμίλιο":"αντώνιο-αιμίλιο", "αντωνιος":"αντώνιος", "αντώνιος":"αντώνιος", "αντωνίου":"αντώνιος", "αντωνόπουλο":"αντωνόπουλος", "αντωνόπουλος":"αντωνόπουλος", "αντωνοπούλου":"αντωνόπουλος", "αντωνυμία":"αντωνυμία", "αντωνυμίες":"αντωνυμία", "αντωνυμιών":"αντωνυμία", "άνυδρες":"άνυδρος", "άνυδρη":"άνυδρος", "άνυδρο":"άνυδρος", "άνυδρος":"άνυδρος", "ανυπακοή":"ανυπακοή", "ανυπακοής":"ανυπακοή", "ανύπανδρες":"ανύπαντρος", "ανύπανδρη":"ανύπαντρος", "ανύπανδρων":"ανύπαντρος", "ανύπαντρες":"ανύπαντρος", "ανύπαντρη":"ανύπαντρος", "ανύπαντρος":"ανύπαντρος", "ανύπαντρων":"ανύπαντρος", "ανύπαρκτα":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτες":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτη":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτο":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτοι":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτος":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτου":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτους":"ανύπαρκτος", "ανύπαρκτων":"ανύπαρκτος", "ανυπαρξία":"ανυπαρξία", "ανυπαρξίας":"ανυπαρξία", "ανυπεράσπιστα":"ανυπεράσπιστος", "ανυπεράσπιστη":"ανυπεράσπιστος", "ανυπεράσπιστο":"ανυπεράσπιστος", "ανυπεράσπιστος":"ανυπεράσπιστος", "ανυπεράσπιστους":"ανυπεράσπιστος", "ανυπεράσπιστων":"ανυπεράσπιστος", "ανυπέρβλητα":"ανυπέρβλητος", "ανυπέρβλητες":"ανυπέρβλητος", "ανυπέρβλητη":"ανυπέρβλητος", "ανυπέρβλητο":"ανυπέρβλητος", "ανυπέρβλητου":"ανυπέρβλητος", "ανυπόγραφα":"ανυπόγραφα", "ανυπόγραφη":"ανυπόγραφος", "ανυπόγραφο":"ανυπόγραφος", "ανυπόληπτων":"ανυπόληπτος", "ανυποληψία":"ανυποληψία", "ανυποληψίας":"ανυποληψία", "ανυπολόγιστες":"ανυπολόγιστος", "ανυπολόγιστη":"ανυπολόγιστος", "ανυπολόγιστης":"ανυπολόγιστος", "ανυπόμονα":"ανυπόμονα", "ανυπομονεί":"ανυπομονώ", "ανυπομονησία":"ανυπομονησία", "ανυπόμονοι":"ανυπόμονος", "ανυπομονούν":"ανυπομονώ", "ανυπομονούσαν":"ανυπομονώ", "ανύποπτη":"ανύποπτος", "ανύποπτο":"ανύποπτος", "ανυπόστατα":"ανυπόστατα", "ανυπόστατες":"ανυπόστατος", "ανυπόστατη":"ανυπόστατος", "ανυπόστατους":"ανυπόστατος", "ανυπότακτη":"ανυπότακτος", "ανυπότακτος":"ανυπότακτος", "ανυπότακτους":"ανυπότακτος", "ανυπότακτων":"ανυπότακτος", "ανυπόφορα":"ανυπόφορα", "ανυπόφορες":"ανυπόφορος", "ανυπόφορη":"ανυπόφορος", "ανυπόφορο":"ανυπόφορος", "ανυπόφορος":"ανυπόφορος", "ανυποχώρητα":"ανυποχώρητα", "ανυποχώρητης":"ανυποχώρητος", "ανυποχώρητοι":"ανυποχώρητος", "ανυποχώρητος":"ανυποχώρητος", "ανυποχώρητους":"ανυποχώρητος", "ανυποψίαστα":"ανυποψίαστα", "ανυποψίαστα":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστες":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστη":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστης":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστο":"ανυποψίαστος", "ανυποψιαστοι":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστοι":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστος":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστου":"ανυποψίαστος", "ανυποψίαστων":"ανυποψίαστος", "ανυστερόβουλο":"ανυστερόβουλος", "ανυψωμένος":"ανυψώνω", "ανυψώνεται":"ανυψώνω", "ανυψώνουν":"ανυψώνω", "ανυψώσει":"ανυψώνω", "ανύψωση":"ανύψωση", "ανυψωτική":"ανυψωτικός", "άνφιλντ":"άνφιλντ", "ανχελ":"ανχελ", "άνχελ":"άνχελ", "ανχούι":"ανχούι", "ανω":"άνω", "άνω":"άνω", "ανώδυνα":"ανώδυνος", "ανώδυνες":"ανώδυνος", "ανώδυνη":"ανώδυνος", "ανώδυνο":"ανώδυνος", "ανώδυνος":"ανώδυνος", "άνωθεν":"άνωθεν", "άνωθέν":"άνωθεν", "άνω-κάτω":"άνω-κάτω", "ανώμαλα":"ανώμαλα", "ανωμαλη":"ανώμαλος", "ανώμαλη":"ανώμαλος", "ανώμαλης":"ανώμαλος", "ανωμαλία":"ανωμαλία", "ανωμαλίας":"ανωμαλία", "ανωμαλίες":"ανωμαλία", "ανώμαλο":"ανώμαλος", "ανώμαλος":"ανώμαλος", "ανωμάλου":"ανώμαλος", "ανώμαλου":"ανώμαλος", "ανώμαλων":"ανώμαλος", "ανωμεριτη":"ανωμερίτης", "ανωμερίτη":"ανωμερίτης", "ανωμερίτης":"ανωμερίτης", "ανων":"ανων", "ανώνυμα":"ανώνυμα", "ανώνυμες":"ανώνυμος", "ανωνυμη":"ανώνυμος", "ανώνυμη":"ανώνυμος", "ανώνυμης":"ανώνυμος", "ανωνυμία":"ανωνυμία", "ανωνυμίας":"ανωνυμία", "ανώνυμο":"ανώνυμος", "ανώνυμοι":"ανώνυμος", "ανώνυμος":"ανώνυμος", "ανώνυμου":"ανώνυμος", "ανώνυμους":"ανώνυμος", "ανωνύμων":"ανώνυμος", "ανώνυμων":"ανώνυμος", "ανωνύμως":"ανώνυμα", "ανώριμα":"ανώριμος", "ανώριμο":"ανώριμος", "ανώριμοι":"ανώριμος", "ανωριμότητα":"ανωριμότητα", "ανώτατα":"ανώτερος", "ανώτατες":"ανώτερος", "ανωτάτη":"ανώτερος", "ανώτατη":"ανώτερος", "ανωτάτην":"ανώτερος", "ανωτάτης":"ανώτερος", "ανώτατης":"ανώτερος", "ανώτατο":"ανώτερος", "ανώτατοι":"ανώτερος", "ανωτατοποίηση":"ανωτατοποίηση", "ανώτατος":"ανώτερος", "ανωτάτου":"ανώτερος", "ανώτατου":"ανώτερος", "ανωτάτους":"ανώτερος", "ανώτατους":"ανώτερος", "ανωτάτων":"ανώτερος", "ανώτατων":"ανώτερος", "ανώτερα":"άνω", "ανώτερα":"ανώτερος", "ανωτέρας":"ανώτερος", "ανώτερες":"ανώτερος", "ανώτερη":"ανώτερος", "ανώτερης":"ανώτερος", "ανώτερής":"ανώτερος", "ανώτερο":"ανώτερος", "ανώτεροι":"ανώτερος", "ανώτεροί":"ανώτερος", "ανώτερος":"ανώτερος", "ανωτερότητα":"ανωτερότητα", "ανωτερότητά":"ανωτερότητα", "ανωτερότητας":"ανωτερότητα", "ανωτέρου":"ανώτερος", "ανώτερου":"ανώτερος", "ανωτέρους":"ανώτερος", "ανώτερους":"ανώτερος", "ανωτέρω":"άνω", "ανωτέρων":"ανώτερος", "ανώτερων":"ανώτερος", "ανωφελείς":"ανώφελος", "ανώφελο":"ανώφελος", "ανώφελος":"ανώφελος", "αξαρλιάν":"αξαρλιάν", "άξαφνα":"άξαφνος", "αξεδιάλυτα":"αξεδιάλυτος", "αξελός":"αξελός", "αξεπέραστα":"αξεπέραστος", "αξεπέραστες":"αξεπέραστος", "αξεπέραστη":"αξεπέραστος", "αξεπέραστο":"αξεπέραστος", "αξεπέραστοι":"αξεπέραστος", "αξεπέραστου":"αξεπέραστος", "αξεσουάρ":"αξεσουάρ", "άξεστη":"άξεστος", "άξεστος":"άξεστος", "άξεστους":"άξεστος", "αξέχαστα":"αξέχαστος", "αξέχαστες":"αξέχαστος", "αξέχαστη":"αξέχαστος", "αξέχαστοι":"αξέχαστος", "αξέχαστος":"αξέχαστος", "αξημέρωτα":"αξημέρωτος", "αξία":"αξία", "άξια":"άξιος", "άξιά":"άξιος", "αξιαγάπητη":"αξιαγάπητος", "αξιαγάπητο":"αξιαγάπητος", "αξιακή":"αξιακός", "αξίαν":"αξία", "αξίας":"αξία", "άξιας":"άξιος", "αξιέπαινη":"αξιέπαινος", "αξιέπαινο":"αξιέπαινος", "αξιέπαινοι":"αξιέπαινος", "αξιέπαινου":"αξιέπαινος", "αξίες":"αξία", "άξιες":"άξιος", "άξιζαν":"αξίζω", "άξιζε":"αξίζω", "αξίζει":"αξίζω", "αξίζετε":"αξίζω", "αξίζουμε":"αξίζω", "αξίζουν":"αξίζω", "αξίνες":"αξίνα", "αξιό":"αξιός", "άξιο":"άξιος", "αξιοζήλευτη":"αξιοζήλευτος", "αξιοζήλευτο":"αξιοζήλευτος", "αξιοθαύμαστες":"αξιοθαύμαστος", "αξιοθαύμαστη":"αξιοθαύμαστος", "αξιοθαύμαστης":"αξιοθαύμαστος", "αξιοθαύμαστος":"αξιοθαύμαστος", "αξιοθέατα":"αξιοθέατος", "αξιοθέατο":"αξιοθέατος", "αξιοθρήνητα":"αξιοθρήνητος", "αξιοθρήνητο":"αξιοθρήνητος", "άξιοι":"άξιος", "αξιοκατάκριτες":"αξιοκατάκριτος", "αξιοκατάκριτοι":"αξιοκατάκριτος", "αξιοκαταφρόνητη":"αξιοκαταφρόνητος", "αξιοκρατία":"αξιοκρατία", "αξιοκρατίας":"αξιοκρατία", "αξιοκρατικά":"αξιοκρατικά", "αξιοκρατικές":"αξιοκρατικός", "αξιοκρατική":"αξιοκρατικός", "αξιοκρατικούς":"αξιοκρατικός", "αξιοκρατικών":"αξιοκρατικός", "αξιολάτρευτους":"αξιολάτρευτος", "αξιόλογα":"αξιόλογος", "αξιολογεί":"αξιολογώ", "αξιολογείται":"αξιολογώ", "αξιόλογες":"αξιόλογος", "αξιόλογη":"αξιόλογος", "αξιολογηθεί":"αξιολογώ", "αξιολογήθηκαν":"αξιολογώ", "αξιολογήθηκε":"αξιολογώ", "αξιολογηθούν":"αξιολογώ", "αξιολογημένα":"αξιολογώ", "αξιόλογης":"αξιόλογος", "αξιολόγησαν":"αξιολογώ", "αξιολόγησε":"αξιολογώ", "αξιολογήσει":"αξιολογώ", "αξιολογήσεις":"αξιολόγηση", "αξιολογήσεων":"αξιολόγηση", "αξιολογήσεως":"αξιολόγηση", "αξιολόγηση":"αξιολόγηση", "αξιολόγησή":"αξιολόγηση", "αξιολόγησης":"αξιολόγηση", "αξιολόγησής":"αξιολόγηση", "αξιολογήσουμε":"αξιολογώ", "αξιολογήσουν":"αξιολογώ", "αξιολογήστε":"αξιολογώ", "αξιολογητές":"αξιολογητής", "αξιολογητών":"αξιολογητής", "αξιολογικά":"αξιολογικός", "αξιολογική":"αξιολογικός", "αξιολογικό":"αξιολογικός", "αξιόλογο":"αξιόλογος", "αξιόλογοι":"αξιόλογος", "αξιόλογος":"αξιόλογος", "αξιολογότατα":"αξιόλογος", "αξιόλογου":"αξιόλογος", "αξιολογούμε":"αξιολογώ", "αξιολογούν":"αξιολογώ", "αξιολογούνται":"αξιολογώ", "αξιόλογους":"αξιόλογος", "αξιόλογων":"αξιόλογος", "αξιολογώντας":"αξιολογώ", "αξιολύπητο":"αξιολύπητος", "αξιολύπητοι":"αξιολύπητος", "αξιόμαχη":"αξιόμαχος", "αξιόμαχης":"αξιόμαχος", "αξιόμαχο":"αξιόμαχος", "αξιόμαχοι":"αξιόμαχος", "αξιόμαχος":"αξιόμαχος", "άξιον":"άξιος", "αξιοπερίεργα":"αξιοπερίεργος", "αξιοπερίεργο":"αξιοπερίεργος", "αξιόπιστα":"αξιόπιστα", "αξιόπιστες":"αξιόπιστος", "αξιόπιστη":"αξιόπιστος", "αξιόπιστης":"αξιόπιστος", "αξιοπιστία":"αξιοπιστία", "αξιοπιστίας":"αξιοπιστία", "αξιόπιστο":"αξιόπιστος", "αξιόπιστοι":"αξιόπιστος", "αξιόπιστος":"αξιόπιστος", "αξιόπιστου":"αξιόπιστος", "αξιόπιστους":"αξιόπιστος", "αξιόπιστων":"αξιόπιστος", "αξιοπλοΐας":"αξιοπλοΐας", "αξιοποιεί":"αξιοποιώ", "αξιοποιείται":"αξιοποιώ", "αξιοποιηθεί":"αξιοποιώ", "αξιοποιήθηκαν":"αξιοποιώ", "αξιοποιήθηκε":"αξιοποιώ", "αξιοποιηθούν":"αξιοποιώ", "αξιοποιήσαμε":"αξιοποιώ", "αξιοποίησαν":"αξιοποιώ", "αξιοποίησε":"αξιοποιώ", "αξιοποιήσει":"αξιοποιώ", "αξιοποιήσετε":"αξιοποιώ", "αξιοποίηση":"αξιοποίηση", "αξιοποίησή":"αξιοποίηση", "αξιοποίησης":"αξιοποίηση", "αξιοποίησής":"αξιοποίηση", "'αξιοποίησης'":"'αξιοποίησης'", "αξιοποιήσιμα":"αξιοποιήσιμος", "αξιοποιήσιμο":"αξιοποιήσιμος", "αξιοποιήσουμε":"αξιοποιώ", "αξιοποιήσουν":"αξιοποιώ", "αξιοποιήστε":"αξιοποιώ", "αξιόποινες":"αξιόποινος", "αξιόποινη":"αξιόποινος", "αξιόποινης":"αξιόποινος", "αξιόποινο":"αξιόποινος", "αξιοποίνων":"αξιόποινος", "αξιόποινων":"αξιόποινος", "αξιοποιούμε":"αξιοποιώ", "αξιοποιούν":"αξιοποιώ", "αξιοποιούνται":"αξιοποιώ", "αξιοποιούνταν":"αξιοποιώ", "αξιοποιούσαν":"αξιοποιώ", "αξιοποιούσατε":"αξιοποιώ", "αξιοποιώντας":"αξιοποιώ", "αξιοπρέπεια":"αξιοπρέπεια", "αξιοπρέπειά":"αξιοπρέπεια", "αξιοπρέπειας":"αξιοπρέπεια", "αξιοπρέπειάς":"αξιοπρέπεια", "αξιοπρεπείς":"αξιοπρεπής", "αξιοπρεπές":"αξιοπρεπής", "αξιοπρεπή":"αξιοπρεπής", "αξιοπρεπής":"αξιοπρεπής", "αξιοπρεπούς":"αξιοπρεπής", "αξιοπρεπώς":"αξιοπρεπώς", "αξιοπρόσεκτα":"αξιοπρόσεκτος", "αξιοπρόσεκτη":"αξιοπρόσεκτος", "αξιοπρόσεκτο":"αξιοπρόσεκτος", "άξιος":"άξιος", "αξιοσέβαστα":"αξιοσέβαστος", "αξιοσέβαστη":"αξιοσέβαστος", "αξιοσέβαστο":"αξιοσέβαστος", "αξιοσέβαστος":"αξιοσέβαστος", "αξιοσήμαντο":"αξιοσήμαντο", "αξιοσημείωτα":"αξιοσημείωτος", "αξιοσημείωτες":"αξιοσημείωτος", "αξιοσημείωτη":"αξιοσημείωτος", "αξιοσημείωτο":"αξιοσημείωτος", "αξιοσημείωτος":"αξιοσημείωτος", "αξιοσημείωτους":"αξιοσημείωτος", "αξιοσύνη":"αξιοσύνη", "αξιότιμε":"αξιότιμος", "αξιότιμη":"αξιότιμος", "αξιότιμο":"αξιότιμος", "αξιότιμοι":"αξιότιμος", "αξιότιμος":"αξιότιμος", "αξιότιμου":"αξιότιμος", "αξιου":"αξιός", "αξιού":"αξιός", "άξιου":"άξιος", "αξιούπολη":"αξιούπολη", "αξιουπολης":"αξιούπολη", "αξιούπολης":"αξιούπολη", "αξιούργου":"αξιούργου", "άξιους":"άξιος", "αξιοχώρι":"αξιοχώρι", "αξιώθηκε":"αξιώνω", "αξίωμα":"αξίωμα", "αξίωμά":"αξίωμα", "αξιώματα":"αξίωμα", "αξιωματικά":"αξιωματικός", "αξιωματικές":"αξιωματικός", "αξιωματική":"αξιωματικός", "αξιωματικής":"αξιωματικός", "αξιωματικό":"αξιωματικός", "αξιωματικοί":"αξιωματικός", "αξιωματικός":"αξιωματικός", "αξιωματικού":"αξιωματικός", "αξιωματικούς":"αξιωματικός", "αξιωματικών":"αξιωματικός", "αξιώματος":"αξίωμα", "αξιωματούχο":"αξιωματούχος", "αξιωματούχοι":"αξιωματούχος", "αξιωματούχος":"αξιωματούχος", "αξιωματούχου":"αξιωματούχος", "αξιωματούχους":"αξιωματούχος", "αξιωματούχων":"αξιωματούχος", "αξιωμάτων":"αξίωμα", "αξιων":"αξία", "αξιών":"αξία", "άξιων":"άξιος", "αξιώνει":"αξιώνω", "αξιώνεται":"αξιώνω", "αξιώνοντας":"αξιώνω", "αξίωσε":"αξιώνω", "αξιώσει":"αξιώνω", "αξιώσεις":"αξίωση", "αξιώσεων":"αξίωση", "αξίωση":"αξίωση", "αξίωσή":"αξίωση", "αξίωσης":"αξίωση", "άξονα":"άξονας", "άξονά":"άξονας", "άξονας":"άξονας", "άξονάς":"άξονας", "άξονες":"άξονας", "αξονικά":"αξονικός", "αξονικές":"αξονικός", "αξονική":"αξονικός", "αξονικό":"αξονικός", "αξονικός":"αξονικός", "αξονικού":"αξονικός", "αξονικούς":"αξονικός", "αξόνων":"άξονας", "αξύριστος":"αξύριστος", "αο":"αο", "αοιδός":"αοιδός", "αοικλεισμένα":"αοικλεισμένα", "αοκ":"αοκ", "άοκνη":"άοκνος", "άοπλη":"άοπλος", "άοπλης":"άοπλος", "άοπλο":"άοπλος", "άοπλοι":"άοπλος", "άοπλος":"άοπλος", "άοπλους":"άοπλος", "αόρατα":"αόρατος", "αόρατες":"αόρατος", "αόρατη":"αόρατος", "αόρατης":"αόρατος", "αόρατο":"αόρατος", "αόρατοι":"αόρατος", "αορατος":"αόρατος", "αόρατος":"αόρατος", "αόρατου":"αόρατος", "αόρατους":"αόρατος", "αόρατων":"αόρατος", "αόριστα":"αόριστος", "αόριστες":"αόριστος", "αόριστη":"αόριστος", "αόριστης":"αόριστος", "αοριστίες":"αοριστία", "αόριστο":"αόριστος", "αόριστοι":"αόριστος", "αόριστον":"αόριστος", "αόριστος":"αόριστος", "αορίστου":"αόριστος", "αορίστως":"αόριστα", "αος":"αος", "άοσμα":"άοσμος", "άοσμη":"άοσμος", "άοσμο":"άοσμος", "αος-παλαιό":"αος-παλαιό", "αουάσατ'":"αουάσατ'", "αουγκ":"αουγκ", "αούγκ":"αούγκ", "αουγκούστο":"αουγκούστο", "άουερ":"άουερ", "αούμ":"αούμ", "αούντο":"αούντο", "άουσβιτς":"άουσβιτς", "αουτ":"άουτ", "άουτ":"άουτ", "αουτουόρι":"αουτουόρι", "αουτσάιντερ":"αουτσάιντερ", "αουτσάιντερς":"αουτσάιντερς", "απ":"από", "απ'":"από", "απ.":"απ.", "απ΄":"απ΄", "απαγάγει":"απάγω", "απαγάγουν":"απάγω", "απαγγείλει":"απαγγέλλω", "απαγγελθεί":"απαγγέλλω", "απαγγέλθηκαν":"απαγγέλλω", "απαγγέλθηκε":"απαγγέλλω", "απαγγελθούν":"απαγγέλλω", "απαγγελία":"απαγγελία", "απαγγελίας":"απαγγελία", "απαγγελίες":"απαγγελία", "απαγγέλλει":"απαγγέλλω", "απαγγέλλεται":"απαγγέλλω", "απαγγέλλονται":"απαγγέλλω", "απαγγέλλουν":"απαγγέλλω", "απαγγέλλω":"απαγγέλλω", "απαγκιστρωθεί":"απαγκιστρώνω", "απαγκίστρωση":"απαγκίστρωση", "απαγόρευε":"απαγορεύω", "απαγορεύει":"απαγορεύω", "απαγορεύεται":"απαγορεύω", "απαγορευθεί":"απαγορεύω", "απαγορεύθηκε":"απαγορεύω", "απαγορευθούν":"απαγορεύω", "απαγορευμένα":"απαγορευμένος", "απαγορευμένες":"απαγορεύω", "απαγορευμένη":"απαγορευμένος", "απαγορευμένης":"απαγορεύω", "απαγορευμένο":"απαγορευμένος", "απαγορευμένος":"απαγορευμένος", "απαγορευμένου":"απαγορεύω", "απαγορευμένους":"απαγορεύω", "απαγορευμένων":"απαγορεύω", "απαγορεύονται":"απαγορεύω", "απαγορεύονταν":"απαγορεύω", "απαγορεύοντας":"απαγορεύω", "απαγορευόταν":"απαγορεύω", "απαγορεύουν":"απαγορεύω", "απαγορεύσαμε":"απαγορεύω", "απαγόρευσαν":"απαγορεύω", "απαγόρευσε":"απαγορεύω", "απαγορεύσει":"απαγορεύω", "απαγορεύσεις":"απαγόρευση", "απαγορεύσεις":"απαγορεύω", "απαγορεύσετε":"απαγορεύω", "απαγορεύσεων":"απαγόρευση", "απαγορεύσεως":"απαγόρευση", "απαγόρευση":"απαγόρευση", "απαγόρευσή":"απαγόρευση", "απαγόρευσης":"απαγόρευση", "απαγορεύσουμε":"απαγορεύω", "απαγορεύσουν":"απαγορεύω", "απαγορευτεί":"απαγορεύω", "απαγορεύτηκαν":"απαγορεύω", "απαγορεύτηκε":"απαγορεύω", "απαγορευτικά":"απαγορευτικά", "απαγορευτικές":"απαγορευτικός", "απαγορευτική":"απαγορευτικός", "απαγορευτικής":"απαγορευτικός", "απαγορευτικό":"απαγορευτικός", "απαγορευτικών":"απαγορευτικός", "απαγορευτούν":"απαγορεύω", "απαγορεύω":"απαγορεύω", "απάγουν":"απάγω", "απαγχονισμένος":"απαγχονισμένος", "απαγχονισμοί":"απαγχονισμός", "απαγχονισμός":"απαγχονισμός", "απαγωγέα":"απαγωγέας", "απαγωγείς":"απαγωγέας", "απαγωγές":"απαγωγή", "απαγωγή":"απαγωγή", "απαγωγής":"απαγωγή", "απαγωγών":"απαγωγή", "απαθανατίζοντας":"απαθανατίζω", "απαθανατίζουν":"απαθανατίζω", "απαθανάτισε":"απαθανατίζω", "απαθανατίσει":"απαθανατίζω", "απαθανατίσουν":"απαθανατίζω", "απάθεια":"απάθεια", "απαθείς":"απαθής", "απαθή":"απαθής", "απαθής":"απαθής", "απαθλίωση":"απαθλίωση", "απαίδευτοι":"απαίδευτος", "απαίδευτος":"απαίδευτος", "απαίσια":"απαίσια", "απαίσιο":"απαίσιος", "απαισιόδοξα":"απαισιόδοξος", "απαισιόδοξες":"απαισιόδοξος", "απαισιόδοξη":"απαισιόδοξος", "απαισιοδοξία":"απαισιοδοξία", "απαισιοδοξίας":"απαισιοδοξία", "απαισιόδοξο":"απαισιόδοξος", "απαισιόδοξοι":"απαισιόδοξος", "απαισιόδοξος":"απαισιόδοξος", "απαισιόδοξους":"απαισιόδοξος", "απαίσιον":"απαίσιος", "απαίσιος":"απαίσιος", "απαιτεί":"απαιτώ", "απαιτείται":"απαιτώ", "απαιτείτε":"απαιτώ", "απαιτηθεί":"απαιτώ", "απαιτήθηκε":"απαιτώ", "απαιτηθούν":"απαιτώ", "απαίτησαν":"απαιτώ", "απαίτησε":"απαιτώ", "απαιτήσει":"απαιτώ", "απαιτήσεις":"απαίτηση", "απαιτήσεων":"απαίτηση", "απαιτήσεών":"απαίτηση", "απαίτηση":"απαίτηση", "απαίτησή":"απαίτηση", "απαίτησης":"απαίτηση", "απαιτήσουμε":"απαιτώ", "απαιτήσουν":"απαιτώ", "απαιτήστε":"απαιτώ", "απαιτητικά":"απαιτητικός", "απαιτητικές":"απαιτητικός", "απαιτητική":"απαιτητικός", "απαιτητικής":"απαιτητικός", "απαιτητικό":"απαιτητικός", "απαιτητικοί":"απαιτητικός", "απαιτητικός":"απαιτητικός", "απαιτητικούς":"απαιτητικός", "απαιτητός":"απαιτητός", "απαιτούμε":"απαιτώ", "απαιτούμενα":"απαιτούμενος", "απαιτούμενες":"απαιτούμενος", "απαιτούμενη":"απαιτούμενος", "απαιτούμενο":"απαιτούμενος", "απαιτούμενοι":"απαιτούμενος", "απαιτούμενος":"απαιτούμενος", "απαιτούμενου":"απαιτούμενος", "απαιτούμενους":"απαιτούμενος", "απαιτούμενων":"απαιτούμενος", "απαιτουν":"απαιτώ", "απαιτούν":"απαιτώ", "απαιτούνται":"απαιτώ", "απαιτούνταν":"απαιτώ", "απαιτούσαν":"απαιτώ", "απαιτούσε":"απαιτώ", "απαιτώντας":"απαιτώ", "απαλά":"απαλά", "απαλακη":"αποαλάκης", "απαλείφεται":"απαλείφω", "απαλειφθεί":"απαλείφω", "απαλειφθούν":"απαλείφω", "απαλείφονται":"απαλείφω", "απαλείψει":"απαλείφω", "απάλειψη":"απάλειψη", "απαλείψουμε":"απαλείφω", "απαλές":"απαλός", "απαλή":"απαλός", "απαλλαγεί":"απαλλάσσω", "απαλλαγείτε":"απαλλάσσω", "απαλλαγές":"απαλλαγή", "απαλλαγή":"απαλλαγή", "απαλλαγής":"απαλλαγή", "απαλλαγμένα":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένες":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένη":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένο":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένοι":"απαλλάσσω", "απαλλαγμένος":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένου":"απαλλαγμένος", "απαλλαγμένους":"απαλλάσσω", "απαλλαγούμε":"απαλλάσσω", "απαλλαγούν":"απαλλάσσω", "απαλλαγών":"απαλλαγή", "απαλλακτικές":"απαλλακτικός", "απαλλακτική":"απαλλακτικός", "απαλλακτικής":"απαλλακτικός", "απαλλακτικό":"απαλλακτικός", "απάλλαξαν":"απαλλάσσω", "απάλλαξε":"απαλλάσσω", "απαλλάξει":"απαλλάσσω", "απαλλάξετε":"απαλλάσσω", "απαλλάξουμε":"απαλλάσσω", "απαλλάξουν":"απαλλάσσω", "απαλλάξτε":"απαλλάσσω", "απαλλάσσει":"απαλλάσσω", "απαλλάσσεται":"απαλλάσσω", "απαλλάσσονται":"απαλλάσσω", "απαλλάσσονταν":"απαλλάσσω", "απαλλάσσοντας":"απαλλάσσω", "απαλλασσόταν":"απαλλάσσω", "απαλλάσσουν":"απαλλάσσω", "απαλλαχθεί":"απαλλάσσω", "απαλλάχθηκαν":"απαλλάσσω", "απαλλάχθηκε":"απαλλάσσω", "απαλλαχθούν":"απαλλάσσω", "απαλλαχτεί":"απαλλάσσω", "απαλλάχτηκε":"απαλλάσσω", "απαλλοτριωθείσα":"απαλλοτριωθείς", "απαλλοτριώνεται":"απαλλοτριώνω", "απαλλοτριώνονται":"απαλλοτριώνω", "απαλλοτριώνοντας":"απαλλοτριώνω", "απαλλοτριώσει":"απαλλοτριώνω", "απαλλοτριώσεις":"απαλλοτριώνω", "απαλλοτριώσεων":"απαλλοτρίωση", "απαλλοτρίωση":"απαλλοτρίωση", "απαλλοτρίωσης":"απαλλοτρίωση", "απαλός":"απαλός", "απάλυνε":"απαλύνω", "απαλύνει":"απαλύνω", "απαλύνουμε":"απαλύνω", "απαλύνουν":"απαλύνω", "άπαν":"άπας", "απανδόχευτος":"απανδόχευτος", "απάνεμα":"απάνεμα", "απάνθισμα":"απάνθισμα", "απανθρακώθηκαν":"απανθρακώνω", "απανθρακώθηκε":"απανθρακώνω", "απανθρακωμένα":"απανθρακώνω", "απανθρακωμένο":"απανθρακωμένος", "απανθρακωμένος":"απανθρακωμένος", "απάνθρωπα":"απάνθρωπα", "απάνθρωπες":"απάνθρωπος", "απάνθρωπη":"απάνθρωπος", "απάνθρωπης":"απάνθρωπος", "απανθρωπιά":"απανθρωπιά", "απανθρωπία":"απανθρωπιά", "απάνθρωπο":"απάνθρωπος", "απάνθρωποι":"απάνθρωπος", "απάνθρωπος":"απάνθρωπος", "απάνθρωπου":"απάνθρωπος", "απάνθρωπων":"απάνθρωπος", "απαντά":"απαντώ", "άπαντα":"άπας", "άπαντά":"άπας", "απαντάει":"απαντώ", "απαντάμε":"απαντώ", "απαντάνε":"απαντώ", "απαντάς":"απαντώ", "απαντάται":"απαντώ", "απαντάτε":"απαντώ", "απανταχού":"απανταχού", "απαντάω":"απαντώ", "απαντες":"άπας", "άπαντες":"άπας", "απαντηθεί":"απαντώ", "απαντηθούν":"απαντώ", "απάντησα":"απαντώ", "απαντησαν":"απαντώ", "απάντησαν":"απαντώ", "απαντήσατε":"απαντώ", "απάντησε":"απαντώ", "απαντήσει":"απαντώ", "απαντήσεις":"απάντηση", "απάντησες":"απαντώ", "απαντήσετε":"απαντώ", "απαντήσεων":"απάντηση", "απαντήσεως":"απάντηση", "απαντηση":"απάντηση", "απάντηση":"απάντηση", "απάντησή":"απάντηση", "απάντησης":"απάντηση", "απάντησής":"απάντηση", "απάντησιν":"απάντηση", "απαντήσουμε":"απαντώ", "απαντήσουν":"απαντώ", "απαντήστε":"απαντώ", "απαντήσω":"απαντώ", "απαντητικό":"απαντητικός", "απάντληση":"απάντληση", "απάντο":"απάντο", "απαντούμε":"απαντώ", "απαντούν":"απαντώ", "απαντούσα":"απαντώ", "απαντούσαμε":"απαντώ", "απαντούσαν":"απαντώ", "απαντούσατε":"απαντώ", "απαντούσε":"απαντώ", "απαντώ":"απαντώ", "απαντών":"απαντών", "απάντων":"άπας", "απαντώνται":"απαντώ", "απαντώντας":"απαντώ", "απάνω":"απάνω", "απανωτά":"απανωτός", "απανωτές":"απανωτός", "απανωτούς":"απανωτός", "απανωτών":"απανωτός", "άπαξ":"άπαξ", "απαξία":"απαξία", "απαξίας":"απαξία", "απαξιοί":"απαξιώ", "απαξιούν":"απαξιώ", "απαξιωθεί":"απαξιώνω", "απαξιωθούν":"απαξιώνω", "απαξιωμένα":"απαξιώνω", "απαξιώνει":"απαξιώνω", "απαξιώνεται":"απαξιώνω", "απαξιώνετε":"απαξιώνω", "απαξιώνονται":"απαξιώνω", "απαξιώνουν":"απαξιώνω", "απαξίωσε":"απαξιώνω", "απαξιώσει":"απαξιώνω", "απαξίωση":"απαξίωση", "απαξίωσης":"απαξίωση", "απαξίωσής":"απαξίωση", "απαξιωτικά":"απαξιωτικός", "απαξιωτικές":"απαξιωτικός", "απαξιωτική":"απαξιωτικός", "απαξιωτικό":"απαξιωτικός", "απαξιωτικούς":"απαξιωτικός", "απαξιωτών":"απαξιωτών", "απαράβατες":"απαράβατος", "απαράβατη":"απαράβατος", "απαράβατο":"απαράβατος", "απαράβατοι":"απαράβατος", "απαράβατος":"απαράβατος", "απαραβίαστη":"απαραβίαστος", "απαραβίαστο":"απαραβίαστος", "απαραβίαστου":"απαραβίαστος", "απαραγνώριστα":"απαραγνώριστος", "απαράγραπτο":"απαράγραπτος", "απαράδεκτα":"απαράδεκτα", "απαράδεκτες":"απαράδεκτος", "απαράδεκτη":"απαράδεκτος", "απαράδεκτης":"απαράδεκτος", "απαράδεκτο":"απαράδεκτος", "απαράδεκτοι":"απαράδεκτος", "απαράδεκτον":"απαράδεκτος", "απαράδεκτος":"απαράδεκτος", "απαράδεκτου":"απαράδεκτος", "απαράδεκτους":"απαράδεκτος", "απαράδεκτων":"απαράδεκτος", "απαραίτητα":"απαραίτητος", "απαραίτητες":"απαραίτητος", "απαραίτητη":"απαραίτητος", "απαραίτητο":"απαραίτητος", "απαραίτητοι":"απαραίτητος", "απαραίτητος":"απαραίτητος", "απαραίτητου":"απαραίτητος", "απαραίτητους":"απαραίτητος", "απαραίτητων":"απαραίτητος", "απαραιτήτως":"απαραίτητα", "απαράλλακτα":"απαράλλακτα", "απαράλλακτη":"απαράλλακτος", "απαράλλαχτη":"απαράλλακτος", "απαράλλαχτο":"απαράλλακτος", "απαράμιλλη":"απαράμιλλος", "απαράμιλλης":"απαράμιλλος", "απαράμιλλο":"απαράμιλλος", "απαράσκευη":"απαράσκευος", "απαρατήρητα":"απαρατήρητα", "απαρατήρητες":"απαρατήρητος", "απαρατήρητη":"απαρατήρητος", "απαρατήρητο":"απαρατήρητος", "απαρατήρητοι":"απαρατήρητος", "απαρατήρητος":"απαρατήρητος", "απαρέγκλιτα":"απαρέγκλιτα", "απαρεγκλίτως":"απαρέγκλιτα", "απαρέκκλιτη":"απαρέκκλιτη", "απαριθμεί":"απαριθμώ", "απαριθμήσαμε":"απαριθμώ", "απαρίθμησε":"απαριθμώ", "απαριθμήσει":"απαριθμώ", "απαρίθμηση":"απαρίθμηση", "απαριθμήσουμε":"απαριθμώ", "απαριθμήσω":"απαριθμώ", "απαριθμώντας":"απαριθμώ", "απαρνείται":"απαρνιέμαι", "απαρνηθεί":"απαρνιέμαι", "απαρνήθηκε":"απαρνιέμαι", "απαρνιούνται":"απαρνιέμαι", "απαρντχάϊντ":"απαρντχάϊντ", "απαρτία":"απαρτία", "απαρτίας":"απαρτία", "απάρτιζαν":"απαρτίζω", "απαρτίζεται":"απαρτίζω", "απαρτιζόμενη":"απαρτιζόμενος", "απαρτίζονται":"απαρτίζω", "απαρτίζουν":"απαρτίζω", "απαρτχάιντ":"απαρτχάιντ", "απάρτχαϊντ":"απάρτχαϊντ", "απαρχαιωμένα":"απαρχαιωμένος", "απαρχαιωμένες":"απαρχαιωμένος", "απαρχαιωμένο":"απαρχαιωμένος", "απαρχαιωμένος":"απαρχαιωμένος", "απαρχαιωμένων":"απαρχαιωμένος", "απαρχές":"απαρχή", "απαρχή":"απαρχή", "απασιονάτα":"απασιονάτα", "απαστράπτον":"απαστράπτων", "απαστράπτουσα":"απαστράπτων", "απαστράπτων":"απαστράπτων", "απασφαλισμένης":"απασφαλισμένος", "απασχολεί":"απασχολώ", "απασχολείται":"απασχολώ", "απασχοληθεί":"απασχολώ", "απασχοληθούν":"απασχολώ", "απασχολημένη":"απασχολώ", "απασχολημένο":"απασχολώ", "απασχολημένοι":"απασχολημένος", "απασχολημένος":"απασχολημένος", "απασχόλησαν":"απασχολώ", "απασχόλησε":"απασχολώ", "απασχολήσει":"απασχολώ", "απασχολήσεις":"απασχόληση", "απασχόληση":"απασχόληση", "απασχόλησή":"απασχόληση", "απασχόλησης":"απασχόληση", "απασχόλησής":"απασχόληση", "απασχολησιμότητα":"απασχολησιμότητα", "απασχολήσουν":"απασχολώ", "απασχολήσω":"απασχολώ", "απασχολούμε":"απασχολώ", "απασχολούμενα":"απασχολούμενος", "απασχολουμένους":"απασχολούμενος", "απασχολούμενους":"απασχολούμενος", "απασχολουμένων":"απασχολούμενος", "απασχολούμενων":"απασχολούμενος", "απασχολούν":"απασχολώ", "απασχολούνται":"απασχολώ", "απασχολούνταν":"απασχολώ", "απασχολούσαν":"απασχολώ", "απασχολούσε":"απασχολώ", "απατά":"απατώ", "απατάει":"απατώ", "απατάται":"απατώ", "απάτες":"απάτη", "απατεώνα":"απατεώνας", "απατεώνας":"απατεώνας", "απατεώνες":"απατεώνας", "απατεωνιές":"απατεωνιά", "απατεώνων":"απατεώνας", "απάτη":"απάτη", "απατηλές":"απατηλός", "απατηλή":"απατηλός", "απατηλό":"απατηλός", "απατημένοι":"απατημένος", "απάτης":"απάτη", "απατούν":"απατώ", "απάτριδες":"άπατρις", "απατώμαι":"απατώ", "απατώντας":"απατώ", "απαύγασμα":"απαύγασμα", "απαυδισμένος":"απαυδισμένος", "απάχηδες":"απάχης", "απαχθεί":"απάγω", "απαχθείς":"απάγω", "απε":"απε", "απέβαινε":"αποβαίνω", "απέβαλαν":"αποβάλλω", "απέβαλε":"αποβάλλω", "απέβη":"αποβαίνω", "απέβησαν":"αποβαίνω", "απεβίωσε":"αποβιώνω", "απέβλεπαν":"αποβλέπω", "απέβλεπε":"αποβλέπω", "απεβλήθη":"αποβάλλω", "απέγιναν":"απογίνομαι", "απέγινε":"απογίνομαι", "απεγκλωβίζεται":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβίζοντας":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβίσει":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβισμό":"απεγκλωβισμός", "απεγκλωβισμός":"απεγκλωβισμός", "απεγκλωβισμού":"απεγκλωβισμός", "απεγκλωβίσουν":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβιστεί":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβίστηκαν":"απεγκλωβίζω", "απεγκλωβιστούν":"απεγκλωβίζω", "απεγνωσμένα":"απεγνωσμένος", "απεγνωσμένη":"απεγνωσμένος", "απέδειξα":"αποδεικνύω", "απέδειξαν":"αποδεικνύω", "απέδειξε":"αποδεικνύω", "απεδείχθη":"αποδεικνύω", "απεδείχθησαν":"αποδεικνύω", "απεδέχθη":"αποδέχομαι", "απέδιδαν":"αποδίδω", "απέδιδε":"αποδίδω", "απεδοκίμασαν":"αποδοκιμάζω", "απέδρασε":"αποδρώ", "απέδωσαν":"αποδίδω", "απέδωσε":"αποδίδω", "απείθαρχα":"απείθαρχος", "απείθαρχη":"απείθαρχος", "απειθαρχία":"απειθαρχία", "απειθαρχίας":"απειθαρχία", "απείθαρχων":"απείθαρχος", "απεικόνιζαν":"απεικονίζω", "απεικόνιζε":"απεικονίζω", "απεικονίζει":"απεικονίζω", "απεικονίζεται":"απεικονίζω", "απεικονιζόμενος":"απεικονιζόμενος", "απεικονίζονται":"απεικονίζω", "απεικονίζονταν":"απεικονίζω", "απεικονίζοντας":"απεικονίζω", "απεικονιζόταν":"απεικονίζω", "απεικονίζουμε":"απεικονίζω", "απεικονίζουν":"απεικονίζω", "απεικονίσει":"απεικονίζω", "απεικονίσεις":"απεικόνιση", "απεικονίσεων":"απεικόνιση", "απεικόνιση":"απεικόνιση", "απεικόνισης":"απεικόνιση", "απεικονιστικό":"απεικονιστικός", "απεικονιστούν":"απεικονίζω", "απειλεί":"απειλώ", "απειλείσαι":"απειλώ", "απειλείται":"απειλώ", "απειλείτε":"απειλώ", "απειλείτο":"απειλώ", "απειλές":"απειλή", "απειλη":"απειλή", "απειλή":"απειλή", "απειληθεί":"απειλώ", "απειλήθηκαν":"απειλώ", "απειλήθηκε":"απειλώ", "απειλής":"απειλή", "απείλησαν":"απειλώ", "απείλησε":"απειλώ", "απειλήσει":"απειλώ", "απειλήσουν":"απειλώ", "απειλητικά":"απειλητικός", "απειλητικές":"απειλητικός", "απειλητική":"απειλητικός", "απειλητικής":"απειλητικός", "απειλητικό":"απειλητικός", "απειλητικοί":"απειλητικός", "απειλητικός":"απειλητικός", "απειλητικότερο":"απειλητικός", "απειλητικού":"απειλητικός", "απειλούμαστε":"απειλώ", "απειλουμενα":"απειλούμενος", "απειλούμενα":"απειλούμενος", "απειλούμενες":"απειλούμενος", "απειλούμενη":"απειλούμενος", "απειλούμενης":"απειλούμενος", "απειλούμενο":"απειλούμενος", "απειλούμενος":"απειλούμενος", "απειλούμενων":"απειλούμενος", "απειλούν":"απειλώ", "απειλούνται":"απειλώ", "απειλούνταν":"απειλώ", "απειλούσαν":"απειλώ", "απειλούσε":"απειλώ", "απειλών":"απειλή", "απειλώντας":"απειλώ", "άπειρα":"άπειρος", "απειράριθμα":"απειράριθμος", "απειράριθμες":"απειράριθμος", "άπειρες":"άπειρος", "άπειρη":"άπειρος", "απειρία":"απειρία", "απειρίας":"απειρία", "άπειρο":"άπειρος", "απειροελάχιστες":"απειροελάχιστος", "απειροελάχιστη":"απειροελάχιστος", "απειροελάχιστοι":"απειροελάχιστος", "άπειρον":"άπειρος", "άπειρος":"άπειρος", "απείρου":"άπειρος", "άπειρους":"άπειρος", "απείρως":"άπειρα", "απείχαν":"απέχω", "απείχε":"απέχω", "απεκάλεσε":"αποκαλώ", "απεκαλύφθη":"αποκαλύπτω", "απεκδύεται":"απεκδύομαι", "απέκλειαν":"αποκλείω", "απέκλειε":"αποκλείω", "απέκλεισαν":"αποκλείω", "απέκλεισε":"αποκλείω", "απέκλιναν":"αποκλίνω", "απεκόμισαν":"αποκομίζω", "απεκόμισε":"αποκομίζω", "απέκοψαν":"αποκόβω", "απέκοψε":"αποκόβω", "απέκρουσαν":"αποκρούω", "απέκρουσε":"αποκρούω", "απεκρύβη":"απεκρύβη", "απέκρυπτε":"αποκρύβω", "απέκρυψαν":"αποκρύβω", "απέκρυψε":"αποκρύβω", "απέκτησα":"αποκτώ", "απέκτησαν":"αποκτώ", "απεκτησε":"αποκτώ", "απέκτησε":"αποκτώ", "απελ":"απελ", "απελαθεί":"απελαύνω", "απελάθηκαν":"απελαύνω", "απελάθηκε":"απελαύνω", "απελαθούν":"απελαύνω", "απέλασαν":"απελαύνω", "απέλασε":"απελαύνω", "απελάσει":"απελαύνω", "απελάσεις":"απέλαση", "απελάσεων":"απέλαση", "απέλαση":"απέλαση", "απέλασή":"απέλαση", "απελάσουν":"απελαύνω", "απελάτης":"απελάτης", "απελαύνουν":"απελαύνω", "απελευθερωθεί":"απελευθερώνω", "απελευθερωθείτε":"απελευθερώνω", "απελευθερώθηκαν":"απελευθερώνω", "απελευθερώθηκε":"απελευθερώνω", "απελευθερωθούν":"απελευθερώνω", "απελευθερωμένα":"απελευθερωμένος", "απελευθερωμένες":"απελευθερώνω", "απελευθερωμένη":"απελευθερώνω", "απελευθερωμένης":"απελευθερώνω", "απελευθερωμένο":"απελευθερωμένος", "απελευθερωμένοι":"απελευθερωμένος", "απελευθερωμένων":"απελευθερωμένος", "απελευθέρωναν":"απελευθερώνω", "απελευθέρωνε":"απελευθερώνω", "απελευθερώνει":"απελευθερώνω", "απελευθερώνεται":"απελευθερώνω", "απελευθερώνονται":"απελευθερώνω", "απελευθερώνοντας":"απελευθερώνω", "απελευθερώνουν":"απελευθερώνω", "απελευθέρωσαν":"απελευθερώνω", "απελευθέρωσε":"απελευθερώνω", "απελευθερώσει":"απελευθερώνω", "απελευθέρωση":"απελευθέρωση", "απελευθέρωσή":"απελευθέρωση", "απελευθέρωσης":"απελευθέρωση", "απελευθέρωσής":"απελευθέρωση", "απελευθερώσουν":"απελευθερώνω", "απελευθερωτές":"απελευθερωτής", "απελευθερωτής":"απελευθερωτής", "απελευθερωτική":"απελευθερωτικός", "απελευθερωτικό":"απελευθερωτικός", "απελευθερωτικός":"απελευθερωτικός", "απελευθερωτικού":"απελευθερωτικός", "απελευθερωτικών":"απελευθερωτικός", "απέληξε":"απολήγω", "απελθέτω":"απελθέτω", "απελθόν":"απελθών", "απελλή":"απελλή", "απελλής":"απελλής", "απέλπιδα":"αποελπίδα", "απελπίζεστε":"απελπίζω", "απελπιζόμαστε":"απελπίζω", "απελπισία":"απελπισία", "απελπισίας":"απελπισία", "απελπισμένα":"απελπισμένος", "απελπισμένες":"απελπισμένος", "απελπισμένη":"απελπισμένος", "απελπισμένο":"απελπισμένος", "απελπισμένοι":"απελπισμένος", "απελπισμένος":"απελπισμένος", "απελπισμένου":"απελπισμένος", "απελπισμένους":"απελπισμένος", "απελπισμένων":"απελπισμένος", "απελπιστικά":"απελπιστικά", "απελπιστική":"απελπιστικός", "απέλυαν":"απολύω", "απελύθη":"απολύω", "απέλυσαν":"απολύω", "απέλυσε":"απολύω", "απέμειναν":"απομένω", "απέμεινε":"απομένω", "απέμεναν":"απομένω", "απέμενε":"απομένω", "απε-μπε":"απε-μπε", "απεμπλακεί":"απεμπλέκω", "απεμπλέξει":"απεμπλέκω", "απεμπλέξουν":"απεμπλέκω", "απεμπλοκή":"απεμπλοκή", "απεμπλουτισμένο":"απεμπλουτισμένος", "απεμπλουτισμένου":"απεμπλουτισμένος", "απεμπολεί":"απεμπολώ", "απεμπολώντας":"απεμπολώ", "απέναντι":"απέναντι", "απέναντί":"απέναντι", "απεναντίας":"απεναντίας", "απένειμε":"απονέμω", "απενεμήθη":"απονέμω", "απενεργοποιημένων":"απενεργοποιώ", "απενεργοποιήσει":"απενεργοποιώ", "απενεργοποίησης":"απενεργοποίηση", "απενοχοποιήσει":"απενοχοποιώ", "απενοχοποίηση":"απενοχοποίηση", "απέντι":"απέντι", "απεξαρτηθεί":"απεξαρτώ", "απεξαρτηθούν":"απεξαρτώ", "απεξαρτημένη":"απεξαρτώ", "απεξαρτήσεις":"απεξάρτηση", "απεξάρτηση":"απεξάρτηση", "απεξάρτησης":"απεξάρτηση", "απέξω":"απέξω", "απεπ":"απεπ", "απέπεμψε":"αποπέμπω", "απέπλευσε":"αποπλέω", "απέπνεε":"αποπνέω", "απέραντα":"απέραντος", "απέραντες":"απέραντος", "απέραντη":"απέραντος", "απέραντης":"απέραντος", "απέραντο":"απέραντος", "απεραντοσύνη":"απεραντοσύνη", "απέραντου":"απέραντος", "απεργάζονται":"απεργάζομαι", "απεργεί":"απεργώ", "απεργήσουν":"απεργώ", "απεργια":"απεργία", "απεργία":"απεργία", "απεργιακές":"απεργιακός", "απεργιακή":"απεργιακός", "απεργιακής":"απεργιακός", "απεργιακό":"απεργιακός", "απεργιακών":"απεργιακός", "απεργίας":"απεργία", "απεργίες":"απεργία", "απεργιών":"απεργία", "απεργοί":"απεργός", "απεργοσπάστες":"απεργοσπάστης", "απεργούν":"απεργώ", "απεργούς":"απεργός", "απεργούσαν":"απεργώ", "απερίγραπτο":"απερίγραπτος", "απεριόριστα":"απεριόριστα", "απεριόριστες":"απεριόριστος", "απεριόριστη":"απεριόριστος", "απεριόριστης":"απεριόριστος", "απεριόριστο":"απεριόριστος", "απεριόριστος":"απεριόριστος", "απεριορίστων":"απεριόριστος", "απεριποίητα":"απεριποίητος", "απερίσκεπτα":"απερίσκεπτα", "απερίσκεπτες":"απερίσκεπτος", "απερίσκεπτη":"απερίσκεπτος", "απερισκεψία":"απερισκεψία", "απερίσπαστη":"απερίσπαστος", "απερίσπαστοι":"απερίσπαστος", "απερίσπαστος":"απερίσπαστος", "απέριττα":"απέριττα", "απέριττη":"απέριττος", "απεριττο":"απέριττος", "απέριττο":"απέριττος", "απέριττος":"απέριττος", "απερίφραστα":"απερίφραστα", "απερίφραστο":"απερίφραστος", "απέρριπταν":"απορρίπτω", "απέρριπτε":"απορρίπτω", "απερρίφθη":"απορρίπτω", "απερρίφθησαν":"απορρίπτω", "απέρριψα":"απορρίπτω", "απέρριψαν":"απορρίπτω", "απερριψε":"απορρίπτω", "απέρριψε":"απορρίπτω", "απέρχεται":"απέρχομαι", "απερχόμενη":"απερχόμενος", "απερχόμενο":"απερχόμενος", "απερχόμενος":"απερχόμενος", "απερχόμενου":"απερχόμενος", "απέσπασαν":"αποσπώ", "απεσπασε":"αποσπώ", "απέσπασε":"αποσπώ", "απεσταγμένο":"αποστάζω", "απεστάλη":"αποστέλλω", "απεσταλμένη":"απεσταλμένος", "απεσταλμένης":"απεσταλμένος", "απεσταλμένο":"απεσταλμένος", "απεσταλμένοι":"απεσταλμένος", "απεσταλμένος":"απεσταλμένος", "απεσταλμένος":"αποστέλλω", "απεσταλμένου":"απεσταλμένος", "απεσταλμένους":"αποστέλλω", "απέστειλαν":"αποστέλλω", "απέστειλε":"αποστέλλω", "απέστειλεν":"απέστειλεν", "απέσυραν":"αποσύρω", "απεσυρε":"αποσύρω", "απέσυρε":"αποσύρω", "απεσύρθη":"αποσύρω", "απετέλει":"απετέλει", "απετέλεσαν":"αποτελώ", "απετέλεσε":"αποτελώ", "απετράπη":"αποτρέπω", "απέτρεπε":"αποτρέπω", "απέτρεψαν":"αποτρέπω", "απέτρεψε":"αποτρέπω", "απέτυχα":"αποτυγχάνω", "απέτυχαν":"αποτυγχάνω", "απέτυχε":"αποτυγχάνω", "απευθείας":"απευθείας", "απευθύνει":"απευθύνω", "απευθύνεσαι":"απευθύνω", "απευθύνεστε":"απευθύνω", "απευθύνεται":"απευθύνω", "απευθύνετε":"απευθύνω", "απευθυνθεί":"απευθύνω", "απευθυνθείς":"απευθύνω", "απευθυνθείτε":"απευθύνω", "απευθύνθηκα":"απευθύνω", "απευθυνθήκαμε":"απευθύνω", "απευθύνθηκαν":"απευθύνω", "απευθύνθηκε":"απευθύνω", "απευθυνθούμε":"απευθύνω", "απευθυνθούν":"απευθύνω", "απευθυνθώ":"απευθύνω", "απευθύνομαι":"απευθύνω", "απευθυνόμαστε":"απευθύνω", "απευθυνόμενη":"απευθυνόμενος", "απευθυνόμενοι":"απευθυνόμενος", "απευθυνόμενος":"απευθυνόμενος", "απευθύνονται":"απευθύνω", "απευθύνονταν":"απευθύνω", "απευθύνοντας":"απευθύνω", "απευθυνόταν":"απευθύνω", "απευθύνουμε":"απευθύνω", "απευθύνουν":"απευθύνω", "απευχόμαστε":"απεύχομαι", "απεύχονταν":"απεύχομαι", "απεφάνθη":"αποφαίνομαι", "απεφάνθησαν":"αποφαίνομαι", "απεφάσισε":"αποφασίζω", "απεφασίσθη":"αποφασίζω", "απέφεραν":"αποφέρω", "απέφερε":"αποφέρω", "απέφευγα":"αποφεύγω", "απέφευγαν":"αποφεύγω", "απέφευγε":"αποφεύγω", "απέφυγα":"αποφεύγω", "απεφυγαν":"αποφεύγω", "απέφυγαν":"αποφεύγω", "απέφυγε":"αποφεύγω", "απέχει":"απέχω", "απεχθάνεται":"απεχθάνομαι", "απεχθάνομαι":"απεχθάνομαι", "απεχθάνονται":"απεχθάνομαι", "απεχθανόταν":"απεχθάνομαι", "απέχθεια":"απέχθεια", "απέχθειά":"απέχθεια", "απέχθειας":"απέχθεια", "απεχθείς":"απεχθής", "απεχθές":"απεχθής", "απεχθή":"απεχθής", "απεχθής":"απεχθής", "απέχοντας":"απέχω", "απέχουμε":"απέχω", "απέχουν":"απέχω", "απέχουσα":"απέχων", "απέχω":"απέχω", "απήγαγαν":"απάγω", "απήγαγε":"απάγω", "απήγγειλε":"απαγγέλλω", "απήλαυσε":"απολαμβάνω", "απήλθε":"απέρχομαι", "απήλλαξε":"απαλλάσσω", "απηνής":"απηνής", "απήνης":"απηνής", "απήντησα":"απαντώ", "απήντησαν":"απαντώ", "απήντησε":"απαντώ", "απηρχαιωμένη":"απηρχαιωμένη", "απηρχαιωμένο":"απηρχαιωμένο", "απησχόλησε":"απησχόλησε", "απηύδησαν":"απαυδώ", "απηυδήσει":"απηυδήσει", "απηύθυνα":"απευθύνω", "απηύθυναν":"απευθύνω", "απηύθυνε":"απευθύνω", "απηχεί":"απηχώ", "απηχείται":"απηχώ", "απήχηση":"απήχηση", "απήχησή":"απήχηση", "απήχησης":"απήχηση", "απήχθη":"απάγω", "απήχθησαν":"απάγω", "απηχούν":"απηχώ", "απηχούσε":"απηχώ", "απηχώντας":"απηχώ", "απθ":"απθ", "άπιαστα":"άπιαστος", "άπιαστη":"άπιαστος", "άπιαστο":"άπιαστος", "άπιαστος":"άπιαστος", "απίδια":"απίδι", "απίθανα":"απίθανα", "απίθανα":"απίθανος", "απίθανες":"απίθανος", "απίθανη":"απίθανος", "απίθανο":"απίθανος", "απίθανος":"απίθανος", "απίθανου":"απίθανος", "απίθανους":"απίθανος", "απινιδωτής":"απινιδωτής", "απιοειδών":"απιοειδής", "απίστευτα":"απίστευτα", "απίστευτα":"απίστευτος", "απιστευτες":"απίστευτος", "απίστευτες":"απίστευτος", "απίστευτη":"απίστευτος", "απίστευτης":"απίστευτος", "απίστευτο":"απίστευτος", "απίστευτος":"απίστευτος", "απίστευτου":"απίστευτος", "απίστευτων":"απίστευτος", "άπιστη":"άπιστος", "απιστία":"απιστία", "'απιστία'":"'απιστία'", "απιστίας":"απιστία", "απιστίες":"απιστία", "άπιστοι":"άπιστος", "άπιστος":"άπιστος", "απίστους":"άπιστος", "απίστων":"άπιστος", "απλά":"απλά", "άπλα":"άπλα", "απλα":"απλός", "απλά":"απλός", "απλανές":"απλανής", "απλές":"απλός", "άπλετη":"άπλετος", "άπλετο":"άπλετος", "απλή":"απλός", "απληροφόρητους":"απληροφόρητος", "απλήρωτα":"απλήρωτος", "απλήρωτες":"απλήρωτος", "απλήρωτο":"απλήρωτος", "απλήρωτοι":"απλήρωτος", "απλήρωτος":"απλήρωτος", "απλήρωτους":"απλήρωτος", "απλής":"απλός", "απλησίαστη":"απλησίαστος", "άπληστη":"άπληστος", "απληστία":"απληστία", "απληστίας":"απληστία", "άπληστο":"άπληστος", "απλό":"απλός", "απλοι":"απλός", "απλοί":"απλός", "απλοϊκά":"απλοϊκός", "απλοϊκές":"απλοϊκός", "απλοϊκή":"απλοϊκός", "απλοϊκό":"απλοϊκός", "απλοϊκός":"απλοϊκός", "απλοϊκού":"απλοϊκός", "απλοποιεί":"απλοποιώ", "απλοποιείται":"απλοποιώ", "απλοποιηθεί":"απλοποιώ", "απλοποιηθούν":"απλοποιώ", "απλοποιημένη":"απλοποιώ", "απλοποιήσει":"απλοποιώ", "απλοποιήσεις":"απλοποίηση", "απλοποίηση":"απλοποίηση", "απλοποιούμε":"απλοποιώ", "απλοποιούνται":"απλοποιώ", "απλοποιούσα":"απλοποιώ", "απλοποιώντας":"απλοποιώ", "απλός":"απλός", "απλότητα":"απλότητα", "απλότητά":"απλότητα", "απλότητας":"απλότητα", "απλού":"απλός", "απλούς":"απλός", "απλούστατα":"απλά", "απλούστατες":"απλός", "απλούστατη":"απλός", "απλούστατης":"απλός", "απλούστατο":"απλός", "απλούστατος":"απλός", "απλούστερα":"απλός", "απλούστερες":"απλός", "απλούστερη":"απλός", "απλούστερο":"απλός", "απλούστερου":"απλός", "απλουστεύετε":"απλουστεύω", "απλουστευμένη":"απλουστευμένος", "απλουστεύσεις":"απλουστεύω", "απλουστεύσεων":"απλούστευση", "απλούστευση":"απλούστευση", "απλούστευσή":"απλούστευση", "απλουστευτικά":"απλουστευτικά", "απλουστευτική":"απλουστευτικός", "απλουστευτικός":"απλουστευτικός", "απλόχερα":"απλόχερα", "απλόχερες":"απλόχερος", "άπλυτα":"άπλυτος", "απλωθεί":"απλώνω", "απλώθηκαν":"απλώνω", "απλώθηκε":"απλώνω", "απλωθούν":"απλώνω", "απλωμένα":"απλωμένος", "απλωμένη":"απλώνω", "απλωμένο":"απλώνω", "απλών":"απλός", "άπλωνε":"απλώνω", "απλώνει":"απλώνω", "απλώνεται":"απλώνω", "απλώνετε":"απλώνω", "απλώνονται":"απλώνω", "απλώνονταν":"απλώνω", "απλώνοντας":"απλώνω", "απλωνόταν":"απλώνω", "απλώνουν":"απλώνω", "απλώνω":"απλώνω", "απλώς":"απλά", "άπλωσε":"απλώνω", "απλώσει":"απλώνω", "απλώσουν":"απλώνω", "απνευστί":"απνευστί", "άπνοια":"άπνοια", "άπνοιας":"άπνοια", "απο":"από", "από":"από", "άπο":"άπο", "απο2":"απο2", "αποασυλοποίηση":"αποασυλοποίηση", "αποβάθρα":"αποβάθρα", "αποβάθρες":"αποβάθρα", "αποβαίνει":"αποβαίνω", "αποβαίνουν":"αποβαίνω", "αποβάλει":"αποβάλλω", "αποβάλλει":"αποβάλλω", "αποβάλλεται":"αποβάλλω", "αποβάλλετε":"αποβάλλω", "αποβάλλονται":"αποβάλλω", "αποβάλλοντας":"αποβάλλω", "αποβάλλουν":"αποβάλλω", "αποβάλουν":"αποβάλλω", "απόβαση":"απόβαση", "αποβεί":"αποβαίνω", "αποβιβάζονται":"αποβιβάζω", "αποβιβάζοντας":"αποβιβάζω", "αποβίβαση":"αποβίβαση", "αποβιβάσουν":"αποβιβάζω", "αποβιβαστεί":"αποβιβάζω", "αποβιβάστηκαν":"αποβιβάζω", "αποβιβάστηκε":"αποβιβάζω", "αποβιβαστούν":"αποβιβάζω", "αποβιομηχάνιση":"αποβιομηχάνιση", "αποβιομηχανοποίησης":"αποβιομηχανοποίηση", "αποβιώσαντα":"αποβιώσας", "αποβλακωμένη":"αποβλακώνω", "αποβλέπει":"αποβλέπω", "αποβλέποντας":"αποβλέπω", "αποβλέπουν":"αποβλέπω", "αποβληθεί":"αποβάλλω", "αποβλήθηκαν":"αποβάλλω", "αποβλήθηκε":"αποβάλλω", "αποβληθούν":"αποβάλλω", "απόβλητα":"απόβλητο", "απόβλητά":"απόβλητο", "αποβλητα":"απόβλητος", "απόβλητα":"απόβλητος", "απόβλητοι":"απόβλητος", "αποβλήτων":"απόβλητο", "απόβλητων":"απόβλητος", "αποβολές":"αποβολή", "αποβολη":"αποβολή", "αποβολή":"αποβολή", "αποβολής":"αποβολή", "αποβολών":"αποβολή", "αποβούν":"αποβαίνω", "απόβρασμα":"απόβρασμα", "αποβράσματα":"απόβρασμα", "απογαλακτιστούν":"απογαλακτίζω", "απόγειο":"απόγειος", "απόγειό":"απόγειος", "απογειωθεί":"απογειώνω", "απογειώθηκαν":"απογειώνω", "απογειώθηκε":"απογειώνω", "απογειωθούν":"απογειώνω", "απογειώνει":"απογειώνω", "απογειώνεται":"απογειώνω", "απογειώνονται":"απογειώνω", "απογείωσε":"απογειώνω", "απογειώσει":"απογειώνω", "απογειώσεων":"απογείωση", "απογείωση":"απογείωση", "απογείωσή":"απογείωση", "απογείωσης":"απογείωση", "απογειώστε":"απογειώνω", "απογευμα":"απόγευμα", "απόγευμα":"απόγευμα", "απογεύματα":"απόγευμα", "απογευματάκι":"απογευματάκι", "απογευματινά":"απογευματινός", "απογευματινές":"απογευματινός", "απογευματινή":"απογευματινός", "απογευματινής":"απογευματινός", "απογευματινό":"απογευματινός", "απογευματινού":"απογευματινός", "απογευματινών":"απογευματινός", "απογίνει":"απογίνομαι", "απογίνουμε":"απογίνομαι", "απογίνω":"απογίνομαι", "απόγνωση":"απόγνωση", "απόγνωσή":"απόγνωση", "απόγνωσης":"απόγνωση", "απογοήτευε":"απογοητεύω", "απογοητεύει":"απογοητεύω", "απογοητεύεστε":"απογοητεύω", "απογοητεύεται":"απογοητεύω", "απογοητευθεί":"απογοητεύω", "απογοητευθείτε":"απογοητεύω", "απογοητευθούν":"απογοητεύω", "απογοητευμένη":"απογοητεύω", "απογοητευμένο":"απογοητευμένος", "απογοητευμένοι":"απογοητευμένος", "απογοητευμένος":"απογοητευμένος", "απογοητευμένους":"απογοητεύω", "απογοητεύονται":"απογοητεύω", "απογοητεύουν":"απογοητεύω", "απογοήτευσαν":"απογοητεύω", "απογοητεύσατε":"απογοητεύω", "απογοήτευσε":"απογοητεύω", "απογοητεύσει":"απογοητεύω", "απογοητεύσεις":"απογοητεύω", "απογοητεύσεως":"απογοήτευση", "απογοήτευση":"απογοήτευση", "απογοήτευσή":"απογοήτευση", "απογοήτευσης":"απογοήτευση", "απογοητεύσουν":"απογοητεύω", "απογοητευτεί":"απογοητεύω", "απογοητευτικά":"απογοητευτικός", "απογοητευτική":"απογοητευτικός", "απογοητευτικό":"απογοητευτικός", "απογοητευτικός":"απογοητευτικός", "απογοητευτικών":"απογοητευτικός", "απογοητευτούν":"απογοητεύω", "απόγονο":"απόγονος", "απόγονοι":"απόγονος", "απόγονοί":"απόγονος", "απόγονος":"απόγονος", "απογόνου":"απόγονος", "απογόνους":"απόγονος", "απόγονους":"απόγονος", "απογόνων":"απόγονος", "απογραφεί":"απογράφω", "απογραφές":"απογραφή", "απογραφή":"απογραφή", "απογραφής":"απογραφή", "απογράφονται":"απογράφω", "απογραφούν":"απογράφω", "απογυμνώνει":"απογυμνώνω", "απογυμνώνεται":"απογυμνώνω", "απογυμνώνοντας":"απογυμνώνω", "απογυμνώνουν":"απογυμνώνω", "απογυμνώσει":"απογυμνώνω", "απογύμνωσης":"απογύμνωση", "αποδεδειγμένα":"αποδεδειγμένος", "αποδεδειγμένη":"αποδεδειγμένος", "αποδεδειγμένης":"αποδεικνύω", "αποδεδειγμένο":"αποδεδειγμένος", "αποδεδειγμένως":"αποδεδειγμένως", "αποδεικνύαμε":"αποδεικνύω", "αποδείκνυαν":"αποδεικνύω", "αποδείκνυε":"αποδεικνύω", "αποδεικνύει":"αποδεικνύω", "αποδεικνύεις":"αποδεικνύω", "αποδεικνύεται":"αποδεικνύω", "αποδεικνυονται":"αποδεικνύω", "αποδεικνύονται":"αποδεικνύω", "αποδεικνύοντας":"αποδεικνύω", "αποδεικνυόταν":"αποδεικνύω", "αποδεικνύουμε":"αποδεικνύω", "αποδεικνύουν":"αποδεικνύω", "αποδεικτικά":"αποδεικτικός", "αποδεικτική":"αποδεικτικός", "αποδεικτικής":"αποδεικτικός", "αποδεικτικό":"αποδεικτικός", "αποδεικτικού":"αποδεικτικός", "αποδεικτικών":"αποδεικτικός", "αποδείξαμε":"αποδεικνύω", "αποδείξει":"αποδεικνύω", "αποδείξεις":"αποδεικνύω", "αποδείξεις":"απόδειξη", "αποδείξετε":"αποδεικνύω", "αποδείξεων":"απόδειξη", "αποδείξεως":"απόδειξη", "απόδειξη":"απόδειξη", "απόδειξης":"απόδειξη", "αποδείξουμε":"αποδεικνύω", "αποδείξουν":"αποδεικνύω", "αποδείξτε":"αποδεικνύω", "αποδείξω":"αποδεικνύω", "απόδειπνο":"απόδειπνο", "απόδειπνου":"απόδειπνο", "αποδειχθεί":"αποδεικνύω", "αποδείχθηκαν":"αποδεικνύω", "αποδειχθηκε":"αποδεικνύω", "αποδείχθηκε":"αποδεικνύω", "αποδειχθούν":"αποδεικνύω", "αποδείχνεται":"αποδείχνεται", "αποδείχνουν":"αποδεικνύω", "αποδειχτεί":"αποδεικνύω", "αποδείχτηκαν":"αποδεικνύω", "αποδείχτηκε":"αποδεικνύω", "αποδειχτούν":"αποδεικνύω", "αποδεκάτιζε":"αποδεκατίζω", "αποδεκατίζοντας":"αποδεκατίζω", "αποδεκάτισαν":"αποδεκατίζω", "αποδεκατιστεί":"αποδεκατίζω", "αποδεκατίστηκε":"αποδεκατίζω", "αποδεκτά":"αποδεκτός", "αποδέκτες":"αποδέκτης", "αποδεκτές":"αποδεκτός", "αποδέκτη":"αποδέκτης", "αποδεκτη":"αποδεκτός", "αποδεκτή":"αποδεκτός", "αποδέκτης":"αποδέκτης", "αποδεκτής":"αποδεκτός", "αποδεκτό":"αποδεκτός", "αποδεκτοί":"αποδεκτός", "αποδεκτός":"αποδεκτός", "αποδεκτούς":"αποδεκτός", "αποδεκτών":"αποδεκτός", "αποδελτίωση":"αποδελτίωση", "αποδεσμεύεται":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευθεί":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευθούν":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευμένη":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευμένος":"αποδεσμεύω", "αποδεσμεύοντας":"αποδεσμεύω", "αποδεσμεύσει":"αποδεσμεύω", "αποδεσμεύσεις":"αποδεσμεύω", "αποδέσμευση":"αποδέσμευση", "αποδέσμευσή":"αποδέσμευση", "αποδέσμευσης":"αποδέσμευση", "αποδέσμευσής":"αποδέσμευση", "αποδεσμεύσουμε":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευτεί":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευτείτε":"αποδεσμεύω", "αποδεσμεύτηκαν":"αποδεσμεύω", "αποδεσμεύτηκε":"αποδεσμεύω", "αποδεσμευτούν":"αποδεσμεύω", "αποδέχεσαι":"αποδέχομαι", "αποδέχεστε":"αποδέχομαι", "αποδέχεται":"αποδέχομαι", "αποδεχθεί":"αποδέχομαι", "αποδεχθείτε":"αποδέχομαι", "αποδεχθήκαμε":"αποδέχομαι", "αποδέχθηκαν":"αποδέχομαι", "αποδέχθηκε":"αποδέχομαι", "αποδεχθούμε":"αποδέχομαι", "αποδεχθούν":"αποδέχομαι", "αποδέχομαι":"αποδέχομαι", "αποδεχόμαστε":"αποδέχομαι", "αποδεχόμενη":"αποδεχόμενος", "αποδεχόμενο":"αποδεχόμενος", "αποδεχόμενοι":"αποδεχόμενος", "αποδεχόμενος":"αποδεχόμενος", "αποδεχόμουν":"αποδέχομαι", "αποδέχονται":"αποδέχομαι", "αποδέχονταν":"αποδέχομαι", "αποδεχόταν":"αποδέχομαι", "αποδεχτεί":"αποδέχομαι", "αποδεχτείτε":"αποδέχομαι", "αποδεχτή":"αποδεκτός", "αποδέχτηκαν":"αποδέχομαι", "αποδέχτηκε":"αποδέχομαι", "αποδεχτούμε":"αποδέχομαι", "αποδεχτούν":"αποδέχομαι", "αποδημήσει":"αποδημώ", "αποδήμησης":"αποδήμηση", "αποδημητικά":"αποδημητικός", "αποδημητικοί":"αποδημητικός", "αποδημητικών":"αποδημητικός", "αποδημία":"αποδημία", "αποδημίας":"αποδημία", "απόδημο":"απόδημος", "απόδημοι":"απόδημος", "αποδήμου":"απόδημος", "απόδημου":"απόδημος", "αποδημούν":"αποδημώ", "αποδήμους":"απόδημος", "απόδημους":"απόδημος", "αποδήμων":"απόδημος", "απόδημων":"απόδημος", "αποδιαμεσολάβησης":"αποδιαμεσολάβηση", "αποδιαρθρωμένο":"αποδιαρθρωμένος", "αποδιαρθρώνονται":"αποδιαρθρώνω", "αποδιάρθρωση":"αποδιάρθρωση", "αποδίδει":"αποδίδω", "αποδίδεται":"αποδίδω", "αποδίδετε":"αποδίδω", "αποδιδόμενα":"αποδιδόμενος", "αποδιδόμενες":"αποδιδόμενος", "αποδιδόμενη":"αποδιδόμενος", "αποδιδόμενων":"αποδιδόμενος", "αποδίδονται":"αποδίδω", "αποδίδοντας":"αποδίδω", "αποδίδοντάς":"αποδίδω", "αποδιδόταν":"αποδίδω", "αποδίδουμε":"αποδίδω", "αποδίδουν":"αποδίδω", "αποδίδω":"αποδίδω", "αποδιοπομπαίο":"αποδιοπομπαίος", "αποδιοπομπαίος":"αποδιοπομπαίος", "αποδιοπομπαίου":"αποδιοπομπαίος", "αποδιοπομπαίους":"αποδιοπομπαίος", "αποδιοργανωθείτε":"αποδιοργανώνω", "αποδιοργάνωνε":"αποδιοργανώνω", "αποδιοργανώσει":"αποδιοργανώνω", "αποδιώξεις":"αποδιώχνω", "αποδοθεί":"αποδίδω", "αποδόθηκαν":"αποδίδω", "αποδόθηκε":"αποδίδω", "αποδοθούν":"αποδίδω", "αποδοκιμάζει":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάζεται":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάζονται":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμαζόταν":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάζουν":"αποδοκιμάζω", "αποδοκίμασαν":"αποδοκιμάζω", "αποδοκίμασε":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάσει":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάσθηκε":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμασία":"αποδοκιμασία", "αποδοκιμασίας":"αποδοκιμασία", "αποδοκιμασίες":"αποδοκιμασία", "αποδοκιμάσουν":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμαστέα":"αποδοκιμαστέος", "αποδοκιμαστεί":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάστηκαν":"αποδοκιμάζω", "αποδοκιμάστηκε":"αποδοκιμάζω", "αποδομεί":"αποδομώ", "αποδόμηση":"αποδόμηση", "αποδόμησης":"αποδόμηση", "αποδομήσουν":"αποδομώ", "αποδομούνται":"αποδομώ", "αποδόσεις":"απόδοση", "αποδόσεων":"απόδοση", "αποδόσεών":"απόδοση", "απόδοση":"απόδοση", "απόδοσή":"απόδοση", "αποδοσης":"απόδοση", "απόδοσης":"απόδοση", "απόδοσής":"απόδοση", "απόδοσης-αμοιβής":"απόδοσης-αμοιβής", "αποδοτικά":"αποδοτικά", "αποδοτικές":"αποδοτικός", "αποδοτική":"αποδοτικός", "αποδοτικό":"αποδοτικός", "αποδοτικότερη":"αποδοτικός", "αποδοτικότερου":"αποδοτικός", "αποδοτικότητα":"αποδοτικότητα", "αποδοτικότητά":"αποδοτικότητα", "αποδοτικότητας":"αποδοτικότητα", "αποδοτικών":"αποδοτικός", "αποδοχές":"αποδοχή", "αποδοχή":"αποδοχή", "αποδοχής":"αποδοχή", "αποδοχων":"αποδοχή", "αποδοχών":"αποδοχή", "αποδράσει":"αποδρώ", "αποδράσεις":"απόδραση", "αποδράσεις":"αποδρώ", "αποδράσεων":"απόδραση", "απόδραση":"απόδραση", "απόδρασή":"απόδραση", "απόδρασης":"απόδραση", "απόδρασής":"απόδραση", "αποδράσουν":"αποδρώ", "αποδυθεί":"αποδύομαι", "αποδυθούν":"αποδύομαι", "αποδυναμωθεί":"αποδυναμώνω", "αποδυναμώθηκε":"αποδυναμώνω", "αποδυναμωθούν":"αποδυναμώνω", "αποδυναμωμένες":"αποδυναμώνω", "αποδυναμωμένο":"αποδυναμωμένος", "αποδυναμωμένος":"αποδυναμώνω", "αποδυνάμωνα":"αποδυναμώνω", "αποδυναμώνει":"αποδυναμώνω", "αποδυναμώνεται":"αποδυναμώνω", "αποδυναμώνονται":"αποδυναμώνω", "αποδυναμώνουν":"αποδυναμώνω", "αποδυνάμωσε":"αποδυναμώνω", "αποδυνάμωση":"αποδυνάμωση", "αποδυνάμωσης":"αποδυνάμωση", "αποδυνάμωσής":"αποδυνάμωση", "αποδυναμώσουν":"αποδυναμώνω", "αποδυτηρια":"αποδυτήριο", "αποδυτήρια":"αποδυτήριο", "αποδυτηρίων":"αποδυτήριο", "αποδώσει":"αποδίδω", "αποδώσεις":"αποδίδω", "αποδώσετε":"αποδίδω", "αποδώσουμε":"αποδίδω", "αποδώσουν":"αποδίδω", "αποδώσω":"αποδίδω", "αποελ":"αποελ", "αποζημιωθεί":"αποζημιώνω", "αποζημιώθηκαν":"αποζημιώνω", "αποζημιώθηκε":"αποζημιώνω", "αποζημιωθούμε":"αποζημιώνω", "αποζημιωθούν":"αποζημιώνω", "αποζημιώνει":"αποζημιώνω", "αποζημιώνουν":"αποζημιώνω", "αποζημίωσε":"αποζημιώνω", "αποζημιώσει":"αποζημιώνω", "αποζημιωσεις":"αποζημίωση", "αποζημιώσεις":"αποζημίωση", "αποζημιώσεων":"αποζημίωση", "αποζημίωση":"αποζημίωση", "αποζημίωσή":"αποζημίωση", "αποζημίωσης":"αποζημίωση", "αποζημίωσής":"αποζημίωση", "αποζητά":"αποζητώ", "αποζητάει":"αποζητώ", "αποζητούν":"αποζητώ", "απόηχο":"απόηχος", "απόηχος":"απόηχος", "απόηχου":"απόηχος", "αποθανάτιζε":"απαθανατίζω", "αποθανατίσει":"απαθανατίζω", "αποθανόντα":"αποθανών", "αποθανόντος":"αποθανών", "αποθάρρυνε":"αποθαρρύνω", "αποθαρρύνει":"αποθαρρύνω", "αποθαρρύνθηκαν":"αποθαρρύνω", "αποθαρρυνθούν":"αποθαρρύνω", "αποθαρρύνονται":"αποθαρρύνω", "αποθαρρύνουν":"αποθαρρύνω", "αποθάρρυνσης":"αποθάρρυνση", "αποθαρρυντικό":"αποθαρρυντικός", "απόθεμα":"απόθεμα", "αποθέματα":"απόθεμα", "αποθέματά":"απόθεμα", "αποθεματικά":"αποθεματικός", "αποθεματικό":"αποθεματικό", "αποθεματικού":"αποθεματικό", "αποθεματικού":"αποθεματικός", "αποθεματικών":"αποθεματικός", "αποθεμάτων":"απόθεμα", "αποθεραπεία":"αποθεραπεία", "αποθεραπείας":"αποθεραπεία", "αποθεραπειών":"αποθεραπεία", "αποθεραπευθεί":"αποθεραπεύω", "αποθεραπευτεί":"αποθεραπεύω", "αποθεραπεύτηκαν":"αποθεραπεύω", "αποθεραπευτούν":"αποθεραπεύω", "αποθέρμανση":"αποθέρμανση", "αποθέρμανσης":"αποθέρμανση", "αποθέσεις":"απόθεση", "απόθεσης":"απόθεση", "αποθετήρια":"αποθετήριο", "αποθετήριο":"αποθετήριο", "αποθεώθηκε":"αποθεώνω", "αποθέωναν":"αποθεώνω", "αποθέωνε":"αποθεώνω", "αποθεώνει":"αποθεώνω", "αποθεώνεται":"αποθεώνω", "αποθεώνετε":"αποθεώνω", "αποθεώνονται":"αποθεώνω", "αποθεώνουν":"αποθεώνω", "αποθέωσαν":"αποθεώνω", "αποθέωση":"αποθέωση", "αποθέωσης":"αποθέωση", "αποθήκες":"αποθήκη", "αποθήκευαν":"αποθηκεύω", "αποθηκεύει":"αποθηκεύω", "αποθηκεύεται":"αποθηκεύω", "αποθηκευθεί":"αποθηκεύω", "αποθηκευμένα":"αποθηκευμένος", "αποθηκευμένη":"αποθηκεύω", "αποθηκευμένο":"αποθηκεύω", "αποθηκευμένοι":"αποθηκευμένος", "αποθηκευμένου":"αποθηκευμένος", "αποθηκευμένων":"αποθηκευμένος", "αποθηκεύονται":"αποθηκεύω", "αποθηκεύουμε":"αποθηκεύω", "αποθηκεύουν":"αποθηκεύω", "αποθήκευσε":"αποθηκεύω", "αποθηκεύσει":"αποθηκεύω", "αποθηκεύσεως":"αποθήκευση", "αποθήκευση":"αποθήκευση", "αποθήκευσης":"αποθήκευση", "αποθήκευσής":"αποθήκευση", "αποθηκευτικό":"αποθηκευτικός", "αποθηκευτικού":"αποθηκευτικός", "αποθηκευτικούς":"αποθηκευτικός", "αποθηκευτικών":"αποθηκευτικός", "αποθηκευτούν":"αποθηκεύω", "αποθηκη":"αποθήκη", "αποθήκη":"αποθήκη", "αποθήκης":"αποθήκη", "αποθήκης-μάντρας":"αποθήκης-μάντρας", "αποθηκων":"αποθήκη", "αποθηκών":"αποθήκη", "αποθηκων-κ":"αποθηκων-κ", "αποθησαυρίζοντας":"αποθησαυρίζω", "αποθησαυρίσει":"αποθησαυρίζω", "αποθρασύνθηκε":"αποθρασύνω", "αποθρασύνονται":"αποθρασύνω", "αποϊδεολογικοποίησης":"αποϊδεολογικοποίηση", "αποικήματα":"αποοίκημα", "αποικία":"αποικία", "αποικιακά":"αποικιακός", "αποικιακές":"αποικιακός", "αποικιακή":"αποικιακός", "αποικιακής":"αποικιακός", "αποικιακών":"αποικιακός", "αποικίας":"αποικία", "αποικίες":"αποικία", "αποικιοκράτειρας":"αποικιοκράτειρας", "αποικιοκράτες":"αποικιοκράτης", "αποικιοκράτη":"αποικιοκράτης", "αποικιοκράτης":"αποικιοκράτης", "αποικιοκρατία":"αποικιοκρατία", "αποικιοκρατίας":"αποικιοκρατία", "αποικιοκρατικές":"αποικιοκρατικός", "αποικιοκρατική":"αποικιοκρατικός", "αποικιοκρατικό":"αποικιοκρατικός", "αποικιοκρατικού":"αποικιοκρατικός", "αποικιοκρατικών":"αποικιοκρατικός", "αποίκισαν":"αποικίζω", "αποικιών":"αποικία", "άποικοι":"άποικος", "αποίκους":"άποικος", "αποίκων":"άποικος", "αποκαθήλωση":"αποκαθήλωση", "αποκαθιστά":"αποκαθιστώ", "αποκαθιστανται":"αποκαθίσταμαι", "αποκαθίσταται":"αποκαθίσταμαι", "αποκαθίστατο":"αποκαθίσταμαι", "αποκαθιστούν":"αποκαθιστώ", "αποκαθιστούσε":"αποκαθιστώ", "αποκαΐδια":"αποκαΐδι", "αποκαλεί":"αποκαλώ", "αποκαλείς":"αποκαλώ", "αποκαλείται":"αποκαλώ", "αποκάλεσα":"αποκαλώ", "αποκάλεσαν":"αποκαλώ", "αποκάλεσε":"αποκαλώ", "αποκαλέσει":"αποκαλώ", "αποκαλέσουν":"αποκαλώ", "αποκαλούμε":"αποκαλώ", "αποκαλούμενα":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενες":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενη":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενο":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενοι":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενος":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενου":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενους":"αποκαλούμενος", "αποκαλούμενων":"αποκαλούμενος", "αποκαλούν":"αποκαλώ", "αποκαλούνται":"αποκαλώ", "αποκαλούσα":"αποκαλώ", "αποκαλούσαν":"αποκαλώ", "αποκαλούσε":"αποκαλώ", "αποκάλυπταν":"αποκαλύπτω", "αποκάλυπτε":"αποκαλύπτω", "αποκαλυπτει":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτει":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτεται":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτετε":"αποκαλύπτω", "αποκαλυπτήρια":"αποκαλυπτήρια", "αποκαλυπτικά":"αποκαλυπτικά", "αποκαλυπτικά":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικές":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικη":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτική":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικό":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικός":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικού":"αποκαλυπτικός", "αποκαλυπτικών":"αποκαλυπτικός", "αποκαλύπτονται":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτονταν":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτοντας":"αποκαλύπτω", "αποκαλύπτουν":"αποκαλύπτω", "αποκαλυφθεί":"αποκαλύπτω", "αποκαλυφθείσα":"αποκαλυφθείς", "αποκαλυφθείτε":"αποκαλύπτω", "αποκαλύφθηκαν":"αποκαλύπτω", "αποκαλυφθηκε":"αποκαλύπτω", "αποκαλύφθηκε":"αποκαλύπτω", "αποκαλυφθούν":"αποκαλύπτω", "αποκαλύφτηκε":"αποκαλύπτω", "αποκάλυψαν":"αποκαλύπτω", "αποκάλυψε":"αποκαλύπτω", "αποκαλύψει":"αποκαλύπτω", "αποκαλύψεις":"αποκάλυψη", "αποκαλύψεων":"αποκάλυψη", "αποκαλυψη":"αποκάλυψη", "αποκάλυψη":"αποκάλυψη", "αποκάλυψή":"αποκάλυψη", "αποκάλυψης":"αποκάλυψη", "αποκαλύψουμε":"αποκαλύπτω", "αποκαλύψουν":"αποκαλύπτω", "αποκαλύψτε":"αποκαλύπτω", "αποκαλύψω":"αποκαλύπτω", "αποκαλώ":"αποκαλώ", "αποκαλώντας":"αποκαλώ", "αποκαμωμένοι":"αποκάνω", "αποκαρδιωμένοι":"αποκαρδιωμένος", "αποκαρδιωτικό":"αποκαρδιωτικός", "αποκαρδιωτικός":"αποκαρδιωτικός", "αποκατασταθεί":"αποκαθιστώ", "αποκατασταθέντων":"αποκατασταθείς", "αποκαταστάθηκαν":"αποκαθιστώ", "αποκαταστάθηκε":"αποκαθιστώ", "αποκατασταθούν":"αποκαθιστώ", "αποκαταστάσεως":"αποκατάσταση", "αποκατάσταση":"αποκατάσταση", "αποκατάστασή":"αποκατάσταση", "αποκατάστασης":"αποκατάσταση", "αποκατάστασής":"αποκατάσταση", "αποκαταστήσει":"αποκαθιστώ", "αποκαταστήσουμε":"αποκαθιστώ", "αποκαταστήσουν":"αποκαθιστώ", "αποκαταστήσω":"αποκαθιστώ", "αποκατέστησε":"αποκαθιστώ", "αποκεί":"αποκεί", "αποκεντρώθηκε":"αποκεντρώνω", "αποκεντρωμένη":"αποκεντρωμένος", "αποκεντρωμένο":"αποκεντρώνω", "αποκεντρωμένος":"αποκεντρώνω", "αποκεντρωμένου":"αποκεντρώνω", "αποκεντρωμένων":"αποκεντρώνω", "'αποκεντρώνεται'":"'αποκεντρώνεται'", "αποκέντρωση":"αποκέντρωση", "αποκέντρωσης":"αποκέντρωση", "αποκεφάλισαν":"αποκεφαλίζω", "αποκεφαλισθεί":"αποκεφαλίζω", "αποκεφαλίσθηκε":"αποκεφαλίζω", "αποκεφαλισμό":"αποκεφαλισμός", "αποκηρύξει":"αποκηρύσσω", "αποκήρυξη":"αποκήρυξη", "αποκηρύσσει":"αποκηρύσσω", "αποκηρύσσοντας":"αποκηρύσσω", "αποκηρύσσουν":"αποκηρύσσω", "αποκλείει":"αποκλείω", "αποκλείεται":"αποκλείω", "αποκλείετε":"αποκλείω", "'αποκλείονται":"'αποκλείονται", "αποκλείονται":"αποκλείω", "αποκλείονταν":"αποκλείω", "αποκλείοντας":"αποκλείω", "αποκλειόταν":"αποκλείω", "αποκλείουμε":"αποκλείω", "αποκλείουν":"αποκλείω", "αποκλείσει":"αποκλείω", "αποκλείσεις":"αποκλείω", "αποκλεισθεί":"αποκλείω", "αποκλείσθηκαν":"αποκλείω", "αποκλείσθηκε":"αποκλείω", "αποκλεισθούν":"αποκλείω", "αποκλεισμένα":"αποκλεισμένος", "αποκλεισμένες":"αποκλεισμένος", "αποκλεισμένη":"αποκλείω", "αποκλεισμένο":"αποκλεισμένος", "αποκλεισμένοι":"αποκλεισμένος", "αποκλεισμένου":"αποκλείω", "αποκλεισμένους":"αποκλείω", "αποκλεισμένων":"αποκλεισμένος", "αποκλεισμο":"αποκλεισμός", "αποκλεισμό":"αποκλεισμός", "αποκλεισμοί":"αποκλεισμός", "αποκλεισμος":"αποκλεισμός", "αποκλεισμός":"αποκλεισμός", "αποκλεισμού":"αποκλεισμός", "αποκλεισμούς":"αποκλεισμός", "αποκλεισμών":"αποκλεισμός", "αποκλείσουμε":"αποκλείω", "αποκλείσουν":"αποκλείω", "αποκλειστεί":"αποκλείω", "αποκλείστηκαν":"αποκλείω", "αποκλείστηκε":"αποκλείω", "αποκλειστικά":"αποκλειστικά", "αποκλειστικές":"αποκλειστικός", "αποκλειστική":"αποκλειστικός", "αποκλειστικής":"αποκλειστικός", "αποκλειστικό":"αποκλειστικός", "αποκλειστικοί":"αποκλειστικός", "αποκλειστικός":"αποκλειστικός", "αποκλειστικότητα":"αποκλειστικότητα", "αποκλειστικότητες":"αποκλειστικότητα", "αποκλειστικού":"αποκλειστικός", "αποκλειστικών":"αποκλειστικός", "αποκλειστικώς":"αποκλειστικά", "αποκλειστούν":"αποκλείω", "αποκλείω":"αποκλείω", "αποκληθεί":"αποκαλώ", "αποκλήθηκαν":"αποκαλώ", "αποκλήθηκε":"αποκαλώ", "απόκληροι":"απόκληρος", "απόκληρους":"απόκληρος", "αποκλήρων":"απόκληρος", "απόκληρων":"απόκληρος", "απόκληρών":"απόκληρος", "αποκλιμακώνεται":"αποκλιμακώνω", "αποκλιμακώνονται":"αποκλιμακώνω", "αποκλιμάκωση":"αποκλιμάκωση", "αποκλιμάκωσή":"αποκλιμάκωση", "αποκλιμάκωσης":"αποκλιμάκωση", "αποκλίνει":"αποκλίνω", "αποκλίνουσα":"αποκλίνων", "αποκλίνουσες":"αποκλίνων", "αποκλίσεις":"απόκλιση", "αποκλίσεων":"απόκλιση", "απόκλιση":"απόκλιση", "απόκλισης":"απόκλιση", "αποκοιμηθεί":"αποκοιμιέμαι", "αποκοιμήθηκαν":"αποκοιμιέμαι", "αποκοιμήθηκε":"αποκοιμιέμαι", "αποκοιμιέται":"αποκοιμιέμαι", "αποκοιμίζουν":"αποκοιμίζω", "αποκολλάται":"αποκολλώ", "αποκολληθεί":"αποκολλώ", "αποκολλήθηκαν":"αποκολλώ", "αποκολλήθηκε":"αποκολλώ", "αποκολληθούν":"αποκολλώ", "αποκόλληση":"αποκόλληση", "αποκομιδή":"αποκομιδή", "αποκομιδής":"αποκομιδή", "αποκόμιζαν":"αποκομίζω", "αποκόμιζε":"αποκομίζω", "αποκομίζει":"αποκομίζω", "αποκομίζοντας":"αποκομίζω", "αποκομίζουν":"αποκομίζω", "αποκόμισα":"αποκομίζω", "αποκομίσαμε":"αποκομίζω", "αποκόμισαν":"αποκομίζω", "αποκόμισε":"αποκομίζω", "αποκομίσει":"αποκομίζω", "αποκομίσετε":"αποκομίζω", "αποκομιση":"αποκόμιση", "αποκόμιση":"αποκόμιση", "αποκόμισης":"αποκόμιση", "αποκομισθούν":"αποκομίζω", "αποκομίσουμε":"αποκομίζω", "αποκομίσουν":"αποκομίζω", "αποκόμματα":"απόκομμα", "αποκομματικοποίηση":"αποκομματικοποίηση", "αποκομμένα":"αποκομμένος", "αποκομμένες":"αποκομμένος", "αποκομμένη":"αποκομμένος", "αποκομμένοι":"αποκομμένος", "αποκομμένος":"αποκομμένος", "αποκομμένου":"αποκομμένος", "αποκομμένους":"αποκομμένος", "αποκοπεί":"αποκόβω", "αποκοπή":"αποκοπή", "αποκόπηκε":"αποκόβω", "αποκοπήν":"αποκοπή", "αποκοπής":"αποκοπή", "αποκοπούμε":"αποκόβω", "αποκοπούν":"αποκόβω", "αποκόπτουν":"αποκόπτω", "αποκορύφωμα":"αποκορύφωμα", "αποκορύφωμά":"αποκορύφωμα", "απόκοσμη":"απόκοσμος", "απόκοσμος":"απόκοσμος", "αποκούμπι":"αποκούμπι", "αποκόψει":"αποκόβω", "αποκόψουμε":"αποκόβω", "αποκρατικοποιήσεις":"αποκρατικοποίηση", "αποκρατικοποιήσεων":"αποκρατικοποίηση", "αποκρατικοποιούνται":"αποκρατικοποιώ", "απόκρημνα":"απόκρημνος", "απόκρημνη":"απόκρημνος", "απόκρημνο":"απόκρημνος", "αποκριά":"αποκριά", "αποκριάς":"αποκριά", "αποκριάτικα":"αποκριάτικα", "αποκριάτικά":"αποκριάτικα", "αποκριάτικα":"αποκριάτικος", "αποκριατικες":"αποκριάτικος", "αποκριάτικες":"αποκριάτικος", "αποκριάτικη":"αποκριάτικος", "αποκριάτικο":"αποκριάτικος", "αποκριάτικων":"αποκριάτικος", "απόκριση":"απόκριση", "αποκρούει":"αποκρούω", "αποκρούονται":"αποκρούω", "αποκρούουμε":"αποκρούω", "αποκρούουν":"αποκρούω", "αποκρούσει":"αποκρούω", "αποκρούσεις":"απόκρουση", "απόκρουση":"απόκρουση", "αποκρούστηκε":"αποκρούω", "αποκρουστικά":"αποκρουστικός", "αποκρουστικές":"αποκρουστικός", "αποκρουστική":"αποκρουστικός", "αποκρουστικό":"αποκρουστικός", "αποκρουστικών":"αποκρουστικός", "αποκρύπτει":"αποκρύβω", "αποκρύπτεται":"αποκρύβω", "αποκρυπτογράφησης":"αποκρυπτογράφηση", "αποκρυπτογραφήσουμε":"αποκρυπτογραφώ", "αποκρύπτοντας":"αποκρύβω", "αποκρυπτόταν":"αποκρύβω", "αποκρύπτουν":"αποκρύβω", "αποκρυσταλλώθηκε":"αποκρυσταλλώνω", "αποκρυστάλλωση":"αποκρυστάλλωση", "απόκρυφα":"απόκρυφος", "απόκρυφη":"απόκρυφος", "αποκρυφισμό":"αποκρυφισμός", "αποκρυφισμού":"αποκρυφισμός", "αποκρυφιστικές":"αποκρυφιστικές", "απόκρυφου":"απόκρυφος", "αποκρύψει":"αποκρύβω", "απόκρυψη":"απόκρυψη", "απόκρυψή":"απόκρυψη", "απόκρυψης":"απόκρυψη", "αποκρύψουν":"αποκρύβω", "αποκτα":"αποκτώ", "αποκτά":"αποκτώ", "αποκτάει":"αποκτώ", "αποκτάς":"αποκτώ", "αποκτάται":"αποκτώ", "αποκτάτε":"αποκτώ", "αποκτηθεί":"αποκτώ", "αποκτηθείσα":"αποκτηθείς", "αποκτήθηκαν":"αποκτώ", "αποκτήθηκε":"αποκτώ", "αποκτηθούν":"αποκτώ", "απόκτημα":"απόκτημα", "απόκτημά":"απόκτημα", "αποκτήματα":"απόκτημα", "αποκτημάτων":"απόκτημα", "αποκτήσαμε":"αποκτώ", "απόκτησε":"αποκτώ", "αποκτησει":"αποκτώ", "αποκτήσει":"αποκτώ", "αποκτήσεις":"αποκτώ", "αποκτήσετε":"αποκτώ", "αποκτήσεων":"αποκτήση", "αποκτηση":"απόκτηση", "απόκτηση":"απόκτηση", "απόκτησή":"απόκτηση", "απόκτησης":"απόκτηση", "απόκτησής":"απόκτηση", "αποκτήσουμε":"αποκτώ", "αποκτήσουν":"αποκτώ", "αποκτήστε":"αποκτώ", "αποκτήσω":"αποκτώ", "αποκτούμε":"αποκτώ", "αποκτουν":"αποκτώ", "αποκτούν":"αποκτώ", "αποκτούσαν":"αποκτώ", "αποκτούσε":"αποκτώ", "αποκτώντας":"αποκτώ", "αποκύημα":"αποκύημα", "αποκυήματα":"αποκύημα", "αποκωδικοποιεί":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποιείται":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποιήσει":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποίηση":"αποκωδικοποίηση", "αποκωδικοποίησης":"αποκωδικοποίηση", "αποκωδικοποιήσουμε":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποιήσουν":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποιήσω":"αποκωδικοποιώ", "αποκωδικοποιητή":"αποκωδικοποιητής", "αποκωδικοποιητής":"αποκωδικοποιητής", "αποκωδικοποιητών":"αποκωδικοποιητής", "απολαβές":"απολαβή", "απολαβή":"απολαβή", "απολάμβαναν":"απολαμβάνω", "απολάμβανε":"απολαμβάνω", "απολαμβάνει":"απολαμβάνω", "απολαμβάνεις":"απολαμβάνω", "απολαμβάνετε":"απολαμβάνω", "απολαμβάνοντας":"απολαμβάνω", "απολαμβάνουμε":"απολαμβάνω", "απολαμβάνούμε":"απολαμβάνω", "απολαμβάνουν":"απολαμβάνω", "απολαμβάνω":"απολαμβάνω", "απολαύουν":"απολαύω", "απόλαυσα":"απολαμβάνω", "απολαύσαμε":"απολαμβάνω", "απόλαυσαν":"απολαμβάνω", "απόλαυσε":"απολαμβάνω", "απολαύσει":"απολαμβάνω", "απολαύσεις":"απολαμβάνω", "απολαύσετε":"απολαμβάνω", "απόλαυση":"απόλαυση", "απόλαυσης":"απόλαυση", "απολαύσουμε":"απολαμβάνω", "απολαύσουν":"απολαμβάνω", "απολαύστε":"απολαμβάνω", "απολαυστικά":"απολαυστικά", "απολαυστικές":"απολαυστικός", "απολαυστική":"απολαυστικός", "απολαυστικό":"απολαυστικός", "απολαυστικός":"απολαυστικός", "απολέσει":"απολλύω", "απολεσθέν":"απολεσθείς", "απολεσθέντα":"απολεσθείς", "απολεσθούν":"απολλύω", "απολέσουν":"απολλύω", "απολήγει":"απολήγω", "απολήγοντας":"απολήγω", "απολήγουν":"απολήγω", "απόληξη":"απόληξη", "απόληξης":"απόληξη", "απολησμονείται":"απολησμονώ", "απολίθωμα":"απολίθωμα", "απολιθώματα":"απολίθωμα", "απολιθωμάτων":"απολίθωμα", "απολιθωμένα":"απολιθώνω", "απολιθωμένες":"απολιθώνω", "απολιθωμένη":"απολιθώνω", "απολιθωμένο":"απολιθώνω", "απολιθωμένος":"απολιθώνω", "απολιθωμένων":"απολιθώνω", "απολίθωσή":"απολίθωση", "απολιτική":"απολιτικός", "απολίτικη":"απολιτικός", "απολίτικο":"απολιτικός", "απολίτιστη":"απολίτιστος", "απολίτιστης":"απολίτιστος", "απολίτιστους":"απολίτιστος", "απολλων":"απόλλων", "απόλλων":"απόλλων", "απόλλων14351021-43":"απόλλων14351021-43", "απόλλων201046-1152":"απόλλων201046-1152", "απολλωνα":"απόλλωνας", "απόλλωνα":"απόλλωνας", "απόλλων-άρης":"απόλλων-άρης", "απόλλωνας":"απόλλωνας", "απολλωνία":"απολλωνία", "απολλωνίας":"απολλωνία", "απολλωνιστών":"απολλωνιστών", "απολογείται":"απολογούμαι", "απολογηθεί":"απολογούμαι", "απολογήθηκε":"απολογούμαι", "απολογηθούν":"απολογούμαι", "απολογηθώ":"απολογούμαι", "απολογητές":"απολογητής", "απολογητής":"απολογητής", "απολογητική":"απολογητικός", "απολογητικό":"απολογητικός", "απολογητικού":"απολογητικός", "απολογία":"απολογία", "απολογίας":"απολογία", "απολογίες":"απολογία", "απολογισμό":"απολογισμός", "απολογισμοί":"απολογισμός", "απολογισμός":"απολογισμός", "απολογισμού":"απολογισμός", "απολογιστικά":"απολογιστικός", "απολογιστική":"απολογιστικός", "απολογιστικού":"απολογιστικός", "απολογιών":"απολογία", "απολογούμενες":"απολογούμενος", "απολογούμενη":"απολογούμενος", "απολογούμενοι":"απολογούμενος", "απολογούμενος":"απολογούμενος", "απολογούνται":"απολογούμαι", "απολύει":"απολύω", "απολύεται":"απολύω", "απολυθεί":"απολύω", "απολυθείς":"απολυθείς", "απολυθείσα":"απολυθείς", "απολυθέντων":"απολυθείς", "απολύθηκαν":"απολύω", "απολύθηκε":"απολύω", "απολυθούν":"απολύω", "απολυμανθεί":"απολυμαίνω", "απολυμάνσεις":"απολύμανση", "απολύμανση":"απολύμανση", "απολύμανσή":"απολύμανση", "απολύμανσης":"απολύμανση", "απολυμένο":"απολυμένος", "απολυμένοι":"απολυμένος", "απολυμένους":"απολυμένος", "απολυμένων":"απολυμένος", "απολύονται":"απολύω", "απολύοντας":"απολύω", "απολύουν":"απολύω", "απολύσει":"απολύω", "απολύσεις":"απόλυση", "απολύσεις":"απολύω", "απολύσεων":"απόλυση", "απόλυση":"απόλυση", "απόλυσή":"απόλυση", "απόλυσης":"απόλυση", "απόλυσής":"απόλυση", "απολύσουν":"απολύω", "απόλυτα":"απόλυτα", "απόλυτα":"απόλυτος", "απόλυται":"απολυτός", "απολυταρχικού":"απολυταρχικός", "απολυτέο":"απολυτέο", "απόλυτες":"απόλυτος", "απόλυτη":"απόλυτος", "απολυτήριες":"απολυτήριος", "απολυτήριο":"απολυτήριο", "απολυτηρίου":"απολυτήριος", "απόλυτης":"απόλυτος", "απόλυτο":"απόλυτος", "απόλυτοι":"απόλυτος", "απόλυτος":"απόλυτος", "απολύτου":"απόλυτος", "απόλυτου":"απόλυτος", "απόλυτους":"απόλυτος", "απόλυτων":"απόλυτος", "απολύτως":"απόλυτα", "απομαγνητοφωνημένα":"απομαγνητοφωνώ", "απομαγνητοφωνημένο":"απομαγνητοφωνώ", "απομαγνητοφωνημένων":"απομαγνητοφωνώ", "απόμακρες":"απόμακρος", "απόμακρο":"απόμακρος", "απόμακρος":"απόμακρος", "απομάκρυναν":"απομακρύνω", "απομάκρυνε":"απομακρύνω", "απομακρύνει":"απομακρύνω", "απομακρύνεις":"απομακρύνω", "απομακρύνεσαι":"απομακρύνω", "απομακρύνεται":"απομακρύνω", "απομακρύνετε":"απομακρύνω", "απομακρυνθεί":"απομακρύνω", "απομακρυνθείς":"απομακρύνω", "απομακρυνθείτε":"απομακρύνω", "απομακρύνθηκα":"απομακρύνω", "απομακρύνθηκαν":"απομακρύνω", "απομακρυνθήκατε":"απομακρύνω", "απομακρύνθηκε":"απομακρύνω", "απομακρυνθούν":"απομακρύνω", "απομακρυνθώ":"απομακρύνω", "απομακρυνόμαστε":"απομακρύνω", "απομακρύνονται":"απομακρύνω", "απομακρύνοντας":"απομακρύνω", "απομακρύνοντάς":"απομακρύνω", "απομακρυνόταν":"απομακρύνω", "απομακρύνουν":"απομακρύνω", "απομάκρυνση":"απομάκρυνση", "απομάκρυνσή":"απομάκρυνση", "απομάκρυνσης":"απομάκρυνση", "απομάκρυνσής":"απομάκρυνση", "απομακρυσμένα":"απομακρυσμένος", "απομακρυσμένες":"απομακρυσμένος", "απομακρυσμένη":"απομακρυσμένος", "απομακρυσμένο":"απομακρύνω", "απομακρυσμένων":"απομακρυσμένος", "απόμαχο":"απόμαχος", "απόμαχος":"απόμαχος", "απόμαχους":"απόμαχος", "απόμειναν":"απομένω", "απομεινάρι":"απομεινάρι", "απομεινάρια":"απομεινάρι", "απόμεινε":"απομένω", "απομείνει":"απομένω", "απομείνουν":"απομένω", "απομειώνουν":"απομειώνουν", "απομείωση":"απομείωση", "απόμενε":"απομένω", "απομένει":"απομένω", "απομένουν":"απομένω", "απόμερη":"απόμερος", "απομεσήμερα":"απομεσήμερο", "απομιμήσεις":"απομίμηση", "απομίμηση":"απομίμηση", "απομνημονεύματα":"απομνημόνευμα", "απομνημονεύματά":"απομνημόνευμα", "απομνημονεύονται":"απομνημονεύω", "απομνημόνευση":"απομνημόνευση", "απομονωθεί":"απομονώνω", "απομονωθείτε":"απομονώνω", "απομονώθηκε":"απομονώνω", "απομονωθούν":"απομονώνω", "απομονωμένα":"απομονώνω", "απομονωμένες":"απομονώνω", "απομονωμένη":"απομονωμένος", "απομονωμένο":"απομονώνω", "απομονωμένοι":"απομονωμένος", "απομονωμένος":"απομονωμένος", "απομονωμένου":"απομονώνω", "απομονωμένους":"απομονώνω", "απομονωμένων":"απομονώνω", "απομόνωνε":"απομονώνω", "απομονώνει":"απομονώνω", "απομονώνεται":"απομονώνω", "απομονώνονται":"απομονώνω", "απομονώνοντας":"απομονώνω", "απομονώνουν":"απομονώνω", "απομόνωσε":"απομονώνω", "απομονώσει":"απομονώνω", "απομονώσεις":"απομονώνω", "απομόνωση":"απομόνωση", "απομόνωσή":"απομόνωση", "απομόνωσης":"απομόνωση", "απομόνωσής":"απομόνωση", "απομονώσουν":"απομονώνω", "απομονωτική":"απομονωτικός", "απομονωτισμό":"απομονωτισμός", "απομονωτισμού":"απομονωτισμός", "απομυζά":"απομυζά", "απομυζήσει":"απομυζώ", "απομυθοποιεί":"απομυθοποιώ", "απομυθοποιηθεί":"απομυθοποιώ", "απομυθοποίηση":"απομυθοποίηση", "απομυθοποιώντας":"απομυθοποιώ", "απονείμει":"απονέμω", "απονεκρώνει":"απονεκρώνω", "απονεκρώνεται":"απονεκρώνω", "απονέκρωση":"απονέκρωση", "απονέμει":"απονέμω", "απονέμεται":"απονέμω", "απονεμηθεί":"απονέμω", "απονεμήθηκαν":"απονέμω", "απονεμήθηκε":"απονέμω", "απονεμηθουν":"απονέμω", "απονεμηθούν":"απονέμω", "απονέμονται":"απονέμω", "απονέμουν":"απονέμω", "απονενοημένη":"απονενοημένος", "απονενοημένο":"απονενοημένος", "απόνερα":"απόνερο", "απονευρωμένη":"απονευρωμένος", "απονεύρωση":"απονεύρωση", "απονεύρωσης":"απονεύρωση", "απονήρευτοι":"απονήρευτος", "απονιά":"απονιά", "απονομή":"απονομή", "απονομής":"απονομή", "απονομιμοποιεί":"απονομιμοποιεί", "απονομών":"απονομή", "απόντα":"απών", "απόντες":"απών", "αποντος":"απών", "απόντος":"απών", "αποντων":"απών", "απόντων":"απών", "αποξενωμένη":"αποξενώνω", "αποξενωμένοι":"αποξενωμένος", "αποξενώσει":"αποξενώνω", "αποξένωση":"αποξένωση", "αποξένωσης":"αποξένωση", "αποξήλωση":"αποξήλωση", "αποξηραμένα":"αποξηραίνω", "αποξηραμένες":"αποξεραίνω", "αποξηραμένης":"αποξεραίνω", "αποξηραμένους":"αποξηραίνω", "αποξηραμένων":"αποξηραίνω", "αποξηρανθεί":"αποξηραίνω", "αποξηράνθηκαν":"αποξηραίνω", "αποξηράνσεις":"αποξήρανση", "αποξήρανση":"αποξήρανση", "αποξήρανσης":"αποξήρανση", "απόξυση":"απόξυση", "απόξω":"απέξω", "αποπ":"αποπ", "αποπάνω":"αποπάνω", "απόπειρα":"απόπειρα", "απόπειρά":"απόπειρα", "αποπειραθεί":"αποπειρώμαι", "αποπειράθηκαν":"αποπειρώμαι", "αποπειράθηκε":"αποπειρώμαι", "αποπειραθούμε":"αποπειρώμαι", "απόπειρας":"απόπειρα", "αποπειράται":"αποπειρώμαι", "απόπειρες":"απόπειρα", "απόπειρές":"απόπειρα", "αποπειρώμαι":"αποπειρώμαι", "αποπειρώνται":"αποπειρώμαι", "αποπέμπεται":"αποπέμπω", "αποπεμφθεί":"αποπέμπω", "αποπεμφθέντος":"αποπεμφθείς", "αποπέμφθηκε":"αποπέμπω", "αποπεράτωση":"αποπεράτωση", "αποπεράτωσης":"αποπεράτωση", "αποπεράτωσής":"αποπεράτωση", "αποπλάνησης":"αποπλάνηση", "αποπλανούν":"αποπλανώ", "αποπλέει":"αποπλέω", "αποπλεύσει":"αποπλέω", "αποπληθωρισμό":"αποπληθωρισμός", "αποπληθωρισμός":"αποπληθωρισμός", "αποπληθωρισμού":"αποπληθωρισμός", "αποπληρωθεί":"αποπληρώνω", "αποπληρωμή":"αποπληρωμή", "αποπληρωμής":"αποπληρωμή", "αποπληρώνει":"αποπληρώνω", "αποπληρώνονται":"αποπληρώνω", "αποπληρώσει":"αποπληρώνω", "αποπληρώσουν":"αποπληρώνω", "απόπλου":"απόπλους", "αποπλους":"απόπλους", "απόπλους":"απόπλους", "αποπνέει":"αποπνέω", "αποπνέουν":"αποπνέω", "αποπνικτική":"αποπνικτικός", "αποπνικτικό":"αποπνικτικός", "αποπνιχτική":"αποπνικτικός", "αποποιείσαι":"αποποιούμαι", "αποποιείται":"αποποιούμαι", "αποποιηθεί":"αποποιούμαι", "αποποιηθείτε":"αποποιούμαι", "αποποιήθηκε":"αποποιούμαι", "αποποιηθούν":"αποποιούμαι", "αποποινικοποίηση":"αποποινικοποίηση", "αποποινικοποίησης":"αποποινικοποίηση", "αποποιούμενος":"αποποιούμενος", "αποποιούνται":"αποποιούμαι", "αποπομπή":"αποπομπή", "αποπομπής":"αποπομπή", "αποπροσανατόλιζαν":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολίζει":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολίζεται":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολιζόμαστε":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολίζουν":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατόλισε":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολίσει":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολίσεις":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολισμένοι":"αποπροσανατολισμένος", "αποπροσανατολισμό":"αποπροσανατολισμός", "αποπροσανατολισμού":"αποπροσανατολισμός", "αποπροσανατολίσουν":"αποπροσανατολίζω", "αποπροσανατολιστικά":"αποπροσανατολιστικά", "αποπροσανατολιστικό":"αποπροσανατολιστικός", "απόπτωσης":"απόπτωση", "απορεί":"απορώ", "απορείς":"απορώ", "άπορες":"άπορος", "απορημένο":"απορημένος", "απορημένοι":"απορημένος", "απορημένος":"απορημένος", "απόρησα":"απορώ", "απόρθητο":"απόρθητος", "απορια":"απορία", "απορία":"απορία", "απορίας":"απορία", "απορίες":"απορία", "αποριών":"απορία", "άποροι":"άπορος", "απορούμε":"απορώ", "απορούν":"απορώ", "απόρους":"άπορος", "άπορους":"άπορος", "απορούσα":"απορώ", "απορρέει":"απορρέω", "απορρέουν":"απορρέω", "απόρρητα":"απόρρητος", "απόρρητες":"απόρρητος", "απόρρητη":"απόρρητος", "απόρρητο":"απόρρητος", "απόρρητον":"απόρρητος", "απορρητος":"απόρρητος", "απορρήτου":"απόρρητος", "απόρρητου":"απόρρητος", "απορρήτων":"απόρρητος", "απόρρητων":"απόρρητος", "απορρίμματα":"απόρριμμα", "απορρίμματά":"απόρριμμα", "απορριμματοφόρα":"απορριμματοφόρος", "απορριμματοφόρο":"απορριμματοφόρος", "απορριμματοφόρων":"απορριμματοφόρος", "απορριμμάτων":"απόρριμμα", "απορρίπτει":"απορρίπτω", "απορρίπτεις":"απορρίπτω", "απορρίπτεται":"απορρίπτω", "απορριπτικές":"απορριπτικός", "απορριπτική":"απορριπτικός", "απορριπτικό":"απορριπτικός", "απορριπτικοί":"απορριπτικός", "απορριπτικός":"απορριπτικός", "απορριπτικών":"απορριπτικός", "απορρίπτονται":"απορρίπτω", "απορρίπτονταν":"απορρίπτω", "απορρίπτοντας":"απορρίπτω", "απορρίπτουμε":"απορρίπτω", "απορρίπτουν":"απορρίπτω", "απορρίπτω":"απορρίπτω", "απορριφθεί":"απορρίπτω", "απορρίφθηκαν":"απορρίπτω", "απορρίφθηκε":"απορρίπτω", "απορριφθούν":"απορρίπτω", "απορρίψαμε":"απορρίπτω", "απορρίψατε":"απορρίπτω", "απορρίψει":"απορρίπτω", "απορρίψετε":"απορρίπτω", "απόρριψη":"απόρριψη", "'απόρριψη":"'απόρριψη", "απόρριψή":"απόρριψη", "απόρριψης":"απόρριψη", "απορρίψουμε":"απορρίπτω", "απορρίψουν":"απορρίπτω", "απορρίψτε":"απορρίπτω", "απορροής":"απορροή", "απόρροια":"απόρροια", "απορροφά":"απορροφώ", "απορροφάει":"απορροφώ", "απορροφάται":"απορροφώ", "απορροφηθεί":"απορροφώ", "απορροφήθηκαν":"απορροφώ", "απορροφήθηκε":"απορροφώ", "απορροφηθούν":"απορροφώ", "απορροφημένα":"απορροφημένος", "απορροφημένος":"απορροφημένος", "απορρόφησαν":"απορροφώ", "απορρόφησε":"απορροφώ", "απορροφήσει":"απορροφώ", "απορροφήσεις":"απορροφώ", "απορροφήσεως":"απορρόφηση", "απορρόφηση":"απορρόφηση", "απορρόφησή":"απορρόφηση", "απορρόφησης":"απορρόφηση", "απορροφήσουμε":"απορροφώ", "απορροφήσουν":"απορροφώ", "απορροφητήρα":"απορροφητήρας", "απορροφητικό":"απορροφητικός", "απορροφητικότητα":"απορροφητικότητα", "απορροφητικότητας":"απορροφητικότητα", "απορροφούν":"απορροφώ", "απορροφούνται":"απορροφώ", "απορροφούνταν":"απορροφούνταν", "απορροφούσα":"απορροφώ", "απορροφώμενη":"απορροφώμενη", "απορροφώνται":"απορροφώ", "απορροφώντας":"απορροφώ", "απορρύθμιση":"απορρύθμιση", "απορρυπαντικά":"απορρυπαντικός", "απορρυπαντικό":"απορρυπαντικός", "απορρυπαντικών":"απορρυπαντικός", "απορσία":"απορσία", "απορώ":"απορώ", "απόρων":"άπορος", "απορώντας":"απορώ", "αποσαθρωθεί":"αποσαθρώνω", "αποσαθρωμένα":"αποσαθρώνω", "αποσαφηνίζονται":"αποσαφηνίζω", "αποσαφηνίζοντας":"αποσαφηνίζω", "αποσαφηνίσει":"αποσαφηνίζω", "αποσαφηνίσεις":"αποσαφήνιση", "αποσαφήνιση":"αποσαφήνιση", "αποσαφηνισθεί":"αποσαφηνίζω", "αποσαφηνιστεί":"αποσαφηνίζω", "αποσαφηνιστούν":"αποσαφηνίζω", "αποσβέσει":"αποσβένω", "αποσβέσεις":"απόσβεση", "αποσβέσεων":"απόσβεση", "απόσβεση":"απόσβεση", "απόσβεσης":"απόσβεση", "αποσβεστούν":"αποσβεστούν", "αποσβολωμένη":"αποσβολωμένος", "αποσείσει":"αποσείω", "απόσεισης":"απόσειση", "αποσιωπά":"αποσιωπώ", "αποσιωπάται":"αποσιωπώ", "αποσιωπηθεί":"αποσιωπώ", "αποσιώπησαν":"αποσιωπώ", "αποσιώπησε":"αποσιωπώ", "αποσιωπήσει":"αποσιωπώ", "αποσιώπηση":"αποσιώπηση", "αποσιωπήσουμε":"αποσιωπώ", "αποσιωπητικά":"αποσιωπητικά", "αποσιωπούμε":"αποσιωπώ", "αποσιωπούνται":"αποσιωπώ", "αποσιωπούσαν":"αποσιωπώ", "αποσιωπώντας":"αποσιωπώ", "αποσκευές":"αποσκευή", "αποσκευών":"αποσκευή", "αποσκοπεί":"αποσκοπώ", "αποσκοπήσει":"αποσκοπώ", "αποσκοπούν":"αποσκοπώ", "αποσκοπούσαν":"αποσκοπώ", "αποσκοπούσε":"αποσκοπώ", "αποσκοπώντας":"αποσκοπώ", "αποσμητικό":"αποσμητικός", "αποσοβήθηκε":"αποσοβώ", "αποσοβήσει":"αποσοβώ", "αποσοβούν":"αποσοβώ", "αποσπά":"αποσπώ", "αποσπάσαμε":"αποσπώ", "αποσπάσει":"αποσπώ", "αποσπάσεις":"αποσπώ", "αποσπάσετε":"αποσπώ", "αποσπάσεων":"απόσπαση", "απόσπαση":"απόσπαση", "απόσπασή":"απόσπαση", "απόσπασμα":"απόσπασμα", "αποσπάσματα":"απόσπασμα", "αποσπάσματά":"απόσπασμα", "αποσπασματικά":"αποσπασματικά", "αποσπασματικές":"αποσπασματικός", "αποσπασματική":"αποσπασματικός", "αποσπασματικό":"αποσπασματικός", "αποσπασματικότητα":"αποσπασματικότητα", "αποσπασματικού":"αποσπασματικός", "αποσπασματικών":"αποσπασματικός", "αποσπάσματος":"απόσπασμα", "αποσπασμάτων":"απόσπασμα", "αποσπασμένος":"αποσπώ", "αποσπασμένους":"αποσπασμένος", "αποσπάσουν":"αποσπώ", "αποσπαστεί":"αποσπώ", "αποσπάστηκαν":"αποσπώ", "αποσπάστηκε":"αποσπώ", "αποσπαστούν":"αποσπώ", "αποσπάσω":"αποσπώ", "αποσπάται":"αποσπώ", "αποσπούν":"αποσπώ", "αποσπούσε":"αποσπώ", "αποσπώντας":"αποσπώ", "απόσταγμα":"απόσταγμα", "απόσταγμά":"απόσταγμα", "αποσταγμένη":"αποστάζω", "αποσταθεροποιήσει":"αποσταθεροποιώ", "αποσταθεροποίηση":"αποσταθεροποίηση", "αποσταθεροποίησης":"αποσταθεροποίηση", "αποσταθεροποιητικά":"αποσταθεροποιητικός", "αποσταθεροποιητικές":"αποσταθεροποιητικός", "αποσταθεροποιητική":"αποσταθεροποιητικός", "αποσταθεροποιώντας":"αποσταθεροποιώ", "αποστακτήριο":"αποστακτήριο", "αποσταλεί":"αποστέλλω", "αποσταλούν":"αποστέλλω", "αποστάσεις":"απόσταση", "αποστάσεων":"απόσταση", "αποστάσεως":"απόσταση", "απόσταση":"απόσταση", "απόστασή":"απόσταση", "απόστασης":"απόσταση", "αποστασία":"αποστασία", "αποστασίας":"αποστασία", "αποστασιοποιείται":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποιηθεί":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποιηθούν":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποιημένα":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποιημένη":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποιημένος":"αποστασιοποιημένος", "αποστασιοποιημένους":"αποστασιοποιούμαι", "αποστασιοποίηση":"αποστασιοποίηση", "αποστασιοποίησης":"αποστασιοποίηση", "αποστασιοποιούνται":"αποστασιοποιούμαι", "αποστάτες":"αποστάτης", "αποστατήσει":"αποστατώ", "αποστατών":"αποστάτης", "αποστείλει":"αποστέλλω", "αποστείλουν":"αποστέλλω", "αποστειρωμένα":"αποστειρώνω", "αποστειρωμένες":"αποστειρωμένος", "αποστειρωμένη":"αποστειρωμένος", "αποστειρωμένο":"αποστειρώνω", "αποστείρωσής":"αποστείρωση", "αποστέλλει":"αποστέλλω", "αποστέλλεται":"αποστέλλω", "αποστέλλονται":"αποστέλλω", "αποστέλλοντας":"αποστέλλω", "αποστέλλουν":"αποστέλλω", "αποστερεί":"αποστερώ", "αποστερείται":"αποστερώ", "αποστέρησε":"αποστερώ", "αποστερήσει":"αποστερώ", "αποστέρηση":"αποστέρηση", "αποστεωμένα":"αποστεωμένος", "αποστηθίζουν":"αποστηθίζω", "αποστήθισης":"αποστήθιση", "απόστημα":"απόστημα", "αποστήματος":"απόστημα", "αποστολάκη":"αποστολάκης", "αποστολάκης":"αποστολάκης", "αποστολάς":"αποστολάς", "αποστολέα":"αποστολέας", "αποστολέας":"αποστολέας", "αποστολές":"αποστολή", "αποστολη":"αποστολή", "αποστολή":"αποστολή", "αποστολής":"αποστολή", "αποστόλης":"αποστόλης", "αποστολία":"αποστολία", "αποστολίδη":"αποστολίδης", "αποστολίδης":"αποστολίδης", "αποστολίδου":"αποστολίδου", "αποστολιδου-ταυριδου":"αποστολιδου-ταυριδου", "αποστολικό":"αποστολικός", "απόστολο":"απόστολος", "απόστολοι":"απόστολος", "αποστολόπουλος":"αποστολόπουλος", "αποστολος":"απόστολος", "απόστολος":"απόστολος", "αποστολου":"απόστολος", "αποστόλου":"απόστολος", "απόστολου":"απόστολος", "αποστολών":"αποστολή", "αποστομώσει":"αποστομώνω", "αποστομώσω":"αποστομώνω", "αποστομωτικά":"αποστομωτικά", "αποστομωτική":"αποστομωτικός", "αποστομωτικό":"αποστομωτικός", "αποστομωτικός":"αποστομωτικός", "αποστραγγιστικά":"αποστραγγιστικός", "αποστραγγιστικού":"αποστραγγιστικός", "αποστραγγιστικών":"αποστραγγιστικός", "αποστρατεία":"αποστρατεία", "αποστρατεύθηκε":"αποστρατεύω", "αποστρατεύονται":"αποστρατεύω", "αποστρατεύσεων":"αποστράτευση", "αποστράτευση":"αποστράτευση", "αποστράτευσή":"αποστράτευση", "απόστρατο":"απόστρατος", "απόστρατοι":"απόστρατος", "απόστρατος":"απόστρατος", "απόστρατους":"απόστρατος", "αποστράτων":"απόστρατος", "απόστρατων":"απόστρατος", "αποστρέφει":"αποστρέφω", "αποστρέφεται":"αποστρέφω", "αποστροφή":"αποστροφή", "αποστροφής":"αποστροφή", "αποσυμπίεσης":"αποσυμπίεση", "αποσυμφορηθεί":"αποσυμφορηθεί", "αποσυμφορήσει":"αποσυμφορώ", "αποσυμφόρηση":"αποσυμφόρηση", "αποσυμφόρησης":"αποσυμφόρηση", "αποσυναρμολόγησης":"αποσυναρμολόγηση", "αποσυνδεθεί":"αποσυνδέω", "αποσυνδέθηκε":"αποσυνδέω", "αποσυνδεθούν":"αποσυνδέω", "αποσυνδεμένης":"αποσυνδέω", "αποσυνδέουν":"αποσυνδέω", "αποσυνδέσει":"αποσυνδέω", "αποσύνδεση":"αποσύνδεση", "αποσυνδέσουμε":"αποσυνδέω", "αποσυνθέσεως":"αποσύνθεση", "αποσύνθεση":"αποσύνθεση", "αποσύνθεσης":"αποσύνθεση", "αποσυντεθεί":"αποσυνθέτω", "αποσυντίθεται":"αποσυνθέτω", "αποσυντονίζει":"αποσυντονίζω", "αποσυντονίζονται":"αποσυντονίζω", "αποσύρει":"αποσύρω", "αποσύρεται":"αποσύρω", "αποσυρθεί":"αποσύρω", "αποσύρθηκαν":"αποσύρω", "αποσύρθηκε":"αποσύρω", "αποσυρθούμε":"αποσύρω", "αποσυρθούν":"αποσύρω", "αποσυρθώ":"αποσύρω", "αποσύρονται":"αποσύρω", "αποσύροντας":"αποσύρω", "αποσύρουμε":"αποσύρω", "αποσύρουν":"αποσύρω", "απόσυρση":"απόσυρση", "απόσυρσή":"απόσυρση", "απόσυρσης":"απόσυρση", "αποσφράγισε":"αποσφραγίζω", "απόσχει":"απέχω", "αποσχίσεις":"απόσχιση", "απόσχιση":"απόσχιση", "απόσχισης":"απόσχιση", "αποσχιστικά":"αποσχιστικός", "αποσχιστικές":"αποσχιστικός", "αποσχιστικό":"αποσχιστικός", "αποσχιστικών":"αποσχιστικός", "απόσχουν":"απέχω", "αποσωβήσει":"αποσοβώ", "αποταθεί":"αποτείνω", "αποταθούν":"αποτείνω", "απότακτοι":"απότακτος", "αποταμίευε":"αποταμιεύω", "αποταμιεύει":"αποταμιεύω", "αποταμιεύουν":"αποταμιεύω", "αποταμιεύσει":"αποταμιεύω", "αποταμιεύσεις":"αποταμιεύω", "αποταμιεύσεων":"αποταμίευση", "αποταμίευση":"αποταμίευση", "αποταμίευσης":"αποταμίευση", "αποταμιεύσουν":"αποταμιεύω", "αποταμιευτές":"αποταμιευτής", "αποταμιευτή":"αποταμιευτής", "αποταμιευτής":"αποταμιευτής", "αποταμιευτικά":"αποταμιευτικός", "αποταμιευτικούς":"αποταμιευτικός", "αποταμιευτών":"αποταμιευτής", "αποτάσσεται":"αποτάσσω", "αποτάσσονται":"αποτάσσω", "αποτάχθηκαν":"αποτάσσω", "αποτελεί":"αποτελώ", "αποτελείς":"αποτελώ", "αποτελείται":"αποτελώ", "αποτέλειωσαν":"αποτελειώνω", "αποτελειώσουν":"αποτελειώνω", "αποτέλεσαν":"αποτελώ", "αποτέλεσε":"αποτελώ", "αποτελέσει":"αποτελώ", "αποτελεσμα":"αποτέλεσμα", "αποτέλεσμα":"αποτέλεσμα", "αποτέλεσμά":"αποτέλεσμα", "αποτελεσματα":"αποτέλεσμα", "αποτελέσματα":"αποτέλεσμα", "αποτελέσματά":"αποτέλεσμα", "αποτελεσματικά":"αποτελεσματικά", "αποτελεσματικά":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικές":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματική":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικής":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικό":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικοί":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικός":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότερα":"αποτελεσματικά", "αποτελεσματικότερες":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότερη":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότερης":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότερο":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότερων":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικότητα":"αποτελεσματικότητα", "αποτελεσματικότητά":"αποτελεσματικότητα", "αποτελεσματικότητας":"αποτελεσματικότητα", "αποτελεσματικού":"αποτελεσματικός", "αποτελεσματικούς":"αποτελεσματικός", "αποτελέσματος":"αποτέλεσμα", "αποτελεσμάτων":"αποτέλεσμα", "αποτελέσουν":"αποτελώ", "αποτελματωμένη":"αποτελματωμένος", "αποτελματώσει":"αποτελματώνω", "αποτελούμε":"αποτελώ", "αποτελούμενη":"αποτελούμενος", "αποτελούμενο":"αποτελούμενος", "αποτελούμενος":"αποτελούμενος", "αποτελούν":"αποτελώ", "αποτελούνται":"αποτελώ", "αποτελούνταν":"αποτελώ", "αποτελούσαν":"αποτελών", "αποτελούσε":"αποτελώ", "αποτελούταν":"αποτελούταν", "αποτελώ":"αποτελώ", "αποτελώντας":"αποτελώ", "αποτεφρωθεί":"αποτεφρώνω", "αποτεφρώνεται":"αποτεφρώνω", "αποτεφρώσει":"αποτεφρώνω", "αποτέφρωση":"αποτέφρωση", "αποτέφρωσης":"αποτέφρωση", "αποτεφρωτήρες":"αποτεφρωτήρας", "αποτίθενται":"αποθέτω", "αποτιμά":"αποτιμώ", "αποτιμάται":"αποτιμώ", "αποτιμήθηκαν":"αποτιμώ", "αποτιμήθηκε":"αποτιμώ", "αποτιμήσει":"αποτιμώ", "αποτιμήσεις":"αποτίμηση", "αποτιμήσεων":"αποτίμηση", "αποτίμηση":"αποτίμηση", "αποτίμησή":"αποτίμηση", "αποτίμησης":"αποτίμηση", "αποτιμώνται":"αποτιμώ", "αποτινάξει":"αποτινάζω", "αποτινάξουν":"αποτινάζω", "αποτίνοντας":"αποτίνω", "απότισε":"αποτίω", "αποτίσει":"αποτίω", "απότοκα":"απότοκος", "απότοκο":"απότοκος", "απότοκος":"απότοκος", "αποτολμά":"αποτολμώ", "αποτόλμησε":"αποτολμώ", "αποτολμήσει":"αποτολμώ", "αποτολμήσουμε":"αποτολμώ", "αποτολμούν":"αποτολμώ", "απότομα":"απότομα", "απότομες":"απότομος", "απότομη":"απότομος", "απότομης":"απότομος", "απότομο":"απότομος", "απότομοι":"απότομος", "απότομων":"απότομος", "αποτόμως":"αποτόμως", "αποτοξινωθούν":"αποτοξινώνω", "αποτοξινωμένους":"αποτοξινωμένος", "αποτοξίνωση":"αποτοξίνωση", "αποτοξίνωσης":"αποτοξίνωση", "αποτραβηγμένος":"αποτραβώ", "αποτραβήχτηκε":"αποτραβώ", "αποτραπεί":"αποτρέπω", "αποτράπηκε":"αποτρέπω", "αποτραπούν":"αποτρέπω", "αποτρέπει":"αποτρέπω", "αποτρέπεται":"αποτρέπω", "αποτρέπονται":"αποτρέπω", "αποτρέποντας":"αποτρέπω", "αποτρέπουμε":"αποτρέπω", "αποτρέπουν":"αποτρέπω", "αποτρεπτικά":"αποτρεπτικά", "αποτρεπτική":"αποτρεπτικός", "αποτρεπτικό":"αποτρεπτικός", "αποτρεπτικός":"αποτρεπτικός", "αποτρέψει":"αποτρέπω", "αποτρέψεις":"αποτρέπω", "αποτρέψετε":"αποτρέπω", "αποτρέψουμε":"αποτρέπω", "αποτρέψουν":"αποτρέπω", "αποτρέψω":"αποτρέπω", "αποτρόπαια":"αποτρόπαιος", "αποτρόπαιες":"αποτρόπαιος", "αποτρόπαιη":"αποτρόπαιος", "αποτρόπαιο":"αποτρόπαιος", "αποτρόπαιων":"αποτρόπαιος", "αποτροπή":"αποτροπή", "αποτροπής":"αποτροπή", "αποτροπιασμό":"αποτροπιασμός", "αποτροπιασμός":"αποτροπιασμός", "αποτσίγαρα":"αποτσίγαρο", "αποτύγχαναν":"αποτυγχάνω", "αποτυγχάνει":"αποτυγχάνω", "αποτυγχάνεις":"αποτυγχάνω", "αποτυγχάνουν":"αποτυγχάνω", "αποτυπωθεί":"αποτυπώνω", "αποτυπώθηκαν":"αποτυπώνω", "αποτυπώθηκε":"αποτυπώνω", "αποτυπωθούν":"αποτυπώνω", "αποτύπωμα":"αποτύπωμα", "αποτυπώματα":"αποτύπωμα", "αποτυπώματά":"αποτύπωμα", "αποτυπωμάτων":"αποτύπωμα", "αποτυπωμένες":"αποτυπώνω", "αποτυπωμένη":"αποτυπώνω", "αποτυπωμένο":"αποτυπώνω", "αποτύπωναν":"αποτυπώνω", "αποτύπωνε":"αποτυπώνω", "αποτυπώνει":"αποτυπώνω", "αποτυπώνεται":"αποτυπώνω", "αποτυπώνονται":"αποτυπώνω", "αποτυπωνόταν":"αποτυπώνω", "αποτυπώνουμε":"αποτυπώνω", "αποτυπώνουν":"αποτυπώνω", "αποτύπωσε":"αποτυπώνω", "αποτυπώσει":"αποτυπώνω", "αποτυπώσεις":"αποτύπωση", "αποτύπωση":"αποτύπωση", "αποτύπωσή":"αποτύπωση", "αποτύπωσης":"αποτύπωση", "αποτυπώσουν":"αποτυπώνω", "αποτυπώσω":"αποτυπώνω", "αποτύχει":"αποτυγχάνω", "αποτυχημένα":"αποτυγχάνω", "αποτυχημένες":"αποτυχημένος", "αποτυχημένη":"αποτυχημένος", "αποτυχημένης":"αποτυχημένος", "αποτυχημένο":"αποτυχημένος", "αποτυχημένοι":"αποτυγχάνω", "αποτυχημένος":"αποτυχημένος", "αποτυχημένου":"αποτυγχάνω", "αποτυχημένων":"αποτυγχάνω", "αποτυχία":"αποτυχία", "αποτυχίας":"αποτυχία", "αποτυχίες":"αποτυχία", "αποτυχιών":"αποτυχία", "αποτύχουμε":"αποτυγχάνω", "αποτύχουν":"αποτυγχάνω", "αποϋλοποίηση":"αποϋλοποίηση", "απούσα":"απών", "απουσια":"απουσία", "απουσία":"απουσία", "απουσίαζαν":"απουσιάζω", "απουσίαζε":"απουσιάζω", "απουσιάζει":"απουσιάζω", "απουσιάζοντα":"απουσιάζων", "απουσιάζοντες":"απουσιάζων", "απουσιάζουν":"απουσιάζω", "απουσιάζων":"απουσιάζων", "απουσίας":"απουσία", "απουσίασαν":"απουσιάζω", "απουσίασε":"απουσιάζω", "απουσιάσει":"απουσιάζω", "απουσιάσουν":"απουσιάζω", "απουσιες":"απουσία", "απουσίες":"απουσία", "απουσιολόγιο":"απουσιολόγιο", "απουσιών":"απουσία", "αποφάγια":"αποφάγι", "αποφαίνεται":"αποφαίνομαι", "αποφαίνομαι":"αποφαίνομαι", "αποφαινόμενη":"αποφαινόμενος", "αποφαίνονται":"αποφαίνομαι", "αποφαίνονταν":"αποφαίνομαι", "αποφανθεί":"αποφαίνομαι", "αποφανθείτε":"αποφαίνομαι", "αποφάνθηκαν":"αποφαίνομαι", "αποφάνθηκε":"αποφαίνομαι", "αποφανθούμε":"αποφαίνομαι", "αποφανθούν":"αποφαίνομαι", "απόφανση":"απόφανση", "αποφασεις":"απόφαση", "αποφάσεις":"απόφαση", "αποφάσεων":"απόφαση", "αποφάσεως":"απόφαση", "αποφάσεώς":"απόφαση", "αποφαση":"απόφαση", "απόφαση":"απόφαση", "απόφασή":"απόφαση", "απόφασης":"απόφαση", "απόφασής":"απόφαση", "απόφασης-πλαισίου":"απόφασης-πλαισίου", "αποφασίζαμε":"αποφασίζω", "αποφάσιζαν":"αποφασίζω", "αποφασίζατε":"αποφασίζω", "αποφάσιζε":"αποφασίζω", "αποφασίζει":"αποφασίζω", "αποφασίζεις":"αποφασίζω", "αποφασίζεται":"αποφασίζω", "αποφασίζετε":"αποφασίζω", "αποφασίζονται":"αποφασίζω", "αποφασίζοντας":"αποφασίζω", "αποφασιζόταν":"αποφασίζω", "αποφασίζουμε":"αποφασίζω", "αποφασίζουν":"αποφασίζω", "αποφασίζω":"αποφασίζω", "απόφασιν":"απόφαση", "απόφασις":"απόφαση", "αποφάσισα":"αποφασίζω", "αποφασίσαμε":"αποφασίζω", "αποφάσισαν":"αποφασίζω", "αποφασίσατε":"αποφασίζω", "αποφάσισε":"αποφασίζω", "αποφασίσει":"αποφασίζω", "αποφασίσεις":"αποφασίζω", "αποφασίσετε":"αποφασίζω", "αποφασισθεί":"αποφασίζω", "αποφασίσθηκαν":"αποφασίζω", "αποφασίσθηκε":"αποφασίζω", "αποφασισμένες":"αποφασισμένος", "αποφασισμένη":"αποφασισμένος", "αποφασισμένης":"αποφασισμένος", "αποφασισμένο":"αποφασισμένος", "αποφασισμένοι":"αποφασισμένος", "αποφασισμένος":"αποφασισμένος", "αποφασισμένου":"αποφασισμένος", "αποφασισμένους":"αποφασισμένος", "αποφασισμένων":"αποφασισμένος", "αποφασίσουμε":"αποφασίζω", "αποφασίσουν":"αποφασίζω", "αποφασίστε":"αποφασίζω", "αποφασιστεί":"αποφασίζω", "αποφασίστηκαν":"αποφασίζω", "αποφασίστηκε":"αποφασίζω", "αποφασιστικά":"αποφασιστικά", "αποφασιστικά":"αποφασιστικός", "αποφασιστικές":"αποφασιστικός", "αποφασιστική":"αποφασιστικός", "αποφασιστικής":"αποφασιστικός", "αποφασιστικό":"αποφασιστικός", "αποφασιστικός":"αποφασιστικός", "αποφασιστικότητα":"αποφασιστικότητα", "αποφασιστικότητά":"αποφασιστικότητα", "αποφασιστικότητας":"αποφασιστικότητα", "αποφασιστικότητάς":"αποφασιστικότητα", "αποφασιστικού":"αποφασιστικός", "αποφασιστούν":"αποφασίζω", "αποφασίσω":"αποφασίζω", "αποφέρει":"αποφέρω", "αποφέροντας":"αποφέρω", "αποφέρουν":"αποφέρω", "αποφεύγει":"αποφεύγω", "αποφεύγεις":"αποφεύγω", "αποφεύγεται":"αποφεύγω", "αποφεύγετε":"αποφεύγω", "αποφεύγονται":"αποφεύγω", "αποφεύγονταν":"αποφεύγω", "αποφεύγοντας":"αποφεύγω", "αποφεύγουμε":"αποφεύγω", "αποφεύγουν":"αποφεύγω", "αποφεύγω":"αποφεύγω", "αποφευχθεί":"αποφεύγω", "αποφεύχθηκαν":"αποφεύγω", "αποφευχθηκε":"αποφεύγω", "αποφεύχθηκε":"αποφεύγω", "αποφευχθούν":"αποφεύγω", "αποφθέγματα":"απόφθεγμα", "αποφλοιωμένα":"αποφλοιωμένος", "αποφλοιωμένος":"αποφλοιωμένος", "αποφλοίωσης":"αποφλοίωση", "απόφοιτη":"απόφοιτος", "αποφοίτησαν":"αποφοιτώ", "αποφοίτησε":"αποφοιτώ", "αποφοιτήσει":"αποφοιτώ", "αποφοίτηση":"αποφοίτηση", "αποφοίτησή":"αποφοίτηση", "αποφοίτησής":"αποφοίτηση", "αποφοιτήσουν":"αποφοιτώ", "απόφοιτο":"απόφοιτος", "απόφοιτοι":"απόφοιτος", "απόφοιτοί":"απόφοιτος", "απόφοιτος":"απόφοιτος", "αποφοίτου":"απόφοιτος", "αποφοιτούν":"αποφοιτώ", "αποφοίτους":"απόφοιτος", "απόφοιτους":"απόφοιτος", "αποφοίτων":"απόφοιτος", "απόφοιτων":"απόφοιτος", "αποφορά":"αποφορά", "αποφορτίζει":"αποφορτίζω", "αποφορτίσει":"αποφορτίζω", "αποφόρτιση":"αποφόρτιση", "αποφορτιστούν":"αποφορτίζω", "απόφραξη":"απόφραξη", "απόφραξης":"απόφραξη", "αποφύγαμε":"αποφεύγω", "αποφύγει":"αποφεύγω", "αποφύγετε":"αποφεύγω", "αποφύγετέ":"αποφεύγω", "αποφυγή":"αποφυγή", "αποφυγήν":"αποφυγή", "αποφυγής":"αποφυγή", "αποφύγουμε":"αποφεύγω", "αποφύγουν":"αποφεύγω", "αποφύγω":"αποφεύγω", "αποφυλακίζεται":"αποφυλακίζω", "αποφυλάκιση":"αποφυλάκιση", "αποφυλάκισή":"αποφυλάκιση", "αποφυλάκισης":"αποφυλάκιση", "αποφυλάκισής":"αποφυλάκιση", "αποφυλακισθεί":"αποφυλακίζω", "αποφυλακιστεί":"αποφυλακίζω", "αποφυλακίστηκε":"αποφυλακίζω", "αποχαιρετά":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετάει":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετάς":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετήσαμε":"αποχαιρετώ", "αποχαιρέτησαν":"αποχαιρετώ", "αποχαιρέτησε":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετήσει":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετήσουν":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετήσω":"αποχαιρετώ", "αποχαιρέτισαν":"αποχαιρετίζω", "αποχαιρέτισε":"αποχαιρετίζω", "αποχαιρετισμό":"αποχαιρετισμός", "αποχαιρετισμός":"αποχαιρετισμός", "αποχαιρετισμου":"αποχαιρετισμός", "αποχαιρετισμού":"αποχαιρετισμός", "αποχαιρετισμούς":"αποχαιρετισμός", "αποχαιρετιστήρια":"αποχαιρετιστήριος", "αποχαιρετούμε":"αποχαιρετώ", "αποχαιρετώντας":"αποχαιρετώ", "αποχαρακτηρίσει":"αποχαρακτηρίζω", "αποχαρακτηρισμό":"αποχαρακτηρισμός", "αποχαρακτηρισμού":"αποχαρακτηρισμός", "αποχαρακτηρίστηκε":"αποχαρακτηρίζω", "αποχαύνωση":"αποχαύνωση", "αποχεραιτισμός":"αποχαιρετισμός", "αποχές":"αποχή", "αποχετεύσεως":"αποχέτευση", "αποχέτευση":"αποχέτευση", "αποχετευσης":"αποχέτευση", "αποχέτευσης":"αποχέτευση", "αποχετευτικό":"αποχετευτικός", "αποχή":"αποχή", "αποχής":"αποχή", "αποχουντοποίηση":"αποχουντοποίηση", "αποχρώσεις":"απόχρωση", "αποχρώσες":"αποχρών", "αποχρώσεων":"απόχρωση", "απόχρωση":"απόχρωση", "απόχρωσης":"απόχρωση", "αποχωρεί":"αποχωρώ", "αποχώρησα":"αποχωρώ", "αποχώρησαν":"αποχωρώ", "αποχωρήσαντος":"αποχωρήσας", "αποχώρησε":"αποχωρώ", "αποχωρήσει":"αποχωρώ", "αποχωρήσεις":"αποχωρώ", "αποχώρηση":"αποχώρηση", "αποχώρησή":"αποχώρηση", "αποχωρησης":"αποχώρηση", "αποχώρησης":"αποχώρηση", "αποχώρησής":"αποχώρηση", "αποχωρήσουμε":"αποχωρώ", "αποχωρήσουν":"αποχωρώ", "αποχωρήσω":"αποχωρώ", "αποχωρητηρίων":"αποχωρητήριο", "αποχωρίζεται":"αποχωρίζω", "αποχωρίζονται":"αποχωρίζω", "αποχωρισθεί":"αποχωρίζω", "αποχωρισμός":"αποχωρισμός", "αποχωρισμού":"αποχωρισμός", "αποχωριστεί":"αποχωρίζω", "αποχωρίστηκε":"αποχωρίζω", "αποχωριστούν":"αποχωρίζω", "αποχωρούν":"αποχωρώ", "αποχωρούντα":"αποχωρών", "αποχωρούντες":"αποχωρών", "αποχωρούσαν":"αποχωρώ", "αποχωρούσε":"αποχωρώ", "αποχωρώντας":"αποχωρώ", "αποψε":"απόψε", "απόψε":"απόψε", "απόψεις":"άποψη", "απόψεων":"άποψη", "απόψεών":"άποψη", "απόψεως":"άποψη", "αποψη":"άποψη", "απόψη":"απόψη", "άποψη":"άποψη", "άποψή":"άποψη", "άποψης":"άποψη", "άποψής":"άποψη", "αποψιλωμένες":"αποψιλωμένος", "αποψιλωμένη":"αποψιλώνω", "αποψιλώνει":"αποψιλώνω", "αποψιλώνεται":"αποψιλώνω", "αποψίλωση":"αποψίλωση", "αποψίλωσης":"αποψίλωση", "αποψινές":"αποψινός", "αποψινή":"αποψινός", "αποψινής":"αποψινός", "αποψινό":"αποψινός", "αποψινός":"αποψινός", "απραγματοποίητες":"απραγματοποίητος", "απραγματοποίητη":"απραγματοποίητος", "άπραγοι":"άπραγος", "άπραγου":"άπραγος", "άπρακτοι":"άπρακτος", "άπρακτος":"άπρακτος", "απραξία":"απραξία", "απραξίας":"απραξία", "απρέπεια":"απρέπεια", "απρεπείς":"απρεπής", "απρεπή":"απρεπής", "απρίλη":"απρίλης", "απριλιανή":"απριλιανός", "απριλιανούς":"απριλιανός", "απρίλιο":"απρίλιος", "απρίλιος":"απρίλιος", "απριλιου":"απρίλιος", "απριλίου":"απρίλιος", "απρόβλεπτα":"απρόβλεπτα", "απρόβλεπτες":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτη":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτης":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτο":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτοι":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτος":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτου":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτους":"απρόβλεπτος", "απρόβλεπτων":"απρόβλεπτος", "απροειδοποίητα":"απροειδοποίητα", "απροειδοποίητες":"απροειδοποίητος", "απροετοίμαστη":"απροετοίμαστος", "απρόθυμα":"απρόθυμα", "απρόθυμες":"απρόθυμος", "απρόθυμη":"απρόθυμος", "απροθυμία":"απροθυμία", "απροθυμίας":"απροθυμία", "απρόθυμο":"απρόθυμος", "απρόθυμος":"απρόθυμος", "απρόθυμους":"απρόθυμος", "απροκάλυπτα":"απροκάλυπτα", "απροκάλυπτες":"απροκάλυπτος", "απροκάλυπτη":"απροκάλυπτος", "απροκάλυπτο":"απροκάλυπτος", "απροκάλυπτων":"απροκάλυπτος", "απρόκλητα":"απρόκλητος", "απρόκλητη":"απρόκλητος", "απρόκλητης":"απρόκλητος", "απρόμαλλο":"απρόμαλλο", "απρόοπτα":"απρόοπτα", "απρόοπτα":"απρόοπτος", "απρόοπτες":"απρόοπτος", "απρόοπτη":"απρόοπτος", "απροοπτο":"απρόοπτος", "απρόοπτο":"απρόοπτος", "απροόπτου":"απρόοπτος", "απρόοπτου":"απρόοπτος", "απροόπτων":"απρόοπτος", "απρόοπτων":"απρόοπτος", "απροσάρμοστο":"απροσάρμοστος", "απροσάρμοστοι":"απροσάρμοστος", "απροσάρμοστους":"απροσάρμοστος", "απρόσβλητο":"απρόσβλητος", "απροσδιόριστα":"απροσδιόριστα", "απροσδιόριστες":"απροσδιόριστος", "απροσδιόριστης":"απροσδιόριστος", "απροσδιοριστία":"απροσδιοριστία", "απροσδιόριστο":"απροσδιόριστος", "απροσδιόριστος":"απροσδιόριστος", "απροσδιόριστων":"απροσδιόριστος", "απροσδόκητα":"απροσδόκητα", "απροσδόκητες":"απροσδόκητος", "απροσδόκητη":"απροσδόκητος", "απροσδόκητο":"απροσδόκητος", "απροσδόκητος":"απροσδόκητος", "απροσδόκητου":"απροσδόκητος", "απροσδόκητων":"απροσδόκητος", "απρόσεκτη":"απρόσεκτος", "απροσεξία":"απροσεξία", "απρόσιτα":"απρόσιτος", "απρόσιτες":"απρόσιτος", "απρόσιτη":"απρόσιτος", "απρόσιτο":"απρόσιτος", "απρόσκλητοι":"απρόσκλητος", "απροσκλητος":"απρόσκλητος", "απρόσκοπτα":"απρόσκοπτα", "απρόσκοπτη":"απρόσκοπτος", "απρόσκοπτης":"απρόσκοπτος", "απρόσμενα":"απρόσμενα", "απρόσμενες":"απρόσμενος", "απρόσμενη":"απρόσμενος", "απρόσμενο":"απρόσμενος", "απροσπέλαστη":"απροσπέλαστος", "απροσπέλαστο":"απροσπέλαστος", "απροσπέλαστοι":"απροσπέλαστος", "απροσποίητα":"απροσποίητα", "απροστάτευτα":"απροστάτευτος", "απροστάτευτη":"απροστάτευτος", "απροστάτευτο":"απροστάτευτος", "απροστάτευτοι":"απροστάτευτος", "απροστάτευτου":"απροστάτευτος", "απροστάτευτους":"απροστάτευτος", "απροστάτευτων":"απροστάτευτος", "απρόσφορο":"απρόσφορος", "απρόσωπα":"απρόσωπος", "απρόσωπες":"απρόσωπος", "απρόσωπη":"απρόσωπος", "απρόσωπης":"απρόσωπος", "απρόσωπο":"απρόσωπος", "απροσωποληψίας":"απροσωποληψία", "απρόσωπος":"απρόσωπος", "απρόσωπου":"απρόσωπος", "απροχώρητο":"απροχώρητος", "άπσον":"άπσον", "απτά":"απτός", "άπταιστα":"άπταιστα", "απτές":"απτός", "άπτεται":"άπτομαι", "απτή":"απτός", "απτό":"απτός", "απτόητες":"απτόητος", "απτόητοι":"απτόητος", "απτόητος":"απτόητος", "άπτον":"άπτον", "άπτονται":"άπτομαι", "απτών":"απτός", "απύθμενη":"απύθμενος", "απύθμενο":"απύθμενος", "απύλωτο":"απύλωτος", "απυρόβλητο":"απυρόβλητος", "άπω":"άπω", "απωανατολική":"απωανατολικός", "απωθεί":"απωθώ", "απωθημένα":"απωθημένος", "απωθημένες":"απωθώ", "απωθημένη":"απωθημένος", "απωθημένο":"απωθώ", "απώθησαν":"απωθώ", "απώθησε":"απωθώ", "απωθήσει":"απωθώ", "απώθηση":"απώθηση", "απωθήσουμε":"απωθώ", "απωθήσουν":"απωθώ", "απωθητικά":"απωθητικά", "απωθητική":"απωθητικός", "απωθητικό":"απωθητικός", "απωθούν":"απωθώ", "απωλεια":"απώλεια", "απώλεια":"απώλεια", "απώλειά":"απώλεια", "απώλειας":"απώλεια", "απωλείας":"απωλείας", "απωλειες":"απώλεια", "απώλειες":"απώλεια", "απώλειές":"απώλεια", "απωλειών":"απώλεια", "απώλεσαν":"απολλύω", "απώλεσε":"απολλύω", "απών":"απών", "απώτατος":"απώτερος", "απώτερο":"απώτερος", "απώτερος":"απώτερος", "απώτερου":"απώτερος", "απωτέρων":"απώτερος", "αρ":"αρ", "αρα":"άρα", "άρα":"άρα", "άραβα":"άραβας", "αραβαντινός":"αραβαντινός", "άραβας":"άραβας", "άραβες":"άραβας", "αραβια":"αραβία", "αραβία":"αραβία", "αραβίας":"αραβία", "αραβίδης":"αραβίδης", "αραβικά":"αραβικά", "αραβικές":"αραβικός", "αραβική":"αραβικός", "αραβικής":"αραβικός", "αραβικό":"αραβικός", "αραβικός":"αραβικός", "αραβικού":"αραβικός", "αραβικών":"αραβικός", "αραβοσιτέλαιο":"αραβοσιτέλαιο", "αραβυσσό":"αραβυσσό", "αράβων":"άραβας", "άραγε":"άραγε", "αράδα":"αράδα", "αράδες":"αράδα", "αράδιαζαν":"αραδιάζω", "αραδιάζει":"αραδιάζω", "αραδιάζουν":"αραδιάζω", "αραδιασμένα":"αραδιασμένος", "αράζει":"αράζω", "αραιά":"αραιός", "αραιές":"αραιός", "αραιή":"αραιός", "αραιό":"αραιός", "αραιοκατοικημένες":"αραιοκατοικημένος", "αραιοκατοικημένη":"αραιοκατοικημένος", "αραιώνει":"αραιώνω", "αραίωσαν":"αραιώνω", "αραιώσει":"αραιώνω", "αραίωση":"αραίωση", "αραμαϊκούς":"αραμαϊκός", "αραμπατζη":"αραμπατζής", "αραμπατζή":"αραμπατζής", "αραμπατζης":"αραμπατζής", "αραμπατζής":"αραμπατζής", "αραμπίγια":"αραμπίγια", "αράνγκο":"αράνγκο", "αράντες":"αράντα", "αράξετε":"αράζω", "αράου":"αράου", "αράπη":"αράπης", "αράπογλου":"αράπογλου", "αραράτ":"αραράτ", "αραφάτ":"αραφάτ", "άραχλα":"άραχλος", "άραχνα":"άραχνος", "αράχνες":"αράχνη", "αράχνη":"αράχνη", "αράχνης":"αράχνη", "αραχτοί":"αραχτός", "αρβανιτάκη":"αρβανιτάκη", "αρβανιτάκης":"αρβανιτάκης", "αρβανίτης":"αρβανίτης", "αρβανίτικα":"αρβανίτικος", "αρβελάτζε":"αρβελάτζε", "αρβελέρ":"αρβελέρ", "άρβελερ":"άρβελερ", "άρβυλα":"άρβυλο", "αργα":"αργά", "αργά":"αργά", "αργά":"αργός", "αργά-αργά":"αργά-αργά", "αργεί":"αργώ", "αργείτε":"αργώ", "αργεντινή":"αργεντινή", "αργεντινής":"αργεντινή", "αργεντίνικη":"αργεντίνικος", "αργεντίνικο":"αργεντίνικος", "αργεντινό":"αργεντινός", "αργεντινοί":"αργεντινός", "αργεντινός":"αργεντινός", "αργεντίνος":"αργεντίνος", "αργεντινού":"αργεντινός", "αργές":"αργός", "αργή":"αργός", "αργής":"αργός", "άργησα":"αργώ", "άργησαν":"αργώ", "άργησε":"αργώ", "αργήσει":"αργώ", "αργήσουν":"αργώ", "αργία":"αργία", "αργίας":"αργία", "αργίες":"αργία", "αργιθεας":"αργιθεας", "αργιλικά":"αργιλικός", "αργιλικό":"αργιλικός", "άργιλος":"άργιλος", "αργίλου":"άργιλος", "αργιών":"αργία", "αργκό":"αργκό", "αργό":"αργός", "αργοί":"αργός", "αργοκίνητη":"αργοκίνητος", "αργολίδας":"αργολίδα", "αργοναυτες":"αργοναύτης", "αργοναύτες":"αργοναύτης", "αργοναύτης":"αργοναύτης", "αργοναυτών":"αργοναύτης", "αργοπορημένη":"αργοπορώ", "αργοπορημένο":"αργοπορημένος", "αργοπορημενους":"αργοπορημένος", "αργοπορία":"αργοπορία", "άργος":"άργος", "αργοσαρωνικού":"αργοσαρωνικός", "αργοστόλι":"αργοστόλι", "αργόσυρτη":"αργόσυρτος", "αργόσχολοι":"αργόσχολος", "αργόσχολους":"αργόσχολος", "αργοτερα":"αργά", "αργότερα":"αργά", "αργότερα":"αργός", "αργότερο":"αργός", "αργού":"αργός", "αργούν":"αργώ", "αργούς":"αργός", "αργούσε":"αργώ", "αργυρά":"αργυρός", "αργυράκης":"αργυράκης", "αργύρη":"αργύρης", "αργύρης":"αργύρης", "αργυρης":"αργυρός", "αργύρια":"αργύριο", "αργύριο":"αργύριο", "αργυρίου":"αργύριο", "αργυρό":"αργυρός", "αργυρόκαστρο":"αργυρόκαστρο", "αργυρομεταλλευματων":"αργυρομετάλλευμα", "αργυρόπουλο":"αργυρόπουλος", "αργυροπουλος":"αργυρόπουλος", "αργυρόπουλος":"αργυρόπουλος", "αργυρόπουλου":"αργυρόπουλος", "αργυρουπόλεως":"αργυρούπολη", "αργυρούπολης":"αργυρούπολη", "αργυρόχρους":"αργυρόχρους", "αργυρω":"αργυρω", "αργυρώ":"αργυρώ", "αργυρώνητους":"αργυρώνητος", "αργώ":"αργώ", "αρδαμέρι":"αρδαμέρι", "άρδας":"άρδας", "άρδασσα":"άρδασσα", "αρδευόμενη":"αρδευόμενος", "άρδευση":"άρδευση", "άρδευσης":"άρδευση", "αρδευτικές":"αρδευτικός", "αρδευτικό":"αρδευτικός", "αρδευτικών":"αρδευτικός", "άρδην":"άρδην", "αρδίττη":"αρδίττη", "αρέθουσα":"αρέθουσα", "αρέθουσας":"αρέθουσας", "άρει":"αίρω", "αρειανάρα":"αρειανάρα", "αρειανό":"αρειανός", "αρειανοσύνη":"αρειανοσύνη", "αρειανούς":"αρειανός", "άρειο":"άρειος", "άρειος":"άρειος", "αρείου":"άρειος", "αρείω":"αρείω", "αρένα":"αρένα", "αρένας":"αρένα", "αρένες":"αρένα", "αρενς":"αρενς", "άρενς":"άρενς", "αρεοπαγιτης":"αρεοπαγίτης", "αρεοπαγίτης":"αρεοπαγίτης", "άρεσαν":"αρέσω", "άρεσε":"αρέσω", "αρέσει'":"αρέσει'", "αρέσει":"αρέσω", "αρεσκείας":"αρέσκεια", "αρέσκεται":"αρέσκομαι", "αρέσκονται":"αρέσκομαι", "αρέσουν":"αρέσω", "αρεστή":"αρεστός", "αρεστός":"αρεστός", "αρετές":"αρετή", "αρετή":"αρετή", "αρετής":"αρετή", "αρετσίνωτων":"αρετσίνωτος", "αρετσού":"αρετσού", "αρετσούς":"αρετσούς", "αρετών":"αρετή", "αρη":"άρης", "άρη":"άρης", "αρη-ηρακλη":"αρη-ηρακλη", "άρη-παοκ":"άρη-παοκ", "αρης":"άρης", "άρης":"άρης", "άρης261056-1005":"άρης261056-1005", "άρης33103524-22":"άρης33103524-22", "άρης-βέντσπιλς":"άρης-βέντσπιλς", "άρης-εργοτέλης":"άρης-εργοτέλης", "άρης-εστουντιάντες":"άρης-εστουντιάντες", "άρης-χαϊδάρι":"άρης-χαϊδάρι", "αρητη":"αρητός", "αρθει":"αίρω", "αρθεί":"αίρω", "αρθούν":"αίρω", "άρθουρ":"άρθουρ", "αρθούρος":"αρθούρος", "αρθούρου":"αρθούρος", "άρθρ.":"άρθρ.", "άρθρα":"άρθρο", "αρθράκι":"αρθράκι", "αρθρίτιδα":"αρθρίτιδα", "αρθρίτιδες":"αρθρίτιδα", "άρθρο":"άρθρο", "αρθρογράφε":"αρθρογράφος", "αρθρογραφεί":"αρθρογραφώ", "αρθρογραφία":"αρθρογραφία", "αρθρογραφίας":"αρθρογραφία", "αρθρογράφοι":"αρθρογράφος", "αρθρογράφος":"αρθρογράφος", "αρθρογράφου":"αρθρογράφος", "αρθρογράφους":"αρθρογράφος", "αρθρογραφούσε":"αρθρογραφώ", "αρθρογράφων":"αρθρογράφος", "αρθρογραφώντας":"αρθρογραφώ", "άρθρον":"άρθρο", "αρθροσκόπηση":"αρθροσκόπηση", "αρθροσκόπησης":"αρθροσκόπηση", "άρθρου":"άρθρο", "άρθρων":"άρθρο", "αρθρώνει":"αρθρώνω", "αρθρώνεται":"αρθρώνω", "αρθρώνονται":"αρθρώνω", "αρθρώνουν":"αρθρώνω", "αρθρώσει":"αρθρώνω", "αρθρώσεις":"άρθρωση", "αρθρώσεων":"άρθρωση", "άρθρωση":"άρθρωση", "αρθρώσουν":"αρθρώνω", "αρθρωτά":"αρθρωτός", "άρι":"άρι", "αριαδνη":"αριάδνη", "άριας":"άριος", "αριβίστες":"αριβίστας", "αριδαία":"αριδαία", "αριδαιας":"αριδαία", "αριδαίας":"αριδαία", "αριελ":"αριελ", "αριέλ":"αριέλ", "αριέχ":"αριέχ", "αριζόνα":"αριζόνα", "αριζόνας":"αριζόνα", "αριθ.":"αριθ.", "αριθμ":"αριθμ", "αριθμεί":"αριθμώ", "αριθμέντι":"αριθμέντι", "αριθμημένα":"αριθμώ", "αριθμημένη":"αριθμώ", "αριθμημένο":"αριθμώ", "αρίθμησης":"αρίθμηση", "αριθμητικά":"αριθμητικά", "αριθμητική":"αριθμητικός", "αριθμητικής":"αριθμητική", "αριθμητικής":"αριθμητικός", "αριθμητικό":"αριθμητικός", "αριθμητικούς":"αριθμητικός", "αριθμό":"αριθμός", "αριθμοί":"αριθμός", "αριθμόν":"αριθμός", "αριθμός":"αριθμός", "αριθμός-ρεκόρ":"αριθμός-ρεκόρ", "αριθμού":"αριθμός", "αριθμούν":"αριθμώ", "αριθμους":"αριθμός", "αριθμούς":"αριθμός", "αριθμούσε":"αριθμώ", "αριθμών":"αριθμός", "αρίνας":"αρίνα", "άρις":"άρις", "άριστα":"άριστος", "άριστα":"καλά", "αρισταδης":"αρισταδης", "αριστάδης":"αριστάδης", "αριστάρεϊν":"αριστάρεϊν", "αριστεία":"αριστεία", "αριστεία-επαίνους":"αριστεία-επαίνους", "αριστείδη":"αριστείδης", "αριστείδης":"αριστείδης", "αριστείδου":"αριστείδου", "αρίστεινο":"αρίστεινο", "αριστερα":"αριστερά", "αριστερά":"αριστερά", "αριστερά":"αριστερός", "αριστερας":"αριστερά", "αριστεράς":"αριστερά", "αριστεράς":"αριστερός", "αριστερές":"αριστερός", "αριστερη":"αριστερός", "αριστερή":"αριστερός", "αριστερής":"αριστερός", "αριστερίζοντες":"αριστερίζων", "αριστερισμού":"αριστερισμός", "αριστερό":"αριστερός", "αριστεροί":"αριστερός", "αριστερός":"αριστερός", "αριστεροσύνης":"αριστεροσύνης", "αριστερότερο":"αριστερότερο", "αριστερού":"αριστερός", "αριστερούς":"αριστερός", "αριστερόχειρας":"αριστερόχειρας", "αριστερών":"αριστερός", "άριστες":"άριστος", "αριστευς":"αριστευς", "αρίστη":"άριστος", "άριστη":"άριστος", "αρίστης":"άριστος", "άριστης":"άριστος", "αριστίδες":"αριστίδες", "αρίστιππου":"αρίστιππου", "άριστο":"άριστος", "άριστοι":"άριστος", "αριστοκράτες":"αριστοκράτης", "αριστοκράτη":"αριστοκράτης", "αριστοκράτης":"αριστοκράτης", "αριστοκρατια":"αριστοκρατία", "αριστοκρατία":"αριστοκρατία", "αριστοκρατίας":"αριστοκρατία", "αριστοκρατική":"αριστοκρατικός", "αριστοκρατικής":"αριστοκρατικός", "αριστοκρατικό":"αριστοκρατικός", "αριστοκρατικού":"αριστοκρατικός", "αριστοκρατών":"αριστοκράτης", "άριστον":"άριστος", "άριστος":"άριστος", "αριστοτέλειο":"αριστοτέλειος", "αριστοτελειον":"αριστοτέλειος", "αριστοτέλειον":"αριστοτέλειος", "αριστοτελείου":"αριστοτέλειος", "αριστοτέλειου":"αριστοτέλειος", "αριστοτέλη":"αριστοτέλης", "αριστοτελης":"αριστοτέλης", "αριστοτέλης":"αριστοτέλης", "αριστοτελική":"αριστοτελικός", "αριστοτελικής":"αριστοτελικός", "αριστοτελους":"αριστοτελους", "αριστοτέλους":"αριστοτέλους", "αριστοτεχνικές":"αριστοτεχνικός", "αριστοτεχνική":"αριστοτεχνικός", "αριστοτεχνικό":"αριστοτεχνικός", "άριστου":"άριστος", "αριστούργημα":"αριστούργημα", "αριστουργήματα":"αριστούργημα", "αριστουργήματά":"αριστούργημα", "αριστουργηματικά":"αριστουργηματικά", "αριστουργηματικές":"αριστουργηματικός", "αριστουργηματικής":"αριστουργηματικός", "αριστουργηματικό":"αριστουργηματικός", "αριστουργήματος":"αριστούργημα", "αριστουργημάτων":"αριστούργημα", "άριστους":"άριστος", "αριστούχοι":"αριστούχος", "αριστούχος":"αριστούχος", "αριστοφάνη":"αριστοφάνης", "αριστοφάνης":"αριστοφάνης", "αριστοφανική":"αριστοφανικός", "αρίων":"άριος", "αρίωνα":"αρίωνα", "αρκαδίας":"αρκαδία", "αρκαδικός":"αρκαδικός", "αρκαδίου":"αρκάδιος", "άρκανσο":"άρκανσο", "αρκάντι":"αρκάντι", "αρκεί":"αρκώ", "αρκείται":"αρκώ", "αρκέσει":"αρκώ", "αρκέσθηκαν":"αρκώ", "αρκεσίλαος":"αρκεσίλαος", "αρκεστείτε":"αρκώ", "αρκεστήκαμε":"αρκώ", "αρκέστηκαν":"αρκώ", "αρκέστηκε":"αρκώ", "αρκεστούμε":"αρκώ", "αρκεστούν":"αρκώ", "αρκεστώ":"αρκώ", "αρκέτ":"αρκέτ", "άρκετ":"άρκετ", "αρκετά":"αρκετά", "αρκετά":"αρκετός", "αρκετές":"αρκετός", "αρκετή":"αρκετός", "αρκετό":"αρκετός", "αρκετοί":"αρκετός", "αρκετός":"αρκετός", "αρκετού":"αρκετός", "αρκετούς":"αρκετός", "αρκετών":"αρκετός", "αρκούδα":"αρκούδα", "αρκουδάκι":"αρκουδάκι", "αρκουδάκια":"αρκουδάκι", "αρκούδας":"αρκούδα", "αρκούδες":"αρκούδα", "αρκούδη":"αρκούδη", "αρκούδων":"αρκούδος", "αρκούμαστε":"αρκώ", "αρκούμενος":"αρκούμενος", "αρκούν":"αρκώ", "αρκούνται":"αρκώ", "αρκούνταν":"αρκώ", "αρκούντως":"αρκούντως", "αρκούρι":"αρκούρι", "αρκούσαν":"αρκώ", "αρκούσε":"αρκώ", "αρκτικές":"αρκτικός", "αρκτική":"αρκτικός", "άρκτο":"άρκτος", "αρκτούρος":"αρκτούρος", "αρκτούρου":"αρκτούρου", "αρλούμπες":"αρλούμπας", "αρλουμποειδές":"αρλουμποειδές", "άρμα":"άρμα", "αρμάδα":"αρμάδα", "αρμάθιασμα":"αρμάθιασμα", "αρμάν":"αρμάν", "αρμάνι":"αρμάνι", "αρμάου":"αρμάου", "άρματα":"άρμα", "άρματά":"άρμα", "άρματος":"άρμα", "αρματωμένες":"αρματώνω", "αρματωμένοι":"αρματώνω", "αρμάτων":"άρμα", "αρματωσιά":"αρματωσιά", "αρμέ":"αρμός", "άρμεγμα":"άρμεγμα", "αρμέγοντα":"αρμέγοντα", "αρμένηδων":"αρμένης", "αρμενία":"αρμενία", "αρμένια":"αρμένια", "αρμενίζουμε":"αρμενίζω", "αρμενίζουν":"αρμενίζω", "αρμενική":"αρμενικός", "αρμένικη":"αρμένικος", "αρμενικής":"αρμενικός", "αρμένιοι":"αρμένιος", "αρμενίων":"αρμένιος", "αρμένιων":"αρμένιος", "αρμενοπουλο":"αρμενόπουλος", "αρμενοπούλου":"αρμενοπούλου", "αρμίνια":"αρμίνια", "αρμόδια":"αρμόδιος", "αρμόδιας":"αρμόδιος", "αρμόδιες":"αρμόδιος", "αρμόδιο":"αρμόδιος", "αρμόδιοι":"αρμόδιος", "αρμόδιος":"αρμόδιος", "αρμοδιότητα":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητά":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητας":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητάς":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητες":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητές":"αρμοδιότητα", "αρμοδιότητος":"αρμοδιότητα", "αρμοδιοτήτων":"αρμοδιότητα", "αρμοδίου":"αρμόδιος", "αρμόδιου":"αρμόδιος", "αρμοδίους":"αρμόδιος", "αρμόδιους":"αρμόδιος", "αρμοδιων":"αρμόδιος", "αρμοδίων":"αρμόδιος", "αρμόδιων":"αρμόδιος", "αρμοδίως":"αρμόδια", "άρμοζε":"αρμόζω", "αρμόζει":"αρμόζω", "αρμόζοντα":"αρμόζων", "αρμόζουν":"αρμόζω", "αρμόζουσα":"αρμόζων", "αρμόζουσες":"αρμόζων", "αρμονία":"αρμονία", "αρμονίας":"αρμονία", "αρμονικά":"αρμονικά", "αρμονική":"αρμονικός", "αρμονικής":"αρμονικός", "αρμονικό":"αρμονικός", "αρμονικότατο":"αρμονικός", "αρμονικών":"αρμονικός", "αρμοστείας":"αρμοστεία", "αρμοστή":"αρμοστής", "αρμοστής":"αρμοστής", "αρμούς":"αρμός", "αρμπρόαθ":"αρμπρόαθ", "άρμστρογκ":"άρμστρογκ", "αρναίας":"αρναίας", "αρνάκι":"αρνάκι", "αρνάκια":"αρνάκι", "αρναούτης":"αρναούτης", "αρναούτογλου":"αρναούτογλου", "αρνείστε":"αρνιέμαι", "αρνείται":"αρνιέμαι", "αρνείτο":"αρνιέμαι", "αρνηθεί":"αρνιέμαι", "αρνηθείτε":"αρνιέμαι", "αρνήθηκα":"αρνιέμαι", "αρνηθήκαμε":"αρνιέμαι", "αρνήθηκαν":"αρνιέμαι", "αρνήθηκε":"αρνιέμαι", "αρνηθούμε":"αρνιέμαι", "αρνηθούν":"αρνιέμαι", "αρνηθώ":"αρνιέμαι", "αρνήσεις":"άρνηση", "αρνήσεων":"άρνηση", "άρνηση":"άρνηση", "άρνησή":"άρνηση", "άρνησης":"άρνηση", "άρνησής":"άρνηση", "αρνητές":"αρνητής", "αρνητής":"αρνητής", "αρνητικα":"αρνητικά", "αρνητικά":"αρνητικά", "αρνητικά":"αρνητικός", "αρνητικές":"αρνητικός", "αρνητική":"αρνητικός", "αρνητικής":"αρνητικός", "αρνητικό":"αρνητικός", "αρνητικοί":"αρνητικός", "αρνητικός":"αρνητικός", "αρνητικού":"αρνητικός", "αρνητικούς":"αρνητικός", "αρνητικών":"αρνητικός", "αρνί":"αρνί", "αρνιά":"αρνί", "αρνίδης":"αρνίδης", "αρνιόταν":"αρνιέμαι", "αρνιού":"αρνί", "άρνολντ":"άρνολντ", "αρνομαλλη":"αρνομαλλη", "αρνούμαι":"αρνιέμαι", "αρνούμαστε":"αρνιέμαι", "αρνούμενη":"αρνούμενος", "αρνούμενοι":"αρνούμενος", "αρνούμενος":"αρνούμενος", "αρνούνται":"αρνιέμαι", "αρνούνταν":"αρνιέμαι", "άρνσταντ":"άρνσταντ", "αρντακάν":"αρντακάν", "αρντάνθα":"αρντάνθα", "αρντέν":"αρντέν", "αρόδο":"αρόδο", "αρόμα":"αρόμα", "άρον":"άρον", "άρουν":"αίρω", "αρουντάτι":"αρουντάτι", "αρουραίοι":"αρουραίος", "αρουραίος":"αρουραίος", "αρουραίου":"αρουραίος", "αρουραίους":"αρουραίος", "αρουραίων":"αρουραίος", "αρπα":"άρπα", "άρπα":"άρπα", "άρπαγα":"άρπαγας", "αρπαγές":"αρπαγή", "αρπαγή":"αρπαγή", "άρπαζαν":"αρπάζω", "αρπάζει":"αρπάζω", "αρπάζετε":"αρπάζω", "αρπάζοντας":"αρπάζω", "αρπάζουμε":"αρπάζω", "αρπάζουν":"αρπάζω", "αρπακτική":"αρπακτικός", "αρπακτικό":"αρπακτικός", "αρπακτικότητα":"αρπακτικότητα", "αρπακτικού":"αρπακτικός", "άρπαξαν":"αρπάζω", "άρπαξε":"αρπάζω", "αρπάξει":"αρπάζω", "άρπαξες":"αρπάζω", "αρπάξουμε":"αρπάζω", "αρπάξουν":"αρπάζω", "αρπάξτε":"αρπάζω", "αρπάξω":"αρπάζω", "άρπας":"άρπα", "αρπαχτεί":"αρπάζω", "αρπαχτές":"αρπαχτός", "αρπαχτή":"αρπαχτός", "αρπαχτής":"αρπαχτός", "άρπες":"άρπα", "αρπίστρια":"αρπίστρια", "αρραβωνιαστικιά":"αρραβωνιαστικιά", "αρραβωνιαστικό":"αρραβωνιαστικός", "αρραβωνιαστικός":"αρραβωνιαστικός", "αρραβώνων":"αρραβώνας", "άρρεν":"άρρην", "αρρεναγωγείου":"αρρεναγωγείου", "άρρενες":"άρρην", "άρρενος":"άρρην", "αρρένων":"άρρην", "αρρενωπή":"αρρενωπός", "αρρενωποί":"αρρενωπός", "άρρηκτα":"άρρηκτα", "άρρηκτοι":"άρρηκτος", "άρρητα":"άρρητος", "αρριανά":"αρριανά", "άρριζους":"άρριζος", "αρρυθμία":"αρρυθμία", "αρρυθμίες":"αρρυθμία", "άρρωστα":"άρρωστος", "αρρωσταίνει":"αρρωσταίνω", "αρρωσταίνουν":"αρρωσταίνω", "αρρωσταίνω":"αρρωσταίνω", "άρρωστες":"άρρωστος", "άρρωστη":"άρρωστος", "αρρωστημένες":"αρρωστημένος", "αρρωστημένη":"αρρωστημένος", "αρρωστημένης":"αρρωστημένος", "αρρωστημένο":"αρρωστημένος", "άρρωστης":"άρρωστος", "αρρώστησε":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσει":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσεις":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσετε":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσουμε":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσουν":"αρρωσταίνω", "αρρωστήσω":"αρρωσταίνω", "αρρώστια":"αρρώστια", "αρρώστιας":"αρρώστια", "αρρώστιες":"αρρώστια", "άρρωστο":"άρρωστος", "άρρωστοι":"άρρωστος", "άρρωστος":"άρρωστος", "αρρώστου":"άρρωστος", "αρρώστους":"άρρωστος", "άρρωστους":"άρρωστος", "αρσάκειο":"αρσάκειο", "άρσεις":"άρση", "αρσέν":"αρσέν", "αρσεναλ":"αρσεναλ", "άρσεναλ":"άρσεναλ", "άρσεναλ45129328-11":"άρσεναλ45129328-11", "άρσεναλ-bbc1":"άρσεναλ-bbc1", "αρσεναλ-μίντλεσμπρο":"αρσεναλ-μίντλεσμπρο", "αρσενη":"αρσένης", "αρσένη":"αρσένης", "αρσένης":"αρσένης", "αρσενικά":"αρσενικός", "αρσενικές":"αρσενικός", "αρσενική":"αρσενικός", "αρσενικής":"αρσενικός", "αρσενικό":"αρσενικός", "αρσενικός":"αρσενικός", "αρσενικού":"αρσενικός", "αρσενικων":"αρσενικός", "αρσενικών":"αρσενικός", "αρσένιο":"αρσένιος", "αρση":"άρση", "άρση":"άρση", "άρσης":"άρση", "αρσιβαρίστα":"αρσιβαρίστας", "αρσιβαρίστες":"αρσιβαρίστας", "αρσιβαρίστριες":"αρσιβαρίστρια", "άρσιν":"άρση", "αρσινόη":"αρσινόη", "αρσινοίτης":"αρσινοίτης", "άρσιτς":"άρσιτς", "αρσούδη":"αρσούδη", "αρτα":"άρτα", "άρτα":"άρτα", "αρταμήδωρος":"αρταμήδωρος", "αρτας":"άρτα", "άρτας":"άρτα", "άρτεμη":"άρτεμη", "αρτέμιδα":"αρτέμιδα", "αρτέμιδος":"αρτέμιδος", "αρτέμιος":"αρτέμιος", "αρτέμιου":"αρτέμιος", "αρτεμίσιον":"αρτεμίσιο", "αρτεργατών":"αρτεργάτης", "αρτεσιανά":"αρτεσιανό", "αρτζανίδου":"αρτζανίδου", "άρτζες":"άρτζες", "άρτζι":"άρτζι", "αρτηρία":"αρτηρία", "αρτηριακή":"αρτηριακός", "αρτηριακής":"αρτηριακός", "αρτηρίας":"αρτηρία", "αρτηρίες":"αρτηρία", "αρτηριών":"αρτηρία", "άρτι":"άρτι", "άρτια":"άρτιος", "άρτιας":"άρτιος", "άρτιες":"άρτιος", "αρτιμέλεια":"αρτιμέλεια", "άρτιο":"άρτιος", "άρτιοι":"άρτιος", "άρτιος":"άρτιος", "αρτιότερα":"άρτιος", "αρτιότερες":"άρτιος", "αρτιότερη":"άρτιος", "αρτιότητα":"αρτιότητα", "αρτιότητες":"αρτιότητα", "άρτιου":"άρτιος", "αρτίστες":"αρτίστας", "αρτοβιομηχανια":"αρτοβιομηχανία", "άρτον":"άρτος", "αρτοποιίας":"αρτοποιία", "αρτοποιοί":"αρτοποιός", "αρτοποιός":"αρτοποιός", "αρτόπουλος":"αρτόπουλος", "αρτοσκευάσματα":"αρτοσκεύασμα", "άρτσι":"άρτσι", "άρτσιμπαλντ":"άρτσιμπαλντ", "αρφά":"αρφά", "αρχαγγέλου":"αρχάγγελος", "αρχαία":"αρχαίος", "αρχαίας":"αρχαίος", "αρχαίες":"αρχαίος", "αρχαϊκά":"αρχαϊκός", "αρχαϊκή":"αρχαϊκός", "αρχαϊκής":"αρχαϊκός", "αρχαϊκό":"αρχαϊκός", "αρχαϊκός":"αρχαϊκός", "αρχαϊκούς":"αρχαϊκός", "αρχαϊκών":"αρχαϊκός", "αρχαίο":"αρχαίος", "αρχαιογνωσίας":"αρχαιογνωσία", "αρχαιοελληνική":"αρχαιοελληνικός", "αρχαιοελληνικής":"αρχαιοελληνικός", "αρχαιοελληνικό":"αρχαιοελληνικός", "αρχαίοι":"αρχαίος", "αρχαιοκαπηλεια":"αρχαιοκαπηλεια", "αρχαιοκαπηλεία":"αρχαιοκαπηλία", "αρχαιοκαπηλία":"αρχαιοκαπηλία", "αρχαιοκαπηλίας":"αρχαιοκαπηλία", "αρχαιολατρεία":"αρχαιολατρία", "αρχαιολατρία":"αρχαιολατρία", "αρχαιολογία":"αρχαιολογία", "αρχαιολογίας":"αρχαιολογία", "αρχαιολογικά":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικές":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογική":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικής":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικο":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικό":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικοί":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικός":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικού":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικούς":"αρχαιολογικός", "αρχαιολογικών":"αρχαιολογικός", "αρχαιολόγο":"αρχαιολόγος", "αρχαιολόγοι":"αρχαιολόγος", "αρχαιολόγος":"αρχαιολόγος", "αρχαιολόγου":"αρχαιολόγος", "αρχαιολόγους":"αρχαιολόγος", "αρχαιολόγων":"αρχαιολόγος", "αρχαίον":"αρχαίος", "αρχαιοπρεπές":"αρχαιοπρεπής", "αρχαίος":"αρχαίος", "αρχαιοτάτων":"αρχαίος", "αρχαιότερα":"αρχαίος", "αρχαιότερες":"αρχαίος", "αρχαιότερη":"αρχαίος", "αρχαιότερης":"αρχαίος", "αρχαιότερο":"αρχαίος", "αρχαιότεροι":"αρχαίος", "αρχαιότεροί":"αρχαίος", "αρχαιότερος":"αρχαίος", "αρχαιότερου":"αρχαίος", "αρχαιότερους":"αρχαίος", "αρχαιότητα":"αρχαιότητα", "αρχαιότητας":"αρχαιότητα", "αρχαιότητες":"αρχαιότητα", "αρχαιοτήτων":"αρχαιότητα", "αρχαίου":"αρχαίος", "αρχαίους":"αρχαίος", "αρχαιρεσίες":"αρχαιρεσία", "αρχαϊσμός":"αρχαϊσμός", "αρχαϊσμούς":"αρχαϊσμός", "αρχαίων":"αρχαίος", "αρχάριος":"αρχάριος", "αρχαρίους":"αρχάριος", "αρχάριους":"αρχάριος", "αρχαρίων":"αρχάριος", "αρχάς":"αρχάς", "αρχέγονες":"αρχέγονος", "αρχέγονη":"αρχέγονος", "αρχέγονης":"αρχέγονος", "αρχέγονο":"αρχέγονος", "αρχέγονοι":"αρχέγονος", "αρχέγονος":"αρχέγονος", "αρχέγονου":"αρχέγονος", "αρχέγονους":"αρχέγονος", "αρχεία":"αρχείο", "αρχειακές":"αρχειακός", "αρχειακή":"αρχειακός", "αρχειακής":"αρχειακός", "αρχειακό":"αρχειακός", "αρχειο":"αρχείο", "αρχείο":"αρχείο", "αρχειοθετείται":"αρχειοθετώ", "αρχειοθέτηση":"αρχειοθέτηση", "αρχειοθετούν":"αρχειοθετώ", "αρχειολόγοι":"αρχειολόγοι", "αρχείου":"αρχείο", "αρχείων":"αρχείο", "αρχέλαος":"αρχέλαος", "αρχέλαος-απόλλων":"αρχέλαος-απόλλων", "αρχέλαος-φίλιππος":"αρχέλαος-φίλιππος", "αρχες":"αρχή", "αρχές":"αρχή", "άρχεται":"άρχω", "αρχετυπικές":"αρχετυπικός", "αρχετυπικό":"αρχετυπικός", "αρχέτυπο":"αρχέτυπος", "αρχετύπων":"αρχέτυπος", "αρχή":"αρχή", "αρχηγέ":"αρχηγός", "αρχηγείο":"αρχηγείο", "αρχηγείου":"αρχηγείο", "αρχηγέτη":"αρχηγέτης", "αρχηγία":"αρχηγία", "αρχηγική":"αρχηγικός", "αρχηγικό":"αρχηγικός", "αρχηγό":"αρχηγός", "αρχηγοί":"αρχηγός", "αρχηγος":"αρχηγός", "αρχηγός":"αρχηγός", "αρχηγού":"αρχηγός", "αρχηγούς":"αρχηγός", "αρχηγών":"αρχηγός", "αρχήν":"αρχή", "αρχής":"αρχή", "αρχίατρος":"αρχίατρος", "αρχιγραμματέας":"αρχιγραμματέας", "αρχιδούκας":"αρχιδούκας", "αρχιεπισκοπη":"αρχιεπισκοπή", "αρχιεπισκοπής":"αρχιεπισκοπή", "αρχιεπίσκοπο":"αρχιεπίσκοπος", "αρχιεπίσκοπος":"αρχιεπίσκοπος", "αρχιεπισκόπου":"αρχιεπίσκοπος", "αρχιεπίσκοπου":"αρχιεπίσκοπος", "αρχιερατικό":"αρχιερατικός", "αρχιερείς":"αρχιερέας", "αρχιερέων":"αρχιερέας", "άρχιζαν":"αρχίζω", "άρχιζε":"αρχίζω", "αρχίζει":"αρχίζω", "αρχίζεις":"αρχίζω", "αρχίζετε":"αρχίζω", "αρχίζοντας":"αρχίζω", "αρχίζουμε":"αρχίζω", "αρχιζουν":"αρχίζω", "αρχίζουν":"αρχίζω", "αρχίζω":"αρχίζω", "αρχιθαλαμηπόλο":"αρχιθαλαμηπόλος", "αρχικά":"αρχικά", "αρχικά":"αρχικός", "αρχικές":"αρχικός", "αρχική":"αρχικός", "αρχικής":"αρχικός", "αρχικό":"αρχικός", "αρχικοί":"αρχικός", "αρχικός":"αρχικός", "αρχικού":"αρχικός", "αρχικούς":"αρχικός", "αρχικών":"αρχικός", "αρχικώς":"αρχικά", "αρχιμάγειρας":"αρχιμάγειρας", "αρχιμάγειρες":"αρχιμάγειρας", "αρχιμανδρίτη":"αρχιμανδρίτης", "αρχιμανδρίτης":"αρχιμανδρίτης", "αρχιμαφιόζο":"αρχιμαφιόζος", "αρχιμαφιόζος":"αρχιμαφιόζος", "αρχιμήδη":"αρχιμήδης", "αρχιμήδης":"αρχιμήδης", "αρχιμηχανικό":"αρχιμηχανικός", "αρχιμουσικό":"αρχιμουσικός", "αρχιμουσικός":"αρχιμουσικός", "αρχιπελαγος":"αρχιπέλαγος", "αρχιπέλαγος":"αρχιπέλαγος", "άρχισα":"αρχίζω", "αρχίσαμε":"αρχίζω", "αρχισαν":"αρχίζω", "άρχισαν":"αρχίζω", "αρχίσανε":"αρχίζω", "άρχισε":"αρχίζω", "αρχίσει":"αρχίζω", "αρχίσεις":"αρχίζω", "άρχισες":"αρχίζω", "αρχίσετε":"αρχίζω", "αρχίσουμε":"αρχίζω", "αρχίσουν":"αρχίζω", "αρχίστε":"αρχίζω", "αρχιστράτηγο":"αρχιστράτηγος", "αρχιστράτηγος":"αρχιστράτηγος", "αρχισυντάκτες":"αρχισυντάκτης", "αρχισυντάκτη":"αρχισυντάκτης", "αρχισυντάκτης":"αρχισυντάκτης", "αρχισυνταξία":"αρχισυνταξία", "αρχίσω":"αρχίζω", "αρχιτέκτονα":"αρχιτέκτονας", "αρχιτέκτονας":"αρχιτέκτονας", "αρχιτέκτονες":"αρχιτέκτονας", "αρχιτέκτονές":"αρχιτέκτονας", "αρχιτεκτόνημα":"αρχιτεκτόνημα", "αρχιτεκτονικά":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτονικές":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτονική":"αρχιτεκτονική", "αρχιτεκτονικής":"αρχιτεκτονική", "αρχιτεκτονικό":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτονικός":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτονικού":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτονικών":"αρχιτεκτονικός", "αρχιτεκτόνισσα":"αρχιτεκτόνισσα", "αρχιτεκτόνων":"αρχιτέκτονας", "αρχιτέκτων":"αρχιτέκτονας", "αρχιτεχ":"αρχιτεχ", "αρχιφύλακα":"αρχιφύλακας", "αρχόμενα":"αρχόμενος", "αρχόμενοι":"αρχόμενος", "άρχοντα":"άρχων", "αρχονταρίκι":"αρχονταρίκι", "άρχοντας":"άρχοντας", "άρχοντας":"άρχω", "άρχοντες":"άρχων", "άρχοντές":"άρχων", "αρχοντιά":"αρχοντιά", "αρχοντίδη":"αρχοντίδη", "αρχοντίδης":"αρχοντίδης", "αρχοντικά":"αρχοντικά", "αρχοντική":"αρχοντικός", "αρχοντικό":"αρχοντικός", "αρχοντικού":"αρχοντικός", "αρχοντικών":"αρχοντικός", "αρχόντισσα":"αρχόντισσα", "αρχοντούλης":"αρχοντούλης", "αρχοντοχωριάτικης":"αρχοντοχωριάτικης", "αρχόντων":"άρχοντας", "άρχουσα":"άρχων", "άρχουσας":"άρχων", "άρχουσες":"άρχων", "αρχύτερα":"αρχύτερα", "αρχών":"αρχή", "άρχων":"άρχοντας", "αρωγά":"αρωγός", "αρωγή":"αρωγή", "αρωγής":"αρωγή", "αρωγό":"αρωγός", "αρωγοί":"αρωγός", "αρωγός":"αρωγός", "αρωμα":"άρωμα", "άρωμα":"άρωμα", "άρωμά":"άρωμα", "αρώματα":"άρωμα", "αρωματικά":"αρωματικός", "αρωματικές":"αρωματικός", "αρωματική":"αρωματικός", "αρωματικό":"αρωματικός", "αρωματίσει":"αρωματίζω", "αρωματισμένα":"αρωματίζω", "αρωματισμένες":"αρωματισμένος", "αρωματισμένο":"αρωματισμένος", "αρωματίσουν":"αρωματίζω", "αρωματοποιία":"αρωματοποιία", "αρώματος":"άρωμα", "αρωμάτων":"άρωμα", "αρώνη":"αρώνη", "ας":"ας", "'ας":"'ας", "ασά":"ασά", "ασάλευτες":"ασάλευτος", "ασάλευτοι":"ασάλευτος", "ασάνοβιτς":"ασάνοβιτς", "ασανσέρ":"ασανσέρ", "ασαντ":"ασαντ", "ασάντ":"ασάντ", "άσαντ":"άσαντ", "ασάντα":"ασάντα", "ασαντουλάχ":"ασαντουλάχ", "'ασάρκ":"'ασάρκ", "ασάφεια":"ασάφεια", "ασάφειας":"ασάφεια", "ασάφειες":"ασάφεια", "ασαφείς":"ασαφής", "ασαφές":"ασαφής", "ασαφή":"ασαφής", "ασαφής":"ασαφής", "ασαφούς":"ασαφής", "ασαφών":"ασαφής", "ασαχάρα":"ασαχάρα", "ασβ":"ασβ", "ασβεστάδες":"ασβεστάς", "ασβέστες":"ασβέστης", "ασβέστη":"ασβέστης", "άσβεστη":"άσβεστος", "ασβέστιο":"ασβέστιο", "ασβεστίου":"ασβέστιο", "ασβεστολιθικά":"ασβεστολιθικός", "ασβεστόλιθο":"ασβεστόλιθος", "ασβεστοχώρι":"ασβεστοχώρι", "ασβεστοχωρίου":"ασβεστοχωρίου", "ασβός":"ασβός", "ασε":"ασε", "άσε":"άσος", "ασεαδ":"ασεαδ", "ασέβεια":"ασέβεια", "ασεβείς":"ασεβής", "ασεβή":"ασεβής", "ασεβής":"ασεβής", "ασεκίδης":"ασεκίδης", "ασελγεί":"ασελγώ", "ασέλγεια":"ασέλγεια", "ασελγήσει":"ασελγώ", "ασελγούν":"ασελγώ", "ασελγούσε":"ασελγώ", "άσεμνες":"άσεμνος", "άσεμνη":"άσεμνος", "άσεμνης":"άσεμνος", "άσεμνο":"άσεμνος", "άσεμνων":"άσεμνος", "ασεπ":"ασεπ", "ασήκωτα":"ασήκωτος", "ασήκωτες":"ασήκωτος", "ασήκωτη":"ασήκωτος", "ασήκωτο":"ασήκωτος", "ασημακόπουλο":"ασημακόπουλος", "ασημακόπουλος":"ασημακόπουλος", "ασήμαντα":"ασήμαντος", "ασήμαντες":"ασήμαντος", "ασήμαντη":"ασήμαντος", "ασήμαντης":"ασήμαντος", "ασήμαντο":"ασήμαντος", "ασήμαντοι":"ασήμαντος", "ασήμαντος":"ασήμαντος", "ασημαντότητα":"ασημαντότητα", "ασημαντότητας":"ασημαντότητα", "ασήμαντου":"ασήμαντος", "ασήμαντους":"ασήμαντος", "ασημάντων":"ασήμαντος", "ασήμαντων":"ασήμαντος", "ασημενια":"ασημένιος", "ασημένια":"ασημένιος", "ασημένιας":"ασημένιος", "ασημένιο":"ασημένιος", "άσημη":"άσημος", "ασημί":"ασημής", "ασήμι":"ασήμι", "ασημικά":"ασημικό", "ασημίνα":"ασημίνα", "ασημίνας":"ασημίνα", "ασημιού":"ασημής", "άσημος":"άσημος", "άσημους":"άσημος", "ασθάνεται":"ασθάνεται", "ασθενεί":"ασθενώ", "ασθένεια":"ασθένεια", "ασθένειά":"ασθένεια", "ασθενείας":"ασθένεια", "ασθένειας":"ασθένεια", "ασθένειάς":"ασθένεια", "ασθένειες":"ασθένεια", "ασθένειές":"ασθένεια", "ασθενείς":"ασθενής", "ασθενειών":"ασθένεια", "ασθενές":"ασθενής", "ασθενέστατες":"ασθενής", "ασθενέστερα":"ασθενώς", "ασθενέστερες":"ασθενής", "ασθενέστεροι":"ασθενής", "ασθενέστερους":"ασθενής", "ασθενέστερων":"ασθενής", "ασθενή":"ασθενής", "ασθενής":"ασθενής", "ασθενικά":"ασθενικά", "ασθενική":"ασθενικός", "ασθενικής":"ασθενικός", "ασθενούν":"ασθενώ", "ασθενούντα":"ασθενούντα", "ασθενούς":"ασθενής", "ασθενοφόρα":"ασθενοφόρο", "ασθενοφόρο":"ασθενοφόρο", "ασθενοφόρων":"ασθενοφόρο", "ασθενων":"ασθενής", "ασθενών":"ασθενής", "ασθενώς":"ασθενώς", "ασθμα":"άσθμα", "άσθμα":"άσθμα", "ασθμαίνοντας":"ασθμαίνω", "ασθμαίνουσα":"ασθμαίνων", "ασθματικούς":"ασθματικός", "άσθματος":"άσθμα", "ασία":"ασία", "ασίας":"ασία", "ασιατες":"ασιάτης", "ασιάτες":"ασιάτης", "ασιατικά":"ασιατικός", "ασιατικές":"ασιατικός", "ασιατικη":"ασιατικός", "ασιατική":"ασιατικός", "ασιατικής":"ασιατικός", "ασιατικό":"ασιατικός", "ασιατικοί":"ασιατικός", "ασιατικού":"ασιατικός", "ασιατικών":"ασιατικός", "ασίγαστη":"ασίγαστος", "ασίγαστο":"ασίγαστος", "ασίζης":"ασίζη", "άσιμου":"άσιμου", "ασίστ":"ασίστ", "ασιτία":"ασιτία", "ασκ":"ασκ", "ασκεί":"ασκώ", "ασκείται":"ασκώ", "ασκείτε":"ασκώ", "ασκεναζίμ":"ασκεναζίμ", "ασκεπής":"άσκεπος", "ασκέρι":"ασκέρι", "ασκηθεί":"ασκώ", "ασκήθηκαν":"ασκώ", "ασκήθηκε":"ασκώ", "ασκηθούν":"ασκώ", "ασκήμια":"ασκήμια", "άσκησαν":"ασκώ", "ασκήσαντες":"ασκήσας", "άσκησε":"ασκώ", "ασκήσει":"ασκώ", "ασκήσεις":"άσκηση", "ασκήσετε":"ασκώ", "ασκήσεων":"άσκηση", "ασκήσεως":"άσκηση", "ασκηση":"άσκηση", "άσκηση":"άσκηση", "άσκησή":"άσκηση", "άσκησης":"άσκηση", "άσκησής":"άσκηση", "ασκησιογενείς":"ασκησιογενείς", "ασκήσουμε":"ασκώ", "ασκήσουν":"ασκώ", "ασκήσω":"ασκώ", "ασκηταριά":"ασκηταριό", "ασκητές":"ασκητής", "ασκληπιός":"ασκληπιός", "ασκό":"ασκός", "ασκολι":"ασκολι", "άσκολι":"άσκολι", "άσκολι-εμπολι":"άσκολι-εμπολι", "άσκοπα":"άσκοπα", "άσκοπα":"άσκοπος", "άσκοπες":"άσκοπος", "άσκοπη":"άσκοπος", "άσκοπης":"άσκοπος", "άσκοπο":"άσκοπος", "άσκοπος":"άσκοπος", "άσκοπους":"άσκοπος", "ασκόπως":"άσκοπα", "ασκός":"ασκός", "ασκού":"ασκός", "ασκούμαστε":"ασκώ", "ασκούμε":"ασκώ", "ασκούμενες":"ασκούμενος", "ασκούμενη":"ασκούμενος", "ασκούμενης":"ασκούμενος", "ασκούμενων":"ασκούμενος", "ασκούν":"ασκώ", "ασκούνται":"ασκώ", "ασκούς":"ασκός", "ασκούσα":"ασκώ", "ασκούσαν":"ασκώ", "ασκούσε":"ασκώ", "άσκραμπιτς":"άσκραμπιτς", "άσκροφτ":"άσκροφτ", "ασκτ":"ασκτ", "ασκώνονταν":"ασκώνονταν", "ασκώντας":"ασκώ", "ασλάνη":"ασλάνη", "ασλανίδης":"ασλανίδης", "ασλανιδου":"ασλανιδου", "ασλανίδου":"ασλανίδου", "ασλάνογλου":"ασλάνογλου", "άσμα":"άσμα", "ασμάρα":"ασμάρα", "άσματα":"άσμα", "ασμάτων":"άσμα", "ασμένως":"ασμένως", "ασνταουν":"ασνταουν", "άσνταουν":"άσνταουν", "άσντάουν":"άσντάουν", "άσο":"άσος", "άσοι":"άσος", "ασορτί":"ασορτί", "άσος":"άσος", "ασουάν":"ασουάν", "άσους":"άσος", "άσπα":"άσπα", "ασπάζεται":"ασπάζομαι", "ασπάζομαι":"ασπάζομαι", "ασπαζόμαστε":"ασπάζομαι", "ασπάζονται":"ασπάζομαι", "ασπαζόταν":"ασπάζομαι", "ασπασθεί":"ασπάζομαι", "ασπασίας":"ασπασία", "ασπασίδη":"ασπασίδη", "ασπασίδης":"ασπασίδης", "ασπασμό":"ασπασμός", "ασπαστεί":"ασπάζομαι", "ασπάστηκαν":"ασπάζομαι", "ασπάστηκε":"ασπάζομαι", "ασπίδα":"ασπίδα", "ασπίδας":"ασπίδα", "ασπίδες":"ασπίδα", "ασπίδων":"ασπίδα", "άσπιλη":"άσπιλος", "ασπιρίνες":"ασπιρίνη", "ασπιρίνη":"ασπιρίνη", "ασπιρίνης":"ασπιρίνη", "ασπις":"ασπίδα", "ασπιώτη":"ασπιώτη", "άσπονδοι":"άσπονδος", "ασπόνδυλο":"ασπόνδυλος", "ασπονδύλων":"ασπόνδυλος", "άσπρα":"άσπρος", "ασπράδι":"ασπράδι", "ασπράδια":"ασπράδι", "άσπρες":"άσπρος", "άσπρη":"άσπρος", "άσπρης":"άσπρος", "ασπρίζει":"ασπρίζω", "ασπρίσει":"ασπρίζω", "άσπρο":"άσπρος", "ασπροβάλτα":"ασπροβάλτα", "ασπροβαμμένα":"ασπροβαμμένος", "άσπροι":"άσπρος", "ασπρομαυρα":"ασπρόμαυρος", "ασπρόμαυρα":"ασπρόμαυρος", "ασπρόμαυρες":"ασπρόμαυρος", "ασπρόμαυρη":"ασπρόμαυρος", "άσπρο-μαύρο":"άσπρο-μαύρο", "ασπρόμαυρο":"ασπρόμαυρος", "ασπρόμαυρου":"ασπρόμαυρος", "ασπρόμαυρων":"ασπρόμαυρος", "ασπρονέρι":"ασπρονέρι", "ασπροπρόσωπο":"ασπροπρόσωπος", "ασπρος":"άσπρος", "άσπρος":"άσπρος", "άσπρου":"άσπρος", "ασπρούγια":"ασπρούγια", "άσπρους":"άσπρος", "ασράουι":"ασράουι", "άσραφ":"άσραφ", "άσσηρο":"άσσηρο", "άσσηρος":"άσσηρος", "ασσηρού":"ασσηρού", "ασσήρου":"ασσήρου", "ασσυριανών":"ασσυριανών", "αστ":"αστ", "αστάθεια":"αστάθεια", "αστάθειας":"αστάθεια", "αστάθειες":"αστάθεια", "ασταθείς":"ασταθής", "ασταθειών":"αστάθεια", "ασταθές":"ασταθής", "ασταθή":"ασταθής", "ασταθής":"ασταθής", "αστάθμητο":"αστάθμητος", "αστάθμητοι":"αστάθμητος", "αστάθμητος":"αστάθμητος", "αστάθμητους":"αστάθμητος", "ασταθών":"ασταθής", "αστακοί":"αστακός", "αστακομακαρονάδα":"αστακομακαρονάδα", "αστακός":"αστακός", "αστακού":"αστακός", "αστακούς":"αστακός", "ασταμάτητα":"ασταμάτητα", "ασταμάτητη":"ασταμάτητος", "ασταμάτητο":"ασταμάτητος", "ασταματητος":"ασταμάτητος", "άστατη":"άστατος", "άστατο":"άστατος", "άστατος":"άστατος", "άστεγα":"άστεγος", "άστεγη":"άστεγος", "άστεγο":"άστεγος", "άστεγοι":"άστεγος", "άστεγος":"άστεγος", "αστέγου":"άστεγος", "άστεγου":"άστεγος", "αστέγους":"άστεγος", "άστεγους":"άστεγος", "αστέγων":"άστεγος", "άστεγων":"άστεγος", "αστεία":"αστεία", "αστειάκι":"αστειάκι", "αστείες":"αστείος", "αστειεύεται":"αστειεύομαι", "αστειεύομαι":"αστειεύομαι", "αστειευόμενοι":"αστειευόμενος", "αστειεύονται":"αστειεύομαι", "αστειευόταν":"αστειεύομαι", "αστειεύτηκε":"αστειεύομαι", "αστείο":"αστείος", "αστείοι":"αστείος", "αστειότητες":"αστειότητα", "αστείου":"αστείος", "αστείρευτες":"αστείρευτος", "αστείρευτη":"αστείρευτος", "αστείρευτος":"αστείρευτος", "αστέρα":"αστέρας", "αστερας":"αστέρας", "αστέρας":"αστέρας", "αστέρας2372922-30":"αστέρας2372922-30", "αστέρας4-111061":"αστέρας4-111061", "αστερας-παναχαϊκη":"αστερας-παναχαϊκη", "αστέρας-παναχαϊκή":"αστέρας-παναχαϊκή", "αστέρας-σκαϊλάινερς":"αστέρας-σκαϊλάινερς", "αστέρες":"αστέρας", "αστερι":"αστέρι", "αστέρι":"αστέρι", "αστέρια":"αστέρι", "άστέρια":"άστέρια", "αστερία":"αστερίας", "αστεριάδης":"αστεριάδης", "αστέριο":"αστέρεος", "αστεριος":"αστέρεος", "αστέριος":"αστέρεος", "αστεριού":"αστέρι", "αστερισμό":"αστερισμός", "αστερισμός":"αστερισμός", "αστερισμού":"αστερισμός", "αστεριών":"αστερίας", "αστεροειδείς":"αστεροειδής", "αστεροειδές":"αστεροειδής", "αστεροειδή":"αστεροειδής", "αστεροειδών":"αστεροειδής", "αστέρος":"αστέρος", "αστεροσκοπεία":"αστεροσκοπείο", "αστεροσκοπειο":"αστεροσκοπείο", "αστεροσκοπείο":"αστεροσκοπείο", "αστεροσκοπειου":"αστεροσκοπείο", "αστεροσκοπείου":"αστεροσκοπείο", "αστεροσκοπείων":"αστεροσκοπείο", "αστέρων":"αστέρας", "αστήρ":"αστήρ", "αστήρικτα":"αστήρικτα", "αστήρικτες":"αστήρικτος", "αστήρικτη":"αστήρικτος", "αστήρικτο":"αστήρικτος", "άστι":"άστι", "αστικά":"αστικός", "αστικές":"αστικός", "αστική":"αστικός", "αστικής":"αστικός", "αστικό":"αστικός", "αστικός":"αστικός", "αστικου":"αστικός", "αστικού":"αστικός", "αστικών":"αστικός", "αστισμού":"αστισμός", "αστοιχείωτους":"αστοιχείωτος", "άστον":"άστον", "αστον":"αστός", "άστορ":"άστορ", "άστοργη":"άστοργος", "αστόρια":"αστόρι", "αστός":"αστός", "αστού":"αστός", "αστούς":"αστός", "αστουχούσιν":"αστουχούσιν", "άστοχα":"άστοχα", "αστόχαστη":"αστόχαστος", "αστοχεί":"αστοχώ", "άστοχες":"άστοχος", "άστοχη":"άστοχος", "αστόχησε":"αστοχώ", "αστοχήσει":"αστοχώ", "αστοχία":"αστοχία", "αστοχίες":"αστοχία", "αστοχιών":"αστοχία", "άστοχο":"άστοχος", "άστοχοι":"άστοχος", "άστοχος":"άστοχος", "άστοχους":"άστοχος", "άστοχων":"άστοχος", "αστρα":"άστρο", "άστρα":"άστρο", "αστράγαλο":"αστράγαλος", "αστράγαλος":"αστράγαλος", "αστραπές":"αστραπή", "αστραπή":"αστραπή", "αστραπιαία":"αστραπιαία", "αστραπιαίο":"αστραπιαίος", "αστράφτει":"αστράφτω", "αστραφτερά":"αστραφτερός", "αστραφτερές":"αστραφτερός", "αστραφτερή":"αστραφτερός", "αστραφτερό":"αστραφτερός", "αστραφτερού":"αστραφτερός", "άστραψαν":"αστράφτω", "άστραψε":"αστράφτω", "αστράψει":"αστράφτω", "αστράψουν":"αστράφτω", "αστρική":"αστρικός", "αστρικό":"αστρικός", "αστρικού":"αστρικός", "άστρο":"άστρο", "αστροκύτταρα":"αστροκύτταρο", "αστροκύτωμα":"αστροκύτωμα", "αστροκυτώματα":"αστροκυτώματα", "αστροκυτώματος":"αστροκυτώματος", "αστρολογία":"αστρολογία", "αστρολογικά":"αστρολογικός", "αστρολογικές":"αστρολογικός", "αστρολόγους":"αστρολόγος", "άστρονατς":"άστρονατς", "αστροναύτες":"αστροναύτης", "αστροναύτη":"αστροναύτης", "αστροναύτης":"αστροναύτης", "αστρονομία":"αστρονομία", "αστρονομίας":"αστρονομία", "αστρονομικά":"αστρονομικός", "αστρονομικές":"αστρονομικός", "αστρονομική":"αστρονομικός", "αστρονομικής":"αστρονομικός", "αστρονομικό":"αστρονομικός", "αστρονομικούς":"αστρονομικός", "αστρονόμοι":"αστρονόμος", "αστρονόμος":"αστρονόμος", "αστρονόμων":"αστρονόμος", "άστρου":"άστρο", "αστροφυσικός":"αστροφυσικός", "άστρων":"άστρο", "αστυνομεύει":"αστυνομεύω", "αστυνομεύεται":"αστυνομεύω", "αστυνομεύοντας":"αστυνομεύω", "αστυνομεύσει":"αστυνομεύω", "αστυνόμευση":"αστυνόμευση", "αστυνόμευσης":"αστυνόμευση", "αστυνομεύσουν":"αστυνομεύω", "αστυνομια":"αστυνομία", "αστυνομία":"αστυνομία", "αστυνομίας":"αστυνομία", "αστυνομίες":"αστυνομία", "αστυνομικα":"αστυνομικός", "αστυνομικά":"αστυνομικός", "αστυνομικές":"αστυνομικός", "αστυνομική":"αστυνομικός", "αστυνομικης":"αστυνομικός", "αστυνομικής":"αστυνομικός", "αστυνομικό":"αστυνομικός", "αστυνομικοι":"αστυνομικός", "αστυνομικοί":"αστυνομικός", "αστυνομικος":"αστυνομικός", "αστυνομικός":"αστυνομικός", "αστυνομικού":"αστυνομικός", "αστυνομικούς":"αστυνομικός", "αστυνομικών":"αστυνομικός", "αστυνόμο":"αστυνόμος", "αστυνόμοι":"αστυνόμος", "αστυνομοκρατείται":"αστυνομοκρατούμαι", "αστυνόμος":"αστυνόμος", "αστυνόμους":"αστυνόμος", "αστυφιλία":"αστυφιλία", "αστυφιλίας":"αστυφιλία", "αστυφύλακας":"αστυφύλακας", "αστυφύλακες":"αστυφύλακας", "αστυφυλάκων":"αστυφύλακας", "αστυφύλαξ":"αστυφύλακας", "ασυγκίνητα":"ασυγκίνητα", "ασυγκίνητο":"ασυγκίνητος", "ασυγκίνητοι":"ασυγκίνητος", "ασυγκίνητους":"ασυγκίνητος", "ασυγκράτητη":"ασυγκράτητος", "ασυγκράτητο":"ασυγκράτητος", "ασύγκριτα":"ασύγκριτα", "ασύγκριτες":"ασύγκριτος", "ασυγκρίτως":"ασύγκριτα", "ασυγχώρητες":"ασυγχώρητος", "ασυγχώρητη":"ασυγχώρητος", "ασυγχώρητο":"ασυγχώρητος", "ασυδοσία":"ασυδοσία", "ασυδοσίας":"ασυδοσία", "ασύδοτα":"ασύδοτα", "ασύδοτη":"ασύδοτος", "ασύδοτης":"ασύδοτος", "ασύδοτοι":"ασύδοτος", "ασυζητητί":"ασυζήτητα", "άσυλα":"άσυλο", "ασυλία":"ασυλία", "ασυλίας":"ασυλία", "ασυλιών":"ασυλία", "ασύλληπτα":"ασύλληπτος", "ασύλληπτη":"ασύλληπτος", "ασύλληπτο":"ασύλληπτος", "ασύλληπτοι":"ασύλληπτος", "ασύλληπτος":"ασύλληπτος", "ασυλο":"άσυλο", "άσυλο":"άσυλο", "ασυλου":"άσυλο", "ασύλου":"άσυλο", "ασύμβατα":"ασύμβατος", "ασύμβατες":"ασύμβατος", "ασύμβατη":"ασύμβατος", "ασύμβατης":"ασύμβατος", "ασύμβατο":"ασύμβατος", "ασυμβίβαστα":"ασυμβίβαστος", "ασυμβίβαστες":"ασυμβίβαστος", "ασυμβίβαστη":"ασυμβίβαστος", "ασυμβίβαστο":"ασυμβίβαστος", "ασυμβίβαστοι":"ασυμβίβαστος", "ασυμβιβάστου":"ασυμβίβαστος", "ασυμβίβαστου":"ασυμβίβαστος", "ασυμμάζευτα":"ασυμμάζευτα", "ασύμμετρες":"ασύμμετρος", "ασύμμετρη":"ασύμμετρος", "ασύμμετρης":"ασύμμετρος", "ασυμμετρία":"ασυμμετρία", "ασυμμετρίας":"ασυμμετρία", "ασύμμετρων":"ασύμμετρος", "ασυμφιλίωτο":"ασυμφιλίωτος", "ασύμφορη":"ασύμφορος", "ασύμφορο":"ασύμφορος", "ασύμφορου":"ασύμφορος", "ασυμφωνία":"ασυμφωνία", "ασυμφωνίας":"ασυμφωνία", "ασυναγώνιστη":"ασυναγώνιστος", "ασυναγωνιστης":"ασυναγώνιστος", "ασυναγώνιστοι":"ασυναγώνιστος", "ασυναίσθητα":"ασυναίσθητα", "ασυναρτησία":"ασυναρτησία", "ασυναρτησίες":"ασυναρτησία", "ασυνάρτητα":"ασυνάρτητα", "ασυνάρτητο":"ασυνάρτητος", "ασύνδετες":"ασύνδετος", "ασύνδετη":"ασύνδετος", "ασύνδετο":"ασύνδετος", "ασύνδετοι":"ασύνδετος", "ασυνειδησία":"ασυνειδησία", "ασυνειδησίας":"ασυνειδησία", "ασυνείδητα":"ασυνείδητος", "ασυνείδητες":"ασυνείδητος", "ασυνείδητη":"ασυνείδητος", "ασυνείδητο":"ασυνείδητος", "ασυνείδητοι":"ασυνείδητος", "ασυνείδητος":"ασυνείδητος", "ασυνειδήτου":"ασυνείδητος", "ασυνείδητους":"ασυνείδητος", "ασυνειδήτων":"ασυνείδητος", "ασυνεννοησία":"ασυνεννοησία", "ασυνεννοησίας":"ασυνεννοησία", "ασυνέπεια":"ασυνέπεια", "ασυνέπειά":"ασυνέπεια", "ασυνέπειας":"ασυνέπεια", "ασυνεπής":"ασυνεπής", "ασυνέχεια":"ασυνέχεια", "ασυνέχειας":"ασυνέχεια", "ασυνεχές":"ασυνεχής", "ασυνεχής":"ασυνεχής", "ασυνεχών":"ασυνεχής", "ασυνήθεις":"ασυνήθης", "ασυνήθης":"ασυνήθης", "ασυνήθιστα":"ασυνήθιστα", "ασυνήθιστες":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστη":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστης":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστο":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστοι":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστους":"ασυνήθιστος", "ασυνήθιστων":"ασυνήθιστος", "ασυνόδευτα":"ασυνόδευτος", "ασυντόνιστες":"ασυντόνιστος", "ασύρματα":"ασύρματος", "ασύρματη":"ασύρματος", "ασύρματης":"ασύρματος", "ασυρματιστής":"ασυρματιστής", "ασύρματο":"ασύρματος", "ασυρμάτου":"ασύρματος", "ασύρματου":"ασύρματος", "ασυρμάτους":"ασύρματος", "ασυρμάτων":"ασύρματος", "ασύρματων":"ασύρματος", "ασύρτικο":"ασύρτικο", "ασυσπείρωτα":"ασυσπείρωτος", "ασύστολα":"ασύστολα", "ασύστολα":"ασύστολος", "ασύστολο":"ασύστολος", "ασυστόλως":"ασύστολα", "άσφαιρα":"άσφαιρος", "ασφάλεια":"ασφάλεια", "ασφάλειά":"ασφάλεια", "ασφαλειας":"ασφάλεια", "ασφαλείας":"ασφάλεια", "ασφάλειας":"ασφάλεια", "ασφάλειάς":"ασφάλεια", "'ασφαλείας'":"'ασφαλείας'", "ασφαλειες":"ασφάλεια", "ασφάλειες":"ασφάλεια", "ασφαλείς":"ασφαλής", "ασφαλειων":"ασφάλεια", "ασφαλειών":"ασφάλεια", "ασφαλές":"ασφαλής", "ασφαλέστατες":"ασφαλής", "ασφαλέστερα":"ασφαλής", "ασφαλέστερες":"ασφαλής", "ασφαλέστερη":"ασφαλής", "ασφαλέστερης":"ασφαλής", "ασφαλέστερο":"ασφαλής", "ασφαλέστερος":"ασφαλής", "ασφαλέστερου":"ασφαλής", "ασφαλέστερους":"ασφαλής", "ασφαλή":"ασφαλής", "ασφαλής":"ασφαλής", "ασφάλιζε":"ασφαλίζω", "ασφαλίζει":"ασφαλίζω", "ασφαλίζεται":"ασφαλίζω", "ασφαλίζουν":"ασφαλίζω", "ασφαλίσει":"ασφαλίζω", "ασφαλίσεις":"ασφάλιση", "ασφαλίσεων":"ασφάλιση", "ασφάλιση":"ασφάλιση", "ασφάλισης":"ασφάλιση", "ασφάλισής":"ασφάλιση", "ασφαλισμένα":"ασφαλίζω", "ασφαλισμένη":"ασφαλίζω", "ασφαλισμένο":"ασφαλισμένος", "ασφαλισμένοι":"ασφαλισμένος", "ασφαλισμένος":"ασφαλίζω", "ασφαλισμένου":"ασφαλίζω", "ασφαλισμένους":"ασφαλισμένος", "ασφαλισμένων":"ασφαλισμένος", "ασφαλιστεί":"ασφαλίζω", "ασφαλιστές":"ασφαλιστής", "ασφαλιστή":"ασφαλιστής", "ασφαλιστήρια":"ασφαλιστήριος", "ασφαλιστής":"ασφαλιστής", "ασφαλιστικά":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικές":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστική":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικής":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικο":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικό":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικοί":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικός":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικού":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικούς":"ασφαλιστικός", "ασφαλιστικών":"ασφαλιστικός", "ασφάλιστρα":"ασφάλιστρο", "ασφαλίστρου":"ασφάλιστρο", "ασφαλίστρων":"ασφάλιστρο", "ασφαλιστών":"ασφαλιστής", "ασφαλίτες":"ασφαλίτης", "ασφαλίτη":"ασφαλίτης", "ασφαλίτης":"ασφαλίτης", "ασφαλούς":"ασφαλής", "ασφαλτικών":"ασφαλτικός", "ασφάλτινη":"ασφάλτινος", "ασφάλτινο":"ασφάλτινος", "ασφάλτινος":"ασφάλτινος", "ασφαλτο":"άσφαλτος", "άσφαλτο":"άσφαλτος", "άσφαλτος":"άσφαλτος", "ασφαλτοστρωμένη":"ασφαλτοστρώνω", "ασφαλτοστρωμένου":"ασφαλτοστρώνω", "ασφαλτοστρώσει":"ασφαλτοστρώνω", "ασφαλτοστρώσεις":"ασφαλτόστρωση", "ασφαλτοστρώσεων":"ασφαλτόστρωση", "ασφαλτόστρωσης":"ασφαλτόστρωση", "ασφαλτοτάπητας":"ασφαλτοτάπητας", "ασφαλτου":"άσφαλτος", "ασφάλτου":"άσφαλτος", "ασφαλών":"ασφαλής", "ασφαλώς":"ασφαλώς", "ασφυκτιά":"ασφυκτιώ", "ασφυκτικά":"ασφυκτικά", "ασφυκτικές":"ασφυκτικός", "ασφυκτική":"ασφυκτικός", "ασφυκτικής":"ασφυκτικός", "ασφυκτικό":"ασφυκτικός", "ασφυκτικός":"ασφυκτικός", "ασφυκτικούς":"ασφυκτικός", "ασφυκτικών":"ασφυκτικός", "ασφυκτιούν":"ασφυκτιώ", "ασφυξία":"ασφυξία", "ασφυξίας":"ασφυξία", "άσχετα":"άσχετα", "άσχετα":"άσχετος", "άσχετες":"άσχετος", "άσχετη":"άσχετος", "άσχετο":"άσχετος", "άσχετοι":"άσχετος", "άσχετος":"άσχετος", "ασχετοσύνης":"ασχετοσύνη", "άσχετου":"άσχετος", "άσχετους":"άσχετος", "ασχέτων":"άσχετος", "άσχετων":"άσχετος", "ασχέτως":"άσχετα", "άσχημα":"άσχημα", "ασχημάτιστες":"ασχημάτιστος", "άσχημες":"άσχημος", "άσχημη":"άσχημος", "άσχημης":"άσχημος", "ασχήμια":"ασχήμια", "ασχήμιας":"ασχήμια", "ασχήμιες":"ασχήμια", "άσχημο":"άσχημος", "άσχημοι":"άσχημος", "άσχημος":"άσχημος", "άσχημων":"άσχημος", "ασχολείσαι":"ασχολούμαι", "ασχολείστε":"ασχολούμαι", "ασχολείται":"ασχολούμαι", "ασχολείτο":"ασχολούμαι", "ασχοληθεί":"ασχολούμαι", "ασχοληθείτε":"ασχολούμαι", "ασχολήθηκα":"ασχολούμαι", "ασχοληθήκαμε":"ασχολούμαι", "ασχολήθηκαν":"ασχολούμαι", "ασχολήθηκε":"ασχολούμαι", "ασχοληθούμε":"ασχολούμαι", "ασχοληθούν":"ασχολούμαι", "ασχοληθώ":"ασχολούμαι", "ασχολία":"ασχολία", "ασχολίας":"ασχολία", "ασχολίαστες":"ασχολίαστος", "ασχολίαστη":"ασχολίαστος", "ασχολίαστο":"ασχολίαστος", "ασχολίες":"ασχολία", "ασχολιόντουσαν":"ασχολούμαι", "ασχολιόταν":"ασχολούμαι", "ασχολιών":"ασχολία", "ασχολούμαι":"ασχολούμαι", "ασχολούμαστε":"ασχολούμαι", "ασχολούμενοι":"ασχολούμενος", "ασχολούνται":"ασχολούμαι", "ασχολούνταν":"ασχολούμαι", "ασώπιου":"ασώπιος", "άσωτο":"άσωτος", "άσωτος":"άσωτος", "ασωτου":"άσωτος", "άσωτους":"άσωτος", "ατ&τ":"ατ&τ", "ατα":"ατα", "αταίριαστα":"αταίριαστα", "αταίριαστη":"αταίριαστος", "αταίριαστο":"αταίριαστος", "αταίριαστων":"αταίριαστος", "ατάκα":"ατάκα", "ατακάμα":"ατακάμα", "ατάκες":"ατάκα", "ατάκες-σχόλια":"ατάκες-σχόλια", "άτακτα":"άτακτα", "άτακτες":"άτακτος", "άτακτη":"άτακτος", "άτακτο":"άτακτος", "άτακτος":"άτακτος", "άτακτου":"άτακτος", "ατάκτων":"άτακτος", "άτακτων":"άτακτος", "ατάκτως":"ατάκτως", "ατάλ":"ατάλ", "αταλάντα":"ατάλαντο", "αταλάντευτη":"αταλάντευτος", "ατάλαντο":"ατάλαντος", "ατανάσοφ":"ατανάσοφ", "αταξία":"αταξία", "αταξίας":"αταξία", "αταξίες":"αταξία", "ατάραχη":"ατάραχος", "ατάραχος":"ατάραχος", "ατασθαλίες":"ατασθαλία", "ατασθαλιών":"ατασθαλία", "ατασούτ":"ατασούτ", "ατατούρκ":"ατατούρκ", "ατατουρκική":"ατατουρκικός", "ατε":"ατε", "άτεγκτα":"άτεγκτα", "άτεγκτη":"άτεγκτος", "άτεγκτο":"άτεγκτος", "άτεγκτοι":"άτεγκτος", "άτεγκτος":"άτεγκτος", "ατεκμηρίωτων":"ατεκμηρίωτος", "άτεκνα":"άτεκνος", "άτεκνοι":"άτεκνος", "ατέλεια":"ατέλεια", "ατέλειες":"ατέλεια", "ατέλειές":"ατέλεια", "ατελείωτα":"ατελείωτος", "ατέλειωτα":"ατελείωτος", "ατελείωτες":"ατελείωτος", "ατέλειωτες":"ατελείωτος", "ατελείωτη":"ατελείωτος", "ατέλειωτη":"ατελείωτος", "ατελείωτο":"ατελείωτος", "ατέλειωτο":"ατελείωτος", "ατέλειωτοι":"ατελείωτος", "ατελείωτος":"ατελείωτος", "ατέλειωτος":"ατελείωτος", "ατελείωτους":"ατελείωτος", "ατελείωτων":"ατελείωτος", "ατέλειωτων":"ατελείωτος", "ατελέσφορες":"ατελέσφορος", "ατελέσφορο":"ατελέσφορος", "ατελέσφορους":"ατελέσφορος", "ατελεύτητου":"ατελεύτητος", "ατελή":"ατελής", "ατελής":"ατελής", "ατελιέ":"ατελιέ", "ατελώνιστα":"ατελώνιστος", "ατελώς":"ατελώς", "ατεμκε":"ατεμκε", "ατενίζει":"ατενίζω", "ατενίζουν":"ατενίζω", "ατενίζω":"ατενίζω", "ατενίσει":"ατενίζω", "ατενίσουμε":"ατενίζω", "ατέρμονα":"ατέρμων", "ατέρμονες":"ατέρμονος", "ατέρμονη":"ατέρμονος", "ατέρμονων":"ατέρμονος", "ατερμων":"ατέρμων", "άτεχνα":"άτεχνα", "ατζαμής":"ατζαμής", "ατζέλιο":"ατζέλιο", "ατζέντα":"ατζέντα", "ατζεντας":"ατζέντα", "ατζέντας":"ατζέντα", "ατζέντηδες":"ατζέντης", "ατζεντης":"ατζέντης", "ατζέντης":"ατζέντης", "ατζούρα":"ατζούρα", "ατίθασα":"ατίθασος", "ατιθαση":"ατίθασος", "ατίθαση":"ατίθασος", "ατίθασο":"ατίθασος", "άτιμα":"άτιμα", "ατίμασε":"ατιμάζω", "ατιμασμένο":"ατιμασμένος", "ατιμασμό":"ατιμασμός", "άτιμη":"άτιμος", "ατίμητες":"ατίμητος", "ατιμία":"ατιμία", "άτιμο":"άτιμος", "ατιμωρησία":"ατιμωρησία", "ατιμωρησίας":"ατιμωρησία", "ατιμώρητα":"ατιμώρητα", "ατιμώρητες":"ατιμώρητος", "ατιμώρητη":"ατιμώρητος", "ατιμωρητί":"ατιμωρητί", "ατιμώρητο":"ατιμώρητος", "ατιμώρητοι":"ατιμώρητος", "ατίμωση":"ατίμωση", "άτκινσον":"άτκινσον", "ατλάντα":"ατλάντα", "ατλάντας":"ατλάντα", "άτλαντες":"άτλαντας", "ατλάντικ":"ατλάντικ", "ατλαντική":"ατλαντικός", "ατλαντικό":"ατλαντικός", "ατλαντικού":"ατλαντικός", "άτλας":"άτλαντας", "ατλέτικο":"ατλέτικο", "ατμ":"ατμ", "ατμαμαξών":"ατμάμαξα", "ατματζίδη":"ατματζίδη", "ατματζίδης":"ατματζίδης", "ατματσίδης":"ατματσίδης", "ατμό":"ατμός", "ατμοηλεκτρικό":"ατμοηλεκτρικός", "ατμοηλεκτρικού":"ατμοηλεκτρικός", "ατμομηχανές":"ατμομηχανή", "ατμομηχανή":"ατμομηχανή", "ατμόμυλοι":"ατμόμυλος", "ατμόμυλος":"ατμόμυλος", "ατμόν":"ατμός", "ατμόπλοια":"ατμόπλοιο", "ατμοπλοϊκές":"ατμοπλοϊκός", "ατμοπλοϊκής":"ατμοπλοϊκός", "ατμόσφαιρα":"ατμόσφαιρα", "ατμόσφαιρας":"ατμόσφαιρα", "ατμόσφαιρες":"ατμόσφαιρα", "ατμοσφαιρικά":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικές":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρική":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικής":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικό":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικοί":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικούς":"ατμοσφαιρικός", "ατμοσφαιρικών":"ατμοσφαιρικός", "ατμού":"ατμός", "ατό":"ατός", "άτοκα":"άτοκα", "άτοκες":"άτοκος", "άτοκο":"άτοκος", "άτοκων":"άτοκος", "άτολμες":"άτολμος", "άτολμη":"άτολμος", "ατολμία":"ατολμία", "άτολμο":"άτολμος", "άτολμου":"άτολμος", "άτομα":"άτομο", "ατομικά":"ατομικά", "ατομικά":"ατομικός", "ατομικές":"ατομικός", "ατομική":"ατομικός", "ατομικής":"ατομικός", "ατομικό":"ατομικός", "ατομικό-κοινωνικό":"ατομικό-κοινωνικό", "ατομικός":"ατομικός", "ατομικότητας":"ατομικότητα", "ατομικού":"ατομικός", "ατομικούς":"ατομικός", "ατομικών":"ατομικός", "ατομισμό":"ατομισμός", "ατομισμός":"ατομισμός", "άτομο":"άτομο", "άτομό":"άτομο", "ατομοκεντρική":"ατομοκεντρικός", "ατόμου":"άτομο", "ατομων":"άτομο", "ατόμων":"άτομο", "άτονα":"άτονα", "άτονη":"άτονος", "ατόνησε":"ατονώ", "ατονήσει":"ατονώ", "ατονία":"ατονία", "άτονο":"άτονος", "άτονους":"άτονος", "ατονούσε":"ατονώ", "άτοπες":"άτοπος", "άτοπη":"άτοπος", "ατόπημα":"ατόπημα", "ατοπήματα":"ατόπημα", "ατοπημάτων":"ατόπημα", "άτοπο":"άτοπος", "άτοπον":"άτοπος", "ατού":"ατός", "ατόφια":"ατόφιος", "ατόφιες":"ατόφιος", "ατόφιο":"ατόφιος", "ατπ":"ατπ", "ατπ.":"ατπ.", "άτρακτο":"άτρακτος", "άτρακτος":"άτρακτος", "ατράκτου":"άτρακτος", "ατράνταχτα":"ατράνταχτος", "ατράνταχτη":"ατράνταχτος", "ατραξιόν":"ατραξιόν", "ατραπούς":"ατραπός", "ατρόμητο":"ατρόμητος", "ατρομητος":"ατρόμητος", "ατρόμητος":"ατρόμητος", "ατρόμητος-ακράτητος":"ατρόμητος-ακράτητος", "ατρόμητος-λεβαδειακός1-1χ":"ατρόμητος-λεβαδειακός1-1χ", "ατρομήτου":"ατρόμητος", "ατρόμητου":"ατρόμητος", "ατροπίνης":"ατροπίνη", "ατροφεί":"ατροφώ", "ατροφική":"ατροφικός", "άτρωτη":"άτρωτος", "άτρωτος":"άτρωτος", "άτσαλα":"άτσαλα", "ατσαλάκωτη":"ατσαλάκωτος", "ατσαλάκωτο":"ατσαλάκωτος", "ατσαλένιος":"ατσαλένιος", "ατσάλι":"ατσάλι", "ατσάλινη":"ατσάλινος", "ατσάλινο":"ατσάλινος", "ατσάλινων":"ατσάλινος", "ατσαλιού":"ατσάλι", "άτσαλο":"άτσαλος", "άτσεσον":"άτσεσον", "ατσιδας":"ατσίδα", "ατσιδες":"ατσίδα", "αττάλεια":"αττάλεια", "αττικατ":"αττικατ", "αττι-κατ":"αττι-κατ", "αττική":"αττική", "αττική":"αττικός", "αττικης":"αττική", "αττικής":"αττική", "αττικής":"αττικός", "αττικισμός":"αττικισμός", "αττικιστές":"αττικιστής", "αττικιστικές":"αττικιστικός", "αττικιστών":"αττικιστής", "αττικό":"αττικός", "αττικός":"αττικός", "αττικού":"αττικός", "αττίλα":"αττίλας", "άτυπα":"άτυπος", "άτυπες":"άτυπος", "άτυπη":"άτυπος", "άτυπης":"άτυπος", "άτυπο":"άτυπος", "άτυπος":"άτυπος", "άτυπου":"άτυπος", "άτυπων":"άτυπος", "ατύπως":"άτυπα", "άτυχα":"άτυχα", "ατυχείς":"άτυχος", "ατυχές":"άτυχος", "ατυχέστατη":"άτυχος", "ατυχή":"άτυχος", "άτυχη":"άτυχος", "ατύχημα":"ατύχημα", "ατυχηματα":"ατύχημα", "ατυχήματα":"ατύχημα", "ατυχήματος":"ατύχημα", "ατυχημάτων":"ατύχημα", "ατυχής":"άτυχος", "άτυχης":"άτυχος", "ατύχησαν":"ατυχώ", "ατυχήσαντα":"ατυχήσας", "ατυχια":"ατυχία", "ατυχία":"ατυχία", "ατυχίες":"ατυχία", "'ατυχιών'":"'ατυχιών'", "άτυχο":"άτυχος", "άτυχοι":"άτυχος", "άτυχος":"άτυχος", "άτυχου":"άτυχος", "ατυχούς":"άτυχος", "άτυχους":"άτυχος", "άτυχων":"άτυχος", "ατυχώς":"άτυχα", "αυ50α":"αυ50α", "αυγά":"αυγό", "αυγατίσει":"αυγατίζω", "αυγείου":"αυγιός", "αυγέρης":"αυγέρης", "αυγερινιδη":"αυγερινιδη", "αυγερόπουλος":"αυγερόπουλος", "αυγη":"αυγή", "αυγή":"αυγή", "αυγή-άγ":"αυγή-άγ", "αυγής":"αυγή", "αυγό":"αυγό", "αυγοθήκες":"αυγοθήκη", "αυγολούπης":"αυγολούπης", "αυγοτάραχο":"αυγοτάραχο", "αυγού":"αυγό", "αυγούστα":"αυγούστα", "αυγουστιάτικες":"αυγουστιάτικος", "αυγουστινάκης":"αυγουστινάκης", "αυγουστίνο":"αυγουστίνος", "αύγουστο":"αύγουστος", "αύγουστος":"αύγουστος", "αυγουστου":"αύγουστος", "αυγούστου":"αύγουστος", "αυθάδεια":"αυθάδεια", "αυθάδη":"αυθάδης", "αυθαιρεσία":"αυθαιρεσία", "αυθαιρεσίας":"αυθαιρεσία", "αυθαιρεσίες":"αυθαιρεσία", "αυθαιρεσιών":"αυθαιρεσία", "αυθαίρετα":"αυθαίρετα", "αυθαιρετεί":"αυθαιρετώ", "αυθαίρετες":"αυθαίρετος", "αυθαίρετη":"αυθαίρετος", "αυθαίρετης":"αυθαίρετος", "αυθαίρετο":"αυθαίρετος", "αυθαιρέτου":"αυθαίρετος", "αυθαίρετους":"αυθαίρετος", "αυθαιρέτων":"αυθαίρετος", "αυθαίρετων":"αυθαίρετος", "αυθεντία":"αυθεντία", "αυθεντίας":"αυθεντία", "αυθεντίες":"αυθεντία", "αυθεντικά":"αυθεντικός", "αυθεντικές":"αυθεντικός", "αυθεντική":"αυθεντικός", "αυθεντικής":"αυθεντικός", "αυθεντικό":"αυθεντικός", "αυθεντικός":"αυθεντικός", "αυθεντικότητα":"αυθεντικότητα", "αυθεντικότητά":"αυθεντικότητα", "αυθεντικότητας":"αυθεντικότητα", "αυθεντικού":"αυθεντικός", "αυθεντικούς":"αυθεντικός", "αυθεντικών":"αυθεντικός", "αυθημερόν":"αυθημερόν", "αυθόρμητα":"αυθόρμητα", "αυθόρμητα":"αυθόρμητος", "αυθόρμητες":"αυθόρμητος", "αυθόρμητη":"αυθόρμητος", "αυθόρμητης":"αυθόρμητος", "αυθορμητισμό":"αυθορμητισμός", "αυθορμητισμός":"αυθορμητισμός", "αυθόρμητο":"αυθόρμητος", "αυθόρμητοι":"αυθόρμητος", "αυθόρμητος":"αυθόρμητος", "αυθόρμητου":"αυθόρμητος", "αυθόρμητους":"αυθόρμητος", "αυθόρμητων":"αυθόρμητος", "αυθορμήτως":"αυθόρμητα", "αυθύπαρκτο":"αυθύπαρκτος", "αυλαια":"αυλαία", "αυλαία":"αυλαία", "αυλάκι":"αυλάκι", "αυλάκια":"αυλάκι", "αύλειο":"αύλειος", "αύλειος":"αύλειος", "αύλειου":"αύλειος", "αυλές":"αυλή", "αυλή":"αυλή", "άυλη":"άυλος", "αυλής":"αυλή", "αυλικοί":"αυλικός", "αυλικούς":"αυλικός", "άυλο":"άυλος", "αυλοί":"αυλός", "αυλοκόλακες":"αυλοκόλακας", "αυλός":"αυλός", "αυλών":"αυλός", "αυλώνα":"αυλώνα", "αυξάνει":"αυξάνω", "αυξάνεται":"αυξάνω", "αυξανόμενα":"αυξανόμενος", "αυξανόμενες":"αυξανόμενος", "αυξανόμενη":"αυξανόμενος", "αυξανόμενης":"αυξανόμενος", "αυξανόμενο":"αυξανόμενος", "αυξανόμενος":"αυξανόμενος", "αυξανόμενου":"αυξανόμενος", "αυξανόμενων":"αυξανόμενος", "αυξάνονται":"αυξάνω", "αυξάνόνται":"αυξάνω", "αυξάνονταν":"αυξάνω", "αυξάνοντας":"αυξάνω", "αυξανόταν":"αυξάνω", "αυξάνουμε":"αυξάνω", "αυξάνουν":"αυξάνω", "αυξηθεί":"αυξάνω", "αυξήθηκαν":"αυξάνω", "αυξήθηκε":"αυξάνω", "αυξηθούν":"αυξάνω", "αυξημένα":"αυξημένος", "αυξημένες":"αυξημένος", "αυξημένη":"αυξημένος", "αυξημένης":"αυξημένος", "αυξημένο":"αυξημένος", "αυξημένοι":"αυξημένος", "αυξημένος":"αυξημένος", "αυξημένου":"αυξάνω", "αυξημένους":"αυξάνω", "αυξημένων":"αυξημένος", "αύξησαν":"αυξάνω", "αυξησε":"αυξάνω", "αύξησε":"αυξάνω", "αυξήσει":"αυξάνω", "αυξήσεις":"αύξηση", "αυξήσετε":"αυξάνω", "αυξήσεων":"αύξηση", "αυξήσεως":"αύξηση", "αυξηση":"αύξηση", "αύξηση":"αύξηση", "αύξησης":"αύξηση", "αυξήσουμε":"αυξάνω", "αυξήσουν":"αυξάνω", "αυξήστε":"αυξάνω", "αυξητικά":"αυξητικός", "αυξητική":"αυξητικός", "αυξομειώσεις":"αυξομείωση", "αυξομειώσεων":"αυξομείωση", "αυξομείωση":"αυξομείωση", "αύξοντα":"αύξων", "αυο":"αυο", "αϋπνία":"αϋπνία", "αϋπνίας":"αϋπνία", "αϋπνίες":"αϋπνία", "άυπνος":"άυπνος", "αύρα":"αύρα", "αύρας":"αύρα", "αύρες":"αύρα", "αυριανά":"αυριανός", "αυριανές":"αυριανός", "αυριανη":"αυριανός", "αυριανή":"αυριανός", "αυριανής":"αυριανός", "αυριανό":"αυριανός", "αυριανοί":"αυριανός", "αυριανος":"αυριανός", "αυριανός":"αυριανός", "αυριανού":"αυριανός", "αυριανούς":"αυριανός", "'αυριανούς":"'αυριανούς", "αυριανών":"αυριανός", "αυριο":"αύριο", "αύριο":"αύριο", "αύριο-μεθαύριο":"αύριο-μεθαύριο", "αύριον":"αύριον", "αυστηρά":"αυστηρά", "αυστηρά":"αυστηρός", "αυστηρές":"αυστηρός", "αυστηρή":"αυστηρός", "αυστηρής":"αυστηρός", "αυστηρό":"αυστηρός", "αυστηροί":"αυστηρός", "αυστηροποίηση":"αυστηροποίηση", "αυστηροποιούν":"αυστηροποιούν", "αυστηρός":"αυστηρός", "αυστηρότατα":"αυστηρός", "αυστηρότατες":"αυστηρός", "αυστηρότατο":"αυστηρός", "αυστηρότατοι":"αυστηρός", "αυστηρότατων":"αυστηρός", "αυστηρότερα":"αυστηρός", "αυστηρότερες":"αυστηρός", "αυστηρότερη":"αυστηρός", "αυστηρότερο":"αυστηρός", "αυστηρότεροι":"αυστηρός", "αυστηρότερου":"αυστηρός", "αυστηρότερους":"αυστηρός", "αυστηρότητα":"αυστηρότητα", "αυστηρότητά":"αυστηρότητα", "αυστηρότητας":"αυστηρότητα", "αυστηρού":"αυστηρός", "αυστηρούς":"αυστηρός", "αυστηρών":"αυστηρός", "αυστηρώς":"αυστηρά", "αυστραλέζα":"αυστραλέζα", "αυστραλέζικη":"αυστραλέζικος", "αυστραλέζικης":"αυστραλέζικος", "αυστραλέζικος":"αυστραλέζικος", "αυστραλή":"αυστραλή", "αυστραλία":"αυστραλία", "αυστράλιαν":"αυστράλιαν", "αυστραλιανή":"αυστραλιανός", "αυστραλιανής":"αυστραλιανός", "αυστραλιανο":"αυστραλιανός", "αυστραλιανό":"αυστραλιανός", "αυστραλιανού":"αυστραλιανός", "αυστραλιανών":"αυστραλιανός", "αυστραλιας":"αυστραλία", "αυστραλίας":"αυστραλία", "αυστραλοι":"αυστραλός", "αυστραλοί":"αυστραλός", "αυστραλός":"αυστραλός", "αυστραλού":"αυστραλός", "αυστραλούς":"αυστραλός", "αυστραλών":"αυστραλός", "αυστρια":"αυστρία", "αυστρία":"αυστρία", "αυστριακά":"αυστριακός", "αυστριακές":"αυστριακός", "αυστριακή":"αυστριακή", "αυστριακη":"αυστριακός", "αυστριακή":"αυστριακός", "αυστριακής":"αυστριακή", "αυστριακής":"αυστριακός", "αυστριακο":"αυστριακός", "αυστριακό":"αυστριακός", "αυστριακός":"αυστριακός", "αυστριακού":"αυστριακός", "αυστριακούς":"αυστριακός", "αυστριακών":"αυστριακός", "αυστριας":"αυστρία", "αυστρίας":"αυστρία", "αυτ":"αυτ", "αυτα":"αυτός", "αυτά":"αυτός", "αυτάκι":"αυτάκι", "αυτάκια":"αυτάκι", "αυταξία":"αυταξία", "αυταπάρνηση":"αυταπάρνηση", "αυταπατάται":"αυταπατώμαι", "αυταπάτες":"αυταπάτη", "αυταπάτη":"αυταπάτη", "αυταπατών":"αυταπάτη", "αυταπατώνται":"αυταπατώμαι", "αυταπόδεικτες":"αυταπόδεικτος", "αυταπόδεικτη":"αυταπόδεικτος", "αυταπόδεικτο":"αυταπόδεικτος", "αυτάρεσκα":"αυτάρεσκος", "αυταρέσκεια":"αυταρέσκεια", "αυταρέσκειας":"αυταρέσκεια", "αυτάρεσκη":"αυτάρεσκος", "αυτάρεσκο":"αυτάρεσκος", "αυτάρκεια":"αυτάρκεια", "αυτάρκειας":"αυτάρκεια", "αυταρχικά":"αυταρχικός", "αυταρχικές":"αυταρχικός", "αυταρχική":"αυταρχικός", "αυταρχικής":"αυταρχικός", "αυταρχικό":"αυταρχικός", "αυταρχικοί":"αυταρχικός", "αυταρχικός":"αυταρχικός", "αυταρχικού":"αυταρχικός", "αυταρχικών":"αυταρχικός", "αυταρχισμό":"αυταρχισμός", "αυταρχισμός":"αυταρχισμός", "αυταρχισμού":"αυταρχισμός", "αυτενέργεια":"αυτενέργεια", "αυτεπάγγελτα":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπάγγελτη":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπάγγελτης":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπάγγελτο":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπάγγελτος":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπάγγελτου":"αυτεπάγγελτος", "αυτεπαγγέλτως":"αυτεπαγγέλτως", "αυτές":"αυτός", "αυτη":"αυτός", "αυτή":"αυτός", "αυτήν":"αυτός", "αυτής":"αυτός", "αυτί":"αυτί", "αυτιά":"αυτί", "αυτιού":"αυτί", "αυτισμό":"αυτισμός", "αυτισμός":"αυτισμός", "αυτισμού":"αυτισμός", "αυτιστικά":"αυτιστικός", "αυτιστικού":"αυτιστικός", "αυτιστικούς":"αυτιστικός", "αυτιστικών":"αυτιστικός", "αυτο":"αυτός", "αυτό":"αυτός", "αυτοακυρώνεται":"αυτοακυρώνεται", "αυτοάμυνας":"αυτοάμυνα", "αυτοαναιρούνται":"αυτοαναιρούμαι", "αυτοανακηρυχθεί":"αυτοανακηρύσσομαι", "αυτοανακηρύχθηκε":"αυτοανακηρύσσομαι", "αυτοαναπαράγεται":"αυτοαναπαράγεται", "αυτό-άνοσα":"αυτό-άνοσα", "αυτοάνοσα":"αυτοάνοσος", "αυτοάνοσες":"αυτοάνοσος", "αυτό-άνοσων":"αυτό-άνοσων", "αυτοαξιολόγηση":"αυτοαξιολόγηση", "αυτοαπασχόληση":"αυτοαπασχόληση", "αυτοαπασχολούμενοι":"αυτοαπασχολούμενος", "αυτοαπασχολουμένων":"αυτοαπασχολούμενος", "αυτοαποκαλείται":"αυτοαποκαλούμαι", "αυτοαποκαλούμενη":"αυτοαποκαλούμενος", "αυτοαποκαλούμενοι":"αυτοαποκαλούμενος", "αυτοαποκαλούνται":"αυτοαποκαλούμαι", "αυτοβελτίωσης":"αυτοβελτίωση", "αυτοβιογραφία":"αυτοβιογραφία", "αυτοβιογραφίας":"αυτοβιογραφία", "αυτοβιογραφικά":"αυτοβιογραφικός", "αυτοβιογραφική":"αυτοβιογραφικός", "αυτοβιογραφικό":"αυτοβιογραφικός", "αυτοβιογραφικού":"αυτοβιογραφικός", "αυτόβουλα":"αυτόβουλος", "αυτόβουλη":"αυτόβουλος", "αυτοβούλως":"αυτοβούλως", "αυτογκόλ":"αυτογκόλ", "αυτογλείφεται":"αυτογλείφω", "αυτογνωσία":"αυτογνωσία", "αυτογνωσίας":"αυτογνωσία", "αυτόγραφα":"αυτόγραφος", "αυτόγραφο":"αυτόγραφος", "αυτοδημιούργητος":"αυτοδημιούργητος", "αυτοδιάθεση":"αυτοδιάθεση", "αυτοδιάθεσης":"αυτοδιάθεση", "αυτοδιάλυση":"αυτοδιάλυση", "αυτοδιαχειριζόμενα":"αυτοδιαχειριζόμενα", "αυτοδιαχειριζόμενο":"αυτοδιαχειριζόμενο", "αυτοδιαχειριζόμενου":"αυτοδιαχειριζόμενου", "αυτοδίδακτη":"αυτοδίδακτος", "αυτοδίδακτο":"αυτοδίδακτος", "αυτοδίδακτος":"αυτοδίδακτος", "αυτοδικαίως":"αυτοδικαίως", "αυτοδικία":"αυτοδικία", "αυτοδικίας":"αυτοδικία", "αυτοδικίες":"αυτοδικία", "αυτοδιοικήσεις":"αυτοδιοίκηση", "αυτοδιοικήσεων":"αυτοδιοίκηση", "αυτοδιοικηση":"αυτοδιοίκηση", "αυτοδιοίκηση":"αυτοδιοίκηση", "αυτοδιοίκησης":"αυτοδιοίκηση", "αυτοδιοικητικά":"αυτοδιοικητικός", "αυτοδιοικητικές":"αυτοδιοικητικός", "αυτοδιοικητική":"αυτοδιοικητικός", "αυτοδιοικητικής":"αυτοδιοικητικός", "αυτοδιοικητικών":"αυτοδιοικητικός", "αυτοδιοίκητο":"αυτοδιοίκητος", "αυτοδιοίκητου":"αυτοδιοίκητος", "αυτοδιοικούμενου":"αυτοδιοικούμενος", "αυτόδρομος":"αυτόδρομος", "αυτόδρομου":"αυτόδρομου", "αυτοδύναμη":"αυτοδύναμος", "αυτοδύναμης":"αυτοδύναμος", "αυτοδυναμία":"αυτοδυναμία", "αυτοδύναμο":"αυτοδύναμος", "αυτοεκτίμηση":"αυτοεκτίμηση", "αυτοεκτίμησή":"αυτοεκτίμηση", "αυτοέκφρασης":"αυτοέκφρασης", "αυτοέλεγχος":"αυτοέλεγχος", "αυτοεξορία":"αυτοεξορία", "αυτοεξοριστεί":"αυτοεξορίζομαι", "αυτοεξορίστηκε":"αυτοεξορίζομαι", "αυτοεξόριστος":"αυτοεξόριστος", "αυτοεπιβεβαίωση":"αυτοεπιβεβαίωση", "αυτοεπιβεβαίωσης":"αυτοεπιβεβαίωση", "αυτοεποπτείας":"αυτοεποπτεία", "αυτοθαυμάζεται":"αυτοθαυμάζομαι", "αυτοθυσία":"αυτοθυσία", "αυτοθυσίας":"αυτοθυσία", "αυτοί":"αυτός", "αυτοίς":"αυτός", "αυτοκάθαρση":"αυτοκάθαρση", "αυτοκάθαρσης":"αυτοκάθαρση", "αυτοκαταργείται":"αυτοκαταργούμαι", "αυτοκαταστραφούμε":"αυτοκαταστρέφομαι", "αυτοκαταστροφή":"αυτοκαταστροφή", "αυτοκαταστροφής":"αυτοκαταστροφή", "αυτοκαταστροφική":"αυτοκαταστροφικός", "αυτοκαταστροφικής":"αυτοκαταστροφικός", "αυτοκαταστροφικό":"αυτοκαταστροφικός", "αυτοκέφαλος":"αυτοκέφαλος", "αυτοκινητα":"αυτοκίνητο", "αυτοκίνητα":"αυτοκίνητο", "αυτοκίνητά":"αυτοκίνητο", "αυτοκινητάδα":"αυτοκινητάδα", "αυτοκινητάκι":"αυτοκινητάκι", "αυτοκινητάκια":"αυτοκινητάκι", "αυτοκινητικό":"αυτοκινητικός", "αυτοκινητιστές":"αυτοκινητιστής", "αυτοκινητιστή":"αυτοκινητιστής", "αυτοκινητιστής":"αυτοκινητιστής", "αυτοκινητιστικό":"αυτοκινητιστικός", "αυτοκινητιστών":"αυτοκινητιστής", "αυτοκινητο":"αυτοκίνητο", "αυτοκίνητο":"αυτοκίνητο", "αυτοκίνητό":"αυτοκίνητο", "αυτοκινητοβιομηχανία":"αυτοκινητοβιομηχανία", "αυτοκινητοβιομηχανίας":"αυτοκινητοβιομηχανία", "αυτοκινητοβιομηχανίες":"αυτοκινητοβιομηχανία", "αυτοκινητοβιομηχανιών":"αυτοκινητοβιομηχανία", "αυτοκινητόδρομο":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητόδρομοι":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητόδρομος":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητοδρόμου":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητόδρομου":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητοδρόμους":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητόδρομους":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκινητοδρόμων":"αυτοκινητόδρομος", "αυτοκίνητόν":"αυτοκίνητος", "αυτοκινητοπομπές":"αυτοκινητοπομπή", "αυτοκινητοπομπή":"αυτοκινητοπομπή", "αυτοκινητοπομπής":"αυτοκινητοπομπή", "αυτοκινήτου":"αυτοκίνητο", "αυτοκινήτων":"αυτοκίνητο", "αυτοκινούμενων":"αυτοκινούμενος", "αυτόκλητη":"αυτόκλητος", "αυτόκλητοι":"αυτόκλητος", "αυτόκλητος":"αυτόκλητος", "αυτόκλητους":"αυτόκλητος", "αυτόκλητων":"αυτόκλητος", "αυτοκόλλητα":"αυτοκόλλητος", "αυτοκόλλητες":"αυτοκόλλητος", "αυτοκόλλητο":"αυτοκόλλητος", "αυτοκουκούλωμα":"αυτοκουκούλωμα", "αυτοκράτειρα":"αυτοκράτειρα", "αυτοκράτορα":"αυτοκράτορας", "αυτοκρατορας":"αυτοκράτορας", "αυτοκράτορας":"αυτοκράτορας", "αυτοκράτορες":"αυτοκράτορας", "αυτοκρατορια":"αυτοκρατορία", "αυτοκρατορία":"αυτοκρατορία", "αυτοκρατορίας":"αυτοκρατορία", "αυτοκρατορίες":"αυτοκρατορία", "αυτοκρατορικά":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορικές":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορική":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορικής":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορικό":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορικού":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατορικών":"αυτοκρατορικός", "αυτοκρατοριών":"αυτοκρατορία", "αυτοκράτωρ":"αυτοκράτορας", "αυτοκριτική":"αυτοκριτικός", "αυτο-κριτικής":"αυτο-κριτικής", "αυτοκτονεί":"αυτοκτονώ", "αυτοκτόνησε":"αυτοκτονώ", "αυτοκτονήσει":"αυτοκτονώ", "αυτοκτονήσουν":"αυτοκτονώ", "αυτοκτονία":"αυτοκτονία", "αυτοκτονία-λύτρωση":"αυτοκτονία-λύτρωση", "αυτοκτονίας":"αυτοκτονία", "αυτοκτονίες":"αυτοκτονία", "αυτοκτονική":"αυτοκτονικός", "αυτοκτονικό":"αυτοκτονικός", "αυτοκτονιών":"αυτοκτονία", "αυτοκτονούν":"αυτοκτονώ", "αυτοκυριαρχία":"αυτοκυριαρχία", "αυτολεξεί":"αυτολεξεί", "αυτολογοκρίνεται":"αυτολογοκρίνομαι", "αυτολογοκρισία":"αυτολογοκρισία", "αυτόματα":"αυτόματα", "αυτόματα":"αυτόματος", "αυτόματες":"αυτόματος", "αυτόματη":"αυτόματος", "αυτόματης":"αυτόματος", "αυτοματισμό":"αυτοματισμός", "αυτοματισμός":"αυτοματισμός", "αυτοματισμού":"αυτοματισμός", "αυτοματισμών":"αυτοματισμός", "αυτόματο":"αυτόματος", "αυτοματοποιημένα":"αυτοματοποιώ", "αυτοματοποιημένη":"αυτοματοποιώ", "αυτοματοποιημένο":"αυτοματοποιώ", "αυτοματοποίηση":"αυτοματοποίηση", "αυτόματος":"αυτόματος", "αυτόματου":"αυτόματος", "αυτομάτων":"αυτόματος", "αυτόματων":"αυτόματος", "αυτομάτως":"αυτόματα", "αυτομόσχευμα":"αυτομόσχευμα", "αυτον":"αυτός", "αυτόν":"αυτός", "αυτονόητα":"αυτονόητος", "αυτονόητες":"αυτονόητος", "αυτονόητη":"αυτονόητος", "αυτονόητης":"αυτονόητος", "αυτονόητο":"αυτονόητος", "αυτονόητοι":"αυτονόητος", "αυτονόητος":"αυτονόητος", "αυτονόητου":"αυτονόητος", "αυτόνομα":"αυτόνομα", "αυτόνομα":"αυτόνομος", "αυτόνομες":"αυτόνομος", "αυτόνομη":"αυτόνομος", "αυτόνομή":"αυτόνομος", "αυτονομηθεί":"αυτονομώ", "αυτόνομης":"αυτόνομος", "αυτονόμηση":"αυτονόμηση", "αυτονόμησης":"αυτονόμηση", "αυτονομία":"αυτονομία", "αυτονομίας":"αυτονομία", "αυτονομιστές":"αυτονομιστής", "αυτονομιστικής":"αυτονομιστικός", "αυτονομιστών":"αυτονομιστής", "αυτόνομο":"αυτόνομος", "αυτόνομοι":"αυτόνομος", "αυτόνομος":"αυτόνομος", "αυτονομούνται":"αυτονομώ", "αυτόνομων":"αυτόνομος", "αυτοπαρουσιάζεται":"αυτοπαρουσιάζομαι", "αυτοπεποίθηση":"αυτοπεποίθηση", "αυτοπεποίθησή":"αυτοπεποίθηση", "αυτοπεποίθησης":"αυτοπεποίθηση", "αυτοπεριγράφεται":"αυτοπεριγράφω", "αυτοπεριορίζονται":"αυτοπεριορίζομαι", "αυτοπροσδιορίζεται":"αυτοπροσδιορίζομαι", "αυτοπροσδιορίζονται":"αυτοπροσδιορίζομαι", "αυτοπροσδιορίζοντας":"αυτοπροσδιορίζω", "αυτοπροσδιορισμό":"αυτοπροσδιορισμός", "αυτοπροσδιορισμού":"αυτοπροσδιορισμός", "αυτοπροστασία":"αυτοπροστασία", "αυτοπροστασίας":"αυτοπροστασία", "αυτοπρόσωπη":"αυτοπρόσωπος", "αυτοπροσωπογραφία":"αυτοπροσωπογραφία", "αυτοπροσώπως":"αυτοπροσώπως", "αυτόπτες":"αυτόπτης", "αυτόπτη":"αυτόπτης", "αυτόπτης":"αυτόπτης", "αυτοπτών":"αυτόπτης", "αυτοπυροβολήθηκε":"αυτοπυροβολώ", "αυτοπυρποληθεί":"αυτοπυρπολούμαι", "αυτοπυρπολήθηκε":"αυτοπυρπολούμαι", "αυτοπυρπολούνται":"αυτοπυρπολούμαι", "αυτορρύθμιση":"αυτορρύθμιση", "αυτορρύθμισης":"αυτορρύθμισης", "αυτος":"αυτός", "αυτός":"αυτός", "αυτοσαρκασμό":"αυτοσαρκασμός", "αυτοσαρκασμός":"αυτοσαρκασμός", "αυτοσαρκασμού":"αυτοσαρκασμός", "αυτοσκοπό":"αυτοσκοπός", "αυτοσκοπός":"αυτοσκοπός", "αυτοσκοπού":"αυτοσκοπός", "αυτοσυγκεντρωθείτε":"αυτοσυγκεντρώνομαι", "αυτοσυγκεντρωμένος":"αυτοσυγκεντρωμένος", "αυτοσυγκέντρωση":"αυτοσυγκέντρωση", "αυτοσυγκέντρωσή":"αυτοσυγκέντρωση", "αυτοσυγκέντρωσης":"αυτοσυγκέντρωση", "αυτοσυγκράτηση":"αυτοσυγκράτηση", "αυτοσυγκράτησης":"αυτοσυγκράτηση", "'αυτοσυμμόρφωσης'":"'αυτοσυμμόρφωσης'", "αυτοσυνειδησία":"αυτοσυνειδησία", "αυτοσυνειδησίας":"αυτοσυνειδησία", "αυτοσυντηρείται":"αυτοσυντηρούμαι", "αυτοσυντήρησης":"αυτοσυντήρηση", "αυτοσχέδια":"αυτοσχέδια", "αυτοσχεδιάζει":"αυτοσχεδιάζω", "αυτοσχεδιάζοντας":"αυτοσχεδιάζω", "αυτοσχεδιασμό":"αυτοσχεδιασμός", "αυτοσχεδιασμοί":"αυτοσχεδιασμός", "αυτοσχεδιασμός":"αυτοσχεδιασμός", "αυτοσχεδιασμού":"αυτοσχεδιασμός", "αυτοσχεδιασμούς":"αυτοσχεδιασμός", "αυτοσχέδιες":"αυτοσχέδιος", "αυτοσχέδιο":"αυτοσχέδιος", "αυτοσχέδιου":"αυτοσχέδιος", "αυτοσχέδιους":"αυτοσχέδιος", "αυτοσχέδιων":"αυτοσχέδιος", "αυτοσχολιαζόμενος":"αυτοσχολιαζόμενος", "αυτοσχολιαστικά":"αυτοσχολιαστικός", "αυτοτέλεια":"αυτοτέλεια", "αυτοτέλειας":"αυτοτέλεια", "αυτοτελείς":"αυτοτελής", "αυτοτελές":"αυτοτελής", "αυτοτελή":"αυτοτελής", "αυτοτελής":"αυτοτελής", "αυτοτελούς":"αυτοτελής", "αυτοτελών":"αυτοτελής", "αυτοτελώς":"αυτοτελώς", "αυτότητας":"αυτότητας", "αυτοτροφοδοτείται":"αυτοτροφοδοτούμαι", "αυτού":"αυτός", "αυτοϋπονομεύεται":"αυτοϋπονομεύεται", "αυτουργία":"αυτουργία", "αυτουργίας":"αυτουργία", "αυτουργό":"αυτουργός", "αυτουργοί":"αυτουργός", "αυτουργός":"αυτουργός", "αυτουργού":"αυτουργός", "αυτουργούς":"αυτουργός", "αυτουργών":"αυτουργός", "αυτούς":"αυτός", "αυτούσια":"αυτούσιος", "αυτούσιες":"αυτούσιος", "αυτούσιο":"αυτούσιος", "αυτοφυές":"αυτοφυής", "αυτοφυή":"αυτοφυής", "αυτόφωρη":"αυτόφωρος", "αυτόφωρης":"αυτόφωρος", "αυτοφωρο":"αυτόφωρος", "αυτόφωρο":"αυτόφωρος", "αυτόφωρου":"αυτόφωρος", "αυτοφώρω":"αυτοφώρω", "αυτόφωτη":"αυτόφωτος", "αυτοχαρακτηρίζεται":"αυτοχαρακτηρίζομαι", "αυτοχαρακτηρίζονται":"αυτοχαρακτηρίζομαι", "αυτοχαρακτηριζόταν":"αυτοχαρακτηρίζομαι", "αυτόχειρα":"αυτόχειρας", "αυτόχειρες":"αυτόχειρας", "αυτοχειρία":"αυτοχειρία", "αυτοχειριασμού":"αυτοχειριασμός", "αυτόχθονα":"αυτόχθων", "αυτόχθονες":"αυτόχθων", "αυτόχθονης":"αυτόχθονης", "αυτόχθονων":"αυτόχθονων", "αυτόχρημα":"αυτόχρημα", "αυτοχρηματοδοτείται":"αυτοχρηματοδοτείται", "αυτοχρηματοδότηση":"αυτοχρηματοδότηση", "αυτοχρηματοδότησης":"αυτοχρηματοδότηση", "αυτοχρηματοδοτούμενη":"αυτοχρηματοδοτούμενος", "αυτοχρηματοδοτούμενου":"αυτοχρηματοδοτούμενος", "αυτοψια":"αυτοψία", "αυτοψία":"αυτοψία", "αυτοψίας":"αυτοψία", "αυτοψίες":"αυτοψία", "αυτώ":"αυτώ", "αυτών":"αυτός", "αυχένα":"αυχένας", "αυχεναλγία":"αυχεναλγία", "αυχενική":"αυχενικός", "αυχενικής":"αυχενικός", "αυχενικό":"αυχενικός", "αυχενοβραχιόνιο":"αυχενοβραχιόνιο", "αφ'":"από", "αφαίμαξη":"αφαίμαξη", "αφαιρεθεί":"αφαιρώ", "αφαιρέθηκαν":"αφαιρώ", "αφαιρέθηκε":"αφαιρώ", "αφαιρεθούν":"αφαιρώ", "αφαιρεί":"αφαιρώ", "αφαιρείται":"αφαιρώ", "αφαιρείτε":"αφαιρώ", "αφαίρεσα":"αφαιρώ", "αφαίρεσαν":"αφαιρώ", "αφαίρεσε":"αφαιρώ", "αφαιρέσει":"αφαιρώ", "αφαιρέσεις":"αφαιρώ", "αφαίρεση":"αφαίρεση", "αφαίρεσή":"αφαίρεση", "αφαίρεσης":"αφαίρεση", "αφαιρέσουμε":"αφαιρώ", "αφαιρέσουν":"αφαιρώ", "αφαιρέσω":"αφαιρώ", "αφαιρετικά":"αφαιρετικός", "αφαιρετική":"αφαιρετικός", "αφαιρετικής":"αφαιρετικός", "αφαιρετικό":"αφαιρετικός", "αφαιρούμε":"αφαιρώ", "αφαιρούν":"αφαιρώ", "αφαιρούνε":"αφαιρώ", "αφαιρούνται":"αφαιρώ", "αφαιρούσε":"αφαιρώ", "αφαιρώ":"αφαιρώ", "αφαιρώντας":"αφαιρώ", "αφαλό":"αφαλός", "αφάνα":"αφάνα", "αφάνεια":"αφάνεια", "αφανείς":"αφανής", "αφανές":"αφανής", "αφανή":"αφανής", "αφανίζει":"αφανίζω", "αφανίζεται":"αφανίζω", "αφανίζονται":"αφανίζω", "αφανίζοντας":"αφανίζω", "αφανίζουν":"αφανίζω", "αφάνισε":"αφανίζω", "αφανισμό":"αφανισμός", "αφανισμός":"αφανισμός", "αφανισμού":"αφανισμός", "αφανίσουν":"αφανίζω", "άφαντα":"άφαντος", "αφάνταστα":"αφάνταστα", "αφάνταστη":"αφάνταστος", "αφάνταστο":"αφάνταστος", "άφαντη":"άφαντος", "αφαντος":"άφαντος", "άφαντος":"άφαντος", "αφάρ":"αφάρ", "αφασία":"αφασία", "αφασίας":"αφασία", "άφατο":"άφατος", "αφγανικής":"αφγανικός", "αφγανικό":"αφγανικός", "αφγανικού":"αφγανικός", "αφγανισταν":"αφγανισταν", "αφγανιστάν":"αφγανιστάν", "αφγανοί":"αφγανός", "αφγανών":"αφγανός", "αφεθεί":"αφήνω", "αφεθείτε":"αφήνω", "αφεθήκαμε":"αφήνω", "αφέθηκαν":"αφήνω", "αφέθηκε":"αφήνω", "αφέθησαν":"αφέθησαν", "αφεθούμε":"αφήνω", "αφεθούν":"αφήνω", "αφειδώλευτα":"αφειδώλευτα", "αφειδώς":"αφειδώς", "αφέλεια":"αφέλεια", "αφέλειας":"αφέλεια", "αφέλειάς":"αφέλεια", "αφέλειες":"αφέλεια", "αφελείς":"αφελής", "αφελές":"αφελής", "αφελή":"αφελής", "αφελής":"αφελής", "αφελούς":"αφελής", "αφελώς":"αφελώς", "αφενός":"αφενός", "αφεντάδων":"αφέντης", "αφέντες":"αφέντης", "αφέντη":"αφέντης", "αφέντης":"αφέντης", "αφεντιά":"αφεντιά", "αφεντιάς":"αφεντιά", "αφεντικά":"αφεντικό", "αφεντικό":"αφεντικό", "αφεντικού":"αφεντικό", "αφεντικών":"αφεντικό", "αφερεγγυότητας":"αφερεγγυότητα", "άφες":"άφες", "άφεση":"άφεση", "αφετέρου":"αφετέρου", "αφετηρία":"αφετηρία", "αφετηριακή":"αφετηριακός", "αφετηριακό":"αφετηριακός", "αφετηρίας":"αφετηρία", "αφετηρίες":"αφετηρία", "αφή":"αφή", "αφηγείται":"αφηγούμαι", "αφηγηθεί":"αφηγούμαι", "αφηγηθείς":"αφηγούμαι", "αφηγήθηκαν":"αφηγούμαι", "αφηγήθηκε":"αφηγούμαι", "αφηγηθούν":"αφηγούμαι", "αφηγηθώ":"αφηγούμαι", "αφήγημα":"αφήγημα", "αφήγημά":"αφήγημα", "αφηγηματικά":"αφηγηματικά", "αφηγηματικές":"αφηγηματικός", "αφηγηματική":"αφηγηματικός", "αφηγηματικό":"αφηγηματικός", "αφηγήματός":"αφήγημα", "αφηγημάτων":"αφήγημα", "αφηγήσεις":"αφήγηση", "αφηγήσεων":"αφήγηση", "αφήγηση":"αφήγηση", "αφήγησή":"αφήγηση", "αφήγησης":"αφήγηση", "αφήγησής":"αφήγηση", "αφηγητή":"αφηγητής", "αφηγητής":"αφηγητής", "αφηγήτρια":"αφηγήτρια", "αφηγήτριας":"αφηγήτρια", "αφηγούνται":"αφηγούμαι", "αφημένα":"αφημένος", "αφημένη":"αφημένος", "άφηνα":"αφήνω", "αφήναμε":"αφήνω", "άφηναν":"αφήνω", "αφήνανε":"αφήνω", "άφηνε":"αφήνω", "αφήνει":"αφήνω", "αφήνεις":"αφήνω", "άφηνες":"αφήνω", "αφήνεσαι":"αφήνω", "αφήνεται":"αφήνω", "αφήνετε":"αφήνω", "αφηνιασμένος":"αφηνιασμένος", "αφήνονται":"αφήνω", "αφήνοντας":"αφήνω", "αφήνοντάς":"αφήνω", "αφήνουμε":"αφήνω", "αφήνουν":"αφήνω", "αφήνω":"αφήνω", "αφήξεις":"αφήξεις", "αφήρεσαν":"αφήρεσαν", "αφηρημάδα":"αφηρημάδα", "αφηρημένα":"αφηρημένος", "αφηρημένες":"αφηρημένος", "αφηρημένη":"αφηρημένος", "αφηρημένο":"αφηρημένος", "αφηρημένος":"αφηρημένος", "αφηρημένου":"αφηρημένος", "αφηρημένους":"αφηρημένος", "αφής":"αφή", "άφησα":"αφήνω", "αφήσαμε":"αφήνω", "άφησαν":"αφήνω", "αφήσανε":"αφήνω", "αφησε":"αφήνω", "άφησε":"αφήνω", "αφήσει":"αφήνω", "αφήσεις":"αφήνω", "άφησες":"αφήνω", "αφήσετε":"αφήνω", "αφήσουμε":"αφήνω", "αφήσουν":"αφήνω", "αφήστε":"αφήνω", "αφήσω":"αφήνω", "αφθαρσίας":"αφθαρσία", "άφθαρτα":"άφθαρτος", "άφθαρτη":"άφθαρτος", "άφθαρτοι":"άφθαρτος", "άφθονα":"άφθονος", "άφθονες":"άφθονος", "άφθονη":"άφθονος", "αφθονία":"αφθονία", "αφθονίας":"αφθονία", "αφθονιδης":"αφθονιδης", "αφθονίδης":"αφθονίδης", "άφθονο":"άφθονος", "άφθονος":"άφθονος", "άφθονου":"άφθονος", "αφθονούν":"αφθονώ", "άφθονους":"άφθονος", "αφθονούσαν":"αφθονώ", "άφθονων":"άφθονος", "αφθώδους":"αφθώδης", "αφιερωθεί":"αφιερώνω", "αφιερώθηκαν":"αφιερώνω", "αφιερώθηκε":"αφιερώνω", "αφιερωθούν":"αφιερώνω", "αφιερωμα":"αφιέρωμα", "αφιέρωμα":"αφιέρωμα", "αφιέρωμά":"αφιέρωμα", "αφιερώματα":"αφιέρωμα", "αφιερώματος":"αφιέρωμα", "αφιερωμάτων":"αφιέρωμα", "αφιερωμένα":"αφιερωμένος", "αφιερωμένες":"αφιερωμένος", "αφιερωμενη":"αφιερωμένος", "αφιερωμένη":"αφιερωμένος", "αφιερωμένο":"αφιερωμένος", "αφιερωμένος":"αφιερωμένος", "αφιερωμένου":"αφιερώνω", "αφιερωμένων":"αφιερώνω", "αφιέρωνα":"αφιερώνω", "αφιέρωνε":"αφιερώνω", "αφιερώνει":"αφιερώνω", "αφιερώνεις":"αφιερώνω", "αφιερώνεται":"αφιερώνω", "αφιερώνονται":"αφιερώνω", "αφιερώνοντας":"αφιερώνω", "αφιερωνόταν":"αφιερώνω", "αφιερώνουμε":"αφιερώνω", "αφιερώνουν":"αφιερώνω", "αφιερώνω":"αφιερώνω", "αφιέρωσα":"αφιερώνω", "αφιερώσαμε":"αφιερώνω", "αφιέρωσαν":"αφιερώνω", "αφιερώσατε":"αφιερώνω", "αφιέρωσε":"αφιερώνω", "αφιερώσει":"αφιερώνω", "αφιερώσεις":"αφιερώνω", "αφιερώσεις":"αφιέρωση", "αφιερώσετε":"αφιερώνω", "αφιέρωση":"αφιέρωση", "αφιερώσουμε":"αφιερώνω", "αφιερώσουν":"αφιερώνω", "αφιερώστε":"αφιερώνω", "αφιλοκερδή":"αφιλοκερδής", "αφιλοκερδώς":"αφιλοκερδώς", "αφιλόξενα":"αφιλόξενος", "αφιλόξενη":"αφιλόξενος", "αφιλόξενο":"αφιλόξενος", "αφιλόξενος":"αφιλόξενος", "αφίξει":"αφίξει", "αφίξεις":"άφιξη", "αφίξεων":"άφιξη", "αφιξη":"άφιξη", "άφιξη":"άφιξη", "άφιξή":"άφιξη", "άφιξης":"άφιξη", "άφιξής":"άφιξη", "αφίπταται":"αφίπταμαι", "αφίσα":"αφίσα", "αφίσας":"αφίσα", "αφίσες":"αφίσα", "αφισοκόλληση":"αφισοκόλληση", "αφισοκολλητή":"αφισοκολλητής", "αφισών":"αφίσα", "αφιχθείς":"αφιχθείς", "αφιχθείσα":"αφιχθείς", "αφίχθη":"αφίχθη", "αφλατοξίνες":"αφλατοξίνες", "αφλατοξίνη":"αφλατοξίνη", "αφλατοξίνης":"αφλατοξίνης", "άφλικτ":"άφλικτ", "αφοδεύματα":"αφόδευμα", "αφοδεύσουν":"αφοδεύω", "αφοδευτήρια":"αφοδευτήριο", "αφοι":"αφο", "αφοι":"αφοι", "αφοί":"αφοί", "αφομοιωθεί":"αφομοιώνω", "αφομοιώνει":"αφομοιώνω", "αφομοιώνεται":"αφομοιώνω", "αφομοιώνονται":"αφομοιώνω", "αφομοιώσαμε":"αφομοιώνω", "αφομοιώσει":"αφομοιώνω", "αφομοίωση":"αφομοίωση", "αφομοίωσης":"αφομοίωση", "αφομοιώσουμε":"αφομοιώνω", "αφομοιώσουν":"αφομοιώνω", "αφομοιωτικής":"αφομοιωτικός", "αφόπλιζαν":"αφοπλίζω", "αφοπλίζεται":"αφοπλίζω", "αφοπλίσαμε":"αφοπλίζω", "αφοπλίσει":"αφοπλίζω", "αφοπλισμένου":"αφοπλίζω", "αφοπλισμό":"αφοπλισμός", "αφοπλισμός":"αφοπλισμός", "αφοπλισμού":"αφοπλισμός", "αφοπλίσουμε":"αφοπλίζω", "αφοπλίσουν":"αφοπλίζω", "αφοπλίστε":"αφοπλίζω", "αφοπλιστεί":"αφοπλίζω", "αφοπλιστική":"αφοπλιστικός", "αφοπλιστικό":"αφοπλιστικός", "αφορα":"αφορώ", "αφορά":"αφορώ", "αφόρητα":"αφόρητα", "αφόρητες":"αφόρητος", "αφόρητη":"αφόρητος", "αφόρητης":"αφόρητος", "αφόρητο":"αφόρητος", "αφόρητοι":"αφόρητος", "αφόρητος":"αφόρητος", "αφόρητους":"αφόρητος", "αφόρισε":"αφορίζω", "αφορισμό":"αφορισμός", "αφορισμοί":"αφορισμός", "αφορισμούς":"αφορισμός", "αφορισμών":"αφορισμός", "αφοριστικά":"αφοριστικά", "αφορμάται":"αφορμώ", "αφορμές":"αφορμή", "αφορμη":"αφορμή", "αφορμή":"αφορμή", "αφορμής":"αφορμή", "αφόρμηση":"αφόρμηση", "αφορολόγητα":"αφορολόγητα", "αφορολόγητη":"αφορολόγητος", "αφορολόγητο":"αφορολόγητος", "αφορολόγητου":"αφορολόγητος", "αφορολογήτων":"αφορολόγητος", "αφορολόγητων":"αφορολόγητος", "αφορούν":"αφορώ", "αφορούσαν":"αφορώ", "αφορούσε":"αφορώ", "αφοσιωθείτε":"αφοσιώνομαι", "αφοσιώθηκε":"αφοσιώνομαι", "αφοσιωθούν":"αφοσιώνομαι", "αφοσιωμένες":"αφοσιώνομαι", "αφοσιωμένη":"αφοσιωμένος", "αφοσιωμένο":"αφοσιώνομαι", "αφοσιωμένοι":"αφοσιώνομαι", "αφοσιωμένος":"αφοσιωμένος", "αφοσιωμένους":"αφοσιώνομαι", "αφοσιώνεται":"αφοσιώνομαι", "αφοσίωση":"αφοσίωση", "αφοσίωσή":"αφοσίωση", "αφοσίωσης":"αφοσίωση", "αφότου":"αφότου", "αφού":"αφού", "αφουγκράζεται":"αφουγκράζομαι", "αφουγκραστεί":"αφουγκράζομαι", "αφουγκραστείτε":"αφουγκράζομαι", "αφουγκράστηκαν":"αφουγκράζομαι", "αφουγκραστούμε":"αφουγκράζομαι", "άφραγκοι":"άφραγκος", "αφράτο":"αφράτος", "άφρικα":"άφρικα", "αφρικανικά":"αφρικανικός", "αφρικανικές":"αφρικανικός", "αφρικανική":"αφρικανικός", "αφρικάνικη":"αφρικάνικος", "αφρικανικής":"αφρικανικός", "αφρικανικό":"αφρικανικός", "αφρικάνικο":"αφρικάνικος", "αφρικανικοί":"αφρικανικός", "αφρικανικού":"αφρικανικός", "αφρικανικούς":"αφρικανικός", "αφρικανικών":"αφρικανικός", "αφρικανό":"αφρικανός", "αφρικανοί":"αφρικανός", "αφρικάνοι":"αφρικάνος", "αφρικανός":"αφρικανός", "αφρικανούς":"αφρικανός", "αφρικανών":"αφρικανός", "αφρικη":"αφρική", "αφρική":"αφρική", "αφρικης":"αφρική", "αφρικής":"αφρική", "αφρισμένων":"αφρισμένος", "αφρό":"αφρός", "αφροαμερικανική":"αφροαμερικανικός", "αφροδίσια":"αφροδίσιος", "αφροδισιακές":"αφροδισιακός", "αφροδισιακό":"αφροδισιακός", "αφροδισιακού":"αφροδισιακός", "αφροδισίων":"αφροδίσιος", "αφροδιτη":"αφροδίτη", "αφροδίτη":"αφροδίτη", "αφροδίτης":"αφροδίτη", "αφρόκρεμα":"αφρόκρεμα", "άφρονες":"άφρων", "αφρός":"αφρός", "αφρού":"αφρός", "αφρουδάκης":"αφρουδάκης", "αφρούς":"αφρός", "αφρώδη":"αφρώδης", "αφτί":"αφτί", "αφτιά":"αφτί", "άφτιαχτου":"άφτιαχτος", "αφυδατώνει":"αφυδατώνω", "αφυδάτωση":"αφυδάτωση", "αφύλακτες":"αφύλακτος", "αφύλακτο":"αφύλακτος", "αφύλακτος":"αφύλακτος", "αφύλαχτος":"αφύλακτος", "αφυπνίζει":"αφυπνίζω", "αφυπνίζεται":"αφυπνίζω", "αφυπνιζόμενοι":"αφυπνιζόμενος", "αφυπνίσει":"αφυπνίζω", "αφύπνιση":"αφύπνιση", "αφύπνισης":"αφύπνιση", "αφυπνίσθηκαν":"αφυπνίζω", "αφυπνίσθηκε":"αφυπνίζω", "αφυπνισθούν":"αφυπνίζω", "αφυπνισμένων":"αφυπνίζω", "αφυπνίστηκαν":"αφυπνίζω", "αφυπνίστηκε":"αφυπνίζω", "αφυπνιστούν":"αφυπνίζω", "αφύσικης":"αφύσικος", "αφύσικο":"αφύσικος", "άφωνα":"άφωνα", "άφωνη":"άφωνος", "άφωνο":"άφωνος", "άφωνοι":"άφωνος", "άφωνος":"άφωνος", "άφωνους":"άφωνος", "αχ":"αχ", "αχαΐα":"αχαΐα", "αχάια":"αχάια", "αχαΐας":"αχαΐα", "αχαϊκή":"αχαϊκός", "αχαϊκής":"αχαϊκός", "αχαλίνωτη":"αχαλίνωτος", "αχαλίνωτης":"αχαλίνωτος", "αχαλίνωτο":"αχαλίνωτος", "αχαλίνωτος":"αχαλίνωτος", "αχαλίνωτου":"αχαλίνωτος", "αχανείς":"αχανής", "αχανές":"αχανής", "αχανή":"αχανής", "αχανής":"αχανής", "αχανούς":"αχανής", "αχάντ":"αχάντ", "αχανών":"αχανής", "αχαρακτήριστη":"αχαρακτήριστος", "αχαρακτήριστους":"αχαρακτήριστος", "άχαρες":"άχαρος", "άχαρη":"άχαρος", "αχαριστία":"αχαριστία", "αχάριστος":"αχάριστος", "αχάριστους":"αχάριστος", "αχαρναϊκός":"αχαρναϊκός", "αχαρναϊκός25":"αχαρναϊκός25", "άχαρο":"άχαρος", "αχαρονότ":"αχαρονότ", "αχαρτογράφητα":"αχαρτογράφητος", "αχε":"αχε", "αχελώο":"αχελώος", "αχελώου":"αχελώος", "αχεπα":"αχεπα", "αχθοφόροι":"αχθοφόρος", "αχιλλέα":"αχιλλέας", "αχιλλεας":"αχιλλέας", "αχιλλέας":"αχιλλέας", "'αχίλλειο'":"'αχίλλειο'", "αχίλλειο":"αχίλλειος", "αχίλλειος":"αχίλλειος", "αχινού":"αχινός", "αχλάδα":"αχλάδα", "αχλάδι":"αχλάδι", "αχλάδια":"αχλάδι", "αχλύ":"αχλύ", "αχμάντ":"αχμάντ", "αχμαντινεζάντ":"αχμαντινεζάντ", "αχμαντινετζάντ":"αχμαντινετζάντ", "αχμέντ":"αχμέντ", "αχμέτ":"αχμέτ", "αχνά":"αχνά", "αχνάρια":"αχνάρι", "άχνας":"άχνα", "άχνη":"άχνη", "αχνή":"αχνός", "αχνίζουν":"αχνίζω", "αχνιστά":"αχνιστός", "αχνιστής":"αχνιστός", "αχνό":"αχνός", "αχό":"αχός", "αχόρταγα":"αχόρταγα", "αχόρταγο":"αχόρταγος", "αχόρταγοι":"αχόρταγος", "αχός":"αχός", "αχούρι":"αχούρι", "αχρείαστα":"αχρείαστος", "αχρείαστες":"αχρείαστος", "αχρείαστο":"αχρείαστος", "αχρείαστοι":"αχρείαστος", "αχρείαστος":"αχρείαστος", "αχρείο":"αχρείος", "αχρείοι":"αχρείος", "αχρειότητας":"αχρειότητα", "αχρείων":"αχρείος", "αχρεωστήτως":"αχρεώστητα", "αχρησία":"αχρησία", "άχρηστα":"άχρηστος", "αχρηστευθούν":"αχρηστεύω", "αχρηστευμένο":"αχρηστεύω", "αχρηστεύσει":"αχρηστεύω", "άχρηστη":"άχρηστος", "αχρηστία":"αχρηστία", "άχρηστο":"άχρηστος", "άχρηστοι":"άχρηστος", "άχρηστος":"άχρηστος", "άχρηστους":"άχρηστος", "αχρήστων":"άχρηστος", "άχρηστων":"άχρηστος", "αχρίδα":"αχρίδα", "αχρίδας":"αχρίδας", "αχρονόθ":"αχρονόθ", "αχρονότ":"αχρονότ", "άχρωμα":"άχρωμα", "άχρωμα":"άχρωμος", "άχρωμες":"άχρωμος", "άχρωμη":"άχρωμος", "άχρωμο":"άχρωμος", "άχρωμος":"άχρωμος", "άχτι":"άχτι", "αχτιδα":"αχτίδα", "αχτίδα":"αχτίδα", "αχτίδες":"αχτίδα", "αχτισάαρι":"αχτισάαρι", "αχτισάρι":"αχτισάρι", "αχτσή":"αχτσή", "αχτσής":"αχτσής", "αχτύπητες":"αχτύπητος", "αχτύπητο":"αχτύπητος", "άχυμων":"άχυμος", "άχυρα":"άχυρο", "άχυρο":"άχυρο", "αχυροκουλτούρα":"αχυροκουλτούρα", "αχυρώνα":"αχυρώνας", "αχώριστοι":"αχώριστος", "αχώριστους":"αχώριστος", "αψευδείς":"αψευδής", "άψητη":"άψητος", "αψηφά":"αψηφώ", "αψήφησαν":"αψηφώ", "αψήφησε":"αψηφώ", "αψηφήσουν":"αψηφώ", "αψήφιστα":"αψήφιστα", "αψηφούν":"αψηφώ", "αψηφώντας":"αψηφώ", "αψίδες":"αψίδα", "αψιδωτά":"αψιδωτός", "αψιμαχίες":"αψιμαχία", "άψογα":"άψογα", "άψογες":"άψογος", "άψογη":"άψογος", "άψογης":"άψογος", "άψογο":"άψογος", "άψογοι":"άψογος", "άψογον":"άψογος", "άψογος":"άψογος", "άψυχα":"άψυχα", "άψυχες":"άψυχος", "άψυχη":"άψυχος", "άψυχο":"άψυχος", "αψυχολόγητα":"αψυχολόγητα", "αώος":"αώος", "άωρος":"άωρος", "άωτον":"άωτος", "β":"β", "β'":"β'", "β)":"β)", "β.":"β.", "β.ε.":"β.ε.", "β.ζ.":"β.ζ.", "β.κ.":"β.κ.", "β.μ.α.":"β.μ.α.", "β.π.":"β.π.", "β΄":"β΄", "β'΄γερμανίας":"β'΄γερμανίας", "β΄μέρος":"β΄μέρος", "β1":"β1", "β92":"β92", "βα":"βα", "βααλβάικ":"βααλβάικ", "βάαλερ":"βάαλερ", "βάαρτ":"βάαρτ", "βάασα":"βάασα", "βαβέλ":"βαβέλ", "βαβίλης":"βαβίλης", "βαβούρα":"βαβούρα", "βαβυλώνα":"βαβυλώνα", "βαγγελακάκης":"βαγγελακάκης", "βαγγελή":"βαγγελή", "βαγγελη":"βαγγέλης", "βαγγέλη":"βαγγέλης", "βαγγελης":"βαγγέλης", "βαγγέλης":"βαγγέλης", "βάγγο":"βάγγο", "βαγδάτη":"βαγδάτη", "βαγδάτης":"βαγδάτη", "βαγενά":"βαγενάς", "βαγενάς":"βαγενάς", "βαγιαδολίδ":"βαγιαδολίδ", "βαγιαδολίδ-μπιλμπάο":"βαγιαδολίδ-μπιλμπάο", "βαγιάννη":"βαγιάννη", "βαγιάτης":"βαγιάτης", "βαγκ":"βαγκ", "βαγκελή":"βαγκελή", "βαγκέλι":"βαγκέλι", "βαγκενίνγκεν":"βαγκενίνγκεν", "βαγόνι":"βαγόνι", "βαγόνια":"βαγόνι", "βαγονιού":"βαγόνι", "βάδην":"βάδην", "βάδιζαν":"βαδίζω", "βάδιζε":"βαδίζω", "βαδίζει":"βαδίζω", "βαδίζετε":"βαδίζω", "βαδίζοντας":"βαδίζω", "βαδίζουμε":"βαδίζω", "βαδίζουν":"βαδίζω", "βάδισε":"βαδίζω", "βάδισης":"βάδιση", "βάδισμα":"βάδισμα", "βάδισμά":"βάδισμα", "βαδίσουμε":"βαδίζω", "βαδίσουν":"βαδίζω", "βάζα":"βάζο", "βάζαμε":"βάζω", "βάζανε":"βάζω", "βάζατε":"βάζω", "βάζει":"βάζω", "βάζεις":"βάζω", "βαζελίνη":"βαζελίνη", "βάζετε":"βάζω", "βάζο":"βάζο", "βάζοντας":"βάζω", "βάζοντάς":"βάζω", "βάζουμε":"βάζω", "βάζουν":"βάζω", "βάζουνε":"βάζω", "βαζπαγί":"βαζπαγί", "βάζω":"βάζω", "βαθαίνει":"βαθαίνω", "βαθαίνοντας":"βαθαίνω", "βάθεμα":"βάθεμα", "βαθέος":"βαθύς", "βαθέων":"βαθύς", "βάθη":"βάθος", "βάθης":"βάθη", "βαθιά":"βαθύς", "βαθιάς":"βαθύς", "βαθιές":"βαθύς", "βαθιούς":"βαθύς", "βαθμ":"βαθμ", "βαθμηδόν":"βαθμηδόν", "βαθμιαία":"βαθμιαίος", "βαθμίδα":"βαθμίδα", "βαθμίδας":"βαθμίδα", "βαθμίδες":"βαθμίδα", "βαθμίδων":"βαθμίδα", "βαθμο":"βαθμός", "βαθμό":"βαθμός", "βαθμοι":"βαθμός", "βαθμοί":"βαθμός", "βαθμολογείται":"βαθμολογώ", "βαθμολογηθεί":"βαθμολογώ", "βαθμολογήθηκαν":"βαθμολογώ", "βαθμολογήθηκε":"βαθμολογώ", "βαθμολόγησε":"βαθμολογώ", "βαθμολόγηση":"βαθμολόγηση", "βαθμολόγησης":"βαθμολόγηση", "βαθμολογήσουν":"βαθμολογώ", "βαθμολογια":"βαθμολογία", "βαθμολογία":"βαθμολογία", "βαθμολογίας":"βαθμολογία", "βαθμολογιες":"βαθμολογία", "βαθμολογίες":"βαθμολογία", "βαθμολογικά":"βαθμολογικός", "βαθμολογικές":"βαθμολογικός", "βαθμολογικη":"βαθμολογικός", "βαθμολογική":"βαθμολογικός", "βαθμολογικής":"βαθμολογικός", "βαθμολογικό":"βαθμολογικός", "βαθμολογικού":"βαθμολογικός", "βαθμολογούν":"βαθμολογώ", "βαθμολογούνται":"βαθμολογώ", "βαθμόν":"βαθμός", "βαθμός":"βαθμός", "βαθμό-τη":"βαθμό-τη", "βαθμού":"βαθμός", "βαθμους":"βαθμός", "βαθμούς":"βαθμός", "βαθμοφόροι":"βαθμοφόρος", "βαθμων":"βαθμός", "βαθμών":"βαθμός", "βάθος":"βάθος", "βάθους":"βάθος", "βάθρα":"βάθρο", "βαθρο":"βάθρο", "βάθρο":"βάθρο", "βάθρου":"βάθρο", "βάθρων":"βάθρο", "βαθύ":"βαθύς", "βαθύλακκος":"βαθύλακκος", "βαθύνει":"βαθαίνω", "βαθύνουν":"βαθαίνω", "βαθύπλουτοι":"βαθύπλουτος", "βαθύπλουτος":"βαθύπλουτος", "βαθύπλουτων":"βαθύπλουτος", "βαθυπράσινο":"βαθυπράσινος", "βαθύριζα":"βαθύριζα", "βαθύς":"βαθύς", "βαθυσκάφος":"βαθυσκάφος", "βαθυσκάφους":"βαθυσκάφος", "βαθυστόχαστες":"βαθυστόχαστος", "βαθυστόχαστο":"βαθυστόχαστος", "βαθυτeρη":"βαθύς", "βαθύτατα":"βαθιά", "βαθύτατες":"βαθύς", "βαθυτάτη":"βαθύς", "βαθύτατη":"βαθύς", "βαθύτατης":"βαθύς", "βαθύτατο":"βαθύς", "βαθύτερα":"βαθιά", "βαθύτερα":"βαθύς", "βαθύτερες":"βαθύς", "βαθύτερη":"βαθύς", "βαθύτερης":"βαθύς", "βαθύτερο":"βαθύς", "βαθύτερος":"βαθύς", "βαθύτερων":"βαθύς", "βαθύτητα":"βαθύτητα", "βαθύτητά":"βαθύτητα", "βάια":"βάια", "βαϊκούλις":"βαϊκούλις", "βάιλ":"βάιλ", "βαίνει":"βαίνω", "βαίνοντας":"βαίνω", "βαίνουμε":"βαίνω", "βαίνουν":"βαίνω", "βάιο":"βάιος", "βάιος":"βάιος", "βάις":"βάις", "βάισενμπαχερ":"βάισενμπαχερ", "βάιτζμαν":"βάιτζμαν", "βάιτσμαν":"βάιτσμαν", "βαΐων":"βαΐων", "βάκαβιλ":"βάκαβιλ", "βακάλη":"βακάλη", "βακαλόπουλος":"βακαλόπουλος", "βακάρο":"βακάρο", "βάκερ":"βάκερ", "βάκιλος":"βάκιλος", "βακίλου":"βάκιλος", "βακουρα":"βακουρα", "βακούρα":"βακούρα", "βακουφάρης":"βακουφάρης", "βακτήρια":"βακτήριο", "βακτηρίδια":"βακτηρίδιο", "βακτηριδίων":"βακτηρίδιο", "βακτήριο":"βακτήριο", "βακτηριολογικό":"βακτηριολογικός", "βακτηρίου":"βακτήριο", "βακτηρίων":"βακτήριο", "βάκχοι":"βάκχοι", "βαλαβανίδης":"βαλαβανίδης", "βάλαμε":"βάζω", "βαλαν":"βάζω", "βάλανε":"βάζω", "βαλανσιέν":"βαλανσιέν", "βαλαντάρεζ":"βαλαντάρεζ", "βαλάντιο":"βαλάντιο", "βάλατε":"βάζω", "βαλατσό":"βαλατσό", "βαλαωρίτου":"βαλαωρίτης", "βάλβης":"βάλβη", "βαλβίδα":"βαλβίδα", "βαλβίδες":"βαλβίδα", "βαλβίδος":"βαλβίδα", "βαλβίρ":"βαλβίρ", "βάλε":"βάζω", "βαλε":"βαλές", "βαλέ":"βαλές", "βάλει":"βάζω", "βάλεις":"βάζω", "βαλένθια":"βαλένθια", "βαλένσια":"βαλένσια", "βαλεντάιν":"βαλεντάιν", "βαλεντίν":"βαλεντίν", "βαλεντίνο":"βαλεντίνο", "βαλεντίνος":"βαλεντίνος", "βαλέντσια":"βαλέντσια", "βαλερί":"βαλερί", "βαλερόν":"βαλερόν", "βαλετα":"βαλέτα", "βαλέτα":"βαλέτα", "βάλετε":"βάζω", "βαλέτω":"βαλέτω", "βαληνάκη":"βαληνάκης", "βάλθηκαν":"βάζω", "βάλθηκε":"βάζω", "βαλιουλη":"βαλιουλη", "βαλιούλη":"βαλιούλη", "βαλιούλης":"βαλιούλης", "βαλίτσα":"βαλίτσα", "βαλιτσάκι":"βαλιτσάκι", "βαλίτσας":"βαλίτσα", "βαλίτσες":"βαλίτσα", "βαλκαν":"βαλκαν", "βαλκάν":"βαλκάν", "βαλκανη":"βαλκανη", "βαλκανης":"βαλκανης", "βαλκανια":"βαλκάνια", "βαλκάνια":"βαλκάνια", "βαλκανικά":"βαλκανικός", "βαλκανικές":"βαλκανικός", "βαλκανική":"βαλκανική", "βαλκανική":"βαλκανικός", "βαλκανικής":"βαλκανική", "βαλκανικής":"βαλκανικός", "βαλκανικό":"βαλκανικός", "βαλκανικοί":"βαλκανικός", "βαλκανικού":"βαλκανικός", "βαλκανικους":"βαλκανικός", "βαλκανικούς":"βαλκανικός", "βαλκανικών":"βαλκανικός", "βαλκανιονίκη":"βαλκανιονίκης", "βαλκάνιους":"βαλκάνιος", "βαλκανίων":"βαλκάνια", "βάλλει":"βάλλω", "βάλλεται":"βάλλω", "βαλλιστικό":"βαλλιστικός", "βαλλιστικών":"βαλλιστικός", "βάλλονται":"βάλλω", "βάλλουν":"βάλλω", "βαλμάς":"βαλμάς", "βαλντχάιμ":"βαλντχάιμ", "βάλουμε":"βάζω", "βάλουν":"βάζω", "βαλπαράιζο":"βαλπαράιζο", "βαλπαραΐσο":"βαλπαραΐσο", "βαλς":"βαλς", "βαλσαμίδου":"βαλσαμίδου", "βάλσαμο":"βάλσαμο", "βαλσαμοπουλος":"βαλσαμοπουλος", "βαλταδόρο":"βαλταδόρο", "βάλτε":"βάζω", "βαλτερ":"βαλτερ", "βάλτερ":"βάλτερ", "βαλτετσίου":"βαλτετσίου", "βαλτικές":"βαλτικός", "βαλτιμόρη":"βαλτιμόρη", "βαλτιμόρης":"βαλτιμόρη", "βαλτινό":"βαλτινός", "βαλτινός":"βαλτινός", "βάλτο":"βάλτος", "βάλτοι":"βάλτος", "βάλτος":"βάλτος", "βάλτου":"βάλτος", "βαλτοχώρι":"βαλτοχώρι", "βαλτοχωρίου":"βαλτοχωρίου", "βαλτσάνη":"βαλτσάνη", "βάλτωμά":"βάλτωμά", "βαλτώσει":"βαλτώνω", "βάλω":"βάζω", "βαμβακάρη":"βαμβακάρης", "βαμβακας":"βάμβακας", "βαμβακάς":"βαμβακάς", "βαμβακερό":"βαμβακερός", "βαμβακερών":"βαμβακερός", "βαμβακι":"βαμβάκι", "βαμβάκι":"βαμβάκι", "βαμβάκια":"βαμβάκι", "βαμβακίδης":"βαμβακίδης", "βαμβακιού":"βαμβάκι", "βαμβακοκαλλιέργεια":"βαμβακοκαλλιέργεια", "βαμβακοκαλλιεργητές":"βαμβακοκαλλιεργητής", "βαμβακοπαραγωγοί":"βαμβακοπαραγωγός", "βαμβακοπαραγωγούς":"βαμβακοπαραγωγός", "βαμβακοπαραγωγών":"βαμβακοπαραγωγός", "βαμβάκος":"βαμβάκος", "βαμβακος":"βάμβαξ", "βάμβακος":"βάμβαξ", "βαμβακούδης":"βαμβακούδης", "βαμβούκη":"βαμβούκη", "βαμβούκος":"βαμβούκος", "βαμμένα":"βαμμένος", "βαμμένες":"βαμμένος", "βαμμένη":"βαμμένος", "βαμμένο":"βαμμένος", "βαμπίρ":"βαμπίρ", "βαμπιρικού":"βαμπιρικού", "βαμπιροφόνισσα":"βαμπιροφόνισσα", "βαν":"βαν", "βάνας":"βάνα", "βάναυσα":"βάναυσα", "βάναυσες":"βάναυσος", "βάναυση":"βάναυσος", "βάναυσο":"βάναυσος", "βάναυσοι":"βάναυσος", "βάναυσος":"βάναυσος", "βαναυσότητα":"βαναυσότητα", "βαναυσότητας":"βαναυσότητα", "βαναυσούργησαν":"βαναυσουργώ", "βανδαλισμοί":"βανδαλισμός", "βανδαλισμού":"βανδαλισμός", "βανδαλισμούς":"βανδαλισμός", "βανδαλισμών":"βανδαλισμός", "βάνδαλοι":"βάνδαλος", "βανδή":"βανδή", "βανέσα":"βανέσα", "βάνια":"βάνια", "βάνιακ":"βάνιακ", "βανιζελος":"βανιζελος", "βανίλια":"βανίλια", "βανίν":"βανίν", "βανκούβερ":"βανκούβερ", "βανούτσι":"βανούτσι", "βάντα":"βάντα", "βαντελανόιντ":"βαντελανόιντ", "βαντέλλας":"βαντέλλας", "βάντενμπεργκ":"βάντενμπεργκ", "βαντίμ":"βαντίμ", "βαντούλη":"βαντούλη", "βαντούλης":"βαντούλης", "βανών":"βάνα", "βαξεβάνη":"βαξεβάνη", "βαξεβάνης":"βαξεβάνης", "βαο":"βαο", "βαποράκια":"βαποράκι", "βαπόρια":"βαπόρι", "βαποτρόνικς":"βαποτρόνικς", "βαπτίζονται":"βαπτίζω", "βαπτίσει":"βαπτίζω", "βαπτίσεις":"βαπτίζω", "βαπτισθεί":"βαπτίζω", "βάπτισμα":"βάπτισμα", "βαπτίσματος":"βάπτισμα", "βαπτίστηκαν":"βαπτίζω", "βαραγκης":"βαραγκης", "βαράει":"βαρώ", "βαράθρου":"βάραθρο", "βαραίνει":"βαραίνω", "βαραίνουν":"βαραίνω", "βαράνε":"βαρώ", "βαρβάκειο":"βαρβάκειος", "βαρβακείου":"βαρβάκειος", "βαρβάρα":"βαρβάρα", "βαρβάρα'":"βαρβάρα'", "βάρβαρα":"βάρβαρος", "βαρβαρας":"βαρβάρα", "βαρβάρας":"βαρβάρα", "βάρβαρες":"βάρβαρος", "βάρβαρη":"βάρβαρος", "βάρβαρης":"βάρβαρος", "βαρβαρικές":"βαρβαρικός", "βαρβαρική":"βαρβαρικός", "βάρβαρο":"βάρβαρος", "βάρβαροι":"βάρβαρος", "βάρβαρον":"βάρβαρος", "βάρβαρος":"βάρβαρος", "βαρβαρότατα":"βαρβαρότατα", "βαρβαρότητα":"βαρβαρότητα", "βαρβαρότητά":"βαρβαρότητα", "βαρβαρότητας":"βαρβαρότητα", "βαρβαρότητες":"βαρβαρότητα", "βαρβαρους":"βάρβαρος", "βαρβάρους":"βάρβαρος", "βάρβαρους":"βάρβαρος", "βαρβάρους'":"βαρβάρους'", "βαρβάρων":"βάρβαρος", "βάρβαρων":"βάρβαρος", "βαρβιτουρικών":"βαρβιτουρικό", "βαρβιτσιώτη":"βαρβιτσιώτης", "βαρβιτσιωτης":"βαρβιτσιώτης", "βαρβιτσιώτης":"βαρβιτσιώτης", "βάργας":"βάργας", "βαργιαμίδης":"βαργιαμίδης", "βαρδαβάς":"βαρδαβάς", "βαρδαλής":"βαρδαλής", "βαρδάρη":"βαρδάρης", "βαρδάρης":"βαρδάρης", "βαρδάρι":"βαρδάρι", "βαρδαρίου":"βαρδαρίου", "βαρδαρός":"βαρδαρός", "βαρδαρού":"βαρδαρού", "βάρδας":"βάρδας", "βαρδής":"βαρδής", "βαρδια":"βάρδια", "βάρδια":"βάρδια", "βάρδιας":"βάρδια", "βάρδιες":"βάρδια", "βαρδινογιάννη":"βαρδινογιάννης", "βαρδινογιάννης":"βαρδινογιάννης", "βάρδοι":"βάρδος", "βαρέα":"βαρύς", "βάρεγκεμ":"βάρεγκεμ", "βαρεζε":"βαρεζε", "βαρέζε":"βαρέζε", "βαρέζε7-81176":"βαρέζε7-81176", "βαρέζε-βίρτους":"βαρέζε-βίρτους", "βαρεθεί":"βαριέμαι", "βαρεθείτε":"βαριέμαι", "βαρεθήκαμε":"βαριέμαι", "βαρέθηκαν":"βαριέμαι", "βαρέθηκε":"βαριέμαι", "βαρεθώ":"βαριέμαι", "βαρεία":"βαρεία", "βαρείας":"βαρεία", "βαρείες":"βαρεία", "βαρείς":"βαρύς", "βαρειών":"βαρεία", "βαρέλι":"βαρέλι", "βαρέλια":"βαρέλι", "βαρελιού":"βαρέλι", "βαρελίσιας":"βαρελίσιος", "βαρεμάρας":"βαρεμάρα", "βαρέος":"βαρύς", "βάρεσε":"βαρώ", "βαρετά":"βαρετός", "βαρετές":"βαρετός", "βαρετή":"βαρετός", "βαρετό":"βαρετός", "βαρετός":"βαρετός", "βαρέων":"βαρύς", "βαρέως":"βαρέως", "βαρζάκου":"βαρζάκου", "βάρη":"βάρος", "βαρηκοΐα":"βαρηκοΐα", "βαρηκοΐας":"βαρηκοΐα", "βαρθολομαίος":"βαρθολομαίος", "βαρθολομαίου":"βαρθολομαίος", "βαριά":"βαρύς", "βαριαμίδη":"βαριαμίδη", "βαριάντα":"βαριάντα", "'βαριάς":"'βαριάς", "βαριάς":"βαρύς", "βαρίδια":"βαρίδι", "βαριέμαι":"βαριέμαι", "βαριές":"βαρύς", "βαριέσαι":"βαριέμαι", "βαριέστε":"βαριέμαι", "βαριεστημένα":"βαριέμαι", "βαριεστημένη":"βαριεστημένος", "βαριεστιμάρα":"βαριεστιμάρα", "βαριέται":"βαριέμαι", "βαριετέ":"βαριετέ", "βαριούνται":"βαριέμαι", "βαρκά":"βαρκά", "βάρκα":"βάρκα", "βαρκάδα":"βαρκάδα", "βάρκας":"βάρκα", "βαρκελόνη":"βαρκελόνη", "βαρκελώνη":"βαρκελώνη", "βαρκελώνης":"βαρκελώνη", "βάρκες":"βάρκα", "βάρκιζας":"βάρκιζα", "βαρκούλες":"βαρκούλα", "βαρκών":"βάρκα", "βαρλάμη":"βαρλάμη", "βάρνα":"βάρνα", "βάρναλης":"βάρναλης", "βαρναλικώ":"βαρναλικώ", "βαρομετρικό":"βαρομετρικός", "βαρομετρικών":"βαρομετρικός", "βαρόμετρο":"βαρόμετρο", "βαρόνη":"βαρόνη", "βαρόνοι":"βαρόνος", "βαρόνου":"βαρόνος", "βαρόνους":"βαρόνος", "βαρόνων":"βαρόνος", "βαρος":"βάρος", "βάρος":"βάρος", "βάρους":"βάρος", "βαρσακέλη":"βαρσακέλη", "βαρσακελης":"βαρσακελης", "βαρσάμη":"βαρσάμη", "βαρσάμης":"βαρσάμης", "βαρσοβία":"βαρσοβία", "βαρσοβίας":"βαρσοβία", "βαρτζιώτης":"βαρτζιώτης", "βαρτζόπουλος":"βαρτζόπουλος", "βαρύ":"βαρύς", "βαρύγδουπα":"βαρύγδουπα", "βαρύγδουπες":"βαρύγδουπος", "βαρύγδουπο":"βαρύγδουπος", "βαρύγδουπων":"βαρύγδουπος", "βαρυμπόμπης":"βαρυμπόμπης", "βάρυναν":"βαραίνω", "βάρυνε":"βαραίνω", "βαρύνει":"βαραίνω", "βαρύνεται":"βαρύνω", "βαρύνοντα":"βαρύνων", "βαρύνονται":"βαρύνω", "βαρύνουν":"βαραίνω", "βαρύνουσα":"βαρύνων", "βαρυπάτης":"βαρυπάτης", "βαρυποινίτες":"βαρυποινίτης", "βαρυποινίτης":"βαρυποινίτης", "βαρύς":"βαρύς", "βαρυσήμαντη":"βαρυσήμαντος", "βαρυσήμαντο":"βαρυσήμαντος", "βαρύτατα":"βαριά", "βαρύτατα":"βαρύς", "βαρύτατες":"βαρύς", "βαρύτατη":"βαρύς", "βαρύτατο":"βαρύς", "βαρύτατων":"βαρύς", "βαρύτερες":"βαρύς", "βαρύτερη":"βαρύς", "βαρύτερο":"βαρύς", "βαρύτερου":"βαρύς", "βαρύτητα":"βαρύτητα", "βαρύτητά":"βαρύτητα", "βαρύτητας":"βαρύτητα", "βαρυτικής":"βαρυτικός", "βαρυτικό":"βαρυτικός", "βαρυτινης":"βαρυτινης", "βαρυφορτωμένη":"βαρυφορτώνω", "βαρύφωνο":"βαρύφωνο", "βαρυχειμωνιά":"βαρυχειμωνιά", "βαρυχειμωνιάς":"βαρυχειμωνιά", "βαρων":"βάρος", "βαρών":"βάρος", "βαρωνος":"βαρωνος", "βαρώνου":"βαρόνος", "βας":"βας", "βασ.":"βασ.", "βάσανα":"βάσανο", "βάσανά":"βάσανο", "βασάνιζαν":"βασανίζω", "βασάνιζε":"βασανίζω", "βασανίζει":"βασανίζω", "βασανίζεστε":"βασανίζω", "βασανίζεται":"βασανίζω", "βασανίζονται":"βασανίζω", "βασανιζόταν":"βασανίζω", "βασανίζουν":"βασανίζω", "βασάνισαν":"βασανίζω", "βασανισμένα":"βασανίζω", "βασανισμένο":"βασανίζω", "βασανισμοί":"βασανισμός", "βασανισμός":"βασανισμός", "βασανισμού":"βασανισμός", "βασανισμούς":"βασανισμός", "βασανισμών":"βασανισμός", "βασανίσουν":"βασανίζω", "βασανιστεί":"βασανίζω", "βασανιστές":"βασανιστής", "βασανιστή":"βασανιστής", "βασανίστηκε":"βασανίζω", "βασανιστήρια":"βασανιστήριο", "βασανιστήριο":"βασανιστήριο", "βασανιστηρίων":"βασανιστήριο", "βασανιστής":"βασανιστής", "βασανιστικά":"βασανιστικά", "βασανιστικές":"βασανιστικός", "βασανιστικό":"βασανιστικός", "βασανιστικός":"βασανιστικός", "βασανιστικών":"βασανιστικός", "βασανιστών":"βασανιστής", "βάσανο":"βάσανο", "βασάνων":"βάσανος", "βασάρα":"βασάρα", "βασαρας":"βασαρας", "βασάρας":"βασάρας", "βασδέκη":"βασδέκη", "βάσει":"βάσει", "βάσεις":"βάση", "βασέλ":"βασέλ", "βάσεων":"βάση", "βάσεών":"βάση", "βάσεως":"βάση", "βάση":"βάση", "βάσης":"βάση", "βασίζει":"βασίζω", "βασίζεται":"βασίζω", "βασίζομαι":"βασίζω", "βασιζόμαστε":"βασίζω", "βασιζόμενη":"βασιζόμενος", "βασιζόμενο":"βασιζόμενος", "βασιζόμενοι":"βασιζόμενος", "βασιζόμενος":"βασιζόμενος", "βασίζονται":"βασίζω", "βασίζονταν":"βασίζω", "βασιζόταν":"βασίζω", "βασίζουν":"βασίζω", "βασικά":"βασικά", "βασικα":"βασικός", "βασικά":"βασικός", "βασικές":"βασικός", "βασική":"βασικός", "βασικής":"βασικός", "βασικό":"βασικός", "βασικοί":"βασικός", "βασικός":"βασικός", "βασικότατο":"βασικός", "βασικότερα":"βασικός", "βασικότερες":"βασικός", "βασικότερη":"βασικός", "βασικότερο":"βασικός", "βασικότεροι":"βασικός", "βασικότερος":"βασικός", "βασικότερου":"βασικός", "βασικότερους":"βασικός", "βασικού":"βασικός", "βασικούς":"βασικός", "βασικών":"βασικός", "βασικώς":"βασικά", "βασίλ":"βασίλ", "βασιλακάκη":"βασιλακάκη", "βασιλακάκης":"βασιλακάκης", "βασιλακόπουλο":"βασιλακόπουλος", "βασιλακόπουλος":"βασιλακόπουλος", "βασίλε":"βασίλε", "βασιλέα":"βασιλέας", "βασιλεία":"βασιλεία", "βασίλεια":"βασίλειο", "βασιλειάδη":"βασιλειάδης", "βασιλειαδης":"βασιλειάδης", "βασιλειάδης":"βασιλειάδης", "βασιλειάδου":"βασιλειάδου", "βασιλείαν":"βασιλεία", "βασιλείας":"βασιλεία", "βασίλειο":"βασίλειο", "βασιλειο":"βασίλειος", "βασίλειο":"βασίλειος", "βασιλειος":"βασίλειος", "βασίλειος":"βασίλειος", "βασιλείου":"βασίλειο", "βασιλείου":"βασίλειος", "βασιλείς":"βασιλιάς", "βασίλευε":"βασιλεύω", "βασιλεύει":"βασιλεύω", "βασιλεύουν":"βασιλεύω", "βασιλεύς":"βασιλιάς", "βασιλεύσει":"βασιλεύω", "βασιλεύσι":"βασιλεύσι", "βασίλεψε":"βασιλεύω", "βασιλέψει":"βασιλεύω", "βασιλέως":"βασιλιάς", "βασιλη":"βασίλης", "βασίλη":"βασίλης", "βασιλης":"βασίλης", "βασίλης":"βασίλης", "βασίλι":"βασίλι", "βασιλια":"βασιλιάς", "βασιλιά":"βασιλιάς", "βασιλιάδες":"βασιλιάς", "βασιλιας":"βασιλιάς", "βασιλιάς":"βασιλιάς", "βασιλικά":"βασιλικά", "βασιλικά":"βασιλικός", "βασιλικές":"βασιλική", "βασιλική":"βασιλική", "βασιλική":"βασιλικός", "βασιλικής":"βασιλικός", "βασιλικιώτη":"βασιλικιώτη", "βασιλικο":"βασιλικός", "βασιλικό":"βασιλικός", "βασιλικοί":"βασιλικός", "βασιλικός":"βασιλικός", "βασιλικότεροι":"βασιλικότεροι", "βασιλικού":"βασιλικός", "βασιλικούς":"βασιλικός", "βασιλικων":"βασιλικός", "βασιλικών":"βασιλικός", "βασίλισσα":"βασίλισσα", "βασίλισσας":"βασίλισσα", "βασίλισσες":"βασίλισσα", "βασιλίσσης":"βασιλίσσης", "βασιλοπιτα":"βασιλόπιτα", "βασιλόπιτα":"βασιλόπιτα", "βασιλόπιτας":"βασιλόπιτα", "βασιλοπουλος":"βασιλόπουλος", "βασιλόπουλος":"βασιλόπουλος", "βασιλόπουλου":"βασιλόπουλος", "βασιλούδης":"βασιλούδης", "βασιλούδι":"βασιλούδι", "βασιλοχουντικό":"βασιλοχουντικός", "βάσιμα":"βάσιμα", "βάσιμες":"βάσιμος", "βάσιμη":"βάσιμος", "βάσιμο":"βάσιμος", "βάσιμοι":"βάσιμος", "βασιμότητα":"βασιμότητα", "βασιμότητας":"βασιμότητα", "βάσιμου":"βάσιμος", "βασίμως":"βάσιμα", "βάσιν":"βάση", "βάσις":"βάση", "βασίσθηκε":"βασίζω", "βασισμένα":"βασίζω", "βασισμένες":"βασίζω", "βασισμένη":"βασισμένος", "βασισμένης":"βασίζω", "βασισμένο":"βασισμένος", "βασισμένοι":"βασίζω", "βασισμένος":"βασίζω", "βασισμένου":"βασίζω", "βασίσουμε":"βασίζω", "βασιστεί":"βασίζω", "βασίστηκαν":"βασίζω", "βασίστηκε":"βασίζω", "βασιστούμε":"βασίζω", "βασιστούν":"βασίζω", "βασκεάλ":"βασκεάλ", "βασκικά":"βασκικός", "βασκική":"βασκικός", "βασκικής":"βασκικός", "βασκικό":"βασκικός", "βασκικού":"βασκικός", "βασκικών":"βασκικός", "βάσκοι":"βάσκος", "βάσκος":"βάσκος", "βάσκους":"βάσκος", "βάσκων":"βάσκος", "βάσο":"βάσο", "βασος":"βασος", "βασούλα":"βασούλα", "βασούλας":"βασούλας", "βαστάει":"βαστώ", "βάστηξε":"βαστώ", "βαστώντας":"βαστώ", "βάσω":"βάσω", "βάσως":"βάσω", "βατ":"βατ", "βατανιακός":"βατανιακός", "βατενσάιντ":"βατενσάιντ", "βατερό":"βατερό", "βάτζικας":"βάτζικας", "βατζιώτης":"βατζιώτης", "βατήρας":"βατήρας", "βατικανο":"βατικανό", "βατικανό":"βατικανό", "βατικανού":"βατικανό", "βάτιμο":"βάτιμο", "βατό":"βατός", "βάτο":"βάτος", "βατόμουρο":"βατόμουρο", "βατόμουρων":"βατόμουρο", "βατός":"βατός", "βάτος":"βάτος", "βατούμι":"βατούμι", "βατραχάκια":"βατραχάκι", "βατραχάνθρωποι":"βατραχάνθρωπος", "βατραχανθρώπους":"βατραχάνθρωπος", "βατράχια":"βατράχι", "βάτραχο":"βάτραχος", "βάτραχος":"βάτραχος", "βατράχου":"βάτραχος", "βατράχους":"βάτραχος", "βατσής":"βατσής", "βάτσλαβ":"βάτσλαβ", "βαυαρίας":"βαυαρία", "βαυαρική":"βαυαρικός", "βαυαρικό":"βαυαρικός", "βαυαρικού":"βαυαρικός", "βαυαρικών":"βαυαρικός", "βαυαρούς":"βαυαρός", "βαυαρών":"βαυαρός", "βαυκαλιζόμαστε":"βαυκαλίζω", "βάφει":"βάφω", "βαφειδης":"βαφειδης", "βαφείδης":"βαφείδης", "βαφείων":"βαφείο", "βάφεται":"βάφω", "βαφή":"βαφή", "βάφονται":"βάφω", "βαφοπούλειο":"βαφοπούλειο", "βαφόπουλου":"βαφόπουλος", "βαφοπούλου":"βαφοπούλου", "βάφουν":"βάφω", "βαφτεί":"βάφω", "βαφτηκε":"βάφω", "βάφτηκε":"βάφω", "βάφτιζε":"βαφτίζω", "βαφτίζει":"βαφτίζω", "βαφτίζεις":"βαφτίζω", "βαφτίζεται":"βαφτίζω", "βαφτίζονται":"βαφτίζω", "βαφτίζοντας":"βαφτίζω", "βαφτίζουμε":"βαφτίζω", "βαφτίζουν":"βαφτίζω", "βάφτισα":"βαφτίζω", "βάφτισαν":"βαφτίζω", "βάφτισε":"βαφτίζω", "βάφτισέ":"βαφτίζω", "βαφτίσει":"βαφτίζω", "βάφτισες":"βαφτίζω", "βάφτιση":"βάφτιση", "βαφτίσια":"βαφτίσια", "βαφτιστεί":"βαφτίζω", "βαφτίστηκαν":"βαφτίζω", "βαφτίστηκε":"βαφτίζω", "βαχανελιδης":"βαχανελιδης", "βάψει":"βάφω", "βάψετε":"βάφω", "βάψιμο":"βάψιμο", "βάψουμε":"βάφω", "βάψουν":"βάφω", "ββc":"ββc", "ββα":"ββα", "βγάζαμε":"βγάζω", "βγάζατε":"βγάζω", "βγάζει":"βγάζω", "βγάζεις":"βγάζω", "βγάζετε":"βγάζω", "βγάζοντας":"βγάζω", "βγάζοντάς":"βγάζω", "βγάζουμε":"βγάζω", "βγάζουν":"βγάζω", "βγάζω":"βγάζω", "βγαίναμε":"βγαίνω", "βγαίνανε":"βγαίνω", "βγαίνατε":"βγαίνω", "βγαίνει":"βγαίνω", "βγαίνεις":"βγαίνω", "βγαίνετε":"βγαίνω", "βγαίνοντας":"βγαίνω", "βγαίνουμε":"βγαίνω", "βγαίνουν":"βγαίνω", "βγαίνω":"βγαίνω", "βγάλαμε":"βγάζω", "βγάλαν":"βγάζω", "βγάλατε":"βγάζω", "βγάλε":"βγάζω", "βγάλει":"βγάζω", "βγάλεις":"βγάζω", "βγάλετε":"βγάζω", "βγαλμένα":"βγάζω", "βγαλμένη":"βγαλμένος", "βγαλμένο":"βγάζω", "βγάλουμε":"βγάζω", "βγάλουν":"βγάζω", "βγάλουνε":"βγάζω", "βγάλτε":"βγάζω", "βγάλω":"βγάζω", "βγάνει":"βγάνει", "βγάνετε":"βγάνετε", "βγει":"βγαίνω", "βγεί":"βγεί", "βγεις":"βγαίνω", "βγείτε":"βγαίνω", "βγες":"βγαίνω", "βγήκα":"βγαίνω", "βγήκαμε":"βγαίνω", "βγήκαν":"βγαίνω", "βγήκατε":"βγαίνω", "βγήκε":"βγαίνω", "βγουμε":"βγαίνω", "βγούμε":"βγαίνω", "βγουν":"βγαίνω", "βγούνε":"βγαίνω", "βγω":"βγαίνω", "βδέλλα":"βδέλλα", "βδέλλες":"βδέλλα", "βδελυγμίας":"βδελυγμία", "βδελυρούς":"βδελυρός", "βδομάδα":"βδομάδα", "βδομάδας":"βδομάδα", "βδομάδες":"βδομάδα", "βε":"βε", "βέβαια":"βέβαια", "βέβαια":"βέβαιος", "βέβαιες":"βέβαιος", "βέβαιη":"βέβαιος", "βέβαιης":"βέβαιος", "βέβαιο":"βέβαιος", "βέβαιοι":"βέβαιος", "βέβαιον":"βέβαιος", "βέβαιος":"βέβαιος", "βεβαιότητα":"βεβαιότητα", "βεβαιότητά":"βεβαιότητα", "βεβαιότητας":"βεβαιότητα", "βεβαιότητες":"βεβαιότητα", "βεβαιότητος":"βεβαιότητα", "βεβαιοτήτων":"βεβαιότητα", "βεβαιώ":"βεβαιώνω", "βεβαιωθεί":"βεβαιώνω", "βεβαιώθηκαν":"βεβαιώνω", "βεβαιώθηκε":"βεβαιώνω", "βεβαιωθούμε":"βεβαιώνω", "βεβαιωθούν":"βεβαιώνω", "βεβαιωμένες":"βεβαιώνω", "βεβαιωμένη":"βεβαιωμένος", "βεβαιωμένων":"βεβαιώνω", "βέβαιων":"βέβαιος", "βεβαίωνε":"βεβαιώνω", "βεβαιώνει":"βεβαιώνω", "βεβαιώνεται":"βεβαιώνω", "βεβαιώνονται":"βεβαιώνω", "βεβαιώνοντας":"βεβαιώνω", "βεβαιώνουν":"βεβαιώνω", "βεβαιώνω":"βεβαιώνω", "βεβαίως":"βέβαια", "βεβαίωσαν":"βεβαιώνω", "βεβαίωσε":"βεβαιώνω", "βεβαιώσει":"βεβαιώνω", "βεβαιώσεις":"βεβαίωση", "βεβαιώσεων":"βεβαίωση", "βεβαίωση":"βεβαίωση", "βεβαίωσης":"βεβαίωση", "βεβαιώσουν":"βεβαιώνω", "βεβαιώσω":"βεβαιώνω", "βεβαρημένα":"βεβαρημένος", "βεβαρημένες":"βεβαρημένος", "βεβαρημένη":"βεβαρημένος", "βεβαρημένης":"βεβαρημένος", "βεβαρημένο":"βεβαρημένος", "βέβηλη":"βέβηλος", "βέβηλος":"βέβηλος", "βεβηλώνουν":"βεβηλώνω", "βεβήλωσαν":"βεβηλώνω", "βεβιασμένα":"βεβιασμένος", "βεβιασμένες":"βεβιασμένος", "βεβιασμένη":"βεβιασμένος", "βεγγαλικά":"βεγγαλικό", "βεγγαλικών":"βεγγαλικό", "βέγγος":"βέγγος", "βέγγου":"βέγγος", "βεγκας":"βεγκας", "βέγκας":"βέγκας", "βεζύρης":"βεζύρης", "βεζυρίδης":"βεζυρίδης", "βεζυρτζή":"βεζυρτζή", "βεζυρτζής":"βεζυρτζής", "βεθ":"βεθ", "βεϊζαδές":"βεϊζαδές", "βεϊλ":"βεϊλ", "βέιλ":"βέιλ", "βέιλ28841831-53":"βέιλ28841831-53", "βέκια":"βέκια", "βέκιο":"βέκιο", "βεκόπουλος":"βεκόπουλος", "βεκός":"βεκός", "βεκτωρ":"βεκτωρ", "βελ":"βελ", "βέλα":"βέλο", "βελάζει":"βελάζω", "βελανίδια":"βελανίδι", "βελανιδιάς":"βελανιδιά", "βελβεντό":"βελβεντό", "βελβεντού":"βελβεντό", "βέλβετ":"βέλβετ", "βελγικά":"βελγικός", "βελγικές":"βελγικός", "βελγική":"βελγικός", "βελγικής":"βελγικός", "βελγικό":"βελγικός", "βελγικού":"βελγικός", "βελγικών":"βελγικός", "βελγιο":"βέλγιο", "βέλγιο":"βέλγιο", "βελγίου":"βέλγιο", "βέλγο":"βέλγος", "βέλγοι":"βέλγος", "βέλγος":"βέλγος", "βέλγους":"βέλγος", "βελέζ":"βελέζ", "βελετάνης":"βελετάνης", "βέλη":"βέλος", "βεληβασάκη":"βεληβασάκη", "βεληνεκές":"βεληνεκές", "βεληνεκούς":"βεληνεκές", "βελιγράδι":"βελιγράδι", "βελιγραδίου":"βελιγράδι", "βελίδης":"βελίδης", "βέλικα":"βέλικα", "βελικη":"βελικη", "βελίκοφ":"βελίκοφ", "βέλιμιρ":"βέλιμιρ", "βελιτζέλος":"βελιτζέλος", "βελίτσκοφ":"βελίτσκοφ", "βελκόπουλος":"βελκόπουλος", "βελλίδειο":"βελλίδειο", "βελλίδειου":"βελλίδειου", "βελλίδης":"βελλίδης", "βέλλιος":"βέλλιος", "βέλο":"βέλο", "βελόνα":"βελόνα", "βελόνας":"βελόνα", "βελόνες":"βελόνα", "βελονιστές":"βελονιστής", "βελονιστής":"βελονιστής", "βελόπουλο":"βελόπουλο", "βέλος":"βέλος", "βελούδινη":"βελούδινος", "βελούδινο":"βελούδινος", "βελούδο":"βελούδο", "βέλους":"βέλος", "βελτιούμενη":"βελτιούμενος", "βέλτιστη":"βέλτιστος", "βέλτιστον":"βέλτιστος", "βελτίω":"βελτίω", "βελτιωθεί":"βελτιώνω", "βελτιώθηκαν":"βελτιώνω", "βελτιώθηκε":"βελτιώνω", "βελτιωθούμε":"βελτιώνω", "βελτιωθούν":"βελτιώνω", "βελτιωθώ":"βελτιώνω", "βελτιωμένα":"βελτιώνω", "βελτιωμένες":"βελτιώνω", "βελτιωμένη":"βελτιωμένος", "βελτιωμένο":"βελτιώνω", "βελτιωμένος":"βελτιωμένος", "βελτιώνει":"βελτιώνω", "βελτιώνεσαι":"βελτιώνω", "βελτιώνεται":"βελτιώνω", "βελτιώνονται":"βελτιώνω", "βελτιώνοντας":"βελτιώνω", "βελτιωνόταν":"βελτιώνω", "βελτιώνουμε":"βελτιώνω", "βελτιώνουν":"βελτιώνω", "βελτίωσαν":"βελτιώνω", "βελτίωσε":"βελτιώνω", "βελτιώσει":"βελτιώνω", "βελτιώσεις":"βελτίωση", "βελτιώσετε":"βελτιώνω", "βελτιώσεων":"βελτίωση", "βελτίωση":"βελτίωση", "βελτίωσή":"βελτίωση", "βελτιωσης":"βελτίωση", "βελτίωσης":"βελτίωση", "βελτίωσής":"βελτίωση", "βελτιώσουμε":"βελτιώνω", "βελτιώσουν":"βελτιώνω", "βελτιώστε":"βελτιώνω", "βελτιώσω":"βελτιώνω", "βελτιωτικές":"βελτιωτικός", "βελτρονι":"βελτρονι", "βελτρόνι":"βελτρόνι", "βελώνη":"βελώνη", "βελώνης":"βελώνης", "βέμπλεν":"βέμπλεν", "βέμπο":"βέμπο", "βενγκέρ":"βενγκέρ", "βένεγκορ":"βένεγκορ", "βενέδικτο":"βενέδικτο", "βενέδικτος":"βενέδικτος", "βενέδικτου":"βενέδικτου", "βενεζουέλα":"βενεζουέλα", "βενεζουελάνος":"βενεζουελάνος", "βενεζουέλας":"βενεζουέλα", "βενέτης":"βενέτης", "βενετία":"βενετία", "βενετίας":"βενετία", "βενετσάνου":"βενετσάνου", "βενέτσια":"βενέτσια", "βενετσιάνικη":"βενετσιάνικος", "βενετσιάνικο":"βενετσιάνικος", "βενετσιάνους":"βενετσιάνος", "βενετών":"βενετός", "βενζινάδικα":"βενζινάδικο", "βενζινάδικο":"βενζινάδικο", "βενζίνες":"βενζίνη", "βενζίνη":"βενζίνη", "βενζίνης":"βενζίνη", "βενζινοκίνητες":"βενζινοκίνητος", "βενζινών":"βενζίνη", "βενιαμιν":"βενιαμίν", "βενιαμίν":"βενιαμίν", "βενιζέλο":"βενιζέλος", "βενιζελος":"βενιζέλος", "βενιζέλος":"βενιζέλος", "βενιζέλου":"βενιζέλος", "βέννας":"βέννας", "βενσάν":"βενσάν", "βέντερ":"βέντερ", "βέντερς":"βέντερς", "βεντέτα":"βεντέτα", "βεντέτας":"βεντέτα", "βεντέτες":"βεντέτα", "βεντούζες":"βεντούζα", "βεντούρα":"βεντούρα", "βεντρίν":"βεντρίν", "βεντσπιλς":"βεντσπιλς", "βεντσπίλς":"βεντσπίλς", "βέντσπιλς":"βέντσπιλς", "βέντσπιλς-ακαντέμικ":"βέντσπιλς-ακαντέμικ", "βερ":"βερ", "βερα":"βέρος", "βέρα":"βέρος", "βεράντα":"βεράντα", "βεράντες":"βεράντα", "βερβάλ":"βερβάλ", "βερβάλε":"βερβάλε", "βέρβεροι":"βέρβεροι", "βεργάδη":"βεργάδη", "βέργες":"βέργα", "βεργη":"βεργη", "βέργη":"βέργη", "βέργης":"βέργης", "βεργίνα":"βεργίνα", "βεργίνας":"βεργίνα", "βεργίνη":"βεργίνης", "βεργίνης":"βεργίνης", "βεργίτση":"βεργίτση", "βεργουλης":"βεργουλης", "βεργώνης":"βεργώνης", "βερελής":"βερελής", "βερεσέ":"βερεσέ", "βέρμαχτ":"βέρμαχτ", "βερμέλ":"βερμέλ", "βερμέλεν":"βερμέλεν", "βέρμιο":"βέρμιο", "βερμίου":"βέρμιο", "βερμόντ":"βερμόντ", "βερμούτ":"βερμούτ", "βερμπαλισμό":"βερμπαλισμός", "βέρνερ":"βέρνερ", "βερνιέ":"βερνιέ", "βερνίκι":"βερνίκι", "βερνίκια":"βερνίκι", "βερνικιών":"βερνίκι", "βερνικος":"βερνικος", "βερνισάζ":"βερνισάζ", "βέρντερ":"βέρντερ", "βερντρίν":"βερντρίν", "βεροια":"βέροια", "βέροια":"βέροια", "βέροια10241210-29":"βέροια10241210-29", "βέροιαν":"βέροια", "βέροια-πανηλειακός":"βέροια-πανηλειακός", "βέροιας":"βέροια", "βεροίας":"βεροίας", "βέροιας-γουμένισσα":"βέροιας-γουμένισσα", "βέροιας-νάουσας":"βέροιας-νάουσας", "βέροιας-σκύδρας":"βέροιας-σκύδρας", "βεροιώτη":"βεροιώτης", "βεροιώτης":"βεροιώτης", "βερολίνο":"βερολίνο", "βερολίνου":"βερολίνο", "βερολίνου-εστουντιάντες":"βερολίνου-εστουντιάντες", "βερόνα":"βερόνα", "βερόνικα":"βερόνικα", "βερόνικας":"βερόνικας", "βερονίκη":"βερονίκη", "βέρου":"βέρος", "βερουλη":"βερουλη", "βερούλη":"βερούλη", "βερσάτσε":"βερσάτσε", "βερτζίν":"βερτζίν", "βέρτη":"βέρτη", "βερτίσκου":"βερτίσκου", "βερτσώνη":"βερτσώνη", "βερυβάκης":"βερυβάκης", "βερχόφερν":"βερχόφερν", "βεσελίν":"βεσελίν", "βεσελίνοβ":"βεσελίνοβ", "βέσελοφς":"βέσελοφς", "βεσέτ":"βεσέτ", "βέσκερ":"βέσκερ", "βέσκοβι":"βέσκοβι", "βεσκούκης":"βεσκούκης", "βέστερλο":"βέστερλο", "βεστιάριο":"βεστιάριο", "βεστμάνεγιαρ":"βεστμάνεγιαρ", "βετα":"βετα", "βετεράνο":"βετεράνος", "βετεράνοι":"βετεράνος", "βετεράνος":"βετεράνος", "βετεράνους":"βετεράνος", "βετεράνων":"βετεράνος", "βέτο":"βέτο", "βετούλα":"βετούλα", "βετούλας":"βετούλας", "βέττα":"βέττα", "βέφα":"βέφα", "βηθλεέμ":"βηθλεέμ", "'βηθλεέμ":"'βηθλεέμ", "βήμα":"βήμα", "βήματα":"βήμα", "βήματά":"βήμα", "βηματισμό":"βηματισμός", "βηματισμός":"βηματισμός", "βηματισμούς":"βηματισμός", "βήματος":"βήμα", "βηρυτό":"βηρυτός", "βηρυτού":"βηρυτός", "βήτα":"βήτα", "βητεβής":"βητεβής", "βηττα":"βηττα", "βήχα":"βήχας", "βήχας":"βήχας", "βία":"βία", "βιαγκρα":"βιάγκρα", "βιάγκρα":"βιάγκρα", "βιαερίου":"βιαερίου", "βιάζει":"βιάζω", "βιάζεστε":"βιάζω", "βιάζεται":"βιάζω", "βιάζομαι":"βιάζω", "βιαζόμαστε":"βιάζω", "βιάζονται":"βιάζω", "βιάζουν":"βιάζω", "βιαία":"βιαία", "βίαια":"βίαια", "βίαια":"βίαιος", "βίαιες":"βίαιος", "βίαιη":"βίαιος", "βίαιης":"βίαιος", "βίαιο":"βίαιος", "βιαιοπραγίας":"βιαιοπραγία", "βίαιος":"βίαιος", "βιαιότητα":"βιαιότητα", "βιαιοτήτων":"βιαιότητα", "βίαιου":"βίαιος", "βίαιους":"βίαιος", "βίαιων":"βίαιος", "βιαίως":"βίαια", "βιαμυλ":"βιαμυλ", "βιας":"βία", "βίας":"βία", "βίασαν":"βιάζω", "βίασε":"βιάζω", "βιάση":"βιάση", "βιασθεί":"βιάζω", "βιάσθηκε":"βιάζω", "βιασμένες":"βιασμένος", "βιασμένη":"βιασμένος", "βιασμό":"βιασμός", "βιασμοί":"βιασμός", "βιασμος":"βιασμός", "βιασμός":"βιασμός", "βιασμού":"βιασμός", "βιασμούς":"βιασμός", "βιασμών":"βιασμός", "βιάσουν":"βιάζω", "βιαστεί":"βιάζω", "βιαστείτε":"βιάζω", "βιαστές":"βιαστής", "βιαστή":"βιαστής", "βιάστηκα":"βιάζω", "βιάστηκαν":"βιάζω", "βιάστηκε":"βιάζω", "βιαστής":"βιαστής", "βιαστικά":"βιαστικά", "βιαστικές":"βιαστικός", "βιαστική":"βιαστικός", "βιαστικό":"βιαστικός", "βιαστικός":"βιαστικός", "βιαστικούς":"βιαστικός", "βιαστικών":"βιαστικός", "βιαστούμε":"βιάζω", "βιαστούν":"βιάζω", "βιαστών":"βιαστής", "βιασύνη":"βιασύνη", "βιασύνης":"βιασύνη", "βίβα":"εβίβα", "βιβάνκος":"βιβάνκος", "βιβή":"βιβή", "βίβιαν":"βίβιαν", "βιβιάνα":"βιβιάνα", "βιβιέν":"βιβιέν", "βιβιλάκη":"βιβιλάκη", "βιβιλάκης":"βιβιλάκης", "βιβλία":"βιβλίο", "βιβλιαράκι":"βιβλιαράκι", "βιβλιαράκια":"βιβλιαράκι", "βιβλιάρια":"βιβλιάριο", "βιβλιάριο":"βιβλιάριο", "βιβλιαρίου":"βιβλιάριο", "βιβλιαρίων":"βιβλιάριο", "βιβλία-φωνές":"βιβλία-φωνές", "βιβλικές":"βιβλικός", "βιβλική":"βιβλικός", "βιβλικής":"βιβλικός", "βιβλικό":"βιβλικός", "βιβλικού":"βιβλικός", "βιβλιο":"βιβλίο", "βιβλίο":"βιβλίο", "βιβλιογραφία":"βιβλιογραφία", "βιβλιογραφικές":"βιβλιογραφικός", "βιβλιογραφική":"βιβλιογραφικός", "βιβλιογραφικών":"βιβλιογραφικός", "βιβλιοδεσία":"βιβλιοδεσία", "βιβλιοδεσίας":"βιβλιοδεσία", "βιβλιοθήκες":"βιβλιοθήκη", "βιβλιοθηκη":"βιβλιοθήκη", "βιβλιοθήκη":"βιβλιοθήκη", "βιβλιοθήκης":"βιβλιοθήκη", "βιβλιοθηκονόμων":"βιβλιοθηκονόμος", "βιβλιοθηκών":"βιβλιοθήκη", "βιβλιοκρισίες":"βιβλιοκρισία", "βιβλίο-περιεχόμενα":"βιβλίο-περιεχόμενα", "βιβλιοπωλεία":"βιβλιοπωλείο", "βιβλιοπωλειο":"βιβλιοπωλείο", "βιβλιοπωλείο":"βιβλιοπωλείο", "βιβλιοπωλείου":"βιβλιοπωλείο", "βιβλιοπωλείων":"βιβλιοπωλείο", "βιβλιοπώλες":"βιβλιοπώλης", "βιβλιοπώλη":"βιβλιοπώλης", "βιβλίο-ταινία":"βιβλίο-ταινία", "βιβλιου":"βιβλίο", "βιβλίου":"βιβλίο", "βιβλιοφάγοι":"βιβλιοφάγος", "βιβλίων":"βιβλίο", "βίβλο":"βίβλος", "βίβλος":"βίβλος", "βίβλου":"βίβλος", "βιβρ":"βιβρ", "βίγια":"βίγια", "βιγιαρεάλ":"βιγιαρεάλ", "βίγκελαντ":"βίγκελαντ", "βίγλα":"βίγλα", "βίγλας":"βίγλα", "βίγνστεκερς":"βίγνστεκερς", "βιδάλη":"βιδάλη", "βίδες":"βίδα", "βιεϊρά":"βιεϊρά", "βιελάντε":"βιελάντε", "βιεννέζου":"βιεννέζου", "βιέννη":"βιέννη", "βιέννης":"βιέννη", "βιερι":"βιερι", "βιέρι":"βιέρι", "βιετκόγκ":"βιετκόγκ", "βιετνάμ":"βιετνάμ", "βιετναμική":"βιετναμικός", "βίζα":"βίζα", "βίζας":"βίζα", "βιθέντε":"βιθέντε", "βικέλα":"βικέλας", "βικελαίας":"βικελαίας", "βικέλας":"βικέλας", "βίκου":"βίκος", "βίκτορ":"βίκτορ", "βικτόριαν":"βικτόρια", "βικτοριανό":"βικτοριανός", "βίκτορος":"βίκτορος", "βίκτωρ":"βίκτωρ", "βίκτωρα":"βίκτωρας", "βίκτωρας":"βίκτωρας", "βικτωρίας":"βικτωρία", "βίκυ":"βίκυ", "βίκυς":"βίκυς", "βιλα":"βίλα", "βίλα":"βίλα", "βίλα43127536-25":"βίλα43127536-25", "βίλα-γουεστ":"βίλα-γουεστ", "βιλανάκης":"βιλανάκης", "'βίλας":"'βίλας", "βίλεμ":"βίλεμ", "βιλερμπάν":"βιλερμπάν", "βιλερμπάν86":"βιλερμπάν86", "βιλερμπάν9-61061":"βιλερμπάν9-61061", "βιλερμπάν-ρέτζιο":"βιλερμπάν-ρέτζιο", "βίλες":"βίλα", "βιλί":"βιλί", "βίλι":"βίλι", "βιλιέρ":"βιλιέρ", "βίλκα":"βίλκα", "βίλμα":"βίλμα", "βίλουμς":"βίλουμς", "βίλφριντ":"βίλφριντ", "βίλχελμ":"βίλχελμ", "βιμ":"βιμ", "βινεγκρέτ":"βινεγκρέτ", "βίνι":"βίνι", "βίνιανη":"βίνιανη", "βινιέρη":"βινιέρη", "βινς":"βινς", "βίνσεντ":"βίνσεντ", "βιντεάκια":"βιντεάκια", "βίντεο":"βίντεο", "βιντεοκάμερα":"βιντεοκάμερα", "βιντεοκάμερες":"βιντεοκάμερα", "βιντεοκάμερων":"βιντεοκάμερων", "βιντεοκασέτα":"βιντεοκασέτα", "βιντεοκασέτες":"βιντεοκασέτα", "βιντεοκλίπ":"βιντεοκλίπ", "βίντεοκλιπ":"βίντεοκλιπ", "βίντεο-ντοκουμέντο":"βίντεο-ντοκουμέντο", "βιντεοπαιχνίδια":"βιντεοπαιχνίδι", "βιντεοπροβολές":"βιντεοπροβολή", "βιντεοσκοπεί":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπηθεί":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπήθηκαν":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπημένα":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπημένες":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπημένο":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκόπηση":"βιντεοσκόπηση", "βιντεοσκόπησή":"βιντεοσκόπηση", "βιντεοσκοπήσουν":"βιντεοσκοπώ", "βιντεοσκοπούν":"βιντεοσκοπώ", "βίντεο-συνδιάσκεψης":"βίντεο-συνδιάσκεψης", "βιντεοταινία":"βιντεοταινία", "βιντεοταινίες":"βιντεοταινία", "βιντεοταινιών":"βιντεοταινία", "βίντις":"βίντις", "βιντιτς":"βιντιτς", "βίντιτς":"βίντιτς", "βίντσε":"βίντσε", "βίντσι":"βίντσι", "βινυλίου":"βινύλιο", "βίο":"βίος", "βιοαέριο":"βιοαέριο", "βιοαερίου":"βιοαέριο", "βιοαποδομήσιμων":"βιοαποδομήσιμων", "βιοασφαλεια":"βιοασφάλεια", "βιοασφάλεια":"βιοασφάλεια", "βιογραφία":"βιογραφία", "βιογραφίας":"βιογραφία", "βιογραφίες":"βιογραφία", "βιογραφικά":"βιογραφικός", "βιογραφικό":"βιογραφικός", "βιογραφικών":"βιογραφικός", "βιογραφιών":"βιογραφία", "βιογράφο":"βιογράφος", "βιογράφος":"βιογράφος", "βιοδιασπώμενες":"βιοδιασπώμενος", "βιοδιασπώμενο":"βιοδιασπώμενος", "βίοι":"βίος", "βιοϊατρικής":"βιοϊατρική", "βιοκαλλιεργητές":"βιοκαλλιεργητής", "βιοκαρπετ":"βιοκαρπετ", "βιοκαρπέτ":"βιοκαρπέτ", "βιοκαύσιμα":"βιοκαύσιμο", "βιόλα":"βιόλα", "βιολάντη":"βιολάντη", "βιολάρη":"βιολάρη", "βιολετα":"βιολέτα", "βιολέτα":"βιολέτα", "βιολί":"βιολί", "βιολιά":"βιολί", "βιολιού":"βιολί", "βιολιστής":"βιολιστής", "βιολιών":"βιολί", "βιολογία":"βιολογία", "βιολογίας":"βιολογία", "βιολογικά":"βιολογικός", "βιολογικές":"βιολογικός", "βιολογική":"βιολογικός", "βιολογικής":"βιολογικός", "βιολογικό":"βιολογικός", "βιολογικός":"βιολογικός", "βιολογικού":"βιολογικός", "βιολογικούς":"βιολογικός", "βιολογικών":"βιολογικός", "βιολόγο":"βιολόγος", "βιολόγοι":"βιολόγος", "βιολόγος":"βιολόγος", "βιολόγου":"βιολόγος", "βιολόγους":"βιολόγος", "βιολόγων":"βιολόγος", "βιολονίστα":"βιολονίστας", "βιολοντσελίστα":"βιολοντσελίστας", "βιολοντσέλο":"βιολοντσέλο", "βιομ":"βιομ", "βιομάζα":"βιομάζα", "βιομηχ":"βιομηχ", "βιομηχανια":"βιομηχανία", "βιομηχανία":"βιομηχανία", "βιομηχανία-ρύπανση":"βιομηχανία-ρύπανση", "βιομηχανίας":"βιομηχανία", "βιομηχανίες":"βιομηχανία", "βιομηχανικά":"βιομηχανικός", "βιομηχανικές":"βιομηχανικός", "βιομηχανική":"βιομηχανικός", "βιομηχανικής":"βιομηχανικός", "βιομηχανικο":"βιομηχανικός", "βιομηχανικό":"βιομηχανικός", "βιομηχανικοί":"βιομηχανικός", "βιομηχανικός":"βιομηχανικός", "βιομηχανικού":"βιομηχανικός", "βιομηχανικούς":"βιομηχανικός", "βιομηχανικών":"βιομηχανικός", "βιομηχανιων":"βιομηχανία", "βιομηχανιών":"βιομηχανία", "βιομήχανο":"βιομήχανος", "βιομήχανοι":"βιομήχανος", "βιομηχανοποιημένα":"βιομηχανοποιώ", "βιομηχανοποιημένο":"βιομηχανοποιώ", "βιομήχανος":"βιομήχανος", "βιομήχανου":"βιομήχανος", "βιομηχάνους":"βιομήχανος", "βιομηχάνων":"βιομήχανος", "βιομορίων":"βιομόριο", "βίον":"βίος", "βιοπαλαιστών":"βιοπαλαιστής", "βιοπάλη":"βιοπάλη", "βιοπάλης":"βιοπάλη", "βιοπειρατία":"βιοπειρατεία", "βιοποικιλότητα":"βιοποικιλότητα", "βιοποικιλότητας":"βιοποικιλότητα", "βιοπολιτική":"βιοπολιτική", "βιοπορισμό":"βιοπορισμός", "βιοπορισμού":"βιοπορισμός", "βιοποριστεί":"βιοπορίζω", "βιοποριστικά":"βιοποριστικά", "βιοποριστικού":"βιοποριστικός", "βιοποριστικούς":"βιοποριστικός", "βιόπουλος":"βιόπουλος", "βιός":"βιός", "βίος":"βίος", "βιόσφαιρα":"βιόσφαιρα", "βιοσωλ":"βιοσωλ", "βιοσώλ":"βιοσώλ", "βιοτερ":"βιοτερ", "βιοτέχνες":"βιοτέχνης", "βιοτέχνης":"βιοτέχνης", "βιοτεχνία":"βιοτεχνία", "βιοτεχνίας":"βιοτεχνία", "βιοτεχνίες":"βιοτεχνία", "βιοτεχνικές":"βιοτεχνικός", "βιοτεχνική":"βιοτεχνικός", "βιοτεχνικό":"βιοτεχνικός", "βιοτεχνικού":"βιοτεχνικός", "βιοτεχνιών":"βιοτεχνία", "βιοτεχνιών-βιομηχανιών":"βιοτεχνιών-βιομηχανιών", "βιοτεχνολογία":"βιοτεχνολογία", "βιοτεχνολογίας":"βιοτεχνολογία", "βιοτεχνολογικές":"βιοτεχνολογικός", "βιοτεχνολογικό":"βιοτεχνολογικός", "βιοτεχνολόγοι":"βιοτεχνολόγος", "βιοτεχνών":"βιοτέχνης", "βιοτής":"βιοτή", "βιοτικές":"βιοτικός", "βιοτική":"βιοτικός", "βιοτικού":"βιοτικός", "βιότοπο":"βιότοπος", "βιότοπος":"βιότοπος", "βιότοπους":"βιότοπος", "βίου":"βίος", "βιοχάλκο":"βιοχάλκο", "βιοχαλκο":"βιοχαλκός", "βιοχημεία":"βιοχημεία", "βιοχημικά":"βιοχημικός", "βιοχημικός":"βιοχημικός", "βιοχημικών":"βιοχημικός", "βιοψία":"βιοψία", "βιράντο":"βιράντο", "βιργινία":"βιργινία", "βιργινίας":"βιργινία", "βιρμανία":"βιρμανία", "βιρμανίας":"βιρμανία", "βιρμανικής":"βιρμανικός", "βιρμπίνσκι":"βιρμπίνσκι", "βιρτζίνια":"βιρτζίνια", "βιρτουόζος":"βιρτουόζος", "βίρτους":"βίρτους", "βις":"βις", "βισάλτης":"βισάλτης", "βισαλτιακός":"βισαλτιακός", "βισαλτίας":"βισαλτίας", "βισέντε":"βισέντε", "βισίντιν":"βισίντιν", "βισκόντι":"βισκόντι", "βίσλα":"βίσλα", "βισσαλτιακός":"βισσαλτιακός", "βίσση":"βίσσης", "βισώνας":"βίσονας", "βίτα":"βίτα", "βιτάλι":"βιτάλι", "βιταμίνες":"βιταμίνη", "βιταμίνη":"βιταμίνη", "βιταμίνης":"βιταμίνη", "βιτέσε":"βιτέσε", "βίτεσε":"βίτεσε", "βίτζεβ":"βίτζεβ", "βίτο":"βίτο", "βιτόριο":"βιτόριο", "βιτρίνα":"βιτρίνα", "βιτρίνας":"βιτρίνα", "βιτρίνες":"βιτρίνα", "βιτριόλι":"βιτριόλι", "βιτριολικά":"βιτριολικά", "βιτρώ":"βιτρώ", "βιτσέντζα":"βιτσέντζα", "βίτσι":"βίτσι", "βίτσια":"βίτσιο", "βίτσιο":"βίτσιο", "βιτσίου":"βιτσίου", "βίωμα":"βίωμα", "βιώματα":"βίωμα", "βιώματά":"βίωμα", "βιωματικά":"βιωματικά", "βιωματικές":"βιωματικός", "βιωματική":"βιωματικός", "βιωματικής":"βιωματικός", "βιωματικό":"βιωματικός", "βιωμάτων":"βίωμα", "βιωμένες":"βιώνω", "βιωμένη":"βιώνω", "βίωναν":"βιώνω", "βίωνε":"βιώνω", "βιώνει":"βιώνω", "βιώνεις":"βιώνω", "βιώνεται":"βιώνω", "βιώνονται":"βιώνω", "βιώνοντας":"βιώνω", "βιώνουμε":"βιώνω", "βιώνουν":"βιώνω", "βίωσα":"βιώνω", "βιώσαμε":"βιώνω", "βίωσαν":"βιώνω", "βιώσαν":"βιώσας", "βίωσε":"βιώνω", "βιώσει":"βιώνω", "βίωση":"βίωση", "βιώσιμες":"βιώσιμος", "βιώσιμη":"βιώσιμος", "βιώσιμης":"βιώσιμος", "βιώσιμο":"βιώσιμος", "βιώσιμος":"βιώσιμος", "βιωσιμότητα":"βιωσιμότητα", "βιωσιμότητά":"βιωσιμότητα", "βιωσιμότητας":"βιωσιμότητα", "βιώσιμων":"βιώσιμος", "βιώσουμε":"βιώνω", "βλ":"βλ", "βλαβερά":"βλαβερά", "βλαβερές":"βλαβερός", "βλαβερή":"βλαβερός", "βλαβερο":"βλαβερός", "βλαβερό":"βλαβερός", "βλαβερου":"βλαβερός", "βλαβερού":"βλαβερός", "βλαβερών":"βλαβερός", "βλάβες":"βλάβη", "βλάβη":"βλάβη", "βλάβης":"βλάβη", "βλαβιανός":"βλαβιανός", "βλαβών":"βλάβη", "βλαδιβοστόκ":"βλαδιβοστόκ", "βλαδίμηρο":"βλαδίμηρος", "βλάζνια":"βλάζνια", "βλάκας":"βλάκας", "βλακεία":"βλακεία", "βλακείας":"βλακεία", "βλακείες":"βλακεία", "βλάκες":"βλάκας", "βλακώδες":"βλακώδης", "βλακώδη":"βλακώδης", "βλάλη":"βλάλη", "βλάνταν":"βλάνταν", "βλάντε":"βλάντε", "βλαντής":"βλαντής", "βλαντιμίρ":"βλαντιμίρ", "βλάντιμιρ":"βλάντιμιρ", "βλάπτει":"βλάπτω", "βλαπτικά":"βλαπτικά", "βλαπτικές":"βλαπτικός", "βλαπτική":"βλαπτικός", "βλαπτικοί":"βλαπτικός", "βλάπτοντας":"βλάπτω", "βλάπτουν":"βλάπτω", "βλασακίδη":"βλασακίδη", "βλασακίδης":"βλασακίδης", "βλάσης":"βλάσης", "βλασσόπουλο":"βλασσόπουλο", "βλασσοπουλος":"βλασσοπουλος", "βλασσόπουλος":"βλασσόπουλος", "βλασσόπουλου":"βλασσόπουλου", "βλαστάνει":"βλαστάνει", "βλαστάρι":"βλαστάρι", "βλαστάρια":"βλαστάρι", "βλάστη":"βλάστη", "βλαστήμιες":"βλαστήμια", "βλάστης":"βλάστη", "βλάστηση":"βλάστηση", "βλάστησης":"βλάστηση", "βλαστικά":"βλαστικός", "βλαστικών":"βλαστικός", "βλαστιώτες":"βλαστιώτες", "βλαστοί":"βλαστός", "βλαστοκύτταρα":"βλαστοκύτταρο", "βλαστοκυττάρων":"βλαστοκύτταρο", "βλαστός":"βλαστός", "βλαστού":"βλαστός", "βλαστούς":"βλαστός", "βλασφημίας":"βλασφημία", "βλάσφημο":"βλάσφημος", "βλάσφημων":"βλάσφημος", "βλατή":"βλατή", "βλατής":"βλατής", "βλαφθούν":"βλάπτω", "βλαχακη":"βλαχάκης", "βλαχάρης":"βλαχάρης", "βλάχο":"βλάχος", "βλαχογιάννης":"βλαχογιάννης", "βλάχοι":"βλάχος", "βλαχόπουλος":"βλαχόπουλος", "βλαχόπουλου":"βλαχόπουλος", "βλαχος":"βλάχος", "βλάχος":"βλάχος", "βλαχου":"βλάχος", "βλάχου":"βλάχος", "βλάχου-πετρίδου":"βλάχου-πετρίδου", "βλάψαμε":"βλάπτω", "βλάψει":"βλάπτω", "βλάψουν":"βλάπτω", "βλέμα":"βλέμα", "βλεμμα":"βλέμμα", "βλέμμα":"βλέμμα", "βλέμματα":"βλέμμα", "βλέμματά":"βλέμμα", "βλέμματος":"βλέμμα", "βλέννας":"βλέννα", "βλεννόρροιας":"βλεννόρροια", "βλεπα":"βλεπα", "βλέπαμε":"βλέπω", "βλέπανε":"βλέπω", "βλέπατε":"βλέπω", "'βλεπε":"'βλεπε", "βλέπε":"βλέπω", "βλέπει":"βλέπω", "βλέπεις":"βλέπω", "βλέπεται":"βλέπω", "βλέπετε":"βλέπω", "βλέπονται":"βλέπω", "βλέποντας":"βλέπω", "βλέποντάς":"βλέπω", "βλέπουμε":"βλέπω", "βλέπουν":"βλέπω", "βλέπουνε":"βλέπω", "βλέπω":"βλέπω", "βλέφαρα":"βλέφαρο", "βλεφαρίδες":"βλεφαρίδα", "βλέψεις":"βλέψη", "βλέψη":"βλέψη", "βλήμα":"βλήμα", "βλήματα":"βλήμα", "βλήματος":"βλήμα", "βλημάτων":"βλήμα", "βλοσυρά":"βλοσυρός", "βλοσυρό":"βλοσυρός", "βλοσυρός":"βλοσυρός", "βλοτινό":"βλοτινό", "βοά":"βοώ", "βόγα":"βόγα", "βόγγολη":"βόγγολη", "βογιατζάκη":"βογιατζάκη", "βογιατζή":"βογιατζής", "βογιατζής":"βογιατζής", "βογιατζόγλου":"βογιατζόγλου", "βογιατζοπούλου":"βογιατζοπούλου", "βογκτ":"βογκτ", "βόγλης":"βόγλης", "βόδι":"βόδι", "βόδια":"βόδι", "βοδινό":"βοδινός", "βοδινού":"βοδινός", "βοδιού":"βόδι", "βοή":"βοή", "βοηθά":"βοηθώ", "βοηθάει":"βοηθώ", "βοηθάμε":"βοηθώ", "βοηθάνε":"βοηθώ", "βοηθάς":"βοηθώ", "βοηθάτε":"βοηθώ", "βοηθάτε1":"βοηθάτε1", "βοηθάω":"βοηθώ", "βοήθεια":"βοήθεια", "βοήθειά":"βοήθεια", "βοηθείας":"βοηθεία", "βοήθειας":"βοήθεια", "βοήθειες":"βοήθεια", "βοηθειών":"βοήθεια", "βοηθηθεί":"βοηθώ", "βοηθήθηκε":"βοηθώ", "βοηθηθούν":"βοηθώ", "βοήθημα":"βοήθημα", "βοηθήματα":"βοήθημα", "βοηθήματος":"βοήθημα", "βοήθησα":"βοηθώ", "βοήθησαν":"βοηθώ", "βοηθησε":"βοηθώ", "βοήθησε":"βοηθώ", "βοηθήσει":"βοηθώ", "βοήθησει":"βοηθώ", "βοηθήσεις":"βοηθώ", "βοηθήσετε":"βοηθώ", "βοηθήσουμε":"βοηθώ", "βοηθήσουν":"βοηθώ", "βοηθήσουνε":"βοηθώ", "βοηθήστε":"βοηθώ", "βοηθήσω":"βοηθώ", "βοηθητικά":"βοηθητικός", "βοηθητικές":"βοηθητικός", "βοηθητική":"βοηθητικός", "βοηθητικής":"βοηθητικός", "βοηθητικο":"βοηθητικός", "βοηθητικό":"βοηθητικός", "βοηθητικοί":"βοηθητικός", "βοηθητικός":"βοηθητικός", "βοηθητικού":"βοηθητικός", "βοηθητικών":"βοηθητικός", "βοηθό":"βοηθός", "βοηθοί":"βοηθός", "βοηθόν":"βοηθός", "βοηθός":"βοηθός", "βοηθού":"βοηθός", "βοηθούμε":"βοηθώ", "βοηθούμενη":"βοηθούμενος", "βοηθούμενοι":"βοηθούμενος", "βοηθούμενος":"βοηθούμενος", "βοηθούν":"βοηθώ", "βοηθούνται":"βοηθώ", "βοηθούντος":"βοηθών", "βοηθούς":"βοηθός", "βοηθούσαμε":"βοηθώ", "βοηθούσαν":"βοηθώ", "βοηθούσε":"βοηθώ", "βοηθούσες":"βοηθώ", "βοηθούσης":"βοηθών", "βοηθών":"βοηθός", "βοηθών":"βοηθών", "βοηθώντας":"βοηθώ", "βοής":"βοή", "βοϊβοδίνας":"βοϊβοδίνας", "βοϊβοντίνα":"βοϊβοντίνα", "βοϊδοδίνα":"βοϊδοδίνα", "βοϊδομάτης":"βοϊδομάτης", "βόικος":"βόικος", "βοΐου":"βοΐου", "βοιωτία":"βοιωτία", "βοιωτίας":"βοιωτία", "βοιωτών":"βοιωτός", "βοκ":"βοκ", "βοκάκιο":"βοκάκιο", "βόκολο":"βόκολο", "βόκολος":"βόκολος", "βολάν":"βολάν", "βολανάκη":"βολανάκης", "βόλβη":"βόλβη", "βόλβης":"βόλβης", "βόλγα":"βόλγας", "βολεϊ":"βόλεϊ", "βόλεϊ":"βόλεϊ", "βολεϊμπολίστρια":"βολεϊμπολίστρια", "βόλεμα":"βόλεμα", "βολεμένη":"βολεύω", "βολεμένοι":"βολεύω", "βολεμένους":"βολεύω", "βολεμένων":"βολεμένος", "βολές":"βολή", "βόλευε":"βολεύω", "βολεύει":"βολεύω", "βολεύεσαι":"βολεύω", "βολεύεται":"βολεύω", "βολεύουν":"βολεύω", "βολευτείτε":"βολεύω", "βολεύτηκα":"βολεύω", "βολεύτηκαν":"βολεύω", "βολευτούν":"βολεύω", "βολή":"βολή", "βολής":"βολή", "βόλια":"βόλι", "βολιβία":"βολιβία", "βολιβιανος":"βολιβιανός", "βολίδα":"βολίδα", "βολιδοσκοπεί":"βολιδοσκοπώ", "βολιδοσκοπήσει":"βολιδοσκοπώ", "βολιδοσκόπηση":"βολιδοσκόπηση", "βολικά":"βολικά", "βολίκας":"βολίκας", "βολικές":"βολικός", "βολική":"βολικός", "βολικό":"βολικός", "βολικός":"βολικός", "βολικών":"βολικός", "βολιώτες":"βολιώτης", "βολιωτη":"βολιώτης", "βολιώτη":"βολιώτης", "βολιώτης":"βολιώτης", "βολκόφ":"βολκόφ", "βολο":"βόλος", "βόλο":"βόλος", "βολόζιν":"βολόζιν", "βόλος":"βόλος", "βολου":"βόλος", "βόλου":"βόλος", "βόλου-βέροια":"βόλου-βέροια", "βόλου-ιωνικός":"βόλου-ιωνικός", "βόλου-παναθηναϊκός":"βόλου-παναθηναϊκός", "βόλου-πανσερραϊκός":"βόλου-πανσερραϊκός", "βόλου-πρέβεζα5-01":"βόλου-πρέβεζα5-01", "βολπάτο":"βολπάτο", "βόλπι":"βόλπι", "βόλτα":"βόλτα", "βολταίρος":"βολταίρος", "βόλτες":"βόλτα", "βολτούλα":"βολτούλα", "βολφ":"βολφ", "βόλφαγκ":"βόλφαγκ", "βόλφγκαγκ":"βόλφγκαγκ", "βόλφσμπουργκ":"βόλφσμπουργκ", "βολών":"βολή", "βόμβα":"βόμβα", "βομβάρδιζαν":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίζει":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίζεται":"βομβαρδίζω", "βομβαρδιζόμαστε":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίζονται":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίζουν":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίζουνε":"βομβαρδίζω", "βομβάρδισαν":"βομβαρδίζω", "βομβάρδισε":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίσει":"βομβαρδίζω", "βομβαρδισμένη":"βομβαρδισμένος", "βομβαρδισμένης":"βομβαρδίζω", "βομβαρδισμένο":"βομβαρδίζω", "βομβαρδισμό":"βομβαρδισμός", "βομβαρδισμοί":"βομβαρδισμός", "βομβαρδισμός":"βομβαρδισμός", "βομβαρδισμού":"βομβαρδισμός", "βομβαρδισμούς":"βομβαρδισμός", "βομβαρδισμών":"βομβαρδισμός", "βομβαρδίσουμε":"βομβαρδίζω", "βομβαρδιστεί":"βομβαρδίζω", "βομβαρδίστηκαν":"βομβαρδίζω", "βομβαρδιστικά":"βομβαρδιστικός", "βομβαρδιστικών":"βομβαρδιστικός", "βόμβας":"βόμβα", "βομβες":"βόμβα", "βόμβες":"βόμβα", "βομβίδια":"βομβίδιο", "βομβιστές":"βομβιστής", "βομβιστή":"βομβιστής", "βομβιστής":"βομβιστής", "βομβιστικές":"βομβιστικός", "βομβιστική":"βομβιστικός", "βομβιστικής":"βομβιστικός", "βομβιστικών":"βομβιστικός", "βόμβο":"βόμβος", "βόμβολου":"βόμβολου", "βομβών":"βόμβα", "βον":"βον", "βόνη":"βόνη", "βόνης":"βόνης", "βονικάκης":"βονικάκης", "βόννη":"βόννη", "βόννης-παρισίων":"βόννης-παρισίων", "βόνταφον":"βόνταφον", "βοντολάζσκι":"βοντολάζσκι", "βοοειδή":"βοοειδής", "βοοειδών":"βοοειδής", "βοούν":"βοώ", "βοούσε":"βοώ", "βόρ":"βόρ", "βορ.":"βορ.", "βορά":"βορά", "βόρβορο":"βόρβορος", "βόρβορος":"βόρβορος", "βορεάδης":"βορεάδης", "βορεάδης-βορεάδης":"βορεάδης-βορεάδης", "βόρεια":"βόρεια", "βορεια":"βόρειος", "βόρεια":"βόρειος", "βορειανατολικής":"βορειανατολικής", "βορειας":"βόρειος", "βόρειας":"βόρειος", "βόρειες":"βόρειος", "βορειο":"βόρειος", "βόρειο":"βόρειος", "βορειοαμερικανική":"βορειοαμερικανικός", "βορειοαμερικανικό":"βορειοαμερικανικός", "βορειοανατολικά":"βορειοανατολικά", "βορειοανατολικές":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολική":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολικής":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολικό":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολικοί":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολικού":"βορειοανατολικός", "βορειοανατολικούς":"βορειοανατολικός", "βορειοατλαντική":"βορειοατλαντικός", "βορειοβιετναμέζοι":"βορειοβιετναμέζοι", "βορειοδυτικά":"βορειοδυτικά", "βορειοδυτικά":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικές":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτική":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικής":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικό":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικοί":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικού":"βορειοδυτικός", "βορειοδυτικούς":"βορειοδυτικός", "βορειοελλαδικές":"βορειοελλαδικός", "βορειοελλαδικη":"βορειοελλαδικός", "βορειοελλαδική":"βορειοελλαδικός", "βορειοελλαδικής":"βορειοελλαδικός", "βορειοελλαδικό":"βορειοελλαδικός", "βορειοελλαδίτες":"βορειοελλαδίτης", "βορειοελλαδίτικη":"βορειοελλαδίτικος", "βορειοελλαδίτικης":"βορειοελλαδίτικος", "βορειοελλαδίτικου":"βορειοελλαδίτικος", "βορειοελλαδιτων":"βορειοελλαδίτης", "βορειοευρωπαϊκές":"βορειοευρωπαϊκός", "βορειοηπειρώτης":"βορειοηπειρώτης", "βόρειοι":"βόρειος", "βορειοϊρλανδικής":"βορειοϊρλανδικός", "βορειοκορεάτες":"βορειοκορεάτης", "βορειος":"βόρειος", "βόρειος":"βόρειος", "βορειότερα":"βόρεια", "βορειότερες":"βόρειος", "βορειότερη":"βόρειος", "βορειου":"βόρειος", "βορείου":"βόρειος", "βόρειου":"βόρειος", "βορείων":"βόρειος", "βορείως":"βόρεια", "βοριά":"βοριάς", "βοριάδες":"βοριάς", "βοριάς":"βοριάς", "βορρά":"βορράς", "βορράς":"βορράς", "βος":"βος", "βόσκει":"βόσκω", "βοσκής":"βοσκή", "βοσκήσιμοι":"βοσκήσιμος", "βοσκοί":"βοσκός", "βοσκόπουλος":"βοσκόπουλος", "βοσκός":"βοσκός", "βοσκοτόπια":"βοσκοτόπι", "βοσκού":"βοσκός", "βόσκουν":"βόσκω", "βοσκούς":"βοσκός", "βοσνια":"βοσνία", "βοσνία":"βοσνία", "βοσνιάκος":"βοσνιάκος", "βοσνίας":"βοσνία", "βόσνιοι":"βόσνιος", "βοσνιος":"βόσνιος", "βόσνιος":"βόσνιος", "βόσνιου":"βόσνιος", "βόσνιους":"βόσνιος", "βόσνιων":"βόσνιος", "βοσπόρου":"βόσπορος", "βοσσου":"βοσσου", "βόσσου":"βόσσου", "βοστόνη":"βοστόνη", "βοστόνης":"βοστόνης", "βότανα":"βότανο", "βοτανικοί":"βοτανικός", "βοτανικούς":"βοτανικός", "βότανο":"βότανο", "βοτανοθεραπεία":"βοτανοθεραπεία", "βοτανοθεραπευτές":"βοτανοθεραπευτές", "βοτανολόγος":"βοτανολόγος", "βοτάνων":"βότανο", "βότζες":"βότζες", "βότκα":"βότκα", "βότκας":"βότκα", "βότση":"βότση", "βότσης":"βότσης", "βου":"βου", "βουβά":"βουβά", "βουβάλι":"βουβάλι", "βουβάλια":"βουβάλι", "βουβή":"βουβός", "βουβοί":"βουβός", "βουβωνικής":"βουβωνικός", "βουβωνοκήλης":"βουβωνοκήλη", "βούγια":"βούγια", "βούγιας":"βούγιας", "βουγιατζής":"βουγιατζής", "βούγιν":"βούγιν", "βουγιουκλάκη":"βουγιουκλάκη", "βουγιουκλάκης":"βουγιουκλάκης", "βουγκ":"βουγκ", "βούγκαρ":"βούγκαρ", "βουδαπέστη":"βουδαπέστη", "βουδαπέστης":"βουδαπέστη", "βουδισμός":"βουδισμός", "βουδισμού":"βουδισμός", "βουδιστές":"βουδιστής", "βουδιστική":"βουδιστικός", "βουδιστικής":"βουδιστικός", "βουδίστριες":"βουδίστρια", "βουδιστών":"βουδιστής", "βουή":"βουή", "βουητό":"βουητό", "βούιζε":"βουίζω", "βουκ":"βουκ", "βουκαλή":"βουκαλή", "βουκαντίνοφ":"βουκαντίνοφ", "βούκας":"βούκα", "βούκινο":"βούκινο", "βουκολικά":"βουκολικός", "βουκολικό":"βουκολικός", "βουκολιών":"βουκολιών", "βουκοσάβλιεβιτς":"βουκοσάβλιεβιτς", "βουκουρέστι":"βουκουρέστι", "βουκσάνοβιτς":"βουκσάνοβιτς", "βούλα":"βούλα", "βούλας":"βούλα", "βουλγαράκη":"βουλγαράκης", "βουλγαράκης":"βουλγαράκης", "βούλγαρης":"βούλγαρης", "βουλγαρια":"βουλγαρία", "βουλγαρία":"βουλγαρία", "βουλγαρία-ρουμανία":"βουλγαρία-ρουμανία", "βουλγαρίας":"βουλγαρία", "βουλγαρικά":"βουλγαρικός", "βουλγαρικές":"βουλγαρικός", "βουλγαρική":"βουλγαρικός", "βουλγαρικής":"βουλγαρικός", "βουλγαρικό":"βουλγαρικός", "βουλγαρικός":"βουλγαρικός", "βουλγαρικού":"βουλγαρικός", "βούλγαροι":"βούλγαρος", "βουλγαροκτόνος":"βουλγαροκτόνος", "βουλγαροκτόνου":"βουλγαροκτόνου", "βούλγαρος":"βούλγαρος", "βούλγαρους":"βούλγαρος", "βουλγάρων":"βούλγαρος", "βούλγαρων":"βούλγαρος", "βουλές":"βουλή", "βούλευμα":"βούλευμα", "βούλευμά":"βούλευμα", "βουλεύματα":"βούλευμα", "βουλεύματος":"βούλευμα", "βουλευτες":"βουλευτής", "βουλευτές":"βουλευτής", "βουλευτές-μέλη":"βουλευτές-μέλη", "βουλευτή":"βουλευτής", "βουλευτής":"βουλευτής", "βουλευτικά":"βουλευτικός", "βουλευτικές":"βουλευτικός", "βουλευτική":"βουλευτικός", "βουλευτικής":"βουλευτικός", "βουλευτικό":"βουλευτικός", "βουλευτικού":"βουλευτικός", "βουλευτικών":"βουλευτικός", "βουλευτίνα":"βουλευτίνα", "βουλευτίνες":"βουλευτίνα", "βουλευτού":"βουλευτής", "βουλευτων":"βουλευτής", "βουλευτών":"βουλευτής", "βουλευτών-στελεχών":"βουλευτών-στελεχών", "βουλη":"βουλή", "βουλή":"βουλή", "βουλης":"βουλή", "βουλής":"βουλή", "βουλήσει":"βούληση", "βουλήσεως":"βούληση", "βούληση":"βούληση", "βούλησή":"βούληση", "βούλησης":"βούληση", "βούλησιν":"βούληση", "βουλιαγμένη":"βουλιαγμένη", "βουλιάζει":"βουλιάζω", "βουλιάζοντας":"βουλιάζω", "βουλιάζουν":"βουλιάζω", "βούλιαξαν":"βουλιάζω", "βουλιαξε":"βουλιάζω", "βούλιαξε":"βουλιάζω", "βουλιάξει":"βουλιάζω", "βουλιμία":"βουλιμία", "βουλιμίας":"βουλιμία", "βουλιμικά":"βουλιμικός", "βουλιμική":"βουλιμικός", "βουλιμικό":"βουλιμικός", "βουλινού":"βουλινού", "βουλτέριν":"βουλτέριν", "βουλτσίδη":"βουλτσίδη", "βουλώνουν":"βουλώνω", "βούλωσε":"βουλώνω", "βουνά":"βουνό", "βουναλάκι":"βουναλάκι", "βουνάτσος":"βουνάτσος", "βουνίσιες":"βουνίσιος", "βουνίσιο":"βουνίσιος", "βουνό":"βουνό", "βουνοκορφές":"βουνοκορφή", "βουνοκορφή":"βουνοκορφή", "βουνοπλαγιά":"βουνοπλαγιά", "βουνοπλαγιές":"βουνοπλαγιά", "βουνού":"βουνό", "βουντού":"βουντού", "βουνών":"βουνό", "βουράκη":"βουράκη", "βουρβουρού":"βουρβουρού", "βουρβουρούς":"βουρβουρούς", "βουρεξάκης":"βουρεξάκης", "βούρκο":"βούρκος", "βούρκος":"βούρκος", "βούρκου":"βούρκος", "βουρκωμένα":"βουρκωμένος", "βουρκωμένη":"βουρκώνω", "βούρκωναν":"βουρκώνω", "βουρλιώτη":"βουρλιώτη", "βουρλιώτης":"βουρλιώτης", "βούρο":"βούρο", "βουτά":"βουτώ", "βουτάει":"βουτώ", "βουτάνε":"βουτώ", "βουτάω":"βουτώ", "βουτηγμένη":"βουτώ", "βουτηγμένο":"βουτώ", "βουτηγμένοι":"βουτώ", "βουτηγμένος":"βουτώ", "βούτηξαν":"βουτώ", "βούτηξε":"βουτώ", "βουτήξει":"βουτώ", "βουτήξουν":"βουτώ", "βουτηχτής":"βουτηχτής", "βουτια":"βουτιά", "βουτιά":"βουτιά", "βουτιές":"βουτιά", "βουτούν":"βουτώ", "βουτσαδάκης":"βουτσαδάκης", "βουτσάς":"βουτσάς", "βούτσης":"βούτσης", "βουτσιάς":"βουτσιάς", "βουτσικακη":"βουτσικακη", "βουτσινά":"βουτσινάς", "βουτσίνος":"βουτσίνος", "βουτυράς":"βουτυράς", "βούτυρο":"βούτυρο", "βουτυρωμένο":"βουτυρώνω", "βουτώντας":"βουτώ", "βοώντος":"βοών", "βππ":"βππ", "βραβεια":"βραβείο", "βραβεία":"βραβείο", "βραβείο":"βραβείο", "βραβείου":"βραβείο", "βραβείων":"βραβείο", "βραβεύει":"βραβεύω", "βραβεύεται":"βραβεύω", "βραβευθεί":"βραβεύω", "βραβευθείς":"βραβευθείς", "βραβευθέντες":"βραβευθείς", "βραβευθέντος":"βραβευθείς", "βραβευθέντων":"βραβευθείς", "βραβεύθηκαν":"βραβεύω", "βραβεύθηκε":"βραβεύω", "βραβευμένα":"βραβευμένος", "βραβευμένες":"βραβευμένος", "βραβευμένη":"βραβευμένος", "βραβευμένο":"βραβευμένος", "βραβευμένοι":"βραβευμένος", "βραβευμένος":"βραβευμένος", "βραβευμένου":"βραβευμένος", "βραβευμένους":"βραβεύω", "βραβευμένων":"βραβευμένος", "βραβεύονται":"βραβεύω", "βραβεύοντας":"βραβεύω", "βραβεύουν":"βραβεύω", "βράβευσαν":"βραβεύω", "βράβευσε":"βραβεύω", "βραβεύσει":"βραβεύω", "βραβεύσεις":"βράβευση", "βράβευση":"βράβευση", "βράβευσή":"βράβευση", "βράβευσης":"βράβευση", "βραβεύσουν":"βραβεύω", "βραβευτεί":"βραβεύω", "βραβεύτηκαν":"βραβεύω", "βραβεύτηκε":"βραβεύω", "βραβευτούν":"βραβεύω", "βραδάκι":"βραδάκι", "βράδι":"βράδι", "βραδιά":"βραδιά", "βράδια":"βράδυ", "βραδιάς":"βραδιά", "βραδιές":"βραδιά", "βραδινά":"βραδινός", "βραδινές":"βραδινός", "βραδινή":"βραδινός", "βραδινής":"βραδινός", "βραδινό":"βραδινός", "βραδινού":"βραδινός", "βραδυ":"βράδυ", "βράδυ":"βράδυ", "βραδύ":"βραδύς", "βραδύς":"βραδύς", "βραδύτατες":"βραδύς", "βραδύτατη":"βραδύς", "βραδύτης":"βραδύτητα", "βραδύτητα":"βραδύτητα", "βραδύτητας":"βραδύτητα", "βράζει":"βράζω", "βραζιλια":"βραζιλία", "βραζιλία":"βραζιλία", "βραζιλία-επιβλήθηκε":"βραζιλία-επιβλήθηκε", "βραζιλιάνικα":"βραζιλιάνικος", "βραζιλιάνικη":"βραζιλιάνικος", "βραζιλιάνικο":"βραζιλιάνικος", "βραζιλιάνικος":"βραζιλιάνικος", "βραζιλιάνικου":"βραζιλιάνικος", "βραζιλιάνο":"βραζιλιάνος", "βραζιλιάνοι":"βραζιλιάνος", "βραζιλιανος":"βραζιλιανός", "βραζιλιάνος":"βραζιλιάνος", "βραζιλιάνου":"βραζιλιάνος", "βραζιλιάνους":"βραζιλιάνος", "βραζιλιάνων":"βραζιλιάνος", "βραζιλίας":"βραζιλία", "βράζουμε":"βράζω", "βράζουν":"βράζω", "βράζω":"βράζω", "βρακά":"βρακάς", "βράκας":"βράκα", "βρακί":"βρακί", "βρακιά":"βρακί", "βρανά":"βρανάς", "βρανδεμβούργου":"βρανδεμβούργου", "βράνος":"βράνος", "βράσει":"βράζω", "βράση":"βράση", "βράσιμο":"βράσιμο", "βρασμένο":"βράζω", "βρασμό":"βρασμός", "βρασμού":"βρασμός", "βρασμώ":"βρασμώ", "βράσουν":"βράζω", "βραστά":"βραστός", "βραστήρες":"βραστήρας", "βραστό":"βραστός", "βράσω":"βράζω", "βραχεία":"βραχύς", "βραχείας":"βραχύς", "βράχια":"βράχος", "βραχιά":"βραχύς", "βραχιάς":"βραχιάς", "βραχιόλι":"βραχιόλι", "βραχίονα":"βραχίονας", "βραχίονας":"βραχίονας", "βραχίονες":"βραχίονας", "βραχιόνων":"βραχίονας", "βραχνά":"βραχνά", "βραχνάς":"βραχνάς", "βραχνέικα":"βραχνέικα", "βραχνιασμένη":"βραχνιάζω", "βραχνός":"βραχνός", "βράχο":"βράχος", "βραχογραφίες":"βραχογραφία", "βραχογραφιών":"βραχογραφία", "βράχοι":"βράχος", "βραχονησίδα":"βραχονησίδα", "βραχονησίδας":"βραχονησίδα", "βραχονησίδες":"βραχονησίδα", "βράχος":"βράχος", "βράχου":"βράχος", "βράχους":"βράχος", "βραχύβιες":"βραχύβιος", "βραχύβιο":"βραχύβιος", "βραχύβιων":"βραχύβιος", "βραχυκύκλωμα":"βραχυκύκλωμα", "βραχυκυκλωμένη":"βραχυκυκλωμένος", "βραχυκυκλώνουν":"βραχυκυκλώνω", "βραχυκύκλωσαν":"βραχυκυκλώνω", "βραχυκυκλώσει":"βραχυκυκλώνω", "βραχυπρόθεσμα":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμες":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμη":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμης":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμο":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμος":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμου":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμους":"βραχυπρόθεσμος", "βραχυπρόθεσμων":"βραχυπρόθεσμος", "βραχύσωμα":"βραχύσωμος", "βραχυχρόνια":"βραχυχρόνιος", "βραχυχρόνιας":"βραχυχρόνιος", "βραχυχρόνιες":"βραχυχρόνιος", "βραχυχρόνιο":"βραχυχρόνιος", "βραχυχρονίων":"βραχυχρόνιος", "βραχυχρόνιων":"βραχυχρόνιος", "βραχώδεις":"βραχώδης", "βραχώδες":"βραχώδης", "βραχώδους":"βραχώδης", "βράχων":"βράχος", "βρε":"βρε", "βρεγμένα":"βρέχω", "βρεγμένη":"βρεγμένος", "βρεγμένο":"βρέχω", "βρεγμένος":"βρέχω", "βρεθει":"βρίσκω", "βρεθεί":"βρίσκω", "βρεθείς":"βρίσκω", "βρεθείτε":"βρίσκω", "βρέθηκα":"βρίσκω", "βρεθήκαμε":"βρίσκω", "βρεθηκαν":"βρίσκω", "βρέθηκαν":"βρίσκω", "βρεθήκατε":"βρίσκω", "βρεθηκε":"βρίσκω", "βρέθηκε":"βρίσκω", "βρέθηκες":"βρίσκω", "βρεθούμε":"βρίσκω", "βρεθούν":"βρίσκω", "βρεθούνε":"βρίσκω", "βρεθώ":"βρίσκω", "βρει":"βρίσκω", "βρεις":"βρίσκω", "βρείτε":"βρίσκω", "βρεκάζ":"βρεκάζ", "βρέμης":"βρέμης", "βρέξει":"βρέχω", "βρέξουν":"βρέχω", "βρες":"βρίσκω", "βρέστης":"βρέστης", "βρετανια":"βρετανία", "βρετανία":"βρετανία", "βρετανίας":"βρετανία", "βρετανίδα":"βρετανίδα", "βρετανίδες":"βρετανίδα", "βρετανικά":"βρετανικός", "βρετανικές":"βρετανικός", "βρετανικη":"βρετανικός", "βρετανική":"βρετανικός", "βρετανικής":"βρετανικός", "βρετανικό":"βρετανικός", "βρετανικοί":"βρετανικός", "βρετανικός":"βρετανικός", "βρετανικού":"βρετανικός", "βρετανικούς":"βρετανικός", "βρετανικών":"βρετανικός", "βρετανό":"βρετανός", "βρετανοι":"βρετανός", "βρετανοί":"βρετανός", "βρετανός":"βρετανός", "βρετανού":"βρετανός", "βρετανούς":"βρετανός", "βρετανών":"βρετανός", "βρεττάκο":"βρεττάκος", "βρέφη":"βρέφος", "βρεφική":"βρεφικός", "βρεφικής":"βρεφικός", "βρεφικό":"βρεφικός", "βρεφικού":"βρεφικός", "βρεφοκομείου":"βρεφοκομείο", "βρεφοκόμων":"βρεφοκόμος", "βρεφονηπιακοί":"βρεφονηπιακός", "βρεφονηπιακός":"βρεφονηπιακός", "βρεφονηπιακού":"βρεφονηπιακός", "βρεφονηπιακούς":"βρεφονηπιακός", "βρεφονηπιακών":"βρεφονηπιακός", "βρεφονηπιοκόμων":"βρεφονηπιοκόμος", "βρέφος":"βρέφος", "βρεφών":"βρέφος", "βρέχει":"βρέχω", "βρέχεται":"βρέχω", "βρέχονται":"βρέχω", "βρέχουν":"βρέχω", "βρήκα":"βρίσκω", "βρήκαμε":"βρίσκω", "βρήκαν":"βρίσκω", "βρήκε":"βρίσκω", "βρήκες":"βρίσκω", "βρίζει":"βρίζω", "βρίζονται":"βρίζω", "βρίζουμε":"βρίζω", "βρίζουν":"βρίζω", "βρίθει":"βρίθω", "βρίθουν":"βρίθω", "βρικόλακες":"βρικόλακας", "βριλήσσια":"βριλήσια", "βρίσετε":"βρίζω", "βρισιά":"βρισιά", "βρισίδια":"βρισίδι", "βρισιές":"βρισιά", "βρίσιμο":"βρίσιμο", "βρίσκαμε":"βρίσκω", "βρίσκανε":"βρίσκω", "βρίσκατε":"βρίσκω", "βρίσκει":"βρίσκω", "βρίσκεις":"βρίσκω", "βρίσκεσαι":"βρίσκω", "βρίσκεστε":"βρίσκω", "βρισκεται":"βρίσκω", "βρίσκεται":"βρίσκω", "βρίσκετε":"βρίσκω", "βρίσκομαι":"βρίσκω", "βρισκόμασταν":"βρίσκω", "βρισκόμαστε":"βρίσκω", "βρισκόμενος":"βρισκόμενος", "βρισκόμουν":"βρίσκω", "βρισκόμουνα":"βρίσκω", "βρίσκονται":"βρίσκω", "βρισκόνταν":"βρισκόνταν", "βρίσκονταν":"βρίσκω", "βρίσκοντας":"βρίσκω", "βρισκόσασταν":"βρίσκω", "βρισκόσουν":"βρίσκω", "βρισκόταν":"βρίσκω", "βρίσκουμε":"βρίσκω", "βρίσκουν":"βρίσκω", "βρίσκω":"βρίσκω", "βρογχικές":"βρογχικός", "βρογχικο":"βρογχικός", "βρογχικό":"βρογχικός", "βρογχικού":"βρογχικός", "βρογχίτιδα":"βρογχίτιδα", "βρόγχο":"βρόγχος", "βρόμα":"βρόμα", "βρομάει":"βρομώ", "βρομερότητα":"βρομερότητα", "βρομιά":"βρομιά", "βρόμικες":"βρόμικος", "βρόμικη":"βρόμικος", "βρόμικης":"βρόμικος", "βρομικο":"βρόμικος", "βρόμικο":"βρόμικος", "βρόμικου":"βρόμικος", "βρόμικους":"βρόμικος", "βρόμικών":"βρόμικος", "βροντάκης":"βροντάκης", "βροντερά":"βροντερά", "βροντερό":"βροντερός", "βρόντηξε":"βροντάω", "βρόντησε":"βροντάω", "βρόντο":"βρόντος", "βροντού":"βροντού", "βροντοφωνάζει":"βροντοφωνάζω", "βροντοφώναξαν":"βροντοφωνάζω", "βροντοφώναξε":"βροντοφωνάζω", "βροντοφωνάξει":"βροντοφωνάζω", "βροντοφωνάξουν":"βροντοφωνάζω", "βρούμε":"βρίσκω", "βρουμμμ":"βρουμμμ", "βρουν":"βρίσκω", "βρούν":"βρούν", "βρούνε":"βρίσκω", "βροχερή":"βροχερός", "βροχερό":"βροχερός", "βροχερός":"βροχερός", "βροχές":"βροχή", "βροχη":"βροχή", "βροχή":"βροχή", "βροχής":"βροχή", "βρόχινα":"βρόχινος", "βρόχινο":"βρόχινος", "βρόχο":"βρόχος", "βροχοπτώσεις":"βροχόπτωση", "βροχοπτώσεων":"βροχόπτωση", "βροχόπτωση":"βροχόπτωση", "βροχόπτωση-καταρρακτώδη":"βροχόπτωση-καταρρακτώδη", "βροχόπτωσης":"βροχόπτωση", "βροχούλα":"βροχούλα", "βροχών":"βροχή", "βρσατς":"βρσατς", "βρύζα":"βρύζα", "βρύζας":"βρύζας", "βρυξέλλες":"βρυξέλλες", "βρυξελλών":"βρυξέλλες", "βρύσες":"βρύση", "βρυση":"βρύση", "βρύση":"βρύση", "βρυσης":"βρύση", "βρύσης":"βρύση", "βρύσης-κοζάνη1-22":"βρύσης-κοζάνη1-22", "βρυσίνης":"βρυσίνης", "βρυττά":"βρυττά", "βρυχάται":"βρυχώμαι", "βρυχηθεί":"βρυχώμαι", "βρω":"βρίσκω", "βρώμα":"βρώμα", "βρωμάει":"βρωμώ", "βρωμάνε":"βρωμώ", "βρωμιά":"βρωμιά", "βρωμιές":"βρωμιά", "βρώμικα":"βρώμικος", "βρώμικες":"βρώμικος", "βρώμικη":"βρώμικος", "βρώμικο":"βρώμικος", "βρώμικος":"βρώμικος", "βρώμικου":"βρώμικος", "βρώμικων":"βρώμικος", "βρωμίτσα":"βρωμίτσα", "βρωμοκοπούσε":"βρωμοκοπώ", "βρώση":"βρώση", "βρώσιμες":"βρώσιμος", "βρωσιμη":"βρώσιμος", "βρώσιμη":"βρώσιμος", "βρώσιμης":"βρώσιμος", "βσκ":"βσκ", "βυζαντινά":"βυζαντινός", "βυζαντινές":"βυζαντινός", "βυζαντινή":"βυζαντινός", "βυζαντινής":"βυζαντινός", "βυζαντινό":"βυζαντινός", "βυζαντινοί":"βυζαντινός", "βυζαντινολογία":"βυζαντινολογία", "βυζαντινός":"βυζαντινός", "βυζαντινού":"βυζαντινός", "βυζαντινούς":"βυζαντινός", "βυζαντινών":"βυζαντινός", "βυζάντιο":"βυζάντιο", "βυζαντίου":"βυζάντιος", "βύζας":"βύζας", "βύθιζαν":"βυθίζω", "βυθίζει":"βυθίζω", "βυθίζεστε":"βυθίζω", "βυθίζεται":"βυθίζω", "βυθιζόμενοι":"βυθίζω", "βυθίζονται":"βυθίζω", "βυθίζονταν":"βυθίζω", "βυθίζοντάς":"βυθίζω", "βυθιζόταν":"βυθίζω", "βυθίζουν":"βυθίζω", "βύθισε":"βυθίζω", "βυθίσει":"βυθίζω", "βύθιση":"βύθιση", "βύθισή":"βύθιση", "βυθισμένα":"βυθίζω", "βυθισμένο":"βυθίζω", "βυθισμένοι":"βυθισμένος", "βυθισμένος":"βυθίζω", "βυθισμένου":"βυθίζω", "βυθίσουν":"βυθίζω", "βυθιστεί":"βυθίζω", "βυθίστηκε":"βυθίζω", "βυθό":"βυθός", "βυθοκορηθεί":"βυθοκορηθεί", "βυθοκόρηση":"βυθοκόρηση", "βυθός":"βυθός", "βυθού":"βυθός", "βυθών":"βυθός", "βυντρα":"βυντρα", "βύντρα":"βύντρα", "βυρσοδεψεία":"βυρσοδεψείο", "βυρωνα":"βύρωνας", "βύσμα":"βύσμα", "βύσσα":"βύσσα", "βυσσινάδα":"βυσσινάδα", "βυσσινί":"βυσσινής", "βύσσινου":"βύσσινο", "βυτίνα":"βυτίνα", "βυτίο":"βυτίο", "βυτιοφόρα":"βυτιοφόρος", "βυτιοφόρο":"βυτιοφόρος", "βυτιοφόρων":"βυτιοφόρος", "βυτίων":"βυτίο", "βφλ":"βφλ", "βωβών":"βωβός", "βώκος":"βώκος", "βωμό":"βωμός", "βωμοί":"βωμός", "βωμών":"βωμός", "γ":"γ", "γ'":"γ'", "γ)":"γ)", "γ.":"γ.", "γ.α":"γ.α", "γ.γ":"γ.γ", "γ.γ.":"γ.γ.", "γ.γ.α.":"γ.γ.α.", "γ.δ.":"γ.δ.", "γ.κ.":"γ.κ.", "γ.ς.":"γ.ς.", "γ΄":"γ΄", "γ΄ρουν΄":"γ΄ρουν΄", "γα":"γα", "γαβάθα":"γαβάθα", "γαβαλά":"γαβαλάς", "γαβγίζει":"γαβγίζω", "γαβγίζουν":"γαβγίζω", "γάβγισμα":"γάβγισμα", "γαβράς":"γαβράς", "γαβρήλο":"γαβρήλο", "γαβρίδης":"γαβρίδης", "γαβριήλ":"γαβριήλ", "γαβριηλίδη":"γαβριηλίδης", "γαβριηλιδης":"γαβριηλίδης", "γαβριηλίδης":"γαβριηλίδης", "γαβριηλογλου":"γαβριηλογλου", "γαβριήλογλου":"γαβριήλογλου", "γαβρίλης":"γαβρίλης", "γαβρίλο":"γαβρίλο", "γαβριλόπουλο":"γαβριλόπουλο", "γαγαρόπουλος":"γαγαρόπουλος", "γαγύλη":"γαγύλη", "γάζα":"γάζα", "γάζας":"γάζα", "γαζέλα":"γαζέλα", "γάζες":"γάζα", "γαζώνει":"γαζώνω", "γαια":"γαία", "γάιδαρο":"γάιδαρος", "γάιδαρος":"γάιδαρος", "γαϊδάρου":"γάιδαρος", "γαϊδουράκι":"γαϊδουράκι", "γαϊδουράκια":"γαϊδουράκι", "γαιδουράκια":"γαιδουράκια", "γαϊδούρι":"γαϊδούρι", "γαϊδουριών":"γαϊδούρι", "γαιοκτήμονας":"γαιοκτήμονας", "γαιοκτήμονες":"γαιοκτήμονας", "γαιοκτημόνων":"γαιοκτήμονας", "γαϊτανάκι":"γαϊτανάκι", "γαϊτανάκια":"γαϊτανάκι", "γαϊτανίδου":"γαϊτανίδου", "γαϊτάνο":"γαϊτάνο", "γαϊτάνος":"γαϊτάνος", "γαιτί":"γαιτί", "γαιών":"γαία", "γάκη":"γάκης", "γάκης":"γάκης", "γακίδης":"γακίδης", "γαλ":"γαλ", "γάλα":"γάλα", "γαλαζια":"γαλάζιος", "γαλάζια":"γαλάζιος", "γαλάζιας":"γαλάζιος", "γαλάζιες":"γαλάζιος", "γαλάζιο":"γαλάζιος", "γαλάζιοι":"γαλάζιος", "γαλάζιος":"γαλάζιος", "γαλάζιους":"γαλάζιος", "γαλακτική":"γαλακτικός", "γαλακτικού":"γαλακτικός", "γαλακτοβιομηχανία":"γαλακτοβιομηχανία", "γαλακτοβιομηχανίας":"γαλακτοβιομηχανία", "γαλακτοβιομηχανίες":"γαλακτοβιομηχανία", "γαλακτοκομικά":"γαλακτοκομικός", "γαλακτοκομικών":"γαλακτοκομικός", "γαλακτοπαραγωγή":"γαλακτοπαραγωγή", "γάλακτος":"γάλα", "γαλάκτωμα":"γαλάκτωμα", "γαλαμάτης":"γαλαμάτης", "γαλανά":"γαλανός", "γαλανές":"γαλανός", "γαλάνη":"γαλάνης", "γαλάνης":"γαλάνης", "γαλανό":"γαλανός", "γαλανόλευκες":"γαλανόλευκος", "γαλανοπουλος":"γαλανόπουλος", "γαλανόπουλος":"γαλανόπουλος", "γαλανοπούλου":"γαλανοπούλου", "γαλανου*":"γαλανου*", "γαλαντόμα":"γαλαντόμα", "γαλαντόμου":"γαλαντόμος", "γαλαξία":"γαλαξίας", "γαλαξίας":"γαλαξίας", "γαλαξίες":"γαλαξίας", "γαλαξιών":"γαλαξίας", "γαλαρία":"γαλαρία", "γάλατα":"γάλα", "γαλάτεια":"γαλάτεια", "γαλατένιες":"γαλατένιος", "γαλατινή":"γαλατινή", "γαλατινής":"γαλατινής", "γάλατος":"γάλα", "γαλατσι":"γαλάτσι", "γαλάτσι":"γαλάτσι", "γαλατσίου":"γαλάτσι", "γαλβανισμένα":"γαλβανισμένος", "γαλέριος":"γαλέριος", "γαλέριου":"γαλέριου", "γαληνεύουν":"γαληνεύω", "γαλήνεψε":"γαληνεύω", "γαλήνη":"γαλήνη", "γαλήνης":"γαλήνη", "γαλήνια":"γαλήνια", "γαλήνιες":"γαλήνιος", "γαλήνιο":"γαλήνιος", "γαλήνιος":"γαλήνιος", "γαληνος":"γαληνός", "γαλιτσάνο":"γαλιτσάνο", "γαλιτσάνος":"γαλιτσάνος", "γαλλια":"γαλλία", "γαλλία":"γαλλία", "γαλλία-κροατία":"γαλλία-κροατία", "γαλλιας":"γαλλία", "γαλλίας":"γαλλία", "γαλλίδα":"γαλλίδα", "γαλλίδας":"γαλλίδα", "γαλλικά":"γαλλικά", "γαλλικά":"γαλλικός", "γαλλικές":"γαλλικός", "γαλλική":"γαλλική", "γαλλική":"γαλλικός", "γαλλικής":"γαλλική", "γαλλικής":"γαλλικός", "γαλλικο":"γαλλικός", "γαλλικό":"γαλλικός", "γαλλικός":"γαλλικός", "γαλλικου":"γαλλικός", "γαλλικού":"γαλλικός", "γαλλικούς":"γαλλικός", "γαλλικών":"γαλλικός", "γάλλο":"γάλλος", "γαλλογερμανική":"γαλλογερμανικός", "γαλλο-γερμανικό":"γαλλο-γερμανικό", "γαλλογερμανικό":"γαλλογερμανικός", "γαλλογερμανικός":"γαλλογερμανικός", "γαλλογερμανικού":"γαλλογερμανικός", "γάλλοι":"γάλλος", "γαλλος":"γάλλος", "γάλλος":"γάλλος", "γάλλου":"γάλλος", "γάλλους":"γάλλος", "γαλλόφωνους":"γαλλόφωνος", "γάλλων":"γάλλος", "γαλοπούλα":"γαλοπούλα", "γαλοπούλας":"γαλοπούλα", "γαλότσες":"γαλότσα", "γαλουχηθεί":"γαλουχώ", "γαλουχήθηκε":"γαλουχώ", "γαλούχησαν":"γαλουχώ", "γαμβέτα":"γαμβέτα", "γαμήλια":"γαμήλιος", "γαμήλιας":"γαμήλιος", "γαμήλιο":"γαμήλιος", "γαμήλιος":"γαμήλιος", "γάμο":"γάμος", "γαμοι":"γάμος", "γάμοι":"γάμος", "γαμος":"γάμος", "γάμος":"γάμος", "γάμου":"γάμος", "γάμους":"γάμος", "γάμπα":"γάμπα", "γαμπρό":"γαμπρός", "γαμπροί":"γαμπρός", "γαμπρός":"γαμπρός", "γαμπρού":"γαμπρός", "γαμπρούς":"γαμπρός", "γαμψά":"γαμψός", "γάμων":"γάμος", "γαμώτο":"γαμώτο", "γάνδη":"γάνδη", "γανίτης":"γανίτης", "γανόλης":"γανόλης", "γαντζωθεί":"γαντζώνω", "γαντζωμένες":"γαντζωμένος", "γάντι":"γάντι", "γάντια":"γάντι", "γαρ":"γαρ", "γαργαλάνε":"γαργαλώ", "γαργαλιστικές":"γαργαλιστικός", "γαργάρα":"γαργάρα", "γάργαρα":"γάργαρος", "γάργαρη":"γάργαρος", "γάργαρο":"γάργαρος", "γάργαρου":"γάργαρος", "γαρδίκι":"γαρδίκι", "γαρέφης":"γαρέφης", "γαριβάλδη":"γαριβάλδη", "γαριδα":"γαρίδα", "γαρίδα":"γαρίδα", "γαρίδες":"γαρίδα", "γαριδοσαλάτα":"γαριδοσαλάτα", "γαρίφαλα":"γαρίφαλο", "γαρίφαλο":"γαρίφαλο", "γαρνίρουμε":"γαρνίρω", "γαρνιτούρα":"γαρνιτούρα", "γαρνιτούρες":"γαρνιτούρα", "γαρούφα":"γαρούφα", "γαρουφαλια":"γαρουφαλιάς", "γαρουφαλιάς":"γαρουφαλιάς", "γαρούφας":"γαρούφας", "γαρύφαλλων":"γαρίφαλο", "γάστρα":"γάστρα", "γαστρεντερικού":"γαστρεντερικός", "γαστρικό":"γαστρικός", "γαστροκνήμιο":"γαστροκνήμιο", "γαστρονομία":"γαστρονομία", "γαστρονομιας":"γαστρονομία", "γαστρονομίας":"γαστρονομία", "γαστρονομικές":"γαστρονομικός", "γαστρονομική":"γαστρονομικός", "γαστρονομικής":"γαστρονομικός", "γαστρονομικό":"γαστρονομικός", "γαστρορραγία":"γαστρορραγία", "γαστροσοφίας":"γαστροσοφίας", "γατα":"γάτα", "γάτα":"γάτα", "γατάκια":"γατάκι", "γάτας":"γάτα", "γάτες":"γάτα", "γατζίας":"γατζίας", "γατί":"γατί", "γατιά":"γατί", "γατιών":"γατί", "γατος":"γάτος", "γάτος":"γάτος", "γατούλα":"γατούλα", "γατούλες":"γατούλα", "γατόψαρα":"γατόψαρο", "γατόψαρο":"γατόψαρο", "γατσιά":"γατσιά", "γαυγίσματα":"γαυγίσματα", "γαύδο":"γαύδος", "γαύροι":"γαύρος", "γαύρος":"γαύρος", "γγα":"γγα", "γδαρσίματα":"γδάρσιμο", "γδάρτης":"γδάρτης", "γδέρνει":"γδέρνω", "γδέρνουν":"γδέρνω", "γδυθεί":"γδύνω", "γδύνεται":"γδύνω", "γε":"γε", "γεα":"γεα", "γεβγένι":"γεβγένι", "γεβγκενι":"γεβγκενι", "γεβγκένι":"γεβγκένι", "γεγονος":"γεγονός", "γεγονός":"γεγονός", "γεγονότα":"γεγονός", "γεγονότος":"γεγονός", "γεγονότων":"γεγονός", "γεεθα":"γεεθα", "γεια":"γεια", "γέιδα":"γέιδα", "γέιλ":"γέιλ", "γείνονές":"γείνονές", "γείρει":"γέρνω", "γέιτ":"γέιτ", "γειτνιάζει":"γειτνιάζω", "γειτνιάζουν":"γειτνιάζω", "γειτνίαση":"γειτνίαση", "γειτνίασή":"γειτνίαση", "γειτνίασης":"γειτνίαση", "γείτονα":"γείτονας", "γείτονά":"γείτονας", "γείτονας":"γείτονας", "γείτονάς":"γείτονας", "γειτονες":"γείτονας", "γείτονες":"γείτονας", "γείτονές":"γείτονας", "γειτονεύουν":"γειτονεύω", "γειτονιά":"γειτονιά", "γειτονία":"γειτονία", "γειτονιάς":"γειτονιά", "γειτονίας":"γειτονία", "γειτονιές":"γειτονιά", "γειτονικά":"γειτονικά", "γειτονικά":"γειτονικός", "γειτονικές":"γειτονικός", "γειτονική":"γειτονικός", "γειτονικής":"γειτονικός", "γειτονικό":"γειτονικός", "γειτονικού":"γειτονικός", "γειτονικούς":"γειτονικός", "γειτονικών":"γειτονικός", "γειτόνισσα":"γειτόνισσα", "γειτόνισσά":"γειτόνισσα", "γειτόνισσας":"γειτόνισσα", "γειτονιών":"γειτονιά", "γείτονος":"γείτονας", "γειτόνων":"γείτονας", "γέιτς":"γέιτς", "γεκ":"γεκ", "γεκατ":"γεκατ", "γελά":"γελώ", "γελαδάρη":"γελαδάρης", "γελαδάρης":"γελαδάρης", "γελάει":"γελώ", "γελαζούμενες":"γελαζούμενες", "γελάκια":"γελάκι", "γελάμε":"γελώ", "γελάνε":"γελώ", "γελάς":"γελώ", "γέλασα":"γελώ", "γελάσαμε":"γελώ", "γέλασαν":"γελώ", "γελάσανε":"γελώ", "γέλασε":"γελώ", "γελάσει":"γελώ", "γελάσεις":"γελώ", "γέλασες":"γελώ", "γελάσετε":"γελώ", "γελασμένοι":"γελασμένος", "γελασμένος":"γελασμένος", "γελάσουμε":"γελώ", "γελάσουν":"γελώ", "γελαστά":"γελαστά", "γελαστά":"γελαστός", "γελάστε":"γελώ", "γελαστή":"γελαστής", "γελάστηκε":"γελώ", "γελαστό":"γελαστός", "γελαστός":"γελαστός", "γελάσω":"γελώ", "γελέ":"γελέ", "γέλενα":"γέλενα", "γέλια":"γέλιο", "γελιέστε":"γελιέμαι", "γέλιο":"γέλιο", "γελιόμαστε":"γελιέμαι", "γέλιον":"γέλιο", "γέλιου":"γέλιο", "γέλιτς":"γέλιτς", "γέλοβατς":"γέλοβατς", "γελοία":"γελοίος", "γελοίες":"γελοίος", "γελοίο":"γελοίος", "γελοιογραφία":"γελοιογραφία", "γελοιογραφίας":"γελοιογραφία", "γελοιογραφίες":"γελοιογραφία", "γελοιογραφιών":"γελοιογραφία", "γελοιογράφοι":"γελοιογράφος", "γελοιογράφος":"γελοιογράφος", "γελοιογράφων":"γελοιογράφος", "γελοιοποιεί":"γελοιοποιώ", "γελοιοποιηθεί":"γελοιοποιώ", "γελοιοποίησε":"γελοιοποιώ", "γελοιοποιήσει":"γελοιοποιώ", "γελοιοποίηση":"γελοιοποίηση", "γελοιοποίησης":"γελοιοποίηση", "γελοιοποιούν":"γελοιοποιώ", "γελοιοποιώντας":"γελοιοποιώ", "γελοίος":"γελοίος", "γελοιότητες":"γελοιότητα", "γελοιότητές":"γελοιότητα", "γελοίου":"γελοίος", "γελοίους":"γελοίος", "γελοίων":"γελοίος", "γελούν":"γελώ", "γελούσαμε":"γελώ", "γελούσαν":"γελώ", "γελούσε":"γελώ", "γελτσιν":"γελτσιν", "γέλτσιν":"γέλτσιν", "γελώντας":"γελώ", "γελωτοποιό":"γελωτοποιός", "γεμάτα":"γεμάτος", "γεμάτες":"γεμάτος", "γεματη":"γεμάτος", "γεμάτη":"γεμάτος", "γεμάτης":"γεμάτος", "γεμάτο":"γεμάτος", "γεμάτοι":"γεμάτος", "γεμάτος":"γεμάτος", "γεμάτου":"γεμάτος", "γεμάτους":"γεμάτος", "γεμενετζής":"γεμενετζής", "γέμιζαν":"γεμίζω", "γέμιζε":"γεμίζω", "γεμίζει":"γεμίζω", "γεμίζοντάς":"γεμίζω", "γεμίζουμε":"γεμίζω", "γεμίζουν":"γεμίζω", "γέμισα":"γεμίζω", "γέμισαν":"γεμίζω", "γέμισε":"γεμίζω", "γεμίσει":"γεμίζω", "γεμίσεις":"γεμίζω", "γέμισμα":"γέμισμα", "γεμισμένες":"γεμίζω", "γεμισμένη":"γεμίζω", "γεμισμένο":"γεμίζω", "γεμίσουμε":"γεμίζω", "γεμίσουν":"γεμίζω", "γεμιστά":"γεμιστός", "γεμιστές":"γεμιστής", "γεμιστή":"γεμιστής", "γεμιστήρα":"γεμιστήρας", "γεμιστήρες":"γεμιστήρας", "γεμιστό":"γεμιστός", "γεν":"γεν", "γεν.":"γεν.", "γεναρη":"γενάρης", "γενάρη":"γενάρης", "γενεά":"γενεά", "γενεαλογία":"γενεαλογία", "γενεαλογικά":"γενεαλογικός", "γενεαλογικών":"γενεαλογικός", "γενεάς":"γενεά", "γενεές":"γενεά", "γενέθλια":"γενέθλιος", "γενέθλιά":"γενέθλιος", "γενέθλιας":"γενέθλιος", "γενέθλιο":"γενέθλιος", "γενεθλίων":"γενέθλιος", "γένει":"γένει", "γενειάδα":"γενειάδα", "γενερ":"γενερ", "γενέσει":"γενέσει", "γένεση":"γένεση", "γένεσης":"γένεση", "γενέσθαι":"γενέσθαι", "γενεσιουργό":"γενεσιουργός", "γενέτειρα":"γενέτειρα", "γενέτειρά":"γενέτειρα", "γενέτειράς":"γενέτειρα", "γενετής":"γενετή", "γενετήσιας":"γενετήσιος", "γενετικά":"γενετικά", "γενετικές":"γενετικός", "γενετική":"γενετικός", "γενετικης":"γενετικός", "γενετικής":"γενετικός", "γενετικό":"γενετικός", "γενετικός":"γενετικός", "γενετικού":"γενετικός", "γενετικούς":"γενετικός", "γενετικών":"γενετικός", "γενετικώς":"γενετικώς", "γενετιστές":"γενετιστής", "γενετιστής":"γενετιστής", "γενετιστών":"γενετιστής", "γενεύη":"γενεύη", "γενεύης":"γενεύη", "γενεών":"γενεά", "γένη":"γένος", "γενί":"γενί", "γένια":"γένι", "γενια":"γενιά", "γενιά":"γενιά", "γενιάς":"γενιά", "γενιές":"γενιά", "γενικά":"γενικά", "γενικά":"γενικός", "γενικέ":"γενικός", "γενικές":"γενικός", "γενικεύεται":"γενικεύω", "γενικευθεί":"γενικεύω", "γενικευμένες":"γενικεύω", "γενικευμένη":"γενικευμένος", "γενικευμένης":"γενικευμένος", "γενικευμένο":"γενικεύω", "γενικεύονται":"γενικεύω", "γενικεύοντας":"γενικεύω", "γενικεύσει":"γενικεύω", "γενικεύσεις":"γενίκευση", "γενίκευση":"γενίκευση", "γενικευτεί":"γενικεύω", "γενικευτούν":"γενικεύω", "γενικη":"γενικός", "γενική":"γενικός", "γενικής":"γενικός", "γενικο":"γενικός", "γενικό":"γενικός", "γενικοί":"γενικός", "γενικόλογη":"γενικόλογος", "γενικόλογου":"γενικόλογος", "γενικόνσου":"γενικόνσου", "γενικοπροληπτικό":"γενικοπροληπτικό", "γενικος":"γενικός", "γενικός":"γενικός", "γενικότερα":"γενικά", "γενικότερα":"γενικός", "γενικότερες":"γενικός", "γενικότερη":"γενικός", "γενικότερης":"γενικός", "γενικότερο":"γενικός", "γενικότερος":"γενικός", "γενικότερου":"γενικός", "γενικότερους":"γενικός", "γενικότερων":"γενικός", "γενικότητες":"γενικότητα", "γενικου":"γενικός", "γενικού":"γενικός", "γενικούς":"γενικός", "γενικων":"γενικός", "γενικών":"γενικός", "γενικώς":"γενικά", "γενικώτερον":"γενικός", "γενιτσαρίδης":"γενιτσαρίδης", "γενιών":"γενιά", "γέννα":"γέννα", "γεννά":"γεννώ", "γεννάει":"γεννώ", "γενναία":"γενναίος", "γενναίας":"γενναίος", "γενναίες":"γενναίος", "γενναίο":"γενναίος", "γενναιόδωρα":"γενναιόδωρα", "γενναιόδωρες":"γενναιόδωρος", "γενναιόδωρη":"γενναιόδωρος", "γενναιοδωρία":"γενναιοδωρία", "γενναιοδωρίας":"γενναιοδωρία", "γενναιόδωρο":"γενναιόδωρος", "γενναιόδωρος":"γενναιόδωρος", "γενναίοι":"γενναίος", "γενναίος":"γενναίος", "γενναιότητα":"γενναιότητα", "γενναιότητά":"γενναιότητα", "γενναιότητας":"γενναιότητα", "γενναίου":"γενναίος", "γενναίους":"γενναίος", "γενναίων":"γενναίος", "γεννάμε":"γεννώ", "γεννάνε":"γεννώ", "γέννας":"γέννα", "γεννάται":"γεννώ", "γέννες":"γέννα", "γεννηθεί":"γεννώ", "γεννηθείς":"γεννώ", "γεννήθηκα":"γεννώ", "γεννηθήκαμε":"γεννώ", "γεννήθηκαν":"γεννώ", "γεννήθηκε":"γεννώ", "γεννηθούμε":"γεννώ", "γεννηθούν":"γεννώ", "γεννηθώ":"γεννώ", "γέννημα":"γέννημα", "γέννημα-θρέμμα":"γέννημα-θρέμμα", "γεννήματα":"γέννημα", "γεννηματά":"γεννηματάς", "γεννηματάς":"γεννηματάς", "γεννημένα":"γεννώ", "γεννημένη":"γεννημένος", "γεννημένο":"γεννώ", "γεννημένοι":"γεννημένος", "γεννημενος":"γεννημένος", "γεννημένος":"γεννημένος", "γέννησα":"γεννώ", "γέννησαν":"γεννώ", "γέννησε":"γεννώ", "γεννήσει":"γεννώ", "γεννήσεις":"γεννώ", "γεννήσεων":"γέννηση", "γεννήσεως":"γέννηση", "γεννήσεώς":"γέννηση", "γέννηση":"γέννηση", "γέννησή":"γέννηση", "γέννησης":"γέννηση", "γέννησής":"γέννηση", "γεννησιμιού":"γεννησιμιό", "γεννήσουν":"γεννώ", "γεννητικά":"γεννητικός", "γεννητικό":"γεννητικός", "γεννητικών":"γεννητικός", "γεννήτορα":"γεννήτορας", "γεννήτρια":"γεννήτρια", "γεννήτριας":"γεννήτρια", "γεννήτριες":"γεννήτρια", "γεννητριών":"γεννήτρια", "γεννιεται":"γεννώ", "γεννιέται":"γεννώ", "γεννιόμαστε":"γεννώ", "γεννιόταν":"γεννώ", "γεννιούνται":"γεννώ", "γεννούν":"γεννώ", "γεννούσε":"γεννώ", "γεννώνται":"γεννώ", "γεννώντας":"γεννώ", "γένοβα":"γένοβα", "γένοιτο":"γένοιτο", "γένοιτω":"γένοιτω", "γενοκτονία":"γενοκτονία", "γενοκτονίας":"γενοκτονία", "γενοκτονίες":"γενοκτονία", "γενοκτονιών":"γενοκτονία", "γενομένης":"γενόμενος", "γενομένων":"γενόμενος", "γένος":"γένος", "γένους":"γένος", "γεντζής":"γεντζής", "γέντιοθ":"γέντιοθ", "γεντιότ":"γεντιότ", "γενών":"γένος", "γεοβιλ":"γεοβιλ", "γερ":"γερ", "γερά":"γερά", "γερά":"γερός", "γεραγώτη":"γεραγώτη", "γεραγώτης":"γεραγώτης", "γερακαρού":"γερακαρού", "γεράκη":"γεράκης", "γερακι":"γεράκι", "γεράκι":"γεράκι", "γεράκια":"γεράκι", "γερακίνα":"γερακίνα", "γερακιών":"γεράκι", "γεράκος":"γεράκος", "γεράματα":"γεράματα", "γεράματά":"γεράματα", "γεράνι":"γεράνι", "γερανό":"γερανός", "γερανός":"γερανός", "γερανού":"γερανός", "γέρασα":"γερνώ", "γέρασε":"γερνώ", "γεράσει":"γερνώ", "γερασιμίδου":"γερασιμίδου", "γεράσιμο":"γεράσιμος", "γερασιμος":"γεράσιμος", "γεράσιμος":"γεράσιμος", "γερασιμου":"γεράσιμος", "γεράσιμου":"γεράσιμος", "γερασίμου":"γερασίμου", "γερασιμου-νικος":"γερασιμου-νικος", "γερασμένα":"γερασμένος", "γερασμένη":"γερασμένος", "γερασμένο":"γερνώ", "γερασμένων":"γερνώ", "γεράσουμε":"γερνώ", "γέρεμιτς":"γέρεμιτς", "γερέρο":"γερέρο", "γερές":"γερός", "γερή":"γερός", "γέρικα":"γέρικος", "γέρικο":"γέρικος", "γέρκαβιτς":"γέρκαβιτς", "γερμανάκο":"γερμανάκο", "γερμανακος":"γερμανακος", "γερμανάκου":"γερμανάκου", "γερμανέ":"γερμανός", "γερμανια":"γερμανία", "γερμανία":"γερμανία", "γερμανία-ιταλία":"γερμανία-ιταλία", "γερμανίας":"γερμανία", "γερμανίδα":"γερμανίδα", "γερμανίδας":"γερμανίδα", "γερμανίδης":"γερμανίδης", "γερμανικά":"γερμανικός", "γερμανικές":"γερμανικός", "γερμανική":"γερμανική", "γερμανική":"γερμανικός", "γερμανικής":"γερμανική", "γερμανικής":"γερμανικός", "γερμανικο":"γερμανικός", "γερμανικό":"γερμανικός", "γερμανικός":"γερμανικός", "γερμανικού":"γερμανικός", "γερμανικών":"γερμανικός", "γερμανιών":"γερμανία", "γερμανό":"γερμανός", "γερμανοβούλγαρων":"γερμανοβούλγαρων", "γερμανοί":"γερμανός", "γερμανόπουλο":"γερμανόπουλο", "γερμανος":"γερμανός", "γερμανός":"γερμανός", "γερμανού":"γερμανός", "γερμανούς":"γερμανός", "γερμάνοφ":"γερμάνοφ", "γερμανών":"γερμανός", "γερμένο":"γέρνω", "γερνά":"γερνώ", "γερνάει":"γερνώ", "γερνάνε":"γερνώ", "γέρνει":"γέρνω", "γερνούν":"γερνώ", "γέρνουν":"γέρνω", "γερνώντας":"γερνώ", "γερό":"γερός", "γέρο":"γέρος", "γέρο-άραβας":"γέρο-άραβας", "γεροβασιλείου":"γεροβασιλείου", "γερογιάννης":"γερογιάννης", "γέροι":"γέρος", "γερόλυκοι":"γερόλυκος", "γερόλυμπος":"γερόλυμπος", "γερο-μαρξ":"γερο-μαρξ", "γέροντα":"γέροντας", "γεροντάκια":"γεροντάκι", "γέροντας":"γέροντας", "γέροντες":"γέροντας", "γερόντια":"γερόντιο", "γεροντίδης":"γεροντίδης", "γεροντική":"γεροντικός", "γεροντικής":"γεροντικός", "γερόντισσα":"γερόντισσα", "γερόντισσες":"γερόντισσα", "γερόντων":"γέροντας", "γερός":"γερός", "γέρος":"γέρος", "γερο-σοφός":"γερο-σοφός", "γέρου":"γέρος", "γερούς":"γερός", "γέρους":"γέρος", "γερουσια":"γερουσία", "γερουσία":"γερουσία", "γερουσίας":"γερουσία", "γερουσιαστές":"γερουσιαστής", "γερουσιαστή":"γερουσιαστής", "γερουσιαστής":"γερουσιαστής", "γερουσιαστικές":"γερουσιαστικός", "γερουσιαστικών":"γερουσιαστικός", "γερουσιαστών":"γερουσιαστής", "γες":"γες", "γέσεν":"γέσεν", "γευγελή":"γευγελή", "γευγελής":"γευγελής", "γεύεστε":"γεύομαι", "γεύεται":"γεύομαι", "γευθεί":"γεύομαι", "γευθείτε":"γεύομαι", "γευθήκατε":"γεύομαι", "γεύθηκε":"γεύομαι", "γευθούν":"γεύομαι", "γεύμα":"γεύμα", "γεύματα":"γεύμα", "γεύματά":"γεύμα", "γευματίζοντας":"γευματίζω", "γευματίσει":"γευματίζω", "γεύματος":"γεύμα", "γευμάτων":"γεύμα", "γεύονται":"γεύομαι", "γευσεις":"γεύση", "γεύσεις":"γεύση", "γευσεων":"γεύση", "γεύσεων":"γεύση", "γεύση":"γεύση", "γεύσης":"γεύση", "γευσιγνωσίας":"γευσιγνωσία", "γευσιγνώστες":"γευσιγνώστης", "γευστικά":"γευστικός", "γευστικές":"γευστικός", "γευστική":"γευστικός", "γευστικής":"γευστικός", "γευστικό":"γευστικός", "γευστικότατο":"γευστικός", "γευστικού":"γευστικός", "γευστικούς":"γευστικός", "γευτεί":"γεύομαι", "γευτείς":"γεύομαι", "γευτείτε":"γεύομαι", "γευτήκαμε":"γεύομαι", "γεύτηκαν":"γεύομαι", "γεύτηκε":"γεύομαι", "γευτούμε":"γεύομαι", "γευτούν":"γεύομαι", "γευτώ":"γεύομαι", "γεφτουσένκο":"γεφτουσένκο", "γέφυρα":"γέφυρα", "γεφυράκι":"γεφυράκι", "γέφυρας":"γέφυρα", "γεφυρες":"γέφυρα", "γέφυρες":"γέφυρα", "γέφυρές":"γέφυρα", "γεφύρι":"γεφύρι", "γεφύρια":"γεφύρι", "γεφυριού":"γεφύρι", "γεφυρωθεί":"γεφυρώνω", "γεφυρωθούν":"γεφυρώνω", "γεφύρωμα":"γεφύρωμα", "γεφυρών":"γέφυρα", "γεφυρώνει":"γεφυρώνω", "γεφυρώνοντας":"γεφυρώνω", "γεφυρώνουν":"γεφυρώνω", "γεφυρώσει":"γεφυρώνω", "γεφύρωση":"γεφύρωση", "γεφύρωσης":"γεφύρωση", "γεφυρώσουμε":"γεφυρώνω", "γεφυρώσουν":"γεφυρώνω", "γεχανούροφ":"γεχανούροφ", "γεωγραφία":"γεωγραφία", "γεωγραφίας":"γεωγραφία", "γεωγραφικά":"γεωγραφικός", "γεωγραφικές":"γεωγραφικός", "γεωγραφική":"γεωγραφικός", "γεωγραφικής":"γεωγραφικός", "γεωγραφικό":"γεωγραφικός", "γεωγραφικοί":"γεωγραφικός", "γεωγραφικούς":"γεωγραφικός", "γεωγραφικών":"γεωγραφικός", "γεωγράφο":"γεωγράφος", "γεωγράφοι":"γεωγράφος", "γεωγράφου":"γεωγράφος", "γεωδαισίας":"γεωδαισία", "γεωδυναμικό":"γεωδυναμικός", "γεωδυναμικού":"γεωδυναμικός", "γεωθερμία":"γεωθερμία", "γεωθερμική":"γεωθερμικός", "γεωλογίας":"γεωλογία", "γεωλογικά":"γεωλογικός", "γεωλογικες":"γεωλογικός", "γεωλογικές":"γεωλογικός", "γεωλογική":"γεωλογικός", "γεωλογικής":"γεωλογικός", "γεωλογικό":"γεωλογικός", "γεωλογικός":"γεωλογικός", "γεωλογικούς":"γεωλογικός", "γεωλογικών":"γεωλογικός", "γεωλόγο":"γεωλόγος", "γεωλόγοι":"γεωλόγος", "γεωλόγος":"γεωλόγος", "γεωλόγους":"γεωλόγος", "γεωλόγων":"γεωλόγος", "γεωμετρία":"γεωμετρία", "γεωμετρικά":"γεωμετρικός", "γεωμετρικές":"γεωμετρικός", "γεωμετρική":"γεωμετρικός", "γεωμετρικής":"γεωμετρικός", "γεωμετρικό":"γεωμετρικός", "γεωπληροφορικής":"γεωπληροφορική", "γεωπολιτικά":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτικές":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτική":"γεωπολιτική", "γεωπολιτικής":"γεωπολιτική", "γεωπολιτικό":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτικός":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτικού":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτικούς":"γεωπολιτικός", "γεωπολιτικών":"γεωπολιτικός", "γεωπονίας":"γεωπονία", "γεωπόνο":"γεωπόνος", "γεωπονοδασολογικό":"γεωπονοδασολογικός", "γεωπόνοι":"γεωπόνος", "γεωπόνος":"γεωπόνος", "γεωπόνου":"γεωπόνος", "γεωπόνους":"γεωπόνος", "γεωπόνων":"γεωπόνος", "γεωργάκα":"γεωργάκα", "γεωργάκη":"γεωργάκη", "γεωργακόπουλος":"γεωργακόπουλος", "γεωργακοπούλου":"γεωργακόπουλος", "γεωργαλά":"γεωργαλά", "γεωργαλής":"γεωργαλής", "γεωργαμλή":"γεωργαμλή", "γεωργαντάς":"γεωργαντάς", "γεωργατζάς":"γεωργατζάς", "γεωργατζιάς":"γεωργατζιάς", "γεωργάτο":"γεωργάτο", "γεωργάτος":"γεωργάτος", "γεωργέας":"γεωργέας", "γεωργια":"γεωργία", "γεωργία":"γεωργία", "γεωργία-αγροτική":"γεωργία-αγροτική", "γεωργιαδη":"γεωργιάδης", "γεωργιάδη":"γεωργιάδης", "γεωργιαδης":"γεωργιάδης", "γεωργιάδης":"γεωργιάδης", "γεωργιαδου":"γεωργιαδου", "γεωργιάδου":"γεωργιάδου", "γεωργιανή":"γεωργιανή", "γεωργιανού":"γεωργιανός", "γεωργιανών":"γεωργιανός", "γεωργίας":"γεωργία", "γεωργικά":"γεωργικός", "γεωργικές":"γεωργικός", "γεωργική":"γεωργικός", "γεωργικής":"γεωργικός", "γεωργικό":"γεωργικός", "γεωργικός":"γεωργικός", "γεωργικού":"γεωργικός", "γεωργικων":"γεωργικός", "γεωργικών":"γεωργικός", "γεωργιο":"γεώργιος", "γεώργιο":"γεώργιος", "γεωργιος":"γεώργιος", "γεώργιος":"γεώργιος", "γεωργιου":"γεώργιος", "γεωργίου":"γεώργιος", "γεώργιου":"γεώργιου", "γεωργίτσης":"γεωργίτσης", "γεωργοί":"γεωργός", "γεωργόπουλος":"γεωργόπουλος", "γεωργοπούλου":"γεωργοπούλου", "γεωργός":"γεωργός", "γεωργοτεχνικών":"γεωργοτεχνικός", "γεωργού":"γεωργός", "γεωργούλη":"γεωργούλης", "γεωργούς":"γεωργός", "γεωργουσόπουλο":"γεωργουσόπουλος", "γεωργουτσάκος":"γεωργουτσάκος", "γεώρμας":"γεώρμας", "γεωστρατηγικά":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγικές":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγική":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγικής":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγικό":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγικού":"γεωστρατηγικός", "γεωστρατηγικούς":"γεωστρατηγικός", "γεωτεχνικές":"γεωτεχνικός", "γεωτεχνικούς":"γεωτεχνικός", "γεωτεχνικων":"γεωτεχνικός", "γεωτεχνικών":"γεωτεχνικός", "γεωτεχνολογίας":"γεωτεχνολογία", "γεωτρήσεις":"γεώτρηση", "γεωτρήσεων":"γεώτρηση", "γεωύφασμα":"γεωύφασμα", "γεωφυσικής":"γεωφυσικός", "γεωφυσικοί":"γεωφυσικός", "γη":"γη", "γή":"γή", "γηγενείς":"γηγενής", "γηγενών":"γηγενής", "γήινα":"γήινος", "γήινες":"γήινος", "γήινη":"γήινος", "γήινης":"γήινος", "γήινο":"γήινος", "γήινοι":"γήινος", "γήινος":"γήινος", "γήινων":"γήινος", "γην":"γη", "γηπεδα":"γήπεδο", "γήπεδα":"γήπεδο", "γηπεδική":"γηπεδική", "γηπεδικών":"γηπεδικών", "γηπεδο":"γήπεδο", "γήπεδο":"γήπεδο", "γήπεδό":"γήπεδο", "γηπέδου":"γήπεδο", "γηπεδούχο":"γηπεδούχος", "γηπεδούχοι":"γηπεδούχος", "γηπεδούχος":"γηπεδούχος", "γηπεδούχου":"γηπεδούχος", "γηπεδούχους":"γηπεδούχος", "γηπεδούχων":"γηπεδούχος", "γηπέδων":"γήπεδο", "γηπέοδυ":"γηπέοδυ", "γηραιά":"γηραιός", "γηραιάς":"γηραιός", "γηραιό":"γηραιός", "γηραιότερος":"γηραιός", "γηραιού":"γηραιός", "γήρανση":"γήρανση", "γήρανσης":"γήρανση", "γήρας":"γήρας", "γηράσκει":"γηράσκω", "γηρασμένης":"γηρασμένης", "γηρασμένο":"γηρασμένο", "γηρασμένου":"γηρασμένου", "γηρατειά":"γηρατειά", "γηρατειών":"γηρατειά", "γηροκομείο":"γηροκομείο", "γηροκομείου":"γηροκομείο", "γης":"γη", "γήτας":"γήτας", "γητευτης":"γητευτής", "γητευτής":"γητευτής", "γι":"για", "γι'":"για", "για":"για", "γιά":"γιά", "γιαβλίνσκι":"γιαβλίνσκι", "γιαβουβης":"γιαβουβης", "γιαγιά":"γιαγιά", "γιάγια":"γιάγια", "γιαγιάδες":"γιαγιά", "γιαγιάδων":"γιαγιά", "γιαγιάς":"γιαγιά", "γιαγκ":"γιαγκ", "γιάγκ":"γιάγκ", "γιάγκηδες":"γιάγκηδες", "γιαε":"γιαε", "γιάζαρ":"γιάζαρ", "γιαζίντι":"γιαζίντι", "γιακά":"γιακάς", "γιακάδες":"γιακάς", "γιακαλής":"γιακαλής", "γιάκοβλεβ":"γιάκοβλεβ", "γιάκοβλεφ":"γιάκοβλεφ", "γιακοέλ":"γιακοέλ", "γιακόντα":"γιακόντα", "γιακούζα":"γιακούζα", "γιακουίντα":"γιακουίντα", "γιακουμάτος":"γιακουμάτος", "γιακουμάτου":"γιακουμάτος", "γιακουμή":"γιακουμή", "γιακουμής":"γιακουμής", "γιακουμίδου":"γιακουμίδου", "γιακούσκιν":"γιακούσκιν", "γιαλαντζί":"γιαλαντζί", "γιαλατζής":"γιαλατζής", "γιαλέτζη":"γιαλέτζη", "γιαληκάρης":"γιαληκάρης", "γιαλό":"γιαλός", "γιάλοβα":"γιάλοβα", "γιαλός":"γιαλός", "γιαλού":"γιαλός", "γιαλτσίν":"γιαλτσίν", "γιαν":"γιαν", "γιανγκ":"γιανγκ", "γιάνγκ":"γιάνγκ", "γιάνεφ":"γιάνεφ", "γιανίκ":"γιανίκ", "γιανίτσαρο":"γιανίτσαρο", "γιανίτσαροι":"γιανίτσαροι", "γιανίτσαρος":"γιανίτσαρος", "γιανίτσαρου":"γιανίτσαρου", "γιανίτσαρων":"γιανίτσαρων", "γιάνκοβιτς":"γιάνκοβιτς", "γιαννα":"γιάννα", "γιάννα":"γιάννα", "γιανναδάκη":"γιανναδάκη", "γιαννακη":"γιαννάκης", "γιαννάκη":"γιαννάκης", "γιαννάκης":"γιαννάκης", "γιαννακιδης":"γιαννακιδης", "γιαννακίδης":"γιαννακίδης", "γιαννακιδου":"γιαννακιδου", "γιαννακοβίτη":"γιαννακοβίτη", "γιαννακόπουλο":"γιαννακόπουλος", "γιαννακοπουλος":"γιαννακόπουλος", "γιαννακόπουλος":"γιαννακόπουλος", "γιαννακόπουλου":"γιαννακόπουλος", "γιαννακός":"γιαννακός", "γιαννάκου":"γιαννάκου", "γιαννακούλα":"γιαννακούλα", "γιανναρά":"γιανναράς", "γιάνναρης":"γιάνναρης", "γιάνναρο":"γιάνναρο", "γιαννενα":"γιάννενα", "γιάννενα":"γιάννενα", "γιάννεφ":"γιάννεφ", "γιαννη":"γιάννης", "γιάννη":"γιάννης", "γιαννης":"γιάννης", "γιάννης":"γιάννης", "γίαννης":"γίαννης", "γιαννίδης":"γιαννίδης", "γιαννίκος":"γιαννίκος", "γιαννινα":"γιάννενα", "γιάννινα":"γιάννενα", "γιάννινα-αε":"γιάννινα-αε", "γιαννισης":"γιαννισης", "γιαννίσης":"γιαννίσης", "γιαννιτσά":"γιαννιτσά", "γιαννίτσης":"γιαννίτσης", "γιαννιτσων":"γιαννιτσά", "γιαννιτσών":"γιαννιτσά", "γιαννιώτες":"γιαννιώτης", "γιαννιώτικο":"γιαννιώτικος", "γιαννιώτισσα":"γιαννιώτισσα", "γιαννο":"γιάννος", "γιάννο":"γιάννος", "γιαννόπουλο":"γιαννόπουλος", "γιαννόπουλος":"γιαννόπουλος", "γιαννοπουλου":"γιαννόπουλος", "γιαννόπουλου":"γιαννόπουλος", "γιαννοπούλου":"γιαννοπούλου", "γιαννος":"γιάννος", "γιάννος":"γιάννος", "γιάννου":"γιάννος", "γιαννουζάκο":"γιαννουζάκο", "γιαννουζακος":"γιαννουζακος", "γιαννουζάκος":"γιαννουζάκος", "γιαννουκίδης":"γιαννουκίδης", "γιαννούλας":"γιαννούλα", "γιαννουλης":"γιαννούλης", "γιαννούλης":"γιαννούλης", "γιαννουλίδης":"γιαννουλίδης", "γιαννουσης":"γιαννουσης", "γιαννουσίδης":"γιαννουσίδης", "γιάνος":"γιάνος", "γιανουζάκος":"γιανουζάκος", "γιανουκίδης":"γιανουκίδης", "γιάνσενς":"γιάνσενς", "γιαντσέλης":"γιαντσέλης", "γιάντσετιτς":"γιάντσετιτς", "γιαούρτης":"γιαούρτη", "γιαούρτι":"γιαούρτι", "γιαούρτια":"γιαούρτι", "γιαουρτιού":"γιαούρτι", "γιαούρτωμα":"γιαούρτωμα", "γιάπηδες":"γιάπης", "γιαπί":"γιαπί", "γιάπι":"γιάπι", "γιαπιού":"γιαπί", "γιαπιτζόγλου":"γιαπιτζόγλου", "γιαπουντζή":"γιαπουντζή", "γιαπουντζής":"γιαπουντζής", "γιαπράκια":"γιαπράκι", "γιαπωνέζα":"γιαπωνέζα", "γιαπωνέζικα":"γιαπωνέζικος", "γιαπωνέζικο":"γιαπωνέζικος", "γιαπωνέζοι":"γιαπωνέζος", "γιαπωνέζος":"γιαπωνέζος", "γιαρντ":"γιαρντ", "γιαρντένι":"γιαρντένι", "γιάροσικ":"γιάροσικ", "γιάροσλαβ":"γιάροσλαβ", "γιασεμάκης":"γιασεμάκης", "γιασεμί":"γιασεμί", "γιασεμιά":"γιασεμί", "γιασέρ":"γιασέρ", "γιασικεβίτσιους":"γιασικεβίτσιους", "γιασίν":"γιασίν", "γιασμάκι":"γιασμάκι", "γιασούο":"γιασούο", "γιαταγάνι":"γιαταγάνι", "γιατζιτζόγλου":"γιατζιτζόγλου", "γιατζόγλου":"γιατζόγλου", "γιατι":"γιατί", "γιατί":"γιατί", "'γιατί":"'γιατί", "γιατρά":"γιατρά", "γιατρέ":"γιατρός", "γιατρειά":"γιατρειά", "γιατρεύει":"γιατρεύω", "γιατρέψει":"γιατρεύω", "γιατρό":"γιατρός", "γιατροί":"γιατρός", "γιατρος":"γιατρός", "γιατρός":"γιατρός", "γιατροσόφια":"γιατροσόφι", "γιατρού":"γιατρός", "γιατρούς":"γιατρός", "γιατρών":"γιατρός", "γιατσιος":"γιατσιος", "γιατσιου":"γιατσιου", "γι'αυτό":"γι''αυτό", "γι'αυτούς":"γι''αυτούς", "γιάφκα":"γιάφκα", "γιάφκας":"γιάφκα", "γιάφκες":"γιάφκα", "γιαχνάκη":"γιαχνάκη", "γιβραλτάρ":"γιβραλτάρ", "γίγαντα":"γίγαντας", "γίγαντας":"γίγαντας", "γίγαντες":"γίγαντας", "γιγάντια":"γιγάντιος", "γιγαντιαία":"γιγαντιαίος", "γιγαντιαίας":"γιγαντιαίος", "γιγαντιαίες":"γιγαντιαίος", "γιγαντιαίο":"γιγαντιαίος", "γιγαντιαίου":"γιγαντιαίος", "γιγαντιαίων":"γιγαντιαίος", "γιγάντιες":"γιγάντιος", "γιγάντιο":"γιγάντιος", "γιγάντιος":"γιγάντιος", "γιγάντιου":"γιγάντιος", "γιγαντισμό":"γιγαντισμός", "γιγαντισμός":"γιγαντισμός", "γιγαντοαφίσα":"γιγαντοαφίσα", "γιγαντοοθόνες":"γιγαντοοθόνη", "γιγαντοοθόνη":"γιγαντοοθόνη", "γιγαντωθεί":"γιγαντώνω", "γιγαντώθηκαν":"γιγαντώνω", "γιγαντώθηκε":"γιγαντώνω", "γιγάντων":"γίγαντας", "γιγαντώνει":"γιγαντώνω", "γιγαντώνονται":"γιγαντώνω", "γιγάντωση":"γιγάντωση", "γίγνεσθαι":"γίγνεσθαι", "γίδαρης":"γίδαρης", "γιε":"γιε", "γιεν":"γιεν", "γιλάει":"γιλάει", "γιλέκα":"γιλέκο", "γιλέκων":"γιλέκο", "γιλμάζ":"γιλμάζ", "γιλούσιν":"γιλούσιν", "γίμα":"γίμα", "γιμού":"γιμού", "γίνoυν":"γίνομαι", "γίναμε":"γίνομαι", "γίνανε":"γίνομαι", "γίνατε":"γίνομαι", "γινάτι":"γινάτι", "γίνγκμπλαντ":"γίνγκμπλαντ", "γινε":"γίνομαι", "γίνε":"γίνομαι", "γινει":"γίνομαι", "γίνει":"γίνομαι", "γίνεις":"γίνομαι", "γίνεσαι":"γίνομαι", "γίνεστε":"γίνομαι", "γινεται":"γίνομαι", "γίνεται":"γίνομαι", "γίνετε":"γίνομαι", "γίνομαι":"γίνομαι", "γινόμαστε":"γίνομαι", "γινόμουν":"γίνομαι", "γίνονται":"γίνομαι", "γίνονταν":"γίνομαι", "γινόντουσαν":"γίνομαι", "γινόταν":"γίνομαι", "γινότανε":"γίνομαι", "γίνουμε":"γίνομαι", "γίνουν":"γίνομαι", "γίνόυν":"γίνομαι", "γίνω":"γίνομαι", "γιο":"γιος", "γιόβαν":"γιόβαν", "γιοβάνοβιτς":"γιοβάνοβιτς", "γιοβανοπούλου":"γιοβανοπούλου", "γιοβανουδα":"γιοβανουδα", "γιοβανούδα":"γιοβανούδα", "γιοβανούδας":"γιοβανούδας", "γιόγκα":"γιόγκα", "γιοζγκάτ":"γιοζγκάτ", "γιόζεφ":"γιόζεφ", "γιοι":"γιος", "γιόιντο":"γιόιντο", "γιοκ":"γιοκ", "γιόκ":"γιόκ", "γιόκοβιτς":"γιόκοβιτς", "γιοκοχάμ":"γιοκοχάμ", "γιολάντα":"γιολάντα", "γιομάτα":"γιομάτος", "γιομτώβ":"γιομτώβ", "γιονας":"γιονας", "γιόνας":"γιόνας", "γιονγκ":"γιονγκ", "γιόνζεν":"γιόνζεν", "γιοξίμοβιτς":"γιοξίμοβιτς", "γιοουτάκα":"γιοουτάκα", "γιοράμ":"γιοράμ", "γιοργκ":"γιοργκ", "γιόργκενσεν":"γιόργκενσεν", "γιορέντε":"γιορέντε", "γιόρις":"γιόρις", "γιορκ":"γιορκ", "γιορμπαλιδης":"γιορμπαλιδης", "γιορμπαλίδης":"γιορμπαλίδης", "γιορτάζαμε":"γιορτάζω", "γιόρταζαν":"γιορτάζω", "γιόρταζε":"γιορτάζω", "γιορτάζει":"γιορτάζω", "γιορτάζεται":"γιορτάζω", "γιορτάζοντας":"γιορτάζω", "γιορταζόταν":"γιορτάζω", "γιορτάζουμε":"γιορτάζω", "γιορτάζουν":"γιορτάζω", "γιορτάζω":"γιορτάζω", "γιόρτασαν":"γιορτάζω", "γιόρτασε":"γιορτάζω", "γιορτάσει":"γιορτάζω", "γιορτάσετε":"γιορτάζω", "γιορτασθούν":"γιορτάζω", "γιορτάσουμε":"γιορτάζω", "γιορτάσουν":"γιορτάζω", "γιορτάστε":"γιορτάζω", "γιορτάστηκαν":"γιορτάζω", "γιορτάστηκε":"γιορτάζω", "γιορταστικά":"εορταστικός", "γιορταστικές":"εορταστικός", "γιορταστική":"εορταστικός", "γιορταστούν":"γιορτάζω", "γιορτες":"γιορτή", "γιορτές":"γιορτή", "γιορτη":"γιορτή", "γιορτή":"γιορτή", "γιορτής":"γιορτή", "γιορτινές":"γιορτινός", "γιορτινή":"γιορτινός", "γιορτών":"γιορτή", "γιος":"γιος", "γιοσάκη":"γιοσάκη", "γιοσάκης":"γιοσάκης", "γιόσεπ":"γιόσεπ", "γιοσέφ":"γιοσέφ", "γιόσι":"γιόσι", "γιοσκα":"γιοσκα", "γιόσκα":"γιόσκα", "γιόσκο":"γιόσκο", "γιοτ":"γιοτ", "γιου":"γιος", "γιουάν":"γιουάν", "γιούβε":"γιούβε", "γιουβεντίνους":"γιουβεντίνους", "γιουβεντους":"γιουβεντους", "γιουβέντους":"γιουβέντους", "γιουβέτσι":"γιουβέτσι", "γιούγκιτς":"γιούγκιτς", "γιουγκοσλαβια":"γιουγκοσλαβία", "γιουγκοσλαβία":"γιουγκοσλαβία", "γιουγκοσλαβίας":"γιουγκοσλαβία", "γιουγκοσλαβική":"γιουγκοσλαβικός", "γιουγκοσλάβικη":"γιουγκοσλάβικος", "γιουγκοσλαβικής":"γιουγκοσλαβικός", "γιουγκοσλαβικό":"γιουγκοσλαβικός", "γιουγκοσλαβικών":"γιουγκοσλαβικός", "γιουγκοσλάβο":"γιουγκοσλάβος", "γιουγκοσλάβος":"γιουγκοσλάβος", "γιουγκοσλάβου":"γιουγκοσλάβος", "γιούιν":"γιούιν", "γιουλα":"γιουλα", "γιουλάκη":"γιουλάκη", "γιουλαντας":"γιουλαντας", "γιούλη":"γιούλης", "γιούλης":"γιούλης", "γιούλια":"γιούλια", "γιουλούντα":"γιουλούντα", "γιουλουντας":"γιουλουντας", "γιουλούντας":"γιουλούντας", "γιουν":"γιουν", "γιουναϊτεντ":"γιουναϊτεντ", "γιουνάιτεντ":"γιουνάιτεντ", "γιουνγκ":"γιουνγκ", "γιούνγκ":"γιούνγκ", "γιούνισεφ":"γιούνισεφ", "γιούρα":"γιούρα", "γιούργκεν":"γιούργκεν", "γιούργκενς":"γιούργκενς", "γιούρε":"γιούρε", "γιούρζι":"γιούρζι", "γιουρι":"γιουρι", "γιούρι":"γιούρι", "γιούρκας":"γιούρκας", "γιούρκοβιτς":"γιούρκοβιτς", "γιούροπ":"γιούροπ", "γιούροστατ":"γιούροστατ", "γιουρτσίχιν":"γιουρτσίχιν", "γιους":"γιος", "γιουσουρούμ":"γιουσουρούμ", "γιουσουφ":"γιουσουφ", "γιουσούφ":"γιουσούφ", "γιούστσενκο":"γιούστσενκο", "γιούτα":"γιούτα", "γιουτίκα":"γιουτίκα", "γιουτίκας":"γιουτίκας", "γιούχα":"γιούχα", "γιουχάισμα":"γιουχάισμα", "γιουχάν":"γιουχάν", "γιούχαραν":"γιουχάρω", "γιοφύρι":"γιοφύρι", "γιοφύρια":"γιοφύρι", "γιόχαν":"γιόχαν", "γιοχάνες":"γιοχάνες", "γιόχανσεν":"γιόχανσεν", "γιόχανσον":"γιόχανσον", "γιοχίμπε":"γιοχίμπε", "γιρλάντες":"γιρλάντα", "γιρονδίνους":"γιρονδίνος", "γιτζακ":"γιτζακ", "γιτζάκ":"γιτζάκ", "γιων":"γιος", "γιών":"γιών", "γιωργάκη":"γιωργάκης", "γιωργάκης":"γιωργάκης", "γιώργη":"γιώργης", "γιώργης":"γιώργης", "γιώργο":"γιώργος", "γιωργος":"γιώργος", "γιώργος":"γιώργος", "γιωργου":"γιώργος", "γιώργου":"γιώργος", "γιώτα":"γιώτα", "γιώτας":"γιώτα", "γιώτης":"γιώτης", "γιωτόπουλο":"γιωτόπουλο", "γιωτόπουλου":"γιωτόπουλου", "γιώτσας":"γιώτσας", "γκ":"γκ", "γκ.":"γκ.", "γκαβιλάν":"γκαβιλάν", "γκάβιτ":"γκάβιτ", "γκαγκ":"γκαγκ", "γκάγκα":"γκάγκα", "γκαγκαλούδη":"γκαγκαλούδη", "γκαγκαλούδης":"γκαγκαλούδης", "γκάγκαρους":"γκάγκαρος", "γκαγκάτση":"γκαγκάτση", "γκαγκατσης":"γκαγκατσης", "γκαγκάτσης":"γκαγκάτσης", "γκάγκστερ":"γκάγκστερ", "γκαγκστερική":"γκαγκστερικός", "γκαέλ":"γκαέλ", "γκαζ":"γκαζ", "γκαζάεφ":"γκαζάεφ", "γκαζάκι":"γκαζάκι", "γκαζάκια":"γκαζάκι", "γκαζάλ":"γκαζάλ", "γκαζάνια":"γκαζάνια", "γκαζέτ":"γκαζέτ", "γκάζι":"γκάζι", "γκαζιού":"γκάζι", "γκαζόλ":"γκαζόλ", "γκαζόν":"γκαζόν", "γκαϊνταμάκ":"γκαϊνταμάκ", "γκαϊτατζής":"γκαϊτατζής", "γκαϊτατζόπουλος":"γκαϊτατζόπουλος", "γκαίτε":"γκαίτε", "γκάιτον":"γκάιτον", "γκακπέ":"γκακπέ", "γκαλά":"γκαλά", "γκαλάντα":"γκαλάντα", "γκαλάντε":"γκαλάντε", "γκαλάς":"γκαλάς", "γκαλάσεκ":"γκαλάσεκ", "γκαλερι":"γκαλερί", "γκαλερί":"γκαλερί", "γκαλερίστες":"γκαλερίστας", "γκαλη":"γκάλης", "γκάλη":"γκάλης", "γκαλης":"γκάλης", "γκάλης":"γκάλης", "γκαλίνοβιτς":"γκαλίνοβιτς", "γκαλίτσιος":"γκαλίτσιος", "γκάλοπ":"γκάλοπ", "γκάμα":"γκάμα", "γκάμας":"γκάμα", "γκαμεϊρό":"γκαμεϊρό", "γκαμήλα":"γκαμήλα", "γκάμπα":"γκάμπα", "γκαμπιανταουρί":"γκαμπιανταουρί", "γκαμπίνο":"γκαμπίνο", "γκαμπινταούρι":"γκαμπινταούρι", "γκαμπράνη":"γκαμπράνη", "γκαμπριέλ":"γκαμπριέλ", "γκάμπριελ":"γκάμπριελ", "γκαν":"γκαν", "γκάνα":"γκάνα", "γκάνας":"γκάνα", "γκανέζος":"γκανέζος", "γκανζ":"γκανζ", "γκανιάτσα":"γκανιάτσα", "γκαντέμη":"γκαντέμης", "γκαντεμιά":"γκαντεμιά", "γκαντέμικα":"γκαντέμης", "γκάντι":"γκάντι", "γκαούτσο":"γκαούτσο", "γκαράζ":"γκαράζ", "γκαραντί":"γκαραντί", "γκαργκουίλικα":"γκαργκουίλικα", "γκαρέ":"γκαρέ", "γκαρθία":"γκαρθία", "γκαρθον":"γκαρθον", "γκαρθόν":"γκαρθόν", "γκάρι":"γκάρι", "γκαρίγκες":"γκαρίγκες", "γκάρλαντ":"γκάρλαντ", "γκάρμπα":"γκάρμπα", "γκαρμπαχόθα":"γκαρμπαχόθα", "γκάρνερ":"γκάρνερ", "γκαρνέτ":"γκαρνέτ", "γκαρντ":"γκαρντ", "γκαρνταρόμπα":"γκαρνταρόμπα", "γκαρνταρόμπας":"γκαρνταρόμπα", "γκαρντεμάιστερ":"γκαρντεμάιστερ", "γκάρντεν":"γκάρντεν", "γκάρντιαν":"γκάρντιαν", "γκάρντνερ":"γκάρντνερ", "γκαρόζης":"γκαρόζης", "γκαρός":"γκαρός", "γκαρσία":"γκαρσία", "γκαρσόνα":"γκαρσόνα", "γκαρσόνι":"γκαρσόνι", "γκαρσονιέρα":"γκαρσονιέρα", "γκαρσονιέρας":"γκαρσονιέρα", "γκας":"γκας", "γκάσι":"γκάσι", "γκασιέν":"γκασιέν", "γκάσμαν":"γκάσμαν", "γκασμέτ":"γκασμέτ", "γκασμπαρόνι":"γκασμπαρόνι", "γκασταλντέλο":"γκασταλντέλο", "γκαστρωμένους":"γκαστρωμένος", "γκατζάρογλου":"γκατζάρογλου", "γκάτζετ":"γκάτζετ", "γκάτζετς":"γκάτζετς", "γκατζής":"γκατζής", "γκάτζια":"γκάτζια", "γκάτσης":"γκάτσης", "γκατσιούδη":"γκατσιούδη", "γκατσιούδης":"γκατσιούδης", "γκάφα":"γκάφα", "γκάφες":"γκάφα", "γκε":"γκε", "γκέι":"γκέι", "γκέιζ":"γκέιζ", "γκέιλ":"γκέιλ", "γκέιμ":"γκέιμ", "γκέιμπλ":"γκέιμπλ", "γκέιμς":"γκέιμς", "γκέκα":"γκέκας", "γκεκας":"γκέκας", "γκέκας":"γκέκας", "γκελ":"γκελ", "γκελα":"γκέλα", "γκέλα":"γκέλα", "γκέλες":"γκέλα", "γκελεστάθη":"γκελεστάθης", "γκελεσταθης":"γκελεστάθης", "γκελεστάθης":"γκελεστάθης", "γκέλης":"γκέλης", "γκέλμαν":"γκέλμαν", "γκεμπρεμεσκέλ":"γκεμπρεμεσκέλ", "γκενάντι":"γκενάντι", "γκενέφκε":"γκενέφκε", "γκενιόν":"γκενιόν", "γκενκ":"γκενκ", "γκένσερ":"γκένσερ", "γκέντες":"γκέντες", "γκεντίνι":"γκεντίνι", "γκεοργκίεβσκι":"γκεοργκίεβσκι", "γκεοργκίεφ":"γκεοργκίεφ", "γκεοργκίεφσκι":"γκεοργκίεφσκι", "γκεπχαρντ":"γκεπχαρντ", "γκέπχαρντ":"γκέπχαρντ", "γκερβίνιο":"γκερβίνιο", "γκέριτσεν":"γκέριτσεν", "γκερλ":"γκερλ", "γκερμάνοφ":"γκερμάνοφ", "γκέρμιναλ":"γκέρμιναλ", "γκέρμπερ":"γκέρμπερ", "γκέρτσος":"γκέρτσος", "γκέρχαρντ":"γκέρχαρντ", "γκέσελ":"γκέσελ", "γκεσούλης":"γκεσούλης", "γκεστ":"γκεστ", "γκεστάπο":"γκεστάπο", "γκέτεμποργκ":"γκέτεμποργκ", "γκετί":"γκετί", "γκέτο":"γκέτο", "γκετοποιεί":"γκετοποιώ", "γκιάλο":"γκιάλο", "γκιάτας":"γκιάτας", "γκιβιζινη":"γκιβιζινη", "γκιγκάξ":"γκιγκάξ", "γκιγκου":"γκιγκου", "γκιγκού":"γκιγκού", "γκίγκριτς":"γκίγκριτς", "γκίζα":"γκίζα", "γκιζογιάννης":"γκιζογιάννης", "γκίκας":"γκίκας", "γκιλ":"γκιλ", "γκιλάν":"γκιλάν", "γκίλιαν":"γκίλιαν", "γκίλικ":"γκίλικ", "γκίλις":"γκίλις", "γκιλντερ":"γκιλντερ", "γκιλόν":"γκιλόν", "γκιλοτίνας":"γκιλοτίνα", "γκιμαράες":"γκιμαράες", "γκιμπ":"γκιμπ", "γκιμπόγκο":"γκιμπόγκο", "γκίμπσον":"γκίμπσον", "γκινάκη":"γκινάκη", "γκίνες":"γκίνες", "γκίνη":"γκίνης", "γκίνης":"γκίνης", "γκίνια":"γκίνια", "γκινιόλ":"γκινιόλ", "γκιντ":"γκιντ", "γκιντ'":"γκιντ'", "γκιντάρας":"γκιντάρας", "γκίντι":"γκίντι", "γκιόργκι":"γκιόργκι", "γκιουλεκα*":"γκιουλεκα*", "γκιουλέκας":"γκιουλέκας", "γκιούλεφ":"γκιούλεφ", "γκιούρδα":"γκιούρδα", "γκιούρδας":"γκιούρδας", "γκιρ":"γκιρ", "γκισέ":"γκισέ", "γκιώνη":"γκιώνης", "γκιώργκι":"γκιώργκι", "γκλαβανί":"γκλαβανί", "γκλαβέρης":"γκλαβέρης", "γκλάμορους":"γκλάμορους", "γκλάμουρ":"γκλάμουρ", "γκλαμουριά":"γκλαμουριά", "γκλάντμπαχ":"γκλάντμπαχ", "γκλάσνοστ":"γκλάσνοστ", "γκλεζακος":"γκλεζακος", "γκλεν":"γκλεν", "γκλέντα":"γκλέντα", "γκλετσάκος":"γκλετσάκος", "γκλέτσου":"γκλέτσου", "γκλιγκόρoφ":"γκλιγκόρoφ", "γκλιγκόροφ":"γκλιγκόροφ", "γκλίμορ":"γκλίμορ", "γκλίσον":"γκλίσον", "γκλίτσα":"γκλίτσα", "γκλομπ":"γκλομπ", "γκλορια":"γκλορια", "γκλόρια":"γκλόρια", "γκόβαρης":"γκόβαρης", "γκογίμ":"γκογίμ", "γκογκ":"γκογκ", "γκόγκας":"γκόγκας", "γκογκίδης":"γκογκίδης", "γκοέν":"γκοέν", "γκολ":"γκολ", "γκόλη":"γκόλη", "γκόλης":"γκόλης", "γκολιας":"γκολιας", "γκόλιας":"γκόλιας", "γκολκίπερ":"γκολκίπερ", "γκόλνμαν":"γκόλνμαν", "γκολντγουάιρ":"γκολντγουάιρ", "γκόλντεν":"γκόλντεν", "γκόλντενμπεργκ":"γκόλντενμπεργκ", "γκόλντι":"γκόλντι", "γκόλντμαν":"γκόλντμαν", "γκόλντμπεργκ":"γκόλντμπεργκ", "γκόλντουαιρ":"γκόλντουαιρ", "γκολπόστ":"γκολπόστ", "γκολτσης":"γκολτσης", "γκόλτσης":"γκόλτσης", "γκολφ":"γκολφ", "γκόμενα":"γκόμενα", "γκόμενες":"γκόμενα", "γκόμενοι":"γκόμενος", "γκόμενος":"γκόμενος", "γκόμες":"γκόμες", "γκόμπι":"γκόμπι", "γκονζαλες":"γκονζαλες", "γκονζάλες":"γκονζάλες", "γκόνη":"γκόνη", "γκόνης":"γκόνης", "γκονθάλεθ":"γκονθάλεθ", "γκόνο":"γκόνο", "γκόνου":"γκόνου", "γκοντάρ":"γκοντάρ", "γκόνταρντ":"γκόνταρντ", "γκοντέας":"γκοντέας", "γκοντζίνο":"γκοντζίνο", "γκόορ":"γκόορ", "γκόου":"γκόου", "γκορ":"γκορ", "γκοραν":"γκοραν", "γκόραν":"γκόραν", "γκορέζης":"γκορέζης", "γκορμπατσοφ":"γκορμπατσοφ", "γκορμπατσόφ":"γκορμπατσόφ", "γκόρντον":"γκόρντον", "γκορτσελίδου":"γκορτσελίδου", "γκοσποντίνοφ":"γκοσποντίνοφ", "γκότεφ":"γκότεφ", "γκοτζαγεώργος":"γκοτζαγεώργος", "γκοτζογιάννης":"γκοτζογιάννης", "γκοτιέ":"γκοτιέ", "γκόττι":"γκόττι", "γκουάνα":"γκουάνα", "γκουαντανάμο":"γκουαντανάμο", "γκουαρνταλμπέν":"γκουαρνταλμπέν", "γκουαρντιόλα":"γκουαρντιόλα", "γκουβά":"γκουβά", "γκουβέρνο":"γκουβέρνο", "γκούγκα":"γκούγκα", "γκουγκενχάιμ":"γκουγκενχάιμ", "γκουγκουλάκη":"γκουγκουλάκη", "γκουγκουλάκης":"γκουγκουλάκης", "γκουγκουλιά":"γκουγκουλιά", "γκουγκουλιάς":"γκουγκουλιάς", "γκουγκουσκίδη":"γκουγκουσκίδη", "γκουέ":"γκουέ", "γκουέλα":"γκουέλα", "γκουέρνικα":"γκουέρνικα", "γκουζιώτης":"γκουζιώτης", "γκουίνεθ":"γκουίνεθ", "γκουίσα":"γκουίσα", "γκουλάγκ":"γκουλάγκ", "γκουλάρτ":"γκουλάρτ", "γκουλής":"γκουλής", "γκούλιος":"γκούλιος", "γκουλντ":"γκουλντ", "γκούμα":"γκούμα", "γκουμας":"γκουμας", "γκούμας":"γκούμας", "γκούμρι":"γκούμρι", "γκουνί":"γκουνί", "γκούντας":"γκούντας", "γκούντεν":"γκούντεν", "γκούντιγκ":"γκούντιγκ", "γκούντινγκ":"γκούντινγκ", "γκουντιόνσεν":"γκουντιόνσεν", "γκουντούλα":"γκουντούλα", "γκουντούνα":"γκουντούνα", "γκούπτα":"γκούπτα", "γκουρίον":"γκουρίον", "γκουρκάν":"γκουρκάν", "γκούρμα":"γκούρμα", "γκουρμέ":"γκουρμέ", "γκούροβιτς":"γκούροβιτς", "γκουρού":"γκουρού", "γκους":"γκους", "γκουσμαο":"γκουσμαο", "γκουσμάο":"γκουσμάο", "γκούσταβ":"γκούσταβ", "γκουστάβο":"γκουστάβο", "γκούσταφ":"γκούσταφ", "γκουτζαράτ":"γκουτζαράτ", "γκουτής":"γκουτής", "γκούτι":"γκούτι", "γκουτιέρεζ":"γκουτιέρεζ", "γκούτμαν":"γκούτμαν", "γκούτχα":"γκούτχα", "γκουχτ":"γκουχτ", "γκοφ":"γκοφ", "γκόφρεϊ":"γκόφρεϊ", "γκρα":"γκρα", "γκράαφ":"γκράαφ", "γκραβούρα":"γκραβούρα", "γκραβούρες":"γκραβούρα", "γκράμι":"γκράμι", "γκραν":"γκραν", "γκρανάτα":"γκρανάτα", "γκραντ":"γκραντ", "γκράντε":"γκράντε", "γκράντιν":"γκράντιν", "γκραντινέ":"γκραντινέ", "γκρασχόπερ":"γκρασχόπερ", "γκρατς":"γκρατς", "γκράτσια":"γκράτσια", "γκράφικς":"γκράφικς", "γκράφιτι":"γκράφιτι", "γκραφς":"γκραφς", "γκράχαμ":"γκράχαμ", "γκργκατ":"γκργκατ", "γκρεγκ":"γκρεγκ", "γκρέγκορ":"γκρέγκορ", "γκρέγκορι":"γκρέγκορι", "γκρεγκουάρ":"γκρεγκουάρ", "γκρεϊαμ":"γκρεϊαμ", "γκρέιαμ":"γκρέιαμ", "γκρέιντερ":"γκρέιντερ", "γκρέιντι":"γκρέιντι", "γκρέιπ":"γκρέιπ", "γκρέις":"γκρέις", "γκρέιτ":"γκρέιτ", "γκρεκ":"γκρεκ", "γκρεμίζει":"γκρεμίζω", "γκρεμίζεται":"γκρεμίζω", "γκρεμίζονται":"γκρεμίζω", "γκρεμίζουν":"γκρεμίζω", "γκρέμισαν":"γκρεμίζω", "γκρέμισε":"γκρεμίζω", "γκρεμίσει":"γκρεμίζω", "γκρέμισμα":"γκρέμισμα", "γκρεμισμένα":"γκρεμίζω", "γκρεμισμένο":"γκρεμίζω", "γκρεμίσουμε":"γκρεμίζω", "γκρεμίσουν":"γκρεμίζω", "γκρεμιστεί":"γκρεμίζω", "γκρεμίστηκαν":"γκρεμίζω", "γκρεμίστηκε":"γκρεμίζω", "γκρεμιστούν":"γκρεμίζω", "γκρεμλινς":"γκρεμλινς", "γκρεμό":"γκρεμός", "γκρεμοί":"γκρεμός", "γκρεμός":"γκρεμός", "γκρεμοτσακιστεί":"γκρεμοτσακίζομαι", "γκρεμοτσακίστηκε":"γκρεμοτσακίζω", "γκρεμού":"γκρεμός", "γκρενόμπλ":"γκρενόμπλ", "γκρένφελ":"γκρένφελ", "γκρέσα":"γκρέσα", "γκρέταρσον":"γκρέταρσον", "γκρέτνα":"γκρέτνα", "γκρι":"γκρι", "γκριγκέρα":"γκριγκέρα", "γκριγκόρι":"γκριγκόρι", "γκριζ":"γκριζ", "γκριζα":"γκρίζος", "γκρίζα":"γκρίζος", "γκρίζας":"γκρίζος", "γκρίζες":"γκρίζος", "γκρίζλις":"γκρίζλις", "γκρίζλις-κλίπερς":"γκρίζλις-κλίπερς", "γκρίζο":"γκρίζος", "γκριζογάλανο":"γκριζογάλανος", "γκρίζοι":"γκρίζος", "γκριζομάλληδες":"γκριζομάλλης", "γκρίζος":"γκρίζος", "γκρίζου":"γκρίζος", "γκρίζων":"γκρίζος", "γκριλ":"γκριλ", "γκριμάο":"γκριμάο", "γκριμσμπι":"γκριμσμπι", "γκρίμσμπι481461034-31":"γκρίμσμπι481461034-31", "γκρίνβαλτ":"γκρίνβαλτ", "γκρίνγουεϊ":"γκρίνγουεϊ", "γκρίνγουολντ":"γκρίνγουολντ", "γκρίνια":"γκρίνια", "γκρινιάζει":"γκρινιάζω", "γκρινιάζετε":"γκρινιάζω", "γκρινιάζουμε":"γκρινιάζω", "γκρινιάζουν":"γκρινιάζω", "γκρινιάζω":"γκρινιάζω", "γκρινιάρη":"γκρινιάρης", "γκρίνιας":"γκρίνια", "γκρίνιες":"γκρίνια", "γκρίνινγκ":"γκρίνινγκ", "γκρινπίς":"γκρινπίς", "γκρίσαμ":"γκρίσαμ", "γκρίσγουολντ":"γκρίσγουολντ", "γκρίφιθ":"γκρίφιθ", "γκρίφιθς":"γκρίφιθς", "γκρίφιν":"γκρίφιν", "γκρο":"γκρο", "γκρόνιγκεν":"γκρόνιγκεν", "γκρόνχολμ":"γκρόνχολμ", "γκρος":"γκρος", "γκρόσο":"γκρόσο", "γκροτέσκο":"γκροτέσκος", "γκροτσεσκο":"γκροτσεσκο", "γκρούμαν":"γκρούμαν", "γκρούνεφελντ":"γκρούνεφελντ", "γκρουπ":"γκρουπ", "γκρουπάκια":"γκρουπάκι", "γκρουπούσκουλο":"γκρουπούσκουλο", "γκύζη":"γκύζη", "γλάρο":"γλάρος", "γλάρος":"γλάρος", "γλάρου":"γλάρος", "γλάρων":"γλάρος", "γλασκόβη":"γλασκόβη", "γλασκόβης":"γλασκόβη", "γλάστρα":"γλάστρα", "γλάστρας":"γλάστρα", "γλάστρες":"γλάστρα", "γλαφυρά":"γλαφυρά", "γλαφυρή":"γλαφυρός", "γλαφυρό":"γλαφυρός", "γλαφυρότητα":"γλαφυρότητα", "γλείφει":"γλείφω", "γλείφεις":"γλείφω", "γλειφιτζούρια":"γλειφιτζούρι", "γλείφοντας":"γλείφω", "γλειψίματα":"γλείψιμο", "γλενταδάκη":"γλενταδάκη", "γλεντάμε":"γλεντώ", "γλεντάνε":"γλεντώ", "γλεντζέδες":"γλεντζές", "γλεντζέδικο":"γλεντζέδικο", "γλεντζές":"γλεντζές", "γλεντήσαμε":"γλεντώ", "γλέντησαν":"γλεντώ", "γλέντησε":"γλεντώ", "γλεντήσουν":"γλεντώ", "γλεντι":"γλέντι", "γλέντι":"γλέντι", "γλέντια":"γλέντι", "γλεντιού":"γλέντι", "γλεντούν":"γλεντώ", "γλεντούσαν":"γλεντώ", "γλεντούσε":"γλεντώ", "γλιστερό":"γλιστερός", "γλιστερού":"γλιστερός", "γλιστράει":"γλιστρώ", "γλίστρησα":"γλιστρώ", "γλίστρησε":"γλιστρώ", "γλιστρήσει":"γλιστρώ", "γλιστρούν":"γλιστρώ", "γλιστρούσε":"γλιστρώ", "γλίτσα":"γλίτσα", "γλιτώναμε":"γλιτώνω", "γλίτωναν":"γλιτώνω", "γλιτώνει":"γλιτώνω", "γλιτώνεις":"γλιτώνω", "γλιτώνετε":"γλιτώνω", "γλιτώνοντας":"γλιτώνω", "γλιτώνουμε":"γλιτώνω", "γλίτωσα":"γλιτώνω", "γλίτωσαν":"γλιτώνω", "γλίτωσε":"γλιτώνω", "γλιτώσει":"γλιτώνω", "γλιτώσεις":"γλιτώνω", "γλίτωσες":"γλιτώνω", "γλιτώσετε":"γλιτώνω", "γλιτώσουμε":"γλιτώνω", "γλιτώσουν":"γλιτώνω", "γλιτώσω":"γλιτώνω", "γλοιοβλάστωμα":"γλοιοβλάστωμα", "γλοιώδης":"γλοιώδης", "γλοίωμα":"γλοίωμα", "γλοιώματα":"γλοιώματα", "γλοιώματος":"γλοιώματος", "γλόμποι":"γλόμπος", "γλουταμινη":"γλουταμίνη", "γλουτούς":"γλουτός", "γλυκά":"γλυκά", "γλύκα":"γλύκα", "γλυκά":"γλυκός", "γλυκάθηκα":"γλυκαίνω", "γλυκάθηκε":"γλυκαίνω", "γλυκαίνει":"γλυκαίνω", "γλυκαίνεται":"γλυκαίνω", "γλυκαίνουν":"γλυκαίνω", "γλύκανε":"γλυκαίνω", "γλυκάνει":"γλυκαίνω", "γλυκαντικές":"γλυκαντικός", "γλύκατζη":"γλύκατζη", "γλυκεια":"γλυκεια", "γλυκειά":"γλυκειά", "γλυκερία":"γλυκερία", "γλυκές":"γλυκός", "γλυκης":"γλυκης", "γλυκιά":"γλυκός", "γλυκιάς":"γλυκός", "γλυκίζον":"γλυκίζον", "γλυκίσματα":"γλύκισμα", "γλυκισμάτων":"γλύκισμα", "γλυκό":"γλυκός", "γλυκόζης":"γλυκόζη", "γλυκοκοιτάζει":"γλυκοκοιτάζω", "γλυκοκοιτάζουν":"γλυκοκοιτάζω", "γλυκολικό":"γλυκολικός", "γλυκόξινη":"γλυκόξινος", "γλυκοπατάτες":"γλυκοπατάτα", "γλυκόπικρη":"γλυκόπικρος", "γλυκόπικρο":"γλυκόπικρος", "γλυκός":"γλυκός", "γλυκού":"γλυκός", "γλυκούς":"γλυκός", "γλυκοφιλούσας":"γλυκοφιλών", "γλυκύτατο":"γλυκός", "γλυκύτατοι":"γλυκός", "γλυκύτητα":"γλυκύτητα", "γλυκών":"γλυκός", "γλυπτά":"γλυπτός", "γλύπτες":"γλύπτης", "γλύπτη":"γλύπτης", "γλύπτης":"γλύπτης", "γλυπτική":"γλυπτική", "γλυπτικής":"γλυπτικός", "γλυπτό":"γλυπτός", "γλυπτού":"γλυπτός", "γλύπτρια":"γλύπτρια", "γλυπτών":"γλύπτης", "γλύτωσε":"γλιτώνω", "γλυτώσετε":"γλιτώνω", "γλυτώσουν":"γλιτώνω", "γλυφάδα":"γλυφάδα", "γλυφάδας":"γλυφάδα", "γλύφει":"γλύφω", "γλώσσα":"γλώσσα", "γλώσσα'":"γλώσσα'", "γλωσσα":"γλωσσάς", "γλώσσας":"γλώσσα", "γλωσσας":"γλωσσάς", "γλώσσες":"γλώσσα", "γλωσσικά":"γλωσσικά", "γλωσσικά":"γλωσσικός", "γλωσσικές":"γλωσσικός", "γλωσσική":"γλωσσικός", "γλωσσικής":"γλωσσικός", "γλωσσικό":"γλωσσικός", "γλωσσικός":"γλωσσικός", "γλωσσικού":"γλωσσικός", "γλωσσικούς":"γλωσσικός", "γλωσσικών":"γλωσσικός", "γλωσσολαλιάς":"γλωσσολαλιάς", "γλωσσολογία":"γλωσσολογία", "γλωσσολογίας":"γλωσσολογία", "γλωσσολόγοι":"γλωσσολόγος", "γλωσσολόγος":"γλωσσολόγος", "γλωσσολόγους":"γλωσσολόγος", "γλωσσολόγων":"γλωσσολόγος", "γλωσσοπλαστική":"γλωσσοπλαστικός", "γλωσσών":"γλώσσα", "γλώττα":"γλώττα", "γμτ":"γμτ", "γναθοπροσωπική":"γναθοπροσωπικός", "γναθοπροσωπικής":"γναθοπροσωπικός", "γναθοχειρουργού":"γναθοχειρουργός", "γνέθοντας":"γνέθω", "γνήσια":"γνήσιος", "γνήσιας":"γνήσιος", "γνήσιες":"γνήσιος", "γνήσιο":"γνήσιος", "γνήσιοι":"γνήσιος", "γνήσιος":"γνήσιος", "γνησιότητα":"γνησιότητα", "γνησιότητά":"γνησιότητα", "γνησιότητας":"γνησιότητα", "γνήσιου":"γνήσιος", "γνήσιους":"γνήσιος", "γνωματεύσει":"γνωματεύω", "γνωματεύσεις":"γνωμάτευση", "γνωμάτευση":"γνωμάτευση", "γνωμάτευσης":"γνωμάτευση", "γνώμες":"γνώμη", "γνώμη":"γνώμη", "γνώμην":"γνώμη", "γνώμης":"γνώμη", "γνωμικά":"γνωμικός", "γνωμικό":"γνωμικός", "γνωμοδοτεί":"γνωμοδοτώ", "γνωμοδότησαν":"γνωμοδοτώ", "γνωμοδότησε":"γνωμοδοτώ", "γνωμοδοτήσει":"γνωμοδοτώ", "γνωμοδοτήσεις":"γνωμοδότηση", "γνωμοδότηση":"γνωμοδότηση", "γνωμοδότησή":"γνωμοδότηση", "γνωμοδότησης":"γνωμοδότηση", "γνωμοδοτήσουν":"γνωμοδοτώ", "γνωμοδοτικά":"γνωμοδοτικός", "γνωμοδοτικού":"γνωμοδοτικός", "γνωμον":"γνωμον", "γνώμονα":"γνώμονας", "γνώμονας":"γνώμονας", "γνώμονάς":"γνώμονας", "γνωμων":"γνώμη", "γνώριζα":"γνωρίζω", "γνωρίζαμε":"γνωρίζω", "γνώριζαν":"γνωρίζω", "γνωρίζανε":"γνωρίζω", "γνωρίζατε":"γνωρίζω", "γνώριζε":"γνωρίζω", "γνωρίζει":"γνωρίζω", "γνωρίζεις":"γνωρίζω", "γνώριζες":"γνωρίζω", "γνωρίζεται":"γνωρίζω", "γνωρίζετε":"γνωρίζω", "γνωριζόμασταν":"γνωρίζω", "γνωριζόμαστε":"γνωρίζω", "γνωρίζονται":"γνωρίζω", "γνωρίζοντας":"γνωρίζω", "γνωρίζοντάς":"γνωρίζω", "γνωρίζοντες":"γνωρίζων", "γνωρίζουμε":"γνωρίζω", "γνωρίζουν":"γνωρίζω", "γνωρίζω":"γνωρίζω", "γνώριμα":"γνώριμος", "γνώριμες":"γνώριμος", "γνώριμη":"γνώριμος", "γνώριμή":"γνώριμος", "γνωριμία":"γνωριμία", "γνωριμίας":"γνωριμία", "γνωριμίες":"γνωριμία", "γνωριμιών":"γνωριμία", "γνώριμο":"γνώριμος", "γνώριμό":"γνώριμος", "γνώριμοι":"γνώριμος", "γνώριμος":"γνώριμος", "γνώριμου":"γνώριμος", "γνώριμους":"γνώριμος", "γνώρισα":"γνωρίζω", "γνωρίσαμε":"γνωρίζω", "γνώρισαν":"γνωρίζω", "γνωρίσατε":"γνωρίζω", "γνώρισε":"γνωρίζω", "γνωρίσει":"γνωρίζω", "γνωρίσεις":"γνωρίζω", "γνωρίσετε":"γνωρίζω", "γνωρισθεί":"γνωρίζω", "γνώρισμα":"γνώρισμα", "γνώρισμά":"γνώρισμα", "γνωρίσματα":"γνώρισμα", "γνωρίσουμε":"γνωρίζω", "γνωρίσουν":"γνωρίζω", "γνωρίστε":"γνωρίζω", "γνωριστείτε":"γνωρίζω", "γνωριστήκαμε":"γνωρίζω", "γνωρίστηκε":"γνωρίζω", "γνωριστούμε":"γνωρίζω", "γνωριστούν":"γνωρίζω", "γνωρίσω":"γνωρίζω", "γνώσει":"γνώσει", "γνώσεις":"γνώση", "γνώσεων":"γνώση", "γνώσεών":"γνώση", "γνώση":"γνώση", "γνώσης":"γνώση", "γνωσιακό":"γνωσιακός", "γνώσιν":"γνώση", "γνωσιολογικό":"γνωσιολογικός", "γνωστά":"γνωστός", "γνώστες":"γνώστης", "γνωστές":"γνωστός", "γνώστη":"γνώστης", "γνωστη":"γνωστός", "γνωστή":"γνωστός", "γνώστης":"γνώστης", "γνωστής":"γνωστός", "γνωστικά":"γνωστικά", "γνωστικά":"γνωστικός", "γνωστική":"γνωστικός", "γνωστικό":"γνωστικός", "γνωστικοί":"γνωστικός", "γνωστικού":"γνωστικός", "γνωστικών":"γνωστικός", "γνωστό":"γνωστός", "γνωστοί":"γνωστός", "γνωστοί-άγνωστοι":"γνωστοί-άγνωστοι", "γνωστόν":"γνωστός", "γνωστοποιεί":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιείται":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιηθεί":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιήθηκε":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιηθούν":"γνωστοποιώ", "γνωστοποίησαν":"γνωστοποιώ", "γνωστοποίησε":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιήσει":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιήσεις":"γνωστοποίηση", "γνωστοποιήσεων":"γνωστοποίηση", "γνωστοποίηση":"γνωστοποίηση", "γνωστοποίησης":"γνωστοποίηση", "γνωστοποιήσουμε":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιήσουν":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιήσω":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιούν":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιούνται":"γνωστοποιώ", "γνωστοποιώ":"γνωστοποιώ", "γνωστός":"γνωστός", "γνωστότατο":"γνωστός", "γνωστότερα":"γνωστός", "γνωστότερες":"γνωστός", "γνωστότερη":"γνωστός", "γνωστότερο":"γνωστός", "γνωστότεροι":"γνωστός", "γνωστότερος":"γνωστός", "γνωστότερου":"γνωστός", "γνωστότερους":"γνωστός", "γνωστότερων":"γνωστός", "γνωστού":"γνωστός", "γνωστούς":"γνωστός", "γνώστρια":"γνώστρια", "γνωστών":"γνωστός", "γόβες":"γόβα", "γογκ-γκακ":"γογκ-γκακ", "γόγολο":"γόγολο", "γόγολος":"γόγολος", "γοερή":"γοερός", "γόη":"γόης", "γόης":"γόης", "γόησσα":"γόησσα", "γοητεια":"γοητεία", "γοητεία":"γοητεία", "γοητείας":"γοητεία", "γοήτευε":"γοητεύω", "γοητεύει":"γοητεύω", "γοητεύεται":"γοητεύω", "γοητεύετε":"γοητεύω", "γοητευμένη":"γοητευμένος", "γοητευμένοι":"γοητεύω", "γοητευόμαστε":"γοητεύω", "γοητεύονται":"γοητεύω", "γοητεύουν":"γοητεύω", "γοήτευσε":"γοητεύω", "γοητεύσει":"γοητεύω", "γοητεύσετε":"γοητεύω", "γοητεύστε":"γοητεύω", "γοητευτικές":"γοητευτικός", "γοητευτική":"γοητευτικός", "γοητευτικής":"γοητευτικός", "γοητευτικό":"γοητευτικός", "γοητευτικός":"γοητευτικός", "γοητευτικότατη":"γοητευτικός", "γοητευτικού":"γοητευτικός", "γοητευτικούς":"γοητευτικός", "γοητέψει":"γοητεύω", "γόητρο":"γόητρο", "γοήτρου":"γόητρο", "γολάμ":"γολάμ", "γολγοθά":"γολγοθάς", "γολγοθάς":"γολγοθάς", "γολιάθ":"γολιάθ", "γόμα":"γόμα", "γομολάστιχα":"γομολάστιχα", "γόμωση":"γόμωση", "γον":"γον", "γόνατα":"γόνατο", "γόνατά":"γόνατο", "γονατίζει":"γονατίζω", "γονατίζουν":"γονατίζω", "γονάτισε":"γονατίζω", "γονατίσει":"γονατίζω", "γονατιστός":"γονατιστός", "γόνατο":"γόνατο", "γόνατό":"γόνατο", "γονέα":"γονέας", "γονέας":"γονέας", "γονείς":"γονέας", "γονέων":"γονέας", "γονζάλες":"γονζάλες", "γονίδης":"γονίδης", "γονίδια":"γονίδιο", "γονίδιά":"γονίδιο", "γονιδιακή":"γονιδιακός", "γονιδιακού":"γονιδιακός", "γονίδιο":"γονίδιο", "γονιδίου":"γονίδιο", "γονιδίωμα":"γονιδίωμα", "γονιδιώματα":"γονιδίωμα", "γονιδιώματος":"γονιδίωμα", "γονιδιωμάτων":"γονιδίωμα", "γονιδίων":"γονίδιο", "γονικές":"γονικός", "γονική":"γονικός", "γονικής":"γονικός", "γονικού":"γονικός", "γονικών":"γονικός", "γόνιμα":"γόνιμος", "γόνιμες":"γόνιμος", "γόνιμη":"γόνιμος", "γόνιμης":"γόνιμος", "γόνιμο":"γόνιμος", "γονιμοποιεί":"γονιμοποιώ", "γονιμοποιηθούν":"γονιμοποιώ", "γονιμοποιημένο":"γονιμοποιημένος", "γονιμοποίησε":"γονιμοποιώ", "γονιμοποιήσεις":"γονιμοποίηση", "γονιμοποίηση":"γονιμοποίηση", "γονιμοποίησης":"γονιμοποίηση", "γονιμότητα":"γονιμότητα", "γονιμότητά":"γονιμότητα", "γονιμότητας":"γονιμότητα", "γονιμοτήτων":"γονιμότητα", "γόνιμων":"γόνιμος", "γονιός":"γονιός", "γονιού":"γονιός", "γονιών":"γονιός", "γόνο":"γόνος", "γόνοι":"γόνος", "γόνος":"γόνος", "γόνους":"γόνος", "γόπες":"γόπα", "γοργά":"γοργός", "γοργιανης":"γόργιανη", "γοργό":"γοργός", "γοργόνα":"γοργόνα", "γοργόνας":"γοργόνα", "γοργονες":"γοργόνα", "γοργόνες":"γοργόνα", "γοργοπόταμο":"γοργοπόταμος", "γοργότερους":"γοργός", "γοργούς":"γοργός", "γόρδιο":"γόρδιος", "γόρδιος":"γόρδιος", "γοριδαρη":"γοριδαρη", "γοριδάρη":"γοριδάρη", "γορίλας":"γορίλας", "γορίλλας":"γορίλλας", "γορίλλες":"γορίλλες", "γορτυνία":"γορτυνία", "γοτθικούς":"γοτθικός", "γου":"γου", "γουάγκ":"γουάγκ", "γουάι":"γουάι", "γουάιλντερ":"γουάιλντερ", "γουάινες":"γουάινες", "γουάιρ":"γουάιρ", "γουάιτ":"γουάιτ", "γουακο":"γουακο", "γουάλας":"γουάλας", "γουάν":"γουάν", "γουάρτον":"γουάρτον", "γουάσιγκτον":"γουάσιγκτον", "γουάσινγκτον":"γουάσινγκτον", "γουατεμάλα":"γουατεμάλα", "γουάτσον":"γουάτσον", "γούβα":"γούβα", "γούβες":"γούβα", "γουδί":"γουδί", "γουδώνη":"γουδώνη", "γουέι":"γουέι", "γουέιν":"γουέιν", "γουεϊνμπρίτζ":"γουεϊνμπρίτζ", "γουέιντ":"γουέιντ", "γουέιρ":"γουέιρ", "γουέιτς":"γουέιτς", "γουέλς":"γουέλς", "γουέλτς":"γουέλτς", "γουεμπ":"γουεμπ", "γουέμπ":"γουέμπ", "γουεν":"γουεν", "γουέν":"γουέν", "γουέρλντ":"γουέρλντ", "γουές":"γουές", "γουέσλι":"γουέσλι", "γουεστ":"γουεστ", "γουέστ":"γουέστ", "γουέστγουντ":"γουέστγουντ", "γουέστερν":"γουέστερν", "γουέτσελ":"γουέτσελ", "γουίαρ":"γουίαρ", "γουίβερ":"γουίβερ", "γουιγκαν":"γουιγκαν", "γουίγκαν":"γουίγκαν", "γουίγκαν-μπλάκμπερν":"γουίγκαν-μπλάκμπερν", "γουίδερσπουν":"γουίδερσπουν", "γουικομ":"γουικομ", "γουίλ":"γουίλ", "γουίλαμ":"γουίλαμ", "γουίλαν":"γουίλαν", "γουίλαντ":"γουίλαντ", "γουίλετς":"γουίλετς", "γουίλιαμ":"γουίλιαμ", "γουίλιαμς":"γουίλιαμς", "γουίλιεμ":"γουίλιεμ", "γουίλις":"γουίλις", "γουίλσον":"γουίλσον", "γουίμπλεντον3598629-33":"γουίμπλεντον3598629-33", "γουίναλετ":"γουίναλετ", "γουινέα":"γουινέα", "γουινόνα":"γουινόνα", "γουίντμαρκ":"γουίντμαρκ", "γουίστ":"γουίστ", "γουιτάκερ":"γουιτάκερ", "γουίτακερ":"γουίτακερ", "γουίτμαν":"γουίτμαν", "γουλακη":"γουλακη", "γούλας":"γούλα", "γούλβεριν":"γούλβεριν", "γουλβς":"γουλβς", "γουλβς45129940-30":"γουλβς45129940-30", "γουλί":"γουλί", "γουλιά":"γουλιά", "γουλιάς":"γουλιά", "γουλφ":"γουλφ", "γουμένισσα":"γουμένισσα", "γουμένισσας":"γουμένισσα", "γούμενο":"γούμενος", "γουμενος":"γούμενος", "γούμενος":"γούμενος", "γούμενου":"γούμενος", "γουν":"γουν", "γούνα":"γούνα", "γουναράδες":"γουναράς", "γούναρη":"γούναρης", "γούναρης":"γούναρης", "γουναρικών":"γουναρικό", "γούνας":"γούνα", "γουνεργάτες":"γουνεργάτες", "γούνες":"γούνα", "γούνινα":"γούνινος", "γούνινες":"γούνινος", "γουνοποιίας":"γουνοποιία", "γουνοποιός":"γουνοποιός", "γουνοποιών":"γουνοποιών", "γουντ":"γουντ", "γούντγκεϊτ":"γούντγκεϊτ", "γούντι":"γούντι", "γουντς":"γουντς", "γουόγκ":"γουόγκ", "γουόκεν":"γουόκεν", "γουόκερ":"γουόκερ", "γουόλ":"γουόλ", "γουόλι":"γουόλι", "γουολσολ":"γουολσολ", "γουόλσολ":"γουόλσολ", "γουόλτερ":"γουόλτερ", "γουόρεν":"γουόρεν", "γουόρι":"γουόρι", "γουόριορς":"γουόριορς", "γουόρντ":"γουόρντ", "γουόρντλο":"γουόρντλο", "γουότεργκέιτ":"γουότεργκέιτ", "γουότερς":"γουότερς", "γουότς":"γουότς", "γουότσον":"γουότσον", "γουοτφορντ":"γουοτφορντ", "γουότφορντ":"γουότφορντ", "γουότφορντ491310846-41":"γουότφορντ491310846-41", "γουότφορντ-κρίσταλ":"γουότφορντ-κρίσταλ", "γουργιώτης":"γουργιώτης", "γούρι":"γούρι", "γούρια":"γούρια", "γουρικο":"γούρικος", "γουρλωμένα":"γουρλώνω", "γουρουνάκια":"γουρουνάκι", "γουρούνες":"γουρούνα", "γουρουνι":"γουρούνι", "γουρούνι":"γουρούνι", "γουρούνια":"γουρούνι", "γουρουνιού":"γουρούνι", "γουρουνόπουλο":"γουρουνόπουλο", "γουσίδη":"γουσίδη", "γούσιου":"γούσιου", "γου-σουκ":"γου-σουκ", "γούστα":"γούστο", "γούσταρε":"γουστάρω", "γουστάρει":"γουστάρω", "γουστάρουμε":"γουστάρω", "γουστάρουν":"γουστάρω", "γουστάρω":"γουστάρω", "γούστο":"γούστο", "γούστου":"γούστο", "γουτας":"γουτας", "γούτσιος":"γούτσιος", "γουώλ":"γουώλ", "γπς":"γπς", "γρ.":"γρ.", "γραβάνης":"γραβάνης", "γραβάτα":"γραβάτα", "γραβάτες":"γραβάτα", "γραβιά":"γραβιά", "γραβιάς":"γραβιά", "γραβιέρα":"γραβιέρα", "γραικός":"γραικός", "γραικού":"γραικός", "γραικύλους":"γραικύλος", "γραμμ":"γραμμ", "γραμμα":"γράμμα", "γράμμα":"γράμμα", "γραμμάν":"γραμμάν", "γράμμα-ρεπορτάζ":"γράμμα-ρεπορτάζ", "γραμμάρια":"γραμμάριο", "γραμμάριο":"γραμμάριο", "γραμμαρίων":"γραμμάριο", "γράμματα":"γράμμα", "γράμματά":"γράμμα", "γραμματέα":"γραμματέας", "γραμματεας":"γραμματέας", "γραμματέας":"γραμματέας", "γραμματεία":"γραμματεία", "γραμματειακή":"γραμματειακός", "γραμματείας":"γραμματεία", "γραμματείες":"γραμματεία", "γραμματείς":"γραμματέας", "γραμματεύς":"γραμματεύς", "γραμματέων":"γραμματέας", "γραμματέως":"γραμματεύς", "γραμματια":"γραμμάτιο", "γραμμάτια":"γραμμάτιο", "γραμματικά":"γραμματικά", "γραμματικάκη":"γραμματικάκης", "γραμματικές":"γραμματικός", "γραμματική":"γραμματικός", "γραμματικής":"γραμματικός", "γραμματικό":"γραμματικός", "γραμματικοί":"γραμματικός", "γραμματικόπουλο":"γραμματικόπουλο", "γραμματικοπούλου":"γραμματικοπούλου", "γραμματικός":"γραμματικός", "γραμματικου":"γραμματικός", "γραμματικού":"γραμματικός", "γραμματικούς":"γραμματικός", "γραμματίων":"γραμμάτιο", "γραμματοθυρίδα":"γραμματοθυρίδα", "γραμματοκιβώτιο":"γραμματοκιβώτιο", "γραμματοκιβώτιό":"γραμματοκιβώτιο", "γραμματολογία":"γραμματολογία", "γραμματολογίας":"γραμματολογία", "γράμματος":"γράμμα", "γραμματοσειρές":"γραμματοσειρά", "γραμματόσημα":"γραμματόσημο", "γραμματόσημο":"γραμματόσημο", "γραμματοσήμων":"γραμματόσημο", "γραμματουλα":"γραμματουλα", "γραμμάτων":"γράμμα", "γραμμένα":"γραμμένος", "γραμμένες":"γραμμένος", "γραμμένη":"γραμμένος", "γραμμένο":"γραμμένος", "γραμμένοι":"γραμμένος", "γραμμένος":"γραμμένος", "γραμμένων":"γραμμένος", "γραμμες":"γραμμή", "γραμμές":"γραμμή", "γραμμή":"γραμμή", "γραμμής":"γραμμή", "γραμμικά":"γραμμικά", "γραμμική":"γραμμικός", "γραμμικής":"γραμμικός", "γραμμικό":"γραμμικός", "γραμμικός":"γραμμικός", "γραμμικούς":"γραμμικός", "γραμμόζης":"γραμμόζης", "γραμμούλα":"γραμμούλα", "γραμμοχώρια":"γραμμοχώρια", "γραμμών":"γραμμή", "γραμμώσεις":"γράμμωση", "γρανάδα":"γρανάδα", "γρανάζι":"γρανάζι", "γρανάζια":"γρανάζι", "γρανιτες":"γρανίτης", "γρανίτη":"γρανίτης", "γρανίτσας":"γρανίτσας", "γρανιτών":"γρανίτης", "γρανούζης":"γρανούζης", "γραπτά":"γραπτός", "γραπτές":"γραπτός", "γραπτή":"γραπτός", "γραπτής":"γραπτός", "γραπτό":"γραπτός", "γραπτός":"γραπτός", "γραπτού":"γραπτός", "γραπτών":"γραπτός", "γραπτώς":"γραπτά", "γρασίδι":"γρασίδι", "γρατινή":"γρατινή", "γρατινής":"γρατινής", "γράτσος":"γράτσος", "'γραφα":"'γραφα", "γράφαμε":"γράφω", "γράφανε":"γράφω", "γράφατε":"γράφω", "γραφε":"γράφω", "γραφέας":"γραφέας", "γραφεί":"γράφω", "γράφει":"γράφω", "γραφεία":"γραφείο", "γραφειάκια":"γραφειάκι", "γραφειακούς":"γραφειακός", "γραφειακών":"γραφειακός", "γραφείο":"γραφείο", "γραφειοκράτες":"γραφειοκράτης", "γραφειοκράτη":"γραφειοκράτης", "γραφειοκράτης":"γραφειοκράτης", "γραφειοκρατία":"γραφειοκρατία", "γραφειοκρατίας":"γραφειοκρατία", "γραφειοκρατικά":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικές":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατική":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικής":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικό":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικού":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικούς":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατικών":"γραφειοκρατικός", "γραφειοκρατών":"γραφειοκράτης", "γραφείου":"γραφείο", "γράφεις":"γράφω", "γραφείτε":"γράφω", "γραφειων":"γραφείο", "γραφείων":"γραφείο", "γραφές":"γραφή", "γράφεται":"γράφω", "γράφετε":"γράφω", "γραφή":"γραφή", "γράφηκαν":"γράφω", "γράφηκε":"γράφω", "γράφημα":"γράφημα", "γραφήματα":"γράφημα", "γραφής":"γραφή", "γραφιάδες":"γραφιάς", "γραφιάς":"γραφιάς", "γραφίδα":"γραφίδα", "γραφικά":"γραφικός", "γραφικές":"γραφικός", "γραφική":"γραφικός", "γραφικής":"γραφικός", "γραφικό":"γραφικός", "γραφικοί":"γραφικός", "γραφικός":"γραφικός", "γραφικότητα":"γραφικότητα", "γραφικότητά":"γραφικότητα", "γραφικότητες":"γραφικότητα", "γραφικού":"γραφικός", "γραφικούς":"γραφικός", "γραφικών":"γραφικός", "γραφίστας":"γραφίστας", "γραφίστες":"γραφίστας", "γραφιστικές":"γραφιστικός", "γραφίστρια":"γραφίστρια", "γραφίτη":"γραφίτης", "γραφίτης":"γραφίτης", "γραφόμενα":"γραφόμενος", "γραφόμενά":"γραφόμενος", "γραφόμενη":"γραφόμενος", "γραφόμενης":"γραφόμενος", "γραφομηχανη":"γραφομηχανή", "γραφομηχανή":"γραφομηχανή", "γραφομηχανής":"γραφομηχανή", "γραφομηχανών":"γραφομηχανή", "γράφοντα":"γράφων", "γράφονται":"γράφω", "γράφονταν":"γράφω", "γράφοντας":"γράφω", "γράφοντες":"γράφων", "γράφοντος":"γράφων", "γραφόταν":"γράφω", "γράφουμε":"γράφω", "γραφούν":"γράφω", "γράφουν":"γράφω", "γράφουσα":"γράφων", "γράφουσας":"γράφων", "γράφτε":"γράφτε", "γραφτεί":"γράφω", "γράφτηκαν":"γράφω", "γράφτηκε":"γράφω", "γραφτό":"γραπτός", "γραφτούν":"γράφω", "γράφω":"γράφω", "γράφων":"γράφων", "γράψαμε":"γράφω", "γράψανε":"γράφω", "γράψας":"γράψας", "γράψε":"γράφω", "γράψει":"γράφω", "γράψεις":"γράφω", "γράψετε":"γράφω", "γράψιμο":"γράψιμο", "γράψουμε":"γράφω", "γράψουν":"γράφω", "γράψουνε":"γράφω", "γράψω":"γράφω", "γρεβενά":"γρεβενά", "γρεβενων":"γρεβενά", "γρεβενών":"γρεβενά", "γρηγορα":"γρήγορα", "γρήγορα":"γρήγορα", "γρήγορα":"γρήγορος", "γρήγορα-γρήγορα":"γρήγορα-γρήγορα", "γρηγοράκος":"γρηγοράκος", "γρηγοράτο":"γρηγοράτο", "γρήγορες":"γρήγορος", "γρηγόρη":"γρηγόρης", "γρήγορη":"γρήγορος", "γρηγορης":"γρηγόρης", "γρηγόρης":"γρηγόρης", "γρήγορης":"γρήγορος", "γρηγοριάδη":"γρηγοριάδης", "γρηγοριαδης":"γρηγοριάδης", "γρηγοριάδης":"γρηγοριάδης", "γρηγόριος":"γρηγόριος", "γρηγορίου":"γρηγόριος", "γρήγορο":"γρήγορος", "γρηγορόπουλος":"γρηγορόπουλος", "γρήγορος":"γρήγορος", "γρηγορόσημο":"γρηγορόσημο", "γρηγορότερα":"γρήγορος", "γρήγορου":"γρήγορος", "γρήγορους":"γρήγορος", "γρήγορων":"γρήγορος", "γριά":"γριά", "γριάς":"γριά", "γριβα":"γρίβας", "γριβάδι":"γριβάδι", "γριβάδια":"γριβάδια", "γρίβας":"γρίβας", "γριές":"γριά", "γριούλα":"γριούλα", "γριπη":"γρίπη", "γρίπη":"γρίπη", "γριπης":"γρίπη", "γρίπης":"γρίπη", "γρίφο":"γρίφος", "γρίφος":"γρίφος", "γρίφου":"γρίφος", "γρίφους":"γρίφος", "γροθιά":"γροθιά", "γροθιές":"γροθιά", "γροιλανδία":"γροιλανδία", "γροιλανδίας":"γροιλανδία", "γροιλανδικό":"γροιλανδικός", "γρόλλιος":"γρόλλιος", "γρονθοκόπημα":"γρονθοκόπημα", "γρονθοκόπησε":"γρονθοκοπώ", "γρονθοκοπούνται":"γρονθοκοπώ", "γρόσια":"γρόσι", "γροτέσκο":"γροτέσκο", "γρουμπουσιάνης":"γρουμπουσιάνης", "γρουσούζη":"γρουσούζης", "γρουσουζιά":"γρουσουζιά", "γρυλάκη":"γρυλάκη", "γρυλίζοντας":"γρυλίζω", "γρύλος":"γρύλος", "γς":"γς", "γσεε":"γσεε", "γσεε-αδεδυ":"γσεε-αδεδυ", "γυ":"γυ", "γυάλα":"γυάλα", "γυαλάδα":"γυαλάδα", "γυαλάκι":"γυαλάκι", "γυαλάκια":"γυαλάκιας", "γυαλί":"γυαλί", "γυαλιά":"γυαλί", "γυάλιζαν":"γυαλίζω", "γυαλίζει":"γυαλίζω", "γυαλίζουν":"γυαλίζω", "γυαλικά":"γυαλικό", "γυάλινα":"γυάλινος", "γυάλινες":"γυάλινος", "γυάλινη":"γυάλινος", "γυάλινης":"γυάλινος", "γυαλινο":"γυάλινος", "γυάλινο":"γυάλινος", "γυάλινος":"γυάλινος", "γυάλινου":"γυάλινος", "γυάλινους":"γυάλινος", "γυαλιού":"γυαλί", "γυαλίσει":"γυαλίζω", "γυαλισμένες":"γυαλίζω", "γυαλιστερά":"γυαλιστερός", "γυαλιστερές":"γυαλιστερός", "γυαλιστερή":"γυαλιστερός", "γυαλιστερό":"γυαλιστερός", "γυαλιών":"γυαλί", "γύθειο":"γύθειο", "γυμν":"γυμν", "γυμνά":"γυμνός", "γυμνάζεται":"γυμνάζω", "γυμνάζομαι":"γυμνάζω", "γυμνάζονται":"γυμνάζω", "γύμνασης":"γύμναση", "γυμνάσια":"γυμνάσιο", "γυμνασιακά":"γυμνασιακός", "γυμνάσιο":"γυμνάσιο", "γυμνασιοκόριτσο":"γυμνασιοκόριτσο", "γυμνασίου":"γυμνάσιο", "γυμνασίων":"γυμνάσιο", "γυμνασμένα":"γυμνάζω", "γυμναστείτε":"γυμνάζω", "γυμναστές":"γυμναστής", "γυμναστή":"γυμναστής", "γυμνάστηκαν":"γυμνάζω", "γυμναστήρια":"γυμναστήριο", "γυμναστηριο":"γυμναστήριο", "γυμναστήριο":"γυμναστήριο", "γυμναστηρίου":"γυμναστήριο", "γυμναστηρίων":"γυμναστήριο", "γυμναστης":"γυμναστής", "γυμναστής":"γυμναστής", "γυμναστικά":"γυμναστικός", "γυμναστικη":"γυμναστικός", "γυμναστική":"γυμναστικός", "γυμναστικής":"γυμναστικός", "γυμναστικο":"γυμναστικός", "γυμναστικος":"γυμναστικός", "γυμναστικός":"γυμναστικός", "γυμναστικού":"γυμναστικός", "γυμναστούν":"γυμνάζω", "γυμνάστρια":"γυμνάστρια", "γυμνές":"γυμνός", "γυμνή":"γυμνός", "γύμνια":"γύμνια", "γυμνισμό":"γυμνισμός", "γυμνιστές":"γυμνιστής", "γυμνιστών":"γυμνιστής", "γυμνό":"γυμνός", "γυμνοί":"γυμνός", "γυμνός":"γυμνός", "γυμνοσάλιαγκας":"γυμνοσάλιαγκας", "γυμνού":"γυμνός", "γυμνούς":"γυμνός", "γύμνωσαν":"γυμνώνω", "γυναίκα":"γυναίκα", "γυναικα":"γυναικάς", "γυναικά":"γυναικάς", "γυναίκας":"γυναίκα", "γυναικας":"γυναικάς", "γυναικάς":"γυναικάς", "γυναικεια":"γυναικείος", "γυναικεία":"γυναικείος", "γυναικείας":"γυναικείος", "γυναικείες":"γυναικείος", "γυναικείο":"γυναικείος", "γυναικείος":"γυναικείος", "γυναικείου":"γυναικείος", "γυναικείους":"γυναικείος", "γυναικείων":"γυναικείος", "γυναικες":"γυναίκα", "γυναίκες":"γυναίκα", "γυναίκες-δημόσια":"γυναίκες-δημόσια", "γυναικολογικές":"γυναικολογικός", "γυναικολογική":"γυναικολογικός", "γυναικολογική-μαιευτική":"γυναικολογική-μαιευτική", "γυναικολογικής":"γυναικολογικός", "γυναικολογικούς":"γυναικολογικός", "γυναικολογικών":"γυναικολογικός", "γυναικολόγο":"γυναικολόγος", "γυναικολόγοι":"γυναικολόγος", "γυναικολόγος":"γυναικολόγος", "γυναικολόγου":"γυναικολόγος", "γυναικόπαιδα":"γυναικόπαιδα", "γυναικός":"γυναίκα", "γυναικων":"γυναίκα", "γυναικών":"γυναίκα", "γυνή":"γυναίκα", "γύπες":"γύπας", "γύρευε":"γυρεύω", "γυρεύει":"γυρεύω", "γυρεύοντας":"γυρεύω", "γυρεύουν":"γυρεύω", "γύρη":"γύρη", "γύριζα":"γυρίζω", "γύριζαν":"γυρίζω", "γύριζε":"γυρίζω", "γυρίζει":"γυρίζω", "γυρίζεις":"γυρίζω", "γυρίζετε":"γυρίζω", "γυρίζονται":"γυρίζω", "γυρίζοντας":"γυρίζω", "γυρίζοντάς":"γυρίζω", "γυριζόταν":"γυρίζω", "γυρίζουμε":"γυρίζω", "γυρίζουν":"γυρίζω", "γυρίζω":"γυρίζω", "γύρισα":"γυρίζω", "γυρίσαμε":"γυρίζω", "γύρισαν":"γυρίζω", "γυρισε":"γυρίζω", "γύρισε":"γυρίζω", "γυρίσει":"γυρίζω", "γυρίσεις":"γυρίζω", "γύρισες":"γυρίζω", "γυρίσετε":"γυρίζω", "γύρισμα":"γύρισμα", "γυρίσματα":"γύρισμα", "γυρισμάτων":"γύρισμα", "γυρισμένα":"γυρίζω", "γυρισμένη":"γυρισμένος", "γυρισμένο":"γυρισμένος", "γυρισμένος":"γυρίζω", "γυρισμό":"γυρισμός", "γυρισμού":"γυρισμός", "γυρίσουμε":"γυρίζω", "γυρίσουν":"γυρίζω", "γυρίστε":"γυρίζω", "γυριστεί":"γυρίζω", "γυριστή":"γυριστός", "γυρίστηκαν":"γυρίζω", "γυρίστηκε":"γυρίζω", "γυριστό":"γυριστός", "γυρίσω":"γυρίζω", "γυριχίδη":"γυριχίδη", "γυριχίδης":"γυριχίδης", "γυρνά":"γυρίζω", "γύρνα":"γυρνώ", "γυρνάει":"γυρίζω", "γυρνάνε":"γυρίζω", "γυρνάς":"γυρνώ", "γυρνάτε":"γυρίζω", "γυρνάω":"γυρνώ", "γυρνούν":"γυρνώ", "γυρνούσαν":"γυρνώ", "γυρνούσε":"γυρίζω", "γυρνώ":"γυρνώ", "γυρνώντας":"γυρίζω", "γύρο":"γύρος", "γυρολόγοι":"γυρολόγος", "γύρος":"γύρος", "γυρου":"γύρος", "γύρου":"γύρος", "γύρους":"γύρος", "γυρω":"γύρω", "γύρω":"γύρω", "γύρω-γύρω":"γύρω-γύρω", "γύρων":"γύρος", "γύφτικο":"γύφτικος", "γυφτοαριστοκράτης":"γυφτοαριστοκράτης", "γύφτοι":"γύφτος", "γυφτόπουλος":"γυφτόπουλος", "γύψινα":"γύψινος", "γύψο":"γύψος", "γύψου":"γύψος", "γύψους":"γύψος", "'γω":"'γω", "γώ":"γώ", "γω":"εγώ", "γωγαδη":"γωγαδη", "γωγούση":"γωγούση", "γωγώ":"γωγώ", "γωνια":"γωνιά", "γωνιά":"γωνιά", "γωνία":"γωνία", "γωνιακή":"γωνιακός", "γωνιακό":"γωνιακός", "γωνιας":"γωνιά", "γωνιάς":"γωνιά", "γωνίας":"γωνία", "γωνιές":"γωνιά", "γωνίες":"γωνία", "γωνιτσα":"γωνίτσα", "γωνίτσα":"γωνίτσα", "γωνιώδεις":"γωνιώδης", "γωνιών":"γωνία", "γώτη":"γώτη", "δ":"δ", "δ'":"δ'", "δ.":"δ.", "δ.α.σ.ε.":"δ.α.σ.ε.", "δ.βλ.":"δ.βλ.", "δ.ε.":"δ.ε.", "δ.ε.η.":"δ.ε.η.", "δ.ε.κο.π.α.":"δ.ε.κο.π.α.", "δ.ε.σ.ε.":"δ.ε.σ.ε.", "δ.ν.":"δ.ν.", "δ.ντ.":"δ.ντ.", "δ.ο.υ.":"δ.ο.υ.", "δ.σ":"δ.σ", "δ.σ.":"δ.σ.", "δ.τ.":"δ.τ.", "δ.υ.":"δ.υ.", "δ΄":"δ΄", "δ΄λεια":"δ΄λεια", "δα":"δα", "δαβάκη":"δαβάκης", "δαβάκης":"δαβάκης", "δαβίδ":"δαβίδ", "δάγγειο":"δάγκειος", "δαγκαματιές":"δαγκαματιά", "δαγκάνες":"δαγκάνα", "δαγκλη":"δαγκλη", "δαγκώματα":"δάγκωμα", "δαγκωματιές":"δαγκωματιά", "δαγκώνει":"δαγκώνω", "δαγκωνιές":"δαγκωνιά", "δαγκώνουμε":"δαγκώνω", "δαγκώνω":"δαγκώνω", "δάγκωσέ":"δαγκώνω", "δαγκώσει":"δαγκώνω", "δαγκώσω":"δαγκώνω", "δαγκωτο":"δαγκωτός", "δάδα":"δάδα", "δαδιά":"δαδί", "δαδιάς":"δαδιάς", "δαδιώτης":"δαδιώτης", "δαιδαλώδεις":"δαιδαλώδης", "δαιδαλώδες":"δαιδαλώδης", "δαιδαλώδης":"δαιδαλώδης", "δαιδαλώδους":"δαιδαλώδης", "δαίμονα":"δαίμονας", "δαίμονας":"δαίμονας", "δαίμονες":"δαίμονας", "δαιμόνια":"δαιμόνιο", "δαιμόνιας":"δαιμόνιος", "δαιμονική":"δαιμονικός", "δαιμονικό":"δαιμονικός", "δαιμονικού":"δαιμονικός", "δαιμόνιο":"δαιμόνιος", "δαιμόνιοι":"δαιμόνιος", "δαιμόνιον":"δαιμόνιος", "δαιμόνιος":"δαιμόνιος", "δαιμόνιους":"δαιμόνιος", "δαιμονιωδώς":"δαιμονιωδώς", "δαιμονολογούμε":"δαιμονολογώ", "δαιμονοποιείται":"δαιμονοποιώ", "δαιμονοποιηθεί":"δαιμονοποιώ", "δαιμονοποιήσεις":"δαιμονοποίηση", "δαιμονοποίηση":"δαιμονοποίηση", "δαιμονοποίησης":"δαιμονοποίηση", "δαιμόνων":"δαίμονας", "δαϊος":"δαϊος", "δακε":"δακε", "δάκρυ":"δάκρυ", "δάκρυα":"δάκρυ", "δάκρυά":"δάκρυ", "δακρύβρεχτα":"δακρύβρεκτος", "δακρυγόνα":"δακρυγόνος", "δακρυγόνους":"δακρυγόνος", "δακρυγόνων":"δακρυγόνος", "δάκρυζε":"δακρύζω", "δακρύζουν":"δακρύζω", "δάκρυσε":"δακρύζω", "δακρυσμένα":"δακρυσμένος", "δακρυσμένος":"δακρυσμένος", "δακρύσουν":"δακρύζω", "δακρύων":"δάκρυ", "δάκτυλα":"δάχτυλο", "δάκτυλά":"δάχτυλο", "δακτυλίδι":"δακτυλίδι", "δακτυλίδια":"δακτυλίδι", "δακτυλιδιού":"δακτυλίδι", "δακτυλικά":"δακτυλικός", "δακτυλικών":"δακτυλικός", "δακτύλιο":"δακτύλιος", "δακτύλιος":"δακτύλιος", "δακτυλίου":"δακτύλιος", "δακτυλίους":"δακτύλιος", "δάκτυλο":"δάκτυλος", "δάκτυλό":"δάκτυλος", "δακτυλογραφημένες":"δακτυλογραφημένος", "δακτυλοδεικτούμενη":"δακτυλοδεικτούμενος", "δακτυλοδεικτούμενοι":"δακτυλοδεικτούμενος", "δακτυλοσκοπική":"δακτυλοσκοπική", "δάκτυλου":"δάκτυλος", "δακτύλω":"δάκτυλος", "δακτύλων":"δάκτυλος", "δαλαϊ":"δαλαϊ", "δαλάι":"δαλάι", "δαλαμαγκίδη":"δαλαμαγκίδη", "δαλαμαγκίδης":"δαλαμαγκίδης", "δαλαμαρα":"δαλαμαρα", "δαλαμάρα":"δαλαμάρα", "δαλιανίδη":"δαλιανίδης", "δαλιάρης":"δαλιάρης", "δάλλα":"δάλλας", "δάλλας":"δάλλας", "δάμαλης":"δάμαλης", "δαμανάκη":"δαμανάκη", "δάμασε":"δαμάζω", "δαμάσει":"δαμάζω", "δαμασές":"δαμασές", "δαμάσκηνα":"δαμάσκηνο", "δαμασκηνα":"δαμασκηνός", "δαμασκό":"δαμασκός", "δαμάσκος":"δαμάσκος", "δαμασκού":"δαμασκός", "δαματσιώτη":"δαματσιώτη", "δαμήλο":"δαμήλο", "δαμήλος":"δαμήλος", "δαμήλου":"δαμήλου", "δαμιανίδη":"δαμιανίδη", "δαμιανίδης":"δαμιανίδης", "δαμιανός":"δαμιανός", "δαμιανού":"δαμιανός", "δάμκαλης":"δάμκαλης", "δαμόκλειο":"δαμόκλειος", "δανάη":"δανάη", "δαναός":"δαναός", "δανδή":"δανδής", "δανδής":"δανδής", "δανδουλακη":"δανδουλακη", "δανδουλάκη":"δανδουλάκη", "δανε":"δανε", "δανέζα":"δανέζα", "δανέζικα":"δανέζικος", "δανέζικη":"δανέζικος", "δανέζικο":"δανέζικος", "δάνεια":"δάνειο", "δάνειά":"δάνειο", "δανειακές":"δανειακός", "δανειακή":"δανειακός", "δανειακής":"δανειακός", "δανειακών":"δανειακός", "δάνειζε":"δανείζω", "δανείζει":"δανείζω", "δανείζεσαι":"δανείζω", "δανείζεται":"δανείζω", "δανειζόμαστε":"δανείζω", "δανειζόμενα":"δανειζόμενος", "δανείζονται":"δανείζω", "δανειζόταν":"δανείζω", "δανείζουν":"δανείζω", "δανεικά":"δανεικός", "δανεικό":"δανεικός", "δανεικός":"δανεικός", "δανεικών":"δανεικός", "δάνειο":"δάνειο", "δανειοδότηση":"δανειοδότηση", "δανειοδότησης":"δανειοδότηση", "δανειολήπτες":"δανειολήπτης", "δανειολήπτη":"δανειολήπτης", "δανειολήπτης":"δανειολήπτης", "δανειοληπτική":"δανειοληπτικός", "δανειοληπτών":"δανειολήπτης", "δανείου":"δάνειο", "δάνεισε":"δανείζω", "δανείσει":"δανείζω", "δανείσετε":"δανείζω", "δανεισθώ":"δανείζω", "δανεισμένη":"δανείζω", "δανεισμο":"δανεισμός", "δανεισμό":"δανεισμός", "δανεισμός":"δανεισμός", "δανεισμού":"δανεισμός", "δανεισμούς":"δανεισμός", "δανείσουν":"δανείζω", "δανειστεί":"δανείζω", "δανειστές":"δανειστής", "δανείστηκα":"δανείζω", "δανειστήκαμε":"δανείζω", "δανείστηκαν":"δανείζω", "δανείστηκε":"δανείζω", "δανειστικές":"δανειστικός", "δανειστική":"δανειστικός", "δανειστικής":"δανειστικός", "δανείων":"δάνειο", "δανέλλης":"δανέλλης", "δανία":"δανία", "δανιας":"δανία", "δανίας":"δανία", "δανιήλ":"δανιήλ", "δανιηλίδη":"δανιηλίδη", "δανιηλίδης":"δανιηλίδης", "δανιηλιδου":"δανιηλιδου", "δανιηλίδου":"δανιηλίδου", "δανική":"δανικός", "δανικός":"δανικός", "δανός":"δανός", "δανού":"δανός", "δαντέλα":"δαντέλα", "δαντέλες":"δαντέλα", "δαντελωτό":"δαντελωτός", "δάντη":"δάντης", "δαουλτσή":"δαουλτσή", "δαπ":"δαπ", "δαπανά":"δαπανώ", "δαπανάμε":"δαπανώ", "δαπάνες":"δαπάνη", "δαπάνη":"δαπάνη", "δαπανηθεί":"δαπανώ", "δαπανήθηκαν":"δαπανώ", "δαπανήθηκε":"δαπανώ", "δαπανηρά":"δαπανηρός", "δαπανηρές":"δαπανηρός", "δαπανηρή":"δαπανηρός", "δαπανηρό":"δαπανηρός", "δαπανηροί":"δαπανηρός", "δαπανηρότερο":"δαπανηρός", "δαπάνης":"δαπάνη", "δαπάνησαν":"δαπανώ", "δαπάνησε":"δαπανώ", "δαπανήσει":"δαπανώ", "δαπανήσετε":"δαπανώ", "δαπανούν":"δαπανώ", "δαπανούσε":"δαπανώ", "δαπανών":"δαπάνη", "δαπανώνται":"δαπανώ", "δαπανώντας":"δαπανώ", "δάπεδο":"δάπεδο", "δαπέδου":"δάπεδο", "δάπη":"δάπη", "δαραβίγκα":"δαραβίγκα", "δαρβινικής":"δαρβινικός", "δάρδα":"δάρδα", "δάρδας":"δάρδας", "δαριγκ":"δαριγκ", "δάρλα":"δάρλα", "δαρλας":"δαρλας", "δάρλας":"δάρλας", "δαρμένοι":"δαρμένος", "δάρρα":"δάρρα", "δας":"δας", "δασάκι":"δασάκι", "δασαλ":"δασαλ", "δασαρχείο":"δασαρχείο", "δασαρχείου":"δασαρχείο", "δασάρχες":"δασάρχης", "δασάρχη":"δασάρχης", "δασάρχης":"δασάρχης", "δασαρχών":"δασάρχης", "δασε":"δασε", "δασεία":"δασύς", "δασείας":"δασύς", "δασείες":"δασεία", "δασέος":"δασύς", "δασεργατών":"δασεργάτης", "δαση":"δάσος", "δάση":"δάσος", "δάση-υγρότοπους":"δάση-υγρότοπους", "δασικά":"δασικός", "δασικές":"δασικός", "δασική":"δασικός", "δασικής":"δασικός", "δασικό":"δασικός", "δασικοί":"δασικός", "δασικού":"δασικός", "δασικούς":"δασικός", "δασικών":"δασικός", "δάσιου":"δάσιου", "δασκάλα":"δασκάλα", "δασκαλακη":"δασκαλάκης", "δασκαλάκης":"δασκαλάκης", "δασκάλας":"δασκάλα", "δάσκαλε":"δάσκαλος", "δασκαλίστικη":"δασκαλίστικος", "δασκαλίστικο":"δασκαλίστικος", "δάσκαλο":"δάσκαλος", "δάσκαλό":"δάσκαλος", "δάσκαλοι":"δάσκαλος", "δάσκαλος":"δάσκαλος", "δάσκαλός":"δάσκαλος", "δασκάλου":"δάσκαλος", "δάσκαλου":"δάσκαλος", "δασκάλους":"δάσκαλος", "δάσκαλους":"δάσκαλος", "δασκάλων":"δάσκαλος", "δασμοί":"δασμός", "δασμούς":"δασμός", "δασμών":"δασμός", "δασοκομμάντος":"δασοκομμάντος", "δασοκτόνο":"δασοκτόνος", "δασολογίας":"δασολογία", "δασολογική":"δασολογικός", "δασολογικής":"δασολογικός", "δασολόγος":"δασολόγος", "δασολόγων":"δασολόγος", "δασοπονία":"δασοπονία", "δασοπονίας":"δασοπονία", "δασοπονικής":"δασοπονικός", "δασοπόνοι":"δασοπόνος", "δασοπροστασία":"δασοπροστασία", "δασοπροστασίας":"δασοπροστασία", "δασοπυρόσβεση":"δασοπυρόσβεση", "δασοπυρόσβεσης":"δασοπυρόσβεση", "δασοπυροσβέστες":"δασοπυροσβέστης", "δασοπυροσβέστη":"δασοπυροσβέστης", "δάσος":"δάσος", "δασους":"δασός", "δάσους":"δάσος", "δασπορας":"δασπορας", "δασύ":"δασύς", "δασυλας":"δασυλας", "δασύλας":"δασύλας", "δασύλλιο":"δασύλλιο", "δασύς":"δασύς", "δασώδη":"δασώδης", "δασωμένο":"δασωμένος", "δασων":"δάσος", "δασών":"δάσος", "δασών-πάρκων":"δασών-πάρκων", "δάφνες":"δάφνη", "δαφνη":"δάφνη", "δάφνη":"δάφνη", "δάφνης":"δάφνη", "δάφνη-σπόρτιγκ":"δάφνη-σπόρτιγκ", "δαφνί":"δαφνί", "δάχτυλα":"δάχτυλο", "δάχτυλά":"δάχτυλο", "δαχτυλάκι":"δαχτυλάκι", "δαχτυλίδι":"δαχτυλίδι", "δαχτυλίδια":"δαχτυλίδι", "δαχτυλιδιών":"δαχτυλίδι", "δαχτυλο":"δάχτυλο", "δάχτυλο":"δάχτυλο", "δάχτυλό":"δάχτυλο", "δαχτυλοσείοντες":"δαχτυλοσείοντες", "δαχτύλων":"δάχτυλο", "δε":"δε", "δε":"δεν", "δε.":"δε.", "δεαδ":"δεαδ", "δεβλέτογλου":"δεβλέτογλου", "δέδα":"δέδα", "δεδας":"δεδας", "δέδας":"δέδας", "δεδηλωμένη":"δεδηλωμένη", "δεδηλωμένης":"δηλώνω", "δεδηλωμένος":"δηλώνω", "δεδικαίωται":"δεδικαίωται", "δεδικασμένο":"δεδικασμένο", "δεδομενα":"δεδομένο", "δεδομένα":"δεδομένο", "δεδομένες":"δεδομένος", "δεδομένη":"δεδομένος", "δεδομένης":"δεδομένος", "δεδομένο":"δεδομένο", "δεδομένοι":"δεδομένος", "δεδομένος":"δίνω", "δεδομένου":"δεδομένο", "δεδομένους":"δεδομένος", "δεδομενων":"δεδομένος", "δεδομένων":"δεδομένος", "δεδουλευμένα":"δεδουλευμένος", "δεδουλευμένων":"δεδουλευμένος", "δεε":"δεε", "δεεκμε":"δεεκμε", "δεη":"δεη", "δέηση":"δέηση", "δέησης":"δέηση", "δεθ":"δεθ", "δεθεί":"δένω", "δέθηκαν":"δένω", "δέθηκε":"δένω", "δεθούν":"δένω", "δει":"βλέπω", "δείγμα":"δείγμα", "δείγματα":"δείγμα", "δείγματά":"δείγμα", "δειγματισμό":"δειγματισμός", "δειγματισμός":"δειγματισμός", "δειγματισμού":"δειγματισμός", "δειγματοληπτικά":"δειγματοληπτικός", "δειγματοληπτική":"δειγματοληπτικός", "δειγματοληπτικός":"δειγματοληπτικός", "δειγματοληπτικούς":"δειγματοληπτικός", "δειγματοληπτικών":"δειγματοληπτικός", "δειγματοληψία":"δειγματοληψία", "δείγματος":"δείγμα", "δειγματων":"δείγμα", "δειγμάτων":"δείγμα", "δείκτες":"δείκτης", "δεικτη":"δείκτης", "δείκτη":"δείκτης", "δεικτης":"δείκτης", "δείκτης":"δείκτης", "δείκτηςτου":"δείκτηςτου", "δεικτολογία":"δεικτολογία", "δεικτών":"δείκτης", "δειλά":"δειλά", "δειλά":"δειλός", "δειλά-δειλά":"δειλά-δειλά", "δειλή":"δειλός", "δειλία":"δειλία", "δειλιάζετε":"δειλιάζω", "δειλινό":"δειλινός", "δειλοί":"δειλός", "δειλός":"δειλός", "δειλούς":"δειλός", "δειλών":"δειλός", "δεινά":"δεινά", "δείνα":"δείνα", "δεινά":"δεινός", "δεινή":"δεινός", "δεινό":"δεινός", "δεινοί":"δεινός", "δεινός":"δεινός", "δεινόσαυρο":"δεινόσαυρος", "δεινόσαυροι":"δεινόσαυρος", "δεινόσαυρος":"δεινόσαυρος", "δεινόσαυρους":"δεινόσαυρος", "δεινοσαύρων":"δεινόσαυρος", "δεινότητα":"δεινότητα", "δεινών":"δεινός", "δεινώς":"δεινώς", "δείξαμε":"δείχνω", "δείξανε":"δείχνω", "δείξατε":"δείχνω", "'δειξε":"'δειξε", "δείξει":"δείχνω", "δείξεις":"δείχνω", "δείξετε":"δείχνω", "δείξουμε":"δείχνω", "δείξουν":"δείχνω", "δείξτε":"δείχνω", "δείξω":"δείχνω", "δείπνα":"δείπνο", "δειπνήσει":"δειπνώ", "δειπνήσετε":"δειπνώ", "δείπνο":"δείπνο", "δείπνου":"δείπνος", "δεις":"βλέπω", "δεισιδαιμονία":"δεισιδαιμονία", "δεισιδαιμονίες":"δεισιδαιμονία", "δείτε":"βλέπω", "δειχθεί":"δείχνω", "δείχνει":"δείχνω", "δείχνεις":"δείχνω", "δείχνετε":"δείχνω", "δειχνόμαστε":"δείχνω", "δείχνοντας":"δείχνω", "δείχνοντάς":"δείχνω", "δείχνουμε":"δείχνω", "δείχνουν":"δείχνω", "δείχνω":"δείχνω", "δείχτες":"δείχτης", "δεκ":"δεκ", "δεκα":"δέκα", "δέκα":"δέκα", "δεκάδα":"δεκάδα", "δεκάδες":"δεκάδα", "δεκαδικά":"δεκαδικός", "δεκαδικό":"δεκαδικός", "δεκάδων":"δεκάδα", "δέκα-είκοσι":"δέκα-είκοσι", "δεκαεννέα":"δεκαεννέα", "δεκαεννιά":"δεκαεννέα", "δεκαεννιάχρονη":"δεκαεννιάχρονος", "δεκαεξάρες":"δεκαεξάρης", "δεκαεξάρηδες":"δεκαεξάρης", "δεκαεξάρηδων":"δεκαεξάρης", "δεκαεξάχρονη":"δεκαεξάχρονος", "δεκαεξάχρονης":"δεκαεξάχρονος", "δεκαεξάχρονο":"δεκαεξάχρονος", "δεκαεξάχρονος":"δεκαεξάχρονος", "δεκαέξι":"δεκάξι", "δεκαεπτά":"δεκαεπτά", "δεκαεπτάχρονος":"δεκαεπτάχρονος", "δεκαεπτάχρονους":"δεκαεπτάχρονος", "δεκαετές":"δεκαετής", "δεκαετή":"δεκαετής", "δεκαετής":"δεκαετής", "δεκαετία":"δεκαετία", "δεκαετιας":"δεκαετία", "δεκαετίας":"δεκαετία", "δεκαετίες":"δεκαετία", "δεκαετιών":"δεκαετία", "δεκαετούς":"δεκαετής", "δεκαετων":"δεκαετής", "δεκαετών":"δεκαετής", "δεκαεφτά":"δεκαεπτά", "δεκαήμερες":"δεκαήμερος", "δεκαήμερο":"δεκαήμερο", "δεκαημέρου":"δεκαήμερος", "δεκάλεπτα":"δεκάλεπτος", "δεκάλεπτη":"δεκάλεπτος", "δεκάλεπτο":"δεκάλεπτος", "δεκαλέπτου":"δεκάλεπτος", "δεκάλογο":"δεκάλογος", "δεκάλογος":"δεκάλογος", "δεκαμελείς":"δεκαμελής", "δεκανέα":"δεκανέας", "δεκανέας":"δεκανέας", "δεκανίκια":"δεκανίκι", "δεκάξι":"δεκάξι", "δεκαοκτάχρονη":"δεκαοκτάχρονος", "δεκαοκτάχρονος":"δεκαοκτάχρονος", "δεκαοκτώ":"δεκαοκτώ", "δεκαοχτάμηνη":"δεκαοχτάμηνη", "δεκαοχτώ":"δεκαοκτώ", "δεκαπενθήμερη":"δεκαπενθήμερος", "δεκαπενθήμερο":"δεκαπενθήμερο", "δεκαπενθημέρου":"δεκαπενθήμερος", "δεκαπενταετία":"δεκαπενταετία", "δεκαπενταετίας":"δεκαπενταετία", "δεκαπενταετούς":"δεκαπενταετής", "δεκαπενταμελούς":"δεκαπενταμελής", "δεκαπεντασύλλαβο":"δεκαπεντασύλλαβος", "δεκαπεντάχρονα":"δεκαπεντάχρονος", "δεκαπεντάχρονη":"δεκαπεντάχρονος", "δεκαπεντάχρονο":"δεκαπεντάχρονος", "δεκαπεντάχρονος":"δεκαπεντάχρονος", "δεκαπεντάχρονου":"δεκαπεντάχρονος", "δεκαπέντε":"δεκαπέντε", "δεκαπλάσια":"δεκαπλάσιος", "δεκαπλασιαστεί":"δεκαπλασιάζω", "δεκαπλάσιο":"δεκαπλάσιος", "δεκάρα":"δεκάρα", "δεκάρες":"δεκάρα", "δεκάρι":"δεκάρι", "δεκάρια":"δεκάρι", "δεκαριά":"δεκαριά", "δεκάρικους":"δεκάρικος", "δεκασέλιδο":"δεκασέλιδος", "δέκατα":"δέκατα", "δεκατεσσάρων":"δεκατέσσερις", "δεκατέσσερα":"δεκατέσσερις", "δεκατέσσερις":"δεκατέσσερις", "δεκατη":"δεκάτη", "δέκατη":"δέκατος", "δέκατο":"δέκατος", "δέκατου":"δέκατος", "δεκατρείς":"δεκατρείς", "δεκατρία":"δεκατρείς", "δεκατριάχρονη":"δεκατριάχρονος", "δεκατριάχρονο":"δεκατριάχρονος", "δεκατριών":"δεκατρείς", "δεκαχίλιαρα":"δεκαχίλιαρο", "δεκάχρονα":"δεκάχρονος", "δεκάχρονη":"δεκάχρονος", "δεκάχρονο":"δεκάχρονος", "δεκε":"δεκε", "δεκέμβρη":"δεκέμβρης", "δεκεμβριάτικη":"δεκεμβριάτικος", "δεκέμβριο":"δεκέμβριος", "δεκέμβριος":"δεκέμβριος", "δεκεμβρίου":"δεκέμβριος", "δεκεμβρίου-1":"δεκεμβρίου-1", "δεκο":"δεκο", "δεκτά":"δεκτός", "δέκτες":"δέκτης", "δεκτές":"δεκτός", "δέκτη":"δέκτης", "δεκτή":"δεκτός", "δέκτης":"δέκτης", "δεκτική":"δεκτικός", "δεκτικοί":"δεκτικός", "δεκτό":"δεκτός", "δεκτοί":"δεκτός", "δεκτός":"δεκτός", "δεκτούς":"δεκτός", "δελαπόρτας":"δελαπόρτας", "δελασαλ":"δελασαλ", "δελεάζει":"δελεάζω", "δελεάζουν":"δελεάζω", "δέλεαρ":"δέλεαρ", "δελέασαν":"δελεάζω", "δελέασε":"δελεάζω", "δελεάσει":"δελεάζω", "δελεάσουν":"δελεάζω", "δελεαστικές":"δελεαστικός", "δελεαστική":"δελεαστικός", "δελεαστικό":"δελεαστικός", "δελεαστικός":"δελεαστικός", "δελεαστούν":"δελεάζω", "δεληβάνη":"δεληβάνη", "δεληβογιατζής":"δεληβογιατζής", "δεληγιάννης":"δεληγιάννης", "δεληγιαννίδη":"δεληγιαννίδη", "δεληγιώργη":"δεληγιώργη", "δελήμπασης":"δελήμπασης", "δεληπούλιος":"δεληπούλιος", "δελης":"δελης", "δελιανών":"δελιανών", "δέλιου":"δέλιου", "δέλλα":"δέλλα", "δελλας":"δελλας", "δέλλας":"δέλλας", "δελτα":"δέλτα", "δέλτα":"δέλτα", "δελτία":"δελτίο", "δελτιο":"δελτίο", "δελτίο":"δελτίο", "δελτίου":"δελτίο", "δελτίων":"δελτίο", "δελφινι":"δελφίνι", "δελφίνι":"δελφίνι", "δελφίνια":"δελφίνι", "δελφινιού":"δελφίνι", "δελφών":"δελφοί", "δέμα":"δέμα", "δέματα":"δέμα", "δεμάτια":"δεμάτι", "δεμάτων":"δέμα", "δεμένα":"δεμένος", "δεμένες":"δεμένος", "δεμένη":"δεμένος", "δεμένο":"δένω", "δεμένοι":"δεμένος", "δεμένος":"δένω", "δεμένου":"δένω", "δεμένους":"δεμένος", "δεμένων":"δένω", "δεμερτζή":"δεμερτζή", "δεμερτζης":"δεμερτζης", "δεμερτζής":"δεμερτζής", "δεμιρτζόγλου":"δεμιρτζόγλου", "δεμπι":"δεμπι", "δέμπι":"δέμπι", "δεν":"δεν", "δένδρα":"δένδρο", "δενδρινό":"δενδρινός", "δενδρινου":"δενδρινός", "δενδρινού":"δενδρινός", "δένδρο":"δένδρο", "δενδροκομικος":"δενδροκομικός", "δενδροποτάμου":"δενδροποτάμου", "δενδροπόταμου":"δενδροπόταμου", "δενδροστοιχία":"δεντροστοιχία", "δενδροστοιχίες":"δεντροστοιχία", "δενδροστοιχιών":"δεντροστοιχία", "δένδρου":"δένδρο", "δενδροφυτεύεται":"δενδροφυτεύεται", "δενδροφύτευσε":"δενδροφύτευσε", "δενδροφύτευση":"δενδροφύτευση", "δενδροφύτευσης":"δενδροφύτευσης", "δενδροχώρι":"δενδροχώρι", "δενδρύλλια":"δενδρύλλιο", "δενδρώδεις":"δενδρώδης", "δένδρων":"δένδρο", "δένει":"δένω", "δένεται":"δένω", "δένονται":"δένω", "δένουν":"δένω", "δέντρα":"δέντρο", "δεντράκια":"δεντράκι", "δέντρο":"δέντρο", "δέντρου":"δέντρο", "δέντρων":"δέντρο", "δέντσας":"δέντσας", "δεξαμενές":"δεξαμενή", "δεξαμενή":"δεξαμενή", "δεξαμενής":"δεξαμενή", "δεξαμενόπλοιο":"δεξαμενόπλοιο", "δεξαμενόπλοιου":"δεξαμενόπλοιο", "δεξαμενόπλοιων":"δεξαμενόπλοιο", "δεξαμενών":"δεξαμενή", "δεξι":"δεξι", "δεξί":"δεξιός", "δεξιά":"δεξιά", "δεξιά":"δεξιός", "δεξιά-αριστερά":"δεξιά-αριστερά", "δεξιάς":"δεξιά", "δεξιας":"δεξιός", "δεξιάς":"δεξιός", "δεξιές":"δεξιός", "δεξιό":"δεξιός", "δεξιοί":"δεξιός", "δεξιός":"δεξιός", "δεξιόστροφου":"δεξιόστροφος", "δεξιότερα":"δεξιά", "δεξιοτέχνη":"δεξιοτέχνης", "δεξιοτέχνης":"δεξιοτέχνης", "δεξιοτεχνία":"δεξιοτεχνία", "δεξιοτεχνίας":"δεξιοτεχνία", "δεξιοτεχνίες":"δεξιοτεχνία", "δεξιότητα":"δεξιότητα", "δεξιότητας":"δεξιότητα", "δεξιότητες":"δεξιότητα", "δεξιότητές":"δεξιότητα", "δεξιοτήτων":"δεξιότητα", "δεξιού":"δεξιός", "δεξιούς":"δεξιός", "δεξιώθηκε":"δεξιώνω", "δεξιών":"δεξιός", "δεξιώσεις":"δεξίωση", "δεξιώσεων":"δεξίωση", "δεξιώσεως":"δεξίωση", "δεξίωση":"δεξίωση", "δεξίωσης":"δεξίωση", "δεομένου":"δεομένου", "δέον":"δέων", "δέοντα":"δέων", "δεοντολογία":"δεοντολογία", "δεοντολογίας":"δεοντολογία", "δεοντολογικής":"δεοντολογικός", "δέοντος":"δέων", "δεόντως":"δεόντως", "δεοπς":"δεοπς", "δέος":"δέος", "δέους":"δέος", "δέουσα":"δέων", "δέουσας":"δέων", "δέουσες":"δέων", "δεπ":"δεπ", "δεπα":"δεπα", "δεπθε":"δεπθε", "δερβένι":"δερβένι", "δερβίσηδων":"δερβίσης", "δεργιαδε":"δεργιαδε", "δεργιαδες":"δεργιαδες", "δεργιαδές":"δεργιαδές", "δέρμα":"δέρμα", "δέρματα":"δέρμα", "δερματικά":"δερματικός", "δερματική":"δερματικός", "δερματικό":"δερματικός", "δερματικός":"δερματικός", "δερματικού":"δερματικός", "δερματικών":"δερματικός", "δερμάτινα":"δερμάτινος", "δερμάτινες":"δερμάτινος", "δερμάτινους":"δερμάτινος", "δερμάτινων":"δερμάτινος", "δερματίτιδα":"δερματίτιδα", "δερματολογικό":"δερματολογικός", "δερματολογικού":"δερματολογικός", "δερματος":"δέρμα", "δέρματος":"δέρμα", "δέρματός":"δέρμα", "δερμεντζογλου":"δερμεντζογλου", "δερμεντζόγλου":"δερμεντζόγλου", "δερμετζόπουλος":"δερμετζόπουλος", "δέρνει":"δέρνω", "δέρνεις":"δέρνω", "δέρνουμε":"δέρνω", "δέρνουν":"δέρνω", "δες":"βλέπω", "δέσαμε":"δένω", "δεσε":"δένω", "δέσει":"δένω", "δεσίλλας":"δεσίλλας", "δέσιμο":"δέσιμο", "δέσιμό":"δέσιμο", "δέσκα":"δέσκα", "δεσκατη":"δεσκατη", "δεσκατης":"δεσκατης", "δεσμά":"δεσμά", "δέσμες":"δέσμη", "δεσμεύει":"δεσμεύω", "δεσμεύεται":"δεσμεύω", "δεσμευθεί":"δεσμεύω", "δεσμεύθηκε":"δεσμεύω", "δεσμευθούν":"δεσμεύω", "δεσμευμένα":"δεσμεύω", "δεσμεύομαι":"δεσμεύω", "δεσμευόμενος":"δεσμευόμενος", "δεσμεύονται":"δεσμεύω", "δεσμεύοντας":"δεσμεύω", "δεσμευόταν":"δεσμεύω", "δεσμεύουν":"δεσμεύω", "δέσμευσαν":"δεσμεύω", "δέσμευσε":"δεσμεύω", "δεσμεύσει":"δεσμεύω", "δεσμεύσεις":"δέσμευση", "δεσμεύσεων":"δέσμευση", "δέσμευση":"δέσμευση", "δέσμευσή":"δέσμευση", "δέσμευσης":"δέσμευση", "δέσμευσής":"δέσμευση", "δεσμεύσουν":"δεσμεύω", "δεσμευτεί":"δεσμεύω", "δεσμευτείτε":"δεσμεύω", "δεσμεύτηκαν":"δεσμεύω", "δεσμεύτηκε":"δεσμεύω", "δεσμευτικά":"δεσμευτικά", "δεσμευτικά":"δεσμευτικός", "δεσμευτικές":"δεσμευτικός", "δεσμευτική":"δεσμευτικός", "δεσμευτικής":"δεσμευτικός", "δεσμευτικό":"δεσμευτικός", "δεσμευτικοί":"δεσμευτικός", "δεσμευτικός":"δεσμευτικός", "δεσμευτικότητας":"δεσμευτικότητας", "δεσμευτικού":"δεσμευτικός", "δεσμευτικών":"δεσμευτικός", "δεσμευτούν":"δεσμεύω", "δέσμη":"δέσμη", "δέσμης":"δέσμη", "δέσμια":"δέσμιος", "δεσμίδα":"δεσμίδα", "δεσμίδες":"δεσμίδα", "δέσμιες":"δέσμιος", "δέσμιο":"δέσμιος", "δέσμιοι":"δέσμιος", "δέσμιος":"δέσμιος", "δεσμο":"δεσμός", "δεσμό":"δεσμός", "δεσμοί":"δεσμός", "δεσμος":"δεσμός", "δεσμός":"δεσμός", "δεσμού":"δεσμός", "δεσμούς":"δεσμός", "δεσμοφύλακες":"δεσμοφύλακας", "δεσμοφυλάκων":"δεσμοφύλακας", "δεσμών":"δεσμός", "δεσμώτη":"δεσμώτης", "δεσμώτης":"δεσμώτης", "δέσουν":"δένω", "δεσπεραί":"δεσπεραί", "δεσπερέ":"δεσπερέ", "δέσποζε":"δεσπόζω", "δεσπόζει":"δεσπόζω", "δεσποζόμενα":"δεσποζόμενα", "δεσπόζον":"δεσπόζων", "δεσπόζουν":"δεσπόζω", "δεσπόζουσα":"δεσπόζων", "δεσποινα":"δέσποινα", "δέσποινα":"δέσποινα", "δέσποινας":"δέσποινα", "δεσποινίδα":"δεσποινίδα", "δεσποινίδες":"δεσποινίδα", "δεσποινίς":"δεσποινίς", "δέσπος":"δέσπος", "δεσποτική":"δεσποτικός", "δεσποτικό":"δεσποτικός", "δεσποτικού":"δεσποτικός", "δεσποτισμό":"δεσποτισμός", "δεσποτισμού":"δεσποτισμός", "δέστρες":"δέστρα", "δεσφα":"δεσφα", "δέσω":"δένω", "δετηπ":"δετηπ", "δευτερα":"δευτέρα", "δευτέρα":"δευτέρα", "δεύτερα":"δεύτερος", "δευτεραθλητές":"δευτεραθλητές", "δευτέρα-πέμπτη":"δευτέρα-πέμπτη", "δευτέρας":"δευτέρα", "δευτέρες":"δευτέρα", "δεύτερες":"δεύτερος", "δευτερεύον":"δευτερεύων", "δευτερεύοντα":"δευτερεύων", "δευτερεύοντες":"δευτερεύων", "δευτερευόντως":"δευτερευόντως", "δευτερεύουσα":"δευτερεύων", "δευτερεύουσες":"δευτερεύων", "δευτερη":"δεύτερος", "δεύτερη":"δεύτερος", "δεύτερή":"δεύτερος", "δεύτερης":"δεύτερος", "δευτεριάτικο":"δευτεριάτικος", "δευτερο":"δεύτερος", "δεύτερο":"δεύτερος", "δεύτερό":"δεύτερος", "δευτεροβάθμια":"δευτεροβάθμιος", "δευτεροβάθμιας":"δευτεροβάθμιος", "δευτεροβάθμιες":"δευτεροβάθμιος", "δευτεροβάθμιο":"δευτεροβάθμιος", "δευτεροβάθμιου":"δευτεροβάθμιος", "δευτεροβάθμιων":"δευτεροβάθμιος", "δευτερογενείς":"δευτερογενής", "δευτερογενή":"δευτερογενής", "δευτερογενής":"δευτερογενής", "δευτερογενούς":"δευτερογενής", "δεύτεροι":"δεύτερος", "δευτεροκλασάτα":"δευτεροκλασάτος", "δευτεροκλασάτο":"δευτεροκλασάτος", "δευτερόλεπτα":"δευτερόλεπτο", "δευτερόλεπτο":"δευτερόλεπτο", "δευτερολέπτου":"δευτερόλεπτο", "δευτερολέπτων":"δευτερόλεπτο", "δευτερολογήσει":"δευτερολογώ", "δευτερολογήσετε":"δευτερολογώ", "δευτερολογια":"δευτερολογία", "δευτερολογία":"δευτερολογία", "δεύτερον":"δεύτερος", "δευτεροπαθή":"δευτεροπαθής", "δευτερος":"δεύτερος", "δεύτερος":"δεύτερος", "δευτερότοκη":"δευτερότοκος", "δευτέρου":"δεύτερος", "δεύτερου":"δεύτερος", "δεύτερους":"δεύτερος", "δεύτερων":"δεύτερος", "δέχεσαι":"δέχομαι", "δέχεστε":"δέχομαι", "δέχεται":"δέχομαι", "δεχθεί":"δέχομαι", "δεχθείτε":"δέχομαι", "δέχθηκα":"δέχομαι", "δεχθήκαμε":"δέχομαι", "δέχθηκαν":"δέχομαι", "δεχθήκατε":"δέχομαι", "δέχθηκε":"δέχομαι", "δέχθηκες":"δέχομαι", "δεχθούμε":"δέχομαι", "δεχθούν":"δέχομαι", "δεχθώ":"δέχομαι", "δέχομαι":"δέχομαι", "δεχόμασταν":"δέχομαι", "δεχόμαστε":"δέχομαι", "δεχόμενη":"δεχόμενος", "δεχόμενο":"δεχόμενος", "δεχόμενοι":"δεχόμενος", "δεχόμενος":"δεχόμενος", "δεχόμουν":"δέχομαι", "δέχονται":"δέχομαι", "δέχονταν":"δέχομαι", "δεχόντουσαν":"δέχομαι", "δεχόσασταν":"δέχομαι", "δεχόταν":"δέχομαι", "δεχτεί":"δέχομαι", "δεχτείς":"δέχομαι", "δεχτείτε":"δέχομαι", "δέχτηκα":"δέχομαι", "δεχτήκαμε":"δέχομαι", "δέχτηκαν":"δέχομαι", "δεχτήκατε":"δέχομαι", "δέχτηκε":"δέχομαι", "δεχτούμε":"δέχομαι", "δεχτούν":"δέχομαι", "δεχτώ":"δέχομαι", "δη":"δη", "δήθεν":"δήθεν", "δηκεπθ":"δηκεπθ", "δηκκι":"δηκκι", "δηκτικά":"δηκτικά", "δηκτικές":"δηκτικός", "δηκτικό":"δηκτικός", "δηλ.":"δηλ.", "δηλαδή":"δηλαδή", "δηλγεράκη":"δηλγεράκη", "δηλητήρια":"δηλητήριο", "δηλητηριάζοντας":"δηλητηριάζω", "δηλητηριάζουν":"δηλητηριάζω", "δηλητηρίασαν":"δηλητηριάζω", "δηλητηρίασε":"δηλητηριάζω", "δηλητηριάσει":"δηλητηριάζω", "δηλητηριάσεων":"δηλητηρίαση", "δηλητηρίαση":"δηλητηρίαση", "δηλητηρίασης":"δηλητηρίαση", "δηλητηρίασής":"δηλητηρίαση", "δηλητηριασμένα":"δηλητηριασμένος", "δηλητηριασμένο":"δηλητηριασμένος", "δηλητηριασμένων":"δηλητηριάζω", "δηλητηριάσουν":"δηλητηριάζω", "δηλητηριάστηκαν":"δηλητηριάζω", "δηλητήριο":"δηλητήριο", "δηλητήριό":"δηλητήριο", "δηλητηρίου":"δηλητήριο", "δηλητηριώδεις":"δηλητηριώδης", "δηλητηριώδες":"δηλητηριώδης", "δηλητηριώδη":"δηλητηριώδης", "δηλητηριώδους":"δηλητηριώδης", "δηλητηριωδών":"δηλητηριώδης", "δηλητηρίων":"δηλητήριο", "δηλούμενης":"δηλούμενος", "δηλωθεί":"δηλώνω", "δηλωθέν":"δηλωθείς", "δηλωθέντα":"δηλωθείς", "δηλώθηκαν":"δηλώνω", "δηλώθηκε":"δηλώνω", "δηλωμένα":"δηλώνω", "δηλωμένες":"δηλώνω", "δηλωμένη":"δηλώνω", "δηλωμένο":"δηλώνω", "δηλωμένος":"δηλωμένος", "δηλωμένους":"δηλώνω", "δηλωμένων":"δηλώνω", "δήλωναν":"δηλώνω", "δήλωνε":"δηλώνω", "δηλώνει":"δηλώνω", "δηλώνεται":"δηλώνω", "δηλώνονται":"δηλώνω", "δηλώνοντας":"δηλώνω", "δηλωνόταν":"δηλώνω", "δηλώνουμε":"δηλώνω", "δηλωνουν":"δηλώνω", "δηλώνουν":"δηλώνω", "δηλώνω":"δηλώνω", "δήλωσα":"δηλώνω", "δηλώσαμε":"δηλώνω", "δήλωσαν":"δηλώνω", "δηλώσατε":"δηλώνω", "δηλωσε":"δηλώνω", "δήλωσε":"δηλώνω", "δηλώσει":"δηλώνω", "δηλώσεις":"δηλώνω", "δηλωσεις":"δήλωση", "δηλώσεις":"δήλωση", "δηλώσετε":"δηλώνω", "δηλώσεων":"δήλωση", "δηλώσεών":"δήλωση", "δηλώσεως":"δήλωση", "δηλωση":"δήλωση", "δήλωση":"δήλωση", "δήλωσή":"δήλωση", "δηλωσης":"δήλωση", "δήλωσης":"δήλωση", "δήλωσής":"δήλωση", "δηλώσουμε":"δηλώνω", "δηλώσουν":"δηλώνω", "δηλώστε":"δηλώνω", "δηλώσω":"δηλώνω", "δηλωτικά":"δηλωτικός", "δηλωτική":"δηλωτικός", "δηλωτικό":"δηλωτικός", "δημ":"δημ", "δημ.":"δημ.", "δημαγωγία":"δημαγωγία", "δημαγωγίας":"δημαγωγία", "δημαγωγίες":"δημαγωγία", "δημαγωγικής":"δημαγωγικός", "δημαγωγοί":"δημαγωγός", "δημάκη":"δημάκης", "δημαρά":"δημαράς", "δημαράς":"δημαράς", "δήμαρχε":"δήμαρχος", "δημαρχεία":"δημαρχείο", "δημαρχειο":"δημαρχείο", "δημαρχείο":"δημαρχείο", "δημαρχείου":"δημαρχείο", "δημαρχία":"δημαρχία", "δημαρχιακής":"δημαρχιακός", "δημαρχιακό":"δημαρχιακός", "δημαρχιακού":"δημαρχιακός", "δημαρχίας":"δημαρχία", "δημαρχίνα":"δημαρχίνα", "δήμαρχο":"δήμαρχος", "δήμαρχό":"δήμαρχος", "δημαρχοι":"δήμαρχος", "δήμαρχοι":"δήμαρχος", "δήμαρχον":"δήμαρχος", "δήμαρχος":"δήμαρχος", "δήμαρχός":"δήμαρχος", "δημαρχου":"δήμαρχος", "δημάρχου":"δήμαρχος", "δήμαρχου":"δήμαρχος", "δημάρχους":"δήμαρχος", "δημάρχων":"δήμαρχος", "δήμας":"δήμας", "δήμητρα":"δήμητρα", "δημητράκη":"δημητράκης", "δημητρακόπουλο":"δημητρακόπουλος", "δημητρακόπουλος":"δημητρακόπουλος", "δημητρακοπούλου":"δημητρακοπούλου", "δημητρας":"δήμητρα", "δήμητρας":"δήμητρα", "δημητρέα":"δημητρέα", "δημητρη":"δημήτρης", "δημήτρη":"δημήτρης", "δημητρης":"δημήτρης", "δημήτρης":"δημήτρης", "δημήτρια":"δημήτρια", "δημητριάδη":"δημητριάδης", "δημητριαδης":"δημητριάδης", "δημητριάδης":"δημητριάδης", "δημητριαδου":"δημητριαδου", "δημητριάδου":"δημητριάδου", "δημητριακά":"δημητριακά", "δημητριακών":"δημητριακός", "δημητριο":"δημήτριος", "δημήτριο":"δημήτριος", "δημητριος":"δημήτριος", "δημήτριος":"δημήτριος", "δημητριου":"δημήτριος", "δημητρίου":"δημήτριος", "δημήτριου":"δημήτριου", "δημητρίων":"δημητρίων", "δημητρόπουλος":"δημητρόπουλος", "δημητρόπουλου":"δημητρόπουλος", "δήμιοι":"δήμιος", "δημιοιυργήθηκε":"δημιοιυργήθηκε", "δημιος":"δήμιος", "δήμιος":"δήμιος", "δημιουργεί":"δημιουργώ", "δημιουργείς":"δημιουργώ", "δημιουργείται":"δημιουργώ", "δημιουργείτε":"δημιουργώ", "δημιουργηθεί":"δημιουργώ", "δημιουργηθήκαμε":"δημιουργώ", "δημιουργήθηκαν":"δημιουργώ", "δημιουργήθηκε":"δημιουργώ", "δημιουργηθούν":"δημιουργώ", "δημιούργημα":"δημιούργημα", "δημιούργημά":"δημιούργημα", "δημιουργήματα":"δημιούργημα", "δημιουργήματά":"δημιούργημα", "δημιουργήματος":"δημιούργημα", "δημιουργημένο":"δημιουργημένος", "δημιούργησα":"δημιουργώ", "δημιουργήσαμε":"δημιουργώ", "δημιούργησαν":"δημιουργώ", "δημιουργήσανε":"δημιουργώ", "δημιουργησε":"δημιουργώ", "δημιούργησε":"δημιουργώ", "δημιουργήσει":"δημιουργώ", "δημιουργήσεις":"δημιουργώ", "δημιούργησες":"δημιουργώ", "δημιουργήσετε":"δημιουργώ", "δημιουργήσουμε":"δημιουργώ", "δημιουργήσουν":"δημιουργώ", "δημιουργήστε":"δημιουργώ", "δημιουργήσω":"δημιουργώ", "δημιουργία":"δημιουργία", "δημιουργιας":"δημιουργία", "δημιουργίας":"δημιουργία", "δημιουργίες":"δημιουργία", "δημιουργικά":"δημιουργικά", "δημιουργικά":"δημιουργικός", "δημιουργικές":"δημιουργικός", "δημιουργική":"δημιουργικός", "δημιουργικής":"δημιουργικός", "δημιουργικό":"δημιουργικός", "δημιουργικοί":"δημιουργικός", "δημιουργικός":"δημιουργικός", "δημιουργικότεροι":"δημιουργικός", "δημιουργικότητα":"δημιουργικότητα", "δημιουργικότητά":"δημιουργικότητα", "δημιουργικότητας":"δημιουργικότητα", "δημιουργικότητάς":"δημιουργικότητα", "δημιουργικού":"δημιουργικός", "δημιουργικούς":"δημιουργικός", "δημιουργικών":"δημιουργικός", "δημιουργιών":"δημιουργία", "δημιουργό":"δημιουργός", "δημιουργοί":"δημιουργός", "δημιουργοί-παραγωγοί":"δημιουργοί-παραγωγοί", "δημιουργός":"δημιουργός", "δημιουργού":"δημιουργός", "δημιουργούμε":"δημιουργώ", "δημιουργούν":"δημιουργώ", "δημιουργούνται":"δημιουργώ", "δημιουργούνταν":"δημιουργώ", "δημιουργούς":"δημιουργός", "δημιουργούσαν":"δημιουργώ", "δημιουργούσε":"δημιουργώ", "δημιουργώ":"δημιουργώ", "δημιουργών":"δημιουργός", "δημιουργώντας":"δημιουργώ", "δήμιους":"δήμιος", "δήμο":"δήμος", "δημογραφικά":"δημογραφικά", "δημογραφικές":"δημογραφικός", "δημογραφικής":"δημογραφικός", "δημογραφικό":"δημογραφικός", "δημογραφικός":"δημογραφικός", "δημογραφικού":"δημογραφικός", "δημογραφικών":"δημογραφικός", "δημοθυρα":"δημοθυρα", "δήμοι":"δήμος", "δημοκράτες":"δημοκράτης", "δημοκράτη":"δημοκράτης", "δημοκράτης":"δημοκράτης", "δημοκρατια":"δημοκρατία", "δημοκρατία":"δημοκρατία", "δημοκρατιας":"δημοκρατία", "δημοκρατίας":"δημοκρατία", "δημοκρατίας'":"δημοκρατίας'", "δημοκρατίες":"δημοκρατία", "δημοκρατικά":"δημοκρατικά", "δημοκρατικά":"δημοκρατικός", "δημοκρατικές":"δημοκρατικός", "δημοκρατική":"δημοκρατικός", "δημοκρατικής":"δημοκρατικός", "δημοκρατικό":"δημοκρατικός", "δημοκρατικοί":"δημοκρατικός", "δημοκρατικός":"δημοκρατικός", "δημοκρατικότητα":"δημοκρατικότητα", "δημοκρατικότητας":"δημοκρατικότητα", "δημοκρατικού":"δημοκρατικός", "δημοκρατικούς":"δημοκρατικός", "δημοκρατικών":"δημοκρατικός", "δημοκρατιών":"δημοκρατία", "δημοκρατών":"δημοκράτης", "δημοκρίτειο":"δημοκρίτειος", "δημοκριτείου":"δημοκρίτειος", "δημοκρίτειου":"δημοκρίτειος", "δημόκριτος":"δημόκριτος", "δημολαϊδου":"δημολαϊδου", "δημολαΐδου":"δημολαΐδου", "δημόπουλο":"δημόπουλος", "δημοπουλος":"δημόπουλος", "δημόπουλος":"δημόπουλος", "δημόπουλου":"δημόπουλος", "δημοπούλου":"δημοπούλου", "δημοπρασία":"δημοπρασία", "δημοπρασίας":"δημοπρασία", "δημοπρασίες":"δημοπρασία", "δημοπρασιών":"δημοπρασία", "δημοπρατείται":"δημοπρατώ", "δημοπρατηθεί":"δημοπρατώ", "δημοπρατηθέντος":"δημοπρατηθείς", "δημοπρατήθηκαν":"δημοπρατώ", "δημοπρατηθούν":"δημοπρατώ", "δημοπράτησε":"δημοπρατώ", "δημοπράτηση":"δημοπράτηση", "δημοπράτησή":"δημοπράτηση", "δημοπράτησης":"δημοπράτηση", "δημοπρατούμενου":"δημοπρατούμενου", "δημοπρατούνται":"δημοπρατώ", "δημος":"δήμος", "δήμος":"δήμος", "δημοσθένη":"δημοσθένης", "δημοσθένης":"δημοσθένης", "δημοσθένους":"δημοσθένους", "δημοσια":"δημοσιά", "δημοσία":"δημόσιος", "δημόσια":"δημόσιος", "δημοσιας":"δημοσιά", "δημοσίας":"δημόσιος", "δημόσιας":"δημόσιος", "δημοσιές":"δημοσιά", "δημόσιες":"δημόσιος", "δημοσίευαν":"δημοσιεύω", "δημοσίευε":"δημοσιεύω", "δημοσιεύει":"δημοσιεύω", "δημοσιεύεται":"δημοσιεύω", "δημοσιευθεί":"δημοσιεύω", "δημοσιεύθηκαν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύθηκε":"δημοσιεύω", "δημοσιευθούν":"δημοσιεύω", "δημοσίευμα":"δημοσίευμα", "δημοσίευμά":"δημοσίευμα", "δημοσιεύματα":"δημοσίευμα", "δημοσιεύματά":"δημοσίευμα", "δημοσιεύματος":"δημοσίευμα", "δημοσιευμάτων":"δημοσίευμα", "δημοσιευμένα":"δημοσιεύω", "δημοσιευμένες":"δημοσιεύω", "δημοσιευμένη":"δημοσιευμένος", "δημοσιευμένο":"δημοσιευμένος", "δημοσιεύονται":"δημοσιεύω", "δημοσιεύονταν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύοντας":"δημοσιεύω", "δημοσιευόταν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύουμε":"δημοσιεύω", "δημοσιεύουν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύσαμε":"δημοσιεύω", "δημοσίευσαν":"δημοσιεύω", "δημοσίευσε":"δημοσιεύω", "δημοσιεύσει":"δημοσιεύω", "δημοσιεύσεις":"δημοσίευση", "δημοσιεύσετε":"δημοσιεύω", "δημοσιεύσεων":"δημοσίευση", "δημοσιεύσεως":"δημοσίευση", "δημοσίευση":"δημοσίευση", "δημοσίευσή":"δημοσίευση", "δημοσίευσης":"δημοσίευση", "δημοσιεύσουν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύσω":"δημοσιεύω", "δημοσιευτεί":"δημοσιεύω", "δημοσιεύτηκαν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύτηκε":"δημοσιεύω", "δημοσιευτούν":"δημοσιεύω", "δημοσιεύω":"δημοσιεύω", "δημόσιο":"δημόσιος", "δημοσιογραφία":"δημοσιογραφία", "δημοσιογραφίας":"δημοσιογραφία", "δημοσιογραφικά":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικές":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφική":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικής":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικό":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικοί":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικος":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικός":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικού":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικούς":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογραφικών":"δημοσιογραφικός", "δημοσιογράφο":"δημοσιογράφος", "δημοσιογράφοι":"δημοσιογράφος", "δημοσιογράφοι-παρουσιαστές":"δημοσιογράφοι-παρουσιαστές", "δημοσιογράφος":"δημοσιογράφος", "δημοσιογράφου":"δημοσιογράφος", "δημοσιογράφους":"δημοσιογράφος", "δημοσιογράφων":"δημοσιογράφος", "δημόσιοι":"δημόσιος", "δημοσιονομικά":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικές":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομική":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικής":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικό":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικοί":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικός":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικού":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικούς":"δημοσιονομικός", "δημοσιονομικών":"δημοσιονομικός", "δημοσιοποιηθεί":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιήθηκαν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιήθηκε":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιηθούν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποίησαν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποίησε":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιήσει":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιηση":"δημοσιοποίηση", "δημοσιοποίηση":"δημοσιοποίηση", "δημοσιοποίησή":"δημοσιοποίηση", "δημοσιοποίησης":"δημοσιοποίηση", "δημοσιοποιήσουν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιούν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιούσαν":"δημοσιοποιώ", "δημοσιοποιώντας":"δημοσιοποιώ", "δημόσιος":"δημόσιος", "δημοσιοσχεσίτικα":"δημοσιοσχεσίτικος", "δημοσιότητα":"δημοσιότητα", "δημοσιοτητας":"δημοσιότητα", "δημοσιότητας":"δημοσιότητα", "δημοσιότητάς":"δημοσιότητα", "δημοσιότητος":"δημοσιότητα", "δημοσίου":"δημόσιος", "δημόσιου":"δημόσιος", "δημοσιοϋπαλληλικά":"δημοσιοϋπαλληλικός", "δημοσιοϋπαλληλική":"δημοσιοϋπαλληλικός", "δημοσιοϋπαλληλικής":"δημοσιοϋπαλληλικός", "δημοσιοϋπαλληλικού":"δημοσιοϋπαλληλικός", "δημοσίους":"δημόσιος", "δημόσιους":"δημόσιος", "δημοσίων":"δημόσιος", "δημόσιων":"δημόσιος", "δημοσίως":"δημόσια", "δημοσκοπήσει":"δημοσκοπώ", "δημοσκοπήσεις":"δημοσκόπηση", "δημοσκοπήσεων":"δημοσκόπηση", "δημοσκοπηση":"δημοσκόπηση", "δημοσκόπηση":"δημοσκόπηση", "δημοσκόπησης":"δημοσκόπηση", "δημοσκόποι":"δημοσκόπος", "δημότες":"δημότης", "δημότη":"δημότης", "δημότης":"δημότης", "δημοτικά":"δημοτικός", "δημοτικές":"δημοτικός", "δημοτική":"δημοτική", "δημοτικη":"δημοτικός", "δημοτική":"δημοτικός", "δημοτικής":"δημοτικός", "δημοτικισμού":"δημοτικισμός", "δημοτικιστή":"δημοτικιστής", "δημοτικιστης":"δημοτικιστής", "δημοτικιστής":"δημοτικιστής", "δημοτικο":"δημοτικός", "δημοτικό":"δημοτικός", "δημοτικοι":"δημοτικός", "δημοτικοί":"δημοτικός", "δημοτικόν":"δημοτικός", "δημοτικος":"δημοτικός", "δημοτικός":"δημοτικός", "δημοτικότης":"δημοτικότητα", "δημοτικότητα":"δημοτικότητα", "δημοτικότητά":"δημοτικότητα", "δημοτικότητας":"δημοτικότητα", "δημοτικότητάς":"δημοτικότητα", "δημοτικου":"δημοτικός", "δημοτικού":"δημοτικός", "δημοτικούς":"δημοτικός", "δημοτικών":"δημοτικός", "δημοτολόγια":"δημοτολόγιο", "δημοτών":"δημότης", "δημου":"δήμος", "δήμου":"δήμος", "δημουλά":"δημουλά", "δημουλάκη":"δημουλάκη", "δήμους":"δήμος", "δημούτσος":"δημούτσος", "δημοφιλείς":"δημοφιλής", "δημοφιλές":"δημοφιλής", "δημοφιλέστατο":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερα":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερες":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερη":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερο":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερος":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερους":"δημοφιλής", "δημοφιλέστερων":"δημοφιλής", "δημοφιλή":"δημοφιλής", "δημοφιλής":"δημοφιλής", "δημοφιλία":"δημοφιλία", "δημοφιλίας":"δημοφιλίας", "δημοφιλούς":"δημοφιλής", "δημοφιλών":"δημοφιλής", "δημοψήφισμα":"δημοψήφισμα", "δημοψηφίσματα":"δημοψήφισμα", "δημοψηφίσματος":"δημοψήφισμα", "δημοψηφισμάτων":"δημοψήφισμα", "δήμω":"δήμω", "δημώδεις":"δημώδης", "δημώδη":"δημώδης", "δημώδους":"δημώδης", "δήμων":"δήμος", "δηνάρια":"δηνάριο", "δηνάριο":"δηνάριο", "δηπεθε":"δηπεθε", "δήποτε":"δήποτε", "δησομητζόγλου":"δησομητζόγλου", "δι":"διά", "δι'":"διά", "δια":"διά", "διά":"διά", "δία":"δίας", "διάβα":"διάβα", "διάβαζα":"διαβάζω", "διαβάζαμε":"διαβάζω", "διάβαζαν":"διαβάζω", "διάβαζε":"διαβάζω", "διαβάζει":"διαβάζω", "διαβάζεις":"διαβάζω", "διαβάζεται":"διαβάζω", "διαβάζετε":"διαβάζω", "διαβάζονται":"διαβάζω", "διαβάζονταν":"διαβάζω", "διαβάζοντας":"διαβάζω", "διαβάζοντάς":"διαβάζω", "διαβάζουμε":"διαβάζω", "διαβάζουν":"διαβάζω", "διαβάζω":"διαβάζω", "διαβαθμίσεις":"διαβαθμίζω", "διαβάθμιση":"διαβάθμιση", "διαβαθμισμένες":"διαβαθμίζω", "διάβαιναν":"διαβαίνω", "διαβαίνει":"διαβαίνω", "διαβαίνουν":"διαβαίνω", "διαβαλκανική":"διαβαλκανικός", "διαβαλκανικό":"διαβαλκανικός", "διαβάλλουν":"διαβάλλω", "διάβασα":"διαβάζω", "διαβάσαμε":"διαβάζω", "διάβασαν":"διαβάζω", "διαβάσατε":"διαβάζω", "διάβασε":"διαβάζω", "διαβάσει":"διαβάζω", "διαβάσεις":"διάβαση", "διαβάσετε":"διαβάζω", "διάβαση":"διάβαση", "διάβασης":"διάβαση", "διάβασμα":"διάβασμα", "διαβάσματα":"διάβασμα", "διαβασμένοι":"διαβάζω", "διαβασμένος":"διαβασμένος", "διαβάσουμε":"διαβάζω", "διαβάσουν":"διαβάζω", "διαβάστε":"διαβάζω", "διαβαστεί":"διαβάζω", "διαβάστηκαν":"διαβάζω", "διαβάστηκε":"διαβάζω", "διαβαστούν":"διαβάζω", "διαβάσω":"διαβάζω", "διαβατά":"διαβατός", "διαβάτες":"διαβάτης", "διαβάτη":"διαβάτης", "διαβατήρια":"διαβατήριο", "διαβατηριο":"διαβατήριο", "διαβατήριο":"διαβατήριο", "διαβατήριό":"διαβατήριο", "διαβατηρίου":"διαβατήριο", "διαβατηρίων":"διαβατήριο", "διαβάτης":"διαβάτης", "διαβατών":"διαβατός", "διαβεβαιώ":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαίωναν":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαίωνε":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώνει":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώνοντας":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώνουν":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώνω":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαίωσαν":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαίωσε":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώσει":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώσεις":"διαβεβαίωση", "διαβεβαιώσετε":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαίωση":"διαβεβαίωση", "διαβεβαιώσουν":"διαβεβαιώνω", "διαβεβαιώσω":"διαβεβαιώνω", "διαβεί":"διαβαίνω", "διάβημα":"διάβημα", "διαβήματα":"διάβημα", "διαβήτη":"διαβήτης", "διαβήτης":"διαβήτης", "διαβητικοί":"διαβητικός", "διαβητολόγων":"διαβητολόγος", "διαβιβάζεται":"διαβιβάζω", "διαβιβάζονται":"διαβιβάζω", "διαβίβασα":"διαβιβάζω", "διαβίβασε":"διαβιβάζω", "διαβιβάσει":"διαβιβάζω", "διαβίβαση":"διαβίβαση", "διαβίβασης":"διαβίβαση", "διαβιβάσθηκε":"διαβιβάζω", "διαβιβάσουμε":"διαβιβάζω", "διαβιβάσουν":"διαβιβάζω", "διαβιβαστεί":"διαβιβάζω", "διαβιβάστηκαν":"διαβιβάζω", "διαβιβάστηκε":"διαβιβάζω", "διαβιεί":"διαβιεί", "διαβιώνουν":"διαβιώνω", "διαβίωση":"διαβίωση", "διαβίωσή":"διαβίωση", "διαβίωσης":"διαβίωση", "διαβίωσής":"διαβίωση", "διαβλέπει":"διαβλέπω", "διαβλέπετε":"διαβλέπω", "διαβλέποντας":"διαβλέπω", "διαβλέπουν":"διαβλέπω", "διαβλέπω":"διαβλέπω", "διαβλέψει":"διαβλέπω", "διαβλητές":"διαβλητός", "διαβλητή":"διαβλητός", "διαβλητό":"διαβλητός", "διαβόητη":"διαβόητος", "διαβόητης":"διαβόητος", "διαβόητο":"διαβόητος", "διαβόητος":"διαβόητος", "διαβόητου":"διαβόητος", "διαβόητους":"διαβόητος", "διαβόητων":"διαβόητος", "διαβολάκια":"διαβολάκι", "διάβολε":"διάβολος", "διαβολικά":"διαβολικός", "διαβολικές":"διαβολικός", "διαβολική":"διαβολικός", "διαβολικό":"διαβολικός", "διαβολικος":"διαβολικός", "διάβολο":"διάβολος", "διάβολοι":"διάβολος", "διαβολόρεμα":"διαβολόρεμα", "διάβολος":"διάβολος", "διαβολου":"διάβολος", "διαβόλου":"διάβολος", "διαβόλων":"διάβολος", "διαβουλεύεται":"διαβουλεύω", "διαβουλευθεί":"διαβουλεύω", "διαβουλεύσεις":"διαβούλευση", "διαβουλεύσεων":"διαβούλευση", "διαβούλευση":"διαβούλευση", "διαβούλευσης":"διαβούλευση", "διαβούμε":"διαβαίνω", "διαβούν":"διαβαίνω", "διαβρωθεί":"διαβρώνω", "διαβρώθηκε":"διαβρώνω", "διαβρωμένη":"διαβιβρώσκω", "διαβρωμένης":"διαβιβρώσκω", "διαβρωμένοι":"διαβρωμένος", "διαβρώνει":"διαβρώνω", "διαβρώνεται":"διαβρώνω", "διαβρώνουν":"διαβρώνω", "διαβρώσει":"διαβρώνω", "διαβρώσεις":"διαβιβρώσκω", "διάβρωση":"διάβρωση", "διάβρωσης":"διάβρωση", "διάβρωσής":"διάβρωση", "διαβρώσουν":"διαβρώνω", "διαβρωτική":"διαβρωτικός", "διαβρωτικό":"διαβρωτικός", "διάγγελμα":"διάγγελμα", "διάγγελμά":"διάγγελμα", "διαγγέλματα":"διάγγελμα", "διαγγέλματος":"διάγγελμα", "διάγει":"διάγω", "διαγιγνώσκει":"διαγιγνώσκω", "διαγιγνώσκεται":"διαγιγνώσκω", "διαγκωνιζόμενοι":"διαγκωνιζόμενοι", "διαγκωνίζονται":"διαγκωνίζω", "διαγνώσει":"διαγιγνώσκω", "διαγνώσεις":"διάγνωση", "διαγνωση":"διάγνωση", "διάγνωση":"διάγνωση", "διάγνωσή":"διάγνωση", "διάγνωσης":"διάγνωση", "διαγνωσθεί":"διαγιγνώσκω", "διαγνώσθηκε":"διαγιγνώσκω", "διαγνώσουμε":"διαγιγνώσκω", "διαγνωστεί":"διαγιγνώσκω", "διαγνώστηκε":"διαγιγνώσκω", "διαγνωστικά":"διαγνωστικός", "διαγνωστικές":"διαγνωστικός", "διαγνωστική":"διαγνωστικός", "διαγνωστικής":"διαγνωστικός", "διαγνωστικός":"διαγνωστικός", "διαγνωστικούς":"διαγνωστικός", "διαγνωστικών":"διαγνωστικός", "διαγόρας":"διαγόρας", "διάγουμε":"διάγω", "διάγραμμα":"διάγραμμα", "διαγράμματα":"διάγραμμα", "διαγράμματος":"διάγραμμα", "διαγραμμάτων":"διάγραμμα", "διαγραμμενοι":"διαγραμμένος", "διαγραμμένοι":"διαγραμμένος", "διαγραμμένων":"διαγραμμένος", "διαγραμμίσεις":"διαγραμμίζω", "διαγραφεί":"διαγράφω", "διαγράφει":"διαγράφω", "διαγραφείς":"διαγραφείς", "διαγραφέντα":"διαγραφείς", "διαγραφέντες":"διαγραφείς", "διαγραφέντος":"διαγραφείς", "διαγραφέντων":"διαγραφείς", "διαγραφές":"διαγραφή", "διαγράφεται":"διαγράφω", "διαγραφή":"διαγραφή", "διαγράφηκαν":"διαγράφω", "διαγράφηκε":"διαγράφω", "διαγραφής":"διαγραφή", "διαγραφόμενες":"διαγραφόμενος", "διαγραφόμενη":"διαγραφόμενος", "διαγραφόμενης":"διαγραφόμενος", "διαγράφονται":"διαγράφω", "διαγράφονταν":"διαγράφω", "διαγράφοντας":"διαγράφω", "διαγραφόταν":"διαγράφω", "διαγραφούν":"διαγράφω", "διαγράφουν":"διαγράφω", "διαγραφώμενη":"διαγραφόμενος", "διαγραφών":"διαγραφή", "διαγράψει":"διαγράφω", "διαγράψουμε":"διαγράφω", "διαγράψουν":"διαγράφω", "διαγωγή":"διαγωγή", "διαγωγής":"διαγωγή", "διαγώνιας":"διαγώνιος", "διαγωνιζόμενοι":"διαγωνιζόμενος", "διαγώνιο":"διαγώνιος", "διαγώνιοι":"διαγώνιος", "διαγώνιος":"διαγώνιος", "διαγωνίου":"διαγώνιος", "διαγωνισθούμε":"διαγωνίζομαι", "διαγωνισθούν":"διαγωνίζομαι", "διαγώνισμα":"διαγώνισμα", "διαγωνίσματα":"διαγώνισμα", "διαγωνισμο":"διαγωνισμός", "διαγωνισμό":"διαγωνισμός", "διαγωνισμοί":"διαγωνισμός", "διαγωνισμος":"διαγωνισμός", "διαγωνισμός":"διαγωνισμός", "διαγωνισμού":"διαγωνισμός", "διαγωνισμούς":"διαγωνισμός", "διαγωνισμών":"διαγωνισμός", "διαγωνίστηκαν":"διαγωνίζομαι", "διαγωνίστηκε":"διαγωνίζομαι", "διαγωνιστική":"διαγωνιστικός", "διαγωνιστικό":"διαγωνιστικός", "διαγωνιστικού":"διαγωνιστικός", "διαγωνιστικών":"διαγωνιστικός", "διαγωνιστούν":"διαγωνίζομαι", "διαγωνίως":"διαγώνια", "διαδεδομένα":"διαδεδομένος", "διαδεδομένες":"διαδεδομένος", "διαδεδομένη":"διαδεδομένος", "διαδεδομένο":"διαδίδω", "διαδεδομένος":"διαδίδω", "διαδεδομένου":"διαδεδομένος", "διαδεδομένων":"διαδεδομένος", "διαδέχεται":"διαδέχομαι", "διαδεχθεί":"διαδέχομαι", "διαδέχθηκε":"διαδέχομαι", "διαδεχθούν":"διαδέχομαι", "διαδεχόμενος":"διαδεχόμενος", "διαδέχονται":"διαδέχομαι", "διαδέχονταν":"διαδέχομαι", "διαδεχόταν":"διαδέχομαι", "διαδήλωναν":"διαδηλώνω", "διαδήλωνε":"διαδηλώνω", "διαδηλώνει":"διαδηλώνω", "διαδηλώνοντας":"διαδηλώνω", "διαδηλώνουν":"διαδηλώνω", "διαδηλώνω":"διαδηλώνω", "διαδήλωσαν":"διαδηλώνω", "διαδήλωσε":"διαδηλώνω", "διαδηλώσει":"διαδηλώνω", "διαδηλώσεις":"διαδήλωση", "διαδηλώσετε":"διαδηλώνω", "διαδηλώσεων":"διαδήλωση", "διαδήλωση":"διαδήλωση", "διαδήλωσή":"διαδήλωση", "διαδήλωσης":"διαδήλωση", "διαδηλώσουμε":"διαδηλώνω", "διαδηλώσουν":"διαδηλώνω", "διαδηλωτές":"διαδηλωτής", "διαδηλωτής":"διαδηλωτής", "διαδηλώτριες":"διαδηλώτρια", "διαδηλωτών":"διαδηλωτής", "διαδημοτικά":"διαδημοτικός", "διαδημοτικό":"διαδημοτικός", "διαδημοτικού":"διαδημοτικός", "διαδημοτικών":"διαδημοτικός", "διαδίδει":"διαδίδω", "διαδίδεται":"διαδίδω", "διαδίδετε":"διαδίδω", "διαδίδονται":"διαδίδω", "διαδιδόταν":"διαδίδω", "διαδίδουν":"διαδίδω", "διαδικασία":"διαδικασία", "διαδικασίας":"διαδικασία", "διαδικασιες":"διαδικασία", "διαδικασίες":"διαδικασία", "διαδικασιών":"διαδικασία", "διαδικαστικά":"διαδικαστικός", "διαδικαστικές":"διαδικαστικός", "διαδικαστική":"διαδικαστικός", "διαδικαστικής":"διαδικαστικός", "διαδικαστικο":"διαδικαστικός", "διαδικαστικό":"διαδικαστικός", "διαδικαστικού":"διαδικαστικός", "διαδικαστικών":"διαδικαστικός", "διάδικο":"διάδικος", "διάδικοι":"διάδικος", "διάδικος":"διάδικος", "διαδίκου":"διάδικος", "διαδίκους":"διάδικος", "διαδικτυακά":"διαδικτυακός", "διαδικτυακές":"διαδικτυακός", "διαδικτυακή":"διαδικτυακός", "διαδικτυακής":"διαδικτυακός", "διαδικτυακό":"διαδικτυακός", "διαδικτυακούς":"διαδικτυακός", "διαδίκτυο":"διαδίκτυο", "διαδικτυομένων":"διαδικτυωμένος", "διαδικτύου":"διαδίκτυο", "διαδίκων":"διάδικος", "διαδοθεί":"διαδίδω", "διαδόθηκε":"διαδίδω", "διαδόσεις":"διάδοση", "διαδόσεων":"διάδοση", "διάδοση":"διάδοση", "διάδοσή":"διάδοση", "διάδοσης":"διάδοση", "διάδοσής":"διάδοση", "διάδοσιν":"διάδοση", "διαδοχή":"διαδοχή", "διάδοχη":"διάδοχος", "διαδοχής":"διαδοχή", "διαδοχικά":"διαδοχικά", "διαδοχικές":"διαδοχικός", "διαδοχική":"διαδοχικός", "διαδοχικούς":"διαδοχικός", "διαδοχικών":"διαδοχικός", "διαδοχο":"διάδοχος", "διάδοχο":"διάδοχος", "διάδοχό":"διάδοχος", "διάδοχος":"διάδοχος", "διάδοχός":"διάδοχος", "διαδόχου":"διάδοχος", "διαδόχους":"διάδοχος", "διαδοχών":"διαδοχή", "διαδόχων":"διάδοχος", "διαδραμάτιζαν":"διαδραματίζω", "διαδραμάτιζε":"διαδραματίζω", "διαδραματίζει":"διαδραματίζω", "διαδραματίζεται":"διαδραματίζω", "διαδραματιζονται":"διαδραματίζω", "διαδραματίζονται":"διαδραματίζω", "διαδραματίζονταν":"διαδραματίζω", "διαδραματιζόταν":"διαδραματίζω", "διαδραματίζουν":"διαδραματίζω", "διαδραμάτισαν":"διαδραματίζω", "διαδραμάτισε":"διαδραματίζω", "διαδραματίσει":"διαδραματίζω", "διαδραματισθέντα":"διαδραματισθείς", "διαδραματίσθηκαν":"διαδραματίζω", "διαδραματίσουν":"διαδραματίζω", "διαδραματίστηκαν":"διαδραματίζω", "διαδραματίστηκε":"διαδραματίζω", "διαδραστικότητα":"διαδραστικότητα", "διαδραστικών":"διαδραστικός", "διαδρομες":"διαδρομή", "διαδρομές":"διαδρομή", "διαδρομη":"διαδρομή", "διαδρομή":"διαδρομή", "διαδρομήν":"διαδρομή", "διαδρομής":"διαδρομή", "διαδρομιστές":"διαδρομιστής", "διάδρομο":"διάδρομος", "διάδρομοι":"διάδρομος", "διάδρομος":"διάδρομος", "διαδρόμου":"διάδρομος", "διαδρόμους":"διάδρομος", "διαδρομών":"διαδρομή", "διαδρόμων":"διάδρομος", "διαδώσει":"διαδίδω", "διαδώσουμε":"διαδίδω", "διαδώσουν":"διαδίδω", "διαδώστε":"διαδίδω", "διαζευγμένους":"διαζευγμένος", "διαζευκτήρια":"διαζευκτήριο", "διαζευκτικώς":"διαζευκτικώς", "διάζευξη":"διάζευξη", "διαζύγια":"διαζύγιο", "διαζυγιο":"διαζύγιο", "διαζύγιο":"διαζύγιο", "διαζύγιό":"διαζύγιο", "διαζυγίου":"διαζύγιο", "διαζυγίων":"διαζύγιο", "διάζωμα":"διάζωμα", "διαθεματική":"διαθεματικός", "διαθερμίες":"διαθερμία", "διαθέσει":"διαθέτω", "διαθέσεις":"διάθεση", "διαθέσεις":"διαθέτω", "διαθέσεων":"διάθεση", "διάθεση":"διάθεση", "διάθεσή":"διάθεση", "διάθεσης":"διάθεση", "διαθέσιμα":"διαθέσιμος", "διαθέσιμες":"διαθέσιμος", "διαθέσιμη":"διαθέσιμος", "διαθέσιμο":"διαθέσιμος", "διαθέσιμοι":"διαθέσιμος", "διαθέσιμος":"διαθέσιμος", "διαθεσιμότητα":"διαθεσιμότητα", "διαθεσιμότητά":"διαθεσιμότητα", "διαθεσιμότητας":"διαθεσιμότητα", "διαθέσιμου":"διαθέσιμος", "διαθέσιμους":"διαθέσιμος", "διαθεσίμων":"διαθέσιμος", "διαθέσιμων":"διαθέσιμος", "διαθέσουμε":"διαθέτω", "διαθέσουν":"διαθέτω", "διαθέσω":"διαθέτω", "διαθέτει":"διαθέτω", "διαθέτεις":"διαθέτω", "διαθέτετε":"διαθέτω", "διαθέτοντας":"διαθέτω", "διαθέτουμε":"διαθέτω", "διαθέτουν":"διαθέτω", "διαθέτω":"διαθέτω", "διαθήκες":"διαθήκη", "διαθηκη":"διαθήκη", "διαθήκη":"διαθήκη", "διαθήκης":"διαθήκη", "διαθλάται":"διαθλώ", "διαία":"διαίον", "διαιρέθηκαν":"διαιρώ", "διαιρεί":"διαιρώ", "διαιρείται":"διαιρώ", "διαιρεμένη":"διαιρώ", "διαιρέσεις":"διαίρεση", "διαίρεση":"διαίρεση", "διαίρεσης":"διαίρεση", "διαιρούνται":"διαιρώ", "διαιρώντας":"διαιρώ", "διαισθάνεσαι":"διαισθάνομαι", "διαισθάνεται":"διαισθάνομαι", "διαισθανθεί":"διαισθάνομαι", "διαισθάνομαι":"διαισθάνομαι", "διαισθανόμενο":"διαισθανόμενος", "διαισθάνονται":"διαισθάνομαι", "διαίσθηση":"διαίσθηση", "διαίσθησή":"διαίσθηση", "διαίσθησης":"διαίσθηση", "δίαιτα":"δίαιτα", "δίαιτας":"δίαιτα", "δίαιτες":"δίαιτα", "διαίτης":"δίαιτα", "διαιτησία":"διαιτησία", "διαιτησίας":"διαιτησία", "διαιτησίες":"διαιτησία", "διαιτητες":"διαιτητής", "διαιτητές":"διαιτητής", "διαιτήτευσε":"διαιτητεύω", "διαιτητεύσει":"διαιτητεύω", "διαιτητή":"διαιτητής", "διαιτητης":"διαιτητής", "διαιτητής":"διαιτητής", "διαιτητικά":"διαιτητικός", "διαιτητικές":"διαιτητική", "διαιτητική":"διαιτητική", "διαιτητικό":"διαιτητικός", "διαιτητικών":"διαιτητικός", "διαιτητών":"διαιτητής", "διαιτητών-παρατηρητών":"διαιτητών-παρατηρητών", "διαιτολογίας":"διαιτολογία", "διαιτολόγιο":"διαιτολόγιο", "διαιτολόγιό":"διαιτολόγιο", "διαιτολόγο":"διαιτολόγος", "διαιτολόγοι":"διαιτολόγος", "διαιτολόγος":"διαιτολόγος", "διαιωνίζει":"διαιωνίζω", "διαιωνίζεται":"διαιωνίζω", "διαιωνίζετε":"διαιωνίζω", "διαιωνιζόμενη":"διαιωνιζόμενος", "διαιωνίζονται":"διαιωνίζω", "διαιωνίζουμε":"διαιωνίζω", "διαιωνίζουν":"διαιωνίζω", "διαιώνιο":"διαιώνιος", "διαιωνίσει":"διαιωνίζω", "διαιωνίσεως":"διαιώνιση", "διαιώνιση":"διαιώνιση", "διαιώνισή":"διαιώνιση", "διαιωνίσουν":"διαιωνίζω", "διαιωνιστεί":"διαιωνίζω", "διακαή":"διακαής", "διακαής":"διακαής", "διακάκη":"διακάκη", "διακανονίζουν":"διακανονίζω", "διακανονισμό":"διακανονισμός", "διακανονισμοί":"διακανονισμός", "διακανονισμός":"διακανονισμός", "διακανονισμού":"διακανονισμός", "διακανονισμών":"διακανονισμός", "διακατέχει":"διακατέχω", "διακατέχεστε":"διακατέχω", "διακατέχεται":"διακατέχω", "διακατεχόμαστε":"διακατέχω", "διακατέχονται":"διακατέχω", "διακατεχόταν":"διακατέχω", "διακαώς":"διακαώς", "διάκειται":"διάκειμαι", "διακεκριμένες":"διακεκριμένος", "διακεκριμένη":"διακεκριμένος", "διακεκριμένης":"διακεκριμένος", "διακεκριμένο":"διακεκριμένος", "διακεκριμένοι":"διακεκριμένος", "διακεκριμένον":"διακεκριμένος", "διακεκριμένος":"διακεκριμένος", "διακεκριμένου":"διακεκριμένος", "διακεκριμένους":"διακεκριμένος", "διακεκριμένων":"διακεκριμένος", "διάκενα":"διάκενο", "διακηρυγμένες":"διακηρυγμένος", "διακηρυγμένη":"διακηρυγμένος", "διακηρυγμένο":"διακηρύσσω", "διακηρυκτικά":"διακηρυκτικά", "διακηρυκτικό":"διακηρυκτικό", "διακήρυξαν":"διακηρύσσω", "διακήρυξε":"διακηρύσσω", "διακηρύξει":"διακηρύσσω", "διακηρύξεις":"διακήρυξη", "διακηρύξεις":"διακηρύσσω", "διακηρύξεων":"διακήρυξη", "διακήρυξη":"διακήρυξη", "διακήρυξης":"διακήρυξη", "διακηρύξουν":"διακηρύσσω", "διακήρυσσε":"διακηρύσσω", "διακηρύσσει":"διακηρύσσω", "διακηρύσσεται":"διακηρύσσω", "διακηρύσσονται":"διακηρύσσω", "διακηρύσσοντας":"διακηρύσσω", "διακηρύσσουν":"διακηρύσσω", "διακήρυττε":"διακηρύσσω", "διακηρύχθηκαν":"διακηρύσσω", "διακινδύνευαν":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύει":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύετε":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύοντας":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύουν":"διακινδυνεύω", "διακινδύνευσε":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύσει":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύσεις":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύσετε":"διακινδυνεύω", "διακινδύνευση":"διακινδύνευση", "διακινδύνευσης":"διακινδύνευση", "διακινδυνεύσουμε":"διακινδυνεύω", "διακινδυνεύσουν":"διακινδυνεύω", "διακινδυνέψουμε":"διακινδυνέψουμε", "διακινεί":"διακινώ", "διακινείται":"διακινώ", "διακινηθεί":"διακινώ", "διακινήθηκαν":"διακινώ", "διακινήθηκε":"διακινώ", "διακινηθούν":"διακινώ", "διακίνηση":"διακίνηση", "διακίνησή":"διακίνηση", "διακίνησης":"διακίνηση", "διακίνησής":"διακίνηση", "διακινήσουν":"διακινώ", "διακινητές":"διακινητής", "διακινητών":"διακινητής", "διακινούμενων":"διακινούμενος", "διακινούν":"διακινώ", "διακινούνται":"διακινώ", "διακινούνταν":"διακινώ", "διακινούσαν":"διακινώ", "διακινούσε":"διακινώ", "διακινώντας":"διακινώ", "διακλαδίζεται":"διακλαδίζω", "διακλαδική":"διακλαδικός", "διακλαδικό":"διακλαδικός", "διακλάδωση":"διακλάδωση", "διακοινοβουλευτική":"διακοινοβουλευτικός", "διακοινοτικών":"διακοινοτικός", "διακομιδές":"διακομιδή", "διακομιδή":"διακομιδή", "διακομίζεται":"διακομίζω", "διακομίσει":"διακομίζω", "διακομιστεί":"διακομίζω", "διακομίστηκαν":"διακομίζω", "διακομίστηκε":"διακομίζω", "διακομματικές":"διακομματικός", "διακομματικη":"διακομματικός", "διακομματική":"διακομματικός", "διακομματικής":"διακομματικός", "διακομματικών":"διακομματικός", "διακονεί":"διακονώ", "διακονούν":"διακονώ", "διακοπεί":"διακόπτω", "διακοπες":"διακοπή", "διακοπές":"διακοπή", "διακοπη":"διακοπή", "διακοπή":"διακοπή", "διακόπηκαν":"διακόπτω", "διακόπηκε":"διακόπτω", "διακοπης":"διακοπή", "διακοπής":"διακοπή", "διακοποδάνεια":"διακοποδάνειο", "διακοπούν":"διακόπτω", "διακόπτει":"διακόπτω", "διακόπτες":"διακόπτης", "διακόπτεται":"διακόπτω", "διακόπτη":"διακόπτης", "διακόπτης":"διακόπτης", "διακοπτόμενης":"διακόπτω", "διακόπτονται":"διακόπτω", "διακόπτοντας":"διακόπτω", "διακόπτουμε":"διακόπτω", "διακόπτουν":"διακόπτω", "διακόπτω":"διακόπτω", "διακοπών":"διακοπή", "διακόρευσης":"διακόρευση", "διακοσαριά":"διακοσαριά", "διακόσια":"διακόσιοι", "διακόσιες":"διακόσιοι", "διακόσιοι":"διακόσιοι", "διακοσιοστή":"διακοσιοστός", "διακόσιους":"διακόσιοι", "διακοσίων":"διακόσιοι", "διακοσμηθεί":"διακοσμώ", "διακοσμημένες":"διακοσμημένος", "διακοσμημένη":"διακοσμημένος", "διακοσμημένο":"διακοσμώ", "διακοσμημένος":"διακοσμώ", "διακόσμηση":"διακόσμηση", "διακόσμησης":"διακόσμηση", "διακοσμήσουμε":"διακοσμώ", "διακοσμήσουν":"διακοσμώ", "διακοσμητές":"διακοσμητής", "διακοσμητή":"διακοσμητής", "διακοσμητής":"διακοσμητής", "διακοσμητικά":"διακοσμητικός", "διακοσμητικές":"διακοσμητική", "διακοσμητική":"διακοσμητική", "διακοσμητικής":"διακοσμητική", "διακοσμητικό":"διακοσμητικός", "διακοσμητικοί":"διακοσμητικός", "διακοσμητικός":"διακοσμητικός", "διακοσμητικού":"διακοσμητικός", "διακοσμητικών":"διακοσμητικός", "διακοσμήτριας":"διακοσμήτρια", "διάκοσμο":"διάκοσμος", "διάκοσμος":"διάκοσμος", "διακόσμου":"διάκοσμος", "διακοσμούν":"διακοσμώ", "διακοσμούσαν":"διακοσμώ", "διακόψει":"διακόπτω", "διακόψετε":"διακόπτω", "διακόψουμε":"διακόπτω", "διακόψουν":"διακόπτω", "διακόψω":"διακόπτω", "διακρατήσει":"διακρατήσει", "διακρατική":"διακρατικός", "διακρατικής":"διακρατικός", "διακρατικών":"διακρατικός", "διακριβωθεί":"διακριβώνω", "διακριβωμένο":"διακριβώνω", "διακριβώνεται":"διακριβώνω", "διακρίβωση":"διακρίβωση", "διακριθεί":"διακρίνω", "διακριθείτε":"διακρίνω", "διακριθέντα":"διακριθείς", "διακριθέντες":"διακριθείς", "διακρίθηκαν":"διακρίνω", "διακρίθηκε":"διακρίνω", "διακριθούν":"διακρίνω", "διακρίναμε":"διακρίνω", "διακρίνει":"διακρίνω", "διακρίνεις":"διακρίνω", "διακρίνεται":"διακρίνω", "διακρίνονται":"διακρίνω", "διακρίνονταν":"διακρίνω", "διακρίνοντας":"διακρίνω", "διακρινόταν":"διακρίνω", "διακρίνουμε":"διακρίνω", "διακρίνουν":"διακρίνω", "διακρίνω":"διακρίνω", "διακρίσεις":"διάκριση", "διακρίσεων":"διάκριση", "διάκριση":"διάκριση", "διάκρισης":"διάκριση", "διακριτές":"διακριτός", "διακριτικά":"διακριτικά", "διακριτικές":"διακριτικός", "διακριτικη":"διακριτικός", "διακριτική":"διακριτικός", "διακριτικό":"διακριτικός", "διακριτικοί":"διακριτικός", "διακριτικός":"διακριτικός", "διακριτικότητα":"διακριτικότητα", "διακριτικότητά":"διακριτικότητα", "διακριτικούς":"διακριτικός", "διακριτό":"διακριτός", "διακριτού":"διακριτός", "διακριτών":"διακριτός", "διακυβερνήσεως":"διακυβέρνηση", "διακυβέρνηση":"διακυβέρνηση", "διακυβέρνησης":"διακυβέρνηση", "διακυβέρνησής":"διακυβέρνηση", "διακυβερνητική":"διακυβερνητικός", "διακυβερνητικής":"διακυβερνητικός", "διακυβεύει":"διακυβεύω", "διακυβεύεται":"διακυβεύω", "διακυβευθεί":"διακυβεύω", "διακύβευμα":"διακύβευμα", "διακυβεύματα":"διακύβευμα", "διακυβεύματος":"διακύβευμα", "διακυβεύονται":"διακυβεύω", "διακυβεύουν":"διακυβεύω", "διακύβευση":"διακύβευση", "διακυμάνσεις":"διακύμανση", "διακυμάνσεων":"διακύμανση", "διακύμανση":"διακύμανση", "διακύμανσης":"διακύμανση", "διακωμωδεί":"διακωμωδώ", "διακωμωδείται":"διακωμωδώ", "διακωμώδηση":"διακωμώδηση", "διακωμωδούν":"διακωμωδώ", "διαλαλεί":"διαλαλώ", "διαλαλούν":"διαλαλώ", "διαλαμπή":"διαλαμπή", "διάλεγαν":"διαλέγω", "διαλέγατε":"διαλέγω", "διάλεγε":"διαλέγω", "διαλέγει":"διαλέγω", "διαλέγεις":"διαλέγω", "διαλέγετε":"διαλέγω", "διαλέγοντας":"διαλέγω", "διαλέγουν":"διαλέγω", "διαλέγω":"διαλέγω", "διάλειμμα":"διάλειμμα", "διαλείμματα":"διάλειμμα", "διαλειμμάτων":"διάλειμμα", "διαλεκτικά":"διαλεκτικά", "διαλεκτικές":"διαλεκτικός", "διαλεκτική":"διαλεκτική", "διαλεκτικής":"διαλεκτική", "διάλεκτο":"διάλεκτος", "διάλεκτοι":"διάλεκτος", "διάλεκτος":"διάλεκτος", "διαλέκτου":"διάλεκτος", "διαλέκτους":"διάλεκτος", "διαλέκτων":"διάλεκτος", "διάλεξα":"διαλέγω", "διαλέξαμε":"διαλέγω", "διάλεξαν":"διαλέγω", "διάλεξε":"διαλέγω", "διαλέξει":"διαλέγω", "διαλέξεις":"διαλέγω", "διαλέξεις":"διάλεξη", "διαλέξετε":"διαλέγω", "διαλέξεων":"διάλεξη", "διάλεξη":"διάλεξη", "διάλεξή":"διάλεξη", "διάλεξης":"διάλεξη", "διάλεξής":"διάλεξη", "διαλέξουμε":"διαλέγω", "διαλέξουν":"διαλέγω", "διαλέξτε":"διαλέγω", "διαλέξω":"διαλέγω", "διαλέττη":"διαλέττη", "διαλευκανθεί":"διαλευκαίνω", "διαλευκανθή":"διαλευκαίνω", "διαλευκάνουν":"διαλευκαίνω", "διαλεύκανση":"διαλεύκανση", "διαλεύκανσης":"διαλεύκανση", "διαλεχτών":"διαλεχτός", "διαλλακτική":"διαλλακτικός", "διαλλακτικός":"διαλλακτικός", "διαλλακτικότητα":"διαλλακτικότητα", "διαλογή":"διαλογή", "διαλογής":"διαλογή", "διαλογικές":"διαλογικός", "διαλογισμό":"διαλογισμός", "διαλογισμού":"διαλογισμός", "διάλογο":"διάλογος", "διάλογό":"διάλογος", "διάλογοι":"διάλογος", "διάλογος":"διάλογος", "διαλόγου":"διάλογος", "διαλόγους":"διάλογος", "διαλόγων":"διάλογος", "διαλύει":"διαλύω", "διαλύεται":"διαλύω", "διαλυθεί":"διαλύω", "διαλύθηκαν":"διαλύω", "διαλύθηκε":"διαλύω", "διαλυθούν":"διαλύω", "διάλυμα":"διάλυμα", "διαλυμένα":"διαλυμένος", "διαλυμένες":"διαλύω", "διαλυμένη":"διαλύω", "διαλυμένο":"διαλυμένος", "διαλύονται":"διαλύω", "διαλύοντας":"διαλύω", "διαλυόταν":"διαλύω", "διαλύουμε":"διαλύω", "διαλύουν":"διαλύω", "διαλύσαμε":"διαλύζω", "διαλύσει":"διαλύζω", "διαλύσετε":"διαλύζω", "διαλύσεως":"διάλυση", "διάλυση":"διάλυση", "διάλυσή":"διάλυση", "διάλυσης":"διάλυση", "διάλυσής":"διάλυση", "διαλύσουμε":"διαλύζω", "διαλύσουν":"διαλύζω", "διαλύσω":"διαλύζω", "διαλυτά":"διαλυτός", "διαλυτικά":"διαλυτικά", "διαλυτική":"διαλυτικός", "διαλυτικό":"διαλυτικός", "διάμ":"διάμ", "διαμαντάκι":"διαμαντάκι", "διαμαντη":"διαμαντής", "διαμαντή":"διαμαντής", "διαμαντής":"διαμαντής", "διαμαντι":"διαμάντι", "διαμάντι":"διαμάντι", "διαμάντια":"διαμάντι", "διαμαντιδείου":"διαμαντιδείου", "διαμαντίδη":"διαμαντίδη", "διαμαντίδης":"διαμαντίδης", "διαμαντιού":"διαμάντι", "διαμαντιών":"διαμάντι", "διαμαντόπουλο":"διαμαντόπουλος", "διαμαντόπουλος":"διαμαντόπουλος", "διαμαντοπούλου":"διαμαντοπούλου", "διαμαρτύρεσαι":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτύρεστε":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτύρεται":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρηθεί":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρηθείς":"διαμαρτυρώ", "διαμαρτυρήθηκαν":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρήθηκε":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρηθούμε":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρηθούν":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρία":"διαμαρτυρία", "διαμαρτυρίας":"διαμαρτυρία", "διαμαρτυρίες":"διαμαρτυρία", "διαμαρτυριών":"διαμαρτυρία", "διαμαρτυρόενος":"διαμαρτυρόενος", "διαμαρτύρομαι":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρόμαστε":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρόμενα":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτυρόμενοι":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτυρόμενος":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτυρομένου":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτυρόμενους":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτυρομένων":"διαμαρτυρόμενος", "διαμαρτύρονται":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτύρονταν":"διαμαρτύρομαι", "διαμαρτυρόταν":"διαμαρτύρομαι", "διαμάχες":"διαμάχη", "διαμάχη":"διαμάχη", "διαμάχης":"διαμάχη", "διαμείφθηκε":"διαμείβομαι", "διαμελίσει":"διαμελίζω", "διαμελισμένα":"διαμελίζω", "διαμελισμένο":"διαμελίζω", "διαμελίσουν":"διαμελίζω", "διαμένει":"διαμένω", "διαμενόντων":"διαμένων", "διαμένουμε":"διαμένω", "διαμένουν":"διαμένω", "διαμέρισμα":"διαμέρισμα", "διαμέρισμά":"διαμέρισμα", "διαμερίσματα":"διαμέρισμα", "διαμερίσματά":"διαμέρισμα", "διαμερισματικοί":"διαμερισματικός", "διαμερισματικούς":"διαμερισματικός", "διαμερίσματος":"διαμέρισμα", "διαμερίσματός":"διαμέρισμα", "διαμερισματων":"διαμέρισμα", "διαμερισμάτων":"διαμέρισμα", "διαμερισμένων":"διαμερισμένος", "διάμεση":"διάμεσος", "διαμεσολαβήσει":"διαμεσολαβώ", "διαμεσολαβήσεις":"διαμεσολάβηση", "διαμεσολάβηση":"διαμεσολάβηση", "διαμεσολάβησης":"διαμεσολάβηση", "διαμεσολαβητές":"διαμεσολαβητής", "διαμεσολαβητή":"διαμεσολαβητής", "διαμεσολαβητής":"διαμεσολαβητής", "διαμεσολαβητική":"διαμεσολαβητικός", "διαμεσολαβητικών":"διαμεσολαβητικός", "διαμεσολαβητών":"διαμεσολαβητής", "διαμέσου":"διάμεσος", "διαμετακομιστικό":"διαμετακομιστικός", "διαμετακομιστικού":"διαμετακομιστικός", "διαμετρήματος":"διαμέτρημα", "διαμετρικά":"διαμετρικά", "διάμετρο":"διάμετρος", "διάμετρος":"διάμετρος", "διαμέτρου":"διάμετρος", "διαμηνύει":"διαμηνύω", "διαμηνύοντας":"διαμηνύω", "διαμηνύουν":"διαμηνύω", "διαμήνυσε":"διαμηνύω", "διαμηνύσει":"διαμηνύω", "διαμοίβεται":"διαμείβομαι", "διαμοιρασμός":"διαμοιρασμός", "διαμονή":"διαμονή", "διαμονής":"διαμονή", "διαμορφούμενο":"διαμορφούμενος", "διαμορφούμενος":"διαμορφούμενος", "διαμορφωθεί":"διαμορφώνω", "διαμορφωθείσα":"διαμορφωθείς", "διαμορφώθηκαν":"διαμορφώνω", "διαμορφώθηκε":"διαμορφώνω", "διαμορφωθούν":"διαμορφώνω", "διαμορφωμένα":"διαμορφωμένος", "διαμορφωμένες":"διαμορφωμένος", "διαμορφωμένη":"διαμορφωμένος", "διαμορφωμένης":"διαμορφώνω", "διαμορφωμένο":"διαμορφωμένος", "διαμορφωμένοι":"διαμορφώνω", "διαμορφωμένος":"διαμορφώνω", "διαμορφωμένους":"διαμορφώνω", "διαμορφωμένων":"διαμορφωμένος", "διαμόρφωναν":"διαμορφώνω", "διαμόρφωνε":"διαμορφώνω", "διαμορφώνει":"διαμορφώνω", "διαμορφωνεται":"διαμορφώνω", "διαμορφώνεται":"διαμορφώνω", "διαμορφώνονται":"διαμορφώνω", "διαμορφώνονταν":"διαμορφώνω", "διαμορφώνοντας":"διαμορφώνω", "διαμορφωνόταν":"διαμορφώνω", "διαμορφώνουμε":"διαμορφώνω", "διαμορφώνουν":"διαμορφώνω", "διαμόρφωσα":"διαμορφώνω", "διαμορφώσαμε":"διαμορφώνω", "διαμόρφωσαν":"διαμορφώνω", "διαμόρφωσε":"διαμορφώνω", "διαμορφώσει":"διαμορφώνω", "διαμορφώσεις":"διαμορφώνω", "διαμορφώσεως":"διαμόρφωση", "διαμόρφωση":"διαμόρφωση", "διαμόρφωσή":"διαμόρφωση", "διαμόρφωσης":"διαμόρφωση", "διαμορφώσουμε":"διαμορφώνω", "διαμορφώσουν":"διαμορφώνω", "διαμορφωτές":"διαμορφωτής", "διαμορφωτής":"διαμορφωτής", "διαμπερές":"διαμπερής", "διανα":"διάνα", "διάνα":"διάνα", "διανείμει":"διανέμω", "διανείμουν":"διανέμω", "διανέλλο":"διανέλλο", "διανέμει":"διανέμω", "διανέμεται":"διανέμω", "διανεμηθεί":"διανέμω", "διανεμήθηκε":"διανέμω", "διανεμηθούν":"διανέμω", "διανέμονται":"διανέμω", "διανέμονταν":"διανέμω", "διανέμοντας":"διανέμω", "διανέμουν":"διανέμω", "διανθίζει":"διανθίζω", "διανθίζεται":"διανθίζω", "διανθίζονται":"διανθίζω", "διανθίζουν":"διανθίζω", "διανθισμένες":"διανθίζω", "διανθισμένη":"διανθισμένος", "διανθισμένο":"διανθισμένος", "διανθίστηκε":"διανθίζω", "διανοείται":"διανοούμαι", "διανοηθεί":"διανοούμαι", "διανοήθηκε":"διανοούμαι", "διανοηθούμε":"διανοούμαι", "διανοηθώ":"διανοούμαι", "διανοήματα":"διανόημα", "διανόηση":"διανόηση", "διανόησης":"διανόηση", "διανοητές":"διανοητής", "διανοητή":"διανοητής", "διανοητής":"διανοητής", "διανοητικά":"διανοητικά", "διανοητικές":"διανοητικός", "διανοητική":"διανοητικός", "διανοητικής":"διανοητικός", "διανοητικό":"διανοητικός", "διανοητικού":"διανοητικός", "διανοητικών":"διανοητικός", "διανοητών":"διανοητής", "διάνοια":"διάνοια", "διάνοιας":"διάνοια", "διανοίγει":"διανοίγω", "διανοίγονται":"διανοίγω", "διανοίγονταν":"διανοίγω", "διανοίγουν":"διανοίγω", "διάνοιξη":"διάνοιξη", "διάνοιξης":"διάνοιξη", "διανοιχθεί":"διανοίγω", "διανομαρχιακού":"διανομαρχιακός", "διανομέας":"διανομέας", "διανομείς":"διανομέας", "διανομή":"διανομή", "διανομήν":"διανομή", "διανομής":"διανομή", "διανοούμαστε":"διανοούμαι", "διανοουμενίστικες":"διανοουμενίστικος", "διανοουμενίστικο":"διανοουμενίστικος", "διανοούμενο":"διανοούμενος", "διανοούμενοι":"διανοούμενος", "διανοούμενος":"διανοούμενος", "διανοουμένου":"διανοούμενος", "διανοούμενου":"διανοούμενος", "διανοουμένους":"διανοούμενος", "διανοούμενους":"διανοούμενος", "διανοουμένων":"διανοούμενος", "διανοούμενων":"διανοούμενος", "διανοούνται":"διανοούμαι", "διανύει":"διανύω", "διανύετε":"διανύω", "διανυθεί":"διανύω", "διανυκτέρευαν":"διανυκτερεύω", "διανυκτέρευση":"διανυκτέρευση", "διανύοντας":"διανύω", "διανύουμε":"διανύω", "διανύουν":"διανύω", "διανύσαμε":"διανύω", "διανύσει":"διανύω", "διανύσεις":"διανύω", "διανύσουμε":"διανύω", "διανύσουν":"διανύω", "διανυχτερεύσει":"διανυκτερεύω", "διαξιφισμοί":"διαξιφισμός", "διαξιφισμούς":"διαξιφισμός", "διαξιφισμών":"διαξιφισμός", "διάολε":"διάολος", "διαολεμένο":"διαολεμένος", "διάολο":"διάολος", "διάολος":"διάολος", "διαόλου":"διάολος", "διαπαιδαγωγεί":"διαπαιδαγωγώ", "διαπαιδαγώγηση":"διαπαιδαγώγηση", "διαπαιδαγώγησης":"διαπαιδαγώγηση", "διαπαιδαγωγήσουμε":"διαπαιδαγωγώ", "διαπαιδαγωγικό":"διαπαιδαγωγικός", "διαπαιδαγωγούν":"διαπαιδαγωγώ", "διαπαιδαγωγούνταν":"διαπαιδαγωγώ", "διαπάλη":"διαπάλη", "διαπάλης":"διαπάλη", "διαπαραταξιακά":"διαπαραταξιακός", "διαπαραταξιακής":"διαπαραταξιακός", "διαπαραταξιακό":"διαπαραταξιακός", "διαπασών":"διαπασών", "διαπέρασε":"διαπερνώ", "διαπεράσει":"διαπερνώ", "διαπεραστική":"διαπεραστικός", "διαπεριφερειακά":"διαπεριφερειακός", "διαπερνά":"διαπερνώ", "διαπερνάει":"διαπερνώ", "διαπερνούν":"διαπερνώ", "διαπερνώντας":"διαπερνώ", "διαπιστευμένοι":"διαπιστεύω", "διαπιστευμένους":"διαπιστεύω", "διαπιστευμένων":"διαπιστεύω", "διαπιστεύσεις":"διαπιστεύω", "διαπιστεύσεων":"διαπίστευση", "διαπίστευση":"διαπίστευση", "διαπίστευσή":"διαπίστευση", "διαπίστευσης":"διαπίστευση", "διαπιστευτήρια":"διαπιστευτήριο", "διαπιστευτήριά":"διαπιστευτήριο", "διαπιστούμενη":"διαπιστούμενος", "διαπιστωθεί":"διαπιστώνω", "διαπιστώθηκαν":"διαπιστώνω", "διαπιστώθηκε":"διαπιστώνω", "διαπιστωθούν":"διαπιστώνω", "διαπιστωμένες":"διαπιστώνω", "διαπιστωμένη":"διαπιστώνω", "διαπιστωμένο":"διαπιστωμένος", "διαπιστώναμε":"διαπιστώνω", "διαπίστωναν":"διαπιστώνω", "διαπιστώνατε":"διαπιστώνω", "διαπιστώνει":"διαπιστώνω", "διαπιστώνεις":"διαπιστώνω", "διαπιστώνεται":"διαπιστώνω", "διαπιστώνετε":"διαπιστώνω", "διαπιστώνονται":"διαπιστώνω", "διαπιστώνοντας":"διαπιστώνω", "διαπιστώνουμε":"διαπιστώνω", "διαπιστώνουν":"διαπιστώνω", "διαπιστώνω":"διαπιστώνω", "διαπίστωσα":"διαπιστώνω", "διαπιστώσαμε":"διαπιστώνω", "διαπίστωσαν":"διαπιστώνω", "διαπιστώσατε":"διαπιστώνω", "διαπίστωσε":"διαπιστώνω", "διαπιστώσει":"διαπιστώνω", "διαπιστώσεις":"διαπίστωση", "διαπιστώσετε":"διαπιστώνω", "διαπιστώσεώς":"διαπίστωση", "διαπιστωση":"διαπίστωση", "διαπίστωση":"διαπίστωση", "διαπίστωσή":"διαπίστωση", "διαπίστωσης":"διαπίστωση", "διαπιστώσιμη":"διαπιστώσιμος", "διαπιστώσουμε":"διαπιστώνω", "διαπιστώσουν":"διαπιστώνω", "διαπιστώσω":"διαπιστώνω", "διαπλάσει":"διαπλάθω", "διάπλαση":"διάπλαση", "διάπλασή":"διάπλαση", "διάπλατα":"διάπλατα", "διαπλατυνθεί":"διαπλατύνω", "διαπλατυνθούν":"διαπλατύνω", "διαπλατύνονται":"διαπλατύνω", "διαπλατύνσεις":"διαπλάτυνση", "διαπλάτυνση":"διαπλάτυνση", "διαπλέκεται":"διαπλέκω", "διαπλεκόμενα":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενες":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενη":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενο":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενοι":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκομένου":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενους":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκομένων":"διαπλεκόμενος", "διαπλεκόμενων":"διαπλεκόμενος", "διαπλέκονται":"διαπλέκω", "διαπλέουν":"διαπλέω", "διαπλεύσει":"διαπλέω", "διαπλεύσουν":"διαπλέω", "διαπληκτίζεται":"διαπληκτίζομαι", "διαπληκτίζονται":"διαπληκτίζομαι", "διαπληκτισμό":"διαπληκτισμός", "διαπληκτισμοί":"διαπληκτισμός", "διαπληκτίστηκε":"διαπληκτίζομαι", "διαπλοκές":"διαπλοκή", "διαπλοκή":"διαπλοκή", "διαπλοκής":"διαπλοκή", "διαπλοκών":"διαπλοκή", "διάπλου":"διάπλους", "διάπλους":"διάπλους", "διαπνέει":"διαπνέω", "διαπνέεται":"διαπνέω", "διαπνέονται":"διαπνέω", "διαπνέουν":"διαπνέω", "διαπολιτισμικό":"διαπολιτισμικός", "διαπομπεύει":"διαπομπεύω", "διαπομπεύονται":"διαπομπεύω", "διαπομπεύουν":"διαπομπεύω", "διαπόμπευση":"διαπόμπευση", "διαπόμπευσης":"διαπόμπευση", "διαπόμπευσής":"διαπόμπευση", "διαποτίζει":"διαποτίζω", "διαποτίζονται":"διαποτίζω", "διαπότισε":"διαποτίζω", "διαποτίσει":"διαποτίζω", "διαποτισμένη":"διαποτίζω", "διαπραγματεύεται":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευθεί":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύθηκαν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευθούμε":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευθούν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύομαι":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευόμαστε":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευόμενα":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευόμενος":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύονται":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύονταν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευόταν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύσεις":"διαπραγμάτευση", "διαπραγματεύσεων":"διαπραγμάτευση", "διαπραγματεύσεών":"διαπραγμάτευση", "διαπραγμάτευση":"διαπραγμάτευση", "διαπραγμάτευσή":"διαπραγμάτευση", "διαπραγμάτευσης":"διαπραγμάτευση", "διαπραγματεύσιμες":"διαπραγματεύσιμος", "διαπραγματεύσιμη":"διαπραγματεύσιμος", "διαπραγματεύσιμο":"διαπραγματεύσιμος", "διαπραγματευτεί":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευτές":"διαπραγματευτής", "διαπραγματευτή":"διαπραγματευτής", "διαπραγματεύτηκαν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματεύτηκε":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευτής":"διαπραγματευτής", "διαπραγματευτικά":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτικές":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτική":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτικής":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτικό":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτικούς":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτικών":"διαπραγματευτικός", "διαπραγματευτούμε":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευτούν":"διαπραγματεύομαι", "διαπραγματευτών":"διαπραγματευτής", "διαπράξει":"διαπράττω", "διαπράξεις":"διαπράττω", "διάπραξη":"διάπραξη", "διάπραξης":"διάπραξη", "διαπράξουν":"διαπράττω", "διαπράττει":"διαπράττω", "διαπράττεται":"διαπράττω", "διαπράττονται":"διαπράττω", "διαπράττοντας":"διαπράττω", "διαπράττουν":"διαπράττω", "διαπράττω":"διαπράττω", "διαπραχθεί":"διαπράττω", "διαπράχθηκαν":"διαπράττω", "διαπράχθηκε":"διαπράττω", "διαπραχτεί":"διαπράττω", "διαπράχτηκαν":"διαπράττω", "διαπρέπει":"διαπρέπω", "διαπρεπείς":"διαπρεπής", "διαπρεπέστερους":"διαπρεπής", "διαπρεπής":"διαπρεπής", "διαπρέπουν":"διαπρέπω", "διαπρεπούς":"διαπρεπής", "διαπρέψει":"διαπρέπω", "διαπροσωπικές":"διαπροσωπικός", "διαπροσωπική":"διαπροσωπικός", "διαπροσωπικών":"διαπροσωπικός", "διάπυρος":"διάπυρος", "διαρθρώθηκαν":"διαρθρώνω", "διαρθρωμένη":"διαρθρωμένος", "διαρθρωμένος":"διαρθρώνω", "διαρθρώνεται":"διαρθρώνω", "διάρθρωση":"διάρθρωση", "διάρθρωσης":"διάρθρωση", "διαρθρωτικά":"διαρθρωτικός", "διαρθρωτικές":"διαρθρωτικός", "διαρθρωτική":"διαρθρωτικός", "διαρθρωτικής":"διαρθρωτικός", "διαρθρωτικών":"διαρθρωτικός", "διαρκεί":"διαρκώ", "διάρκεια":"διάρκεια", "διάρκειά":"διάρκεια", "διάρκειαν":"διάρκεια", "διαρκείας":"διάρκεια", "διάρκειας":"διάρκεια", "διάρκειάς":"διάρκεια", "διάρκειες":"διάρκεια", "διαρκείς":"διαρκής", "διαρκές":"διαρκής", "διαρκέσει'":"διαρκέσει'", "διαρκέσει":"διαρκώ", "διαρκέσουν":"διαρκώ", "διαρκέστερο":"διαρκής", "διαρκή":"διαρκής", "διαρκής":"διαρκής", "διαρκούν":"διαρκώ", "διαρκούντος":"διαρκών", "διαρκούς":"διαρκής", "διαρκούσε":"διαρκώ", "διαρκούσης":"διαρκών", "διαρκών":"διαρκής", "διαρκώς":"διαρκώς", "διαρπαγής":"διαρπαγή", "διαρραγεί":"διαρρηγνύω", "διαρρέει":"διαρρέω", "διαρρέεται":"διαρρέω", "διαρρέουν":"διαρρέω", "διαρρεύσει":"διαρρέω", "διαρρεύσουν":"διαρρέω", "διαρρηγνύουν":"διαρρηγνύω", "διαρρήκτες":"διαρρήκτης", "διαρρήκτη":"διαρρήκτης", "διαρρήκτης":"διαρρήκτης", "διαρρηκτών":"διαρρηκτός", "διαρρήξει":"διαρρηγνύω", "διαρρήξεις":"διαρρηγνύω", "διαρρήξεις":"διάρρηξη", "διαρρήξεων":"διάρρηξη", "διάρρηξη":"διάρρηξη", "διάρρηξης":"διάρρηξη", "διαρροές":"διαρροή", "διαρροή":"διαρροή", "διαρροής":"διαρροή", "διάρροια":"διάρροια", "διάρροιες":"διάρροια", "διαρροών":"διαρροή", "διαρρυθμίσεις":"διαρρύθμιση", "διαρρύθμιση":"διαρρύθμιση", "διας":"δίας", "δίας":"δίας", "διασάλευσή":"διασάλευση", "διασαφηνίσει":"διασαφηνίζω", "διασαφηνιστεί":"διασαφηνίζω", "διάσειση":"διάσειση", "διάσελο":"διάσελο", "διάσημα":"διάσημος", "διάσημες":"διάσημος", "διάσημη":"διάσημος", "διάσημης":"διάσημος", "διάσημο":"διάσημος", "διάσημοι":"διάσημος", "διάσημος":"διάσημος", "διασημότερα":"διάσημος", "διασημότερη":"διάσημος", "διασημότερης":"διάσημος", "διασημότερο":"διάσημος", "διασημότεροι":"διάσημος", "διασημότερος":"διάσημος", "διασημότερου":"διάσημος", "διασημότερους":"διάσημος", "διασημότητα":"διασημότητα", "διασημότητες":"διασημότητα", "διασημοτήτων":"διασημότητα", "διάσημου":"διάσημος", "διάσημους":"διάσημος", "διάσημων":"διάσημος", "διασκέδαζαν":"διασκεδάζω", "διασκέδαζε":"διασκεδάζω", "διασκεδάζει":"διασκεδάζω", "διασκεδάζοντας":"διασκεδάζω", "διασκεδάζουμε":"διασκεδάζω", "διασκεδάζουν":"διασκεδάζω", "διασκεδάζω":"διασκεδάζω", "διασκεδάσαμε":"διασκεδάζω", "διασκέδασαν":"διασκεδάζω", "διασκέδασε":"διασκεδάζω", "διασκεδάσει":"διασκεδάζω", "διασκεδάσεις":"διασκεδάζω", "διασκεδάσετε":"διασκεδάζω", "διασκεδάσεως":"διασκέδαση", "διασκεδαση":"διασκέδαση", "διασκέδαση":"διασκέδαση", "διασκέδασή":"διασκέδαση", "διασκέδασης":"διασκέδαση", "διασκέδασής":"διασκέδαση", "διασκεδάσουμε":"διασκεδάζω", "διασκεδάσουν":"διασκεδάζω", "διασκεδάστε":"διασκεδάζω", "διασκεδαστές":"διασκεδαστής", "διασκεδαστικά":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικές":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστική":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικής":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικό":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικός":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικού":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικούς":"διασκεδαστικός", "διασκεδαστικών":"διασκεδαστικός", "διασκεύασα":"διασκευάζω", "διασκεύασε":"διασκευάζω", "διασκευασμένα":"διασκευάζω", "διασκευασμένο":"διασκευάζω", "διασκευάστηκε":"διασκευάζω", "διασκευαστούν":"διασκευάζω", "διασκευές":"διασκευή", "διασκευή":"διασκευή", "διασκευής":"διασκευή", "διασκέψεις":"διάσκεψη", "διασκέψεων":"διάσκεψη", "διασκέψεως":"διάσκεψη", "διάσκεψη":"διάσκεψη", "διάσκεψή":"διάσκεψη", "διάσκεψης":"διάσκεψη", "διασκορπίζεται":"διασκορπίζω", "διασκόρπισε":"διασκορπίζω", "διασκορπισμένες":"διασκορπίζω", "διασκορπισμένη":"διασκορπισμένος", "διασκορπισμένοι":"διασκορπισμένος", "διασκορπισμένων":"διασκορπίζω", "διασκορπιστεί":"διασκορπίζω", "διασκορπίστηκαν":"διασκορπίζω", "διασπά":"διασπώ", "διασπάθιζε":"διασπαθίζω", "διασπάθιση":"διασπάθιση", "διασπάθισης":"διασπάθιση", "διασπαρθεί":"διασπείρω", "διασπαρμένοι":"διασπαρμένος", "διάσπαρτα":"διάσπαρτος", "διάσπαρτες":"διάσπαρτος", "διάσπαρτη":"διάσπαρτος", "διάσπαρτο":"διάσπαρτος", "διάσπαρτοι":"διάσπαρτος", "διάσπαρτων":"διάσπαρτος", "διασπάσει":"διασπώ", "διάσπαση":"διάσπαση", "διάσπασης":"διάσπαση", "διασπασμένη":"διασπώ", "διασπασμένο":"διασπασμένος", "διασπασμένοι":"διασπώ", "διασπάσουν":"διασπώ", "διασπαστεί":"διασπώ", "διασπάστηκε":"διασπώ", "διασπαστική":"διασπαστικός", "διασπαστούν":"διασπώ", "διασπάται":"διασπώ", "διασπείρει":"διασπείρω", "διασπείρονται":"διασπείρω", "διασπορά":"διασπορά", "διασποράς":"διασπορά", "διασπούν":"διασπώ", "διασπώντας":"διασπώ", "διασταλτικές":"διασταλτικός", "διαστάσει":"διαστάσει", "διαστάσεις":"διάσταση", "διαστασεις-βαρη":"διαστασεις-βαρη", "διαστάσεων":"διάσταση", "διάσταση":"διάσταση", "διάστασή":"διάσταση", "διάστασης":"διάσταση", "διασταυρούμενα":"διασταυρούμενος", "διασταυρωθεί":"διασταυρώνω", "διασταυρώθηκαν":"διασταυρώνω", "διασταυρώθηκε":"διασταυρώνω", "διασταυρωθούν":"διασταυρώνω", "διασταυρωμένες":"διασταυρωμένος", "διασταυρωμένη":"διασταυρωμένος", "διασταυρώνονται":"διασταυρώνω", "διασταυρώνουν":"διασταυρώνω", "διασταύρωσε":"διασταυρώνω", "διασταυρώσει":"διασταυρώνω", "διασταυρώσεις":"διασταυρώνω", "διασταυρώσεις":"διασταύρωση", "διασταυρώσεων":"διασταύρωση", "διασταύρωση":"διασταύρωση", "διασταύρωσή":"διασταύρωση", "διασταύρωσης":"διασταύρωση", "διασταυρώσουν":"διασταυρώνω", "διαστείλει":"διαστέλλω", "διαστημα":"διάστημα", "διάστημα":"διάστημα", "διαστήματα":"διάστημα", "διαστήματος":"διάστημα", "διαστημάτων":"διάστημα", "διαστημικά":"διαστημικός", "διαστημικές":"διαστημικός", "διαστημική":"διαστημικός", "διαστημικής":"διαστημικός", "διαστημικό":"διαστημικός", "διαστημικός":"διαστημικός", "διαστημικού":"διαστημικός", "διαστημικούς":"διαστημικός", "διαστημικών":"διαστημικός", "διαστημόπλοια":"διαστημόπλοιο", "διαστημόπλοιο":"διαστημόπλοιο", "διαστημόπλοιό":"διαστημόπλοιο", "διαστημοπλοίου":"διαστημόπλοιο", "διαστημόπλοιου":"διαστημόπλοιο", "διαστημοπλοίων":"διαστημόπλοιο", "διάστικτες":"διάστικτος", "διάστικτη":"διάστικτος", "διάστικτος":"διάστικτος", "διαστολή":"διαστολή", "διαστρεβλωμένη":"διαστρεβλωμένος", "διαστρεβλώνουν":"διαστρεβλώνω", "διαστρέβλωσε":"διαστρεβλώνω", "διαστρεβλώσει":"διαστρεβλώνω", "διαστρεβλώσεις":"διαστρεβλώνω", "διαστρέβλωση":"διαστρέβλωση", "διαστρέβλωσης":"διαστρέβλωση", "διάστρεμμα":"διάστρεμμα", "διαστρέφουν":"διαστρέφω", "διαστροφές":"διαστροφή", "διαστροφή":"διαστροφή", "διαστροφής":"διαστροφή", "διαστροφική":"διαστροφικός", "διαστροφικό":"διαστροφικός", "διαστροφών":"διαστροφή", "διαστρωμάτωση":"διαστρωμάτωση", "διασυλλογικές":"διασυλλογικός", "διασυλλογικού":"διασυλλογικός", "διασυλογικό":"διασυλογικό", "διασυνδεδεμένο":"διασυνδεδεμένος", "διασυνδέεται":"διασυνδέω", "διασυνδέουν":"διασυνδέω", "διασυνδέσει":"διασυνδέω", "διασυνδέσεις":"διασύνδεση", "διασυνδέσεων":"διασύνδεση", "διασυνδέσεών":"διασύνδεση", "διασύνδεση":"διασύνδεση", "διασύνδεσης":"διασύνδεση", "διασυνδέσουμε":"διασυνδέω", "διασυνοριακά":"διασυνοριακός", "διασυνοριακές":"διασυνοριακός", "διασυνοριακή":"διασυνοριακός", "διασύρει":"διασύρω", "διασυρθεί":"διασύρω", "διασύρθηκαν":"διασύρω", "διασύρθηκε":"διασύρω", "διασυρμό":"διασυρμός", "διασυρμός":"διασυρμός", "διασυρμού":"διασυρμός", "διασύροντάς":"διασύρω", "διασύρουν":"διασύρω", "διασφάλιζαν":"διασφαλίζω", "διασφάλιζε":"διασφαλίζω", "διασφαλίζει":"διασφαλίζω", "διασφαλίζεται":"διασφαλίζω", "διασφαλίζονται":"διασφαλίζω", "διασφαλίζονταν":"διασφαλίζω", "διασφαλίζοντας":"διασφαλίζω", "διασφαλίζουν":"διασφαλίζω", "διασφάλισε":"διασφαλίζω", "διασφαλίσει":"διασφαλίζω", "διασφαλίσετε":"διασφαλίζω", "διασφάλιση":"διασφάλιση", "διασφάλισης":"διασφάλιση", "διασφαλισθεί":"διασφαλίζω", "διασφαλίσουμε":"διασφαλίζω", "διασφαλίσουν":"διασφαλίζω", "διασφαλιστεί":"διασφαλίζω", "διασφαλιστούν":"διασφαλίζω", "διασφαλίσω":"διασφαλίζω", "διασχίζαμε":"διασχίζω", "διασχίζει":"διασχίζω", "διασχίζεις":"διασχίζω", "διασχίζεται":"διασχίζω", "διασχίζοντας":"διασχίζω", "διασχίζουν":"διασχίζω", "διασχίσει":"διασχίζω", "διασχίσεις":"διασχίζω", "διάσχιση":"διάσχιση", "διασχίσουν":"διασχίζω", "διασχίσω":"διασχίζω", "διασώζει":"διασώζω", "διασώζεται":"διασώζω", "διασώζονται":"διασώζω", "διασώζοντας":"διασώζω", "διασώζουν":"διασώζω", "διασωθεί":"διασώζω", "διασωθέντα":"διασωθείς", "διασωθέντων":"διασωθείς", "διασώθηκαν":"διασώζω", "διασώθηκε":"διασώζω", "διασωθούν":"διασώζω", "διασωληνώνουν":"διασωληνώνω", "διασωλήνωση":"διασωλήνωση", "διασώσει":"διασώζω", "διάσωση":"διάσωση", "διάσωσης":"διάσωση", "διασώσουν":"διασώζω", "διασώστες":"διασώστες", "διασωστικές":"διασωστικός", "διασωστικής":"διασωστικός", "διασωστικών":"διασωστικός", "διαταγές":"διαταγή", "διαταγή":"διαταγή", "διαταγής":"διαταγή", "διάταγμα":"διάταγμα", "διατάγματα":"διάταγμα", "διατάγματα'":"διατάγματα'", "διατάγματος":"διάταγμα", "διαταγμάτων":"διάταγμα", "διαταγών":"διαταγή", "διατάζεται":"διατάζω", "διατακτικό":"διατακτικός", "διατάξει":"διατάζω", "διατάξεις":"διάταξη", "διατάξετε":"διατάζω", "διατάξεων":"διάταξη", "διατάξεως":"διάταξη", "διατάξη":"διάταξη", "διάταξη":"διάταξη", "διάταξή":"διάταξη", "διάταξης":"διάταξη", "διάταξις":"διάταξη", "διαταραγμένα":"διαταράζω", "διαταραγμένες":"διαταράζω", "διαταραγμένη":"διαταράζω", "διαταραγμένης":"διαταράζω", "διαταραγμένο":"διαταράζω", "διαταράξει":"διαταράσσω", "διαταράξεις":"διαταράζω", "διαταράξετε":"διαταράσσω", "διαταράξεων":"διατάραξη", "διατάραξη":"διατάραξη", "διαταράξουν":"διαταράσσω", "διαταράσσει":"διαταράσσω", "διαταράσσονται":"διαταράσσω", "διαταραχές":"διαταραχή", "διαταραχή":"διαταραχή", "διαταραχής":"διαταραχή", "διαταραχθεί":"διαταράσσω", "διαταράχθηκαν":"διαταράζω", "διαταράχθηκε":"διαταράσσω", "διαταραχθούν":"διαταράσσω", "διαταραχών":"διαταραχή", "διάταση":"διάταση", "διατάσσει":"διατάζω", "διατάσσεται":"διατάζω", "διατάσσονται":"διατάζω", "διατάσσοντας":"διατάζω", "διατάσσουν":"διατάζω", "διατατική":"διατατικός", "διαταχθεί":"διατάζω", "διατάχθηκαν":"διατάζω", "διατάχθηκε":"διατάζω", "διαταχθούν":"διατάζω", "διατεθεί":"διαθέτω", "διατεθειμένα":"διατεθειμένος", "διατεθειμένες":"διατεθειμένος", "διατεθειμένη":"διατεθειμένος", "διατεθειμένο":"διατεθειμένος", "διατεθειμένοι":"διατεθειμένος", "διατεθειμένος":"διατεθειμένος", "διατεθείσας":"διατεθείς", "διατέθηκαν":"διαθέτω", "διατέθηκε":"διαθέτω", "διατεθούν":"διαθέτω", "διατείνεται":"διατείνομαι", "διατείνονται":"διατείνομαι", "διατείνονταν":"διατείνομαι", "διατελεί":"διατελώ", "διατελέσαντες":"διατελέσας", "διατελέσει":"διατελώ", "διατελώντας":"διατελώ", "διατεταγμένη":"διατεταγμένος", "διατηρεί":"διατηρώ", "διατηρείς":"διατηρώ", "διατηρείται":"διατηρώ", "διατηρείτε":"διατηρώ", "διατηρηθεί":"διατηρώ", "διατηρήθηκαν":"διατηρώ", "διατηρήθηκε":"διατηρώ", "διατηρηθούν":"διατηρώ", "διατηρηθώ":"διατηρώ", "διατηρημένα":"διατηρημένος", "διατηρημένη":"διατηρώ", "διατηρημένο":"διατηρώ", "διατήρησαν":"διατηρώ", "διατήρησε":"διατηρώ", "διατηρήσει":"διατηρώ", "διατηρήσεις":"διατηρώ", "διατηρήσετε":"διατηρώ", "διατήρηση":"διατήρηση", "διατήρησή":"διατήρηση", "διατήρησης":"διατήρηση", "διατηρήσιμη":"διατηρήσιμος", "διατηρήσιμο":"διατηρήσιμος", "διατηρησιμότητα":"διατηρησιμότητα", "διατηρησιμότητας":"διατηρησιμότητα", "διατηρήσουμε":"διατηρώ", "διατηρήσουν":"διατηρώ", "διατηρήστε":"διατηρώ", "διατηρήσω":"διατηρώ", "διατηρητέα":"διατηρητέος", "διατηρητέο":"διατηρητέος", "διατηρητέοι":"διατηρητέος", "διατηρητέος":"διατηρητέος", "διατηρητέου":"διατηρητέος", "διατηρητέους":"διατηρητέος", "διατηρητέων":"διατηρητέος", "διατηρούμε":"διατηρώ", "διατηρούν":"διατηρώ", "διατηρούνται":"διατηρώ", "διατηρούνταν":"διατηρώ", "διατηρούσαν":"διατηρώ", "διατηρούσε":"διατηρώ", "διατηρώ":"διατηρώ", "διατηρώντας":"διατηρώ", "διατί":"διατί", "διατιθέμενων":"διατιθέμενος", "διατίθενται":"διαθέτω", "διατίθεται":"διαθέτω", "διατλαντική":"διατλαντικός", "διατλαντικού":"διατλαντικός", "διάτομα":"διάτομα", "διατομές":"διατομή", "διατράνωνε":"διατρανώνω", "διατρανώσουν":"διατρανώνω", "διατραπεζική":"διατραπεζικός", "διατραπεζικής":"διατραπεζικός", "διατραπεζικού":"διατραπεζικός", "διατραπεζικών":"διατραπεζικός", "διατρέξει":"διατρέχω", "διατρέξουν":"διατρέχω", "διατρέχει":"διατρέχω", "διατρέχουμε":"διατρέχω", "διατρέχουν":"διατρέχω", "διάτρητα":"διάτρητος", "διάτρητες":"διάτρητος", "διάτρητη":"διάτρητος", "διάτρητης":"διάτρητος", "διατρητικής":"διατρητικός", "διατρητικών":"διατρητικός", "διάτρητο":"διάτρητος", "διατριβή":"διατριβή", "διατριβής":"διατριβή", "διατροφή":"διατροφή", "διατροφής":"διατροφή", "διατροφικές":"διατροφικός", "διατροφικών":"διατροφικός", "διάττοντες":"διάττοντες", "διατυμπάνιζε":"διατυμπανίζω", "διατυμπανίζει":"διατυμπανίζω", "διατυμπανίζεται":"διατυμπανίζω", "διατυμπανίζουμε":"διατυμπανίζω", "διατυπωθεί":"διατυπώνω", "διατυπώθηκαν":"διατυπώνω", "διατυπώθηκε":"διατυπώνω", "διατυπωθούν":"διατυπώνω", "διατυπωμένη":"διατυπωμένος", "διατυπωμένο":"διατυπώνω", "διατυπωμένος":"διατυπωμένος", "διατύπωναν":"διατυπώνω", "διατύπωνε":"διατυπώνω", "διατυπώνει":"διατυπώνω", "διατυπώνεται":"διατυπώνω", "διατυπώνονται":"διατυπώνω", "διατυπώνονταν":"διατυπώνω", "διατυπώνοντας":"διατυπώνω", "διατυπώνουμε":"διατυπώνω", "διατυπώνουν":"διατυπώνω", "διατυπώνω":"διατυπώνω", "διατύπωσα":"διατυπώνω", "διατύπωσαν":"διατυπώνω", "διατυπώσατε":"διατυπώνω", "διατύπωσε":"διατυπώνω", "διατυπώσει":"διατυπώνω", "διατυπώσεις":"διατύπωση", "διατυπώσεων":"διατύπωση", "διατυπώσεως":"διατύπωση", "διατύπωση":"διατύπωση", "διατύπωσης":"διατύπωση", "διατύπωσής":"διατύπωση", "διατυπώσουμε":"διατυπώνω", "διατυπώσουν":"διατυπώνω", "διατυπώσω":"διατυπώνω", "διαύγεια":"διαύγεια", "διαύγειας":"διαύγεια", "διαυγείς":"διαυγής", "διαυγές":"διαυγής", "δίαυλο":"δίαυλος", "δίαυλοι":"δίαυλος", "δίαυλος":"δίαυλος", "διαύλους":"δίαυλος", "διαύλων":"δίαυλος", "δίαυλων":"δίαυλος", "διαφαίνεται":"διαφαίνομαι", "διαφαινόμενες":"διαφαινόμενος", "διαφαινόμενη":"διαφαινόμενος", "διαφαινόμενης":"διαφαινόμενος", "διαφαινόμενο":"διαφαινόμενος", "διαφαινόμενος":"διαφαινόμενος", "διαφαίνονται":"διαφαίνομαι", "διάφανα":"διάφανος", "διαφανεί":"διαφαίνομαι", "διαφάνεια":"διαφάνεια", "διαφάνειας":"διαφάνεια", "διαφάνειες":"διαφάνεια", "διαφανείς":"διαφανής", "διαφανειών":"διαφάνεια", "διαφανές":"διαφανής", "διαφανή":"διαφανής", "διάφανη":"διάφανος", "διαφάνηκε":"διαφαίνομαι", "διαφανής":"διαφανής", "διάφανο":"διάφανος", "διάφανος":"διάφανος", "διαφανούν":"διαφαίνομαι", "διαφανούς":"διαφανής", "διαφανών":"διαφανής", "διαφεντεύουν":"διαφεντεύω", "διαφέρει":"διαφέρω", "διαφέρουν":"διαφέρω", "διαφεύγει":"διαφεύγω", "διαφεύγοντες":"διαφεύγων", "διαφεύγουν":"διαφεύγω", "διαφήμιζαν":"διαφημίζω", "διαφήμιζε":"διαφημίζω", "διαφημίζει":"διαφημίζω", "διαφημίζεται":"διαφημίζω", "διαφημιζόμενα":"διαφημιζόμενος", "διαφημίζονται":"διαφημίζω", "διαφημιζόταν":"διαφημίζω", "διαφημίζουν":"διαφημίζω", "διαφήμισαν":"διαφημίζω", "διαφήμισε":"διαφημίζω", "διαφημίσει":"διαφημίζω", "διαφημίσεις":"διαφήμιση", "διαφημίσεων":"διαφήμιση", "διαφήμιση":"διαφήμιση", "διαφήμισης":"διαφήμιση", "διαφημισμένη":"διαφημίζω", "διαφημίσουν":"διαφημίζω", "διαφημιστεί":"διαφημίζω", "διαφημιστές":"διαφημιστής", "διαφημιστής":"διαφημιστής", "διαφημιστικά":"διαφημιστικός", "διαφημιστικές":"διαφημιστικός", "διαφημιστική":"διαφημιστικός", "διαφημιστικής":"διαφημιστικός", "διαφημιστικό":"διαφημιστικός", "διαφημιστικός":"διαφημιστικός", "διαφημιστικού":"διαφημιστικός", "διαφημιστικούς":"διαφημιστικός", "διαφημιστικών":"διαφημιστικός", "διαφθαρεί":"διαφθείρω", "διαφθείρει":"διαφθείρω", "διαφθείρουν":"διαφθείρω", "διαφθορά":"διαφθορά", "διαφθοράς":"διαφθορά", "διαφιλονικούμενες":"διαφιλονικούμενος", "διαφιλονικούμενη":"διαφιλονικούμενος", "διαφιλονικούμενου":"διαφιλονικούμενος", "διαφορα":"διαφορά", "διαφορά":"διαφορά", "διαφορα":"διάφορος", "διάφορα":"διάφορος", "διαφοράς":"διαφορά", "διαφορες":"διαφορά", "διαφορές":"διαφορά", "διάφορες":"διάφορος", "διαφορετικα":"διαφορετικά", "διαφορετικά":"διαφορετικά", "διαφορετικά":"διαφορετικός", "διαφορετικές":"διαφορετικός", "διαφορετική":"διαφορετικός", "διαφορετικής":"διαφορετικός", "διαφορετικό":"διαφορετικός", "διαφορετικοί":"διαφορετικός", "διαφορετικός":"διαφορετικός", "διαφορετικότητα":"διαφορετικότητα", "διαφορετικότητά":"διαφορετικότητα", "διαφορετικότητας":"διαφορετικότητα", "διαφορετικού":"διαφορετικός", "διαφορετικούς":"διαφορετικός", "διαφορετικών":"διαφορετικός", "διάφορο":"διάφορος", "διάφοροι":"διάφορος", "διαφοροποιεί":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιείται":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιηθεί":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιήθηκαν":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιήθηκε":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιημένα":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιημένη":"διαφοροποιημένος", "διαφοροποιημένο":"διαφοροποιημένος", "διαφοροποιημένων":"διαφοροποιημένος", "διαφοροποίησε":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιήσει":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιήσεις":"διαφοροποίηση", "διαφοροποιήσεων":"διαφοροποίηση", "διαφοροποίηση":"διαφοροποίηση", "διαφοροποίησή":"διαφοροποίηση", "διαφοροποίησης":"διαφοροποίηση", "διαφοροποιήσουμε":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιήσουν":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιούν":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιούνται":"διαφοροποιώ", "διαφοροποιώντας":"διαφοροποιώ", "διαφόρους":"διάφορος", "διάφορους":"διάφορος", "διαφορων":"διαφορά", "διαφορών":"διαφορά", "διαφόρων":"διάφορος", "διάφορων":"διάφορος", "διάφραγμα":"διάφραγμα", "διαφράγματος":"διάφραγμα", "διαφύγει":"διαφεύγω", "διαφύγετε":"διαφεύγω", "διαφυγή":"διαφυγή", "διαφυγής":"διαφυγή", "διαφύγουν":"διαφεύγω", "διαφυλάξει":"διαφυλάσσω", "διαφύλαξη":"διαφύλαξη", "διαφύλαξης":"διαφύλαξη", "διαφυλάξουμε":"διαφυλάσσω", "διαφυλάξουν":"διαφυλάσσω", "διαφυλάξτε":"διαφυλάσσω", "διαφυλάξω":"διαφυλάγω", "διαφυλάσσει":"διαφυλάσσω", "διαφυλάττουν":"διαφυλάττω", "διαφυλαχθεί":"διαφυλάσσω", "διαφυλαχθούν":"διαφυλάγω", "διαφωνεί":"διαφωνώ", "διαφωνείτε":"διαφωνώ", "διαφώνησα":"διαφωνώ", "διαφωνήσαμε":"διαφωνώ", "διαφώνησαν":"διαφωνώ", "διαφώνησε":"διαφωνώ", "διαφωνήσει":"διαφωνώ", "διαφωνήσεις":"διαφωνώ", "διαφωνήσουν":"διαφωνώ", "διαφωνία":"διαφωνία", "διαφωνίας":"διαφωνία", "διαφωνίες":"διαφωνία", "διαφωνιών":"διαφωνία", "διάφωνο":"διαφωνώ", "διαφωνούμε":"διαφωνώ", "διαφωνούν":"διαφωνώ", "διαφωνούντες":"διαφωνών", "διαφωνούντων":"διαφωνών", "διαφωνούσα":"διαφωνώ", "διαφωνούσαν":"διαφωνώ", "διαφωνούσε":"διαφωνώ", "διαφωνώ":"διαφωνώ", "διαφωνών":"διαφωνών", "διαφωνώντας":"διαφωνώ", "διαφώτισε":"διαφωτίζω", "διαφωτίσει":"διαφωτίζω", "διαφώτιση":"διαφώτιση", "διαφωτισμό":"διαφωτισμός", "διαφωτισμός":"διαφωτισμός", "διαφωτισμού":"διαφωτισμός", "διαφωτίσουμε":"διαφωτίζω", "διαφωτιστικά":"διαφωτιστικά", "διαφωτιστικές":"διαφωτιστικός", "διαφωτιστική":"διαφωτιστικός", "διαχέει":"διαχέω", "διαχέεται":"διαχέω", "διαχειρίζεσαι":"διαχειρίζομαι", "διαχειρίζεται":"διαχειρίζομαι", "διαχειρίζομαι":"διαχειρίζομαι", "διαχειριζόμενη":"διαχειριζόμενη", "διαχειριζόμενοι":"διαχειριζόμενοι", "διαχειρίζονται":"διαχειρίζομαι", "διαχειριζόταν":"διαχειρίζομαι", "διαχείριση":"διαχείριση", "διαχείρισή":"διαχείριση", "διαχείρισης":"διαχείριση", "διαχείρισής":"διαχείριση", "διαχειρισθεί":"διαχειρίζομαι", "διαχειρισθούμε":"διαχειρίζομαι", "διαχειρισθούν":"διαχειρίζομαι", "διαχειρίσιμα":"διαχειρίσιμα", "διαχειρίσιμη":"διαχειρίσιμη", "διαχειριστεί":"διαχειρίζομαι", "διαχειριστείς":"διαχειρίζομαι", "διαχειριστείτε":"διαχειρίζομαι", "διαχειριστές":"διαχειριστής", "διαχειριστή":"διαχειριστής", "διαχειρίστηκε":"διαχειρίζομαι", "διαχειριστής":"διαχειριστής", "διαχειριστικά":"διαχειριστικός", "διαχειριστικές":"διαχειριστικός", "διαχειριστική":"διαχειριστικός", "διαχειριστικής":"διαχειριστικός", "διαχειριστικό":"διαχειριστικός", "διαχειριστικός":"διαχειριστικός", "διαχειριστικού":"διαχειριστικός", "διαχειριστικούς":"διαχειριστικός", "διαχειριστικών":"διαχειριστικός", "διαχειριστούμε":"διαχειρίζομαι", "διαχειριστούν":"διαχειρίζομαι", "διαχειρίστριας":"διαχειρίστρια", "διαχειριστών":"διαχειριστής", "διαχέοντας":"διαχέω", "διαχέουν":"διαχέω", "διαχρονία":"διαχρονία", "διαχρονικά":"διαχρονικά", "διαχρονικά":"διαχρονικός", "διαχρονικές":"διαχρονικός", "διαχρονική":"διαχρονικός", "διαχρονικό":"διαχρονικός", "διαχρονικότητα":"διαχρονικότητα", "διαχρονικού":"διαχρονικός", "διαχρονικούς":"διαχρονικός", "διαχρονικών":"διαχρονικός", "διαχύσει":"διαχύνω", "διάχυση":"διάχυση", "διάχυσης":"διάχυση", "διάχυτες":"διάχυτος", "διάχυτη":"διάχυτος", "διάχυτης":"διάχυτος", "διαχυτικότητα":"διαχυτικότητα", "διάχυτο":"διάχυτος", "διάχυτος":"διάχυτος", "διάχυτου":"διάχυτος", "διαχωρίζει":"διαχωρίζω", "διαχωρίζεται":"διαχωρίζω", "διαχωρίζονται":"διαχωρίζω", "διαχωρίζοντας":"διαχωρίζω", "διαχωρίζοντάς":"διαχωρίζω", "διαχωρίζουμε":"διαχωρίζω", "διαχωρίζουν":"διαχωρίζω", "διαχώρισαν":"διαχωρίζω", "διαχώρισε":"διαχωρίζω", "διαχωρίσει":"διαχωρίζω", "διαχωρισμένα":"διαχωρίζω", "διαχωρισμό":"διαχωρισμός", "διαχωρισμός":"διαχωρισμός", "διαχωρισμού":"διαχωρισμός", "διαχωρισμούς":"διαχωρισμός", "διαχωρίσουν":"διαχωρίζω", "διαχωριστεί":"διαχωρίζω", "διαχωρίστηκαν":"διαχωρίζω", "διαχωρίστηκε":"διαχωρίζω", "διαχωριστικά":"διαχωριστικός", "διαχωριστικές":"διαχωριστικός", "διαχωριστική":"διαχωριστικός", "διαχωριστικό":"διαχωριστικός", "διαχωριστικού":"διαχωριστικός", "διαχωριστικών":"διαχωριστικός", "διαψεύδει":"διαψεύδω", "διαψεύδεται":"διαψεύδω", "διαψευδονται":"διαψεύδω", "διαψεύδονται":"διαψεύδω", "διαψεύδοντας":"διαψεύδω", "διαψεύδουν":"διαψεύδω", "διαψεύσει":"διαψεύδω", "διαψεύσεις":"διαψεύδω", "διαψεύσεων":"διάψευση", "διαψευση":"διάψευση", "διάψευση":"διάψευση", "διάψευσή":"διάψευση", "διάψευσής":"διάψευση", "διαψευσθεί":"διαψεύδω", "διαψεύσθηκαν":"διαψεύδω", "διαψευσθούν":"διαψεύδω", "διαψεύσουν":"διαψεύδω", "διαψεύστε":"διαψεύδω", "διαψευστεί":"διαψεύδω", "διαψεύστηκαν":"διαψεύδω", "διαψεύστηκε":"διαψεύδω", "διαψευστούμε":"διαψεύδω", "διαψευστούν":"διαψεύδω", "διγενή":"διγενής", "διγενής":"διγενής", "δίγκας":"δίγκας", "διγκόζης":"διγκόζη", "δίγλωσση":"δίγλωσσος", "διγλωσσία":"διγλωσσία", "δίγλωσσο":"δίγλωσσος", "δίγλωσσους":"δίγλωσσος", "δίγνωμη":"δίγνωμος", "δίγνωμος":"δίγνωμος", "δίδαγμα":"δίδαγμα", "διδάγματα":"δίδαγμα", "διδάγματά":"δίδαγμα", "διδακτέα":"διδακτέος", "διδακτέας":"διδακτέος", "διδακτήρια":"διδακτήριο", "διδακτήριο":"διδακτήριο", "διδακτηρίων":"διδακτήριο", "διδακτικές":"διδακτικός", "διδακτική":"διδακτικός", "διδακτικήν":"διδακτικός", "διδακτικής":"διδακτικός", "διδακτικό":"διδακτικός", "διδακτικός":"διδακτικός", "διδακτικού":"διδακτικός", "διδακτικών":"διδακτικός", "διδακτισμό":"διδακτισμός", "διδάκτορα":"διδάκτορας", "διδάκτορας":"διδάκτορας", "διδάκτορες":"διδάκτορας", "διδακτορικά":"διδακτορικός", "διδακτορική":"διδακτορικός", "διδακτορικής":"διδακτορικός", "διδακτορικό":"διδακτορικός", "διδακτορικός":"διδακτορικός", "διδακτορικού":"διδακτορικός", "διδακτόρων":"διδάκτορας", "δίδακτρα":"δίδακτρα", "διδάκτρων":"δίδακτρα", "διδακτωρ":"διδάκτωρ", "διδάκτωρ":"διδάκτωρ", "δίδαξα":"διδάσκω", "δίδαξαν":"διδάσκω", "διδάξαντες":"διδάξας", "δίδαξε":"διδάσκω", "διδάξει":"διδάσκω", "διδάξεις":"διδάσκω", "διδάξετε":"διδάσκω", "δίδαξόν":"δίδαξόν", "διδάξουμε":"διδάσκω", "διδάξουν":"διδάσκω", "διδάξω":"διδάσκω", "διδασκαλείου":"διδασκαλείο", "διδασκαλία":"διδασκαλία", "διδασκαλίας":"διδασκαλία", "διδασκαλίες":"διδασκαλία", "διδασκαλική":"διδασκαλικός", "διδάσκαλος":"διδάσκαλος", "διδασκάλου":"διδάσκαλος", "δίδασκαν":"διδάσκω", "δίδασκε":"διδάσκω", "διδάσκει":"διδάσκω", "διδάσκεις":"διδάσκω", "διδάσκεται":"διδάσκω", "διδασκόμενοι":"διδασκόμενος", "διδάσκονται":"διδάσκω", "διδάσκονταν":"διδάσκω", "διδάσκοντας":"διδάσκω", "διδάσκοντάς":"διδάσκω", "διδάσκοντες":"διδάσκων", "διδασκόντων":"διδάσκων", "διδάσκουμε":"διδάσκω", "διδάσκουν":"διδάσκω", "διδάσκω":"διδάσκω", "διδάσκων":"διδάσκων", "διδαχές":"διδαχή", "διδαχθεί":"διδάσκω", "διδάχθηκαν":"διδάσκω", "διδάχθηκε":"διδάσκω", "διδαχθούμε":"διδάσκω", "διδαχθούν":"διδάσκω", "διδαχτεί":"διδάσκω", "διδαχτήκαμε":"διδάσκω", "διδάχτηκαν":"διδάσκω", "διδάχτηκε":"διδάσκω", "διδαχτούν":"διδάσκω", "δίδει":"δίνω", "δίδεται":"δίνω", "δίδονται":"δίνω", "δίδονταν":"δίνω", "δίδοντας":"δίνω", "διδόταν":"δίνω", "δίδουν":"δίδω", "δίδυμα":"δίδυμος", "δίδυμες":"δίδυμος", "δίδυμη":"δίδυμος", "δίδυμο":"δίδυμος", "διδυμοι":"δίδυμος", "δίδυμοι":"δίδυμος", "δίδυμος":"δίδυμος", "διδυμοτειχο":"διδυμότειχο", "διδυμότειχο":"διδυμότειχο", "διδυμοτειχου":"διδυμότειχο", "διδυμοτείχου":"διδυμότειχο", "διδυμότειχου":"διδυμότειχου", "διδύμου":"δίδυμος", "δίδυμους":"δίδυμος", "διδύμων":"δίδυμος", "δίδυμων":"δίδυμος", "δίδω":"δίδω", "διέβλεπα":"διαβλέπω", "διέβλεψαν":"διαβλέπω", "διέβλεψε":"διαβλέπω", "διέβρωνε":"διέβρωνε", "διέβρωσαν":"διαβιβρώσκω", "διεγείρει":"διεγείρω", "διεγείρεται":"διεγείρω", "διεγερμένη":"διεγερμένος", "διέγερση":"διέγερση", "διέγερσης":"διέγερση", "διεγερτικές":"διεγερτικός", "διεγερτικό":"διεγερτικός", "διέγνωσαν":"διαγιγνώσκω", "διέγνωσε":"διαγιγνώσκω", "διέγραφε":"διαγράφω", "διεγράφη":"διαγράφω", "διέγραψα":"διαγράφω", "διέγραψε":"διαγράφω", "διέδιδαν":"διαδίδω", "διέδιδε":"διαδίδω", "διεδίδετο":"διαδίδω", "διέθεσαν":"διαθέτω", "διέθεσε":"διαθέτω", "διέθεταν":"διαθέτω", "διέθετε":"διαθέτω", "διεθνεις":"διεθνής", "διεθνείς":"διεθνής", "διεθνες":"διεθνής", "διεθνές":"διεθνής", "διεθνη":"διεθνής", "διεθνή":"διεθνής", "διεθνης":"διεθνής", "διεθνής":"διεθνής", "διεθνική":"διεθνικός", "διεθνισμός":"διεθνισμός", "διεθνιστές":"διεθνιστής", "διεθνιστικά":"διεθνιστικός", "διεθνιστικές":"διεθνιστικός", "διεθνιστική":"διεθνιστικός", "διεθνολόγο":"διεθνολόγος", "διεθνολογος":"διεθνολόγος", "διεθνολόγος":"διεθνολόγος", "διεθνολογου":"διεθνολόγος", "διεθνολόγους":"διεθνολόγος", "διεθνοποιημένη":"διεθνοποιημένος", "διεθνοποιημένης":"διεθνοποιώ", "διεθνοποιημένο":"διεθνοποιημένος", "διεθνοποίηση":"διεθνοποίηση", "διεθνοποίησή":"διεθνοποίηση", "διεθνους":"διεθνής", "διεθνούς":"διεθνής", "διεθνων":"διεθνής", "διεθνών":"διεθνής", "διεθνώς":"διεθνώς", "διεθυντης":"διεθυντης", "διεισδύει":"διεισδύω", "διεισδύουν":"διεισδύω", "διείσδυσαν":"διεισδύω", "διείσδυσε":"διεισδύω", "διεισδύσει":"διεισδύω", "διείσδυση":"διείσδυση", "διείσδυσή":"διείσδυση", "διείσδυσης":"διείσδυση", "διεισδύσουν":"διεισδύω", "διεισδυτικά":"διεισδυτικός", "διεισδυτικές":"διεισδυτικός", "διεισδυτική":"διεισδυτικός", "διεισδυτικό":"διεισδυτικός", "διεισδυτικότατη":"διεισδυτικότατη", "διεισδυτικότητα":"διεισδυτικότητα", "διεκατ":"διεκατ", "διεκδικεί":"διεκδικώ", "διεκδικείς":"διεκδικώ", "διεκδικείται":"διεκδικώ", "διεκδικείτε":"διεκδικώ", "διεκδικήσαμε":"διεκδικώ", "διεκδίκησαν":"διεκδικώ", "διεκδίκησε":"διεκδικώ", "διεκδικήσει":"διεκδικώ", "διεκδικήσεις":"διεκδίκηση", "διεκδικήσετε":"διεκδικώ", "διεκδικήσεων":"διεκδίκηση", "διεκδικήσεών":"διεκδίκηση", "διεκδίκηση":"διεκδίκηση", "διεκδίκησή":"διεκδίκηση", "διεκδίκησης":"διεκδίκηση", "διεκδικήσουμε":"διεκδικώ", "διεκδικήσουν":"διεκδικώ", "διεκδικήστε":"διεκδικώ", "διεκδικήσω":"διεκδικώ", "διεκδικητές":"διεκδικητής", "διεκδικητή":"διεκδικητής", "διεκδικητής":"διεκδικητής", "διεκδικητική":"διεκδικητικός", "διεκδικητικό":"διεκδικητικός", "διεκδικητικοί":"διεκδικητικός", "διεκδικητικός":"διεκδικητικός", "διεκδικητικού":"διεκδικητικός", "διεκδικητών":"διεκδικητής", "διεκδικούμε":"διεκδικώ", "διεκδικούμενα":"διεκδικούμενος", "διεκδικούμενης":"διεκδικούμενος", "διεκδικούμενων":"διεκδικούμενος", "διεκδικούν":"διεκδικώ", "διεκδικούνταν":"διεκδικώ", "διεκδικούσαμε":"διεκδικώ", "διεκδικούσαν":"διεκδικώ", "διεκδικούσε":"διεκδικώ", "διεκδικώ":"διεκδικώ", "διεκδικώντας":"διεκδικώ", "διεκόπη":"διακόπτω", "διεκόπησαν":"διακόπτω", "διέκοπταν":"διακόπτω", "διέκοπτε":"διακόπτω", "διέκοψαν":"διακόπτω", "διέκοψε":"διακόπτω", "διεκπεραιωθεί":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώθηκαν":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώθηκε":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιωθούν":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώνει":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώνουν":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραίωσε":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώσει":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιώσετε":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραίωση":"διεκπεραίωση", "διεκπεραίωσης":"διεκπεραίωση", "διεκπεραίωσής":"διεκπεραίωση", "διεκπεραιώσουν":"διεκπεραιώνω", "διεκπεραιωτή":"διεκπεραιωτής", "διέκρινα":"διακρίνω", "διέκριναν":"διακρίνω", "διέκρινε":"διακρίνω", "διέλαθε":"διαλανθάνω", "διέλασης":"διαέλαση", "διελεύσεις":"διέλευση", "διέλευση":"διέλευση", "διέλευσή":"διέλευση", "διέλευσης":"διέλευση", "διελκυστίνδα":"διελκυστίνδα", "διέλυσαν":"διαλύω", "διέλυσε":"διαλύω", "διεμβολισμό":"διεμβολισμός", "διεμβολισμός":"διεμβολισμός", "διεμβολιστής":"διεμβολίζω", "διέμεινε":"διαμένω", "διέμεναν":"διαμένω", "διέμενε":"διαμένω", "διεμήνυαν":"διαμηνύω", "διεμήνυσαν":"διαμηνύω", "διεμήνυσε":"διαμηνύω", "διένειμε":"διανέμω", "διενέμετο":"διενέμετο", "διενέξεις":"διένεξη", "διενέξεων":"διένεξη", "διένεξη":"διένεξη", "διένεξης":"διένεξη", "διενεργεί":"διενεργώ", "διενέργεια":"διενέργεια", "διενέργειας":"διενέργεια", "διενεργείστε":"διενεργώ", "διενεργείται":"διενεργώ", "διενεργηθεί":"διενεργώ", "διενεργήθηκαν":"διενεργώ", "διενεργήθηκε":"διενεργώ", "διενεργηθούν":"διενεργώ", "διενεργήσαμε":"διενεργώ", "διενεργήσει":"διενεργώ", "διενεργήσουμε":"διενεργώ", "διενεργήσουν":"διενεργώ", "διενεργούν":"διενεργώ", "διενεργούνται":"διενεργώ", "διενεργούσαν":"διενεργώ", "διενεργώντας":"διενεργώ", "διενήργησαν":"διενεργώ", "διενήργησε":"διενεργώ", "διένυσαν":"διανύω", "διένυσε":"διανύω", "διεξαγάγει":"διεξάγω", "διεξαγάγουν":"διεξάγω", "διεξάγει":"διεξάγω", "διεξάγεται":"διεξάγω", "διεξαγόμενη":"διεξαγόμενος", "διεξαγομένων":"διεξαγομένων", "διεξάγονται":"διεξάγω", "διεξάγονταν":"διεξάγω", "διεξαγόταν":"διεξάγω", "διεξάγουμε":"διεξάγω", "διεξάγουν":"διεξάγω", "διεξαγωγή":"διεξαγωγή", "διεξαγωγής":"διεξαγωγή", "διεξαχθεί":"διεξάγω", "διεξαχθούν":"διεξάγω", "διεξήγαγαν":"διεξάγω", "διεξήγαγε":"διεξάγω", "διεξήχθη":"διεξάγω", "διεξήχθησαν":"διεξάγω", "διεξοδικά":"διεξοδικά", "διεξοδική":"διεξοδικός", "διεξοδικής":"διεξοδικός", "διεξοδικότερα":"διεξοδικός", "διέξοδο":"διέξοδος", "διέξοδοι":"διέξοδος", "διέξοδος":"διέξοδος", "διεξόδου":"διέξοδος", "διεξόδους":"διέξοδος", "διέπει":"διέπω", "διέπεται":"διέπω", "διεπιστημονικά":"διεπιστημονικός", "διεπιστημονικής":"διεπιστημονικός", "διεπίστωσε":"διαπιστώνω", "διέπλεαν":"διαπλέω", "διέπονται":"διέπω", "διέπονταν":"διέπω", "διέπουν":"διέπω", "διέπραξα":"διαπράττω", "διέπραξαν":"διαπράττω", "διέπραξε":"διαπράττω", "διέπραττε":"διαπράττω", "διεπράχθη":"διαπράττω", "διεπράχθησαν":"διαπράττω", "διέπρεψε":"διαπρέπω", "διεργασία":"διεργασία", "διεργασίας":"διεργασία", "διεργασίες":"διεργασία", "διεργασιών":"διεργασία", "διερευνά":"διερευνώ", "διερευνάται":"διερευνώ", "διερευνηθεί":"διερευνώ", "διερευνήθηκε":"διερευνώ", "διερευνηθούν":"διερευνώ", "διερεύνησε":"διερευνώ", "διερευνήσει":"διερευνώ", "διερεύνηση":"διερεύνηση", "διερεύνησης":"διερεύνηση", "διερευνήσουμε":"διερευνώ", "διερευνήσουν":"διερευνώ", "διερευνητικές":"διερευνητικός", "διερευνητική":"διερευνητικός", "διερευνούμε":"διερευνώ", "διερευνούν":"διερευνώ", "διερευνούσαν":"διερευνώ", "διερευνούσε":"διερευνώ", "διερευνώνται":"διερευνώ", "διερευνώντας":"διερευνώ", "διερμηνέα":"διερμηνέας", "διερμηνείας":"διερμηνεία", "διέρρεαν":"διαρρέω", "διέρρεε":"διαρρέω", "διέρρευσαν":"διαρρέω", "διέρρευσε":"διαρρέω", "διερρηγμένου":"διερρηγμένος", "διέρρηξαν":"διαρρηγνύω", "διέρρηξε":"διαρρηγνύω", "διέρχεται":"διέρχομαι", "διερχόμενα":"διερχόμενος", "διερχόμενη":"διερχόμενος", "διερχόμενης":"διερχόμενος", "διερχόμενο":"διερχόμενος", "διερχόμενοι":"διερχόμενος", "διερχόμενος":"διερχόμενος", "διερχόμενους":"διερχόμενος", "διερχομένων":"διερχόμενος", "διερχόμενων":"διερχόμενος", "διέρχονται":"διέρχομαι", "διέρχονταν":"διέρχομαι", "διερχόταν":"διέρχομαι", "διερωτάσαι":"διερωτώμαι", "διερωτάται":"διερωτώμαι", "διερωτηθεί":"διερωτώμαι", "διερωτήθηκα":"διερωτώμαι", "διερωτήθηκε":"διερωτώμαι", "διερωτόμαστε":"διερωτώμαι", "διερώτονταν":"διερωτώμαι", "διερωτώμαι":"διερωτώμαι", "διερωτώμεθα":"διερωτώμαι", "διερωτώμενος":"διερωτώμενος", "διερωτώνται":"διερωτώμαι", "διεσπαρμένα":"διεσπαρμένος", "διεσπαρμένο":"διεσπαρμένος", "διέσπασε":"διασπώ", "διεστραμμένα":"διεστραμμένος", "διεστραμμένο":"διεστραμμένος", "διεστραμμένοι":"διεστραμμένος", "διεστραμμένου":"διεστραμμένος", "διεστραμμένους":"διεστραμμένος", "διεστώτα":"διεστώτα", "διέσυραν":"διασύρω", "διέσχιζαν":"διασχίζω", "διέσχιζε":"διασχίζω", "διέσχισα":"διασχίζω", "διέσχισε":"διασχίζω", "διεσώθησαν":"διασώζω", "διέσωσε":"διασώζω", "διέταζε":"διατάζω", "διέταξαν":"διατάζω", "διέταξε":"διατάζω", "διετάχθη":"διατάζω", "διετέθησαν":"διαθέτω", "διετείς":"διετής", "διετέλεσα":"διατελώ", "διετέλεσαν":"διατελώ", "διετέλεσε":"διατελώ", "διετές":"διετής", "διετή":"διετής", "διετής":"διετής", "διετια":"διετία", "διετία":"διετία", "διετίας":"διετία", "διετίθετο":"διαθέτω", "διετούς":"διετής", "διέτρεξαν":"διατρέχω", "διέτρεξε":"διατρέχω", "διετυπώθησαν":"διατυπώνω", "διετύπωσε":"διατυπώνω", "διευθετεί":"διευθετώ", "διευθετηθεί":"διευθετώ", "διευθετήθηκαν":"διευθετώ", "διευθετηθούν":"διευθετώ", "διευθετήσει":"διευθετώ", "διευθετήσεις":"διευθέτηση", "διευθετήσετε":"διευθετώ", "διευθέτηση":"διευθέτηση", "διευθέτησης":"διευθέτηση", "διευθέτησής":"διευθέτηση", "διευθετήσουμε":"διευθετώ", "διευθετήσουν":"διευθετώ", "διευθετούνται":"διευθετώ", "διευθύνει":"διευθύνω", "διευθύνεται":"διευθύνω", "διευθύνετε":"διευθύνω", "διευθύνοντα":"διευθύνων", "διευθύνοντες":"διευθύνων", "διευθύνοντος":"διευθύνων", "διευθύνουν":"διευθύνω", "διευθύνουσα":"διευθύνων", "διευθύνσεις":"διεύθυνση", "διευθύνσεων":"διεύθυνση", "διευθύνσεως":"διεύθυνση", "διευθυνση":"διεύθυνση", "διεύθυνση":"διεύθυνση", "διεύθυνσή":"διεύθυνση", "διευθυνσης":"διεύθυνση", "διεύθυνσης":"διεύθυνση", "διεύθυνσιν":"διεύθυνση", "διευθυντά":"διευθυντής", "διευθυντές":"διευθυντής", "διευθυντή":"διευθυντής", "διευθυντήριο":"διευθυντήριο", "διευθυντης":"διευθυντής", "διευθυντής":"διευθυντής", "διευθυντικά":"διευθυντικός", "διευθυντικές":"διευθυντικός", "διευθυντικό":"διευθυντικός", "διευθυντικού":"διευθυντικός", "διευθυντού":"διευθυντής", "διευθύντρια":"διευθύντρια", "διευθύντριά":"διευθύντρια", "διευθύντριας":"διευθύντρια", "διευθύντριες":"διευθύντρια", "διευθυντών":"διευθυντής", "διευθύνω":"διευθύνω", "διευθύνων":"διευθύνων", "διευκόλυναν":"διευκολύνω", "διευκόλυνε":"διευκολύνω", "διευκολύνει":"διευκολύνω", "διευκολύνεται":"διευκολύνω", "διευκολυνθεί":"διευκολύνω", "διευκολυνθούν":"διευκολύνω", "διευκολύνονται":"διευκολύνω", "διευκολύνοντας":"διευκολύνω", "διευκολύνουμε":"διευκολύνω", "διευκολύνουν":"διευκολύνω", "διευκολύνσεις":"διευκόλυνση", "διευκολύνσεων":"διευκόλυνση", "διευκόλυνση":"διευκόλυνση", "διευκόλυνσή":"διευκόλυνση", "διευκόλυνσης":"διευκόλυνση", "διευκόλυνσής":"διευκόλυνση", "διευκολύνω":"διευκολύνω", "διευκρινήσεις":"διευκρίνηση", "διευκρίνιζαν":"διευκρινίζω", "διευκρίνιζε":"διευκρινίζω", "διευκρινίζει":"διευκρινίζω", "διευκρινίζεται":"διευκρινίζω", "διευκρινίζοντας":"διευκρινίζω", "διευκρινίζουν":"διευκρινίζω", "διευκρίνισαν":"διευκρινίζω", "διευκρίνισε":"διευκρινίζω", "διευκρινίσει":"διευκρινίζω", "διευκρινίσεις":"διευκρίνιση", "διευκρινίσετε":"διευκρινίζω", "διευκρινίσεων":"διευκρίνιση", "διευκρινιση":"διευκρίνιση", "διευκρίνιση":"διευκρίνιση", "διευκρινισθεί":"διευκρινίζω", "διευκρινίσουμε":"διευκρινίζω", "διευκρινίσουν":"διευκρινίζω", "διευκρινιστεί":"διευκρινίζω", "διευκρινίστηκε":"διευκρινίζω", "διευκρινιστικά":"διευκρινιστικά", "διευκρινιστικά":"διευκρινιστικός", "διευκρινιστικές":"διευκρινιστικός", "διευκρινιστική":"διευκρινιστικός", "διευκρινιστικό":"διευκρινιστικός", "διευκρινιστούν":"διευκρινίζω", "διευκρινίσω":"διευκρινίζω", "διεύλευση":"διεύλευση", "διευρυμένες":"διευρύνω", "διευρυμένη":"διευρυμένος", "διευρυμένης":"διευρυμένος", "διευρυμένο":"διευρύνω", "διεύρυναν":"διευρύνω", "διεύρυνε":"διευρύνω", "διευρύνει":"διευρύνω", "διευρύνεται":"διευρύνω", "διευρύνετε":"διευρύνω", "διευρυνθεί":"διευρύνω", "διευρύνθηκε":"διευρύνω", "διευρυνθούν":"διευρύνω", "διευρυνόμενη":"διευρυνόμενος", "διευρυνόμενο":"διευρυνόμενος", "διευρύνονται":"διευρύνω", "διευρύνοντας":"διευρύνω", "διευρύνουμε":"διευρύνω", "διευρύνουν":"διευρύνω", "διευρύνσεις":"διεύρυνση", "διευρύνσεων":"διεύρυνση", "διεύρυνση":"διεύρυνση", "διεύρυνσή":"διεύρυνση", "διεύρυνσης":"διεύρυνση", "διεύρυνσής":"διεύρυνση", "διεφαλου":"διεφαλου", "διεφάνη":"διαφαίνομαι", "διέφεραν":"διαφέρω", "διέφερε":"διαφέρω", "διέφευγαν":"διαφεύγω", "διέφευγε":"διαφεύγω", "διεφθαρμένη":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμένο":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμένοι":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμενος":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμένος":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμένου":"διεφθαρμένος", "διεφθαρμένους":"διεφθαρμένος", "διέφυγαν":"διαφεύγω", "διέφυγε":"διαφεύγω", "διέψευδαν":"διαψεύδω", "διέψευδε":"διαψεύδω", "διέψευσαν":"διαψεύδω", "διεψευσε":"διαψεύδω", "διέψευσε":"διαψεύδω", "διζωνικής":"διζωνικός", "διηγείται":"διηγούμαι", "διηγηθεί":"διηγούμαι", "διηγηθείς":"διηγούμαι", "διηγήθηκε":"διηγούμαι", "διηγηθούν":"διηγούμαι", "διηγηθώ":"διηγούμαι", "διήγημα":"διήγημα", "διήγημά":"διήγημα", "διηγήματα":"διήγημα", "διηγήματά":"διήγημα", "διηγήματος":"διήγημα", "διηγημάτων":"διήγημα", "διηγήσεις":"διήγηση", "διήγηση":"διήγηση", "διηγιόνταν":"διηγιόνταν", "διηγιόταν":"διηγιόταν", "διηγούμαι":"διηγούμαι", "διηγούμενος":"διηγούμενος", "διηγούνται":"διηγούμαι", "διηγούνταν":"διηγούμαι", "διήλθαν":"διέρχομαι", "διήμερα":"διήμερο", "διήμερες":"διήμερος", "διήμερη":"διήμερος", "διήμερης":"διήμερος", "διημερίδα":"διημερίδα", "διημερίδας":"διημερίδα", "διήμερο":"διήμερο", "διημέρου":"διήμερος", "διήμερου":"διήμερος", "διηνεκές":"διηνεκής", "διήνυσε":"διήνυσε", "διηπειρωτικό":"διηπειρωτικός", "διηρημένο":"διηρημένος", "διήρκεσαν":"διαρκώ", "διήρκεσε":"διαρκώ", "διηύθυνε":"διευθύνω", "διθέσιων":"διθέσιος", "διθυραμβικές":"διθυραμβικός", "διθυράμβους":"διθύραμβος", "διιοικητηριου":"διιοικητηριου", "διιστάμενες":"διιστάμενος", "διισταμένων":"διιστάμενος", "διίστανται":"διίσταμαι", "δικά":"δικός", "δικάζει":"δικάζω", "δικάζεται":"δικάζω", "δικάζονται":"δικάζω", "δικάζονταν":"δικάζω", "δικάζοντος":"δικάζων", "δικάζουμε":"δικάζω", "δικάζουν":"δικάζω", "δικάζω":"δικάζω", "δίκαια":"δίκαιο", "δικαία":"δίκαιος", "δίκαια":"δίκαιος", "δίκαιας":"δίκαιας", "δίκαιες":"δίκαιος", "δίκαιη":"δίκαιος", "δίκαιης":"δίκαιος", "δικαιική":"δικαιική", "δικαιικό":"δικαιικό", "δικαιϊκό":"δικαιϊκό", "δικαιικού":"δικαιικού", "δίκαιο":"δίκαιο", "δίκαιό":"δίκαιο", "δικαιοδοσία":"δικαιοδοσία", "δικαιοδοσίας":"δικαιοδοσία", "δικαιοδοσίες":"δικαιοδοσία", "δικαιοδοσιών":"δικαιοδοσία", "δικαιοδοτική":"δικαιοδοτικός", "δικαιοδοτικής":"δικαιοδοτικός", "δικαιοδοτικό":"δικαιοδοτικός", "δικαιοδοτικού":"δικαιοδοτικός", "δίκαιοι":"δίκαιος", "δικαιολογεί":"δικαιολογώ", "δικαιολογείς":"δικαιολογώ", "δικαιολογείται":"δικαιολογώ", "δικαιολογείτε":"δικαιολογώ", "δικαιολογηθεί":"δικαιολογώ", "δικαιολογήθηκε":"δικαιολογώ", "δικαιολογημένα":"δικαιολογημένος", "δικαιολογημένες":"δικαιολογημένος", "δικαιολογημένη":"δικαιολογημένος", "δικαιολογημένο":"δικαιολογώ", "δικαιολογημένοι":"δικαιολογημένος", "δικαιολογημένος":"δικαιολογώ", "δικαιολόγησαν":"δικαιολογώ", "δικαιολόγησε":"δικαιολογώ", "δικαιολογήσει":"δικαιολογώ", "δικαιολόγηση":"δικαιολόγηση", "δικαιολογήσουμε":"δικαιολογώ", "δικαιολογήσουν":"δικαιολογώ", "δικαιολογήσω":"δικαιολογώ", "δικαιολογητικά":"δικαιολογητικά", "δικαιολογητική":"δικαιολογητικός", "δικαιολογητικό":"δικαιολογητικός", "δικαιολογητικών":"δικαιολογητικός", "δικαιολογία":"δικαιολογία", "δικαιολογίες":"δικαιολογία", "δικαιολογούν":"δικαιολογώ", "δικαιολογούνται":"δικαιολογώ", "δικαιολογούνταν":"δικαιολογώ", "δικαιολογούσε":"δικαιολογώ", "δικαιολογώ":"δικαιολογώ", "δικαιολογώντας":"δικαιολογώ", "δίκαιον":"δίκαιος", "δικαιοπραξιών":"δικαιοπραξία", "δίκαιος":"δίκαιος", "δικαιοσυνη":"δικαιοσύνη", "δικαιοσύνη":"δικαιοσύνη", "δικαιοσυνης":"δικαιοσύνη", "δικαιοσύνης":"δικαιοσύνη", "δικαιότερη":"δίκαιος", "δικαιότερο":"δίκαιος", "δικαίου":"δίκαιο", "δίκαιου":"δίκαιος", "δικαιούμαι":"δικαιούμαι", "δικαιούμαστε":"δικαιούμαι", "δικαιούμεθα":"δικαιούμαι", "δικαιούνται":"δικαιούμαι", "δικαιούνταν":"δικαιούμαι", "δικαίους":"δίκαιος", "δίκαιους":"δίκαιος", "δικαιούστε":"δικαιούμαι", "δικαιούται":"δικαιούμαι", "δικαιούχο":"δικαιούχος", "δικαιούχοι":"δικαιούχος", "δικαιούχος":"δικαιούχος", "δικαιούχου":"δικαιούχος", "δικαιούχους":"δικαιούχος", "δικαιούχων":"δικαιούχος", "δικαιόχρησης":"δικαιόχρησης", "δικαίω":"δίκαιο", "δικαιωθεί":"δικαιώνω", "δικαιωθήκαμε":"δικαιώνω", "δικαιώθηκαν":"δικαιώνω", "δικαιώθηκε":"δικαιώνω", "δικαιωθούμε":"δικαιώνω", "δικαιωθούν":"δικαιώνω", "δικαίωμα":"δικαίωμα", "δικαίωμά":"δικαίωμα", "δικαιωματα":"δικαίωμα", "δικαιώματα":"δικαίωμα", "δικαιώματά":"δικαίωμα", "δικαιωματικά":"δικαιωματικά", "δικαιώματος":"δικαίωμα", "δικαιώματός":"δικαίωμα", "δικαιωμάτων":"δικαίωμα", "δικαιωμένες":"δικαιώνω", "δικαιωμένη":"δικαιώνω", "δικαιωμένο":"δικαιώνω", "δικαιωμένος":"δικαιώνω", "δικαίων":"δίκαιος", "δικαιώνει":"δικαιώνω", "δικαιώνεσαι":"δικαιώνω", "δικαιώνεται":"δικαιώνω", "δικαιώνονται":"δικαιώνω", "δικαιώνοντας":"δικαιώνω", "δικαιώνουν":"δικαιώνω", "δικαίως":"δίκαια", "δικαίωσαν":"δικαιώνω", "δικαίωσε":"δικαιώνω", "δικαιώσει":"δικαιώνω", "δικαιωση":"δικαίωση", "δικαίωση":"δικαίωση", "δικαίωσή":"δικαίωση", "δικαίωσης":"δικαίωση", "δικαιώσουμε":"δικαιώνω", "δικαιώσουν":"δικαιώνω", "δικαιώσω":"δικαιώνω", "δικανικά":"δικανικός", "δικανικές":"δικανικός", "δίκαννο":"δίκαννο", "δίκασαν":"δικάζω", "δίκασε":"δικάζω", "δικάσει":"δικάζω", "δικάσιμες":"δικάσιμος", "δικάσιμο":"δικάσιμος", "δικάσιμος":"δικάσιμος", "δικάσουμε":"δικάζω", "δικάσουν":"δικάζω", "δικαστεί":"δικάζω", "δικαστές":"δικαστής", "δικαστή":"δικαστής", "δικάστηκαν":"δικάζω", "δικάστηκε":"δικάζω", "δικαστήρια":"δικαστήριο", "δικαστήριο":"δικαστήριο", "δικαστηριου":"δικαστήριο", "δικαστηρίου":"δικαστήριο", "δικαστηρίων":"δικαστήριο", "δικαστής":"δικαστής", "δικαστής-μωρό":"δικαστής-μωρό", "δικαστικά":"δικαστικός", "δικάστικε":"δικαστικός", "δικαστικές":"δικαστικός", "δικαστική":"δικαστικός", "δικαστικής":"δικαστικός", "δικαστικό":"δικαστικός", "δικαστικοί":"δικαστικός", "δικαστικός":"δικαστικός", "δικαστικού":"δικαστικός", "δικαστικούς":"δικαστικός", "δικαστικών":"δικαστικός", "δικαστικώς":"δικαστικώς", "δικαστίνα":"δικαστίνα", "δικαστίνας":"δικαστίνα", "δικαστίνες":"δικαστίνα", "δικαστού":"δικαστής", "δικαστούν":"δικάζω", "δικαστώ":"δικάζω", "δικαστών":"δικαστής", "δικατσα":"δικατσα", "δίκες":"δίκη", "δικές":"δικός", "δικέφαλο":"δικέφαλος", "δικεφαλος":"δικέφαλος", "δικέφαλος":"δικέφαλος", "δικεφαλου":"δικέφαλος", "δικεφάλου":"δικέφαλος", "δικέφαλου":"δικέφαλος", "δίκη":"δίκη", "δίκη'":"δίκη'", "δική":"δικός", "δικηγορία":"δικηγορία", "δικηγορίας":"δικηγορία", "δικηγορικά":"δικηγορικός", "δικηγορικές":"δικηγορικός", "δικηγορικό":"δικηγορικός", "δικηγορικός":"δικηγορικός", "δικηγορικού":"δικηγορικός", "δικηγορικούς":"δικηγορικός", "δικηγορίνα":"δικηγορίνα", "δικηγόρο":"δικηγόρος", "δικηγόροι":"δικηγόρος", "δικηγόρος":"δικηγόρος", "δικηγόρου":"δικηγόρος", "δικηγόρους":"δικηγόρος", "δικηγορων":"δικηγόρος", "δικηγορών":"δικηγόρος", "δικηγόρων":"δικηγόρος", "δίκην":"δίκη", "δίκη-παράσταση":"δίκη-παράσταση", "δίκη-παρωδία":"δίκη-παρωδία", "δίκης":"δίκη", "δικής":"δικός", "δικιά":"δικιά", "δίκια":"δίκιο", "δίκιο":"δίκιο", "δικλείδα":"δικλείδα", "δικλείδες":"δικλείδα", "δικλείδων":"δικλείδα", "δικλίδα":"δικλίδα", "δικλίδες":"δικλίδα", "δίκλινο":"δίκλινος", "δικμπασανη":"δικμπασανη", "δικο":"δικός", "δικό":"δικός", "δικογραφία":"δικογραφία", "δικογραφίας":"δικογραφία", "δικογραφίες":"δικογραφία", "δικογραφιών":"δικογραφία", "δικοί":"δικός", "δικομματισμός":"δικομματισμός", "δικονομία":"δικονομία", "δικονομίας":"δικονομία", "δικονομικά":"δικονομικός", "δικονομικές":"δικονομικός", "δικονομική":"δικονομικός", "δικονομικής":"δικονομικός", "δικονομικό":"δικονομικός", "δικονομικού":"δικονομικός", "δικονομικούς":"δικονομικός", "δικονομικών":"δικονομικός", "δίκοπο":"δίκοπος", "δικός":"δικός", "δικού":"δικός", "δικούς":"δικός", "δικτάτορα":"δικτάτορας", "δικτάτορας":"δικτάτορας", "δικτάτορες":"δικτάτορας", "δικτατορία":"δικτατορία", "δικτατορίας":"δικτατορία", "δικτατορίες":"δικτατορία", "δικτατορικά":"δικτατορικός", "δικτατορικό":"δικτατορικός", "δικτατορικού":"δικτατορικός", "δικτατορικών":"δικτατορικός", "δικτατορίσκου":"δικτατορίσκος", "δικτατοριών":"δικτατορία", "δικτατόρων":"δικτάτορας", "δίκτης":"δίκτης", "δίκτυα":"δίκτυο", "δίκτυά":"δίκτυο", "δικτυακά":"δικτυακός", "δικτυακές":"δικτυακός", "δικτυακή":"δικτυακός", "δικτυακό":"δικτυακός", "δικτυακού":"δικτυακός", "δικτυακούς":"δικτυακός", "δίκτυο":"δίκτυο", "δίκτυό":"δίκτυο", "δικτυοδρόμο":"δικτυοδρόμο", "δικτύου":"δίκτυο", "δικτυωμένο":"δικτυωμένος", "δικτύων":"δίκτυο", "δικτύωση":"δικτύωση", "δικτυωτό":"δικτυωτός", "δίκυκλα":"δίκυκλος", "δίκυκλη":"δίκυκλος", "δίκυκλο":"δίκυκλος", "δίκυκλον":"δίκυκλος", "δικύκλου":"δίκυκλος", "δικύκλων":"δίκυκλος", "δικών":"δίκη", "δικών":"δικός", "δίλεπτο":"δίλεπτος", "διλημμα":"δίλημμα", "δίλημμα":"δίλημμα", "διλήμματα":"δίλημμα", "διλήμματος":"δίλημμα", "διλημμάτων":"δίλημμα", "δίλιτρος":"δίλιτρος", "διλμπέρη":"διλμπέρη", "διλμπερης":"διλμπερης", "διλμπέρης":"διλμπέρης", "διμερείς":"διμερής", "διμερές":"διμερής", "διμερή":"διμερής", "διμερών":"διμερής", "διμερώς":"διμερώς", "δίμετρη":"δίμετρος", "δίμηνη":"δίμηνος", "δίμηνης":"δίμηνος", "διμηνιαίο":"διμηνιαίος", "διμηνιαίου":"διμηνιαίος", "δίμηνο":"δίμηνο", "διμήνου":"δίμηνο", "διμοιρία":"διμοιρία", "διμοιρίες":"διμοιρία", "διμοιριών":"διμοιρία", "δίμτσης":"δίμτσης", "δίναμε":"δίνω", "διναμο":"διναμο", "διναμό":"διναμό", "διναν":"δίνω", "δίνανε":"δίνω", "δίνατε":"δίνω", "δίνε":"δίνω", "δινει":"δίνω", "δίνει":"δίνω", "δίνεις":"δίνω", "δίνες":"δίνη", "δίνεται":"δίνω", "δίνετε":"δίνω", "δίνη":"δίνη", "δίνονται":"δίνω", "δίνονταν":"δίνω", "δίνοντας":"δίνω", "δίνοντάς":"δίνω", "δινόπουλο":"δινόπουλο", "δινόπουλος":"δινόπουλος", "δινόπουλου":"δινόπουλου", "δινόταν":"δίνω", "δίνουμε":"δίνω", "δίνουν":"δίνω", "δίνω":"δίνω", "διό":"διό", "διογένη":"διογένης", "διογενης":"διογένης", "διογένης":"διογένης", "διογένους":"διογένους", "διογκούμενη":"διογκούμενος", "διογκωθεί":"διογκώνω", "διογκώθηκε":"διογκώνω", "διογκωμένα":"διογκώνω", "διογκωμένο":"διογκώνω", "διογκωμένος":"διογκώνω", "διογκώνει":"διογκώνω", "διογκώνεται":"διογκώνω", "διογκώνετε":"διογκώνω", "διογκώνονται":"διογκώνω", "διογκώνουν":"διογκώνω", "διόγκωση":"διόγκωση", "διόγκωσή":"διόγκωση", "διόγκωσης":"διόγκωση", "διόγκωσής":"διόγκωση", "διόδια":"διόδια", "διοδιων":"διόδια", "διοδίων":"διόδια", "δίοδο":"δίοδος", "δίοδοι":"δίοδος", "δίοδος":"δίοδος", "διόδους":"δίοδος", "διόδων":"δίοδος", "διοικεί":"διοικώ", "διοικείς":"διοικώ", "διοικείται":"διοικώ", "διοικείτε":"διοικώ", "διοίκησ":"διοίκησ", "διοικήσεις":"διοίκηση", "διοικήσεις":"διοικώ", "διοικήσεων":"διοίκηση", "διοικήσεως":"διοίκηση", "διοικηση":"διοίκηση", "διοίκηση":"διοίκηση", "διοίκησή":"διοίκηση", "διοικησης":"διοίκηση", "διοίκησης":"διοίκηση", "διοίκησής":"διοίκηση", "διοικήσουν":"διοικώ", "διοικητές":"διοικητής", "διοικητή":"διοικητής", "διοικητήν":"διοικητής", "διοικητήριο":"διοικητήριο", "διοικητηριου":"διοικητήριο", "διοικητηρίου":"διοικητήριο", "διοικητής":"διοικητής", "διοικητικά":"διοικητικός", "διοικητικές":"διοικητικός", "διοικητική":"διοικητικός", "διοικητικής":"διοικητικός", "διοικητικο":"διοικητικός", "διοικητικό":"διοικητικός", "διοικητικοί":"διοικητικός", "διοικητικόν":"διοικητικός", "διοικητικός":"διοικητικός", "διοικητικού":"διοικητικός", "διοικητικούς":"διοικητικός", "διοικητικών":"διοικητικός", "διοικητού":"διοικητής", "διοικητών":"διοικητής", "διοικούν":"διοικώ", "διοικούνταν":"διοικώ", "διοικούντες":"διοικών", "διοικούντων":"διοικών", "διοικούσα":"διοικώ", "διοικούσας":"διοικών", "διοικούσε":"διοικώ", "διολισθαίνοντας":"διολισθαίνω", "διολισθαίνουμε":"διολισθαίνω", "διολισθήσει":"διολισθαίνω", "διολίσθηση":"διολίσθηση", "διόλου":"διόλου", "διομ":"διομ", "διομήδειας":"διομήδειας", "διομήδης":"διομήδης", "δίον":"δίον", "διον.":"διον.", "διονύση":"διονύσης", "διονύσης":"διονύσης", "διονυσιάδη":"διονυσιάδη", "διονυσιακή":"διονυσιακός", "διονυσιακός":"διονυσιακός", "διονυσιασμό":"διονυσιασμός", "διονυσιου":"διονύσιος", "διονυσίου":"διονύσιος", "διόνυσος":"διόνυσος", "διοξειδιο":"διοξείδιο", "διοξείδιο":"διοξείδιο", "διοξειδίου":"διοξείδιο", "διοξίνες":"διοξίνη", "διοξίνη":"διοξίνη", "διόπτρες":"διόπτρα", "διοπτροφόρος":"διοπτροφόρος", "διορατική":"διορατικός", "διορατικός":"διορατικός", "διορατικότητα":"διορατικότητα", "διορατικότητάς":"διορατικότητα", "διοργανωθεί":"διοργανώνω", "διοργανώθηκαν":"διοργανώνω", "διοργανώθηκε":"διοργανώνω", "διοργανωθούν":"διοργανώνω", "διοργάνωναν":"διοργανώνω", "διοργανωνει":"διοργανώνω", "διοργανώνει":"διοργανώνω", "διοργανώνεται":"διοργανώνω", "διοργανώνονται":"διοργανώνω", "διοργανώνονταν":"διοργανώνω", "διοργανώνοντας":"διοργανώνω", "διοργανώνουμε":"διοργανώνω", "διοργανώνουν":"διοργανώνω", "διοργάνωσαν":"διοργανώνω", "διοργάνωσε":"διοργανώνω", "διοργανώσει":"διοργανώνω", "διοργανώσεις":"διοργάνωση", "διοργανώσεων":"διοργάνωση", "διοργάνωση":"διοργάνωση", "διοργάνωσή":"διοργάνωση", "διοργάνωσης":"διοργάνωση", "διοργάνωσής":"διοργάνωση", "διοργανώσουμε":"διοργανώνω", "διοργανώσουν":"διοργανώνω", "διοργανωτές":"διοργανωτής", "διοργανωτής":"διοργανωτής", "διοργανώτρια":"διοργανώτρια", "διοργανώτριας":"διοργανώτρια", "διοργανωτών":"διοργανωτής", "διορθωθεί":"διορθώνω", "διορθωθήκαμε":"διορθώνω", "διορθωθούν":"διορθώνω", "διορθωμένη":"διορθώνω", "διορθωμένου":"διορθωμένος", "διόρθωνε":"διορθώνω", "διορθώνει":"διορθώνω", "διορθώνεται":"διορθώνω", "διορθώνονται":"διορθώνω", "διορθώνοντας":"διορθώνω", "διορθώνουν":"διορθώνω", "διόρθωσε":"διορθώνω", "διορθώσει":"διορθώνω", "διορθώσεις":"διόρθωση", "διορθώσετε":"διορθώνω", "διόρθωση":"διόρθωση", "διόρθωσή":"διόρθωση", "διόρθωσης":"διόρθωση", "διορθώσουμε":"διορθώνω", "διορθώσουν":"διορθώνω", "διορθώστε":"διορθώνω", "διορθώσω":"διορθώνω", "διορθωτές":"διορθωτής", "διορθωτή":"διορθωτής", "διορθωτικά":"διορθωτικός", "διορθωτικές":"διορθωτικός", "διορθωτική":"διορθωτικός", "διορθωτικό":"διορθωτικός", "διορθωτικός":"διορθωτικός", "διορθωτικού":"διορθωτικός", "διορθωτικών":"διορθωτικός", "διορία":"διορία", "διορίζει":"διορίζω", "διορίζεται":"διορίζω", "διοριζόμενων":"διοριζόμενος", "διορίζονται":"διορίζω", "διορίζοντας":"διορίζω", "διόρισε":"διορίζω", "διορίσει":"διορίζω", "διορισθεί":"διορίζω", "διορισμένα":"διορίζω", "διορισμένη":"διορίζω", "διορισμένο":"διορίζω", "διορισμένοι":"διορίζω", "διορισμένος":"διορισμένος", "διορισμένους":"διορίζω", "διορισμένων":"διορίζω", "διορισμό":"διορισμός", "διορισμοί":"διορισμός", "διορισμός":"διορισμός", "διορισμού":"διορισμός", "διορισμών":"διορισμός", "διορίσουν":"διορίζω", "διοριστεί":"διορίζω", "διορίστηκα":"διορίζω", "διορίστηκε":"διορίζω", "διοριστούν":"διορίζω", "διός":"διός", "διοσκουροι":"διόσκουροι", "διόσκουροι":"διόσκουροι", "διόσκουρους":"διόσκουροι", "διότι":"διότι", "διουρητικά":"διουρητικός", "διοχέτευαν":"διοχετεύω", "διοχέτευε":"διοχετεύω", "διοχετεύει":"διοχετεύω", "διοχετεύεται":"διοχετεύω", "διοχετεύετε":"διοχετεύω", "διοχετευθεί":"διοχετεύω", "διοχετεύθηκαν":"διοχετεύω", "διοχετεύθηκε":"διοχετεύω", "διοχετευθούν":"διοχετεύω", "διοχετευμένη":"διοχετευμένος", "διοχετεύονται":"διοχετεύω", "διοχετεύονταν":"διοχετεύω", "διοχετεύοντας":"διοχετεύω", "διοχετεύουν":"διοχετεύω", "διοχέτευσαν":"διοχετεύω", "διοχέτευσε":"διοχετεύω", "διοχετεύσει":"διοχετεύω", "διοχετεύσετε":"διοχετεύω", "διοχέτευση":"διοχέτευση", "διοχέτευσή":"διοχέτευση", "διοχετεύσουν":"διοχετεύω", "διοχετεύστε":"διοχετεύω", "διοχετευτεί":"διοχετεύω", "διοχετεύτηκε":"διοχετεύω", "διοχετευτούν":"διοχετεύω", "δίπατα":"δίπατος", "διπλά":"διπλά", "δίπλα":"δίπλα", "δίπλα-δίπλα":"δίπλα-δίπλα", "διπλανά":"διπλανός", "διπλανές":"διπλανός", "διπλανή":"διπλανός", "διπλανης":"διπλανός", "διπλανής":"διπλανός", "διπλανό":"διπλανός", "διπλανός":"διπλανός", "διπλανού":"διπλανός", "διπλανούς":"διπλανός", "διπλανών":"διπλανός", "διπλάρωσε":"διπλαρώνω", "διπλάσια":"διπλάσιος", "διπλασίαζε":"διπλασιάζω", "διπλασιάζεται":"διπλασιάζω", "διπλασιάζονται":"διπλασιάζω", "διπλασιάζοντας":"διπλασιάζω", "διπλασιάζουν":"διπλασιάζω", "διπλασίασαν":"διπλασιάζω", "διπλασίασε":"διπλασιάζω", "διπλασιάσει":"διπλασιάζω", "διπλασιασθεί":"διπλασιάζω", "διπλασιασθούν":"διπλασιάζω", "διπλασιασμό":"διπλασιασμός", "διπλασιασμός":"διπλασιασμός", "διπλασιάσουν":"διπλασιάζω", "διπλασιαστεί":"διπλασιάζω", "διπλασιάστηκαν":"διπλασιάζω", "διπλασιάστηκε":"διπλασιάζω", "διπλασιαστούν":"διπλασιάζω", "διπλάσιες":"διπλάσιος", "διπλάσιο":"διπλάσιος", "διπλάσιος":"διπλάσιος", "διπλάσιους":"διπλάσιος", "διπλές":"διπλός", "διπλή":"διπλός", "διπλής":"διπλός", "διπλό":"διπλός", "διπλοβάρδιες":"διπλοβάρδια", "διπλοεγγραφές":"διπλοεγγραφή", "διπλοί":"διπλός", "διπλοκλειδωμένος":"διπλοκλειδωμένος", "διπλοπενιες":"διπλοπενιά", "διπλοπροσωπίας":"διπλοπροσωπία", "διπλός":"διπλός", "διπλού":"διπλός", "διπλούν":"διπλούν", "διπλούς":"διπλός", "διπλό-χρυσάφι":"διπλό-χρυσάφι", "διπλώθηκε":"διπλώνω", "δίπλωμα":"δίπλωμα", "δίπλωμά":"δίπλωμα", "διπλώματα":"δίπλωμα", "διπλωμάτες":"διπλωμάτης", "διπλωμάτη":"διπλωμάτης", "διπλωμάτης":"διπλωμάτης", "διπλωματία":"διπλωματία", "διπλωματίας":"διπλωματία", "διπλωματικά":"διπλωματικός", "διπλωματικες":"διπλωματικός", "διπλωματικές":"διπλωματικός", "διπλωματική":"διπλωματικός", "διπλωματικής":"διπλωματικός", "διπλωματικό":"διπλωματικός", "διπλωματικοί":"διπλωματικός", "διπλωματικός":"διπλωματικός", "διπλωματικότητα":"διπλωματικότητα", "διπλωματικού":"διπλωματικός", "διπλωματικούς":"διπλωματικός", "διπλωματικών":"διπλωματικός", "διπλώματος":"δίπλωμα", "διπλωματούχος":"διπλωματούχος", "διπλωματούχους":"διπλωματούχος", "διπλωμάτων":"δίπλωμα", "διπλωματών":"διπλωμάτης", "διπλωμένη":"διπλώνω", "διπλωπία":"διπλωπία", "διπλώσουν":"διπλώνω", "δίπολα":"δίπολος", "διπολικό":"διπολικός", "διπολο":"δίπολος", "δίπολο":"δίπολος", "διποταμιάς":"διαποταμιά", "δις":"δις", "δίς":"δίς", "δισ.":"δισ.", "δισδιάστατη":"δισδιάστατος", "δισέγγονα":"δισέγγονο", "δισεκατομμύρια":"δισεκατομμύριο", "δισεκατομμύριο":"δισεκατομμύριο", "δισεκατομμυρίου":"δισεκατομμύριο", "δισεκατομμυριούχο":"δισεκατομμυριούχος", "δισεκατομμυριούχοι":"δισεκατομμυριούχος", "δισεκατομμυριούχος":"δισεκατομμυριούχος", "δισεκατομμυριούχους":"δισεκατομμυριούχος", "δισεκατομμυρίων":"δισεκατομμύριο", "δίσεκτο":"δίσεκτος", "δίσεκτους":"δίσεκτος", "δισέλιδο":"δισέλιδος", "δισκάκι":"δισκάκι", "δισκέτα":"δισκέτα", "δισκέτες":"δισκέτα", "δισκία":"δισκίο", "δισκίο":"δισκίο", "δισκίων":"δισκίο", "δίσκο":"δίσκος", "δισκοβολίας":"δισκοβολία", "δισκογραφημένη":"δισκογραφημένος", "δισκογραφία":"δισκογραφία", "δισκογραφικά":"δισκογραφικός", "δισκογραφικές":"δισκογραφικός", "δισκογραφική":"δισκογραφικός", "δισκογραφικής":"δισκογραφικός", "δισκοθήκη":"δισκοθήκη", "δισκοι":"δίσκος", "δίσκοι":"δίσκος", "δισκοκήλες":"δισκοκήλες", "δισκοκήλης":"δισκοκήλης", "δισκοπάθεια":"δισκοπάθεια", "δισκοπάθειας":"δισκοπάθεια", "δισκοπότηρο":"δισκοπότηρο", "δισκοπωλεία":"δισκοπωλείο", "δισκοπωλείο":"δισκοπωλείο", "δισκοπωλείων":"δισκοπωλείο", "δίσκος":"δίσκος", "δίσκου":"δίσκος", "δίσκους":"δίσκος", "δίσκων":"δίσκος", "δισταγμό":"δισταγμός", "δισταγμοί":"δισταγμός", "δισταγμού":"δισταγμός", "δισταγμούς":"δισταγμός", "δίσταζαν":"διστάζω", "δίσταζε":"διστάζω", "διστάζει":"διστάζω", "διστάζετε":"διστάζω", "διστάζουν":"διστάζω", "διστάζω":"διστάζω", "διστακτικά":"διστακτικά", "διστακτική":"διστακτικός", "διστακτικό":"διστακτικός", "διστακτικοί":"διστακτικός", "διστακτικός":"διστακτικός", "διστακτικότητα":"διστακτικότητα", "δίστασαν":"διστάζω", "δίστασε":"διστάζω", "διστάσει":"διστάζω", "διστάσετε":"διστάζω", "διστάσουν":"διστάζω", "δίστιχο":"δίστιχος", "δισύλλαβη":"δισύλλαβος", "δισυπόστατο":"δισυπόστατος", "δίτερμα":"δίτερμα", "δίτομο":"δίτομος", "διττή":"διττός", "διττό":"διττός", "διττός":"διττός", "διυλίζει":"διυλίζω", "διύλισης":"διύλιση", "διυλιστήρια":"διυλιστήριο", "διυλιστήριο":"διυλιστήριο", "διυλιστηρίων":"διυλιστήριο", "διυπουργική":"διυπουργικός", "διυπουργικής":"διυπουργικός", "διυπουργικό":"διυπουργικός", "διυπουργικού":"διυπουργικός", "διφθερίτιδα":"διφθερίτιδα", "διφορούμενα":"διφορούμενα", "διφορούμενη":"διφορούμενος", "διφορούμενο":"διφορούμενος", "διχάζει":"διχάζω", "διχάζεται":"διχάζω", "διχάζονται":"διχάζω", "διχάζουν":"διχάζω", "δίχασε":"διχάζω", "διχάσει":"διχάζω", "διχασμένα":"διχασμένος", "διχασμένη":"διχασμένος", "διχασμένης":"διχασμένος", "διχασμένο":"διχάζω", "διχασμένοι":"διχασμένος", "διχασμένος":"διχάζω", "διχασμένου":"διχασμένος", "διχασμό":"διχασμός", "διχασμός":"διχασμός", "διχασμού":"διχασμός", "διχάσουν":"διχάζω", "διχαστεί":"διχάζω", "διχάστηκε":"διχάζω", "διχαστικά":"διχαστικός", "διχαστική":"διχαστικός", "διχαστικό":"διχαστικός", "διχαστικών":"διχαστικός", "διχογνωμία":"διχογνωμία", "διχογνωμίες":"διχογνωμία", "διχόνοια":"διχόνοια", "διχόνοιας":"διχόνοια", "διχοτομεί":"διχοτομώ", "διχοτομείται":"διχοτομώ", "διχοτομημένης":"διχοτομημένος", "διχοτόμηση":"διχοτόμηση", "διχοτόμησης":"διχοτόμηση", "δίχρονη":"δίχρονος", "δίχρονης":"δίχρονος", "δίχρονο":"δίχρονος", "δίχρονος":"δίχρονος", "δίχρωμη":"δίχρωμος", "δίχτυ":"δίχτυ", "δίχτυα":"δίχτυ", "δίχωρο":"δίχωρο", "δίχως":"δίχως", "δίψα":"δίψα", "διψά":"διψώ", "διψάνε":"διψώ", "δίψας":"δίψα", "διψασμένα":"διψώ", "διψασμένη":"διψώ", "διψασμένο":"διψώ", "διψασμένους":"διψώ", "διψάσουμε":"διψώ", "διψάω":"διψώ", "διψήφια":"διψήφιος", "διψήφιο":"διψήφιος", "διψώντας":"διψώ", "διωγμένοι":"διωγμένος", "διωγμένος":"διωγμένος", "διωγμό":"διωγμός", "διωγμοί":"διωγμός", "διωγμον":"διωγμός", "διωγμόν":"διωγμός", "διωγμός":"διωγμός", "διωγμού":"διωγμός", "διωγμούς":"διωγμός", "διωγμών":"διωγμός", "διώκει":"διώκω", "διώκεται":"διώκω", "διωκόμενοι":"διωκόμενος", "διωκόμενου":"διωκόμενος", "διωκομένων":"διωκόμενος", "διωκόμενων":"διωκόμενος", "διώκονται":"διώκω", "διώκονταν":"διώκω", "διώκοντας":"διώκω", "διώκουν":"διώκω", "διώκτες":"διώκτης", "διώκτη":"διώκτης", "διώκτης":"διώκτης", "διωκτικές":"διωκτικός", "διωκτικό":"διωκτικός", "διωκτικών":"διωκτικός", "δίωνος":"δίωνος", "διώνυμο":"διώνυμος", "διώξαμε":"διώχνω", "διώξει":"διώχνω", "διώξεις":"δίωξη", "διώξετε":"διώχνω", "διώξεων":"δίωξη", "διώξεως":"δίωξη", "διώξη":"διώξη", "δίωξη":"δίωξη", "δίωξή":"δίωξη", "δίωξης":"δίωξη", "διώξουμε":"διώχνω", "διώξουν":"διώχνω", "διώξτε":"διώχνω", "διώξω":"διώκω", "δίωρα":"δίωρος", "δίωρες":"δίωρος", "δίωρη":"δίωρος", "δίωρης":"δίωρος", "δίωρο":"δίωρος", "διώροφα":"διώροφος", "διώροφη":"διώροφος", "διώροφο":"διώροφος", "διώροφου":"διώροφος", "διώτης":"διώτης", "διωχθεί":"διώκω", "διωχθέντων":"διωχθείς", "διώχθηκε":"διώκω", "διωχθούν":"διώκω", "διώχνει":"διώχνω", "διώχνοντας":"διώχνω", "διώχνουν":"διώχνω", "δκαιοσύνης":"δκαιοσύνης", "δμ":"δμ", "δντ":"δντ", "δοα":"δοα", "δοαταπ":"δοαταπ", "δόγα":"δόγα", "δόγμα":"δόγμα", "δόγματα":"δόγμα", "δογματίζει":"δογματίζω", "δογματικά":"δογματικά", "δογματικές":"δογματικός", "δογματική":"δογματικός", "δογματικής":"δογματικός", "δογματικό":"δογματικός", "δογματικοί":"δογματικός", "δογματικός":"δογματικός", "δογματικού":"δογματικός", "δογματικούς":"δογματικός", "δογματικών":"δογματικός", "δογματισμό":"δογματισμός", "δογματισμοί":"δογματισμός", "δογματισμός":"δογματισμός", "δογματισμού":"δογματισμός", "δογματισμούς":"δογματισμός", "δόγματος":"δόγμα", "δογμάτων":"δόγμα", "δοε":"δοε", "δοθεί":"δίνω", "δοθείσης":"δοθείς", "δοθέντος":"δοθείς", "δόθηκα":"δίνω", "δόθηκαν":"δίνω", "δόθηκε":"δίνω", "δοθουν":"δίνω", "δοθούν":"δίνω", "δοϊράνης":"δοϊράνη", "δόκαλης":"δόκαλης", "δοκάρι":"δοκάρι", "δοκάρια":"δοκάρι", "δοκαριών":"δοκάρι", "δοκίμαζα":"δοκιμάζω", "δοκίμαζαν":"δοκιμάζω", "δοκίμαζε":"δοκιμάζω", "δοκιμαζει":"δοκιμάζω", "δοκιμάζει":"δοκιμάζω", "δοκιμάζεις":"δοκιμάζω", "δοκιμαζεται":"δοκιμάζω", "δοκιμάζεται":"δοκιμάζω", "δοκιμάζετε":"δοκιμάζω", "δοκιμαζόμενη":"δοκιμαζόμενος", "δοκιμάζονται":"δοκιμάζω", "δοκιμάζοντας":"δοκιμάζω", "δοκιμαζόταν":"δοκιμάζω", "δοκιμάζουμε":"δοκιμάζω", "δοκιμάζουν":"δοκιμάζω", "δοκιμάζω":"δοκιμάζω", "δοκίμασα":"δοκιμάζω", "δοκιμάσαμε":"δοκιμάζω", "δοκίμασαν":"δοκιμάζω", "δοκιμάσατε":"δοκιμάζω", "δοκίμασε":"δοκιμάζω", "δοκιμάσει":"δοκιμάζω", "δοκιμάσεις":"δοκιμάζω", "δοκιμάσετε":"δοκιμάζω", "δοκιμάσθηκε":"δοκιμάζω", "δοκιμασθούν":"δοκιμάζω", "δοκιμασία":"δοκιμασία", "δοκιμασίας":"δοκιμασία", "δοκιμασίες":"δοκιμασία", "δοκιμασιών":"δοκιμασία", "δοκιμασμένα":"δοκιμάζω", "δοκιμασμένες":"δοκιμασμένος", "δοκιμασμένη":"δοκιμασμένος", "δοκιμασμένης":"δοκιμάζω", "δοκιμασμένο":"δοκιμασμένος", "δοκιμασμένου":"δοκιμασμένος", "δοκιμασμένων":"δοκιμασμένος", "δοκιμάσουμε":"δοκιμάζω", "δοκιμάσουν":"δοκιμάζω", "δοκιμάστε":"δοκιμάζω", "δοκιμαστει":"δοκιμάζω", "δοκιμαστεί":"δοκιμάζω", "δοκιμάστηκαν":"δοκιμάζω", "δοκιμάστηκε":"δοκιμάζω", "δοκιμαστήριο":"δοκιμαστήριο", "δοκιμαστικά":"δοκιμαστικά", "δοκιμαστικές":"δοκιμαστικός", "δοκιμαστική":"δοκιμαστικός", "δοκιμαστικό":"δοκιμαστικός", "δοκιμαστικών":"δοκιμαστικός", "δοκιμαστούν":"δοκιμάζω", "δοκιμάσω":"δοκιμάζω", "δοκιμές":"δοκιμή", "δοκιμή":"δοκιμή", "δόκιμη":"δόκιμος", "δοκιμής":"δοκιμή", "δοκίμια":"δοκίμιο", "δοκιμιακές":"δοκιμιακός", "δοκίμιο":"δοκίμιο", "δοκίμιό":"δοκίμιο", "δοκιμιογράφος":"δοκιμιογράφος", "δοκίμιου":"δοκίμιο", "δοκιμίων":"δοκίμιο", "δόκιμο":"δόκιμος", "δόκιμοι":"δόκιμος", "δόκιμος":"δόκιμος", "δόκιμους":"δόκιμος", "δοκιμών":"δοκιμή", "δοκίμων":"δόκιμος", "δόκιμων":"δόκιμος", "δοκός":"δοκός", "δοκούν":"δοκούν", "δόκτορα":"δόκτορας", "δόκτορος":"δόκτωρ", "δόκτωρ":"δόκτωρ", "δολ":"δολ", "δολ.":"δολ.", "δολάρια":"δολάριο", "δολαριο":"δολάριο", "δολάριο":"δολάριο", "δολαρίου":"δολάριο", "δολαρίου-γεν-ευρώ":"δολαρίου-γεν-ευρώ", "δολαρίων":"δολάριο", "δόλιο":"δόλιος", "δόλιοι":"δόλιος", "δόλιους":"δόλιος", "δολιοφθορά":"δολιοφθορά", "δόλιων":"δόλιος", "δόλο":"δόλος", "δολοπλοκίες":"δολοπλοκία", "δολοπλοκιών":"δολοπλοκία", "δόλος":"δόλος", "δόλου":"δόλος", "δολοφονεί":"δολοφονώ", "δολοφονείται":"δολοφονώ", "δολοφονηθεί":"δολοφονώ", "δολοφονηθέντος":"δολοφονηθείς", "δολοφονηθέντων":"δολοφονηθείς", "δολοφονήθηκαν":"δολοφονώ", "δολοφονήθηκε":"δολοφονώ", "δολοφονηθούν":"δολοφονώ", "δολοφονημένο":"δολοφονώ", "δολοφονημένοι":"δολοφονώ", "δολοφονημένου":"δολοφονώ", "δολοφονημένους":"δολοφονώ", "δολοφόνησαν":"δολοφονώ", "δολοφόνησε":"δολοφονώ", "δολοφονήσει":"δολοφονώ", "δολοφονήσουν":"δολοφονώ", "δολοφονια":"δολοφονία", "δολοφονία":"δολοφονία", "δολοφόνια":"δολοφονία", "δολοφονιας":"δολοφονία", "δολοφονίας":"δολοφονία", "δολοφονίες":"δολοφονία", "δολοφονικές":"δολοφονικός", "δολοφονική":"δολοφονικός", "δολοφονικής":"δολοφονικός", "δολοφονικό":"δολοφονικός", "δολοφονικού":"δολοφονικός", "δολοφονιών":"δολοφονία", "δολοφόνο":"δολοφόνος", "δολοφόνοι":"δολοφόνος", "δολοφονος":"δολοφόνος", "δολοφόνος":"δολοφόνος", "δολοφονου":"δολοφόνος", "δολοφόνου":"δολοφόνος", "δολοφονούν":"δολοφονώ", "δολοφονούνται":"δολοφονώ", "δολοφόνους":"δολοφόνος", "δολοφονούσαν":"δολοφονώ", "δολοφόνων":"δολοφόνος", "δολοφονώντας":"δολοφονώ", "δόλωμα":"δόλωμα", "δολώματα":"δόλωμα", "δομβραίνης":"δομβραίνης", "δομείται":"δομώ", "δομές":"δομή", "δομή":"δομή", "δομήθηκαν":"δομώ", "δομημένα":"δομημένος", "δομημένες":"δομημένος", "δομημένη":"δομημένος", "δομημένο":"δομημένος", "δομημένου":"δομημένος", "δομής":"δομή", "δομήσει":"δομώ", "δόμηση":"δόμηση", "δόμησης":"δόμηση", "δομήσουν":"δομώ", "δομικά":"δομικός", "δομικές":"δομικός", "δομική":"δομικός", "δομικής":"δομικός", "δομικό":"δομικός", "δομικού":"δομικός", "δομικών":"δομικός", "δομίνικο":"δομίνικος", "δομοκού":"δομοκός", "δόμος":"δόμος", "δόμους":"δόμος", "δομών":"δομή", "δομώντας":"δομώ", "δον":"δον", "δονεί":"δονώ", "δονείται":"δονώ", "δονηθούν":"δονώ", "δονήσεις":"δόνηση", "δονήσεις":"δονώ", "δονήσεων":"δόνηση", "δόνηση":"δόνηση", "δόνησης":"δόνηση", "δονκιχωτική":"δονκιχωτικός", "δοντά":"δοντάς", "δόντι":"δόντι", "δοντια":"δόντι", "δόντια":"δόντι", "δοντιών":"δόντι", "δοξα":"δόξα", "δόξα":"δόξα", "δόξαν":"δόξα", "δόξας":"δόξα", "δόξασαν":"δοξάζω", "δόξασε":"δοξάζω", "δοξάσει":"δοξάζω", "δοξασία":"δοξασία", "δοξασίες":"δοξασία", "δοξάστε":"δοξάζω", "δοξάστηκε":"δοξάζω", "δοξαστικά":"δοξαστικά", "δοξάτο":"δοξάτο", "δοξάτου":"δοξάτου", "δόξες":"δόξα", "δόξης":"δόξα", "δοξιάδη":"δοξιάδης", "δοξιάδη-καλατράβα":"δοξιάδη-καλατράβα", "δοξολογεί":"δοξολογώ", "δοξολογία":"δοξολογία", "δοξυκυκλίνη":"δοξυκυκλίνη", "δόρατα":"δόρυ", "δόρατος":"δόρυ", "δορκάδα":"δορκάδα", "δορκοφίκη":"δορκοφίκη", "δορκοφίκης":"δορκοφίκης", "δορυλαίου":"δορυλαίου", "δορυφορικά":"δορυφορικός", "δορυφορικές":"δορυφορικός", "δορυφορική":"δορυφορικός", "δορυφορικής":"δορυφορικός", "δορυφορικό":"δορυφορικός", "δορυφορικού":"δορυφορικός", "δορυφορικών":"δορυφορικός", "δορυφόρο":"δορυφόρος", "δορυφόροι":"δορυφόρος", "δορυφόρος":"δορυφόρος", "δορυφόρου":"δορυφόρος", "δορυφόρους":"δορυφόρος", "δορυφόρων":"δορυφόρος", "δόσεις":"δόση", "δόσεων":"δόση", "δοση":"δόση", "δόση":"δόση", "δόσης":"δόση", "δοσίμετρο":"δοσίμετρο", "δοσμένη":"δοσμένος", "δοσμένο":"δοσμένος", "δοσμένων":"δίδω", "δοσοληψία":"δοσοληψία", "δοσοληψίες":"δοσοληψία", "δοσολογία":"δοσολογία", "δότες":"δότης", "δότη":"δότης", "δότης":"δότης", "δοτικότητα":"δοτικότητα", "δοτσικό":"δοτσικό", "δοτών":"δότης", "δου":"δου", "δουβής":"δουβής", "δουβλίνο":"δουβλίνο", "δουβλίνου":"δουβλίνο", "δούδο":"δούδο", "δουδος":"δουδος", "δουδουλακάκη":"δουδουλακάκη", "δουκα":"δούκας", "δούκα":"δούκας", "δουκάκη":"δουκάκης", "δουκάκις":"δουκάκις", "δουκας":"δούκας", "δούκας":"δούκας", "δουλεια":"δουλειά", "δουλειά":"δουλειά", "δουλεία":"δουλεία", "δουλειάς":"δουλειά", "δουλείας":"δουλεία", "δουλειές":"δουλειά", "δουλείες":"δουλεία", "δουλειών":"δουλειά", "δουλεμένη":"δουλεύω", "δουλεμένο":"δουλεύω", "δουλεμπόριο":"δουλεμπόριο", "δουλέμποροι":"δουλέμπορος", "δουλέμπορος":"δουλέμπορος", "δουλέμπορους":"δουλέμπορος", "δουλεμπόρων":"δουλέμπορος", "δούλευα":"δουλεύω", "δουλεύαμε":"δουλεύω", "δούλευαν":"δουλεύω", "δούλευε":"δουλεύω", "δουλεύει":"δουλεύω", "δουλεύεις":"δουλεύω", "δουλεύεται":"δουλεύω", "δουλεύετε":"δουλεύω", "δουλεύονται":"δουλεύω", "δουλεύονταν":"δουλεύω", "δουλεύοντας":"δουλεύω", "δουλεύουμε":"δουλεύω", "δουλεύουν":"δουλεύω", "δουλευτεί":"δουλεύω", "δουλεύτηκε":"δουλεύω", "δουλεύω":"δουλεύω", "δούλεψα":"δουλεύω", "δουλέψαμε":"δουλεύω", "δούλεψαν":"δουλεύω", "δουλέψατε":"δουλεύω", "δούλεψε":"δουλεύω", "δουλέψει":"δουλεύω", "δουλέψεις":"δουλεύω", "δούλεψή":"δούλεψη", "δουλέψουμε":"δουλεύω", "δουλέψουν":"δουλεύω", "δουλέψτε":"δουλεύω", "δουλέψω":"δουλεύω", "δουλικά":"δουλικά", "δουλικό":"δουλικός", "δουλικότητα":"δουλικότητα", "δουλκερκώστα":"δουλκερκώστα", "δούλοι":"δούλος", "δουλοπάροικοι":"δουλοπάροικος", "δουλοπάροικους":"δουλοπάροικος", "δουλοπρέπεια":"δουλοπρέπεια", "δούλος":"δούλος", "δούλου":"δούλος", "δούλους":"δούλος", "δούλων":"δούλος", "δούμα":"δούμα", "δούμας":"δούμας", "δούμε":"βλέπω", "δούμος":"δούμος", "δουν":"βλέπω", "δούν":"δούν", "δούναβη":"δούναβης", "δούναι":"δούναι", "δούνε":"βλέπω", "δούνια":"δούνια", "δούρειο":"δούρειος", "δουσιογλου":"δουσιογλου", "δουσιόγλου":"δουσιόγλου", "δοχεία":"δοχείο", "δοχείο":"δοχείο", "δοχείου":"δοχείο", "δοχείων":"δοχείο", "δπ":"δπ", "δρ":"δρ", "δρα":"δρω", "δραγασάκη":"δραγασάκη", "δραγασάκης":"δραγασάκης", "δραγούμη":"δραγούμης", "δραγούμης":"δραγούμης", "δραγουτσης":"δραγουτσης", "δραγώγιας":"δραγώγιας", "δραγώνα-μονάχου":"δραγώνα-μονάχου", "δράκα":"δράκα", "δρακάκη":"δρακάκη", "δράκο":"δράκος", "δρακόντεια":"δρακόντειος", "δρακόντειο":"δρακόντειος", "δρακόπουλος":"δρακόπουλος", "δρακοπούλου":"δρακοπούλου", "δράκος":"δράκος", "δράκου":"δράκος", "δράκων":"δράκος", "δραμα":"δράμα", "δράμα":"δράμα", "δραμας":"δράμα", "δράμας":"δράμα", "δράμας3-11":"δράμας3-11", "δράμας-κάτω":"δράμας-κάτω", "δράματα":"δράμα", "δραματικά":"δραματικά", "δραματικά":"δραματικός", "δραματικές":"δραματικός", "δραματική":"δραματικός", "δραματικής":"δραματικός", "δραματικό":"δραματικός", "δραματικός":"δραματικός", "δραματικού":"δραματικός", "δραματικούς":"δραματικός", "δραματικών":"δραματικός", "δραματολόγιο":"δραματολόγιο", "δραματοποιημένα":"δραματοποιώ", "δραματοποιημένες":"δραματοποιημένος", "δραματοποιημένη":"δραματοποιώ", "δραματοποιημένο":"δραματοποιώ", "δραματοποίηση":"δραματοποίηση", "δραματοποιούμε":"δραματοποιώ", "δράματος":"δράμα", "δραματουργία":"δραματουργία", "δραματουργίας":"δραματουργία", "δραματουργική":"δραματουργικός", "δραματουργικό":"δραματουργικός", "δραματουργός":"δραματουργός", "δραμάτων":"δράμα", "δραμινός":"δραμινός", "δραμινών":"δραμινών", "δραπανηφόρος":"δραπανηφόρος", "δραπανιώτη":"δραπανιώτη", "δραπανιώτης":"δραπανιώτης", "δραπετες":"δραπέτης", "δραπέτες":"δραπέτης", "δραπετεύει":"δραπετεύω", "δραπετεύοντας":"δραπετεύω", "δραπετεύουν":"δραπετεύω", "δραπέτευσε":"δραπετεύω", "δραπετεύσει":"δραπετεύω", "δραπέτευση":"δραπέτευση", "δραπετεύσουν":"δραπετεύω", "δραπέτη":"δραπέτης", "δραπετης":"δραπέτης", "δραπέτης":"δραπέτης", "δραπετσώνας":"δραπετσώνα", "δραπετών":"δραπέτης", "δράσε":"δρω", "δράσει":"δρω", "δρασεις":"δράση", "δράσεις":"δράση", "δράσετε":"δρω", "δράσεων":"δράση", "δράσεών":"δράση", "δράσεως":"δράση", "δράση":"δράση", "δρασηριότητας":"δρασηριότητας", "δράσης":"δράση", "δρασκελίζει":"δρασκελίζω", "δρασκελισμό":"δρασκελισμός", "δράσουμε":"δρω", "δράσουν":"δρω", "δράσται":"δρω", "δράστες":"δράστης", "δράστη":"δράστης", "δραστήρια":"δραστήριος", "δραστήριας":"δραστήριος", "δραστήριες":"δραστήριος", "δραστήριο":"δραστήριος", "δραστήριοι":"δραστήριος", "δραστηριοποιεί":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιείται":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιηθεί":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιηθείτε":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιήθηκαν":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιηθούν":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιήσει":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποίηση":"δραστηριοποίηση", "δραστηριοποίησή":"δραστηριοποίηση", "δραστηριοποίησης":"δραστηριοποίηση", "δραστηριοποιούμενοι":"δραστηριοποιούμενοι", "δραστηριοποιούνται":"δραστηριοποιώ", "δραστηριοποιούνταν":"δραστηριοποιώ", "δραστήριος":"δραστήριος", "δραστηριοτητα":"δραστηριότητα", "δραστηριότητα":"δραστηριότητα", "δραστηριότητά":"δραστηριότητα", "δραστηριότητας":"δραστηριότητα", "δραστηριότητάς":"δραστηριότητα", "δραστηριοτητες":"δραστηριότητα", "δραστηριότητες":"δραστηριότητα", "δραστηριότητές":"δραστηριότητα", "δραστηριοτήτων":"δραστηριότητα", "δραστήριου":"δραστήριος", "δραστήριους":"δραστήριος", "δράστης":"δράστης", "δραστικά":"δραστικά", "δραστικές":"δραστικός", "δραστική":"δραστικός", "δραστικής":"δραστικός", "δραστικό":"δραστικός", "δραστικός":"δραστικός", "δραστικότητα":"δραστικότητα", "δραστών":"δράστης", "δράσω":"δρω", "δράττονται":"δράττω", "δραχμές":"δραχμή", "δραχμή":"δραχμή", "δραχμής":"δραχμή", "δραχμικά":"δραχμικός", "δραχμούλας":"δραχμούλα", "δραχμών":"δραχμή", "δρελιώζης":"δρελιώζης", "δρεπάνι":"δρεπάνι", "δρεττάκης":"δρεττάκης", "δρέψει":"δρέπω", "δριμεία":"δριμύς", "δριμυ":"δριμύς", "δριμύ":"δριμύς", "δριμύς":"δριμύς", "δριμύτατα":"δριμέως", "δριμύτατη":"δριμύς", "δριμύτερες":"δριμύς", "δριμύτερη":"δριμύς", "δριμύτεροι":"δριμύς", "δριμύτερος":"δριμύς", "δριμύτητα":"δριμύτητα", "δρομάκι":"δρομάκι", "δρομάκια":"δρομάκι", "δρομέα":"δρομέας", "δρομέας":"δρομέας", "δρομο":"δρόμος", "δρόμο":"δρόμος", "δρόμοι":"δρόμος", "δρομολογεί":"δρομολογώ", "δρομολογείται":"δρομολογώ", "δρομολογηθεί":"δρομολογώ", "δρομολογήθηκε":"δρομολογώ", "δρομολογηθούν":"δρομολογώ", "δρομολογημένες":"δρομολογώ", "δρομολόγησαν":"δρομολογώ", "δρομολόγησε":"δρομολογώ", "δρομολογήσει":"δρομολογώ", "δρομολόγηση":"δρομολόγηση", "δρομολογήσουμε":"δρομολογώ", "δρομολόγια":"δρομολόγιο", "δρομολόγιά":"δρομολόγιο", "δρομολόγιο":"δρομολόγιο", "δρομολογίου":"δρομολόγιο", "δρομολόγιου":"δρομολόγιο", "δρομολογίων":"δρομολόγιο", "δρομολογούμενες":"δρομολογούμενος", "δρομολογούμενο":"δρομολογούμενος", "δρομολογούν":"δρομολογώ", "δρομολογούνται":"δρομολογώ", "δρομολογούσε":"δρομολογώ", "δρόμος":"δρόμος", "δρόμου":"δρόμος", "δρομους":"δρόμος", "δρόμους":"δρόμος", "δρόμων":"δρόμος", "δρος":"δρος", "δροσερά":"δροσερά", "δροσερές":"δροσερός", "δροσερή":"δροσερός", "δροσερό":"δροσερός", "δροσερός":"δροσερός", "δροσιά":"δροσιά", "δροσιας":"δροσιά", "δροσιάς":"δροσιά", "δρόσιζε":"δροσίζω", "δροσιζόταν":"δροσίζω", "δροσίνη":"δροσίνης", "δροσίνης":"δροσίνης", "δροσινός":"δροσινός", "δροσίσει":"δροσίζω", "δροσίσουν":"δροσίζω", "δροσιστικά":"δροσιστικός", "δροσιστική":"δροσιστικός", "δροσιστούν":"δροσίζω", "δροσογιάννη":"δροσογιάννη", "δρόσου":"δρόσος", "δροσούλα":"δροσούλα", "δρούγα":"δρούγα", "δρουγας":"δρουγας", "δρούγας":"δρούγας", "δρούζα":"δρούζα", "δρούμε":"δρω", "δρουν":"δρω", "δρούσαν":"δρω", "δρούσε":"δρω", "δρούτσα":"δρούτσα", "δρούτσας":"δρούτσας", "δρυ":"δρυς", "δρύινες":"δρύινες", "δρυμάδες":"δρυμάδες", "δρυμό":"δρυμός", "δρυμοί":"δρυμός", "δρυμός":"δρυμός", "δρυμός-εθνικός":"δρυμός-εθνικός", "δρυμού":"δρυμός", "δρυμών":"δρυμός", "δρυός":"δρυς", "δρυς":"δρυς", "δρυστέλλας":"δρυστέλλας", "δρχ":"δρχ", "δρχ.":"δρχ.", "δρώμενα":"δρώμενο", "δρώμενο":"δρώμενο", "δρώμενου":"δρώμενο", "δρώμενων":"δρώμενο", "δρώντων":"δρων", "δρώσα":"δρων", "δς":"δς", "δυαδα":"δυάδα", "δυαδική":"δυαδικός", "δυάρι":"δυάρι", "δυάρια":"δυάρι", "δύει":"δύω", "δυνάμει":"δυνάμει", "δυνάμεις":"δύναμη", "δυνάμενοι":"δυνάμενος", "δυνάμεων":"δύναμη", "δυνάμεών":"δύναμη", "δυναμη":"δύναμη", "δύναμη":"δύναμη", "δύναμή":"δύναμη", "δύναμη-blade":"δύναμη-blade", "δύναμης":"δύναμη", "δύναμής":"δύναμη", "δυναμικά":"δυναμικά", "δυναμικά":"δυναμικός", "δυναμικές":"δυναμική", "δυναμική":"δυναμική", "δυναμική":"δυναμικός", "δυναμικής":"δυναμικός", "δυναμικο":"δυναμικός", "δυναμικό":"δυναμικός", "δυναμικοί":"δυναμικός", "δυναμικός":"δυναμικός", "δυναμικότατη":"δυναμικός", "δυναμικότατοι":"δυναμικός", "δυναμικότερες":"δυναμικός", "δυναμικότητα":"δυναμικότητα", "δυναμικότητά":"δυναμικότητα", "δυναμικότητας":"δυναμικότητα", "δυναμικότητάς":"δυναμικότητα", "δυναμικού":"δυναμικός", "δυναμικούς":"δυναμικός", "δυναμικών":"δυναμικός", "δυναμισμό":"δυναμισμός", "δυναμισμός":"δυναμισμός", "δυναμισμού":"δυναμισμός", "δυναμίτη":"δυναμίτης", "δυναμίτης":"δυναμίτης", "δυναμίτιδας":"δυναμίτιδα", "δυναμιτίζει":"δυναμιτίζω", "δυναμιτίζονται":"δυναμιτίζω", "δυναμιτίσει":"δυναμιτίζω", "δυνάμωναν":"δυναμώνω", "δυναμώνει":"δυναμώνω", "δυναμώνουν":"δυναμώνω", "δυνάμωσαν":"δυναμώνω", "δυναμώσει":"δυναμώνω", "δυναμώσουμε":"δυναμώνω", "δυναμώσουν":"δυναμώνω", "δυναμωτικής":"δυναμωτικός", "δυναστεία":"δυναστεία", "δυναστείας":"δυναστεία", "δυναστείες":"δυναστεία", "δυναστειών":"δυναστεία", "δυνάστες":"δυνάστης", "δυναστεύει":"δυναστεύω", "δυνάστη":"δυνάστης", "δυνάστης":"δυνάστης", "δυνατά":"δυνατά", "δυνατά":"δυνατό", "δυνατά":"δυνατός", "δύναται":"δύναμαι", "δυνατές":"δυνατός", "δυνατή":"δυνατός", "δυνατής":"δυνατός", "δυνατό":"δυνατός", "δυνατοί":"δυνατός", "δυνατόν":"δυνατός", "δυνατός":"δυνατός", "δυνατότερο":"δυνατός", "δυνατότερος":"δυνατός", "δυνατότης":"δυνατότητα", "δυνατότητα":"δυνατότητα", "δυνατότητά":"δυνατότητα", "δυνατότητας":"δυνατότητα", "δυνατότητάς":"δυνατότητα", "δυνατότητες":"δυνατότητα", "δυνατότητές":"δυνατότητα", "δυνατοτήτων":"δυνατότητα", "δυνατού":"δυνατός", "δυνατούς":"δυνατός", "δυνατών":"δυνατός", "δυνητικά":"δυνητικά", "δυνητικά":"δυνητικός", "δυνητικές":"δυνητικός", "δυνητική":"δυνητικός", "δυνητικοί":"δυνητικός", "δυνητικούς":"δυνητικός", "δυνητικών":"δυνητικός", "δυο":"δύο", "δύο":"δύο", "δύ-ο":"δύ-ο", "δυόμιση":"δυόμισι", "δυόμισι":"δυόμισι", "δυόσμο":"δυόσμος", "δυόσμος":"δυόσμος", "δυο-τρεις":"δυο-τρεις", "δύο-τρεις":"δύο-τρεις", "δυο-τρία":"δυο-τρία", "δύο-τρία":"δύο-τρία", "δύο-τρίτα":"δύο-τρίτα", "δυπε":"δυπε", "δυσανάγνωστες":"δυσανάγνωστος", "δυσανάγνωστο":"δυσανάγνωστος", "δυσανάλογα":"δυσανάλογα", "δυσανάλογες":"δυσανάλογος", "δυσανάλογη":"δυσανάλογος", "δυσαναλογία":"δυσαναλογία", "δυσαναλογίες":"δυσαναλογία", "δυσανάλογο":"δυσανάλογος", "δυσανασχετείτε":"δυσανασχετώ", "δυσανασχετούν":"δυσανασχετώ", "δυσαρέσκεια":"δυσαρέσκεια", "δυσαρέσκειά":"δυσαρέσκεια", "δυσαρέσκειας":"δυσαρέσκεια", "δυσαρέσκειες":"δυσαρέσκεια", "δυσάρεστα":"δυσάρεστα", "δυσάρεστα":"δυσάρεστος", "δυσάρεστε":"δυσάρεστος", "δυσαρεστεί":"δυσαρεστώ", "δυσαρεστείτε":"δυσαρεστώ", "δυσάρεστες":"δυσάρεστος", "δυσάρεστη":"δυσάρεστος", "δυσαρεστήθηκαν":"δυσαρεστήθηκαν", "δυσαρεστήθηκε":"δυσαρεστήθηκε", "δυσαρεστημένοι":"δυσαρεστημένος", "δυσαρεστημένόι":"δυσαρεστημένος", "δυσαρεστημένος":"δυσαρεστημένος", "δυσαρεστημένους":"δυσαρεστημένος", "δυσαρεστημένων":"δυσαρεστημένος", "δυσαρέστησε":"δυσαρεστώ", "δυσαρεστήσει":"δυσαρεστώ", "δυσαρεστήσετε":"δυσαρεστώ", "δυσαρεστήσουν":"δυσαρεστώ", "δυσάρεστο":"δυσάρεστος", "δυσάρεστοι":"δυσάρεστος", "δυσάρεστου":"δυσάρεστος", "δυσάρεστων":"δυσάρεστος", "δυσαρμονία":"δυσαρμονία", "δυσβάστακτα":"δυσβάστακτος", "δυσβάστακτες":"δυσβάστακτος", "δυσβάστακτο":"δυσβάστακτος", "δυσβάσταχτες":"δυσβάστακτος", "δυσβάσταχτη":"δυσβάστακτος", "δυσβάσταχτο":"δυσβάστακτος", "δύσβατα":"δύσβατος", "δύσβατες":"δύσβατος", "δύσβατη":"δύσβατος", "δύσβατο":"δύσβατος", "δύσβατος":"δύσβατος", "δυσδιάκριτα":"δυσδιάκριτα", "δυσδιάκριτα":"δυσδιάκριτος", "δυσδιάκριτες":"δυσδιάκριτος", "δυσεντερία":"δυσεντερία", "δυσεντερίας":"δυσεντερία", "δυσεπίλυτα":"δυσεπίλυτος", "δυσεύρετα":"δυσεύρετος", "δυσεύρετες":"δυσεύρετος", "δυσεύρετοι":"δυσεύρετος", "δυσεύρετων":"δυσεύρετος", "δύση":"δύση", "δυσης":"δύση", "δύσης":"δύση", "δυσθεώρητα":"δυσθεώρητος", "δυσθεώρητο":"δυσθεώρητος", "δυσθυμία":"δυσθυμία", "δύσιν":"δύση", "δύσκαμπτο":"δύσκαμπτος", "δυσκαμψία":"δυσκαμψία", "δυσκαμψίας":"δυσκαμψία", "δυσκινησία":"δυσκινησία", "δυσκίνητη":"δυσκίνητος", "δυσκίνητο":"δυσκίνητος", "δυσκίνητος":"δυσκίνητος", "δυσκίνητους":"δυσκίνητος", "δύσκολ'":"δύσκολ'", "δυσκολα":"δύσκολα", "δύσκολα":"δύσκολα", "δύσκολα":"δύσκολος", "δύσκολες":"δύσκολος", "δυσκόλευαν":"δυσκολεύω", "δυσκολεύει":"δυσκολεύω", "δυσκολεύεστε":"δυσκολεύω", "δυσκολεύεται":"δυσκολεύω", "δυσκολευθεί":"δυσκολεύω", "δυσκολευθούν":"δυσκολεύω", "δυσκολεύομαι":"δυσκολεύω", "δυσκολευόμαστε":"δυσκολεύω", "δυσκολεύονται":"δυσκολεύω", "δυσκολεύοντας":"δυσκολεύω", "δυσκολευόταν":"δυσκολεύω", "δυσκολεύουμε":"δυσκολεύω", "δυσκολεύουν":"δυσκολεύω", "δυσκολευτεί":"δυσκολεύω", "δυσκολεύτηκα":"δυσκολεύω", "δυσκολεύτηκαν":"δυσκολεύω", "δυσκολεύτηκε":"δυσκολεύω", "δυσκολευτούν":"δυσκολεύω", "δυσκόλεψαν":"δυσκολεύω", "δυσκόλεψε":"δυσκολεύω", "δυσκολέψει":"δυσκολεύω", "δυσκολέψουν":"δυσκολεύω", "δυσκολη":"δύσκολος", "δύσκολη":"δύσκολος", "δύσκολή":"δύσκολος", "δύσκόλη":"δύσκολος", "δύσκολης":"δύσκολος", "δυσκολία":"δυσκολία", "δυσκολίας":"δυσκολία", "δυσκολίες":"δυσκολία", "δυσκολιών":"δυσκολία", "δυσκολο":"δύσκολος", "δύσκολο":"δύσκολος", "δύσκολοι":"δύσκολος", "δύσκολος":"δύσκολος", "δυσκολότατες":"δύσκολος", "δυσκολότερα":"δύσκολα", "δυσκολότερες":"δύσκολος", "δυσκολότερη":"δύσκολος", "δυσκολότερο":"δύσκολος", "δυσκολότερος":"δύσκολος", "δύσκολου":"δύσκολος", "δύσκολους":"δύσκολος", "'δύσκολους":"'δύσκολους", "δύσκολων":"δύσκολος", "δυσκόλως":"δύσκολα", "δυσλειτουργεί":"δυσλειτουργώ", "δυσλειτουργία":"δυσλειτουργία", "δυσλειτουργίας":"δυσλειτουργία", "δυσλειτουργίες":"δυσλειτουργία", "δυσλειτουργικότητα":"δυσλειτουργικότητα", "δυσλειτουργιών":"δυσλειτουργία", "δυσλεκτικά":"δυσλεκτικός", "δυσλεκτικοί":"δυσλεκτικός", "δυσλεκτικούς":"δυσλεκτικός", "δυσλεξία":"δυσλεξία", "δυσμένεια":"δυσμένεια", "δυσμενείς":"δυσμενής", "δυσμενές":"δυσμενής", "δυσμενέστατες":"δυσμενής", "δυσμενέστατη":"δυσμενής", "δυσμενέστερες":"δυσμενής", "δυσμενέστερη":"δυσμενής", "δυσμενέστερο":"δυσμενής", "δυσμενέστερους":"δυσμενής", "δυσμενή":"δυσμενής", "δυσμενής":"δυσμενής", "δυσμενούς":"δυσμενής", "δυσμενών":"δυσμενής", "δυσμενώς":"δυσμενώς", "δυσμηνόρροια":"δυσμηνόρροια", "δύσμοιρος":"δύσμοιρος", "δύσμοιρου":"δύσμοιρος", "δύσμοιρους":"δύσμοιρος", "δυσμορφίες":"δυσμορφία", "δυσμορφιών":"δυσμορφία", "δυσνόητη":"δυσνόητος", "δυσοίωνα":"δυσοίωνος", "δυσοίωνες":"δυσοίωνος", "δυσοίωνη":"δυσοίωνος", "δυσοίωνο":"δυσοίωνος", "δυσοίωνοι":"δυσοίωνος", "δυσοίωνος":"δυσοίωνος", "δύσοσμες":"δύσοσμος", "δυσοσμία":"δυσοσμία", "δυσοσμίας":"δυσοσμία", "δύσοσμου":"δύσοσμος", "δυσπιστεί":"δυσπιστώ", "δυσπιστία":"δυσπιστία", "δυσπιστίας":"δυσπιστία", "δύσπιστο":"δύσπιστος", "δύσπιστοι":"δύσπιστος", "δυσπιστούμε":"δυσπιστώ", "δυσπιστούν":"δυσπιστώ", "δύσπιστους":"δύσπιστος", "δύσπνοια":"δύσπνοια", "δυσπραγία":"δυσπραγία", "δυσπραγίας":"δυσπραγία", "δυσπραγούν":"δυσπραγούν", "δυσπρόσιτες":"δυσπρόσιτος", "δυσπρόσιτη":"δυσπρόσιτος", "δυσπρόσιτο":"δυσπρόσιτος", "δυσπρόσιτος":"δυσπρόσιτος", "δυστήματος":"δυστήματος", "δυστοκία":"δυστοκία", "δύστροπος":"δύστροπος", "δύστροπου":"δύστροπος", "δύστροπους":"δύστροπος", "δυστυχεί":"δυστυχώ", "δυστυχείς":"δυστυχής", "δυστυχέστατος":"δύστυχος", "δυστυχή":"δυστυχής", "δύστυχη":"δύστυχος", "δυστύχημα":"δυστύχημα", "δυστυχήματα":"δυστύχημα", "δυστυχήματος":"δυστύχημα", "δυστυχημάτων":"δυστύχημα", "δυστυχής":"δυστυχής", "δυστυχήσετε":"δυστυχώ", "δυστυχία":"δυστυχία", "δυστυχίας":"δυστυχία", "δυστυχίες":"δυστυχία", "δυστυχισμένα":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένες":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένη":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένο":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένοι":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένος":"δυστυχισμένος", "δυστυχισμένων":"δυστυχισμένος", "δύστυχος":"δύστυχος", "δυστυχούν":"δυστυχώ", "δυστυχώς":"δυστυχώς", "δυσφημεί":"δυσφημώ", "δυσφημήσει":"δυσφημώ", "δυσφήμηση":"δυσφήμηση", "δυσφήμησης":"δυσφήμηση", "δυσφημίζοντας":"δυσφημίζω", "δυσφημίσει":"δυσφημίζω", "δυσφήμιση":"δυσφήμιση", "δυσφημούν":"δυσφημώ", "δυσφορεί":"δυσφορώ", "δυσφόρησε":"δυσφορώ", "δυσφορία":"δυσφορία", "δυσφορίας":"δυσφορία", "δυσφορούντων":"δυσφορών", "δυσχέραινε":"δυσχεραίνω", "δυσχεραίνει":"δυσχεραίνω", "δυσχεραίνεται":"δυσχεραίνω", "δυσχεραίνοντας":"δυσχεραίνω", "δυσχεραίνουν":"δυσχεραίνω", "δυσχέραναν":"δυσχεραίνω", "δυσχεράνει":"δυσχεραίνω", "δυσχεράνουν":"δυσχεραίνω", "δυσχέρεια":"δυσχέρεια", "δυσχέρειας":"δυσχέρεια", "δυσχέρειες":"δυσχέρεια", "δυσχερείς":"δυσχερής", "δυσχερές":"δυσχερής", "δυσχερέστερη":"δυσχερής", "δυσχερή":"δυσχερής", "δυσχερούς":"δυσχερής", "δυσώδης":"δυσώδης", "δύτες":"δύτης", "δυτικά":"δυτικά", "δυτικά":"δυτικός", "δυτικές":"δυτικός", "δυτική":"δυτικός", "δυτικής":"δυτικός", "δυτικό":"δυτικός", "δυτικοαφρικανού":"δυτικοαφρικανός", "δυτικοευρωπαϊκά":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκές":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκη":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκή":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκής":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκό":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοευρωπαϊκών":"δυτικοευρωπαϊκός", "δυτικοί":"δυτικός", "δυτικομακεδονική":"δυτικομακεδονικός", "δυτικομακεδονικής":"δυτικομακεδονικός", "δυτικομακεδονικών":"δυτικομακεδονικός", "δυτικόν":"δυτικός", "δυτικος":"δυτικός", "δυτικός":"δυτικός", "δυτικότερης":"δυτικός", "δυτικότροπο":"δυτικότροπος", "δυτικότροπου":"δυτικότροπος", "δυτικού":"δυτικός", "δυτικούς":"δυτικός", "δυτικών":"δυτικός", "δυτών":"δύτης", "δω":"βλέπω", "δ-ω":"δ-ω", "δώ":"δώ", "'δω":"εδώ", "δώδεκα":"δώδεκα", "δωδεκάδα":"δωδεκάδα", "δωδεκάμηνης":"δωδεκάμηνος", "δωδεκάμηνο":"δωδεκάμηνο", "δωδεκαμήνου":"δωδεκάμηνος", "δωδεκάνησα":"δωδεκάνησα", "δωδεκανησιακη":"δωδεκανησιακός", "δωδεκανήσιοι":"δωδεκανήσιος", "δωδεκανήσου":"δωδεκάνησος", "δωδεκανήσων":"δωδεκάνησα", "δωδέκατη":"δωδέκατος", "δωδεκατημόρια":"δωδεκατημόριο", "δωδέκατο":"δωδέκατος", "δωδεκάχρονη":"δωδεκάχρονος", "δωδεκάχρονο":"δωδεκάχρονος", "δωδεκάχρονος":"δωδεκάχρονος", "δωδεκάχρονου":"δωδεκάχρονος", "δωδεκάωρο":"δωδεκάωρος", "δώδου":"δώδου", "δώθε":"δώθε", "δώθε-κείθε":"δώθε-κείθε", "δώμα":"δώμα", "δωματια":"δωμάτιο", "δωμάτια":"δωμάτιο", "δωμάτιά":"δωμάτιο", "δωματιάκι":"δωματιάκι", "δωματιάκια":"δωματιάκι", "δωματιο":"δωμάτιο", "δωμάτιο":"δωμάτιο", "δωμάτιό":"δωμάτιο", "δωματίου":"δωμάτιο", "δωματίων":"δωμάτιο", "δώματος":"δώμα", "δώνη":"δώνη", "δωνης":"δωνης", "δώνης":"δώνης", "δώρα":"δώρα", "δώρα":"δώρο", "δωράκι":"δωράκι", "δωράκια":"δωράκι", "δωρεα":"δωρεά", "δωρεά":"δωρεά", "δωρεάν":"δωρεάν", "δωρεάς":"δωρεά", "δωρεές":"δωρεά", "δωρεοδόχου":"δωρεοδόχος", "δωρεών":"δωρεά", "δωρήθηκαν":"δωρώ", "δωρήθηκε":"δωρώ", "δωρήματα":"δώρημα", "δωρητές":"δωρητής", "δωρητή":"δωρητής", "δωρητής":"δωρητής", "δωρήτρια":"δωρήτρια", "δωρητών":"δωρητής", "δωρίζονται":"δωρίζω", "δωρίζοντας":"δωρίζω", "δωρικη":"δωρικός", "δωρικό":"δωρικός", "δώρισαν":"δωρίζω", "δώρισε":"δωρίζω", "δωρίσει":"δωρίζω", "δωρίσουν":"δωρίζω", "δώρο":"δώρο", "δωροβίνης":"δωροβίνης", "δωροδοκήθηκε":"δωροδοκώ", "δωροδόκησαν":"δωροδοκώ", "δωροδοκία":"δωροδοκία", "δωροδοκίας":"δωροδοκία", "δωροδοκίες":"δωροδοκία", "δωροδοκιών":"δωροδοκία", "δωροδοκούν":"δωροδοκώ", "δωροεπιταγή":"δωροεπιταγή", "δωροθέα":"δωροθέα", "δωροληψία":"δωροληψία", "δωροληψίας":"δωροληψία", "δώρον":"δώρο", "δώρου":"δώρο", "δώρων":"δώρο", "δωσ'":"δωσ'", "δώσαμε":"δίνω", "δώσανε":"δίνω", "δώσατε":"δίνω", "δωσε":"δίδω", "δώσε":"δίνω", "δώσει":"δίνω", "δώσεις":"δίνω", "δώσετε":"δίνω", "δωσίλογοι":"δωσίλογος", "δώσουμε":"δίνω", "δώσουν":"δίνω", "δώσόυν":"δίνω", "δώστα":"δώστα", "δώστε":"δίνω", "δώσω":"δίνω", "ε":"ε", "ε'":"ε'", "ε.":"ε.", "ε.-12":"ε.-12", "ε.α":"ε.α", "ε.α.":"ε.α.", "ε.α.κ.":"ε.α.κ.", "ε.γ.":"ε.γ.", "ε.δ.":"ε.δ.", "ε.ε":"ε.ε", "ε.ε.":"ε.ε.", "ε.κ.":"ε.κ.", "ε.κ.α.β.":"ε.κ.α.β.", "ε.κ.θ.":"ε.κ.θ.", "ε.λ.α.":"ε.λ.α.", "ε.λ.ε.π.α.π.":"ε.λ.ε.π.α.π.", "ε.λ.ι.α.":"ε.λ.ι.α.", "ε.μ.ς.":"ε.μ.ς.", "ε.ν.":"ε.ν.", "ε.ν.μ.":"ε.ν.μ.", "ε.π.ε.":"ε.π.ε.", "ε.π.τ.α.":"ε.π.τ.α.", "ε.ς.":"ε.ς.", "ε.υ.κ.":"ε.υ.κ.", "ε΄":"ε΄", "ε3":"ε3", "εbay":"εbay", "εrikson":"εrikson", "εrιευε":"εrιευε", "εt1":"εt1", "εuro":"εuro", "εα":"εα", "εαεε":"εαεε", "εαιυβε":"εαιυβε", "εακ":"εακ", "εαλ":"εαλ", "εαμιτών":"εαμιτών", "εαν":"αν", "εάν":"αν", "εαρινά":"εαρινός", "εαρινή":"εαρινός", "εαρινής":"εαρινός", "εαρινό":"εαρινός", "εαρινού":"εαρινός", "εας":"εας", "εατ":"εατ", "εαυτές":"εαυτός", "εαυτή":"εαυτός", "εαυτής":"εαυτός", "εαυτό":"εαυτός", "εαυτόν":"εαυτός", "εαυτός":"εαυτός", "εαυτού":"εαυτός", "εαυτούς":"εαυτός", "εαυτών":"εαυτός", "εβ":"εβ", "έβαζα":"βάζω", "έβαζαν":"βάζω", "έβαζε":"βάζω", "έβαλα":"βάζω", "έβαλαν":"βάζω", "έβαλε":"βάζω", "έβαλες":"βάζω", "έβαλλαν":"βάλλω", "έβαλλε":"βάλλω", "έβανς":"έβανς", "εβάντρο":"εβάντρο", "εβαπορέ":"εβαπορέ", "έβαφε":"βάφω", "έβαψαν":"βάφω", "έβαψε":"βάφω", "έβγαζα":"βγάζω", "έβγαζαν":"βγάζω", "έβγαζε":"βγάζω", "έβγαινα":"βγαίνω", "έβγαιναν":"βγαίνω", "έβγαινε":"βγαίνω", "έβγαλα":"βγάζω", "έβγαλαν":"βγάζω", "εβγαλε":"βγάζω", "έβγαλε":"βγάζω", "εβδμάδας":"εβδμάδας", "εβδομαδα":"εβδομάδα", "εβδομάδα":"εβδομάδα", "εβδομαδας":"εβδομάδα", "εβδομάδας":"εβδομάδα", "εβδομάδας'":"εβδομάδας'", "εβδομάδες":"εβδομάδα", "εβδομαδιαία":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίας":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίες":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίο":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίου":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίων":"εβδομαδιαίος", "εβδομαδιαίως":"εβδομαδιαίως", "εβδομαδιάτικό":"εβδομαδιάτικος", "εβδομάδος":"εβδομάδα", "εβδομάδων":"εβδομάδα", "έβδομη":"έβδομος", "εβδομήντα":"εβδομήντα", "έβδομης":"έβδομος", "εβδομο":"έβδομος", "έβδομο":"έβδομος", "έβδομος":"έβδομος", "έβδομου":"έβδομος", "εβέλιο":"εβέλιο", "έβερεστ":"έβερεστ", "έβερετ":"έβερετ", "εβερτ":"έβερτ", "έβερτ":"έβερτ", "εβερτον":"εβερτον", "εβέρτον":"εβέρτον", "έβερτον":"έβερτον", "έβερτον24591014-27":"έβερτον24591014-27", "εβζ":"εβζ", "έβλαπτε":"βλάπτω", "έβλαψαν":"βλάπτω", "έβλαψε":"βλάπτω", "έβλεπα":"βλέπω", "έβλεπαν":"βλέπω", "έβλεπε":"βλέπω", "έβλεπες":"βλέπω", "εβλήθη":"βάλλω", "έβολντ":"έβολντ", "εβρά":"εβρά", "έβραζε":"βράζω", "εβραία":"εβραία", "εβραϊκά":"εβραϊκός", "εβραϊκές":"εβραϊκός", "εβραϊκή":"εβραϊκός", "εβραϊκής":"εβραϊκός", "εβραϊκό":"εβραϊκός", "εβραϊκός":"εβραϊκός", "εβραϊκού":"εβραϊκός", "εβραϊκούς":"εβραϊκός", "εβραϊκών":"εβραϊκός", "εβραίο":"εβραίος", "εβραιοελληνικών":"εβραιοελληνικών", "εβραίοι":"εβραίος", "εβραίος":"εβραίος", "εβραίου":"εβραίος", "εβραίους":"εβραίος", "εβραίων":"εβραίος", "εβρέν":"εβρέν", "έβρεξε":"βρέχω", "έβρεχε":"βρέχω", "έβριζαν":"βρίζω", "έβριζε":"βρίζω", "έβρισαν":"βρίζω", "έβρισε":"βρίζω", "έβρισκα":"βρίσκω", "έβρισκαν":"βρίσκω", "έβρισκε":"βρίσκω", "έβρισκες":"βρίσκω", "έβρο":"έβρος", "έβρος":"έβρος", "εβρου":"έβρος", "έβρου":"έβρος", "έγγαμος":"έγγαμος", "έγγαμου":"έγγαμος", "έγγαμους":"έγγαμος", "εγγεγραμμένα":"εγγεγραμμένος", "εγγεγραμμένες":"εγγράφω", "εγγεγραμμένη":"εγγράφω", "εγγεγραμμένο":"εγγεγραμμένος", "εγγεγραμμένοι":"εγγεγραμμένος", "εγγεγραμμένος":"εγγράφω", "εγγεγραμμένους":"εγγράφω", "εγγεγραμμένων":"εγγράφω", "εγγείων":"έγγειος", "εγγενείς":"εγγενής", "εγγενές":"εγγενής", "εγγενή":"εγγενής", "εγγενής":"εγγενής", "εγγενούς":"εγγενής", "εγγενών":"εγγενής", "εγγενώς":"εγγενώς", "έγγερς":"έγγερς", "εγγίζει":"εγγίζω", "εγγίζουν":"εγγίζω", "εγγλέζο":"εγγλέζος", "εγγονάκι":"εγγονάκι", "εγγονάκια":"εγγονάκι", "εγγονές":"εγγονή", "εγγονή":"εγγονή", "εγγονής":"εγγονή", "εγγόνι":"εγγόνι", "εγγόνια":"εγγόνι", "εγγονιών":"εγγόνι", "εγγονό":"εγγονός", "εγγονόπουλος":"εγγονόπουλος", "εγγονόπουλου":"εγγονόπουλος", "εγγονός":"εγγονός", "εγγονού":"εγγονός", "εγγράμματων":"εγγράμματος", "εγγραμμένη":"εγγραμμένος", "εγγραμμένος":"εγγραμμένος", "έγγραφα":"έγγραφο", "έγγραφά":"έγγραφο", "εγγραφεί":"εγγράφω", "εγγράφει":"εγγράφω", "εγγραφές":"εγγραφή", "έγγραφες":"έγγραφος", "εγγράφεται":"εγγράφω", "εγγραφη":"εγγραφή", "εγγραφή":"εγγραφή", "έγγραφη":"έγγραφος", "εγγράφηκε":"εγγράφω", "εγγραφής":"εγγραφή", "έγγραφης":"έγγραφος", "έγγραφο":"έγγραφο", "έγγραφό":"έγγραφο", "έγγραφο-βόμβα":"έγγραφο-βόμβα", "εγγράφονται":"εγγράφω", "εγγράφου":"έγγραφο", "εγγραφούν":"εγγράφω", "εγγραφών":"εγγραφή", "εγγράφων":"έγγραφο", "εγγράφως":"εγγράφως", "εγγράψει":"εγγράφω", "εγγυάται":"εγγυώμαι", "εγγυηθεί":"εγγυώμαι", "εγγυήθηκαν":"εγγυώμαι", "εγγυήθηκε":"εγγυώμαι", "εγγυηθούμε":"εγγυώμαι", "εγγυηθούν":"εγγυώμαι", "εγγυηθώ":"εγγυώμαι", "εγγυημένη":"εγγυημένος", "εγγυημένο":"εγγυημένος", "εγγυημένου":"εγγυημένος", "εγγυημένων":"εγγυημένος", "εγγυησεις":"εγγύηση", "εγγυήσεις":"εγγύηση", "εγγυήσεων":"εγγύηση", "εγγύηση":"εγγύηση", "εγγύησης":"εγγύηση", "εγγυητές":"εγγυητής", "εγγυητή":"εγγυητής", "εγγυητής":"εγγυητής", "εγγυητικές":"εγγυητικός", "εγγυητική":"εγγυητικός", "εγγυητικής":"εγγυητικός", "εγγυητικών":"εγγυητικός", "εγγυήτριες":"εγγυήτρια", "εγγύς":"εγγύς", "εγγύτατα":"εγγύς", "εγγύτερα":"εγγύς", "εγγύτερο":"εγγύτερος", "εγγύτεροι":"εγγύτερος", "εγγύτητα":"εγγύτητα", "εγγύτητας":"εγγύτητα", "εγγύτητάς":"εγγύτητα", "εγγυώμενη":"εγγυώμενη", "εγγυώνται":"εγγυώμαι", "έγδερναν":"γδέρνω", "έγειρε":"γέρνω", "εγείρει":"εγείρω", "εγείρεται":"εγείρω", "εγείρονται":"εγείρω", "εγείροντας":"εγείρω", "εγείρουν":"εγείρω", "εγελιανής":"εγελιανός", "εγένετο":"εγένετο", "εγερθεί":"εγείρω", "εγερθέντος":"εγερθείς", "εγέρσεως":"έγερση", "έγινα":"γίνομαι", "εγιναν":"γίνομαι", "έγιναν":"γίνομαι", "εγινε":"γίνομαι", "έγινε":"γίνομαι", "έγινες":"γίνομαι", "εγκάθειρκτος":"εγκάθειρκτος", "εγκαθιδρυθεί":"εγκαθιδρύω", "εγκαθιδρύοντας":"εγκαθιδρύω", "εγκαθίδρυσε":"εγκαθιδρύω", "εγκαθιδρύσει":"εγκαθιδρύω", "εγκαθίδρυση":"εγκαθίδρυση", "εγκαθίδρυσης":"εγκαθίδρυση", "εγκαθιδρύσουμε":"εγκαθιδρύω", "εγκαθιδρυτής":"εγκαθιδρυτής", "εγκαθιστά":"εγκαθιστώ", "εγκαθίστανται":"εγκαθιστώ", "εγκαθίσταται":"εγκαθιστώ", "εγκαθιστούν":"εγκαθιστώ", "εγκαθιστώντας":"εγκαθιστώ", "εγκαίνια":"εγκαίνια", "εγκαίνιά":"εγκαίνια", "εγκαινίαζε":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάζει":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάζεται":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάζονται":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάζοντας":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάζουν":"εγκαινιάζω", "εγκαινίασε":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάσει":"εγκαινιάζω", "εγκαινιασθεί":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάσθηκε":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάσουμε":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάσουν":"εγκαινιάζω", "εγκαινιαστεί":"εγκαινιάζω", "εγκαινιάστηκε":"εγκαινιάζω", "εγκαινιαστούν":"εγκαινιάζω", "εγκαινίων":"εγκαίνια", "έγκαιρα":"έγκαιρα", "έγκαιρες":"έγκαιρος", "έγκαιρη":"έγκαιρος", "έγκαιρης":"έγκαιρος", "έγκαιρο":"έγκαιρος", "έγκαιρος":"έγκαιρος", "έγκαιρου":"έγκαιρος", "εγκαίρως":"έγκαιρα", "εγκαλεί":"εγκαλώ", "εγκαλείται":"εγκαλώ", "εγκαλέσει":"εγκαλώ", "εγκαλούν":"εγκαλώ", "εγκαλούσαν":"εγκαλώ", "εγκαλούσε":"εγκαλώ", "εγκαλών":"εγκαλών", "εγκαλώντας":"εγκαλώ", "εγκανιαστηκε":"εγκανιαστηκε", "εγκάρδια":"εγκάρδια", "εγκάρδιες":"εγκάρδιος", "εγκάρδιο":"εγκάρδιος", "εγκάρδιος":"εγκάρδιος", "εγκάρσια":"εγκάρσιος", "εγκάρσιες":"εγκάρσιος", "εγκαρτέρηση":"εγκαρτέρηση", "έγκατα":"έγκατα", "εγκαταλειμμένα":"εγκαταλειμμένος", "εγκαταλειμμένες":"εγκαταλειμμένος", "εγκαταλειμμένη":"εγκαταλειμμένος", "εγκαταλειμμένης":"εγκαταλειμμένος", "εγκαταλειμμένο":"εγκαταλείπω", "εγκαταλειμμένος":"εγκαταλειμμένος", "εγκαταλείπει":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείπεις":"εγκαταλείπω", "εγκαταλειπεται":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείπεται":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείπονται":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείπονταν":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείποντας":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείπουν":"εγκαταλείπω", "εγκαταλειφθεί":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείφθηκαν":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείφθηκε":"εγκαταλείπω", "εγκαταλειφθούν":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψαμε":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψει":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψεις":"εγκαταλείπω", "εγκατάλειψη":"εγκατάλειψη", "εγκατάλειψή":"εγκατάλειψη", "εγκατάλειψης":"εγκατάλειψη", "εγκαταλείψουμε":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψουν":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψτε":"εγκαταλείπω", "εγκαταλείψω":"εγκαταλείπω", "εγκαταλελειμμένα":"εγκαταλελειμμένος", "εγκαταλελειμμένες":"εγκαταλείπω", "εγκαταλελειμμένη":"εγκαταλείπω", "εγκαταλελειμμένο":"εγκαταλελειμμένος", "εγκαταλελειμμένοι":"εγκαταλείπω", "εγκαταλελειμμένος":"εγκαταλείπω", "εγκαταλελειμμένου":"εγκαταλελειμμένος", "εγκατασταθεί":"εγκαθιστώ", "εγκατασταθήκαμε":"εγκαθιστώ", "εγκαταστάθηκαν":"εγκαθιστώ", "εγκαταστάθηκε":"εγκαθιστώ", "εγκατασταθούν":"εγκαθιστώ", "εγκαταστάσεις":"εγκατάσταση", "εγκαταστάσεων":"εγκατάσταση", "εγκαταστάσεών":"εγκατάσταση", "εγκατάσταση":"εγκατάσταση", "εγκατάστασή":"εγκατάσταση", "εγκατάστασης":"εγκατάσταση", "εγκατάστασής":"εγκατάσταση", "εγκαταστάτες":"εγκαταστάτες", "εγκαταστημένες":"εγκαταστημένος", "εγκαταστημένο":"εγκαταστημένος", "εγκαταστημένος":"εγκαταστημένος", "εγκαταστημένους":"εγκαταστημένος", "εγκαταστήσαμε":"εγκαθιστώ", "εγκαταστήσει":"εγκαθιστώ", "εγκαταστήσουμε":"εγκαθιστώ", "εγκαταστήσουν":"εγκαθιστώ", "εγκατέλειπαν":"εγκαταλείπω", "εγκατέλειπε":"εγκαταλείπω", "εγκατέλειψα":"εγκαταλείπω", "εγκατέλειψαν":"εγκαταλείπω", "εγκατελειψε":"εγκαταλείπω", "εγκατέλειψε":"εγκαταλείπω", "εγκατεστάθη":"εγκατεστάθη", "εγκατεστάθηκαν":"εγκατεστάθηκαν", "εγκατεστημένα":"εγκατεστημένος", "εγκατεστημένες":"εγκαθιστώ", "εγκατεστημένη":"εγκαθιστώ", "εγκατεστημένο":"εγκατεστημένος", "εγκατεστημένοι":"εγκατεστημένος", "εγκατεστημένος":"εγκαθιστώ", "εγκατέστησαν":"εγκαθιστώ", "έγκαυμα":"έγκαυμα", "εγκαύματα":"έγκαυμα", "εγκαυμάτων":"έγκαυμα", "εγκαυστική":"εγκαυστική", "εγκαυστικής":"εγκαυστική", "έγκειται":"έγκειται", "εγκεκριμένα":"εγκεκριμένος", "εγκεκριμένες":"εγκεκριμένος", "εγκεκριμένη":"εγκρίνω", "εγκεκριμένο":"εγκρίνω", "εγκεκριμένος":"εγκεκριμένος", "εγκεκριμένων":"εγκρίνω", "εγκέλαδο":"εγκέλαδος", "εγκέλαδου":"εγκέλαδος", "έγκελς":"έγκελς", "εγκεφαλικά":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικές":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλική":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικής":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικό":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικός":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικού":"εγκεφαλικός", "εγκεφαλικών":"εγκεφαλικός", "εγκέφαλο":"εγκέφαλος", "εγκέφαλό":"εγκέφαλος", "εγκέφαλοι":"εγκέφαλος", "εγκέφαλος":"εγκέφαλος", "εγκέφαλός":"εγκέφαλος", "εγκεφαλου":"εγκέφαλος", "εγκεφάλου":"εγκέφαλος", "εγκεφάλους":"εγκέφαλος", "εγκεφάλων":"εγκέφαλος", "εγκλεισμό":"εγκλεισμός", "εγκλεισμού":"εγκλεισμός", "έγκλειστα":"έγκλειστος", "εγκλειστεί":"εγκλείω", "έγκλειστες":"έγκλειστος", "έγκλειστο":"έγκλειστος", "έγκλειστοι":"έγκλειστος", "έγκλειστος":"έγκλειστος", "έγκλειστους":"έγκλειστος", "εγκλείστων":"έγκλειστος", "έγκλειστων":"έγκλειστος", "εγκλημα":"έγκλημα", "έγκλημα":"έγκλημα", "έγκλημά":"έγκλημα", "εγκληματα":"έγκλημα", "εγκλήματα":"έγκλημα", "εγκλήματά":"έγκλημα", "εγκληματησάντων":"εγκληματησάντων", "εγκληματία":"εγκληματίας", "εγκληματίας":"εγκληματίας", "εγκληματίες":"εγκληματίας", "εγκληματικά":"εγκληματικά", "εγκληματικά":"εγκληματικός", "εγκληματικές":"εγκληματικός", "εγκληματική":"εγκληματικός", "εγκληματικής":"εγκληματικός", "εγκληματικό":"εγκληματικός", "εγκληματικός":"εγκληματικός", "εγκληματικότητα":"εγκληματικότητα", "εγκληματικότητας":"εγκληματικότητα", "εγκληματικού":"εγκληματικός", "εγκληματικών":"εγκληματικός", "εγκληματιών":"εγκληματίας", "εγκληματολογία":"εγκληματολογία", "εγκληματολογίας":"εγκληματολογία", "εγκληματολογικής":"εγκληματολογικός", "εγκληματολογικών":"εγκληματολογικός", "εγκληματολόγοι":"εγκληματολόγος", "εγκληματος":"έγκλημα", "εγκλήματος":"έγκλημα", "εγκλήματος-αδελφοί":"εγκλήματος-αδελφοί", "εγκληματούν":"εγκληματώ", "εγκλημάτων":"έγκλημα", "έγκληση":"έγκληση", "έγκλησή":"έγκληση", "εγκλιματίζονται":"εγκλιματίζω", "εγκλιματιστεί":"εγκλιματίζω", "εγκλωβίζει":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίζεσαι":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίζεται":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίζονται":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίζοντας":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίζουν":"εγκλωβίζω", "εγκλώβισαν":"εγκλωβίζω", "εγκλώβισε":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίσει":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμένα":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμένες":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμένη":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμένης":"εγκλωβισμένος", "εγκλωβισμένο":"εγκλωβισμένος", "εγκλωβισμένοι":"εγκλωβισμένος", "εγκλωβισμένος":"εγκλωβισμένος", "εγκλωβισμένους":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμένων":"εγκλωβίζω", "εγκλωβισμό":"εγκλωβισμός", "εγκλωβισμού":"εγκλωβισμός", "εγκλωβιστεί":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίστηκαν":"εγκλωβίζω", "εγκλωβίστηκε":"εγκλωβίζω", "εγκλωβιστούν":"εγκλωβίζω", "εγκολπώνεται":"εγκολπώνομαι", "εγκολφόπουλο":"εγκολφόπουλο", "εγκόσμια":"εγκόσμιος", "εγκοσμίων":"εγκόσμια", "εγκράτεια":"εγκράτεια", "εγκρατείς":"εγκρατής", "εγκρατής":"εγκρατής", "εγκριθεί":"εγκρίνω", "εγκριθέντα":"εγκριθείς", "εγκριθέντος":"εγκριθείς", "εγκρίθηκαν":"εγκρίνω", "εγκρίθηκε":"εγκρίνω", "εγκριθούν":"εγκρίνω", "εγκρίναμε":"εγκρίνω", "εγκρίνει":"εγκρίνω", "εγκρίνεται":"εγκρίνω", "εγκρίνονται":"εγκρίνω", "εγκρίνοντας":"εγκρίνω", "εγκρινόταν":"εγκρίνω", "εγκρίνουμε":"εγκρίνω", "εγκρίνουν":"εγκρίνω", "εγκρίσεις":"έγκριση", "έγκριση":"έγκριση", "έγκρισή":"έγκριση", "έγκρισης":"έγκριση", "έγκριτα":"έγκριτος", "έγκριτη":"έγκριτος", "έγκριτης":"έγκριτος", "έγκριτο":"έγκριτος", "έγκριτον":"έγκριτος", "εγκρίτου":"έγκριτος", "έγκριτους":"έγκριτος", "έγκριτων":"έγκριτος", "έγκυες":"έγκυος", "εγκυκλιο":"εγκύκλιος", "εγκύκλιο":"εγκύκλιος", "εγκύκλιό":"εγκύκλιος", "εγκύκλιος":"εγκύκλιος", "εγκυκλίου":"εγκύκλιος", "εγκυκλίους":"εγκύκλιος", "εγκυκλοπαίδεια":"εγκυκλοπαίδεια", "εγκυκλοπαίδειας":"εγκυκλοπαίδεια", "εγκυκλοπαίδειες":"εγκυκλοπαίδεια", "εγκυκλοπαιδικές":"εγκυκλοπαιδικός", "εγκυμονεί":"εγκυμονώ", "εγκυμονούν":"εγκυμονώ", "εγκυμονούσα":"εγκυμονώ", "εγκυμονούσες":"εγκυμονώ", "εγκυμονούσης":"εγκυμονών", "εγκυμοσυνη":"εγκυμοσύνη", "εγκυμοσύνη":"εγκυμοσύνη", "εγκυμοσύνης":"εγκυμοσύνη", "έγκυο":"έγκυος", "έγκυοι":"έγκυος", "έγκυος":"έγκυος", "εγκύου":"έγκυος", "εγκύους":"έγκυος", "έγκυρα":"έγκυρος", "έγκυρες":"έγκυρος", "έγκυρη":"έγκυρος", "έγκυρης":"έγκυρος", "έγκυρο":"έγκυρος", "έγκυροι":"έγκυρος", "έγκυρος":"έγκυρος", "εγκυρότατες":"έγκυρος", "εγκυρότερα":"έγκυρος", "εγκυρότερο":"έγκυρος", "εγκυρότητα":"εγκυρότητα", "εγκυρότητας":"εγκυρότητα", "εγκυρότητος":"εγκυρότητα", "έγκυρου":"έγκυρος", "εγκύρους":"έγκυρος", "έγκυρους":"έγκυρος", "εγκύρων":"έγκυρος", "έγκυρων":"έγκυρος", "εγκύων":"έγκυα", "εγκώμια":"εγκώμιο", "εγκωμίαζε":"εγκωμιάζω", "εγκωμίασε":"εγκωμιάζω", "εγκωμιαστικα":"εγκωμιαστικά", "εγκωμιαστικά":"εγκωμιαστικός", "εγκωμιαστικοί":"εγκωμιαστικός", "εγκώμιο":"εγκώμιο", "εγκωμιτη":"εγκομήτης", "εγκωμίτη":"εγκομήτης", "εγκωμίτης":"εγκομήτης", "εγκωμίων":"εγκώμιο", "έγλειψε":"γλείφω", "εγνατια":"εγνατία", "εγνατία":"εγνατία", "εγνατίας":"εγνατία", "έγνοια":"έγνοια", "έγνοιες":"έγνοια", "εγνώριζε":"εγνώριζε", "εγνωρίζοντο":"εγνωρίζοντο", "εγνώρισε":"εγνώρισε", "εγνωσμένου":"εγνωσμένος", "εγνωσμένων":"εγνωσμένος", "εγο":"εγο", "έγραφα":"γράφω", "έγραφαν":"γράφω", "έγραφε":"γράφω", "έγραφεν":"έγραφεν", "εγράφη":"γράφω", "εγράφησαν":"γράφω", "έγραψα":"γράφω", "έγραψαν":"γράφω", "εγράψαν":"εγράβω", "εγραψε":"γράφω", "έγραψε":"γράφω", "έγραψες":"γράφω", "εγρήγορση":"εγρήγορση", "εγρήγορσης":"εγρήγορση", "εγς":"εγς", "εγχάρακτη":"εγχάρακτος", "εγχείρημα":"εγχείρημα", "εγχείρημά":"εγχείρημα", "εγχειρήματα":"εγχείρημα", "εγχειρήματά":"εγχείρημα", "εγχειρήματος":"εγχείρημα", "εγχειρήματός":"εγχείρημα", "εγχειρημάτων":"εγχείρημα", "εγχειρήσεις":"εγχείρηση", "εγχείρηση":"εγχείρηση", "εγχειρήσιμο":"εγχειρήσιμος", "εγχειρήσουν":"εγχειρίζω", "εγχειρίδια":"εγχειρίδιο", "εγχειρίδιο":"εγχειρίδιο", "εγχειρίδιό":"εγχειρίδιο", "εγχειριδίου":"εγχειρίδιο", "εγχειριδίων":"εγχειρίδιο", "εγχείριση":"εγχείριση", "εγχειρισθεί":"εγχειρίζω", "εγχειρισμένη":"εγχειρισμένος", "εγχειριστεί":"εγχειρίζω", "εγχειρίστηκε":"εγχειρίζω", "έγχορδα":"έγχορδος", "εγχόρδων":"έγχορδος", "έγχρωμα":"έγχρωμος", "έγχρωμες":"έγχρωμος", "έγχρωμη":"έγχρωμος", "έγχρωμης":"έγχρωμος", "έγχρωμο":"έγχρωμος", "έγχρωμοι":"έγχρωμος", "έγχρωμου":"έγχρωμος", "έγχρωμους":"έγχρωμος", "έγχρωμων":"έγχρωμος", "έγχυση":"έγχυση", "έγχυσης":"έγχυση", "εγχύσουν":"εγχύσουν", "εγχώρια":"εγχώριος", "εγχώριας":"εγχώριος", "εγχώριες":"εγχώριος", "εγχώριο":"εγχώριος", "εγχώριοι":"εγχώριος", "εγχώριος":"εγχώριος", "εγχώριου":"εγχώριος", "εγχώριους":"εγχώριος", "εγχωρίων":"εγχώριος", "εγχώριων":"εγχώριος", "εγω":"εγώ", "εγώ":"εγώ", "εγώ'":"εγώ'", "εγωισμό":"εγωισμός", "εγωισμοί":"εγωισμός", "εγωισμός":"εγωισμός", "εγωισμού":"εγωισμός", "εγωισμούς":"εγωισμός", "εγωιστές":"εγωιστής", "εγωιστικά":"εγωιστικά", "εγωιστική":"εγωιστικός", "εγωιστικό":"εγωιστικός", "εγωιστικών":"εγωιστικός", "εγωκεντρικά":"εγωκεντρικός", "εγωκεντρισμό":"εγωκεντρισμός", "εγωκεντρισμός":"εγωκεντρισμός", "εγωπάθειας":"εγωπάθεια", "εδ":"εδ", "εδα":"εδα", "εδάφη":"έδαφος", "εδάφια":"εδάφιο", "εδαφικά":"εδαφικός", "εδαφικές":"εδαφικός", "εδαφική":"εδαφικός", "εδαφικής":"εδαφικός", "εδαφικό":"εδαφικός", "εδαφικού":"εδαφικός", "εδάφιο":"εδάφιο", "εδαφοκάλυψης":"εδαφοκάλυψης", "εδαφολογική":"εδαφολογικός", "εδαφολόγο":"εδαφολόγος", "εδαφος":"έδαφος", "εδάφος":"εδάφος", "έδαφος":"έδαφος", "έδαφός":"έδαφος", "εδάφους":"έδαφος", "εδαφών":"έδαφος", "εδέησε":"δέομαι", "έδειξα":"δείχνω", "έδειξαν":"δείχνω", "εδειξε":"δείχνω", "έδειξε":"δείχνω", "έδειξες":"δείχνω", "έδειραν":"δέρνω", "έδειρε":"δέρνω", "έδειχνα":"δείχνω", "έδειχναν":"δείχνω", "έδειχνε":"δείχνω", "εδεμ":"εδέμ", "εδέμ":"εδέμ", "έδερνε":"δέρνω", "εδες":"εδες", "έδεσαν":"δένω", "έδεσε":"δένω", "έδεσμα":"έδεσμα", "εδέσματα":"έδεσμα", "εδεσματολόγιό":"εδεσματολόγιο", "εδεσμάτων":"έδεσμα", "έδεσσα":"έδεσσα", "εδεσσαϊκός":"εδεσσαϊκός", "εδεσσαϊκού":"εδεσσαϊκός", "εδεσσας":"έδεσσα", "έδεσσας":"έδεσσα", "εδέχθη":"δέχομαι", "εδήλωσε":"εδήλωσε", "εδημοσιεύθη":"εδημοσιεύθη", "εδικά":"εδικά", "εδικαιούτο":"δικαιούμαι", "εδιμβούργο":"εδιμβούργο", "εδιμβούργου":"εδιμβούργο", "έδινα":"δίνω", "έδιναν":"δίνω", "έδινε":"δίνω", "έδινες":"δίνω", "έδιωξαν":"διώκω", "έδιωξε":"διώχνω", "έδιωχναν":"διώχνω", "έδιωχνε":"διώχνω", "εδοεαπ":"εδοεαπ", "εδόθη":"δίνω", "εδόθησαν":"δίνω", "εδουάρδου":"εδουάρδος", "έδρα":"έδρα", "εδράζεται":"εδράζω", "εδράζονται":"εδράζω", "εδράζουν":"εδράζω", "εδραιωθεί":"εδραιώνω", "εδραιώθηκαν":"εδραιώνω", "εδραιώθηκε":"εδραιώνω", "εδραιωθούν":"εδραιώνω", "εδραιώνει":"εδραιώνω", "εδραιώνεται":"εδραιώνω", "εδραιώνουν":"εδραιώνω", "εδραίωσαν":"εδραιώνω", "εδραίωσε":"εδραιώνω", "εδραιώσει":"εδραιώνω", "εδραιώσετε":"εδραιώνω", "εδραίωση":"εδραίωση", "εδραίωσης":"εδραίωση", "εδραιώσουμε":"εδραιώνω", "έδρανα":"έδρανο", "έδρανά":"έδρανο", "έδρανο":"έδρανο", "έδρανό":"έδρανο", "εδρας":"έδρα", "έδρας":"έδρα", "έδρασα":"δρω", "έδρασαν":"δρω", "έδρασε":"δρω", "εδραση":"εδραση", "έδρες":"έδρα", "εδρεύει":"εδρεύω", "εδρεύον":"εδρεύων", "εδρεύουν":"εδρεύω", "εδρεύουσα":"εδρεύων", "εδρών":"έδρα", "εδω":"εδω", "εδώ":"εδώ", "έδωκεν":"έδωκεν", "εδώλια":"εδώλιο", "εδωλιο":"εδώλιο", "εδώλιο":"εδώλιο", "εδωλίων":"εδώλιο", "εδωρίσθησαν":"εδωρίσθησαν", "έδωσα":"δίνω", "εδωσαν":"δίνω", "έδωσαν":"δίνω", "εδωσε":"δίνω", "έδωσε":"δίνω", "έδωσες":"δίνω", "εε":"εε", "εε.":"εε.", "εεε":"εεε", "εεοδακ":"εεοδακ", "εες":"εες", "εετ":"εετ", "εεττ":"εεττ", "έζερ":"έζερ", "εζήλωσε":"ζηλώ", "έζησα":"ζω", "έζησαν":"ζω", "έζησε":"ζω", "έζησες":"ζω", "έζωσαν":"ζώνω", "έζωσε":"ζώνω", "έθαψα":"θάβω", "έθαψαν":"θάβω", "εθεάθη":"θεώμαι", "εθεάθησαν":"θεώμαι", "έθελ":"έθελ", "εθελοντές":"εθελοντής", "εθελοντής":"εθελοντής", "εθελοντικά":"εθελοντικά", "εθελοντικές":"εθελοντικός", "εθελοντική":"εθελοντικός", "εθελοντικής":"εθελοντικός", "εθελοντικό":"εθελοντικός", "εθελοντικών":"εθελοντικός", "εθελοντισμό":"εθελοντισμός", "εθελοντισμός":"εθελοντισμός", "εθελοντισμού":"εθελοντισμός", "εθελόντρια":"εθελόντρια", "εθελόντριες":"εθελόντρια", "εθελοντριών":"εθελόντρια", "εθελοντών":"εθελοντής", "εθελοτυφλεί":"εθελοτυφλώ", "εθελοτυφλία":"εθελοτυφλία", "εθελοτυφλούν":"εθελοτυφλώ", "εθελουσία":"εθελούσιος", "εθελούσια":"εθελούσιος", "εθελουσίας":"εθελούσιος", "εθελούσιου":"εθελούσιος", "έθεσα":"θέτω", "έθεσαν":"θέτω", "έθεσε":"θέτω", "έθεσες":"θέτω", "έθεταν":"θέτω", "έθετε":"θέτω", "εθεωρείτο":"θεωρώ", "εθεωρούντο":"εθεωρούντο", "έθιγε":"θίγω", "εθίγη":"θίγω", "εθίζει":"εθίζω", "εθίζονται":"εθίζω", "έθιμα":"έθιμο", "έθιμά":"έθιμο", "εθιμικά":"εθιμικά", "εθιμική":"εθιμικός", "εθιμικό":"εθιμικός", "εθιμο":"έθιμο", "έθιμο":"έθιμο", "εθιμοτυπία":"εθιμοτυπία", "εθιμοτυπική":"εθιμοτυπικός", "εθιμοτυπικό":"εθιμοτυπικός", "εθιμοτυπικού":"εθιμοτυπικός", "εθίμων":"έθιμο", "έθιξα":"θίγω", "έθιξαν":"θίγω", "έθιξε":"θίγω", "εθίσει":"εθίζω", "εθισμένοι":"εθισμένος", "εθισμένος":"εθισμένος", "εθισμό":"εθισμός", "εθισμός":"εθισμός", "εθισμού":"εθισμός", "εθιστικό":"εθιστικός", "εθν":"εθν", "εθν.":"εθν.", "εθνάρχη":"εθνάρχης", "εθνεγερσία":"εθνεγερσία", "έθνη":"έθνος", "έθνικ":"έθνικ", "εθνικά":"εθνικός", "εθνικές":"εθνικός", "εθνικη":"εθνικός", "εθνική":"εθνικός", "εθνικης":"εθνικός", "εθνικής":"εθνικός", "εθνικισμό":"εθνικισμός", "εθνικισμοί":"εθνικισμός", "εθνικισμόν":"εθνικισμός", "εθνικισμός":"εθνικισμός", "εθνικισμού":"εθνικισμός", "εθνικισμούς":"εθνικισμός", "εθνικιστές":"εθνικιστής", "εθνικιστή":"εθνικιστής", "εθνικιστής":"εθνικιστής", "εθνικιστικά":"εθνικιστικός", "εθνικιστικές":"εθνικιστικός", "εθνικιστική":"εθνικιστικός", "εθνικιστικής":"εθνικιστικός", "εθνικιστικό":"εθνικιστικός", "εθνικιστικοί":"εθνικιστικός", "εθνικιστικού":"εθνικιστικός", "εθνικιστικών":"εθνικιστικός", "εθνικιστών":"εθνικιστής", "εθνικο":"εθνικός", "εθνικό":"εθνικός", "εθνικοαπελευθερωτικό":"εθνικοαπελευθερωτικός", "εθνικοαπελευθερωτικού":"εθνικοαπελευθερωτικός", "εθνικοαπελευθερωτικών":"εθνικοαπελευθερωτικός", "εθνικοί":"εθνικός", "εθνικοκοινωνικό":"εθνικοκοινωνικό", "εθνικό-πατερναλιστικό":"εθνικό-πατερναλιστικό", "εθνικος":"εθνικός", "εθνικός":"εθνικός", "'εθνικός":"'εθνικός", "εθνικός5051310-46":"εθνικός5051310-46", "εθνικοσοσιαλισμό":"εθνικοσοσιαλισμός", "εθνικότητα":"εθνικότητα", "εθνικότητας":"εθνικότητα", "εθνικότητες":"εθνικότητα", "εθνικοτήτων":"εθνικότητα", "εθνικοτοπικοί":"εθνικοτοπικοί", "εθνικοτοπικού":"εθνικοτοπικού", "εθνικοτοπικών":"εθνικοτοπικών", "εθνικού":"εθνικός", "εθνικούς":"εθνικός", "εθνικόφρονες":"εθνικόφρων", "εθνικόφρονος":"εθνικόφρων", "εθνικοφροσύνης":"εθνικοφροσύνη", "εθνικών":"εθνικός", "εθνικώς":"εθνικά", "εθνοcash":"εθνοcash", "εθνοκάθαρση":"εθνοκάθαρση", "εθνοκάθαρσης":"εθνοκάθαρση", "εθνοκρατικής":"εθνοκρατικός", "εθνολογία":"εθνολογία", "εθνολογικής":"εθνολογικός", "εθνολογικο":"εθνολογικός", "εθνολογικού":"εθνολογικός", "εθνολόγοι":"εθνολόγος", "εθνοπολιτισμικές":"εθνοπολιτισμικός", "'εθνο-πολιτισμική":"'εθνο-πολιτισμική", "εθνοπολιτισμική":"εθνοπολιτισμικός", "εθνοπολιτισμικής":"εθνοπολιτισμικός", "εθνοπολιτισμικός":"εθνοπολιτισμικός", "εθνοπολιτισμικών":"εθνοπολιτισμικός", "εθνοπολιτιστικών":"εθνοπολιτιστικός", "εθνος":"έθνος", "έθνος":"έθνος", "εθνοσυνέλευση":"εθνοσυνέλευση", "εθνοσυνέλευσης":"εθνοσυνέλευση", "εθνοσωτήρες":"εθνοσωτήρας", "εθνοσωτήριας":"εθνοσωτήριος", "εθνότητα":"εθνότητα", "εθνότητες":"εθνότητα", "εθνοτήτων":"εθνότητα", "εθνοτικές":"εθνοτικές", "εθνοτική":"εθνοτική", "εθνοτικής":"εθνοτικής", "εθνοτικών":"εθνοτικών", "έθνους":"έθνος", "έθνους-κράτους":"έθνους-κράτους", "εθνοφρουρούς":"εθνοφρουρός", "εθνοφυλακής":"εθνοφυλακή", "εθνοφυλετικές":"εθνοφυλετικός", "εθνών":"έθνος", "έθος":"έθος", "έθρεψαν":"τρέφω", "ει":"ει", "εϊ":"εϊ", "έι":"έι", "έιβερι":"έιβερι", "είδα":"βλέπω", "ειδάλλως":"ειδάλλως", "είδαμε":"βλέπω", "είδαν":"βλέπω", "είδατε":"βλέπω", "είδε":"βλέπω", "είδει":"είδει", "είδες":"βλέπω", "ειδεχθείς":"ειδεχθής", "ειδεχθή":"ειδεχθής", "ειδεχθής":"ειδεχθής", "ειδεχθούς":"ειδεχθής", "είδη":"είδος", "ειδήμονα":"ειδήμων", "ειδήμονες":"ειδήμων", "ειδημόνων":"ειδήμων", "ειδησεις":"είδηση", "ειδήσεις":"είδηση", "ειδησεογραφία":"ειδησεογραφία", "ειδησεογραφίας":"ειδησεογραφία", "ειδησεογραφικά":"ειδησεογραφικός", "ειδησεογραφική":"ειδησεογραφικός", "ειδησεογραφικό":"ειδησεογραφικός", "ειδησεογραφικού":"ειδησεογραφικός", "ειδησεογραφικούς":"ειδησεογραφικός", "ειδησεογραφικών":"ειδησεογραφικός", "ειδήσεων":"είδηση", "ειδήσεών":"είδηση", "είδηση":"είδηση", "είδησης":"είδηση", "ειδησούλες":"ειδησούλα", "ειδικά":"ειδικά", "ειδικά":"ειδικός", "ειδικες":"ειδικός", "ειδικές":"ειδικός", "ειδικεύεται":"ειδικεύω", "ειδικευμένα":"ειδικεύω", "ειδικευμένες":"ειδικεύω", "ειδικευμένη":"ειδικεύω", "ειδικευμένο":"ειδικευμένος", "ειδικευμένοι":"ειδικεύω", "ειδικευμένος":"ειδικεύω", "ειδικευμένου":"ειδικεύω", "ειδικευμένους":"ειδικευμένος", "ειδικευμένων":"ειδικευμένος", "ειδικευόμενο":"ειδικευόμενος", "ειδικευόμενοι":"ειδικευόμενος", "ειδικευόμενους":"ειδικευόμενος", "ειδικευομένων":"ειδικευόμενος", "ειδικεύονται":"ειδικεύω", "ειδικευόταν":"ειδικεύω", "ειδίκευση":"ειδίκευση", "ειδίκευσης":"ειδίκευση", "ειδικευτεί":"ειδικεύω", "ειδικεύτηκε":"ειδικεύω", "ειδική":"ειδικός", "ειδικής":"ειδικός", "ειδικό":"ειδικός", "ειδικοί":"ειδικός", "ειδικος":"ειδικός", "ειδικός":"ειδικός", "ειδικότερα":"ειδικά", "ειδικότερα":"ειδικός", "ειδικότερες":"ειδικός", "ειδικότερη":"ειδικός", "ειδικότερο":"ειδικός", "ειδικότεροι":"ειδικός", "ειδικότερους":"ειδικός", "ειδικοτέρων":"ειδικός", "ειδικότητα":"ειδικότητα", "ειδικότητά":"ειδικότητα", "ειδικότητας":"ειδικότητα", "ειδικότητες":"ειδικότητα", "ειδικοτήτων":"ειδικότητα", "ειδικού":"ειδικός", "ειδικούς":"ειδικός", "ειδικων":"ειδικός", "ειδικών":"ειδικός", "ειδικώς":"ειδικά", "ειδικώτερον":"ειδικώτερον", "είδομεν":"είδομεν", "ειδοποιεί":"ειδοποιώ", "ειδοποιείται":"ειδοποιώ", "ειδοποιηθεί":"ειδοποιώ", "ειδοποιήθηκαν":"ειδοποιώ", "ειδοποιήθηκε":"ειδοποιώ", "ειδοποιηθούν":"ειδοποιώ", "ειδοποιημένοι":"ειδοποιημένος", "ειδοποίησαν":"ειδοποιώ", "ειδοποίησε":"ειδοποιώ", "ειδοποιήσει":"ειδοποιώ", "ειδοποιήσετε":"ειδοποιώ", "ειδοποίηση":"ειδοποίηση", "ειδοποίησή":"ειδοποίηση", "ειδοποίησης":"ειδοποίηση", "ειδοποιήσουν":"ειδοποιώ", "ειδοποιήσω":"ειδοποιώ", "ειδοποιητήριο":"ειδοποιητήριο", "ειδοποιός":"ειδοποιός", "ειδοποιούν":"ειδοποιώ", "ειδοποιούσαν":"ειδοποιώ", "είδος":"είδος", "είδους":"είδος", "ειδύλλια":"ειδύλλιο", "ειδυλλιακά":"ειδυλλιακός", "ειδυλλιακές":"ειδυλλιακός", "ειδυλλιακή":"ειδυλλιακός", "ειδυλλιακό":"ειδυλλιακός", "ειδύλλιο":"ειδύλλιο", "ειδωθεί":"βλέπω", "ειδωλα":"είδωλο", "είδωλα":"είδωλο", "ειδώλια":"ειδώλιο", "ειδώλιο":"ειδώλιο", "ειδωλίων":"ειδώλιο", "είδωλο":"είδωλο", "είδωλό":"είδωλο", "ειδωλολατρεία":"ειδωλολατρία", "ειδωλολατρία":"ειδωλολατρία", "ειδωλολατρίας":"ειδωλολατρία", "ειδωλολατρικό":"ειδωλολατρικός", "ειδωλολατρών":"ειδωλολάτρης", "ειδώλου":"είδωλο", "ειδώλων":"είδωλο", "ειδωμένο":"ιδωμένος", "ειδών":"είδος", "είθε":"είθε", "είθισται":"είθισται", "εικάζει":"εικάζω", "εικάζεται":"εικάζω", "εικάζουμε":"εικάζω", "εικάζουν":"εικάζω", "εικασία":"εικασία", "εικασίες":"εικασία", "εικασιών":"εικασία", "εικαστικα":"εικαστικά", "εικαστικά":"εικαστικά", "εικαστικά-διάφορα":"εικαστικά-διάφορα", "εικαστικές":"εικαστικός", "εικαστικη":"εικαστικός", "εικαστική":"εικαστικός", "εικαστικής":"εικαστικός", "εικαστικό":"εικαστικός", "εικαστικός":"εικαστικός", "εικαστικού":"εικαστικός", "εικαστικούς":"εικαστικός", "εικαστικών":"εικαστικός", "εικονα":"εικόνα", "εικόνα":"εικόνα", "εικονας":"εικόνα", "εικόνας":"εικόνα", "εικόνες":"εικόνα", "εικόνες-ντοκουμέντα":"εικόνες-ντοκουμέντα", "εικονίδια":"εικονίδιο", "εικονίδιο":"εικονίδιο", "εικονίζει":"εικονίζω", "εικονίζεται":"εικονίζω", "εικονιζόμενη":"εικονιζόμενος", "εικονιζόμενο":"εικονιζόμενος", "εικονιζόμενος":"εικονιζόμενος", "εικονίζονται":"εικονίζω", "εικονικά":"εικονικά", "εικονικά":"εικονικός", "εικονικές":"εικονικός", "εικονική":"εικονικός", "εικονικής":"εικονικός", "εικονικό":"εικονικός", "εικονικός":"εικονικός", "εικονικού":"εικονικός", "εικονικών":"εικονικός", "εικόνισμα":"εικόνισμα", "εικονίσματα":"εικόνισμα", "εικονίτσα":"εικονίτσα", "εικονογράμματα":"εικονογράμματα", "εικονογραφεί":"εικονογραφώ", "εικονογραφείται":"εικονογραφώ", "εικονογραφημένα":"εικονογραφημένος", "εικονογραφημένο":"εικονογραφημένος", "εικονογραφημένου":"εικονογραφημένος", "εικονογράφησε":"εικονογραφώ", "εικονογραφήσει":"εικονογραφώ", "εικονογραφήσεις":"εικονογράφηση", "εικονογράφηση":"εικονογράφηση", "εικονογράφησης":"εικονογράφηση", "εικονογραφία":"εικονογραφία", "εικονογραφικό":"εικονογραφικός", "εικονογραφικού":"εικονογραφικός", "εικονογράφος":"εικονογράφος", "εικονογράφου":"εικονογράφος", "εικονογράφους":"εικονογράφος", "εικονοκλαστών":"εικονοκλάστης", "εικονομαχίας":"εικονομαχία", "εικονοπλαστών":"εικονοπλαστών", "εικόνος":"εικών", "εικονοστάσι":"εικονοστάσι", "εικονοστάσια":"εικονοστάσι", "εικόνων":"εικόνα", "εικοσάδα":"εικοσάδα", "εικοσαετή":"εικοσαετής", "εικοσαετία":"εικοσαετία", "εικοσαετίας":"εικοσαετία", "εικοσαήμερο":"εικοσαήμερος", "εικοσαημέρου":"εικοσαήμερο", "εικοσάλεπτη":"εικοσάλεπτος", "εικοσάλεπτο":"εικοσάλεπτος", "εικοσάρες":"εικοσάρα", "εικοσαριά":"εικοσαριά", "εικοσάχρονη":"εικοσάχρονος", "εικοσάχρονης":"εικοσάχρονος", "εικοσάχρονος":"εικοσάχρονος", "εικοσι":"είκοσι", "είκοσι":"είκοσι", "εικοσιέξι":"εικοσιέξι", "εικοσιπενταετία":"εικοσιπενταετία", "εικοσιπεντάχρονη":"εικοσιπεντάχρονος", "εικοσιπέντε":"εικοσιπέντε", "εικοσιτεσσερα":"εικοσιτέσσερα", "εικοσιτέσσερις":"εικοσιτέσσερις", "εικοσιτετράωρα":"εικοσιτετράωρος", "εικοσιτετράωρη":"εικοσιτετράωρος", "εικοσιτετράωρης":"εικοσιτετράωρος", "εικοσιτετράωρο":"εικοσιτετράωρος", "εικοσιτετραώρων":"εικοσιτετράωρος", "εικοστό":"εικοστός", "εικοστός":"εικοστός", "εικοστού":"εικοστός", "εικοτολογίες":"εικοτολογία", "ειλημμένες":"λαμβάνω", "ειλημμένη":"ειλημμένος", "ειλικρινά":"ειλικρινά", "ειλικρίνεια":"ειλικρίνεια", "ειλικρίνειας":"ειλικρίνεια", "ειλικρινείς":"ειλικρινής", "ειλικρινές":"ειλικρινής", "ειλικρινή":"ειλικρινής", "ειλικρινής":"ειλικρινής", "ειλικρινούς":"ειλικρινής", "ειλικρινών":"ειλικρινής", "ειλικρινώς":"ειλικρινά", "ειμαι":"είμαι", "είμαι":"είμαι", "είμαστε":"είμαι", "είμεθα":"είμεθα", "ειμί":"ειμί", "έιμι":"έιμι", "έιμος":"έιμος", "έιμπραμς":"έιμπραμς", "είν'":"είν''", "είνα":"είνα", "ειναι":"είμαι", "είναι":"είμαι", "είναί":"είμαι", "είνάι":"είμαι", "εϊνίκις":"εϊνίκις", "έϊνσλι":"έϊνσλι", "εϊντελί":"εϊντελί", "έιντι":"έιντι", "ειο":"ειο", "είπα":"λέγω", "είπαμε":"λέγω", "ειπαν":"λέγω", "είπαν":"λέγω", "είπανε":"λέγω", "είπατε":"λέγω", "είπε":"λέγω", "ειπείν":"ειπείν", "είπες":"λέγω", "ειπωθεί":"λέγω", "ειπώθηκαν":"λέγω", "ειπώθηκε":"λέγω", "ειπωθούν":"λέγω", "ειπών":"ειπών", "έιρ":"έιρ", "ειρήνευση":"ειρήνευση", "ειρήνευσης":"ειρήνευση", "ειρηνευτικές":"ειρηνευτικός", "ειρηνευτική":"ειρηνευτικός", "ειρηνευτικής":"ειρηνευτικός", "ειρηνευτικό":"ειρηνευτικός", "ειρηνευτικών":"ειρηνευτικός", "ειρήνη":"ειρήνη", "ειρηνηκαραδαγλη":"ειρηνηκαραδαγλη", "ειρηνης":"ειρήνη", "ειρήνης":"ειρήνη", "ειρηνικά":"ειρηνικά", "ειρηνικές":"ειρηνικός", "ειρηνική":"ειρηνικός", "ειρηνικής":"ειρηνικός", "'ειρηνικό":"'ειρηνικό", "ειρηνικό":"ειρηνικός", "ειρηνικοί":"ειρηνικός", "ειρηνικός":"ειρηνικός", "ειρηνικού":"ειρηνικός", "ειρηνικούς":"ειρηνικός", "ειρηνικών":"ειρηνικός", "ειρηνιστές":"ειρηνιστής", "ειρηνιστής":"ειρηνιστής", "ειρηνιστικά":"ειρηνιστικός", "ειρηνιστική":"ειρηνιστικός", "ειρηνιστικό":"ειρηνιστικός", "ειρηνιστικού":"ειρηνιστικός", "ειρηνιστών":"ειρηνιστής", "ειρηνοδικείο":"ειρηνοδικείο", "ειρηνοδικείων":"ειρηνοδικείο", "ειρηνοδίκης":"ειρηνοδίκης", "ειρηνοποιός":"ειρηνοποιός", "ειρήσθω":"ειρήσθω", "ειρμό":"ειρμός", "ειρμος":"ειρμός", "είρωνα":"είρωνας", "ειρωνεία":"ειρωνεία", "ειρωνείας":"ειρωνεία", "ειρωνείες":"ειρωνεία", "είρωνες":"είρωνας", "ειρωνεύεστε":"ειρωνεύομαι", "ειρωνεύεται":"ειρωνεύομαι", "ειρωνευόμενος":"ειρωνευόμενος", "ειρωνεύονται":"ειρωνεύομαι", "ειρωνεύονταν":"ειρωνεύομαι", "ειρωνευόταν":"ειρωνεύομαι", "ειρωνεύτηκε":"ειρωνεύομαι", "ειρωνευτούν":"ειρωνεύομαι", "ειρωνικά":"ειρωνικά", "ειρωνικά":"ειρωνικός", "ειρωνικές":"ειρωνικός", "ειρωνική":"ειρωνικός", "ειρωνικό":"ειρωνικός", "ειρωνικός":"ειρωνικός", "εις":"εις", "εισαγάγει":"εισάγω", "εισαγάγουν":"εισάγω", "εισάγαμε":"εισάγω", "εισαγγελέα":"εισαγγελέας", "εισαγγελέας":"εισαγγελέας", "εισαγγελείς":"εισαγγελέας", "εισαγγελεύς":"εισαγγελέας", "εισαγγελέων":"εισαγγελέας", "εισαγγελέως":"εισαγγελέας", "εισαγγελία":"εισαγγελία", "εισαγγελίας":"εισαγγελία", "εισαγγελίες":"εισαγγελία", "εισαγγελικές":"εισαγγελικός", "εισαγγελική":"εισαγγελικός", "εισαγγελικής":"εισαγγελικός", "εισαγγελικο":"εισαγγελικός", "εισαγγελικό":"εισαγγελικός", "εισαγγελικός":"εισαγγελικός", "εισαγγελικού":"εισαγγελικός", "εισαγγελικών":"εισαγγελικός", "εισαγγελιών":"εισαγγελία", "εισάγει":"εισάγω", "εισάγεται":"εισάγω", "εισάγετε":"εισάγω", "εισαγόμενα":"εισαγόμενος", "εισαγόμενες":"εισαγόμενος", "εισαγόμενη":"εισαγόμενος", "εισαγόμενης":"εισαγόμενος", "εισαγόμενο":"εισαγόμενος", "εισαγόμενοι":"εισαγόμενος", "εισαγόμενων":"εισαγόμενος", "εισάγονται":"εισάγω", "εισάγοντας":"εισάγω", "εισάγουμε":"εισάγω", "εισάγουν":"εισάγω", "εισαγωγέα":"εισαγωγέας", "εισαγωγέας":"εισαγωγέας", "εισαγωγείς":"εισαγωγέας", "εισαγωγές":"εισαγωγή", "εισαγωγη":"εισαγωγή", "εισαγωγή":"εισαγωγή", "εισαγωγής":"εισαγωγή", "εισαγωγικά":"εισαγωγικά", "εισαγωγικές":"εισαγωγικός", "εισαγωγική":"εισαγωγικός", "εισαγωγικής":"εισαγωγικός", "εισαγωγικό":"εισαγωγικός", "εισαγωγικών":"εισαγωγικός", "εισαγωγών":"εισαγωγή", "είσαι":"είμαι", "εισακούεστε":"εισακούω", "εισακούεται":"εισακούω", "εισακούονται":"εισακούω", "εισακούσει":"εισακούω", "εισακουσθεί":"εισακούω", "εισακούσθηκαν":"εισακούω", "εισακουστεί":"εισακούω", "εισακούστηκαν":"εισακούω", "εισακουστούμε":"εισακούω", "εισακουστούν":"εισακούω", "εισακτέων":"εισακτέος", "είσαστε":"είμαι", "εισαχθεί":"εισάγω", "εισαχθέν":"εισαχθείς", "εισαχθέντων":"εισαχθείς", "εισαχθούν":"εισάγω", "εισβάλει":"εισβάλλω", "εισβάλετε":"εισβάλλω", "εισβάλλει":"εισβάλλω", "εισβάλλοντας":"εισβάλλω", "εισβάλλουν":"εισβάλλω", "εισβάλουν":"εισβάλλω", "εισβολέα":"εισβολέας", "εισβολέας":"εισβολέας", "εισβολείς":"εισβολέας", "εισβολές":"εισβολή", "εισβολη":"εισβολή", "εισβολή":"εισβολή", "εισβολής":"εισβολή", "εισβολών":"εισβολή", "εισδύοντας":"εισδύω", "εισδύουν":"εισδύω", "εισδύσει":"εισδύω", "εισέβαλαν":"εισβάλλω", "εισέβαλε":"εισβάλλω", "εισέβαλλαν":"εισβάλλω", "εισέβαλλε":"εισβάλλω", "εισελεύσονται":"εισελεύσονται", "εισελθει":"εισέρχομαι", "εισέλθει":"εισέρχομαι", "εισέλθουν":"εισέρχομαι", "εισέλθούν":"εισέρχομαι", "εισέλθω":"εισέρχομαι", "εισέπραξα":"εισπράττω", "εισέπραξαν":"εισπράττω", "εισέπραξε":"εισπράττω", "εισέπρατταν":"εισπράττω", "εισέπραττε":"εισπράττω", "εισέρευσαν":"εισέρευσαν", "εισέρχεται":"εισέρχομαι", "εισερχόμαστε":"εισέρχομαι", "εισερχόμενη":"εισερχόμενος", "εισερχόμενο":"εισερχόμενος", "εισερχόμενων":"εισερχόμενος", "εισέρχονται":"εισέρχομαι", "εισέρχονταν":"εισέρχομαι", "εισερχόταν":"εισέρχομαι", "εισέφερε":"εισφέρω", "εισήγαγαν":"εισάγω", "εισήγαγε":"εισάγω", "εισηγείται":"εισηγούμαι", "εισηγηθεί":"εισηγούμαι", "εισηγήθηκαν":"εισηγούμαι", "εισηγήθηκε":"εισηγούμαι", "εισηγηθούν":"εισηγούμαι", "εισηγηθώ":"εισηγούμαι", "εισηγήσεις":"εισήγηση", "εισηγήσεων":"εισήγηση", "εισηγήσεως":"εισήγηση", "εισήγηση":"εισήγηση", "εισήγησή":"εισήγηση", "εισήγησης":"εισήγηση", "εισήγησής":"εισήγηση", "εισηγητές":"εισηγητής", "εισηγητή":"εισηγητής", "εισηγητής":"εισηγητής", "εισηγητική":"εισηγητικός", "εισηγητού":"εισηγητής", "εισηγήτρια":"εισηγήτρια", "εισηγητών":"εισηγητής", "εισηγμένες":"εισηγμένος", "εισηγμένη":"εισηγμένος", "εισηγμένης":"εισηγμένος", "εισηγμένων":"εισηγμένος", "εισηγούμαι":"εισηγούμαι", "εισηγούμαστε":"εισηγούμαι", "εισηγούμενη":"εισηγούμενος", "εισηγούνται":"εισηγούμαι", "εισήλθαν":"εισέρχομαι", "εισήλθε":"εισέρχομαι", "εισήχθη":"εισάγω", "εισήχθησαν":"εισάγω", "εισιτήρια":"εισιτήριο", "εισιτήριά":"εισιτήριο", "εισιτήριο":"εισιτήριο", "εισιτήριό":"εισιτήριο", "εισιτηρίου":"εισιτήριο", "εισιτηρίων":"εισιτήριο", "εισκομίζει":"εισκομίζω", "εισκομιστούν":"εισκομίζω", "εισόδημα":"εισόδημα", "εισόδημά":"εισόδημα", "εισοδήματα":"εισόδημα", "εισοδήματά":"εισόδημα", "εισοδηματίες":"εισοδηματίας", "εισοδηματικά":"εισοδηματικός", "εισοδηματικές":"εισοδηματικός", "εισοδηματική":"εισοδηματικός", "εισοδηματικής":"εισοδηματικός", "εισοδηματικό":"εισοδηματικός", "εισοδηματικών":"εισοδηματικός", "εισοδηματος":"εισόδημα", "εισοδήματος":"εισόδημα", "εισοδήματός":"εισόδημα", "εισοδημάτων":"εισόδημα", "είσοδο":"είσοδος", "είσοδό":"είσοδος", "είσοδοι":"είσοδος", "εισοδος":"είσοδος", "είσοδος":"είσοδος", "είσοδός":"είσοδος", "εισόδου":"είσοδος", "εισόδους":"είσοδος", "εισόδους-εξόδους":"εισόδους-εξόδους", "εισόδων":"είσοδος", "εισπνεύσιμα":"εισπνεύσιμα", "εισπνεύσιμων":"εισπνεύσιμων", "εισπνοή":"εισπνοή", "εισπρακτικά":"εισπρακτικός", "εισπρακτική":"εισπρακτικός", "εισπρακτικό":"εισπρακτικός", "εισπρακτικός":"εισπρακτικός", "εισπρακτικούς":"εισπρακτικός", "εισπράκτορας":"εισπράκτορας", "εισπράξει":"εισπράττω", "εισπράξεις":"είσπραξη", "εισπράξεων":"είσπραξη", "είσπραξη":"είσπραξη", "είσπραξή":"είσπραξη", "είσπραξης":"είσπραξη", "εισπράξουν":"εισπράττω", "εισπράξω":"εισπράττω", "εισπράτταμε":"εισπράττω", "εισπράττει":"εισπράττω", "εισπράττεται":"εισπράττω", "εισπραττόμενα":"εισπραττόμενος", "εισπράττονται":"εισπράττω", "εισπράττοντας":"εισπράττω", "εισπράττουμε":"εισπράττω", "εισπράττουν":"εισπράττω", "εισπράττω":"εισπράττω", "εισπραχθεί":"εισπράττω", "εισπράχθηκαν":"εισπράττω", "εισπραχθούν":"εισπράττω", "εισπράχτηκαν":"εισπράττω", "εισρέοντα":"εισρέοντα", "εισρέουν":"εισρέω", "εισρεύσει":"εισρέω", "εισροές":"εισροή", "εισροή":"εισροή", "εισροής":"εισροή", "εισροών":"εισροή", "είστε":"είμαι", "εισφέρει":"εισφέρω", "εισφορά":"εισφορά", "εισφοράς":"εισφορά", "εισφορές":"εισφορά", "εισφοροδιαφυγή":"εισφοροδιαφυγή", "εισφοροδιαφυγής":"εισφοροδιαφυγή", "εισφορών":"εισφορά", "εισχωρεί":"εισχωρώ", "εισχωρήσει":"εισχωρώ", "εισχώρηση":"εισχώρηση", "εισχωρήσουν":"εισχωρώ", "εισχωρούν":"εισχωρώ", "είτε":"είτε", "έιτζ":"έιτζ", "έιτον":"έιτον", "είχα":"έχω", "ειχαμε":"έχω", "είχαμε":"έχω", "ειχαν":"έχω", "είχαν":"έχω", "είχανε":"έχω", "είχατε":"έχω", "είχε":"έχω", "είχεν":"είχεν", "είχες":"έχω", "είχιν":"είχιν", "ειωθότα":"ειωθός", "εκ":"εκ", "εκ.":"εκ.", "εκα":"εκα", "εκαβ":"εκαβ", "εκαε":"εκαε", "έκαιγαν":"καίω", "έκαιγε":"καίω", "εκακοποιήσαν":"εκακοποιήσαν", "εκαλείτο":"εκαλείτο", "εκάλη":"εκάλη", "εκάλης":"εκάλη", "εκαμ":"εκαμ", "έκαμαν":"κάνω", "έκαμε":"κάνω", "εκαμιτών":"εκαμητός", "έκαμνα":"έκαμνα", "έκαμναν":"έκαμναν", "έκαμψαν":"κάμπτω", "έκαμψε":"κάμπτω", "έκανα":"κάνω", "εκαναν":"κάνω", "έκαναν":"κάνω", "έκανε":"κάνω", "έκανες":"κάνω", "εκασθ":"εκασθ", "εκάστη":"έκαστος", "έκαστη":"έκαστος", "εκάστην":"έκαστος", "έκαστο":"έκαστος", "εκαστος":"έκαστος", "έκαστος":"έκαστος", "εκάστοτε":"εκάστοτε", "εκάστου":"έκαστος", "εκατ":"εκατ", "εκατ.":"εκατ.", "εκατέρωθεν":"εκατέρωθεν", "εκατο":"εκατό", "εκατό":"εκατό", "εκατομ.":"εκατομ.", "εκατόμβες":"εκατόμβη", "εκατομμύρια":"εκατομμύριο", "εκατομμύριο":"εκατομμύριο", "εκατομμυριοστό":"εκατομμυριοστός", "εκατομμυρίου":"εκατομμύριο", "εκατομμυριούχοι":"εκατομμυριούχος", "εκατομμυριούχος":"εκατομμυριούχος", "εκατομμυρίων":"εκατομμύριο", "εκατόν":"εκατό", "εκατονταδες":"εκατοντάδα", "εκατοντάδες":"εκατοντάδα", "εκατοντάδων":"εκατοντάδα", "εκατονταετίες":"εκατονταετία", "εκατονταετιών":"εκατονταετία", "εκατοστά":"εκατοστός", "εκατοστή":"εκατοστή", "εκατοστιαία":"εκατοστιαίος", "εκατοστιαίες":"εκατοστιαίος", "εκατοστίσει":"εκατοστίζω", "εκατοστό":"εκατοστός", "εκατοστού":"εκατοστός", "εκατοστών":"εκατοστή", "έκατσε":"κάθομαι", "εκαυχάτο":"εκαυχάτο", "έκαψαν":"καίω", "έκαψε":"καίω", "έκαψες":"καίω", "εκβάθυνση":"εκβάθυνση", "εκβάλλει":"εκβάλλω", "εκβάλλουν":"εκβάλλω", "έκβαση":"έκβαση", "έκβασή":"έκβαση", "έκβασης":"έκβαση", "εκβίαζε":"εκβιάζω", "εκβιάζει":"εκβιάζω", "εκβιάζεται":"εκβιάζω", "εκβιαζόμενοι":"εκβιαζόμενος", "εκβιάζονται":"εκβιάζω", "εκβιάζοντας":"εκβιάζω", "εκβιάζουν":"εκβιάζω", "εκβίασαν":"εκβιάζω", "εκβίασε":"εκβιάζω", "εκβιάσει":"εκβιάζω", "εκβίαση":"εκβίαση", "εκβίασης":"εκβίαση", "εκβιασμό":"εκβιασμός", "εκβιασμοί":"εκβιασμός", "εκβιασμός":"εκβιασμός", "εκβιασμού":"εκβιασμός", "εκβιασμούς":"εκβιασμός", "εκβιασμών":"εκβιασμός", "εκβιάσουν":"εκβιάζω", "εκβιαστές":"εκβιαστής", "εκβιαστή":"εκβιαστής", "εκβιάστηκαν":"εκβιάζω", "εκβιαστής":"εκβιαστής", "εκβιαστικά":"εκβιαστικά", "εκβιαστική":"εκβιαστικός", "εκβιαστικής":"εκβιαστικός", "εκβιαστικό":"εκβιαστικός", "εκβιαστικών":"εκβιαστικός", "εκβιαστούν":"εκβιάζω", "εκβιομηχάνιση":"εκβιομηχάνιση", "εκβιομηχανισμένων":"εκβιομηχανισμένος", "εκβολές":"εκβολή", "εκβραστεί":"εκβράζω", "εκβράστηκε":"εκβράζω", "εκγύμναση":"εκγύμναση", "εκγύμνασης":"εκγύμναση", "εκδ":"εκδ", "έκδηλη":"έκδηλος", "εκδηλωθεί":"εκδηλώνω", "εκδηλωθείσα":"εκδηλωθείς", "εκδηλώθηκαν":"εκδηλώνω", "εκδηλώθηκε":"εκδηλώνω", "εκδηλωθούν":"εκδηλώνω", "εκδηλώνει":"εκδηλώνω", "εκδηλώνεται":"εκδηλώνω", "εκδηλώνονται":"εκδηλώνω", "εκδηλώνοντας":"εκδηλώνω", "εκδηλωνόταν":"εκδηλώνω", "εκδηλώνουν":"εκδηλώνω", "εκδηλώσαμε":"εκδηλώνω", "εκδήλωσαν":"εκδηλώνω", "εκδήλωσε":"εκδηλώνω", "εκδηλώσει":"εκδηλώνω", "εκδηλωσεις":"εκδήλωση", "εκδηλώσεις":"εκδήλωση", "εκδηλώσεων":"εκδήλωση", "εκδηλώσεών":"εκδήλωση", "εκδήλωση":"εκδήλωση", "εκδήλωσή":"εκδήλωση", "εκδήλωση-αφιέρωμα":"εκδήλωση-αφιέρωμα", "εκδήλωσης":"εκδήλωση", "εκδήλωσής":"εκδήλωση", "εκδηλώσουν":"εκδηλώνω", "εκδηλώστε":"εκδηλώνω", "εκδηλωτικοί":"εκδηλωτικός", "εκδηλωτικούς":"εκδηλωτικός", "εκδημοκρατισμό":"εκδημοκρατισμός", "εκδημοκρατισμός":"εκδημοκρατισμός", "εκδημοκρατισμού":"εκδημοκρατισμός", "εκδημοκρατιστεί":"εκδημοκρατίζω", "εκδίδει":"εκδίδω", "εκδίδεται":"εκδίδω", "εκδιδόμενα":"εκδιδόμενος", "εκδιδόμενο":"εκδιδόμενος", "εκδιδομένων":"εκδιδόμενος", "εκδίδονται":"εκδίδω", "εκδίδοντας":"εκδίδω", "εκδιδόταν":"εκδίδω", "εκδίδουμε":"εκδίδω", "εκδίδουν":"εκδίδω", "εκδικάζει":"εκδικάζω", "εκδικάζεται":"εκδικάζω", "εκδικάζονται":"εκδικάζω", "εκδικαζόταν":"εκδικάζω", "εκδικάζουν":"εκδικάζω", "εκδικάσει":"εκδικάζω", "εκδικαση":"εκδίκαση", "εκδίκαση":"εκδίκαση", "εκδίκασή":"εκδίκαση", "εκδίκασης":"εκδίκαση", "εκδικασθεί":"εκδικάζω", "εκδικάσουν":"εκδικάζω", "εκδικαστεί":"εκδικάζω", "εκδικάστηκε":"εκδικάζω", "εκδικαστούν":"εκδικάζω", "εκδικείται":"εκδικούμαι", "εκδικηθεί":"εκδικούμαι", "εκδικήθηκαν":"εκδικούμαι", "εκδικηθούν":"εκδικούμαι", "εκδικηση":"εκδίκηση", "εκδίκηση":"εκδίκηση", "εκδίκησή":"εκδίκηση", "εκδίκησης":"εκδίκηση", "εκδικητής":"εκδικητής", "εκδικητικά":"εκδικητικά", "εκδικητική":"εκδικητικός", "εκδικητικό":"εκδικητικός", "εκδικητικότητας":"εκδικητικότητα", "εκδικητικού":"εκδικητικός", "εκδικούνται":"εκδικούμαι", "εκδιώκεται":"εκδιώκω", "εκδιώκονται":"εκδιώκω", "εκδιώξει":"εκδιώκω", "εκδίωξη":"εκδίωξη", "εκδίωξή":"εκδίωξη", "εκδίωξης":"εκδίωξη", "εκδιώξουν":"εκδιώκω", "εκδιωχθεί":"εκδιώκω", "εκδιώχθηκαν":"εκδιώκω", "εκδιώχθηκε":"εκδιώκω", "εκδοθεί":"εκδίδω", "εκδοθέν":"εκδοθείς", "εκδοθέντων":"εκδοθείς", "εκδόθηκαν":"εκδίδω", "εκδοθηκε":"εκδίδω", "εκδόθηκε":"εκδίδω", "εκδοθούν":"εκδίδω", "εκδοσεις":"έκδοση", "εκδόσεις":"έκδοση", "εκδόσεων":"έκδοση", "εκδόσεών":"έκδοση", "εκδόσεως":"έκδοση", "εκδοση":"έκδοση", "έκδοση":"έκδοση", "έκδοσή":"έκδοση", "έκδοσης":"έκδοση", "έκδοσής":"έκδοση", "έκδοσις":"έκδοση", "εκδότες":"εκδότης", "εκδότη":"εκδότης", "εκδοτήρια":"εκδοτήριο", "εκδοτήριά":"εκδοτήριο", "εκδότης":"εκδότης", "εκδότης-διευθυντής":"εκδότης-διευθυντής", "εκδοτικά":"εκδοτικός", "εκδοτικές":"εκδοτικός", "εκδοτική":"εκδοτικός", "εκδοτικής":"εκδοτικός", "εκδοτικό":"εκδοτικός", "εκδοτικοί":"εκδοτικός", "εκδοτικος":"εκδοτικός", "εκδοτικός":"εκδοτικός", "εκδοτικού":"εκδοτικός", "εκδοτικούς":"εκδοτικός", "εκδοτικών":"εκδοτικός", "εκδότρια":"εκδότρια", "εκδοτών":"εκδότης", "εκδουλεύσεις":"εκδούλευση", "εκδοχές":"εκδοχή", "εκδοχή":"εκδοχή", "εκδοχής":"εκδοχή", "εκδοχών":"εκδοχή", "εκδρομείς":"εκδρομέας", "εκδρομές":"εκδρομή", "εκδρομέων":"εκδρομέας", "εκδρομή":"εκδρομή", "εκδρομής":"εκδρομή", "εκδρομικά":"εκδρομικός", "εκδρομικό":"εκδρομικός", "εκδρομικού":"εκδρομικός", "εκδρομων":"εκδρομή", "εκδρομών":"εκδρομή", "εκδύσει":"εκδύω", "εκδώσει":"εκδίδω", "εκδώσουμε":"εκδίδω", "εκδώσουν":"εκδίδω", "εκει":"εκεί", "εκεί":"εκεί", "εκείθεν":"εκείθεν", "εκείνα":"εκείνος", "εκείνες":"εκείνος", "εκεινη":"εκείνος", "εκείνη":"εκείνος", "εκείνην":"εκείνος", "εκείνης":"εκείνος", "εκείνο":"εκείνος", "εκείνοι":"εκείνος", "εκείνον":"εκείνος", "εκείνος":"εκείνος", "εκείνου":"εκείνος", "εκείνους":"εκείνος", "εκείνων":"εκείνος", "εκέρδισε":"εκέρδισε", "έκερεν":"έκερεν", "εκεχειρία":"εκεχειρία", "εκεχειρίας":"εκεχειρία", "εκθ":"εκθ", "έκθαμβη":"έκθαμβος", "έκθαμβοι":"έκθαμβος", "έκθαμβος":"έκθαμβος", "έκθαμβους":"έκθαμβος", "εκθαμβωτικά":"εκθαμβωτικά", "εκθαμβωτικές":"εκθαμβωτικός", "εκθαμβωτικό":"εκθαμβωτικός", "εκθειάζει":"εκθειάζω", "εκθειάζοντας":"εκθειάζω", "εκθείασε":"εκθειάζω", "έκθεμα":"έκθεμα", "εκθέματα":"έκθεμα", "εκθεμάτων":"έκθεμα", "έκθεσε":"εκθέτω", "εκθέσει":"εκθέτω", "εκθέσεις":"έκθεση", "εκθέσεων":"έκθεση", "εκθέσεως":"έκθεση", "εκθεση":"έκθεση", "έκθεση":"έκθεση", "έκθεσή":"έκθεση", "εκθεση-απολογισμος":"εκθεση-απολογισμος", "έκθεση-καταπέλτης":"έκθεση-καταπέλτης", "έκθεσης":"έκθεση", "έκθεσής":"έκθεση", "εκθεσιακές":"εκθεσιακός", "εκθεσιακή":"εκθεσιακός", "εκθεσιακό":"εκθεσιακός", "εκθεσιακοί":"εκθεσιακός", "εκθεσιακος":"εκθεσιακός", "εκθεσιακός":"εκθεσιακός", "εκθεσιακού":"εκθεσιακός", "εκθεσιακούς":"εκθεσιακός", "εκθεσιακών":"εκθεσιακός", "εκθέσουμε":"εκθέτω", "εκθέσουν":"εκθέτω", "εκθέσω":"εκθέτω", "εκθέτει":"εκθέτω", "εκθέτες":"εκθέτης", "έκθετη":"έκθετος", "εκθετικά":"εκθετικός", "έκθετο":"έκθετος", "εκθέτοντας":"εκθέτω", "εκθέτουν":"εκθέτω", "εκθέτω":"εκθέτω", "εκθετών":"εκθέτης", "εκθρονίσει":"εκθρονίζω", "εκινέ":"εκινέ", "εκινείτο":"εκινείτο", "εκιού":"εκιός", "εκίπ":"εκίπ", "εκκαθαρίσεις":"εκκαθάριση", "εκκαθάριση":"εκκαθάριση", "εκκαθάρισης":"εκκαθάριση", "εκκαθαριστεί":"εκκαθαρίζω", "εκκαθαριστή":"εκκαθαριστής", "εκκαθαριστικά":"εκκαθαριστικός", "εκκαθαριστικές":"εκκαθαριστικός", "εκκαθαριστικής":"εκκαθαριστικός", "εκκαθαριστικό":"εκκαθαριστικός", "εκκαθαριστικού":"εκκαθαριστικός", "εκκαθαριστικών":"εκκαθαριστικός", "εκκε":"εκκε", "έκκεντρες":"έκκεντρος", "εκκεντρικές":"εκκεντρικός", "εκκεντρική":"εκκεντρικός", "εκκεντρικό":"εκκεντρικός", "εκκεντρικός":"εκκεντρικός", "εκκεντρικούς":"εκκεντρικός", "εκκεντρικών":"εκκεντρικός", "εκκεντροφόρους":"εκκεντροφόρος", "εκκενωθεί":"εκκενώνω", "εκκενώθηκαν":"εκκενώνω", "εκκενώθηκε":"εκκενώνω", "εκκενωθούν":"εκκενώνω", "εκκενώνονται":"εκκενώνω", "εκκένωσε":"εκκενώνω", "εκκενώσει":"εκκενώνω", "εκκένωση":"εκκένωση", "εκκένωσή":"εκκένωση", "εκκένωσης":"εκκένωση", "εκκενώσουν":"εκκενώνω", "εκκινεί":"εκκινώ", "εκκίνησαν":"εκκινώ", "εκκίνηση":"εκκίνηση", "εκκίνησης":"εκκίνηση", "εκκινούν":"εκκινώ", "εκκινώντας":"εκκινώ", "εκκλησάκι":"εκκλησάκι", "εκκλησάκια":"εκκλησάκι", "εκκλήσεις":"έκκληση", "εκκληση":"έκκληση", "έκκληση":"έκκληση", "έκκλησή":"έκκληση", "έκκλησης":"έκκληση", "εκκλησία":"εκκλησία", "εκκλησιάζεται":"εκκλησιάζω", "εκκλησιάζονται":"εκκλησιάζω", "εκκλησιάζουσες":"εκκλησιάζουσες", "εκκλησιάς":"εκκλησία", "εκκλησίας":"εκκλησία", "εκκλησίας-κράτους":"εκκλησίας-κράτους", "εκκλησιαστικά":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικές":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστική":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικής":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικό":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικοί":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικός":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικού":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικούς":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιαστικών":"εκκλησιαστικός", "εκκλησιές":"εκκλησία", "εκκλησίες":"εκκλησία", "εκκλησιών":"εκκλησία", "εκκοκκιστές":"εκκοκκιστές", "εκκοκκιστήρια":"εκκοκκιστήριο", "εκκοκκιστούν":"εκκοκκίζω", "εκκολαπτόμενη":"εκκολαπτόμενος", "εκκολάπτονται":"εκκολάπτω", "εκκολάψει":"εκκολάπτω", "εκκόλαψη":"εκκόλαψη", "εκκόλαψης":"εκκόλαψη", "εκκρεμεί":"εκκρεμώ", "εκκρεμείς":"εκκρεμής", "εκκρεμές":"εκκρεμής", "εκκρεμή":"εκκρεμής", "εκκρεμής":"εκκρεμής", "εκκρεμότητα":"εκκρεμότητα", "εκκρεμότητας":"εκκρεμότητα", "εκκρεμότητες":"εκκρεμότητα", "εκκρεμότητές":"εκκρεμότητα", "εκκρεμοτήτων":"εκκρεμότητα", "εκκρεμούν":"εκκρεμώ", "εκκρεμούς":"εκκρεμής", "εκκρεμούσαν":"εκκρεμώ", "εκκρεμούσε":"εκκρεμώ", "εκκρεμών":"εκκρεμής", "εκκριμάτων":"έκκριμα", "εκκρίσεις":"έκκριση", "έκκριση":"έκκριση", "εκκωφαντική":"εκκωφαντικός", "εκκωφαντικό":"εκκωφαντικός", "εκκωφαντικοί":"εκκωφαντικός", "εκκωφαντικός":"εκκωφαντικός", "εκλάβουν":"εκλαμβάνω", "έκλαιγα":"κλαίω", "έκλαιγαν":"κλαίω", "έκλαιγε":"κλαίω", "εκλαϊκευμένο":"εκλαϊκευμένος", "εκλαΐκευση":"εκλαΐκευση", "εκλαΐκευσης":"εκλαΐκευση", "εκλάμβανε":"εκλαμβάνω", "εκλαμβάνεται":"εκλαμβάνω", "εκλαμβάνονταν":"εκλαμβάνω", "εκλαμβάνουμε":"εκλαμβάνω", "εκλαμβάνουν":"εκλαμβάνω", "εκλαμβάνω":"εκλαμβάνω", "εκλάμψεις":"έκλαμψη", "εκλάπησαν":"κλέβω", "έκλαψε":"κλαίω", "έκλεβαν":"κλέβω", "έκλεβε":"κλέβω", "εκλεγεί":"εκλέγω", "εκλέγει":"εκλέγω", "εκλεγέντα":"εκλεγείς", "εκλεγέντος":"εκλεγείς", "εκλέγεσθαι":"εκλέγεσθαι", "εκλέγεται":"εκλέγω", "εκλεγμένα":"εκλέγω", "εκλεγμένες":"εκλέγω", "εκλεγμένη":"εκλεγμένος", "εκλεγμένης":"εκλέγω", "εκλεγμένο":"εκλεγμένος", "εκλεγμένοι":"εκλεγμένος", "εκλεγμένος":"εκλεγμένος", "εκλεγμένου":"εκλέγω", "εκλεγμένους":"εκλεγμένος", "εκλεγμένων":"εκλεγμένος", "εκλεγόμενος":"εκλεγόμενος", "εκλέγονται":"εκλέγω", "εκλέγονταν":"εκλέγω", "εκλέγοντας":"εκλέγω", "εκλέγοντάς":"εκλέγω", "εκλεγόταν":"εκλέγω", "εκλέγουμε":"εκλέγω", "εκλεγούν":"εκλέγω", "εκλέγουν":"εκλέγω", "εκλεγώ":"εκλέγω", "έκλεινα":"κλείνω", "έκλειναν":"κλείνω", "έκλεινε":"κλείνω", "εκλείπει":"εκλείπω", "εκλείπουν":"εκλείπω", "έκλεισα":"κλείνω", "έκλεισαν":"κλείνω", "εκλεισε":"κλείνω", "έκλεισε":"κλείνω", "έκλεισες":"κλείνω", "εκλείψει":"εκλείπω", "έκλειψη":"έκλειψη", "εκλείψουν":"εκλείπω", "εκλεκτά":"εκλεκτός", "εκλεκτές":"εκλεκτός", "εκλεκτή":"εκλεκτός", "εκλεκτής":"εκλεκτός", "εκλεκτικές":"εκλεκτικός", "εκλεκτική":"εκλεκτικός", "εκλεκτό":"εκλεκτός", "εκλεκτοί":"εκλεκτός", "εκλέκτορα":"εκλέκτορας", "εκλέκτορες":"εκλέκτορας", "εκλεκτορικού":"εκλεκτορικός", "εκλεκτός":"εκλεκτός", "εκλεκτού":"εκλεκτός", "εκλεκτούς":"εκλεκτός", "εκλεκτών":"εκλεκτός", "εκλέξαμε":"εκλέγω", "εκλέξει":"εκλέγω", "εκλέξουν":"εκλέγω", "εκλεπτυσμένα":"εκλεπτύνω", "εκλεπτυσμένες":"εκλεπτυσμένος", "εκλεπτυσμένη":"εκλεπτύνω", "εκλεπτυσμένο":"εκλεπτυσμένος", "εκλεπτυσμένου":"εκλεπτυσμένος", "εκλεπτυσμένους":"εκλεπτύνω", "εκλεπτυσμένων":"εκλεπτυσμένος", "εκλέχθηκαν":"εκλέγω", "εκλέχθηκε":"εκλέγω", "εκλέχτηκε":"εκλέγω", "έκλεψαν":"κλέβω", "έκλεψε":"κλέβω", "εκλήθη":"καλώ", "εκλήθησαν":"καλώ", "εκληφθεί":"εκλαμβάνω", "εκληφθούν":"εκλαμβάνω", "έκλιγι":"έκλιγι", "έκλιγιν":"έκλιγιν", "έκλινε":"κλίνω", "εκλιπαρεί":"εκλιπαρώ", "εκλιπάρησης":"εκλιπάρηση", "εκλιπαρούν":"εκλιπαρώ", "εκλιπαρούσαν":"εκλιπαρώ", "εκλιπαρούσε":"εκλιπαρώ", "εκλιπόντα":"εκλιπών", "εκλιπόντος":"εκλιπών", "εκλιπών":"εκλιπών", "εκλογείς":"εκλογέας", "εκλογες":"εκλογή", "εκλογές":"εκλογή", "εκλογέων":"εκλογέας", "εκλογή":"εκλογή", "εκλογής":"εκλογή", "εκλογικά":"εκλογικός", "εκλογικές":"εκλογικός", "εκλογικευμένες":"εκλογικεύω", "εκλογικεύσεις":"εκλογικεύω", "εκλογίκευση":"εκλογίκευση", "εκλογική":"εκλογικός", "εκλογικής":"εκλογικός", "εκλογικό":"εκλογικός", "εκλογικοί":"εκλογικός", "εκλογικός":"εκλογικός", "εκλογικού":"εκλογικός", "εκλογικούς":"εκλογικός", "εκλογικών":"εκλογικός", "εκλογολογία":"εκλογολογία", "εκλογών":"εκλογή", "εκλύει":"εκλύω", "εκλύεται":"εκλύω", "έκλυση":"έκλυση", "εκμάθηση":"εκμάθηση", "εκμάθησης":"εκμάθηση", "εκμαυλισμό":"εκμαυλισμός", "εκμεταλλεύεσαι":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύεστε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύεται":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευθεί":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευθείτε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύθηκαν":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύθηκε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευθούμε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευθούν":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευόμαστε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευόμενα":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλευόμενες":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλευόμενη":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλευόμενο":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλευόμενοι":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλευόμενος":"εκμεταλλευόμενος", "εκμεταλλεύονται":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύονταν":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευόταν":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύσεις":"εκμετάλλευση", "εκμεταλλεύσεων":"εκμετάλλευση", "εκμετάλλευση":"εκμετάλλευση", "εκμετάλλευσή":"εκμετάλλευση", "εκμετάλλευσης":"εκμετάλλευση", "εκμετάλλευσης'":"εκμετάλλευσης'", "εκμεταλλεύσιμη":"εκμεταλλεύσιμος", "εκμεταλλεύσιμο":"εκμεταλλεύσιμος", "εκμεταλλευτεί":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευτείτε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευτές":"εκμεταλλευτής", "εκμεταλλευτή":"εκμεταλλευτής", "εκμεταλλεύτηκαν":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλεύτηκε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευτής":"εκμεταλλευτής", "εκμεταλλευτούμε":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευτούν":"εκμεταλλεύομαι", "'εκμεταλλευτούν'":"'εκμεταλλευτούν'", "εκμεταλλευτώ":"εκμεταλλεύομαι", "εκμεταλλευτών":"εκμεταλλευτής", "εκμηδενίζεται":"εκμηδενίζω", "εκμηδενίζοντας":"εκμηδενίζω", "εκμηδένισαν":"εκμηδενίζω", "εκμηδενίσει":"εκμηδενίζω", "εκμηδενίσουμε":"εκμηδενίζω", "εκμηδενίσουν":"εκμηδενίζω", "εκμηδενιστεί":"εκμηδενίζω", "εκμηδενιστούν":"εκμηδενίζω", "εκμίσθωση":"εκμίσθωση", "εκμισθωτή":"εκμισθωτής", "εκμυστηρεύεται":"εκμυστηρεύομαι", "εκμυστηρεύθηκε":"εκμυστηρεύομαι", "εκμυστηρεύσεις":"εκμυστήρευση", "εκμυστηρεύσεών":"εκμυστήρευση", "εκμυστηρευτεί":"εκμυστηρεύομαι", "εκμυστηρεύτηκε":"εκμυστηρεύομαι", "'εκ-νδ'":"'εκ-νδ'", "εκνευρίζει":"εκνευρίζω", "εκνευρίζεστε":"εκνευρίζω", "εκνευρίζουν":"εκνευρίζω", "εκνεύρισε":"εκνευρίζω", "εκνευρίσει":"εκνευρίζω", "εκνευρισμένη":"εκνευρισμένος", "εκνευρισμένοι":"εκνευρισμένος", "εκνευρισμένος":"εκνευρισμένος", "εκνευρισμό":"εκνευρισμός", "εκνευρισμος":"εκνευρισμός", "εκνευρισμός":"εκνευρισμός", "εκνευρισμού":"εκνευρισμός", "εκνευρισμούς":"εκνευρισμός", "εκνευρίσουν":"εκνευρίζω", "εκνευριστεί":"εκνευρίζω", "εκνευριστείτε":"εκνευρίζω", "εκνευρίστηκε":"εκνευρίζω", "εκνευριστικά":"εκνευριστικά", "εκνευριστική":"εκνευριστικός", "εκνευριστικό":"εκνευριστικός", "εκο":"εκο", "έκο":"έκο", "έκοβαν":"κόβω", "έκοβε":"κόβω", "εκουέμε":"εκουέμε", "εκούσια":"εκούσια", "εκούσιας":"εκούσιος", "εκουσίως":"εκούσια", "εκοφ":"εκοφ", "εκοφίν":"εκοφίν", "έκοψαν":"κόβω", "εκοψε":"κόβω", "έκοψε":"κόβω", "έκοψες":"κόβω", "εκπ":"εκπ", "εκπάγλου":"έκπαγλος", "εκπαιδεύαμε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύει":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύεται":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευθεί":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευθούν":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευμένα":"εκπαιδευμένος", "εκπαιδευμένες":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευμένη":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευμένο":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευμένοι":"εκπαιδευμένος", "εκπαιδευμένος":"εκπαιδευμένος", "εκπαιδευμένου":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευμένους":"εκπαιδευμένος", "εκπαιδευμένων":"εκπαιδευμένος", "εκπαιδευόμενα":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευόμενο":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευόμενοι":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευόμενου":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευόμενους":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευομένων":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδευόμενων":"εκπαιδευόμενος", "εκπαιδεύονται":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύοντας":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύουμε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύουν":"εκπαιδεύω", "εκπαίδευσαν":"εκπαιδεύω", "εκπαίδευσε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύσει":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύσεις":"εκπαίδευση", "εκπαιδεύσεως":"εκπαίδευση", "εκπαιδευση":"εκπαίδευση", "εκπαίδευση":"εκπαίδευση", "εκπαίδευσή":"εκπαίδευση", "εκπαίδευση-ευεργέτες-οικονομία":"εκπαίδευση-ευεργέτες-οικονομία", "εκπαίδευση-κατάρτιση":"εκπαίδευση-κατάρτιση", "εκπαιδευσης":"εκπαίδευση", "εκπαίδευσης":"εκπαίδευση", "εκπαίδευσής":"εκπαίδευση", "εκπαιδεύσουμε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύσουν":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευτεί":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευτές":"εκπαιδευτής", "εκπαιδεύτηκα":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευτήκαμε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύτηκαν":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύτηκε":"εκπαιδεύω", "εκπαιδευτηρίων":"εκπαιδευτήριο", "εκπαιδευτής":"εκπαιδευτής", "εκπαιδευτικά":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικές":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικη":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτική":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικής":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικό":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικοί":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικός":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικού":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικούς":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτικών":"εκπαιδευτικός", "εκπαιδευτούν":"εκπαιδεύω", "εκπαιδεύτριας":"εκπαιδεύτρια", "εκπαιδευτών":"εκπαιδευτής", "εκπέμπει":"εκπέμπω", "εκπέμπεις":"εκπέμπω", "εκπέμπεται":"εκπέμπω", "εκπέμπετε":"εκπέμπω", "εκπέμποντας":"εκπέμπω", "εκπέμπουν":"εκπέμπω", "εκπέμψαμε":"εκπέμπω", "εκπέμψει":"εκπέμπω", "εκπέμψετε":"εκπέμπω", "εκπέμψουμε":"εκπέμπω", "εκπέμψουν":"εκπέμπω", "εκπέσαμε":"εκπίπτω", "εκπέσει":"εκπίπτω", "εκπεφρασμένη":"εκπεφρασμένος", "εκπίπτει":"εκπίπτω", "εκπίπτουν":"εκπίπτω", "εκπλαγεί":"εκπλήσσω", "εκπλαγείτε":"εκπλήσσω", "εκπλαγούν":"εκπλήσσω", "έκπληκτα":"έκπληκτος", "έκπληκτη":"έκπληκτος", "εκπληκτικα":"εκπληκτικά", "εκπληκτικά":"εκπληκτικά", "εκπληκτικές":"εκπληκτικός", "εκπληκτικη":"εκπληκτικός", "εκπληκτική":"εκπληκτικός", "εκπληκτικής":"εκπληκτικός", "εκπληκτικο":"εκπληκτικός", "εκπληκτικό":"εκπληκτικός", "εκπληκτικοί":"εκπληκτικός", "εκπληκτικος":"εκπληκτικός", "εκπληκτικός":"εκπληκτικός", "εκπληκτικού":"εκπληκτικός", "έκπληκτο":"έκπληκτος", "έκπληκτοι":"έκπληκτος", "έκπληκτος":"έκπληκτος", "εκπλήξει":"εκπλήσσω", "εκπληξεις":"έκπληξη", "εκπλήξεις":"έκπληξη", "εκπλήξετε":"εκπλήσσω", "εκπλήξεων":"έκπληξη", "εκπλήξεως":"έκπληξη", "έκπληξη":"έκπληξη", "έκπληξή":"έκπληξη", "έκπληξης":"έκπληξη", "εκπλήξουν":"εκπλήσσω", "εκπληρούσε":"εκπληρώνω", "εκπληρωθεί":"εκπληρώνω", "εκπληρώθηκαν":"εκπληρώνω", "εκπληρωθούν":"εκπληρώνω", "εκπληρώνει":"εκπληρώνω", "εκπληρώνεται":"εκπληρώνω", "εκπληρώνονται":"εκπληρώνω", "εκπληρώνουν":"εκπληρώνω", "εκπλήρωσε":"εκπληρώνω", "εκπληρώσει":"εκπληρώνω", "εκπληρώσετε":"εκπληρώνω", "εκπλήρωση":"εκπλήρωση", "εκπλήρωσή":"εκπλήρωση", "εκπλήρωσης":"εκπλήρωση", "εκπληρώσουμε":"εκπληρώνω", "εκπληρώσουν":"εκπληρώνω", "εκπλήσσει":"εκπλήσσω", "εκπλήσσεται":"εκπλήσσω", "εκπλήσσονται":"εκπλήσσω", "εκπλήσσονταν":"εκπλήσσω", "εκπλήσσουν":"εκπλήσσω", "εκπνέει":"εκπνέω", "εκπνέουν":"εκπνέω", "εκπνεύσει":"εκπνέω", "εκπνοή":"εκπνοή", "εκποιεί":"εκποιώ", "εκποιζω":"εκποιζω", "εκποιήσει":"εκποιώ", "εκποίηση":"εκποίηση", "εκποίησης":"εκποίηση", "εκπολιτίσει":"εκπολιτίζω", "εκπολιτιστικές":"εκπολιτιστικός", "εκπολιτιστική":"εκπολιτιστικός", "εκπολιτιστικό":"εκπολιτιστικός", "εκπομπες":"εκπομπή", "εκπομπές":"εκπομπή", "εκπομπή":"εκπομπή", "εκπομπής":"εκπομπή", "εκπομπών":"εκπομπή", "εκπονεί":"εκπονώ", "εκπονείται":"εκπονώ", "εκπονηθεί":"εκπονώ", "εκπονήθηκαν":"εκπονώ", "εκπονήθηκε":"εκπονώ", "εκπονηθούν":"εκπονώ", "εκπονήσαμε":"εκπονώ", "εκπόνησαν":"εκπονώ", "εκπόνησε":"εκπονώ", "εκπονήσει":"εκπονώ", "εκπόνηση":"εκπόνηση", "εκπόνησης":"εκπόνηση", "εκπονήσουν":"εκπονώ", "εκπονούν":"εκπονώ", "εκπονούνται":"εκπονώ", "εκπορεύεται":"εκπορεύομαι", "εκπορεύονται":"εκπορεύομαι", "εκπορθήσει":"εκπορθώ", "εκπρόθεσμη":"εκπρόθεσμος", "εκπρόθεσμης":"εκπρόθεσμος", "εκπροσωπεί":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπείται":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπηθεί":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπήθηκαν":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπήθηκε":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπηθούν":"εκπροσωπώ", "εκπροσώπησαν":"εκπροσωπώ", "εκπροσώπησε":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπήσει":"εκπροσωπώ", "εκπροσώπηση":"εκπροσώπηση", "εκπροσώπησή":"εκπροσώπηση", "εκπροσώπησης":"εκπροσώπηση", "εκπροσώπησής":"εκπροσώπηση", "εκπροσωπήσουν":"εκπροσωπώ", "εκπρόσωπο":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωπό":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωποι":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωποί":"εκπρόσωπος", "εκπροσωπος":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωπος":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωπός":"εκπρόσωπος", "εκπροσώπου":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωπου":"εκπρόσωπος", "εκπροσωπούμε":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπούμενοι":"εκπροσωπούμενος", "εκπροσωπούν":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπούνται":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπούνταν":"εκπροσωπώ", "εκπροσώπους":"εκπρόσωπος", "εκπρόσωπους":"εκπρόσωπος", "εκπροσωπούσαν":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπούσε":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπώ":"εκπροσωπώ", "εκπροσώπων":"εκπρόσωπος", "εκπροσωπωντας":"εκπροσωπώ", "εκπροσωπώντας":"εκπροσωπώ", "εκπτωσεις":"έκπτωση", "εκπτώσεις":"έκπτωση", "εκπτώσεων":"έκπτωση", "έκπτωση":"έκπτωση", "έκπτωσης":"έκπτωση", "έκπτωσής":"έκπτωση", "έκπτωτη":"έκπτωτος", "έκπτωτης":"έκπτωτος", "εκπτωτικά":"εκπτωτικός", "εκπτωτικές":"εκπτωτικός", "εκπτωτικής":"εκπτωτικός", "εκπτωτικών":"εκπτωτικός", "έκπτωτο":"έκπτωτος", "έκπτωτοι":"έκπτωτος", "έκπτωτος":"έκπτωτος", "έκπτωτου":"έκπτωτος", "εκπυρσοκρότησε":"εκπυρσοκροτώ", "εκπυρσοκρότηση":"εκπυρσοκρότηση", "εκπυρσοκρότησης":"εκπυρσοκρότηση", "εκπωματίζει":"εκπωματίζω", "εκραγεί":"εκρήγνυμαι", "εκραγούν":"εκρήγνυμαι", "εκρατείτο":"εκρατείτο", "εκρεμμούν":"εκρεμμούν", "εκρήγνυνται":"εκρήγνυμαι", "εκρήγνυται":"εκρήγνυμαι", "εκρηκτ":"εκρηκτ", "εκρηκτικά":"εκρηκτικά", "εκρηκτικές":"εκρηκτικός", "εκρηκτική":"εκρηκτικός", "εκρηκτικής":"εκρηκτικός", "εκρηκτικό":"εκρηκτικός", "εκρηκτικοί":"εκρηκτικός", "εκρηκτικός":"εκρηκτικός", "εκρηκτικότητά":"εκρηκτικότητα", "εκρηκτικού":"εκρηκτικός", "εκρηκτικούς":"εκρηκτικός", "εκρηκτικών":"εκρηκτικός", "εκρήξεις":"έκρηξη", "εκρήξεων":"έκρηξη", "έκρηξη":"έκρηξη", "έκρηξή":"έκρηξη", "έκρηξης":"έκρηξη", "εκρίθη":"κρίνω", "έκριναν":"κρίνω", "έκρινε":"κρίνω", "εκροές":"εκροή", "εκροή":"εκροή", "εκροής":"εκροή", "έκρουε":"κρούω", "έκρουσαν":"κρούω", "έκρουσε":"κρούω", "έκρυβαν":"κρύβω", "έκρυβε":"κρύβω", "έκρυθμες":"έκρυθμος", "έκρυθμη":"έκρυθμος", "έκρυθμης":"έκρυθμος", "έκρυψα":"κρύβω", "έκρυψαν":"κρύβω", "έκρυψε":"κρύβω", "εκσεδ":"εκσεδ", "εκσκαφέας":"εκσκαφέας", "εκσκαφείς":"εκσκαφέας", "εκσκαφές":"εκσκαφή", "εκσκαφή":"εκσκαφή", "εκσκαφής":"εκσκαφή", "εκσκαφών":"εκσκαφή", "εκσπερμάτιση":"εκσπερμάτιση", "έκσταση":"έκσταση", "εκστασιάζονται":"εκστασιάζομαι", "εκστατικός":"εκστατικός", "εκστομίζει":"εκστομίζω", "εκστόμισε":"εκστομίζω", "εκστομίσει":"εκστομίζω", "εκστρατεία":"εκστρατεία", "εκστρατείας":"εκστρατεία", "εκστρατείες":"εκστρατεία", "εκστρατειών":"εκστρατεία", "εκστρατεύει":"εκστρατεύω", "εκστρατευτικό":"εκστρατευτικός", "εκσυγχρονίζει":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίζεται":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίζοντας":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίζουν":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίσει":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονισθεί":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονισθούν":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονισμένα":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονισμένες":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονισμό":"εκσυγχρονισμός", "εκσυγχρονισμός":"εκσυγχρονισμός", "εκσυγχρονισμού":"εκσυγχρονισμός", "εκσυγχρονισμούς":"εκσυγχρονισμός", "εκσυγχρονίσουμε":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίσουν":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονιστεί":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονιστείτε":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονιστές":"εκσυγχρονιστής", "εκσυγχρονιστή":"εκσυγχρονιστής", "εκσυγχρονίστηκαν":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονίστηκε":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονιστής":"εκσυγχρονιστής", "εκσυγχρονιστικές":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστική":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστικής":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστικό":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστικού":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστικών":"εκσυγχρονιστικός", "εκσυγχρονιστούν":"εκσυγχρονίζω", "εκσυγχρονιστών":"εκσυγχρονιστής", "εκσφενδονίζει":"εκσφενδονίζω", "εκσφενδονιζόμουν":"εκσφενδονίζω", "εκσφενδονίζονται":"εκσφενδονίζω", "εκσφενδονίζονταν":"εκσφενδονίζω", "εκτ":"εκτ", "έκτακτα":"έκτακτος", "έκτακτες":"έκτακτος", "έκτακτη":"έκτακτος", "έκτακτης":"έκτακτος", "εκτακτο":"έκτακτος", "έκτακτο":"έκτακτος", "έκτακτος":"έκτακτος", "εκτάκτου":"έκτακτος", "έκτακτου":"έκτακτος", "έκτακτους":"έκτακτος", "εκτάκτων":"έκτακτος", "έκτακτων":"έκτακτος", "εκτάκτως":"εκτάκτως", "εκταμίευαν":"εκταμιεύω", "εκταμιεύονται":"εκταμιεύω", "εκταμιεύσει":"εκταμιεύω", "εκταμιεύσεις":"εκταμίευση", "εκταμιεύσεων":"εκταμίευση", "εκταμίευση":"εκταμίευση", "εκταμίευσης":"εκταμίευση", "εκταμιεύτηκαν":"εκταμιεύω", "εκταρίων":"εκτάριο", "εκτάσεις":"έκταση", "εκτάσεων":"έκταση", "εκτάσεως":"έκταση", "έκταση":"έκταση", "έκτασή":"έκταση", "έκτασης":"έκταση", "εκταφή":"εκταφή", "εκτεθεί":"εκθέτω", "εκτεθειμένα":"εκτεθειμένος", "εκτεθειμένες":"εκτεθειμένος", "εκτεθειμένη":"εκτεθειμένος", "εκτεθειμένο":"εκτεθειμένος", "εκτεθειμένοι":"εκτεθειμένος", "εκτεθειμένος":"εκτεθειμένος", "εκτεθείτε":"εκθέτω", "εκτέθηκαν":"εκθέτω", "εκτέθηκε":"εκθέτω", "εκτεθιμένα":"εκτεθειμένος", "εκτεθούν":"εκθέτω", "εκτείνεται":"εκτείνω", "εκτείνονται":"εκτείνω", "εκτείνονταν":"εκτείνω", "εκτελεί":"εκτελώ", "εκτελείται":"εκτελώ", "εκτελείτε":"εκτελώ", "εκτέλεσαν":"εκτελώ", "εκτέλεσε":"εκτελώ", "εκτελέσει":"εκτελώ", "εκτελέσεις":"εκτέλεση", "εκτελέσεων":"εκτέλεση", "εκτελέσεως":"εκτέλεση", "εκτέλεση":"εκτέλεση", "εκτέλεσή":"εκτέλεση", "εκτέλεσης":"εκτέλεση", "εκτέλεσής":"εκτέλεση", "εκτελεσθέντες":"εκτελεσθείς", "εκτελέσθηκαν":"εκτελώ", "εκτελέσθηκε":"εκτελώ", "εκτελεσθούν":"εκτελώ", "εκτελεσμένος":"εκτελεσμένος", "εκτελέσουν":"εκτελώ", "εκτελεστεί":"εκτελώ", "εκτελεστές":"εκτελεστής", "εκτελεστή":"εκτελεστής", "εκτελέστηκαν":"εκτελώ", "εκτελέστηκε":"εκτελώ", "εκτελεστής":"εκτελεστής", "εκτελεστικά":"εκτελεστικός", "εκτελεστική":"εκτελεστικός", "εκτελεστικής":"εκτελεστικός", "εκτελεστικό":"εκτελεστικός", "εκτελεστικός":"εκτελεστικός", "εκτελεστικού":"εκτελεστικός", "εκτελεστούν":"εκτελώ", "εκτελεστων":"εκτελεστός", "εκτελεστών":"εκτελεστός", "εκτελούμε":"εκτελώ", "εκτελούν":"εκτελώ", "εκτελούντα":"εκτελών", "εκτελούνται":"εκτελώ", "εκτελούνταν":"εκτελώ", "εκτελούντο":"εκτελώ", "εκτελούσαν":"εκτελώ", "εκτελούσε":"εκτελώ", "εκτελώ":"εκτελώ", "εκτελών":"εκτελών", "εκτελωνιστεί":"εκτελωνίζω", "εκτελωνιστούν":"εκτελωνίζω", "εκτελώντας":"εκτελώ", "εκτενείς":"εκτενής", "εκτενές":"εκτενής", "εκτενέστατα":"εκτενής", "εκτενέστερα":"εκτενής", "εκτενέστερη":"εκτενής", "εκτενή":"εκτενής", "εκτενής":"εκτενής", "εκτενούς":"εκτενής", "εκτενών":"εκτενής", "εκτενώς":"εκτενώς", "εκτερ":"εκτερ", "εκτεταμένα":"εκτεταμένος", "εκτεταμένες":"εκτεταμένος", "εκτεταμένη":"εκτεταμένος", "εκτεταμένης":"εκτεταμένος", "εκτεταμένο":"εκτεταμένος", "εκτεταμένου":"εκτεταμένος", "εκτεταμένους":"εκτεταμένος", "εκτεταμένων":"εκτεταμένος", "έκτη":"έκτος", "έκτης":"έκτος", "εκτίει":"εκτίω", "έκτιζαν":"κτίζω", "έκτιζε":"κτίζω", "εκτιθέμενα":"εκτιθέμενος", "εκτίθενται":"εκθέτω", "εκτίθεστε":"εκθέτω", "εκτίθεται":"εκθέτω", "εκτιμά":"εκτιμώ", "εκτιμάει":"εκτιμάει", "εκτιμάμε":"εκτιμώ", "εκτιμάς":"εκτιμώ", "εκτιμάται":"εκτιμώ", "εκτιμάτε":"εκτιμώ", "εκτιμηθεί":"εκτιμώ", "εκτιμήθηκαν":"εκτιμώ", "εκτιμήθηκε":"εκτιμώ", "εκτιμηθούν":"εκτιμώ", "εκτιμήσαμε":"εκτιμώ", "εκτίμησαν":"εκτιμώ", "εκτίμησε":"εκτιμώ", "εκτιμήσει":"εκτιμώ", "εκτιμήσεις":"εκτίμηση", "εκτιμήσετε":"εκτιμώ", "εκτιμήσεων":"εκτίμηση", "εκτιμήσεως":"εκτίμηση", "εκτίμηση":"εκτίμηση", "εκτίμησή":"εκτίμηση", "εκτίμησης":"εκτίμηση", "εκτιμήσουμε":"εκτιμώ", "εκτιμήσουν":"εκτιμώ", "εκτιμήσω":"εκτιμώ", "εκτιμητέα":"εκτιμητέος", "εκτιμητής":"εκτιμητής", "εκτιμούμε":"εκτιμώ", "εκτιμούν":"εκτιμώ", "εκτιμούσα":"εκτιμώ", "εκτιμούσαν":"εκτιμώ", "εκτιμούσε":"εκτιμώ", "εκτιμώ":"εκτιμώ", "εκτιμώμενο":"εκτιμώμενος", "εκτιμώμενου":"εκτιμώμενος", "εκτιμώνται":"εκτιμώ", "εκτιμώντας":"εκτιμώ", "εκτίναξε":"εκτινάσσω", "εκτινάξει":"εκτινάζω", "εκτίναξη":"εκτίναξη", "εκτινάσσει":"εκτινάσσω", "εκτινάσσεται":"εκτινάσσω", "εκτινάσσονται":"εκτινάσσω", "εκτιναχθεί":"εκτινάσσω", "εκτινάχθηκαν":"εκτινάσσω", "εκτινάχθηκε":"εκτινάσσω", "εκτιναχθούν":"εκτινάσσω", "εκτιναχτεί":"εκτινάζω", "εκτίουν":"εκτίω", "εκτισαν":"εκτίω", "έκτισαν":"κτίζω", "έκτισε":"κτίζω", "εκτίσει":"εκτίω", "έκτιση":"έκτιση", "έκτο":"έκτος", "εκτονωθεί":"εκτονώνω", "εκτονωθείτε":"εκτονώνω", "εκτονώθηκε":"εκτονώνω", "εκτονωθούν":"εκτονώνω", "εκτονώνει":"εκτονώνω", "εκτονώνεστε":"εκτονώνω", "εκτονώνεται":"εκτονώνω", "εκτονώνονται":"εκτονώνω", "εκτονώνοντας":"εκτονώνω", "εκτόνωσαν":"εκτονώνω", "εκτονώσει":"εκτονώνω", "εκτονώσεις":"εκτονώνω", "εκτόνωση":"εκτόνωση", "εκτόνωσή":"εκτόνωση", "εκτόνωσης":"εκτόνωση", "εκτονώσουν":"εκτονώνω", "εκτονωτικό":"εκτονωτικός", "εκτοξεύει":"εκτοξεύω", "εκτοξεύεται":"εκτοξεύω", "εκτοξευθεί":"εκτοξεύω", "εκτοξεύθηκαν":"εκτοξεύω", "εκτοξεύθηκε":"εκτοξεύω", "εκτοξευθούν":"εκτοξεύω", "εκτοξευόμενα":"εκτοξευόμενος", "εκτοξεύονται":"εκτοξεύω", "εκτοξεύονταν":"εκτοξεύω", "εκτοξεύοντας":"εκτοξεύω", "εκτοξευόταν":"εκτοξεύω", "εκτοξεύουν":"εκτοξεύω", "εκτόξευσαν":"εκτοξεύω", "εκτόξευσε":"εκτοξεύω", "εκτοξεύσει":"εκτοξεύω", "εκτοξεύσεις":"εκτοξεύω", "εκτόξευση":"εκτόξευση", "εκτόξευσης":"εκτόξευση", "εκτοξεύσουν":"εκτοξεύω", "εκτοξευτεί":"εκτοξεύω", "εκτοξευτές":"εκτοξευτής", "εκτοξεύτηκαν":"εκτοξεύω", "εκτοξεύτηκε":"εκτοξεύω", "εκτοξευτούν":"εκτοξεύω", "εκτόπιζαν":"εκτοπίζω", "εκτοπίζει":"εκτοπίζω", "εκτοπίζοντας":"εκτοπίζω", "εκτοπίζουν":"εκτοπίζω", "εκτόπισε":"εκτοπίζω", "εκτοπίσει":"εκτοπίζω", "εκτοπίσεις":"εκτοπίζω", "εκτόπισης":"εκτόπιση", "εκτοπισθεί":"εκτοπίζω", "εκτοπίσθηκαν":"εκτοπίζω", "εκτοπίσματος":"εκτόπισμα", "εκτοπίσουν":"εκτοπίζω", "εκτοπιστεί":"εκτοπίζω", "εκτοπίστηκαν":"εκτοπίζω", "εκτος":"εκτός", "εκτός":"εκτός", "έκτος":"έκτος", "έκτός":"έκτος", "έκτοτε":"έκτοτε", "έκτου":"έκτος", "εκτραπεί":"εκτρέπω", "εκτραχυνθεί":"εκτραχύνω", "εκτραχύνθηκε":"εκτραχύνω", "εκτρέπεται":"εκτρέπω", "εκτρέπονται":"εκτρέπω", "εκτρέποντας":"εκτρέπω", "εκτρεπόταν":"εκτρέπω", "εκτρέφει":"εκτρέφω", "εκτρέφεται":"εκτρέφω", "εκτρέφονται":"εκτρέφω", "εκτρέφουμε":"εκτρέφω", "εκτρέφουν":"εκτρέφω", "εκτρέψει":"εκτρέπω", "εκτρέψουν":"εκτρέπω", "έκτροπα":"έκτροπα", "εκτροπές":"εκτροπή", "εκτροπή":"εκτροπή", "εκτροπής":"εκτροπή", "εκτρόπων":"έκτροπα", "εκτροπών":"εκτροπή", "εκτροφείο":"εκτροφείο", "εκτροφή":"εκτροφή", "εκτροφής":"εκτροφή", "εκτροφών":"εκτροφή", "έκτρωμα":"έκτρωμα", "εκτρώματα":"έκτρωμα", "έκτρωση":"έκτρωση", "εκτυλίσσεται":"εκτυλίσσω", "εκτυλίσσονται":"εκτυλίσσω", "εκτυλισσόταν":"εκτυλίσσω", "εκτυλιχθεί":"εκτυλίσσω", "εκτυλίχθηκαν":"εκτυλίσσω", "εκτυλίχθηκε":"εκτυλίσσω", "εκτυλιχθούν":"εκτυλίσσω", "εκτυλίχτηκε":"εκτυλίσσω", "εκτυπώθηκαν":"εκτυπώνω", "εκτυπωθούν":"εκτυπώνω", "εκτυπώσει":"εκτυπώνω", "εκτυπώσεις":"εκτύπωση", "εκτυπώσεων":"εκτύπωση", "εκτύπωση":"εκτύπωση", "εκτύπωσης":"εκτύπωση", "εκτυπωτές":"εκτυπωτής", "εκτυπωτή":"εκτυπωτής", "εκτυπωτής":"εκτυπωτής", "εκτυπωτικής":"εκτυπωτικός", "εκτυφλωτική":"εκτυφλωτικός", "εκτυφλωτικό":"εκτυφλωτικός", "εκφ":"εκφ", "εκφάνσεις":"έκφανση", "έκφανση":"έκφανση", "έκφανσή":"έκφανση", "εκφέρει":"εκφέρω", "εκφέρεται":"εκφέρω", "εκφέρουν":"εκφέρω", "εκφοβίσει":"εκφοβίζω", "εκφοβισμό":"εκφοβισμός", "εκφοβισμού":"εκφοβισμός", "εκφοβιστικό":"εκφοβιστικός", "εκφοβιστικών":"εκφοβιστικός", "εκφορά":"εκφορά", "εκφοράς":"εκφορά", "εκφόρτωσαν":"εκφορτώνω", "εκφόρτωση":"εκφόρτωση", "εκφόρτωσης":"εκφόρτωση", "εκφορτώσουν":"εκφορτώνω", "εκφράζαμε":"εκφράζω", "εκφράζει":"εκφράζω", "εκφράζεις":"εκφράζω", "εκφράζεστε":"εκφράζω", "εκφράζεται":"εκφράζω", "εκφράζετε":"εκφράζω", "εκφράζομαι":"εκφράζω", "εκφραζόμενων":"εκφραζόμενος", "εκφράζονται":"εκφράζω", "εκφράζονταν":"εκφράζω", "εκφράζοντας":"εκφράζω", "εκφράζουμε":"εκφράζω", "εκφράζουν":"εκφράζω", "εκφράζω":"εκφράζω", "εκφράσατε":"εκφράζω", "εκφράσει":"εκφράζω", "εκφράσεις":"έκφραση", "εκφράσετε":"εκφράζω", "εκφράσεων":"έκφραση", "εκφράσεως":"έκφραση", "έκφραση":"έκφραση", "έκφρασή":"έκφραση", "έκφρασης":"έκφραση", "έκφρασής":"έκφραση", "εκφρασθεί":"εκφράζω", "εκφράσθηκε":"εκφράζω", "εκφρασθούν":"εκφράζω", "έκφρασίν":"έκφραση", "εκφρασμένες":"εκφρασμένες", "εκφρασμένη":"εκφρασμένη", "εκφράσουμε":"εκφράζω", "εκφράσουν":"εκφράζω", "εκφραστεί":"εκφράζω", "εκφραστείτε":"εκφράζω", "εκφραστές":"εκφραστής", "εκφραστή":"εκφραστής", "εκφράστηκαν":"εκφράζω", "εκφράστηκε":"εκφράζω", "εκφραστής":"εκφραστής", "εκφραστικά":"εκφραστικός", "εκφραστικές":"εκφραστικός", "εκφραστική":"εκφραστικός", "εκφραστικό":"εκφραστικός", "εκφραστικότητα":"εκφραστικότητα", "εκφραστικούς":"εκφραστικός", "εκφραστούν":"εκφράζω", "εκφραστώ":"εκφράζω", "εκφράσω":"εκφράζω", "εκφυλίζεται":"εκφυλίζω", "εκφυλίζονται":"εκφυλίζω", "εκφυλίσει":"εκφυλίζω", "εκφύλιση":"εκφύλιση", "εκφυλίσθηκαν":"εκφυλίζω", "εκφυλισμένο":"εκφυλίζω", "εκφυλισμό":"εκφυλισμός", "εκφυλισμός":"εκφυλισμός", "εκφυλισμού":"εκφυλισμός", "εκφυλιστεί":"εκφυλίζω", "εκφυλίστηκαν":"εκφυλίζω", "εκφυλίστηκε":"εκφυλίζω", "εκφυλιστικά":"εκφυλιστικός", "εκφυλιστικές":"εκφυλιστικός", "εκφυλιστικών":"εκφυλιστικός", "εκφωνεί":"εκφωνώ", "εκφωνείται":"εκφωνώ", "εκφωνήθηκαν":"εκφωνώ", "εκφωνήθηκε":"εκφωνώ", "εκφωνηθούν":"εκφωνώ", "εκφώνησαν":"εκφωνώ", "εκφώνησε":"εκφωνώ", "εκφωνήσει":"εκφωνώ", "εκφώνηση":"εκφώνηση", "εκφωνητή":"εκφωνητής", "εκφωνητής":"εκφωνητής", "εκφωνούν":"εκφωνώ", "εκφωνούνται":"εκφωνώ", "εκφωνούνταν":"εκφωνώ", "εκφωνούσατε":"εκφωνώ", "έκχαρτ":"έκχαρτ", "εκχιονιστικά":"εκχιονιστικός", "εκχιονιστικό":"εκχιονιστικός", "εκχιονιστικών":"εκχιονιστικός", "εκχυδαϊσμένου":"εκχυδαϊσμένος", "εκχυδαϊσμό":"εκχυδαϊσμός", "εκχωρεί":"εκχωρώ", "εκχωρείται":"εκχωρώ", "εκχωρηθούν":"εκχωρώ", "εκχώρησαν":"εκχωρώ", "εκχώρησε":"εκχωρώ", "εκχωρήσει":"εκχωρώ", "εκχώρηση":"εκχώρηση", "εκχώρησή":"εκχώρηση", "εκχώρησης":"εκχώρηση", "εκχωρήσουν":"εκχωρώ", "εκχωρούμε":"εκχωρώ", "εκχωρούν":"εκχωρώ", "ελ":"ελ", "ελ.":"ελ.", "ελ.ας":"ελ.ας", "ελ.ας.":"ελ.ας.", "ελα":"έλα", "έλα":"έλα", "έλαβα":"λαμβάνω", "έλαβαν":"λαμβάνω", "έλαβε":"λαμβάνω", "έλαβον":"έλαβον", "ελάι":"ελάι", "ελαία":"ελαία", "έλαια":"έλαιο", "ελαιόδενδρα":"ελαιόδενδρο", "ελαιοκαλλιέργεια":"ελαιοκαλλιέργεια", "ελαιοκαλλιέργειας":"ελαιοκαλλιέργεια", "ελαιοκομικές":"ελαιοκομικός", "ελαιόλαδα":"ελαιόλαδο", "ελαιόλαδο":"ελαιόλαδο", "ελαιολάδου":"ελαιόλαδο", "ελαιόλαδου":"ελαιόλαδο", "ελαιοπαραγωγή":"ελαιοπαραγωγή", "ελαιοπαραγωγός":"ελαιοπαραγωγός", "ελαιοπαραγωγών":"ελαιοπαραγωγός", "ελαιοτριβεία":"ελαιοτριβείο", "ελαιοτριβείο":"ελαιοτριβείο", "ελαιουργεία":"ελαιουργείο", "ελαιοχρωματισμός":"ελαιοχρωματισμός", "ελαιοχρωματιστές":"ελαιοχρωματιστής", "ελαις":"ελαις", "ελαίων":"έλαιο", "ελαιώνα":"ελαιώνας", "ελαιώνας":"ελαιώνας", "ελαιώνες":"ελαιώνας", "ελαιώνων":"ελαιώνας", "ελάμβανε":"λαμβάνω", "έλαμπε":"λάμπω", "έλαμψαν":"λάμπω", "έλαμψε":"λάμπω", "ελας":"ελας", "ελάσ":"ελάσ", "ελασίτης":"ελάσιτος", "ελασιτών":"ελάσιτος", "ελάσματα":"έλασμα", "έλασσον":"ελάσσων", "ελάσσονα":"ελάσσων", "ελασσόνας":"ελασσόνα", "ελάσσονος":"ελάσσων", "ελασσόνων":"ελάσσων", "ελαστικά":"ελαστικός", "ελαστική":"ελαστικός", "ελαστικό":"ελαστικός", "ελαστικοί":"ελαστικός", "ελαστικοποίηση":"ελαστικοποίηση", "ελαστικοποίησης":"ελαστικοποίηση", "ελαστικότερες":"ελαστικός", "ελαστικότερη":"ελαστικός", "ελαστικότητα":"ελαστικότητα", "ελαστικότητά":"ελαστικότητα", "ελαστικού":"ελαστικός", "ελαστικών":"ελαστικός", "έλατα":"έλατο", "ελάτε":"ελάτε", "ελατήρια":"ελατήριο", "ελατήριο":"ελατήριο", "έλατο":"έλατος", "ελατόδασος":"ελατόδασος", "ελαττώθηκε":"ελαττώνω", "ελάττωμα":"ελάττωμα", "ελάττωμά":"ελάττωμα", "ελαττώματα":"ελάττωμα", "ελαττώματά":"ελάττωμα", "ελαττωματικά":"ελαττωματικός", "ελαττωματική":"ελαττωματικός", "ελαττωματικό":"ελαττωματικός", "ελαττωματικού":"ελαττωματικός", "ελαττωματικών":"ελαττωματικός", "ελαττώματος":"ελάττωμα", "ελαττωμάτων":"ελάττωμα", "ελαττώνει":"ελαττώνω", "ελαττώνεται":"ελαττώνω", "ελαττώνουν":"ελαττώνω", "ελαττώσει":"ελαττώνω", "ελάττωση":"ελάττωση", "ελάφι":"ελάφι", "ελάφια":"ελάφι", "ελαφίνα":"ελαφίνα", "ελαφιών":"ελάφι", "ελαφρά":"ελαφρά", "ελαφρά":"ελαφρός", "ελαφράς":"ελαφρός", "ελαφρές":"ελαφρός", "ελαφριά":"ελαφρός", "ελαφριάς":"ελαφρός", "ελαφριές":"ελαφρύς", "ελαφρό":"ελαφρός", "ελαφρότερα":"ελαφρός", "ελαφρότερες":"ελαφρός", "ελαφρότητα":"ελαφρότητα", "ελαφρότητας":"ελαφρότητα", "ελαφρού":"ελαφρός", "ελαφρούς":"ελαφρός", "ελαφρύ":"ελαφρύς", "ελαφρύνει":"ελαφραίνω", "ελαφρύνουν":"ελαφραίνω", "ελαφρύνσεις":"ελάφρυνση", "ελαφρύνσεων":"ελάφρυνση", "ελάφρυνση":"ελάφρυνση", "ελάφρυνσης":"ελάφρυνση", "ελαφρυντικά":"ελαφρυντικός", "ελαφρυντικό":"ελαφρυντικός", "ελαφρυντικών":"ελαφρυντικός", "ελαφρύς":"ελαφρύς", "ελαφρύτερα":"ελαφρύς", "ελαφρύτερες":"ελαφρύς", "ελαφρύτερο":"ελαφρύς", "ελαφρών":"ελαφρός", "ελαφρώς":"ελαφρά", "έλαχε":"λαχαίνω", "ελάχιστα":"ελάχιστος", "ελάχιστα":"λίγο", "ελάχιστες":"ελάχιστος", "ελάχιστη":"ελάχιστος", "ελάχιστο":"ελάχιστος", "ελάχιστοι":"ελάχιστος", "ελάχιστον":"ελάχιστος", "ελαχιστοποιεί":"ελαχιστοποιώ", "ελαχιστοποιηθεί":"ελαχιστοποιώ", "ελαχιστοποιηθούν":"ελαχιστοποιώ", "ελαχιστοποιήσει":"ελαχιστοποιώ", "ελαχιστοποίηση":"ελαχιστοποίηση", "ελαχιστοποιήσουν":"ελαχιστοποιώ", "ελαχιστοποιούνται":"ελαχιστοποιώ", "ελάχιστος":"ελάχιστος", "ελαχίστου":"ελάχιστος", "ελάχιστους":"ελάχιστος", "ελαχίστων":"ελάχιστος", "ελάχιστων":"ελάχιστος", "ελβ":"ελβ", "ελβαλ":"ελβαλ", "ελβάνα":"ελβάνα", "ελβε":"ελβε", "ελβετία":"ελβετία", "ελβετίας":"ελβετία", "ελβετικά":"ελβετικός", "ελβετικές":"ελβετικός", "ελβετική":"ελβετικός", "ελβετικής":"ελβετική", "ελβετικό":"ελβετικός", "ελβετικού":"ελβετικός", "ελβετικών":"ελβετικός", "ελβετό":"ελβετός", "ελβετοί":"ελβετός", "ελβετού":"ελβετός", "ελβετών":"ελβετός", "ελβιεμεκ":"ελβιεμεκ", "έλβιν":"έλβιν", "ελβίρα":"ελβίρα", "ελβίρα-οι":"ελβίρα-οι", "ελβιφαν":"ελβιφαν", "ελγα":"ελγα", "ελγίνεια":"ελγίνεια", "έλγκαρ":"έλγκαρ", "ελδε":"ελδε", "έλεγα":"λέγω", "έλεγαν":"λέγω", "έλεγε":"λέγω", "ελεγεία":"ελεγεία", "έλεγες":"λέγω", "ελέγετο":"ελέγετο", "ελεγκτές":"ελεγκτής", "ελεγκτή":"ελεγκτής", "ελεγκτης":"ελεγκτής", "ελεγκτής":"ελεγκτής", "ελεγκτικά":"ελεγκτικός", "ελεγκτικές":"ελεγκτικός", "ελεγκτικής":"ελεγκτικός", "ελεγκτικό":"ελεγκτικός", "ελεγκτικοί":"ελεγκτικός", "ελεγκτικού":"ελεγκτικός", "ελεγκτικούς":"ελεγκτικός", "ελεγκτικών":"ελεγκτικός", "ελεγκτών":"ελεγκτής", "ελεγμένα":"ελεγμένος", "ελέγξαμε":"ελέγχω", "έλεγξαν":"ελέγχω", "έλεγξε":"ελέγχω", "ελέγξει":"ελέγχω", "ελέγξεις":"ελέγχω", "ελέγξετε":"ελέγχω", "ελέγξουμε":"ελέγχω", "ελέγξούμε":"ελέγχω", "ελέγξουν":"ελέγχω", "ελέγξτε":"ελέγχω", "ελέγξω":"ελέγχω", "έλεγχαν":"ελέγχω", "ελέγχει":"ελέγχω", "ελέγχεις":"ελέγχω", "ελέγχεται":"ελέγχω", "ελέγχετε":"ελέγχω", "ελεγχθεί":"ελέγχω", "ελέγχθηκαν":"ελέγχω", "ελέγχθηκε":"ελέγχω", "ελεγχθούν":"ελέγχω", "έλεγχο":"έλεγχος", "έλεγχό":"έλεγχος", "έλεγχο-αυτοψία":"έλεγχο-αυτοψία", "έλεγχοι":"έλεγχος", "ελεγχόμενα":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενες":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενη":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενης":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενο":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενοι":"ελεγχόμενος", "ελεγχόμενους":"ελεγχόμενος", "ελεγχομένων":"ελεγχόμενος", "έλεγχον":"έλεγχος", "ελέγχονται":"ελέγχω", "ελέγχοντας":"ελέγχω", "ελεγχόντων":"ελέγχων", "ελεγχος":"έλεγχος", "έλεγχος":"έλεγχος", "έλεγχός":"έλεγχος", "ελεγχου":"έλεγχος", "ελέγχου":"έλεγχος", "ελέγχουμε":"ελέγχω", "ελέγχουν":"ελέγχω", "ελέγχους":"έλεγχος", "ελέγχω":"ελέγχω", "ελέγχων":"έλεγχος", "έλεγχων":"έλεγχος", "ελεεινό":"ελεεινός", "ελεημοσύνη":"ελεημοσύνη", "ελεημοσύνης":"ελεημοσύνη", "ελεήσετε":"ελεώ", "έλειπα":"λείπω", "έλειπαν":"λείπω", "έλειπε":"λείπω", "έλειψα":"λείπω", "ελειψαν":"λείπω", "έλειψαν":"λείπω", "έλειψε":"λείπω", "έλειωναν":"λιώνω", "έλεν":"έλεν", "ελενα":"έλενα", "έλενα":"έλενα", "έλενας":"έλενα", "ελενη":"ελένη", "ελένη":"ελένη", "ελενης":"ελένη", "ελένης":"ελένη", "ελενίτ":"ελενίτ", "ελεονόρα":"ελεονόρα", "ελεονώρα":"ελεονώρα", "έλεος":"έλεος", "έλεός":"έλεος", "ελέους":"έλεος", "ελεούσα":"ελεώ", "ελεούσας":"ελεών", "ελεπαπ":"ελεπιαπό", "ελευθ":"ελευθ", "ελεύθερα":"ελεύθερα", "ελευθέρα":"ελεύθερος", "ελεύθερα":"ελεύθερος", "ελευθέρας":"ελεύθερος", "ελεύθερες":"ελεύθερος", "ελεύθερη":"ελεύθερος", "ελεύθερης":"ελεύθερος", "ελευθερία":"ελευθερία", "ελευθέρια":"ελευθέριος", "ελευθεριαδης":"ελευθεριάδης", "ελευθεριάδης":"ελευθεριάδης", "ελευθεριάδου":"ελευθεριάδου", "ελευθεριάζουσας":"ελευθεριάζουσας", "ελευθεριακό":"ελευθεριακό", "ελευθεριακος":"ελευθεριακος", "ελευθεριακός":"ελευθεριακός", "ελευθερίαν":"ελευθέριος", "ελευθερίας":"ελευθερία", "ελευθερίες":"ελευθερία", "ελευθέριο":"ελευθέριος", "ελευθεριος":"ελευθέριος", "ελευθέριος":"ελευθέριος", "ελευθεριότητα":"ελευθεριότητα", "ελευθερίου":"ελευθέριος", "ελευθερίου-κορδελιού":"ελευθερίου-κορδελιού", "ελευθεριών":"ελευθερία", "'ελεύθερο":"'ελεύθερο", "ελεύθερο":"ελεύθερος", "ελευθεροεπαγγελματίες":"ελευθεροεπαγγελματίες", "ελευθεροι":"ελεύθερος", "ελεύθεροι":"ελεύθερος", "ελευθερόπουλο":"ελευθερόπουλος", "ελευθερόπουλος":"ελευθερόπουλος", "ελευθερος":"ελεύθερος", "ελεύθερος":"ελεύθερος", "ελευθεροτυπία":"ελευθεροτυπία", "ελευθεροτυπίας":"ελευθεροτυπία", "ελευθέρου":"ελεύθερος", "ελεύθερου":"ελεύθερος", "ελευθερούπολης":"ελευθερούπολη", "ελεύθερους":"ελεύθερος", "ελευθεροχώρι":"ελευθεροχώρι", "ελευθερωθεί":"ελευθερώνω", "ελευθερωθούν":"ελευθερώνω", "ελευθέρων":"ελεύθερος", "ελεύθερων":"ελεύθερος", "ελευθερών":"ελευθερών", "ελευθερώνει":"ελευθερώνω", "ελευθερώνεται":"ελευθερώνω", "ελευθερώνουν":"ελευθερώνω", "ελευθέρως":"ελευθέρως", "ελευθέρωσε":"ελευθερώνω", "ελευθερώσει":"ελευθερώνω", "ελευθερώσουν":"ελευθερώνω", "ελευθερωτές":"ελευθερωτής", "έλευση":"έλευση", "έλευσή":"έλευση", "έλευσης":"έλευση", "ελευσίνα":"ελευσίνα", "ελευσίνα16210613-21":"ελευσίνα16210613-21", "ελευσίνας":"ελευσίνα", "ελέφαντα":"ελέφαντας", "ελέφαντας":"ελέφαντας", "ελέφαντες":"ελέφαντας", "ελεφαντόδοντο":"ελεφαντόδοντο", "ελεφαντοστού":"ελεφαντοστό", "ελεφάντων":"ελέφαντας", "ελέχθη":"λέγω", "ελέχθησαν":"λέγω", "ελέω":"ελέω", "ελεωνόρα":"ελεωνόρα", "έλη":"έλος", "έληγε":"λήγω", "έληξαν":"λήγω", "έληξε":"λήγω", "ελήφθη":"λαμβάνω", "ελήφθησαν":"λαμβάνω", "έλθει":"έρχομαι", "έλθη":"έλθη", "έλθουμε":"έρχομαι", "έλθουν":"έρχομαι", "ελια":"ελιά", "ελιά":"ελιά", "ελία":"ελίον", "ελιάς":"ελιά", "ελίας":"ελίας", "έλιγι":"έλιγι", "ελιγμό":"ελιγμός", "ελιγμοί":"ελιγμός", "ελιγμός":"ελιγμός", "ελιγμού":"ελιγμός", "ελιγμούς":"ελιγμός", "ελιγμών":"ελιγμός", "ελιές":"ελιά", "ελίζαμπεθ":"ελίζαμπεθ", "ελιζαμπετ":"ελιζαμπετ", "ελιζαμπέτ":"ελιζαμπέτ", "έλικα":"έλικας", "έλικας":"έλικας", "έλικες":"έλικας", "ελικοειδή":"ελικοειδής", "ελικόπτερα":"ελικόπτερο", "ελικόπτερο":"ελικόπτερο", "ελικοπτέρου":"ελικόπτερο", "ελικόπτερου":"ελικόπτερο", "ελικοπτέρων":"ελικόπτερο", "ελικοφόρο":"ελικοφόρος", "ελίκων":"έλικας", "ελιμειας":"ελιμειας", "ελινα":"ελίνα", "ελινόρ":"ελινόρ", "ελινυ":"ελινυ", "ελιξήριο":"ελιξήριο", "ελιξίριο":"ελιξίριο", "έλιος":"έλιος", "έλιος-σλόβαν":"έλιος-σλόβαν", "έλιοτ":"έλιοτ", "έλις":"έλις", "ελισαβετ":"ελισαβετ", "ελισάβετ":"ελισάβετ", "ελίσσεται":"ελίσσομαι", "ελίσσονται":"ελίσσομαι", "ελίτ":"ελίτ", "ελιτίστικη":"ελιτίστικος", "ελιχθεί":"ελίσσομαι", "ελιών":"ελιά", "έλιωσε":"λιώνω", "ελκα":"ελκα", "έλκας":"έλκας", "έλκει":"έλκω", "έλκεται":"έλκω", "έλκη":"έλκος", "έλκηθρα":"έλκηθρο", "έλκηθρο":"έλκηθρο", "έλκος":"έλκος", "έλκουν":"έλκω", "έλκους":"έλκος", "ελκύει":"ελκύω", "ελκύεται":"ελκύω", "ελκύουν":"ελκύω", "ελκύσει":"ελκύω", "ελκυστήρας":"ελκυστήρας", "ελκυστικά":"ελκυστικά", "ελκυστικές":"ελκυστικός", "ελκυστική":"ελκυστικός", "ελκυστικής":"ελκυστικός", "ελκυστικό":"ελκυστικός", "ελκυστικοί":"ελκυστικός", "ελκυστικός":"ελκυστικός", "ελκυστικότερη":"ελκυστικός", "ελκυστικούς":"ελκυστικός", "ελλ":"ελλ", "ελλαδα":"ελλάδα", "ελλάδα":"ελλάδα", "ελλάδα-αλβανία":"ελλάδα-αλβανία", "ελλάδα-βουλγαρία":"ελλάδα-βουλγαρία", "ελλάδα-γιουγκοσλαβία":"ελλάδα-γιουγκοσλαβία", "ελλαδα-ιταλια":"ελλαδα-ιταλια", "ελλάδα-ιταλία":"ελλάδα-ιταλία", "ελλάδα-κύπρος":"ελλάδα-κύπρος", "ελλάδα-πγδμ":"ελλάδα-πγδμ", "ελλαδας":"ελλάδα", "ελλάδας":"ελλάδα", "ελλάδας12":"ελλάδας12", "ελλάδας-βουλγαρίας":"ελλάδας-βουλγαρίας", "ελλάδας-ιταλίας":"ελλάδας-ιταλίας", "ελλάδας-κύπρου":"ελλάδας-κύπρου", "ελλάδας-πγδμ":"ελλάδας-πγδμ", "ελλάδα-τουρκία":"ελλάδα-τουρκία", "ελλαδι":"ελλάδι", "ελλαδικές":"ελλαδικός", "ελλαδικής":"ελλαδικός", "ελλαδικό":"ελλαδικός", "ελλαδιστάν":"ελλαδιστάν", "ελλαδος":"ελλάδα", "ελλάδος":"ελλάδα", "ελλάδος-κύπρου":"ελλάδος-κύπρου", "ελλας":"ελλάδα", "ελλάς":"ελλάδα", "ελλατεξ":"ελλατέξ", "έλλειμμα":"έλλειμμα", "έλλειμμά":"έλλειμμα", "ελλείμματα":"έλλειμμα", "ελλειμματικής":"ελλειμματικός", "ελλειμματικό":"ελλειμματικός", "ελλειμματικός":"ελλειμματικός", "ελλειμματικούς":"ελλειμματικός", "ελλειμματικών":"ελλειμματικός", "ελλείμματος":"έλλειμμα", "ελλειμμάτων":"έλλειμμα", "έλλειπαν":"ελλείπω", "έλλειπε":"ελλείπω", "ελλειπή":"ελλειπής", "ελλειπής":"ελλειπής", "ελλειπτική":"ελλειπτικός", "ελλειπτικότητα":"ελλειπτικότητα", "ελλείψει":"ελλείψει", "ελλείψεις":"έλλειψη", "ελλείψεων":"έλλειψη", "ελλείψεως":"έλλειψη", "έλλειψη":"έλλειψη", "έλλειψή":"έλλειψη", "έλλειψης":"έλλειψη", "έλλειψής":"έλλειψη", "έλλη":"έλλη", "ελλην":"έλλη", "έλλην":"έλλη", "ελληνα":"έλληνας", "έλληνα":"έλληνας", "ελληναδικα":"ελληνάδικο", "ελληναράς":"ελληναράς", "ελληνας":"έλληνας", "έλληνας":"έλληνας", "ελληνες":"έλληνας", "έλληνες":"έλληνας", "ελληνιάδα":"ελληνιάδα", "ελληνιάδης":"ελληνιάδης", "ελληνίδα":"ελληνίδα", "ελληνίδες":"ελληνίδα", "ελληνιδης":"ελληνιδης", "ελληνίδων":"ελληνίδα", "ελληνικα":"ελληνικός", "ελληνικά":"ελληνικός", "ελληνικάκη":"ελληνικάκη", "ελληνικες":"ελληνικός", "ελληνικές":"ελληνικός", "ελληνικη":"ελληνικός", "ελληνική":"ελληνικός", "ελληνικης":"ελληνικός", "ελληνικής":"ελληνικός", "ελληνικο":"ελληνικός", "ελληνικό":"ελληνικός", "ελληνικοί":"ελληνικός", "ελληνικος":"ελληνικός", "ελληνικός":"ελληνικός", "ελληνικότατη":"ελληνικότατη", "ελληνικότητα":"ελληνικότητα", "ελληνικότητά":"ελληνικότητα", "ελληνικου":"ελληνικός", "ελληνικού":"ελληνικός", "ελληνικούς":"ελληνικός", "ελληνικων":"ελληνικός", "ελληνικών":"ελληνικός", "ελληνίς":"ελληνίς", "ελληνισμό":"ελληνισμός", "ελληνισμός":"ελληνισμός", "ελληνισμου":"ελληνισμός", "ελληνισμού":"ελληνισμός", "ελληνιστή":"ελληνιστής", "ελληνιστί":"ελληνιστί", "ελληνιστικά":"ελληνιστικός", "ελληνιστική":"ελληνιστικός", "ελληνιστικής":"ελληνιστικός", "ελληνιστικό":"ελληνιστικός", "ελληνιστικών":"ελληνιστικός", "ελληνίστρια":"ελληνίστρια", "ελληνοαλβανικά":"ελληνοαλβανικός", "ελληνοαλβανικές":"ελληνοαλβανικός", "ελληνοαμερικάνα":"ελληνοαμερικάνα", "ελληνοαμερικανικη":"ελληνοαμερικανικός", "ελληνοαμερικανική":"ελληνοαμερικανικός", "ελληνοαμερικανικού":"ελληνοαμερικανικός", "ελληνοαμερικανικών":"ελληνοαμερικανικός", "ελληνοαμερικανός":"ελληνοαμερικανός", "ελληνοβλαχική":"ελληνοβλαχική", "ελληνοβουλγαρικα":"ελληνοβουλγαρικός", "ελληνοβουλγαρικά":"ελληνοβουλγαρικός", "ελληνογαλλικής":"ελληνογαλλικός", "ελληνογερμανικού":"ελληνογερμανικός", "ελληνόγλωσση":"ελληνόγλωσσος", "ελληνοεβραίο":"ελληνοεβραίο", "ελληνοϊταλικής":"ελληνοϊταλικός", "ελληνοϊταλικό":"ελληνοϊταλικός", "ελληνοϊταλικού":"ελληνοϊταλικός", "ελληνοϊταλού":"ελληνοϊταλού", "ελληνοκαναδοί":"ελληνοκαναδοί", "ελληνοκεντρικό":"ελληνοκεντρικός", "ελληνοκεντρισμόν":"ελληνοκεντρισμός", "ελληνοκουρδικές":"ελληνοκουρδικός", "ελληνοκουρδικών":"ελληνοκουρδικός", "ελληνοκυπριακά":"ελληνοκυπριακός", "ελληνοκυπριακή":"ελληνοκυπριακός", "ελληνοκυπριακής":"ελληνοκυπριακός", "ελληνοκυπριακό":"ελληνοκυπριακός", "ελληνοκυπρίων":"ελληνοκύπριος", "ελληνολατρεία":"ελληνολατρία", "ελληνόπαιδα":"ελληνόπαιδα", "ελληνοποιημένο":"ελληνοποιημένος", "ελληνοποιήσεις":"ελληνοποίηση", "ελληνοποίηση":"ελληνοποίηση", "ελληνο-πομακικό":"ελληνο-πομακικό", "ελληνοπόντιοι":"ελληνοπόντιοι", "ελληνοποντιων":"ελληνοποντιων", "ελληνόπουλα":"ελληνόπουλο", "ελληνόπουλων":"ελληνόπουλο", "ελληνορθόδοξη":"ελληνορθόδοξος", "ελληνορθόδοξο":"ελληνορθόδοξος", "ελληνορουμάνο":"ελληνορουμάνος", "ελληνορουμάνος":"ελληνορουμάνος", "ελληνορωμαϊκό":"ελληνορωμαϊκός", "ελληνορωμαϊκού":"ελληνορωμαϊκός", "ελληνορωσικό":"ελληνορωσικός", "ελληνοτεχνική":"ελληνοτεχνική", "ελληνοτουρκικά":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκικές":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκική":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκικής":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκικό":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκικού":"ελληνοτουρκικός", "ελληνοτουρκικών":"ελληνοτουρκικός", "ελληνόφωνα":"ελληνόφωνος", "ελληνοχριστιανικής":"ελληνοχριστιανικός", "ελληνόψυχους":"ελληνόψυχους", "ελληνων":"έλληνας", "ελλήνων":"έλληνας", "έλλης":"έλλη", "ελλήσποντο":"ελλήσποντος", "ελλιμενίζονται":"ελλιμενίζω", "ελλιμενισμένο":"ελλιμενίζω", "ελλιμενισμός":"ελλιμενισμός", "ελλιπείς":"ελλιπής", "ελλιπές":"ελλιπής", "ελλιπέστατη":"ελλιπής", "ελλιπέστατο":"ελλιπής", "ελλιπή":"ελλιπής", "ελλιπης":"ελλιπής", "ελλιπής":"ελλιπής", "ελλιπούς":"ελλιπής", "ελλιπών":"ελλιπής", "ελλιπώς":"ελλιπώς", "έλλογα":"έλλογος", "έλλογο":"έλλογος", "ελλόχευε":"ελλοχεύω", "ελλοχεύει":"ελλοχεύω", "ελλοχεύουν":"ελλοχεύω", "ελλοχεύουσα":"ελλοχεύων", "ελμε":"ελμε", "ελμεκ":"ελμεκ", "έλντα":"έλντα", "έλξεως":"έλξη", "έλξη":"έλξη", "έλξης":"έλξη", "ελονοσία":"ελονοσία", "ελονοσίας":"ελονοσία", "ελοντί":"ελοντί", "ελόου":"ελόου", "έλος":"έλος", "ελοτ":"ελοτ", "ελουά":"ελουά", "έλους":"έλος", "έλουσαν":"λούζω", "ελπε":"ελπε", "ελπίδα":"ελπίδα", "ελπίδας":"ελπίδα", "ελπίδες":"ελπίδα", "ελπιδοφόρα":"ελπιδοφόρος", "ελπιδοφόρες":"ελπιδοφόρος", "ελπιδοφόρο":"ελπιδοφόρος", "ελπιδοφόρους":"ελπιδοφόρος", "ελπιδοφόρων":"ελπιδοφόρος", "ελπίδων":"ελπίδα", "ελπίζαμε":"ελπίζω", "έλπιζαν":"ελπίζω", "ελπίζανε":"ελπίζω", "ελπίζατε":"ελπίζω", "ελπιζει":"ελπίζω", "ελπίζει":"ελπίζω", "ελπίζεις":"ελπίζω", "ελπίζεται":"ελπίζεται", "ελπίζετε":"ελπίζω", "ελπίζοντας":"ελπίζω", "ελπίζουμε":"ελπίζω", "ελπίζουν":"ελπίζω", "ελπίζω":"ελπίζω", "ελπινικη":"ελπινίκη", "ελπίς":"ελπίδα", "ελπίσει":"ελπίζω", "ελπίσουμε":"ελπίζω", "ελσα":"ελσα", "έλσα":"έλσα", "έλσας":"έλσα", "ελσίνκι":"ελσίνκι", "έλσον":"έλσον", "ελτα":"ελτα", "έλτον":"έλτον", "ελτρακ":"ελτρακ", "έλυνε":"λύνω", "έλυσαν":"λύνω", "έλυσε":"λύνω", "ελύτη":"ελύτης", "ελύτης":"ελύτης", "ελφικο":"ελφίκος", "ελφικο-κ":"ελφικο-κ", "εμ":"εμ", "εμ.":"εμ.", "έμαθα":"μαθαίνω", "εμαθαν":"μαθαίνω", "έμαθαν":"μαθαίνω", "έμαθε":"μαθαίνω", "έμαθες":"μαθαίνω", "εμακ":"εμακ", "εμανουέλ":"εμανουέλ", "εμάνουελ":"εμάνουελ", "εμάνουελσον":"εμάνουελσον", "εμάς":"εγώ", "εμάχετο":"εμάχετο", "εμβαδόν":"εμβαδόν", "εμβαδού":"εμβαδό", "εμβαθύνει":"εμβαθύνω", "εμβαθύνουν":"εμβαθύνω", "εμβάθυνση":"εμβάθυνση", "εμβάθυνσης":"εμβάθυνση", "εμβάλλει":"εμβάλλω", "εμβαλωματικές":"εμβαλωματικός", "εμβάσματα":"έμβασμα", "εμβασμάτων":"έμβασμα", "εμβατήρια":"εμβατήριο", "εμβέλεια":"εμβέλεια", "εμβέλειά":"εμβέλεια", "εμβέλειας":"εμβέλεια", "έμβλημα":"έμβλημα", "έμβλημά":"έμβλημα", "εμβλήματα":"έμβλημα", "εμβληματικά":"εμβληματικός", "εμβληματική":"εμβληματικός", "εμβληματικό":"εμβληματικός", "εμβοές":"εμβοή", "εμβολή":"εμβολή", "εμβόλια":"εμβόλιο", "εμβολιάζονται":"εμβολιάζω", "εμβολιασμό":"εμβολιασμός", "εμβολιασμοί":"εμβολιασμός", "εμβολιασμός":"εμβολιασμός", "εμβολιασμού":"εμβολιασμός", "εμβολιασμούς":"εμβολιασμός", "εμβολιασμών":"εμβολιασμός", "εμβολιάσουν":"εμβολιάζω", "εμβολιαστούν":"εμβολιάζω", "εμβόλιμη":"εμβόλιμος", "εμβόλιο":"εμβόλιο", "εμβολίου":"εμβόλιο", "εμβόλισε":"εμβολίζω", "εμβολίων":"εμβόλιο", "εμβρίθεια":"εμβρίθεια", "εμβριθή":"εμβριθής", "εμβρόντητοι":"εμβρόντητος", "έμβρυα":"έμβρυο", "εμβρυακά":"εμβρυακός", "εμβρυακό":"εμβρυακός", "εμβρυακών":"εμβρυακός", "έμβρυο":"έμβρυο", "εμβρυολογία":"εμβρυολογία", "εμβρυονικά":"εμβρυονικός", "εμβρύου":"έμβρυο", "εμβρύων":"έμβρυο", "εμέ":"εμέ", "έμεινα":"μένω", "εμειναν":"μένω", "έμειναν":"μένω", "εμεινε":"μένω", "έμεινε":"μένω", "εμεις":"εγώ", "εμείς":"εγώ", "έμελλε":"μέλλω", "έμεν":"έμεν", "εμένα":"εγώ", "έμενα":"μένω", "έμεναν":"μένω", "έμενε":"μένω", "έμενες":"μένω", "εμερσον":"εμερσον", "έμερσον":"έμερσον", "εμετικά":"εμετικός", "εμετό":"εμετός", "εμετούς":"εμετός", "έμι":"έμι", "εμιλ":"εμιλ", "εμίλ":"εμίλ", "έμιλι":"έμιλι", "εμιλία":"εμιλία", "εμίλια":"εμίλια", "εμίλια-άνβιλ":"εμίλια-άνβιλ", "εμίλια-κάπο":"εμίλια-κάπο", "εμίλιο":"εμίλιον", "εμίν":"εμίν", "εμίρ":"εμίρ", "εμιράτα":"εμιράτο", "εμιράτου":"εμιράτο", "εμίρη":"εμίρης", "εμίρης":"εμίρης", "εμιρλη":"εμιρλη", "εμισθοδοτείτο":"εμισθοδοτείτο", "έμμα":"έμμα", "εμμανουέλα":"εμμανουέλα", "εμμανουηλ":"εμμανουήλ", "εμμανουήλ":"εμμανουήλ", "εμμανουηλιδου":"εμμανουηλιδου", "εμμείνει":"εμμένω", "εμμείνουν":"εμμένω", "εμμένει":"εμμένω", "εμμένετε":"εμμένω", "εμμένοντες":"εμμένων", "εμμένουμε":"εμμένω", "εμμένουν":"εμμένω", "έμμεσα":"έμμεσα", "έμμεσα":"έμμεσος", "έμμεσες":"έμμεσος", "έμμεση":"έμμεσος", "έμμεσης":"έμμεσος", "έμμεσο":"έμμεσος", "έμμεσοι":"έμμεσος", "έμμεσου":"έμμεσος", "έμμεσους":"έμμεσος", "εμμέσων":"έμμεσος", "έμμεσων":"έμμεσος", "εμμέσως":"έμμεσα", "εμμετρως":"εμμετρως", "εμμηνόπαυση":"εμμηνόπαυση", "εμμηνόπαυσης":"εμμηνόπαυση", "εμμήνου":"έμμηνος", "έμμισθο":"έμμισθος", "εμμονές":"εμμονή", "έμμονες":"έμμονος", "εμμονή":"εμμονή", "έμμονη":"έμμονος", "εμμονής":"εμμονή", "έμμονων":"έμμονος", "έμοιαζα":"μοιάζω", "έμοιαζαν":"μοιάζω", "έμοιαζε":"μοιάζω", "έμοιασαν":"μοιάζω", "εμού":"εμού", "εμπ":"εμπ", "έμπα":"έμπα", "εμπάγκα":"εμπάγκα", "εμπάθεια":"εμπάθεια", "εμπάθειά":"εμπάθεια", "εμπάθειές":"εμπάθεια", "εμπαθή":"εμπαθής", "εμπαιγμό":"εμπαιγμός", "εμπαιγμός":"εμπαιγμός", "εμπαίζει":"εμπαίζω", "εμπαίζεται":"εμπαίζω", "εμπαίζονται":"εμπαίζω", "εμπαίζοντας":"εμπαίζω", "εμπαίζουν":"εμπαίζω", "έμπαινα":"μπαίνω", "έμπαιναν":"μπαίνω", "έμπαινε":"μπαίνω", "έμπαινες":"μπαίνω", "εμπάργκο":"εμπάργκο", "εμπεδωθεί":"εμπεδώνω", "εμπεδωμένη":"εμπεδώνω", "εμπεδώνει":"εμπεδώνω", "εμπεδώνοντας":"εμπεδώνω", "εμπεδώνουν":"εμπεδώνω", "εμπεδώσαμε":"εμπεδώνω", "εμπέδωσε":"εμπεδώνω", "εμπεδώσει":"εμπεδώνω", "εμπέδωση":"εμπέδωση", "εμπέδωσης":"εμπέδωση", "εμπεδώσουμε":"εμπεδώνω", "εμπεδώσουν":"εμπεδώνω", "έμπειρα":"έμπειρος", "έμπειρες":"έμπειρος", "έμπειρη":"έμπειρος", "εμπειρία":"εμπειρία", "εμπειρίας":"εμπειρία", "εμπειρίες":"εμπειρία", "εμπειρικά":"εμπειρικός", "εμπειρική":"εμπειρικός", "εμπειρικό":"εμπειρικός", "εμπειρικός":"εμπειρικός", "εμπειρικούς":"εμπειρικός", "εμπειρικών":"εμπειρικός", "εμπειριών":"εμπειρία", "έμπειρο":"έμπειρος", "εμπειρογνώμονα":"εμπειρογνώμονας", "εμπειρογνώμονας":"εμπειρογνώμονας", "εμπειρογνώμονες":"εμπειρογνώμονας", "εμπειρογνωμόνων":"εμπειρογνώμονας", "εμπειρογνωμοσύνη":"εμπειρογνωμοσύνη", "εμπειρογνώμων":"εμπειρογνώμονας", "έμπειροι":"έμπειρος", "εμπειροπόλεμο":"εμπειροπόλεμος", "έμπειρος":"έμπειρος", "εμπειρότερους":"έμπειρος", "έμπειρου":"έμπειρος", "έμπειρους":"έμπειρος", "εμπείρων":"έμπειρος", "έμπειρων":"έμπειρος", "εμπενίζερ":"εμπενίζερ", "εμπεριείχε":"εμπεριέχω", "εμπεριέχει":"εμπεριέχω", "εμπεριέχεται":"εμπεριέχω", "εμπεριέχονται":"εμπεριέχω", "εμπεριέχουν":"εμπεριέχω", "εμπεριστατωμένα":"εμπεριστατωμένος", "εμπεριστατωμένες":"εμπεριστατωμένος", "εμπεριστατωμένη":"εμπεριστατωμένος", "εμπεριστατωμένο":"εμπεριστατωμένος", "εμπίπτει":"εμπίπτω", "εμπίπτουν":"εμπίπτω", "έμπιστα":"έμπιστος", "εμπιστεύεσαι":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύεστε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύεται":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευθεί":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευθείτε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύθηκαν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύθηκε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευθούμε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευθούν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευθώ":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύομαι":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευόμαστε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευόμενη":"εμπιστευόμενος", "εμπιστεύονται":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύονταν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευόσασταν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευόταν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτεί":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτείτε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτήκαμε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύτηκαν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστεύτηκε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτικά":"εμπιστευτικά", "εμπιστευτικές":"εμπιστευτικός", "εμπιστευτική":"εμπιστευτικός", "εμπιστευτικής":"εμπιστευτικός", "εμπιστευτικό":"εμπιστευτικός", "εμπιστευτικών":"εμπιστευτικός", "εμπιστευτούμε":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτούν":"εμπιστεύομαι", "εμπιστευτώ":"εμπιστεύομαι", "έμπιστο":"έμπιστος", "εμπιστοσύνη":"εμπιστοσύνη", "εμπιστοσυνης":"εμπιστοσύνη", "εμπιστοσύνης":"εμπιστοσύνη", "έμπιστου":"έμπιστος", "έμπιστους":"έμπιστος", "εμπίστων":"έμπιστος", "εμπλακεί":"εμπλέκω", "εμπλακείτε":"εμπλέκω", "εμπλακούμε":"εμπλέκω", "εμπλακούν":"εμπλέκω", "εμπλεγμένη":"εμπλεγμένος", "εμπλέκει":"εμπλέκω", "εμπλέκεστε":"εμπλέκω", "εμπλέκεται":"εμπλέκω", "εμπλέκη":"εμπλέκω", "εμπλεκόμενα":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενες":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενοι":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενος":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενου":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκομένους":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενους":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκομένων":"εμπλεκόμενος", "εμπλεκόμενων":"εμπλεκόμενος", "εμπλέκονται":"εμπλέκω", "εμπλέκονταν":"εμπλέκω", "εμπλέκουν":"εμπλέκω", "έμπλεξα":"μπλέκω", "έμπλεξαν":"μπλέκω", "έμπλεξε":"μπλέκω", "εμπλέξει":"εμπλέκω", "εμπλέξουν":"εμπλέκω", "έμπλεο":"έμπλεος", "έμπλεος":"έμπλεος", "εμπλοκές":"εμπλοκή", "εμπλοκή":"εμπλοκή", "εμπλοκής":"εμπλοκή", "εμπλοκών":"εμπλοκή", "εμπλουτίζει":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίζεται":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίζονται":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίζοντας":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίζουν":"εμπλουτίζω", "εμπλούτισαν":"εμπλουτίζω", "εμπλούτισε":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίσει":"εμπλουτίζω", "εμπλουτισμένες":"εμπλουτισμένος", "εμπλουτισμένη":"εμπλουτισμένος", "εμπλουτισμένο":"εμπλουτισμένος", "εμπλουτισμένος":"εμπλουτίζω", "εμπλουτισμένου":"εμπλουτίζω", "εμπλουτισμένων":"εμπλουτίζω", "εμπλουτισμό":"εμπλουτισμός", "εμπλουτισμός":"εμπλουτισμός", "εμπλουτισμού":"εμπλουτισμός", "εμπλουτίσουμε":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίσουν":"εμπλουτίζω", "εμπλουτιστεί":"εμπλουτίζω", "εμπλουτίστηκε":"εμπλουτίζω", "εμπλουτιστούν":"εμπλουτίζω", "εμπνέει":"εμπνέω", "εμπνέεται":"εμπνέω", "εμπνεόμενοι":"εμπνεόμενος", "εμπνεόμενος":"εμπνεόμενος", "εμπνέονται":"εμπνέω", "εμπνέουν":"εμπνέω", "εμπνεύσει":"εμπνέω", "εμπνεύσεις":"έμπνευση", "εμπνεύσεως":"έμπνευση", "έμπνευση":"έμπνευση", "έμπνευσή":"έμπνευση", "έμπνευσης":"έμπνευση", "έμπνευσής":"έμπνευση", "εμπνεύσθηκαν":"εμπνέω", "εμπνευσμένα":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένες":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένη":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένο":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένος":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένου":"εμπνευσμένος", "εμπνευσμένων":"εμπνευσμένος", "εμπνεύσουμε":"εμπνέω", "εμπνεύσουν":"εμπνέω", "εμπνευστεί":"εμπνέω", "εμπνευστές":"εμπνευστής", "εμπνευστή":"εμπνευστής", "εμπνεύστηκαν":"εμπνέω", "εμπνευστήκατε":"εμπνέω", "εμπνεύστηκε":"εμπνέω", "εμπνευστής":"εμπνευστής", "εμπνευστούν":"εμπνέω", "εμπνευστών":"εμπνευστής", "εμπντεκάρ":"εμπντεκάρ", "εμπόδια":"εμπόδιο", "εμπόδιζαν":"εμποδίζω", "εμπόδιζε":"εμποδίζω", "εμποδίζει":"εμποδίζω", "εμποδίζεται":"εμποδίζω", "εμποδίζονται":"εμποδίζω", "εμποδίζονταν":"εμποδίζω", "εμποδίζοντας":"εμποδίζω", "εμποδίζουν":"εμποδίζω", "εμπόδιο":"εμπόδιο", "εμποδίου":"εμπόδιο", "εμπόδισαν":"εμποδίζω", "εμπόδισε":"εμποδίζω", "εμποδίσει":"εμποδίζω", "εμποδίσετε":"εμποδίζω", "εμποδίσουν":"εμποδίζω", "εμποδιστεί":"εμποδίζω", "εμποδίστηκαν":"εμποδίζω", "εμποδίσω":"εμποδίζω", "εμποδίων":"εμπόδιο", "εμπόλεμες":"εμπόλεμος", "εμπόλεμη":"εμπόλεμος", "εμπόλεμο":"εμπόλεμος", "εμπόλεμοι":"εμπόλεμος", "εμπολι":"εμπόλη", "έμπολι":"έμπολι", "εμπορ":"εμπορ", "εμποράκου":"εμποράκος", "εμπορεύεται":"εμπορεύομαι", "εμπόρευμα":"εμπόρευμα", "εμπόρευμά":"εμπόρευμα", "εμπορεύματα":"εμπόρευμα", "εμπορευματικές":"εμπορευματικός", "εμπορευματική":"εμπορευματικός", "εμπορευματικής":"εμπορευματικός", "εμπορευματικό":"εμπορευματικός", "εμπορευματικός":"εμπορευματικός", "εμπορευματοκιβώτια":"εμπορευματοκιβώτιο", "εμπορευματοκιβωτίων":"εμπορευματοκιβώτιο", "εμπορευματοποιήσει":"εμπορευματοποιώ", "εμπορευματοποίηση":"εμπορευματοποίηση", "εμπορευματοποίησή":"εμπορευματοποίηση", "εμπορευματοποίησης":"εμπορευματοποίηση", "εμπορευματοποίησής":"εμπορευματοποίηση", "εμπορευματοποιούν":"εμπορευματοποιώ", "εμπορεύματος":"εμπόρευμα", "εμπορευμάτων":"εμπόρευμα", "εμπορευόμενοι":"εμπορευόμενος", "εμπορεύονται":"εμπορεύομαι", "εμπορεύονταν":"εμπορεύομαι", "εμπορευόταν":"εμπορεύομαι", "εμπορεύσιμα":"εμπορεύσιμος", "εμπορεύσιμες":"εμπορεύσιμος", "εμπορεύσιμο":"εμπορεύσιμος", "εμπορευσιμότητα":"εμπορευσιμότητα", "εμπορεύσιμων":"εμπορεύσιμος", "εμπορευτούν":"εμπορεύομαι", "εμπορία":"εμπορία", "εμπορίας":"εμπορία", "εμπορικά":"εμπορικός", "εμπορικές":"εμπορικός", "εμπορικη":"εμπορικός", "εμπορική":"εμπορικός", "εμπορικής":"εμπορικός", "εμπορικο":"εμπορικός", "εμπορικό":"εμπορικός", "εμπορικοί":"εμπορικός", "εμπορικόν":"εμπορικός", "εμπορικος":"εμπορικός", "εμπορικός":"εμπορικός", "εμπορικότητα":"εμπορικότητα", "εμπορικότητας":"εμπορικότητα", "εμπορικού":"εμπορικός", "εμπορικους":"εμπορικός", "εμπορικούς":"εμπορικός", "εμπορικών":"εμπορικός", "εμπόριο":"εμπόριο", "εμπόριό":"εμπόριο", "εμποριου":"εμπόριο", "εμπορίου":"εμπόριο", "έμπορο":"έμπορος", "εμποροι":"έμπορος", "έμποροι":"έμπορος", "εμποροπανήγυρης":"εμποροπανήγυρη", "εμπορος":"έμπορος", "έμπορος":"έμπορος", "εμπόρου":"έμπορος", "εμπόρους":"έμπορος", "έμπορους":"έμπορος", "εμπόρων":"έμπορος", "εμποτισμένη":"εμποτίζω", "εμποτισμένο":"εμποτίζω", "εμπράγματα":"εμπράγματος", "εμπράγματη":"εμπράγματος", "εμπραγμάτων":"εμπράγματος", "έμπρακτα":"έμπρακτα", "έμπρακτες":"έμπρακτος", "έμπρακτη":"έμπρακτος", "έμπρακτης":"έμπρακτος", "εμπράκτως":"έμπρακτα", "εμπρησμό":"εμπρησμός", "εμπρησμοί":"εμπρησμός", "εμπρησμός":"εμπρησμός", "εμπρησμού":"εμπρησμός", "εμπρησμούς":"εμπρησμός", "εμπρησμών":"εμπρησμός", "εμπρηστικές":"εμπρηστικός", "εμπρηστική":"εμπρηστικός", "εμπρηστικής":"εμπρηστικός", "εμπρηστικού":"εμπρηστικός", "εμπρηστικούς":"εμπρηστικός", "εμπρηστών":"εμπρηστής", "εμπριμέ":"εμπριμέ", "εμπρόθεσμα":"εμπρόθεσμα", "εμπρόθεσμη":"εμπρόθεσμος", "εμπροθέσμως":"εμπρόθεσμα", "εμπρός":"εμπρός", "έμπροσθεν":"έμπροσθεν", "εμπρόσθια":"εμπρόσθιος", "εμπρόσθιο":"εμπρόσθιος", "εμπροσθοφυλακή":"εμπροσθοφυλακή", "εμπροσθοφυλακής":"εμπροσθοφυλακή", "εμρέ":"εμρέ", "εμυ":"εμυ", "εμφαίνει":"εμφαίνει", "εμφανείς":"εμφανής", "εμφανές":"εμφανής", "εμφανέστατη":"εμφανής", "εμφανέστατο":"εμφανής", "εμφανέστατος":"εμφανής", "εμφανή":"εμφανής", "εμφανής":"εμφανής", "εμφάνιζαν":"εμφανίζω", "εμφάνιζε":"εμφανίζω", "εμφανίζει":"εμφανίζω", "εμφανίζεστε":"εμφανίζω", "εμφανίζεται":"εμφανίζω", "εμφανίζετο":"εμφανίζετο", "εμφανίζομαι":"εμφανίζω", "εμφανιζόμαστε":"εμφανίζω", "εμφανιζόμενη":"εμφανιζόμενος", "εμφανιζόμενοι":"εμφανιζόμενος", "εμφανιζόμενος":"εμφανιζόμενος", "εμφανίζονται":"εμφανίζω", "εμφανίζονταν":"εμφανίζω", "εμφανίζοντας":"εμφανίζω", "εμφανίζοντάς":"εμφανίζω", "εμφανιζόταν":"εμφανίζω", "εμφανίζουν":"εμφανίζω", "εμφάνισαν":"εμφανίζω", "εμφάνισε":"εμφανίζω", "εμφανίσει":"εμφανίζω", "εμφανίσεις":"εμφάνιση", "εμφανίσεων":"εμφάνιση", "εμφανίσεών":"εμφάνιση", "εμφανίσεως":"εμφάνιση", "εμφανιση":"εμφάνιση", "εμφάνιση":"εμφάνιση", "εμφάνισή":"εμφάνιση", "εμφάνισης":"εμφάνιση", "εμφάνισής":"εμφάνιση", "εμφανισθεί":"εμφανίζω", "εμφανίσθηκαν":"εμφανίζω", "εμφανίσθηκε":"εμφανίζω", "εμφανισθούν":"εμφανίζω", "εμφανισιακά":"εμφανισιακός", "εμφανίσουν":"εμφανίζω", "εμφανιστεί":"εμφανίζω", "εμφανίστηκα":"εμφανίζω", "εμφανίστηκαν":"εμφανίζω", "εμφανίστηκε":"εμφανίζω", "εμφανιστούμε":"εμφανίζω", "εμφανιστούν":"εμφανίζω", "εμφανιστώ":"εμφανίζω", "εμφανίσω":"εμφανίζω", "εμφανούς":"εμφανής", "εμφαντικά":"εμφαντικά", "εμφανών":"εμφανής", "εμφανώς":"εμφανώς", "έμφαση":"έμφαση", "έμφασης":"έμφαση", "εμφατικά":"εμφατικός", "εμφατικό":"εμφατικός", "εμφιαλωμένα":"εμφιαλώνω", "εμφιαλωμένη":"εμφιαλωμένος", "εμφιαλωμένο":"εμφιαλωμένος", "εμφιαλωμένων":"εμφιαλωμένος", "εμφιαλωσεως":"εμφιάλωση", "εμφιάλωση":"εμφιάλωση", "εμφιάλωσης":"εμφιάλωση", "εμφιετζόγλου":"εμφιετζόγλου", "εμφιλοχωρεί":"εμφιλοχωρεί", "εμφορείται":"εμφορούμαι", "εμφορούμενοι":"εμφορούμενοι", "εμφορούνται":"εμφορούμαι", "εμφορούνταν":"εμφορούμαι", "εμφραγμα":"έμφραγμα", "εμφράγμα":"έμφραγμα", "έμφραγμα":"έμφραγμα", "εμφράγματα":"έμφραγμα", "εμφράγματος":"έμφραγμα", "εμφραγμάτων":"έμφραγμα", "εμφύλια":"εμφύλιος", "εμφύλιας":"εμφύλιος", "εμφύλιες":"εμφύλιος", "εμφύλιο":"εμφύλιος", "εμφύλιοι":"εμφύλιος", "εμφυλιοπολεμικής":"εμφυλιοπολεμικός", "εμφυλιοπολεμικό":"εμφυλιοπολεμικός", "εμφυλιος":"εμφύλιος", "εμφύλιος":"εμφύλιος", "εμφυλίου":"εμφύλιος", "εμφύλιου":"εμφύλιος", "εμφύλιους":"εμφύλιος", "εμφυλίων":"εμφύλιος", "εμφύσησαν":"εμφυσώ", "εμφύσησε":"εμφυσώ", "εμφυσήσει":"εμφυσώ", "έμφυτα":"έμφυτα", "εμφύτευμα":"εμφύτευμα", "εμφυτεύματα":"εμφύτευμα", "εμφυτευμένο":"εμφυτευμένος", "εμφυτευμένων":"εμφυτευμένος", "εμφυτεύοντας":"εμφυτεύω", "εμφυτεύσει":"εμφυτεύω", "εμφύτευση":"εμφύτευση", "εμφύτευσης":"εμφύτευση", "εμφυτεύσιμη":"εμφυτεύσιμος", "εμφυτεύσουν":"εμφυτεύω", "εμφυτεύτηκε":"εμφυτεύω", "έμφυτη":"έμφυτος", "έμφυτης":"έμφυτος", "έμφυτο":"έμφυτος", "εμφώνια":"εμφώνια", "έμψυχο":"έμψυχος", "έμψυχου":"έμψυχος", "έμψυχων":"έμψυχος", "εμψύχωναν":"εμψυχώνω", "εμψυχώνει":"εμψυχώνω", "εμψυχώνουν":"εμψυχώνω", "εμψύχωσε":"εμψυχώνω", "εμψυχώσει":"εμψυχώνω", "εμψυχώσουν":"εμψυχώνω", "εμψυχωτής":"εμψυχωτής", "εμψυχωτική":"εμψυχωτικός", "εν":"εν", "εν'":"εν''", "έν":"έν", "'έν":"'έν", "ενα":"ενα", "ενα":"ένας", "ένα":"ένας", "εναγκαλισμό":"εναγκαλισμός", "εναγκαλισμός":"εναγκαλισμός", "εναγόμενοι":"εναγόμενος", "εναγόμενος":"εναγόμενος", "εναγομένων":"εναγόμενος", "ενάγοντα":"ενάγων", "ενάγοντες":"ενάγων", "εναγόντων":"ενάγων", "ενάγουσα":"ενάγων", "ενάγουσας":"ενάγουσα", "ενάγων":"ενάγων", "εναγώνια":"εναγώνια", "εναγωνίως":"εναγώνια", "ένα-δυο":"ένα-δυο", "ένα-δύο":"ένα-δύο", "εναε":"εναε", "ένα-ένα":"ένα-ένα", "εναερια":"εναέριος", "εναέρια":"εναέριος", "εναεριας":"εναέριος", "εναέριας":"εναέριος", "εναέριες":"εναέριος", "εναέριο":"εναέριος", "εναέριος":"εναέριος", "εναερίου":"εναέριος", "εναέριου":"εναέριος", "εναέριων":"εναέριος", "εναερίως":"εναερίως", "ενάλια":"ενάλιος", "εναλλαγές":"εναλλαγή", "εναλλαγή":"εναλλαγή", "εναλλαγής":"εναλλαγή", "εναλλακτικά":"εναλλακτικά", "εναλλακτικές":"εναλλακτικός", "εναλλακτικη":"εναλλακτικός", "εναλλακτική":"εναλλακτικός", "εναλλακτικής":"εναλλακτικός", "εναλλακτικό":"εναλλακτικός", "εναλλακτικοί":"εναλλακτικός", "εναλλακτικός":"εναλλακτικός", "εναλλακτικου":"εναλλακτικός", "εναλλακτικού":"εναλλακτικός", "εναλλακτικούς":"εναλλακτικός", "εναλλακτικών":"εναλλακτικός", "εναλλάξ":"εναλλάξ", "εναλλάσσεται":"εναλλάσσω", "εναλλασσόμενα":"εναλλασσόμενος", "εναλλασσόμενης":"εναλλασσόμενος", "εναλλασσόμενο":"εναλλασσόμενος", "εναλλάσσονται":"εναλλάσσω", "εναλλάσσονταν":"εναλλάσσω", "εναλλασσόταν":"εναλλάσσω", "ενάμιση":"ενάμισης", "ενάμισης":"ενάμισης", "ενάμισι":"ενάμισης", "εναν":"ένας", "έναν":"ένας", "έναντι":"έναντι", "ενάντια":"ενάντια", "εναντιον":"εναντίον", "εναντίον":"εναντίον", "εναντίου":"ενάντιος", "εναντιωθεί":"εναντιώνομαι", "εναντίων":"ενάντιος", "εναντιώνεται":"εναντιώνομαι", "εναντιώνονται":"εναντιώνομαι", "εναντίωση":"εναντίωση", "εναντίωσης":"εναντίωση", "εναπόθεσαν":"εναποθέτω", "εναπόθεσε":"εναποθέτω", "εναποθέσει":"εναποθέτω", "εναπόθεση":"εναπόθεση", "εναπόθεσης":"εναπόθεση", "εναπόθεσις":"εναπόθεση", "εναποθέσουμε":"εναποθέτω", "εναποθέτει":"εναποθέτω", "εναποθέτουν":"εναποθέτω", "εναποθήκευση":"εναποθήκευση", "εναποθηκευτές":"εναποθηκευτής", "εναπόκειται":"εναπόκειμαι", "εναπομείναν":"εναπομένω", "εναπομείναντα":"εναπομείνας", "εναπομείναντες":"εναπομείνας", "εναπομείναντος":"εναπομείνας", "εναπομεινάντων":"εναπομείνας", "εναπομείνασες":"εναπομείνας", "εναπομείνει":"εναπομένω", "εναπομενόντων":"εναπομένων", "εναπομένουν":"εναπομένω", "εναπομένουσες":"εναπομένων", "εναποτίθενται":"εναποθέτω", "εναποτίθεται":"εναποθέτω", "ενάργεια":"ενάργεια", "εναργέστερο":"εναργής", "εναργή":"εναργής", "ενάρετη":"ενάρετος", "ενάρετο":"ενάρετος", "ενάρετος":"ενάρετος", "ενάρετου":"ενάρετος", "ενάρετων":"ενάρετος", "εναρκτήρια":"εναρκτήριος", "εναρκτήριας":"εναρκτήριος", "εναρκτήριο":"εναρκτήριος", "εναρμονίζεται":"εναρμονίζω", "εναρμονιζόμενοι":"εναρμονιζόμενος", "εναρμονίζονται":"εναρμονίζω", "εναρμονίζουν":"εναρμονίζω", "εναρμονίσει":"εναρμονίζω", "εναρμόνιση":"εναρμόνιση", "εναρμόνισης":"εναρμόνιση", "εναρμονισθεί":"εναρμονίζω", "εναρμονισμένες":"εναρμονισμένος", "εναρμονισμένο":"εναρμονίζω", "εναρμονισμένος":"εναρμονίζω", "εναρμονισμένους":"εναρμονίζω", "εναρμονίσουν":"εναρμονίζω", "εναρμονιστεί":"εναρμονίζω", "εναρμονίστηκαν":"εναρμονίζω", "εναρμονιστούν":"εναρμονίζω", "ενάρξεις":"έναρξη", "ενάρξεως":"έναρξη", "εναρξη":"έναρξη", "έναρξη":"έναρξη", "έναρξή":"έναρξη", "έναρξη-ενάτη":"έναρξη-ενάτη", "εναρξης":"έναρξη", "έναρξης":"έναρξη", "έναρξής":"έναρξη", "ενας":"ένας", "ένας":"ένας", "έναστρη":"έναστρος", "έναστρο":"έναστρος", "ενασχολήσεις":"ενασχόληση", "ενασχόληση":"ενασχόληση", "ενασχόλησή":"ενασχόληση", "ενασχόλησης":"ενασχόληση", "ενασχόλησής":"ενασχόληση", "ενατένιση":"ενατένιση", "ενάτη":"ένατος", "ένατη":"ένατος", "ένατο":"ένατος", "ένατου":"ένατος", "έναυσμα":"έναυσμα", "εναχόρο":"εναχόρο", "ενβη":"ενβη", "ενδαρτηριακή":"ενδαρτηριακή", "ενδεδειγμένα":"ενδεδειγμένος", "ενδεδειγμένη":"ενδεδειγμένος", "ενδεδειγμένο":"ενδείκνυμαι", "ενδεδειγμένων":"ενδεδειγμένος", "ενδεδυμένη":"ενδεδυμένος", "ένδεια":"ένδεια", "ένδειας":"ένδεια", "ενδείκνυται":"ενδείκνυμαι", "ενδεικτικά":"ενδεικτικά", "ενδεικτικά":"ενδεικτικός", "ενδεικτικές":"ενδεικτικός", "ενδεικτική":"ενδεικτικός", "ενδεικτικο":"ενδεικτικός", "ενδεικτικό":"ενδεικτικός", "ενδεικτικοί":"ενδεικτικός", "ενδεικτικός":"ενδεικτικός", "ενδεικτικών":"ενδεικτικός", "ενδεικτικώς":"ενδεικτικά", "ενδείξεις":"ένδειξη", "ενδείξεων":"ένδειξη", "ένδειξη":"ένδειξη", "ένδειξης":"ένδειξη", "ενδεκα":"ένδεκα", "ένδεκα":"ένδεκα", "ενδεκαδα":"ενδεκάδα", "ενδεκάδα":"ενδεκάδα", "ενδεκάμηνο":"ενδεκάμηνος", "ενδέκατα":"ενδέκατος", "ενδέκατη":"ενδέκατος", "ενδέκατος":"ενδέκατος", "ενδεκάχρονου":"ενδεκάχρονος", "ενδελεχή":"ενδελεχής", "ενδελεχής":"ενδελεχής", "ενδελεχούς":"ενδελεχής", "ενδελεχώς":"ενδελεχώς", "ενδέχεται":"ενδέχεται", "ενδεχόμενα":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενες":"ενδεχόμενος", "ενδεχομένη":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενη":"ενδεχόμενος", "ενδεχομένης":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενης":"ενδεχόμενος", "ενδεχομενικότητα":"ενδεχομενικότητα", "ενδεχομενο":"ενδεχόμενο", "ενδεχόμενο":"ενδεχόμενο", "ενδεχόμενό":"ενδεχόμενο", "ενδεχόμενο":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενος":"ενδεχόμενος", "ενδεχομένου":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενου":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενους":"ενδεχόμενος", "ενδεχομένων":"ενδεχόμενος", "ενδεχόμενων":"ενδεχόμενος", "ενδεχομένως":"ενδεχομένως", "ενδημεί":"ενδημώ", "ενδημικά":"ενδημικά", "ενδημική":"ενδημικός", "ενδημικό":"ενδημικός", "ενδήμους":"ενδδήμος", "ενδιαίτημα":"ενδιαίτημα", "ενδιαιτήματα":"ενδιαίτημα", "ενδιαίτηση":"ενδιαίτηση", "ενδιάμεσα":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσες":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεση":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσης":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσο":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσοι":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσος":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσου":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσους":"ενδιάμεσος", "ενδιάμεσων":"ενδιάμεσος", "ενδιαμέσως":"ενδιαμέσως", "ενδιαφέρει":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρεστε":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρεται":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερθεί":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερθείτε":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρθηκα":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρθηκαν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρθηκε":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρθησαν":"ενδιαφερθείς", "ενδιαφερθούμε":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερθούν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρομαι":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερόμασταν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερόμαστε":"ενδιαφέρω", "ενδιαφερόμενα":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενες":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενη":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενο":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενοι":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενος":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερομένου":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενου":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερομένους":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενους":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερομένων":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερόμενων":"ενδιαφερόμενος", "ενδιαφερον":"ενδιαφέρον", "ενδιαφέρον":"ενδιαφέρον", "ενδιαφέρον":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέροντα":"ενδιαφέρον", "ενδιαφέροντα":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέροντά":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέρονται":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρονταν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέροντες":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέροντος":"ενδιαφέρον", "ενδιαφέροντός":"ενδιαφέρον", "ενδιαφέροντος":"ενδιαφέρων", "ενδιαφερόντων":"ενδιαφέρον", "ενδιαφερόταν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρουν":"ενδιαφέρω", "ενδιαφέρουσα":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέρουσας":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέρουσες":"ενδιαφέρων", "ενδιαφέρων":"ενδιαφέρων", "ενδίδει":"ενδίδω", "ενδίδετε":"ενδίδω", "ενδίδουν":"ενδίδω", "ενδιέφεραν":"ενδιαφέρω", "ενδιέφερε":"ενδιαφέρω", "ένδικα":"ένδικος", "ενδιμβούργο":"ενδιμβούργο", "ενδογενείς":"ενδογενής", "ενδογενή":"ενδογενής", "ενδογενούς":"ενδογενής", "ενδοθεσσαλικής":"ενδοθεσσαλικής", "ενδοιασμό":"ενδοιασμός", "ενδοιασμοί":"ενδοιασμός", "ενδοιασμος":"ενδοιασμός", "ενδοιασμούς":"ενδοιασμός", "ενδοκάλυμμα":"ενδοκάλυμμα", "ενδοκοινοτικές":"ενδοκοινοτικός", "ενδοκοινοτικών":"ενδοκοινοτικός", "ενδοκρατικές":"ενδοκρατικές", "ενδοκρινολόγο":"ενδοκρινολόγος", "ενδοκρινολόγος":"ενδοκρινολόγος", "ενδομήτρια":"ενδομήτριος", "ενδομητρίου":"ενδομήτριος", "ενδόμυχο":"ενδόμυχος", "ένδον":"ένδον", "ενδονοσοκομειακά":"ενδονοσοκομειακός", "ένδοξες":"ένδοξος", "ένδοξη":"ένδοξος", "ένδοξης":"ένδοξος", "ένδοξο":"ένδοξος", "ενδόξου":"ένδοξος", "ένδοξου":"ένδοξος", "ένδοξων":"ένδοξος", "ενδορφίνες":"ενδορφίνη", "ενδοσκοπείται":"ενδοσκοπείται", "ενδοσκόπηση":"ενδοσκόπηση", "ενδοσυνεδριακά":"ενδοσυνεδριακός", "ενδοσυνεδριακό":"ενδοσυνεδριακός", "ενδοσχολικά":"ενδοσχολικός", "ενδότερα":"ενδότερος", "ενδοτικά":"ενδοτικός", "ενδοτικός":"ενδοτικός", "ενδοτικότητα":"ενδοτικότητα", "ενδοφλέβια":"ενδοφλέβιος", "ενδοφλεβίως":"ενδοφλεβίως", "ενδοχώρα":"ενδοχώρα", "ένδυμα":"ένδυμα", "ενδυμασία":"ενδυμασία", "ενδυμασίες":"ενδυμασία", "ενδύματα":"ένδυμα", "ενδυματολογικές":"ενδυματολογικός", "ενδύματος":"ένδυμα", "ενδυματων":"ένδυμα", "ενδυμάτων":"ένδυμα", "ενδυναμωθεί":"ενδυναμώνω", "ενδυναμώνεται":"ενδυναμώνω", "ενδυναμώνονται":"ενδυναμώνω", "ενδυναμώνουν":"ενδυναμώνω", "ενδυνάμωση":"ενδυνάμωση", "ενδυνάμωσης":"ενδυνάμωση", "ενδυναμώσουμε":"ενδυναμώνω", "ενδυση":"ένδυση", "ένδυση":"ένδυση", "ένδυσης":"ένδυση", "ένδυσης-κλωστοϋφαντουργίας":"ένδυσης-κλωστοϋφαντουργίας", "ένδυσης-υπόδησης":"ένδυσης-υπόδησης", "ενδώσει":"ενδίδω", "ενδώσετε":"ενδίδω", "ενεγράφη":"εγγράφω", "ενέγραψεν":"ενέγραψεν", "ενέδιδε":"ενδίδω", "ενέδρα":"ενέδρα", "ενέδρας":"ενέδρα", "ενέδρες":"ενέδρα", "ενεδρεύει":"ενεδρεύω", "ενέδωσε":"ενδίδω", "ενεθάρρυναν":"ενθαρρύνω", "ένεκα":"ένεκα", "ένεκεν":"ένεκεν", "ενεκρίθη":"εγκρίνω", "ενέκρινα":"εγκρίνω", "ενέκριναν":"εγκρίνω", "ενέκρινε":"εγκρίνω", "ενενήντα":"ενενήντα", "ενεπλάκη":"εμπλέκω", "ενεπλάκησαν":"εμπλέκω", "ενέπλεκε":"εμπλέκω", "ενέπλεξαν":"εμπλέκω", "ενέπλεξε":"εμπλέκω", "ενέπνεε":"εμπνέω", "ενέπνευσαν":"εμπνέω", "ενεπνευσε":"εμπνέω", "ενέπνευσε":"εμπνέω", "ενέπνευσεν":"ενέπνευσεν", "ενεργά":"ενεργά", "ενεργά":"ενεργός", "ενεργεί":"ενεργώ", "ενεργεια":"ενεργεία", "ενεργεία":"ενεργεία", "ενέργεια":"ενέργεια", "ενέργειά":"ενέργεια", "ενεργειακά":"ενεργειακός", "ενεργειακές":"ενεργειακός", "ενεργειακή":"ενεργειακός", "ενεργειακής":"ενεργειακός", "ενεργειακό":"ενεργειακός", "ενεργειακός":"ενεργειακός", "ενεργειακού":"ενεργειακός", "ενεργειακούς":"ενεργειακός", "ενεργειακών":"ενεργειακός", "ενέργειαν":"ενέργεια", "ενεργειας":"ενέργεια", "ενεργείας":"ενέργεια", "ενέργειας":"ενέργεια", "ενέργειάς":"ενέργεια", "ενέργειες":"ενέργεια", "ενέργειές":"ενέργεια", "ενεργείτε":"ενεργώ", "ενεργειών":"ενέργεια", "ενεργές":"ενεργός", "ενεργή":"ενεργός", "ενεργής":"ενεργός", "ενεργήσαμε":"ενεργώ", "ενεργήσει":"ενεργώ", "ενεργήσετε":"ενεργώ", "ενεργήσουμε":"ενεργώ", "ενεργήσουν":"ενεργώ", "ενεργήσω":"ενεργώ", "ενεργητικά":"ενεργητικά", "ενεργητική":"ενεργητικός", "ενεργητικό":"ενεργητικός", "ενεργητικοί":"ενεργητικός", "ενεργητικότητα":"ενεργητικότητα", "ενεργητικότητά":"ενεργητικότητα", "ενεργητικού":"ενεργητικός", "ενεργό":"ενεργός", "ενεργοί":"ενεργός", "ενεργόν":"ενεργός", "ενεργοποιεί":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιείται":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιηθεί":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιήθηκαν":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιήθηκε":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιηθούν":"ενεργοποιώ", "ενεργοποίησε":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιήσει":"ενεργοποιώ", "ενεργοποίηση":"ενεργοποίηση", "ενεργοποίησή":"ενεργοποίηση", "ενεργοποίησης":"ενεργοποίηση", "ενεργοποιήσουν":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιούν":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιούνται":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιούσα":"ενεργοποιώ", "ενεργοποιώντας":"ενεργοποιώ", "ενεργός":"ενεργός", "ενεργότερη":"ενεργός", "ενεργού":"ενεργός", "ενεργούμε":"ενεργώ", "ενεργούν":"ενεργώ", "ενεργούντες":"ενεργών", "ενεργούς":"ενεργός", "ενεργούσαν":"ενεργώ", "ενεργούσε":"ενεργώ", "ενεργών":"ενεργός", "ενέσεις":"ένεση", "ενεση":"ένεση", "ένεση":"ένεση", "ενέσιμη":"ενέσιμος", "ενέσκηψαν":"ενσκήπτω", "ενέσκηψε":"ενσκήπτω", "ενεστώτα":"ενεστώτας", "ενεστώτας":"ενεστώτας", "ενέταξαν":"εντάσσω", "ενέταξε":"εντάσσω", "ενέτασσαν":"εντάσσω", "ενέτειναν":"εντείνω", "ενέτεινε":"εντείνω", "ενετικό":"ενετικός", "ενέχει":"ενέχω", "ενεχείρισε":"ενεχείρισε", "ενέχεται":"ενέχω", "ενεχόμενο":"ενεχόμενο", "ενεχομένων":"ενεχομένων", "ενέχονται":"ενέχω", "ενέχουν":"ενέχω", "ενέχυρο":"ενέχυρο", "ένζυμα":"ένζυμος", "ένζυμο":"ένζυμος", "ενζύμου":"ένζυμος", "ενζύμων":"ένζυμος", "ενήλικα":"ενήλικας", "ενήλικας":"ενήλικας", "ενηλικες":"ενήλικας", "ενήλικες":"ενήλικας", "ενήλικη":"ενήλικος", "ενήλικης":"ενήλικος", "ενηλικιωθεί":"ενηλικιώνομαι", "ενηλικιωθούν":"ενηλικιώνομαι", "ενηλικιώνεται":"ενηλικιώνομαι", "ενηλικίωση":"ενηλικίωση", "ενηλικίωσή":"ενηλικίωση", "ενηλικίωσης":"ενηλικίωση", "ενηλικίωσής":"ενηλικίωση", "ενήλικο":"ενήλικος", "ενήλικοι":"ενήλικος", "ενηλικοποίηση":"ενηλικοποίηση", "ενήλικος":"ενήλικος", "ενηλίκου":"ενήλικος", "ενήλικου":"ενήλικος", "ενηλίκους":"ενήλικος", "ενήλικους":"ενήλικος", "ενηλίκων":"ενήλικας", "ενήμερες":"ενήμερος", "ενήμερη":"ενήμερος", "ενήμερο":"ενήμερος", "ενήμεροι":"ενήμερος", "ενήμερος":"ενήμερος", "ενημερότητα":"ενημερότητα", "ενημερότητας":"ενημερότητα", "ενημερωθεί":"ενημερώνω", "ενημερωθείτε":"ενημερώνω", "ενημερώθηκα":"ενημερώνω", "ενημερώθηκαν":"ενημερώνω", "ενημερώθηκε":"ενημερώνω", "ενημερωθούν":"ενημερώνω", "ενημερωθώ":"ενημερώνω", "ενημερωμένες":"ενημερωμένος", "ενημερωμένη":"ενημερωμένος", "ενημερωμένο":"ενημερωμένος", "ενημερωμένοι":"ενημερωμένος", "ενημερωμένος":"ενημερωμένος", "ενημερωμένους":"ενημερώνω", "ενημερωμένων":"ενημερώνω", "ενημέρωναν":"ενημερώνω", "ενημερώνατε":"ενημερώνω", "ενημέρωνε":"ενημερώνω", "ενημερωνει":"ενημερώνω", "ενημερώνει":"ενημερώνω", "ενημερώνεις":"ενημερώνω", "ενημερώνεται":"ενημερώνω", "ενημερωνόμαστε":"ενημερώνω", "ενημερώνονται":"ενημερώνω", "ενημερώνοντας":"ενημερώνω", "ενημερώνοντάς":"ενημερώνω", "ενημερώνουμε":"ενημερώνω", "ενημερώνουν":"ενημερώνω", "ενημερώνω":"ενημερώνω", "ενημερώσαμε":"ενημερώνω", "ενημερωσαν":"ενημερώνω", "ενημέρωσαν":"ενημερώνω", "ενημερωσε":"ενημερώνω", "ενημέρωσε":"ενημερώνω", "ενημερώσει":"ενημερώνω", "ενημερώσεις":"ενημέρωση", "ενημέρωση":"ενημέρωση", "ενημέρωσή":"ενημέρωση", "ενημερωσης":"ενημέρωση", "ενημέρωσης":"ενημέρωση", "ενημέρωσής":"ενημέρωση", "ενημερώσουμε":"ενημερώνω", "ενημερώσουν":"ενημερώνω", "ενημερώσω":"ενημερώνω", "ενημερωτικά":"ενημερωτικός", "ενημερωτικές":"ενημερωτικός", "ενημερωτική":"ενημερωτικός", "ενημερωτική-διευκρινιστική":"ενημερωτική-διευκρινιστική", "ενημερωτικής":"ενημερωτικός", "ενημερωτικό":"ενημερωτικός", "ενημερωτικού":"ενημερωτικός", "ενημερωτικούς":"ενημερωτικός", "ενημερωτικών":"ενημερωτικός", "ενήργησαν":"ενεργώ", "ενήργησε":"ενεργώ", "ενθάρρυνα":"ενθαρρύνω", "ενθάρρυναν":"ενθαρρύνω", "ενθάρρυνε":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνει":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνεται":"ενθαρρύνω", "ενθαρρυνθούν":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνονται":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνοντας":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνοντάς":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνουμε":"ενθαρρύνω", "ενθαρρύνουν":"ενθαρρύνω", "ενθάρρυνση":"ενθάρρυνση", "ενθαρρυντικά":"ενθαρρυντικός", "ενθαρρυντικές":"ενθαρρυντικός", "ενθαρρυντική":"ενθαρρυντικός", "ενθαρρυντικό":"ενθαρρυντικός", "ενθαρρυντικών":"ενθαρρυντικός", "ένθεν":"ένθεν", "ένθερμα":"ένθερμα", "ένθερμη":"ένθερμος", "ένθερμο":"ένθερμος", "ένθερμοι":"ένθερμος", "ένθερμος":"ένθερμος", "ένθερμου":"ένθερμος", "ένθερμους":"ένθερμος", "ένθετα":"ένθετος", "ένθετες":"ένθετος", "ένθετη":"ένθετος", "ένθετο":"ένθετος", "ενθέτου":"ένθετος", "ενθουσιάζει":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάζεστε":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάζονται":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάζουν":"ενθουσιάζω", "ενθουσίασε":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάσει":"ενθουσιάζω", "ενθουσιασμένη":"ενθουσιασμένος", "ενθουσιασμένοι":"ενθουσιασμένος", "ενθουσιασμένος":"ενθουσιασμένος", "ενθουσιασμό":"ενθουσιασμός", "ενθουσιασμός":"ενθουσιασμός", "ενθουσιασμού":"ενθουσιασμός", "ενθουσιαστεί":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάστηκα":"ενθουσιάζω", "ενθουσιάστηκε":"ενθουσιάζω", "ενθουσιαστούμε":"ενθουσιάζω", "ενθουσιώδεις":"ενθουσιώδης", "ενθουσιώδες":"ενθουσιώδης", "ενθουσιώδη":"ενθουσιώδης", "ενθουσιώδης":"ενθουσιώδης", "ενθουσιωδών":"ενθουσιώδης", "ενθουσιωδώς":"ενθουσιωδώς", "ενθυμήματα":"ενθύμημα", "ενθύμια":"ενθύμιο", "ενθύμιο":"ενθύμιο", "ενθυμούμενη":"ενθυμούμενος", "ενθυμούμενος":"ενθυμούμενος", "ενιαία":"ενιαίος", "ενιαίας":"ενιαίος", "ενιαίες":"ενιαίος", "ενιαίο":"ενιαίος", "ενιαίος":"ενιαίος", "ενιαίου":"ενιαίος", "ενιαίων":"ενιαίος", "ενιατλούδη":"ενιατλούδη", "ενιθ":"ενιθ", "ενικό":"ενικός", "ενίν":"ενίν", "ενίοτε":"ενίοτε", "ενιπέα":"ενιπέα", "ενίσχυαν":"ενισχύω", "ενίσχυε":"ενισχύω", "ενισχύει":"ενισχύω", "ενισχύεται":"ενισχύω", "ενισχύετε":"ενισχύω", "ενισχυθεί":"ενισχύω", "ενισχύθηκαν":"ενισχύω", "ενισχύθηκε":"ενισχύω", "ενισχυθούμε":"ενισχύω", "ενισχυθούν":"ενισχύω", "ενισχυμένα":"ενισχύω", "ενισχυμένες":"ενισχυμένος", "ενισχυμένη":"ενισχυμένος", "ενισχυμένης":"ενισχύω", "ενισχυμένο":"ενισχύω", "ενισχυμένοι":"ενισχυμένος", "ενισχυμένος":"ενισχυμένος", "ενισχυμένων":"ενισχύω", "ενισχύονται":"ενισχύω", "ενισχύοντας":"ενισχύω", "ενισχύουμε":"ενισχύω", "ενισχύουν":"ενισχύω", "ενίσχυσαν":"ενισχύω", "ενίσχυσε":"ενισχύω", "ενισχύσει":"ενισχύω", "ενισχύσεις":"ενίσχυση", "ενισχύσεων":"ενίσχυση", "ενισχυση":"ενίσχυση", "ενίσχυση":"ενίσχυση", "ενίσχυσή":"ενίσχυση", "ενίσχυσης":"ενίσχυση", "ενισχύσουμε":"ενισχύω", "ενισχύσουν":"ενισχύω", "ενισχύσω":"ενισχύω", "ενισχυτικά":"ενισχυτικά", "ενισχυτική":"ενισχυτικός", "ενισχυτικής":"ενισχυτικός", "ενισχυτικό":"ενισχυτικός", "ενισχυτικός":"ενισχυτικός", "ενιτέα":"ενιιτέα", "ένιωθα":"νιώθω", "ένιωθαν":"νιώθω", "ενιωθε":"νιώθω", "ένιωθε":"νιώθω", "ένιωθες":"νιώθω", "ένιωσα":"νιώθω", "ένιωσαν":"νιώθω", "ένιωσε":"νιώθω", "ένκε":"ένκε", "εννεα":"εννέα", "εννέα":"εννέα", "εννεάμηνο":"εννεάμηνος", "εννεαμήνου":"εννεάμηνος", "εννια":"εννέα", "εννιά":"εννέα", "εννιακόσια":"εννιακόσιοι", "εννιάμηνη":"εννιάμηνος", "εννιάχρονα":"εννιάχρονος", "εννιάχρονη":"εννιάχρονος", "εννιάχρονο":"εννιάχρονος", "εννιαώροφο":"εννιαώροφο", "εννοεί":"εννοώ", "εννοείς":"εννοώ", "εννοείται":"εννοώ", "εννοείτε":"εννοώ", "εννοηθεί":"εννοώ", "εννοηθούν":"εννοώ", "εννοήσει":"εννοώ", "εννοία":"εννοία", "έννοια":"έννοια", "έννοιά":"έννοια", "έννοιαν":"έννοια", "έννοιας":"έννοια", "έννοιες":"έννοια", "εννοιολογικά":"εννοιολογικά", "εννοιολογικές":"εννοιολογικός", "εννοιολογική":"εννοιολογικός", "εννοιολογικής":"εννοιολογικός", "εννοιολογικό":"εννοιολογικός", "εννοιολογικοί":"εννοιολογικός", "εννοιών":"έννοια", "έννομα":"έννομος", "έννομη":"έννομος", "έννομης":"έννομος", "έννομο":"έννομος", "εννόμων":"έννομος", "εννοούμε":"εννοώ", "εννοούμενες":"εννοούμενος", "εννοούμενη":"εννοούμενος", "εννοούμενης":"εννοούμενος", "εννοούν":"εννοώ", "εννοούσαν":"εννοώ", "εννοούσατε":"εννοώ", "εννοούσε":"εννοώ", "εννοώ":"εννοώ", "εννοώντας":"εννοώ", "ένοιαζε":"νοιάζει", "ενοίκια":"ενοίκιο", "ενοικιάζει":"ενοικιάζω", "ενοικιάζεται":"ενοικιάζω", "ενοικιαζόμενα":"ενοικιαζόμενος", "ενοικιαζόμενη":"ενοικιαζόμενος", "ενοικιαζόμενο":"ενοικιαζόμενος", "ενοικιαζόμενους":"ενοικιαζόμενος", "ενοικιάζουν":"ενοικιάζω", "ενοικιάσει":"ενοικιάζω", "ενοικιασεις":"ενοικίαση", "ενοικιάσεις":"ενοικίαση", "ενοικιάσεως":"ενοικίαση", "ενοικίαση":"ενοικίαση", "ενοικίασης":"ενοικίαση", "ενοικιασθεί":"ενοικιάζω", "ενοικιαστεί":"ενοικιάζω", "ενοικιαστές":"ενοικιαστής", "ενοικιαστή":"ενοικιαστής", "ενοικιάστηκε":"ενοικιάζω", "ενοίκιο":"ενοίκιο", "ενοικίου":"ενοίκιο", "ενοικίων":"ενοίκιο", "ένοικοι":"ένοικος", "ένοικος":"ένοικος", "ενοίκους":"ένοικος", "ενοίκων":"ένοικος", "ένοιωθα":"νιώθω", "ένοιωσα":"νιώθω", "ενόμιζαν":"ενόμιζαν", "ενόντων":"ενόν", "ένοπλα":"ένοπλος", "ένοπλες":"ένοπλος", "ενοπλη":"ένοπλος", "ένοπλη":"ένοπλος", "ένοπλης":"ένοπλος", "ένοπλο":"ένοπλος", "ένοπλοι":"ένοπλος", "ένοπλος":"ένοπλος", "ένοπλου":"ένοπλος", "ενόπλους":"ένοπλος", "ένοπλους":"ένοπλος", "ενόπλων":"ένοπλος", "ένοπλων":"ένοπλος", "ενόπλως":"ενόπλως", "ενοποιεί":"ενοποιώ", "ενοποιείται":"ενοποιώ", "ενοποιηθούν":"ενοποιώ", "ενοποιημένα":"ενοποιημένος", "ενοποιημένες":"ενοποιημένος", "ενοποιημένη":"ενοποιώ", "ενοποιημένο":"ενοποιώ", "ενοποιημένος":"ενοποιώ", "ενοποιημένους":"ενοποιημένος", "ενοποιημένων":"ενοποιημένος", "ενοποιήσεις":"ενοποιώ", "ενοποίηση":"ενοποίηση", "ενοποίησης":"ενοποίηση", "ενοποιήσουμε":"ενοποιώ", "ενοποιητικά":"ενοποιητικός", "ενοποιητικό":"ενοποιητικός", "ενοποιούνται":"ενοποιώ", "ενόργανη":"ενόργανος", "ενόργανης":"ενόργανος", "ενορία":"ενορία", "ενοριακού":"ενοριακός", "ενορίας":"ενορία", "ένορκες":"ένορκος", "ένορκη":"ένορκος", "ένορκοι":"ένορκος", "ενόρκους":"ένορκος", "ενόρκων":"ένορκος", "ενόρκως":"ενόρκως", "ενορχηστρωμένη":"ενορχηστρώνω", "ενορχηστρωμένης":"ενορχηστρωμένος", "ενορχηστρωμένο":"ενορχηστρωμένος", "ενορχηστρωμένος":"ενορχηστρώνω", "ενορχηστρώνεται":"ενορχηστρώνω", "ενορχηστρώσει":"ενορχηστρώνω", "ενορχήστρωση":"ενορχήστρωση", "ενορχηστρωτής":"ενορχηστρωτής", "ενορχηστρωτική":"ενορχηστρωτικός", "ενός":"ένας", "ένός":"ένός", "ενόσω":"ενόσω", "ενοτητα":"ενότητα", "ενότητα":"ενότητα", "ενότητά":"ενότητα", "ενότητας":"ενότητα", "ενότητες":"ενότητα", "ενότητος":"ενότητα", "ενοτήτων":"ενότητα", "ενουαγκούνα":"ενουαγκούνα", "ένοχα":"ένοχος", "ενοχές":"ενοχή", "ενοχή":"ενοχή", "ένοχη":"ένοχος", "ενοχής":"ενοχή", "ενοχικές":"ενοχικός", "ενοχλεί":"ενοχλώ", "ενοχλείς":"ενοχλώ", "ενοχλείται":"ενοχλώ", "ενοχλείτε":"ενοχλώ", "ενοχληθεί":"ενοχλώ", "ενοχλήθη":"ενοχλώ", "ενοχλήθηκαν":"ενοχλώ", "ενοχλήθηκε":"ενοχλώ", "ενοχλήματα":"ενόχλημα", "ενοχλημένη":"ενοχλώ", "ενοχλημένοι":"ενοχλημένος", "ενοχλημένος":"ενοχλημένος", "ενόχλησαν":"ενοχλώ", "ενόχλησε":"ενοχλώ", "ενοχλήσει":"ενοχλώ", "ενοχλήσεις":"ενόχληση", "ενοχλήσεις":"ενοχλώ", "ενοχλήσετε":"ενοχλώ", "ενοχλήσεων":"ενόχληση", "ενόχληση":"ενόχληση", "ενόχλησή":"ενόχληση", "ενοχλήσουν":"ενοχλώ", "ενοχλητικά":"ενοχλητικός", "ενοχλητικές":"ενοχλητικός", "ενοχλητική":"ενοχλητικός", "ενοχλητικό":"ενοχλητικός", "ενοχλητικοί":"ενοχλητικός", "ενοχλητικός":"ενοχλητικός", "ενοχλητικότερες":"ενοχλητικός", "ενοχλητικούς":"ενοχλητικός", "ενοχλητικών":"ενοχλητικός", "ενοχλούν":"ενοχλώ", "ενοχλούνται":"ενοχλώ", "ενοχλούσα":"ενοχλώ", "ενοχλούσαν":"ενοχλώ", "ενοχλούσε":"ενοχλώ", "ένοχο":"ένοχος", "ένοχοι":"ένοχος", "ενοχοποιεί":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιείται":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιηθεί":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιήθηκαν":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιήσει":"ενοχοποιώ", "ενοχοποίησης":"ενοχοποίηση", "ενοχοποιήσουν":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιητικά":"ενοχοποιητικός", "ενοχοποιούν":"ενοχοποιώ", "ενοχοποιούνται":"ενοχοποιώ", "ενοχος":"ένοχος", "ένοχος":"ένοχος", "ενόχου":"ένοχος", "ενόχους":"ένοχος", "ενοχών":"ενοχή", "ενόχων":"ένοχος", "ενοψει":"ενόψει", "ενόψει":"ενόψει", "ενρικε":"ενρικε", "ενρίκε":"ενρίκε", "ενρίκι":"ενρίκι", "ενς":"ενς", "ενσαρκώθηκε":"ενσαρκώνω", "ενσάρκωνε":"ενσαρκώνω", "ενσαρκώνει":"ενσαρκώνω", "ενσαρκώνουν":"ενσαρκώνω", "ενσάρκωσε":"ενσαρκώνω", "ενσαρκώσει":"ενσαρκώνω", "ενσάρκωση":"ενσάρκωση", "ενσαρκώσουν":"ενσαρκώνω", "ένσημα":"ένσημο", "ένσημο":"ένσημος", "ενσήμου":"ένσημος", "ενσήμων":"ένσημο", "ενσκήπτει":"ενσκήπτω", "ενσκήψει":"ενσκήπτω", "ενστάσεις":"ένσταση", "ενστάσεων":"ένσταση", "ενστάσεως":"ένσταση", "ένσταση":"ένσταση", "ένστασή":"ένσταση", "ένστασης":"ένσταση", "ενστερνίζονται":"ενστερνίζομαι", "ενστερνισθεί":"ενστερνίζομαι", "ενστερνίσθηκαν":"ενστερνίζομαι", "ενστερνιστεί":"ενστερνίζομαι", "ενστερνιστούμε":"ενστερνίζομαι", "ένστικτα":"ένστικτος", "ένστικτά":"ένστικτος", "ένστικτο":"ένστικτος", "ένστικτό":"ένστικτος", "ενστίκτου":"ένστικτο", "ενστικτώδη":"ενστικτώδης", "ενστικτώδης":"ενστικτώδης", "ενστικτώδους":"ενστικτώδης", "ενστικτωδώς":"ενστικτωδώς", "ενστίκτων":"ένστικτο", "ένστολοι":"ένστολος", "ένστολος":"ένστολος", "ένστολους":"ένστολος", "ένστολων":"ένστολος", "ενσυνείδητα":"ενσυνείδητα", "ενσυνείδητη":"ενσυνείδητος", "ενσφράγιστων":"ενσφράγιστος", "ενσχέσει":"ενσχέσει", "ενσωματωθεί":"ενσωματώνω", "ενσωματώθηκαν":"ενσωματώνω", "ενσωματώθηκε":"ενσωματώνω", "ενσωματωθούν":"ενσωματώνω", "ενσωματωμένα":"ενσωματωμένος", "ενσωματωμένες":"ενσωματωμένος", "ενσωματωμένη":"ενσωματώνω", "ενσωματωμένο":"ενσωματωμένος", "ενσωματωμένους":"ενσωματώνω", "ενσωμάτωνε":"ενσωματώνω", "ενσωματώνει":"ενσωματώνω", "ενσωματώνεται":"ενσωματώνω", "ενσωματώνονται":"ενσωματώνω", "ενσωματώνοντας":"ενσωματώνω", "ενσωματώνουν":"ενσωματώνω", "ενσωμάτωσαν":"ενσωματώνω", "ενσωμάτωσε":"ενσωματώνω", "ενσωματώσει":"ενσωματώνω", "ενσωμάτωση":"ενσωμάτωση", "ενσωμάτωσή":"ενσωμάτωση", "ενσωμάτωσης":"ενσωμάτωση", "ενσωματώσουμε":"ενσωματώνω", "ενσωματώσουν":"ενσωματώνω", "εντ":"εντ", "έντα":"έντα", "ενταγμένη":"ενταγμένος", "ενταγμένο":"ενταγμένος", "ενταγμένος":"ενταγμένος", "ενταθεί":"εντείνω", "εντάθηκαν":"εντείνω", "εντάθηκε":"εντείνω", "ενταθούν":"εντείνω", "ένταλμα":"ένταλμα", "εντάλματα":"ένταλμα", "εντάλματος":"ένταλμα", "εντάξαμε":"εντάσσω", "εντάξει":"εντάξει", "εντάξεις":"ένταξη", "εντάξεων":"ένταξη", "εντάξεως":"ένταξη", "ένταξη":"ένταξη", "ένταξή":"ένταξη", "ένταξης":"ένταξη", "ένταξής":"ένταξη", "ενταξιακές":"ενταξιακός", "ενταξιακή":"ενταξιακός", "ενταξιακής":"ενταξιακός", "ενταξιακών":"ενταξιακός", "εντάξουμε":"εντάσσω", "εντάξουν":"εντάσσω", "εντάσεις":"ένταση", "εντάσεων":"ένταση", "εντάσεως":"ένταση", "ενταση":"ένταση", "ένταση":"ένταση", "έντασή":"ένταση", "έντασης":"ένταση", "εντάσσει":"εντάσσω", "εντάσσεται":"εντάσσω", "εντασσόμενες":"εντασσόμενος", "εντάσσονται":"εντάσσω", "εντάσσονταν":"εντάσσω", "εντάσσοντας":"εντάσσω", "εντάσσοντάς":"εντάσσω", "εντασσόταν":"εντάσσω", "εντάσσουν":"εντάσσω", "εντατικά":"εντατικά", "εντατικά":"εντατικός", "εντατικές":"εντατικός", "εντατική":"εντατικός", "εντατικής":"εντατικός", "εντατικό":"εντατικός", "εντατικοί":"εντατικός", "εντατικοποιήθηκαν":"εντατικοποιώ", "εντατικοποιηθούν":"εντατικοποιώ", "εντατικοποίηση":"εντατικοποίηση", "εντατικοποίησης":"εντατικοποίηση", "εντατικότατοι":"εντατικός", "εντατικότατους":"εντατικός", "εντατικότεροι":"εντατικός", "εντατικούς":"εντατικός", "εντατικών":"εντατικός", "ενταύθα":"ενταύθα", "ενταφιάσει":"ενταφιάζω", "ενταφιασμού":"ενταφιασμός", "ενταφιάσουν":"ενταφιάζω", "ενταφιαστεί":"ενταφιάζω", "ενταχθεί":"εντάσσω", "ενταχθείς":"εντάσσω", "ενταχθείτε":"εντάσσω", "εντάχθηκαν":"εντάσσω", "εντάχθηκε":"εντάσσω", "ενταχθούμε":"εντάσσω", "ενταχθούν":"εντάσσω", "ενταχθώ":"εντάσσω", "εντβίν":"εντβίν", "έντβιν":"έντβιν", "εντείνει":"εντείνω", "εντείνεται":"εντείνω", "εντεινόμενες":"εντεινόμενος", "εντεινόμενη":"εντεινόμενος", "εντεινόμενης":"εντεινόμενος", "εντεινόμενο":"εντεινόμενος", "εντεινόμενος":"εντεινόμενος", "εντεινόμενου":"εντεινόμενος", "εντείνονται":"εντείνω", "εντείνοντας":"εντείνω", "εντεινόταν":"εντείνω", "εντείνουμε":"εντείνω", "εντείνουν":"εντείνω", "εντεκα":"ένδεκα", "έντεκα":"ένδεκα", "εντεκάχρονου":"εντεκάχρονος", "εντέλει":"εντέλει", "εντέλεια":"εντέλεια", "εντέλλεται":"εντέλλομαι", "εντελώς":"εντελώς", "εντερικές":"εντερικός", "έντερο":"έντερο", "εντέρου":"έντερο", "εντεταλμένα":"εντέλλομαι", "εντεταλμένη":"εντεταλμένος", "εντεταλμένοι":"εντεταλμένος", "εντεταλμένος":"εντεταλμένος", "εντεταλμένων":"εντεταλμένος", "εντεύθεν":"εντεύθεν", "εντευκτηριο":"εντευκτήριο", "εντευκτήριο":"εντευκτήριο", "εντευκτήριό":"εντευκτήριο", "εντευκτηρίου":"εντευκτήριο", "έντεχνα":"έντεχνα", "έντεχνες":"έντεχνος", "έντεχνη":"έντεχνος", "έντεχνης":"έντεχνος", "έντεχνο":"έντεχνος", "έντεχνος":"έντεχνος", "εντέχνως":"έντεχνα", "έντι":"έντι", "εντιαγέ":"εντιαγέ", "εντιαγιέ":"εντιαγιέ", "έντιμα":"έντιμα", "έντιμη":"έντιμος", "έντιμο":"έντιμος", "έντιμοι":"έντιμος", "έντιμος":"έντιμος", "εντιμότατοι":"έντιμος", "εντιμότατος":"έντιμος", "εντιμότητα":"εντιμότητα", "εντιμότητά":"εντιμότητα", "εντιμότητας":"εντιμότητα", "έντιμους":"έντιμος", "εντίμων":"έντιμος", "έντιμων":"έντιμος", "έντισον":"έντισον", "εντίτ":"εντίτ", "έντιτ":"έντιτ", "εντμόν":"εντμόν", "εντμόντ":"εντμόντ", "έντμουντ":"έντμουντ", "έντνι":"έντνι", "εντοιχισμένες":"εντοιχίζω", "εντοκα":"έντοκα", "έντοκα":"έντοκα", "εντόκων":"έντοκος", "έντοκων":"έντοκος", "εντολέα":"εντολέας", "εντολέας":"εντολέας", "εντολείς":"εντολέας", "εντολές":"εντολή", "εντολέων":"εντολέας", "εντολή":"εντολή", "εντολήν":"εντολή", "εντολής":"εντολή", "εντολοδόχο":"εντολοδόχος", "εντολοδόχος":"εντολοδόχος", "εντολοδόχου":"εντολοδόχος", "εντολών":"εντολή", "έντομα":"έντομο", "εντομοκτόνα":"εντομοκτόνο", "εντομοκτόνο":"εντομοκτόνος", "εντόμου":"έντομο", "εντόμων":"έντομο", "έντονα":"έντονα", "έντονα":"έντονος", "έντονες":"έντονος", "έντονη":"έντονος", "έντονης":"έντονος", "έντονο":"έντονος", "έντονοι":"έντονος", "έντονος":"έντονος", "εντονότατα":"έντονα", "εντονότατες":"έντονος", "εντονότατη":"έντονος", "εντονότατο":"έντονος", "εντονότερα":"έντονος", "εντονότερες":"έντονος", "εντονότερη":"έντονος", "εντονότερο":"έντονος", "εντονότερους":"έντονος", "έντονου":"έντονος", "έντονους":"έντονος", "έντονων":"έντονος", "εντόνως":"έντονα", "εντόπια":"εντόπιος", "εντόπιζαν":"εντοπίζω", "εντοπίζει":"εντοπίζω", "εντοπίζεται":"εντοπίζω", "εντοπίζετε":"εντοπίζω", "εντοπίζονται":"εντοπίζω", "εντοπίζοντας":"εντοπίζω", "εντοπιζόταν":"εντοπίζω", "εντοπίζουμε":"εντοπίζω", "εντοπίζουν":"εντοπίζω", "εντοπιότητα":"εντοπιότητα", "εντόπιους":"εντόπιος", "εντοπίσαμε":"εντοπίζω", "εντόπισαν":"εντοπίζω", "εντόπισε":"εντοπίζω", "εντοπίσει":"εντοπίζω", "εντοπισθεί":"εντοπίζω", "εντοπίσθηκαν":"εντοπίζω", "εντοπίσθηκε":"εντοπίζω", "εντοπισθούν":"εντοπίζω", "εντοπισμένο":"εντοπίζω", "εντοπισμό":"εντοπισμός", "εντοπισμός":"εντοπισμός", "εντοπισμού":"εντοπισμός", "εντοπίσουμε":"εντοπίζω", "εντοπίσουν":"εντοπίζω", "εντοπιστεί":"εντοπίζω", "εντοπίστηκαν":"εντοπίζω", "εντοπίστηκε":"εντοπίζω", "εντοπιστούν":"εντοπίζω", "εντοπίων":"εντόπιος", "εντος":"εντός", "εντός":"εντός", "εντόσθια":"εντόσθια", "έντου":"έντου", "έντουαρντ":"έντουαρντ", "εντούρο":"εντούρο", "εντούτοις":"εντούτοις", "έντρι":"έντρι", "έντρομα":"έντρομος", "έντρομη":"έντρομος", "έντρομο":"έντρομος", "έντρομοι":"έντρομος", "έντρομος":"έντρομος", "εντροπία":"εντροπία", "εντροπίας":"εντροπία", "εντρυφεί":"εντρυφώ", "εντρυφήσει":"εντρυφώ", "εντρυφήσουμε":"εντρυφώ", "έντσον":"έντσον", "έντυπα":"έντυπο", "έντυπά":"έντυπο", "έντυπες":"έντυπος", "έντυπη":"έντυπος", "εντυπης":"έντυπος", "έντυπης":"έντυπος", "έντυπο":"έντυπο", "εντύπου":"έντυπο", "εντύπων":"έντυπο", "έντυπων":"έντυπος", "εντυπώσεις":"εντύπωση", "εντυπωσεων":"εντύπωση", "εντυπώσεων":"εντύπωση", "εντύπωση":"εντύπωση", "εντύπωσή":"εντύπωση", "εντύπωσης":"εντύπωση", "εντυπωσίαζαν":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάζει":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάζεστε":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάζονται":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάζοντας":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάζουν":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιακά":"εντυπωσιακά", "εντυπωσιακά":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακές":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακή":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακής":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακό":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακοί":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακός":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακότερο":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακού":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακούς":"εντυπωσιακός", "εντυπωσιακών":"εντυπωσιακός", "εντυπωσίασαν":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσίασε":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιασει":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάσει":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάσεις":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιασμένη":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιασμένοι":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιασμένος":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιασμενος":"εντυπωσιασμένος", "εντυπωσιασμό":"εντυπωσιασμός", "εντυπωσιασμού":"εντυπωσιασμός", "εντυπωσιασμούς":"εντυπωσιασμός", "εντυπωσιάστε":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιαστεί":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιαστείτε":"εντυπωσιάζω", "εντυπωσιάστηκε":"εντυπωσιάζω", "έντυσαν":"ντύνω", "έντυσε":"ντύνω", "εντωμεταξύ":"εντωμεταξύ", "ενυδρεία":"ενυδρείο", "ενυδρείο":"ενυδρείο", "ενυδρείου":"ενυδρείο", "ενυπάρχει":"ενυπάρχω", "ενυπάρχουν":"ενυπάρχω", "ενυπόγραφα":"ενυπόγραφα", "ενυπόγραφες":"ενυπόγραφος", "ενυπόγραφη":"ενυπόγραφος", "ενυπογράφως":"ενυπογράφως", "ενω":"ενώ", "ενώ":"ενώ", "ενωθεί":"ενώνω", "ενωθείτε":"ενώνω", "ενώθηκαν":"ενώνω", "ενωθούμε":"ενώνω", "ενωθούν":"ενώνω", "ενωμένα":"ενώνω", "ενωμένες":"ενωμένος", "ενωμένη":"ενωμένος", "ενωμένης":"ενωμένος", "ενωμένο":"ενωμένος", "ενωμένοι":"ενωμένος", "ενωμένου":"ενωμένος", "ενωμένους":"ενώνω", "ένωναν":"ενώνω", "ενώνει":"ενώνω", "ενώνεται":"ενώνω", "ενώνονται":"ενώνω", "ενώνοντας":"ενώνω", "ενώνουμε":"ενώνω", "ενώνουν":"ενώνω", "ενώπιον":"ενώπιον", "ενώπιόν":"ενώπιον", "ενώπιος":"ενώπιος", "ενωπίω":"ενωπίω", "ενωρίτερα":"νωρίς", "ένωσαν":"ενώνω", "ένωσε":"ενώνω", "ενώσει":"ενώνω", "ενώσεις":"ένωση", "ενώσετε":"ενώνω", "ενώσεων":"ένωση", "ενώσεως":"ένωση", "ενωση":"ένωση", "ένωση":"ένωση", "ένωσή":"ένωση", "ένωση-ονε":"ένωση-ονε", "ενωσης":"ένωση", "ένωσης":"ένωση", "ενωσίτες":"ενωσίτες", "ενώσουμε":"ενώνω", "ενώσουν":"ενώνω", "ενωτική":"ενωτικός", "ενωτικής":"ενωτικός", "ενωτικό":"ενωτικός", "ενωτικός":"ενωτικός", "ενωτικού":"ενωτικός", "ενωτικών":"ενωτικός", "εξ":"εκ", "εξ'":"εκ", "εξαγάγει":"εξάγω", "εξαγγείλατε":"εξαγγέλλω", "εξαγγείλει":"εξαγγέλλω", "εξαγγείλουν":"εξαγγέλλω", "εξαγγελθεί":"εξαγγέλλω", "εξαγγελθείσα":"εξαγγελθείς", "εξαγγέλθηκαν":"εξαγγέλλω", "εξαγγέλθηκε":"εξαγγέλλω", "εξαγγελθούν":"εξαγγέλλω", "εξαγγελία":"εξαγγελία", "εξαγγελίας":"εξαγγελία", "εξαγγελίες":"εξαγγελία", "εξαγγελιών":"εξαγγελία", "εξαγγέλλει":"εξαγγέλλω", "εξαγγέλλεται":"εξαγγέλλω", "εξαγγέλλοντας":"εξαγγέλλω", "εξάγει":"εξάγω", "εξάγεται":"εξάγω", "εξάγετε":"εξάγω", "εξαγνίζονταν":"εξαγνίζω", "εξαγνιστικούς":"εξαγνιστικός", "εξαγόμενο":"εξαγόμενος", "εξαγόμενων":"εξαγόμενος", "εξάγονται":"εξάγω", "εξαγορά":"εξαγορά", "εξαγόραζε":"εξαγοράζω", "εξαγοράζει":"εξαγοράζω", "εξαγοράζοντας":"εξαγοράζω", "εξαγοράς":"εξαγορά", "εξαγόρασαν":"εξαγοράζω", "εξαγόρασε":"εξαγοράζω", "εξαγοράσει":"εξαγοράζω", "εξαγορασθεί":"εξαγοράζω", "εξαγοράσθηκε":"εξαγοράζω", "εξαγοράσουν":"εξαγοράζω", "εξαγοραστεί":"εξαγοράζω", "εξαγοράστηκε":"εξαγοράζω", "εξαγορές":"εξαγορά", "εξαγορών":"εξαγορά", "εξάγουμε":"εξάγω", "εξάγουν":"εξάγω", "εξαγριωμένα":"εξαγριώνω", "εξαγριωμένο":"εξαγριώνω", "εξαγριωμένοι":"εξαγριωμένος", "εξαγριωμένους":"εξαγριώνω", "εξαγριωμένων":"εξαγριωμένος", "εξαγριώνει":"εξαγριώνω", "εξαγριώνονται":"εξαγριώνω", "εξαγρίωσε":"εξαγριώνω", "εξαγριώσουν":"εξαγριώνω", "εξαγωγέα":"εξαγωγέας", "εξαγωγεας":"εξαγωγέας", "εξαγωγείς":"εξαγωγέας", "εξαγωγές":"εξαγωγή", "εξαγωγεων":"εξαγωγέας", "εξαγωγέων":"εξαγωγέας", "εξαγωγή":"εξαγωγή", "εξαγωγής":"εξαγωγή", "εξαγωγικά":"εξαγωγικός", "εξαγωγικές":"εξαγωγικός", "εξαγωγική":"εξαγωγικός", "εξαγωγικό":"εξαγωγικός", "εξαγωγικοί":"εξαγωγικός", "εξαγωγικών":"εξαγωγικός", "εξαγώγιμα":"εξαγώγιμος", "εξαγώγιμη":"εξαγώγιμος", "εξαγώγιμο":"εξαγώγιμος", "εξαγωγών":"εξαγωγή", "εξάδα":"εξάδα", "εξαδακτυλου":"εξαδάκτυλος", "εξαδέλφη":"εξαδέλφη", "εξαδέλφης":"εξαδέλφη", "εξαδέλφια":"εξαδέλφια", "εξάδελφο":"εξάδελφος", "εξάδελφό":"εξάδελφος", "εξαδέλφου":"εξάδελφος", "εξαερίζονται":"εξαερίζω", "εξαερισμού":"εξαερισμός", "εξαέρωση":"εξαέρωση", "εξαέρωσης":"εξαέρωση", "εξαετή":"εξαετής", "εξαετία":"εξαετία", "εξαετίας":"εξαετία", "εξαθλιώθηκαν":"εξαθλιώνω", "εξαθλιωμένοι":"εξαθλιώνω", "εξαθλιωμένους":"εξαθλιωμένος", "εξαθλιωμένων":"εξαθλιωμένος", "εξαθλίωση":"εξαθλίωση", "εξαθλίωσή":"εξαθλίωση", "εξαθλίωσης":"εξαθλίωση", "εξαθλιωτή":"εξαθλιωτή", "εξαιρεθεί":"εξαιρώ", "εξαιρέθηκαν":"εξαιρώ", "εξαιρέθηκε":"εξαιρώ", "εξαιρεθούν":"εξαιρώ", "εξαιρεί":"εξαιρώ", "εξαίρει":"εξαίρω", "εξαιρείται":"εξαιρώ", "εξαίρεσαν":"εξαιρώ", "εξαιρέσει":"εξαιρώ", "εξαιρέσεις":"εξαίρεση", "εξαιρέσεων":"εξαίρεση", "εξαίρεση":"εξαίρεση", "εξαίρεσης":"εξαίρεση", "εξαίρεσιν":"εξαίρεση", "εξαιρέσουμε":"εξαιρώ", "εξαιρετέοι":"εξαιρετέος", "εξαίρετη":"εξαίρετος", "εξαίρετης":"εξαίρετος", "εξαιρετικά":"εξαιρετικά", "εξαιρετικές":"εξαιρετικός", "εξαιρετική":"εξαιρετικός", "εξαιρετικής":"εξαιρετικός", "εξαιρετικό":"εξαιρετικός", "εξαιρετικοί":"εξαιρετικός", "εξαιρετικός":"εξαιρετικός", "εξαιρετικού":"εξαιρετικός", "εξαιρετικούς":"εξαιρετικός", "εξαιρετικώς":"εξαιρετικά", "εξαίρετο":"εξαίρετος", "εξαίρετον":"εξαίρετος", "εξαίρετος":"εξαίρετος", "εξαίρετου":"εξαίρετος", "εξαιρέτους":"εξαίρετος", "εξαίρετων":"εξαίρετος", "εξαιρούμε":"εξαιρώ", "εξαιρουμένης":"εξαιρούμενος", "εξαιρουμένου":"εξαιρούμενος", "εξαιρούμενου":"εξαιρούμενος", "εξαιρουμένων":"εξαιρούμενος", "εξαίρουν":"εξαίρω", "εξαιρούνται":"εξαιρώ", "εξαιρούσε":"εξαιρώ", "εξαιρώντας":"εξαιρώ", "εξαίσια":"εξαίσια", "εξαίσιας":"εξαίσιος", "εξαίσιες":"εξαίσιος", "εξαίσιο":"εξαίσιος", "εξαιτίας":"εξαιτίας", "εξακολουθεί":"εξακολουθώ", "εξακολουθείτε":"εξακολουθώ", "εξακολούθησαν":"εξακολουθώ", "εξακολούθησε":"εξακολουθώ", "εξακολουθήσει":"εξακολουθώ", "εξακολούθηση":"εξακολούθηση", "εξακολούθησιν":"εξακολούθηση", "εξακολουθήσουμε":"εξακολουθώ", "εξακολουθήσουν":"εξακολουθώ", "εξακολουθούμε":"εξακολουθώ", "εξακολουθούν":"εξακολουθώ", "εξακολουθούσαμε":"εξακολουθώ", "εξακολουθούσαν":"εξακολουθώ", "εξακολουθούσε":"εξακολουθώ", "εξακολουθώ":"εξακολουθώ", "εξακόσια":"εξακόσιοι", "εξακόσιες":"εξακόσιοι", "εξακόσιους":"εξακόσιοι", "εξακοσίων":"εξακόσιοι", "εξακριβωθεί":"εξακριβώνω", "εξακριβωθούν":"εξακριβώνω", "εξακριβώνεται":"εξακριβώνω", "εξακρίβωσε":"εξακριβώνω", "εξακριβώσει":"εξακριβώνω", "εξακρίβωση":"εξακρίβωση", "εξακριβώσουν":"εξακριβώνω", "εξακύλινδρη":"εξακύλινδρος", "εξακύλινδρος":"εξακύλινδρος", "εξαλείφεται":"εξαλείφω", "εξαλειφθεί":"εξαλείφω", "εξαλειφθούν":"εξαλείφω", "εξαλείφονται":"εξαλείφω", "εξαλείφοντας":"εξαλείφω", "εξαλείφουν":"εξαλείφω", "εξάλειψε":"εξαλείφω", "εξαλείψει":"εξαλείφω", "εξαλείψεις":"εξάλειψη", "εξάλειψη":"εξάλειψη", "εξάλειψης":"εξάλειψη", "εξαλείψουμε":"εξαλείφω", "εξαλείψουν":"εξαλείφω", "έξαλλα":"έξαλλα", "εξαλλη":"έξαλλος", "έξαλλη":"έξαλλος", "έξαλλο":"έξαλλος", "έξαλλοι":"έξαλλος", "έξαλλος":"έξαλλος", "εξάλλου":"εξάλλου", "έξαλλους":"έξαλλος", "εξαμαρτείν":"εξαμαρτείν", "εξάμβλωμα":"εξάμβλωμα", "εξαμβλωματικές":"εξαμβλωματικός", "εξαμελή":"εξαμελής", "εξαμελής":"εξαμελής", "εξάμηνα":"εξάμηνος", "εξάμηνη":"εξάμηνος", "εξάμηνης":"εξάμηνος", "εξαμηνιαίων":"εξαμηνιαίος", "εξάμηνο":"εξάμηνο", "εξαμήνου":"εξάμηνο", "εξαμήνων":"εξάμηνο", "εξανάγκαζαν":"εξαναγκάζω", "εξαναγκάζει":"εξαναγκάζω", "εξαναγκάζεται":"εξαναγκάζω", "εξαναγκάζονται":"εξαναγκάζω", "εξανάγκασαν":"εξαναγκάζω", "εξαναγκάσει":"εξαναγκάζω", "εξαναγκασμό":"εξαναγκασμός", "εξαναγκασμός":"εξαναγκασμός", "εξαναγκασμούς":"εξαναγκασμός", "εξαναγκάσουν":"εξαναγκάζω", "εξαναγκαστεί":"εξαναγκάζω", "εξαναγκαστικής":"εξαναγκαστικός", "εξανεμίζεται":"εξανεμίζω", "εξανεμίζετε":"εξανεμίζω", "εξανεμίζονται":"εξανεμίζω", "εξανεμίζονταν":"εξανεμίζω", "εξανεμίζοντας":"εξανεμίζω", "εξανέμισαν":"εξανεμίζω", "εξανεμιστεί":"εξανεμίζω", "εξανεμίστηκαν":"εξανεμίζω", "εξανεμίστηκε":"εξανεμίζω", "εξανέστη":"εξανίσταμαι", "εξανθήματα":"εξάνθημα", "εξανθρώπισαν":"εξανθρωπίζω", "εξανθρωπισμό":"εξανθρωπισμός", "εξανθρωπισμός":"εξανθρωπισμός", "εξανθρωπίσουν":"εξανθρωπίζω", "εξανίστανται":"εξανίσταμαι", "εξάντας":"εξάντας", "εξαντλεί":"εξαντλώ", "εξαντλείστε":"εξαντλώ", "εξαντλείται":"εξαντλώ", "εξαντληθεί":"εξαντλώ", "εξαντληθείτε":"εξαντλώ", "εξαντλήθηκαν":"εξαντλώ", "εξαντλήθηκε":"εξαντλώ", "εξαντληθούν":"εξαντλώ", "εξαντλημένες":"εξαντλώ", "εξαντλημένοι":"εξαντλημένος", "εξαντλημένος":"εξαντλημένος", "εξαντλημένου":"εξαντλημένος", "εξαντλήσαμε":"εξαντλώ", "εξάντλησαν":"εξαντλώ", "εξάντλησε":"εξαντλώ", "εξαντλήσει":"εξαντλώ", "εξάντληση":"εξάντληση", "εξάντλησης":"εξάντληση", "εξαντλήσουμε":"εξαντλώ", "εξαντλήσουν":"εξαντλώ", "εξαντλήσω":"εξαντλώ", "εξαντλητικά":"εξαντλητικά", "εξαντλητικές":"εξαντλητικός", "εξαντλητική":"εξαντλητικός", "εξαντλητικής":"εξαντλητικός", "εξαντλητικό":"εξαντλητικός", "εξαντλητικότερα":"εξαντλητικός", "εξαντλητικού":"εξαντλητικός", "εξαντλούν":"εξαντλώ", "εξαντλούνται":"εξαντλώ", "εξαντλούνταν":"εξαντλώ", "εξαντλούσε":"εξαντλώ", "εξαντλώντας":"εξαντλώ", "εξάπαντος":"εξάπαντος", "εξαπατά":"εξαπατώ", "εξαπατηθεί":"εξαπατώ", "εξαπατήθηκαν":"εξαπατώ", "εξαπάτησαν":"εξαπατώ", "εξαπάτησε":"εξαπατώ", "εξαπατήσει":"εξαπατώ", "εξαπάτηση":"εξαπάτηση", "εξαπάτησης":"εξαπάτηση", "εξαπατήσουν":"εξαπατώ", "εξαπατούσε":"εξαπατώ", "εξαπέλυε":"εξαπολύω", "εξαπέλυσαν":"εξαπολύω", "εξαπέλυσε":"εξαπολύω", "εξαπλασιάστηκαν":"εξαπλασιάζω", "εξαπλατανου":"εξαπλάτανος", "εξαπλωθεί":"εξαπλώνω", "εξαπλώθηκαν":"εξαπλώνω", "εξαπλώθηκε":"εξαπλώνω", "εξαπλωθούν":"εξαπλώνω", "εξαπλώνεται":"εξαπλώνω", "εξαπλώνονται":"εξαπλώνω", "εξαπλωνόταν":"εξαπλώνω", "εξάπλωση":"εξάπλωση", "εξάπλωσή":"εξάπλωση", "εξάπλωσης":"εξάπλωση", "εξαπλώσουμε":"εξαπλώνω", "εξαπλώσουν":"εξαπλώνω", "εξαπολύει":"εξαπολύω", "εξαπολύθηκε":"εξαπολύω", "εξαπολύουν":"εξαπολύω", "εξαπολύσει":"εξαπολύω", "εξαπολύσουν":"εξαπολύω", "εξάπτει":"εξάπτω", "εξαργυρώσει":"εξαργυρώνω", "εξαργυρώσιμο":"εξαργυρώσιμος", "εξαργυρώσουν":"εξαργυρώνω", "εξάρες":"εξάρα", "εξαρθρωθεί":"εξαρθρώνω", "εξαρθρώθηκαν":"εξαρθρώνω", "εξαρθρώθηκε":"εξαρθρώνω", "εξαρθρωμένου":"εξαρθρωμένος", "εξαρθρώνουν":"εξαρθρώνω", "εξαρθρώσαμε":"εξαρθρώνω", "εξάρθρωσαν":"εξαρθρώνω", "εξάρθρωσε":"εξαρθρώνω", "εξάρθρωση":"εξάρθρωση", "εξάρθρωσή":"εξάρθρωση", "εξάρθρωσης":"εξάρθρωση", "εξάρσεις":"έξαρση", "εξαρση":"έξαρση", "έξαρση":"έξαρση", "έξαρσης":"έξαρση", "εξαρτά":"εξαρτώ", "εξαρτάται":"εξαρτώ", "εξαρτηθεί":"εξαρτώ", "εξαρτηθούν":"εξαρτώ", "εξαρτήματα":"εξάρτημα", "εξαρτήματά":"εξάρτημα", "εξαρτημάτων":"εξάρτημα", "εξαρτημένα":"εξαρτώ", "εξαρτημένες":"εξαρτώ", "εξαρτημένη":"εξαρτώ", "εξαρτημένης":"εξαρτημένος", "εξαρτημένο":"εξαρτώ", "εξαρτημένοι":"εξαρτώ", "εξαρτημένος":"εξαρτώ", "εξαρτημένους":"εξαρτημένος", "εξαρτημένων":"εξαρτώ", "εξάρτησε":"εξαρτώ", "εξαρτήσεις":"εξάρτηση", "εξαρτήσεις":"εξαρτώ", "εξάρτηση":"εξάρτηση", "εξάρτησή":"εξάρτηση", "εξάρτησης":"εξάρτηση", "εξάρτησής":"εξάρτηση", "εξαρτησιογόνων":"εξαρτησιογόνος", "εξαρτιόνταν":"εξαρτώ", "εξαρτιόταν":"εξαρτώ", "εξάρτιση":"εξάρτιση", "εξαρτούν":"εξαρτώ", "εξάρτυση":"εξάρτυση", "εξαρτώ":"εξαρτώ", "εξαρτώμενοι":"εξαρτώμενος", "εξαρτώμενους":"εξαρτώμενος", "εξαρτώνται":"εξαρτώ", "εξάρχεια":"εξάρχεια", "εξαρχείων":"εξάρχεια", "εξαρχής":"εξαρχής", "έξαρχο":"έξαρχος", "εξάρχοντος":"εξάρχων", "εξάρχου":"έξαρχος", "εξασθενεί":"εξασθενώ", "εξασθενημένο":"εξασθενώ", "εξασθενημένος":"εξασθενώ", "εξασθενημένου":"εξασθενώ", "εξασθενημένους":"εξασθενώ", "εξασθενήσει":"εξασθενώ", "εξασθένηση":"εξασθένηση", "εξασθένησης":"εξασθένηση", "εξασθενήσουν":"εξασθενώ", "εξασθενίζει":"εξασθενίζω", "εξασθένιση":"εξασθένιση", "εξασθένισης":"εξασθένιση", "εξασθενούν":"εξασθενώ", "εξασκεί":"εξασκώ", "εξασκείται":"εξασκώ", "εξασκείτε":"εξασκώ", "εξασκηθεί":"εξασκώ", "εξασκηθούν":"εξασκώ", "εξάσκησαν":"εξασκώ", "εξασκήσει":"εξασκώ", "εξασκήσετε":"εξασκώ", "εξάσκηση":"εξάσκηση", "εξάσκησης":"εξάσκηση", "εξασκήσουν":"εξασκώ", "εξασκούν":"εξασκώ", "εξασκούσε":"εξασκώ", "εξάσφαιρο":"εξάσφαιρος", "εξασφάλιζαν":"εξασφαλίζω", "εξασφάλιζε":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζει":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζεις":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζεται":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζονται":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζοντας":"εξασφαλίζω", "εξασφαλιζόταν":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζουμε":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίζουν":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίσαμε":"εξασφαλίζω", "εξασφάλισαν":"εξασφαλίζω", "εξασφάλισε":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίσει":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίσεως":"εξασφάλιση", "εξασφάλιση":"εξασφάλιση", "εξασφάλισης":"εξασφάλιση", "εξασφαλισθεί":"εξασφαλίζω", "εξασφαλισθούν":"εξασφαλίζω", "εξασφαλισμένη":"εξασφαλισμένος", "εξασφαλισμένο":"εξασφαλισμένος", "εξασφαλίσουμε":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίσουν":"εξασφαλίζω", "εξασφαλιστεί":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίστηκε":"εξασφαλίζω", "εξασφαλίσω":"εξασφαλίζω", "εξαταξίου":"εξατάξιος", "εξατμίζεται":"εξατμίζω", "εξατμίσεις":"εξάτμιση", "εξατμίσεων":"εξάτμιση", "εξάτμιση":"εξάτμιση", "εξάτμισης":"εξάτμιση", "εξατμιστεί":"εξατμίζω", "εξατμίστηκαν":"εξατμίζω", "εξατομικευμένες":"εξατομικεύω", "εξατομικευμένη":"εξατομικεύω", "εξατομικευμένης":"εξατομικευμένος", "εξατομικευμένων":"εξατομικεύω", "εξατομίκευση":"εξατομίκευση", "εξαϋλώνεται":"εξαϋλώνω", "εξαφανίζει":"εξαφανίζω", "εξαφανίζεται":"εξαφανίζω", "εξαφανιζόμασταν":"εξαφανίζω", "εξαφανίζονται":"εξαφανίζω", "εξαφανίζοντας":"εξαφανίζω", "εξαφανιζόταν":"εξαφανίζω", "εξαφανίζουμε":"εξαφανίζω", "εξαφανίζουν":"εξαφανίζω", "εξαφάνισαν":"εξαφανίζω", "εξαφάνισε":"εξαφανίζω", "εξαφανίσει":"εξαφανίζω", "εξαφανίσεις":"εξαφάνιση", "εξαφανίσεων":"εξαφάνιση", "εξαφανίσεως":"εξαφάνιση", "εξαφάνιση":"εξαφάνιση", "εξαφάνισή":"εξαφάνιση", "εξαφάνισης":"εξαφάνιση", "εξαφάνισής":"εξαφάνιση", "εξαφανισθεί":"εξαφανίζω", "εξαφανίσθηκαν":"εξαφανίζω", "εξαφανίσθηκε":"εξαφανίζω", "εξαφανισθούν":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένες":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένη":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένο":"εξαφανισμένος", "εξαφανισμένοι":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένος":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένου":"εξαφανίζω", "εξαφανισμένων":"εξαφανίζω", "εξαφανίσου":"εξαφανίζω", "εξαφανίσουμε":"εξαφανίζω", "εξαφανίσουν":"εξαφανίζω", "εξαφανιστεί":"εξαφανίζω", "εξαφανίστηκαν":"εξαφανίζω", "εξαφανίστηκε":"εξαφανίζω", "εξαφανιστούμε":"εξαφανίζω", "εξαφανιστούν":"εξαφανίζω", "εξαφανιστώ":"εξαφανίζω", "εξαχθεί":"εξάγω", "εξαχθούν":"εξάγω", "εξαχνώνεται":"εξαχνώνεται", "εξαχρείωση":"εξαχρείωση", "εξάχρονη":"εξάχρονος", "εξάχρονο":"εξάχρονος", "εξάχρονος":"εξάχρονος", "εξάψει":"εξάπτω", "έξαψη":"έξαψη", "εξάωρη":"εξάωρος", "εξαώροφο":"εξαώροφος", "εξεγείρεται":"εξεγείρω", "εξεγείρονται":"εξεγείρω", "εξεγερθεί":"εξεγείρω", "εξεγερθούν":"εξεγείρω", "εξεγερμένη":"εξεγείρω", "εξεγερμένης":"εξεγείρω", "εξεγερμένους":"εξεγερμένος", "εξεγερμένων":"εξεγείρω", "εξεγέρσεις":"εξέγερση", "εξεγέρσεων":"εξέγερση", "εξέγερση":"εξέγερση", "εξέγερσης":"εξέγερση", "εξεδηλώθη":"εκδηλώνω", "εξεδήλωσε":"εκδηλώνω", "εξέδιδαν":"εκδίδω", "εξέδιδε":"εκδίδω", "εξεδίδετο":"εξεδίδετο", "εξεδιώχθησαν":"εκδιώκω", "εξεδόθη":"εκδίδω", "εξεδόθησαν":"εκδίδω", "εξέδρα":"εξέδρα", "εξέδρας":"εξέδρα", "εξέδρες":"εξέδρα", "εξέδωσαν":"εκδίδω", "εξέδωσε":"εκδίδω", "εξεζητημένα":"εξεζητημένος", "εξεζητημένες":"εξεζητημένος", "εξεζητημένη":"εξεζητημένος", "εξεζητημένο":"εξεζητημένος", "εξεζητημένος":"εξεζητημένος", "εξέθεσα":"εκθέτω", "εξέθεσαν":"εκθέτω", "εξέθεσε":"εκθέτω", "εξέθετε":"εκθέτω", "εξέθρεψαν":"εκτρέφω", "εξέθρεψε":"εκτρέφω", "εξειδικεύεται":"εξειδικεύω", "εξειδικευθεί":"εξειδικεύω", "εξειδικεύθηκε":"εξειδικεύω", "εξειδικευμένα":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένες":"εξειδικεύω", "εξειδικευμένη":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένης":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένο":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένος":"εξειδικεύω", "εξειδικευμένου":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένους":"εξειδικευμένος", "εξειδικευμένων":"εξειδικευμένος", "εξειδικεύονται":"εξειδικεύω", "εξειδίκευση":"εξειδίκευση", "εξειδίκευσή":"εξειδίκευση", "εξειδίκευσης":"εξειδίκευση", "εξειδικευτεί":"εξειδικεύω", "εξειδικεύτηκαν":"εξειδικεύω", "εξειδικεύτηκε":"εξειδικεύω", "εξεικόνιση":"εξεικόνιση", "έξελ":"έξελ", "εξέλαβαν":"εκλαμβάνω", "εξέλαβε":"εκλαμβάνω", "εξελέγη":"εκλέγω", "εξελέγησαν":"εκλέγω", "εξέλεξαν":"εκλέγω", "εξέλεξε":"εκλέγω", "εξέλθει":"εξέρχομαι", "εξέλθουμε":"εξέρχομαι", "εξέλθουν":"εξέρχομαι", "εξελιγμένα":"εξελιγμένος", "εξελιγμένες":"εξελιγμένος", "εξελιγμένη":"εξελιγμένος", "εξελιγμένο":"εξελιγμένος", "εξελιγμένοι":"εξελιγμένος", "εξελιγμένος":"εξελίσσω", "εξελικτική":"εξελικτικός", "εξέλιξαν":"εξελίσσω", "εξελίξει":"εξελίσσω", "εξελιξεις":"εξέλιξη", "εξελίξεις":"εξέλιξη", "εξελίξεις-εκτιμήσεις":"εξελίξεις-εκτιμήσεις", "εξελιξεων":"εξέλιξη", "εξελίξεων":"εξέλιξη", "εξελίξεών":"εξέλιξη", "εξελίξεως":"εξέλιξη", "εξελιξη":"εξέλιξη", "εξέλιξη":"εξέλιξη", "εξέλιξή":"εξέλιξη", "εξέλιξης":"εξέλιξη", "εξέλιξής":"εξέλιξη", "εξελίξουν":"εξελίσσω", "εξέλιπε":"εκλείπω", "εξελίσσεται":"εξελίσσω", "εξελισσόμενες":"εξελισσόμενος", "εξελισσόμενη":"εξελισσόμενος", "εξελισσόμενο":"εξελισσόμενος", "εξελισσόμενος":"εξελισσόμενος", "εξελίσσονται":"εξελίσσω", "εξελίσσονταν":"εξελίσσω", "εξελισσόταν":"εξελίσσω", "εξελιχθεί":"εξελίσσω", "εξελιχθείτε":"εξελίσσω", "εξελίχθηκαν":"εξελίσσω", "εξελίχθηκε":"εξελίσσω", "εξελιχθούν":"εξελίσσω", "εξελιχτεί":"εξελίσσω", "εξελίχτηκε":"εξελίσσω", "εξεμάνη":"εξεμάνη", "εξεμάνησαν":"εξεμάνησαν", "εξέπεμπε":"εκπέμπω", "εξέπεμψε":"εκπέμπω", "εξεπλάγη":"εκπλήσσω", "εξεπλάγην":"εκπλήττω", "εξεπλάγησαν":"εκπλήσσω", "εξέπληξε":"εκπλήσσω", "έξεπληξε":"εκπλήσσω", "εξέπληττε":"εκπλήσσω", "εξέπνεε":"εκπνέω", "εξέπνευσε":"εκπνέω", "εξερευνά":"εξερευνώ", "εξερευνηθεί":"εξερευνώ", "εξερεύνησαν":"εξερευνώ", "εξερευνήσει":"εξερευνώ", "εξερευνήσεις":"εξερεύνηση", "εξερευνήσεις":"εξερευνώ", "εξερευνήσεων":"εξερεύνηση", "εξερευνήσεών":"εξερεύνηση", "εξερεύνηση":"εξερεύνηση", "εξερεύνησης":"εξερεύνηση", "εξερεύνησής":"εξερεύνηση", "εξερευνήσουν":"εξερευνώ", "εξερευνητές":"εξερευνητής", "εξερευνητή":"εξερευνητής", "εξερευνητής":"εξερευνητής", "εξερευνητική":"εξερευνητικός", "εξερευνητών":"εξερευνητής", "εξερευνούμε":"εξερευνώ", "εξερευνούν":"εξερευνώ", "εξερευνώντας":"εξερευνώ", "εξερράγη":"εκρήγνυμαι", "εξερράγησαν":"εκρήγνυμαι", "εξέρχεται":"εξέρχομαι", "εξερχόμενος":"εξερχόμενος", "εξερχόμενων":"εξερχόμενος", "εξέρχονται":"εξέρχομαι", "εξέταζαν":"εξετάζω", "εξέταζε":"εξετάζω", "εξετάζει":"εξετάζω", "εξετάζεται":"εξετάζω", "εξετάζετε":"εξετάζω", "εξεταζόμενα":"εξεταζόμενος", "εξεταζόμενης":"εξεταζόμενος", "εξεταζόμενο":"εξεταζόμενος", "εξεταζόμενος":"εξεταζόμενος", "εξεταζόμενου":"εξεταζόμενος", "εξεταζομένων":"εξεταζόμενος", "εξεταζόμενων":"εξεταζόμενος", "εξετάζονται":"εξετάζω", "εξετάζονταν":"εξετάζω", "εξετάζοντας":"εξετάζω", "εξεταζόταν":"εξετάζω", "εξετάζουμε":"εξετάζω", "εξετάζουν":"εξετάζω", "εξετάζω":"εξετάζω", "εξετάσαμε":"εξετάζω", "εξέτασαν":"εξετάζω", "εξετάσατε":"εξετάζω", "εξέτασε":"εξετάζω", "εξετάσει":"εξετάζω", "εξετασεις":"εξέταση", "εξετάσεις":"εξέταση", "εξετάσετε":"εξετάζω", "εξετάσεων":"εξέταση", "εξετάσεως":"εξέταση", "εξέταση":"εξέταση", "εξέτασή":"εξέταση", "εξέτασης":"εξέταση", "εξέτασής":"εξέταση", "εξετασθεί":"εξετάζω", "εξετασθείς":"εξετάζω", "εξετασθέντων":"εξετασθείς", "εξετάσθηκαν":"εξετάζω", "εξετάσθηκε":"εξετάζω", "εξετασθούν":"εξετάζω", "εξετάσουμε":"εξετάζω", "εξετάσουν":"εξετάζω", "εξετάστε":"εξετάζω", "εξεταστέα":"εξεταστέος", "εξεταστέας":"εξεταστέος", "εξεταστεί":"εξετάζω", "εξεταστή":"εξεταστής", "εξετάστηκαν":"εξετάζω", "εξετάστηκε":"εξετάζω", "εξεταστικά":"εξεταστικός", "εξεταστικές":"εξεταστικός", "εξεταστική":"εξεταστικός", "εξεταστικής":"εξεταστικός", "εξεταστικό":"εξεταστικός", "εξεταστικού":"εξεταστικός", "εξεταστικών":"εξεταστικός", "εξεταστούμε":"εξετάζω", "εξεταστούν":"εξετάζω", "εξεταστών":"εξεταστής", "εξετάσω":"εξετάζω", "έξετερ":"έξετερ", "εξέτισαν":"εκτίω", "εξέτισε":"εκτίω", "εξετράπη":"εκτρέπω", "εξευγενίζει":"εξευγενίζω", "εξευγενισμού":"εξευγενισμός", "εξευμενισμού":"εξευμενισμός", "εξευμενιστεί":"εξευμενίζω", "εξευρεθεί":"εξευρίσκω", "εξευρεθούν":"εξευρίσκω", "εξεύρεση":"εξεύρεση", "εξεύρεσης":"εξεύρεση", "εξευρωπαϊσμό":"εξευρωπαϊσμός", "εξευτελίζει":"εξευτελίζω", "εξευτελίζεται":"εξευτελίζω", "εξευτελίζονται":"εξευτελίζω", "εξευτελίζουν":"εξευτελίζω", "εξευτέλισαν":"εξευτελίζω", "εξευτελίσει":"εξευτελίζω", "εξευτελίσεις":"εξευτελίζω", "εξευτελισμό":"εξευτελισμός", "εξευτελισμός":"εξευτελισμός", "εξευτελισμούς":"εξευτελισμός", "εξευτελιστεί":"εξευτελίζω", "εξευτελιστική":"εξευτελιστικός", "εξευτελιστικό":"εξευτελιστικός", "εξευτελιστικούς":"εξευτελιστικός", "εξέφραζαν":"εκφράζω", "εξέφραζε":"εκφράζω", "εξέφρασα":"εκφράζω", "εξέφρασαν":"εκφράζω", "εξέφρασε":"εκφράζω", "εξέχον":"εξέχων", "εξέχοντα":"εξέχων", "εξέχοντες":"εξέχων", "εξέχουν":"εξέχω", "εξέχουσα":"εξέχων", "εξέχουσες":"εξέχων", "εξέχων":"εξέχων", "έξη":"έξη", "εξήγαγαν":"εξάγω", "εξήγγειλαν":"εξαγγέλλω", "εξήγγειλε":"εξαγγέλλω", "εξηγγέλθη":"εξαγγέλλω", "εξήγε":"εξάγω", "εξηγεί":"εξηγώ", "εξηγείς":"εξηγώ", "εξηγείστε":"εξηγώ", "εξηγείται":"εξηγώ", "εξηγείτε":"εξηγώ", "εξηγηθεί":"εξηγώ", "εξηγήθηκε":"εξηγώ", "εξηγηθούν":"εξηγώ", "εξηγηθώ":"εξηγώ", "εξήγησα":"εξηγώ", "εξήγησαν":"εξηγώ", "εξήγησε":"εξηγώ", "εξηγήσει":"εξηγώ", "εξηγήσεις":"εξήγηση", "εξηγήσετε":"εξηγώ", "εξήγηση":"εξήγηση", "εξήγησή":"εξήγηση", "εξήγησης":"εξήγηση", "εξηγήσιμο":"εξηγήσιμος", "εξηγήσουμε":"εξηγώ", "εξηγήσουν":"εξηγώ", "εξηγήσω":"εξηγώ", "εξηγούμαστε":"εξηγώ", "εξηγούμε":"εξηγώ", "εξηγούν":"εξηγώ", "εξηγούνται":"εξηγώ", "εξηγούσα":"εξηγώ", "εξηγούσαμε":"εξηγώ", "εξηγούσαν":"εξηγώ", "εξηγούσε":"εξηγώ", "εξηγώ":"εξηγώ", "εξηγώντας":"εξηγώ", "εξηκριβώθη":"εξηκριβώθη", "εξήλθαν":"εξέρχομαι", "εξήλθε":"εξέρχομαι", "εξημερωμένα":"εξημερώνω", "εξημερώνει":"εξημερώνω", "εξημερώσει":"εξημερώνω", "εξημέρωση":"εξημέρωση", "εξημερώσουν":"εξημερώνω", "εξήντα":"εξήντα", "εξηντάχρονος":"εξηντάχρονος", "εξήραν":"εξαίρω", "εξήρε":"εξαίρω", "εξής":"εξής", "εξήψε":"εξάπτω", "εξι":"έξι", "έξι":"έξι", "'έξι":"'έξι", "εξιδανικευμένη":"εξιδανικεύω", "εξιδανικεύουμε":"εξιδανικεύω", "εξιδανικεύσεις":"εξιδανικεύω", "εξιδανίκευση":"εξιδανίκευση", "εξιλαστήρια":"εξιλαστήριος", "εξιλεώθηκε":"εξιλεώνω", "εξιλεωθούν":"εξιλεώνω", "εξιλέωση":"εξιλέωση", "εξιλέωσης":"εξιλέωση", "εξισορροπηθεί":"εξισορροπώ", "εξισορροπηθούν":"εξισορροπώ", "εξισορροπήσει":"εξισορροπώ", "εξισορρόπηση":"εξισορρόπηση", "εξισορρόπησης":"εξισορρόπηση", "εξισορροπήσουμε":"εξισορροπώ", "εξισορροπητικό":"εξισορροπητικός", "εξισορροπούν":"εξισορροπώ", "εξίσου":"εξίσου", "εξιστορεί":"εξιστορώ", "εξιστορείται":"εξιστορώ", "εξιστόρηση":"εξιστόρηση", "εξιστορήσουν":"εξιστορώ", "εξιστορούν":"εξιστορώ", "εξιστορούνται":"εξιστορώ", "εξισωθεί":"εξισώνω", "εξισώνει":"εξισώνω", "εξισώσει":"εξισώνω", "εξισώσεις":"εξίσωση", "εξισώσεων":"εξίσωση", "εξίσωση":"εξίσωση", "εξίσωσή":"εξίσωση", "εξίσωσης":"εξίσωση", "εξιτάρισε":"εξιτάρω", "εξιτήριο":"εξιτήριο", "εξιχνιάσαμε":"εξιχνιάζω", "εξιχνιάσει":"εξιχνιάζω", "εξιχνίαση":"εξιχνίαση", "εξιχνιάσθηκαν":"εξιχνιάζω", "εξιχνιάσουν":"εξιχνιάζω", "εξιχνιάστε":"εξιχνιάζω", "εξιχνιάστηκαν":"εξιχνιάζω", "εξιχνιάστηκε":"εξιχνιάζω", "εξοβέλισε":"εξοβελίζω", "εξοβελισμού":"εξοβελισμός", "εξοβελιστεί":"εξοβελίζω", "εξογκώματα":"εξόγκωμα", "εξογκωμάτων":"εξόγκωμα", "έξοδα":"έξοδο", "έξοδά":"έξοδο", "έξόδα":"έξοδο", "εξόδιο":"εξόδιος", "έξοδο":"έξοδος", "έξοδό":"έξοδος", "έξόδο":"έξοδος", "έξοδοι":"έξοδος", "εξόδοις":"εξόδοις", "εξοδος":"έξοδος", "έξοδος":"έξοδος", "έξοδός":"έξοδος", "εξόδου":"έξοδος", "εξόδους":"έξοδος", "εξόδων":"έξοδο", "εξοικειωθεί":"εξοικειώνω", "εξοικειώθηκα":"εξοικειώνω", "εξοικειωθούν":"εξοικειώνω", "εξοικειωμένες":"εξοικειωμένος", "εξοικειωμένη":"εξοικειώνω", "εξοικειωμένο":"εξοικειώνω", "εξοικειωμένοι":"εξοικειωμένος", "εξοικειωμένος":"εξοικειωμένος", "εξοικειωμένους":"εξοικειώνω", "εξοικειώσει":"εξοικειώνω", "εξοικείωση":"εξοικείωση", "εξοικείωσή":"εξοικείωση", "εξοικείωσης":"εξοικείωση", "εξοικονομηθεί":"εξοικονομώ", "εξοικονομήθηκαν":"εξοικονομώ", "εξοικονομηθούν":"εξοικονομώ", "εξοικονόμησε":"εξοικονομώ", "εξοικονομήσει":"εξοικονομώ", "εξοικονομήσετε":"εξοικονομώ", "εξοικονόμηση":"εξοικονόμηση", "εξοικονόμησης":"εξοικονόμηση", "εξοικονομήσουμε":"εξοικονομώ", "εξοικονομήσουν":"εξοικονομώ", "εξοικονομήσω":"εξοικονομώ", "εξοικονομούν":"εξοικονομώ", "εξοικονομούνται":"εξοικονομώ", "εξοικονομούσε":"εξοικονομώ", "εξολοθρεύει":"εξολοθρεύω", "εξολοθρεύονται":"εξολοθρεύω", "εξολοθρεύοντας":"εξολοθρεύω", "εξολοθρεύουν":"εξολοθρεύω", "εξολοθρεύσει":"εξολοθρεύω", "εξολοθρεύσετε":"εξολοθρεύω", "εξολόθρευση":"εξολόθρευση", "εξολόθρευσης":"εξολόθρευση", "εξολοθρεύσουν":"εξολοθρεύω", "εξολοθρευτεί":"εξολοθρεύω", "εξολοθρευτές":"εξολοθρευτής", "εξολοθρεύτηκε":"εξολοθρεύω", "εξολοθρευτής":"εξολοθρευτής", "εξολοκλήρου":"εξολοκλήρου", "εξομαλύνει":"εξομαλύνω", "εξομαλυνθούν":"εξομαλύνω", "εξομαλύνονται":"εξομαλύνω", "εξομάλυνση":"εξομάλυνση", "εξομάλυνσης":"εξομάλυνση", "εξομοιωμένων":"εξομοιωμένος", "εξομοιώνεται":"εξομοιώνω", "εξομοιώνονται":"εξομοιώνω", "εξομοιώνουν":"εξομοιώνω", "εξομοίωση":"εξομοίωση", "εξομοιωτές":"εξομοιωτής", "εξομοιωτή":"εξομοιωτής", "εξομολογείται":"εξομολογώ", "εξομολογηθεί":"εξομολογώ", "εξομολογηθείτε":"εξομολογώ", "εξομολογήθηκε":"εξομολογώ", "εξομολογήσεις":"εξομολογώ", "εξομολόγηση":"εξομολόγηση", "εξομολόγησης":"εξομολόγηση", "εξομολογητικά":"εξομολογητικά", "εξομολογητικές":"εξομολογητικός", "εξομολογητική":"εξομολογητικός", "εξομολογούνται":"εξομολογώ", "εξοντώθηκαν":"εξοντώνω", "εξοντώθηκε":"εξοντώνω", "εξοντώνει":"εξοντώνω", "εξοντώνεται":"εξοντώνω", "εξοντώνονται":"εξοντώνω", "εξοντώνονταν":"εξοντώνω", "εξοντώνοντας":"εξοντώνω", "εξοντώνουν":"εξοντώνω", "εξοντώσει":"εξοντώνω", "εξοντώσεως":"εξόντωση", "εξόντωση":"εξόντωση", "εξόντωσή":"εξόντωση", "εξοντωσης":"εξόντωση", "εξόντωσης":"εξόντωση", "εξοντώσουμε":"εξοντώνω", "εξοντώσουν":"εξοντώνω", "εξοντωτική":"εξοντωτικός", "εξοντωτικό":"εξοντωτικός", "εξοντωτικοί":"εξοντωτικός", "εξονυχιστικά":"εξονυχιστικά", "εξονυχιστικές":"εξονυχιστικός", "εξονυχιστικό":"εξονυχιστικός", "εξονυχιστικός":"εξονυχιστικός", "εξονυχιστικών":"εξονυχιστικός", "εξοπλίζεται":"εξοπλίζω", "εξοπλίζονταν":"εξοπλίζω", "εξοπλίζουμε":"εξοπλίζω", "εξόπλισε":"εξοπλίζω", "εξοπλίσει":"εξοπλίζω", "εξοπλισθεί":"εξοπλίζω", "εξοπλισμένα":"εξοπλίζω", "εξοπλισμένη":"εξοπλισμένος", "εξοπλισμένο":"εξοπλισμένος", "εξοπλισμένοι":"εξοπλίζω", "εξοπλισμένος":"εξοπλισμένος", "εξοπλισμένους":"εξοπλίζω", "εξοπλισμένων":"εξοπλίζω", "εξοπλισμό":"εξοπλισμός", "εξοπλισμός":"εξοπλισμός", "εξοπλισμού":"εξοπλισμός", "εξοπλισμούς":"εξοπλισμός", "εξοπλισμών":"εξοπλισμός", "εξοπλίσουν":"εξοπλίζω", "εξοπλιστεί":"εξοπλίζω", "εξοπλίστηκε":"εξοπλίζω", "εξοπλιστικά":"εξοπλιστικός", "εξοπλιστική":"εξοπλιστικός", "εξοπλιστικό":"εξοπλιστικός", "εξοπλιστούν":"εξοπλίζω", "εξοργίζει":"εξοργίζω", "εξοργίζεται":"εξοργίζω", "εξοργίζονται":"εξοργίζω", "εξοργίζοντας":"εξοργίζω", "εξοργίζουν":"εξοργίζω", "εξόργισε":"εξοργίζω", "εξοργίσει":"εξοργίζω", "εξοργισμένη":"εξοργίζω", "εξοργισμένοι":"εξοργισμένος", "εξοργισμένος":"εξοργισμένος", "εξοργιστικό":"εξοργιστικός", "εξορθολογισμό":"εξορθολογισμός", "εξορθολογισμού":"εξορθολογισμός", "εξορία":"εξορία", "εξορίας":"εξορία", "εξορίες":"εξορία", "εξορίζει":"εξορίζω", "εξορίζονται":"εξορίζω", "εξόρισαν":"εξορίζω", "εξόρισε":"εξορίζω", "εξορίσει":"εξορίζω", "εξοριστεί":"εξορίζω", "εξόριστη":"εξόριστος", "εξορίστηκαν":"εξορίζω", "εξορίστηκε":"εξορίζω", "εξόριστοι":"εξόριστος", "εξόριστος":"εξόριστος", "εξόριστου":"εξόριστος", "εξόριστους":"εξόριστος", "εξορίστων":"εξόριστος", "εξόριστων":"εξόριστος", "εξορκίζουν":"εξορκίζω", "εξορκίσει":"εξορκίζω", "εξορκισμούς":"εξορκισμός", "εξορμά":"εξορμώ", "εξόρμησαν":"εξορμώ", "εξορμήσεις":"εξορμώ", "εξόρμηση":"εξόρμηση", "εξόρμησή":"εξόρμηση", "εξόρμησης":"εξόρμηση", "εξορμούν":"εξορμώ", "εξόρυξε":"εξορύσσω", "εξόρυξη":"εξόρυξη", "εξόρυξης":"εξόρυξη", "έξοσετ":"έξοσετ", "εξοστράκισαν":"εξοστρακίζω", "εξοστρακισμό":"εξοστρακισμός", "εξοστρακισμός":"εξοστρακισμός", "εξοστρακιστεί":"εξοστρακίζω", "εξού":"εξού", "εξουδετερωθεί":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώθηκαν":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώθηκε":"εξουδετερώνω", "εξουδετερωθούν":"εξουδετερώνω", "εξουδετερωμένη":"εξουδετερώνω", "εξουδετερωμένο":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώνατε":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώνει":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώνεται":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώνοντας":"εξουδετερώνω", "εξουδετέρωσε":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώσει":"εξουδετερώνω", "εξουδετέρωση":"εξουδετέρωση", "εξουδετέρωσης":"εξουδετέρωση", "εξουδετερώσουμε":"εξουδετερώνω", "εξουδετερώσουν":"εξουδετερώνω", "εξουζίδης":"εξουζίδης", "εξουθενωμένη":"εξουθενώνω", "εξουθενωμένοι":"εξουθενωμένος", "εξουθενωμένος":"εξουθενώνω", "εξουθενώνει":"εξουθενώνω", "εξουθενώσει":"εξουθενώνω", "εξουθένωση":"εξουθένωση", "εξουσία":"εξουσία", "εξουσίαζαν":"εξουσιάζω", "εξουσιάζετε":"εξουσιάζω", "εξουσιάζουν":"εξουσιάζω", "εξουσιας":"εξουσία", "εξουσίας":"εξουσία", "εξουσιάσει":"εξουσιάζω", "εξουσιάσουν":"εξουσιάζω", "εξουσιαστές":"εξουσιαστής", "εξουσιαστικές":"εξουσιαστικός", "εξουσιαστική":"εξουσιαστικός", "εξουσιαστικής":"εξουσιαστικός", "εξουσιαστικό":"εξουσιαστικός", "εξουσίες":"εξουσία", "εξουσιοδοτεί":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδοτηθεί":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδοτήθηκε":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδοτημένης":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδοτημένο":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδοτήσει":"εξουσιοδοτώ", "εξουσιοδότηση":"εξουσιοδότηση", "εξουσιοδότησης":"εξουσιοδότηση", "εξουσιών":"εξουσία", "εξόφθαλμα":"εξόφθαλμα", "εξόφθαλμη":"εξόφθαλμος", "εξοφληθεί":"εξοφλώ", "εξοφλήθηκε":"εξοφλώ", "εξοφληθούν":"εξοφλώ", "εξόφλησαν":"εξοφλώ", "εξοφλήσει":"εξοφλώ", "εξόφληση":"εξόφληση", "εξόφλησης":"εξόφληση", "εξοφλησουν":"εξοφλώ", "εξοφλήσουν":"εξοφλώ", "εξοφλούμε":"εξοφλώ", "εξοφλούν":"εξοφλώ", "εξοφλούνται":"εξοφλώ", "έξοχα":"έξοχα", "έξοχες":"έξοχος", "εξοχή":"εξοχή", "έξοχη":"έξοχος", "εξοχήν":"εξοχή", "εξοχής":"εξοχή", "εξοχικά":"εξοχικά", "εξοχική":"εξοχικός", "εξοχικής":"εξοχικός", "εξοχικό":"εξοχικός", "εξοχικών":"εξοχικός", "έξοχο":"έξοχος", "έξοχος":"έξοχος", "εξοχότης":"εξοχότητα", "εξοχότητα":"εξοχότητα", "έξοχους":"έξοχος", "εξόχως":"έξοχα", "εξπέρ":"εξπέρ", "εξπορτ":"εξπορτ", "εξπόρτ":"εξπόρτ", "έξπορτ":"έξπορτ", "εξπρές":"εξπρές", "εξπρεσιονισμό":"εξπρεσιονισμός", "εξπρεσιονισμού":"εξπρεσιονισμός", "εξπρεσιονιστή":"εξπρεσιονιστής", "εξπρεσιονιστικό":"εξπρεσιονιστικός", "εξπρεσιονιστικών":"εξπρεσιονιστικός", "εξτρα":"έξτρα", "εξτρά":"εξτρά", "έξτρα":"έξτρα", "εξτρεμισμό":"εξτρεμισμός", "εξτρεμισμός":"εξτρεμισμός", "εξτρεμισμού":"εξτρεμισμός", "εξτρεμιστές":"εξτρεμιστής", "εξτρεμιστών":"εξτρεμιστής", "εξύβρισαν":"εξυβρίζω", "εξύβριση":"εξύβριση", "εξύβρισης":"εξύβριση", "εξυγιάνουμε":"εξυγιαίνω", "εξυγιάνουν":"εξυγιαίνω", "εξυγιάνσεις":"εξυγίανση", "εξυγίανση":"εξυγίανση", "εξυγίανσης":"εξυγίανση", "εξυγιαντικές":"εξυγιαντικός", "εξυμνήθηκε":"εξυμνώ", "εξύμνησαν":"εξυμνώ", "εξυμνούσε":"εξυμνώ", "εξυμνώντας":"εξυμνώ", "εξυπακούεται":"εξυπακούεται", "εξυπηρετεί":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετείται":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετηθεί":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετήθηκαν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετηθούν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρέτησε":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετήσει":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετήσεις":"εξυπηρέτηση", "εξυπηρέτηση":"εξυπηρέτηση", "εξυπηρέτησή":"εξυπηρέτηση", "εξυπηρέτησης":"εξυπηρέτηση", "εξυπηρέτησής":"εξυπηρέτηση", "εξυπηρετήσουμε":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετήσουν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετητή":"εξυπηρετητής", "εξυπηρετικοί":"εξυπηρετικός", "εξυπηρετούμε":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετούν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετούνται":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετούνταν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετούσαν":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετούσε":"εξυπηρετώ", "εξυπηρετώντας":"εξυπηρετώ", "έξυπνα":"έξυπνα", "έξυπνα":"έξυπνος", "εξυπνάδα":"εξυπνάδα", "εξυπνάδες":"εξυπνάδα", "εξυπνάκια":"εξυπνάκιας", "έξυπνες":"έξυπνος", "έξυπνη":"έξυπνος", "έξυπνο":"έξυπνος", "έξυπνοι":"έξυπνος", "έξυπνος":"έξυπνος", "εξυπνότεροι":"έξυπνος", "εξυπνότερος":"έξυπνος", "έξυπνου":"έξυπνος", "έξυπνους":"έξυπνος", "έξυπνων":"έξυπνος", "έξυσε":"ξύνω", "εξυφαινόταν":"εξυφαίνω", "εξύφαναν":"εξυφαίνω", "εξυψώσουμε":"εξυψώνω", "εξυψώσουν":"εξυψώνω", "εξω":"έξω", "έξω":"έξω", "εξωαγωνιστική":"εξωαγωνιστική", "εξώγαμο":"εξώγαμος", "εξώγαμου":"εξώγαμος", "εξωγενείς":"εξωγενής", "εξωγενή":"εξωγενής", "εξωγενούς":"εξωγενής", "εξωγενών":"εξωγενής", "εξωγενώς":"εξωγενώς", "εξωγήινα":"εξωγήινος", "εξωγήινη":"εξωγήινος", "εξωγήινης":"εξωγήινος", "εξωγήινο":"εξωγήινος", "εξωγήινοι":"εξωγήινος", "εξωγηινος":"εξωγήινος", "εξωγήινος":"εξωγήινος", "εξωγήινους":"εξωγήινος", "εξωγήινων":"εξωγήινος", "εξωγηπεδική":"εξωγηπεδικός", "εξώδικα":"εξώδικος", "εξωδικαστική":"εξωδικαστικός", "εξωδικαστικής":"εξωδικαστικός", "εξώδικη":"εξώδικος", "εξώδικο":"εξώδικος", "εξώδικων":"εξώδικος", "εξωθεί":"εξωθώ", "έξωθεν":"έξωθεν", "εξωθεσμικά":"εξωθεσμικός", "εξωθεσμικές":"εξωθεσμικός", "εξωθεσμική":"εξωθεσμικός", "εξωθεσμικούς":"εξωθεσμικός", "εξωθεσμικών":"εξωθεσμικός", "εξώθησε":"εξωθώ", "εξωθούν":"εξωθώ", "εξωθούνται":"εξωθώ", "εξωθώντας":"εξωθώ", "εξωκοινοβουλευτικά":"εξωκοινοβουλευτικός", "εξωκοινοβουλευτική":"εξωκοινοβουλευτικός", "εξωκοινοβουλευτικής":"εξωκοινοβουλευτικός", "εξωκοινοβουλευτικούς":"εξωκοινοβουλευτικός", "εξωκοινοτικών":"εξωκοινοτικός", "εξωκομματικών":"εξωκομματικός", "εξωλογιστικά":"εξωλογιστικός", "εξωμήτρια":"εξωμήτριος", "εξωνομικές":"εξωνομικές", "εξωνοσοκομειακή":"εξωνοσοκομειακός", "εξώπορτα":"εξώπορτα", "εξώπορτες":"εξώπορτα", "εξωπραγματική":"εξωπραγματικός", "εξωπραγματικό":"εξωπραγματικός", "εξωπραγματικούς":"εξωπραγματικός", "εξωραΐζεται":"εξωραΐζω", "εξωραΐζουν":"εξωραΐζω", "εξωραΐσει":"εξωραΐζω", "εξωραϊσμό":"εξωραϊσμός", "εξωραϊσμός":"εξωραϊσμός", "εξωραϊσμού":"εξωραϊσμός", "εξωραΐσουμε":"εξωραΐζω", "εξωραϊστεί":"εξωραΐζω", "εξωραϊστικό":"εξωραϊστικός", "εξωρεαλιστικό":"εξωρεαλιστικό", "εξώσεις":"έξωση", "εξωση":"έξωση", "έξωση":"έξωση", "έξωσης":"έξωση", "εξωσπιτική":"εξωσπιτική", "εξώστες":"εξώστης", "εξώστη":"εξώστης", "εξωστρέφεια":"εξωστρέφεια", "εξωστρεφή":"εξωστρεφής", "εξωστρεφής":"εξωστρεφής", "εξωστρεφών":"εξωστρεφής", "εξωσυζυγικές":"εξωσυζυγικός", "εξωσυζυγική":"εξωσυζυγικός", "εξωσυζυγικούς":"εξωσυζυγικός", "εξωσυζυγικών":"εξωσυζυγικός", "εξωσχολικά":"εξωσχολικός", "εξωσχολικό":"εξωσχολικός", "εξωσχολικών":"εξωσχολικός", "εξωσωματική":"εξωσωματικός", "εξωσωματικής":"εξωσωματικός", "εξωτερικα":"εξωτερικά", "εξωτερικά":"εξωτερικά", "εξωτερικά":"εξωτερικός", "εξωτερικές":"εξωτερικός", "εξωτερικεύετε":"εξωτερικεύω", "εξωτερικεύσουν":"εξωτερικεύω", "εξωτερικεύστε":"εξωτερικεύω", "εξωτερικη":"εξωτερικός", "εξωτερική":"εξωτερικός", "εξωτερικής":"εξωτερικός", "εξωτερικό":"εξωτερικό", "εξωτερικό":"εξωτερικός", "εξωτερικοί":"εξωτερικός", "εξωτερικός":"εξωτερικός", "εξωτερικότητα":"εξωτερικότητα", "εξωτερικού":"εξωτερικό", "εξωτερικούς":"εξωτερικός", "εξωτερικών":"εξωτερικά", "εξωτερικών":"εξωτερικός", "εξωτερικώς":"εξωτερικά", "εξώτερον":"εξώτερος", "εξωτικά":"εξωτικός", "εξωτικές":"εξωτικός", "εξωτική":"εξωτικός", "εξωτικής":"εξωτικός", "εξωτικό":"εξωτικός", "εξωτικός":"εξωτικός", "εξωτικού":"εξωτικός", "εξωτικούς":"εξωτικός", "εξωτικών":"εξωτικός", "εξωυπηρεσιακές":"εξωϋπηρεσιακός", "εξωφθάλμως":"εξόφθαλμος", "εξωφρενικά":"εξωφρενικός", "εξωφρενικές":"εξωφρενικός", "εξωφρενική":"εξωφρενικός", "εξωφρενικό":"εξωφρενικός", "εξωφρενικός":"εξωφρενικός", "εξώφυλλα":"εξώφυλλο", "εξώφυλλο":"εξώφυλλο", "εξωφύλλου":"εξώφυλλο", "εοα":"εοα", "εοεκ":"εοεκ", "εοκ":"εοκ", "εοκα":"εοκα", "εοπ":"εοπ", "εορτάζει":"εορτάζω", "εορτάζεται":"εορτάζω", "εορτάζονται":"εορτάζω", "εορτάζοντες":"εορτάζων", "εορταζουν":"εορτάζω", "εορτάζουν":"εορτάζω", "εορτάσει":"εορτάζω", "εορτάσιμο":"εορτάσιμος", "εορτασμό":"εορτασμός", "εορτασμοί":"εορτασμός", "εορτασμός":"εορτασμός", "εορτασμού":"εορτασμός", "εορτασμούς":"εορτασμός", "εορτασμών":"εορτασμός", "εορταστεί":"εορτάζω", "εορτάστηκε":"εορτάζω", "εορταστικά":"εορταστικά", "εορταστικά":"εορταστικός", "εορταστικές":"εορταστικός", "εορταστική":"εορταστικός", "εορταστικής":"εορταστικός", "εορταστικό":"εορταστικός", "εορταστικού":"εορταστικός", "εορταστικών":"εορταστικός", "εορτές":"εορτή", "εορτή":"εορτή", "εορτής":"εορτή", "εορτολάτρης":"εορτολάτρης", "εορτών":"εορτή", "εος":"εος", "εοτ":"εοτ", "εοφ":"εοφ", "επ":"επί", "επ'":"επί", "επ.":"επ.", "επα":"επα", "επαγγελίας":"επαγγελία", "επαγγελίες":"επαγγελία", "επαγγέλλεται":"επαγγέλλομαι", "επαγγέλλονται":"επαγγέλλομαι", "επάγγελμα":"επάγγελμα", "επάγγελμά":"επάγγελμα", "επαγγέλματα":"επάγγελμα", "επαγγελματία":"επαγγελματίας", "επαγγελματίας":"επαγγελματίας", "επαγγελματιες":"επαγγελματίας", "επαγγελματίες":"επαγγελματίας", "επαγγελματικά":"επαγγελματικά", "επαγγελματικά":"επαγγελματικός", "επαγγελματικές":"επαγγελματικός", "επαγγελματική":"επαγγελματικός", "επαγγελματικης":"επαγγελματικός", "επαγγελματικής":"επαγγελματικός", "επαγγελματικό":"επαγγελματικός", "επαγγελματικοί":"επαγγελματικός", "επαγγελματικός":"επαγγελματικός", "επαγγελματικού":"επαγγελματικός", "επαγγελματικούς":"επαγγελματικός", "επαγγελματικών":"επαγγελματικός", "επαγγελματισμό":"επαγγελματισμός", "επαγγελματισμός":"επαγγελματισμός", "επαγγελματισμού":"επαγγελματισμός", "επαγγελματιών":"επαγγελματίας", "επαγγελματοβιοτέχνες":"επαγγελματοβιοτέχνης", "επαγγελματοβιοτεχνών":"επαγγελματοβιοτέχνης", "επαγγελματος":"επάγγελμα", "επαγγέλματος":"επάγγελμα", "επαγγέλματός":"επάγγελμα", "επαγγελμάτων":"επάγγελμα", "επαγρυπνεί":"επαγρυπνώ", "επαγρύπνηση":"επαγρύπνηση", "επαγρυπνούν":"επαγρυπνώ", "επαγωγικά":"επαγωγικά", "επαγωγικές":"επαγωγικός", "επαγωγική":"επαγωγικός", "επαγωγικής":"επαγωγικός", "επαε":"επαε", "έπαθα":"παθαίνω", "έπαθαν":"παθαίνω", "έπαθε":"παθαίνω", "έπαθες":"παθαίνω", "έπαθλα":"έπαθλο", "έπαθλο":"έπαθλο", "έπαιζα":"παίζω", "έπαιζαν":"παίζω", "έπαιζε":"παίζω", "επαινέθηκε":"επαινώ", "επαινεί":"επαινώ", "επαίνεσε":"επαινώ", "επαινέσουμε":"επαινώ", "επαινέσω":"επαινώ", "επαινετέα":"επαινετέα", "επαινετικά":"επαινετικά", "έπαινο":"έπαινος", "έπαινος":"έπαινος", "επαινούν":"επαινώ", "επαινούνται":"επαινώ", "επαίνους":"έπαινος", "επαινούσαν":"επαινώ", "επαίνων":"έπαινος", "επαινώντας":"επαινώ", "έπαιξα":"παίζω", "έπαιξαν":"παίζω", "επαιξε":"παίζω", "έπαιξε":"παίζω", "επαΐοντες":"επαΐων", "επαΐοντος":"επαΐων", "επαίρεται":"επαίρομαι", "έπαιρνα":"παίρνω", "έπαιρναν":"παίρνω", "έπαιρνε":"παίρνω", "έπαιρνες":"παίρνω", "επαίρονται":"επαίρομαι", "επαίσχυντη":"επαίσχυντος", "επαίσχυντο":"επαίσχυντος", "επαιτεία":"επαιτεία", "επαιτείας":"επαιτεία", "επαίτες":"επαίτης", "επαίτης":"επαίτης", "επαιτούν":"επαιτώ", "επαιτών":"επαίτης", "επακόλουθα":"επακόλουθο", "επακόλουθά":"επακόλουθο", "επακολουθεί":"επακολουθώ", "επακολούθησαν":"επακολουθώ", "επακολούθησε":"επακολουθώ", "επακολουθήσει":"επακολουθώ", "επακολουθήσουν":"επακολουθώ", "επακόλουθο":"επακόλουθο", "επακόλουθο":"επακόλουθος", "επακολουθούσε":"επακολουθώ", "επακριβώς":"επακριβώς", "έπακρο":"έπακρο", "έπακρον":"έπακρο", "επαλέ":"επαλέ", "επαλε":"πάλλω", "επάλειψη":"επάλειψη", "επαληθεύεται":"επαληθεύω", "επαληθευθεί":"επαληθεύω", "επαληθεύθηκαν":"επαληθεύω", "επαληθεύθηκε":"επαληθεύω", "επαληθευθούν":"επαληθεύω", "επαληθεύονται":"επαληθεύω", "επαληθεύοντας":"επαληθεύω", "επαληθεύουν":"επαληθεύω", "επαληθεύσεις":"επαλήθευση", "επαλήθευση":"επαλήθευση", "επαλήθευσης":"επαλήθευση", "επαληθεύσουμε":"επαληθεύω", "επαληθευτεί":"επαληθεύω", "επαληθεύτηκαν":"επαληθεύω", "επαληθεύτηκε":"επαληθεύω", "επαληθευτούν":"επαληθεύω", "επάλληλα":"επάλληλος", "επάλξεις":"έπαλξη", "επαμφοτερίζει":"επαμφοτερίζω", "επαμφοτερίζουσα":"επαμφοτερίζων", "επανα":"επανα", "επαναβεβαίωσε":"επαναβεβαιώνω", "επαναβεβαίωση":"επαναβεβαίωση", "επαναγοράς":"επαναγοράς", "επαναδημιουργία":"επαναδημιουργία", "επαναδημιουργίας":"επαναδημιουργία", "επαναδημοπράτηση":"επαναδημοπράτηση", "επαναδιαπραγμάτευση":"επαναδιαπραγμάτευση", "επαναδιαπραγμάτευσης":"επαναδιαπραγμάτευση", "επαναδιαπραγματευτεί":"επαναδιαπραγματεύομαι", "επαναδιατυπωμένη":"επαναδιατυπωμένος", "επαναδιατυπώνει":"επαναδιατυπώνω", "επαναδιατυπώσει":"επαναδιατυπώνω", "επαναδιατύπωση":"επαναδιατύπωση", "επαναδραστηριοποιείται":"επαναδραστηριοποιώ", "επαναδραστηριοποιηθεί":"επαναδραστηριοποιώ", "επαναδραστηριοποίησή":"επαναδραστηριοποίηση", "επαναδραστηριοποίησης":"επαναδραστηριοποίηση", "επαναθεμελίωσης":"επαναθεμελίωση", "επανακαθορίζεται":"επανακαθορίζω", "επανακαθορισμό":"επανακαθορισμός", "επανακαθορισμός":"επανακαθορισμός", "επανακαθορισμού":"επανακαθορισμός", "επανακάμπτει":"επανακάμπτω", "επανακάμπτουν":"επανακάμπτω", "επανακάμψει":"επανακάμπτω", "επανάκαμψή":"επανάκαμψη", "επανακατέλαβαν":"επανακαταλαβαίνω", "επανακτεί":"επανακτεί", "επανακτήσει":"επανακτώ", "επανάκτηση":"επανάκτηση", "επανάκτησης":"επανάκτηση", "επανακτήσουν":"επανακτώ", "επανακυκλοφορία":"επανακυκλοφορία", "επαναλάβει":"επαναλαμβάνω", "επαναλάβετε":"επαναλαμβάνω", "επαναλάβουμε":"επαναλαμβάνω", "επαναλάβουν":"επαναλαμβάνω", "επαναλάβω":"επαναλαμβάνω", "επαναλάμβαναν":"επαναλαμβάνω", "επαναλάμβανε":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνει":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνεις":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνεται":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνετε":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβανόμενα":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενες":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενη":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενης":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενο":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενου":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβανόμενων":"επαναλαμβανόμενος", "επαναλαμβάνονται":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνονταν":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνοντας":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβανόταν":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνουμε":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνουν":"επαναλαμβάνω", "επαναλαμβάνω":"επαναλαμβάνω", "επαναλειτούργησε":"επαναλειτουργώ", "επαναλειτουργήσει":"επαναλειτουργώ", "επαναλειτουργήσουν":"επαναλειτουργώ", "επαναλειτουργία":"επαναλειτουργία", "επαναλειτουργίας":"επαναλειτουργία", "επαναληπτικές":"επαναληπτικός", "επαναληπτική":"επαναληπτικός", "επαναληπτικό":"επαναληπτικός", "επαναληπτικός":"επαναληπτικός", "επαναληπτικού":"επαναληπτικός", "επαναληπτικών":"επαναληπτικός", "επαναληφθεί":"επαναλαμβάνω", "επαναλήφθηκαν":"επαναλαμβάνω", "επαναλήφθηκε":"επαναλαμβάνω", "επαναληφθούν":"επαναλαμβάνω", "επαναληψεις":"επανάληψη", "επαναλήψεις":"επανάληψη", "επαναλήψεων":"επανάληψη", "επαναληψη":"επανάληψη", "επανάληψη":"επανάληψη", "επανάληψης":"επανάληψη", "επανάληψιν":"επανάληψη", "επαναμετατρέπονται":"επαναμετατρέπω", "επαναξιολόγηση":"επαναξιολόγηση", "επαναπατρίζονται":"επαναπατρίζω", "επαναπατρίσει":"επαναπατρίζω", "επαναπατρισμό":"επαναπατρισμός", "επαναπατρισμός":"επαναπατρισμός", "επαναπατρισμού":"επαναπατρισμός", "επαναπαύεστε":"επαναπαύομαι", "επαναπαύεται":"επαναπαύομαι", "επανάπαυσης":"επανάπαυση", "επαναπαυτεί":"επαναπαύομαι", "επαναπαυτούμε":"επαναπαύομαι", "επαναπολιτικοποίηση":"επαναπολιτικοποίηση", "επαναπροβολή":"επαναπροβολή", "επαναπροκήρυξη":"επαναπροκήρυξη", "επαναπροσανατολισμό":"επαναπροσανατολισμός", "επαναπροσδιορίζει":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιορίζοντας":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιορίζουμε":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιορίζουν":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιόρισε":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιορίσετε":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιορισμό":"επαναπροσδιορισμός", "επαναπροσδιορισμός":"επαναπροσδιορισμός", "επαναπροσδιορισμού":"επαναπροσδιορισμός", "επαναπροσδιορίσουν":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσδιοριστεί":"επαναπροσδιορίζω", "επαναπροσέγγιση":"επαναπροσέγγιση", "επαναπροσέγγισης":"επαναπροσέγγιση", "επαναπροσληφθεί":"επαναπροσλαμβάνω", "επαναπρόσληψη":"επαναπρόσληψη", "επαναστάσεις":"επανάσταση", "επαναστάσεων":"επανάσταση", "επανάσταση":"επανάσταση", "επανάστασή":"επανάσταση", "επανάστασης":"επανάσταση", "επανάστασις":"επανάσταση", "επαναστατείτε":"επαναστατώ", "επαναστάτες":"επαναστάτης", "επαναστάτη":"επαναστάτης", "επαναστατημένες":"επαναστατώ", "επαναστατημένοι":"επαναστατώ", "επαναστατημένων":"επαναστατώ", "επαναστατης":"επαναστάτης", "επαναστάτης":"επαναστάτης", "επαναστάτησε":"επαναστατώ", "επαναστατήσει":"επαναστατώ", "επαναστατήσουν":"επαναστατώ", "επαναστατικά":"επαναστατικός", "επαναστατικές":"επαναστατικός", "επαναστατική":"επαναστατικός", "επαναστατικής":"επαναστατικός", "επαναστατικό":"επαναστατικός", "επαναστατικοί":"επαναστατικός", "επαναστατικός":"επαναστατικός", "επαναστατικότητά":"επαναστατικότητα", "επαναστατικότητας":"επαναστατικότητα", "επαναστατικού":"επαναστατικός", "επαναστατικούς":"επαναστατικός", "επαναστατικών":"επαναστατικός", "επαναστατούν":"επαναστατώ", "επαναστάτρια":"επαναστάτρια", "επαναστατών":"επαναστάτης", "επανασυμβίωση":"επανασυμβίωση", "επανασυνδεθείτε":"επανασυνδέω", "επανασυνδέουν":"επανασυνδέω", "επανασυνδέσει":"επανασυνδέω", "επανασύνδεση":"επανασύνδεση", "επανασύνδεσης":"επανασύνδεση", "επανασυνθέσει":"επανασύνθεση", "επανασύσταση":"επανασύσταση", "επανασύστασης":"επανασύσταση", "επανασχεδιαστεί":"επανασχεδιάζω", "επανατοποθετηθούν":"επανατοποθετώ", "επανατοποθέτηση":"επανατοποθέτηση", "επανατοποθέτησή":"επανατοποθέτηση", "επανατοποθετούνται":"επανατοποθετώ", "επαναφέρει":"επαναφέρω", "επαναφέρεις":"επαναφέρω", "επαναφέροντας":"επαναφέρω", "επαναφέρουμε":"επαναφέρω", "επαναφέρουν":"επαναφέρω", "επαναφορά":"επαναφορά", "επαναφοράς":"επαναφορά", "επαναφορτίζεται":"επαναφορτίζω", "επαναφορτιζόμενες":"επαναφορτίζω", "επαναφορτιζόμενη":"επαναφορτίζω", "επαναχάραξη":"επαναχάραξη", "επαναχάραξης":"επαναχάραξη", "επανάχρηση":"επανάχρηση", "επαναχρησιμοποίησής":"επαναχρησιμοποίηση", "επαναχρησιμοποιήσιμα":"επαναχρησιμοποιήσιμος", "επανδρώθηκε":"επανδρώνω", "επανδρωθούν":"επανδρώνω", "επανδρωμένα":"επανδρωμένος", "επανδρωμένο":"επανδρώνω", "επανδρωμένων":"επανδρώνω", "επανδρώνουν":"επανδρώνω", "επάνδρωση":"επάνδρωση", "επάνδρωσή":"επάνδρωση", "επάνδρωσης":"επάνδρωση", "επανεγγραφή":"επανεγγραφή", "επανεγκατάστασή":"επανεγκατάσταση", "επανεγκατάστασης":"επανεγκατάσταση", "επανέγκριση":"επανέγκριση", "επανεθνικοποίηση":"επανεθνικοποίηση", "επανειλημμένα":"επανειλημμένος", "επανειλημμένες":"επανειλημμένος", "επανειλημμένων":"επανειλημμένος", "επανειλημμένως":"επανειλημμένα", "επανεισάγει":"επανεισάγω", "επανεκδίδεται":"επανεκδίδω", "επανεκδόθηκε":"επανεκδίδω", "επανεκδόσεις":"επανέκδοση", "επανέκδοση":"επανέκδοση", "επανεκκίνηση":"επανεκκίνηση", "επανεκλεγεί":"επανεκλέγω", "επανεκλεγείς":"επανεκλέγω", "επανεκλέγεται":"επανεκλέγω", "επανεκλεγούν":"επανεκλέγω", "επανεκλέξουν":"επανεκλέγω", "επανεκλέχτηκε":"επανεκλέγω", "επανεκλογή":"επανεκλογή", "επανεκλογής":"επανεκλογή", "επανεκπαίδευση":"επανεκπαίδευση", "επανέκτησε":"επανακτώ", "επανεκτίμηση":"επανεκτίμηση", "επανεκτίμησης":"επανεκτίμηση", "επανεκτιμώντας":"επανεκτιμώ", "επανέλαβαν":"επαναλαμβάνω", "επανέλαβε":"επαναλαμβάνω", "επανελεγχθούν":"επανελεγχθούν", "επανέλεγχο":"επανέλεγχος", "επανελέγχου":"επανέλεγχος", "επανελεγχτεί":"επαναελέγχω", "επανελήφθη":"επαναλαμβάνω", "επανέλθει":"επανέρχομαι", "επανέλθετε":"επανέρχομαι", "επανέλθουμε":"επανέρχομαι", "επανέλθουν":"επανέρχομαι", "επανέλθω":"επανέρχομαι", "επανεμφανίζεται":"επανεμφανίζω", "επανεμφανιζόμενο":"επαναεμφανιζόμενος", "επανεμφάνιση":"επανεμφάνιση", "επανεμφάνισή":"επανεμφάνιση", "επανεμφάνισης":"επανεμφάνιση", "επανεμφανιστεί":"επανεμφανίζω", "επανεμφανίστηκε":"επανεμφανίζω", "επανέναρξη":"επανέναρξη", "επανέναρξης":"επανέναρξη", "επανενσωμάτωσή":"επανενσωμάτωσή", "επανένταξε":"επανεντάσσω", "επανένταξη":"επανένταξη", "επανένταξή":"επανένταξη", "επανένταξης":"επανένταξη", "επανένταξής":"επανένταξη", "επανεντάσσονται":"επανεντάσσω", "επανενταχθεί":"επανεντάσσω", "επανενωθούν":"επανενωθούν", "επανενωμένη":"επανενωμένη", "επανένωση":"επανένωση", "επανένωσή":"επανένωση", "επανένωσης":"επανένωση", "επανένωσής":"επανένωση", "επανεξέδωσε":"επανεκδίδω", "επανεξελέγη":"επανεκλέγω", "επανεξετάζει":"επανεξετάζω", "επανεξετάζονται":"επανεξετάζω", "επανεξετάζουν":"επανεξετάζω", "επανεξέτασαν":"επανεξετάζω", "επανεξετάσει":"επανεξετάζω", "επανεξετάσετε":"επανεξετάζω", "επανεξέταση":"επανεξέταση", "επανεξέτασης":"επανεξέταση", "επανεξετασθεί":"επανεξετάζω", "επανεξετάσουν":"επανεξετάζω", "επανεξετάστε":"επανεξετάζω", "επανεξεταστεί":"επανεξετάζω", "επανεξεταστούν":"επανεξετάζω", "επανεξοπλισμό":"επαναεξοπλισμός", "επανεπενδύονται":"επανεπενδύω", "επανεπένδυσης":"επανεπένδυση", "επανέρχεται":"επανέρχομαι", "επανέρχομαι":"επανέρχομαι", "επανερχόμενο":"επανερχόμενος", "επανέρχονται":"επανέρχομαι", "επανέρχονταν":"επανέρχομαι", "επανέφεραν":"επαναφέρω", "επανέφερε":"επαναφέρω", "επανήλθα":"επανέρχομαι", "επανήλθαμε":"επανέρχομαι", "επανήλθαν":"επανέρχομαι", "επανήλθε":"επανέρχομαι", "επανίδρυση":"επανίδρυση", "επανίδρυσης":"επανίδρυση", "επάνοδο":"επάνοδος", "επάνοδό":"επάνοδος", "επάνοδος":"επάνοδος", "επάνοδός":"επάνοδος", "επανόδου":"επάνοδος", "επανομή":"επανομή", "επανομής":"επανομή", "επανοργάνωση":"επανοργάνωση", "επανορθωθεί":"επανορθώνω", "επανορθώνει":"επανορθώνω", "επανορθώσει":"επανορθώνω", "επανορθώσεις":"επανορθώνω", "επανορθώσετε":"επανορθώνω", "επανόρθωση":"επανόρθωση", "επανόρθωσης":"επανόρθωση", "επανορθώσουν":"επανορθώνω", "επανορθώστε":"επανορθώνω", "επανορθωτική":"επανορθωτικός", "επάνω":"επάνω", "επάξια":"επάξια", "επαξίως":"επάξια", "επαπειλεί":"επαπειλώ", "επαπειλούμενη":"επαπειλούμενος", "επαπειλούμενο":"επαπειλούμενος", "επαπειλούμενος":"επαπειλούμενος", "επαπειλούμενου":"επαπειλούμενος", "επάρατη":"επάρατος", "επάρατο":"επάρατος", "επαρκεί":"επαρκώ", "επάρκεια":"επάρκεια", "επάρκειά":"επάρκεια", "επάρκειας":"επάρκεια", "επαρκείς":"επαρκής", "επαρκές":"επαρκής", "επαρκέσουν":"επαρκώ", "επαρκέστατα":"επαρκής", "επαρκέστατο":"επαρκής", "επαρκέστερα":"επαρκής", "επαρκή":"επαρκής", "επαρκής":"επαρκής", "επαρκούμε":"επαρκώ", "επαρκούν":"επαρκώ", "επαρκούς":"επαρκής", "επαρκούσαν":"επαρκώ", "επαρκούσε":"επαρκώ", "επαρκών":"επαρκής", "επαρκώς":"επαρκώς", "έπαρση":"έπαρση", "έπαρσή":"έπαρση", "έπαρσης":"έπαρση", "επαρχεία":"επαρχείο", "επαρχειο":"επαρχείο", "επαρχείο":"επαρχείο", "επαρχία":"επαρχία", "επαρχιακά":"επαρχιακός", "επαρχιακές":"επαρχιακός", "επαρχιακές-βαλκανικές":"επαρχιακές-βαλκανικές", "επαρχιακή":"επαρχιακός", "επαρχιακής":"επαρχιακός", "επαρχιακό":"επαρχιακός", "επαρχιακός":"επαρχιακός", "επαρχιακού":"επαρχιακός", "επαρχιακούς":"επαρχιακός", "επαρχιακών":"επαρχιακός", "επαρχιας":"επαρχία", "επαρχίας":"επαρχία", "επαρχίες":"επαρχία", "επαρχιώτες":"επαρχιώτης", "επαρχιώτης":"επαρχιώτης", "επαρχιώτικου":"επαρχιώτικος", "επαρχιωτισμό":"επαρχιωτισμός", "επαρχιωτών":"επαρχιώτης", "έπαρχο":"έπαρχος", "έπαρχος":"έπαρχος", "έπαρχου":"έπαρχος", "έπασχαν":"πάσχω", "έπασχε":"πάσχω", "έπαυαν":"παύω", "έπαυε":"παύω", "επαύλεις":"έπαυλη", "επαυλη":"έπαυλη", "έπαυλη":"έπαυλη", "επαυξάνει":"επαυξάνω", "επαυξάνω":"επαυξάνω", "επαύριο":"επαύριο", "επαύριον":"επαύριον", "έπαυσαν":"παύω", "έπαυσε":"παύω", "επαφες":"επαφή", "επαφές":"επαφή", "επαφη":"επαφή", "επαφή":"επαφή", "επαφής":"επαφή", "επαφίενται":"επαφίεμαι", "επαφίεται":"επαφίεμαι", "επαφών":"επαφή", "επαχθές":"επαχθής", "επαχθή":"επαχθής", "έπαψα":"παύω", "έπαψαν":"παύω", "έπαψε":"παύω", "επε":"επε", "έπεα":"έπεα", "επεαεκ":"επεαεκ", "επέβαιναν":"επιβαίνω", "επέβαινε":"επιβαίνω", "επέβαλαν":"επιβάλλω", "επέβαλε":"επιβάλλω", "επέβαλλαν":"επιβάλλω", "επέβαλλε":"επιβάλλω", "επέβλεπαν":"επιβλέπω", "επέβλεψε":"επιβλέπω", "επεβλήθη":"επιβάλλω", "επεβλήθησαν":"επιβάλλω", "επέδειξαν":"επιδεικνύω", "επέδειξε":"επιδεικνύω", "επεδίωκαν":"επιδιώκω", "επεδίωκε":"επιδιώκω", "επεδίωξα":"επιδιώκω", "επεδίωξαν":"επιδιώκω", "επεδίωξε":"επιδιώκω", "επεδόθη":"επιδίδω", "επέδραμε":"επέδραμε", "επέδρασε":"επιδρώ", "επέδωσαν":"επιδίδω", "επέδωσε":"επιδίδω", "επέζησαν":"επιζώ", "επέζησε":"επιζώ", "επέζησες":"επιζώ", "επείγει":"επείγει", "επείγεται":"επείγομαι", "επείγον":"επείγων", "επείγοντα":"επείγων", "επείγονται":"επείγομαι", "επείγοντος":"επείγων", "επειγόντων":"επείγων", "επειγόντως":"επειγόντως", "επείγουν":"επείγει", "επείγουσα":"επείγων", "επείγουσας":"επείγων", "επείγουσες":"επείγων", "επειγουσών":"επείγων", "επειδη":"επειδή", "επειδή":"επειδή", "έπειθαν":"πείθω", "έπειθε":"πείθω", "επείραξε":"επείραξε", "έπεισα":"πείθω", "έπεισαν":"πείθω", "επεισε":"πείθω", "έπεισε":"πείθω", "επείσθησαν":"πείθω", "επεισοδια":"επεισόδιο", "επεισόδια":"επεισόδιο", "επεισοδιακά":"επεισοδιακά", "επεισοδιακή":"επεισοδιακός", "επεισοδιακο":"επεισοδιακός", "επεισοδιακό":"επεισοδιακός", "επεισοδιο":"επεισόδιο", "επεισόδιο":"επεισόδιο", "επεισοδίου":"επεισόδιο", "επεισοδιων":"επεισόδιο", "επεισοδίων":"επεισόδιο", "έπειτα":"έπειτα", "επέκεινα":"επέκεινα", "επεκράτησαν":"επικρατώ", "επεκράτησε":"επικρατώ", "επέκριναν":"επικρίνω", "επέκρινε":"επικρίνω", "επεκταθεί":"επεκτείνω", "επεκταθείτε":"επεκτείνω", "επεκτάθηκαν":"επεκτείνω", "επεκταθηκε":"επεκτείνω", "επεκτάθηκε":"επεκτείνω", "επεκταθούμε":"επεκτείνω", "επεκταθούν":"επεκτείνω", "επεκταθώ":"επεκτείνω", "επεκταμένος":"επεκταμένος", "επεκτάσεις":"επέκταση", "επεκτάσεων":"επέκταση", "επέκταση":"επέκταση", "επέκτασή":"επέκταση", "επέκτασης":"επέκταση", "επέκτασής":"επέκταση", "επέκτασιν":"επέκταση", "επεκτατικές":"επεκτατικός", "επεκτατική":"επεκτατικός", "επεκτατισμό":"επεκτατισμός", "επεκτατισμός":"επεκτατισμός", "επέκτειναν":"επεκτείνω", "επέκτεινε":"επεκτείνω", "επεκτείνει":"επεκτείνω", "επεκτείνεις":"επεκτείνω", "επεκτείνεται":"επεκτείνω", "επεκτείνονται":"επεκτείνω", "επεκτείνονταν":"επεκτείνω", "επεκτείνοντας":"επεκτείνω", "επεκτείνουν":"επεκτείνω", "επεκτείνω":"επεκτείνω", "επελαση":"επέλαση", "επέλαση":"επέλαση", "επέλασή":"επέλαση", "επέλεγα":"επιλέγω", "επέλεγαν":"επιλέγω", "επέλεγε":"επιλέγω", "επελέγη":"επιλέγω", "επελέγησαν":"επιλέγω", "επέλεξα":"επιλέγω", "επέλεξαν":"επιλέγω", "επέλεξε":"επιλέγω", "επέλευση":"επέλευση", "επέλθει":"επέρχομαι", "επέλθουν":"επέρχομαι", "επέλυε":"επιλύω", "επεμβαίνει":"επεμβαίνω", "επεμβαίνεις":"επεμβαίνω", "επεμβαίνοντας":"επεμβαίνω", "επεμβαίνουμε":"επεμβαίνω", "επεμβαίνουν":"επεμβαίνω", "επεμβάσεις":"επέμβαση", "επεμβάσεων":"επέμβαση", "επεμβάσεών":"επέμβαση", "επεμβάσεως":"επέμβαση", "επέμβαση":"επέμβαση", "επέμβασή":"επέμβαση", "επέμβασης":"επέμβαση", "επεμβατικές":"επεμβατικός", "επέμβει":"επεμβαίνω", "επέμβετε":"επεμβαίνω", "επέμβουμε":"επεμβαίνω", "επέμβουν":"επεμβαίνω", "επέμεινα":"επιμένω", "επέμειναν":"επιμένω", "επεμεινε":"επιμένω", "επέμεινε":"επιμένω", "επέμεναν":"επιμένω", "επέμενε":"επιμένω", "έπεμψε":"πέμπω", "επενδ":"επενδ", "επενδ.χαρτοφ":"επενδ.χαρτοφ", "επενδεδυμένη":"επενδύω", "επενδεδυμένο":"επενδεδυμένος", "επένδυαν":"επενδύω", "επένδυε":"επενδύω", "επενδύει":"επενδύω", "επενδύεις":"επενδύω", "επενδύεται":"επενδύω", "επενδυθεί":"επενδύω", "επενδύθηκαν":"επενδύω", "επενδύθηκε":"επενδύω", "επενδυθούν":"επενδύω", "επενδυμένο":"επενδυμένος", "επενδύονται":"επενδύω", "επενδύονταν":"επενδύω", "επενδύοντας":"επενδύω", "επενδύουμε":"επενδύω", "επενδύουν":"επενδύω", "επένδυσαν":"επενδύω", "επένδυσε":"επενδύω", "επενδύσει":"επενδύω", "επενδυσεις":"επένδυση", "επενδύσεις":"επένδυση", "επενδύσεις":"επενδύω", "επένδυσες":"επενδύω", "επενδύσετε":"επενδύω", "επενδυσεων":"επένδυση", "επενδύσεων":"επένδυση", "επένδυση":"επένδυση", "επένδυσή":"επένδυση", "επένδυσης":"επένδυση", "επενδύσουμε":"επενδύω", "επενδύσουν":"επενδύω", "επενδυτές":"επενδυτής", "επενδυτη":"επενδυτής", "επενδυτή":"επενδυτής", "επενδυτής":"επενδυτής", "επενδυτικά":"επενδυτικός", "επενδυτικές":"επενδυτικός", "επενδυτικη":"επενδυτικός", "επενδυτική":"επενδυτικός", "επενδυτικής":"επενδυτικός", "επενδυτικό":"επενδυτικός", "επενδυτικοί":"επενδυτικός", "επενδυτικός":"επενδυτικός", "επενδυτικού":"επενδυτικός", "επενδυτικούς":"επενδυτικός", "επενδυτικών":"επενδυτικός", "επενδυτών":"επενδυτής", "επενέβη":"επεμβαίνω", "επενέβησαν":"επεμβαίνω", "επενεργεί":"επενεργώ", "επενεργούν":"επενεργώ", "επεξεργάζεται":"επεξεργάζομαι", "επεξεργάζομαι":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαζόμαστε":"επεξεργάζομαι", "επεξεργάζονται":"επεξεργάζομαι", "επεξεργάζονταν":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαζόταν":"επεξεργάζομαι", "επεξεργασια":"επεξεργασία", "επεξεργασία":"επεξεργασία", "επεξεργασίας":"επεξεργασία", "επεξεργασμένα":"επεξεργασμένος", "επεξεργασμένες":"επεξεργασμένος", "επεξεργασμένη":"επεξεργάζομαι", "επεξεργασμένο":"επεξεργασμένος", "επεξεργασμένων":"επεξεργασμένος", "επεξεργαστεί":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαστές":"επεξεργαστής", "επεξεργαστή":"επεξεργαστής", "επεξεργαστήκαμε":"επεξεργάζομαι", "επεξεργάστηκαν":"επεξεργάζομαι", "επεξεργάστηκε":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαστής":"επεξεργαστής", "επεξεργαστούμε":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαστούν":"επεξεργάζομαι", "επεξεργαστών":"επεξεργαστής", "επεξηγεί":"επεξηγώ", "επεξηγηματικά":"επεξηγηματικά", "επεξηγηματική":"επεξηγηματικός", "επεξηγηματικό":"επεξηγηματικός", "επεξηγήσεις":"επεξήγηση", "επεξηγήσεων":"επεξήγηση", "επεξήγηση":"επεξήγηση", "επεξηγώντας":"επεξηγώ", "επέπεσα":"επιπίπτω", "επέπληξε":"επιπλήττω", "επέρριψε":"επιρρίπτω", "επέρχεται":"επέρχομαι", "επερχόμενα":"επερχόμενος", "επερχόμενες":"επερχόμενος", "επερχόμενη":"επερχόμενος", "επερχόμενης":"επερχόμενος", "επερχόμενο":"επερχόμενος", "επερχόμενος":"επερχόμενος", "επερχόμενου":"επερχόμενος", "επερχόμενους":"επερχόμενος", "επερχόμενων":"επερχόμενος", "επέρχονται":"επέρχομαι", "επερχόταν":"επέρχομαι", "επερώτηση":"επερώτηση", "επερώτησή":"επερώτηση", "επερώτησης":"επερώτηση", "επερώτησιν":"επερώτηση", "επερωτούν":"επερωτώ", "επερωτών":"επερωτών", "επερωτώντες":"επιερωτών", "έπεσα":"πέφτω", "έπεσαν":"πέφτω", "επεσε":"πέφτω", "έπεσε":"πέφτω", "επεσήμαιναν":"επισημαίνω", "επεσήμαινε":"επισημαίνω", "επεσήμαναν":"επισημαίνω", "επεσημανε":"επισημαίνω", "επεσήμανε":"επισημαίνω", "επεσημάνθηκε":"επεσημάνθηκε", "επεσκέφθη":"επισκέπτομαι", "επέστησαν":"εφιστώ", "επέστησε":"εφιστώ", "επεστράφη":"επιστρέφω", "επεστράφησαν":"επιστρέφω", "επέστρεφα":"επιστρέφω", "επέστρεφαν":"επιστρέφω", "επέστρεφε":"επιστρέφω", "επέστρεψα":"επιστρέφω", "επέστρεψαν":"επιστρέφω", "επέστρεψε":"επιστρέφω", "επέσυρε":"επισύρω", "έπεται":"έπομαι", "επετέθη":"επιτίθεμαι", "επετέθησαν":"επιτίθεμαι", "επετειακή":"επετειακός", "επετειακής":"επετειακός", "επετειακό":"επετειακός", "επετειακός":"επετειακός", "επέτεινε":"επιτείνω", "επέτειο":"επέτειος", "επέτειό":"επέτειος", "επέτειοι":"επέτειος", "επέτειος":"επέτειος", "επετείου":"επέτειος", "επετείους":"επέτειος", "επετείων":"επέτειος", "επετεύχθη":"επιτυγχάνω", "επετεύχθησαν":"επιτυγχάνω", "επετηρίδα":"επετηρίδα", "επετηρίδας":"επετηρίδα", "επετίθεντο":"επιθέτω", "επετράπη":"επιτρέπω", "επέτρεπαν":"επιτρέπω", "επέτρεπε":"επιτρέπω", "επέτρεψαν":"επιτρέπω", "επέτρεψε":"επιτρέπω", "επέτρεψες":"επιτρέπω", "επέτυχαν":"επιτυγχάνω", "επέτυχε":"επιτυγχάνω", "επευ":"επευ", "επευφημίες":"επευφημία", "επευφημιών":"επευφημία", "επευφημούν":"επευφημώ", "επέφεραν":"επιφέρω", "επέφερε":"επιφέρω", "έπεφτα":"πέφτω", "έπεφταν":"πέφτω", "έπεφτε":"πέφτω", "επεφύλαξαν":"επιφυλάσσω", "επεφύλαξε":"επιφυλάσσω", "επεφύλασσαν":"επιφυλάσσω", "επεφύλασσε":"επιφυλάσσω", "επέχει":"επέχω", "επεχείρησαν":"επιχειρώ", "επεχείρησε":"επιχειρώ", "επήγα":"επάγω", "επήλθαν":"επέρχομαι", "επήλθε":"επέρχομαι", "επήλυδες":"επήλυδες", "επηρέαζε":"επηρεάζω", "επηρεάζει":"επηρεάζω", "επηρεάζεστε":"επηρεάζω", "επηρεάζεται":"επηρεάζω", "επηρεαζόμαστε":"επηρεάζω", "επηρεαζόμενη":"επηρεαζόμενος", "επηρεαζόμενο":"επηρεαζόμενος", "επηρεαζόμενοι":"επηρεαζόμενος", "επηρεαζόμενων":"επηρεαζόμενος", "επηρεάζονται":"επηρεάζω", "επηρεάζοντας":"επηρεάζω", "επηρεάζουμε":"επηρεάζω", "επηρεάζουν":"επηρεάζω", "επηρέασαν":"επηρεάζω", "επηρέασε":"επηρεάζω", "επηρεάσει":"επηρεάζω", "επηρεασθεί":"επηρεάζω", "επηρεάσθηκαν":"επηρεάζω", "επηρεάσθηκε":"επηρεάζω", "επηρεασμένα":"επηρεάζω", "επηρεασμένες":"επηρεάζω", "επηρεασμένη":"επηρεάζω", "επηρεασμένο":"επηρεάζω", "επηρεασμένοι":"επηρεασμένος", "επηρεασμένος":"επηρεάζω", "επηρεασμένου":"επηρεάζω", "επηρεασμό":"επηρεασμός", "επηρεασμός":"επηρεασμός", "επηρεασμού":"επηρεασμός", "επηρεάσουν":"επηρεάζω", "επηρεαστεί":"επηρεάζω", "επηρεάστηκαν":"επηρεάζω", "επηρεαστήκατε":"επηρεάζω", "επηρεάστηκε":"επηρεάζω", "επηρεαστούν":"επηρεάζω", "επηρεάσω":"επηρεάζω", "επήρεια":"επήρεια", "επηρμένος":"επηρμένος", "επηρμένων":"επηρμένος", "επήρχετο":"επήρχετο", "επι":"επι", "επί":"επί", "έπιαναν":"πιάνω", "έπιανε":"πιάνω", "έπιασα":"πιάνω", "έπιασαν":"πιάνω", "επιασε":"πιάνω", "έπιασε":"πιάνω", "επιβαίνοντες":"επιβαίνων", "επιβαινόντων":"επιβαίνων", "επιβάλαμε":"επιβάλλω", "επιβάλει":"επιβάλλω", "επιβάλεις":"επιβάλλω", "επιβάλλει":"επιβάλλω", "επιβάλλεις":"επιβάλλω", "επιβάλλεστε":"επιβάλλω", "επιβάλλεται":"επιβάλλω", "επιβάλλετε":"επιβάλλω", "επιβαλλόμενες":"επιβαλλόμενος", "επιβαλλόμενη":"επιβαλλόμενος", "επιβαλλόμενης":"επιβαλλόμενος", "επιβαλλόμενοι":"επιβαλλόμενος", "επιβαλλόμενων":"επιβαλλόμενος", "επιβάλλονται":"επιβάλλω", "επιβάλλοντας":"επιβάλλω", "επιβαλλόταν":"επιβάλλω", "επιβάλλουμε":"επιβάλλω", "επιβάλλουν":"επιβάλλω", "επιβάλουν":"επιβάλλω", "επιβαρημένη":"επιβαρημένη", "επιβαρημένο":"επιβαρημένο", "επιβάρυνε":"επιβαρύνω", "επιβαρύνει":"επιβαρύνω", "επιβαρύνεις":"επιβαρύνω", "επιβαρύνεται":"επιβαρύνω", "επιβαρυνθεί":"επιβαρύνω", "επιβαρύνθηκε":"επιβαρύνω", "επιβαρυνθούμε":"επιβαρύνω", "επιβαρυνθούν":"επιβαρύνω", "επιβαρυνόμεθα":"επιβαρυνόμεθα", "επιβαρύνονται":"επιβαρύνω", "επιβαρύνοντας":"επιβαρύνω", "επιβαρύνουν":"επιβαρύνω", "επιβαρύνσεις":"επιβάρυνση", "επιβάρυνση":"επιβάρυνση", "επιβάρυνσης":"επιβάρυνση", "επιβαρυντικά":"επιβαρυντικά", "επιβαρυντικές":"επιβαρυντικός", "επιβαρυντικό":"επιβαρυντικός", "επιβαρυντικών":"επιβαρυντικός", "επιβάτες":"επιβάτης", "επιβάτη":"επιβάτης", "επιβατηγό":"επιβατηγός", "επιβατηγού":"επιβατηγός", "επιβατηγών":"επιβατηγός", "επιβάτης":"επιβάτης", "επιβατικά":"επιβατικός", "επιβατική":"επιβατικός", "επιβατικής":"επιβατικός", "επιβατικό":"επιβατικός", "επιβατικού":"επιβατικός", "επιβατικών":"επιβατικός", "επιβατών":"επιβάτης", "επιβεβαιωθεί":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώθηκαν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώθηκε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιωθούν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιωμένες":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιωμένη":"επιβεβαιωμένος", "επιβεβαιωμένης":"επιβεβαιωμένος", "επιβεβαιωμένο":"επιβεβαιωμένος", "επιβεβαίωναν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαίωνε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνει":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνεις":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνεται":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνονται":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνοντας":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιωνόταν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνουν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώνω":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσαμε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαίωσαν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσατε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαίωσε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσει":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσεις":"επιβεβαίωση", "επιβεβαίωση":"επιβεβαίωση", "επιβεβαίωσης":"επιβεβαίωση", "επιβεβαιώσουμε":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσουν":"επιβεβαιώνω", "επιβεβαιώσω":"επιβεβαιώνω", "επιβεβλημένα":"επιβεβλημένος", "επιβεβλημένες":"επιβεβλημένος", "επιβεβλημένη":"επιβεβλημένος", "επιβεβλημένο":"επιβεβλημένος", "επιβεβλημένος":"επιβεβλημένος", "επιβεβλημένους":"επιβεβλημένος", "επιβήτορα":"επιβήτορας", "επιβιβάζεται":"επιβιβάζω", "επιβιβάζονται":"επιβιβάζω", "επιβίβασαν":"επιβιβάζω", "επιβίβαση":"επιβίβαση", "επιβίβασης":"επιβίβαση", "επιβιβαστεί":"επιβιβάζω", "επιβιβάστηκαν":"επιβιβάζω", "επιβιβάστηκε":"επιβιβάζω", "επιβιβαστούμε":"επιβιβάζω", "επιβιβαστούν":"επιβιβάζω", "επιβίωναν":"επιβιώνω", "επιβίωνε":"επιβιώνω", "επιβιώνει":"επιβιώνω", "επιβιώνεις":"επιβιώνω", "επιβιώνουμε":"επιβιώνω", "επιβιώνουν":"επιβιώνω", "επιβίωσαν":"επιβιώνω", "επιβίωσε":"επιβιώνω", "επιβιώσει":"επιβιώνω", "επιβιώσεις":"επιβιώνω", "επιβιώσετε":"επιβιώνω", "επιβίωση":"επιβίωση", "επιβίωσή":"επιβίωση", "επιβίωσης":"επιβίωση", "επιβιώσουμε":"επιβιώνω", "επιβιώσουν":"επιβιώνω", "επιβλαβή":"επιβλαβής", "επιβλαβής":"επιβλαβής", "επιβλέπει":"επιβλέπω", "επιβλέπεται":"επιβλέπω", "επιβλέποντα":"επιβλέπων", "επιβλέποντας":"επιβλέπω", "επιβλέποντες":"επιβλέπων", "επιβλέπουν":"επιβλέπω", "επιβλέπων":"επιβλέπων", "επιβλέψει":"επιβλέπω", "επίβλεψη":"επίβλεψη", "επίβλεψή":"επίβλεψη", "επίβλεψης":"επίβλεψη", "επιβλέψουν":"επιβλέπω", "επιβληθεί":"επιβάλλω", "επιβληθείς":"επιβάλλω", "επιβληθείτε":"επιβάλλω", "επιβλήθηκαν":"επιβάλλω", "επιβλήθηκε":"επιβάλλω", "επιβληθούν":"επιβάλλω", "επιβληθώ":"επιβάλλω", "επιβλητικά":"επιβλητικός", "επιβλητικη":"επιβλητικός", "επιβλητική":"επιβλητικός", "επιβλητικό":"επιβλητικός", "επιβλητικός":"επιβλητικός", "επιβλητικότητα":"επιβλητικότητα", "επιβλητικού":"επιβλητικός", "επιβολή":"επιβολή", "επιβολής":"επιβολή", "επιβουλές":"επιβουλή", "επιβουλεύεται":"επιβουλεύομαι", "επιβουλεύονται":"επιβουλεύομαι", "επιβουλεύονταν":"επιβουλεύομαι", "επιβουλή":"επιβουλή", "επιβραβεύει":"επιβραβεύω", "επιβραβεύουμε":"επιβραβεύω", "επιβραβεύουν":"επιβραβεύω", "επιβραβεύσει":"επιβραβεύω", "επιβράβευση":"επιβράβευση", "επιβράβευσης":"επιβράβευση", "επιβραδυμένη":"επιβραδυμένος", "επιβράδυνε":"επιβραδύνω", "επιβραδύνει":"επιβραδύνω", "επιβραδύνεται":"επιβραδύνω", "επιβραδυνθεί":"επιβραδύνω", "επιβραδύνοντας":"επιβραδύνω", "επιβραδύνουν":"επιβραδύνω", "επιβράδυνση":"επιβράδυνση", "επιβράδυνσης":"επιβράδυνση", "επιβράχυνση":"επιβράχυνση", "επίγεια":"επίγειος", "επίγειας":"επίγειος", "επίγειες":"επίγειος", "επίγειο":"επίγειος", "επίγειους":"επίγειος", "επίγειων":"επίγειος", "επιγνώσει":"επιγνώσει", "επίγνωση":"επίγνωση", "επίγνωσης":"επίγνωση", "επίγονος":"επίγονος", "επιγόνους":"επίγονος", "επιγοντως":"επιγοντως", "επιγραμματικά":"επιγραμματικά", "επιγραμματική":"επιγραμματικός", "επιγράφει":"επιγράφω", "επιγραφές":"επιγραφή", "επιγράφεται":"επιγράφω", "επιγραφή":"επιγραφή", "επιγραφής":"επιγραφή", "επιγραφών":"επιγραφή", "επίδαυρο":"επίδαυρος", "επίδαυρος":"επίδαυρος", "επιδεικνύει":"επιδεικνύω", "επιδεικνύεις":"επιδεικνύω", "επιδεικνύεται":"επιδεικνύω", "επιδεικνύοντας":"επιδεικνύω", "επιδεικνύουμε":"επιδεικνύω", "επιδεικνύουν":"επιδεικνύω", "επιδεικτικά":"επιδεικτικά", "επιδεικτική":"επιδεικτικός", "επιδεικτικής":"επιδεικτικός", "επιδεινούμενες":"επιδεινούμενος", "επιδεινούμενη":"επιδεινούμενος", "επιδεινωθεί":"επιδεινώνω", "επιδεινώθηκε":"επιδεινώνω", "επιδεινωθούν":"επιδεινώνω", "επιδεινώνει":"επιδεινώνω", "επιδεινώνεται":"επιδεινώνω", "επιδεινώνονται":"επιδεινώνω", "επιδεινώνονταν":"επιδεινώνω", "επιδεινώνοντας":"επιδεινώνω", "επιδεινωνόταν":"επιδεινώνω", "επιδεινώνουν":"επιδεινώνω", "επιδείνωσαν":"επιδεινώνω", "επιδείνωσε":"επιδεινώνω", "επιδείνωση":"επιδείνωση", "επιδείνωσή":"επιδείνωση", "επιδείνωσης":"επιδείνωση", "επιδεινώσουν":"επιδεινώνω", "επιδείξαμε":"επιδεικνύω", "επιδείξαντα":"επιδείξαντα", "επιδείξατε":"επιδεικνύω", "επιδείξει":"επιδεικνύω", "επιδείξεις":"επίδειξη", "επιδείξεων":"επίδειξη", "επίδειξη":"επίδειξη", "επίδειξή":"επίδειξη", "επίδειξης":"επίδειξη", "επιδειξίες":"επιδειξίας", "επίδειξιν":"επίδειξη", "επιδειξιομανία":"επιδειξιομανία", "επιδειξιομανίας":"επιδειξιομανία", "επιδείξουμε":"επιδεικνύω", "επιδείξουν":"επιδεικνύω", "επιδειχθεί":"επιδεικνύω", "επιδεκτικό":"επιδεκτικός", "επιδέξια":"επιδέξιος", "επιδέξιες":"επιδέξιος", "επιδέξιος":"επιδέξιος", "επιδεξιότητα":"επιδεξιότητα", "επιδέξιους":"επιδέξιος", "επιδερμίδα":"επιδερμίδα", "επιδερμίδας":"επιδερμίδα", "επιδερμικά":"επιδερμικά", "επιδερμική":"επιδερμικός", "επιδερμικής":"επιδερμικός", "επιδέσμους":"επίδεσμος", "επιδέχεται":"επιδέχομαι", "επιδεχόμενα":"επιδεχόμενος", "επιδέχονται":"επιδέχομαι", "επιδέχονταν":"επιδέχομαι", "επιδεχόταν":"επιδέχομαι", "επιδημία":"επιδημία", "επιδημίας":"επιδημία", "επιδημίες":"επιδημία", "επιδημικά":"επιδημικός", "επιδημικές":"επιδημικός", "επιδημική":"επιδημικός", "επιδημιολογικά":"επιδημιολογικός", "επιδημιολογικές":"επιδημιολογικός", "επιδημιολογική":"επιδημιολογικός", "επιδημιολογικής":"επιδημιολογικός", "επιδημιολογικών":"επιδημιολογικός", "επιδημιολόγο":"επιδημιολόγος", "επιδημιολόγοι":"επιδημιολόγος", "επιδημιολόγος":"επιδημιολόγος", "επιδημιών":"επιδημία", "επιδίδει":"επιδίδω", "επιδίδεται":"επιδίδω", "επιδιδόμενη":"επιδιδόμενος", "επιδίδονται":"επιδίδω", "επιδίδονταν":"επιδίδω", "επιδίκασε":"επιδικάζω", "επιδικάσει":"επιδικάζω", "επιδικασθεί":"επιδικάζω", "επιδικαστεί":"επιδικάζω", "επιδικαστηκε":"επιδικάζω", "επιδικάστηκε":"επιδικάζω", "επιδικαστούν":"επιδικάζω", "επίδικο":"επίδικος", "επίδικου":"επίδικος", "επιδιορθωθεί":"επιδιορθώνω", "επιδιορθωθούν":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώνει":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώνεται":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώνουν":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώσει":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώσεις":"επιδιορθώνω", "επιδιορθώσεων":"επιδιόρθωση", "επιδιόρθωση":"επιδιόρθωση", "επιδιόρθωσης":"επιδιόρθωση", "επιδιορθώσουν":"επιδιορθώνω", "επιδίωκα":"επιδιώκω", "επιδίωκαν":"επιδιώκω", "επιδίωκε":"επιδιώκω", "επιδιωκει":"επιδιώκω", "επιδιώκει":"επιδιώκω", "επιδιώκεται":"επιδιώκω", "επιδιώκετε":"επιδιώκω", "επιδιωκόμενα":"επιδιωκόμενος", "επιδιωκόμενος":"επιδιωκόμενος", "επιδιωκόμενου":"επιδιωκόμενος", "επιδιωκόμενων":"επιδιωκόμενος", "επιδιώκονται":"επιδιώκω", "επιδιώκοντας":"επιδιώκω", "επιδιώκουμε":"επιδιώκω", "επιδιώκουν":"επιδιώκω", "επιδιώκω":"επιδιώκω", "επιδίωξα":"επιδιώκω", "επιδιώξαμε":"επιδιώκω", "επιδίωξαν":"επιδιώκω", "επιδιώξατε":"επιδιώκω", "επιδίωξε":"επιδιώκω", "επιδιώξει":"επιδιώκω", "επιδιώξεις":"επιδίωξη", "επιδιώξετε":"επιδιώκω", "επιδιώξεων":"επιδίωξη", "επιδίωξη":"επιδίωξη", "επιδίωξή":"επιδίωξη", "επιδίωξης":"επιδίωξη", "επιδίωξις":"επιδίωξη", "επιδιώξουμε":"επιδιώκω", "επιδιώξουν":"επιδιώκω", "επιδιώξτε":"επιδιώκω", "επιδιώξω":"επιδιώκω", "επιδιωχθεί":"επιδιώκω", "επιδιωχθούν":"επιδιώκω", "επιδοθεί":"επιδίδω", "επιδόθηκαν":"επιδίδω", "επιδόθηκε":"επιδίδω", "επιδοθούμε":"επιδίδω", "επιδοθούν":"επιδίδω", "επιδοκίμασαν":"επιδοκιμάζω", "επιδοκιμασίας":"επιδοκιμασία", "επιδοκιμαστικό":"επιδοκιμαστικός", "επίδομα":"επίδομα", "επιδόματα":"επίδομα", "επιδόματά":"επίδομα", "επιδόματος":"επίδομα", "επιδομάτων":"επίδομα", "επίδοξες":"επίδοξος", "επίδοξο":"επίδοξος", "επίδοξοι":"επίδοξος", "επίδοξος":"επίδοξος", "επίδοξους":"επίδοξος", "επίδοξων":"επίδοξος", "επιδόρπια":"επιδόρπιο", "επιδορπίου":"επιδόρπιο", "επιδόσεις":"επίδοση", "επιδόσεων":"επίδοση", "επιδόσεών":"επίδοση", "επίδοση":"επίδοση", "επίδοσή":"επίδοση", "επίδοσης":"επίδοση", "επιδοτείται":"επιδοτώ", "επιδοτηθεί":"επιδοτώ", "επιδοτηθούν":"επιδοτώ", "επιδοτήσεις":"επιδότηση", "επιδοτήσεων":"επιδότηση", "επιδότηση":"επιδότηση", "επιδότησης":"επιδότηση", "επιδοτούμενα":"επιδοτούμενος", "επιδοτούμενες":"επιδοτούμενος", "επιδοτούμενης":"επιδοτούμενος", "επιδοτούμενων":"επιδοτούμενος", "επιδοτούν":"επιδοτώ", "επιδοτούνται":"επιδοτώ", "επιδοτούσαν":"επιδοτώ", "επιδρά":"επιδρώ", "επιδράσει":"επιδρώ", "επιδράσεις":"επίδραση", "επιδράσεων":"επίδραση", "επιδράσεως":"επίδραση", "επίδραση":"επίδραση", "επίδρασή":"επίδραση", "επίδρασης":"επίδραση", "επιδράσουν":"επιδρώ", "επιδρομείς":"επιδρομέας", "επιδρομές":"επιδρομή", "επιδρομέων":"επιδρομέας", "επιδρομή":"επιδρομή", "επιδρομής":"επιδρομή", "επιδρομών":"επιδρομή", "επιδρούν":"επιδρώ", "επιδρώντας":"επιδρώ", "επιδώσει":"επιδίδω", "επιδώσουν":"επιδίδω", "επιείκεια":"επιείκεια", "επιείκειας":"επιείκεια", "επιεικείς":"επιεικής", "επιεικέστερη":"επιεικής", "επιεική":"επιεικής", "επιεικής":"επιεικής", "επιεικώς":"επιεικώς", "επιζεί":"επιζώ", "επιζήμια":"επιζήμιος", "επιζήμιες":"επιζήμιος", "επιζήμιος":"επιζήμιος", "επιζήσαμε":"επιζώ", "επιζήσαντες":"επιζήσας", "επιζήσει":"επιζώ", "επιζήσουμε":"επιζώ", "επιζήσουν":"επιζώ", "επιζητά":"επιζητώ", "επιζητεί":"επιζητώ", "επιζητείς":"επιζητώ", "επιζητούμενη":"επιζητούμενος", "επιζητούν":"επιζητώ", "επιζητούσαν":"επιζητώ", "επιζητούσε":"επιζητώ", "επιζητώντας":"επιζητώ", "επιζούν":"επιζώ", "επιζούσα":"επιζώ", "επιζούσαν":"επιζώ", "επιζωγραφισμένες":"επιζωγραφισμένος", "επιζών":"επιζών", "επιζώντες":"επιζών", "επιζώντων":"επιζών", "επιθέσεις":"επίθεση", "επιθέσεων":"επίθεση", "επιθεση":"επίθεση", "επίθεση":"επίθεση", "επίθεσή":"επίθεση", "επίθεσης":"επίθεση", "επίθετα":"επίθετο", "επιθετικά":"επιθετικά", "επιθετικά":"επιθετικός", "επιθετικές":"επιθετικός", "επιθετική":"επιθετικός", "επιθετικής":"επιθετικός", "επιθετικό":"επιθετικός", "επιθετικογενή":"επιθετικογενή", "επιθετικοί":"επιθετικός", "επιθετικος":"επιθετικός", "επιθετικός":"επιθετικός", "επιθετικότητα":"επιθετικότητα", "επιθετικότητά":"επιθετικότητα", "επιθετικότητας":"επιθετικότητα", "επιθετικου":"επιθετικός", "επιθετικού":"επιθετικός", "επιθετικούς":"επιθετικός", "επιθετικών":"επιθετικός", "επίθετο":"επίθετο", "επίθετό":"επίθετο", "επιθεωρεί":"επιθεωρώ", "επιθεώρησαν":"επιθεωρώ", "επιθεώρησε":"επιθεωρώ", "επιθεωρήσει":"επιθεωρώ", "επιθεωρήσεις":"επιθεώρηση", "επιθεωρήσεων":"επιθεώρηση", "επιθεωρήσεως":"επιθεώρηση", "επιθεώρηση":"επιθεώρηση", "επιθεώρησή":"επιθεώρηση", "επιθεώρησης":"επιθεώρηση", "επιθεωρήσω":"επιθεωρώ", "επιθεωρητές":"επιθεωρητής", "επιθεωρητή":"επιθεωρητής", "επιθεωρητής":"επιθεωρητής", "επιθεωρητών":"επιθεωρητής", "επιθεωρούνται":"επιθεωρώ", "επιθεωρώντας":"επιθεωρώ", "επιθυμεί":"επιθυμώ", "επιθυμείς":"επιθυμώ", "επιθυμείτε":"επιθυμώ", "επιθύμησε":"επιθυμώ", "επιθυμήσει":"επιθυμώ", "επιθυμήσουν":"επιθυμώ", "επιθυμητά":"επιθυμητός", "επιθυμητή":"επιθυμητός", "επιθυμητής":"επιθυμητός", "επιθυμητό":"επιθυμητός", "επιθυμητοί":"επιθυμητός", "επιθυμητός":"επιθυμητός", "επιθυμητού":"επιθυμητός", "επιθυμητών":"επιθυμητός", "επιθυμία":"επιθυμία", "επιθυμίας":"επιθυμία", "επιθυμίες":"επιθυμία", "επιθυμιών":"επιθυμία", "επιθυμούμε":"επιθυμώ", "επιθυμούν":"επιθυμώ", "επιθυμούντα":"επιθυμών", "επιθυμούντων":"επιθυμών", "επιθυμούσα":"επιθυμώ", "επιθυμούσαμε":"επιθυμώ", "επιθυμούσαν":"επιθυμώ", "επιθυμούσατε":"επιθυμώ", "επιθυμούσε":"επιθυμώ", "επιθυμώ":"επιθυμώ", "επιθυμώντας":"επιθυμώ", "επικ":"επικ", "επικάθεται":"επικάθομαι", "επικάθονται":"επικάθομαι", "επίκαιρα":"επίκαιρος", "επίκαιρες":"επίκαιρος", "επίκαιρη":"επίκαιρος", "επίκαιρης":"επίκαιρος", "επίκαιρο":"επίκαιρος", "επικαιροποιημένο":"επικαιροποιώ", "επικαιροποιημένου":"επικαιροποιώ", "επικαιροποίηση":"επικαιροποίηση", "επικαιροποιήσουμε":"επικαιροποιώ", "επίκαιρος":"επίκαιρος", "επικαιρότητα":"επικαιρότητα", "επικαιρότητά":"επικαιρότητα", "επικαιρότητας":"επικαιρότητα", "επικαιρότητες":"επικαιρότητα", "επίκαιρους":"επίκαιρος", "επίκαιρων":"επίκαιρος", "επικαλείσαι":"επικαλούμαι", "επικαλείσθε":"επικαλούμαι", "επικαλείται":"επικαλούμαι", "επικαλείτο":"επικαλούμαι", "επικαλέσθηκαν":"επικαλούμαι", "επικαλέσθηκε":"επικαλούμαι", "επικαλεσθούν":"επικαλούμαι", "επικαλεστεί":"επικαλούμαι", "επικαλέστηκαν":"επικαλούμαι", "επικαλέστηκε":"επικαλούμαι", "επικαλεστούμε":"επικαλούμαι", "επικαλεστούν":"επικαλούμαι", "επικαλεστώ":"επικαλούμαι", "επικαλούμαι":"επικαλούμαι", "επικαλούμενα":"επικαλούμενος", "επικαλούμενες":"επικαλούμενος", "επικαλούμενη":"επικαλούμενος", "επικαλούμενο":"επικαλούμενος", "επικαλούμενοι":"επικαλούμενος", "επικαλούμενος":"επικαλούμενος", "επικαλούνται":"επικαλούμαι", "επικαλούνταν":"επικαλούμαι", "επικαλούντο":"επικαλούμαι", "επικαλύπτει":"επικαλύπτω", "επικαλύπτοντας":"επικαλύπτω", "επικαλύψει":"επικαλύπτω", "επικαλύψεις":"επικάλυψη", "επικάλυψη":"επικάλυψη", "επικαρπία":"επικαρπία", "επικαρπωτής":"επικαρπωτής", "επικδινδυνος":"επικδινδυνος", "επικείμενα":"επικείμενος", "επικείμενες":"επικείμενος", "επικείμενη":"επικείμενος", "επικειμενης":"επικείμενος", "επικείμενης":"επικείμενος", "επικείμενο":"επικείμενος", "επικείμενοι":"επικείμενος", "επικείμενος":"επικείμενος", "επικείμενου":"επικείμενος", "επικείμενους":"επικείμενος", "επικείμενων":"επικείμενος", "επίκεινται":"επίκειται", "επίκειντο":"επίκειντο", "επίκειται":"επίκειται", "επικεντρική":"επικεντρικός", "επίκεντρο":"επίκεντρο", "επίκεντρό":"επίκεντρο", "επικέντρου":"επίκεντρο", "επίκεντρου":"επίκεντρος", "επικεντρωθεί":"επικεντρώνω", "επικεντρώθηκαν":"επικεντρώνω", "επικεντρώθηκε":"επικεντρώνω", "επικεντρωθούν":"επικεντρώνω", "επικεντρωθώ":"επικεντρώνω", "επικεντρωμένα":"επικεντρώνω", "επικεντρωμένη":"επικεντρωμένος", "επικεντρώνει":"επικεντρώνω", "επικεντρώνεται":"επικεντρώνω", "επικεντρώνομαι":"επικεντρώνω", "επικεντρωνόμαστε":"επικεντρώνω", "επικεντρώνονται":"επικεντρώνω", "επικεντρώνουμε":"επικεντρώνω", "επικεντρώνουν":"επικεντρώνω", "επικέντρωσαν":"επικεντρώνω", "επικέντρωσε":"επικεντρώνω", "επικεντρώσει":"επικεντρώνω", "επικέντρωση":"επικέντρωση", "επικεντρώσουμε":"επικεντρώνω", "επικεντρώσουν":"επικεντρώνω", "επικερδείς":"επικερδής", "επικερδές":"επικερδής", "επικερδή":"επικερδής", "επικερδής":"επικερδής", "επικεφαλείς":"επικεφαλής", "επικεφαλής":"επικεφαλής", "επική":"επικός", "επικήδειο":"επικήδειος", "επικήρυξη":"επικήρυξη", "επικήρυξης":"επικήρυξη", "επικηρύχθηκε":"επικηρύσσω", "επικίνδυνα":"επικίνδυνα", "επικίνδυνα":"επικίνδυνος", "επικίνδυνες":"επικίνδυνος", "επικίνδυνη":"επικίνδυνος", "επικίνδυνης":"επικίνδυνος", "επικίνδυνο":"επικίνδυνος", "επικίνδυνοι":"επικίνδυνος", "επικινδυνος":"επικίνδυνος", "επικίνδυνος":"επικίνδυνος", "επικινδυνότητα":"επικινδυνότητα", "επικινδυνότητά":"επικινδυνότητα", "επικινδυνότητας":"επικινδυνότητα", "επικινδυνότητος":"επικινδυνότητος", "επικίνδυνου":"επικίνδυνος", "επικίνδυνους":"επικίνδυνος", "επικινδύνων":"επικίνδυνος", "επικίνδυνων":"επικίνδυνος", "επικίνδύνων":"επικίνδυνος", "επικινδύνως":"επικίνδυνα", "επικλήσεις":"επίκληση", "επίκληση":"επίκληση", "επίκλησή":"επίκληση", "επικλινή":"επικλινής", "επικό":"επικός", "επικοινωνεί":"επικοινωνώ", "επικοινωνείς":"επικοινωνώ", "επικοινωνείτε":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσαμε":"επικοινωνώ", "επικοινώνησαν":"επικοινωνώ", "επικοινώνησε":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσει":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσετε":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσουμε":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσουν":"επικοινωνώ", "επικοινωνήστε":"επικοινωνώ", "επικοινωνήσω":"επικοινωνώ", "επικοινωνια":"επικοινωνία", "επικοινωνία":"επικοινωνία", "επικοινωνιακά":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακές":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακή":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακής":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακό":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακοί":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακός":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακού":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακούς":"επικοινωνιακός", "επικοινωνιακών":"επικοινωνιακός", "επικοινωνίας":"επικοινωνία", "επικοινωνιες":"επικοινωνία", "επικοινωνίες":"επικοινωνία", "επικοινωνιες-καινοτομια":"επικοινωνιες-καινοτομια", "επικοινωνιολογία":"επικοινωνιολογία", "επικοινωνιολόγοι":"επικοινωνιολόγος", "επικοινωνιολόγος":"επικοινωνιολόγος", "επικοινωνιολόγους":"επικοινωνιολόγος", "επικοινωνιών":"επικοινωνία", "επικοινωνούμε":"επικοινωνώ", "επικοινωνούν":"επικοινωνώ", "επικοινωνούσαν":"επικοινωνώ", "επικοινωνούσε":"επικοινωνώ", "επικοινωνώ":"επικοινωνώ", "επικοινωνώντας":"επικοινωνώ", "επικολλά":"επικολλώ", "επικολληθεί":"επικολλώ", "επίκουρη":"επίκουρος", "επικουρικά":"επικουρικά", "επικουρική":"επικουρικός", "επικουρικής":"επικουρικός", "επικουρικό":"επικουρικός", "επικουρικότητας":"επικουρικότητα", "επίκουρο":"επίκουρος", "επικουρος":"επίκουρος", "επίκουρος":"επίκουρος", "επίκουρου":"επίκουρος", "επικουρούμενη":"επικουρούμενος", "επικουρούμενοι":"επικουρούμενος", "επικούς":"επικός", "επικρατεί":"επικρατώ", "επικράτεια":"επικράτεια", "επικράτειά":"επικράτεια", "επικρατειας":"επικράτεια", "επικρατείας":"επικράτεια", "επικράτειας":"επικράτεια", "επικρατέστερα":"επικρατέστερος", "επικρατέστερες":"επικρατέστερος", "επικρατέστερη":"επικρατέστερος", "επικρατέστερο":"επικρατέστερος", "επικρατέστεροι":"επικρατέστερος", "επικρατέστερος":"επικρατέστερος", "επικρατέστερους":"επικρατέστερος", "επικράτησαν":"επικρατώ", "επικρατησε":"επικρατώ", "επικράτησε":"επικρατώ", "επικρατήσει":"επικρατώ", "επικράτηση":"επικράτηση", "επικράτησή":"επικράτηση", "επικράτησης":"επικράτηση", "επικρατήσουμε":"επικρατώ", "επικρατήσουν":"επικρατώ", "επικρατούν":"επικρατώ", "επικρατούσα":"επικρατώ", "επικρατούσαν":"επικρατώ", "επικρατούσε":"επικρατώ", "επικρατώντας":"επικρατώ", "επικρεμάμενη":"επικρεμάμενος", "επικρέμαται":"επικρέμαμαι", "επικρέμεται":"επικρεμώ", "επικριθεί":"επικρίνω", "επικρίθηκε":"επικρίνω", "επικρίνει":"επικρίνω", "επικρίνονται":"επικρίνω", "επικρίνοντας":"επικρίνω", "επικρίνουμε":"επικρίνω", "επικρίνουν":"επικρίνω", "επικρίνω":"επικρίνω", "επικρίσεις":"επίκριση", "επικρίσεων":"επίκριση", "επίκριση":"επίκριση", "επίκρισης":"επίκριση", "επικριτές":"επικριτής", "επικριτής":"επικριτής", "επικριτικά":"επικριτικός", "επικριτικές":"επικριτικός", "επικριτική":"επικριτικός", "επικριτικό":"επικριτικός", "επικριτικοί":"επικριτικός", "επικριτικός":"επικριτικός", "επικριτικούς":"επικριτικός", "επικριτών":"επικριτής", "επικροτεί":"επικροτώ", "επικροτείται":"επικροτώ", "επικρότησαν":"επικροτώ", "επικρότησε":"επικροτώ", "επικροτήσει":"επικροτώ", "επικροτούμε":"επικροτώ", "επικροτούν":"επικροτώ", "επικροτώ":"επικροτώ", "επικυριαρχία":"επικυριαρχία", "επικυριαρχίας":"επικυριαρχία", "επικυρίαρχο":"επικυρίαρχος", "επικυρίαρχου":"επικυρίαρχος", "επικυρίαρχους":"επικυρίαρχος", "επικυρωθεί":"επικυρώνω", "επικυρώθηκε":"επικυρώνω", "επικυρωθούν":"επικυρώνω", "επικυρωμένο":"επικυρωμένος", "επικυρώνει":"επικυρώνω", "επικυρώνεται":"επικυρώνω", "επικυρώνουν":"επικυρώνω", "επικύρωσαν":"επικυρώνω", "επικύρωσε":"επικυρώνω", "επικυρώσει":"επικυρώνω", "επικύρωση":"επικύρωση", "επικύρωσή":"επικύρωση", "επικύρωσης":"επικύρωση", "επικυρώσουν":"επικυρώνω", "επιλαμβάνεται":"επιλαμβάνομαι", "επιλαμβάνονται":"επιλαμβάνομαι", "επιλαχόν":"επιλαχών", "επιλαχόντες":"επιλαχών", "επιλαχόντων":"επιλαχών", "επιλαχούσα":"επιλαχών", "επιλαχών":"επιλαχών", "επιλεγεί":"επιλέγω", "επιλέγει":"επιλέγω", "επιλέγεις":"επιλέγω", "επιλεγέντες":"επιλεγείς", "επιλέγεται":"επιλέγω", "επιλέγησαν":"επιλέγησαν", "επιλεγμένα":"επιλεγμένος", "επιλεγμένες":"επιλεγμένος", "επιλεγμένη":"επιλεγμένος", "επιλεγμένο":"επιλέγω", "επιλεγμένοι":"επιλεγμένος", "επιλεγμένος":"επιλεγμένος", "επιλεγμένους":"επιλεγμένος", "επιλεγμένων":"επιλέγω", "επιλεγόμενα":"επιλεγόμενος", "επιλεγόμενου":"επιλεγόμενος", "επιλέγονται":"επιλέγω", "επιλέγοντας":"επιλέγω", "επιλέγουμε":"επιλέγω", "επιλεγουν":"επιλέγω", "επιλεγούν":"επιλέγω", "επιλέγουν":"επιλέγω", "επιλέγω":"επιλέγω", "επίλεκτα":"επίλεκτος", "επίλεκτες":"επίλεκτος", "επίλεκτης":"επίλεκτος", "επιλεκτικά":"επιλεκτικά", "επιλεκτικές":"επιλεκτικός", "επιλεκτική":"επιλεκτικός", "επιλεκτικής":"επιλεκτικός", "επιλεκτικό":"επιλεκτικός", "επιλεκτικός":"επιλεκτικός", "επιλεκτικότερη":"επιλεκτικότερη", "επιλεκτικότητα":"επιλεκτικότητα", "επιλεκτικότητας":"επιλεκτικότητα", "επιλεκτικούς":"επιλεκτικός", "επιλεκτικών":"επιλεκτικός", "επίλεκτο":"επίλεκτος", "επιλεκτος":"επίλεκτος", "επίλεκτους":"επίλεκτος", "επίλεκτων":"επίλεκτος", "επιλέξαμε":"επιλέγω", "επιλέξατε":"επιλέγω", "επιλέξει":"επιλέγω", "επιλέξετε":"επιλέγω", "επιλέξιμες":"επιλέξιμος", "επιλέξουμε":"επιλέγω", "επιλέξουν":"επιλέγω", "επιλέξω":"επιλέγω", "επιλέχθηκαν":"επιλέγω", "επιλέχθηκε":"επιλέγω", "επιλέχτηκαν":"επιλέγω", "επιλέχτηκε":"επιλέγω", "επιληπτικής":"επιληπτικός", "επιλήσμονες":"επιλήσμων", "επιληφθεί":"επιλαμβάνομαι", "επιλήφθηκαν":"επιλαμβάνομαι", "επιληφθούν":"επιλαμβάνομαι", "επιληψία":"επιληψία", "επιληψίας":"επιληψία", "επιλήψιμο":"επιλήψιμος", "επιλογες":"επιλογή", "επιλογές":"επιλογή", "επιλογη":"επιλογή", "επιλογή":"επιλογή", "επιλογήν":"επιλογή", "επιλογής":"επιλογή", "επίλογο":"επίλογος", "επίλογος":"επίλογος", "επιλόγου":"επίλογος", "επιλογών":"επιλογή", "επιλοχία":"επιλοχίας", "επιλοχίας":"επιλοχίας", "επιλύει":"επιλύω", "επιλυθεί":"επιλύω", "επιλύθηκαν":"επιλύω", "επιλυθούν":"επιλύω", "επιλύονται":"επιλύω", "επιλύουν":"επιλύω", "επιλύσει":"επιλύω", "επιλύσετε":"επιλύω", "επιλύσεώς":"επίλυση", "επίλυση":"επίλυση", "επίλυσή":"επίλυση", "επίλυσης":"επίλυση", "επίλυσής":"επίλυση", "επιλύσουμε":"επιλύω", "επιλύσουν":"επιλύω", "επιλύστε":"επιλύω", "επίμαχα":"επίμαχος", "επίμαχες":"επίμαχος", "επίμαχη":"επίμαχος", "επίμαχης":"επίμαχος", "επίμαχο":"επίμαχος", "επίμαχου":"επίμαχος", "επίμαχων":"επίμαχος", "επιμείνει":"επιμένω", "επιμείνεις":"επιμένω", "επιμείνετε":"επιμένω", "επιμείνουμε":"επιμένω", "επιμείνουν":"επιμένω", "επιμείνω":"επιμένω", "επιμειξία":"επιμειξία", "επιμειξίας":"επιμειξία", "επιμέλεια":"επιμέλεια", "επιμέλειά":"επιμέλεια", "επιμελείς":"επιμελής", "επιμελείται":"επιμελούμαι", "επιμεληθεί":"επιμελούμαι", "επιμελήθηκα":"επιμελούμαι", "επιμελήθηκαν":"επιμελούμαι", "επιμελήθηκε":"επιμελούμαι", "επιμελημένα":"επιμελημένος", "επιμελημένο":"επιμελημένος", "επιμελής":"επιμελής", "επιμελητές":"επιμελητής", "επιμελητή":"επιμελητής", "επιμελητήρια":"επιμελητήριο", "επιμελητηριο":"επιμελητήριο", "επιμελητήριο":"επιμελητήριο", "επιμελητηρίου":"επιμελητήριο", "επιμελητηρίων":"επιμελητήριο", "επιμελητής":"επιμελητής", "επιμελήτρια":"επιμελήτρια", "επιμελητών":"επιμελητής", "επιμελούνται":"επιμελούμαι", "επιμελώς":"επιμελώς", "επιμέναμε":"επιμένω", "επιμένει":"επιμένω", "επιμένεις":"επιμένω", "επιμένετε":"επιμένω", "επιμένοντας":"επιμένω", "επιμένουμε":"επιμένω", "επιμενουν":"επιμένω", "επιμένουν":"επιμένω", "επιμένω":"επιμένω", "επιμερίζονται":"επιμερίζω", "επιμερίσει":"επιμερίζω", "επιμερισθεί":"επιμερίζω", "επιμερισμό":"επιμερισμός", "επιμερισμού":"επιμερισμός", "επιμερίσουν":"επιμερίζω", "επιμερους":"επιμέρους", "επιμέρους":"επιμέρους", "επιμεταλλωτήρια":"επιμεταλλωτήρια", "επιμέτρησης":"επιμέτρηση", "επιμετρο":"επίμετρο", "επίμετρο":"επίμετρο", "επιμήκεις":"επιμήκης", "επίμηκες":"επιμήκης", "επιμηκυμένο":"επιμηκυμένο", "επιμηκύνει":"επιμηκύνω", "επιμηκύνεται":"επιμηκύνω", "επιμηκύνοντας":"επιμηκύνω", "επιμηκύνουν":"επιμηκύνω", "επιμήκυνση":"επιμήκυνση", "επιμήκυνσης":"επιμήκυνση", "επιμνημόσυνη":"επιμνημόσυνος", "επιμνημόσυνης":"επιμνημόσυνος", "επίμονα":"επίμονα", "επίμονες":"επίμονος", "επιμονή":"επιμονή", "επίμονη":"επίμονος", "επιμονής":"επιμονή", "επίμονης":"επίμονος", "επίμονο":"επίμονος", "επίμονοι":"επίμονος", "επίμονος":"επίμονος", "επίμονων":"επίμονος", "επιμόνως":"επίμονα", "επιμορφωθούν":"επιμορφώνω", "επιμόρφωση":"επιμόρφωση", "επιμόρφωσή":"επιμόρφωση", "επιμόρφωσης":"επιμόρφωση", "επιμορφωτικά":"επιμορφωτικός", "επιμορφωτική":"επιμορφωτικός", "επιμορφωτικοί":"επιμορφωτικός", "επιμύθιο":"επιμύθιο", "έπινα":"πίνω", "έπιναν":"πίνω", "έπινε":"πίνω", "επίνειο":"επίνειο", "επινοεί":"επινοώ", "επινοηθεί":"επινοώ", "επινοήθηκε":"επινοώ", "επινοηθούν":"επινοώ", "επινοήματα":"επινόημα", "επινόησαν":"επινοώ", "επινόησε":"επινοώ", "επινοήσει":"επινοώ", "επινοήσεις":"επινόηση", "επινόηση":"επινόηση", "επινόησης":"επινόηση", "επινοήσουμε":"επινοώ", "επινοήσουν":"επινοώ", "επινοήστε":"επινοώ", "επινοητικότητα":"επινοητικότητα", "επινοούν":"επινοώ", "επινοούνται":"επινοώ", "επίορκο":"επίορκος", "επίορκοι":"επίορκος", "επίορκους":"επίορκος", "επίορκων":"επίορκος", "επιούσιο":"επιούσιος", "επίπεδα":"επίπεδο", "επίπεδά":"επίπεδο", "επίπεδα-ρεκόρ":"επίπεδα-ρεκόρ", "επίπεδες":"επίπεδος", "επίπεδη":"επίπεδος", "επίπεδο":"επίπεδο", "επίπεδό":"επίπεδο", "επίπεδοι":"επίπεδος", "επίπεδο-ρεκόρ":"επίπεδο-ρεκόρ", "επιπέδου":"επίπεδο", "επίπεδου":"επίπεδος", "επίπεδους":"επίπεδος", "επιπέδων":"επίπεδο", "έπιπλα":"έπιπλο", "επιπλάδικο":"επιπλάδικο", "επίπλαστη":"επίπλαστος", "επίπλαστο":"επίπλαστος", "επίπλαστου":"επίπλαστος", "επιπλέει":"επιπλέω", "επιπλέον":"επιπλέον", "επιπλέουν":"επιπλέω", "επιπλεύσουν":"επιπλέω", "επιπλήξεις":"επιπλήττω", "επίπληξη":"επίπληξη", "επίπληξης":"επίπληξη", "επιπλήττει":"επιπλήττω", "έπιπλο":"έπιπλο", "επιπλοκές":"επιπλοκή", "επιπλοκή":"επιπλοκή", "επιπλοκής":"επιπλοκή", "επιπλοκών":"επιπλοκή", "επιπλοποιείο":"επιπλοποιείο", "επιπλοποιία":"επιπλοποιία", "επιπλοποιίας":"επιπλοποιία", "επίπλου":"επίπλους", "επίπλων":"έπιπλο", "επίπλωση":"επίπλωση", "επίπλωσης":"επίπλωση", "επιπόλαια":"επιπόλαια", "επιπόλαιες":"επιπόλαιος", "επιπόλαιη":"επιπόλαιος", "επιπόλαιης":"επιπόλαιος", "επιπόλαιο":"επιπόλαιος", "επιπόλαιοι":"επιπόλαιος", "επιπολαιόριζο":"επιπολαιόριζο", "επιπόλαιος":"επιπόλαιος", "επιπολαιότητα":"επιπολαιότητα", "επιπολαιότητά":"επιπολαιότητα", "επιπολαιότητας":"επιπολαιότητα", "επιπόλαιους":"επιπόλαιος", "επιπόλαιων":"επιπόλαιος", "επιπολής":"επιπολής", "επίπονες":"επίπονος", "επίπονη":"επίπονος", "επίπονο":"επίπονος", "επιπρόσθετα":"επιπρόσθετος", "επιπρόσθετες":"επιπρόσθετος", "επιπρόσθετη":"επιπρόσθετος", "επιπρόσθετο":"επιπρόσθετος", "επιπρόσθετος":"επιπρόσθετος", "επιπρόσθετου":"επιπρόσθετος", "επιπροσθέτως":"επιπρόσθετα", "επιπτώσεις":"επίπτωση", "επιπτώσεων":"επίπτωση", "επιπτώσεών":"επίπτωση", "επίπτωση":"επίπτωση", "επίπτωσή":"επίπτωση", "επιπυραγός":"επιπυραγός", "επιρρεπείς":"επιρρεπής", "επιρρεπή":"επιρρεπής", "επιρρεπής":"επιρρεπής", "επίρρημα":"επίρρημα", "επιρρίπτει":"επιρρίπτω", "επιρρίπτονται":"επιρρίπτω", "επιρρίπτοντας":"επιρρίπτω", "επιρρίπτουν":"επιρρίπτω", "επιρριφθούν":"επιρρίπτω", "επιρρίψει":"επιρρίπτω", "επίρριψη":"επίρριψη", "επιρρίψουν":"επιρρίπτω", "επιρροές":"επιρροή", "επιρροή":"επιρροή", "επιρροής":"επιρροή", "επιρροών":"επιρροή", "επίρρωσιν":"επίρρωση", "επισείεται":"επισείω", "επισημα":"επίσημα", "επίσημα":"επίσημα", "επίσημα":"επίσημος", "επισήμαιναν":"επισημαίνω", "επισήμαινε":"επισημαίνω", "επισημαίνει":"επισημαίνω", "επισημαίνεται":"επισημαίνω", "επισημαίνονται":"επισημαίνω", "επισημαίνοντας":"επισημαίνω", "επισημαίνοντάς":"επισημαίνω", "επισημαινόταν":"επισημαίνω", "επισημαίνουμε":"επισημαίνω", "επισημαίνουν":"επισημαίνω", "επισημαίνω":"επισημαίνω", "επισήμαναν":"επισημαίνω", "επισημάνατε":"επισημαίνω", "επισήμανε":"επισημαίνω", "επισημάνει":"επισημαίνω", "επισημάνεις":"επισημαίνω", "επισημανθεί":"επισημαίνω", "επισημάνθηκαν":"επισημαίνω", "επισημάνθηκε":"επισημαίνω", "επισημανθούν":"επισημαίνω", "επισημάνουμε":"επισημαίνω", "επισημάνσεις":"επισήμανση", "επισημάνσεων":"επισήμανση", "επισημανση":"επισήμανση", "επισήμανση":"επισήμανση", "επισήμανσή":"επισήμανση", "επισήμανσης":"επισήμανση", "επισημάνω":"επισημαίνω", "επισημασμένη":"επισημαίνω", "επισημείωση":"επισημείωση", "επίσημες":"επίσημος", "επίσημη":"επίσημος", "επίσημης":"επίσημος", "επίσημο":"επίσημος", "επίσημοι":"επίσημος", "επισημοποιεί":"επισημοποιώ", "επισημοποιείται":"επισημοποιώ", "επισημοποιηθεί":"επισημοποιώ", "επισημοποιήθηκε":"επισημοποιώ", "επισημοποίησαν":"επισημοποιώ", "επισημοποίησε":"επισημοποιώ", "επισημοποίηση":"επισημοποίηση", "επισημοποιήσουν":"επισημοποιώ", "επίσημος":"επίσημος", "επισημότερο":"επισημότερο", "επισημότητα":"επισημότητα", "επισημότητες":"επισημότητα", "επισήμου":"επίσημος", "επίσημου":"επίσημος", "επισήμους":"επίσημος", "επίσημους":"επίσημος", "επισήμων":"επίσημος", "επίσημων":"επίσημος", "επισήμως":"επίσημα", "επίσης":"επίσης", "επισιτιστικά":"επισιτιστικός", "επισιτιστική":"επισιτιστικός", "επισιτιστικής":"επισιτιστικός", "επισιτιστικό":"επισιτιστικός", "επισκέπτες":"επισκέπτης", "επισκέπτεται":"επισκέπτομαι", "επισκέπτη":"επισκέπτης", "επισκεπτης":"επισκέπτης", "επισκέπτης":"επισκέπτης", "επισκέπτομαι":"επισκέπτομαι", "επισκεπτόμαστε":"επισκέπτομαι", "επισκεπτόμενος":"επισκεπτόμενος", "επισκεπτόμουν":"επισκέπτομαι", "επισκέπτονται":"επισκέπτομαι", "επισκέπτονταν":"επισκέπτομαι", "επισκεπτόταν":"επισκέπτομαι", "επισκεπτών":"επισκέπτης", "επισκευάζονται":"επισκευάζω", "επισκεύασε":"επισκευάζω", "επισκευάσει":"επισκευάζω", "επισκευάσουν":"επισκευάζω", "επισκευαστεί":"επισκευάζω", "επισκευάστηκαν":"επισκευάζω", "επισκευάστηκε":"επισκευάζω", "επισκευαστικά":"επισκευαστικός", "επισκευαστική":"επισκευαστικός", "επισκευαστούν":"επισκευάζω", "επισκευές":"επισκευή", "επισκευή":"επισκευή", "επισκευής":"επισκευή", "επισκευών":"επισκευή", "επισκεφθεί":"επισκέπτομαι", "επισκεφθείς":"επισκέπτομαι", "επισκεφθείτε":"επισκέπτομαι", "επισκέφθηκα":"επισκέπτομαι", "επισκεφθήκαμε":"επισκέπτομαι", "επισκέφθηκαν":"επισκέπτομαι", "επισκέφθηκε":"επισκέπτομαι", "επισκέφθηκες":"επισκέπτομαι", "επισκεφθούμε":"επισκέπτομαι", "επισκεφθούν":"επισκέπτομαι", "επισκεφθώ":"επισκέπτομαι", "επισκεφτεί":"επισκέπτομαι", "επισκεφτήκαμε":"επισκέπτομαι", "επισκέφτηκαν":"επισκέπτομαι", "επισκέφτηκε":"επισκέπτομαι", "επισκέφτης":"επισκέπτομαι", "επισκεφτούμε":"επισκέπτομαι", "επισκεφτούν":"επισκέπτομαι", "επισκεφτώ":"επισκέπτομαι", "επισκεψεις":"επίσκεψη", "επισκέψεις":"επίσκεψη", "επισκέψεων":"επίσκεψη", "επισκέψεών":"επίσκεψη", "επισκέψεως":"επίσκεψη", "επίσκεψη":"επίσκεψη", "επίσκεψή":"επίσκεψη", "επίσκεψης":"επίσκεψη", "επίσκεψής":"επίσκεψη", "επισκέψιμες":"επισκέψιμες", "επισκέψιμο":"επισκέψιμο", "επισκέψιμος":"επισκέψιμος", "επισκεψιμότητα":"επισκεψιμότητα", "επισκιάζει":"επισκιάζω", "επισκιάζεται":"επισκιάζω", "επισκιάζοντας":"επισκιάζω", "επισκιάζουν":"επισκιάζω", "επισκίασαν":"επισκιάζω", "επισκίασε":"επισκιάζω", "επισκιάσει":"επισκιάζω", "επισκιάσουν":"επισκιάζω", "επισκιάστηκε":"επισκιάζω", "επισκόπηση":"επισκόπηση", "επίσκοποι":"επίσκοπος", "επίσκοπος":"επίσκοπος", "επισκόπου":"επίσκοπος", "επισμαλτωμένο":"επισμαλτωμένος", "επισπεύδει":"επισπεύδω", "επισπεύδεται":"επισπεύδω", "επισπευθεί":"επισπευθεί", "επισπεύσει":"επισπεύδω", "επίσπευση":"επίσπευση", "επισπευσθεί":"επισπεύδω", "επισπευσθούν":"επισπεύδω", "επισταμένα":"επισταμένως", "επισταμένος":"επισταμένος", "επισταμένως":"επισταμένως", "επιστάτες":"επιστάτης", "επιστάτης":"επιστάτης", "επιστατούν":"επιστατώ", "επιστέγασμα":"επιστέγασμα", "επιστέφει":"επιστέφω", "επιστήθιος":"επιστήθιος", "επιστήμες":"επιστήμη", "επιστήμη":"επιστήμη", "επιστήμης":"επιστήμη", "επιστημολογικό":"επιστημολογικός", "επιστήμονα":"επιστήμονας", "επιστήμονας":"επιστήμονας", "επιστημονες":"επιστήμονας", "επιστήμονες":"επιστήμονας", "επιστήμονές":"επιστήμονας", "επιστημονικά":"επιστημονικά", "επιστημονικά":"επιστημονικός", "επιστημονικές":"επιστημονικός", "επιστημονική":"επιστημονικός", "επιστημονικής":"επιστημονικός", "επιστημονικό":"επιστημονικός", "επιστημονικοί":"επιστημονικός", "επιστημονικόν":"επιστημονικός", "επιστημονικός":"επιστημονικός", "επιστημονικότητα":"επιστημονικότητα", "επιστημονικού":"επιστημονικός", "επιστημονικούς":"επιστημονικός", "επιστημονικών":"επιστημονικός", "επιστημονικώς":"επιστημονικά", "επιστημονισμού":"επιστημονισμός", "επιστημονων":"επιστήμονας", "επιστημόνων":"επιστήμονας", "επιστημοσύνη":"επιστημοσύνη", "επιστημων":"επιστήμη", "επιστημών":"επιστήμη", "επιστήμων":"επιστήμων", "επιστήσει":"εφιστώ", "επιστήσουμε":"εφιστώ", "επιστήσω":"εφιστώ", "επιστητού":"επιστητό", "επιστολές":"επιστολή", "επιστολη":"επιστολή", "επιστολή":"επιστολή", "επιστολή-μανιφέστο":"επιστολή-μανιφέστο", "επιστολής":"επιστολή", "επιστολιμαίας":"επιστολιμαίας", "επιστολογράφο":"επιστολογράφος", "επιστολογράφοι":"επιστολογράφος", "επιστολογράφος":"επιστολογράφος", "επιστολογράφους":"επιστολογράφος", "επιστολογράφων":"επιστολογράφος", "επιστολόχαρτο":"επιστολόχαρτο", "επιστολων":"επιστολή", "επιστολών":"επιστολή", "επιστρατεύει":"επιστρατεύω", "επιστρατεύεται":"επιστρατεύω", "επιστρατευθεί":"επιστρατεύω", "επιστρατεύθηκε":"επιστρατεύω", "επιστρατεύονται":"επιστρατεύω", "επιστρατεύονταν":"επιστρατεύω", "επιστρατεύοντας":"επιστρατεύω", "επιστρατεύουμε":"επιστρατεύω", "επιστρατεύουν":"επιστρατεύω", "επιστράτευσαν":"επιστρατεύω", "επιστρατεύσει":"επιστρατεύω", "επιστρατεύσετε":"επιστρατεύω", "επιστράτευση":"επιστράτευση", "επιστράτευσης":"επιστράτευση", "επιστρατεύσουν":"επιστρατεύω", "επιστρατευτεί":"επιστρατεύω", "επιστρατεύτηκε":"επιστρατεύω", "επιστραφεί":"επιστρέφω", "επιστραφούν":"επιστρέφω", "επιστρεφει":"επιστρέφω", "επιστρέφει":"επιστρέφω", "επιστρέφεις":"επιστρέφω", "επιστρέφεται":"επιστρέφω", "επιστρέφετε":"επιστρέφω", "επιστρέφονται":"επιστρέφω", "επιστρέφοντας":"επιστρέφω", "επιστρέφουμε":"επιστρέφω", "επιστρέφουν":"επιστρέφω", "επιστρέφω":"επιστρέφω", "επιστρέψαμε":"επιστρέφω", "επιστρέψει":"επιστρέφω", "επιστρέψεις":"επιστρέφω", "επιστρέψετε":"επιστρέφω", "επιστρέψουμε":"επιστρέφω", "επιστρεψουν":"επιστρέφω", "επιστρέψουν":"επιστρέφω", "επιστρέψω":"επιστρέφω", "επιστροφές":"επιστροφή", "επιστροφη":"επιστροφή", "επιστροφή":"επιστροφή", "επιστροφής":"επιστροφή", "επίστρωμα":"επίστρωμα", "επιστρώσεις":"επιστρώνω", "επίστρωση":"επίστρωση", "επισυμβούν":"επισυμβούν", "επισυνάπτει":"επισυνάπτω", "επισυνάπτεται":"επισυνάπτω", "επισυνάπτουμε":"επισυνάπτω", "επισύρει":"επισύρω", "επισύρουν":"επισύρω", "επισφάλειες":"επισφάλειες", "επισφαλείς":"επισφαλής", "επισφαλειών":"επισφαλειών", "επισφαλές":"επισφαλής", "επισφαλή":"επισφαλής", "επισφαλής":"επισφαλής", "επισφραγίζει":"επισφραγίζω", "επισφραγίζεται":"επισφραγίζω", "επισφραγίζοντας":"επισφραγίζω", "επισφράγισε":"επισφραγίζω", "επισφραγισθεί":"επισφραγίζω", "επισφραγίστηκε":"επισφραγίζω", "επισχέσεις":"επίσχεση", "επίσχεση":"επίσχεση", "επιταγές":"επιταγή", "επιταγή":"επιταγή", "επιταγήν":"επιταγή", "επιταγής":"επιταγή", "επιταγών":"επιταγή", "επιτακτικά":"επιτακτικά", "επιτακτική":"επιτακτικός", "επιτακτικής":"επιτακτικός", "επιτακτικό":"επιτακτικός", "επιτακτικός":"επιτακτικός", "επιτακτικών":"επιτακτικός", "επιτάξει":"επιτάσσω", "επίταξη":"επίταξη", "επιτάσεως":"επίταση", "επίταση":"επίταση", "επιτάσσει":"επιτάσσω", "επιτάσσετε":"επιτάσσω", "επιτάσσουν":"επιτάσσω", "επιτάφιο":"επιτάφιος", "επιτάχυνε":"επιταχύνω", "επιταχύνει":"επιταχύνω", "επιταχύνεται":"επιταχύνω", "επιταχυνθεί":"επιταχύνω", "επιταχυνθούν":"επιταχύνω", "επιταχυνόμενη":"επιταχυνόμενος", "επιταχύνονται":"επιταχύνω", "επιταχύνοντας":"επιταχύνω", "επιταχύνουμε":"επιταχύνω", "επιταχύνουν":"επιταχύνω", "επιτάχυνση":"επιτάχυνση", "επιτάχυνσης":"επιτάχυνση", "επιταχυντές":"επιταχυντής", "επιταχυντή":"επιταχυντής", "επιταχυντής":"επιταχυντής", "επιτεθεί":"επιτίθεμαι", "επιτεθείς":"επιτίθεμαι", "επιτεθείτε":"επιθέτω", "επιτέθηκαν":"επιτίθεμαι", "επιτέθηκε":"επιτίθεμαι", "επιτεθούμε":"επιτίθεμαι", "επιτεθούν":"επιτίθεμαι", "επιτεθώ":"επιτίθεμαι", "επιτείνανε":"επιτείνω", "επιτείνει":"επιτείνω", "επιτείνεται":"επιτείνω", "επιτείνονται":"επιτείνω", "επιτείνοντας":"επιτείνω", "επιτείνουν":"επιτείνω", "επιτελάρχες":"επιτελάρχης", "επιτελάρχης":"επιτελάρχης", "επιτελεί":"επιτελώ", "επιτελεία":"επιτελείο", "επιτελείο":"επιτελείο", "επιτελείου":"επιτελείο", "επιτελείς":"επιτελώ", "επιτελείται":"επιτελώ", "επιτελείτε":"επιτελώ", "επιτελείων":"επιτελείο", "επιτέλεσαν":"επιτελώ", "επιτέλεσε":"επιτελώ", "επιτελέσει":"επιτελώ", "επιτελέσουν":"επιτελώ", "επιτελεστεί":"επιτελώ", "επιτελικά":"επιτελικός", "επιτελικές":"επιτελικός", "επιτελική":"επιτελικός", "επιτελικό":"επιτελικός", "επιτελικός":"επιτελικός", "επιτελικού":"επιτελικός", "επιτελικών":"επιτελικός", "επιτελούμε":"επιτελώ", "επιτελούν":"επιτελώ", "επιτέλους":"επιτέλους", "επιτέλόυς":"επιτέλους", "επιτελούταν":"επιτελούταν", "επιτελών":"επιτελών", "επιτελώντας":"επιτελώ", "επιτετραμμένο":"επιτετραμμένος", "επιτετραμμένος":"επιτετραμμένος", "επιτετραμμένου":"επιτετραμμένος", "επίτευγμα":"επίτευγμα", "επίτευγμά":"επίτευγμα", "επιτεύγματα":"επίτευγμα", "επιτεύγματά":"επίτευγμα", "επιτευγμάτων":"επίτευγμα", "επιτεύξεις":"επίτευξη", "επιτεύξεων":"επίτευξη", "επίτευξη":"επίτευξη", "επίτευξή":"επίτευξη", "επίτευξης":"επίτευξη", "επιτεύξιμο":"επιτεύξιμος", "επιτευχθεί":"επιτυγχάνω", "επιτεύχθηκαν":"επιτυγχάνω", "επιτεύχθηκε":"επιτυγχάνω", "επιτευχθούν":"επιτυγχάνω", "επιτήδειοι":"επιτήδειος", "επιτήδειους":"επιτήδειος", "επιτήδειων":"επιτήδειος", "επίτηδες":"επίτηδες", "επιτηδευματία":"επιτηδευματίας", "επιτηδεύματος":"επιτήδευμα", "επιτηδευμένο":"επιτηδεύομαι", "επίτημο":"επίτιμος", "επιτηρεί":"επιτηρώ", "επιτήρησε":"επιτηρώ", "επιτηρήσεις":"επιτήρηση", "επιτήρηση":"επιτήρηση", "επιτήρησης":"επιτήρηση", "επιτηρήσουν":"επιτηρώ", "επιτηρητές":"επιτηρητής", "επιτηρούμενη":"επιτηρούμενος", "επιτηρούν":"επιτηρώ", "επιτηρούνται":"επιτηρώ", "επιτηρούσαν":"επιτηρώ", "επιτηρούσε":"επιτηρώ", "επιτίθεμαι":"επιθέτω", "επιτιθέμεθα":"επιθέτω", "επιτιθέμενοι":"επιτιθέμενος", "επιτιθέμενος":"επιτιθέμενος", "επιτιθέμενους":"επιτιθέμενος", "επιτίθενται":"επιτίθεμαι", "επιτίθεται":"επιτίθεμαι", "επιτίθετο":"επιθέτω", "επιτιμά":"επιτιμώ", "επιτιμητικά":"επιτιμητικά", "επίτιμο":"επίτιμος", "επίτιμος":"επίτιμος", "επιτιμου":"επίτιμος", "επιτίμου":"επίτιμος", "επίτιμου":"επίτιμος", "επίτιμων":"επίτιμος", "επιτοίχιο":"επιτοίχιο", "επιτοκια":"επιτόκιο", "επιτόκια":"επιτόκιο", "επιτόκιά":"επιτόκιο", "επιτόκιο":"επιτόκιο", "επιτόκιό":"επιτόκιο", "επιτοκίου":"επιτόκιο", "επιτοκίων":"επιτόκιο", "επιτομή":"επιτομή", "επιτόπια":"επιτόπια", "επιτόπου":"επιτόπου", "επιτραπέζια":"επιτραπέζιος", "επιτραπέζιο":"επιτραπέζιος", "επιτραπέζιου":"επιτραπέζιος", "επιτραπέζιων":"επιτραπέζιος", "επιτραπεί":"επιτρέπω", "επιτράπηκε":"επιτρέπω", "επιτραπούν":"επιτρέπω", "επιτρέπει":"επιτρέπω", "επιτρέπεται":"επιτρέπω", "επιτρέπετε":"επιτρέπω", "επιτρεπόμενες":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπόμενη":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπόμενης":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπόμενο":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπομένου":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπόμενου":"επιτρεπόμενος", "επιτρεπόμενων":"επιτρεπόμενος", "επιτρέπονται":"επιτρέπω", "επιτρέπονταν":"επιτρέπω", "επιτρέποντας":"επιτρέπω", "επιτρέποντάς":"επιτρέπω", "επιτρέποντος":"επιτρέπων", "επιτρεπόταν":"επιτρέπω", "επιτρέπουμε":"επιτρέπω", "επιτρέπουν":"επιτρέπω", "επιτρεπτά":"επιτρεπτός", "επιτρεπτή":"επιτρεπτός", "επιτρεπτής":"επιτρεπτός", "επιτρεπτό":"επιτρεπτός", "επιτρεπτού":"επιτρεπτός", "επιτρέπω":"επιτρέπω", "επιτρέψαμε":"επιτρέπω", "επιτρέψατε":"επιτρέπω", "επιτρέψατέ":"επιτρέπω", "επιτρέψει":"επιτρέπω", "επιτρέψετε":"επιτρέπω", "επιτρέψουμε":"επιτρέπω", "επιτρέψουν":"επιτρέπω", "επιτρέψτε":"επιτρέπω", "επιτροπεία":"επιτροπεία", "επιτροπές":"επιτροπή", "επιτροπη":"επιτροπή", "επιτροπή":"επιτροπή", "επιτροπης":"επιτροπή", "επιτροπής":"επιτροπή", "επίτροπο":"επίτροπος", "επίτροποι":"επίτροπος", "επιτροπος":"επίτροπος", "επίτροπος":"επίτροπος", "επιτρόπου":"επίτροπος", "επιτροπών":"επιτροπή", "επιτρόπων":"επίτροπος", "επιτυγχάνει":"επιτυγχάνω", "επιτυγχάνεται":"επιτυγχάνω", "επιτυγχάνονται":"επιτυγχάνω", "επιτυγχάνοντας":"επιτυγχάνω", "επιτυγχάνουν":"επιτυγχάνω", "επιτύμβια":"επιτύμβιος", "επιτύμβιες":"επιτύμβιος", "επιτύμβιο":"επιτύμβιος", "επιτύχει":"επιτυγχάνω", "επιτύχεις":"επιτυγχάνω", "επιτυχείς":"επιτυχής", "επιτυχές":"επιτυχής", "επιτυχή":"επιτυχής", "επιτυχημένα":"επιτυχημένος", "επιτυχημένες":"επιτυχημένος", "επιτυχημένη":"επιτυχημένος", "επιτυχημένης":"επιτυχημένος", "επιτυχημένο":"επιτυχημένος", "επιτυχημένοι":"επιτυχημένος", "επιτυχημένος":"επιτυχημένος", "επιτυχημένου":"επιτυχημένος", "επιτυχημένους":"επιτυχημένος", "επιτυχημένων":"επιτυχημένος", "επιτυχής":"επιτυχής", "επιτυχια":"επιτυχία", "επιτυχία":"επιτυχία", "επιτυχίας":"επιτυχία", "επιτυχιες":"επιτυχία", "επιτυχίες":"επιτυχία", "επιτυχιών":"επιτυχία", "επιτυχόντα":"επιτυχών", "επιτυχόντες":"επιτυχών", "επιτυχόντων":"επιτυχών", "επιτύχουμε":"επιτυγχάνω", "επιτύχουν":"επιτυγχάνω", "επιτυχούς":"επιτυχής", "επιτύχω":"επιτυγχάνω", "επιτυχών":"επιτυχών", "επιτυχώς":"επιτυχώς", "επιφαινόμενα":"επιφαινόμενος", "επιφανεια":"επιφάνεια", "επιφάνεια":"επιφάνεια", "επιφάνειά":"επιφάνεια", "επιφανειακά":"επιφανειακά", "επιφανειακές":"επιφανειακός", "επιφανειακή":"επιφανειακός", "επιφανειακής":"επιφανειακός", "επιφανειακός":"επιφανειακός", "επιφανειακών":"επιφανειακός", "επιφανείας":"επιφάνεια", "επιφάνειας":"επιφάνεια", "επιφάνειάς":"επιφάνεια", "επιφάνειες":"επιφάνεια", "επιφανείς":"επιφανής", "επιφανειών":"επιφάνεια", "επιφανέστερη":"επιφανής", "επιφανέστεροι":"επιφανής", "επιφανέστερων":"επιφανής", "επιφανή":"επιφανής", "επιφανών":"επιφανής", "επίφαση":"επίφαση", "επιφέρει":"επιφέρω", "επιφέρουν":"επιφέρω", "επίφοβη":"επίφοβος", "επίφοβο":"επίφοβος", "επίφοβοι":"επίφοβος", "επίφοβος":"επίφοβος", "επίφοβους":"επίφοβος", "επιφορτίζει":"επιφορτίζω", "επιφόρτισε":"επιφορτίζω", "επιφορτισθεί":"επιφορτίζω", "επιφορτισμένη":"επιφορτισμένος", "επιφορτισμένο":"επιφορτισμένος", "επιφορτισμένοι":"επιφορτισμένος", "επιφορτισμένος":"επιφορτισμένος", "επιφορτιστεί":"επιφορτίζω", "επιφυλακή":"επιφυλακή", "επιφυλακής":"επιφυλακή", "επιφυλακτικά":"επιφυλακτικά", "επιφυλακτικές":"επιφυλακτικός", "επιφυλακτική":"επιφυλακτικός", "επιφυλακτικό":"επιφυλακτικός", "επιφυλακτικοί":"επιφυλακτικός", "επιφυλακτικός":"επιφυλακτικός", "επιφυλακτικότητα":"επιφυλακτικότητα", "επιφυλακτικότητά":"επιφυλακτικότητα", "επιφυλακτικότητας":"επιφυλακτικότητα", "επιφυλακτικούς":"επιφυλακτικός", "επιφύλαξαν":"επιφυλάσσω", "επιφύλαξε":"επιφυλάσσω", "επιφυλάξει":"επιφυλάσσω", "επιφυλάξεις":"επιφύλαξη", "επιφυλάξεων":"επιφύλαξη", "επιφύλαξη":"επιφύλαξη", "επιφύλαξης":"επιφύλαξη", "επιφυλάξουν":"επιφυλάσσω", "επιφύλασσαν":"επιφυλάσσω", "επιφύλασσε":"επιφυλάσσω", "επιφυλάσσει":"επιφυλάσσω", "επιφυλάσσεται":"επιφυλάσσω", "επιφυλάσσομαι":"επιφυλάσσω", "επιφυλασσόμεθα":"επιφυλασσόμεθα", "επιφυλασσόμενος":"επιφυλασσόμενος", "επιφυλάσσονται":"επιφυλάσσω", "επιφυλάσσουν":"επιφυλάσσω", "επιφυλαχθεί":"επιφυλάσσω", "επιφυλάχθηκαν":"επιφυλάσσω", "επιφυλάχθηκε":"επιφυλάσσω", "επιφυλάχτηκε":"επιφυλάσσω", "επιφυλλίδα":"επιφυλλίδα", "επιφυλλίδας":"επιφυλλίδα", "επιφωνήματα":"επιφώνημα", "επιφωνημάτων":"επιφώνημα", "επιφώτιση":"επιφώτιση", "επιχ":"επιχ", "επιχαίρει":"επιχαίρω", "επίχειρα":"επίχειρα", "επιχειρεί":"επιχειρώ", "επιχειρειν":"επιχειρείν", "επιχειρείν":"επιχειρείν", "επιχειρείται":"επιχειρώ", "επιχειρείτε":"επιχειρώ", "επιχειρηθεί":"επιχειρώ", "επιχειρηθείσα":"επιχειρηθείσα", "επιχειρήθηκαν":"επιχειρώ", "επιχειρήθηκε":"επιχειρώ", "επιχείρημα":"επιχείρημα", "επιχείρημά":"επιχείρημα", "επιχειρηματα":"επιχείρημα", "επιχειρήματα":"επιχείρημα", "επιχειρήματά":"επιχείρημα", "επιχειρηματία":"επιχειρηματίας", "επιχειρηματίας":"επιχειρηματίας", "επιχειρηματιες":"επιχειρηματίας", "επιχειρηματίες":"επιχειρηματίας", "επιχειρηματικά":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικές":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματική":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικής":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικό":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικοί":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικότητα":"επιχειρηματικότητα", "επιχειρηματικότητας":"επιχειρηματικότητα", "επιχειρηματικότητας-καινοτομίας":"επιχειρηματικότητας-καινοτομίας", "επιχειρηματικού":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικούς":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματικών":"επιχειρηματικός", "επιχειρηματιών":"επιχειρηματίας", "επιχειρηματολογεί":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολόγησαν":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολόγησε":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογήσει":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογήσουν":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογία":"επιχειρηματολογία", "επιχειρηματολογίας":"επιχειρηματολογία", "επιχειρηματολογούμε":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογούν":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογούσαν":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρηματολογούσε":"επιχειρηματολογώ", "επιχειρήματος":"επιχείρημα", "επιχειρημάτων":"επιχείρημα", "επιχείρησα":"επιχειρώ", "επιχειρήσαμε":"επιχειρώ", "επιχείρησαν":"επιχειρώ", "επιχείρησε":"επιχειρώ", "επιχειρήσει":"επιχειρώ", "επιχειρησεις":"επιχείρηση", "επιχειρήσεις":"επιχείρηση", "επιχειρήσεις-μέλη":"επιχειρήσεις-μέλη", "επιχειρήσεων":"επιχείρηση", "επιχειρήσεών":"επιχείρηση", "επιχειρήσεων-μελών":"επιχειρήσεων-μελών", "επιχειρηση":"επιχείρηση", "επιχείρηση":"επιχείρηση", "επιχείρησή":"επιχείρηση", "επιχείρηση-προετοιμασία":"επιχείρηση-προετοιμασία", "επιχείρησης":"επιχείρηση", "επιχείρησής":"επιχείρηση", "επιχειρήσης":"επιχειρήσης", "επιχειρησιακά":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακές":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακή":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακής":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακό":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακός":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακού":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακούς":"επιχειρησιακός", "επιχειρησιακών":"επιχειρησιακός", "επιχειρήσουμε":"επιχειρώ", "επιχειρήσουν":"επιχειρώ", "επιχειρήστε":"επιχειρώ", "επιχειρήσω":"επιχειρώ", "επιχειρούμε":"επιχειρώ", "επιχειρούμενα":"επιχειρούμενος", "επιχειρούμενη":"επιχειρούμενος", "επιχειρούμενης":"επιχειρούμενος", "επιχειρούμενο":"επιχειρούμενος", "επιχειρούν":"επιχειρώ", "επιχειρούνται":"επιχειρώ", "επιχειρούσα":"επιχειρώ", "επιχειρούσαμε":"επιχειρώ", "επιχειρούσαν":"επιχειρώ", "επιχειρούσε":"επιχειρώ", "επιχειρώ":"επιχειρώ", "επιχειρώντας":"επιχειρώ", "επιχείτησης":"επιχείτησης", "επιχορηγεί":"επιχορηγώ", "επιχορηγείται":"επιχορηγώ", "επιχορηγηθεί":"επιχορηγώ", "επιχορηγήθηκαν":"επιχορηγώ", "επιχορηγήθηκε":"επιχορηγώ", "επιχορηγηθούν":"επιχορηγώ", "επιχορηγήσει":"επιχορηγώ", "επιχορηγήσεις":"επιχορήγηση", "επιχορηγήσεων":"επιχορήγηση", "επιχορήγηση":"επιχορήγηση", "επιχορήγησή":"επιχορήγηση", "επιχορήγησης":"επιχορήγηση", "επιχορηγούμενες":"επιχορηγούμενος", "επιχορηγούμενο":"επιχορηγούμενος", "επιχορηγούμενοι":"επιχορηγούμενος", "επιχορηγούμενων":"επιχορηγούμενος", "επιχορηγούνται":"επιχορηγώ", "επιχρίσματα":"επίχρισμα", "επίχρυσα":"επίχρυσος", "επιχρυσωμένο":"επιχρυσωμένος", "επιχωματώσεις":"επιχωμάτωση", "έπλαθε":"πλάθω", "έπλασαν":"πλάθω", "έπλασε":"πλάθω", "επλάσθη":"επλάσθη", "έπλεαν":"πλέω", "έπλεε":"πλέω", "έπλεναν":"πλένω", "έπλενε":"πλένω", "έπλεξαν":"πλέκω", "έπλεξε":"πλέκω", "έπλεξες":"πλέκω", "επλήγη":"πλήττω", "επλήγησαν":"πλήττω", "έπληξαν":"πλήττω", "έπληξε":"πλήττω", "έπληττα":"πλήττω", "έπληττε":"πλήττω", "έπλυνε":"πλένω", "έπνεαν":"πνέω", "έπνεε":"πνέω", "έπνιγε":"πνίγω", "έπνιξαν":"πνίγω", "έπνιξε":"πνίγω", "επο":"επο", "εποίησεν":"εποίησεν", "εποικισμού":"εποικισμός", "εποικισμών":"εποικισμός", "εποικοδομητικά":"εποικοδομητικά", "εποικοδομητικές":"εποικοδομητικός", "εποικοδομητική":"εποικοδομητικός", "εποικοδομητικής":"εποικοδομητικός", "εποικοδομητικό":"εποικοδομητικός", "εποικοδομητικός":"εποικοδομητικός", "έποικοι":"έποικος", "έποικος":"έποικος", "εποίκους":"έποικος", "εποίκων":"έποικος", "επόκ":"επόκ", "επομενα":"επόμενος", "επόμενα":"επόμενος", "επόμενες":"επόμενος", "επομενη":"επόμενος", "επομένη":"επόμενος", "επόμενη":"επόμενος", "επομενης":"επόμενος", "επομένης":"επόμενος", "επόμενης":"επόμενος", "επόμενο":"επόμενος", "επόμενό":"επόμενος", "επόμενοι":"επόμενος", "επόμενος":"επόμενος", "επομένου":"επόμενος", "επόμενου":"επόμενος", "επόμενους":"επόμενος", "επομένων":"επόμενος", "επόμενων":"επόμενος", "επομένως":"επομένως", "επονομαζόμενο":"επονομαζόμενος", "επονομαζόμενος":"επονομαζόμενος", "επονομαζόμενου":"επονομαζόμενος", "έπονται":"έπομαι", "εποποιία":"εποποιία", "εποπτεία":"εποπτεία", "εποπτείαν":"εποπτεία", "εποπτείας":"εποπτεία", "επόπτες":"επόπτης", "εποπτεύει":"εποπτεύω", "εποπτεύεται":"εποπτεύω", "εποπτεύον":"εποπτεύων", "εποπτεύοντα":"εποπτεύων", "εποπτεύονται":"εποπτεύω", "εποπτεύοντος":"εποπτεύων", "εποπτευόντων":"εποπτεύων", "εποπτεύουν":"εποπτεύω", "επόπτευση":"επόπτευση", "εποπτεύσουν":"εποπτεύω", "επόπτη":"επόπτης", "επόπτης":"επόπτης", "εποπτικές":"εποπτικός", "εποπτικό":"εποπτικός", "εποπτικός":"εποπτικός", "εποπτικού":"εποπτικός", "εποπτικών":"εποπτικός", "εποπτών":"επόπτης", "έπος":"έπος", "επουλώνει":"επουλώνω", "επουλώνεται":"επουλώνω", "επουλώνονται":"επουλώνω", "επουλώσει":"επουλώνω", "επούλωση":"επούλωση", "επουλώσουν":"επουλώνω", "έπους":"έπος", "επουσιώδεις":"επουσιώδης", "επουσιώδες":"επουσιώδης", "επουσιώδη":"επουσιώδης", "εποφθαλμιά":"εποφθαλμιώ", "εποφθαλμιούν":"εποφθαλμιώ", "εποχές":"εποχή", "εποχη":"εποχή", "εποχή":"εποχή", "'εποχή":"'εποχή", "εποχης":"εποχή", "εποχής":"εποχή", "εποχιακή":"εποχιακός", "εποχιακοί":"εποχιακός", "εποχιακός":"εποχιακός", "εποχικά":"εποχιακός", "εποχικές":"εποχιακός", "εποχική":"εποχιακός", "εποχικής":"εποχιακός", "εποχικό":"εποχιακός", "εποχικοί":"εποχιακός", "εποχικού":"εποχιακός", "εποχικών":"εποχιακός", "εποχικώς":"εποχιακός", "εποχούμενη":"εποχούμενος", "εποχούμενος":"εποχούμενος", "εποχούμενων":"εποχούμενος", "εποχων":"εποχή", "εποχών":"εποχή", "έπραξαν":"πράττω", "έπραξε":"πράττω", "έπρατταν":"πράττω", "έπραττε":"πράττω", "έπρεπε":"πρέπει", "επρόκειτο":"πρόκειται", "επς":"επς", "επσμ":"επσμ", "επσμαθ":"επσμαθ", "επτα":"επτα", "επτά":"επτά", "επτάδας":"επτάδα", "επταετής":"επταετής", "επταετία":"επταετία", "επταετίας":"επταετία", "επταετούς":"επταετής", "επτακόσιες":"επτακόσιοι", "επτακοσίων":"επτακόσιοι", "επτάλοφο":"επτάλοφος", "επτάλοφος":"επτάλοφος", "επταμελές":"επταμελής", "επταμελή":"επταμελής", "επταμελής":"επταμελής", "επταμήνου":"επτάμηνος", "επτάμισι":"επτάμισι", "επτανησιακού":"επτανησιακός", "επταπυργίου":"επταπυργί", "επταπυργίόυ":"επταπυργί", "επτασφράγιστο":"επτασφράγιστος", "επτάχρονη":"επτάχρονος", "επταχώρι":"επταχώρι", "επταψήφιος":"επταψήφιος", "επωάζει":"επωάζω", "επωδό":"επωδός", "επωδός":"επωδός", "επώδυνα":"επώδυνα", "επώδυνες":"επώδυνος", "επώδυνη":"επώδυνος", "επώδυνο":"επώδυνος", "επώδυνος":"επώδυνος", "επώδυνων":"επώδυνος", "επωμίζεται":"επωμίζομαι", "επωμιζόμαστε":"επωμίζομαι", "επωμιζόμενος":"επωμιζόμενος", "επωμίζονται":"επωμίζομαι", "επωμισθεί":"επωμίζομαι", "επωμιστεί":"επωμίζομαι", "επωμιστούν":"επωμίζομαι", "επώνυμα":"επώνυμος", "επώνυμες":"επώνυμος", "επώνυμη":"επώνυμος", "επωνυμία":"επωνυμία", "επωνυμίας":"επωνυμία", "επώνυμο":"επώνυμο", "επώνυμό":"επώνυμο", "επώνυμοι":"επώνυμος", "επώνυμος":"επώνυμος", "επώνυμου":"επώνυμος", "επώνυμους":"επώνυμος", "επωνύμων":"επώνυμος", "επώνυμων":"επώνυμος", "επωνύμως":"επώνυμα", "επωφελείται":"επωφελούμαι", "επωφελέστερης":"επωφελής", "επωφελή":"επωφελής", "επωφεληθεί":"επωφελούμαι", "επωφεληθείτε":"επωφελούμαι", "επωφελήθηκαν":"επωφελούμαι", "επωφελήθηκε":"επωφελούμαι", "επωφεληθούν":"επωφελούμαι", "επωφελής":"επωφελής", "επωφελούμενος":"επωφελούμενος", "επωφελουμένων":"επωφελούμενος", "επωφελούνται":"επωφελούμαι", "ερ":"ερ", "ερα":"ερα", "έραιναν":"ραίνω", "ερανίσματα":"εράνισμα", "έρανο":"έρανος", "έρανος":"έρανος", "εράνου":"έρανος", "ερασιτέχνες":"ερασιτέχνης", "ερασιτεχνη":"ερασιτέχνης", "ερασιτέχνη":"ερασιτέχνης", "ερασιτέχνης":"ερασιτέχνης", "ερασι-τέχνης":"ερασι-τέχνης", "ερασιτεχνικά":"ερασιτεχνικά", "ερασιτεχνικές":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνική":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνικής":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνικό":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνικός":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνικού":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνικών":"ερασιτεχνικός", "ερασιτεχνισμός":"ερασιτεχνισμός", "ερασιτεχνών":"ερασιτέχνης", "εραστες":"εραστής", "εραστές":"εραστής", "εραστή":"εραστής", "εράστηκε":"εραστικός", "εραστης":"εραστής", "εραστής":"εραστής", "εραστών":"εραστής", "ερατοσθένη":"ερατοσθένης", "ερβάιν":"ερβάιν", "ερβέ":"ερβέ", "εργα":"έργο", "έργα":"έργο", "εργα465":"εργα465", "εργάζεστε":"εργάζομαι", "εργάζεται":"εργάζομαι", "εργάζομαι":"εργάζομαι", "εργαζόμαστε":"εργάζομαι", "εργαζόμενες":"εργαζόμενος", "εργαζομένη":"εργαζόμενος", "εργαζόμενη":"εργαζόμενος", "εργαζόμενης":"εργαζόμενος", "εργαζόμενο":"εργαζόμενος", "εργαζομενοι":"εργαζόμενος", "εργαζόμενοι":"εργαζόμενος", "εργαζόμενοί":"εργαζόμενος", "εργαζόμενος":"εργαζόμενος", "εργαζομένου":"εργαζόμενος", "εργαζόμενου":"εργαζόμενος", "εργαζομένους":"εργαζόμενος", "εργαζόμενους":"εργαζόμενος", "εργαζομένων":"εργαζόμενος", "εργαζόμενων":"εργαζόμενος", "εργάζονται":"εργάζομαι", "εργάζονταν":"εργάζομαι", "εργαζόσουν":"εργάζομαι", "εργαζόταν":"εργάζομαι", "εργαλεία":"εργαλείο", "εργαλειακού":"εργαλειακού", "εργαλείο":"εργαλείο", "εργαλείου":"εργαλείο", "εργαλείων":"εργαλείο", "εργανη":"εργανη", "εργας":"εργας", "εργασθεί":"εργάζομαι", "εργάσθηκαν":"εργάζομαι", "εργάσθηκε":"εργάζομαι", "εργασθούν":"εργάζομαι", "εργασία":"εργασία", "εργασιακά":"εργασιακός", "εργασιακές":"εργασιακός", "εργασιακή":"εργασιακός", "εργασιακής":"εργασιακός", "εργασιακό":"εργασιακός", "εργασιακός":"εργασιακός", "εργασιακού":"εργασιακός", "εργασιακούς":"εργασιακός", "εργασιακών":"εργασιακός", "εργασιας":"εργασία", "εργασίας":"εργασία", "εργασίες":"εργασία", "εργασίες-ορόσημο":"εργασίες-ορόσημο", "εργάσιμες":"εργάσιμος", "εργάσιμη":"εργάσιμος", "εργάσιμο":"εργάσιμος", "εργάσιμου":"εργάσιμος", "εργασίμων":"εργάσιμος", "εργασιομανή":"εργασιομανής", "εργασιομανής":"εργασιομανής", "εργασιομανούς":"εργασιομανής", "εργασιων":"εργασία", "εργασιών":"εργασία", "εργαστεί":"εργάζομαι", "εργαστείτε":"εργάζομαι", "εργάστηκα":"εργάζομαι", "εργάστηκαν":"εργάζομαι", "εργαστήκατε":"εργάζομαι", "εργάστηκε":"εργάζομαι", "εργαστηρι":"εργαστήρι", "εργαστήρι":"εργαστήρι", "εργαστήρια":"εργαστήριο", "εργαστήριά":"εργαστήριο", "εργαστηριακά":"εργαστηριακά", "εργαστηριακές":"εργαστηριακός", "εργαστηριακή":"εργαστηριακός", "εργαστηριακής":"εργαστηριακός", "εργαστηριακό":"εργαστηριακός", "εργαστηριακός":"εργαστηριακός", "εργαστηριακούς":"εργαστηριακός", "εργαστηριακών":"εργαστηριακός", "εργαστηριο":"εργαστήριο", "εργαστήριο":"εργαστήριο", "εργαστήριό":"εργαστήριο", "εργαστηρίου":"εργαστήριο", "εργαστηρίων":"εργαστήριο", "εργαστούμε":"εργάζομαι", "εργαστούν":"εργάζομαι", "εργαστώ":"εργάζομαι", "εργάτες":"εργάτης", "εργάτη":"εργάτης", "εργάτης":"εργάτης", "εργατιάς":"εργατιά", "εργατικά":"εργατικός", "εργατικές":"εργατικός", "εργατική":"εργατικός", "εργατικής":"εργατικός", "εργατικό":"εργατικός", "εργατικοί":"εργατικός", "εργατικός":"εργατικός", "εργατικότητα":"εργατικότητα", "εργατικού":"εργατικός", "εργατικούς":"εργατικός", "εργατικών":"εργατικός", "εργατοτεχνίτες":"εργατοτεχνίτης", "εργατοτεχνιτών":"εργατοτεχνίτης", "εργατοϋπαλληλικό":"εργατοϋπαλληλικός", "εργατοϋπαλληλικού":"εργατοϋπαλληλικός", "εργατοϋπάλληλοι":"εργατοϋπάλληλος", "εργατοϋπάλληλος":"εργατοϋπάλληλος", "εργατοώρες":"εργατοώρα", "εργάτρια":"εργάτρια", "εργάτριας":"εργάτρια", "εργάτριες":"εργάτρια", "εργατών":"εργάτης", "εργατώρες":"εργατώρες", "εργένη":"εργένης", "εργένηδων":"εργένης", "εργένης":"εργένης", "εργο":"έργο", "έργο":"έργο", "εργοδηγός":"εργοδηγός", "εργοδοσία":"εργοδοσία", "εργοδοσίας":"εργοδοσία", "εργοδότες":"εργοδότης", "εργοδότες-εμπόρους":"εργοδότες-εμπόρους", "εργοδότη":"εργοδότης", "εργοδότης":"εργοδότης", "εργοδοτική":"εργοδοτικός", "εργοδοτικούς":"εργοδοτικός", "εργοδοτικών":"εργοδοτικός", "εργοδοτών":"εργοδότης", "εργοθεραπείας":"εργοθεραπεία", "εργοθεραπευτών":"εργοθεραπευτών", "έργο-ιατρική":"έργο-ιατρική", "εργολαβία":"εργολαβία", "εργολαβίας":"εργολαβία", "εργολαβίες":"εργολαβία", "εργολαβικά":"εργολαβικά", "εργολαβικές":"εργολαβικός", "εργολαβικών":"εργολαβικός", "εργολαβιών":"εργολαβία", "εργολάβο":"εργολάβος", "εργολάβοι":"εργολάβος", "εργολάβος":"εργολάβος", "εργολάβου":"εργολάβος", "εργολάβους":"εργολάβος", "εργολάβων":"εργολάβος", "εργοληπτών":"εργολήπτης", "εργομετρικά":"εργομετρικός", "εργομετρική":"εργομετρικός", "έργον":"έργο", "εργονομίας":"εργονομία", "εργονομικά":"εργονομικά", "εργονομική":"εργονομικός", "έργο-σταθμός":"έργο-σταθμός", "εργοστάσια":"εργοστάσιο", "εργοστάσιά":"εργοστάσιο", "εργοστασιάρχης":"εργοστασιάρχης", "εργοστασιο":"εργοστάσιο", "εργοστάσιο":"εργοστάσιο", "εργοστάσιό":"εργοστάσιο", "εργοστασίου":"εργοστάσιο", "εργοστασίων":"εργοστάσιο", "εργοτάξια":"εργοτάξιο", "εργοτάξιο":"εργοτάξιο", "εργοταξίου":"εργοτάξιο", "εργοταξίων":"εργοτάξιο", "εργοτελη":"εργοτελη", "εργοτέλη":"εργοτέλη", "εργοτελης":"εργοτελης", "εργοτέλης":"εργοτέλης", "εργοτέλης-βέροια":"εργοτέλης-βέροια", "εργοτέλης-ηλυσιακός":"εργοτέλης-ηλυσιακός", "έργου":"έργο", "έργω":"έργω", "έργων":"έργο", "ερέβινθος":"ερέβινθος", "έρεβος":"έρεβος", "έρεε":"ρέω", "ερέθιζε":"ερεθίζω", "ερεθίζει":"ερεθίζω", "ερέθισε":"ερεθίζω", "ερεθίσει":"ερεθίζω", "ερέθισμα":"ερέθισμα", "ερεθίσματα":"ερέθισμα", "ερεθισμό":"ερεθισμός", "ερεθισμού":"ερεθισμός", "ερεθίσουν":"ερεθίζω", "ερεθιστεί":"ερεθίζω", "ερεθιστική":"ερεθιστικός", "ερείπια":"ερείπιο", "ερείπιά":"ερείπιο", "ερείπιο":"ερείπιο", "ερειπίων":"ερείπιο", "ερειπωμένα":"ερειπώνω", "ερειπωμένο":"ερειπώνω", "ερειπωμένους":"ερειπώνω", "έρεισμα":"έρεισμα", "ερείσματα":"έρεισμα", "ερείσματά":"έρεισμα", "ερείσματος":"έρεισμα", "ερεισμάτων":"έρεισμα", "ερερα":"ερερα", "ερέρα":"ερέρα", "ερευνα":"έρευνα", "έρευνα":"έρευνα", "έρευνά":"έρευνα", "ερευνά":"ερευνώ", "έρευνας":"έρευνα", "έρευνάς":"έρευνα", "ερευνάς":"ερευνώ", "ερευνάται":"ερευνώ", "ερευνάτε":"ερευνώ", "ερευνες":"έρευνα", "έρευνες":"έρευνα", "έρευνές":"έρευνα", "ερευνηθεί":"ερευνώ", "ερευνήθηκαν":"ερευνώ", "ερευνήθηκε":"ερευνώ", "ερευνηθούν":"ερευνώ", "ερεύνης":"ερεύνης", "ερεύνησαν":"ερευνώ", "ερευνήσατε":"ερευνώ", "ερεύνησε":"ερευνώ", "ερευνήσει":"ερευνώ", "ερευνήσετε":"ερευνώ", "ερευνήσουμε":"ερευνώ", "ερευνήσουν":"ερευνώ", "ερευνήστε":"ερευνώ", "ερευνήσω":"ερευνώ", "ερευνητές":"ερευνητής", "ερευνητή":"ερευνητής", "ερευνητής":"ερευνητής", "ερευνητικά":"ερευνητικός", "ερευνητικές":"ερευνητικός", "ερευνητική":"ερευνητικός", "ερευνητικής":"ερευνητικός", "ερευνητικό":"ερευνητικός", "ερευνητικός":"ερευνητικός", "ερευνητικού":"ερευνητικός", "ερευνητικούς":"ερευνητικός", "ερευνητικών":"ερευνητικός", "ερευνήτρια":"ερευνήτρια", "ερευνήτριες":"ερευνήτρια", "ερευνητών":"ερευνητής", "ερευνούμε":"ερευνώ", "ερευνούμενη":"ερευνούμενη", "ερευνούν":"ερευνώ", "ερευνούσαν":"ερευνώ", "ερευνών":"έρευνα", "ερευνώνται":"ερευνώ", "ερευνώντας":"ερευνώ", "έρευσε":"ρέω", "ερζεγοβίνης":"ερζεγοβίνη", "ερζερούμ":"ερζερούμ", "έρημα":"έρημος", "ερημη":"έρημος", "έρημη":"έρημος", "ερήμην":"ερήμην", "ερημιά":"ερημιά", "ερημία":"ερημία", "ερημικές":"ερημικός", "ερημική":"ερημικός", "ερημικό":"ερημικός", "ερημίτες":"ερημίτης", "έρημο":"έρημος", "έρημοι":"έρημος", "ερημονήσια":"ερημονήσι", "ερημοποίηση":"ερημοποίηση", "έρημος":"έρημος", "ερημου":"έρημος", "ερήμου":"έρημος", "ερήμους":"έρημος", "έρημους":"έρημος", "ερήμω":"ερήμω", "ερημώθηκε":"ερημώνω", "ερημωμένες":"ερημώνω", "ερημωμένη":"ερημωμένος", "ερήμωναν":"ερημώνω", "ερημώνει":"ερημώνω", "ερήμωσαν":"ερημώνω", "ερήμωση":"ερήμωση", "ερήμωσης":"ερήμωση", "ερημώσουν":"ερημώνω", "έρθει":"έρχομαι", "έρθεις":"έρχομαι", "έρθετε":"έρχομαι", "έρθουμε":"έρχομαι", "έρθουν'":"έρθουν'", "έρθουν":"έρχομαι", "έρθω":"έρχομαι", "έριδα":"έριδα", "έριδες":"έριδα", "έριδος":"έριδα", "ερίδων":"έριδα", "ερίζουν":"ερίζω", "έρικ":"έρικ", "ερικσον":"ερικσον", "έρικσον":"έρικσον", "έριξα":"ρίχνω", "έριξαν":"ρίχνω", "έριξε":"ρίχνω", "εριοβιομηχανια":"εριοβιομηχανια", "ερίοδος":"ερίοδος", "εριστικό":"εριστικός", "ερίφια":"ερίφιο", "εριφυλλίδης":"εριφυλλίδης", "έριχ":"έριχ", "έριχναν":"ρίχνω", "έριχνε":"ρίχνω", "έρκος":"έρκος", "ερλς":"ερλς", "έρμα":"έρμα", "έρμαια":"έρμαιο", "έρμαιο":"έρμαιο", "έρματος":"έρμα", "έρμαφρο":"έρμαφρο", "ερμαφροδιτισμό":"ερμαφροδιτισμός", "ερμαφρόδιτοι":"ερμαφρόδιτος", "ερμαφρόδιτος":"ερμαφρόδιτος", "ερμαφρόδιτους":"ερμαφρόδιτος", "έρμη":"έρμος", "ερμηνεία":"ερμηνεία", "ερμηνείας":"ερμηνεία", "ερμηνείες":"ερμηνεία", "ερμηνειών":"ερμηνεία", "ερμηνεύει":"ερμηνεύω", "ερμηνεύεις":"ερμηνεύω", "ερμηνεύεται":"ερμηνεύω", "ερμηνεύετε":"ερμηνεύω", "ερμηνευθεί":"ερμηνεύω", "ερμηνεύθηκε":"ερμηνεύω", "ερμηνευθούν":"ερμηνεύω", "ερμηνευμένη":"ερμηνευμένος", "ερμηνεύονται":"ερμηνεύω", "ερμηνεύοντας":"ερμηνεύω", "ερμηνευόταν":"ερμηνεύω", "ερμηνεύουμε":"ερμηνεύω", "ερμηνεύουν":"ερμηνεύω", "ερμήνευσα":"ερμηνεύω", "ερμηνεύσαμε":"ερμηνεύω", "ερμήνευσαν":"ερμηνεύω", "ερμηνεύσατε":"ερμηνεύω", "ερμήνευσε":"ερμηνεύω", "ερμηνεύσει":"ερμηνεύω", "ερμηνεύσουμε":"ερμηνεύω", "ερμηνεύσουν":"ερμηνεύω", "ερμηνευτεί":"ερμηνεύω", "ερμηνευτές":"ερμηνευτής", "ερμηνευτή":"ερμηνευτής", "ερμηνεύτηκε":"ερμηνεύω", "ερμηνευτής":"ερμηνευτής", "ερμηνευτικά":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικές":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτική":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικής":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικό":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικός":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικού":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτικών":"ερμηνευτικός", "ερμηνευτούν":"ερμηνεύω", "ερμηνεύτρια":"ερμηνεύτρια", "ερμηνεύτριας":"ερμηνεύτρια", "ερμηνευτών":"ερμηνευτής", "ερμηνεύω":"ερμηνεύω", "ερμης":"ερμής", "ερμής":"ερμής", "ερμητικά":"ερμητικά", "ερμητικό":"ερμητικός", "ερμιόνη":"ερμιόνη", "ερμιόνης":"ερμιόνη", "έρμο":"έρμος", "έρμος":"έρμος", "έρμου":"έρμος", "ερμού":"ερμού", "ερμούπολη":"ερμούπολη", "έρνεστ":"έρνεστ", "ερνέστο":"ερνέστο", "έρνστ":"έρνστ", "έρντμαν":"έρντμαν", "ερντογάν":"ερντογάν", "ερντρι":"ερντρι", "έρντρι":"έρντρι", "ερόικα":"ερόικα", "ερπετά":"ερπετό", "ερπετό":"ερπετό", "ερπετών":"ερπετό", "έρπητος":"έρπης", "έρπουσα":"έρπων", "έρπουσας":"έρπων", "ερπύστριες":"ερπύστρια", "ερπυστριοφόρα":"ερπυστριοφόρα", "ερπυστριοφόρο":"ερπυστριοφόρο", "έρρεαν":"έρρεαν", "έρρεε":"έρρεε", "ερρίκου":"ερρίκος", "ερριμμένα":"ερριμμένα", "ερρίφθη":"ερρίφθη", "ερς":"ερς", "έρση":"έρση", "ερτ":"ερτ", "ερτ3":"ερτ3", "ερτζιανά":"ερτζιανός", "ερύθημα":"ερύθημα", "ερυθηματώδη":"ερυθηματώδη", "ερυθηματώδης":"ερυθηματώδης", "ερυθηματώδους":"ερυθηματώδους", "ερυθρά":"ερυθρός", "ερυθραία":"ερυθραία", "ερυθραίας":"ερυθραία", "ερυθρές":"ερυθρός", "ερυθρό":"ερυθρός", "ερυθρόλευκες":"ερυθρόλευκος", "ερυθρόλευκη":"ερυθρόλευκος", "ερυθρόλευκοι":"ερυθρόλευκος", "ερυθρολεύκους":"ερυθρόλευκος", "ερυθρόλευκους":"ερυθρόλευκος", "ερυθρολεύκων":"ερυθρόλευκος", "ερυθρόλευκων":"ερυθρόλευκος", "ερυθρόμορφος":"ερυθρόμορφος", "ερυθροπόταμος":"ερυθροπόταμος", "ερυθρός":"ερυθρός", "ερυθρού":"ερυθρός", "ερυθρών":"ερυθρός", "έρχεσαι":"έρχομαι", "έρχεσθε":"έρχομαι", "έρχεστε":"έρχομαι", "ερχεται":"έρχομαι", "έρχεται":"έρχομαι", "έρχομαι":"έρχομαι", "ερχόμαστε":"έρχομαι", "ερχόμενα":"ερχόμενος", "ερχόμενες":"ερχόμενος", "ερχομενη":"ερχόμενος", "ερχομένη":"ερχόμενος", "ερχόμενη":"ερχόμενος", "ερχόμενης":"ερχόμενος", "ερχομενο":"ερχόμενος", "ερχόμενο":"ερχόμενος", "ερχόμενοι":"ερχόμενος", "ερχόμενος":"ερχόμενος", "ερχομένου":"ερχόμενος", "ερχόμενου":"ερχόμενος", "ερχόμενους":"ερχόμενος", "ερχομένων":"ερχόμενος", "ερχομό":"ερχομός", "ερχομός":"ερχομός", "ερχόμουν":"έρχομαι", "ερχονται":"έρχομαι", "έρχονται":"έρχομαι", "έρχονταν":"έρχομαι", "ερχόντουσαν":"έρχομαι", "ερχόταν":"έρχομαι", "ερωδιοί":"ερωδιός", "ερωμενη":"ερωμένος", "ερωμένη":"ερωμένος", "ερωμένους":"ερωμένος", "έρως":"έρως", "έρωτα":"έρωτας", "έρωτά":"έρωτας", "ερωτα":"ερωτώ", "ερωτά":"ερωτώ", "ερωτάει":"ερωτάει", "έρωτας":"έρωτας", "ερωτας":"ερωτώ", "ερωτάται":"ερωτώ", "έρωτες":"έρωτας", "έρωτές":"έρωτας", "ερωτεύεται":"ερωτεύομαι", "ερωτευθεί":"ερωτεύομαι", "ερωτευθείτε":"ερωτεύομαι", "ερωτεύθηκε":"ερωτεύομαι", "ερωτευμένα":"ερωτεύομαι", "ερωτευμένη":"ερωτευμένος", "ερωτευμένο":"ερωτευμένος", "ερωτευμένοι":"ερωτευμένος", "ερωτευμένος":"ερωτευμένος", "ερωτευμένους":"ερωτευμένος", "ερωτευμένων":"ερωτευμένος", "ερωτεύονται":"ερωτεύομαι", "ερωτευτεί":"ερωτεύομαι", "ερωτεύτηκε":"ερωτεύομαι", "ερωτηθεί":"ερωτώ", "ερωτηθεις":"ερωτηθείς", "ερωτηθείς":"ερωτηθείς", "ερωτηθέντες":"ερωτηθείς", "ερωτηθέντων":"ερωτηθείς", "ερωτήθηκαν":"ερωτώ", "ερωτηθήκατε":"ερωτώ", "ερωτήθηκε":"ερωτώ", "ερωτηθούν":"ερωτώ", "ερωτημα":"ερώτημα", "ερώτημα":"ερώτημα", "ερώτημά":"ερώτημα", "ερωτήματα":"ερώτημα", "ερωτήματά":"ερώτημα", "ερώτηματα":"ερώτηματα", "ερωτηματικά":"ερωτηματικός", "ερωτηματικές":"ερωτηματικός", "ερωτηματική":"ερωτηματικός", "ερωτηματικό":"ερωτηματικός", "ερωτηματικών":"ερωτηματικός", "ερωτηματολόγια":"ερωτηματολόγιο", "ερωτηματολόγιο":"ερωτηματολόγιο", "ερωτηματολογίου":"ερωτηματολόγιο", "ερωτηματολογίων":"ερωτηματολόγιο", "ερωτήματος":"ερώτημα", "ερωτήματός":"ερώτημα", "ερωτημάτων":"ερώτημα", "ερωτησεις":"ερώτηση", "ερωτήσεις":"ερώτηση", "ερωτήσεων":"ερώτηση", "ερωτηση":"ερώτηση", "ερώτηση":"ερώτηση", "ερώτησή":"ερώτηση", "ερώτηση-αίτηση":"ερώτηση-αίτηση", "ερώτησης":"ερώτηση", "ερώτησιν":"ερώτηση", "ερωτικα":"ερωτικός", "ερωτικά":"ερωτικός", "ερωτικές":"ερωτικός", "ερωτικη":"ερωτικός", "ερωτική":"ερωτικός", "ερωτικής":"ερωτικός", "ερωτικό":"ερωτικός", "ερωτικον":"ερωτικός", "ερωτικός":"ερωτικός", "ερωτικού":"ερωτικός", "ερωτικούς":"ερωτικός", "ερωτικών":"ερωτικός", "ερωτισμό":"ερωτισμός", "ερωτισμός":"ερωτισμός", "ερωτισμού":"ερωτισμός", "έρωτος":"έρως", "ερωτοτροπεί":"ερωτοτροπώ", "ερωτοτροπούν":"ερωτοτροπώ", "ερωτοτροπούσε":"ερωτοτροπώ", "ερωτούμε":"ερωτώ", "ερωτούν":"ερωτώ", "ερωτώ":"ερωτώ", "ερωτώμενος":"ερωτώμενος", "ερωτώμενων":"ερωτώμενος", "ερώτων":"έρωτας", "ερωτώνται":"ερωτώ", "ες":"ες", "εσα":"εσα", "εσαεί":"εσαεί", "εσακ":"εσακ", "εσακε":"εσακε", "εσάνς":"εσάνς", "εσάρπες":"εσάρπα", "εσάς":"εγώ", "έσβηνε":"σβήνω", "έσβησα":"σβένω", "έσβησαν":"σβήνω", "έσβησε":"σβήνω", "εσέ":"εσέ", "εσεε":"εσεε", "εσείς":"εγώ", "έσεισαν":"σείω", "εσένα":"εγώ", "έσεξ":"έσεξ", "έσερναν":"σέρνω", "έσερνε":"σέρνω", "εσηεα":"εσηεα", "εσηεμθ":"εσηεμθ", "εσηεμ-θ":"εσηεμ-θ", "εσημειώθη":"εσημειώθη", "εσθ":"εσθ", "εσθήρ":"εσθήρ", "εσθονία":"εσθονία", "έσκαβαν":"σκάβω", "έσκαβε":"σκάβω", "έσκαζαν":"σκάζω", "εσκαμμένα":"εσκαμμένος", "έσκασε":"σκάω", "έσκασες":"σκάω", "έσκαψε":"σκάβω", "εσκεμμένα":"εσκεμμένα", "εσκεμμένη":"εσκεμμένος", "εσκεμμένο":"εσκεμμένος", "εσκενάζι":"εσκενάζι", "έσκιζαν":"σκίζω", "εσκιμο":"εσκιμο", "εσκιμο-κ":"εσκιμο-κ", "εσκιμο-πρ":"εσκιμο-πρ", "εσκιμω":"εσκιμω", "έσκισαν":"σκίζω", "εσκουδο":"εσκούδο", "έσκυψαν":"σκύβω", "έσκυψε":"σκύβω", "εσμεράλντα":"εσμεράλντα", "εσμός":"εσμός", "εσοδα":"έσοδο", "έσοδα":"έσοδο", "έσοδά":"έσοδο", "έσοδο":"έσοδο", "εσόδων":"έσοδο", "εσοχές":"εσοχή", "εσοχή":"εσοχή", "έσπαγαν":"σπάω", "έσπαγε":"σπάω", "έσπαναν":"έσπαναν", "εσπανιόλ":"εσπανιόλ", "έσπασαν":"σπάω", "εσπασε":"σπάω", "έσπασε":"σπάω", "έσπειραν":"σπέρνω", "έσπειρε":"σπέρνω", "εσπερίδα":"εσπερίδα", "εσπερίδες":"εσπερίδα", "εσπερίδες-δας":"εσπερίδες-δας", "εσπερίδες-μ":"εσπερίδες-μ", "εσπερίδες-πτολεμαΐδα":"εσπερίδες-πτολεμαΐδα", "εσπεριδοειδών":"εσπεριδοειδές", "εσπερινά":"εσπερινός", "εσπερινό":"εσπερινός", "εσπερινού":"εσπερινός", "εσπερινών":"εσπερινός", "έσπερναν":"σπέρνω", "έσπερο":"έσπερος", "εσπερος":"έσπερος", "έσπερος":"έσπερος", "έσπευδαν":"σπεύδω", "έσπευδε":"σπεύδω", "έσπευσαν":"σπεύδω", "έσπευσε":"σπεύδω", "εσπευσμένα":"εσπευσμένα", "εσπευσμένες":"σπεύδω", "εσπευσμένη":"σπεύδω", "εσπευσμένο":"εσπευσμένος", "εσπευσμένος":"εσπευσμένος", "εσπινόλα":"εσπινόλα", "εσπόζιτο":"εσπόζιτο", "εσπόσιτο":"εσπόσιτο", "έσπρωξα":"σπρώχνω", "έσπρωξαν":"σπρώχνω", "έσπρωξε":"σπρώχνω", "έσπρωχναν":"σπρώχνω", "έσπρωχνε":"σπρώχνω", "εσρ":"εσρ", "εσσδ":"εσσδ", "έσταζε":"στάζω", "εστάλη":"στέλνω", "εστάλησαν":"στέλνω", "εστέβε":"εστέβε", "έστειλα":"στέλνω", "έστειλαν":"στέλνω", "εστειλε":"στέλνω", "έστειλε":"στέλνω", "έστεκε":"στέκω", "έστελναν":"στέλνω", "έστελνε":"στέλνω", "εστεμπαν":"εστεμπαν", "εστέμπαν":"εστέμπαν", "εστέν":"εστέν", "εστέρων":"εστέρας", "εστέτ":"εστέτ", "έστεψε":"στέφω", "έστηναν":"στήνω", "έστηνε":"στήνω", "έστησαν":"στήνω", "έστησε":"στήνω", "εστί":"ειμί", "εστία":"εστία", "εστιάζει":"εστιάζω", "εστιάζεται":"εστιάζω", "εστιάζονται":"εστιάζω", "εστιάζονταν":"εστιάζω", "εστιάζοντας":"εστιάζω", "εστιάζουν":"εστιάζω", "εστιάζω":"εστιάζω", "εστιακό":"εστιακός", "εστίας":"εστία", "εστίασαν":"εστιάζω", "εστίασε":"εστιάζω", "εστιάσει":"εστιάζω", "εστίαση":"εστίαση", "εστίαση-αναψυχή":"εστίαση-αναψυχή", "εστίασης":"εστίαση", "εστιασθεί":"εστιάζω", "εστιασμένη":"εστιάζω", "εστιασμένων":"εστιάζω", "εστιάσουμε":"εστιάζω", "εστιαστεί":"εστιάζω", "εστιάστηκαν":"εστιάζω", "εστιάστηκε":"εστιάζω", "εστιάτορα":"εστιάτορας", "εστιάτορας":"εστιάτορας", "εστιάτορες":"εστιάτορας", "εστιατόρια":"εστιατόριο", "εστιατοριο":"εστιατόριο", "εστιατόριο":"εστιατόριο", "εστιατόριό":"εστιατόριο", "εστιατορίου":"εστιατόριο", "εστιατορίων":"εστιατόριο", "εστιέ":"εστιέ", "εστίες":"εστία", "έστιν":"έστιν", "εστιών":"εστία", "εστουντιαντες":"εστουντιαντες", "εστουντιάντες":"εστουντιάντες", "εστραγκόν":"εστραγκόν", "εστράδα":"εστράδα", "έστρεψαν":"στρέφω", "έστρεψε":"στρέφω", "έστρωσε":"στρώνω", "έστω":"έστω", "εσύ":"εγώ", "εσυ":"εσυ", "εσυδ":"εσυδ", "έσυρα":"σέρνω", "έσυραν":"σέρνω", "έσυρε":"σέρνω", "έσφαζε":"σφάζω", "έσφαλε":"σφάλλω", "εσφαλμένα":"εσφαλμένος", "εσφαλμένες":"εσφαλμένος", "εσφαλμένη":"εσφαλμένος", "εσφαλμένο":"εσφαλμένος", "εσφαλμένων":"εσφαλμένος", "εσφαλμένως":"εσφαλμένως", "έσφαξαν":"σφάζω", "έσφαξε":"σφάζω", "έσφιγγαν":"σφίγγω", "έσφιγγε":"σφίγγω", "έσφιξα":"σφίγγω", "έσφιξαν":"σφίγγω", "έσφιξε":"σφίγγω", "έσφυζαν":"σφύζω", "έσφυζε":"σφύζω", "εσχα":"εσχα", "έσχατα":"έσχατος", "έσχατες":"έσχατος", "εσχάτη":"έσχατος", "έσχατη":"έσχατος", "εσχάτης":"έσχατος", "έσχατης":"έσχατος", "εσχατιές":"εσχατιά", "έσχατο":"έσχατος", "έσχατοι":"έσχατος", "εσχατολογικές":"εσχατολογικός", "εσχατολογικού":"εσχατολογικός", "έσχατος":"έσχατος", "εσχάτων":"έσχατος", "εσχάτως":"εσχάτως", "έσχες":"έσχες", "έσχισε":"σχίζω", "έσω":"έσω", "έσωζε":"σώζω", "εσωκομματικά":"εσωκομματικός", "εσωκομματικές":"εσωκομματικός", "εσωκομματική":"εσωκομματικός", "εσωκομματικής":"εσωκομματικός", "εσωκομματικού":"εσωκομματικός", "εσωκομματικούς":"εσωκομματικός", "εσωκομματικών":"εσωκομματικός", "εσώρουχα":"εσώρουχο", "εσώρουχά":"εσώρουχο", "εσωρούχων":"εσώρουχο", "έσωσαν":"σώζω", "εσωσε":"σώζω", "έσωσε":"σώζω", "εσωστρέφεια":"εσωστρέφεια", "εσωστρέφειας":"εσωστρέφεια", "εσωστρεφείς":"εσωστρεφής", "εσωστρεφή":"εσωστρεφής", "εσωστρεφής":"εσωστρεφής", "εσωστρεφούς":"εσωστρεφής", "εσώτατο":"εσώτατο", "εσώτερες":"εσώτερος", "εσωτερικά":"εσωτερικά", "εσωτερικα":"εσωτερικός", "εσωτερικά":"εσωτερικός", "εσωτερικές":"εσωτερικός", "εσωτερικευμένης":"εσωτερικευμένος", "εσωτερικεύουν":"εσωτερικεύω", "εσωτερική":"εσωτερικός", "εσωτερικής":"εσωτερικός", "εσωτερικό":"εσωτερικό", "εσωτερικό":"εσωτερικός", "εσωτερικοί":"εσωτερικός", "εσωτερικός":"εσωτερικός", "εσωτερικότητα":"εσωτερικότητα", "εσωτερικότητας":"εσωτερικότητα", "εσωτερικού":"εσωτερικό", "εσωτερικούς":"εσωτερικός", "εσωτερικών":"εσωτερικά", "εσωτερικων":"εσωτερικός", "εσωτερικών":"εσωτερικός", "εσωτερικώς":"εσωτερικά", "εσώψυχα":"εσώψυχα", "εσώψυχα":"εσώψυχος", "εσώψυχά":"εσώψυχος", "ετ":"ετ", "ετ.":"ετ.", "ετ.επ.χατροφυλακιου":"ετ.επ.χατροφυλακιου", "ετ1":"ετ1", "ετ-1":"ετ-1", "ετ120":"ετ120", "ετ3":"ετ3", "ετ-3":"ετ-3", "ετ319":"ετ319", "ετα":"ετα", "εταίρας":"εταίρα", "εταιρεια":"εταιρεία", "εταιρεία":"εταιρεία", "εταιρειας":"εταιρεία", "εταιρείας":"εταιρεία", "εταιρειες":"εταιρεία", "εταιρείες":"εταιρεία", "εταιρειων":"εταιρεία", "εταιρειών":"εταιρεία", "εταίρες":"εταίρα", "εταιρια":"εταιρία", "εταιρία":"εταιρία", "εταιρίας":"εταιρία", "εταιριες":"εταιρία", "εταιρίες":"εταιρία", "εταιρικά":"εταιρικά", "εταιρικά":"εταιρικός", "εταιρικές":"εταιρικός", "εταιρική":"εταιρικός", "εταιρικής":"εταιρικός", "εταιρικό":"εταιρικός", "εταιρικού":"εταιρικός", "εταιρικών":"εταιρικός", "εταιριών":"εταιρία", "εταίρο":"εταίρος", "εταίροι":"εταίρος", "εταίρος":"εταίρος", "εταίρου":"εταίρος", "εταίρους":"εταίρος", "εταιρρείας":"εταιρρείας", "εταίρων":"εταίρος", "ετανε":"ετανε", "έταξε":"τάζω", "ετάπ":"ετάπ", "ετάχθη":"τάσσω", "ετάχθησαν":"τάσσω", "ετβα":"ετβα", "ετε":"ετε", "ετεβα":"ετεβα", "ετέθη":"θέτω", "ετέθησαν":"θέτω", "έτει":"έτει", "έτειναν":"τείνω", "έτεινε":"τείνω", "ετέλεσα":"ετέλεσα", "ετελέσθη":"ετελέσθη", "ετεμ":"ετεμ", "έτεμνε":"τέμνω", "έτερη":"έτερος", "έτερο":"έτερος", "ετεροαπασχόληση":"ετεροαπασχόληση", "ετερογένεια":"ετερογένεια", "ετερογένειας":"ετερογένεια", "ετερογενές":"ετερογενής", "ετερογενούς":"ετερογενής", "ετερογενών":"ετερογενής", "ετεροδημότες":"ετεροδημότης", "ετεροδημοτών":"ετεροδημότης", "ετεροδικία":"ετεροδικία", "ετεροδικίας":"ετεροδικία", "ετεροζυγώτες":"ετεροζυγώτης", "ετεροθαλείς":"ετεροθαλής", "ετεροθαλή":"ετεροθαλής", "ετεροθαλής":"ετεροθαλής", "ετεροκαθορισμός":"ετεροκαθορισμός", "ετερόκλητα":"ετερόκλητος", "ετερόκλητες":"ετερόκλητος", "ετερόκλητο":"ετερόκλητος", "ετερόκλητων":"ετερόκλητος", "ετερόλογη":"ετερόλογη", "έτερον":"έτερος", "ετερόρρυθμες":"ετερόρρυθμος", "έτερος":"έτερος", "ετερότητα":"ετερότητα", "ετερότητας":"ετερότητα", "ετέρου":"έτερος", "ετεροχρονισμένα":"ετεροχρονισμένος", "ετεροχρονισμένες":"ετεροχρονισμένος", "ετεροχρονισμένη":"ετεροχρονισμένος", "ετεροχρονισμένο":"ετεροχρονισμένος", "ετζεβίτ":"ετζεβίτ", "έτη":"έτος", "ετηρείτο":"ετηρείτο", "ετήσια":"ετήσιος", "ετήσιας":"ετήσιος", "ετήσιες":"ετήσιος", "ετήσιο":"ετήσιος", "ετήσιοι":"ετήσιος", "ετήσιος":"ετήσιος", "ετήσιου":"ετήσιος", "ετήσιους":"ετήσιος", "ετήσιων":"ετήσιος", "ετησίως":"ετησίως", "έτι":"έτι", "ετιέν":"ετιέν", "ετικέτα":"ετικέτα", "'ετικέτα":"'ετικέτα", "ετικέτας":"ετικέτα", "ετικέτες":"ετικέτα", "ετικέττα":"ετικέττα", "ετικετών":"ετικέτα", "ετιμήθη":"τιμώ", "ετιμπάρ":"ετιμπάρ", "ετμα":"ετμα", "ετό":"ετό", "έτοιμα":"έτοιμα", "έτοιμα":"έτοιμος", "ετοιμάζαμε":"ετοιμάζω", "ετοίμαζαν":"ετοιμάζω", "ετοίμαζε":"ετοιμάζω", "ετοιμάζει":"ετοιμάζω", "ετοιμάζεσαι":"ετοιμάζω", "ετοιμάζεστε":"ετοιμάζω", "ετοιμάζεται":"ετοιμάζω", "ετοιμάζομαι":"ετοιμάζω", "ετοιμαζόμουνα":"ετοιμάζω", "ετοιμαζονται":"ετοιμάζω", "ετοιμάζονται":"ετοιμάζω", "ετοιμάζονταν":"ετοιμάζω", "ετοιμάζοντας":"ετοιμάζω", "ετοιμαζόταν":"ετοιμάζω", "ετοιμάζουμε":"ετοιμάζω", "ετοιμάζουν":"ετοιμάζω", "ετοιμάζω":"ετοιμάζω", "ετοίμασαν":"ετοιμάζω", "ετοίμασε":"ετοιμάζω", "ετοιμάσει":"ετοιμάζω", "ετοιμάσεις":"ετοιμάζω", "ετοιμασθεί":"ετοιμάζω", "ετοιμασία":"ετοιμασία", "ετοιμασίες":"ετοιμασία", "ετοιμασιών":"ετοιμασία", "ετοιμάσουμε":"ετοιμάζω", "ετοιμάσουν":"ετοιμάζω", "ετοιμάστε":"ετοιμάζω", "ετοιμαστεί":"ετοιμάζω", "ετοιμαστείτε":"ετοιμάζω", "ετοιμάστηκαν":"ετοιμάζω", "ετοιμάστηκε":"ετοιμάζω", "ετοιμαστούμε":"ετοιμάζω", "ετοιμαστούν":"ετοιμάζω", "ετοιμάσω":"ετοιμάζω", "έτοιμες":"έτοιμος", "έτοιμη":"έτοιμος", "έτοιμης":"έτοιμος", "έτοιμο":"έτοιμος", "ετοιμοθάνατη":"ετοιμοθάνατος", "ετοιμοθάνατης":"ετοιμοθάνατος", "ετοιμοθάνατο":"ετοιμοθάνατος", "ετοιμοθάνατου":"ετοιμοθάνατος", "ετοιμοι":"έτοιμος", "έτοιμοι":"έτοιμος", "ετοιμόλογα":"ετοιμόλογος", "ετοιμοπόλεμα":"ετοιμοπόλεμος", "ετοιμοπόλεμοι":"ετοιμοπόλεμος", "ετοιμοπόλεμος":"ετοιμοπόλεμος", "ετοιμοπόλεμους":"ετοιμοπόλεμος", "ετοιμόρροπα":"ετοιμόρροπος", "ετοιμόρροπες":"ετοιμόρροπος", "ετοιμόρροπο":"ετοιμόρροπος", "ετοιμος":"έτοιμος", "έτοιμος":"έτοιμος", "ετοιμοτητα":"ετοιμότητα", "ετοιμότητα":"ετοιμότητα", "ετοιμότητά":"ετοιμότητα", "ετοιμότητας":"ετοιμότητα", "έτοιμου":"έτοιμος", "έτοιμους":"έτοιμος", "ετοίμων":"έτοιμος", "έτοιμων":"έτοιμος", "ετοποθέτησε":"ετοποθέτησε", "ετος":"έτος", "έτος":"έτος", "ετους":"έτος", "έτους":"έτος", "ετούτα":"ετούτος", "ετούτες":"ετούτος", "ετούτη":"ετούτος", "ετούτο":"ετούτος", "ετπα":"ετπα", "έτρεμα":"τρέμω", "έτρεμαν":"τρέμω", "έτρεμε":"τρέμω", "έτρεξα":"τρέχω", "έτρεξαν":"τρέχω", "έτρεξε":"τρέχω", "έτρεφα":"τρέφω", "έτρεφαν":"τρέφω", "έτρεφε":"τρέφω", "έτρεχα":"τρέχω", "έτρεχαν":"τρέχω", "έτρεχε":"τρέχω", "έτρεψαν":"τρέπω", "έτριβαν":"τρίβω", "έτριζαν":"τρίζω", "ετρουσκική":"ετρουσκικός", "ετρουσκικών":"ετρουσκικός", "έτρωγα":"τρώγω", "έτρωγαν":"τρώω", "έτρωγε":"τρώγω", "έτσ":"έτσ", "ετσεβίτ":"ετσεβίτ", "ετσι":"έτσι", "έτσι":"έτσι", "ετσιθελικά":"ετσιθελικά", "ετυμηγορία":"ετυμηγορία", "ετυμηγορίες":"ετυμηγορία", "ετυμολογία":"ετυμολογία", "ετυμολογίας":"ετυμολογία", "ετυμολογική":"ετυμολογικός", "έτυχαν":"τυχαίνω", "έτυχε":"τυχαίνω", "ετων":"έτος", "ετών":"έτος", "έτών":"έτών", "ευ":"ευ", "ευ.":"ευ.", "εύα":"εύα", "ευαγγ":"ευαγγ", "ευάγγ":"ευάγγ", "ευαγγελάτος":"ευαγγελάτος", "ευαγγελια":"ευαγγελία", "ευαγγελία":"ευαγγελία", "ευαγγελιας":"ευαγγελία", "ευαγγελίας":"ευαγγελία", "ευαγγελίζεται":"ευαγγελίζομαι", "ευαγγελιζόταν":"ευαγγελίζομαι", "ευαγγελικές":"ευαγγελικός", "ευαγγελική":"ευαγγελικός", "ευαγγελίνα":"ευαγγελίνα", "ευαγγέλιο":"ευαγγέλιο", "ευαγγελίου":"ευαγγέλιο", "ευαγγελισμός":"ευαγγελισμός", "ευαγγελισμού":"ευαγγελισμός", "ευαγγελιστές":"ευαγγελιστής", "ευαγγελιστή":"ευαγγελιστής", "ευαγγελιστής":"ευαγγελιστής", "ευαγγελίστρια":"ευαγγελίστρια", "ευαγγελίστριας":"ευαγγελίστρια", "ευαγγελιστών":"ευαγγελιστής", "ευάγγελο":"ευάγγελος", "ευαγγελόπουλος":"ευαγγελόπουλος", "ευαγγελος":"ευάγγελος", "ευαγγελός":"ευαγγελός", "ευάγγελος":"ευάγγελος", "ευάγγελου":"ευάγγελος", "ευαγές":"ευαγής", "ευαθ":"ευαθ", "ευαισθησία":"ευαισθησία", "ευαισθησίας":"ευαισθησία", "ευαισθησίες":"ευαισθησία", "ευαισθησιών":"ευαισθησία", "ευαισθητα":"ευαίσθητος", "ευαίσθητα":"ευαίσθητος", "ευαίσθητες":"ευαίσθητος", "ευαίσθητη":"ευαίσθητος", "ευαίσθητης":"ευαίσθητος", "ευαίσθητο":"ευαίσθητος", "ευαίσθητοι":"ευαίσθητος", "ευαισθητοποιηθεί":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιήθηκαν":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιήθηκε":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιηθούν":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιημένο":"ευαισθητοποιημένος", "ευαισθητοποιημένοι":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποίησε":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιήσει":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποίηση":"ευαισθητοποίηση", "ευαισθητοποίησης":"ευαισθητοποίηση", "ευαισθητοποιήσω":"ευαισθητοποιώ", "ευαισθητοποιούν":"ευαισθητοποιώ", "ευαίσθητος":"ευαίσθητος", "ευαίσθητου":"ευαίσθητος", "ευαίσθητους":"ευαίσθητος", "ευαίσθητων":"ευαίσθητος", "ευάλωτα":"ευάλωτος", "ευάλωτες":"ευάλωτος", "ευάλωτη":"ευάλωτος", "ευάλωτης":"ευάλωτος", "ευάλωτο":"ευάλωτος", "ευάλωτοι":"ευάλωτος", "ευάλωτος":"ευάλωτος", "ευάλωτους":"ευάλωτος", "ευανάγνωστα":"ευανάγνωστα", "ευανάγνωστη":"ευανάγνωστος", "ευανάγνωστης":"ευανάγνωστος", "ευανάγνωστος":"ευανάγνωστος", "ευανθια":"ευανθία", "ευανθία":"ευανθία", "ευαρέσκειά":"ευαρέσκεια", "ευαρεστήθηκαν":"ευαρεστώ", "ευάριθμη":"ευάριθμος", "εύβοια":"εύβοια", "ευβοίας":"εύβοια", "εύβοιας":"εύβοια", "ευβοϊκό":"ευβοϊκός", "ευγε":"εύγε", "εύγε":"εύγε", "ευγένεια":"ευγένεια", "ευγένειά":"ευγένεια", "ευγενείας":"ευγένεια", "ευγένειας":"ευγένεια", "ευγένειες":"ευγένεια", "ευγενείς":"ευγενής", "ευγενές":"ευγενής", "ευγενή":"ευγενής", "ευγενής":"ευγενής", "ευγενία":"ευγενία", "ευγενίας":"ευγενία", "ευγενικά":"ευγενικά", "ευγενικές":"ευγενικός", "ευγενική":"ευγενικός", "ευγενικής":"ευγενικός", "ευγενικό":"ευγενικός", "ευγενικοί":"ευγενικός", "ευγενικός":"ευγενικός", "ευγενικούς":"ευγενικός", "ευγένιος":"ευγένιος", "ευγενούς":"ευγενής", "ευγενών":"ευγενής", "εύγευστες":"εύγευστος", "εύγευστος":"εύγευστος", "ευγηρίας":"ευγηρία", "εύγλωττα":"εύγλωττος", "εύγλωττες":"εύγλωττος", "εύγλωττη":"εύγλωττος", "εύγλωττο":"εύγλωττος", "ευγνώμονες":"ευγνώμων", "ευγνωμονούμε":"ευγνωμονώ", "ευγνωμονούν":"ευγνωμονώ", "ευγνωμονώ":"ευγνωμονώ", "ευγνωμοσύνη":"ευγνωμοσύνη", "ευγνωμοσύνης":"ευγνωμοσύνη", "ευγνώμων":"ευγνώμων", "ευγονική":"ευγονική", "ευγονικής":"ευγονική", "ευδαιμονία":"ευδαιμονία", "ευδαιμονίας":"ευδαιμονία", "ευδαιμονικών":"ευδαιμονικός", "ευδαιμονισμού":"ευδαιμονισμός", "ευδαπ":"ευδαπ", "ευδε":"ευδε", "ευδιάθετη":"ευδιάθετος", "ευδιάθετος":"ευδιάθετος", "ευδιάκριτα":"ευδιάκριτα", "ευδιάκριτες":"ευδιάκριτος", "ευδιάκριτη":"ευδιάκριτος", "ευδιάκριτο":"ευδιάκριτος", "ευδιάκριτος":"ευδιάκριτος", "ευδιάχυτο":"ευδιάχυτο", "ευδιέξοδο":"ευδιέξοδο", "ευδοκια":"ευδοκία", "ευδοκία":"ευδοκία", "ευδοκίας":"ευδοκία", "ευδοκιμεί":"ευδοκιμώ", "ευδοκίμησαν":"ευδοκιμώ", "ευδοκίμησε":"ευδοκιμώ", "ευδοκιμήσει":"ευδοκιμώ", "ευδοκίμηση":"ευδοκίμηση", "ευδοκιμήσουν":"ευδοκιμώ", "ευδοκιμούν":"ευδοκιμώ", "ευδοκίμως":"ευδοκίμως", "ευδοξίας":"ευδοξία", "ευδοξίου":"ευδοξίου", "εύδρομο":"εύδρομος", "ευέλικτα":"ευέλικτος", "ευέλικτες":"ευέλικτος", "ευέλικτη":"ευέλικτος", "ευέλικτο":"ευέλικτος", "ευέλικτοι":"ευέλικτος", "ευέλικτος":"ευέλικτος", "ευέλικτου":"ευέλικτος", "ευέλικτους":"ευέλικτος", "ευέλικτων":"ευέλικτος", "ευελιξία":"ευελιξία", "ευελιξίας":"ευελιξία", "εύελπι":"εύελπι", "ευελπιστεί":"ευελπιστώ", "ευελπιστούμε":"ευελπιστώ", "ευελπιστούν":"ευελπιστώ", "ευελπιστώ":"ευελπιστώ", "ευελπιστώντας":"ευελπιστώ", "ευένδοτοι":"ευένδοτοι", "ευέξαπτο":"ευέξαπτος", "ευέξαπτοι":"ευέξαπτος", "ευέξαπτος":"ευέξαπτος", "ευεξήγητη":"ευεξήγητος", "ευεξία":"ευεξία", "ευεξίας":"ευεξία", "ευεπίφοροι":"ευεπίφορος", "ευεργεθέντες":"ευεργεθέντες", "ευεργεσία":"ευεργεσία", "ευεργεσίας":"ευεργεσία", "ευεργέτες":"ευεργέτης", "ευεργέτη":"ευεργέτης", "ευεργετηθεί":"ευεργετώ", "ευεργετηθέντα":"ευεργετηθείς", "'ευεργέτημα'":"'ευεργέτημα'", "ευεργετημάτων":"ευεργέτημα", "ευεργέτης":"ευεργέτης", "ευεργέτησες":"ευεργετώ", "ευεργετικά":"ευεργετικός", "ευεργετικές":"ευεργετικός", "ευεργετικη":"ευεργετικός", "ευεργετική":"ευεργετικός", "ευεργετικό":"ευεργετικός", "ευεργετικότητά":"ευεργετικότητα", "ευεργετικών":"ευεργετικός", "ευεργέτου":"ευεργέτης", "ευεργετούσαν":"ευεργετώ", "εύζωνοι":"εύζωνας", "ευζώνους":"εύζωνας", "εύη":"εύη", "ευήκοον":"ευήκοος", "ευήλια":"ευήλιος", "ευημερεί":"ευημερώ", "ευημερήσουν":"ευημερήσουν", "ευημερία":"ευημερία", "ευημερίας":"ευημερία", "ευημερούν":"ευημερώ", "ευημερούσα":"ευημερών", "ευημερούσας":"ευημερών", "εύης":"εύη", "ευθανασία":"ευθανασία", "ευθανασίας":"ευθανασία", "ευθαρσώς":"ευθαρσώς", "ευθεία":"ευθεία", "ευθεία":"ευθύς", "ευθείαν":"ευθεία", "ευθείας":"ευθεία", "ευθείες":"ευθεία", "ευθείς":"ευθύς", "ευθέτω":"ευθέτω", "ευθέως":"ευθέως", "εύθραυστες":"εύθραυστος", "εύθραυστη":"εύθραυστος", "εύθραυστης":"εύθραυστος", "εύθραυστο":"εύθραυστος", "εύθραυστος":"εύθραυστος", "ευθραυστότητα":"ευθραυστότητα", "εύθραυστους":"εύθραυστος", "εύθραυστων":"εύθραυστος", "ευθύ":"ευθύς", "ευθυβούλη":"ευθυβούλη", "ευθύγραμμα":"ευθύγραμμος", "ευθύγραμμη":"ευθύγραμμος", "ευθυγραμμίζεται":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμίζονται":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμιζόταν":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγράμμιση":"ευθυγράμμιση", "ευθυγράμμισή":"ευθυγράμμιση", "ευθυγραμμισμένες":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμισμένη":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμίσουν":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμιστεί":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμίστηκε":"ευθυγραμμίζω", "ευθυγραμμιστούν":"ευθυγραμμίζω", "ευθύγραμμο":"ευθύγραμμος", "ευθυκρισία":"ευθυκρισία", "ευθυλογιες":"ευθυλογιες", "εύθυμα":"εύθυμα", "ευθύμη":"ευθύμη", "ευθυμη":"εύθυμος", "εύθυμη":"εύθυμος", "ευθύμης":"ευθύμης", "ευθυμήσαμε":"ευθυμώ", "ευθυμήσετε":"ευθυμώ", "ευθυμία":"ευθυμία", "ευθυμιαδης":"ευθυμιάδης", "ευθυμιάδης":"ευθυμιάδης", "ευθυμίας":"ευθυμία", "ευθύμιο":"ευθύμιος", "ευθυμιος":"ευθύμιος", "ευθύμιος":"ευθύμιος", "ευθυμιου":"ευθύμιος", "εύθυμο":"εύθυμος", "ευθύνας":"ευθύνας", "ευθύνες":"ευθύνη", "ευθύνεται":"ευθύνομαι", "ευθύνη":"ευθύνη", "ευθύνης":"ευθύνη", "ευθυνόμαστε":"ευθύνομαι", "ευθύνονται":"ευθύνομαι", "ευθύνονταν":"ευθύνομαι", "ευθυνών":"ευθύνη", "ευθύς":"ευθύς", "ευθυτενείς":"ευθυτενής", "ευθύτητα":"ευθύτητα", "εύκαιρα":"εύκαιρος", "ευκαιρια":"ευκαιρία", "ευκαιρία":"ευκαιρία", "ευκαιριακά":"ευκαιριακός", "ευκαιριακές":"ευκαιριακός", "ευκαιριακή":"ευκαιριακός", "ευκαιριακό":"ευκαιριακός", "ευκαιριακού":"ευκαιριακός", "ευκαιριακούς":"ευκαιριακός", "ευκαιρίας":"ευκαιρία", "ευκαιρίες":"ευκαιρία", "ευκαιριών":"ευκαιρία", "ευκαλύπτου":"ευκάλυπτος", "εύκαμπτη":"εύκαμπτος", "εύκαμπτο":"εύκαμπτος", "εύκαμπτων":"εύκαμπτος", "ευκαρία":"ευκαρία", "ευκαρπία":"ευκαρπία", "ευκαρπίας":"ευκαρπία", "ευκαταφρόνητες":"ευκαταφρόνητος", "ευκαταφρόνητη":"ευκαταφρόνητος", "ευκαταφρόνητο":"ευκαταφρόνητος", "ευκινησία":"ευκινησία", "ευκίνητα":"ευκίνητος", "ευκίνητοι":"ευκίνητος", "ευκίνητος":"ευκίνητος", "εύκλαστο":"εύκλαστο", "ευκολα":"εύκολα", "εύκολα":"εύκολα", "εύκολα":"εύκολος", "εύκολες":"εύκολος", "ευκολη":"εύκολος", "εύκολη":"εύκολος", "εύκολης":"εύκολος", "ευκολία":"ευκολία", "ευκολίας":"ευκολία", "ευκολίες":"ευκολία", "ευκολιών":"ευκολία", "εύκολο":"εύκολος", "εύκολοι":"εύκολος", "ευκολόπιστε":"ευκολόπιστος", "εύκολος":"εύκολος", "ευκολότατα":"εύκολα", "ευκολότερα":"εύκολα", "ευκολότερη":"εύκολος", "ευκολότερο":"εύκολος", "ευκολότερος":"εύκολος", "εύκολου":"εύκολος", "εύκολους":"εύκολος", "εύκολων":"εύκολος", "ευκόλως":"εύκολα", "εύκρατες":"εύκρατος", "ευκρίνεια":"ευκρίνεια", "ευκρίνειας":"ευκρίνεια", "ευκρινείς":"ευκρινής", "ευκρινές":"ευκρινής", "ευκρινέστερα":"ευκρινώς", "ευκρινή":"ευκρινής", "ευκρινώς":"ευκρινώς", "ευκταία":"ευκταίος", "ευκταίο":"ευκταίος", "ευλάβεια":"ευλάβεια", "ευλαβικά":"ευλαβικά", "ευλαβικό":"ευλαβικός", "εύληπτη":"εύληπτος", "εύληπτο":"εύληπτος", "εύλογα":"εύλογα", "ευλογεί":"ευλογώ", "ευλογείται":"ευλογώ", "εύλογες":"εύλογος", "εύλογη":"εύλογος", "ευλογηθεί":"ευλογώ", "ευλογημένα":"ευλογημένος", "ευλογημένες":"ευλογημένος", "ευλογημένη":"ευλογημένος", "ευλογημένο":"ευλογημένος", "ευλόγησαν":"ευλογώ", "ευλόγησε":"ευλογώ", "ευλογήσω":"ευλογώ", "ευλογία":"ευλογία", "ευλογιάς":"ευλογιά", "ευλογίες":"ευλογία", "εύλογο":"εύλογος", "εύλογος":"εύλογος", "ευλογώντας":"ευλογώ", "ευλόγως":"εύλογα", "ευλυγισία":"ευλυγισία", "ευμάρεια":"ευμάρεια", "ευμάρειας":"ευμάρεια", "ευμεγέθη":"ευμεγέθης", "ευμεγέθης":"ευμεγέθης", "ευμενή":"ευμενής", "ευμενής":"ευμενής", "ευμενούς":"ευμενής", "ευμενώς":"ευμενώς", "ευμετάβλητη":"ευμετάβλητος", "ευμετάβλητο":"ευμετάβλητος", "ευμετάβολα":"ευμετάβολος", "ευνοεί":"ευνοώ", "ευνοείστε":"ευνοώ", "ευνοείται":"ευνοώ", "ευνοηθεί":"ευνοώ", "ευνοήθηκε":"ευνοώ", "ευνοηθούν":"ευνοώ", "ευνοημένες":"ευνοώ", "ευνοημένοι":"ευνοημένος", "ευνοημένους":"ευνοημένος", "ευνόησαν":"ευνοώ", "ευνόησε":"ευνοώ", "ευνοήσει":"ευνοώ", "ευνοήσουν":"ευνοώ", "ευνόητες":"ευνόητος", "ευνόητη":"ευνόητος", "ευνόητο":"ευνόητος", "ευνόητους":"ευνόητος", "εύνοια":"εύνοια", "εύνοιας":"εύνοια", "ευνοϊκά":"ευνοϊκά", "ευνοϊκές":"ευνοϊκός", "ευνοϊκή":"ευνοϊκός", "ευνοϊκής":"ευνοϊκός", "ευνοϊκό":"ευνοϊκός", "ευνοϊκοί":"ευνοϊκός", "ευνοϊκότατα":"ευνοϊκά", "ευνοϊκότερα":"ευνοϊκός", "ευνοϊκότερες":"ευνοϊκός", "ευνοϊκότερη":"ευνοϊκός", "ευνοϊκότερο":"ευνοϊκός", "ευνοϊκότερους":"ευνοϊκός", "ευνοϊκού":"ευνοϊκός", "ευνοϊκούς":"ευνοϊκός", "ευνοϊκών":"ευνοϊκός", "ευνοιοκρατία":"ευνοιοκρατία", "ευνομίας":"ευνομία", "ευνομούμενες":"ευνομούμενος", "ευνομούμενη":"ευνομούμενος", "ευνομούμενης":"ευνομούμενος", "ευνοουμένων":"ευνοούμενος", "ευνοούμενων":"ευνοούμενος", "ευνοούν":"ευνοώ", "ευνοούνται":"ευνοώ", "ευνοούσαν":"ευνοώ", "ευνοούσε":"ευνοώ", "ευνουχίζει":"ευνουχίζω", "ευνουχίζουν":"ευνουχίζω", "ευνουχίσει":"ευνουχίζω", "ευνουχισμένος":"ευνουχίζω", "ευνουχισμό":"ευνουχισμός", "ευνουχισμός":"ευνουχισμός", "ευνουχισμούς":"ευνουχισμός", "ευνουχίσουν":"ευνουχίζω", "ευνούχοι":"ευνούχος", "ευνοώντας":"ευνοώ", "ευξείνου":"εύξεινος", "εύξεινου":"εύξεινος", "ευξεινούπολης":"ευξεινούπολης", "ευοδωθεί":"ευοδώνομαι", "ευοδώθηκαν":"ευοδώνομαι", "ευοδώθηκε":"ευοδώνομαι", "ευοδωθούν":"ευοδώνομαι", "ευόδωση":"ευόδωση", "ευοίωνα":"ευοίωνα", "ευοίωνες":"ευοίωνος", "ευοίωνη":"ευοίωνος", "ευοίωνο":"ευοίωνος", "εύοσμο":"εύοσμος", "εύοσμος":"εύοσμος", "ευοσμου":"εύοσμος", "ευόσμου":"εύοσμος", "εύοσμου":"εύοσμος", "ευπ":"ευπ", "ευπάθεια":"ευπάθεια", "ευπαθείς":"ευπαθής", "ευπαθή":"ευπαθής", "ευπατρίδης":"ευπατρίδης", "εύπεπτα":"εύπεπτος", "εύπεπτη":"εύπεπτος", "εύπεπτο":"εύπεπτος", "εύπεπτος":"εύπεπτος", "εύπλαστο":"εύπλαστος", "εύπλαστος":"εύπλαστος", "ευποιία":"ευποιία", "εύπορη":"εύπορος", "εύπορης":"εύπορος", "εύπορο":"εύπορος", "εύποροι":"εύπορος", "εύπορος":"εύπορος", "εύπορου":"εύπορος", "εύπορους":"εύπορος", "εύπορων":"εύπορος", "ευπρέπεια":"ευπρέπεια", "ευπρέπειας":"ευπρέπεια", "ευπρεπείς":"ευπρεπής", "ευπρεπές":"ευπρεπής", "ευπρεπή":"ευπρεπής", "ευπρεπής":"ευπρεπής", "ευπρεπισμένη":"ευπρεπισμένος", "ευπρεπισμένους":"ευπρεπισμένος", "ευπρεπισμό":"ευπρεπισμός", "ευπρεπώς":"ευπρεπώς", "ευπρόσδεκτα":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσδεκτες":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσδεκτη":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσδεκτο":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσδεκτοι":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσδεκτος":"ευπρόσδεκτος", "ευπρόσωπη":"ευπρόσωπος", "ευπώλητα":"ευπώλητα", "ευρ.":"ευρ.", "ευρασιατική":"ευρασιατικός", "ευρασιατικό":"ευρασιατικός", "ευρασιατικός":"ευρασιατικός", "ευρέα":"ευρύς", "ευρεια":"ευρύς", "ευρεία":"ευρύς", "ευρείας":"ευρύς", "ευρείες":"ευρύς", "ευρέος":"ευρύς", "ευρέσεως":"εύρεση", "εύρεση":"εύρεση", "εύρεσης":"εύρεση", "ευρεσιτεχνία":"ευρεσιτεχνία", "ευρεσιτεχνίας":"ευρεσιτεχνία", "ευρετήρια":"ευρετήριο", "ευρετήριο":"ευρετήριο", "ευρέων":"ευρύς", "ευρέως":"ευρέως", "εύρημα":"εύρημα", "εύρημά":"εύρημα", "ευρήματα":"εύρημα", "ευρήματά":"εύρημα", "ευρηματικά":"ευρηματικός", "ευρηματικές":"ευρηματικός", "ευρηματική":"ευρηματικός", "ευρηματικής":"ευρηματικός", "ευρηματικό":"ευρηματικός", "ευρηματικότατοι":"ευρηματικότατοι", "ευρηματικότητα":"ευρηματικότητα", "ευρηματικότητά":"ευρηματικότητα", "ευρήματος":"εύρημα", "ευρημάτων":"εύρημα", "ευριδίκη":"ευριδίκη", "ευριπίδη":"ευριπίδης", "ευριπίδης":"ευριπίδης", "ευριπίδου":"ευριπίδης", "εύρισκα":"εύρισκα", "εύρισκε":"εύρισκε", "ευρίσκει":"ευρίσκω", "ευρίσκεται":"ευρίσκω", "ευρίσκετο":"ευρίσκω", "ευρισκόμεθα":"ευρισκόμεθα", "ευρισκόμενες":"ευρισκόμενος", "ευρισκόμενοι":"ευρισκόμενος", "ευρισκόμενος":"ευρισκόμενος", "ευρίσκονται":"ευρίσκω", "εύρος":"εύρος", "εύρους":"εύρος", "ευρύ":"ευρύς", "ευρυγένη":"ευρυγένη", "ευρυγένης":"ευρυγένης", "ευρυδίκη":"ευρυδίκη", "ευρυζωνική":"ευρυζωνικός", "ευρυζωνικών":"ευρυζωνικός", "εύρυθμη":"εύρυθμος", "εύρυθμης":"εύρυθμος", "ευρύματα":"ευρύματα", "ευρύς":"ευρύς", "ευρυτανία":"ευρυτανία", "ευρυτανικό":"ευρυτανικό", "ευρύτατα":"ευρέως", "ευρύτατες":"ευρύς", "ευρύτατη":"ευρύς", "ευρύτατης":"ευρύς", "ευρύτατο":"ευρύς", "ευρύτατος":"ευρύς", "ευρύτατων":"ευρύς", "ευρύτερα":"ευρύς", "ευρύτερες":"ευρύς", "ευρύτερη":"ευρύς", "ευρύτερης":"ευρύς", "ευρύτερο":"ευρύς", "ευρύτεροι":"ευρύς", "ευρύτερος":"ευρύς", "ευρύτερου":"ευρύς", "ευρύτερους":"ευρύς", "ευρύτερων":"ευρύς", "ευρύτητα":"ευρύτητα", "ευρύχωρες":"ευρύχωρος", "ευρύχωρο":"ευρύχωρος", "ευρω":"ευρώ", "ευρώ":"ευρώ", "ευρωαμερικανικού":"ευρωαμερικανικός", "ευρωαραβικής":"ευρωαραβικός", "ευρωαριστεράς":"ευρωαριστερά", "ευρωβαρόμετρο":"ευρωβαρόμετρο", "ευρωβαρομέτρου":"ευρωβαρόμετρο", "ευρωβαρόμετρου":"ευρωβαρόμετρο", "ευρωβουλευτές":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλευτή":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλευτης":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλευτής":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλευτού":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλευτών":"ευρωβουλευτής", "ευρωβουλή":"ευρωβουλή", "ευρωβουλής":"ευρωβουλή", "ευρωγκόλ":"ευρωγκόλ", "ευρωδεξιάς-σοσιαλιστών":"ευρωδεξιάς-σοσιαλιστών", "ευρωδικαστήριο":"ευρωδικαστήριο", "ευρωεκλογές":"ευρωεκλογή", "ευρωεκλογών":"ευρωεκλογή", "ευρω-επικριτών":"ευρω-επικριτών", "ευρώ-εποχή":"ευρώ-εποχή", "ευρώ-εποχής":"ευρώ-εποχής", "ευρωζωνη":"ευρωζώνη", "ευρωζώνη":"ευρωζώνη", "ευρωζώνης":"ευρωζώνη", "ευρωκάλπη":"ευρωκάλπη", "ευρωκοινοβούλιο":"ευρωκοινοβούλιο", "ευρωκοινοβουλίου":"ευρωκοινοβούλιο", "ευρωλίγκα":"ευρωλίγκα", "ευρωλίγκας":"ευρωλίγκα", "ευρωλιμένα":"ευρωλιμένας", "ευρωμεσογειακή":"ευρωμεσογειακός", "ευρωμεσογειακών":"ευρωμεσογειακός", "ευρωμπάσκετ":"ευρωμπάσκετ", "ευρών":"εύρος", "ευρωοικονομία":"ευρωοικονομία", "ευρωπαία":"ευρωπαία", "ευρωπαίας":"ευρωπαία", "ευρωπαίες":"ευρωπαία", "ευρωπαϊκά":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκες":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκές":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαικη":"ευρωπαικη", "ευρωπαϊκη":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκή":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκής":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκο":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκό":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκοί":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκός":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκού":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκούς":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκων":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαϊκών":"ευρωπαϊκός", "ευρωπαίο":"ευρωπαίος", "ευρωπαίοι":"ευρωπαίος", "ευρωπαιος":"ευρωπαίος", "ευρωπαίος":"ευρωπαίος", "ευρωπαίου":"ευρωπαίος", "ευρωπαίους":"ευρωπαίος", "ευρωπαϊσμό":"ευρωπαϊσμός", "ευρωπαϊσμός":"ευρωπαϊσμός", "ευρωπαϊστής":"ευρωπαϊστής", "ευρωπαίων":"ευρωπαίος", "ευρωπη":"ευρώπη", "ευρώπη":"ευρώπη", "ευρωπης":"ευρώπη", "ευρώπης":"ευρώπη", "ευρωποσά":"ευρωποσό", "ευρώπουλα":"ευρώπουλα", "ευρωσκεπτικιστές":"ευρωσκεπτικιστής", "ευρωσκεπτικιστής":"ευρωσκεπτικιστής", "ευρωσκεπτικιστικά":"ευρωσκεπτικιστικός", "εύρωστα":"εύρωστα", "εύρωστα":"εύρωστος", "εύρωστες":"εύρωστος", "εύρωστη":"εύρωστος", "εύρωστης":"εύρωστος", "ευρωστία":"ευρωστία", "ευρωστίας":"ευρωστία", "ευρωστρατός":"ευρωστρατός", "ευρωστρατού":"ευρωστρατού", "ευρωσυμβουλοι":"ευρωσύμβουλος", "ευρωσύμβουλοι":"ευρωσύμβουλος", "ευρωσύνταγμα":"ευρωσύνταγμα", "ευρωσυντάγματος":"ευρωσύνταγμα", "ευρωτίαση":"ευρωτίαση", "ευρωτουρκικά":"ευρωτουρκικός", "ευρωτουρκικές":"ευρωτουρκικός", "ευρωτουρκικών":"ευρωτουρκικός", "ευρωφακέλωμα":"ευρωφακέλωμα", "ευσεβείς":"ευσεβής", "ευσεβεύσι":"ευσεβεύσι", "ευσεβία":"ευσεβία", "εύσημα":"εύσημο", "ευσπλαχνία":"ευσπλαχνία", "ευσπλαχνίας":"ευσπλαχνία", "ευσταθεί":"ευσταθώ", "ευσταθία":"ευσταθία", "ευσταθιαδης":"ευσταθιάδης", "ευσταθιάδης":"ευσταθιάδης", "ευστάθιος":"ευστάθιος", "ευσταθίου":"ευστάθιος", "ευσταθόπουλος":"ευσταθόπουλος", "ευσταθούν":"ευσταθώ", "εύστοχα":"εύστοχα", "ευστοχεί":"ευστοχώ", "εύστοχες":"εύστοχος", "εύστοχη":"εύστοχος", "εύστοχης":"εύστοχος", "ευστόχησε":"ευστοχώ", "ευστοχία":"ευστοχία", "εύστοχο":"εύστοχος", "εύστοχοι":"εύστοχος", "εύστοχος":"εύστοχος", "ευστόχου":"εύστοχος", "ευστόχως":"ευστόχως", "ευστρατιάδης":"ευστρατιάδης", "ευστράτιος":"ευστράτιος", "ευστροφία":"ευστροφία", "ευσυνειδησία":"ευσυνειδησία", "ευσυνειδησίας":"ευσυνειδησία", "ευσυνείδητα":"ευσυνείδητα", "ευσυνείδητη":"ευσυνείδητος", "ευσυνείδητο":"ευσυνείδητος", "ευσυνείδητου":"ευσυνείδητος", "ευσυνείδητους":"ευσυνείδητος", "εύσχημο":"εύσχημος", "εύσωμοι":"εύσωμος", "ευταξία":"ευταξία", "ευταξίας":"ευταξία", "ευτέλειας":"ευτέλεια", "ευτελείς":"ευτελής", "ευτελές":"ευτελής", "ευτελέστερη":"ευτελής", "ευτελή":"ευτελής", "ευτελής":"ευτελής", "ευτελίζει":"ευτελίζω", "ευτελίσει":"ευτελίζω", "ευτελισμό":"ευτελισμός", "ευτελισμός":"ευτελισμός", "ευτελούς":"ευτελής", "ευτελών":"ευτελής", "ευτερπη":"ευτέρπη", "ευτέρπη":"ευτέρπη", "ευτράπελα":"ευτράπελα", "ευτράπελες":"ευτράπελος", "ευτραπελία":"ευτραπελία", "ευτράπελο":"ευτράπελος", "ευτραφής":"ευτραφής", "ευτυχείς":"ευτυχής", "ευτυχές":"ευτυχής", "ευτυχέστεροι":"ευτυχής", "ευτυχέστερος":"ευτυχής", "ευτυχή":"ευτυχής", "ευτύχημα":"ευτύχημα", "ευτυχής":"ευτυχής", "ευτύχησαν":"ευτυχώ", "ευτύχησε":"ευτυχώ", "ευτυχήσουμε":"ευτυχώ", "ευτυχήσουν":"ευτυχώ", "ευτυχια":"ευτυχία", "ευτυχία":"ευτυχία", "ευτυχίας":"ευτυχία", "ευτυχίδη":"ευτυχίδη", "ευτυχίδης":"ευτυχίδης", "ευτυχίες":"ευτυχία", "ευτυχίσετε":"ευτυχίζω", "ευτυχισμένα":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένες":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένη":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένο":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένοι":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένος":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένους":"ευτυχισμένος", "ευτυχισμένων":"ευτυχισμένος", "ευτυχώς":"ευτυχώς", "ευυπόληπτοι":"ευυπόληπτος", "ευφάνταστα":"ευφάνταστος", "ευφάνταστες":"ευφάνταστος", "ευφάνταστη":"ευφάνταστος", "ευφάνταστης":"ευφάνταστος", "ευφάνταστο":"ευφάνταστος", "ευφάνταστοι":"ευφάνταστος", "ευφάνταστος":"ευφάνταστος", "ευφάνταστου":"ευφάνταστος", "ευφάνταστους":"ευφάνταστος", "ευφημισμό":"ευφημισμός", "ευφημισμοί":"ευφημισμός", "ευφημισμόν":"ευφημισμός", "εύφλεκτες":"εύφλεκτος", "εύφλεκτη":"εύφλεκτος", "εύφλεκτο":"εύφλεκτος", "εύφλεκτων":"εύφλεκτος", "εύφορα":"εύφορος", "εύφορες":"εύφορος", "εύφορη":"εύφορος", "εύφορης":"εύφορος", "ευφορία":"ευφορία", "ευφορίας":"ευφορία", "ευφράδεια":"ευφράδεια", "ευφραίνεται":"ευφραίνω", "ευφρονίου":"ευφρονίου", "ευφρόσυνα":"ευφρόσυνα", "ευφροσύνη":"ευφροσύνη", "ευφρόσυνη":"ευφρόσυνος", "ευφροσύνης":"ευφροσύνη", "ευφυείς":"ευφυής", "ευφυές":"ευφυής", "ευφυέστατο":"ευφυής", "ευφυέστερα":"ευφυής", "ευφυή":"ευφυής", "ευφυής":"ευφυής", "ευφυία":"ευφυία", "ευφυΐα":"ευφυΐα", "ευφυΐας":"ευφυΐα", "ευφυίας":"ευφυίας", "ευφυολόγημα":"ευφυολόγημα", "ευφυολογήματα":"ευφυολόγημα", "ευφυούς":"ευφυής", "ευφυώς":"ευφυώς", "ευχάριστα":"ευχάριστα", "ευχαριστεί":"ευχαριστώ", "ευχαριστείς":"ευχαριστώ", "ευχάριστες":"ευχάριστος", "ευχαριστη":"ευχάριστος", "ευχάριστη":"ευχάριστος", "ευχαριστηθεί":"ευχαριστώ", "ευχαριστηθείς":"ευχαριστώ", "ευχαριστηθούμε":"ευχαριστώ", "ευχαριστημένα":"ευχαριστώ", "ευχαριστημένες":"ευχαριστημένος", "ευχαριστημένη":"ευχαριστημένος", "ευχαριστημένο":"ευχαριστώ", "ευχαριστημένοι":"ευχαριστημένος", "ευχαριστημένος":"ευχαριστημένος", "ευχαριστηρια":"ευχαριστήριος", "ευχαριστήρια":"ευχαριστήριος", "ευχαριστηριο":"ευχαριστήριος", "ευχαριστήριο":"ευχαριστήριος", "ευχάριστης":"ευχάριστος", "ευχαρίστησαν":"ευχαριστώ", "ευχαριστησε":"ευχαριστώ", "ευχαρίστησε":"ευχαριστώ", "ευχαριστήσει":"ευχαριστώ", "ευχαριστήσετε":"ευχαριστώ", "ευχαρίστηση":"ευχαρίστηση", "ευχαρίστησή":"ευχαρίστηση", "ευχαρίστησης":"ευχαρίστηση", "ευχαριστήσουμε":"ευχαριστώ", "ευχαριστήσουν":"ευχαριστώ", "ευχαριστήσω":"ευχαριστώ", "ευχαριστίας":"ευχαριστία", "ευχαριστίες":"ευχαριστία", "ευχαριστιέται":"ευχαριστώ", "ευχαριστο":"ευχάριστος", "ευχάριστο":"ευχάριστος", "ευχάριστοι":"ευχάριστος", "ευχάριστος":"ευχάριστος", "ευχαριστούμε":"ευχαριστώ", "ευχαριστούν":"ευχαριστώ", "ευχάριστους":"ευχάριστος", "ευχαριστώ":"ευχαριστώ", "ευχάριστων":"ευχάριστος", "ευχαριστώντας":"ευχαριστώ", "ευχαρίστως":"ευχαρίστως", "ευχέρεια":"ευχέρεια", "ευχερώς":"ευχερώς", "ευχές":"ευχή", "εύχεται":"εύχομαι", "ευχετηρια":"ευχετήριος", "ευχετήρια":"ευχετήριος", "ευχετήριες":"ευχετήριος", "ευχή":"ευχή", "ευχηθεί":"εύχομαι", "ευχήθηκα":"εύχομαι", "ευχήθηκαν":"εύχομαι", "ευχήθηκε":"εύχομαι", "ευχηθούμε":"εύχομαι", "ευχηθούν":"εύχομαι", "ευχηθώ":"εύχομαι", "ευχήν":"ευχή", "ευχής":"ευχή", "ευχολόγια":"ευχολόγιο", "ευχολόγιο":"ευχολόγιο", "ευχολογίων":"ευχολόγιο", "ευχολόγος":"ευχολόγος", "εύχομαι":"εύχομαι", "ευχόμαστε":"εύχομαι", "εύχονται":"εύχομαι", "ευχόταν":"εύχομαι", "εύχρηστα":"εύχρηστος", "εύχρηστη":"εύχρηστος", "εύχρηστο":"εύχρηστος", "εύχρηστος":"εύχρηστος", "εύχρηστου":"εύχρηστος", "εύχρηστους":"εύχρηστος", "εύχυμες":"εύχυμος", "ευχών":"ευχή", "ευώδη":"ευώδης", "ευωδιά":"ευωδιά", "ευωδιαστό":"ευωδιαστός", "εφ":"επί", "εφ'":"επί", "έφαγαν":"τρώω", "έφαγε":"τρώω", "εφαλτήρια":"εφαλτήριο", "εφαλτήριο":"εφαλτήριο", "εφάμιλλα":"εφάμιλλος", "εφάμιλλη":"εφάμιλλος", "εφάμιλλο":"εφάμιλλος", "εφάμιλλων":"εφάμιλλος", "εφάπαξ":"εφάπαξ", "εφάπτεται":"εφάπτομαι", "εφαρμογές":"εφαρμογή", "εφαρμογή":"εφαρμογή", "εφαρμογήν":"εφαρμογή", "εφαρμογής":"εφαρμογή", "εφαρμογων":"εφαρμογή", "εφαρμογών":"εφαρμογή", "εφάρμοζαν":"εφαρμόζω", "εφαρμόζει":"εφαρμόζω", "εφαρμόζεται":"εφαρμόζω", "εφαρμοζόμενα":"εφαρμοζόμενος", "εφαρμοζόμενη":"εφαρμοζόμενος", "εφαρμοζόμενων":"εφαρμοζόμενος", "εφαρμόζονται":"εφαρμόζω", "εφαρμόζοντας":"εφαρμόζω", "εφαρμοζόταν":"εφαρμόζω", "εφαρμόζουμε":"εφαρμόζω", "εφαρμόζουν":"εφαρμόζω", "εφαρμόζω":"εφαρμόζω", "εφαρμόσαμε":"εφαρμόζω", "εφάρμοσαν":"εφαρμόζω", "εφάρμοσε":"εφαρμόζω", "εφαρμόσει":"εφαρμόζω", "εφαρμόσετε":"εφαρμόζω", "εφαρμοσθει":"εφαρμόζω", "εφαρμοσθεί":"εφαρμόζω", "εφαρμόσθηκε":"εφαρμόζω", "εφαρμοσθούν":"εφαρμόζω", "εφαρμόσιμες":"εφαρμόσιμος", "εφαρμόσιμη":"εφαρμόσιμος", "εφαρμόσιμο":"εφαρμόσιμος", "εφαρμόσιμων":"εφαρμόσιμος", "εφαρμοσμένες":"εφαρμοσμένος", "εφαρμοσμένη":"εφαρμοσμένος", "εφαρμοσμένης":"εφαρμοσμένος", "εφαρμοσμένων":"εφαρμοσμένος", "εφαρμόσουμε":"εφαρμόζω", "εφαρμόσουν":"εφαρμόζω", "εφαρμόστε":"εφαρμόζω", "εφαρμοστέα":"εφαρμοστέος", "εφαρμοστέας":"εφαρμοστέος", "εφαρμοστεί":"εφαρμόζω", "εφαρμόστηκαν":"εφαρμόζω", "εφαρμόστηκε":"εφαρμόζω", "εφαρμοστικό":"εφαρμοστικό", "εφαρμοστούν":"εφαρμόζω", "εφέ":"εφέ", "εφεδρεία":"εφεδρεία", "εφεδρείας":"εφεδρεία", "εφεδρείες":"εφεδρεία", "εφεδρικά":"εφεδρικός", "εφεδρική":"εφεδρικός", "εφεδρικό":"εφεδρικός", "εφεδρικοί":"εφεδρικός", "έφεδροι":"έφεδρος", "έφεδρος":"έφεδρος", "εφέδρων":"έφεδρος", "εφεε":"εφεε", "εφείσθη":"εφείσθη", "εφεντη":"εφενεεγώ", "εφέντη":"εφέντη", "εφεξής":"εφεξής", "έφερα":"φέρω", "έφεραν":"φέρω", "έφερε":"φέρω", "έφερες":"φέρω", "εφέρετο":"εφέρετο", "έφερνα":"φέρω", "έφερναν":"φέρω", "έφερνε":"φέρω", "εφές":"εφές", "έφες":"έφες", "εφέσεις":"έφεση", "εφέσεων":"έφεση", "έφεση":"έφεση", "έφεσή":"έφεση", "έφεσης":"έφεση", "εφεσιβάλει":"εφεσιβάλει", "έφεσος":"έφεσος", "εφετ":"εφετ", "εφετειακή":"εφετειακή", "εφετείο":"εφετείο", "εφετείου":"εφετείο", "εφέτη":"εφέτης", "εφετινή":"φετινός", "εφετινής":"φετινός", "εφετινό":"φετινός", "εφετινού":"φετινός", "εφέτος":"φέτος", "εφετών":"εφέτης", "έφευγα":"φεύγω", "έφευγαν":"φεύγω", "έφευγε":"φεύγω", "έφευγες":"φεύγω", "εφεύρε":"εφεύρε", "εφευρεθεί":"εφευρίσκω", "εφεύρει":"εφευρίσκω", "εφευρέσεις":"εφεύρεση", "εφευρέσεων":"εφεύρεση", "εφεύρεση":"εφεύρεση", "εφεύρεσής":"εφεύρεση", "εφευρέτες":"εφευρέτης", "εφευρέτη":"εφευρέτης", "εφευρέτης":"εφευρέτης", "εφευρετική":"εφευρετικός", "εφευρετικοί":"εφευρετικός", "εφευρετικός":"εφευρετικός", "εφευρετικότατοι":"εφευρετικότατοι", "εφευρετικότητα":"εφευρετικότητα", "εφευρετικότητας":"εφευρετικότητα", "εφεύρημα":"εφεύρημα", "εφευρήματα":"εφεύρημα", "εφευρίσκει":"εφευρίσκω", "εφευρίσκουμε":"εφευρίσκω", "εφευρίσκουν":"εφευρίσκω", "εφεύρουμε":"εφευρίσκω", "εφεύρουν":"εφευρίσκω", "εφη":"έφη", "έφη":"έφη", "εφηβεία":"εφηβεία", "εφηβείας":"εφηβεία", "έφηβη":"έφηβη", "εφηβικά":"εφηβικός", "εφηβική":"εφηβικός", "εφηβικής":"εφηβικός", "εφηβικό":"εφηβικός", "εφηβικός":"εφηβικός", "έφηβο":"έφηβος", "έφηβοι":"έφηβος", "έφηβος":"έφηβος", "εφήβου":"έφηβος", "εφήβους":"έφηβος", "έφηβους":"έφηβος", "εφήβων":"έφηβος", "εφημ":"εφημ", "εφήμερα":"εφήμερος", "εφήμερες":"εφήμερος", "εφημέρευε":"εφημερεύω", "εφημερεύει":"εφημερεύω", "εφημερεύον":"εφημερεύων", "εφημερεύοντα":"εφημερεύων", "εφημερεύουν":"εφημερεύω", "εφημερεύων":"εφημερεύων", "εφήμερη":"εφήμερος", "εφήμερης":"εφήμερος", "εφημερία":"εφημερία", "εφημερίας":"εφημερία", "εφημερίδα":"εφημερίδα", "εφημερίδας":"εφημερίδα", "εφημερίδες":"εφημερίδα", "εφημεριδοπώλης":"εφημεριδοπώλης", "εφημεριδούλα":"εφημεριδούλα", "εφημερίδων":"εφημερίδα", "εφημερίες":"εφημερία", "εφημέριου":"εφημέριος", "εφημεριών":"εφημερία", "εφημερίων":"εφημέριος", "εφήμερο":"εφήμερος", "εφήρμοσαν":"εφαρμόζω", "εφήρμοσε":"εφαρμόζω", "εφηρμοσμένης":"εφηρμοσμένος", "εφησυχάζει":"εφησυχάζω", "εφησυχάζουμε":"εφησυχάζω", "εφησυχάζουν":"εφησυχάζω", "εφησυχασμένου":"εφησυχάζω", "εφησυχασμό":"εφησυχασμός", "εφησυχασμός":"εφησυχασμός", "εφηύραν":"εφευρίσκω", "εφηύρε":"εφευρίσκω", "έφθαναν":"φτάνω", "έφθανε":"φτάνω", "έφθασα":"φτάνω", "έφθασαν":"φτάνω", "έφθασε":"φτάνω", "εφιαλτες":"εφιάλτης", "εφιάλτες":"εφιάλτης", "εφιάλτη":"εφιάλτης", "εφιάλτης":"εφιάλτης", "εφιαλτικά":"εφιαλτικά", "εφιαλτικές":"εφιαλτικός", "εφιαλτική":"εφιαλτικός", "εφιαλτικο":"εφιαλτικός", "εφιαλτικό":"εφιαλτικός", "εφιαλτικος":"εφιαλτικός", "εφιαλτικότερο":"εφιαλτικός", "εφιαλτικού":"εφιαλτικός", "εφίδρωση":"εφίδρωση", "εφικτά":"εφικτός", "εφικτές":"εφικτός", "εφικτή":"εφικτός", "εφικτό":"εφικτός", "εφικτός":"εφικτός", "εφικτού":"εφικτός", "εφιλοξενείτο":"εφιλοξενείτο", "εφιπ":"εφιπ", "έφιππο":"έφιππος", "εφιστά":"εφιστώ", "εφιστάται":"εφιστάται", "εφιστήσει":"εφιστήσει", "εφιστούν":"εφιστώ", "εφιστώντας":"εφιστώ", "εφόδια":"εφόδιο", "εφόδιά":"εφόδιο", "εφοδίαζε":"εφοδιάζω", "εφοδιάζονται":"εφοδιάζω", "εφοδιαζόταν":"εφοδιάζω", "εφοδίασε":"εφοδιάζω", "εφοδιάσει":"εφοδιάζω", "εφοδιασμένα":"εφοδιασμένος", "εφοδιασμένη":"εφοδιασμένος", "εφοδιασμένο":"εφοδιασμένος", "εφοδιασμένοι":"εφοδιασμένος", "εφοδιασμένος":"εφοδιάζω", "εφοδιασμό":"εφοδιασμός", "εφοδιασμοί":"εφοδιασμός", "εφοδιασμός":"εφοδιασμός", "εφοδιασμού":"εφοδιασμός", "εφοδιαστεί":"εφοδιάζω", "εφοδιάστηκαν":"εφοδιάζω", "εφοδιαστική":"εφοδιαστικός", "εφοδιαστικής":"εφοδιαστικός", "εφοδιαστικών":"εφοδιαστικός", "εφοδιαστούν":"εφοδιάζω", "εφόδιο":"εφόδιο", "εφόδιό":"εφόδιο", "εφοδίων":"εφόδιο", "έφοδο":"έφοδος", "έφοδος":"έφοδος", "εφόδου":"έφοδος", "εφόδους":"έφοδος", "εφοπλιστές":"εφοπλιστής", "εφοπλιστή":"εφοπλιστής", "εφοπλιστής":"εφοπλιστής", "εφοπλιστών":"εφοπλιστής", "εφορεία":"εφορεία", "εφορείας":"εφορεία", "εφορείες":"εφορεία", "εφορευτική":"εφορευτικός", "εφορευτικών":"εφορευτικός", "εφορία":"εφορία", "εφοριακό":"εφοριακός", "εφοριακοί":"εφοριακός", "εφοριακός":"εφοριακός", "εφοριακού":"εφοριακός", "εφοριακούς":"εφοριακός", "εφοριακών":"εφοριακός", "εφορίας":"εφορία", "εφορίες":"εφορία", "εφορμά":"εφορμώ", "εφορμήσει":"εφορμώ", "εφόρμησης":"εφόρμηση", "εφορμούν":"εφορμώ", "έφορο":"έφορος", "έφορος":"έφορος", "εφόρου":"έφορος", "εφόσον":"εφόσον", "εφραιμίδη":"εφραιμίδη", "εφραιμίδου":"εφραιμίδου", "έφραξε":"φράζω", "έφρον":"έφρον", "εφρόντισε":"εφρόντισε", "εφτά":"επτά", "έφταιγαν":"φταίω", "έφταιγε":"φταίω", "έφταιξε":"φταίω", "εφτακόσια":"επτακόσιοι", "έφταναν":"φτάνω", "έφτανε":"φτάνω", "έφτασα":"φτάνω", "εφτασαν":"φτάνω", "έφτασαν":"φτάνω", "εφτασε":"φτάνω", "έφτασε":"φτάνω", "έφτασες":"φτάνω", "εφταχώρι":"εφταχώρι", "έφτιαξα":"φτιάχνω", "έφτιαξαν":"φτιάχνω", "έφτιαξε":"φτιάχνω", "έφτιαχναν":"φτιάχνω", "έφτιαχνε":"φτιάχνω", "έφτυσα":"φτύνω", "έφτυσε":"φτύνω", "έφυγα":"φεύγω", "έφυγαν":"φεύγω", "εφυγε":"φεύγω", "έφυγε":"φεύγω", "έφυγες":"φεύγω", "έχανα":"χάνω", "έχαναν":"χάνω", "έχανε":"χάνω", "εχαράξαμεν":"εχαράξαμεν", "έχασα":"χάνω", "έχασαν":"χάνω", "εχασε":"χάνω", "έχασε":"χάνω", "έχασες":"χάνω", "έχασκαν":"χάσκω", "έχασκε":"χάσκω", "εχέγγυα":"εχέγγυος", "εχέγγυο":"εχέγγυος", "εχεδώρου":"εχεδώρου", "εχει":"έχω", "έχει":"έχω", "έχει128":"έχει128", "έχειν":"έχειν", "εχειροκρότησαν":"εχειροκρότησαν", "εχεις":"έχω", "έχεις":"έχω", "έχειυν":"έχειυν", "εχεμύθεια":"εχεμύθεια", "εχεμύθειας":"εχεμύθεια", "εχέμυθου":"εχέμυθος", "εχετε":"έχω", "έχετε":"έχω", "εχέφρονες":"εχέφρων", "εχέφρων":"εχέφρων", "εχθές":"χθες", "έχθρα":"έχθρα", "έχθρες":"έχθρα", "εχθρεύεται":"εχθρεύομαι", "εχθρικά":"εχθρικά", "εχθρικές":"εχθρικός", "εχθρική":"εχθρικός", "εχθρικής":"εχθρικός", "εχθρικό":"εχθρικός", "εχθρικός":"εχθρικός", "εχθρικού":"εχθρικός", "εχθρικών":"εχθρικός", "εχθρό":"εχθρός", "εχθροί":"εχθρός", "εχθροπραξίες":"εχθροπραξία", "εχθροπραξιών":"εχθροπραξία", "εχθρός":"εχθρός", "εχθρότητα":"εχθρότητα", "εχθρότητας":"εχθρότητα", "εχθρού":"εχθρός", "εχθρούς":"εχθρός", "εχθρών":"εχθρός", "εχίνου":"εχίνος", "έχομεν":"έχομεν", "έχοντα":"έχων", "έχοντας":"έχω", "έχοντάς":"έχω", "έχοντες":"έχων", "έχοντος":"έχων", "εχόντων":"έχων", "εχορηγήθη":"εχορηγήθη", "έχουμε":"έχω", "εχουν":"έχω", "έχουν":"έχω", "έχουνε":"έχω", "εχουντ":"εχουντ", "εχούντ":"εχούντ", "έχουσα":"έχων", "εχπα":"εχπα", "εχρησιμοποιείτο":"εχρησιμοποιείτο", "έχριζε":"χρίζω", "έχρισε":"χρίζω", "εχρο":"εχρο", "εχρονολογείτο":"εχρονολογείτο", "έχτιζαν":"χτίζω", "έχτιζε":"χτίζω", "έχτισαν":"χτίζω", "έχτισε":"χτίζω", "εχτρα":"έχτρα", "έχυσαν":"χύνω", "έχω":"έχω", "έχων":"έχων", "έχωνε":"χώνω", "έχωσε":"χώνω", "έψαλαν":"ψέλνω", "έψαλε":"ψέλνω", "εψάλη":"εψάλη", "έψαλλαν":"ψάλλω", "έψαλλε":"ψέλνω", "έψαξα":"ψάχνω", "έψαξαν":"ψάχνω", "έψαξε":"ψάχνω", "έψαχνα":"ψάχνω", "εψαχναν":"ψάχνω", "έψαχναν":"ψάχνω", "έψαχνε":"ψάχνω", "έψεξε":"ψέγω", "έψησαν":"ψένω", "εψιλον":"έψιλον", "έωλες":"έωλος", "έωλος":"έωλος", "εως":"έως", "εώς":"εώς", "έως":"έως", "ζ":"ζ", "'ζ'":"'ζ'", "ζ.":"ζ.", "ζ΄":"ζ΄", "ζoot":"ζoot", "ζoυρούδης":"ζoυρούδης", "ζαβαντία":"ζαβαντία", "ζαβαντίας":"ζαβαντίας", "ζαβολιά":"ζαβολιά", "ζαβούς":"ζαβός", "ζαγκ":"ζαγκ", "ζάγκας":"ζάγκας", "ζαγκλιβέρη":"ζαγκλιβέρη", "ζαγκλιβέρι":"ζαγκλιβέρι", "ζάγκρεμπ":"ζάγκρεμπ", "ζαγκρέμπασκα":"ζαγκρέμπασκα", "ζάγκρεμπ-βοιβοντίνα":"ζάγκρεμπ-βοιβοντίνα", "ζαγοράκη":"ζαγοράκη", "ζαγορακης":"ζαγορακης", "ζαγοράκης":"ζαγοράκης", "ζαγοριανός":"ζαγοριανός", "ζάετς":"ζάετς", "ζάικο":"ζάικο", "ζαίμης":"ζαίμης", "ζαϊμης":"ζαΐμης", "ζαΐμης":"ζαΐμης", "ζαϊντί":"ζαϊντί", "ζαΐρ":"ζαΐρ", "ζαϊρινός":"ζαϊρινός", "ζάιστ":"ζάιστ", "ζακ":"ζακ", "ζακαλκά":"ζακαλκά", "ζακαλκάς":"ζακαλκάς", "ζακλίν":"ζακλίν", "ζάκλιν":"ζάκλιν", "ζακς":"ζακς", "ζάκυνθο":"ζάκυνθος", "ζάκυνθος":"ζάκυνθος", "ζακύνθου":"ζάκυνθος", "ζαλάδα":"ζαλάδα", "ζαλάδες":"ζαλάδα", "ζαλγκίρις":"ζαλγκίρις", "ζαλγκίρις12-31275":"ζαλγκίρις12-31275", "ζαλγκίρις78":"ζαλγκίρις78", "ζάλη":"ζάλη", "ζάλης":"ζάλη", "ζαλίζει":"ζαλίζω", "ζαλίζεται":"ζαλίζω", "ζαλίζομαι":"ζαλίζω", "ζαλίζουν":"ζαλίζω", "ζαλίκα":"ζαλίκα", "ζαλίσει":"ζαλίζω", "ζαλισμένη":"ζαλισμένος", "ζαλισμένο":"ζαλίζω", "ζαλμά":"ζαλμά", "ζαλμάς":"ζαλμάς", "ζαμόρα":"ζαμόρα", "ζαμπα":"ζαμπα", "ζαμπέτα":"ζαμπέτας", "ζαμπετακη":"ζαμπετακη", "ζαμπέτογλου":"ζαμπέτογλου", "ζαμπογιάννης":"ζαμπογιάννης", "ζαμπόν":"ζαμπόν", "ζαμπουνίδη":"ζαμπουνίδη", "ζαμπουνίδης":"ζαμπουνίδης", "ζαμπούρης":"ζαμπούρης", "ζαμπράκας":"ζαμπράκας", "ζαν":"ζαν", "ζαναε":"ζαναε", "ζανάντες":"ζανάντες", "ζανέτι":"ζανέτι", "ζανκ":"ζανκ", "ζάννας":"ζάννας", "ζαννή":"ζαννή", "ζαννης":"ζαννης", "ζάννης":"ζάννης", "ζαν-πολ":"ζαν-πολ", "ζαντάρ":"ζαντάρ", "ζαντάρ4-111009":"ζαντάρ4-111009", "ζάντες":"ζάντα", "ζαντίδης":"ζαντίδης", "ζαπάτα":"ζαπάτα", "ζάπιγκ":"ζάπιγκ", "ζάπλουτο":"ζάπλουτος", "ζάπλουτος":"ζάπλουτος", "ζάππειο":"ζάππειο", "ζαπρόπουλος":"ζαπρόπουλος", "ζαπρόπουλου":"ζαπρόπουλου", "ζαρ":"ζαρ", "ζαραβίνας":"ζαραβίνας", "ζάρας":"ζάρα", "ζαρζαβατικά":"ζαρζαβατικό", "ζαρζαβατικό":"ζαρζαβατικό", "ζαρζώνη":"ζαρζώνη", "ζαρζώνης":"ζαρζώνης", "ζάρια":"ζάρι", "ζαριά":"ζαριά", "ζαρίβιος":"ζαρίβιος", "ζαρίφη":"ζαρίφης", "ζαρίφης":"ζαρίφης", "ζαρκάδια":"ζαρκάδι", "ζάρκο":"ζάρκο", "ζαρλακούτης":"ζαρλακούτης", "ζαρντινιέρα":"ζαρντινιέρα", "ζαρογιάννης":"ζαρογιάννης", "ζαρόκωστα":"ζαρόκωστα", "ζαρομυτίδη":"ζαρομυτίδη", "ζαροτιάδης":"ζαροτιάδης", "ζαρτιέρες":"ζαρτιέρα", "ζαρωμένη":"ζαρώνω", "ζάτκα":"ζάτκα", "ζαφειρακης":"ζαφειρακης", "ζαφειράκης":"ζαφειράκης", "ζαφειράκου":"ζαφειράκου", "ζαφείρη":"ζαφείρης", "ζαφείρης":"ζαφείρης", "ζαφειριάδης":"ζαφειριάδης", "ζαφειρόπουλο":"ζαφειρόπουλος", "ζαφειρόπουλος":"ζαφειρόπουλος", "ζαφειρόπουλου":"ζαφειρόπουλος", "ζαφειρώ":"ζαφειρώ", "ζαφέρ":"ζαφέρ", "ζαχαράκης":"ζαχαράκης", "ζαχαρέα":"ζαχαρέα", "ζάχαρη":"ζάχαρη", "ζάχαρης":"ζάχαρη", "ζαχαρης":"ζαχαρής", "ζαχαρής":"ζαχαρής", "ζαχαρία":"ζαχαρίας", "ζαχαριάδη":"ζαχαριάδης", "ζαχαριάδης":"ζαχαριάδης", "ζαχαρίας":"ζαχαρίας", "ζαχαρίου":"ζαχαρίου", "ζαχαρογιάννης":"ζαχαρογιάννης", "ζαχαροπλαστεία":"ζαχαροπλαστείο", "ζαχαροπλαστείο":"ζαχαροπλαστείο", "ζαχαροπλαστείου":"ζαχαροπλαστείο", "ζαχαροπλάστη":"ζαχαροπλάστης", "ζαχαροπλάστης":"ζαχαροπλάστης", "ζαχαροπλαστική":"ζαχαροπλαστικός", "ζαχαροπλαστικής":"ζαχαροπλαστική", "ζαχαρόπουλος":"ζαχαρόπουλος", "ζαχάροφ":"ζαχάροφ", "ζαχαρωφ":"ζαχαρωφ", "ζαχάρωφ":"ζαχάρωφ", "ζαχόπουλο":"ζαχόπουλο", "ζάχου":"ζάχος", "ζβέλεν":"ζβέλεν", "ζεβ":"ζεβ", "ζέβρες":"ζέβρα", "ζεβροσένκο":"ζεβροσένκο", "ζεγγου":"ζεγγου", "ζει":"ζω", "ζεϊμπέκικο":"ζεϊμπέκικος", "ζεϊμπέκικου":"ζεϊμπέκικος", "ζειν":"ζειν", "ζεις":"ζω", "ζειτ":"ζειτ", "ζείτε":"ζω", "ζελατίνα":"ζελατίνα", "ζελατίνες":"ζελατίνα", "ζελβέγκερ":"ζελβέγκερ", "ζελβέγκλερ":"ζελβέγκλερ", "ζελέ":"ζελές", "ζελέζνικ":"ζελέζνικ", "ζελέζνικ-ολίμπια":"ζελέζνικ-ολίμπια", "ζελέζνικ-ούνιξ":"ζελέζνικ-ούνιξ", "ζελέζνιτσαρ":"ζελέζνιτσαρ", "ζέλεφ":"ζέλεφ", "ζέλικο":"ζέλικο", "ζελίμ":"ζελίμ", "ζελίν":"ζελίν", "ζέλιου":"ζέλιου", "ζέλντα":"ζέλντα", "ζελομοσίδου":"ζελομοσίδου", "ζέλσον":"ζέλσον", "ζεμέκις":"ζεμέκις", "ζεμίν":"ζεμίν", "ζεμπετική":"ζεμπετική", "ζενεβιέβ":"ζενεβιέβ", "ζενές":"ζενές", "ζενίθ":"ζενίθ", "ζεράρ":"ζεράρ", "ζέρβα":"ζέρβας", "ζερβός":"ζερβός", "ζερμέν":"ζερμέν", "ζερουάλ":"ζερουάλ", "ζέση":"ζέση", "ζεστά":"ζεστά", "ζέστα":"ζέστα", "ζεστά":"ζεστός", "ζεσταθεί":"ζεσταίνω", "ζεστάθηκε":"ζεσταίνω", "ζεσταθούν":"ζεσταίνω", "ζεσταίνει":"ζεσταίνω", "ζεσταίνεται":"ζεσταίνω", "ζεσταίνετε":"ζεσταίνω", "ζεσταινόταν":"ζεσταίνω", "ζεσταίνουμε":"ζεσταίνω", "ζεσταίνουν":"ζεσταίνω", "ζέσταμα":"ζέσταμα", "ζέστανε":"ζεσταίνω", "ζεστάνει":"ζεσταίνω", "ζεστάνουν":"ζεσταίνω", "ζεστάνω":"ζεσταίνω", "ζεστασιά":"ζεστασιά", "ζεστασιάς":"ζεστασιά", "ζέστες":"ζέστη", "ζεστές":"ζεστός", "ζέστη":"ζέστη", "ζεστή":"ζεστός", "ζεστης":"ζεστός", "ζεστής":"ζεστός", "ζεστό":"ζεστός", "ζεστοί":"ζεστός", "ζεστός":"ζεστός", "ζεστού":"ζεστός", "ζεστούς":"ζεστός", "ζέτα":"ζέτα", "ζετέ":"ζετέ", "ζέτερμπεργκ":"ζέτερμπεργκ", "ζετσεβιτς":"ζετσεβιτς", "ζεττας":"ζεττας", "ζευγαράκια":"ζευγαράκι", "ζευγάρι":"ζευγάρι", "ζευγάρια":"ζευγάρι", "ζευγαρίδης":"ζευγαρίδης", "ζευγαριού":"ζευγάρι", "ζευγαριών":"ζευγάρι", "ζευγάρωμα":"ζευγάρωμα", "ζευγαρώματα":"ζευγάρωμα", "ζευγαρώνουν":"ζευγαρώνω", "ζευγαρωτά":"ζευγαρωτά", "ζεύγη":"ζεύγος", "ζεύγος":"ζεύγος", "ζεύγους":"ζεύγος", "ζευκιλής":"ζευκιλής", "ζεύξη":"ζεύξη", "ζεύξης":"ζεύξη", "ζεύξιδος":"ζεύξιδος", "ζευς":"ζευς", "ζεύς":"ζεύς", "ζεχρί":"ζεχρί", "ζήκας":"ζήκας", "ζήκος":"ζήκος", "ζηλακάκης":"ζηλακάκης", "ζηλανδια":"ζηλανδία", "ζηλανδία":"ζηλανδία", "ζηλανδίας":"ζηλανδία", "ζήλεια":"ζήλεια", "ζήλευαν":"ζηλεύω", "ζήλευε":"ζηλεύω", "ζηλεύει":"ζηλεύω", "ζηλεύετε":"ζηλεύω", "ζηλεύουμε":"ζηλεύω", "ζηλεύουν":"ζηλεύω", "ζηλεύούν":"ζηλεύω", "ζηλευτά":"ζηλευτά", "ζηλευτή":"ζηλευτός", "ζηλεύω":"ζηλεύω", "ζήλεψαν":"ζηλεύω", "ζηλέψει":"ζηλεύω", "ζηλέψουν":"ζηλεύω", "ζήλια":"ζήλια", "ζηλιάρα":"ζηλιάρης", "ζηλιάρηδες":"ζηλιάρης", "ζήλιας":"ζήλια", "ζήλιες":"ζήλια", "ζήλο":"ζήλος", "ζήλος":"ζήλος", "ζηλότυπα":"ζηλότυπα", "ζηλοτυπίες":"ζηλοτυπία", "ζήλου":"ζήλος", "ζηλωτές":"ζηλωτής", "ζηλωτής":"ζηλωτής", "ζηλωτών":"ζηλωτής", "ζημιά":"ζημιά", "ζημία":"ζημία", "ζημιάς":"ζημιά", "ζημίας":"ζημία", "ζημιές":"ζημιά", "ζημίες":"ζημία", "ζημιογόνα":"ζημιογόνος", "ζημιογόνος":"ζημιογόνος", "ζημιο-σκόποι":"ζημιο-σκόποι", "ζημιωθεί":"ζημιώνω", "ζημιώθηκε":"ζημιώνω", "ζημιωμένος":"ζημιώνω", "ζημιών":"ζημιά", "ζημιώνει":"ζημιώνω", "ζημιώνουν":"ζημιώνω", "ζημίωσαν":"ζημιώνω", "ζημίωσε":"ζημιώνω", "ζην":"ζην", "ζηνα":"ζηνα", "ζήνα":"ζήνα", "ζήνας":"ζήνας", "ζήνδρος":"ζήνδρος", "ζηνόβιος":"ζηνόβιος", "ζήρειας":"ζήρειας", "ζήσαμε":"ζω", "ζήσατε":"ζω", "ζήσει":"ζω", "ζήσεις":"ζω", "ζήσετε":"ζω", "ζήση":"ζήση", "ζησης":"ζήση", "ζήσης":"ζήση", "ζησιάδης":"ζησιάδης", "ζησόπουλος":"ζησόπουλος", "ζήσουμε":"ζω", "ζήσουν":"ζω", "ζήστε":"ζω", "ζήσω":"ζω", "ζητα":"ζητώ", "ζητά":"ζητώ", "ζητάει":"ζητώ", "ζητάμε":"ζητώ", "ζητάνε":"ζητώ", "ζητάς":"ζητώ", "ζητάτε":"ζητώ", "ζητάω":"ζητώ", "ζητεί":"ζητώ", "ζητείς":"ζητώ", "ζητείται":"ζητώ", "ζητείτε":"ζητώ", "ζητηθεί":"ζητώ", "ζητήθηκαν":"ζητώ", "ζητήθηκε":"ζητώ", "ζητηθούν":"ζητώ", "ζήτημα":"ζήτημα", "ζητήματα":"ζήτημα", "ζητήματος":"ζήτημα", "ζητημάτων":"ζήτημα", "ζήτησα":"ζητώ", "ζητήσαμε":"ζητώ", "ζήτησαν":"ζητώ", "ζητήσανε":"ζητώ", "ζητήσατε":"ζητώ", "ζητησε":"ζητώ", "ζήτησε":"ζητώ", "ζητήσει":"ζητώ", "ζητήσεις":"ζητώ", "ζήτησες":"ζητώ", "ζητήσετε":"ζητώ", "ζητήση":"ζητήση", "ζήτηση":"ζήτηση", "ζήτησης":"ζήτηση", "ζήτησής":"ζήτηση", "ζητήσουμε":"ζητώ", "ζητήσουν":"ζητώ", "ζητήστε":"ζητώ", "ζητήσω":"ζητώ", "ζητιανεύει":"ζητιανεύω", "ζητιανεύουν":"ζητιανεύω", "ζητιάνοι":"ζητιάνος", "ζητιάνος":"ζητιάνος", "ζητιάνου":"ζητιάνος", "ζητιάνους":"ζητιάνος", "ζητιέται":"ζητώ", "ζητούμε":"ζητώ", "ζητούμενα":"ζητούμενος", "ζητούμενες":"ζητούμενος", "ζητούμενο":"ζητούμενος", "ζητούμενό":"ζητούμενος", "ζητούν":"ζητώ", "ζητούνται":"ζητώ", "ζητούνταν":"ζητώ", "ζητούσα":"ζητώ", "ζητούσαμε":"ζητώ", "ζητούσαν":"ζητώ", "ζητούσατε":"ζητώ", "ζητούσε":"ζητώ", "ζητούσες":"ζητώ", "ζητώ":"ζητώ", "ζήτω":"ζήτω", "ζητωκραυγές":"ζητωκραυγή", "ζητώντας":"ζητώ", "ζήφκας":"ζήφκας", "ζι":"ζι", "ζία":"ζία", "ζιαγκ":"ζιαγκ", "ζιάγκου":"ζιάγκου", "ζιάκα":"ζιάκα", "ζιάκας":"ζιάκας", "ζίβκοβιτς":"ζίβκοβιτς", "ζιβούλοβιτς":"ζιβούλοβιτς", "ζιγκερίδης":"ζιγκερίδης", "ζιγκ-ζαγκ":"ζιγκ-ζαγκ", "ζιγκλιοτί":"ζιγκλιοτί", "ζιγκολό":"ζιγκολό", "ζιγκ-φρυδ":"ζιγκ-φρυδ", "ζιδάνι":"ζιδάνι", "ζιζάνια":"ζιζάνιο", "ζιζανιοκτόνα":"ζιζανιοκτόνο", "ζιζή":"ζιζή", "ζίζικας":"ζίζικας", "ζίζιτς":"ζίζιτς", "ζιζού":"ζιζού", "ζιλ":"ζιλ", "ζιλέ":"ζιλές", "ζιλιν":"ζιλιν", "ζιλίν":"ζιλίν", "ζίλινα":"ζίλινα", "ζιλμπέρτο":"ζιλμπέρτο", "ζίμπαλιστ":"ζίμπαλιστ", "ζιμπάμπουε":"ζιμπάμπουε", "ζίμπρου":"ζίμπρου", "ζιν":"ζιν", "ζινεντιν":"ζινεντιν", "ζινεντίν":"ζινεντίν", "ζινκ":"ζινκ", "ζινσόνκ":"ζινσόνκ", "ζινταν":"ζινταν", "ζιντάν":"ζιντάν", "ζιου":"ζιου", "ζιουγκάνοφ":"ζιουγκάνοφ", "ζιούρδο":"ζιούρδο", "ζιούρδου":"ζιούρδου", "ζισκάρ":"ζισκάρ", "ζιτσαία":"ζιτσαία", "ζίφκοβιτς":"ζίφκοβιτς", "ζίχνης":"ζίχνης", "ζιωγα":"ζιωγα", "ζιώγα":"ζιώγα", "ζιώγαλα":"ζιώγαλα", "ζιωγαλας":"ζιωγαλας", "ζιώγαλας":"ζιώγαλας", "ζιώγας":"ζιώγας", "ζλατάνος":"ζλατάνος", "ζ-μ":"ζ-μ", "ζντάνοφ":"ζντάνοφ", "ζντένεκ":"ζντένεκ", "ζντο":"ζντο", "ζντοβιτς":"ζντοβιτς", "ζντοβτς":"ζντοβτς", "ζντόβτς":"ζντόβτς", "ζοάο":"ζοάο", "ζογκλέρ":"ζογκλέρ", "ζογκμπιά":"ζογκμπιά", "ζογκουλντάκ":"ζογκουλντάκ", "ζοεάνο":"ζοεάνο", "ζοέλ":"ζοέλ", "ζοζέ":"ζοζέ", "ζοκό":"ζοκό", "ζόλουσκα":"ζόλουσκα", "ζόμπι":"ζόμπι", "ζονκά":"ζονκά", "ζοννε":"ζοννε", "ζόννε":"ζόννε", "ζόραν":"ζόραν", "ζορζ":"ζορζ", "ζορζινά":"ζορζινά", "ζορζίνα":"ζορζίνα", "ζόρι":"ζόρι", "ζόρια":"ζόρι", "ζορίζεται":"ζορίζω", "ζορίζονται":"ζορίζω", "ζορίσουμε":"ζορίζω", "ζοριστεί":"ζορίζω", "ζορμπά":"ζορμπάς", "ζορμπάς":"ζορμπάς", "ζορντί":"ζορντί", "ζόρντι":"ζόρντι", "ζορπίδη":"ζορπίδη", "ζορπίδης":"ζορπίδης", "ζοσπέν":"ζοσπέν", "ζοτς":"ζοτς", "ζουάν":"ζουάν", "ζουβ":"ζουβ", "ζουγανέλη":"ζουγανέλη", "ζουγανέλης":"ζουγανέλης", "ζούγιοβιτς":"ζούγιοβιτς", "ζουγκλα":"ζούγκλα", "ζούγκλα":"ζούγκλα", "ζούγκλας":"ζούγκλα", "ζούγκλες":"ζούγκλα", "ζουέλα":"ζουέλα", "ζούζακ":"ζούζακ", "ζουζούνια":"ζουζούνι", "ζουζούνισμα":"ζουζούνισμα", "ζούικ":"ζούικ", "ζουκα":"ζουκα", "ζούκα":"ζούκα", "ζούλα":"ζούλα", "ζουλάφσκι":"ζουλάφσκι", "ζούλιο":"ζούλιο", "ζουμ":"ζουμ", "ζουμάρουν":"ζουμάρω", "ζούμε":"ζω", "ζουμερές":"ζουμερός", "ζουμί":"ζουμί", "ζουμιά":"ζουμί", "ζουμπουλάκης":"ζουμπουλάκης", "ζουμπούλη":"ζουμπούλη", "ζουν":"ζω", "ζούνε":"ζω", "ζούνη":"ζούνη", "ζουνίνιο":"ζουνίνιο", "ζούνιορ":"ζούνιορ", "ζουντί":"ζουντί", "ζούπιτς":"ζούπιτς", "ζουράρι":"ζουράρι", "ζουράρις":"ζουράρις", "ζουράφσκι":"ζουράφσκι", "ζουρνά":"ζουρνάς", "ζουρνάς":"ζουρνάς", "ζούρο":"ζούρο", "ζούρος":"ζούρος", "ζούρου":"ζούρου", "ζούσα":"ζω", "ζούσαμε":"ζω", "ζούσαν":"ζω", "ζούσε":"ζω", "ζούσες":"ζω", "ζοφερά":"ζοφερός", "ζοφερές":"ζοφερός", "ζοφερή":"ζοφερός", "ζοφερό":"ζοφερός", "ζοφερός":"ζοφερός", "ζοφερού":"ζοφερός", "ζόφου":"ζόφος", "ζυγά":"ζυγός", "ζυγαριά":"ζυγαριά", "ζυγαριές":"ζυγαριά", "ζύγι":"ζύγι", "ζύγιζε":"ζυγίζω", "ζυγίζει":"ζυγίζω", "ζυγίζεται":"ζυγίζω", "ζυγίζοντας":"ζυγίζω", "ζυγίζουν":"ζυγίζω", "ζύγισε":"ζυγίζω", "ζυγίσουν":"ζυγίζω", "ζυγιστής":"ζυγιστής", "ζυγό":"ζυγός", "ζυγος":"ζυγός", "ζυγοστάθμιση":"ζυγοστάθμιση", "ζυγούρι":"ζυγούρι", "ζυγών":"ζυγός", "ζυθοποιία":"ζυθοποιία", "ζυθοποιίας":"ζυθοποιία", "ζυθοποιών":"ζυθοποιός", "ζυθος":"ζύθος", "ζύθου":"ζύθος", "ζυλ":"ζυλ", "ζύμαι":"ζύμαι", "ζυμάρι":"ζυμάρι", "ζυμαρικά":"ζυμαρικό", "ζυμαρικών":"ζυμαρικό", "ζύμη":"ζύμη", "ζύμης":"ζύμη", "ζυμώθηκαν":"ζυμώνω", "ζυμώνονται":"ζυμώνω", "ζυμώνουμε":"ζυμώνω", "ζυμώσει":"ζυμώνω", "ζυμώσεις":"ζύμωση", "ζύμωση":"ζύμωση", "ζύμωσης":"ζύμωση", "ζυμωτήρια":"ζυμωτήριο", "ζυρίχη":"ζυρίχη", "ζω":"ζω", "ζωα":"ζώο", "ζώα":"ζώο", "ζωάκι":"ζωάκι", "ζωάκια":"ζωάκι", "ζωγραφάκης":"ζωγραφάκης", "ζωγραφιά":"ζωγραφιά", "ζωγραφιές":"ζωγραφιά", "ζωγράφιζα":"ζωγραφίζω", "ζωγράφιζαν":"ζωγραφίζω", "ζωγράφιζε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζει":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζεται":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζετε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζονται":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζονταν":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζοντας":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζουν":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίζω":"ζωγραφίζω", "ζωγραφικά":"ζωγραφικά", "ζωγραφικές":"ζωγραφικός", "ζωγραφική":"ζωγραφικός", "ζωγραφικής":"ζωγραφικός", "ζωγραφικό":"ζωγραφικός", "ζωγραφικοί":"ζωγραφικός", "ζωγραφικού":"ζωγραφικός", "ζωγραφικούς":"ζωγραφικός", "ζωγραφικών":"ζωγραφικός", "ζωγράφισαν":"ζωγραφίζω", "ζωγράφισε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίσει":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίσετε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφισμένα":"ζωγραφίζω", "ζωγραφισμένη":"ζωγραφισμένος", "ζωγραφισμένο":"ζωγραφισμένος", "ζωγραφισμένος":"ζωγραφίζω", "ζωγραφισμένους":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίσουμε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίσουν":"ζωγραφίζω", "ζωγραφιστά":"ζωγραφιστός", "ζωγραφίστηκε":"ζωγραφίζω", "ζωγραφίσω":"ζωγραφίζω", "ζωγράφο":"ζωγράφος", "ζωγράφοι":"ζωγράφος", "ζωγράφος":"ζωγράφος", "ζωγράφου":"ζωγράφος", "ζωγράφου":"ζωγράφου", "ζωγράφους":"ζωγράφος", "ζωγράφων":"ζωγράφος", "ζωδιακό":"ζωδιακός", "ζωδιακός":"ζωδιακός", "ζωές":"ζωή", "ζωζώ":"ζωζώ", "ζωη":"ζωή", "ζωή":"ζωή", "ζωη.":"ζωη.", "ζωή-γυναίκα":"ζωή-γυναίκα", "ζωήν":"ζωή", "ζωηρά":"ζωηρός", "ζωηρές":"ζωηρός", "ζωήρεψαν":"ζωηρεύω", "ζωηρή":"ζωηρός", "ζωηρό":"ζωηρός", "ζωηρός":"ζωηρός", "ζωηρού":"ζωηρός", "ζωηρούς":"ζωηρός", "ζωης":"ζωή", "ζωής":"ζωή", "ζώης":"ζώης", "ζωικά":"ζωικός", "ζωικής":"ζωικός", "ζωικό":"ζωικός", "ζωικού":"ζωικός", "ζωικών":"ζωικός", "ζωμό":"ζωμός", "ζωμός":"ζωμός", "ζων":"ζων", "ζωναρι":"ζωνάρι", "ζωνάρι":"ζωνάρι", "ζώνες":"ζώνη", "ζωνη":"ζώνη", "ζώνη":"ζώνη", "ζώνης":"ζώνη", "ζώνουν":"ζώνω", "ζώντα":"ζων", "ζωντανα":"ζωντανά", "ζωντανά":"ζωντανά", "ζωντανά":"ζωντανός", "ζωντάνεμα":"ζωντάνεμα", "ζωντανές":"ζωντανός", "ζωντάνευε":"ζωντανεύω", "ζωντανεύει":"ζωντανεύω", "ζωντανεύοντας":"ζωντανεύω", "ζωντανεύουν":"ζωντανεύω", "ζωντάνεψαν":"ζωντανεύω", "ζωντάνεψε":"ζωντανεύω", "ζωντανέψει":"ζωντανεύω", "ζωντανέψουμε":"ζωντανεύω", "ζωντανέψουν":"ζωντανεύω", "ζωντανη":"ζωντανός", "ζωντανή":"ζωντανός", "ζωντανής":"ζωντανός", "ζωντάνια":"ζωντάνια", "ζωντάνιας":"ζωντάνια", "ζωντανό":"ζωντανός", "ζωντανοί":"ζωντανός", "ζωντανός":"ζωντανός", "ζωντανού":"ζωντανός", "ζωντανούς":"ζωντανός", "ζωντανών":"ζωντανός", "ζώντας":"ζω", "ζώντες":"ζων", "ζώντος":"ζων", "ζωντοχήρα":"ζωντοχήρα", "ζώντων":"ζων", "ζωνών":"ζώνη", "ζώο":"ζώο", "ζωογόνο":"ζωογόνος", "ζωογόνου":"ζωογόνος", "ζωοκλοπή":"ζωοκλοπή", "ζωολογία":"ζωολογία", "ζωολογίας":"ζωολογία", "ζωολογικά":"ζωολογικός", "ζωολογικό":"ζωολογικός", "ζωολογικοί":"ζωολογικός", "ζωολογικός":"ζωολογικός", "ζωολογικού":"ζωολογικός", "ζωολογικούς":"ζωολογικός", "ζωόμορφα":"ζωόμορφος", "ζώον":"ζώο", "ζωονόσου":"ζωονόσος", "ζωοποιείται":"ζωοποιώ", "ζωοτροφές":"ζωοτροφή", "ζωοτροφή":"ζωοτροφή", "ζωοτροφής":"ζωοτροφή", "ζωοτροφων":"ζωοτροφή", "ζωοτροφών":"ζωοτροφή", "ζώου":"ζώο", "ζωοφιλία":"ζωοφιλία", "ζωοφιλίας":"ζωοφιλία", "ζωοφιλικά":"ζωοφιλικός", "ζωοφιλικές":"ζωοφιλικός", "ζωοφιλικών":"ζωοφιλικός", "ζωόφιλος":"ζωόφιλος", "ζωόφιλους":"ζωόφιλος", "ζωόφιλων":"ζωόφιλος", "ζώσα":"ζων", "ζώσες":"ζων", "ζώσης":"ζώσης", "ζωσμένη":"ζώνω", "ζωτικά":"ζωτικός", "ζωτικές":"ζωτικός", "ζωτική":"ζωτικός", "ζωτικής":"ζωτικός", "ζωτικό":"ζωτικός", "ζωτικός":"ζωτικός", "ζωτικότητα":"ζωτικότητα", "ζωτικότητά":"ζωτικότητα", "ζωτικού":"ζωτικός", "ζωτικούς":"ζωτικός", "ζωτικών":"ζωτικός", "ζώτο":"ζώτος", "ζωφόρο":"ζωφόρος", "ζωων":"ζωή", "ζωών":"ζωή", "ζώων":"ζώο", "η":"η", "η'":"η'", "'η":"'η", "ή":"ή", "η":"ο", "η.":"η.", "η.π.α.":"η.π.α.", "η΄":"η΄", "η5ν1":"η5ν1", "η5νι":"η5νι", "η-7170":"η-7170", "ηeιιas":"ηeιιas", "ηγάπα":"ηγάπα", "ηγάπησε":"ηγάπησε", "ήγγικεν":"ήγγικεν", "ήγειραν":"εγείρω", "ηγείστε":"ηγούμαι", "ηγείται":"ηγούμαι", "ηγείτο":"ηγούμαι", "ηγεμόνα":"ηγεμόνας", "ηγεμόνας":"ηγεμόνας", "ηγεμόνες":"ηγεμόνας", "ηγεμονεύει":"ηγεμονεύω", "ηγεμονεύουν":"ηγεμονεύω", "ηγεμόνευση":"ηγεμόνευση", "ηγεμονία":"ηγεμονία", "ηγεμονίας":"ηγεμονία", "ηγεμονική":"ηγεμονικός", "ηγεμονικό":"ηγεμονικός", "ηγεμονισμό":"ηγεμονισμός", "ηγεμονισμού":"ηγεμονισμός", "ηγεμονισμούς":"ηγεμονισμός", "ηγεμόνων":"ηγεμόνας", "ηγεσία":"ηγεσία", "ηγεσίας":"ηγεσία", "ηγεσίες":"ηγεσία", "ηγεσιών":"ηγεσία", "ηγέτες":"ηγέτης", "ηγέτη":"ηγέτης", "ηγετης":"ηγέτης", "ηγέτης":"ηγέτης", "ηγέτιδα":"ηγέτιδα", "ηγετικά":"ηγετικός", "ηγετικές":"ηγετικός", "ηγετική":"ηγετικός", "ηγετικής":"ηγετικός", "ηγετικό":"ηγετικός", "ηγετικού":"ηγετικός", "ηγετικών":"ηγετικός", "ηγέτις":"ηγέτης", "ηγετίσκων":"ηγετίσκων", "ηγετών":"ηγέτης", "ηγηθεί":"ηγούμαι", "ηγήθηκαν":"ηγούμαι", "ηγήθηκε":"ηγούμαι", "ηγηθούν":"ηγούμαι", "ηγηθώ":"ηγούμαι", "ηγουμενίδης":"ηγουμενίδης", "ηγουμενίτσα":"ηγουμενίτσα", "ηγούμενος":"ηγούμενος", "ηγούμενου":"ηγούμενος", "ηγούνται":"ηγούμαι", "ηδατ":"ηδατ", "ήδη":"ήδη", "ηδονές":"ηδονή", "ηδονή":"ηδονή", "ηδονής":"ηδονή", "ηδονικά":"ηδονικά", "ηδονισμού":"ηδονισμός", "ηδονιστική":"ηδονιστικός", "ηδονοβλεπτικές":"ηδονοβλεπτικός", "ηδύνατο":"ηδύνατο", "ηδυπαθή":"ηδυπαθής", "ηθελα":"θέλω", "ήθελα":"θέλω", "ήθελαν":"θέλω", "ηθελε":"θέλω", "ήθελε":"θέλω", "ήθελες":"θέλω", "ηθελημένα":"ηθελημένος", "ηθελημένες":"ηθελημένος", "ηθελημένη":"ηθελημένος", "ήθη":"ήθος", "ηθικά":"ηθικά", "ηθικά":"ηθικός", "ηθικές":"ηθικός", "ηθικη":"ηθικός", "ηθική":"ηθικός", "ηθικής":"ηθική", "ηθικό":"ηθικός", "ηθικοί":"ηθικός", "ηθικολογία":"ηθικολογία", "ηθικολογίας":"ηθικολογία", "ηθικολογίες":"ηθικολογία", "ηθικολογικά":"ηθικολογικός", "ηθικολογικές":"ηθικολογικός", "ηθικολογική":"ηθικολογικός", "ηθικολογικό":"ηθικολογικός", "ηθικόν":"ηθικός", "ηθικοπλαστική":"ηθικοπλαστικός", "ηθικοπλαστικό":"ηθικοπλαστικός", "ηθικός":"ηθικός", "ηθικότητα":"ηθικότητα", "ηθικού":"ηθικός", "ηθικούς":"ηθικός", "ηθικών":"ηθικός", "ηθογραφικής":"ηθογραφικός", "ηθοποιίας":"ηθοποιία", "ηθοποιίες":"ηθοποιία", "ηθοποιό":"ηθοποιός", "ηθοποιοί":"ηθοποιός", "ηθοποιός":"ηθοποιός", "ηθοποιού":"ηθοποιός", "ηθοποιούς":"ηθοποιός", "ηθοποιών":"ηθοποιός", "ήθος":"ήθος", "ήθους":"ήθος", "ηθών":"ήθος", "ήκει":"ήκει", "ήκμασε":"ήκμασε", "ηκούσθη":"ηκούσθη", "ηλ":"ηλ", "ηλ.":"ηλ.", "ήλεγχαν":"ήλεγχαν", "ήλεγχε":"ήλεγχε", "ηλεία":"ηλεία", "ηλείας":"ηλεία", "ηλέκτρα":"ηλέκτρα", "ηλέκτρας":"ηλέκτρα", "ηλεκτρικά":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικές":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρική":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικής":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικό":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικοί":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικός":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικού":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικούς":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρικών":"ηλεκτρικός", "ηλεκτρισμένη":"ηλεκτρισμένος", "ηλεκτρισμό":"ηλεκτρισμός", "ηλεκτρισμός":"ηλεκτρισμός", "ηλεκτρισμού":"ηλεκτρισμός", "ηλεκτρισμού-φυσικού":"ηλεκτρισμού-φυσικού", "ηλεκτρογεννήτρια":"ηλεκτρογεννήτρια", "ηλεκτρόδια":"ηλεκτρόδιο", "ηλεκτροδίων":"ηλεκτρόδιο", "ηλεκτροδότηση":"ηλεκτροδότηση", "ηλεκτροδότησης":"ηλεκτροδότηση", "ηλεκτροδοτικούς":"ηλεκτροδοτικός", "ηλεκτροδοτούμενων":"ηλεκτροδοτούμενων", "ηλεκτρολογικές":"ηλεκτρολογικός", "ηλεκτρολόγο":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολόγοι":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολόγος":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολόγου":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολόγους":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολόγων":"ηλεκτρολόγος", "ηλεκτρολυτών":"ηλεκτρολύτης", "ηλεκτρομαγνητικά":"ηλεκτρομαγνητικός", "ηλεκτρομαγνητική":"ηλεκτρομαγνητικός", "ηλεκτρομαγνητικής":"ηλεκτρομαγνητικός", "ηλεκτρομαγνητικό":"ηλεκτρομαγνητικός", "ηλεκτρομαγνητικού":"ηλεκτρομαγνητικός", "ηλεκτρομηχανικούς":"ηλεκτρομηχανικός", "ηλεκτρομηχανολογικές":"ηλεκτρομηχανολογικός", "ηλεκτρομηχανολογικό":"ηλεκτρομηχανολογικός", "ηλεκτρονικά":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικες":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικές":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονική":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικής":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικό":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικοί":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικός":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικού":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικούς":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικών":"ηλεκτρονικός", "ηλεκτρονικώς":"ηλεκτρονικά", "ηλεκτρονίων":"ηλεκτρόνιο", "ηλεκτροπαραγωγής":"ηλεκτροπαραγωγή", "ηλεκτροπαραγωγικό":"ηλεκτροπαραγωγικός", "ηλεκτροσόκ":"ηλεκτροσόκ", "ηλεκτροσυγκολλητών":"ηλεκτροσυγκολλητής", "ηλεκτροτεχνίας":"ηλεκτροτεχνία", "ηλεκτροτεχνίτες":"ηλεκτροτεχνίτης", "ηλεκτροτεχνιτών":"ηλεκτροτεχνίτης", "ηλεκτροφόρα":"ηλεκτροφόρος", "ηλεκτροφωτισμό":"ηλεκτροφωτισμός", "ηλεκτροφωτισμός":"ηλεκτροφωτισμός", "ηλεκτροφωτισμού":"ηλεκτροφωτισμός", "ήλθα":"έρχομαι", "ήλθαν":"έρχομαι", "ήλθατε":"έρχομαι", "ήλθε":"έρχομαι", "ήλθες":"έρχομαι", "ηλια":"ηλια", "ηλία":"ηλίας", "ηλιαδη":"ηλιάδης", "ηλιάδη":"ηλιάδης", "ηλιαδης":"ηλιάδης", "ηλιάδης":"ηλιάδης", "ηλιαδου":"ηλιαδου", "ηλιάδου":"ηλιάδου", "ηλιάζονται":"ηλιάζω", "ηλιακά":"ηλιακός", "ηλιακές":"ηλιακός", "ηλιακή":"ηλιακός", "ηλιακής":"ηλιακός", "ηλιακό":"ηλιακός", "ηλιακόπουλου":"ηλιακόπουλου", "ηλιακού":"ηλιακός", "ηλιακούς":"ηλιακός", "ηλιακών":"ηλιακός", "ηλιας":"ηλίας", "ηλίας":"ηλίας", "ηλιαχτίδα":"ηλιαχτίδα", "ηλιαχτίδες":"ηλιαχτίδα", "ηλίθια":"ηλίθια", "ηλίθιες":"ηλίθιος", "ηλίθιο":"ηλίθιος", "ηλίθιοι":"ηλίθιος", "ηλίθιος":"ηλίθιος", "ηλιθιότητα":"ηλιθιότητα", "ηλιθιότητά":"ηλιθιότητα", "ηλιθιότητας":"ηλιθιότητα", "ηλίθιους":"ηλίθιος", "ηλιθίων":"ηλίθιος", "ηλίθιων":"ηλίθιος", "ηλικια":"ηλικία", "ηλικία":"ηλικία", "ηλικιακές":"ηλικιακός", "ηλικιακή":"ηλικιακός", "ηλικιακής":"ηλικιακός", "ηλικιακό":"ηλικιακός", "ηλικίας":"ηλικία", "ηλικίες":"ηλικία", "ηλικιωμένα":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένες":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένη":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένο":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένοι":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένος":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένου":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένους":"ηλικιωμένος", "ηλικιωμένων":"ηλικιωμένος", "ηλικιών":"ηλικία", "ηλικωμένοι":"ηλικωμένοι", "ήλιο":"ήλιος", "ηλιοβασίλεμα":"ηλιοβασίλεμα", "ηλιογήρανση":"ηλιογήρανση", "ηλιοθεραπεία":"ηλιοθεραπεία", "ηλιοκαμένος":"ηλιοκαμένος", "ηλιόλουστες":"ηλιόλουστος", "ηλιόλουστη":"ηλιόλουστος", "ηλιόλουστο":"ηλιόλουστος", "ήλιον":"ήλιο", "ηλιόπουλο":"ηλιόπουλος", "ηλιόπουλος":"ηλιόπουλος", "ηλιόπουλου":"ηλιόπουλος", "ηλιος":"ήλιος", "ήλιος":"ήλιος", "ηλιοστάσιο":"ηλιοστάσιο", "ηλίου":"ήλιος", "ήλιου":"ήλιος", "ηλιουπόλεως":"ηλιούπολη", "ηλιουπολη":"ηλιούπολη", "ηλιούπολη":"ηλιούπολη", "ηλιουπολης":"ηλιούπολη", "ηλιούπολης":"ηλιούπολη", "ήλιους":"ήλιος", "ηλιοφάνεια":"ηλιοφάνεια", "ηλιοφάνειας":"ηλιοφάνεια", "ηλιοφιν":"ηλιοφιν", "ήλιων":"ήλιος", "ήλπιζα":"ελπίζω", "ήλπιζαν":"ελπίζω", "ήλπιζε":"ελπίζω", "ηλύσια":"ηλύσιος", "ηλυσιακό":"ηλυσιακό", "ηλυσιακος":"ηλυσιακος", "ηλυσιακός":"ηλυσιακός", "ηλυσιακός-εθνικός":"ηλυσιακός-εθνικός", "ηλυσιακος-κερκυρα":"ηλυσιακος-κερκυρα", "ηλυσιακός-κέρκυρα":"ηλυσιακός-κέρκυρα", "ηλυσιακος-προοδευτικη":"ηλυσιακος-προοδευτικη", "ηλυσιακού":"ηλυσιακού", "ηλυσιακού-προοδευτικής":"ηλυσιακού-προοδευτικής", "ηλυσίων":"ηλύσιος", "ήλων":"ήλος", "ημαθία":"ημαθία", "ημαθιας":"ημαθία", "ημαθίας":"ημαθία", "ημαρ":"ημαρ", "ήμαρ":"ήμαρ", "ήμαρτον":"ήμαρτον", "ημάς":"ημείς", "ήμασταν":"είμαι", "ήμαστε":"είμαι", "ημεδαπά":"ημεδαπός", "ημεδαπές":"ημεδαπός", "ημεδαπή":"ημεδαπός", "ημεδαπής":"ημεδαπός", "ημεδαπούς":"ημεδαπός", "ημεδαπών":"ημεδαπός", "ημερα":"ημέρα", "ημέρα":"ημέρα", "ήμερα":"ήμερα", "ημερας":"ημέρα", "ημέρας":"ημέρα", "ημερες":"ημέρα", "ημέρες":"ημέρα", "ήμερη":"ήμερος", "ημερησία":"ημερήσιος", "ημερήσια":"ημερήσιος", "ημερησίας":"ημερήσιος", "ημερήσιας":"ημερήσιος", "ημερήσιες":"ημερήσιος", "ημερήσιο":"ημερήσιος", "ημερησίου":"ημερήσιος", "ημερήσιου":"ημερήσιος", "ημερησίων":"ημερήσιος", "ημερήσιων":"ημερήσιος", "ημερησίως":"ημερησίως", "ημεριδα":"ημερίδα", "ημερίδα":"ημερίδα", "ημερίδας":"ημερίδα", "ημερίδες":"ημερίδα", "ημερίδων":"ημερίδα", "ημερο":"ήμερος", "ημεροδρόμιο":"ημεροδρόμιο", "ημερολόγια":"ημερολόγιο", "ημερολογιακά":"ημερολογιακά", "ημερολογιακές":"ημερολογιακός", "ημερολογιακή":"ημερολογιακός", "ημερολόγιο":"ημερολόγιο", "ημερολόγιό":"ημερολόγιο", "ημερολογίου":"ημερολόγιο", "ημερολογίων":"ημερολόγιο", "ημερομηνία":"ημερομηνία", "ημερομηνίας":"ημερομηνία", "ημερομηνίες":"ημερομηνία", "ημερομηνίες-κλειδιά":"ημερομηνίες-κλειδιά", "ημερομηνιών":"ημερομηνία", "ημερομίσθια":"ημερομίσθιο", "ημερομίσθιο":"ημερομίσθιο", "ημερομίσθιό":"ημερομίσθιο", "ημερομισθίων":"ημερομίσθιος", "ημερωn":"ημέρα", "ημερών":"ημέρα", "ημέτερα":"ημέτερος", "ημετέρας":"ημέτερος", "ημέτεροι":"ημέτερος", "ημετέρους":"ημέτερος", "ημετέρων":"ημέτερος", "ημιάγρια":"ημιάγριος", "ημιαγωγούς":"ημιαγωγός", "ημίαιμος":"ημίαιμος", "ημιαποικιακών":"ημιαποικιακός", "ημιαποψυγμένα":"ημιαποψυγμένος", "ημιαστικών":"ημιαστικός", "ημίγυμνες":"ημίγυμνος", "ημίγυμνοι":"ημίγυμνος", "ημιδιατροφή":"ημιδιατροφή", "ημιεγκαταλελειμμένο":"ημιεγκαταλελειμμένος", "ημιειδικευμένους":"ημιειδικευμένος", "ημίθεος":"ημίθεος", "ημίθεους":"ημίθεος", "ημικρανίες":"ημικρανία", "ημικύκλιο":"ημικύκλιο", "ημιμάθεια":"ημιμάθεια", "ημιμαθείς":"ημιμαθής", "ημίμετρα":"ημίμετρο", "ημίν":"ημίν", "ημισέληνο":"ημισέληνος", "ημίσκληρο":"ημίσκληρος", "ήμισυ":"ήμισυς", "ημισφαίρια":"ημισφαίριο", "ημισφαίριο":"ημισφαίριο", "ημισφαιρίου":"ημισφαίριο", "ημιτελείς":"ημιτελής", "ημιτελές":"ημιτελής", "ημιτελή":"ημιτελής", "ημιτελικά":"ημιτελικός", "ημιτελικό":"ημιτελικός", "ημιτελικοί":"ημιτελικός", "ημιτελικός":"ημιτελικός", "ημιτελικούς":"ημιτελικός", "ημιτελούς":"ημιτελής", "ημιυπόγειες":"ημιυπόγειος", "ημιφορτηγό":"ημιφορτηγό", "ημίφως":"ημίφως", "ημιχρόνιο":"ημιχρόνιο", "ημιχρονο":"ημίχρονο", "ημίχρονο":"ημίχρονο", "ημιχρόνου":"ημίχρονο", "ημίωρα":"ημίωρος", "ημίωρο":"ημίωρος", "ημιώρου":"ημίωρος", "ημίωρου":"ημίωρος", "ήμουν":"είμαι", "ήμουνα":"είμαι", "ημών":"ημείς", "ην":"ην", "ην.":"ην.", "ηνία":"ηνίο", "ηνωμένα":"ηνωμένος", "ηνωμένας":"ηνωμένας", "ηνωμένες":"ηνωμένος", "ηνωμένο":"ηνωμένος", "ηνωμένου":"ηνωμένος", "ηνωμένων":"ηνωμένος", "ήξεις":"ήξεις", "ήξερα":"ξέρω", "ήξεραν":"ξέρω", "ήξερε":"ξέρω", "ήξερες":"ξέρω", "ηπα":"ηπα", "ήπαρ":"ήπαρ", "ηπατικές":"ηπατικός", "ηπατική":"ηπατικός", "ηπατίτιδα":"ηπατίτιδα", "ηπατίτιδας":"ηπατίτιδα", "ηπατοκυτταρική":"ηπατοκυτταρική", "ηπατοπάθεια":"ηπατοπάθεια", "ήπατος":"ήπαρ", "ήπειρο":"ήπειρος", "ήπειρό":"ήπειρος", "ήπειροι":"ήπειρος", "ήπειρος":"ήπειρος", "ηπείρου":"ήπειρος", "ηπείρους":"ήπειρος", "ηπείρων":"ήπειρος", "ηπειρώτες":"ηπειρώτης", "ηπειρώτης":"ηπειρώτης", "ηπειρωτικά":"ηπειρωτικός", "ηπειρώτικα":"ηπειρώτικος", "ηπειρωτική":"ηπειρωτικός", "ηπειρωτικής":"ηπειρωτικός", "ηπειρώτικο":"ηπειρώτικος", "ηπειρώτικου":"ηπειρώτικος", "ηπειρώτισσες":"ηπειρώτισσα", "ηπειρωτών":"ηπειρώτης", "ήπια":"ήπια", "ήπιαν":"πίνω", "ήπιας":"ήπιος", "ήπιε":"πίνω", "ήπιες":"πίνω", "ήπιο":"ήπιος", "ήπιοι":"ήπιος", "ήπιος":"ήπιος", "ηπιότερες":"ήπιος", "ηπιότερη":"ήπιος", "ηπιότεροι":"ήπιος", "ηπιότερους":"ήπιος", "ηπιότητα":"ηπιότητα", "ήπιου":"ήπιος", "ήπιους":"ήπιος", "ήπιων":"ήπιος", "ηράκλεια":"ηράκλεια", "ηράκλειας":"ηράκλειος", "ηράκλειο":"ηράκλειο", "ηρακλειο":"ηράκλειος", "ηράκλειο191015-1185":"ηράκλειο191015-1185", "ηράκλειο-ιωνικός":"ηράκλειο-ιωνικός", "ηρακλείου":"ηράκλειο", "ηράκλειου":"ηράκλειος", "ηράκλειτος":"ηράκλειτος", "ηρακλείτσας":"ηρακλείτσας", "ηρακλη":"ηρακλής", "ηρακλή":"ηρακλής", "ηρακλή-ακράτητου":"ηρακλή-ακράτητου", "ηρακλης":"ηρακλής", "ηρακλής":"ηρακλής", "ηρακλής1998-9964":"ηρακλής1998-9964", "ηρακλής221005-971":"ηρακλής221005-971", "ηρακλής2776527-17":"ηρακλής2776527-17", "ηρακλής-ακαδημία":"ηρακλής-ακαδημία", "ηρακλή-σάκοτα":"ηρακλή-σάκοτα", "ηρακλής-ακράτητος":"ηρακλής-ακράτητος", "ηρακλής-πανιώνιος":"ηρακλής-πανιώνιος", "ηρακλής-παοκ":"ηρακλής-παοκ", "ήραν":"αίρω", "ήρας":"ήρα", "ήρε":"αίρω", "ήρεμα":"ήρεμα", "ήρεμα":"ήρεμος", "ηρεμεί":"ηρεμώ", "ηρεμείτε":"ηρεμώ", "ήρεμες":"ήρεμος", "ήρεμη":"ήρεμος", "ηρεμήσαμε":"ηρεμώ", "ηρέμησε":"ηρεμώ", "ηρεμήσει":"ηρεμώ", "ηρεμήσετε":"ηρεμώ", "ηρεμήσουμε":"ηρεμώ", "ηρεμήσουν":"ηρεμώ", "ηρεμήστε":"ηρεμώ", "ηρεμήσω":"ηρεμώ", "ηρεμια":"ηρεμία", "ηρεμία":"ηρεμία", "ηρεμιας":"ηρεμία", "ηρεμίας":"ηρεμία", "ηρεμιστικά":"ηρεμιστικός", "ήρεμο":"ήρεμος", "ήρεμοι":"ήρεμος", "ήρεμος":"ήρεμος", "ηρεμούν":"ηρεμώ", "ήρθα":"έρχομαι", "ήρθαμε":"έρχομαι", "ήρθαν":"έρχομαι", "ήρθανε":"έρχομαι", "ήρθατε":"έρχομαι", "ήρθε":"έρχομαι", "ήρθες":"έρχομαι", "ήρθη":"αίρω", "ηρνείτο":"ηρνείτο", "ηρόδοτο":"ηρόδοτος", "ηρόδοτος":"ηρόδοτος", "ηροδότου":"ηρόδοτος", "ηρώ":"ηρώ", "ήρωα":"ήρωας", "ήρωά":"ήρωας", "ηρωα":"ηρώο", "ήρωας":"ήρωας", "ήρωας'":"ήρωας'", "ήρωάς":"ήρωας", "ηρώδειο":"ηρώδειο", "ήρωες":"ήρωας", "ήρωές":"ήρωας", "ηρωίδα":"ηρωίδα", "ηρωίδας":"ηρωίδα", "ηρωίδες":"ηρωίδα", "ηρωίδων":"ηρωίδα", "ηρωικά":"ηρωικά", "ηρωικές":"ηρωικός", "ηρωικη":"ηρωικός", "ηρωική":"ηρωικός", "ηρωικής":"ηρωικός", "ηρωικό":"ηρωικός", "ηρωικοί":"ηρωικός", "ηρωικών":"ηρωικός", "ηρωικώς":"ηρωικώς", "ηρωίνη":"ηρωίνη", "ηρωίνης":"ηρωίνη", "ηρωισμό":"ηρωισμός", "ηρωισμοί":"ηρωισμός", "ηρωισμός":"ηρωισμός", "ηρωισμού":"ηρωισμός", "ηρωισμούς":"ηρωισμός", "ηρώο":"ηρώο", "ηρωοποιήσει":"ηρωοποιώ", "ηρωοποίησης":"ηρωοποίηση", "ηρώων":"ήρωας", "ης":"ης", "ήσαν":"είμαι", "ήσασταν":"είμαι", "ησίοδος":"ησίοδος", "ήσουν":"είμαι", "ήσσονος":"ήσσονος", "ηστ":"ηστ", "ήστ":"ήστ", "ηστ191032-1188":"ηστ191032-1188", "ηστ-μίλων":"ηστ-μίλων", "ηστ-ολυμπιακός":"ηστ-ολυμπιακός", "ήσυχα":"ήσυχα", "ήσυχα":"ήσυχος", "ησύχαζε":"ησυχάζω", "ησυχάζει":"ησυχάζω", "ησυχάζουν":"ησυχάζω", "ησύχασα":"ησυχάζω", "ησύχασε":"ησυχάζω", "ησυχάσει":"ησυχάζω", "ησυχάσετε":"ησυχάζω", "ησυχάσουμε":"ησυχάζω", "ησυχάσουν":"ησυχάζω", "ησυχάσω":"ησυχάζω", "ησυχες":"ήσυχος", "ήσυχες":"ήσυχος", "ήσυχη":"ήσυχος", "ήσυχης":"ήσυχος", "ησυχία":"ησυχία", "ησυχίας":"ησυχία", "ήσυχο":"ήσυχος", "ήσυχοι":"ήσυχος", "ήσυχος":"ήσυχος", "ήσυχου":"ήσυχος", "ήσυχους":"ήσυχος", "ήτ":"ήτ", "ηταν":"είμαι", "ήταν":"είμαι", "ήτανε":"είμαι", "ήτας":"ήτας", "ήτο":"ήτο", "ήτοι":"ήτοι", "ηττα":"ήττα", "ήττα":"ήττα", "ήττας":"ήττα", "ήττες":"ήττα", "ηττηθεί":"ηττώμαι", "ηττήθηκαν":"ηττώμαι", "ηττηθηκε":"ηττώμαι", "ηττήθηκε":"ηττώμαι", "ηττηθούν":"ηττώμαι", "ηττημένη":"ηττώμαι", "ηττημένο":"ηττώμαι", "ηττημένοι":"ηττημένος", "ηττημένος":"ηττώμαι", "ηττημένους":"ηττημένος", "ηττημένων":"ηττώμαι", "ήττον":"ήττον", "ηττοπάθεια":"ηττοπάθεια", "ηττοπάθειας":"ηττοπάθεια", "ηττώνται":"ηττώμαι", "ηφαίστεια":"ηφαίστειος", "ηφαιστειακές":"ηφαιστειακός", "ηφαιστειακή":"ηφαιστειακός", "ηφαιστειακής":"ηφαιστειακός", "ηφαιστειακού":"ηφαιστειακός", "ηφαίστειο":"ηφαίστειος", "ηφαιστειογενές":"ηφαιστειογενής", "ηφαιστείου":"ηφαίστειο", "ηφαιστείων":"ηφαίστειο", "ήφαιστο":"ήφαιστος", "ηφαιστος":"ήφαιστος", "ήφαιστος":"ήφαιστος", "ηχεί":"ηχώ", "ηχεία":"ηχείο", "ηχηρά":"ηχηρός", "ηχηρή":"ηχηρός", "ηχηρό":"ηχηρός", "ηχηροί":"ηχηρός", "ηχηρότατο":"ηχηρός", "ηχηρών":"ηχηρός", "ήχησαν":"ηχώ", "ήχησε":"ηχώ", "ηχήσουν":"ηχώ", "ηχητικά":"ηχητικά", "ηχητικές":"ηχητικός", "ηχητική":"ηχητικός", "ηχητικό":"ηχητικός", "ήχο":"ήχος", "ηχογραφήθηκαν":"ηχογραφώ", "ηχογραφήθηκε":"ηχογραφώ", "ηχογραφημένα":"ηχογραφώ", "ηχογραφημένες":"ηχογραφημένος", "ηχογραφημένη":"ηχογραφημένος", "ηχογραφημένο":"ηχογραφημένος", "ηχογραφημένους":"ηχογραφώ", "ηχογράφησαν":"ηχογραφώ", "ηχογράφησε":"ηχογραφώ", "ηχογραφήσει":"ηχογραφώ", "ηχογραφήσεις":"ηχογράφηση", "ηχογραφήσεις":"ηχογραφώ", "ηχογράφηση":"ηχογράφηση", "ηχογράφησή":"ηχογράφηση", "ηχογράφησης":"ηχογράφηση", "ηχογραφούν":"ηχογραφώ", "ήχοι":"ήχος", "ηχοκαρδιογράφημα":"ηχοκαρδιογράφημα", "ηχοληψίας":"ηχοληψία", "ηχορύπανση":"ηχορύπανση", "ηχος":"ήχος", "ήχος":"ήχος", "ήχου":"ήχος", "ηχούν":"ηχώ", "ήχους":"ήχος", "ηχούσαν":"ηχώ", "ηχοφωτεινό":"ηχοφωτεινός", "ηχόχρωμα":"ηχόχρωμα", "ηχόχρωμά":"ηχόχρωμα", "ηχοχρώματα":"ηχόχρωμα", "ηχώ":"ηχώ", "ήχων":"ήχος", "ηώς":"ηώς", "θ":"θ", "θ'":"θα", "θ.":"θ.", "θ.χ.":"θ.χ.", "θα":"θα", "θά":"θά", "θάβει":"θάβω", "θάβεται":"θάβω", "θάβονται":"θάβω", "θάβονταν":"θάβω", "θάβοντας":"θάβω", "θάβουν":"θάβω", "θαλάμη":"θαλάμη", "θαλαμηγούς":"θαλαμηγός", "θάλαμο":"θάλαμος", "θαλαμοειδής":"θαλαμοειδής", "θάλαμος":"θάλαμος", "θαλάμου":"θάλαμος", "θαλάμους":"θάλαμος", "θαλάμων":"θάλαμος", "θάλασσα":"θάλασσα", "θάλασσας":"θάλασσα", "θάλασσες":"θάλασσα", "θάλασσές":"θάλασσα", "θαλάσσης":"θάλασσα", "θαλάσσια":"θαλάσσιος", "θαλάσσιας":"θαλάσσιος", "θαλάσσιες":"θαλάσσιος", "θαλασσινά":"θαλασσινός", "θαλασσινές":"θαλασσινός", "θαλασσινή":"θαλασσινός", "θαλασσινό":"θαλασσινός", "θαλασσινοί":"θαλασσινός", "θαλασσινός":"θαλασσινός", "θαλασσινού":"θαλασσινός", "θαλασσινών":"θαλασσινός", "θαλάσσιο":"θαλάσσιος", "θαλάσσιοι":"θαλάσσιος", "θαλάσσιου":"θαλάσσιος", "θαλάσσιους":"θαλάσσιος", "θαλασσιων":"θαλασσής", "θαλασσίων":"θαλάσσιος", "θαλάσσιων":"θαλάσσιος", "θαλασσοδαρμένο":"θαλασσοδαρμένος", "θαλασσόλυκος":"θαλασσόλυκος", "θαλασσομάχος":"θαλασσομάχος", "θαλασσοπόροι":"θαλασσοπόρος", "θαλασσοπόρος":"θαλασσοπόρος", "θαλασσοπούλι":"θαλασσοπούλι", "θαλασσοπούλια":"θαλασσοπούλι", "θαλασσοταραχές":"θαλασσοταραχή", "θαλασσοταραχη":"θαλασσοταραχή", "θαλασσοταραχή":"θαλασσοταραχή", "θαλασσοταραχής":"θαλασσοταραχή", "θαλασσοφιλητος":"θαλασσοφίλητος", "θαλασσων":"θάλασσα", "θαλασσών":"θάλασσα", "θαλάσσωσαν":"θαλασσώνω", "θάλεια":"θάλεια", "θάλειας":"θάλεια", "θαλερό":"θαλερός", "θαλή":"θαλής", "θαλής":"θαλής", "θάλητος":"θάλητος", "θαλπωρή":"θαλπωρή", "θάματα":"θάμα", "θαμμένα":"θάβω", "θαμμένη":"θάβω", "θαμμένο":"θαμμένος", "θαμμένος":"θαμμένος", "θαμμένους":"θαμμένος", "θάμνοι":"θάμνος", "θάμνους":"θάμνος", "θάμνων":"θάμνος", "θαμόρα":"θαμόρα", "θαμπά":"θαμπός", "θαμπό":"θαμπός", "θάμπωμα":"θάμπωμα", "θαμπωμένοι":"θαμπώνω", "θαμπώνει":"θαμπώνω", "θάμπωσαν":"θαμπώνω", "θαμπώσει":"θαμπώνω", "θαμώνας":"θαμώνας", "θαμώνες":"θαμώνας", "θαμώνων":"θαμώνας", "θάναι":"θάναι", "θαναση":"θανάσης", "θανάση":"θανάσης", "θανασης":"θανάσης", "θανάσης":"θανάσης", "θανάσιμα":"θανάσιμα", "θανάσιμες":"θανάσιμος", "θανασιμη":"θανάσιμος", "θανάσιμη":"θανάσιμος", "θανάσιμης":"θανάσιμος", "θανάσιμο":"θανάσιμος", "θανάσιμοι":"θανάσιμος", "θανάσιμου":"θανάσιμος", "θανατηφόρα":"θανατηφόρος", "θανατηφόρας":"θανατηφόρος", "θανατηφόρες":"θανατηφόρος", "θανατηφόρο":"θανατηφόρος", "θανατηφόρος":"θανατηφόρος", "θανατηφόρου":"θανατηφόρος", "θανατηφόρων":"θανατηφόρος", "θανατικές":"θανατικός", "θανατική":"θανατικός", "θανατικής":"θανατικός", "θανατικό":"θανατικός", "θανατο":"θάνατος", "θάνατο":"θάνατος", "θάνατό":"θάνατος", "θάνατοι":"θάνατος", "θάνατον":"θάνατος", "θανατοποινίτες":"θανατοποινίτης", "θανατοποινίτη":"θανατοποινίτης", "θανατοποινιτών":"θανατοποινίτης", "θανατος":"θάνατος", "θάνατος":"θάνατος", "θάνατός":"θάνατος", "θανάτου":"θάνατος", "θανάτους":"θάνατος", "θανατώθηκαν":"θανατώνω", "θανατωθούν":"θανατώνω", "θανάτων":"θάνατος", "θανατώνει":"θανατώνω", "θανατώνεται":"θανατώνω", "θανατώνονται":"θανατώνω", "θανατώνονταν":"θανατώνω", "θανατώσει":"θανατώνω", "θανατώσεις":"θανάτωση", "θανάτωση":"θανάτωση", "θανάτωσή":"θανάτωση", "θανάτωσης":"θανάτωση", "θανατώσουμε":"θανατώνω", "θάνη":"θάνη", "θάνο":"θάνος", "θανόντος":"θανών", "θανόντων":"θανών", "θανοπούλου":"θανοπούλου", "θανος":"θάνος", "θάνος":"θάνος", "θάνου":"θάνος", "θαρραλέα":"θαρραλέα", "θαρραλέες":"θαρραλέος", "θαρραλέο":"θαρραλέος", "θαρραλέοι":"θαρραλέος", "θαρραλέος":"θαρραλέος", "θαρραλέους":"θαρραλέος", "θαρρεί":"θαρρώ", "θαρρείς":"θαρρώ", "θάρρος":"θάρρος", "θάρρους":"θάρρος", "θαρρώ":"θαρρώ", "θαρρώντας":"θαρρώ", "θάσο":"θάσος", "θάσος":"θάσος", "θάσου":"θάσος", "θατσερ":"θατσερ", "θάτσερ":"θάτσερ", "θατσερικής":"θατσερικός", "θατσερικός":"θατσερικός", "θαυμα":"θαύμα", "θαύμα":"θαύμα", "θαύμαζα":"θαυμάζω", "θαύμαζαν":"θαυμάζω", "θαύμαζε":"θαυμάζω", "θαυμάζει":"θαυμάζω", "θαυμάζεις":"θαυμάζω", "θαυμάζετε":"θαυμάζω", "θαυμάζουμε":"θαυμάζω", "θαυμάζουν":"θαυμάζω", "θαυμάζω":"θαυμάζω", "θαυμάσαμε":"θαυμάζω", "θαυμάσει":"θαυμάζω", "θαυμάσεις":"θαυμάζω", "θαυμάσια":"θαυμάσιος", "θαυμάσιες":"θαυμάσιος", "θαυμάσιο":"θαυμάσιος", "θαυμάσιοι":"θαυμάσιος", "θαυμάσιος":"θαυμάσιος", "θαυμάσιου":"θαυμάσιος", "θαυμάσιους":"θαυμάσιος", "θαυμάσιων":"θαυμάσιος", "θαυμασμό":"θαυμασμός", "θαυμασμός":"θαυμασμός", "θαυμασμού":"θαυμασμός", "θαυμάσουμε":"θαυμάζω", "θαυμάσουν":"θαυμάζω", "θαυμαστά":"θαυμαστός", "θαυμαστές":"θαυμαστής", "θαυμαστή":"θαυμαστός", "θαυμαστής":"θαυμαστής", "θαυμαστικά":"θαυμαστικά", "θαυμαστό":"θαυμαστός", "θαυμαστός":"θαυμαστός", "θαυμαστούς":"θαυμαστός", "θαυμάστρια":"θαυμάστρια", "θαυμάστριά":"θαυμάστρια", "θαυμαστών":"θαυμαστός", "θαύματα":"θαύμα", "θαύματος":"θαύμα", "θαυματουργή":"θαυματουργός", "θαυματουργής":"θαυματουργός", "θαυματουργική":"θαυματουργικός", "θαυματουργό":"θαυματουργός", "θαυματουργού":"θαυματουργός", "θαυμάτων":"θαύμα", "θαφτεί":"θάβω", "θάφτηκαν":"θάβω", "θάφτηκε":"θάβω", "θάψαμε":"θάβω", "θάψει":"θάβω", "θάψεις":"θάβω", "θάψιμο":"θάψιμο", "θάψουμε":"θάβω", "θάψουν":"θάβω", "θάψω":"θάβω", "θε":"θε", "θε.":"θε.", "θεά":"θεά", "θέα":"θέα", "θεαγενειο":"θεαγενειο", "θεαγενείου":"θεαγενείου", "θεαγένης":"θεαγένης", "θεαγένους":"θεαγένους", "θέαμα":"θέαμα", "θεάματα":"θέαμα", "θεαματικά":"θεαματικός", "θεαματικές":"θεαματικός", "θεαματική":"θεαματικός", "θεαματικής":"θεαματικός", "θεαματικό":"θεαματικός", "θεαματικοποίηση":"θεαματικοποίηση", "θεαματικότερα":"θεαματικός", "θεαματικότητας":"θεαματικότητα", "θεαματικότητες":"θεαματικότητα", "θεαματικού":"θεαματικός", "θεαματικούς":"θεαματικός", "θεαματικών":"θεαματικός", "θεάματος":"θέαμα", "θεαμάτων":"θέαμα", "θεανθρώπου":"θεάνθρωπος", "θεανώ":"θεανώ", "θεάρεστα":"θεάρεστα", "θεάρεστο":"θεάρεστος", "θεάς":"θεά", "θέας":"θέα", "θεάσεις":"θέαση", "θέαση":"θέαση", "θεάται":"θεώμαι", "θεατές":"θεατής", "θεατή":"θεατής", "θεατής":"θεατής", "θεατρα":"θέατρο", "θέατρα":"θέατρο", "θέατρά":"θέατρο", "θεατρακι":"θεατράκι", "θεατράκι":"θεατράκι", "θεατρικά":"θεατρικός", "θεατρικές":"θεατρικός", "θεατρική":"θεατρικός", "θεατρικής":"θεατρικός", "θεατρικό":"θεατρικός", "θεατρικοί":"θεατρικός", "θεατρικός":"θεατρικός", "θεατρικού":"θεατρικός", "θεατρικούς":"θεατρικός", "θεατρικών":"θεατρικός", "θεατρινισμούς":"θεατρινισμός", "θεατρίνοι":"θεατρίνος", "θεατρο":"θέατρο", "θέατρο":"θέατρο", "θέατρό":"θέατρο", "θεατρολόγος":"θεατρολόγος", "θεατροποιημένη":"θεατροποιημένη", "θεατρου":"θέατρο", "θεάτρου":"θέατρο", "θεατρόφιλη":"θεατρόφιλος", "θεατρόφιλο":"θεατρόφιλος", "θεατρόφιλος":"θεατρόφιλος", "θεάτρων":"θέατρο", "θεατών":"θεατής", "θεέ":"θεός", "θεές":"θεά", "θεία":"θεία", "θείας":"θείος", "θείε":"θείος", "θειικού":"θειικός", "θεϊκή":"θεϊκός", "θεϊκής":"θεϊκός", "θεϊκό":"θεϊκός", "θεϊκός":"θεϊκός", "θεϊκού":"θεϊκός", "θείο":"θείος", "θείοι":"θείος", "θείος":"θείος", "θείου":"θείο", "θειώδες":"θειώδης", "θειώδη":"θειώδης", "θέκλα":"θέκλα", "θελα":"θελα", "'θελα":"'θελα", "θέλαμε":"θέλω", "θελατε":"θέλω", "θέλατε":"θέλω", "θέλγεται":"θέλγω", "θέλγητρο":"θέλγητρο", "θελει":"θέλω", "θέλει":"θέλω", "θέλεις":"θέλω", "θέλετε":"θέλω", "θέλέτε":"θέλω", "θέλημα":"θέλημα", "θέλησα":"θέλω", "θελήσαμε":"θέλω", "θέλησαν":"θέλω", "θέλησε":"θέλω", "θελήσει":"θέλω", "θελήσεις":"θέλω", "θελήσετε":"θέλω", "θελήσεως":"θέληση", "θέληση":"θέληση", "θέλησή":"θέληση", "θελήση":"θέλω", "θέλησης":"θέληση", "θέλησιν":"θέληση", "θελήσουμε":"θέλω", "θελήσουν":"θέλω", "θελκτικός":"θελκτικός", "θέλοντας":"θέλω", "θέλουμε":"θέλω", "θέλουν":"θέλω", "θέλουνε":"θέλω", "θέλτα":"θέλτα", "θελω":"θέλω", "θέλω":"θέλω", "θεμ.":"θεμ.", "θεμα":"θέμα", "θέμα":"θέμα", "θέμα'":"θέμα'", "θεματα":"θέμα", "θέματα":"θέμα", "θέματά":"θέμα", "θεματικά":"θεματικός", "θεματικές":"θεματικός", "θεματική":"θεματικός", "θεματικής":"θεματικός", "θεματικό":"θεματικός", "θεματικός":"θεματικός", "θεματικού":"θεματικός", "θεματικών":"θεματικός", "θεματογραφία":"θεματογραφία", "θεματολογία":"θεματολογία", "θεματολογίας":"θεματολογία", "θεματολογίες":"θεματολογία", "θεματολογικά":"θεματολογικά", "θέματος":"θέμα", "θέματός":"θέμα", "θεματοφύλακα":"θεματοφύλακας", "θεματοφύλακες":"θεματοφύλακας", "θεμάτων":"θέμα", "θέμελη":"θέμελης", "θέμελης":"θέμελης", "θεμέλια":"θεμέλιο", "θεμέλιά":"θεμέλιο", "θεμελιακή":"θεμελιακός", "θεμελιακό":"θεμελιακός", "θεμελιακών":"θεμελιακός", "θεμέλιο":"θεμέλιο", "θεμελιοδομη":"θεμελιοδομη", "θεμέλιοι":"θεμέλιος", "θεμελίου":"θεμέλιος", "θεμελιώδεις":"θεμελιώδης", "θεμελιώδες":"θεμελιώδης", "θεμελιώδη":"θεμελιώδης", "θεμελιώδης":"θεμελιώδης", "θεμελιώδους":"θεμελιώδης", "θεμελιωδών":"θεμελιώδης", "θεμελιωθεί":"θεμελιώνω", "θεμελιώθηκε":"θεμελιώνω", "θεμελιωμένα":"θεμελιώνω", "θεμελιωμένη":"θεμελιώνω", "θεμελιωμένης":"θεμελιώνω", "θεμελιωμένο":"θεμελιώνω", "θεμελίωνε":"θεμελιώνω", "θεμελιώνει":"θεμελιώνω", "θεμελιώνεται":"θεμελιώνω", "θεμελίωσαν":"θεμελιώνω", "θεμελίωσε":"θεμελιώνω", "θεμελιώσει":"θεμελιώνω", "θεμελιωση":"θεμελίωση", "θεμελίωση":"θεμελίωση", "θεμελίωσή":"θεμελίωση", "θεμελίωσης":"θεμελίωση", "θεμελιωτή":"θεμελιωτής", "θεμελιωτής":"θεμελιωτής", "θεμη":"θέμης", "θέμη":"θέμης", "θέμης":"θέμης", "θέμις":"θέμιδα", "θεμιστοκλέους":"θεμιστοκλέους", "θεμιστοκλή":"θεμιστοκλής", "θεμιστοκλής":"θεμιστοκλής", "θεμιτή":"θεμιτός", "θεμιτό":"θεμιτός", "θεμιτός":"θεμιτός", "θεμιτούς":"θεμιτός", "θέμου":"θέμος", "θεό":"θεός", "θεό.":"θεό.", "θεοδ.":"θεοδ.", "θεοδόσης":"θεοδόσης", "θεοδοσία":"θεοδοσία", "θεοδοσιάδη":"θεοδοσιάδης", "θεοδοσιαδης":"θεοδοσιάδης", "θεοδοσιάδης":"θεοδοσιάδης", "θεοδουλίδης":"θεοδουλίδης", "θεοδώρα":"θεοδώρα", "θεοδωρακάκης":"θεοδωρακάκης", "θεοδωρακη":"θεοδωράκης", "θεοδωράκη":"θεοδωράκης", "θεοδωρακης":"θεοδωράκης", "θεοδωράκης":"θεοδωράκης", "θεοδωρακόπουλος":"θεοδωρακόπουλος", "θεοδώρας":"θεοδώρα", "θεοδωρίδη":"θεοδωρίδης", "θεοδωρίδης":"θεοδωρίδης", "θεοδωρίδου":"θεοδωρίδου", "θεόδωρο":"θεόδωρος", "θεοδωροπούλου":"θεοδωροπούλου", "θεοδωρος":"θεόδωρος", "θεόδωρος":"θεόδωρος", "θεοδωρου":"θεόδωρος", "θεόδωρου":"θεόδωρος", "θεοδώρου":"θεοδώρου", "θεοδωρούδης":"θεοδωρούδης", "θεοδώρων":"θεοδώρων", "θεοδωτα":"θεοδωτα", "θεοί":"θεός", "θεοκρατία":"θεοκρατία", "θεοκρατική":"θεοκρατικός", "θεοκρατικό":"θεοκρατικός", "θεολογια":"θεολογία", "θεολογία":"θεολογία", "θεολογίας":"θεολογία", "θεολογίδου":"θεολογίδου", "θεολογικές":"θεολογικός", "θεολογική":"θεολογικός", "θεολογικής":"θεολογικός", "θεολογικό":"θεολογικός", "θεολογικός":"θεολογικός", "θεολογικού":"θεολογικός", "θεολογικούς":"θεολογικός", "θεολόγο":"θεολόγος", "θεολόγοι":"θεολόγος", "θεολόγος":"θεολόγος", "θεολόγου":"θεολόγος", "θεολόγο-φιλόσοφο":"θεολόγο-φιλόσοφο", "θεομηνία":"θεομηνία", "θεομηνίες":"θεομηνία", "θεοποιημένης":"θεοποιώ", "θεοποίησαν":"θεοποιώ", "θεοποίησε":"θεοποιώ", "θεοποίηση":"θεοποίηση", "θεοποιήσουν":"θεοποιώ", "θεοπούλα":"θεοπούλα", "θεόρατα":"θεόρατος", "θεόρατες":"θεόρατος", "θεόρατος":"θεόρατος", "θεός":"θεός", "θέος":"θέος", "θεοσοφίας":"θεοσοφία", "θεός-φίδι":"θεός-φίδι", "θεότητα":"θεότητα", "θεότητας":"θεότητα", "θεότητες":"θεότητα", "θεοτόκη":"θεοτόκης", "θεοτοκόπουλος":"θεοτοκόπουλος", "θεοτόκου":"θεοτόκος", "θεότρελες":"θεότρελος", "θεότρελη":"θεότρελος", "θεότρελης":"θεότρελος", "θεού":"θεός", "θεούλης":"θεούλης", "θεούς":"θεός", "θεοφανείων":"θεοφάνια", "θεοφάνη":"θεοφάνης", "θεοφανης":"θεοφάνης", "θεοφανία":"θεοφανία", "θεοφανίδου":"θεοφανίδου", "θεοφανίων":"θεοφάνια", "θεοφάνους":"θεοφάνους", "θεοφιλιδου":"θεοφιλιδου", "θεοφιλογιαννάκο":"θεοφιλογιαννάκο", "θεοφιλος":"θεόφιλος", "θεόφιλος":"θεόφιλος", "θεοφιλου":"θεόφιλος", "θεοφίλου":"θεόφιλος", "θεόφιλου":"θεόφιλος", "θεοφυλακτος":"θεοφύλακτος", "θεοχάρη":"θεοχάρη", "θεοχάρης":"θεοχάρης", "θεοχαρίδη":"θεοχαρίδη", "θεοχάρους":"θεοχάρους", "θεραπεια":"θεραπεία", "θεραπεία":"θεραπεία", "θεραπείας":"θεραπεία", "θεραπείες":"θεραπεία", "θεραπειών":"θεραπεία", "θεράπευε":"θεραπεύω", "θεραπεύει":"θεραπεύω", "θεραπεύεται":"θεραπεύω", "θεραπευθεί":"θεραπεύω", "θεραπευθούν":"θεραπεύω", "θεραπευμένη":"θεραπευμένος", "θεραπεύουμε":"θεραπεύω", "θεραπεύσει":"θεραπεύω", "θεραπεύσιμη":"θεραπεύσιμος", "θεραπεύσουμε":"θεραπεύω", "θεραπεύσουν":"θεραπεύω", "θεραπευτεί":"θεραπεύω", "θεραπεύτηκε":"θεραπεύω", "θεραπευτήρια":"θεραπευτήριο", "θεραπευτηριο":"θεραπευτήριο", "θεραπευτηρίων":"θεραπευτήριο", "θεραπευτής":"θεραπευτής", "θεραπευτικά":"θεραπευτικός", "θεραπευτικές":"θεραπευτική", "θεραπευτική":"θεραπευτικός", "θεραπευτικής":"θεραπευτικός", "θεραπευτικό":"θεραπευτικός", "θεραπευτικού":"θεραπευτικός", "θεραπευτικούς":"θεραπευτικός", "θεραπευτικών":"θεραπευτικός", "θεραπευτούν":"θεραπεύω", "θεραπευτών":"θεραπευτής", "θεράποντα":"θεράποντας", "θεράποντες":"θεράποντας", "θεράποντος":"θεράπων", "θεράπων":"θεράπων", "θερβάντες":"θερβάντες", "θέρετρα":"θέρετρο", "θέρετρο":"θέρετρο", "θεριά":"θεριό", "θεριακλήδες":"θεριακλής", "θέριεψε":"θεριεύω", "θεριέψει":"θεριεύω", "θέριζαν":"θερίζω", "θερίζει":"θερίζω", "θερίζονται":"θερίζω", "θερίζουν":"θερίζω", "θερινά":"θερινός", "θερινές":"θερινός", "θερινή":"θερινός", "θερινής":"θερινός", "θερινό":"θερινός", "θερινούς":"θερινός", "θερινών":"θερινός", "θεριο":"θεριό", "θεριό":"θεριό", "θερισμό":"θερισμός", "θερισμός":"θερισμός", "θερίσουν":"θερίζω", "θεριστής":"θεριστής", "θερμά":"θερμά", "θερμά":"θερμός", "θερμαϊκό":"θερμαϊκός", "θερμαικος":"θερμαικος", "θερμαϊκος":"θερμαϊκός", "θερμαϊκός":"θερμαϊκός", "θερμαϊκου":"θερμαϊκός", "θερμαϊκού":"θερμαϊκός", "θερμαίνει":"θερμαίνω", "θερμαινόμενη":"θερμαίνω", "θερμαίνονται":"θερμαίνω", "θερμαίνοντας":"θερμαίνω", "θερμαίνουν":"θερμαίνω", "θέρμαν":"θέρμαν", "θερμάνει":"θερμαίνω", "θερμανθεί":"θερμαίνω", "θερμάνσεως":"θέρμανση", "θέρμανση":"θέρμανση", "θέρμανσή":"θέρμανση", "θέρμανσης":"θέρμανση", "θερμαντικές":"θερμαντικός", "θερμαντική":"θερμαντικός", "θερμάς":"θερμάς", "θερμές":"θερμός", "θέρμη":"θέρμη", "θερμή":"θερμός", "θέρμης":"θέρμη", "θερμής":"θερμός", "θερμίδες":"θερμίδα", "θερμίδων":"θερμίδα", "θερμικές":"θερμικός", "θερμική":"θερμικός", "θερμικός":"θερμικός", "θερμιώτες":"θερμιώτης", "θερμό":"θερμός", "θερμόαιμος":"θερμόαιμος", "θερμόαιμους":"θερμόαιμος", "θερμοηχομονωτικές":"θερμοηχομονωτικός", "θερμοί":"θερμός", "θερμοκέφαλων":"θερμοκέφαλος", "θερμοκήπια":"θερμοκήπιο", "θερμοκηπιακές":"θερμοκηπιακός", "θερμοκηπικά":"θερμοκηπικά", "θερμοκηπικών":"θερμοκηπικών", "θερμοκήπιο":"θερμοκήπιο", "θερμοκηπιου":"θερμοκήπιο", "θερμοκηπίου":"θερμοκήπιο", "θερμοκοιτίδα":"θερμοκοιτίδα", "θερμοκρασια":"θερμοκρασία", "θερμοκρασία":"θερμοκρασία", "θερμοκρασιακή":"θερμοκρασιακός", "θερμοκρασίας":"θερμοκρασία", "θερμοκρασιες":"θερμοκρασία", "θερμοκρασίες":"θερμοκρασία", "θερμοκρασιών":"θερμοκρασία", "θερμόμετρα":"θερμόμετρο", "θερμόμετρο":"θερμόμετρο", "θερμομονώσεις":"θερμομόνωση", "θερμοπληξία":"θερμοπληξία", "θερμοπύλες":"θερμοπύλες", "θερμός":"θερμός", "θερμοσίφωνες":"θερμοσίφωνας", "θερμοσιφώνων":"θερμοσίφωνας", "θερμοστάτης":"θερμοστάτης", "θερμότατα":"θερμά", "θερμότατο":"θερμός", "θερμότερα":"θερμός", "θερμότερη":"θερμός", "θερμότερο":"θερμός", "θερμότεροι":"θερμός", "θερμότερος":"θερμός", "θερμότητα":"θερμότητα", "θερμότητας":"θερμότητα", "θερμού":"θερμός", "θερμουργός":"θερμουργός", "θερμώ":"θερμώ", "θερμών":"θερμός", "θέρος":"θέρος", "θέρους":"θέρος", "θεσ":"θεσ", "θέσαμε":"θέτω", "θέσει":"θέτω", "θεσεις":"θέση", "θέσεις":"θέση", "θέσεις-κλειδιά":"θέσεις-κλειδιά", "θέσετε":"θέτω", "θέσεων":"θέση", "θέσεών":"θέση", "θέσεως":"θέση", "θέσεώς":"θέση", "θεση":"θέση", "θέση":"θέση", "θέση-γκολ":"θέση-γκολ", "θέσης":"θέση", "θέσιμο":"θέσιμο", "θέσιν":"θέση", "θέσις":"θέση", "θέσμια":"θέσμιος", "θεσμικά":"θεσμικός", "θεσμικά-οργανωτικά":"θεσμικά-οργανωτικά", "θεσμικές":"θεσμικός", "θεσμική":"θεσμικός", "θεσμικής":"θεσμικός", "θεσμικό":"θεσμικός", "θεσμικοί":"θεσμικός", "θεσμικός":"θεσμικός", "θεσμικού":"θεσμικός", "θεσμικούς":"θεσμικός", "θεσμικών":"θεσμικός", "θεσμικώς":"θεσμικώς", "θέσμιση":"θέσμιση", "θεσμό":"θεσμός", "θεσμοθετείται":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετηθεί":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετήθηκαν":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετήθηκε":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετηθούν":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετημένα":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετημένες":"θεσμοθετημένος", "θεσμοθετημένη":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετημένης":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετημένο":"θεσμοθετημένος", "θεσμοθετημένος":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετημένου":"θεσμοθετημένος", "θεσμοθέτησε":"θεσμοθετώ", "θεσμοθετήσει":"θεσμοθετώ", "θεσμοθέτηση":"θεσμοθέτηση", "θεσμοθέτησης":"θεσμοθέτηση", "θεσμοθετούνται":"θεσμοθετώ", "θεσμοί":"θεσμός", "θεσμοποιημένης":"θεσμοποιημένος", "θεσμοποιημένου":"θεσμοποιώ", "θεσμοποίηση":"θεσμοποίηση", "θεσμός":"θεσμός", "θεσμού":"θεσμός", "θεσμούς":"θεσμός", "θεσμών":"θεσμός", "θέσουμε":"θέτω", "θέσουν":"θέτω", "θεσπέσιος":"θεσπέσιος", "θέσπιζε":"θεσπίζω", "θεσπίζει":"θεσπίζω", "θεσπίζεται":"θεσπίζω", "θεσπίζονται":"θεσπίζω", "θεσπίζοντας":"θεσπίζω", "θεσπίσαμε":"θεσπίζω", "θέσπισε":"θεσπίζω", "θεσπίσει":"θεσπίζω", "θέσπιση":"θέσπιση", "θέσπισή":"θέσπιση", "θέσπισης":"θέσπιση", "θεσπισθεί":"θεσπίζω", "θεσπίσθηκε":"θεσπίζω", "θέσπισμα":"θέσπισμα", "θεσπίσματα":"θέσπισμα", "θεσπισμένες":"θεσπίζω", "θεσπισμένη":"θεσπίζω", "θεσπίσουν":"θεσπίζω", "θεσπιστεί":"θεσπίζω", "θεσπίστηκαν":"θεσπίζω", "θεσπίστηκε":"θεσπίζω", "θεσπιστούν":"θεσπίζω", "θεσπρωτίας":"θεσπρωτία", "θεσσαλία":"θεσσαλία", "θεσσαλίας":"θεσσαλία", "θεσσαλικη":"θεσσαλικός", "θεσσαλική":"θεσσαλικός", "θεσσαλικης":"θεσσαλικός", "θεσσαλικής":"θεσσαλικός", "θεσσαλικό":"θεσσαλικός", "θεσσαλικοί":"θεσσαλικός", "θεσσαλικού":"θεσσαλικός", "θεσσαλικών":"θεσσαλικός", "θεσσαλοί":"θεσσαλός", "θεσσαλονικεις":"θεσσαλονικεύς", "θεσσαλονικείς":"θεσσαλονικεύς", "θεσσαλονικεύς":"θεσσαλονικεύς", "θεσσαλονικέων":"θεσσαλονικεύς", "θεσσαλονικέως":"θεσσαλονικεύς", "θεσσαλονικη":"θεσσαλονίκη", "θεσσαλονίκη":"θεσσαλονίκη", "θεσσαλονίκη'":"θεσσαλονίκη'", "θεσσαλονικης":"θεσσαλονίκη", "θεσσαλονίκης":"θεσσαλονίκη", "θεσσαλονίκής":"θεσσαλονίκη", "θεσσαλονίκης-αεροδρομίου":"θεσσαλονίκης-αεροδρομίου", "θεσσαλονίκης-αθήνας":"θεσσαλονίκης-αθήνας", "θεσσαλονίκης-κιλκίς":"θεσσαλονίκης-κιλκίς", "θεσσαλονίκης-μουδανιών":"θεσσαλονίκης-μουδανιών", "θεσσαλονικιά":"θεσσαλονικιά", "θεσσαλονικιό":"θεσσαλονικιός", "θεσσαλονικιός":"θεσσαλονικιός", "θεσσαλονικιού":"θεσσαλονικιός", "θεσσαλονικιών":"θεσσαλονικιός", "θεσσαλονικιώτικες":"θεσσαλονικιώτικος", "θεσσαλονικιώτικη":"θεσσαλονικιώτικος", "θεσσαλονικιώτικο":"θεσσαλονικιώτικος", "θεσσαλονικού":"θεσσαλονικού", "θεσσαλούς":"θεσσαλός", "θέσω":"θέτω", "θέτει":"θέτω", "θετή":"θετός", "θέτιδος":"θέτιδος", "θετικά":"θετικά", "θετικά":"θετικός", "θετικές":"θετικός", "θετική":"θετικός", "θετικής":"θετικός", "θετικο":"θετικός", "θετικό":"θετικός", "θετικοί":"θετικός", "θετικός":"θετικός", "θετικοτατα":"θετικός", "θετικότερα":"θετικός", "θετικότερες":"θετικός", "θετικότερη":"θετικός", "θετικότερον":"θετικός", "θετικού":"θετικός", "θετικών":"θετικός", "θετοί":"θετός", "θέτοντας":"θέτω", "θέτουμε":"θέτω", "θέτουν":"θέτω", "θετούς":"θετός", "θέτω":"θέτω", "θεώ":"θεώ", "θεών":"θεός", "θεωρεί":"θεωρώ", "θεωρεία":"θεωρείο", "θεωρείες":"θεωρία", "θεωρείο":"θεωρείο", "θεωρείς":"θεωρώ", "θεωρείσαι":"θεωρώ", "θεωρείται":"θεωρώ", "θεωρείτε":"θεωρώ", "θεωρείτο":"θεωρώ", "θεωρείων":"θεωρείο", "θεωρηθεί":"θεωρώ", "θεωρήθηκα":"θεωρώ", "θεωρήθηκαν":"θεωρώ", "θεωρήθηκε":"θεωρώ", "θεωρηθούν":"θεωρώ", "θεωρηθώ":"θεωρώ", "θεώρημα":"θεώρημα", "θεωρήματα":"θεώρημα", "θεωρημάτων":"θεώρημα", "θεωρημένα":"θεωρημένος", "θεωρημένη":"θεωρώ", "θεωρημένο":"θεωρημένος", "θεωρημένων":"θεωρημένος", "θεώρησα":"θεωρώ", "θεωρήσαμε":"θεωρώ", "θεώρησαν":"θεωρώ", "θεωρήσατε":"θεωρώ", "θεώρησε":"θεωρώ", "θεωρήσει":"θεωρώ", "θεωρήσεις":"θεώρηση", "θεώρηση":"θεώρηση", "θεώρησή":"θεώρηση", "θεώρηση-έκδοση":"θεώρηση-έκδοση", "θεώρησης":"θεώρηση", "θεωρήσουμε":"θεωρώ", "θεωρήσουν":"θεωρώ", "θεωρήστε":"θεωρώ", "θεωρήσω":"θεωρώ", "θεωρητικά":"θεωρητικά", "θεωρητικά":"θεωρητικός", "θεωρητικές":"θεωρητικός", "θεωρητική":"θεωρητικός", "θεωρητικής":"θεωρητικός", "θεωρητικό":"θεωρητικός", "θεωρητικοί":"θεωρητικός", "θεωρητικός":"θεωρητικός", "θεωρητικού":"θεωρητικός", "θεωρητικούς":"θεωρητικός", "θεωρητικών":"θεωρητικός", "θεωρητικώς":"θεωρητικά", "θεωρια":"θεωρία", "θεωρία":"θεωρία", "θεωρίας":"θεωρία", "θεωρίες":"θεωρία", "θεωριών":"θεωρία", "θεωρούμαι":"θεωρώ", "θεωρούμαστε":"θεωρώ", "θεωρούμε":"θεωρώ", "θεωρούμενα":"θεωρούμενος", "θεωρούμενες":"θεωρούμενος", "θεωρούμενη":"θεωρούμενος", "θεωρούμενο":"θεωρούμενος", "θεωρούμενος":"θεωρούμενος", "θεωρούμενου":"θεωρούμενος", "θεωρούμενους":"θεωρούμενος", "θεωρούμενων":"θεωρούμενος", "θεωρούν":"θεωρώ", "θεωρούνται":"θεωρώ", "θεωρούνταν":"θεωρώ", "θεωρούσα":"θεωρώ", "θεωρούσαμε":"θεωρώ", "θεωρούσαν":"θεωρώ", "θεωρούσε":"θεωρώ", "θεωρούταν":"θεωρούταν", "θεωρώ":"θεωρώ", "θεωρώντας":"θεωρώ", "θήβα":"θήβα", "θηβαίος":"θηβαίος", "θήβαις":"θήβαις", "θήβας":"θήβα", "θήβας-ν":"θήβας-ν", "θήκες":"θήκη", "θήκη":"θήκη", "θηλάζετε":"θηλάζω", "θηλάζουν":"θηλάζω", "θηλάζουσες":"θηλάζων", "θηλάσει":"θηλάζω", "θηλασμό":"θηλασμός", "θηλασμός":"θηλασμός", "θηλασμού":"θηλασμός", "θηλαστικά":"θηλαστικός", "θηλαστικό":"θηλαστικός", "θηλαστικού":"θηλαστικός", "θηλαστικών":"θηλαστικός", "θηλέων":"θήλυς", "θηλιά":"θηλιά", "θηλιές":"θηλιά", "θήλυ":"θήλυς", "θηλυκά":"θηλυκός", "θηλυκές":"θηλυκός", "θηλυκή":"θηλυκός", "θηλυκό":"θηλυκός", "θηλυκός":"θηλυκός", "θηλυκότητα":"θηλυκότητα", "θηλυκού":"θηλυκός", "θηλυκών":"θηλυκός", "θηλωμάτων":"θήλωμα", "θήραμα":"θήραμα", "θήραμά":"θήραμα", "θηραμάτων":"θήραμα", "θηρευτής":"θηρευτής", "θηρία":"θηρίο", "θηρίο":"θηρίο", "θηριοτροφείο":"θηριοτροφείο", "θηριοτροφειου":"θηριοτροφείο", "θηρίου":"θηρίο", "θηριώδεις":"θηριώδης", "θηριώδες":"θηριώδης", "θηριώδη":"θηριώδης", "θηριώδης":"θηριώδης", "θηριωδίας":"θηριωδία", "θηριωδίες":"θηριωδία", "θηρίων":"θηρίο", "θησαύριζε":"θησαυρίζω", "θησαυρίζουν":"θησαυρίζω", "θησαυρίσματα":"θησαύρισμα", "θησαυρό":"θησαυρός", "θησαυροί":"θησαυρός", "θησαυρός":"θησαυρός", "θησαυρού":"θησαυρός", "θησαυρούς":"θησαυρός", "θησαυροφυλάκιο":"θησαυροφυλάκιο", "θησαυρών":"θησαυρός", "θησέας":"θησέας", "θησείο":"θησείο", "θησέως":"θησέως", "θητεία":"θητεία", "'θητεία":"'θητεία", "θητείας":"θητεία", "θητείες":"θητεία", "θήτευσαν":"θητεύω", "θήτευσε":"θητεύω", "θητεύσει":"θητεύω", "θιασάρχης":"θιασάρχης", "θίασο":"θίασος", "θίασοι":"θίασος", "θίασος":"θίασος", "θιάσου":"θίασος", "θιάσους":"θίασος", "θιάσων":"θίασος", "θιασώτες":"θιασώτης", "θιασώτη":"θιασώτης", "θιασώτης":"θιασώτης", "θιβέτ":"θιβέτ", "θιβετιανοί":"θιβετιανός", "θιβετιανών":"θιβετιανός", "θιγεί":"θίγω", "θίγει":"θίγω", "θίγεται":"θίγω", "θιγμένος":"θίγω", "θιγόμενοι":"θιγόμενος", "θιγόμενος":"θιγόμενος", "θιγομένων":"θιγόμενος", "θιγόμενων":"θιγόμενος", "θίγονται":"θίγω", "θίγονταν":"θίγω", "θιγούν":"θίγω", "θίγουν":"θίγω", "θιν'":"θιν'", "θίξει":"θίγω", "θίξουμε":"θίγω", "θίξουν":"θίγω", "θίξω":"θίγω", "θίχτηκαν":"θίγω", "θίχτηκε":"θίγω", "θλάση":"θλάση", "θλαστικά":"θλαστικός", "θλίβει":"θλίβω", "θλιβερά":"θλιβερός", "θλιβερέ":"θλιβερός", "θλιβερές":"θλιβερός", "θλιβερη":"θλιβερός", "θλιβερή":"θλιβερός", "θλιβερής":"θλιβερός", "θλιβερο":"θλιβερός", "θλιβερό":"θλιβερός", "θλιβεροί":"θλιβερός", "θλιβερός":"θλιβερός", "θλιβερού":"θλιβερός", "θλίβεται":"θλίβω", "θλίβομαι":"θλίβω", "θλίβουν":"θλίβω", "θλιμμένα":"θλιμμένος", "θλιμμένη":"θλιμμένος", "θλιμμένο":"θλιμμένος", "θλιμμένος":"θλιμμένος", "θλίψη":"θλίψη", "θλίψης":"θλίψη", "θνησιμότητα":"θνησιμότητα", "θνησιμότητας":"θνησιμότητα", "θνητό":"θνητός", "θνητοί":"θνητός", "θνητότητα":"θνητότητα", "θνητότητας":"θνητότητα", "θνητού":"θνητός", "θνητούς":"θνητός", "θνητών":"θνητός", "θοδωρη":"θοδωρής", "θοδωρή":"θοδωρής", "θοδωρής":"θοδωρής", "θόδωρο":"θόδωρο", "θοδωρος":"θοδωρος", "θόδωρος":"θόδωρος", "θοδωρου":"θοδωρου", "θόδωρου":"θόδωρου", "θολά":"θολός", "θολές":"θολός", "θολή":"θολός", "θολό":"θολός", "θολός":"θολός", "θολότητα":"θολότητα", "θόλου":"θόλος", "θολούρα":"θολούρα", "θολούρας":"θολούρα", "θολούρες":"θολούρα", "θόλους":"θόλος", "θολωμένη":"θολωμένος", "θολωμένο":"θολωμένος", "θολωμένοι":"θολωμένος", "θολώνει":"θολώνω", "θολώνουν":"θολώνω", "θόλωσε":"θολώνω", "θολώσει":"θολώνω", "θολωτή":"θολωτός", "θορν":"θορν", "θόρντον":"θόρντον", "θόρσταϊν":"θόρσταϊν", "θόρτον":"θόρτον", "θορυβηθεί":"θορυβώ", "θορυβήθηκαν":"θορυβώ", "θορυβήθηκε":"θορυβώ", "θορυβημένη":"θορυβημένος", "θορυβημένοι":"θορυβώ", "θορυβημένος":"θορυβώ", "θορύβησαν":"θορυβώ", "θορυβήσουν":"θορυβώ", "θόρυβο":"θόρυβος", "θόρυβοι":"θόρυβος", "θόρυβος":"θόρυβος", "θορύβου":"θόρυβος", "θορύβους":"θόρυβος", "θορυβώδεις":"θορυβώδης", "θορυβώδες":"θορυβώδης", "θορυβώδη":"θορυβώδης", "θορυβώδης":"θορυβώδης", "θορυβωδών":"θορυβώδης", "θορυβωδώς":"θορυβωδώς", "θου":"θου", "θουκυδίδη":"θουκυδίδης", "θούριο":"θούριος", "θούριος":"θούριος", "θρ.":"θρ.", "θράκα":"θράκα", "θράκες":"θράκα", "θρακη":"θράκη", "θράκη":"θράκη", "θρακης":"θράκη", "θράκης":"θράκη", "θρακική":"θρακικός", "θρακικης":"θρακικός", "θρακικής":"θρακικός", "θρακικό":"θρακικός", "θρακιώτες":"θρακιώτης", "θρακιώτης":"θρακιώτης", "θρακομακεδόνες":"θρακομακεδόνας", "θρανία":"θρανίο", "θρανίο":"θρανίο", "θρανίων":"θρανίο", "θρασείας":"θρασύς", "θρασείς":"θρασύς", "θρασκιά":"θρασκιά", "θράσος":"θράσος", "θράσους":"θράσος", "θρασύβουλα":"θρασύβουλα", "θρασυβουλο":"θρασύβουλος", "θρασύβουλο":"θρασύβουλος", "θρασυβουλος":"θρασύβουλος", "θρασύβουλος":"θρασύβουλος", "θρασύβουλος-πανσερραϊκός":"θρασύβουλος-πανσερραϊκός", "θρασύβουλου":"θρασύβουλος", "θρασύτατα":"θρασέως", "θρασυτατη":"θρασύς", "θρασύτατη":"θρασύς", "θρασύτατοι":"θρασύς", "θρασύτατων":"θρασύς", "θρασύτητας":"θρασύτητα", "θραύση":"θραύση", "θραύσμα":"θραύσμα", "θραυσματα":"θραύσμα", "θραύσματα":"θραύσμα", "θραυσμάτων":"θραύσμα", "θράψαλα":"θράψαλο", "θρέμμα":"θρέμμα", "θρεμμένος":"θρεμμένος", "θρεπτικά":"θρεπτικός", "θρεπτικές":"θρεπτικός", "θρεπτικό":"θρεπτικός", "θρέψει":"τρέφω", "θρέψεις":"θρέφω", "θρέψουν":"τρέφω", "θρηνεί":"θρηνώ", "θρηνήσαμε":"θρηνώ", "θρήνησαν":"θρηνώ", "θρήνησε":"θρηνώ", "θρηνήσει":"θρηνώ", "θρηνήσουμε":"θρηνώ", "θρηνητικά":"θρηνητικά", "θρήνο":"θρήνος", "θρήνοι":"θρήνος", "θρήνος":"θρήνος", "θρηνούμε":"θρηνώ", "θρηνούν":"θρηνώ", "θρησκεία":"θρησκεία", "θρησκείας":"θρησκεία", "θρησκείες":"θρησκεία", "θρησκειολογική":"θρησκειολογικός", "θρησκειών":"θρησκεία", "θρήσκευμα":"θρήσκευμα", "θρησκεύματος":"θρήσκευμα", "θρησκευματων":"θρήσκευμα", "θρησκευμάτων":"θρήσκευμα", "θρησκευόμενο":"θρησκευόμενος", "θρησκευόμενοι":"θρησκευόμενος", "θρησκευόμενος":"θρησκευόμενος", "θρησκευτικά":"θρησκευτικά", "θρησκευτικά":"θρησκευτικός", "θρησκευτικές":"θρησκευτικός", "θρησκευτική":"θρησκευτικός", "θρησκευτικής":"θρησκευτικός", "θρησκευτικό":"θρησκευτικός", "θρησκευτικοί":"θρησκευτικός", "θρησκευτικός":"θρησκευτικός", "θρησκευτικότητα":"θρησκευτικότητα", "θρησκευτικού":"θρησκευτικός", "θρησκευτικούς":"θρησκευτικός", "θρησκευτικών":"θρησκευτικός", "θρησκόληπτοι":"θρησκόληπτος", "θρησκόληπτος":"θρησκόληπτος", "θρήσκος":"θρήσκος", "θριάμβευε":"θριαμβεύω", "θριαμβεύει":"θριαμβεύω", "θριαμβεύουν":"θριαμβεύω", "θριάμβευσαν":"θριαμβεύω", "θριάμβευσε":"θριαμβεύω", "θριαμβεύσει":"θριαμβεύω", "θριαμβευτή":"θριαμβευτής", "θριαμβευτής":"θριαμβευτής", "θριαμβευτικά":"θριαμβευτικά", "θριαμβευτικές":"θριαμβευτικός", "θριαμβευτική":"θριαμβευτικός", "θριαμβευτικής":"θριαμβευτικός", "θριαμβευτικό":"θριαμβευτικός", "θρίαμβο":"θρίαμβος", "θρίαμβό":"θρίαμβος", "θρίαμβοι":"θρίαμβος", "θριαμβολογεί":"θριαμβολογώ", "θριαμβολογείτε":"θριαμβολογώ", "θριαμβολογίες":"θριαμβολογία", "θριαμβολογούν":"θριαμβολογώ", "θριαμβος":"θρίαμβος", "θρίαμβος":"θρίαμβος", "θρίαμβος-καλαμαριά":"θρίαμβος-καλαμαριά", "θριάμβου":"θρίαμβος", "θριάμβους":"θρίαμβος", "θριλερ":"θρίλερ", "θρίλερ":"θρίλερ", "θριλερικό":"θριλερικό", "θρόισμα":"θρόισμα", "θροΐσματα":"θρόισμα", "θρόμβοι":"θρόμβος", "θρομβόλυσης":"θρομβόλυσης", "θρομβολυτικών":"θρομβολυτικός", "θρομβοπενική":"θρομβοπενική", "θρομβώσεις":"θρόμβωση", "θρομβώσεων":"θρόμβωση", "θρόμβωσης":"θρόμβωση", "θρονιαστεί":"θρονιάζω", "θρόνο":"θρόνος", "θρόνος":"θρόνος", "θρόνου":"θρόνος", "θρόνους":"θρόνος", "θρους":"θρους", "θρυαλλίδα":"θρυαλλίδα", "θρύβονταν":"θρύβω", "θρυλείται":"θρυλώ", "θρυλικά":"θρυλικός", "θρυλικές":"θρυλικός", "θρυλική":"θρυλικός", "θρυλικής":"θρυλικός", "θρυλικό":"θρυλικός", "θρυλικός":"θρυλικός", "θρυλικού":"θρυλικός", "θρυλικούς":"θρυλικός", "θρύλο":"θρύλος", "θρύλοι":"θρύλος", "θρύλος":"θρύλος", "θρύλου":"θρύλος", "θρυλούμενη":"θρυλούμενος", "θρύλους":"θρύλος", "θρυμματίζεται":"θρυμματίζω", "θρυμματισμένη":"θρυμματίζω", "θρυμματισμένο":"θρυμματισμένος", "θρύψαλα":"θρύψαλο", "θρύψαλλα":"θρύψαλλα", "θυγατέρα":"θυγατέρα", "θυγατέρας":"θυγατέρα", "θυγατέρες":"θυγατέρα", "θυγατέρων":"θυγατέρα", "θυγατρικές":"θυγατρικός", "θυγατρική":"θυγατρικός", "θυγατρικής":"θυγατρικός", "θυγατρικό":"θυγατρικός", "θυγατρικών":"θυγατρικός", "θύελλα":"θύελλα", "θύελλας":"θύελλα", "θύελλες":"θύελλα", "θυέλλης":"θυέλλης", "θυελλώδεις":"θυελλώδης", "θυελλώδες":"θυελλώδης", "θυελλώδη":"θυελλώδης", "θυελλώδης":"θυελλώδης", "θύλακα":"θύλακας", "θύλακες":"θύλακας", "θυλακίου":"θυλάκιο", "θύλακοι":"θύλακος", "θυλάκους":"θύλακος", "θυλάκων":"θύλακας", "θυμα":"θύμα", "θύμα":"θύμα", "θυμάμαι":"θυμάμαι", "θυμαράκια":"θυμαράκι", "θυμάρι":"θυμάρι", "θυμαρίσιο":"θυμαρίσιος", "θυμάσαι":"θυμάμαι", "θυμάστε":"θυμάμαι", "θυματα":"θύμα", "θύματα":"θύμα", "θύματά":"θύμα", "θυμάται":"θυμάμαι", "θύματος":"θύμα", "θυμάτων":"θύμα", "θυμηδία":"θυμηδία", "θυμηθεί":"θυμάμαι", "θυμηθείτε":"θυμάμαι", "θυμήθηκα":"θυμάμαι", "θυμηθήκαμε":"θυμάμαι", "θυμήθηκαν":"θυμάμαι", "θυμήθηκε":"θυμάμαι", "θυμηθούμε":"θυμάμαι", "θυμηθούν":"θυμάμαι", "θυμηθώ":"θυμάμαι", "θύμηση":"θύμηση", "θυμήσου":"θυμάμαι", "θυμίαμα":"θυμίαμα", "θυμιάματα":"θυμίαμα", "θύμιζαν":"θυμίζω", "θύμιζε":"θυμίζω", "θυμίζει":"θυμίζω", "θυμίζεις":"θυμίζω", "θυμίζετε":"θυμίζω", "θυμίζοντας":"θυμίζω", "θυμίζουμε":"θυμίζω", "θυμίζουν":"θυμίζω", "θυμίζω":"θυμίζω", "θύμιου":"θύμιος", "θύμισαν":"θυμίζω", "θυμίσατε":"θυμίζω", "θύμισε":"θυμίζω", "θυμίσει":"θυμίζω", "θύμισες":"θυμίζω", "θυμίσουν":"θυμίζω", "θυμίσω":"θυμίζω", "θυμό":"θυμός", "θυμόμαστε":"θυμάμαι", "θυμόμουν":"θυμάμαι", "θυμόμουνα":"θυμάμαι", "θυμόντουσαν":"θυμάμαι", "θυμός":"θυμός", "θυμόσαστε":"θυμάμαι", "θυμοσοφικό":"θυμοσοφικός", "θυμόταν":"θυμάμαι", "θυμού":"θυμός", "θυμούνται":"θυμάμαι", "θυμωμένα":"θυμώνω", "θυμωμένη":"θυμωμένος", "θυμωμένοι":"θυμώνω", "θυμωμένος":"θυμωμένος", "θυμωμένους":"θυμώνω", "θυμώνει":"θυμώνω", "θυμώνεις":"θυμώνω", "θυμώνετε":"θυμώνω", "θυμώνουν":"θυμώνω", "θυμώνω":"θυμώνω", "θύμωσα":"θυμώνω", "θύμωσαν":"θυμώνω", "θύμωσε":"θυμώνω", "θυρα":"θύρα", "θύρα":"θύρα", "θύραις":"θύρα", "θυρας":"θύρα", "θύρας":"θύρα", "θυρεό":"θυρεός", "θυρεοειδή":"θυρεοειδής", "θυρεοειδούς":"θυρεοειδής", "θυρεός":"θυρεός", "θύρες":"θύρα", "θυρίδα":"θυρίδα", "θυροκολλήθηκαν":"θυροκολλώ", "θυροκολλήθηκε":"θυροκολλώ", "θυροφράγματα":"θυρόφραγμα", "θυρών":"θύρα", "θυρωρείο":"θυρωρείο", "θυρωρό":"θυρωρός", "θυρωρός":"θυρωρός", "θυρωρού":"θυρωρός", "θυσία":"θυσία", "θυσίαζαν":"θυσιάζω", "θυσιάζει":"θυσιάζω", "θυσιάζεται":"θυσιάζω", "θυσιάζετε":"θυσιάζω", "θυσιάζονται":"θυσιάζω", "θυσιάζονταν":"θυσιάζω", "θυσιάζουμε":"θυσιάζω", "θυσιάζουν":"θυσιάζω", "θυσίας":"θυσία", "θυσίασαν":"θυσιάζω", "θυσίασε":"θυσιάζω", "θυσιάσει":"θυσιάζω", "θυσιάσετε":"θυσιάζω", "θυσιασμένων":"θυσιασμένος", "θυσιάσουμε":"θυσιάζω", "θυσιάσουν":"θυσιάζω", "θυσιαστεί":"θυσιάζω", "θυσιάστηκαν":"θυσιάζω", "θυσιάστηκε":"θυσιάζω", "θυσιαστικό":"θυσιαστικός", "θυσιαστούμε":"θυσιάζω", "θυσιαστούν":"θυσιάζω", "θυσίες":"θυσία", "θυσιών":"θυσία", "θύτες":"θύτης", "θύτη":"θύτης", "θύτης":"θύτης", "θώκο":"θώκος", "θώκον":"θώκος", "θώκου":"θώκος", "θώκους":"θώκος", "θωμα":"θωμάς", "θωμά":"θωμάς", "θωμαή":"θωμαή", "θωμαΐδη":"θωμαΐδη", "θωμαΐδης":"θωμαΐδης", "θωμαϊδος":"θωμαϊδος", "θωμας":"θωμάς", "θωμάς":"θωμάς", "θωμοπουλος":"θωμόπουλος", "θωμόπουλος":"θωμόπουλος", "θωμοπουλου":"θωμόπουλος", "θώρακα":"θώρακας", "θωράκιζε":"θωρακίζω", "θωρακίζει":"θωρακίζω", "θωρακίζεται":"θωρακίζω", "θωρακίζουν":"θωρακίζω", "θωρακίσει":"θωρακίζω", "θωράκιση":"θωράκιση", "θωράκισή":"θωράκιση", "θωράκισης":"θωράκιση", "θωρακισθεί":"θωρακίζω", "θωρακισμένα":"θωρακίζω", "θωρακισμένη":"θωρακισμένος", "θωρακισμένο":"θωρακίζω", "θωρακίσουμε":"θωρακίζω", "θωρακίσουν":"θωρακίζω", "θώρακος":"θώραξ", "θωρηκτά":"θωρηκτό", "θωρηκτό":"θωρηκτό", "θωρηκτού":"θωρηκτό", "θωρηκτών":"θωρηκτό", "ι":"ι", "ι.":"ι.", "ι.η.τέρμ":"ι.η.τέρμ", "ι.κ.α.":"ι.κ.α.", "ι.σ.θ.":"ι.σ.θ.", "ι.σαραντοπουλος":"ι.σαραντοπουλος", "ι.χ.":"ι.χ.", "ι.χ.γ.":"ι.χ.γ.", "ιcαο":"ιcαο", "ιd":"ιd", "ιnternet":"ιnternet", "ιst":"ιst", "ια'":"ια'", "ια΄":"ια΄", "ιααφ":"ιααφ", "ιάβα":"ιάβα", "ιάβας":"ιάβας", "ιαβέρη":"ιαβέρης", "ιαεα":"ιαεα", "ιακωβάκη":"ιακωβάκη", "ιακωβάκης":"ιακωβάκης", "ιακωβίδης":"ιακωβίδης", "ιακωβίδου":"ιακωβίδου", "ιάκωβος":"ιάκωβος", "ιακώβου":"ιάκωβος", "ιάκωβου":"ιάκωβος", "ιαματικό":"ιαματικός", "ιαματικός":"ιαματικός", "ιαματικού":"ιαματικός", "ιαν":"ιαν", "ίαν":"ίαν", "ιανο":"ιανός", "ιανό":"ιανός", "ιανος":"ιανός", "ιανός":"ιανός", "ιανού":"ιανός", "ιανουαριο":"ιανουάριος", "ιανουάριο":"ιανουάριος", "ιανουάριος":"ιανουάριος", "ιανουαρίου":"ιανουάριος", "ιανουαρίου-ιουλίου":"ιανουαρίου-ιουλίου", "ιαπ":"ιαπ", "ιάπωνα":"ιάπωνας", "ιάπωνας":"ιάπωνας", "ιάπωνες":"ιάπωνας", "ιαπωνια":"ιαπωνία", "ιαπωνία":"ιαπωνία", "ιαπωνίας":"ιαπωνία", "ιαπωνικά":"ιαπωνικός", "ιαπωνικές":"ιαπωνικός", "ιαπωνική":"ιαπωνικός", "ιαπωνικής":"ιαπωνικός", "ιαπωνικό":"ιαπωνικός", "ιαπωνικός":"ιαπωνικός", "ιαπωνικού":"ιαπωνικός", "ιαπωνικούς":"ιαπωνικός", "ιάσεις":"ίαση", "ίαση":"ίαση", "ίασης":"ίαση", "ιάσιμος":"ιάσιμος", "ιάσονα":"ιάσονας", "ιάσων":"ιάσων", "ιάσωνα":"ιάσωνα", "ιασωνίδου":"ιασωνίδου", "ιατρ":"ιατρ", "ιατρεία":"ιατρεία", "ιατρεία":"ιατρείο", "ιατρείο":"ιατρείο", "ιατρείου":"ιατρείο", "ιατρείων":"ιατρείο", "ιατρίδης":"ιατρίδης", "ιατρικά":"ιατρικός", "ιατρικες":"ιατρικός", "ιατρικές":"ιατρικός", "ιατρική":"ιατρική", "ιατρικη":"ιατρικός", "ιατρική":"ιατρικός", "ιατρικής":"ιατρική", "ιατρικής":"ιατρικός", "ιατρικο":"ιατρικός", "ιατρικό":"ιατρικός", "ιατρικοί":"ιατρικός", "ιατρικόν":"ιατρικός", "ιατρικός":"ιατρικός", "ιατρικού":"ιατρικός", "ιατρικούς":"ιατρικός", "ιατρικών":"ιατρικός", "ιατρικώς":"ιατρικά", "ιατρό":"ιατρός", "ιατρογενών":"ιατρογενών", "ιατροδικαστές":"ιατροδικαστής", "ιατροδικαστή":"ιατροδικαστής", "ιατροδικαστής":"ιατροδικαστής", "ιατροδικαστική":"ιατροδικαστικός", "ιατροδικαστικής":"ιατροδικαστικός", "ιατροδικαστών":"ιατροδικαστής", "ιατροί":"ιατρός", "ιατρόν":"ιατρός", "ιατρόπουλος":"ιατρόπουλος", "ιατρός":"ιατρός", "ιατροτεχνολογικού":"ιατροτεχνολογικός", "ιατρού":"ιατρός", "ιατρούς":"ιατρός", "ιατροφαρμακευτικά":"ιατροφαρμακευτικός", "ιατροφαρμακευτική":"ιατροφαρμακευτικός", "ιατροφαρμακευτικής":"ιατροφαρμακευτικός", "ιατροφαρμακευτικού":"ιατροφαρμακευτικός", "ιατρών":"ιατρός", "ιαχές":"ιαχή", "ιαχή":"ιαχή", "ιβ":"ιβ", "ιβάν":"ιβάν", "ίβαν":"ίβαν", "ιβανόφ":"ιβανόφ", "ιβάνοφ":"ιβάνοφ", "ίβανς":"ίβανς", "ιβανωφειο":"ιβανωφειο", "ιβανώφειο":"ιβανώφειο", "ιβανώφειου":"ιβανώφειου", "ίβενς":"ίβενς", "ιβηρική":"ιβηρικός", "ιβηρικό":"ιβηρικός", "ιβηρικός":"ιβηρικός", "ιβηρών":"ιβηρών", "ιβήρων":"ιβήρων", "ιβιτς":"ιβιτς", "ίβιτς":"ίβιτς", "ίβκοβιτς":"ίβκοβιτς", "ιβουάρ":"ιβουάρ", "ιβρύ":"ιβρύ", "ιγιάντ":"ιγιάντ", "ίγκε":"ίγκε", "ιγκενατένκο":"ιγκενατένκο", "ιγκλίτ":"ιγκλίτ", "ίγκμαρ":"ίγκμαρ", "ιγκντίρ":"ιγκντίρ", "ιγκόρ":"ιγκόρ", "ιγκουάνα":"ιγκουάνα", "ιγκουοντάλα":"ιγκουοντάλα", "ίγκριντ":"ίγκριντ", "ιγμε":"ιγμε", "ιγνάσιο":"ιγνάσιο", "ιγνατιάδη":"ιγνατιάδη", "ιγνατιαδης":"ιγνατιαδης", "ιγνατιάδης":"ιγνατιάδης", "ιγνατίεφ":"ιγνατίεφ", "ιγνάτιος":"ιγνάτιος", "ιγνατιου":"ιγνάτιος", "ιγνατίου":"ιγνάτιος", "ιδαίτερο":"ιδαίτερο", "ιδανικά":"ιδανικά", "ιδανικά":"ιδανικός", "ιδανικές":"ιδανικός", "ιδανική":"ιδανικός", "ιδανικής":"ιδανικός", "ιδανικο":"ιδανικός", "ιδανικό":"ιδανικός", "ιδανικοί":"ιδανικός", "ιδανικός":"ιδανικός", "ιδανικότερο":"ιδανικός", "ιδανικότερος":"ιδανικός", "ιδανικού":"ιδανικός", "ιδανικών":"ιδανικός", "ιδεα":"ιδέα", "ιδέα":"ιδέα", "ιδεαλισμό":"ιδεαλισμός", "ιδεαλισμού":"ιδεαλισμός", "ιδεαλιστές":"ιδεαλιστής", "ιδεαλιστής":"ιδεαλιστής", "ιδέας":"ιδέα", "ιδεασμός":"ιδεασμός", "ιδεατές":"ιδεατός", "ιδεατό":"ιδεατός", "ιδεατού":"ιδεατός", "ιδέες":"ιδέα", "ιδεόγραμμα":"ιδεόγραμμα", "ιδεοληψίας":"ιδεοληψία", "ιδεοληψιών":"ιδεοληψία", "ιδεολόγημα":"ιδεολόγημα", "ιδεολογήματα":"ιδεολόγημα", "ιδεολογήματος":"ιδεολόγημα", "ιδεολογημάτων":"ιδεολόγημα", "ιδεολογία":"ιδεολογία", "ιδεολογίας":"ιδεολογία", "ιδεολογίες":"ιδεολογία", "ιδεολογικά":"ιδεολογικά", "ιδεολογικά":"ιδεολογικός", "ιδεολογικές":"ιδεολογικός", "ιδεολογική":"ιδεολογικός", "ιδεολογικής":"ιδεολογικός", "ιδεολογικό":"ιδεολογικός", "ιδεολογικοί":"ιδεολογικός", "ιδεολογικοπολιτικές":"ιδεολογικοπολιτικός", "ιδεολογικοπολιτικής":"ιδεολογικοπολιτικός", "ιδεολογικο-πολιτικό":"ιδεολογικο-πολιτικό", "ιδεολογικός":"ιδεολογικός", "ιδεολογικού":"ιδεολογικός", "ιδεολογικούς":"ιδεολογικός", "ιδεολογικών":"ιδεολογικός", "ιδεολογιών":"ιδεολογία", "ιδεολόγο":"ιδεολόγος", "ιδεολόγοι":"ιδεολόγος", "ιδεολόγος":"ιδεολόγος", "ιδεολόγους":"ιδεολόγος", "ιδέσθαι":"ήδομαι", "ιδεώδες":"ιδεώδης", "ιδεώδη":"ιδεώδης", "ιδεώδης":"ιδεώδης", "ιδεώδους":"ιδεώδης", "ιδεών":"ιδέα", "ιδια":"ιδία", "ιδια":"ίδιος", "ιδία":"ίδιος", "ίδια":"ίδιος", "ιδιάζον":"ιδιάζων", "ιδιαζόντως":"ιδιαζόντως", "ιδιάζουσα":"ιδιάζων", "ιδιάζουσες":"ιδιάζων", "ιδιαίτερα":"ιδιαίτερα", "ιδιαιτέρα":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερα":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερες":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερη":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερης":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερο":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερος":"ιδιαίτερος", "ιδιαιτερότητα":"ιδιαιτερότητα", "ιδιαιτερότητας":"ιδιαιτερότητα", "ιδιαιτερότητες":"ιδιαιτερότητα", "ιδιαιτερότητές":"ιδιαιτερότητα", "ιδιαιτεροτήτων":"ιδιαιτερότητα", "ιδιαίτερου":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερους":"ιδιαίτερος", "ιδιαίτερων":"ιδιαίτερος", "ιδιαιτέρως":"ιδιαίτερα", "ιδίαν":"ίδιος", "ιδίας":"ίδιος", "ίδιας":"ίδιος", "ίδιες":"ίδιος", "ίδιο":"ίδιος", "ιδιοι":"ίδιος", "ίδιοι":"ίδιος", "ιδίοις":"ιδίοις", "ιδιοκατασκευασμένες":"ιδιοκατασκευασμένος", "ιδιοκατοίκησης":"ιδιοκατοίκηση", "ιδιοκτησία":"ιδιοκτησία", "ιδιοκτησιακά":"ιδιοκτησιακός", "ιδιοκτησιακές":"ιδιοκτησιακός", "ιδιοκτησιακό":"ιδιοκτησιακός", "ιδιοκτησιακοί":"ιδιοκτησιακός", "ιδιοκτησιακού":"ιδιοκτησιακός", "ιδιοκτησίας":"ιδιοκτησία", "ιδιοκτησίες":"ιδιοκτησία", "ιδιοκτησιών":"ιδιοκτησία", "ιδιόκτητα":"ιδιόκτητος", "ιδιοκτήτες":"ιδιοκτήτης", "ιδιόκτητες":"ιδιόκτητος", "ιδιοκτήτη":"ιδιοκτήτης", "ιδιόκτητη":"ιδιόκτητος", "ιδιοκτήτης":"ιδιοκτήτης", "ιδιόκτητο":"ιδιόκτητος", "ιδιόκτητου":"ιδιόκτητος", "ιδιοκτήτρια":"ιδιοκτήτρια", "ιδιοκτητων":"ιδιοκτήτης", "ιδιοκτητών":"ιδιοκτήτης", "ιδιόμορφα":"ιδιόμορφα", "ιδιόμορφη":"ιδιόμορφος", "ιδιομορφία":"ιδιομορφία", "ιδιομορφίας":"ιδιομορφία", "ιδιομορφίες":"ιδιομορφία", "ιδιομορφιών":"ιδιομορφία", "ιδιόμορφο":"ιδιόμορφος", "ιδιόμορφος":"ιδιόμορφος", "ίδιον":"ίδιος", "ιδιοπαθή":"ιδιοπαθής", "ιδιοποιήθηκαν":"ιδιοποιούμαι", "ιδιοποιούνται":"ιδιοποιούμαι", "ιδιοπροσωπία":"ιδιοπροσωπία", "ιδιόρρυθμες":"ιδιόρρυθμος", "ιδιόρρυθμη":"ιδιόρρυθμος", "ιδιόρρυθμης":"ιδιόρρυθμος", "ιδιορρυθμία":"ιδιορρυθμία", "ιδιορρυθμίες":"ιδιορρυθμία", "ιδιόρρυθμο":"ιδιόρρυθμος", "ιδιόρρυθμος":"ιδιόρρυθμος", "ιδιόρρυθμου":"ιδιόρρυθμος", "ιδιος":"ίδιος", "ίδιος":"ίδιος", "ιδιοσκευάσματα":"ιδιοσκεύασμα", "ιδιοσκευασμάτων":"ιδιοσκεύασμα", "ιδιοσυγκρασία":"ιδιοσυγκρασία", "ιδιοσυγκρασίας":"ιδιοσυγκρασία", "ιδιοσυγκρασίες":"ιδιοσυγκρασία", "ιδιοσυστασίας":"ιδιοσυστασία", "ιδιοτέλεια":"ιδιοτέλεια", "ιδιοτέλειας":"ιδιοτέλεια", "ιδιοτελείς":"ιδιοτελής", "ιδιοτελή":"ιδιοτελής", "ιδιοτελούς":"ιδιοτελής", "ιδιοτελών":"ιδιοτελής", "ιδιοτελώς":"ιδιοτελώς", "ιδιότητα":"ιδιότητα", "ιδιότητά":"ιδιότητα", "ιδιότητας":"ιδιότητα", "ιδιότητάς":"ιδιότητα", "ιδιότητες":"ιδιότητα", "ιδιότητές":"ιδιότητα", "ιδιότητος":"ιδιότητα", "ιδιοτήτων":"ιδιότητα", "ιδιοτροπίες":"ιδιοτροπία", "ιδιότροπο":"ιδιότροπος", "ιδιότροπους":"ιδιότροπος", "ιδιότυπα":"ιδιότυπος", "ιδιότυπη":"ιδιότυπος", "ιδιότυπης":"ιδιότυπος", "ιδιοτυπία":"ιδιοτυπία", "ιδιότυπο":"ιδιότυπος", "ιδιότυπος":"ιδιότυπος", "ιδιότυπου":"ιδιότυπος", "ιδιότυπους":"ιδιότυπος", "ιδίου":"ίδιος", "ίδιου":"ίδιος", "ιδίους":"ίδιος", "ίδιους":"ίδιος", "ιδιοφυή":"ιδιοφυής", "ιδιοφυής":"ιδιοφυής", "ιδιοφυία":"ιδιοφυία", "ιδιοφυΐα":"ιδιοφυΐα", "ιδιοφυΐας":"ιδιοφυΐα", "ιδιοφυούς":"ιδιοφυής", "ιδιόχειρη":"ιδιόχειρος", "ιδιοχείρως":"ιδιοχείρως", "ιδίωμα":"ιδίωμα", "ιδιώματα":"ιδίωμα", "ιδιώματά":"ιδίωμα", "ιδιωματική":"ιδιωματικός", "ιδιωματισμούς":"ιδιωματισμός", "ιδιώματος":"ιδίωμα", "ιδιωμάτων":"ιδίωμα", "ιδίων":"ίδιος", "ίδιων":"ίδιος", "ιδίως":"ιδίως", "ιδιώτες":"ιδιώτης", "ιδιωτεύσουν":"ιδιωτεύω", "ιδιώτη":"ιδιώτης", "ιδιώτης":"ιδιώτης", "ιδιωτικά":"ιδιωτικός", "ιδιωτικές":"ιδιωτικός", "ιδιωτική":"ιδιωτικός", "ιδιωτικής":"ιδιωτικός", "ιδιωτικό":"ιδιωτικός", "ιδιωτικοί":"ιδιωτικός", "ιδιωτικοοικονομικά":"ιδιωτικοοικονομικός", "ιδιωτικοποιείται":"ιδιωτικοποιώ", "ιδιωτικοποιηθεί":"ιδιωτικοποιώ", "ιδιωτικοποιήσεις":"ιδιωτικοποίηση", "ιδιωτικοποιήσεων":"ιδιωτικοποίηση", "ιδιωτικοποίηση":"ιδιωτικοποίηση", "ιδιωτικοποίησή":"ιδιωτικοποίηση", "ιδιωτικοποίησης":"ιδιωτικοποίηση", "ιδιωτικοποιήσουν":"ιδιωτικοποιώ", "ιδιωτικός":"ιδιωτικός", "ιδιωτικότητα":"ιδιωτικότητα", "ιδιωτικότητας":"ιδιωτικότητας", "ιδιωτικού":"ιδιωτικός", "ιδιωτικούς":"ιδιωτικός", "ιδιωτικων":"ιδιωτικός", "ιδιωτικών":"ιδιωτικός", "ιδιωτικώς":"ιδιωτικά", "ιδιωτών":"ιδιώτης", "ιδού":"ιδού", "ιδρύει":"ιδρύω", "ιδρύεται":"ιδρύω", "ιδρυθεί":"ιδρύω", "ιδρυθείσα":"ιδρυθείς", "ιδρύθηκαν":"ιδρύω", "ιδρύθηκε":"ιδρύω", "ιδρυμα":"ίδρυμα", "ίδρυμα":"ίδρυμα", "ίδρυμά":"ίδρυμα", "ιδρύματα":"ίδρυμα", "ιδρυματική":"ιδρυματικός", "ιδρύματος":"ίδρυμα", "ιδρυμάτων":"ίδρυμα", "ιδρύοντας":"ιδρύω", "ίδρυσαν":"ιδρύω", "ίδρυσε":"ιδρύω", "ιδρύσει":"ιδρύω", "ιδρύσεώς":"ίδρυση", "ίδρυση":"ίδρυση", "ίδρυσή":"ίδρυση", "ίδρυσης":"ίδρυση", "ίδρυσής":"ίδρυση", "ιδρύσουμε":"ιδρύω", "ιδρύσουν":"ιδρύω", "ιδρυτές":"ιδρυτής", "ιδρυτή":"ιδρυτής", "ιδρυτής":"ιδρυτής", "ιδρυτικά":"ιδρυτικός", "ιδρυτική":"ιδρυτικός", "ιδρυτικής":"ιδρυτικός", "ιδρυτικό":"ιδρυτικός", "ιδρυτικών":"ιδρυτικός", "ιδρύτρια":"ιδρύτρια", "ιδρυτών":"ιδρυτής", "ιδρωμένα":"ιδρωμένος", "ιδρωμένο":"ιδρώνω", "ίδρωναν":"ιδρώνω", "ιδρώνει":"ιδρώνω", "ιδρώνουν":"ιδρώνω", "ίδρωσε":"ιδρώνω", "ιδρώσει":"ιδρώνω", "ιδρώσετε":"ιδρώνω", "ιδρώσουν":"ιδρώνω", "ιδρώτα":"ιδρώτας", "ιδρώτας":"ιδρώτας", "ιδώ":"ιδώ", "ιδωθεί":"βλέπω", "ίδωμεν":"ίδωμεν", "ιδωμένα":"ιδωμένος", "ιεκ":"ιεκ", "ιερά":"ιερός", "ιέρακες":"ιέρακας", "ιέρακος":"ιέραξ", "ιεράν":"ιερός", "ιεραπετριτάκη":"ιεραπετριτάκη", "ιεραποστολές":"ιεραποστολή", "ιεραποστολής":"ιεραποστολή", "ιεραποστολική":"ιεραποστολικός", "ιεραποστολικού":"ιεραποστολικός", "ιεραπόστολο":"ιεραπόστολος", "ιεραπόστολος":"ιεραπόστολος", "ιεραποστόλους":"ιεραπόστολος", "ιεραποστόλων":"ιεραπόστολος", "ιεραρχείται":"ιεραρχώ", "ιεράρχες":"ιεράρχης", "ιεράρχη":"ιεράρχης", "ιεραρχημένη":"ιεραρχώ", "ιεραρχημένης":"ιεραρχώ", "ιεράρχης":"ιεράρχης", "ιεράρχησαν":"ιεραρχώ", "ιεραρχήσεις":"ιεράρχηση", "ιεραρχήσεων":"ιεράρχηση", "ιεράρχηση":"ιεράρχηση", "ιεραρχήσουν":"ιεραρχώ", "ιεραρχήστε":"ιεραρχώ", "ιεραρχία":"ιεραρχία", "ιεραρχίας":"ιεραρχία", "ιεραρχίες":"ιεραρχία", "ιεραρχικά":"ιεραρχικά", "ιεραρχικές":"ιεραρχικός", "ιεραρχική":"ιεραρχικός", "ιεραρχικής":"ιεραρχικός", "'ιεραρχικοί":"'ιεραρχικοί", "ιεραρχούν":"ιεραρχώ", "ιεραρχούνται":"ιεραρχώ", "ιεραρχών":"ιεράρχης", "ιεραρχώντας":"ιεραρχώ", "ιεράς":"ιερός", "ιερατείο":"ιερατείο", "ιερατείου":"ιερατείο", "ιερέα":"ιερέας", "ιερέας":"ιερέας", "ιέρεια":"ιέρεια", "ιέρειες":"ιέρεια", "ιερείς":"ιερέας", "ιερές":"ιερός", "ιερέων":"ιερέας", "ιερη":"ιερός", "ιερή":"ιερός", "ιερής":"ιερός", "ιερισσό":"ιερισσό", "ιερό":"ιερός", "ιερόδουλες":"ιερόδουλη", "ιερόδουλο":"ιερόδουλο", "ιερόδουλος":"ιερόδουλος", "ιεροκήρυκας":"ιεροκήρυκας", "ιεροκήρυκες":"ιεροκήρυκας", "ιεροκλής":"ιεροκλής", "ιερόν":"ιερός", "ιερός":"ιερός", "ιεροσόλυμα":"ιεροσόλυμα", "ιεροσολύμων":"ιεροσόλυμα", "ιεροσύνη":"ιεροσύνη", "ιεροσύνης":"ιεροσύνη", "ιερότατα":"ιερά", "ιεροτελεστία":"ιεροτελεστία", "ιεροτελεστίες":"ιεροτελεστία", "ιερότερη":"ιερός", "ιερότητα":"ιερότητα", "ιερότητά":"ιερότητα", "ιερότητας":"ιερότητα", "ιερού":"ιερός", "ιερούς":"ιερός", "ιερουσαλήμ":"ιερουσαλήμ", "ιερουσαλήμ-ντιναμό":"ιερουσαλήμ-ντιναμό", "ιερουσαλήμ-ρόμα":"ιερουσαλήμ-ρόμα", "ιερωμένο":"ιερωμένος", "ιερωμένοι":"ιερωμένος", "ιερωμένος":"ιερωμένος", "ιερωμένου":"ιερωμένος", "ιερών":"ιερός", "ιζ'":"ιζ'", "ιζαμπέ":"ιζαμπέ", "ιζαμπέλ":"ιζαμπέλ", "ίζημα":"ίζημα", "ιζήματα":"ίζημα", "ιησού":"ιησούς", "ιησουίτικου":"ιησουίτικος", "ιησούς":"ιησούς", "ιθαγένεια":"ιθαγένεια", "ιθαγένειας":"ιθαγένεια", "ιθαγενείς":"ιθαγενής", "ιθαγενή":"ιθαγενής", "ιθαγενής":"ιθαγενής", "ιθαγενούς":"ιθαγενής", "ιθαγενών":"ιθαγενής", "ιθάκη":"ιθάκη", "ίθαν":"ίθαν", "ιθύνοντες":"ιθύνων", "ιθύνοντές":"ιθύνων", "ιθυνόντων":"ιθύνων", "ιθύνων":"ιθύνων", "ιι":"ιι", "ιι.":"ιι.", "ιιι":"ιιι", "ικα":"ικα", "ικανά":"ικανός", "ικανές":"ικανός", "ικανή":"ικανός", "ικανής":"ικανός", "ικανό":"ικανός", "ικανοί":"ικανός", "ικανοποιεί":"ικανοποιώ", "ικανοποιείται":"ικανοποιώ", "ικανοποιηθεί":"ικανοποιώ", "ικανοποιήθηκαν":"ικανοποιώ", "ικανοποιήθηκε":"ικανοποιώ", "ικανοποιηθούν":"ικανοποιώ", "ικανοποιημένη":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημένο":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημένοι":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημενος":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημένος":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημένους":"ικανοποιημένος", "ικανοποιημένων":"ικανοποιώ", "ικανοποίησα":"ικανοποιώ", "ικανοποίησαν":"ικανοποιώ", "ικανοποίησε":"ικανοποιώ", "ικανοποιήσει":"ικανοποιώ", "ικανοποιήσεις":"ικανοποιώ", "ικανοποιήσετε":"ικανοποιώ", "ικανοποιηση":"ικανοποίηση", "ικανοποίηση":"ικανοποίηση", "ικανοποίησή":"ικανοποίηση", "ικανοποίησης":"ικανοποίηση", "ικανοποίησής":"ικανοποίηση", "ικανοποιήσουμε":"ικανοποιώ", "ικανοποιήσουν":"ικανοποιώ", "ικανοποιήστε":"ικανοποιώ", "ικανοποιήσω":"ικανοποιώ", "ικανοποιητικά":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικές":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητική":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικής":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικό":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικός":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικού":"ικανοποιητικός", "ικανοποιητικούς":"ικανοποιητικός", "ικανοποιούν":"ικανοποιώ", "ικανοποιούνται":"ικανοποιώ", "ικανοποιούνταν":"ικανοποιώ", "ικανοποιούσαν":"ικανοποιώ", "ικανοποιούσε":"ικανοποιώ", "ικανοποιώ":"ικανοποιώ", "ικανοποιώντας":"ικανοποιώ", "ικανός":"ικανός", "ικανότατα":"ικανός", "ικανότατη":"ικανός", "ικανότατο":"ικανός", "ικανότατοι":"ικανός", "ικανότατος":"ικανός", "ικανότατου":"ικανός", "ικανότατους":"ικανός", "ικανότερους":"ικανός", "ικανότερων":"ικανός", "ικανότητα":"ικανότητα", "ικανότητά":"ικανότητα", "ικανότητας":"ικανότητα", "ικανότητάς":"ικανότητα", "ικανότητες":"ικανότητα", "ικανότητές":"ικανότητα", "ικανότητος":"ικανότητα", "ικανοτήτων":"ικανότητα", "ικανού":"ικανός", "ικανούς":"ικανός", "ικανών":"ικανός", "ικαρία":"ικαρία", "ικαρίας":"ικαρία", "ικαροι":"ικαροι", "ίκαροι":"ίκαροι", "ικάρων":"ικάρων", "ικετεύει":"ικετεύω", "ικέτη":"ικέτης", "ικέτης":"ικέτης", "ίκλεστον":"ίκλεστον", "ικμάδα":"ικμάδα", "ικμάδας":"ικμάδα", "ικόνιο":"ικόνιο", "ικούο":"ικούο", "ικρίωμα":"ικρίωμα", "ικριώματα":"ικρίωμα", "ικτίνου":"ικτίνος", "ιλάν":"ιλάν", "ιλαρά":"ιλαρά", "ιλαράς":"ιλαρά", "ιλαροτραγωδία":"ιλαροτραγωδία", "ιλγκάουσκας":"ιλγκάουσκας", "ίλια":"ίλια", "ιλιάδα":"ιλιάδα", "ιλιγγιώδεις":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιώδες":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιώδη":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιωδης":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιώδης":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιώδους":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιωδών":"ιλιγγιώδης", "ιλιγγιωδώς":"ιλιγγιωδώς", "ίλιγγο":"ίλιγγος", "ίλιγγος":"ίλιγγος", "ιλίγγους":"ίλιγγος", "ιλιε":"ιλιε", "ίλιε":"ίλιε", "ιλιέσκου":"ιλιέσκου", "ιλινόι":"ιλινόι", "ιλιός":"ιλιός", "ιλίσια":"ιλίσια", "ιλισός":"ιλισός", "ιλισσός":"ιλισσός", "ιλμί":"ιλμί", "ίλμι":"ίλμι", "ιλουστρασιόν":"ιλουστρασιόν", "ιμ":"ιμ", "ιμαλαΐων":"ιμαλαΐων", "ιμάμ":"ιμάμ", "ιμάντα":"ιμάντας", "ιμάντες":"ιμάντας", "ίματζ":"ίματζ", "ιμάτιά":"ιμάτιο", "ιμάτιο":"ιμάτιο", "ίμβρου":"ίμβρος", "ιμελντα":"ιμελντα", "ιμέλντα":"ιμέλντα", "ίμεντρορφ":"ίμεντρορφ", "ίμια":"ίμια", "ιμιτασιόν":"ιμιτασιόν", "ιμίων":"ίμια", "ιμοθαρ":"ιμοθαρ", "ιμπαρετσε":"ιμπαρετσε", "ιμπαρέτσε":"ιμπαρέτσε", "ιμπερ":"ιμπερ", "ιμπεριαλισμό":"ιμπεριαλισμός", "ιμπεριαλισμός":"ιμπεριαλισμός", "ιμπεριαλισμού":"ιμπεριαλισμός", "ιμπεριαλιστές":"ιμπεριαλιστής", "ιμπεριαλιστικές":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστική":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστικής":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστικό":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστικός":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστικού":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστικών":"ιμπεριαλιστικός", "ιμπεριαλιστών":"ιμπεριαλιστής", "ιμπεριο":"ιμπεριο", "ιμπν":"ιμπν", "ιμπραήμ":"ιμπραήμ", "ιμπραΐμοβιτς":"ιμπραΐμοβιτς", "ιμπραχιμ":"ιμπραχιμ", "ιμπραχίμ":"ιμπραχίμ", "ιμπρεσάριος":"ιμπρεσάριος", "ιμπρεσιονισμός":"ιμπρεσιονισμός", "ιμπρεσιονιστικό":"ιμπρεσιονιστικός", "ιμπριάλου":"ιμπριάλου", "ίμρε":"ίμρε", "ιμχα":"ιμχα", "ιν":"ιν", "ίνα":"ίνα", "ινβερνές":"ινβερνές", "ινβίνσιμπλ":"ινβίνσιμπλ", "ίνδαλμα":"ίνδαλμα", "ινδία":"ινδία", "ινδιάνας":"ινδιάνα", "ινδιάνικες":"ινδιάνικος", "ινδιάνικη":"ινδιάνικος", "ινδιάνικης":"ινδιάνικος", "ινδιάνικο":"ινδιάνικος", "ινδιάνοι":"ινδιάνος", "ινδιάνους":"ινδιάνος", "ινδιάνων":"ινδιάνος", "ινδίας":"ινδία", "ινδικές":"ινδικός", "ινδική":"ινδικός", "ινδικής":"ινδικός", "ινδικό":"ινδικός", "ινδικός":"ινδικός", "ινδικού":"ινδικός", "ινδικών":"ινδικός", "ινδό":"ινδός", "ινδοευρωπαϊκές":"ινδοευρωπαϊκός", "ινδοευρωπαϊκή":"ινδοευρωπαϊκός", "ινδοευρωπαϊκής":"ινδοευρωπαϊκός", "ινδοευρωπαϊκό":"ινδοευρωπαϊκός", "ινδοευρωπαϊκού":"ινδοευρωπαϊκός", "ινδοί":"ινδός", "ινδοκίνα":"ινδοκίνα", "ινδονησία":"ινδονησία", "ινδονησιακή":"ινδονησιακός", "ινδονησιακής":"ινδονησιακός", "ινδονησίας":"ινδονησία", "ινδονήσιοι":"ινδονήσιος", "ινδονήσιος":"ινδονήσιος", "ινδονήσιου":"ινδονήσιος", "ινδονήσιων":"ινδονήσιος", "ινδού":"ινδός", "ινδουιστές":"ινδουιστής", "ινδουιστικές":"ινδουιστικός", "ινδουιστική":"ινδουιστικός", "ινδουιστικό":"ινδουιστικός", "ινδουιστικού":"ινδουιστικός", "ινδουίστριες":"ινδουίστρια", "ινδουιστών":"ινδουιστής", "ινδών":"ινδός", "ινεμπολίδης":"ινεμπολίδης", "ινες":"ίνα", "ίνες":"ίνα", "ινία":"ινίο", "ινιακή":"ινιακός", "ινκα":"ινκα", "ίνκας":"ίνκας", "ινκόγκνιτο":"ινκόγκνιτο", "ινμπάρ":"ινμπάρ", "ίνσμπρουκ":"ίνσμπρουκ", "ινσουλίνη":"ινσουλίνη", "ινσουλίνης":"ινσουλίνη", "ινστιτούτα":"ινστιτούτο", "ινστιτουτο":"ινστιτούτο", "ινστιτούτο":"ινστιτούτο", "ινστιτούτου":"ινστιτούτο", "ινστιτούτων":"ινστιτούτο", "ιντεαλ":"ιντεαλ", "ιντεαλ-κ":"ιντεαλ-κ", "ιντερ":"ιντερ", "ίντερ":"ίντερ", "ιντερινβεστ":"ιντερινβεστ", "ιντερκοντινένταλ":"ιντερκοντινένταλ", "ιντερνασιοναλ":"ιντερνασιοναλ", "ιντερνετ":"ίντερνετ", "ίντερνετ":"ίντερνετ", "ιντερνετικές":"ιντερνετικός", "ιντερνετική":"ιντερνετικός", "ιντερνετικής":"ιντερνετικός", "ιντερνετικό":"ιντερνετικός", "ίντερνετ-καφέ":"ίντερνετ-καφέ", "ιντερπόλ":"ιντερπόλ", "ιντερσίτι":"ιντερσίτι", "ιντερτεκ":"ιντερτεκ", "ιντερτυπ":"ιντερτυπ", "ιντερτυπ-επιφανεια":"ιντερτυπ-επιφανεια", "ιντερφερόνης":"ιντερφερόνης", "ιντζέ":"ιντζέ", "ιντιάνα":"ιντιάνα", "ίντιο":"ίντιο", "ιντιπέντενς":"ιντιπέντενς", "ιντιπέντεντ":"ιντιπέντεντ", "ίντλ":"ίντλ", "ιντρακομ":"ιντρακομ", "ιντρακόμ":"ιντρακόμ", "ιντρασοφτ":"ιντρασοφτ", "ίντριγκα":"ίντριγκα", "ίντριγκας":"ίντριγκα", "ίντριγκες":"ίντριγκα", "ίντσα":"ίντσα", "ίντσας":"ίντσα", "ιντσιρλίκ":"ιντσιρλίκ", "ιντσών":"ίντσα", "ινφορμ":"ινφορμ", "ινών":"ίνα", "ίνωση":"ίνωση", "ιό":"ιός", "ιοάν":"ιοάν", "ιοβε":"ιοβε", "ιογενείς":"ιογενείς", "ιογενή":"ιογενή", "ιόλα":"ιόλα", "ιόλης":"ιόλη", "ίον":"ίος", "ιονίζεται":"ιονίζω", "ιονικη":"ιονικός", "ιονική":"ιονικός", "ιονικης":"ιονικός", "ιονικής":"ιονικός", "ιόνιο":"ιόνιο", "ιονίου":"ιόνιο", "ιόντων":"ιόν", "ιορδάνη":"ιορδάνης", "ιορδάνης":"ιορδάνης", "ιορδανία":"ιορδανία", "ιορδανίας":"ιορδανία", "ιορδανίδη":"ιορδανίδη", "ιορδανίδης":"ιορδανίδης", "ιορδανίδου":"ιορδανίδου", "ιορδανικές":"ιορδανικός", "ιορδανική":"ιορδανικός", "ιορδανικής":"ιορδανικός", "ιορδανικό":"ιορδανικός", "ιορδανικός":"ιορδανικός", "ιορδανικού":"ιορδανικός", "ιορδανόπουλος":"ιορδανόπουλος", "ιορδανός":"ιορδανός", "ιορδανού":"ιορδανός", "ιορντανέσκου":"ιορντανέσκου", "ιορντάνοβα":"ιορντάνοβα", "ιος":"ιός", "ιός":"ιός", "ιού":"ιός", "ίου":"ίος", "ιούδα":"ιούδας", "ιουδαϊκή":"ιουδαϊκός", "ιουδαϊσμό":"ιουδαϊσμός", "ιουδαϊσμού":"ιουδαϊσμός", "ιούδας":"ιούδας", "ιουλία":"ιουλία", "ιουλιανό":"ιουλιανός", "ιουλιανού":"ιουλιανός", "ιουλιέτα":"ιουλιέτα", "ιουλιέτας":"ιουλιέτα", "ιούλιο":"ιούλιος", "ιουλίου":"ιούλιος", "ιούνη":"ιούνης", "ιουνιο":"ιούνιος", "ιούνιο":"ιούνιος", "ιούνιος":"ιούνιος", "ιουνίου":"ιούνιος", "ιούς":"ιός", "ιουστίνης":"ιουστίνη", "ιπ":"ιπ", "ιπ.":"ιπ.", "ιπεκτσί":"ιπεκτσί", "ιπκρες":"ιπκρες", "ίπκρες":"ίπκρες", "ιππασία":"ιππασία", "ιππασίας":"ιππασία", "ιππείς":"ιππέας", "ιππικής":"ιππικός", "ιππικού":"ιππικός", "ίππο":"ίππος", "ιπποδρομίες":"ιπποδρομία", "ιπποδρομίου":"ιπποδρόμιο", "ιπποδρομιών":"ιπποδρομία", "ιπποδρόμου":"ιππόδρομος", "ιπποδύναμη":"ιπποδύναμη", "ιπποδύναμης":"ιπποδύναμη", "ίπποι":"ίππος", "ιππόκαμπος":"ιππόκαμπος", "ιπποκρατειο":"ιπποκράτειος", "ιπποκράτειο":"ιπποκράτειος", "ιπποκρατείου":"ιπποκράτειος", "ιπποκράτειου":"ιπποκράτειος", "ιπποκράτη":"ιπποκράτης", "ιπποκράτης":"ιπποκράτης", "ιπποπόταμο":"ιπποπόταμος", "ιπποπόταμοι":"ιπποπόταμος", "ιπποπόταμων":"ιπποπόταμος", "ίππος":"ίππος", "ιππότες":"ιππότης", "ιππότη":"ιππότης", "ιππότης":"ιππότης", "ιπποτικά":"ιπποτικός", "ιπποτισμού":"ιπποτισμός", "ιπποτουρ":"ιπποτουρ", "ίππους":"ίππος", "ίππων":"ίππος", "ιπσουιτς":"ιπσουιτς", "ίπσουιτς":"ίπσουιτς", "ίπσουιτς1":"ίπσουιτς1", "ίπσουιτς54166841-19":"ίπσουιτς54166841-19", "ίπσουιτς-λούτον":"ίπσουιτς-λούτον", "ιπσουιτς-σέφιλντ":"ιπσουιτς-σέφιλντ", "ιπτάμενα":"ιπτάμενος", "ιπτάμενες":"ιπτάμενος", "ιπτάμενη":"ιπτάμενος", "ιπτάμενο":"ιπτάμενος", "ιπτάμενοι":"ιπτάμενος", "ιπτάμενος":"ιπτάμενος", "ιπτάμενου":"ιπτάμενος", "ιπτάμενους":"ιπτάμενος", "ιπταμένων":"ιπτάμενος", "ιπτάμενων":"ιπτάμενος", "ίπταται":"ίπταμαι", "ιρα":"ιρα", "ιρακ":"ιρακ", "ιράκ":"ιράκ", "ιρακινά":"ιρακινός", "ιρακινες":"ιρακινός", "ιρακινές":"ιρακινός", "ιρακινή":"ιρακινή", "ιρακινή":"ιρακινός", "ιρακινής":"ιρακινός", "ιρακινό":"ιρακινός", "ιρακινοί":"ιρακινός", "ιρακινός":"ιρακινός", "ιρακινού":"ιρακινός", "ιρακινούς":"ιρακινός", "ιρακινών":"ιρακινός", "ιραν":"ιραν", "ιράν":"ιράν", "ιρανές":"ιρανή", "ιρανικά":"ιρανικός", "ιρανική":"ιρανικός", "ιρανικής":"ιρανικός", "ιρανικό":"ιρανικός", "ιρανικού":"ιρανικός", "ιρανικών":"ιρανικός", "ιρανό":"ιρανός", "ιρανοί":"ιρανός", "ιρανός":"ιρανός", "ιρανού":"ιρανός", "ιρανούς":"ιρανός", "ιρανών":"ιρανός", "ιραόλα":"ιραόλα", "ίρβιγκ":"ίρβιγκ", "ίρβιν":"ίρβιν", "ίριδα":"ίριδα", "ίριδας":"ίριδα", "ιριδίζει":"ιριδίζω", "ιριδίζουσα":"ιριδίζων", "ιρίνα":"ιρίνα", "ιρίνας":"ιρίνας", "ιρλανδέζικης":"ιρλανδέζικος", "ιρλανδέζικο":"ιρλανδέζικος", "ιρλανδια":"ιρλανδία", "ιρλανδία":"ιρλανδία", "ιρλανδιας":"ιρλανδία", "ιρλανδίας":"ιρλανδία", "ιρλανδικά":"ιρλανδικός", "ιρλανδικές":"ιρλανδικός", "ιρλανδική":"ιρλανδικός", "ιρλανδικής":"ιρλανδικός", "ιρλανδικού":"ιρλανδικός", "ιρλανδικών":"ιρλανδικός", "ιρλανδός":"ιρλανδός", "ιρλανδού":"ιρλανδός", "ιρλανδούς":"ιρλανδός", "ιρλανδών":"ιρλανδός", "ισα":"ίσα", "ίσα":"ίσα", "ίσα":"ίσος", "ισαακίδης":"ισαακίδης", "ίσαμε":"ίσαμε", "ισάξια":"ισάξια", "ισάξιες":"ισάξιος", "ισάξιο":"ισάξιος", "ισάξιος":"ισάξιος", "ισάριθμα":"ισάριθμα", "ισάριθμα":"ισάριθμος", "ισάριθμες":"ισάριθμος", "ισάριθμοι":"ισάριθμος", "ισάριθμους":"ισάριθμος", "ισάριθμων":"ισάριθμος", "ίσες":"ίσος", "ίση":"ίσος", "ισημερία":"ισημερία", "ίσης":"ίσος", "ίσια":"ίσιος", "ισίδωρος":"ισίδωρος", "ισινμπάγιεβα":"ισινμπάγιεβα", "ισίντρε":"ισίντρε", "ίσιο":"ίσιος", "ίσις":"ίσις", "ισιώνουν":"ισιώνω", "ισκαριώτη":"ισκαριώτης", "ισκαριώτης":"ισκαριώτης", "ίσκιο":"ίσκιος", "ίσκιος":"ίσκιος", "ισλαμ":"ισλάμ", "ισλάμ":"ισλάμ", "ισλαμαμπάντ":"ισλαμαμπάντ", "ισλαμικές":"ισλαμικός", "ισλαμική":"ισλαμικός", "ισλαμικής":"ισλαμικός", "ισλαμικό":"ισλαμικός", "ισλαμικός":"ισλαμικός", "ισλαμικού":"ισλαμικός", "ισλαμικών":"ισλαμικός", "ισλαμισμού":"ισλαμισμός", "ισλαμιστές":"ισλαμιστής", "ισλαμιστή":"ισλαμιστής", "ισλαμιστής":"ισλαμιστής", "ισλαμιστική":"ισλαμιστικός", "ισλαμιστικούς":"ισλαμιστικός", "ισλαμιστών":"ισλαμιστής", "ισλανδία":"ισλανδία", "ισλανδικά":"ισλανδικός", "ισλανδός":"ισλανδός", "ισμαήλ":"ισμαήλ", "ισμαηλίδης":"ισμαηλίδης", "ισμήνη":"ισμήνη", "ισμήνης":"ισμήνη", "ισμυρλιάδου":"ισμυρλιάδου", "ίσο":"ίσος", "ισοβαθμεί":"ισοβαθμώ", "ισοβάθμησε":"ισοβαθμώ", "ισοβαθμία":"ισοβαθμία", "ισοβαθμίας":"ισοβαθμία", "ισόβαθμοι":"ισοβάθμιος", "ισοβαθμούν":"ισοβαθμώ", "ισόβια":"ισόβια", "ισόβια":"ισόβιος", "ισόβιας":"ισόβιος", "ισοβιο":"ισόβιος", "ισόβιο":"ισόβιος", "ισόβιοι":"ισόβιος", "ισόβιος":"ισόβιος", "ισόβιους":"ισόβιος", "ισοβίων":"ισόβιος", "ισοβίως":"ισόβια", "ισόγεια":"ισόγειος", "ισόγειο":"ισόγειος", "ισογείου":"ισόγειος", "ισόγειων":"ισόγειος", "ισοδύναμα":"ισοδύναμος", "ισοδυναμεί":"ισοδυναμώ", "ισοδύναμες":"ισοδύναμος", "ισοδύναμη":"ισοδύναμος", "ισοδύναμης":"ισοδύναμος", "ισοδύναμο":"ισοδύναμος", "ισοδυναμούν":"ισοδυναμώ", "ισοδύναμους":"ισοδύναμος", "ισοδυναμούσε":"ισοδυναμώ", "ισοζύγιο":"ισοζύγιο", "ισοζύγιό":"ισοζύγιο", "ισοζυγίου":"ισοζύγιο", "ίσοι":"ίσος", "ίσοις":"ίσοις", "ισολογισμό":"ισολογισμός", "ισολογισμοί":"ισολογισμός", "ισολογισμός":"ισολογισμός", "ισολογισμού":"ισολογισμός", "ισολογισμούς":"ισολογισμός", "ισολογισμών":"ισολογισμός", "ισομερή":"ισομερής", "ισομοίραζε":"ισομοιράζω", "ίσον":"ίσος", "ισονομία":"ισονομία", "ισονομίας":"ισονομία", "ισόπαλα":"ισόπαλος", "ισόπαλες":"ισόπαλος", "ισοπαλη":"ισόπαλος", "ισόπαλη":"ισόπαλος", "ισοπαλία":"ισοπαλία", "ισοπαλίας":"ισοπαλία", "ισοπαλίες":"ισοπαλία", "ισόπαλο":"ισόπαλος", "ισόπαλοι":"ισόπαλος", "ισοπαλος":"ισόπαλος", "ισόπαλος":"ισόπαλος", "ισόπεδης":"ισόπεδος", "ισόπεδο":"ισόπεδος", "ισοπεδωθεί":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώθηκε":"ισοπεδώνω", "ισοπεδωμένη":"ισοπεδώνω", "ισοπεδωμένο":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώνει":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώνεται":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώνοντας":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώνουμε":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώνουν":"ισοπεδώνω", "ισοπέδωσαν":"ισοπεδώνω", "ισοπέδωσε":"ισοπεδώνω", "ισοπεδώσει":"ισοπεδώνω", "ισοπέδωση":"ισοπέδωση", "ισοπέδωσή":"ισοπέδωση", "ισοπέδωσης":"ισοπέδωση", "ισοπεδωτικά":"ισοπεδωτικά", "ισοπεδωτικές":"ισοπεδωτικός", "ισοπεδωτική":"ισοπεδωτικός", "ισοπεδωτικό":"ισοπεδωτικός", "ισοπεδωτικού":"ισοπεδωτικός", "ισοπεδωτικών":"ισοπεδωτικός", "ισοπεδωτισμό":"ισοπεδωτισμό", "ισόποσα":"ισόποσος", "ισόποσες":"ισόποσος", "ισόποσο":"ισόποσος", "ισορροπεί":"ισορροπώ", "ισόρροπη":"ισόρροπος", "ισορροπημένα":"ισορροπημένος", "ισορροπημένες":"ισορροπημένος", "ισορροπημένη":"ισορροπημένος", "ισορροπημένο":"ισορροπημένος", "ισορροπημένοι":"ισορροπημένος", "ισόρροπης":"ισόρροπος", "ισορρόπησε":"ισορροπώ", "ισορροπήσει":"ισορροπώ", "ισορροπήσουμε":"ισορροπώ", "ισορροπήσουν":"ισορροπώ", "ισορροπία":"ισορροπία", "ισορροπίας":"ισορροπία", "ισορροπίες":"ισορροπία", "ισορροπιών":"ισορροπία", "ισορροπούν":"ισορροπώ", "ισορροπώντας":"ισορροπώ", "ίσος":"ίσος", "ισοσκελές":"ισοσκελής", "ισοσκέλισαν":"ισοσκελίζω", "ισοσκελίσει":"ισοσκελίζω", "ισοσκελισμένος":"ισοσκελίζω", "ισοσκελίσουν":"ισοσκελίζω", "ισότητα":"ισότητα", "ισότητας":"ισότητα", "ισότητος":"ισότητα", "ισότιμα":"ισότιμα", "ισότιμα":"ισότιμος", "ισότιμες":"ισότιμος", "ισότιμη":"ισότιμος", "ισότιμης":"ισότιμος", "ισοτιμία":"ισοτιμία", "ισοτιμίας":"ισοτιμία", "ισοτιμίες":"ισοτιμία", "ισοτιμιών":"ισοτιμία", "ισότιμο":"ισότιμος", "ισότιμοι":"ισότιμος", "ισότιμος":"ισότιμος", "ισότιμου":"ισότιμος", "ισότιμους":"ισότιμος", "ισότιμων":"ισότιμος", "ίσου":"ίσος", "ισούνται":"ισούμαι", "ίσους":"ίσος", "ισούται":"ισούμαι", "ισοϋψή":"ισοϋψής", "ισοϋψών":"ισοϋψής", "ισοφαρίζοντας":"ισοφαρίζω", "ισοφάρισαν":"ισοφαρίζω", "ισοφάρισε":"ισοφαρίζω", "ισοφαρίσει":"ισοφαρίζω", "ισοφάριση":"ισοφάριση", "ισοφάρισης":"ισοφάριση", "ισοφαρίσουμε":"ισοφαρίζω", "ισοφαρίσουν":"ισοφαρίζω", "ισοψήφησαν":"ισοψηφώ", "ισοψηφήσουν":"ισοψηφώ", "ισπανια":"ισπανία", "ισπανία":"ισπανία", "ισπανίας":"ισπανία", "ισπανικά":"ισπανικός", "ισπανικές":"ισπανικός", "ισπανική":"ισπανικός", "ισπανικής":"ισπανική", "ισπανικής":"ισπανικός", "ισπανικό":"ισπανικός", "ισπανικοί":"ισπανικός", "ισπανικός":"ισπανικός", "ισπανικού":"ισπανικός", "ισπανικούς":"ισπανικός", "ισπανικών":"ισπανικός", "ισπανο":"ισπανός", "ισπανό":"ισπανός", "ισπανοί":"ισπανός", "ισπανός":"ισπανός", "ισπανού":"ισπανός", "ισπανούς":"ισπανός", "ισπανόφωνες":"ισπανόφωνος", "ισπανόφωνη":"ισπανόφωνος", "ισπανόφωνους":"ισπανόφωνος", "ισπανόφωνων":"ισπανόφωνος", "ισπανών":"ισπανός", "ισραηλ":"ισραηλ", "ισραήλ":"ισραήλ", "ισραηλινά":"ισραηλινός", "ισραηλινές":"ισραηλινός", "ισραηλινή":"ισραηλινή", "ισραηλινη":"ισραηλινός", "ισραηλινή":"ισραηλινός", "ισραηλινής":"ισραηλινός", "ισραηλινό":"ισραηλινός", "ισραηλινοί":"ισραηλινός", "ισραηλινός":"ισραηλινός", "ισραηλινού":"ισραηλινός", "ισραηλινούς":"ισραηλινός", "ισραηλινών":"ισραηλινός", "ισραηλιτική":"ισραηλιτικός", "ισραηλιτικής":"ισραηλιτικός", "ισραήλ-σλοβενία":"ισραήλ-σλοβενία", "ισσάριθμες":"ισσάριθμες", "ιστ'":"ιστ'", "ιστ΄":"ιστ΄", "ισταμε":"ισταμε", "ιστάμενους":"ιστάμενος", "ισταμίνη":"ισταμίνη", "ισταμίνης":"ισταμίνη", "ίστανται":"ίστανται", "ίσταται":"ύστατος", "ίστγουντ":"ίστγουντ", "ιστιαία":"ιστιαία", "ιστιοδρομία":"ιστιοδρομία", "ιστιοδρομίες":"ιστιοδρομία", "ιστιοδρομιών":"ιστιοδρομία", "ιστιοπλοϊα":"ιστιοπλοΐα", "ιστιοπλοΐα":"ιστιοπλοΐα", "ιστιοπλοϊας":"ιστιοπλοΐα", "ιστιοπλοΐας":"ιστιοπλοΐα", "ιστιοπλοϊκά":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλοϊκή":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλοϊκό":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλοϊκος":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλοϊκού":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλοϊκών":"ιστιοπλοϊκός", "ιστιοπλόοι":"ιστιοπλόος", "ιστιοπλόος":"ιστιοπλόος", "ιστιοπλόους":"ιστιοπλόος", "ιστιοπλόων":"ιστιοπλόος", "ιστιοσανίδες":"ιστιοσανίδα", "ιστιοσανίδων":"ιστιοσανίδα", "ιστιοφόρα":"ιστιοφόρο", "ιστιοφόρο":"ιστιοφόρο", "ιστιρα":"ιστιρα", "ιστιρά":"ιστιρά", "ιστό":"ιστός", "ιστοί":"ιστός", "ιστολογικές":"ιστολογικός", "ίστον":"ίστον", "ιστορεί":"ιστορώ", "ιστορια":"ιστορία", "ιστορία":"ιστορία", "ιστοριας":"ιστορία", "ιστορίας":"ιστορία", "ιστοριες":"ιστορία", "ιστορίες":"ιστορία", "ιστορικά":"ιστορικά", "ιστορικα":"ιστορικός", "ιστορικά":"ιστορικός", "ιστορικές":"ιστορικός", "ιστορικη":"ιστορικός", "ιστορική":"ιστορικός", "ιστορικής":"ιστορικός", "ιστορικό":"ιστορικό", "ιστορικό":"ιστορικός", "ιστορικοί":"ιστορικός", "ιστορικός":"ιστορικός", "ιστορικότερου":"ιστορικός", "ιστορικότερους":"ιστορικός", "ιστορικότητα":"ιστορικότητα", "ιστορικότητά":"ιστορικότητα", "ιστορικού":"ιστορικός", "ιστορικούς":"ιστορικός", "ιστορικών":"ιστορικός", "ιστοριογραφία":"ιστοριογραφία", "ιστοριούλα":"ιστοριούλα", "ιστοριούλες":"ιστοριούλα", "ιστοριών":"ιστορία", "ιστός":"ιστός", "ιστοσελίδα":"ιστοσελίδα", "ιστοσελίδας":"ιστοσελίδα", "ιστοσελίδες":"ιστοσελίδα", "ιστοσελίδων":"ιστοσελίδα", "ιστοσυμβατότητα":"ιστοσυμβατότητα", "ιστοτόπος":"ιστότοπος", "ιστού":"ιστός", "ιστούς":"ιστός", "ιστών":"ιστός", "ισχαιμία":"ισχαιμία", "ισχαιμίας":"ισχαιμία", "ισχάκ":"ισχάκ", "ισχνά":"ισχνά", "ισχνές":"ισχνός", "ισχνή":"ισχνός", "ισχνό":"ισχνός", "ισχνών":"ισχνός", "ισχύ":"ισχύς", "ίσχυαν":"ισχύω", "ίσχυε":"ισχύω", "ισχύει":"ισχύω", "ισχύι":"ισχύι", "ισχύον":"ισχύων", "ισχύοντα":"ισχύων", "ισχύοντες":"ισχύων", "ισχύοντος":"ισχύων", "ισχύος":"ισχύς", "ισχύουν":"ισχύω", "ισχύουσα":"ισχύων", "ισχύουσας":"ισχύων", "ισχύουσες":"ισχύων", "ισχυρά":"ισχυρά", "ισχυρά":"ισχυρός", "ισχυρές":"ισχυρός", "ισχυρή":"ισχυρός", "ισχυρής":"ισχυρός", "ισχυρίζεστε":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίζεται":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίζομαι":"ισχυρίζομαι", "ισχυριζόμαστε":"ισχυρίζομαι", "ισχυριζόμενοι":"ισχυριζόμενος", "ισχυριζόμενος":"ισχυριζόμενος", "ισχυρίζονται":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίζονταν":"ισχυρίζομαι", "ισχυριζόταν":"ισχυρίζομαι", "ισχυρισθεί":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίσθηκε":"ισχυρίζομαι", "ισχυρισθώ":"ισχυρίζομαι", "ισχυρισμό":"ισχυρισμός", "ισχυρισμοί":"ισχυρισμός", "ισχυρισμός":"ισχυρισμός", "ισχυρισμού":"ισχυρισμός", "ισχυρισμούς":"ισχυρισμός", "ισχυρισμών":"ισχυρισμός", "ισχυριστεί":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίστηκαν":"ισχυρίζομαι", "ισχυρίστηκε":"ισχυρίζομαι", "ισχυριστούμε":"ισχυρίζομαι", "ισχυριστούν":"ισχυρίζομαι", "ισχυριστώ":"ισχυρίζομαι", "ισχυρο":"ισχυρός", "ισχυρό":"ισχυρός", "ισχυροί":"ισχυρός", "ισχυροποιείται":"ισχυροποιώ", "ισχυροποιηθεί":"ισχυροποιώ", "ισχυροποιηθούν":"ισχυροποιώ", "ισχυροποιήσει":"ισχυροποιώ", "ισχυροποίηση":"ισχυροποίηση", "ισχυρός":"ισχυρός", "ισχυρότατες":"ισχυρός", "ισχυρότατη":"ισχυρός", "ισχυρότατο":"ισχυρός", "ισχυρότατοι":"ισχυρός", "ισχυροτατος":"ισχυρός", "ισχυρότατου":"ισχυρός", "ισχυρότερα":"ισχυρά", "ισχυρότερες":"ισχυρός", "ισχυρότερη":"ισχυρός", "ισχυρότερης":"ισχυρός", "ισχυρότερο":"ισχυρός", "ισχυρότεροι":"ισχυρός", "ισχυρότερος":"ισχυρός", "ισχυροτέρου":"ισχυρός", "ισχυρότερου":"ισχυρός", "ισχυρότερους":"ισχυρός", "ισχυρότερων":"ισχυρός", "ισχυρού":"ισχυρός", "ισχυρούς":"ισχυρός", "ισχυρών":"ισχυρός", "ισχύς":"ισχύς", "ισχύσει":"ισχύω", "ισχύσουν":"ισχύω", "ισχύων":"ισχύων", "ίσων":"ίσος", "ισως":"ίσως", "ίσως":"ίσως", "ιταλια":"ιταλία", "ιταλία":"ιταλία", "ιταλίαν":"ιταλία", "ιταλιας":"ιταλία", "ιταλίας":"ιταλία", "ιταλίδα":"ιταλίδα", "ιταλίδων":"ιταλίδα", "ιταλικά":"ιταλικά", "ιταλικά":"ιταλικός", "ιταλικές":"ιταλικός", "ιταλική":"ιταλική", "ιταλική":"ιταλικός", "ιταλικήν":"ιταλικός", "ιταλικής":"ιταλικός", "ιταλικο":"ιταλικός", "ιταλικό":"ιταλικός", "ιταλικός":"ιταλικός", "ιταλικού":"ιταλικός", "ιταλικούς":"ιταλικός", "ιταλικών":"ιταλικός", "ιταλό":"ιταλός", "ιταλοαμερικάνος":"ιταλοαμερικάνος", "ιταλοί":"ιταλός", "ιταλοποίησης":"ιταλοποίησης", "ιταλος":"ιταλός", "ιταλός":"ιταλός", "ιταλου":"ιταλός", "ιταλού":"ιταλός", "ιταλους":"ιταλός", "ιταλούς":"ιταλός", "ιταλόφωνο":"ιταλόφωνος", "ιταλών":"ιταλός", "ιταμή":"ιταμός", "ίταμο":"ίταμο", "ιταμό":"ιταμός", "ίταμος":"ίταμος", "ίταμου":"ίταμου", "ιτάρ":"ιτάρ", "ιτέα":"ιτέα", "ιτέας":"ιτέα", "ιτίχαντ":"ιτίχαντ", "ιφιγενεια":"ιφιγένεια", "ιφιγένεια":"ιφιγένεια", "ιφιγένειες":"ιφιγένειες", "ιχ":"ιχ", "ιχ.":"ιχ.", "ιχθυαγορές":"ιχθυαγορά", "ιχθυες":"ιχθύς", "ιχθυηρα":"ιχθυηρα", "ιχθυοκαλλιέργειας":"ιχθυοκαλλιέργεια", "ιχθυοκαλλιέργειες":"ιχθυοκαλλιέργεια", "ιχθυοκαλλιεργητές":"ιχθυοκαλλιεργητής", "ιχθυοκαλλιεργιες":"ιχθυοκαλλιεργιες", "ιχθυοκομίας":"ιχθυοκομίας", "ιχθυολόγων":"ιχθυολόγος", "ιχθυος":"ιχθύς", "ιχθύος":"ιχθύς", "ιχθυόσκαλα":"ιχθυόσκαλα", "ιχθυόσκαλες":"ιχθυόσκαλα", "ιχθυοτροφεια":"ιχθυοτροφείο", "ιχνη":"ίχνος", "ίχνη":"ίχνος", "ιχνηλατώντας":"ιχνηλατώ", "ιχνογραφίας":"ιχνογραφία", "ιχνογραφούν":"ιχνογραφώ", "ίχνος":"ίχνος", "ιχνοστοιχεία":"ιχνοστοιχείο", "ιχνοστοιχείων":"ιχνοστοιχείο", "ίχνους":"ίχνος", "ιχνών":"ίχνος", "ιωακειμ":"ιωακείμ", "ιωακείμ":"ιωακείμ", "ιωακειμίδης":"ιωακειμίδης", "ιωακειμίδου":"ιωακειμίδου", "ιωαν.":"ιωαν.", "ιωάννα":"ιωάννα", "ιωάννας":"ιωάννα", "ιωαννη":"ιωάννης", "ιωάννη":"ιωάννης", "ιωαννης":"ιωάννης", "ιωάννης":"ιωάννης", "ιωαννίδη":"ιωαννίδης", "ιωαννιδης":"ιωαννίδης", "ιωαννίδης":"ιωαννίδης", "ιωαννιδου":"ιωαννιδου", "ιωαννίδου":"ιωαννίδου", "ιωάννινα":"ιωάννινα", "ιωαννινων":"ιωάννινα", "ιωαννίνων":"ιωάννινα", "ιωαννίνων-κοζάνης":"ιωαννίνων-κοζάνης", "ιωαννίνων-κονίτσης":"ιωαννίνων-κονίτσης", "ιωαννου":"ιωαννου", "ιωάννου":"ιωάννου", "ιώδιο":"ιώδιο", "ιών":"ιός", "ίωνες":"ίωνας", "ιωνία":"ιωνία", "ιωνίας":"ιωνία", "ιωνική":"ιωνικός", "ιωνικής":"ιωνικός", "ιωνικό":"ιωνικός", "ιωνικος":"ιωνικός", "ιωνικός":"ιωνικός", "ιωνικός2675630-19":"ιωνικός2675630-19", "ιωνικός-ολυμπιακός":"ιωνικός-ολυμπιακός", "ιωνικος-πανιωνιος":"ιωνικος-πανιωνιος", "ιωνικου":"ιωνικός", "ιωνικού":"ιωνικός", "ιωνικού-ολυμπιακού":"ιωνικού-ολυμπιακού", "ιωνικού-πανιωνίου":"ιωνικού-πανιωνίου", "ίωνος":"ίωνας", "ιώνων":"ίωνας", "ιώσεων":"ίωση", "ιωση":"ίωση", "ίωση":"ίωση", "ίωσης":"ίωση", "ιωσήφ":"ιωσήφ", "ιωσηφίδη":"ιωσηφίδη", "ιωσηφίδης":"ιωσηφίδης", "κ":"κ", "κ)":"κ)", "κ.":"κ.", "κ.α":"κ.α", "κ.ά":"κ.ά", "κ.α.":"κ.α.", "κ.ά.":"κ.ά.", "κ.α.α.":"κ.α.α.", "κ.α.ε.":"κ.α.ε.", "κ.β.ς.":"κ.β.ς.", "κ.γ.":"κ.γ.", "κ.ε":"κ.ε", "κ.ε.":"κ.ε.", "κ.ι.":"κ.ι.", "κ.ι.θ.":"κ.ι.θ.", "κ.κ.":"κ.κ.", "κ.κ.μ.":"κ.κ.μ.", "κ.κουκ.":"κ.κουκ.", "κ.λ.π.":"κ.λ.π.", "κ.λπ":"κ.λπ", "κ.λπ.":"κ.λπ.", "κ.ο.":"κ.ο.", "κ.ο.θ.":"κ.ο.θ.", "κ.ο.κ":"κ.ο.κ", "κ.ο.κ.":"κ.ο.κ.", "κ.π.ρ.":"κ.π.ρ.", "κ.τ.":"κ.τ.", "κ.τ.λ":"κ.τ.λ", "κ.τ.λ.":"κ.τ.λ.", "κ.υ.":"κ.υ.", "κing":"κing", "κo":"κo", "κα":"κα", "κάαν":"κάαν", "καβ":"καβ", "κάβα":"κάβα", "καβάγια":"καβάγια", "καβαγκόε":"καβαγκόε", "καβακά":"καβακά", "καβακάς":"καβακάς", "καβάκο":"καβάκο", "καβάκος":"καβάκος", "καβάκου":"καβάκου", "καβάλα":"καβάλα", "καβαλα":"καβαλώ", "καβάλα2156727-38":"καβάλα2156727-38", "καβαλάρη":"καβαλάρης", "καβαλάρηδες":"καβαλάρης", "καβαλαρης":"καβαλάρης", "καβαλάρι":"καβαλάρι", "καβαλαρίου":"καβαλαρίου", "καβάλας":"καβάλα", "καβαλας":"καβαλώ", "καβάλας-αίας":"καβάλας-αίας", "καβάλησαν":"καβαλώ", "καβάλησε":"καβαλώ", "καβαλήσει":"καβαλώ", "καβαλιέρο":"καβαλιέρος", "καβαλίερς":"καβαλίερς", "καβαλιώτες":"καβαλιώτης", "καβαλιώτης":"καβαλιώτης", "καβάσιλα":"καβάσιλα", "καβάφη":"καβάφης", "καβάφης":"καβάφης", "καβγά":"καβγάς", "καβγάδες":"καβγάς", "καβγαδίσετε":"καβγαδίζω", "καβγάς":"καβγάς", "καβέτσος":"καβέτσος", "καβίσε":"καβίσε", "κάβο":"κάβος", "κάβος-δασκαλιό":"κάβος-δασκαλιό", "καβούκι":"καβούκι", "κάβουρα":"κάβουρας", "κάβουρας":"κάβουρας", "καβούρι":"καβούρι", "καβούρια":"καβούρι", "καβουρντίζουμε":"καβουρδίζω", "καγεγκελντίν":"καγεγκελντίν", "καγιάκ":"καγιάκ", "καγιάκερς":"καγιάκερς", "καγιέμ":"καγιέμ", "καγιόκο":"καγιόκο", "κάγκελα":"κάγκελο", "καγκελαρία":"καγκελαρία", "καγκελαρίας":"καγκελαρία", "καγκελάριο":"καγκελάριος", "καγκελάριος":"καγκελάριος", "καγκελαρίου":"καγκελάριος", "καγκελάριου":"καγκελάριος", "κα-γκε-μπε":"κα-γκε-μπε", "καγκιούζης":"καγκιούζης", "καγχαστές":"καγχαστής", "κάδιθ":"κάδιθ", "κάδμιο":"κάδμιο", "κάδο":"κάδος", "καδόγλου":"καδόγλου", "κάδοι":"κάδος", "κάδου":"κάδος", "κάδους":"κάδος", "κάδρα":"κάδρο", "καδράρατε":"καδράρω", "καδράρει":"καδράρω", "καδραρισμα":"καδράρισμα", "καδράρισμα":"καδράρισμα", "κάδρο":"κάδρο", "καδρόνια":"καδρόνι", "κάδων":"κάδος", "καε":"καε", "καεί":"καίω", "καζα":"καζάς", "καζάζη":"καζάζης", "καζάκος":"καζάκος", "καζάκου":"καζάκος", "καζακστάν":"καζακστάν", "καζαλέκιο":"καζαλέκιο", "καζαμίας":"καζαμίας", "καζαν":"καζαν", "καζάν":"καζάν", "καζανάκι":"καζανάκι", "καζάν-αλικάντε":"καζάν-αλικάντε", "καζάνι":"καζάνι", "καζάνια":"καζάνι", "καζαντζάκη":"καζαντζάκης", "καζαντζάκης":"καζαντζάκης", "καζαντζής":"καζαντζής", "καζαντζίδης":"καζαντζίδης", "καζαντζόγλου":"καζαντζόγλου", "καζατζής":"καζατζής", "καζεμί":"καζεμί", "κάζεντερ":"κάζεντερ", "κάζη":"κάζη", "κάζης":"κάζης", "καζίλας":"καζίλας", "καζιμίερζ":"καζιμίερζ", "καζίνα":"καζίνο", "καζινο":"καζίνο", "καζίνο":"καζίνο", "καζίνου":"καζίνο", "καζίνσκι":"καζίνσκι", "καζίνων":"καζίνο", "καζλάουσκας":"καζλάουσκας", "κάζο":"κάζο", "καζουακι":"καζουακι", "καζουάκι":"καζουάκι", "κάηκαν":"καίω", "κάηκε":"καίω", "καημένε":"καημένος", "καημένη":"καημένος", "καημένο":"καημένος", "καημένοι":"καημένος", "καημένος":"καημένος", "καημένου":"καημένος", "καημό":"καημός", "καημοί":"καημός", "καημός":"καημός", "καημούς":"καημός", "καθ":"κατά", "καθ'":"κατά", "καθ΄ολοκληρίαν":"καθ΄ολοκληρίαν", "καθαγιάζει":"καθαγιάζω", "καθαγιάζεται":"καθαγιάζω", "καθαγιάσει":"καθαγιάζω", "καθαιρεθεί":"καθαιρώ", "καθαιρείται":"καθαιρώ", "καθαίρεσε":"καθαιρώ", "καθαιρέσεις":"καθαιρώ", "καθαίρεση":"καθαίρεση", "καθαίρεσή":"καθαίρεση", "καθαρά":"καθαρά", "καθαρά":"καθαρός", "καθαράς":"καθαρά", "καθαρές":"καθαρός", "καθαρεύουσα":"καθαρεύουσα", "καθαρή":"καθαρός", "καθαρής":"καθαρός", "καθαρθεί":"καθαρθεί", "καθαρίζαμε":"καθαρίζω", "καθάριζαν":"καθαρίζω", "καθάριζε":"καθαρίζω", "καθαρίζει":"καθαρίζω", "καθαρίζεις":"καθαρίζω", "καθαρίζεται":"καθαρίζω", "καθαρίζετε":"καθαρίζω", "καθαρίζοντας":"καθαρίζω", "καθαριζόταν":"καθαρίζω", "καθαρίζουμε":"καθαρίζω", "καθαρίζουν":"καθαρίζω", "καθάριο":"καθάριος", "καθαριότης":"καθαριότητα", "καθαριότητα":"καθαριότητα", "καθαριότητά":"καθαριότητα", "καθαριότητας":"καθαριότητα", "καθάριους":"καθάριος", "καθάρισα":"καθαρίζω", "καθαρίσαμε":"καθαρίζω", "καθάρισαν":"καθαρίζω", "καθαρισε":"καθαρίζω", "καθάρισε":"καθαρίζω", "καθαρίσει":"καθαρίζω", "καθαρίσματα":"καθάρισμα", "καθαρισμένα":"καθαρίζω", "καθαρισμένες":"καθαρίζω", "καθαρισμένη":"καθαρίζω", "καθαρισμό":"καθαρισμός", "καθαρισμός":"καθαρισμός", "καθαρισμού":"καθαρισμός", "καθαρισμούς":"καθαρισμός", "καθαρίσουμε":"καθαρίζω", "καθαρίσουν":"καθαρίζω", "καθαριστεί":"καθαρίζω", "καθαριστές":"καθαριστής", "καθαριστής":"καθαριστής", "καθαριστούν":"καθαρίζω", "καθαρίστρια":"καθαρίστρια", "καθαρίστριες":"καθαρίστρια", "καθάρματα":"κάθαρμα", "καθαρό":"καθαρός", "καθαρόαιμα":"καθαρόαιμος", "καθαρόαιμη":"καθαρόαιμος", "καθαρόαιμο":"καθαρόαιμος", "καθαρόαιμος":"καθαρόαιμος", "καθαρόαιμους":"καθαρόαιμος", "καθαρογραφεί":"καθαρογραφώ", "καθαροί":"καθαρός", "καθαρός":"καθαρός", "καθαρότατη":"καθαρός", "καθαρότερα":"καθαρά", "καθαρότητα":"καθαρότητα", "καθαρότητας":"καθαρότητα", "καθαρού":"καθαρός", "καθαρούς":"καθαρός", "κάθαρση":"κάθαρση", "κάθαρσης":"κάθαρση", "καθαρτήρια":"καθαρτήριος", "καθαρών":"καθαρός", "καθαρώς":"καθαρά", "καθαυτές":"καθεαυτός", "καθαυτή":"καθεαυτός", "καθαυτής":"καθεαυτός", "καθαυτό":"καθεαυτό", "καθε":"καθε", "κάθε":"κάθε", "καθεαυτά":"καθεαυτός", "καθεαυτή":"καθεαυτός", "καθεαυτό":"καθεαυτό", "καθεδρικό":"καθεδρικός", "καθεδρικός":"καθεδρικός", "καθεδρικού":"καθεδρικός", "καθεδρικούς":"καθεδρικός", "κάθειρξη":"κάθειρξη", "κάθειρξης":"κάθειρξη", "καθείς":"καθένας", "καθέκαστα":"καθέκαστα", "καθεμιά":"καθένας", "καθεμία":"καθένας", "καθεμιάς":"καθένας", "καθεμίας":"καθένας", "καθένα":"καθένας", "καθέναν":"καθένας", "καθένας":"καθένας", "καθενός":"καθένας", "καθεξής":"καθεξής", "κάθεσαι":"κάθομαι", "κάθεστε":"κάθομαι", "καθεστηκυίας":"καθεστηκώς", "καθεστώς":"καθεστώς", "καθεστώτα":"καθεστώς", "καθεστωτικά":"καθεστωτικός", "καθεστωτική":"καθεστωτικός", "καθεστωτικής":"καθεστωτικός", "καθεστώτος":"καθεστώς", "καθεστώτων":"καθεστώς", "κάθετα":"κάθετα", "κάθεται":"κάθομαι", "κάθετες":"κάθετος", "κάθετη":"κάθετος", "καθετήρες":"καθετήρας", "καθετηριασμό":"καθετηριασμός", "καθετηριασμός":"καθετηριασμός", "καθετί":"καθετί", "κάθετο":"κάθετος", "κάθετοι":"κάθετος", "κάθετος":"κάθετος", "κάθετου":"κάθετος", "κάθετους":"κάθετος", "κάθετων":"κάθετος", "καθέτως":"κάθετα", "καθηγ":"καθηγ", "καθηγητά":"καθηγητής", "καθηγητες":"καθηγητής", "καθηγητές":"καθηγητής", "καθηγητές-καλλιτέχνες":"καθηγητές-καλλιτέχνες", "καθηγητή":"καθηγητής", "καθηγητης":"καθηγητής", "καθηγητής":"καθηγητής", "καθηγητικές":"καθηγητικός", "καθηγητού":"καθηγητής", "καθηγήτρια":"καθηγήτρια", "καθηγητριας":"καθηγήτρια", "καθηγήτριας":"καθηγήτρια", "καθηγήτριες":"καθηγήτρια", "καθηγητών":"καθηγητής", "καθήκον":"καθήκον", "καθήκοντα":"καθήκον", "καθήκοντά":"καθήκον", "καθήκοντος":"καθήκον", "καθήκοντός":"καθήκον", "καθηκόντων":"καθήκον", "καθηλωθεί":"καθηλώνω", "καθηλώθηκε":"καθηλώνω", "καθηλωμένα":"καθηλώνω", "καθηλωμένο":"καθηλωμένος", "καθηλωμένοι":"καθηλωμένος", "καθηλωμένος":"καθηλωμένος", "καθηλώνει":"καθηλώνω", "καθηλώνεται":"καθηλώνω", "καθηλώνοντας":"καθηλώνω", "καθηλώνουν":"καθηλώνω", "καθήλωσαν":"καθηλώνω", "καθήλωσε":"καθηλώνω", "καθηλώσει":"καθηλώνω", "καθήλωση":"καθήλωση", "καθήλωσης":"καθήλωση", "καθηλώσουμε":"καθηλώνω", "καθηλωτική":"καθηλωτικός", "καθήμενοι":"καθήμενος", "καθημερινά":"καθημερινά", "καθημερινά":"καθημερινός", "καθημερινές":"καθημερινός", "καθημερινη":"καθημερινός", "καθημερινή":"καθημερινός", "καθημερινής":"καθημερινός", "καθημερινό":"καθημερινός", "καθημερινοί":"καθημερινός", "καθημερινότητα":"καθημερινότητα", "καθημερινότητά":"καθημερινότητα", "καθημερινότητας":"καθημερινότητα", "καθημερινότητάς":"καθημερινότητα", "καθημερινού":"καθημερινός", "καθημερινούς":"καθημερινός", "καθημερινών":"καθημερινός", "καθημερινώς":"καθημερινά", "κάθησα":"κάθησα", "κάθησαν":"κάθησαν", "κάθησε":"κάθησε", "καθήσει":"καθήσει", "καθήσετε":"καθήσετε", "καθήσουμε":"καθήσουμε", "καθήσουν":"καθήσουν", "καθήστε":"καθήστε", "καθησυχάζει":"καθησυχάζω", "καθησυχάζουμε":"καθησυχάζω", "καθησυχάζουν":"καθησυχάζω", "καθησύχασαν":"καθησυχάζω", "καθησύχασε":"καθησυχάζω", "καθησυχάσει":"καθησυχάζω", "καθησυχασμό":"καθησυχασμός", "καθησυχάσουμε":"καθησυχάζω", "καθησυχάσουν":"καθησυχάζω", "καθησυχαστικά":"καθησυχαστικά", "καθησυχαστικές":"καθησυχαστικός", "καθησυχαστική":"καθησυχαστικός", "καθησυχαστικό":"καθησυχαστικός", "καθησυχαστικοί":"καθησυχαστικός", "καθησυχαστικός":"καθησυχαστικός", "καθήσω":"καθήσω", "καθιδρύει":"καθιδρύω", "καθιερωθεί":"καθιερώνω", "καθιερώθηκαν":"καθιερώνω", "καθιερώθηκε":"καθιερώνω", "καθιερωθούν":"καθιερώνω", "καθιερωθώ":"καθιερώνω", "καθιερωμένα":"καθιερωμένος", "καθιερωμένες":"καθιερωμένος", "καθιερωμένη":"καθιερωμένος", "καθιερωμένο":"καθιερωμένος", "καθιερωμένου":"καθιερωμένος", "καθιερωμένους":"καθιερώνω", "καθιερωμένων":"καθιερώνω", "καθιερώνει":"καθιερώνω", "καθιερώνεται":"καθιερώνω", "καθιερώνονται":"καθιερώνω", "καθιερώνοντας":"καθιερώνω", "καθιερώνουν":"καθιερώνω", "καθιερώσαμε":"καθιερώνω", "καθιέρωσαν":"καθιερώνω", "καθιέρωσε":"καθιερώνω", "καθιερώσει":"καθιερώνω", "καθιέρωση":"καθιέρωση", "καθιέρωσή":"καθιέρωση", "καθιέρωσης":"καθιέρωση", "καθιέρωσής":"καθιέρωση", "καθιερώσουμε":"καθιερώνω", "καθιερώσουν":"καθιερώνω", "καθιζάνουν":"καθιζάνω", "καθιζήσεις":"καθίζηση", "καθιζήσεων":"καθίζηση", "καθίζηση":"καθίζηση", "καθίζησης":"καθίζηση", "καθίκι":"καθίκι", "κάθισα":"κάθομαι", "καθίσαμε":"κάθομαι", "κάθισαν":"κάθομαι", "κάθισε":"κάθομαι", "καθίσει":"κάθομαι", "καθίσεις":"κάθομαι", "καθίσετε":"κάθομαι", "κάθισμα":"κάθισμα", "κάθισμά":"κάθισμα", "καθίσματα":"κάθισμα", "καθίσματος":"κάθισμα", "καθισμάτων":"κάθισμα", "καθισμένα":"καθισμένος", "καθισμένο":"καθισμένος", "καθισμένοι":"καθισμένος", "καθισμένος":"καθίζω", "καθίσουμε":"κάθομαι", "καθίσουν":"κάθομαι", "καθιστά":"καθιστώ", "καθίστανται":"καθίσταμαι", "καθίσταται":"καθίσταμαι", "καθίστε":"κάθομαι", "καθιστή":"καθιστός", "καθιστικές":"καθιστικός", "καθιστική":"καθιστικός", "καθιστικό":"καθιστικός", "καθιστικών":"καθιστικός", "καθιστούν":"καθιστώ", "καθιστούσαν":"καθιστώ", "καθιστούσε":"καθιστώ", "καθιστώ":"καθιστώ", "καθιστώντας":"καθιστώ", "καθίσω":"κάθομαι", "κάθλιν":"κάθλιν", "καθοδηγεί":"καθοδηγώ", "καθοδηγείται":"καθοδηγώ", "καθοδήγησε":"καθοδηγώ", "καθοδηγήσει":"καθοδηγώ", "καθοδήγηση":"καθοδήγηση", "καθοδήγησης":"καθοδήγηση", "καθοδηγήσουν":"καθοδηγώ", "καθοδηγητές":"καθοδηγητής", "καθοδηγητή":"καθοδηγητής", "καθοδηγητής":"καθοδηγητής", "καθοδηγητική":"καθοδηγητικός", "καθοδηγητικό":"καθοδηγητικός", "καθοδηγητών":"καθοδηγητής", "καθοδηγούμενα":"καθοδηγούμενος", "καθοδηγούμενη":"καθοδηγούμενος", "καθοδηγούμενο":"καθοδηγούμενος", "καθοδηγούμενοι":"καθοδηγούμενος", "καθοδηγούν":"καθοδηγώ", "καθοδηγούνται":"καθοδηγώ", "καθοδηγούσαν":"καθοδηγώ", "καθοδηγούσε":"καθοδηγώ", "καθοδηγώντας":"καθοδηγώ", "καθοδικά":"καθοδικά", "καθοδικές":"καθοδικός", "καθοδική":"καθοδικός", "καθοδικής":"καθοδικός", "κάθοδο":"κάθοδος", "κάθοδό":"κάθοδος", "κάθοδος":"κάθοδος", "καθόδου":"κάθοδος", "καθόδους":"κάθοδος", "καθόλη":"καθόλη", "καθολικά":"καθολικά", "καθολικές":"καθολικός", "καθολική":"καθολικός", "καθολικής":"καθολικός", "καθολικισμού":"καθολικισμός", "καθολικό":"καθολικός", "καθολικοί":"καθολικός", "καθολικός":"καθολικός", "καθολικού":"καθολικός", "καθολικούς":"καθολικός", "καθολικών":"καθολικός", "καθόλου":"καθόλου", "κάθομαι":"κάθομαι", "καθόμαστε":"κάθομαι", "καθομιλουμένη":"καθομιλουμένη", "καθόμουν":"κάθομαι", "κάθονται":"κάθομαι", "κάθονταν":"κάθομαι", "καθόντουσαν":"κάθομαι", "καθόριζαν":"καθορίζω", "καθόριζε":"καθορίζω", "καθορίζει":"καθορίζω", "καθορίζεται":"καθορίζω", "καθοριζόμενες":"καθοριζόμενος", "καθοριζόμενη":"καθοριζόμενος", "καθορίζονται":"καθορίζω", "καθορίζονταν":"καθορίζω", "καθορίζοντας":"καθορίζω", "καθοριζόταν":"καθορίζω", "καθορίζουμε":"καθορίζω", "καθορίζουν":"καθορίζω", "καθόρισαν":"καθορίζω", "καθόρισε":"καθορίζω", "καθορίσει":"καθορίζω", "καθορισθεί":"καθορίζω", "καθορισθούν":"καθορίζω", "καθορισμένα":"καθορισμένος", "καθορισμένες":"καθορίζω", "καθορισμένη":"καθορίζω", "καθορισμένης":"καθορίζω", "καθορισμένο":"καθορίζω", "καθορισμένου":"καθορισμένος", "καθορισμένων":"καθορίζω", "καθορισμό":"καθορισμός", "καθορισμός":"καθορισμός", "καθορισμού":"καθορισμός", "καθορίσουμε":"καθορίζω", "καθορίσουν":"καθορίζω", "καθοριστεί":"καθορίζω", "καθορίστηκε":"καθορίζω", "καθοριστικά":"καθοριστικά", "καθοριστικές":"καθοριστικός", "καθοριστικη":"καθοριστικός", "καθοριστική":"καθοριστικός", "καθοριστικής":"καθοριστικός", "καθοριστικό":"καθοριστικός", "καθοριστικοί":"καθοριστικός", "καθοριστικός":"καθοριστικός", "καθοριστικού":"καθοριστικός", "καθοριστούν":"καθορίζω", "καθόσον":"καθόσον", "καθόταν":"κάθομαι", "καθότι":"καθότι", "καθούμενα":"καθούμενος", "καθρέπτη":"καθρέπτης", "καθρέπτης":"καθρέπτης", "καθρέφτες":"καθρέφτης", "καθρέφτη":"καθρέφτης", "καθρέφτης":"καθρέφτης", "καθρέφτιζε":"καθρεφτίζω", "καθρεφτίζει":"καθρεφτίζω", "καθρεφτίζεται":"καθρεφτίζω", "καθρεφτίζονται":"καθρεφτίζω", "καθρέφτισμα":"καθρέφτισμα", "κάθριν":"κάθριν", "καθυβρίζουν":"καθυβρίζω", "καθυποτάξει":"καθυποτάσσω", "καθυστερεί":"καθυστερώ", "καθυστερημένα":"καθυστερημένος", "καθυστερημένες":"καθυστερημένος", "καθυστερημένη":"καθυστερημένος", "καθυστερημένης":"καθυστερημένος", "καθυστερημένο":"καθυστερημένος", "καθυστερημένοι":"καθυστερημένος", "καθυστερημένος":"καθυστερημένος", "καθυστερημένου":"καθυστερημένος", "καθυστερημένων":"καθυστερημένος", "καθυστερήσαμε":"καθυστερώ", "καθυστέρησαν":"καθυστερώ", "καθυστέρησε":"καθυστερώ", "καθυστερήσει":"καθυστερώ", "καθυστερήσεις":"καθυστέρηση", "καθυστερήσεων":"καθυστέρηση", "καθυστέρηση":"καθυστέρηση", "καθυστέρησή":"καθυστέρηση", "καθυστέρησης":"καθυστέρηση", "καθυστερήσουμε":"καθυστερώ", "καθυστερήσουν":"καθυστερώ", "καθυστερούμε":"καθυστερώ", "καθυστερούν":"καθυστερώ", "καθυστερούσε":"καθυστερώ", "καθώς":"καθώς", "καθωσπρέπει":"καθωσπρέπει", "καθωσπρεπισμό":"καθωσπρεπισμός", "καθωσπρεπισμού":"καθωσπρεπισμός", "και":"και", "'και":"'και", "κάι":"κάι", "και9":"και9", "καιάδα":"καιάδας", "καίγεται":"καίω", "καίγετε":"καίω", "καίγονται":"καίω", "καίγοντας":"καίω", "καιγόταν":"καίω", "καιει":"καίω", "καίει":"καίω", "καϊζερσλαουτερν":"καϊζερσλαουτερν", "καϊζερσλάουτερν":"καϊζερσλάουτερν", "καΐκι":"καΐκι", "καΐκια":"καΐκι", "καϊκιού":"καΐκι", "καΐλή":"καΐλή", "καϊμάκι":"καϊμάκι", "καίμε":"καίω", "κάιν":"κάιν", "καινά":"καινός", "καϊνάρος":"καϊνάρος", "καϊνάρου":"καϊνάρου", "καίνε":"καίω", "καινή":"καινός", "καινόν":"καινός", "καινοτόμα":"καινοτόμος", "καινοτομεί":"καινοτομώ", "καινοτόμες":"καινοτόμος", "καινοτομία":"καινοτομία", "καινοτομίας":"καινοτομία", "καινοτομίες":"καινοτομία", "καινοτομικά":"καινοτομικός", "καινοτομικό":"καινοτομικός", "καινοτομιών":"καινοτομία", "καινοτόμο":"καινοτόμος", "καινοτόμος":"καινοτόμος", "καινοτόμου":"καινοτόμος", "καινοτομούν":"καινοτομώ", "καινοτόμους":"καινοτόμος", "καινοτόμων":"καινοτόμος", "καινούργια":"καινούργιος", "καινούργιας":"καινούργιος", "καινούργιες":"καινούργιος", "καινούργιο":"καινούργιος", "καινούργιοι":"καινούργιος", "καινούργιος":"καινούργιος", "καινούργιου":"καινούργιος", "καινούργιους":"καινούργιος", "καινούργιων":"καινούργιος", "καινούρια":"καινούριος", "καινούριες":"καινούριος", "καινούριο":"καινούριος", "καινούριος":"καινούριος", "καινοφανές":"καινοφανής", "καινοφανή":"καινοφανής", "καινοφανής":"καινοφανής", "κάιντα":"κάιντα", "καιόμενη":"καιόμενος", "καϊπιρίνια":"καϊπιρίνια", "καϊρης":"καΐρης", "καίρια":"καίριος", "καίριας":"καίριος", "καίριες":"καίριος", "καιρικά":"καιρικός", "καιρικές":"καιρικός", "καιρικών":"καιρικός", "καίριο":"καίριος", "καίριος":"καίριος", "καίριους":"καίριος", "καίριων":"καίριος", "κάιρο":"κάιρο", "καιρο":"καιρός", "καιρό":"καιρός", "καιροί":"καιρός", "καιρόν":"καιρός", "καιρός":"καιρός", "καιροσκοπικά":"καιροσκοπικά", "καιροσκοπική":"καιροσκοπικός", "καιροσκοπικό":"καιροσκοπικός", "καιροσκοπισμό":"καιροσκοπισμός", "καιροσκοπισμός":"καιροσκοπισμός", "καΐρου":"κάιρο", "καιρου":"καιρός", "καιρού":"καιρός", "καίρου":"καίρου", "καιρούς":"καιρός", "καιρούς'":"καιρούς'", "καιροφυλακτεί":"καιροφυλακτώ", "καιροφυλακτούν":"καιροφυλακτώ", "καιροφυλακτώντας":"καιροφυλακτώ", "καιρών":"καιρός", "καϊσα":"καϊσα", "καΐσα":"καΐσα", "κάισα":"κάισα", "καίσαρα":"καίσαρας", "καισαριανή":"καισαριανή", "καισαριανής":"καισαριανή", "καισαρική":"καισαρικός", "καισαρισμός":"καισαρισμός", "καιστο":"καιστο", "κάιτ":"κάιτ", "καϊτέλ":"καϊτέλ", "κάιτελ":"κάιτελ", "καίτη":"καίτη", "καίτης":"καίτη", "καίτοι":"καίτοι", "κακoήθες":"κακoήθες", "κακά":"κακός", "κακαβια":"κακαβιά", "κακαβιά":"κακαβιά", "κακαβιάς":"κακαβιά", "κακαζούκης":"κακαζούκης", "κακάο":"κακάο", "κακαουνάκης":"κακαουνάκης", "κακαρούδης":"κακαρούδης", "κακείσε":"κακείσε", "κακέκτυπά":"κακέκτυπος", "κακέκτυπη":"κακέκτυπος", "κακεντρεχείς":"κακεντρεχής", "κακές":"κακός", "κακή":"κακός", "κακήν":"κακός", "κακής":"κακός", "'κακιά":"'κακιά", "κακία":"κακία", "κακιά":"κακός", "κακίας":"κακία", "κακίες":"κακία", "κακιούζη":"κακιούζη", "κακιούζης":"κακιούζης", "κακιούλες":"κακιούλες", "κακιουση":"κακιουση", "κακιούση":"κακιούση", "κακιουσης":"κακιουσης", "κακιούσης":"κακιούσης", "κάκιστα":"κακά", "κάκιστες":"κακός", "κάκιστο":"κακός", "κάκιστος":"κακός", "κακκαβιά":"κακκαβιά", "κάκκαλο":"κάκκαλο", "κακλαμανακη":"κακλαμανακη", "κακλαμανάκη":"κακλαμανάκη", "κακλαμανάκης":"κακλαμανάκης", "κακλαμάνη":"κακλαμάνης", "κακλαμανης":"κακλαμάνης", "κακλαμάνης":"κακλαμάνης", "κακλαμάνη-τσοβόλα":"κακλαμάνη-τσοβόλα", "κακλαμάνος":"κακλαμάνος", "κακό":"κακός", "κακόβουλα":"κακόβουλος", "κακόβουλης":"κακόβουλος", "κακογιάννη":"κακογιάννης", "κακογιάννης":"κακογιάννης", "κάκογλου":"κάκογλου", "κακόγουστη":"κακόγουστος", "κακογουστιά":"κακογουστιά", "κακογουστιάς":"κακογουστιά", "κακόγουστο":"κακόγουστος", "κακογραμμένα":"κακογραμμένος", "κακοδαιμονία":"κακοδαιμονία", "κακοδαιμονίας":"κακοδαιμονία", "κακοδιαχειρίσεις":"κακοδιαχείριση", "κακοδιαχείριση":"κακοδιαχείριση", "κακοδιαχείρισης":"κακοδιαχείριση", "κακοδιοίκηση":"κακοδιοίκηση", "κακοδιοίκησης":"κακοδιοίκηση", "κακοήθειας":"κακοήθεια", "κακοήθεις":"κακοήθης", "κακόηθες":"κακοήθης", "κακοήθη":"κακοήθης", "κακοήθης":"κακοήθης", "κακοήθους":"κακοήθης", "κακοήθως":"κακοήθως", "κακοί":"κακός", "κακοκαιρία":"κακοκαιρία", "κακοκαιριας":"κακοκαιριά", "κακοκαιρίας":"κακοκαιρία", "κακοκαιρίες":"κακοκαιρία", "κακοκαρδίσει":"κακοκαρδίζω", "κακόκεφοι":"κακόκεφος", "κακομαθημένα":"κακομαθημένος", "κακομαθημένη":"κακομαθαίνω", "κακομαθημένο":"κακομαθαίνω", "κακομαθημένοι":"κακομαθαίνω", "κακομαθημένος":"κακομαθαίνω", "κακομαθημένου":"κακομαθημένος", "κακομεταχείριση":"κακομεταχείριση", "κακομεταχείρισης":"κακομεταχείριση", "κακομεταχείρισής":"κακομεταχείριση", "κακομεταχειρίστηκαν":"κακομεταχειρίζομαι", "κακομοιρας":"κακόμοιρος", "κακομοίρη":"κακόμοιρος", "κακομοιριάς":"κακομοιριά", "κακόμοιροι":"κακόμοιρος", "κακόν":"κακός", "κακοντυμένης":"κακοντυμένος", "κακοπαθαίνουν":"κακοπαθαίνω", "κακοπληρωτές":"κακοπληρωτής", "κακοποιά":"κακοποιός", "κακοποιείται":"κακοποιώ", "κακοποιήθηκαν":"κακοποιώ", "κακοποιήθηκε":"κακοποιώ", "κακοποιηθώ":"κακοποιώ", "κακοποιημένες":"κακοποιώ", "κακοποιημένη":"κακοποιώ", "κακοποιημένου":"κακοποιώ", "κακοποιημένων":"κακοποιημένος", "κακοποίησαν":"κακοποιώ", "κακοποίησε":"κακοποιώ", "κακοποιήσει":"κακοποιώ", "κακοποιήσεις":"κακοποίηση", "κακοποιησεων":"κακοποίηση", "κακοποιήσεων":"κακοποίηση", "κακοποίηση":"κακοποίηση", "κακοποίησης":"κακοποίηση", "κακοποιό":"κακοποιός", "κακοποιοί":"κακοποιός", "κακοποιός":"κακοποιός", "κακοποιού":"κακοποιός", "κακοποιούμενες":"κακοποιούμενος", "κακοποιούνται":"κακοποιώ", "κακοποιούς":"κακοποιός", "κακοποιούσε":"κακοποιώ", "κακοποιών":"κακοποιός", "κακοπροαίρετοι":"κακοπροαίρετος", "κακός":"κακός", "κάκος":"κάκος", "κακοστημένη":"κακοστημένος", "κακότεχνα":"κακότεχνα", "κακοτεχνία":"κακοτεχνία", "κακοτεχνίας":"κακοτεχνία", "κακοτεχνίες":"κακοτεχνία", "κακοτεχνιών":"κακοτεχνία", "κακότεχνους":"κακότεχνος", "κακότητα":"κακότητα", "κακοτοπιές":"κακοτοπιά", "κακοτράχαλα":"κακοτράχαλος", "κακότροπο":"κακότροπος", "κακοτυχία":"κακοτυχία", "κακοτυχίας":"κακοτυχία", "κακού":"κακός", "κακουλίδης":"κακουλίδης", "κακούργημα":"κακούργημα", "κακουργήματα":"κακούργημα", "κακουργηματικές":"κακουργηματικός", "κακουργηματική":"κακουργηματικός", "κακουργηματικής":"κακουργηματικός", "κακουργηματικού":"κακουργηματικός", "κακουργηματικών":"κακουργηματικός", "κακουργήματος":"κακούργημα", "κακουργημάτων":"κακούργημα", "κακουργιοδικείο":"κακουργιοδικείο", "κακούς":"κακός", "κακουχίες":"κακουχία", "κακουχιών":"κακουχία", "κακοφαίνεται":"κακοφαίνεται", "κακοφάνηκε":"κακοφαίνομαι", "κακόφημα":"κακόφημος", "κακόφημη":"κακόφημος", "κακόφημου":"κακόφημος", "κακόφημων":"κακόφημος", "κακοφορμίζει":"κακοφορμίζω", "κακοφορμισμένο":"κακοφορμίζω", "κακοφωνία":"κακοφωνία", "κακριδής":"κακριδής", "κάκτο":"κάκτος", "κάκτους":"κάκτος", "κακών":"κακός", "κακώς":"κακά", "κακώσεις":"κάκωση", "κακώσεων":"κάκωση", "κάκωση":"κάκωση", "κάκωσης":"κάκωση", "καλ":"καλ", "καλ.":"καλ.", "καλα":"καλά", "καλά":"καλά", "καλά":"καλός", "καλαβρία":"καλαβρία", "καλαβριανός":"καλαβριανός", "καλάβρυτα":"καλάβρυτα", "καλαβρυτων":"καλάβρυτα", "καλαβρύτων":"καλάβρυτα", "καλαγκάνη":"καλαγκάνη", "καλαγκάνης":"καλαγκάνης", "καλαθάκι":"καλαθάκι", "καλάθι":"καλάθι", "καλάθια":"καλάθι", "καλαθιού":"καλάθι", "κάλαθο":"κάλαθος", "καλαθόσφαιρα":"καλαθόσφαιρα", "καλαθοσφαιρική":"καλαθοσφαιρική", "καλαθοσφαίριση":"καλαθοσφαίριση", "καλαθοσφαίρισης":"καλαθοσφαίριση", "καλαθοσφαιριστών":"καλαθοσφαιριστής", "καλαί":"καλαί", "καλαίσθητη":"καλαίσθητος", "καλαίσθητο":"καλαίσθητος", "καλαίσθητοι":"καλαίσθητος", "καλαίσθητου":"καλαίσθητος", "καλαίσθητους":"καλαίσθητος", "καλαϊτζή":"καλαϊτζής", "καλαϊτζής":"καλαϊτζής", "καλαϊτζίδης":"καλαϊτζίδης", "καλαϊτζιδου":"καλαϊτζιδου", "καλαϊτζίδου":"καλαϊτζίδου", "καλαιτζόγλου":"καλαιτζόγλου", "καλά-καλά":"καλά-καλά", "καλαμάκια":"καλαμάκι", "καλαμάρα":"καλαμάρα", "καλαμαράκια":"καλαμαράκι", "καλαμαράκια-μαϊμούδες":"καλαμαράκια-μαϊμούδες", "καλαμαράς":"καλαμαράς", "καλαμάρας":"καλαμάρας", "καλαμάρι":"καλαμάρι", "καλαμάρια":"καλαμάρι", "καλαμαρια":"καλαμαριά", "καλαμαριά":"καλαμαριά", "καλαμαριά'":"καλαμαριά'", "καλαμαρια-παοκ":"καλαμαρια-παοκ", "καλαμαριας":"καλαμαριά", "καλαμαριάς":"καλαμαριά", "καλαμαριάς-άρης":"καλαμαριάς-άρης", "καλαμαριας-ξανθη":"καλαμαριας-ξανθη", "καλαμαριάς-παοκ":"καλαμαριάς-παοκ", "καλαμαριάς-πιερικός":"καλαμαριάς-πιερικός", "καλαμαριού":"καλαμάρι", "καλαμαριώτες":"καλαμαριώτες", "καλαμαριώτικη":"καλαμαριώτικη", "καλαμαριώτικης":"καλαμαριώτικης", "καλαματα":"καλαμάτα", "καλαμάτα":"καλαμάτα", "καλαμάτα-κέρκυρα":"καλαμάτα-κέρκυρα", "καλαμάτα-νίκη":"καλαμάτα-νίκη", "καλαματα-προοδευτικη":"καλαματα-προοδευτικη", "καλαμάτα-προοδευτική":"καλαμάτα-προοδευτική", "καλαμάτας":"καλαμάτα", "καλαμάτας-προοδευτικής":"καλαμάτας-προοδευτικής", "καλαματιανός":"καλαματιανός", "καλάμι":"καλάμι", "καλάμια":"καλάμι", "καλάμιτι":"καλάμιτι", "καλαμιώνες":"καλαμιώνας", "καλαμπάκα":"καλαμπάκα", "καλαμπάκας":"καλαμπάκα", "καλαμπάκι":"καλαμπάκι", "καλαμπακίου":"καλαμπακίου", "καλαμποκάλευρο":"καλαμποκάλευρο", "καλαμποκέλαιο":"καλαμποκέλαιο", "καλαμπόκη":"καλαμπόκη", "καλαμπόκης":"καλαμπόκης", "καλαμπόκι":"καλαμπόκι", "καλαμπόκια":"καλαμπόκι", "καλαμποκιού":"καλαμπόκι", "καλαμπούρι":"καλαμπούρι", "καλαμπούρια":"καλαμπούρι", "καλάμπρια":"καλάμπρια", "καλαμώνες":"καλαμώνας", "καλαμωτό":"καλαμωτός", "κάλαντα":"κάλαντα", "καλαντζάκου":"καλαντζάκου", "καλαντζής":"καλαντζής", "καλαποθάκη":"καλαποθάκη", "καλάρη":"καλάρη", "καλάσνικοφ":"καλάσνικοφ", "καλατράβα":"καλατράβα", "καλατράβα-δοξιάδη":"καλατράβα-δοξιάδη", "καλατραβά-νε":"καλατραβά-νε", "καλαφατάκη":"καλαφατάκη", "καλαφατάκης":"καλαφατάκης", "καλαφατης":"καλαφάτης", "καλαφάτης":"καλαφάτης", "καλδάρα":"καλδάρα", "καλέ":"καλός", "καλει":"καλώ", "καλεί":"καλώ", "καλειδοσκόπιο":"καλειδοσκόπιο", "καλείστε":"καλώ", "καλείται":"καλώ", "καλέμια":"καλέμι", "καλεμκερή":"καλεμκερή", "καλεμκερίδης":"καλεμκερίδης", "καλενδες":"καλένδες", "καλένδες":"καλένδες", "κάλενμπεργκ":"κάλενμπεργκ", "καλεντεριδη":"καλεντεριδη", "καλεντερίδη":"καλεντερίδη", "καλεντερίδης":"καλεντερίδης", "καλές":"καλός", "κάλεσα":"καλώ", "κάλεσαν":"καλώ", "καλέσατε":"καλώ", "κάλεσε":"καλώ", "καλέσει":"καλώ", "καλέσεις":"καλώ", "κάλεσμα":"κάλεσμα", "κάλεσμά":"κάλεσμα", "καλεσμένη":"καλώ", "καλεσμένο":"καλεσμένος", "καλεσμένοι":"καλεσμένος", "καλεσμένος":"καλεσμένος", "καλεσμένου":"καλεσμένος", "καλεσμένους":"καλεσμένος", "καλεσμένων":"καλεσμένος", "καλέσουμε":"καλώ", "καλέσουν":"καλώ", "καλέστε":"καλώ", "καλέσω":"καλώ", "'καλή":"'καλή", "καλη":"καλός", "καλή":"καλός", "καλημερα":"καλημέρα", "καλημέρα":"καλημέρα", "καλημέρας":"καλημέρα", "καλημέρες":"καλημέρα", "καλημέρη":"καλημέρη", "καλημέρης":"καλημέρης", "καλημεριδη":"καλημεριδη", "καλημεριδης":"καλημεριδης", "καλήν":"καλός", "καληνύχτα":"καληνύχτα", "καλής":"καλός", "καλησπέρα":"καλησπέρα", "κάλιαρι":"κάλιαρι", "καλιγκιούρι":"καλιγκιούρι", "καλικάντζαροι":"καλικάντζαρος", "καλίν":"καλίν", "καλιοντζής":"καλιοντζής", "καλιοτζής":"καλιοτζής", "καλίου":"κάλιο", "καλιτιρεύ":"καλιτιρεύ", "καλιφορνέζικος":"καλιφορνέζικος", "καλιφορνια":"καλιφόρνια", "καλιφόρνια":"καλιφόρνια", "καλιφόρνιας":"καλιφόρνια", "κάλλας":"κάλλας", "κάλλας-master":"κάλλας-master", "καλλερτζής":"καλλερτζής", "καλλή":"καλλή", "κάλλη":"κάλλος", "καλλης":"καλλης", "κάλλης":"κάλλης", "καλλιάκης":"καλλιάκης", "καλλιανίδης":"καλλιανίδης", "καλλιγιάννη":"καλλιγιάννη", "καλλίγραμμο":"καλλίγραμμος", "καλλιγραφίας":"καλλιγραφία", "καλλιεργεί":"καλλιεργώ", "καλλιέργεια":"καλλιέργεια", "καλλιέργειά":"καλλιέργεια", "καλλιέργειας":"καλλιέργεια", "καλλιέργειες":"καλλιέργεια", "καλλιέργειές":"καλλιέργεια", "καλλιεργείς":"καλλιεργώ", "καλλιεργείστε":"καλλιεργώ", "καλλιεργείται":"καλλιεργώ", "καλλιεργείτε":"καλλιεργώ", "καλλιεργειών":"καλλιέργεια", "καλλιεργηθεί":"καλλιεργώ", "καλλιεργήθηκαν":"καλλιεργώ", "καλλιεργήθηκε":"καλλιεργώ", "καλλιεργηθούν":"καλλιεργώ", "καλλιεργημένες":"καλλιεργώ", "καλλιεργημένη":"καλλιεργημένος", "καλλιεργημένο":"καλλιεργημένος", "καλλιεργημένοι":"καλλιεργώ", "καλλιεργημένος":"καλλιεργώ", "καλλιεργημένους":"καλλιεργώ", "καλλιέργησαν":"καλλιεργώ", "καλλιέργησε":"καλλιεργώ", "καλλιεργήσει":"καλλιεργώ", "καλλιεργήσετε":"καλλιεργώ", "καλλιεργήσιμες":"καλλιεργήσιμος", "καλλιεργήσιμης":"καλλιεργήσιμος", "καλλιεργήσιμων":"καλλιεργήσιμος", "καλλιεργήσουμε":"καλλιεργώ", "καλλιεργήσουν":"καλλιεργώ", "καλλιεργήστε":"καλλιεργώ", "καλλιεργήσω":"καλλιεργώ", "καλλιεργητές":"καλλιεργητής", "καλλιεργητικής":"καλλιεργητικός", "καλλιεργούμε":"καλλιεργώ", "καλλιεργουμενων":"καλλιεργούμενος", "καλλιεργούμενων":"καλλιεργούμενος", "καλλιεργούν":"καλλιεργώ", "καλλιεργούνται":"καλλιεργώ", "καλλιεργούσαν":"καλλιεργώ", "καλλιεργούσε":"καλλιεργώ", "καλλιεργώντας":"καλλιεργώ", "καλλιθεα":"καλλιθέα", "καλλιθέα":"καλλιθέα", "καλλιθεα-ηρακλης":"καλλιθεα-ηρακλης", "καλλιθέα-ηρακλής":"καλλιθέα-ηρακλής", "καλλιθεας":"καλλιθέα", "καλλιθέας":"καλλιθέα", "καλλιθέας-ηρακλή":"καλλιθέας-ηρακλή", "καλλικρατεια":"καλλικρατεια", "καλλικράτεια":"καλλικράτεια", "καλλικράτειας":"καλλικράτειας", "καλλιμάνη":"καλλιμάνη", "καλλιμάνης":"καλλιμάνης", "καλλιμάρμαρο":"καλλιμάρμαρος", "καλλινδοίων":"καλλινδοίων", "καλλίνη":"καλλίνη", "καλλινης":"καλλινης", "καλλινικίδης":"καλλινικίδης", "κάλλιο":"καλά", "καλλιόπη":"καλλιόπη", "καλλιόπης":"καλλιόπη", "καλλιπόλεως":"καλλιπόλεως", "καλλιράχη":"καλλιράχη", "κάλλιστα":"κάλλιστα", "καλλιστεία":"καλλιστεία", "καλλίστη":"καλός", "καλλίστογλου":"καλλίστογλου", "καλλιτεχνες":"καλλιτέχνης", "καλλιτέχνες":"καλλιτέχνης", "καλλιτέχνη":"καλλιτέχνης", "καλλιτεχνημάτων":"καλλιτέχνημα", "καλλιτέχνης":"καλλιτέχνης", "καλλιτέχνιδα":"καλλιτέχνιδα", "καλλιτέχνιδας":"καλλιτέχνιδα", "καλλιτέχνιδες":"καλλιτέχνιδα", "καλλιτεχνικά":"καλλιτεχνικά", "καλλιτεχνικά":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικές":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνική":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικής":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικό":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικοί":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικός":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικού":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικούς":"καλλιτεχνικός", "καλλιτεχνικών":"καλλιτεχνικός", "καλλιτέχνις":"καλλιτέχνις", "καλλιτεχνών":"καλλιτέχνης", "καλλίφυτος":"καλλίφυτος", "καλλονές":"καλλονή", "καλλονή":"καλλονή", "κάλλος":"κάλλος", "καλλού":"καλλού", "κάλλους":"κάλλος", "καλλυντικα":"καλλυντικό", "καλλυντικά":"καλλυντικό", "καλλυντικό":"καλλυντικός", "καλλυντικών":"καλλυντικό", "καλλυντικών":"καλλυντικός", "καλλωπισμό":"καλλωπισμός", "καλλωπισμός":"καλλωπισμός", "καλλωπισμού":"καλλωπισμός", "καλλωπιστικής":"καλλωπιστικός", "κάλντγουελ":"κάλντγουελ", "κάλντεκοτ":"κάλντεκοτ", "καλντερίμι":"καλντερίμι", "καλντερίμια":"καλντερίμι", "καλό":"καλός", "καλοβελώνη":"καλοβελόνι", "καλοβλέπει":"καλοβλέπω", "καλογεράκης":"καλογεράκης", "καλόγερο":"καλόγερος", "καλόγεροι":"καλόγερος", "καλογερόπουλος":"καλογερόπουλος", "καλογεροπούλου":"καλογερόπουλος", "καλόγερους":"καλόγερος", "καλόγηροι":"καλόγηρος", "καλόγηρος":"καλόγηρος", "καλογήρου":"καλόγηρος", "καλογήρου*":"καλογήρου*", "καλογιάννης":"καλογιάννης", "καλόγουστα":"καλόγουστα", "καλογραμμένες":"καλογραμμένος", "καλογραμμένο":"καλογραμμένος", "καλογριάς":"καλογριά", "καλογριες":"καλογριά", "καλόγριες":"καλόγρια", "καλογυαλισμένο":"καλογυαλισμένος", "καλογυμνασμένο":"καλογυμνασμένος", "καλογυρισμένο":"καλογυρισμένος", "καλοδεχούμενα":"καλοδεχούμενος", "καλοδεχούμενη":"καλοδεχούμενος", "καλοδεχούμενο":"καλοδεχούμενος", "καλοδεχούμενοι":"καλοδεχούμενος", "καλοδεχούμενος":"καλοδεχούμενος", "καλοδιατηρημένα":"καλοδιατηρημένος", "καλοδιατηρημένη":"καλοδιατηρημένος", "καλοδουλεμένο":"καλοδουλεμένος", "καλοήθεις":"καλοήθης", "καλοηθών":"καλοήθης", "καλοθελητές":"καλοθελητής", "καλοί":"καλός", "καλοκάγαθο":"καλοκάγαθος", "καλοκάγαθος":"καλοκάγαθος", "καλοκαιράκι":"καλοκαιράκι", "καλοκαιρι":"καλοκαίρι", "καλοκαίρι":"καλοκαίρι", "καλοκαίρια":"καλοκαίρι", "καλοκαιρία":"καλοκαιρία", "καλοκαιριάτικη":"καλοκαιριάτικος", "καλοκαιρινά":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινές":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινή":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινής":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινό":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινού":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινούς":"καλοκαιρινός", "καλοκαιρινών":"καλοκαιρινός", "καλοκαιριού":"καλοκαίρι", "καλοκαιριών":"καλοκαίρι", "καλοκουρδισμένη":"καλοκουρδισμένος", "καλοκύρης":"καλοκύρης", "καλολογικά":"καλολογικός", "καλομοίρα":"καλόμοιρος", "καλομοιρης":"καλόμοιρος", "καλομοίρης":"καλόμοιρος", "καλόν":"καλός", "καλονέρι":"καλονέρι", "καλοντυμένα":"καλοντυμένος", "καλοντυμένος":"καλοντυμένος", "καλοοινοποιημένων":"καλοοινοποιημένος", "καλόπαιδο":"καλόπαιδο", "καλοπέραση":"καλοπέραση", "καλοπέρασης":"καλοπέραση", "καλοπερνάνε":"καλοπερνάω", "καλοπέτσας":"καλοπέτσα", "καλοπιάσει":"καλοπιάνω", "καλοπιστία":"καλοπιστία", "καλόπιστο":"καλόπιστος", "καλοπίστως":"καλοπίστως", "καλοπληρωμένος":"καλοπληρώνω", "καλόπουλο":"καλόπουλο", "καλόπουλος":"καλόπουλος", "καλοπροαίρετα":"καλοπροαίρετα", "καλοπροαίρετο":"καλοπροαίρετος", "καλοπροαίρετοι":"καλοπροαίρετος", "καλοπροαίρετος":"καλοπροαίρετος", "καλοπροαίρετου":"καλοπροαίρετος", "καλοριφέρ":"καλοριφέρ", "καλός":"καλός", "καλοσκεφτείς":"καλοσκέφτομαι", "καλοστημένη":"καλοστημένος", "καλοστημένο":"καλοστημένος", "καλοσυνάτες":"καλοσυνάτος", "καλοσυνάτο":"καλοσυνάτος", "καλοσυνάτος":"καλοσυνάτος", "καλοσύνη":"καλοσύνη", "καλοσύνης":"καλοσύνη", "καλοσχεδιασμένες":"καλοσχεδιασμένος", "καλού":"καλός", "καλούα":"καλούα", "καλούδια":"καλούδι", "καλούμαι":"καλώ", "καλούμαστε":"καλώ", "καλούμε":"καλώ", "καλούμεθα":"καλούμεθα", "καλούμενες":"καλούμενος", "καλούμενης":"καλούμενος", "καλούν":"καλώ", "καλούνται":"καλώ", "καλούνταν":"καλώ", "καλούπι":"καλούπι", "καλούπια":"καλούπι", "καλούς":"καλός", "καλούσαν":"καλώ", "καλούσε":"καλώ", "καλουτά":"καλουτά", "καλούτσικο":"καλούτσικος", "καλοφαγάς":"καλοφαγάς", "καλοφτιαγμένα":"καλοφτιαγμένος", "καλοφτιαγμένη":"καλοφτιαγμένος", "καλοφτιαγμένο":"καλοφτιαγμένος", "καλοφωλιά":"καλοφωλιά", "καλόφωνος":"καλόφωνος", "καλοχριστιανάκης":"καλοχριστιανάκης", "καλοχτενισμένα":"καλοχτενισμένος", "καλοχώρι":"καλοχώρι", "καλοχωρίου":"καλοχωρίο", "καλοψυχάκης":"καλοψυχάκης", "καλπάζει":"καλπάζω", "καλπάζοντας":"καλπάζω", "καλπάζουν":"καλπάζω", "καλπάζουσα":"καλπάζων", "καλπάζουσας":"καλπάζων", "καλπάκης":"καλπάκης", "καλπακίδης":"καλπακίδης", "καλπασμό":"καλπασμός", "καλπασμός":"καλπασμός", "καλπενιδου":"καλπενιδου", "καλπενίδου":"καλπενίδου", "κάλπες":"κάλπη", "καλπη":"κάλπη", "κάλπη":"κάλπη", "κάλπη-δημοψήφισμα":"κάλπη-δημοψήφισμα", "καλπης":"κάλπη", "κάλπης":"κάλπη", "κάλπικες":"κάλπικος", "καλπινης":"καλπινης", "καλπινης-σιμος":"καλπινης-σιμος", "καλσόν":"καλσόν", "κάλστρομ":"κάλστρομ", "καλτσά":"καλτσάς", "κάλτσες":"κάλτσα", "καλτσίδη":"καλτσίδη", "καλτσίδης":"καλτσίδης", "καλτσόν":"καλτσόν", "καλυβα":"καλύβα", "καλύβα":"καλύβα", "καλύβας":"καλύβα", "καλύβες":"καλύβα", "καλύβια":"καλύβι", "κάλυκες":"κάλυκας", "κάλυμμα":"κάλυμμα", "καλύμματα":"κάλυμμα", "καλυμμένα":"καλυμμένος", "καλυμμένες":"καλύπτω", "καλυμμένη":"καλυμμένος", "καλυμμένο":"καλυμμένος", "καλυμμένοι":"καλυμμένος", "καλυμμένος":"καλύπτω", "κάλυμνο":"κάλυμνος", "κάλυπταν":"καλύπτω", "κάλυπτε":"καλύπτω", "καλύπτει":"καλύπτω", "καλύπτεται":"καλύπτω", "καλυπτόμενη":"καλυπτόμενος", "καλυπτόμενοι":"καλυπτόμενος", "καλύπτονται":"καλύπτω", "καλύπτονταν":"καλύπτω", "καλύπτοντας":"καλύπτω", "καλυπτόταν":"καλύπτω", "καλύπτουμε":"καλύπτω", "καλύπτουν":"καλύπτω", "καλύπτρα":"καλύπτρα", "καλυτερα":"καλά", "καλύτερα":"καλά", "καλύτερά":"καλά", "καλύτερα":"καλός", "καλύτερες":"καλός", "καλυτερεύει":"καλυτερεύω", "καλυτερεύουν":"καλυτερεύω", "καλυτέρευση":"καλυτέρευση", "καλυτέρευσης":"καλυτέρευση", "καλυτερέψει":"καλυτερεύω", "καλυτερη":"καλός", "καλύτερη":"καλός", "καλύτερή":"καλός", "καλύτερης":"καλός", "καλύτερο":"καλός", "καλύτερό":"καλός", "καλύτεροι":"καλός", "καλύτερος":"καλός", "καλύτερου":"καλός", "καλύτερού":"καλός", "καλύτερους":"καλός", "καλύτερούς":"καλός", "καλύτερων":"καλός", "καλυφθεί":"καλύπτω", "καλύφθηκαν":"καλύπτω", "καλύφθηκε":"καλύπτω", "καλυφθουν":"καλύπτω", "καλυφθούν":"καλύπτω", "κάλυψα":"καλύπτω", "κάλυψαν":"καλύπτω", "κάλυψε":"καλύπτω", "καλύψει":"καλύπτω", "καλύψεις":"καλύπτω", "καλύψετε":"καλύπτω", "καλύψεως":"κάλυψη", "κάλυψη":"κάλυψη", "κάλυψή":"κάλυψη", "κάλυψης":"κάλυψη", "κάλυψις":"κάλυψη", "καλύψουμε":"καλύπτω", "καλύψουν":"καλύπτω", "καλύψω":"καλύπτω", "καλυψώ":"καλυψώ", "καλφαγιαν":"καλφαγιαν", "καλφαγιάν":"καλφαγιάν", "καλφόπουλος":"καλφόπουλος", "κάλχας":"κάλχας", "καλώ":"καλώ", "καλωδια":"καλώδιο", "καλώδια":"καλώδιο", "καλωδιακά":"καλωδιακός", "καλωδιακή":"καλωδιακός", "καλωδιακής":"καλωδιακός", "καλωδιακό":"καλωδιακός", "καλώδιο":"καλώδιο", "καλωδίου":"καλώδιο", "καλωδίων":"καλώδιο", "καλών":"καλός", "καλών":"καλών", "καλώντας":"καλώ", "καλώς":"καλά", "καλωσορίζει":"καλωσορίζω", "καλωσορίζεται":"καλωσορίζω", "καλωσορίζονται":"καλωσορίζω", "καλωσορίζουμε":"καλωσορίζω", "καλωσορίζουν":"καλωσορίζω", "καλωσόρισμα":"καλωσόρισμα", "καλωσορίσουμε":"καλωσορίζω", "καλωσορίσουν":"καλωσορίζω", "καλωσύνη":"καλωσύνη", "καμ":"καμ", "κάμα":"κάμα", "καμαζ":"καμαζ", "καμάζ":"καμάζ", "καμακα":"καμακάς", "καμάκι":"καμάκι", "καμακιού":"καμάκι", "καμακώνουν":"καμακώνω", "καμάλ":"καμάλ", "κάμαν":"κάνω", "καμαρά":"καμαρά", "καμάρα":"καμάρα", "κάμαρα":"κάμαρα", "κάμαρά":"κάμαρα", "κάμαρας":"κάμαρα", "καμάρι":"καμάρι", "καμαριέρα":"καμαριέρα", "καμαριέρας":"καμαριέρα", "καμαριέρες":"καμαριέρα", "καμαρίνι":"καμαρίνι", "καμαρίνια":"καμαρίνι", "καμαρινού":"καμαρινού", "καμαρώναμε":"καμαρώνω", "καμάρωνε":"καμαρώνω", "καμαρώνει":"καμαρώνω", "καμαρώνοντας":"καμαρώνω", "καμαρώνουμε":"καμαρώνω", "καματερό":"καματερός", "καμβά":"καμβάς", "καμβάς":"καμβάς", "καμβουνιακός":"καμβουνιακός", "κάμελοτ":"κάμελοτ", "καμένα":"καμένος", "καμένες":"καίω", "καμένη":"καίω", "καμένης":"καμένος", "καμένο":"καμένος", "καμένος":"καμένος", "καμένου":"καίω", "καμένων":"καμένος", "καμερα":"κάμερα", "κάμερα":"κάμερα", "κάμερας":"κάμερα", "κάμερερ":"κάμερερ", "κάμερες":"κάμερα", "κάμερές":"κάμερα", "κάμερον":"κάμερον", "καμερουν":"καμερούν", "καμερούν":"καμερούν", "καμερουνέζο":"καμερουνέζο", "καμερουνέζος":"καμερουνέζος", "καμερουνεζου":"καμερουνεζου", "καμερουνέζου":"καμερουνέζου", "καμερών":"καμερών", "καμηλά":"καμηλά", "καμήλα":"καμήλα", "καμήλας":"καμήλα", "καμί":"καμί", "καμια":"κανένας", "καμιά":"κανένας", "καμία":"κανένας", "καμιάς":"κανένας", "καμίας":"κανένας", "καμικάζι":"καμικάζι", "καμιλα":"καμιλα", "καμίλα":"καμίλα", "καμινάδα":"καμινάδα", "καμινάδες":"καμινάδα", "καμίνι":"καμίνι", "καμιόνια":"καμιόνι", "καμίτσης":"καμίτσης", "καμμένος":"καμμένος", "καμμένου":"καμμένος", "κάμναμε":"κάμναμε", "καμντεσί":"καμντεσί", "καμουφλάζ":"καμουφλάζ", "καμουφλαρισμένα":"καμουφλάρω", "καμουφλαρισμένες":"καμουφλάρω", "καμουφλαρισμένη":"καμουφλάρω", "καμουφλαρισμένο":"καμουφλάρω", "καμπ":"καμπ", "κάμπα":"κάμπα", "καμπαδέλης":"καμπαδέλης", "καμπάν":"καμπάν", "καμπανά":"καμπανά", "καμπάνα":"καμπάνα", "καμπανάκι":"καμπανάκι", "καμπανάκια":"καμπανάκι", "καμπάνας":"καμπάνα", "καμπανάς":"καμπανάς", "καμπανέλλη":"καμπανέλλη", "καμπάνες":"καμπάνα", "καμπάνης":"καμπάνης", "καμπάνια":"καμπάνια", "καμπανιακος":"καμπανιακος", "καμπανιακός":"καμπανιακός", "καμπάνιας":"καμπάνια", "καμπάνιες":"καμπάνια", "καμπανός":"καμπανός", "καμπάνταη":"καμπάνταη", "καμπάνταης":"καμπάνταης", "καμπαρέ":"καμπαρέ", "καμπαρετζούδες":"καμπαρετζού", "καμπαρίτι":"καμπαρίτι", "καμπας":"καμπάς", "κάμπας":"κάμπας", "κάμπελ":"κάμπελ", "καμπέρα":"καμπέρα", "καμπερίδης":"καμπερίδης", "καμπή":"καμπή", "καμπής":"καμπή", "κάμπια":"κάμπια", "καμπιάσο":"καμπιάσο", "καμπιγκ":"καμπιγκ", "κάμπιγκ":"κάμπιγκ", "καμπιλά":"καμπιλά", "καμπίνα":"καμπίνα", "καμπίνας":"καμπίνα", "κάμπινγκ":"κάμπινγκ", "καμπίνες":"καμπίνα", "καμπιονάτο":"καμπιονάτο", "καμπίροφ":"καμπίροφ", "καμπίτση":"καμπίτση", "κάμπο":"κάμπος", "κάμποι":"κάμπος", "κάμποσα":"κάμποσος", "κάμποσες":"κάμποσος", "κάμποση":"κάμποσος", "κάμποσοι":"κάμποσος", "κάμποσους":"κάμποσος", "καμπότζη":"καμπότζη", "καμπότζης":"καμπότζη", "κάμπου":"κάμπος", "καμπούλ":"καμπούλ", "καμπούρα":"καμπούρα", "καμπουράκης":"καμπουράκης", "κάμπους":"κάμπος", "κάμπτει":"κάμπτω", "κάμπτεται":"κάμπτω", "κάμπτοντας":"κάμπτω", "καμπύλες":"καμπύλη", "καμπύλη":"καμπύλη", "καμπύλης":"καμπύλη", "καμπυλίας":"καμπυλίας", "καμπυλοειδή":"καμπυλοειδής", "καμπυλωθεί":"καμπυλώνω", "καμπυλωτά":"καμπυλωτός", "καμφθεί":"κάμπτω", "κάμφθηκαν":"κάμπτω", "κάμφθηκε":"κάμπτω", "καμφορίδη":"καμφορίδη", "καμχή":"καμχή", "κάμψει":"κάμπτω", "κάμψη":"κάμψη", "κάμψης":"κάμψη", "κάμψουν":"κάμπτω", "κάμω":"κάνω", "καμώματα":"κάμωμα", "καμώματά":"κάμωμα", "καμωμένα":"καμωμένος", "καμωμένη":"καμωμένος", "καμωμένο":"καμωμένος", "καμώνεται":"καμώνομαι", "καμώνονται":"καμώνομαι", "καν":"καν", "κάν'":"κάνω", "καν.":"καν.", "κανά":"κανά", "κάνα":"κάνας", "καναβάρο":"καναβάρο", "καναβάτσο":"καναβάτσο", "καναβός":"καναβός", "καναδα":"καναδάς", "καναδά":"καναδάς", "καναδάς":"καναδάς", "καναδικά":"καναδικός", "καναδικές":"καναδικός", "καναδική":"καναδικός", "καναδικής":"καναδικός", "καναδικό":"καναδικός", "καναδικών":"καναδικός", "καναδό":"καναδός", "καναδός":"καναδός", "καναδού":"καναδός", "καναδούς":"καναδός", "κανακάρη":"κανακάρης", "κανακούδης":"κανακούδης", "καναλάρχες":"καναλάρχες", "καναλάρχη":"καναλάρχη", "καναλαρχών":"καναλαρχών", "κανάλε":"κανάλε", "καναλι":"κανάλι", "κανάλι":"κανάλι", "κανάλι-5":"κανάλι-5", "κανάλια":"κανάλι", "καναλιού":"κανάλι", "καναλιών":"κανάλι", "κάναμε":"κάνω", "καναν":"καναν", "κάνανε":"κάνω", "καναπέ":"καναπές", "καναπέδες":"καναπές", "καναπέδων":"καναπές", "καναπές":"καναπές", "καναράκη":"καναράκη", "καναράκης":"καναράκης", "κανάρη":"κανάρης", "κανάρης":"κανάρης", "κανάρια":"κανάρι", "κανάρια-εστουντιάντες":"κανάρια-εστουντιάντες", "καναριας":"καναριας", "κανάριας":"κανάριας", "καναρίνια":"καναρίνι", "κάνατε":"κάνω", "κανδανος":"κανδανος", "κάνδανος":"κάνδανος", "κανδάνου":"κανδάνου", "κανδυλιάρη":"κανδυλιάρη", "κανε":"κανε", "'κανε":"'κανε", "κάνε":"κάνω", "κανει":"κάνω", "κάνει":"κάνω", "κανέιρα":"κανέιρα", "κανείς":"κανένας", "κάνεις":"κάνω", "κανέκο":"κανέκο", "κανέλα":"κανέλα", "κανελίνι":"κανελίνι", "κανελλάκης":"κανελλάκης", "κανέλλη":"κανέλλη", "κανέλλης":"κανέλλης", "κανελλίδης":"κανελλίδης", "κανελλόπουλο":"κανελλόπουλος", "κανελλόπουλος":"κανελλόπουλος", "κανελόπουλο":"κανελόπουλο", "κανένα":"κανένας", "κανέναν":"κανένας", "κανένας":"κανένας", "κανενός":"κανένας", "κάνετε":"κάνω", "κανέτης":"κανέτης", "κάνι":"κάνι", "κανιβαλικού":"κανιβαλικός", "κανιβαλισμό":"κανιβαλισμός", "κανιβαλισμός":"κανιβαλισμός", "κανιβαλισμού":"κανιβαλισμός", "κανίβαλο":"κανίβαλος", "κανίβαλους":"κανίβαλος", "κανιβάλων":"κανίβαλος", "κάνιγγος":"κάνιγγος", "κανιδης":"κανιδης", "κανίδης":"κανίδης", "κάνιο":"κάνιο", "κανιον":"κανιον", "κανιτσακη":"κανιτσακη", "κανιτσάκη":"κανιτσάκη", "καννάβεως":"κάνναβη", "κάνναβη":"κάνναβη", "κάνναβης":"κάνναβη", "κάννες":"κάννη", "κάννη":"κάννη", "καννών":"κάννη", "κανό":"κανό", "κανόμπιο":"κανόμπιο", "κάνον":"κάνον", "κανόνα":"κανόνας", "κανόνας":"κανόνας", "κανόνες":"κανόνας", "κανόνι":"κανόνι", "κανόνια":"κανόνι", "κανονιερηδες":"κανονιέρης", "κανονιέρηδες":"κανονιέρης", "κανονίζει":"κανονίζω", "κανονίζουν":"κανονίζω", "κανονικά":"κανονικά", "κανονικά":"κανονικός", "κανονικές":"κανονικός", "κανονική":"κανονικός", "κανονικής":"κανονικός", "κανονικό":"κανονικός", "κανονικοί":"κανονικός", "κανονικός":"κανονικός", "κανονικότητας":"κανονικότητα", "κανονικού":"κανονικός", "κανονικούς":"κανονικός", "κανονικών":"κανονικός", "κανονιοβολήσουν":"κανονιοβολώ", "κανονιοφόρων":"κανονιοφόρος", "κανόνισα":"κανονίζω", "κανόνισαν":"κανονίζω", "κανόνισε":"κανονίζω", "κανονίσει":"κανονίζω", "κανονίσετε":"κανονίζω", "κανονισθεί":"κανονίζω", "κανονισμό":"κανονισμός", "κανονισμοί":"κανονισμός", "κανονισμός":"κανονισμός", "κανονισμού":"κανονισμός", "κανονισμούς":"κανονισμός", "κανονισμών":"κανονισμός", "κανονίσουν":"κανονίζω", "κανονιστικά":"κανονιστικός", "κανονιστική":"κανονιστικός", "κανονιστικής":"κανονιστικός", "κανονιστικό":"κανονιστικός", "κανονιστικών":"κανονιστικός", "κανονίσω":"κανονίζω", "κάνοντας":"κάνω", "κάνοντάς":"κάνω", "κανόνων":"κανόνας", "κανου":"κανου", "κανού":"κανού", "κάνου":"κάνου", "κάνουλα":"κάνουλα", "κάνουλά":"κάνουλα", "κάνουλες":"κάνουλα", "κάνουμε'":"κάνουμε'", "κάνουμε":"κάνω", "κάνουν":"κάνω", "κάνουνε":"κάνω", "κανουτέ":"κανουτέ", "κανσίλα":"κανσίλα", "καντ":"καντ", "καντάκης":"καντάκης", "καντάρια":"καντάρι", "κανταρτζής":"κανταρτζής", "κάντας":"κάντας", "κανταχάρ":"κανταχάρ", "κάντε":"κάνω", "καντελάρια":"καντελάρια", "καντέρης":"καντέρης", "καντέρμπουρι":"καντέρμπουρι", "καντζιούλις":"καντζιούλις", "καντήλι":"καντήλι", "καντήλια":"καντήλι", "κάντιλακ":"κάντιλακ", "καντιμά":"καντιμά", "καντίμα":"καντίμα", "καντιμίγια":"καντιμίγια", "καντίνα":"καντίνα", "καντίνες":"καντίνα", "καντίρ":"καντίρ", "κάντο":"κάντο", "καντόνας":"καντόνας", "καντόνι":"καντόνι", "καντόνια":"καντόνι", "καντονιών":"καντόνι", "καντόροβιτς":"καντόροβιτς", "καντού":"καντού", "καντράν":"καντράν", "καντραντζόπουλο":"καντραντζόπουλο", "κάντρι":"κάντρι", "κάνω":"κάνω", "κανών":"κανόνας", "καοδ":"καοδ", "καοδ-ρέθυμνο":"καοδ-ρέθυμνο", "καοκαιρία":"καοκαιρία", "κάουϊ":"κάουϊ", "καουκένας":"καουκένας", "καούμε":"καίω", "καουμπόη":"καουμπόης", "καουμπόηδες":"καουμπόης", "καουμπόηδων":"καουμπόης", "καουμπόης":"καουμπόης", "καουμπόι":"καουμπόι", "καουμπόιδων":"καουμπόης", "καουμπόικο":"καουμπόικος", "καούν":"καίω", "κάουνας":"κάουνας", "καούνος":"καούνος", "κάουντ":"κάουντ", "καουντι":"καουντι", "κάουντι":"κάουντι", "καουρίνι":"καουρίνι", "καουτσούκ":"καουτσούκ", "καπ":"καπ", "κάπα":"κάπα", "καπαγέρωφ":"καπαγέρωφ", "καπαγιαννίδη":"καπαγιαννίδη", "καπαγιαννίδης":"καπαγιαννίδης", "καπάζ":"καπάζ", "καπάκι":"καπάκι", "καπάκια":"καπάκι", "καπακοτή":"καπακοτή", "καπάκτσογλου":"καπάκτσογλου", "καπάνι":"καπάνι", "καπανιδης":"καπανιδης", "κάπαρη":"κάπαρη", "καπάρωσε":"καπαρώνω", "καπαρώσει":"καπαρώνω", "καπε":"καπε", "καπέλα":"καπέλο", "καπελετζή":"καπελετζή", "καπέλο":"καπέλο", "καπέλου":"καπέλο", "καπέλων":"καπέλο", "καπελώνει":"καπελώνω", "καπελώσει":"καπελώνω", "καπερναούμ":"καπερναούμ", "κάπες":"κάπα", "καπέτα":"καπέτα", "καπεταν":"καπετάν", "καπετάν":"καπετάν", "καπετανάκης":"καπετανάκης", "καπετάνιο":"καπετάνιος", "καπετανιος":"καπετάνιος", "καπετάνιος":"καπετάνιος", "καπετάνιου":"καπετάνιος", "καπετάνιους":"καπετάνιος", "καπετανο":"καπετάνος", "καπετάνο":"καπετάνος", "καπετάνοκάτι":"καπετάνοκάτι", "καπετανοπουλος":"καπετανοπουλος", "καπετανόπουλος":"καπετανόπουλος", "καπετανόπουλου":"καπετανόπουλου", "καπετανος":"καπετάνος", "καπετάνος":"καπετάνος", "καπετανου":"καπετάνος", "καπετάνου":"καπετάνος", "καπη":"καπη", "καπηλεία":"καπηλεία", "καπηλείας":"καπηλεία", "καπηλεύεται":"καπηλεύομαι", "καπηλεύονται":"καπηλεύομαι", "καπηλευτεί":"καπηλεύομαι", "κάπι":"κάπι", "καπίας":"καπίας", "καπικιόνι":"καπικιόνι", "καπιταλισμό":"καπιταλισμός", "καπιταλισμός":"καπιταλισμός", "καπιταλισμού":"καπιταλισμός", "καπιταλιστές":"καπιταλιστής", "καπιταλιστή":"καπιταλιστής", "καπιταλιστικά":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστικές":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστική":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστικής":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστικό":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστικού":"καπιταλιστικός", "καπιταλιστικών":"καπιταλιστικός", "καπιτολ":"καπιτολ", "κάπιτολ":"κάπιτολ", "καπιτώλιο":"καπιτώλιο", "καπιτωλίου":"καπιτωλίου", "καπκίεφ":"καπκίεφ", "κάπλαν":"κάπλαν", "καπλάνης":"καπλάνης", "καπλάνι":"καπλάνι", "καπνά":"καπνάς", "καπναποθήκες":"καπναποθήκη", "καπναποθήκη":"καπναποθήκη", "καπνεμπορικές":"καπνεμπορικός", "καπνεμπόριο":"καπνεμπόριο", "καπνέμποροι":"καπνέμπορος", "καπνέμπορος":"καπνέμπορος", "καπνεμπόρων":"καπνέμπορας", "καπνεργασία":"καπνεργασία", "καπνεργάτες":"καπνεργάτης", "καπνεργάτριες":"καπνεργάτρια", "καπνεργατών":"καπνεργάτης", "καπνεργοστάσια":"καπνεργοστάσιο", "καπνιά":"καπνιά", "κάπνιζαν":"καπνίζω", "κάπνιζε":"καπνίζω", "καπνίζει":"καπνίζω", "καπνίζετε":"καπνίζω", "καπνίζοντας":"καπνίζω", "καπνίζουμε":"καπνίζω", "καπνίζουν":"καπνίζω", "καπνίζω":"καπνίζω", "καπνικά":"καπνικός", "καπνικές":"καπνικός", "καπνικη":"καπνικός", "καπνικης":"καπνικός", "καπνίσει":"καπνίζω", "καπνισμα":"κάπνισμα", "κάπνισμα":"κάπνισμα", "καπνίσματος":"κάπνισμα", "καπνίσουν":"καπνίζω", "καπνιστά":"καπνιστός", "καπνιστές":"καπνιστής", "καπνιστή":"καπνιστός", "καπνιστηρίου":"καπνιστήριο", "καπνιστής":"καπνιστής", "καπνιστό":"καπνιστός", "καπνιστός":"καπνιστός", "καπνίστρια":"καπνίστρια", "καπνίστριες":"καπνίστρια", "καπνιστών":"καπνιστός", "καπνό":"καπνός", "καπνοβιομηχανία":"καπνοβιομηχανία", "καπνοβιομηχανίας":"καπνοβιομηχανία", "καπνοβιομηχανιες":"καπνοβιομηχανία", "καπνοβιομηχανίες":"καπνοβιομηχανία", "καπνοβιομηχανιών":"καπνοβιομηχανία", "καπνογόνα":"καπνογόνος", "καπνογόνο":"καπνογόνος", "καπνοί":"καπνός", "καπνοκαλλιέργεια":"καπνοκαλλιέργεια", "καπνοκαλλιέργειας":"καπνοκαλλιέργεια", "καπνοκαλλιεργητών":"καπνοκαλλιεργητής", "καπνομάγαζο":"καπνομάγαζο", "καπνοπαραγωγό":"καπνοπαραγωγός", "καπνοπαραγωγοί":"καπνοπαραγωγός", "καπνοπαραγωγών":"καπνοπαραγωγός", "καπνοπωλείο":"καπνοπωλείο", "καπνος":"καπνός", "καπνός":"καπνός", "καπνού":"καπνός", "καπνούς":"καπνός", "καπνών":"καπνά", "καπό":"καπό", "κάπο":"κάπος", "καποδίστρια":"καποδίστριας", "καποδιστριακό":"καποδιστριακό", "καποδιστριακού":"καποδιστριακό", "καποδιστριακού":"καποδιστριακός", "καποδιστριακούς":"καποδιστριακός", "καποδίστριας":"καποδίστριας", "καποδιστρίου":"καποδιστρίου", "κάποια":"κάποιος", "κάποιας":"κάποιος", "κάποιες":"κάποιος", "κάποιο":"κάποιος", "κάποιοι":"κάποιος", "κάποιον":"κάποιος", "κάποιος":"κάποιος", "κάποιου":"κάποιος", "κάποιους":"κάποιος", "κάποιων":"κάποιος", "καπόν":"καπόν", "καποτάς":"καποτάς", "καπότε":"καπότε", "κάποτε":"κάποτε", "κάπου":"κάπου", "καπουέ":"καπουέ", "καπούρ":"καπούρ", "καπουτζίδη":"καπουτζίδη", "καπουτζίδης":"καπουτζίδης", "καπουτσίνο":"καπουτσίνος", "καππαδόκες":"καππαδόκης", "καππαδοκία":"καππαδοκία", "καππαδοκική":"καππαδοκικός", "κάπρα":"κάπρα", "καπράλος":"καπράλος", "καπρινης":"καπρινης", "κάπριο":"κάπριο", "καπρίτσια":"καπρίτσιο", "καπρίτσιο":"καπρίτσιο", "κάπρο":"κάπρος", "καπώνης":"καπώνης", "κάπως":"κάπως", "καρ.":"καρ.", "κάρα":"κάρα", "καραβαν":"καραβαν", "καραβάν":"καραβάν", "καραβάνας":"καραβάνα", "καραβάνι":"καραβάνι", "καραβάρας":"καραβάρα", "καραβασίλης":"καραβασίλης", "καραβέλης":"καραβέλης", "καραβελίδης":"καραβελίδης", "καράβι":"καράβι", "καράβια":"καράβι", "καραβίδα":"καραβίδα", "καραβίδας":"καραβίδα", "καραβίδες":"καραβίδα", "καραβιές":"καραβιά", "καραβιού":"καράβι", "καραβιώτου":"καραβιώτης", "καραβοκυρός":"καραβοκυρός", "καράβολα":"καράβολας", "καραγεωργιου":"καραγεωργιου", "καραγεωργίου":"καραγεωργίου", "καραγεωργίου-3":"καραγεωργίου-3", "κάραγιαν":"κάραγιαν", "καραγιάννη":"καραγιάννης", "καραγιαννης":"καραγιάννης", "καραγιάννης":"καραγιάννης", "καραγιαννίνων":"καραγιαννίνων", "καραγιαννόπουλος":"καραγιαννόπουλος", "καράγιωργα":"καράγιωργα", "καραγιωργη":"καραγιώργης", "καραγιωργης":"καραγιώργης", "καραγιώργης":"καραγιώργης", "καραγκεζωβ":"καραγκεζωβ", "καραγκιοζάκια":"καραγκιοζάκι", "καραγκιόζη":"καραγκιόζης", "καραγκιόζης":"καραγκιόζης", "καραγκιοζιλίκια":"καραγκιοζιλίκι", "καραγκιοζόγλου":"καραγκιοζόγλου", "καραγκιοζοπαίχτες":"καραγκιοζοπαίχτης", "καραγκιοζοπαίχτη":"καραγκιοζοπαίχτης", "καραγκιοζοπαίχτης":"καραγκιοζοπαίχτης", "καραγκιοζόπουλος":"καραγκιοζόπουλος", "καραγκιοζόπουλου":"καραγκιοζόπουλου", "καραγκούνη":"καραγκούνης", "καραγκούνης":"καραγκούνης", "καράγκουτης":"καράγκουτης", "καραδήμο":"καραδήμος", "καραδήμος":"καραδήμος", "καραδοκεί":"καραδοκώ", "καραδοκούν":"καραδοκώ", "καραδοκούσε":"καραδοκώ", "καραθανάση":"καραθανάση", "καραθανάσης":"καραθανάσης", "καραϊσαρίδη":"καραϊσαρίδη", "καραϊσκάκη":"καραϊσκάκης", "καρακαΐσης":"καρακαΐσης", "καράκας":"καράκας", "καρακατσάνης":"καρακατσάνης", "καρακατσάνοφ":"καρακατσάνοφ", "καρακιοπρού":"καρακιοπρού", "καρακούτσης":"καρακούτσης", "καρακωστανογλου":"καρακωστανογλου", "καρακωστάνογλου":"καρακωστάνογλου", "καρακωστανογλου*":"καρακωστανογλου*", "καρακώστας":"καρακώστας", "καραλιόλιος":"καραλιόλιος", "καραλιόπουλο":"καραλιόπουλο", "καραλιοπουλος":"καραλιοπουλος", "καραλιόπουλος":"καραλιόπουλος", "κάραλιτς":"κάραλιτς", "καραμαγγιώλη":"καραμαγγιώλη", "καραμανλάκης":"καραμανλάκης", "καραμανλη":"καραμανλής", "καραμανλή":"καραμανλής", "καραμανλης":"καραμανλής", "καραμανλής":"καραμανλής", "καραμανλής-κολ":"καραμανλής-κολ", "καραμανλικής":"καραμανλικός", "καραμάνου":"καραμάνος", "καραμάρκος":"καραμάρκος", "καραμέλα":"καραμέλα", "καραμέλας":"καραμέλα", "καραμέλες":"καραμέλα", "καραμεταξάς":"καραμεταξάς", "καραμηνα":"καραμηνα", "καραμηνά":"καραμηνά", "καραμηνάς":"καραμηνάς", "καραμήτσογλου":"καραμήτσογλου", "καραμίχας":"καραμίχας", "καραμολεγκος":"καραμολεγκος", "καράμπαλης":"καράμπαλης", "καραμπαμπάς":"καραμπαμπάς", "κάραμπας":"κάραμπας", "καραμπατζάκης":"καραμπατζάκης", "καραμπατσάκης":"καραμπατσάκης", "καραμπάχ":"καραμπάχ", "καράμπελας":"καράμπελας", "καραμπέρη":"καραμπέρη", "καραμπίνα":"καραμπίνα", "καραμπίνας":"καραμπίνα", "καραμπινάτα":"καραμπινάτος", "καραμπινάτες":"καραμπινάτος", "καραμπινάτη":"καραμπινάτος", "καραμπινάτο":"καραμπινάτος", "καραμπίνες":"καραμπίνα", "καραμπόλα":"καραμπόλα", "καραμπόλες":"καραμπόλα", "καραμπουγιούκογλου":"καραμπουγιούκογλου", "καράμπουλας":"καράμπουλας", "καραμπουρνάκι":"καραμπουρνάκι", "καρανάσιο":"καρανάσιο", "καρανάσιος":"καρανάσιος", "καρανίκα":"καρανίκα", "καρανικόλα":"καρανικόλα", "καρανικόλας":"καρανικόλας", "καρανσοπούλου":"καρανσοπούλου", "καραντάιν":"καραντάιν", "καραντίνα":"καραντίνα", "καραντινός":"καραντινός", "καραντώνης":"καραντώνης", "καραογλανιδη":"καραογλανιδη", "καραογλανιδης":"καραογλανιδης", "καραογλου":"καραογλου", "καράογλου":"καράογλου", "καραούλη":"καραούλη", "καραπάλης":"καραπάλης", "καραπιάλη":"καραπιάλη", "καραπιάλης":"καραπιάλης", "καραποστόλου":"καραποστόλου", "κάρας":"κάρα", "καράσεφ":"καράσεφ", "καρασούλη":"καρασούλη", "καρασταμάτη":"καρασταμάτη", "καρατασιος":"καρατασιος", "καρατάσου":"καρατάσου", "καρατε":"καράτε", "καράτε":"καράτε", "καρατέκα":"καρατέκα", "καρατζά":"καρατζάς", "καρατζας":"καρατζάς", "καρατζάς":"καρατζάς", "καρατζαφέρη":"καρατζαφέρης", "καρατζαφερης":"καρατζαφέρης", "καρατζαφέρης":"καρατζαφέρης", "καρατζιάς":"καρατζιάς", "καρατζίκος":"καρατζίκος", "καρατζιοβαλή":"καρατζιοβαλή", "καράτζιος":"καράτζιος", "κάρατζιτς":"κάρατζιτς", "καρατζούνη":"καρατζούνη", "καρατζούνης":"καρατζούνης", "καράτζοφ":"καράτζοφ", "καράτι":"καράτι", "καρατίων":"καράτι", "καρατομείται":"καρατομώ", "καρατόμηση":"καρατόμηση", "καρατσεκαρισμένο":"καρατσεκαρισμένος", "καράτσιολο":"καράτσιολο", "καραφάκι":"καραφάκι", "καραφουλίδης":"καραφουλίδης", "καραφυλλούδη":"καραφυλλούδη", "καραφυλλούδης":"καραφυλλούδης", "καραχάλιο":"καραχάλιο", "καραχάλιος":"καραχάλιος", "καραχάλιου":"καραχάλιου", "καραχριστιανίδη":"καραχριστιανίδη", "καρβάλη":"καρβάλη", "καρβάλης":"καρβάλης", "καρβάλιο":"καρβάλιο", "καρβαμιδικών":"καρβαμιδικών", "καρβέλα":"καρβέλας", "καρβέλι":"καρβέλι", "κάρβουνα":"κάρβουνο", "καρβουναράκης":"καρβουναράκης", "καρβουνιάρης":"καρβουνιάρης", "καρβουνιάρικο":"καρβουνιάρικος", "καρβουνιασμένα":"καρβουνιάζω", "καρβουνιδης":"καρβουνιδης", "καρβουνίδης":"καρβουνίδης", "κάρβουνο":"κάρβουνο", "καρβουνόσκονη":"καρβουνόσκονη", "κάρβουνου":"κάρβουνο", "καργιολάκης":"καργιολάκης", "καργιώτη":"καργιώτη", "καρ-γουάι":"καρ-γουάι", "καργουδη":"καργουδη", "καρδ":"καρδ", "καρδαμίτση-αδάμη":"καρδαμίτση-αδάμη", "κάρδαμο":"κάρδαμο", "καρδάμυλα":"καρδάμυλα", "καρδασιλαρης":"καρδασιλαρης", "καρδια":"καρδιά", "καρδιά":"καρδιά", "καρδία":"καρδία", "κάρδια":"καρδιά", "καρδιαγγειακά":"καρδιαγγειακός", "καρδιαγγειακές":"καρδιαγγειακός", "καρδιαγγειακή":"καρδιαγγειακός", "καρδιαγγειακής":"καρδιαγγειακός", "καρδιαγγειακό":"καρδιαγγειακός", "καρδιαγγειακών":"καρδιαγγειακός", "καρδιακά":"καρδιακός", "καρδιακές":"καρδιακός", "καρδιακή":"καρδιακός", "καρδιακής":"καρδιακός", "καρδιακό":"καρδιακός", "καρδιακός":"καρδιακός", "καρδιακού":"καρδιακός", "καρδιακούς":"καρδιακός", "καρδιακών":"καρδιακός", "καρδίαν":"καρδία", "καρδιάς":"καρδιά", "καρδίας":"καρδία", "καρδιές":"καρδιά", "καρδινάλιος":"καρδινάλιος", "καρδιοαγγειακά":"καρδιοαγγειακός", "καρδιοαναπνευστικού":"καρδιοαναπνευστικός", "καρδιογενές":"καρδιογενές", "καρδιογράφημα":"καρδιογράφημα", "καρδιολογία":"καρδιολογία", "καρδιολογίας":"καρδιολογία", "καρδιολογικές":"καρδιολογικός", "καρδιολογική":"καρδιολογικός", "καρδιολογικής":"καρδιολογικός", "καρδιολογικό":"καρδιολογικός", "καρδιολογικών":"καρδιολογικός", "καρδιολόγο":"καρδιολόγος", "καρδιολόγοι":"καρδιολόγος", "καρδιολόγος":"καρδιολόγος", "καρδιολόγου":"καρδιολόγος", "καρδιολόγων":"καρδιολόγος", "καρδιοπάθεια":"καρδιοπάθεια", "καρδιοπάθειας":"καρδιοπάθεια", "καρδιοπάθειες":"καρδιοπάθεια", "καρδιοπαθείς":"καρδιοπαθής", "καρδιοπαθειών":"καρδιοπάθεια", "καρδιοπαθή":"καρδιοπαθής", "καρδιοπαθούς":"καρδιοπαθής", "καρδιοπαθών":"καρδιοπαθής", "καρδιοχειρουργικού":"καρδιοχειρουργικός", "καρδιοχειρουργοί":"καρδιοχειρουργός", "καρδιοχειρουργός":"καρδιοχειρουργός", "καρδιοχτύπησαν":"καρδιοχτυπώ", "καρδίτσα":"καρδίτσα", "καρδιτσας":"καρδίτσα", "καρδίτσας":"καρδίτσα", "καρδίτσας2-11":"καρδίτσας2-11", "καρδιτσιώτης":"καρδιτσιώτης", "καρδούλα":"καρδούλα", "καρέ":"καρέ", "καρέζη":"καρέζη", "κάρεϊ":"κάρεϊ", "καρέ-καρέ":"καρέ-καρέ", "καρέκλα":"καρέκλα", "καρέκλας":"καρέκλα", "καρέκλες":"καρέκλα", "καρεκλίτσα":"καρεκλίτσα", "κάρελ":"κάρελ", "καρελιας":"καρελιας", "καρελλας":"καρελλας", "καρέλλη":"καρέλλη", "καρέλλης":"καρέλλης", "καρέντα":"καρέντα", "κάρεου":"κάρεου", "καρθαγένη":"καρθαγένη", "καρθαγένης":"καρθαγένης", "κάρι":"κάρι", "καρίγιο":"καρίγιο", "καριέρα":"καριέρα", "καριέρας":"καριέρα", "καρικατούρα":"καρικατούρα", "καρικατούρες":"καρικατούρα", "καρίμ":"καρίμ", "καριμοφ":"καριμοφ", "καρίμοφ":"καρίμοφ", "καρίμπε":"καρίμπε", "καρίνα":"καρίνα", "καρίνας":"καρίνα", "καριόκας":"καριόκας", "καριοφυλλη":"καριοφυλλη", "καριοφύλλης":"καριοφύλλης", "καριώτης":"καριώτης", "καρκαγιάννης":"καρκαγιάννης", "καρκαμάνης":"καρκαμάνης", "καρκάνης":"καρκάνης", "καρκατσέλης":"καρκατσέλης", "καρκινικά":"καρκινικός", "καρκινικές":"καρκινικός", "καρκινικό":"καρκινικός", "καρκινικοί":"καρκινικός", "καρκινικούς":"καρκινικός", "καρκινικών":"καρκινικός", "καρκίνο":"καρκίνος", "καρκινοβατεί":"καρκινοβατώ", "καρκινοβατούν":"καρκινοβατώ", "καρκινογενέσεις":"καρκινογένεση", "καρκινογόνα":"καρκινογόνος", "καρκινογόνες":"καρκινογόνος", "καρκινογόνος":"καρκινογόνος", "καρκινογόνων":"καρκινογόνος", "καρκίνοι":"καρκίνος", "καρκινοπαθείς":"καρκινοπαθής", "καρκινοπαθή":"καρκινοπαθής", "καρκινοπαθής":"καρκινοπαθής", "καρκινοπαθών":"καρκινοπαθής", "καρκινος":"καρκίνος", "καρκινός":"καρκινός", "καρκίνος":"καρκίνος", "καρκίνου":"καρκίνος", "καρκίνους":"καρκίνος", "καρκίνωμα":"καρκίνωμα", "καρκινώματα":"καρκίνωμα", "καρκίνων":"καρκίνος", "καρλ":"καρλ", "κάρλα":"κάρλα", "καρλαϊλ":"καρλαϊλ", "καρλάιλ":"καρλάιλ", "κάρλας":"κάρλας", "καρλίτος":"καρλίτος", "καρλο":"καρλο", "κάρλο":"κάρλο", "καρλος":"καρλος", "κάρλος":"κάρλος", "κάρμεν":"κάρμεν", "καρμοίρη":"καρμοίρη", "καρναβάλ":"καρναβάλ", "καρναβάλι":"καρναβάλι", "καρναβάλια":"καρναβάλι", "καρναβαλικές":"καρναβαλικός", "καρναβαλική":"καρναβαλικός", "καρναβαλιού":"καρναβάλι", "καρναβαλιστές":"καρναβαλιστής", "καρναβαλιστών":"καρναβαλιστής", "καρναβαλιών":"καρναβάλι", "καρνάβαλο":"καρνάβαλος", "καρνάβαλος":"καρνάβαλος", "καρνάβαλου":"καρνάβαλος", "καρνέιρο":"καρνέιρο", "καρνεμίδη":"καρνεμίδη", "καρντινάλε":"καρντινάλε", "καρντιφ":"καρντιφ", "κάρντιφ":"κάρντιφ", "κάρντιφ-μπέρνλι":"κάρντιφ-μπέρνλι", "κάρντιφ-σαουθάμπτον":"κάρντιφ-σαουθάμπτον", "καρντοζο":"καρντοζο", "καρντόζο":"καρντόζο", "καρντόσο":"καρντόσο", "καρό":"καρό", "κάρο":"κάρο", "κάρολ":"κάρολ", "καρολάινα":"καρολάινα", "κάρολιν":"κάρολιν", "καρολίνα":"καρολίνα", "καρολίνας":"καρολίνα", "κάρολο":"κάρολος", "κάρολος":"κάρολος", "καρόλου":"κάρολος", "κάρολου":"κάρολος", "καρόν":"καρόν", "καρόνιας":"καρόνιας", "καρόσο":"καρόσο", "καρότα":"καρότο", "καροτένιου":"καροτένιος", "καρότο":"καρότο", "καρότου":"καρότο", "καρότσα":"καρότσα", "καροτσάκι":"καροτσάκι", "καροτσάκια":"καροτσάκι", "καρότσι":"καρότσι", "καρούζος":"καρούζος", "καρουλίδης":"καρουλίδης", "καρουσέλ":"καρουσέλ", "καρούτα":"καρούτα", "καρπαζιά":"καρπαζιά", "καρπαζιές":"καρπαζιά", "καρπάθια":"καρπάθια", "καρπαθιος":"καρπάθιος", "καρπάτσιο":"καρπάτσιο", "καρπενησίου":"καρπενήσι", "κάρπεντερ":"κάρπεντερ", "καρπιαίου":"καρπιαίος", "καρπίζει":"καρπίζω", "καρπό":"καρπός", "καρπός":"καρπός", "καρπού":"καρπός", "καρπούζας":"καρπούζας", "καρπούζι":"καρπούζι", "καρπούζια":"καρπούζι", "καρπούς":"καρπός", "καρποφόρα":"καρποφόρος", "καρποφορία":"καρποφορία", "καρπώθηκαν":"καρπώνομαι", "καρπώθηκε":"καρπώνομαι", "καρπωθούν":"καρπώνομαι", "καρπών":"καρπός", "καρπώνονται":"καρπώνομαι", "καρρά":"καρράς", "καρραγωγείς":"καρραγωγείς", "καρρας":"καρράς", "καρράς":"καρράς", "κάρσον":"κάρσον", "καρτ":"καρτ", "καρτα":"κάρτα", "κάρτα":"κάρτα", "καρτάλη":"καρτάλη", "καρτάνος":"καρτάνος", "κάρτας":"κάρτα", "καρτέλ":"καρτέλ", "καρτέλα":"καρτέλα", "καρτελάκι":"καρτελάκι", "καρτέλες":"καρτέλα", "καρτερ":"κάρτερ", "κάρτερ":"κάρτερ", "καρτέρι":"καρτέρι", "καρτερία":"καρτερία", "καρτερικά":"καρτερικά", "καρτεροπουλος":"καρτεροπουλος", "καρτερόπουλος":"καρτερόπουλος", "καρτερούν":"καρτερώ", "κάρτες":"κάρτα", "καρτεσιανής":"καρτεσιανός", "καρτεσιανού":"καρτεσιανός", "κάρτνερτορ":"κάρτνερτορ", "καρτοκινητά":"καρτοκινητός", "καρτοτηλέφωνα":"καρτοτηλέφωνο", "καρτούλες":"καρτούλα", "καρτούν":"καρτούν", "'καρτούν":"'καρτούν", "καρτποστάλ":"καρτποστάλ", "καρτ-ποστάλ":"καρτ-ποστάλ", "καρτσώλη":"καρτσώλη", "κάρτσωνα":"κάρτσωνα", "κάρτσωνα-πουνέντης":"κάρτσωνα-πουνέντης", "καρτών":"κάρτα", "καρυάμη":"καρυάμη", "καρυάς":"καρυάς", "καρύδας":"καρύδα", "καρύδι":"καρύδι", "καρύδια":"καρύδι", "καρυδόπιτα":"καρυδόπιτα", "καρύκευμα":"καρύκευμα", "καρυκευμάτων":"καρύκευμα", "καρυολάκης":"καρυολάκης", "καρύπης":"καρύπης", "καρυπίδη":"καρυπίδη", "καρυπιδης":"καρυπιδης", "καρυπίδης":"καρυπίδης", "καρυπίδου":"καρυπίδου", "καρύπογλου":"καρύπογλου", "καρυών":"καρυές", "καρφί":"καρφί", "καρφιά":"καρφί", "καρφίδες":"καρφίς", "καρφίτσα":"καρφίτσα", "καρφίτσες":"καρφίτσα", "κάρφωμα":"κάρφωμα", "καρφωματα":"κάρφωμα", "καρφώματα":"κάρφωμα", "καρφώματος":"κάρφωμα", "καρφωματων":"κάρφωμα", "καρφωμάτων":"κάρφωμα", "καρφωμένα":"καρφωμένος", "καρφωμένες":"καρφωμένος", "καρφωμένη":"καρφώνω", "καρφωμένο":"καρφώνω", "καρφώνει":"καρφώνω", "καρφώνονται":"καρφώνω", "καρφώνουν":"καρφώνω", "κάρφωσαν":"καρφώνω", "κάρφωσε":"καρφώνω", "καρφώσει":"καρφώνω", "καρφώσεις":"καρφώνω", "καρφώσουν":"καρφώνω", "καρφωτή":"καρφωτός", "καρχαρία":"καρχαρίας", "καρχαρίες":"καρχαρίας", "κάρων":"κάρο", "καρωτή":"καρωτή", "κας":"κας", "κασανο":"κασανο", "κασάνο":"κασάνο", "κασάπα":"κασάπα", "κασαπη":"κασάπης", "κασάπη":"κασάπης", "κασάπης":"κασάπης", "κασέ":"κασέ", "κασέλ":"κασέλ", "κασέλα":"κασέλα", "κασέλες":"κασέλα", "κάσερες":"κάσερες", "κασέρι":"κασέρι", "κασεροκροκέτες":"κασεροκροκέτες", "κασέτα":"κασέτα", "κασέτας":"κασέτα", "κασέτες":"κασέτα", "κασετίνα":"κασετίνα", "κασετόφωνο":"κασετόφωνο", "κασετών":"κασέτα", "κασιάνο":"κασιάνο", "κάσκα":"κάσκα", "κασκόλ":"κασκόλ", "κασλ":"κασλ", "κασλαουσκας":"κασλαουσκας", "κασμέρ":"κασμέρ", "κασμίρ":"κασμίρ", "κασναφέρης":"κασναφέρης", "κάσντας":"κάσντας", "κασόλας":"κασόλας", "κασουρίδη":"κασουρίδη", "κασπία":"κασπία", "κασπίας":"κασπία", "κασπρίζικ":"κασπρίζικ", "κασσαβέτης":"κασσαβέτης", "κασσάνδρα":"κασσάνδρα", "κασσανδρας":"κασσάνδρα", "κασσάνδρας":"κασσάνδρα", "κασσανδρεία":"κασσανδρεία", "κασσανδρείας":"κασσανδρείας", "κασσάνδρες":"κασσάνδρες", "κασσανδρινή":"κασσανδρινή", "κασσάνδρου":"κασσάνδρου", "κασσέτες":"κασσέτες", "κασσίμης":"κασσίμης", "κασσίτερου":"κασσίτερος", "κάσσου":"κάσσου", "καστ":"καστ", "κάστα":"κάστα", "κασταμονού":"κασταμονού", "κάστανα":"κάστανο", "καστανάρας":"καστανάρας", "καστανάς":"καστανάς", "καστάνη":"καστάνη", "καστανή":"καστανός", "καστανιάς":"καστανιά", "καστανίδη":"καστανίδη", "καστανίδης":"καστανίδης", "καστανιές":"καστανιά", "καστανιώτη":"καστανιώτης", "καστανιώτης":"καστανιώτης", "καστάνο":"καστάνο", "κάστας":"κάστα", "καστεγιόν":"καστεγιόν", "καστελέν":"καστελέν", "καστελόριζο":"καστελόριζο", "καστελόριζου":"καστελόριζο", "κάστερ":"κάστερ", "κάστες":"κάστα", "καστίγιο":"καστίγιο", "καστλ":"καστλ", "κάστορα":"κάστορας", "καστορια":"καστοριά", "καστοριά":"καστοριά", "καστοριά-αγ":"καστοριά-αγ", "καστοριά-δόξα":"καστοριά-δόξα", "καστοριά-θρασύβουλος":"καστοριά-θρασύβουλος", "καστοριας":"καστοριά", "καστοριάς":"καστοριά", "κάστρα":"κάστρο", "καστράκι":"καστράκι", "καστρινός":"καστρινός", "καστρίτση":"καστρίτση", "κάστρο":"κάστρο", "κάστρομαν":"κάστρομαν", "καστροπολιτεία":"καστροπολιτεία", "καστροπολιτείας":"καστροπολιτείας", "κάστρου":"κάστρο", "καστών":"κάστα", "κάστωρ":"κάστωρ", "κατ":"κατ", "κατ":"κατά", "κατ'":"κατά", "κατ.":"κατ.", "κατ΄":"κατ΄", "κατα":"κατά", "κατά":"κατά", "κάτα":"κάτα", "καταβάλει":"καταβάλλω", "καταβάλλαμε":"καταβάλλω", "καταβάλλει":"καταβάλλω", "καταβάλλεται":"καταβάλλω", "καταβάλλετε":"καταβάλλω", "καταβαλλόμενες":"καταβαλλόμενος", "καταβαλλόμενης":"καταβαλλόμενος", "καταβάλλονται":"καταβάλλω", "καταβάλλοντας":"καταβάλλω", "καταβάλλουμε":"καταβάλλω", "καταβάλλουν":"καταβάλλω", "καταβάλλω":"καταβάλλω", "καταβάλουμε":"καταβάλλω", "καταβάλουν":"καταβάλλω", "καταβαραθρώνοντας":"καταβαραθρώνω", "καταβαράθρωση":"καταβαράθρωση", "καταβάση":"κατάβαση", "κατάβαση":"κατάβαση", "καταβάτη":"καταβάτη", "καταβεβλημένες":"καταβεβλημένος", "καταβεβλημένος":"καταβεβλημένος", "καταβληθεί":"καταβάλλω", "καταβληθέν":"καταβληθείς", "καταβλήθηκαν":"καταβάλλω", "καταβλήθηκε":"καταβάλλω", "καταβληθούν":"καταβάλλω", "καταβολές":"καταβολή", "καταβολή":"καταβολή", "καταβολής":"καταβολή", "καταβολών":"καταβολή", "κατάβρεξαν":"καταβρέχω", "καταβρόχθιζε":"καταβροχθίζω", "καταβροχθίζει":"καταβροχθίζω", "καταβροχθίζονται":"καταβροχθίζω", "καταβροχθίζουν":"καταβροχθίζω", "καταβρόχθισε":"καταβροχθίζω", "καταβροχθίσει":"καταβροχθίζω", "καταβρόχθιση":"καταβρόχθιση", "καταβυθίζεται":"καταβυθίζω", "καταβυθίσεων":"καταβύθιση", "καταβύθιση":"καταβύθιση", "καταβύθισης":"καταβύθιση", "καταγάλανο":"καταγάλανος", "καταγάλανος":"καταγάλανος", "καταγγείλατε":"καταγγέλλω", "κατάγγειλε":"καταγγέλλω", "καταγγείλει":"καταγγέλλω", "καταγγείλεις":"καταγγέλλω", "καταγγείλετε":"καταγγέλλω", "καταγγείλουμε":"καταγγέλλω", "καταγγείλουν":"καταγγέλλω", "καταγγείλω":"καταγγέλλω", "καταγγελει":"καταγγελει", "καταγγελθεί":"καταγγέλλω", "καταγγελθείσα":"καταγγελθείς", "καταγγέλθηκαν":"καταγγέλλω", "καταγγέλθηκε":"καταγγέλλω", "καταγγελία":"καταγγελία", "καταγγελίας":"καταγγελία", "καταγγελιες":"καταγγελία", "καταγγελίες":"καταγγελία", "καταγγελιών":"καταγγελία", "καταγγέλλει":"καταγγέλλω", "καταγγέλλεις":"καταγγέλλω", "καταγγέλλεται":"καταγγέλλω", "καταγγελλόμενα":"καταγγελλόμενος", "καταγγελλομένων":"καταγγελλόμενος", "καταγγέλλονται":"καταγγέλλω", "καταγγέλλοντας":"καταγγέλλω", "καταγγέλλοντες":"καταγγέλλων", "καταγγέλλοντος":"καταγγέλλων", "καταγγελλόντων":"καταγγέλλων", "καταγγέλλουμε":"καταγγέλλω", "καταγγέλλουν":"καταγγέλλω", "καταγγέλλω":"καταγγέλλω", "καταγγελουν":"καταγγελουν", "καταγγέλουν":"καταγγέλουν", "καταγγελτικές":"καταγγελτικές", "καταγγελτική":"καταγγελτική", "καταγγελτικό":"καταγγελτικό", "καταγγέλω":"καταγγέλω", "καταγεγραμμένα":"καταγεγραμμένος", "καταγεγραμμένες":"καταγεγραμμένος", "καταγεγραμμένο":"καταγεγραμμένος", "κατάγεται":"κατάγομαι", "καταγινόμαστε":"καταγίνομαι", "καταγκρεμισμένα":"καταγκρεμισμένος", "κάταγμα":"κάταγμα", "κατάγματα":"κάταγμα", "κατάγομαι":"κατάγομαι", "καταγόμεθα":"καταγόμεθα", "καταγόμενος":"καταγόμενος", "κατάγονται":"κατάγομαι", "κατάγονταν":"κατάγομαι", "καταγόταν":"κατάγομαι", "καταγραμμένες":"καταγραμμένος", "καταγραμμένη":"καταγραμμένος", "καταγραφέας":"καταγραφέας", "καταγραφεί":"καταγράφω", "καταγράφει":"καταγράφω", "καταγραφέν":"καταγραφείς", "καταγραφές":"καταγραφή", "καταγράφεται":"καταγράφω", "καταγραφή":"καταγραφή", "καταγράφηκαν":"καταγράφω", "καταγράφηκε":"καταγράφω", "καταγραφής":"καταγραφή", "καταγράφονται":"καταγράφω", "καταγράφοντας":"καταγράφω", "καταγράφουμε":"καταγράφω", "καταγραφούν":"καταγράφω", "καταγράφουν":"καταγράφω", "καταγράφτηκαν":"καταγράφω", "καταγράφτηκε":"καταγράφω", "καταγράφω":"καταγράφω", "καταγράψει":"καταγράφω", "καταγράψουμε":"καταγράφω", "καταγράψουν":"καταγράφω", "καταγράψω":"καταγράφω", "καταγωγές":"καταγωγή", "καταγωγή":"καταγωγή", "καταγωγήν":"καταγωγή", "καταγωγής":"καταγωγή", "καταγωγικό":"καταγωγικό", "καταδεικνύει":"καταδεικνύω", "καταδεικνύεται":"καταδεικνύω", "καταδεικνύονται":"καταδεικνύω", "καταδεικνύοντας":"καταδεικνύω", "καταδεικνύουν":"καταδεικνύω", "καταδείξει":"καταδεικνύω", "κατάδειξη":"κατάδειξη", "καταδείξουν":"καταδεικνύω", "καταδειχθεί":"καταδεικνύω", "καταδέχεται":"καταδέχομαι", "καταδεχθεί":"καταδέχομαι", "καταδέχονται":"καταδέχομαι", "καταδέχτηκε":"καταδέχομαι", "καταδίδει":"καταδίδω", "καταδίκαζα":"καταδικάζω", "καταδίκαζαν":"καταδικάζω", "καταδίκαζε":"καταδικάζω", "καταδικάζει":"καταδικάζω", "καταδικάζεις":"καταδικάζω", "καταδικάζεται":"καταδικάζω", "καταδικάζονται":"καταδικάζω", "καταδικάζονταν":"καταδικάζω", "καταδικάζοντας":"καταδικάζω", "καταδικαζόταν":"καταδικάζω", "καταδικάζουμε":"καταδικάζω", "καταδικάζουν":"καταδικάζω", "καταδικάζω":"καταδικάζω", "καταδικάσαμε":"καταδικάζω", "καταδίκασαν":"καταδικάζω", "καταδίκασε":"καταδικάζω", "καταδικάσει":"καταδικάζω", "καταδικάσετε":"καταδικάζω", "καταδικασθεί":"καταδικάζω", "καταδικασθείς":"καταδικασθείς", "καταδικασθέντες":"καταδικασθείς", "καταδικασθέντος":"καταδικασθείς", "καταδικασθέντων":"καταδικασθείς", "καταδικάσθηκαν":"καταδικάζω", "καταδικάσθηκε":"καταδικάζω", "καταδικασμένες":"καταδικασμένος", "καταδικασμένη":"καταδικάζω", "καταδικασμένο":"καταδικασμένος", "καταδικασμένοι":"καταδικασμένος", "καταδικασμένος":"καταδικάζω", "καταδικασμένους":"καταδικασμένος", "καταδικάσουν":"καταδικάζω", "καταδικαστέα":"καταδικαστέος", "καταδικαστεί":"καταδικάζω", "καταδικάστηκαν":"καταδικάζω", "καταδικάστηκε":"καταδικάζω", "καταδικαστικές":"καταδικαστικός", "καταδικαστική":"καταδικαστικός", "καταδικαστικής":"καταδικαστικός", "καταδικαστικών":"καταδικαστικός", "καταδικαστούν":"καταδικάζω", "καταδίκες":"καταδίκη", "καταδίκη":"καταδίκη", "καταδίκης":"καταδίκη", "κατάδικο":"κατάδικος", "κατάδικοι":"κατάδικος", "κατάδικος":"κατάδικος", "κατάδικους":"κατάδικος", "καταδικών":"καταδίκη", "καταδίκων":"κατάδικος", "καταδίωκε":"καταδιώκω", "καταδιώκει":"καταδιώκω", "καταδιώκεται":"καταδιώκω", "καταδιώκονται":"καταδιώκω", "καταδιωκουν":"καταδιώκω", "καταδιώκουν":"καταδιώκω", "καταδιωκτικά":"καταδιωκτικός", "καταδιώκω":"καταδιώκω", "καταδίωξαν":"καταδιώκω", "καταδίωξε":"καταδιώκω", "καταδιώξεις":"καταδιώκω", "καταδιώξεις":"καταδίωξη", "καταδίωξη":"καταδίωξη", "καταδιωξης":"καταδίωξη", "καταδίωξης":"καταδίωξη", "καταδότες":"καταδότης", "καταδότη":"καταδότης", "καταδρομείς":"καταδρομέας", "καταδρομικό":"καταδρομικός", "καταδρομών":"καταδρομή", "καταδύεται":"καταδύομαι", "καταδυθεί":"καταδύομαι", "καταδύθηκαν":"καταδύομαι", "καταδυθούν":"καταδύομαι", "καταδυναστεύει":"καταδυναστεύω", "καταδυναστεύουν":"καταδυναστεύω", "καταδυνάστευση":"καταδυνάστευση", "καταδυσεις":"κατάδυση", "καταδύσεις":"κατάδυση", "καταδύσεων":"κατάδυση", "κατάδυση":"κατάδυση", "κατάδυσης":"κατάδυση", "καταδύτες":"καταδύτης", "καταζητεί":"καταζητώ", "καταζητείται":"καταζητώ", "καταζητούμενο":"καταζητούμενος", "καταζητούμενος":"καταζητούμενος", "καταζητούμενου":"καταζητούμενος", "καταζητούμενους":"καταζητούμενος", "καταζητούνται":"καταζητώ", "καταθεσαμε":"καταθέτω", "καταθέσαμε":"καταθέτω", "κατάθεσε":"καταθέτω", "καταθέσει":"καταθέτω", "καταθέσεις":"κατάθεση", "καταθέσεις":"καταθέτω", "καταθέσεων":"κατάθεση", "καταθέσεών":"κατάθεση", "καταθέσεως":"κατάθεση", "κατάθεση":"κατάθεση", "κατάθεσή":"κατάθεση", "κατάθεσης":"κατάθεση", "κατάθεσής":"κατάθεση", "καταθέσουμε":"καταθέτω", "καταθέσουν":"καταθέτω", "καταθέσω":"καταθέτω", "καταθετει":"καταθέτω", "καταθέτει":"καταθέτω", "καταθέτες":"καταθέτης", "καταθέτης":"καταθέτης", "καταθετικό":"καταθετικό", "καταθετικοί":"καταθετικοί", "καταθετικούς":"καταθετικούς", "καταθέτοντας":"καταθέτω", "καταθέτουν":"καταθέτω", "καταθέτω":"καταθέτω", "καταθετών":"καταθέτης", "καταθλίβει":"καταθλίβω", "καταθλιπτικά":"καταθλιπτικά", "καταθλιπτική":"καταθλιπτικός", "καταθλιπτικό":"καταθλιπτικός", "καταθλίψεως":"κατάθλιψη", "κατάθλιψη":"κατάθλιψη", "κατάθλιψης":"κατάθλιψη", "καταιγίδα":"καταιγίδα", "καταιγίδας":"καταιγίδα", "καταιγίδες":"καταιγίδα", "καταιγιδοφόρα":"καταιγιδοφόρα", "καταιγίδων":"καταιγίδα", "καταιγισμό":"καταιγισμός", "καταιγισμός":"καταιγισμός", "καταιγιστικά":"καταιγιστικός", "καταιγιστική":"καταιγιστικός", "καταιγιστικό":"καταιγιστικός", "καταιγιστικός":"καταιγιστικός", "καταιγιστικούς":"καταιγιστικός", "κατακάθαρα":"κατακάθαρος", "κατακάθαρη":"κατακάθαρος", "κατακάθεται":"κατακάθομαι", "κατακάθια":"κατακάθι", "κατακαθίσει":"κατακαθίζω", "κατακαίει":"κατακαίω", "κατακαίουν":"κατακαίουν", "κατακαλόκαιρο":"κατακαλόκαιρο", "κατάκαμπτη":"καταάκαμπτος", "κατακάψει":"κατακαίω", "κατακεραυνώθηκε":"κατακεραυνώνω", "κατακεραυνώνει":"κατακεραυνώνω", "κατακεραυνώνουν":"κατακεραυνώνω", "κατακεραυνώσει":"κατακεραυνώνω", "κατακεραυνώσουν":"κατακεραυνώνω", "κατακερματίζει":"κατακερματίζω", "κατακερματισμένη":"κατακερματίζω", "κατακερματισμένης":"κατακερματισμένος", "κατακερματισμένο":"κατακερματίζω", "κατακερματισμένος":"κατακερματίζω", "κατακερματισμένου":"κατακερματίζω", "κατακερματισμό":"κατακερματισμός", "κατακερματισμός":"κατακερματισμός", "κατακερματισμού":"κατακερματισμός", "κατακερματιστούν":"κατακερματίζω", "κατακέφαλα":"κατακέφαλα", "κατακλείδα":"κατακλείδα", "κατακλείδι":"κατακλείδι", "κατακλείω":"κατακλείνω", "κατάκλιση":"κατάκλιση", "κατακλύζει":"κατακλύζω", "κατακλύζεται":"κατακλύζω", "κατακλύζουν":"κατακλύζω", "κατακλύσει":"κατακλύζω", "κατακλύσεις":"κατακλύζω", "κατακλύσεων":"κατάκλιση", "κατάκλυση":"κατακλείνω", "κατακλυσθεί":"κατακλύζω", "κατακλυσμιαία":"κατακλυσμιαίος", "κατακλυσμιαίες":"κατακλυσμιαίος", "κατακλυσμό":"κατακλυσμός", "κατακλυσμός":"κατακλυσμός", "κατακλυσμού":"κατακλυσμός", "κατακλύσουν":"κατακλύζω", "κατακλυστεί":"κατακλύζω", "κατακλύστηκαν":"κατακλύζω", "κατακλύστηκε":"κατακλύζω", "κατακλυστούν":"κατακλύζω", "κατακόκκινη":"κατακόκκινος", "κατακόκκινο":"κατακόκκινος", "κατακόμβες":"κατακόμβη", "κατάκοποι":"κατάκοπος", "κατακόρυφα":"κατακόρυφα", "κατακόρυφη":"κατακόρυφος", "κατακόρυφης":"κατακόρυφος", "κατακόρυφο":"κατακόρυφος", "κατακορύφου":"κατακόρυφος", "κατακρατεί":"κατακρατώ", "κατακράτηση":"κατακράτηση", "κατακράτησης":"κατακράτηση", "κατακρατήσουν":"κατακρατώ", "κατακρατούσαν":"κατακρατώ", "κατακραυγή":"κατακραυγή", "κατακρεουργεί":"κατακρεουργώ", "κατακρεούργησε":"κατακρεουργώ", "κατακρήμνιση":"κατακρήμνιση", "κατακρήμνισης":"κατακρήμνιση", "κατακρημνίστηκε":"κατακρημνίζω", "κατακριθεί":"κατακρίνω", "κατακρίθηκε":"κατακρίνω", "κατακριθούν":"κατακρίνω", "κατακρίνει":"κατακρίνω", "κατακριτέο":"κατακριτέος", "κατακτά":"κατακτώ", "κατακτηθεί":"κατακτώ", "κατακτήθηκαν":"κατακτώ", "κατακτήθηκε":"κατακτώ", "κατακτημένα":"κατακτώ", "κατακτημένες":"κατακτημένος", "κατακτημένη":"κατακτώ", "κατακτημένο":"κατακτώ", "κατακτήσαμε":"κατακτώ", "κατακτήσει":"κατακτώ", "κατακτήσεις":"κατάκτηση", "κατακτήσετε":"κατακτώ", "κατακτήσεων":"κατάκτηση", "κατάκτηση":"κατάκτηση", "κατάκτησή":"κατάκτηση", "κατάκτησης":"κατάκτηση", "κατάκτησής":"κατάκτηση", "κατακτήσουμε":"κατακτώ", "κατακτήσουν":"κατακτώ", "κατακτητές":"κατακτητής", "κατακτητή":"κατακτητής", "κατακτητικών":"κατακτητικός", "κατακτήτριές":"κατακτήτρια", "κατακτητών":"κατακτητής", "κατακτούν":"κατακτώ", "κατακτούσαν":"κατακτώ", "κατακτώντας":"κατακτώ", "κατακυριεύσατε":"κατακυριεύω", "κατακυρώθηκε":"κατακυρώνω", "κατακύρωσης":"κατακύρωση", "κατάλαβα":"καταλαβαίνω", "καταλάβαινα":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίναμε":"καταλαβαίνω", "καταλάβαιναν":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνατε":"καταλαβαίνω", "καταλάβαινε":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνει":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνεις":"καταλαβαίνω", "καταλάβαινες":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνετε":"καταλαβαίνω", "καταλαβαινόμαστε":"καταλαβαινόμαστε", "καταλαβαίνουμε":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνουν":"καταλαβαίνω", "καταλαβαίνω":"καταλαβαίνω", "καταλάβαμε":"καταλαβαίνω", "κατάλαβαν":"καταλαβαίνω", "καταλάβανε":"καταλαβαίνω", "καταλάβατε":"καταλαβαίνω", "κατάλαβε":"καταλαβαίνω", "καταλάβει":"καταλαβαίνω", "καταλάβεις":"καταλαβαίνω", "κατάλαβες":"καταλαβαίνω", "καταλάβετε":"καταλαβαίνω", "καταλάβετέ":"καταλαβαίνω", "καταλάβουμε":"καταλαβαίνω", "καταλάβουν":"καταλαβαίνω", "καταλάβω":"καταλαβαίνω", "καταλαγιάζει":"καταλαγιάζω", "καταλάγιασε":"καταλαγιάζω", "καταλαγιάσει":"καταλαγιάζω", "καταλαγιάσουν":"καταλαγιάζω", "καταλάμβαναν":"καταλαμβάνω", "καταλάμβανε":"καταλαμβάνω", "καταλαμβάνει":"καταλαβαίνω", "καταλαμβάνεσαι":"καταλαβαίνω", "καταλαμβάνεται":"καταλαβαίνω", "καταλαμβάνονται":"καταλαβαίνω", "καταλαμβάνοντας":"καταλαβαίνω", "καταλαμβάνουν":"καταλαβαίνω", "καταλανικά":"καταλανικός", "καταλανική":"καταλανικός", "καταλανοί":"καταλανός", "καταλανού":"καταλανός", "καταλανούς":"καταλανός", "καταλανών":"καταλανός", "κατάλευκο":"κατάλευκος", "καταλήγαμε":"καταλήγω", "καταλήγει":"καταλήγω", "καταλήγεις":"καταλήγω", "καταλήγοντας":"καταλήγω", "καταλήγουμε":"καταλήγω", "καταλήγουν":"καταλήγω", "καταλήγουσα":"καταλήγων", "καταλήγω":"καταλήγω", "καταληκτικές":"καταληκτικός", "καταληκτική":"καταληκτικός", "καταληκτικό":"καταληκτικός", "καταλήξαμε":"καταλήγω", "καταλήξατε":"καταλήγω", "καταλήξει":"καταλήγω", "καταλήξεις":"καταλήγω", "καταλήξετε":"καταλήγω", "καταληξη":"κατάληξη", "κατάληξη":"κατάληξη", "κατάληξή":"κατάληξη", "καταλήξουμε":"καταλήγω", "καταλήξουν":"καταλήγω", "καταληπτική":"καταληπτικός", "καταλήστευση":"καταλήστευση", "καταλήστευσης":"καταλήστευση", "καταληφθεί":"καταλαβαίνω", "καταληφθούν":"καταλαβαίνω", "καταλήψεις":"κατάληψη", "καταλήψεων":"κατάληψη", "καταλήψεως":"κατάληψη", "κατάληψη":"κατάληψη", "κατάληψή":"κατάληψη", "καταληψης":"κατάληψη", "κατάληψης":"κατάληψη", "καταληψίας":"καταληψίας", "καταληψίες":"καταληψίας", "καταληψιών":"καταληψίας", "κατάλληλα":"κατάλληλος", "κατάλληλες":"κατάλληλος", "κατάλληλη":"κατάλληλος", "κατάλληλης":"κατάλληλος", "κατάλληλο":"κατάλληλος", "κατάλληλοι":"κατάλληλος", "κατάλληλος":"κατάλληλος", "καταλληλότερη":"κατάλληλος", "καταλληλότερης":"κατάλληλος", "καταλληλότερο":"κατάλληλος", "καταλληλότερος":"κατάλληλος", "καταλληλότερου":"κατάλληλος", "καταλληλότητα":"καταλληλότητα", "κατάλληλου":"κατάλληλος", "κατάλληλους":"κατάλληλος", "καταλλήλων":"κατάλληλος", "κατάλληλων":"κατάλληλος", "καταλλήλως":"κατάλληλα", "καταλόγιζαν":"καταλογίζω", "καταλόγιζε":"καταλογίζω", "καταλογίζει":"καταλογίζω", "καταλογίζεται":"καταλογίζω", "καταλογίζονται":"καταλογίζω", "καταλογίζουν":"καταλογίζω", "καταλόγισαν":"καταλογίζω", "καταλόγισε":"καταλογίζω", "καταλογίσει":"καταλογίζω", "καταλογισμό":"καταλογισμός", "καταλογισμός":"καταλογισμός", "καταλογισμού":"καταλογισμός", "καταλογίσουν":"καταλογίζω", "καταλογιστεί":"καταλογίζω", "καταλογιστούν":"καταλογίζω", "κατάλογο":"κατάλογος", "κατάλογό":"κατάλογος", "κατάλογοι":"κατάλογος", "κατάλογον":"κατάλογος", "κατάλογος":"κατάλογος", "κατάλογός":"κατάλογος", "καταλόγου":"κατάλογος", "καταλόγους":"κατάλογος", "καταλόγων":"κατάλογος", "κατάλοιπα":"κατάλοιπος", "κατάλοιπο":"κατάλοιπος", "καταλοίπων":"κατάλοιπος", "καταλονία":"καταλονία", "καταλονίας":"καταλονία", "καταλύει":"καταλύω", "καταλύεται":"καταλύω", "καταλυθεί":"καταλύω", "κατάλυμα":"κατάλυμα", "κατάλυμά":"κατάλυμα", "καταλύματα":"κατάλυμα", "καταλύματος":"κατάλυμα", "καταλυμάτων":"κατάλυμα", "καταλύουν":"καταλύω", "καταλύσει":"καταλύω", "κατάλυση":"κατάλυση", "κατάλυσή":"κατάλυση", "κατάλυσης":"κατάλυση", "καταλύσουμε":"καταλύω", "καταλύσουν":"καταλύω", "καταλύτες":"καταλύτης", "καταλύτη":"καταλύτης", "καταλύτης":"καταλύτης", "καταλυτικά":"καταλυτικά", "καταλυτικές":"καταλυτικός", "καταλυτική":"καταλυτικός", "καταλυτικό":"καταλυτικός", "καταλυτικών":"καταλυτικός", "καταμαράν":"καταμαράν", "καταμαρτυρεί":"καταμαρτυρώ", "καταμαρτυρούν":"καταμαρτυρώ", "κατάματα":"κατάματα", "κατάμαυρη":"κατάμαυρος", "κατάμαυρο":"κατάμαυρος", "καταμερισμό":"καταμερισμός", "καταμερισμός":"καταμερισμός", "καταμερισμού":"καταμερισμός", "καταμεσής":"καταμεσής", "κατάμεστα":"κατάμεστος", "κατάμεστη":"κατάμεστος", "κατάμεστης":"κατάμεστος", "κατάμεστο":"κατάμεστος", "καταμετρηθούν":"καταμετρώ", "καταμετρημένο":"καταμετρημένος", "καταμετρήσει":"καταμετρώ", "καταμετρήσεις":"καταμετρώ", "καταμετρηση":"καταμέτρηση", "καταμέτρηση":"καταμέτρηση", "καταμέτρησης":"καταμέτρηση", "καταμετρούμενο":"καταμετρούμενος", "καταμετρώνται":"καταμετρώ", "καταμήνυση":"καταμήνυση", "καταμούτη":"καταμούτη", "κατάμουτρα":"κατάμουτρα", "καταναγκασμένης":"καταναγκασμένος", "καταναγκασμό":"καταναγκασμός", "καταναγκασμός":"καταναγκασμός", "καταναγκασμού":"καταναγκασμός", "καταναγκασμούς":"καταναγκασμός", "καταναγκαστικά":"καταναγκαστικός", "καταναγκαστικό":"καταναγκαστικός", "καταναγκαστικούς":"καταναγκαστικός", "κατ'ανάγκη":"κατ''ανάγκη", "καταναλωθεί":"καταναλώνω", "καταναλώθηκε":"καταναλώνω", "καταναλωθούν":"καταναλώνω", "κατανάλωναν":"καταναλώνω", "κατανάλωνε":"καταναλώνω", "καταναλώνει":"καταναλώνω", "καταναλώνεστε":"καταναλώνω", "καταναλώνεται":"καταναλώνω", "καταναλώνονται":"καταναλώνω", "καταναλώνοντας":"καταναλώνω", "καταναλώνουμε":"καταναλώνω", "καταναλώνουν":"καταναλώνω", "καταναλώνω":"καταναλώνω", "καταναλώσαμε":"καταναλώνω", "κατανάλωσαν":"καταναλώνω", "καταναλώσει":"καταναλώνω", "κατανάλωση":"κατανάλωση", "κατανάλωσή":"κατανάλωση", "κατανάλωσης":"κατανάλωση", "καταναλώσουμε":"καταναλώνω", "καταναλωτές":"καταναλωτής", "καταναλωτή":"καταναλωτής", "καταναλωτής":"καταναλωτής", "καταναλωτικά":"καταναλωτικός", "καταναλωτικές":"καταναλωτικός", "καταναλωτική":"καταναλωτικός", "καταναλωτικής":"καταναλωτικός", "καταναλωτικό":"καταναλωτικός", "καταναλωτικού":"καταναλωτικός", "καταναλωτικών":"καταναλωτικός", "καταναλωτισμός":"καταναλωτισμός", "καταναλωτισμού":"καταναλωτισμός", "καταναλώτρια":"καταναλώτρια", "καταναλώτριες":"καταναλώτρια", "καταναλωτριών":"καταναλώτρια", "καταναλωτών":"καταναλωτής", "κατανείμει":"κατανέμω", "κατανέμεται":"κατανέμω", "κατανεμηθεί":"κατανέμω", "κατανεμηθούν":"κατανέμω", "κατανεμημένες":"κατανέμω", "κατανέμονται":"κατανέμω", "κατάνεο":"κατάνεο", "κατανικήσει":"κατανικώ", "κατανοεί":"κατανοώ", "κατανοείται":"κατανοώ", "κατανοηθεί":"κατανοώ", "κατανοήσαμε":"κατανοώ", "κατανόησαν":"κατανοώ", "κατανόησε":"κατανοώ", "κατανοήσει":"κατανοώ", "κατανοήσεις":"κατανοώ", "κατανοήσετε":"κατανοώ", "κατανόηση":"κατανόηση", "κατανόησή":"κατανόηση", "κατανόησης":"κατανόηση", "κατανοήσουμε":"κατανοώ", "κατανοήσουν":"κατανοώ", "κατανοήσω":"κατανοώ", "κατανοητά":"κατανοητός", "κατανοητές":"κατανοητός", "κατανοητή":"κατανοητός", "κατανοητής":"κατανοητός", "κατανοητό":"κατανοητός", "κατανοητοί":"κατανοητός", "κατανοητός":"κατανοητός", "κατανομές":"κατανομή", "κατανομή":"κατανομή", "κατανομής":"κατανομή", "κατανοούμε":"κατανοώ", "κατανοούν":"κατανοώ", "κατανοούσαν":"κατανοώ", "κατανοώ":"κατανοώ", "κατανοώντας":"κατανοώ", "καταντά":"καταντώ", "καταντάει":"καταντώ", "καταντζάρο":"καταντζάρο", "κατάντημα":"κατάντημα", "καταντήσαμε":"καταντώ", "κατάντησαν":"καταντώ", "κατάντησε":"καταντώ", "καταντήσει":"καταντώ", "κατάντησες":"καταντώ", "καταντήσουν":"καταντώ", "κατάντια":"κατάντια", "κατάντιας":"κατάντια", "καταντούν":"καταντώ", "καταντούσε":"καταντώ", "καταντώντας":"καταντώ", "κατανυκτική":"κατανυκτικός", "κατανωλωτες":"κατανωλωτες", "κατάξανθα":"κατάξανθος", "κατάξανθη":"κατάξανθος", "καταξιωθεί":"καταξιώνω", "καταξιωθείτε":"καταξιώνω", "καταξιωμένα":"καταξιώνω", "καταξιωμένη":"καταξιωμένος", "καταξιωμένο":"καταξιωμένος", "καταξιωμένοι":"καταξιωμένος", "καταξιωμένος":"καταξιωμένος", "καταξιωμένου":"καταξιώνω", "καταξιωμένους":"καταξιωμένος", "καταξιωμένων":"καταξιώνω", "καταξίωσαν":"καταξιώνω", "καταξιώσει":"καταξιώνω", "καταξίωση":"καταξίωση", "καταξίωσή":"καταξίωση", "καταξίωσης":"καταξίωση", "καταπακτή":"καταπακτή", "καταπάνω":"καταπάνω", "καταπατάει":"καταπατώ", "καταπατηθεί":"καταπατώ", "καταπατημένα":"καταπατώ", "καταπατημένες":"καταπατώ", "καταπάτησαν":"καταπατώ", "καταπατήσει":"καταπατώ", "καταπατήσεις":"καταπατώ", "καταπατήσεων":"καταπάτηση", "καταπάτηση":"καταπάτηση", "καταπάτησης":"καταπάτηση", "καταπατητές":"καταπατητής", "καταπατητών":"καταπατητής", "καταπατούνται":"καταπατώ", "κατάπαυση":"κατάπαυση", "κατάπαυσης":"κατάπαυση", "καταπέλτη":"καταπέλτης", "καταπέλτης":"καταπέλτης", "καταπέσει":"καταπέφτω", "καταπιάνεται":"καταπιάνομαι", "καταπιανόμενοι":"καταπιανόμενοι", "καταπιάνονται":"καταπιάνομαι", "καταπιαστεί":"καταπιάνομαι", "καταπιαστείτε":"καταπιάνομαι", "καταπιάστηκε":"καταπιάνομαι", "καταπιαστούμε":"καταπιάνομαι", "καταπιαστούν":"καταπιάνομαι", "κατάπιε":"καταπίνω", "καταπίεζαν":"καταπιέζω", "καταπίεζε":"καταπιέζω", "καταπιέζει":"καταπιέζω", "καταπιέζεστε":"καταπιέζω", "καταπιέζεται":"καταπιέζω", "καταπιέζετε":"καταπιέζω", "καταπιέζουμε":"καταπιέζω", "καταπιεί":"καταπίνω", "καταπιείς":"καταπίνω", "καταπιέσεις":"καταπιέζω", "καταπίεση":"καταπίεση", "καταπίεσης":"καταπίεση", "καταπιεσμένες":"καταπιέζω", "καταπιεσμένη":"καταπιέζω", "καταπιεσμένος":"καταπιεσμένος", "καταπιεσμένου":"καταπιέζω", "καταπιεσμένους":"καταπιέζω", "καταπιεσμένων":"καταπιέζω", "καταπιεστικά":"καταπιεστικά", "καταπιεστικές":"καταπιεστικός", "καταπιεστική":"καταπιεστικός", "καταπιεστικό":"καταπιεστικός", "καταπιεστικοί":"καταπιεστικός", "καταπιεστικού":"καταπιεστικός", "κατάπινε":"καταπίνω", "καταπίνει":"καταπίνω", "καταπίνεται":"καταπίνω", "καταπίνονται":"καταπίνω", "καταπίνοντας":"καταπίνω", "καταπίνουμε":"καταπίνω", "καταπίνουν":"καταπίνω", "καταπιούν":"καταπίνω", "καταπλακώθηκαν":"καταπλακώνω", "καταπλακώθηκε":"καταπλακώνω", "καταπλάκωσαν":"καταπλακώνω", "καταπλάκωσε":"καταπλακώνω", "καταπλέει":"καταπλέω", "καταπλέουν":"καταπλέω", "καταπλεύσει":"καταπλέω", "καταπλεύσουν":"καταπλέω", "καταπληκτικά":"καταπληκτικός", "καταπληκτικές":"καταπληκτικός", "καταπληκτική":"καταπληκτικός", "καταπληκτικής":"καταπληκτικός", "καταπληκτικό":"καταπληκτικός", "καταπληκτικός":"καταπληκτικός", "καταπληκτικών":"καταπληκτικός", "κατάπληκτοι":"κατάπληκτος", "κατάπληκτος":"κατάπληκτος", "καταπλήξει":"καταπλήσσω", "καταπλήξετε":"καταπλήσσω", "κατάπληξη":"κατάπληξη", "καταπλήξουν":"καταπλήσσω", "καταπλήξτε":"καταπλήσσω", "καταπλήσσει":"καταπλήσσω", "κατάπλους":"κατάπλους", "καταπνίξει":"καταπνίγω", "καταποθούν":"καταποθούν", "καταπολεμά":"καταπολεμώ", "καταπολεμάει":"καταπολεμώ", "καταπολεμάμε":"καταπολεμώ", "καταπολεμάται":"καταπολεμάται", "καταπολεμηθεί":"καταπολεμώ", "καταπολεμηθούν":"καταπολεμώ", "καταπολέμησε":"καταπολεμώ", "καταπολεμήσει":"καταπολεμώ", "καταπολέμηση":"καταπολέμηση", "καταπολέμησή":"καταπολέμηση", "καταπολέμησης":"καταπολέμηση", "καταπολέμησής":"καταπολέμηση", "καταπολεμήσουμε":"καταπολεμώ", "καταπολεμήσουν":"καταπολεμώ", "καταπολεμούν":"καταπολεμώ", "καταπολεμούσαμε":"καταπολεμώ", "καταπονείται":"καταπονώ", "καταπονημένη":"καταπονημένος", "καταπονημένο":"καταπονώ", "καταπονημένου":"καταπονημένος", "καταπόνησης":"καταπόνηση", "καταπονούν":"καταπονώ", "καταποντίζονται":"καταποντίζω", "καταπόντιση":"καταπόντιση", "καταποντισμός":"καταποντισμός", "καταποντισμούς":"καταποντισμός", "καταποντισμών":"καταποντισμός", "καταποντιστεί":"καταποντίζω", "κατάποση":"κατάποση", "κατάποσης":"κατάποση", "καταπράσινα":"καταπράσινος", "καταπράσινη":"καταπράσινος", "καταπράσινο":"καταπράσινος", "κατάπτυστον":"κατάπτυστος", "καταπτώσεις":"κατάπτωση", "κατάπτωση":"κατάπτωση", "κατάπτωσης":"κατάπτωση", "κατάπτωσής":"κατάπτωση", "καταπώς":"καταπώς", "καταρ":"καταρ", "κατάρ":"κατάρ", "κατάρα":"κατάρα", "καταραμένες":"καταριέμαι", "καταραμένη":"καταριέμαι", "καταραμένο":"καταραμένος", "καταραμένοι":"καταριέμαι", "κατάρας":"κατάρα", "καταραστεί":"καταριέμαι", "καταργεί":"καταργώ", "καταργείται":"καταργώ", "καταργηθεί":"καταργώ", "καταργήθηκαν":"καταργώ", "καταργήθηκε":"καταργώ", "καταργηθούν":"καταργώ", "καταργήσαμε":"καταργώ", "κατάργησαν":"καταργώ", "καταργήσει":"καταργώ", "καταργήσεις":"κατάργηση", "κατάργηση":"κατάργηση", "κατάργησή":"κατάργηση", "κατάργησης":"κατάργηση", "κατάργησής":"κατάργηση", "καταργήσουν":"καταργώ", "καταργήσω":"καταργώ", "καταργούμε":"καταργώ", "καταργούν":"καταργώ", "καταργούνται":"καταργώ", "καταργούσαν":"καταργώ", "καταργούσε":"καταργώ", "καταργώντας":"καταργώ", "κατάρες":"κατάρα", "καταρίνα":"καταρίνα", "καταριόμαστε":"καταριέμαι", "καταρρακτες":"καταρράκτης", "καταρράκτες":"καταρράκτης", "καταρράκτη":"καταρράκτης", "καταρράκτης":"καταρράκτης", "καταρρακτώδεις":"καταρρακτώδης", "καταρρακτώδη":"καταρρακτώδης", "καταρρακτώδης":"καταρρακτώδης", "καταρρακτώδους":"καταρρακτώδης", "καταρρακωθεί":"καταρρακώνω", "καταρρακωμένο":"καταρρακωμένος", "καταρρακώνοντας":"καταρρακώνω", "καταρρακώσει":"καταρρακώνω", "καταρράκωση":"καταρράκωση", "καταρρακώσουν":"καταρρακώνω", "καταρρέει":"καταρρέω", "καταρρέοντα":"καταρρέων", "καταρρέοντος":"καταρρέων", "καταρρέουν":"καταρρέω", "καταρρέουσα":"καταρρέων", "καταρρεύσει":"καταρρέω", "καταρρεύσεις":"κατάρρευση", "κατάρρευση":"κατάρρευση", "κατάρρευσης":"κατάρρευση", "καταρρεύσουν":"καταρρέω", "καταρρίπτει":"καταρρίπτω", "καταρρίπτεται":"καταρρίπτω", "καταρρίπτονται":"καταρρίπτω", "καταρρίπτοντας":"καταρρίπτω", "καταρριπτουν":"καταρρίπτω", "καταρρίπτουν":"καταρρίπτω", "καταρρίχηση":"καταρρίχηση", "καταρρίψει":"καταρρίπτω", "κατάρριψη":"κατάρριψη", "κατάρριψης":"κατάρριψη", "καταρρίψουν":"καταρρίπτω", "κατάρτι":"κατάρτι", "κατάρτια":"κατάρτι", "καταρτίζει":"καταρτίζω", "καταρτίζεται":"καταρτίζω", "καταρτιζομένων":"καταρτίζω", "καταρτίζονται":"καταρτίζω", "καταρτιζόταν":"καταρτίζω", "καταρτίζουν":"καταρτίζω", "κατάρτισε":"καταρτίζω", "καταρτίσει":"καταρτίζω", "καταρτιση":"κατάρτιση", "κατάρτιση":"κατάρτιση", "κατάρτισή":"κατάρτιση", "κατάρτισης":"κατάρτιση", "καταρτισθεί":"καταρτίζω", "καταρτίσθηκε":"καταρτίζω", "καταρτισθούν":"καταρτίζω", "καταρτισμένο":"καταρτισμένος", "καταρτισμένους":"καταρτίζω", "καταρτισμένων":"καταρτισμένος", "καταρτισμός":"καταρτισμός", "καταρτίσουν":"καταρτίζω", "καταρτιστεί":"καταρτίζω", "καταρχάς":"καταρχάς", "καταρχην":"καταρχήν", "καταρχήν":"καταρχήν", "κατ'αρχήν":"κατ''αρχήν", "κατασβέσεως":"κατάσβεση", "κατάσβεση":"κατάσβεση", "κατάσβεσή":"κατάσβεση", "κατάσβεσης":"κατάσβεση", "κατασβέσουν":"κατασβέσουν", "κατασβηστεί":"κατασβήνω", "κατασιγάσει":"κατασιγάζω", "κατασκεύαζαν":"κατασκευάζω", "κατασκεύαζε":"κατασκευάζω", "κατασκευάζει":"κατασκευάζω", "κατασκευάζεται":"κατασκευάζω", "κατασκευάζονται":"κατασκευάζω", "κατασκευάζονταν":"κατασκευάζω", "κατασκευάζοντας":"κατασκευάζω", "κατασκευαζόταν":"κατασκευάζω", "κατασκευάζουμε":"κατασκευάζω", "κατασκευάζουν":"κατασκευάζω", "κατασκευάσαμε":"κατασκευάζω", "κατασκεύασαν":"κατασκευάζω", "κατασκεύασε":"κατασκευάζω", "κατασκευάσει":"κατασκευάζω", "κατασκευασθεί":"κατασκευάζω", "κατασκευάσθηκε":"κατασκευάζω", "κατασκευασθούν":"κατασκευάζω", "κατασκεύασμα":"κατασκεύασμα", "κατασκευάσματα":"κατασκεύασμα", "κατασκευάσματος":"κατασκεύασμα", "κατασκευασμένα":"κατασκευασμένος", "κατασκευασμένες":"κατασκευάζω", "κατασκευασμένη":"κατασκευασμένος", "κατασκευασμένο":"κατασκευασμένος", "κατασκευασμένοι":"κατασκευάζω", "κατασκευασμένος":"κατασκευάζω", "κατασκευασμένων":"κατασκευάζω", "κατασκευάσουμε":"κατασκευάζω", "κατασκευάσουν":"κατασκευάζω", "κατασκευαστεί":"κατασκευάζω", "κατασκευαστές":"κατασκευαστής", "κατασκευαστή":"κατασκευαστής", "κατασκευάστηκαν":"κατασκευάζω", "κατασκευάστηκε":"κατασκευάζω", "κατασκευαστής":"κατασκευαστής", "κατασκευαστικά":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικες":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικές":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστική":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικής":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικό":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικοί":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικός":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικού":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικων":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστικών":"κατασκευαστικός", "κατασκευαστούν":"κατασκευάζω", "κατασκευάστρια":"κατασκευάστρια", "κατασκευάστριας":"κατασκευάστρια", "κατασκευάστριες":"κατασκευάστρια", "κατασκευαστών":"κατασκευαστής", "κατασκευάσω":"κατασκευάζω", "κατασκευές":"κατασκευή", "κατασκευές-παρτιτούρες":"κατασκευές-παρτιτούρες", "κατασκευές-υλικά":"κατασκευές-υλικά", "κατασκευή":"κατασκευή", "κατασκευήν":"κατασκευή", "κατασκευής":"κατασκευή", "κατασκευων":"κατασκευή", "κατασκευών":"κατασκευή", "κατασκήνωση":"κατασκήνωση", "κατασκήνωσης":"κατασκήνωση", "κατασκηνώσουν":"κατασκηνώνω", "κατασκηνωτές":"κατασκηνωτής", "κατασκηνωτικές":"κατασκηνωτικές", "κατασκηνωτών":"κατασκηνωτής", "κατασκονισμένοι":"κατασκονισμένος", "κατασκοπεία":"κατασκοπεία", "κατασκοπείας":"κατασκοπεία", "κατασκόπευαν":"κατασκοπεύω", "'κατασκοπεύουμε'":"'κατασκοπεύουμε'", "κατασκοπεύσετε":"κατασκοπεύω", "κατασκοπευτικές":"κατασκοπευτικός", "κατασκοπευτική":"κατασκοπευτικός", "κατασκοπευτικής":"κατασκοπευτικός", "κατασκοπευτικό":"κατασκοπευτικός", "κατασκοπευτικού":"κατασκοπευτικός", "κατασκοπία":"κατασκοπία", "κατασκοπίας":"κατασκοπία", "κατάσκοποι":"κατάσκοπος", "κατασκοπος":"κατάσκοπος", "κατάσκοπος":"κατάσκοπος", "κατασκόπων":"κατάσκοπος", "κατασπαραγμένο":"κατασπαράζω", "κατασπαράζει":"κατασπαράζω", "κατασπάραξαν":"κατασπαράζω", "κατασπαράξει":"κατασπαράζω", "κατασπαταλήσαμε":"κατασπαταλώ", "κατασπατάληση":"κατασπατάληση", "κατασπατάλησης":"κατασπατάληση", "κάτασπρο":"κάτασπρος", "κατασταλαγμένες":"κατασταλάζω", "κατασταλαγμένη":"κατασταλάζω", "καταστάλαξαν":"κατασταλάζω", "κατασταλάξει":"κατασταλάζω", "κατασταλάξετε":"κατασταλάζω", "κατασταλτικά":"κατασταλτικά", "κατασταλτική":"κατασταλτικός", "κατασταλτικής":"κατασταλτικός", "κατασταλτικό":"κατασταλτικός", "κατασταλτικού":"κατασταλτικός", "κατασταλτικούς":"κατασταλτικός", "κατασταλτικών":"κατασταλτικός", "καταστάσεις":"κατάσταση", "καταστάσεων":"κατάσταση", "καταστάσεως":"κατάσταση", "κατασταση":"κατάσταση", "κατάσταση":"κατάσταση", "κατάστασή":"κατάσταση", "κατάστασης":"κατάσταση", "κατάστασής":"κατάσταση", "καταστατικά":"καταστατικό", "καταστατική":"καταστατικός", "καταστατικό":"καταστατικό", "καταστατικός":"καταστατικός", "καταστατικού":"καταστατικό", "καταστατικών":"καταστατικός", "καταστεί":"καθίσταμαι", "καταστείλει":"καταστέλλω", "καταστείλουν":"καταστέλλω", "καταστέλλεται":"καταστέλλω", "καταστέλλουν":"καταστέλλω", "κατάστημα":"κατάστημα", "κατάστημά":"κατάστημα", "καταστήματα":"κατάστημα", "καταστήματά":"κατάστημα", "καταστηματάρχες":"καταστηματάρχης", "καταστηματάρχη":"καταστηματάρχης", "καταστηματαρχών":"καταστηματάρχης", "καταστήματος":"κατάστημα", "καταστηματων":"κατάστημα", "καταστημάτων":"κατάστημα", "καταστήσει":"καθιστώ", "καταστήσουμε":"καθιστώ", "καταστήσουν":"καθιστώ", "καταστήστε":"καθιστώ", "καταστολή":"καταστολή", "καταστολήν":"καταστολή", "καταστολής":"καταστολή", "καταστούν":"καθίσταμαι", "καταστραμμένα":"καταστραμμένος", "καταστρατηγεί":"καταστρατηγώ", "καταστρατήγησε":"καταστρατηγώ", "καταστρατηγήσει":"καταστρατηγώ", "καταστρατήγηση":"καταστρατήγηση", "καταστρατήγησης":"καταστρατήγηση", "καταστρατηγήσουν":"καταστρατηγώ", "καταστρατηγούνται":"καταστρατηγώ", "καταστρατηγώντας":"καταστρατηγώ", "καταστραφεί":"καταστρέφω", "καταστράφηκαν":"καταστρέφω", "καταστράφηκε":"καταστρέφω", "καταστραφούν":"καταστρέφω", "καταστρεπτικές":"καταστρεπτικός", "καταστρεπτική":"καταστρεπτικός", "καταστρέφει":"καταστρέφω", "καταστρέφεται":"καταστρέφω", "καταστρέφονται":"καταστρέφω", "καταστρέφοντας":"καταστρέφω", "καταστρέφοντάς":"καταστρέφω", "καταστρεφόταν":"καταστρέφω", "καταστρέφουμε":"καταστρέφω", "καταστρέφουν":"καταστρέφω", "καταστρέψει":"καταστρέφω", "καταστρέψουμε":"καταστρέφω", "καταστρέψουν":"καταστρέφω", "καταστρέψω":"καταστρέφω", "καταστροφέας":"καταστροφέας", "καταστροφές":"καταστροφή", "καταστροφή":"καταστροφή", "καταστροφής":"καταστροφή", "καταστροφικά":"καταστροφικά", "καταστροφικά":"καταστροφικός", "καταστροφικές":"καταστροφικός", "καταστροφική":"καταστροφικός", "καταστροφικής":"καταστροφικός", "καταστροφικό":"καταστροφικός", "καταστροφικός":"καταστροφικός", "καταστροφικότερες":"καταστροφικός", "καταστροφικότερο":"καταστροφικός", "καταστροφικού":"καταστροφικός", "καταστροφικών":"καταστροφικός", "καταστροφολογία":"καταστροφολογία", "καταστροφολογίας":"καταστροφολογία", "καταστροφολόγους":"καταστροφολόγος", "καταστροφών":"καταστροφή", "καταστρωθεί":"καταστρώνω", "κατάστρωμα":"κατάστρωμα", "καταστρώματά":"κατάστρωμα", "καταστρώματος":"κατάστρωμα", "καταστρώνει":"καταστρώνω", "καταστρώνετε":"καταστρώνω", "καταστρώνουν":"καταστρώνω", "καταστρώσει":"καταστρώνω", "καταστρώσετε":"καταστρώνω", "κατάστρωση":"κατάστρωση", "καταστρώσουν":"καταστρώνω", "καταστρώστε":"καταστρώνω", "κατασχεθεί":"κατάσχω", "κατασχεθέντων":"κατασχεθείς", "κατασχέθηκαν":"κατάσχω", "κατασχέθηκε":"κατάσχω", "κατασχεθούν":"κατάσχω", "κατασχεμένα":"κατασχεμένα", "κατασχεμένο":"κατασχεμένο", "κατασχεμένους":"κατασχεμένους", "κατασχεμένων":"κατασχεμένων", "κατάσχεσαν":"κατάσχω", "κατασχέσεις":"κατάσχεση", "κατασχέσεις":"κατάσχω", "κατάσχεση":"κατάσχεση", "κατάσχεσης":"κατάσχεση", "κατασχέσουν":"κατάσχω", "κατασχετήριο":"κατασχετήριος", "κατάσχονται":"κατάσχω", "κατάσχουν":"κατάσχω", "καταταγεί":"κατατάσσω", "καταταγούν":"κατατάσσω", "καταταλαιπωρημένη":"καταταλαιπωρώ", "καταταλαιπωρημένους":"καταταλαιπωρώ", "κατατάξει":"κατατάσσω", "κατατάξεις":"κατάταξη", "καταταξη":"κατάταξη", "κατάταξη":"κατάταξη", "κατάταξης":"κατάταξη", "κατατάξουμε":"κατατάσσω", "κατατάσσει":"κατατάσσω", "κατατάσσεται":"κατατάσσω", "κατατάσσονται":"κατατάσσω", "κατατάσσοντας":"κατατάσσω", "κατατάσσοντάς":"κατατάσσω", "κατατάσσουν":"κατατάσσω", "καταταχθεί":"κατατάσσω", "κατατάχθηκαν":"κατατάσσω", "κατατάχθηκε":"κατατάσσω", "κατατεθεί":"καταθέτω", "κατατεθειμένη":"καταθέτω", "κατατεθειμένο":"καταθέτω", "κατατεθέν":"κατατεθείς", "κατατεθέντος":"κατατεθείς", "κατατέθηκαν":"καταθέτω", "κατατέθηκε":"καταθέτω", "κατατεθούν":"καταθέτω", "κατατείνουν":"κατατείνω", "κατατεμαχισμός":"κατατεμαχισμός", "κατατίθενται":"καταθέτω", "κατατίθεται":"καταθέτω", "κατάτμηση":"κατάτμηση", "κατάτμησης":"κατάτμηση", "κατατομή":"κατατομή", "κατατόπια":"κατατόπι", "κατατοπίζεται":"κατατοπίζω", "κατατοπίσουν":"κατατοπίζω", "κατατοπιστικό":"κατατοπιστικός", "κατατρεγμένου":"κατατρέχω", "κατατρεγμένων":"κατατρέχω", "κατατρέχει":"κατατρέχω", "κατατρομοκρατηθεί":"κατατρομοκρατώ", "κατατροπώνοντας":"κατατροπώνω", "κατατρόπωσε":"κατατροπώνω", "κατατρύχει":"κατατρύχω", "κατατρώγει":"κατατρώω", "κατατρώγοντας":"κατατρώω", "καταυλισμό":"καταυλισμός", "καταυλισμου":"καταυλισμός", "καταυλισμού":"καταυλισμός", "καταυλισμούς":"καταυλισμός", "καταφάει":"καταφάει", "καταφανώς":"καταφανώς", "καταφάσεων":"κατάφαση", "κατάφαση":"κατάφαση", "καταφάσκει":"καταφάσκω", "καταφατικά":"καταφατικά", "καταφατική":"καταφατικός", "κατάφατσα":"κατάφατσα", "κατάφερα":"καταφέρνω", "καταφέραμε":"καταφέρνω", "καταφεράν":"καταφεράν", "κατάφεραν":"καταφέρνω", "καταφέρανε":"καταφέρνω", "καταφέρατε":"καταφέρνω", "καταφερε":"καταφέρνω", "κατάφερε":"καταφέρνω", "καταφέρει":"καταφέρνω", "καταφέρεις":"καταφέρνω", "καταφέρεται":"καταφέρομαι", "καταφέρετε":"καταφέρνω", "καταφέρθηκαν":"καταφέρομαι", "καταφέρθηκε":"καταφέρομαι", "κατάφερνα":"καταφέρνω", "κατάφερναν":"καταφέρνω", "κατάφερνε":"καταφέρνω", "καταφέρνει":"καταφέρνω", "καταφέρνεις":"καταφέρνω", "καταφέρνετε":"καταφέρνω", "καταφέρνοντας":"καταφέρνω", "καταφέρνουμε":"καταφέρνω", "καταφέρνουν":"καταφέρνω", "καταφέρνω":"καταφέρνω", "καταφέρουμε":"καταφέρνω", "καταφέρουν":"καταφέρνω", "καταφέρω":"καταφέρνω", "καταφεύγει":"καταφεύγω", "καταφεύγοντας":"καταφεύγω", "καταφεύγουν":"καταφεύγω", "καταφθάνει":"καταφθάνω", "καταφθάνουν":"καταφθάνω", "καταφθάσει":"καταφθάνω", "καταφθάσουν":"καταφθάνω", "καταφρονεμένο":"καταφρονεμένος", "καταφτάνουν":"καταφθάνω", "καταφύγει":"καταφεύγω", "καταφύγεις":"καταφεύγω", "καταφύγετε":"καταφεύγω", "καταφυγή":"καταφυγή", "καταφυγής":"καταφυγή", "καταφύγια":"καταφύγιο", "καταφύγιο":"καταφύγιο", "καταφύγιό":"καταφύγιο", "καταφυγίου":"καταφύγιο", "καταφύγιου":"καταφύγιο", "καταφυγίων":"καταφύγιο", "καταφύγουμε":"καταφεύγω", "καταφύγουν":"καταφεύγω", "κατάφυτη":"κατάφυτος", "κατάφωρες":"κατάφωρος", "κατάφωρη":"κατάφωρος", "κατάφωρης":"κατάφωρος", "κατάχαμα":"κατάχαμα", "καταχείμωνο":"καταχείμωνο", "καταχειροκροτήθηκαν":"καταχειροκροτώ", "καταχειροκροτήθηκε":"καταχειροκροτώ", "καταχειροκρότησαν":"καταχειροκροτώ", "καταχειροκρότησε":"καταχειροκροτώ", "καταχειροκροτούμενος":"καταχειροκροτούμενος", "καταχνιά":"καταχνιά", "καταχραστεί":"καταχρώμαι", "καταχράστηκε":"καταχρώμαι", "καταχραστών":"καταχραστής", "καταχράται":"καταχρώμαι", "καταχρεωμένη":"καταχρεώνομαι", "καταχρεωμένο":"καταχρεώνομαι", "καταχρήσεις":"κατάχρηση", "κατάχρηση":"κατάχρηση", "κατάχρησή":"κατάχρηση", "κατάχρησης":"κατάχρηση", "καταχρηστικά":"καταχρηστικά", "καταχρηστικές":"καταχρηστικός", "καταχρηστικής":"καταχρηστικός", "καταχρηστικό":"καταχρηστικός", "καταχρηστικός":"καταχρηστικός", "καταχρηστικούς":"καταχρηστικός", "καταχρηστικώς":"καταχρηστικώς", "καταχωνιαστεί":"καταχωνιάζω", "καταχωρεί":"καταχωρώ", "καταχωρείται":"καταχωρώ", "καταχωρηθεί":"καταχωρώ", "καταχωρήθηκαν":"καταχωρώ", "καταχωρήθηκε":"καταχωρώ", "καταχωρημένες":"καταχωρώ", "καταχωρημένος":"καταχωρώ", "καταχωρήσει":"καταχωρώ", "καταχωρήσεις":"καταχώρηση", "καταχωρήσεων":"καταχώρηση", "καταχώρηση":"καταχώρηση", "καταχώρησης":"καταχώρηση", "καταχωρήσουν":"καταχωρώ", "καταχώριση":"καταχώριση", "καταχώρισή":"καταχώριση", "καταχωρισμένες":"καταχωρίζω", "καταχωρούν":"καταχωρώ", "καταψηφίζει":"καταψηφίζω", "καταψηφίζεται":"καταψηφίζω", "καταψηφίζοντας":"καταψηφίζω", "καταψηφίζουν":"καταψηφίζω", "καταψήφισαν":"καταψηφίζω", "καταψήφισε":"καταψηφίζω", "καταψηφίσει":"καταψηφίζω", "καταψήφιση":"καταψήφιση", "καταψηφίσθηκε":"καταψηφίζω", "καταψηφίσουν":"καταψηφίζω", "καταψηφιστεί":"καταψηφίζω", "καταψηφίστηκε":"καταψηφίζω", "καταψύκτη":"καταψύκτης", "κατάψυξη":"κατάψυξη", "κατάψυξης":"κατάψυξη", "κατέβαζαν":"κατεβάζω", "κατεβάζει":"κατεβάζω", "κατεβάζεις":"κατεβάζω", "κατεβάζοντας":"κατεβάζω", "κατεβάζοντάς":"κατεβάζω", "κατεβάζουμε":"κατεβάζω", "κατεβάζουν":"κατεβάζω", "κατεβαίναμε":"κατεβαίνω", "κατέβαιναν":"κατεβαίνω", "κατέβαινε":"κατεβαίνω", "κατεβαίνει":"κατεβαίνω", "κατεβαίνετε":"κατεβαίνω", "κατεβαίνοντας":"κατεβαίνω", "κατεβαίνουμε":"κατεβαίνω", "κατεβαίνουν":"κατεβαίνω", "κατεβαίνω":"κατεβαίνω", "κατέβαλαν":"καταβάλλω", "κατέβαλε":"καταβάλλω", "κατέβαλλαν":"καταβάλλω", "κατέβαλλε":"καταβάλλω", "κατεβάσαμε":"κατεβάζω", "κατέβασαν":"κατεβάζω", "κατέβασε":"κατεβάζω", "κατεβάσει":"κατεβάζω", "κατέβασμα":"κατέβασμα", "κατεβασμένα":"κατεβάζω", "κατεβασμένο":"κατεβάζω", "κατεβάσουν":"κατεβάζω", "κατεβατά":"κατεβατό", "κατεβεί":"κατεβαίνω", "κατέβει":"κατεβαίνω", "κατέβεις":"κατεβαίνω", "κατεβείτε":"κατεβαίνω", "κατέβηκα":"κατεβαίνω", "κατεβήκαμε":"κατεβαίνω", "κατέβηκαν":"κατεβαίνω", "κατέβηκε":"κατεβαίνω", "κατεβλήθη":"καταβάλλω", "κατεβούμε":"κατεβαίνω", "κατέβουμε":"κατεβαίνω", "κατέβουν":"κατεβαίνω", "κατέβω":"κατεβαίνω", "κατέγραφαν":"καταγράφω", "κατέγραφε":"καταγράφω", "κατεγράφη":"καταγράφω", "κατεγράφησαν":"καταγράφω", "κατέγραψα":"καταγράφω", "κατέγραψαν":"καταγράφω", "κατέγραψε":"καταγράφω", "κατεδαφίζει":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίζονται":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίζουν":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίσει":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίσεις":"κατεδάφιση", "κατεδάφιση":"κατεδάφιση", "κατεδάφισή":"κατεδάφιση", "κατεδάφισης":"κατεδάφιση", "κατεδαφιστεί":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίστηκαν":"κατεδαφίζω", "κατεδαφίστηκε":"κατεδαφίζω", "κατεδαφιστούν":"κατεδαφίζω", "κατέδειξαν":"καταδεικνύω", "κατέδειξε":"καταδεικνύω", "κατέδιδε":"καταδίδω", "κατέθεσα":"καταθέτω", "κατέθεσαν":"καταθέτω", "κατεθεσε":"καταθέτω", "κατέθεσε":"καταθέτω", "κατέθεταν":"καταθέτω", "κατέθετε":"καταθέτω", "κατειλημμένες":"κατειλημμένος", "κατειλημμένη":"κατειλημμένος", "κατείχαν":"κατέχω", "κατείχε":"κατέχω", "κατεκάλυψαν":"καταεκαλείβω", "κατέκλυζαν":"κατακλύζω", "κατέκλυζε":"κατακλύζω", "κατέκλυσαν":"κατακλύζω", "κατέκλυσε":"κατακλύζω", "κατέκριναν":"κατακρίνω", "κατέκρινε":"κατακρίνω", "κατέκτησαν":"κατακτώ", "κατέκτησε":"κατακτώ", "κατέλαβαν":"καταλαβαίνω", "κατέλαβε":"καταλαβαίνω", "κατελάμβαναν":"καταλαβαίνω", "κατέληγαν":"καταλήγω", "κατέληγε":"καταλήγω", "κατέληξα":"καταλήγω", "κατέληξαν":"καταλήγω", "κατέληξε":"καταλήγω", "κατελήφθη":"καταλαβαίνω", "κατελήφθησαν":"καταλαμβάνω", "κατέλθει":"κατέρχομαι", "κατέλθουν":"κατέρχομαι", "κατελόγισε":"καταλογίζω", "κατέλυαν":"καταλύω", "κατέλυε":"καταλύω", "κατελύθη":"καταλύω", "κατέλυσαν":"καταλύω", "κατέλυσε":"καταλύω", "κατεμής":"κατεμής", "κατενθουσιασμένοι":"κατενθουσιάζω", "κατενόησε":"κατανοώ", "κατεξοχήν":"κατεξοχήν", "κατεπείγοντος":"κατεπείγων", "κατεπειγόντως":"κατεπειγόντως", "κατεπείγουσα":"κατεπείγων", "κατεπείγουσας":"κατεπείγων", "κατέπεσε":"καταπέφτω", "κατέπλευσε":"καταπλέω", "κάτερ":"κάτερ", "κατεργασία":"κατεργασία", "κατεργασίας":"κατεργασία", "κατεργιαννάκη":"καταεργιαννάκης", "κατεργιαννάκης":"καταεργιαννάκης", "κάτεργο":"κάτεργο", "κάτεργου":"κάτεργο", "κατερινα":"κατερίνα", "κατερίνα":"κατερίνα", "κατερίνας":"κατερίνα", "κατερινη":"κατερίνη", "κατερίνη":"κατερίνη", "κατερινης":"κατερίνη", "κατερίνης":"κατερίνη", "κατερινιώτες":"κατερινιώτες", "κατερινιώτης":"κατερινιώτης", "κατερινόσκαλας":"κατερινόσκαλας", "κατέρρεαν":"καταρρέω", "κατέρρεε":"καταρρέω", "κατέρρευσαν":"καταρρέω", "κατέρρευσε":"καταρρέω", "κατέρριπτε":"καταρρίπτω", "κατέρριψε":"καταρρίπτω", "κατέρχεται":"κατέρχομαι", "κατέρχονται":"κατέρχομαι", "κατεστάλη":"καταστέλλω", "κατέστειλαν":"καταστέλλω", "κατέστη":"καθίσταμαι", "κατεστημένα":"κατεστημένος", "κατεστημένο":"κατεστημένος", "κατεστημένου":"κατεστημένος", "κατεστημένους":"κατεστημένος", "κατεστημένων":"κατεστημένος", "κατέστησα":"καθιστώ", "κατέστησαν":"καθιστώ", "κατέστησε":"καθιστώ", "κατεστραμμένα":"κατεστραμμένος", "κατεστραμμένες":"καταστρέφω", "κατεστραμμένη":"κατεστραμμένος", "κατεστραμμένης":"καταστρέφω", "κατεστραμμένο":"καταστρέφω", "κατεστραμμένοι":"κατεστραμμένος", "κατεστραμμένος":"καταστρέφω", "κατεστραμμένου":"καταστρέφω", "κατεστραμμένους":"καταστρέφω", "κατεστραμμένων":"κατεστραμμένος", "κατεστράφη":"καταστρέφω", "κατεστράφησαν":"καταστρέφω", "κατέστρεφε":"καταστρέφω", "κατέστρεψαν":"καταστρέφω", "κατέστρεψε":"καταστρέφω", "κατέστρωσε":"καταστρώνω", "κατεσχέθησαν":"κατάσχω", "κατέσχεσαν":"κατάσχω", "κατετάγη":"κατατάσσω", "κατετάγησαν":"κατατάσσω", "κατέταξα":"κατατάσσω", "κατέταξε":"κατατάσσω", "κατέτασσαν":"κατατάσσω", "κατέτασσε":"κατατάσσω", "κατετέθη":"καταθέτω", "κατέτεινε":"κατατείνω", "κατέτρωγε":"κατατρώω", "κατευθείαν":"κατευθείαν", "κατεύθυνε":"κατευθύνω", "κατευθύνει":"κατευθύνω", "κατευθύνεται":"κατευθύνω", "κατευθυνθεί":"κατευθύνω", "κατευθύνθηκαν":"κατευθύνω", "κατευθύνθηκε":"κατευθύνω", "κατευθυνθούμε":"κατευθύνω", "κατευθυνθούν":"κατευθύνω", "κατευθυνόμενα":"κατευθυνόμενος", "κατευθυνόμενη":"κατευθυνόμενος", "κατευθυνόμενης":"κατευθυνόμενος", "κατευθυνόμενο":"κατευθυνόμενος", "κατευθύνονται":"κατευθύνω", "κατευθύνονταν":"κατευθύνω", "κατευθυνόταν":"κατευθύνω", "κατευθύνουν":"κατευθύνω", "κατευθύνσεις":"κατεύθυνση", "κατευθύνσεων":"κατεύθυνση", "κατευθύνσεως":"κατεύθυνση", "κατευθυνση":"κατεύθυνση", "κατεύθυνση":"κατεύθυνση", "κατεύθυνσή":"κατεύθυνση", "κατέυθυνση":"κατέυθυνση", "κατεύθυνσης":"κατεύθυνση", "κατευθυντήρια":"κατευθυντήριος", "κατευθυντήριες":"κατευθυντήριος", "κατευθυντηρίων":"κατευθυντήριος", "κατευθυντικές":"κατευθυντικές", "κατευθύνω":"κατευθύνω", "κατευνάσει":"κατευνάζω", "κατευνασθούν":"κατευνάζω", "κατευνασμό":"κατευνασμός", "κατευνασμός":"κατευνασμός", "κατευνασμού":"κατευνασμός", "κατευνάσουν":"κατευνάζω", "κατευνάστηκαν":"κατευνάζω", "κατέφεραν":"καταφέρω", "κατέφερε":"καταφέρω", "κατέφευγαν":"καταφεύγω", "κατέφευγε":"καταφεύγω", "κατέφθασαν":"καταφθάνω", "κατέφθασε":"καταφθάνω", "κατέφτασε":"καταφτάνω", "κατέφυγαν":"καταφεύγω", "κατέφυγε":"καταφεύγω", "κατέχει":"κατέχω", "κατέχεται":"κατέχω", "κατέχετε":"κατέχω", "κατεχόμενα":"κατεχόμενος", "κατεχόμενη":"κατεχόμενος", "κατεχόμενο":"κατεχόμενος", "κατεχόμενος":"κατεχόμενος", "κατεχομένων":"κατεχόμενος", "κατέχοντα":"κατέχων", "κατέχονται":"κατέχω", "κατέχοντας":"κατέχω", "κατέχοντες":"κατέχων", "κατεχόντων":"κατέχων", "κατέχουμε":"κατέχω", "'κατέχουν":"'κατέχουν", "κατέχουν":"κατέχω", "κατέχων":"κατέχων", "κατεψυγμένα":"κατεψυγμένος", "κατεψυγμένη":"κατεψυγμένος", "κατεψυγμένο":"κατεψυγμένος", "κατεψυγμένος":"κατεψυγμένος", "κατεψυγμένου":"κατεψυγμένος", "κατζικά":"κατζικά", "κατζιούλις":"κατζιούλις", "κατζουράκη":"κατζουράκη", "κατζουράκης":"κατζουράκης", "κατή":"κατής", "κατήγγειλα":"καταγγέλλω", "κατήγγειλαν":"καταγγέλλω", "κατήγγειλε":"καταγγέλλω", "κατήγγελλε":"καταγγέλλω", "κατηγορεί":"κατηγορώ", "κατηγορείς":"κατηγορώ", "κατηγορείται":"κατηγορώ", "κατηγορηθεί":"κατηγορώ", "κατηγορήθηκα":"κατηγορώ", "κατηγορήθηκαν":"κατηγορώ", "κατηγορήθηκε":"κατηγορώ", "κατηγορηθούν":"κατηγορώ", "κατηγορήματα":"κατηγόρημα", "κατηγορηματικά":"κατηγορηματικά", "κατηγορηματικές":"κατηγορηματικός", "κατηγορηματική":"κατηγορηματικός", "κατηγορηματικό":"κατηγορηματικός", "κατηγορηματικοί":"κατηγορηματικός", "κατηγορηματικός":"κατηγορηματικός", "κατηγόρησαν":"κατηγορώ", "κατηγόρησε":"κατηγορώ", "κατηγορήσει":"κατηγορώ", "κατηγορήσεις":"κατηγορώ", "κατηγορήσουμε":"κατηγορώ", "κατηγορήσουν":"κατηγορώ", "κατηγορητήρια":"κατηγορητήριο", "κατηγορητήριο":"κατηγορητήριο", "κατηγορητηρίου":"κατηγορητήριο", "κατηγορια":"κατηγορία", "κατηγορία":"κατηγορία", "κατηγορίαν":"κατηγορία", "κατηγορίας":"κατηγορία", "κατηγορίες":"κατηγορία", "κατηγόριες":"κατηγόρια", "κατηγοριεσνικητεσκερδη":"κατηγοριεσνικητεσκερδη", "κατηγοριοποιήσει":"κατηγοριοποιώ", "κατηγοριοποιήσεις":"κατηγοριοποίηση", "κατηγοριοποίηση":"κατηγοριοποίηση", "κατηγοριοποιούν":"κατηγοριοποιώ", "κατηγοριοποιούνται":"κατηγοριοποιώ", "κατηγοριών":"κατηγορία", "κατήγοροι":"κατήγορος", "κατήγοροί":"κατήγορος", "κατήγορος":"κατήγορος", "κατηγορούμαι":"κατηγορώ", "κατηγορούμε":"κατηγορώ", "κατηγορούμενη":"κατηγορούμενη", "κατηγορουμένη":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενο":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενοι":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενος":"κατηγορούμενος", "κατηγορουμένου":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενου":"κατηγορούμενος", "κατηγορουμένους":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενους":"κατηγορούμενος", "κατηγορουμένων":"κατηγορούμενος", "κατηγορούμενων":"κατηγορούμενος", "κατηγορούν":"κατηγορώ", "κατηγορούνται":"κατηγορώ", "κατηγορούνταν":"κατηγορώ", "κατηγόρους":"κατήγορος", "κατηγορούσα":"κατηγορώ", "κατηγορούσαν":"κατηγορώ", "κατηγορούσε":"κατηγορώ", "κατηγορώ":"κατηγορώ", "κατηγόρων":"κατήγορος", "κατηγορώντας":"κατηγορώ", "κατηγορώντάς":"κατηγορώ", "κατήντησε":"κατήντησε", "κατηραμένος":"κατηραμένος", "κατήργησε":"καταργώ", "κατήρτισαν":"καταρτίζω", "κατήρτισε":"καταρτίζω", "κατηύθυνε":"κατευθύνω", "κατήφεια":"κατήφεια", "κατηφόρα":"κατηφόρα", "κατηφόριζαν":"κατηφορίζω", "κατηφορίζει":"κατηφορίζω", "κατηφορίζοντας":"κατηφορίζω", "κατηφορική":"κατηφορικός", "κατηφορίσει":"κατηφορίζω", "κατήφορο":"κατήφορος", "κατήφορος":"κατήφορος", "κατήφορου":"κατήφορος", "κατηχητικού":"κατηχητικός", "κατι":"κάτι", "κάτι":"κάτι", "κατια":"κάτια", "κάτια":"κάτια", "κάτιας":"κάτια", "κατιούσα":"κατιών", "κατισχύει":"κατισχύω", "κατισχυμένος":"κατισχυμένος", "κατίσχυση":"κατίσχυση", "κατίσχυσης":"κατίσχυση", "κάτιτι":"κατιτί", "κατοικεί":"κατοικώ", "κατοικείται":"κατοικώ", "κατοικηθεί":"κατοικώ", "κατοικήθηκε":"κατοικώ", "κατοικηθούν":"κατοικώ", "κατοικημένες":"κατοικημένος", "κατοικημένη":"κατοικώ", "κατοικημένο":"κατοικημένος", "κατοικημένους":"κατοικημένος", "κατοίκησαν":"κατοικώ", "κατοίκηση":"κατοίκηση", "κατοίκησης":"κατοίκηση", "κατοικήσιμος":"κατοικήσιμος", "κατοικήσουν":"κατοικώ", "κατοικία":"κατοικία", "κατοικίας":"κατοικία", "κατοικίδια":"κατοικίδιος", "κατοικίδιες":"κατοικίδιος", "κατοικίδιο":"κατοικίδιος", "κατοικίδιου":"κατοικίδιος", "κατοικίδιων":"κατοικίδιος", "κατοικίες":"κατοικία", "κατοικιών":"κατοικία", "κάτοικο":"κάτοικος", "κάτοικό":"κάτοικος", "κατοικοεδρεύει":"κατοικοεδρεύω", "κατοικοεδρεύουν":"κατοικοεδρεύω", "κάτοικοι":"κάτοικος", "κάτοικοί":"κάτοικος", "κάτοικος":"κάτοικος", "κατοίκου":"κάτοικος", "κατοικούμε":"κατοικώ", "κατοικούν":"κατοικώ", "κατοικούνται":"κατοικώ", "κατοικούντες":"κατοικών", "κατοίκους":"κάτοικος", "κάτοικους":"κάτοικος", "κατοικούσαν":"κατοικώ", "κατοικούσατε":"κατοικώ", "κατοικούσε":"κατοικώ", "κατοικώ":"κατοικώ", "κατοίκων":"κάτοικος", "κατολισθήσει":"κατολισθαίνω", "κατολισθήσεις":"κατολισθαίνω", "κατολισθήσεις":"κατολίσθηση", "κατολισθήσεων":"κατολίσθηση", "κατολίσθηση":"κατολίσθηση", "κατολίσθησης":"κατολίσθηση", "κατονόμαζαν":"κατονομάζω", "κατονομάζει":"κατονομάζω", "κατονομάζεται":"κατονομάζω", "κατονομαζόμενη":"κατονομαζόμενος", "κατονομαζόμενος":"κατονομαζόμενος", "κατονομάζοντας":"κατονομάζω", "κατονομάζουν":"κατονομάζω", "κατονόμασε":"κατονομάζω", "κατονομάσει":"κατονομάζω", "κατονομάσετε":"κατονομάζω", "κατονομάσουν":"κατονομάζω", "κατονομαστεί":"κατονομάζω", "κατονομαστούν":"κατονομάζω", "κατονομάσω":"κατονομάζω", "κατόπι":"κατόπι", "κατόπιν":"κατόπιν", "κατοπινή":"κατοπινός", "κατοπινοί":"κατοπινός", "κατοπινούς":"κατοπινός", "κατοπινών":"κατοπινός", "κατόπτευση":"κατόπτευση", "κάτοπτρα":"κάτοπτρο", "κάτοπτρο":"κάτοπτρο", "κατόρθωμα":"κατόρθωμα", "κατόρθωμά":"κατόρθωμα", "κατορθώματα":"κατόρθωμα", "κατορθώματά":"κατόρθωμα", "κατορθωμάτων":"κατόρθωμα", "κατόρθωναν":"κατορθώνω", "κατόρθωνε":"κατορθώνω", "κατορθώνει":"κατορθώνω", "κατορθώνοντας":"κατορθώνω", "κατορθώνουμε":"κατορθώνω", "κατορθώνουν":"κατορθώνω", "κατόρθωσα":"κατορθώνω", "κατορθώσαμε":"κατορθώνω", "κατόρθωσαν":"κατορθώνω", "κατόρθωσε":"κατορθώνω", "κατορθώσει":"κατορθώνω", "κατορθώσεις":"κατορθώνω", "κατορθώσουμε":"κατορθώνω", "κατορθώσουν":"κατορθώνω", "κατοστάρης":"κατοστάρης", "κατούνη":"κατούνη", "κατούρησε":"κατουρώ", "κατουρήσει":"κατουρώ", "κατοχή":"κατοχή", "κατοχής":"κατοχή", "κατοχικά":"κατοχικός", "κατοχικές":"κατοχικός", "κατοχική":"κατοχικός", "κατοχικής":"κατοχικός", "κατοχικό":"κατοχικός", "κατοχικός":"κατοχικός", "κατοχικού":"κατοχικός", "κατοχικών":"κατοχικός", "κάτοχο":"κάτοχος", "κάτοχό":"κάτοχος", "κάτοχοι":"κάτοχος", "κάτοχοί":"κάτοχος", "κάτοχος":"κάτοχος", "κάτοχός":"κάτοχος", "κατόχου":"κάτοχος", "κατόχους":"κάτοχος", "κατοχυρωθεί":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώθηκε":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωθούν":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωμένα":"κατοχυρωμένος", "κατοχυρωμένες":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωμένη":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωμένης":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωμένο":"κατοχυρωμένος", "κατοχυρωμένος":"κατοχυρώνω", "κατοχυρωμένων":"κατοχυρώνω", "κατοχύρωναν":"κατοχυρώνω", "κατοχύρωνε":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώνει":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώνεται":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώνονται":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώνουν":"κατοχυρώνω", "κατοχύρωσε":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώσει":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώσετε":"κατοχυρώνω", "κατοχύρωση":"κατοχύρωση", "κατοχύρωσή":"κατοχύρωση", "κατοχύρωσης":"κατοχύρωση", "κατοχυρώσουμε":"κατοχυρώνω", "κατοχυρώσουν":"κατοχυρώνω", "κατόχων":"κάτοχος", "κατόψεις":"κάτοψη", "κάτοψη":"κάτοψη", "κατρακύλα":"κατρακύλα", "κατρακυλά":"κατρακυλώ", "κατρακυλάει":"κατρακυλώ", "κατρακύλας":"κατρακύλα", "κατρακύλησαν":"κατρακυλώ", "κατρακύλησε":"κατρακυλώ", "κατρακυλήσει":"κατρακυλώ", "κατρακύλισμα":"κατρακύλισμα", "κατρακυλίσματος":"κατρακύλισμα", "κατρακυλούν":"κατρακυλώ", "κατράμι":"κατράμι", "κατράνας":"κατράνας", "κατριβάνου":"κατριβάνου", "κατρίν":"κατρίν", "κατρίνα":"κατρίνα", "κατρουτζανάκης":"κατρουτζανάκης", "κατσάβ":"κατσάβ", "κατσαβακη":"κατσαβακη", "κατσαβάκη":"κατσαβάκη", "κατσαβακης":"κατσαβακης", "κατσαβάκης":"κατσαβάκης", "κατσαβίδι":"κατσαβίδι", "κατσαβίδια":"κατσαβίδι", "κατσαβός":"κατσαβός", "κατσάβραχα":"κατσάβραχα", "κατσάβραχο":"κατσάβραχο", "κάτσαμε":"κάθομαι", "κατσαμπή":"κατσαμπή", "κατσαμπης":"κατσαμπης", "κατσαμπής":"κατσαμπής", "κατσάνειο":"κατσάνειο", "κατσαντώνη":"κατσαντώνη", "κατσαντωνης":"κατσαντωνης", "κατσαντώνης":"κατσαντώνης", "κατσάρας":"κατασάρα", "κατσαρές":"κατσαρός", "κατσάρης":"κατσάρης", "κατσαρής":"κατσαρός", "κατσαρίδα":"κατσαρίδα", "κατσαρίδας":"κατσαρίδα", "κατσαρίδες":"κατσαρίδα", "κατσαρόλα":"κατσαρόλα", "κατσαρόλας":"κατσαρόλα", "κατσαρόλες":"κατσαρόλα", "κατσαρος":"κατσαρός", "κατσαρός":"κατσαρός", "κατσαρού":"κατσαρός", "κατσαφούρης":"κατσαφούρης", "κάτσε":"κάθομαι", "κάτσει":"κάθομαι", "κάτσεις":"κάθομαι", "κατσέλη":"κατσέλη", "κατσελης":"κατσελης", "κατσιαρός":"κατσιαρός", "κατσίκα":"κατσίκα", "κατσικάκι":"κατσικάκι", "κατσικάρη":"κατσικάρης", "κατσίκας":"κατσίκα", "κατσίκες":"κατσίκα", "κατσίκη":"κατσίκης", "κατσίκης":"κατσίκης", "κατσικίσιο":"κατσικίσιος", "κατσιμηχαίων":"κατσιμηχαίων", "κατσιμίδου":"κατσιμίδου", "κατσιμίχα":"κατσιμίχα", "κατσιμπάρδης":"κατσιμπάρδης", "κάτσιος":"κάτσιος", "κατσιπόρα":"κατσιπόρα", "κατσιφάρας":"κατσιφάρας", "κατσόγλου":"κατσόγλου", "κατσουγιάννης":"κατσουγιάννης", "κάτσουμε":"κάθομαι", "κάτσουν":"κάθομαι", "κατσουράνη":"κατσουράνη", "κατσουράνης":"κατσουράνης", "κατσουρίδη":"κατσουρίδη", "κατσουφης":"κατσούφης", "κατσούφης":"κατσούφης", "κατσουφιασμένους":"κατσουφιασμένος", "κατχεβ":"κατχεβ", "κατω":"κάτω", "κάτω":"κάτω", "κάτωθι":"κάτωθι", "κατωι":"κατώι", "κατώι":"κατώι", "κατωιταλική":"κατωιταλικός", "κάτω-κάτω":"κάτω-κάτω", "κατώτατα":"κατώτερος", "κατώτατη":"κατώτερος", "κατώτατης":"κατώτερος", "κατώτατο":"κατώτερος", "κατώτατων":"κατώτερος", "κατώτερα":"κάτω", "κατώτερα":"κατώτερος", "κατώτερες":"κατώτερος", "κατώτερη":"κατώτερος", "κατώτερης":"κατώτερος", "κατώτερο":"κατώτερος", "κατώτεροι":"κατώτερος", "κατώτερος":"κατώτερος", "κατωτερότητα":"κατωτερότητα", "κατώτερου":"κατώτερος", "κατωτέρω":"κάτω", "κατωτέρων":"κατώτερος", "κατώτερων":"κατώτερος", "κατωφλι":"κατώφλι", "κατώφλι":"κατώφλι", "κάτωχρου":"κάτωχρος", "καυγάδες":"καυγάς", "καυγάς":"καυγάς", "καύκασο":"καύκασος", "καυκάσου":"καύκασος", "καυκής":"καυκής", "καυσαέρια":"καυσαέριο", "καυσαέριο":"καυσαέριο", "καυσαερίου":"καυσαέριο", "καυσαερίων":"καυσαέριο", "καύσεις":"καύση", "καύση":"καύση", "καύσης":"καύση", "καύσιμα":"καύσιμο", "καύσιμη":"καύσιμος", "καύσιμο":"καύσιμος", "καυσίμου":"καύσιμος", "καυσιμων":"καύσιμο", "καυσίμων":"καύσιμο", "καύσιμων":"καύσιμος", "καυσόξυλα":"καυσόξυλο", "καυσόξυλων":"καυσόξυλο", "καυστήρα":"καυστήρας", "καυστικά":"καυστικός", "καυστική":"καυστικός", "καυστικό":"καυστικός", "καυστικος":"καυστικός", "καυστικός":"καυστικός", "καύσων":"καύσος", "καύσωνα":"καύσωνας", "καύσωνας":"καύσωνας", "καύσωνες":"καύσωνας", "καυτά":"καυτός", "καυταντζόγλειο":"καυταντζόγλειο", "καυταντζογλείου":"καυταντζογλείου", "καυταντζόγλειου":"καυταντζόγλειου", "καυταντζόγλου":"καυταντζόγλου", "καυτατζόγλειο":"καυτατζόγλειο", "καυτατζόγλου":"καυτατζόγλου", "καυτερές":"καυτερός", "καυτερή":"καυτερός", "καυτές":"καυτός", "καυτη":"καυτός", "καυτή":"καυτός", "καυτηριάζει":"καυτηριάζω", "καυτηριάζοντας":"καυτηριάζω", "καυτηρίασε":"καυτηριάζω", "καυτηριάσει":"καυτηριάζω", "καυτό":"καυτός", "καυτοί":"καυτός", "καυτός":"καυτός", "καυτού":"καυτός", "καυτούς":"καυτός", "καυτών":"καυτός", "καυχάται":"καυχώμαι", "καύχημα":"καύχημα", "καυχιέται":"καυχιέμαι", "καυχιόμαστε":"καυχιέμαι", "καυχώνται":"καυχιέμαι", "καφαντάρη":"καφαντάρης", "καφάρο":"καφάρο", "καφάσης":"καφάσης", "καφάσια":"καφάσι", "καφάτος":"καφάτος", "καφε":"καφές", "καφέ":"καφές", "καφεδάκι":"καφεδάκι", "καφέδες":"καφές", "καφεΐνη":"καφεΐνη", "καφε-μπαρ":"καφε-μπαρ", "καφέ-μπαρ":"καφέ-μπαρ", "καφενέ":"καφενές", "καφενεία":"καφενείο", "καφενείο":"καφενείο", "καφενείου":"καφενείο", "καφενείων":"καφενείο", "καφες":"καφές", "καφές":"καφές", "καφετέρια":"καφετέρια", "καφετέριας":"καφετέρια", "καφετέριες":"καφετέρια", "καφετεριών":"καφετέρια", "καφετζή":"καφετζής", "καφετζόπουλο":"καφετζόπουλο", "καφετί":"καφετής", "καφετιά":"καφετής", "καφετιέρα":"καφετιέρα", "καφετιές":"καφετής", "καφκικής":"καφκικός", "κάφροι":"κάφρος", "καχα":"καχα", "κάχα":"κάχα", "καχεκτικά":"καχεκτικά", "καχεκτική":"καχεκτικός", "καχεκτικό":"καχεκτικός", "κάχιλ":"κάχιλ", "καχριμάνοβιτς":"καχριμάνοβιτς", "κάχτας":"κάχτας", "καχύποπτη":"καχύποπτος", "καχύποπτο":"καχύποπτος", "καχύποπτοι":"καχύποπτος", "καχύποπτος":"καχύποπτος", "καχυποψία":"καχυποψία", "καχυποψίας":"καχυποψία", "καχυποψίες":"καχυποψία", "κάψα":"κάψα", "κάψαν":"καίω", "κάψανε":"καίω", "κάψει":"καίω", "καψη":"καψη", "καψή":"καψή", "καψης":"καψης", "καψής":"καψής", "καψίματα":"κάψιμο", "κάψιμο":"κάψιμο", "κάψιμό":"κάψιμο", "καψόνι":"καψόνι", "καψόνια":"καψόνι", "κάψουλα":"κάψουλα", "κάψουλες":"κάψουλα", "κάψουμε":"καίω", "κάψουν":"καίω", "καψουροτράγουδα":"καψουροτράγουδο", "καψόχωρα":"καψόχωρα", "καώ":"καίω", "κβαντική":"κβαντικός", "κβαντικής":"κβαντικός", "κβασνιέφσκι":"κβασνιέφσκι", "κβο":"κβο", "κδεοδ":"κδεοδ", "κε":"κε", "κέβιν":"κέβιν", "κεδ":"κεδ", "κεδικογλου":"κεδίκογλου", "κεδίκογλου":"κεδίκογλου", "κεδκε":"κεδκε", "κέδρινος":"κέδρινος", "κέδρος":"κέδρος", "κει":"εκεί", "'κει":"εκεί", "κεί":"κεί", "κέι":"κέι", "κεϊζο":"κεϊζο", "κέιζο":"κέιζο", "κέικ":"κέικ", "κείμενα":"κείμενο", "κείμενά":"κείμενο", "κειμενάκι":"κειμενάκι", "κείμενες":"κείμενος", "κείμενη":"κείμενος", "κείμενης":"κείμαι", "κείμενο":"κείμενο", "κείμενό":"κείμενο", "κειμένου":"κείμενος", "κειμένων":"κείμενος", "κειμήλια":"κειμήλιο", "κειμηλιακών":"κειμηλιακών", "κειμήλιο":"κειμήλιο", "κειμηλίων":"κειμήλιο", "κέιμπριτζ":"κέιμπριτζ", "κέιν":"κέιν", "κείνα":"κείνος", "κείνες":"κείνος", "κείνη":"κείνος", "κείνο":"κείνος", "κείνον":"κείνος", "κείνος":"κείνος", "κείνους":"κείνος", "κεϊνς":"κεϊνς", "κέιπ":"κέιπ", "κέιτ":"κέιτ", "κέιτα":"κέιτα", "κείται":"κείται", "κέιτζ":"κέιτζ", "κείτονται":"κείτομαι", "κείτονταν":"κείτονταν", "κεκαλυμμένα":"κεκαλυμμένα", "κέκελης":"κέκελης", "κεκιτζόγλου":"κεκιτζόγλου", "κεκλεισμένων":"κεκλεισμένος", "κεκοιμημένων":"κεκοιμημένος", "κεκορεσμένο":"κεκορεσμένος", "κεκράχτες":"κεκράχτες", "κεκροψ":"κεκροψ", "κεκτημένα":"κεκτημένος", "κεκτημένη":"κεκτημένος", "κεκτημένης":"κεκτημένος", "κεκτημένο":"κτώμαι", "κεκτημένου":"κτώμαι", "κεκτημένων":"κεκτημένος", "κεκυκαμεα":"κεκυκαμεα", "κεκυρωμένα":"κεκυρωμένα", "κελαηδεί":"κελαηδεί", "κελαηδούν":"κελαηδώ", "κέλαρ":"κέλαρ", "κελάρι":"κελάρι", "κελάρια":"κελάρι", "κέλεμανς":"κέλεμανς", "κελεμουρίδης":"κελεμουρίδης", "κελεμπέσης":"κελεμπέσης", "κέλερ":"κέλερ", "κελέσεβιτς":"κελέσεβιτς", "κελεσίδη":"κελεσίδη", "κελεσίδης":"κελεσίδης", "κελεσίδου":"κελεσίδου", "κελεύει":"κελεύω", "κέλευθο":"κελεύω", "κελεύσματα":"κέλευσμα", "κέλης":"κέλης", "κελί":"κελί", "κέλι":"κέλι", "κελιά":"κελί", "κελιού":"κελί", "κελιών":"κελί", "κελλαρτζής":"κελλαρτζής", "κέλλυ":"κέλλυ", "κελούζ":"κελούζ", "κελούζ-μπεσίκτας":"κελούζ-μπεσίκτας", "κελπανίδου":"κελπανίδου", "κελσίου":"κελσίου", "κελτεμίδη":"κελτεμίδη", "κελτικά":"κέλτικος", "κελτική":"κέλτικος", "κέλτικων":"κέλτικος", "κέλυ":"κέλυ", "κελύφη":"κέλυφος", "κέλυφος":"κέλυφος", "κελύφους":"κέλυφος", "κεμάλ":"κεμάλ", "κεμεντσετζίδη":"κεμεντσετζίδη", "κεμεντσετσίδης":"κεμεντσετσίδης", "κεμπ":"κεμπ", "κεμπάτζε":"κεμπάτζε", "κεν":"κεν", "κενά":"κενό", "κενά":"κενός", "κενάν":"κενάν", "κένεβαν":"κένεβαν", "κένεθ":"κένεθ", "κένεντι":"κένεντι", "κενες":"κενός", "κενές":"κενός", "κενζ":"κενζ", "κενζαμπούρο":"κενζαμπούρο", "κένζι":"κένζι", "κένζιτ":"κένζιτ", "κενή":"κενός", "κένι":"κένι", "κενό":"κενό", "κενοδοξίας":"κενοδοξία", "κενός":"κενός", "κενοτάφιο":"κενοτάφιο", "κενότητα":"κενότητα", "κενού":"κενό", "κενούς":"κενός", "κένσερ":"κένσερ", "κένσλερ":"κένσλερ", "κεντάκι":"κεντάκι", "κένταλ":"κένταλ", "κεντέρη":"κεντέρη", "κεντέρης":"κεντέρης", "κεντζόμ-κέκου":"κεντζόμ-κέκου", "κεντήματα":"κέντημα", "κεντημένα":"κεντημένος", "κεντημένες":"κεντημένος", "κέντης":"κέντης", "κέντησε":"κεντώ", "κεντητά":"κεντητός", "κέντι":"κέντι", "κεντούν":"κεντώ", "κεντούσε":"κεντώ", "κεντρα":"κέντρο", "κέντρα":"κέντρο", "κεντρί":"κεντρί", "κέντριζαν":"κεντρίζω", "κεντρίζει":"κεντρίζω", "κεντρίζουν":"κεντρίζω", "κεντρικά":"κεντρικός", "κεντρικές":"κεντρικός", "κεντρικη":"κεντρικός", "κεντρική":"κεντρικός", "κεντρικης":"κεντρικός", "κεντρικής":"κεντρικός", "κεντρικό":"κεντρικός", "κεντρικοί":"κεντρικός", "κεντρικός":"κεντρικός", "κεντρικότατο":"κεντρικός", "κεντρικότερα":"κεντρικός", "κεντρικού":"κεντρικός", "κεντρικούς":"κεντρικός", "κεντρικών":"κεντρικός", "κέντρισαν":"κεντρίζω", "κέντρισε":"κεντρίζω", "κεντρίσει":"κεντρίζω", "κέντρισμα":"κέντρισμα", "κεντρο":"κέντρο", "κέντρο":"κέντρο", "κεντροαριστερά":"κεντροαριστερά", "κεντροαριστερά":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστεράς":"κεντροαριστερά", "κεντροαριστερές":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστερή":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστερό":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστερός":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστερού":"κεντροαριστερός", "κεντροαριστερών":"κεντροαριστερός", "κεντροδεξιά":"κεντροδεξιός", "κεντροδεξιάς":"κεντροδεξιός", "κεντροδεξιό":"κεντροδεξιός", "κεντροδεξιός":"κεντροδεξιός", "κεντροδεξιού":"κεντροδεξιός", "κεντροδεξιών":"κεντροδεξιός", "κεντροδυτική":"κεντροδυτικός", "κεντροευρωπαϊκά":"κεντροευρωπαϊκός", "κεντρου":"κέντρο", "κέντρου":"κέντρο", "κεντρώα":"κεντρώος", "κεντρων":"κέντρο", "κέντρων":"κέντρο", "κεντρώο":"κεντρώος", "κεντρώος":"κεντρώος", "κεντρώους":"κεντρώος", "κεντρώων":"κεντρώος", "κεντώ":"κεντώ", "κενυα":"κένυα", "κένυα":"κένυα", "κένυας":"κένυα", "κενυάτες":"κενυάτης", "κενυάτης":"κενυάτης", "κενυατικη":"κενυάτικος", "κενυατική":"κενυάτικος", "κενώ":"κενώ", "κενών":"κενός", "κένωση":"κένωση", "κεοσεγιάν":"κεοσεγιάν", "κεπεγκια":"κεπεγκια", "κεππυελ":"κεππυελ", "κεπυο":"κεπυο", "κεραία":"κεραία", "κεραίας":"κεραία", "κεραίες":"κεραία", "κεραιών":"κεραία", "κεράκια":"κεράκι", "κεραμάνος":"κεραμάνος", "κεραμεια":"κεραμείο", "κεραμεία":"κεραμείο", "κεραμίδας":"κεραμίδα", "κεραμιδένια":"κεραμιδένια", "κεραμίδι":"κεραμίδι", "κεραμίδια":"κεραμίδι", "κεραμιδιού":"κεραμιδής", "κεραμιδιών":"κεραμιδής", "κεραμικά":"κεραμικός", "κεραμικής":"κεραμικός", "κεραμικούς":"κεραμικός", "κέραμοι":"κέραμος", "κεραμοποιία":"κεραμοποιία", "κεραμοποιίας":"κεραμοποιία", "κεραμοπούλου":"κεραμοπούλου", "κεραμοσκεπές":"κεραμοσκεπή", "κεραμυδά":"κεραμυδά", "κερανης":"κερανης", "κερας":"κεράς", "κερασάκι":"κερασάκι", "κερασάκια":"κερασάκι", "κεράσει":"κερνώ", "κεράσι":"κεράσι", "κερασιά":"κερασής", "κεράσια":"κεράσι", "κερασιάς":"κερασής", "κεράσιον":"κερασής", "κερασιών":"κερασής", "κέρασμα":"κέρασμα", "κεράσματα":"κέρασμα", "κερασοπαραγωγοί":"κερασοπαραγωγοί", "κερασούντος":"κερασούντος", "κερατά":"κερατάς", "κέρατα":"κέρατο", "κερατάς":"κερατάς", "κέρατο":"κέρατο", "κερατοειδείς":"κερατοειδής", "κερατοειδούς":"κερατοειδής", "κερατσίνι":"κερατσίνι", "κερατσινίου":"κερατσίνι", "κεράτων":"κέρατο", "κεραυνό":"κεραυνός", "κεραυνος":"κεραυνός", "κεραυνός":"κεραυνός", "κεραυνού":"κεραυνός", "κεραυνούς":"κεραυνός", "κέρβερος":"κέρβερος", "κερδαίνουν":"κερδαίνουν", "κερδη":"κέρδος", "κέρδη":"κέρδος", "κερδηθεί":"κερδίζω", "κερδήθηκαν":"κερδίζω", "κερδήθηκε":"κερδίζω", "κερδηθούν":"κερδίζω", "κερδίζαμε":"κερδίζω", "κέρδιζαν":"κερδίζω", "κέρδιζε":"κερδίζω", "κερδιζει":"κερδίζω", "κερδίζει":"κερδίζω", "κερδίζεις":"κερδίζω", "κερδίζεται":"κερδίζω", "κερδίζετε":"κερδίζω", "κερδίζονται":"κερδίζω", "κερδίζοντας":"κερδίζω", "κερδίζοντες":"κερδίζων", "κερδίζουμε":"κερδίζω", "κερδιζουν":"κερδίζω", "κερδίζουν":"κερδίζω", "κερδίζω":"κερδίζω", "κέρδισα":"κερδίζω", "κερδίσαμε":"κερδίζω", "κερδισαν":"κερδίζω", "κέρδισαν":"κερδίζω", "κερδίσατε":"κερδίζω", "κερδισε":"κερδίζω", "κέρδισε":"κερδίζω", "κερδίσει":"κερδίζω", "κερδίσεις":"κερδίζω", "κερδίσετε":"κερδίζω", "κερδισμένες":"κερδισμένος", "κερδισμένη":"κερδισμένος", "κερδισμένο":"κερδίζω", "κερδισμένοι":"κερδισμένος", "κερδισμένος":"κερδισμένος", "κερδισμένους":"κερδίζω", "κερδίσουμε":"κερδίζω", "κερδίσουν":"κερδίζω", "κερδίστε":"κερδίζω", "κερδίσω":"κερδίζω", "κέρδος":"κέρδος", "κερδοσκοπήσουν":"κερδοσκοπώ", "κερδοσκοπία":"κερδοσκοπία", "κερδοσκοπίας":"κερδοσκοπία", "κερδοσκοπικά":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικές":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπική":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικής":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικό":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικοί":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικός":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικού":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκοπικών":"κερδοσκοπικός", "κερδοσκόποι":"κερδοσκόπος", "κερδοσκόπου":"κερδοσκόπος", "κερδοσκοπούν":"κερδοσκοπώ", "κερδοσκόπους":"κερδοσκόπος", "κερδοσκόπων":"κερδοσκόπος", "κέρδους":"κέρδος", "κερδοφόρα":"κερδοφόρος", "κερδοφόρας":"κερδοφόρος", "κερδοφόρες":"κερδοφόρος", "κερδοφορία":"κερδοφορία", "κερδοφορίας":"κερδοφορία", "κερδοφόροι":"κερδοφόρος", "κερδοφόρος":"κερδοφόρος", "κερδοφόρων":"κερδοφόρος", "κερδων":"κέρδος", "κερδών":"κέρδος", "κερδώος":"κερδώος", "κερεστετζή":"κερεστετζής", "κερεφίντου":"κερεφίντου", "κερί":"κερί", "κεριά":"κερί", "κέρινων":"κερένιος", "κεριών":"κερί", "κερκίδα":"κερκίδα", "κερκίδας":"κερκίδα", "κερκιδες":"κερκίδα", "κερκίδες":"κερκίδα", "κερκίνη":"κερκίνη", "κερκίνης":"κερκίνη", "κερκόπορτα":"κερκόπορτα", "κερκόπορτες":"κερκόπορτα", "κερκυρα":"κέρκυρα", "κέρκυρα":"κέρκυρα", "κέρκυρα-αρης":"κέρκυρα-αρης", "κέρκυρα-ασκ":"κέρκυρα-ασκ", "κερκυραίας":"κερκυραία", "κερκυραϊκή":"κερκυραϊκός", "κερκυραϊκής":"κερκυραϊκός", "κερκυραϊκό":"κερκυραϊκός", "κερκυραίων":"κερκυραίος", "κέρκυρας":"κέρκυρα", "κέρκυρας-άρη":"κέρκυρας-άρη", "κέρμα":"κέρμα", "κέρματα":"κέρμα", "κερμάτων":"κέρμα", "κερμοργκράν":"κερμοργκράν", "κερνά":"κερνώ", "κερνάει":"κερνώ", "κερνάω":"κερνώ", "κέρνερ":"κέρνερ", "κερνούσε":"κερνώ", "κέρο":"κέρος", "κέρου":"κέρος", "κερτ":"κερτ", "κερτέζ":"κερτέζ", "κερτεμελίδη":"κερτεμελίδη", "κέρτις":"κέρτις", "κερωμένο":"κερωμένος", "κεσαπιδης":"κεσαπιδης", "κεσαπίδης":"κεσαπίδης", "κεσίδης":"κεσίδης", "κέσλερ":"κέσλερ", "κεσσανίδης":"κεσσανίδης", "κεσσόπουλε":"κεσσόπουλε", "κεσσόπουλος":"κεσσόπουλος", "κεστελίδης":"κεστελίδης", "κεστούτις":"κεστούτις", "κεσυπ":"κεσυπ", "κετατζίδης":"κετατζίδης", "κέτεριγκ":"κέτεριγκ", "κέτερινγκ":"κέτερινγκ", "κέτσαπ":"κέτσαπ", "κετσπάγια":"κετσπάγια", "κευα":"κευα", "κευνσιανής":"κευνσιανής", "κεφαλά":"κεφαλάς", "κεφάλα":"κεφάλας", "κεφάλαια":"κεφάλαιο", "κεφάλαιά":"κεφάλαιο", "κεφαλαία":"κεφαλαίος", "κεφαλαιαγορά":"κεφαλαιαγορά", "κεφαλαιαγοράς":"κεφαλαιαγορά", "κεφαλαιαγορές":"κεφαλαιαγορά", "κεφαλαιαγορών":"κεφαλαιαγορά", "κεφαλαιακή":"κεφαλαιακός", "κεφαλαιακής":"κεφαλαιακός", "κεφάλαιο":"κεφάλαιο", "κεφάλαιό":"κεφάλαιο", "κεφαλαίο":"κεφαλαίος", "κεφαλαιοκρατίας":"κεφαλαιοκρατία", "κεφαλαιοκρατικός":"κεφαλαιοκρατικός", "κεφαλαιοκρατικού":"κεφαλαιοκρατικός", "κεφαλαιοποιείται":"κεφαλαιοποιώ", "κεφαλαιοποιημένων":"κεφαλαιοποιημένος", "κεφαλαιοποιήσει":"κεφαλαιοποιώ", "κεφαλαιοποίηση":"κεφαλαιοποίηση", "κεφαλαιοποίησης":"κεφαλαιοποίηση", "κεφαλαίου":"κεφάλαιο", "κεφαλαιουχικών":"κεφαλαιουχικός", "κεφαλαιούχοι":"κεφαλαιούχος", "κεφαλαιούχου":"κεφαλαιούχος", "κεφαλαιώδη":"κεφαλαιώδης", "κεφαλαίων":"κεφάλαιο", "κεφαλάκι":"κεφαλάκι", "κεφαλαλγία":"κεφαλαλγία", "κεφαλάν":"κεφαλάν", "κεφαλάς":"κεφαλάς", "κεφάλας":"κεφάλας", "κεφαλές":"κεφαλή", "κεφαλή":"κεφαλή", "κεφαλήν":"κεφαλή", "κεφαλής":"κεφαλή", "κεφάλι":"κεφάλι", "κεφάλια":"κεφάλι", "κεφαλια":"κεφαλιά", "κεφαλιά":"κεφαλιά", "κεφαλιές":"κεφαλιά", "κεφαλιού":"κεφάλι", "κεφαλιού-φόντου":"κεφαλιού-φόντου", "κεφαλλονιά":"κεφαλλονιά", "κεφαλογιάννη":"κεφαλογιάννης", "κεφαλογιάννης":"κεφαλογιάννης", "κεφαλονιά":"κεφαλονιά", "κεφαλόποδα":"κεφαλόποδο", "κέφαλος":"κέφαλος", "κεφαλόσκαλο":"κεφαλόσκαλο", "κεφαλοσπορίνες":"κεφαλοσπορίνες", "κεφαλοτύρι":"κεφαλοτύρι", "κεφαλούκος":"κεφαλούκος", "κεφαλοχώρι":"κεφαλοχώρι", "κεφαλών":"κεφαλή", "κεφάτη":"κεφάτος", "κεφάτο":"κεφάτος", "κεφάτοι":"κεφάτος", "κεφι":"κέφι", "κέφι":"κέφι", "κέφια":"κέφι", "κεφιγέ":"κεφιγέ", "κεφιού":"κέφι", "κεφο":"κεφο", "κεφτέδες":"κεφτές", "κεφτές":"κεφτές", "κεχαγια":"κεχαγιάς", "κεχαγιά":"κεχαγιάς", "κεχαγιας":"κεχαγιάς", "κεχαγιάς":"κεχαγιάς", "κεχαγιόγλου":"κεχαγιόγλου", "κεχαριτωμένη":"κεχαριτωμένος", "κεχωρισμένως":"κεχωρισμένως", "κηδεια":"κηδεία", "κηδεία":"κηδεία", "κηδείας":"κηδεία", "κηδειες":"κηδεία", "κηδείες":"κηδεία", "κηδειών":"κηδεία", "κηδεμόνα":"κηδεμόνας", "κηδεμόνες":"κηδεμόνας", "κηδεμονευόμενοι":"κηδεμονευόμενος", "κηδεμονία":"κηδεμονία", "κηδεμονίας":"κηδεμονία", "κηδεμονίες":"κηδεμονία", "κηδεμόνων":"κηδεμόνας", "κηδεύεται":"κηδεύω", "κηδεύονται":"κηδεύω", "κηδευτεί":"κηδεύω", "κηδεύτηκε":"κηδεύω", "κήλης":"κήλη", "κηλίδα":"κηλίδα", "κηλίδες":"κηλίδα", "κηλιδωμένος":"κηλιδωμένος", "κηλίδων":"κηλίδα", "κηλίκης":"κηλίκης", "κήνσορες":"κήνσορας", "κηπάκι":"κηπάκι", "κηπευτικά":"κηπευτικός", "κηπευτικών":"κηπευτικός", "κήπο":"κήπος", "κήποι":"κήπος", "κηπος":"κήπος", "κήπος":"κήπος", "κήπου":"κήπος", "κηπουρική":"κηπουρικός", "κηπουρικής":"κηπουρικός", "κηπουρό":"κηπουρός", "κηπουροί":"κηπουρός", "κηπουρός":"κηπουρός", "κήπους":"κήπος", "κήρυγμα":"κήρυγμα", "κηρύγματα":"κήρυγμα", "κηρύγματός":"κήρυγμα", "κηρυγμένο":"κηρύσσω", "κήρυκα":"κήρυκας", "κήρυκες":"κήρυκας", "κήρυκές":"κήρυκας", "κήρυξαν":"κηρύχνω", "κηρυξε":"κηρύχνω", "κήρυξε":"κηρύχνω", "κηρύξει":"κηρύχνω", "κηρύξεως":"κήρυξη", "κήρυξη":"κήρυξη", "κήρυξης":"κήρυξη", "κηρύξουμε":"κηρύχνω", "κηρύσσει":"κηρύσσω", "κηρύσσεται":"κηρύσσω", "κηρύσσονται":"κηρύσσω", "κηρύσσοντας":"κηρύσσω", "κηρύσσουμε":"κηρύσσω", "κηρύσσουν":"κηρύσσω", "κήρυττε":"κηρύττω", "κηρύττει":"κηρύττω", "κηρύττουν":"κηρύττω", "κηρυχθεί":"κηρύσσω", "κηρύχθηκαν":"κηρύχνω", "κηρύχθηκε":"κηρύχνω", "κηρυχθούν":"κηρύσσω", "κης":"κης", "κήτη":"κήτος", "κητοειδή":"κητοειδής", "κητοειδών":"κητοειδής", "κήτος":"κήτος", "κήτους":"κήτος", "κητώδη":"κητώδη", "κήυκα":"κήυκα", "κήυκας":"κήυκας", "κηφισιά":"κηφισιά", "κηφισίας":"κηφισία", "κηφισός":"κηφισός", "κηφισού":"κηφισός", "κηφισσός":"κηφισσός", "κθβε":"κθβε", "κι":"και", "κι'":"και", "κια":"κια", "κιαγιαδακης":"κιαγιαδακης", "κιάλι":"κιάλι", "κιάλια":"κιάλι", "κιαμιλόγλου":"κιαμιλόγλου", "κιαμίλογλου":"κιαμίλογλου", "κιάμος":"κιάμος", "κιάνου":"κιάνου", "κίβδηλο":"κίβδηλος", "κίβου":"κίβου", "κιβώτια":"κιβώτιο", "κιβώτιο":"κιβώτιο", "κιβωτίου":"κιβώτιο", "κιβωτίων":"κιβώτιο", "κιβωτό":"κιβωτός", "κιβωτοί":"κιβωτός", "κιβωτος":"κιβωτός", "κιβωτός":"κιβωτός", "κιβωτού":"κιβωτός", "κιγκ":"κιγκ", "κιγκλίδωμα":"κιγκλίδωμα", "κιγκλιδώματα":"κιγκλίδωμα", "κιγκλιδώματος":"κιγκλίδωμα", "κιγκλιδωμάτων":"κιγκλίδωμα", "κιέβο":"κιέβο", "κίεβο":"κίεβο", "κιέβου":"κίεβο", "κιελέσι":"κιελέσι", "κιζινάου":"κιζινάου", "κιθ":"κιθ", "κιθάρα":"κιθάρα", "κιθάρας":"κιθάρα", "κιθάρες":"κιθάρα", "κίθαρις":"κίθαρις", "κιθαρίστα":"κιθαρίστας", "κιθαρίστας":"κιθαρίστας", "κιθαρίστρια":"κιθαρίστρια", "κικ":"κικ", "κικα":"κικα", "κίκα":"κίκα", "κίκας":"κίκας", "κική":"κική", "κικιδακη":"κικιδακη", "κικιλής":"κικιλής", "κίκτς":"κίκτς", "κιλά":"κιλό", "κιλελέρ":"κιλελέρ", "κίλεν":"κίλεν", "κίλια":"κίλια", "κίλιαν":"κίλιαν", "κιλκις":"κιλκίς", "κιλκίς":"κιλκίς", "κιλκισιακός":"κιλκισιακός", "κιλκισιακός2-01":"κιλκισιακός2-01", "κιλμαρνοκ":"κιλμαρνοκ", "κιλμάρνοκ":"κιλμάρνοκ", "κιλό":"κιλό", "κιλοβάτ":"κιλοβάτ", "κιλοβατώρες":"κιλοβατώρα", "κιλού":"κιλό", "κιλών":"κιλό", "κιμ":"κιμ", "κιμά":"κιμάς", "κιμούλη":"κιμούλη", "κιμούλης":"κιμούλης", "κιμπορντίστας":"κιμπορντίστας", "κιμπούτς":"κιμπούτς", "κιμωλία":"κιμωλία", "κίμωνος":"κίμωνος", "κιν":"κιν", "κίνα":"κίνα", "κινα":"κινώ", "κίνας":"κίνα", "κινας":"κινώ", "κινγκ":"κινγκ", "κίνγκ":"κίνγκ", "κινγκς":"κινγκς", "κινγκς-ιντιάνα":"κινγκς-ιντιάνα", "κινδινου":"κινδινου", "κινδύνευαν":"κινδυνεύω", "κινδύνευε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύει":"κινδυνεύω", "κινδυνεύεις":"κινδυνεύω", "κινδυνεύετε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύοντας":"κινδυνεύω", "κινδυνεύουμε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύουν":"κινδυνεύω", "κινδυνεύουσα":"κινδυνεύουσα", "κινδύνευσαν":"κινδυνεύω", "κινδύνευσε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύσει":"κινδυνεύω", "κινδυνεύσετε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύσουμε":"κινδυνεύω", "κινδυνεύσουν":"κινδυνεύω", "κινδυνεύω":"κινδυνεύω", "κινδύνεψα":"κινδυνεύω", "κινδύνεψαν":"κινδυνεύω", "κινδύνεψε":"κινδυνεύω", "κινδυνέψει":"κινδυνεύω", "κινδυνο":"κίνδυνος", "κίνδυνο":"κίνδυνος", "κίνδυνοι":"κίνδυνος", "κινδυνολογία":"κινδυνολογία", "κινδυνολογίας":"κινδυνολογία", "κινδυνολόγων":"κινδυνολόγος", "κινδυνολογώντας":"κινδυνολογώ", "κίνδυνος":"κίνδυνος", "κινδύνου":"κίνδυνος", "κινδυνους":"κίνδυνος", "κινδύνους":"κίνδυνος", "κίνδυνους":"κίνδυνος", "κινδύνω":"κινδύνω", "κινδύνων":"κίνδυνος", "κινεζάκι":"κινεζάκι", "κινέζας":"κινέζα", "κινεζικά":"κινεζικός", "κινέζικα":"κινέζικος", "κινεζικές":"κινεζικός", "κινέζικες":"κινέζικος", "κινεζική":"κινεζικός", "κινέζικη":"κινέζικος", "κινεζικής":"κινεζικός", "κινέζικης":"κινέζικος", "κινεζικό":"κινεζικός", "κινέζικο":"κινέζικος", "κινέζικοι":"κινέζικος", "κινεζικός":"κινεζικός", "κινεζικού":"κινεζικός", "κινέζικου":"κινέζικος", "κινέζικους":"κινέζικος", "κινεζικών":"κινεζικός", "κινέζο":"κινέζος", "κινέζοι":"κινέζος", "κινέζος":"κινέζος", "κινέζου":"κινέζος", "κινέζους":"κινέζος", "κινεζόφιλο":"κινεζόφιλο", "κινέζων":"κινέζος", "κινεί":"κινώ", "κινείσαι":"κινώ", "κινείστε":"κινώ", "κινείται":"κινώ", "κινείτε":"κινώ", "κινείτο":"κινώ", "κίνερ":"κίνερ", "κινηθεί":"κινώ", "κινηθείς":"κινώ", "κινηθείτε":"κινώ", "κινηθηκαν":"κινώ", "κινήθηκαν":"κινώ", "κινηθηκε":"κινώ", "κινήθηκε":"κινώ", "κινηθούμε":"κινώ", "κινηθούν":"κινώ", "κινηθώ":"κινώ", "κινημaτογραφων":"κινηματογράφος", "κίνημα":"κίνημα", "κίνημά":"κίνημα", "κινήματα":"κίνημα", "κινηματικής":"κινηματική", "κινηματικό":"κινηματικό", "κινηματικών":"κινηματικών", "κινηματογραφεί":"κινηματογραφώ", "κινηματογραφήσει":"κινηματογραφώ", "κινηματογράφηση":"κινηματογράφηση", "κινηματογραφία":"κινηματογραφία", "κινηματογραφίας":"κινηματογραφία", "κινηματογραφικά":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικές":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφική":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικής":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικό":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικοί":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικός":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικού":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφικών":"κινηματογραφικός", "κινηματογραφιστές":"κινηματογραφιστής", "κινηματογραφιστή":"κινηματογραφιστής", "κινηματογραφιστής":"κινηματογραφιστής", "κινηματογραφιστών":"κινηματογραφιστής", "κινηματογράφο":"κινηματογράφος", "κινηματογράφοι":"κινηματογράφος", "κινηματογραφος":"κινηματογράφος", "κινηματογράφος":"κινηματογράφος", "κινηματογραφου":"κινηματογράφος", "κινηματογράφου":"κινηματογράφος", "κινηματογραφούν":"κινηματογραφώ", "κινηματογραφούνται":"κινηματογραφώ", "κινηματογράφους":"κινηματογράφος", "κινηματογραφούσαν":"κινηματογραφώ", "κινηματογραφούσε":"κινηματογραφώ", "κινηματογράφων":"κινηματογράφος", "κινηματοθέατρο":"κινηματοθέατρο", "κινήματος":"κίνημα", "κινήματός":"κίνημα", "κινημάτων":"κίνημα", "κίνησαν":"κινώ", "κίνησε":"κινώ", "κινήσει":"κινώ", "κινήσεις":"κίνηση", "κινήσεων":"κίνηση", "κινήσεών":"κίνηση", "κινήσεως":"κίνηση", "κινηση":"κίνηση", "κίνηση":"κίνηση", "κίνησή":"κίνηση", "κίνησης":"κίνηση", "κινήσουν":"κινώ", "κινήστε":"κινώ", "κινητά":"κινητής", "κινητά":"κινητός", "κινήται":"κινώ", "κινητές":"κινητός", "κινητη":"κινητός", "κινητή":"κινητός", "κινητήρα":"κινητήρας", "κινητηρας":"κινητήρας", "κινητήρας":"κινητήρας", "κινητήρες":"κινητήρας", "κινητήρια":"κινητήριος", "κινητήριες":"κινητήριος", "κινητήριο":"κινητήριος", "κινητήριος":"κινητήριος", "κινητήριους":"κινητήριος", "κινητήρων":"κινητήρας", "κινητής":"κινητός", "κινητικά":"κινητικός", "κινητική":"κινητικός", "κινητικό":"κινητικός", "κινητικοί":"κινητικός", "κινητικός":"κινητικός", "κινητικότητα":"κινητικότητα", "κινητικότητά":"κινητικότητα", "κινητικότητας":"κινητικότητα", "κινητό":"κινητός", "κινητοποιεί":"κινητοποιώ", "κινητοποιείται":"κινητοποιώ", "κινητοποιηθεί":"κινητοποιώ", "κινητοποιήθηκαν":"κινητοποιώ", "κινητοποιήθηκε":"κινητοποιώ", "κινητοποιηθούν":"κινητοποιώ", "κινητοποίησαν":"κινητοποιώ", "κινητοποίησε":"κινητοποιώ", "κινητοποιήσει":"κινητοποιώ", "κινητοποιησεις":"κινητοποίηση", "κινητοποιήσεις":"κινητοποίηση", "κινητοποιήσεων":"κινητοποίηση", "κινητοποιήσεών":"κινητοποίηση", "κινητοποίηση":"κινητοποίηση", "κινητοποίησή":"κινητοποίηση", "κινητοποίησης":"κινητοποίηση", "κινητοποιήσουμε":"κινητοποιώ", "κινητοποιήσουν":"κινητοποιώ", "κινητοποιούν":"κινητοποιώ", "κινητοποιούνται":"κινητοποιώ", "κινητοποιώντας":"κινητοποιώ", "κινητού":"κινητός", "κίνητρα":"κίνητρο", "κίνητρά":"κίνητρο", "κίνητρο":"κίνητρο", "κίνητρό":"κίνητρο", "κινήτρων":"κίνητρο", "κινητών":"κινητός", "κινιόταν":"κινιόταν", "κινούμαι":"κινώ", "κινούμαστε":"κινώ", "κινούμεθα":"κινούμεθα", "κινούμενα":"κινούμενος", "κινούμενη":"κινούμενος", "κινούμενης":"κινούμενος", "κινούμενο":"κινούμενος", "κινούμενοι":"κινούμενος", "κινούμενος":"κινούμενος", "κινουμένου":"κινούμενος", "κινούμενου":"κινούμενος", "κινούμενους":"κινούμενος", "κινουμένων":"κινούμενος", "κινούμενων":"κινούμενος", "κινούν":"κινώ", "κινούνται":"κινώ", "κινούνταν":"κινώ", "κίνσκι":"κίνσκι", "κιντάογλου":"κιντάογλου", "κίντερ":"κίντερ", "κίντερ77":"κίντερ77", "κίντερ9-61028":"κίντερ9-61028", "κίντμαν":"κίντμαν", "κίντμον":"κίντμον", "κιντόγκ":"κιντόγκ", "κινύρας":"κινύρας", "κινώντας":"κινώ", "κίο":"κίο", "κιόλας":"κιόλας", "κίον":"κίον", "κίονα":"κίονας", "κίονες":"κίονας", "κιονόκρανα":"κιονόκρανο", "κιονόκρανο":"κιονόκρανο", "κιόνων":"κίονας", "κιόσκι":"κιόσκι", "κιοσσές":"κιοσσές", "κιότο":"κιότο", "κιου":"κιου", "κιούελ":"κιούελ", "κιούζακ":"κιούζακ", "κιούκορ":"κιούκορ", "κιουκτσούκεκμετζέ":"κιουκτσούκεκμετζέ", "κιουμουρτζής":"κιουμουρτζής", "κιουμουρτζογλου":"κιουμουρτζογλου", "κιουπια":"κιούπι", "κιουπτσίδη":"κιουπτσίδη", "κιουπτσίδης":"κιουπτσίδης", "κιούρκος":"κιούρκος", "κιουρκτσής":"κιουρκτσής", "κιουρκτσογλου":"κιουρκτσογλου", "κιουρκτσόγλου":"κιουρκτσόγλου", "κιουρτσίδη":"κιουρτσίδη", "κίπκετερ":"κίπκετερ", "κίρα":"κίρα", "κιργιστάν":"κιργιστάν", "κιριγένκο":"κιριγένκο", "κιριλένκο":"κιριλένκο", "κίρκος":"κίρκος", "κίρο":"κίρο", "κιρός":"κιρός", "κίροφ":"κίροφ", "κίρτζαλι":"κίρτζαλι", "κίσαβος":"κίσαβος", "κίσιγκερ":"κίσιγκερ", "κισιμότο":"κισιμότο", "κίσινγκερ":"κίσινγκερ", "κίσλινγκ":"κίσλινγκ", "κισλόφσκι":"κισλόφσκι", "κίσσα":"κίσσα", "κίσσαβος":"κίσσαβος", "κισσάς":"κισσάς", "κισσός":"κισσός", "κιτάνο":"κιτάνο", "κιτάπια":"κιτάπι", "κιτκάνο":"κιτκάνο", "κίτον":"κίτον", "κιτούδης":"κιτούδης", "κίτρινα":"κίτρινος", "κίτρινες":"κίτρινος", "κίτρινη":"κίτρινος", "κίτρινης":"κίτρινος", "κιτρίνισε":"κιτρινίζω", "κιτρινισμένα":"κιτρινισμένος", "κιτρινισμένες":"κιτρινισμένος", "κιτρινισμό":"κιτρινισμός", "κίτρινο":"κίτρινος", "κιτρινοι":"κίτρινος", "κίτρινοι":"κίτρινος", "κιτρινοκόκκινα":"κιτρινοκόκκινα", "κιτρινόμαυρα":"κιτρινόμαυρος", "κιτρινόμαυρη":"κιτρινόμαυρος", "κιτρινόμαυρης":"κιτρινόμαυρος", "κιτρινόμαυρο":"κιτρινόμαυρος", "κιτρινόμαυρου":"κιτρινόμαυρος", "κιτρινόμαυρων":"κιτρινόμαυρος", "κίτρινος":"κίτρινος", "κίτρινου":"κίτρινος", "κίτρινους":"κίτρινος", "κιτρινόχρωμο":"κιτρινόχρωμος", "κίτρινων":"κίτρινος", "κιτρινωπή":"κιτρινωπός", "κίτρους":"κίτρος", "κιτς":"κιτς", "κίτσα":"κίτσα", "κιτσοπούλου":"κιτσοπούλου", "κίφα":"κίφα", "κιχ":"κιχ", "κκ.":"κκ.", "κκε":"κκε", "κλ.":"κλ.", "κλαδάκι":"κλαδάκι", "κλαδάκια":"κλαδάκι", "κλάδεμα":"κλάδεμα", "κλαδεύουν":"κλαδεύω", "κλάδεψαν":"κλαδεύω", "κλαδί":"κλαδί", "κλαδιά":"κλαδί", "κλαδικές":"κλαδικός", "κλαδική":"κλαδικός", "κλαδικής":"κλαδικός", "κλαδικό":"κλαδικός", "κλαδικοί":"κλαδικός", "κλαδικούς":"κλαδικός", "κλαδικών":"κλαδικός", "κλαδο":"κλάδος", "κλάδο":"κλάδος", "κλάδοι":"κλάδος", "κλάδος":"κλάδος", "κλάδου":"κλάδος", "κλάδους":"κλάδος", "κλάδων":"κλάδος", "κλάιβ":"κλάιβ", "κλαίγεστε":"κλαίω", "κλαίγοντας":"κλαίω", "κλαίει":"κλαίω", "κλάιζερ":"κλάιζερ", "κλαίμε":"κλαίω", "κλαιν":"κλαίω", "κλαίνε":"κλαίω", "κλάινσμιντ":"κλάινσμιντ", "κλαϊντ":"κλαϊντ", "κλάιντ":"κλάιντ", "κλαιρη":"κλαιρη", "κλαίρη":"κλαίρη", "κλαις":"κλαίω", "κλαίτε":"κλαίω", "κλάμα":"κλάμα", "κλάματα":"κλάμα", "κλαμπ":"κλαμπ", "κλάμπ":"κλάμπ", "κλάντνο":"κλάντνο", "κλάξτον":"κλάξτον", "κλαουδατος":"κλαουδατος", "κλαούντια":"κλαούντια", "κλαούντιο":"κλαούντιο", "κλάους":"κλάους", "κλαπεί":"κλέβω", "κλαπίς":"κλαπίς", "κλάρενς":"κλάρενς", "κλαρί":"κλαρί", "κλαριά":"κλαρί", "κλαρινέτα":"κλαρινέτο", "κλαρίνο":"κλαρίνο", "κλαρίνου":"κλαρίνο", "κλαρίς":"κλαρίς", "κλαρκ":"κλαρκ", "κλάρκσον":"κλάρκσον", "κλας":"κλας", "κλάσεις":"κλάση", "κλάση":"κλάση", "κλάσης":"κλάση", "κλασικά":"κλασικά", "κλασικά":"κλασικός", "κλασικές":"κλασικός", "κλασική":"κλασικός", "κλασικής":"κλασικός", "κλασικισμού":"κλασικισμός", "κλασικό":"κλασικός", "κλασικοί":"κλασικός", "κλασικός":"κλασικός", "κλασικότερα":"κλασικός", "κλασικότερες":"κλασικός", "κλασικού":"κλασικός", "κλασικούς":"κλασικός", "κλασικών":"κλασικός", "κλάσμα":"κλάσμα", "κλάσματα":"κλάσμα", "κλάσματος":"κλάσμα", "κλασσικής":"κλασσικός", "κλασσικού":"κλασσικός", "κλασσικούς":"κλασσικός", "κλαστική":"κλαστική", "κλάταρε":"κλατάρω", "κλαυθμυρισμοί":"κλαυθμυρισμός", "κλαυσίγελο":"κλαυσίγελος", "κλάφκε":"κλάφκε", "κλάψαμε":"κλαίω", "κλάψας":"κλάψα", "κλάψει":"κλαίω", "κλάψες":"κλάψα", "κλάψετε":"κλαίω", "κλαψομάρτης":"κλαψομάρτης", "κλάψουμε":"κλαίω", "κλάψουν":"κλαίω", "κλάψω":"κλαίω", "κλεάνθης":"κλεάνθης", "κλεάνθους":"κλεάνθους", "κλεαρέτη":"κλεαρέτη", "κλέβαμε":"κλέβω", "κλέβει":"κλέβω", "κλέβεις":"κλέβω", "κλέβοντας":"κλέβω", "κλέβουν":"κλέβω", "κλειαμάκη":"κλειαμάκη", "κλειδαριές":"κλειδαριά", "κλειδί":"κλειδί", "κλειδιά":"κλειδί", "κλειδιών":"κλειδί", "κλειδοκράτορες":"κλειδοκράτορας", "κλειδωθεί":"κλειδώνω", "κλειδωμένες":"κλειδωμένος", "κλειδωμένη":"κλειδώνω", "κλειδωμένοι":"κλειδωμένος", "κλειδωμένος":"κλειδώνω", "κλειδωμένους":"κλειδώνω", "κλειδώνει":"κλειδώνω", "κλειδώνοντας":"κλειδώνω", "κλειδώνουν":"κλειδώνω", "κλείδωσαν":"κλειδώνω", "κλείδωσε":"κλειδώνω", "κλειδώσει":"κλειδώνω", "κλειδώσουμε":"κλειδώνω", "κλειδώσουν":"κλειδώνω", "κλείνει":"κλείνω", "κλείνεις":"κλείνω", "κλείνεστε":"κλείνω", "κλείνεται":"κλείνω", "κλείνονται":"κλείνω", "κλείνοντας":"κλείνω", "κλείνουμε":"κλείνω", "κλείνουν":"κλείνω", "κλείνω":"κλείνω", "κλεινών":"κλεινός", "κλείσαμε":"κλείνω", "κλείσε":"κλείνω", "κλείσει":"κλείνω", "κλείσεις":"κλείνω", "κλείσετε":"κλείνω", "κλεισίματα":"κλείσιμο", "κλεισίματος":"κλείσιμο", "κλείσιμο":"κλείσιμο", "κλείσιμό":"κλείσιμο", "κλεισμένα":"κλείνω", "κλεισμένες":"κλεισμένος", "κλεισμένη":"κλεισμένος", "κλεισμένο":"κλείνω", "κλεισμένοι":"κλεισμένος", "κλεισμένος":"κλείνω", "κλείσουμε":"κλείνω", "κλείσουν":"κλείνω", "κλεισούρας":"κλεισούρα", "κλειστά":"κλειστά", "κλειστά":"κλειστός", "κλείστε":"κλείνω", "κλειστεί":"κλείνω", "κλειστείς":"κλείνω", "κλειστές":"κλειστός", "κλειστή":"κλειστός", "κλείστηκαν":"κλείνω", "κλείστηκε":"κλείνω", "κλειστής":"κλειστός", "κλειστό":"κλειστός", "κλειστοί":"κλειστός", "κλειστός":"κλειστός", "κλειστού":"κλειστός", "κλειστούν":"κλείνω", "κλειστούς":"κλειστός", "κλειστοφοβική":"κλειστοφοβικός", "κλειστοφοβικού":"κλειστοφοβικός", "κλειστώ":"κλείνω", "κλειστών":"κλειστός", "κλείσω":"κλείνω", "κλείτο":"κλείτο", "κλειτον":"κλειτον", "κλεϊτον":"κλεϊτον", "κλέιτον":"κλέιτον", "κλειτορία":"κλειτορία", "κλειτοριας":"κλειτοριας", "κλειτορίας":"κλειτορίας", "κλειτοριδεκτομή":"κλειτοριδεκτομή", "κλειω":"κλειώ", "κλειώ":"κλειώ", "κλεμάν":"κλεμάν", "κλεμέντ":"κλεμέντ", "κλέμεντ":"κλέμεντ", "κλεμεντε":"κλεμεντε", "κλεμέντε":"κλεμέντε", "κλεμμένα":"κλεμμένος", "κλεμμένες":"κλέβω", "κλεμμένη":"κλέβω", "κλεμμένης":"κλεμμένος", "κλεμμένο":"κλεμμένος", "κλεμμένων":"κλέβω", "κλέμπερ":"κλέμπερ", "κλεομένη":"κλεομένης", "κλεονίκη":"κλεονίκη", "κλεοπατρα":"κλεοπάτρα", "κλεοπάτρα":"κλεοπάτρα", "κλέπκος":"κλέπκος", "κλεπτών":"κλέπτης", "κλερ":"κλερ", "κλερκ":"κλερκ", "κλέρκ":"κλέρκ", "κλέφτες":"κλέφτης", "κλέφτη":"κλέφτης", "κλέφτης":"κλέφτης", "κλέφτικα":"κλέφτικος", "κλεφτοπόλεμο":"κλεφτοπόλεμος", "κλεφτουριά":"κλεφτουριά", "κλέφτρα":"κλέφτρα", "κλεφτών":"κλέφτης", "κλέψαμε":"κλέβω", "κλέψανε":"κλέβω", "κλέψαντος":"κλέψας", "κλέψας":"κλέψας", "κλέψε":"κλέβω", "κλέψει":"κλέβω", "κλέψεις":"κλέβω", "κλεψιές":"κλεψιά", "κλεψίματα":"κλέψιμο", "κλέψιμο":"κλέψιμο", "κλέψουμε":"κλέβω", "κλέψουν":"κλέβω", "κλεψύδρα":"κλεψύδρα", "κλήδονα":"κλήδονας", "κληθεί":"καλώ", "κληθείς":"κληθείς", "κλήθηκαν":"καλώ", "κλήθηκε":"καλώ", "κληθούμε":"καλώ", "κληθούν":"καλώ", "κληθώ":"καλώ", "κλήμα":"κλήμα", "κλημαντάκη":"κλημαντάκη", "κλήματα":"κλήμα", "κληματαρια":"κληματαριά", "κληματαριές":"κληματαριά", "κληρίδη":"κληρίδη", "κληρίδης":"κληρίδης", "κληρικοί":"κληρικός", "κληρικός":"κληρικός", "κληρικούς":"κληρικός", "κληρικών":"κληρικός", "κλήρο":"κλήρος", "'κληροδοτηθεί'":"'κληροδοτηθεί'", "κληροδοτήθηκαν":"κληροδοτώ", "κληροδοτήθηκε":"κληροδοτώ", "κληροδότημα":"κληροδότημα", "κληροδοτήματα":"κληροδότημα", "κληροδότησαν":"κληροδοτώ", "κληροδότησε":"κληροδοτώ", "κληροδοτήσει":"κληροδοτώ", "κληρονομεί":"κληρονομώ", "κληρονομήσαμε":"κληρονομώ", "κληρονόμησαν":"κληρονομώ", "κληρονόμησε":"κληρονομώ", "κληρονομήσει":"κληρονομώ", "κληρονομιά":"κληρονομιά", "κληρονομιάς":"κληρονομιά", "κληρονομιές":"κληρονομιά", "κληρονομικά":"κληρονομικά", "κληρονομικά":"κληρονομικός", "κληρονομικές":"κληρονομικός", "κληρονομικό":"κληρονομικός", "κληρονομικότητα":"κληρονομικότητα", "κληρονομικότητας":"κληρονομικότητα", "κληρονομικού":"κληρονομικός", "κληρονομικών":"κληρονομικός", "κληρονομιών":"κληρονομιά", "κληρονόμο":"κληρονόμος", "κληρονόμοι":"κληρονόμος", "κληρονόμος":"κληρονόμος", "κληρονόμου":"κληρονόμος", "κληρονομούν":"κληρονομώ", "κληρονόμους":"κληρονόμος", "κληρονόμων":"κληρονόμος", "κλήρος":"κλήρος", "κλήρου":"κλήρος", "κληρούχους":"κληρούχος", "κληρούχων":"κληρούχος", "κληρωθεί":"κληρώνω", "κληρώθηκαν":"κληρώνω", "κληρώθηκε":"κληρώνω", "κληρωθούν":"κληρώνω", "κλήρων":"κλήρος", "κληρώνει":"κληρώνω", "κληρώσεις":"κλήρωση", "κληρωση":"κλήρωση", "κλήρωση":"κλήρωση", "κλήρωσης":"κλήρωση", "κληρωτίδα":"κληρωτίδα", "κλήσεις":"κλήση", "κλήσεων":"κλήση", "κλήση":"κλήση", "κλήσης":"κλήση", "κλητευθεί":"κλητεύω", "κλητήρα":"κλητήρας", "κλητήρας":"κλητήρας", "κλητήρες":"κλητήρας", "κλητήρια":"κλητήριος", "κλητήριο":"κλητήριος", "κλίβανος":"κλίβανος", "κλιβάνου":"κλίβανος", "κλιβάνους":"κλίβανος", "κλίβελαντ":"κλίβελαντ", "κλικ":"κλικ", "κλίκα":"κλίκα", "κλίκας":"κλίκα", "κλιμα":"κλίμα", "κλίμα":"κλίμα", "κλίμα'":"κλίμα'", "κλίμακα":"κλίμακα", "κλίμακας":"κλίμακα", "κλίμακες":"κλίμακα", "κλιμάκια":"κλιμάκιο", "κλιμάκιο":"κλιμάκιο", "κλιμακίου":"κλιμάκιο", "κλιμακίων":"κλιμάκιο", "κλίμακος":"κλίμακος", "κλιμακοστάσιο":"κλιμακοστάσιο", "κλιμακοστασίου":"κλιμακοστάσιο", "κλιμακούμενες":"κλιμακούμενος", "κλιμακούμενη":"κλιμακούμενος", "κλιμακούμενης":"κλιμακούμενος", "κλιμακούμενο":"κλιμακούμενος", "κλιμακτήριο":"κλιμακτήριος", "κλιμακωθούν":"κλιμακώνω", "κλιμακώνει":"κλιμακώνω", "κλιμακώνεται":"κλιμακώνω", "κλιμακώνονται":"κλιμακώνω", "κλιμάκωση":"κλιμάκωση", "κλιμάκωσης":"κλιμάκωση", "κλιμακώσουν":"κλιμακώνω", "κλιμακωτά":"κλιμακωτός", "κλιμάμιο":"κλιμάμιο", "κλίματα":"κλίμα", "κλιματίζεται":"κλιματίζομαι", "κλιματιζόμενες":"κλιματιζόμενος", "κλιματίζονται":"κλιματίζομαι", "κλιματικές":"κλιματικός", "κλιματική":"κλιματικός", "κλιματικών":"κλιματικός", "κλιματισμό":"κλιματισμός", "κλιματισμός":"κλιματισμός", "κλιματισμού":"κλιματισμός", "κλιματιστικά":"κλιματιστικός", "κλιματιστικές":"κλιματιστικός", "κλιματιστικό":"κλιματιστικός", "κλιματιστικού":"κλιματιστικός", "κλιματιστικών":"κλιματιστικός", "κλιματολογικές":"κλιματολογικός", "κλιματολογικών":"κλιματολογικός", "κλιματολόγοι":"κλιματολόγος", "κλίματος":"κλίμα", "κλίματός":"κλίμα", "κλίμεντος":"κλίμεντος", "κλίμοβιτς":"κλίμοβιτς", "κλιμτ":"κλιμτ", "κλιν":"κλιν", "κλίναι":"κλεινός", "κλίνει":"κλίνω", "κλίνες":"κλίνη", "κλινήρης":"κλινήρης", "κλινικά":"κλινικά", "κλινικές":"κλινική", "κλινική":"κλινική", "κλινική":"κλινικός", "κλινικής":"κλινικός", "κλινικό":"κλινικός", "κλινικών":"κλινικός", "κλινοσκεπάσματα":"κλινοσκέπασμα", "κλίνουν":"κλίνω", "κλιντ":"κλιντ", "κλίντον":"κλίντον", "κλίντον-σεντίγιο":"κλίντον-σεντίγιο", "κλινών":"κλίνη", "κλιπ":"κλιπ", "κλίπερς":"κλίπερς", "κλίπερς-σιάτλ":"κλίπερς-σιάτλ", "κλισέ":"κλισέ", "κλίσεις":"κλίση", "κλίσεων":"κλίση", "κλίση":"κλίση", "κλίσης":"κλίση", "κλιτύ":"κλιτύ", "κλιφ":"κλιφ", "κλιφτ":"κλιφτ", "κλίφτονβιλ":"κλίφτονβιλ", "κλοβίς":"κλοβίς", "κλόζε":"κλόζε", "κλοιό":"κλοιός", "κλοιός":"κλοιός", "κλοιού":"κλοιός", "κλομπ":"κλομπ", "κλονίζει":"κλονίζω", "κλονίζεται":"κλονίζω", "κλονίζονται":"κλονίζω", "κλονίζοντας":"κλονίζω", "κλόνισε":"κλονίζω", "κλονίσει":"κλονίζω", "κλονισθεί":"κλονίζω", "κλονισμένη":"κλονισμένος", "κλονισμένο":"κλονίζω", "κλονισμένων":"κλονισμένος", "κλονισμό":"κλονισμός", "κλονισμοί":"κλονισμός", "κλονισμός":"κλονισμός", "κλονιστεί":"κλονίζω", "κλονίστηκαν":"κλονίζω", "κλονίστηκε":"κλονίζω", "κλοντ":"κλοντ", "κλόντι":"κλόντι", "κλόουζ":"κλόουζ", "κλόουν":"κλόουν", "κλοπές":"κλοπή", "κλοπή":"κλοπή", "κλοπής":"κλοπή", "κλοπιμαία":"κλοπιμαίος", "κλοπών":"κλοπή", "κλοσάρ":"κλοσάρ", "κλοτσάει":"κλοτσώ", "κλοτσάμε":"κλοτσώ", "κλοτσήσει":"κλοτσώ", "κλοτσιά":"κλοτσιά", "κλοτσιές":"κλοτσιά", "κλου":"κλου", "κλούβα":"κλούβα", "κλούβας":"κλούβα", "κλούβες":"κλούβα", "κλουβί":"κλουβί", "κλουβιά":"κλουβί", "κλουβιού":"κλουβί", "κλουζό":"κλουζό", "κλουνεϊ":"κλουνεϊ", "κλούνεϊ":"κλούνεϊ", "κλπ":"κλπ", "κλπ.":"κλπ.", "κλυδωνίζεται":"κλυδωνίζω", "κλυδωνιζόταν":"κλυδωνίζω", "κλυδωνισμούς":"κλυδωνισμός", "κλωβό":"κλωβός", "κλωβοί":"κλωβός", "κλωβός":"κλωβός", "κλωβού":"κλωβός", "κλωβούς":"κλωβός", "κλώθει":"κλώθω", "κλώθουν":"κλώθω", "κλωνάρι":"κλωνάρι", "κλωνατεξ":"κλωνατεξ", "κλώνο":"κλώνος", "κλώνοι":"κλώνος", "κλωνοποιήθηκε":"κλωνοποιώ", "κλωνοποιηθούν":"κλωνοποιώ", "κλωνοποιημένα":"κλωνοποιημένος", "κλωνοποιημένες":"κλωνοποιημένος", "κλωνοποιημένο":"κλωνοποιημένος", "κλωνοποιημένος":"κλωνοποιημένος", "κλωνοποιημένου":"κλωνοποιημένος", "κλωνοποιήσει":"κλωνοποιώ", "κλωνοποίηση":"κλωνοποίηση", "κλωνοποιησης":"κλωνοποίηση", "κλωνοποίησης":"κλωνοποίηση", "κλώνος":"κλώνος", "κλώνους":"κλώνος", "κλώνων":"κλώνος", "κλως":"κλως", "κλωστ":"κλωστ", "κλωστές":"κλωστή", "κλωστή":"κλωστή", "κλωστηρια":"κλωστήριο", "κλωστηριων":"κλωστήριο", "κλωστής":"κλωστή", "κλωστουφαντηρια":"κλωστουφαντηρια", "κλωστοϋφαντουργία":"κλωστοϋφαντουργία", "κλωστοϋφαντουργίας":"κλωστοϋφαντουργία", "κλωστοϋφαντουργιες":"κλωστοϋφαντουργία", "κλωστοϋφαντουργων":"κλωστοϋφαντουργός", "κλωστοϋφαντουργών":"κλωστοϋφαντουργός", "κλωτσάει":"κλωτσώ", "κλώτσησε":"κλωτσώ", "κλωτσήσει":"κλωτσώ", "κλωτσιά":"κλωτσιά", "κλωτσιές":"κλωτσιά", "κλωτσούν":"κλωτσώ", "κνακ":"κνακ", "κνεσέτ":"κνεσέτ", "κνησμό":"κνησμός", "κνίδωση":"κνίδωση", "κνωσό":"κνωσός", "κο":"κο", "κό":"κό", "κοάλα":"κοάλα", "κοβαλένκο":"κοβαλένκο", "κοβάλσκι":"κοβάλσκι", "κοβάλτιο":"κοβάλτιο", "κοβατς":"κοβατς", "κόβατς":"κόβατς", "κοβατσης":"κοβατσης", "κόβει":"κόβω", "κόβεις":"κόβω", "κοβεντρι":"κοβεντρι", "κόβεντρι":"κόβεντρι", "κόβεντρι1χ":"κόβεντρι1χ", "κόβεντρι24661223-32":"κόβεντρι24661223-32", "κόβεται":"κόβω", "κόβετε":"κόβω", "κοβητίδης":"κοβητίδης", "κοβί":"κοβί", "κόβονται":"κόβω", "κόβοντας":"κόβω", "κόβουμε":"κόβω", "κόβουν":"κόβω", "κόβω":"κόβω", "κόγιογλου":"κόγιογλου", "κογκ":"κογκ", "κογκαλνιτσεάνου":"κογκαλνιτσεάνου", "κογκό":"κογκό", "κογκολέζο":"κογκολέζος", "κογκολέζοι":"κογκολέζος", "κογκρέσο":"κογκρέσο", "κογκρέσου":"κογκρέσο", "κοέν":"κοέν", "κόζα":"κόζα", "κοζάκοι":"κοζάκοι", "κοζάκων":"κοζάκων", "κοζανη":"κοζάνη", "κοζάνη":"κοζάνη", "κοζανης":"κοζάνη", "κοζάνης":"κοζάνη", "κοζάνης-ιωαννίνων":"κοζάνης-ιωαννίνων", "κοζάνης-λάρισας":"κοζάνης-λάρισας", "κοζανίδης":"κοζανίδης", "κοζανίτες":"κοζανίτης", "κόζιακας":"κόζιακας", "κόζιτσε":"κόζιτσε", "κοζλονοντούι":"κοζλονοντούι", "κοζλοντούι":"κοζλοντούι", "κοζμα":"κοζμα", "κοζμά":"κοζμά", "κοθάλη":"κοθάλη", "κοθάλης":"κοθάλης", "κοϊζούμι":"κοϊζούμι", "κοίλα":"κοίλος", "κοιλάδα":"κοιλάδα", "κοιλάδας":"κοιλάδα", "κοιλάδες":"κοιλάδα", "κοιλαδογέφυρες":"κοιλαδογέφυρες", "κοιλάδων":"κοιλάδα", "κοίλες":"κοίλος", "κοίλη":"κοίλος", "κοιλιά":"κοιλιά", "κοιλία":"κοιλία", "κοιλιακή":"κοιλιακός", "κοιλιακούς":"κοιλιακός", "κοιλιακών":"κοιλιακός", "κοιλιάρα":"κοιλιάρα", "κοιλιάρας":"κοιλιάρας", "κοιλιας":"κοιλιά", "κοιλιάς":"κοιλιά", "κοιλίας":"κοιλία", "κοιλίες":"κοιλία", "κοιλότητα":"κοιλότητα", "κοιλότητες":"κοιλότητα", "κοιμάμαι":"κοιμάμαι", "κοιμάσαι":"κοιμάμαι", "κοιμάται":"κοιμάμαι", "κοιμηθεί":"κοιμάμαι", "κοιμηθείς":"κοιμάμαι", "κοιμηθείτε":"κοιμάμαι", "κοιμήθηκα":"κοιμάμαι", "κοιμήθηκαν":"κοιμάμαι", "κοιμήθηκε":"κοιμάμαι", "κοιμηθούν":"κοιμάμαι", "κοιμηθώ":"κοιμάμαι", "κοιμήσεως":"κοίμηση", "κοιμητήρι":"κοιμητήρι", "κοιμητήρια":"κοιμητήριο", "κοιμητήριο":"κοιμητήριο", "κοιμίζει":"κοιμίζω", "κοιμισμένες":"κοιμάμαι", "κοιμισμένοι":"κοιμάμαι", "κοιμισμένων":"κοιμισμένος", "κοιμόμαστε":"κοιμάμαι", "κοιμόμουν":"κοιμάμαι", "κοιμόμουνα":"κοιμάμαι", "κοιμόντουσαν":"κοιμάμαι", "κοιμόσουν":"κοιμάμαι", "κοιμόταν":"κοιμάμαι", "κοιμούνται":"κοιμάμαι", "κοιν":"κοιν", "κοινά":"κοινός", "κοινές":"κοινός", "κοινη":"κοινός", "κοινή":"κοινός", "κοινής":"κοινός", "κοινό":"κοινό", "κοινό":"κοινός", "κοινόβιο":"κοινόβιο", "κοινοβουλευτικά":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικές":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικη":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτική":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικής":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικό":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικοί":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικός":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικού":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικούς":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτικών":"κοινοβουλευτικός", "κοινοβουλευτισμό":"κοινοβουλευτισμός", "κοινοβουλευτισμός":"κοινοβουλευτισμός", "κοινοβουλευτισμού":"κοινοβουλευτισμός", "κοινοβούλια":"κοινοβούλιο", "κοινοβουλιο":"κοινοβούλιο", "κοινοβούλιο":"κοινοβούλιο", "κοινοβούλιό":"κοινοβούλιο", "κοινοβουλίου":"κοινοβούλιο", "κοινοβουλίων":"κοινοβούλιο", "κοινοί":"κοινός", "κοινοκτημοσύνη":"κοινοκτημοσύνη", "κοινοκτημοσύνης":"κοινοκτημοσύνη", "κοινόν":"κοινός", "κοινοποιεί":"κοινοποιώ", "κοινοποιείται":"κοινοποιώ", "κοινοποιηθεί":"κοινοποιώ", "κοινοποιήθηκε":"κοινοποιώ", "κοινοποιηθούν":"κοινοποιώ", "κοινοποίησαν":"κοινοποιώ", "κοινοποιήσατε":"κοινοποιώ", "κοινοποίησε":"κοινοποιώ", "κοινοποιήσει":"κοινοποιώ", "κοινοποίηση":"κοινοποίηση", "κοινοποίησή":"κοινοποίηση", "κοινοποίησης":"κοινοποίηση", "κοινοπολιτεία":"κοινοπολιτεία", "κοινοπολιτειας":"κοινοπολιτεία", "κοινοπολιτείας":"κοινοπολιτεία", "κοινοπρακτικά":"κοινοπρακτικός", "κοινοπρακτικό":"κοινοπρακτικός", "κοινοπρακτικού":"κοινοπρακτικός", "κοινοπραξία":"κοινοπραξία", "κοινοπραξίας":"κοινοπραξία", "κοινοπραξίες":"κοινοπραξία", "κοινοπραξιών":"κοινοπραξία", "κοινός":"κοινός", "κοινοτάρχες":"κοινοτάρχης", "κοινοτάρχη":"κοινοτάρχης", "κοινοτάρχης":"κοινοτάρχης", "κοινοταρχών":"κοινοτάρχης", "κοινότατη":"κοινός", "κοινότητα":"κοινότητα", "κοινότητά":"κοινότητα", "κοινότητας":"κοινότητα", "κοινότητάς":"κοινότητα", "κοινότητες":"κοινότητα", "κοινότητές":"κοινότητα", "κοινότητός":"κοινότητα", "κοινοτήτων":"κοινότητα", "κοινοτικα":"κοινοτικός", "κοινοτικά":"κοινοτικός", "κοινοτικές":"κοινοτικός", "κοινοτικη":"κοινοτικός", "κοινοτική":"κοινοτικός", "κοινοτικής":"κοινοτικός", "κοινοτικό":"κοινοτικός", "κοινοτικοί":"κοινοτικός", "κοινοτικός":"κοινοτικός", "κοινοτικού":"κοινοτικός", "κοινοτικούς":"κοινοτικός", "κοινοτικών":"κοινοτικός", "κοινότοπα":"κοινότοπος", "κοινότοπες":"κοινότοπος", "κοινότοπη":"κοινότοπος", "κοινοτοπία":"κοινοτοπία", "κοινοτοπίες":"κοινοτοπία", "κοινοτοπιών":"κοινοτοπία", "κοινότοπο":"κοινότοπος", "κοινότυπα":"κοινότυπος", "κοινότυπος":"κοινότυπος", "κοινού":"κοινό", "κοινού":"κοινός", "κοινούς":"κοινός", "κοινόχρηστα":"κοινόχρηστος", "κοινόχρηστης":"κοινόχρηστος", "κοινόχρηστο":"κοινόχρηστος", "κοινόχρηστοι":"κοινόχρηστος", "κοινόχρηστους":"κοινόχρηστος", "κοινόχρηστων":"κοινόχρηστος", "κοινών":"κοινός", "κοινωνείται":"κοινωνείται", "κοινωνία":"κοινωνία", "κοινωνίαν":"κοινωνία", "κοινωνίας":"κοινωνία", "κοινωνίες":"κοινωνία", "κοινωνικά":"κοινωνικά", "κοινωνικά":"κοινωνικός", "κοινωνικές":"κοινωνικός", "κοινωνική":"κοινωνικός", "κοινωνικης":"κοινωνικός", "κοινωνικής":"κοινωνικός", "κοινωνικό":"κοινωνικός", "κοινωνικοασφαλιστικό":"κοινωνικοασφαλιστικός", "κοινωνικοί":"κοινωνικός", "κοινωνικοοικονομικά":"κοινωνικοοικονομικός", "κοινωνικοοικονομικές":"κοινωνικοοικονομικός", "κοινωνικοοικονομική":"κοινωνικοοικονομικός", "κοινωνικοοικονομικής":"κοινωνικοοικονομικός", "κοινωνικο-οικονομικού":"κοινωνικο-οικονομικού", "κοινωνικοοικονομικών":"κοινωνικοοικονομικός", "κοινωνικοποίησης":"κοινωνικοποίηση", "κοινωνικοπολιτικές":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικοπολιτική":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικοπολιτικής":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικοπολιτικό":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικοπολιτικοί":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικοπολιτικών":"κοινωνικοπολιτικός", "κοινωνικός":"κοινωνικός", "κοινωνικότητα":"κοινωνικότητα", "κοινωνικότητά":"κοινωνικότητα", "κοινωνικότητας":"κοινωνικότητα", "κοινωνικού":"κοινωνικός", "κοινωνικούς":"κοινωνικός", "κοινωνικών":"κοινωνικός", "κοινωνικώς":"κοινωνικά", "κοινωνιογλωσσολόγων":"κοινωνιογλωσσολόγων", "κοινωνιολογία":"κοινωνιολογία", "κοινωνιολογιας":"κοινωνιολογία", "κοινωνιολογίας":"κοινωνιολογία", "κοινωνιολογικές":"κοινωνιολογικός", "κοινωνιολογική":"κοινωνιολογικός", "κοινωνιολογικής":"κοινωνιολογικός", "κοινωνιολογικούς":"κοινωνιολογικός", "κοινωνιολόγοι":"κοινωνιολόγος", "κοινωνιολόγος":"κοινωνιολόγος", "κοινωνιολόγος-καθηγητής":"κοινωνιολόγος-καθηγητής", "κοινωνιολόγους":"κοινωνιολόγος", "κοινωνιολόγων":"κοινωνιολόγος", "κοινωνιστή":"κοινωνιστή", "κοινωνιών":"κοινωνία", "κοινωνοί":"κοινωνός", "κοινωνούν":"κοινωνώ", "κοινωνούς":"κοινωνός", "κοινώς":"κοινώς", "κοινωφελείς":"κοινωφελής", "κοινωφελές":"κοινωφελής", "κοινωφελή":"κοινωφελής", "κοινωφελής":"κοινωφελής", "κοινωφελούς":"κοινωφελής", "κοινωφελών":"κοινωφελής", "κοιτα":"κοιτάζω", "κοιτά":"κοιτάζω", "κοίτα":"κοιτάζω", "κοίταγε":"κοιτώ", "κοίταγμα":"κοίταγμα", "κοιτάει":"κοιτώ", "κοιτάζαμε":"κοιτάζω", "κοίταζαν":"κοιτάζω", "κοίταζε":"κοιτάζω", "κοιτάζει":"κοιτάζω", "κοιτάζεις":"κοιτάζω", "κοίταζιν":"κοίταζιν", "κοιταζόμαστε":"κοιτάζω", "κοιτάζοντας":"κοιτάζω", "κοιτάζουμε":"κοιτάζω", "κοιτάζουν":"κοιτάζω", "κοιτάζω":"κοιτάζω", "κοιτάμε":"κοιτάζω", "κοιτάνε":"κοιτώ", "κοίταξα":"κοιτάζω", "κοιτάξαμε":"κοιτάζω", "κοίταξε":"κοιτάζω", "κοίταξέ":"κοιτάζω", "κοιτάξει":"κοιτάζω", "κοιτάξεις":"κοιτάζω", "κοίταξες":"κοιτάζω", "κοιτάξετε":"κοιτάζω", "κοιτάξουμε":"κοιτάζω", "κοιτάξουν":"κοιτάζω", "κοιτάξτε":"κοιτάζω", "κοιτάξω":"κοιτάζω", "κοιτάς":"κοιτώ", "κοιτάσματα":"κοίτασμα", "κοιτασματολογίας":"κοιτασματολογίας", "κοιτασμάτων":"κοίτασμα", "κοιτάτε":"κοιτάζω", "κοιτάω":"κοιτώ", "κοίτες":"κοίτη", "κοίτη":"κοίτη", "κοίτης":"κοίτη", "κοιτίδα":"κοιτίδα", "κοιτιούνται":"κοιτάζω", "κοιτούμε":"κοιτάζω", "κοιτούν":"κοιτάζω", "κοιτούσα":"κοιτώ", "κοιτούσαν":"κοιτάζω", "κοιτούσανε":"κοιτάζω", "κοιτούσε":"κοιτώ", "κοιτώ":"κοιτάζω", "κοιτώντας":"κοιτάζω", "κοκ":"κοκ", "κόκα":"κόκα", "κοκαΐνη":"κοκαΐνη", "κοκαϊνης":"κοκαΐνη", "κοκαΐνης":"κοκαΐνη", "κόκαλα":"κόκαλο", "κόκαλά":"κόκαλο", "κοκαλάκι":"κοκαλάκι", "κόκαλο":"κόκαλο", "κόκας":"κόκα", "κοκίτη":"κοκίτης", "κόκκα":"κόκκα", "κόκκαλη":"κόκκαλης", "κόκκαλης":"κόκκαλης", "κόκκας":"κόκκας", "κοκκελίδη":"κοκκελίδη", "κοκκινα":"κόκκινος", "κόκκινα":"κόκκινος", "κόκκινες":"κόκκινος", "κοκκινη":"κόκκινος", "κόκκινη":"κόκκινος", "κόκκινης":"κόκκινος", "κοκκινίζετε":"κοκκινίζω", "κοκκινίζουν":"κοκκινίζω", "κοκκινιστό":"κοκκινιστός", "κοκκινο":"κόκκινος", "κόκκινο":"κόκκινος", "κόκκινοι":"κόκκινος", "κοκκινολαίμηδες":"κοκκινολαίμης", "κοκκινόμαυροι":"κοκκινόμαυρος", "κοκκινόμαυρος":"κοκκινόμαυρος", "κοκκινόμαυρους":"κοκκινόμαυρος", "κοκκινόμαυρων":"κοκκινόμαυρος", "κοκκινοπράσινης":"κοκκινοπράσινος", "κόκκινος":"κόκκινος", "κόκκινου":"κόκκινος", "κοκκίνου":"κοκκίνου", "κοκκινούλη":"κοκκινούλης", "κοκκινουλης":"κοκκινούλης", "κοκκινούλης":"κοκκινούλης", "κόκκινους":"κόκκινος", "κοκκινόχωμα":"κοκκινόχωμα", "κόκκινων":"κόκκινος", "κοκκινωπή":"κοκκινωπός", "κοκκινωπό":"κοκκινωπός", "κοκκόλα":"κοκκόλα", "κόκκους":"κόκκος", "κοκκύτη":"κοκκύτης", "κοκκώλης":"κοκκώλης", "κόκκων":"κόκκος", "κόκλα":"κόκλα", "κόκλας":"κόκλας", "κοκλώνη":"κοκλώνη", "κόκοβας":"κόκοβας", "κοκολακης":"κοκολακης", "κοκολάκης":"κοκολάκης", "κοκόλης":"κοκόλης", "κοκολοδημητράκης":"κοκολοδημητράκης", "κόκορα":"κόκορας", "κόκορας":"κόκορας", "κοκορέτσι":"κοκορέτσι", "κοκορεύεται":"κοκορεύομαι", "κοκορεύονται":"κοκορεύομαι", "κοκόρια":"κοκόρι", "κοκορομαχία":"κοκορομαχία", "κοκότης":"κοκότης", "κοκού":"κοκού", "κοκτέιλ":"κοκτέιλ", "κολ":"κολ", "κόλα":"κόλα", "κολάζ":"κολάζ", "κολακεία":"κολακεία", "κολακείας":"κολακεία", "κολακεύει":"κολακεύω", "κολακεύουν":"κολακεύω", "κολακευτεί":"κολακεύω", "κολακευτικά":"κολακευτικά", "κολακευτικά":"κολακευτικός", "κολακευτικές":"κολακευτικός", "κολακευτική":"κολακευτικός", "κολακευτικό":"κολακευτικός", "κολάν":"κολάν", "κολάσεως":"κόλαση", "κολαση":"κόλαση", "κόλαση":"κόλαση", "κόλασης":"κόλαση", "κολάσιμες":"κολάσιμος", "κολάσιμη":"κολάσιμος", "κολάσιμο":"κολάσιμος", "κολασμένη":"κολασμένος", "κολασμό":"κολασμός", "κολασμού":"κολασμός", "κολαστήρια":"κολαστήριο", "κολαστήριο":"κολαστήριο", "κολατσιά":"κολατσιά", "κόλαφο":"κόλαφος", "κόλαφος":"κόλαφος", "κολέγια":"κολέγιο", "κολέγιο":"κολέγιο", "κολεγιοκόριτσα":"κολεγιοκόριτσα", "κολεγίου":"κολέγιο", "κολεγίων":"κολέγιο", "κολεκ":"κολεκ", "κόλεκ":"κόλεκ", "κολεκτίβα":"κολεκτίβα", "κολεκτιβοποίηση":"κολεκτιβοποίηση", "κόλεμαν":"κόλεμαν", "κολεξιόν":"κολεξιόν", "κόλερ":"κόλερ", "κόλεφ":"κόλεφ", "κόλια":"κόλια", "κολιαδήμου":"κολιαδήμου", "κολίγων":"κολίγος", "κολιέ":"κολιός", "κόλιν":"κόλιν", "κολίνα":"κολίνα", "κολινς":"κολινς", "κόλινς":"κόλινς", "κολιό":"κολιός", "κολιοπάνο":"κολιοπάνο", "κολιοπάνος":"κολιοπάνος", "κολιοπάνου":"κολιοπάνου", "κολίτσι":"κολίτσι", "κολκέτι":"κολκέτι", "κόλλα":"κόλλα", "κολλα":"κολλώ", "κολλά":"κολλώ", "κολλάει":"κολλώ", "κολλάζ":"κολλάζ", "κολλάνε":"κολλώ", "κολλάρα":"κολλάρα", "κόλλας":"κόλλα", "κολλάς":"κολλώ", "κολλάω":"κολλώ", "κολλέγιο":"κολλέγιο", "κολλεγίου":"κολλεγίου", "κόλλες":"κόλλα", "κολλήματα":"κόλλημα", "κολλημένα":"κολλώ", "κολλημένες":"κολλώ", "κολλημένη":"κολλώ", "κολλημένο":"κολλώ", "κολλημένοι":"κολλώ", "κολλημένος":"κολλώ", "κολλήσαμε":"κολλώ", "κολλησαν":"κολλώ", "κόλλησαν":"κολλώ", "κόλλησε":"κολλώ", "κολλήσει":"κολλώ", "κολλήσουμε":"κολλώ", "κολλήσουν":"κολλώ", "κολλήσω":"κολλώ", "κολλητά":"κολλητά", "κολλητές":"κολλητός", "κολλητή":"κολλητός", "κολλητικές":"κολλητικός", "κολλητό":"κολλητός", "κολλητοί":"κολλητός", "κολλητός":"κολλητός", "κολλητού":"κολλητός", "κολλητούς":"κολλητός", "κολλητών":"κολλητός", "κολλιό":"κολλιό", "κολλοσαίο":"κολλοσαίο", "κολλούσαν":"κολλώ", "κολλούσε":"κολλώ", "κολλύρια":"κολλύριο", "κολλώντας":"κολλώ", "κολντεμπέλα":"κολντεμπέλα", "κολοβή":"κολοβός", "κολοβό":"κολοβός", "κολοβός":"κολοβός", "κολοκοτρώνη":"κολοκοτρώνης", "κολοκοτρώνης":"κολοκοτρώνης", "κολοκύθα":"κολοκύθας", "κολοκυθάκια":"κολοκυθάκι", "κολοκύθες":"κολοκύθας", "κολοκύθι":"κολοκύθι", "κολοκύθια":"κολοκύθι", "κολοκυθιά":"κολοκυθιά", "κολοκύνθη":"κολοκύνθη", "κολοκυνθού":"κολοκυνθού", "κολομβία":"κολομβία", "κολομβιανές":"κολομβιανή", "κολομβιανός":"κολομβιανός", "κολομβιανού":"κολομβιανός", "κολομβίας":"κολομβία", "κολόμβος":"κολόμβος", "κολόμπους":"κολόμπους", "κολόνα":"κολόνα", "κολόνες":"κολόνα", "κολονία":"κολονία", "κολόνια":"κολόνια", "κολονοσκόπηση":"κολονοσκόπηση", "κολονοσκόπιου":"κολονοσκόπιου", "κολοσσαί":"κολοσσαί", "κολοσσαιον":"κολοσσαιον", "κολοσσαίον":"κολοσσαίον", "κολοσσιαία":"κολοσσιαίος", "κολοσσιαίες":"κολοσσιαίος", "κολοσσιαίο":"κολοσσιαίος", "κολοσσιαίος":"κολοσσιαίος", "κολοσσιαίου":"κολοσσιαίος", "κολοσσό":"κολοσσός", "κολοσσοί":"κολοσσός", "κολοσσος":"κολοσσός", "κολοσσός":"κολοσσός", "κολοσσού":"κολοσσός", "κολοσσούς":"κολοσσός", "κολοσσών":"κολοσσός", "κολοτούρος":"κολοτούρος", "κολοτούρου":"κολοτούρου", "κολούμπια":"κολούμπια", "κόλπα":"κόλπο", "κολπική":"κολπικός", "κολπίσκο":"κολπίσκος", "κολπο":"κόλπος", "κόλπο":"κόλπος", "κόλποι":"κόλπος", "κολποκοιλιακός":"κολποκοιλιακός", "κόλπου":"κόλπος", "κόλπους":"κόλπος", "κόλπων":"κόλπος", "κολς":"κολς", "κολτζο":"κολτζο", "κόλτζο":"κόλτζο", "κολτζος":"κολτζος", "κόλτζος":"κόλτζος", "κόλτζου":"κόλτζου", "κολτρέιν":"κολτρέιν", "κόλτσεανγκ":"κόλτσεανγκ", "κολτσεστερ":"κολτσεστερ", "κόλτσεστερ":"κόλτσεστερ", "κόλτση":"κόλτση", "κολτση":"κολτσής", "κολτσίδα":"κολτσίδα", "κολτσίδας":"κολτσίδας", "κολυμβηση":"κολύμβηση", "κολύμβηση":"κολύμβηση", "κολύμβησης":"κολύμβηση", "κολυμβητές":"κολυμβητής", "κολυμβητήριο":"κολυμβητήριο", "κολυμβητηρίου":"κολυμβητήριο", "κολυμβητής":"κολυμβητής", "κολυμβητικές":"κολυμβητικός", "κολυμβητικη":"κολυμβητικός", "κολυμβητικό":"κολυμβητικός", "κολυμβητικός":"κολυμβητικός", "κολυμβητού":"κολυμβητής", "κολυμβήτρια":"κολυμβήτρια", "κολυμβήτριας":"κολυμβήτρια", "κολυμβητών":"κολυμβητής", "κολυμπά":"κολυμπώ", "κολυμπάει":"κολυμπώ", "κολυμπάμε":"κολυμπώ", "κολυμπάνε":"κολυμπώ", "κολυμπάς":"κολυμπώ", "κολυμπήθρα":"κολυμπήθρα", "κολύμπησε":"κολυμπώ", "κολυμπήσει":"κολυμπώ", "κολυμπήσουν":"κολυμπώ", "κολυμπήσω":"κολυμπώ", "κολύμπι":"κολύμπι", "κολυμπούν":"κολυμπώ", "κολυμπώντας":"κολυμπώ", "κολχικό":"κολχικό", "κολχικού":"κολχικού", "κολχόζ":"κολχόζ", "κολώκα":"κολώκα", "κολωνάκι":"κολωνάκι", "κολωνακίου":"κολωνάκι", "κολωνία":"κολωνία", "κολώνια":"κολώνια", "κολωνίας":"κολωνία", "κολωνό":"κολωνός", "κομα":"κομα", "κομά":"κομά", "κόμα":"κόμα", "κομάντο":"κομάντο", "κομάντος":"κομάντος", "κομάντσι":"κομάντσι", "κοματάνος":"κοματάνος", "κομβικά":"κομβικός", "κομβική":"κομβικός", "κομβικής":"κομβικός", "κομβικό":"κομβικός", "κομβικός":"κομβικός", "κόμβο":"κόμβος", "κομβόι":"κομβόι", "κόμβοι":"κόμβος", "κομβολίδης":"κομβολίδης", "κόμβος":"κόμβος", "κόμβου":"κόμβος", "κόμβους":"κόμβος", "κόμβων":"κόμβος", "κομεντί":"κομεντί", "κομερσάντ":"κομερσάντ", "κομέσοβ":"κομέσοβ", "κόμη":"κόμης", "κόμης":"κόμης", "κομητείας":"κομητεία", "κομήτες":"κομήτης", "κομήτη":"κομήτης", "κομήτης":"κομήτης", "κομητοπούλου":"κομητοπούλου", "κομητών":"κομήτης", "κόμι":"κόμι", "κομίζει":"κομίζω", "κομίζοντας":"κομίζω", "κομίζουν":"κομίζω", "κόμικ":"κόμικ", "κόμικς":"κόμικς", "κομισάριος":"κομισάριος", "κομισιόν":"κομισιόν", "κομιστής":"κομιστής", "κόμιστρα":"κόμιστρο", "κομμα":"κόμμα", "κόμμα":"κόμμα", "κόμματα":"κόμμα", "κόμματά":"κόμμα", "κομματάκι":"κομματάκι", "κομματάκια":"κομματάκι", "κομματάρχες":"κομματάρχης", "κομματάρχη":"κομματάρχης", "κομματάρχης":"κομματάρχης", "κομμάτι":"κομμάτι", "κομμάτια":"κομμάτι", "κομματιάζει":"κομματιάζω", "κομματιάζεται":"κομματιάζω", "κομματιάζονται":"κομματιάζω", "κομματικά":"κομματικός", "κομματικές":"κομματικός", "κομματική":"κομματικός", "κομματικής":"κομματικός", "κομματικό":"κομματικός", "κομματικοί":"κομματικός", "κομματικού":"κομματικός", "κομματικούς":"κομματικός", "κομματικών":"κομματικός", "κομματιού":"κομμάτι", "κομματιών":"κομμάτι", "κόμματο":"κόμματος", "κόμματος":"κόμμα", "κόμματός":"κόμμα", "κόμματος":"κόμματος", "κόμματου":"κόμματος", "κομματων":"κόμμα", "κομμάτων":"κόμμα", "κομμένα":"κομμένος", "κομμένες":"κομμένος", "κομμένη":"κομμένος", "κομμένο":"κομμένος", "κομμό":"κομμός", "κομμουνισμό":"κομμουνισμός", "κομμουνισμός":"κομμουνισμός", "κομμουνισμού":"κομμουνισμός", "κομμουνιστές":"κομμουνιστής", "κομμουνιστή":"κομμουνιστής", "κομμουνιστής":"κομμουνιστής", "κομμουνιστικά":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστικές":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστική":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστικής":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστικό":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστικού":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστικών":"κομμουνιστικός", "κομμουνιστών":"κομμουνιστής", "κόμμωση":"κόμμωση", "κομμωτήριο":"κομμωτήριο", "κομμωτηρίου":"κομμωτήριο", "κομμωτική":"κομμωτικός", "κομμωτικής":"κομμωτικός", "κομμώτριας":"κομμώτρια", "κομνηνάδων":"κομνηνάδων", "κομνηνών":"κομνηνών", "κόμο":"κόμο", "κομοδίνο":"κομοδίνο", "κομοτηνη":"κομοτηνή", "κομοτηνή":"κομοτηνή", "κομοτηνή-αλεξανδρούπολη":"κομοτηνή-αλεξανδρούπολη", "κομοτηνή-πανσερραϊκός":"κομοτηνή-πανσερραϊκός", "κομοτηνης":"κομοτηνή", "κομοτηνής":"κομοτηνή", "κομοτηνής-αλεξανδρούπολης":"κομοτηνής-αλεξανδρούπολης", "κομοτηνή-ταύρος":"κομοτηνή-ταύρος", "κόμοτο":"κόμοτο", "κομουνιστές":"κομουνιστής", "κομουνιστής":"κομουνιστής", "κομουνιστικού":"κομουνιστικός", "κομουνιστών":"κομουνιστής", "κομπάζει":"κομπάζω", "κομπάζοντας":"κομπάζω", "κομπάζουμε":"κομπάζω", "κομπανία":"κομπανία", "κομπάρσοι":"κομπάρσος", "κομπάρσος":"κομπάρσος", "κομπάρσους":"κομπάρσος", "κομπασμός":"κομπασμός", "κόμπι":"κόμπι", "κομπιάζατε":"κομπιάζω", "κομπιάζει":"κομπιάζω", "κομπιάζετε":"κομπιάζω", "κομπιασβίλι":"κομπιασβίλι", "κομπίνα":"κομπίνα", "κομπιναδόρους":"κομπιναδόρος", "κομπίνες":"κομπίνα", "κομπιούτερ":"κομπιούτερ", "κομπιουτεράδες":"κομπιουτεράς", "κομπιουτεράκι":"κομπιουτεράκι", "κομπιουτεράκια":"κομπιουτεράκιας", "κομπιούτερς":"κομπιούτερς", "κομπλάρει":"κομπλάρω", "κομπλέ":"κομπλέ", "κόμπλεξ":"κόμπλεξ", "κομπλεξικός":"κομπλεξικός", "κομπλιμέντο":"κομπλιμέντο", "κόμπο":"κόμπος", "κομπογιαννίτης":"κομπογιαννίτης", "κομπόδεμα":"κομπόδεμα", "κομποδιέτας":"κομποδιέτας", "κομπολόι":"κομπολόι", "κόμπος":"κόμπος", "κομπόστα":"κομπόστα", "κομπόστες":"κομπόστα", "κομποσχοίνι":"κομποσχοίνι", "κομφετί":"κομφετί", "κομφόρ":"κομφόρ", "κομφούζιο":"κομφούζιο", "κομφούκιος":"κομφούκιος", "κομψά":"κομψός", "κομψές":"κομψός", "κομψή":"κομψός", "κομψής":"κομψός", "κομψό":"κομψός", "κομψός":"κομψός", "κομψοτέχνημα":"κομψοτέχνημα", "κομψότητας":"κομψότητα", "κομψού":"κομψός", "κον":"κον", "κονάκι":"κονάκι", "κόνδορας":"κόνδορας", "κονδύλι":"κονδύλι", "κονδύλια":"κονδύλι", "κονδύλιά":"κονδύλι", "κονδύλιο":"κονδύλιο", "κονδυλίου":"κονδύλιο", "κονδυλίων":"κονδύλιο", "κονδυλώματα":"κονδύλωμα", "κονέκτικατ":"κονέκτικατ", "κόνερι":"κόνερι", "κόνι":"κόνι", "κόνια":"κόνια", "κονιάκ":"κονιάκ", "κόνιγκ":"κόνιγκ", "κόνινγκ":"κόνινγκ", "κονιορτοποιεί":"κονιορτοποιώ", "κονιορτοποιημένο":"κονιορτοποιημένος", "κονιορτοποίηση":"κονιορτοποίηση", "κόνιτζ":"κόνιτζ", "κονιτοπούλου":"κονιτοπούλου", "κόνιτσα":"κόνιτσα", "κονκάρδες":"κονκάρδα", "κόνλεϊ":"κόνλεϊ", "κονόμα":"κονόμα", "κόνορ":"κόνορ", "κόνορς":"κόνορς", "κόνραντ":"κόνραντ", "κονσεϊσαο":"κονσεϊσαο", "κονσεϊσάο":"κονσεϊσάο", "κόνσεπτ":"κόνσεπτ", "κονσέρβα":"κονσέρβα", "κονσέρβας":"κονσέρβα", "κονσέρβες":"κονσέρβα", "κονσερβοκούτι":"κονσερβοκούτι", "κονσερβοκούτια":"κονσερβοκούτι", "κονσερβοποίησης":"κονσερβοποίηση", "κονσέρτα":"κονσέρτο", "κονσέρτο":"κονσέρτο", "κονσόλα":"κονσόλα", "κονσόλες":"κονσόλα", "κονσόρτσιουμ":"κονσόρτσιουμ", "κονσταντίν":"κονσταντίν", "κοντα":"κοντά", "κοντά":"κοντά", "κοντά":"κοντός", "κονταξή":"κονταξή", "κοντάρι":"κοντάρι", "κοντάρια":"κοντάρι", "κονταρομαχίες":"κονταρομαχία", "κονταροχτυπιούνται":"κονταροχτυπιέμαι", "κόντε":"κόντες", "κοντέινερ":"κοντέινερ", "κοντελετζίδου":"κοντελετζίδου", "κοντέρ":"κοντέρ", "κοντές":"κοντός", "κόντευε":"κοντεύω", "κοντεύει":"κοντεύω", "κοντεύουμε":"κοντεύω", "κοντεύουν":"κοντεύω", "κοντεύω":"κοντεύω", "κόντεψαν":"κοντεύω", "κόντεψε":"κοντεύω", "κοντέων":"κοντέων", "κοντζιαλης":"κοντζιαλης", "κοντή":"κοντός", "κόντης":"κόντης", "κόντι":"κόντι", "κοντινά":"κοντινά", "κοντινές":"κοντινός", "κοντινή":"κοντινός", "κοντινής":"κοντινός", "κοντινό":"κοντινός", "κοντινοί":"κοντινός", "κοντινός":"κοντινός", "κοντινότερη":"κοντινός", "κοντινότερο":"κοντινός", "κοντινού":"κοντινός", "κοντινούς":"κοντινός", "κοντίσιον":"κοντίσιον", "κοντό":"κοντός", "κοντογιαννίδης":"κοντογιαννίδης", "κοντογιαννόπουλος":"κοντογιαννόπουλος", "κοντογιαννόπουλου":"κοντογιαννόπουλου", "κοντογιώργης":"κοντογιώργης", "κοντογουλίδη":"κοντογουλίδη", "κοντογουλίδης":"κοντογουλίδης", "κοντογούνης":"κοντογούνης", "κοντογούρη":"κοντογούρη", "κοντογούρης":"κοντογούρης", "κοντοί":"κοντός", "κοντόκαννη":"κοντόκαννος", "κοντολάζο":"κοντολάζο", "κοντολογίς":"κοντολογίς", "κοντομάνικο":"κοντομάνικος", "κοντομάρης":"κοντομάρης", "κοντομηνά":"κοντομηνά", "κοντονή":"κοντονή", "κοντοπίθαρο":"κοντοπίθαρος", "κοντός":"κοντός", "κόντος":"κόντος", "κοντοσούβλι":"κοντοσούβλι", "κοντοσούβλι-κοκορέτσι":"κοντοσούβλι-κοκορέτσι", "κοντοστόλη":"κοντοστόλη", "κοντου":"κοντός", "κοντούδη":"κοντούδη", "κοντούς":"κοντός", "κοντόφθαλμα":"κοντόφθαλμος", "κοντόφθαλμες":"κοντόφθαλμος", "κοντόφθαλμο":"κοντόφθαλμος", "κοντόφθαλμους":"κοντόφθαλμος", "κοντοχρήστος":"κοντοχρήστος", "κοντρα":"κόντρα", "κόντρα":"κόντρα", "κοντραμπάσο":"κοντραμπάσο", "κοντράρει":"κοντράρω", "κοντραριστεί":"κοντράρω", "κοντραριστούμε":"κοντράρω", "κοντράροντας":"κοντράρω", "κόντρας":"κόντρα", "κοντράστ":"κοντράστ", "κόντρες":"κόντρα", "κοντρόλ":"κοντρόλ", "κοντρολάρει":"κοντρολάρω", "κοντσέρτο":"κοντσέρτο", "κοντσέρτου":"κοντσέρτο", "κοντύτερα":"κοντά", "κοντύτερη":"κοντός", "κοντύτερο":"κοντός", "κοντύτερος":"κοντός", "κοντώ":"κοντώ", "κοντών":"κοντός", "κόνφερανς":"κόνφερανς", "κοξ":"κοξ", "κοξάκι":"κοξάκι", "κόουλ":"κόουλ", "κόουτς":"κόουτς", "κοουτσαρει":"κοουτσάρω", "κόπα":"κόπα", "κοπάδι":"κοπάδι", "κοπάδια":"κοπάδι", "κοπαδιού":"κοπάδι", "κοπαδιών":"κοπάδι", "κοπάζει":"κοπάζω", "κοπακαμπάνα":"κοπακαμπάνα", "κοπανά":"κοπανώ", "κοπανάνε":"κοπανώ", "κοπανάτε":"κοπανώ", "κοπάνες":"κοπάνα", "κοπανός":"κοπανός", "κόπασαν":"κοπάζω", "κοπάσει":"κοπάζω", "κοπάσουν":"κοπάζω", "κοπατσιάρη":"κοπατσιάρη", "κοπεγχάγη":"κοπεγχάγη", "κοπεί":"κόβω", "κοπέλα":"κοπέλα", "κοπέλας":"κοπέλα", "κοπέλες":"κοπέλα", "κοπελιά":"κοπελιά", "κοπελίτσα":"κοπελίτσα", "κόπενραθ":"κόπενραθ", "κοπή":"κοπή", "κόπηκαν":"κόβω", "κόπηκε":"κόβω", "κοπής":"κοπή", "κόπια":"κόπια", "κοπιάρω":"κοπιάρω", "κοπιαστικό":"κοπιαστικός", "κοπίδι":"κοπίδι", "κοπιτσής":"κοπιτσής", "κόπμανς":"κόπμανς", "κόπο":"κόπος", "κόποι":"κόπος", "κόποις":"κόποις", "κοπολα":"κοπολα", "κόπολα":"κόπολα", "κόπος":"κόπος", "κόπου":"κόπος", "κοπούν":"κόβω", "κόπους":"κόπος", "κόπρανα":"κόπρανα", "κοπριά":"κοπριά", "κοπρίβιτσα":"κοπρίβιτσα", "κοπρόσκυλα":"κοπρόσκυλο", "κοπτερό":"κοπτερό", "κοπτική":"κοπτικός", "κόπτονται":"κόπτομαι", "κόπτονταν":"κόπτομαι", "κοπτόπουλος":"κοπτόπουλος", "κόπων":"κόπος", "κοπώσεως":"κόπωση", "κόπωση":"κόπωση", "κόπωσης":"κόπωση", "κοραή":"κοραής", "κόρακα":"κόρακας", "κορακάκη":"κορακάκη", "κορακάκης":"κορακάκης", "κορακας":"κόρακας", "κόρακας":"κόρακας", "κοράκια":"κοράκι", "κοράκων":"κόρακας", "κοράλλι":"κοράλλι", "κορανίου":"κοράνι", "κοράντο":"κοράντο", "κορασιδης":"κορασιδης", "κορασίδων":"κορασίδα", "κόρατς":"κόρατς", "κορβάγια":"κορβάγια", "κορβανά":"κορβανάς", "κορβέτα":"κορβέτα", "κορδέλα":"κορδέλα", "κορδέλας":"κορδέλα", "κορδέλες":"κορδέλα", "κορδελιό":"κορδελιό", "κορδελιού":"κορδελιό", "κορδελιού-ιωνικός":"κορδελιού-ιωνικός", "κορδομενιδης":"κορδομενιδης", "κορδόνι":"κορδόνι", "κορδόνια":"κορδόνι", "κορδονούρης":"κορδονούρης", "κορδούτη":"κορδούτη", "κορεα":"κορέα", "κορέα":"κορέα", "κορέας":"κορέα", "κορεάτες":"κορεάτης", "κορεάτικα":"κορεάτικος", "κορεάτικη":"κορεατικός", "κορεατικής":"κορεατικός", "κορεάτικης":"κορεατικός", "κορεατών":"κορεάτης", "κορέες":"κορέες", "κορεϊ":"κορεϊ", "κόρεϊ":"κόρεϊ", "κορέια":"κορέια", "κορέλ":"κορέλ", "κόρες":"κόρη", "κορεσμένη":"κορεσμένος", "κορεσμένο":"κορεννύω", "κορεσμένου":"κορεσμένος", "κορεσμό":"κορεσμός", "κορεσμός":"κορεσμός", "κορεσμού":"κορεσμός", "κορεστεί":"κορεννύω", "κόρη":"κόρη", "κόρην":"κόρη", "κόρης":"κόρη", "κορίζης":"κορίζης", "κορίνα":"κορίνα", "κορινθία":"κορινθία", "κορινθιακό":"κορινθιακός", "κορινθιακού":"κορινθιακός", "κορινθίας":"κορινθία", "κόρινθο":"κόρινθος", "κόρινθος":"κόρινθος", "κορινθου":"κόρινθος", "κορινού":"κορινού", "κοριούς":"κοριός", "κοριτσα":"κοριτσα", "κοριτσά":"κοριτσά", "κοριτσαίοι":"κοριτσαίοι", "κοριτσάκι":"κοριτσάκι", "κοριτσάκια":"κοριτσάκι", "κοριτσάς":"κοριτσάς", "κορίτσας":"κορίτσας", "κοριτσι":"κορίτσι", "κορίτσι":"κορίτσι", "κοριτσια":"κορίτσι", "κορίτσια":"κορίτσι", "κοριτσιού":"κορίτσι", "κοριτσίστικο":"κοριτσίστικος", "κοριτσιών":"κορίτσι", "κορκ":"κορκ", "κορκολή":"κορκολή", "κορκολόπουλος":"κορκολόπουλος", "κόρμακ":"κόρμακ", "κορμάκια":"κορμάκι", "κορμαρής":"κορμαρής", "κορμί":"κορμί", "κορμιά":"κορμί", "κορμιού":"κορμί", "κορμίστας":"κορμίστας", "κορμό":"κορμός", "κορμοί":"κορμός", "κορμοράνοι":"κορμοράνος", "κορμός":"κορμός", "κορμοστασιά":"κορμοστασιά", "κορμού":"κορμός", "κορμούς":"κορμός", "κορμπί":"κορμπί", "κόρμπου":"κόρμπου", "κορν":"κορν", "κορνάρουν":"κορνάρω", "κορνέιγ":"κορνέιγ", "κόρνελ":"κόρνελ", "κόρνερ":"κόρνερ", "κόρνες":"κόρνα", "κορνήλιος":"κορνήλιος", "κόρνι":"κόρνι", "κορνίζα":"κορνίζα", "κορνιζαρισμένες":"κορνιζαρισμένος", "κορνίζας":"κορνίζα", "κορνίζες":"κορνίζα", "κορνιζώσει":"κορνιζώνω", "κορνιλάκ":"κορνιλάκ", "κορνουάλης":"κορνουάλης", "κορνοφωλιά":"κορνοφωλιά", "κόρντομπα":"κόρντομπα", "κόρο":"κόρος", "κοροβέσης":"κοροβέσης", "κοροβηλα":"κοροβηλα", "κορόβηλα":"κορόβηλα", "κοροβινη":"κοροβινη", "κοροβίνη":"κοροβίνη", "κοροβίνης":"κοροβίνης", "κορόιδα":"κορόιδο", "κοροϊδεύαμε":"κοροϊδεύω", "κορόιδευαν":"κοροϊδεύω", "κορόιδευε":"κοροϊδεύω", "κοροϊδεύεις":"κοροϊδεύω", "κοροϊδεύετε":"κοροϊδεύω", "κοροϊδεύουμε":"κοροϊδεύω", "κοροϊδεύουν":"κοροϊδεύω", "κορόιδεψαν":"κοροϊδεύω", "κοροϊδέψεις":"κοροϊδεύω", "κοροϊδέψουμε":"κοροϊδεύω", "κοροϊδέψουν":"κοροϊδεύω", "κοροϊδία":"κοροϊδία", "κοροϊδίας":"κοροϊδία", "κορόιδο":"κορόιδο", "κορομηλά":"κορομηλάς", "κόρον":"κόρος", "κορονα":"κορόνα", "κορόνα":"κορόνα", "κορόνες":"κορόνα", "κορούλα":"κορούλα", "κορούνια":"κορούνια", "κορσέ":"κορσές", "κορσέδες":"κορσές", "κορσική":"κορσική", "κορτ":"κορτ", "κόρτι":"κόρτι", "κορτιζόνη":"κορτιζόνη", "κορτιζόνης":"κορτιζόνη", "κόρτνεϊ":"κόρτνεϊ", "κορτσάρη":"κορτσάρη", "κορυδαλλό":"κορυδαλλός", "κορυδαλλοι":"κορυδαλλός", "κορυδαλλός":"κορυδαλλός", "κορυδαλλού":"κορυδαλλός", "κορυτσά":"κορυτσά", "κορυτσάς":"κορυτσά", "κορυφαία":"κορυφαίος", "κορυφαίας":"κορυφαίος", "κορυφαίες":"κορυφαίος", "κορυφαίο":"κορυφαίος", "κορυφαίοι":"κορυφαίος", "κορυφαιος":"κορυφαίος", "κορυφαίος":"κορυφαίος", "κορυφαίου":"κορυφαίος", "κορυφαίους":"κορυφαίος", "κορυφαίων":"κορυφαίος", "κορυφές":"κορυφή", "κορυφη":"κορυφή", "κορυφή":"κορυφή", "κορυφης":"κορυφή", "κορυφής":"κορυφή", "κορυφογραμμή":"κορυφογραμμή", "κορυφούται":"κορυφούται", "κορυφωθεί":"κορυφώνω", "κορυφώθηκαν":"κορυφώνω", "κορυφώθηκε":"κορυφώνω", "κορυφωθούν":"κορυφώνω", "κορυφώνεται":"κορυφώνω", "κορυφώνονται":"κορυφώνω", "κορυφώνοντας":"κορυφώνω", "κορύφωση":"κορύφωση", "κορύφωσή":"κορύφωση", "κορύφωσης":"κορύφωση", "κορφές":"κορφή", "κορφιλ":"κορφιλ", "κορ-φιλ":"κορ-φιλ", "κόρφο":"κόρφος", "κορχικίνη":"κορχικίνη", "κόρων":"κόρος", "κορώνα":"κορώνα", "κορωνάκης":"κορωνάκης", "κορώνεια":"κορώνεια", "κορώνειας":"κορώνεια", "κορώνες":"κορώνα", "κορωνιά":"κορωνιά", "κορωνιάς":"κορωνιάς", "κορωνίδα":"κορωνίδα", "κορωνίδας":"κορωνίδα", "κορωνίδης":"κορωνίδης", "κορωπί":"κορωπί", "κος":"κος", "κόσγκεϊ":"κόσγκεϊ", "κοσκινίζει":"κοσκινίζω", "κοσκινίζεται":"κοσκινίζω", "κοσκινίζουμε":"κοσκινίζω", "κοσκίνισμα":"κοσκίνισμα", "κόσκινο":"κόσκινο", "κοσκωτά":"κοσκωτά", "κοσκωτάς":"κοσκωτάς", "κόσμo":"κόσμος", "κοσμά":"κοσμάς", "κοσμάκη":"κοσμάκης", "κοσμάκης":"κοσμάκης", "κοσμάρα":"κοσμάρα", "κοσμας":"κοσμάς", "κοσμάς":"κοσμάς", "κοσματόπουλο":"κοσματόπουλο", "κοσματόπουλος":"κοσματόπουλος", "κοσματόπουλος-κώστας":"κοσματόπουλος-κώστας", "κοσματοπούλου":"κοσματοπούλου", "κοσμεί":"κοσμώ", "κοσμείται":"κοσμώ", "κόσμημα":"κόσμημα", "κοσμήματα":"κόσμημα", "κοσμηματοπωλεία":"κοσμηματοπωλείο", "κοσμήματος":"κόσμημα", "κοσμημάτων":"κόσμημα", "κοσμήσει":"κοσμώ", "κοσμήσουν":"κοσμώ", "κοσμητικά":"κοσμητικός", "κοσμήτορας":"κοσμήτορας", "κοσμία":"κόσμιος", "κόσμια":"κόσμιος", "κοσμίδης":"κοσμίδης", "κοσμικά":"κοσμικός", "κοσμικές":"κοσμικός", "κοσμική":"κοσμικός", "κοσμικής":"κοσμικός", "κοσμικό":"κοσμικός", "κοσμικοί":"κοσμικός", "κοσμικός":"κοσμικός", "κοσμικότητα":"κοσμικότητα", "κοσμικού":"κοσμικός", "κοσμικούς":"κοσμικός", "κοσμικών":"κοσμικός", "κόσμιο":"κόσμιος", "κοσμο":"κόσμος", "κόσμο":"κόσμος", "κοσμοαντίληψη":"κοσμοαντίληψη", "κοσμογονία":"κοσμογονία", "κοσμογονίας":"κοσμογονία", "κοσμογονικές":"κοσμογονικός", "κοσμογονική":"κοσμογονικός", "κοσμοδρόμιο":"κοσμοδρόμιο", "κοσμοθεωρία":"κοσμοθεωρία", "κόσμοι":"κόσμος", "κοσμοϊστορικά":"κοσμοϊστορικός", "κόσμον":"κόσμος", "κοσμοναύτες":"κοσμοναύτης", "κοσμοναύτη":"κοσμοναύτης", "κοσμοναύτης":"κοσμοναύτης", "κοσμοπλημμύρα":"κοσμοπλημμύρα", "κοσμοπολίτες":"κοσμοπολίτης", "κοσμοπολίτης":"κοσμοπολίτης", "κοσμοπολίτικα":"κοσμοπολίτικα", "κοσμοπολίτικης":"κοσμοπολίτικος", "κοσμοπολίτικο":"κοσμοπολίτικος", "κοσμοπολιτισμό":"κοσμοπολιτισμός", "κοσμοπολιτισμού":"κοσμοπολιτισμός", "κοσμόπουλος":"κοσμόπουλος", "κοσμόπουλου":"κοσμόπουλου", "κόσμος":"κόσμος", "κοσμοσυρροή":"κοσμοσυρροή", "κοσμου":"κόσμος", "κόσμου":"κόσμος", "κοσμούν":"κοσμώ", "κοσμούνται":"κοσμώ", "κόσμους":"κόσμος", "κοσμούσε":"κοσμώ", "κόσμων":"κόσμος", "κοσοβάρο":"κοσοβάρο", "κοσοβάροι":"κοσοβάροι", "κοσοβάρου":"κοσοβάρου", "κοσοβικού":"κοσοβικού", "κόσοβο":"κόσοβο", "κοσόβου":"κοσόβου", "κοσούμι":"κοσούμι", "κόσοφσκα":"κόσοφσκα", "κοσσυφοπεδιο":"κοσσυφοπέδιο", "κοσσυφοπέδιο":"κοσσυφοπέδιο", "κοσσυφοπεδιου":"κοσσυφοπέδιο", "κοσσυφοπεδίου":"κοσσυφοπέδιο", "κοστα":"κοστα", "κόστα":"κόστα", "κοσταντίνοβα":"κοσταντίνοβα", "κόστη":"κόστος", "κόστιζαν":"κοστίζω", "κόστιζε":"κοστίζω", "κοστίζει":"κοστίζω", "κοστίζοντας":"κοστίζω", "κοστίζουν":"κοστίζω", "κόστισαν":"κοστίζω", "κόστισε":"κοστίζω", "κοστίσει":"κοστίζω", "κοστίσουν":"κοστίζω", "κόστιτς":"κόστιτς", "κόστνερ":"κόστνερ", "κοστοβόρο":"κοστοβόρο", "κοστοβόρων":"κοστοβόρων", "κοστογλίδου":"κοστογλίδου", "κοστολάνι":"κοστολάνι", "κοστολογει":"κοστολογώ", "κοστολογείται":"κοστολογώ", "κοστολόγηση":"κοστολόγηση", "κοστολόγησης":"κοστολόγηση", "κοστολογικά":"κοστολογικός", "κοστολογικού":"κοστολογικός", "κοστολόγιο":"κοστολόγιο", "κοστολογούνται":"κοστολογώ", "κόστος":"κόστος", "κοστούμι":"κοστούμι", "κοστούμια":"κοστούμι", "κοστουμιών":"κοστούμι", "κόστους":"κόστος", "κόστους-όφελους":"κόστους-όφελους", "κοστοφ":"κοστοφ", "κόστοφ":"κόστοφ", "κότα":"κότα", "κοτανίδη":"κοτανίδη", "κοτανίδης":"κοτανίδης", "κοταρέλας":"κοταρέλας", "κοταρίδη":"κοταρίδη", "κοταρίδου":"κοταρίδου", "κότας":"κότα", "κότεν":"κότεν", "κότερό":"κότερο", "κότες":"κότα", "κοτέτσι":"κοτέτσι", "κοτζαβασίλης":"κοτζαβασίλης", "κότζακ":"κότζακ", "κοτζάμ":"κοτζάμ", "κοτζιά":"κοτζιά", "κοτζιάς":"κοτζιάς", "κοτζιγκίτ":"κοτζιγκίτ", "κοτι":"κοτι", "κότι":"κότι", "κοτίτσας":"κοτίτσας", "κότον":"κότον", "κοτόπουλα":"κοτόπουλο", "κοτόπουλο":"κοτόπουλο", "κοτόπουλου":"κοτόπουλο", "κοτόπουλων":"κοτόπουλο", "κοτούλες":"κοτούλα", "κοτρώτσος":"κοτρώτσος", "κοτσακέλης":"κοτσακέλης", "κοτσαμπασεβα":"κοτσαμπασεβα", "κοτσαμπάσης":"κοτσαμπάσης", "κοτσάνι":"κοτσάνι", "κοτσάνια":"κοτσάνι", "κοτσανίδης":"κοτσανίδης", "κοτσένσκι":"κοτσένσκι", "κότσι":"κότσι", "κότσια":"κότσι", "κοτσιάς":"κοτσιάς", "κοτσίδης":"κοτσίδης", "κότσιρας":"κότσιρας", "κοτσόλη":"κοτσόλη", "κοτσόλης":"κοτσόλης", "κότσυφες":"κότσυφας", "κοτσώνη":"κοτσώνη", "κοτσώνης":"κοτσώνης", "κοτταράς":"κοτταράς", "κοττερα":"κοττερα", "κοτύωρα":"κοτύωρα", "κουαζούλου-νατάλ":"κουαζούλου-νατάλ", "κουαλιαρέλα":"κουαλιαρέλα", "κουάν":"κουάν", "κουαρόν":"κουαρόν", "κουαρτέτ":"κουαρτέτ", "κουαρτέτο":"κουαρτέτο", "κούβα":"κούβα", "κουβά":"κουβάς", "κουβάδες":"κουβάς", "κουβαλά":"κουβαλώ", "κουβαλάει":"κουβαλώ", "κουβαλάμε":"κουβαλώ", "κουβαλάνε":"κουβαλώ", "κουβαλάς":"κουβαλώ", "κουβαλάτε":"κουβαλώ", "κουβαλάω":"κουβαλώ", "κουβαλήσει":"κουβαλώ", "κουβαλήσουν":"κουβαλώ", "κουβαλητές":"κουβαλητής", "κουβαλητή":"κουβαλητής", "κουβαλούν":"κουβαλώ", "κουβαλούσα":"κουβαλώ", "κουβαλούσαμε":"κουβαλώ", "κουβαλούσαν":"κουβαλώ", "κουβαλούσε":"κουβαλώ", "κουβαλώντας":"κουβαλώ", "κουβανέζικα":"κουβανέζικος", "κουβανέζικη":"κουβανέζικος", "κουβανέζικο":"κουβανέζικος", "κουβανική":"κουβανικός", "κουβανικών":"κουβανικός", "κουβανούς":"κουβανός", "κουβαράς":"κουβαράς", "κουβαρδάς":"κουβαρδάς", "κούβαρης":"κούβαρης", "κουβάρι":"κουβάρι", "κουβαριού":"κουβάρι", "κούβας":"κούβα", "κουβάτση":"κουβάτση", "κούβελα":"κούβελα", "κουβελάκη":"κουβελάκη", "κουβελας":"κουβελας", "κούβελας":"κούβελας", "κουβέλη":"κουβέλη", "κουβέλης":"κουβέλης", "κουβεντα":"κουβέντα", "κουβέντα":"κουβέντα", "κουβέντες":"κουβέντα", "κουβεντιάζαμε":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάζει":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάζουμε":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάζουν":"κουβεντιάζω", "κουβέντιασαν":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάσεις":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάσουμε":"κουβεντιάζω", "κουβεντιάσουν":"κουβεντιάζω", "κουβεντιαστό":"κουβεντιαστός", "κουβεντιδη":"κουβεντιδη", "κουβεντολόι":"κουβεντολόι", "κουβεντούλα":"κουβεντούλα", "κουβεντούλες":"κουβεντούλα", "κούβερμανς":"κούβερμανς", "κουβέρτα":"κουβέρτα", "κουβερτάρη":"κουβερτάρη", "κουβερτάρης":"κουβερτάρης", "κουβέρτες":"κουβέρτα", "κουβερτούλες":"κουβερτούλες", "κουβερτούρα":"κουβερτούρα", "κουβούκλιο":"κουβούκλιο", "κουγιουμτζη":"κουγιουμτζής", "κουγιουμτζή":"κουγιουμτζής", "κουγιουμτζίδης":"κουγιουμτζίδης", "κουγιουμτζόγλου":"κουγιουμτζόγλου", "κουγκ":"κουγκ", "κουγκουλάς":"κουγκουλάς", "κούγκουλας":"κούγκουλας", "κούδας":"κούδας", "κουδουνάκια":"κουδουνάκι", "κουδούνης":"κουδούνης", "κουδούνι":"κουδούνι", "κουδούνια":"κουδούνι", "κουδουνίζει":"κουδουνίζω", "κουδουνίζουν":"κουδουνίζω", "κουέιλ":"κουέιλ", "κουέιντ":"κουέιντ", "κουελούζ":"κουελούζ", "κουελούζ-αλικάντε":"κουελούζ-αλικάντε", "κουεντίν":"κουεντίν", "κουζάνης":"κουζάνης", "κουζίνα":"κουζίνα", "κουζίνας":"κουζίνα", "κουζίνες":"κουζίνα", "κουζίνσκι":"κουζίνσκι", "κουζινών":"κουζίνα", "κούης":"κούης", "κουιδή":"κουιδή", "κουίζ":"κουίζ", "κουιμτζής":"κουιμτζής", "κουιμτσίδη":"κουιμτσίδη", "κουιν":"κουιν", "κουίν":"κουίν", "κουίνλαν":"κουίνλαν", "κουιντάνο":"κουιντάνο", "κουίντιο":"κουίντιο", "κουκ":"κουκ", "κούκα":"κούκα", "κουκάρα":"κουκάρα", "κουκάς":"κουκάς", "κουκέτες":"κουκέτα", "κουκιά":"κουκί", "κουκιά":"κουκιά", "κουκιάδης":"κουκιάδης", "κουκίδα":"κουκίδα", "κουκίδες":"κουκίδες", "κουκιος":"κουκιος", "κούκιτς":"κούκιτς", "κουκκίδα":"κουκκίδα", "κούκλα":"κούκλα", "κουκλάκη":"κουκλάκη", "κουκλάκης":"κουκλάκης", "κουκλάκι":"κουκλάκι", "κουκλάρα":"κουκλάρα", "κούκλας":"κούκλα", "κούκλα-φαινόμενο":"κούκλα-φαινόμενο", "κούκλες":"κούκλα", "κουκλί":"κουκλί", "κουκλοθεάτρο":"κουκλοθέατρο", "κουκλοθέατρο":"κουκλοθέατρο", "κουκλος":"κούκλος", "κούκλος":"κούκλος", "κούκο":"κούκος", "κουκοδήμος":"κουκοδήμος", "κουκουβάγια":"κουκουβάγια", "κουκουβάγιας":"κουκουβάγια", "κουκούδη":"κουκούδη", "κουκούλα":"κουκούλα", "κουκουλάκης":"κουκουλάκης", "κουκούλας":"κουκούλα", "κουκουλεκίδη":"κουκουλεκίδη", "κουκουλεκίδης":"κουκουλεκίδης", "κουκούλες":"κουκούλα", "κουκούλι":"κουκούλι", "κουκουλόπουλος":"κουκουλόπουλος", "κουκουλοφόροι":"κουκουλοφόρος", "κουκουλοφόρος":"κουκουλοφόρος", "κουκουλοφόρους":"κουκουλοφόρος", "κουκουλοφόρων":"κουκουλοφόρος", "κουκούλωμα":"κουκούλωμα", "κουκουλώνεται":"κουκουλώνω", "κουκουλώνοντας":"κουκουλώνω", "κουκουλώνουμε":"κουκουλώνω", "κουκουλώσουν":"κουκουλώνω", "κουκουμακα":"κουκουμακα", "κουκουνάρες":"κουκουνάρα", "κουκουνάρια":"κουκουνάρι", "κούκουρα":"κούκουρα", "κουκουράβας":"κουκουράβας", "κουκουράκης":"κουκουράκης", "κουκουτσέλας":"κουκουτσέλας", "κουκούτσι":"κουκούτσι", "κουκούτσια":"κουκούτσι", "κουλ":"κουλ", "κούλα":"κούλα", "κουλακιωτης":"κουλακιωτης", "κουλακιώτης":"κουλακιώτης", "κουλε":"κουλές", "κούλη":"κούλη", "κούλης":"κούλης", "κουλιακάν":"κουλιακάν", "κουλιδης":"κουλιδης", "κουλίδης":"κουλίδης", "κουλουκίδης":"κουλουκίδης", "κούλουμα":"κούλουμα", "κουλουμπής":"κουλουμπής", "κουλούρα":"κουλούρα", "κουλουράκια":"κουλουράκι", "κουλούρι":"κουλούρι", "κουλούρια":"κουλούρι", "κουλουριασμένοι":"κουλουριασμένος", "κουλουρίζο":"κουλουρίζο", "κουλουριών":"κουλούρι", "κουλουχερη":"κουλουχερη", "κουλουχέρη":"κουλουχέρη", "κουλουχέρης":"κουλουχέρης", "κουλοχέρηδες":"κουλοχέρης", "κουλτούρα":"κουλτούρα", "κουλτούρας":"κουλτούρα", "κουλτούρες":"κουλτούρα", "κουμ":"κουμ", "κούμα":"κούμας", "κουμάντα":"κουμάντο", "κουμαντάρει":"κουμαντάρω", "κουμαντάρουν":"κουμαντάρω", "κουμαντάρω":"κουμαντάρω", "κουμάντο":"κουμάντο", "κουμαριάς":"κουμαριά", "κούμη":"κούμη", "κούμουλος":"κούμουλος", "κουμουνδούρου":"κουμουνδούρος", "κούμπα":"κούμπα", "κουμπάκη":"κουμπάκη", "κουμπάκι":"κουμπάκι", "κουμπάρα":"κουμπάρα", "κουμπαρά":"κουμπαράς", "κουμπαράς":"κουμπαράς", "κουμπάρο":"κουμπάρος", "κουμπάροι":"κουμπάρος", "κουμπάρος":"κουμπάρος", "κουμπάρου":"κουμπάρος", "κουμπας":"κουμπας", "κουμπας-ασφ":"κουμπας-ασφ", "κουμπατίδης":"κουμπατίδης", "κουμπερτέν":"κουμπερτέν", "κουμπί":"κουμπί", "κουμπιά":"κουμπί", "κουμπιού":"κουμπί", "κουμπιών":"κουμπί", "κουμπούρας":"κουμπούρας", "κουμπούρια":"κουμπούρι", "κουμπράνοφ":"κουμπράνοφ", "κουμς":"κουμς", "κουν":"κουν", "κουνά":"κουνώ", "κουνάβι":"κουνάβι", "κουνάει":"κουνώ", "κουναλάκη":"κουναλάκη", "κουνάμε":"κουνώ", "κουνάνε":"κουνώ", "κουνάς":"κουνώ", "κουνελάκια":"κουνελάκι", "κουνέλι":"κουνέλι", "κουνέλια":"κουνέλι", "κουνηθεί":"κουνώ", "κουνησαν":"κουνώ", "κούνησε":"κουνώ", "κουνήσει":"κουνώ", "κουνήσου":"κουνώ", "κούνια":"κούνια", "κουνιάδα":"κουνιάδα", "κουνιάδος":"κουνιάδος", "κουνιάκης":"κουνιάκης", "κούνιες":"κούνια", "κουνιέται":"κουνώ", "κουνιόταν":"κουνώ", "κουνιούνται":"κουνώ", "κουνουγέρη":"κουνουγέρη", "κουνούνης":"κουνούνης", "κουνούπη":"κουνούπη", "κουνούπι":"κουνούπι", "κουνούπια":"κουνούπι", "κουνουπίδι":"κουνουπίδι", "κουνουπίδια":"κουνουπίδι", "κουνουπιού":"κουνούπι", "κουνουπιών":"κουνούπι", "κουνούσαν":"κουνώ", "κουνούσε":"κουνώ", "κούντερα":"κούντερα", "κουντουρά":"κουντουράς", "κουντουρας":"κουντουράς", "κουντουράς":"κουντουράς", "κουντουριώτη":"κουντουριώτης", "κουντουριώτου":"κουντουριώτου", "κουντρουμπα":"κουντρουμπα", "κουντρουμπά":"κουντρουμπά", "κουνώντας":"κουνώ", "κούπα":"κούπα", "κούπας":"κούπα", "κούπες":"κούπα", "κουπί":"κουπί", "κουπιά":"κουπί", "κουπίδης":"κουπίδης", "κουπιών":"κουπί", "κουπόνι":"κουπόνι", "κουπόνια":"κουπόνι", "κουπονιού":"κουπόνι", "κούρα":"κούρα", "κουράγιο":"κουράγιο", "κουράγιο'":"κουράγιο'", "κουράζει":"κουράζω", "κουράζεται":"κουράζω", "κουράζουν":"κουράζω", "κουράζω":"κουράζω", "κουράκη":"κουράκη", "κουράκης":"κουράκης", "κούρασαν":"κουράζω", "κούρασε":"κουράζω", "κουράσει":"κουράζω", "κούραση":"κούραση", "κούρασή":"κούραση", "κούρασης":"κούραση", "κουρασμένα":"κουράζω", "κουρασμένο":"κουρασμένος", "κουρασμένοι":"κουρασμένος", "κουρασμένος":"κουρασμένος", "κουρασμένους":"κουράζω", "κουράσουμε":"κουράζω", "κουράσουν":"κουράζω", "κουραστεί":"κουράζω", "κουραστείτε":"κουράζω", "κουραστήκαμε":"κουράζω", "κουράστηκαν":"κουράζω", "κουράστηκε":"κουράζω", "κουράστηκες":"κουράζω", "κουραστικά":"κουραστικά", "κουραστικές":"κουραστικός", "κουραστική":"κουραστικός", "κουραστικό":"κουραστικός", "κουραστικός":"κουραστικός", "κουράσω":"κουράζω", "κουρδάκης":"κουρδάκης", "κουρδικές":"κουρδικός", "κουρδική":"κουρδικός", "κουρδικής":"κουρδικός", "κουρδικό":"κουρδικός", "κουρδικός":"κουρδικός", "κουρδικού":"κουρδικός", "κουρδικών":"κουρδικός", "κουρδισμένο":"κουρδισμένος", "κουρδιστάν":"κουρδιστάν", "κουρδιστο":"κουρδιστός", "κούρδο":"κούρδος", "κούρδοι":"κούρδος", "κούρδος":"κούρδος", "κούρδου":"κούρδος", "κούρδους":"κούρδος", "κούρδων":"κούρδος", "κουρέα":"κουρέας", "κουρέας":"κουρέας", "κουρέλι":"κουρέλι", "κουρέλια":"κουρέλι", "κουρελιάζει":"κουρελιάζω", "κουρελιάσει":"κουρελιάζω", "κουρελού":"κουρελού", "κουρελόχαρτα":"κουρελόχαρτο", "κούρεμα":"κούρεμα", "κούρεμά":"κούρεμα", "κουρέματα":"κούρεμα", "κουρεμένος":"κουρεμένος", "κουρεμένους":"κουρεμένος", "κουρεύουμε":"κουρεύω", "κούριερ":"κούριερ", "κουρκ":"κουρκ", "κουρκούδιαλος":"κουρκούδιαλος", "κουρκουλας":"κουρκουλας", "κούρκουλο":"κούρκουλος", "κούρκουλος":"κούρκουλος", "κουρκουρίκη":"κουρκουρίκη", "κουρκούτι":"κουρκούτι", "κουρμπετη":"κουρμπετη", "κουρμπέτης":"κουρμπέτης", "κουρμπίς":"κουρμπίς", "κουρνιάζει":"κουρνιάζω", "κουρνιάζουν":"κουρνιάζω", "κουρνιασμένοι":"κουρνιασμένος", "κουρνιαχτός":"κουρνιαχτός", "κουρουζίδης":"κουρουζίδης", "κουρουμπλής":"κουρουμπλής", "κουρούνες":"κουρούνα", "κούρσα":"κούρσα", "κουρσαρης":"κουρσαρης", "κουρσάρης":"κουρσάρης", "κούρσας":"κούρσα", "κούρσες":"κούρσα", "κουρτ":"κουρτ", "κούρταλης":"κούρταλης", "κουρτεσιώτης":"κουρτεσιώτης", "κούρτζα":"κούρτζα", "κουρτζίδης":"κουρτζίδης", "κούρτης":"κούρτης", "κουρτίδης":"κουρτίδης", "κουρτίνα":"κουρτίνα", "κουρτίνες":"κουρτίνα", "κούρτοβικ":"κούρτοβικ", "κούρτοβιτς":"κούρτοβιτς", "κουρτουά":"κουρτουά", "κους":"κους", "κούσα":"κούσα", "κουσας":"κουσας", "κούσας":"κούσας", "κουσίδης":"κουσίδης", "κουσκουβέλης":"κουσκουβέλης", "κους-κους":"κους-κους", "κούσοβατς":"κούσοβατς", "κουσουλινι":"κουσουλινι", "κουσούρια":"κουσούρι", "κούστοβιτς":"κούστοβιτς", "κουστορίτσα":"κουστορίτσα", "κουστούμι":"κουστούμι", "κουστούμια":"κουστούμι", "κουστουμιών":"κουστούμι", "κουστουρίτσα":"κουστουρίτσα", "κουστωδία":"κουστωδία", "κουτάβι":"κουτάβι", "κουτάβια":"κουτάβι", "κουταβιού":"κουτάβι", "κουταβιών":"κουτάβι", "κουτάκι":"κουτάκι", "κουτάκια":"κουτάκι", "κουτάλα":"κουτάλα", "κουταλάκι":"κουταλάκι", "κουτάλι":"κουτάλι", "κουτάλια":"κουτάλι", "κουταλιά":"κουταλιά", "κουταλιές":"κουταλιά", "κουταλιού":"κουτάλι", "κουταμάρα":"κουταμάρα", "κουτάν":"κουτάν", "κουτί":"κουτί", "κουτιά":"κουτί", "κουτιού":"κουτί", "κουτιτσας":"κουτιτσας", "κουτίτσας":"κουτίτσας", "κουτοί":"κουτός", "κουτοπόνηρη":"κουτοπόνηρος", "κουτοπονηριά":"κουτοπονηριά", "κουτοπόνηρο":"κουτοπόνηρος", "κουτούζοφ":"κουτούζοφ", "κουτουκάκι":"κουτουκάκι", "κουτούκι":"κουτούκι", "κουτουλιά":"κουτουλιά", "κουτούς":"κουτός", "κουτόφραγκοι":"κουτόφραγκος", "κουτράκης":"κουτράκης", "κουτρογιάννης":"κουτρογιάννης", "κουτρούκης":"κουτρούκης", "κουτρούλης":"κουτρούλης", "κουτρούλιας":"κουτρούλιας", "κουτρουμάνη":"κουτρουμάνη", "κουτρουμάνης":"κουτρουμάνης", "κουτσαίνοντας":"κουτσαίνω", "κουτσαμπαρη":"κουτσαμπαρη", "κουτσίδης":"κουτσίδης", "κουτσίκου":"κουτσίκου", "κουτσμάνη":"κουτσμάνη", "κουτσογιάννη":"κουτσογιάννης", "κουτσογιάννης":"κουτσογιάννης", "κουτσογιαννόπουλος":"κουτσογιαννόπουλος", "κουτσόγιωργας":"κουτσόγιωργας", "κουτσοί":"κουτσός", "κουτσοκώστας":"κουτσοκώστας", "κουτσομούρες":"κουτσομούρα", "κουτσομπολιά":"κουτσομπολιό", "κουτσομπολιό":"κουτσομπολιό", "κουτσομπολιού":"κουτσομπολιό", "κουτσοπέτρου":"κουτσοπέτρος", "κουτσόπουλο":"κουτσόπουλο", "κουτσοπουλο":"κουτσοπούλος", "κουτσοπουλος":"κουτσοπούλος", "κουτσόπουλος":"κουτσόπουλος", "κουτσόπουλου":"κουτσόπουλου", "κουτσός":"κουτσός", "κουτσοσίμος":"κουτσοσίμος", "κουτσοσπύρο":"κουτσοσπύρος", "κουτσοσπύρος":"κουτσοσπύρος", "κουτσούκης":"κουτσούκης", "κουτσούκος":"κουτσούκος", "κουτσουκωστα":"κουτσοεικοστός", "κουτσουλιές":"κουτσουλιά", "κουτσουμπή":"κουτσουμπός", "κουτσουπιά":"κουτσουπιά", "κουτσουρεμένου":"κουτσουρεμένος", "κουτσουρές":"κουτσουρές", "κούτσουρο":"κούτσουρο", "κουφά":"κουφός", "κουφάκης":"κουφάκης", "κούφαλης":"κούφαλης", "κουφάλια":"κουφάλια", "κουφαλιων":"κουφαλιων", "κουφαλίων":"κουφαλίων", "κουφάρι":"κουφάρι", "κουφάρια":"κουφάρι", "κουφέλο":"κουφέλο", "κουφέλου":"κουφέλου", "κουφή":"κουφός", "κούφια":"κούφιος", "κούφιες":"κούφιος", "κουφίτσα":"κουφίτσα", "κούφο":"κούφος", "κουφοντίνα":"κουφοντίνα", "κουφοντίνας":"κουφοντίνας", "κούφωμα":"κούφωμα", "κουφώματα":"κούφωμα", "κουφωματων":"κούφωμα", "κουφωμάτων":"κούφωμα", "κουχάρσκι":"κουχάρσκι", "κουχτσόγλου":"κουχτσόγλου", "κόφι":"κόφι", "κοφίνια":"κοφίνι", "κοφτά":"κοφτά", "κοφτερά":"κοφτερός", "κοφτερό":"κοφτερός", "κόφτες":"κόφτης", "κοφτές":"κοφτός", "κόφτη":"κόφτης", "κοφτό":"κοφτός", "κόφφα":"κόφφα", "κοχ":"κοχ", "κόχα":"κόχα", "κοχλίας":"κοχλίας", "κόχραν":"κόχραν", "κοχύλια":"κοχύλι", "κόψανε":"κόβω", "κόψε":"κόβω", "κόψει":"κόβω", "κόψεις":"κόβω", "κόψη":"κόψη", "κοψίδια":"κοψίδι", "κόψιμο":"κόψιμο", "κόψουμε":"κόβω", "κόψουν":"κόβω", "κόψω":"κόβω", "κ-π":"κ-π", "κπα":"κπα", "κπρ":"κπρ", "κπρ1":"κπρ1", "κπρ-σαουθάμπτον":"κπρ-σαουθάμπτον", "κπς":"κπς", "κρ.":"κρ.", "κραγιάννης":"κραγιάννης", "κραγιας":"κραγιας", "κραγιόνια":"κραγιόνι", "κραδαίνει":"κραδαίνω", "κραδαίνοντας":"κραδαίνω", "κραδασμό":"κραδασμός", "κραδασμοί":"κραδασμός", "κραδασμούς":"κραδασμός", "κραιπάλη":"κραιπάλη", "κραϊτσικ":"κραϊτσικ", "κράιτσικ":"κράιτσικ", "κρακ":"κρακ", "κρακατοα":"κρακατοα", "κρακατόα":"κρακατόα", "κρακοβίας":"κρακοβίας", "κραλης":"κραλης", "κράμα":"κράμα", "κράμπες":"κράμπα", "κράνη":"κράνος", "κρανία":"κρανίο", "κρανιδιώτη":"κρανιδιώτη", "κρανιδιώτης":"κρανιδιώτης", "κρανίο":"κρανίο", "κρανιοεγκεφαλικές":"κρανιοεγκεφαλικός", "κρανίου":"κρανίο", "κρανιώτης":"κρανιώτης", "κράνος":"κράνος", "κρανοφόρους":"κρανοφόρος", "κρανοχώρι":"κρανοχώρι", "κραουνάκη":"κραουνάκη", "κραουνάκης":"κραουνάκης", "κρας":"κρας", "κρασάκι":"κρασάκι", "κρασάτος":"κρασάτος", "κράση":"κράση", "κράσι":"κράση", "κρασι":"κρασί", "κρασί":"κρασί", "κρασιά":"κρασί", "κρασιμίρ":"κρασιμίρ", "κρασιού":"κρασί", "κρασιών":"κρασί", "κρασνογιάρσκ":"κρασνογιάρσκ", "κρασομεζέδες":"κρασομεζέδες", "κράσπεδα":"κράσπεδο", "κράσπεδο":"κράσπεδο", "κρασσας":"κρασσας", "κρασσάς":"κρασσάς", "κρατά":"κρατώ", "κράτα":"κρατώ", "κράταγαν":"κρατώ", "κράταγε":"κρατώ", "κρατάει":"κρατώ", "κραταιά":"κραταιός", "κραταιάς":"κραταιός", "κραταιή":"κραταιός", "κραταιό":"κραταιός", "κραταιός":"κραταιός", "κρατάμε":"κρατώ", "κρατάνε":"κρατώ", "κρατάς":"κρατώ", "κρατάτε":"κρατώ", "κρατάω":"κρατώ", "κρατεί":"κρατώ", "κράτει":"κρατώ", "κρατείται":"κρατώ", "κρατερό":"κρατερός", "κρατερός":"κρατερός", "κρατερού":"κρατερός", "κράτη":"κράτος", "κρατηθεί":"κρατώ", "κρατηθείτε":"κρατώ", "κρατήθηκα":"κρατώ", "κρατήθηκαν":"κρατώ", "κρατήθηκε":"κρατώ", "κρατηθούμε":"κρατώ", "κρατηθούν":"κρατώ", "κρατηθώ":"κρατώ", "κράτη-μέλη":"κράτη-μέλη", "κρατημένα":"κρατώ", "κρατήρα":"κρατήρας", "κρατήρας":"κρατήρας", "κρατήρες":"κρατήρας", "κρατήρων":"κρατήρας", "κράτησα":"κρατώ", "κρατήσαμε":"κρατώ", "κράτησαν":"κρατώ", "κράτησε":"κρατώ", "κρατήσει":"κρατώ", "κρατήσεις":"κράτηση", "κρατήσετε":"κρατώ", "κρατήσεων":"κράτηση", "κράτηση":"κράτηση", "κράτησή":"κράτηση", "κράτησης":"κράτηση", "κράτησής":"κράτηση", "κρατήσουμε":"κρατώ", "κρατήσουν":"κρατώ", "κρατήστε":"κρατώ", "κρατήσω":"κρατώ", "κρατητήρια":"κρατητήριο", "κρατητήριο":"κρατητήριο", "κρατητηρίων":"κρατητήριο", "κρατίδια":"κρατίδιο", "κρατίδιο":"κρατίδιο", "κρατίδιό":"κρατίδιο", "κρατιδίου":"κρατίδιο", "κρατιέμαι":"κρατώ", "κρατιέσαι":"κρατώ", "κρατιέται":"κρατώ", "κρατικά":"κρατικός", "κρατικές":"κρατικός", "κρατική":"κρατικός", "κρατικής":"κρατικός", "κρατικο":"κρατικός", "κρατικό":"κρατικός", "κρατικοδίαιτοι":"κρατικοδίαιτος", "κρατικοδίαιτος":"κρατικοδίαιτος", "κρατικοδίαιτους":"κρατικοδίαιτος", "κρατικοί":"κρατικός", "κρατικόν":"κρατικός", "κρατικοποιήθηκαν":"κρατικοποιώ", "κρατικός":"κρατικός", "κρατικού":"κρατικός", "κρατικούς":"κρατικός", "κρατικών":"κρατικός", "κρατισμό":"κρατισμός", "κρατισμός":"κρατισμός", "κρατισμού":"κρατισμός", "κράτος":"κράτος", "κράτος-μέλος":"κράτος-μέλος", "κρατούμενες":"κρατούμενη", "κρατούμενη":"κρατούμενη", "κρατουμένης":"κρατουμένη", "κρατουμενο":"κρατούμενο", "κρατούμενο":"κρατούμενος", "κρατούμενοι":"κρατούμενος", "κρατούμενος":"κρατούμενος", "κρατούμενου":"κρατούμενο", "κρατουμένου":"κρατούμενος", "κρατουμένους":"κρατούμενος", "κρατούμενους":"κρατούμενος", "κρατουμένων":"κρατούμενη", "κρατουμένων":"κρατούμενος", "κρατούμενων":"κρατούμενος", "κρατούν":"κρατώ", "κρατούντα":"κρατών", "κρατούνται":"κρατώ", "κρατούνταν":"κρατώ", "κρατούντες":"κρατών", "κρατούντων":"κρατών", "κράτους":"κράτος", "κρατούσα":"κρατώ", "κρατούσαμε":"κρατώ", "κρατούσαν":"κρατώ", "κρατούσας":"κρατών", "κρατούσε":"κρατώ", "κράτους-εκκλησίας":"κράτους-εκκλησίας", "κρατούσες":"κρατώ", "κράτους-μέλους":"κράτους-μέλους", "κρατω":"κρατώ", "κρατώ":"κρατώ", "κρατών":"κράτος", "κρατών-μελών":"κρατών-μελών", "κρατώντας":"κρατώ", "κραύγαζε":"κραυγάζω", "κραυγάζει":"κραυγάζω", "κραυγάζοντας":"κραυγάζω", "κραυγάζουν":"κραυγάζω", "κραυγαλέα":"κραυγαλέος", "κραυγαλέας":"κραυγαλέος", "κραυγαλέες":"κραυγαλέος", "κραυγαλέο":"κραυγαλέος", "κραύγασες":"κραυγάζω", "κραυγές":"κραυγή", "κραυγη":"κραυγή", "κραυγή":"κραυγή", "κραχ":"κραχ", "κράχτες":"κράχτης", "κρεάνκα":"κρεάνκα", "κρέας":"κρέας", "κρέατα":"κρέας", "κρεαταγορές":"κρεαταγορά", "κρεατικά":"κρεατικό", "κρεατικών":"κρεατικό", "κρέατος":"κρέας", "κρεατοφάγοι":"κρεατοφάγος", "κρεάτων":"κρέας", "κρεβατάκι":"κρεβατάκι", "κρεβατάκια":"κρεβατάκι", "κρεβάτι":"κρεβάτι", "κρεβάτια":"κρεβάτι", "κρεβατιού":"κρεβάτι", "κρεβατιών":"κρεβάτι", "κρεβατοκάμαρας":"κρεβατοκάμαρα", "κρεβατοκάμαρες":"κρεβατοκάμαρα", "κρεγκ":"κρεγκ", "κρέιβιν":"κρέιβιν", "κρέιν":"κρέιν", "κρεκα":"κρεκα", "κρεμ":"κρεμ", "κρέμα":"κρέμα", "κρεμάζοντας":"κρεμάζοντας", "κρεμάζω":"κρεμάζω", "κρεμάμε":"κρεμώ", "κρέμας":"κρέμα", "κρεμάσαμε":"κρεμώ", "κρέμασαν":"κρεμώ", "κρέμασε":"κρεμώ", "κρεμάσει":"κρεμώ", "κρεμάσετε":"κρεμώ", "κρέμασμα":"κρέμασμα", "κρεμασμένα":"κρεμασμένος", "κρεμασμένες":"κρεμασμένος", "κρεμασμένη":"κρεμασμένος", "κρεμασμένο":"κρεμασμένος", "κρεμασμένοι":"κρεμασμένος", "κρεμασμένος":"κρεμασμένος", "κρεμάσουμε":"κρεμώ", "κρεμάσουν":"κρεμώ", "κρεμαστάρια":"κρεμαστάρι", "κρεμαστές":"κρεμαστός", "κρεμάστηκαν":"κρεμάω", "κρεμάστηκε":"κρεμώ", "κρεμαστής":"κρεμαστός", "κρεμαστινού":"κρεμαστινού", "κρεμαστός":"κρεμαστός", "κρεμαστούν":"κρεμάω", "κρεμάστρες":"κρεμάστρα", "κρεματόρια":"κρεματόριο", "κρέμες":"κρέμα", "κρέμεται":"κρεμώ", "κρεμιέται":"κρεμώ", "κρεμλίνο":"κρεμλίνο", "κρεμλίνου":"κρεμλίνο", "κρεμμυδάκια":"κρεμμυδάκι", "κρεμμύδι":"κρεμμύδι", "κρεμμύδια":"κρεμμύδι", "κρεμμυδιού":"κρεμμύδι", "κρεμονέζε":"κρεμονέζε", "κρέμονται":"κρέμομαι", "κρέμονταν":"κρεμώ", "κρεμούσαν":"κρεμώ", "κρεοπωλεία":"κρεοπωλείο", "κρεοπωλείο":"κρεοπωλείο", "κρεοπώλες":"κρεοπώλης", "κρεοπωλών":"κρεοπώλης", "κρεοφαγία":"κρεοφαγία", "κρεοφαγίας":"κρεοφαγία", "κρέπες":"κρέπα", "κρεσέντο":"κρεσέντο", "κρεσόν":"κρεσόν", "κρέσπο":"κρέσπο", "κρεωνίδης":"κρεωνίδης", "κρήνες":"κρήνη", "κρήνη":"κρήνη", "κρηνης":"κρήνη", "κρήνης":"κρήνη", "κρήνης-αρετσούς":"κρήνης-αρετσούς", "κρησφύγετα":"κρησφύγετο", "κρησφύγετό":"κρησφύγετο", "κρήτες":"κρήτες", "κρητη":"κρήτη", "κρήτη":"κρήτη", "κρήτης":"κρήτη", "κρητικά":"κρητικός", "κρητικές":"κρητικός", "κρητική":"κρητικός", "κρητικής":"κρητικός", "κρητικό":"κρητικός", "κρητικοι":"κρητικός", "κρητικοί":"κρητικός", "κρητικός":"κρητικός", "κρητικούς":"κρητικός", "κρητικών":"κρητικός", "κρητομυκηναϊκού":"κρητομυκηναϊκός", "κριαρας":"κριαράς", "κριθεί":"κρίνω", "κρίθηκαν":"κρίνω", "κρίθηκε":"κρίνω", "κριθιά":"κριθιά", "κριθιάς":"κριθιάς", "κριθούμε":"κρίνω", "κριθούν":"κρίνω", "κρικελας":"κρικέλα", "κρίκετ":"κρίκετ", "κρίκο":"κρίκος", "κρίκοι":"κρίκος", "κρίκος":"κρίκος", "κρίκου":"κρίκος", "κρίκους":"κρίκος", "κρίμα":"κρίμα", "κρίνει":"κρίνω", "κρίνεις":"κρίνω", "κρίνεστε":"κρίνω", "κρίνεται":"κρίνω", "κρίνετε":"κρίνω", "κρίνη":"κρίνη", "κρινόλευκες":"κρινόλευκος", "κρινόμενη":"κρινόμενος", "κρινόμενοι":"κρινόμενος", "κρίνονται":"κρίνω", "κρίνονταν":"κρίνω", "κρίνοντας":"κρίνω", "κρίνοντάς":"κρίνω", "κρινόταν":"κρίνω", "κρίνουμε":"κρίνω", "κρίνουν":"κρίνω", "κρίνω":"κρίνω", "κριος":"κριός", "κριού":"κριός", "κριπιντίρης":"κριπιντίρης", "κρις":"κρις", "κρίσεις":"κρίση", "κρίσεων":"κρίση", "κρίσεως":"κρίση", "κριση":"κρίση", "κρίση":"κρίση", "κρισης":"κρίση", "κρίσης":"κρίση", "κρίσιμα":"κρίσιμος", "κρίσιμες":"κρίσιμος", "κρίσιμη":"κρίσιμος", "κρίσιμης":"κρίσιμος", "κρίσιμο":"κρίσιμος", "κρίσιμοι":"κρίσιμος", "κρίσιμος":"κρίσιμος", "κρισιμότατη":"κρίσιμος", "κρισιμότατο":"κρίσιμος", "κρισιμότερα":"κρίσιμος", "κρισιμότερο":"κρίσιμος", "κρισιμότητα":"κρισιμότητα", "κρισιμότητά":"κρισιμότητα", "κρισιμότητας":"κρισιμότητα", "κρίσιμου":"κρίσιμος", "κρίσιμους":"κρίσιμος", "κρίσιμων":"κρίσιμος", "κρίσιν":"κρίση", "κρισμάρεβις":"κρισμάρεβις", "κρισταλ":"κρισταλ", "κρίσταλ":"κρίσταλ", "κρίστι":"κρίστι", "κριστιαν":"κριστιαν", "κριστιάν":"κριστιάν", "κρίστιαν":"κρίστιαν", "κριστιάνο":"κριστιάνο", "κρίστιν":"κρίστιν", "κριστίνα":"κριστίνα", "κρίστις":"κρίστις", "κρίστο":"κρίστο", "κριστόφ":"κριστόφ", "κριστόφερ":"κριστόφερ", "κρίστοφερ":"κρίστοφερ", "κριστόφερσον":"κριστόφερσον", "κριταί":"κριταί", "κριτες":"κριτής", "κριτές":"κριτής", "κριτή":"κριτής", "κριτήρια":"κριτήριο", "κριτήριά":"κριτήριο", "κριτήριο":"κριτήριο", "κριτηρίων":"κριτήριο", "κριτής":"κριτής", "κριτικά":"κριτικά", "κριτικάρει":"κριτικάρω", "κριτικάρουμε":"κριτικάρω", "κριτικάρουν":"κριτικάρω", "κριτικές":"κριτική", "κριτικη":"κριτική", "κριτική":"κριτική", "κριτικης":"κριτική", "κριτικής":"κριτική", "κριτικό":"κριτικός", "κριτικοί":"κριτικός", "κριτικός":"κριτικός", "κριτικού":"κριτικός", "κριτικούς":"κριτικός", "κριτικών":"κριτικός", "κριτοπουλος":"κριτοπουλος", "κροατη":"κροάτης", "κροάτη":"κροάτης", "κροάτης":"κροάτης", "κροατία":"κροατία", "κροατίας":"κροατία", "κροατικής":"κροατικός", "κροατικού":"κροατικός", "κροίσος":"κροίσος", "κροκέτες":"κροκέτα", "κρόκο":"κρόκος", "κροκόδειλος":"κροκόδειλος", "κροκόδειλου":"κροκόδειλος", "κροκοδείλους":"κροκόδειλος", "κροκόδειλους":"κροκόδειλος", "κροκοδείλων":"κροκόδειλος", "κρόκοι":"κρόκος", "κρόκος":"κρόκος", "κρόκου":"κρόκος", "κρόκους":"κρόκος", "κρόμκαμπ":"κρόμκαμπ", "κρομύδα":"κρομύδα", "κρόμχαρντ":"κρόμχαρντ", "κρονάκη":"κρονάκη", "κρόνου":"κρόνος", "κρόουλ":"κρόουλ", "κρος":"κρος", "κροτάλ":"κροτάλ", "κροταφική":"κροταφικός", "κρόταφο":"κρόταφος", "κρόταφοι":"κρόταφος", "κροτίδες":"κροτίδα", "κρότο":"κρότος", "κροτόνε":"κροτόνε", "κρότος":"κρότος", "κρότσε":"κρότσε", "κρου":"κρου", "κρου22571834-62":"κρου22571834-62", "κρουαζέτ":"κρουαζέτ", "κρουαζιέρα":"κρουαζιέρα", "κρουαζιέρας":"κρουαζιέρα", "κρουαζιέρες":"κρουαζιέρα", "κρουαζιερόπλοια":"κρουαζιερόπλοιο", "κρουαζιερόπλοιο":"κρουαζιερόπλοιο", "κρουασάν":"κρουασάν", "κρουει":"κρούω", "κρούει":"κρούω", "κρουζ":"κρουζ", "κρουλ":"κρουλ", "κρούοντας":"κρούω", "κρούουμε":"κρούω", "κρούουν":"κρούω", "κρουπιέρη":"κρουπιέρης", "κρουπιέρης":"κρουπιέρης", "κρούση":"κρούση", "κρούσης":"κρούση", "κρούσμα":"κρούσμα", "κρουσματα":"κρούσμα", "κρούσματα":"κρούσμα", "κρούσματος":"κρούσμα", "κρουσμάτων":"κρούσμα", "κρούστα":"κρούστα", "κρουστά":"κρουστός", "κρούστας":"κρούστα", "κρουστών":"κρούστης", "κρόφορντ":"κρόφορντ", "κρστιτς":"κρστιτς", "κρυα":"κρύο", "κρύα":"κρύο", "κρύα":"κρύος", "κρυάδα":"κρυάδα", "κρύας":"κρύος", "κρύβανε":"κρύβω", "κρυβει":"κρύβω", "κρύβει":"κρύβω", "κρύβεσαι":"κρύβω", "κρύβεται":"κρύβω", "κρύβετε":"κρύβω", "κρύβομαι":"κρύβω", "κρυβόμαστε":"κρύβω", "κρύβονται":"κρύβω", "κρύβονταν":"κρύβω", "κρύβοντας":"κρύβω", "κρυβόταν":"κρύβω", "κρύβουμε":"κρύβω", "κρύβουν":"κρύβω", "κρύβω":"κρύβω", "κρύες":"κρύος", "κρυμμένα":"κρυμμένος", "κρυμμένες":"κρύβω", "κρυμμένη":"κρυμμένος", "κρυμμένο":"κρυμμένος", "κρυμμένοι":"κρύβω", "κρυμμένου":"κρύβω", "κρύο":"κρύο", "κρύο":"κρύος", "κρυολόγημα":"κρυολόγημα", "κρυολογήματος":"κρυολόγημα", "κρυολογημάτων":"κρυολόγημα", "κρυονέρι":"κρυονέρι", "κρυοπαγήματα":"κρυοπάγημα", "κρύος":"κρύος", "κρύου":"κρύο", "κρύους":"κρύος", "κρύπτες":"κρύπτη", "κρυπτογράφηση":"κρυπτογράφηση", "κρυπτογραφίας":"κρυπτογραφία", "κρυπτόν":"κρυπτόν", "κρυπτώ":"κρυπτός", "κρύσταλλα":"κρύσταλλο", "κρυστάλλινα":"κρυστάλλινος", "κρυσταλλινες":"κρυστάλλινος", "κρυστάλλινες":"κρυστάλλινος", "κρυστάλλινη":"κρυστάλλινος", "κρυστάλλινο":"κρυστάλλινος", "κρύσταλλο":"κρύσταλλος", "κρυσταλλοπηγη":"κρυσταλλοπηγή", "κρυσταλλοπηγή":"κρυσταλλοπηγή", "κρυσταλλοπηγής":"κρυσταλλοπηγή", "κρυστάλλου":"κρύσταλλο", "κρυστάλλους":"κρύσταλλος", "κρυστάλλων":"κρύσταλλος", "κρυσταλοπηγής":"κρυσταλοπηγής", "κρυφά":"κρυφά", "κρυφακούν":"κρυφακούω", "κρυφές":"κρυφός", "κρυφή":"κρυφός", "κρυφό":"κρυφός", "κρυφοί":"κρυφός", "κρυφός":"κρυφός", "κρυφού":"κρυφός", "κρυφούς":"κρυφός", "κρυφτεί":"κρύβω", "κρυφτείς":"κρύβω", "κρύφτηκαν":"κρύβω", "κρυφτηκε":"κρύβω", "κρύφτηκε":"κρύβω", "κρυφτό":"κρυφτός", "κρυφτούλι":"κρυφτούλι", "κρυφτούν":"κρύβω", "κρυφτώ":"κρύβω", "κρυφών":"κρυφός", "κρύψει":"κρύβω", "κρύψετε":"κρύβω", "κρυψίνοια":"κρυψίνοια", "κρύψουμε":"κρύβω", "κρύψουν":"κρύβω", "κρύψω":"κρύβω", "'κρυψώνας'":"'κρυψώνας'", "κρυωνάς":"κρυωνάς", "κρυώνει":"κρυώνω", "κρυώνουν":"κρυώνω", "κρυώσει":"κρυώνω", "κρυώσουν":"κρυώνω", "κρωγμούς":"κρωγμός", "κρώμνη":"κρώμνη", "κτ":"κτ", "κτελ":"κτελ", "κτενίδης":"κτενίδης", "κτεο":"κτεο", "κτερίσματα":"κτέρισμα", "κτήμα":"κτήμα", "κτήματα":"κτήμα", "κτηματαγορά":"κτηματαγορά", "κτηματαγοράς":"κτηματαγορά", "κτηματική":"κτηματικός", "κτηματικής":"κτηματικός", "κτηματικών":"κτηματικός", "κτηματογράφηση":"κτηματογράφηση", "κτηματογράφησης":"κτηματογράφησης", "κτηματολογικά":"κτηματολογικός", "κτηματολογικοί":"κτηματολογικός", "κτηματολογικών":"κτηματολογικός", "κτηματολογιο":"κτηματολόγιο", "κτηματολόγιο":"κτηματολόγιο", "κτηματολογίου":"κτηματολόγιο", "κτηματομεσίτης":"κτηματομεσίτης", "κτηματομεσιτικών":"κτηματομεσιτικός", "κτήματος":"κτήμα", "κτημάτων":"κτήμα", "κτήνη":"κτήνος", "κτηνιατρείο":"κτηνιατρείο", "κτηνιατρείου":"κτηνιατρείο", "κτηνιατρική":"κτηνιατρικός", "κτηνιατρικης":"κτηνιατρικός", "κτηνιατρικής":"κτηνιατρικός", "κτηνιατρικό":"κτηνιατρικός", "κτηνιατρικού":"κτηνιατρικός", "κτηνιατρικών":"κτηνιατρικός", "κτηνίατροι":"κτηνίατρος", "κτηνίατρος":"κτηνίατρος", "κτηνιάτρου":"κτηνίατρος", "κτηνιάτρους":"κτηνίατρος", "κτηνιάτρων":"κτηνίατρος", "κτήνος":"κτήνος", "κτηνοτροφία":"κτηνοτροφία", "κτηνοτροφικές":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτροφική":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτροφικής":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτροφικός":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτροφικού":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτροφικών":"κτηνοτροφικός", "κτηνοτρόφοι":"κτηνοτρόφος", "κτηνοτρόφος":"κτηνοτρόφος", "κτηνοτρόφους":"κτηνοτρόφος", "κτηνοτρόφων":"κτηνοτρόφος", "κτήνους":"κτήνος", "κτηνώδη":"κτηνώδης", "κτηνώδης":"κτηνώδης", "κτηνωδία":"κτηνωδία", "κτηνωδίες":"κτηνωδία", "κτήρια":"κτήριο", "κτηρίου":"κτήριο", "κτήσεων":"κτήση", "κτήση":"κτήση", "κτήσης":"κτήση", "κτησιφών":"κτησιφών", "κτησιφώντα":"κτησιφώντα", "κτητικές":"κτητικός", "κτητική":"κτητικός", "κτητικό":"κτητικός", "κτίζει":"κτίζω", "κτίζεται":"κτίζω", "κτίζονται":"κτίζω", "κτίζονταν":"κτίζω", "κτίζοντας":"κτίζω", "κτίζουν":"κτίζω", "κτίρια":"κτίριο", "κτίριά":"κτίριο", "κτιριακά":"κτιριακός", "κτιριακές":"κτιριακός", "κτιριακή":"κτιριακός", "κτιριακής":"κτιριακός", "κτιριακό":"κτιριακός", "κτιριακών":"κτιριακός", "κτίριο":"κτίριο", "κτιριοδομικού":"κτιριοδομικού", "κτιρίου":"κτίριο", "κτιρίων":"κτίριο", "κτίσει":"κτίζω", "κτίσεις":"κτίζω", "κτίσετε":"κτίζω", "κτισθεί":"κτίζω", "κτίσθηκαν":"κτίζω", "κτίσθηκε":"κτίζω", "κτίσιμο":"κτίσιμο", "κτίσμα":"κτίσμα", "κτίσματα":"κτίσμα", "κτίσματά":"κτίσμα", "κτίσματος":"κτίσμα", "κτισμάτων":"κτίσμα", "κτισμένα":"κτίζω", "κτισμένη":"κτισμένος", "κτισμένο":"κτίζω", "κτίσουν":"κτίζω", "κτιστά":"κτιστός", "κτιστεί":"κτίζω", "κτίστηκαν":"κτίζω", "κτίστηκε":"κτίζω", "κτιστό":"κτιστός", "κτιστούν":"κτίζω", "κτίσω":"κτίζω", "κτλ":"κτλ", "κτλ.":"κτλ.", "κτμ":"κτμ", "κ'τσή":"κ'τσή", "κτυπά":"κτυπώ", "κτυπάει":"κτυπώ", "κτύπημα":"κτύπημα", "κτυπήματα":"κτύπημα", "κτυπημάτων":"κτύπημα", "κτύπησαν":"κτυπώ", "κτύπησε":"κτυπώ", "κτυπήσει":"κτυπώ", "κτυπήσουν":"κτυπώ", "κτυπούν":"κτυπώ", "κτύπους":"κτύπος", "κτώνται":"κτώμαι", "κυα":"κυα", "κυανέρυθροι":"κυανέρυθρος", "κυανερυθρους":"κυανέρυθρος", "κυανέρυθρους":"κυανέρυθρος", "κυανέρυθρων":"κυανέρυθρος", "κυανοκιτρίνων":"κυανοκιτρίνων", "κυανολευκα":"κυανόλευκος", "κυανόλευκα":"κυανόλευκος", "κυανόλευκη":"κυανόλευκος", "κυανόλευκης":"κυανόλευκος", "κυανόλευκο":"κυανόλευκος", "κυανολευκοι":"κυανόλευκος", "κυανόλευκοι":"κυανόλευκος", "κυανόλευκος":"κυανόλευκος", "κυανόλευκου":"κυανόλευκος", "κυανόλευκους":"κυανόλευκος", "κυανόλευκων":"κυανόλευκος", "κυανός":"κυανός", "κυανού":"κυανός", "κυβ":"κυβ", "κυβέλη":"κυβέλη", "κυβέλου":"κυβέλου", "κυβερνά":"κυβερνώ", "κυβερνάει":"κυβερνώ", "κυβερνάται":"κυβερνώ", "κυβερνάτε":"κυβερνώ", "κυβέρνησαν":"κυβερνώ", "κυβέρνησε":"κυβερνώ", "κυβερνήσει":"κυβερνώ", "κυβερνήσεις":"κυβέρνηση", "κυβερνήσεων":"κυβέρνηση", "κυβερνήσεών":"κυβέρνηση", "κυβερνήσεως":"κυβέρνηση", "κυβερνηση":"κυβέρνηση", "κυβέρνηση":"κυβέρνηση", "κυβέρνησή":"κυβέρνηση", "κυβέρνησης":"κυβέρνηση", "κυβέρνησής":"κυβέρνηση", "κυβέρνησιν":"κυβέρνηση", "κυβερνήσουν":"κυβερνώ", "κυβερνήτες":"κυβερνήτης", "κυβερνήτη":"κυβερνήτης", "κυβερνήτης":"κυβερνήτης", "κυβερνητικά":"κυβερνητικός", "κυβερνητικές":"κυβερνητικός", "κυβερνητική":"κυβερνητικός", "κυβερνητικης":"κυβερνητικός", "κυβερνητικής":"κυβερνητικός", "κυβερνητικό":"κυβερνητικός", "κυβερνητικοί":"κυβερνητικός", "κυβερνητικός":"κυβερνητικός", "κυβερνητικού":"κυβερνητικός", "κυβερνητικούς":"κυβερνητικός", "κυβερνητικών":"κυβερνητικός", "κυβερνητών":"κυβερνήτης", "κυβερνιόταν":"κυβερνώ", "κυβερνοναύτες":"κυβερνοναύτες", "κυβερνούν":"κυβερνώ", "κυβερνούνται":"κυβερνώ", "κυβερνούσαν":"κυβερνώ", "κυβερνούσε":"κυβερνώ", "κυβερνοχώρο":"κυβερνοχώρος", "κυβερνοχώρου":"κυβερνοχώρος", "κυβερνώ":"κυβερνώ", "κυβερνών":"κυβερνών", "κυβερνώντα":"κυβερνών", "κυβερνώντες":"κυβερνών", "κυβερνώντος":"κυβερνών", "κυβερνώντων":"κυβερνών", "κυβερνώσας":"κυβερνών", "κυβικά":"κυβικός", "κυβικό":"κυβικός", "κυβικών":"κυβικός", "κυβισμό":"κυβισμός", "κυβισμός":"κυβισμός", "κυβισμού":"κυβισμός", "κυβιστικών":"κυβιστικός", "κύβοι":"κύβος", "κύβος":"κύβος", "κύβους":"κύβος", "κύδων":"κύδων", "κυδωνάτα":"κυδωνάτο", "κυδώνια":"κυδώνι", "κύζας":"κύζας", "κυζερίδης":"κυζερίδης", "κύηση":"κύηση", "κύησης":"κύηση", "κυθηρα":"κύθηρα", "κύθηρα":"κύθηρα", "κυθήρων":"κύθηρα", "κυκεώνα":"κυκεώνας", "κυκλ":"κυκλ", "κυκλάδες":"κυκλάδες", "κυκλαδικά":"κυκλαδικός", "κυκλαδικής":"κυκλαδικός", "κυκλαδικό":"κυκλαδικός", "κυκλαδικού":"κυκλαδικός", "κυκλαδίτικο":"κυκλαδίτικος", "κυκλαδίτικου":"κυκλαδίτικος", "κυκλάδων":"κυκλάδες", "κυκλιδωμάτων":"κυκλιδωμάτων", "κυκλικά":"κυκλικά", "κυκλικές":"κυκλικός", "κυκλική":"κυκλικός", "κυκλικής":"κυκλικός", "κυκλικό":"κυκλικός", "κύκλο":"κύκλος", "κυκλοθυμική":"κυκλοθυμικός", "κυκλοθυμικοί":"κυκλοθυμικός", "κύκλοι":"κύκλος", "κυκλος":"κύκλος", "κύκλος":"κύκλος", "κυκλοσπορίνη":"κυκλοσπορίνη", "κύκλου":"κύκλος", "κύκλους":"κύκλος", "κυκλοφορει":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορεί":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορείτε":"κυκλοφορώ", "κυκλοφόρησαν":"κυκλοφορώ", "κυκλοφόρησε":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορήσει":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορήσεις":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορήσετε":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορήσουν":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορια":"κυκλοφορία", "κυκλοφορία":"κυκλοφορία", "κυκλοφοριακά":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακές":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακή":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακης":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακής":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακό":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακός":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακού":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριακών":"κυκλοφοριακός", "κυκλοφοριας":"κυκλοφορία", "κυκλοφορίας":"κυκλοφορία", "κυκλοφορίες":"κυκλοφορία", "κυκλοφορικού":"κυκλοφορικός", "κυκλοφορούμε":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορουν":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορούν":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορούσαν":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορούσε":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορώ":"κυκλοφορώ", "κυκλοφορώντας":"κυκλοφορώ", "κυκλώθηκαν":"κυκλώνω", "κύκλωμα":"κύκλωμα", "κυκλώματα":"κύκλωμα", "κυκλώματος":"κύκλωμα", "κυκλωμάτων":"κύκλωμα", "κύκλων":"κύκλος", "κυκλώνα":"κυκλώνας", "κυκλωνας":"κυκλώνας", "κυκλώνας":"κυκλώνας", "κυκλώνει":"κυκλώνω", "κυκλώνες":"κυκλώνας", "κυκλώνεται":"κυκλώνω", "κυκλώπεια":"κυκλώπειος", "κυκλώσει":"κυκλώνω", "κύκνειο":"κύκνειος", "κύκνο":"κύκνος", "κύκνοι":"κύκνος", "κύκνος":"κύκνος", "κύκνους":"κύκνος", "κύκνων":"κύκνος", "κυλά":"κυλώ", "κυλάει":"κυλώ", "κυλάνε":"κυλώ", "κύλησαν":"κυλώ", "κύλησε":"κυλώ", "κυλήσει":"κυλώ", "κυλήσουν":"κυλώ", "κυλικεία":"κυλικείο", "κυλικείο":"κυλικείο", "κυλικείου":"κυλικείο", "κυλικείων":"κυλικείο", "κυλινδρικά":"κυλινδρικός", "κυλινδρικό":"κυλινδρικός", "κύλινδρο":"κύλινδρος", "κύλινδροι":"κύλινδρος", "κυλινδρομυλοι":"κυλινδρόμυλος", "κυλινδρομυλος":"κυλινδρόμυλος", "κύλινδρος":"κύλινδρος", "κυλίνδρου":"κύλινδρος", "κυλίνδρους":"κύλινδρος", "κυλιόμενες":"κυλιόμενος", "κυλιόμενη":"κυλιόμενος", "κυλιόμενου":"κυλιόμενος", "κυλλήνης":"κυλλήνη", "κυλούν":"κυλώ", "κυλούσαν":"κυλώ", "κυλούσε":"κυλώ", "κυλώντας":"κυλώ", "κυμα":"κύμα", "κύμα":"κύμα", "κυμαίνεται":"κυμαίνομαι", "κυμαινόμενο":"κυμαινόμενος", "κυμαινόμενου":"κυμαινόμενος", "κυμαίνονται":"κυμαίνομαι", "κυμαίνονταν":"κυμαίνομαι", "κυμαινόταν":"κυμαίνομαι", "κυμανθεί":"κυμαίνομαι", "κυμάνθηκαν":"κυμαίνομαι", "κυμάνθηκε":"κυμαίνομαι", "κυματα":"κύμα", "κύματα":"κύμα", "κύματά":"κύμα", "κυμάτιζε":"κυματίζω", "κυματίζει":"κυματίζω", "κυματίζουν":"κυματίζω", "κυματική":"κυματικός", "κυματισμό":"κυματισμός", "κυματισμούς":"κυματισμός", "κυματοθραύστης":"κυματοθραύστης", "κύματος":"κύμα", "κυμάτων":"κύμα", "κύμινα":"κύμινο", "κυμινων":"κύμινο", "κυμίνων":"κύμινο", "κυμουνδρής":"κυμουνδρής", "κυνηγά":"κυνηγώ", "κυνηγάει":"κυνηγώ", "κυνηγάμε":"κυνηγώ", "κυνηγάνε":"κυνηγώ", "κυνηγάς":"κυνηγώ", "κυνηγάτε":"κυνηγώ", "κυνηγάω":"κυνηγώ", "κυνηγετικές":"κυνηγετικός", "κυνηγετική":"κυνηγετικός", "κυνηγετικό":"κυνηγετικός", "κυνηγετικού":"κυνηγετικός", "κυνηγηθεί":"κυνηγώ", "κυνηγήθηκαν":"κυνηγώ", "κυνηγήθηκε":"κυνηγώ", "κυνηγημένα":"κυνηγώ", "κυνηγημένη":"κυνηγώ", "κυνηγημένοι":"κυνηγώ", "κυνηγημένος":"κυνηγημένος", "κυνηγημένου":"κυνηγώ", "κυνηγημένους":"κυνηγώ", "κυνηγημένων":"κυνηγημένος", "κυνήγησαν":"κυνηγώ", "κυνήγησε":"κυνηγώ", "κυνηγήσει":"κυνηγώ", "κυνηγήσετε":"κυνηγώ", "κυνηγήσουμε":"κυνηγώ", "κυνηγήσουν":"κυνηγώ", "κυνηγητό":"κυνηγητό", "κυνηγητού":"κυνηγητό", "κυνήγι":"κυνήγι", "κυνήγια":"κυνήγι", "κυνηγιόνταν":"κυνηγώ", "κυνηγιού":"κυνήγι", "κυνηγιούνται":"κυνηγώ", "κυνηγό":"κυνηγός", "κυνηγοί":"κυνηγός", "κυνηγός":"κυνηγός", "κυνηγόσκυλο":"κυνηγόσκυλο", "κυνηγόσκυλου":"κυνηγόσκυλο", "κυνηγοσυλλεκτική":"κυνηγοσυλλεκτική", "κυνηγού":"κυνηγός", "κυνηγούμε":"κυνηγώ", "κυνηγούν":"κυνηγώ", "κυνηγούς":"κυνηγός", "κυνηγούσαμε":"κυνηγώ", "κυνηγούσαν":"κυνηγώ", "κυνηγούσε":"κυνηγώ", "κυνηγώ":"κυνηγώ", "κυνηγών":"κυνηγός", "κυνηγωντας":"κυνηγώ", "κυνηγώντας":"κυνηγώ", "κυνικά":"κυνικός", "κυνικές":"κυνικός", "κυνική":"κυνικός", "κυνικό":"κυνικός", "κυνικοί":"κυνικός", "κυνικός":"κυνικός", "κυνικότητα":"κυνικότητα", "κυνικούς":"κυνικός", "κυνισμό":"κυνισμός", "κυνισμός":"κυνισμός", "κυνισμού":"κυνισμός", "κυνοκομείο":"κυνοκομείο", "κυνοκομείου":"κυνοκομείου", "κυνοκομείων":"κυνοκομείων", "κυνομαχίες":"κυνομαχία", "κυοφορεί":"κυοφορώ", "κυοφορείται":"κυοφορώ", "κυοφορήσει":"κυοφορώ", "κυοφορία":"κυοφορία", "κυοφορούμενο":"κυοφορούμενος", "κυοφορούνται":"κυοφορώ", "κυοφορούσε":"κυοφορώ", "κύπ":"κύπ", "κυπαρίσση":"κυπαρίσση", "κυπαρίσσης":"κυπαρίσσης", "κυπαρίσσι":"κυπαρίσσι", "κυπαρίσσια":"κυπαρίσσι", "κυπάρισσος":"κυπάρισσος", "κυπελλα":"κύπελλο", "κύπελλα":"κύπελλο", "κυπελλο":"κύπελλο", "κύπελλο":"κύπελλο", "κυπελλου":"κύπελλο", "κυπέλλου":"κύπελλο", "κυπελλούχων":"κυπελλούχος", "κυπέλλων":"κύπελλο", "κυπραιος":"κύπριος", "κυπραίος":"κύπριος", "κυπραίου":"κύπριος", "κυπριακές":"κυπριακός", "κυπριακη":"κυπριακός", "κυπριακή":"κυπριακός", "κυπριακής":"κυπριακός", "κυπριακό":"κυπριακός", "κυπριακός":"κυπριακός", "κυπριακού":"κυπριακός", "κυπριακούς":"κυπριακός", "κυπριακών":"κυπριακός", "κυπριανού":"κυπριανός", "κυπρίνοι":"κυπρίνος", "κυπρίνου-διδυμότειχου":"κυπρίνου-διδυμότειχου", "κυπρίνων":"κυπρίνος", "κύπριο":"κύπριος", "κύπριοι":"κύπριος", "κύπριος":"κύπριος", "κυπριων":"κυπρί", "κυπρίων":"κύπριος", "κυπρο":"κύπρος", "κύπρο":"κύπρος", "κυπρος":"κύπρος", "κύπρος":"κύπρος", "κυπρου":"κύπρος", "κύπρου":"κύπρος", "κύπτουν":"κύπτω", "κυρ":"κυρ", "κυρ.":"κυρ.", "κυρά":"κυρά", "κυράς":"κυρά", "κυρατσά":"κυρατσά", "κυργελίδης":"κυργελίδης", "κυργιάκο":"κυργιάκο", "κυργιάκος":"κυργιάκος", "κυργιάκου":"κυργιάκου", "κυρηναίο":"κυρηναίο", "κυρηναίου":"κυρηναίου", "κυρία":"κυρία", "κύρια":"κύριος", "κυριαζής":"κυριαζής", "κυριαζίδη":"κυριαζίδη", "κυριαζίδης":"κυριαζίδης", "κυριαζίδου":"κυριαζίδου", "κυριακάκης":"κυριακάκης", "κυριακάτικες":"κυριακάτικος", "κυριακάτικη":"κυριακάτικος", "κυριακάτικης":"κυριακάτικος", "κυριακάτικο":"κυριακάτικος", "κυριακάτικου":"κυριακάτικος", "κυριακάτικους":"κυριακάτικος", "κυριακάτικων":"κυριακάτικος", "κυριακές":"κυριακή", "κυριακη":"κυριακή", "κυριακή":"κυριακή", "κυριακης":"κυριακή", "κυριακής":"κυριακή", "κυριακίδη":"κυριακίδης", "κυριακιδη*":"κυριακιδη*", "κυριακιδης":"κυριακίδης", "κυριακίδης":"κυριακίδης", "κυριάκο":"κυριάκος", "κυριάκογλου":"κυριάκογλου", "κυριακόπουλος":"κυριακόπουλος", "κυριάκος":"κυριάκος", "κυριακου":"κυριάκος", "κυριάκου":"κυριάκος", "κυριακού":"κυριακού", "κυριακούλας":"κυριακούλας", "κυριακουλης":"κυριακούλης", "κυρίαρχα":"κυρίαρχος", "κυριαρχεί":"κυριαρχώ", "κυριαρχείται":"κυριαρχώ", "κυριαρχείτε":"κυριαρχώ", "κυρίαρχες":"κυρίαρχος", "κυρίαρχη":"κυρίαρχος", "κυρίαρχης":"κυρίαρχος", "κυριάρχησαν":"κυριαρχώ", "κυριάρχησε":"κυριαρχώ", "κυριαρχήσει":"κυριαρχώ", "κυριάρχηση":"κυριάρχηση", "κυριαρχήσουν":"κυριαρχώ", "κυριαρχία":"κυριαρχία", "κυριαρχίας":"κυριαρχία", "κυριαρχίες":"κυριαρχία", "κυριαρχικά":"κυριαρχικός", "κυριαρχική":"κυριαρχικός", "κυριαρχικό":"κυριαρχικός", "κυρίαρχο":"κυρίαρχος", "κυρίαρχοι":"κυρίαρχος", "κυρίαρχος":"κυρίαρχος", "κυρίαρχου":"κυρίαρχος", "κυριαρχούμενη":"κυριαρχούμενος", "κυριαρχούν":"κυριαρχώ", "κυρίαρχους":"κυρίαρχος", "κυριαρχούσαν":"κυριαρχώ", "κυριαρχούσε":"κυριαρχώ", "κυρίαρχων":"κυρίαρχος", "κυριαρχώντας":"κυριαρχώ", "κυριας":"κυρία", "κυρίας":"κυρία", "κύριας":"κύριος", "κυριε":"κύριος", "κύριε":"κύριος", "κυριες":"κυρία", "κυρίες":"κυρία", "κύριες":"κύριος", "κυριεύει":"κυριεύω", "κυριεύονται":"κυριεύω", "κυριεύουν":"κυριεύω", "κυριεύσει":"κυριεύω", "κυριλέ":"κυριλέ", "κύριλλος":"κύριλλος", "κυρίλλου":"κύριλλος", "κύριο":"κύριος", "κύριοι":"κύριος", "κυριολεκτικά":"κυριολεκτικά", "κυριολεκτικώς":"κυριολεκτικά", "κυριολεκτούσε":"κυριολεκτώ", "κυριολεκτώ":"κυριολεκτώ", "κυριολεκτώντας":"κυριολεκτώ", "κυριολεξία":"κυριολεξία", "κυριόπουλος":"κυριόπουλος", "κύριος":"κύριος", "κυριότερα":"κύριος", "κυριότερες":"κύριος", "κυριότερη":"κύριος", "κυριότερο":"κύριος", "κυριότεροι":"κύριος", "κυριότερος":"κύριος", "κυριότερου":"κύριος", "κυριότερους":"κύριος", "κυριότερων":"κύριος", "κυριότητα":"κυριότητα", "κυριότητά":"κυριότητα", "κυριότήτά":"κυριότητα", "κυριότητας":"κυριότητα", "κυρίου":"κύριος", "κύριου":"κύριος", "κυρίους":"κύριος", "κύριους":"κύριος", "κυρίτση":"κυρίτση", "κυριτσης":"κυριτσης", "κυρίτσης":"κυρίτσης", "κυριών":"κυρία", "κυρίων":"κύριος", "κύριων":"κύριος", "κυρίως":"κυρίως", "κυρκιλής":"κυρκιλής", "κύρκος":"κύρκος", "κυρλής":"κυρλής", "κυρμιζης":"κυρμιζης", "κύρο":"κύρο", "κύρος":"κύρος", "κύρου":"κύρου", "κύρους":"κύρος", "κύροφ":"κύροφ", "κυρτό":"κυρτός", "κύρτσος":"κύρτσος", "κυρωθεί":"κυρώνω", "κυρώθηκε":"κυρώνω", "κυρωθούν":"κυρώνω", "κύρωσε":"κυρώνω", "κυρώσει":"κυρώνω", "κυρώσεις":"κύρωση", "κυρώσεων":"κύρωση", "κύρωση":"κύρωση", "κύρωσή":"κύρωση", "κύρωσης":"κύρωση", "κυσεα":"κυσεα", "κύστεως":"κύστη", "κύστη":"κύστη", "κυστών":"κύστη", "κύτη":"κύτος", "κύτταρα":"κύτταρο", "κύτταρά":"κύτταρο", "κυτταρικά":"κυτταρικός", "κυτταρικές":"κυτταρικός", "κυτταρική":"κυτταρικός", "κυτταρικής":"κυτταρικός", "κυτταρίτιδα":"κυτταρίτιδα", "κύτταρο":"κύτταρο", "κύτταρό":"κύτταρο", "κυττάρου":"κύτταρο", "κυττάρων":"κύτταρο", "κύφωση":"κύφωση", "κύψας":"κύψας", "κυψέλες":"κυψέλη", "κυψέλη":"κυψέλη", "κυψέλης":"κυψέλη", "κυψελίδες":"κυψελίδα", "κυψελίδων":"κυψελίδα", "κωβαίο":"κωβαίο", "κώδικα":"κώδικας", "κώδικά":"κώδικας", "κώδικας":"κώδικας", "κώδικες":"κώδικας", "κώδικές":"κώδικας", "κωδική":"κωδικός", "κωδικό":"κωδικός", "κωδικοί":"κωδικός", "κωδικοποιηθεί":"κωδικοποιώ", "κωδικοποιημένα":"κωδικοποιώ", "κωδικοποιημένες":"κωδικοποιώ", "κωδικοποιήσει":"κωδικοποιώ", "κωδικοποίηση":"κωδικοποίηση", "κωδικοποίησης":"κωδικοποίηση", "κωδικοποιήσουμε":"κωδικοποιώ", "κωδικοποιούνται":"κωδικοποιώ", "κωδικοποιώντας":"κωδικοποιώ", "κωδικός":"κωδικός", "κωδικούς":"κωδικός", "κωδίκων":"κώδικας", "κωδικών":"κωδικός", "κώδων":"κώδων", "κωδωνα":"κώδων", "κώδωνα":"κώδωνας", "κώδωνας":"κώδωνας", "κώλο":"κώλος", "κωλόπαιδα'":"κωλόπαιδα'", "κωλόπαιδα":"κωλόπαιδο", "κωλοτούμπες":"κωλοτούμπα", "κωλόχαρτο":"κωλόχαρτο", "κώλυμα":"κώλυμα", "κωλύματα":"κώλυμα", "κωλύματος":"κώλυμα", "κωλυμάτων":"κώλυμα", "κωλυσιεργία":"κωλυσιεργία", "κωλυσιεργίας":"κωλυσιεργία", "κωλυσιεργούν":"κωλυσιεργώ", "κωλώνεις":"κωλώνω", "κώμα":"κώμα", "κώματος":"κώμα", "κωματώδη":"κωματώδης", "κωμικά":"κωμικά", "κωμικά":"κωμικός", "κωμικές":"κωμικός", "κωμική":"κωμικός", "κωμικής":"κωμικός", "κωμικό":"κωμικός", "κωμικός":"κωμικός", "κωμικοτραγικά":"κωμικοτραγικός", "κωμικοτραγικές":"κωμικοτραγικός", "κωμικοτραγική":"κωμικοτραγικός", "κωμικοτραγικό":"κωμικοτραγικός", "κωμικού":"κωμικός", "κωμικούς":"κωμικός", "κωμικών":"κωμικός", "κωμοπόλεις":"κωμόπολη", "κωμοπόλεων":"κωμόπολη", "κωμόπολη":"κωμόπολη", "κωμόπολης":"κωμόπολη", "κωμόπολις":"κωμόπολη", "κωμωδία":"κωμωδία", "κωμωδίας":"κωμωδία", "κωμωδίες":"κωμωδία", "κωμωδιών":"κωμωδία", "κων":"κων", "κών":"κών", "κων.":"κων.", "κώνειο":"κώνειο", "κωνστανίνου":"κωνστανίνου", "κωνσταντάρα":"κωνσταντάρας", "κωνστανταράκου":"κωνστανταράκου", "κωνσταντάρας":"κωνσταντάρας", "κωνσταντάτου":"κωνσταντάτου", "κωνσταντή":"κωνσταντής", "κωνσταντής":"κωνσταντής", "κωνσταντία":"κωνσταντία", "κωνσταντίδης":"κωνσταντίδης", "κωνσταντινα":"κωνσταντίνα", "κωνσταντίνα":"κωνσταντίνα", "κωνσταντίνας":"κωνσταντίνα", "κωνσταντινιδη":"κωνσταντινίδης", "κωνσταντινίδη":"κωνσταντινίδης", "κωνσταντινιδης":"κωνσταντινίδης", "κωνσταντινίδης":"κωνσταντινίδης", "κωνσταντινο":"κωνσταντίνος", "κωνσταντίνο":"κωνσταντίνος", "κωνσταντινοπολιτών":"κωνσταντινοπολιτών", "κωνσταντινος":"κωνσταντίνος", "κωνσταντίνος":"κωνσταντίνος", "κωνσταντινου":"κωνσταντίνος", "κωνσταντίνου":"κωνσταντίνος", "κωνσταντινουπόλεως":"κωνσταντινούπολη", "κωνσταντινούπολη":"κωνσταντινούπολη", "κωνσταντινούπολης":"κωνσταντινούπολη", "κωνσταντινουπολιτών":"κωνσταντινουπολίτης", "κωνσταντόπουλο":"κωνσταντόπουλος", "κωνσταντόπουλον":"κωνσταντόπουλος", "κωνσταντοπουλος":"κωνσταντόπουλος", "κωνσταντόπουλος":"κωνσταντόπουλος", "κωνσταντόπουλου":"κωνσταντόπουλος", "κωνσταντούλας":"κωνσταντούλας", "κώνωπες":"κώνωπας", "κωπηλασια":"κωπηλασία", "κωπηλασία":"κωπηλασία", "κωπηλασίας":"κωπηλασία", "κωπηλάτες":"κωπηλάτης", "κωπηλάτης":"κωπηλάτης", "κωπηλατικού":"κωπηλατικός", "κωπηλατοδρόμιο":"κωπηλατοδρόμιο", "κωπηλάτριες":"κωπηλάτρια", "κως":"κως", "κωστα":"κώστας", "κώστα":"κώστας", "κωστάκη":"κωστάκης", "κωστάκης":"κωστάκης", "κωστάκος":"κωστάκος", "κωστάλας":"κωστάλας", "κωσταντίνος":"κωσταντίνος", "κωσταντίνου":"κωσταντίνου", "κωσταντόπουλο":"κωσταντόπουλο", "κώσταρο":"κώσταρο", "κωστας":"κώστας", "κώστας":"κώστας", "κωστή":"κωστής", "κωστηρια":"κωστηρια", "κωστης":"κωστής", "κωστής":"κωστής", "κωστίδη":"κωστίδη", "κωστίδης":"κωστίδης", "κωστικο":"κωστικο", "κωστίκο":"κωστίκο", "κωστικος":"κωστικος", "κωστίκος":"κωστίκος", "κωστίκου":"κωστίκου", "κωστόπουλο":"κωστόπουλος", "κωστόπουλος":"κωστόπουλος", "κωστόπουλου":"κωστόπουλος", "κωστούλα":"κωστούλα", "κωστούλης":"κωστούλης", "κώτα":"κώτα", "κωτουλα":"κωτουλα", "κωτούλα":"κωτούλα", "κωτούλας":"κωτούλας", "κώτσας":"κώτσας", "κωτσια":"κωτσια", "κώτσιος":"κώτσιος", "κωτσιούδη":"κωτσιούδη", "κώτσοι":"κώτσοι", "κωτσολιός":"κωτσολιός", "κωφάλαλα":"κωφάλαλος", "κωφάλαλης":"κωφάλαλος", "κωφάλαλοι":"κωφάλαλος", "κωφάλαλος":"κωφάλαλος", "κωφαλάλου":"κωφάλαλος", "κωφαλάλους":"κωφάλαλος", "κωφαλάλων":"κωφάλαλος", "κωφεύει":"κωφεύω", "κωφεύετε":"κωφεύω", "κωφεύουν":"κωφεύω", "κωφιδη":"κωφιδη", "κωφίδη":"κωφίδη", "κωφιδης":"κωφιδης", "κωφίδης":"κωφίδης", "κωφοί":"κωφός", "κωφός":"κωφός", "κωφού":"κωφός", "κωφούς":"κωφός", "κωφών":"κωφός", "κώφωση":"κώφωση", "κωχ":"κωχ", "λ":"λ", "λ.":"λ.", "λ.α.":"λ.α.", "λ.χ":"λ.χ", "λ.χ.":"λ.χ.", "λaγος":"λαγός", "λoράν":"λoράν", "λα":"λα", "λαβ":"λαβ", "λάβα":"λάβα", "λάβαινε":"λαμβάνω", "λαβαίνουν":"λαμβάνω", "λαβάλ":"λαβάλ", "λάβαμε":"λαμβάνω", "λάβαρα":"λάβαρο", "λάβαρο":"λάβαρο", "λαβας":"λάβα", "λάβας":"λάβα", "λάβατε":"λαμβάνω", "λαβέ":"λαβέ", "λάβει":"λαμβάνω", "λαβείν":"λαβείν", "λάβεις":"λαμβάνω", "λαβέλ":"λαβέλ", "λάβέλ":"λάβέλ", "λαβές":"λαβή", "λάβετε":"λαμβάνω", "λαβή":"λαβή", "λάβη":"λάβη", "λαβίν":"λαβίν", "λαβιφαρμ":"λαβιφαρμ", "λάβουμε":"λαμβάνω", "λάβουν":"λαμβάνω", "λάβρα":"λάβρα", "λαβράκι":"λαβράκι", "λαβράκια":"λαβράκι", "λάβροι":"λάβρος", "λάβρος":"λάβρος", "λαβρόφ":"λαβρόφ", "λαβύρινθο":"λαβύρινθος", "λαβύρινθος":"λαβύρινθος", "λαβυρίνθου":"λαβύρινθος", "λαβυρίνθους":"λαβύρινθος", "λαβύρινθους":"λαβύρινθος", "λαβυρινθώδους":"λαβυρινθώδης", "λάβω":"λαμβάνω", "λαβωμένη":"λαβώνω", "λαβωμένο":"λαβώνω", "λαβωμένου":"λαβωμένος", "λαβώνουν":"λαβώνω", "λαγαδά":"λαγαδά", "λαγάνα":"λαγάνα", "λαγάνας":"λαγάνα", "λαγάνες":"λαγάνα", "λαγαρίας":"λαγαρίας", "λαγγόνα":"λαγγόνα", "λαγκαδα":"λαγκαδάς", "λαγκαδά":"λαγκαδάς", "λαγκαδά-αμύντας":"λαγκαδά-αμύντας", "λαγκαδάς":"λαγκαδάς", "λαγκάδες":"λαγκάδα", "λαγκαδικίων":"λαγκαδικίων", "λάγκερλεφ":"λάγκερλεφ", "λαγκράντ":"λαγκράντ", "λαγκρέν":"λαγκρέν", "λάγκτον":"λάγκτον", "λαγνεία":"λαγνεία", "λαγνείας":"λαγνεία", "λαγό":"λαγός", "λαγος":"λαγός", "λαγός":"λαγός", "λάγος":"λάγος", "λαγού":"λαγός", "λαγούμι":"λαγούμι", "λαγούμια":"λαγούμι", "λαγούρος":"λαγούρος", "λαγούς":"λαγός", "λαγυνά":"λαγυνά", "λαγών":"λαγός", "λαγωνίδη":"λαγωνίδη", "λαγωνίδης":"λαγωνίδης", "λαγωνικάκη":"λαγωνικάκη", "λαγωνικάκης":"λαγωνικάκης", "λαγωνικο":"λαγωνικό", "λαγωνικό":"λαγωνικό", "λαδάδικα":"λαδάδικο", "λαδάδικων":"λαδάδικο", "λαδάκη":"λαδάκη", "λαδάκης":"λαδάκης", "λαδας":"λαδάς", "λαδάς":"λαδάς", "λαδενης":"λαδενης", "λαδερά":"λαδερός", "λάδι":"λάδι", "λάδια":"λάδι", "λαδιάρηδες":"λαδιάρηδες", "λαδιές":"λαδιά", "λαδιού":"λαδής", "λαδιών":"λαδής", "λαδοελιές":"λαδοελιές", "λαδολέμονο":"λαδολέμονο", "λαδομπογιατισμένους":"λαδομπογιατισμένους", "λαδόπουλος":"λαδόπουλος", "λαδόπουλου":"λαδόπουλος", "λάδωμα":"λάδωμα", "λαδώματα":"λάδωμα", "λαδώνεται":"λαδώνω", "λαδώνουν":"λαδώνω", "λαδώσεις":"λαδώνω", "λαέ":"λαός", "λαζανάς":"λαζανάς", "λαζάνη":"λαζάνη", "λαζάνια":"λαζάνια", "λαζαρίδη":"λαζαρίδης", "λαζαριδης":"λαζαρίδης", "λαζαρίδης":"λαζαρίδης", "λαζαριστων":"λαζαριστων", "λαζαριστών":"λαζαριστών", "λαζαριώτης":"λαζαριώτης", "λάζαρο":"λάζαρος", "λαζάροβα":"λαζάροβα", "λάζαρος":"λάζαρος", "λαζάρου":"λάζαρος", "λαζόγκα":"λαζόγκα", "λαζόγκας":"λαζόγκας", "λαζόπουλο":"λαζόπουλο", "λαζοπουλος":"λαζοπουλος", "λαζόπουλος":"λαζόπουλος", "λαζοπούλου":"λαζοπούλου", "λαζόπουλου":"λαζόπουλου", "λάζορικ":"λάζορικ", "λάζος":"λάζος", "λαθάκι":"λαθάκι", "λαθεμένες":"λαθεμένος", "λαθεμένη":"λαθεμένος", "λαθεμένο":"λαθεύω", "λάθη":"λάθος", "λαθος":"λάθος", "λάθος":"λάθος", "λάθους":"λάθος", "λαθραία":"λαθραία", "λαθραία":"λαθραίος", "λαθραίο":"λαθραίος", "λαθραίου":"λαθραίος", "λαθραίων":"λαθραίος", "λαθραίως":"λαθραία", "λαθρανασκαφές":"λαθρανασκαφή", "λαθρανασκαφής":"λαθρανασκαφή", "λαθρεμπορία":"λαθρεμπορία", "λαθρεμποριας":"λαθρεμπορία", "λαθρεμπορίας":"λαθρεμπορία", "λαθρεμπόριο":"λαθρεμπόριο", "λαθρεμπορίου":"λαθρεμπόριο", "λαθρέμπορο":"λαθρέμπορος", "λαθρέμποροι":"λαθρέμπορος", "λαθρέμπορος":"λαθρέμπορος", "λαθρεμπόρους":"λαθρέμπορος", "λαθρέμπορους":"λαθρέμπορος", "λαθρεμπόρων":"λαθρέμπορος", "λαθρέμπορων":"λαθρέμπορος", "λαθρεπιβάτες":"λαθρεπιβάτης", "λαθρεπιβάτιδα":"λαθρεπιβάτιδα", "λαθρο":"λαθρο", "λαθρομεταναστες":"λαθρομετανάστης", "λαθρομετανάστες":"λαθρομετανάστης", "λαθρομετανάστευση":"λαθρομετανάστευση", "λαθρομεταναστευσης":"λαθρομετανάστευση", "λαθρομετανάστευσης":"λαθρομετανάστευση", "λαθρομετανάστη":"λαθρομετανάστης", "λαθρομετανάστης":"λαθρομετανάστης", "λαθρομεταναστών":"λαθρομετανάστης", "λαθών":"λάθος", "λάιβ":"λάιβ", "λαϊκά":"λαϊκά", "λαϊκά":"λαϊκός", "λαϊκές":"λαϊκός", "λαϊκή":"λαϊκός", "λαικής":"λαικής", "λαϊκής":"λαϊκός", "λαϊκίζει":"λαϊκίζω", "λαϊκισμό":"λαϊκισμός", "λαϊκισμός":"λαϊκισμός", "'λαϊκισμός'":"'λαϊκισμός'", "λαϊκισμού":"λαϊκισμός", "λαϊκισμούς":"λαϊκισμός", "λαϊκιστές":"λαϊκιστής", "λαϊκιστής":"λαϊκιστής", "λαϊκίστικα":"λαϊκίστικος", "λαϊκίστικες":"λαϊκίστικος", "λαϊκιστική":"λαϊκιστικός", "λαϊκίστικη":"λαϊκίστικος", "λαϊκίστικο":"λαϊκίστικος", "λαϊκό":"λαϊκός", "λαϊκοί":"λαϊκός", "λαϊκον":"λαϊκός", "λαϊκός":"λαϊκός", "λαϊκότητα":"λαϊκότητα", "λαϊκότητας":"λαϊκότητα", "λαϊκότροπη":"λαϊκότροπος", "λαϊκού":"λαϊκός", "λαϊκούς":"λαϊκός", "λαϊκών":"λαϊκός", "λαίλαπα":"λαίλαπα", "λαϊλιά":"λαϊλιά", "λάιμ":"λάιμ", "λαίμαργα":"λαίμαργα", "λαιμαργία":"λαιμαργία", "λαίμαργο":"λαίμαργος", "λαίμαργου":"λαίμαργος", "λαιμητόμος":"λαιμητόμος", "λαιμό":"λαιμός", "λαιμός":"λαιμός", "λαιμού":"λαιμός", "λαιμούς":"λαιμός", "λάιν":"λάιν", "λάιονελ":"λάιονελ", "λάιτ":"λάιτ", "λάιφσταϊλ":"λάιφσταϊλ", "λακατάμεια":"λακατάμεια", "λάκη":"λάκης", "λάκης":"λάκης", "λακκιά":"λακκιά", "λακκιάς":"λακκιάς", "λάκκο":"λάκκος", "λακκοειδείς":"λακκοειδής", "λάκκοι":"λάκκος", "λάκκος":"λάκκος", "λακκούβα":"λακκούβα", "λακκούβας":"λακκούβα", "λακκούβες":"λακκούβα", "λάκκους":"λάκκος", "λάκοβιτς":"λάκοβιτς", "λακόμπ":"λακόμπ", "λακρούς":"λακρούς", "λάκτισμα":"λάκτισμα", "λακωνία":"λακωνία", "λακωνίζειν":"λακωνίζειν", "λακωνικά":"λακωνικά", "λακωνικές":"λακωνικός", "λακωνική":"λακωνικός", "λακωνικό":"λακωνικός", "λακωνικότατες":"λακωνικότατες", "λαλέ":"λαλές", "λαλήσει":"λαλώ", "λαλιά":"λαλιά", "λάλικ":"λάλικ", "λαλίστατη":"λαλίστατος", "λαλίστατο":"λαλίστατος", "λαλίστατος":"λαλίστατος", "λαλιώτη":"λαλιώτης", "λαλιωτης":"λαλιώτης", "λαλιώτης":"λαλιώτης", "λάλος":"λάλος", "λαλούν":"λαλώ", "λάλοφ":"λάλοφ", "λαμα":"λάμα", "λάμα":"λάμα", "λαμαρίνας":"λαμαρίνα", "λαμαρίνες":"λαμαρίνα", "λάμας":"λάμα", "λάμβανε":"λαμβάνω", "λαμβάνει":"λαμβάνω", "λαμβάνειν":"λαμβάνειν", "λαμβάνεις":"λαμβάνω", "λαμβάνεται":"λαμβάνω", "λαμβάνετε":"λαμβάνω", "λαμβανομένης":"λαμβανόμενος", "λαμβάνονται":"λαμβάνω", "λαμβάνονταν":"λαμβάνω", "λαμβάνοντας":"λαμβάνω", "λαμβάνοντάς":"λαμβάνω", "λαμβάνουμε":"λαμβάνω", "λαμβάνουν":"λαμβάνω", "λαμβάνω":"λαμβάνω", "λάμδα":"λάμδα", "λαμέι":"λαμέι", "λάμενς":"λάμενς", "λαμια":"λαμία", "λαμία":"λαμία", "λαμίαν":"λαμία", "λαμίας":"λαμία", "λαμίας-καρπενησίου":"λαμίας-καρπενησίου", "λαμιείς":"λαμιείς", "λαμόγια":"λαμόγια", "λαμόγιο":"λαμόγιο", "λάμπα":"λάμπα", "λαμπάδες":"λαμπάδα", "λαμπαδηδρομία":"λαμπαδηδρομία", "λαμπαδηδρόμους":"λαμπαδηδρόμος", "λαμπαδιάσει":"λαμπαδιάζω", "λαμπάκια":"λαμπάκι", "λαμπαναρην":"λαμπαναρην", "λαμπάρντ":"λαμπάρντ", "λάμπει":"λάμπω", "λαμπέρ":"λαμπέρ", "λάμπερ":"λάμπερ", "λαμπερά":"λαμπερός", "λαμπερές":"λαμπερός", "λαμπερή":"λαμπερός", "λαμπερνάκης":"λαμπερνάκης", "λαμπερό":"λαμπερός", "λάμπες":"λάμπα", "λαμπέτη":"λαμπέτη", "λάμπη":"λάμπης", "λαμπης":"λάμπης", "λάμπης":"λάμπης", "λαμπίδης":"λαμπίδης", "λαμπιόνια":"λαμπιόνι", "λαμπιούτ":"λαμπιούτ", "λάμπιουτ":"λάμπιουτ", "λαμπίρη":"λαμπίρη", "λάμπου":"λάμπου", "λάμπουν":"λάμπω", "λαμπρά":"λαμπρά", "λαμπρακη":"λαμπράκης", "λαμπράκη":"λαμπράκης", "λαμπράκης":"λαμπράκης", "λαμπράκος":"λαμπράκος", "λαμπραντόρ":"λαμπραντόρ", "λαμπρές":"λαμπρός", "λαμπρή":"λαμπρός", "λαμπρής":"λαμπρός", "λαμπριάκος":"λαμπριάκος", "λαμπρίδης":"λαμπρίδης", "λαμπρινή":"λαμπρινή", "λαμπρινής":"λαμπρινή", "λαμπρινίδης":"λαμπρινίδης", "λαμπρινόπουλο":"λαμπρινόπουλο", "λαμπρινόπουλου":"λαμπρινόπουλου", "λαμπρό":"λαμπρός", "λάμπρο":"λάμπρος", "λαμπρόν":"λαμπρός", "λαμπροπουλοι":"λαμπροπουλοι", "λαμπροπουλος":"λαμπρόπουλος", "λαμπρόπουλος":"λαμπρόπουλος", "λαμπρόπουλου":"λαμπρόπουλος", "λαμπρός":"λαμπρός", "λάμπρος":"λάμπρος", "λαμπρότερα":"λαμπρά", "λαμπρότερα":"λαμπρός", "λαμπρότερο":"λαμπρός", "λαμπρότερους":"λαμπρός", "λαμπρότητα":"λαμπρότητα", "λαμπρου":"λαμπρός", "λαμπρού":"λαμπρός", "λάμπρου":"λάμπρος", "λαμπρούς":"λαμπρός", "λάμπρυνε":"λαμπρύνω", "λαμπρύνει":"λαμπρύνω", "λαμπρύνουν":"λαμπρύνω", "λαμπρών":"λαμπρός", "λαμπτήρας":"λαμπτήρας", "λαμπτήρες":"λαμπτήρας", "λαμπυρίζει":"λαμπυρίζω", "λαμψα":"λαμψα", "λάμψει":"λάμπω", "λάμψεις":"λάμψη", "λάμψετε":"λάμπω", "λάμψη":"λάμψη", "λάμψης":"λάμψη", "λάμψουν":"λάμπω", "λανακαμ":"λανακαμ", "λαναρή":"λαναρή", "λαναρής":"λαναρής", "λανέρας":"λανέρας", "λανθάνει":"λανθάνω", "λανθάνοντα":"λανθάνων", "λανθάνουσα":"λανθάνων", "λανθάνουσας":"λανθάνων", "λανθασμένα":"λανθασμένος", "λανθασμένες":"λανθασμένος", "λανθασμένη":"λανθασμένος", "λανθασμένο":"λανθασμένος", "λανθασμένοι":"λανθασμένος", "λανθασμένος":"λανθασμένος", "λανθασμένους":"λανθασμένος", "λανθασμένων":"λανθασμένος", "λάνκα":"λάνκα", "λαν-νετ":"λαν-νετ", "λανς":"λανς", "λάνσαρε":"λανσάρω", "λανσάρει":"λανσάρω", "λανσάρισμα":"λανσάρισμα", "λανσαρίσματος":"λανσάρισμα", "λανσαριστούν":"λανσάρω", "λανσάροντας":"λανσάρω", "λανσάρουν":"λανσάρω", "λάνσετ":"λάνσετ", "λαντ":"λαντ", "λάντεν":"λάντεν", "λαντζέλα":"λαντζέλα", "λάντλουμ":"λάντλουμ", "λαξ":"λαξ", "λαξεύματα":"λάξευμα", "λαξευμένα":"λαξεύω", "λαξευμένες":"λαξεύω", "λαξευτή":"λαξευτής", "λαξευτοί":"λαξευτός", "λαό":"λαός", "λαογραφία":"λαογραφία", "λαογραφικά":"λαογραφικός", "λαογραφική":"λαογραφικός", "λαογραφικής":"λαογραφικός", "λαογραφικο":"λαογραφικός", "λαογραφικού":"λαογραφικός", "λαογραφικών":"λαογραφικός", "λαογράφος":"λαογράφος", "λαογράφων":"λαογράφος", "λαοθάλασσα":"λαοθάλασσα", "λαοί":"λαός", "λαοί-κομμάτια":"λαοί-κομμάτια", "λαοκρατία":"λαοκρατία", "λαόν":"λαός", "λαος":"λαος", "λαός":"λαός", "λάος":"λάος", "λαου":"λαός", "λαού":"λαός", "λάουε":"λάουε", "λαουρα":"λαουρα", "λάουρα":"λάουρα", "λαούς":"λαός", "λαουστίνο":"λαουστίνο", "λαουτζίκο":"λαουτζίκος", "λαούτο":"λαούτο", "λαοφιλούς":"λαοφιλής", "λαπάδες":"λαπάς", "λαπαροσκοπικό":"λαπαροσκοπικό", "λάππας":"λάππας", "λάπτοπ":"λάπτοπ", "λαρ":"λαρ", "λαρά":"λαρά", "λαρανάγκα":"λαρανάγκα", "λάρεν":"λάρεν", "λαρι":"λαρι", "λάρι":"λάρι", "λαρισα":"λάρισα", "λάρισα":"λάρισα", "λαρισα-ακρατητος":"λαρισα-ακρατητος", "λαρισαίος":"λαρισαίος", "λαρισαίου":"λαρισαίος", "λαρισας":"λάρισα", "λάρισας":"λάρισα", "λάρισας-απόλλων":"λάρισας-απόλλων", "λάρισας-μελίκη":"λάρισας-μελίκη", "λαριτζανί":"λαριτζανί", "λάρνακας":"λάρνακα", "λάρνακες":"λάρνακα", "λάρσεν":"λάρσεν", "λάρσον":"λάρσον", "λάρυγγα":"λάρυγγας", "λας":"λας", "λασκαράτου":"λασκαράτος", "λασκαρίδη":"λασκαρίδη", "λασκαρίδης":"λασκαρίδης", "λασκαρίδου":"λασκαρίδου", "λασκαρινα":"λασκαρίνα", "λασκαρίνα":"λασκαρίνα", "λάσκο":"λάσκος", "λάσπα":"λάσπα", "λάσπες":"λάσπη", "λάσπη":"λάσπη", "λάσπης":"λάσπη", "λασπολογία":"λασπολογία", "λασπολογίας":"λασπολογία", "λασπόλουτρα":"λασπόλουτρο", "λασπόνερα":"λασπόνερο", "λασπώδη":"λασπώδης", "λασπωμένα":"λασπωμένος", "λασσάνης":"λασσάνης", "λασσάνης-άρης":"λασσάνης-άρης", "λασσάνης-ασπίδα":"λασσάνης-ασπίδα", "λασσάνης-ήφαιστος":"λασσάνης-ήφαιστος", "λάστιχα":"λάστιχο", "λάστιχο":"λάστιχο", "λάστιχου":"λάστιχο", "λάτιν":"λάτιν", "λατινικά":"λατινικά", "λατινική":"λατινικός", "λατινικής":"λατινικός", "λατινικό":"λατινικός", "λατινικού":"λατινικός", "λατινικών":"λατινικός", "λατινοαμερικανική":"λατινοαμερικανικός", "λατινοαμερικάνικη":"λατινοαμερικάνικος", "λατινοαμερικάνικης":"λατινοαμερικάνικος", "λατινοαμερικάνικων":"λατινοαμερικάνικος", "λατινοαμερικάνοι":"λατινοαμερικάνος", "λατινόπουλος":"λατινόπουλος", "λάτοβιτς":"λάτοβιτς", "λατομ":"λατομ", "λατομεία":"λατομείο", "λατομείων":"λατομείο", "λατομικές":"λατομικός", "λατομική":"λατομικός", "λατρεία":"λατρεία", "λατρείας":"λατρεία", "λατρείες":"λατρεία", "λάτρεις":"λάτρης", "λατρεμένο":"λατρεύω", "λατρεμένους":"λατρεμένος", "λάτρευαν":"λατρεύω", "λάτρευε":"λατρεύω", "λατρεύει":"λατρεύω", "λατρεύονταν":"λατρεύω", "λατρεύοντας":"λατρεύω", "λατρευόταν":"λατρεύω", "λατρεύουμε":"λατρεύω", "λατρεύουν":"λατρεύω", "λατρευτή":"λατρευτός", "λατρεύτηκε":"λατρεύω", "λατρευτής":"λατρευτός", "λατρευτικά":"λατρευτικός", "λατρευτικές":"λατρευτικός", "λατρευτική":"λατρευτικός", "λατρευτικό":"λατρευτικός", "λατρευτικός":"λατρευτικός", "λατρευτικού":"λατρευτικός", "λατρευτού":"λατρευτός", "λατρεύω":"λατρεύω", "λάτρεψα":"λατρεύω", "λάτρεψε":"λατρεύω", "λάτρεψες":"λατρεύω", "λατρέψουν":"λατρεύω", "λάτρη":"λάτρης", "λάτρης":"λάτρης", "λατσιάλι":"λατσιάλι", "λάτσιο":"λάτσιο", "λάτσιος":"λάτσιος", "λάττα":"λάττα", "λαύρας":"λαύρα", "λαυρέντη":"λαυρέντης", "λαύριο":"λαύριο", "λαυρίου":"λαύριο", "λαφαζανη*":"λαφαζανη*", "λαφαζάνης":"λαφαζάνης", "λαφαζανίδη":"λαφαζανίδη", "λαφαζανίδης":"λαφαζανίδης", "λαφονταίν":"λαφονταίν", "λαφοντέν":"λαφοντέν", "λάφρεντς":"λάφρεντς", "λάφυρα":"λάφυρο", "λάφυρο":"λάφυρο", "λαφύρων":"λάφυρο", "λαχά":"λαχά", "λαχανά":"λαχανάς", "λάχανα":"λάχανο", "λαχαναγορά":"λαχαναγορά", "λαχαναγοράς":"λαχαναγορά", "λαχαναγορές":"λαχαναγορά", "λαχανάκια":"λαχανάκι", "λαχανάς":"λαχανάς", "λαχανάς-περιβολάκι":"λαχανάς-περιβολάκι", "λαχάνιασμα":"λαχάνιασμα", "λαχανιασμένοι":"λαχανιασμένος", "λαχανικά":"λαχανικό", "λαχανικό":"λαχανικό", "λαχανικού":"λαχανικό", "λαχανικών":"λαχανικό", "λάχανο":"λάχανο", "λαχανόκηπου":"λαχανόκηπος", "λαχανοντολμάδες":"λαχανοντολμάς", "λάχανου":"λάχανο", "λαχάνου":"λαχάνου", "λαχάς":"λαχάς", "λαχεία":"λαχείο", "λαχείο":"λαχείο", "λαχειοπώλες":"λαχειοπώλης", "λαχειοπώλη":"λαχειοπώλης", "λαχείου":"λαχείο", "λαχειοφόρο":"λαχειοφόρος", "λαχειοφόρος":"λαχειοφόρος", "λαχειοφόρου":"λαχειοφόρος", "λαχματζούν":"λαχματζούν", "λαχνός":"λαχνός", "λαχνούς":"λαχνός", "λαχόρη":"λαχόρη", "λαχόρης":"λαχόρης", "λαχουντ":"λαχουντ", "λαχούντ":"λαχούντ", "λαχτάρα":"λαχτάρα", "λαχταρά":"λαχταρώ", "λαχταράει":"λαχταρώ", "λαχταράς":"λαχταρώ", "λαχτάρες":"λαχτάρα", "λαχταριστά":"λαχταριστά", "λαχταριστό":"λαχταριστός", "λαχταρούσα":"λαχταρώ", "λαχταρούσε":"λαχταρώ", "λαών":"λαός", "λγ΄":"λγ΄", "λε":"λε", "λεβαδειακό":"λεβαδειακό", "λεβαδειακος":"λεβαδειακος", "λεβαδειακός":"λεβαδειακός", "λεβαδειακός-οφη":"λεβαδειακός-οφη", "λεβαδειακού":"λεβαδειακού", "λεβάκο":"λεβάκο", "λεβάντα":"λεβάντα", "λεβάντας":"λεβάντα", "λεβαντή":"λεβαντής", "λεβεντάκης":"λεβεντάκης", "λεβεντάκου":"λεβεντάκου", "λεβεντερης":"λεβεντέρης", "λεβεντερης-κ":"λεβεντερης-κ", "λεβέντες":"λεβέντης", "λεβέντη":"λεβέντης", "λεβεντης":"λεβέντης", "λεβέντης":"λεβέντης", "λεβεντιά":"λεβεντιά", "λεβεντιάς":"λεβεντιά", "λεβέντισσα":"λεβέντισσα", "λεβεντόπαιδα":"λεβεντόπαιδο", "λεβεντόπαιδο":"λεβεντόπαιδο", "λεβερκούζεν":"λεβερκούζεν", "λέβητα":"λέβητας", "λέβητες":"λέβητας", "λεβί":"λεβί", "λέβι":"λέβι", "λέβιγκστον":"λέβιγκστον", "λεβιέ":"λεβιές", "λέβινσον":"λέβινσον", "λεγα":"λεγα", "λέγαμε":"λέγω", "'λεγαν":"'λεγαν", "λέγανε":"λέγω", "λέγατε":"λέγω", "λεγάτος":"λεγάτος", "λεγε":"λεγε", "'λεγε":"'λεγε", "λέγε":"λέγω", "λέγει":"λέγω", "λέγειν":"λέγειν", "λέγεσαι":"λέγω", "λέγεται":"λέγω", "λεγεώνα":"λεγεώνα", "λεγεωνάριοι":"λεγεωνάριος", "λεγεωνάριων":"λεγεωνάριος", "λεγκού":"λεγκού", "λεγόμαστε":"λέγω", "λεγόμενα":"λεγόμενος", "λεγόμενά":"λεγόμενος", "λεγόμενες":"λεγόμενος", "λεγόμενη":"λεγόμενος", "λεγομένης":"λεγόμενος", "λεγόμενης":"λεγόμενος", "λεγόμενο":"λεγόμενος", "λεγόμενοι":"λεγόμενος", "λεγόμενος":"λεγόμενος", "λεγόμενου":"λεγόμενος", "λεγόμενους":"λεγόμενος", "λεγομένων":"λεγόμενος", "λεγόμενων":"λεγόμενος", "λέγονται":"λέγω", "λέγονταν":"λέγω", "λέγοντας":"λέγω", "λέγοντάς":"λέγω", "λεγόταν":"λέγω", "λέγουν":"λέγω", "λέγω":"λέγω", "λέγων":"λέγων", "λεει":"λέγω", "λέει":"λέγω", "λεζ":"λεζ", "λεζάντα":"λεζάντα", "λεζάντας":"λεζάντα", "λεζάντες":"λεζάντα", "λέζεβιν":"λέζεβιν", "λεηλασία":"λεηλασία", "λεηλασίας":"λεηλασία", "λεηλασίες":"λεηλασία", "λεηλασιών":"λεηλασία", "λεηλατήθηκαν":"λεηλατώ", "λεηλατημένο":"λεηλατώ", "λεηλάτησαν":"λεηλατώ", "λεηλάτησε":"λεηλατώ", "λεηλατήσει":"λεηλατώ", "'λεηλατήσουν'":"'λεηλατήσουν'", "λεηλατήσουν":"λεηλατώ", "λεηλατήστε":"λεηλατώ", "λεηλατούν":"λεηλατώ", "λεία":"λεία", "λειαίνοντας":"λειαίνω", "λειβαδά":"λειβαδά", "λειβαδιά":"λειβαδιά", "λειβαδίτη":"λειβαδίτης", "λειβαδίτης":"λειβαδίτης", "λεϊζερ":"λεϊζερ", "λέιζερ":"λέιζερ", "λέικ":"λέικ", "λεϊκερς":"λεϊκερς", "λέικερς":"λέικερς", "λέιν":"λέιν", "λείο":"λείος", "λειπει":"λείπω", "λείπει":"λείπω", "λείπουν":"λείπω", "λείπω":"λείπω", "λεϊρία":"λεϊρία", "λεϊτον":"λεϊτον", "λέιτον":"λέιτον", "λειτουργεί":"λειτουργώ", "λειτουργείς":"λειτουργώ", "λειτουργείτε":"λειτουργώ", "λειτούργημα":"λειτούργημα", "λειτούργημά":"λειτούργημα", "λειτουργήματα":"λειτούργημα", "λειτουργήματος":"λειτούργημα", "λειτούργησαν":"λειτουργώ", "λειτούργησε":"λειτουργώ", "λειτουργήσει":"λειτουργώ", "λειτουργήσετε":"λειτουργώ", "λειτουργήσουμε":"λειτουργώ", "λειτουργήσουν":"λειτουργώ", "λειτουργήσω":"λειτουργώ", "λειτουργια":"λειτουργιά", "λειτουργία":"λειτουργία", "λειτουργίας":"λειτουργία", "λειτουργίες":"λειτουργία", "λειτουργικά":"λειτουργικός", "λειτουργικές":"λειτουργικός", "λειτουργική":"λειτουργικός", "λειτουργικής":"λειτουργικός", "λειτουργικό":"λειτουργικός", "λειτουργικότητα":"λειτουργικότητα", "λειτουργικότητας":"λειτουργικότητα", "λειτουργικού":"λειτουργικός", "λειτουργικών":"λειτουργικός", "λειτουργιών":"λειτουργία", "λειτουργό":"λειτουργός", "λειτουργοί":"λειτουργός", "λειτουργός":"λειτουργός", "λειτουργού":"λειτουργός", "λειτουργούμε":"λειτουργώ", "λειτουργούν":"λειτουργώ", "λειτουργούντες":"λειτουργών", "λειτουργούς":"λειτουργός", "λειτουργούσα":"λειτουργώ", "λειτουργούσαν":"λειτουργώ", "λειτουργούσε":"λειτουργώ", "λειτουργώ":"λειτουργώ", "λειτουργών":"λειτουργός", "λειτουργώντας":"λειτουργώ", "λειχήνας":"λειχήνας", "λείψανα":"λείψανο", "λείψανό":"λείψανο", "λειψανοθήκες":"λειψανοθήκη", "λειψάνων":"λείψανο", "λείψει":"λείπω", "λειψή":"λειψός", "λειψής":"λειψός", "λειψία":"λειψία", "λειψίας":"λειψία", "λειψό":"λειψός", "λείψουν":"λείπω", "λειψυδρία":"λειψυδρία", "λειωμένο":"λιώνω", "λειώνει":"λιώνω", "λειώνουν":"λιώνω", "λειώσει":"λιώνω", "λειώσιμο":"λειώσιμο", "λειώσουν":"λιώνω", "λέκα":"λέκα", "λεκάκης":"λεκάκης", "λεκάκος":"λεκάκος", "λεκάνη":"λεκάνη", "λεκάνης":"λεκάνη", "λεκανοπέδιο":"λεκανοπέδιο", "λεκανοπεδίου":"λεκανοπέδιο", "λεκανών":"λεκάνη", "λεκέδες":"λεκές", "λεκές":"λεκές", "λέκκας":"λέκκας", "λεκμπέλο":"λεκμπέλο", "λέκο":"λέκο", "λεκόντ":"λεκόντ", "λεκτικά":"λεκτικός", "λεκτικές":"λεκτικός", "λεκτική":"λεκτικός", "λεκτικό":"λεκτικός", "λέκτορα":"λέκτορας", "λέκτορας":"λέκτορας", "λέκτωρ":"λέκτορας", "λελογισμένη":"λελογισμένος", "λελογισμένων":"λελογισμένος", "λεμάν":"λεμάν", "λέμβους":"λέμβος", "λέμε":"λέγω", "λεμεσό":"λεμεσό", "λεμεσού":"λεμεσού", "λέμον":"λέμον", "λεμόνα":"λεμόνα", "λεμονάδα":"λεμονάδα", "λεμοναδας":"λεμονάδα", "λεμονάτο":"λεμονάτο", "λεμόνι":"λεμόνι", "λεμόνια":"λεμόνι", "λεμονιού":"λεμονής", "λεμοντζή":"λεμοντζή", "λεμουσιά":"λεμουσιά", "λεμπ":"λεμπ", "λέμπεντ":"λέμπεντ", "λεμπέσκ":"λεμπέσκ", "λεμπρον":"λεμπρον", "λεμπρόν":"λεμπρόν", "λεμφαδένες":"λεμφαδένας", "λεμφαδένων":"λεμφαδένας", "λεμφώματος":"λέμφωμα", "λενα":"λένα", "λένα":"λένα", "λένας":"λένα", "λενε":"λέγω", "λένε":"λέγω", "λένιν":"λένιν", "λενινισμός":"λενινισμός", "λένστρα":"λένστρα", "λεντέσμα":"λεντέσμα", "λεντού":"λεντού", "λέξει":"λέξει", "λέξεις":"λέξη", "λέξεις-βότσαλα":"λέξεις-βότσαλα", "λέξεις-κλειδιά":"λέξεις-κλειδιά", "λέξεων":"λέξη", "λέξεών":"λέξη", "λέξεων-κλειδιών":"λέξεων-κλειδιών", "λέξη":"λέξη", "λέξη-κλειδί":"λέξη-κλειδί", "λέξην":"λέξην", "λέξης":"λέξη", "λέξη-τοπωνύμιο":"λέξη-τοπωνύμιο", "λεξικά":"λεξικός", "λεξικο":"λεξικός", "λεξικό":"λεξικός", "λεξικογραφία":"λεξικογραφία", "λεξικογραφικά":"λεξικογραφικός", "λεξικογράφου":"λεξικογράφος", "λεξικού":"λεξικός", "λεξιλογικές":"λεξιλογικός", "λεξιλόγιο":"λεξιλόγιο", "λεξιλόγιό":"λεξιλόγιο", "λεξιλογίου":"λεξιλόγιο", "λεξιμανία":"λεξιμανία", "λέξιν":"λέξη", "λέξινγκτον":"λέξινγκτον", "λεξομανία":"λεξομανία", "λέο":"λέο", "λεόν":"λεόν", "λεον":"λέων", "λέοναρντ":"λέοναρντ", "λεονάρντο":"λεονάρντο", "λεόνε":"λεόνε", "λεονίντ":"λεονίντ", "λεοντάκης":"λεοντάκης", "λεονταρή":"λεονταρής", "λεονταρισμοί":"λεονταρισμός", "λεονταρισμούς":"λεονταρισμός", "λεόντειος":"λεόντειος", "λεοντή":"λεοντή", "λεοντιάδη":"λεοντιάδης", "λεόντιος":"λεόντιος", "λέοντος":"λέων", "λεοντσίδης":"λεοντσίδης", "λεόντων":"λέοντας", "λεονώρας":"λεονώρας", "λεοπάρδαλης":"λεοπάρδαλη", "λέοπαρντ":"λέοπαρντ", "λεοπόλντ":"λεοπόλντ", "λεουδης":"λεουδης", "λεούδης":"λεούδης", "λεούση-καρατζά":"λεούση-καρατζά", "λέπεγ":"λέπεγ", "λεπέν":"λεπέν", "λεπίδες":"λεπίδα", "λεπόγεβιτς":"λεπόγεβιτς", "λέπρα":"λέπρα", "λεπροί":"λεπρός", "λεπτα":"λεπτό", "λεπτά":"λεπτό", "λεπταίνει":"λεπταίνω", "λεπτεπίλεπτες":"λεπτεπίλεπτος", "λεπτεπίλεπτο":"λεπτεπίλεπτος", "λεπτές":"λεπτός", "λεπτή":"λεπτός", "λεπτής":"λεπτός", "λεπτο":"λεπτό", "λεπτό":"λεπτό", "λεπτό":"λεπτός", "λεπτοδουλεμένα":"λεπτοδουλεμένος", "λεπτομέρεια":"λεπτομέρεια", "λεπτομερειακά":"λεπτομερειακά", "λεπτομερειακό":"λεπτομερειακός", "λεπτομερείας":"λεπτομερείας", "λεπτομέρειες":"λεπτομέρεια", "λεπτομερείς":"λεπτομερής", "λεπτομερειών":"λεπτομέρεια", "λεπτομερές":"λεπτομερής", "λεπτομερέστερα":"λεπτομερής", "λεπτομερέστερη":"λεπτομερής", "λεπτομερέστερο":"λεπτομερής", "λεπτομερή":"λεπτομερής", "λεπτομερής":"λεπτομερής", "λεπτομερώς":"λεπτομερώς", "λεπτός":"λεπτός", "λεπτότερη":"λεπτός", "λεπτότητα":"λεπτότητα", "λεπτού":"λεπτός", "λεπτούς":"λεπτός", "λέπτυνση":"λέπτυνση", "λεπτών":"λεπτό", "λεπτών":"λεπτός", "λέρας":"λέρα", "λεριά":"λεριά", "λερναία":"λερναίος", "λερωθούν":"λερώνω", "λερωμένα":"λερώνω", "λερωμένη":"λερωμένος", "λερωμένο":"λερώνω", "λερωμένων":"λερωμένος", "λερώνει":"λερώνω", "λερώνουν":"λερώνω", "λέρωσε":"λερώνω", "λερώσει":"λερώνω", "λερώσεις":"λερώνω", "λες":"λέγω", "λές":"λές", "λεσβία":"λεσβία", "λεσβιών":"λεσβία", "λέσβο":"λέσβος", "λέσβος":"λέσβος", "λεσβου":"λέσβος", "λέσβου":"λέσβος", "λέσκε":"λέσκε", "λεσκίρ":"λεσκίρ", "λέσλι":"λέσλι", "λεστερ":"λεστερ", "λέστερ":"λέστερ", "λέστερ3079825-29":"λέστερ3079825-29", "λέστερ-νόριτς":"λέστερ-νόριτς", "λέσχες":"λέσχη", "λέσχη":"λέσχη", "λέσχης":"λέσχη", "λεσχών":"λέσχη", "λετε":"λέγω", "λέτε":"λέγω", "λετονία":"λετονία", "λετονία-ισπανία":"λετονία-ισπανία", "λέτσε":"λέτσος", "λευκά":"λευκός", "λευκάδα":"λευκάδα", "λευκάδια":"λευκάδια", "λεύκανση":"λεύκανση", "λεύκανσης":"λεύκανση", "λεύκες":"λεύκα", "λευκές":"λευκός", "λεύκη":"λεύκη", "λευκή":"λευκός", "λεύκης":"λεύκη", "λευκής":"λευκός", "λευκό":"λευκός", "λευκοί":"λευκός", "λευκοπηγή":"λευκοπηγή", "λευκόπουλος":"λευκόπουλος", "λευκορωσία":"λευκορωσία", "λευκορωσίας":"λευκορωσία", "λευκός":"λευκός", "λευκοτριενίων":"λευκοτριενίων", "λευκού":"λευκός", "λευκούδα":"λευκούδα", "λευκούς":"λευκός", "λευκόχειρ":"λευκόχειρ", "λευκοχώρι":"λευκοχώρι", "λευκοχωριακός":"λευκοχωριακός", "λευκώ":"λευκώ", "λεύκωμα":"λεύκωμα", "λεύκωμά":"λεύκωμα", "λευκώματα":"λεύκωμα", "λευκώματος":"λεύκωμα", "λευκών":"λευκός", "λευκώνα":"λευκώνας", "λευκωσία":"λευκωσία", "λευκωσίας":"λευκωσία", "λευτερη":"λευτέρης", "λευτέρη":"λευτέρης", "λευτέρης":"λευτέρης", "λευτεριά":"λευτεριά", "λευχαιμία":"λευχαιμία", "λευχαιμίας":"λευχαιμία", "λευχαιμίες":"λευχαιμία", "λεφτά":"λεφτά", "λεφτσένκο":"λεφτσένκο", "λεχ":"λεχ", "λεχθεί":"λέγω", "λεχθέντα":"λεχθείς", "λεχθέντος":"λεχθείς", "λέχθηκε":"λέγω", "λεχθούν":"λέγω", "λεω":"λέγω", "λέω":"λέγω", "λεων":"λέων", "λεώνης":"λεώνης", "λεωνίδα":"λεωνίδας", "λεωνίδας":"λεωνίδας", "λεωνίδιο":"λεωνίδιο", "λεωντιάδη":"λεωντιάδη", "λεωντιάδης":"λεωντιάδης", "λεως":"λεως", "λεωφ.":"λεωφ.", "λεωφορεία":"λεωφορείο", "λεωφορειακής":"λεωφορειακός", "λεωφορειάκια":"λεωφορειάκι", "λεωφορείο":"λεωφορείο", "λεωφορειόδρομοι":"λεωφορειόδρομος", "λεωφορειοδρόμους":"λεωφορειόδρομος", "λεωφορειολωρίδα":"λεωφορειολωρίδα", "λεωφορειολωρίδας":"λεωφορειολωρίδα", "λεωφορειολωρίδες":"λεωφορειολωρίδα", "λεωφορειολωρίδων":"λεωφορειολωρίδα", "λεωφορείον":"λεωφορείο", "λεωφορείου":"λεωφορείο", "λεωφορειούχοι":"λεωφορειούχος", "λεωφορείων":"λεωφορείο", "λεωφόρο":"λεωφόρος", "λεωφόροι":"λεωφόρος", "λεωφορος":"λεωφόρος", "λεωφόρος":"λεωφόρος", "λεωφόρου":"λεωφόρος", "λεωφόρους":"λεωφόρος", "λεωφόρων":"λεωφόρος", "λήγει":"λήγω", "ληγμένα":"λήγω", "ληγμένη":"ληγμένος", "ληγμένων":"ληγμένος", "λήγομαι":"λήγω", "λήγοντα":"λήγων", "λήγουν":"λήγω", "λήδα":"λήδα", "λήδρα":"λήδρα", "ληζινκ":"ληζινκ", "λήθαργο":"λήθαργος", "λήθαργό":"λήθαργος", "λήθαργου":"λήθαργος", "ληθη":"λήθη", "λήθη":"λήθη", "λήθης":"λήθη", "λήλας":"λήλας", "λημέρια":"λημέρι", "λήμμα":"λήμμα", "λήμματα":"λήμμα", "λήμματος":"λήμμα", "λημμάτων":"λήμμα", "λήμνο":"λήμνος", "λήξ'":"λήξ'", "λήξαν":"λήξας", "λήξει":"λήγω", "λήξεως":"λήξη", "λήξη":"λήξη", "λήξης":"λήξη", "ληξιπρόθεσμα":"ληξιπρόθεσμος", "ληξιπρόθεσμες":"ληξιπρόθεσμος", "ληξιπρόθεσμη":"ληξιπρόθεσμος", "ληξιπρόθεσμων":"ληξιπρόθεσμος", "λήξουν":"λήγω", "λήπτες":"λήπτης", "λήπτη":"λήπτης", "λήπτης":"λήπτης", "ληπτών":"λήπτης", "λης":"λης", "λησινγκ":"λησινγκ", "λησμονάμε":"λησμονάμε", "λησμονεί":"λησμονώ", "λησμονείται":"λησμονώ", "λησμονηθεί":"λησμονώ", "λησμονήθηκε":"λησμονώ", "λησμονημένη":"λησμονώ", "λησμονημένης":"λησμονώ", "λησμονημένο":"λησμονημένος", "λησμόνησαν":"λησμονώ", "λησμόνησε":"λησμονώ", "λησμονήσει":"λησμονώ", "λησμονιά":"λησμονιά", "λησμονούμε":"λησμονώ", "λησμονούμεν":"λησμονούμεν", "λησμονούν":"λησμονώ", "λησμονούνται":"λησμονώ", "ληστεια":"ληστεία", "ληστεία":"ληστεία", "ληστείας":"ληστεία", "ληστείες":"ληστεία", "ληστειών":"ληστεία", "ληστες":"ληστής", "ληστές":"ληστής", "λήστευαν":"ληστεύω", "ληστεύει":"ληστεύω", "ληστεύοντας":"ληστεύω", "ληστεύουν":"ληστεύω", "λήστεψαν":"ληστεύω", "λήστεψε":"ληστεύω", "ληστέψει":"ληστεύω", "ληστέψουν":"ληστεύω", "ληστή":"ληστής", "ληστής":"ληστής", "ληστρικές":"ληστρικός", "ληστρική":"ληστρικός", "ληστρικό":"ληστρικός", "ληστρικού":"ληστρικός", "ληστρικών":"ληστρικός", "ληστών":"ληστής", "λητή":"λητή", "λητης":"λητης", "λητής":"λητής", "ληφθεί":"λαμβάνω", "λήφθηκαν":"λαμβάνω", "λήφθηκε":"λαμβάνω", "ληφθούν":"λαμβάνω", "λήψεις":"λήψη", "λήψεως":"λήψη", "λήψη":"λήψη", "λήψης":"λήψη", "λι":"λι", "λι.":"λι.", "λία":"λία", "λίαγιτς":"λίαγιτς", "λιάγκας":"λιάγκας", "λιαδέλη":"λιαδέλη", "λιακάδα":"λιακάδα", "λιακάδας":"λιακάδα", "λιακάτος":"λιακάτος", "λιακόπουλο":"λιακόπουλο", "λιακοπουλος":"λιακοπουλος", "λιακόπουλος":"λιακόπουλος", "λιακόπουλου":"λιακόπουλου", "λιάκος":"λιάκος", "λιακου":"λιακό", "λιάκου":"λιάκου", "λιάλος":"λιάλος", "λίαμ":"λίαμ", "λιαμίν":"λιαμίν", "λιάμπας":"λιάμπας", "λίαν":"λίαν", "λιάνα":"λιάνα", "λιανεμπόριο":"λιανεμπόριο", "λιανεμπορίου":"λιανεμπόριο", "λιανέμποροι":"λιανέμποροι", "λιάνη":"λιάνης", "λιάνης":"λιάνης", "λιανικές":"λιανικός", "λιανική":"λιανικός", "λιανικής":"λιανικός", "λιανικό":"λιανικός", "λιανικού":"λιανικός", "λιανικών":"λιανικός", "λιανό":"λιανός", "λιαπάκης":"λιαπάκης", "λιάπη":"λιάπης", "λιάπης":"λιάπης", "λιάππα":"λιάππα", "λιαροπούλου":"λιαροπούλου", "λιαστής":"λιαστός", "λιάτσο":"λιάτσο", "λίβαγιτς":"λίβαγιτς", "λιβαδάς":"λιβαδάς", "λιβαδειά":"λιβαδειά", "λιβαδειάς":"λιβαδειά", "λιβάδι":"λιβάδι", "λιβάδια":"λιβάδι", "λιβαδίου":"λιβαδίου", "λιβαθηνός":"λιβαθηνός", "λιβανέζικο":"λιβανέζικος", "λιβανέζο":"λιβανέζος", "λιβανέζοι":"λιβανέζος", "λιβάνη":"λιβάνη", "λιβανης":"λιβανης", "λιβάνι":"λιβάνι", "λιβάνια":"λιβάνι", "λιβάνιος":"λιβάνιος", "λιβανιστές":"λιβανιστής", "λιβανιστήρι":"λιβανιστήρι", "λίβανο":"λίβανος", "λιβανόβου":"λιβανόβου", "λιβανος":"λιβανός", "λίβανος":"λίβανος", "λιβάνου":"λίβανος", "λιβανωτό":"λιβανωτός", "λιβεριάδη":"λιβεριάδη", "λιβεριάδης":"λιβεριάδης", "λιβερίας":"λιβερία", "λιβερπουλ":"λίβερπουλ", "λίβερπουλ":"λίβερπουλ", "λίβερπουλ2":"λίβερπουλ2", "λίβερπουλ38115847-29":"λίβερπουλ38115847-29", "λίβερπουλ-γουέστ":"λίβερπουλ-γουέστ", "λίβερπουλ-τότεναμ":"λίβερπουλ-τότεναμ", "λίβιγκστον":"λίβιγκστον", "λιβιεράτο":"λιβιεράτο", "λιβιεράτος":"λιβιεράτος", "λίβινγκστον":"λίβινγκστον", "λιβόρνο":"λιβόρνο", "λιβόρνο-αβελίνο":"λιβόρνο-αβελίνο", "λιβόρνο-σιένα":"λιβόρνο-σιένα", "λίβρες":"λίβρα", "λιβύη":"λιβύη", "λιβύης":"λιβύη", "λιβυκών":"λιβυκός", "λίβυοι":"λίβυος", "λίγα":"λίγος", "λιγάκι":"λιγάκι", "λίγα-λίγα":"λίγα-λίγα", "λίγγος":"λίγγος", "λιγδα":"λίγδα", "λίγδα":"λίγδα", "λίγες":"λίγος", "λίγη":"λίγος", "λιγκ":"λιγκ", "λιγκα":"λίγκα", "λίγκα":"λίγκα", "λίγκας":"λίγκα", "λιγκος":"λιγκος", "λίγκος":"λίγκος", "λιγνίτη":"λιγνίτης", "λιγνιτική":"λιγνιτικός", "λιγνιτωρυχείου":"λιγνιτωρυχείο", "λίγο":"λίγο", "λίγο":"λίγος", "λίγοι":"λίγος", "λίγον":"λίγος", "λίγο-πολύ":"λίγο-πολύ", "λίγος":"λίγος", "λιγοστά":"λιγοστός", "λιγοστές":"λιγοστός", "λιγόστευε":"λιγοστεύω", "λιγοστεύει":"λιγοστεύω", "λιγοστεύετε":"λιγοστεύω", "λιγοστεύουμε":"λιγοστεύω", "λιγοστεύουν":"λιγοστεύω", "λιγόστεψαν":"λιγοστεύω", "λιγοστή":"λιγοστός", "λιγοστής":"λιγοστός", "λιγοστό":"λιγοστός", "λιγοστοί":"λιγοστός", "λιγοστούς":"λιγοστός", "λιγότερα":"λίγος", "λιγότερες":"λίγος", "λιγότερη":"λίγος", "λιγότερο":"λίγο", "λιγότερο":"λίγος", "λιγότεροι":"λίγος", "λιγότερος":"λίγος", "λιγότερους":"λίγος", "λιγότερων":"λίγος", "λίγου":"λίγος", "λιγουλάκι":"λιγουλάκι", "λιγούρη":"λιγούρης", "λίγους":"λίγος", "λίγων":"λίγος", "λιδάκη":"λιδάκη", "λιδακης":"λιδακης", "λιεβάν":"λιεβάν", "λιέγη":"λιέγη", "λιέγης":"λιέγης", "λιέντσον":"λιέντσον", "λίζα":"λίζα", "λίζαμπεθ":"λίζαμπεθ", "λιζέτ":"λιζέτ", "λιζέφσκι":"λιζέφσκι", "λίζι":"λίζι", "λίζιγκ":"λίζιγκ", "λίζνιτς":"λίζνιτς", "λίζυ":"λίζυ", "λιθαράκι":"λιθαράκι", "λιθαρίτσια":"λιθαρίτσια", "λίθινα":"λίθινος", "λίθινων":"λίθινος", "λιθίου":"λίθιο", "λιθίου-ιόντος":"λιθίου-ιόντος", "λίθο":"λίθος", "λιθοβολισμό":"λιθοβολισμός", "λιθοβολισμός":"λιθοβολισμός", "λιθογραφίας":"λιθογραφία", "λιθογραφίες":"λιθογραφία", "λιθογραφιών":"λιθογραφία", "λίθοι":"λίθος", "λίθον":"λίθος", "λίθος":"λίθος", "λιθόστρωτα":"λιθόστρωτος", "λιθόστρωτο":"λιθόστρωτος", "λιθοσφαιρικών":"λιθοσφαιρικός", "λίθου":"λίθος", "λιθουανία":"λιθουανία", "λιθουανία-τουρκία":"λιθουανία-τουρκία", "λιθουανός":"λιθουανός", "λιθουανού":"λιθουανός", "λίθους":"λίθος", "λίθων":"λίθος", "λικ":"λικ", "λικέρ":"λικέρ", "λίκνιζε":"λικνίζω", "λικνίζεται":"λικνίζω", "λικνίζονται":"λικνίζω", "λικνίζονταν":"λικνίζω", "λίκνισμα":"λίκνισμα", "λίκνο":"λίκνο", "λικούντ":"λικούντ", "λιλ":"λιλ", "λίλα":"λίλα", "λίλαντ":"λίλαντ", "λίλεϊ":"λίλεϊ", "λιλή":"λιλή", "λίλη":"λίλη", "λιλής":"λιλή", "λίλιαν":"λίλιαν", "λιλικα":"λιλίκα", "λιλίκα":"λιλίκα", "λίλιουμ":"λίλιουμ", "λιλιπούτεια":"λιλιπούτειος", "λιλιπούτειοι":"λιλιπούτειος", "λιμανάκι":"λιμανάκι", "λιμανι":"λιμάνι", "λιμάνι":"λιμάνι", "λιμάνι'":"λιμάνι'", "λιμάνια":"λιμάνι", "λιμανιού":"λιμάνι", "λιμανιών":"λιμάνι", "λιμένα":"λιμένας", "λιμενάρια":"λιμενάρια", "λιμεναρχεία":"λιμεναρχείο", "λιμεναρχείο":"λιμεναρχείο", "λιμεναρχείου":"λιμεναρχείο", "λιμένας":"λιμένας", "λιμενεργάτες":"λιμενεργάτης", "λιμενεργατών":"λιμενεργάτης", "λιμένες":"λιμένας", "λιμενικές":"λιμενικός", "λιμενικό":"λιμενικός", "λιμενικοί":"λιμενικός", "λιμενικός":"λιμενικός", "λιμενικού":"λιμενικός", "λιμενικούς":"λιμενικός", "λιμενικών":"λιμενικός", "λιμενοβραχίονα":"λιμενοβραχίονας", "λιμένος":"λιμήν", "λιμένων":"λιμένας", "λιμιτεδ":"λιμιτεδ", "λιμνάζον":"λιμνάζων", "λιμνάζοντα":"λιμνάζων", "λιμνάζοντες":"λιμνάζων", "λιμνάζουν":"λιμνάζω", "λιμνάζουσας":"λιμνάζων", "λιμναία":"λιμναίος", "λίμνες":"λίμνη", "λιμνη":"λίμνη", "λίμνη":"λίμνη", "λίμνης":"λίμνη", "λιμνιάτης":"λιμνιάτης", "λιμνοδεξαμενή":"λιμνοδεξαμενή", "λιμνοθάλασσα":"λιμνοθάλασσα", "λιμνοθάλασσας":"λιμνοθάλασσα", "λιμνοθάλασσες":"λιμνοθάλασσα", "λιμνούλα":"λιμνούλα", "λιμνούλες":"λιμνούλα", "λιμνών":"λίμνη", "λιμό":"λιμός", "λιμόζ":"λιμόζ", "λιμοκτονεί":"λιμοκτονώ", "λιμοκτονήσουν":"λιμοκτονώ", "λιμοκτονία":"λιμοκτονία", "λιμοκτονίας":"λιμοκτονία", "λιμοκτονούντων":"λιμοκτονούντων", "λιμός":"λιμός", "λιμού":"λιμός", "λιμουζίνες":"λιμουζίνα", "λιμουνάδα":"λιμουνάδα", "λιμούς":"λιμός", "λιμπερασιόν":"λιμπερασιόν", "λίμπερμαν":"λίμπερμαν", "λίμπιντο":"λίμπιντο", "λιμπρέτο":"λιμπρέτο", "λιν":"λιν", "λίνα":"λίνα", "λινα":"λινός", "λιναρδάτος":"λιναρδάτος", "λινάρδου":"λινάρδου", "λινας":"λίνα", "λινάτσα":"λινάτσα", "λινάτσες":"λινάτσα", "λινγκ":"λινγκ", "λίνεϊ":"λίνεϊ", "λινελαϊκού":"λινελαϊκού", "λινκ":"λινκ", "λινκλέιτερ":"λινκλέιτερ", "λινκολν":"λινκολν", "λίνκολν":"λίνκολν", "λινό":"λινός", "λίνο":"λίνος", "λινολενικού":"λινολενικού", "λινος":"λινός", "λινός":"λινός", "λίνος":"λίνος", "λινού":"λινός", "λιντα":"λίντα", "λίντα":"λίντα", "λίντγκρεν":"λίντγκρεν", "λίντμπεργκ":"λίντμπεργκ", "λίντον":"λίντον", "λιντς":"λιντς", "λιντς3699636-24":"λιντς3699636-24", "λιντσάρισμα":"λιντσάρισμα", "λιντσαρίσματος":"λιντσάρισμα", "λίνφιλντ":"λίνφιλντ", "λιόδεντρα":"λιόδεντρο", "λιολίδη":"λιολίδη", "λιολίδης":"λιολίδης", "λιόλιο":"λιόλιο", "λιόλιος":"λιόλιος", "λιον":"λιον", "λιόν":"λιόν", "λιονέλ":"λιονέλ", "λιόνης":"λιόνης", "λίοντ":"λίοντ", "λιονταράς":"λιονταράς", "λιοντάρι":"λιοντάρι", "λιοντάρια":"λιοντάρι", "λιονταριών":"λιοντάρι", "λιόσα":"λιόσα", "λιόσια":"λιόσια", "λιόσια-παλαιό":"λιόσια-παλαιό", "λιοσιων":"λιόσια", "λιοσίων":"λιόσια", "λιου":"λιου", "λιούις":"λιούις", "λιούλιας":"λιούλιας", "λιουμπίμοφ":"λιουμπίμοφ", "λιούμπιτς":"λιούμπιτς", "λιούμπιτσιτς":"λιούμπιτσιτς", "λιουμπλιάνα":"λιουμπλιάνα", "λιουμπλιάνας":"λιουμπλιάνας", "λιούμποβ":"λιούμποβ", "λιούπτσο":"λιούπτσο", "λιούτα":"λιούτα", "λίπανσης":"λίπανση", "λιπαντικών":"λιπαντικός", "λιπαρά":"λιπαρός", "λιπαρή":"λιπαρός", "λιπαρό":"λιπαρός", "λιπαρών":"λιπαρός", "λίπασμα":"λίπασμα", "λιπάσματα":"λίπασμα", "λιπασματοβιομηχανία":"λιπασματοβιομηχανία", "λιπασματοβιομηχανίας":"λιπασματοβιομηχανία", "λιπασματων":"λίπασμα", "λιπασμάτων":"λίπασμα", "λίπη":"λίπος", "λιπίδια":"λιπίδιο", "λιπιδικά":"λιπιδικός", "λιπκιν-σαχακ":"λιπκιν-σαχακ", "λιπκίν-σαχάκ":"λιπκίν-σαχάκ", "λίπκιν-σαχάκ":"λίπκιν-σαχάκ", "λιποθύμησα":"λιποθυμώ", "λιποθύμησε":"λιποθυμώ", "λιπορδέζη":"λιπορδέζη", "λιπορδέζης":"λιπορδέζης", "λίπος":"λίπος", "λιπόσαρκα":"λιπόσαρκος", "λιποτακτήσει":"λιποτακτώ", "λιποτακτών":"λιποτάκτης", "λίπους":"λίπος", "λίπσκι":"λίπσκι", "λιπτολ":"λιπτολ", "λιπών":"λίπος", "λιρα":"λίρα", "λίρα":"λίρα", "λίρες":"λίρα", "λιρετα":"λιρέτα", "λιρς":"λιρς", "λιρών":"λίρα", "λισαβόνα":"λισαβόνα", "λισαβόνας":"λισαβόνα", "λιστ":"λιστ", "λίστα":"λίστα", "λίστας":"λίστα", "λίστες":"λίστα", "λιτά":"λιτά", "λίτεξ":"λίτεξ", "λιτές":"λιτός", "λιτή":"λιτός", "λιτλ":"λιτλ", "λίτμανεν":"λίτμανεν", "λίτο":"λίτο", "λιτό":"λιτός", "λιτοδίαιτος":"λιτοδίαιτος", "λιτός":"λιτός", "λιτότης":"λιτότητα", "λιτότητα":"λιτότητα", "λιτότητας":"λιτότητα", "λιτού":"λιτός", "λιτόχωρο":"λιτόχωρο", "λιτοχώρου":"λιτόχωρο", "λίτρα":"λίτρο", "λιτρο":"λίτρο", "λίτρο":"λίτρο", "λίτρων":"λίτρο", "λίτσα":"λίτσα", "λιτσας":"λίτσα", "λίτσιος":"λίτσιος", "λίφτιγκ":"λίφτιγκ", "λίφτινγκ":"λίφτινγκ", "λιχουδιά":"λιχουδιά", "λιχουδιές":"λιχουδιά", "λιχουδιών":"λιχουδιά", "λιώνει":"λιώνω", "λιώνουν":"λιώνω", "λιώνω":"λιώνω", "λιώσουν":"λιώνω", "λιώτης":"λιώτης", "λο":"λο", "λόβενκραντς":"λόβενκραντς", "λοβέρδος":"λοβέρδος", "λοβέρδου":"λοβέρδος", "λόβετς":"λόβετς", "λοβιτούρες":"λοβιτούρα", "λογαρά":"λογαράς", "λογάριαζαν":"λογαριάζω", "λογαριάζει":"λογαριάζω", "λογαριάζουν":"λογαριάζω", "λογάριασαν":"λογαριάζω", "λογαριασε":"λογαριάζω", "λογαριασμό":"λογαριασμός", "λογαριασμοί":"λογαριασμός", "λογαριασμόν":"λογαριασμός", "λογαριασμός":"λογαριασμός", "λογαριασμού":"λογαριασμός", "λογαριασμούς":"λογαριασμός", "λογαριασμών":"λογαριασμός", "λογαριθμική":"λογαριθμικός", "λόγγους":"λόγγος", "λογής":"λογής", "λογια":"λόγιος", "λόγια":"λόγος", "λογίδη":"λογίδη", "λογίζονται":"λογίζομαι", "λογικά":"λογικά", "λογικά":"λογικός", "λογικές":"λογική", "λογικευτείτε":"λογικεύομαι", "λογική":"λογική", "λογική":"λογικός", "λογικής":"λογικός", "λογικό":"λογικός", "λογικοί":"λογικός", "λογικός":"λογικός", "λογικότερο":"λογικός", "λόγιο":"λόγιος", "λόγιοι":"λόγιος", "λόγιος":"λόγιος", "λογιοσύνη":"λογιοσύνη", "λογίους":"λόγιος", "λογισμικά":"λογισμικό", "λογισμικό":"λογισμικό", "λογισμικού":"λογισμικό", "λογισμικού":"λογισμικός", "λογισμός":"λογισμός", "λογισμούς":"λογισμός", "λογιστές":"λογιστής", "λογιστή":"λογιστής", "λογιστήριο":"λογιστήριο", "λογιστηρίου":"λογιστήριο", "λογιστής":"λογιστής", "λογιστικά":"λογιστικός", "λογιστικές":"λογιστικός", "λογιστική":"λογιστικός", "λογιστικής":"λογιστικός", "λογιστικό":"λογιστικός", "λογιστικός":"λογιστικός", "λογιστικού":"λογιστικός", "λογιστικούς":"λογιστικός", "λογιστικών":"λογιστικός", "λογιστών":"λογιστής", "λογίων":"λόγιος", "λόγιων":"λόγιος", "λόγκαν":"λόγκαν", "λόγο":"λόγος", "λογογράφος":"λογογράφος", "λογοδιάρροια":"λογοδιάρροια", "λογοδοσία":"λογοδοσία", "λογοδοσμένοι":"λογοδοσμένος", "λογοδοτεί":"λογοδοτώ", "λογοδοτήσει":"λογοδοτώ", "λογοδοτήσετε":"λογοδοτώ", "λογοδοτήσουν":"λογοδοτώ", "λογοδοτούν":"λογοδοτώ", "λογοθεραπεία":"λογοθεραπεία", "λογοθέτη":"λογοθέτης", "λογοθέτης":"λογοθέτης", "λογοθετίδη":"λογοθετίδης", "λόγοι":"λόγος", "λογοκρίθηκαν":"λογοκρίνω", "λογοκρίνει":"λογοκρίνω", "λογοκρισια":"λογοκρισία", "λογοκρισία":"λογοκρισία", "λογοκρισίας":"λογοκρισία", "λογοκριτές":"λογοκριτής", "λογοκριτική":"λογοκριτικός", "λογοκριτικών":"λογοκριτικός", "λογομαχήσαμε":"λογομαχώ", "λογομαχήσουν":"λογομαχώ", "λογομαχια":"λογομαχία", "λογομαχία":"λογομαχία", "λογομαχίες":"λογομαχία", "λογομαχούν":"λογομαχώ", "λόγον":"λόγος", "λογοπαίγνια":"λογοπαίγνιο", "λογοπαίγνιο":"λογοπαίγνιο", "λογοπαίγνιό":"λογοπαίγνιο", "λογοπαικτικώς":"λογοπαικτικός", "λογος":"λόγος", "λόγος":"λόγος", "λογοτέχνες":"λογοτέχνης", "λογοτέχνη":"λογοτέχνης", "λογοτέχνημα":"λογοτέχνημα", "λογοτεχνημάτων":"λογοτέχνημα", "λογοτέχνης":"λογοτέχνης", "λογοτεχνία":"λογοτεχνία", "λογοτεχνίαν":"λογοτεχνία", "λογοτεχνίας":"λογοτεχνία", "λογοτέχνιδα":"λογοτέχνις", "λογοτέχνιδες":"λογοτέχνις", "λογοτεχνίες":"λογοτεχνία", "λογοτεχνίζοντες":"λογοτεχνίζων", "λογοτεχνικά":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνικές":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνική":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνικής":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνικό":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνικού":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνικών":"λογοτεχνικός", "λογοτεχνών":"λογοτέχνης", "λογότυπα":"λογότυπο", "λογότυπο":"λογότυπο", "λογότυπό":"λογότυπο", "λογότυπους":"λογότυπος", "λόγου":"λόγος", "λόγους":"λόγος", "λογύδρια":"λογύδριο", "λόγχες":"λόγχη", "λογω":"λόγω", "λόγω":"λόγω", "λόγων":"λόγος", "λοζάνης":"λοζάνη", "λοιδορεί":"λοιδορώ", "λοιδορούν":"λοιδορώ", "λοιδορούνται":"λοιδορώ", "λοϊζίδης":"λοϊζίδης", "λοΐζος":"λοΐζος", "λοιμούς":"λοιμός", "λοιμωδών":"λοιμώδης", "λοιμών":"λοιμός", "λοιμώξεις":"λοίμωξη", "λοιμώξεων":"λοίμωξη", "λοίμωξη":"λοίμωξη", "λοίμωξης":"λοίμωξη", "λοιπά":"λοιπός", "λοιπές":"λοιπός", "λοιπή":"λοιπός", "λοιπής":"λοιπός", "λοιπό":"λοιπός", "λοιποί":"λοιπός", "λοιπον":"λοιπόν", "λοιπόν":"λοιπόν", "λοιπόν":"λοιπός", "λοιπού":"λοιπός", "λοιπούς":"λοιπός", "λοιπών":"λοιπός", "λόις":"λόις", "λοκατζήδες":"λοκατζής", "λόκερεν":"λόκερεν", "λόκερμπι":"λόκερμπι", "λοκομοτίβ":"λοκομοτίβ", "λόκχηντ":"λόκχηντ", "λόκχιντ":"λόκχιντ", "λόλα":"λόλα", "λολιτα":"λολιτα", "λόλο":"λόλο", "λόμας":"λόμας", "λομβαρδία":"λομβαρδία", "λόμπα":"λόμπα", "λόμπας":"λόμπας", "λόμπερτς":"λόμπερτς", "λόμπι":"λόμπι", "λομπίστα":"λομπίστα", "λονγκ":"λονγκ", "λονδινο":"λονδίνο", "λονδίνο":"λονδίνο", "λονδίνου":"λονδίνο", "λονδίνου-μπουένος":"λονδίνου-μπουένος", "λονδρέζικο":"λονδρέζικος", "λονδρέζους":"λονδρέζος", "λοντό":"λοντό", "λόνχουετ":"λόνχουετ", "λοξά":"λοξά", "λοξές":"λοξός", "λοξοδρομήσει":"λοξοδρομώ", "λόουρι":"λόουρι", "λόπεθ":"λόπεθ", "λόρα":"λόρα", "λοράν":"λοράν", "λοράν-ντεζιρέ":"λοράν-ντεζιρέ", "λόρδο":"λόρδος", "λόρδοι":"λόρδος", "λόρδος":"λόρδος", "λόρδου":"λόρδος", "λόρδους":"λόρδος", "λόρδων":"λόρδος", "λόρδωση":"λόρδωση", "λορέν":"λορέν", "λορένα":"λορένα", "λόρενς":"λόρενς", "λορέντζο":"λορέντζος", "λορέντζος":"λορέντζος", "λορεντί":"λορεντί", "λόρι":"λόρι", "λόρκα":"λόρκα", "λος":"λος", "λοσιόν":"λοσιόν", "λοστούς":"λοστός", "λοστρόμο":"λοστρόμος", "λοτ":"λοτ", "λοταρία":"λοταρία", "λοτζ":"λοτζ", "λότντερ":"λότντερ", "λοττο":"λόττο", "λου":"λου", "λούβαρη":"λούβαρη", "λούβαρης":"λούβαρης", "λουβιέρ":"λουβιέρ", "λουδίας":"λουδίας", "λούεμπεκ":"λούεμπεκ", "λούζει":"λούζω", "λούζεται":"λούζω", "λούζι":"λούζι", "λουζκόφ":"λουζκόφ", "λούζουν":"λούζω", "λουί":"λουί", "λουιζάο":"λουιζάο", "λουίζας":"λουίζα", "λουιζιάνα":"λουιζιάνα", "λουιζίδης":"λουιζίδης", "λουΐζο":"λουΐζο", "λουιζος":"λουιζος", "λουίζος":"λουίζος", "λουινσκι":"λουινσκι", "λουίνσκι":"λουίνσκι", "λουιντουλά":"λουιντουλά", "λουϊντουλά":"λουϊντουλά", "λουίς":"λουίς", "λούις":"λούις", "λουίτζι":"λουίτζι", "λουκ":"λουκ", "λούκα":"λούκα", "λουκά":"λουκάς", "λουκάκος":"λουκάκος", "λουκανία":"λουκανία", "λουκάνικα":"λουκάνικο", "λουκάνικο":"λουκάνικο", "λουκαρέλι":"λουκαρέλι", "λουκάς":"λουκάς", "λούκας":"λούκας", "λουκέτα":"λουκέτο", "λουκέτο":"λουκέτο", "λουκής":"λουκής", "λούκι":"λούκι", "λουκία":"λουκία", "λουκίας":"λουκία", "λουκίνο":"λουκίνο", "λουκούλλεια":"λουκούλλειος", "λουκούμι":"λουκούμι", "λουκούμια":"λουκούμι", "λουλάκι":"λουλάκι", "λουλάς":"λουλάς", "λουλέ":"λουλέ", "λουλη":"λούλης", "λούλης":"λούλης", "λουλολάρι":"λουλολάρι", "λουλουδάτη":"λουλουδάτος", "λουλούδης":"λουλούδης", "λουλούδι":"λουλούδι", "λουλουδια":"λουλούδι", "λουλούδια":"λουλούδι", "λουλουδιών":"λουλούδι", "λούμπα":"λούμπα", "λουμπαρδέας":"λουμπαρδέας", "λούμπεν":"λούμπεν", "λουμπλιάνα":"λουμπλιάνα", "λουμπλιάνας":"λουμπλιάνα", "λουμπόγεβιτς":"λουμπόγεβιτς", "λούμπος":"λούμπος", "λουμπούτης":"λουμπούτης", "λούνα":"λούνα", "λουναπάρκ":"λουναπάρκ", "λουνασα":"λουνασα", "λούνασα":"λούνασα", "λούνες":"λούνες", "λούντβιχ":"λούντβιχ", "λούντβιχσμπουργκ":"λούντβιχσμπουργκ", "λουξ":"λουξ", "λουξεμβούργιος":"λουξεμβούργιος", "λουξεμβούργο":"λουξεμβούργο", "λουξεμβούργου":"λουξεμβούργο", "λούξορ":"λούξορ", "λουπατέλι":"λουπατέλι", "λουρί":"λουρί", "λουριά":"λουρί", "λουρίδες":"λουρίδα", "λούρμαν":"λούρμαν", "λουρουτζίνας":"λουρουτζίνας", "λούσα":"λούσο", "λούσι":"λούση", "λουσιάν":"λουσιάν", "λούσιφερ":"λούσιφερ", "λουσμένες":"λούζω", "λουσμένη":"λούζω", "λούστα":"λούστα", "λούστρο":"λούστρος", "λουστρος":"λούστρος", "λούστρος":"λούστρος", "λουτζ":"λουτζ", "λούτο":"λούτο", "λούτον":"λούτον", "λουτον":"λουτός", "λουτρά":"λουτρό", "λουτρό":"λουτρό", "λουτροθεραπεία":"λουτροθεραπεία", "λουτρού":"λουτρό", "λουτρών":"λουτρό", "λουτσέσκου":"λουτσέσκου", "λουτσιάν":"λουτσιάν", "λουτσιανο":"λουτσιάνο", "λουτσιάνο":"λουτσιάνο", "λούφα":"λούφα", "'λούφα":"'λούφα", "λούφτι":"λούφτι", "λοφία":"λοφίο", "λοφίο":"λοφίο", "λοφίσκους":"λοφίσκος", "λόφο":"λόφος", "λόφοι":"λόφος", "λόφος":"λόφος", "λόφου":"λόφος", "λόφους":"λόφος", "λοχ":"λοχ", "λοχαγό":"λοχαγός", "λοχαγός":"λοχαγός", "λοχαγού":"λοχαγός", "λοχείας":"λοχεία", "λοχίας":"λοχίας", "λοχίοι":"λοχίοι", "λόχο":"λόχος", "λόχος":"λόχος", "λόχου":"λόχος", "λόχους":"λόχος", "λτρ":"λτρ", "λυβέρης":"λυβέρης", "λυγερός":"λυγερός", "λυγίζει":"λυγίζω", "λυγίζοντας":"λυγίζω", "λυγίζουμε":"λυγίζω", "λυγίζουν":"λυγίζω", "λύγισε":"λυγίζω", "λυγίσει":"λυγίζω", "λυγισμένα":"λυγισμένος", "λύγκα":"λύγκας", "λύγκας":"λύγκας", "λυγμούς":"λυγμός", "λυγμών":"λυγμός", "λυδάκης":"λυδάκης", "λυδία":"λύδιος", "λύεται":"λύω", "λυθεί":"λύνω", "λύθηκαν":"λύνω", "λύθηκε":"λύνω", "λυθούν":"λύνω", "λυθρίνια":"λυθρίνι", "λυκ":"λυκ", "λυκαβηττός":"λυκαβηττός", "λυκάκια":"λυκάκια", "λυκάονος":"λυκάονος", "λύκεια":"λύκειο", "λυκειακής":"λυκειακής", "λυκειάρχης":"λυκειάρχης", "λύκειο":"λύκειο", "λυκείου":"λύκειο", "λυκείων":"λύκειο", "λυκιδης":"λυκιδης", "λυκίδης":"λυκίδης", "λύκο":"λύκος", "λυκόβρυση":"λυκόβρυση", "λύκοι":"λύκος", "λυκος":"λύκος", "λύκος":"λύκος", "λύκου":"λύκος", "λυκούργος":"λυκούργος", "λυκουρέζο":"λυκουρέζος", "λυκουρέζος":"λυκουρέζος", "λυκουρέζου":"λυκουρέζος", "λυκουρέντζος":"λυκουρέντζος", "λυκούρια":"λυκούρια", "λύκους":"λύκος", "λυκοφιλίες":"λυκοφιλία", "λυκόφως":"λυκόφως", "λυκόφωτος":"λυκόφως", "λύκων":"λύκος", "λυμαίνεται":"λυμαίνομαι", "λυμαίνονται":"λυμαίνομαι", "λύματα":"λύμα", "λυμάτων":"λύμα", "λυμένα":"λυμένος", "λυμένο":"λυμένος", "λυμνιούδη":"λυμνιούδη", "λυμπάρης":"λυμπάρης", "λυμπεράκη":"λυμπεράκης", "λυμπέρη":"λυμπέρη", "λυμπέριος":"λυμπέριος", "λυμπερόπουλο":"λυμπερόπουλος", "λυμπεροπουλος":"λυμπερόπουλος", "λυμπερόπουλος":"λυμπερόπουλος", "λυμπερόπουλου":"λυμπερόπουλος", "λύνει":"λύνω", "λύνεται":"λύνω", "λύνετε":"λύνω", "λυνμερόπουλου":"λυνμερόπουλου", "λύνονται":"λύνω", "λύνονταν":"λύνω", "λύνοντας":"λύνω", "λυνόταν":"λύνω", "λύνουμε":"λύνω", "λύνουν":"λύνω", "λύνω":"λύνω", "λυόμενα":"λυόμενος", "λυόμενες":"λυόμενος", "λυόμενο":"λυόμενος", "λυπάμαι":"λυπούμαι", "λυπάσαι":"λυπούμαι", "λυπάστε":"λυπούμαι", "λυπάται":"λυπούμαι", "λυπεί":"λυπώ", "λύπες":"λύπη", "λύπη":"λύπη", "λυπήθηκε":"λυπούμαι", "λυπημένα":"λυπημένος", "λυπημένες":"λυπούμαι", "λυπημένη":"λυπημένος", "λυπημένος":"λυπημένος", "λυπηρά":"λυπηρά", "λυπηρή":"λυπηρός", "λυπηρίδου":"λυπηρίδου", "λυπηρό":"λυπηρός", "λύπης":"λύπη", "λύπηση":"λύπηση", "λυπητερή":"λυπητερός", "λυπόμουν":"λυπούμαι", "λυπόταν":"λυπούμαι", "λυπούμαι":"λυπούμαι", "λυπούμαστε":"λυπούμαι", "λυπούμεθα":"λυπούμεθα", "λυπούνται":"λυπούμαι", "λυπουρλης":"λυπουρλης", "λυπουρλής":"λυπουρλής", "λυρα":"λύρα", "λύρα":"λύρα", "λυράκη":"λυράκη", "λυράκης":"λυράκης", "λύρας":"λύρα", "λύρες":"λύρα", "λυρικά":"λυρικός", "λυρικές":"λυρικός", "λυρική":"λυρικός", "λυρικής":"λυρικός", "λυρικό":"λυρικός", "λυρικός":"λυρικός", "λυρικού":"λυρικός", "λυρισμό":"λυρισμός", "λυριτζής":"λυριτζής", "λύσαμε":"λύνω", "λύσανδρου":"λύσανδρος", "λυσαρίδη":"λυσαρίδη", "λυσαρίδης":"λυσαρίδης", "λύσει":"λύνω", "λύσεις":"λύση", "λύσετε":"λύνω", "λύσεων":"λύση", "λύση":"λύση", "λύσης":"λύση", "λύσις":"λύση", "λυσιστράτη":"λυσιστράτη", "λύσουμε":"λύνω", "λύσουν":"λύνω", "λύσσα":"λύσσα", "λυσσαλέα":"λυσσαλέα", "λυσσαλέο":"λυσσαλέος", "λυσσαρίδη":"λυσσαρίδη", "λυσσαρίδης":"λυσσαρίδης", "λυσσασμένοι":"λυσσώ", "λυσσασμένος":"λυσσώ", "λυσσιατρείο":"λυσσιατρείο", "λυσσομανάει":"λυσσομανώ", "λύστε":"λύνω", "λύσω":"λύνω", "λύτας":"λύτας", "λύτες":"λύτης", "λυτούς":"λυτός", "λύτρα":"λύτρα", "λύτρας":"λύτρας", "λυτρωθεί":"λυτρώνω", "λυτρωθούν":"λυτρώνω", "λύτρων":"λύτρα", "λυτρώνει":"λυτρώνω", "λύτρωσε":"λυτρώνω", "λύτρωση":"λύτρωση", "λύτρωσης":"λύτρωση", "λυτρωτικά":"λυτρωτικά", "λυτρωτική":"λυτρωτικός", "λυτρωτικής":"λυτρωτικός", "λυτρωτικό":"λυτρωτικός", "λυχνία":"λυχνία", "λυχνίες":"λυχνία", "λύχνων":"λύχνος", "λώλης":"λώλης", "λωξάντρα":"λωξάντρα", "λώραμ":"λώραμ", "λώρενς":"λώρενς", "λωρίδα":"λωρίδα", "λωρίδας":"λωρίδα", "λωρίδες":"λωρίδα", "λωρίδων":"λωρίδα", "λώρο":"λώρος", "λώρος":"λώρος", "λώρου":"λώρος", "λώρτος":"λώρτος", "λώτη":"λώτη", "μ'":"εγώ", "μ":"μ", "μ'":"με", "μ.":"μ.", "μ.γ.μ.":"μ.γ.μ.", "μ.ε.ο.":"μ.ε.ο.", "μ.ζ.":"μ.ζ.", "μ.ι.τ.":"μ.ι.τ.", "μ.κ.ε.":"μ.κ.ε.", "μ.μ":"μ.μ", "μ.μ.":"μ.μ.", "μ.μ.ε.":"μ.μ.ε.", "μ.ν.":"μ.ν.", "μ.ο":"μ.ο", "μ.ο.":"μ.ο.", "μ.πλ.":"μ.πλ.", "μ.χ":"μ.χ", "μ.χ.":"μ.χ.", "μ-11":"μ-11", "μ-9":"μ-9", "μoυσικός":"μουσικός", "'μr":"'μr", "μundobasket":"μundobasket", "μα":"μα", "μαrια":"μαrια", "μααρίβ":"μααρίβ", "μααστριχ":"μααστριχ", "μάαστριχ":"μάαστριχ", "μάαστριχτ":"μάαστριχτ", "μαβερικς":"μαβερικς", "μάβερικς":"μάβερικς", "μάβερικς-νιου":"μάβερικς-νιου", "μαβικαλ":"μαβικαλ", "μαβισω":"μαβισω", "μάβροβο":"μάβροβο", "μαγαζάκι":"μαγαζάκι", "μαγαζακισμός":"μαγαζακισμός", "μαγαζάτορας":"μαγαζάτορας", "μαγαζάτορες":"μαγαζάτορας", "μαγαζί":"μαγαζί", "μαγαζιά":"μαγαζί", "μαγαζιού":"μαγαζί", "μαγαζιών":"μαγαζί", "μαγγανάρι":"μαγγανάρι", "μαγγανάς":"μαγγανάς", "μαγγανείας":"μαγγανεία", "μαγγίνας":"μαγγίνας", "μαγγίρα":"μαγγίρα", "μάγγο":"μάγγο", "μάγγος":"μάγγος", "μάγδα":"μάγδα", "μαγδαληνή":"μαγδαληνή", "μαγεία":"μαγεία", "μαγείας":"μαγεία", "μάγειρα":"μάγειρας", "μάγειρας":"μάγειρας", "μαγειρεία":"μαγειρείο", "μαγειρείου":"μαγειρείο", "μαγειρείων":"μαγειρείο", "μαγείρεμα":"μαγείρεμα", "μαγειρέματα":"μαγείρεμα", "μαγειρέματος":"μαγείρεμα", "μαγειρεμένα":"μαγειρεμένος", "μαγειρεμένη":"μαγειρεύω", "μαγειρεμένος":"μαγειρεύω", "μάγειρες":"μάγειρας", "μαγείρευε":"μαγειρεύω", "μαγειρεύει":"μαγειρεύω", "μαγειρεύεις":"μαγειρεύω", "μαγειρεύεται":"μαγειρεύω", "μαγειρεύετε":"μαγειρεύω", "μαγειρεύονται":"μαγειρεύω", "μαγειρεύοντας":"μαγειρεύω", "μαγειρεύουμε":"μαγειρεύω", "μαγειρεύουν":"μαγειρεύω", "μαγειρευτά":"μαγειρευτός", "μαγειρευτεί":"μαγειρεύω", "μαγειρέψει":"μαγειρεύω", "μαγείρεψες":"μαγειρεύω", "μαγειρέψτε":"μαγειρεύω", "μαγειρέψω":"μαγειρεύω", "μαγειρικά":"μαγειρικός", "μαγειρικές":"μαγειρικός", "μαγειρική":"μαγειρικός", "μαγειρικής":"μαγειρικός", "μαγειρικό":"μαγειρικός", "μαγείρισσα":"μαγείρισσα", "μάγειροι":"μάγειρος", "μαγείρους":"μάγειρος", "μαγείρων":"μάγειρας", "μαγεμένη":"μαγεμένος", "μαγεμένοι":"μαγεύω", "μαγεύει":"μαγεύω", "μαγεύεται":"μαγεύω", "μαγευόμουν":"μαγεύω", "μαγεύτηκα":"μαγεύω", "μαγευτικά":"μαγευτικός", "μαγευτικές":"μαγευτικός", "μαγευτική":"μαγευτικός", "μαγευτικής":"μαγευτικός", "μαγευτικό":"μαγευτικός", "μαγευτικούς":"μαγευτικός", "μάγεψε":"μαγεύω", "μαγιά":"μαγιά", "μάγια":"μάγια", "μαγιάτικο":"μαγιάτικος", "μαγικα":"μαγικά", "μαγικά":"μαγικά", "μαγικά":"μαγικός", "μαγικές":"μαγικός", "μαγική":"μαγικός", "μαγικής":"μαγικός", "μαγικο":"μαγικός", "μαγικό":"μαγικός", "μαγικός":"μαγικός", "μαγικού":"μαγικός", "μαγικών":"μαγικός", "μαγιό":"μαγιό", "μάγιο":"μάγιο", "μαγιονέζα":"μαγιονέζα", "μαγιόρ":"μαγιόρ", "μαγιόρκα":"μαγιόρκα", "μαγιόρσκι":"μαγιόρσκι", "μάγισσα":"μάγισσα", "μάγισσας":"μάγισσα", "μαγισσες":"μάγισσα", "μάγισσες":"μάγισσα", "μαγισσών":"μάγισσα", "μάγκα":"μάγκας", "μαγκαζίνο":"μαγκαζίνο", "μαγκάλια":"μαγκάλι", "μάγκαν":"μάγκαν", "μαγκανάρη":"μαγκανάρης", "μαγκανάρης":"μαγκανάρης", "μαγκανουδάκη":"μαγκανουδάκη", "μάγκας":"μάγκας", "μαγκαφίνη":"μαγκαφίνη", "μαγκαφίνης":"μαγκαφίνης", "μαγκες":"μάγκας", "μάγκες":"μάγκας", "μάγκι":"μάγκι", "μαγκιά":"μαγκιά", "μαγκιές":"μαγκιά", "μαγκλάρας":"μαγκλάρας", "μάγκνους":"μάγκνους", "μαγκντί":"μαγκντί", "μαγκόουαν":"μαγκόουαν", "μαγκουάιρ":"μαγκουάιρ", "μαγκουνής":"μαγκουνής", "μαγκούφης":"μαγκούφης", "μαγκριώτη":"μαγκριώτης", "μαγκριώτη-αράπογλου":"μαγκριώτη-αράπογλου", "μαγκριωτη-οικοδομων":"μαγκριωτη-οικοδομων", "μαγκριώτης":"μαγκριώτης", "μάγλο":"μάγλο", "μαγλος":"μαγλος", "μάγλος":"μάγλος", "μάγμα":"μάγμα", "μάγματος":"μάγμα", "μαγνησία":"μαγνησία", "μαγνησιας":"μαγνησία", "μαγνησίας":"μαγνησία", "μαγνήσιο":"μαγνήσιο", "μαγνήτες":"μαγνήτης", "μαγνήτη":"μαγνήτης", "μαγνήτης":"μαγνήτης", "μαγνητίζει":"μαγνητίζω", "μαγνητίζετε":"μαγνητίζω", "μαγνητίζοντας":"μαγνητίζω", "μαγνητικά":"μαγνητικός", "μαγνητικές":"μαγνητικός", "μαγνητική":"μαγνητικός", "μαγνητικό":"μαγνητικός", "μαγνητικός":"μαγνητικός", "μαγνητισμού":"μαγνητισμός", "μαγνητοσκοπημένη":"μαγνητοσκοπημένος", "μαγνητοσκόπηση":"μαγνητοσκόπηση", "μαγνητοσκοπούσε":"μαγνητοσκοπώ", "μαγνητοταινίες":"μαγνητοταινία", "μαγνητόφωνα":"μαγνητόφωνο", "μαγνητοφώνησα":"μαγνητοφωνώ", "μαγνητοφωνήσει":"μαγνητοφωνώ", "μαγνητοφώνηση":"μαγνητοφώνηση", "μαγνητόφωνο":"μαγνητόφωνο", "μαγνητοφώνου":"μαγνητόφωνο", "μάγο":"μάγος", "μάγοι":"μάγος", "μαγος":"μάγος", "μάγος":"μάγος", "μάγου":"μάγος", "μάγουλα":"μάγουλο", "μάγουλά":"μάγουλο", "μάγουλο":"μάγουλο", "μάγους":"μάγος", "μάγχης":"μάγχη", "μάγων":"μάγος", "μάδεργουελ":"μάδεργουελ", "μαδριγάλ":"μαδριγάλ", "μαδριλένοι":"μαδριλένοι", "μαδριλένους":"μαδριλένους", "μαδρίτη":"μαδρίτη", "μαδριτης":"μαδρίτη", "μαδρίτης":"μαδρίτη", "μάδυτο":"μάδυτο", "μάδυτος":"μάδυτος", "μαδύτου":"μαδύτου", "μαεστρία":"μαεστρία", "μαεστρικά":"μαεστρικά", "μαεστρική":"μαεστρική", "μαέστρο":"μαέστρος", "μαέστρος":"μαέστρος", "μαέστρου":"μαέστρος", "μαέστρων":"μαέστρος", "μάζα":"μάζα", "μάζας":"μάζα", "μαζεμένα":"μαζεύω", "μαζεμένες":"μαζεύω", "μαζεμένη":"μαζεύω", "μαζεμένοι":"μαζεμένος", "μαζεμένους":"μαζεύω", "μαζες":"μάζα", "μάζες":"μάζα", "μάζευε":"μαζεύω", "μαζεύει":"μαζεύω", "μαζεύεις":"μαζεύω", "μαζεύεται":"μαζεύω", "μαζεύονται":"μαζεύω", "μαζεύονταν":"μαζεύω", "μαζεύοντας":"μαζεύω", "μαζεύουμε":"μαζεύω", "μαζεύουν":"μαζεύω", "μαζευτεί":"μαζεύω", "μαζευτήκαμε":"μαζεύω", "μαζεύτηκαν":"μαζεύω", "μαζεύτηκε":"μαζεύω", "μαζευτούμε":"μαζεύω", "μαζευτούν":"μαζεύω", "μάζεψα":"μαζεύω", "μαζέψαμε":"μαζεύω", "μάζεψαν":"μαζεύω", "μάζεψε":"μαζεύω", "μαζέψει":"μαζεύω", "μαζέψεις":"μαζεύω", "μαζέψουμε":"μαζεύω", "μαζέψουν":"μαζεύω", "'μαζέψτε":"'μαζέψτε", "μαζι":"μαζί", "μαζί":"μαζί", "μαζικά":"μαζικά", "μαζικές":"μαζικός", "μαζική":"μαζικός", "μαζικης":"μαζικός", "μαζικής":"μαζικός", "μαζικό":"μαζικός", "μαζικοί":"μαζικός", "μαζικοποιηθεί":"μαζικοποιώ", "μαζικοποίηση":"μαζικοποίηση", "μαζικός":"μαζικός", "μαζικότερες":"μαζικός", "μαζικότερη":"μαζικός", "μαζικότερης":"μαζικός", "μαζικότερο":"μαζικός", "μαζικότητα":"μαζικότητα", "μαζικότητας":"μαζικότητα", "μαζικού":"μαζικός", "μαζικούς":"μαζικός", "μαζικών":"μαζικός", "μαζούτ":"μαζούτ", "μαζοχιστές":"μαζοχιστής", "μαζοχιστής":"μαζοχιστής", "μαζοχιστική":"μαζοχιστικός", "μαζών":"μάζα", "μάζωξη":"μάζωξη", "μάη":"μάης", "μαθά":"μαθά", "μάθαινα":"μαθαίνω", "μαθαίναμε":"μαθαίνω", "μάθαιναν":"μαθαίνω", "μάθαινε":"μαθαίνω", "μαθαίνει":"μαθαίνω", "μαθαίνεις":"μαθαίνω", "μαθαίνεται":"μαθαίνω", "μαθαίνετε":"μαθαίνω", "μαθαίνονται":"μαθαίνω", "μαθαίνοντας":"μαθαίνω", "μαθαίνουμε":"μαθαίνω", "μαθαίνουν":"μαθαίνω", "μαθαίνω":"μαθαίνω", "μάθαμε":"μαθαίνω", "μάθανε":"μαθαίνω", "μαθάς":"μαθάς", "μάθατε":"μαθαίνω", "μάθει":"μαθαίνω", "μάθεις":"μαθαίνω", "μαθες":"μαθες", "μαθετε":"μαθαίνω", "μάθετε":"μαθαίνω", "μαθεύτηκε":"μαθεύομαι", "μαθημα":"μάθημα", "μάθημα":"μάθημα", "μάθημά":"μάθημα", "μαθηματα":"μάθημα", "μαθήματα":"μάθημα", "μαθήματά":"μάθημα", "μαθηματικά":"μαθηματικά", "μαθηματικές":"μαθηματικός", "μαθηματική":"μαθηματικός", "μαθηματικής":"μαθηματικός", "μαθηματικό":"μαθηματικός", "μαθηματικοί":"μαθηματικός", "μαθηματικός":"μαθηματικός", "μαθηματικού":"μαθηματικός", "μαθηματικούς":"μαθηματικός", "μαθηματικών":"μαθηματικά", "μαθήματος":"μάθημα", "μαθημάτων":"μάθημα", "μαθήσεως":"μάθηση", "μάθηση":"μάθηση", "μάθησης":"μάθηση", "μαθησιακές":"μαθησιακός", "μαθησιακή":"μαθησιακός", "μαθησιακούς":"μαθησιακός", "μαθητεία":"μαθητεία", "μαθητείας":"μαθητεία", "μαθητές":"μαθητής", "μαθητευόμενη":"μαθητευόμενος", "μαθητευόμενοι":"μαθητευόμενος", "μαθητευόμενος":"μαθητευόμενος", "μαθητευομένους":"μαθητευόμενος", "μαθήτευσε":"μαθητεύω", "μαθητή":"μαθητής", "μαθητής":"μαθητής", "μαθητικά":"μαθητικός", "μαθητικά-φοιτητικά":"μαθητικά-φοιτητικά", "μαθητικές":"μαθητικός", "μαθητική":"μαθητικός", "μαθητικής":"μαθητικός", "μαθητικό":"μαθητικός", "μαθητικού":"μαθητικός", "μαθητικών":"μαθητικός", "μαθητιώσα":"μαθητιώσα", "μαθήτρια":"μαθήτρια", "μαθήτριά":"μαθήτρια", "μαθήτριας":"μαθήτρια", "μαθήτριες":"μαθήτρια", "μαθητριών":"μαθήτρια", "μαθητών":"μαθητής", "μαθιοπουλου":"μαθιόπουλος", "μάθιου":"μάθιου", "μάθιους":"μάθιους", "μάθουμε":"μαθαίνω", "μάθουν":"μαθαίνω", "μάθω":"μαθαίνω", "μαι":"μαι", "μαϊαμι":"μαϊάμι", "μαϊάμι":"μαϊάμι", "μαιανδρισμούς":"μαιανδρισμούς", "μαίανδροι":"μαίανδρος", "μάιερ":"μάιερ", "μαιευτήρα":"μαιευτήρας", "μαιευτήρας":"μαιευτήρας", "μαιευτήριο":"μαιευτήριο", "μαιευτικά":"μαιευτικός", "μαιευτική":"μαιευτικός", "μαιευτικής":"μαιευτικός", "μάικ":"μάικ", "μαϊκλ":"μαϊκλ", "μάικλ":"μάικλ", "μάικο":"μάικο", "μαϊκόν":"μαϊκόν", "μαιλης":"μαιλης", "μαϊμού":"μαϊμού", "μαϊμούδες":"μαϊμού", "μαϊμουδολογίας":"μαϊμουδολογίας", "μαϊμουδων":"μαϊμού", "μαϊμούδων":"μαϊμού", "μαινάδες":"μαινάδα", "μαινάδων":"μαινάδα", "μάινερ":"μάινερ", "μαίνεται":"μαίνομαι", "μαινόμενος":"μαινόμενος", "μαίνονται":"μαίνομαι", "μαίνονταν":"μαίνομαι", "μαινόταν":"μαίνομαι", "μαϊντανό":"μαϊντανός", "μαϊντανοί":"μαϊντανός", "μαϊντανός":"μαϊντανός", "μαϊντανού":"μαϊντανός", "μαϊντανούς":"μαϊντανός", "μάιντς":"μάιντς", "μάιο":"μάιος", "μάιος":"μάιος", "μαϊου":"μάιος", "μαΐου":"μάιος", "μαιρη":"μαίρη", "μαίρη":"μαίρη", "μαιρηβη":"μαιρηβη", "μαίρης":"μαίρη", "μαίστρος":"μαίστρος", "μαΐστρος":"μαΐστρος", "μαΐστρου":"μαΐστρος", "μακ":"μακ", "μακάβρια":"μακάβριος", "μακάβριας":"μακάβριος", "μακάβριο":"μακάβριος", "μακάι":"μακάι", "μακαμπή":"μακαμπή", "μακαμπή-αχιλλέας":"μακαμπή-αχιλλέας", "μακάμπι":"μακάμπι", "μάκαμπι":"μάκαμπι", "μακάμπι6-91133":"μακάμπι6-91133", "μακάμπι83":"μακάμπι83", "μακάο":"μακάο", "μακαρέζο":"μακαρέζο", "μακάρθι":"μακάρθι", "μακαρθισμού":"μακαρθισμός", "μακάρθουρ":"μακάρθουρ", "μακάρι":"μακάρι", "μακάρια":"μακάριος", "μακάριοι":"μακάριος", "μακάριος":"μακάριος", "μακαριότατε":"μακάριος", "μακαριότατο":"μακάριος", "μακαριότατος":"μακάριος", "μακαριότητα":"μακαριότητα", "μακαριότητά":"μακαριότητα", "μακαρίτη":"μακαρίτης", "μακαρίτης":"μακαρίτης", "μακαρίως":"μακαρίως", "μακαριώτατε":"μακαριώτατε", "μακαρονάδα":"μακαρονάδα", "μακαρονάδες":"μακαρονάς", "μακαρονάκια":"μακαρονάκι", "μακαρονας":"μακαρονάς", "μακαρόνας":"μακαρόνας", "μακαρόνια":"μακαρόνι", "μακαρονοποιία":"μακαρονοποιία", "μακγκάουαν":"μακγκάουαν", "μακγκόουαν":"μακγκόουαν", "μακέ":"μακέ", "μακεδνό":"μακεδνό", "μακεδνός":"μακεδνός", "μακεδόνα":"μακεδόνας", "μακεδόνας":"μακεδόνας", "μακεδόνες":"μακεδόνας", "μακεδονια":"μακεδονία", "μακεδονία":"μακεδονία", "μακεδονιας":"μακεδονία", "μακεδονίας":"μακεδονία", "μακεδονιας-θρακης":"μακεδονιας-θρακης", "μακεδονίας-θράκης":"μακεδονίας-θράκης", "μακεδονιας-πρώην":"μακεδονιας-πρώην", "μακεδονικά":"μακεδονικά", "μακεδονικα":"μακεδονικός", "μακεδονικές":"μακεδονικός", "μακεδονικη":"μακεδονικός", "μακεδονική":"μακεδονικός", "μακεδονικής":"μακεδονικός", "μακεδονικο":"μακεδονικός", "μακεδονικό":"μακεδονικός", "μακεδονικοί":"μακεδονικός", "μακεδονικον":"μακεδονικός", "μακεδονικόν":"μακεδονικός", "μακεδονικος":"μακεδονικός", "μακεδονικός":"μακεδονικός", "μακεδονικου":"μακεδονικός", "μακεδονικού":"μακεδονικός", "μακεδονικών":"μακεδονικός", "μακεδονίτικα":"μακεδονίτικος", "μακεδονίτικο":"μακεδονίτικος", "μακεδονομάχο":"μακεδονομάχος", "μακεδονομάχοι":"μακεδονομάχος", "μακεδονομάχος":"μακεδονομάχος", "μακεδονομάχων":"μακεδονομάχος", "μακεδονος":"μακεδονος", "μακεδονων":"μακεδόνας", "μακεδόνων":"μακεδόνας", "μακέιν":"μακέιν", "μακελειό":"μακελειό", "μακελειού":"μακελειό", "μακένζι":"μακένζι", "μακέτα":"μακέτα", "μακέτας":"μακέτα", "μακέτες":"μακέτα", "μακη":"μάκης", "μάκη":"μάκης", "μακης":"μάκης", "μάκης":"μάκης", "μακί":"μακί", "μάκι":"μάκι", "μακιαβελικό":"μακιαβελικός", "μακιγιάζ":"μακιγιάζ", "μακιγιαρισμένα":"μακιγιάρω", "μακιγιαρισμένοι":"μακιγιάρω", "μακιγιέζ":"μακιγιέζ", "μακίνες":"μακίνες", "μακιού":"μακιός", "μακκέλεν":"μακκέλεν", "μακλάρεν":"μακλάρεν", "μακλία":"μακλία", "μακλιν":"μακλιν", "μακλσφιλντ":"μακλσφιλντ", "μακμάνους":"μακμάνους", "μακμπριν":"μακμπριν", "μακνάλι":"μακνάλι", "μακντόναλντ":"μακντόναλντ", "μακόλεϊ":"μακόλεϊ", "μακόρ":"μακόρ", "μάκος":"μάκος", "μακρά":"μακρύς", "μακραίνει":"μακραίνω", "μακραίνουν":"μακραίνω", "μακραίωνη":"μακραίωνος", "μακραίωνης":"μακραίωνος", "μακράν":"μακράν", "μακραντωνάκη":"μακραντωνάκη", "μακραντωνάκης":"μακραντωνάκης", "μακράς":"μακρύς", "μακρές":"μακρύς", "μακρη":"μακρη", "μακρή":"μακρή", "μακρη*":"μακρη*", "μακρηγορήσει":"μακρηγορώ", "μακρηγορήσω":"μακρηγορώ", "μακρηγορώ":"μακρηγορώ", "μακρης":"μακρης", "μακρής":"μακρής", "μακριά":"μακριά", "μακριά":"μακρύς", "μακρίδη":"μακρίδη", "μακρίδης":"μακρίδης", "μακριές":"μακρύς", "μακρινά":"μακρινός", "μακρινές":"μακρινός", "μακρινή":"μακρινός", "μακρινής":"μακρινός", "μακρινίτσα":"μακρινίτσα", "μακρινό":"μακρινός", "μακρινοί":"μακρινός", "μακρινός":"μακρινός", "μακρινού":"μακρινός", "μακρινούς":"μακρινός", "μακρινών":"μακρινός", "μακριών":"μακρύς", "μακρό":"μακρύς", "μακρόβια":"μακρόβιος", "μακροβιότερα":"μακρόβιος", "μακροβιότερη":"μακρόβιος", "μακροβιότερο":"μακρόβιος", "μακροβιότεροι":"μακρόβιος", "μακροβιότητα":"μακροβιότητα", "μακροβιότητας":"μακροβιότητα", "μακροβούτια":"μακροβούτι", "μακροζωία":"μακροζωία", "μακρόθεν":"μακρόθεν", "μακρόθυμος":"μακρόθυμος", "μακρόν":"μακρύς", "μακρονήσι":"μακρονήσι", "μακρονήσια":"μακρονήσια", "μακρόνησο":"μακρόνησο", "μακροοικονομικά":"μακροοικονομικός", "μακροοικονομικές":"μακροοικονομικός", "μακροοικονομική":"μακροοικονομικός", "μακροοικονομικής":"μακροοικονομικός", "μακρο-οικονομικό":"μακρο-οικονομικό", "μακροοικονομικό":"μακροοικονομικός", "μακροοικονομικούς":"μακροοικονομικός", "μακροοικονομικών":"μακροοικονομικός", "μακρόπνοη":"μακρόπνοος", "μακρόπνοος":"μακρόπνοος", "μακρόπνοων":"μακρόπνοος", "μακροπρόθεσμα":"μακροπρόθεσμα", "μακροπρόθεσμα":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμες":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμη":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμο":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμοι":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμου":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμους":"μακροπρόθεσμος", "μακροπρόθεσμων":"μακροπρόθεσμος", "μάκρος":"μάκρος", "μακροσκελείς":"μακροσκελής", "μακροσκελέστατη":"μακροσκελής", "μακροσκελή":"μακροσκελής", "μακροσκελής":"μακροσκελής", "μακρόστενες":"μακρόστενος", "μακρόστενη":"μακρόστενος", "μακρόστενο":"μακρόστενος", "μακρόσυρτα":"μακρόσυρτος", "μακρόσυρτο":"μακρόσυρτος", "μακρού":"μακρύς", "μακρουλά":"μακρουλός", "μακρόχρονη":"μακρόχρονος", "μακρόχρονης":"μακρόχρονος", "μακροχρόνια":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιας":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιες":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιο":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιό":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιου":"μακροχρόνιος", "μακροχρονίων":"μακροχρόνιος", "μακροχρόνιων":"μακροχρόνιος", "μακροχρονίως":"μακροχρονίως", "μακρύ":"μακρύς", "μακρυγιάννη":"μακρυγιάννης", "μακρυμάλληδες":"μακρυμάλλης", "μακρυμάλληδων":"μακρυμάλλης", "μακρυπούλια":"μακρυπούλια", "μακρύς":"μακρύς", "μακρύτερα":"μακριά", "μακρύτερη":"μακρύς", "μακρών":"μακρύς", "μακσάντσεφ":"μακσάντσεφ", "μάλαγα":"μάλαγα", "μαλαδενης":"μαλαδενης", "μαλαδένης":"μαλαδένης", "μαλαισία":"μαλαισία", "μαλαισιανής":"μαλαισιανή", "μαλαισίας":"μαλαισία", "μαλακά":"μαλακά", "μαλακά":"μαλακός", "μαλάκας":"μαλάκας", "μαλακάσης":"μαλακάσης", "μαλακασίου":"μαλακασίου", "μαλακασιώτη":"μαλακασιώτη", "μαλάκες":"μαλάκας", "μαλακές":"μαλακός", "μαλακή":"μαλακός", "μαλακία":"μαλακία", "μαλάκια":"μαλάκιο", "μαλακό":"μαλακός", "μαλακοπή":"μαλακοπή", "μαλακοπής":"μαλακοπής", "μαλακός":"μαλακός", "μαλακόστρακα":"μαλακόστρακο", "μαλακών":"μαλακός", "μαλακώνει":"μαλακώνω", "μαλακώνω":"μαλακώνω", "μαλάκωσε":"μαλακώνω", "μαλακώσει":"μαλακώνω", "μαλακώσουν":"μαλακώνω", "μάλαμα":"μάλαμα", "μάλαμας":"μάλαμας", "μαλαματίνα":"μαλαματίνα", "μαλάμου":"μαλάμου", "μαλάξεις":"μαλάσσω", "μαλαφούρης":"μαλαφούρης", "μαλβίνα":"μαλβίνα", "μάλγαρα":"μάλγαρα", "μαλγάρων":"μαλγάρων", "μαλέα":"μαλέα", "μαλεζά":"μαλεζά", "μαλεζανι":"μαλεζανι", "μαλεζάνι":"μαλεζάνι", "μαλέσεβιτς":"μαλέσεβιτς", "μάλης":"μάλη", "μαλθακά":"μαλθακός", "μαλί":"μαλί", "μάλι":"μάλι", "μαλιακού":"μαλιακού", "μάλικ":"μάλικ", "μαλίνοφ":"μαλίνοφ", "μαλιούφας":"μαλιούφας", "μαλίσεβα":"μαλίσεβα", "μάλιστα":"μάλιστα", "μαλκάχι":"μαλκάχι", "μάλκοβιτς":"μάλκοβιτς", "μάλκολμ":"μάλκολμ", "μαλλάκια":"μαλλάκια", "μαλλί":"μαλλί", "μαλλιά":"μαλλί", "μαλλιάρης":"μαλλιάρης", "μαλλιαρης-παιδεια":"μαλλιαρης-παιδεια", "μαλλιάρης-παιδεία":"μαλλιάρης-παιδεία", "'μαλλιαροκομμουνιστή'":"'μαλλιαροκομμουνιστή'", "μαλλιαροκομμουνιστής'":"μαλλιαροκομμουνιστής'", "'μαλλιαρός'":"'μαλλιαρός'", "μάλλινα":"μάλλινος", "μάλλιο":"μάλλιος", "μαλλιοτραβήγματα":"μαλλιοτράβηγμα", "μαλλιών":"μαλλί", "μάλλον":"μάλλον", "μαλλούς":"μαλλούς", "μαλμ":"μαλμ", "μάλμε":"μάλμε", "μάλμοε":"μάλμοε", "μάλμπορο":"μάλμπορο", "μαλμπράνκ":"μαλμπράνκ", "μάλντεν":"μάλντεν", "μάλον":"μάλον", "μαλόνεϊ":"μαλόνεϊ", "μαλόουν":"μαλόουν", "μαλούχου":"μαλούχου", "μαλρό":"μαλρό", "μάλτα":"μάλτα", "μαλτας":"μάλτα", "μάλτας":"μάλτα", "μαλωμένος":"μαλωμένος", "μαλώνετε":"μαλώνω", "μαλώνουν":"μαλώνω", "μάλωσαν":"μαλώνω", "μάλωσε":"μαλώνω", "μαλώσει":"μαλώνω", "μαλώσετε":"μαλώνω", "μαμά":"μαμά", "μαμάδες":"μαμά", "μαμαλιόγκας":"μαμαλιόγκας", "μαμάνη":"μαμάνη", "μαμάς":"μαμά", "μαμέλης":"μαμέλης", "μαμέντοφ":"μαμέντοφ", "μάμετ":"μάμετ", "μαμούθ":"μαμούθ", "μαμούτ":"μαμούτ", "μάμπεϊ":"μάμπεϊ", "μάμφορντ":"μάμφορντ", "μαν":"μαν", "μαν.":"μαν.", "μάνα":"μάνα", "'μάνα":"'μάνα", "μανάβη":"μανάβης", "μανάβηδες":"μανάβης", "μανάβης":"μανάβης", "μαναβιδης":"μαναβιδης", "μαναβίδης":"μαναβίδης", "μανάβικα":"μανάβικο", "μαναβική":"μαναβική", "μάνα-γλώσσα":"μάνα-γλώσσα", "μανάδες":"μάνα", "μανάδων":"μάνα", "μάνας":"μάνα", "μάνας-γλώσσας":"μάνας-γλώσσας", "μανατζαραίοι":"μανατζαραίοι", "μάνατζερ":"μάνατζερ", "μάνατζέρ":"μάνατζερ", "μάνατζερ-διαχειριστές":"μάνατζερ-διαχειριστές", "μάνατζερς":"μάνατζερ", "μάνατζμεντ":"μάνατζμεντ", "μανάφης":"μανάφης", "μανδαρίνους":"μανδαρίνος", "μάνδρα":"μάνδρα", "μανδραγορας":"μανδραγόρας", "μανδρούκα":"μανδρούκα", "μανδύα":"μανδύας", "μανδύας":"μανδύας", "μανδύες":"μανδύας", "μανεκέν":"μανεκέν", "μανέλ":"μανέλ", "μάνες":"μάνα", "μανέτα":"μανέτα", "μανέτας":"μανέτας", "μανθούλη":"μανθούλη", "μανία":"μανία", "μανιάκι":"μανιάκι", "μανιακό":"μανιακός", "μανιακοί":"μανιακός", "μανιακού":"μανιακός", "μανιακούς":"μανιακός", "μανίας":"μανία", "μανιασμένα":"μανιάζω", "μανιάτης":"μανιάτης", "μανιέρα":"μανιέρα", "μανιέρο":"μανιέρο", "μανίκα":"μανίκα", "μάνικα":"μάνικα", "μανίκας":"μανίκας", "μανίκι":"μανίκι", "μανίκια":"μανίκι", "μανικιούρ":"μανικιούρ", "μανικιουρίστες":"μανικιουρίστα", "μανίς":"μανίς", "μανισάνου":"μανισάνου", "μανισσάνου":"μανισσάνου", "μανιτάρι":"μανιτάρι", "μανιτάρια":"μανιτάρι", "μανιταριων":"μανιτάρι", "μανιταριών":"μανιτάρι", "μανιφέστα":"μανιφέστο", "μανιφέστο":"μανιφέστο", "μανιφέστου":"μανιφέστο", "μανιχαϊστικά":"μανιχαϊστικός", "μανιχαϊστική":"μανιχαϊστικός", "μανιώδεις":"μανιώδης", "μανιώδης":"μανιώδης", "μανιωδώς":"μανιωδώς", "μάννα":"μάνα", "μαν-ντιναμό":"μαν-ντιναμό", "μάνο":"μάνος", "μανόλη":"μανόλης", "μανόλης":"μανόλης", "μανόλια":"μανόλια", "μανόλοβιτς":"μανόλοβιτς", "μανος":"μανός", "μάνος":"μάνος", "μανού":"μανός", "μάνου":"μάνος", "μανούβρες":"μανούβρα", "μανουέλ":"μανουέλ", "μανούλα":"μανούλα", "μανουσάκης":"μανουσάκης", "μανρέσα":"μανρέσα", "μανρέσα4-11978":"μανρέσα4-11978", "μανσίνι":"μανσίνι", "μάνσο":"μάνσο", "μανσουριάν":"μανσουριάν", "μανσφιλντ":"μανσφιλντ", "μαντ":"μαντ", "μαντά":"μαντά", "μάντα":"μάντα", "μάντακας":"μάντακας", "μαντάμ":"μαντάμ", "μαντάρ":"μαντάρ", "μαντάρα":"μαντάρα", "μανταρίνι":"μανταρίνι", "μανταρίνια":"μανταρίνι", "μάνταριτς":"μάνταριτς", "μαντάτα":"μαντάτο", "μαντάτο":"μαντάτο", "μαντέγκα":"μαντέγκα", "μαντελα":"μαντελα", "μαντέλα":"μαντέλα", "μαντέλη":"μαντέλης", "μαντέλης":"μαντέλης", "μάντελσον":"μάντελσον", "μαντέμι":"μαντέμι", "μάντεν":"μάντεν", "μαντένια":"μαντένια", "μάντευαν":"μαντεύω", "μαντεύετε":"μαντεύω", "μαντέψατε":"μαντεύω", "μαντέψει":"μαντεύω", "μαντέψουμε":"μαντεύω", "μαντζάνας":"μαντζάνας", "μάντζαρης":"μάντζαρης", "μαντζάρου":"μαντζάρου", "μαντζίλα":"μαντζίλα", "μάντζιο":"μάντζιο", "μαντζιος":"μαντζιος", "μάντζιος":"μάντζιος", "μαντζουράνα":"μαντζουράνα", "μαντζουράνης":"μαντζουράνης", "μαντήλι":"μαντήλι", "μαντήλια":"μαντήλι", "μάντης":"μάντης", "μαντίλα":"μαντίλα", "μαντίλας":"μαντίλα", "μαντίλι":"μαντίλι", "μαντίλια":"μαντίλια", "μαντισον":"μαντισον", "μάντισον":"μάντισον", "μαντλίν":"μαντλίν", "μάντλιν":"μάντλιν", "μάντοβα":"μάντοβα", "μαντόκι":"μαντόκι", "μαντούβαλος":"μαντούβαλος", "μαντούβαλου":"μαντούβαλου", "μάντουκα":"μάντουκα", "μαντουλίδη":"μαντουλίδη", "μαντουλίδης":"μαντουλίδης", "μαντούρο":"μαντούρο", "μάντρα":"μάντρα", "μάντρα-αποθήκη":"μάντρα-αποθήκη", "μάντρας":"μάντρα", "μάντρες":"μάντρα", "μαντρί":"μαντρί", "μαντριά":"μαντρί", "μαντρότοιχους":"μαντρότοιχος", "μάντρωμα":"μάντρωμα", "μάντσε":"μάντσε", "μαντσεστερ":"μαντσεστερ", "μάντσεστερ":"μάντσεστερ", "μαντσεστερ-λιβερπουλ":"μαντσεστερ-λιβερπουλ", "μάντσος":"μάντσος", "μανφρίντι":"μανφρίντι", "μανχάταν":"μανχάταν", "μανωλεδάκη":"μανωλεδάκη", "μανωλεδάκης":"μανωλεδάκης", "μανώλη":"μανώλης", "μανωλης":"μανώλης", "μανώλης":"μανώλης", "μανωλιάδης":"μανωλιάδης", "μανωλόπουλος":"μανωλόπουλος", "μαξ":"μαξ", "μάξι":"μάξη", "μαξιλαράκι":"μαξιλαράκι", "μαξιλαράκια":"μαξιλαράκι", "μαξιλάρι":"μαξιλάρι", "μαξιλάρια":"μαξιλάρι", "μαξιλαρωμένης":"μαξιλαρωμένης", "μαξιμ":"μαξιμ", "μαξίμ":"μαξίμ", "μαξιμαλιστικά":"μαξιμαλιστικός", "μαξιμαλιστικές":"μαξιμαλιστικός", "μαξιμίλιαν":"μαξιμίλιαν", "μαξίμου":"μάξιμος", "μάξιμουμ":"μάξιμουμ", "μαξιμ-περτσινιδης":"μαξιμ-περτσινιδης", "μάο":"μάο", "μαοϊκή":"μαοϊκός", "μαόνι":"μαόνι", "μαουρίτσιο":"μαουρίτσιο", "μάουρο":"μάουρο", "μάπα":"μάπας", "μάρα":"μάρα", "μαραγκόζη":"μαραγκόζη", "μαραγκός":"μαραγκός", "μαράζι":"μαράζι", "μαραζώσει":"μαραζώνω", "μάραθο":"μάραθος", "μαραθούν":"μαραίνω", "μαραθούσης":"μαραθούσης", "μαραθώνα":"μαραθώνας", "μαραθώνας":"μαραθώνας", "μαραθώνια":"μαραθώνιος", "μαραθώνιες":"μαραθώνιος", "μαραθωνιο":"μαραθώνιος", "μαραθώνιο":"μαραθώνιος", "μαραθώνιος":"μαραθώνιος", "μαραθωνίου":"μαραθώνιος", "μαραθωνοδρόμους":"μαραθωνοδρόμος", "μαραίνονται":"μαραίνω", "μαρακές":"μαρακές", "μαραμένα":"μαραίνω", "μαραμπάεφ":"μαραμπάεφ", "μαραμπού":"μαραμπού", "μάρανε":"μαραίνω", "μαραντζίδης":"μαραντζίδης", "μαραντόνα":"μαραντόνα", "μαρασμό":"μαρασμός", "μαρασμός":"μαρασμός", "μαρατζίδης":"μαρατζίδης", "μαράτου":"μαράτου", "μαραφέτι":"μαραφέτι", "μαργαρίνη":"μαργαρίνη", "μαργαρίτα":"μαργαρίτα", "μαργαριτάρι":"μαργαριτάρι", "μαργαριτάρια":"μαργαριτάρι", "μαργαριταριών":"μαργαριτάρι", "μαργαρίτας":"μαργαρίτα", "μαργαρίτες":"μαργαρίτης", "μαργαρίτη":"μαργαρίτης", "μαργαρίτης":"μαργαρίτης", "μαργαριτίδου":"μαργαριτίδου", "μαργαρόπουλο":"μαργαρόπουλο", "μάργια":"μάργια", "μαργιορίδης":"μαργιορίδης", "μαργκαρετ":"μαργκαρετ", "μάργκαρετ":"μάργκαρετ", "μαργκερίτ":"μαργκερίτ", "μάργκο":"μάργκο", "μάρδαλη":"μάρδαλη", "μαρέ":"μαρέ", "μαρέγκα":"μαρέγκα", "μάρεϊ":"μάρεϊ", "μάρεκ":"μάρεκ", "μαρέσκα":"μαρέσκα", "μάρης":"μάρης", "μάρθα":"μάρθα", "μαρί":"μαρί", "μαρια":"μαρία", "μαρία":"μαρία", "μαρία-ηρώ":"μαρία-ηρώ", "μαριαλένα":"μαριαλένα", "μαριάν":"μαριάν", "μάριαν":"μάριαν", "μαριάνθη":"μαριάνθη", "μαριάννα":"μαριάννα", "μαριαννας":"μαριάννα", "μαριας":"μαρία", "μαρίας":"μαρία", "μαρίδα":"μαρίδα", "μαριέττα":"μαριέττα", "μαρίκα":"μαρίκα", "μαρίκας":"μαρίκα", "μαρίλιαν":"μαρίλιαν", "μαριμάρ":"μαριμάρ", "μάριμπορ":"μάριμπορ", "μαρίν":"μαρίν", "μάριν":"μάριν", "μαρίνα":"μαρίνα", "μαρινάκη":"μαρινάκη", "μαρινάκης":"μαρινάκης", "μαριναρισμένη":"μαρινάρω", "μαρίνας":"μαρίνα", "μαρινέσκου":"μαρινέσκου", "μαρίνης":"μαρίνης", "μαρινιόνι":"μαρινιόνι", "μαρίνο":"μαρίνος", "μαρινόπουλος":"μαρινόπουλος", "μαρινος":"μαρίνος", "μαρίνος":"μαρίνος", "μαρινου":"μαρίνος", "μαρίνου":"μαρίνος", "μαρινών":"μαρίνα", "μάριο":"μάριο", "μάριον":"μάριος", "μαριονέτα":"μαριονέτα", "μαριονέτας":"μαριονέτα", "μαριονέτες":"μαριονέτα", "μαριος":"μάριος", "μάριος":"μάριος", "μάριου":"μάριος", "μαρίτιμο":"μαρίτιμο", "μάριτς":"μάριτς", "μαρίτσα":"μαρίτσα", "μαριχουάνα":"μαριχουάνα", "μαριχουάνας":"μαριχουάνα", "μαρκ":"μαρκ", "μάρκα":"μάρκο", "μαρκαδόρο":"μαρκαδόρος", "μαρκαδόρους":"μαρκαδόρος", "μαρκάκη":"μαρκάκη", "μαρκάκης":"μαρκάκης", "μαρκάρει":"μαρκάρω", "μάρκαρης":"μάρκαρης", "μαρκάρισμα":"μαρκάρισμα", "μάρκας":"μάρκα", "μαρκεζίνη":"μαρκεζίνης", "μαρκεζίνης":"μαρκεζίνης", "μαρκέλης":"μαρκέλης", "μάρκες":"μάρκα", "μάρκετ":"μάρκετ", "μαρκετάκη":"μαρκετάκη", "μάρκετιγκ":"μάρκετιγκ", "μάρκετινγκ":"μάρκετινγκ", "μαρκή":"μαρκή", "μαρκής":"μαρκής", "μάρκι":"μάρκι", "μαρκιανίδης":"μαρκιανίδης", "μαρκίδη":"μαρκίδης", "μαρκιόνι":"μαρκιόνι", "μάρκο":"μάρκο", "μαρκο":"μάρκος", "μάρκο":"μάρκος", "μάρκοβιτς":"μάρκοβιτς", "μαρκογιαννάκης":"μαρκογιαννάκης", "μαρκομιχάλη":"μαρκομιχάλη", "μαρκομιχάλης":"μαρκομιχάλης", "μάρκον":"μάρκος", "μαρκονάτο":"μαρκονάτο", "μαρκόνι":"μαρκόνι", "μαρκόπουλο":"μαρκόπουλος", "μαρκόπουλος":"μαρκόπουλος", "μαρκόπουλου":"μαρκόπουλος", "μαρκος":"μάρκος", "μάρκος":"μάρκος", "μάρκου":"μάρκο", "μάρκου":"μάρκος", "μάρκους":"μάρκος", "μαρκόφ":"μαρκόφ", "μάρκων":"μάρκο", "μαρκώφ":"μαρκώφ", "μάρλι":"μάρλι", "μάρλον":"μάρλον", "μαρμαρα":"μαρμαράς", "μαρμαρά":"μαρμαράς", "μάρμαρα":"μάρμαρο", "μάρμαρά":"μάρμαρο", "μαρμαράς":"μαρμαράς", "μαρμάρινα":"μαρμάρινος", "μαρμάρινες":"μαρμάρινος", "μαρμάρινη":"μαρμάρινος", "μαρμάρινης":"μαρμάρινος", "μαρμάρινο":"μαρμάρινος", "μαρμάρινοι":"μαρμάρινος", "μαρμαρινός":"μαρμαρινός", "μαρμάρινος":"μαρμάρινος", "μαρμάρινου":"μαρμάρινος", "μαρμάρινων":"μαρμάρινος", "μάρμαρο":"μάρμαρο", "μαρμάρου":"μάρμαρο", "μαρμαρυγή":"μαρμαρυγή", "μαρμάρων":"μάρμαρο", "μαρμελάδα":"μαρμελάδα", "μαρμελάδες":"μαρμελάδα", "μαρμοτας":"μαρμοτας", "μαρμότας":"μαρμότας", "μαρμούτας":"μαρμούτας", "μάρμπουρι":"μάρμπουρι", "μάρνη":"μάρνη", "μαρξ":"μαρξ", "μαρξικής":"μαρξικής", "μαρξισμό":"μαρξισμός", "μαρξισμός":"μαρξισμός", "μαρξισμού":"μαρξισμός", "μαρξιστές":"μαρξιστής", "μαρξιστής":"μαρξιστής", "μαρξιστικές":"μαρξιστικός", "μαρξιστική":"μαρξιστικός", "μαρξιστικό":"μαρξιστικός", "μαρξιστικών":"μαρξιστικός", "μαρξιστών":"μαρξιστής", "μαρό":"μαρό", "μάροβα":"μάροβα", "μαρογιαννη":"μαρογιαννη", "μαροκινό":"μαροκινός", "μαροκινοί":"μαροκινός", "μαροκο":"μαρόκο", "μαρόκο":"μαρόκο", "μαρόκου":"μαρόκο", "μαρούκης":"μαρούκης", "μαρουλα":"μαρουλα", "μαρούλι":"μαρούλι", "μαρούλια":"μαρούλι", "μαρουλίνα":"μαρουλίνα", "μαρουλιού":"μαρούλι", "μαρουλού":"μαρουλού", "μαρουλόφυλλα":"μαρουλόφυλλο", "μαρουσι":"μαρούσι", "μαρούσι":"μαρούσι", "μαρούσι211116-1105":"μαρούσι211116-1105", "μαρούσι-παναθηναϊκός":"μαρούσι-παναθηναϊκός", "μαρουσιώτες":"μαρουσιώτες", "μαρς":"μαρς", "μάρσαλ":"μάρσαλ", "μαρσαρίσματα":"μαρσάρισμα", "μαρσεϊγ":"μαρσεϊγ", "μαρσέιγ":"μαρσέιγ", "μαρσέλ":"μαρσέλ", "μάρσια":"μάρσια", "μαρσίνιο":"μαρσίνιο", "μάρσιο":"μάρσιο", "μαρσό":"μαρσό", "μάρτ'":"μάρτ'", "μαρτάκη":"μαρτάκη", "μαρτάκης":"μαρτάκης", "μαρτέν":"μαρτέν", "μαρτένς":"μαρτένς", "μάρτη":"μάρτης", "μάρτης":"μάρτης", "μάρτι":"μάρτι", "μαρτίδη":"μαρτίδη", "μαρτίκα":"μαρτίκα", "μάρτιν":"μάρτιν", "μαρτίνα":"μαρτίνα", "μαρτινέος":"μαρτινέος", "μαρτινης":"μαρτινης", "μαρτίνης":"μαρτίνης", "μαρτινίκα":"μαρτινίκα", "μαρτίνο":"μαρτίνο", "μάρτιο":"μάρτιος", "μαρτιος":"μάρτιος", "μάρτιος":"μάρτιος", "μαρτίου":"μάρτιος", "μαρτιού":"μαρτιού", "μαρτόνι":"μαρτόνι", "μαρτούλη":"μαρτούλη", "μαρτσέλο":"μαρτσέλο", "μάρτσιν":"μάρτσιν", "μαρτσίνκιεβιτς":"μαρτσίνκιεβιτς", "μάρτυρα":"μάρτυρας", "μαρτυράει":"μαρτυρώ", "μάρτυρα-κλειδί":"μάρτυρα-κλειδί", "μαρτυράνε":"μαρτυρώ", "μάρτυρας":"μάρτυρας", "μαρτυρας":"μαρτυρώ", "μαρτυρεί":"μαρτυρώ", "μαρτυρείται":"μαρτυρώ", "μάρτυρες":"μάρτυρας", "μαρτύρησαν":"μαρτυρώ", "μαρτύρησε":"μαρτυρώ", "μαρτυρία":"μαρτυρία", "μαρτύρια":"μαρτύριο", "μαρτυρίας":"μαρτυρία", "μαρτυρίες":"μαρτυρία", "μαρτυρικές":"μαρτυρικός", "μαρτυρική":"μαρτυρικός", "μαρτυρικής":"μαρτυρικός", "μαρτυρικό":"μαρτυρικός", "μαρτυρικού":"μαρτυρικός", "μαρτυρικών":"μαρτυρικός", "μαρτύριο":"μαρτύριο", "μαρτυρίου":"μαρτύριο", "μαρτυρούν":"μαρτυρώ", "μαρτυρούσε":"μαρτυρώ", "μαρτύρων":"μάρτυρας", "μαρτυς":"μάρτυρας", "μάρτυς":"μάρτυρας", "μάρω":"μάρω", "μαρωνίτη":"μαρωνίτης", "μαρωνιτης":"μαρωνίτης", "μας":"εγώ", "μας'":"μας'", "μάς":"μάς", "μας":"μου", "μασάει":"μασώ", "μασάζ":"μασάζ", "μασάνε":"μασώ", "μάσας":"μάσας", "μασασουρα":"μασασουρα", "μασαχουσέτης":"μασαχουσέτη", "μασάω":"μασώ", "μάσεϊ":"μάσεϊ", "μασέλα":"μασέλα", "μάσημα":"μάσημα", "μάσησε":"μασώ", "μασήσει":"μασώ", "μασιέλ":"μασιέλ", "μασιέου":"μασιέου", "μασίζεται":"μασίζεται", "μάσιμο":"μάσιμο", "μασίφ":"μασίφ", "μάσκα":"μάσκα", "μασκαρά":"μασκαράς", "μασκαράδες":"μασκαράς", "μασκαράδων":"μασκαράς", "μασκαρεμένες":"μασκαρεμένος", "μασκαρεμένων":"μασκαρεμένος", "μασκέ":"μασκέ", "μασκες":"μάσκα", "μάσκες":"μάσκα", "μασκοφόρο":"μασκοφόρος", "μασκοφόροι":"μασκοφόρος", "μασκών":"μάσκα", "μασκώτ":"μασκώτ", "μασλαρινός":"μασλαρινός", "μασμανίδης":"μασμανίδης", "μασουλώντας":"μασουλώ", "μασουμέχ":"μασουμέχ", "μασουόκα":"μασουόκα", "μασούρας":"μασούρας", "μασούσαν":"μασώ", "μασούσε":"μασώ", "μάσρι":"μάσρι", "μασσαλίας":"μασσαλία", "μασσαχουσέτη":"μασσαχουσέτη", "μαστε":"μαστός", "μάστερ":"μάστερ", "μάστερσον":"μάστερσον", "μάστιγα":"μάστιγα", "μάστιγας":"μάστιγα", "μάστιγες":"μάστιγα", "μαστίγιο":"μαστίγιο", "μαστιγίου":"μαστίγιο", "μαστίγωμα":"μαστίγωμα", "μαστίγωνε":"μαστιγώνω", "μαστιγώνει":"μαστιγώνω", "μαστιγώνουν":"μαστιγώνω", "μαστίγωσε":"μαστιγώνω", "μαστίζει":"μαστίζω", "μαστίζεται":"μαστίζω", "μαστίζουν":"μαστίζω", "μαστίχα":"μαστίχα", "μαστίχας":"μαστίχα", "μαστιχοπαραγωγοί":"μαστιχοπαραγωγός", "μαστό":"μαστός", "μαστογραφία":"μαστογραφία", "μαστογράφος":"μαστογράφος", "μαστόδοντα":"μαστόδους", "μαστοί":"μαστός", "μάστορα":"μάστορας", "μαστοράκη":"μαστοράκη", "μαστοράκης":"μαστοράκης", "μάστορας":"μάστορας", "μαστορέματα":"μαστόρεμα", "μάστορες":"μάστορας", "μαστοριά":"μαστοριά", "μαστορογιάννης":"μαστορογιάννης", "μαστόρους":"μαστόρους", "μαστός":"μαστός", "μαστού":"μαστός", "μαστραντώνη":"μαστραντώνη", "μαστρογιάννη":"μαστρογιάννη", "μαστρογιάννης":"μαστρογιάννης", "μαστρογιάννι":"μαστρογιάννι", "μαστροπεία":"μαστροπεία", "μαστροπείας":"μαστροπεία", "μαστροπία":"μαστροπία", "μαστροπό":"μαστροπός", "μαστροποί":"μαστροπός", "μαστροπού":"μαστροπός", "μαστροπών":"μαστροπός", "μαστροχαλαστής":"μαστροχαλαστής", "μασχάλες":"μασχάλη", "μασχάλη":"μασχάλη", "μασχάντ":"μασχάντ", "ματ":"ματ", "ματαδόρ":"ματαδόρ", "μάταια":"μάταια", "μάταιες":"μάταιος", "μάταιη":"μάταιος", "ματαιόδοξα":"ματαιόδοξος", "ματαιόδοξη":"ματαιόδοξος", "ματαιοδοξία":"ματαιοδοξία", "ματαιοδοξίας":"ματαιοδοξία", "ματαιοπονούν":"ματαιοπονώ", "ματαιότητα":"ματαιότητα", "ματαιότητας":"ματαιότητα", "ματαιωθεί":"ματαιώνω", "ματαιώθηκαν":"ματαιώνω", "ματαιώθηκε":"ματαιώνω", "ματαιώνει":"ματαιώνω", "ματαιώνεται":"ματαιώνω", "ματαιώνονται":"ματαιώνω", "ματαίως":"μάταια", "ματαίωσαν":"ματαιώνω", "ματαίωσε":"ματαιώνω", "ματαιώσει":"ματαιώνω", "ματαιώσεις":"ματαιώνω", "ματαιώσετε":"ματαιώνω", "ματαίωση":"ματαίωση", "ματαίωσης":"ματαίωση", "ματαιώσουν":"ματαιώνω", "ματάκια":"ματάκιας", "ματαμπουένα":"ματαμπουένα", "ματάου":"ματάου", "ματαπά":"ματαπά", "ματαράγκα":"ματαράγκα", "ματαρέζε":"ματαρέζε", "ματάτης":"ματάτης", "ματέι":"ματέι", "ματέλ":"ματέλ", "ματέο":"ματέο", "ματέους":"ματέους", "ματέρης":"ματέρης", "μάτεσι":"μάτεσι", "μάτζικ":"μάτζικ", "μάτζιου":"μάτζιου", "ματζον":"ματζον", "ματζόν":"ματζόν", "ματζούνια":"ματζούνια", "ματζουράκη":"ματζουράκη", "ματζουρακης":"ματζουρακης", "ματζουράκης":"ματζουράκης", "ματζουράνης":"ματζουράνης", "μάτην":"μάτην", "ματθαίο":"ματθαίος", "ματθαιοπουλου":"ματθαιοπουλου", "ματθαίος":"ματθαίος", "ματθαίου":"ματθαίος", "μάτι":"μάτι", "μάτια":"μάτι", "ματια":"ματιά", "ματιά":"ματιά", "ματία":"ματία", "ματιανούδης":"ματιανούδης", "ματιάς":"ματιά", "ματιάσεβιτς":"ματιάσεβιτς", "ματιές":"ματιά", "ματίλντ":"ματίλντ", "ματίνα":"ματίνα", "ματίνας":"ματίνα", "ματιού":"μάτι", "ματιών":"μάτι", "μάτλιν":"μάτλιν", "ματούμπ":"ματούμπ", "ματρακα":"ματρακα", "μάτριξ":"μάτριξ", "ματς":"ματς", "ματσαγγάνη":"ματσαγγάνη", "ματσαγγάνης":"ματσαγγάνης", "ματσάγγου":"ματσάγγου", "μάτσαγκας":"μάτσαγκας", "ματσάκη":"ματσάκη", "ματσάκης":"ματσάκης", "ματσάκι":"ματσάκι", "μάτσας":"μάτσας", "ματσέτα":"ματσέτα", "ματσέτες":"ματσέτες", "μάτσο":"μάτσο", "μάτσου":"μάτσο", "ματσουί":"ματσουί", "μάττα":"μάττα", "ματωμένα":"ματωμένος", "ματωμένη":"ματωμένος", "ματωμένης":"ματωμένος", "ματωμένο":"ματωμένος", "ματωμένος":"ματωμένος", "μάτωνε":"ματώνω", "ματώνει":"ματώνω", "ματώνουν":"ματώνω", "ματώσει":"ματώνω", "ματώσουν":"ματώνω", "μαύρα":"μαύρος", "μαυραγάνης":"μαυραγάνης", "μαυραγορίτες":"μαυραγορίτης", "μαυράκη":"μαυράκη", "μαύρε":"μαύρος", "μαυρες":"μαύρος", "μαύρες":"μαύρος", "μαυρη":"μαύρος", "μαύρη":"μαύρος", "μαύρης":"μαύρος", "μαυριδη":"μαυρίδης", "μαυρίδη":"μαυρίδης", "μαυριδης":"μαυρίδης", "μαυρίδης":"μαυρίδης", "μαύριζαν":"μαυρίζω", "μαυρίζει":"μαυρίζω", "μαυρίζουν":"μαυρίζω", "μαυρίλα":"μαυρίλα", "μαυρίσει":"μαυρίζω", "μαύρισμα":"μαύρισμα", "μαυρισμένα":"μαυρίζω", "μαυρισμένο":"μαυρισμένος", "μαυριτανια":"μαυριτανία", "μαυριτανία":"μαυριτανία", "μαυριτανίας":"μαυριτανία", "μαυριτανός":"μαυριτανός", "μαύρο":"μαύρος", "μαυρόασπρη":"μαυρόασπρος", "μαύρο-άσπρο":"μαύρο-άσπρο", "μαυροβούνιο":"μαυροβούνιο", "μαυροβουνίου":"μαυροβουνίου", "μαυροβουνιωτης":"μαυροβουνιώτης", "μαυροβουνιώτης":"μαυροβουνιώτης", "μαυρογενίδης":"μαυρογενίδης", "μαυρογιαννίδης":"μαυρογιαννίδης", "μαυροειδής":"μαυροειδής", "μαυροείδης":"μαυροείδης", "μαυροθαλασσίτες":"μαυροθαλασσίτης", "μαυροθαλασσίτης":"μαυροθαλασσίτης", "μαυροθαλλασίτης":"μαυροθαλλασίτης", "μαύροι":"μαύρος", "μαυροκεφαλίδη":"μαυροκεφαλίδη", "μαυροκεφαλίδης":"μαυροκεφαλίδης", "μαυρομάτη":"μαυρομάτης", "μαυροματης":"μαυρομάτης", "μαυρομάτης":"μαυρομάτης", "μαυροματίδης":"μαυροματίδης", "μαυρομματη":"μαυρομματη", "μαυροπόδαρο":"μαυροπόδαρο", "μαυρόπουλο":"μαυρόπουλο", "μαυρόπουλος":"μαυρόπουλος", "μαυροράχη":"μαυροράχη", "μαυρος":"μαύρος", "μαύρος":"μαύρος", "μαυροσυκα":"μαυροσυκα", "μαυροσυκά":"μαυροσυκά", "μαύρου":"μαύρος", "μαυρουδής":"μαυρουδής", "μαύρους":"μαύρος", "μαυροφορεμένοι":"μαυροφορεμένος", "μαυροχλωρι":"μαυροχλωρι", "μαυροχώρι":"μαυροχώρι", "μαυροχωριου":"μαυροχωριου", "μαύρων":"μαύρος", "μαυσωλεία":"μαυσωλείο", "μαυσωλείο":"μαυσωλείο", "μαφια":"μαφία", "μαφία":"μαφία", "μαφίας":"μαφία", "μαφίες":"μαφία", "μαφιόζικα":"μαφιόζικος", "μαφιόζικη":"μαφιόζικος", "μαφιόζικης":"μαφιόζικος", "μαφιόζικο":"μαφιόζικος", "μαφιόζο":"μαφιόζος", "μαφιόζοι":"μαφιόζος", "μαφιόζος":"μαφιόζος", "μαφιόζου":"μαφιόζος", "μαφιόζους":"μαφιόζος", "μαφιόζων":"μαφιόζος", "μαχαίρα":"μαχαίρα", "μαχαιράκια":"μαχαιράκι", "μαχαίρας":"μαχαίρα", "μαχαιρι":"μαχαίρι", "μαχαίρι":"μαχαίρι", "μαχαίρια":"μαχαίρι", "μαχαιριά":"μαχαιριά", "μαχαιριανάκη":"μαχαιριανάκη", "μαχαιριές":"μαχαιριά", "μαχαιριού":"μαχαίρι", "μαχαιρίτσα":"μαχαιρίτσα", "μαχαιροπίρουνα":"μαχαιροπίρουνο", "μαχαιρώματα":"μαχαίρωμα", "μαχαιρώματαστην":"μαχαιρώματαστην", "μαχαιρωμένοι":"μαχαιρώνω", "μαχαιρωμένος":"μαχαιρωμένος", "μαχαίρωσαν":"μαχαιρώνω", "μαχαίρωσε":"μαχαιρώνω", "μαχαλά":"μαχαλάς", "μάχας":"μάχας", "μαχατίρ":"μαχατίρ", "μαχάτμα":"μαχάτμα", "μάχες":"μάχη", "μάχεται":"μάχομαι", "μαχη":"μάχη", "μάχη":"μάχη", "μάχης":"μάχη", "μαχητά":"μαχητός", "μαχητές":"μαχητής", "μαχητής":"μαχητής", "μαχητικά":"μαχητικά", "μαχητικά":"μαχητικός", "μαχητικές":"μαχητικός", "μαχητική":"μαχητικός", "μαχητικής":"μαχητικός", "μαχητικό":"μαχητικός", "μαχητικοί":"μαχητικός", "μαχητικός":"μαχητικός", "μαχητικότητα":"μαχητικότητα", "μαχητικότητά":"μαχητικότητα", "μαχητικότητας":"μαχητικότητα", "μαχητικού":"μαχητικός", "μαχητικούς":"μαχητικός", "μαχητικών":"μαχητικός", "μάχιμα":"μάχιμος", "μάχιμος":"μάχιμος", "μαχλά":"μαχλά", "μαχλάς":"μαχλάς", "μαχμούντ":"μαχμούντ", "μαχόμαστε":"μάχομαι", "μαχόμενη":"μαχόμενος", "μαχόμενης":"μαχόμενος", "μαχόμενοι":"μαχόμενος", "μαχόμενων":"μαχόμενος", "μάχονται":"μάχομαι", "μάχονταν":"μάχομαι", "μαχόταν":"μάχομαι", "μαχράτζε":"μαχράτζε", "μαχών":"μάχη", "μβ":"μβ", "με":"εγώ", "με":"με", "μεα":"μεα", "μεγ.":"μεγ.", "μέγα":"μέγας", "μεγαβάτ":"μεγαβάτ", "μεγαθήρια":"μεγαθήριο", "μεγάθυμη":"μεγάθυμος", "μέγαιρα":"μέγαιρα", "μεγαλα":"μεγάλος", "μεγάλα":"μεγάλος", "μεγάλε":"μεγάλος", "μεγαλεία":"μεγαλείο", "μεγαλείο":"μεγαλείο", "μεγαλείου":"μεγαλείο", "μεγαλειώδεις":"μεγαλειώδης", "μεγαλειώδες":"μεγαλειώδης", "μεγαλειώδη":"μεγαλειώδης", "μεγαλειώδης":"μεγαλειώδης", "μεγαλειώδους":"μεγαλειώδης", "μεγαλέμποροι":"μεγαλέμπορος", "μεγαλέμπορος":"μεγαλέμπορος", "μεγαλεμπόρους":"μεγαλέμπορος", "μεγαλεμπόρων":"μεγαλέμπορος", "μεγαλέξανδρου":"μεγαλέξανδρου", "μεγαλεπήβολα":"μεγαλεπήβολα", "μεγαλεπήβολες":"μεγαλεπήβολος", "μεγαλεπήβολο":"μεγαλεπήβολος", "μεγαλεπήβολους":"μεγαλεπήβολος", "μεγαλεπήβολων":"μεγαλεπήβολος", "μεγαλες":"μεγάλος", "μεγάλες":"μεγάλος", "μεγαλη":"μεγάλος", "μεγάλη":"μεγάλος", "μεγάλή":"μεγάλος", "μεγαλης":"μεγάλος", "μεγάλης":"μεγάλος", "μεγαλο":"μεγάλος", "μεγάλο":"μεγάλος", "μεγαλοαμπελουργού":"μεγαλοαμπελουργός", "μεγαλοαπατεώνες":"μεγαλοαπατεώνας", "μεγαλοαστικής":"μεγαλοαστικός", "μεγαλοαστός":"μεγαλοαστός", "μεγαλοαστών":"μεγαλοαστός", "μεγαλογραφεία":"μεγαλογραφείο", "μεγαλοεπενδυτής":"μεγαλοεπενδυτής", "μεγαλοεπιχειρηματία":"μεγαλοεπιχειρηματίας", "μεγαλοεπιχειρηματιών":"μεγαλοεπιχειρηματίας", "μεγαλοεργολάβος":"μεγαλοεργολάβος", "μεγαλοεργολάβους":"μεγαλοεργολάβος", "μεγάλοι":"μεγάλος", "μεγαλοκαρχαρίες":"μεγαλοκαρχαρίας", "μεγαλοκαρχαριών":"μεγαλοκαρχαρίας", "μεγαλοκαταπατητές":"μεγαλοκαταπατητές", "μεγαλοκαταπατητών":"μεγαλοκαταπατητών", "μεγαλοκομνηνοί":"μεγαλοκομνηνοί", "μεγαλομανείς":"μεγαλομανής", "μεγαλομανή":"μεγαλομανής", "μεγαλομανία":"μεγαλομανία", "μεγαλομανίας":"μεγαλομανία", "μεγαλομάρτυρα":"μεγαλομάρτυρας", "μεγαλομάρτυρας":"μεγαλομάρτυρας", "μεγαλομαφιόζος":"μεγαλομαφιόζος", "μεγαλομέτοχο":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλομέτοχοι":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλομέτοχος":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλομετόχου":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλομετόχους":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλομετόχων":"μεγαλομέτοχος", "μεγαλόνησο":"μεγαλόνησος", "μεγαλονήσου":"μεγαλόνησος", "μεγαλοπαράγοντες":"μεγαλοπαράγοντας", "μεγαλοπαραγόντων":"μεγαλοπαράγοντας", "μεγαλόπνοα":"μεγαλόπνοος", "μεγαλόπνοο":"μεγαλόπνοος", "μεγαλοποίηση":"μεγαλοποίηση", "μεγαλόπρεπα":"μεγαλόπρεπα", "μεγαλοπρέπεια":"μεγαλοπρέπεια", "μεγαλοπρεπείς":"μεγαλόπρεπος", "μεγαλοπρεπές":"μεγαλόπρεπος", "μεγαλοπρεπή":"μεγαλόπρεπος", "μεγαλοπρεπης":"μεγαλόπρεπος", "μεγαλοπρεπής":"μεγαλόπρεπος", "μεγάλος":"μεγάλος", "μεγαλοστελεχών":"μεγαλοστελεχών", "μεγαλόστομες":"μεγαλόστομος", "μεγαλοστομία":"μεγαλοστομία", "μεγαλοστομίες":"μεγαλοστομία", "μεγαλόστομος":"μεγαλόστομος", "μεγαλοσύνη":"μεγαλοσύνη", "μεγαλόσχημοι":"μεγαλόσχημος", "μεγαλόσωμα":"μεγαλόσωμος", "μεγαλόσωμου":"μεγαλόσωμος", "μεγαλοτραπεζίτη":"μεγαλοτραπεζίτης", "μεγάλου":"μεγάλος", "μεγαλουπόλεις":"μεγαλούπολη", "μεγαλουπόλεων":"μεγαλούπολη", "μεγαλούπολη":"μεγαλούπολη", "μεγαλούπολης":"μεγαλούπολη", "μεγαλουργεί":"μεγαλουργώ", "μεγαλουργείς":"μεγαλουργώ", "μεγαλουργήσει":"μεγαλουργώ", "μεγάλους":"μεγάλος", "μεγαλοφυής":"μεγαλοφυής", "μεγαλοφυΐας":"μεγαλοφυΐα", "μεγαλόφωνα":"μεγαλόφωνα", "μεγαλοφώνως":"μεγαλόφωνα", "μεγαλοχώρι":"μεγαλοχώρι", "μεγαλόψυχα":"μεγαλόψυχα", "μεγαλοψυχία":"μεγαλοψυχία", "μεγαλοψυχίας":"μεγαλοψυχία", "μεγαλύτερα":"μεγάλος", "μεγαλύτερες":"μεγάλος", "μεγαλυτερη":"μεγάλος", "μεγαλύτερη":"μεγάλος", "μεγαλύτερή":"μεγάλος", "μεγαλύτερης":"μεγάλος", "μεγαλυτερο":"μεγάλος", "μεγαλύτερο":"μεγάλος", "μεγαλύτεροι":"μεγάλος", "μεγαλύτερος":"μεγάλος", "μεγαλύτερός":"μεγάλος", "μεγαλυτέρου":"μεγάλος", "μεγαλύτερου":"μεγάλος", "μεγαλύτερους":"μεγάλος", "μεγαλυτέρων":"μεγάλος", "μεγαλύτερων":"μεγάλος", "μεγαλωμένος":"μεγαλώνω", "μεγάλων":"μεγάλος", "μεγάλωναν":"μεγαλώνω", "μεγάλωνε":"μεγαλώνω", "μεγαλώνει":"μεγαλώνω", "μεγαλώνεις":"μεγαλώνω", "μεγαλώνοντας":"μεγαλώνω", "μεγαλώνουμε":"μεγαλώνω", "μεγαλώνουν":"μεγαλώνω", "μεγαλώνω":"μεγαλώνω", "μεγάλως":"μεγάλως", "μεγάλωσα":"μεγαλώνω", "μεγαλώσαμε":"μεγαλώνω", "μεγάλωσαν":"μεγαλώνω", "μεγάλωσε":"μεγαλώνω", "μεγαλώσει":"μεγαλώνω", "μεγαλώσεις":"μεγαλώνω", "μεγαλώσετε":"μεγαλώνω", "μεγαλώσουμε":"μεγαλώνω", "μεγαλώσουν":"μεγαλώνω", "μεγαλώσω":"μεγαλώνω", "μέγαρα":"μέγαρο", "μεγαρο":"μέγαρο", "μέγαρο":"μέγαρο", "μεγάρου":"μέγαρο", "μεγάρων":"μέγαρο", "μεγας":"μέγας", "μέγας":"μέγας", "μεγάφωνα":"μεγάφωνο", "μεγάφωνο":"μεγάφωνο", "μέγγενη":"μέγκενη", "μεγεθη":"μέγεθος", "μεγέθη":"μέγεθος", "μέγεθος":"μέγεθος", "μέγεθός":"μέγεθος", "μεγέθους":"μέγεθος", "μεγεθύνει":"μεγεθύνω", "μεγεθύνεται":"μεγεθύνω", "μεγεθύνσεις":"μεγέθυνση", "μεγέθυνση":"μεγέθυνση", "μεγέθυνσης":"μεγέθυνση", "μεγεθυντικό":"μεγεθυντικός", "μεγεθυντικός":"μεγεθυντικός", "μεγεθυσμένα":"μεγεθυσμένα", "μεγεθών":"μέγεθος", "μεγενθυμένες":"μεγενθυμένες", "μέγιερ":"μέγιερ", "μέγιστα":"μεγάλος", "μεγιστάνα":"μεγιστάνας", "μεγιστάνας":"μεγιστάνας", "μεγιστάνες":"μεγιστάνας", "μέγιστες":"μεγάλος", "μεγίστη":"μεγάλος", "μέγιστη":"μεγάλος", "μεγίστην":"μεγάλος", "μεγίστης":"μεγάλος", "μέγιστης":"μεγάλος", "μέγιστο":"μεγάλος", "μέγιστοι":"μεγάλος", "μεγιστοποιεί":"μεγιστοποιώ", "μεγιστοποίησε":"μεγιστοποιώ", "μεγιστοποίηση":"μεγιστοποίηση", "μεγιστοποίησης":"μεγιστοποίηση", "μέγιστος":"μεγάλος", "μέγιστου":"μεγάλος", "μέγιστους":"μεγάλος", "μεγκ":"μεγκ", "μέγκαν":"μέγκαν", "μέγκαχεντ":"μέγκαχεντ", "μέγκες":"μέγκες", "μεδίνα":"μεδίνα", "μεδουσα":"μέδουσα", "μέδουσες":"μέδουσα", "μεζάμ":"μεζάμ", "μεζαρη":"μεζαρη", "μεζέ":"μεζές", "μεζεδάκια":"μεζεδάκι", "μεζέδες":"μεζές", "μεζεδοπωλείο":"μεζεδοπωλείο", "μεζές":"μεζές", "μεζονέτα":"μεζονέτα", "μεζονετών":"μεζονετών", "μεθ'":"μεθ''", "μεθαδόνη":"μεθαδόνη", "μεθαδόνης":"μεθαδόνη", "μεθάνιο":"μεθάνιο", "μεθανίου":"μεθάνιο", "μεθανόλης":"μεθανόλη", "μεθάς":"μεθώ", "μεθαυριανή":"μεθαυριανός", "μεθαύριο":"μεθαύριο", "μεθεπομένη":"μεθεπόμενος", "μεθεπόμενη":"μεθεπόμενος", "μεθεπόμενης":"μεθεπόμενος", "μεθεπόμενο":"μεθεπόμενος", "μεθεπόμενου":"μεθεπόμενος", "μέθη":"μέθη", "μέθης":"μέθη", "μεθοδεύει":"μεθοδεύω", "μεθοδεύεται":"μεθοδεύω", "μεθοδευμένες":"μεθοδευμένος", "μεθοδευμένη":"μεθοδεύω", "μεθόδευσαν":"μεθοδεύω", "μεθόδευσε":"μεθοδεύω", "μεθοδεύσεις":"μεθόδευση", "μεθοδεύσεις":"μεθοδεύω", "μεθοδεύσεων":"μεθόδευση", "μεθόδευση":"μεθόδευση", "μεθοδευτεί":"μεθοδεύω", "μεθοδεύτηκε":"μεθοδεύω", "μεθοδικά":"μεθοδικά", "μεθοδικές":"μεθοδικός", "μεθοδική":"μεθοδικός", "μεθοδικό":"μεθοδικός", "μεθοδικοί":"μεθοδικός", "μεθοδικότητα":"μεθοδικότητα", "μεθόδιος":"μεθόδιος", "μεθοδίου":"μεθόδιος", "μέθοδο":"μέθοδος", "μέθοδό":"μέθοδος", "μέθοδοι":"μέθοδος", "μεθοδολογία":"μεθοδολογία", "μεθοδολογίας":"μεθοδολογία", "μεθοδολογικά":"μεθοδολογικός", "μεθοδολογική":"μεθοδολογικός", "μεθοδολογικό":"μεθοδολογικός", "μεθοδολογικούς":"μεθοδολογικός", "μέθοδος":"μέθοδος", "μέθοδός":"μέθοδος", "μεθοδου":"μέθοδος", "μεθόδου":"μέθοδος", "μεθόδους":"μέθοδος", "μεθόδων":"μέθοδος", "μεθοριακές":"μεθοριακός", "μεθοριακή":"μεθοριακός", "μεθοριακοί":"μεθοριακός", "μεθόριο":"μεθόριος", "μεθούν":"μεθώ", "μεθύσι":"μεθύσι", "μεθύσια":"μεθύσι", "μεθυσιού":"μεθύσι", "μεθυσμένη":"μεθυσμένος", "μεθυσμένο":"μεθυσμένος", "μεθυσμένοι":"μεθυσμένος", "μεθυσμένος":"μεθυσμένος", "μεθυσμένου":"μεθυσμένος", "μέθυσο":"μέθυσος", "μεθύσουμε":"μεθώ", "μεθύσουν":"μεθώ", "μεθύστακα":"μεθύστακας", "μεθυστική":"μεθυστικός", "μεθυστικό":"μεθυστικός", "μέι":"μέι", "μείγμα":"μείγμα", "μείγματα":"μείγμα", "μείγματος":"μείγμα", "μειδίαμα":"μειδίαμα", "μέιζι'":"μέιζι'", "μείζον":"μεγάλος", "μείζονα":"μεγάλος", "μείζονες":"μεγάλος", "μείζονος":"μεγάλος", "μείζων":"μεγάλος", "μέικερ":"μέικερ", "μεικτά":"μικτά", "μεικτές":"μεικτός", "μεικτή":"μεικτός", "μεικτής":"μεικτός", "μεικτό":"μεικτός", "μεικτόν":"μεικτός", "μεικτού":"μεικτός", "μεικτών":"μείκτης", "μειλίχια":"μειλίχια", "μεϊμαράκη":"μεϊμαράκης", "μεϊμαράκης":"μεϊμαράκης", "μείναμε":"μένω", "μεινει":"μένω", "μείνει":"μένω", "μείνεις":"μένω", "μείνετε":"μένω", "μείνουμε":"μένω", "μείνουν":"μένω", "μεϊντάνη":"μεϊντάνη", "μεϊντής":"μεϊντής", "μείνω":"μένω", "μείξη":"μείξη", "μειοδότες":"μειοδότης", "μειοδότη":"μειοδότης", "μειοδότης":"μειοδότης", "μειοδοτικό":"μειοδοτικός", "μειοδότρια":"μειοδότρια", "μείον":"μείον", "μειονεκτεί":"μειονεκτώ", "μειονέκτημα":"μειονέκτημα", "μειονέκτημά":"μειονέκτημα", "μειονεκτήματα":"μειονέκτημα", "μειονεκτήματά":"μειονέκτημα", "μειονεκτική":"μειονεκτικός", "μειονεκτικής":"μειονεκτικός", "μειονεκτικότητας":"μειονεκτικότητα", "μειονεκτικών":"μειονεκτικός", "μειονεκτούσας":"μειονεκτών", "μειονεξία":"μειονεξία", "μειονεξίας":"μειονεξία", "μειονότητα":"μειονότητα", "μειονότητας":"μειονότητα", "μειονότητες":"μειονότητα", "μειονοτήτων":"μειονότητα", "μειονοτικό":"μειονοτικός", "μειονοτικός":"μειονοτικός", "μειονοτικούς":"μειονοτικός", "μειονοτικών":"μειονοτικός", "μειούμενη":"μειούμενος", "μειούμενων":"μειούμενος", "μειοψήφησε":"μειοψηφώ", "μειοψηφία":"μειοψηφία", "μειοψηφίας":"μειοψηφία", "μειοψηφίες":"μειοψηφία", "μειοψηφική":"μειοψηφικός", "μειοψηφικής":"μειοψηφικός", "μειοψηφικό":"μειοψηφικός", "μειοψηφικών":"μειοψηφικός", "μειοψηφιών":"μειοψηφία", "μεΐρ":"μεΐρ", "μειράκια":"μειράκιο", "μεις":"εγώ", "μέισεν":"μέισεν", "μέισι":"μέισι", "μέισον":"μέισον", "μέιφιλντ":"μέιφιλντ", "μεϊχίδε":"μεϊχίδε", "μειωθεί":"μειώνω", "μειώθηκαν":"μειώνω", "μειώθηκε":"μειώνω", "μειωθούν":"μειώνω", "μειωμένα":"μειωμένος", "μειωμένες":"μειωμένος", "μειωμένη":"μειωμένος", "μειωμένης":"μειώνω", "μειωμένο":"μειωμένος", "μειωμένος":"μειωμένος", "μειωμένου":"μειωμένος", "μειωμένους":"μειωμένος", "μειωμένων":"μειωμένος", "μείωναν":"μειώνω", "μείωνε":"μειώνω", "μειώνει":"μειώνω", "μειώνεις":"μειώνω", "μειώνεται":"μειώνω", "μειώνονται":"μειώνω", "μειώνονταν":"μειώνω", "μειώνοντας":"μειώνω", "μειωνόταν":"μειώνω", "μειώνουν":"μειώνω", "μείωσαν":"μειώνω", "μείωσε":"μειώνω", "μειώσει":"μειώνω", "μειώσεις":"μείωση", "μειώσετε":"μειώνω", "μειώσεων":"μείωση", "μειωση":"μείωση", "μείωση":"μείωση", "μείωσή":"μείωση", "μείωσης":"μείωση", "μειώσουμε":"μειώνω", "μειώσουν":"μειώνω", "μειώστε":"μειώνω", "μειώσω":"μειώνω", "μειωτικές":"μειωτικός", "μέκε":"μέκε", "μεκεδονιας":"μεκεδονιας", "μεκεδονικος":"μεκεδονικος", "μελά":"μελάς", "μελαγχολεί":"μελαγχολώ", "μελαγχολείτε":"μελαγχολώ", "μελαγχολια":"μελαγχολία", "μελαγχολία":"μελαγχολία", "μελαγχολίας":"μελαγχολία", "μελαγχολικά":"μελαγχολικά", "μελαγχολικές":"μελαγχολικός", "μελαγχολική":"μελαγχολικός", "μελαγχολικής":"μελαγχολικός", "μελαγχολικό":"μελαγχολικός", "μελαγχολικός":"μελαγχολικός", "μελάδων":"μελάς", "μέλαθρο":"μέλαθρο", "μελαμπιανάκης":"μελαμπιανάκης", "μέλανα":"μελαίνω", "μελανά":"μελανός", "μελανές":"μελανός", "μελάνη":"μελάνη", "μελάνης":"μελάνη", "μελάνθιο":"μελάνθιο", "μελάνι":"μελάνι", "μέλανι":"μέλανι", "μελανιασμένο":"μελανιασμένος", "μελανό":"μελανός", "μελανότερες":"μελανός", "μελάνωμα":"μελάνωμα", "μελανώματος":"μελάνωμα", "μελανωμάτων":"μελάνωμα", "μελας":"μελάς", "μελάς":"μελάς", "μελάσα":"μελάσα", "μελαχρινή":"μελαχρινός", "μελαχρινό":"μελαχρινός", "μελαχρωστική":"μελαχρωστική", "μελβίλ":"μελβίλ", "μέλβιν":"μέλβιν", "μελβούρνη":"μελβούρνη", "μελβουρνης":"μελβούρνη", "μελβούρνης":"μελβούρνη", "μελελούδη":"μελελούδη", "μελελούδης":"μελελούδης", "μελετά":"μελετώ", "μελετάει":"μελετώ", "μελετάμε":"μελετώ", "μελετάς":"μελετώ", "μελετάται":"μελετώ", "μελετάτε":"μελετώ", "μελετες":"μελέτη", "μελέτες":"μελέτη", "μελετη":"μελέτη", "μελέτη":"μελέτη", "μελετηθεί":"μελετώ", "μελετήθηκαν":"μελετώ", "μελετηθούν":"μελετώ", "μελετήματα":"μελέτημα", "μελετημένα":"μελετώ", "μελετημένες":"μελετώ", "μελετημένη":"μελετώ", "μελετημένο":"μελετώ", "μελέτη-πρόταση":"μελέτη-πρόταση", "μελέτης":"μελέτη", "μελέτησαν":"μελετώ", "μελέτησε":"μελετώ", "μελετήσει":"μελετώ", "μελέτης-κατασκευής":"μελέτης-κατασκευής", "μελετήσουμε":"μελετώ", "μελετήσουν":"μελετώ", "μελετήστε":"μελετώ", "μελετητές":"μελετητής", "μελετητή":"μελετητής", "μελετητής":"μελετητής", "μελετητικά":"μελετητικός", "μελετητική":"μελετητικός", "μελετητών":"μελετητής", "μελετιάδη":"μελετιάδη", "μελετικά":"μελετικά", "μελέτογλου":"μελέτογλου", "μελετούμε":"μελετώ", "μελετούν":"μελετώ", "μελετούσα":"μελετώ", "μελετούσε":"μελετώ", "μελετών":"μελέτη", "μελετώνται":"μελετώ", "μελετώντας":"μελετώ", "μέλη":"μέλος", "μέλη-επιχειρήσεις":"μέλη-επιχειρήσεις", "μέλημα":"μέλημα", "μέλημά":"μέλημα", "μελήματα":"μέλημα", "μελής":"μελής", "μέλι":"μέλι", "μέλια":"μέλι", "μελιβοίας":"μελιβοίας", "μελιδης":"μελιδης", "μελίδης":"μελίδης", "μελιδόνα":"μελιδόνα", "μελίκη":"μελίκη", "μελίκη-καστοριά":"μελίκη-καστοριά", "μελικίδης":"μελικίδης", "μελίνα":"μελίνα", "μελίνας":"μελίνα", "μελιού":"μελής", "μελισσα":"μέλισσα", "μελισσά":"μελισσά", "μέλισσα":"μέλισσα", "μελισσανίδης":"μελισσανίδης", "μελισσαρίδης":"μελισσαρίδης", "μέλισσες":"μέλισσα", "μελίσση":"μελίσση", "μελισσης":"μελισσης", "μελίσσης":"μελίσσης", "μελίσσια":"μελίσσι", "μελισσίδης":"μελισσίδης", "μελισσινό":"μελισσινό", "μελισσοκομία":"μελισσοκομία", "μελισσοκομίας":"μελισσοκομία", "μελισσοκομικά":"μελισσοκομικός", "μελισσοκομικές":"μελισσοκομικός", "μελισσοκομική":"μελισσοκομικός", "μελισσοκομικής":"μελισσοκομικός", "μελισσοκομικό":"μελισσοκομικός", "μελισσοκομικών":"μελισσοκομικός", "μελισσοκόμος":"μελισσοκόμος", "μελισσοσμήνη":"μελισσοσμήνη", "μελισσοχώρι":"μελισσοχώρι", "μελιτέας":"μελιτέας", "μελιτζάνα":"μελιτζάνα", "μελιτζάνας":"μελιτζάνα", "μελιτζανάς":"μελιτζανάς", "μελιτζάνες":"μελιτζάνα", "μέλιτος":"μέλιτος", "μέλιτός":"μέλιτος", "μέλκουνι":"μέλκουνι", "μέλλει":"μέλλω", "μελλοθάνατος":"μελλοθάνατος", "μελλοθάνατου":"μελλοθάνατος", "μελλοθανάτων":"μελλοθάνατος", "μελλοθάνατων":"μελλοθάνατος", "μελλον":"μέλλον", "μέλλον":"μέλλον", "μέλλοντα":"μέλλων", "μέλλοντες":"μέλλων", "μελλοντικά":"μελλοντικά", "μελλοντικά":"μελλοντικός", "μελλοντικές":"μελλοντικός", "μελλοντική":"μελλοντικός", "μελλοντικής":"μελλοντικός", "μελλοντικό":"μελλοντικός", "μελλοντικοί":"μελλοντικός", "μελλοντικός":"μελλοντικός", "μελλοντικού":"μελλοντικός", "μελλοντικούς":"μελλοντικός", "μελλοντικών":"μελλοντικός", "μελλοντολογίας":"μελλοντολογία", "μελλοντολογικό":"μελλοντολογικός", "μελλοντολόγοι":"μελλοντολόγος", "μελλοντολόγος":"μελλοντολόγος", "μελλοντολόγους":"μελλοντολόγος", "μέλλοντος":"μέλλον", "μέλλοντός":"μέλλον", "μελλόνυμφοι":"μελλόνυμφος", "μελλούμενες":"μελλούμενος", "μελλούμενο":"μελλούμενος", "μέλλουν":"μέλλω", "μέλλουσα":"μέλλων", "μέλλουσες":"μέλλων", "μέλλων":"μέλλων", "μελό":"μελό", "μέλο":"μέλο", "μελόδραμα":"μελόδραμα", "μελοδραματική":"μελοδραματικός", "μελοδραματικής":"μελοδραματικός", "μελομακάρονα":"μελομακάρονο", "μέλον":"μέλον", "μελοποιημένα":"μελοποιώ", "μελοποιημένη":"μελοποιώ", "μελοποίησε":"μελοποιώ", "μέλορ":"μέλορ", "μέλος":"μέλος", "μέλους":"μέλος", "μέλπω":"μέλπω", "μελτεμιών":"μελτέμι", "μέλχιοτ":"μέλχιοτ", "μελωδία":"μελωδία", "μελωδίας":"μελωδία", "μελωδίες":"μελωδία", "μελωδικά":"μελωδικά", "μελωδική":"μελωδικός", "μελωδικό":"μελωδικός", "μελωδό":"μελωδός", "μελωδού":"μελωδός", "μελωμένο":"μελώνω", "μελων":"μέλος", "μελών":"μέλος", "μεμά":"μεμά", "μεμάς":"μεμάς", "μεμβράνες":"μεμβράνη", "μεμβράνη":"μεμβράνη", "μεμβράνης":"μεμβράνη", "μεμέτ":"μεμέτ", "μεμιάς":"μεμιάς", "μεμονωμένα":"μεμονωμένος", "μεμονωμένες":"μεμονωμένος", "μεμονωμένη":"μεμονωμένος", "μεμονωμένο":"μεμονωμένος", "μεμονωμένοι":"μεμονωμένος", "μεμονωμένου":"μεμονωμένος", "μεμονωμένους":"μεμονωμένος", "μεμονωμένων":"μεμονωμένος", "μεμόριαλ":"μεμόριαλ", "μέμος":"μέμος", "μέμου":"μέμου", "μεμπτό":"μεμπτός", "μέμφεται":"μέμφομαι", "μέμφιδας":"μέμφιδας", "μέμφομαι":"μέμφομαι", "μεμψιμοιρεί":"μεμψιμοιρώ", "μεμψιμοιρείς":"μεμψιμοιρώ", "μεμψιμοιρίες":"μεμψιμοιρία", "μεμψίμοιρο":"μεμψίμοιρος", "μεμψιμοιρούν":"μεμψιμοιρώ", "μεμψιμοιρώ":"μεμψιμοιρώ", "μεν":"μεν", "μένα":"εγώ", "μέναμε":"μένω", "μένανδρος":"μένανδρος", "μένανε":"μένω", "μεναχέμ":"μεναχέμ", "μενεγάκη":"μενεγάκη", "μενεγκίν":"μενεγκίν", "μενέζ":"μενέζ", "μένει":"μένω", "μένεις":"μένω", "μενέλαο":"μενέλαος", "μενελαος":"μενέλαος", "μενελάου":"μενέλαος", "μένεμ":"μένεμ", "μενεμένη":"μενεμένη", "μενεμένης":"μενεμένης", "μενέν":"μενέν", "μενεξοπουλοι":"μενεξοπουλοι", "μενεσιδης":"μενεσιδης", "μενεσίδης":"μενεσίδης", "μένετε":"μένω", "μενετοί":"μενετός", "μένζις":"μένζις", "μενζόν":"μενζόν", "μένη":"μένη", "μένοντας":"μένω", "μενόρκα":"μενόρκα", "μένος":"μένος", "μενού":"μενού", "μένου":"μένου", "μένουμε":"μένω", "μένουν":"μένω", "μένουνε":"μένω", "μένους":"μένος", "μενσεβίκικη":"μενσεβίκικος", "μεντ":"μεντ", "μεντβέντια":"μεντβέντια", "μέντεζ":"μέντεζ", "μέντεκας":"μέντεκας", "μέντες":"μέντα", "μέντζος":"μέντζος", "μεντή":"μεντή", "μεντ-ηλυσιακός":"μεντ-ηλυσιακός", "μεντίνα":"μεντίνα", "μέντιουμ":"μέντιουμ", "μεντιτερανέ":"μεντιτερανέ", "μέντοους":"μέντοους", "μέντορα":"μέντορας", "μέντορά":"μέντορας", "μέντοράς":"μέντορας", "μέντορές":"μέντορας", "μένω":"μένω", "μεξικάνικα":"μεξικάνικος", "μεξικάνικες":"μεξικάνικος", "μεξικανική":"μεξικανικός", "μεξικανικής":"μεξικανικός", "μεξικανικό":"μεξικανικός", "μεξικάνικο":"μεξικάνικος", "μεξικανικός":"μεξικανικός", "μεξικανικού":"μεξικανικός", "μεξικανό":"μεξικανός", "μεξικάνο":"μεξικάνος", "μεξικάνος":"μεξικάνος", "μεξικανού":"μεξικανός", "μεξικάνου":"μεξικάνος", "μεξικανών":"μεξικανός", "μεξικο":"μεξικό", "μεξικό":"μεξικό", "μεξικού":"μεξικό", "μεόνι":"μεόνι", "μεπ":"μεπ", "μεπαρασβιλι":"μεπαρασβιλι", "μεπερασβιλι":"μεπερασβιλι", "μεπερασβίλι":"μεπερασβίλι", "μερα":"μέρα", "μέρα":"μέρα", "μεράκι":"μεράκι", "μερακλήδες":"μερακλής", "μέρα-νύχτα":"μέρα-νύχτα", "μεραρχία":"μεραρχία", "μεραρχίας":"μεραρχία", "μεραρχίες":"μεραρχία", "μέρας":"μέρα", "μέρει":"μέρει", "μερεμέτια":"μερεμέτι", "μέρεντιθ":"μέρεντιθ", "μερες":"μέρα", "μέρες":"μέρα", "μερεσιώτης":"μερεσιώτης", "μερετάκης":"μερετάκης", "μερη":"μέρος", "μέρη":"μέρος", "μέρι":"μέρι", "μεριά":"μεριά", "μερίδα":"μερίδα", "μερίδας":"μερίδα", "μερίδες":"μερίδα", "μερίδια":"μερίδιο", "μερίδιο":"μερίδιο", "μερίδιό":"μερίδιο", "μεριδίου":"μερίδιο", "μεριδίων":"μερίδιο", "μεριές":"μεριά", "μερικά":"μερικοί", "μερικές":"μερικοί", "μερική":"μερικός", "μερικής":"μερικός", "μερικό":"μερικός", "μερικοί":"μερικοί", "μερικού":"μερικός", "μερικούς":"μερικοί", "μερικών":"μερικοί", "μερικώς":"μερικώς", "μέριλ":"μέριλ", "μέριλαντ":"μέριλαντ", "μέριλιν":"μέριλιν", "μέριμνα":"μέριμνα", "μεριμνά":"μεριμνώ", "μέριμνας":"μέριμνα", "μέριμνες":"μέριμνα", "μεριμνήσαμε":"μεριμνώ", "μερίμνησαν":"μεριμνώ", "μερίμνησε":"μεριμνώ", "μεριμνήσει":"μεριμνώ", "μερίμνησες":"μεριμνώ", "μεριμνούσε":"μεριμνώ", "μεριμνώντας":"μεριμνώ", "μερίνο":"μερίνο", "μέρισμα":"μέρισμα", "μερίσματα":"μέρισμα", "μερισματική":"μερισματικός", "μερισματος":"μέρισμα", "μερίσματος":"μέρισμα", "μερισμάτων":"μέρισμα", "μερίττα":"μερίττα", "μερκ":"μερκ", "μέρκελ":"μέρκελ", "μερκούρη":"μερκούρης", "μερμήγκια":"μερμήγκι", "μέρντοκ":"μέρντοκ", "μέρντοχ":"μέρντοχ", "μεροκάματα":"μεροκάματο", "μεροκαματιάρη":"μεροκαματιάρης", "μεροκαματιάρηδων":"μεροκαματιάρης", "μεροκάματο":"μεροκάματο", "μεροκάματό":"μεροκάματο", "μεροκάματου":"μεροκάματο", "μεροληπτεί":"μεροληπτώ", "μεροληπτικά":"μεροληπτικά", "μεροληπτική":"μεροληπτικός", "μεροληψία":"μεροληψία", "μερόνυχτα":"μερόνυχτο", "μερόπη":"μερόπη", "μερος":"μέρος", "μέρος":"μέρος", "μέρους":"μέρος", "μερσέν":"μερσέν", "μερσεντές":"μερσεντές", "μερσέντες":"μερσέντες", "μερσιάδου":"μερσιάδου", "μέρσον":"μέρσον", "μέρτεν":"μέρτεν", "μερτζανή":"μερτζανή", "μερτζάνης":"μερτζάνης", "μερτζανίδης":"μερτζανίδης", "μέρτζος":"μέρτζος", "μερτσέντες":"μερτσέντες", "μέρφι":"μέρφι", "μέρχι":"μέρχι", "μερών":"μέρος", "μές":"μές", "μες":"μέσα", "μεσα":"μέσα", "μέσα":"μέσα", "μέσα":"μέσο", "μέσα":"μέσος", "μεσάαλ":"μεσάαλ", "μεσάζοντες":"μεσάζοντας", "μεσαζόντων":"μεσάζοντας", "μεσαία":"μεσαίος", "μεσαίας":"μεσαίος", "μεσαίες":"μεσαίος", "μεσάικου":"μεσάικου", "μεσαίο":"μεσαίος", "μεσαίοι":"μεσαίος", "μεσαίου":"μεσαίος", "μεσαίων":"μεσαίος", "μεσαίωνα":"μεσαίωνας", "μεσαιωνας":"μεσαίωνας", "μεσαίωνας":"μεσαίωνας", "μεσαιωνικά":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικές":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνική":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικής":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικο":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικό":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικοί":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικός":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικού":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικούς":"μεσαιωνικός", "μεσαιωνικών":"μεσαιωνικός", "μεσανατολικό":"μεσανατολικός", "μεσανατολικού":"μεσανατολικός", "μεσάνυκτα":"μεσάνυκτα", "μεσάνυχτα":"μεσάνυχτα", "μεσατζέρο":"μεσατζέρο", "μέσε":"μέσος", "μεσέρδη":"μεσέρδη", "μεσέρδης":"μεσέρδης", "μεσεριάκοφ":"μεσεριάκοφ", "μεσερτζόγλου":"μεσερτζόγλου", "μέσες":"μέσος", "μέση":"μέση", "μέση":"μέσος", "μεσήλικα":"μεσήλικας", "μεσήλικας":"μεσήλικας", "μεσήλικες":"μεσήλικας", "μεσήλικοι":"μεσήλικος", "μεσημβρια":"μεσημβρία", "μεσήμβρια":"μεσήμβρια", "μεσημβριας":"μεσημβρία", "μεσήμβριας":"μεσήμβριας", "μεσημβρινές":"μεσημβρινός", "μεσημβρινή":"μεσημβρινός", "μεσημβρινής":"μεσημβρινός", "μεσημβρινό":"μεσημβρινός", "μεσημβρινοί":"μεσημβρινός", "μεσημβρινών":"μεσημβρινός", "μεσημεράκι":"μεσημεράκι", "μεσημέρι":"μεσημέρι", "μεσημεριανή":"μεσημεριανός", "μεσημεριανο":"μεσημεριανός", "μεσημεριανό":"μεσημεριανός", "μεσημεριανού":"μεσημεριανός", "μεσημέριασε":"μεσημεριάζω", "μεσημεριάτικα":"μεσημεριάτικα", "μεσημέρι-βράδυ":"μεσημέρι-βράδυ", "μέσης":"μέσος", "μέσι":"μέσι", "μεσιακάρης":"μεσιακάρης", "μεσιάρης":"μεσιάρης", "μεσίνα":"μεσίνα", "μεσίστιες":"μεσίστιος", "μεσίτες":"μεσίτης", "μεσίτης":"μεσίτης", "μεσιτικές":"μεσιτικός", "μεσιτων":"μεσίτης", "μέσο":"μέσο", "μέσο":"μέσος", "μεσοαμυντική":"μεσοαμυντικός", "μεσοαμυντικό":"μεσοαμυντικός", "μεσοαμυντικός":"μεσοαμυντικός", "μεσοαμυντικού":"μεσοαμυντικός", "μεσοαστικής":"μεσοαστικός", "μεσοαστοί":"μεσοαστός", "μεσοαστρική":"μεσοαστρικός", "μεσοαστρικής":"μεσοαστρικός", "μεσοβδόμαδα":"μεσοβδόμαδα", "μεσοβέζικη":"μεσοβέζικος", "μεσογειακά":"μεσογειακός", "μεσογειακές":"μεσογειακός", "μεσογειακη":"μεσογειακός", "μεσογειακή":"μεσογειακός", "μεσογειακής":"μεσογειακός", "μεσογειακό":"μεσογειακός", "μεσογειακοί":"μεσογειακός", "μεσογειακός":"μεσογειακός", "μεσογειακού":"μεσογειακός", "μεσογειακούς":"μεσογειακός", "μεσογειακών":"μεσογειακός", "μεσόγειο":"μεσόγειος", "μεσογειος":"μεσόγειος", "μεσόγειος":"μεσόγειος", "μεσογειου":"μεσόγειος", "μεσογείου":"μεσόγειος", "μεσοδιάστημα":"μεσοδιάστημα", "μεσοδιαστήματος":"μεσοδιάστημα", "μεσοδυτικές":"μεσοδυτικές", "μεσοεπιθετικός":"μεσοεπιθετικός", "μεσοεπιθετικού":"μεσοεπιθετικός", "μεσοεπιθετικών":"μεσοεπιθετικός", "μέσοι":"μέσος", "μεσοκοιλιακού":"μεσοκοιλιακός", "μεσόκοπης":"μεσόκοπος", "μεσόκοποι":"μεσόκοπος", "μεσόκοπος":"μεσόκοπος", "μεσολαβεί":"μεσολαβώ", "μεσολάβησαν":"μεσολαβώ", "μεσολάβησε":"μεσολαβώ", "μεσολαβήσει":"μεσολαβώ", "μεσολαβήσεις":"μεσολαβώ", "μεσολάβησες":"μεσολαβώ", "μεσολάβηση":"μεσολάβηση", "μεσολάβησης":"μεσολάβηση", "μεσολαβήσουν":"μεσολαβώ", "μεσολαβητές":"μεσολαβητής", "μεσολαβητή":"μεσολαβητής", "μεσολαβητής":"μεσολαβητής", "μεσολαβητική":"μεσολαβητικός", "μεσολαβητών":"μεσολαβητής", "μεσολαβούν":"μεσολαβώ", "μεσολαβούσε":"μεσολαβώ", "μεσολόγγι":"μεσολόγγι", "μεσολογγίου":"μεσολόγγι", "μεσολογίτη":"μεσολογίτη", "μεσολούρι":"μεσολούρι", "μεσολουρίου":"μεσολουρίου", "μεσο-μακροπρόθεσμα":"μεσο-μακροπρόθεσμα", "μεσομακροπρόθεσμη":"μεσομακροπρόθεσμος", "μεσομακροχρόνια":"μεσομακροχρόνια", "μεσομακροχρόνιες":"μεσομακροχρόνιες", "μέσον":"μέσο", "μεσοπέλαγα":"μεσοπέλαγα", "μεσοπολεμική":"μεσοπολεμικός", "μεσοπολεμικού":"μεσοπολεμικός", "μεσοπόλεμο":"μεσοπόλεμος", "μεσοπολέμου":"μεσοπόλεμος", "μεσοποταμία":"μεσοποταμία", "μεσοποταμίας":"μεσοποταμίας", "μεσοπρόθεσμα":"μεσοπρόθεσμα", "μεσοπρόθεσμα":"μεσοπρόθεσμος", "μεσοπρόθεσμες":"μεσοπρόθεσμος", "μεσοπρόθεσμη":"μεσοπρόθεσμος", "μεσοπρόθεσμο":"μεσοπρόθεσμος", "μεσοπρόθεσμων":"μεσοπρόθεσμος", "μέσος":"μέσος", "μεσοσπονδύλια":"μεσοσπονδύλιος", "μεσοσπονδυλίου":"μεσοσπονδύλιος", "μεσοσταθμικά":"μεσοσταθμικά", "μεσοσταθμική":"μεσοσταθμική", "μεσόσφαιρα":"μεσόσφαιρα", "μεσοτοιχία":"μεσοτοιχία", "μέσου":"μέσο", "μέσου":"μέσος", "μεσούνη":"μεσούνη", "μεσούντος":"μεσούντος", "μεσουρανεί":"μεσουρανώ", "μεσουρανούσαν":"μεσουρανώ", "μέσους":"μέσος", "μεσούσης":"μεσούσης", "μεσούτ":"μεσούτ", "μέσου-υψηλού":"μέσου-υψηλού", "μεσοχώρας":"μεσοχώρας", "μεσοχωριτη":"μεσοχωρίτης", "μεσοχωριτης":"μεσοχωρίτης", "μεσσήνης":"μεσσήνη", "μεσσηνία":"μεσσηνία", "μεσσηνιακή":"μεσσηνιακός", "μεσσηνιακοί":"μεσσηνιακός", "μεσσηνιακός":"μεσσηνιακός", "μεσσηνίας":"μεσσηνία", "μεσσία":"μεσσίας", "μεσσιανικό":"μεσσιανικός", "μεσσιανισμό":"μεσσιανισμός", "μεσσίες":"μεσσίας", "μεσσίνα":"μεσσίνα", "μεστάγια":"μεστάγια", "μεστές":"μεστός", "μεστή":"μεστός", "μεστό":"μεστός", "μεστός":"μεστός", "μεσφίν":"μεσφίν", "μεσω":"μέσω", "μέσω":"μέσω", "μέσων":"μέσο", "μετ'":"μετά", "μετα":"μετά", "μετά":"μετά", "μέτα":"μέτα", "μεταβαίνει":"μεταβαίνω", "μεταβαίνουν":"μεταβαίνω", "μεταβάλει":"μεταβάλλω", "μεταβάλλει":"μεταβάλλω", "μεταβάλλεται":"μεταβάλλω", "μεταβαλλόμενες":"μεταβαλλόμενος", "μεταβαλλόμενο":"μεταβαλλόμενος", "μεταβαλλόμενων":"μεταβαλλόμενος", "μεταβάλλονται":"μεταβάλλω", "μεταβάλλοντας":"μεταβάλλω", "μεταβάλλουν":"μεταβάλλω", "μεταβάλουν":"μεταβάλλω", "μεταβάλω":"μεταβάλλω", "μετάβαση":"μετάβαση", "μετάβασή":"μετάβαση", "μετάβασης":"μετάβαση", "μεταβατικές":"μεταβατικός", "μεταβατική":"μεταβατικός", "μεταβατικής":"μεταβατικός", "μεταβατικό":"μεταβατικός", "μεταβατικού":"μεταβατικός", "μεταβατικούς":"μεταβατικός", "μεταβεί":"μεταβαίνω", "μεταβιβάζει":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάζεται":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάζονται":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάζονταν":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάζουν":"μεταβιβάζω", "μεταβίβασε":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάσει":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάσεις":"μεταβίβαση", "μεταβιβάσεων":"μεταβίβαση", "μεταβίβαση":"μεταβίβαση", "μεταβίβασή":"μεταβίβαση", "μεταβίβασης":"μεταβίβαση", "μεταβιβασθούν":"μεταβιβάζω", "μεταβιβαστεί":"μεταβιβάζω", "μεταβιβάστηκε":"μεταβιβάζω", "μεταβιομηχανική":"μεταβιομηχανικός", "μεταβιομηχανικής":"μεταβιομηχανικός", "μεταβληθεί":"μεταβάλλω", "μεταβλήθηκαν":"μεταβάλλω", "μεταβλήθηκε":"μεταβάλλω", "μεταβληθούν":"μεταβάλλω", "μεταβλητά":"μεταβλητός", "μεταβλητή":"μεταβλητός", "μεταβλητοί":"μεταβλητός", "μεταβλητότητα":"μεταβλητότητα", "μεταβολές":"μεταβολή", "μεταβολή":"μεταβολή", "μεταβολης":"μεταβολή", "μεταβολής":"μεταβολή", "μεταβολίζει":"μεταβολίζει", "μεταβολικές":"μεταβολικός", "μεταβολισμό":"μεταβολισμός", "μεταβολισμού":"μεταβολισμός", "μεταβολών":"μεταβολή", "μεταβούν":"μεταβαίνω", "μεταβυζαντινές":"μεταβυζαντινός", "μεταβυζαντινής":"μεταβυζαντινός", "μεταγγίσεις":"μετάγγιση", "μεταγγίσεων":"μετάγγιση", "μετάγγιση":"μετάγγιση", "μεταγγίσουν":"μεταγγίζω", "μεταγενέστερα":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστερη":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστερο":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστεροι":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστερου":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστερους":"μεταγενέστερος", "μεταγενέστερων":"μεταγενέστερος", "μεταγραφεί":"μεταγράφω", "μεταγραφες":"μεταγραφή", "μεταγραφές":"μεταγραφή", "μεταγραφή":"μεταγραφή", "μεταγράφηκε":"μεταγράφω", "μεταγραφής":"μεταγραφή", "μεταγραφικα":"μεταγραφικός", "μεταγραφικά":"μεταγραφικός", "μεταγραφικές":"μεταγραφικός", "μεταγραφικη":"μεταγραφικός", "μεταγραφική":"μεταγραφικός", "μεταγραφικής":"μεταγραφικός", "μεταγραφικο":"μεταγραφικός", "μεταγραφικό":"μεταγραφικός", "μεταγραφικός":"μεταγραφικός", "μεταγραφικού":"μεταγραφικός", "μεταγραφικών":"μεταγραφικός", "μεταγραφολογία":"μεταγραφολογία", "μεταγραφολογίας":"μεταγραφολογία", "μεταγραφων":"μεταγραφή", "μεταγραφών":"μεταγραφή", "μεταγωγές":"μεταγωγή", "μεταγωγή":"μεταγωγή", "μεταγωγής":"μεταγωγή", "μεταγωγικά":"μεταγωγικός", "μεταγωγικό":"μεταγωγικός", "μεταγωγών":"μεταγωγή", "μεταδιδακτορικές":"μεταδιδακτορικός", "μεταδιδακτορική":"μεταδιδακτορικός", "μεταδιδακτορικοί":"μεταδιδακτορικός", "μεταδίδει":"μεταδίδω", "μεταδίδεις":"μεταδίδω", "μεταδίδεται":"μεταδίδω", "μεταδίδετε":"μεταδίδω", "μεταδιδόμενα":"μεταδιδόμενος", "μεταδιδόμενοι":"μεταδιδόμενος", "μεταδίδονται":"μεταδίδω", "μεταδίδοντας":"μεταδίδω", "μεταδιδόταν":"μεταδίδω", "μεταδίδουν":"μεταδίδω", "μεταδίδω":"μεταδίδω", "μεταδικτατορική":"μεταδικτατορικός", "μεταδοθεί":"μεταδίδω", "μεταδόθηκαν":"μεταδίδω", "μεταδόθηκε":"μεταδίδω", "μεταδοθούν":"μεταδίδω", "μεταδοσh":"μετάδοση", "μεταδόσεις":"μετάδοση", "μεταδόσεων":"μετάδοση", "μεταδόσεως":"μετάδοση", "μεταδοση":"μετάδοση", "μετάδοση":"μετάδοση", "μετάδοσή":"μετάδοση", "μετάδοσης":"μετάδοση", "μετάδοσής":"μετάδοση", "μεταδοτικά":"μεταδοτικός", "μεταδοτική":"μεταδοτικός", "μεταδώσει":"μεταδίδω", "μεταδώσεις":"μεταδίδω", "μεταδώσετε":"μεταδίδω", "μεταδώσουμε":"μεταδίδω", "μεταδώσουν":"μεταδίδω", "μεταδώσω":"μεταδίδω", "μεταθανάτια":"μεταθανάτιος", "μεταθανάτιας":"μεταθανάτιος", "μεταθέσει":"μεταθέτω", "μεταθέσεις":"μετάθεση", "μεταθέσεις":"μεταθέτω", "μεταθέσεων":"μετάθεση", "μεταθεση":"μετάθεση", "μετάθεση":"μετάθεση", "μετάθεσης":"μετάθεση", "μεταθέτει":"μεταθέτω", "μεταθέτοντας":"μεταθέτω", "μεταθέτουν":"μεταθέτω", "μεταίχμιο":"μεταίχμιο", "μετακαλέσουν":"μετακαλώ", "μετακατοχικής":"μετακατοχικός", "μετακινείται":"μετακινώ", "μετακινηθεί":"μετακινώ", "μετακινηθείτε":"μετακινώ", "μετακινήθηκαν":"μετακινώ", "μετακινηθούν":"μετακινώ", "μετακίνησαν":"μετακινώ", "μετακινήσει":"μετακινώ", "μετακινήσεις":"μετακίνηση", "μετακινήσεων":"μετακίνηση", "μετακινήσεών":"μετακίνηση", "μετακινήσεως":"μετακίνηση", "μετακίνηση":"μετακίνηση", "μετακίνησή":"μετακίνηση", "μετακίνησης":"μετακίνηση", "μετακίνησής":"μετακίνηση", "μετακινήσουν":"μετακινώ", "μετακινούμαι":"μετακινώ", "μετακινούμενοι":"μετακινούμενος", "μετακινούμενους":"μετακινούμενος", "μετακινούνται":"μετακινώ", "μετακινώντας":"μετακινώ", "μετακλασικών":"μετακλασικός", "μετακόμιζε":"μετακομίζω", "μετακομιζει":"μετακομίζω", "μετακομίζει":"μετακομίζω", "μετακομίζουν":"μετακομίζω", "μετακόμισαν":"μετακομίζω", "μετακόμισε":"μετακομίζω", "μετακομίσει":"μετακομίζω", "μετακομίσετε":"μετακομίζω", "μετακόμιση":"μετακόμιση", "μετακόμισης":"μετακόμιση", "μετακομίσουμε":"μετακομίζω", "μετακομίσουν":"μετακομίζω", "μετακομίστηκαν":"μετακομίζω", "μετακυληθεί":"μετακυληθεί", "μετακυλήσουν":"μετακυλώ", "μετακυλίεται":"μετακυλίω", "μετακύλιση":"μετακύλιση", "μετακύλισης":"μετακύλιση", "μετακυλιστεί":"μετακυλώ", "μεταλαμπαδευθεί":"μεταλαμπαδεύω", "μεταλαμπαδεύσει":"μεταλαμπαδεύω", "μεταλαμπάδευσης":"μεταλαμπάδευση", "μετάληψη":"μετάληψη", "μετάλιο":"μετάλιο", "μέταλλα":"μέταλλο", "μεταλλαγές":"μεταλλαγή", "μεταλλαγή":"μεταλλαγή", "μεταλλαγμένα":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένες":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένη":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένο":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένοι":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένος":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένου":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένους":"μεταλλαγμένος", "μεταλλαγμένων":"μεταλλαγμένος", "μετάλλαξε":"μεταλλάσσω", "μεταλλάξει":"μεταλλάσσω", "μεταλλάξεις":"μεταλλάσσω", "μετάλλαξη":"μετάλλαξη", "μετάλλαξή":"μετάλλαξη", "μεταλλαξιγόνων":"μεταλλαξιγόνων", "μεταλλαξιογόνα":"μεταλλαξιογόνα", "μεταλλαξιογόνων":"μεταλλαξιογόνων", "μεταλλάξουμε":"μεταλλάσσω", "μεταλλάξουν":"μεταλλάσσω", "μεταλλάσσει":"μεταλλάσσω", "μεταλλάσσεται":"μεταλλάσσω", "μεταλλάσσονται":"μεταλλάσσω", "μεταλλασσόταν":"μεταλλάσσω", "μεταλλάσσουν":"μεταλλάσσω", "μεταλλαχθεί":"μεταλλάσσω", "μεταλλάχθηκε":"μεταλλάσσω", "μεταλλαχθούν":"μεταλλάσσω", "μεταλλεια":"μεταλλείο", "μεταλλεία":"μεταλλείο", "μεταλλείων":"μεταλλείο", "μετάλλευμα":"μετάλλευμα", "μεταλλεύματος":"μετάλλευμα", "μεταλλευμάτων":"μετάλλευμα", "μεταλλευτικές":"μεταλλευτικός", "μεταλλευτικών":"μεταλλευτικός", "μεταλληνού":"μεταλληνού", "μετάλλια":"μετάλλιο", "μετάλλιά":"μετάλλιο", "μεταλλίδη":"μεταλλίδη", "μεταλλιδης":"μεταλλιδης", "μεταλλικά":"μεταλλικός", "μεταλλικές":"μεταλλικός", "μεταλλική":"μεταλλικός", "μεταλλικής":"μεταλλικός", "μεταλλικό":"μεταλλικός", "μεταλλικοί":"μεταλλικός", "μεταλλικός":"μεταλλικός", "μεταλλικού":"μεταλλικός", "μεταλλικούς":"μεταλλικός", "μεταλλικών":"μεταλλικός", "μετάλλιο":"μετάλλιο", "μεταλλίου":"μετάλλιο", "μεταλλίων":"μετάλλιο", "μέταλλο":"μέταλλο", "μεταλλοβιομηχανίας":"μεταλλοβιομηχανία", "μεταλλοβιομηχανιών":"μεταλλοβιομηχανία", "μεταλλοπλαστικη":"μεταλλοπλαστικη", "μετάλλου":"μέταλλο", "μεταλλουργία":"μεταλλουργία", "μεταλλουργίας":"μεταλλουργία", "μεταλλουργικες":"μεταλλουργικός", "μεταλλουργική":"μεταλλουργικός", "μετάλλων":"μέταλλο", "μεταμέλεια":"μεταμέλεια", "μεταμέλειά":"μεταμέλεια", "μεταμέλειας":"μεταμέλεια", "μεταμεληθέντες":"μεταμεληθέντες", "μεταμεληθέντων":"μεταμεληθέντων", "μεταμελημένος":"μεταμελημένος", "μετα-μεσαιωνική":"μετα-μεσαιωνική", "μεταμεσονύκτια":"μεταμεσονύκτιος", "μεταμεσονύχτια":"μεταμεσονύχτιος", "μεταμεσονύχτιες":"μεταμεσονύχτιος", "μεταμοντέρνα":"μεταμοντέρνος", "μεταμοντέρνας":"μεταμοντέρνος", "μεταμοντερνισμό":"μεταμοντερνισμός", "μεταμοντερνισμός":"μεταμοντερνισμός", "μεταμοντέρνο":"μεταμοντέρνος", "μεταμοντέρνου":"μεταμοντέρνος", "μεταμοντέρνους":"μεταμοντέρνος", "μεταμορφωθεί":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώθηκε":"μεταμορφώνω", "μεταμορφωθούν":"μεταμορφώνω", "μεταμορφωμένη":"μεταμορφώνω", "μεταμόρφωνε":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώνει":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώνεται":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώνονται":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώνοντάς":"μεταμορφώνω", "μεταμορφωνόταν":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώνουν":"μεταμορφώνω", "μεταμόρφωσαν":"μεταμορφώνω", "μεταμόρφωσε":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώσει":"μεταμορφώνω", "μεταμορφώσεις":"μεταμόρφωση", "μεταμορφώσεως":"μεταμόρφωση", "μεταμόρφωση":"μεταμόρφωση", "μεταμόρφωσης":"μεταμόρφωση", "μεταμορφωσις":"μεταμόρφωση", "μεταμόρφωσις":"μεταμόρφωση", "μεταμορφώσουν":"μεταμορφώνω", "μεταμορφωτικά":"μεταμορφωτικός", "μεταμοσχεύσεις":"μεταμόσχευση", "μεταμοσχεύσεις":"μεταμοσχεύω", "μεταμοσχεύσεων":"μεταμόσχευση", "μεταμόσχευση":"μεταμόσχευση", "μεταμόσχευσης":"μεταμόσχευση", "μεταμοσχευτικά":"μεταμοσχευτικά", "μεταμφιέζεται":"μεταμφιέζω", "μεταμφιέσεις":"μεταμφιέζω", "μεταμφιέσεων":"μεταμφίεση", "μεταμφίεση":"μεταμφίεση", "μεταμφιεσμένα":"μεταμφιεσμένος", "μεταμφιεσμένη":"μεταμφιεσμένος", "μεταμφιεσμένο":"μεταμφιεσμένος", "μεταμφιεσμένοι":"μεταμφιεσμένος", "μεταμφιεσμένος":"μεταμφιέζω", "μεταμφιεσμένους":"μεταμφιέζω", "μεταμφιεσμένων":"μεταμφιέζω", "μετανάστες":"μετανάστης", "μεταναστεύουν":"μεταναστεύω", "μετανάστευσαν":"μεταναστεύω", "μετανάστευσε":"μεταναστεύω", "μεταναστεύσει":"μεταναστεύω", "μεταναστεύσεων":"μετανάστευση", "μετανάστευση":"μετανάστευση", "μετανάστευσή":"μετανάστευση", "μετανάστευσης":"μετανάστευση", "μετανάστευσής":"μετανάστευση", "μεταναστεύσουν":"μεταναστεύω", "μεταναστευτικά":"μεταναστευτικός", "μεταναστευτικές":"μεταναστευτικός", "μεταναστευτική":"μεταναστευτικός", "μεταναστευτικό":"μεταναστευτικός", "μεταναστευτικού":"μεταναστευτικός", "μεταναστευτικών":"μεταναστευτικός", "μετανάστη":"μετανάστης", "μετανάστης":"μετανάστης", "μετανάστρια":"μετανάστρια", "μετανάστριας":"μετανάστρια", "μετανάστριες":"μετανάστρια", "μεταναστριών":"μετανάστρια", "μεταναστών":"μετανάστης", "μετανεωτερική":"μετανεωτερική", "μετανιωμένος":"μετανιώνω", "μετανιώνει":"μετανιώνω", "μετανιώνουν":"μετανιώνω", "μετανιώνω":"μετανιώνω", "μετάνιωσα":"μετανιώνω", "μετάνιωσε":"μετανιώνω", "μετανιώσει":"μετανιώνω", "μετανιώσεις":"μετανιώνω", "μετανιώσετε":"μετανιώνω", "μετανιώσουν":"μετανιώνω", "μετανοημένος":"μετανοώ", "μετανόησε":"μετανοώ", "μετανοήσουμε":"μετανοώ", "μετάνοια":"μετάνοια", "μετανοίας":"μετάνοια", "μετάνοιες":"μετάνοια", "μεταξά":"μεταξάς", "μεταξάδες":"μεταξάς", "μεταξάς":"μεταξάς", "μεταξένια":"μεταξένιος", "μεταξης":"μεταξης", "μετάξι":"μετάξι", "μετάξια":"μετάξι", "μεταξοσκώληκες":"μεταξοσκώληκας", "μεταξοτυπίες":"μεταξοτυπία", "μεταξυ":"μεταξύ", "μεταξύ":"μεταξύ", "μεταξωτά":"μεταξωτός", "μεταξωτές":"μεταξωτός", "μεταξωτό":"μεταξωτός", "μεταξωτών":"μεταξωτός", "μεταολυμπιακή":"μεταολυμπιακός", "μεταολυμπιακής":"μεταολυμπιακός", "μεταπείσει":"μεταπείθω", "μεταπεισθεί":"μεταπείθω", "μεταπείσουν":"μεταπείθω", "μεταπειστεί":"μεταπείθω", "μεταπέσουν":"μεταπίπτω", "μεταπηδά":"μεταπηδώ", "μεταπηδήσατε":"μεταπηδώ", "μεταπήδησε":"μεταπηδώ", "μεταπηδήσει":"μεταπηδώ", "μεταπήδηση":"μεταπήδηση", "μεταπήδησης":"μεταπήδηση", "μεταποίησε":"μεταποιώ", "μεταποίηση":"μεταποίηση", "μεταποίησης":"μεταποίηση", "μεταποιητικές":"μεταποιητικός", "μεταποιητική":"μεταποιητικός", "μεταποιητικής":"μεταποιητικός", "μεταποιητικών":"μεταποιητικός", "μεταποιούνται":"μεταποιώ", "μεταπολεμικά":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικές":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμική":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικής":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικό":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικού":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικούς":"μεταπολεμικός", "μεταπολεμικών":"μεταπολεμικός", "μεταπολίτευση":"μεταπολίτευση", "μεταπολίτευσης":"μεταπολίτευση", "μεταπολιτευτικά":"μεταπολιτευτικός", "μεταπολιτευτικές":"μεταπολιτευτικός", "μεταπολιτευτική":"μεταπολιτευτικός", "μεταπολιτευτικής":"μεταπολιτευτικός", "μεταπράτες":"μεταπράτης", "μεταπρατικής":"μεταπρατικός", "μεταπτυχιακά":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακές":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακή":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακό":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακοί":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακός":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακού":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακούς":"μεταπτυχιακός", "μεταπτυχιακών":"μεταπτυχιακός", "μεταπτώσεις":"μετάπτωση", "μετάπτωση":"μετάπτωση", "μεταπτωτικής":"μεταπτωτικός", "μεταπώλησης":"μεταπώληση", "μεταπωλητών":"μεταπωλητής", "μεταπωλούν":"μεταπωλώ", "μεταρρυθμίσει":"μεταρρυθμίζω", "μεταρρυθμίσεις":"μεταρρύθμιση", "μεταρρυθμίσεων":"μεταρρύθμιση", "μεταρρυθμιση":"μεταρρύθμιση", "μεταρρύθμιση":"μεταρρύθμιση", "μεταρρυθμισης":"μεταρρύθμιση", "μεταρρύθμισης":"μεταρρύθμιση", "μεταρρυθμιστεί":"μεταρρυθμίζω", "μεταρρυθμιστές":"μεταρρυθμιστής", "μεταρρυθμιστή":"μεταρρυθμιστής", "μεταρρυθμιστής":"μεταρρυθμιστής", "μεταρρυθμιστικές":"μεταρρυθμιστικός", "μεταρρυθμιστικό":"μεταρρυθμιστικός", "μεταρρυθμιστικών":"μεταρρυθμιστικός", "μεταρρυθμιστών":"μεταρρυθμιστής", "μεταρσιωθώ":"μεταρσιώνω", "μετασεισμική":"μετασεισμικός", "μετασεισμοί":"μετασεισμός", "μετασεισμούς":"μετασεισμός", "μεταστάθμευσης":"μεταστάθμευση", "μεταστάντος":"μεταστάντος", "μεταστάσεις":"μετάσταση", "μετάσταση":"μετάσταση", "μετάστασης":"μετάσταση", "μεταστατικές":"μεταστατικός", "μεταστέγαση":"μεταστέγαση", "μεταστέγασης":"μεταστέγαση", "μεταστεγαστεί":"μεταστεγάζω", "μεταστεγαστούν":"μεταστεγάζω", "μεταστοιχειώνεται":"μεταστοιχειώνω", "μεταστρέφεται":"μεταστρέφω", "μεταστρέψει":"μεταστρέφω", "μεταστροφές":"μεταστροφή", "μεταστροφή":"μεταστροφή", "μετάσχει":"μετέχω", "μετασχηματίζει":"μετασχηματίζω", "μετασχηματίζεται":"μετασχηματίζω", "μετασχηματίζονται":"μετασχηματίζω", "μετασχηματίζουν":"μετασχηματίζω", "μετασχηματίσει":"μετασχηματίζω", "μετασχηματισμό":"μετασχηματισμός", "μετασχηματισμού":"μετασχηματισμός", "μετασχηματισμούς":"μετασχηματισμός", "μετασχηματιστή":"μετασχηματιστής", "μετάσχουμε":"μετέχω", "μετάσχουν":"μετέχω", "μεταταγούν":"μετατάσσω", "μετατάξει":"μετατάσσω", "μετατάξεις":"μετατάσσω", "μετατάξεων":"μετάταξη", "μετάταξης":"μετάταξη", "μετατάρσιο":"μετατάρσιο", "μετατάσσονται":"μετατάσσω", "μετατεθεί":"μεταθέτω", "μετατέθηκε":"μεταθέτω", "μετατεθούν":"μεταθέτω", "μετατίθενται":"μεταθέτω", "μετατίθεται":"μεταθέτω", "μετατοπίζει":"μετατοπίζω", "μετατοπίζεται":"μετατοπίζω", "μετατοπίζοντας":"μετατοπίζω", "μετατόπισαν":"μετατοπίζω", "μετατόπισε":"μετατοπίζω", "μετατοπίσει":"μετατοπίζω", "μετατοπίσεις":"μετατοπίζω", "μετατόπιση":"μετατόπιση", "μετατοπιστεί":"μετατοπίζω", "μετατοπίστηκε":"μετατοπίζω", "μετατραπεί":"μετατρέπω", "μετατράπηκαν":"μετατρέπω", "μετατράπηκε":"μετατρέπω", "μετατραπούν":"μετατρέπω", "μετατραυματικό":"μετατραυματικός", "μετατρέπει":"μετατρέπω", "μετατρέπεις":"μετατρέπω", "μετατρέπεται":"μετατρέπω", "μετατρέπονται":"μετατρέπω", "μετατρέποντας":"μετατρέπω", "μετατρέποντάς":"μετατρέπω", "μετατρεπόταν":"μετατρέπω", "μετατρέπουμε":"μετατρέπω", "μετατρέπουν":"μετατρέπω", "μετατρέψατε":"μετατρέπω", "μετατρέψει":"μετατρέπω", "μετατρέψιμες":"μετατρέψιμος", "μετατρέψουμε":"μετατρέπω", "μετατρέψουν":"μετατρέπω", "μετατροπέα":"μετατροπέας", "μετατροπές":"μετατροπή", "μετατροπέων":"μετατροπέας", "μετατροπή":"μετατροπή", "μετατροπής":"μετατροπή", "μεταϋλιστικές":"μεταϋλιστικές", "μετα-φασιστική":"μετα-φασιστική", "μεταφέραμε":"μεταφέρω", "μεταφέρανε":"μεταφέρω", "μεταφέρατε":"μεταφέρω", "μεταφέρει":"μεταφέρω", "μεταφέρεις":"μεταφέρω", "μεταφέρεται":"μεταφέρω", "μεταφέρετε":"μεταφέρω", "μεταφερθεί":"μεταφέρω", "μεταφέρθηκα":"μεταφέρω", "μεταφερθήκαμε":"μεταφέρω", "μεταφέρθηκαν":"μεταφέρω", "μεταφέρθηκε":"μεταφέρω", "μεταφερθούμε":"μεταφέρω", "μεταφερθούν":"μεταφέρω", "μεταφερμένο":"μεταφερμένος", "μεταφερόμενος":"μεταφερόμενος", "μεταφέρονται":"μεταφέρω", "μεταφέρονταν":"μεταφέρω", "μεταφέροντας":"μεταφέρω", "μεταφέροντάς":"μεταφέρω", "μεταφέροντες":"μεταφέρων", "μεταφερόταν":"μεταφέρω", "μεταφέρουμε":"μεταφέρω", "μεταφέρουν":"μεταφέρω", "μεταφέρω":"μεταφέρω", "μεταφορα":"μεταφορά", "μεταφορά":"μεταφορά", "μεταφοράς":"μεταφορά", "μεταφορέας":"μεταφορέας", "μεταφορείς":"μεταφορέας", "μεταφορες":"μεταφορά", "μεταφορές":"μεταφορά", "μεταφορικά":"μεταφορικός", "μεταφορικές":"μεταφορικός", "μεταφορική":"μεταφορικός", "μεταφορικό":"μεταφορικός", "μεταφορικού":"μεταφορικός", "μεταφορικών":"μεταφορικός", "μεταφορτίο":"μεταφορτίο", "μεταφόρτωσης":"μεταφόρτωση", "μεταφορών":"μεταφορά", "μετάφρ":"μετάφρ", "μεταφράζει":"μεταφράζω", "μεταφράζεται":"μεταφράζω", "μεταφράζονται":"μεταφράζω", "μεταφράζονταν":"μεταφράζω", "μεταφράζοντας":"μεταφράζω", "μεταφράζουμε":"μεταφράζω", "μεταφράζουν":"μεταφράζω", "μεταφράσει":"μεταφράζω", "μεταφράσεις":"μετάφραση", "μεταφράσεων":"μετάφραση", "μετάφραση":"μετάφραση", "μετάφρασή":"μετάφραση", "μετάφρασης":"μετάφραση", "μεταφρασθεί":"μεταφράζω", "μεταφράσθηκε":"μεταφράζω", "μεταφρασθούν":"μεταφράζω", "μεταφρασμένα":"μεταφρασμένος", "μεταφρασμένη":"μεταφράζω", "μεταφρασμένος":"μεταφράζω", "μεταφρασμένων":"μεταφράζω", "μεταφραστεί":"μεταφράζω", "μεταφραστές":"μεταφραστής", "μεταφραστή":"μεταφραστής", "μεταφράστηκε":"μεταφράζω", "μεταφραστής":"μεταφραστής", "μεταφραστικού":"μεταφραστικός", "μεταφραστούν":"μεταφράζω", "μεταφράστρια":"μεταφράστρια", "μεταφραστών":"μεταφραστής", "μεταφράσω":"μεταφράζω", "μεταφυσικά":"μεταφυσικός", "μεταφυσικές":"μεταφυσικός", "μεταφυσική":"μεταφυσικός", "μεταφυσικής":"μεταφυσική", "μεταφυσικό":"μεταφυσικός", "μεταφυσικού":"μεταφυσικός", "μεταφυτευτεί":"μεταφυτεύω", "μεταχειρίζεται":"μεταχειρίζομαι", "μεταχειρίζονται":"μεταχειρίζομαι", "μεταχειρίσεως":"μεταχείριση", "μεταχείριση":"μεταχείριση", "μεταχείρισή":"μεταχείριση", "μεταχείρισης":"μεταχείριση", "μεταχειρισμένα":"μεταχειρισμένος", "μεταχειρισμένο":"μεταχειρισμένος", "μεταχειρισμένων":"μεταχειρισμένος", "μεταχειρίστηκαν":"μεταχειρίζομαι", "μεταχειρίστηκε":"μεταχειρίζομαι", "μεταχουντικό":"μεταχουντικό", "μεταχριστιανικού":"μεταχριστιανικός", "μεταχριστιανικούς":"μεταχριστιανικός", "μεταχρονολογημένα":"μεταχρονολογημένος", "μεταχρονολογημένες":"μεταχρονολογημένος", "μεταψυχροπολεμική":"μεταψυχροπολεμικός", "μεταψυχροπολεμικό":"μεταψυχροπολεμικός", "μετέβαιναν":"μεταβαίνω", "μετέβαινε":"μεταβαίνω", "μετέβαλε":"μεταβάλλω", "μετέβη":"μεταβαίνω", "μετέβην":"μεταβαίνω", "μετέβησαν":"μεταβαίνω", "μετεγγραφές":"μετεγγραφή", "μετεγγραφή":"μετεγγραφή", "μετεγγραφής":"μετεγγραφή", "μετεγγραφών":"μετεγγραφή", "μετεγκατασταθεί":"μετεγκατασταθεί", "μετεγκαταστάθηκαν":"μεταεγκαθιστώ", "μετεγκατασταθούν":"μεταεγκαθιστώ", "μετεγκατάσταση":"μετεγκατάσταση", "μετεγκατάστασή":"μετεγκατάσταση", "μετεγκατάστασης":"μετεγκατάσταση", "μετεγκατάστασής":"μετεγκατάσταση", "μετεγχειρητική":"μετεγχειρητικός", "μετεγχειρητικό":"μετεγχειρητικός", "μετέδιδα":"μεταδίδω", "μετέδιδαν":"μεταδίδω", "μετέδιδε":"μεταδίδω", "μετέδωσαν":"μεταδίδω", "μετέδωσε":"μεταδίδω", "μετέθεσαν":"μεταθέτω", "μετείχαν":"μετέχω", "μετείχε":"μετέχω", "μετεκπαιδευθούν":"μετεκπαιδεύω", "μετεκπαιδευόμουνα":"μετεκπαιδεύω", "μετεκπαιδεύονται":"μετεκπαιδεύω", "μετεκπαιδευτήκαμε":"μετεκπαιδεύω", "μετεκπαιδεύτηκε":"μετεκπαιδεύω", "μετεκπαιδευτούν":"μετεκπαιδεύω", "μετεμφυλιακή":"μετεμφυλιακός", "μετεμφυλιακής":"μετεμφυλιακός", "μετεμφυλιοπολεμική":"μετεμφυλιοπολεμική", "μετεμψύχωσης":"μετεμψύχωση", "μετενσάρκωση":"μετενσάρκωση", "μετεξέλιξη":"μετεξέλιξη", "μετεξέλιξης":"μετεξέλιξη", "μετεξελίξουν":"μεταεξελίσσω", "μετεξελίσσεται":"μετεξελίσσομαι", "μετεξελιχθεί":"μετεξελίσσομαι", "μετεξελίχθηκε":"μετεξελίσσομαι", "μετεξελιχθούν":"μετεξελίσσομαι", "μετεξεταστέοι":"μετεξεταστέος", "μετέπειτα":"μετέπειτα", "μετεπιβίβασης":"μετεπιβίβαση", "μετερίζι":"μετερίζι", "μετέρχεται":"μετέρχομαι", "μετέρχονται":"μετέρχομαι", "μετετράπη":"μετατρέπω", "μετέτρεπαν":"μετατρέπω", "μετέτρεπε":"μετατρέπω", "μετέτρεψαν":"μετατρέπω", "μετέτρεψε":"μετατρέπω", "μετέφεραν":"μεταφέρω", "μετέφερε":"μεταφέρω", "μετεφηβική":"μετεφηβικός", "μετεφηβικός":"μετεφηβικός", "μετέφρασε":"μεταφράζω", "μετέχει":"μετέχω", "μετεχίδης":"μετεχίδης", "μετέχοντας":"μετέχω", "μετέχοντες":"μετέχων", "μετέχουμε":"μετέχω", "μετέχουν":"μετέχω", "μετέχουσες":"μετέχων", "μετέχω":"μετέχω", "μετέωρα":"μετέωρος", "μετέωρη":"μετέωρος", "μετεωριζότανε":"μετεωρίζω", "μετέωρο":"μετέωρος", "μετεωρολογικά":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογικές":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογική":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογικής":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογικό":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογικού":"μετεωρολογικός", "μετεωρολογικών":"μετεωρολογικός", "μετεωρολόγοι":"μετεωρολόγος", "μετεωρολόγος":"μετεωρολόγος", "μετεωρολόγου":"μετεωρολόγος", "μετεωρολόγους":"μετεωρολόγος", "μετεωρολόγων":"μετεωρολόγος", "μετέωρος":"μετέωρος", "μετεώρων":"μετέωρος", "μέτζο":"μέτζο", "μετήλθαν":"μετέρχομαι", "μετήρχοντο":"μετήρχοντο", "μετικάνος":"μεταικανώς", "μετίκανος":"μεταικανώς", "μετκα":"μετκα", "μέτκα":"μέτκα", "μέτοικος":"μέτοικος", "μετονομάζεται":"μετονομάζω", "μετονόμασαν":"μετονομάζω", "μετονομασία":"μετονομασία", "μετονομασίες":"μετονομασία", "μετονομάσουμε":"μετονομάζω", "μετονομαστεί":"μετονομάζω", "μετονομάστηκε":"μετονομάζω", "μετόπισθεν":"μετόπισθεν", "μετουσιώθηκε":"μετουσιώνω", "μετουσιώνει":"μετουσιώνω", "μετουσιώνεται":"μετουσιώνω", "μετουσιώσει":"μετουσιώνω", "μετουσίωση":"μετουσίωση", "μετοχες":"μετοχή", "μετοχές":"μετοχή", "μετοχή":"μετοχή", "μετοχής":"μετοχή", "μετόχια":"μετόχι", "μετοχικά":"μετοχικός", "μετοχικές":"μετοχικός", "μετοχική":"μετοχικός", "μετοχικής":"μετοχικός", "μετοχικό":"μετοχικός", "μετοχικοί":"μετοχικός", "μετοχικού":"μετοχικός", "μετοχικούς":"μετοχικός", "μετοχικών":"μετοχικός", "μέτοχοι":"μέτοχος", "μέτοχοί":"μέτοχος", "μετοχοποιείς":"μετοχοποιώ", "μετοχοποιείται":"μετοχοποιώ", "μετοχοποιήσεις":"μετοχοποίηση", "μετοχοποιήσεων":"μετοχοποίηση", "μετοχοποίηση":"μετοχοποίηση", "μετοχοποίησης":"μετοχοποίηση", "μέτοχος":"μέτοχος", "μετόχου":"μέτοχος", "μετόχους":"μέτοχος", "μετοχών":"μετοχή", "μετόχων":"μέτοχος", "μετρ":"μετρ", "μετρα":"μέτρο", "μέτρα":"μέτρο", "μετρά":"μετρώ", "μετράει":"μετρώ", "μετράμε":"μετρώ", "μετράνε":"μετρώ", "μετράς":"μετρώ", "μετράται":"μετρώ", "μετράω":"μετρώ", "μετρηθεί":"μετράω", "μετρήθηκαν":"μετρώ", "μετρήθηκε":"μετρώ", "μετρηθούν":"μετράω", "μέτρημα":"μέτρημα", "μετρημένα":"μετρημένος", "μετρημένες":"μετρημένος", "μετρημένη":"μετρημένος", "μετρημένο":"μετρημένος", "μετρημένοι":"μετρημένος", "μετρημένος":"μετρημένος", "μετρημένου":"μετρημένος", "μετρημένους":"μετρημένος", "μέτρησα":"μετρώ", "μέτρησαν":"μετρώ", "μέτρησε":"μετρώ", "μετρήσει":"μετρώ", "μετρήσεις":"μέτρηση", "μετρήσεων":"μέτρηση", "μέτρηση":"μέτρηση", "μέτρησης":"μέτρηση", "μέτρησής":"μέτρηση", "μετρήσιμα":"μετρήσιμος", "μετρήσιμη":"μετρήσιμος", "μετρήσιμοι":"μετρήσιμος", "μετρήσουμε":"μετρώ", "μετρήσουν":"μετρώ", "μετρήσω":"μετρώ", "μετρητά":"μετρητά", "μετρητές":"μετρητής", "μετρητοίς":"μετρητοίς", "μετρητών":"μετρητής", "μέτρια":"μέτρια", "μέτρια":"μέτριος", "μετριάζει":"μετριάζω", "μετριάζοντας":"μετριάζω", "μετριάζουμε":"μετριάζω", "μετριάζουν":"μετριάζω", "μέτριας":"μέτριος", "μετρίασε":"μετριάζω", "μετριάσει":"μετριάζω", "μετριάσετε":"μετριάζω", "μετριασθούν":"μετριάζω", "μετριάσουν":"μετριάζω", "μετριάστηκαν":"μετριάζω", "μετριάστηκε":"μετριάζω", "μετριαστούν":"μετριάζω", "μέτριες":"μέτριος", "μετριέται":"μετρώ", "μετρική":"μετρική", "μετρικής":"μετρικός", "μέτριο":"μέτριος", "μέτριοι":"μέτριος", "μετριοπάθεια":"μετριοπάθεια", "μετριοπάθειά":"μετριοπάθεια", "μετριοπαθείς":"μετριοπαθής", "μετριοπαθές":"μετριοπαθής", "μετριοπαθέστεροι":"μετριοπαθής", "μετριοπαθή":"μετριοπαθής", "μετριοπαθής":"μετριοπαθής", "μετριοπαθούς":"μετριοπαθής", "μετριοπαθών":"μετριοπαθής", "μετριος":"μέτριος", "μέτριος":"μέτριος", "μετριότατη":"μέτριος", "μετριότατο":"μέτριος", "μετριότητα":"μετριότητα", "μετριότητας":"μετριότητα", "μετρίου":"μέτριος", "μετριούνται":"μετρώ", "μέτριους":"μέτριος", "μετριοφρόνως":"μετριοφρόνως", "μετριοφροσύνη":"μετριοφροσύνη", "μέτριων":"μέτριος", "μετρο":"μετρό", "μετρό":"μετρό", "μέτρο":"μέτρο", "μετρολαϊφ":"μετρολαϊφ", "μέτρον":"μέτρο", "μετροπολιταν":"μετροπολιταν", "μετροπόλιταν":"μετροπόλιταν", "μετροπόντικα":"μετροπόντικας", "μέτρου":"μέτρο", "μετρούμενα":"μετρούμενος", "μετρούν":"μετρώ", "μετρούσα":"μετρώ", "μετρούσαν":"μετρώ", "μετρούσε":"μετρώ", "μετρώ":"μετρώ", "μέτρων":"μέτρο", "μετρώνται":"μετρώ", "μετρώντας":"μετρώ", "μετς":"μετς", "μετσάι":"μετσάι", "μετσοβείου":"μετσοβείου", "μέτσοβο":"μέτσοβο", "μετσοβόνε":"μετσοβόνε", "μέττα":"μέττα", "μέτωπα":"μέτωπο", "μετωπιαίο":"μετωπιαίος", "μετωπικά":"μετωπικά", "μετωπική":"μετωπικός", "μετωπικός":"μετωπικός", "μέτωπο":"μέτωπο", "μέτωπό":"μέτωπο", "μέτωπον":"μέτωπο", "μετώπου":"μέτωπο", "μετώπων":"μέτωπο", "μεχίτ":"μεχίτ", "μεχμέτ":"μεχμέτ", "μεχούτο":"μεχούτο", "μεχρι":"μέχρι", "μέχρι":"μέχρι", "μέχρις":"μέχρι", "'μη":"'μη", "μη":"μην", "μηγκήπη":"μηγκήπη", "μηδ'":"μηδ'", "μηδαμινά":"μηδαμινός", "μηδαμινές":"μηδαμινός", "μηδαμινή":"μηδαμινός", "μηδαμινό":"μηδαμινός", "μηδαμινός":"μηδαμινός", "μηδέ":"μηδέ", "μηδεμιάς":"μηδεμιάς", "μηδεν":"μηδέν", "μηδέν":"μηδέν", "μηδενίζει":"μηδενίζω", "μηδενίζεται":"μηδενίζω", "μηδενίζοντας":"μηδενίζω", "μηδενίζουν":"μηδενίζω", "μηδενικά":"μηδενικός", "μηδενικές":"μηδενικός", "μηδενική":"μηδενικός", "μηδενικό":"μηδενικός", "μηδενικού":"μηδενικός", "μηδενίσει":"μηδενίζω", "μηδενισμό":"μηδενισμός", "μηδενισμός":"μηδενισμός", "μηδενισμού":"μηδενισμός", "μηδενίσουν":"μηδενίζω", "μηδενιστεί":"μηδενίζω", "μηδενίστηκε":"μηδενίζω", "μηδενιστικές":"μηδενιστικός", "μηδενιστικό":"μηδενιστικός", "μηδενιστούμε":"μηδενίζω", "μηδενιστούν":"μηδενίζω", "μηδενός":"μηδέν", "μηδέποτε":"μηδέποτε", "μη-δημοκρατικών":"μη-δημοκρατικών", "μη-ευρωπαϊκά":"μη-ευρωπαϊκά", "μήκα":"μήκα", "μη-καπνιστές":"μη-καπνιστές", "μήκη":"μήκος", "μήκος":"μήκος", "μήκους":"μήκος", "μήλα":"μήλο", "μηλαράκι":"μηλαράκι", "μηλιά":"μηλιά", "μηλιάδου":"μηλιάδου", "μηλιαρά":"μηλιαρά", "μηλιαράς":"μηλιαράς", "μήλιο":"μήλιο", "μηλιωνης":"μηλιωνης", "μηλιώνης":"μηλιώνης", "μήλο":"μήλο", "μήλο":"μήλος", "μήλον":"μήλο", "μηλοπούλου":"μηλοπούλου", "μήλου":"μήλο", "μήλου":"μήλος", "μη-μαθηματικό":"μη-μαθηματικό", "μηματεμπορικη":"μηματεμπορικη", "μην":"μην", "μήνα":"μήνας", "μηνα":"μηνώ", "μήνας":"μήνας", "μήνες":"μήνας", "μήνι":"μήνι", "μηνιαία":"μηνιαίος", "μηνιαίας":"μηνιαίος", "μηνιαίες":"μηνιαίος", "μηνιαίο":"μηνιαίος", "μηνιαίος":"μηνιαίος", "μηνιαίου":"μηνιαίος", "μηνιαίων":"μηνιαίος", "μηνιαίως":"μηνιαίως", "μηνιγγίτιδα":"μηνιγγίτιδα", "μήνιν":"μήνιν", "μηνίσκος":"μηνίσκος", "μηνίσκου":"μηνίσκος", "μηνόγλαινα":"μηνόγλαινα", "μηνογλαίοι":"μηνογλαίοι", "μηνογλαίους":"μηνογλαίους", "μηνογλαίων":"μηνογλαίων", "μηνόγλου":"μηνόγλου", "μήνογλου":"μήνογλου", "μηνοδώρας":"μηνοδώρας", "μηνός":"μήνας", "μηντσιος":"μηντσιος", "μήντσιος":"μήντσιος", "μηνύει":"μηνύω", "μηνυθούν":"μηνύω", "μήνυμ@":"μήνυμ@", "μηνυμα":"μήνυμα", "μήνυμα":"μήνυμα", "μήνυμά":"μήνυμα", "μηνύματα":"μήνυμα", "μηνύματά":"μήνυμα", "μηνύματος":"μήνυμα", "μηνυμάτων":"μήνυμα", "μηνύουν":"μηνύω", "μηνύσει":"μηνύω", "μηνύσεις":"μήνυση", "μηνύσεων":"μήνυση", "μηνύσεως":"μήνυση", "μήνυση":"μήνυση", "μήνυσή":"μήνυση", "μήνυσης":"μήνυση", "μηνυτές":"μηνυτής", "μηνυτή":"μηνυτής", "μηνυτήρια":"μηνυτήριος", "μηνυτής":"μηνυτής", "μηνών":"μήνας", "μήπως":"μήπως", "'μήπως":"'μήπως", "μηρό":"μηρός", "μηρού":"μηρός", "μηρούς":"μηρός", "μηρυκάζει":"μηρυκάζω", "μη-στρογγυλά":"μη-στρογγυλά", "μητάτα":"μητάτο", "μήτε":"μήτε", "μητέρα":"μητέρα", "μητέρα-πατρίδα":"μητέρα-πατρίδα", "μητέρας":"μητέρα", "μητερες":"μητέρα", "μητέρες":"μητέρα", "μητέρων":"μητέρα", "μήτηρ":"μητέρα", "μήτκας":"μήτκας", "μήτρα":"μήτρα", "μήτρας":"μήτρα", "μητρέντζης":"μητρέντζης", "μήτρες":"μήτρα", "μητριά":"μητριά", "μητριαρχικός":"μητριαρχικός", "μητρικά":"μητρικός", "μητρικές":"μητρικός", "μητρική":"μητρικός", "μητρικής":"μητρικός", "μητρικό":"μητρικός", "μητρικού":"μητρικός", "μητρικών":"μητρικός", "μητροπανος":"μητροπανος", "μητροπάνος":"μητροπάνος", "μητροπόλεις":"μητρόπολη", "μητροπόλεων":"μητρόπολη", "μητροπόλεως":"μητρόπολη", "μητρόπολη":"μητρόπολη", "μητρόπολης":"μητρόπολη", "μητρόπολιν":"μητρόπολη", "μητροπολίτες":"μητροπολίτης", "μητροπολίτη":"μητροπολίτης", "μητροπολίτης":"μητροπολίτης", "μητροπολιτικής":"μητροπολιτικός", "μητροπολιτικό":"μητροπολιτικός", "μητροπολιτικού":"μητροπολιτικός", "μητροπολιτικών":"μητροπολιτικός", "μητροπολιτών":"μητροπολίτης", "μητρόπουλος":"μητρόπουλος", "μητροπούλου":"μητροπούλου", "μητρός":"μητέρα", "μητρότητα":"μητρότητα", "μητρότητας":"μητρότητα", "μήτρου":"μήτρος", "μητρούσης":"μητρούσης", "μητρουσίου":"μητρουσίου", "μητρόφ":"μητρόφ", "μητρώα":"μητρώο", "μητρώνυμο":"μητρώνυμο", "μητρώο":"μητρώο", "μητρώου":"μητρώο", "μητρώων":"μητρώος", "μητσαίων":"μητσαίων", "μήτσης":"μήτσης", "μητση-χώστο":"μητση-χώστο", "μήτσι":"μήτσι", "μητσιά":"μητσιά", "μητσικακου":"μητσικακου", "μητσιόπουλο":"μητσιόπουλο", "μήτσιος":"μήτσιος", "μήτσο":"μήτσος", "μητσόπουλος":"μητσόπουλος", "μητσόπουλου-βροχίδη":"μητσόπουλου-βροχίδη", "μητσός":"μητσός", "μήτσος":"μήτσος", "μητσοτακη":"μητσοτάκης", "μητσοτάκη":"μητσοτάκης", "μητσοτάκης":"μητσοτάκης", "μήτσου":"μήτσος", "μήττας":"μήττας", "μηχαηλίδη":"μηχαηλίδη", "μηχαν":"μηχαν", "μηχανακι":"μηχανάκι", "μηχανάκι":"μηχανάκι", "μηχανάκια":"μηχανάκι", "μηχανάρες":"μηχανάρες", "μηχανές":"μηχανή", "μηχανεύτηκαν":"μηχανεύομαι", "μηχανή":"μηχανή", "μηχάνημα":"μηχάνημα", "μηχανήματα":"μηχάνημα", "μηχανήματά":"μηχάνημα", "μηχανήματος":"μηχάνημα", "μηχανημάτων":"μηχάνημα", "μηχανής":"μηχανή", "μηχανικα":"μηχανικός", "μηχανικά":"μηχανικός", "μηχανικές":"μηχανικός", "μηχανικη":"μηχανικός", "μηχανική":"μηχανικός", "μηχανικής":"μηχανική", "μηχανικό":"μηχανικό", "μηχανικό":"μηχανικός", "μηχανικοί":"μηχανικός", "μηχανικός":"μηχανικός", "μηχανικού":"μηχανικός", "μηχανικούς":"μηχανικός", "μηχανικών":"μηχανικός", "μηχανισμό":"μηχανισμός", "μηχανισμοί":"μηχανισμός", "μηχανισμός":"μηχανισμός", "μηχανισμού":"μηχανισμός", "μηχανισμούς":"μηχανισμός", "μηχανισμών":"μηχανισμός", "μηχανιστικά":"μηχανιστικός", "μηχανιστικούς":"μηχανιστικός", "μηχανιώνα":"μηχανιώνα", "μηχανιωνας":"μηχανιώνα", "μηχανιώνας":"μηχανιώνα", "μηχανιώνα-φοίνικας":"μηχανιώνα-φοίνικας", "μηχανογράφηση":"μηχανογράφηση", "μηχανογράφησης":"μηχανογράφηση", "μηχανογραφικά":"μηχανογραφικός", "μηχανογραφικής":"μηχανογραφικός", "μηχανογραφικό":"μηχανογραφικός", "μηχανογραφικό-πολυνομισματικό":"μηχανογραφικό-πολυνομισματικό", "μηχανογραφικού":"μηχανογραφικός", "μηχανογραφικών":"μηχανογραφικός", "μηχανοδηγοί":"μηχανοδηγός", "μηχανοδηγός":"μηχανοδηγός", "μηχανοδηγούς":"μηχανοδηγός", "μηχανοκίνητο":"μηχανοκίνητος", "μηχανολογικά":"μηχανολογικός", "μηχανολογικό":"μηχανολογικός", "μηχανολογικός":"μηχανολογικός", "μηχανολογικού":"μηχανολογικός", "μηχανολόγος":"μηχανολόγος", "μηχανολόγου":"μηχανολόγος", "μηχανολόγους":"μηχανολόγος", "μηχανολόγων":"μηχανολόγος", "μηχανοποίηση":"μηχανοποίηση", "μηχανοργάνωση":"μηχανοργάνωση", "μηχανοργάνωσης":"μηχανοργάνωση", "μηχανορραφίες":"μηχανορραφία", "μηχανορράφου":"μηχανορράφος", "μηχανορραφούν":"μηχανορραφώ", "μηχανοτεχνιτών":"μηχανοτεχνίτης", "μηχανότρατες":"μηχανότρατα", "μηχανοτρατών":"μηχανότρατα", "μηχανουργεία":"μηχανουργείο", "μηχανουργείο":"μηχανουργείο", "μηχανών":"μηχανή", "μι":"μι", "μι6":"μι6", "μια":"ένας", "μία":"ένας", "μιά":"μιά", "μί-α":"μί-α", "μια-δυο":"μια-δυο", "μία-μία":"μία-μία", "μιάμιση":"ενάμισης", "μιάμισης":"ενάμισης", "μιαν":"ένας", "μίαν":"ένας", "μιαρούς":"μιαρός", "μιας":"ένας", "μίας":"ένας", "μιάς":"μιάς", "μίασμα":"μίασμα", "μιάσματος":"μίασμα", "μίγγας":"μίγγας", "μίγδην":"μίγδην", "μιγιάτοβις":"μιγιάτοβις", "μιγιάτοβιτς":"μιγιάτοβιτς", "μιγκέλ":"μιγκέλ", "μίγμα":"μίγμα", "μιετ":"μιετ", "μιετσελ":"μιετσελ", "μίετσελ":"μίετσελ", "μίζα":"μίζα", "μιζαδόροι":"μιζαδόρος", "μιζαδόρος":"μιζαδόρος", "μιζελη":"μιζελη", "μιζέλη":"μιζέλη", "μίζερα":"μίζερος", "μίζερη":"μίζερος", "μίζερης":"μίζερος", "μιζέρια":"μιζέρια", "μιζέριας":"μιζέρια", "μιζέριες":"μιζέρια", "μίζερο":"μίζερος", "μίζες":"μίζα", "μιζολαστίνη":"μιζολαστίνη", "μίκαελ":"μίκαελ", "μικάελερ":"μικάελερ", "μικές":"μικές", "μικη":"μικη", "μίκη":"μίκη", "μικης":"μικης", "μίκης":"μίκης", "μίκι":"μίκι", "μικνταντίγια":"μικνταντίγια", "μίκρα":"μίκρα", "μικρα":"μικρός", "μικρά":"μικρός", "μικραίνει":"μικραίνω", "μικραίνουν":"μικραίνω", "μίκρας":"μίκρας", "μικράς":"μικρός", "μικρασία":"μικρασία", "μικρασιάτες":"μικρασιάτης", "μικρασιάτη":"μικρασιάτης", "μικρασιατικές":"μικρασιατικός", "μικρασιατική":"μικρασιατικός", "μικρασιατικής":"μικρασιατικός", "μικρασιατών":"μικρασιάτης", "μικρέ":"μικρός", "μικρεμπόριο":"μικρεμπόριο", "μικρέμποροι":"μικρέμπορος", "μικρες":"μικρός", "μικρές":"μικρός", "μικρη":"μικρός", "μικρή":"μικρός", "μικρής":"μικρός", "μικρο":"μικρός", "μικρό":"μικρός", "μικροαλλαγές":"μικροαλλαγή", "μικροαντικείμενα":"μικροαντικείμενο", "μικροαπάτες":"μικροαπάτη", "μικροαπατεώνας":"μικροαπατεώνας", "μικροαπατεώνες":"μικροαπατεώνας", "μικροαπατεωνιές":"μικροαπατεωνιά", "μικροαπατεώνων":"μικροαπατεώνας", "μικροαποταμιευτές":"μικροαποταμιευτής", "μικρο-αποφασίζουν":"μικρο-αποφασίζουν", "μικροαστικά":"μικροαστικός", "μικροαστικές":"μικροαστικός", "μικροαστική":"μικροαστικός", "μικροαστικής":"μικροαστικός", "μικροαστικό":"μικροαστικός", "μικροαστικών":"μικροαστικός", "μικροαστισμού":"μικροαστισμός", "μικροαστοί":"μικροαστός", "μικροαστός":"μικροαστός", "μικροαστού":"μικροαστός", "μικροαστούς":"μικροαστός", "μικροαστών":"μικροαστός", "μικροατυχήματα":"μικροατύχημα", "μικρόβια":"μικρόβιο", "μικροβιακής":"μικροβιακός", "μικροβιακών":"μικροβιακός", "μικρόβιο":"μικρόβιος", "μικροβιολογίας":"μικροβιολογία", "μικροβιολογικά":"μικροβιολογικός", "μικροβιολογικό":"μικροβιολογικός", "μικροβιολόγοι":"μικροβιολόγος", "μικροβιολόγου":"μικροβιολόγος", "μικροβίου":"μικρόβιος", "μικρογραμμαρίων":"μικρογραμμάριο", "μικρογραφία":"μικρογραφία", "μικροδέμα":"μικροδέμα", "μικροδιακοπές":"μικροδιακοπή", "μικροδιαρροές":"μικροδιαρροή", "μικροενοχλήσεις":"μικροενόχληση", "μικροεπαγγελματίες":"μικροεπαγγελματίας", "μικροεπεισόδια":"μικροεπεισόδιο", "μικροεπεμβάσεις":"μικροεπέμβαση", "μικροεπενδυτές":"μικροεπενδυτής", "μικροεπενδυτές-μέλη":"μικροεπενδυτές-μέλη", "μικροεπενδυτή":"μικροεπενδυτής", "μικροεπενδυτής":"μικροεπενδυτής", "μικροεπενδυτών":"μικροεπενδυτής", "μικροεπεξεργαστή":"μικροεπεξεργαστής", "μικροεπεξεργαστών":"μικροεπεξεργαστής", "μικροί":"μικρός", "μικροϊδιοκτησίες":"μικροϊδιοκτησίες", "μικροκακοποιός":"μικροκακοποιός", "μικροκαμωμένη":"μικροκαμωμένος", "μικροκαμωμένος":"μικροκαμωμένος", "μικροκλίμα":"μικροκλίμα", "μικροκομματικές":"μικροκομματικός", "μικροκομματική":"μικροκομματικός", "μικροκομματικής":"μικροκομματικός", "μικροκομματικούς":"μικροκομματικός", "μικροκομματικών":"μικροκομματικός", "μικροκομματισμός":"μικροκομματισμός", "μικρόκοσμο":"μικρόκοσμος", "μικρόκοσμος":"μικρόκοσμος", "μικρόκοσμου":"μικρόκοσμος", "μικρόκοσμού":"μικρόκοσμος", "μικροκύματα":"μικροκύματα", "μικροκυματικής":"μικροκυματικός", "μικρολίβαδο":"μικρολίβαδο", "μικρομάγαζα":"μικρομάγαζο", "μικρομέγαλα":"μικρομέγαλος", "μικρομεγαλισμούς":"μικρομεγαλισμός", "μικρομεσαία":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίας":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίες":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίο":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίοι":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίου":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίους":"μικρομεσαίος", "μικρομεσαίων":"μικρομεσαίος", "μικρομετόχων":"μικρομέτοχος", "μικρόνοια":"μικρόνοια", "μικρονοϊκούς":"μικρονοϊκός", "μικροομάδων":"μικροομάδα", "μικροοργανισμό":"μικροοργανισμός", "μικροοργανισμός":"μικροοργανισμός", "μικροοργανισμούς":"μικροοργανισμός", "μικροπαρανομίες":"μικροπαρανομία", "μικροπαρεξηγήσεις":"μικροπαρεξήγηση", "μικροπεριστατικά":"μικροπεριστατικό", "μικροπολιτικά":"μικροπολιτικός", "μικροπολιτικές":"μικροπολιτική", "μικροπολιτική":"μικροπολιτική", "μικροπολιτική":"μικροπολιτικός", "μικροπολιτικής":"μικροπολιτικός", "μικροπολιτικό":"μικροπολιτικός", "μικροποσά":"μικροποσό", "μικροποσότητα":"μικροποσότητα", "μικροπράγματα":"μικροπράγματα", "μικροπροβλήματα":"μικροπρόβλημα", "μικροπωλητές":"μικροπωλητής", "μικροπωλητών":"μικροπωλητής", "μικρος":"μικρός", "μικρός":"μικρός", "μικροσκοπικά":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπικές":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπική":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπικό":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπικού":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπικούς":"μικροσκοπικός", "μικροσκοπικών":"μικροσκοπικός", "μικροσκόπιο":"μικροσκόπιο", "μικροσκόπιό":"μικροσκόπιο", "μικροσκοπίου":"μικροσκόπιο", "μικροσταγονίδια":"μικροσταγονίδια", "μικροσυμπλοκές":"μικροσυμπλοκή", "μικροσυμπλοκή":"μικροσυμπλοκή", "μικροσυμφέροντα":"μικροσυμφέρον", "μικρο-συναλλαγών":"μικρο-συναλλαγών", "μικροσωματίδια":"μικροσωματίδιο", "μικρόσωμος":"μικρόσωμος", "μικρότερα":"μικρός", "μικρότερες":"μικρός", "μικρότερη":"μικρός", "μικρότερή":"μικρός", "μικρότερης":"μικρός", "μικρότερο":"μικρός", "μικρότεροι":"μικρός", "μικρότερος":"μικρός", "μικρότερου":"μικρός", "μικρότερους":"μικρός", "μικρότερων":"μικρός", "μικρότητα":"μικρότητα", "μικρότητά":"μικρότητα", "μικρότητες":"μικρότητα", "μικροτραυματισμούς":"μικροτραυματισμός", "μικροτσίπ":"μικροτσίπ", "μικρού":"μικρός", "μικρούλα":"μικρούλης", "μικρούλας":"μικρούλης", "μικρούλη":"μικρούλης", "μικρούλι":"μικρούλης", "μικροϋπολογιστή":"μικροϋπολογιστής", "μικροϋπολογιστων":"μικροϋπολογιστής", "μικρούς":"μικρός", "μικρούτσικο":"μικρούτσικος", "μικρούτσικος":"μικρούτσικος", "μικρούτσικου":"μικρούτσικος", "μικρόφωνα":"μικρόφωνο", "μικρόφωνο":"μικρόφωνο", "μικροφώνου":"μικρόφωνο", "μικροφωτιά":"μικροφωτιά", "μικρόψυχες":"μικρόψυχος", "μικροψυχία":"μικροψυχία", "μικροψυχίες":"μικροψυχία", "μικρόψυχο":"μικρόψυχος", "μικρόψυχους":"μικρόψυχος", "μίκρυνε":"μικραίνω", "μικρύνει":"μικραίνω", "μικρύνουν":"μικραίνω", "μικρών":"μικρός", "μικτές":"μικτός", "μικτή":"μικτός", "μικτο":"μικτός", "μικτό":"μικτός", "μικτών":"μικτός", "μιλά":"μιλώ", "μιλάγαμε":"μιλώ", "μίλαγε":"μιλώ", "μιλαει":"μιλώ", "μιλάει":"μιλώ", "μιλάμε":"μιλώ", "μιλαν":"μιλαν", "μίλαν":"μίλαν", "μιλάνε":"μιλώ", "μιλάνο":"μιλάνος", "μιλάνου":"μιλάνος", "μιλάς":"μιλώ", "μιλάτε":"μιλώ", "μιλάω":"μιλώ", "μίλβας":"μίλβας", "μιλγουόκι":"μιλγουόκι", "μιλγουολ":"μιλγουολ", "μίλγουολ":"μίλγουολ", "μίλερ":"μίλερ", "μίλετιτς":"μίλετιτς", "μίλησα":"μιλώ", "μιλήσαμε":"μιλώ", "μίλησαν":"μιλώ", "μιλησε":"μιλώ", "μίλησε":"μιλώ", "μιλήσει":"μιλώ", "μιλήσεις":"μιλώ", "μίλησες":"μιλώ", "μιλήσετε":"μιλώ", "μιλησουμε":"μιλώ", "μιλήσουμε":"μιλώ", "μιλήσουν":"μιλώ", "μιλήστε":"μιλώ", "μιλήσω":"μιλώ", "μίλητο":"μίλητος", "μίλι":"μίλι", "μίλια":"μίλι", "μιλιά":"μιλιά", "μιλιγκράμ":"μιλιγκράμ", "μιλιγραμμάρια":"μιλιγραμμάρια", "μιλιέτ":"μιλιέτ", "μιλιέται":"μιλώ", "μιλίου":"μίλι", "μιλιταρισμό":"μιλιταρισμός", "μιλιταρισμός":"μιλιταρισμός", "μιλιταρισμού":"μιλιταρισμός", "μιλιταριστικές":"μιλιταριστικός", "μιλιταριστική":"μιλιταριστικός", "μιλιταριστικής":"μιλιταριστικός", "μιλίτο":"μιλίτο", "μιλίων":"μίλι", "μίλκοβιτς":"μίλκοβιτς", "μίλο":"μίλο", "μιλοβάνοβιτς":"μιλοβάνοβιτς", "μιλόγεβιτς":"μιλόγεβιτς", "μιλοσεβιτς":"μιλοσεβιτς", "μιλόσεβιτς":"μιλόσεβιτς", "μιλόσκοβιτς":"μιλόσκοβιτς", "μιλούμε":"μιλώ", "μιλουν":"μιλώ", "μιλούν":"μιλώ", "μιλούνε":"μιλώ", "μιλούσα":"μιλώ", "μιλούσαμε":"μιλώ", "μιλούσαν":"μιλώ", "μιλούσε":"μιλώ", "μιλούσες":"μιλώ", "μιλουτίνοβιτς":"μιλουτίνοβιτς", "μιλς":"μιλς", "μιλτ.":"μιλτ.", "μιλτιάδη":"μιλτιάδης", "μιλτιάδης":"μιλτιάδης", "μίλτο":"μίλτος", "μιλτον":"μίλτος", "μίλτος":"μίλτος", "μίλτου":"μίλτος", "μιλώ":"μιλώ", "μιλων":"μιλων", "μίλων":"μίλων", "μίλωνας":"μίλωνας", "μιλώντας":"μιλώ", "μίμαρος":"μίμαρος", "μιμείται":"μιμούμαι", "μίμη":"μίμη", "μιμηθεί":"μιμούμαι", "μιμήθηκα":"μιμούμαι", "μιμηθούμε":"μιμούμαι", "μιμηθούν":"μιμούμαι", "μίμης":"μίμης", "μίμηση":"μίμηση", "μίμησή":"μίμηση", "μίμησης":"μίμηση", "μιμητές":"μιμητής", "μιμητή":"μιμητής", "μιμητισμό":"μιμητισμός", "μιμητισμός":"μιμητισμός", "μίμιτσα":"μίμιτσα", "μίμος":"μίμος", "μιμούμενο":"μιμούμενος", "μιμούνται":"μιμούμαι", "μιμούνταν":"μιμούμαι", "μιμς":"μιμς", "μίνα":"μίνα", "μιναρέδες":"μιναρές", "μινερβα":"μινερβα", "μινέρβα":"μινέρβα", "μινεσότα":"μινεσότα", "μινι":"μίνι", "μίνι":"μίνι", "μινιατούρα":"μινιατούρα", "μινιατούρες":"μινιατούρα", "μίνιμαλ":"μίνιμαλ", "μινιμαλιστές":"μινιμαλιστής", "μινιμαλιστικά":"μινιμαλιστικός", "μίνιμουμ":"μίνιμουμ", "μινιόν":"μινιόν", "μίνο":"μίνο", "μινουϊ":"μινουϊ", "μίνσκ":"μίνσκ", "μίνταλ":"μίνταλ", "μιντανάο":"μιντανάο", "μιντης":"μιντης", "μίντης":"μίντης", "μίντι":"μίντι", "μίντια":"μίντια", "μιντιακά":"μιντιακά", "μιντιακές":"μιντιακές", "μιντιακή":"μιντιακή", "μιντιακής":"μιντιακής", "μιντιακό":"μιντιακό", "μιντιακού":"μιντιακού", "μιντιοκρατία":"μιντιοκρατία", "μιντλεσμπρο":"μιντλεσμπρο", "μίντλεσμπρο":"μίντλεσμπρο", "μίντλεσμπρο32711633-31":"μίντλεσμπρο32711633-31", "μίντλεσμπρο-μάντσεστερ":"μίντλεσμπρο-μάντσεστερ", "μινωικής":"μινωικός", "μίξερ":"μίξερ", "μιούζικαλ":"μιούζικαλ", "μίρα":"μίρα", "μιράζ":"μιράζ", "μιραντα":"μιραντα", "μιράντα":"μιράντα", "μιράντας":"μιράντας", "μιργιάνα":"μιργιάνα", "μιρεν":"μιρεν", "μίρεν":"μίρεν", "μίριαμ":"μίριαμ", "μίρκα":"μίρκα", "μίρκο":"μίρκο", "μιρον":"μιρον", "μίρον":"μίρον", "μίρορ":"μίρορ", "μιροσάλβιεβιτς":"μιροσάλβιεβιτς", "μίροσλαβ":"μίροσλαβ", "μίρσα":"μίρσα", "μιρσεντόφσκι":"μιρσεντόφσκι", "μιρτλ":"μιρτλ", "μιρτσέα":"μιρτσέα", "μις":"μις", "μισά":"μισός", "μισαλλόδοξες":"μισαλλόδοξος", "μισαλλοδοξία":"μισαλλοδοξία", "μισαλλοδοξίας":"μισαλλοδοξία", "μίσαμ":"μίσαμ", "μισάνθρωπο":"μισάνθρωπος", "μισάνθρωπος":"μισάνθρωπος", "μισανοίγει":"μισανοίγω", "μισάνοιχτη":"μισάνοιχτος", "μισαχηλίδη":"μισαχηλίδη", "μισεί":"μισώ", "μισείς":"μισώ", "μισέλ":"μισέλ", "μισεντρόφσκι":"μισεντρόφσκι", "μισές":"μισός", "μισή":"μισός", "μίση":"μίσος", "μισής":"μισός", "μίσησε":"μισώ", "μισητά":"μισητά", "μισητή":"μισητός", "μισητής":"μισητός", "μισητοί":"μισητός", "μισητός":"μισητός", "μισητών":"μισητός", "μισθίου":"μίσθιος", "μισθό":"μισθός", "μισθοδοσία":"μισθοδοσία", "μισθοδοσίας":"μισθοδοσία", "μισθοδοσίες":"μισθοδοσία", "μισθοδότης":"μισθοδότης", "μισθοδότησής":"μισθοδότηση", "μισθοί":"μισθός", "μισθολόγια":"μισθολόγιο", "μισθολογικά":"μισθολογικός", "μισθολογικές":"μισθολογικός", "μισθολογική":"μισθολογικός", "μισθολογικό":"μισθολογικός", "μισθολογικού":"μισθολογικός", "μισθολογικών":"μισθολογικός", "μισθολόγιο":"μισθολόγιο", "μισθολογίου":"μισθολόγιο", "μισθός":"μισθός", "μισθοσυντήρητους":"μισθοσυντήρητος", "μισθού":"μισθός", "μισθούς":"μισθός", "μισθοφόροι":"μισθοφόρος", "μισθοφορος":"μισθοφόρος", "μισθοφόρος":"μισθοφόρος", "μισθοφόρους":"μισθοφόρος", "μισθωθεί":"μισθώνω", "μισθώθηκαν":"μισθώνω", "μισθώθηκε":"μισθώνω", "μίσθωμα":"μίσθωμα", "μισθώματα":"μίσθωμα", "μισθωμάτων":"μίσθωμα", "μισθωμένα":"μισθωμένος", "μισθωμένο":"μισθωμένος", "μισθών":"μισθός", "μίσθωναν":"μισθώνω", "μίσθωσαν":"μισθώνω", "μίσθωσε":"μισθώνω", "μισθώσει":"μισθώνω", "μισθώσεων":"μίσθωση", "μίσθωση":"μίσθωση", "μίσθωσης":"μίσθωση", "μισθώσουν":"μισθώνω", "μισθωτές":"μισθωτός", "μισθωτή":"μισθωτής", "μισθωτήριο":"μισθωτήριο", "μισθωτηρίου":"μισθωτήριο", "μισθωτής":"μισθωτός", "μισθωτικές":"μισθωτικός", "μισθωτοί":"μισθωτός", "μισθωτού":"μισθωτός", "μισθωτούς":"μισθωτός", "μισθωτών":"μισθωτός", "μίσιγκαν":"μίσιγκαν", "μισίμα":"μισίμα", "μισιορόβσκι":"μισιορόβσκι", "μισισιπή":"μισισιπή", "μισο":"μισός", "μισό":"μισός", "μισοάδειο":"μισοάδειος", "μισογεμάτο":"μισογεμάτος", "μισογκρεμισμένο":"μισογκρεμίζω", "μισοί":"μισός", "μισόλογα":"μισόλογα", "μισόν":"μισός", "μισός":"μισός", "μίσος":"μίσος", "μισοσκότεινο":"μισοσκότεινος", "μισοσπασμένα":"μισοσπασμένος", "μισοτελειωμένες":"μισοτελειωμένος", "μισοτελειωμένος":"μισοτελειωμένος", "μισού":"μισός", "μισούμε":"μισώ", "μισούν":"μισώ", "μισούνται":"μισώ", "μισούρι":"μισούρι", "μισούς":"μισός", "μίσους":"μίσος", "μισούσα":"μισώ", "μισούσε":"μισώ", "μισοφέγγαρο":"μισοφέγγαρο", "μισραχή":"μισραχή", "μισσελής":"μισσελής", "μίσσιας":"μίσσιας", "μίστερ":"μίστερ", "μιστραλ":"μιστραλ", "μιστράλ":"μιστράλ", "μισυρλής":"μισυρλής", "μισχοπουλος":"μισχοπουλος", "μισχόπουλος":"μισχόπουλος", "μίσχος":"μίσχος", "μίσχους":"μίσχος", "μισώ":"μισώ", "μισών":"μισός", "μιτ":"μιτ", "μιτάλ":"μιτάλ", "μιτεράν":"μιτεράν", "μιτιγκ":"μίτιγκ", "μίτιγκ":"μίτιγκ", "μίτινγκ":"μίτινγκ", "μίτλαντ":"μίτλαντ", "μίτνικ":"μίτνικ", "μίτο":"μίτος", "μιτοσεβιτς":"μιτοσεβιτς", "μιτόσεβιτς":"μιτόσεβιτς", "μιτρόβιτσα":"μιτρόβιτσα", "μίτσαμ":"μίτσαμ", "μίτσελ":"μίτσελ", "μιτσουμπίσι":"μιτσουμπίσι", "μιχ":"μιχ", "μιχ.":"μιχ.", "μίχα":"μίχα", "μίχαελ":"μίχαελ", "μιχαηλ":"μιχαήλ", "μιχαήλ":"μιχαήλ", "μιχαηλιδη":"μιχαηλίδης", "μιχαηλίδη":"μιχαηλίδης", "μιχαηλιδης":"μιχαηλίδης", "μιχαηλίδης":"μιχαηλίδης", "μιχαηλίδου":"μιχαηλίδου", "μιχαήλ-μωυσή":"μιχαήλ-μωυσή", "μιχαΐλοφ":"μιχαΐλοφ", "μιχαλακόπουλο":"μιχαλακόπουλος", "μιχαλή":"μιχαλή", "μιχάλη":"μιχάλης", "μιχαλης":"μιχάλης", "μιχάλης":"μιχάλης", "μιχαλίτσα":"μιχαλίτσα", "μιχάλκοφ":"μιχάλκοφ", "μιχαλολιάκος":"μιχαλολιάκος", "μιχαλόπουλος":"μιχαλόπουλος", "μίχελ":"μίχελ", "μιχελής":"μιχελής", "μιχελιδάκη":"μιχελιδάκη", "μιχόπουλος":"μιχόπουλος", "μίχος":"μίχος", "μκο":"μκο", "μλάντιτς":"μλάντιτς", "μλάντιτς-κάρατζιτς":"μλάντιτς-κάρατζιτς", "μμ":"μμ", "μμε":"μμε", "μνεία":"μνεία", "μνημεία":"μνημείο", "μνημειακά":"μνημειακός", "μνημειακές":"μνημειακός", "μνημειακή":"μνημειακός", "μνημειακό":"μνημειακός", "μνημειακός":"μνημειακός", "μνημειακού":"μνημειακός", "μνημείο":"μνημείο", "μνημείου":"μνημείο", "μνημειώδεις":"μνημειώδης", "μνημειώδες":"μνημειώδης", "μνημειώδη":"μνημειώδης", "μνημειώδης":"μνημειώδης", "μνημείων":"μνημείο", "μνήμες":"μνήμη", "μνήμη":"μνήμη", "μνήμην":"μνήμη", "μνήμης":"μνήμη", "μνημονεύει":"μνημονεύω", "μνημονεύεται":"μνημονεύω", "μνημονευθέν":"μνημονευθείς", "μνημονεύοντας":"μνημονεύω", "μνημονεύουν":"μνημονεύω", "μνημόνευσαν":"μνημονεύω", "μνημόνευση":"μνημόνευση", "μνημόνια":"μνημόνιο", "μνημόνιο":"μνημόνιο", "μνημόνιό":"μνημόνιο", "μνημονίου":"μνημόνιο", "μνημονίων":"μνημόνιο", "μνημοσυνα":"μνημόσυνο", "μνημόσυνα":"μνημόσυνο", "μνημοσυνο":"μνημόσυνο", "μνημόσυνο":"μνημόσυνο", "μνημοσύνου":"μνημόσυνο", "μνημόσυνου":"μνημόσυνο", "μνηστή":"μνηστή", "μνηστήρα":"μνηστήρας", "μνηστήρες":"μνηστήρας", "μνηστήρων":"μνηστήρας", "μοάι":"μοάι", "μοβ":"μοβ", "μογγολέζικο":"μογγολέζικος", "μογγολικής":"μογγολικός", "μογιάνο":"μογιάνο", "μογκαμπο":"μογκαμπο", "μόδα":"μόδα", "μόδας":"μόδα", "μοδάτα":"μοδάτα", "μοδάτες":"μοδάτες", "μοδάτο":"μοδάτο", "μόδες":"μόδα", "μόδι":"μόδι", "μοδιάνο":"μοδιάνο", "μοδινός":"μοδινός", "μοδίου":"μόδιος", "μοζαμβίκη":"μοζαμβίκη", "μοιάζει":"μοιάζω", "μοιάζουμε":"μοιάζω", "μοιάζουν":"μοιάζω", "μοιάζω":"μοιάζω", "μοιάσει":"μοιάζω", "μοιάσουμε":"μοιάζω", "μοιάσουν":"μοιάζω", "μοίρα":"μοίρα", "μοίραζα":"μοιράζω", "μοίραζαν":"μοιράζω", "μοίραζε":"μοιράζω", "μοιράζει":"μοιράζω", "μοιράζεσαι":"μοιράζω", "μοιράζεστε":"μοιράζω", "μοιράζεται":"μοιράζω", "μοιράζομαι":"μοιράζω", "μοιραζόμαστε":"μοιράζω", "μοιράζονται":"μοιράζω", "μοιράζονταν":"μοιράζω", "μοιράζοντας":"μοιράζω", "μοιραζόταν":"μοιράζω", "μοιράζουν":"μοιράζω", "μοιραια":"μοιραία", "μοιραία":"μοιραία", "μοιραία":"μοιραίος", "μοιραίας":"μοιραίος", "μοιραίες":"μοιραίος", "μοιραίο":"μοιραίος", "μοιραίοι":"μοιραίος", "μοιραίος":"μοιραίος", "μοιραίου":"μοιραίος", "μοιραίους":"μοιραίος", "μοιραίων":"μοιραίος", "μοιράρχου":"μοίραρχος", "μοίρας":"μοίρα", "μοίρασαν":"μοιράζω", "μοίρασε":"μοιράζω", "μοιράσει":"μοιράζω", "μοιρασθεί":"μοιράζω", "μοιράσθηκαν":"μοιράζω", "μοιράσθηκε":"μοιράζω", "μοιρασθούν":"μοιράζω", "μοιρασιά":"μοιρασιά", "μοιρασιάς":"μοιρασιά", "μοίρασμα":"μοίρασμα", "μοιρασμένα":"μοιράζω", "μοιρασμένες":"μοιράζω", "μοιρασμένο":"μοιράζω", "μοιράσουμε":"μοιράζω", "μοιράσουν":"μοιράζω", "μοιραστεί":"μοιράζω", "μοιραστείτε":"μοιράζω", "μοιραστηκαν":"μοιράζω", "μοιράστηκαν":"μοιράζω", "μοιράστηκε":"μοιράζω", "μοιραστούν":"μοιράζω", "μοιραστώ":"μοιράζω", "μοίρες":"μοίρα", "μοιρολάτρες":"μοιρολάτρης", "μοιρολατρία":"μοιρολατρία", "μοιρολατρίας":"μοιρολατρία", "μοιρολατρικά":"μοιρολατρικά", "μοιρολόι":"μοιρολόι", "μοιρών":"μοίρα", "μοιχαλίδος":"μοιχαλίδος", "μοιχό":"μοιχός", "μοιχοί":"μοιχός", "μοιχούς":"μοιχός", "μοκασίνια":"μοκασίνι", "μοκέτα":"μοκέτα", "μοκέτες":"μοκέτα", "μοκετών":"μοκέτα", "μολδαβία":"μολδαβία", "μόλερ":"μόλερ", "μόλι":"μόλι", "μόλις":"μόλις", "μολονότι":"μολονότι", "μολότοφ":"μολότοφ", "μολούκοι":"μολούκοι", "μόλυβδο":"μόλυβδος", "μολυβένια":"μολυβένιος", "μολυβένιων":"μολυβένιος", "μολύβι":"μολύβι", "μολύβια":"μολύβι", "μολυβιάτη":"μολυβιάτη", "μολυβιάτης":"μολυβιάτης", "μολυβιού":"μολυβής", "μολυβιών":"μολυβής", "μόλυνε":"μολύνω", "μολύνει":"μολύνω", "μολυνθεί":"μολύνω", "μολύνθηκαν":"μολύνω", "μολύνθηκε":"μολύνω", "μολυνθούν":"μολύνω", "μολύνονται":"μολύνω", "μολύνοντας":"μολύνω", "μολύνουν":"μολύνω", "μολύνσεις":"μόλυνση", "μολύνσεως":"μόλυνση", "μόλυνση":"μόλυνση", "μόλυνσή":"μόλυνση", "μόλυνσης":"μόλυνση", "μολυσματικά":"μολυσματικός", "μολυσματική":"μολυσματικός", "μολυσματικό":"μολυσματικός", "μολυσματικότητα":"μολυσματικότητα", "μολυσματικών":"μολυσματικός", "μολυσμένα":"μολυσμένος", "μολυσμένες":"μολύνω", "μολυσμένη":"μολύνω", "μολυσμένο":"μολύνω", "μολυσμένοι":"μολυσμένος", "μολυσμένου":"μολυσμένος", "μολυσμένων":"μολύνω", "μολφέση":"μολφέση", "μολώχ":"μολώχ", "μομέντουμ":"μομέντουμ", "μομίρ":"μομίρ", "μόμπι":"μόμπι", "μόμπλεϊ":"μόμπλεϊ", "μομφές":"μομφή", "μομφή":"μομφή", "μομφής":"μομφή", "μον":"μον", "μόνα":"μόνος", "μονάδα":"μονάδα", "μοναδας":"μονάδα", "μονάδας":"μονάδα", "μοναδες":"μονάδα", "μονάδες":"μονάδα", "μοναδικά":"μοναδικός", "μοναδικές":"μοναδικός", "μοναδική":"μοναδικός", "μοναδικής":"μοναδικός", "μοναδικο":"μοναδικός", "μοναδικό":"μοναδικός", "μοναδικοί":"μοναδικός", "μοναδικός":"μοναδικός", "μοναδικότητα":"μοναδικότητα", "μοναδικότητας":"μοναδικότητα", "μοναδικότητάς":"μοναδικότητα", "μοναδικού":"μοναδικός", "μοναδικούς":"μοναδικός", "μοναδων":"μονάδα", "μονάδων":"μονάδα", "μονακο":"μονακο", "μονακό":"μονακό", "μοναξιά":"μοναξιά", "μοναξιάς":"μοναξιά", "μοναξιές":"μοναξιά", "μονάρχες":"μονάρχης", "μονάρχη":"μονάρχης", "μονάρχης":"μονάρχης", "μοναρχία":"μοναρχία", "μοναρχίας":"μοναρχία", "μοναρχίες":"μοναρχία", "μοναρχιών":"μοναρχία", "μοναρχών":"μονάρχης", "μόνας":"μόνας", "μοναστήρι":"μοναστήρι", "μοναστήρια":"μοναστήριο", "μοναστηριακό":"μοναστηριακός", "μοναστηριού":"μοναστήρι", "μοναστηρίου":"μοναστήριο", "μοναστηριών":"μοναστήρι", "μοναστική":"μοναστικός", "μοναστικής":"μοναστικός", "μοναχά":"μονάχα", "μονάχα":"μονάχα", "μοναχές":"μονάχος", "μοναχή":"μονάχος", "μοναχής":"μονάχος", "μοναχικά":"μοναχικός", "μοναχική":"μοναχικός", "μοναχικής":"μοναχικός", "μοναχικο":"μοναχικός", "μοναχικό":"μοναχικός", "μοναχικός":"μοναχικός", "μοναχικότητας":"μοναχικότητα", "μοναχικού":"μοναχικός", "μοναχικούς":"μοναχικός", "μοναχικών":"μοναχικός", "μόναχο":"μόναχο", "μοναχο":"μονάχος", "μοναχό":"μονάχος", "μονάχο":"μονάχος", "μοναχοί":"μονάχος", "μοναχοπαίδι":"μοναχοπαίδι", "μοναχός":"μονάχος", "μονάχος":"μονάχος", "μονάχου":"μόναχο", "μοναχού":"μοναχός", "μοναχούς":"μονάχος", "μοναχών":"μοναχός", "μονέ":"μονός", "μονεγάσκους":"μονεγάσκους", "μονές":"μονή", "μόνες":"μόνος", "μονεταρισμό":"μονεταρισμός", "μονη":"μονός", "μονή":"μονός", "μόνη":"μόνος", "μονης":"μονός", "μονής":"μονός", "μόνης":"μόνος", "μονιάσουν":"μονιάζω", "μονικα":"μονικα", "μόνικα":"μόνικα", "μόνιμα":"μόνιμος", "μόνιμες":"μόνιμος", "μόνιμη":"μόνιμος", "μόνιμης":"μόνιμος", "μόνιμο":"μόνιμος", "μόνιμοι":"μόνιμος", "μονιμοποιεί":"μονιμοποιώ", "μονιμοποιήσεις":"μονιμοποίηση", "μονιμοποίηση":"μονιμοποίηση", "μονιμοποιούνται":"μονιμοποιώ", "μόνιμος":"μόνιμος", "μονιμότερες":"μόνιμος", "μονιμότερη":"μόνιμος", "μονιμότερο":"μόνιμος", "μονιμότητα":"μονιμότητα", "μονιμότητά":"μονιμότητα", "μονιμότητας":"μονιμότητα", "μονίμου":"μόνιμος", "μόνιμου":"μόνιμος", "μόνιμους":"μόνιμος", "μονίμων":"μόνιμος", "μόνιμων":"μόνιμος", "μονίμως":"μόνιμα", "μονίτορ":"μονίτορ", "μόνιτορ":"μόνιτορ", "μονο":"μόνο", "μόνο":"μόνο", "μονό":"μονός", "μόνο":"μόνος", "μονοακόρεστα":"μονοακόρεστος", "μονογενή":"μονογενής", "μονογονεϊκή":"μονογονεϊκός", "μονογονεϊκών":"μονογονεϊκός", "μονογραφή":"μονογραφή", "μονογραφία":"μονογραφία", "μονογραφίες":"μονογραφία", "μονοδιάστατες":"μονοδιάστατος", "μονοδιάστατη":"μονοδιάστατος", "μονοδρομείται":"μονοδρομώ", "μονόδρομο":"μονόδρομος", "μονόδρομος":"μονόδρομος", "μονόδρομους":"μονόδρομος", "μονοετές":"μονοετής", "μονοθεϊστικών":"μονοθεϊστικός", "μονοθέσιο":"μονοθέσιος", "μονοθέσιου":"μονοθέσιος", "μόνοι":"μόνος", "μονοκαλλιέργεια":"μονοκαλλιέργεια", "μονοκατοικία":"μονοκατοικία", "μονοκατοικίας":"μονοκατοικία", "μονοκατοικίες":"μονοκατοικία", "μονοκατοικιών":"μονοκατοικία", "μονοκόμματη":"μονοκόμματος", "μονοκόμματο":"μονοκόμματος", "μονοκοντυλιά":"μονοκοντυλιά", "μονοκρατορία":"μονοκρατορία", "μονοκρατορίας":"μονοκρατορία", "μονοκύτταρα":"μονοκύτταρος", "μονοκύτταροι":"μονοκύτταρος", "μονολεκτικά":"μονολεκτικά", "μονολεκτική":"μονολεκτικός", "μονολεκτικό":"μονολεκτικός", "μονολιθικών":"μονολιθικός", "μονολογεί":"μονολογώ", "μονολόγησε":"μονολογώ", "μονόλογο":"μονόλογος", "μονόλογοι":"μονόλογος", "μονόλογος":"μονόλογος", "μονολογούν":"μονολογώ", "μονολόγους":"μονόλογος", "μονολογούσε":"μονολογώ", "μονολόγων":"μονόλογος", "μονολογώντας":"μονολογώ", "μονόλοφος":"μονόλοφος", "μονόλοφος-ας":"μονόλοφος-ας", "μονομανία":"μονομανία", "μονομαχεί":"μονομαχώ", "μονομαχία":"μονομαχία", "μονομαχίας":"μονομαχία", "μονομαχίες":"μονομαχία", "μονομάχοι":"μονομάχος", "μονομάχος":"μονομάχος", "μονομάχους":"μονομάχος", "μονομάχων":"μονομάχος", "μονομελές":"μονομελής", "μονομελούς":"μονομελής", "μονομέρεια":"μονομέρεια", "μονομερείς":"μονομερής", "μονομερές":"μονομερής", "μονομερή":"μονομερής", "μονομερής":"μονομερής", "μονομερούς":"μονομερής", "μονομερώς":"μονομερώς", "μονομιάς":"μονομιάς", "μόνον":"μόνο", "μόνον":"μόνος", "μονοξείδιο":"μονοξείδιο", "μονοξειδίου":"μονοξείδιο", "μονοπάτι":"μονοπάτι", "μονοπάτια":"μονοπάτι", "μονοπατιού":"μονοπάτι", "μονοπατιών":"μονοπάτι", "μονόπλευρα":"μονόπλευρα", "μονόπλευρη":"μονόπλευρος", "μονόπλευρης":"μονόπλευρος", "μονοπολικό":"μονοπολικός", "μονόπρακτο":"μονόπρακτος", "μονοπωλεί":"μονοπωλώ", "μονοπώλησαν":"μονοπωλώ", "μονοπωλησε":"μονοπωλώ", "μονοπώλησε":"μονοπωλώ", "μονοπωλήσει":"μονοπωλώ", "μονοπώληση":"μονοπώληση", "μονοπωλήσουν":"μονοπωλώ", "μονοπώλια":"μονοπώλιο", "μονοπωλιακά":"μονοπωλιακά", "μονοπωλιακές":"μονοπωλιακός", "μονοπωλιακό":"μονοπωλιακός", "μονοπώλιο":"μονοπώλιο", "μονοπωλίου":"μονοπώλιο", "μονοπωλούν":"μονοπωλώ", "μονοπωλούσαν":"μονοπωλώ", "μονοπωλούσε":"μονοπωλώ", "μονορί":"μονορί", "μονος":"μονός", "μόνος":"μόνος", "μονοσήμαντα":"μονοσήμαντα", "μονοσήμαντη":"μονοσήμαντος", "μονοσήμαντο":"μονοσήμαντος", "μονόστηλο":"μονόστηλος", "μονοσύλλαβες":"μονοσύλλαβος", "μονοσύλλαβη":"μονοσύλλαβος", "μονοσύλλαβο":"μονοσύλλαβος", "μονότονα":"μονότονος", "μονότονες":"μονότονος", "μονότονη":"μονότονος", "μονοτονία":"μονοτονία", "μονοτονίας":"μονοτονία", "μονοτονικό":"μονοτονικός", "μονοτονικού":"μονοτονικός", "μονότονο":"μονότονος", "μονότοξα":"μονότοξα", "μόνου":"μόνος", "μόνους":"μόνος", "μονοψήφιο":"μονοψήφιος", "μονρόβια":"μονρόβια", "μονρόε":"μονρόε", "μοντ":"μοντ", "μοντάζ":"μοντάζ", "μοντάλτο":"μοντάλτο", "μοντάνα":"μοντάνα", "μοντάρισμα":"μοντάρισμα", "μοντγκόμερι":"μοντγκόμερι", "μοντε":"μοντε", "μόντε":"μόντε", "μοντέλα":"μοντέλο", "μοντελάκια":"μοντελάκι", "μοντελακια-τσαντόρ":"μοντελακια-τσαντόρ", "μοντελο":"μοντέλο", "μοντέλο":"μοντέλο", "μοντέλο-κούκλα":"μοντέλο-κούκλα", "μοντέλου":"μοντέλο", "μοντέλων":"μοντέλο", "μόντεμ":"μόντεμ", "μοντενέγκρο":"μοντενέγκρο", "μοντέρνα":"μοντέρνος", "μοντέρνας":"μοντέρνος", "μοντέρνες":"μοντέρνος", "μοντερνισμό":"μοντερνισμός", "μοντερνισμός":"μοντερνισμός", "μοντερνισμού":"μοντερνισμός", "μοντερνιστής":"μοντερνιστής", "μοντέρνο":"μοντέρνος", "μοντέρνοι":"μοντέρνος", "μοντέρνος":"μοντέρνος", "μοντέρνου":"μοντέρνος", "μοντέρνους":"μοντέρνος", "μοντέρνων":"μοντέρνος", "μοντέσκο":"μοντέσκο", "μοντζουίκ":"μοντζουίκ", "μόντι":"μόντι", "μοντίδης":"μοντίδης", "μοντράγκε":"μοντράγκε", "μόντρεαλ":"μόντρεαλ", "μοντριτς":"μοντριτς", "μόντριτς":"μόντριτς", "μονωδία":"μονωδία", "μονωδίας":"μονωδία", "μονωμένες":"μονωμένος", "μονών":"μονός", "μόνωση":"μόνωση", "μόνωσης":"μόνωση", "μονωτικές":"μονωτικός", "μονωτική":"μονωτικός", "μονωτικό":"μονωτικός", "μόουζες":"μόουζες", "μορ":"μορ", "μόρα":"μόρα", "μοράες":"μοράες", "μοράλες":"μοράλες", "μόραλη":"μόραλης", "μορατόριουμ":"μορατόριουμ", "μόργκαν":"μόργκαν", "μοργκούνοφ":"μοργκούνοφ", "μόρια":"μόριο", "μοριακή":"μοριακός", "μοριακής":"μοριακός", "μοριακού":"μοριακός", "μόριο":"μόριο", "μοριοδότηση":"μοριοδότηση", "μοριοδότησης":"μοριοδότηση", "μορις":"μορις", "μορίς":"μορίς", "μόρις":"μόρις", "μόρισον":"μόρισον", "μοριχόβου":"μοριχόβου", "μορίων":"μόριο", "μορντεχαϊ":"μορντεχαϊ", "μορντεχάι":"μορντεχάι", "μόρο":"μόρο", "μορουά":"μορουά", "μόρτεν":"μόρτεν", "μορφασμοί":"μορφασμός", "μορφασμούς":"μορφασμός", "μορφές":"μορφή", "μορφή":"μορφή", "μορφήν":"μορφή", "μορφής":"μορφή", "μόρφης":"μόρφης", "μορφίνη":"μορφίνη", "μορφίνης":"μορφίνη", "μορφογένεση":"μορφογένεση", "μορφολογία":"μορφολογία", "μορφολογικά":"μορφολογικός", "μορφολογικές":"μορφολογικός", "μορφολογικοί":"μορφολογικός", "μορφολογικών":"μορφολογικός", "μορφονιός":"μορφονιός", "μορφοποιηθούν":"μορφοποιώ", "μόρφου":"μόρφου", "μόρφω":"μόρφω", "μορφωθεί":"μορφώνω", "μόρφωμα":"μόρφωμα", "μορφώματος":"μόρφωμα", "μορφωμένη":"μορφώνω", "μορφωμένοι":"μορφωμένος", "μορφωμένος":"μορφωμένος", "μορφωμένους":"μορφώνω", "μορφών":"μορφή", "μορφώνει":"μορφώνω", "μορφώσει":"μορφώνω", "μόρφωση":"μόρφωση", "μόρφωσή":"μόρφωση", "μόρφωσης":"μόρφωση", "μορφωτικά":"μορφωτικός", "μορφωτικές":"μορφωτικός", "μορφωτικής":"μορφωτικός", "μορφωτικο":"μορφωτικός", "μορφωτικό":"μορφωτικός", "μορφωτικού":"μορφωτικός", "μορφωτικών":"μορφωτικός", "μορώνη":"μορώνη", "μορώνης":"μορώνης", "μοσάντ":"μοσάντ", "μοσε":"μοσε", "μοσέ":"μοσέ", "μόσελφελντ":"μόσελφελντ", "μόσιος":"μόσιος", "μοσκοβισί":"μοσκοβισί", "μοσκώφ":"μοσκώφ", "μοσούντ":"μοσούντ", "μοσχα":"μόσχα", "μόσχα":"μόσχα", "μοσχάκη":"μοσχάκη", "μοσχαράκι":"μοσχαράκι", "μοσχάρι":"μοσχάρι", "μοσχαρίσιο":"μοσχαρίσιος", "μόσχας":"μόσχα", "μοσχάτο":"μοσχάτο", "μοσχάτου":"μοσχάτο", "μόσχευμα":"μόσχευμα", "μοσχεύματα":"μόσχευμα", "μοσχεύματος":"μόσχευμα", "μοσχευμάτων":"μόσχευμα", "μοσχίδη":"μοσχίδη", "μοσχίδης":"μοσχίδης", "μοσχό":"μοσχό", "μοσχοβίτης":"μοσχοβίτης", "μοσχοβολάει":"μοσχοβολώ", "μοσχοβολούν":"μοσχοβολώ", "μοσχογιάννης":"μοσχογιάννης", "μοσχοί":"μόσχος", "μοσχοκάρυδο":"μοσχοκάρυδο", "μοσχολιος":"μοσχολιός", "μοσχολιος-χημικα":"μοσχολιος-χημικα", "μοσχόμαυρο":"μοσχόμαυρο", "μοσχονά":"μοσχονά", "μοσχόπολη":"μοσχόπολη", "μοσχοπουλημένου":"μοσχοπουλημένος", "μοσχόπουλο":"μοσχόπουλο", "μοσχός":"μόσχος", "μόσχος":"μόσχος", "μοσχούλα":"μοσχούλα", "μοσχούλας":"μοσχούλας", "μοτέλ":"μοτέλ", "μοτέρ":"μοτέρ", "μοτζ":"μοτζ", "μοτίβα":"μοτίβο", "μοτίβο":"μοτίβο", "μοτίβου":"μοτίβο", "μοτίβων":"μοτίβο", "μότο":"μότο", "μοτοποδήλατα":"μοτοποδήλατο", "μοτοποδήλατο":"μοτοποδήλατο", "μότορς":"μότορς", "μοτοσικλετα":"μοτοσικλέτα", "μοτοσικλέτα":"μοτοσικλέτα", "μοτοσικλέτας":"μοτοσικλέτα", "μοτοσικλέτες":"μοτοσικλέτα", "μοτοσικλετιστή":"μοτοσικλετιστής", "μοτοσικλετιστής":"μοτοσικλετιστής", "μοτοσικλετών":"μοτοσικλέτα", "μοτοσυκλέτα":"μοτοσυκλέτα", "μοτοσυκλέτας":"μοτοσυκλέτα", "μοτοσυκλέτες":"μοτοσυκλέτα", "μοτοσυκλετιστές":"μοτοσυκλετιστής", "μοτοσυκλετιστών":"μοτοσυκλετιστής", "μοτοσυκλετών":"μοτοσυκλέτα", "μοτσαρέλα":"μοτσαρέλα", "μότσαρτ":"μότσαρτ", "μου":"εγώ", "μου":"μου", "μού":"μού", "μούγιο":"μούγιο", "μουγκά":"μουγκός", "μουγκάμπε":"μουγκάμπε", "μουγκές":"μουγκός", "μουγκός":"μουγκός", "μουγκού":"μουγκός", "μουγκρητό":"μουγκρητό", "μούγκριζαν":"μουγκρίζω", "μουδανια":"μουδανιά", "μουδανιά":"μουδανιά", "μουδανιων":"μουδανιά", "μουδανιών":"μουδανιά", "μουδανιών-κασσανδρείας":"μουδανιών-κασσανδρείας", "μουδιάζει":"μουδιάζω", "μούδιασαν":"μουδιάζω", "μουδιάσει":"μουδιάζω", "μούδιασμα":"μούδιασμα", "μουδιασμένα":"μουδιασμένος", "μουδιασμένη":"μουδιασμένος", "μουδιασμένοι":"μουδιάζω", "μουδιασμένος":"μουδιάζω", "μουζακης":"μουζάκης", "μουζαουι":"μουζαουι", "μουζαουί":"μουζαουί", "μουζενίδης":"μουζενίδης", "μούζιλ":"μούζιλ", "μουκεμε":"μουκεμε", "μουκέμε":"μουκέμε", "μουκίδη":"μουκίδη", "μουκιέμε":"μουκιέμε", "μουλάδες":"μουλάς", "μουλάδων":"μουλάς", "μουλάκης":"μουλάκης", "μουλάν":"μουλάν", "μουλαν":"μούλος", "μουλαομέροβιτ":"μουλαομέροβιτ", "μουλαομέροβιτς":"μουλαομέροβιτς", "μουλάρια":"μουλάρι", "μουλάτοβιτς":"μουλάτοβιτς", "μουλεν":"μουλεν", "μουλιέτ":"μουλιέτ", "μουλόπουλος":"μουλόπουλος", "μούλτι":"μούλτι", "μουλωχτά":"μουλωχτά", "μούμια":"μούμια", "μούμιας":"μούμια", "μούμιες":"μούμια", "μουμίν":"μουμίν", "μουμιοποιημένων":"μουμιοποιημένος", "μουμπάρακ":"μουμπάρακ", "μουνρεϊκερ":"μουνρεϊκερ", "μουντά":"μουντός", "μουντζούρα":"μουντζούρα", "μουντή":"μουντός", "μουντιαλ":"μουντιάλ", "μουντιάλ":"μουντιάλ", "μουντιαλικός":"μουντιαλικός", "μουντιγκάι":"μουντιγκάι", "μουντίρη":"μουντίρη", "μουντίρης":"μουντίρης", "μουντό":"μουντός", "μουντομπασκετ":"μουντομπασκετ", "μουντομπάσκετ":"μουντομπάσκετ", "μουντός":"μουντός", "μουντρακη":"μουντρακη", "μουρ":"μουρ", "μούρα":"μούρο", "μουράγιο":"μουράγιο", "μουρακάβα":"μουρακάβα", "μουρατι":"μουρατι", "μουράτι":"μουράτι", "μουρατίδη":"μουρατίδη", "μουρατίδης":"μουρατίδης", "μουράτοβα":"μουράτοβα", "μουραφσκι":"μουραφσκι", "μουράφσκι":"μουράφσκι", "μουρέν":"μουρέν", "μούρες":"μούρη", "μούρη":"μούρη", "μούρθια":"μούρθια", "μουριαδης":"μουριαδης", "μουρινιο":"μουρινιο", "μουρίνιο":"μουρίνιο", "μουρκάκης":"μουρκάκης", "μουρκίδη":"μουρκίδη", "μούρκου":"μούρκου", "μούρλια":"μούρλια", "μουρμούρα":"μουρμούρης", "μουρμούρας":"μουρμούρης", "μουρμουρίζει":"μουρμουρίζω", "μουρμουρίζοντας":"μουρμουρίζω", "μούρνιγκ":"μούρνιγκ", "μουρούζηδων":"μουρούζηδων", "μουρούτης":"μουρούτης", "μουρσελά":"μουρσελά", "μούρσεπ":"μούρσεπ", "μους":"μους", "μούσα":"μούσα", "μουσακά":"μουσακάς", "μουσαμά":"μουσαμάς", "μούσας":"μούσα", "μουσαφίρης":"μουσαφίρης", "μουσεία":"μουσείο", "μουσειακά":"μουσειακός", "μουσειακές":"μουσειακός", "μουσειακή":"μουσειακός", "μουσειακής":"μουσειακός", "μουσειακό":"μουσειακός", "μουσειακού":"μουσειακός", "μουσειακών":"μουσειακός", "μουσειο":"μουσείο", "μουσείο":"μουσείο", "μουσειολογικές":"μουσειολογικός", "μουσειολόγοι":"μουσειολόγος", "μουσείο-στέκι":"μουσείο-στέκι", "μουσείου":"μουσείο", "μουσείων":"μουσείο", "μουσελίνα":"μουσελίνα", "μουσες":"μούσα", "μούσες":"μούσα", "μούσι":"μούσι", "μουσιαρης":"μουσιαρης", "μουσιάρης":"μουσιάρης", "μούσιαρης":"μούσιαρης", "μουσικά":"μουσικά", "μουσικά":"μουσικός", "μουσικες":"μουσική", "μουσικές":"μουσική", "μουσικη":"μουσική", "μουσική":"μουσική", "μουσικης":"μουσική", "μουσικής":"μουσική", "μουσικο":"μουσικός", "μουσικό":"μουσικός", "μουσικογυμναστικού":"μουσικογυμναστικός", "μουσικοθεατρικές":"μουσικοθεατρικός", "μουσικοί":"μουσικός", "μουσικοκριτικός":"μουσικοκριτικός", "μουσικολαογραφία":"μουσικολαογραφία", "μουσικολογία":"μουσικολογία", "μουσικολογίας":"μουσικολογία", "μουσικολογικά":"μουσικολογικός", "μουσικολόγος":"μουσικολόγος", "μουσικοπαιδαγωγοί":"μουσικοπαιδαγωγός", "μουσικός":"μουσικός", "μουσικοσυνθέτη":"μουσικοσυνθέτης", "μουσικοσυνθέτης":"μουσικοσυνθέτης", "μουσικότατη":"μουσικότατη", "μουσικού":"μουσικός", "μουσικούς":"μουσικός", "μουσικόφιλους":"μουσικόφιλος", "μουσικοχορευτικά":"μουσικοχορευτικός", "μουσικοχορευτική":"μουσικοχορευτικός", "μουσικών":"μουσικός", "μουσιλού":"μουσιλού", "μούσκεμα":"μούσκεμα", "μουσκεύοντας":"μουσκεύω", "μουσκρόν":"μουσκρόν", "μουσλίμοβιτς":"μουσλίμοβιτς", "μουσολίνι":"μουσολίνι", "μουσολινικού":"μουσολινικός", "μουσούδα":"μουσούδα", "μουσουλμάνα":"μουσουλμάνα", "μουσουλμάνας":"μουσουλμάνα", "μουσουλμάνες":"μουσουλμάνα", "μουσουλμανικές":"μουσουλμανικός", "μουσουλμανική":"μουσουλμανικός", "μουσουλμανικής":"μουσουλμανικός", "μουσουλμανικό":"μουσουλμανικός", "μουσουλμανικός":"μουσουλμανικός", "μουσουλμανικών":"μουσουλμανικός", "μουσουλμάνο":"μουσουλμάνος", "μουσουλμανοι":"μουσουλμάνος", "μουσουλμάνοι":"μουσουλμάνος", "μουσουλμάνος":"μουσουλμάνος", "μουσουλμάνους":"μουσουλμάνος", "μουσουλμάνων":"μουσουλμάνος", "μουσούμπου":"μουσούμπου", "μουσουργού":"μουσουργός", "μουσταβούκ":"μουσταβούκ", "μουστάκης":"μουστάκης", "μουστάκι":"μουστάκι", "μουστάκια":"μουστάκι", "μουστακίδη":"μουστακίδη", "μουστακίδης":"μουστακίδης", "μουστάρδα":"μουστάρδα", "μουστάρδας":"μουστάρδα", "μουσταφά":"μουσταφά", "μουσταφάι":"μουσταφάι", "μουσχουντή":"μουσχουντή", "μούσχουρη":"μούσχουρη", "μουσών":"μούσα", "μουτζαχεντίν":"μουτζαχεντίν", "μουτζούκη":"μουτζούκη", "μουτζούκης":"μουτζούκης", "μουτζουρωμένα":"μουτζουρωμένος", "μουτίδη":"μουτίδη", "μουτίδης":"μουτίδης", "μουτόν":"μουτόν", "μούτου":"μούτου", "μούτρα":"μούτρο", "μουτράν":"μουτράν", "μουχαμπαράτ":"μουχαμπαράτ", "μούχλα":"μούχλα", "μουχλιάζει":"μουχλιάζω", "μουχλιασμένους":"μουχλιασμένος", "μοφάζ":"μοφάζ", "μόφατ":"μόφατ", "μοχαμαντ":"μοχαμαντ", "μοχαμάντ":"μοχαμάντ", "μοχάμαντ":"μοχάμαντ", "μοχάμεντ":"μοχάμεντ", "μοχάμετ":"μοχάμετ", "μοχθηρό":"μοχθηρός", "μοχθηροί":"μοχθηρός", "μοχθηρός":"μοχθηρός", "μόχθησαν":"μοχθώ", "μοχθήσει":"μοχθώ", "μόχθο":"μόχθος", "μόχθος":"μόχθος", "μόχθου":"μόχθος", "μοχθούν":"μοχθώ", "μοχθούντες":"μοχθών", "μόχλο":"μόχλο", "μοχλό":"μοχλός", "μοχλοί":"μοχλός", "μοχλος":"μοχλός", "μοχλός":"μοχλός", "μοχλούς":"μοχλός", "μοχτάρ":"μοχτάρ", "μπ":"μπ", "μπ.":"μπ.", "μπoύφαλο":"μπoύφαλο", "μπα":"μπα", "μπάαθ":"μπάαθ", "μπάγεβιτς":"μπάγεβιτς", "μπαγερν":"μπαγερν", "μπάγερν":"μπάγερν", "μπαγιαζίτ":"μπαγιαζίτ", "'μπαγιάτης'":"'μπαγιάτης'", "μπαγιάτικο":"μπαγιάτικος", "μπάγιεβιτς":"μπάγιεβιτς", "μπαγιουβάρων":"μπαγιουβάρων", "μπάγκα":"μπάγκα", "μπαγκάζ":"μπαγκάζ", "μπαγκαλόου":"μπαγκαλόου", "μπάγκειου":"μπάγκειου", "μπάγκεμαν":"μπάγκεμαν", "μπαγκλαντές":"μπαγκλαντές", "μπαγκντάντ":"μπαγκντάντ", "μπαγκσεϊ":"μπαγκσεϊ", "μπαεκ":"μπαεκ", "μπάεφ":"μπάεφ", "μπάζα":"μπάζα", "μπάζει":"μπάζω", "μπαζίμα":"μπαζίμα", "μπαζούκας":"μπαζούκας", "μπαζωθεί":"μπαζώνω", "μπαζώθηκε":"μπαζώνω", "μπάζωμα":"μπάζωμα", "μπαζώματα":"μπάζωμα", "μπαζωμένα":"μπαζωμένος", "μπαζωμένη":"μπαζώνω", "μπάζων":"μπάζων", "μπαζώνουν":"μπαζώνω", "μπάι":"μπάι", "μπαϊκονούρ":"μπαϊκονούρ", "μπάιλμς":"μπάιλμς", "μπαϊλντί":"μπαϊλντί", "μπαίναμε":"μπαίνω", "μπαίνατε":"μπαίνω", "μπαίνει":"μπαίνω", "μπαίνεις":"μπαίνω", "μπαινοβγαίνει":"μπαινοβγαίνω", "μπαινοβγαίνουν":"μπαινοβγαίνω", "μπαίνοντας":"μπαίνω", "μπαίνουμε":"μπαίνω", "μπαίνουν":"μπαίνω", "μπαίνω":"μπαίνω", "μπαϊράγκ":"μπαϊράγκ", "μπαϊράκι":"μπαϊράκι", "μπαϊράμ":"μπαϊράμ", "μπάιρον":"μπάιρον", "μπακ":"μπακ", "μπακάλη":"μπακάλης", "μπακάληδες":"μπακάλης", "μπακαλιάρο":"μπακαλιάρος", "μπακαλιάρος":"μπακαλιάρος", "μπακαλιάρου":"μπακαλιάρος", "μπακάλικα":"μπακάλικο", "μπακάλικο":"μπακάλικος", "μπακαλόγατο":"μπακαλόγατος", "μπακατσέλο":"μπακατσέλο", "μπακατσέλος":"μπακατσέλος", "μπακατσελου":"μπακατσελου", "μπακατσέλου":"μπακατσέλου", "μπακγκράουντ":"μπακγκράουντ", "μπάκιγχαμ":"μπάκιγχαμ", "μπακίνι":"μπακίνι", "μπακιρας":"μπακιρας", "μπακιρτζής":"μπακιρτζής", "μπακιρτζίδης":"μπακιρτζίδης", "μπακιρτσίογλου":"μπακιρτσίογλου", "μπακλαβάδες":"μπακλαβάς", "μπακογιάννη":"μπακογιάννη", "μπακογιάννης":"μπακογιάννη", "μπακολα":"μπακολα", "μπακόλα":"μπακόλα", "μπακόλας":"μπακόλας", "μπακοστέργιος":"μπακοστέργιος", "μπακού":"μπακού", "μπακούμπα":"μπακούμπα", "μπακούνιν":"μπακούνιν", "μπακούρη":"μπακούρης", "μπακούρης":"μπακούρης", "μπακρί":"μπακρί", "μπακς":"μπακς", "μπακς-ντένβερ":"μπακς-ντένβερ", "μπαλα":"μπάλα", "μπάλα":"μπάλα", "μπαλαδόρους":"μπαλαδόρος", "μπάλακ":"μπάλακ", "μπαλακι":"μπαλάκι", "μπαλάκι":"μπαλάκι", "μπαλάκια":"μπαλάκι", "μπαλαμός":"μπαλαμός", "μπάλαμπαν":"μπάλαμπαν", "μπαλάνου":"μπαλάνου", "μπαλάντα":"μπαλάντα", "μπαλάντες":"μπαλάντα", "μπαλαντύρ":"μπαλαντύρ", "μπαλαρίνα":"μπαλαρίνα", "μπάλας":"μπάλα", "μπαλάσκα":"μπαλάσκα", "μπαλάσκας":"μπαλάσκα", "μπαλαφα":"μπαλάφας", "μπαλάφα":"μπαλάφας", "μπαλάφας":"μπαλάφας", "μπαλάφτσας":"μπαλάφτσας", "μπάλες":"μπάλα", "μπαλέτα":"μπαλέτο", "μπάλετιτς":"μπάλετιτς", "μπαλέτο":"μπαλέτο", "μπαλέτου":"μπαλέτο", "μπαλέτων":"μπαλέτο", "μπαλή":"μπαλής", "μπαλιά":"μπαλιά", "μπαλιές":"μπαλιά", "μπαλικεσίρ":"μπαλικεσίρ", "μπαλίτσες":"μπαλίτσα", "μπαλκ":"μπαλκ", "μπαλκονακι":"μπαλκονάκι", "μπαλκόνι":"μπαλκόνι", "μπαλκόνια":"μπαλκόνι", "μπαλκονιών":"μπαλκόνι", "μπαλκονόπορτα":"μπαλκονόπορτα", "μπαλκονόπορτες":"μπαλκονόπορτα", "μπαλντία":"μπαλντία", "μπάλντουιν":"μπάλντουιν", "μπαλοδήμος":"μπαλοδήμος", "μπαλονάκι":"μπαλονάκι", "μπαλόνι":"μπαλόνι", "μπαλόνια":"μπαλόνι", "μπαλούεβα":"μπαλούεβα", "μπαλουκτσής":"μπαλουκτσής", "μπαλσάμικο":"μπαλσάμικο", "μπάλτα":"μπάλτα", "μπαλτά":"μπαλτάς", "μπαλτάς":"μπαλτάς", "μπαλτασαρ":"μπαλτασαρ", "μπαλτάσαρ":"μπαλτάσαρ", "μπαλτίδης":"μπαλτίδης", "μπαλώματα":"μπάλωμα", "μπαλωμένος":"μπαλωμένος", "μπαλώσουν":"μπαλώνω", "μπαμ":"μπαμ", "μπάμιατζης":"μπάμιατζης", "μπάμιες":"μπάμια", "μπαμπα":"μπαμπάς", "μπαμπά":"μπαμπάς", "μπαμπαγκίντα":"μπαμπαγκίντα", "μπαμπαδες":"μπαμπάς", "μπαμπάδες":"μπαμπάς", "μπάμπαλη":"μπάμπαλη", "μπαμπαλης":"μπαμπαλής", "μπάμπαλης":"μπάμπαλης", "μπαμπανατσα":"μπαμπανατσα", "μπαμπαος":"μπαμπαος", "μπαμπαους":"μπαμπαους", "μπαμπαούς":"μπαμπαούς", "μπαμπάς":"μπαμπάς", "μπάμπη":"μπάμπης", "μπαμπης":"μπάμπης", "μπάμπης":"μπάμπης", "μπαμπινιωτη":"μπαμπινιώτης", "μπαμπινιώτη":"μπαμπινιώτης", "μπαμπινιώτης":"μπαμπινιώτης", "μπάμπιτς":"μπάμπιτς", "μπαμπουίνο":"μπαμπουίνος", "μπαμπούλα":"μπαμπούλας", "μπαμπούλας":"μπαμπούλας", "μπαμπούρη":"μπαμπούρη", "μπάμπους":"μπάμπους", "μπάμπω":"μπάμπω", "μπανάλ":"μπανάλ", "μπανάνα":"μπανάνα", "μπανάνας":"μπανάνα", "μπανάνες":"μπανάνα", "μπανανία":"μπανανία", "μπανανίας":"μπανανίας", "μπανανόφλουδες":"μπανανόφλουδα", "μπάνγκεμαν":"μπάνγκεμαν", "μπάνε":"μπάνε", "μπανέστο":"μπανέστο", "μπάνια":"μπάνιο", "μπανιέρα":"μπανιέρα", "μπάνιο":"μπάνιο", "μπάνιου":"μπάνιο", "μπανιώρας":"μπανιώρας", "μπανκ":"μπανκ", "μπάνκερ":"μπάνκερ", "μπάνκροφτ":"μπάνκροφτ", "μπανοβγαίνει":"μπανοβγαίνει", "μπανς":"μπανς", "μπαντ":"μπαντ", "μπαντα":"μπάντα", "μπάντα":"μπάντα", "μπανταλόνα":"μπανταλόνα", "μπάντας":"μπάντα", "μπαντάς":"μπαντάς", "μπάντεν":"μπάντεν", "μπάντες":"μπάντα", "μπάντζο":"μπάντζο", "μπάντμε":"μπάντμε", "μπαντούνης":"μπαντούνης", "μπαντούρη":"μπαντούρη", "μπαντράν":"μπαντράν", "μπάντσε":"μπάντσε", "μπαξεβάνης":"μπαξεβάνης", "μπαξεβανίδης":"μπαξεβανίδης", "μπαξεβάνος":"μπαξεβάνος", "μπαξές":"μπαξές", "μπάξτερ":"μπάξτερ", "μπαούλα":"μπαούλο", "μπαούλο":"μπαούλο", "μπαπτίστα":"μπαπτίστα", "μπαρ":"μπαρ", "μπάρα":"μπάρα", "μπαραγκάν":"μπαραγκάν", "μπαραζ":"μπαράζ", "μπαράζ":"μπαράζ", "μπαρακ":"μπαρακ", "μπαράκ":"μπαράκ", "μπαράκης":"μπαράκης", "μπαράκι":"μπαράκι", "μπαράκια":"μπαράκι", "μπαραντέι":"μπαραντέι", "μπάρας":"μπάρα", "μπαρατίγια":"μπαρατίγια", "μπάργκας":"μπάργκας", "μπαργούμαν":"μπαργούμαν", "μπάρδας":"μπάρδας", "μπαρδή":"μπαρδή", "μπάρες":"μπάρα", "μπάρετ":"μπάρετ", "μπαρέτο":"μπαρέτο", "μπάρι":"μπάρι", "μπάριμορ":"μπάριμορ", "μπάριος":"μπάριος", "μπάρκερ":"μπάρκερ", "μπάρκλεϊ":"μπάρκλεϊ", "μπάρκογλου":"μπάρκογλου", "μπαρλάς":"μπαρλάς", "μπαρλεμόντ":"μπαρλεμόντ", "μπάρλος":"μπάρλος", "μπάρμαν":"μπάρμαν", "μπαρμπα":"μπάρμπας", "μπάρμπα":"μπάρμπας", "μπαρμπα-γιάννη":"μπαρμπα-γιάννη", "μπαρμπαγιάννης":"μπαρμπαγιάννης", "μπαρμπάκου":"μπαρμπάκου", "μπαρμπα-λευτέρη":"μπαρμπα-λευτέρη", "μπάρμπαρα":"μπάρμπαρα", "μπάρμπας":"μπάρμπας", "μπάρμπεκιου":"μπάρμπεκιου", "μπαρμπέρη":"μπαρμπέρης", "μπάρμπι":"μπάρμπι", "μπαρμποπουλος":"μπαρμποπουλος", "μπαρμπουνάκη":"μπαρμπουνάκη", "μπαρμπουνάκης":"μπαρμπουνάκης", "μπαρμπούνια":"μπαρμπούνι", "μπαρμπουτιέρες":"μπαρμπουτιέρα", "μπάρναμπας":"μπάρναμπας", "μπαρνετ":"μπαρνετ", "μπαρνσλεϊ":"μπαρνσλεϊ", "μπάρνσλεϊ":"μπάρνσλεϊ", "μπάρνσλεϊ389111039-38":"μπάρνσλεϊ389111039-38", "μπαρντέμ":"μπαρντέμ", "μπαρντό":"μπαρντό", "μπαροζο":"μπαροζο", "μπαρόζο":"μπαρόζο", "μπαρόκ":"μπαρόκ", "μπαρόν":"μπαρόν", "μπαρόνε":"μπαρόνε", "μπάρος":"μπάρος", "μπαρουάν":"μπαρουάν", "μπαρούτας":"μπαρούτας", "μπαρούτι":"μπαρούτι", "μπαρ-ρεστοράν":"μπαρ-ρεστοράν", "μπαρτζώκα":"μπαρτζώκα", "μπαρτζώκας":"μπαρτζώκας", "μπάρτον":"μπάρτον", "μπαρτσα":"μπαρτσα", "μπάρτσα":"μπάρτσα", "μπαρτσελονα":"μπαρτσελονα", "μπαρτσελόνα":"μπαρτσελόνα", "μπαρών":"μπάρα", "μπας":"μπας", "μπασαλά":"μπασαλά", "μπασάρ":"μπασάρ", "μπασδάνη":"μπασδάνη", "μπασδάνης":"μπασδάνης", "μπασδάρας":"μπασδάρας", "μπασέλ":"μπασέλ", "μπάσες":"μπάσος", "μπασιάκο":"μπασιάκος", "μπασιακος":"μπασιάκος", "μπασιάκος":"μπασιάκος", "μπασινά":"μπασινά", "μπασινάς":"μπασινάς", "μπάσιντζερ":"μπάσιντζερ", "μπασιούκας":"μπασιούκας", "μπασίστα":"μπασίστας", "μπασκετ":"μπάσκετ", "μπάσκετ":"μπάσκετ", "μπασκέτα":"μπασκέτα", "μπασκέτες":"μπασκέτα", "μπασκετικά":"μπασκετικός", "μπασκετική":"μπασκετικός", "μπασκετικό":"μπασκετικός", "μπασκετικούς":"μπασκετικός", "μπασκετμπολίστα":"μπασκετμπολίστας", "μπασκετμπολίστας":"μπασκετμπολίστας", "μπασκετμπολίστες":"μπασκετμπολίστας", "μπασκετούπολη":"μπασκετούπολη", "μπασλέ":"μπασλέ", "μπασματζιάν":"μπασματζιάν", "μπασμπανά":"μπασμπανά", "μπάσο":"μπάσος", "μπάσση":"μπάσση", "μπάστα":"μπάστα", "μπάστεν":"μπάστεν", "μπάστιν":"μπάστιν", "μπαστούνι":"μπαστούνι", "μπαστούνια":"μπαστούνι", "μπαταλης":"μπατάλης", "μπατάλης":"μπατάλης", "μπατανίες":"μπατανία", "μπατάρει":"μπατάρω", "μπαταρία":"μπαταρία", "μπαταρίας":"μπαταρία", "μπαταρίες":"μπαταρία", "μπαταριών":"μπαταρία", "μπατατούδη":"μπατατούδη", "μπατατούδης":"μπατατούδης", "μπαταχτσήδες":"μπαταχτσής", "μπατζάκια":"μπατζάκι", "μπατζανάκηδων":"μπατζανάκης", "μπάτζετ":"μπάτζετ", "μπάτζιος":"μπάτζιος", "μπατζιούκας":"μπατζιούκας", "μπάτζο":"μπάτζο", "μπατης":"μπάτης", "μπατίκι":"μπατίκι", "μπατίστ":"μπατίστ", "μπάτλερ":"μπάτλερ", "μπατσελέτ":"μπατσελέτ", "μπατσίκας":"μπατσίκας", "μπάτσιου":"μπάτσιου", "μπάτσο":"μπάτσος", "μπάτσοι":"μπάτσος", "μπάτσος":"μπάτσος", "μπάτσου":"μπάτσος", "μπάτσους":"μπάτσος", "μπατσων":"μπάτσα", "μπάφι":"μπάφι", "μπάφτα":"μπάφτα", "μπαχ":"μπαχ", "μπαχαλο":"μπάχαλο", "μπάχαλο":"μπάχαλο", "μπάχαλου":"μπάχαλο", "μπαχάμες":"μπαχάμες", "μπαχάρ":"μπαχάρ", "μπαχαρίδης":"μπαχαρίδης", "μπαχαρικά":"μπαχαρικό", "μπαχαρικό":"μπαχαρικό", "μπαχαρικών":"μπαχαρικό", "μπαχουγκουνα":"μπαχουγκουνα", "μπαχουγκούνα":"μπαχουγκούνα", "μπαχρ":"μπαχρ", "μπαχράμης":"μπαχράμης", "μπαχρέιν":"μπαχρέιν", "μπαχτσέδες":"μπαχτσές", "μπαχτσίτσια":"μπαχτσίτσια", "μπε":"μπε", "μπεατρίς":"μπεατρίς", "μπέβερεν":"μπέβερεν", "μπεγίνα":"μπεγίνα", "μπεγιόν":"μπεγιόν", "μπεγκίν":"μπεγκίν", "μπεγλέρη":"μπεγλέρη", "μπέγνης":"μπέγνης", "μπεεε":"μπεεε", "μπεεεε":"μπεεεε", "μπε-εμ-βε":"μπε-εμ-βε", "μπέζας":"μπέζας", "μπεζεστένι":"μπεζεστένι", "μπεζιάνη":"μπεζιάνη", "μπεζιάνης":"μπεζιάνης", "μπεζοπούλου":"μπεζοπούλου", "μπέης":"μπέης", "μπεθάνη":"μπεθάνη", "μπει":"μπαίνω", "μπεί":"μπεί", "μπεΐ":"μπεΐ", "μπεϊγκελζίμερ":"μπεϊγκελζίμερ", "μπέιζι":"μπέιζι", "μπέιζμπολ":"μπέιζμπολ", "μπέικερ":"μπέικερ", "μπέικιν":"μπέικιν", "μπέικον":"μπέικον", "μπέιλι":"μπέιλι", "μπεϊμπυ":"μπεϊμπυ", "μπέιν":"μπέιν", "μπεϊπαζαρί":"μπεϊπαζαρί", "μπεις":"μπαίνω", "μπεϊτάρ":"μπεϊτάρ", "μπείτε":"μπαίνω", "μπέιτς":"μπέιτς", "μπεκ":"μπεκ", "μπέκαμ":"μπέκαμ", "μπέκας":"μπέκας", "μπεκάτσα":"μπεκάτσα", "μπεκατώρου":"μπεκατώρου", "μπεκατώρου-αιμιλία":"μπεκατώρου-αιμιλία", "μπεκέλας":"μπεκέλας", "μπέκερ":"μπέκερ", "μπεκί":"μπεκί", "μπεκιάι":"μπεκιάι", "μπεκιάρης":"μπεκιάρης", "μπεκίρ":"μπεκίρ", "μπεκρή":"μπεκρής", "μπέκφορντ":"μπέκφορντ", "μπελ":"μπελ", "μπελά":"μπελάς", "μπελαδες":"μπελάς", "μπελάδες":"μπελάς", "μπελάς":"μπελάς", "μπελεγρίνη":"μπελεγρίνη", "μπελεγρίνης":"μπελεγρίνης", "μπελενένσες":"μπελενένσες", "μπέλες":"μπέλες", "μπελίνα":"μπελίνα", "μπελίνσκι":"μπελίνσκι", "μπελίσα":"μπελίσα", "μπελίτσης":"μπελίτσης", "μπέλλα":"μπέλλα", "μπέλλος":"μπέλλος", "μπελλου":"μπελλου", "μπελμοντό":"μπελμοντό", "μπελμπέλ":"μπελμπέλ", "μπέλο":"μπέλο", "μπελόνα":"μπελόνα", "μπελούγκα":"μπελούγκα", "μπελούσι":"μπελούσι", "μπελούτσι":"μπελούτσι", "μπέλφαστ":"μπέλφαστ", "μπέμπα":"μπέμπα", "μπέμπηδες":"μπέμπης", "μπεμπης":"μπέμπης", "μπέμπης":"μπέμπης", "μπεν":"μπεν", "μπεναζίρ":"μπεναζίρ", "μπενάκη":"μπενάκης", "μπενβενούτο":"μπενβενούτο", "μπενεντέτο":"μπενεντέτο", "μπένετ":"μπένετ", "μπενετον":"μπενετον", "μπένετον":"μπένετον", "μ'πενζά":"μ'πενζά", "μπενζεμά":"μπενζεμά", "μπενιαμίν":"μπενιαμίν", "μπένιγκ":"μπένιγκ", "μπενίν":"μπενίν", "μπένινγκ":"μπένινγκ", "μπενίνι":"μπενίνι", "μπενίσκο":"μπενίσκο", "μπενίσκος":"μπενίσκος", "μπενίτα":"μπενίτα", "μπενίτεθ":"μπενίτεθ", "μπενίτες":"μπενίτες", "μπενόν":"μπενόν", "μπένος":"μπένος", "μπενρουμπη":"μπενρουμπη", "μπένσον":"μπένσον", "μπεντ":"μπεντ", "μπεντάνοβα":"μπεντάνοβα", "μπεντεζά":"μπεντεζά", "μπεντέλια":"μπεντέλια", "μπέντης":"μπέντης", "μπέντι":"μπέντι", "μπενφικα":"μπενφικα", "μπενφίκα":"μπενφίκα", "μπεος":"μπεος", "μπέος":"μπέος", "μπέου":"μπέου", "μπεράτη":"μπεράτης", "μπεργκ":"μπεργκ", "μπεργκβιστ":"μπεργκβιστ", "μπέργκβιστ":"μπέργκβιστ", "μπέργκερ":"μπέργκερ", "μπεργκμαν":"μπεργκμαν", "μπέργκμαν":"μπέργκμαν", "μπέρδεμα":"μπέρδεμα", "μπερδεματα":"μπέρδεμα", "μπερδέματα":"μπέρδεμα", "μπερδεμένα":"μπερδεμένος", "μπερδεμένες":"μπερδεμένος", "μπερδεμένη":"μπερδεμένος", "μπερδεμένο":"μπερδεύω", "μπερδεμένοι":"μπερδεμένος", "μπερδεμένος":"μπερδεμένος", "μπέρδευαν":"μπερδεύω", "μπερδεύει":"μπερδεύω", "μπερδεύεται":"μπερδεύω", "μπερδεύονται":"μπερδεύω", "μπερδεύοντας":"μπερδεύω", "μπερδεύουμε":"μπερδεύω", "μπερδεύουν":"μπερδεύω", "μπερδευτεί":"μπερδεύω", "μπερδεύτηκα":"μπερδεύω", "μπερδεύτηκαν":"μπερδεύω", "μπερδεύτηκε":"μπερδεύω", "μπέρδεψε":"μπερδεύω", "μπερδέψει":"μπερδεύω", "μπερδέψουν":"μπερδεύω", "μπερδιάγεφ":"μπερδιάγεφ", "μπερέ":"μπερές", "μπερέδες":"μπερές", "μπερεζόφσκι":"μπερεζόφσκι", "μπέρενσφορντ":"μπέρενσφορντ", "μπερι":"μπερι", "μπέρι":"μπέρι", "μπέρι317101327-42":"μπέρι317101327-42", "μπερίλο":"μπερίλο", "μπερίσα":"μπερίσα", "μπερκ":"μπερκ", "μπέρκβιστ":"μπέρκβιστ", "μπερκλεϊ":"μπερκλεϊ", "μπερλουσκόνι":"μπερλουσκόνι", "μπερμιγχαμ":"μπερμιγχαμ", "μπέρμιγχαμ":"μπέρμιγχαμ", "μπέρμιγχαμ1":"μπέρμιγχαμ1", "μπέρμιγχαμ53158746-28":"μπέρμιγχαμ53158746-28", "μπέρμινγχαμ":"μπέρμινγχαμ", "μπερνάλ":"μπερνάλ", "μπερναμπέου":"μπερναμπέου", "μπερνάρ":"μπερνάρ", "μπερνάρντ":"μπερνάρντ", "μπέρναρντ":"μπέρναρντ", "μπερνάρντο":"μπερνάρντο", "μπερνλι":"μπερνλι", "μπέρνλι":"μπέρνλι", "μπερνς":"μπερνς", "μπέρνς":"μπέρνς", "μπερνστάιν":"μπερνστάιν", "μπερντ":"μπερντ", "μπερτ":"μπερτ", "μπέρτολντ":"μπέρτολντ", "μπερτολούτσι":"μπερτολούτσι", "μπέρτολτ":"μπέρτολτ", "μπερτομέου":"μπερτομέου", "μπέρτον":"μπέρτον", "μπερτράν":"μπερτράν", "μπέρτραντ":"μπέρτραντ", "μπέρτσιλ":"μπέρτσιλ", "μπέρχαρντ":"μπέρχαρντ", "μπες":"μπαίνω", "μπέσα":"μπέσα", "μπέσακ":"μπέσακ", "μπεσαλής":"μπεσαλής", "μπεσανσόν":"μπεσανσόν", "μπεσδεμιώτης":"μπεσδεμιώτης", "μπεσέρα":"μπεσέρα", "μπέση":"μπέση", "μπέσης":"μπέσης", "μπεσίκτας":"μπεσίκτας", "μπεσίκτας-σαρλερουά":"μπεσίκτας-σαρλερουά", "μπεσνίκ":"μπεσνίκ", "μπεσόν":"μπεσόν", "μπεστ":"μπεστ", "μπεστ-σέλερ":"μπεστ-σέλερ", "μπετ":"μπετ", "μπετά":"μπετό", "μπέτι":"μπέτι", "μπέτις":"μπέτις", "μπετόβεν":"μπετόβεν", "μπετοβενικής":"μπετοβενικής", "μπετόν":"μπετόν", "μπετονένια":"μπετονένια", "μπεττυ":"μπεττυ", "μπέττυ":"μπέττυ", "μπέτυ":"μπέτυ", "μπεχαρί":"μπεχαρί", "μπέχερ":"μπέχερ", "μπεχλιβάνη":"μπεχλιβάνης", "μπεχραμί":"μπεχραμί", "μπήκα":"μπαίνω", "μπήκαμε":"μπαίνω", "μπήκαν":"μπαίνω", "μπήκατε":"μπαίνω", "μπήκε":"μπαίνω", "μπήκες":"μπαίνω", "μπήλιω":"μπήλιω", "μπήτη":"μπήτη", "μπητρος":"μπητρος", "μπηχτές":"μπηχτή", "μπηχτή":"μπηχτή", "μπι":"μπι", "μπιανκα":"μπιανκα", "μπιάνκα":"μπιάνκα", "μπιάνκι":"μπιάνκι", "μπιανκονέρι":"μπιανκονέρι", "μπιάφρα":"μπιάφρα", "μπιγίνας":"μπιγίνας", "μπιγκ":"μπιγκ", "μπιέλα":"μπιέλα", "μπιέλα-αρμάνι":"μπιέλα-αρμάνι", "μπιελάνοβιτς":"μπιελάνοβιτς", "μπιελέτσκι":"μπιελέτσκι", "μπιενάλε":"μπιενάλε", "μπιζανομάχων":"μπιζανομάχων", "μπιζέλας":"μπιζέλας", "μπιζέλια":"μπιζέλι", "μπίζνα":"μπίζνα", "μπίζνες":"μπίζνες", "μπιζόλντ":"μπιζόλντ", "μπιθικώτση":"μπιθικώτση", "μπίκας":"μπίκας", "μπικέλας":"μπικέλας", "μπικίνι":"μπικίνι", "μπίκος":"μπίκος", "μπιλ":"μπιλ", "μπιλάλας":"μπιλάλας", "μπίλαπς":"μπίλαπς", "μπίλε":"μπίλε", "μπίλεφελντ":"μπίλεφελντ", "μπίλης":"μπίλης", "μπίλι":"μπίλι", "μπίλια":"μπίλια", "μπιλιάρδο":"μπιλιάρδο", "μπιλιάρδου":"μπιλιάρδο", "μπιλιλής":"μπιλιλής", "μπίλλη":"μπίλλη", "μπίλλης":"μπίλλης", "μπιλμπάο":"μπιλμπάο", "μπιλντ":"μπιλντ", "μπίμης":"μπίμης", "μπιμπελό":"μπιμπελό", "μπιμπερό":"μπιμπερό", "μπίμπι":"μπίμπι", "μπιμπισίδης":"μπιμπισίδης", "μπιν":"μπιν", "μπινάζ":"μπινάζ", "μπινελίκια":"μπινελίκι", "μπινιαμίν":"μπινιαμίν", "μπίνιο":"μπίνιο", "μπίρα":"μπίρα", "μπιράντ":"μπιράντ", "μπιραριες":"μπιραρία", "μπίρας":"μπίρα", "μπιρέλι":"μπιρέλι", "μπίρες":"μπίρα", "μπιρκιρκάρα":"μπιρκιρκάρα", "μπιρμπίλης":"μπιρμπίλης", "μπιρμπίλι":"μπιρμπίλι", "μπιρντ":"μπιρντ", "μπιρντάλ":"μπιρντάλ", "μπισελας":"μπισελας", "μπισκα":"μπισκα", "μπισκαν":"μπισκαν", "μπίσκαν":"μπίσκαν", "μπισκιτζή":"μπισκιτζή", "μπισκότα":"μπισκότο", "μπισκοτων":"μπισκότο", "μπίσλεϊ":"μπίσλεϊ", "μπίσμπας":"μπίσμπας", "μπίστη":"μπίστη", "μπίστης":"μπίστης", "μπιστιά":"μπιστιά", "μπιστρό":"μπιστρό", "μπίτι":"μπίτι", "μπιτλίς":"μπιτλίς", "μπίτολα":"μπίτολα", "μπιτς":"μπιτς", "μπιτχάνοβ":"μπιτχάνοβ", "μπιφτέκια":"μπιφτέκι", "μπιχάρ":"μπιχάρ", "μπιχλιμπίδια":"μπιχλιμπίδι", "μπιχουριέτ":"μπιχουριέτ", "μπλα":"μπλα", "μπλακ":"μπλακ", "μπλάκμπερν":"μπλάκμπερν", "μπλάκμπερν25671125-31":"μπλάκμπερν25671125-31", "μπλάκμπερν-μπόλτον":"μπλάκμπερν-μπόλτον", "μπλάκνεϊ":"μπλάκνεϊ", "μπλακπουλ":"μπλακπουλ", "μπλα-μπλα":"μπλα-μπλα", "μπλάνσετ":"μπλάνσετ", "μπλαουγκράνα":"μπλαουγκράνα", "μπλατερ":"μπλατερ", "μπλάτερ":"μπλάτερ", "μπλαχίν":"μπλαχίν", "μπλε":"μπλε", "μπλεγμένα":"μπλέκω", "μπλεγμένες":"μπλεγμένος", "μπλεγμένη":"μπλεγμένος", "μπλεγμένης":"μπλεγμένος", "μπλεγμένοι":"μπλέκω", "μπλεγμένος":"μπλεγμένος", "μπλέιζερς":"μπλέιζερς", "μπλέιζερς-μαϊάμι":"μπλέιζερς-μαϊάμι", "μπλέιζερς-πέισερς":"μπλέιζερς-πέισερς", "μπλέκει":"μπλέκω", "μπλέκεται":"μπλέκω", "μπλέκετε":"μπλέκω", "μπλέκονται":"μπλέκω", "μπλέκοντας":"μπλέκω", "μπλέκουν":"μπλέκω", "μπλέντερ":"μπλέντερ", "μπλέξει":"μπλέκω", "μπλέξετε":"μπλέκω", "μπλεξίματα":"μπλέξιμο", "μπλέξιμο":"μπλέξιμο", "μπλέξουμε":"μπλέκω", "μπλερ":"μπλερ", "μπλεχτεί":"μπλέκω", "μπλεχτείτε":"μπλέκω", "μπλέχτηκα":"μπλέκω", "μπλέχτηκε":"μπλέκω", "μπλιάμου":"μπλιάμου", "μπλιάτκα":"μπλιάτκα", "μπλιάτκας":"μπλιάτκας", "μπλιθικιώτη":"μπλιθικιώτη", "μπλιθικιώτης":"μπλιθικιώτης", "μπλιθικώτης":"μπλιθικώτης", "μπλικ":"μπλικ", "μπλιντ":"μπλιντ", "μπλιτζνάκοφ":"μπλιτζνάκοφ", "μπλοκ":"μπλοκ", "μπλόκα":"μπλόκο", "μπλόκαραν":"μπλοκάρω", "μπλόκαρε":"μπλοκάρω", "μπλοκάρει":"μπλοκάρω", "μπλοκάρεστε":"μπλοκάρω", "μπλοκάριζε":"μπλοκάρω", "μπλοκαρισμένες":"μπλοκάρω", "μπλοκαρισμένο":"μπλοκαρισμένος", "μπλοκαριστεί":"μπλοκάρω", "μπλοκαρίστηκε":"μπλοκάρω", "μπλοκαριστούν":"μπλοκάρω", "μπλοκάρονται":"μπλοκάρω", "μπλοκάροντας":"μπλοκάρω", "μπλοκάρουμε":"μπλοκάρω", "μπλοκάρουν":"μπλοκάρω", "μπλοκάρω":"μπλοκάρω", "μπλόκο":"μπλόκος", "μπλόκων":"μπλόκο", "μπλομ":"μπλομ", "μπλουζ":"μπλουζ", "μπλούζα":"μπλούζα", "μπλουζάκι":"μπλουζάκι", "μπλουζάκια":"μπλουζάκι", "μπλούζες":"μπλούζα", "μπλουζίστας":"μπλουζίστας", "μπλουθ":"μπλουθ", "μπλουκου":"μπλουκου", "μπλούμπεργκ":"μπλούμπεργκ", "μπλουμς":"μπλουμς", "μπλόφα":"μπλόφα", "μπλόφες":"μπλόφα", "μπο":"μπο", "μποαβίστα":"μποαβίστα", "μποβουάρ":"μποβουάρ", "μπογδάνης":"μπογδάνης", "μπόγδανος":"μπόγδανος", "μπόγδη":"μπόγδη", "μπογιά":"μπογιά", "μπογιαν":"μπογιά", "μπογιάς":"μπογιά", "μπογιατζήδες":"μπογιατζής", "μπογιατζής":"μπογιατζής", "μπογιές":"μπογιά", "μπόγκαρτ":"μπόγκαρτ", "μπογκντάνι":"μπογκντάνι", "μπογκόγιεφ":"μπογκόγιεφ", "μποδοσάκηδων":"μποδοσάκηδων", "μποδοσάκης":"μποδοσάκης", "μποέμ":"μποέμ", "μποζά":"μποζά", "μποζατζίδη":"μποζατζίδη", "μποζατζίδης":"μποζατζίδης", "μποζίκας":"μποζίκας", "μποζίνη":"μποζίνη", "μποζινης":"μποζινης", "μποζίνης":"μποζίνης", "μποζίνοφ":"μποζίνοφ", "μπόι":"μπόι", "μπόιγκ":"μπόιγκ", "μποϊκοτάζ":"μποϊκοτάζ", "μποϊκοτάρει":"μποϊκοτάρω", "μποϊκοτάρουμε":"μποϊκοτάρω", "μποϊκοτάρουν":"μποϊκοτάρω", "μπόιλ":"μπόιλ", "μπόιντ":"μπόιντ", "μπόις":"μπόις", "μπόισα":"μπόισα", "μπολ":"μπολ", "μπολάσης":"μπολάσης", "μπολετη":"μπολετη", "μπολιάζει":"μπολιάζω", "μπόλιασε":"μπολιάζω", "μπολιάσει":"μπολιάζω", "μπολιαστεί":"μπολιάζω", "μπολιάστηκε":"μπολιάζω", "μπόλικα":"μπόλικος", "μπόλικες":"μπόλικος", "μπόλικη":"μπόλικος", "μπόλικο":"μπόλικος", "μπόλικος":"μπόλικος", "μπόλικους":"μπόλικος", "μπόλιτς":"μπόλιτς", "μπολκενστάιν":"μπολκενστάιν", "μπόλντακ":"μπόλντακ", "μπολο":"μπολο", "μπολόνια":"μπολόνια", "μπολόνια-ρέτζιο":"μπολόνια-ρέτζιο", "μπόλος":"μπόλος", "μπολοτσοβέσκι":"μπολοτσοβέσκι", "μπόλου":"μπόλου", "μπολσεβίκικη":"μπολσεβικικός", "μπολσεβίκων":"μπολσεβίκος", "μπολσόι":"μπολσόι", "μπολτον":"μπολτον", "μπόλτον":"μπόλτον", "-μπόλτον":"-μπόλτον", "μπόλτον551510454-33":"μπόλτον551510454-33", "μπολυμένη":"μπολυμένη", "μπολωνέζους":"μπολωνέζους", "μπόμελ":"μπόμελ", "μπομπ":"μπομπ", "μπόμπα":"μπόμπα", "μπόμπες":"μπόμπα", "μπόμπι":"μπόμπι", "μπομπιέν":"μπομπιέν", "μπόμπιρας":"μπόμπιρας", "μπόμπκατς":"μπόμπκατς", "μπόμπο":"μπόμπο", "μπόμπρουϊσκ":"μπόμπρουϊσκ", "μποναμά":"μποναμάς", "μποναμπούκια":"μποναμπούκια", "μπονάτσου":"μπονάτσου", "μπονέτο":"μπονέτο", "μπονι":"μπονι", "μπόνι":"μπόνι", "μπονιάντ":"μπονιάντ", "μπονιου":"μπονιου", "μπονίτα":"μπονίτα", "μπόνλοκ":"μπόνλοκ", "μπονόμπο":"μπονόμπο", "μπόνους":"μπόνους", "μποντ":"μποντ", "μποντας":"μποντας", "μποντίπο":"μποντίπο", "μποντίρογκα":"μποντίρογκα", "μποντλαίρ":"μποντλαίρ", "μποντλέρ":"μποντλέρ", "μποντρούμ":"μποντρούμ", "μποντρόφ":"μποντρόφ", "μποξ":"μποξ", "μπόξερ":"μπόξερ", "μπόξιγκ":"μπόξιγκ", "μπόουι":"μπόουι", "μπόουλιγκ":"μπόουλιγκ", "μπορ":"μπορ", "μπόρα":"μπόρα", "μπόρατς":"μπόρατς", "μποργκέτι":"μποργκέτι", "μποργκινιόν":"μποργκινιόν", "μπόρε":"μπόρε", "μπορει":"μπορώ", "μπορεί":"μπορώ", "μπορείς":"μπορώ", "μπορείτε":"μπορώ", "μπορέλια":"μπορέλια", "μπόρες":"μπόρα", "μπόρεσα":"μπορώ", "μπορέσαμε":"μπορώ", "μπόρεσαν":"μπορώ", "μπορέσανε":"μπορώ", "μπορέσατε":"μπορώ", "μπόρεσε":"μπορώ", "μπορέσει":"μπορώ", "μπορέσεις":"μπορώ", "μπορέσετε":"μπορώ", "μπορέσουμε":"μπορώ", "μπορέσουν":"μπορώ", "μπορέσω":"μπορώ", "μπόρι":"μπόρι", "μπορις":"μπορις", "μπορίς":"μπορίς", "μπόρισλαβ":"μπόρισλαβ", "μπορμπικονί":"μπορμπικονί", "μπορμπόκη":"μπορμπόκη", "μπόρνμάουθ":"μπόρνμάουθ", "μπορνμουθ":"μπορνμουθ", "μπόρντεν":"μπόρντεν", "μπορντο":"μπορντό", "μπορντό":"μπορντό", "μπορούμε":"μπορώ", "μπορούν":"μπορώ", "μπορούνε":"μπορώ", "μπορούσα":"μπορώ", "μπορούσαμε":"μπορώ", "μπορούσαν":"μπορώ", "μπορούσατε":"μπορώ", "μπορουσε":"μπορώ", "μπορούσε":"μπορώ", "μπορούσες":"μπορώ", "μπόρχες":"μπόρχες", "μπορώ":"μπορώ", "μπορώντας":"μπορώ", "μπόσκοβιτς":"μπόσκοβιτς", "μπόσνα":"μπόσνα", "μπόσνα-τσιμπόνα":"μπόσνα-τσιμπόνα", "μποσταντζόγλου":"μποσταντζόγλου", "μποστον":"μποστον", "μπόστον":"μπόστον", "μποτ":"μποτ", "μπότα":"μπότα", "μπότες":"μπότα", "μποτιλιάρισμα":"μποτιλιάρισμα", "μποτιλιαρίσματα":"μποτιλιάρισμα", "μποτιλιαρίσματος":"μποτιλιάρισμα", "μπότσαρη":"μπότσαρης", "μπουάτ":"μπουάτ", "μπουγάδα":"μπουγάδα", "μπουγαΐδη":"μπουγαΐδη", "μπουγιάνοβατς":"μπουγιάνοβατς", "μπούγιο":"μπούγιο", "μπουγιούρη":"μπουγιούρη", "μπουγιούρης":"μπουγιούρης", "μπουγλά":"μπουγλά", "μπουέλε":"μπουέλε", "μπουένο":"μπουένο", "μπουένος":"μπουένος", "μπουζάκα":"μπουζάκα", "μπουζιάνης":"μπουζιάνης", "μπουζούκι":"μπουζούκι", "μπουζούκια":"μπουζούκι", "μπουζουκιού":"μπουζούκι", "μπουζουξή":"μπουζουξής", "μπουζουξίδικων":"μπουζουξίδικο", "μπούις":"μπούις", "μπουίτενεν":"μπουίτενεν", "μπουκα":"μπούκα", "μπουκαδουρα":"μπουκαδούρα", "μπουκάλα":"μπουκάλα", "μπουκαλάκι":"μπουκαλάκι", "μπουκαλάκια":"μπουκαλάκι", "μπουκάλας":"μπουκάλα", "μπουκάλι":"μπουκάλι", "μπουκάλια":"μπουκάλι", "μπουκαλιών":"μπουκάλι", "μπούκερ":"μπούκερ", "μπουκέτα":"μπουκέτο", "μπουκέτο":"μπουκέτο", "μπουκέτου":"μπουκέτο", "μπουκιά":"μπουκιά", "μπουκιάς":"μπουκιά", "μπουκωμένα":"μπουκωμένος", "μπουκώνουν":"μπουκώνω", "μπούλα":"μπούλα", "μπουλάς":"μπουλάς", "μπούλας":"μπούλας", "μπουλάτοβιτς":"μπουλάτοβιτς", "μπουλέντ":"μπουλέντ", "μπούλες":"μπούλες", "μπούλετ":"μπούλετ", "μπούλης":"μπούλης", "μπουλμέτη":"μπουλμέτη", "μπουλντόγκ":"μπουλντόγκ", "μπουλντόζα":"μπουλντόζα", "μπουλντόζας":"μπουλντόζα", "μπουλντόζες":"μπουλντόζα", "μπούλοκ":"μπούλοκ", "μπουλουγουράς":"μπουλουγουράς", "μπουλούκας":"μπουλούκα", "μπουλούκι":"μπουλούκι", "μπουλουκιού":"μπουλούκι", "μπουλς":"μπουλς", "μπουλς-ιντιάνα":"μπουλς-ιντιάνα", "μπουλτ":"μπουλτ", "μπουμ":"μπουμ", "μπούμε":"μπαίνω", "μπούμεραγκ":"μπούμεραγκ", "μπούμερανγκ":"μπούμερανγκ", "μπούμης":"μπούμης", "μπουμπένκο":"μπουμπένκο", "μπουμπουγιατζη":"μπουμπουγιατζη", "μπουμπουγιατζης":"μπουμπουγιατζης", "μπουμπουσάρια":"μπουμπουσάρια", "μπούμπτζε":"μπούμπτζε", "μπουν":"μπαίνω", "μπουνάτσα":"μπουνάτσα", "μπούνε":"μπαίνω", "μπουνιέλ":"μπουνιέλ", "μπουνιές":"μπουνιά", "μπουνιουέλ":"μπουνιουέλ", "μπούνταν":"μπούνταν", "μπούντας":"μπούντας", "μπουντεσλίγκα":"μπουντεσλίγκα", "μπούντεσμπανκ":"μπούντεσμπανκ", "μπουντογιάννης":"μπουντογιάννης", "μπουντούρη":"μπουντούρης", "μπουντούρης":"μπουντούρης", "μπούρα":"μπούρα", "μπουράκοβ":"μπουράκοβ", "μπουράνι":"μπουράνι", "μπούρας":"μπούρας", "μπουργκ":"μπουργκ", "μπουργκάς":"μπουργκάς", "μπουργκάς-αλεξανδρούπολη":"μπουργκάς-αλεξανδρούπολη", "μπουργκεουά":"μπουργκεουά", "μπουρδαμής":"μπουρδαμής", "μπουρδάρα":"μπουρδάρα", "μπούρδες":"μπούρδα", "μπουρδολογία":"μπουρδολογία", "μπουρεκάκια":"μπουρεκάκι", "μπουρζουάδων":"μπουρζουάς", "μπουρης":"μπουρης", "μπουριγιόν":"μπουριγιόν", "μπούρικ":"μπούρικ", "μπουρίνι":"μπουρίνι", "μπουρκάι":"μπουρκάι", "μπούρκας":"μπούρκας", "μπουρκχάουζεν":"μπουρκχάουζεν", "μπουρλά":"μπουρλά", "μπούρλιασμα":"μπούρλιασμα", "μπουρλότο":"μπουρλότο", "μπούρμαν":"μπούρμαν", "μπουρμπουλήθρες":"μπουρμπουλήθρα", "μπουρμπούλια":"μπουρμπούλια", "μπουρνούζι":"μπουρνούζι", "μπουρούντι":"μπουρούντι", "μπουρούση":"μπουρούση", "μπουρούσης":"μπουρούσης", "μπούρσιτς":"μπούρσιτς", "μπους":"μπους", "μπουσαμπούν":"μπουσαμπούν", "μπουσέ":"μπουσέ", "μπουσουαρί":"μπουσουαρί", "μπούσουλα":"μπούσουλας", "μπουσουλάει":"μπουσουλώ", "μπουσουλώντας":"μπουσουλώ", "μπουσούφα":"μπουσούφα", "μπούστο":"μπούστος", "μπουτ":"μπουτ", "μπούτα":"μπούτα", "μπουτάλη":"μπουτάλη", "μπουταρη":"μπουταρη", "μπουτάρη":"μπουτάρη", "μπουταρης":"μπουταρης", "μπουτάρης":"μπουτάρης", "μπούτας":"μπούτας", "μπουταχάρ":"μπουταχάρ", "μπούτι":"μπούτι", "μπούτια":"μπούτι", "μπουτίκ":"μπουτίκ", "μπούτλη":"μπούτλη", "μπούτλης":"μπούτλης", "μπούτο":"μπούτο", "μπουτραγκένιο":"μπουτραγκένιο", "μπούτσεκ":"μπούτσεκ", "μπούτσι":"μπούτσι", "μπούτσουρα":"μπούτσουρα", "μπουφάν":"μπουφάν", "μπουφέ":"μπουφές", "μπουφές":"μπουφές", "μπούχενβαλντ":"μπούχενβαλντ", "μπουχρά":"μπουχρά", "μπουχτισμένοι":"μπουχτισμένος", "μποφόρ":"μποφόρ", "μπόχα":"μπόχα", "μποχόνης":"μποχόνης", "μπράβο":"μπράβο", "μπράβοι":"μπράβος", "μπράβος":"μπράβος", "μπράβους":"μπράβος", "μπράβων":"μπράβος", "μπράγιαν":"μπράγιαν", "μπράγκα":"μπράγκα", "μπραϊαν":"μπραϊαν", "μπράιαν":"μπράιαν", "μπραϊαντ":"μπραϊαντ", "μπράιαντ":"μπράιαντ", "μπράιγ":"μπράιγ", "μπράιντ":"μπράιντ", "μπράισον":"μπράισον", "μπραϊτον":"μπραϊτον", "μπραμς":"μπραμς", "μπράνκο":"μπράνκο", "μπραντ":"μπραντ", "μπράντι":"μπράντι", "μπράντλι":"μπράντλι", "μπραντμίλερ":"μπραντμίλερ", "μπράντο":"μπράντο", "μπράντον":"μπράντον", "μπραντφορντ":"μπραντφορντ", "μπράντφορντ":"μπράντφορντ", "μπράντφορντ56175855-32":"μπράντφορντ56175855-32", "μπράουν":"μπράουν", "μπράουνιγκ":"μπράουνιγκ", "μπράσκι":"μπράσκι", "μπρατάκο":"μπρατάκο", "μπρατάκος":"μπρατάκος", "μπρατισλάβα":"μπρατισλάβα", "μπράτσα":"μπράτσο", "μπρατσάκια":"μπρατσάκι", "μπράτσο":"μπράτσο", "μπρέβαρντ":"μπρέβαρντ", "μπρέζετς":"μπρέζετς", "μπρεζνιεφ":"μπρεζνιεφ", "μπρέζνιεφ":"μπρέζνιεφ", "μπρέικ":"μπρέικ", "μπρέισι":"μπρέισι", "μπρεκάση":"μπρεκάση", "μπρεκαση*":"μπρεκαση*", "μπρελόκ":"μπρελόκ", "μπρεμόν":"μπρεμόν", "μπρένεμαν":"μπρένεμαν", "μπρεντ":"μπρεντ", "μπρέντα":"μπρέντα", "μπρεντφορντ":"μπρεντφορντ", "μπρέντφορντ":"μπρέντφορντ", "μπρέογκαν":"μπρέογκαν", "μπρεογκάν-μπανταλόνα":"μπρεογκάν-μπανταλόνα", "μπρεσιάνο":"μπρεσιάνο", "μπρέσκα":"μπρέσκα", "μπρεστ":"μπρεστ", "μπρετ":"μπρετ", "μπρεχιν":"μπρεχιν", "μπρέχιν":"μπρέχιν", "μπρεχτ":"μπρεχτ", "μπρέχτ":"μπρέχτ", "μπρεχτικό":"μπρεχτικός", "μπρης":"μπρης", "μπρής":"μπρής", "μπρι":"μπρι", "μπριάκο":"μπριάκο", "μπριάκος":"μπριάκος", "μπρι-άλμπα":"μπρι-άλμπα", "μπριζ":"μπριζ", "μπριζίτ":"μπριζίτ", "μπριζόλα":"μπριζόλα", "μπριζόλες":"μπριζόλα", "μπρίκι":"μπρίκι", "μπρίκια":"μπρίκι", "μπριλάκης":"μπριλάκης", "μπριν":"μπριν", "μπριόλη":"μπριόλη", "μπρισόν":"μπρισόν", "μπριστολ":"μπριστολ", "μπρίστολ":"μπρίστολ", "μπρίστριτσα":"μπρίστριτσα", "μπριτανια":"μπριτανια", "μπριταννια":"μπριταννια", "μπρίτεϊν":"μπρίτεϊν", "μπριτζ":"μπριτζ", "μπρίτζες":"μπρίτζες", "μπρίτις":"μπρίτις", "μπριτλς":"μπριτλς", "μπρίτο":"μπρίτο", "μπριτονιέ":"μπριτονιέ", "μπροκεμπόρο":"μπροκεμπόρο", "μπροκενμπόροου":"μπροκενμπόροου", "μπρόκολο":"μπρόκολο", "μπρομ":"μπρομ", "μπρόμγουιτς":"μπρόμγουιτς", "μπρόμγουιτς1":"μπρόμγουιτς1", "μπρόμγουιτς461371153-48":"μπρόμγουιτς461371153-48", "μπρόμιτς":"μπρόμιτς", "μπρονξ":"μπρονξ", "μπρόντγουεϊ":"μπρόντγουεϊ", "μπρόντγουέι":"μπρόντγουέι", "μπροντέ":"μπροντέ", "μπρόντμπι":"μπρόντμπι", "μπρόντρικ":"μπρόντρικ", "μπρος":"εμπρός", "μπρόσναν":"μπρόσναν", "μπροσούρα":"μπροσούρα", "μπροστα":"μπροστά", "μπροστά":"μπροστά", "μπροστάρη":"μπροστάρης", "μπροστάρηδες":"μπροστάρης", "μπροστάρης":"μπροστάρης", "μπροστινά":"μπροστινός", "μπροστινή":"μπροστινός", "μπροστινό":"μπροστινός", "μπροστινού":"μπροστινός", "μπρουερ":"μπρουερ", "μπρούερ":"μπρούερ", "μπρουκ":"μπρουκ", "μπρούκλιν":"μπρούκλιν", "μπρουκς":"μπρουκς", "μπρουμπεϊκερ":"μπρουμπεϊκερ", "μπρούμυτα":"μπρούμυτα", "μπρούνο":"μπρούνο", "μπρούντζο":"μπρούντζος", "μπρους":"μπρους", "μπρούστερ":"μπρούστερ", "μπρούφα":"μπρούφα", "μπρούχινκ":"μπρούχινκ", "μπύρας":"μπύρα", "μπω":"μπαίνω", "μπωφόρ":"μπωφόρ", "μρσιτς":"μρσιτς", "μσι":"μσι", "μτκ":"μτκ", "μτφ":"μτφ", "μυαλά":"μυαλό", "μυαλο":"μυαλό", "μυαλό":"μυαλό", "μυαλού":"μυαλό", "μυαλουδάκι":"μυαλουδάκι", "μυαλών":"μυαλό", "μύγα":"μύγα", "μύγας":"μύγα", "μυγδαλιάς":"μυγδαλιά", "μυγδονία":"μυγδονία", "μυγδονιας":"μυγδονιας", "μυγδονίας":"μυγδονίας", "μύγες":"μύγα", "μύδια":"μύδι", "μυδιών":"μύδι", "μυδοπίλαφο":"μυδοπίλαφο", "μύδροι":"μύδρος", "μύδρους":"μύδρος", "μυεί":"μυώ", "μυείται":"μυώ", "μυελό":"μυελός", "μυελός":"μυελός", "μυελού":"μυελός", "μύες":"μυς", "μυζήθρα":"μυζήθρα", "μυήθηκε":"μυώ", "μυηθούν":"μυώ", "μυημένες":"μυημένος", "μυημένη":"μυημένος", "μυημένους":"μυώ", "μύησαν":"μυώ", "μύησε":"μυώ", "μυήσει":"μυώ", "μύηση":"μύηση", "μύησης":"μύηση", "μυθεύματα":"μύθευμα", "μυθευμάτων":"μύθευμα", "μύθημης":"μύθημης", "μυθήμνης":"μυθήμνης", "μυθικά":"μυθικός", "μυθική":"μυθικός", "μυθικό":"μυθικός", "μυθικοί":"μυθικός", "μυθικός":"μυθικός", "μυθικούς":"μυθικός", "μυθικών":"μυθικός", "μυθιστόρημα":"μυθιστόρημα", "μυθιστόρημά":"μυθιστόρημα", "μυθιστορήματα":"μυθιστόρημα", "μυθιστορήματά":"μυθιστόρημα", "μυθιστορηματική":"μυθιστορηματικός", "μυθιστορηματικό":"μυθιστορηματικός", "μυθιστορηματικός":"μυθιστορηματικός", "μυθιστορήματος":"μυθιστόρημα", "μυθιστορήματός":"μυθιστόρημα", "μυθιστορημάτων":"μυθιστόρημα", "μυθιστοριογράφο":"μυθιστοριογράφος", "μυθιστοριογράφος":"μυθιστοριογράφος", "μύθο":"μύθος", "μύθοι":"μύθος", "μυθολογία":"μυθολογία", "μυθολογίας":"μυθολογία", "μυθολογικά":"μυθολογικός", "μυθολογικές":"μυθολογικός", "μυθολογική":"μυθολογικός", "μυθολογικών":"μυθολογικός", "μυθοπλασία":"μυθοπλασία", "μυθοπλασίας":"μυθοπλασία", "μυθοπλαστικές":"μυθοπλαστικός", "μυθοπλαστικό":"μυθοπλαστικός", "μυθοποιεί":"μυθοποιώ", "μυθοποίηση":"μυθοποίηση", "μυθοποιητική":"μυθοποιητικός", "μυθος":"μύθος", "μύθος":"μύθος", "μύθου":"μύθος", "μύθους":"μύθος", "μύθων":"μύθος", "μυϊκά":"μυϊκός", "μυικής":"μυικής", "μυϊκό":"μυϊκός", "μυϊκού":"μυϊκός", "μυϊκούς":"μυϊκός", "μυϊκών":"μυϊκός", "μυκηναϊκή":"μυκηναϊκός", "μυκηναϊκής":"μυκηναϊκός", "μυκηναϊκό":"μυκηναϊκός", "μύκης-σμίνθης":"μύκης-σμίνθης", "μύκητα":"μύκητας", "μύκητας":"μύκητας", "μύκητες":"μύκητας", "μυκητηλιακές":"μυκητηλιακές", "μυκητιασικής":"μυκητιασικής", "μυκητοκτόνα":"μυκητοκτόνος", "μυκητοκτόνο":"μυκητοκτόνος", "μύκονο":"μύκονος", "μυκόνου":"μύκονος", "μυκόπλασμα":"μυκόπλασμα", "μυκοτοξίνες":"μυκοτοξίνες", "μυκοτοξίνη":"μυκοτοξίνη", "μυκτηρίζει":"μυκτηρίζω", "μύλο":"μύλος", "μυλοι":"μύλος", "μυλόπετρων":"μυλόπετρα", "μυλόποταμο":"μυλόποταμο", "μυλοπούλου":"μυλοπούλου", "μυλος":"μύλος", "μύλος":"μύλος", "μυλου":"μύλος", "μύλου":"μύλος", "μύλους":"μύλος", "μυλωνά":"μυλωνάς", "μυλωνας":"μυλωνάς", "μυλωνάς":"μυλωνάς", "μυλωνού":"μυλωνού", "μυοκαρδιοπάθεια":"μυοκαρδιοπάθεια", "μυοκαρδιοπάθειες":"μυοκαρδιοπάθεια", "μυοκαρδίου":"μυοκάρδιο", "μυοσκελετικό":"μυοσκελετικός", "μυούν":"μυώ", "μυούνται":"μυώ", "μυούσε":"μυώ", "μύρια":"μύριοι", "μυριάδες":"μυριάδα", "μυριάδων":"μυριάδα", "μύριες":"μύριοι", "μύριζα":"μυρίζω", "μύριζαν":"μυρίζω", "μύριζε":"μυρίζω", "μυρίζει":"μυρίζω", "μυρίζονται":"μυρίζω", "μυρίζουμε":"μυρίζω", "μυρίζουν":"μυρίζω", "μυρίζω":"μυρίζω", "μυρίκη":"μυρίκη", "μυριούνη":"μυριούνη", "μύρισαν":"μυρίζω", "μύρισε":"μυρίζω", "μυρίσει":"μυρίζω", "μυρίσεις":"μυρίζω", "μυρίσθηκε":"μυρίσθηκε", "μυρίστηκαν":"μυρίζω", "μυρίστηκε":"μυρίζω", "μυρμήγκι":"μυρμήγκι", "μυρμήγκια":"μυρμήγκι", "μυρμηγκιάζουν":"μυρμηγκιάζω", "μυρμηγκιού":"μυρμήγκι", "μυρμηγκοφάγο":"μυρμηγκοφάγος", "μυρμηγκοφάγοι":"μυρμηγκοφάγος", "μυρμηγκοφάγος":"μυρμηγκοφάγος", "μύρο":"μύρο", "μυροματη":"μυροματη", "μυρουδιές":"μυρουδιά", "μυροφορίδης":"μυροφορίδης", "μυρσινη":"μυρσίνη", "μυρτιές":"μυρτιά", "μυρτιώτισσα":"μυρτιώτισσα", "μυρτώ":"μυρτώ", "μυρωδάτα":"μυρωδάτος", "μυρωδάτη":"μυρωδάτος", "μυρωδάτο":"μυρωδάτος", "μυρωδιά":"μυρωδιά", "μυρωδία":"μυρωδιά", "μυρωδιές":"μυρωδιά", "μυρωδικά":"μυρωδικό", "μυρωδικών":"μυρωδικό", "μύρωνα":"μυρώνω", "μυς":"μυς", "μυσέ":"μυσέ", "μυσταγωγία":"μυσταγωγία", "μυστακίδου":"μυστακίδου", "μύστη":"μύστης", "μυστήρια":"μυστήριος", "μυστηριακή":"μυστηριακός", "μυστηριακό":"μυστηριακός", "μυστηριακών":"μυστηριακός", "μυστήριο":"μυστήριο", "μυστήριον":"μυστήριος", "μυστηρίου":"μυστήριος", "μυστηριώδεις":"μυστηριώδης", "μυστηριώδες":"μυστηριώδης", "μυστηριώδη":"μυστηριώδης", "μυστηριώδης":"μυστηριώδης", "μυστηριώδους":"μυστηριώδης", "μυστηριωδών":"μυστηριώδης", "μυστηριωδώς":"μυστηριωδώς", "μυστηρίων":"μυστήριος", "μυστήριων":"μυστήριος", "'μυστικά":"'μυστικά", "μυστικά":"μυστικό", "μυστικά":"μυστικός", "μυστικές":"μυστικός", "μυστική":"μυστικός", "μυστικής":"μυστικός", "μυστικισμός":"μυστικισμός", "μυστικιστικές":"μυστικιστικός", "μυστικιστική":"μυστικιστικός", "μυστικιστικό":"μυστικιστικός", "μυστικιστικοί":"μυστικιστικός", "μυστικό":"μυστικό", "μυστικο":"μυστικός", "μυστικό":"μυστικός", "μυστικοί":"μυστικός", "μυστικοπάθεια":"μυστικοπάθεια", "μυστικοπάθειας":"μυστικοπάθεια", "μυστικοπαθείς":"μυστικοπαθής", "μυστικός":"μυστικός", "μυστικότητα":"μυστικότητα", "μυστικότητας":"μυστικότητα", "μυστικού":"μυστικός", "μυστικούς":"μυστικός", "μυστικών":"μυστικός", "μυστιλίδη":"μυστιλίδη", "μυταρά":"μυταράς", "μυταρας":"μυταράς", "μυταράς":"μυταράς", "μυτερά":"μυτερός", "μυτερή":"μυτερός", "μύτες":"μύτη", "μύτη":"μύτη", "μύτης":"μύτη", "μυτιληναίο":"μυτιληναίος", "μυτιληναιος":"μυτιληναίος", "μυτιληναίος":"μυτιληναίος", "μυτιληναίου":"μυτιληναίος", "μυτιλήνη":"μυτιλήνη", "μυτιληνης":"μυτιλήνη", "μυτιλήνης":"μυτιλήνη", "μυτούλα":"μυτούλα", "μυτούλες":"μυτούλα", "μύχιους":"μύχιος", "μυχό":"μυχός", "μυών":"μυς", "μυωπία":"μυωπία", "μυωπίας":"μυωπία", "μυωπικά":"μυωπικός", "μυωπική":"μυωπικός", "μωάμεθ":"μωάμεθ", "μώλωπες":"μώλωπας", "μωμόγερων":"μωμόγερων", "μωρά":"μωρό", "μωραΐτες":"μωραΐτες", "μωραΐτης":"μωραΐτης", "μωράκης":"μωράκης", "μωράκι":"μωράκι", "μωρέ":"μωρός", "μωρές":"μωρός", "μωρή":"μωρός", "μωρό":"μωρό", "μωρού":"μωρός", "μωρουδίστικο":"μωρουδίστικος", "μωρών":"μωρός", "μωσαϊκά":"μωσαϊκός", "μωσαϊκό":"μωσαϊκός", "μωσαϊκού":"μωσαϊκός", "μωυσή":"μωυσή", "μωυσής":"μωυσής", "μωυσιάδης":"μωυσιάδης", "ν":"ν", "ν'":"να", "ν.":"ν.", "ν.α.ε":"ν.α.ε", "ν.δ":"ν.δ", "ν.δ.":"ν.δ.", "ν.ε.":"ν.ε.", "ν.ε.α.":"ν.ε.α.", "ν.κ.":"ν.κ.", "ν.καρ.":"ν.καρ.", "ν.μ.":"ν.μ.", "ν.ο.":"ν.ο.", "ν.ο.θ.":"ν.ο.θ.", "ν.υ.":"ν.υ.", "ν.φ.":"ν.φ.", "ν+2":"ν+2", "νetmed":"νetmed", "να":"να", "νά":"να", "ναβάλ":"ναβάλ", "ναβάρα":"ναβάρα", "ναβάρο":"ναβάρο", "ναβάρο-βαλς":"ναβάρο-βαλς", "ναβόφσκι":"ναβόφσκι", "ναβροζίδης":"ναβροζίδης", "ναβροζίδου":"ναβροζίδου", "ναγέφσκι":"ναγέφσκι", "ναγιέφσκι":"ναγιέφσκι", "νάγκετς":"νάγκετς", "νάγκετς-λέικερς":"νάγκετς-λέικερς", "ναγκιμάρος":"ναγκιμάρος", "ναγκίσα":"ναγκίσα", "νάγκμπε":"νάγκμπε", "ναγκόρνο":"ναγκόρνο", "ναδίρ":"ναδίρ", "ναδόρ":"ναδόρ", "ναζαρετ":"ναζαρέτ", "ναζαρέτ":"ναζαρέτ", "ναζαρμπαγεφ":"ναζαρμπαγεφ", "ναζαρμπάγεφ":"ναζαρμπάγεφ", "ναζί":"ναζί", "ναζιανζηνός":"ναζιανζηνός", "ναζίμ":"ναζίμ", "ναζίρη":"ναζίρη", "ναζίρης":"ναζίρης", "ναζισμό":"ναζισμός", "ναζισμού":"ναζισμός", "ναζιστή":"ναζιστής", "ναζιστικά":"ναζιστικός", "ναζιστικές":"ναζιστικός", "ναζιστική":"ναζιστικός", "ναζιστικής":"ναζιστικός", "ναζιστικό":"ναζιστικός", "ναζιστικού":"ναζιστικός", "ναζιστικών":"ναζιστικός", "ναζιστών":"ναζιστής", "ναζλιδης":"ναζλιδης", "ναζλίδης":"ναζλίδης", "ναθ":"ναθ", "νάθαν":"νάθαν", "ναθαναηλ":"ναθαναήλ", "'ναι":"είμαι", "ναι":"ναι", "νάιλον":"νάιλον", "ναϊμέγκεν":"ναϊμέγκεν", "νάιν":"νάιν", "νάιντο":"νάιντο", "νάιντος":"νάιντος", "ναϊρόμπι-αθήνας":"ναϊρόμπι-αθήνας", "νάιτλι":"νάιτλι", "νακαμούρα":"νακαμούρα", "νάκας":"νάκα", "νάκης":"νάκης", "νάκιτς":"νάκιτς", "νάκος":"νάκος", "νάκου":"νάκος", "ναλιτζη":"ναλιτζη", "ναλιτζή":"ναλιτζή", "ναλμπάντης":"ναλμπάντης", "ναλμπαντιάν":"ναλμπαντιάν", "ναλμπαντίδης":"ναλμπαντίδης", "ναμ":"ναμ", "νάματα":"νάμα", "ναμάτων":"νάμα", "ναμπόκοφ":"ναμπόκοφ", "νανα":"νανα", "νανά":"νανά", "νάνα":"νάνα", "νανάς":"νανάς", "νάνι":"νάνι", "νάνι-νάνι":"νάνι-νάνι", "νανίτον":"νανίτον", "νάνο":"νάνος", "νάνοι":"νάνος", "νάνος":"νάνος", "νανοτεχνολογίας":"νανοτεχνολογία", "νάνου":"νάνος", "νανούρισμα":"νανούρισμα", "νάνους":"νάνος", "νανσί":"νανσί", "νάνσι":"νάνσι", "ναντ":"ναντ", "ν'ανταποκριθεί":"ν'ανταποκριθεί", "νάντια":"νάντια", "ναντίνιο":"ναντίνιο", "ναντιφέι":"ναντιφέι", "νάντιφεϊ":"νάντιφεϊ", "νάνων":"νάνος", "ναξάκη":"ναξάκη", "ναξάκης":"ναξάκης", "ναξαράν":"ναξαράν", "ναξιώτες":"ναξιώτης", "ναό":"ναός", "ναοδομία":"ναοδομία", "ναοί":"ναός", "ναοί-σύμβολα":"ναοί-σύμβολα", "ναοκθ":"ναοκθ", "ναός":"ναός", "'ναός":"'ναός", "ναού":"ναός", "ναουαζ":"ναουαζ", "ναουάζ":"ναουάζ", "ναούαζ":"ναούαζ", "ναουμίδης":"ναουμίδης", "ναούς":"ναός", "ναουσα":"νάουσα", "νάουσα":"νάουσα", "νάουσα-αμπελόκηποι2-11":"νάουσα-αμπελόκηποι2-11", "ναουσαίοι":"ναουσαίος", "ναουσαίος":"ναουσαίος", "ναουσαίου":"ναουσαίος", "ναουσαίους":"ναουσαίος", "νάουσας":"νάουσα", "ναουσης":"ναούσης", "ναουσσης":"ναουσσης", "νάπα":"νάπα", "ν'απλοποιηθούν":"ν'απλοποιηθούν", "ν'αποδεχθεί":"ν''αποδεχθεί", "ναπολέων":"ναπολέων", "νάπολι":"νάπολι", "νάπολι-καντού":"νάπολι-καντού", "ναπολιτάνικους":"ναπολιτάνικος", "ν'αποφευχθεί":"ν'αποφευχθεί", "ναρ":"ναρ", "νάρθηκα":"νάρθηκας", "νάρθηκας":"νάρθηκας", "νάρκες":"νάρκη", "νάρκη":"νάρκη", "νάρκης":"νάρκη", "ναρκισσεύεται":"ναρκισσεύομαι", "ναρκισσισμό":"ναρκισσισμός", "ναρκισσισμός":"ναρκισσισμός", "ναρκισσισμού":"ναρκισσισμός", "ναρκισσος":"νάρκισσος", "νάρκισσος":"νάρκισσος", "ναρκοθετεί":"ναρκοθετώ", "ναρκοθετημένο":"ναρκοθετημένος", "ναρκομανείς":"ναρκομανής", "ναρκομανή":"ναρκομανής", "ναρκομανών":"ναρκομανής", "ναρκοπέδιο":"ναρκοπέδιο", "ναρκωμένη":"ναρκώνω", "ναρκωμένο":"ναρκωμένος", "νάρκωσε":"ναρκώνω", "νάρκωση":"νάρκωση", "νάρκωσης":"νάρκωση", "ναρκωτικά":"ναρκωτικός", "ναρκωτικές":"ναρκωτικός", "ναρκωτικό":"ναρκωτικός", "ναρκωτικού":"ναρκωτικός", "ναρκωτικων":"ναρκωτικός", "ναρκωτικών":"ναρκωτικός", "νας":"νας", "νασα":"νασα", "νάσερ":"νάσερ", "νάσης":"νάσης", "νασίκα":"νασίκα", "νασιμένο":"νασιμένο", "νασιονάλ":"νασιονάλ", "νάσιοναλ":"νάσιοναλ", "νασιόπουλο":"νασιόπουλο", "νασιόπουλος":"νασιόπουλος", "νασιρίγια":"νασιρίγια", "νασκουδάκη":"νασκουδάκη", "νάσκου-περράκη":"νάσκου-περράκη", "νασμπάουμ":"νασμπάουμ", "νάσου":"νάσος", "νάσουτζικ":"νάσουτζικ", "νασρίν":"νασρίν", "νάστα":"νάστα", "ναστάζε":"ναστάζε", "ναστάζια":"ναστάζια", "νάστας":"νάστας", "ναστάσια":"ναστάσια", "νάστος":"νάστος", "νατάλε":"νατάλε", "νάταλι":"νάταλι", "ναταλία":"ναταλία", "νατάνζ":"νατάνζ", "νατάσα":"νατάσα", "νατάσσα":"νατάσσα", "νατο":"νατο", "νατοϊκές":"νατοϊκός", "νατοϊκή":"νατοϊκός", "νατοϊκής":"νατοϊκός", "νατοϊκού":"νατοϊκός", "νατοϊκών":"νατοϊκός", "νάτου":"νάτου", "νατουραλιζέ":"νατουραλιζέ", "νατουραλισμός":"νατουραλισμός", "νατουραλισμού":"νατουραλισμός", "νατουραλιστές":"νατουραλιστής", "νατουραλιστικές":"νατουραλιστικός", "νατουραλιστική":"νατουραλιστικός", "νατουραλιστικό":"νατουραλιστικός", "νατουραλιστικού":"νατουραλιστικός", "νατσέφκι":"νατσέφκι", "νατσέφσκι":"νατσέφσκι", "νατση":"νατση", "νάτση":"νάτση", "νατσης":"νατσης", "νάτσης":"νάτσης", "νάτσο":"νάτσο", "νατσούρας":"νατσούρας", "ναυαγεί":"ναυαγώ", "ναυάγησαν":"ναυαγώ", "ναυαγησε":"ναυαγώ", "ναυάγησε":"ναυαγώ", "ναυαγήσει":"ναυαγώ", "ναυαγήσουν":"ναυαγώ", "ναυάγια":"ναυάγιο", "ναυάγιο":"ναυάγιο", "ναυαγίου":"ναυάγιο", "ναυαγίων":"ναυάγιο", "ναυαγοσώστες":"ναυαγοσώστης", "ναυαγοσώστη":"ναυαγοσώστης", "ναυαγοσωστικό":"ναυαγοσωστικός", "ναυαγών":"ναυαγός", "ναυαρίνο":"ναυαρίνο", "ναυαρινον":"ναυαρινον", "ναυαρίνον":"ναυαρίνον", "ναυαρίνου":"ναυαρίνου", "ναυαρχίδα":"ναυαρχίδα", "ναυαρχίδες":"ναυαρχίδα", "ναύαρχο":"ναύαρχος", "ναύαρχον":"ναύαρχος", "ναύαρχος":"ναύαρχος", "ναυάρχου":"ναύαρχος", "ναύλα":"ναύλος", "ναυλωμένο":"ναυλώνω", "ναύλων":"ναύλος", "ναυλώνουν":"ναυλώνω", "ναυλώσει":"ναυλώνω", "ναύλωση":"ναύλωση", "ναυμαχία":"ναυμαχία", "ναυμαχίες":"ναυμαχία", "ναυπακτιακός-κερατσίνι2-01":"ναυπακτιακός-κερατσίνι2-01", "ναύπακτο":"ναύπακτος", "ναυπακτου-γ":"ναυπακτου-γ", "ναυπαυκτου":"ναυπαυκτου", "ναυπηγήθηκε":"ναυπηγώ", "ναυπήγησε":"ναυπηγώ", "ναυπήγηση":"ναυπήγηση", "ναυπήγησης":"ναυπήγηση", "ναυπηγός":"ναυπηγός", "ναύπλιο":"ναύπλιο", "ναυς":"ναυς", "ναυσικα":"ναυσικά", "ναυσικά":"ναυσικά", "ναυσιπλοΐα":"ναυσιπλοΐα", "ναυσιπλοΐας":"ναυσιπλοΐα", "ναύσταθμο":"ναύσταθμος", "ναυταθλητικές":"ναυταθλητικός", "ναυταθλητική":"ναυταθλητικός", "ναύτες":"ναύτης", "ναύτης":"ναύτης", "ναυτία":"ναυτία", "ναυτίας":"ναυτία", "ναυτικά":"ναυτικός", "ναυτικές":"ναυτικός", "ναυτική":"ναυτικός", "ναυτικής":"ναυτικός", "ναυτικό":"ναυτικό", "ναυτικοί":"ναυτικός", "ναυτικος":"ναυτικός", "ναυτικός":"ναυτικός", "ναυτικού":"ναυτικό", "ναυτικού":"ναυτικός", "ναυτικούς":"ναυτικός", "ναυτικών":"ναυτικός", "ναυτιλία":"ναυτιλία", "ναυτιλιακες":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακές":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακη":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακή":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακό":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακός":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακού":"ναυτιλιακός", "ναυτιλιακών":"ναυτιλιακός", "ναυτιλίας":"ναυτιλία", "ναυτών":"ναύτης", "ναφθαλίνη":"ναφθαλίνη", "ναών":"ναός", "νβα":"νβα", "νδ":"νδ", "νδ.":"νδ.", "νδ-πασοκ":"νδ-πασοκ", "νδφκ":"νδφκ", "νε":"νε", "νεα":"νέος", "νέα":"νέος", "νεανίδων":"νεάνιδα", "νεανίες":"νεανίας", "νεανικά":"νεανικά", "νεανικά":"νεανικός", "νεανικές":"νεανικός", "νεανική":"νεανικός", "νεανικής":"νεανικός", "νεανικό":"νεανικός", "νεανικοί":"νεανικός", "νεανικού":"νεανικός", "νεανικών":"νεανικός", "νεαπόλεως":"νεάπολη", "νεαπολη":"νεάπολη", "νεάπολη":"νεάπολη", "νεαπολης":"νεάπολη", "νεάπολης":"νεάπολη", "νεαρά":"νεαρός", "νεαρές":"νεαρός", "νεαρή":"νεαρός", "νεαρής":"νεαρός", "νεαρό":"νεαρός", "νεαροί":"νεαρός", "νεαρόν":"νεαρός", "νεαρός":"νεαρός", "νεαρότατα":"νεαρός", "νεαρότερα":"νεαρός", "νεαρότερη":"νεαρός", "νεαρότερος":"νεαρός", "νεαρού":"νεαρός", "νεαρούς":"νεαρός", "νεαρών":"νεαρός", "νεας":"νέος", "νέας":"νέος", "νέβιλ":"νέβιλ", "νέβλαντ":"νέβλαντ", "νεγκόσκας":"νεγκόσκας", "νέγκρο":"νέγκρο", "νεγκροπόντε":"νεγκροπόντε", "νεγρεποντη-δελιβανη":"νεγρεποντη-δελιβανη", "νεγροπόντε":"νεγροπόντε", "νεγροπόντη-δελιβάνη":"νεγροπόντη-δελιβάνη", "νέε":"νέος", "νεες":"νέος", "νέες":"νέος", "νεθ":"νεθ", "νέιθαν":"νέιθαν", "νείλου":"νείλος", "νέιντερ":"νέιντερ", "νέισμιθ":"νέισμιθ", "νέιτ":"νέιτ", "νέκρα":"νέκρα", "νεκρά":"νεκρός", "νεκρανάσταση":"νεκρανάσταση", "νεκρανάστασή":"νεκρανάσταση", "νεκρανάστασης":"νεκρανάσταση", "νέκρας":"νέκρα", "νεκρές":"νεκρός", "νεκρή":"νεκρός", "νεκρής":"νεκρός", "νεκρικά":"νεκρικός", "νεκρικές":"νεκρικός", "νεκρική":"νεκρικός", "νεκρικών":"νεκρικός", "νεκρό":"νεκρός", "νεκροζώνταντους":"νεκροζώνταντους", "νεκροθάφτες":"νεκροθάφτης", "νεκροθάφτη":"νεκροθάφτης", "νεκροθάφτης":"νεκροθάφτης", "νεκροι":"νεκρός", "νεκροί":"νεκρός", "νεκροκεφαλές":"νεκροκεφαλή", "νεκροκεφαλών":"νεκροκεφαλή", "νεκρολογία":"νεκρολογία", "νεκρόπολη":"νεκρόπολη", "νεκρός":"νεκρός", "νεκροταφεία":"νεκροταφείο", "νεκροταφείο":"νεκροταφείο", "νεκροταφείον":"νεκροταφείο", "νεκροταφείου":"νεκροταφείο", "νεκροτομεία":"νεκροτομείο", "νεκροτομείο":"νεκροτομείο", "νεκροτομή":"νεκροτομή", "νεκρού":"νεκρός", "νεκρούς":"νεκρός", "νεκροφανείς":"νεκροφανής", "νεκροψία":"νεκροψία", "νεκροψία-νεκροτομή":"νεκροψία-νεκροτομή", "νεκροψίας":"νεκροψία", "νεκρωθεί":"νεκρώνω", "νεκρωμένη":"νεκρώνω", "νεκρών":"νεκρός", "νεκρώνει":"νεκρώνω", "νεκρώνεται":"νεκρώνω", "νέκρωσαν":"νεκρώνω", "νέκρωσε":"νεκρώνω", "νέκρωση":"νέκρωση", "νέκρωσης":"νέκρωση", "νεκρώσιμη":"νεκρώσιμος", "νεκρώσουν":"νεκρώνω", "νέκταρ":"νέκταρ", "νεκτάριο":"νεκτάριος", "νεκταριος":"νεκτάριος", "νεκτάριος":"νεκτάριος", "νεκταρίου":"νεκτάριος", "νέλι":"νέλι", "νέλισε":"νέλισε", "νέλλη":"νέλλη", "νελσον":"νελσον", "νέλσον":"νέλσον", "νέμ":"νέμ", "νεμανια":"νεμανια", "νεμάνια":"νεμάνια", "νεμεση":"νέμεση", "νέμονταν":"νέμω", "νεμπεγλέρα":"νεμπεγλέρα", "νεμπεγλέρας":"νεμπεγλέρας", "νεμπράσκα":"νεμπράσκα", "νεμτσούδη":"νεμτσούδη", "νένα":"νένα", "νένιας":"νένιας", "νεντέλκοβιτς":"νεντέλκοβιτς", "νεο":"νεο", "νέο":"νέος", "νεοαναγειρόμενου":"νεοαναγειρόμενου", "νεοαναγειρόμενων":"νεοαναγειρόμενων", "νεοανεγερθέν":"νεοανεγερθείς", "νέο-αποικιοκρατική":"νέο-αποικιοκρατική", "νέο-αποικισμού":"νέο-αποικισμού", "νεοαποκτηθείς":"νεοαποκτηθείς", "νεοαποκτηθείσης":"νεοαποκτηθείς", "νεογέννητα":"νεογέννητος", "νεογέννητο":"νεογέννητος", "νεογκολικού":"νεογκωλικός", "νεογνά":"νεογνό", "νεογνό":"νεογνό", "νεογνών":"νεογνό", "νεοδαρβινική":"νεοδαρβινικός", "νεοδημοκράτες":"νεοδημοκράτης", "νεοδημοκρατικά":"νεοδημοκρατικός", "νεοδημοκρατική":"νεοδημοκρατικός", "νεοδιορισθείς":"νεοδιορισθείς", "νεόδμητα":"νεόδμητος", "νεόδμητο":"νεόδμητος", "νεόδμητων":"νεόδμητος", "νεοεισαχθείσα":"νεοεισαχθείς", "νεοεισελθέντων":"νεοεισελθείς", "νεοεισελθόντα":"νεοεισελθών", "νεοεισερχόμενες":"νεοεισερχόμενος", "νεοεισερχόμενο":"νεοεισερχόμενος", "νεοεισερχομένους":"νεοεισερχόμενος", "νεοεισερχόμενους":"νεοεισερχόμενος", "νεοεκλεγείς":"νεοεκλεγείς", "νεοεκλεγείσες":"νεοεκλεγείς", "νεοεκλεγέντα":"νεοεκλεγείς", "νεοεκλεγέντος":"νεοεκλεγείς", "νεοεκλεγμένοι":"νεοεκλεγμένος", "νεοεκλεγμένος":"νεοεκλεγμένος", "νεοέλληνες":"νεοέλληνας", "νεοελληνικά":"νεοελληνικός", "νεοελληνικές":"νεοελληνικός", "νεοελληνική":"νεοελληνικός", "νεοελληνικής":"νεοελληνικός", "νεοελληνικό":"νεοελληνικός", "νεοελληνικού":"νεοελληνικός", "νεοελληνικών":"νεοελληνικός", "νεοελλήνων":"νεοέλληνας", "νεοζηλανδός":"νεοζηλανδός", "νεοι":"νέος", "νέοι":"νέος", "νεο-ιδεαλισμού":"νεο-ιδεαλισμού", "νεοκάστρου":"νεοκάστρο", "νεοκλασικά":"νεοκλασικός", "νεοκλασικές":"νεοκλασικός", "νεοκλασική":"νεοκλασικός", "νεοκλασικής":"νεοκλασικός", "νεοκλασικό":"νεοκλασικός", "νεοκλασικού":"νεοκλασικός", "νεόκοπη":"νεόκοπος", "νεόκτιστο":"νεόκτιστος", "νεοκυματικούς":"νεοκυματικός", "νεολαια":"νεολαία", "νεολαία":"νεολαία", "νεολαίας":"νεολαία", "νεολαίες":"νεολαία", "νεολαίοι":"νεολαίος", "νεολαίος":"νεολαίος", "νεολιθική":"νεολιθικός", "νεολιθικό":"νεολιθικός", "νεολιθικός":"νεολιθικός", "νεολιθικού":"νεολιθικός", "νεολιθικούς":"νεολιθικός", "νεολιθικών":"νεολιθικός", "νεολογισμό":"νεολογισμός", "νεολογισμοί":"νεολογισμός", "νέον":"νέος", "νεοναζί":"νεοναζί", "νεοναζιστές":"νεοναζιστής", "νεόνυμφοι":"νεόνυμφος", "νεονύμφους":"νεόνυμφος", "νεοορθοδόξων":"νεοορθόδοξος", "νέο-παλιά":"νέο-παλιά", "νεόπλασμα":"νεόπλασμα", "νεοπλάσματα":"νεόπλασμα", "νεοπλασματικές":"νεοπλασματικός", "νεόπλουτες":"νεόπλουτος", "νεόπλουτη":"νεόπλουτος", "νεοπλουτισμού":"νεοπλουτισμός", "νεόπλουτοι":"νεόπλουτος", "νεόπλουτους":"νεόπλουτος", "νεόπλουτων":"νεόπλουτος", "νεοπροσλαμβανόμενους":"νεοπροσλαμβανόμενος", "νεοπρόσφυγες":"νεοπρόσφυγας", "νεοπτώχων":"νεόπτωχος", "νεορομαντικούς":"νεορομαντικός", "νεορομαντισμού":"νεορομαντισμός", "νεος":"νέος", "νέος":"νέος", "νεοσσός":"νεοσσός", "νεοσσούς":"νεοσσός", "νεοσύλλεκτους":"νεοσύλλεκτος", "νεοσυντηρητική":"νεοσυντηρητικός", "νεοσυντηρητικής":"νεοσυντηρητικός", "νεοσυντηρητικοί":"νεοσυντηρητικός", "νεοσυντηρητικούς":"νεοσυντηρητικός", "νεοσυντηρητικών":"νεοσυντηρητικός", "νεοσυσταθείσας":"νεοσυσταθείς", "νεοσύστατα":"νεοσύστατος", "νεοσύστατες":"νεοσύστατος", "νεοσύστατης":"νεοσύστατος", "νεοσύστατο":"νεοσύστατος", "νεοσύστατου":"νεοσύστατος", "νεότερα":"νέος", "νεοτέρας":"νέος", "νεότερες":"νέος", "νεότερη":"νέος", "νεότερης":"νέος", "νεοτερικότητα":"νεοτερικότητα", "νεοτερικότητας":"νεοτερικότητα", "νεότερο":"νέος", "νεότεροι":"νέος", "νεότερος":"νέος", "νεότερου":"νέος", "νεότερους":"νέος", "νεότερων":"νέος", "νεότευκτης":"νεότευκτος", "νεότευκτο":"νεότευκτος", "νεότευκτου":"νεότευκτος", "νεότητα":"νεότητα", "νεότητας":"νεότητα", "νεοτοποθετηθείς":"νεοτοποθετηθείς", "νεότουρκοι":"νεότουρκος", "νέου":"νέον", "νεου":"νέος", "νέου":"νέος", "νεοϋορκέζα":"νεοϋορκέζα", "νεοϋορκέζικης":"νεοϋορκέζικος", "νεοϋορκέζικο":"νεοϋορκέζικος", "νεοϋορκέζοι":"νεοϋορκέζος", "νεοϋορκέζου":"νεοϋορκέζος", "νεοϋορκέζους":"νεοϋορκέζος", "νέους":"νέος", "νεοφασίστες":"νεοφασίστας", "νεοφερμένο":"νεοφερμένος", "νεοφερμένος":"νεοφερμένος", "νεοφιλελεύθερα":"νεοφιλελεύθερος", "νεοφιλελεύθερες":"νεοφιλελεύθερος", "νεοφιλελεύθερη":"νεοφιλελεύθερος", "νεοφιλελεύθερης":"νεοφιλελεύθερος", "νεοφιλελευθερισμό":"νεοφιλελευθερισμός", "νεοφιλελευθερισμός":"νεοφιλελευθερισμός", "νεοφιλελευθερισμού":"νεοφιλελευθερισμός", "νεο-φιλελεύθερο":"νεο-φιλελεύθερο", "νεοφυτίδης":"νεοφυτίδης", "νεοφύτου":"νεοφύτου", "νεοφώτιστης":"νεοφώτιστος", "νεοφώτιστου":"νεοφώτιστος", "νεοφώτιστους":"νεοφώτιστος", "νεοχώρι":"νεοχώρι", "νεοχωρούδα":"νεοχωρούδα", "νεπάλ":"νεπάλ", "νεποτισμό":"νεποτισμός", "νερά":"νερό", "νεράιδα":"νεράιδα", "νεράιδες":"νεράιδα", "νεράντζη":"νεράντζης", "νεράτζης":"νεράτζης", "νερατζίδης":"νερατζίδης", "νερατζιώτισσα":"νερατζιώτισσα", "νερατζούρι":"νερατζούρι", "νέρι":"νέρι", "νερο":"νερό", "νερό":"νερό", "νέρο":"νέρο", "νεροκάρδαμο":"νεροκάρδαμο", "νεροκουβαλητές":"νεροκουβαλητής", "νεροκουβαλητή":"νεροκουβαλητής", "νεροκουβαλητής":"νεροκουβαλητής", "νερόμυλο":"νερόμυλος", "νερόμυλοι":"νερόμυλος", "νεροποντές":"νεροποντή", "νεροποντή":"νεροποντή", "νερού":"νερό", "νεροχύτη":"νεροχύτης", "νερών":"νερό", "νέρωνα":"νέρωνας", "νερώστε":"νερώνω", "νες":"νες", "νεσελάντε":"νεσελάντε", "νέσιτς":"νέσιτς", "νέστορ":"νέστορ", "νέστορα":"νέστορας", "νέστορας":"νέστορας", "νεστορίδου":"νεστορίδου", "νέστος":"νέστος", "νέστωρ":"νέστωρ", "νετ":"νετ", "νετ19":"νετ19", "νετανιαχου":"νετανιαχου", "νετανιάχου":"νετανιάχου", "νετρίνα":"νετρίνα", "νετρονίου":"νετρόνιο", "νετς":"νετς", "νετς-μάτζικ":"νετς-μάτζικ", "νεύμα":"νεύμα", "νεύματα":"νεύμα", "νεύματος":"νεύμα", "νευμάτων":"νεύμα", "νεύρα":"νεύρο", "νευραλγικά":"νευραλγικός", "νευραλγικές":"νευραλγικός", "νευραλγική":"νευραλγικός", "νευραλγικό":"νευραλγικός", "νευραλγικού":"νευραλγικός", "νευραλγικών":"νευραλγικός", "νευριάζει":"νευριάζω", "νευριάσετε":"νευριάζω", "νευριασμένος":"νευριάζω", "νευρικά":"νευρικά", "νευρικές":"νευρικός", "νευρική":"νευρικός", "νευρικής":"νευρικός", "νευρικό":"νευρικός", "νευρικοί":"νευρικός", "νευρικός":"νευρικός", "νευρικότητα":"νευρικότητα", "νευρικότητας":"νευρικότητα", "νευρικού":"νευρικός", "νευρικών":"νευρικός", "νεύρο":"νεύρο", "νευροαισθητήρια":"νευροαισθητήριο", "νευρογλοιακά":"νευρογλοιακός", "νευρογλοιακών":"νευρογλοιακός", "νευροκόπι":"νευροκόπι", "νευροκοπίου":"νευροκόπι", "νευρολογία":"νευρολογία", "νευρολογίας":"νευρολογία", "νευρολογικές":"νευρολογικός", "νευρολογική":"νευρολογικός", "νευρολογικής":"νευρολογικός", "νευρολόγο":"νευρολόγος", "νευρολόγος":"νευρολόγος", "νευρολόγος-ψυχίατρος":"νευρολόγος-ψυχίατρος", "νευροπαραλυτικού":"νευροπαραλυτικός", "νεύρων":"νεύρο", "νευρώνα":"νευρώνας", "νευρώνες":"νευρώνας", "νευρώνων":"νευρώνας", "νευρώσεις":"νεύρωση", "νεύρωση":"νεύρωση", "νευρωσική":"νευρωσικός", "νευρωτικά":"νευρωτικός", "νευρωτική":"νευρωτικός", "νευρωτικός":"νευρωτικός", "νευρωτικού":"νευρωτικός", "νευρωτικών":"νευρωτικός", "νευτώνεια":"νευτώνειος", "νεφέλη":"νεφέλη", "νεφέλης":"νεφέλη", "νεφελοκοκκυγία":"νεφελοκοκκυγία", "νεφελώδεις":"νεφελώδης", "νεφελώδες":"νεφελώδης", "νεφελώδη":"νεφελώδης", "νεφελώδης":"νεφελώδης", "νεφέλωμα":"νεφέλωμα", "νεφελώματα":"νεφέλωμα", "νεφελωμάτων":"νεφέλωμα", "νέφη":"νέφος", "νεφοκάλυψης":"νεφοκάλυψης", "νέφος":"νέφος", "νεφρά":"νεφρό", "νεφρική":"νεφρικός", "νεφρικό":"νεφρικός", "νεφρό":"νεφρός", "νεφροί":"νεφρός", "νεφρολόγος":"νεφρολόγος", "νεφροπαθείς":"νεφροπαθής", "νεφρού":"νεφρό", "νεφρούς":"νεφρός", "νεφρών":"νεφρός", "νεφών":"νέφος", "νεφώσεις":"νέφωση", "νέφωση":"νέφωση", "νεωn":"νέος", "νεων":"νέος", "νέων":"νέος", "νεώτερα":"νέος", "νεωτέρας":"νέος", "νεώτερες":"νέος", "νεώτερη":"νέος", "νεώτερης":"νέος", "νεωτερικά":"νεωτερικός", "νεωτερική":"νεωτερικός", "νεωτερικής":"νεωτερικός", "νεωτερικό":"νεωτερικός", "νεωτερικός":"νεωτερικός", "νεωτερικότητας":"νεωτερικότητα", "νεωτερικών":"νεωτερικός", "νεωτερισμό":"νεωτερισμός", "νεωτερισμός":"νεωτερισμός", "νεωτερισμού":"νεωτερισμός", "νεωτερισμούς":"νεωτερισμός", "νεωτεριστικά":"νεωτεριστικός", "νεωτεριστικές":"νεωτεριστικός", "νεώτερο":"νέος", "νεώτεροι":"νέος", "νεώτερον":"νέος", "νεώτερος":"νέος", "νεώτερου":"νέος", "νεώτερους":"νέος", "νεωτέρων":"νέος", "νεώτερων":"νέος", "ν-η":"ν-η", "νηαρ":"νηαρ", "νήαρ":"νήαρ", "νήμα":"νήμα", "νήματα":"νήμα", "νηματεμπορικη":"νηματεμπορικός", "νηματεμπορικης":"νηματεμπορικός", "νήματος":"νήμα", "νημάτων":"νήμα", "νηνεμία":"νηνεμία", "νηογνώμονα":"νηογνώμονας", "νηοπομπές":"νηοπομπή", "νήπια":"νήπιο", "νήπιά":"νήπιο", "νηπιαγωγεία":"νηπιαγωγείο", "νηπιαγωγείο":"νηπιαγωγείο", "νηπιαγωγείου":"νηπιαγωγείο", "νηπιαγωγείων":"νηπιαγωγείο", "νηπιαγωγό":"νηπιαγωγός", "νηπιαγωγοί":"νηπιαγωγός", "νηπιαγωγός":"νηπιαγωγός", "νηπιαγωγού":"νηπιαγωγός", "νηπιακής":"νηπιακός", "νηπιακό":"νηπιακός", "νήπιο":"νήπιο", "νηπίων":"νήπιο", "νήρας":"νήρας", "νηρέας":"νηρέας", "νηρευς-ιχθυοκαλλιεργειες":"νηρευς-ιχθυοκαλλιεργειες", "νησάκι":"νησάκι", "νησάκια":"νησάκι", "νησί":"νησί", "νησια":"νησί", "νησιά":"νησί", "νησίδα":"νησίδα", "νησίδας":"νησίδα", "νησίδες":"νησίδα", "νησιού":"νησί", "νησιών":"νησί", "νησιώτες":"νησιώτης", "νησιώτικα":"νησιώτικος", "νησιωτικές":"νησιωτικός", "νησιωτική":"νησιωτικός", "νησιώτικη":"νησιώτικος", "νησιωτικής":"νησιωτικός", "νησιωτικό":"νησιωτικός", "νησιώτικους":"νησιώτικος", "νησιωτικών":"νησιωτικός", "νήσο":"νήσος", "νήσοι":"νήσος", "νήσος":"νήσος", "νήσου":"νήσος", "νηστεία":"νηστεία", "νηστεύουν":"νηστεύω", "νηστέψουν":"νηστεύω", "νηστικά":"νηστικός", "νηστικοί":"νηστικός", "νηστίσιμο":"νηστίσιμος", "νηστίσιμων":"νηστίσιμος", "νήσων":"νήσος", "νηφάλια":"νηφάλια", "νηφάλιοι":"νηφάλιος", "νηφάλιος":"νηφάλιος", "νηφαλιότητα":"νηφαλιότητα", "νηφαλιότητας":"νηφαλιότητα", "νηφάλιων":"νηφάλιος", "νι":"νι", "νια":"νέος", "νιαζί":"νιαζί", "νιακχνούμ":"νιακχνούμ", "νιάου":"νιάου", "νιάτα":"νιάτα", "νιάτων":"νιάτα", "νιβ":"νιβ", "νιβέ":"νιβέ", "νίγδελης":"νίγδελης", "νιγήρα":"νιγήρα", "νίγηρα":"νίγηρα", "νιγηρια":"νιγηρία", "νιγηρία":"νιγηρία", "νιγηριανής":"νιγηριανή", "νιγηριανής":"νιγηριανός", "νιγηριανό":"νιγηριανός", "νιγηριανοί":"νιγηριανός", "νιγηριανός":"νιγηριανός", "νιγηριανού":"νιγηριανός", "νιγηριανών":"νιγηριανός", "νιγηρίας":"νιγηρία", "νιγρίτα":"νιγρίτα", "νιγρίτας":"νιγρίτα", "νιγριτινών":"νιγριτινών", "νιέτζιελαντ":"νιέτζιελαντ", "νιζάμης":"νιζάμης", "νιζοπολίτης":"νιζοπολίτης", "νικ":"νικ", "νικ.":"νικ.", "νικά":"νικώ", "νίκα":"νικώ", "νικάει":"νικώ", "νίκαια":"νίκαια", "νίκαιας":"νίκαια", "νικαίας":"νικαίας", "νικάμε":"νικώ", "νίκας":"νίκας", "νικας":"νικώ", "νικες":"νίκη", "νίκες":"νίκη", "νικη":"νίκη", "νίκη":"νίκη", "νικηθεί":"νικώ", "νικήθηκε":"νικώ", "νικηθούν":"νικώ", "νικημένοι":"νικημένος", "νικημένος":"νικώ", "νίκη-οξυγόνο":"νίκη-οξυγόνο", "νικης":"νίκη", "νίκης":"νίκη", "νικήσαμε":"νικώ", "νικησαν":"νικώ", "νίκησαν":"νικώ", "νικησε":"νικώ", "νίκησε":"νικώ", "νικήσει":"νικώ", "νικήσεις":"νικώ", "νικήσετε":"νικώ", "νικήσιανη":"νικήσιανη", "νικήσουμε":"νικώ", "νικήσουν":"νικώ", "νικήτα":"νικήτας", "νικητα":"νικητής", "νικητάκης":"νικητάκης", "νικήτας":"νικήτας", "νικητες":"νικητής", "νικητές":"νικητής", "νικήτη":"νικήτη", "νικητή":"νικητής", "νικητήριο":"νικητήριος", "νικητήριου":"νικητήριος", "νικητής":"νικητής", "νικήτης":"νικήτης", "νικητιανών":"νικητιανών", "νικήτρια":"νικήτρια", "νικήτριες":"νικήτρια", "νικητών":"νικητής", "νικηφόρα":"νικηφόρα", "νικηφόρα":"νικηφόρος", "νικηφόρες":"νικηφόρος", "νικηφορίδης":"νικηφορίδης", "νικηφόρο":"νικηφόρος", "νικηφόρος":"νικηφόρος", "νικηφόρων":"νικηφόρος", "νικιέται":"νικώ", "νικίτα":"νικίτα", "νικιτιν":"νικιτιν", "νικίτιν":"νικίτιν", "νίκιτς":"νίκιτς", "νικκει":"νικκει", "νίκο":"νίκος", "νίκογλου":"νίκογλου", "νικόλ":"νικόλ", "νικολά":"νικολά", "νίκολα":"νίκολα", "νικόλα":"νικόλας", "νικολαϊ":"νικολαϊ", "νικολάι":"νικολάι", "νικολαΐδη":"νικολαΐδη", "νικολαίδης":"νικολαίδης", "νικολαϊδης":"νικολαϊδης", "νικολαΐδης":"νικολαΐδης", "νικολαΐδου":"νικολαΐδου", "νικολακόπουλο":"νικολακόπουλος", "νικολακοπούλου":"νικολακοπούλου", "νικόλαο":"νικόλαος", "νικόλαον":"νικόλαος", "νικολαος":"νικόλαος", "νικόλαος":"νικόλαος", "νικολαου":"νικόλαος", "νικολάου":"νικόλαος", "νικόλαου":"νικόλαου", "νικολας":"νικόλας", "νικόλας":"νικόλας", "νίκολας":"νίκολας", "νικολετα":"νικολέτα", "νικολέτα":"νικολέτα", "νικολετας":"νικολέτα", "νικολης":"νικολής", "νικολής":"νικολής", "νικολόπουλος":"νικολόπουλος", "νικολόπουλου":"νικολόπουλος", "νικολούδης":"νικολούδης", "νικολούλη":"νικολούλη", "νίκολς":"νίκολς", "νίκολσον":"νίκολσον", "νικόλτσιος":"νικόλτσιος", "νικομηδινό":"νικομηδινό", "νικομηδινού":"νικομηδινού", "νικόπολη":"νικόπολη", "νικόπολης":"νικόπολη", "νικοπολίδη":"νικοπολίδη", "νικοπολιδης":"νικοπολιδης", "νικοπολίδης":"νικοπολίδης", "νικος":"νίκος", "νίκος":"νίκος", "νικοτίνη":"νικοτίνη", "νικοτίνης":"νικοτίνη", "νικοτσάρα":"νικοτσάρα", "νικου":"νίκος", "νίκου":"νίκος", "νικουλάε":"νικουλάε", "νικούν":"νικώ", "νικούσαμε":"νικώ", "νικούσε":"νικώ", "νικς":"νικς", "νικς-ουίζαρντς":"νικς-ουίζαρντς", "νικς-σιάτλ":"νικς-σιάτλ", "νικων":"νίκη", "νικών":"νίκη", "νικώντας":"νικώ", "νιλ":"νιλ", "νιλς":"νιλς", "νίλσον":"νίλσον", "νίμιτς":"νίμιτς", "νίντχομ":"νίντχομ", "νιόβης":"νιόβη", "νιόκι":"νιόκι", "νιόνυμφοι":"νιόνυμφος", "νιόπαντρους":"νιόπαντρος", "νιότη":"νιότη", "νιότης":"νιότη", "νιου":"νέος", "νιού":"νιού", "νιούελς":"νιούελς", "νιουζ":"νιουζ", "νιούζγουικ":"νιούζγουικ", "νιουκαστλ":"νιουκαστλ", "νιουκάστλ":"νιουκάστλ", "νιουκάστλ3187929-32":"νιουκάστλ3187929-32", "νιούσγουικ":"νιούσγουικ", "νιούσκαστερ":"νιούσκαστερ", "νιουτ":"νιουτ", "νιουτάουν":"νιουτάουν", "νιούτον":"νιούτον", "νιούχερμσντορφ":"νιούχερμσντορφ", "νίπτει":"νίπτω", "νιπτήρα":"νιπτήρας", "νίπτω":"νίπτω", "νιρ-αμ":"νιρ-αμ", "νιρβάνα":"νιρβάνα", "νίρο":"νίρο", "νις":"νις", "νισάν":"νισάν", "νισάφι":"νισάφι", "νίσον":"νίσον", "νίστελροϊ":"νίστελροϊ", "νίτης":"νίτης", "νιτρικά":"νιτρικός", "νιτρώδη":"νιτρώδης", "νίτσας":"νίτσας", "νίτσε":"νίτσε", "νιχάτ":"νιχάτ", "νίψα":"νίψα", "νιώθαμε":"νιώθω", "νιώθει":"νιώθω", "νιώθεί":"νιώθω", "νιώθεις":"νιώθω", "νιώθετε":"νιώθω", "νιώθοντας":"νιώθω", "νιώθουμε":"νιώθω", "νιώθουν":"νιώθω", "νιώθω":"νιώθω", "νιώσαμε":"νιώθω", "νιώσατε":"νιώθω", "νιώσει":"νιώθω", "νιώσεις":"νιώθω", "νιώσετε":"νιώθω", "νιώσουμε":"νιώθω", "νιώσουν":"νιώθω", "νιώσω":"νιώθω", "νο":"νο", "νο1":"νο1", "νο16":"νο16", "νο2":"νο2", "νο21":"νο21", "νο4":"νο4", "νόα":"νόα", "νόαμ":"νόαμ", "νοβα":"νοβα", "νόβακ":"νόβακ", "νοβακόφσκι":"νοβακόφσκι", "νοβινάρ":"νοβινάρ", "νόβινυ":"νόβινυ", "νοβίτσκι":"νοβίτσκι", "νοδε":"νοδε", "νοεί":"νοώ", "νοείται":"νοούμαι", "νοείτω":"νοούμαι", "νοέλ":"νοέλ", "νόελ":"νόελ", "νοέμβρη":"νοέμβριος", "νοέμβριο":"νοέμβριος", "νοέμβριος":"νοέμβριος", "νοεμβριου":"νοέμβριος", "νοεμβρίου":"νοέμβριος", "νοεμβρίου1997":"νοεμβρίου1997", "νοερά":"νοερά", "νοερό":"νοερός", "νοηθεί":"νοούμαι", "νοηθούν":"νοούμαι", "νοημα":"νόημα", "νόημα":"νόημα", "νόημά":"νόημα", "νοήματα":"νόημα", "νοηματικά":"νοηματικός", "νοηματικές":"νοηματικός", "νοηματική":"νοηματικός", "νοηματικής":"νοηματικός", "νοηματικό":"νοηματικός", "νοηματοδοτήσει":"νοηματοδοτώ", "νοηματοδότηση":"νοηματοδότηση", "νοήματος":"νόημα", "νοήματός":"νόημα", "νοημάτων":"νόημα", "νοήμονα":"νοήμων", "νοήμονες":"νοήμων", "νοημοσύνη":"νοημοσύνη", "νοημοσύνης":"νοημοσύνη", "νόηση":"νόηση", "νοητά":"νοητά", "νοητές":"νοητός", "νοητή":"νοητός", "νοητική":"νοητικός", "νοητικής":"νοητικός", "νοητό":"νοητός", "νοθεία":"νοθεία", "νοθείας":"νοθεία", "νοθεύεται":"νοθεύω", "νοθευμένα":"νοθευμένος", "νοθευμένων":"νοθευμένος", "νοθεύσει":"νοθεύω", "νόθευση":"νόθευση", "νόθευσης":"νόθευση", "νοθεύτηκε":"νοθεύω", "νόθο":"νόθος", "νοι":"νοι", "νοιάζει":"νοιάζει", "νοιάζεσαι":"νοιάζομαι", "νοιάζεστε":"νοιάζομαι", "νοιάζεται":"νοιάζομαι", "νοιάζομαι":"νοιάζομαι", "νοιαζόμαστε":"νοιάζομαι", "νοιάζονται":"νοιάζομαι", "νοιάζονταν":"νοιάζομαι", "νοιαζόταν":"νοιάζομαι", "νοιάζουν":"νοιάζουν", "νοιαστεί":"νοιάζομαι", "νοιάστηκε":"νοιάζομαι", "νοιαστούμε":"νοιάζομαι", "νοιαστούν":"νοιάζομαι", "νοίκι":"νοίκι", "νοίκιαζε":"νοικιάζω", "νοικιάζει":"νοικιάζω", "νοικιάζοντας":"νοικιάζω", "νοικιαζόταν":"νοικιάζω", "νοικιάζουμε":"νοικιάζω", "νοικιάζουν":"νοικιάζω", "νοικιάσαμε":"νοικιάζω", "νοικιάσει":"νοικιάζω", "νοικιασμα":"νοίκιασμα", "νοικιασμένο":"νοικιασμένος", "νοικιασμένος":"νοικιάζω", "νοικιασμένους":"νοικιάζω", "νοικιάσουν":"νοικιάζω", "νοικιαστεί":"νοικιάζω", "νοικιάστηκαν":"νοικιάζω", "νοικιάσω":"νοικιάζω", "νοικοκυρά":"νοικοκυρά", "νοικοκυραίοι":"νοικοκυραίος", "νοικοκυραίος":"νοικοκύρης", "νοικοκυράς":"νοικοκυρά", "νοικοκύρεμα":"νοικοκύρεμα", "νοικοκυρέματος":"νοικοκύρεμα", "νοικοκυρεμένο":"νοικοκυρεμένος", "νοικοκυρές":"νοικοκυρά", "νοικοκυρέψει":"νοικοκυρεύω", "νοικοκύρηδες":"νοικοκύρης", "νοικοκύρης":"νοικοκύρης", "νοικοκυριά":"νοικοκυριό", "νοικοκυριο":"νοικοκυριό", "νοικοκυριό":"νοικοκυριό", "νοικοκυριού":"νοικοκυριό", "νοικοκυριών":"νοικοκυριό", "νοιώθει":"νιώθω", "νοιώθετε":"νιώθω", "νοιώθουν":"νιώθω", "νοιώθω":"νιώθω", "νοκ":"νοκ", "νοκ-άουτ":"νοκ-άουτ", "νόλαν":"νόλαν", "νόλλα":"νόλλα", "νόλτε":"νόλτε", "νομάδες":"νομάδας", "νομαδικό":"νομαδικός", "νομάδων":"νομάδας", "νομάρχα":"νομάρχης", "νομάρχες":"νομάρχης", "νομαρχη":"νομάρχης", "νομάρχη":"νομάρχης", "νομάρχης":"νομάρχης", "νομαρχια":"νομαρχία", "νομαρχία":"νομαρχία", "νομαρχιακά":"νομαρχιακός", "νομαρχιακές":"νομαρχιακός", "νομαρχιακη":"νομαρχιακός", "νομαρχιακή":"νομαρχιακός", "νομαρχιακής":"νομαρχιακός", "νομαρχιακό":"νομαρχιακός", "νομαρχιακοί":"νομαρχιακός", "νομαρχιακός":"νομαρχιακός", "νομαρχιακού":"νομαρχιακός", "νομαρχιακούς":"νομαρχιακός", "νομαρχιακών":"νομαρχιακός", "νομαρχίας":"νομαρχία", "νομαρχιες":"νομαρχία", "νομαρχίες":"νομαρχία", "νομαρχιών":"νομαρχία", "νομαρχών":"νομάρχης", "νομαρχων-υπουργειου":"νομαρχων-υπουργειου", "νομενκλατούρα":"νομενκλατούρα", "νομενκλατούρας":"νομενκλατούρα", "νομενκλατούρες":"νομενκλατούρα", "νομή":"νομή", "νομής":"νομή", "νομίατρο":"νομίατρος", "νόμιζα":"νομίζω", "νομίζαμε":"νομίζω", "νόμιζαν":"νομίζω", "νομίζατε":"νομίζω", "νόμιζε":"νομίζω", "νομίζει":"νομίζω", "νομίζεις":"νομίζω", "νόμιζες":"νομίζω", "νομίζετε":"νομίζω", "νομίζοντας":"νομίζω", "νομίζουμε":"νομίζω", "νομίζουν":"νομίζω", "νομιζω":"νομίζω", "νομίζω":"νομίζω", "νομικά":"νομικά", "νομικά":"νομικός", "νομικές":"νομικός", "νομική":"νομικός", "νομικής":"νομικός", "νομικισμού":"νομικισμός", "νομικό":"νομικός", "νομικοί":"νομικός", "νομικός":"νομικός", "νομικού":"νομικός", "νομικούς":"νομικός", "νομικών":"νομικός", "νομικώς":"νομικά", "νόμιμα":"νόμιμα", "νόμιμα":"νόμιμος", "νόμιμες":"νόμιμος", "νόμιμη":"νόμιμος", "νόμιμης":"νόμιμος", "νόμιμο":"νόμιμος", "νόμιμοι":"νόμιμος", "νομιμοποιεί":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιείται":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιηθεί":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιήθηκε":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιηθούν":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιημένη":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιημένο":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιημένος":"νομιμοποιημένος", "νομιμοποίησαν":"νομιμοποιώ", "νομιμοποίησε":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιήσει":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιήσεις":"νομιμοποιώ", "νομιμοποίηση":"νομιμοποίηση", "νομιμοποίησή":"νομιμοποίηση", "νομιμοποίησης":"νομιμοποίηση", "νομιμοποιήσουν":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιητική":"νομιμοποιητικός", "νομιμοποιούν":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιούνται":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιούσαν":"νομιμοποιώ", "νομιμοποιώντας":"νομιμοποιώ", "νόμιμος":"νόμιμος", "νομιμότητα":"νομιμότητα", "νομιμότητά":"νομιμότητα", "νομιμότητας":"νομιμότητα", "νομιμότητος":"νομιμότητα", "νομίμου":"νόμιμος", "νόμιμου":"νόμιμος", "νόμιμους":"νόμιμος", "νομιμόφρονες":"νομιμόφρων", "νομιμοφροσύνης":"νομιμοφροσύνη", "νομίμων":"νόμιμος", "νόμιμων":"νόμιμος", "νομίμως":"νόμιμα", "νόμισα":"νομίζω", "νομίσαμε":"νομίζω", "νόμισαν":"νομίζω", "νόμισε":"νομίζω", "νομίσει":"νομίζω", "νομίσεις":"νομίζω", "νόμισμα":"νόμισμα", "νομίσματα":"νόμισμα", "νομισματικά":"νομισματικός", "νομισματικές":"νομισματικός", "νομισματική":"νομισματικός", "νομισματικής":"νομισματικός", "νομισματικό":"νομισματικός", "νομισματικού":"νομισματικός", "νομισματικών":"νομισματικός", "νομίσματος":"νόμισμα", "νομίσματός":"νόμισμα", "νομισμάτων":"νόμισμα", "νομίσουμε":"νομίζω", "νομο":"νομός", "νομό":"νομός", "νόμο":"νόμος", "νομοθεσία":"νομοθεσία", "νομοθεσίας":"νομοθεσία", "νομοθεσίες":"νομοθεσία", "νομοθεσιών":"νομοθεσία", "νομοθετεί":"νομοθετώ", "νομοθετείν":"νομοθετείν", "νομοθέτες":"νομοθέτης", "νομοθέτη":"νομοθέτης", "νομοθετηθεί":"νομοθετώ", "νομοθετηθούν":"νομοθετώ", "νομοθέτημα":"νομοθέτημα", "νομοθετήματα":"νομοθέτημα", "νομοθετημάτων":"νομοθέτημα", "νομοθετημένο":"νομοθετημένος", "νομοθέτης":"νομοθέτης", "νομοθέτησαν":"νομοθετώ", "νομοθετήσει":"νομοθετώ", "νομοθετικά":"νομοθετικός", "νομοθετικές":"νομοθετικός", "νομοθετικη":"νομοθετικός", "νομοθετική":"νομοθετικός", "νομοθετικής":"νομοθετικός", "νομοθετικό":"νομοθετικός", "νομοθετικός":"νομοθετικός", "νομοθετικού":"νομοθετικός", "νομοθετικών":"νομοθετικός", "νομοθετούν":"νομοθετώ", "νομοθετών":"νομοθέτης", "νομοί":"νομός", "νόμοι":"νόμος", "νομολογήσει":"νομολογώ", "νομολογία":"νομολογία", "νομολογιακά":"νομολογιακός", "νομολογιακή":"νομολογιακός", "νομολογιακό":"νομολογιακός", "νομολογίας":"νομολογία", "νόμον":"νόμος", "νομος":"νομός", "νομός":"νομός", "νόμος":"νόμος", "νομοσχέδια":"νομοσχέδιο", "νομοσχεδιο":"νομοσχέδιο", "νομοσχέδιο":"νομοσχέδιο", "νομοσχέδιό":"νομοσχέδιο", "νομοσχεδίου":"νομοσχέδιο", "νομοσχεδίων":"νομοσχέδιο", "νομοταγείς":"νομοταγής", "νομοτέλεια":"νομοτέλεια", "νομοτελειακά":"νομοτελειακός", "νομοτελειακή":"νομοτελειακός", "νομοτεχνικά":"νομοτεχνικός", "νομότυπα":"νομότυπα", "νομότυπη":"νομότυπος", "νομου":"νομός", "νομού":"νομός", "νόμου":"νόμος", "νομούς":"νομός", "νόμους":"νόμος", "νομπελ":"νομπέλ", "νόμπελ":"νόμπελ", "νομπελίστα":"νομπελίστας", "νομπελίστας":"νομπελίστας", "νομπελίστες":"νομπελίστας", "νομών":"νομός", "νόμων":"νόμος", "νονa":"νονά", "νονά":"νονά", "νόνη":"νόνη", "νόνικας":"νόνικας", "νονό":"νονός", "νονοί":"νονός", "νονός":"νονός", "νονού":"νονός", "νονούς":"νονός", "νονών":"νονός", "νοοτροπία":"νοοτροπία", "νοοτροπίας":"νοοτροπία", "νοοτροπίες":"νοοτροπία", "νοοτροπιών":"νοοτροπία", "νόου":"νόου", "νοούμενης":"νοούμενος", "νοούν":"νοώ", "νοούνται":"νοούμαι", "νορά":"νορά", "νόρα":"νόρα", "νορβ":"νορβ", "νορβηγια":"νορβηγία", "νορβηγία":"νορβηγία", "νορβηγίας":"νορβηγία", "νορβηγίδες":"νορβηγίδα", "νορβηγικά":"νορβηγικός", "νορβηγική":"νορβηγικός", "νορβηγικής":"νορβηγικός", "νορβηγικό":"νορβηγικός", "νορβηγικός":"νορβηγικός", "νορβηγικού":"νορβηγικός", "νορβηγό":"νορβηγός", "νορβηγοί":"νορβηγός", "νορβηγός":"νορβηγός", "νοργουιτς":"νοργουιτς", "νορθ":"νορθ", "νορθαμπτον":"νορθαμπτον", "νόρθροπ":"νόρθροπ", "νόριγκτον":"νόριγκτον", "νόριτς":"νόριτς", "νόριτς42119943-41":"νόριτς42119943-41", "νορμάλ":"νορμάλ", "νόρμαν":"νόρμα", "νόρμαντι":"νόρμαντι", "νόρμας":"νόρμα", "νόρμες":"νόρμα", "νόρτον":"νόρτον", "νοσεί":"νοσώ", "νοσηλεία":"νοσηλεία", "νοσηλείας":"νοσηλεία", "νοσηλεύει":"νοσηλεύω", "νοσηλεύεται":"νοσηλεύω", "νοσηλευθεί":"νοσηλεύω", "νοσηλευόμενοι":"νοσηλευόμενος", "νοσηλευόμενους":"νοσηλευόμενος", "νοσηλεύονται":"νοσηλεύω", "νοσηλευόταν":"νοσηλεύω", "νοσηλεύσουν":"νοσηλεύω", "νοσηλευτεί":"νοσηλεύω", "νοσηλευτές":"νοσηλευτής", "νοσηλευτή":"νοσηλευτής", "νοσηλεύτηκαν":"νοσηλεύω", "νοσηλεύτηκε":"νοσηλεύω", "νοσηλευτήρια":"νοσηλευτήριο", "νοσηλευτήριο":"νοσηλευτήριο", "νοσηλευτής":"νοσηλευτής", "νοσηλευτικά":"νοσηλευτικός", "νοσηλευτική":"νοσηλευτικός", "νοσηλευτικής":"νοσηλευτικός", "νοσηλευτικό":"νοσηλευτικός", "νοσηλευτικού":"νοσηλευτικός", "νοσηλευτικών":"νοσηλευτικός", "νοσηλεύτρια":"νοσηλεύτρια", "νοσηλεύτριας":"νοσηλεύτρια", "νοσηλεύτριες":"νοσηλεύτρια", "νοσηλευτών":"νοσηλευτής", "νοσήλια":"νοσήλια", "νόσημα":"νόσημα", "νοσήματα":"νόσημα", "νοσημάτων":"νόσημα", "νοσηρά":"νοσηρά", "νοσηρές":"νοσηρός", "νοσηρή":"νοσηρός", "νοσηρής":"νοσηρός", "νοσηρό":"νοσηρός", "νοσηρότητα":"νοσηρότητα", "νοσηρότητας":"νοσηρότητα", "νοσηρού":"νοσηρός", "νοσηρών":"νοσηρός", "νόσο":"νόσος", "νόσοι":"νόσος", "νοσοκόμα":"νοσοκόμα", "νοσοκομεια":"νοσοκομείο", "νοσοκομεία":"νοσοκομείο", "νοσοκομειακά":"νοσοκομειακά", "νοσοκομειακές":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακή":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακής":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακό":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακοί":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακού":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακούς":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειακών":"νοσοκομειακός", "νοσοκομειο":"νοσοκομείο", "νοσοκομείο":"νοσοκομείο", "νοσοκομείου":"νοσοκομείο", "νοσοκομείων":"νοσοκομείο", "νοσοκόμες":"νοσοκόμα", "νοσοκόμος":"νοσοκόμος", "νοσοκόμου":"νοσοκόμος", "νοσοκόμους":"νοσοκόμος", "νοσοκόμων":"νοσοκόμος", "νοσος":"νόσος", "νόσος":"νόσος", "νόσου":"νόσος", "νοσούν":"νοσώ", "νοσούντα":"νοσών", "νόσους":"νόσος", "νοσταλγεί":"νοσταλγώ", "νοσταλγήσει":"νοσταλγώ", "νοσταλγία":"νοσταλγία", "νοσταλγίας":"νοσταλγία", "νοσταλγίες":"νοσταλγία", "νοσταλγική":"νοσταλγικός", "νοσταλγικό":"νοσταλγικός", "νοσταλγούμε":"νοσταλγώ", "νοσταλγούν":"νοσταλγώ", "νοσταλγούς":"νοσταλγός", "νοσταλγούσαν":"νοσταλγώ", "νόστιμα":"νόστιμος", "νόστιμη":"νόστιμος", "νοστιμιά":"νοστιμιά", "νοστιμιές":"νοστιμιά", "νόστιμο":"νόστιμος", "νόστιμον":"νόστιμος", "νόστιμος":"νόστιμος", "νοστιμότατη":"νόστιμος", "νόστρα":"νόστρα", "νόσων":"νόσος", "νότα":"νότα", "νότες":"νότα", "νότης":"νότης", "νότια":"νότιος", "νοτιάδες":"νοτιάς", "νοτιανατολικής":"νοτιανατολικός", "νότιας":"νότιος", "νοτιγχαμ":"νοτιγχαμ", "νότιγχαμ1":"νότιγχαμ1", "νότιγχαμ16371420-49":"νότιγχαμ16371420-49", "νότιες":"νότιος", "νότινγχαμ":"νότινγχαμ", "νοτιο":"νότιος", "νότιο":"νότιος", "νοτιοανατολικά":"νοτιοανατολικός", "νοτιοανατολικές":"νοτιοανατολικός", "νοτιοανατολική":"νοτιοανατολικός", "νοτιοανατολικής":"νοτιοανατολικός", "νοτιοανατολικό":"νοτιοανατολικός", "νοτιοανατολικοί":"νοτιοανατολικός", "νοτιοαφρικανικό":"νοτιοαφρικανικός", "νοτιοαφρικανικών":"νοτιοαφρικανικός", "νοτιοαφρικανό":"νοτιοαφρικανό", "νοτιοαφρικανός":"νοτιοαφρικανός", "νοτιοδυτικά":"νοτιοδυτικά", "νοτιοδυτικό":"νοτιοδυτικός", "νοτιοδυτικοί":"νοτιοδυτικός", "νοτιοδυτικού":"νοτιοδυτικός", "νοτιοδυτικούς":"νοτιοδυτικός", "νοτιοδυτικών":"νοτιοδυτικός", "νότιοι":"νότιος", "νοτιοκορεάτες":"νοτιοκορεάτης", "νοτιοκορεάτη":"νοτιοκορεάτης", "νοτιοκορεάτης":"νοτιοκορεάτης", "νοτιοκορεατική":"νοτιοκορεατικός", "νοτιος":"νότιος", "νοτιότερα":"νότια", "νοτιότερες":"νότιος", "νοτιότερη":"νότιος", "νοτιότερης":"νότιος", "νοτιότερο":"νότιος", "νοτίου":"νότιος", "νότιου":"νότιος", "νοτίων":"νότιος", "νότιων":"νότιος", "νοτίως":"νότια", "νότμαν":"νότμαν", "νότο":"νότος", "νότον":"νότος", "νότος":"νότος", "νότου":"νότος", "νοτς":"νοτς", "νοτσιόνι":"νοτσιόνι", "νού":"νού", "νου":"νους", "νουά":"νουά", "νουάρ":"νουάρ", "νουασί":"νουασί", "νουασότ":"νουασότ", "νουαφόρ":"νουαφόρ", "νουβελ":"νουβελ", "νουβέλ":"νουβέλ", "νουβέλα":"νουβέλα", "νουβέλας":"νουβέλα", "νουθεσίες":"νουθεσία", "νουθετεί":"νουθετώ", "νουθετήσει":"νουθετώ", "νουθετούσε":"νουθετώ", "νούμερα":"νούμερο", "νουμεράκια":"νουμεράκι", "νούμερο":"νούμερο", "νούμερό":"νούμερο", "νούμερου":"νούμερο", "νουν":"νους", "νουνάς":"νουνά", "νούνιες":"νούνιες", "νούνο":"νούνο", "νουόρο":"νουόρο", "νουρ":"νουρ", "νουράι":"νουράι", "νούρμελα":"νούρμελα", "νουρσουλταν":"νουρσουλταν", "νουρσουλτάν":"νουρσουλτάν", "νους":"νους", "νουσια":"νουσια", "νούσια":"νούσια", "νούσιας":"νούσιας", "νούτιγκ":"νούτιγκ", "νοών":"νοών", "νσης":"νσης", "ντ'":"ντ'", "ντ.":"ντ.", "ντv":"ντv", "ντα":"ντα", "νταβατζήδες":"νταβατζής", "νταβατζής":"νταβατζής", "νταβέλη":"νταβέλης", "νταβίντ":"νταβίντ", "ντάβιντσον":"ντάβιντσον", "νταβόλιο":"νταβόλιο", "νταβού":"νταβού", "νταγκ":"νταγκ", "νταγκανό":"νταγκανό", "ντάγκας":"ντάγκας", "ντάε-γιουγκ":"ντάε-γιουγκ", "νταηλάκη":"νταηλάκη", "νταηλίκι":"νταηλίκι", "νταϊαμ":"νταϊαμ", "νταϊάν":"νταϊάν", "ντάιαν":"ντάιαν", "νταϊάνα":"νταϊάνα", "νταιζη":"νταιζη", "ντάικ":"ντάικ", "ντάιτζεστ":"ντάιτζεστ", "ντακαρ":"ντακαρ", "ντακάρ":"ντακάρ", "ντ'ακόλ":"ντ'ακόλ", "νταλ":"νταλ", "νταλάκας":"νταλάκας", "νταλάρα":"νταλάρας", "ντάλας":"ντάλας", "νταλέ":"νταλέ", "νταλένι":"νταλένι", "ντάλη":"ντάλη", "ντάλης":"ντάλης", "νταλιάν":"νταλιάν", "νταλιάνη":"νταλιάνη", "νταλιγκαρης":"νταλιγκαρης", "νταλιγκαρος":"νταλιγκαρος", "νταλίγκαρος":"νταλίγκαρος", "νταλίκα":"νταλίκα", "νταλίκας":"νταλίκα", "νταλικέρη":"νταλικέρης", "νταλίκες":"νταλίκα", "ντάλτον":"ντάλτον", "νταμ":"νταμ", "νταμάρια":"νταμάρι", "ντάμας":"ντάμα", "ντάμιαν":"ντάμιαν", "ντ'αμίκο":"ντ'αμίκο", "νταμίρ":"νταμίρ", "ντάμπιγκ":"ντάμπιγκ", "νταμπίζας":"νταμπίζας", "νταμπλ":"νταμπλ", "νταμπλ-νταμπλ":"νταμπλ-νταμπλ", "νταμπρόφσκι":"νταμπρόφσκι", "νταμπώση":"νταμπώση", "νταμπώσης":"νταμπώσης", "νταμτσιος":"νταμτσιος", "ντάμτσιος":"ντάμτσιος", "νταν":"νταν", "ντάνα":"ντάνα", "ντάνη":"ντάνη", "ντάνης":"ντάνης", "ντάνι":"ντάνι", "ντανιέλ":"ντανιέλ", "ντάνιελ":"ντάνιελ", "ντανιέλα":"ντανιέλα", "ντάνκαν":"ντάνκαν", "ντάνκγουορθ":"ντάνκγουορθ", "ντάνκο":"ντάνκο", "νταντά":"νταντά", "ντάντα":"ντάντα", "νταντάδες":"νταντά", "ντάντε":"ντάντε", "νταντι":"νταντι", "νταντί":"νταντί", "ντάντλεϊ":"ντάντλεϊ", "νταντόνι":"νταντόνι", "ντανφέρμλιν":"ντανφέρμλιν", "ντάουα":"ντάουα", "νταουγκάβα":"νταουγκάβα", "ντάουελ":"ντάουελ", "νταούλια":"νταούλι", "ντάουνι":"ντάουνι", "ντάουνιγκ":"ντάουνιγκ", "νταραβέρι":"νταραβέρι", "νταραλιόφσκι":"νταραλιόφσκι", "νταραμσάλα":"νταραμσάλα", "ντάργκο":"ντάργκο", "ντάρελ":"ντάρελ", "ντάρεν":"ντάρεν", "ντάριους":"ντάριους", "νταρλινγκτον":"νταρλινγκτον", "ντάρσι":"ντάρσι", "ντασέν":"ντασέν", "ντάσιος":"ντάσιος", "ντάσκας":"ντάσκας", "ντασό":"ντασό", "ντασσέν":"ντασσέν", "ντάστιν":"ντάστιν", "ντάτον":"ντάτον", "ντάτσα":"ντάτσα", "ντάφι":"ντάφι", "νταφόε":"νταφόε", "ντε":"ντε", "ντέβιντ":"ντέβιντ", "ντέβον":"ντέβον", "ντέγιαν":"ντέγιαν", "ντεγιάνοφ":"ντεγιάνοφ", "ντέι":"ντέι", "ντέιβ":"ντέιβ", "ντέιβενπορτ":"ντέιβενπορτ", "ντέιβιντ":"ντέιβιντ", "ντέιβιντσον":"ντέιβιντσον", "ντέιβις":"ντέιβις", "ντέιλ":"ντέιλ", "ντέιλι":"ντέιλι", "ντέιτον":"ντέιτον", "ντεϊτόνα":"ντεϊτόνα", "ντεκάμπ":"ντεκάμπ", "ντεκαφεϊνέ":"ντεκαφεϊνέ", "ντεκέλβερ":"ντεκέλβερ", "ντεκό":"ντεκό", "ντέκο":"ντέκο", "ντεκολτέ":"ντεκολτέ", "ντεκόρ":"ντεκόρ", "ντεκούνιν":"ντεκούνιν", "ντελ":"ντελ", "ντελακρουά":"ντελακρουά", "ντέλεμανς":"ντέλεμανς", "ντελέντα":"ντελέντα", "ντελί":"ντελί", "ντελίριο":"ντελίριο", "ντελίριου":"ντελίριο", "ντέλμπερτ":"ντέλμπερτ", "ντελόν":"ντελόν", "ντελόρ":"ντελόρ", "ντελπόρτ":"ντελπόρτ", "ντέλτα":"ντέλτα", "ντελφίνο":"ντελφίνο", "ντεμάτσι":"ντεμάτσι", "ντεμέκ":"ντεμέκ", "ντέμη":"ντέμη", "ντέμης":"ντέμης", "ντέμι":"ντέμι", "ντεμιρέλ":"ντεμιρέλ", "ντεμοκράτσια":"ντεμοκράτσια", "ντεμοντέ":"ντεμοντέ", "ντεμότ":"ντεμότ", "ντεμπά":"ντεμπά", "ντέμπεέλε":"ντέμπεέλε", "ντέμπελε":"ντέμπελε", "ντέμπι":"ντέμπι", "ντεμπισί":"ντεμπισί", "ντεμπουτάρει":"ντεμπουτάρει", "ντεμπουτο":"ντεμπούτο", "ντεμπούτο":"ντεμπούτο", "ντεν":"ντεν", "ντενβερ":"ντενβερ", "ντενέβ":"ντενέβ", "ντένεμπομ":"ντένεμπομ", "ντένζελ":"ντένζελ", "ντένιγκ":"ντένιγκ", "ντενικαρος":"ντενικαρος", "ντενίκαρος":"ντενίκαρος", "ντενίλσον":"ντενίλσον", "ντένις":"ντένις", "ντενκτάς":"ντενκτάς", "ντενς":"ντενς", "ντεντέκτιβ":"ντεντέκτιβ", "ντεντιδάκης":"ντεντιδάκης", "ντεντόπουλος":"ντεντόπουλος", "ντεντς":"ντεντς", "ντέξτερ":"ντέξτερ", "ντεπαρτιέ":"ντεπαρτιέ", "ντέπε":"ντέπε", "ντεπό":"ντεπό", "ντεπόζιτο":"ντεπόζιτο", "ντεπόρτες":"ντεπόρτες", "ντερ":"ντερ", "ντέραν":"ντέραν", "ντέρεκ":"ντέρεκ", "ντερελίογλου":"ντερελίογλου", "ντέρι":"ντέρι", "ντερμισί":"ντερμισί", "ντερμίσι":"ντερμίσι", "ντερμπι":"ντέρμπι", "ντέρμπι":"ντέρμπι", "ντέρμπι37910625-22":"ντέρμπι37910625-22", "ντεσιμπέλ":"ντεσιμπέλ", "ντεσπεκ":"ντεσπεκ", "ντεσπρές":"ντεσπρές", "ντέστανι":"ντέστανι", "ντετεκτιβ":"ντετεκτιβ", "ντετέκτιβ":"ντετέκτιβ", "ντετέκτιβς":"ντετέκτιβς", "ντετερμινισμό":"ντετερμινισμός", "ντέφι":"ντέφι", "ντεφιλέ":"ντεφιλέ", "ντεφιτζή":"ντεφιτζή", "ντεφόου":"ντεφόου", "ντζουκάνοβιτς":"ντζουκάνοβιτς", "ντή":"ντή", "ντηλ":"ντηλ", "ντι":"ντι", "ντιαγέ":"ντιαγέ", "ντιαγιέ":"ντιαγιέ", "ντιάζ":"ντιάζ", "ντίαζ":"ντίαζ", "ντιαλό":"ντιαλό", "ντιάλο":"ντιάλο", "ντιάρα":"ντιάρα", "ντίβα":"ντίβα", "ντιβάιν":"ντιβάιν", "ντιβάλ":"ντιβάλ", "ντιβάνι":"ντιβάνι", "ντίβας":"ντίβα", "ντίβατς":"ντίβατς", "ντιβιζιόν":"ντιβιζιόν", "ντιβισιόν":"ντιβισιόν", "ντιγιάλα":"ντιγιάλα", "ντίγκσνταγκ":"ντίγκσνταγκ", "ντιέγκ":"ντιέγκ", "ντιέγκο":"ντιέγκο", "ντιένγκ":"ντιένγκ", "ντιζάιν":"ντιζάιν", "ντιζάινερ":"ντιζάινερ", "ντίζελ":"ντίζελ", "ντικ":"ντικ", "ντίκενς":"ντίκενς", "ντικούδη":"ντικούδη", "ντικούδης":"ντικούδης", "ντιλ":"ντιλ", "ντίλαν":"ντίλαν", "ντίλερ":"ντίλερ", "ντίλον":"ντίλον", "ντιμ":"ντιμ", "ντίμης":"ντίμης", "ντίμπα":"ντίμπα", "ντιμπέιτ":"ντιμπέιτ", "ντιμπουισόν":"ντιμπουισόν", "ντιμπρέιγ":"ντιμπρέιγ", "ντιμτσιούδης":"ντιμτσιούδης", "ντιμτσούδης":"ντιμτσούδης", "ντιν":"ντιν", "ντίνα":"ντίνα", "ντιναμό":"ντιναμό", "ντίνας":"ντίνα", "ντίνγκινς":"ντίνγκινς", "ντινιακός":"ντινιακός", "ντίνκινς":"ντίνκινς", "ντίνο":"ντίνος", "ντινόπουλος":"ντινόπουλος", "ντίνος":"ντίνος", "ντίνου":"ντίνος", "ντίξον":"ντίξον", "ντιούφ":"ντιούφ", "ντιπ":"ντιπ", "ντιπάρτμεντ":"ντιπάρτμεντ", "ντιπόρ":"ντιπόρ", "ντιράς":"ντιράς", "ντιρεκτίβα":"ντιρεκτίβα", "ντιρεκτίβες":"ντιρεκτίβα", "ντιρμπέκ":"ντιρμπέκ", "ντίρφουρτ":"ντίρφουρτ", "ντίσιος":"ντίσιος", "ντίσκο":"ντίσκο", "ντισκοτέκ":"ντισκοτέκ", "ντίσλεϊ":"ντίσλεϊ", "ντίσνεϊ":"ντίσνεϊ", "ντίτζιτς":"ντίτζιτς", "ντίτη":"ντίτη", "ντιτόρε":"ντιτόρε", "ντίτουρας":"ντίτουρας", "ντίτριχ":"ντίτριχ", "ντιτροιτ":"ντιτροιτ", "ντιτροϊτ":"ντιτροϊτ", "ντιτρόιτ":"ντιτρόιτ", "ντιφάρες":"ντιφάρες", "ντιφουά":"ντιφουά", "ντμίτρι":"ντμίτρι", "ντμίτρικ":"ντμίτρικ", "ντο":"ντο", "ντόβα":"ντόβα", "ντοβόλη":"ντοβόλη", "ντογκ":"ντογκ", "ντογκουμπαγιαζίτ":"ντογκουμπαγιαζίτ", "ντογκουμπεγιαζίτ":"ντογκουμπεγιαζίτ", "ντογουμπαγιαζίτ":"ντογουμπαγιαζίτ", "ντοέ":"ντοέ", "ντόε":"ντόε", "ντόιτσε":"ντόιτσε", "ντοκιμαντερ":"ντοκιμαντέρ", "ντοκιμαντέρ":"ντοκιμαντέρ", "ντοκιμαντερίστικη":"ντοκιμαντερίστικη", "ντόκιτς":"ντόκιτς", "ντοκουμέντα":"ντοκουμέντο", "ντοκουμέντο":"ντοκουμέντο", "ντοκουμέντου":"ντοκουμέντο", "ντοκουμέντων":"ντοκουμέντο", "ντόκτορ":"ντόκτορ", "ντοκυμαντέρ":"ντοκυμαντέρ", "ντολ":"ντολ", "ντόλλυ":"ντόλλυ", "ντολμαδάκια":"ντολμαδάκι", "ντόλτσε":"ντόλτσε", "ντομάτα":"ντομάτα", "ντομάτας":"ντομάτα", "ντομάτες":"ντομάτα", "ντομινίκ":"ντομινίκ", "ντόμινο":"ντόμινο", "ντομορό":"ντομορό", "ντομπ":"ντομπ", "ντόμπις":"ντόμπις", "ντόμπρα":"ντόμπρα", "ντομπροσάβ":"ντομπροσάβ", "ντομπροσύνη":"ντομπροσύνη", "ντόμπσον":"ντόμπσον", "ντον":"ντον", "ντονά":"ντονά", "ντόναλντ":"ντόναλντ", "ντοναντόνι":"ντοναντόνι", "ντόναχιου":"ντόναχιου", "ντονγκ":"ντονγκ", "ντόνελ":"ντόνελ", "ντόνελι":"ντόνελι", "ντόνερ":"ντόνερ", "ντόνετσκ":"ντόνετσκ", "ντονια":"ντονια", "ντόνια":"ντόνια", "ντόνιελ":"ντόνιελ", "ντονκαστερ":"ντονκαστερ", "ντονς":"ντονς", "ντόντης":"ντόντης", "ντόντιν":"ντόντιν", "ντόουλ":"ντόουλ", "ντόουλιγκ":"ντόουλιγκ", "ντόουνς":"ντόουνς", "ντόπα":"ντόπα", "ντοπαμίνης":"ντοπαμίνη", "ντοπάρει":"ντοπάρω", "ντοπάρισμα":"ντοπάρισμα", "ντοπαριστεί":"ντοπάρω", "ντοπέ":"ντοπέ", "ντόπια":"ντόπιος", "ντόπιας":"ντόπιος", "ντόπινγκ":"ντόπινγκ", "ντόπιοι":"ντόπιος", "ντοπιολαλιά":"ντοπιολαλιά", "ντόπιος":"ντόπιος", "ντόπιους":"ντόπιος", "ντόπιων":"ντόπιος", "ντόρα":"ντόρα", "ντοράδος":"ντοράδος", "ντορας":"ντόρα", "ντόρας":"ντόρα", "ντορβά":"ντορβάς", "ντ'ορλάντο":"ντ'ορλάντο", "ντορλεάκ":"ντορλεάκ", "ντόρματ":"ντόρματ", "ντόρο":"ντόρος", "ντόρος":"ντόρος", "ντόρσετ":"ντόρσετ", "ντόρτμουντ":"ντόρτμουντ", "ντορφ":"ντορφ", "ντος":"ντος", "ντοσεβί":"ντοσεβί", "ντοσίδης":"ντοσίδης", "ντοσιέ":"ντοσιέ", "ντοσούνμο":"ντοσούνμο", "ντοστογιέβσκι":"ντοστογιέβσκι", "ντοστογιέφσκι":"ντοστογιέφσκι", "ντου":"ντου", "ντουανέλ":"ντουανέλ", "ντουβαλετη":"ντουβαλετη", "ντουβάρια":"ντουβάρι", "ντούγιας":"ντούγιας", "ντουέτο":"ντουέτο", "ντουζίνα":"ντουζίνα", "ντούιν":"ντούιν", "ντούισμπουργκ":"ντούισμπουργκ", "ντούκου":"ντούκου", "ντουλάπα":"ντουλάπα", "ντουλάπια":"ντουλάπι", "ντούλας":"ντούλας", "ντούλιτλ":"ντούλιτλ", "ντούμα":"ντούμα", "ντουμάνο":"ντουμάνο", "ντούμαρς":"ντούμαρς", "ντουμιτρέσκου":"ντουμιτρέσκου", "ντουμπάι":"ντουμπάι", "ντούμπιτς":"ντούμπιτς", "ντουμπλάρισμα":"ντουμπλάρισμα", "ντουνιά":"ντουνιάς", "ντουνιάς":"ντουνιάς", "ντουντούκα":"ντουντούκα", "ντουντούκες":"ντουντούκα", "ντούρα":"ντούρος", "ντουράν":"ντουράν", "ντουραν":"ντούρος", "ντουράο":"ντουράο", "ντους":"ντους", "ντούσαν":"ντούσαν", "ντουσέρ":"ντουσέρ", "ντουσμέν":"ντουσμέν", "ντουτίτρ":"ντουτίτρ", "ντούτσε":"ντούτσε", "ντουφέκι":"ντουφέκι", "ντουφέκια":"ντουφέκι", "ντόχερτι":"ντόχερτι", "ντραγκ":"ντραγκ", "ντράγκαν":"ντράγκαν", "ντραγκάο":"ντραγκάο", "ντραγκίσεβιτς":"ντραγκίσεβιτς", "ντραγκουτίνοβιτς":"ντραγκουτίνοβιτς", "ντράζαν":"ντράζαν", "ντράιβ":"ντράιβ", "ντράμερ":"ντράμερ", "ντραμς":"ντραμς", "ντρανσί":"ντρανσί", "ντραξ":"ντραξ", "ντράπηκα":"ντρέπομαι", "ντράπηκε":"ντρέπομαι", "ντρασκοβιτς":"ντρασκοβιτς", "ντράσκοβιτς":"ντράσκοβιτς", "ντραφτ":"ντραφτ", "ντρέζε":"ντρέζε", "ντρέικ":"ντρέικ", "ντρέιφους":"ντρέιφους", "ντρέξλερ":"ντρέξλερ", "ντρέπεστε":"ντρέπομαι", "ντρέπεται":"ντρέπομαι", "ντρέπομαι":"ντρέπομαι", "ντρεπόμαστε":"ντρέπομαι", "ντρεπόμουν":"ντρέπομαι", "ντρέπονται":"ντρέπομαι", "ντριμ":"ντριμ", "ντρίμπλα":"ντρίμπλα", "ντριου":"ντριου", "ντρίπλες":"ντρίπλα", "ντρογκμπά":"ντρογκμπά", "ντροπαλούς":"ντροπαλός", "ντροπές":"ντροπή", "ντροπή":"ντροπή", "ντροπής":"ντροπή", "ντροπιάζει":"ντροπιάζω", "ντροπιασμένη":"ντροπιάζω", "ντροπιαστικά":"ντροπιαστικός", "ντροπιαστικές":"ντροπιαστικός", "ντροπιαστικη":"ντροπιαστικός", "ντροπιαστική":"ντροπιαστικός", "ντρου":"ντρου", "ντρουκφαρμπεν":"ντρουκφαρμπεν", "νττ":"νττ", "ντυθεί":"ντύνω", "ντύθηκαν":"ντύνω", "ντύθηκε":"ντύνω", "ντυθούμε":"ντύνω", "ντυθούν":"ντύνω", "ντυμένα":"ντύνω", "ντυμένες":"ντυμένος", "ντυμένη":"ντυμένος", "ντυμένο":"ντυμένος", "ντυμένοι":"ντυμένος", "ντυμένος":"ντυμένος", "ντύνεστε":"ντύνω", "ντύνεται":"ντύνω", "ντυνόμαστε":"ντύνω", "ντύνονται":"ντύνω", "ντύνοντας":"ντύνω", "ντύνουν":"ντύνω", "ντύσει":"ντύνω", "ντυσίματος":"ντύσιμο", "ντύσιμο":"ντύσιμο", "ντύσιμό":"ντύσιμο", "ντύστε":"ντύνω", "νύκτα":"νύχτα", "νύκτας":"νύχτα", "νυκτερινα":"νυκτερινός", "νυκτερινά":"νυκτερινός", "νυκτερινές":"νυκτερινός", "νυκτερινή":"νυκτερινός", "νυκτερινής":"νυκτερινός", "νυκτερινό":"νυκτερινός", "νυκτερινού":"νυκτερινός", "νυκτερινών":"νυκτερινός", "νύκτες":"νύχτα", "νυκτί":"νυκτί", "νυκτός":"νύξ", "νυμβριώτης":"νυμβριώτης", "νυμφαίο":"νυμφαίος", "νυμφαίου":"νυμφαίος", "νύμφες":"νύμφη", "νυμφεύεται":"νυμφεύω", "νυμφευθεί":"νυμφεύω", "νυμφευθείς":"νυμφεύω", "νυμφεύθηκε":"νυμφεύω", "νυμφευμένος":"νυμφευμένος", "νύμφευση":"νύμφευση", "νύμφη":"νύμφη", "νυμφόπετρα":"νυμφόπετρα", "νυμφώνος":"νυμφώνος", "νυν":"νυν", "νύξεις":"νύξη", "νύξη":"νύξη", "νύξης":"νύξη", "νυρεμβέργη":"νυρεμβέργη", "νυρεμβέργης":"νυρεμβέργη", "νυσταγμένα":"νυστάζω", "νυσταλέα":"νυσταλέα", "νυστέρι":"νυστέρι", "νυστέρια":"νυστέρι", "νύφες":"νύφη", "νύφη":"νύφη", "νύφης":"νύφη", "νυφικά":"νυφικός", "νυφικό":"νυφικός", "νυφίτσες":"νυφίτσα", "νυφούλα":"νυφούλα", "νυχθημερόν":"νυχθημερόν", "νύχια":"νύχι", "νυχιές":"νυχιά", "νυχιών":"νυχιά", "νυχοπάτηδες":"νυχοπάτηδες", "νυχτα":"νύχτα", "νύχτα":"νύχτα", "νύχτας":"νύχτα", "'νύχτας":"'νύχτας", "νυχτερίδες":"νυχτερίδα", "νυχτερίδων":"νυχτερίδα", "νυχτερινά":"νυκτερινός", "νυχτερινες":"νυκτερινός", "νυχτερινές":"νυκτερινός", "νυχτερινή":"νυκτερινός", "νυχτερινής":"νυκτερινός", "νυχτερινό":"νυκτερινός", "νυχτερινοί":"νυκτερινός", "νυχτερινός":"νυκτερινός", "νυχτερινού":"νυκτερινός", "νυχτερινούς":"νυκτερινός", "νυχτερινών":"νυκτερινός", "νυχτες":"νύχτα", "νύχτες":"νύχτα", "νυχτιάτικα":"νυχτιάτικα", "νυχτοκάματα":"νυχτοκάματο", "νυχτοπερπατήματα":"νυχτοπερπάτημα", "νυχτοπερπατήματά":"νυχτοπερπάτημα", "νυχτοφυλακας":"νυχτοφύλακας", "νυχτοφύλακας":"νυχτοφύλακας", "νυχτωμένος":"νυχτώνω", "νυχτών":"νύχτα", "νυχτώνει":"νυχτώνω", "νύχτωσε":"νυχτώνω", "νφ":"νφ", "νω":"νω", "νωθρά":"νωθρός", "νωθροί":"νωθρός", "νωθρότητα":"νωθρότητα", "νώντα":"νώντας", "νωπά":"νωπός", "νωπές":"νωπός", "νωπή":"νωπός", "νωπό":"νωπός", "νωπογραφία":"νωπογραφία", "νωπών":"νωπός", "νώρα":"νώρα", "νωρίς":"νωρίς", "νωριτερα":"νωρίς", "νωρίτερα":"νωρίς", "νωρίτερο":"νωρίτερος", "νώτα":"νώτα", "νωτιαίο":"νωτιαίος", "νωτιαίος":"νωτιαίος", "νωχελικά":"νωχελικά", "νωχελική":"νωχελικός", "νωχελικοί":"νωχελικός", "νωχελικότητα":"νωχελικότητα", "ξ":"ξ", "ξαβιέ":"ξαβιέ", "ξάγρυπνο":"άγρυπνος", "ξάγρυπνοι":"άγρυπνος", "ξαδέλφη":"ξαδέλφη", "ξαδέλφια":"ξαδέρφι", "ξάδελφο":"ξάδελφος", "ξάδελφος":"ξάδελφος", "ξάδελφός":"ξάδελφος", "ξαδέλφου":"ξάδελφος", "ξαδέρφια":"ξαδέρφι", "ξακουσμένη":"ξακουσμένος", "ξακουστά":"ξακουστός", "ξακουστές":"ξακουστός", "ξακουστό":"ξακουστός", "ξαλαφρώνουν":"ξαλαφρώνω", "ξαλάφρωσε":"ξαλαφρώνω", "ξαλαφρώσει":"ξαλαφρώνω", "ξαν":"ξαν", "ξανα":"ξανά", "ξανά":"ξανά", "ξαναανακαλύψουμε":"ξαναανακαλύπτω", "ξαναβάζει":"ξαναβάζω", "ξαναβάλει":"ξαναβάζω", "ξαναβάλουν":"ξαναβάζω", "ξαναβαφούν":"ξαναβάφω", "ξαναβγαίνει":"ξαναβγαίνω", "ξαναβγαίνουν":"ξαναβγαίνω", "ξανάβγαλε":"ξαναβγάζω", "ξαναβγήκαν":"ξαναβγαίνω", "ξαναβγούν":"ξαναβγαίνω", "ξαναβλέπαμε":"ξαναβλέπω", "ξαναβλέπω":"ξαναβλέπω", "ξαναβρεθεί":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρεθήκαμε":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρεί":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρείτε":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρήκα":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρήκε":"ξαναβρίσκω", "ξανάβρισκα":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρίσκει":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρίσκεις":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρίσκονται":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρίσκουμε":"ξαναβρίσκω", "ξαναβρώ":"ξαναβρίσκω", "ξαναγεμίζει":"ξαναγεμίζω", "ξαναγεμίσει":"ξαναγεμίζω", "ξαναγεννιέται":"ξαναγεννιέμαι", "ξανάγινε":"ξαναγίνομαι", "ξαναγίνει":"ξαναγίνομαι", "ξαναγίνεται":"ξαναγίνομαι", "ξαναγινόταν":"ξαναγίνομαι", "ξαναγίνουν":"ξαναγίνομαι", "ξαναγράφει":"ξαναγράφω", "ξαναγράφοντας":"ξαναγράφω", "ξαναγράφουμε":"ξαναγράφω", "ξαναγραφτεί":"ξαναγράφω", "ξανάγραψα":"ξαναγράφω", "ξανάγραψε":"ξαναγράφω", "ξαναγράψει":"ξαναγράφω", "ξαναγράψιμο":"ξαναγράψιμο", "ξαναγράψουμε":"ξαναγράφω", "ξαναγυρίζει":"ξαναγυρίζω", "ξαναγυρίζουμε":"ξαναγυρίζω", "ξαναγύρισα":"ξαναγυρίζω", "ξαναγύρισαν":"ξαναγυρίζω", "ξαναγύρισε":"ξαναγυρίζω", "ξαναγυρίσουμε":"ξαναγυρίζω", "ξαναγυρίστε":"ξαναγυρίζω", "ξαναγυρίσω":"ξαναγυρίζω", "ξανάδαμε":"ξαναβλέπω", "ξαναδεί":"ξαναβλέπω", "ξαναδείτε":"ξαναβλέπω", "ξαναδιαβάσει":"ξαναδιαβάζω", "ξαναδιαβάσεις":"ξαναδιαβάζω", "ξαναδιαβάσουμε":"ξαναδιαβάζω", "ξαναδιαβάσω":"ξαναδιαβάζω", "ξαναδιαλύθηκε":"ξαναδιαλύω", "ξαναδοκιμάστε":"ξαναδοκιμάζω", "ξαναδουλέψει":"ξαναδουλεύω", "ξαναδούμε":"ξαναβλέπω", "ξαναδούν":"ξαναβλέπω", "ξαναδώ":"ξαναβλέπω", "ξαναδώσαμε":"ξαναδίνω", "ξαναδώσουμε":"ξαναδίνω", "ξαναδώσουν":"ξαναδίνω", "ξαναέδινα":"ξαναδίνω", "ξαναέδωσε":"ξαναδίνω", "ξαναείδα":"ξαναβλέπω", "ξαναείδαμε":"ξαναβλέπω", "ξαναείδε":"ξαναβλέπω", "ξαναεισβάλλει":"ξαναεισβάλλω", "ξαναεμφανίζεται":"ξαναεμφανίζω", "ξαναεμφανιστεί":"ξαναεμφανίζω", "ξαναεπικοινωνούμε":"ξαναεπικοινωνώ", "ξαναεπισημαίνουμε":"ξαναεπισημαίνω", "ξαναέρθει":"ξαναέρχομαι", "ξαναερωτευθεί":"ξαναερωτεύομαι", "ξαναζεί":"ξαναζώ", "ξαναζεσταίνεται":"ξαναζεσταίνω", "ξαναζεσταίνουν":"ξαναζεσταίνω", "ξαναζήσει":"ξαναζώ", "ξαναζήσουν":"ξαναζώ", "ξαναζούν":"ξαναζώ", "ξαναζωντάνεμα":"ξαναζωντάνεμα", "ξαναζωντανεύει":"ξαναζωντανεύω", "ξαναζωντανεύουν":"ξαναζωντανεύω", "ξαναζωντάνεψαν":"ξαναζωντανεύω", "ξαναζωντάνεψε":"ξαναζωντανεύω", "ξαναζωντανέψει":"ξαναζωντανεύω", "ξαναζωντανέψουν":"ξαναζωντανεύω", "ξαναήρθαν":"ξαναέρχομαι", "ξαναήρθε":"ξαναέρχομαι", "ξαναθάβεται":"ξαναθάβεται", "ξαναθέτει":"ξαναθέτω", "ξαναθυμήθηκε":"ξαναθυμάμαι", "ξαναθυμηθούμε":"ξαναθυμάμαι", "ξαναθυμηθούν":"ξαναθυμάμαι", "ξαναϊδωθούμε":"ξαναβλέπω", "ξανακαλέσουν":"ξανακαλώ", "ξανάκανε":"ξανακάνω", "ξανακάνει":"ξανακάνω", "ξανακάνουμε":"ξανακάνω", "ξανακάνουν":"ξανακάνω", "ξανακάνω":"ξανακάνω", "ξανακατέβει":"ξανακατέβει", "ξανακερδίζαμε":"ξανακερδίζω", "ξανακερδίσει":"ξανακερδίζω", "ξανακερδίσουμε":"ξανακερδίζω", "ξανακερδίσουν":"ξανακερδίζω", "ξανακλείνεται":"ξανακλείνω", "ξανακλείσει":"ξανακλείνω", "ξανακολυμπάμε":"ξανακολυμπώ", "ξανακούσει":"ξανακούω", "ξανακούστηκε":"ξανακούω", "ξανακούσω":"ξανακούω", "ξανακτίσει":"ξανακτίζω", "ξανακυλάει":"ξανακυλώ", "ξαναλέγαμε":"ξαναλέω", "ξανάλεγαν":"ξαναλέω", "ξανάλεγε":"ξαναλέω", "ξαναλειτούργησαν":"ξαναλειτουργώ", "ξαναλένε":"ξαναλέω", "ξαναλέω":"ξαναλέω", "ξαναμελετά":"ξαναμελετώ", "ξαναμεταδοθεί":"ξαναμεταδίδω", "ξαναμιλήσουν":"ξαναμιλώ", "ξαναμμένα":"ξαναμμένος", "ξαναμπαίνει":"ξαναμπαίνω", "ξαναμπεί":"ξαναμπαίνω", "ξαναμπείς":"ξαναμπαίνω", "ξαναμπήκε":"ξαναμπαίνω", "ξαναμπορέσουμε":"ξαναμπορώ", "ξαναμπούν":"ξαναμπαίνω", "ξαναμπώ":"ξαναμπαίνω", "ξαναναστήθηκε":"ξαναναστήθηκε", "ξανανάψει":"ξανανάβω", "ξανανοίγει":"ξανανοίγω", "ξανανοίξει":"ξανανοίγω", "ξανανοίξουν":"ξανανοίγω", "ξαναπάει":"ξαναπηγαίνω", "ξαναπαίζουν":"ξαναπαίζω", "ξαναπαίξει":"ξαναπαίζω", "ξαναπαίρνουν":"ξαναπαίρνω", "ξαναπάνε":"ξαναπηγαίνω", "ξαναπαντρεύτηκε":"ξαναπαντρεύω", "ξαναπάρει":"ξαναπαίρνω", "ξαναπάρουν":"ξαναπαίρνω", "ξαναπαρουσιαστεί":"ξαναπαρουσιάζω", "ξαναπάς":"ξαναπηγαίνω", "ξαναπάω":"ξαναπηγαίνω", "ξαναπεί":"ξαναλέω", "ξαναπεράσει":"ξαναπερνώ", "ξαναπεράσεις":"ξαναπερνώ", "ξαναπεράσουν":"ξαναπερνώ", "ξαναπετάξει":"ξαναπετώ", "ξαναπετάξουν":"ξαναπετώ", "ξαναπέφτει":"ξαναπέφτω", "ξαναπήγε":"ξαναπηγαίνω", "ξανάπιασε":"ξαναπιάνω", "ξαναπούμε":"ξαναλέω", "ξαναπούν":"ξαναλέω", "ξαναπροσπαθήσει":"ξαναπροσπαθώ", "ξαναπώ":"ξαναλέω", "ξανάρθει":"ξαναέρχομαι", "ξαναρθούν":"ξαναέρχομαι", "ξανάρθουν":"ξαναέρχομαι", "ξανάρθω":"ξαναέρχομαι", "ξαναρρίζωσε":"ξαναρρίζωσε", "ξανάρχεται":"ξαναέρχομαι", "ξαναρχίζουν":"ξαναρχίζω", "ξανάρχισε":"ξαναρχίζω", "ξαναρχίσει":"ξαναρχίζω", "ξαναρχίσουν":"ξαναρχίζω", "ξαναρχίσω":"ξαναρχίζω", "ξανάρχονται":"ξαναέρχομαι", "ξαναρωτούσαν":"ξαναρωτώ", "ξανασκεφθεί":"ξανασκέπτομαι", "ξανασκέφθηκε":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκεφτεί":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκέφτεται":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκέφτηκε":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκέφτονται":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκεφτούμε":"ξανασκέφτομαι", "ξανασκεφτούν":"ξανασκέφτομαι", "ξανασμιξαν":"ξανασμίγω", "ξαναστείλει":"ξαναστέλνω", "ξαναστήνει":"ξαναστήνω", "ξαναστήνονται":"ξαναστήνω", "ξανασυζήτησε":"ξανασυζητώ", "ξανασυζητήσουμε":"ξανασυζητώ", "ξανασυμβεί":"ξανασυμβαίνει", "ξανασυναντάμε":"ξανασυναντώ", "ξανασυναντήθηκα":"ξανασυναντώ", "ξανασυναντήθηκαν":"ξανασυναντώ", "ξανασυναντιούνται":"ξανασυναντώ", "ξανατεθεί":"ξαναθέτω", "ξανατραβούν":"ξανατραβώ", "ξανατραγουδά":"ξανατραγουδώ", "ξανάφεραν":"ξαναφέρνω", "ξανάφερε":"ξαναφέρνω", "ξαναφέρει":"ξαναφέρνω", "ξαναφέρνει":"ξαναφέρνω", "ξαναφέρνουν":"ξαναφέρνω", "ξαναφέρουν":"ξαναφέρνω", "ξαναφεύγει":"ξαναφεύγω", "ξαναφτιάξουμε":"ξαναφτιάχνω", "ξαναφτιάξουν":"ξαναφτιάχνω", "ξαναφτιάχνεται":"ξαναφτιάχνω", "ξαναφτιαχτεί":"ξαναφτιάχνω", "ξαναφτιαχτούν":"ξαναφτιάχνω", "ξαναφύγει":"ξαναφεύγω", "ξαναφύγω":"ξαναφεύγω", "ξαναφυτρώνει":"ξαναφυτρώνω", "ξαναχρησιμοποιηθεί":"ξαναχρησιμοποιώ", "ξαναχρησιμοποιηθούν":"ξαναχρησιμοποιώ", "ξαναχτίσουμε":"ξαναχτίζω", "ξαναχτυπά":"ξαναχτυπώ", "ξαναχτύπησε":"ξαναχτυπώ", "ξαναχτυπήσει":"ξαναχτυπώ", "ξαναχτυπούν":"ξαναχτυπώ", "ξαναχωρίζει":"ξαναχωρίζω", "ξαναψηφίσουν":"ξαναψηφίζω", "ξανθά":"ξανθός", "ξανθάκου":"ξανθάκου", "ξανθές":"ξανθός", "ξάνθη":"ξάνθη", "ξανθη":"ξανθός", "ξάνθη3295420-15":"ξάνθη3295420-15", "ξάνθη-αεκ":"ξάνθη-αεκ", "ξάνθη-άλιμος":"ξάνθη-άλιμος", "ξάνθης":"ξάνθη", "ξανθης":"ξανθός", "ξάνθης-καβάλας":"ξάνθης-καβάλας", "ξάνθης-ορφέας":"ξάνθης-ορφέας", "ξανθιά":"ξανθός", "ξανθιάς":"ξανθός", "ξανθιές":"ξανθός", "ξανθιώτες":"ξανθιώτης", "ξανθιώτης":"ξανθιώτης", "ξανθό":"ξανθός", "ξανθόμαλλη":"ξανθομάλλης", "ξανθομαλλούσα":"ξανθομαλλούσα", "ξανθοπουλος":"ξανθόπουλος", "ξανθόπουλος":"ξανθόπουλος", "ξανθοπουλου":"ξανθόπουλος", "ξανθόπουλου":"ξανθόπουλος", "ξανθός":"ξανθός", "ξάνθος":"ξάνθος", "ξάνθου":"ξάνθος", "ξανθουλα":"ξανθούλα", "ξανθούλη":"ξανθούλη", "ξανοίγεστε":"ξανοίγω", "ξανοίγεται":"ξανοίγω", "ξανοιγότανε":"ξανοίγω", "ξανοιχτείτε":"ξανοίγω", "ξάπλα":"ξάπλα", "ξαπλουμέν'":"ξαπλουμέν'", "ξαπλωμένα":"ξαπλωμένος", "ξαπλωμένη":"ξαπλώνω", "ξαπλωμένο":"ξαπλώνω", "ξαπλωμένοι":"ξαπλώνω", "ξαπλωμένος":"ξαπλώνω", "ξάπλωναν":"ξαπλώνω", "ξάπλωνε":"ξαπλώνω", "ξάπλωσαν":"ξαπλώνω", "ξαπλώσει":"ξαπλώνω", "ξαπλώσουν":"ξαπλώνω", "ξαποστάσει":"ξαποσταίνω", "ξάρτια":"ξάρτι", "ξαρχάκου":"ξαρχάκος", "ξασπρισμένες":"ξασπρισμένος", "ξάστερα":"ξάστερα", "ξαφνιάζει":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάζεται":"ξαφνιάζω", "ξαφνιαζόμαστε":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάζονται":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάζουν":"ξαφνιάζω", "ξάφνιασαν":"ξαφνιάζω", "ξάφνιασε":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάσει":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάσετε":"ξαφνιάζω", "ξάφνιασμα":"ξάφνιασμα", "ξαφνιάσουν":"ξαφνιάζω", "ξαφνιαστείτε":"ξαφνιάζω", "ξαφνιάστηκα":"ξαφνιάζω", "ξαφνικά":"ξαφνικά", "ξαφνικά":"ξαφνικός", "ξαφνικές":"ξαφνικός", "ξαφνική":"ξαφνικός", "ξαφνικής":"ξαφνικός", "ξαφνικό":"ξαφνικός", "ξαφνικού":"ξαφνικός", "ξάφνου":"ξάφνου", "ξαφρίσει":"ξαφρίζω", "ξε":"ξε", "ξεβάφει":"ξεβάφω", "ξεβολεύει":"ξεβολεύω", "ξεβολέψει":"ξεβολεύω", "ξεβράζεται":"ξεβράζω", "ξεβρακώθηκε":"ξεβρακώνω", "ξεβρακώνεστε":"ξεβρακώνω", "ξεβράστηκε":"ξεβράζω", "ξεβρομίσει":"ξεβρομίζω", "ξεγελά":"ξεγελώ", "ξεγελάει":"ξεγελώ", "ξεγέλασε":"ξεγελώ", "ξεγελάσει":"ξεγελώ", "ξεγελάσεις":"ξεγελώ", "ξεγελάσουν":"ξεγελώ", "ξεγελιέστε":"ξεγελώ", "ξεγελιέται":"ξεγελώ", "ξεγελιόμαστε":"ξεγελώ", "ξεγελιούνται":"ξεγελώ", "ξεγελούν":"ξεγελώ", "ξεγελώντας":"ξεγελώ", "ξεγέννησε":"ξεγεννώ", "ξεγνοιασιά":"ξεγνοιασιά", "ξεγνοιασιάς":"ξεγνοιασιά", "ξεγραμμένοι":"ξεγραμμένος", "ξεγράφει":"ξεγράφω", "ξεγράψει":"ξεγράφω", "ξεγύμνωμα":"ξεγύμνωμα", "ξεδιάλυνε":"ξεδιαλύνω", "ξεδιαλύνει":"ξεδιαλύνω", "ξεδιαλύνεται":"ξεδιαλύνω", "ξεδιαλύνετε":"ξεδιαλύνω", "ξεδιαλύνουμε":"ξεδιαλύνω", "ξεδιαλύνουν":"ξεδιαλύνω", "ξεδιάντροπα":"ξεδιάντροπος", "ξεδιάντροπο":"ξεδιάντροπος", "ξεδίνει":"ξεδίνω", "ξεδιπλωθεί":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλωθούν":"ξεδιπλώνω", "ξεδίπλωμα":"ξεδίπλωμα", "ξεδιπλώνει":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλώνεται":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλώνονται":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλώνουν":"ξεδιπλώνω", "ξεδίπλωσε":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλώσει":"ξεδιπλώνω", "ξεδιπλώσουν":"ξεδιπλώνω", "ξεδιψάει":"ξεδιψώ", "ξεδιψάσει":"ξεδιψώ", "ξεδόντιασαν":"ξεδοντιάζω", "ξεδώσετε":"ξεδίνω", "ξεδώσουν":"ξεδίνω", "ξεζουμίζουμε":"ξεζουμίζω", "ξεζουμίσει":"ξεζουμίζω", "ξεζουμίσουν":"ξεζουμίζω", "ξεθάβονται":"ξεθάβω", "ξεθάφτηκε":"ξεθάβω", "ξέθαψε":"ξεθάβω", "ξεθάψει":"ξεθάβω", "ξεθάψουν":"ξεθάβω", "ξεθεμελιωθούν":"ξεθεμελιώνω", "ξεθεωμένη":"ξεθεωμένος", "ξεθεώσει":"ξεθεώνω", "ξεθυμάνει":"ξεθυμαίνω", "ξεθωριάζει":"ξεθωριάζω", "ξεθωριάζουν":"ξεθωριάζω", "ξεθώριασε":"ξεθωριάζω", "ξεθωριάσει":"ξεθωριάζω", "ξεθωριασμένα":"ξεθωριάζω", "ξεθωριασμένη":"ξεθωριάζω", "ξείπα":"ξελέω", "ξεκάθαρα":"ξεκάθαρος", "ξεκάθαρες":"ξεκάθαρος", "ξεκάθαρη":"ξεκάθαρος", "ξεκάθαρης":"ξεκάθαρος", "ξεκαθάριζαν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζει":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζετε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζοντας":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζουμε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζουν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίζούν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθάρισα":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίσαμε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθάρισαν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθάρισε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίσει":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίσετε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρισθεί":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρισμα":"ξεκαθάρισμα", "ξεκαθάρισμα":"ξεκαθάρισμα", "ξεκαθαρίσματος":"ξεκαθάρισμα", "ξεκαθαρισμένη":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρισμένο":"ξεκαθαρισμένος", "ξεκαθαρίσουμε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίσουν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίστε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαριστεί":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίστηκε":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαριστούν":"ξεκαθαρίζω", "ξεκαθαρίσω":"ξεκαθαρίζω", "ξεκάθαρο":"ξεκάθαρος", "ξεκάθαρος":"ξεκάθαρος", "ξεκαλουπώσει":"ξεκαλουπώνω", "ξεκαρδιστική":"ξεκαρδιστικός", "ξεκαρδιστικό":"ξεκαρδιστικός", "ξεκάρφωμα":"ξεκάρφωμα", "ξεκάρφωτα":"ξεκάρφωτα", "ξεκατινιάσματα":"ξεκατίνιασμα", "ξεκινα":"ξεκινώ", "ξεκινά":"ξεκινώ", "ξεκίνα":"ξεκινώ", "ξεκιναει":"ξεκινώ", "ξεκινάει":"ξεκινώ", "ξεκινάμε":"ξεκινώ", "ξεκινάνε":"ξεκινώ", "ξεκινάς":"ξεκινώ", "ξεκινάτε":"ξεκινώ", "ξεκινάω":"ξεκινώ", "ξεκινημα":"ξεκίνημα", "ξεκίνημα":"ξεκίνημα", "ξεκίνημά":"ξεκίνημα", "ξεκινήματα":"ξεκίνημα", "ξεκινήματος":"ξεκίνημα", "ξεκίνησα":"ξεκινώ", "ξεκινήσαμε":"ξεκινώ", "ξεκίνησαν":"ξεκινώ", "ξεκινήσατε":"ξεκινώ", "ξεκινησε":"ξεκινώ", "ξεκίνησε":"ξεκινώ", "ξεκινήσει":"ξεκινώ", "ξεκινήσεις":"ξεκινώ", "ξεκινήσετε":"ξεκινώ", "ξεκινήσουμε":"ξεκινώ", "ξεκινήσουν":"ξεκινώ", "ξεκινήσω":"ξεκινώ", "ξεκινουν":"ξεκινώ", "ξεκινούν":"ξεκινώ", "ξεκινούσα":"ξεκινώ", "ξεκινούσαμε":"ξεκινώ", "ξεκινούσαν":"ξεκινώ", "ξεκινούσατε":"ξεκινώ", "ξεκινούσε":"ξεκινώ", "ξεκινώντας":"ξεκινώ", "ξεκλειδώνουν":"ξεκλειδώνω", "ξεκλείδωσε":"ξεκλειδώνω", "ξεκλειδώσει":"ξεκλειδώνω", "ξεκλειδώσουν":"ξεκλειδώνω", "ξεκληρίζουν":"ξεκληρίζω", "ξεκλήρισαν":"ξεκληρίζω", "ξεκλήρισε":"ξεκληρίζω", "ξεκοιλιάσεις":"ξεκοιλιάζω", "ξεκοκαλίσει":"ξεκοκαλίζω", "ξεκολλά":"ξεκολλώ", "ξεκόλλησε":"ξεκολλώ", "ξεκολλήσει":"ξεκολλώ", "ξεκολλήσουν":"ξεκολλώ", "ξεκολλούν":"ξεκολλώ", "ξεκολλώντας":"ξεκολλώ", "ξεκομμένες":"ξεκομμένος", "ξεκομμένη":"ξεκομμένος", "ξεκομμένο":"ξεκομμένος", "ξεκουμπιστούν":"ξεκουμπίζομαι", "ξεκουράζει":"ξεκουράζω", "ξεκουράζεσαι":"ξεκουράζω", "ξεκουράζεστε":"ξεκουράζω", "ξεκουράζομαι":"ξεκουράζω", "ξεκουράζονται":"ξεκουράζω", "ξεκουράσει":"ξεκουράζω", "ξεκούραση":"ξεκούραση", "ξεκούρασή":"ξεκούραση", "ξεκούρασης":"ξεκούραση", "ξεκούρασής":"ξεκούραση", "ξεκουράσουν":"ξεκουράζω", "ξεκούραστα":"ξεκούραστα", "ξεκουραστεί":"ξεκουράζω", "ξεκουραστείτε":"ξεκουράζω", "ξεκούραστες":"ξεκούραστος", "ξεκούραστη":"ξεκούραστος", "ξεκουραστήκαμε":"ξεκουράζω", "ξεκουράστηκε":"ξεκουράζω", "ξεκούραστο":"ξεκούραστος", "ξεκούραστοι":"ξεκούραστος", "ξεκούραστος":"ξεκούραστος", "ξεκουραστούμε":"ξεκουράζω", "ξεκουραστούν":"ξεκουράζω", "ξεκούραστους":"ξεκούραστος", "ξεκουραστώ":"ξεκουράζω", "ξεκουφάνανε":"ξεκουφαίνω", "ξεκόψει":"ξεκόβω", "ξεκρέμασε":"ξεκρεμώ", "ξεκρέμαστοι":"ξεκρέμαστος", "ξελασκέρνει":"ξελασκέρνει", "ξελασπώσει":"ξελασπώνω", "ξεμάθει":"ξεμαθαίνω", "ξεμακραίνει":"ξεμακραίνω", "ξεμαλλιάρες":"ξεμαλλιάρης", "ξέμειναν":"ξεμένω", "ξέμεινε":"ξεμένω", "ξεμείνει":"ξεμένω", "ξεμείνετε":"ξεμένω", "ξεμένει":"ξεμένω", "ξεμπερδέματα":"ξεμπέρδεμα", "ξεμπερδεύει":"ξεμπερδεύω", "ξεμπερδεύουμε":"ξεμπερδεύω", "ξεμπερδέψαμε":"ξεμπερδεύω", "ξεμπέρδεψε":"ξεμπερδεύω", "ξεμπλέξει":"ξεμπλέκω", "ξεμπλέξουν":"ξεμπλέκω", "ξεμπλοκάρει":"ξεμπλοκάρω", "ξεμπλοκάρισε":"ξεμπλοκάρω", "ξεμπλοκάρισμα":"ξεμπλοκάρισμα", "ξένα":"ξένος", "ξεναγεί":"ξεναγώ", "ξεναγήθηκαν":"ξεναγώ", "ξεναγήθηκε":"ξεναγώ", "ξενάγησαν":"ξεναγώ", "ξενάγησε":"ξεναγώ", "ξεναγήσει":"ξεναγώ", "ξεναγήσεις":"ξενάγηση", "ξενάγηση":"ξενάγηση", "ξενάγησή":"ξενάγηση", "ξενάγησης":"ξενάγηση", "ξεναγό":"ξεναγός", "ξεναγοί":"ξεναγός", "ξεναγός":"ξεναγός", "ξεναγού":"ξεναγός", "ξεναγούν":"ξεναγώ", "ξεναγούς":"ξεναγός", "ξεναγούς-συνοδούς":"ξεναγούς-συνοδούς", "ξεναγων":"ξεναγός", "ξεναγών":"ξεναγός", "ξεναγώντας":"ξεναγώ", "ξενάκη":"ξενάκης", "ξένες":"ξένος", "ξενή":"ξενή", "ξένη":"ξένη", "ξένη":"ξένος", "ξένης":"ξένη", "ξένης":"ξένος", "ξενια":"ξενία", "ξένια":"ξένια", "ξένιας":"ξένια", "ξενίδη":"ξενίδη", "ξενίδης":"ξενίδης", "ξενίζει":"ξενίζω", "ξενίζουν":"ξενίζω", "ξενικά":"ξενικός", "ξενικές":"ξενικός", "ξενική":"ξενικός", "ξενικό":"ξενικός", "ξένιο":"ξένιος", "ξένιου":"ξένιος", "ξένισε":"ξενίζω", "ξενιτεμένοι":"ξενιτεμένος", "ξενιτεμενους":"ξενιτεμένος", "ξενιτεμένους":"ξενιτεμένος", "ξενιτεμένων":"ξενιτεμένος", "ξενιτευτεί":"ξενιτεύομαι", "ξενιτεύτηκε":"ξενιτεύομαι", "ξενιτιά":"ξενιτιά", "ξενιτιάς":"ξενιτιά", "ξενο":"ξένος", "ξένο":"ξένος", "ξενογιαννακοπούλου":"ξενογιαννακοπούλου", "ξενόγλωσσα":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσσες":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσση":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσσο":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσσοι":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσσους":"ξενόγλωσσος", "ξενόγλωσσων":"ξενόγλωσσος", "ξενοδ":"ξενοδ", "ξενοδοχεία":"ξενοδοχείο", "ξενοδοχειακές":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακή":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακής":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακό":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακός":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακού":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχειακών":"ξενοδοχειακός", "ξενοδοχείο":"ξενοδοχείο", "ξενοδοχείου":"ξενοδοχείο", "ξενοδοχειων":"ξενοδοχείο", "ξενοδοχείων":"ξενοδοχείο", "ξενοδόχο":"ξενοδόχος", "ξενοδόχοι":"ξενοδόχος", "ξενοδόχος":"ξενοδόχος", "ξενοδοχοϋπαλλήλων":"ξενοδοχοϋπάλληλος", "ξενοδόχους":"ξενοδόχος", "ξενοδόχων":"ξενοδόχος", "ξενοζεί":"ξενοζεί", "ξένοι":"ξένος", "ξενοιασιά":"ξενοιασιά", "ξενοίκιαστα":"ξενοίκιαστος", "ξενοκοιμάται":"ξενοκοιμάμαι", "ξενοκοιτάτε":"ξενοκοιτώ", "ξενοκράτης":"ξενοκράτης", "ξενοκράτους":"ξενοκράτους", "ξενομανία":"ξενομανία", "ξένον":"ξένο", "ξενόπουλος":"ξενόπουλος", "ξενόπουλου":"ξενόπουλος", "ξενος":"ξένος", "ξένος":"ξένος", "ξένου":"ξένος", "ξένους":"ξένος", "ξενοφάνης":"ξενοφάνης", "ξενόφερτα":"ξενόφερτος", "ξενόφερτη":"ξενόφερτος", "ξενόφερτων":"ξενόφερτος", "ξενοφοβία":"ξενοφοβία", "ξενοφοβίας":"ξενοφοβία", "ξενοφοβικό":"ξενοφοβικός", "ξενοφοβικού":"ξενοφοβικός", "ξενοφων":"ξενοφων", "ξενοφώντος":"ξενοφώντος", "ξενυχτάδικα":"ξενυχτάδικο", "ξενυχτάδικων":"ξενυχτάδικο", "ξενύχτησαν":"ξενυχτώ", "ξενύχτι":"ξενύχτι", "ξενύχτια":"ξενύχτι", "ξενυχτούν":"ξενυχτώ", "ξένων":"ξένος", "ξενώνα":"ξενώνας", "ξενωνας":"ξενώνας", "ξενώνας":"ξενώνας", "ξενώνες":"ξενώνας", "ξενώνων":"ξενώνας", "ξεπαγιασμένα":"ξεπαγιάζω", "ξεπαγωμένο":"ξεπαγώνω", "ξεπαρκάρει":"ξεπαρκάρει", "ξεπατώθηκε":"ξεπατώνω", "ξεπεράσαμε":"ξεπερνώ", "ξεπέρασαν":"ξεπερνώ", "ξεπέρασε":"ξεπερνώ", "ξεπεράσει":"ξεπερνώ", "ξεπεράσεις":"ξεπερνώ", "ξεπεράσετε":"ξεπερνώ", "ξεπερασθεί":"ξεπερνώ", "ξεπεράσθηκαν":"ξεπερνώ", "ξεπεράσθηκε":"ξεπερνώ", "ξεπερασθούν":"ξεπερνώ", "ξεπέρασμα":"ξεπέρασμα", "ξεπερασμένα":"ξεπερασμένος", "ξεπερασμένες":"ξεπερνώ", "ξεπερασμένη":"ξεπερασμένος", "ξεπερασμένης":"ξεπερασμένος", "ξεπερασμένο":"ξεπερασμένος", "ξεπερασμένοι":"ξεπερνώ", "ξεπερασμένος":"ξεπερασμένος", "ξεπερασμένων":"ξεπερνώ", "ξεπεράσουμε":"ξεπερνώ", "ξεπεράσουν":"ξεπερνώ", "ξεπεράστε":"ξεπερνώ", "ξεπεραστεί":"ξεπερνώ", "ξεπεράστηκαν":"ξεπερνώ", "ξεπεράστηκε":"ξεπερνώ", "ξεπεραστούν":"ξεπερνώ", "ξεπεράσω":"ξεπερνώ", "ξεπερνά":"ξεπερνώ", "ξεπερνάει":"ξεπερνώ", "ξεπερνάμε":"ξεπερνώ", "ξεπερνάς":"ξεπερνώ", "ξεπερνάτε":"ξεπερνώ", "ξεπερνάω":"ξεπερνώ", "ξεπερνιέται":"ξεπερνώ", "ξεπερνιόνταν":"ξεπερνώ", "ξεπερνιούνται":"ξεπερνώ", "ξεπερνούν":"ξεπερνώ", "ξεπερνούσαν":"ξεπερνώ", "ξεπερνούσε":"ξεπερνώ", "ξεπερνώντας":"ξεπερνώ", "ξεπέσει":"ξεπέφτω", "ξεπεσμένων":"ξεπεσμένος", "ξεπεσμό":"ξεπεσμός", "ξεπετάγονται":"ξεπετώ", "ξεπηδάει":"ξεπηδώ", "ξεπήδησαν":"ξεπηδώ", "ξεπήδησε":"ξεπηδώ", "ξεπηδήσει":"ξεπηδώ", "ξεπηδούν":"ξεπηδώ", "ξεπηδούσαν":"ξεπηδώ", "ξεπηδώντας":"ξεπηδώ", "ξεπλένει":"ξεπλένω", "ξεπλένετε":"ξεπλένω", "ξεπληρώνει":"ξεπληρώνω", "ξεπληρώσει":"ξεπληρώνω", "ξεπληρώσεις":"ξεπληρώνω", "ξεπληρώσουν":"ξεπληρώνω", "ξεπληρώσω":"ξεπληρώνω", "ξεπλυθεί":"ξεπλένω", "ξέπλυμα":"ξέπλυμα", "ξεπλύματος":"ξέπλυμα", "ξέπλυνε":"ξεπλένω", "ξεπλύνει":"ξεπλένω", "ξεπλύνουμε":"ξεπλένω", "ξεπλύνουν":"ξεπλένω", "ξεπουλάει":"ξεπουλώ", "ξεπουλήθηκε":"ξεπουλώ", "ξεπούλημα":"ξεπούλημα", "ξεπουλημένο":"ξεπουλώ", "ξεπουλήσαμε":"ξεπουλώ", "ξεπούλησαν":"ξεπουλώ", "ξεπούλησε":"ξεπουλώ", "ξεπουλήσει":"ξεπουλώ", "ξεπουλήσουν":"ξεπουλώ", "ξεπουλιέται":"ξεπουλώ", "ξεπρόβαλαν":"ξεπροβάλλω", "ξεπρόβαλε":"ξεπροβάλλω", "ξεπρόβαλλε":"ξεπροβάλλω", "ξεπροβάλλει":"ξεπροβάλλω", "ξεπροβάλλουν":"ξεπροβάλλω", "ξεπροβοδίσει":"ξεπροβοδίζω", "ξερα":"ξερα", "ξέρα":"ξέρα", "ξερά":"ξερός", "ξεραθεί":"ξεραίνω", "ξεραίνονται":"ξεραίνω", "ξερακιανή":"ξερακιανός", "ξέραμε":"ξέρω", "ξεραμένα":"ξεραίνω", "ξέρασε":"ξερνώ", "ξέρατε":"ξέρω", "ξερατό":"ξερατό", "ξέρει":"ξέρω", "ξέρεις":"ξέρω", "ξέρες":"ξέρα", "ξέρετε":"ξέρω", "ξερή":"ξερή", "ξεριζωθεί":"ξεριζώνω", "ξεριζώθηκαν":"ξεριζώνω", "ξεριζωθούν":"ξεριζώνω", "ξεριζωμένα":"ξεριζωμένος", "ξεριζωμένοι":"ξεριζωμένος", "ξεριζωμένους":"ξεριζωμένος", "ξεριζωμένων":"ξεριζωμένος", "ξεριζωμό":"ξεριζωμός", "ξεριζωμός":"ξεριζωμός", "ξερίζωναν":"ξεριζώνω", "ξεριζώνουν":"ξεριζώνω", "ξεριζώνω":"ξεριζώνω", "ξερίζωσαν":"ξεριζώνω", "ξερίζωσε":"ξεριζώνω", "ξεριζώσει":"ξεριζώνω", "ξεριζώσουν":"ξεριζώνω", "ξερνά":"ξερνώ", "ξερνάει":"ξερνώ", "ξερό":"ξερός", "ξεροί":"ξερός", "ξεροκέφαλα":"ξεροκέφαλος", "ξεροκεφαλιά":"ξεροκεφαλιά", "ξεροκέφαλο":"ξεροκέφαλος", "ξεροκόμματο":"ξεροκόμματο", "ξερολιθιά":"ξερολιθιά", "ξερολιθιές":"ξερολιθιά", "ξερολούλουδα":"ξερολούλουδα", "ξέροντας":"ξέρω", "ξέρουμε":"ξέρω", "ξέρουν":"ξέρω", "ξέρουνε":"ξέρω", "ξερούς":"ξερός", "ξερριζώθηκε":"ξερριζώθηκε", "ξέρω":"ξέρω", "ξεσαλωμένων":"ξεσαλώνω", "ξεσηκωθεί":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώθηκαν":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώθηκε":"ξεσηκώνω", "ξεσηκωθούμε":"ξεσηκώνω", "ξεσηκωθούν":"ξεσηκώνω", "ξεσηκωμό":"ξεσηκωμός", "ξεσηκωμός":"ξεσηκωμός", "ξεσηκωμού":"ξεσηκωμός", "ξεσήκωναν":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώνει":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώνεται":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώνονται":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώνοντας":"ξεσηκώνω", "ξεσήκωσαν":"ξεσηκώνω", "ξεσήκωσε":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώσει":"ξεσηκώνω", "ξεσηκώσουν":"ξεσηκώνω", "ξεσκαρτάρισμα":"ξεσκαρτάρισμα", "ξεσκάσει":"ξεσκάω", "ξεσκεπάζει":"ξεσκεπάζω", "ξεσκεπάσει":"ξεσκεπάζω", "ξεσκέπασμα":"ξεσκέπασμα", "ξεσκεπάσουν":"ξεσκεπάζω", "ξεσκεπαστούν":"ξεσκεπάζω", "ξέσκιζαν":"ξεσκίζω", "ξεσκίζει":"ξεσκίζω", "ξεσκίζουν":"ξεσκίζω", "ξεσκόνισε":"ξεσκονίζω", "ξεσκόνισμα":"ξεσκόνισμα", "ξεσκούριασμα":"ξεσκούριασμα", "ξεσπά":"ξεσπώ", "ξεσπάει":"ξεσπώ", "ξεσπαθώνει":"ξεσπαθώνω", "ξεσπαθωσε":"ξεσπαθώνω", "ξεσπάμε":"ξεσπώ", "ξεσπάνε":"ξεσπώ", "ξέσπασαν":"ξεσπώ", "ξέσπασε":"ξεσπώ", "ξεσπάσει":"ξεσπώ", "ξεσπάσετε":"ξεσπώ", "ξεσπασμα":"ξέσπασμα", "ξέσπασμα":"ξέσπασμα", "ξεσπάσματα":"ξέσπασμα", "ξεσπάσματά":"ξέσπασμα", "ξεσπάσματος":"ξέσπασμα", "ξεσπασμάτων":"ξέσπασμα", "ξεσπάσουν":"ξεσπώ", "ξεσπάτε":"ξεσπώ", "ξεσπιτώνουν":"ξεσπιτώνω", "ξεσπούν":"ξεσπώ", "ξεσπούσαν":"ξεσπώ", "ξεσπούσε":"ξεσπώ", "ξεστομίσετε":"ξεστομίζω", "ξετρελαίνουν":"ξετρελαίνω", "ξετρελαμένη":"ξετρελαμένος", "ξετρελαμένοι":"ξετρελαίνω", "ξετρελαμένος":"ξετρελαίνω", "ξετρελάνει":"ξετρελαίνω", "ξετρύπωνε":"ξετρυπώνω", "ξετρυπώνει":"ξετρυπώνω", "ξετρυπώνουν":"ξετρυπώνω", "ξετρυπώσουν":"ξετρυπώνω", "ξετυλίγει":"ξετυλίγω", "ξετυλίγεται":"ξετυλίγω", "ξετύλιγμα":"ξετύλιγμα", "ξετυλίγονται":"ξετυλίγω", "ξετυλίγουμε":"ξετυλίγω", "ξετυλίξει":"ξετυλίγω", "ξετυλιχθεί":"ξετυλίγω", "ξεφάντωμα":"ξεφάντωμα", "ξεφαντώματος":"ξεφάντωμα", "ξεφάντωσαν":"ξεφαντώνω", "ξεφαντώσετε":"ξεφαντώνω", "ξεφαντώσουμε":"ξεφαντώνω", "ξεφαντώσουν":"ξεφαντώνω", "ξέφευγε":"ξεφεύγω", "ξεφεύγει":"ξεφεύγω", "ξεφεύγοντας":"ξεφεύγω", "ξεφεύγουμε":"ξεφεύγω", "ξεφεύγουν":"ξεφεύγω", "ξεφεύγω":"ξεφεύγω", "ξεφλουδίζονται":"ξεφλουδίζω", "ξεφλουδίσουμε":"ξεφλουδίζω", "ξεφορτωθεί":"ξεφορτώνω", "ξεφορτωθείς":"ξεφορτώνω", "ξεφορτωθείτε":"ξεφορτώνω", "ξεφορτωθούν":"ξεφορτώνω", "ξεφόρτωμα":"ξεφόρτωμα", "ξεφορτώνουν":"ξεφορτώνω", "ξεφόρτωσε":"ξεφορτώνω", "ξεφορτώσουν":"ξεφορτώνω", "ξεφούσκωμα":"ξεφούσκωμα", "ξεφουσκώνουν":"ξεφουσκώνω", "ξεφουσκώσει":"ξεφουσκώνω", "ξέφραγα":"ξέφραγος", "ξέφραγο":"ξέφραγος", "ξέφρενα":"ξέφρενα", "ξέφρενες":"ξέφρενος", "ξέφρενη":"ξέφρενος", "ξέφρενης":"ξέφρενος", "ξέφρενο":"ξέφρενος", "ξέφρενος":"ξέφρενος", "ξέφρενου":"ξέφρενος", "ξέφρενους":"ξέφρενος", "ξέφρενων":"ξέφρενος", "ξεφτίζουν":"ξεφτίζω", "ξεφτίλα":"ξεφτίλας", "ξεφτιλίσει":"ξεφτιλίζω", "ξεφτιλισμένη":"ξεφτιλίζω", "ξεφτισμένα":"ξεφτίζω", "ξέφυγαν":"ξεφεύγω", "ξεφυγε":"ξεφεύγω", "ξέφυγε":"ξεφεύγω", "ξεφύγει":"ξεφεύγω", "ξεφύγεις":"ξεφεύγω", "ξεφύγετε":"ξεφεύγω", "ξεφύγουμε":"ξεφεύγω", "ξεφύγουν":"ξεφεύγω", "ξεφύγω":"ξεφεύγω", "ξεφύλλιζε":"ξεφυλλίζω", "ξεφυλλίζονται":"ξεφυλλίζω", "ξεφυλλίζοντας":"ξεφυλλίζω", "ξεφυλλίζοντάς":"ξεφυλλίζω", "ξεφυλλίσαμε":"ξεφυλλίζω", "ξεφύλλισε":"ξεφυλλίζω", "ξεφύτρωναν":"ξεφυτρώνω", "ξεφυτρώνουν":"ξεφυτρώνω", "ξεφύτρωσαν":"ξεφυτρώνω", "ξεφύτρωσε":"ξεφυτρώνω", "ξεφυτρώσουν":"ξεφυτρώνω", "ξεφωνίζανε":"ξεφωνίζω", "ξεφώνιζε":"ξεφωνίζω", "ξέφωτα":"ξέφωτο", "ξέφωτο":"ξέφωτος", "ξεχαρβαλώματος":"ξεχαρβάλωμα", "ξεχαρβαλωμένες":"ξεχαρβαλώνω", "ξεχαρβαλωμένη":"ξεχαρβαλωμένος", "ξέχασα":"ξεχνώ", "ξεχάσαμε":"ξεχνώ", "ξέχασαν":"ξεχνώ", "ξεχάσανε":"ξεχνώ", "ξεχάσατε":"ξεχνώ", "ξέχασε":"ξεχνώ", "ξεχάσει":"ξεχνώ", "ξεχάσετε":"ξεχνώ", "ξεχάσθηκε":"ξεχνώ", "ξεχασμένα":"ξεχασμένος", "ξεχασμένες":"ξεχασμένος", "ξεχασμένη":"ξεχασμένος", "ξεχασμένης":"ξεχασμένος", "ξεχασμένο":"ξεχνώ", "ξεχασμένοι":"ξεχασμένος", "ξεχασμένος":"ξεχασμένος", "ξεχασμένου":"ξεχασμένος", "ξεχασμένους":"ξεχασμένος", "ξεχασμένων":"ξεχασμένος", "ξεχάσουμε":"ξεχνώ", "ξεχάσουν":"ξεχνώ", "ξεχάστε":"ξεχνώ", "ξεχαστεί":"ξεχνώ", "ξεχαστείτε":"ξεχνώ", "ξεχάστηκαν":"ξεχνώ", "ξεχάστηκε":"ξεχνώ", "ξεχαστούν":"ξεχνώ", "ξεχάσω":"ξεχνώ", "ξέχειλα":"ξέχειλος", "ξεχείλιζε":"ξεχειλίζω", "ξεχειλίζει":"ξεχειλίζω", "ξεχειλίζουν":"ξεχειλίζω", "ξεχείλισε":"ξεχειλίζω", "ξεχειλίσει":"ξεχειλίζω", "ξεχειλώνουν":"ξεχειλώνω", "ξεχειλώσει":"ξεχειλώνω", "ξεχνά":"ξεχνώ", "ξεχνάει":"ξεχνώ", "ξεχνάμε":"ξεχνώ", "ξεχνάνε":"ξεχνώ", "ξεχνάς":"ξεχνώ", "ξεχνάτε":"ξεχνώ", "ξεχνάω":"ξεχνώ", "ξεχνιέμαι":"ξεχνώ", "ξεχνιέται":"ξεχνώ", "ξεχνιόμαστε":"ξεχνώ", "ξεχνιούνται":"ξεχνώ", "ξεχνούμε":"ξεχνώ", "ξεχνούν":"ξεχνώ", "ξεχνούσα":"ξεχνώ", "ξεχνούσαμε":"ξεχνώ", "ξεχνούσε":"ξεχνώ", "ξεχνώ":"ξεχνώ", "ξεχνώντας":"ξεχνώ", "ξεχρεωθούν":"ξεχρεώνω", "ξεχρεώσαμε":"ξεχρεώνω", "ξεχρεώσει":"ξεχρεώνω", "ξεχυθεί":"ξεχύνω", "ξεχύθηκαν":"ξεχύνω", "ξεχύθηκε":"ξεχύνω", "ξεχυθούν":"ξεχύνω", "ξεχύνεται":"ξεχύνω", "ξεχύνονται":"ξεχύνω", "ξέχωρα":"ξέχωρα", "ξεχώριζαν":"ξεχωρίζω", "ξεχώριζε":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίζει":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίζεις":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίζουμε":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίζουν":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίζω":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσαμε":"ξεχωρίζω", "ξεχώρισαν":"ξεχωρίζω", "ξεχώρισε":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσει":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσεις":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσετε":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσουμε":"ξεχωρίζω", "ξεχωρίσουν":"ξεχωρίζω", "ξεχωριστά":"ξεχωριστά", "ξεχωριστά":"ξεχωριστός", "ξεχωριστές":"ξεχωριστός", "ξεχωριστή":"ξεχωριστός", "ξεχωριστης":"ξεχωριστός", "ξεχωριστής":"ξεχωριστός", "ξεχωριστό":"ξεχωριστός", "ξεχωριστός":"ξεχωριστός", "ξεχωριστού":"ξεχωριστός", "ξεχωριστούς":"ξεχωριστός", "ξεχωριστών":"ξεχωριστός", "ξεχωρίσω":"ξεχωρίζω", "ξέχωρο":"ξέχωρος", "ξεψύχησε":"ξεψυχώ", "ξεψυχισμένο":"ξεψυχισμένος", "ξηλώθηκαν":"ξηλώνω", "ξηλώθηκε":"ξηλώνω", "ξηλωθούν":"ξηλώνω", "ξήλωμα":"ξήλωμα", "ξήλωμά":"ξήλωμα", "ξηλώματος":"ξήλωμα", "ξήλωνε":"ξηλώνω", "ξηλώνει":"ξηλώνω", "ξηλώνουν":"ξηλώνω", "ξήλωσαν":"ξηλώνω", "ξηλώσουν":"ξηλώνω", "ξημεράκης":"ξημεράκης", "ξημεροβραδιάζονται":"ξημεροβραδιάζομαι", "ξημερωθεί":"ξημερώνω", "ξημέρωμα":"ξημέρωμα", "ξημερώματα":"ξημέρωμα", "ξημέρωναν":"ξημερώνω", "ξημέρωνε":"ξημερώνω", "ξημερώνει":"ξημερώνω", "ξημερώνοντας":"ξημερώνω", "ξημέρωσε":"ξημερώνω", "ξημερώσει":"ξημερώνω", "ξηρά":"ξηρά", "ξηρανθεί":"ξηραίνω", "ξηράς":"ξηρά", "ξηρασία":"ξηρασία", "ξηρασίας":"ξηρασία", "ξηρασιών":"ξηρασία", "ξηρές":"ξηρά", "ξηρή":"ξηρός", "ξηρό":"ξηρός", "ξηροκρήνης":"ξηροκρήνης", "ξηροπόταμος":"ξηροπόταμος", "ξηροπουλος":"ξηροπουλος", "ξηροπουλου":"ξηροπουλου", "ξηρός":"ξηρός", "ξηροτύρη":"ξηροτύρη", "ξηρού":"ξηρός", "ξηρούς":"ξηρός", "ξηρών":"ξηρός", "ξιδάτες":"ξιδάτος", "ξιδάτος":"ξιδάτος", "ξίδι":"ξίδι", "ξινά":"ξινός", "ξινή":"ξινός", "ξινόμαυρο":"ξινόμαυρος", "ξινόμαυρου":"ξινόμαυρος", "ξιφασκια":"ξιφασκία", "ξιφασκίας":"ξιφασκία", "ξίφη":"ξίφος", "ξιφιας":"ξιφίας", "ξιφίας":"ξιφίας", "ξιφολόγχες":"ξιφολόγχη", "ξίφος":"ξίφος", "ξίφους":"ξίφος", "ξόανα":"ξόανο", "ξόδεμα":"ξόδεμα", "ξόδευαν":"ξοδεύω", "ξόδευε":"ξοδεύω", "ξοδεύει":"ξοδεύω", "ξοδεύεις":"ξοδεύω", "ξοδεύετε":"ξοδεύω", "ξοδευόμαστε":"ξοδεύω", "ξοδεύονται":"ξοδεύω", "ξοδεύοντας":"ξοδεύω", "ξοδεύουμε":"ξοδεύω", "ξοδεύουν":"ξοδεύω", "ξοδευτεί":"ξοδεύω", "ξοδεύτηκαν":"ξοδεύω", "ξοδεύτηκε":"ξοδεύω", "ξοδευτούν":"ξοδεύω", "ξόδεψα":"ξοδεύω", "ξοδέψαμε":"ξοδεύω", "ξόδεψαν":"ξοδεύω", "ξόδεψε":"ξοδεύω", "ξοδέψει":"ξοδεύω", "ξοδέψεις":"ξοδεύω", "ξοδέψετε":"ξοδεύω", "ξοδέψουμε":"ξοδεύω", "ξοδέψουν":"ξοδεύω", "ξόρκια":"ξόρκι", "ξορκίζουμε":"ξορκίζω", "ξορκίζουν":"ξορκίζω", "ξόρκισε":"ξορκίζω", "ξορκίσει":"ξορκίζω", "ξορκίσουμε":"ξορκίζω", "ξουφαρίδης":"ξουφαρίδης", "ξοφλημένο":"ξοφλημένος", "ξοφλήσαμε":"ξοφλώ", "ξοφλήσει":"ξοφλώ", "ξύγκια":"ξύγκι", "ξυδάς":"ξυδάς", "ξύδι":"ξύδι", "ξυδού":"ξυδού", "ξύλα":"ξύλο", "ξυλαδικα":"ξυλάδικο", "ξυλάδικα":"ξυλάδικο", "ξυλαράκια":"ξυλαράκι", "ξυλεία":"ξυλεία", "ξυλειας":"ξυλεία", "ξυλείας":"ξυλεία", "ξυλεμπορια":"ξυλεμπόριο", "ξυλεμποριας":"ξυλεμποριας", "ξυλεύεται":"ξυλεύομαι", "ξύλημα":"ξύλημα", "ξυλιάσαμε":"ξυλιάζω", "ξύλινα":"ξύλινος", "ξύλινες":"ξύλινος", "ξύλινη":"ξύλινος", "ξύλινης":"ξύλινος", "ξύλινο":"ξύλινος", "ξύλινοι":"ξύλινος", "ξύλινος":"ξύλινος", "ξύλινου":"ξύλινος", "ξύλινων":"ξύλινος", "ξύλο":"ξύλο", "ξυλόγλυπτα":"ξυλόγλυπτο", "ξυλόγλυπτη":"ξυλόγλυπτος", "ξυλόγλυπτο":"ξυλόγλυπτος", "ξυλογραφίες":"ξυλογραφία", "ξυλοδαρμό":"ξυλοδαρμός", "ξυλοδαρμός":"ξυλοδαρμός", "ξυλοδαρμού":"ξυλοδαρμός", "ξυλοδαρμούς":"ξυλοδαρμός", "ξυλοκεράτια":"ξυλοκεράτια", "ξυλοκοπήθηκε":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκοπηθούν":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκόπημα":"ξυλοκόπημα", "ξυλοκόπησαν":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκόπησε":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκόποι":"ξυλοκόπος", "ξυλοκοπούν":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκοπούνται":"ξυλοκοπώ", "ξυλοκοπούσαν":"ξυλοκοπώ", "ξυλομπογιές":"ξυλομπογιά", "ξυλοπόδαρα":"ξυλοπόδαρο", "ξυλοπόδαροι":"ξυλοπόδαρος", "ξυλοπόδαρους":"ξυλοπόδαρος", "ξυλόσομπας":"ξυλόσομπα", "ξυλόσομπες":"ξυλόσομπα", "ξύλου":"ξύλο", "ξυλούπολη":"ξυλούπολη", "ξυλουργείο":"ξυλουργείο", "ξυλουργός":"ξυλουργός", "ξυλοφορτώνει":"ξυλοφορτώνω", "ξυλοφόρτωσε":"ξυλοφορτώνω", "ξυλοφορτώσει":"ξυλοφορτώνω", "ξυλοφραγμάτων":"ξυλοφραγμάτων", "ξύλων":"ξύλο", "ξυνάδας":"ξυνάδας", "ξύνεστε":"ξύνω", "ξυνόμηλο":"ξινόμηλο", "ξύνουν":"ξύνω", "ξυπνά":"ξυπνώ", "ξύπνα":"ξυπνώ", "ξυπνάει":"ξυπνώ", "ξυπνάμε":"ξυπνώ", "ξυπνάς":"ξυπνώ", "ξυπνάτε":"ξυπνώ", "ξυπνάω":"ξυπνώ", "ξύπνημα":"ξύπνημα", "ξυπνήσαμε":"ξυπνώ", "ξύπνησαν":"ξυπνώ", "ξύπνησε":"ξυπνώ", "ξυπνήσει":"ξυπνώ", "ξυπνήσετε":"ξυπνώ", "ξυπνήσουμε":"ξυπνώ", "ξυπνήσουν":"ξυπνώ", "ξυπνήστε":"ξυπνώ", "ξυπνητήρι":"ξυπνητήρι", "ξυπνητήρια":"ξυπνητήρι", "ξύπνια":"ξύπνιος", "ξύπνιο":"ξύπνιος", "ξύπνιων":"ξύπνιος", "ξυπνούν":"ξυπνώ", "ξυπνούσα":"ξυπνώ", "ξυπνούσαν":"ξυπνώ", "ξυπνούσε":"ξυπνώ", "ξυπνώντας":"ξυπνώ", "ξυπόλητα":"ξυπόλητος", "ξυπόλητοι":"ξυπόλητος", "ξυπόλητος":"ξυπόλητος", "ξυπόλυτος":"ξυπόλυτος", "ξυραφάκια":"ξυραφάκι", "ξυράφι":"ξυράφι", "ξυράφια":"ξυράφι", "ξυραφιού":"ξυράφι", "ξυρίζεται":"ξυρίζω", "ξυρίζονται":"ξυρίζω", "ξύρισμα":"ξύρισμα", "ξυρισμένο":"ξυρίζω", "ξυριστική":"ξυριστικός", "ξύσει":"ξύνω", "ξύσεις":"ξύνω", "ξύσμα":"ξύσμα", "ξυστά":"ξυστά", "ξυστό":"ξυστός", "ξύστρες":"ξύστρα", "ξωκκλήσι":"ξωκκλήσι", "ξωκλήσια":"ξωκλήσι", "ξωμάχοι":"ξωμάχος", "ξωτικά":"ξωτικός", "ξωτικού":"ξωτικός", "ξώφαλτσα":"ξώφαλτσα", "ξωχέλλης":"ξωχέλλης", "ο":"ο", "ο'":"ο'", "'ο":"'ο", "ό":"ό", "ό,τι":"ό,τι", "ο.":"ο.", "ο.α.":"ο.α.", "ο.ε.":"ο.ε.", "ο.ε.ε.":"ο.ε.ε.", "ο.κ.":"ο.κ.", "ο.σ.ε.":"ο.σ.ε.", "ο.τ.ε.":"ο.τ.ε.", "ο.φ.η.":"ο.φ.η.", "οn":"οn", "οysho":"οysho", "οα":"οα", "οαε":"οαε", "οαεδ":"οαεδ", "οαθ":"οαθ", "οακα":"οακα", "οασε":"οασε", "οάσεις":"όαση", "οαση":"όαση", "όαση":"όαση", "οασθ":"οασθ", "οασπ":"οασπ", "οβάλ":"οβάλ", "οβίδα":"οβίδα", "οβιδοβόλων":"οβιδοβόλο", "οβολό":"οβολός", "οβολούς":"οβολός", "οβολών":"οβολός", "ογα":"ογα", "όγδοη":"όγδοος", "όγδοης":"όγδοος", "ογδόντα":"ογδόντα", "ογδοντάχρονη":"ογδοντάχρονος", "ογδονταχρονος":"ογδοντάχρονος", "όγδοο":"όγδοο", "όγδοος":"όγδοος", "όγδοου":"όγδοο", "ογεεκα":"ογεεκα", "ογκανιάδη":"ογκανιάδη", "όγκαστ":"όγκαστ", "ογκέ":"ογκέ", "ογκενιάν":"ογκενιάν", "ογκνιένοβιτς":"ογκνιένοβιτς", "ογκο":"όγκος", "όγκο":"όγκος", "όγκοι":"όγκος", "ογκόλιθο":"ογκόλιθος", "ογκόλιθοι":"ογκόλιθος", "ογκόλιθου":"ογκόλιθος", "ογκόλιθους":"ογκόλιθος", "ογκολογικά":"ογκολογικός", "ογκολογικής":"ογκολογικός", "ογκολόγο":"ογκολόγος", "ογκολόγος":"ογκολόγος", "ογκομέτρηση":"ογκομέτρηση", "ογκομέτρησης":"ογκομέτρηση", "ογκομετρικής":"ογκομετρικός", "ογκόνι":"ογκόνι", "όγκος":"όγκος", "όγκου":"όγκος", "ογκούμενη":"ογκούμενος", "ογκούμενης":"ογκούμενος", "ογκούμενο":"ογκούμενος", "ογκουνσοτο":"ογκουνσοτο", "ογκουνσότο":"ογκουνσότο", "όγκους":"όγκος", "ογκώδεις":"ογκώδης", "ογκώδες":"ογκώδης", "ογκωδέστατη":"ογκώδης", "ογκωδέστατο":"ογκώδης", "ογκώδη":"ογκώδης", "ογκώδης":"ογκώδης", "ογκώδους":"ογκώδης", "όγκων":"όγκος", "οδδυ":"οδδυ", "οδεύει":"οδεύω", "οδεύοντας":"οδεύω", "οδεύουμε":"οδεύω", "οδεύουν":"οδεύω", "οδεύσει":"οδεύω", "οδεύσουν":"οδεύω", "οδηγεί":"οδηγώ", "οδηγείς":"οδηγώ", "οδηγείται":"οδηγώ", "οδηγείτε":"οδηγώ", "οδηγηθεί":"οδηγώ", "οδηγηθείτε":"οδηγώ", "οδηγήθηκα":"οδηγώ", "οδηγήθηκαν":"οδηγώ", "οδηγήθηκε":"οδηγώ", "οδηγηθούμε":"οδηγώ", "οδηγηθούν":"οδηγώ", "οδηγήσαμε":"οδηγώ", "οδήγησαν":"οδηγώ", "οδήγησε":"οδηγώ", "οδηγήσει":"οδηγώ", "οδηγήσεις":"οδηγώ", "οδηγήσετε":"οδηγώ", "οδήγηση":"οδήγηση", "οδήγησης":"οδήγηση", "οδηγήσουμε":"οδηγώ", "οδηγήσουν":"οδηγώ", "οδηγία":"οδηγία", "οδηγίας":"οδηγία", "οδηγιες":"οδηγία", "οδηγίες":"οδηγία", "οδηγιών":"οδηγία", "οδηγό":"οδηγός", "οδηγοί":"οδηγός", "οδηγός":"οδηγός", "οδηγού":"οδηγός", "οδηγούμαι":"οδηγώ", "οδηγούμαστε":"οδηγώ", "οδηγούμε":"οδηγώ", "οδηγούμενο":"οδηγούμενος", "οδηγούμενοι":"οδηγούμενος", "οδηγούν":"οδηγώ", "οδηγούνται":"οδηγώ", "οδηγούς":"οδηγός", "οδηγούσαν":"οδηγώ", "οδηγούσε":"οδηγώ", "οδηγούς-παραβάτες":"οδηγούς-παραβάτες", "οδηγού-συνοδηγού":"οδηγού-συνοδηγού", "οδηγώ":"οδηγώ", "οδηγων":"οδηγός", "οδηγών":"οδηγός", "οδηγώντας":"οδηγώ", "οδησσό":"οδησσός", "οδησσού":"οδησσός", "οδικά":"οδικός", "οδικές":"οδικός", "οδική":"οδικός", "οδικής":"οδικός", "οδικό":"οδικός", "οδικός":"οδικός", "οδικού":"οδικός", "οδικούς":"οδικός", "οδικών":"οδικός", "οδικώς":"οδικώς", "οδό":"οδός", "οδοί":"οδός", "οδοιπορία":"οδοιπορία", "οδοιπορικά":"οδοιπορικός", "οδοιπορικό":"οδοιπορικός", "οδοιπορικού":"οδοιπορικός", "οδοιπόροι":"οδοιπόρος", "οδοιπόρος":"οδοιπόρος", "οδοκαθαριστής":"οδοκαθαριστής", "οδομαχίες":"οδομαχία", "οδόν":"οδός", "οδοντιατρική":"οδοντιατρικός", "οδοντιατρικής":"οδοντιατρική", "οδοντιατρικών":"οδοντιατρικός", "οδοντίατρο":"οδοντίατρος", "οδοντίατροι":"οδοντίατρος", "οδοντίατρος":"οδοντίατρος", "οδοντιάτρου":"οδοντίατρος", "οδοντίατρου":"οδοντίατρος", "οδοντιάτρους":"οδοντίατρος", "οδοντίατρους":"οδοντίατρος", "οδοντιάτρων":"οδοντίατρος", "οδοντόβουρτσες":"οδοντόβουρτσα", "οδοντογλυφίδα":"οδοντογλυφίδα", "οδοντογλυφίδες":"οδοντογλυφίδα", "οδοντόκρεμες":"οδοντόκρεμα", "οδοντοστοιχία":"οδοντοστοιχία", "οδοντοστοιχίες":"οδοντοστοιχία", "οδοντοτεχνίτης":"οδοντοτεχνίτης", "οδόντων":"οδούς", "οδοντωτό":"οδοντωτός", "οδοντωτός":"οδοντωτός", "οδοντωτού":"οδοντωτός", "οδοποιία":"οδοποιία", "οδοποιίας":"οδοποιία", "οδος":"οδός", "οδός":"οδός", "οδόστρωμα":"οδόστρωμα", "οδοστρώματα":"οδόστρωμα", "οδοστρώματος":"οδόστρωμα", "οδοστρωμάτων":"οδόστρωμα", "οδοστρωτήρα":"οδοστρωτήρας", "οδοστρωτήρας":"οδοστρωτήρας", "οδού":"οδός", "οδούς":"οδός", "οδόφραγμα":"οδόφραγμα", "οδοφράγματα":"οδόφραγμα", "οδπε":"οδπε", "οδύνη":"οδύνη", "οδυνηρές":"οδυνηρός", "οδυνηρή":"οδυνηρός", "οδυνηρό":"οδυνηρός", "οδύνης":"οδύνη", "οδυρμό":"οδυρμός", "οδυρμός":"οδυρμός", "οδυσσέα":"οδυσσέας", "οδυσσεας":"οδυσσέας", "οδυσσέας":"οδυσσέας", "οδυσσεβάχ":"οδυσσεβάχ", "οδυσσεια":"οδύσσεια", "οδύσσεια":"οδύσσεια", "οδυσσέως":"οδυσσέως", "οδών":"οδός", "οε":"οε", "όε":"όε", "οεκ":"οεκ", "οζ":"οζ", "οζάκα":"οζάκα", "όζον":"όζον", "όζοντος":"όζον", "οηε":"οηε", "όθιο":"όθιο", "οθόνες":"οθόνη", "οθόνη":"οθόνη", "οθονης":"οθόνη", "οθόνης":"οθόνη", "οθόνης­":"οθόνης­", "οθωμανική":"οθωμανικός", "οθωμανικής":"οθωμανικός", "οθωμανικό":"οθωμανικός", "οθωμανικού":"οθωμανικός", "οθωμανούς":"οθωμανός", "όθων":"όθων", "όθωνα":"όθωνας", "όθωνας":"όθωνας", "όθωνος":"όθων", "οι":"ο", "­οι":"­οι", "όι":"όι", "οιαδήποτε":"οιοσδήποτε", "οιανδήποτε":"οιοσδήποτε", "οιασδήποτε":"οιοσδήποτε", "οίδα":"οίδα", "οίδα'":"οίδα'", "οίδασι":"οίδασι", "οίδασιν":"οίδασιν", "οίδε":"οίδε", "οίδημα":"οίδημα", "οιεσδήποτε":"οιοσδήποτε", "οίηση":"οίηση", "οίησή":"οίηση", "οικεία":"οικείος", "οικείας":"οικείος", "οικείες":"οικείος", "οικείο":"οικείος", "οικειοθελή":"οικειοθελής", "οικειοθελώς":"οικειοθελώς", "οικείοι":"οικείος", "οικειοποιήθηκε":"οικειοποιούμαι", "οικειοποιηθούν":"οικειοποιούμαι", "οικειοποιούνται":"οικειοποιούμαι", "οικείος":"οικείος", "οικειότητα":"οικειότητα", "οικειότητά":"οικειότητα", "οικειότητας":"οικειότητα", "οικείου":"οικείος", "οικείους":"οικείος", "οικείων":"οικείος", "οίκημα":"οίκημα", "οικήματα":"οίκημα", "οικία":"οικία", "οικιακά":"οικιακός", "οικιακές":"οικιακός", "οικιακή":"οικιακός", "οικιακής":"οικιακός", "οικιακού":"οικιακός", "οικιακούς":"οικιακός", "οικιακών":"οικιακός", "οικίας":"οικία", "οικίες":"οικία", "οικίσκοι":"οικίσκος", "οικίσκων":"οικίσκος", "οικισμό":"οικισμός", "οικισμοί":"οικισμός", "οικισμός":"οικισμός", "οικισμού":"οικισμός", "οικισμούς":"οικισμός", "οικισμών":"οικισμός", "οικιστ":"οικιστ", "οικιστές":"οικιστής", "οικιστικά":"οικιστικός", "οικιστικές":"οικιστικός", "οικιστική":"οικιστικός", "οικιστικής":"οικιστικός", "οικιστικό":"οικιστικός", "οικιστικών":"οικιστικός", "οικιών":"οικία", "οίκο":"οίκος", "οικοανάπτυξη":"οικοανάπτυξη", "οικογένεια":"οικογένεια", "οικογένειά":"οικογένεια", "οικογένεία":"οικογένεια", "οικογενειακά":"οικογενειακά", "οικογενειακά":"οικογενειακός", "οικογενειακαί":"οικογενειακός", "οικογενειακές":"οικογενειακός", "οικογενειακή":"οικογενειακός", "οικογενειακής":"οικογενειακός", "οικογενειακό":"οικογενειακός", "οικογενειακοί":"οικογενειακός", "οικογενειακος":"οικογενειακός", "οικογενειακός":"οικογενειακός", "οικογενειακού":"οικογενειακός", "οικογενειακούς":"οικογενειακός", "οικογενειακών":"οικογενειακός", "οικογενειακώς":"οικογενειακά", "οικογενειάρχες":"οικογενειάρχης", "οικογενειάρχη":"οικογενειάρχης", "οικογενειάρχης":"οικογενειάρχης", "οικογενείας":"οικογένεια", "οικογένειας":"οικογένεια", "οικογένειάς":"οικογένεια", "οικογένειες":"οικογένεια", "οικογένειές":"οικογένεια", "οικογενειοκρατία":"οικογενειοκρατία", "οικογενειών":"οικογένεια", "οικοδέσποινα":"οικοδέσποινα", "οικοδεσπότες":"οικοδεσπότης", "οικοδεσπότη":"οικοδεσπότης", "οικοδεσπότης":"οικοδεσπότης", "οικοδομεί":"οικοδομώ", "οικοδομείται":"οικοδομώ", "οικοδομές":"οικοδομή", "οικοδομή":"οικοδομή", "οικοδομηθεί":"οικοδομώ", "οικοδομήθηκε":"οικοδομώ", "οικοδόμημα":"οικοδόμημα", "οικοδομήματα":"οικοδόμημα", "οικοδομήματος":"οικοδόμημα", "οικοδομημένο":"οικοδομώ", "οικοδομής":"οικοδομή", "οικοδομήσει":"οικοδομώ", "οικοδόμηση":"οικοδόμηση", "οικοδόμησή":"οικοδόμηση", "οικοδόμησης":"οικοδόμηση", "οικοδομήσιμα":"οικοδομήσιμος", "οικοδομησιμότητα":"οικοδομησιμότητα", "οικοδομήσουμε":"οικοδομώ", "οικοδομήσουν":"οικοδομώ", "οικοδομικά":"οικοδομικός", "οικοδομικες":"οικοδομικός", "οικοδομικές":"οικοδομικός", "οικοδομικη":"οικοδομικός", "οικοδομική":"οικοδομικός", "οικοδομικής":"οικοδομικός", "οικοδομικό":"οικοδομικός", "οικοδομικοί":"οικοδομικός", "οικοδομικός":"οικοδομικός", "οικοδομικού":"οικοδομικός", "οικοδομικούς":"οικοδομικός", "οικοδομικών":"οικοδομικός", "οικοδόμοι":"οικοδόμος", "οικοδόμος":"οικοδόμος", "οικοδόμου":"οικοδόμος", "οικοδομούν":"οικοδομώ", "οικοδομούνται":"οικοδομώ", "οικοδόμους":"οικοδόμος", "οικοδομούσαμε":"οικοδομώ", "οικοδομούσε":"οικοδομώ", "οικοδομών":"οικοδομή", "οικοδόμων":"οικοδόμος", "οικοδομώντας":"οικοδομώ", "οίκοι":"οίκος", "οικοκυρά":"οικοκυρά", "οικολογια":"οικολογία", "οικολογία":"οικολογία", "οικολογία-αλληλεγγύη":"οικολογία-αλληλεγγύη", "οικολογίας":"οικολογία", "οικολογικά":"οικολογικός", "οικολογικές":"οικολογικός", "οικολογική":"οικολογικός", "οικολογικής":"οικολογικός", "οικολογικό":"οικολογικός", "οικολογικός":"οικολογικός", "οικολογικού":"οικολογικός", "οικολογικών":"οικολογικός", "οικολόγο":"οικολόγος", "οικολόγοι":"οικολόγος", "οικολόγος":"οικολόγος", "οικολόγου":"οικολόγος", "οικολόγους":"οικολόγος", "οικολόγων":"οικολόγος", "οίκον":"οίκος", "οικονομάκης":"οικονομάκης", "οικονομήσουν":"οικονομώ", "οικονομια":"οικονομία", "οικονομία":"οικονομία", "οικονομίας":"οικονομία", "οικονομίδη":"οικονομίδης", "οικονομιδης":"οικονομίδης", "οικονομίδης":"οικονομίδης", "οικονομίες":"οικονομία", "οικονομικά":"οικονομικά", "οικονομικά":"οικονομικός", "οικονομικές":"οικονομικός", "οικονομικη":"οικονομικός", "οικονομική":"οικονομικός", "οικονομικής":"οικονομικός", "οικονομικής-κοινωνικής":"οικονομικής-κοινωνικής", "οικονομικό":"οικονομικός", "οικονομικοί":"οικονομικός", "οικονομικόν":"οικονομικός", "οικονομικός":"οικονομικός", "οικονομικότερες":"οικονομικός", "οικονομικότερη":"οικονομικός", "οικονομικοτεχνικά":"οικονομικοτεχνικός", "οικονομικοτεχνικές":"οικονομικοτεχνικός", "οικονομικού":"οικονομικός", "οικονομικούς":"οικονομικός", "οικονομικών":"οικονομικά", "οικονομικων":"οικονομικός", "οικονομικών":"οικονομικός", "οικονομικώς":"οικονομικά", "οικονομιστών":"οικονομιστών", "οικονομιών":"οικονομία", "οικονομιών'":"οικονομιών'", "οικονομολόγο":"οικονομολόγος", "οικονομολογοι":"οικονομολόγος", "οικονομολόγοι":"οικονομολόγος", "οικονομολόγος":"οικονομολόγος", "οικονομολόγου":"οικονομολόγος", "οικονομολόγους":"οικονομολόγος", "οικονομολόγων":"οικονομολόγος", "οικονομόπουλο":"οικονομόπουλος", "οικονομοπούλου":"οικονομόπουλος", "οικονομοτεχνική":"οικονομοτεχνικός", "οικονομου":"οικονόμου", "οικονόμου":"οικονόμου", "οικοξεναγός":"οικοξεναγός", "οικόπεδα":"οικόπεδο", "οικοπεδική":"οικοπαιδικός", "οικόπεδο":"οικόπεδο", "οικόπεδό":"οικόπεδο", "οικοπεδοποίηση":"οικοπεδοποίηση", "οικοπεδοποίησή":"οικοπεδοποίηση", "οικοπέδου":"οικόπεδο", "οικοπέδων":"οικόπεδο", "οικοπεριηγήσεων":"οικοπεριήγηση", "οικος":"οίκος", "οίκος":"οίκος", "οικόσημο":"οικόσημο", "οικόσιτα":"οικόσιτος", "οικοσκευή":"οικοσκευή", "οικοσύστημα":"οικοσύστημα", "οικοσύστημά":"οικοσύστημα", "οικοσυστήματα":"οικοσύστημα", "οικοσυστήματος":"οικοσύστημα", "οικοτεχνίας":"οικοτεχνία", "οικοτοξικολογία":"οικοτοξικολογία", "οικοτουρισμού":"οικοτουρισμός", "οικοτουρίστες":"οικοτουρίστας", "οικοτουριστικές":"οικοτουριστικός", "οικοτουριστικού":"οικοτουριστικός", "οικοτουριστικών":"οικοτουριστικός", "οικοτροφεία":"οικοτροφείο", "οικοτροφείο":"οικοτροφείο", "οικοτροφείον'":"οικοτροφείον'", "οικότροφος":"οικότροφος", "οίκου":"οίκος", "οικουμένης":"οικουμένη", "οικουμενικές":"οικουμενικός", "οικουμενική":"οικουμενικός", "οικουμενικής":"οικουμενικός", "οικουμενικό":"οικουμενικός", "οικουμενικός":"οικουμενικός", "οικουμενικότητα":"οικουμενικότητα", "οικουμενικού":"οικουμενικός", "οίκους":"οίκος", "οίκτο":"οίκτος", "οίκτος":"οίκτος", "οίκτου":"οίκτος", "οικτρά":"οικτρά", "οικτρή":"οικτρός", "οικτρό":"οικτρός", "οίκω":"οίκω", "οίκων":"οίκος", "οινεργα":"οινεργα", "οινικά":"οινικός", "οινικές":"οινικός", "οινική":"οινικός", "οινικό":"οινικός", "οίνο":"οίνος", "οινογευστικής":"οινογευστικός", "οινόη":"οινόη", "οινολόγοι":"οινολόγος", "οινολόγου":"οινολόγος", "οινομαγειρέματα":"οινομαγείρεμα", "οινοπαραγωγής":"οινοπαραγωγή", "οινοπαραγωγικής":"οινοπαραγωγικός", "οινοπαραγωγοί":"οινοπαραγωγός", "οινοπαραγωγού":"οινοπαραγωγός", "οινοπαραγωγούς":"οινοπαραγωγός", "οινοπαραγωγών":"οινοπαραγωγός", "οινόπνευμα":"οινόπνευμα", "οινοπνεύματος":"οινόπνευμα", "οινοπνευματώδη":"οινοπνευματώδης", "οινοπνευματωδών":"οινοπνευματώδης", "οινοποιημένα":"οινοποιημένος", "οινοποιία":"οινοποιία", "οινοποιός":"οινοποιός", "οινοποσία":"οινοποσία", "οίνος":"οίνος", "οινοσοφίας":"οινοσοφία", "οινου":"οίνος", "οίνου":"οίνος", "οινόφιλο":"οινόφιλος", "οινόφιλοι":"οινόφιλος", "οινόφιλος":"οινόφιλος", "οίνων":"οίνος", "οιονδήποτε":"οιοσδήποτε", "οιονεί":"οιονεί", "οιοσδήποτε":"οιοσδήποτε", "οιουδήποτε":"οιοσδήποτε", "οις":"οις", "οισοφάγου":"οισοφάγος", "οίστρο":"οίστρος", "οιστρογόνα":"οιστρογόνο", "οιστρογόνων":"οιστρογόνο", "οιχαλίας":"οιχαλίας", "οιωνδήποτε":"οιοσδήποτε", "οιωνό":"οιωνός", "οιωνοί":"οιωνός", "οιωνός":"οιωνός", "οιωνούς":"οιωνός", "οκ":"οκ", "οκάδων":"οκά", "οκαζακι":"οκαζακι", "οκαζάκι":"οκαζάκι", "οκανα":"οκανα", "οκε":"οκε", "οκέι":"οκέι", "οκκά":"οκκά", "οκκάς":"οκκάς", "οκλαδον":"οκλαδόν", "οκλαδόν":"οκλαδόν", "όκλαντ":"όκλαντ", "οκλαχόμα":"οκλαχόμα", "οκλαχόμας":"οκλαχόμας", "οκνεύω":"οκνεύω", "οκνηρία":"οκνηρία", "όκνος":"όκνος", "ο'κόνορ":"ο'κόνορ", "οκούμπο":"οκούμπο", "οκούρ":"οκούρ", "οκσάνα":"οκσάνα", "οκτ":"οκτ", "οκτάβιο":"οκτάβιος", "οκτάδα":"οκτάδα", "οκταετή":"οκταετής", "οκταετία":"οκταετία", "οκταετίας":"οκταετία", "οκταετών":"οκταετής", "οκτάι":"οκτάι", "οκτακόσια":"οκτακόσιοι", "οκτακόσιες":"οκτακόσιοι", "οκτακοσίων":"οκτακόσιοι", "οκτάλεπτα":"οκτάλεπτο", "οκτάλεπτο":"οκτάλεπτο", "οκταμελής":"οκταμελής", "οκτάμηνη":"οκτάμηνος", "οκτάμηνης":"οκτάμηνος", "οκτάμηνο":"οκτάμηνος", "οκτάχρονα":"οκτάχρονος", "οκτάχρονη":"οκτάχρονος", "οκτάχρονο":"οκτάχρονος", "οκτάχρονου":"οκτάχρονος", "οκτάωρο":"οκτάωρος", "οκταώρου":"οκτάωρος", "οκτάωρου":"οκτάωρος", "οκτοπουσι":"οκτοπουσι", "οκτόπουσι":"οκτόπουσι", "οκτω":"οκτώ", "οκτώ":"οκτώ", "οκτώβρη":"οκτώβρης", "οκτωβριανή":"οκτωβριανός", "οκτώβριο":"οκτώβριος", "οκτώβριος":"οκτώβριος", "οκτωβρίου":"οκτώβριος", "οκτώμβριο":"οκτώμβριο", "οκτώμισι":"οκτώμισι", "ολ":"ολ", "όλ'":"όλος", "ολα":"όλος", "όλα":"όλος", "ολάζουγιον":"ολάζουγιον", "ολάκερη":"ολάκερος", "ολάντ":"ολάντ", "όλας":"όλας", "ολαχ":"ολαχ", "όλγα":"όλγα", "ολγας":"όλγα", "όλγας":"όλγα", "όλεγκ":"όλεγκ", "ολέθρια":"ολέθρια", "ολέθρια":"ολέθριος", "ολεθριας":"ολέθριος", "ολέθριες":"ολέθριος", "ολέθριο":"ολέθριος", "ολέθριος":"ολέθριος", "ολέθριου":"ολέθριος", "όλεθρο":"όλεθρος", "όλεθρος":"όλεθρος", "ολεθρου":"όλεθρος", "ολέθρου":"όλεθρος", "ολες":"όλος", "όλες":"όλος", "ολη":"όλος", "όλη":"όλος", "ολημερίς":"ολημερίς", "όλης":"όλος", "ολθ":"ολθ", "όλι":"όλι", "ολίβα":"ολίβα", "ολιβάρεζ":"ολιβάρεζ", "ολιβέιρα":"ολιβέιρα", "όλιβερ":"όλιβερ", "ολιβιέ":"ολιβιέ", "ολίγα":"ολίγος", "ολιγάριθμες":"ολιγάριθμος", "ολιγαρίθμων":"ολιγάριθμος", "ολιγάρκεια":"ολιγάρκεια", "ολιγαρκής":"ολιγαρκής", "ολιγαρχία":"ολιγαρχία", "ολιγαρχίας":"ολιγαρχία", "ολίγες":"ολίγος", "ολίγη":"ολίγος", "ολίγο":"ολίγος", "ολιγοήμερες":"ολιγοήμερος", "ολιγοήμερη":"ολιγοήμερος", "ολίγοι":"ολίγος", "ολίγοις":"ολίγοις", "ολιγόλεπτα":"ολιγόλεπτος", "ολιγόλεπτες":"ολιγόλεπτος", "ολιγόλεπτη":"ολιγόλεπτος", "ολιγόλογος":"ολιγόλογος", "ολιγομελείς":"ολιγομελής", "ολιγομελές":"ολιγομελής", "ολιγομελή":"ολιγομελής", "ολιγομελών":"ολιγομελής", "ολιγόμηνη":"ολιγόμηνος", "ολίγον":"ολίγος", "όλιγον":"ολίγος", "ολιγοπώλια":"ολιγοπώλιο", "ολιγοπωλιακές":"ολιγοπωλιακός", "ολιγοπώλιο":"ολιγοπώλιο", "ολιγοπωλίου":"ολιγοπώλιο", "ολιγοσέλιδο":"ολιγοσέλιδος", "ολίγου":"ολίγος", "ολίγους":"ολίγος", "ολιγόωρη":"ολιγόωρος", "ολίγων":"ολίγος", "ολιγωρεί":"ολιγωρώ", "ολιγώρησαν":"ολιγωρώ", "ολιγωρία":"ολιγωρία", "ολιγωρίας":"ολιγωρία", "ολιγωρίες":"ολιγωρία", "ολικά":"ολικός", "ολική":"ολικός", "ολικής":"ολικός", "ολίμπια":"ολίμπια", "ολίμπια12-31062":"ολίμπια12-31062", "ολίμπια61":"ολίμπια61", "ολίμπικο":"ολίμπικο", "ολισαντέμπε":"ολισαντέμπε", "ολισθαίνει":"ολισθαίνω", "ολίσθημα":"ολίσθημα", "ολισθήματα":"ολίσθημα", "ολισθηρά":"ολισθηρός", "ολισθηρό":"ολισθηρός", "ολισθηρότητα":"ολισθηρότητα", "ολισθηρότητας":"ολισθηρότητα", "ολίσθησης":"ολίσθηση", "ολιστική":"ολιστικός", "ολκής":"ολκή", "ολλ":"ολλ", "ολλανδια":"ολλανδία", "ολλανδία":"ολλανδία", "ολλανδίας":"ολλανδία", "ολλανδικά":"ολλανδικός", "ολλανδική":"ολλανδικός", "ολλανδικής":"ολλανδικός", "ολλανδικό":"ολλανδικός", "ολλανδικοί":"ολλανδικός", "ολλανδικού":"ολλανδικός", "ολλανδικών":"ολλανδικός", "ολλανδό":"ολλανδός", "ολλανδοί":"ολλανδός", "ολλανδος":"ολλανδός", "ολλανδός":"ολλανδός", "ολλανδού":"ολλανδός", "ολλανδούς":"ολλανδός", "ολλανδών":"ολλανδός", "ολμε":"ολμε", "ολμέρ":"ολμέρ", "ολμέρτ":"ολμέρτ", "όλμου":"όλμος", "ολμπ":"ολμπ", "ολμπράιτ":"ολμπράιτ", "όλμπραϊτ":"όλμπραϊτ", "ολντ":"ολντ", "ολνταμ":"ολνταμ", "όλντερνταϊς":"όλντερνταϊς", "όλντρις":"όλντρις", "ολντριτζ":"ολντριτζ", "όλντριτς":"όλντριτς", "όλο":"όλο", "όλο":"όλος", "ολοβοκάντι":"ολοβοκάντι", "ολόγραμμα":"ολόγραμμα", "ολογράμματος":"ολόγραμμα", "ολογράφως":"ολογράφως", "ολόγυμνος":"ολόγυμνος", "ολόγυρα":"ολόγυρα", "ολοένα":"ολοένα", "ολοζώντανες":"ολοζώντανος", "ολοζώντανη":"ολοζώντανος", "ολοήμερα":"ολοήμερα", "ολοήμερες":"ολοήμερος", "ολοήμερου":"ολοήμερος", "ολοι":"όλος", "όλοι":"όλος", "ολόιδια":"ολόιδιος", "ολόιδιες":"ολόιδιος", "ολοκάθαρα":"ολοκάθαρος", "ολοκάθαρος":"ολοκάθαρος", "ολοκαίνουργια":"ολοκαίνουργος", "ολοκαίνουργιες":"ολοκαίνουργος", "ολοκαίνουργιο":"ολοκαίνουργος", "ολοκαίνουργιος":"ολοκαίνουργος", "ολοκαίνουργιου":"ολοκαίνουργος", "ολοκαταύτωμα":"ολοκαταύτωμα", "ολοκαύτωμα":"ολοκαύτωμα", "ολοκαυτώματος":"ολοκαύτωμα", "ολόκληρα":"ολόκληρος", "ολόκληρες":"ολόκληρος", "ολοκληρη":"ολόκληρος", "ολόκληρη":"ολόκληρος", "ολόκληρης":"ολόκληρος", "ολοκληρίαν":"ολοκληρία", "ολόκληρο":"ολόκληρος", "ολόκληρον":"ολόκληρος", "ολόκληρος":"ολόκληρος", "ολοκλήρου":"ολόκληρος", "ολόκληρου":"ολόκληρος", "ολόκληρους":"ολόκληρος", "ολοκληρωθεί":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώθηκαν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώθηκε":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωθούν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωμένα":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμενα":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωμένες":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμένη":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμένης":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμένο":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμένος":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωμένου":"ολοκληρωμένος", "ολοκληρωμένους":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωμένων":"ολοκληρωμένος", "ολόκληρων":"ολόκληρος", "ολοκλήρωναν":"ολοκληρώνω", "ολοκλήρωνε":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνει":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωνεται":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνεται":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνονται":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνονταν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνοντας":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωνόταν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώνουν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώντας":"ολοκληρώντας", "ολοκληρώσαμε":"ολοκληρώνω", "ολοκλήρωσαν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώσαντες":"ολοκληρώσαντες", "ολοκλήρωσε":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώσει":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώσεις":"ολοκλήρωση", "ολοκληρώσεως":"ολοκλήρωση", "ολοκλήρωση":"ολοκλήρωση", "ολοκλήρωσή":"ολοκλήρωση", "ολοκλήρωσης":"ολοκλήρωση", "ολοκλήρωσής":"ολοκλήρωση", "ολοκληρώσουμε":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώσουν":"ολοκληρώνω", "ολοκληρώσω":"ολοκληρώνω", "ολοκληρωτικά":"ολοκληρωτικά", "ολοκληρωτικά":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτικές":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτική":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτικής":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτικός":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτικού":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτικών":"ολοκληρωτικός", "ολοκληρωτισμό":"ολοκληρωτισμός", "ολοκληρωτισμός":"ολοκληρωτισμός", "ολοκληρωτισμού":"ολοκληρωτισμός", "ολοκόκκινο":"ολοκόκκινος", "ολόλευκο":"ολόλευκος", "ολομελεια":"ολομέλεια", "ολομέλεια":"ολομέλεια", "ολομέλειας":"ολομέλεια", "ολομέλειάς":"ολομέλεια", "ολομέτωπη":"ολομέτωπος", "ολομόναχη":"ολομόναχος", "ολομόναχοι":"ολομόναχος", "ολομόναχος":"ολομόναχος", "όλον":"όλος", "ολονυκτία":"ολονυχτία", "ολονύκτιο":"ολονύκτιος", "ολονύχτια":"ολονύχτιος", "ολονύχτιες":"ολονύχτιος", "ολοουοκάντι":"ολοουοκάντι", "ολόπλευρη":"ολόπλευρος", "όλος":"όλος", "ολοσέλιδες":"ολοσέλιδος", "ολοσέλιδη":"ολοσέλιδος", "ολοσέλιδο":"ολοσέλιδος", "ολοσχερής":"ολοσχερής", "ολοσχερώς":"ολοσχερώς", "ολόσωμα":"ολόσωμος", "ολόσωμες":"ολόσωμος", "ολόσωμη":"ολόσωμος", "ολοταχως":"ολοταχώς", "ολοταχώς":"ολοταχώς", "ολότελα":"ολότελα", "ολότητα":"ολότητα", "ολότητά":"ολότητα", "ολότητας":"ολότητα", "όλου":"όλος", "όλους":"όλος", "ολουσεγκούν":"ολουσεγκούν", "ολοφάνερα":"ολοφάνερος", "ολοφάνερες":"ολοφάνερος", "ολοφάνερη":"ολοφάνερος", "ολοφάνερο":"ολοφάνερος", "ολοφάνερος":"ολοφάνερος", "ολόφρεσκα":"ολόφρεσκος", "ολόφρεσκος":"ολόφρεσκος", "ολόψυχα":"ολόψυχα", "όλστερ":"όλστερ", "ολυμπ":"ολυμπ", "ολυμπία":"ολυμπία", "ολυμπια":"ολύμπιος", "ολύμπια":"ολύμπιος", "ολυμπιαδα":"ολυμπιάδα", "ολυμπιάδα":"ολυμπιάδα", "ολυμπιάδας":"ολυμπιάδα", "ολυμπιάδες":"ολυμπιάδα", "ολυμπιάδος":"ολυμπιάδος", "ολυμπιακά":"ολυμπιακός", "ολυμπιακές":"ολυμπιακός", "ολυμπιακη":"ολυμπιακός", "ολυμπιακή":"ολυμπιακός", "ολυμπιακής":"ολυμπιακός", "ολυμπιακο":"ολυμπιακός", "ολυμπιακό":"ολυμπιακός", "ολυμπιακοί":"ολυμπιακός", "ολυμπιακος":"ολυμπιακός", "ολυμπιακός":"ολυμπιακός", "ολυμπιακός11-41098":"ολυμπιακός11-41098", "ολυμπιακός1971-7259":"ολυμπιακός1971-7259", "ολυμπιακός1993-94631ος":"ολυμπιακός1993-94631ος", "ολυμπιακός1994-9564":"ολυμπιακός1994-9564", "ολυμπιακός1995-9665":"ολυμπιακός1995-9665", "ολυμπιακός281197-991":"ολυμπιακός281197-991", "ολυμπιακός41132345-14":"ολυμπιακός41132345-14", "ολυμπιακός72":"ολυμπιακός72", "ολυμπιακός-ξάνθη3-11":"ολυμπιακός-ξάνθη3-11", "ολυμπιακός-παναχαϊκή":"ολυμπιακός-παναχαϊκή", "ολυμπιακος-χαϊδαρι":"ολυμπιακος-χαϊδαρι", "ολυμπιακου":"ολυμπιακός", "ολυμπιακού":"ολυμπιακός", "ολυμπιακού-αεκ":"ολυμπιακού-αεκ", "ολυμπιακού-παναθηναϊκού":"ολυμπιακού-παναθηναϊκού", "ολυμπιακού-παοκ":"ολυμπιακού-παοκ", "ολυμπιακούς":"ολυμπιακός", "ολυμπιακών":"ολυμπιακός", "ολυμπίας":"ολυμπία", "ολυμπιάς":"ολυμπιάς", "ολύμπικ":"ολύμπικ", "ολύμπιο":"ολύμπιος", "ολυμπιον":"ολύμπιος", "ολύμπιον":"ολύμπιος", "ολυμπιονίκες":"ολυμπιονίκης", "ολυμπιονίκης":"ολυμπιονίκης", "ολυμπιονικών":"ολυμπιονίκης", "ολυμπισμό":"ολυμπισμός", "όλυμπο":"όλυμπος", "όλυμπος":"όλυμπος", "ολύμπου":"όλυμπος", "όλφεν":"όλφεν", "όλω":"όλω", "ολων":"όλος", "όλων":"όλος", "όλως":"όλως", "ολωσδιόλου":"ολωσδιόλου", "ομαδa":"ομάδα", "ομαδα":"ομάδα", "ομάδα":"ομάδα", "ομαδας":"ομάδα", "ομάδας":"ομάδα", "ομαδες":"ομάδα", "ομάδες":"ομάδα", "ομάδες-θρύλοι":"ομάδες-θρύλοι", "ομαδικά":"ομαδικά", "ομαδικά":"ομαδικός", "ομαδικές":"ομαδικός", "ομαδική":"ομαδικός", "ομαδικής":"ομαδικός", "ομαδικό":"ομαδικός", "ομαδικότητα":"ομαδικότητα", "ομαδικότητά":"ομαδικότητα", "ομαδικότητας":"ομαδικότητα", "ομαδικούς":"ομαδικός", "ομαδικών":"ομαδικός", "ομαδοποιημένα":"ομαδοποιώ", "ομαδοποιώντας":"ομαδοποιώ", "ομάδος":"ομάδα", "ομάδων":"ομάδα", "ομαλά":"ομαλά", "ομαλές":"ομαλός", "ομαλή":"ομαλός", "ομαλής":"ομαλός", "ομαλό":"ομαλός", "ομαλοποιηθεί":"ομαλοποιώ", "ομαλοποιηθούν":"ομαλοποιώ", "ομαλοποιήσει":"ομαλοποιώ", "ομαλοποίηση":"ομαλοποίηση", "ομαλοποίησης":"ομαλοποίηση", "ομαλοποιούνται":"ομαλοποιώ", "ομαλότερα":"ομαλά", "ομαλότερες":"ομαλός", "ομαλότητα":"ομαλότητα", "ομαλότητας":"ομαλότητα", "ομαλού":"ομαλός", "ομαλούς":"ομαλός", "ομβρίων":"όμβριος", "όμβριων":"όμβριος", "ομεδ":"ομεδ", "ομελέτα":"ομελέτα", "ομελέτες":"ομελέτα", "ομηρεία":"ομηρεία", "ομηρείας":"ομηρεία", "ομηρίας":"ομηρία", "ομηρικές":"ομηρικός", "ομηρικό":"ομηρικός", "όμηρο":"όμηρος", "όμηροι":"όμηρος", "όμηρος":"όμηρος", "ομήρου":"όμηρος", "όμηρου":"όμηρος", "ομήρους":"όμηρος", "όμηρους":"όμηρος", "ομήρων":"όμηρος", "όμικρον":"όμικρον", "ομιλει":"ομιλώ", "ομιλεί":"ομιλώ", "ομιλείται":"ομιλώ", "ομιλητές":"ομιλητής", "ομιλητή":"ομιλητής", "ομιλητής":"ομιλητής", "ομιλητικό":"ομιλητικός", "ομιλήτρια":"ομιλήτρια", "ομιλητών":"ομιλητής", "ομιλία":"ομιλία", "ομιλίας":"ομιλία", "ομιλίες":"ομιλία", "ομιλιών":"ομιλία", "ομιλο":"όμιλος", "όμιλο":"όμιλος", "όμιλοι":"όμιλος", "ομιλος":"όμιλος", "όμιλος":"όμιλος", "ομίλου":"όμιλος", "ομιλούμε":"ομιλώ", "ομιλούμενη":"ομιλούμενος", "ομιλούμενης":"ομιλούμενος", "ομιλούν":"ομιλώ", "ομιλούνται":"ομιλώ", "ομιλούντος":"ομιλών", "ομίλους":"όμιλος", "ομιλούσες":"ομιλώ", "ομιλώ":"ομιλώ", "ομίλων":"όμιλος", "ομιλών":"ομιλών", "ομίχλες":"ομίχλη", "ομίχλη":"ομίχλη", "ομίχλης":"ομίχλη", "ομιχλώδεις":"ομιχλώδης", "ομιχλώδες":"ομιχλώδης", "όμμα":"όμμα", "όμμασι":"όμμασι", "ομμάτ":"ομμάτ", "ομματιών":"ομματιών", "ομο":"ομο", "όμο":"όμο", "ομοβροντία":"ομοβροντία", "ομογένεια":"ομογένεια", "ομογενειακό":"ομογενειακός", "ομογενειακούς":"ομογενειακός", "ομογένειας":"ομογένεια", "ομογενείς":"ομογενής", "ομογενή":"ομογενής", "ομογενής":"ομογενής", "ομογενοποιημένο":"ομογενοποιώ", "ομογενοποίηση":"ομογενοποίηση", "ομογενοποίησης":"ομογενοποίηση", "ομογενούς":"ομογενής", "ομογενών":"ομογενής", "ομοεθνείς":"ομοεθνής", "ομοεθνής":"ομοεθνής", "ομοεθνών":"ομοεθνής", "ομοειδείς":"ομοειδής", "ομοειδές":"ομοειδής", "ομοειδή":"ομοειδής", "ομοειδών":"ομοειδής", "ομόθρησκες":"ομόθρησκος", "ομόθρησκη":"ομόθρησκος", "ομόθρησκης":"ομόθρησκος", "όμοια":"όμοια", "όμοιά":"όμοιος", "ομοϊδεάτες":"ομοϊδεάτης", "ομοϊδεατών":"ομοϊδεάτης", "όμοιες":"όμοιος", "όμοιές":"όμοιος", "όμοιο":"όμοιος", "όμοιό":"όμοιος", "ομοιογένειας":"ομοιογένεια", "ομοιογενές":"ομοιογενής", "ομοιογενή":"ομοιογενής", "ομοιογενούς":"ομοιογενής", "ομοιοθεραπείας":"ομοιοθεραπεία", "όμοιοι":"όμοιος", "όμοιοί":"όμοιος", "ομοιοκαταληξία":"ομοιοκαταληξία", "ομοιοκαταληξίας":"ομοιοκαταληξία", "ομοιόμορφα":"ομοιόμορφος", "ομοιόμορφη":"ομοιόμορφος", "ομοιομορφία":"ομοιομορφία", "ομοιόμορφο":"ομοιόμορφος", "ομοιόμορφων":"ομοιόμορφος", "ομοιοπαθείς":"ομοιοπαθής", "ομοιοπαθητικές":"ομοιοπαθητικός", "ομοιοπαθητική":"ομοιοπαθητικός", "ομοιοπαθητικής":"ομοιοπαθητικός", "ομοιοπαθητικό":"ομοιοπαθητικός", "ομοιοπαθητικός":"ομοιοπαθητικός", "όμοιος":"όμοιος", "ομοιότητα":"ομοιότητα", "ομοιότητας":"ομοιότητα", "ομοιότητες":"ομοιότητα", "ομοιοτήτων":"ομοιότητα", "ομοίους":"όμοιος", "ομοίωμα":"ομοίωμα", "ομοιώματα":"ομοίωμα", "ομοιωματικό":"ομοιωματικός", "ομοιωμάτων":"ομοίωμα", "ομοίων":"όμοιος", "όμοιων":"όμοιος", "ομοίως":"όμοια", "ομοίωση":"ομοίωση", "ομόκεντρα":"ομόκεντρος", "ομόλογα":"ομόλογο", "ομόλογά":"ομόλογος", "ομολογεί":"ομολογώ", "ομολογείται":"ομολογώ", "ομόλογη":"ομόλογος", "ομολογηθεί":"ομολογώ", "ομολογημένα":"ομολογώ", "ομολογημένη":"ομολογώ", "ομολόγησαν":"ομολογώ", "ομολόγησε":"ομολογώ", "ομολογήσει":"ομολογώ", "ομολογήσουμε":"ομολογώ", "ομολογήσουν":"ομολογώ", "ομολογήσω":"ομολογώ", "ομολογία":"ομολογία", "ομολογιακές":"ομολογιακός", "ομολογιακών":"ομολογιακός", "ομολογίας":"ομολογία", "ομολογίες":"ομολογία", "ομολογιούχοι":"ομολογιούχος", "ομολογιούχους":"ομολογιούχος", "ομολογιούχων":"ομολογιούχος", "ομολογιών":"ομολογία", "ομόλογό":"ομόλογο", "ομόλογο":"ομόλογος", "ομόλογοί":"ομόλογος", "ομόλογός":"ομόλογος", "ομολόγου":"ομόλογο", "ομολογούμε":"ομολογώ", "ομολογούμενη":"ομολογούμενος", "ομολογουμένως":"ομολογουμένως", "ομολογούν":"ομολογώ", "ομολόγους":"ομόλογος", "ομολογούσαν":"ομολογώ", "ομολογούσε":"ομολογώ", "ομολογώ":"ομολογώ", "ομολόγων":"ομόλογο", "ομονοεί":"ομονοώ", "ομονοια":"ομόνοια", "ομόνοια":"ομόνοια", "ομόνοιας":"ομόνοια", "ομοούσιον":"ομοούσιος", "όμορες":"όμορος", "όμορους":"όμορος", "ομόρρυθμες":"ομόρρυθμος", "όμορφα":"όμορφα", "όμορφα":"όμορφος", "ομορφαίνει":"ομορφαίνω", "ομορφαίνουν":"ομορφαίνω", "όμορφες":"όμορφος", "όμορφη":"όμορφος", "όμορφης":"όμορφος", "ομορφιά":"ομορφιά", "ομορφιάς":"ομορφιά", "ομορφιές":"ομορφιά", "όμορφο":"όμορφος", "όμορφοι":"όμορφος", "όμορφος":"όμορφος", "ομορφότερα":"όμορφος", "ομορφότερες":"όμορφος", "ομορφότερη":"όμορφος", "ομορφότερης":"όμορφος", "ομορφότερο":"όμορφος", "ομορφότερους":"όμορφος", "όμορφου":"όμορφος", "όμορφους":"όμορφος", "ομορφύνει":"ομορφαίνω", "όμορφων":"όμορφος", "όμορων":"όμορος", "ομόσπονδα":"ομόσπονδος", "ομοσπονδια":"ομοσπονδία", "ομοσπονδία":"ομοσπονδία", "ομοσπονδιακές":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακή":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακής":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακό":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακοί":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακός":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακού":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδιακών":"ομοσπονδιακός", "ομοσπονδίας":"ομοσπονδία", "ομοσπονδίες":"ομοσπονδία", "ομοσπονδιών":"ομοσπονδία", "ομόσπονδο":"ομόσπονδος", "ομοσπονδοποίηση":"ομοσπονδοποίηση", "ομόσταυλο":"ομόσταυλο", "ομόσταυλού":"ομόσταυλού", "ομότιμο":"ομότιμος", "ομότιμος":"ομότιμος", "ομότιτλης":"ομότιτλος", "ομότιτλο":"ομότιτλος", "ομότιτλου":"ομότιτλος", "όμουρφ'":"όμουρφ'", "ομοφύλους":"ομόφυλος", "ομοφυλόφιλα":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλη":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλης":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλοφιλία":"ομοφυλοφιλία", "ομοφυλοφιλίας":"ομοφυλοφιλία", "ομοφυλοφιλικές":"ομοφυλοφιλικός", "ομοφυλοφιλική":"ομοφυλοφιλικός", "ομοφυλοφιλικού":"ομοφυλοφιλικός", "ομοφυλόφιλο":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλοι":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλος":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλου":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλους":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλοφίλων":"ομοφυλόφιλος", "ομοφυλόφιλων":"ομοφυλόφιλος", "ομοφύλων":"ομόφυλος", "ομόφυλών":"ομόφυλος", "ομόφωνα":"ομόφωνα", "ομόφωνα":"ομόφωνος", "ομόφωνες":"ομόφωνος", "ομόφωνη":"ομόφωνος", "ομοφώνησαν":"ομοφωνώ", "ομοφωνήσουν":"ομοφωνώ", "ομοφωνία":"ομοφωνία", "ομόφωνο":"ομόφωνος", "ομόφωνου":"ομόφωνος", "ομοφώνως":"ομόφωνα", "ομοχωρίους":"ομοχώριος", "ομοψυχία":"ομοψυχία", "ομπασάντζο":"ομπασάντζο", "ομπζέρβερ":"ομπζέρβερ", "όμπιλιτς":"όμπιλιτς", "ομπουτσι":"ομπουτσι", "ομπούτσι":"ομπούτσι", "ομπραντοβιτς":"ομπραντοβιτς", "ομπράντοβιτς":"ομπράντοβιτς", "ομπρέ":"ομπρέ", "ομπρέλα":"ομπρέλα", "ομπρέλες":"ομπρέλα", "ομφάλιο":"ομφάλιος", "ομφάλιος":"ομφάλιος", "ομφάλιου":"ομφάλιος", "ομφαλό":"ομφαλός", "ομφαλοσκόπηση":"ομφαλοσκόπηση", "ομώνυμα":"ομώνυμος", "ομώνυμη":"ομώνυμος", "ομώνυμης":"ομώνυμος", "ομώνυμο":"ομώνυμος", "ομώνυμου":"ομώνυμος", "όμως":"όμως", "ον":"ον", "όν":"όν", "ον.":"ον.", "ονδούρα":"ονδούρα", "ονδούρας":"ονδούρα", "ονε":"ονε", "ονε'":"ονε'", "ονέ":"ονέ", "όνειδος":"όνειδος", "όνειρα":"όνειρο", "όνειρά":"όνειρο", "ονειρεμενη":"ονειρεμένος", "ονειρεμένη":"ονειρεμένος", "ονειρεμένο":"ονειρεμένος", "ονειρεύεσαι":"ονειρεύομαι", "ονειρεύεστε":"ονειρεύομαι", "ονειρεύεται":"ονειρεύομαι", "ονειρευομαι":"ονειρεύομαι", "ονειρεύομαι":"ονειρεύομαι", "ονειρευόμαστε":"ονειρεύομαι", "ονειρευόμενοι":"ονειρευόμενος", "ονειρευόμενος":"ονειρευόμενος", "ονειρευόμουν":"ονειρεύομαι", "ονειρεύονται":"ονειρεύομαι", "ονειρεύονταν":"ονειρεύομαι", "ονειρευόταν":"ονειρεύομαι", "ονειρευτεί":"ονειρεύομαι", "ονειρευτείτε":"ονειρεύομαι", "ονειρευτήκαμε":"ονειρεύομαι", "ονειρεύτηκαν":"ονειρεύομαι", "ονειρεύτηκε":"ονειρεύομαι", "ονειρευτούμε":"ονειρεύομαι", "ονειρευτούν":"ονειρεύομαι", "ονειρικά":"ονειρικός", "ονειρικές":"ονειρικός", "ονειρική":"ονειρικός", "ονειρικής":"ονειρικός", "ονειρικό":"ονειρικός", "ονειρικό-μεταφυσικό":"ονειρικό-μεταφυσικό", "όνειρο":"όνειρο", "όνειρό":"όνειρο", "ονειροκρίτες":"ονειροκρίτης", "ονειροπόλημα":"ονειροπόλημα", "ονειροπολήσεις":"ονειροπολώ", "ονειροπόληση":"ονειροπόληση", "ονειροπόλησή":"ονειροπόληση", "ονειροπόλους":"ονειροπόλος", "ονείρου":"όνειρο", "ονειροφαντασίες":"ονειροφαντασία", "ονειρων":"όνειρο", "ονείρων":"όνειρο", "ο'νιλ":"ο'νιλ", "οννεδ":"οννεδ", "όνομα":"όνομα", "όνομά":"όνομα", "ονόμαζαν":"ονομάζω", "ονόμαζε":"ονομάζω", "ονομάζει":"ονομάζω", "ονομάζεται":"ονομάζω", "ονομάζετε":"ονομάζω", "ονομαζόμενες":"ονομαζόμενος", "ονομαζόμενο":"ονομαζόμενος", "ονομάζονται":"ονομάζω", "ονομάζονταν":"ονομάζω", "ονομάζοντας":"ονομάζω", "ονομαζόταν":"ονομάζω", "ονομάζουμε":"ονομάζω", "ονομάζουν":"ονομάζω", "ονομάζω":"ονομάζω", "ονομάσαμε":"ονομάζω", "ονόμασαν":"ονομάζω", "ονόμασε":"ονομάζω", "ονομάσει":"ονομάζω", "ονομασθεί":"ονομάζω", "ονομάσθηκαν":"ονομάζω", "ονομάσθηκε":"ονομάζω", "ονομασια":"ονομασία", "ονομασία":"ονομασία", "ονομασίας":"ονομασία", "ονομασίες":"ονομασία", "ονομάσουμε":"ονομάζω", "ονομαστά":"ονομαστός", "ονομαστεί":"ονομάζω", "ονομαστή":"ονομαστός", "ονομάστηκαν":"ονομάζω", "ονομάστηκε":"ονομάζω", "ονομαστικά":"ονομαστικά", "ονομαστικές":"ονομαστικός", "ονομαστική":"ονομαστικός", "ονομαστικής":"ονομαστικός", "ονομαστικοί":"ονομαστικός", "ονομαστικοποίηση":"ονομαστικοποίηση", "ονομαστικοποίηση":"ονομαστικοποιώ", "ονομαστικού":"ονομαστικός", "ονομαστικών":"ονομαστικός", "ονομαστό":"ονομαστός", "ονομαστοί":"ονομαστός", "ονομαστός":"ονομαστός", "ονομαστούν":"ονομάζω", "ονομάσω":"ονομάζω", "ονόματα":"όνομα", "ονόματά":"όνομα", "ονοματάκι":"ονοματάκι", "ονοματεπώνυμα":"ονοματεπώνυμο", "ονοματεπώνυμο":"ονοματεπώνυμο", "ονοματεπώνυμό":"ονοματεπώνυμο", "ονόματι":"ονόματι", "ονοματίζει":"ονοματίζω", "ονοματίζουμε":"ονοματίζω", "ονοματική":"ονοματικός", "ονομάτισαν":"ονοματίζω", "ονοματολογία":"ονοματολογία", "ονόματος":"όνομα", "ονόματός":"όνομα", "ονομάτων":"όνομα", "όνομου":"όνομου", "ονοπριενκο":"ονοπριενκο", "ονοπριένκο":"ονοπριένκο", "ονουάτσι":"ονουάτσι", "όντα":"ον", "όντας":"ων", "όντες":"ων", "όντι":"όντι", "οντισιόν":"οντισιόν", "οντολογία":"οντολογία", "οντολογικές":"οντολογικός", "οντολογική":"οντολογικός", "οντολογικό":"οντολογικός", "όντος":"ον", "οντότητα":"οντότητα", "οντότητας":"οντότητα", "οντότητες":"οντότητα", "οντοτήτων":"οντότητα", "όντρεϊ":"όντρεϊ", "όντων":"ον", "όντως":"όντως", "οξέα":"οξύ", "οξέα":"οξύς", "οξεία":"οξεία", "οξεια":"οξύς", "οξεία":"οξύς", "οξείας":"οξεία", "οξείδια":"οξείδιο", "οξειδωθεί":"οξειδώνω", "οξείς":"οξύς", "οξέος":"οξύ", "οξέων":"οξύ", "οξέων":"οξύς", "οξέως":"οξέως", "οξιάς":"οξιά", "όξινα":"όξινος", "όξινη":"όξινος", "όξινο":"όξινος", "οξύ":"οξύς", "οξύαιχμος":"οξύαιχμος", "οξυγόνο":"οξυγόνο", "οξυγονοκόλληση":"οξυγονοκόλληση", "οξυγόνου":"οξυγόνο", "οξυγονωμένο":"οξυγονώνω", "οξυγονώνονται":"οξυγονώνω", "οξυγραφίες":"οξυγραφίες", "οξυδέρκεια":"οξυδέρκεια", "οξυδερκής":"οξυδερκής", "οξύληκτο":"οξύληκτος", "οξύλογλου":"οξύλογλου", "οξυμένα":"οξυμένος", "οξυμένο":"οξυμένος", "οξυμένων":"οξυμένος", "οξυμμένα":"οξυμμένα", "οξυμμένο":"οξυμμένο", "οξύμωρο":"οξύμωρος", "όξυνε":"οξύνω", "οξύνει":"οξύνω", "οξύνεται":"οξύνω", "οξυνθεί":"οξύνω", "οξύνθηκαν":"οξύνω", "οξύνθηκε":"οξύνω", "οξυνθούν":"οξύνω", "οξύνονται":"οξύνω", "οξύνοντας":"οξύνω", "οξύνουν":"οξύνω", "όξυνση":"όξυνση", "όξυνσης":"όξυνση", "οξυπύθμενους":"οξυπύθμενος", "οξύρρυγχο":"οξύρρυγχος", "οξυρρύγχων":"οξύρρυγχος", "οξύς":"οξύς", "οξύτατα":"οξύς", "οξύτατες":"οξύς", "οξύτατη":"οξύς", "οξύτατο":"οξύς", "οξύτατος":"οξύς", "οξύτατων":"οξύς", "οξύτερες":"οξύς", "οξύτερη":"οξύς", "οξύτητα":"οξύτητα", "οξύτητας":"οξύτητα", "οξφόρδη":"οξφόρδη", "οξφόρδης":"οξφόρδη", "οξφορντ":"οξφορντ", "όξφορντ29781531-52":"όξφορντ29781531-52", "όξω":"έξω", "όο":"όο", "οοσα":"οοσα", "όοστ":"όοστ", "οουεν":"οουεν", "όουεν":"όουεν", "όουτεν":"όουτεν", "οπ":"οπ", "οπoία":"οποίος", "οπαδικό":"οπαδικό", "οπαδό":"οπαδός", "οπαδοι":"οπαδός", "οπαδοί":"οπαδός", "οπαδός":"οπαδός", "οπαδού":"οπαδός", "οπαδους":"οπαδός", "οπαδούς":"οπαδός", "οπαδων":"οπαδός", "οπαδών":"οπαδός", "οπαπ":"οπαπ", "οπε":"οπε", "οπεκ":"οπεκ", "οπεκεπε":"οπεκεπε", "οπεν":"οπεν", "όπεν":"όπεν", "όπερ":"όπερ", "οπερα":"όπερα", "όπερα":"όπερα", "όπερά":"όπερα", "όπερας":"όπερα", "οπερατέρ":"οπερατέρ", "όπερες":"όπερα", "οπερέτα":"οπερέτα", "οπερέτας":"οπερέτα", "οπερέτες":"οπερέτα", "οπές":"οπή", "οπή":"οπή", "οπίκ":"οπίκ", "όπιο":"όπιο", "οπίου":"όπιο", "οπισ":"οπισ", "όπισθεν":"όπισθεν", "οπίσθια":"οπίσθιος", "οπίσθιά":"οπίσθιος", "οπίσθιο":"οπίσθιος", "οπίσθιου":"οπίσθιος", "οπισθίων":"οπίσθιος", "οπίσθιων":"οπίσθιος", "οπισθοδρόμηση":"οπισθοδρόμηση", "οπισθοδρόμησης":"οπισθοδρόμηση", "οπισθοδρομική":"οπισθοδρομικός", "οπισθοπορεία":"οπισθοπορεία", "οπισθόφυλλο":"οπισθόφυλλο", "οπισθοχώρησαν":"οπισθοχωρώ", "οπισθοχώρησε":"οπισθοχωρώ", "οπισθοχώρηση":"οπισθοχώρηση", "οπισθοχώρησης":"οπισθοχώρηση", "οπισθοχωρούν":"οπισθοχωρώ", "όπλα":"όπλο", "οπλαρχηγού":"οπλαρχηγός", "οπλαρχηγών":"οπλαρχηγός", "όπλιζαν":"οπλίζω", "οπλίζει":"οπλίζω", "οπλικά":"οπλικός", "οπλικό":"οπλικός", "οπλικού":"οπλικός", "οπλικών":"οπλικός", "όπλισε":"οπλίζω", "οπλίσει":"οπλίζω", "οπλίσθηκε":"οπλίζω", "οπλισμένα":"οπλίζω", "οπλισμένη":"οπλίζω", "οπλισμένοι":"οπλισμένος", "οπλισμένος":"οπλισμένος", "οπλισμένους":"οπλισμένος", "οπλισμένων":"οπλισμένος", "οπλισμό":"οπλισμός", "οπλισμού":"οπλισμός", "οπλιστεί":"οπλίζω", "οπλιστείτε":"οπλίζω", "οπλίτες":"οπλίτης", "οπλιτών":"οπλίτης", "οπλο":"όπλο", "όπλο":"όπλο", "όπλοις":"όπλοις", "οπλοκατοχή":"οπλοκατοχή", "οπλοπολυβόλα":"οπλοπολυβόλο", "οπλοστάσια":"οπλοστάσιο", "οπλοστάσιο":"οπλοστάσιο", "οπλοστάσιό":"οπλοστάσιο", "οπλοστάσιο-μυστήριο":"οπλοστάσιο-μυστήριο", "οπλοστασίου":"οπλοστάσιο", "όπλου":"όπλο", "οπλοφορεί":"οπλοφορώ", "οπλοφορία":"οπλοφορία", "οπλοφορίας":"οπλοφορία", "οπλοφορούν":"οπλοφορώ", "οπλοφορούσε":"οπλοφορώ", "οπλοχρησία":"οπλοχρησία", "οπλοχρησίας":"οπλοχρησία", "οπλών":"οπλή", "όπλων":"όπλο", "οποία":"οποίος", "όποια":"όποιος", "οποιαδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίαν":"οποίος", "οποιανδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίας":"οποίος", "όποιας":"όποιος", "οποιασδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίες":"οποίος", "όποιες":"όποιος", "οποιεσδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίο":"οποίος", "όποιο":"όποιος", "οποιοδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποιοι":"όποιος", "οποίοι":"οποίος", "όποιοι":"όποιος", "οποιοιδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίον":"οποίος", "όποιον":"όποιος", "οποιονδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποιος":"οποίος", "οποίος":"οποίος", "όποιος":"όποιος", "οποιοσδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίου":"οποίος", "όποιου":"όποιος", "οποιουδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίους":"οποίος", "όποιους":"όποιος", "οποιουσδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οποίων":"οποίος", "όποιων":"όποιος", "οποιωνδήποτε":"οποιοσδήποτε", "οπορτουνισμό":"οπορτουνισμός", "οπορτουνισμός":"οπορτουνισμός", "οπορτουνισμού":"οπορτουνισμός", "οπορτουνιστές":"οπορτουνιστής", "οπορτουνίστες":"οπορτουνιστής", "οπορτουνιστική":"οπορτουνιστικός", "οπόταν":"οπόταν", "οπότε":"οπότε", "όποτε":"όποτε", "οποτεδήποτε":"οποτεδήποτε", "όπου":"όπου", "οπουδήποτε":"οπουδήποτε", "οππε":"οππε", "οππεθ":"οππεθ", "οπσφ":"οπσφ", "οπτασια":"οπτασία", "οπτασία":"οπτασία", "οπτασίες":"οπτασία", "οπτικά":"οπτικά", "οπτικές":"οπτική", "οπτική":"οπτική", "οπτική":"οπτικός", "οπτικής":"οπτικός", "οπτικό":"οπτικός", "οπτικοακουστικά":"οπτικοακουστικός", "οπτικοακουστική":"οπτικοακουστικός", "οπτικοακουστικής":"οπτικοακουστικός", "οπτικοακουστικό":"οπτικοακουστικός", "οπτικοακουστικού":"οπτικοακουστικός", "οπτικοακουστικών":"οπτικοακουστικός", "οπτικοκινητική":"οπτικοκινητικός", "οπτικοκινητικής":"οπτικοκινητικός", "οπτικόμετρου":"οπτικόμετρο", "οπτικοποιημένη":"οπτικοποιημένος", "οπτικοποίηση":"οπτικοποίηση", "οπτικού":"οπτικός", "οπτικούς":"οπτικός", "οπτικών":"οπτικός", "οπτικώς":"οπτικώς", "οπυ":"οπυ", "οπφς":"οπφς", "οπωροκηπευτικά":"οπωροκηπευτικός", "οπωροκηπευτικών":"οπωροκηπευτικός", "οπωροπωλείο":"οπωροπωλείο", "οπως":"όπως", "όπως":"όπως", "όπως'":"όπως'", "'όπως":"'όπως", "οπωσδήποτε":"οπωσδήποτε", "όπως-όπως":"όπως-όπως", "όρα":"όρα", "όραμα":"όραμα", "όραμά":"όραμα", "οράματα":"όραμα", "οράματά":"όραμα", "οραματίζεται":"οραματίζομαι", "οραματιζόμαστε":"οραματίζομαι", "οραματίζονται":"οραματίζομαι", "οραματίζονταν":"οραματίζομαι", "οραματιζόταν":"οραματίζομαι", "οραματική":"οραματικός", "οραματικό":"οραματικός", "οραματισθεί":"οραματίζομαι", "οραματισμού":"οραματισμός", "οραματιστεί":"οραματίζομαι", "οραματιστές":"οραματιστής", "οραματιστή":"οραματιστής", "οραματίστηκαν":"οραματίζομαι", "οραματιστής":"οραματιστής", "οραματιστούν":"οραματίζομαι", "οράματος":"όραμα", "οράματός":"όραμα", "οραμάτων":"όραμα", "οράσεως":"όραση", "όραση":"όραση", "όρασή":"όραση", "όρασης":"όραση", "ορατά":"ορατός", "ορατές":"ορατός", "ορατή":"ορατός", "ορατής":"ορατός", "ορατό":"ορατός", "ορατοί":"ορατός", "ορατός":"ορατός", "ορατότητα":"ορατότητα", "ορατότητας":"ορατότητα", "ορατού":"ορατός", "οράχοβατς":"οράχοβατς", "όρβηλος":"όρβηλος", "ορβήλου":"ορβήλου", "οργανα":"όργανο", "όργανα":"όργανο", "όργανά":"όργανο", "οργανικά":"οργανικά", "οργανικές":"οργανικός", "οργανική":"οργανικός", "οργανικής":"οργανικός", "οργανικό":"οργανικός", "οργανικός":"οργανικός", "οργανικότητα":"οργανικότητα", "οργανικούς":"οργανικός", "οργανικών":"οργανικός", "οργανισμό":"οργανισμός", "οργανισμοι":"οργανισμός", "οργανισμοί":"οργανισμός", "οργανισμος":"οργανισμός", "οργανισμός":"οργανισμός", "οργανισμού":"οργανισμός", "οργανισμούς":"οργανισμός", "οργανισμών":"οργανισμός", "οργανίστα":"οργανίστας", "οργανίστας":"οργανίστας", "όργανο":"όργανο", "όργανό":"όργανο", "οργανόγραμμα":"οργανόγραμμα", "οργανογράμματος":"οργανόγραμμα", "οργανοπαίχτες":"οργανοπαίχτης", "οργανοπαίχτη":"οργανοπαίχτης", "οργάνου":"όργανο", "οργανοφωσφορικά":"οργανοφωσφορικός", "οργανωθεί":"οργανώνω", "οργανωθείτε":"οργανώνω", "οργανώθηκαν":"οργανώνω", "οργανώθηκε":"οργανώνω", "οργανωθούν":"οργανώνω", "οργανωμένα":"οργανωμένος", "οργανωμένες":"οργανωμένος", "οργανωμένη":"οργανωμένος", "οργανωμένης":"οργανωμένος", "οργανωμένο":"οργανωμένος", "οργανωμένοι":"οργανωμένος", "οργανωμένος":"οργανωμένος", "οργανωμένου":"οργανωμένος", "οργανωμενους":"οργανωμένος", "οργανωμένους":"οργανωμένος", "οργανωμένων":"οργανωμένος", "οργάνων":"όργανο", "οργάνωναν":"οργανώνω", "οργάνωνε":"οργανώνω", "οργανώνει":"οργανώνω", "οργανώνεις":"οργανώνω", "οργανώνεται":"οργανώνω", "οργανώνετε":"οργανώνω", "οργανώνονται":"οργανώνω", "οργανώνοντας":"οργανώνω", "οργανώνουμε":"οργανώνω", "οργανώνουν":"οργανώνω", "οργανώνω":"οργανώνω", "οργανώσαμε":"οργανώνω", "οργάνωσαν":"οργανώνω", "οργάνωσε":"οργανώνω", "οργανώσει":"οργανώνω", "οργανώσεις":"οργάνωση", "οργανώσετε":"οργανώνω", "οργανώσεων":"οργάνωση", "οργανώσεως":"οργάνωση", "οργάνωση":"οργάνωση", "οργάνωσή":"οργάνωση", "οργάνωσης":"οργάνωση", "οργάνωσής":"οργάνωση", "οργανωσιακή":"οργανωσιακός", "οργανώσουμε":"οργανώνω", "οργανώσουν":"οργανώνω", "οργανώστε":"οργανώνω", "οργανώσω":"οργανώνω", "οργανωτές":"οργανωτής", "οργανωτή":"οργανωτής", "οργανωτής":"οργανωτής", "οργανωτικά":"οργανωτικός", "οργανωτικές":"οργανωτικός", "οργανωτική":"οργανωτικός", "οργανωτικής":"οργανωτικός", "οργανωτικό":"οργανωτικός", "οργανωτικός":"οργανωτικός", "οργανωτικού":"οργανωτικός", "οργανωτικών":"οργανωτικός", "οργανωτών":"οργανωτής", "οργασμό":"οργασμός", "οργασμός":"οργασμός", "οργασμού":"οργασμός", "οργή":"οργή", "οργής":"οργή", "όργια":"όργιο", "οργίαζαν":"οργιάζω", "οργιάζει":"οργιάζω", "οργιάζουν":"οργιάζω", "οργιάσουν":"οργιάζω", "οργιαστική":"οργιαστικός", "οργίζεται":"οργίζω", "οργίζονται":"οργίζω", "όργιο":"όργιο", "οργίου":"όργιο", "οργισμένα":"οργισμένος", "οργισμένες":"οργίζω", "οργισμένη":"οργισμένος", "οργισμένο":"οργισμένος", "οργισμένοι":"οργισμένος", "οργισμένος":"οργισμένος", "οργισμένους":"οργίζω", "οργισμένων":"οργίζω", "οργίστηκε":"οργίζω", "οργιώδη":"οργιώδης", "οργιώδους":"οργιώδης", "οργίων":"όργιο", "όργουελ":"όργουελ", "όργωνε":"οργώνω", "όργωσαν":"οργώνω", "οργώσουν":"οργώνω", "ορδές":"ορδή", "ορέγεται":"ορέγομαι", "όρεγκον":"όρεγκον", "ορέγονται":"ορέγομαι", "ορειβασία":"ορειβασία", "ορειβασίας":"ορειβασία", "ορειβάτες":"ορειβάτης", "ορειβάτη":"ορειβάτης", "ορειβάτης":"ορειβάτης", "ορειβατική":"ορειβατικός", "ορειβατικός":"ορειβατικός", "ορειβατικού":"ορειβατικός", "ορειβατικούς":"ορειβατικός", "ορειβατικών":"ορειβατικός", "ορειβατών":"ορειβάτης", "ορεινά":"ορεινός", "ορεινές":"ορεινός", "ορεινη":"ορεινός", "ορεινή":"ορεινός", "ορεινής":"ορεινός", "ορεινό":"ορεινός", "ορεινοί":"ορεινός", "ορεινός":"ορεινός", "ορεινού":"ορεινός", "ορεινούς":"ορεινός", "ορεινών":"ορεινός", "ορείχαλκο":"ορείχαλκος", "ορεκτικά":"ορεκτικός", "ορεκτικό":"ορεκτικός", "ορέμ":"ορέμ", "ορεξάτος":"ορεξάτος", "ορέξεις":"όρεξη", "ορέξεων":"όρεξη", "ορέξεως":"όρεξη", "όρεξη":"όρεξη", "όρεξή":"όρεξη", "ορεσίβιοι":"ορεσίβιος", "ορεσίβιων":"ορεσίβιος", "ορέστης":"ορέστης", "ορεστιάδα":"ορεστιάδα", "ορεστιάδας":"ορεστιάδα", "ορεστιάδος":"ορεστιάς", "ορεστιδος":"ορεστιδος", "ορεστικό":"ορεστικό", "ορέχα":"ορέχα", "όρη":"όρος", "ορθ":"ορθ", "ορθά":"ορθά", "ορθάνοιχτα":"ορθάνοιχτος", "ορθε":"ορθός", "ορθές":"ορθός", "ορθή":"ορθός", "ορθής":"ορθός", "όρθια":"όρθια", "όρθιες":"όρθιος", "όρθιο":"όρθιος", "όρθιοι":"όρθιος", "όρθιος":"όρθιος", "ορθίους":"όρθιος", "όρθιους":"όρθιος", "ορθό":"ορθός", "ορθογραφία":"ορθογραφία", "ορθογραφίας":"ορθογραφία", "ορθογραφικά":"ορθογραφικός", "ορθογώνια":"ορθογώνιος", "ορθογώνιες":"ορθογώνιος", "ορθογώνιο":"ορθογώνιος", "ορθογώνιου":"ορθογώνιος", "ορθόδοξα":"ορθόδοξα", "ορθόδοξες":"ορθόδοξος", "ορθόδοξη":"ορθόδοξος", "ορθόδοξης":"ορθόδοξος", "ορθοδοξία":"ορθοδοξία", "ορθοδοξίας":"ορθοδοξία", "ορθόδοξο":"ορθόδοξος", "ορθόδοξοι":"ορθόδοξος", "ορθόδοξος":"ορθόδοξος", "ορθοδόξου":"ορθόδοξος", "ορθόδοξους":"ορθόδοξος", "ορθόδοξων":"ορθόδοξος", "ορθολογίζονται":"ορθολογίζομαι", "ορθολογικά":"ορθολογικός", "ορθολογικές":"ορθολογικός", "ορθολογική":"ορθολογικός", "ορθολογικής":"ορθολογικός", "ορθολογικό":"ορθολογικός", "ορθολογικός":"ορθολογικός", "ορθολογικότερα":"ορθολογικός", "ορθολογικότητα":"ορθολογικότητα", "ορθολογικού":"ορθολογικός", "ορθολογισμό":"ορθολογισμός", "ορθολογισμός":"ορθολογισμός", "ορθολογισμού":"ορθολογισμός", "ορθολογιστής":"ορθολογιστής", "ορθολογιστική":"ορθολογιστικός", "ορθολογιστικής":"ορθολογιστικός", "ορθόν":"ορθό", "ορθοπεδικά":"ορθοπεδικός", "ορθοπεδική":"ορθοπεδικός", "ορθοπεδικής":"ορθοπεδικός", "ορθοπεδικοί":"ορθοπεδικός", "ορθοπεδικός":"ορθοπεδικός", "ορθοπεδικού":"ορθοπεδικός", "ορθοπλαγιές":"ορθοπλαγιά", "ορθοποδήσει":"ορθοποδώ", "ορθοποδήσουν":"ορθοποδώ", "ορθός":"ορθός", "ορθοστασία":"ορθοστασία", "ορθότατη":"ορθός", "ορθότερα":"ορθά", "ορθότητα":"ορθότητα", "ορθότητας":"ορθότητα", "ορθού":"ορθός", "ορθούς":"ορθός", "όρθρο":"όρθρος", "ορθωθεί":"ορθώνω", "ορθώθηκαν":"ορθώνω", "ορθωθούν":"ορθώνω", "ορθώνεται":"ορθώνω", "ορθώνονται":"ορθώνω", "ορθώνουν":"ορθώνω", "ορθώς":"ορθά", "όρθωσαν":"ορθώνω", "όρθωσε":"ορθώνω", "ορθώσει":"ορθώνω", "ορια":"όριο", "όρια":"όριο", "όριά":"όριο", "οριακά":"οριακός", "οριακές":"οριακός", "οριακή":"οριακός", "οριακής":"οριακός", "οριακό":"οριακός", "οριακός":"οριακός", "οριακών":"οριακός", "οριέμα":"οριέμα", "οριεντ":"οριεντ", "όριεντ":"όριεντ", "οριεντάλ":"οριεντάλ", "όριζαν":"ορίζω", "όριζε":"ορίζω", "ορίζει":"ορίζω", "ορίζεις":"ορίζω", "ορίζεται":"ορίζω", "οριζόμενα":"οριζόμενος", "ορίζοντα":"ορίζοντας", "ορίζοντά":"ορίζοντας", "ορίζονται":"ορίζω", "ορίζονταν":"ορίζω", "ορίζοντας":"ορίζοντας", "ορίζοντάς":"ορίζοντας", "ορίζοντας":"ορίζω", "ορίζοντες":"ορίζοντας", "ορίζοντές":"ορίζοντας", "οριζόντια":"οριζόντιος", "οριζόντιας":"οριζόντιος", "οριζόντιες":"οριζόντιος", "οριζόντιο":"οριζόντιος", "οριζόντων":"ορίζων", "οριζόταν":"ορίζω", "ορίζουμε":"ορίζω", "ορίζουν":"ορίζω", "όριο":"όριο", "οριογραμμές":"οριογραμμή", "οριογραμμή":"οριογραμμή", "οριοθετεί":"οριοθετώ", "οριοθετείται":"οριοθετώ", "οριοθετήθηκε":"οριοθετώ", "οριοθετημένες":"οριοθετημένος", "οριοθετημένους":"οριοθετημένος", "οριοθέτησε":"οριοθετώ", "οριοθετήσει":"οριοθετώ", "οριοθετήσεις":"οριοθέτηση", "οριοθετήσεων":"οριοθέτηση", "οριοθέτηση":"οριοθέτηση", "οριοθετήσουν":"οριοθετώ", "οριοθετούν":"οριοθετώ", "ορίου":"όριο", "όρισαν":"ορίζω", "όρισε":"ορίζω", "ορίσει":"ορίζω", "ορίσετε":"ορίζω", "ορισθεί":"ορίζω", "ορισθείσα":"ορισθείς", "ορισθέν":"ορισθείς", "ορισθέντος":"ορισθείς", "ορίσθηκαν":"ορίζω", "ορίσθηκε":"ορίζω", "ορισθούν":"ορίζω", "ορισμένα":"ορισμένος", "ορισμένες":"ορισμένος", "ορισμένη":"ορισμένος", "ορισμένης":"ορισμένος", "ορισμένο":"ορισμένος", "ορισμένοι":"ορισμένος", "ορισμένου":"ορισμένος", "ορισμένους":"ορισμένος", "ορισμένων":"ορισμένος", "ορισμό":"ορισμός", "ορισμοί":"ορισμός", "ορισμός":"ορισμός", "ορισμού":"ορισμός", "ορισμούς":"ορισμός", "ορίσουμε":"ορίζω", "ορίσουν":"ορίζω", "ορίστε":"ορίζω", "οριστεί":"ορίζω", "ορίστηκαν":"ορίζω", "οριστηκε":"ορίζω", "ορίστηκε":"ορίζω", "οριστικα":"οριστικά", "οριστικά":"οριστικά", "οριστικά":"οριστικός", "οριστικές":"οριστικός", "οριστική":"οριστικός", "οριστικής":"οριστικός", "οριστικό":"οριστικός", "οριστικοποιείται":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιηθεί":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιήθηκαν":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιήθηκε":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιηθούν":"οριστικοποιώ", "οριστικοποίησε":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιήσει":"οριστικοποιώ", "οριστικοποίηση":"οριστικοποίηση", "οριστικοποίησης":"οριστικοποίηση", "οριστικοποιήσουμε":"οριστικοποιώ", "οριστικοποιώντας":"οριστικοποιώ", "οριστούν":"ορίζω", "ορίτζιναλ":"ορίτζιναλ", "ορίων":"όριο", "ορκίζεται":"ορκίζω", "ορκίζομαι":"ορκίζω", "ορκίζονται":"ορκίζω", "ορκιζόταν":"ορκίζω", "ορκίσθηκε":"ορκίζω", "ορκισμένη":"ορκισμένος", "ορκισμένο":"ορκισμένος", "ορκισμένοι":"ορκίζω", "ορκισμένους":"ορκίζω", "ορκισμένων":"ορκισμένος", "ορκιστεί":"ορκίζω", "ορκιστείτε":"ορκίζω", "ορκίστηκαν":"ορκίζω", "ορκίστηκε":"ορκίζω", "όρκο":"όρκος", "όρκος":"όρκος", "όρκους":"όρκος", "ορκωμοσία":"ορκωμοσία", "ορκωμοσίας":"ορκωμοσία", "ορκωτο":"ορκωτός", "ορκωτό":"ορκωτός", "ορκωτοί":"ορκωτός", "ορκωτού":"ορκωτός", "ορκωτών":"ορκωτός", "ορλαντο":"ορλαντο", "ορλάντο":"ορλάντο", "ορλεάνη":"ορλεάνη", "ορλεάνης":"ορλεάνης", "ορλίνς":"ορλίνς", "όρμα":"ορμώ", "ορμάει":"ορμώ", "ορμάν":"ορμώ", "ορμάνε":"ορμώ", "ορμές":"ορμή", "ορμή":"ορμή", "ορμής":"ορμή", "όρμησαν":"ορμώ", "όρμησε":"ορμώ", "ορμήσει":"ορμώ", "ορμήσουν":"ορμώ", "ορμητήρια":"ορμητήριο", "ορμητήριο":"ορμητήριο", "ορμητικά":"ορμητικός", "ορμητική":"ορμητικός", "ορμητικό":"ορμητικός", "ορμητικός":"ορμητικός", "όρμο":"όρμος", "ορμόνες":"ορμόνη", "ορμόνη":"ορμόνη", "ορμόνης":"ορμόνη", "ορμονικές":"ορμονικός", "ορμονική":"ορμονικός", "ορμονικό":"ορμονικός", "όρμοντ":"όρμοντ", "ορμονών":"ορμόνη", "ορμούν":"ορμώ", "ορμώμενη":"ορμώμενος", "ορμώμενοι":"ορμώμενος", "ορμών":"ορμή", "ορνεράκη":"ορνεράκη", "ορνιθοπανίδα":"ορνιθοπανίδα", "ορνίθων":"όρνιθα", "ορό":"ορός", "όρο":"όρος", "ορογένεση":"ορογένεση", "οροθετείται":"οροθετώ", "οροθετικοί":"οροθετικός", "οροί":"ορός", "όροι":"όρος", "όροις":"όροις", "ορολογία":"ορολογία", "ορολογίες":"ορολογία", "οροπέδιο":"οροπέδιο", "οροπεδίου":"οροπέδιο", "ορός":"ορός", "όρος":"όρος", "οροσειρά":"οροσειρά", "οροσειράς":"οροσειρά", "οροσειρές":"οροσειρά", "οροσειρών":"οροσειρά", "ορόσημα":"ορόσημο", "ορόσημο":"ορόσημο", "όρου":"όρος", "όρους":"όρος", "οροφές":"οροφή", "οροφή":"οροφή", "οροφής":"οροφή", "όροφο":"όροφος", "όροφοι":"όροφος", "όροφος":"όροφος", "ορόφου":"όροφος", "ορόφους":"όροφος", "ορόφων":"όροφος", "ορρωδούν":"ορρωδώ", "όρσον":"όρσον", "ορτ":"ορτ", "ορτέζ75":"ορτέζ75", "ορτέζ7-71107":"ορτέζ7-71107", "ορτέκ":"ορτέκ", "όρτεκ":"όρτεκ", "ορτίθ":"ορτίθ", "όρυγμα":"όρυγμα", "ορύγματα":"όρυγμα", "ορύγματος":"όρυγμα", "ορυζωνα":"ορυζώνας", "ορυζώνα":"ορυζώνας", "ορυζώνες":"ορυζώνας", "ορυκτά":"ορυκτό", "ορυκτελαίων":"ορυκτέλαιο", "ορυκτές":"ορυκτός", "ορυκτό":"ορυκτός", "ορυκτολογίας":"ορυκτολογία", "ορυκτού":"ορυκτός", "ορυκτών":"ορυκτός", "ορυμαγδό":"ορυμαγδός", "ορυμαγδός":"ορυμαγδός", "ορυχεία":"ορυχείο", "ορυχείο":"ορυχείο", "ορυχείου":"ορυχείο", "ορυχείων":"ορυχείο", "ορυχείων-λατομείων":"ορυχείων-λατομείων", "ορφανά":"ορφανός", "ορφανές":"ορφανός", "ορφάνια":"ορφάνια", "ορφάνιας":"ορφάνια", "ορφανίδης":"ορφανίδης", "ορφανό":"ορφανός", "ορφανοί":"ορφανός", "ορφανος":"ορφανός", "ορφανός":"ορφανός", "ορφανοτροφεία":"ορφανοτροφείο", "ορφανοτροφείο":"ορφανοτροφείο", "ορφανοτροφείου":"ορφανοτροφείο", "ορφανού":"ορφανός", "ορφανών":"ορφανός", "ορφέα":"ορφέας", "ορφεας":"ορφέας", "ορφέας":"ορφέας", "ορχάν":"ορχάν", "όρχεις":"όρχις", "ορχείται":"ορχείται", "όρχεων":"όρχις", "όρχησης":"όρχηση", "ορχήστρα":"ορχήστρα", "ορχήστρας":"ορχήστρα", "ορχήστρες":"ορχήστρα", "ορχηστρικά":"ορχηστρικός", "ορχηστρικό":"ορχηστρικός", "ορχιδέας":"ορχιδέα", "ορχιδέες":"ορχιδέα", "όρων":"όρος", "ος":"ος", "ός":"ός", "όσα":"όσα", "οσα":"όσος", "όσα":"όσος", "οσάκις":"οσάκις", "οσάμα":"οσάμα", "οσασούνα":"οσασούνα", "όσβαλντ":"όσβαλντ", "οσβάλντο":"οσβάλντο", "οσε":"οσε", "οσεπ":"οσεπ", "οσερ":"οσερ", "οσέρ":"οσέρ", "όσες":"όσος", "όση":"όσος", "όσης":"όσος", "όσια":"όσιος", "οσίας":"όσιος", "όσιμα":"όσιμα", "όσιο":"όσιος", "οσίων":"όσιος", "οσκαρ":"οσκαρ", "όσκαρ":"όσκαρ", "οσκαρικό":"οσκαρικός", "οσλο":"όσλο", "όσλο":"όσλο", "όσμαν":"όσμαν", "οσμή":"οσμή", "οσμίζεται":"οσμίζομαι", "οσμίστηκε":"οσμίζομαι", "όσμωση":"όσμωση", "οσο":"οσο", "όσο":"όσο", "'όσο":"'όσο", "οσοδήποτε":"οσοδήποτε", "οσοι":"όσος", "όσοι":"όσος", "οσον":"όσο", "όσον":"όσο", "όσον":"όσον", "οσονούπω":"οσονούπω", "όσος":"όσος", "οσούγκι":"οσούγκι", "οσους":"όσος", "όσους":"όσος", "όσπρια":"όσπριο", "οσπρίων":"όσπριο", "όσσα":"όσσα", "όσσα-καλαμωτό":"όσσα-καλαμωτό", "οστά":"οστό", "οσταλάν":"οσταλάν", "οστεϊκής":"οστεϊκός", "οστέινων":"οστέινος", "οστεοαρθρίτιδας":"οστεοαρθρίτιδα", "οστεόφυτα":"οστεόφυτο", "οστεοφύτων":"οστεόφυτο", "όστερ":"όστερ", "όστερχις":"όστερχις", "όστλουντ":"όστλουντ", "οστού":"οστό", "όστρακα":"όστρακο", "οστρακοειδή":"οστρακοειδής", "οστράκων":"όστρακο", "οστών":"οστό", "οσφραίνεται":"οσφραίνομαι", "όσφρησης":"όσφρηση", "οσφυοκάμπτισσα":"οσφυοκάμπτισσα", "οσφυοκαμψία":"οσφυοκαμψία", "οσφυοκαμψίας":"οσφυοκαμψίας", "οσχέου":"όσχεο", "όσων":"όσος", "οτα":"οτα", "οταν":"όταν", "οτάν":"οτάν", "όταν":"όταν", "οτε":"οτε", "οτεnet":"οτεnet", "οτε-ελ":"οτε-ελ", "οτεκ":"οτεκ", "οτελούλ":"οτελούλ", "οτι":"ότι", "ότι":"ότι", "οτιδήποτε":"οτιδήποτε", "οτο":"οτο", "ότο":"ότο", "οτοε":"οτοε", "οτοστόπ":"οτοστόπ", "ότο-στοπ":"ότο-στοπ", "ότου":"ότου", "οτσαλαν":"οτσαλαν", "οτσαλάν":"οτσαλάν", "ότσνα":"ότσνα", "ου":"ου", "ού":"ού", "ουάιλντερ":"ουάιλντερ", "ουάλας":"ουάλας", "ουαλία":"ουαλία", "ουαλίας":"ουαλία", "ουαλλία":"ουαλλία", "ουαλός":"ουαλός", "ουαρζαζάτ":"ουαρζαζάτ", "ουασέλ":"ουασέλ", "ουασιγκτον":"ουασιγκτον", "ουάσιγκτον":"ουάσιγκτον", "ουάσινγκτον":"ουάσινγκτον", "ουάτσον":"ουάτσον", "ουγγαρέζα":"ουγγαρέζα", "ουγγαρία":"ουγγαρία", "ουγγαρίας":"ουγγαρία", "ουγγιά":"ουγγιά", "ουγγρική":"ουγγρικός", "ουγγρικής":"ουγγρικός", "ουγγρικού":"ουγγρικός", "ούγγρος":"ούγγρος", "ούγγρου":"ούγγρος", "ούγια":"ούγια", "ουγκάντα":"ουγκάντα", "ουγκέρ":"ουγκέρ", "ουγκιά":"ουγκιά", "ουγκό":"ουγκό", "ουγκώ":"ουγκώ", "ουδέ":"ουδός", "ουδείς":"ουδείς", "ουδεμία":"ουδείς", "ουδέν":"ουδείς", "ουδένα":"ουδείς", "ουδενί":"ουδείς", "ουδενός":"ουδείς", "ουδέποτε":"ουδέποτε", "ουδέτερα":"ουδέτερα", "ουδέτερες":"ουδέτερος", "ουδέτερη":"ουδέτερος", "ουδέτερης":"ουδέτερος", "ουδέτερο":"ουδέτερος", "ουδέτεροι":"ουδέτερος", "ουδετεροποίησης":"ουδετεροποίηση", "ουδέτερος":"ουδέτερος", "ουδετερότητα":"ουδετερότητα", "ουδέτερους":"ουδέτερος", "ουδινότη":"ουδινότη", "ουδινότης":"ουδινότης", "ουδόλως":"ουδόλως", "ουέλες":"ουέλες", "ουέλιγκτον":"ουέλιγκτον", "ουέλινγκτον":"ουέλινγκτον", "ουέλς":"ουέλς", "ουέλτς":"ουέλτς", "ουέμπερ":"ουέμπερ", "ουέστ":"ουέστ", "ουεφα":"ουεφα", "ουζάκι":"ουζάκι", "ουζεpι":"ουζερί", "ουζερι":"ουζερί", "ουζερί":"ουζερί", "ουζινιέφσκι":"ουζινιέφσκι", "ουζμπεκικής":"ουζμπέκικος", "ουζμπεκικών":"ουζμπέκικος", "ουζμπεκιστάν":"ουζμπεκιστάν", "ούζο":"ούζο", "ουζομεζέδες":"ουζομεζέδες", "ούζου":"ούζο", "ουζού":"ουζού", "ουζούνης":"ουζούνης", "ουζούνογλου":"ουζούνογλου", "ουιάνγκα":"ουιάνγκα", "ουίζαρντς":"ουίζαρντς", "ουίλι":"ουίλι", "ουίλιαμ":"ουίλιαμ", "ουΐλιαμ":"ουΐλιαμ", "ουίλιαμς":"ουίλιαμς", "ουίλκινς":"ουίλκινς", "ουίλκινσον":"ουίλκινσον", "ουίλσον":"ουίλσον", "ουίνστον":"ουίνστον", "ουίουα":"ουίουα", "ουίπεστ":"ουίπεστ", "ουίσκι":"ουίσκι", "ουισκόνσιν":"ουισκόνσιν", "ουκ":"ουκ", "ουκάρ":"ουκάρ", "ουκρανή":"ουκρανή", "ουκρανια":"ουκρανία", "ουκρανία":"ουκρανία", "ουκρανίας":"ουκρανία", "ουκρανίας-ρωσίας":"ουκρανίας-ρωσίας", "ουκρανική":"ουκρανικός", "ουκρανικής":"ουκρανικός", "ουκρανικό":"ουκρανικός", "ουκρανικού":"ουκρανικός", "ουκρανός":"ουκρανός", "ουκρανού":"ουκρανός", "ουκρανούς":"ουκρανός", "ουλ":"ουλ", "ούλα":"ούλο", "ουλές":"ουλή", "ουλή":"ουλή", "ούλκερ":"ούλκερ", "ούλκερ7-81048":"ούλκερ7-81048", "ουλοι":"ούλος", "ούλοι":"ούλος", "ούμα":"ούμα", "ουμανισμό":"ουμανισμός", "ουμανισμός":"ουμανισμός", "ουμανιστικά":"ουμανιστικός", "ουμανιστικές":"ουμανιστικός", "ουμανιστική":"ουμανιστικός", "ουμανιστικής":"ουμανιστικός", "ουμανιστικό":"ουμανιστικός", "ουμμουχάν":"ουμμουχάν", "ουμπέρτο":"ουμπέρτο", "ουμποζορ":"ουμποζορ", "ουμπόζορ":"ουμπόζορ", "ουν":"ουν", "ουνάι":"ουνάι", "ουνάλ":"ουνάλ", "ουνεσκο":"ουνεσκο", "ουνέσκο":"ουνέσκο", "ουνιάο":"ουνιάο", "ουνικάχα":"ουνικάχα", "ουνικούγκο":"ουνικούγκο", "ούνιξ":"ούνιξ", "ουνιόν":"ουνιόν", "ουντεζε":"ουντεζε", "ουντέζε":"ουντέζε", "ούντεν":"ούντεν", "ούντινε":"ούντινε", "ουντινέζε":"ουντινέζε", "ούντσετ":"ούντσετ", "ουόκερ":"ουόκερ", "ουολε":"ουολε", "ουόλε":"ουόλε", "ουόλτερ":"ουόλτερ", "ουόριορς":"ουόριορς", "ουπς":"ουπς", "ούπω":"ούπω", "ουρά":"ουρά", "ούρα":"ούρο", "ουραγκοτάγκοι":"ουραγκοτάγκος", "ουραγκοτάγκος":"ουραγκοτάγκος", "ουραγκουτάγκο":"ουραγκουτάγκο", "ουραγό":"ουραγός", "ουραγοί":"ουραγός", "ουραγός":"ουραγός", "ουραγού":"ουραγός", "ουραγούς":"ουραγός", "ουραγώγι":"ουραγώγι", "ουραγών":"ουραγός", "ουραίο":"ουραίος", "ουραίου":"ουραίος", "ουρανια":"ουρανής", "ουράνια":"ουράνιος", "ουρανίας":"ουρανία", "ουράνιας":"ουράνιος", "ουράνιο":"ουράνιος", "ουρανίου":"ουράνιος", "ουράνιου":"ουράνιος", "ουρανίσκο":"ουρανίσκος", "ουρανίσκος":"ουρανίσκος", "ουράνιων":"ουράνιος", "ουρανο":"ουρανός", "ουρανό":"ουρανός", "ουρανοί":"ουρανός", "ουρανοκατέβατο":"ουρανοκατέβατος", "ουρανοξύστες":"ουρανοξύστης", "ουρανοξυστη":"ουρανοξύστης", "ουρανοξύστη":"ουρανοξύστης", "ουρανοξυστών":"ουρανοξύστης", "ουρανος":"ουρανός", "ουρανός":"ουρανός", "ουρανού":"ουρανός", "ουρανούς":"ουρανός", "ουρανών":"ουρανός", "ουράς":"ουρά", "ουρές":"ουρά", "ουρητήρια":"ουρητήριο", "ουρθάιθ":"ουρθάιθ", "ουρί":"ουρί", "ούριος":"ούριος", "ούρλιαζαν":"ουρλιάζω", "ούρλιαζε":"ουρλιάζω", "ουρλιάζει":"ουρλιάζω", "ουρλιάζουν":"ουρλιάζω", "ούρλιαξε":"ουρλιάζω", "ουρλιαχτά":"ουρλιαχτό", "ουρλιαχτό":"ουρλιαχτό", "ουροδόχο":"ουροδόχος", "ουροδόχου":"ουροδόχος", "ουρολογικά":"ουρολογικός", "ουρολογικού":"ουρολογικός", "ουρολόγο":"ουρολόγος", "ουρολόγον":"ουρολόγος", "ουρολόγος":"ουρολόγος", "ουρουγουάη":"ουρουγουάη", "ουρουγουανός":"ουρουγουανός", "ουρούμια":"ουρούμια", "ουρουμιέχ":"ουρουμιέχ", "ουρς":"ουρς", "ούρσουλα":"ούρσουλα", "ούρφα":"ούρφα", "ουρών":"ουρά", "ους":"ους", "ουσία":"ουσία", "ουσίαν":"ουσία", "ουσίας":"ουσία", "ουσιαστικά":"ουσιαστικά", "ουσιαστικές":"ουσιαστικός", "ουσιαστική":"ουσιαστικός", "ουσιαστικής":"ουσιαστικός", "ουσιαστικό":"ουσιαστικός", "ουσιαστικοί":"ουσιαστικός", "ουσιαστικός":"ουσιαστικός", "ουσιαστικότερες":"ουσιαστικός", "ουσιαστικότερη":"ουσιαστικός", "ουσιαστικότερο":"ουσιαστικός", "ουσιαστικότερος":"ουσιαστικός", "ουσιαστικού":"ουσιαστικός", "ουσιαστικούς":"ουσιαστικός", "ουσιαστικών":"ουσιαστικός", "ουσίες":"ουσία", "ουσιώδεις":"ουσιώδης", "ουσιώδες":"ουσιώδης", "ουσιώδη":"ουσιώδης", "ουσιώδης":"ουσιώδης", "ουσιώδους":"ουσιώδης", "ουσιωδών":"ουσιώδης", "ουσιωδώς":"ουσιωδώς", "ουσιών":"ουσία", "ουστ":"ουστ", "ούστογλου":"ούστογλου", "ουτε":"ούτε", "ούτε":"ούτε", "ουτοπία":"ουτοπία", "ουτοπίας":"ουτοπία", "ουτοπίες":"ουτοπία", "ουτοπικά":"ουτοπικά", "ουτοπικές":"ουτοπικός", "ουτοπική":"ουτοπικός", "ουτοπικό":"ουτοπικός", "ουτρεχτη":"ουτρεχτη", "ουτρέχτη":"ουτρέχτη", "ούτω":"ούτως", "ούτως":"ούτως", "ουφ":"ουφ", "ούφο":"ούφο", "ουχί":"ουχί", "οφ":"οφ", "οφείλαμε":"οφείλω", "όφειλαν":"οφείλω", "όφειλε":"οφείλω", "οφείλει":"οφείλω", "οφείλεις":"οφείλω", "οφειλές":"οφειλή", "οφείλεται":"οφείλω", "οφείλετε":"οφείλω", "οφειλέτες":"οφειλέτης", "οφειλέτης":"οφειλέτης", "οφείλετο":"οφείλετο", "οφειλετών":"οφειλέτης", "οφειλή":"οφειλή", "οφειλής":"οφειλή", "οφειλόμενα":"οφειλόμενος", "οφειλόμενη":"οφειλόμενος", "οφειλόμενο":"οφειλόμενος", "οφειλόμενου":"οφειλόμενος", "οφειλομένων":"οφειλόμενος", "οφείλονται":"οφείλω", "οφείλονταν":"οφείλω", "οφειλόταν":"οφείλω", "οφείλουμε":"οφείλω", "οφείλουν":"οφείλω", "οφείλω":"οφείλω", "οφειλών":"οφειλή", "οφέλη":"όφελος", "όφελος":"όφελος", "όφελός":"όφελος", "οφέλους":"όφελος", "όφερκλεεφτ":"όφερκλεεφτ", "οφη":"οφη", "οφη2992727-21":"οφη2992727-21", "οφη-ατρομητος":"οφη-ατρομητος", "οφθαλμαπάτη":"οφθαλμαπάτη", "οφθαλμίατρο":"οφθαλμίατρος", "οφθαλμίατρος":"οφθαλμίατρος", "οφθαλμό":"οφθαλμός", "οφθαλμολαγνεία":"οφθαλμολαγνεία", "οφθαλμολογικά":"οφθαλμολογικός", "οφθαλμολογική":"οφθαλμολογικός", "οφθαλμοντούς":"οφθαλμοντούς", "οφθαλμός":"οφθαλμός", "οφθαλμού":"οφθαλμός", "οφθαλμούς":"οφθαλμός", "οφθαλμοφανή":"οφθαλμοφανής", "οφθαλμών":"οφθαλμός", "οφίκια":"οφίκιο", "όφις":"όφις", "οφλιδης":"οφλιδης", "οφλίδης":"οφλίδης", "οφορίγκουε":"οφορίγκουε", "οφορίκουε":"οφορίκουε", "οφσάιντ":"οφσάιντ", "οφ-σάιντ":"οφ-σάιντ", "οχάιο":"οχάιο", "οχε":"οχε", "οχετό":"οχετός", "οχετός":"οχετός", "οχετού":"οχετός", "όχημα":"όχημα", "όχημά":"όχημα", "οχήματα":"όχημα", "οχήματά":"όχημα", "οχηματαγωγού":"οχηματαγωγό", "οχήματος":"όχημα", "οχήματός":"όχημα", "οχημάτων":"όχημα", "όχθες":"όχθη", "όχθη":"όχθη", "όχθης":"όχθη", "οχι":"όχι", "όχι":"όχι", "οχιά":"οχιά", "οχλαγωγή":"οχλαγωγή", "οχλήσεις":"όχληση", "όχλο":"όχλος", "οχλοκρατικές":"οχλοκρατικός", "όχλος":"όχλος", "όχλου":"όχλος", "οχλούσα":"οχλούσα", "οχλούσες":"οχλούσες", "οχρίδας":"οχρίδας", "οχτάχρονη":"οχτάχρονος", "οχτώ":"οκτώ", "οχτώμισι":"οκτώμισι", "οχυρά":"οχυρός", "οχυρό":"οχυρός", "οχυρού":"οχυρός", "οχυρωθεί":"οχυρώνω", "οχυρωθέντες":"οχυρωθείς", "οχυρώθηκε":"οχυρώνω", "οχυρωματικά":"οχυρωματικός", "οχυρωματικής":"οχυρωματικός", "οχυρωμάτων":"οχύρωμα", "οχυρωμένα":"οχυρώνω", "οχυρωμένη":"οχυρωμένος", "οχυρώνεται":"οχυρώνω", "οχυρώνονται":"οχυρώνω", "οχυρώνουν":"οχυρώνω", "οχυρώσουμε":"οχυρώνω", "οχυρώσουν":"οχυρώνω", "οψει":"όψει", "όψει":"όψει", "όψεις":"όψη", "οψέποτε":"οψέποτε", "όψεται":"όψομαι", "όψεων":"όψη", "όψεως":"όψη", "όψη":"όψη", "όψης":"όψη", "όψιμες":"όψιμος", "όψιμο":"όψιμος", "όψιμοι":"όψιμος", "όψιμου":"όψιμος", "όψιν":"όψη", "οψιόν":"οψιόν", "όψονται":"όψομαι", "π":"π", "π&κ":"π&κ", "π)":"π)", "π.":"π.", "π.α.":"π.α.", "π.α.ψ.":"π.α.ψ.", "π.γ.ν.":"π.γ.ν.", "π.δ.":"π.δ.", "π.δ.ε.":"π.δ.ε.", "π.ε.γ.ε.α.λ.":"π.ε.γ.ε.α.λ.", "π.ε.κ.δ.υ.":"π.ε.κ.δ.υ.", "π.ε.π.":"π.ε.π.", "π.ι.":"π.ι.", "π.μ":"π.μ", "π.μ.":"π.μ.", "π.μ.ψ.":"π.μ.ψ.", "π.ο.":"π.ο.", "π.π.":"π.π.", "π.χ.":"π.χ.", "π΄θαρ΄":"π΄θαρ΄", "πaσok":"πaσok", "πoπ":"ποπ", "πα":"πα", "πάβελ":"πάβελ", "πάβλε":"πάβλε", "πάβλικ":"πάβλικ", "παβλίσεβιτς":"παβλίσεβιτς", "πάβλοβιτς":"πάβλοβιτς", "παγάκια":"παγάκι", "παγανιστής":"παγανιστής", "παγανιστικές":"παγανιστικός", "παγανιστικών":"παγανιστικός", "παγγαίο":"παγγαίο", "παγγαίον-όρος":"παγγαίον-όρος", "παγγαιορείτικος":"παγγαιορείτικος", "παγγαιορίτες":"παγγαιορίτες", "παγγαιορίτης":"παγγαιορίτης", "παγγαίου":"παγγαίο", "παγδατη":"παγδατη", "παγδατή":"παγδατή", "παγδατης":"παγδατης", "παγδατής":"παγδατής", "παγερά":"παγερά", "παγερές":"παγερός", "παγερή":"παγερός", "παγερό":"παγερός", "παγερός":"παγερός", "παγετό":"παγετός", "παγετός":"παγετός", "παγετού":"παγετός", "παγετούς":"παγετός", "παγετώνα":"παγετώνας", "παγετώνας":"παγετώνας", "παγετώνες":"παγετώνας", "παγετώνων":"παγετώνας", "πάγια":"πάγιος", "πάγιας":"πάγιος", "παγίδα":"παγίδα", "παγίδες":"παγίδα", "παγιδεύει":"παγιδεύω", "παγιδεύεται":"παγιδεύω", "παγιδευμένα":"παγιδευμένος", "παγιδευμένη":"παγιδευμένος", "παγιδευμένης":"παγιδεύω", "παγιδευμένο":"παγιδευμένος", "παγιδευμενοι":"παγιδευμένος", "παγιδευμένοι":"παγιδεύω", "παγιδευμένος":"παγιδεύω", "παγιδευμένου":"παγιδεύω", "παγιδευμένους":"παγιδεύω", "παγιδευμένων":"παγιδευμένος", "παγιδευόμαστε":"παγιδεύω", "παγιδεύονται":"παγιδεύω", "παγιδεύοντας":"παγιδεύω", "παγιδεύσει":"παγιδεύω", "παγίδευση":"παγίδευση", "παγιδευτεί":"παγιδεύω", "παγιδευτείτε":"παγιδεύω", "παγιδεύτηκαν":"παγιδεύω", "παγιδεύτηκε":"παγιδεύω", "παγιέ":"παγιός", "πάγιες":"πάγιος", "πάγιο":"πάγιος", "παγίου":"πάγιος", "παγιούλα":"παγιούλα", "παγιωθεί":"παγιώνω", "παγιωθούν":"παγιώνω", "παγιωμένο":"παγιώνω", "παγίων":"πάγιος", "πάγιων":"πάγιος", "παγίως":"πάγια", "παγίωσε":"παγιώνω", "παγίωση":"παγίωση", "παγκαβαλιώτικου":"παγκαβαλιώτικου", "παγκάκι":"παγκάκι", "παγκάκια":"παγκάκι", "πάγκαλο":"πάγκαλος", "παγκαλος":"πάγκαλος", "πάγκαλος":"πάγκαλος", "παγκαλου":"πάγκαλος", "παγκάλου":"πάγκαλος", "πάγκαλου":"πάγκαλος", "παγκάρι":"παγκάρι", "παγκάρια":"παγκάρι", "πάγκο":"πάγκος", "πάγκοι":"πάγκος", "παγκοίνως":"παγκοίνως", "παγκοσμια":"παγκόσμιος", "παγκόσμια":"παγκόσμιος", "παγκόσμιας":"παγκόσμιος", "παγκόσμιες":"παγκόσμιος", "παγκοσμιο":"παγκόσμιος", "παγκόσμιο":"παγκόσμιος", "παγκόσμιοι":"παγκόσμιος", "παγκοσμιοποιημένη":"παγκοσμιοποιημένος", "παγκοσμιοποιημένης":"παγκοσμιοποιώ", "παγκοσμιοποιημένο":"παγκοσμιοποιώ", "παγκοσμιοποιημένου":"παγκοσμιοποιώ", "παγκοσμιοποιημένων":"παγκοσμιοποιώ", "παγκοσμιοποίηση":"παγκοσμιοποίηση", "παγκοσμιοποίησης":"παγκοσμιοποίηση", "παγκοσμιος":"παγκόσμιος", "παγκόσμιος":"παγκόσμιος", "παγκοσμιότητας":"παγκοσμιότητα", "παγκοσμιου":"παγκόσμιος", "παγκοσμίου":"παγκόσμιος", "παγκόσμιου":"παγκόσμιος", "παγκόσμιους":"παγκόσμιος", "παγκοσμίων":"παγκόσμιος", "παγκόσμιων":"παγκόσμιος", "παγκοσμίως":"παγκόσμια", "πάγκου":"πάγκος", "πάγκους":"πάγκος", "παγκράτι":"παγκράτι", "παγκράτι-ιωνικός":"παγκράτι-ιωνικός", "πάγκρεας":"πάγκρεας", "παγκρέατος":"πάγκρεας", "παγκρήτιας":"παγκρήτιος", "παγκρήτιο":"παγκρήτιος", "παγκρήτιου":"παγκρήτιος", "παγκύπρια":"παγκύπριος", "παγκυτταροπενία":"παγκυτταροπενία", "πάγκων":"πάγκος", "πάγο":"πάγος", "παγόβουνα":"παγόβουνο", "παγόβουνο":"παγόβουνο", "παγόβουνου":"παγόβουνο", "παγοδρομιο":"παγοδρόμιο", "παγοδρόμιο":"παγοδρόμιο", "παγοδρομίου":"παγοδρόμιο", "παγοθραυστικά":"παγοθραυστικός", "παγοθραυστικό":"παγοθραυστικός", "παγοθύελλα":"παγοθύελλα", "πάγοι":"πάγος", "παγοκολόνα":"παγοκολόνα", "πάγος":"πάγος", "πάγου":"πάγος", "παγουνη":"παγουνη", "παγούνη":"παγούνη", "πάγους":"πάγος", "πάγω":"πάγω", "πάγωμα":"πάγωμα", "παγωμάρα":"παγωμάρα", "παγώματος":"πάγωμα", "παγωμένα":"παγωμένος", "παγωμένες":"παγωμένος", "παγωμένη":"παγωμένος", "παγωμένης":"παγωμένος", "παγωμένο":"παγωμένος", "παγωμένοι":"παγωμένος", "παγωμένος":"παγωμένος", "παγωμένου":"παγώνω", "παγωμένους":"παγώνω", "πάγων":"πάγος", "παγώνει":"παγώνω", "παγώνης":"παγώνης", "παγωνιά":"παγωνιά", "παγώνια":"παγώνια", "παγωνιές":"παγωνιά", "παγώνοντας":"παγώνω", "παγώνουν":"παγώνω", "πάγωσαν":"παγώνω", "πάγωσε":"παγώνω", "παγώσει":"παγώνω", "παγώσουμε":"παγώνω", "παγώσουν":"παγώνω", "παγωτά":"παγωτό", "παγωτό":"παγωτό", "παγωτού":"παγωτό", "παε":"παε", "παει":"πηγαίνω", "πάει":"πηγαίνω", "παζαϊτη":"παζαϊτη", "παζάρεμα":"παζάρεμα", "παζαρέματος":"παζάρεμα", "παζαρεύει":"παζαρεύω", "παζαρι":"παζάρι", "παζάρι":"παζάρι", "παζάρια":"παζάρι", "παζαριού":"παζάρι", "παζαριών":"παζάρι", "πάζης":"πάζης", "παζίς":"παζίς", "παζλ":"παζλ", "πάθαιναν":"παθαίνω", "πάθαινε":"παθαίνω", "παθαίνει":"παθαίνω", "παθαίνεις":"παθαίνω", "πάθαινες":"παθαίνω", "παθαίνοντας":"παθαίνω", "παθαίνουμε":"παθαίνω", "παθαίνουν":"παθαίνω", "παθαίνω":"παθαίνω", "πάθαμε":"παθαίνω", "πάθατε":"παθαίνω", "παθε":"παθε", "πάθει":"παθαίνω", "πάθεις":"παθαίνω", "πάθετε":"παθαίνω", "παθη":"πάθος", "πάθη":"πάθος", "πάθημα":"πάθημα", "παθήματα":"πάθημα", "παθησεις":"πάθηση", "παθήσεις":"πάθηση", "παθησεων":"πάθηση", "παθήσεων":"πάθηση", "παθήσεως":"πάθηση", "πάθηση":"πάθηση", "πάθησης":"πάθηση", "πάθησιν":"πάθηση", "παθητικά":"παθητικός", "παθητική":"παθητικός", "παθητικής":"παθητικός", "παθητικο":"παθητικός", "παθητικό":"παθητικός", "παθητικοί":"παθητικός", "παθητικός":"παθητικός", "παθητικότητα":"παθητικότητα", "παθητικότητας":"παθητικότητα", "παθητικού":"παθητικός", "παθητικούς":"παθητικός", "παθιάζονται":"παθιάζω", "παθιασμένα":"παθιασμένα", "παθιασμένη":"παθιάζω", "παθιασμένο":"παθιασμένος", "παθιασμένοι":"παθιάζω", "παθιασμένος":"παθιασμένος", "παθιασμένου":"παθιασμένος", "παθογένεια":"παθογένεια", "παθογένειας":"παθογένεια", "παθογνωμονική":"παθογνωμονικός", "παθολογία":"παθολογία", "παθολογίας-ανοσολογίας":"παθολογίας-ανοσολογίας", "παθολογικά":"παθολογικός", "παθολογικές":"παθολογικός", "παθολογική":"παθολογικός", "παθολογικής":"παθολογικός", "παθολογικό":"παθολογικός", "παθολογικών":"παθολογικός", "παθολόγος":"παθολόγος", "παθόντα":"παθών", "παθόντες":"παθών", "παθόντος":"παθών", "παθόντων":"παθών", "παθος":"παθός", "πάθος":"πάθος", "πάθουμε":"παθαίνω", "πάθουν":"παθαίνω", "παθους":"παθός", "πάθους":"πάθος", "παθούσα":"παθών", "πάθω":"παθαίνω", "παθών":"παθών", "παιανία":"παιανία", "παιανίας":"παιανία", "παιανίζει":"παιανίζω", "παίγνια":"παίγνιο", "παιγνίδι":"παιγνίδι", "παιγνίδια":"παιγνίδι", "παιγνιδιού":"παιγνίδι", "παιγνιδιών":"παιγνίδι", "παίγνιο":"παίγνιο", "παιγνιώδες":"παιγνιώδης", "παιγνιώδη":"παιγνιώδης", "παιγνίων":"παίγνιο", "παιδαγωγικά":"παιδαγωγικά", "παιδαγωγικά-εκπαιδευτικά":"παιδαγωγικά-εκπαιδευτικά", "παιδαγωγικές":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγική":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγικής":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγικό":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγικού":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγικών":"παιδαγωγικός", "παιδαγωγοί":"παιδαγωγός", "παιδαγωγός":"παιδαγωγός", "παιδαγωγούς":"παιδαγωγός", "παιδαγωγών":"παιδαγωγός", "παιδάκι":"παιδάκι", "παιδάκια":"παιδάκι", "παϊδάκια":"παϊδάκι", "παιδαριώδη":"παιδαριώδης", "παιδαριώδης":"παιδαριώδης", "παιδεια":"παιδεία", "παιδεία":"παιδεία", "παιδειας":"παιδεία", "παιδείας":"παιδεία", "παιδεμένα":"παιδεμένος", "παιδεραστή":"παιδεραστής", "παιδεραστή-βιαστή":"παιδεραστή-βιαστή", "παιδεραστής":"παιδεραστής", "παιδεραστία":"παιδεραστία", "παιδεραστών":"παιδεραστής", "παίδες":"παις", "παιδεύει":"παιδεύω", "παιδεύονται":"παιδεύω", "παιδευτική":"παιδευτικός", "παιδευτικό":"παιδευτικός", "παίδεψε":"παιδεύω", "παιδι":"παιδί", "παιδί":"παιδί", "παιδια":"παιδί", "παιδιά":"παιδί", "παιδία":"παιδία", "παιδιά-θεατές":"παιδιά-θεατές", "παιδιαρίσματα":"παιδιάρισμα", "παιδιάς":"παιδιά", "παιδιά-στρατιώτες":"παιδιά-στρατιώτες", "παιδιατρικής":"παιδιατρική", "παιδιατρικών":"παιδιατρική", "παιδίατρο":"παιδίατρος", "παιδίατροι":"παιδίατρος", "παιδίατρος":"παιδίατρος", "παιδικα":"παιδικός", "παιδικά":"παιδικός", "παιδικές":"παιδικός", "παιδική":"παιδικός", "παιδικής":"παιδικός", "παιδικο":"παιδικός", "παιδικό":"παιδικός", "παιδικοι":"παιδικός", "παιδικοί":"παιδικός", "παιδικος":"παιδικός", "παιδικός":"παιδικός", "παιδικότητα":"παιδικότητα", "παιδικότητά":"παιδικότητα", "παιδικότητας":"παιδικότητα", "παιδικού":"παιδικός", "παιδικούς":"παιδικός", "παιδικων":"παιδικός", "παιδικών":"παιδικός", "παιδιόθεν":"παιδιόθεν", "παιδιου":"παιδί", "παιδιού":"παιδί", "παιδιών":"παιδί", "παιδιών-μαθητών":"παιδιών-μαθητών", "παιδιών-στρατιωτών":"παιδιών-στρατιωτών", "παιδομάζωμα":"παιδομάζωμα", "παιδόπολις":"παιδόπολις", "παιδότοπος":"παιδότοπος", "παιδότοπους":"παιδότοπος", "παιδοφιλίας":"παιδοφιλία", "παιδόφιλοι":"παιδόφιλοι", "παιδόφιλων":"παιδόφιλων", "παιδοχειρουργικής":"παιδοχειρουργική", "παιδοψυχιατρικής":"παιδοψυχιατρική", "παιδοψυχολόγων":"παιδοψυχολόγος", "παιδων":"παις", "παίδων":"παις", "παίζαμε":"παίζω", "παίζαν":"παίζω", "παίζει":"παίζω", "παίζεις":"παίζω", "παιζεται":"παίζω", "παίζεται":"παίζω", "παίζετε":"παίζω", "παίζονται":"παίζω", "παίζονταν":"παίζω", "παίζοντας":"παίζω", "παίζοντάς":"παίζω", "παιζόταν":"παίζω", "παίζουμε":"παίζω", "παίζουν":"παίζω", "παίζω":"παίζω", "πάιθον":"πάιθον", "πάικο":"πάικο", "πάικου":"πάικου", "παικτες":"παίκτης", "παίκτες":"παίκτης", "παικτη":"παίκτης", "παίκτη":"παίκτης", "παικτης":"παίκτης", "παίκτης":"παίκτης", "παικτών":"παίκτης", "παίξαμε":"παίζω", "παίξε":"παίζω", "παίξει":"παίζω", "παίξεις":"παίζω", "παίξετε":"παίζω", "παίξιμο":"παίξιμο", "παίξιμό":"παίξιμο", "παίξουμε":"παίζω", "παίξουν":"παίζω", "παίξτε":"παίζω", "παίξω":"παίζω", "παιραζίδης":"παιραζίδης", "παϊραζιδης":"παϊραζιδης", "παϊραζίδης":"παϊραζίδης", "παϊρης":"παϊρης", "'παιρνα":"'παιρνα", "παίρναμε":"παίρνω", "παίρνανε":"παίρνω", "παίρνατε":"παίρνω", "παιρνει":"παίρνω", "παίρνει":"παίρνω", "παίρνεις":"παίρνω", "παίρνετε":"παίρνω", "παίρνονται":"παίρνω", "παίρνοντας":"παίρνω", "παίρνοντάς":"παίρνω", "παίρνουμε":"παίρνω", "παιρνουν":"παίρνω", "παίρνουν":"παίρνω", "παίρνω":"παίρνω", "παΐς":"παΐς", "παιχθεί":"παίζω", "παίχθηκε":"παίζω", "παιχνιδάκι":"παιχνιδάκι", "παιχνιδάκια":"παιχνιδάκι", "παιχνιδι":"παιχνίδι", "παιχνίδι":"παιχνίδι", "παιχνιδια":"παιχνίδι", "παιχνίδια":"παιχνίδι", "παιχνίδια-κούκλες":"παιχνίδια-κούκλες", "παιχνιδιάρα":"παιχνιδιάρης", "παιχνιδιάρηδες":"παιχνιδιάρης", "παιχνιδιάρης":"παιχνιδιάρης", "παιχνιδιάρικη":"παιχνιδιάρικος", "παιχνιδιάρικο":"παιχνιδιάρικος", "παιχνίδι-θρίλερ":"παιχνίδι-θρίλερ", "παιχνιδιού":"παιχνίδι", "παιχνίδι-πρόγραμμα":"παιχνίδι-πρόγραμμα", "παιχνιδιών":"παιχνίδι", "παιχνιδομηχανές":"παιχνιδομηχανές", "παιχνιδομηχανών":"παιχνιδομηχανών", "παιχνιδοτράγουδα":"παιχνιδοτράγουδα", "παιχτεί":"παίζω", "παίχτες":"παίχτης", "παίχτηκαν":"παίζω", "παίχτηκε":"παίζω", "παίχτης":"παίχτης", "παιχτούν":"παίζω", "παιχτών":"παίχτης", "πακ":"πακ", "πακάλτσης":"πακάλτσης", "πακεθρα":"πακεθρα", "πακετα":"πακέτο", "πακέτα":"πακέτο", "πακέτο":"πακέτο", "πακέτου":"πακέτο", "πακέτων":"πακέτο", "πακισταν":"πακισταν", "πακιστάν":"πακιστάν", "πακιστανικές":"πακιστανικός", "πακιστανική":"πακιστανικός", "πακιστανικής":"πακιστανικός", "πακιστανικό":"πακιστανικός", "πακιστανικού":"πακιστανικός", "πακιστανό":"πακιστανός", "πακιστανοί":"πακιστανός", "πακιστανού":"πακιστανός", "πακιστανούς":"πακιστανός", "πακιστανών":"πακιστανός", "πακίτα":"πακίτα", "πάκο":"πάκο", "πάκουλα":"πάκουλα", "πακτωλό":"πακτωλός", "παλ":"παλ", "πάλ":"πάλ", "πάλα":"πάλα", "παλαβού":"παλαβός", "παλαβούς":"παλαβός", "παλαγία":"παλαγία", "πάλαι":"πάλαι", "παλαιά":"παλιός", "παλαιάς":"παλιός", "παλαΐδου":"παλαΐδου", "παλαιές":"παλιός", "παλαίμαχοι":"παλαίμαχος", "παλαίμαχος":"παλαίμαχος", "παλαίμαχου":"παλαίμαχος", "παλαίμαχους":"παλαίμαχος", "παλαιμάχων":"παλαίμαχος", "παλαίμων":"παλαίμων", "παλαιό":"παλιός", "παλαιοβιβλιοπώλες":"παλαιοβιβλιοπώλης", "παλαιοί":"παλιός", "παλαιόκαστρο":"παλαιόκαστρο", "παλαιοκάστρου":"παλαιοκάστρο", "παλαιοκομματικά":"παλαιοκομματικός", "παλαιοκομματικές":"παλαιοκομματικός", "παλαιοκομματική":"παλαιοκομματικός", "παλαιοκομματικής":"παλαιοκομματικός", "παλαιοκομματισμό":"παλαιοκομματισμός", "παλαιοκώστα":"παλαιοκώστας", "παλαιολόγος":"παλαιολόγος", "παλαιοντολόγοι":"παλαιοντολόγος", "παλαιοντολόγος":"παλαιοντολόγος", "παλαιοντολόγους":"παλαιοντολόγος", "παλαιοντολόγων":"παλαιοντολόγος", "παλαιοπάνος":"παλαιοπάνος", "παλαιοπολιτική":"παλαιοπολιτικός", "παλαιόπυργος":"παλαιόπυργος", "παλαιοπωλεία":"παλαιοπωλείο", "παλαιοπωλών":"παλαιοπώλης", "παλαιός":"παλιός", "παλαιότατης":"παλαιότατης", "παλαιότερα":"παλιός", "παλαιότερες":"παλιός", "παλαιότερη":"παλιός", "παλαιότερης":"παλαιός", "παλαιότερο":"παλιός", "παλαιότεροι":"παλιός", "παλαιότερος":"παλιός", "παλαιότερου":"παλιός", "παλαιότερους":"παλαιός", "παλαιοτέρων":"παλαιός", "παλαιότερων":"παλιός", "παλαιότητα":"παλαιότητα", "παλαιότητας":"παλαιότητα", "παλαιου":"παλιός", "παλαιού":"παλιός", "παλαιούς":"παλιός", "παλαιοφαρσάλων":"παλαιοφάρσαλα", "παλαιοχριστιανικής":"παλαιοχριστιανικός", "παλαιοχώρας":"παλαιοχώρα", "παλαιοχώρι":"παλαιοχώρι", "παλαιοχωρίου":"παλαιοχωρίο", "παλαιστές":"παλαιστής", "παλαιστής":"παλαιστής", "παλαιστίνη":"παλαιστίνη", "παλαιστίνης":"παλαιστίνη", "παλαιστινιακά":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακές":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακή":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακής":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακό":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακός":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακού":"παλαιστινιακός", "παλαιστινιακών":"παλαιστινιακός", "παλαιστίνιο":"παλαιστίνιος", "παλαιστίνιοι":"παλαιστίνιος", "παλαιστινιος":"παλαιστίνιος", "παλαιστίνιος":"παλαιστίνιος", "παλαιστινίους":"παλαιστίνιος", "παλαιστίνιους":"παλαιστίνιος", "παλαιστινίων":"παλαιστίνιος", "παλαιστινοποίηση":"παλαιστινοποίηση", "παλαίστρα":"παλαίστρα", "παλαιτωλικός":"παλαιτωλικός", "παλαιών":"παλιός", "παλαίωσε":"παλαιώνω", "παλαίωση":"παλαίωση", "παλαίωσή":"παλαίωση", "παλαμά":"παλαμάς", "παλαμάκια":"παλαμάκια", "παλαμά-μαντουλίδης":"παλαμά-μαντουλίδης", "παλαμάρι":"παλαμάρι", "παλαμάς":"παλαμάς", "παλάμες":"παλάμη", "παλάμη":"παλάμη", "παλάμης":"παλάμη", "πάλανς":"πάλανς", "παλας":"πάλα", "πάλας":"πάλα", "παλάσκα":"παλάσκα", "παλάσκας":"παλάσκα", "παλατάκι":"παλατάκι", "παλάτι":"παλάτι", "παλάτια":"παλάτι", "παλατιανά":"παλατιανός", "παλατιού":"παλάτι", "παλατίτσια":"παλατίτσια", "παλάτσο":"παλάτσο", "παλέ":"παλέ", "πάλε":"πάλε", "παλέρμο":"παλέρμο", "παλέτα":"παλέτα", "παλέτας":"παλέτα", "πάλευα":"παλεύω", "πάλευαν":"παλεύω", "πάλευε":"παλεύω", "παλεύει":"παλεύω", "παλεύοντας":"παλεύω", "παλεύουμε":"παλεύω", "παλεύουν":"παλεύω", "παλεύω":"παλεύω", "παλέψαμε":"παλεύω", "πάλεψαν":"παλεύω", "παλέψατε":"παλεύω", "πάλεψε":"παλεύω", "παλέψει":"παλεύω", "παλέψετε":"παλεύω", "παλέψουμε":"παλεύω", "παλέψουν":"παλεύω", "παλέψω":"παλεύω", "παλη":"παλη", "πάλη":"πάλη", "παληού":"παληού", "πάλης":"πάλη", "παλι":"πάλι", "πάλι":"πάλι", "παλιά":"παλιός", "παλιανθρωπάκος":"παλιανθρωπάκος", "παλιάς":"παλιός", "παλιατζή":"παλιατζής", "παλιές":"παλιός", "παλικαράκια":"παλικαράκι", "παλικάρι":"παλικάρι", "παλικάρια":"παλικάρι", "παλικαριά":"παλικαριά", "παλικαρίσια":"παλικαρίσια", "παλιμπαιδισμός":"παλιμπαιδισμός", "παλίμψηστο":"παλίμψηστος", "παλίμψηστος":"παλίμψηστος", "πάλιν":"πάλι", "παλινδρόμησε":"παλινδρομώ", "παλινδρομήσεις":"παλινδρόμηση", "παλινδρομήσεις":"παλινδρομώ", "παλινδρόμηση":"παλινδρόμηση", "παλιννόστησης":"παλιννόστηση", "παλιννοστησιακών":"παλιννοστησιακών", "παλιννοστούντες":"παλιννοστών", "παλιννοστούντων":"παλιννοστών", "παλινόρθωση":"παλινόρθωση", "παλινωδία":"παλινωδία", "παλινωδίες":"παλινωδία", "παλιό":"παλιός", "παλιοί":"παλιός", "παλιοκαλιά":"παλιοκαλιά", "παλιομοδίτες":"παλιομοδίτης", "παλιομοδίτικη":"παλιομοδίτικος", "παλιοπαρεα":"παλιοπαρέα", "παλιοπαρέα":"παλιοπαρέα", "παλιός":"παλιός", "παλιότερα":"παλιός", "παλιότερες":"παλιός", "παλιότερη":"παλιός", "παλιότερης":"παλιός", "παλιότερο":"παλιός", "παλιότεροι":"παλιός", "παλιότερους":"παλιός", "παλιότερων":"παλιός", "παλιού":"παλιός", "παλιούς":"παλιός", "παλιόφιλε":"παλιόφιλος", "παλιοφιλο":"παλιόφιλος", "παλιόφιλος":"παλιόφιλος", "παλιόφιλου":"παλιόφιλος", "παλίρροια":"παλίρροια", "παλίρροιας":"παλίρροια", "παλιρροϊκό":"παλιρροϊκός", "παλιών":"παλιός", "παλιώνει":"παλιώνω", "παλιώνουν":"παλιώνω", "παλλαϊκη":"παλλαϊκός", "παλλαϊκή":"παλλαϊκός", "παλλαϊκής":"παλλαϊκός", "παλλαϊκού":"παλλαϊκός", "παλλακίδας":"παλλακίδα", "παλλας":"παλλας", "παλλάς":"παλλάς", "παλλεσβιακού":"παλλεσβιακού", "πάλλεται":"πάλλω", "πάλλευκο":"πάλλευκος", "παλλήνη":"παλλήνη", "πάλλη-πετραλιά":"πάλλη-πετραλιά", "παλλόμενα":"παλλόμενος", "παλλόμενο":"παλλόμενος", "πάλλονται":"πάλλω", "πάλμα":"πάλμα", "παλμιτικό":"παλμιτικός", "παλμό":"παλμός", "παλμοί":"παλμός", "παλμος":"παλμός", "παλμός":"παλμός", "παλμου":"παλμός", "παλμού":"παλμός", "παλμούς":"παλμός", "παλμών":"παλμός", "παλούκας":"παλούκας", "παλούκι":"παλούκι", "παλούκια":"παλούκι", "παλουκοκάφτης":"παλουκοκάφτης", "παλτά":"παλτό", "παλτό":"παλτό", "πάλτροου":"πάλτροου", "παμβώτιδα":"παμβώτιδα", "πάμε":"πηγαίνω", "παμμακεδονική":"παμμακεδονικός", "παμούκ":"παμούκ", "παμπ":"παμπ", "παμπαίδων":"παμπαίδων", "παμπάλαια":"παμπάλαιος", "παμπάλαιες":"παμπάλαιος", "παμπάλαιο":"παμπάλαιος", "παμπάλαιους":"παμπάλαιος", "παμπατζίκος":"παμπατζίκος", "πάμπλουτη":"πάμπλουτος", "πάμπλουτος":"πάμπλουτος", "πάμπολλα":"πάμπολλος", "πάμπολλες":"πάμπολλος", "πάμπολλές":"πάμπολλος", "πάμπολλους":"πάμπολλος", "παμπόνηροι":"παμπόνηρος", "πάμπτωχος":"πάμπτωχος", "παμφάγο":"παμφάγος", "πάμφθηνα":"πάμφθηνος", "πάμφτωχη":"πάμφτωχος", "πάμφτωχο":"πάμφτωχος", "παμψηφεί":"παμψηφεί", "παν":"πάν", "παν":"πας", "παν.":"παν.", "πάνα":"πάνας", "πανάγαθο":"πανάγαθος", "παναγή":"παναγή", "παναγία":"παναγία", "παναγίας":"παναγία", "παναγιότατος":"παναγιότατος", "παναγίου":"πανάγιος", "παναγίτσα":"παναγίτσα", "παναγιώτα":"παναγιώτα", "παναγιωτάκης":"παναγιωτάκης", "παναγιωταράκος":"παναγιωταράκος", "παναγιωταρέα":"παναγιωταρέα", "παναγιώτας":"παναγιώτα", "παναγιωτη":"παναγιώτης", "παναγιώτη":"παναγιώτης", "παναγιωτην":"παναγιωτην", "παναγιωτης":"παναγιώτης", "παναγιώτης":"παναγιώτης", "παναγιωτίδη":"παναγιωτίδη", "παναγιωτίδης":"παναγιωτίδης", "παναγιωτογλου":"παναγιωτογλου", "παναγιωτόπουλο":"παναγιωτόπουλος", "παναγιωτόπουλος":"παναγιωτόπουλος", "παναγιώτοπουλος":"παναγιώτοπουλος", "παναγιωτόπουλου":"παναγιωτόπουλος", "παναγιωτοπούλου":"παναγιωτοπούλου", "παναγιώτου":"παναγιώτου", "παναγόπουλος":"παναγόπουλος", "παναγόπουλου":"παναγόπουλος", "πανάγος":"πανάγος", "πανάγου":"πανάγος", "παναγούλια":"παναγουλί", "παναγροτική":"παναγροτικός", "παναγροτικής":"παναγροτικός", "πανάδες":"πανάδα", "π'ανάθεμά":"π'ανάθεμά", "παναθηναϊκό":"παναθηναϊκός", "παναθηναϊκος":"παναθηναϊκός", "παναθηναϊκός":"παναθηναϊκός", "παναθηναϊκός14-11125":"παναθηναϊκός14-11125", "παναθηναϊκός281189-1029":"παναθηναϊκός281189-1029", "παναθηναϊκός63":"παναθηναϊκός63", "παναθηναϊκός-κομοτηνή":"παναθηναϊκός-κομοτηνή", "παναθηναϊκός-λάρισα":"παναθηναϊκός-λάρισα", "παναθηναϊκος-λεβαδειακος":"παναθηναϊκος-λεβαδειακος", "παναθηναϊκού":"παναθηναϊκός", "παναθλητικος":"παναθλητικός", "παναθλητικός":"παναθλητικός", "παναθλητικού":"παναθλητικός", "παναιγιάλειος-εαρ1-01":"παναιγιάλειος-εαρ1-01", "παναιτωλικό":"παναιτωλικός", "παναιτωλικός":"παναιτωλικός", "πανάκεια":"πανάκεια", "πανάκι":"πανάκι", "πανακότα":"πανακότα", "πανάκριβα":"πανάκριβα", "πανάκριβη":"πανάκριβος", "πανάκριβης":"πανάκριβος", "πανάκριβο":"πανάκριβος", "πανάκριβου":"πανάκριβος", "πανάκριβων":"πανάκριβος", "πανάμ":"πανάμ", "παναμά":"παναμάς", "παναμάς":"παναμάς", "παναμερικανικό":"παναμερικανικός", "πανανθρώπινα":"πανανθρώπινος", "πανανθρώπινες":"πανανθρώπινος", "πανανθρώπινη":"πανανθρώπινος", "πανανθρώπινο":"πανανθρώπινος", "πανανθρώπινος":"πανανθρώπινος", "πανανθρώπινου":"πανανθρώπινος", "πανάξια":"πανάξιος", "πανάρας":"πανάρας", "παναργειακός":"παναργειακός", "παναργειακός-αιγάλεω0-22":"παναργειακός-αιγάλεω0-22", "πανάρχαια":"πανάρχαιος", "πανάρχαιες":"πανάρχαιος", "πανάρχαιη":"πανάρχαιος", "πανάρχαιο":"πανάρχαιος", "πανάρχαιος":"πανάρχαιος", "πανάρχαιου":"πανάρχαιος", "πάνας":"πάνας", "παναφον":"παναφον", "πάναφον":"πάναφον", "παναχαϊκη":"παναχαϊκός", "παναχαϊκή":"παναχαϊκός", "παναχαϊκή-πανσερραϊκός":"παναχαϊκή-πανσερραϊκός", "παναχαϊκής":"παναχαϊκός", "πανδαιμόνιο":"πανδαιμόνιο", "πανδαισία":"πανδαισία", "πάνδεινα":"πάνδεινα", "πάνδημη":"πάνδημος", "πάνδημης":"πάνδημος", "πανδημία":"πανδημία", "πανδημίας":"πανδημία", "πάνδημο":"πάνδημος", "πανδοχείο":"πανδοχείο", "πανδοχείου":"πανδοχείο", "πανδραμαϊκό":"πανδραμαϊκό", "πανδραμαϊκός":"πανδραμαϊκός", "πανδρευθείς":"πανδρευθείς", "πανδρευτείς":"πανδρευτείς", "πανδώρα":"πανδώρα", "πανδώρας":"πανδώρα", "'πανε":"'πανε", "πανε":"πηγαίνω", "πάνε":"πηγαίνω", "πανεθνική":"πανεθνικός", "πανεθνικό":"πανεθνικός", "πανεθνικού":"πανεθνικός", "πανεκπαιδευτική":"πανεκπαιδευτικός", "πανεκπαιδευτικό":"πανεκπαιδευτικός", "πανεκπαιδευτικού":"πανεκπαιδευτικός", "πάνελ":"πάνελ", "πανελίστες":"πανελίστες", "πανελλαδικά":"πανελλαδικά", "πανελλαδικές":"πανελλαδικός", "πανελλαδική":"πανελλαδικός", "πανελλαδικής":"πανελλαδικός", "πανελλαδικό":"πανελλαδικός", "πανελλαδικός":"πανελλαδικός", "πανελλαδικών":"πανελλαδικός", "πανελλήνια":"πανελλήνιος", "πανελλήνιας":"πανελλήνιος", "πανελλήνιες":"πανελλήνιος", "πανελληνιο":"πανελλήνιος", "πανελλήνιο":"πανελλήνιος", "πανελληνιονίκης":"πανελληνιονίκης", "πανελληνιος":"πανελλήνιος", "πανελλήνιος":"πανελλήνιος", "πανελληνίου":"πανελλήνιος", "πανελλήνιου":"πανελλήνιος", "πανελλήνιους":"πανελλήνιος", "πανελληνίων":"πανελλήνιος", "πανελλήνιων":"πανελλήνιος", "πανελληνίως":"πανελληνίως", "πανελούδη":"πανελούδη", "πανελούδης":"πανελούδης", "πανέμορφα":"πανέμορφος", "πανέμορφες":"πανέμορφος", "πανέμορφη":"πανέμορφος", "πανέμορφο":"πανέμορφος", "πανέμορφοι":"πανέμορφος", "πανέξυπνα":"πανέξυπνος", "πανέξυπνες":"πανέξυπνος", "πανέξυπνη":"πανέξυπνος", "πανέξυπνο":"πανέξυπνος", "πανεπιστήμια":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστημιακά":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακές":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακή":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακής":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακό":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακοί":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακός":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακού":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακούς":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιακών":"πανεπιστημιακός", "πανεπιστημιο":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστήμιο":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστημιου":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστημίου":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστήμιου":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστημιούπολη":"πανεπιστημιούπολη", "πανεπιστημιούπολης":"πανεπιστημιούπολη", "πανεπιστημίων":"πανεπιστήμιο", "πανεπιστήμιων":"πανεπιστήμιο", "πανερυθραϊκό":"πανερυθραϊκός", "πανερυθραϊκού":"πανερυθραϊκός", "πάνες":"πάνα", "πανέτοιμα":"πανέτοιμος", "πανέτοιμες":"πανέτοιμος", "πανέτοιμη":"πανέτοιμος", "πανέτοιμο":"πανέτοιμος", "πανέτοιμοι":"πανέτοιμος", "πανέτοιμος":"πανέτοιμος", "πανεύκολα":"πανεύκολος", "πανευρωπαϊκά":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκή":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκής":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκο":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκό":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκού":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκούς":"πανευρωπαϊκός", "πανευρωπαϊκών":"πανευρωπαϊκός", "πανευτυχείς":"πανευτυχής", "πανευτυχή":"πανευτυχής", "πανευτυχής":"πανευτυχής", "πανηγύρεις":"πανήγυρη", "πανηγυρι":"πανηγύρι", "πανηγύρι":"πανηγύρι", "πανηγύρια":"πανηγύρι", "πανηγύριζαν":"πανηγυρίζω", "πανηγύριζε":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίζει":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίζοντας":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίζουμε":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίζουν":"πανηγυρίζω", "πανηγυρικά":"πανηγυρικά", "πανηγυρική":"πανηγυρικός", "πανηγυρικής":"πανηγυρικός", "πανηγυρικό":"πανηγυρικός", "πανηγυρισαν":"πανηγυρίζω", "πανηγύρισαν":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίσατε":"πανηγυρίζω", "πανηγύρισε":"πανηγυρίζω", "πανηγυρισει":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίσει":"πανηγυρίζω", "πανηγυρισμό":"πανηγυρισμός", "πανηγυρισμοί":"πανηγυρισμός", "πανηγυρισμού":"πανηγυρισμός", "πανηγυρισμούς":"πανηγυρισμός", "πανηγυρισμών":"πανηγυρισμός", "πανηγυρίσουμε":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίσουν":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίστηκε":"πανηγυρίζω", "πανηγυρίσω":"πανηγυρίζω", "πανηλειακό":"πανηλειακός", "πανηλειακος":"πανηλειακός", "πανηλειακός":"πανηλειακός", "πανηλειακός2163924-28":"πανηλειακός2163924-28", "πανηλειακός-θρασύβουλος":"πανηλειακός-θρασύβουλος", "πανηλειακος-καλαματα":"πανηλειακος-καλαματα", "πανηλειακός-καστοριά":"πανηλειακός-καστοριά", "πανηλειακού":"πανηλειακός", "πανηλίθιος":"πανηλίθιος", "πανηπειρωτικής":"πανηπειρωτικός", "πάνθεα":"πάνθεο", "πάνθεο":"πάνθεο", "πάνθεον":"πάνθεο", "πανθεσσαλική":"πανθεσσαλικός", "πανθεσσαλικής":"πανθεσσαλικός", "πανθεσσαλικό":"πανθεσσαλικός", "πανθομολογούμενη":"πανθομολογούμενος", "πανθομολογούμενο":"πανθομολογούμενος", "πανθρακικό":"πανθρακικός", "πανθρακικος":"πανθρακικός", "πανθρακικός":"πανθρακικός", "πανθρακικού":"πανθρακικός", "πανί":"πανί", "πανιά":"πανί", "πάνια":"πάνια", "πανίδα":"πανίδα", "πανίδας":"πανίδα", "πανίδης":"πανίδης", "πανικό":"πανικός", "πανικοβάλλεστε":"πανικοβάλλω", "πανικοβάλλεται":"πανικοβάλλω", "πανικοβάλλονται":"πανικοβάλλω", "πανικοβληθεί":"πανικοβάλλω", "πανικοβληθείτε":"πανικοβάλλω", "πανικοβλήθηκε":"πανικοβάλλω", "πανικοβληθούν":"πανικοβάλλω", "πανικόβλητες":"πανικόβλητος", "πανικόβλητη":"πανικόβλητος", "πανικόβλητοι":"πανικόβλητος", "πανικόβλητος":"πανικόβλητος", "πανικός":"πανικός", "πανικού":"πανικός", "πανικούς":"πανικός", "πάνινα":"πάνινος", "πάνινες":"πάνινος", "πάνινη":"πάνινος", "πάνινο":"πάνινος", "πανίσχυρα":"πανίσχυρος", "πανίσχυρες":"πανίσχυρος", "πανίσχυρη":"πανίσχυρος", "πανίσχυρης":"πανίσχυρος", "πανίσχυρο":"πανίσχυρος", "πανίσχυροι":"πανίσχυρος", "πανίσχυρος":"πανίσχυρος", "πανίσχυρου":"πανίσχυρος", "πανίσχυρους":"πανίσχυρος", "πανίσχυρων":"πανίσχυρος", "πανιωνιο":"πανιώνιος", "πανιώνιο":"πανιώνιος", "πανιωνιος":"πανιώνιος", "πανιώνιος":"πανιώνιος", "πανιώνιος20621029-29":"πανιώνιος20621029-29", "πανιώνιος211044-1108":"πανιώνιος211044-1108", "πανιώνιος-αιγάλεω":"πανιώνιος-αιγάλεω", "πανιώνιος-βιλερμπάν":"πανιώνιος-βιλερμπάν", "πανιωνίου":"πανιώνιος", "πανκ":"πανκ", "πανκ-ροκ":"πανκ-ροκ", "παννίκου":"παννίκος", "πανό":"πανό", "πάνο":"πάνος", "πανομοιότυπα":"πανομοιότυπος", "πανομοιότυπη":"πανομοιότυπος", "πανομοιότυπο":"πανομοιότυπος", "πανομοιότυπος":"πανομοιότυπος", "πάνοπλη":"πάνοπλος", "πανοπλία":"πανοπλία", "πανοπλίες":"πανοπλία", "πάνοπλο":"πάνοπλος", "πάνοπλοι":"πάνοπλος", "πάνοπλους":"πάνοπλος", "πάνοπλων":"πάνοπλος", "πανόπουλος":"πανόπουλος", "πανόπουλου":"πανόπουλος", "πανοραμα":"πανόραμα", "πανόραμα":"πανόραμα", "πανοράματος":"πανόραμα", "πανόραμα-τρίκαλα":"πανόραμα-τρίκαλα", "πανοραμικά":"πανοραμικά", "πανοραμική":"πανοραμικός", "πανοραμικό":"πανοραμικός", "πάνος":"πάνος", "πανου":"πάνος", "πάνου":"πάνος", "πανούκλα":"πανούκλα", "πανούργα":"πανούργος", "πανουργία":"πανουργία", "πανουργίας":"πανουργία", "πανούργο":"πανούργος", "πανούργοι":"πανούργος", "πανούργος":"πανούργος", "πανούτσι":"πανούτσι", "πανόφ":"πανόφ", "πανσέληνο":"πανσέληνος", "πανσέληνος":"πανσέληνος", "πανσερραϊκο":"πανσερραϊκός", "πανσερραϊκό":"πανσερραϊκός", "πανσερραϊκος":"πανσερραϊκός", "πανσερραϊκός":"πανσερραϊκός", "πανσερραϊκός-αίας":"πανσερραϊκός-αίας", "πανσερραϊκός-παναθηναϊκός0-32":"πανσερραϊκός-παναθηναϊκός0-32", "πανσερραϊκου":"πανσερραϊκός", "πανσερραϊκού":"πανσερραϊκός", "πανσιόν":"πανσιόν", "πάνσοφοι":"πάνσοφος", "πανσπερμία":"πανσπερμία", "πανσπερμίας":"πανσπερμία", "πάντα":"πάν", "πάντα":"πάντα", "πάντα":"πας", "πανταζή":"πανταζή", "πανταζίδης":"πανταζίδης", "πανταζόπουλος":"πανταζόπουλος", "πανταλάκης":"πανταλάκης", "πανταχόθεν":"πανταχόθεν", "πανταχού":"πανταχού", "πάντειο":"πάντειος", "πάντειος":"πάντειος", "παντείου":"πάντειος", "παντελάκη":"παντελάκη", "παντελάκης":"παντελάκης", "παντελεήμονα":"παντελεήμονας", "παντελεήμονος":"παντελεήμων", "παντελεήμων":"παντελεήμων", "παντελερία":"παντελερία", "παντελη":"παντελής", "παντελή":"παντελής", "παντελης":"παντελής", "παντελής":"παντελής", "παντελί":"παντελί", "παντελιάδη":"παντελιάδης", "παντελιάδης":"παντελιάδης", "παντελίδη":"παντελίδη", "παντελιδης":"παντελιδης", "παντελίδης":"παντελίδης", "παντελόνι":"παντελόνι", "παντελόνια":"παντελόνι", "παντελούς":"παντελής", "παντελώς":"παντελώς", "παντεμαρλής":"παντεμαρλής", "παντερμαλης":"παντερμαλης", "παντερμανλής":"παντερμανλής", "πάντες":"πας", "πάντεφ":"πάντεφ", "παντεχνικη":"παντεχνικός", "πάντζα":"πάντζα", "παντζάρια":"παντζάρι", "πάντζη":"πάντζη", "παντζούρια":"παντζούρι", "παντι":"παντι", "παντί":"παντί", "πάντι":"πάντι", "παντιέρα":"παντιέρα", "παντικίδης":"παντικίδης", "πάντιους":"πάντιους", "πάντο":"πάντο", "πάντοβα":"πάντοβα", "παντογνωσία":"παντογνωσία", "παντογνώστριας":"παντογνώστρια", "παντοδύναμες":"παντοδύναμος", "παντοδύναμη":"παντοδύναμος", "παντοδυναμία":"παντοδυναμία", "παντοδυναμίας":"παντοδυναμία", "παντοδύναμο":"παντοδύναμος", "παντοδύναμοι":"παντοδύναμος", "παντοδύναμος":"παντοδύναμος", "παντοδύναμου":"παντοδύναμος", "παντοειδείς":"παντοειδής", "παντοιοτρόπως":"παντοιοτρόπως", "παντοκρατορία":"παντοκρατορία", "παντολέων":"παντολέων", "παντομίμα":"παντομίμα", "παντοπωλεία":"παντοπωλείο", "παντοπωλείο":"παντοπωλείο", "παντοπωλών":"παντοπώλης", "πάντος":"πάντος", "παντός":"πας", "πάντοτε":"πάντοτε", "παντοτινά":"παντοτινά", "παντοτινή":"παντοτινός", "παντοτινός":"παντοτινός", "παντού":"παντού", "παντόφλα":"παντόφλα", "παντόφλες":"παντόφλα", "παντρειά":"παντρειά", "πάντρεμα":"πάντρεμα", "παντρέματος":"πάντρεμα", "παντρεμένα":"παντρεμένος", "παντρεμένη":"παντρεμένος", "παντρεμένης":"παντρεμένος", "παντρεμένο":"παντρεύω", "παντρεμένοι":"παντρεμένος", "παντρεμένος":"παντρεμένος", "παντρεμένου":"παντρεύω", "παντρεύει":"παντρεύω", "παντρεύεται":"παντρεύω", "παντρεύονται":"παντρεύω", "παντρεύουν":"παντρεύω", "παντρευτεί":"παντρεύω", "παντρευτείς":"παντρεύω", "παντρευτείτε":"παντρεύω", "παντρεύτηκα":"παντρεύω", "παντρευτήκαμε":"παντρεύω", "παντρεύτηκαν":"παντρεύω", "παντρεύτηκε":"παντρεύω", "παντρευτούν":"παντρεύω", "παντρευτώ":"παντρεύω", "πάντρεψε":"παντρεύω", "παντρέψει":"παντρεύω", "παντρέψουμε":"παντρεύω", "παντρέψουν":"παντρεύω", "παντρολογήματα":"παντρολόγημα", "παντρολογιούνται":"παντρολογώ", "πάντσερ":"πάντσερ", "παντσέτες":"παντσέτης", "πάντω":"πάντω", "πάντων":"πας", "πάντως":"πάντως", "πανύψηλα":"πανύψηλος", "πανύψηλο":"πανύψηλος", "πάνχαζοι":"πάνχαζοι", "πανχαλκιδικός":"πανχαλκιδικός", "πανώ":"πανώ", "πάνω":"πάνω", "πάνω-κάτω":"πάνω-κάτω", "πανωλεθρια":"πανωλεθρία", "πανωλεθρία":"πανωλεθρία", "πανώλη":"πανώλη", "πανώλης":"πανώλη", "πανώλους":"πανώλους", "πανωτόκια":"πανωτόκι", "πανωτοκίων":"πανωτόκι", "πανωφόρια":"πανωφόρι", "παξιμάδια":"παξιμάδι", "παξοί":"παξοί", "παο":"παο", "παο40131435-20":"παο40131435-20", "παοδ":"παοδ", "παοκ":"παοκ", "παοκ1971-7263":"παοκ1971-7263", "παοκ271145-1019":"παοκ271145-1019", "παοκ36113427-17":"παοκ36113427-17", "παοκ7-81061":"παοκ7-81061", "παοκα":"παοκα", "παοκ-ηρακλης":"παοκ-ηρακλης", "παοκ-σπόρτιγκ":"παοκ-σπόρτιγκ", "παοκτσήδες":"παοκτσής", "παοκτσήδων":"παοκτσής", "παοκτσής":"παοκτσής", "παολίστα":"παολίστα", "πάολο":"πάολο", "παομα-μεα":"παομα-μεα", "παονε":"παονε", "πάουβε":"πάουβε", "πάουελ":"πάουελ", "πάουερ":"πάουερ", "πάουερς":"πάουερς", "παουλάο":"παουλάο", "παουλέτα":"παουλέτα", "πάουλο":"πάουλο", "παούνη":"παούνη", "παούνης":"παούνης", "παπά":"παπάς", "πάπα":"πάπας", "παπαβασιλείου":"παπαβασιλείου", "παπαγαλίζει":"παπαγαλίζω", "παπαγαλίζουν":"παπαγαλίζω", "παπαγάλο":"παπαγάλος", "παπαγάλοι":"παπαγάλος", "παπαγάλος":"παπαγάλος", "παπαγάλους":"παπαγάλος", "παπαγάλων":"παπαγάλος", "παπαγγελής":"παπαγγελής", "παπαγγελόπουλος":"παπαγγελόπουλος", "παπαγερίδη":"παπαγερίδη", "παπαγερίδης":"παπαγερίδης", "παπαγεωργίου":"παπαγεωργίου", "παπαγεωργόπουλο":"παπαγεωργόπουλο", "παπαγεωργοπουλος":"παπαγεωργοπουλος", "παπαγεωργόπουλος":"παπαγεωργόπουλος", "παπαγεωργόπουλου":"παπαγεωργόπουλου", "παπαγιαννάκης":"παπαγιαννάκης", "παπαγιαννίδης":"παπαγιαννίδης", "παπαγιαννόπουλο":"παπαγιαννόπουλο", "παπαγιαννόπουλος":"παπαγιαννόπουλος", "παπαγιαννοπουλου":"παπαγιαννοπουλου", "παπαγιαννοπούλου":"παπαγιαννοπούλου", "παπαγιώτης":"παπαγιώτης", "παπάγος":"παπάγος", "παπάγος'":"παπάγος'", "παπάγου":"παπάγος", "παπάγου181067-1187":"παπάγου181067-1187", "παπάγου-περιστέρι":"παπάγου-περιστέρι", "παπαδακη":"παπαδακη", "παπαδάκη":"παπαδάκη", "παπαδάκης":"παπαδάκης", "παπαδάκος":"παπαδάκος", "παπαδάξης":"παπαδάξης", "παπάδες":"παπάς", "παπαδήμα":"παπαδήμας", "παπαδήμας":"παπαδήμας", "παπαδημητριου":"παπαδημητρίου", "παπαδημητρίου":"παπαδημητρίου", "παπαδήμος":"παπαδήμος", "παπαδήμου":"παπαδήμος", "παπαδημούλη":"παπαδημούλη", "παπαδημουλης":"παπαδημουλης", "παπαδημούλης":"παπαδημούλης", "παπαδητρίου":"παπαδητρίου", "παπαδιά":"παπαδιά", "παπαδιαμάντη":"παπαδιαμάντης", "παπαδιαμάντης":"παπαδιαμάντης", "παπαδιάς":"παπαδιά", "παπαδιώτη":"παπαδιώτη", "παπαδογιαννάκης":"παπαδογιαννάκης", "παπαδόπουλο":"παπαδόπουλος", "παπαδοπουλος":"παπαδόπουλος", "παπαδόπουλος":"παπαδόπουλος", "παπαδοπουλου":"παπαδόπουλος", "παπαδοπούλου":"παπαδόπουλος", "παπαδόπουλου":"παπαδόπουλος", "παπαδοπουλου-κονσεϊσαο":"παπαδοπουλου-κονσεϊσαο", "παπαδούκας":"παπαδούκας", "παπαελληνας":"παπαελληνας", "παπαευαγγέλου":"παπαευαγγέλου", "παπαευθυμίου":"παπαευθυμίου", "παπαευσταθίου":"παπαευσταθίου", "παπαζαφειριου":"παπαζαφειριου", "παπαζαφειρίου":"παπαζαφειρίου", "παπαζαχαρία":"παπαζαχαρία", "παπαζαχαριας":"παπαζαχαριας", "παπαζαχαρίας":"παπαζαχαρίας", "παπαζάχος":"παπαζάχος", "παπαζήδη":"παπαζήδη", "παπαζήδης":"παπαζήδης", "παπαζήση":"παπαζήση", "παπαζήσης":"παπαζήσης", "παπάζογλου":"παπάζογλου", "παπαζούδης":"παπαζούδης", "παπαθανασίου":"παπαθανασίου", "παπαθεμελή":"παπαθεμελή", "παπαθεμελήδες":"παπαθεμελήδες", "παπαθεμελής":"παπαθεμελής", "παπαθεοδώρου":"παπαθεοδώρου", "παπαθωμά":"παπαθωμά", "παπαϊορδάνου":"παπαϊορδάνου", "παπαϊωακείμ":"παπαϊωακείμ", "παπαιωάννου":"παπαιωάννου", "παπαϊωαννου":"παπαϊωάννου", "παπαϊωάννου":"παπαϊωάννου", "παπαΐωάννου":"παπαΐωάννου", "παπαιωιάννου":"παπαιωιάννου", "παπακαλιάτης":"παπακαλιάτης", "παπάκης":"παπάκης", "παπακοσμά":"παπακοσμά", "παπάκου":"παπάκου", "παπακυριαζή":"παπακυριαζή", "παπακυριαζής":"παπακυριαζής", "παπακωνσταντή":"παπακωνσταντή", "παπακωνσταντίνου":"παπακωνσταντίνου", "παπακώστα":"παπακώστας", "παπακώστας":"παπακώστας", "παπαληγούρα":"παπαληγούρας", "παπαληγούρας":"παπαληγούρας", "παπαλουκά":"παπαλουκά", "παπαλουκάς":"παπαλουκάς", "παπαμακάριος":"παπαμακάριος", "παπαμανώλης":"παπαμανώλης", "παπαμιχαήλ":"παπαμιχαήλ", "παπάνα":"παπάνα", "παπανάκο":"παπανάκο", "παπανάκος":"παπανάκος", "παπανάκου":"παπανάκου", "παπαναούμ":"παπαναούμ", "παπάνας":"παπάνας", "παπαναστασίου":"παπαναστασίου", "παπανδρεοπούλου":"παπανδρεοπούλου", "παπανδρεου":"παπανδρέου", "παπανδρέου":"παπανδρέου", "παπανδρόπουλος":"παπανδρόπουλος", "παπανδρόπουλου":"παπανδρόπουλου", "παπανίδης":"παπανίδης", "παπανίκα":"παπανίκα", "παπανίκο":"παπανίκο", "παπανικολάου":"παπανικολάου", "παπανικολόπουλος":"παπανικολόπουλος", "παπανικόλπουλο":"παπανικόλπουλο", "παπανίκος":"παπανίκος", "παπαντόπουλο":"παπαντόπουλο", "παπαντωνιου":"παπαντωνίου", "παπαντωνίου":"παπαντωνίου", "παπαοικονομου":"παπαοικονομου", "παπαπολυχρονιάδη":"παπαπολυχρονιάδη", "παπαπολυχρονιάδης":"παπαπολυχρονιάδης", "παπαποστόλου":"παπαποστόλου", "παπαρήγα":"παπαρήγας", "παπαρίζου":"παπαρίζου", "παπαρούνες":"παπαρούνα", "παπας":"παπάς", "παπάς":"παπάς", "πάπας":"πάπας", "παπασάββα":"παπασάββα", "παπαστάθη":"παπαστάθη", "παπασταθόπουλο":"παπασταθόπουλο", "παπασταθόπουλος":"παπασταθόπουλος", "παπαστεργιος":"παπαστεργιος", "παπαστεργίου":"παπαστεργίου", "παπαστεφάνου":"παπαστεφάνου", "παπαστόφα":"παπαστόφα", "παπαστρατος":"παπαστράτος", "παπατζίμας":"παπατζίμας", "παπατσαρούχας":"παπατσαρούχας", "παπατσάς":"παπατσάς", "παπατώλης":"παπατώλης", "παπαφειο":"παπαφειο", "παπάφειο":"παπάφειο", "παπαφείου":"παπαφείου", "παπάφειου":"παπάφειου", "παπάφη":"παπάφη", "παπαφιλίππου":"παπαφιλίππου", "παπαφλέσσα":"παπαφλέσσας", "παπαφλεσσας":"παπαφλέσσας", "παπαφλέσσας":"παπαφλέσσας", "παπαφλέσσες":"παπαφλέσσες", "παπαχαραλάμπους":"παπαχαραλάμπους", "παπαχαρίσης":"παπαχαρίσης", "παπαχρήστος":"παπαχρήστος", "παπαχρήστου":"παπαχρήστου", "παπαχρόνη":"παπαχρόνη", "παπαχρόνης":"παπαχρόνης", "πάπια":"πάπια", "παπιγκιώτη":"παπιγκιώτη", "παπιγκιώτης":"παπιγκιώτης", "πάπιες":"πάπια", "παπικές":"παπικός", "παπική":"παπικός", "παπιτζε":"παπιτζε", "παπίτζε":"παπίτζε", "πάπλωμα":"πάπλωμα", "παπλώματα":"πάπλωμα", "παπλωματάκι":"παπλωματάκι", "παπλωματάς":"παπλωματάς", "παπούδης":"παπούδης", "παπούλια":"παπούλιας", "παπούλιας":"παπούλιας", "παπουλίδη":"παπουλίδη", "παπουλίδης":"παπουλίδης", "παπουνά":"παπουνά", "παπουτσάκης":"παπουτσάκης", "παπουτσανης":"παπουτσάνης", "παπουτσανης-κ":"παπουτσανης-κ", "παπουτσή":"παπουτσής", "παπούτσι":"παπούτσι", "παπούτσια":"παπούτσι", "παπουτσιού":"παπούτσι", "παπουτσιών":"παπούτσι", "παπουτσόπουλου":"παπουτσόπουλου", "παπουτσωμένος":"παπουτσωμένος", "πάππα":"πάππα", "παππά":"παππάς", "παππάς":"παππάς", "πάππας":"πάππας", "'παππού":"'παππού", "παππού":"παππούς", "παππούδες":"παππούς", "παππούδων":"παππούς", "παππούλης":"παππούλης", "παππούς":"παππούς", "πάπρικα":"πάπρικα", "παπύρους":"πάπυρος", "παρ":"παρ", "πάρ'":"πάρ'", "παρ'":"παρά", "παρ.":"παρ.", "παρα":"παρά", "παρά":"παρά", "πάρα":"πάρα", "παραβαίνει":"παραβαίνω", "παραβαίνουν":"παραβαίνω", "παραβάν":"παραβάν", "παραβάσεις":"παράβαση", "παραβάσεων":"παράβαση", "παράβαση":"παράβαση", "παράβασης":"παράβαση", "παραβάτες":"παραβάτης", "παραβάτη":"παραβάτης", "παραβάτης":"παραβάτης", "παραβατική":"παραβατικός", "παραβατικότητας":"παραβατικότητα", "παραβατών":"παραβάτης", "παραβεί":"παραβαίνω", "παραβίαζε":"παραβιάζω", "παραβιάζει":"παραβιάζω", "παραβιάζεται":"παραβιάζω", "παραβιάζονται":"παραβιάζω", "παραβιάζοντας":"παραβιάζω", "παραβιαζόταν":"παραβιάζω", "παραβιάζουμε":"παραβιάζω", "παραβιάζουν":"παραβιάζω", "παραβίασαν":"παραβιάζω", "παραβίασε":"παραβιάζω", "παραβιάσει":"παραβιάζω", "παραβιάσεις":"παραβίαση", "παραβιάσεων":"παραβίαση", "παραβίαση":"παραβίαση", "παραβίασή":"παραβίαση", "παραβίασης":"παραβίαση", "παραβιάσθηκε":"παραβιάζω", "παραβιασμένες":"παραβιασμένος", "παραβιάσουμε":"παραβιάζω", "παραβιάσουν":"παραβιάζω", "παραβιαστεί":"παραβιάζω", "παραβιάστηκαν":"παραβιάζω", "παραβιάστηκε":"παραβιάζω", "παραβλέπει":"παραβλέπω", "παραβλέπεται":"παραβλέπω", "παραβλέπετε":"παραβλέπω", "παραβλέπονται":"παραβλέπω", "παραβλέποντας":"παραβλέπω", "παραβλέπουμε":"παραβλέπω", "παραβλέπουν":"παραβλέπω", "παραβλέπω":"παραβλέπω", "παραβλεφθούν":"παραβλέπω", "παραβλέψει":"παραβλέπω", "παραβλέψουμε":"παραβλέπω", "παραβλέψω":"παραβλέπω", "παράβολα":"παράβολο", "παραβολές":"παραβολή", "παραβολή":"παραβολή", "παράβολο":"παράβολο", "παραβολών":"παραβολή", "παραβόλων":"παράβολο", "παραβούν":"παραβαίνω", "παραβρεθεί":"παραβρίσκομαι", "παραβρεθείτε":"παραβρίσκομαι", "παραβρέθηκαν":"παραβρίσκομαι", "παραβρέθηκε":"παραβρίσκομαι", "παραβρεθούν":"παραβρίσκομαι", "παραβρίσκομαι":"παραβρίσκομαι", "παραβύστω":"παραβύστω", "παραγάγει":"παράγω", "παραγγείλαμε":"παραγγέλλω", "παραγγείλει":"παραγγέλλω", "παραγγείλεις":"παραγγέλλω", "παράγγειλες":"παραγγέλλω", "παραγγείλουν":"παραγγέλλω", "παραγγελθεί":"παραγγέλλω", "παραγγέλθηκαν":"παραγγέλλω", "παραγγέλθηκε":"παραγγέλλω", "παραγγελία":"παραγγελία", "παραγγελίαν":"παραγγελία", "παραγγελίας":"παραγγελία", "παραγγελίες":"παραγγελία", "παραγγελιών":"παραγγελία", "παραγγέλλει":"παραγγέλλω", "παραγγέλλεται":"παραγγέλλω", "παραγγέλλουν":"παραγγέλλω", "παράγγελμα":"παράγγελμα", "παράγγελνε":"παραγγέλνω", "παραγγέλνουν":"παραγγέλλω", "παραγγέλνω":"παραγγέλνω", "παράγει":"παράγω", "παράγεται":"παράγω", "παραγιανπούρ":"παραγιανπούρ", "παραγίνει":"παραγίνομαι", "παραγιός":"παραγιός", "παράγκα":"παράγκα", "παράγκας":"παράγκα", "παράγκες":"παράγκα", "παραγκουπόλεις":"παραγκούπολη", "παραγκούπολη":"παραγκούπολη", "παραγκούπολης":"παραγκούπολη", "παραγκωνίζετε":"παραγκωνίζω", "παραγκωνισμένο":"παραγκωνίζω", "παραγκωνισμένος":"παραγκωνίζω", "παραγκωνισμός":"παραγκωνισμός", "παραγκωνισμού":"παραγκωνισμός", "παραγκωνιστεί":"παραγκωνίζω", "παραγκωνιστούν":"παραγκωνίζω", "παραγνωρίζει":"παραγνωρίζω", "παραγνωρίζεται":"παραγνωρίζω", "παραγνωρίζοντας":"παραγνωρίζω", "παραγνωρίζουμε":"παραγνωρίζω", "παραγνωρίζουν":"παραγνωρίζω", "παραγνωρισθεί":"παραγνωρίζω", "παραγνωρισμένες":"παραγνωρίζω", "παραγνωρισμένη":"παραγνωρίζω", "παραγνωρίσουμε":"παραγνωρίζω", "παραγνωριστεί":"παραγνωρίζω", "παραγόμενα":"παραγόμενος", "παραγόμενης":"παραγόμενος", "παραγόμενου":"παραγόμενος", "παραγόμενων":"παραγόμενος", "παράγοντα":"παράγοντας", "παράγονται":"παράγω", "παράγοντας":"παράγοντας", "παράγοντάς":"παράγοντας", "παράγοντες":"παράγοντας", "παράγοντες-κλειδιά":"παράγοντες-κλειδιά", "παραγοντίσκοι":"παραγοντίσκος", "παραγόντων":"παράγοντας", "παραγουάη":"παραγουάη", "παραγουανός":"παραγουανός", "παράγουμε":"παράγω", "παράγουν":"παράγω", "παραγραφεί":"παραγράφω", "παραγράφεται":"παραγράφω", "παραγραφή":"παραγραφή", "παραγράφηκαν":"παραγράφω", "παραγραφής":"παραγραφή", "παράγραφο":"παράγραφος", "παραγράφονται":"παραγράφω", "παράγραφος":"παράγραφος", "παραγράφου":"παράγραφος", "παραγραφούν":"παραγράφω", "παραγράφους":"παράγραφος", "παραγράφων":"παράγραφος", "παράγωγα":"παράγωγος", "παράγωγά":"παράγωγος", "παραγωγές":"παραγωγή", "παραγωγη":"παραγωγή", "παραγωγή":"παραγωγή", "παραγωγης":"παραγωγή", "παραγωγής":"παραγωγή", "παραγωγικά":"παραγωγικός", "παραγωγικές":"παραγωγικός", "παραγωγική":"παραγωγικός", "παραγωγικής":"παραγωγικός", "παραγωγικό":"παραγωγικός", "παραγωγικός":"παραγωγικός", "παραγωγικότητα":"παραγωγικότητα", "παραγωγικότητά":"παραγωγικότητα", "παραγωγικότητας":"παραγωγικότητα", "παραγωγικού":"παραγωγικός", "παραγωγικούς":"παραγωγικός", "παραγωγικών":"παραγωγικός", "παραγωγό":"παραγωγός", "παράγωγο":"παράγωγος", "παραγωγοί":"παραγωγός", "παραγωγοί-ιδιοκτήτες":"παραγωγοί-ιδιοκτήτες", "παραγωγός":"παραγωγός", "παραγωγού":"παραγωγός", "παραγώγου":"παράγωγος", "παραγωγούς":"παραγωγός", "παραγωγών":"παραγωγός", "παραγώγων":"παράγωγος", "παράγωγών":"παράγωγος", "παράγων":"παράγοντας", "παραδεδεγμένη":"παραδέχομαι", "παραδεδεγμένο":"παραδεδεγμένος", "παράδειγμα":"παράδειγμα", "παράδειγμά":"παράδειγμα", "παραδείγματα":"παράδειγμα", "παραδείγματι":"παραδείγματι", "παραδειγματίζονται":"παραδειγματίζω", "παραδειγματικά":"παραδειγματικά", "παραδειγματική":"παραδειγματικός", "παραδειγματικής":"παραδειγματικός", "παραδειγματισμό":"παραδειγματισμός", "παραδειγματιστούν":"παραδειγματίζω", "παραδείγματος":"παράδειγμα", "παραδείγματός":"παράδειγμα", "παραδειγμάτων":"παράδειγμα", "παραδεισένια":"παραδεισένιος", "παραδεισένιο":"παραδεισένιος", "παραδεισένιος":"παραδεισένιος", "παραδεισο":"παράδεισος", "παράδεισο":"παράδεισος", "παράδεισοι":"παράδεισος", "παραδεισος":"παράδεισος", "παράδεισος":"παράδεισος", "παραδείσου":"παράδεισος", "παραδείσους":"παράδεισος", "παραδείσων":"παράδεισος", "παραδεκτά":"παραδεκτός", "παραδεκτή":"παραδεκτός", "παραδεκτό":"παραδεκτός", "παραδέχεται":"παραδέχομαι", "παραδεχθεί":"παραδέχομαι", "παραδέχθηκαν":"παραδέχομαι", "παραδέχθηκε":"παραδέχομαι", "παραδεχθούμε":"παραδέχομαι", "παραδεχθούν":"παραδέχομαι", "παραδέχομαι":"παραδέχομαι", "παραδέχονται":"παραδέχομαι", "παραδεχόταν":"παραδέχομαι", "παραδεχτεί":"παραδέχομαι", "παραδεχτείτε":"παραδέχομαι", "παραδέχτηκαν":"παραδέχομαι", "παραδέχτηκε":"παραδέχομαι", "παραδεχτούν":"παραδέχομαι", "παραδεχτώ":"παραδέχομαι", "παραδίδει":"παραδίνω", "παραδίδεις":"παραδίνω", "παραδίδεται":"παραδίνω", "παραδίδονται":"παραδίνω", "παραδίδοντας":"παραδίνω", "παραδίδοντάς":"παραδίνω", "παραδίδουμε":"παραδίνω", "παραδίδουν":"παραδίνω", "παραδίδω":"παραδίνω", "παραδικαστικο":"παραδικαστικός", "παραδικαστικό":"παραδικαστικός", "παραδικαστικού":"παραδικαστικός", "παραδίνει":"παραδίνω", "παραδίνεστε":"παραδίνω", "παραδίνεται":"παραδίνω", "παραδίνονται":"παραδίνω", "παραδίπλα":"παραδίπλα", "παραδοθεί":"παραδίνω", "παραδοθείς":"παραδίνω", "παραδοθήκαμε":"παραδίνω", "παραδόθηκαν":"παραδίνω", "παραδόθηκε":"παραδίνω", "παραδοθούν":"παραδίνω", "παραδοθώ":"παραδίνω", "παραδομένη":"παραδίνω", "παραδομένοι":"παραδίνω", "παράδοξα":"παράδοξος", "παράδοξες":"παράδοξος", "παράδοξη":"παράδοξος", "παράδοξο":"παράδοξος", "παραδοξολογίες":"παραδοξολογία", "παραδοξολογούν":"παραδοξολογώ", "παραδοξότητας":"παραδοξότητα", "παράδοξου":"παράδοξος", "παραδόξως":"παράδοξα", "παραδόσει":"παραδόσει", "παραδόσεις":"παράδοση", "παραδόσεων":"παράδοση", "παραδόσεως":"παράδοση", "παράδοση":"παράδοση", "παράδοσή":"παράδοση", "παραδοσης":"παράδοση", "παράδοσης":"παράδοση", "παράδοσής":"παράδοση", "παραδοσιακά":"παραδοσιακά", "παραδοσιακά":"παραδοσιακός", "παραδοσιακές":"παραδοσιακός", "παραδοσιακή":"παραδοσιακός", "παραδοσιακής":"παραδοσιακός", "παραδοσιακό":"παραδοσιακός", "παραδοσιακοί":"παραδοσιακός", "παραδοσιακός":"παραδοσιακός", "παραδοσιακότερη":"παραδοσιακός", "παραδοσιακού":"παραδοσιακός", "παραδοσιακούς":"παραδοσιακός", "παραδοσιακών":"παραδοσιακός", "παράδοσιν":"παράδοση", "παραδοχές":"παραδοχή", "παραδοχή":"παραδοχή", "παραδοχής":"παραδοχή", "παραδρομής":"παραδρομή", "παράδρομο":"παράδρομος", "παράδρομος":"παράδρομος", "παράδρομους":"παράδρομος", "παραδώσαμε":"παραδίνω", "παράδωσε":"παραδίνω", "παραδώσει":"παραδίνω", "παραδώσουμε":"παραδίνω", "παραδώσουν":"παραδίνω", "παραείναι":"παραείμαι", "παραέξω":"παραέξω", "παραζάλη":"παραζάλη", "παραήταν":"παραείμαι", "παραθαλάσσια":"παραθαλάσσιος", "παραθαλάσσιες":"παραθαλάσσιος", "παραθαλάσσιο":"παραθαλάσσιος", "παραθαλάσσιος":"παραθαλάσσιος", "παραθαλάσσιους":"παραθαλάσσιος", "παραθέματα":"παράθεμα", "παραθεριστές":"παραθεριστής", "παραθεριστικά":"παραθεριστικός", "παραθεριστικές":"παραθεριστικός", "παραθεριστική":"παραθεριστικός", "παραθεριστικό":"παραθεριστικός", "παραθεριστικών":"παραθεριστικός", "παραθέσει":"παραθέτω", "παράθεση":"παράθεση", "παράθεσης":"παράθεση", "παραθέσουμε":"παραθέτω", "παραθέσω":"παραθέτω", "παραθέτει":"παραθέτω", "παραθέτοντας":"παραθέτω", "παραθέτουμε":"παραθέτω", "παραθέτουν":"παραθέτω", "παραθέτω":"παραθέτω", "παράθλαση":"παράθλαση", "παραθρησκευτικές":"παραθρησκευτικός", "παραθρησκευτικών":"παραθρησκευτικός", "παράθυρα":"παράθυρο", "παράθυρά":"παράθυρο", "παραθυράκι":"παραθυράκι", "παραθυράκια":"παραθυράκι", "παραθύρια":"παραθύρι", "παράθυρο":"παράθυρο", "παράθυρό":"παράθυρο", "παραθύρου":"παράθυρο", "παραθύρων":"παράθυρο", "παραινέσεις":"παραίνεση", "παραινέσεων":"παραίνεση", "παραίνεση":"παραίνεση", "παραισθήσεις":"παραίσθηση", "παραισθησιογόνες":"παραισθησιογόνες", "παραιτείται":"παραιτώ", "παραιτηθεί":"παραιτώ", "παραιτηθείς":"παραιτώ", "παραιτηθείτε":"παραιτώ", "παραιτηθέντα":"παραιτηθείς", "παραιτηθέντες":"παραιτηθείς", "παραιτηθέντος":"παραιτηθείς", "παραιτήθηκα":"παραιτώ", "παραιτήθηκαν":"παραιτώ", "παραιτηθηκε":"παραιτώ", "παραιτήθηκε":"παραιτώ", "παραιτηθούμε":"παραιτώ", "παραιτηθούν":"παραιτώ", "παραιτηθώ":"παραιτώ", "παραιτήσεις":"παραίτηση", "παραιτήσεων":"παραίτηση", "παραιτηση":"παραίτηση", "παραίτηση":"παραίτηση", "παραίτησή":"παραίτηση", "παραιτησης":"παραίτηση", "παραίτησης":"παραίτηση", "παραίτησής":"παραίτηση", "παραιτήσου":"παραιτώ", "παραιτούμαι":"παραιτώ", "παραιτούνται":"παραιτώ", "παραιτούνταν":"παραιτώ", "παρακαθίσει":"παρακάθομαι", "παρακαλάει":"παρακαλώ", "παρακαλάς":"παρακαλώ", "παρακαλεί":"παρακαλώ", "παρακάλεσα":"παρακάλεσα", "παρακάλεσε":"παρακαλώ", "παρακαλέσει":"παρακάλεση", "παρακαλέσω":"παρακαλώ", "παρακάλια":"παρακάλι", "παρακαλούμε":"παρακαλώ", "παρακαλούν":"παρακαλώ", "παρακαλούνται":"παρακαλώ", "παρακαλούσα":"παρακαλώ", "παρακαλούσαμε":"παρακαλώ", "παρακαλούσαν":"παρακαλώ", "παρακαλούσε":"παρακαλώ", "παρακαλω":"παρακαλώ", "παρακαλώ":"παρακαλώ", "παρακαλώντας":"παρακαλώ", "παρακάμπτει":"παρακάμπτω", "παρακάμπτεται":"παρακάμπτω", "παρακαμπτήριο":"παρακαμπτήριος", "παρακαμπτηρίων":"παρακαμπτήριος", "παρακαμπτήριων":"παρακαμπτήριος", "παρακάμπτονται":"παρακάμπτω", "παρακάμπτοντας":"παρακάμπτω", "παρακάμπτουμε":"παρακάμπτω", "παρακάμφθηκε":"παρακάμπτω", "παρακαμφθούν":"παρακάμπτω", "παρακάμψει":"παρακάμπτω", "παρακάμψεις":"παράκαμψη", "παρακάμψετε":"παρακάμπτω", "παράκαμψη":"παράκαμψη", "παράκαμψης":"παράκαμψη", "παρακάμψουμε":"παρακάμπτω", "παρακάμψουν":"παρακάμπτω", "παρακάναμε":"παρακάνω", "παράκαναν":"παρακάνω", "παρακάνει":"παρακάνω", "παρακάνετε":"παρακάνω", "παρακάνοντάς":"παρακάνω", "παρακάνουν":"παρακάνω", "παρακαταθήκες":"παρακαταθήκη", "παρακαταθήκη":"παρακαταθήκη", "παρακατιανό":"παρακατιανός", "παρακάτω":"παρακάτω", "παρακείμενες":"παρακείμενος", "παρακείμενη":"παρακείμενος", "παρακείμενης":"παρακείμενος", "παρακείμενο":"παρακείμενος", "παρακειμένου":"παρακείμενος", "παρακείμενου":"παρακείμενος", "παρακείμενους":"παρακείμενος", "παράκεντρα":"παράκεντρος", "παρακηφίσιους":"παρακηφίσιους", "παρακινδυνευμένες":"παρακινδυνεύω", "παρακινδυνευμένη":"παρακινδυνεύω", "παρακινδυνευμένο":"παρακινδυνεύω", "παρακινεί":"παρακινώ", "παρακίνηση":"παρακίνηση", "παρακινούν":"παρακινώ", "παρακινώντας":"παρακινώ", "παρακλάδι":"παρακλάδι", "παρακλάδια":"παρακλάδι", "παράκληση":"παράκληση", "παρακμάζει":"παρακμάζω", "παρακμάζοντας":"παρακμάζω", "παρακμάζουν":"παρακμάζω", "παρακμή":"παρακμή", "παρακμής":"παρακμή", "παρακμιακή":"παρακμιακός", "παρακμιακής":"παρακμιακός", "παρακμιακό":"παρακμιακός", "παρακολουθεί":"παρακολουθώ", "παρακολουθείς":"παρακολουθώ", "παρακολουθείται":"παρακολουθώ", "παρακολουθήματά":"παρακολούθημα", "παρακολούθησα":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσαμε":"παρακολουθώ", "παρακολούθησαν":"παρακολουθώ", "παρακολούθησε":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσει":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσεις":"παρακολούθηση", "παρακολουθήσετε":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσεων":"παρακολούθηση", "παρακολουθήσεως":"παρακολούθηση", "παρακολούθηση":"παρακολούθηση", "παρακολούθησή":"παρακολούθηση", "παρακολούθησης":"παρακολούθηση", "παρακολουθήσουμε":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσουν":"παρακολουθώ", "παρακολουθήστε":"παρακολουθώ", "παρακολουθήσω":"παρακολουθώ", "παρακολουθούμε":"παρακολουθώ", "παρακολουθούμενων":"παρακολουθούμενος", "παρακολουθούν":"παρακολουθώ", "παρακολουθούνται":"παρακολουθώ", "παρακολουθούνταν":"παρακολουθώ", "παρακολουθούσα":"παρακολουθώ", "παρακολουθούσαμε":"παρακολουθώ", "παρακολουθούσαν":"παρακολουθώ", "παρακολουθούσατε":"παρακολουθώ", "παρακολουθούσε":"παρακολουθώ", "παρακολουθώ":"παρακολουθώ", "παρακολουθώντας":"παρακολουθώ", "παρακρατηθεί":"παρακρατώ", "παρακρατηθούν":"παρακρατώ", "παρακράτημα":"παρακράτημα", "παρακρατήσει":"παρακρατώ", "παρακρατήσεις":"παρακράτηση", "παρακράτηση":"παρακράτηση", "παρακράτησης":"παρακράτηση", "παρακρατικές":"παρακρατικός", "παρακρατικούς":"παρακρατικός", "παρακρατικών":"παρακρατικός", "παρακράτος":"παρακράτος", "παρακρατούμενους":"παρακρατούμενος", "παρακρατούνται":"παρακρατώ", "παρακράτους":"παρακράτος", "παρακρατούσε":"παρακρατώ", "παρακρατώντας":"παρακρατώ", "παράκρουση":"παράκρουση", "παράκρουσης":"παράκρουση", "παράκτια":"παράκτιος", "παράκτιες":"παράκτιος", "παράκτιο":"παράκτιος", "παράκτιου":"παράκτιος", "παράκτιων":"παράκτιος", "παρακωλύει":"παρακωλύω", "παρακωλύεται":"παρακωλύω", "παρακωλύσει":"παρακωλύω", "παρακώλυση":"παρακώλυση", "παρακώλυσης":"παρακώλυση", "παρακωλύσουν":"παρακωλύω", "παραλάβει":"παραλαβαίνω", "παραλαβή":"παραλαβή", "παραλαβής":"παραλαβή", "παραλάβουμε":"παραλαβαίνω", "παραλάβουν":"παραλαβαίνω", "παραλάβω":"παραλαβαίνω", "παραλάμβαναν":"παραλαβαίνω", "παραλάμβανε":"παραλαβαίνω", "παραλαμβάνει":"παραλαβαίνω", "παραλαμβάνεται":"παραλαβαίνω", "παραλαμβάνονται":"παραλαβαίνω", "παραλαμβάνοντας":"παραλαβαίνω", "παραλαμβάνουν":"παραλαβαίνω", "παράλαση":"παράλαση", "παραλείπει":"παραλείπω", "παραλείπεται":"παραλείπω", "παραλειπομενα":"παραλειπόμενος", "παραλειπόμενα":"παραλειπόμενος", "παραλειπομένου":"παραλειπόμενος", "παραλείπονται":"παραλείπω", "παραλείποντας":"παραλείπω", "παραλείπουμε":"παραλείπω", "παραλείπουν":"παραλείπω", "παραλείπω":"παραλείπω", "παραλείψει":"παραλείπω", "παραλείψεις":"παράλειψη", "παραλείψετε":"παραλείπω", "παραλείψεων":"παράλειψη", "παραλείψεως":"παράλειψη", "παράλειψη":"παράλειψη", "παράλειψή":"παράλειψη", "παράλειψις":"παράλειψη", "παραλείψω":"παραλείπω", "παραλή":"παραλής", "παραληθαίοι":"παραληθαίοι", "παραλήπτες":"παραλήπτης", "παραλήπτη":"παραλήπτης", "παραλήπτης":"παραλήπτης", "παραληπτών":"παραλήπτης", "παραληρεί":"παραληρώ", "παραλήρημα":"παραλήρημα", "παραληρήματα":"παραλήρημα", "παραληρηματικές":"παραληρηματικός", "παραληρηματικό":"παραληρηματικός", "παραληρήματος":"παραλήρημα", "παραληρούν":"παραληρώ", "παραληρούντες":"παραληρών", "παραληφθεί":"παραλαβαίνω", "παραληφθούν":"παραλαβαίνω", "παραλήψεις":"παράληψη", "παραλία":"παραλία", "παράλια":"παράλια", "παραλία":"παράλιος", "παράλια":"παράλιος", "παραλιακά":"παραλιακός", "παραλιακές":"παραλιακός", "παραλιακή":"παραλιακός", "παραλιακής":"παραλιακός", "παραλιακό":"παραλιακός", "παραλίας":"παραλία", "παραλίγο":"παραλίγο", "παραλίες":"παραλία", "παραλίμνης":"παραλίμνη", "παραλίμνι":"παραλίμνι", "παραλίμνια":"παραλίμνιος", "παραλιμνίου":"παραλίμνιος", "παραλιών":"παραλία", "παραλίων":"παράλιος", "παραλλαγές":"παραλλαγή", "παραλλαγή":"παραλλαγή", "παραλλαγή'":"παραλλαγή'", "παραλλαγής":"παραλλαγή", "παραλλαγή-σειρήνες":"παραλλαγή-σειρήνες", "παραλλαγών":"παραλλαγή", "παράλληλα":"παράλληλα", "παράλληλες":"παράλληλος", "παραλληλη":"παράλληλος", "παράλληλη":"παράλληλος", "παράλληλή":"παράλληλος", "παραλληλης":"παράλληλος", "παράλληλης":"παράλληλος", "παραλληλίζει":"παραλληλίζω", "παραλληλίζοντας":"παραλληλίζω", "παραλλήλισε":"παραλληλίζω", "παραλληλισμό":"παραλληλισμός", "παραλληλισμούς":"παραλληλισμός", "παράλληλο":"παράλληλος", "παράλληλοι":"παράλληλος", "παράλληλος":"παράλληλος", "παράλληλους":"παράλληλος", "παράλληλων":"παράλληλος", "παραλλήλως":"παράλληλα", "παράλογα":"παράλογα", "παράλογες":"παράλογος", "παράλογη":"παράλογος", "παραλογισμό":"παραλογισμός", "παραλογισμός":"παραλογισμός", "παραλογισμού":"παραλογισμός", "παραλογισμών":"παραλογισμός", "παράλογο":"παράλογος", "παράλόγο":"παράλογος", "παράλογοι":"παράλογος", "παράλογος":"παράλογος", "παραλόγου":"παράλογος", "παράλογου":"παράλογος", "παραλύει":"παραλύω", "παραλύσει":"παραλύω", "παράλυση":"παράλυση", "παράλυσή":"παράλυση", "παραλυσία":"παραλυσία", "παράλυτη":"παράλυτος", "παράλυτο":"παράλυτος", "παράλυτους":"παράλυτος", "παραμεθόριας":"παραμεθόριος", "παραμεθόριες":"παραμεθόριος", "παραμεθόριο":"παραμεθόριος", "παραμεθόριους":"παραμεθόριος", "παραμείναμε":"παραμένω", "παραμείνατε":"παραμένω", "παραμείνει":"παραμένω", "παραμείνετε":"παραμένω", "παραμείνουμε":"παραμένω", "παραμείνουν":"παραμένω", "παραμείνω":"παραμένω", "παραμελείτε":"παραμελώ", "παραμελημένα":"παραμελώ", "παραμελημένες":"παραμελώ", "παραμελημένη":"παραμελημένος", "παραμελημένο":"παραμελώ", "παραμελημένος":"παραμελημένος", "παραμελημένου":"παραμελώ", "παραμελημένους":"παραμελημένος", "παραμελήσατε":"παραμελώ", "παραμελήσει":"παραμελώ", "παραμέληση":"παραμέληση", "παραμέλησης":"παραμέληση", "παραμελούμε":"παραμελώ", "παραμελούν":"παραμελώ", "παραμελούσε":"παραμελώ", "παραμέναμε":"παραμένω", "παραμενει":"παραμένω", "παραμένει":"παραμένω", "παραμένεις":"παραμένω", "παραμένοντας":"παραμένω", "παραμένουμε":"παραμένω", "παραμένουν":"παραμένω", "παραμένω":"παραμένω", "παράμερα":"παράμερα", "παραμέριζε":"παραμερίζω", "παραμερίζει":"παραμερίζω", "παραμερίζεται":"παραμερίζω", "παραμερίζοντας":"παραμερίζω", "παραμερίζουμε":"παραμερίζω", "παραμερίζουν":"παραμερίζω", "παραμέρισε":"παραμερίζω", "παραμερίσει":"παραμερίζω", "παραμερίσετε":"παραμερίζω", "παραμερισμό":"παραμερισμός", "παραμερισμός":"παραμερισμός", "παραμερίσουν":"παραμερίζω", "παραμεριστεί":"παραμερίζω", "παραμερίστηκαν":"παραμερίζω", "παραμεριστούν":"παραμερίζω", "παράμετρο":"παράμετρος", "παράμετροι":"παράμετρος", "παράμετρος":"παράμετρος", "παραμέτρους":"παράμετρος", "παραμέτρων":"παράμετρος", "παραμικρά":"παραμικρός", "παραμικρή":"παραμικρός", "παραμικρό":"παραμικρός", "παραμικρότερη":"παραμικρός", "παραμονές":"παραμονή", "παραμόνευε":"παραμονεύω", "παραμονεύει":"παραμονεύω", "παραμονεύουν":"παραμονεύω", "παραμονη":"παραμονή", "παραμονή":"παραμονή", "παραμονής":"παραμονή", "παραμορφωθεί":"παραμορφώνω", "παραμορφωμένα":"παραμορφώνω", "παραμορφωμένες":"παραμορφώνω", "παραμορφωμένο":"παραμορφώνω", "παραμορφωμένοι":"παραμορφώνω", "παραμορφωμένος":"παραμορφωμένος", "παραμορφώνονται":"παραμορφώνω", "παραμορφώνουν":"παραμορφώνω", "παραμόρφωσαν":"παραμορφώνω", "παραμορφώσεις":"παραμορφώνω", "παραμόρφωση":"παραμόρφωση", "παραμόρφωσης":"παραμόρφωση", "παραμορφωτικές":"παραμορφωτικός", "παραμυθάδες":"παραμυθάς", "παραμυθάκι":"παραμυθάκι", "παραμυθάς":"παραμυθάς", "παραμυθένια":"παραμυθένιος", "παραμυθένιο":"παραμυθένιος", "παραμυθένιος":"παραμυθένιος", "παραμυθένιους":"παραμυθένιος", "παραμύθι":"παραμύθι", "παραμύθια":"παραμύθι", "παραμυθιάζουν":"παραμυθιάζω", "παραμυθιάς":"παραμυθιά", "παραμυθιού":"παραμύθι", "παραμυθιών":"παραμυθία", "παρανάλωμα":"παρανάλωμα", "παρανέστι":"παρανέστι", "παρανεστίου":"παρανεστίου", "παρανόηση":"παρανόηση", "παράνοια":"παράνοια", "παράνοιας":"παράνοια", "παρανοϊκά":"παρανοϊκός", "παρανοϊκές":"παρανοϊκός", "παρανοϊκή":"παρανοϊκός", "παρανοϊκό":"παρανοϊκός", "παρανοϊκοί":"παρανοϊκός", "παρανοϊκός":"παρανοϊκός", "παρανοϊκού":"παρανοϊκός", "παρανοϊκούς":"παρανοϊκός", "παρανοϊκών":"παρανοϊκός", "παράνομα":"παράνομα", "παράνομα":"παράνομος", "παρανομαστή":"παρανομαστής", "παρανομαστής":"παρανομαστής", "παρανομεί":"παρανομώ", "παράνομες":"παράνομος", "παράνομη":"παράνομος", "παράνομης":"παράνομος", "παρανομία":"παρανομία", "παρανομίας":"παρανομία", "παρανομίες":"παρανομία", "παρανομιών":"παρανομία", "παρανομο":"παράνομος", "παράνομο":"παράνομος", "παράνομοι":"παράνομος", "παράνομος":"παράνομος", "παρανομου":"παράνομος", "παράνομου":"παράνομος", "παρανομούν":"παρανομώ", "παρανομούντα":"παρανομών", "παρανομούντες":"παρανομών", "παράνομους":"παράνομος", "παρανομούσε":"παρανομώ", "παρανόμων":"παράνομος", "παράνομων":"παράνομος", "παρανόμως":"παράνομα", "παραντί":"παραντί", "παράξενα":"παράξενα", "παράξενες":"παράξενος", "παραξενεύει":"παραξενεύω", "παραξενεύονται":"παραξενεύω", "παραξενευτείτε":"παραξενεύω", "παράξενη":"παράξενος", "παραξενιά":"παραξενιά", "παραξενιές":"παραξενιά", "παράξενο":"παράξενος", "παράξενοι":"παράξενος", "παράξενος":"παράξενος", "παράξενους":"παράξενος", "παράξενων":"παράξενος", "παραοικονομία":"παραοικονομία", "παραοικονομίας":"παραοικονομία", "παραοικονομικό":"παραοικονομικός", "παραολυμπιάδα":"παραολυμπιάδα", "παραπαίαμε":"παραπαίω", "παραπαίει":"παραπαίω", "παραπαίουσα":"παραπαίων", "παραπανήσια":"παραπανήσια", "παραπάνω":"παραπάνω", "παραπάτησε":"παραπατώ", "παραπατήσει":"παραπατώ", "παραπέμπει":"παραπέμπω", "παραπέμπεται":"παραπέμπω", "παραπεμπόμενοι":"παραπεμπόμενος", "παραπέμπονται":"παραπέμπω", "παραπέμποντας":"παραπέμπω", "παραπέμποντάς":"παραπέμπω", "παραπέμπουν":"παραπέμπω", "παραπεμπτικά":"παραπεμπτικός", "παραπεμπτική":"παραπεμπτικός", "παραπεμπτικό":"παραπεμπτικός", "παραπεμπτικών":"παραπεμπτικός", "παραπέμπω":"παραπέμπω", "παραπεμφθεί":"παραπέμπω", "παραπέμφθηκαν":"παραπέμπω", "παραπεμφθηκε":"παραπέμπω", "παραπέμφθηκε":"παραπέμπω", "παραπεμφθούν":"παραπέμπω", "παραπέμψει":"παραπέμπω", "παραπέμψουν":"παραπέμπω", "παραπέμψω":"παραπέμπω", "παραπέντε":"παραπέντε", "παραπέρα":"παραπέρα", "παράπεσε":"παραπέφτω", "παραπέτασμα":"παραπέτασμα", "παραπετάσματα":"παραπέτασμα", "παραπήγματα":"παράπηγμα", "παραπηγμάτων":"παράπηγμα", "παραπλανά":"παραπλανώ", "παραπλανάται":"παραπλανώ", "παραπλανήθηκαν":"παραπλανώ", "παραπλανήσει":"παραπλανώ", "παραπλάνηση":"παραπλάνηση", "παραπλάνησης":"παραπλάνηση", "παραπλανήσουν":"παραπλανώ", "παραπλανητικά":"παραπλανητικά", "παραπλανητικές":"παραπλανητικός", "παραπλανητική":"παραπλανητικός", "παραπλανητικό":"παραπλανητικός", "παραπλανητικός":"παραπλανητικός", "παραπλανητικού":"παραπλανητικός", "παραπλανητικών":"παραπλανητικός", "παραπλανούν":"παραπλανώ", "παραπλέοντα":"παραπλέων", "παράπλευρες":"παράπλευρος", "παράπλευρη":"παράπλευρος", "παράπλευρο":"παράπλευρος", "παράπλευρων":"παράπλευρος", "παραπλεύρως":"παραπλεύρως", "παραπληγικοί":"παραπληγικός", "παραπληροφόρηση":"παραπληροφόρηση", "παραπληροφόρησης":"παραπληροφόρηση", "παραπληροφορούν":"παραπληροφορώ", "παραπληροφορώντας":"παραπληροφορώ", "παραπλήσια":"παραπλήσιος", "παραπλήσιες":"παραπλήσιος", "παραπλήσιοι":"παραπλήσιος", "παραπλήσιου":"παραπλήσιος", "παραποιεί":"παραποιώ", "παραποιηθεί":"παραποιώ", "παραποιήθηκαν":"παραποιώ", "παραποιημένα":"παραποιημένος", "παραποιημένες":"παραποιημένος", "παραποιημένη":"παραποιημένος", "παραποίησε":"παραποιώ", "παραποιήσεις":"παραποίηση", "παραποίηση":"παραποίηση", "παραποίησης":"παραποίηση", "παραπολιτικά":"παραπολιτικός", "παραπομπές":"παραπομπή", "παραπομπη":"παραπομπή", "παραπομπή":"παραπομπή", "παραπομπής":"παραπομπή", "παραπομπών":"παραπομπή", "παραπονα":"παράπονο", "παράπονα":"παράπονο", "παράπονά":"παράπονο", "παραπονεθεί":"παραπονιέμαι", "παραπονέθηκα":"παραπονιέμαι", "παραπονέθηκε":"παραπονιέμαι", "παραπονεθούν":"παραπονιέμαι", "παραπονείστε":"παραπονιέμαι", "παραπονεμένος":"παραπονιέμαι", "παραπονεμένους":"παραπονεμένος", "παραπονιέται":"παραπονιέμαι", "παραπονιόμαστε":"παραπονιέμαι", "παραπονιόταν":"παραπονιέμαι", "παραπονιούνται":"παραπονιέμαι", "παράπονο":"παράπονο", "παράπονό":"παράπονο", "παραπονούμενο":"παραπονούμενος", "παραπονούμενοι":"παραπονούμενος", "παραπονούμενος":"παραπονούμενος", "παραπονούμενου":"παραπονούμενος", "παραπονούμενους":"παραπονούμενος", "παραπονούνται":"παραπονιέμαι", "παραπόνων":"παράπονο", "παραποτάμιες":"παραποτάμιος", "παραποτάμιους":"παραποτάμιος", "παραπόταμο":"παραπόταμος", "παραπόταμοι":"παραπόταμος", "παραποτάμους":"παραπόταμος", "παραποτάμων":"παραπόταμος", "παράπτωμα":"παράπτωμα", "παράπτωμά":"παράπτωμα", "παραπτώματα":"παράπτωμα", "παραπτωμάτων":"παράπτωμα", "παράρτημα":"παράρτημα", "παραρτήματα":"παράρτημα", "παραρτήματά":"παράρτημα", "παραρτήματος":"παράρτημα", "παραρτημάτων":"παράρτημα", "παρασάγγας":"παρασάγγας", "παρασέρνει":"παρασύρω", "παρασέρνοντας":"παρασύρω", "παρασέρνουν":"παρασέρνω", "παράσημα":"παράσημο", "παράσημο":"παράσημο", "παρασημοφόρησε":"παρασημοφορώ", "παρασημοφόρηση":"παρασημοφόρηση", "παράσιτα":"παράσιτο", "παρασιτικά":"παρασιτικά", "παρασιτικό":"παρασιτικός", "παρασιτικού":"παρασιτικός", "παρασιτισμό":"παρασιτισμός", "παράσιτο":"παράσιτο", "παρασιτούν":"παρασιτώ", "παρασίτων":"παράσιτο", "παρασιωπώντας":"παρασιωπώ", "παρασκευα":"παρασκευάς", "παρασκευά":"παρασκευάς", "παρασκεύαζε":"παρασκευάζω", "παρασκευάζει":"παρασκευάζω", "παρασκευάζεται":"παρασκευάζω", "παρασκευάζονται":"παρασκευάζω", "παρασκευάζουν":"παρασκευάζω", "παρασκευαΐδης":"παρασκευαΐδης", "παρασκευάς":"παρασκευάς", "παρασκεύασαν":"παρασκευάζω", "παρασκεύασε":"παρασκευάζω", "παρασκευάσει":"παρασκευάζω", "παρασκεύασμα":"παρασκεύασμα", "παρασκευασματα":"παρασκεύασμα", "παρασκευάσματα":"παρασκεύασμα", "παρασκευάσματά":"παρασκεύασμα", "παρασκευασμάτων":"παρασκεύασμα", "παρασκευάσουν":"παρασκευάζω", "παρασκευαστή":"παρασκευαστής", "παρασκευάστηκε":"παρασκευάζω", "παρασκευαστούν":"παρασκευάζω", "παρασκευάστρια":"παρασκευάστρια", "παρασκευαστών":"παρασκευαστής", "παρασκευη":"παρασκευή", "παρασκευή":"παρασκευή", "παρασκευή-δασαλ":"παρασκευή-δασαλ", "παρασκευή-παναθηναϊκός":"παρασκευή-παναθηναϊκός", "παρασκευής":"παρασκευή", "παρασκευοπουλος":"παρασκευοπουλος", "παρασκευόπουλος":"παρασκευόπουλος", "παρασκευοπουλου":"παρασκευοπουλου", "παρασκευοπούλου":"παρασκευοπούλου", "παρασκήνια":"παρασκήνιο", "παρασκηνιακά":"παρασκηνιακά", "παρασκηνιακές":"παρασκηνιακός", "παρασκηνιακή":"παρασκηνιακός", "παρασκηνιακής":"παρασκηνιακός", "παρασκηνιακών":"παρασκηνιακός", "παρασκηνιο":"παρασκήνιο", "παρασκήνιο":"παρασκήνιο", "παρασκηνίου":"παρασκήνιο", "παρασπονδήσει":"παρασπονδώ", "παρασπονδίες":"παρασπονδία", "παραστάδες":"παραστάδα", "παρασταθεί":"παραστέκω", "παραστάθηκε":"παραστέκω", "παραστάσεις":"παράσταση", "παραστάσεων":"παράσταση", "παραστάσεών":"παράσταση", "παραστάσεως":"παράσταση", "παράσταση":"παράσταση", "παράστασή":"παράσταση", "παράστασης":"παράσταση", "παραστατίδης":"παραστατίδης", "παραστατικά":"παραστατικό", "παραστατικά":"παραστατικός", "παραστατικές":"παραστατικός", "παραστατικής":"παραστατικός", "παραστατικών":"παραστατικό", "παραστεί":"παρίσταμαι", "παράστημα":"παράστημα", "παραστήσει":"παριστάω", "παραστούμε":"παρίσταμαι", "παραστούν":"παρίσταμαι", "παραστράτημα":"παραστράτημα", "παραστρατήματα":"παραστράτημα", "παραστρατημάτων":"παραστράτημα", "παραστρατιωτικές":"παραστρατιωτικός", "παραστρατιωτική":"παραστρατιωτικός", "παραστρατιωτικής":"παραστρατιωτικός", "παραστρατιωτικού":"παραστρατιωτικός", "παραστρατιωτικούς":"παραστρατιωτικός", "παραστρατιωτικών":"παραστρατιωτικός", "παραστώ":"παρίσταμαι", "παρασύνθημα":"παρασύνθημα", "παρασύρει":"παρασύρω", "παρασύρεστε":"παρασύρω", "παρασύρεται":"παρασύρω", "παρασύρετε":"παρασύρω", "παρασυρθεί":"παρασύρω", "παρασυρθείς":"παρασύρω", "παρασυρθείτε":"παρασύρω", "παρασύρθηκα":"παρασύρω", "παρασύρθηκαν":"παρασύρω", "παρασύρθηκε":"παρασύρω", "παρασυρθούμε":"παρασύρω", "παρασυρθούν":"παρασύρω", "παρασυρμένοι":"παρασυρμένος", "παρασυρμένος":"παρασυρμένος", "παρασύρομαι":"παρασύρω", "παρασυρόμενο":"παρασυρόμενος", "παρασύρονται":"παρασύρω", "παρασύρονταν":"παρασύρω", "παρασύροντας":"παρασύρω", "παρασύρουν":"παρασύρω", "παρασχεθεί":"παρέχω", "παρασχέθηκαν":"παρέχω", "παρασχεθούν":"παρέχω", "παράσχει":"παρέχω", "παράσχο":"παράσχος", "παρασχος":"παράσχος", "παράσχος":"παράσχος", "παράσχου":"παράσχος", "παράσχουμε":"παρέχω", "παράσχουν":"παρέχω", "παρατά":"παρατώ", "παρατάει":"παρατώ", "παραταθεί":"παρατείνω", "παρατάθηκε":"παρατείνω", "παραταθούν":"παρατείνω", "παράταιρες":"παράταιρος", "παράταιρο":"παράταιρος", "παρατάμε":"παρατώ", "παρατάνε":"παρατώ", "παρατάξει":"παρατάσσω", "παρατάξεις":"παράταξη", "παρατάξεων":"παράταξη", "παρατάξεως":"παράταξη", "παράταξη":"παράταξη", "παράταξή":"παράταξη", "παράταξης":"παράταξη", "παράταξής":"παράταξη", "παραταξιακού":"παραταξιακός", "παρατάσεις":"παράταση", "παραταση":"παράταση", "παράταση":"παράταση", "παράτασης":"παράταση", "παρατάσσει":"παρατάσσω", "παρατάσσεται":"παρατάσσω", "παρατάσσοντας":"παρατάσσω", "παρατάσσουν":"παρατάσσω", "παραταχθεί":"παρατάσσω", "παρατάχθηκαν":"παρατάσσω", "παραταχθούν":"παρατάσσω", "παρατάω":"παρατώ", "παρατείνει":"παρατείνω", "παρατείνεται":"παρατείνω", "παρατεινόμενες":"παρατεινόμενος", "παρατεινονται":"παρατείνω", "παρατείνονται":"παρατείνω", "παρατείνουν":"παρατείνω", "παρατεταγμένα":"παρατάσσω", "παρατεταγμένες":"παρατάσσω", "παρατεταμένα":"παρατείνω", "παρατεταμένες":"παρατεταμένος", "παρατεταμένη":"παρατεταμένος", "παρατεταμένης":"παρατείνω", "παρατεταμένο":"παρατεταμένος", "παρατεταμένου":"παρατεταμένος", "παρατεταμένων":"παρατείνω", "παρατημένα":"παρατημένος", "παρατημένου":"παρατώ", "παρατημένων":"παρατώ", "παρατηρεί":"παρατηρώ", "παρατηρείται":"παρατηρώ", "παρατηρείτε":"παρατηρώ", "παρατηρηθεί":"παρατηρώ", "παρατηρήθηκαν":"παρατηρώ", "παρατηρήθηκε":"παρατηρώ", "παρατηρημένη":"παρατηρώ", "παρατηρημένο":"παρατηρημένος", "παρατήρησα":"παρατηρώ", "παρατήρησαν":"παρατηρώ", "παρατηρήσατε":"παρατηρώ", "παρατήρησε":"παρατηρώ", "παρατηρήσει":"παρατηρώ", "παρατηρήσεις":"παρατήρηση", "παρατηρήσεων":"παρατήρηση", "παρατηρήσεών":"παρατήρηση", "παρατήρηση":"παρατήρηση", "παρατήρησή":"παρατήρηση", "παρατήρησης":"παρατήρηση", "παρατηρήσουμε":"παρατηρώ", "παρατηρήσουν":"παρατηρώ", "παρατηρήστε":"παρατηρώ", "παρατηρήσω":"παρατηρώ", "παρατηρητές":"παρατηρητής", "παρατηρητή":"παρατηρητής", "παρατηρητήριο":"παρατηρητήριο", "παρατηρητηρίου":"παρατηρητήριο", "παρατηρητής":"παρατηρητής", "παρατηρητικοί":"παρατηρητικός", "παρατηρητικός":"παρατηρητικός", "παρατηρητικότητα":"παρατηρητικότητα", "παρατηρητών":"παρατηρητής", "παρατηρούμε":"παρατηρώ", "παρατηρούμενες":"παρατηρούμενος", "παρατηρούμενη":"παρατηρούμενος", "παρατηρούν":"παρατηρώ", "παρατηρούνται":"παρατηρώ", "παρατηρούνταν":"παρατηρώ", "παρατηρούσα":"παρατηρώ", "παρατηρούσαμε":"παρατηρώ", "παρατηρούσαν":"παρατηρώ", "παρατηρούσε":"παρατηρώ", "παρατηρώ":"παρατηρώ", "παρατηρώντας":"παρατηρώ", "παράτησα":"παρατώ", "παρατήσαμε":"παρατώ", "παράτησαν":"παρατώ", "παράτησε":"παρατώ", "παρατήσει":"παρατώ", "παρατήσετε":"παρατώ", "παρατήσουν":"παρατώ", "παρατίθενται":"παραθέτω", "παρατίθεται":"παραθέτω", "παράτολμες":"παράτολμος", "παράτολμη":"παράτολμος", "παρατραβηγμένους":"παρατραβηγμένος", "παρατραβήξετε":"παρατραβώ", "παρατράγουδα":"παρατράγουδο", "παρατράγουδο":"παρατράγουδο", "παρατράπεζες":"παρατράπεζα", "παρατρεχάμενοι":"παρατρεχάμενος", "παρατρεχάμενους":"παρατρεχάμενος", "παρατσούκλι":"παρατσούκλι", "παρατσούκλια":"παρατσούκλι", "παράτυπες":"παράτυπος", "παράτυπη":"παράτυπος", "παρατυπία":"παρατυπία", "παρατυπίας":"παρατυπία", "παρατυπίες":"παρατυπία", "παρατυπιών":"παρατυπία", "παράτυπων":"παράτυπος", "πάραυτα":"πάραυτα", "παραφαρμακευτικά":"παραφαρμακευτικός", "παραφερθείτε":"παραφέρνω", "παραφιλολογίας":"παραφιλολογία", "παράφορα":"παράφορα", "παράφορη":"παράφορος", "παράφορο":"παράφορος", "παραφορτώσουμε":"παραφορτώνω", "παραφράζοντας":"παραφράζω", "παράφραση":"παράφραση", "παραφράσουμε":"παραφράζω", "παράφρονα":"παράφρονας", "παράφρονες":"παράφρονας", "παραφρονήσει":"παραφρονώ", "παράφρων":"παράφρων", "παραφυάδες":"παραφυάδα", "παραφυλάν":"παραφυλάω", "παραφωνία":"παραφωνία", "παραφωνίες":"παραφωνία", "παραχαράκτες":"παραχαράκτης", "παραχάραξη":"παραχάραξη", "παραχάραξης":"παραχάραξη", "παραχαράσσουν":"παραχαράσσω", "παραχαραχθεί":"παραχαράζω", "παραχθεί":"παράγω", "παραχθέντα":"παραχθείς", "παραχθούν":"παράγω", "παραχρήμα":"παραχρήμα", "παραχωρεί":"παραχωρώ", "παραχωρείται":"παραχωρώ", "παραχωρηθεί":"παραχωρώ", "παραχωρήθηκαν":"παραχωρώ", "παραχωρήθηκε":"παραχωρώ", "παραχωρηθούν":"παραχωρώ", "παραχωρημένα":"παραχωρώ", "παραχώρησαν":"παραχωρώ", "παραχώρησε":"παραχωρώ", "παραχωρησει":"παραχωρώ", "παραχωρήσει":"παραχωρώ", "παραχωρήσεις":"παραχώρηση", "παραχωρήσεων":"παραχώρηση", "παραχώρηση":"παραχώρηση", "παραχώρησή":"παραχώρηση", "παραχώρησης":"παραχώρηση", "παραχώρησής":"παραχώρηση", "παραχωρησιούχος":"παραχωρησιούχος", "παραχωρήσουμε":"παραχωρώ", "παραχωρήσουν":"παραχωρώ", "παραχωρούμε":"παραχωρώ", "παραχωρούν":"παραχωρώ", "παραχωρούνται":"παραχωρώ", "παραχωρούνταν":"παραχωρώ", "παραχωρούσε":"παραχωρώ", "παραχωρούταν":"παραχωρούταν", "παραχωρώ":"παραχωρώ", "παραχωρώντας":"παραχωρώ", "παρβάνοφ":"παρβάνοφ", "παρδάλης":"παρδάλης", "πάρδο":"πάρδο", "πάρε":"παίρνω", "παρεά":"παρεά", "παρέα":"παρέα", "παρέας":"παρέα", "παρέβαινε":"παραβαίνω", "παρέβη":"παραβαίνω", "παρέβλεπε":"παραβλέπω", "παρέβλεψαν":"παραβλέπω", "παρέβλεψε":"παραβλέπω", "παρεγκεφαλίδα":"παρεγκεφαλίδα", "παρέδες":"παρέδες", "παρέδιδαν":"παραδίνω", "παρέδιδε":"παραδίνω", "παρέδρους":"πάρεδρος", "παρέδωσα":"παραδίνω", "παρέδωσαν":"παραδίνω", "παρέδωσε":"παραδίνω", "πάρε-δώσε":"πάρε-δώσε", "παρέες":"παρέα", "παρέζ":"παρέζ", "παρέθεσαν":"παραθέτω", "παρέθεσε":"παραθέτω", "παρέθεταν":"παραθέτω", "πάρει":"παίρνω", "πάρεις":"παίρνω", "παρείσακτος":"παρείσακτος", "παρεισέφρησε":"παρεισφρέω", "παρεΐστικη":"παρεΐστικος", "παρεισφρήσει":"παρεισφρέω", "παρεισφρήσουν":"παρεισφρέω", "παρείχαν":"παρέχω", "παρείχε":"παρέχω", "παρείχον":"παρείχον", "παρέκαμπτε":"παρακάμπτω", "παρέκαμψαν":"παρακάμπτω", "παρέκαμψε":"παρακάμπτω", "παρέκει":"παρακεί", "παρεκκλήσι":"παρεκκλήσι", "παρεκκλίνει":"παρεκκλίνω", "παρεκκλίσεις":"παρέκκλιση", "παρεκκλίσεων":"παρέκκλιση", "παρεκτός":"παρεκτός", "παρεκτραπέντα":"παρεκτραπέντα", "παρεκτράπηκε":"παρεκτρέπομαι", "παρεκτρεπόμενους":"παρεκτρεπόμενος", "παρεκτροπές":"παρεκτροπή", "παρεκτροπή":"παρεκτροπή", "παρεκτροπών":"παρεκτροπή", "παρέλαβαν":"παραλαβαίνω", "παρέλαβε":"παραλαβαίνω", "παρέλασαν":"παρελαύνω", "παρελάσει":"παρελαύνω", "παρελάσεις":"παρέλαση", "παρέλαση":"παρέλαση", "παρέλασης":"παρέλαση", "παρέλασις":"παρέλαση", "παρελάσουν":"παρελαύνω", "παρελαύνει":"παρελαύνω", "παρελαύνουν":"παρελαύνω", "παρέλειψαν":"παραλείπω", "παρέλειψε":"παραλείπω", "παρέλευση":"παρέλευση", "παρέλευσης":"παρέλευση", "παρελήφθη":"παραλαβαίνω", "παρελήφθησαν":"παραλαβαίνω", "παρέλθει":"παρέρχομαι", "παρελθον":"παρελθόν", "παρελθόν":"παρελθόν", "παρελθόντα":"παρελθών", "παρελθόντος":"παρελθόν", "παρελθόντων":"παρελθών", "παρελθούσες":"παρελθών", "παρέλκει":"παρέλκω", "παρελκόμενα":"παρελκόμενα", "παρελκυστική":"παρελκυστικός", "παρελκυστικό":"παρελκυστικός", "παρέλυσε":"παραλύω", "παρεμβαίνει":"παρεμβαίνω", "παρεμβαίνοντας":"παρεμβαίνω", "παρεμβαίνουμε":"παρεμβαίνω", "παρεμβαίνουν":"παρεμβαίνω", "παρεμβάλει":"παρεμβάλλω", "παρεμβάλλεται":"παρεμβάλλεται", "παρεμβάλλουν":"παρεμβάλλω", "παρεμβασεις":"παρέμβαση", "παρεμβάσεις":"παρέμβαση", "παρεμβάσεων":"παρέμβαση", "παρεμβάσεως":"παρέμβαση", "παρεμβαση":"παρέμβαση", "παρέμβαση":"παρέμβαση", "παρέμβασή":"παρέμβαση", "παρέμβασης":"παρέμβαση", "παρέμβασής":"παρέμβαση", "παρεμβατικές":"παρεμβατικός", "παρεμβατική":"παρεμβατικός", "παρεμβατικό":"παρεμβατικός", "παρεμβατικού":"παρεμβατικός", "παρεμβατικών":"παρεμβατικός", "παρεμβατισμό":"παρεμβατισμός", "παρεμβατισμός":"παρεμβατισμός", "παρεμβατισμού":"παρεμβατισμός", "παρέμβει":"παρεμβαίνω", "παρέμβετε":"παρεμβαίνω", "παρεμβληθεί":"παρεμβάλλω", "παρεμβλήθηκαν":"παρεμβάλλω", "παρεμβληθούν":"παρεμβάλλω", "παρεμβολές":"παρεμβολή", "παρεμβολή":"παρεμβολή", "παρεμβολών":"παρεμβολή", "παρέμβουμε":"παρεμβαίνω", "παρέμβουν":"παρεμβαίνω", "παρέμεινα":"παραμένω", "παρέμειναν":"παραμένω", "παρέμεινε":"παραμένω", "παρέμεναν":"παραμένω", "παρέμενε":"παραμένω", "παρεμπίπτοντα":"παρεμπίπτων", "παρεμπίπτοντος":"παρεμπίπτων", "παρεμπιπτόντως":"παρεμπιπτόντως", "παρεμποδίζει":"παρεμποδίζω", "παρεμποδίζεται":"παρεμποδίζω", "παρεμποδίζονται":"παρεμποδίζω", "παρεμποδίζουν":"παρεμποδίζω", "παρεμπόδισαν":"παρεμποδίζω", "παρεμποδίσει":"παρεμποδίζω", "παρεμπόδιση":"παρεμπόδιση", "παρεμπόδισης":"παρεμπόδιση", "παρεμπόδισής":"παρεμπόδιση", "παρεμποδίσουν":"παρεμποδίζω", "παρεμποδιστεί":"παρεμποδίζω", "παρεμποδίστηκε":"παρεμποδίζω", "παρεμφερείς":"παρεμφερής", "παρεμφερές":"παρεμφερής", "παρεμφερή":"παρεμφερής", "παρενέβαινε":"παρεμβαίνω", "παρενέβη":"παρεμβαίνω", "παρενέβησαν":"παρεμβαίνω", "παρενέργεια":"παρενέργεια", "παρενέργειες":"παρενέργεια", "παρενέργειές":"παρενέργεια", "παρενεργειών":"παρενέργεια", "παρένθεση":"παρένθεση", "παρενθετικά":"παρενθετικά", "παρενοχλεί":"παρενοχλώ", "παρενόχλησαν":"παρενοχλώ", "παρενοχλήσει":"παρενοχλώ", "παρενοχλήσεις":"παρενοχλώ", "παρενόχληση":"παρενόχληση", "παρενόχλησης":"παρενόχληση", "παρενοχλούν":"παρενοχλώ", "παρενοχλούνται":"παρενοχλώ", "παρέξενη":"παρέξενη", "παρεξηγείται":"παρεξηγώ", "παρεξηγηθεί":"παρεξηγώ", "παρεξηγηθείτε":"παρεξηγώ", "παρεξηγηθούμε":"παρεξηγώ", "παρεξηγηθώ":"παρεξηγώ", "παρεξηγημένη":"παρεξηγημένος", "παρεξηγημένο":"παρεξηγώ", "παρεξηγημένοι":"παρεξηγώ", "παρεξηγημένος":"παρεξηγώ", "παρεξήγησε":"παρεξηγώ", "παρεξηγήσεις":"παρεξήγηση", "παρεξηγήσεων":"παρεξήγηση", "παρεξήγηση":"παρεξήγηση", "παρεξήγησης":"παρεξήγηση", "παρεξηγήσιμη":"παρεξηγήσιμος", "παρεξηγήσιμο":"παρεξηγήσιμος", "παρεξηγήσουν":"παρεξηγώ", "παρεξηγούμε":"παρεξηγώ", "παρεούλα":"παρεούλα", "παρέπαιε":"παραπαίω", "παρέπεμπαν":"παραπέμπω", "παρέπεμπε":"παραπέμπω", "παρέπεμψαν":"παραπέμπω", "παρέπεμψε":"παραπέμπω", "παρεπόμενα":"παρεπόμενος", "παρεπόμενά":"παρεπόμενος", "παρεπόμενης":"παρεπόμενος", "παρερμηνεία":"παρερμηνεία", "παρερμηνείας":"παρερμηνεία", "παρερμηνείες":"παρερμηνεία", "παρερμηνειών":"παρερμηνεία", "παρερμηνεύθηκαν":"παρερμηνεύω", "παρερμηνεύονται":"παρερμηνεύω", "παρερμηνεύουν":"παρερμηνεύω", "παρερμηνεύτηκε":"παρερμηνεύω", "παρέρχονται":"παρέρχομαι", "παρέστη":"παρίσταμαι", "παρέστησαν":"παριστάω", "παρέστησε":"παρασταίνω", "παρέσυραν":"παρασύρω", "παρέσυρε":"παρασύρω", "παρέσχε":"παρέσχε", "παρέσχον":"παρέσχον", "παρέταξε":"παρατάσσω", "πάρετε":"παίρνω", "παρετέθη":"παραθέτω", "παρέτειναν":"παρατείνω", "παρέτεινε":"παρατείνω", "παρευξείνιων":"παρευξείνιος", "παρευρεθεί":"παρευρίσκομαι", "παρευρεθείτε":"παρευρίσκομαι", "παρευρέθη":"παρευρίσκομαι", "παρευρέθηκαν":"παρευρίσκομαι", "παρευρέθηκε":"παρευρίσκομαι", "παρευρέθησαν":"παρευρίσκομαι", "παρευρεθούμε":"παρευρίσκομαι", "παρευρεθούν":"παρευρίσκομαι", "παρευρίσκεται":"παρευρίσκομαι", "παρευρίσκετο":"παρευρίσκετο", "παρευρίσκομαι":"παρευρίσκομαι", "παρευρισκόμενοι":"παρευρισκόμενος", "παρευρισκομένους":"παρευρισκόμενος", "παρευρισκόμενους":"παρευρισκόμενος", "παρευρισκομένων":"παρευρισκόμενος", "παρευρισκόμενων":"παρευρισκόμενος", "παρευρίσκονται":"παρευρίσκομαι", "παρευρίσκονταν":"παρευρίσκομαι", "παρευρισκόταν":"παρευρίσκομαι", "παρέχει":"παρέχω", "παρέχεται":"παρέχω", "παρέχετε":"παρέχω", "παρεχόμενες":"παρεχόμενος", "παρεχόμενη":"παρεχόμενος", "παρεχόμενης":"παρεχόμενος", "παρεχόμενου":"παρεχόμενος", "παρεχομένων":"παρεχόμενος", "παρεχόμενων":"παρεχόμενος", "παρέχονται":"παρέχω", "παρέχοντας":"παρέχω", "παρέχουμε":"παρέχω", "παρέχουν":"παρέχω", "παρεχώρησε":"παραχωρώ", "πάρη":"πάρης", "πάρη-αλέξανδρου":"πάρη-αλέξανδρου", "παρήγαγαν":"παράγω", "παρήγαγε":"παράγω", "παρήγγειλε":"παραγγέλλω", "παρηγορεί":"παρηγορώ", "παρηγορήσει":"παρηγορώ", "παρηγορήσουν":"παρηγορώ", "παρηγορητική":"παρηγορητικός", "παρηγοριά":"παρηγοριά", "παρηγοριάς":"παρηγοριά", "παρήγορο":"παρήγορος", "παρηγορούσαν":"παρηγορώ", "παρήλασαν":"παρήλασαν", "παρήλασε":"παρήλασε", "παρήλθαν":"παρέρχομαι", "παρήλθε":"παρέρχομαι", "πάρης":"πάρης", "παρήχησης":"παρήχηση", "παρήχθη":"παράγω", "παρθεί":"παίρνω", "παρθένα":"παρθένα", "παρθενα":"παρθένος", "παρθεναγωγεία":"παρθεναγωγείο", "παρθεναγωγείο":"παρθεναγωγείο", "παρθένες":"παρθένα", "παρθενία":"παρθένιος", "παρθενική":"παρθενικός", "παρθενικο":"παρθενικός", "παρθενικό":"παρθενικός", "παρθενικός":"παρθενικός", "παρθένιο":"παρθένιο", "παρθένο":"παρθένος", "παρθένοι":"παρθένος", "παρθενόπουλος":"παρθενόπουλος", "παρθενος":"παρθένος", "παρθενός":"παρθενός", "παρθένος":"παρθένος", "παρθενών":"παρθενών", "παρθενώνα":"παρθενώνας", "παρθενώνας":"παρθενώνας", "παρθενώνες":"παρθενώνες", "πάρθηκαν":"παίρνω", "πάρθηκε":"παίρνω", "παρθούν":"παίρνω", "παρι":"παρι", "παρί":"παρί", "παρία":"παρίας", "παρίες":"παρίας", "παριζιάνες":"παριζιάνα", "παριζιάνικη":"παριζιάνικος", "παριζιέν":"παριζιέν", "παρικμασμένη":"παρηκμασμένος", "πάριος":"πάριος", "παρις":"παρις", "πάρις":"πάρις", "παρίση":"παραίσος", "παρίσης":"παραίσος", "παρισι":"παρίσι", "παρίσι":"παρίσι", "παρισινά":"παρισινός", "παρισινή":"παρισινός", "παρισινός":"παρισινός", "παρισιού":"παρίσι", "παρισίων":"παρίσι", "παρίσταμαι":"παρίσταμαι", "παριστάμεθα":"παρίσταμαι", "παριστάμενο":"παριστάμενος", "παριστάμενοι":"παριστάμενος", "παριστάμενος":"παριστάμενος", "παρισταμένους":"παριστάμενος", "παρισταμένων":"παριστάμενος", "παρίσταναν":"παριστάνω", "παρίστανε":"παριστάνω", "παριστάνει":"παριστάνω", "παριστάνεις":"παριστάνω", "παριστάνεται":"παριστάνω", "παριστάνοντας":"παριστάνω", "παριστάνουν":"παριστάνω", "παρίστανται":"παρίσταμαι", "παρίσταται":"παρίσταμαι", "παρίστατο":"παρίσταμαι", "παριών":"παρίας", "παρκ":"παρκ", "πάρκα":"πάρκο", "παρκάρει":"παρκάρω", "παρκάρετε":"παρκάρω", "παρκάρισμα":"παρκάρισμα", "παρκαρισμένα":"παρκάρω", "παρκαρισμένο":"παρκαρισμένος", "παρκαρισμένων":"παρκάρω", "παρκάρουμε":"παρκάρω", "παρκάρουν":"παρκάρω", "παρκάρω":"παρκάρω", "παρκέ":"παρκέ", "πάρκερ":"πάρκερ", "παρκερ-μποουλς":"παρκερ-μποουλς", "πάρκερ-μπόουλς":"πάρκερ-μπόουλς", "πάρκιγκ":"πάρκιγκ", "πάρκινγκ":"πάρκινγκ", "πάρκινσον":"πάρκινσον", "πάρκο":"πάρκο", "παρκόμετρων":"παρκόμετρο", "πάρκου":"πάρκο", "πάρκχεντ":"πάρκχεντ", "πάρκων":"πάρκο", "παρλάκογλου":"παρλάκογλου", "πάρμα":"πάρμα", "πάρμα-λάτσιο":"πάρμα-λάτσιο", "παρμαξιδης":"παρμαξιδης", "παρμαξίδης":"παρμαξίδης", "παρμεζάνα":"παρμεζάνα", "παρμεζάνας":"παρμεζάνα", "παρμένος":"παρμένος", "παρμπρίζ":"παρμπρίζ", "παρνασσος":"παρνασσός", "παρνασσός":"παρνασσός", "πάρνηθα":"πάρνηθα", "πάρνηθας":"πάρνηθα", "παροδικά":"παροδικά", "παροδικές":"παροδικός", "παροδική":"παροδικός", "πάροδο":"πάροδος", "πάροδος":"πάροδος", "παρόδω":"παρόδω", "παροικία":"παροικία", "παροικιακές":"παροικιακός", "παροικίας":"παροικία", "παροικίες":"παροικία", "παροικούντες":"παροικών", "παροιμία":"παροιμία", "παροιμίες":"παροιμία", "παροιμιώδεις":"παροιμιώδης", "παροιμιώδες":"παροιμιώδης", "παροιμιώδη":"παροιμιώδης", "παροιμιώδης":"παροιμιώδης", "παρόλα":"παρόλα", "παρόλη":"παρόλη", "παρολίγον":"παραλίγο", "παρόλο":"παρόλο", "παρόμοια":"παρόμοιος", "παρομοίαζε":"παρομοιάζω", "παρομοιάζει":"παρομοιάζω", "παρομοιάζοντας":"παρομοιάζω", "παρομοιάζουν":"παρομοιάζω", "παρόμοιας":"παρόμοιος", "παρομοίασαν":"παρομοιάζω", "παρομοίασε":"παρομοιάζω", "παρομοιασθεί":"παρομοιάζω", "παρόμοιες":"παρόμοιος", "παρόμοιο":"παρόμοιος", "παρόμοιου":"παρόμοιος", "παρόμοιους":"παρόμοιος", "παρομοίων":"παρόμοιος", "παρόμοιων":"παρόμοιος", "παρομοίως":"παρόμοια", "παρομοιώσεις":"παρομοιώνω", "παρομοίωση":"παρομοίωση", "παρον":"παρόν", "παρόν":"παρόν", "παρόν":"παρών", "παρονομαστή":"παρονομαστής", "παρονομαστής":"παρονομαστής", "παρόντα":"παρών", "παρόντες":"παρών", "παρόντος":"παρόν", "παρόντος":"παρών", "παροντων":"παρών", "παρόντων":"παρών", "παροξύνσεις":"παρόξυνση", "παροξυσμός":"παροξυσμός", "παροξυσμού":"παροξυσμός", "παροπλισμένο":"παροπλίζω", "παροπλισμένων":"παροπλισμένος", "παρορμήσεις":"παρόρμηση", "παρορμήσεων":"παρόρμηση", "παρόρμηση":"παρόρμηση", "παρορμητικά":"παρορμητικός", "παρορμητικό":"παρορμητικός", "παρορμητικοί":"παρορμητικός", "παρορμητικός":"παρορμητικός", "παρορμητικότητα":"παρορμητικότητα", "παρορμητικότητά":"παρορμητικότητα", "παρορμητικώς":"παρορμητικός", "παρορμητισμό":"παρορμητισμός", "πάρος":"πάρος", "πάροτ":"πάροτ", "παρότι":"παρότι", "παρότρυναν":"παροτρύνω", "παρότρυνε":"παροτρύνω", "παροτρύνει":"παροτρύνω", "παροτρύνονται":"παροτρύνω", "παροτρύνουν":"παροτρύνω", "παροτρύνσεις":"παρότρυνση", "παρότρυνση":"παρότρυνση", "παρότρυνσης":"παρότρυνση", "παρούλα":"παραούλο", "πάρουμε":"παίρνω", "πάρουν":"παίρνω", "πάρουνε":"παίρνω", "παρούσα":"παρών", "παρούσας":"παρών", "παρούσες":"παρών", "παρούση":"παρούση", "παρούσης":"παρών", "παρουσια":"παρουσία", "παρουσία":"παρουσία", "παρουσίαζαν":"παρουσιάζω", "παρουσίαζε":"παρουσιάζω", "παρουσιάζει":"παρουσιάζω", "παρουσιάζεις":"παρουσιάζω", "παρουσιάζεται":"παρουσιάζω", "παρουσιάζετε":"παρουσιάζω", "παρουσιάζοντα":"παρουσιάζων", "παρουσιάζονται":"παρουσιάζω", "παρουσιάζονταν":"παρουσιάζω", "παρουσιάζοντας":"παρουσιάζω", "παρουσιάζοντάς":"παρουσιάζω", "παρουσιαζόταν":"παρουσιάζω", "παρουσιάζουμε":"παρουσιάζω", "παρουσιάζουν":"παρουσιάζω", "παρουσιάζω":"παρουσιάζω", "παρουσίας":"παρουσία", "παρουσίασα":"παρουσιάζω", "παρουσιάσαμε":"παρουσιάζω", "παρουσίασαν":"παρουσιάζω", "παρουσιασε":"παρουσιάζω", "παρουσίασε":"παρουσιάζω", "παρουσιάσει":"παρουσιάζω", "παρουσιάσεις":"παρουσίαση", "παρουσιάσετε":"παρουσιάζω", "παρουσιάσεων":"παρουσίαση", "παρουσιαση":"παρουσίαση", "παρουσίαση":"παρουσίαση", "παρουσίασή":"παρουσίαση", "παρουσίασης":"παρουσίαση", "παρουσίασής":"παρουσίαση", "παρουσιασθεί":"παρουσιάζω", "παρουσιάσθηκαν":"παρουσιάζω", "παρουσιάσθηκε":"παρουσιάζω", "παρουσιασθούν":"παρουσιάζω", "παρουσιασμένοι":"παρουσιάζω", "παρουσιάσουμε":"παρουσιάζω", "παρουσιάσουν":"παρουσιάζω", "παρουσιαστεί":"παρουσιάζω", "παρουσιαστές":"παρουσιαστής", "παρουσιαστή":"παρουσιαστής", "παρουσιαστήκαμε":"παρουσιάζω", "παρουσιαστηκαν":"παρουσιάζω", "παρουσιάστηκαν":"παρουσιάζω", "παρουσιάστηκε":"παρουσιάζω", "παρουσιαστής":"παρουσιαστής", "παρουσιαστικό":"παρουσιαστικό", "παρουσιαστούμε":"παρουσιάζω", "παρουσιαστούν":"παρουσιάζω", "παρουσιάστρια":"παρουσιάστρια", "παρουσιάστριας":"παρουσιάστρια", "παρουσιάστριες":"παρουσιάστρια", "παρουσιαστών":"παρουσιαστής", "παρουσιάσω":"παρουσιάζω", "παρουσίες":"παρουσία", "παρουσιών":"παρουσία", "παρούτογλου":"παρούτογλου", "παροχέα":"παροχέας", "παροχέας":"παροχέας", "παροχείς":"παροχέας", "παροχές":"παροχή", "παροχετεύονται":"παροχετεύω", "παροχετεύουν":"παροχετεύω", "παροχέτευση":"παροχέτευση", "παροχετευτικότητα":"παροχετευτικότητα", "παροχή":"παροχή", "παροχής":"παροχή", "παρόχθιες":"παρόχθιος", "παρόχθιων":"παρόχθιος", "πάροχοι":"παροχή", "παροχολογίες":"παροχολογία", "πάροχος":"πάροχος", "παρόχου":"παρόχου", "παρόχους":"παρόχους", "παροχών":"παροχή", "παρόχων":"παροχή", "παρόχων":"παρόχων", "παρρησία":"παρρησία", "παρρησιάζονταν":"παρρησιάζονταν", "πάρτε":"παίρνω", "παρτενέρ":"παρτενέρ", "παρτέρια":"παρτέρι", "πάρτη":"πάρτη", "παρτι":"πάρτι", "πάρτι":"πάρτι", "παρτίδα":"παρτίδα", "παρτίδας":"παρτίδα", "παρτίδες":"παρτίδα", "παρτίδων":"παρτίδα", "παρτιζάν":"παρτιζάν", "παρτιζάν-σιρόκι":"παρτιζάν-σιρόκι", "πάρτικ":"πάρτικ", "παρτιτούρες":"παρτιτούρα", "πάρτυ":"πάρτυ", "παρυφές":"παρυφή", "πάρω":"παίρνω", "παρωδία":"παρωδία", "παρωδίας":"παρωδία", "παρων":"παρών", "παρών":"παρών", "παρωπίδες":"παρωπίδα", "παρωτίτιδας":"παρωτίτιδα", "παρωχημένα":"παρωχημένος", "παρωχημένες":"παρωχημένος", "παρωχημένη":"παρωχημένος", "παρωχημένο":"παρωχημένος", "παρωχημένος":"παρωχημένος", "παρωχημένων":"παρωχημένος", "πας":"πας", "πας":"πηγαίνω", "πάσα":"πας", "πασά":"πασάς", "πασαλάρης":"πασαλάρης", "πασάραμε":"πασάρω", "πάσαραν":"πασάρω", "πάσαρε":"πασάρω", "πασάρει":"πασάρω", "πασαρέλα":"πασαρέλα", "πασαρέλας":"πασαρέλα", "πασαρέλες":"πασαρέλα", "πασάρουν":"πασάρω", "πασάς":"πασάς", "πασατέμπο":"πασατέμπος", "πασε":"πασε", "πασέ":"πασέ", "πασεγες":"πασεγες", "πάσει":"πάσει", "πάσες":"πάσα", "πάση":"πας", "πάσης":"πας", "πασθιάδης":"πασθιάδης", "πάσι":"πας", "πασιαλή":"πασιαλή", "πασιαλής":"πασιαλής", "πασίγνωστα":"πασίγνωστος", "πασίγνωστες":"πασίγνωστος", "πασίγνωστη":"πασίγνωστος", "πασίγνωστο":"πασίγνωστος", "πασίγνωστος":"πασίγνωστος", "πασίγνωστους":"πασίγνωστος", "πασίδηλο":"πασίδηλος", "πάσιος":"πάσιος", "πασιφανές":"πασιφανής", "πασκ":"πασκ", "πασκάλιεβιτς":"πασκάλιεβιτς", "πάσο":"πάσο", "πασοκ":"πασοκ", "πασοκικός":"πασοκικός", "'πασοκοποίηση'":"'πασοκοποίηση'", "πασοκων":"πασοκων", "πάσος":"πάσος", "πασούτιν":"πασούτιν", "πασπαλά":"πασπαλά", "πάσπαλι":"πάσπαλι", "πασπαλίζοντας":"πασπαλίζω", "πασπαλίζουμε":"πασπαλίζω", "πασπαλισμένα":"πασπαλίζω", "πασπαλισμένη":"πασπαλίζω", "πασπαλίσουμε":"πασπαλίζω", "πασσαλή":"πασσαλή", "πασσαλίδη":"πασσαλίδη", "πάσσαλοι":"πάσσαλος", "πασσάς":"πασσάς", "πασσιά":"πασσιά", "πάστα":"πάστα", "παστά":"παστός", "παστάλιασμα":"παστάλιασμα", "παστέλ":"παστέλ", "παστέρ":"παστέρ", "παστεριωμένο":"παστεριώνω", "παστεριωμένου":"παστεριώνω", "παστερίωσης":"παστερίωση", "πάστερνακ":"πάστερνακ", "παστές":"παστός", "παστουρματζή":"παστουρματζή", "παστρα":"πάστρα", "πάστρα":"πάστρα", "παστωμένοι":"παστωμένος", "παστώνουν":"παστώνω", "πασυ":"πασυ", "πάσχα":"πάσχα", "πασχάκης":"πασχάκης", "πασχάλη":"πασχάλης", "πασχάλης":"πασχάλης", "πασχαλιά":"πασχαλιά", "πασχαλιάτικα":"πασχαλιάτικος", "πασχαλιδη":"πασχαλιδη", "πασχαλίδη":"πασχαλίδη", "πασχαλίδης":"πασχαλίδης", "πασχαλίδης-θανάσης":"πασχαλίδης-θανάσης", "πασχαλίδου":"πασχαλίδου", "πασχαλιές":"πασχαλιά", "πασχαλινή":"πασχαλινός", "πασχαλινών":"πασχαλινός", "πάσχει":"πάσχω", "πάσχιζαν":"πασχίζω", "πάσχιζε":"πασχίζω", "πασχίζει":"πασχίζω", "πασχίζουν":"πασχίζω", "πάσχον":"πάσχων", "πάσχοντα":"πάσχων", "πάσχοντες":"πάσχων", "πασχόντων":"πάσχων", "πάσχος":"πάσχος", "πάσχουμε":"πάσχω", "πάσχουν":"πάσχω", "πάσχω":"πάσχω", "πατ":"πατ", "πατά":"πατώ", "παταβούκας":"παταβούκας", "παταγή":"παταγή", "πάταγο":"πάταγος", "παταγώδη":"παταγώδης", "παταγωδώς":"παταγωδώς", "πατάει":"πατώ", "πατάκη":"πατάκης", "πατάκης":"πατάκης", "πατάκι":"πατάκι", "πατάμε":"πατώ", "πατάνε":"πατώ", "πατάξει":"πατάσσω", "πάταξη":"πάταξη", "πάταξης":"πάταξη", "πατάρι":"πατάρι", "πατάρια":"πατάρι", "πατάς":"πατώ", "πατάσσονται":"πατάσσω", "πατάτα":"πατάτα", "πατατάκια":"πατατάκια", "πατάτας":"πατάτα", "πατάτε":"πατώ", "πατάτες":"πατάτα", "παταχθεί":"πατάσσω", "παταχθούν":"πατάσσω", "πάτε":"πηγαίνω", "πάτελο":"πάτελο", "πάτελος":"πάτελος", "πατέντα":"πατέντα", "πατέντες":"πατέντα", "πάτερ":"πατέρας", "πατέρα":"πατέρας", "πατεράδες":"πατέρας", "πατεράδων":"πατέρας", "πατερας":"πατέρας", "πατέρας":"πατέρας", "πατέρας-μου":"πατέρας-μου", "πατέρες":"πατέρας", "πατερίτσες":"πατερίτσα", "πατερναλιστικές":"πατερναλιστικός", "πατερούλη":"πατερούλης", "πατερούλης":"πατερούλης", "πάτερσον":"πάτερσον", "πατέρων":"πατέρας", "πάτημα":"πάτημα", "πατημασιές":"πατημασιά", "πατημένες":"πατώ", "πατηνέας":"πατηνέας", "πατήρ":"πατέρας", "πάτης":"πάτης", "πάτησα":"πατάω", "πάτησαν":"πατάω", "πάτησε":"πατάω", "πατήσει":"πατάω", "πατήσετε":"πατάω", "πατήσια":"πατήσια", "πατήσουν":"πατάω", "πατήσω":"πατάω", "πατίδης":"πατίδης", "πατινάδα":"πατινάδα", "πατινάζ":"πατινάζ", "πατίνια":"πατίνι", "πατιρντί":"πατιρντί", "πάτκος":"πάτκος", "πάτμο":"πάτμος", "πάτο":"πάτος", "πατον":"πάτος", "πάτος":"πάτος", "πατουλίδου":"πατουλίδου", "πατούν":"πατάω", "πατούσα":"πατάω", "πατούσαν":"πατώ", "πατούσε":"πατάω", "πατούσες":"πατούσα", "πατρ":"πατρ", "πατρα":"πάτρα", "πάτρα":"πάτρα", "πάτρας":"πάτρα", "πατρέων":"πατρέων", "πατρί":"πατρί", "πάτρια":"πάτριος", "πατριαρχείο":"πατριαρχείο", "πατριαρχείου":"πατριαρχείο", "πατριάρχες":"πατριάρχης", "πατριάρχη":"πατριάρχης", "πατριάρχης":"πατριάρχης", "πατριαρχικές":"πατριαρχικός", "πατριαρχική":"πατριαρχικός", "πατριαρχικής":"πατριαρχικός", "πατριάρχου":"πατριάρχης", "πατρίδα":"πατρίδα", "πατρίδας":"πατρίδα", "πατρίδες":"πατρίδα", "πατριδογνωσίας":"πατριδογνωσία", "πατριδοκαπηλίας":"πατριδοκαπηλία", "πατριδολαγνείας":"πατριδολαγνείας", "πατρίδος":"πατρίδα", "πατρίκ":"πατρίκ", "πάτρικ":"πάτρικ", "πατρική":"πατρικός", "πατρικίες":"πατρικία", "πατρικίου":"πατρίκιος", "πατρικίων":"πατρίκιος", "πατρικό":"πατρικός", "πατρινός":"πατρινός", "πάτριο":"πάτριος", "πάτριοτ":"πάτριοτ", "πατρίς":"πατρίδα", "πατρίτσια":"πατρίτσια", "πατριώτες":"πατριώτης", "πατριώτη":"πατριώτης", "πατριώτης":"πατριώτης", "πατριωτικά":"πατριωτικός", "πατριωτικές":"πατριωτικός", "πατριωτική":"πατριωτικός", "πατριωτικής":"πατριωτικός", "πατριωτικό":"πατριωτικός", "πατριωτικούς":"πατριωτικός", "πατριωτισμό":"πατριωτισμός", "πατριωτισμός":"πατριωτισμός", "πατριωτισμού":"πατριωτισμός", "πατρογονικές":"πατρογονικός", "πατρογονική":"πατρογονικός", "πατροκτονίες":"πατροκτονία", "πατρονίας":"πατρωνία", "πατροπαράδοτα":"πατροπαράδοτος", "πατροπαράδοτες":"πατροπαράδοτος", "πατροπαράδοτη":"πατροπαράδοτος", "πατροπαράδοτους":"πατροπαράδοτος", "πατροπαράδοτων":"πατροπαράδοτος", "πατρός":"πατέρας", "πατρότητα":"πατρότητα", "πατρων":"πάτρα", "πατρών":"πάτρα", "πατρών-δούκας":"πατρών-δούκας", "πατρών-πύργου":"πατρών-πύργου", "πατρών-τριπόλεως":"πατρών-τριπόλεως", "πατσατζόγλου":"πατσατζόγλου", "πατσές":"πατσές", "πάτσι":"πάτσι", "πατσιαβούρας":"πατσιαβούρας", "πατσίνο":"πατσίνο", "πατσούρη":"πατσούρη", "πατώ":"πατάω", "πάτωμα":"πάτωμα", "πατώματα":"πάτωμα", "πατώματος":"πάτωμα", "πατώντας":"πατώ", "πάτωσε":"πατώνω", "παύει":"παύω", "παύεται":"παύω", "παύλα":"παύλα", "παυλακάκη":"παυλακάκη", "παυλίδη":"παυλίδης", "παυλιδης":"παυλίδης", "παυλίδης":"παυλίδης", "παυλίδου":"παυλίδου", "παυλιώτη":"παυλιώτη", "παυλιώτης":"παυλιώτης", "παύλο":"παύλος", "παυλόπουλο":"παυλόπουλος", "παυλοπουλος":"παυλόπουλος", "παυλόπουλος":"παυλόπουλος", "παυλόπουλου":"παυλόπουλος", "παυλος":"παύλος", "παύλος":"παύλος", "παυλου":"παύλος", "παύλου":"παύλος", "παύονται":"παύω", "παύουν":"παύω", "παύσει":"παύω", "παύσεις":"παύση", "παύσεων":"παύση", "παύση":"παύση", "παύσης":"παύση", "παυσίπονες":"παυσίπονος", "παυσίπονο":"παυσίπονος", "παύσουν":"παύω", "παύω":"παύω", "παφίτου":"παφίτου", "παχαίνει":"παχαίνω", "παχατουρίδη":"παχατουρίδη", "παχατουρίδης":"παχατουρίδης", "παχέος":"παχύς", "πάχη":"πάχος", "παχιά":"παχύς", "παχίδης":"παχίδης", "παχιος":"παχιος", "πάχνη":"πάχνη", "παχνιστή":"παχνιστή", "πάχος":"πάχος", "παχουλά":"παχουλός", "παχουλή":"παχουλός", "παχούμας":"παχούμας", "πάχους":"πάχος", "πάχτα":"πάχτα", "πάχτας":"πάχτας", "παχύ":"παχύς", "παχυδερμία":"παχυδερμία", "παχυλά":"παχυλός", "παχυλών":"παχυλός", "παχύνει":"παχαίνω", "παχύρρευστη":"παχύρρευστος", "παχύρρευστο":"παχύρρευστος", "παχύρρευστους":"παχύρρευστος", "παχύς":"παχύς", "παχυσαρκία":"παχυσαρκία", "παχυσαρκίας":"παχυσαρκία", "παχύσαρκοι":"παχύσαρκος", "παχύσαρκος":"παχύσαρκος", "παχύσαρκους":"παχύσαρκος", "παχύσαρκων":"παχύσαρκος", "παχύτερο":"παχύς", "πάψαμε":"παύω", "πάψει":"παύω", "πάψουμε":"παύω", "πάψουν":"παύω", "πάψτε":"παύω", "πάω":"πηγαίνω", "πγδμ":"πγδμ", "πε":"πε", "πεγεαλ":"πεγεαλ", "πέγκι":"πέγκι", "πεγκλή":"πεγκλή", "πέδησης":"πέδηση", "πεδία":"πεδίο", "πεδιάδα":"πεδιάδα", "πεδιάδες":"πεδιάδα", "πέδιλα":"πέδιλο", "πεδινά":"πεδινός", "πεδινές":"πεδινός", "πεδινών":"πεδινός", "πεδίο":"πεδίο", "πεδίον":"πεδίο", "πεδίου":"πεδίο", "πεδουλάκη":"πεδουλάκη", "πεδουλακης":"πεδουλακης", "πεδουλάκης":"πεδουλάκης", "πέδρο":"πέδρο", "πέερ":"πέερ", "'πέερ":"'πέερ", "πεζά":"πεζός", "πεζές":"πεζός", "πεζή":"πεζός", "πεζής":"πεζός", "πεζικού":"πεζικός", "πεζό":"πεζός", "πεζόβλο":"πεζόβλο", "πεζογέφυρα":"πεζογέφυρα", "πεζογέφυρας":"πεζογέφυρα", "πεζογράφημα":"πεζογράφημα", "πεζογραφήματος":"πεζογράφημα", "πεζογραφία":"πεζογραφία", "πεζογραφίας":"πεζογραφία", "πεζογράφο":"πεζογράφος", "πεζογράφος":"πεζογράφος", "πεζογράφου":"πεζογράφος", "πεζογράφους":"πεζογράφος", "πεζοδρομημένη":"πεζοδρομώ", "πεζοδρομημένης":"πεζοδρομημένος", "πεζοδρόμηση":"πεζοδρόμηση", "πεζοδρόμια":"πεζοδρόμιο", "πεζοδρόμιο":"πεζοδρόμιο", "πεζοδρομίου":"πεζοδρόμιο", "πεζοδρομίων":"πεζοδρόμιο", "πεζόδρομο":"πεζόδρομος", "πεζόδρομος":"πεζόδρομος", "πεζόδρομου":"πεζόδρομος", "πεζοί":"πεζός", "πεζοναύτες":"πεζοναύτης", "πεζοναυτών":"πεζοναύτης", "πεζοπόρα":"πεζοπόρα", "πεζοπορία":"πεζοπορία", "πεζοπορίας":"πεζοπορία", "πεζοπορικές":"πεζοπορικός", "πεζοπορούσαν":"πεζοπορώ", "πεζός":"πεζός", "πεζοτήτων":"πεζότητα", "πεζού":"πεζός", "πεζούλες":"πεζούλα", "πεζούλι":"πεζούλι", "πεζούλια":"πεζούλι", "πεζούς":"πεζός", "πεζών":"πεζός", "πέθαινα":"πεθαίνω", "πέθαιναν":"πεθαίνω", "πέθαινε":"πεθαίνω", "πεθαίνει":"πεθαίνω", "πεθαίνεις":"πεθαίνω", "πεθαίνοντας":"πεθαίνω", "πεθαίνουμε":"πεθαίνω", "πεθαινουν":"πεθαίνω", "πεθαίνουν":"πεθαίνω", "πεθαίνούν":"πεθαίνω", "πεθαίνω":"πεθαίνω", "πεθαμένο":"πεθαίνω", "πεθαμένοι":"πεθαίνω", "πεθαμένους":"πεθαίνω", "πεθαμένων":"πεθαμένος", "πέθαναν":"πεθαίνω", "πεθάνανε":"πεθαίνω", "πέθανε":"πεθαίνω", "πεθάνει":"πεθαίνω", "πεθάνεις":"πεθαίνω", "πέθανες":"πεθαίνω", "πεθάνουμε":"πεθαίνω", "πεθάνουν":"πεθαίνω", "πεθάνω":"πεθαίνω", "πεθερά":"πεθερά", "πεθεράς":"πεθερά", "πεθερός":"πεθερός", "πεθερού":"πεθερός", "πει":"λέγω", "πεί":"πεί", "πειθαναγκάζουν":"πειθαναγκάζω", "πειθαρχημένη":"πειθαρχώ", "πειθαρχημένο":"πειθαρχημένος", "πειθαρχημένοι":"πειθαρχώ", "πειθαρχημένους":"πειθαρχώ", "πειθάρχησαν":"πειθαρχώ", "πειθαρχήσει":"πειθαρχώ", "πειθαρχήσουν":"πειθαρχώ", "πειθαρχία":"πειθαρχία", "πειθαρχίαν":"πειθαρχία", "πειθαρχίας":"πειθαρχία", "πειθαρχικά":"πειθαρχικός", "πειθαρχικές":"πειθαρχικός", "πειθαρχική":"πειθαρχικός", "πειθαρχικής":"πειθαρχικός", "πειθαρχικό":"πειθαρχικός", "πειθαρχικού":"πειθαρχικός", "πειθαρχικών":"πειθαρχικός", "πειθαρχούν":"πειθαρχώ", "πείθατε":"πείθω", "πείθει":"πείθω", "πείθεις":"πείθω", "πείθεται":"πείθω", "πειθήνια":"πειθήνιος", "πειθήνιο":"πειθήνιος", "πείθομαι":"πείθω", "πείθονται":"πείθω", "πείθοντας":"πείθω", "πείθουν":"πείθω", "πειθούς":"πειθώ", "πειθώ":"πειθώ", "πέιν":"πέιν", "πείνα":"πείνα", "πεινάει":"πεινώ", "πεινάμε":"πεινώ", "πεινάνε":"πεινώ", "πείνας":"πείνα", "πείνασαν":"πεινώ", "πεινάσει":"πεινώ", "πεινασμένα":"πεινασμένος", "πεινασμένες":"πεινασμένος", "πεινασμένη":"πεινασμένος", "πεινασμένο":"πεινασμένος", "πεινασμένοι":"πεινασμένος", "πεινασμένος":"πεινασμένος", "πεινασμένου":"πεινασμένος", "πεινασμένους":"πεινασμένος", "πεινασμένων":"πεινασμένος", "πεινάσουν":"πεινώ", "πεινούν":"πεινώ", "πεινούσαμε":"πεινώ", "πεινούσε":"πεινώ", "πεινω":"πεινώ", "πεινώ":"πεινώ", "πεινώντα":"πεινώντα", "πείρα":"πείρα", "πειράγματα":"πείραγμα", "πειραγμένα":"πειράζω", "πειραγμένες":"πειράζω", "πειραγμένη":"πειράζω", "πείραζε":"πειράζω", "πειράζει":"πειράζω", "πειράζουμε":"πειράζω", "πειραιά":"πειραιάς", "πειραιάς":"πειραιάς", "πειραϊκή":"πειραϊκός", "πειραϊκός":"πειραϊκός", "πειραιως":"πειραιάς", "πειραιώς":"πειραιάς", "πειραιώτες":"πειραιώτης", "πειραιώτικης":"πειραιώτικος", "πείραμα":"πείραμα", "πείραμά":"πείραμα", "πειράματα":"πείραμα", "πειράματά":"πείραμα", "πειραματίζεστε":"πειραματίζομαι", "πειραματίζεται":"πειραματίζομαι", "πειραματικά":"πειραματικός", "πειραματικές":"πειραματικός", "πειραματική":"πειραματικός", "πειραματικής":"πειραματικός", "πειραματικό":"πειραματικός", "πειραματικού":"πειραματικός", "πειραματικών":"πειραματικός", "πειραματισθεί":"πειραματίζομαι", "πειραματισμό":"πειραματισμός", "πειραματισμοί":"πειραματισμός", "πειραματισμός":"πειραματισμός", "πειραματισμού":"πειραματισμός", "πειραματισμούς":"πειραματισμός", "πειραματισμών":"πειραματισμός", "πειραματιστεί":"πειραματίζομαι", "πειραματιστούμε":"πειραματίζομαι", "πειραματόζωα":"πειραματόζωο", "πειραματόζωων":"πειραματόζωο", "πειράματος":"πείραμα", "πειραμάτων":"πείραμα", "πείραξαν":"πειράζω", "πείραξε":"πειράζω", "πειράξει":"πειράζω", "πειράξεις":"πειράζω", "πειράξουν":"πειράζω", "πείρας":"πείρα", "πειρασμό":"πειρασμός", "πειρασμοί":"πειρασμός", "πειρασμός":"πειρασμός", "πειρασμού":"πειρασμός", "πειρασμούς":"πειρασμός", "πειρατεία":"πειρατεία", "πειρατείας":"πειρατεία", "πειρατές":"πειρατής", "πειρατή":"πειρατής", "πειρατής":"πειρατής", "πειρατικά":"πειρατικός", "πειρατική":"πειρατικός", "πειρατικό":"πειρατικός", "πειραχθεί":"πειράζω", "πειραωτών":"πειραωτών", "πεις":"λέγω", "πείς":"πείς", "πείσει":"πείθω", "πείσεις":"πείθω", "πέισερς":"πέισερς", "πείσετε":"πείθω", "πεισθεί":"πείθω", "πείσθηκαν":"πείθω", "πεισθούν":"πείθω", "πέισλι":"πέισλι", "πείσμα":"πείσμα", "πεισματάρηδες":"πεισματάρης", "πεισματάρης":"πεισματάρης", "πεισματάρικα":"πεισματάρης", "πεισματικά":"πεισματικά", "πεισματώδη":"πεισματώδης", "πεισμένοι":"πεισμένος", "πείσμονες":"πείσμων", "πεισμώνετε":"πεισμώνω", "πείσμωσε":"πεισμώνω", "πείσουμε":"πείθω", "πείσουν":"πείθω", "πειστεί":"πείθω", "πείστηκα":"πείθω", "πείστηκαν":"πείθω", "πείστηκε":"πείθω", "πειστήρια":"πειστήριος", "πειστήριο":"πειστήριος", "πειστηρίου":"πειστήριος", "πειστηρίων":"πειστήριος", "πειστικά":"πειστικός", "πειστικές":"πειστικός", "πειστική":"πειστικός", "πειστικής":"πειστικός", "πειστικό":"πειστικός", "πειστικός":"πειστικός", "πειστικότερα":"πειστικά", "πειστικότερος":"πειστικός", "πειστικότητα":"πειστικότητα", "πειστούμε":"πείθω", "πειστούν":"πείθω", "πείσω":"πείθω", "πείτε":"λέγω", "πέιτερ":"πέιτερ", "πέιτζ":"πέιτζ", "πέιτον":"πέιτον", "πεΐτσης":"πεΐτσης", "πειτσίδης":"πειτσίδης", "πεϊτσίδης":"πεϊτσίδης", "πεκ":"πεκ", "πεκίνο":"πεκίνο", "πεκίνου":"πεκίνο", "πεκίνου-λονδίνου":"πεκίνου-λονδίνου", "πέκινπα":"πέκινπα", "πεκλάρης":"πεκλάρης", "πεκορέλι":"πεκορέλι", "πεκρίδης":"πεκρίδης", "πελ":"πελ", "πέλαγα":"πέλαγο", "πελάγη":"πέλαγος", "πελαγοδρομούμε":"πελαγοδρομώ", "πέλαγος":"πέλαγος", "πελάγους":"πέλαγος", "πελαργό":"πελαργός", "πελαργοί":"πελαργός", "πελαργός":"πελαργός", "πελαργού":"πελαργός", "πελαργών":"πελαργός", "πελασγό":"πελασγός", "πελατεία":"πελατεία", "πελατειακές":"πελατειακός", "πελατειακής":"πελατειακός", "πελατειακό":"πελατειακός", "πελατειακού":"πελατειακός", "πελατείας":"πελατεία", "πελάτες":"πελάτης", "πελάτη":"πελάτης", "πελάτη-καταναλωτή":"πελάτη-καταναλωτή", "πελάτης":"πελάτης", "πελάτης-ζωγράφος":"πελάτης-ζωγράφος", "πελάτισσά":"πελάτισσα", "πελατολογίου":"πελατολόγιο", "πελατών":"πελάτης", "πελε":"πελε", "πελέ":"πελέ", "πελεγκρίνι":"πελεγκρίνι", "πελεγκρίνο":"πελεγκρίνο", "πελεκανίδη":"πελεκανίδη", "πελεκάνος":"πελεκάνος", "πελέκης":"πελέκης", "πέλεκυ":"πέλεκυς", "πέλεκυς":"πέλεκυς", "πελιδνότητα":"πελιδνότητα", "πελισιέρ":"πελισιέρ", "πελλα":"πέλλα", "πέλλα":"πέλλα", "πελλαίας":"πελλαίας", "πελλας":"πέλλα", "πέλλας":"πέλλα", "πέλλας-γιαννιτσών":"πέλλας-γιαννιτσών", "πέλμα":"πέλμα", "πέλματα":"πέλμα", "πέλματος":"πέλμα", "πελοποννήσιους":"πελοποννήσιος", "πελοπόννησο":"πελοπόννησος", "πελοπόννησος":"πελοπόννησος", "πελοποννήσου":"πελοπόννησος", "πελτέ":"πελτές", "πελτέκη":"πελτέκη", "πελώρια":"πελώριος", "πελώριες":"πελώριος", "πελώριο":"πελώριος", "πέμπτα":"πέμπτος", "πέμπτες":"πέμπτος", "πέμπτη":"πέμπτη", "πεμπτη":"πεμπτός", "πέμπτη":"πέμπτος", "πέμπτης":"πέμπτη", "πέμπτης":"πέμπτος", "πέμπτο":"πέμπτος", "πέμπτον":"πέμπτος", "πέμπτος":"πέμπτος", "πέμπτου":"πέμπτος", "πεμπτουσία":"πεμπτουσία", "πεμπτουσίας":"πεμπτουσία", "πέμυ":"πέμυ", "πεν":"πεν", "πέν":"πέν", "πένα":"πένα", "πενάκι":"πενάκι", "πέναλτι":"πέναλτι", "πέναλτυ":"πέναλτυ", "πέναντ":"πέναντ", "πένας":"πένα", "πεναφιέλ":"πεναφιέλ", "πενέλης":"πενέλης", "πένες":"πένα", "πενήντα":"πενήντα", "πενηντάρα":"πενηντάρα", "πενηντάρηδες":"πενηντάρης", "πενηντάρης":"πενηντάρης", "πενηνταριά":"πενηνταριά", "πένητες":"πένης", "πενθεί":"πενθώ", "πενθη":"πένθος", "πενθήμερη":"πενθήμερος", "πενθήμερης":"πενθήμερος", "πενθήμερο":"πενθήμερος", "πενθημέρου":"πενθήμερος", "πενθήσει":"πενθώ", "πένθιμα":"πένθιμα", "πένθιμη":"πένθιμος", "πένθιμο":"πένθιμος", "πενθος":"πένθος", "πένθος":"πένθος", "πενθους":"πένθος", "πένθους":"πένθος", "πένι":"πένι", "πενιά":"πενιά", "πένια":"πένια", "πενίας":"πενία", "πενικιλίνης":"πενικιλίνη", "πενιχρά":"πενιχρά", "πενιχρά":"πενιχρός", "πενιχρές":"πενιχρός", "πενιχρό":"πενιχρός", "πενιχρούς":"πενιχρός", "πενσιλβάνια":"πενσιλβάνια", "πεντάβρυσος":"πεντάβρυσος", "πεντάγνωμος":"πεντάγνωμος", "πεντάγραμμο":"πεντάγραμμο", "πεντάγωνο":"πεντάγωνος", "πενταγώνου":"πεντάγωνος", "πεντάδα":"πεντάδα", "πενταεθνές":"πενταεθνής", "πενταετείς":"πενταετής", "πενταετές":"πενταετής", "πενταετή":"πενταετής", "πενταετία":"πενταετία", "πενταετίας":"πενταετία", "πενταετούς":"πενταετής", "πενταήμερη":"πενταήμερη", "πεντακάθαρα":"πεντακάθαρος", "πεντακάθαρος":"πεντακάθαρος", "πεντακοσάρικο":"πεντακοσάρικο", "πεντακόσια":"πεντακόσιοι", "πεντακόσιες":"πεντακόσιοι", "πεντακόσιους":"πεντακόσιοι", "πεντακοσίων":"πεντακόσιοι", "πεντάλεπτη":"πεντάλεπτος", "πεντάλεπτο":"πεντάλεπτος", "πεντάλοφο":"πεντάλοφο", "πεντάλοφος":"πεντάλοφος", "πεντάλοφος-ελλήσποντος":"πεντάλοφος-ελλήσποντος", "πενταλόφου":"πενταλόφος", "πενταμελές":"πενταμελής", "πενταμελή":"πενταμελής", "πενταμελής":"πενταμελής", "πενταμελούς":"πενταμελής", "πεντάμηνη":"πεντάμηνος", "πεντάμηνο":"πεντάμηνος", "πενταπλασιαστεί":"πενταπλασιάζω", "πενταπλάσιο":"πενταπλάσιος", "πενταπλό":"πενταπλός", "πενταπόλεως":"πενταπόλη", "πενταρας":"πεντάρα", "πεντάστερο":"πεντάστερο", "πεντάχρονο":"πεντάχρονος", "πενταψήφιο":"πενταψήφιος", "πεντάωρη":"πεντάωρος", "πεντάωρης":"πεντάωρος", "πεντάωρου":"πεντάωρος", "πεντε":"πέντε", "πέντε":"πέντε", "πέντε-έξι":"πέντε-έξι", "πεντέλη":"πεντέλη", "πεντέμισι":"πεντέμισι", "πεντέξι":"πεντέξι", "πέντερσεν":"πέντερσεν", "πεντζίκη":"πεντζίκη", "πεντζίκης":"πεντζίκης", "πεντηκοστή":"πεντηκοστός", "πεντηκοστό":"πεντηκοστός", "πεντοχίλιαρα":"πεντοχίλιαρο", "πέντρο":"πέντρο", "πεντρόζο":"πεντρόζο", "πένυ":"πένυ", "πεό":"πεό", "πέους":"πέος", "πεπ":"πεπ", "πεπαλαιωμένα":"πεπαλαιωμένος", "πεπαλαιωμένο":"πεπαλαιωμένος", "πεπατημένη":"πεπατημένη", "πέπε":"πέπε", "πεπεισμένες":"πεπεισμένος", "πεπεισμένη":"πεπεισμένος", "πεπεισμένο":"πεπεισμένος", "πεπεισμένοι":"πεπεισμένος", "πεπεισμένος":"πεπεισμένος", "πεπερασμένος":"περαίνω", "πεπερασμένου":"περαίνω", "πέπη":"πέπη", "πεπης":"πεπης", "πέπης":"πέπης", "πέπλο":"πέπλος", "πέπλος":"πέπλος", "πέπλου":"πέπλος", "πεποιημένη":"πεποιημένη", "πεποιθήσεις":"πεποίθηση", "πεποιθήσεων":"πεποίθηση", "πεποιθήσεών":"πεποίθηση", "πεποιθήσεως":"πεποίθηση", "πεποίθηση":"πεποίθηση", "πεποίθησή":"πεποίθηση", "πεπονή":"πεπονή", "πεπονής":"πεπονής", "πεπόνι":"πεπόνι", "πεπόνι'":"πεπόνι'", "πεπραγμένα":"πράττω", "πεπραγμένων":"πεπραγμένος", "πεπρωμένο":"πεπρωμένο", "πεπρωμένου":"πεπρωμένο", "πεπτική":"πεπτικός", "πεπτικό":"πεπτικός", "περ":"περ", "πέρα":"πέρα", "πέρα-δώθε":"πέρα-δώθε", "περαία":"περαίας", "περαίας":"περαίας", "περαιτέρω":"περαιτέρω", "περαίωση":"περαίωση", "περαίωσης":"περαίωση", "περάκης":"περάκης", "πέραμο":"πέραμος", "περάμου":"πέραμος", "περαν":"πέραν", "πέραν":"πέραν", "πέρας":"πέρας", "πέρασα":"περνώ", "περάσαμε":"περνώ", "πέρασαν":"περνώ", "περάσανε":"περνώ", "περάσατε":"περνώ", "περασε":"περνώ", "πέρασε":"περνώ", "περάσει":"περνώ", "περάσεις":"περνώ", "πέρασεν":"πέρασεν", "πέρασες":"περνώ", "περάσετε":"περνώ", "πέραση":"πέραση", "πέρασμα":"πέρασμα", "πέρασμά":"πέρασμα", "περάσματα":"πέρασμα", "περάσματος":"πέρασμα", "περασμάτων":"πέρασμα", "περασμένα":"περασμένος", "περασμένες":"περασμένος", "περασμένη":"περασμένος", "περασμένης":"περασμένος", "περασμένο":"περασμένος", "περασμένος":"περασμένος", "περασμένου":"περασμένος", "περασμένους":"περασμένος", "περασμένων":"περασμένος", "περάσουμε":"περνώ", "περάσουν":"περνώ", "περάστε":"περνώ", "περαστικά":"περαστικός", "περαστική":"περαστικός", "περαστικό":"περαστικός", "περαστικοί":"περαστικός", "περαστικός":"περαστικός", "περαστικού":"περαστικός", "περαστικούς":"περαστικός", "περαστικών":"περαστικός", "περάσω":"περνώ", "πέρατα":"πέρας", "περατζάδα":"περατζάδα", "περατωθεί":"περατώνω", "περατωθούν":"περατώνω", "περάτωση":"περάτωση", "περάτωσης":"περάτωση", "περγαμηνές":"περγαμηνή", "πέργκολα":"πέργκολα", "περδόμενους":"περδόμενους", "περέ":"περέ", "πέρεα":"πέρεα", "περεθ":"περεθ", "πέρεθ":"πέρεθ", "περέιρα":"περέιρα", "πέρες":"πέρες", "περεστρόικα":"περεστρόικα", "περευρισκόμενων":"περευρισκόμενων", "περήφανα":"περήφανα", "περηφανεύεται":"περηφανεύομαι", "περηφανεύονται":"περηφανεύομαι", "περηφανευόταν":"περηφανεύομαι", "περηφανευτούμε":"περηφανεύομαι", "περήφανη":"περήφανος", "περηφάνια":"περηφάνια", "περηφάνιας":"περηφάνια", "περήφανο":"περήφανος", "περήφανοι":"περήφανος", "περήφανος":"περήφανος", "περήφανου":"περήφανος", "περήφανους":"περήφανος", "πέρθη":"πέρθη", "περι":"περί", "περί":"περί", "περιαστική":"περιαστικός", "περιαστικό":"περιαστικός", "περιαστικών":"περιαστικός", "περιβάλει":"περιβάλλω", "περιβάλεται":"περιβάλλω", "περιβάλλει":"περιβάλλω", "περιβάλλεται":"περιβάλλω", "περιβάλλον":"περιβάλλον", "περιβάλλον-αντιπλημμυρικά":"περιβάλλον-αντιπλημμυρικά", "περιβάλλοντα":"περιβάλλον", "περιβάλλοντά":"περιβάλλον", "περιβάλλονται":"περιβάλλω", "περιβάλλοντας":"περιβάλλω", "περιβαλλοντικά":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικές":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντική":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικής":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικό":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικοί":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικού":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικούς":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντικών":"περιβαλλοντικός", "περιβαλλοντολόγοι":"περιβαλλοντολόγος", "περιβαλλοντολόγους":"περιβαλλοντολόγος", "περιβάλλοντος":"περιβάλλον", "περιβάλλοντός":"περιβάλλον", "περιβαλλόταν":"περιβάλλω", "περιβάλλουν":"περιβάλλω", "περιβάλλουσα":"περιβάλλων", "περιβάλλων":"περιβάλλων", "περιβληθεί":"περιβάλλω", "περιβλήθηκε":"περιβάλλω", "περίβλημα":"περίβλημα", "περιβλήματα":"περίβλημα", "περιβλήματος":"περίβλημα", "περιβόητα":"περιβόητος", "περιβόητες":"περιβόητος", "περιβόητη":"περιβόητος", "περιβόητης":"περιβόητος", "περιβόητο":"περιβόητος", "περιβόητου":"περιβόητος", "περιβόητων":"περιβόητος", "περιβολή":"περιβολή", "περιβολής":"περιβολή", "περιβόλι":"περιβόλι", "περιβόλια":"περιβόλι", "περιβολιού":"περιβόλι", "περιβολιώτης":"περιβολιώτης", "περίβολο":"περίβολος", "περίβολοι":"περίβολος", "περίβολος":"περίβολος", "περιβόλων":"περίβολος", "περιγιάλι":"περιγιάλι", "περιγουρντίν":"περιγουρντίν", "περίγραμμα":"περίγραμμα", "περιγράμματα":"περίγραμμα", "περιγραμμένου":"περιγραμμένος", "περιγράφατε":"περιγράφω", "περιγραφεί":"περιγράφω", "περιγράφει":"περιγράφω", "περιγραφείσης":"περιγραφείς", "περιγραφές":"περιγραφή", "περιγράφεται":"περιγράφω", "περιγράφετε":"περιγράφω", "περιγραφή":"περιγραφή", "περιγράφηκε":"περιγράφω", "περιγραφής":"περιγραφή", "περιγραφικά":"περιγραφικά", "περιγραφικό":"περιγραφικός", "περιγραφικοί":"περιγραφικός", "περιγραφικός":"περιγραφικός", "περιγράφονται":"περιγράφω", "περιγράφονταν":"περιγράφω", "περιγράφοντας":"περιγράφω", "περιγράφουμε":"περιγράφω", "περιγραφούν":"περιγράφω", "περιγράφουν":"περιγράφω", "περιγράφω":"περιγράφω", "περιγραφών":"περιγραφή", "περιγράψαμε":"περιγράφω", "περιγράψει":"περιγράφω", "περιγράψετε":"περιγράφω", "περιγράψουμε":"περιγράφω", "περιγράψουν":"περιγράφω", "περιγράψω":"περιγράφω", "περίγυρο":"περίγυρος", "περίγυρό":"περίγυρος", "περίγυρος":"περίγυρος", "περίγυρου":"περίγυρος", "περίγυρού":"περίγυρος", "περιδέραιο":"περιδέραιο", "περίδη":"περίδη", "περιδιαβαίνει":"περιδιαβαίνω", "περιδιάβαση":"περιδιάβαση", "περιδιαβεί":"περιδιαβαίνω", "περιδιαβούμε":"περιδιαβαίνω", "περιδίνηση":"περιδίνηση", "περιδίνησης":"περιδίνηση", "περιδινούμενοι":"περιδινούμενοι", "περιέβαλαν":"περιβάλλω", "περιέβαλε":"περιβάλλω", "περιέβαλλαν":"περιβάλλω", "περιέβαλλε":"περιβάλλω", "περιέγραφα":"περιγράφω", "περιέγραφαν":"περιγράφω", "περιέγραφε":"περιγράφω", "περιέγραψα":"περιγράφω", "περιέγραψαν":"περιγράφω", "περιέγραψε":"περιγράφω", "περιέθαλψε":"περιθάλπω", "περιείχαν":"περιέχω", "περιείχε":"περιέχω", "περιέκλειαν":"περικλείω", "περιεκτική":"περιεκτικός", "περιεκτικό":"περιεκτικός", "περιεκτικός":"περιεκτικός", "περιεκτικότατης":"περιεκτικός", "περιεκτικότητα":"περιεκτικότητα", "περιεκτικότητας":"περιεκτικότητα", "περιεκτικών":"περιεκτικός", "περιέλαβαν":"περιλαμβάνω", "περιέλαβε":"περιλαμβάνω", "περιελάμβαναν":"περιλαμβάνω", "περιελάμβανε":"περιλαμβάνω", "περιέλθει":"περιέρχομαι", "περιέλθουν":"περιέρχομαι", "περιέλουσαν":"περιλούζω", "περιεμφραγματικής":"περιεμφραγματικής", "περιέπεσαν":"περιπίπτω", "περιέπεσε":"περιπίπτω", "περιέπλεξε":"περιπλέκω", "περιεργα":"περίεργα", "περίεργα":"περίεργα", "περίεργα":"περίεργος", "περιεργαζόμαστε":"περιεργάζομαι", "περιεργάστηκαν":"περιεργάζομαι", "περιέργεια":"περιέργεια", "περιέργειά":"περιέργεια", "περιέργειας":"περιέργεια", "περίεργες":"περίεργος", "περίεργη":"περίεργος", "περίεργης":"περίεργος", "περίεργο":"περίεργος", "περίεργοι":"περίεργος", "περίεργος":"περίεργος", "περίεργους":"περίεργος", "περίεργων":"περίεργος", "περιέργως":"περίεργα", "περιέρχεσαι":"περιέρχομαι", "περιέρχονται":"περιέρχομαι", "περιερχόταν":"περιέρχομαι", "περιέφεραν":"περιφέρω", "περιέφραξε":"περιφράζω", "περιέχει":"περιέχω", "περιέχεται":"περιέχω", "περιεχόμενα":"περιεχόμενο", "περιεχόμενά":"περιεχόμενο", "περιεχόμενο":"περιεχόμενο", "περιεχόμενο":"περιεχόμενος", "περιεχόμενό":"περιεχόμενος", "περιεχομενου":"περιεχόμενο", "περιεχομένου":"περιεχόμενο", "περιεχόμενου":"περιεχόμενο", "περιεχομένων":"περιεχόμενο", "περιέχονται":"περιέχω", "περιέχοντας":"περιέχω", "περιέχουν":"περιέχω", "περιζήτητα":"περιζήτητος", "περιζήτητες":"περιζήτητος", "περιζήτητη":"περιζήτητος", "περιζήτητοι":"περιζήτητος", "περιζήτητος":"περιζήτητος", "περίζωνε":"περιζώνω", "περιηγηθεί":"περιηγούμαι", "περιηγηθείτε":"περιηγούμαι", "περιηγήθηκαν":"περιηγούμαι", "περιηγήσεις":"περιήγηση", "περιήγηση":"περιήγηση", "περιήγησή":"περιήγηση", "περιηγητές":"περιηγητής", "περιηγητή":"περιηγητής", "περιηγητής":"περιηγητής", "περιηγητών":"περιηγητής", "περιήλθαν":"περιέρχομαι", "περιήλθε":"περιέρχομαι", "περιθάλπει":"περιθάλπω", "περιθάλπονται":"περιθάλπω", "περιθάλπτεται":"περιθάλπτεται", "περιθάλψαμε":"περιθάλπω", "περιθάλψει":"περιθάλπω", "περιθαλψεως":"περίθαλψη", "περιθάλψεως":"περίθαλψη", "περίθαλψη":"περίθαλψη", "περίθαλψή":"περίθαλψη", "περίθαλψης":"περίθαλψη", "περιθάλψουμε":"περιθάλπω", "περιθώρια":"περιθώριο", "περιθωριακά":"περιθωριακός", "περιθωριακή":"περιθωριακός", "περιθωριακής":"περιθωριακός", "περιθωριακό":"περιθωριακός", "περιθωριακοί":"περιθωριακός", "περιθωριακός":"περιθωριακός", "περιθωριακού":"περιθωριακός", "περιθωριακούς":"περιθωριακός", "περιθωριακών":"περιθωριακός", "περιθώριο":"περιθώριο", "περιθωριοποιεί":"περιθωριοποιώ", "περιθωριοποιηθεί":"περιθωριοποιώ", "περιθωριοποιημένοι":"περιθωριοποιώ", "περιθωριοποίηση":"περιθωριοποίηση", "περιθωριοποίησή":"περιθωριοποίηση", "περιθωριοποίησης":"περιθωριοποίηση", "περιθωρίου":"περιθώριο", "περιθωρίων":"περιθώριο", "περικετλής":"περικετλής", "περικεφαλαία":"περικεφαλαία", "περικλείει":"περικλείω", "περικλείεται":"περικλείω", "περικλείονται":"περικλείω", "περικλείουν":"περικλείω", "περικλείσει":"περικλείω", "περίκλειστο":"περίκλειστος", "περικλη":"περικλής", "περικλή":"περικλής", "περικλης":"περικλής", "περικλής":"περικλής", "περικοπεί":"περικόβω", "περικοπές":"περικοπή", "περικοπή":"περικοπή", "περικόπηκαν":"περικόβω", "περικοπής":"περικοπή", "περικοπούν":"περικόβω", "περικόπτει":"περικόβω", "περικοπών":"περικοπή", "περικόψει":"περικόβω", "περικόψουν":"περικόβω", "περικυκλωμένη":"περικυκλωμένος", "περικυκλωμένο":"περικυκλώνω", "περικυκλωμένος":"περικυκλώνω", "περικυκλώνοντας":"περικυκλώνω", "περικυκλώνουν":"περικυκλώνω", "περικύκλωσαν":"περικυκλώνω", "περικύκλωσε":"περικυκλώνω", "περικυκλώσει":"περικυκλώνω", "περικύκλωση":"περικύκλωση", "περικύκλωσης":"περικύκλωση", "περιλάβει":"περιλαμβάνω", "περιλαίμιο":"περιλαίμιο", "περιλάμβανε":"περιλαμβάνω", "περιλαμβανει":"περιλαμβάνω", "περιλαμβάνει":"περιλαμβάνω", "περιλαμβάνεται":"περιλαμβάνω", "περιλαμβανομένης":"περιλαμβανόμενος", "περιλαμβανομένου":"περιλαμβανόμενος", "περιλαμβανομένων":"περιλαμβανόμενος", "περιλαμβάνονται":"περιλαμβάνω", "περιλαμβάνονταν":"περιλαμβάνω", "περιλαμβάνοντας":"περιλαμβάνω", "περιλαμβανόταν":"περιλαμβάνω", "περιλαμβάνουν":"περιλαμβάνω", "περίλαμπρα":"περίλαμπρος", "περίλαμπρος":"περίλαμπρος", "περιλεήφθησαν":"περιλεήφθησαν", "περιληπτικά":"περιληπτικός", "περιληφθεί":"περιλαμβάνω", "περιλήφθηκε":"περιλαμβάνω", "περιληφθούν":"περιλαμβάνω", "περίληψη":"περίληψη", "περίληψης":"περίληψη", "περιλούσει":"περιλούζω", "περίλυπος":"περίλυπος", "περιμαζεύει":"περιμαζεύω", "περίμενα":"περιμένω", "περιμέναμε":"περιμένω", "περιμέναν":"περιμένω", "περίμεναν":"περιμένω", "περιμένατε":"περιμένω", "περίμενε":"περιμένω", "περιμενει":"περιμένω", "περιμένει":"περιμένω", "περιμένεις":"περιμένω", "περίμενες":"περιμένω", "περιμένετε":"περιμένω", "περιμενοντας":"περιμένω", "περιμένοντας":"περιμένω", "περιμένουμε":"περιμένω", "περιμενουν":"περιμένω", "περιμένουν":"περιμένω", "περιμένω":"περιμένω", "περιμετρικά":"περιμετρικά", "περιμετρική":"περιμετρικός", "περιμετρικής":"περιμετρικός", "περίμετρο":"περίμετρος", "περίμετρος":"περίμετρος", "πέριξ":"πέριξ", "περιοδεία":"περιοδεία", "περιοδείας":"περιοδεία", "περιοδείες":"περιοδεία", "περιοδειών":"περιοδεία", "περιόδευαν":"περιοδεύω", "περιόδευε":"περιοδεύω", "περιοδεύει":"περιοδεύω", "περιοδεύοντα":"περιοδεύων", "περιοδεύοντος":"περιοδεύων", "περιοδεύουν":"περιοδεύω", "περιόδευσαν":"περιοδεύω", "περιόδευσε":"περιοδεύω", "περιοδεύσει":"περιοδεύω", "περιοδεύσουν":"περιοδεύω", "περιοδικά":"περιοδικό", "περιοδικές":"περιοδικός", "περιοδική":"περιοδικός", "περιοδικής":"περιοδικός", "περιοδικό":"περιοδικό", "περιοδικοί":"περιοδικός", "περιοδικός":"περιοδικός", "περιοδικού":"περιοδικό", "περιοδικών":"περιοδικό", "περίοδο":"περίοδος", "περίοδό":"περίοδος", "περίοδοι":"περίοδος", "περίοδος":"περίοδος", "περιόδου":"περίοδος", "περιόδους":"περίοδος", "περιόδων":"περίοδος", "περίοικοι":"περίοικος", "περιοίκους":"περίοικος", "περίοικους":"περίοικος", "περιοίκων":"περίοικος", "περίοπτες":"περίοπτος", "περίοπτη":"περίοπτος", "περιορίζαμε":"περιορίζω", "περιόριζαν":"περιορίζω", "περιόριζε":"περιορίζω", "περιορίζει":"περιορίζω", "περιορίζεται":"περιορίζω", "περιορίζομαι":"περιορίζω", "περιορίζονται":"περιορίζω", "περιορίζονταν":"περιορίζω", "περιορίζοντας":"περιορίζω", "περιοριζόταν":"περιορίζω", "περιορίζουν":"περιορίζω", "περιορίζω":"περιορίζω", "περιορίσαμε":"περιορίζω", "περιόρισαν":"περιορίζω", "περιόρισε":"περιορίζω", "περιορίσει":"περιορίζω", "περιορίσετε":"περιορίζω", "περιορισθεί":"περιορίζω", "περιορίσθηκε":"περιορίζω", "περιορισθούν":"περιορίζω", "περιορισμένα":"περιορισμένος", "περιορισμένες":"περιορισμένος", "περιορισμένη":"περιορισμένος", "περιορισμένης":"περιορισμένος", "περιορισμένο":"περιορισμένος", "περιορισμένοι":"περιορίζω", "περιορισμένος":"περιορισμένος", "περιορισμένου":"περιορισμένος", "περιορισμένους":"περιορισμένος", "περιορισμένων":"περιορισμένος", "περιορισμό":"περιορισμός", "περιορισμοί":"περιορισμός", "περιορισμός":"περιορισμός", "περιορισμού":"περιορισμός", "περιορισμούς":"περιορισμός", "περιορισμών":"περιορισμός", "περιορίσουμε":"περιορίζω", "περιορίσουν":"περιορίζω", "περιορίστε":"περιορίζω", "περιοριστεί":"περιορίζω", "περιοριστείτε":"περιορίζω", "περιορίστηκαν":"περιορίζω", "περιορίστηκε":"περιορίζω", "περιοριστικά":"περιοριστικός", "περιοριστική":"περιοριστικός", "περιοριστικό":"περιοριστικός", "περιοριστικοί":"περιοριστικός", "περιοριστικούς":"περιοριστικός", "περιοριστικών":"περιοριστικός", "περιοριστούμε":"περιορίζω", "περιοριστούν":"περιορίζω", "περιοριστώ":"περιορίζω", "περιουσία":"περιουσία", "περιουσιακά":"περιουσιακός", "περιουσιακές":"περιουσιακός", "περιουσιακή":"περιουσιακός", "περιουσιακής":"περιουσιακός", "περιουσιακό":"περιουσιακός", "περιουσιακού":"περιουσιακός", "περιουσιακών":"περιουσιακός", "περιουσιας":"περιουσία", "περιουσίας":"περιουσία", "περιούσιας":"περιούσιος", "περιουσίες":"περιουσία", "περιούσιος":"περιούσιος", "περιουσιών":"περιουσία", "περιοχες":"περιοχή", "περιοχές":"περιοχή", "περιοχή":"περιοχή", "περιοχής":"περιοχή", "περιοχών":"περιοχή", "περιπαθή":"περιπαθής", "περιπαικτική":"περιπαικτικός", "περιπάτει":"περίπατος", "περιπατητάς":"περιπατητάς", "περιπατητές":"περιπατητής", "περιπατητή":"περιπατητής", "περιπατητικές":"περιπατητικός", "περιπατητική":"περιπατητικός", "περιπατητικής":"περιπατητικός", "περιπατητικούς":"περιπατητικός", "περιπατητών":"περιπατητής", "περίπατο":"περίπατος", "περίπατό":"περίπατος", "περίπατοι":"περίπατος", "περίπατος":"περίπατος", "περιπάτου":"περίπατος", "περιπατώντας":"περιπατώ", "περιπεπλεγμένων":"περιπεπλεγμένος", "περιπέσει":"περιπίπτω", "περιπέτεια":"περιπέτεια", "περιπέτεια'":"περιπέτεια'", "περιπέτειά":"περιπέτεια", "περιπέτειας":"περιπέτεια", "περιπέτειάς":"περιπέτεια", "περιπέτειες":"περιπέτεια", "περιπέτειές":"περιπέτεια", "περιπετειούλα":"περιπετειούλα", "περιπετειώδεις":"περιπετειώδης", "περιπετειώδες":"περιπετειώδης", "περιπετειώδη":"περιπετειώδης", "περιπετειώδης":"περιπετειώδης", "περιπετειώδους":"περιπετειώδης", "περιπετειών":"περιπέτεια", "περιπλανάται":"περιπλανιέμαι", "περιπλανήθηκαν":"περιπλανιέμαι", "περιπλανηθούμε":"περιπλανιέμαι", "περιπλανήσεις":"περιπλάνηση", "περιπλάνηση":"περιπλάνηση", "περιπλάνησή":"περιπλάνηση", "περιπλάνησης":"περιπλάνηση", "περιπλάνησής":"περιπλάνηση", "περιπλανιέται":"περιπλανιέμαι", "περιπλανιόμαστε":"περιπλανιέμαι", "περιπλανιόταν":"περιπλανιέμαι", "περιπλανιούνται":"περιπλανιέμαι", "περιπλανώμενοι":"περιπλανώμενος", "περιπλανώμενος":"περιπλανώμενος", "περιπλέκει":"περιπλέκω", "περιπλεκεται":"περιπλέκω", "περιπλέκεται":"περιπλέκω", "περιπλέκονται":"περιπλέκω", "περιπλέκουν":"περιπλέκω", "περιπλέξει":"περιπλέκω", "περιπλέξετε":"περιπλέκω", "περίπλοκα":"περίπλοκος", "περιπλοκές":"περιπλοκή", "περίπλοκες":"περίπλοκος", "περιπλοκή":"περιπλοκή", "περίπλοκη":"περίπλοκος", "περιπλοκής":"περιπλοκή", "περίπλοκο":"περίπλοκος", "περίπλοκου":"περίπλοκος", "περίπλοκων":"περίπλοκος", "περίπλου":"περίπλους", "περίπλους":"περίπλους", "περιποιεί":"περιποιώ", "περιποιείται":"περιποιούμαι", "περιποιημένα":"περιποιούμαι", "περιποιημένο":"περιποιούμαι", "περιποιήσεις":"περιποίηση", "περιποίηση":"περιποίηση", "περιποίησή":"περιποίηση", "περιποίησης":"περιποίηση", "περιποίησιν":"περιποίηση", "περιποιόταν":"περιποιούμαι", "περιποιούνται":"περιποιούμαι", "περιποιούνταν":"περιποιούμαι", "περιπολεί":"περιπολώ", "περιπολία":"περιπολία", "περιπολίες":"περιπολία", "περιπολικά":"περιπολικό", "περιπολικό":"περιπολικό", "περιπολικού":"περιπολικό", "περιπολικών":"περιπολικό", "περιπολιών":"περιπολία", "περίπολο":"περίπολος", "περιπολος":"περίπολος", "περιπολούν":"περιπολώ", "περιπολούνται":"περιπολούνται", "περιπολούντες":"περιπωλών", "περιπόλων":"περίπολος", "περιπου":"περίπου", "περίπου":"περίπου", "περίπτερα":"περίπτερο", "περίπτερά":"περίπτερο", "περιπτεράδες":"περιπτεράς", "περιπτεράς":"περιπτεράς", "περίπτερο":"περίπτερο", "περίπτερό":"περίπτερο", "περιπτέρου":"περίπτερο", "περιπτερού":"περιπτερού", "περιπτέρων":"περίπτερος", "περιπτώσει":"περιπτώσει", "περιπτώσεις":"περίπτωση", "περιπτώσεων":"περίπτωση", "περιπτωση":"περίπτωση", "περίπτωση":"περίπτωση", "περίπτωσή":"περίπτωση", "περίπτωσης":"περίπτωση", "περίπτωσιν":"περίπτωση", "περιρρέουσα":"περιρρέων", "περίσκεψη":"περίσκεψη", "περισπασμό":"περισπασμός", "περισπασμούς":"περισπασμός", "περισπούδαστο":"περισπούδαστος", "περισπωμένη":"περισπωμένη", "περισπωμένης":"περισπωμένη", "περίσσευαν":"περισσεύω", "περισσεύει":"περισσεύω", "περίσσευμα":"περίσσευμα", "περισσεύματα":"περίσσευμα", "περισσεύουν":"περισσεύω", "περίσσεψαν":"περισσεύω", "περίσσεψε":"περισσεύω", "περισσέψει":"περισσεύω", "περισσή":"περίσσιος", "περίσσια":"περίσσια", "περίσσια":"περίσσιος", "περίσσιο":"περίσσιος", "περισσό":"περίσσιος", "περισσότερα":"πολύς", "περισσότερες":"πολύς", "περισσότερη":"πολύς", "περισσότερο":"πολύ", "περισσότερο":"πολύς", "περισσότεροι":"πολύς", "περισσότερον":"πολύς", "περισσότερος":"πολύς", "περισσότερου":"πολύς", "περισσοτέρους":"πολύς", "περισσότερους":"πολύς", "περισσοτέρων":"πολύς", "περισσότερων":"πολύς", "περισταλεί":"περιστέλλω", "περιστάσεις":"περίσταση", "περιστάσεων":"περίσταση", "περίσταση":"περίσταση", "περιστασιακά":"περιστασιακά", "περιστασιακές":"περιστασιακός", "περιστασιακής":"περιστασιακός", "περιστασιακό":"περιστασιακός", "περιστασιακοί":"περιστασιακός", "περιστασιακός":"περιστασιακός", "περιστασιακούς":"περιστασιακός", "περιστατικά":"περιστατικό", "περιστατικό":"περιστατικό", "περιστατικού":"περιστατικός", "περιστατικών":"περιστατικός", "περιστέλλεται":"περιστέλλω", "περιστέλλουμε":"περιστέλλω", "περιστερά":"περιστερά", "περιστεράκης":"περιστεράκης", "περιστεράς":"περιστερά", "περιστερές":"περιστερά", "περιστέρες":"περιστέρα", "περιστέρης":"περιστερώ", "περιστερι":"περιστέρι", "περιστέρι":"περιστέρι", "περιστέρι211084-1143":"περιστέρι211084-1143", "περιστέρια":"περιστέρι", "περιστέρι-αιγάλεω":"περιστέρι-αιγάλεω", "περιστερίου":"περιστέρι", "περιστεριών":"περιστέρι", "περιστερών":"περιστερά", "περιστερώνα":"περιστερώνας", "περιστερώνων":"περιστερώνας", "περιστοίχιζαν":"περιστοιχίζω", "περιστοιχίζεται":"περιστοιχίζω", "περιστοιχιζόμενες":"περιστοιχιζόμενος", "περιστοιχιζόμενοι":"περιστοιχιζόμενος", "περιστοιχίζονται":"περιστοιχίζω", "περιστοιχίζουν":"περιστοιχίζω", "περιστολή":"περιστολή", "περιστολής":"περιστολή", "περιστραφεί":"περιστρέφω", "περιστράφηκε":"περιστρέφω", "περιστρέφει":"περιστρέφω", "περιστρέφεται":"περιστρέφω", "περιστρεφόμενη":"περιστρεφόμενος", "περιστρέφονται":"περιστρέφω", "περιστρέφονταν":"περιστρέφω", "περιστρεφόταν":"περιστρέφω", "περίστροφα":"περίστροφο", "περίστροφά":"περίστροφο", "περιστροφές":"περιστροφή", "περιστροφή":"περιστροφή", "περίστροφο":"περίστροφο", "περιστρόφου":"περίστροφο", "περιστύλιο":"περιστύλιο", "πέρισυ":"πέρισυ", "περισυλλεγούν":"περισυλλέγω", "περισυλλογή":"περισυλλογή", "περισυλλογής":"περισυλλογή", "περισυνέλεξε":"περισυλλέγω", "περισώσει":"περισώζω", "περισώσουμε":"περισώζω", "περισώσουν":"περισώζω", "περίτεχνα":"περίτεχνος", "περίτεχνες":"περίτεχνος", "περίτεχνη":"περίτεχνος", "περίτεχνο":"περίτεχνος", "περιτομή":"περιτομή", "περιτονία":"περιτονία", "περίτρανα":"περίτρανα", "περίτρανη":"περίτρανος", "περιτριγύριζε":"περιτριγυρίζω", "περιτριγυρίζεται":"περιτριγυρίζω", "περιτριγυριζόμαστε":"περιτριγυρίζω", "περιτριγυρίζουν":"περιτριγυρίζω", "περιτριγυρισμένη":"περιτριγυρισμένος", "περιτριγυρισμένο":"περιτριγυρισμένος", "περιτροπής":"περιτροπή", "περιττά":"περιττός", "περιττές":"περιττός", "περιττεύει":"περιττεύω", "περιττεύουν":"περιττεύω", "περιττή":"περιττός", "περιττής":"περιττός", "περιττό":"περιττός", "περιττός":"περιττός", "περιττώματα":"περίττωμα", "περιττών":"περιττός", "περιτύλιγμα":"περιτύλιγμα", "περιτυλίγματα":"περιτύλιγμα", "περιτυλίγματος":"περιτύλιγμα", "περιτύλιξε":"περιτυλίγω", "περιφέρει":"περιφέρω", "περιφερεια":"περιφέρεια", "περιφέρεια":"περιφέρεια", "περιφέρειά":"περιφέρεια", "περιφερειακά":"περιφερειακός", "περιφερειακές":"περιφερειακός", "περιφερειακή":"περιφερειακός", "περιφερειακής":"περιφερειακός", "περιφερειακο":"περιφερειακός", "περιφερειακό":"περιφερειακός", "περιφερειακός":"περιφερειακός", "περιφερειακού":"περιφερειακός", "περιφερειακούς":"περιφερειακός", "περιφερειακών":"περιφερειακός", "περιφερειάρχες":"περιφερειάρχης", "περιφερειάρχη":"περιφερειάρχης", "περιφερειάρχης":"περιφερειάρχης", "περιφερείας":"περιφέρεια", "περιφέρειας":"περιφέρεια", "περιφέρειάς":"περιφέρεια", "περιφέρειες":"περιφέρεια", "περιφερειοποιηθεί":"περιφερειοποιηθεί", "περιφερείς":"περιφερής", "περιφέρεις":"περιφέρω", "περιφερειών":"περιφέρεια", "περιφέρεται":"περιφέρω", "περιφερικό":"περιφερικός", "περιφέρομαι":"περιφέρω", "περιφερόμενες":"περιφερόμενος", "περιφερόμενη":"περιφερόμενος", "περιφερόμενο":"περιφερόμενος", "περιφερόμενους":"περιφερόμενος", "περιφέρονται":"περιφέρω", "περιφέρονταν":"περιφέρω", "περιφερόταν":"περιφέρω", "περίφημα":"περίφημος", "περίφημες":"περίφημος", "περίφημη":"περίφημος", "περίφημης":"περίφημος", "περίφημο":"περίφημος", "περίφημοι":"περίφημος", "περίφημος":"περίφημος", "περίφημου":"περίφημος", "περίφημους":"περίφημος", "περίφημων":"περίφημος", "περιφορά":"περιφορά", "περιφοράς":"περιφορά", "περίφραγμα":"περίφραγμα", "περιφραγμένη":"περιφράζω", "περιφραγμένο":"περιφράζω", "περιφραγμένους":"περιφραγμένος", "περιφράξεις":"περίφραξη", "περιφράξεων":"περίφραξη", "περίφραξη":"περίφραξη", "περίφραξης":"περίφραξη", "περιφράσεις":"περίφραση", "περιφραχθούν":"περιφράζω", "περιφρονεί":"περιφρονώ", "περιφρονημένο":"περιφρονώ", "περιφρονημένος":"περιφρονώ", "περιφρόνησαν":"περιφρονώ", "περιφρόνησε":"περιφρονώ", "περιφρόνηση":"περιφρόνηση", "περιφρόνησή":"περιφρόνηση", "περιφρόνησης":"περιφρόνηση", "περιφρονήσουν":"περιφρονώ", "περιφρονητικά":"περιφρονητικά", "περιφρονητική":"περιφρονητικός", "περιφρονητικό":"περιφρονητικός", "περιφρονούμε":"περιφρονώ", "περιφρονούν":"περιφρονώ", "περιφρονώντας":"περιφρονώ", "περιφρουρεί":"περιφρουρώ", "περιφρουρηθεί":"περιφρουρώ", "περιφρούρησε":"περιφρουρώ", "περιφρουρήσει":"περιφρουρώ", "περιφρούρηση":"περιφρούρηση", "περιφρούρησης":"περιφρούρηση", "περιφρουρήσουν":"περιφρουρώ", "περιχαρακωμένες":"περιχαρακώνω", "περιχαρακώνεται":"περιχαρακώνω", "περιχαράκωσης":"περιχαράκωση", "περιχαρείς":"περιχαρής", "περιχαρής":"περιχαρής", "περιχυμένα":"περιχέω", "περιχύνουμε":"περιχύνω", "περίχωρα":"περίχωρα", "περίχωρά":"περίχωρα", "περιχώρων":"περίχωρα", "περιώνυμα":"περιώνυμος", "περιώνυμο":"περιώνυμος", "περιώνυμων":"περιώνυμος", "περιωπή":"περιωπή", "περιωπής":"περιωπή", "πέρκας":"πέρκα", "περκασιονίστρια":"περκασιονίστρια", "πέρκοβατς":"πέρκοβατς", "περλ":"περλ", "περλιμπλίν":"περλιμπλίν", "περνά":"περνώ", "περνάγαμε":"περνώ", "πέρναγε":"περνώ", "περνάει":"περνώ", "περνάμε":"περνώ", "περνάνε":"περνώ", "περνάς":"περνώ", "περνάτε":"περνώ", "περνάω":"περνώ", "περνία":"περνία", "περνούν":"περνώ", "περνούσα":"περνώ", "περνούσαμε":"περνώ", "περνούσαν":"περνώ", "περνούσατε":"περνώ", "περνούσε":"περνώ", "περνώ":"περνώ", "περνώντας":"περνώ", "περό":"περό", "περόνε":"περόνε", "περότα":"περότα", "περού":"περού", "πέρου":"πέρου", "περουβιανή":"περουβιανός", "περουβιανής":"περουβιανός", "περουβιανός":"περουβιανός", "περούκες":"περούκα", "περούτζια":"περούτζια", "περπατά":"περπατώ", "περπατάει":"περπατώ", "περπατάμε":"περπατώ", "περπατάνε":"περπατώ", "περπατάς":"περπατώ", "περπατάτε":"περπατώ", "περπατάω":"περπατώ", "περπάτημα":"περπάτημα", "περπάτησα":"περπατώ", "περπατήσαμε":"περπατώ", "περπάτησαν":"περπατώ", "περπάτησε":"περπατώ", "περπατήσει":"περπατώ", "περπατήσεις":"περπατώ", "περπατήσετε":"περπατώ", "περπατήσουμε":"περπατώ", "περπατήσουν":"περπατώ", "περπατήσω":"περπατώ", "περπατούν":"περπατώ", "περπατούσα":"περπατώ", "περπατούσαμε":"περπατώ", "περπατούσαν":"περπατώ", "περπατούσε":"περπατώ", "περπατώ":"περπατώ", "περπατωντας":"περπατώ", "περπατώντας":"περπατώ", "περπερίδη":"περπερίδη", "περπερίδης":"περπερίδης", "περπέρογλου":"περπέρογλου", "περπερούνας":"περπερούνας", "περράκη":"περράκη", "περράκης":"περράκης", "περσάκη":"περσάκη", "πέρσι":"πέρυσι", "περσία":"περσία", "περσίδη":"περσίδη", "περσικές":"περσικός", "περσική":"περσικός", "περσικό":"περσικός", "περσικού":"περσικός", "περσινά":"περσινός", "περσινές":"περσινός", "περσινή":"περσινός", "περσινής":"περσινός", "περσινό":"περσινός", "περσινοί":"περσινός", "περσινός":"περσινός", "περσινού":"περσινός", "περσινών":"περσινός", "περσον":"περσον", "πέρσον":"πέρσον", "περσόνα":"περσόνα", "περσόνες":"περσόνες", "πέρσον-σαντέρ":"πέρσον-σαντέρ", "περσότερες":"περσότερες", "περτσαχ":"περτσαχ", "πέρτσαχ":"πέρτσαχ", "πέρτσε":"πέρτσε", "περτσινιδης":"περτσινιδης", "πέρυσι":"πέρυσι", "περυσινές":"περυσινός", "περυσινή":"περυσινός", "περυσινής":"περυσινός", "περυσινό":"περυσινός", "περυσινού":"περυσινός", "περφεκτ":"περφεκτ", "περφόρμανς":"περφόρμανς", "πες":"λέγω", "πεσαβάρ":"πεσαβάρ", "πέσαμε":"πέφτω", "πέσει":"πέφτω", "πέσεις":"πέφτω", "πεσετα":"πεσέτα", "πέσετε":"πέφτω", "πεσέτες":"πεσέτα", "πεσμαζόγλου":"πεσμαζόγλου", "πεσμένα":"πεσμένος", "πεσμένη":"πεσμένος", "πεσμένο":"πεσμένος", "πεσμένοι":"πεσμένος", "πεσμένος":"πεσμένος", "πεσμένους":"πέφτω", "πεσμένων":"πεσμένος", "πέσο":"πέσο", "πεσόντες":"πεσών", "πεσόντων":"πεσών", "πέσος":"πέσος", "πέσουμε":"πέφτω", "πέσουν":"πέφτω", "πεσούσης":"πεσών", "πεσσό":"πεσσός", "πεσσός":"πεσσός", "πέστε":"πέφτω", "πέστροφες":"πέστροφα", "πέσω":"πέφτω", "πέτα":"πέτο", "πετά":"πετώ", "πέταγαν":"πετώ", "πέταγε":"πετώ", "πετάγεται":"πετώ", "πέταγμα":"πέταγμα", "πεταγόμαστε":"πετώ", "πετάγονταν":"πετώ", "πεταγόντουσαν":"πετώ", "πετάει":"πετώ", "πέταλα":"πέταλο", "πεταλίδη":"πεταλίδη", "πέταλο":"πέταλο", "πετάλου":"πέταλο", "πεταλούδα":"πεταλούδα", "πεταλούδας":"πεταλούδα", "πεταλούδες":"πεταλούδα", "πέταμα":"πέταμα", "πετάμε":"πετώ", "πεταμένα":"πεταμένος", "πεταμένες":"πεταμένος", "πεταμένο":"πεταμένος", "πεταμένοι":"πεταμένος", "πετάνε":"πετώ", "πέταξα":"πετώ", "πετάξαμε":"πετώ", "πέταξαν":"πετώ", "πέταξε":"πετώ", "πετάξει":"πετώ", "πετάξεις":"πετώ", "πέταξες":"πετώ", "πετάξουμε":"πετώ", "πετάξουν":"πετώ", "πετάξω":"πετώ", "πετάς":"πετώ", "πετάτε":"πετώ", "πεταχθεί":"πετώ", "πεταχθούν":"πετώ", "πεταχτεί":"πετώ", "πετάχτηκα":"πετώ", "πετάχτηκαν":"πετώ", "πετάχτηκε":"πετώ", "πεταχτούν":"πετώ", "πετάω":"πετώ", "πετεινά":"πετεινά", "πετερανσέλ":"πετερανσέλ", "πέτερσεν":"πέτερσεν", "πέτερσμπεργκ":"πέτερσμπεργκ", "πετερχανσέλ":"πετερχανσέλ", "πέτζα":"πέτζα", "πετζετακις":"πετζετακις", "πετιέται":"πετώ", "πετινάρι":"πετινάρι", "πετιούνται":"πετώ", "πετκακη":"πετκακη", "πετκάκη":"πετκάκη", "πετκακης":"πετκακης", "πετκάκης":"πετκάκης", "πέτκοβιτς":"πέτκοβιτς", "πέτκοφ":"πέτκοφ", "πέτο":"πέτο", "πετονιά":"πετονιά", "πετονιάς":"πετονιά", "πετούν":"πετώ", "πετούσαμε":"πετώ", "πετούσαν":"πετώ", "πετούσε":"πετώ", "πετρ":"πετρ", "πέτρα":"πέτρα", "πετρά":"πετράς", "πετραβίτσιους":"πετραβίτσιους", "πετραδάκι":"πετραδάκι", "πετράδι":"πετράδι", "πετράδια":"πετράδι", "πετρακάκης":"πετρακάκης", "πετράκη":"πετράκη", "πετράκης":"πετράκης", "πετραλέξης":"πετραλέξης", "πετραλιά":"πετραλιά", "πετραλώνων":"πετραλώνων", "πέτρας":"πέτρα", "πέτρε":"πέτρε", "πετρέας":"πετρέας", "πετρελαια":"πετρέλαιο", "πετρέλαια":"πετρέλαιο", "πετρέλαιά":"πετρέλαιο", "πετρελαιαγωγού":"πετρελαιαγωγός", "πετρελαιάδες":"πετρελαιάδες", "πετρελαιάς":"πετρελαιάς", "πετρελαϊκά":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκές":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκή":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκής":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκού":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκούς":"πετρελαϊκός", "πετρελαϊκών":"πετρελαϊκός", "πετρέλαιο":"πετρέλαιο", "πετρέλαιό":"πετρέλαιο", "πετρέλαιο-αέριο":"πετρέλαιο-αέριο", "πετρελαιοειδή":"πετρελαιοειδές", "πετρελαιοειδών":"πετρελαιοειδές", "πετρελαιοεξαγωγός":"πετρελαιοεξαγωγός", "πετρελαιοκηλίδα":"πετρελαιοκηλίδα", "πετρελαιοκηλίδας":"πετρελαιοκηλίδα", "πετρελαιοκίνητα":"πετρελαιοκίνητος", "πετρελαιοπηγές":"πετρελαιοπηγή", "πετρελαιοπηγή":"πετρελαιοπηγή", "πετρελαιοπηγών":"πετρελαιοπηγή", "πετρελαίου":"πετρέλαιο", "πετρελαιοφόρα":"πετρελαιοφόρος", "πετρελαιοφόρου":"πετρελαιοφόρος", "πετρελαιων":"πετρέλαιο", "πετρελαίων":"πετρέλαιο", "πέτρες":"πέτρα", "πετριά":"πετριά", "πετριδη":"πετριδη", "πετρίδης":"πετρίδης", "πετρίδου":"πετρίδου", "πέτρινα":"πέτρινος", "πέτρινες":"πέτρινος", "πέτρινη":"πέτρινος", "πέτρινο":"πέτρινος", "πετρινού":"πετρινού", "πέτρινους":"πέτρινος", "πέτριτς":"πέτριτς", "πετριτσίου":"πετριτσίου", "πέτρο":"πέτρος", "πέτροβα":"πέτροβα", "πέτροβιτς":"πέτροβιτς", "πετροβολήθηκε":"πετροβολώ", "πετρόγιαννη":"πετρόγιαννη", "πετρόγιαννης":"πετρόγιαννης", "πετροδημόπουλος":"πετροδημόπουλος", "πετροδολάρια":"πετροδολάριο", "πετρολογίας":"πετρολογία", "πετροπόλεμο":"πετροπόλεμος", "πετροπόλεμος":"πετροπόλεμος", "πετρόπουλο":"πετρόπουλος", "πετρόπουλος":"πετρόπουλος", "πετροπούλου":"πετρόπουλος", "πετρος":"πέτρος", "πέτρος":"πέτρος", "πέτρου":"πέτρος", "πέτρουλας":"πέτρουλας", "πετρούπολη":"πετρούπολη", "πετρούπολης":"πετρούπολη", "πετρούσα":"πετρούσα", "πετρόφ":"πετρόφ", "πετροχημικών":"πετροχημικός", "πέτρωμα":"πέτρωμα", "πετρώματα":"πέτρωμα", "πετρώματά":"πέτρωμα", "πετρωμάτων":"πέτρωμα", "πετς":"πετς", "πέτσα":"πέτσα", "πετσάλνικο":"πετσάλνικος", "πετσάλνικος":"πετσάλνικος", "πετσάλνικου":"πετσάλνικος", "πέτσας":"πέτσα", "πετσέτα":"πετσέτα", "πετσέτες":"πετσέτα", "πετσί":"πετσί", "πέττας":"πέττας", "πέτυχα":"πετυχαίνω", "πετύχαινε":"πετυχαίνω", "πετυχαίνει":"πετυχαίνω", "πετυχαίνετε":"πετυχαίνω", "πετυχαίνοντας":"πετυχαίνω", "πετυχαίνουμε":"πετυχαίνω", "πετυχαίνουν":"πετυχαίνω", "πετύχαμε":"πετυχαίνω", "πέτυχαν":"πετυχαίνω", "πετύχατε":"πετυχαίνω", "πετυχε":"πετυχαίνω", "πέτυχε":"πετυχαίνω", "πετύχει":"πετυχαίνω", "πετύχεις":"πετυχαίνω", "πέτυχες":"πετυχαίνω", "πετύχετε":"πετυχαίνω", "πετυχημένα":"πετυχημένος", "πετυχημένες":"πετυχημένος", "πετυχημένη":"πετυχημένος", "πετυχημένο":"πετυχημένος", "πετυχημένοι":"πετυχημένος", "πετυχημένος":"πετυχημένος", "πετυχημένου":"πετυχημένος", "πετυχημένους":"πετυχημένος", "πετύχουμε":"πετυχαίνω", "πετύχουν":"πετυχαίνω", "πετύχω":"πετυχαίνω", "πετώ":"πετώ", "πετώντας":"πετώ", "πεύκα":"πεύκο", "πεύκης":"πεύκη", "πεύκο":"πεύκος", "πευκοδάση":"πευκόδασος", "πευκόδασος":"πευκόδασος", "πεύκου":"πεύκος", "πευκόφυτα":"πευκόφυτος", "πεύκων":"πεύκος", "πεφσειδίων":"πεφσειδίων", "'πέφταμε'":"'πέφταμε'", "πέφταμε":"πέφτω", "πέφτανε":"πέφτω", "πεφτει":"πέφτω", "πέφτει":"πέφτω", "πέφτεις":"πέφτω", "πέφτετε":"πέφτω", "πέφτοντας":"πέφτω", "πέφτουμε":"πέφτω", "πεφτουν":"πέφτω", "πέφτουν":"πέφτω", "πέφτουνε":"πέφτω", "πέφτω":"πέφτω", "πεφωτισμένη":"πεφωτισμένος", "πεφωτισμένο":"πεφωτισμένος", "πεφωτισμένος":"πεφωτισμένος", "πεχλιβάνης":"πεχλιβάνης", "πεχλιβανιδης":"πεχλιβανίδης", "πεχλιβανίδης":"πεχλιβανίδης", "πεχλιβλάνης":"πεχλιβλάνης", "πεχωδε":"πεχωδε", "πέψη":"πέψη", "πήγα":"πηγαίνω", "πηγαδάκι":"πηγαδάκι", "πηγαδάκια":"πηγαδάκι", "πηγαδάς":"πηγαδάς", "πηγαδι":"πηγάδι", "πηγάδι":"πηγάδι", "πηγάδια":"πηγάδι", "πηγαδιών":"πηγάδι", "πηγάζει":"πηγάζω", "πηγάζουν":"πηγάζω", "πηγαία":"πηγαίος", "πηγαιμό":"πηγαιμός", "πήγαινα":"πηγαίνω", "πηγαίναμε":"πηγαίνω", "πήγαιναν":"πηγαίνω", "πηγαίνατε":"πηγαίνω", "πήγαινε":"πηγαίνω", "πηγαίνει":"πηγαίνω", "πηγαίνεις":"πηγαίνω", "πηγαινέλα":"πηγαινέλα", "πήγαινες":"πηγαίνω", "πηγαίνετε":"πηγαίνω", "πηγαινοέρχεται":"πηγαινοέρχομαι", "πηγαινοερχόμουν":"πηγαινοέρχομαι", "πηγαινοέρχονται":"πηγαινοέρχομαι", "πηγαίνοντας":"πηγαίνω", "πηγαίνουμε":"πηγαίνω", "πηγαίνουν":"πηγαίνω", "πηγαινοφέρνει":"πηγαινοφέρνω", "πηγαίνω":"πηγαίνω", "πηγαίο":"πηγαίος", "πήγαμε":"πηγαίνω", "πήγαν":"πηγαίνω", "πήγανε":"πηγαίνω", "πηγασος":"πήγασος", "πήγατε":"πηγαίνω", "πηγε":"πηγαίνω", "πήγε":"πηγαίνω", "πήγες":"πηγαίνω", "πηγές":"πηγή", "πηγη":"πηγή", "πηγή":"πηγή", "πηγής":"πηγή", "πηγμένο":"πηγμένος", "πηγμένοι":"πηγμένος", "πηγών":"πηγή", "πηδάει":"πηδώ", "πηδάλιο":"πηδάλιο", "πηδάμε":"πηδώ", "πηδάς":"πηδώ", "πήδημα":"πήδημα", "πηδήματα":"πήδημα", "πηδηματάκια":"πηδηματάκι", "πήδηξα":"πηδώ", "πήδηξαν":"πηδώ", "πήδηξε":"πηδώ", "πηδήξει":"πηδώ", "πήδησε":"πηδώ", "πήδο":"πήδος", "πηδούσαν":"πηδώ", "πηδούσε":"πηδώ", "πήζουν":"πήζω", "πηλείδης":"πηλείδης", "πηλείδου":"πηλείδου", "πηλίκο":"πηλίκο", "πήλινα":"πήλινος", "πήλινες":"πήλινος", "πήλινη":"πήλινος", "πήλινο":"πήλινος", "πήλινους":"πήλινος", "πήλινων":"πήλινος", "πήλιο":"πήλιο", "πηλιορίτης":"πηλιορίτης", "πηλό":"πηλός", "πηλοθεραπεία":"πηλοθεραπεία", "πηλοθεραπείας":"πηλοθεραπείας", "πηλοθεραπευτήριο":"πηλοθεραπευτήριο", "πηλού":"πηλός", "πηνειού":"πηνειός", "πηνελόπη":"πηνελόπη", "πηνελόπης":"πηνελόπη", "πήξει":"πήζω", "πήξεως":"πήξη", "πήρα":"παίρνω", "πηραμε":"παίρνω", "πήραμε":"παίρνω", "πήραν":"παίρνω", "πήρατε":"παίρνω", "πήρε":"παίρνω", "πηρε":"πηρε", "πηρε":"πηρός", "πήρες":"παίρνω", "πήρώνονται":"πυρώνω", "πητ":"πητ", "πήτερ":"πήτερ", "πήχας":"πήχας", "πήχη":"πήχης", "πήχης":"πήχης", "πηχτή":"πηκτός", "πηχτό":"πηκτός", "πήχυ":"πήχυ", "πηχυαίους":"πηχυαίος", "πι":"πι", "πια":"πια", "πιάκουν":"πιάκουν", "πιάνα":"πιάνο", "πιάνει":"πιάνω", "πιάνεις":"πιάνω", "πιάνεται":"πιάνω", "πιανίστα":"πιανίστας", "πιανίστας":"πιανίστας", "πιανίστας-μουσικός":"πιανίστας-μουσικός", "πιανίστες":"πιανίστας", "πιανιστική":"πιανιστική", "πιάνο":"πιάνο", "πιάνοντας":"πιάνω", "πιάνου":"πιάνο", "πιάνουμε":"πιάνω", "πιάνουν":"πιάνω", "πιάνουνε":"πιάνω", "πιάνω":"πιάνω", "πιάσαμε":"πιάνω", "πιάσανε":"πιάνω", "πιασάρικη":"πιασάρικος", "πιάσε":"πιάνω", "πιάσει":"πιάνω", "πιάσεις":"πιάνω", "πιάσετε":"πιάνω", "πιασμένα":"πιασμένος", "πιασμένες":"πιασμένος", "πιασμένοι":"πιασμένος", "πιασμένος":"πιασμένος", "πιασμένους":"πιασμένος", "πιάσουμε":"πιάνω", "πιάσουν":"πιάνω", "πιάστε":"πιάνω", "πιαστεί":"πιάνω", "πιαστείς":"πιάνω", "πιάστηκαν":"πιάνω", "πιάστηκε":"πιάνω", "πιάσω":"πιάνω", "πιάτα":"πιάτο", "πιατάκια":"πιατάκι", "πιατέλα":"πιατέλα", "πιάτο":"πιάτο", "πιάτου":"πιάτο", "πιάτσα":"πιάτσα", "πιάτσας":"πιάτσα", "πιατσέντζα":"πιατσέντζα", "πιάτων":"πιάτο", "πιβοβάρνα":"πιβοβάρνα", "πιγκ":"πιγκ", "πίγκοτ":"πίγκοτ", "πιγκουίνοι":"πιγκουίνος", "πιγκουίνος":"πιγκουίνος", "πιγκουίνους":"πιγκουίνος", "πιγκουίνων":"πιγκουίνος", "πίδακας":"πίδακας", "πίδακες":"πίδακας", "πιδί":"πιδί", "πίεζαν":"πιέζω", "πίεζε":"πιέζω", "πιέζει":"πιέζω", "πιέζεται":"πιέζω", "πιεζόμενοι":"πιεζόμενος", "πιεζόμενος":"πιέζω", "πιέζονται":"πιέζω", "πιέζοντας":"πιέζω", "πιεζόταν":"πιέζω", "πιέζουν":"πιέζω", "πιει":"πίνω", "πιεις":"πίνω", "πιείτε":"πίνω", "πιερ":"πιερ", "πιέρ":"πιέρ", "πιερατσόνι":"πιερατσόνι", "πιερία":"πιερία", "πιέρια":"πιέρια", "πιεριας":"πιερία", "πιερίας":"πιερία", "πιερικής":"πιερικός", "πιερικος":"πιερικός", "πιερικός":"πιερικός", "πιερικού":"πιερικός", "πιερλουίτζι":"πιερλουίτζι", "πιερο":"πιερο", "πιέρο":"πιέρο", "πίερος":"πίερος", "πίεσα":"πιέζω", "πιέσαμε":"πιέζω", "πίεσαν":"πιέζω", "πίεσε":"πιέζω", "πιέσει":"πιέζω", "πιέσεις":"πίεση", "πιέσετε":"πιέζω", "πιέσεων":"πίεση", "πιεση":"πίεση", "πίεση":"πίεση", "πίεσή":"πίεση", "πίεσης":"πίεση", "πίεσής":"πίεση", "πιεσμένος":"πιέζω", "πιέσουμε":"πιέζω", "πιέσουν":"πιέζω", "πιεστεί":"πιέζω", "πιέστηκαν":"πιέζω", "πιέστηκε":"πιέζω", "πιεστήριο":"πιεστήριο", "πιεστικά":"πιεστικά", "πιεστικά":"πιεστικός", "πιεστικές":"πιεστικός", "πιεστική":"πιεστικός", "πιεστικό":"πιεστικός", "πιεστικότερη":"πιεστικός", "πιεστικούς":"πιεστικός", "πιεστούν":"πιέζω", "πιέσω":"πιέζω", "πιέτλοβιτς":"πιέτλοβιτς", "πιέτρο":"πιέτρο", "πιετρούς":"πιετρούς", "πιζανιά":"πιζανιά", "πιζανοφσκι":"πιζανοφσκι", "πιζανόφσκι":"πιζανόφσκι", "πιθαμής":"πιθαμή", "πιθανά":"πιθανός", "πιθανές":"πιθανός", "πιθανή":"πιθανός", "πιθανής":"πιθανός", "πιθανό":"πιθανός", "πιθανοί":"πιθανός", "πιθανολογεί":"πιθανολογώ", "πιθανολογείται":"πιθανολογώ", "πιθανολογήσει":"πιθανολογώ", "πιθανολογήσω":"πιθανολογώ", "πιθανολογούμενη":"πιθανολογούμενος", "πιθανολογούμενοι":"πιθανολογούμενος", "πιθανολογούν":"πιθανολογώ", "πιθανόν":"πιθανώς", "πιθανός":"πιθανός", "πιθανότατα":"πιθανώς", "πιθανότερα":"πιθανός", "πιθανότερες":"πιθανός", "πιθανότερη":"πιθανός", "πιθανότερο":"πιθανός", "πιθανότεροι":"πιθανός", "πιθανότερος":"πιθανός", "πιθανότητα":"πιθανότητα", "πιθανότητας":"πιθανότητα", "πιθανότητες":"πιθανότητα", "πιθανότητές":"πιθανότητα", "πιθανοτήτων":"πιθανότητα", "πιθανού":"πιθανός", "πιθανούς":"πιθανός", "πιθανών":"πιθανός", "πιθανώς":"πιθανώς", "πιθάρι":"πιθάρι", "πιθεώνες":"πιθεώνες", "πίθηκο":"πίθηκος", "πίθηκοι":"πίθηκος", "πίθηκος":"πίθηκος", "πιθήκους":"πίθηκος", "πιθήκων":"πίθηκος", "πικ":"πικ", "πικάντικα":"πικάντικος", "πικάντικη":"πικάντικος", "πικάντικο":"πικάντικος", "πικάντικος":"πικάντικος", "πικάπ":"πικάπ", "πικάρει":"πικάρω", "πικάρντ":"πικάρντ", "πίκετ":"πίκετ", "πικετοφορία":"πικετοφορία", "πίκουλα":"πίκουλα", "πικουλίν":"πικουλίν", "πικρά":"πικρά", "πίκρα":"πίκρα", "πικραθεί":"πικραίνω", "πικραμένοι":"πικραμένος", "πικραμένος":"πικραμένος", "πικραμύγδαλο":"πικραμύγδαλο", "πίκραναν":"πικραίνω", "πίκρανε":"πικραίνω", "πίκρας":"πίκρα", "πίκρες":"πίκρα", "πικρές":"πικρός", "πικρή":"πικρός", "πικρής":"πικρός", "πικρία":"πικρία", "πικρίας":"πικρία", "πικρίες":"πικρία", "πικρίζει":"πικρίζω", "πικρό":"πικρός", "πικροδάφνες":"πικροδάφνη", "πικρολίμνης":"πικρολίμνης", "πικρός":"πικρός", "πικρόχολα":"πικρόχολος", "πικρόχολη":"πικρόχολος", "πιλάτη":"πιλάτη", "πιλάφι":"πιλάφι", "πιλέγκι":"πιλέγκι", "πιλοτάρισμα":"πιλοτάρισμα", "πιλοτήριο":"πιλοτήριο", "πιλοτηρίου":"πιλοτήριο", "πιλοτικά":"πιλοτικός", "πιλοτικές":"πιλοτικός", "πιλοτική":"πιλοτικός", "πιλοτικό":"πιλοτικός", "πιλοτικού":"πιλοτικός", "πιλοτικών":"πιλοτικός", "πιλότο":"πιλότος", "πιλότοι":"πιλότος", "πιλότος":"πιλότος", "πιλότου":"πιλότος", "πιλότους":"πιλότος", "πιλοτών":"πιλοτή", "πιλότων":"πιλότος", "πίλσεν":"πίλσεν", "πίλσεν10-51059":"πίλσεν10-51059", "πίλσεν83":"πίλσεν83", "πίνακα":"πίνακας", "πινακας":"πινάκα", "πίνακας":"πίνακας", "πίνακες":"πίνακας", "πίνακές":"πίνακας", "πίνακι":"πίνακι", "πινάκια":"πινάκιο", "πινακίδα":"πινακίδα", "πινακίδες":"πινακίδα", "πινακίδης":"πινακίδης", "πινακίδων":"πινακίδα", "πινάκιο":"πινάκιο", "πινακίου":"πινάκιο", "πινακοθηκη":"πινακοθήκη", "πινακοθήκη":"πινακοθήκη", "πινακοθήκης":"πινακοθήκη", "πινάκων":"πίνακας", "πινακωτή":"πινακωτή", "πίναμε":"πίνω", "πινγκ":"πινγκ", "πινδάρου":"πινδάρου", "πίνδο":"πίνδος", "πίνδος":"πίνδος", "πίνδου":"πίνδος", "πινδώνης":"πινδώνης", "πίνει":"πίνω", "πινέιρο":"πινέιρο", "πίνεις":"πίνω", "πινέλα":"πινέλο", "πινελιά":"πινελιά", "πινελιάς":"πινελιά", "πινελιές":"πινελιά", "πινέλο":"πινέλο", "πινέλου":"πινέλο", "πίνεται":"πίνω", "πίνετε":"πίνω", "πινό":"πινό", "πίνοντας":"πίνω", "πίνοντάς":"πίνω", "πινοσέτ":"πινοσέτ", "πινοτσέτ":"πινοτσέτ", "πίνουμε":"πίνω", "πίνουν":"πίνω", "πίνουνε":"πίνω", "πίντο":"πίντο", "πιντόλ":"πιντόλ", "πίνω":"πίνω", "πίξελ":"πίξελ", "πιο":"πιο", "πιογκ":"πιογκ", "πιόνι":"πιόνι", "πιόνια":"πιόνι", "πιότερο":"πιο", "πιοτό":"πιοτό", "πιούμε":"πίνω", "πιουν":"πίνω", "πίπα":"πίπα", "πίπας":"πίπα", "πίπεν":"πίπεν", "πιπεράτες":"πιπεράτος", "πιπεράτο":"πιπεράτος", "πιπεργιά":"πιπεργιά", "πιπέρι":"πιπέρι", "πιπεριά":"πιπεριά", "πιπερίδης":"πιπερίδης", "πιπεριές":"πιπεριά", "πιπεριού":"πιπέρι", "πιπερονάτο":"πιπερονάτο", "πιπερόπουλο":"πιπερόπουλο", "πιπεροπουλου*":"πιπεροπουλου*", "πιπερόπουλου*":"πιπερόπουλου*", "πίπες":"πίπα", "πίπη":"πίπη", "πίπης":"πίπης", "πίπιζα":"πιπίζω", "πιπίλα":"πιπίλα", "πιπιλή":"πιπιλή", "πιπιλής":"πιπιλής", "πιπίνης":"πιπίνης", "πίπτουν":"πίπτω", "πιρ":"πιρ", "πιρές":"πιρές", "πιρογα":"πιρόγα", "πιρούνι":"πιρούνι", "πιρπατούσιν":"πιρπατούσιν", "πιρς":"πιρς", "πις":"πις", "πισίνα":"πισίνα", "πισινά":"πισινός", "πισίνας":"πισίνα", "πισίνες":"πισίνα", "πισινή":"πισινός", "πισινό":"πισινός", "πισιώτη":"πισιώτη", "πισκοπάκης":"πισκοπάκης", "πισοδέρι":"πισοδέρι", "πισοδεριτών":"πισοδεριτών", "πίσσα":"πίσσα", "πίσσας":"πίσσα", "πιστά":"πιστά", "πίστα":"πίστα", "πίστας":"πίστα", "πίστες":"πίστα", "πιστές":"πιστός", "πίστευα":"πιστεύω", "πιστεύαμε":"πιστεύω", "πίστευαν":"πιστεύω", "πίστευε":"πιστεύω", "πιστεύει":"πιστεύω", "πιστεύεις":"πιστεύω", "πιστεύεται":"πιστεύεται", "πιστεύετε":"πιστεύω", "πιστεύονταν":"πιστεύονταν", "πιστεύοντας":"πιστεύω", "πιστευόταν":"πιστεύεται", "πιστεύουμε":"πιστεύω", "πιστεύουν":"πιστεύω", "πιστευτά":"πιστευτός", "πιστευτή":"πιστευτός", "πιστευτό":"πιστευτός", "πιστευτοί":"πιστευτός", "πιστεύω":"πιστεύω", "πιστεύων":"πιστεύων", "πίστεψα":"πιστεύω", "πιστέψαμε":"πιστεύω", "πίστεψαν":"πιστεύω", "πίστεψε":"πιστεύω", "πίστεψέ":"πιστεύω", "πιστέψει":"πιστεύω", "πίστεψες":"πιστεύω", "πιστέψετε":"πιστεύω", "πιστέψουμε":"πιστεύω", "πιστέψουν":"πιστεύω", "πιστέψτε":"πιστεύω", "πιστέψω":"πιστεύω", "πιστεως":"πίστη", "πίστεως":"πίστη", "πίστη":"πίστη", "πιστη":"πιστός", "πιστή":"πιστός", "πίστης":"πίστη", "πιστής":"πιστός", "πιστικός":"πιστικός", "πίστιν":"πίστη", "πιστό":"πιστός", "πιστοί":"πιστός", "πιστολάκι":"πιστολάκι", "πιστολέρο":"πιστολέρο", "πιστοληπτική":"πιστοληπτικός", "πιστοληπτικης":"πιστοληπτικός", "πιστοληπτικής":"πιστοληπτικός", "πιστοληπτικό":"πιστοληπτικός", "πιστόλι":"πιστόλι", "πιστόλια":"πιστόλι", "πιστολιού":"πιστόλι", "πίστονς":"πίστονς", "πίστονς-σάρλοτ":"πίστονς-σάρλοτ", "πιστοποιεί":"πιστοποιώ", "πιστοποιείται":"πιστοποιώ", "πιστοποιηθεί":"πιστοποιώ", "πιστοποιήθηκαν":"πιστοποιώ", "πιστοποιήθηκε":"πιστοποιώ", "πιστοποιημένα":"πιστοποιώ", "πιστοποιημένες":"πιστοποιώ", "πιστοποιημένη":"πιστοποιώ", "πιστοποιημένο":"πιστοποιώ", "πιστοποιημένους":"πιστοποιώ", "πιστοποίησε":"πιστοποιώ", "πιστοποιήσει":"πιστοποιώ", "πιστοποιήσεις":"πιστοποίηση", "πιστοποιήσεων":"πιστοποίηση", "πιστοποίηση":"πιστοποίηση", "πιστοποίησή":"πιστοποίηση", "πιστοποίησης":"πιστοποίηση", "πιστοποιήσουν":"πιστοποιώ", "πιστοποιήσω":"πιστοποιώ", "πιστοποιητικά":"πιστοποιητικό", "πιστοποιητικό":"πιστοποιητικό", "πιστοποιητικού":"πιστοποιητικός", "πιστοποιητικών":"πιστοποιητικό", "πιστοποιούν":"πιστοποιώ", "πιστός":"πιστός", "πιστότητα":"πιστότητα", "πιστού":"πιστός", "πιστούς":"πιστός", "πιστωθεί":"πιστώνω", "πιστών":"πιστός", "πιστώνεται":"πιστώνω", "πιστώνονται":"πιστώνω", "πιστώσεις":"πίστωση", "πιστώσεων":"πίστωση", "πίστωση":"πίστωση", "πίστωσης":"πίστωση", "πιστωτές":"πιστωτής", "πιστωτικά":"πιστωτικός", "πιστωτικές":"πιστωτικός", "πιστωτική":"πιστωτικός", "πιστωτικής":"πιστωτικός", "πιστωτικό":"πιστωτικός", "πιστωτικού":"πιστωτικός", "πιστωτικών":"πιστωτικός", "πιστώτριας":"πιστώτρια", "πιστώτριες":"πιστώτρια", "πιστωτών":"πιστωτής", "πισω":"πίσω", "πίσω":"πίσω", "πίσω'":"πίσω'", "πισωγύρισμα":"πισωγύρισμα", "πισωγυρίσματα":"πισωγύρισμα", "πισώπλατα":"πισώπλατα", "πιτ":"πιτ", "πιτα":"πίτα", "πίτα":"πίτα", "πίτας":"πίτα", "πίτερ":"πίτερ", "πίτερμαν":"πίτερμαν", "πιτερμπορο":"πιτερμπορο", "πίτερσεν":"πίτερσεν", "πίτερχεντ":"πίτερχεντ", "πίτες":"πίτα", "πιτέστι":"πιτέστι", "πιτζάμες":"πιτζάμα", "πιτό":"πιτό", "πίτουρα":"πίτουρο", "πιτς":"πιτς", "πίτσα":"πίτσα", "πιτσαρίες":"πιτσαρία", "πίτσες":"πίτσα", "πιτσιακιδης":"πιτσιακιδης", "πιτσιόρλα":"πιτσιόρλα", "πιτσιρικά":"πιτσιρικάς", "πιτσιρικάδες":"πιτσιρικάς", "πιτσιρικάδων":"πιτσιρικάς", "πιτσιρικαρία":"πιτσιρικαρία", "πιτσιρικάς":"πιτσιρικάς", "πιτσιρίκι":"πιτσιρίκι", "πιτσιρίκια":"πιτσιρίκι", "πιτσιρίκο":"πιτσιρίκος", "πιτσιρίκος":"πιτσιρίκος", "πίτσμπουργκ":"πίτσμπουργκ", "πίτσος":"πίτσος", "πίτσου":"πίτσου", "πιτσωίδης":"πιτσωίδης", "πίττα":"πίττα", "πίττας":"πίττας", "πιω":"πίνω", "πιωμένοι":"πιωμένος", "πλ":"πλ", "πλ.":"πλ.", "πλαγιά":"πλαγιά", "πλάγια":"πλάγια", "πλάγια":"πλάγιος", "πλαγιάρι":"πλαγιάρι", "πλαγιάς":"πλαγιά", "πλαγιάσει":"πλαγιάζω", "πλαγιές":"πλαγιά", "πλάγιο":"πλάγιος", "πλάγιοι":"πλάγιος", "πλαγιοκοποιεί":"πλαγιοκοποιεί", "πλαγιομετωπικά":"πλαγιομετωπικός", "πλάγιο-μετωπική":"πλάγιο-μετωπική", "πλαγιομετωπική":"πλαγιομετωπικός", "πλαγίου":"πλάγιος", "πλάγιων":"πλάγιος", "πλαγίως":"πλαγίως", "πλαδαρού":"πλαδαρός", "πλαζ":"πλαζ", "πλάθει":"πλάθω", "πλάθεται":"πλάθω", "πλάθοντας":"πλάθω", "πλάθουν":"πλάθω", "πλάι":"πλάι", "πλαϊνά":"πλαϊνός", "πλαϊνή":"πλαϊνός", "πλαΐνης":"πλαΐνης", "πλαϊνό":"πλαϊνός", "πλαϊνού":"πλαϊνός", "πλαισια":"πλαίσιο", "πλαίσια":"πλαίσιο", "πλαίσιά":"πλαίσιο", "πλαισιο":"πλαίσιο", "πλαίσιο":"πλαίσιο", "πλαίσιό":"πλαίσιο", "πλαισίου":"πλαίσιο", "πλαισιωθεί":"πλαισιώνω", "πλαισιώθηκαν":"πλαισιώνω", "πλαισιωμένες":"πλαισιώνω", "πλαισιωμένος":"πλαισιωμένος", "πλαισίων":"πλαίσιο", "πλαισίωναν":"πλαισιώνω", "πλαισιώνει":"πλαισιώνω", "πλαισιώνεται":"πλαισιώνω", "πλαισιώνονται":"πλαισιώνω", "πλαισιώνουν":"πλαισιώνω", "πλαισιώσει":"πλαισιώνω", "πλαισιώσουν":"πλαισιώνω", "πλάκα":"πλάκα", "πλακα":"πλακάς", "πλακάκι":"πλακάκι", "πλακάκια":"πλακάκι", "πλακαντωνάκης":"πλακαντωνάκης", "πλάκας":"πλάκα", "πλακας":"πλακάς", "πλακάτ":"πλακάτ", "πλακέ":"πλακέ", "πλάκες":"πλάκα", "πλακέτα":"πλακέτα", "πλακέτες":"πλακέτα", "πλακί":"πλακί", "πλακίδια":"πλακίδιο", "πλακίτσες":"πλακίτσες", "πλακοστρώσεις":"πλακοστρώνω", "πλακόστρωση":"πλακόστρωση", "πλακόστρωτα":"πλακόστρωτος", "πλακόστρωτη":"πλακόστρωτος", "πλακόστρωτο":"πλακόστρωτος", "πλακούντα":"πλακούντας", "πλακουτση":"πλακουτση", "πλακών":"πλάκα", "πλακώνει":"πλακώνω", "πλακώνουν":"πλακώνω", "πλάκωσαν":"πλακώνω", "πλακώσει":"πλακώνω", "πλαν":"πλαν", "πλάνα":"πλάνο", "πλανάστε":"πλανώ", "πλανάται":"πλανώ", "πλάνεψες":"πλανεύω", "πλάνην":"πλάνη", "πλάνης":"πλάνη", "πλανητάρχη":"πλανητάρχης", "πλανητάρχης":"πλανητάρχης", "πλανήτες":"πλανήτης", "πλανήτη":"πλανήτης", "πλανήτης":"πλανήτης", "πλανητικές":"πλανητικός", "πλανητική":"πλανητικός", "πλανητικής":"πλανητικός", "πλανητικό":"πλανητικός", "πλανητικού":"πλανητικός", "πλανητικών":"πλανητικός", "πλανητών":"πλανήτης", "πλανιόταν":"πλανώ", "πλάνο":"πλάνο", "πλανόδιο":"πλανόδιος", "πλανόδιοι":"πλανόδιος", "πλανόδιος":"πλανόδιος", "πλανοδίου":"πλανόδιος", "πλανόδιου":"πλανόδιος", "πλανόδιους":"πλανόδιος", "πλάνου":"πλάνος", "πλανούς":"πλανούς", "πλάνων":"πλάνο", "πλανώνται":"πλανώ", "πλας":"πλας", "πλάσαρε":"πλασάρω", "πλασάρει":"πλασάρω", "πλασάρεται":"πλασάρεται", "πλασάρισμα":"πλασάρισμα", "πλασαρίσματα":"πλασάρισμα", "πλασαριστεί":"πλασάρω", "πλασάρονται":"πλασάρονται", "πλασάροντας":"πλασάρω", "πλασάρουν":"πλασάρω", "πλασέ":"πλασέ", "πλάσει":"πλάθω", "πλασιέ":"πλασιέ", "πλασιώνεται":"πλασιώνεται", "πλάσμα":"πλάσμα", "πλάσματα":"πλάσμα", "πλασματάκια":"πλασματάκι", "πλασματικά":"πλασματικός", "πλασματικές":"πλασματικός", "πλασματική":"πλασματικός", "πλασματικό":"πλασματικός", "πλασματικών":"πλασματικός", "πλάσματος":"πλάσμα", "πλασμάτων":"πλάσμα", "πλασμένα":"πλασμένος", "πλασμένη":"πλασμένος", "πλασμένοι":"πλασμένος", "πλασμένος":"πλάθω", "πλασμώδιο":"πλασμώδιο", "πλάσνικ":"πλάσνικ", "πλαστά":"πλαστά", "πλαστά":"πλαστός", "πλαστές":"πλαστός", "πλαστή":"πλαστός", "πλαστήρα":"πλαστήρας", "πλαστήρας":"πλαστήρας", "πλαστής":"πλαστός", "πλάστιγγα":"πλάστιγγα", "πλαστικα":"πλαστικός", "πλαστικά":"πλαστικός", "πλαστικές":"πλαστικός", "πλαστική":"πλαστικός", "πλαστικής":"πλαστικός", "πλαστικό":"πλαστικός", "πλαστικός":"πλαστικός", "πλαστικότητα":"πλαστικότητα", "πλαστικού":"πλαστικός", "πλαστικών":"πλαστικός", "πλαστό":"πλαστός", "πλαστογραφηθούν":"πλαστογραφώ", "πλαστογραφημένη":"πλαστογραφώ", "πλαστογράφησε":"πλαστογραφώ", "πλαστογράφηση":"πλαστογράφηση", "πλαστογραφία":"πλαστογραφία", "πλαστογραφίας":"πλαστογραφία", "πλαστογραφίες":"πλαστογραφία", "πλαστογράφοι":"πλαστογράφος", "πλαστογραφούνται":"πλαστογραφώ", "πλαστογραφούσε":"πλαστογραφώ", "πλαστοπροσωπία":"πλαστοπροσωπία", "πλαστότητα":"πλαστότητα", "πλαστότητας":"πλαστότητα", "πλαστού":"πλαστός", "πλαστών":"πλαστός", "πλατ":"πλατ", "πλατάγισμα":"πλατάγισμα", "πλατάνια":"πλατάνι", "πλατανιών":"πλατάνι", "πλάτανος":"πλάτανος", "πλατεια":"πλατεία", "πλατεία":"πλατεία", "πλατειάζουν":"πλατειάζω", "πλατειας":"πλατεία", "πλατείας":"πλατεία", "πλατείες":"πλατεία", "πλατειών":"πλατεία", "πλάτες":"πλάτη", "πλάτη":"πλάτη", "πλάτη":"πλάτος", "πλατιά":"πλατύς", "πλατιάς":"πλατύς", "πλατιές":"πλατύς", "πλατίνα":"πλατίνα", "πλατινί":"πλατινί", "πλατιών":"πλατύς", "πλατό":"πλατό", "πλάτος":"πλάτος", "πλάτους":"πλάτος", "πλατσουρίζουν":"πλατσουρίζω", "πλατύ":"πλατύς", "πλατύκαμπο":"πλατύκαμπος", "πλατύτερο":"πλατύς", "πλατφόρμα":"πλατφόρμα", "πλατφόρμας":"πλατφόρμα", "πλατφόρμες":"πλατφόρμα", "πλατω":"πλατω", "πλατώ":"πλατώ", "πλάτωμα":"πλάτωμα", "πλάτων":"πλάτων", "πλάτωνα":"πλάτων", "πλάτωνας":"πλάτων", "πλατωνική":"πλατωνικός", "πλατωνικής":"πλατωνικός", "πλατωνικό":"πλατωνικός", "πλάτωνος":"πλάτων", "πλαφόν":"πλαφόν", "πλέγμα":"πλέγμα", "πλέγματα":"πλέγμα", "πλεγματικές":"πλεγματικός", "πλέγματος":"πλέγμα", "πλεγμάτων":"πλέγμα", "πλέει":"πλέω", "πλεϊ":"πλεϊ", "πλέι":"πλέι", "πλειάδα":"πλειάδα", "πλειάδας":"πλειάδα", "πλειάδων":"πλειάδα", "πλεϊμπόι":"πλεϊμπόι", "πλέι-μπόι":"πλέι-μπόι", "πλέινς":"πλέινς", "πλειοδοσία":"πλειοδοσία", "πλειοδοτεί":"πλειοδοτώ", "πλειοδότες":"πλειοδότης", "πλειοδότης":"πλειοδότης", "πλειοδότησε":"πλειοδοτώ", "πλειοδοτικό":"πλειοδοτικός", "πλειοδοτικός":"πλειοδοτικός", "πλειοδότριας":"πλειοδότρια", "πλειονότητα":"πλειονότητα", "πλειονότητά":"πλειονότητα", "πλειονότητας":"πλειονότητα", "πλειοψηφήσαντος":"πλειοψηφήσαντος", "πλειοψηφια":"πλειοψηφία", "πλειοψηφία":"πλειοψηφία", "πλειοψηφίας":"πλειοψηφία", "πλειοψηφίες":"πλειοψηφία", "πλειοψηφικά":"πλειοψηφικός", "πλειοψηφικό":"πλειοψηφικός", "πλειοψηφικού":"πλειοψηφικός", "πλειοψηφικούς":"πλειοψηφικός", "πλειοψηφικών":"πλειοψηφικός", "πλειοψηφούν":"πλειοψηφώ", "πλειοψηφούσα":"πλειοψηφώ", "πλειοψηφούσες":"πλειοψηφώ", "πλείσται":"πλείστος", "πλείστες":"πλείστος", "πλειστηριασμό":"πλειστηριασμός", "πλειστηριασμοί":"πλειστηριασμός", "πλειστηριασμού":"πλειστηριασμός", "πλειστηριασμούς":"πλειστηριασμός", "πλείστοι":"πλείστος", "πλειστοκαινικά":"πλειστοκαινικός", "πλείστον":"πλείστος", "πλέκει":"πλέκω", "πλέκεται":"πλέκω", "πλέκονται":"πλέκω", "πλέκοντας":"πλέκω", "πλέκουν":"πλέκω", "πλεκτάνη":"πλεκτάνη", "πλεκτάνης":"πλεκτάνη", "πλεκτικής":"πλεκτικός", "πλέμπα":"πλέμπα", "πλένει":"πλένω", "πλένεις":"πλένω", "πλένετε":"πλένω", "πλένονται":"πλένω", "πλένουμε":"πλένω", "πλέξει":"πλέκω", "πλέον":"πλέον", "πλέον":"πλέων", "πλεονάζει":"πλεονάζω", "πλεόνασμα":"πλεόνασμα", "πλεονάσματα":"πλεόνασμα", "πλεονασματικά":"πλεονασματικός", "πλεονασματικό":"πλεονασματικός", "πλεονάσματος":"πλεόνασμα", "πλεονασμάτων":"πλεόνασμα", "πλεονασμός":"πλεονασμός", "πλεονέκτημα":"πλεονέκτημα", "πλεονέκτημά":"πλεονέκτημα", "πλεονεκτήματα":"πλεονέκτημα", "πλεονεκτήματά":"πλεονέκτημα", "πλεονεκτήματος":"πλεονέκτημα", "πλεονεκτημάτων":"πλεονέκτημα", "πλεονεκτική":"πλεονεκτικός", "πλεονεξία":"πλεονεξία", "πλέοντας":"πλέω", "πλεούμενα":"πλεούμενο", "πλεούμενο":"πλεούμενο", "πλέουν":"πλέω", "πλέσσα":"πλέσσα", "πλέσσας":"πλέσσας", "πλευρα":"πλευρά", "πλευρά":"πλευρά", "πλευρά":"πλευρό", "πλευράν":"πλευρά", "πλευράς":"πλευρά", "πλευρές":"πλευρά", "πλεύρη":"πλεύρη", "πλευρίζει":"πλευρίζω", "πλευρικά":"πλευρικά", "πλευρίτιδα":"πλευρίτιδα", "πλευρό":"πλευρό", "πλευρών":"πλευρά", "πλεύσει":"πλέω", "πλεύση":"πλεύση", "πλεύσης":"πλεύση", "πληβείους":"πληβείος", "πληβείων":"πληβείος", "πληγεί":"πλήττω", "πληγείσα":"πληγείς", "πληγείσες":"πληγείς", "πληγεισών":"πληγείς", "πληγέντες":"πληγείς", "πληγέντων":"πληγείς", "πληγες":"πληγή", "πληγές":"πληγή", "πληγη":"πληγή", "πληγή":"πληγή", "πληγής":"πληγή", "πλήγμα":"πλήγμα", "πλήγματα":"πλήγμα", "πλήγματος":"πλήγμα", "πληγμάτων":"πλήγμα", "πληγούν":"πλήττω", "πληγωθεί":"πληγώνω", "πληγώθηκε":"πληγώνω", "πληγωθούν":"πληγώνω", "πληγωμένα":"πληγωμένος", "πληγωμένη":"πληγώνω", "πληγωμένης":"πληγώνω", "πληγωμένο":"πληγώνω", "πληγωμένου":"πληγώνω", "πληγών":"πληγή", "πλήγωνε":"πληγώνω", "πληγώνει":"πληγώνω", "πληγώνεται":"πληγώνω", "πληγώνονται":"πληγώνω", "πληγώνουν":"πληγώνω", "πλήγωσαν":"πληγώνω", "πλήγωσε":"πληγώνω", "πληγώσει":"πληγώνω", "πληθαίνει":"πληθαίνω", "πληθαινουν":"πληθαίνω", "πληθαίνουν":"πληθαίνω", "πλήθη":"πλήθος", "πλήθος":"πλήθος", "πληθους":"πλήθος", "πλήθους":"πλήθος", "πλήθυναν":"πληθαίνω", "πληθύνει":"πληθαίνω", "πληθύνεσθε":"πληθύνω", "πληθύνεται":"πληθύνω", "πληθύνονται":"πληθύνω", "πληθυντικό":"πληθυντικός", "πληθυντικός":"πληθυντικός", "πληθυντικού":"πληθυντικός", "πληθυντικών":"πληθυντικός", "πληθυσμιακά":"πληθυσμιακός", "πληθυσμιακές":"πληθυσμιακός", "πληθυσμιακή":"πληθυσμιακός", "πληθυσμιακής":"πληθυσμιακός", "πληθυσμιακούς":"πληθυσμιακός", "πληθυσμιακών":"πληθυσμιακός", "πληθυσμό":"πληθυσμός", "πληθυσμοί":"πληθυσμός", "πληθυσμόν":"πληθυσμός", "πληθυσμός":"πληθυσμός", "πληθυσμού":"πληθυσμός", "πληθυσμούς":"πληθυσμός", "πληθυσμών":"πληθυσμός", "πληθώρα":"πληθώρα", "πληθώρας":"πληθώρα", "πληθωρική":"πληθωρικός", "πληθωρικός":"πληθωρικός", "πληθωρισμό":"πληθωρισμός", "πληθωρισμός":"πληθωρισμός", "πληθωρισμού":"πληθωρισμός", "πληθωριστικές":"πληθωριστικός", "πληθωριστική":"πληθωριστικός", "πληθωριστικό":"πληθωριστικός", "πληθωριστικών":"πληθωριστικός", "πληκτική":"πληκτικός", "πλήκτρα":"πλήκτρο", "πλήκτρο":"πλήκτρο", "πληκτρολόγιο":"πληκτρολόγιο", "πληκτρολογίου":"πληκτρολόγιο", "πληκτρολογούμε":"πληκτρολογώ", "πλημμέλεια":"πλημμέλεια", "πλημμελειοδικειο":"πλημμελειοδικείο", "πλημμελειοδικείο":"πλημμελειοδικείο", "πλημμελειοδικείου":"πλημμελειοδικείο", "πλημμελειοδικών":"πλημμελειοδίκης", "πλημμελή":"πλημμελής", "πλημμέλημα":"πλημμέλημα", "πλημμελήματα":"πλημμέλημα", "πλημμεληματικές":"πλημμεληματικός", "πλημμελήματος":"πλημμέλημα", "πλημμελής":"πλημμελής", "πλημμελούς":"πλημμελής", "πλημμελώς":"πλημμελώς", "πλημμύρα":"πλημμύρα", "πλημμυρες":"πλημμύρα", "πλημμύρες":"πλημμύρα", "πλημμυρίδα":"πλημμυρίδα", "πλημμύριζε":"πλημμυρίζω", "πλημμυρίζει":"πλημμυρίζω", "πλημμυρίζουν":"πλημμυρίζω", "πλημμυρικών":"πλημμυρικών", "πλημμύρισαν":"πλημμυρίζω", "πλημμύρισε":"πλημμυρίζω", "πλημμυρίσει":"πλημμυρίζω", "πλημμυρισμένες":"πλημμυρισμένος", "πλημμυρισμένη":"πλημμυρισμένος", "πλημμυρισμένης":"πλημμυρίζω", "πλημμυρισμένο":"πλημμυρισμένος", "πλημμυρισμένοι":"πλημμυρισμένος", "πλημμυρισμένος":"πλημμυρισμένος", "πλημμυρίσουν":"πλημμυρίζω", "πλημμυροπαθείς":"πλημμυροπαθής", "πλημμυρών":"πλημμύρα", "πλην":"πλην", "πλήξει":"πλήττω", "πλήξη":"πλήξη", "πλήξης":"πλήξη", "πλήξουμε":"πλήττω", "πλήξουν":"πλήττω", "πλήρει":"πλήρει", "πλήρεις":"πλήρης", "πληρεξούσιο":"πληρεξούσιος", "πληρεξούσιοι":"πληρεξούσιος", "πληρεξούσιος":"πληρεξούσιος", "πληρεξουσίου":"πληρεξούσιος", "πληρεξουσίων":"πληρεξούσιος", "πλήρες":"πλήρης", "πληρέστερα":"πλήρης", "πληρέστερες":"πλήρης", "πληρέστερη":"πλήρης", "πληρέστερο":"πλήρης", "πληρέστερος":"πλήρης", "πληρέστερου":"πλήρης", "πληρη":"πλήρης", "πλήρη":"πλήρης", "πλήρης":"πλήρης", "πληροί":"πληρώ", "πληρότητα":"πληρότητα", "πληρότητας":"πληρότητα", "πληρούν":"πληρώ", "πληρούνται":"πληρώ", "πλήρους":"πλήρης", "πληρούσαν":"πληρώ", "πληρούσε":"πληρώ", "πληροφορεί":"πληροφορώ", "πληροφορείσαι":"πληροφορώ", "πληροφορείστε":"πληροφορώ", "πληροφορείται":"πληροφορώ", "πληροφορηθεί":"πληροφορώ", "πληροφορηθείς":"πληροφορώ", "πληροφορηθείτε":"πληροφορώ", "πληροφορήθηκα":"πληροφορώ", "πληροφορηθήκαμε":"πληροφορώ", "πληροφορήθηκαν":"πληροφορώ", "πληροφορήθηκε":"πληροφορώ", "πληροφορηθούν":"πληροφορώ", "πληροφορημένα":"πληροφορημένος", "πληροφορημένες":"πληροφορώ", "πληροφορημένος":"πληροφορώ", "πληροφόρησαν":"πληροφορώ", "πληροφόρησε":"πληροφορώ", "πληροφορήσει":"πληροφορώ", "πληροφορήσεις":"πληροφορώ", "πληροφόρηση":"πληροφόρηση", "πληροφόρησή":"πληροφόρηση", "πληροφόρησης":"πληροφόρηση", "πληροφορήσουν":"πληροφορώ", "πληροφορία":"πληροφορία", "πληροφοριακά":"πληροφοριακός", "πληροφοριακές":"πληροφοριακός", "πληροφοριακή":"πληροφοριακός", "πληροφοριακής":"πληροφοριακός", "πληροφοριακό":"πληροφοριακός", "πληροφοριακών":"πληροφοριακός", "πληροφορίας":"πληροφορία", "πληροφοριες":"πληροφορία", "πληροφορίες":"πληροφορία", "πληροφορικά":"πληροφορικός", "πληροφορικη":"πληροφορική", "πληροφορική":"πληροφορική", "πληροφορικης":"πληροφορική", "πληροφορικής":"πληροφορική", "πληροφορικού":"πληροφορικός", "πληροφοριοδότες":"πληροφοριοδότης", "πληροφοριοδότη":"πληροφοριοδότης", "πληροφοριοδότης":"πληροφοριοδότης", "πληροφοριοδοτών":"πληροφοριοδότης", "πληροφοριών":"πληροφορία", "πληροφορούμαι":"πληροφορώ", "πληροφορούμαστε":"πληροφορώ", "πληροφορούμενοι":"πληροφορούμενος", "πληροφορούμενος":"πληροφορούμενος", "πληροφορούν":"πληροφορώ", "πληροφορούνται":"πληροφορώ", "πληροφορώ":"πληροφορώ", "πληροφορώντας":"πληροφορώ", "πληρωθεί":"πληρώνω", "πληρωθείσες":"πληρωθείς", "πληρωθείτε":"πληρώνω", "πληρώθηκαν":"πληρώνω", "πληρωθηκε":"πληρώνω", "πληρώθηκε":"πληρώνω", "πληρωθούμε":"πληρώνω", "πληρωθούν":"πληρώνω", "πλήρωμα":"πλήρωμα", "πλήρωμά":"πλήρωμα", "πληρώματα":"πλήρωμα", "πληρώματά":"πλήρωμα", "πληρώματος":"πλήρωμα", "πληρωμάτων":"πλήρωμα", "πληρωμένα":"πληρωμένος", "πληρωμένες":"πληρώ", "πληρωμένη":"πληρώ", "πληρωμένο":"πληρωμένος", "πληρωμένος":"πληρώ", "πληρωμένου":"πληρωμένος", "πληρωμένους":"πληρώνω", "πληρωμες":"πληρωμή", "πληρωμές":"πληρωμή", "πληρωμή":"πληρωμή", "πληρωμής":"πληρωμή", "πληρωμών":"πληρωμή", "πλήρων":"πλήρης", "πλήρωναν":"πληρώνω", "πλήρωνε":"πληρώνω", "πληρώνει":"πληρώνω", "πληρώνεις":"πληρώνω", "πληρώνεται":"πληρώνω", "πληρώνετε":"πληρώνω", "πληρωνόμασταν":"πληρώνω", "πληρωνόμαστε":"πληρώνω", "πληρώνονται":"πληρώνω", "πληρώνονταν":"πληρώνω", "πληρώνοντας":"πληρώνω", "πληρωνόταν":"πληρώνω", "πληρώνουμε":"πληρώνω", "πληρώνουν":"πληρώνω", "πληρώντας":"πληρώ", "πληρώνω":"πληρώνω", "πλήρως":"πλήρως", "πλήρωσα":"πληρώνω", "πληρώσαμε":"πληρώνω", "πλήρωσαν":"πληρώνω", "πληρώσανε":"πληρώνω", "πλήρωσε":"πληρώνω", "πληρώσει":"πληρώνω", "πληρώσεις":"πληρώνω", "πληρώσετε":"πληρώνω", "πλήρωση":"πλήρωση", "πλήρωσή":"πλήρωση", "πλήρωσης":"πλήρωση", "πληρώσουμε":"πληρώνω", "πληρώσουν":"πληρώνω", "πληρώσω":"πληρώνω", "πλησίαζαν":"πλησιάζω", "πλησίαζε":"πλησιάζω", "πλησιάζει":"πλησιάζω", "πλησιάζεις":"πλησιάζω", "πλησίαζες":"πλησιάζω", "πλησιάζετε":"πλησιάζω", "πλησιάζοντας":"πλησιάζω", "πλησιάζουμε":"πλησιάζω", "πλησιάζουν":"πλησιάζω", "πλησιάζω":"πλησιάζω", "πλησίασα":"πλησιάζω", "πλησίασαν":"πλησιάζω", "πλησιασε":"πλησιάζω", "πλησίασε":"πλησιάζω", "πλησιάσει":"πλησιάζω", "πλησιάσεις":"πλησιάζω", "πλησιάσετε":"πλησιάζω", "πλησίασμα":"πλησίασμα", "πλησιάσουμε":"πλησιάζω", "πλησιάσουν":"πλησιάζω", "πλησιάστε":"πλησιάζω", "πλησιάσω":"πλησιάζω", "πλησιέστερα":"πλησίον", "πλησιέστερη":"πλησιέστερος", "πλησιέστερο":"πλησιέστερος", "πλησιέστερων":"πλησιέστερος", "πλησίον":"πλησίον", "πλησίστια":"πλησίστιος", "πλήττει":"πλήττω", "πλήττεται":"πλήττω", "πλήττονται":"πλήττω", "πλήττονταν":"πλήττω", "πλήττοντας":"πλήττω", "πλήττουμε":"πλήττω", "πλήττουν":"πλήττω", "πλιάγκα":"πλιάγκα", "πλιάγκας":"πλιάγκας", "πλιάκος":"πλιάκος", "πλιάλης":"πλιάλης", "πλιάτσικο":"πλιάτσικο", "πλίγγος":"πλίγγος", "πλιμουθ":"πλιμουθ", "πλίμουθ":"πλίμουθ", "πλίμπτον":"πλίμπτον", "πλίνθοι":"πλίνθος", "πλίνθους":"πλίνθος", "πλοήγηση":"πλοήγηση", "πλοήγησης":"πλοήγηση", "πλοία":"πλοίο", "πλοιάρια":"πλοιάριο", "πλοίαρχο":"πλοίαρχος", "πλοίαρχοι":"πλοίαρχος", "πλοίαρχος":"πλοίαρχος", "πλοιάρχου":"πλοίαρχος", "πλοίο":"πλοίο", "πλοιοκτήτες":"πλοιοκτήτης", "πλοιοκτήτη":"πλοιοκτήτης", "πλοιοκτήτρια":"πλοιοκτήτρια", "πλοιοκτήτριας":"πλοιοκτήτρια", "πλοίου":"πλοίο", "πλοιων":"πλοίο", "πλοίων":"πλοίο", "πλοκάμι":"πλοκάμι", "πλοκάμια":"πλοκάμι", "πλοκές":"πλοκή", "πλοκή":"πλοκή", "πλοκής":"πλοκή", "πλοσκας":"πλόσκα", "πλότερ":"πλότερ", "πλουμιδιών":"πλουμίδι", "πλουμιστά":"πλουμιστός", "πλουμίστηκαν":"πλουμίζω", "πλουμιστό":"πλουμιστός", "πλουραλισμός":"πλουραλισμός", "πλουραλισμού":"πλουραλισμός", "πλουραλιστικής":"πλουραλιστικός", "πλουραλιστικό":"πλουραλιστικός", "πλουραλιστικού":"πλουραλιστικός", "πλους":"πλους", "πλούσια":"πλούσιος", "πλούσιας":"πλούσιος", "πλούσιες":"πλούσιος", "πλούσιο":"πλούσιος", "πλούσιοι":"πλούσιος", "πλουσιόπαιδου":"πλουσιόπαιδο", "πλουσιοπάροχα":"πλουσιοπάροχα", "πλούσιος":"πλούσιος", "πλουσιότατο":"πλούσιος", "πλουσιότερα":"πλούσιος", "πλουσιότερες":"πλούσιος", "πλουσιότερη":"πλούσιος", "πλουσιότερο":"πλούσιος", "πλουσιότεροι":"πλούσιος", "πλουσιότερος":"πλούσιος", "πλουσιότερους":"πλούσιος", "πλουσιοτέρων":"πλούσιος", "πλουσιότερων":"πλούσιος", "πλούσιου":"πλούσιος", "πλουσίους":"πλούσιος", "πλούσιους":"πλούσιος", "πλουσίων":"πλούσιος", "πλούσιων":"πλούσιος", "πλούταρχο":"πλούταρχος", "πλούταρχου":"πλούταρχος", "πλούτη":"πλούτος", "πλουτίζει":"πλουτίζω", "πλουτίζοντας":"πλουτίζω", "πλουτίζουν":"πλουτίζω", "πλούτισαν":"πλουτίζω", "πλούτισε":"πλουτίζω", "πλουτίσει":"πλουτίζω", "πλουτισμένη":"πλουτισμένη", "πλουτισμού":"πλουτισμός", "πλουτίσουμε":"πλουτίζω", "πλουτίσουν":"πλουτίζω", "πλούτο":"πλούτος", "πλουτοκρατία":"πλουτοκρατία", "πλουτοπαραγωγικές":"πλουτοπαραγωγικός", "πλουτοπαραγωγικών":"πλουτοπαραγωγικός", "πλούτος":"πλούτος", "πλούτου":"πλούτος", "πλούτους":"πλούτος", "πλουτώνιο":"πλουτώνιος", "πλουτωνίου":"πλουτώνιος", "πλυθούν":"πλένω", "πλυντήρια":"πλυντήριο", "πλυντηριο":"πλυντήριο", "πλυντήριο":"πλυντήριο", "πλυντηρίου":"πλυντήριο", "πλυντηρίων":"πλυντήριο", "πλύσεις":"πλύση", "πλύση":"πλύση", "πλύσιμο":"πλύσιμο", "πλυσταριά":"πλυσταριό", "πλω":"πλω", "πλωμαρίτη":"πλωμαρίτη", "πλωμαρίτης":"πλωμαρίτης", "πλώρη":"πλώρη", "πλώρης":"πλώρη", "πλωρίτη":"πλωρίτης", "πλωρίτης":"πλωρίτης", "πλωτα":"πλωτός", "πλωτά":"πλωτός", "πλωτές":"πλωτός", "πλωτή":"πλωτός", "πλωτήρες":"πλωτήρας", "πλωτό":"πλωτός", "πλωτός":"πλωτός", "πνέει":"πνέω", "πνέουν":"πνέω", "πνευμα":"πνεύμα", "πνεύμα":"πνεύμα", "πνεύματα":"πνεύμα", "πνευματικά":"πνευματικά", "πνευματικά":"πνευματικός", "πνευματικές":"πνευματικός", "πνευματική":"πνευματικός", "πνευματικής":"πνευματικός", "πνευματικό":"πνευματικός", "πνευματικοί":"πνευματικός", "πνευματικό-πολιτιστικό":"πνευματικό-πολιτιστικό", "πνευματικός":"πνευματικός", "πνευματικότητα":"πνευματικότητα", "πνευματικότητά":"πνευματικότητα", "πνευματικότητας":"πνευματικότητα", "πνευματικού":"πνευματικός", "πνευματικούς":"πνευματικός", "πνευματικών":"πνευματικός", "πνεύματος":"πνεύμα", "πνεύματός":"πνεύμα", "πνευματων":"πνεύμα", "πνευμάτων":"πνεύμα", "πνεύμονα":"πνεύμονας", "πνευμονας":"πνεύμονας", "πνεύμονας":"πνεύμονας", "πνεύμονες":"πνεύμονας", "πνεύμονές":"πνεύμονας", "πνευμόνια":"πνευμόνι", "πνευμονία":"πνευμονία", "πνευμονίας":"πνευμονία", "πνευμονικές":"πνευμονικός", "πνευμονική":"πνευμονικός", "πνευμονικής":"πνευμονικός", "πνευμονικό":"πνευμονικός", "πνευμονολόγο":"πνευμονολόγος", "πνευμονολόγος":"πνευμονολόγος", "πνευμόνων":"πνεύμονας", "πνευστά":"πνευστός", "πνευστών":"πνευστός", "πνιγεί":"πνίγω", "πνίγει":"πνίγω", "πνίγεσαι":"πνίγω", "πνίγεστε":"πνίγω", "πνίγεται":"πνίγω", "πνιγήκαμε":"πνίγω", "πνίγηκαν":"πνίγω", "πνίγηκε":"πνίγω", "πνιγηρή":"πνιγηρός", "πνιγηρό":"πνιγηρός", "πνιγμένα":"πνίγω", "πνιγμένες":"πνίγω", "πνιγμένη":"πνίγω", "πνιγμένο":"πνίγω", "πνιγμένοι":"πνιγμένος", "πνιγμένους":"πνίγω", "πνιγμό":"πνιγμός", "πνιγμού":"πνιγμός", "πνίγονται":"πνίγω", "πνίγονταν":"πνίγω", "πνίγοντας":"πνίγω", "πνιγούν":"πνίγω", "πνίγουν":"πνίγω", "πνίξει":"πνίγω", "πνίξουν":"πνίγω", "πνοή":"πνοή", "πνοής":"πνοή", "πο":"πο", "ποασυ":"ποασυ", "πογιατζόγλου":"πογιατζόγλου", "πογκ":"πογκ", "πόδα":"πόδας", "ποδαράκι":"ποδαράκι", "ποδαράκια":"ποδαράκι", "ποδάρια":"ποδάρι", "ποδαρικο":"ποδαρικό", "ποδαρικό":"ποδαρικό", "ποδαριού":"ποδάρι", "πόδας":"πόδας", "ποδηγετείται":"ποδηγετώ", "ποδηλασια":"ποδηλασία", "ποδηλασία":"ποδηλασία", "ποδηλασίας":"ποδηλασία", "ποδήλατα":"ποδήλατο", "ποδηλάτες":"ποδηλάτης", "ποδηλάτη":"ποδηλάτης", "ποδηλάτης":"ποδηλάτης", "ποδηλατική":"ποδηλατικός", "ποδηλατικής":"ποδηλατικός", "ποδηλατικό":"ποδηλατικός", "ποδηλατικού":"ποδηλατικός", "ποδηλατικών":"ποδηλατικός", "ποδηλατιστών":"ποδηλατιστής", "ποδήλατο":"ποδήλατο", "ποδήλατό":"ποδήλατο", "ποδηλατοδρομια":"ποδηλατοδρομία", "ποδηλατοδρομία":"ποδηλατοδρομία", "ποδηλατοδρόμιο":"ποδηλατοδρόμιο", "ποδηλατοδρομίου":"ποδηλατοδρόμιο", "ποδηλατοδρόμους":"ποδηλατοδρόμος", "ποδηλατοδρόμων":"ποδηλατοδρόμος", "ποδηλάτου":"ποδήλατο", "ποδηλατών":"ποδηλάτης", "ποδηλάτων":"ποδήλατο", "πόδι":"πόδι", "πόδια":"πόδι", "ποδιά":"ποδιά", "ποδιές":"ποδιά", "ποδιού":"πόδι", "ποδιών":"ποδιά", "ποδόγυρο":"ποδόγυρος", "ποδοπατήθηκαν":"ποδοπατώ", "ποδοπάτησαν":"ποδοπατώ", "ποδοπατούν":"ποδοπατώ", "ποδός":"πους", "ποδοσφ":"ποδοσφ", "ποδοσφαιρικά":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικές":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρική":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικής":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικό":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικός":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικού":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικούς":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιρικών":"ποδοσφαιρικός", "ποδοσφαιριστες":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιριστές":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιριστη":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιριστή":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιριστής":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιριστών":"ποδοσφαιριστής", "ποδοσφαιρο":"ποδόσφαιρο", "ποδόσφαιρο":"ποδόσφαιρο", "ποδόσφαιρό":"ποδόσφαιρο", "ποδοσφαιρου":"ποδόσφαιρο", "ποδοσφαίρου":"ποδόσφαιρο", "ποδοσφαιρόφιλοι":"ποδοσφαιρόφιλος", "ποδοσφαιρόφιλους":"ποδοσφαιρόφιλος", "ποδοσφαιρόφιλων":"ποδοσφαιρόφιλος", "ποδών":"πόδας", "ποε":"ποε", "πόε":"πόε", "ποεδην":"ποεδην", "ποέρ":"ποέρ", "πόζα":"πόζα", "πόζαρε":"ποζάρω", "ποζάρει":"ποζάρω", "ποζάρουν":"ποζάρω", "πόζες":"πόζα", "ποζίδου":"ποζίδου", "πόθεν":"πόθεν", "ποθητά":"ποθητός", "ποθητό":"ποθητός", "ποθητός":"ποθητός", "πόθο":"πόθος", "πόθος":"πόθος", "πόθου":"πόθος", "ποθούμενη":"ποθώ", "ποθούν":"ποθώ", "πόθους":"πόθος", "ποθούσα":"ποθώ", "πόθων":"πόθος", "ποια":"ποιος", "ποία":"ποιος", "ποιαν":"ποιος", "ποιανού":"ποιος", "ποιας":"ποιος", "ποιεί":"ποιώ", "ποιείς":"ποιώ", "ποιές":"ποιές", "ποιες":"ποιος", "ποίες":"ποιος", "ποιέω":"ποιέω", "ποίημα":"ποίημα", "ποίημά":"ποίημα", "ποιήματα":"ποίημα", "ποιήματά":"ποίημα", "ποιήματος":"ποίημα", "ποιημάτων":"ποίημα", "ποιήσεως":"ποίηση", "ποίηση":"ποίηση", "ποίησή":"ποίηση", "ποίησης":"ποίηση", "ποίησής":"ποίηση", "ποίησον":"ποίησον", "ποιητές":"ποιητής", "ποιητή":"ποιητής", "ποιητής":"ποιητής", "ποιητικά":"ποιητικός", "ποιητικές":"ποιητικός", "ποιητική":"ποιητικός", "ποιητικής":"ποιητικός", "ποιητικό":"ποιητικός", "ποιητικός":"ποιητικός", "ποιητικότατα":"ποιητικός", "ποιητικότητα":"ποιητικότητα", "ποιητικού":"ποιητικός", "ποιητικών":"ποιητικός", "ποιήτρια":"ποιήτρια", "ποιήτριας":"ποιήτρια", "ποιητών":"ποιητής", "ποικίλα":"ποικίλος", "ποικίλες":"ποικίλος", "ποικίλη":"ποικίλος", "ποικίλης":"ποικίλος", "ποικιλία":"ποικιλία", "ποικιλιακό":"ποικιλιακός", "ποικιλίας":"ποικιλία", "ποικιλίδη":"ποικιλίδη", "ποικιλίδης":"ποικιλίδης", "ποικιλίες":"ποικιλία", "ποικιλιων":"ποικιλία", "ποικιλιών":"ποικιλία", "ποικίλλει":"ποικίλλω", "ποικίλλουν":"ποικίλλω", "ποικίλο":"ποικίλος", "ποικίλοι":"ποικίλος", "ποικιλόμορφες":"ποικιλόμορφος", "ποικιλόμορφη":"ποικιλόμορφος", "ποικιλομορφία":"ποικιλομορφία", "ποικιλομορφίας":"ποικιλομορφία", "ποικίλος":"ποικίλος", "ποικιλότητα":"ποικιλότητα", "ποικιλότροπα":"ποικιλότροπος", "ποικιλοτρόπως":"ποικιλοτρόπως", "ποικίλου":"ποικίλος", "ποικίλους":"ποικίλος", "ποικιλόχρωμα":"ποικιλόχρωμος", "ποικιλόχρωμη":"ποικιλόχρωμος", "ποικίλων":"ποικίλος", "ποιμαντικής":"ποιμαντικός", "ποιμένες":"ποιμένας", "ποιμενική":"ποιμενικός", "ποιμενικής":"ποιμενικός", "ποιμενικό":"ποιμενικός", "ποίμνιο":"ποίμνιο", "ποίμνιό":"ποίμνιο", "ποινές":"ποινή", "ποινή":"ποινή", "ποινης":"ποινή", "ποινής":"ποινή", "ποινικά":"ποινικός", "ποινικές":"ποινικός", "ποινική":"ποινικός", "ποινικής":"ποινικός", "ποινικό":"ποινικός", "ποινικολόγος":"ποινικολόγος", "ποινικοποιεί":"ποινικοποιώ", "ποινικοποίηση":"ποινικοποίηση", "ποινικός":"ποινικός", "ποινικού":"ποινικός", "ποινικών":"ποινικός", "ποινικώς":"ποινικώς", "ποινών":"ποινή", "ποιο":"ποιος", "ποίο":"ποιος", "ποιοί":"ποιοί", "ποιοι":"ποιος", "ποίοι":"ποιος", "ποιόν":"ποιόν", "ποιον":"ποιος", "ποιος":"ποιος", "'ποιος":"'ποιος", "ποιός":"ποιός", "ποίος":"ποιος", "ποιότητα":"ποιότητα", "ποιότητά":"ποιότητα", "ποιότητας":"ποιότητα", "ποιότητάς":"ποιότητα", "ποιότητες":"ποιότητα", "ποιότητος":"ποιότητα", "ποιοτήτων":"ποιότητα", "ποιοτικά":"ποιοτικά", "ποιοτικά":"ποιοτικός", "ποιοτικές":"ποιοτικός", "ποιοτική":"ποιοτικός", "ποιοτικής":"ποιοτικός", "ποιοτικό":"ποιοτικός", "ποιοτικός":"ποιοτικός", "ποιοτικότατα":"ποιοτικός", "ποιοτικότερο":"ποιοτικός", "ποιοτικου":"ποιοτικός", "ποιοτικού":"ποιοτικός", "ποιοτικούς":"ποιοτικός", "ποιοτικών":"ποιοτικός", "ποιου":"ποιος", "ποίου":"ποιος", "ποιούμενος":"ποιούμενος", "ποιούντες":"ποιών", "ποιους":"ποιος", "ποιούσι":"ποιούσι", "ποιούσιν":"ποιούσιν", "ποιώ":"ποιώ", "ποιων":"ποιος", "ποιών":"ποιών", "ποιώντες":"ποιώντες", "πόκα":"πόκα", "πόκερ":"πόκερ", "πολ":"πολ", "πολ.":"πολ.", "πόλα":"πόλα", "πόλακ":"πόλακ", "πολαν":"πολαν", "πολάνσκι":"πολάνσκι", "πολατιάν":"πολατιάν", "πολατίδης":"πολατίδης", "πόλεϊ":"πόλεϊ", "πόλεις":"πόλη", "πόλεις-κράτη":"πόλεις-κράτη", "πολεμά":"πολεμώ", "πολέμαγε":"πολεμώ", "πολεμάει":"πολεμώ", "πολεμάμε":"πολεμώ", "πολέμαρχο":"πολέμαρχος", "πολεμάς":"πολεμώ", "πολεμάται":"πολεμώ", "πολέμησαν":"πολεμώ", "πολέμησε":"πολεμώ", "πολεμήσει":"πολεμώ", "πολεμήσετε":"πολεμώ", "πολεμήσουμε":"πολεμώ", "πολεμήσουν":"πολεμώ", "πολεμήσω":"πολεμώ", "πολεμικά":"πολεμικός", "πολεμικες":"πολεμικός", "πολεμικές":"πολεμικός", "πολεμική":"πολεμικός", "πολεμικής":"πολεμικός", "πολεμικό":"πολεμικός", "πολεμικοί":"πολεμικός", "πολεμικός":"πολεμικός", "πολεμικού":"πολεμικός", "πολεμικούς":"πολεμικός", "πολεμικων":"πολεμικός", "πολεμικών":"πολεμικός", "πολέμιο":"πολέμιος", "πολέμιοι":"πολέμιος", "πολέμιος":"πολέμιος", "πολέμιους":"πολέμιος", "πολεμιστές":"πολεμιστής", "πολεμιστή":"πολεμιστής", "πολεμιστής":"πολεμιστής", "πολεμίστρες":"πολεμίστρα", "πολεμιστών":"πολεμιστής", "πολεμίων":"πολέμιος", "πολέμιων":"πολέμιος", "πόλεμο":"πόλεμος", "πόλεμό":"πόλεμος", "πόλεμοι":"πόλεμος", "πολεμοκάπηλα":"πολεμοκάπηλος", "πολεμοκάπηλοι":"πολεμοκάπηλος", "πολεμοκάπηλων":"πολεμοκάπηλος", "πολεμος":"πόλεμος", "πόλεμος":"πόλεμος", "πολέμου":"πόλεμος", "πόλεμου":"πόλεμος", "πολεμούν":"πολεμώ", "πολέμους":"πόλεμος", "πολεμούσαν":"πολεμώ", "πολεμοφόδια":"πολεμοφόδιο", "πολεμοχαρείς":"πολεμόχαρος", "πολεμοχαρή":"πολεμόχαρος", "πολεμώ":"πολεμώ", "πολέμων":"πόλεμος", "πολεμώντας":"πολεμώ", "πολεοδομημένης":"πολεοδομημένης", "πολεοδόμηση":"πολεοδόμηση", "πολεοδόμησης":"πολεοδόμηση", "πολεοδομία":"πολεοδομία", "πολεοδομίας":"πολεοδομία", "πολεοδομίες":"πολεοδομία", "πολεοδομικά":"πολεοδομικά", "πολεοδομικές":"πολεοδομικός", "πολεοδομική":"πολεοδομικός", "πολεοδομικής":"πολεοδομικός", "πολεοδομικο":"πολεοδομικός", "πολεοδομικό":"πολεοδομικός", "πολεοδομικού":"πολεοδομικός", "πολεοδομικών":"πολεοδομικός", "πολεοδόμος":"πολεοδόμος", "πολεοδόμους":"πολεοδόμος", "πόλεων":"πόλη", "πόλεως":"πόλη", "πόλεώς":"πόλη", "πολη":"πόλη", "πόλη":"πόλη", "πολης":"πόλη", "πόλης":"πόλη", "πόλη-φάντασμα":"πόλη-φάντασμα", "πόλι":"πόλη", "πόλιακ":"πόλιακ", "πολικες":"πολικός", "πολικές":"πολικός", "πολική":"πολικός", "πολικής":"πολικός", "πολικό":"πολικός", "πολικού":"πολικός", "πολικών":"πολικός", "πολιομυελίτιδα":"πολιομυελίτιδα", "πολιομυελίτιδας":"πολιομυελίτιδα", "πολιορκήθηκε":"πολιορκώ", "πολιορκημένο":"πολιορκώ", "πολιορκημένους":"πολιορκώ", "πολιορκήσει":"πολιορκώ", "πολιορκητές":"πολιορκητής", "πολιορκητικού":"πολιορκητικός", "πολιορκητού":"πολιορκητής", "πολιορκήτριες":"πολιορκήτριες", "πολιορκια":"πολιορκία", "πολιορκία":"πολιορκία", "πολιορκίας":"πολιορκία", "πολιορκούν":"πολιορκώ", "πόλις":"πόλη", "πολιτεία":"πολιτεία", "πολιτειακά":"πολιτειακά", "πολιτειακές":"πολιτειακός", "πολιτειακή":"πολιτειακός", "πολιτειακής":"πολιτειακός", "πολιτειακό":"πολιτειακός", "πολιτειακού":"πολιτειακός", "πολιτειακών":"πολιτειακός", "πολιτείας":"πολιτεία", "πολιτείες":"πολιτεία", "πολιτειών":"πολιτεία", "πολίτες":"πολίτης", "πολίτες-καταναλωτές":"πολίτες-καταναλωτές", "πολίτες-χρήστες":"πολίτες-χρήστες", "πολιτεύεται":"πολιτεύομαι", "πολίτευμα":"πολίτευμα", "πολιτεύματα":"πολίτευμα", "πολιτεύματος":"πολίτευμα", "πολιτευόμενος":"πολιτεύομαι", "πολιτεύονται":"πολιτεύομαι", "πολιτευτεί":"πολιτεύομαι", "πολιτευτής":"πολιτευτής", "πολίτη":"πολίτης", "πολίτη-καταναλωτή":"πολίτη-καταναλωτή", "πολιτης":"πολίτης", "πολίτης":"πολίτης", "πολίτης-θεατής":"πολίτης-θεατής", "πολιτικά":"πολιτικά", "πολιτικά":"πολιτικός", "πολιτικάντηδες":"πολιτικάντης", "πολιτικάντηδων":"πολιτικάντης", "πολιτικάντικες":"πολιτικάντικος", "πολιτικές":"πολιτική", "πολιτικές":"πολιτικός", "πολιτικη":"πολιτική", "πολιτική":"πολιτική", "πολιτική":"πολιτικός", "πολίτικη":"πολίτικος", "πολιτικης":"πολιτική", "πολιτικής":"πολιτική", "πολιτικής":"πολιτικός", "πολιτικό":"πολιτικός", "πολίτικο":"πολίτικος", "πολιτικοδικαστικές":"πολιτικοδικαστικές", "πολιτικοί":"πολιτικός", "πολιτικοκοινωνική":"πολιτικοκοινωνικός", "πολιτικο-κοινωνικών":"πολιτικο-κοινωνικών", "πολιτικό-κομματικό":"πολιτικό-κομματικό", "πολιτικολογία":"πολιτικολογία", "πολιτικολογούμε":"πολιτικολογώ", "πολιτικόν":"πολιτικός", "πολιτικοοικονομικής":"πολιτικοοικονομικός", "πολιτικο-οικονομικό":"πολιτικο-οικονομικό", "πολιτικο-οικονομικού":"πολιτικο-οικονομικού", "πολιτικοποιημένη":"πολιτικοποιώ", "πολιτικοποιημένο":"πολιτικοποιημένος", "πολιτικοποιημένοι":"πολιτικοποιώ", "πολιτικοποίηση":"πολιτικοποίηση", "πολιτικοποίησης":"πολιτικοποίηση", "πολιτικοποιήσουμε":"πολιτικοποιώ", "πολιτικοποιήσουν":"πολιτικοποιώ", "πολιτικοποιούν":"πολιτικοποιώ", "πολιτικός":"πολιτικός", "πολιτικοστρατιωτικός":"πολιτικοστρατιωτικός", "πολιτικού":"πολιτικός", "πολίτικου":"πολίτικος", "πολιτικούς":"πολιτικός", "πολιτικών":"πολιτικά", "πολιτικων":"πολιτικός", "πολιτικών":"πολιτικός", "πολιτικώς":"πολιτικά", "πολίτις":"πολίτις", "πολιτισμένα":"πολιτισμένος", "πολιτισμένες":"πολιτισμένος", "πολιτισμένη":"πολιτισμένος", "πολιτισμένης":"πολιτισμένος", "πολιτισμένο":"πολιτισμένος", "πολιτισμένοι":"πολιτισμένος", "πολιτισμένος":"πολιτισμένος", "πολιτισμένου":"πολιτισμένος", "πολιτισμένων":"πολιτισμένος", "πολιτισμικά":"πολιτισμικός", "πολιτισμικές":"πολιτισμικός", "πολιτισμική":"πολιτισμικός", "πολιτισμικής":"πολιτισμικός", "πολιτισμικό":"πολιτισμικός", "πολιτισμικοί":"πολιτισμικός", "πολιτισμικός":"πολιτισμικός", "πολιτισμικού":"πολιτισμικός", "πολιτισμικούς":"πολιτισμικός", "πολιτισμικών":"πολιτισμικός", "πολιτισμό":"πολιτισμός", "πολιτισμοί":"πολιτισμός", "πολιτισμός":"πολιτισμός", "πολιτισμου":"πολιτισμός", "πολιτισμού":"πολιτισμός", "πολιτισμούς":"πολιτισμός", "πολιτισμών":"πολιτισμός", "πολιτιστικά":"πολιτιστικός", "πολιτιστικές":"πολιτιστικός", "πολιτιστικη":"πολιτιστικός", "πολιτιστική":"πολιτιστικός", "πολιτιστικης":"πολιτιστικός", "πολιτιστικής":"πολιτιστικός", "πολιτιστικό":"πολιτιστικός", "πολιτιστικοί":"πολιτιστικός", "πολιτιστικός":"πολιτιστικός", "πολιτιστικού":"πολιτιστικός", "πολιτιστικού-μορφωτικού":"πολιτιστικού-μορφωτικού", "πολιτιστικούς":"πολιτιστικός", "πολιτιστικών":"πολιτιστικός", "πολιτογραφηθεί":"πολιτογραφώ", "πολιτογραφήθηκε":"πολιτογραφώ", "πολιτογράφησε":"πολιτογραφώ", "πολιτογράφησης":"πολιτογράφηση", "πολιτοικολογία":"πολιτοικολογία", "πολιτοφύλακας":"πολιτοφύλακας", "πολιτοφυλακές":"πολιτοφυλακή", "πολιτοφυλακή":"πολιτοφυλακή", "πολιτοφυλακής":"πολιτοφυλακή", "πολιτών":"πολίτης", "πολιτών-δημοσιογράφων":"πολιτών-δημοσιογράφων", "πολιχνη":"πολίχνη", "πολίχνη":"πολίχνη", "πολιχνης":"πολίχνη", "πολίχνης":"πολίχνη", "πολλά":"πολλά", "πολλά":"πολύς", "πολλαίς":"πολλαίς", "πολλάκις":"πολλάκις", "πολλαπλά":"πολλαπλός", "πολλαπλάσια":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλασιάζει":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιάζεται":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιάζονται":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιάζονταν":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιάζοντας":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλάσιας":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλασιάσει":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιασθεί":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιασθούν":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιασμένη":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιασμό":"πολλαπλασιασμός", "πολλαπλασιασμός":"πολλαπλασιασμός", "πολλαπλασιασμού":"πολλαπλασιασμός", "πολλαπλασιάσουμε":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιαστεί":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιαστές":"πολλαπλασιαστής", "πολλαπλασιάστηκαν":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλασιαστικά":"πολλαπλασιαστικός", "πολλαπλασιαστούν":"πολλαπλασιάζω", "πολλαπλάσιες":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλάσιο":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλάσιοι":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλάσιου":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλάσιων":"πολλαπλάσιος", "πολλαπλές":"πολλαπλός", "πολλαπλή":"πολλαπλός", "πολλαπλής":"πολλαπλός", "πολλαπλό":"πολλαπλός", "πολλαπλοί":"πολλαπλός", "πολλαπλότητα":"πολλαπλότητα", "πολλαπλούς":"πολλαπλός", "πολλαπλών":"πολλαπλός", "πολλαπλώς":"πολλαπλά", "πολλες":"πολύς", "πολλές":"πολύς", "πολλή":"πολύς", "πολλοί":"πολύς", "πολλοίς":"πολλοίς", "πολλοστή":"πολλοστός", "πολλοστό":"πολλοστός", "πολλού":"πολύς", "πολλους":"πολύς", "πολλούς":"πολύς", "πολλώ":"πολλώ", "πολλών":"πολύς", "πολμποτσάν":"πολμποτσάν", "πόλντι":"πόλντι", "πολο":"πόλος", "πόλο":"πόλος", "πόλοι":"πόλος", "πολόνια":"πολόνια", "πόλος":"πόλος", "πόλου":"πόλος", "πόλους":"πόλος", "πολτό":"πολτός", "πολτοποιήθηκε":"πολτοποιώ", "πολτοποίησε":"πολτοποιώ", "πολτοποίηση":"πολτοποίηση", "πολτοποιούμε":"πολτοποιώ", "πολτός":"πολτός", "πολυ":"πολύ", "πολύ":"πολύ", "πολύ":"πολύς", "πολυαγαπημένες":"πολυαγαπημένος", "πολυαγαπημένη":"πολυαγαπημένος", "πολυαγαπημένης":"πολυαγαπημένος", "πολυαγαπημένο":"πολυαγαπημένος", "πολυαγαπημένου":"πολυαγαπημένος", "πολυαιθυλένιο":"πολυαιθυλένιο", "πολυαναμενόμενη":"πολυαναμενόμενος", "πολυάνθρωπες":"πολυάνθρωπος", "πολυάνθρωπης":"πολυάνθρωπος", "πολυάνθρωπο":"πολυάνθρωπος", "πολυάνθρωπων":"πολυάνθρωπος", "πολυαπασχόλησης":"πολυαπασχόλησης", "πολυάριθμα":"πολυάριθμος", "πολυάριθμες":"πολυάριθμος", "πολυάριθμη":"πολυάριθμος", "πολυάριθμους":"πολυάριθμος", "πολυάριθμων":"πολυάριθμος", "πολυάσχολοι":"πολυάσχολος", "πολυβάλβιδο":"πολυβάλβιδος", "πολυβόλα":"πολυβόλο", "πολυβολεία":"πολυβολείο", "πολυβόλο":"πολυβόλο", "πολυβόλου":"πολυβόλο", "πολυβολούσαν":"πολυβολώ", "πολυβόλων":"πολυβόλο", "πολύβουη":"πολύβουος", "πολύβουο":"πολύβουος", "πολυβραβευμένη":"πολυβραβευμένος", "πολυβραβευμένος":"πολυβραβευμένος", "πολυβραβευμένου":"πολυβραβευμένος", "πολύγραφο":"πολύγραφος", "πολύγυρο":"πολύγυρος", "πολυγυρου":"πολύγυρος", "πολυγύρου":"πολύγυρος", "πολύγυρου":"πολύγυρος", "πολυγωνικές":"πολυγωνικός", "πολυδαίδαλο":"πολυδαίδαλος", "πολυδάπανες":"πολυδάπανος", "πολυδάπανη":"πολυδάπανος", "πολυδάπανο":"πολυδάπανος", "πολυδάπανου":"πολυδάπανος", "πολυδένδρι":"πολυδένδρι", "πολυδεύκης":"πολυδεύκης", "πολυδιαβασμένο":"πολυδιαβασμένος", "πολυδιάσπαση":"πολυδιάσπαση", "πολυδιάσπασης":"πολυδιάσπαση", "πολυδιασπασμένη":"πολυδιασπασμένος", "πολυδιάσταση":"πολυδιάσταση", "πολυδιάστατα":"πολυδιάστατος", "πολυδιάστατη":"πολυδιάστατος", "πολυδιάστατο":"πολυδιάστατος", "πολυδιάστατου":"πολυδιάστατος", "πολυδιαφημιζόμενη":"πολυδιαφημιζόμενος", "πολυδιαφημισμένα":"πολυδιαφημίζω", "πολυδιαφημισμένες":"πολυδιαφημίζω", "πολυδιαφημισμένη":"πολυδιαφημισμένος", "πολυδιαφημισμένο":"πολυδιαφημισμένος", "πολυδιαφημισμένου":"πολυδιαφημίζω", "πολυδούρη":"πολυδούρη", "πολυδύναμο":"πολυδύναμος", "πολυδύναμοι":"πολυδύναμος", "πολύδωρα":"πολύδωρας", "πολυδώρου":"πολυδώρο", "πολυεδρική":"πολυεδρικός", "πολύεδρο":"πολύεδρος", "πολυέδωσε":"πολυδίνω", "πολυεθνικά":"πολυεθνικός", "πολυεθνικές":"πολυεθνικός", "πολυεθνική":"πολυεθνικός", "πολυεθνικής":"πολυεθνικός", "πολυεθνικό":"πολυεθνικός", "πολυεθνικών":"πολυεθνικός", "πολυεθνοτικό":"πολυεθνοτικός", "πολυεκατομμυριούχο":"πολυεκατομμυριούχος", "πολυεκατομμυριούχος":"πολυεκατομμυριούχος", "πολυέλαιος":"πολυέλαιος", "πολυεμπιστεύονται":"πολυεμπιστεύομαι", "πολυέξοδα":"πολυέξοδος", "πολυέξοδη":"πολυέξοδος", "πολυεπίπεδο":"πολυεπίπεδος", "πολυεστιακή":"πολυεστιακός", "πολυετείς":"πολυετής", "πολυετές":"πολυετής", "πολυετή":"πολυετής", "πολυετούς":"πολυετής", "πολυζος":"πολυζος", "πολύζος":"πολύζος", "πολύζου":"πολύζου", "πολυζωγόπουλος":"πολυζωγόπουλος", "πολυζωίδη":"πολυζωίδη", "πολυζωϊδη":"πολυζωϊδη", "πολυζωίδης":"πολυζωίδης", "πολυζωΐδης":"πολυζωΐδης", "πολυήμερες":"πολυήμερος", "πολυήμερη":"πολυήμερος", "πολυήμερο":"πολυήμερος", "πολυθέαμα":"πολυθέαμα", "πολυθεϊστικών":"πολυθεϊστικός", "πολυθεσίτες":"πολυθεσίτης", "πολυθρονα":"πολυθρόνα", "πολυθρόνα":"πολυθρόνα", "πολυθρόνες":"πολυθρόνα", "πολυθρύλητες":"πολυθρύλητος", "πολυθρύλητη":"πολυθρύλητος", "πολυθρύλητης":"πολυθρύλητος", "πολυιατρεία":"πολυιατρείο", "πολυιδωμένα":"πολυιδωμένος", "πολυκαιρισμένο":"πολυκαιρίζω", "πολυκανδριώτης":"πολυκανδριώτης", "πολυκάρπη":"πολυκάρπη", "πολυκάρποβ":"πολυκάρποβ", "πολύκαρποβ":"πολύκαρποβ", "πολυκαστρο":"πολύκαστρο", "πολύκαστρο":"πολύκαστρο", "πολυκαστρου":"πολύκαστρο", "πολυκάστρου":"πολύκαστρο", "πολύκαστρου":"πολύκαστρο", "πολυκαταλαβαίνουμε":"πολυκαταλαβαίνω", "πολυκατάστημα":"πολυκατάστημα", "πολυκαταστήματα":"πολυκατάστημα", "πολυκαταστήματος":"πολυκατάστημα", "πολυκαταστημάτων":"πολυκατάστημα", "πολυκατοικία":"πολυκατοικία", "πολυκατοικίας":"πολυκατοικία", "πολυκατοικίες":"πολυκατοικία", "πολυκατοικιών":"πολυκατοικία", "πολυκεντρική":"πολυκεντρικός", "πολυκεντρικό":"πολυκεντρικός", "πολυκλαδικό":"πολυκλαδικός", "πολυκλαδικού":"πολυκλαδικός", "πολυκομματισμός":"πολυκομματισμός", "πολυκοσμία":"πολυκοσμία", "πολύκροτη":"πολύκροτος", "πολύκροτης":"πολύκροτος", "πολυκυστικών":"πολυκυστικών", "πολυλογάς":"πολυλογάς", "πολυλογία":"πολυλογία", "πολυλογούμε":"πολυλογώ", "πολυλογώ":"πολυλογώ", "πολυμάθειά":"πολυμάθεια", "πολυμελές":"πολυμελής", "πολυμελή":"πολυμελής", "πολυμελής":"πολυμελής", "πολυμελούς":"πολυμελής", "πολυμελών":"πολυμελής", "πολυμέρεια":"πολυμέρεια", "πολυμερές":"πολυμερής", "πολυμερή":"πολυμερής", "πολυμέρης":"πολυμέρης", "πολύμερος":"πολύμερος", "πολυμερών":"πολυμερής", "πολυμέσα":"πολυμέσα", "πολυμέσων":"πολυμέσα", "πολυμέτωπη":"πολυμέτωπος", "πολυμέτωπο":"πολυμέτωπος", "πολύμηνες":"πολύμηνος", "πολύμηνη":"πολύμηνος", "πολύμηνης":"πολύμηνος", "πολυμήχανο":"πολυμήχανος", "πολυμήχανος":"πολυμήχανος", "πολύμορφα":"πολύμορφα", "πολύμορφα":"πολύμορφος", "πολύμορφες":"πολύμορφος", "πολυμορφία":"πολυμορφία", "πολυμορφικό":"πολυμορφικός", "πολύμορφο":"πολύμορφος", "πολύμορφου":"πολύμορφος", "πολύμοχθης":"πολύμοχθος", "πολύν":"πολύς", "πολύνεκρη":"πολύνεκρος", "πολύνεκρης":"πολύνεκρος", "πολύνεκρο":"πολύνεκρος", "πολυνίκη":"πολυνίκης", "πολυνίκης":"πολυνίκης", "πολυνομία":"πολυνομία", "πολυνομίας":"πολυνομία", "πολυνομοσχέδιο":"πολυνομοσχέδιο", "πολυνομοσχεδίου":"πολυνομοσχέδιο", "πολύπαθη":"πολύπαθος", "πολύπαθης":"πολύπαθος", "πολύπαθο":"πολύπαθος", "πολύπαθος":"πολύπαθος", "πολύπαθου":"πολύπαθος", "πολύπειρος":"πολύπειρος", "πολύπλευρα":"πολύπλευρος", "πολύπλευρες":"πολύπλευρος", "πολύπλευρη":"πολύπλευρος", "πολύπλευρης":"πολύπλευρος", "πολύπλευρο":"πολύπλευρος", "πολύπλευροι":"πολύπλευρος", "πολύπλευρος":"πολύπλευρος", "πολυπληθείς":"πολυπληθής", "πολυπληθές":"πολυπληθής", "πολυπληθέστερα":"πολυπληθής", "πολυπληθέστερη":"πολυπληθής", "πολυπληθέστερο":"πολυπληθής", "πολυπληθέστερων":"πολυπληθής", "πολυπληθή":"πολυπληθής", "πολυπληθής":"πολυπληθής", "πολυπληθούς":"πολυπληθής", "πολύπλοκα":"πολύπλοκα", "πολύπλοκα":"πολύπλοκος", "πολυπλόκαμο":"πολυπλόκαμος", "πολύπλοκες":"πολύπλοκος", "πολύπλοκη":"πολύπλοκος", "πολύπλοκο":"πολύπλοκος", "πολύπλοκος":"πολύπλοκος", "πολυπλοκότερο":"πολύπλοκος", "πολυπλοκότητα":"πολυπλοκότητα", "πολυπλοκότητά":"πολυπλοκότητα", "πολυπλοκότητας":"πολυπλοκότητα", "πολυπλοκότητάς":"πολυπλοκότητα", "πολυπλοκότητες":"πολυπλοκότητα", "πολύπλοκους":"πολύπλοκος", "πολύπλοκων":"πολύπλοκος", "πολύποδες":"πολύποδας", "πολυπόθητα":"πολυπόθητος", "πολυπόθητες":"πολυπόθητος", "πολυπόθητη":"πολυπόθητος", "πολυπόθητης":"πολυπόθητος", "πολυπόθητο":"πολυπόθητος", "πολυπόθητου":"πολυπόθητος", "πολυπόθητους":"πολυπόθητος", "πολυποίκιλα":"πολυποίκιλος", "πολυπολικό":"πολυπολικό", "πολυπολικού":"πολυπολικού", "πολυ-πολιτισμική":"πολυ-πολιτισμική", "πολυπολιτισμική":"πολυπολιτισμικός", "πολυπολιτισμικής":"πολυπολιτισμικός", "πολυπολιτισμικό":"πολυπολιτισμικός", "πολυπολιτισμικότητα":"πολυπολιτισμικότητα", "πολυπολιτισμικότητας":"πολυπολιτισμικότητα", "πολύ-πολύ":"πολύ-πολύ", "πολυπράγμων":"πολυπράγμων", "πολυπρόσωπες":"πολυπρόσωπος", "πολυπρόσωπη":"πολυπρόσωπος", "πολυπρόσωπο":"πολυπρόσωπος", "πολύπτυχα":"πολύπτυχος", "πολύπτυχο":"πολύπτυχος", "πολύς":"πολύς", "πολυσακχαρίτες":"πολυσακχαρίτης", "πολυσέλιδα":"πολυσέλιδος", "πολυσέλιδες":"πολυσέλιδος", "πολυσέλιδη":"πολυσέλιδος", "πολυσέλιδο":"πολυσέλιδος", "πολυσέλιδων":"πολυσέλιδος", "πολυσήμαντη":"πολυσήμαντος", "πολυσκεφτεί":"πολυσκέφτομαι", "πολύστροφος":"πολύστροφος", "πολυσυζητημένες":"πολυσυζητώ", "πολυσυζητημένη":"πολυσυζητημένος", "πολυσυζητημένης":"πολυσυζητημένος", "πολυσυζητημένο":"πολυσυζητημένος", "πολυσυζητημένος":"πολυσυζητημένος", "πολυσυζητημένου":"πολυσυζητημένος", "πολυσυλλεκτικής":"πολυσυλλεκτικός", "πολυσυλλεκτικό":"πολυσυλλεκτικός", "πολυσύνθετο":"πολυσύνθετος", "πολυσύνθετος":"πολυσύνθετος", "πολυσύνθετου":"πολυσύνθετος", "πολυσύνθετων":"πολυσύνθετος", "πολυσύχναστα":"πολυσύχναστος", "πολυσύχναστες":"πολυσύχναστος", "πολυσύχναστη":"πολυσύχναστος", "πολυσύχναστο":"πολυσύχναστος", "πολυσύχναστων":"πολυσύχναστος", "πολυσχιδείς":"πολυσχιδής", "πολυσχιδή":"πολυσχιδής", "πολυσχιδής":"πολυσχιδής", "πολυσχιδούς":"πολυσχιδής", "πολυτάλαντα":"πολυτάλαντος", "πολυτάλαντο":"πολυτάλαντος", "πολυτάλαντος":"πολυτάλαντος", "πολυτάραχη":"πολυτάραχος", "πολυτάραχης":"πολυτάραχος", "πολυτάραχος":"πολυτάραχος", "πολύτεκνες":"πολύτεκνος", "πολύτεκνη":"πολύτεκνος", "πολύτεκνοι":"πολύτεκνος", "πολύτεκνος":"πολύτεκνος", "πολύτεκνους":"πολύτεκνος", "πολυτέλεια":"πολυτέλεια", "πολυτελείας":"πολυτέλεια", "πολυτέλειας":"πολυτέλεια", "πολυτέλειες":"πολυτέλεια", "πολυτελείς":"πολυτελής", "πολυτελές":"πολυτελής", "πολυτελή":"πολυτελής", "πολυτελής":"πολυτελής", "πολυτελών":"πολυτελής", "πολυτεχνείο":"πολυτεχνείο", "πολυτεχνείου":"πολυτεχνείο", "πολυτεχνική":"πολυτεχνικός", "πολυτεχνικής":"πολυτεχνικός", "πολυτεχνικός":"πολυτεχνικός", "πολύτιμα":"πολύτιμα", "πολύτιμα":"πολύτιμος", "πολύτιμες":"πολύτιμος", "πολυτίμη":"πολύτιμος", "πολύτιμη":"πολύτιμος", "πολυτιμο":"πολύτιμος", "πολύτιμο":"πολύτιμος", "πολύτιμοι":"πολύτιμος", "πολύτιμος":"πολύτιμος", "πολυτιμότερες":"πολύτιμος", "πολυτιμότερο":"πολύτιμος", "πολυτιμότερος":"πολύτιμος", "πολυτιμότερους":"πολύτιμος", "πολυτίμου":"πολύτιμος", "πολύτιμου":"πολύτιμος", "πολύτιμους":"πολύτιμος", "πολύτιμων":"πολύτιμος", "πολυτομικό":"πολυτομικό", "πολύτομο":"πολύτομος", "πολυτονικό":"πολυτονικός", "πολυτραυματία":"πολυτραυματίας", "πολυτραυματίας":"πολυτραυματίας", "πολυτραυματιών":"πολυτραυματίας", "πολύτροπο":"πολύτροπος", "πολύτροπον":"πολύτροπος", "πολυφαγία":"πολυφαγία", "πολυφαρμακία":"πολυφαρμακία", "πολύφερνη":"πολύφερνος", "πολυφυλετική":"πολυφυλετικός", "πολυφυλετικής":"πολυφυλετικός", "πολυφύτου":"πολύφυτος", "πολυφωνία":"πολυφωνία", "πολυχρησιμοποιημένη":"πολυχρησιμοποιημένος", "πολύχρονη":"πολυχρόνιος", "πολυχρόνης":"πολυχρόνης", "πολύχρονης":"πολυχρόνιος", "πολυχρονιάδου":"πολυχρονιάδου", "πολυχρονίδης":"πολυχρονίδης", "πολυχρονίου":"πολυχρόνιος", "πολύχρονο":"πολυχρόνιος", "πολυχρονόπουλου":"πολυχρονόπουλου", "πολυχρονος":"πολυχρόνιος", "πολύχρονους":"πολυχρόνιος", "πολύχρονων":"πολυχρόνιος", "πολύχρωμα":"πολύχρωμος", "πολύχρωμες":"πολύχρωμος", "πολύχρωμη":"πολύχρωμος", "πολυχρωμία":"πολυχρωμία", "πολύχρωμο":"πολύχρωμος", "πολύχρωμου":"πολύχρωμος", "πολύχρωμους":"πολύχρωμος", "πολύχρωμων":"πολύχρωμος", "πολυχώρο":"πολυχώρο", "πολυχώροι":"πολυχώροι", "πολυχώρος":"πολυχώρος", "πολυχώρου":"πολύχωρος", "πολυχώρους":"πολύχωρος", "πολύωρες":"πολύωρος", "πολύωρη":"πολύωρος", "πολύωρης":"πολύωρος", "πολύωρου":"πολύωρος", "πολυώροφα":"πολυώροφος", "πολυώροφο":"πολυώροφος", "πολυώροφου":"πολυώροφος", "πολύωρων":"πολύωρος", "πολωμένο":"πολώνω", "πόλων":"πόλος", "πολωνέζα":"πολωνέζα", "πολωνια":"πολωνία", "πολωνία":"πολωνία", "πολωνίας":"πολωνία", "πολωνικές":"πολωνικός", "πολωνική":"πολωνικός", "πολωνικής":"πολωνικός", "πολωνικό":"πολωνικός", "πολωνικού":"πολωνικός", "πολωνό":"πολωνός", "πολωνοί":"πολωνός", "πολωνός":"πολωνός", "πολωνού":"πολωνός", "πολωνών":"πολωνός", "πόλωση":"πόλωση", "πόλωσης":"πόλωση", "πομακική":"πομακικός", "πομακικής":"πομακικός", "πομακο-ελληνικό":"πομακο-ελληνικό", "πομάκους":"πομάκος", "πομάκων":"πομάκος", "πομάσκι":"πομάσκι", "πομπή":"πομπή", "πομπής":"πομπή", "πομπιντού":"πομπιντού", "πομπό":"πομπός", "πομποδέκτες":"πομποδέκτης", "πομποί":"πομπός", "πομπού":"πομπός", "πομπώδεις":"πομπώδης", "πομπώδη":"πομπώδης", "πομπώδης":"πομπώδης", "πομπωδώς":"πομπωδώς", "πομπών":"πομπός", "πομφόλυγες":"πομφόλυγα", "πονtoι":"πόντος", "πονά":"πονώ", "πονάει":"πονώ", "πονάμε":"πονώ", "πονάνε":"πονώ", "πονάς":"πονώ", "πονγκ":"πονγκ", "πονεμένα":"πονεμένος", "πονεμένη":"πονώ", "πονεμένο":"πονώ", "πονεμένους":"πονώ", "πονέσει":"πονώ", "πονέσουν":"πονώ", "πόνημα":"πόνημα", "πόνημά":"πόνημα", "πονήματα":"πόνημα", "πονήματος":"πόνημα", "πονηρά":"πονηρός", "πονηρές":"πονηρός", "πονηριά":"πονηριά", "πονηρο":"πονηρός", "πονηρό":"πονηρός", "πονηροί":"πονηρός", "πονηρός":"πονηρός", "πονηρού":"πονηρός", "πονηρούς":"πονηρός", "πονηρών":"πονηρός", "πόνι":"πόνι", "πόνο":"πόνος", "πονόδοντο":"πονόδοντος", "πόνοι":"πόνος", "πονοκεφαλιάζει":"πονοκεφαλιάζω", "πονοκέφαλο":"πονοκέφαλος", "πονοκέφαλοι":"πονοκέφαλος", "πονοκέφαλος":"πονοκέφαλος", "πονοκεφάλους":"πονοκέφαλος", "πονοκεφάλων":"πονοκέφαλος", "πονόλαιμο":"πονόλαιμος", "πονόλαιμος":"πονόλαιμος", "πόνος":"πόνος", "πόνου":"πόνος", "πονούν":"πονώ", "πόνους":"πόνος", "πονούσα":"πονώ", "πονούσαν":"πονώ", "πονόψυχη":"πονόψυχος", "πονσλε":"πονσλε", "πονσλέ":"πονσλέ", "πόνταρε":"ποντάρω", "ποντάρει":"ποντάρω", "ποντάρεις":"ποντάρω", "ποντάρετε":"ποντάρω", "ποντάρισμα":"ποντάρισμα", "ποντάρονται":"ποντάρονται", "ποντάροντας":"ποντάρω", "ποντάρουν":"ποντάρω", "ποντγκόριτσα":"ποντγκόριτσα", "πόντε":"πόντος", "ποντιακά":"ποντιακός", "ποντιακή":"ποντιακός", "ποντιακό":"ποντιακός", "ποντιακός":"ποντιακός", "ποντιακού":"ποντιακός", "ποντιακών":"ποντιακός", "ποντικάκια":"ποντικάκι", "ποντικης":"ποντικης", "ποντίκης":"ποντίκης", "ποντικι":"ποντίκι", "ποντίκι":"ποντίκι", "ποντίκια":"ποντίκι", "ποντικιού":"ποντίκι", "ποντικοί":"ποντικός", "ποντικομικρούλης2":"ποντικομικρούλης2", "ποντικοπούλου":"ποντικοπούλου", "ποντικού":"ποντικός", "ποντικούς":"ποντικός", "ποντικοφάρμακα":"ποντικοφάρμακο", "ποντικών":"ποντικός", "ποντίνια":"ποντίνια", "πόντιο":"πόντιος", "πόντιοι":"πόντιος", "πόντιος":"πόντιος", "ποντίους":"πόντιος", "πόντιους":"πόντιος", "ποντίφικα":"ποντίφικας", "ποντίφικας":"ποντίφικας", "ποντίων":"πόντιος", "ποντο":"πόντος", "πόντο":"πόντος", "ποντοι":"πόντος", "πόντοι":"πόντος", "ποντόλσκι":"ποντόλσκι", "ποντοπόρα":"ποντοπόρος", "ποντοπόρας":"ποντοπόρας", "ποντοπόρου":"ποντοπόρος", "ποντοπόρων":"ποντοπόρος", "πόντος":"πόντος", "πόντου":"πόντος", "ποντους":"πόντος", "πόντους":"πόντος", "πόντων":"πόντος", "πονώ":"πονώ", "πόνων":"πόνος", "ποξ":"ποξ", "πόουζι":"πόουζι", "ποπ":"ποπ", "πόπαρα":"πόπαρα", "ποπέσκου":"ποπέσκου", "πόπη":"πόπη", "πόποβιτς":"πόποβιτς", "ποποφ":"ποποφ", "ποπόφ":"ποπόφ", "πορεια":"πορεία", "πορεία":"πορεία", "πορείας":"πορεία", "πορείες":"πορεία", "πορεύεσαι":"πορεύομαι", "πορεύεται":"πορεύομαι", "πορευθεί":"πορεύομαι", "πορευθούμε":"πορεύομαι", "πορευθούν":"πορεύομαι", "πορεύομαι":"πορεύομαι", "πορευόμαστε":"πορεύομαι", "πορευόμενων":"πορευόμενος", "πορεύονται":"πορεύομαι", "πορεύουμε":"πορεύουμε", "πορευτεί":"πορεύομαι", "πορεύτηκε":"πορεύομαι", "πορευτούμε":"πορεύομαι", "πορευτούν":"πορεύομαι", "πορθμεία":"πορθμείο", "πορθμειακή":"πορθμειακός", "πορθμείο":"πορθμείο", "πορισμα":"πόρισμα", "πόρισμα":"πόρισμα", "πόρισμά":"πόρισμα", "πορίσματα":"πόρισμα", "πορίσματά":"πόρισμα", "πορισματική":"πορισματικός", "πορίσματος":"πόρισμα", "πορισμάτων":"πόρισμα", "πορνεία":"πορνεία", "πορνείας":"πορνεία", "πορνείο":"πορνείο", "πόρνες":"πόρνη", "πορνη":"πόρνη", "πόρνη":"πόρνη", "πόρνης":"πόρνη", "πορνό":"πορνό", "πορνογραφία":"πορνογραφία", "πορνογραφίας":"πορνογραφία", "πορνογραφικά":"πορνογραφικός", "πορνογραφικό":"πορνογραφικός", "πορνογραφικού":"πορνογραφικός", "πορνοστάρ":"πορνοστάρ", "πορνών":"πόρνη", "πόρο":"πόρος", "πόροι":"πόρος", "πόρος":"πόρος", "πόρου":"πόρος", "πόρους":"πόρος", "πόρρω":"πόρρω", "πορσελάνες":"πορσελάνη", "πορσελάνη":"πορσελάνη", "πορτ":"πορτ", "πόρτα":"πόρτα", "πορταΐτισσας":"πορταΐτισσας", "πορτανόβα":"πορτανόβα", "πόρτα-πόρτα":"πόρτα-πόρτα", "πορταριας":"πορταριά", "πορτας":"πόρτα", "πόρτας":"πόρτα", "πόρτες":"πόρτα", "πορτίγιο":"πορτίγιο", "πορτιέρο":"πορτιέρο", "πορτιμάο":"πορτιμάο", "πόρτλαντ":"πόρτλαντ", "πορτ-μπαγκάζ":"πορτ-μπαγκάζ", "πορτο":"πόρτο", "πόρτο":"πόρτο", "πορτογαλια":"πορτογαλία", "πορτογαλία":"πορτογαλία", "πορτογαλίας":"πορτογαλία", "πορτογαλικά":"πορτογαλικός", "πορτογαλικές":"πορτογαλικός", "πορτογαλική":"πορτογαλικός", "πορτογαλικής":"πορτογαλικός", "πορτογαλικό":"πορτογαλικός", "πορτογαλικός":"πορτογαλικός", "πορτογαλικού":"πορτογαλικός", "πορτογαλικών":"πορτογαλικός", "πορτογάλο":"πορτογάλος", "πορτογάλοι":"πορτογάλος", "πορτογάλος":"πορτογάλος", "πορτογάλου":"πορτογάλος", "πορτοκαλάδα":"πορτοκαλάδα", "πορτοκαλάδες":"πορτοκαλάδα", "πορτοκαλέα":"πορτοκαλέα", "πορτοκαλέας":"πορτοκαλέας", "πορτοκαλής":"πορτοκαλής", "πορτοκαλί":"πορτοκαλής", "πορτοκάλι":"πορτοκάλι", "πορτοκάλια":"πορτοκάλι", "πορτοκάλογλου":"πορτοκάλογλου", "πορτολάκης":"πορτολάκης", "πορτοπαράθυρα":"πορτοπαράθυρα", "πορτούλα":"πορτούλα", "πορτουλίδη":"πορτουλίδη", "πορτοφολάδες":"πορτοφολάς", "πορτοφόλι":"πορτοφόλι", "πορτοφόλια":"πορτοφόλι", "πορτοφολιών":"πορτοφόλι", "πορτραίτα":"πορτραίτο", "πορτραίτο":"πορτραίτο", "πορτρετα":"πορτρέτο", "πορτρέτα":"πορτρέτο", "πορτρετο":"πορτρέτο", "πορτρέτο":"πορτρέτο", "πορτρέτου":"πορτρέτο", "πορτρέτων":"πορτρέτο", "πορτσμουθ":"πορτσμουθ", "πόρτσμουθ":"πόρτσμουθ", "πόρτσμουθ317101337-46":"πόρτσμουθ317101337-46", "πόρτσμουθ-εβερτον":"πόρτσμουθ-εβερτον", "πόρτσμουθ-φούλαμ":"πόρτσμουθ-φούλαμ", "πορφύρα":"πορφύρα", "πορφυρά":"πορφυρός", "πορφυρές":"πορφυρός", "πορφυριακός":"πορφυριακός", "πορφυρίδη":"πορφυρίδη", "πορφυρό":"πορφυρός", "πόρω":"πόρω", "πόρων":"πόρος", "ποσά":"ποσό", "πόσα":"πόσος", "ποσειδων":"ποσειδών", "ποσειδών":"ποσειδών", "ποσειδώνιο":"ποσειδώνιος", "ποσειδωνίου":"ποσειδώνιος", "πόσες":"πόσος", "πόση":"πόσος", "πόσιμο":"πόσιμος", "πόσιμου":"πόσιμος", "ποσο":"πόσο", "ποσό":"ποσό", "πόσο":"πόσο", "πόσοι":"πόσος", "ποσόν":"ποσό", "πόσον":"πόσος", "πόσος":"πόσος", "ποσοστά":"ποσοστό", "ποσοστήτων":"ποσοστήτων", "ποσοστιαία":"ποσοστιαίος", "ποσοστιαίες":"ποσοστιαίος", "ποσοστιαίων":"ποσοστιαίος", "ποσοστο":"ποσοστό", "ποσοστό":"ποσοστό", "ποσοστού":"ποσοστό", "ποσοστών":"ποσοστό", "ποσοστώσεις":"ποσόστωση", "ποσοστώσεων":"ποσόστωση", "ποσόστωση":"ποσόστωση", "ποσόστωσης":"ποσόστωση", "ποσότητα":"ποσότητα", "ποσότητας":"ποσότητα", "ποσότητες":"ποσότητα", "ποσοτήτων":"ποσότητα", "ποσοτικά":"ποσοτικά", "ποσοτικές":"ποσοτικός", "ποσοτική":"ποσοτικός", "ποσοτικής":"ποσοτικός", "ποσοτικοποιηθεί":"ποσοτικοποιώ", "ποσοτικός":"ποσοτικός", "ποσοτικούς":"ποσοτικός", "ποσοτικών":"ποσοτικός", "ποσού":"ποσό", "πόσους":"πόσος", "ποσπίσιλ":"ποσπίσιλ", "πόσπισιλ":"πόσπισιλ", "ποστ":"ποστ", "πόστα":"πόστο", "ποστάλ":"ποστάλ", "πόστερ":"πόστερ", "ποστιλιόνε":"ποστιλιόνε", "πόστο":"πόστο", "πόστων":"πόστο", "ποσών":"ποσό", "πόσων":"πόσος", "ποσώς":"ποσώς", "ποτ":"ποτ", "ποτα":"ποτό", "ποτά":"ποτό", "ποταμάκι":"ποταμάκι", "ποτάμι":"ποτάμι", "ποτάμια":"ποτάμιος", "ποτάμιο":"ποτάμιος", "ποταμίσια":"ποταμίσιος", "ποταμίσιο":"ποταμίσιος", "ποταμό":"ποταμός", "ποταμοί":"ποταμός", "ποταμόπλοια":"ποταμόπλοιο", "ποταμόπλοιο":"ποταμόπλοιο", "ποταμός":"ποταμός", "ποταμού":"ποταμός", "ποταμούς":"ποταμός", "ποταμών":"ποταμός", "ποταπή":"ποταπός", "ποταπό":"ποταπός", "ποτε":"ποτέ", "ποτέ":"ποτέ", "πότε":"πότε", "πότερ":"πότερ", "πότες":"πότης", "ποτηράκι":"ποτηράκι", "ποτηράκια":"ποτηράκι", "ποτήρι":"ποτήρι", "ποτήρια":"ποτήριο", "ποτήριον":"ποτήριο", "ποτηριών":"ποτήρι", "πότι":"πότι", "ποτίδαια":"ποτίδαια", "ποτίδαιας":"ποτίδαιας", "ποτίζει":"ποτίζω", "ποτίζονται":"ποτίζω", "ποτίζουν":"ποτίζω", "πότισαν":"ποτίζω", "ποτίσει":"ποτίζω", "πότισμα":"πότισμα", "ποτισμένα":"ποτίζω", "ποτισμένη":"ποτίζω", "ποτισμένο":"ποτίζω", "ποτισμένοι":"ποτισμένος", "ποτισμένος":"ποτίζω", "ποτιστεί":"ποτίζω", "ποτό":"ποτό", "ποτοαπαγόρευσης":"ποτοαπαγόρευση", "ποτοποιία":"ποτοποιία", "ποτού":"ποτό", "ποτουρίδης":"ποτουρίδης", "ποτσέκο":"ποτσέκο", "ποτών":"ποτό", "ποτών-εξοπλισμού":"ποτών-εξοπλισμού", "που":"που", "που":"πού", "πού":"πού", "πουατιέ":"πουατιέ", "πουγιόλ":"πουγιόλ", "πούδρας":"πούδρα", "πούδρες":"πούδρα", "πουέρτο":"πουέρτο", "πουθενά":"πουθενά", "πουκάμισα":"πουκάμισο", "πουκαμισάκι":"πουκαμισάκι", "πουκάμισο":"πουκάμισο", "πουλ":"πουλ", "πουλά":"πουλώ", "πουλάει":"πουλώ", "πουλάκι":"πουλάκι", "πουλάκια":"πουλάκι", "πουλάκος":"πουλάκος", "πουλαλά":"πουλαλά", "πουλαλάς":"πουλαλάς", "πουλάμε":"πουλώ", "πουλάνε":"πουλώ", "πουλάτε":"πουλώ", "πουλάω":"πουλώ", "πουλερικά":"πουλερικό", "πουλερικό":"πουλερικό", "πουλερικών":"πουλερικό", "πουληθεί":"πουλώ", "πουλήθηκαν":"πουλώ", "πουλήθηκε":"πουλώ", "πουληθούν":"πουλώ", "πούλημα":"πούλημα", "πουλημένο":"πουλώ", "πουλημένοι":"πουλώ", "πουλημένος":"πουλώ", "πουλημένους":"πουλώ", "πούλησαν":"πουλώ", "πουλησε":"πουλώ", "πούλησε":"πουλώ", "πουλήσει":"πουλώ", "πουλήσεις":"πουλώ", "πουλήσουμε":"πουλώ", "πουλήσουν":"πουλώ", "πουλήσω":"πουλώ", "πουλί":"πουλί", "πουλιά":"πουλί", "πουλιαδης":"πουλιαδης", "πουλιάδης":"πουλιάδης", "πούλιας":"πούλια", "πούλιεβιτς":"πούλιεβιτς", "πουλιέται":"πουλώ", "πουλιζι":"πουλιζι", "πουλίζι":"πουλίζι", "πούλικ":"πούλικ", "πούλιος":"πούλιος", "πουλιόταν":"πουλώ", "πουλιού":"πουλί", "πουλιούνται":"πουλώ", "πουλιών":"πουλί", "πούλμαν":"πούλμαν", "πουλμανάκι":"πουλμανάκι", "πουλόβερ":"πουλόβερ", "πουλολαρι":"πουλολαρι", "πουλόπουλος":"πουλόπουλος", "πουλούν":"πουλώ", "πουλούσαν":"πουλώ", "πουλούσε":"πουλώ", "πουλουτιδης":"πουλουτιδης", "πουλουτίδης":"πουλουτίδης", "πουλύ":"πουλύ", "πουλώ":"πουλώ", "πουλώντας":"πουλώ", "πούμα":"πούμα", "πούμε":"λέγω", "πουν":"λέγω", "πούνε":"λέγω", "πουνέντη":"πουνέντη", "πουνέντης":"πουνέντης", "πουντ":"πουντ", "πουντζάμπ":"πουντζάμπ", "πούπουλα":"πούπουλο", "πουπουλένια":"πουπουλένιος", "πούρα":"πούρος", "πουρέ":"πουρές", "πουρί":"πουρί", "πουριτανική":"πουριτανικός", "πουριτανικής":"πουριτανικός", "πουριτανοί":"πουριτανός", "πουριτανούς":"πουριτανός", "πουρνάρα":"πουρνάρα", "πουρναριών":"πουρνάρι", "πούρο":"πούρος", "πούρου":"πούρος", "πουρς":"πουρς", "πουρσανίδη":"πουρσανίδη", "πουρσανιδης":"πουρσανιδης", "πουρσανίδης":"πουρσανίδης", "πουρτουκαλάδα":"πουρτουκαλάδα", "πουρτουλίδης":"πουρτουλίδης", "πούρων":"πούρος", "πους":"πους", "πούταν":"πούταν", "πουτάνα":"πουτάνα", "πούτιν":"πούτιν", "πούτσα":"πούτσα", "πουτσίνι":"πουτσίνι", "πόχει":"πόχει", "ππετράς":"ππετράς", "πρ":"πρ", "πρ.":"πρ.", "πράγα":"πράγα", "πράγας":"πράγα", "πράγμα":"πράγμα", "πραγματα":"πράγμα", "πράγματα":"πράγμα", "πράγματά":"πράγμα", "πραγματάκια":"πραγματάκι", "πραγματείας":"πραγματεία", "πραγματεύεστε":"πραγματεύομαι", "πραγματεύεται":"πραγματεύομαι", "πραγματεύονται":"πραγματεύομαι", "πράγματι":"πράγματι", "πραγματικά":"πραγματικά", "πραγματικά":"πραγματικός", "πραγματικές":"πραγματικός", "πραγματική":"πραγματικός", "πραγματικής":"πραγματικός", "πραγματικό":"πραγματικός", "πραγματικοί":"πραγματικός", "πραγματικός":"πραγματικός", "πραγματικοτητα":"πραγματικότητα", "πραγματικότητα":"πραγματικότητα", "πραγματικότητά":"πραγματικότητα", "πραγματικοτητας":"πραγματικότητα", "πραγματικότητας":"πραγματικότητα", "πραγματικότητες":"πραγματικότητα", "πραγματικότητος":"πραγματικότητα", "πραγματικοτήτων":"πραγματικότητα", "πραγματικού":"πραγματικός", "πραγματικούς":"πραγματικός", "πραγματικών":"πραγματικός", "πραγματισμό":"πραγματισμός", "πραγματισμού":"πραγματισμός", "πραγματιστές":"πραγματιστής", "πραγματιστή":"πραγματιστής", "πραγματιστής":"πραγματιστής", "πραγματιστικές":"πραγματιστικός", "πραγματιστική":"πραγματιστικός", "πραγματογνώμονα":"πραγματογνώμονας", "πραγματογνώμονες":"πραγματογνώμονας", "πραγματογνωμόνων":"πραγματογνώμονας", "πραγματογνωμοσύνες":"πραγματογνωμοσύνη", "πραγματογνωμοσύνη":"πραγματογνωμοσύνη", "πραγματογνωμοσύνης":"πραγματογνωμοσύνη", "πραγματολογικό":"πραγματολογικός", "πραγματοποιεί":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιείται":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιείτο":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιηθεί":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιηθείσες":"πραγματοποιηθείς", "πραγματοποιήθηκαν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιηθηκε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήθηκε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιηθούν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποίησα":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήσαμε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποίησαν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποίησε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήσει":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήσετε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιηση":"πραγματοποίηση", "πραγματοποίηση":"πραγματοποίηση", "πραγματοποίησή":"πραγματοποίηση", "πραγματοποίησης":"πραγματοποίηση", "πραγματοποίησής":"πραγματοποίηση", "πραγματοποιήσιμη":"πραγματοποιήσιμος", "πραγματοποίησίς":"πραγματοποίηση", "πραγματοποιήσουν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήστε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιήσω":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούμε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούμενο":"πραγματοποιούμενος", "πραγματοποιούν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούνται":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούνταν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούσαμε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούσαν":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιούσε":"πραγματοποιώ", "πραγματοποιώντας":"πραγματοποιώ", "πράγματος":"πράγμα", "πραγματωθεί":"πραγματώνω", "πραγματώθηκε":"πραγματώνω", "πραγμάτων":"πράγμα", "πραγματώνεται":"πραγματώνω", "πραγμάτωσε":"πραγματώνω", "πραγμάτωση":"πραγμάτωση", "πραγμάτωσης":"πραγμάτωση", "πραγμάτωσής":"πραγμάτωση", "πράις":"πράις", "πραιτοριανών":"πραιτοριανός", "πραιτωριανοί":"πραιτωριανός", "πρακτέον":"πρακτέος", "πρακτέου":"πρακτέος", "πρακτικά":"πρακτικά", "πρακτικά":"πρακτικός", "πρακτικές":"πρακτική", "πρακτικη":"πρακτικός", "πρακτική":"πρακτικός", "πρακτικής":"πρακτική", "πρακτικό":"πρακτικός", "πρακτικοί":"πρακτικός", "πρακτικός":"πρακτικός", "πρακτικότητα":"πρακτικότητα", "πρακτικού":"πρακτικός", "πρακτικούς":"πρακτικός", "πρακτικών":"πρακτικός", "πράκτορα":"πράκτορας", "πράκτορας":"πράκτορας", "πρακτορεία":"πρακτορεία", "πρακτορείο":"πρακτορείο", "πρακτορείου":"πρακτορείο", "πρακτορείων":"πρακτορείο", "πράκτορες":"πράκτορας", "πράκτορές":"πράκτορας", "πρακτορικά":"πρακτορικά", "πρακτόρων":"πράκτορας", "πρακτωρ":"πράκτορας", "πράκτωρ":"πράκτορας", "πραμα":"πράμα", "πράμα":"πράμα", "πράματα":"πράμα", "πραμάτεια":"πραμάτεια", "πραματευτάδες":"πραματευτής", "πραμπόβο":"πραμπόβο", "πραμπρομη":"πραμπρομη", "πραμπρομης":"πραμπρομης", "πρανές":"πρανής", "πράξαμε":"πράττω", "πράξατε":"πράττω", "πράξει":"πράττω", "πραξεις":"πράξη", "πράξεις":"πράξη", "πράξεων":"πράξη", "πράξεών":"πράξη", "πράξεως":"πράξη", "πράξη":"πράξη", "πράξη'":"πράξη'", "πράξης":"πράξη", "πραξικόπημα":"πραξικόπημα", "πραξικοπηματία":"πραξικοπηματίας", "πραξικοπηματίες":"πραξικοπηματίας", "πραξικοπηματιών":"πραξικοπηματίας", "πραξικοπήματος":"πραξικόπημα", "πράξις":"πράξη", "πράξουμε":"πράττω", "πράξουν":"πράττω", "πράξω":"πράττω", "πραότητα":"πραότητα", "πράσα":"πράσο", "πρασακάκη":"πρασακάκη", "πρασιά":"πρασιά", "πράσινα":"πράσινος", "πρασινάδας":"πρασινάδα", "πρασινάδες":"πρασινάδα", "πράσινες":"πράσινος", "πράσινη":"πράσινος", "πράσινης":"πράσινος", "πρασινίσει":"πρασινίζω", "πρασινίσουν":"πρασινίζω", "πράσινο":"πράσινος", "πράσινοι":"πράσινος", "πρασινος":"πράσινος", "πράσινος":"πράσινος", "πρασίνου":"πράσινος", "πράσινου":"πράσινος", "πρασίνους":"πράσινος", "πράσινους":"πράσινος", "πρασίνων":"πράσινος", "πράσινων":"πράσινος", "πράσο":"πράσο", "πρασοσέλινο":"πρασοσέλινο", "πρατήρια":"πρατήριο", "πρατήριο":"πρατήριο", "πρατηρίου":"πρατήριο", "πρατηριούχων":"πρατηριούχος", "πρατηρίων":"πρατήριο", "πράτο":"πράτο", "πρατσινάκη":"πρατσινάκη", "πράττει":"πράττω", "πράττεται":"πράττω", "πράττετε":"πράττω", "πράττοντας":"πράττω", "πράττουμε":"πράττω", "πράττουν":"πράττω", "πράττω":"πράττω", "πρέβεζα":"πρέβεζα", "πρέβεζας":"πρέβεζα", "πρεβελάκης":"πρεβελάκης", "πρέζα":"πρέζα", "πρεζάκηδες":"πρεζάκιας", "πρέζες":"πρέζα", "πρεζόνι":"πρεζόνι", "πρεζόνια":"πρεζόνι", "πρεζονιών":"πρεζόνι", "πρέλεβιτς":"πρέλεβιτς", "πρεμιερ":"πρεμιερ", "πρέμιερ":"πρέμιερ", "πρεμιερα":"πρεμιέρα", "πρεμιέρα":"πρεμιέρα", "πρεμιέρας":"πρεμιέρα", "πρεμιέρες":"πρεμιέρα", "πρέμιερσιπ":"πρέμιερσιπ", "πρεμούρα":"πρεμούρα", "πρέμπτης":"πρέμπτης", "πρέντραγκ":"πρέντραγκ", "πρεπε":"πρεπε", "'πρεπε":"'πρεπε", "πρέπει":"πρέπει", "πρέπον":"πρέπων", "πρέπουσα":"πρέπων", "πρες":"πρες", "πρέσα":"πρέσα", "πρέσαρε":"πρεσάρω", "πρεσάρισμα":"πρεσάρισμα", "πρεσβεία":"πρεσβεία", "πρεσβείας":"πρεσβεία", "πρεσβείες":"πρεσβεία", "πρέσβειρα":"πρέσβειρα", "πρέσβειρες":"πρέσβειρα", "πρέσβεις":"πρέσβης", "πρεσβειών":"πρεσβεία", "πρεσβεύει":"πρεσβεύω", "πρεσβεύουν":"πρεσβεύω", "πρεσβευτές":"πρεσβευτής", "πρεσβευτή":"πρεσβευτής", "πρεσβευτής":"πρεσβευτής", "πρεσβευτική":"πρεσβευτικός", "πρεσβευτού":"πρεσβευτής", "πρεσβευτών":"πρεσβευτής", "πρεσβεύω":"πρεσβεύω", "πρέσβεων":"πρέσβης", "πρέσβη":"πρέσβης", "πρεσβης":"πρέσβης", "πρέσβης":"πρέσβης", "πρεσβύτερο":"πρεσβύτερος", "πρεσβύτερος":"πρεσβύτερος", "πρεσβύτη":"πρεσβύτης", "πρέσεβο":"πρέσεβο", "πρέσες":"πρέσα", "πρεσινγκ":"πρέσινγκ", "πρέσινγκ":"πρέσινγκ", "πρέσκοτ":"πρέσκοτ", "πρέσλεϊ":"πρέσλεϊ", "πρεσπών":"πρέσπα", "πρες-ρουμ":"πρες-ρουμ", "πρεστίζ":"πρεστίζ", "πρεστον":"πρεστον", "πρέστον":"πρέστον", "πρετεντέρη":"πρετεντέρη", "πρετεντέρης":"πρετεντέρης", "πρέφα":"πρέφα", "πρήξιμο":"πρήξιμο", "πρησμένα":"πρησμένος", "πρι":"πρι", "πριβέ":"πριβέ", "πρίγκιπα":"πρίγκιπας", "πριγκιπας":"πρίγκιπας", "πρίγκιπας":"πρίγκιπας", "πριγκιπάτο":"πριγκιπάτο", "πρίγκιπες":"πρίγκιπας", "πρίγκιπες-διάδοχοι":"πρίγκιπες-διάδοχοι", "πριγκίπισσα":"πριγκίπισσα", "πριγκίπισσας":"πριγκίπισσα", "πριγκίπισσες":"πριγκίπισσα", "πρίγκιπος":"πρίγκιπος", "πρίζα":"πρίζα", "πρίζες":"πρίζα", "πρίζρεν":"πρίζρεν", "πριμ":"πριμ", "πριμακοφ":"πριμακοφ", "πριμακόφ":"πριμακόφ", "πριμακόφ-μπερεζόφσκι":"πριμακόφ-μπερεζόφσκι", "πριμέρα":"πριμέρα", "πριμοδοτεί":"πριμοδοτώ", "πριμοδότησε":"πριμοδοτώ", "πριμοδοτήσει":"πριμοδοτώ", "πριμοδότηση":"πριμοδότηση", "πριμοδοτούν":"πριμοδοτώ", "πριμοδοτούνται":"πριμοδοτώ", "πριμοδοτώντας":"πριμοδοτώ", "πριν":"πριν", "πρίν":"πρίν", "πρίνο":"πρίνος", "πρίνος":"πρίνος", "πρίνου":"πρίνος", "πρίνου-καβάλας":"πρίνου-καβάλας", "πρινς":"πρινς", "πρίντεζης":"πρίντεζης", "πριντσιπάτ":"πριντσιπάτ", "πριόνι":"πριόνι", "πριόνια":"πριόνι", "πριονίζει":"πριονίζω", "πριόνισμα":"πριόνισμα", "πρίσμα":"πρίσμα", "πρίσμα+":"πρίσμα+", "πρίστινα":"πρίστινα", "πριτζι":"πριτζι", "πριτς":"πριτς", "πριττας":"πριττας", "πρίττας":"πρίττας", "προ":"προ", "προαγάγουν":"προάγω", "προαγγείλει":"προαγγέλλω", "προαγγελίες":"προαγγελία", "προάγγελοι":"προάγγελος", "προάγγελος":"προάγγελος", "προάγει":"προάγω", "προάγεται":"προάγω", "προαγοράσει":"προαγοράζω", "προάγουμε":"προάγω", "προάγουν":"προάγω", "προαγωγή":"προαγωγή", "προαγωγής":"προαγωγή", "προαγωγοί":"προαγωγός", "προαγωγών":"προαγωγός", "προαίρεση":"προαίρεση", "προαίρεσης":"προαίρεση", "προαιρετικά":"προαιρετικός", "προαιρετική":"προαιρετικός", "προαιρετικό":"προαιρετικός", "προαιρετικός":"προαιρετικός", "προαιρετικού":"προαιρετικός", "προαισθάνεται":"προαισθάνομαι", "προαιώνια":"προαιώνιος", "προαιώνιας":"προαιώνιος", "προαιώνιες":"προαιώνιος", "προαιώνιο":"προαιώνιος", "προαιώνιοι":"προαιώνιος", "προαλείφεται":"προαλείφω", "προάλλες":"προάλλες", "προαναγγείλει":"προαναγγέλλω", "προαναγγελθεί":"προαναγγέλλω", "προαναγγελθείσα":"προαναγγελθείς", "προαναγγελθείσας":"προαναγγελθείς", "προαναγγελθείσες":"προαναγγελθείς", "προαναγγελθέν":"προαναγγελθείς", "προαναγγελθέντα":"προαναγγελθείς", "προαναγγελθέντος":"προαναγγελθείς", "προαναγγέλθηκε":"προαναγγέλλω", "προαναγγελία":"προαναγγελία", "προαναγγέλλει":"προαναγγέλλω", "προαναγγέλλεται":"προαναγγέλλω", "προαναγγέλλονται":"προαναγγέλλω", "προαναγγέλλοντας":"προαναγγέλλω", "προαναγγέλλουν":"προαναγγέλλω", "προανάκριση":"προανάκριση", "προανάκρισης":"προανάκριση", "προανακριτικές":"προανακριτικός", "προανακριτική":"προανακριτικός", "προανακριτικής":"προανακριτικός", "προανακριτικό":"προανακριτικός", "προανακριτικοί":"προανακριτικός", "προανακριτικών":"προανακριτικός", "προανάκρουσμα":"προανάκρουσμα", "προαναφέραμε":"προαναφέρω", "προαναφέρεται":"προαναφέρω", "προαναφερθείσα":"προαναφερθείς", "προαναφερθείσες":"προαναφερθείς", "προαναφερθεισών":"προαναφερθείς", "προαναφερθέν":"προαναφερθείς", "προαναφερθέντα":"προαναφερθείς", "προαναφερθέντες":"προαναφερθείς", "προαναφερθέντος":"προαναφερθείς", "προαναφερθέντων":"προαναφερθείς", "προαναφέρθηκαν":"προαναφέρω", "προαναφέρθηκε":"προαναφέρω", "προαναφερόμενα":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενες":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενη":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενης":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενο":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενοι":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενος":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενου":"προαναφερόμενος", "προαναφερομένων":"προαναφερόμενος", "προαναφερόμενων":"προαναφερόμενος", "προανέφερα":"προαναφέρω", "προανήγγειλαν":"προαναγγέλλω", "προανήγγειλε":"προαναγγέλλω", "προαπαιτείται":"προαπαιτώ", "προαπαιτούμενα":"προαπαιτούμενος", "προαπαιτούμενο":"προαπαιτούμενος", "προαποφασίσει":"προαποφασίζω", "προαποφασισμένη":"προαποφασίζω", "προαποφασισμένο":"προαποφασίζω", "προαποφασιστεί":"προαποφασίζω", "προασπίζεται":"προασπίζω", "προασπιζόμενο":"προασπιζόμενο", "προασπίζουν":"προασπίζω", "προασπίσει":"προασπίζω", "προάσπιση":"προάσπιση", "προάσπισης":"προάσπιση", "προασπίσουμε":"προασπίζω", "προασπίσουν":"προασπίζω", "προάστια":"προάστιο", "προάστιά":"προάστιο", "προαστιακός":"προαστιακός", "προαστιακού":"προαστιακός", "προάστιο":"προάστιο", "προαστίων":"προάστιο", "προαύλια":"προαύλιο", "προαύλιο":"προαύλιο", "προαχθεί":"προάγω", "πρόβα":"πρόβα", "προβάδισμα":"προβάδισμα", "προβάδισμά":"προβάδισμα", "προβαίνει":"προβαίνω", "προβαίνετε":"προβαίνω", "προβαίνουν":"προβαίνω", "πρόβαλα":"προβάλλω", "προβάλαμε":"προβάλλω", "πρόβαλαν":"προβάλλω", "πρόβαλε":"προβάλλω", "προβάλει":"προβάλλω", "πρόβαλλαν":"προβάλλω", "πρόβαλλε":"προβάλλω", "προβάλλει":"προβάλλω", "προβάλλεις":"προβάλλω", "προβάλλεστε":"προβάλλω", "προβάλλεται":"προβάλλω", "προβάλλετε":"προβάλλω", "προβαλλόμενη":"προβαλλόμενος", "προβαλλόμενους":"προβαλλόμενος", "προβαλλόμενων":"προβαλλόμενος", "προβάλλονται":"προβάλλω", "προβάλλοντας":"προβάλλω", "προβαλλόταν":"προβάλλω", "προβάλλουμε":"προβάλλω", "προβάλλουν":"προβάλλω", "προβάλλω":"προβάλλω", "προβάλουμε":"προβάλλω", "προβάλουν":"προβάλλω", "προβάλω":"προβάλλω", "πρόβαρε":"προβάρω", "πρόβατα":"πρόβατο", "προβατιδης":"προβατιδης", "προβατίδης":"προβατίδης", "προβατίνα":"προβατίνα", "προβατίνες":"προβατίνα", "πρόβατο":"πρόβατο", "προβατοειδή":"προβατοειδής", "προβάτου":"πρόβατο", "προβάτων":"πρόβατο", "προβεβλημένα":"προβάλλω", "προβεβλημένες":"προβεβλημένος", "προβεβλημένη":"προβεβλημένος", "προβεβλημένης":"προβάλλω", "προβεβλημένο":"προβάλλω", "προβεβλημένοι":"προβάλλω", "προβεβλημένους":"προβάλλω", "προβεβλημένων":"προβάλλω", "προβεί":"προβαίνω", "πρόβειο":"πρόβειος", "πρόβειου":"πρόβειος", "προβενσάλ":"προβενσάλ", "πρόβες":"πρόβα", "προβιά":"προβιά", "προβιβασμό":"προβιβασμός", "προβίδας":"προβίδα", "προβιές":"προβιά", "προβιομηχανική":"προβιομηχανικός", "προβιοτικά":"προβιοτικά", "προβλεπει":"προβλέπω", "προβλέπει":"προβλέπω", "προβλέπεται":"προβλέπω", "προβλέπετε":"προβλέπω", "προβλεπόμενα":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενες":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενη":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενης":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενο":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενος":"προβλεπόμενος", "προβλεπομένου":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενου":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενους":"προβλεπόμενος", "προβλεπομένων":"προβλεπόμενος", "προβλεπόμενων":"προβλεπόμενος", "προβλέπονται":"προβλέπω", "προβλέπονταν":"προβλέπω", "προβλέποντας":"προβλέπω", "προβλεπόταν":"προβλέπω", "προβλέπουμε":"προβλέπω", "προβλεπουν":"προβλέπω", "προβλέπουν":"προβλέπω", "προβλεπτές":"προβλεπτός", "προβλεπτό":"προβλεπτός", "προβλέπω":"προβλέπω", "προβλεφθεί":"προβλέπω", "προβλέφθηκε":"προβλέπω", "προβλεφθούν":"προβλέπω", "προβλέφτηκαν":"προβλέπω", "πρόβλεψε":"προβλέπω", "προβλέψει":"προβλέπω", "προβλεψεις":"πρόβλεψη", "προβλέψεις":"πρόβλεψη", "προβλέψετε":"προβλέπω", "προβλέψεων":"πρόβλεψη", "πρόβλεψη":"πρόβλεψη", "πρόβλεψή":"πρόβλεψη", "πρόβλεψης":"πρόβλεψη", "προβλέψιμα":"προβλέψιμος", "προβλέψιμες":"προβλέψιμος", "προβλέψιμη":"προβλέψιμος", "προβλέψιμο":"προβλέψιμος", "προβλέψιμοι":"προβλέψιμος", "προβλέψουμε":"προβλέπω", "προβλέψουν":"προβλέπω", "προβλέψω":"προβλέπω", "προβληθεί":"προβάλλω", "προβλήθηκαν":"προβάλλω", "προβλήθηκε":"προβάλλω", "προβληθούν":"προβάλλω", "προβλημα":"πρόβλημα", "πρόβλημα":"πρόβλημα", "πρόβλημά":"πρόβλημα", "πρόβλημα-σταθμό":"πρόβλημα-σταθμό", "προβληματα":"πρόβλημα", "προβλήματα":"πρόβλημα", "προβλήματά":"πρόβλημα", "προβληματάκι":"προβληματάκι", "προβληματίζει":"προβληματίζω", "προβληματίζεσαι":"προβληματίζω", "προβληματίζεστε":"προβληματίζω", "προβληματίζεται":"προβληματίζω", "προβληματίζομαι":"προβληματίζω", "προβληματίζονται":"προβληματίζω", "προβληματίζοντας":"προβληματίζω", "προβληματιζόταν":"προβληματίζω", "προβληματίζουν":"προβληματίζω", "προβληματικά":"προβληματικά", "προβληματικές":"προβληματικός", "προβληματική":"προβληματικός", "προβληματικής":"προβληματικός", "προβληματικό":"προβληματικός", "προβληματικοί":"προβληματικός", "προβληματικός":"προβληματικός", "προβληματικότητας":"προβληματικότητα", "προβληματικού":"προβληματικός", "προβληματικών":"προβληματικός", "προβλημάτισαν":"προβληματίζω", "προβλημάτισε":"προβληματίζω", "προβληματίσει":"προβληματίζω", "προβληματισμένη":"προβληματισμένος", "προβληματισμένο":"προβληματισμένος", "προβληματισμένοι":"προβληματισμένος", "προβληματισμένος":"προβληματισμένος", "προβληματισμό":"προβληματισμός", "προβληματισμοί":"προβληματισμός", "προβληματισμος":"προβληματισμός", "προβληματισμός":"προβληματισμός", "προβληματισμού":"προβληματισμός", "προβληματισμούς":"προβληματισμός", "προβληματισμών":"προβληματισμός", "προβληματίσουν":"προβληματίζω", "προβληματιστεί":"προβληματίζω", "προβληματίστηκε":"προβληματίζω", "προβληματιστούμε":"προβληματίζω", "προβληματιστούν":"προβληματίζω", "προβληματιστώ":"προβληματίζω", "προβλήματος":"πρόβλημα", "προβλήματός":"πρόβλημα", "προβλημάτων":"πρόβλημα", "προβλήτα":"προβλήτα", "προβλήτας":"προβλήτα", "προβοκάτορες":"προβοκάτορας", "προβοκατόρικες":"προβοκατόρικος", "προβοκατόρικη":"προβοκατόρικος", "προβοκατόρικο":"προβοκατόρικος", "προβοκάτσια":"προβοκάτσια", "προβοκάτσιες":"προβοκάτσια", "προβολέα":"προβολέας", "προβολείς":"προβολέας", "προβολές":"προβολή", "προβολέων":"προβολέας", "προβολή":"προβολή", "προβολής":"προβολή", "προβολων":"προβολή", "προβολών":"προβολή", "προβος":"προβος", "προβοσκίδα":"προβοσκίδα", "προβούμε":"προβαίνω", "προβούν":"προβαίνω", "προβώ":"προβαίνω", "προγαμιαίες":"προγαμιαίος", "προγαμιαίων":"προγαμιαίος", "προγενέστερα":"προγενέστερα", "προγενέστερη":"προγενέστερος", "προγενέστερο":"προγενέστερος", "προγενέστεροι":"προγενέστερος", "προγενέστερους":"προγενέστερος", "προγεννητική":"προγεννητικός", "προγεστερόνη":"προγεστερόνη", "προγεστερόνης":"προγεστερόνη", "πρόγευμα":"πρόγευμα", "πρόγευση":"πρόγευση", "προγεφύρωμα":"προγεφύρωμα", "προγιαγιά":"προγιαγιά", "προγν":"προγν", "προγνώσεις":"πρόγνωση", "προγνωση":"πρόγνωση", "πρόγνωση":"πρόγνωση", "πρόγνωσης":"πρόγνωση", "προγνωστικά":"προγνωστικός", "προγονή":"προγονή", "προγονικά":"προγονικός", "προγονικής":"προγονικός", "πρόγονο":"πρόγονος", "πρόγονοι":"πρόγονος", "πρόγονοί":"πρόγονος", "προγονοπληξία":"προγονοπληξία", "πρόγονος":"πρόγονος", "προγόνου":"πρόγονος", "προγόνους":"πρόγονος", "προγόνων":"πρόγονος", "προγραμμα":"πρόγραμμα", "πρόγραμμα":"πρόγραμμα", "πρόγραμμά":"πρόγραμμα", "προγραμμα-βουνό":"προγραμμα-βουνό", "προγράμματα":"πρόγραμμα", "προγράμματά":"πρόγραμμα", "προγραμμάτιζαν":"προγραμματίζω", "προγραμματίζει":"προγραμματίζω", "προγραμματίζεις":"προγραμματίζω", "προγραμματίζεται":"προγραμματίζω", "προγραμματίζετε":"προγραμματίζω", "προγραμματιζόμενες":"προγραμματιζόμενος", "προγραμματιζόμενη":"προγραμματιζόμενος", "προγραμματίζονται":"προγραμματίζω", "προγραμματίζοντας":"προγραμματίζω", "προγραμματιζόταν":"προγραμματίζω", "προγραμματίζουν":"προγραμματίζω", "προγραμματίζω":"προγραμματίζω", "προγραμματικά":"προγραμματικά", "προγραμματικές":"προγραμματικός", "προγραμματική":"προγραμματικός", "προγραμματικούς":"προγραμματικός", "προγραμματικών":"προγραμματικός", "προγραμμάτισαν":"προγραμματίζω", "προγραμμάτισε":"προγραμματίζω", "προγραμματίσει":"προγραμματίζω", "προγραμματίσετε":"προγραμματίζω", "προγραμματισθεί":"προγραμματίζω", "προγραμματισμένα":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμένες":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμένη":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμένης":"προγραμματίζω", "προγραμματισμένο":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμένος":"προγραμματίζω", "προγραμματισμένου":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμένων":"προγραμματισμένος", "προγραμματισμό":"προγραμματισμός", "προγραμματισμός":"προγραμματισμός", "προγραμματισμού":"προγραμματισμός", "προγραμματίσουν":"προγραμματίζω", "προγραμματίστε":"προγραμματίζω", "προγραμματιστεί":"προγραμματίζω", "προγραμματιστές":"προγραμματιστής", "προγραμματιστή":"προγραμματιστής", "προγραμματίστηκαν":"προγραμματίζω", "προγραμματίστηκε":"προγραμματίζω", "προγραμματιστούν":"προγραμματίζω", "προγραμματιστών":"προγραμματιστής", "προγράμματος":"πρόγραμμα", "προγράμματός":"πρόγραμμα", "προγράμματος-πλαισίου":"προγράμματος-πλαισίου", "προγραμμάτων":"πρόγραμμα", "προγραφές":"προγραφή", "προγραφών":"προγραφή", "προγυμνάσει":"προγυμνάζω", "πρόδηλη":"πρόδηλος", "πρόδηλο":"πρόδηλος", "προδήλως":"προδήλως", "προδιαγεγραμμένα":"προδιαγεγραμμένος", "προδιαγεγραμμένη":"προδιαγεγραμμένος", "προδιαγεγραμμένο":"προδιαγεγραμμένος", "προδιαγραφεί":"προδιαγράφω", "προδιαγράφει":"προδιαγράφω", "προδιαγραφές":"προδιαγραφή", "προδιαγράφεται":"προδιαγράφω", "προδιαγράφονται":"προδιαγράφω", "προδιαγράφουν":"προδιαγράφω", "προδιαγραφών":"προδιαγραφή", "προδιαγράψει":"προδιαγράφω", "προδιάθεσή":"προδιάθεση", "προδιάθεσης":"προδιάθεση", "προδιαθέτει":"προδιαθέτω", "προδιαθέτουν":"προδιαθέτω", "προδιδακτορικού":"προδιδακτορικός", "προδίδει":"προδίδω", "προδίδεται":"προδίδω", "προδίδονται":"προδίδω", "προδίδουν":"προδίδω", "προδίδω":"προδίδω", "προδικάζει":"προδικάζω", "προδικάζοντας":"προδικάζω", "προδικάσει":"προδικάζω", "προδικασία":"προδικασία", "προδικασίας":"προδικασία", "προδικαστικά":"προδικαστικός", "προδικαστικές":"προδικαστικός", "προδικαστική":"προδικαστικός", "προδικτατορική":"προδικτατορικός", "προδόθηκαν":"προδίδω", "προδόθηκε":"προδίδω", "προδομένη":"προδομένος", "προδομένο":"προδίδω", "προδομένοι":"προδομένος", "προδομένος":"προδομένος", "προδομένου":"προδομένος", "προδοσια":"προδοσία", "προδοσία":"προδοσία", "προδοσιας":"προδοσία", "προδοσίας":"προδοσία", "προδοσίες":"προδοσία", "προδότες":"προδότης", "προδότη":"προδότης", "προδότης":"προδότης", "προδοτική":"προδοτικός", "προδοτικό":"προδοτικός", "πρόδρομες":"πρόδρομος", "προδρομίδη":"προδρομίδη", "πρόδρομο":"πρόδρομος", "πρόδρομοι":"πρόδρομος", "πρόδρομος":"πρόδρομος", "προδρόμου":"πρόδρομος", "προδρόμους":"πρόδρομος", "προδρόμων":"πρόδρομος", "πρόδωσαν":"προδίδω", "πρόδωσε":"προδίδω", "προδώσει":"προδίδω", "προδώσετε":"προδίδω", "προέβαιναν":"προβαίνω", "προέβαινε":"προβαίνω", "προέβαλαν":"προβάλλω", "προέβαλε":"προβάλλω", "προέβαλλαν":"προβάλλω", "προέβαλλε":"προβάλλω", "προέβη":"προβαίνω", "προέβηκαν":"προβαίνω", "προέβηκε":"προβαίνω", "προέβησαν":"προβαίνω", "προέβλεπαν":"προβλέπω", "προέβλεπε":"προβλέπω", "προέβλεψε":"προβλέπω", "προεγκριθεί":"προεγκρίνω", "προεγκριση":"προέγκριση", "προέγκριση":"προέγκριση", "προέγκρισης":"προέγκριση", "πρόεδρε":"πρόεδρος", "προεδρεία":"προεδρείο", "προεδρειο":"προεδρείο", "προεδρείο":"προεδρείο", "προεδρείου":"προεδρείο", "προεδρεύει":"προεδρεύω", "προεδρεύοντα":"προεδρεύων", "προεδρεύοντες":"προεδρεύων", "προεδρεύοντος":"προεδρεύων", "προεδρεύουσα":"προεδρεύων", "προεδρεύουσας":"προεδρεύων", "προεδρεύσει":"προεδρεύω", "προεδρεύων":"προεδρεύων", "προεδρια":"προεδρία", "προεδρία":"προεδρία", "προεδρίας":"προεδρία", "προεδρίες":"προεδρία", "προεδρικά":"προεδρικός", "προεδρικές":"προεδρικός", "προεδρική":"προεδρικός", "προεδρικής":"προεδρικός", "προεδρικό":"προεδρικός", "προεδρικοί":"προεδρικός", "προεδρικόν":"προεδρικός", "προεδρικού":"προεδρικός", "προεδρικών":"προεδρικός", "προεδρο":"πρόεδρος", "πρόεδρο":"πρόεδρος", "πρόεδρό":"πρόεδρος", "προεδροι":"πρόεδρος", "πρόεδροι":"πρόεδρος", "πρόεδρο-ιδιοκτήτη":"πρόεδρο-ιδιοκτήτη", "προεδροποίησή":"προεδροποίησή", "προεδρος":"πρόεδρος", "πρόεδρος":"πρόεδρος", "πρόεδρός":"πρόεδρος", "προέδρου":"πρόεδρος", "πρόεδρου":"πρόεδρος", "προέδρους":"πρόεδρος", "πρόεδρους":"πρόεδρος", "προέδρων":"πρόεδρος", "προειδοποιει":"προειδοποιώ", "προειδοποιεί":"προειδοποιώ", "προειδοποιείται":"προειδοποιώ", "προειδοποιηθεί":"προειδοποιώ", "προειδοποίησαν":"προειδοποιώ", "προειδοποίησε":"προειδοποιώ", "προειδοποιήσει":"προειδοποιώ", "προειδοποιήσεις":"προειδοποίηση", "προειδοποιήσεις":"προειδοποιώ", "προειδοποιηση":"προειδοποίηση", "προειδοποίηση":"προειδοποίηση", "προειδοποίησης":"προειδοποίηση", "προειδοποιήσω":"προειδοποιώ", "προειδοποιητικά":"προειδοποιητικά", "προειδοποιητικές":"προειδοποιητικός", "προειδοποιητική":"προειδοποιητικός", "προειδοποιητικής":"προειδοποιητικός", "προειδοποιούμε":"προειδοποιώ", "προειδοποιούν":"προειδοποιώ", "προειδοποιούσαν":"προειδοποιώ", "προειδοποιούσε":"προειδοποιώ", "προειδοποιώντας":"προειδοποιώ", "προειλημμένη":"προειλημμένος", "προειλημμένης":"προειλημμένος", "προείπα":"προλέγω", "προείπαμε":"προλέγω", "προείσπραξης":"προείσπραξη", "προεκλογικά":"προεκλογικός", "προεκλογικές":"προεκλογικός", "προεκλογική":"προεκλογικός", "προεκλογικής":"προεκλογικός", "προεκλογικό":"προεκλογικός", "προεκλογικός":"προεκλογικός", "προεκλογικού":"προεκλογικός", "προεκλογικούς":"προεκλογικός", "προεκλογικών":"προεκλογικός", "προεκπτώσεις":"προεκπτώσεις", "προεκπτώσεων":"προέκπτωση", "προέκρινε":"προκρίνω", "προεκτάσεις":"προέκταση", "προεκτάσεων":"προέκταση", "προεκταση":"προέκταση", "προέκταση":"προέκταση", "προέκτασης":"προέκταση", "προεκτεθείσα":"προεκτεθείς", "προεκτέθηκε":"προεκτέθηκε", "προεκτείνει":"προεκτείνω", "προεκτελωνισμένα":"προεκτελωνισμένος", "προεκτελωνιστεί":"προεκτελωνίζω", "προεκτελωνίστηκαν":"προεκτελωνίζω", "προέκυπταν":"προκύπτω", "προέκυπτε":"προκύπτω", "προέκυψαν":"προκύπτω", "προέκυψε":"προκύπτω", "προελάσει":"προελαύνω", "προέλαση":"προέλαση", "προέλασή":"προέλαση", "προελαύνει":"προελαύνω", "προελαύνουν":"προελαύνω", "προέλεγχος":"προέλεγχος", "προελεύσεων":"προέλευση", "προελεύσεως":"προέλευση", "προέλευση":"προέλευση", "προέλευσή":"προέλευση", "προέλευσης":"προέλευση", "προέλευσής":"προέλευση", "προέλθει":"προέρχομαι", "προέλθουν":"προέρχομαι", "προέλληνες":"προέλληνας", "προελληνική":"προελληνικός", "προελλήνων":"προέλληνας", "προένταξης":"προένταξη", "προενταξιακή":"προενταξιακός", "προενταξιακής":"προενταξιακός", "προεξάρχοντα":"προεξάρχων", "προεξάρχοντες":"προεξάρχων", "προεξάρχοντος":"προεξάρχων", "προεξάρχουσα":"προεξάρχων", "προεξέχει":"προεξέχω", "προεξοφλεί":"προεξοφλώ", "προεξοφλείται":"προεξοφλώ", "προεξοφληθεί":"προεξοφλώ", "προεξόφλησαν":"προεξοφλώ", "προεξόφλησε":"προεξοφλώ", "προεξοφλήσει":"προεξοφλώ", "προεξόφληση":"προεξόφληση", "προεξόφλησης":"προεξόφληση", "προεξοφλούμενης":"προεξοφλούμενος", "προεξοφλούν":"προεξοφλώ", "προεπαναστατικό":"προεπαναστατικός", "προεπιλεγέντες":"προεπιλεγέντες", "προεπιλεγμένων":"προεπιλέγω", "προεπιλογή":"προεπιλογή", "προεπιλογής":"προεπιλογή", "προεργασία":"προεργασία", "προέρχεται":"προέρχομαι", "προέρχομαι":"προέρχομαι", "προερχόμαστε":"προέρχομαι", "προερχόμενα":"προερχόμενος", "προερχόμενες":"προερχόμενος", "προερχόμενη":"προερχόμενος", "προερχόμενης":"προερχόμενος", "προερχόμενο":"προερχόμενος", "προερχόμενοι":"προερχόμενος", "προερχόμενος":"προερχόμενος", "προερχόμενους":"προερχόμενος", "προερχομένων":"προερχόμενος", "προερχόμενων":"προερχόμενος", "προέρχονται":"προέρχομαι", "προέρχονταν":"προέρχομαι", "προερχόταν":"προέρχομαι", "προέταξε":"προτάσσω", "προετοίμαζαν":"προετοιμάζω", "προετοίμαζε":"προετοιμάζω", "προετοιμάζει":"προετοιμάζω", "προετοιμάζεται":"προετοιμάζω", "προετοιμάζετε":"προετοιμάζω", "προετοιμάζομαι":"προετοιμάζω", "προετοιμαζόμασταν":"προετοιμάζω", "προετοιμαζόμαστε":"προετοιμάζω", "προετοιμαζόμενοι":"προετοιμάζω", "προετοιμαζονται":"προετοιμάζω", "προετοιμάζονται":"προετοιμάζω", "προετοιμάζονταν":"προετοιμάζω", "προετοιμάζοντας":"προετοιμάζω", "προετοιμαζόταν":"προετοιμάζω", "προετοιμάζουμε":"προετοιμάζω", "προετοιμάζουν":"προετοιμάζω", "προετοίμασαν":"προετοιμάζω", "προετοίμασε":"προετοιμάζω", "προετοιμάσει":"προετοιμάζω", "προετοιμασθεί":"προετοιμάζω", "προετοιμασια":"προετοιμασία", "προετοιμασία":"προετοιμασία", "προετοιμασιας":"προετοιμασία", "προετοιμασίας":"προετοιμασία", "προετοιμασίες":"προετοιμασία", "προετοιμασιων":"προετοιμασία", "προετοιμασιών":"προετοιμασία", "προετοιμασμένα":"προετοιμασμένος", "προετοιμασμένες":"προετοιμασμένος", "προετοιμασμένη":"προετοιμασμένος", "προετοιμασμένοι":"προετοιμασμένος", "προετοιμασμένος":"προετοιμασμένος", "προετοιμάσουμε":"προετοιμάζω", "προετοιμάσουν":"προετοιμάζω", "προετοιμάστε":"προετοιμάζω", "προετοιμαστεί":"προετοιμάζω", "προετοιμαστείτε":"προετοιμάζω", "προετοιμαστήκαμε":"προετοιμάζω", "προετοιμάστηκε":"προετοιμάζω", "προετοιμαστούμε":"προετοιμάζω", "προετοιμαστούν":"προετοιμάζω", "προέτρεπα":"προτρέπω", "προέτρεπαν":"προτρέπω", "προέτρεψαν":"προτρέπω", "προέτρεψε":"προτρέπω", "προέχει":"προέχω", "προεχόντως":"προεχόντως", "πρόζα":"πρόζα", "πρόζας":"πρόζα", "προζύμι":"προζύμι", "προήγαγε":"προάγω", "προηγείται":"προηγούμαι", "προηγηθεί":"προηγούμαι", "προηγηθείσης":"προηγηθείς", "προηγήθηκαν":"προηγούμαι", "προηγήθηκε":"προηγούμαι", "προηγηθούν":"προηγούμαι", "προηγμένα":"προηγμένος", "προηγμένες":"προηγμένος", "προηγμένη":"προηγμένος", "προηγμένης":"προηγμένος", "προηγμένο":"προάγω", "προηγμένος":"προηγμένος", "προηγμένου":"προηγμένος", "προηγμένων":"προηγμένος", "προηγούμενα":"προηγούμενος", "προηγούμενες":"προηγούμενος", "προηγουμένη":"προηγούμενος", "προηγούμενη":"προηγούμενος", "προηγούμενή":"προηγούμενος", "προηγουμένης":"προηγούμενος", "προηγούμενης":"προηγούμενος", "προηγούμενο":"προηγούμενος", "προηγούμενοι":"προηγούμενος", "προηγούμενος":"προηγούμενος", "προηγουμένου":"προηγούμενος", "προηγούμενου":"προηγούμενος", "προηγούμενους":"προηγούμενος", "προηγουμένων":"προηγούμενος", "προηγούμενων":"προηγούμενος", "προηγουμένως":"προηγουμένως", "προηγούνται":"προηγούμαι", "προηγούνταν":"προηγούμαι", "προήδρευε":"προεδρεύω", "προήδρευσαν":"προεδρεύω", "προήδρευσε":"προεδρεύω", "προήλαυνε":"προελαύνω", "προήλθαν":"προέρχομαι", "προήλθε":"προέρχομαι", "προημιτελικά":"προημιτελικός", "προημιτελική":"προημιτελικός", "προημιτελικής":"προημιτελικός", "προημιτελικοι":"προημιτελικός", "προημιτελικοί":"προημιτελικός", "προημιτελικούς":"προημιτελικός", "προήχθη":"προάγω", "προήχθησαν":"προάγω", "προθάλαμο":"προθάλαμος", "προθάλαμος":"προθάλαμος", "προθαλάμους":"προθάλαμος", "πρόθεμα":"πρόθεμα", "προθέρμανση":"προθέρμανση", "προθέρμανσης":"προθέρμανση", "προθέσεις":"πρόθεση", "προθέσεων":"πρόθεση", "προθέσεών":"πρόθεση", "προθέσεως":"πρόθεση", "πρόθεση":"πρόθεση", "πρόθεσή":"πρόθεση", "πρόθεσης":"πρόθεση", "προθεσμια":"προθεσμία", "προθεσμία":"προθεσμία", "προθεσμιακές":"προθεσμιακός", "προθεσμιακών":"προθεσμιακός", "προθεσμίας":"προθεσμία", "προθεσμιες":"προθεσμία", "προθεσμίες":"προθεσμία", "προθεσμιών":"προθεσμία", "προθήκες":"προθήκη", "προθήκη":"προθήκη", "πρόθυμα":"πρόθυμα", "πρόθυμες":"πρόθυμος", "πρόθυμη":"πρόθυμος", "προθυμία":"προθυμία", "προθυμίας":"προθυμία", "πρόθυμο":"πρόθυμος", "πρόθυμοι":"πρόθυμος", "προθυμοποιείται":"προθυμοποιούμαι", "προθυμοποιήθηκε":"προθυμοποιούμαι", "προθυμοποιούνται":"προθυμοποιούμαι", "πρόθυμος":"πρόθυμος", "προθύμων":"πρόθυμος", "πρόθυρα":"πρόθυρο", "προϊδεάζει":"προϊδεάζω", "προϊδεάζουν":"προϊδεάζω", "προϊδέασε":"προϊδεάζω", "προϊδεάσει":"προϊδεάζω", "προίκα":"προίκα", "προίκας":"προίκα", "προικιά":"προικιό", "προίκισε":"προικίζω", "προικίσει":"προικίζω", "προικισμένη":"προικίζω", "προικισμένο":"προικισμένος", "προικισμένοι":"προικίζω", "προικισμένος":"προικισμένος", "προικισμένου":"προικισμένος", "προικισμένων":"προικίζω", "προικοθήρα":"προικοθήρας", "προϊόν":"προϊόν", "προϊόν-εμπόρευμα":"προϊόν-εμπόρευμα", "προϊοντα":"προϊόν", "προϊόντα":"προϊόν", "προϊόντά":"προϊόν", "προϊόντα-κράχτες":"προϊόντα-κράχτες", "προϊόντα-υπηρεσίες":"προϊόντα-υπηρεσίες", "προϊόντος":"προϊόν", "προϊόντων":"προϊόν", "πρόιου":"πρόιου", "προϊούσα":"προϊών", "προϊούσας":"προϊών", "πρόις":"πρόις", "προϊστάμενες":"προϊστάμενος", "προϊσταμένη":"προϊσταμένη", "προϊστάμενη":"προϊστάμενος", "προϊσταμένην":"προϊσταμένη", "προϊσταμένης":"προϊσταμένη", "προϊστάμενο":"προϊστάμενος", "προϊστάμενό":"προϊστάμενος", "προϊστάμενοι":"προϊστάμενος", "προϊστάμενος":"προϊστάμενος", "προϊστάμενός":"προϊστάμενος", "προϊσταμένου":"προϊστάμενος", "προϊσταμένους":"προϊστάμενος", "προϊσταμένων":"προϊσταμένη", "προΐστανται":"προΐσταμαι", "προϊσταται":"προΐσταμαι", "προΐσταται":"προΐσταμαι", "προϊστορία":"προϊστορία", "προϊστορίας":"προϊστορία", "προϊστορικά":"προϊστορικός", "προϊστορική":"προϊστορικός", "προϊστορικής":"προϊστορικός", "προϊστορικό":"προϊστορικός", "προϊστορικός":"προϊστορικός", "προϊστορικών":"προϊστορικός", "προϊσχύσαντα":"προϊσχύσας", "προϊσχύσασα":"προϊσχύσας", "προκ":"προκ", "πρόκα":"πρόκα", "προκαθήμενος":"προκαθήμενος", "προκαθήμενου":"προκαθήμενος", "προκαθορίζεται":"προκαθορίζω", "προκαθορισμένα":"προκαθορισμένος", "προκαθορισμένες":"προκαθορίζω", "προκαθορισμένη":"προκαθορίζω", "προκαθορισμένο":"προκαθορισμένος", "προκαθορισμένοι":"προκαθορίζω", "προκαθορισμένου":"προκαθορισμένος", "προκαθορισμένων":"προκαθορισμένος", "προκαθορισμό":"προκαθορισμός", "προκαθοριστεί":"προκαθορίζω", "προκαλεί":"προκαλώ", "προκαλείς":"προκαλώ", "προκαλείται":"προκαλώ", "προκαλείτε":"προκαλώ", "προκαλείτο":"προκαλώ", "προκαλεντάρι":"προκαλεντάρι", "προκάλεσα":"προκαλώ", "προκαλέσαμε":"προκαλώ", "προκάλεσαν":"προκαλώ", "προκάλεσε":"προκαλώ", "προκαλεσει":"προκαλώ", "προκαλέσει":"προκαλώ", "προκαλέσεις":"προκαλώ", "προκαλέσετε":"προκαλώ", "προκαλέσουμε":"προκαλώ", "προκαλέσουν":"προκαλώ", "προκαλέσω":"προκαλώ", "προκαλούμε":"προκαλώ", "προκαλουν":"προκαλώ", "προκαλούν":"προκαλώ", "προκαλούνται":"προκαλώ", "προκαλούσαν":"προκαλώ", "προκαλούσε":"προκαλώ", "προκαλώ":"προκαλώ", "προκαλώντας":"προκαλώ", "προκάρδια":"προκαρδιά", "προκάρδιες":"προκαρδιά", "προκάτ":"προκάτ", "προκαταβολές":"προκαταβολή", "προκαταβολή":"προκαταβολή", "προκαταβολής":"προκαταβολή", "προκαταβολικά":"προκαταβολικά", "προκαταβολών":"προκαταβολή", "προκαταλάβει":"προκαταλαμβάνω", "προκαταλαμβάνοντας":"προκαταλαμβάνω", "προκαταλαμβάνουν":"προκαταλαμβάνω", "προκαταλήψεις":"προκατάληψη", "προκαταλήψεων":"προκατάληψη", "προκατάληψη":"προκατάληψη", "προκατάληψή":"προκατάληψη", "προκατάληψης":"προκατάληψη", "προκαταρκτικά":"προκαταρκτικά", "προκαταρκτικές":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτική":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτικής":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτικό":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτικός":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτικού":"προκαταρκτικός", "προκαταρκτικών":"προκαταρκτικός", "προκαταρτικής":"προκαταρτικής", "προκατασκευασμένες":"προκατασκευάζω", "προκατασκευασμένη":"προκατασκευασμένος", "προκατασκευής":"προκατασκευή", "προκατειλημμένη":"προκατειλημμένος", "προκατειλημμένο":"προκατειλημμένος", "προκατειλημμένοι":"προκατειλημμένος", "προκατειλημμένος":"προκατειλημμένος", "προκάτοχο":"προκάτοχος", "προκάτοχό":"προκάτοχος", "προκάτοχοι":"προκάτοχος", "προκάτοχοί":"προκάτοχος", "προκάτοχος":"προκάτοχος", "προκάτοχός":"προκάτοχος", "προκατόχου":"προκάτοχος", "προκατόχους":"προκάτοχος", "προκατόχων":"προκάτοχος", "προκείμενες":"προκείμενος", "προκειμένη":"προκείμενος", "προκείμενη":"προκείμενος", "προκείμενο":"προκείμενος", "προκείμενου":"προκείμενος", "προκειμένου":"προκειμένου", "προκειμένω":"προκειμένω", "πρόκειται":"πρόκειται", "πρόκες":"πρόκα", "προκεχωρημένα":"προκεχωρημένα", "προκεχωρημένες":"προκεχωρημένες", "προκήρυξαν":"προκηρύσσω", "προκήρυξε":"προκηρύσσω", "προκηρύξει":"προκηρύσσω", "προκηρύξεις":"προκήρυξη", "προκηρύξεων":"προκήρυξη", "προκήρυξη":"προκήρυξη", "προκήρυξης":"προκήρυξη", "προκηρύξουν":"προκηρύσσω", "προκηρύσσει":"προκηρύσσω", "προκηρύσσονται":"προκηρύσσω", "προκηρυχθεί":"προκηρύσσω", "προκηρύχθηκαν":"προκηρύσσω", "προκηρύχθηκε":"προκηρύσσω", "προκηρυχθούν":"προκηρύσσω", "προκηρυχτεί":"προκηρύσσω", "προκληθεί":"προκαλώ", "προκλήθηκαν":"προκαλώ", "προκλήθηκε":"προκαλώ", "προκληθούν":"προκαλώ", "προκλήσεις":"πρόκληση", "προκλήσεων":"πρόκληση", "πρόκληση":"πρόκληση", "πρόκλησή":"πρόκληση", "πρόκλησης":"πρόκληση", "προκλητή":"προκλητός", "προκλητικά":"προκλητικός", "προκλητικές'":"προκλητικές'", "προκλητικές":"προκλητικός", "προκλητική":"προκλητικός", "προκλητικής":"προκλητικός", "προκλητικό":"προκλητικός", "προκλητικοί":"προκλητικός", "προκλητικός":"προκλητικός", "προκλητικότερα":"προκλητικά", "προκλητικότητα":"προκλητικότητα", "προκλητικότητας":"προκλητικότητα", "προκλητικού":"προκλητικός", "προκλητικούς":"προκλητικός", "προκλητικών":"προκλητικός", "προκολομβιανή":"προκολομβιανός", "πρόκομ":"πρόκομ", "προκοπή":"προκοπή", "προκόπη":"προκόπης", "προκοπής":"προκοπή", "προκόπης":"προκόπης", "προκόπιος":"προκόπιος", "προκοπίου":"προκόπιος", "προκόφιεφ":"προκόφιεφ", "προκόψει":"προκόβω", "προκριθεί":"προκρίνω", "προκρίθηκαν":"προκρίνω", "προκριθηκε":"προκρίνω", "προκρίθηκε":"προκρίνω", "προκριθούμε":"προκρίνω", "προκριθούν":"προκρίνω", "πρόκριμα":"πρόκριμα", "προκριματικά":"προκριματικός", "προκριματικές":"προκριματικός", "προκριματική":"προκριματικός", "προκριματικής":"προκριματικός", "προκριματικό":"προκριματικός", "προκριματικοί":"προκριματικός", "προκριματικού":"προκριματικός", "προκριματικούς":"προκριματικός", "προκριματικών":"προκριματικός", "προκριμένη":"προκριμένος", "προκρίνει":"προκρίνω", "προκρίνεται":"προκρίνω", "προκρίνονται":"προκρίνω", "προκρίνοντας":"προκρίνω", "προκρίνουν":"προκρίνω", "προκρίσεις":"πρόκριση", "προκριση":"πρόκριση", "πρόκριση":"πρόκριση", "πρόκρισή":"πρόκριση", "προκρισης":"πρόκριση", "πρόκρισης":"πρόκριση", "προκυμαία":"προκυμαία", "προκυμαίας":"προκυμαία", "προκύπτει":"προκύπτω", "προκύπτουν":"προκύπτω", "προκύψει":"προκύπτω", "προκύψουν":"προκύπτω", "πρόλαβα":"προλαβαίνω", "προλαβαίναμε":"προλαβαίνω", "προλάβαιναν":"προλαβαίνω", "προλάβαινε":"προλαβαίνω", "προλαβαίνει":"προλαβαίνω", "προλαβαίνεις":"προλαβαίνω", "προλαβαίνετε":"προλαβαίνω", "προλαβαίνοντας":"προλαβαίνω", "προλαβαίνουμε":"προλαβαίνω", "προλαβαίνουν":"προλαβαίνω", "προλάβαμε":"προλαβαίνω", "πρόλαβαν":"προλαβαίνω", "προλάβατε":"προλαβαίνω", "πρόλαβε":"προλαβαίνω", "προλάβει":"προλαβαίνω", "προλάβεις":"προλαβαίνω", "προλάβετε":"προλαβαίνω", "προλάβουμε":"προλαβαίνω", "προλάβουν":"προλαβαίνω", "προλάβω":"προλαβαίνω", "προλαλήσαντες":"προλαλήσας", "προλαλήσας":"προλαλήσας", "προλαμβάνει":"προλαβαίνω", "προλαμβάνοντας":"προλαμβάνω", "προλαμβάνουμε":"προλαμβάνω", "προλαμβάνουν":"προλαμβάνω", "προλέγει":"προλέγω", "προλειάνει":"προλειαίνω", "προλειάνουν":"προλειαίνω", "προλεταριάτο":"προλεταριάτο", "προλεταριάτου":"προλεταριάτο", "προλετάριοι":"προλετάριος", "προλετάριος":"προλετάριος", "προλετάριους":"προλετάριος", "προλετάριων":"προλετάριος", "προληπτικά":"προληπτικά", "προληπτικά":"προληπτικός", "προληπτικές":"προληπτικός", "προληπτική":"προληπτικός", "προληπτικής":"προληπτικός", "προληπτικό":"προληπτικός", "προληπτικός":"προληπτικός", "προληπτικού":"προληπτικός", "προληπτικούς":"προληπτικός", "προληπτικών":"προληπτικός", "προληφθεί":"προλαβαίνω", "προληφθούν":"προλαβαίνω", "προλήψεις":"πρόληψη", "πρόληψη":"πρόληψη", "πρόληψης":"πρόληψη", "προλογίζει":"προλογίζω", "προλογίζοντας":"προλογίζω", "προλογικό":"προλογικός", "προλόγισε":"προλογίζω", "προλογίσει":"προλογίζω", "προλογίσουν":"προλογίζω", "πρόλογο":"πρόλογος", "πρόλογό":"πρόλογος", "πρόλογος":"πρόλογος", "προμ":"προμ", "προμαχώνα":"προμαχώνας", "προμαχώνες":"προμαχώνας", "προμελέτες":"προμελέτη", "προμελέτη":"προμελέτη", "προμέν":"προμέν", "προμετωπίδα":"προμετωπίδα", "προμηθέα":"προμηθέας", "προμηθέας":"προμηθέας", "προμήθεια":"προμήθεια", "προμήθειά":"προμήθεια", "προμήθειας":"προμήθεια", "προμήθειες":"προμήθεια", "προμηθεϊκή":"προμηθεϊκός", "προμηθεϊκό":"προμηθεϊκός", "προμηθειών":"προμήθεια", "προμήθευε":"προμηθεύω", "προμηθεύει":"προμηθεύω", "προμηθεύεται":"προμηθεύω", "προμηθευθεί":"προμηθεύω", "προμηθεύθηκε":"προμηθεύω", "προμηθευθούν":"προμηθεύω", "προμηθευόμαστε":"προμηθεύω", "προμηθεύονται":"προμηθεύω", "προμηθεύονταν":"προμηθεύω", "προμηθεύοντάς":"προμηθεύω", "προμηθευόταν":"προμηθεύω", "προμηθεύουν":"προμηθεύω", "προμηθεύς":"προμηθέας", "προμήθευσαν":"προμηθεύω", "προμήθευσε":"προμηθεύω", "προμηθεύσει":"προμηθεύω", "προμηθευτεί":"προμηθεύω", "προμηθευτείς":"προμηθεύω", "προμηθευτείτε":"προμηθεύω", "προμηθευτές":"προμηθευτής", "προμηθευτή":"προμηθευτής", "προμηθεύτηκαν":"προμηθεύω", "προμηθεύτηκε":"προμηθεύω", "προμηθευτής":"προμηθευτής", "προμηθευτούν":"προμηθεύω", "προμηθεύτριας":"προμηθεύτρια", "προμηθεύτριες":"προμηθεύτρια", "προμηθευτών":"προμηθευτής", "προμηθέως":"προμηθέας", "προμηνύει":"προμηνύω", "προμηνύεται":"προμηνύεται", "προμήνυμα":"προμήνυμα", "προμηνύονται":"προμηνύω", "προμηνύουν":"προμηνύω", "προμοτα":"προμοτα", "προμότα":"προμότα", "πρόμπλεμ":"πρόμπλεμ", "προν":"προν", "προνήπια":"προνήπιο", "προνοεί":"προνοώ", "προνόησε":"προνοώ", "προνοήσει":"προνοώ", "προνοητικότητα":"προνοητικότητα", "προνοια":"πρόνοια", "πρόνοια":"πρόνοια", "προνοιακά":"προνοιακός", "προνοιακών":"προνοιακός", "προνοίας":"πρόνοια", "πρόνοιας":"πρόνοια", "πρόνοιες":"πρόνοια", "προνόμια":"προνόμιο", "προνόμιά":"προνόμιο", "προνομιακά":"προνομιακός", "προνομιακές":"προνομιακός", "προνομιακή":"προνομιακός", "προνομιακό":"προνομιακός", "προνομιακού":"προνομιακός", "προνομιακούς":"προνομιακός", "προνομιακών":"προνομιακός", "προνόμιο":"προνόμιο", "προνομίου":"προνόμιο", "προνομιούχα":"προνομιούχος", "προνομιούχες":"προνομιούχος", "προνομιουχο":"προνομιούχος", "προνομιούχο":"προνομιούχος", "προνομιούχοι":"προνομιούχος", "προνομιούχος":"προνομιούχος", "προνομιούχου":"προνομιούχος", "προνομιούχων":"προνομιούχος", "προνομίων":"προνόμιο", "προνοούν":"προνοώ", "προντι":"προντι", "πρόντι":"πρόντι", "πρόντιτζι":"πρόντιτζι", "προξενεί":"προξενώ", "προξενεία":"προξενείο", "προξενείο":"προξενείο", "προξενείου":"προξενείο", "προξενείτε":"προξενώ", "προξενείων":"προξενείο", "προξενηθούν":"προξενώ", "προξένησαν":"προξενώ", "προξένησε":"προξενώ", "προξενήσουν":"προξενώ", "προξενιά":"προξενιά", "προξενικά":"προξενικός", "προξενικές":"προξενικός", "προξενική":"προξενικός", "προξενιό":"προξενιό", "πρόξενο":"πρόξενος", "πρόξενοι":"πρόξενος", "πρόξενος":"πρόξενος", "προξένου":"πρόξενος", "προξενούν":"προξενώ", "προξενούσαν":"προξενώ", "προξενούσε":"προξενώ", "προξηνητάδες":"προξηνητάδες", "προοδεύει":"προοδεύω", "προοδεύσει":"προοδεύω", "προοδευτικά":"προοδευτικά", "προοδευτικά":"προοδευτικός", "προοδευτικές":"προοδευτικός", "προοδευτικη":"προοδευτικός", "προοδευτική":"προοδευτικός", "προοδευτική1745916-23":"προοδευτική1745916-23", "προοδευτική-άρης":"προοδευτική-άρης", "προοδευτική-καστοριά":"προοδευτική-καστοριά", "προοδευτικής":"προοδευτικός", "προοδευτικό":"προοδευτικός", "προοδευτικοί":"προοδευτικός", "προοδευτικός":"προοδευτικός", "προοδευτικού":"προοδευτικός", "προοδευτικούς":"προοδευτικός", "προοδευτικών":"προοδευτικός", "προοδευτισμό":"προοδευτισμός", "προοδευτισμού":"προοδευτισμός", "πρόοδο":"πρόοδος", "πρόοδό":"πρόοδος", "πρόοδοι":"πρόοδος", "προοδος":"πρόοδος", "πρόοδος":"πρόοδος", "πρόοδός":"πρόοδος", "προόδου":"πρόοδος", "προόδους":"πρόοδος", "προόδων":"πρόοδος", "προοίμιο":"προοίμιο", "προοιμίου":"προοίμιο", "προοιώνιζε":"προιονίζω", "προοιωνίζεται":"προοιωνίζομαι", "προοιωνίζονται":"προοιωνίζομαι", "προοιωνίζονταν":"προοιωνίζομαι", "προοπτικές":"προοπτική", "προοπτική":"προοπτική", "προοπτικής":"προοπτική", "προοπτικών":"προοπτική", "προοπτικών":"προοπτικός", "προορίζει":"προορίζω", "προορίζεται":"προορίζω", "προοριζόμαστε":"προορίζω", "προορίζονται":"προορίζω", "προορίζονταν":"προορίζω", "προοριζόταν":"προορίζω", "προορίζουν":"προορίζω", "προορισμένα":"προορίζω", "προορισμένη":"προορισμένος", "προορισμένο":"προορίζω", "προορισμένοι":"προορίζω", "προορισμό":"προορισμός", "προορισμοί":"προορισμός", "προορισμός":"προορισμός", "προορισμού":"προορισμός", "προορισμούς":"προορισμός", "προορισμών":"προορισμός", "προπαγάνδα":"προπαγάνδα", "'προπαγάνδα":"'προπαγάνδα", "προπαγάνδας":"προπαγάνδα", "προπαγάνδες":"προπαγάνδα", "προπαγάνδιζε":"προπαγανδίζω", "προπαγανδίζει":"προπαγανδίζω", "προπαγανδίζουν":"προπαγανδίζω", "προπαγάνδισε":"προπαγανδίζω", "προπαγάνδιση":"προπαγάνδιση", "προπαγάνδισης":"προπαγάνδιση", "προπαγανδίσουν":"προπαγανδίζω", "προπαγανδιστές":"προπαγανδιστής", "προπαγανδιστικά":"προπαγανδιστικά", "προπαγανδιστικές":"προπαγανδιστικός", "προπαγανδιστική":"προπαγανδιστικός", "προπαγανδιστικό":"προπαγανδιστικός", "προπαγανδιστικούς":"προπαγανδιστικός", "προπαιδικό":"προπαιδικός", "προπανίου":"προπάνιο", "προπαντός":"προπαντός", "προπάντων":"προπάντων", "προπαραμονή":"προπαραμονή", "προπαρασκευαστικά":"προπαρασκευαστικός", "προπαρασκευαστικές":"προπαρασκευαστικός", "προπαρασκευαστικών":"προπαρασκευαστικός", "προπαρασκευή":"προπαρασκευή", "προπερασμένη":"προπερασμένος", "προπερασμένης":"προπερασμένος", "προπερασμένο":"προπερασμένος", "προπερασμένου":"προπερασμένος", "πρόπερσι":"πρόπερσι", "προπέρσινο":"προπέρσινος", "προπέρσινοι":"προπέρσινος", "προπέρσινου":"προπέρσινος", "προπέτασμα":"προπέτασμα", "προπηλακίζουν":"προπηλακίζω", "προπηλάκισαν":"προπηλακίζω", "προπηλακισμούς":"προπηλακισμός", "προπηλακισμών":"προπηλακισμός", "πρόπλασμα":"πρόπλασμα", "προπλάσματα":"πρόπλασμα", "προπο":"προπο", "προ-πο":"προ-πο", "προπογκολ":"προπογκόλ", "πρόποδες":"πρόποδες", "προπολεμικά":"προπολεμικά", "προπολεμικές":"προπολεμικός", "προπολεμική":"προπολεμικός", "προπολεμικό":"προπολεμικός", "προπομπό":"προπομπός", "προπομπός":"προπομπός", "προπομπούς":"προπομπός", "προπονεί":"προπονώ", "προπονείται":"προπονώ", "προπονηθεί":"προπονώ", "προπονηθηκαν":"προπονώ", "προπονήθηκαν":"προπονώ", "προπονηθηκε":"προπονώ", "προπονήθηκε":"προπονώ", "προπονηθούμε":"προπονώ", "προπονηθούν":"προπονώ", "προπονημένη":"προπονημένος", "προπονησει":"προπονώ", "προπονησεις":"προπόνηση", "προπονήσεις":"προπόνηση", "προπονήσεις":"προπονώ", "προπονήσεων":"προπόνηση", "προπονηση":"προπόνηση", "προπόνηση":"προπόνηση", "προπόνησή":"προπόνηση", "προπονήσης":"προπόνηση", "προπόνησης":"προπόνηση", "προπονητες":"προπονητής", "προπονητές":"προπονητής", "προπονητη":"προπονητής", "προπονητή":"προπονητής", "προπονήτη":"προπονητής", "προπονητηριο":"προπονητήριο", "προπονητήριο":"προπονητήριο", "προπονητηρίου":"προπονητήριο", "προπονητης":"προπονητής", "προπονητής":"προπονητής", "προπονητικά":"προπονητικός", "προπονητικη":"προπονητικός", "προπονητική":"προπονητικός", "προπονητικο":"προπονητικός", "προπονητικό":"προπονητικός", "προπονητού":"προπονητής", "προπονήτρια":"προπονήτρια", "προπονητών":"προπονητής", "προπονούνται":"προπονώ", "προπονούσαν":"προπονώ", "προπορεύεται":"προπορεύομαι", "προπορευόμενο":"προπορευόμενος", "προπορευόμενος":"προπορευόμενος", "προπορεύονταν":"προπορεύομαι", "προπορευόταν":"προπορεύομαι", "προπτυχιακά":"προπτυχιακός", "προπτυχιακές":"προπτυχιακός", "προπτυχιακό":"προπτυχιακός", "προπτυχιακοί":"προπτυχιακός", "προπτυχιακού":"προπτυχιακός", "προπτυχιακούς":"προπτυχιακός", "προπτυχιακών":"προπτυχιακός", "προπύργια":"προπύργιο", "προπύργιο":"προπύργιο", "προπωληθεί":"προπωλώ", "προπώληση":"προπώληση", "προς":"προς", "προσάγεται":"προσάγω", "προσάγονται":"προσάγω", "προσαγωγές":"προσαγωγή", "προσαγωγή":"προσαγωγή", "προσαγωγό":"προσαγωγός", "προσαγωγούς":"προσαγωγός", "προσαγωγών":"προσαγωγός", "προσανατολίζει":"προσανατολίζω", "προσανατολίζεται":"προσανατολίζω", "προσανατολίζονται":"προσανατολίζω", "προσανατολίζουν":"προσανατολίζω", "προσανατολισμένες":"προσανατολισμένος", "προσανατολισμένη":"προσανατολίζω", "προσανατολισμένο":"προσανατολίζω", "προσανατολισμένοι":"προσανατολισμένος", "προσανατολισμένος":"προσανατολίζω", "προσανατολισμό":"προσανατολισμός", "προσανατολισμοί":"προσανατολισμός", "προσανατολισμός":"προσανατολισμός", "προσανατολισμού":"προσανατολισμός", "προσανατολισμούς":"προσανατολισμός", "προσανατολισμών":"προσανατολισμός", "προσανατολίσουμε":"προσανατολίζω", "προσανατολίσουν":"προσανατολίζω", "προσανατολιστείτε":"προσανατολίζω", "προσάπτει":"προσάπτω", "προσάπτουν":"προσάπτω", "προσαραξε":"προσαράζω", "προσάραξε":"προσαράζω", "προσάραξη":"προσάραξη", "προσάραξή":"προσάραξη", "προσαρμογές":"προσαρμογή", "προσαρμογή":"προσαρμογή", "προσαρμογής":"προσαρμογή", "προσαρμογή-σκηνοθεσία":"προσαρμογή-σκηνοθεσία", "προσαρμογών":"προσαρμογή", "προσαρμόζει":"προσαρμόζω", "προσαρμόζεται":"προσαρμόζω", "προσαρμοζόμαστε":"προσαρμόζω", "προσαρμόζονται":"προσαρμόζω", "προσαρμόζοντας":"προσαρμόζω", "προσαρμόζουν":"προσαρμόζω", "προσάρμοσαν":"προσαρμόζω", "προσάρμοσε":"προσαρμόζω", "προσαρμόσει":"προσαρμόζω", "προσαρμόσθηκαν":"προσαρμόζω", "προσαρμόσιμα":"προσαρμόσιμος", "προσαρμοσμένα":"προσαρμοσμένος", "προσαρμοσμένες":"προσαρμοσμένος", "προσαρμοσμένη":"προσαρμόζω", "προσαρμοσμένο":"προσαρμοσμένος", "προσαρμοσμένος":"προσαρμοσμένος", "προσαρμοσμένου":"προσαρμόζω", "προσαρμόσουμε":"προσαρμόζω", "προσαρμόσουν":"προσαρμόζω", "προσαρμοστεί":"προσαρμόζω", "προσαρμοστείτε":"προσαρμόζω", "προσαρμοστή":"προσαρμοστής", "προσαρμόστηκαν":"προσαρμόζω", "προσαρμόστηκε":"προσαρμόζω", "προσαρμοστικότητα":"προσαρμοστικότητα", "προσαρμοστικότητας":"προσαρμοστικότητα", "προσαρμοστούμε":"προσαρμόζω", "προσαρμοστούν":"προσαρμόζω", "προσαρμοστώ":"προσαρμόζω", "προσαρτάται":"προσαρτώ", "προσαρτηθεί":"προσαρτώ", "προσαρτήθηκε":"προσαρτώ", "προσαρτηθούν":"προσαρτώ", "προσαρτήσει":"προσαρτώ", "προσάρτηση":"προσάρτηση", "προσάρτησή":"προσάρτηση", "προσάρτησης":"προσάρτηση", "προσαυξάνεται":"προσαυξάνω", "προσαυξάνονται":"προσαυξάνω", "προσαυξήσεις":"προσαύξηση", "προσαύξηση":"προσαύξηση", "προσάφθηκε":"προσάφθηκε", "προσαχθεί":"προσάγω", "προσαχθούν":"προσάγω", "προσάψει":"προσάπτω", "προσάψουν":"προσάπτω", "προσβάλει":"προσβάλλω", "προσβάλλει":"προσβάλλω", "προσβάλλεις":"προσβάλλω", "προσβάλλεται":"προσβάλλω", "προσβάλλομαι":"προσβάλλω", "προσβαλλόμενη":"προσβαλλόμενος", "προσβάλλονται":"προσβάλλω", "προσβάλλονταν":"προσβάλλω", "προσβάλλοντας":"προσβάλλω", "προσβάλλουν":"προσβάλλω", "προσβάλουμε":"προσβάλλω", "προσβάλουν":"προσβάλλω", "προσβάσεις":"πρόσβαση", "πρόσβαση":"πρόσβαση", "πρόσβασή":"πρόσβαση", "πρόσβασης":"πρόσβαση", "προσβάσιμα":"προσβάσιμος", "προσβάσιμες":"προσβάσιμος", "προσβάσιμη":"προσβάσιμος", "προσβασιμότητα":"προσβασιμότητα", "προσβασιμότητας":"προσβασιμότητα", "προσβεβλημένο":"προσβάλλω", "προσβεβλημένους":"προσβάλλω", "προσβλέπει":"προσβλέπω", "προσβλέποντας":"προσβλέπω", "προσβλέπουν":"προσβλέπω", "προσβληθεί":"προσβάλλω", "προσβλήθηκαν":"προσβάλλω", "προσβλήθηκε":"προσβάλλω", "προσβληθούν":"προσβάλλω", "προσβλημένα":"προσβλημένα", "προσβλητικά":"προσβλητικά", "προσβλητικές":"προσβλητικός", "προσβλητική":"προσβλητικός", "προσβλητικό":"προσβλητικός", "προσβολές":"προσβολή", "προσβολή":"προσβολή", "προσβολής":"προσβολή", "προσβολών":"προσβολή", "προσγειωθεί":"προσγειώνω", "προσγειωθείτε":"προσγειώνω", "προσγειώθηκαν":"προσγειώνω", "προσγειώθηκε":"προσγειώνω", "προσγειωθούν":"προσγειώνω", "προσγειωμένοι":"προσγειωμένος", "προσγειωμένος":"προσγειωμένος", "προσγειωμένους":"προσγειωμένος", "προσγείωνε":"προσγειώνω", "προσγειώνει":"προσγειώνω", "προσγειώνεται":"προσγειώνω", "προσγειώνονται":"προσγειώνω", "προσγειώνοντας":"προσγειώνω", "προσγειωνόταν":"προσγειώνω", "προσγειώνουν":"προσγειώνω", "προσγείωσε":"προσγειώνω", "προσγειώσει":"προσγειώνω", "προσγειώσεις":"προσγείωση", "προσγειώσεων":"προσγείωση", "προσγειωση":"προσγείωση", "προσγειώση":"προσγείωση", "προσγείωση":"προσγείωση", "προσγείωσή":"προσγείωση", "προσγείωσης":"προσγείωση", "προσδέσει":"προσδένω", "προσδίδει":"προσδίδω", "προσδίδοντας":"προσδίδω", "προσδίδουν":"προσδίδω", "προσδιορίζει":"προσδιορίζω", "προσδιορίζεται":"προσδιορίζω", "προσδιοριζόμενη":"προσδιοριζόμενος", "προσδιοριζόμενο":"προσδιοριζόμενος", "προσδιορίζονται":"προσδιορίζω", "προσδιορίζονταν":"προσδιορίζω", "προσδιορίζοντας":"προσδιορίζω", "προσδιορίζουμε":"προσδιορίζω", "προσδιορίζουν":"προσδιορίζω", "προσδιόρισαν":"προσδιορίζω", "προσδιόρισε":"προσδιορίζω", "προσδιορίσει":"προσδιορίζω", "προσδιορισθεί":"προσδιορίζω", "προσδιορίσθηκαν":"προσδιορίζω", "προσδιορισθούν":"προσδιορίζω", "προσδιορισμένα":"προσδιορίζω", "προσδιορισμένες":"προσδιορισμένος", "προσδιορισμένος":"προσδιορίζω", "προσδιορισμό":"προσδιορισμός", "προσδιορισμοί":"προσδιορισμός", "προσδιορισμός":"προσδιορισμός", "προσδιορισμού":"προσδιορισμός", "προσδιορισμούς":"προσδιορισμός", "προσδιορισμών":"προσδιορισμός", "προσδιορίσουμε":"προσδιορίζω", "προσδιορίσουν":"προσδιορίζω", "προσδιοριστεί":"προσδιορίζω", "προσδιορίστηκε":"προσδιορίζω", "προσδιοριστικά":"προσδιοριστικός", "προσδιοριστικές":"προσδιοριστικός", "προσδιοριστικό":"προσδιοριστικός", "προσδιοριστούν":"προσδιορίζω", "προσδοκα":"προσδοκώ", "προσδοκά":"προσδοκώ", "προσδοκάται":"προσδοκώ", "προσδοκάτε":"προσδοκώ", "προσδοκεί":"προσδοκεί", "προσδοκία":"προσδοκία", "προσδοκίας":"προσδοκία", "προσδοκιες":"προσδοκία", "προσδοκίες":"προσδοκία", "προσδόκιμο":"προσδόκιμος", "προσδοκιών":"προσδοκία", "προσδοκούμε":"προσδοκώ", "προσδοκούν":"προσδοκώ", "προσδοκούσαμε":"προσδοκώ", "προσδοκούσαν":"προσδοκώ", "προσδοκώ":"προσδοκώ", "προσδοκώμενα":"προσδοκώμενος", "προσδοκώμενης":"προσδοκώμενος", "προσδοκώμενο":"προσδοκώμενος", "προσδοκώντας":"προσδοκώ", "προσδώσει":"προσδίδω", "προσδώσουν":"προσδίδω", "προσέβαλαν":"προσβάλλω", "προσέβαλε":"προσβάλλω", "προσεβλήθη":"προσβάλλω", "προσέγγιζαν":"προσεγγίζω", "προσέγγιζε":"προσεγγίζω", "προσεγγίζει":"προσεγγίζω", "προσεγγίζεται":"προσεγγίζω", "προσεγγίζοντας":"προσεγγίζω", "προσεγγίζουμε":"προσεγγίζω", "προσεγγίζουν":"προσεγγίζω", "προσεγγίζω":"προσεγγίζω", "προσεγγίσαμε":"προσεγγίζω", "προσέγγισαν":"προσεγγίζω", "προσέγγισε":"προσεγγίζω", "προσεγγίσει":"προσεγγίζω", "προσεγγίσεις":"προσέγγιση", "προσεγγίσεων":"προσέγγιση", "προσεγγίσεως":"προσέγγιση", "προσέγγιση":"προσέγγιση", "προσέγγισή":"προσέγγιση", "προσέγγισης":"προσέγγιση", "προσέγγισής":"προσέγγιση", "προσεγγισθεί":"προσεγγίζω", "προσεγγίσιμο":"προσεγγίσιμος", "προσεγγίσουμε":"προσεγγίζω", "προσεγγίσουν":"προσεγγίζω", "προσεγγιστεί":"προσεγγίζω", "προσεγγίστηκε":"προσεγγίζω", "προσεγγιστούν":"προσεγγίζω", "προσεγγίσω":"προσεγγίζω", "προσεγμένα":"προσεγμένος", "προσεγμένη":"προσεγμένος", "προσεγμένο":"προσεγμένος", "προσέδωσαν":"προσδίδω", "προσέδωσε":"προσδίδω", "προσέθεσα":"προσθέτω", "προσέθεσε":"προσθέτω", "προσέθεταν":"προσθέτω", "προσέθετε":"προσθέτω", "προσείλκυσαν":"προσελκύω", "προσεισμικό":"προσεισμικός", "προσεκλήθη":"προσκαλώ", "προσέκρουαν":"προσκρούω", "προσέκρουσαν":"προσκρούω", "προσέκρουσε":"προσκρούω", "προσεκτικά":"προσεκτικά", "προσεκτικά":"προσεκτικός", "προσεκτικές":"προσεκτικός", "προσεκτική":"προσεκτικός", "προσεκτικής":"προσεκτικός", "προσεκτικό":"προσεκτικός", "προσεκτικοί":"προσεκτικός", "προσεκτικός":"προσεκτικός", "προσεκτικότερα":"προσεκτικά", "προσεκτικότερη":"προσεκτικός", "προσεκτικούς":"προσεκτικός", "προσέλαβαν":"προσλαμβάνω", "προσέλαβε":"προσλαμβάνω", "προσέλευση":"προσέλευση", "προσέλευσή":"προσέλευση", "προσέλευσης":"προσέλευση", "προσέλευσής":"προσέλευση", "προσελήφθη":"προσλαμβάνω", "προσελήφθησαν":"προσλαμβάνω", "προσέλθει":"προσέρχομαι", "προσέλθετε":"προσέρχομαι", "προσέλθουν":"προσέρχομαι", "προσελκύει":"προσελκύω", "προσελκύεστε":"προσελκύω", "προσελκύονται":"προσελκύω", "προσελκύουν":"προσελκύω", "προσέλκυσε":"προσελκύω", "προσελκύσει":"προσελκύω", "προσέλκυση":"προσέλκυση", "προσέλκυσή":"προσέλκυση", "προσέλκυσης":"προσέλκυση", "προσελκύσουμε":"προσελκύω", "προσελκύσουν":"προσελκύω", "προσελκύσω":"προσελκύω", "πρόσεξα":"προσέχω", "προσέξαμε":"προσέχω", "πρόσεξαν":"προσέχω", "πρόσεξε":"προσέχω", "προσέξει":"προσέχω", "προσέξεις":"προσέχω", "προσέξετε":"προσέχω", "προσέξουμε":"προσέχω", "προσέξουν":"προσέχω", "προσέξτε":"προσέχω", "προσέξω":"προσέχω", "προσέρχεται":"προσέρχομαι", "προσερχόμενα":"προσερχόμενος", "προσερχόμενοι":"προσερχόμενος", "προσερχόμενος":"προσερχόμενος", "προσέρχονται":"προσέρχομαι", "προσέρχονταν":"προσέρχομαι", "προσερχόταν":"προσέρχομαι", "προσετέθη":"προσθέτω", "προσέτι":"προσέτι", "προσευχές":"προσευχή", "προσεύχεται":"προσεύχομαι", "προσευχή":"προσευχή", "προσευχήθηκαν":"προσεύχομαι", "προσευχήθηκε":"προσεύχομαι", "προσευχηθούμε":"προσεύχομαι", "προσευχηθούν":"προσεύχομαι", "προσευχηθώ":"προσεύχομαι", "προσευχής":"προσευχή", "προσευχόμαστε":"προσεύχομαι", "προσεύχονται":"προσεύχομαι", "προσεύχονταν":"προσεύχομαι", "προσέφερα":"προσφέρω", "προσέφεραν":"προσφέρω", "προσέφερε":"προσφέρω", "προσέφυγαν":"προσφεύγω", "προσέφυγε":"προσφεύγω", "προσέχαμε":"προσέχω", "πρόσεχαν":"προσέχω", "προσεχε":"προσέχω", "πρόσεχε":"προσέχω", "προσέχει":"προσέχω", "προσεχείς":"προσεχής", "προσέχεις":"προσέχω", "προσεχές":"προσεχής", "πρόσεχες":"προσέχω", "προσέχετε":"προσέχω", "προσεχή":"προσεχής", "προσεχής":"προσεχής", "προσεχθεί":"προσέχω", "προσέχθηκε":"προσέχω", "προσεχθούν":"προσέχω", "προσέχοντας":"προσέχω", "προσέχουμε":"προσέχω", "προσέχουν":"προσέχω", "προσεχούς":"προσεχής", "προσεχτεί":"προσέχω", "προσεχτικά":"προσεκτικά", "προσεχτικοί":"προσεχτικός", "προσεχτικός":"προσεχτικός", "προσεχών":"προσεχής", "προσεχώς":"προσεχώς", "προσήγαγε":"προσάγω", "προσήλθαν":"προσέρχομαι", "προσήλθε":"προσέρχομαι", "προσήλκυσαν":"προσελκύω", "προσηλυτίσει":"προσηλυτίζω", "προσηλυτισμό":"προσηλυτισμός", "προσηλυτισμού":"προσηλυτισμός", "προσηλυτιστούν":"προσηλυτίζω", "προσηλωμένα":"προσηλώνω", "προσηλωμένη":"προσηλωμένος", "προσηλωμένο":"προσηλώνω", "προσηλωμένος":"προσηλώνω", "προσήλωση":"προσήλωση", "προσήλωσή":"προσήλωση", "πρόσημα":"πρόσημο", "προσημειωμένα":"προσημειωμένος", "προσημείωση":"προσημείωση", "πρόσημο":"πρόσημο", "προσήμων":"πρόσημο", "προσήχθη":"προσάγω", "προσήχθησαν":"προσάγω", "προσθαφαιρέσεις":"προσθαφαίρεση", "προσθέσαμε":"προσθέτω", "πρόσθεσαν":"προσθέτω", "πρόσθεσε":"προσθέτω", "προσθέσει":"προσθέτω", "προσθέσεις":"προσθέτω", "προσθέσετε":"προσθέτω", "πρόσθεση":"πρόσθεση", "προσθέσουμε":"προσθέτω", "προσθέσουν":"προσθέτω", "προσθέστε":"προσθέτω", "προσθέσω":"προσθέτω", "πρόσθετα":"πρόσθετος", "πρόσθεταν":"προσθέτω", "πρόσθετε":"προσθέτω", "προσθέτει":"προσθέτω", "πρόσθετες":"πρόσθετος", "πρόσθετη":"πρόσθετος", "πρόσθετης":"πρόσθετος", "προσθετικά":"προσθετικός", "προσθετικές":"προσθετικός", "προσθετική":"προσθετικός", "πρόσθετο":"πρόσθετος", "προσθέτοντας":"προσθέτω", "πρόσθετος":"πρόσθετος", "πρόσθετου":"πρόσθετος", "προσθέτουμε":"προσθέτω", "προσθέτουν":"προσθέτω", "πρόσθετους":"πρόσθετος", "προσθέτω":"προσθέτω", "προσθέτων":"πρόσθετος", "πρόσθετων":"πρόσθετος", "προσθηκες":"προσθήκη", "προσθήκες":"προσθήκη", "προσθήκη":"προσθήκη", "προσθήκης":"προσθήκη", "πρόσθιο":"πρόσθιος", "προσιδιάζει":"προσιδιάζω", "προσιδιάζουν":"προσιδιάζω", "προσιτά":"προσιτός", "προσιτές":"προσιτός", "προσιτή":"προσιτός", "προσιτής":"προσιτός", "προσιτό":"προσιτός", "προσιτοί":"προσιτός", "προσιτός":"προσιτός", "πρόσκαιρα":"πρόσκαιρα", "πρόσκαιρες":"πρόσκαιρος", "πρόσκαιρη":"πρόσκαιρος", "πρόσκαιρης":"πρόσκαιρος", "προσκαίρως":"προσκαίρως", "προσκαλεί":"προσκαλώ", "προσκαλείται":"προσκαλώ", "προσκάλεσαν":"προσκαλώ", "προσκάλεσε":"προσκαλώ", "προσκαλέσει":"προσκαλώ", "προσκαλέσω":"προσκαλώ", "προσκαλούμε":"προσκαλώ", "προσκαλούν":"προσκαλώ", "προσκαλούνται":"προσκαλώ", "προσκαλώ":"προσκαλώ", "προσκαλώντας":"προσκαλώ", "προσκείμενα":"προσκείμενος", "προσκείμενες":"προσκείμενος", "προσκείμενη":"προσκείμενος", "προσκείμενοι":"προσκείμενος", "προσκείμενους":"προσκείμενος", "προσκείμενων":"προσκείμενος", "πρόσκεινται":"πρόσκειμαι", "πρόσκειται":"πρόσκειμαι", "προσκεκλημένα":"προσκεκλημένος", "προσκεκλημένη":"προσκαλώ", "προσκεκλημένοι":"προσκεκλημένος", "προσκεκλημένος":"προσκεκλημένος", "προσκεκλημένους":"προσκεκλημένος", "προσκεκλημένων":"προσκεκλημένος", "προσκέφαλο":"προσκέφαλο", "προσκήνιο":"προσκήνιο", "προσκληθεί":"προσκαλώ", "προσκλήθηκαν":"προσκαλώ", "προσκλήθηκε":"προσκαλώ", "προσκληθούν":"προσκαλώ", "προσκλήσεις":"πρόσκληση", "προσκλήσεων":"πρόσκληση", "προσκλήσεως":"πρόσκληση", "πρόσκληση":"πρόσκληση", "πρόσκλησή":"πρόσκληση", "πρόσκλησης":"πρόσκληση", "προσκλητήριο":"προσκλητήριο", "προσκολληθούν":"προσκολλώ", "προσκολλημένα":"προσκολλώ", "προσκολλημένη":"προσκολλημένος", "προσκολλημένοι":"προσκολλημένος", "προσκολλημένος":"προσκολλημένος", "προσκόλληση":"προσκόλληση", "προσκόλλησης":"προσκόλληση", "προσκόμιζε":"προσκομίζω", "προσκομίζει":"προσκομίζω", "προσκομίζεται":"προσκομίζω", "προσκομιζόμενου":"προσκομιζόμενος", "προσκομίζονται":"προσκομίζω", "προσκομίζοντας":"προσκομίζω", "προσκομίζουν":"προσκομίζω", "προσκόμισε":"προσκομίζω", "προσκομίσει":"προσκομίζω", "προσκόμιση":"προσκόμιση", "προσκόμισή":"προσκόμιση", "προσκόμισης":"προσκόμιση", "προσκομισθούν":"προσκομίζω", "προσκομίσουμε":"προσκομίζω", "προσκομίσουν":"προσκομίζω", "προσκομίστηκε":"προσκομίζω", "προσκομιστούν":"προσκομίζω", "προσκόμματα":"πρόσκομμα", "προσκοπίνες":"προσκοπίνα", "προσκοπος":"πρόσκοπος", "πρόσκοπος":"πρόσκοπος", "προσκόπων":"πρόσκοπος", "προσκρούει":"προσκρούω", "προσκρούουν":"προσκρούω", "προσκρούσει":"προσκρούω", "προσκρούσεις":"πρόσκρουση", "προσκρούσεως":"πρόσκρουση", "πρόσκρουση":"πρόσκρουση", "πρόσκρουσή":"πρόσκρουση", "προσκυνάει":"προσκυνώ", "προσκυνάμε":"προσκυνώ", "προσκύνημα":"προσκύνημα", "προσκυνήματα":"προσκύνημα", "προσκυνηματική":"προσκυνηματικός", "προσκύνησαν":"προσκυνώ", "προσκύνησε":"προσκυνώ", "προσκυνήσει":"προσκυνώ", "προσκύνηση":"προσκύνηση", "προσκυνήσουν":"προσκυνώ", "προσκυνητάρια":"προσκυνητάρι", "προσκυνητές":"προσκυνητής", "προσκυνητών":"προσκυνητής", "προσκυνούν":"προσκυνώ", "προσκυρωθούν":"προσκυρώνω", "προσλάβαμε":"προσλαμβάνω", "προσλάβανε":"προσλαμβάνω", "προσλάβει":"προσλαμβάνω", "προσλάβουν":"προσλαμβάνω", "προσλάμβαναν":"προσλαμβάνω", "προσλάμβανε":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνει":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνεται":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνονται":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνουμε":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνουν":"προσλαμβάνω", "προσλαμβάνουσες":"προσλαμβάνων", "προσληφθεί":"προσλαμβάνω", "προσληφθέντες":"προσληφθείς", "προσληφθέντων":"προσληφθείς", "προσλήφθηκαν":"προσλαμβάνω", "προσλήφθηκε":"προσλαμβάνω", "προσληφθούν":"προσλαμβάνω", "προσλήψεις":"πρόσληψη", "προσλήψεων":"πρόσληψη", "πρόσληψη":"πρόσληψη", "πρόσληψή":"πρόσληψη", "πρόσληψης":"πρόσληψη", "προσμείξεις":"πρόσμειξη", "πρόσμειξη":"πρόσμειξη", "προσμένει":"προσμένω", "προσμετρά":"προσμετρώ", "προσμετράται":"προσμετρώ", "προσμετρηθεί":"προσμετρώ", "προσμετρώνται":"προσμετρώ", "προσμίξεις":"πρόσμιξη", "προσμίξεων":"πρόσμιξη", "προσμονή":"προσμονή", "προσοδοθήρων":"προσοδοθήρων", "προσοδοφόρες":"προσοδοφόρος", "προσοδοφόρο":"προσοδοφόρος", "προσοδοφόρου":"προσοδοφόρος", "προσομοιάζει":"προσομοιάζω", "προσομοιάζουν":"προσομοιάζω", "προσομοιώνουν":"προσομοιώνω", "προσομοίωση":"προσομοίωση", "προσομοίωσης":"προσομοίωση", "προσόν":"προσόν", "προσόντα":"προσόν", "προσόντων":"προσόν", "προσοτσάνη":"προσοτσάνη", "προσούτο":"προσούτο", "προσοχή":"προσοχή", "προσοχής":"προσοχή", "προσόψεις":"πρόσοψη", "προσόψεων":"πρόσοψη", "πρόσοψη":"πρόσοψη", "πρόσοψης":"πρόσοψη", "προσόψια":"προσόψιο", "προσπαθεί":"προσπαθώ", "προσπάθεια":"προσπάθεια", "προσπάθειά":"προσπάθεια", "προσπάθεία":"προσπάθεια", "προσπάθεια-διαδικασία":"προσπάθεια-διαδικασία", "προσπάθειας":"προσπάθεια", "προσπάθειάς":"προσπάθεια", "προσπάθειες":"προσπάθεια", "προσπάθειές":"προσπάθεια", "προσπαθείς":"προσπαθώ", "προσπαθείται":"προσπαθείται", "προσπαθείτε":"προσπαθώ", "προσπαθειών":"προσπάθεια", "προσπάθησα":"προσπαθώ", "προσπαθήσαμε":"προσπαθώ", "προσπάθησαν":"προσπαθώ", "προσπαθήσατε":"προσπαθώ", "προσπάθησε":"προσπαθώ", "προσπαθήσει":"προσπαθώ", "προσπαθήσεις":"προσπαθώ", "προσπαθήσετε":"προσπαθώ", "προσπαθήσουμε":"προσπαθώ", "προσπαθήσουν":"προσπαθώ", "προσπαθήστε":"προσπαθώ", "προσπαθήσω":"προσπαθώ", "προσπαθούμε":"προσπαθώ", "προσπαθούν":"προσπαθώ", "προσπαθούσα":"προσπαθώ", "προσπαθούσαμε":"προσπαθώ", "προσπαθούσαν":"προσπαθώ", "προσπαθούσε":"προσπαθώ", "προσπαθώ":"προσπαθώ", "προσπαθώντας":"προσπαθώ", "προσπελάσιμα":"προσπελάσιμος", "προσπελάσουμε":"προσπελάζω", "προσπέρασα":"προσπερνώ", "προσπέρασαν":"προσπερνώ", "προσπερασε":"προσπερνώ", "προσπέρασε":"προσπερνώ", "προσπεράσει":"προσπερνώ", "προσπεράσεις":"προσπερνώ", "προσπεράσετε":"προσπερνώ", "προσπέρασμα":"προσπέρασμα", "προσπεράσουν":"προσπερνώ", "προσπεράσω":"προσπερνώ", "προσπερνά":"προσπερνώ", "προσπερνάει":"προσπερνώ", "προσπερνάμε":"προσπερνώ", "προσπερνάνε":"προσπερνώ", "προσπερνούμε":"προσπερνώ", "προσπερνούν":"προσπερνώ", "προσπερνώντας":"προσπερνώ", "προσπίπτει":"προσπίπτω", "προσποιείται":"προσποιούμαι", "προσποιηθεί":"προσποιούμαι", "προσποιήθηκε":"προσποιούμαι", "προσποιήσεις":"προσποίηση", "προσποίηση":"προσποίηση", "προσποιούμαστε":"προσποιούμαι", "προσποιούμενοι":"προσποιούμενος", "προσποιούμενος":"προσποιούμενος", "προσποιούνται":"προσποιούμαι", "προσποιούνταν":"προσποιούμαι", "προσπορίσει":"προσπορίζω", "προσπορισμό":"προσπορισμός", "προσσελήνωση":"προσσελήνωση", "προσταγές":"προσταγή", "προσταγή":"προσταγή", "πρόσταγμα":"πρόσταγμα", "προστάγματα":"πρόσταγμα", "προσταγών":"προσταγή", "προστάζει":"προστάζω", "πρόσταξε":"προστάζω", "προστασια":"προστασία", "προστασία":"προστασία", "προστασίαν":"προστασία", "προστασιας":"προστασία", "προστασίας":"προστασία", "προστασίες":"προστασία", "προστάτες":"προστάτης", "προστατεύαμε":"προστατεύω", "προστάτευαν":"προστατεύω", "προστάτευε":"προστατεύω", "προστάτευέ":"προστατεύω", "προστατεύει":"προστατεύω", "προστατεύεις":"προστατεύω", "προστατεύεται":"προστατεύω", "προστατευθεί":"προστατεύω", "προστατεύθηκαν":"προστατεύω", "προστατευθούμε":"προστατεύω", "προστατευθούν":"προστατεύω", "προστατευμένες":"προστατεύω", "προστατευμένη":"προστατεύω", "προστατευμένης":"προστατευμένος", "προστατευμένο":"προστατεύω", "προστατευμένοι":"προστατευμένος", "προστατευμένος":"προστατεύω", "προστατευμένων":"προστατευμένος", "προστατευόμενα":"προστατευόμενος", "προστατευόμενες":"προστατευόμενος", "προστατευόμενη":"προστατευόμενος", "προστατευόμενο":"προστατευόμενος", "προστατευόμενό":"προστατευόμενος", "προστατευόμενοι":"προστατευόμενος", "προστατευόμενος":"προστατευόμενος", "προστατευόμενους":"προστατευόμενος", "προστατευομένων":"προστατευόμενος", "προστατευόμενων":"προστατευόμενος", "προστατεύονται":"προστατεύω", "προστατεύοντας":"προστατεύω", "προστατεύουμε":"προστατεύω", "προστατεύουν":"προστατεύω", "προστάτευσαν":"προστατεύω", "προστάτευσε":"προστατεύω", "προστατεύσει":"προστατεύω", "προστατεύσετε":"προστατεύω", "προστατεύσουμε":"προστατεύω", "προστατεύσουν":"προστατεύω", "προστατεύσω":"προστατεύω", "προστατευτεί":"προστατεύω", "προστατευτικά":"προστατευτικός", "προστατευτικές":"προστατευτικός", "προστατευτικής":"προστατευτικός", "προστατευτικό":"προστατευτικός", "προστατευτικός":"προστατευτικός", "προστατευτικού":"προστατευτικός", "προστατευτικών":"προστατευτικός", "προστατευτούμε":"προστατεύω", "προστατευτούν":"προστατεύω", "προστατεύω":"προστατεύω", "προστάτεψαν":"προστατεύω", "προστατέψει":"προστατεύω", "προστατέψετε":"προστατεύω", "προστατέψουμε":"προστατεύω", "προστατέψουν":"προστατεύω", "προστατέψω":"προστατεύω", "προστάτη":"προστάτης", "προστάτης":"προστάτης", "προστάτιδα":"προστάτιδα", "προστάτιδά":"προστάτιδα", "προστάτιδες":"προστάτιδα", "προστεθεί":"προσθέτω", "προστέθηκαν":"προσθέτω", "προστέθηκε":"προσθέτω", "προστεθούν":"προσθέτω", "προστεύουμε":"προστεύουμε", "προστιθέμενη":"προστιθέμενος", "προστιθέμενης":"προστιθέμενος", "προστίθενται":"προσθέτω", "προστίθεται":"προσθέτω", "προστιμα":"πρόστιμο", "πρόστιμα":"πρόστιμο", "προστιμο":"πρόστιμο", "πρόστιμο":"πρόστιμο", "προστίμου":"πρόστιμο", "προστίμων":"πρόστιμο", "προστρέξουν":"προστρέχω", "προστρέχει":"προστρέχω", "προστρέχουν":"προστρέχω", "προστριβές":"προστριβή", "προστριβών":"προστριβή", "προσυγκέντρωση":"προσυγκέντρωση", "προσυμφωνημένες":"προσυμφωνημένος", "προσυμφωνία":"προσυμφωνία", "προσύμφωνο":"προσύμφωνο", "προσυμφώνου":"προσύμφωνο", "προσυνεδριακές":"προσυνεδριακός", "προσυνεννόηση":"προσυνεννόηση", "προσυπέγραψε":"προσυπογράφω", "προσυπογραφή":"προσυπογραφή", "προσυπογράφουμε":"προσυπογράφω", "προσυπογράφουν":"προσυπογράφω", "πρόσφατα":"πρόσφατα", "πρόσφατα":"πρόσφατος", "πρόσφατες":"πρόσφατος", "πρόσφατη":"πρόσφατος", "πρόσφατης":"πρόσφατος", "πρόσφατο":"πρόσφατος", "πρόσφατος":"πρόσφατος", "πρόσφατου":"πρόσφατος", "πρόσφατους":"πρόσφατος", "πρόσφατων":"πρόσφατος", "προσφάτως":"πρόσφατα", "πρόσφερα":"προσφέρω", "προσφέραμε":"προσφέρω", "πρόσφεραν":"προσφέρω", "προσφέρατε":"προσφέρω", "πρόσφερε":"προσφέρω", "προσφέρει":"προσφέρω", "προσφέρεις":"προσφέρω", "πρόσφερες":"προσφέρω", "προσφέρεται":"προσφέρω", "προσφέρετε":"προσφέρω", "προσφερθεί":"προσφέρω", "προσφερθέντων":"προσφερθείς", "προσφέρθηκαν":"προσφέρω", "προσφέρθηκε":"προσφέρω", "προσφερθούν":"προσφέρω", "προσφερόμενα":"προσφερόμενος", "προσφερόμενες":"προσφερόμενος", "προσφερόμενης":"προσφερόμενος", "προσφερόμενου":"προσφερόμενος", "προσφερομένων":"προσφερόμενος", "προσφερόμενων":"προσφερόμενος", "προσφέρονται":"προσφέρω", "προσφέρονταν":"προσφέρω", "προσφέροντας":"προσφέρω", "προσφέροντάς":"προσφέρω", "προσφερόταν":"προσφέρω", "προσφέρουμε":"προσφέρω", "προσφέρουν":"προσφέρω", "προσφέρω":"προσφέρω", "προσφεύγει":"προσφεύγω", "προσφεύγοντας":"προσφεύγω", "προσφεύγοντες":"προσφεύγων", "προσφευγόντων":"προσφεύγων", "προσφεύγουμε":"προσφεύγω", "προσφεύγουν":"προσφεύγω", "προσφεύγουσα":"προσφεύγων", "προσφεύγων":"προσφεύγων", "προσφιλές":"προσφιλής", "προσφιλή":"προσφιλής", "προσφιλής":"προσφιλής", "προσφιλούς":"προσφιλής", "προσφιλών":"προσφιλής", "προσφορά":"προσφορά", "πρόσφορα":"πρόσφορος", "προσφοράς":"προσφορά", "προσφορές":"προσφορά", "πρόσφορες":"πρόσφορος", "πρόσφορη":"πρόσφορος", "πρόσφορο":"πρόσφορος", "πρόσφοροι":"πρόσφορος", "πρόσφορος":"πρόσφορος", "πρόσφορους":"πρόσφορος", "προσφορών":"προσφορά", "πρόσφορων":"πρόσφορος", "πρόσφυγα":"πρόσφυγας", "πρόσφυγας":"πρόσφυγας", "πρόσφυγγες":"πρόσφυγγες", "προσφύγει":"προσφεύγω", "πρόσφυγες":"πρόσφυγας", "προσφυγές":"προσφυγή", "προσφύγετε":"προσφεύγω", "προσφυγή":"προσφυγή", "προσφυγής":"προσφυγή", "προσφυγιά":"προσφυγιά", "προσφυγιάς":"προσφυγιά", "προσφυγικά":"προσφυγικός", "προσφυγικές":"προσφυγικός", "προσφυγική":"προσφυγικός", "προσφυγικής":"προσφυγικός", "προσφυγικό":"προσφυγικός", "προσφυγικού":"προσφυγικός", "προσφυγικούς":"προσφυγικός", "προσφυγικών":"προσφυγικός", "προσφύγουμε":"προσφεύγω", "προσφύγουν":"προσφεύγω", "προσφύγω":"προσφεύγω", "προσφύγων":"πρόσφυγας", "προσφυγων":"προσφυγή", "προσφυγών":"προσφυγή", "προσφυώς":"προσφυώς", "'προσφυώς":"'προσφυώς", "προσφώνησε":"προσφωνώ", "προσφώνηση":"προσφώνηση", "προσφωνούσε":"προσφωνώ", "προσφωνώντας":"προσφωνώ", "πρόσχαροι":"πρόσχαρος", "προσχέδια":"προσχέδιο", "προσχεδιασμένα":"προσχεδιάζω", "προσχεδιασμένη":"προσχεδιασμένος", "προσχεδιασμένο":"προσχεδιάζω", "προσχέδιο":"προσχέδιο", "προσχεδίου":"προσχέδιο", "πρόσχημα":"πρόσχημα", "προσχήματα":"πρόσχημα", "προσχηματικά":"προσχηματικά", "προσχηματικές":"προσχηματικός", "προσχηματική":"προσχηματικός", "προσχηματικό":"προσχηματικός", "προσχηματικούς":"προσχηματικός", "προσχημάτων":"πρόσχημα", "προσχολικής":"προσχολικός", "προσχωρεί":"προσχωρώ", "προσχώρησα":"προσχωρώ", "προσχώρησαν":"προσχωρώ", "προσχώρησε":"προσχωρώ", "προσχωρήσει":"προσχωρώ", "προσχώρηση":"προσχώρηση", "προσχώρησή":"προσχώρηση", "προσχώρησης":"προσχώρηση", "προσχωρήσουν":"προσχωρώ", "προσχωρούσες":"προσχωρώ", "προσχωρώντας":"προσχωρώ", "προσχώσεις":"πρόσχωση", "προσωκρατική":"προσωκρατικός", "προσωνύμιο":"προσωνύμιο", "προσωνύμιό":"προσωνύμιο", "πρόσωπα":"πρόσωπο", "πρόσωπά":"πρόσωπο", "πρόσωπα-κλειδιά":"πρόσωπα-κλειδιά", "προσωπάρχης":"προσωπάρχης", "πρόσωπα-σύμβολα":"πρόσωπα-σύμβολα", "προσωπεία":"προσωπείο", "προσωπείο":"προσωπείο", "προσωπείον":"προσωπείο", "προσωπείου":"προσωπείο", "προσωπίδα":"προσωπίδα", "προσωπίδες":"προσωπίδα", "προσωπικά":"προσωπικά", "προσωπικά":"προσωπικός", "προσωπικά-οικ":"προσωπικά-οικ", "προσωπικά-οικιακά":"προσωπικά-οικιακά", "προσωπικές":"προσωπικός", "προσωπική":"προσωπικός", "προσωπικής":"προσωπικός", "προσωπικό":"προσωπικό", "προσωπικό":"προσωπικός", "προσωπικοί":"προσωπικός", "προσωπικόν":"προσωπικός", "προσωπικός":"προσωπικός", "προσωπικοτητα":"προσωπικότητα", "προσωπικότητα":"προσωπικότητα", "προσωπικότητά":"προσωπικότητα", "προσωπικότητας":"προσωπικότητα", "προσωπικότητάς":"προσωπικότητα", "προσωπικότητες":"προσωπικότητα", "προσωπικότητός":"προσωπικότητα", "προσωπικοτήτων":"προσωπικότητα", "προσωπικού":"προσωπικό", "προσωπικού":"προσωπικός", "προσωπικούς":"προσωπικός", "προσωπικών":"προσωπικός", "προσωπικώς":"προσωπικά", "προσωπο":"πρόσωπο", "πρόσωπο":"πρόσωπο", "πρόσωπό":"πρόσωπο", "προσωπογραφία":"προσωπογραφία", "προσωπογραφίες":"προσωπογραφία", "προσωποκεντρικής":"προσωποκεντρικός", "προσωποκράτηση":"προσωποκράτηση", "προσωποκράτησης":"προσωποκράτηση", "προσωπολατρία":"προσωπολατρία", "προσωποπαγή":"προσωποπαγής", "προσωποπαγών":"προσωποπαγής", "προσωποποιεί":"προσωποποιώ", "προσωποποιήθηκε":"προσωποποιώ", "προσωποποιημένη":"προσωποποιώ", "προσωποποιημένος":"προσωποποιημένος", "προσωποποιήσει":"προσωποποιώ", "προσωποποίηση":"προσωποποίηση", "προσώπου":"πρόσωπο", "προσώπου-μοντέλου":"προσώπου-μοντέλου", "προσώπων":"πρόσωπο", "προσώρας":"προσώρας", "προσωρινά":"προσωρινά", "προσωρινά":"προσωρινός", "προσωρινές":"προσωρινός", "προσωρινή":"προσωρινός", "προσωρινής":"προσωρινός", "προσωρινό":"προσωρινός", "προσωρινοί":"προσωρινός", "προσωρινός":"προσωρινός", "προσωρινού":"προσωρινός", "προσωρινούς":"προσωρινός", "προσωρινών":"προσωρινός", "προσωρινώς":"προσωρινά", "πρόταγμα":"πρόταγμα", "προταθεί":"προτείνω", "προταθείς":"προτείνω", "προταθέν":"προταθείς", "προτάθηκαν":"προτείνω", "προτάθηκε":"προτείνω", "προταθούν":"προτείνω", "προτάξει":"προτάσσω", "προτάξουμε":"προτάσσω", "προτάσεις":"πρόταση", "προτάσεων":"πρόταση", "προτάσεών":"πρόταση", "προτάσεως":"πρόταση", "προταση":"πρόταση", "πρόταση":"πρόταση", "πρότασή":"πρόταση", "πρόταση-βόμβα":"πρόταση-βόμβα", "πρότασης":"πρόταση", "πρότασής":"πρόταση", "πρόταση-σχέδιο":"πρόταση-σχέδιο", "προτάσσει":"προτάσσω", "προτάσσεται":"προτάσσω", "προτάσσονται":"προτάσσω", "προτάσσοντας":"προτάσσω", "προτάσσουν":"προτάσσω", "προταχθούν":"προτάσσω", "πρότεινα":"προτείνω", "προτείναμε":"προτείνω", "πρότειναν":"προτείνω", "προτείνατε":"προτείνω", "προτεινε":"προτείνω", "πρότεινε":"προτείνω", "προτεινει":"προτείνω", "προτείνει":"προτείνω", "προτείνεις":"προτείνω", "προτείνεται":"προτείνω", "προτείνετε":"προτείνω", "προτεινόμενα":"προτεινόμενος", "προτεινόμενες":"προτεινόμενος", "προτεινόμενη":"προτεινόμενος", "προτεινομενο":"προτεινόμενος", "προτεινόμενο":"προτεινόμενος", "προτεινόμενοι":"προτεινόμενος", "προτεινόμενου":"προτεινόμενος", "προτεινόμενους":"προτεινόμενος", "προτεινομένων":"προτεινόμενος", "προτεινόμενων":"προτεινόμενος", "προτείνονται":"προτείνω", "προτείνοντας":"προτείνω", "προτεινόταν":"προτείνω", "προτείνουμε":"προτείνω", "προτείνουν":"προτείνω", "προτείνω":"προτείνω", "προτεκτοράτο":"προτεκτοράτο", "προτεκτοράτου":"προτεκτοράτο", "προτελευταία":"προτελευταίος", "προτελευταίας":"προτελευταίος", "προτελευταίο":"προτελευταίος", "προτελευταίος":"προτελευταίος", "προτεραιότητα":"προτεραιότητα", "προτεραιότητά":"προτεραιότητα", "προτεραιοτητας":"προτεραιότητα", "προτεραιότητας":"προτεραιότητα", "προτεραιότητες":"προτεραιότητα", "προτεραιότητές":"προτεραιότητα", "προτεραιοτήτων":"προτεραιότητα", "πρότερη":"πρότερος", "προτέρημα":"προτέρημα", "προτερημάτων":"προτέρημα", "πρότερο":"πρότερος", "προτέρων":"πρότερος", "προτεστάντες":"προτεστάντης", "προτεστάντη":"προτεστάντης", "προτεστάντης":"προτεστάντης", "προτεσταντικές":"προτεσταντικός", "προτεσταντική":"προτεσταντικός", "προτεσταντικής":"προτεσταντικός", "προτεσταντικού":"προτεσταντικός", "προτεσταντισμό":"προτεσταντισμός", "προτεσταντισμού":"προτεσταντισμός", "προτεσταντών":"προτεστάντης", "προτίθεμαι":"προτίθεμαι", "προτίθενται":"προτίθεμαι", "προτίθεται":"προτίθεμαι", "προτιμά":"προτιμώ", "προτιμάει":"προτιμώ", "προτιμάμε":"προτιμώ", "προτιμάται":"προτιμώ", "προτιμάτε":"προτιμώ", "προτιμείστε":"προτιμώ", "προτιμηθεί":"προτιμώ", "προτιμήθηκαν":"προτιμώ", "προτιμήθηκε":"προτιμώ", "προτιμηθούν":"προτιμώ", "προτίμησα":"προτιμώ", "προτιμήσαμε":"προτιμώ", "προτίμησαν":"προτιμώ", "προτίμησε":"προτιμώ", "προτιμήσει":"προτιμώ", "προτιμήσεις":"προτίμηση", "προτιμήσετε":"προτιμώ", "προτιμήσεων":"προτίμηση", "προτιμήσεών":"προτίμηση", "προτίμηση":"προτίμηση", "προτίμησή":"προτίμηση", "προτίμησης":"προτίμηση", "προτιμήσουμε":"προτιμώ", "προτιμήσουν":"προτιμώ", "προτιμήστε":"προτιμώ", "προτιμήσω":"προτιμώ", "προτιμητέα":"προτιμητέος", "προτιμητέο":"προτιμητέος", "προτιμότερα":"προτιμότερος", "προτιμότερη":"προτιμότερος", "προτιμότερο":"προτιμότερος", "προτιμότερος":"προτιμότερος", "προτιμούμε":"προτιμώ", "προτιμούν":"προτιμώ", "προτιμούνται":"προτιμώ", "προτιμούσα":"προτιμώ", "προτιμούσαν":"προτιμώ", "προτιμούσε":"προτιμώ", "προτιμώ":"προτιμώ", "προτιμώνται":"προτιμώ", "προτιμώντας":"προτιμώ", "πρότινος":"πρότινος", "προτο":"προεγώ", "πρότο":"πρότο", "προτομές":"προτομή", "προτομή":"προτομή", "προτομής":"προτομή", "προτού":"προτού", "προτρέπει":"προτρέπω", "προτρέπονται":"προτρέπω", "προτρέποντας":"προτρέπω", "προτρέπουν":"προτρέπω", "προτρέψει":"προτρέπω", "προτρέψουν":"προτρέπω", "προτροπές":"προτροπή", "προτροπή":"προτροπή", "προτροπής":"προτροπή", "πρότυπα":"πρότυπο", "πρότυπά":"πρότυπο", "πρότυπα":"πρότυπος", "πρότυπη":"πρότυπος", "πρότυπης":"πρότυπος", "πρότυπο":"πρότυπο", "πρότυπό":"πρότυπο", "προτυποποίηση":"προτυποποίηση", "πρότυπος":"πρότυπος", "προτύπου":"πρότυπο", "πρότυπου":"πρότυπο", "προτύπων":"πρότυπο", "προϋπαντούσε":"προϋπαντώ", "προϋπάρξει":"προϋπάρχω", "προϋπάρχει":"προϋπάρχω", "προϋπάρχον":"προϋπάρχων", "προϋπηρεσία":"προϋπηρεσία", "προϋπηρεσίας":"προϋπηρεσία", "προϋπήρξαν":"προϋπάρχω", "προϋπήρξε":"προϋπάρχω", "προϋπήρχαν":"προϋπάρχω", "προϋπήρχε":"προϋπάρχω", "προϋποθεσεις":"προϋπόθεση", "προϋποθέσεις":"προϋπόθεση", "προϋποθέσεων":"προϋπόθεση", "προϋπόθεση":"προϋπόθεση", "προϋποθέτει":"προϋποθέτω", "προϋποθέτουν":"προϋποθέτω", "προϋπολογίζονται":"προϋπολογίζω", "προϋπολογίσει":"προϋπολογίζω", "προϋπολογισμο":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμό":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμοί":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμος":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμός":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμου":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμού":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμούς":"προϋπολογισμός", "προϋπολογισμών":"προϋπολογισμός", "προϋπολογίστηκε":"προϋπολογίζω", "προυστ":"προυστ", "προύχοντες":"προύχοντας", "προφανείς":"προφανής", "προφανές":"προφανής", "προφανέστατο":"προφανής", "προφανή":"προφανής", "προφανής":"προφανής", "προφανούς":"προφανής", "προφανών":"προφανής", "προφανώς":"προφανώς", "προφάσεις":"πρόφαση", "πρόφαση":"πρόφαση", "προφασίζεται":"προφασίζομαι", "προφασιζόμενοι":"προφασιζόμενος", "προφασιζόμενος":"προφασιζόμενος", "πρόφεραν":"προφέρω", "πρόφερε":"προφέρω", "προφέρεις":"προφέρω", "προφέρεται":"προφέρω", "προφέρονται":"προφέρω", "προφέρουμε":"προφέρω", "προφέρουν":"προφέρω", "προφητεία":"προφητεία", "προφητείας":"προφητεία", "προφητείες":"προφητεία", "προφήτες":"προφήτης", "προφήτευε":"προφητεύω", "προφήτευσε":"προφητεύω", "προφήτη":"προφήτης", "προφήτης":"προφήτης", "προφητικά":"προφητικά", "προφητικές":"προφητικός", "προφητικό":"προφητικός", "προφιλ":"προφίλ", "προφίλ":"προφίλ", "προφιούμο":"προφιούμο", "προφιτερόλ":"προφιτερόλ", "προφορά":"προφορά", "προφοράς":"προφορά", "προφορικά":"προφορικά", "προφορικά":"προφορικός", "προφορικές":"προφορικός", "προφορική":"προφορικός", "προφορικής":"προφορικός", "προφορικό":"προφορικός", "προφορικός":"προφορικός", "προφορικού":"προφορικός", "προφορικώς":"προφορικά", "προφορτίο":"προφορτίο", "προφταίνει":"προφταίνω", "πρόφτασαν":"προφταίνω", "πρόφτασε":"προφταίνω", "προφτάσουμε":"προφταίνω", "προφυλαγμένη":"προφυλάγω", "προφυλάκισαν":"προφυλακίζω", "προφυλάκιση":"προφυλάκιση", "προφυλάκισή":"προφυλάκιση", "προφυλάκισης":"προφυλάκιση", "προφυλακισθεί":"προφυλακίζω", "προφυλακισμένος":"προφυλακισμένος", "προφυλακισμένους":"προφυλακισμένος", "προφυλακισμένων":"προφυλακίζω", "προφυλακιστεί":"προφυλακίζω", "προφυλακιστέοι":"προφυλακιστέος", "προφυλακιστέος":"προφυλακιστέος", "προφυλακίστηκαν":"προφυλακίζω", "προφυλακίστηκε":"προφυλακίζω", "προφυλακτικά":"προφυλακτικά", "προφυλακτικό":"προφυλακτικός", "προφυλακτικών":"προφυλακτικός", "προφυλάξει":"προφυλάσσω", "προφυλάξεις":"προφύλαξη", "προφυλάξεις":"προφυλάσσω", "προφύλαξη":"προφύλαξη", "προφύλαξης":"προφύλαξη", "προφυλάξουμε":"προφυλάσσω", "προφυλάξουν":"προφυλάσσω", "προφυλάξω":"προφυλάσσω", "προφυλάσσει":"προφυλάσσω", "προφυλάσσεται":"προφυλάσσω", "προφυλάσσουν":"προφυλάσσω", "προφυλαχθεί":"προφυλάσσω", "προφυλαχθείτε":"προφυλάσσω", "προφυλαχθούν":"προφυλάσσω", "προφυλαχτεί":"προφυλάσσω", "προ-φυλλοξηρικά":"προ-φυλλοξηρικά", "πρόχειρα":"πρόχειρα", "πρόχειρες":"πρόχειρος", "πρόχειρη":"πρόχειρος", "πρόχειρης":"πρόχειρος", "πρόχειρο":"πρόχειρος", "πρόχειροι":"πρόχειρος", "πρόχειρος":"πρόχειρος", "προχειρότητα":"προχειρότητα", "προχειρότητας":"προχειρότητα", "προχειρότητες":"προχειρότητα", "προχείρου":"πρόχειρος", "πρόχειρου":"πρόχειρος", "προχθες":"προχθές", "προχθές":"προχθές", "προχθεσινά":"προχθεσινός", "προχθεσινές":"προχθεσινός", "προχθεσινή":"προχθεσινός", "προχθεσινής":"προχθεσινός", "προχθεσινό":"προχθεσινός", "προχθεσινός":"προχθεσινός", "προχθεσινού":"προχθεσινός", "προχθεσινών":"προχθεσινός", "πρόχορο":"πρόχορο", "προχριστιανικής":"προχριστιανικός", "προχριστιανικούς":"προχριστιανικός", "προχτές":"προχθές", "πρόχωμα":"πρόχωμα", "προχωρά":"προχωρώ", "προχώρα":"προχωρώ", "προχωράει":"προχωρώ", "προχωράμε":"προχωρώ", "προχωράς":"προχωρώ", "προχωράτε":"προχωρώ", "προχωράω":"προχωρώ", "προχωρεί":"προχωρώ", "προχωρείτε":"προχωρώ", "προχωρημένα":"προχωρημένος", "προχωρημένες":"προχωρημένος", "προχωρημένη":"προχωρημένος", "προχωρημένης":"προχωρημένος", "προχωρημένο":"προχωρημένος", "προχωρημένους":"προχωρημένος", "προχωρημένων":"προχωρημένος", "προχωρήσαμε":"προχωρώ", "προχώρησαν":"προχωρώ", "προχώρησε":"προχωρώ", "προχωρήσει":"προχωρώ", "προχωρήσεις":"προχωρώ", "προχωρήσετε":"προχωρώ", "προχωρήσουμε":"προχωρώ", "προχωρήσουν":"προχωρώ", "προχωρήστε":"προχωρώ", "προχωρήσω":"προχωρώ", "προχωρούμε":"προχωρώ", "προχωρούν":"προχωρώ", "προχωρούσα":"προχωρώ", "προχωρούσαν":"προχωρώ", "προχωρούσε":"προχωρώ", "προχωρώντας":"προχωρώ", "προωθει":"προωθώ", "προωθεί":"προωθώ", "προωθείται":"προωθώ", "προωθείτε":"προωθώ", "προωθηθεί":"προωθώ", "προωθηθείτε":"προωθώ", "προωθήθηκαν":"προωθώ", "προωθήθηκε":"προωθώ", "προωθηθούν":"προωθώ", "προωθημένα":"προωθώ", "προωθημένες":"προωθώ", "προωθημένη":"προωθώ", "προωθημένης":"προωθώ", "προωθημένο":"προωθώ", "προωθημένος":"προωθώ", "προωθημένους":"προωθώ", "προώθησα":"προωθώ", "προώθησαν":"προωθώ", "προώθησε":"προωθώ", "προωθήσει":"προωθώ", "προωθήσετε":"προωθώ", "προώθηση":"προώθηση", "προώθησή":"προώθηση", "προώθησης":"προώθηση", "προώθησής":"προώθηση", "προωθήσουμε":"προωθώ", "προωθήσουν":"προωθώ", "προωθήστε":"προωθώ", "προωθητήρες":"προωθητήρας", "προωθητήρων":"προωθητήρας", "προωθητικές":"προωθητικός", "προωθητική":"προωθητικός", "προωθητικό":"προωθητικός", "προωθητικών":"προωθητικός", "προωθούμε":"προωθώ", "προωθούμενες":"προωθούμενος", "προωθούμενης":"προωθούμενος", "προωθούμενο":"προωθούμενος", "προωθούν":"προωθώ", "προωθούνται":"προωθώ", "προωθούνταν":"προωθώ", "προωθούσαν":"προωθώ", "προωθούσε":"προωθώ", "προωθώντας":"προωθώ", "πρόωρα":"πρόωρα", "πρόωρες":"πρόωρος", "πρόωρη":"πρόωρος", "πρόωρης":"πρόωρος", "πρόωρο":"πρόωρος", "πρόωρος":"πρόωρος", "πρόωρου":"πρόωρος", "πρόωρους":"πρόωρος", "πρόωρων":"πρόωρος", "προώρως":"πρόωρος", "πρσο":"πρσο", "πρύμνα":"πρύμνα", "πρύμνη":"πρύμνη", "πρυτανεία":"πρυτανεία", "πρυτανείας":"πρυτανεία", "πρυτανεις":"πρύτανης", "πρυτάνεις":"πρύτανης", "πρυτανεύει":"πρυτανεύω", "πρυτανεύουσα":"πρυτανεύων", "πρυτάνευσε":"πρυτανεύω", "πρυτανεύσει":"πρυτανεύω", "πρυτάνεων":"πρύτανης", "πρυτανεως":"πρύτανης", "πρυτάνεως":"πρύτανης", "πρύτανη":"πρύτανης", "πρύτανης":"πρύτανης", "πρυτανικές":"πρυτανικός", "πρυτανικό":"πρυτανικός", "πρυτανικών":"πρυτανικός", "πρωην":"πρώην", "πρώην":"πρώην", "πρωθυπουργέ":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργία":"πρωθυπουργία", "πρωθυπουργίας":"πρωθυπουργία", "πρωθυπουργικά":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργικές":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργική":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργικό":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργικόν":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργικού":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργικών":"πρωθυπουργικός", "πρωθυπουργό":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργοί":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργός":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργού":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργούς":"πρωθυπουργός", "πρωθυπουργών":"πρωθυπουργός", "πρωθύστερα":"πρωθύστερος", "πρωθύστερο":"πρωθύστερος", "πρωί":"πρωί", "πρωία":"πρωία", "πρωίας":"πρωία", "πρώιμα":"πρώιμος", "πρώιμες":"πρώιμος", "πρώιμη":"πρώιμος", "πρώιμης":"πρώιμος", "πρώιμο":"πρώιμος", "πρώιμος":"πρώιμος", "πρώιμου":"πρώιμος", "πρωινά":"πρωινός", "πρωινάδικων":"πρωινάδικων", "πρωινές":"πρωινός", "πρωινη":"πρωινός", "πρωινή":"πρωινός", "πρωινής":"πρωινός", "πρωινό":"πρωινός", "πρωινοί":"πρωινός", "πρωινόν":"πρωινός", "πρωινός":"πρωινός", "πρωινού":"πρωινός", "πρωινών":"πρωινός", "πρωΐου":"πρωΐου", "πρωκτικό":"πρωκτικός", "πρωτ":"πρωτ", "πρωτα":"πρώτα", "πρώτα":"πρώτα", "πρώτα":"πρώτος", "πρωταγωνιστεί":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστες":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστές":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστη":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστή":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστής":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνίστησαν":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνίστησε":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστήσει":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστήσουν":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστικά":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστικές":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστική":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστικό":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστικός":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστικού":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστικούς":"πρωταγωνιστικός", "πρωταγωνιστούν":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστούσαν":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνιστούσε":"πρωταγωνιστώ", "πρωταγωνίστρια":"πρωταγωνίστρια", "πρωταγωνίστριας":"πρωταγωνίστρια", "πρωταγωνίστριάς":"πρωταγωνίστρια", "πρωταγωνίστριες":"πρωταγωνίστρια", "πρωταγωνιστων":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστών":"πρωταγωνιστής", "πρωταγωνιστώντας":"πρωταγωνιστώ", "πρωταθλημα":"πρωτάθλημα", "πρωτάθλημα":"πρωτάθλημα", "πρωτάθλημά":"πρωτάθλημα", "πρωταθλήματα":"πρωτάθλημα", "πρωταθληματος":"πρωτάθλημα", "πρωταθλήματος":"πρωτάθλημα", "πρωταθληματων":"πρωτάθλημα", "πρωταθλημάτων":"πρωτάθλημα", "πρωταθλητες":"πρωταθλητής", "πρωταθλητές":"πρωταθλητής", "πρωταθλητή":"πρωταθλητής", "πρωταθλητής":"πρωταθλητής", "πρωταθλητισμό":"πρωταθλητισμός", "πρωταθλητισμός":"πρωταθλητισμός", "πρωταθλητρια":"πρωταθλήτρια", "πρωταθλήτρια":"πρωταθλήτρια", "πρωταθλήτριας":"πρωταθλήτρια", "πρωταθλήτριες":"πρωταθλήτρια", "πρωταθλητριών":"πρωταθλήτρια", "πρωταθλητων":"πρωταθλητής", "πρωταθλητών":"πρωταθλητής", "πρωταίτιοι":"πρωταίτιος", "πρωταιτίων":"πρωταίτιος", "πρωτάκια":"πρωτάκι", "πρωτάκουστη":"πρωτάκουστος", "πρωτάκουστο":"πρωτάκουστος", "πρωτάρηδες":"πρωτάρης", "πρωταρχικά":"πρωταρχικά", "πρωταρχική":"πρωταρχικός", "πρωταρχικό":"πρωταρχικός", "πρωταρχικοί":"πρωταρχικός", "πρωταρχικός":"πρωταρχικός", "πρωταρχικότατη":"πρωταρχικότατη", "πρωταρχικούς":"πρωταρχικός", "πρωτέας":"πρωτέας", "πρωτέας-ηλιούπολη":"πρωτέας-ηλιούπολη", "πρωτεία":"πρωτείο", "πρωτεΐνες":"πρωτεΐνη", "πρωτεΐνη":"πρωτεΐνη", "πρωτεΐνης":"πρωτεΐνη", "πρωτεϊνικά":"πρωτεϊνικός", "πρωτεϊνών":"πρωτεΐνη", "πρωτείο":"πρωτείο", "πρωτεργάτες":"πρωτεργάτης", "πρωτεργάτη":"πρωτεργάτης", "πρωτεργάτης":"πρωτεργάτης", "πρώτες":"πρώτος", "πρωτεύον":"πρωτεύων", "πρωτεύοντα":"πρωτεύων", "πρωτεύοντος":"πρωτεύων", "πρωτευουσα":"πρωτεύουσα", "πρωτεύουσα":"πρωτεύουσα", "πρωτεύουσά":"πρωτεύουσα", "πρωτευουσας":"πρωτεύουσα", "πρωτεύουσας":"πρωτεύουσα", "πρωτεύουσάς":"πρωτεύουσα", "πρωτεύουσες":"πρωτεύουσα", "πρωτευούσης":"πρωτεύων", "πρωτευουσιάνοι":"πρωτευουσιάνος", "πρωτευουσιάνους":"πρωτευουσιάνος", "πρωτευουσιάνων":"πρωτευουσιάνος", "πρώτευσαν":"πρωτεύω", "πρωτεύσας":"πρωτεύσας", "πρώτευσε":"πρωτεύω", "πρωτη":"πρώτος", "πρώτη":"πρώτος", "πρωτης":"πρώτος", "πρώτης":"πρώτος", "πρωτιά":"πρωτιά", "πρωτιάς":"πρωτιά", "πρωτιές":"πρωτιά", "πρώτιστα":"πρώτιστα", "πρωτίστης":"πρώτιστος", "πρώτιστο":"πρώτιστος", "πρώτιστον":"πρώτιστος", "πρώτιστος":"πρώτιστος", "πρωτίστως":"πρώτιστα", "πρωτο":"πρώτος", "πρώτο":"πρώτος", "πρωτοάρχισαν":"πρωτοαρχίζω", "πρωτοβάθμια":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβάθμιας":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβάθμιο":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβάθμιου":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβάθμιους":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβάθμιων":"πρωτοβάθμιος", "πρωτοβουλια":"πρωτοβουλία", "πρωτοβουλία":"πρωτοβουλία", "πρωτοβουλίας":"πρωτοβουλία", "πρωτοβουλίες":"πρωτοβουλία", "πρωτοβουλιών":"πρωτοβουλία", "πρωτογενείς":"πρωτογενής", "πρωτογενές":"πρωτογενής", "πρωτογενή":"πρωτογενής", "πρωτογενής":"πρωτογενής", "πρωτογεννήθηκε":"πρωτογεννώ", "πρωτογενούς":"πρωτογενής", "πρωτογενών":"πρωτογενής", "πρωτογενώς":"πρωτογενώς", "πρωτόγνωρα":"πρωτόγνωρος", "πρωτόγνωρες":"πρωτόγνωρος", "πρωτόγνωρη":"πρωτόγνωρος", "πρωτόγνωρο":"πρωτόγνωρος", "πρωτόγνωρων":"πρωτόγνωρος", "πρωτόγονα":"πρωτόγονα", "πρωτόγονα":"πρωτόγονος", "πρωτόγονες":"πρωτόγονος", "πρωτόγονη":"πρωτόγονος", "πρωτογονισμό":"πρωτογονισμός", "πρωτογονισμού":"πρωτογονισμός", "πρωτόγονο":"πρωτόγονος", "πρωτόγονοι":"πρωτόγονος", "πρωτόγονος":"πρωτόγονος", "πρωτόγονου":"πρωτόγονος", "πρωτόγονους":"πρωτόγονος", "πρωτόγονων":"πρωτόγονος", "πρωτοδημιουργήθηκε":"πρωτοδημιουργήθηκε", "πρωτοδημοσιεύθηκε":"πρωτοδημοσιεύω", "πρωτόδικα":"πρωτόδικος", "πρωτοδικείο":"πρωτοδικείο", "πρωτοδικείου":"πρωτοδικείο", "πρωτοδίκες":"πρωτοδίκης", "πρωτοδίκη":"πρωτοδίκης", "πρωτόδικη":"πρωτόδικος", "πρωτοδίκης":"πρωτοδίκης", "πρωτόδικης":"πρωτόδικος", "πρωτοδικών":"πρωτοδίκης", "πρωτοδίκως":"πρωτόδικος", "πρωτοδιορθώσουν":"πρωτοδιορθώνω", "πρωτοεγκαταστάθηκαν":"πρωτοεγκαθιστώ", "πρωτοεκδοθεί":"πρωτοεκδίδω", "πρωτοεκδόθηκε":"πρωτοεκδίδω", "πρωτοεμφανίζεται":"πρωτοεμφανίζω", "πρωτοεμφανιζόμενη":"πρωτοεμφανιζόμενος", "πρωτοεμφανιζόμενης":"πρωτοεμφανιζόμενος", "πρωτοεμφανιζόμενο":"πρωτοεμφανιζόμενος", "πρωτοεμφανιζόμενου":"πρωτοεμφανιζόμενος", "πρωτοεμφανίστηκα":"πρωτοεμφανίζω", "πρωτοεμφανίστηκαν":"πρωτοεμφανίζω", "πρωτοεμφανίστηκε":"πρωτοεμφανίζω", "πρωτοεξελέγη":"πρωτοεκλέγω", "πρωτοετείς":"πρωτοετής", "πρωτοετής":"πρωτοετής", "πρωτοήρθε":"πρωτοέρχομαι", "πρώτοι":"πρώτος", "πρώτοις":"πρώτοις", "πρωτοκαθεδρία":"πρωτοκαθεδρία", "πρωτοκαθεδρίας":"πρωτοκαθεδρία", "πρωτοκαθιέρωσαν":"πρωτοκαθιερώνω", "πρωτοκαλλιεργήθηκε":"πρωτοκαλλιεργήθηκε", "πρωτοκάνει":"πρωτοκάνω", "πρωτοκατοικήθηκαν":"πρωτοκατοικώ", "πρωτοκλασάτα":"πρωτοκλασάτος", "πρωτοκλασάτες":"πρωτοκλασάτος", "πρωτοκλασάτο":"πρωτοκλασάτος", "πρωτοκλασάτους":"πρωτοκλασάτος", "πρωτοκλασάτων":"πρωτοκλασάτος", "πρωτόκολλα":"πρωτόκολλο", "πρωτοκολλο":"πρωτόκολλο", "πρωτόκολλο":"πρωτόκολλο", "πρωτόκολλό":"πρωτόκολλο", "πρωτοκόλλου":"πρωτόκολλο", "πρωτοκολλούνται":"πρωτοκολλώ", "πρωτοκυκλοφόρησαν":"πρωτοκυκλοφορώ", "πρωτοκυκλοφόρησε":"πρωτοκυκλοφορώ", "πρωτόλεγαν":"πρωτολέω", "πρωτόλεια":"πρωτόλειο", "πρωτόλειο":"πρωτόλειος", "πρωτολειτούργησε":"πρωτολειτουργώ", "πρωτομαρτιάς":"πρωτομαρτιάς", "πρωτομάστορας":"πρωτομάστορας", "πρωτομάστορες":"πρωτομάστορας", "πρωτομιλία":"πρωτομιλία", "πρωτομπεί":"πρωτομπαίνω", "πρώτον":"πρώτον", "πρωτονίων":"πρωτόνιο", "πρωτοξεκίνησε":"πρωτοξεκινώ", "πρωτοπαθή":"πρωτοπαθής", "πρωτοπαθών":"πρωτοπαθής", "πρωτοπαλίκαρα":"πρωτοπαλίκαρο", "πρωτόπαπα":"πρωτόπαπας", "πρωτοπαπαδάκης":"πρωτοπαπαδάκης", "πρωτόπαπας":"πρωτόπαπας", "πρωτόπαππας":"πρωτόπαππας", "πρωτοπαρουσιάσθηκε":"πρωτοπαρουσιάζω", "πρωτοπαρουσιάστηκε":"πρωτοπαρουσιάζω", "πρωτοπήγα":"πρωτοπηγαίνω", "πρωτοπόρα":"πρωτοπόρος", "πρωτοπορεί":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόρες":"πρωτοπόρος", "πρωτοπορία":"πρωτοπορία", "πρωτοποριακά":"πρωτοποριακά", "πρωτοποριακά":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακές":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακή":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακής":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακό":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακοί":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακού":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακούς":"πρωτοποριακός", "πρωτοποριακών":"πρωτοποριακός", "πρωτοπορίας":"πρωτοπορία", "πρωτοπορίες":"πρωτοπορία", "πρωτοπορο":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόρο":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόροι":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόρος":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόρου":"πρωτοπόρος", "πρωτοπορούμε":"πρωτοπορούμε", "πρωτοπόρους":"πρωτοπόρος", "πρωτοπόρων":"πρωτοπόρος", "πρωτοπορώντας":"πρωτοπορώντας", "πρωτος":"πρώτος", "πρώτος":"πρώτος", "πρωτοσέλιδα":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοσέλιδο":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοσέλιδό":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοσέλιδοι":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοσέλιδος":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοσέλιδου":"πρωτοσέλιδος", "πρωτοστατεί":"πρωτοστατώ", "πρωτοστάτες":"πρωτοστάτης", "πρωτοστάτης":"πρωτοστάτης", "πρωτοστάτησαν":"πρωτοστατώ", "πρωτοστάτησε":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατήσει":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατήσουν":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατούμε":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατούν":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατούσαν":"πρωτοστατώ", "πρωτοστατώντας":"πρωτοστατώ", "πρωτοσχηματίστηκε":"πρωτοσχηματίστηκε", "πρωτότοκη":"πρωτότοκος", "πρωτότοκοι":"πρωτότοκος", "πρωτότοκόν":"πρωτότοκος", "πρωτότοκος":"πρωτότοκος", "πρωτότυπα":"πρωτότυπος", "πρωτοτυπεί":"πρωτοτυπώ", "πρωτοτυπείς":"πρωτοτυπώ", "πρωτότυπες":"πρωτότυπος", "πρωτότυπη":"πρωτότυπος", "πρωτότυπης":"πρωτότυπος", "πρωτοτύπησε":"πρωτοτυπώ", "πρωτοτυπήσουμε":"πρωτοτυπώ", "πρωτοτυπήσουν":"πρωτοτυπώ", "πρωτοτυπία":"πρωτοτυπία", "πρωτοτυπίας":"πρωτοτυπία", "πρωτότυπο":"πρωτότυπο", "πρωτότυπο":"πρωτότυπος", "πρωτότυπος":"πρωτότυπος", "πρωτοτύπου":"πρωτότυπος", "πρωτότυπου":"πρωτότυπος", "πρωτοτυπούμε":"πρωτοτυπώ", "πρωτότυπους":"πρωτότυπος", "πρωτοτύπων":"πρωτότυπος", "πρωτότυπων":"πρωτότυπος", "πρώτου":"πρώτος", "πρωτους":"πρώτος", "πρώτους":"πρώτος", "πρωτοφανείς":"πρωτοφανής", "πρωτοφανές":"πρωτοφανής", "πρωτοφανή":"πρωτοφανής", "πρωτοφανής":"πρωτοφανής", "πρωτοφανούς":"πρωτοφανής", "πρωτοφανών":"πρωτοφανής", "πρωτοχρονιά":"πρωτοχρονιά", "πρωτοχρονιας":"πρωτοχρονιά", "πρωτοχρονιάς":"πρωτοχρονιά", "πρωτοχρονιάτικα":"πρωτοχρονιάτικα", "πρωτοχρονιάτικες":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιατικη":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιάτικη":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιάτικης":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιάτικής":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιάτικο":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοχρονιάτικου":"πρωτοχρονιάτικος", "πρωτοψάλτη":"πρωτοψάλτης", "πρωτύτερα":"πρωτύτερος", "πρώτων":"πρώτος", "πσατ":"πσατ", "πσε":"πσε", "πταίει":"πταίω", "πταίσμα":"πταίσμα", "πταίσματα":"πταίσμα", "πταισματοδίκη":"πταισματοδίκης", "πτέραρχος":"πτέραρχος", "πτέρνα":"πτέρνα", "πτερόεντα":"πτερόεις", "πτέρυγα":"πτέρυγα", "πτέρυγας":"πτέρυγα", "πτέρυγες":"πτέρυγα", "πτερύγια":"πτερύγιο", "πτερύγιά":"πτερύγιο", "πτερυγίων":"πτερύγιο", "πτερύγων":"πτέρυγα", "πτερωτής":"πτερωτός", "πτηνά":"πτηνό", "πτηνό":"πτηνό", "πτηνόμορφη":"πτηνόμορφη", "πτηνοπαθολόγους":"πτηνοπαθολόγους", "πτηνοτροφεία":"πτηνοτροφείο", "πτηνοτροφία":"πτηνοτροφία", "πτηνοτροφίας":"πτηνοτροφία", "πτηνοτροφικής":"πτηνοτροφικός", "πτηνοτροφικών":"πτηνοτροφικός", "πτηνοτρόφους":"πτηνοτρόφος", "πτηνοτρόφων":"πτηνοτρόφος", "πτηνων":"πτηνό", "πτηνών":"πτηνό", "πτήσει":"πτήσει", "πτήσεις":"πτήση", "πτήσεων":"πτήση", "πτήσεως":"πτήση", "πτήση":"πτήση", "πτήσης":"πτήση", "πτητικά":"πτητικός", "πτητικές":"πτητικός", "πτητική":"πτητικός", "πτητικής":"πτητικός", "πτητικό":"πτητικός", "πτητικού":"πτητικός", "πτητικών":"πτητικός", "πτοεί":"πτοώ", "πτοείστε":"πτοώ", "πτοείται":"πτοώ", "πτοήθηκαν":"πτοώ", "πτοήθηκε":"πτοώ", "πτόησε":"πτοώ", "πτοήσουν":"πτοώ", "πτολεμαϊδα":"πτολεμαΐδα", "πτολεμαΐδα":"πτολεμαΐδα", "πτολεμαΐδας":"πτολεμαΐδα", "πτολεμαΐδας-κοζάνης":"πτολεμαΐδας-κοζάνης", "πτολεμαίος":"πτολεμαίος", "πτολεμαίων":"πτολεμαίος", "πτοούν":"πτοώ", "πτοούνται":"πτοώ", "πτυελοδοχείο":"πτυελοδοχείο", "πτυσσόμενο":"πτυσσόμενος", "πτυχές":"πτυχή", "πτυχή":"πτυχή", "πτυχής":"πτυχή", "πτυχία":"πτυχίο", "πτυχιακή":"πτυχιακός", "πτυχιακής":"πτυχιακός", "πτυχίο":"πτυχίο", "πτυχίου":"πτυχίο", "πτυχιούχο":"πτυχιούχος", "πτυχιούχοι":"πτυχιούχος", "πτυχιούχος":"πτυχιούχος", "πτυχιούχου":"πτυχιούχος", "πτυχιούχους":"πτυχιούχος", "πτυχιούχων":"πτυχιούχος", "πτυχίω":"πτυχίω", "πτυχίων":"πτυχίο", "πτυχών":"πτυχή", "πτυχώσεις":"πτυχώνω", "πτώμα":"πτώμα", "πτώματα":"πτώμα", "πτώματά":"πτώμα", "πτώματος":"πτώμα", "πτωμάτων":"πτώμα", "πτωσεις":"πτώση", "πτώσεις":"πτώση", "πτώσεως":"πτώση", "πτωση":"πτώση", "πτώση":"πτώση", "πτώσης":"πτώση", "πτωτικα":"πτωτικός", "πτωτικά":"πτωτικός", "πτωτικές":"πτωτικός", "πτωτική":"πτωτικός", "πτωτικής":"πτωτικός", "πτωτικών":"πτωτικός", "πτωχευμένου":"πτωχευμένου", "πτώχευσε":"πτωχεύω", "πτωχεύσεις":"πτώχευση", "πτώχευση":"πτώχευση", "πτώχευσης":"πτώχευση", "πτωχή":"πτωχός", "πτωχό":"πτωχός", "πτωχοί":"πτωχός", "πτωχοκομείου":"πτωχοκομείο", "πτωχοπροδρομισμό":"πτωχοπροδρομισμός", "πτωχός":"πτωχός", "πτωχού":"πτωχός", "πτωχούς":"πτωχός", "πτώχυνση":"πτώχυνση", "πυγμαίο":"πυγμαίος", "πυγμαίοι":"πυγμαίος", "πυγμαίος":"πυγμαίος", "πυγμαχια":"πυγμαχία", "πυγμαχία":"πυγμαχία", "πυγμαχίας":"πυγμαχία", "πυγμαχικής":"πυγμαχικός", "πυγμάχο":"πυγμάχος", "πυγμάχοι":"πυγμάχος", "πυγμάχος":"πυγμάχος", "πυγμάχου":"πυγμάχος", "πυγμάχους":"πυγμάχος", "πυγμή":"πυγμή", "πυγμής":"πυγμή", "πύδνα":"πύδνα", "πυελικές":"πυελικός", "πυελογραφία":"πυελογραφία", "πύθιο":"πύθιος", "πυθίου":"πύθιος", "πυθμένα":"πυθμένας", "πυθμένας":"πυθμένας", "πυκνά":"πυκνά", "πυκνές":"πυκνός", "πυκνή":"πυκνός", "πυκνής":"πυκνός", "πυκνό":"πυκνός", "πυκνοδομημένες":"πυκνοδομημένες", "πυκνοδομημένη":"πυκνοδομημένη", "πυκνοδομημένους":"πυκνοδομημένους", "πυκνοί":"πυκνός", "πυκνοκατοικημένα":"πυκνοκατοικημένος", "πυκνοκατοικημένες":"πυκνοκατοικημένος", "πυκνοκατοικημένη":"πυκνοκατοικημένος", "πυκνός":"πυκνός", "πυκνότερες":"πυκνός", "πυκνότητα":"πυκνότητα", "πυκνότητας":"πυκνότητα", "πυκνώνει":"πυκνώνω", "πυκνώνουν":"πυκνώνω", "πύκνωσαν":"πυκνώνω", "πυκνώσει":"πυκνώνω", "πυκνώσουν":"πυκνώνω", "πυλαια":"πυλαίος", "πυλαία":"πυλαίος", "πυλαιας":"πυλαίος", "πυλαίας":"πυλαίος", "πυλαρινό":"πυλαρινό", "πυλαρινός":"πυλαρινός", "πυλαρινού":"πυλαρινού", "πύλες":"πύλη", "πυλη":"πύλη", "πύλη":"πύλη", "πύλης":"πύλη", "πύλο":"πύλος", "πυλορωφ":"πυλορωφ", "πυλόρωφ":"πυλόρωφ", "πύλος":"πύλος", "πύλου":"πύλος", "πυλών":"πύλη", "πυλώνα":"πυλώνας", "πυλώνας":"πυλώνας", "πυλώνες":"πυλώνας", "πυλώνων":"πυλώνας", "πυξ":"πυξ", "πυξίδα":"πυξίδα", "πύου":"πύο", "πυρ":"πυρ", "πυρα":"πυρ", "πυρά":"πυρ", "πυρακτωμένα":"πυρακτώνω", "πυρακτωμένο":"πυρακτώνω", "πυραμίδα":"πυραμίδα", "πυραμίδας":"πυραμίδα", "πυραμίδες":"πυραμίδα", "πυραμιδική":"πυραμιδικός", "πυρανίχνευσης":"πυρανίχνευσης", "πυράς":"πυρά", "πυρασφάλεια":"πυρασφάλεια", "πυρασφάλειας":"πυρασφάλεια", "πυραυλικές":"πυραυλικός", "πυραυλική":"πυραυλικός", "πυραυλικού":"πυραυλικός", "πυραυλικών":"πυραυλικός", "πύραυλο":"πύραυλος", "πύραυλοι":"πύραυλος", "πύραυλος":"πύραυλος", "πυραύλου":"πύραυλος", "πυραύλους":"πύραυλος", "πυραύλων":"πύραυλος", "πυργίσκο":"πυργίσκος", "πύργο":"πύργος", "πύργοι":"πύργος", "πύργος":"πύργος", "πύργου":"πύργος", "πύργου-κατακώλου":"πύργου-κατακώλου", "πύργους":"πύργος", "πύργων":"πύργος", "πυρένης":"πυρένης", "πυρετό":"πυρετός", "πυρετος":"πυρετός", "πυρετός":"πυρετός", "πυρετού":"πυρετός", "πυρετώδη":"πυρετώδης", "πυρετωδώς":"πυρετωδώς", "πύρζας":"πύρζας", "πυρήνα":"πυρήνας", "πυρήνας":"πυρήνας", "πυρήνες":"πυρήνας", "πυρηνικα":"πυρηνικός", "πυρηνικά":"πυρηνικός", "πυρηνικές":"πυρηνικός", "πυρηνική":"πυρηνικός", "πυρηνικής":"πυρηνικός", "πυρηνικό":"πυρηνικός", "πυρηνικοί":"πυρηνικός", "πυρηνικός":"πυρηνικός", "πυρηνικού":"πυρηνικός", "πυρηνικούς":"πυρηνικός", "πυρηνικών":"πυρηνικός", "πυρηνοκίνητα":"πυρηνοκίνητος", "πυρηνοκίνητο":"πυρηνοκίνητος", "πυρηνοκίνητων":"πυρηνοκίνητος", "πυρηνόξυλο":"πυρηνόξυλο", "πυρηνόξυλου":"πυρηνόξυλου", "πυρήνων":"πυρήνας", "πυρίκαυστος":"πυρίκαυστος", "πυρίμαχο":"πυρίμαχος", "πύρινα":"πύρινος", "πύρινες":"πύρινος", "πύρινο":"πύρινος", "πύρινου":"πύρινος", "πύρινους":"πύρινος", "πυριτιδαποθηκη":"πυριτιδαποθήκη", "πυριτιδαποθήκη":"πυριτιδαποθήκη", "πυριτιδαποθήκης":"πυριτιδαποθήκη", "πυρίτιδας":"πυρίτιδα", "πυρίτιο":"πυρίτιο", "πυριτίου":"πυρίτιο", "πυρκαγιά":"πυρκαγιά", "πυρκαγιάς":"πυρκαγιά", "πυρκαγιές":"πυρκαγιά", "πυρκαγιών":"πυρκαγιά", "πυροβόλα":"πυροβόλο", "πυροβολεί":"πυροβολώ", "πυροβολείστε":"πυροβολώ", "πυροβολείται":"πυροβολώ", "πυροβολείτε":"πυροβολώ", "πυροβοληθεί":"πυροβολώ", "πυροβολήθηκε":"πυροβολώ", "πυροβόλησαν":"πυροβολώ", "πυροβόλησε":"πυροβολώ", "πυροβολήσει":"πυροβολώ", "πυροβολήσεις":"πυροβολώ", "πυροβολήσουν":"πυροβολώ", "πυροβολικό":"πυροβολικός", "πυροβολικού":"πυροβολικό", "πυροβολισμό":"πυροβολισμός", "πυροβολισμοί":"πυροβολισμός", "πυροβολισμός":"πυροβολισμός", "πυροβολισμού":"πυροβολισμός", "πυροβολισμούς":"πυροβολισμός", "πυροβολισμών":"πυροβολισμός", "πυροβόλο":"πυροβόλο", "πυροβολούν":"πυροβολώ", "πυροβολούσαν":"πυροβολώ", "πυροβολούσε":"πυροβολώ", "πυροβόλων":"πυροβόλο", "πυροβολώντας":"πυροβολώ", "πυροδοτεί":"πυροδοτώ", "πυροδοτηθεί":"πυροδοτώ", "πυροδοτήθηκε":"πυροδοτώ", "πυροδοτηθούν":"πυροδοτώ", "πυροδότησαν":"πυροδοτώ", "πυροδότησε":"πυροδοτώ", "πυροδοτήσει":"πυροδοτώ", "πυροδότηση":"πυροδότηση", "πυροδοτήσουν":"πυροδοτώ", "πυροδοτούν":"πυροδοτώ", "πυροκροτητές":"πυροκροτητής", "πυροκροτητή":"πυροκροτητής", "πυρομ":"πυρομ", "πυρομανείς":"πυρομανής", "πυρομαχικά":"πυρομαχικά", "πυρομαχικών":"πυρομαχικά", "πυροπαθών":"πυροπαθής", "πυρόπληκτων":"πυρόπληκτος", "πυροπροστασία":"πυροπροστασία", "πυροπροστασίας":"πυροπροστασία", "πυρός":"πυρ", "πυρόσβεση":"πυρόσβεση", "πυρόσβεσης":"πυρόσβεση", "πυροσβέστες":"πυροσβέστης", "πυροσβέστη":"πυροσβέστης", "πυροσβεστήρες":"πυροσβεστήρας", "πυροσβεστης":"πυροσβέστης", "πυροσβέστης":"πυροσβέστης", "πυροσβεστικά":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικη":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστική":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικής":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικό":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικού":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικούς":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστικών":"πυροσβεστικός", "πυροσβεστών":"πυροσβέστης", "πυροτέχνημα":"πυροτέχνημα", "πυροτεχνηματα":"πυροτέχνημα", "πυροτεχνήματα":"πυροτέχνημα", "πυροτεχνημάτων":"πυροτέχνημα", "πυροτεχνουργοί":"πυροτεχνουργός", "πυρότουβλα":"πυρότουβλα", "πυρπολεί":"πυρπολώ", "πυρπολήθηκαν":"πυρπολώ", "πυρπολημένα":"πυρπολώ", "πυρπολημένο":"πυρπολώ", "πυρπόλησαν":"πυρπολώ", "πυρπολήσει":"πυρπολώ", "πυρπολήσεις":"πυρπολώ", "πυρπολήσεων":"πυρπόληση", "πυρπόληση":"πυρπόληση", "πυρπολούνται":"πυρπολώ", "πύρρειος":"πύρρειος", "πύρρος":"πύρρος", "πυρσό":"πυρσός", "πυρσοί":"πυρσός", "πυρσός":"πυρσός", "πυρσούς":"πυρσός", "πυρών":"πυρ", "πφάιζερ":"πφάιζερ", "πχ":"πχ", "πω":"λέγω", "πώ":"πώ", "πωγωνίδης":"πωγωνίδης", "πωλεί":"πωλώ", "πωλείται":"πωλώ", "πωληθεί":"πωλώ", "πωλήθηκαν":"πωλώ", "πωλήθηκε":"πωλώ", "πωληθούν":"πωλώ", "πωλήσει":"πωλώ", "πωλήσεις":"πώληση", "πωλήσεων":"πώληση", "πωλήσεών":"πώληση", "πωληση":"πώληση", "πώληση":"πώληση", "πώλησή":"πώληση", "πωλησης":"πώληση", "πώλησης":"πώληση", "πώλησής":"πώληση", "πωλήσουν":"πωλώ", "πωλητές":"πωλητής", "πωλητή":"πωλητής", "πωλητήριο":"πωλητήριο", "πωλητής":"πωλητής", "πωλήτρια":"πωλήτρια", "πωλήτριες":"πωλήτρια", "πωλητών":"πωλητής", "πωλούμενων":"πωλούμενος", "πωλούν":"πωλώ", "πωλούνται":"πωλώ", "πωλούνταν":"πωλώ", "πωλούντας":"πωλούντας", "πωλούσαν":"πωλώ", "πωλούσε":"πωλώ", "πωρωμένους":"πωρώνω", "πωρώνουν":"πωρώνω", "πως":"πως", "πώς":"πώς", "ρ":"ρ", "ρ.":"ρ.", "ρoκ":"ρoκ", "ραβασάκια":"ραβασάκι", "ραβδάκι":"ραβδάκι", "ραβδί":"ραβδί", "ραβδιά":"ραβδί", "ράβδους":"ράβδος", "ράβδων":"ράβδος", "ράβε":"ράβω", "ραβέλ":"ραβέλ", "ραβίνος":"ραβίνος", "ράγα":"ράγα", "ραγδαία":"ραγδαίος", "ραγδαίας":"ραγδαίος", "ραγδαίες":"ραγδαίος", "ραγδαίων":"ραγδαίος", "ραγιά":"ραγιάς", "ραγιάδες":"ραγιάς", "ραγιαδισμού":"ραγιαδισμός", "ραγιάν":"ραγιάν", "ραγιας":"ραγιάς", "ραγιάς":"ραγιάς", "ράγισε":"ραγίζω", "ραγίσει":"ραγίζω", "ράγισμα":"ράγισμα", "ραγίσματα":"ράγισμα", "ράγκμπι":"ράγκμπι", "ραγκουέλ":"ραγκουέλ", "ραγκούν":"ραγκούν", "ράδια":"ράδιο", "ραδιενεργα":"ραδιενεργός", "ραδιενεργά":"ραδιενεργός", "ραδιενέργεια":"ραδιενέργεια", "ραδιενέργειας":"ραδιενέργεια", "ραδιενέργειάς":"ραδιενέργεια", "ραδιενεργό":"ραδιενεργός", "ραδιενεργού":"ραδιενεργός", "ραδιενεργών":"ραδιενεργός", "ραδίκια":"ραδίκι", "ραδιμίτση":"ραδιμίτση", "ραδιο":"ράδιο", "ράδιο":"ράδιο", "ραδιοκασετόφωνο":"ραδιοκασετόφωνο", "ραδιοκύματα":"ραδιοκύματα", "ραδιοκυματικό":"ραδιοκυματικός", "ραδιοκυμάτων":"ραδιοκύματα", "ραδιολογικών":"ραδιολογικός", "ραδιομέγαρο":"ραδιομέγαρο", "ραδιοσταθμό":"ραδιοσταθμός", "ραδιοσταθμού":"ραδιοσταθμός", "ραδιοσταθμούς":"ραδιοσταθμός", "ραδιοσταθμων":"ραδιοσταθμός", "ραδιοσταθμών":"ραδιοσταθμός", "ραδιοσυχνότητες":"ραδιοσυχνότητα", "ραδιοσυχνοτήτων":"ραδιοσυχνότητα", "ραδιοτηλεοπτικά":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτικές":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτική":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτικής":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτικό":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτικού":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεοπτικών":"ραδιοτηλεοπτικός", "ραδιοτηλεόραση":"ραδιοτηλεόραση", "ραδιοτηλεόρασης":"ραδιοτηλεόραση", "ραδιοφάρμακα":"ραδιοφάρμακο", "ραδιοφαρμάκων":"ραδιοφάρμακο", "ραδιόφωνα":"ραδιόφωνο", "ραδιοφωνάκι":"ραδιοφωνάκι", "ραδιοφωνία":"ραδιοφωνία", "ραδιοφωνίας":"ραδιοφωνία", "ραδιοφωνικά":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικές":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνική":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικής":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικό":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικοί":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικός":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικού":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικούς":"ραδιοφωνικός", "ραδιοφωνικών":"ραδιοφωνικός", "ραδιόφωνο":"ραδιόφωνο", "ραδιοφώνου":"ραδιόφωνο", "ραδιοφώνων":"ραδιόφωνο", "ραδιοχρονολόγηση":"ραδιοχρονολόγηση", "ραε":"ραε", "ραζανό":"ραζανό", "ραθυμία":"ραθυμία", "ράιαν":"ράιαν", "ραιδεστός":"ραιδεστός", "ράικαρντ":"ράικαρντ", "ράικου":"ράικου", "ραϊλι":"ραϊλι", "ράιλι":"ράιλι", "ράιμερ":"ράιμερ", "ράινερ":"ράινερ", "ράιντερ":"ράιντερ", "ράις":"ράις", "ράιτ":"ράιτ", "ράιτς":"ράιτς", "ραίτσεβιτς":"ραίτσεβιτς", "ραΐτσεβιτς":"ραΐτσεβιτς", "ράιφ":"ράιφ", "ραϊχ":"ραϊχ", "ράιχ":"ράιχ", "ράιχενχαλ":"ράιχενχαλ", "ρακαδήνας":"ρακαδήνας", "ρακένδυτοι":"ρακένδυτος", "ρακένδυτων":"ρακένδυτος", "ρακέτα":"ρακέτα", "ρακή":"ρακή", "ράκη":"ράκος", "ράκιτς":"ράκιτς", "ράκος":"ράκος", "ρακόσεβιτς":"ρακόσεβιτς", "ρακοσυλλέκτες":"ρακοσυλλέκτης", "ρακοσυλλέκτης":"ρακοσυλλέκτης", "ρακτιβάν":"ρακτιβάν", "ραλι":"ράλι", "ράλι":"ράλι", "ράλλη":"ράλλης", "ράλλης":"ράλλης", "ράλλυ":"ράλλυ", "ραλφ":"ραλφ", "ραμαζάν":"ραμαζάν", "ραμαζάνι":"ραμαζάνι", "ραμαζανίου":"ραμαζανίου", "ραμάλα":"ραμάλα", "ράμαν":"ράμαν", "ραμαντάν":"ραμαντάν", "ραμζί":"ραμζί", "ραμί":"ραμί", "ραμίρεζ":"ραμίρεζ", "ράμις":"ράμις", "ράμκος":"ράμκος", "ράμματα":"ράμμα", "ραμμένες":"ράβω", "ραμμένη":"ράβω", "ραμμένο":"ράβω", "ραμόν":"ραμόν", "ράμος":"ράμος", "ράμπα":"ράμπα", "ράμπες":"ράμπα", "ραμπίν":"ραμπίν", "ράμπο":"ράμπο", "ραμπουαγέ":"ραμπουαγέ", "ραμπουγε":"ραμπουγε", "ραμπουγέ":"ραμπουγέ", "ράμφη":"ράμφος", "ραμφίζω":"ραμφίζω", "ράμφος":"ράμφος", "ρανβίρ":"ρανβίρ", "ράνια":"ράνια", "ρανίδα":"ρανίδα", "ρανού":"ρανού", "ράντα":"ράντα", "ράνταλ":"ράνταλ", "ραντάρ":"ραντάρ", "ραντεβού":"ραντεβού", "ράντζα":"ράντζο", "ράντζο":"ράντζο", "ράντζων":"ράντζο", "ράντι":"ράντι", "ράντια":"ράντια", "ραντιβόγεβιτς":"ραντιβόγεβιτς", "ραντιβόγιεβιτς":"ραντιβόγιεβιτς", "ράντισλαβ":"ράντισλαβ", "ράντοβαν":"ράντοβαν", "ραντοβάνοβιτς":"ραντοβάνοβιτς", "ραντόγεβιτς":"ραντόγεβιτς", "ράντολφ":"ράντολφ", "ράντου":"ράντου", "ραντόφσκι":"ραντόφσκι", "ράντσα":"ράντσο", "ραουαμπντεχ":"ραουαμπντεχ", "ραουαμπντέχ":"ραουαμπντέχ", "ραουλ":"ραουλ", "ραούλ":"ραούλ", "ραούλιο":"ραούλιο", "ραουφ":"ραουφ", "ραούφ":"ραούφ", "ραπ":"ραπ", "ραπανάκια":"ραπανάκι", "ράπερ":"ράπερ", "ράπισμα":"ράπισμα", "ράπτη":"ράπτης", "ραπτη":"ραπτός", "ράπτης":"ράπτης", "ραπτική":"ραπτικός", "ραπτικής":"ραπτική", "ραπτόπουλο":"ραπτόπουλο", "ραπτόπουλος":"ραπτόπουλος", "ραπτοπούλου":"ραπτοπούλου", "ραπτορς":"ραπτορς", "ράπτορς":"ράπτορς", "ρας":"ρας", "ράσα":"ράσο", "ρασάντ":"ρασάντ", "ράσελ":"ράσελ", "ρασίμ":"ρασίμ", "ρασίντ":"ρασίντ", "ρασντεν":"ρασντεν", "ράσντι":"ράσντι", "ράσο":"ράσο", "ρασούλη":"ρασούλη", "ρασούλης":"ρασούλης", "ρασοφόροι":"ρασοφόρος", "ρασοφόρων":"ρασοφόρος", "ράστα":"ράστα", "ραστώνη":"ραστώνη", "ράτενμπι":"ράτενμπι", "ράτζα":"ράτζα", "ρατζάνο":"ρατζάνο", "ρατζιπ":"ρατζιπ", "ρατζίπ":"ρατζίπ", "ράτκο":"ράτκο", "ράτνερ":"ράτνερ", "ράτσα":"ράτσα", "ράτσας":"ράτσα", "ράτσες":"ράτσα", "ράτσιγκερ":"ράτσιγκερ", "ρατσισμό":"ρατσισμός", "ρατσισμός":"ρατσισμός", "ρατσισμού":"ρατσισμός", "ρατσιστές":"ρατσιστής", "ρατσιστή":"ρατσιστής", "ρατσιστής":"ρατσιστής", "ρατσιστικά":"ρατσιστικός", "ρατσιστικές":"ρατσιστικός", "ρατσιστική":"ρατσιστικός", "ρατσιστικό":"ρατσιστικός", "ρατσιστικός":"ρατσιστικός", "ρατσιστικού":"ρατσιστικός", "ρατσιστικών":"ρατσιστικός", "ράφα":"ράφα", "ράφαελ":"ράφαελ", "ραφαήλ":"ραφαήλ", "ραφές":"ραφή", "ραφήνα":"ραφήνα", "ράφι":"ράφι", "ράφια":"ράφι", "ραφίκ":"ραφίκ", "ραφινάρισμα":"ραφινάρισμα", "ραφιναρίσματος":"ραφινάρισμα", "ραφινταΐν":"ραφινταΐν", "ράφτ":"ράφτ", "ράφτης":"ράφτης", "ράφτινγκ":"ράφτινγκ", "ράχες":"ράχη", "ράχη":"ράχη", "ραχιαίων":"ραχιαίος", "ραχίμ":"ραχίμ", "ραχίντια":"ραχίντια", "ραχίντοφ":"ραχίντοφ", "ραχμανίδου":"ραχμανίδου", "ραχμάνινοφ":"ραχμάνινοφ", "ραχοκοκαλιά":"ραχοκοκαλιά", "ραχοκοκαλιάς":"ραχοκοκαλιά", "ραχούλες":"ραχούλα", "ραψάνη":"ραψάνη", "ράψει":"ράβω", "ραψωδία":"ραψωδία", "ρε":"ρε", "ρεαλ":"ρεαλ", "ρεάλ":"ρεάλ", "ρεάλ79":"ρεάλ79", "ρεάλ8-71161":"ρεάλ8-71161", "ρεαλισμό":"ρεαλισμός", "ρεαλισμός":"ρεαλισμός", "ρεαλισμού":"ρεαλισμός", "ρεαλιστές":"ρεαλιστής", "ρεαλιστή":"ρεαλιστής", "ρεαλιστής":"ρεαλιστής", "ρεαλιστικα":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικά":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικές":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστική":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικής":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικό":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικοί":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικός":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικότατες":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστικούς":"ρεαλιστικός", "ρεαλιστών":"ρεαλιστής", "ρεβανς":"ρεβάνς", "ρεβάνς":"ρεβάνς", "ρεβανσιστική":"ρεβανσιστικός", "ρεβεγιόν":"ρεβεγιόν", "ρεβεκκα":"ρεβεκκα", "ρεβέκκα":"ρεβέκκα", "ρεβενικιώτης":"ρεβενικιώτης", "ρεβέρ":"ρεβέρ", "ρέβες":"ρέβα", "ρεβίθια":"ρεβίθι", "ρεβυθούσα":"ρεβυθούσα", "ρέγγε":"ρέγγε", "ρεγκ":"ρεγκ", "ρέγκας":"ρέγκα", "ρέγκε":"ρέγκε", "ρεγκέιρο":"ρεγκέιρο", "ρεγκούζα":"ρεγκούζας", "ρεγκουζας":"ρεγκούζας", "ρεγκούζας":"ρεγκούζας", "ρέει":"ρέω", "ρεζέρβα":"ρεζέρβα", "ρεζέρβες":"ρεζέρβα", "ρεζερβουάρ":"ρεζερβουάρ", "ρεζίλι":"ρεζίλι", "ρεζιλίκι":"ρεζιλίκι", "ρεζουμέ":"ρεζουμέ", "ρεθυμνο":"ρέθυμνο", "ρέθυμνο":"ρέθυμνο", "ρεθύμνου":"ρέθυμνο", "ρέι":"ρέι", "ρέιγκαν":"ρέιγκαν", "ρέιγκερσμπεργκ":"ρέιγκερσμπεργκ", "ρέιζερ":"ρέιζερ", "ρέιθον":"ρέιθον", "ρέιμοντ":"ρέιμοντ", "ρέινα":"ρέινα", "ρέινολντς":"ρέινολντς", "ρεϊντζερς":"ρεϊντζερς", "ρέιντζερς":"ρέιντζερς", "ρέιτσελ":"ρέιτσελ", "ρεκαλκάτι":"ρεκαλκάτι", "ρέκβιεμ":"ρέκβιεμ", "ρεκλάμες":"ρεκλάμα", "ρεκορ":"ρεκόρ", "ρεκόρ":"ρεκόρ", "ρέκορντ":"ρέκορντ", "ρέκορντμαν":"ρέκορντμαν", "ρεκτσίνης":"ρεκτσίνης", "ρελαντί":"ρελαντί", "ρέμα":"ρέμα", "ρεμάλι":"ρεμάλι", "ρεμάλια":"ρεμάλι", "ρέματα":"ρέμα", "ρεματιές":"ρεματιά", "ρέματος":"ρέμα", "ρεμάτων":"ρέμα", "ρεμεκ":"ρεμεκ", "ρέμερ":"ρέμερ", "ρέμικ":"ρέμικ", "ρεμιξάρουν":"ρεμιξάρουν", "ρέμο":"ρέμο", "ρεμόν":"ρεμόν", "ρέμου":"ρέμου", "ρεμούλα":"ρεμούλα", "ρεμούλας":"ρεμούλα", "ρέμπελ":"ρέμπελ", "ρεμπελιά":"ρεμπελιό", "ρεμπεταδικα":"ρεμπετάδικο", "ρεμπέτες":"ρεμπέτης", "ρεμπέτη":"ρεμπέτης", "ρεμπέτικα":"ρεμπέτικος", "ρεμπέτικη":"ρεμπέτικος", "ρεμπέτικο":"ρεμπέτικος", "ρεμπέτικου":"ρεμπέτικος", "ρεμπούτσικα":"ρεμπούτσικα", "ρεμπώ":"ρεμπώ", "ρεν":"ρεν", "ρένα":"ρένα", "ρεναλντο":"ρεναλντο", "ρενάλντο":"ρενάλντο", "ρενάτα":"ρενάτα", "ρενέ":"ρενέ", "ρενιέ":"ρενιέ", "ρενιέρη":"ρενιέρη", "ρενό":"ρενό", "ρένο":"ρένο", "ρένος":"ρένος", "ρεντ":"ρεντ", "ρέντγκρεϊβ":"ρέντγκρεϊβ", "ρεντζιάς":"ρεντζιάς", "ρέντη":"ρέντης", "ρέντης":"ρέντης", "ρεντίνας":"ρεντίνας", "ρεντινγκ":"ρεντινγκ", "ρέντινγκ":"ρέντινγκ", "ρέντναπ":"ρέντναπ", "ρεντούμη":"ρεντούμη", "ρεντς":"ρεντς", "ρέντφορντ":"ρέντφορντ", "ρεξ":"ρεξ", "ρέον":"ρέων", "ρέοντα":"ρέων", "ρέουσα":"ρέων", "ρέπας":"ρέπας", "ρέπει":"ρέπω", "ρεπερτόριο":"ρεπερτόριο", "ρεπερτορίου":"ρεπερτόριο", "ρεπετσάς":"ρεπετσάς", "ρεπό":"ρεπό", "ρεπορταζ":"ρεπορτάζ", "ρεπορτάζ":"ρεπορτάζ", "ρεπόρτερ":"ρεπόρτερ", "ρέπος":"ρέπος", "ρεπούμπλικα":"ρεπούμπλικα", "ρεπουμπλικανική":"ρεπουμπλικανικός", "ρεπουμπλικανικής":"ρεπουμπλικανικός", "ρεπουμπλικανικό":"ρεπουμπλικανικός", "ρεπουμπλικανικού":"ρεπουμπλικανικός", "ρεπουμπλικανικών":"ρεπουμπλικανικός", "ρεπουμπλικάνο":"ρεπουμπλικάνος", "ρεπουμπλικάνοι":"ρεπουμπλικάνος", "ρεπουμπλικανός":"ρεπουμπλικανός", "ρεπουμπλικάνος":"ρεπουμπλικάνος", "ρεπουμπλικανού":"ρεπουμπλικανός", "ρεπουμπλικάνους":"ρεπουμπλικάνος", "ρεπουμπλικάνων":"ρεπουμπλικάνος", "ρέππα":"ρέππας", "ρεππας":"ρέππας", "ρέππας":"ρέππας", "ρεσάλτο":"ρεσάλτο", "ρεσιτάλ":"ρεσιτάλ", "ρέσνα":"ρέσνα", "ρεστα":"ρέστος", "ρέστα":"ρέστος", "ρεστοράν":"ρεστοράν", "ρετζεπογλου":"ρετζεπογλου", "ρετζέπογλου":"ρετζέπογλου", "ρετζίκι":"ρετζίκι", "ρετζικίου":"ρετζικίου", "ρετζικίου-ασβεστοχωρίου":"ρετζικίου-ασβεστοχωρίου", "ρετζίνα":"ρετζίνα", "ρετζινάλντο":"ρετζινάλντο", "ρέτζιο":"ρέτζιο", "ρέτζιος":"ρέτζιος", "ρετιρέ":"ρετιρέ", "ρετουσαριστεί":"ρετουσαριστεί", "ρετρό":"ρετρό", "ρετσάι":"ρετσάι", "ρετσίνα":"ρετσίνα", "ρετσίνας":"ρετσίνα", "ρετσίνες":"ρετσίνα", "ρετσίνι":"ρετσίνι", "ρετσινιά":"ρετσινιά", "ρετσινιού":"ρετσίνι", "ρετσινωμένο":"ρετσινωμένο", "ρεύμα":"ρεύμα", "ρεύματα":"ρεύμα", "ρευματοειδή":"ρευματοειδής", "ρευματοειδής":"ρευματοειδής", "ρεύματος":"ρεύμα", "ρευμάτων":"ρεύμα", "ρευστά":"ρευστός", "ρευστή":"ρευστός", "ρευστό":"ρευστός", "ρευστοποιημένων":"ρευστοποιημένος", "ρευστοποιήσαμε":"ρευστοποιώ", "ρευστοποιησεις":"ρευστοποίηση", "ρευστοποιήσεις":"ρευστοποίηση", "ρευστοποιησεων":"ρευστοποίηση", "ρευστοποιήσεων":"ρευστοποίηση", "ρευστοποίηση":"ρευστοποίηση", "ρευστοποίησης":"ρευστοποίηση", "ρευστοποιήσουν":"ρευστοποιώ", "ρευστοποιούν":"ρευστοποιώ", "ρευστος":"ρευστός", "ρευστότητα":"ρευστότητα", "ρευστότητά":"ρευστότητα", "ρευστότητας":"ρευστότητα", "ρευστότητάς":"ρευστότητα", "ρευστού":"ρευστός", "ρεύτηκε":"ρεύομαι", "ρεφάρουν":"ρεφάρω", "ρέφερυ":"ρέφερυ", "ρεφλέξ":"ρεφλέξ", "ρεφρέν":"ρεφρέν", "ρεχάγεκλ":"ρεχάγεκλ", "ρεχάγκελ":"ρεχάγκελ", "ρήγα":"ρήγας", "ρηγας":"ρήγας", "ρήγας":"ρήγας", "ρηγίλλης":"ρηγίλλης", "ρήγμα":"ρήγμα", "ρήγματα":"ρήγμα", "ρήγματος":"ρήγμα", "ρηγμάτων":"ρήγμα", "ρηγματώσεις":"ρηγματώσεις", "ρηγόπουλο":"ρηγόπουλο", "ρηγοπούλου":"ρηγοπούλου", "ρηγούτσος":"ρηγούτσος", "ρηθέν":"ρηθείς", "ρήμα":"ρήμα", "ρημαγμένες":"ρημαγμένος", "ρημάδα":"ρημάδα", "ρημάδι":"ρημάδι", "ρημαδιό":"ρημαδιό", "ρημάζει":"ρημάζω", "ρημάζουν":"ρημάζω", "ρημάξαμε":"ρημάζω", "ρήμαξαν":"ρημάζω", "ρημάξει":"ρημάζω", "ρήματα":"ρήμα", "ρηματικών":"ρηματικός", "ρηματκούς":"ρηματκούς", "ρήματος":"ρήμα", "ρημάτων":"ρήμα", "ρημάχτηκε":"ρημάζω", "ρήνου":"ρήνου", "ρήξεις":"ρήξη", "ρήξεων":"ρήξη", "ρήξη":"ρήξη", "ρήξης":"ρήξη", "ρηξικέλευθα":"ρηξικέλευθος", "ρηξικέλευθες":"ρηξικέλευθος", "ρηξικέλευθη":"ρηξικέλευθος", "ρηξικέλευθο":"ρηξικέλευθος", "ρήσεις":"ρήση", "ρήση":"ρήση", "ρήσης":"ρήση", "ρητά":"ρητά", "ρητές":"ρητός", "ρητή":"ρητός", "ρητίνη":"ρητίνη", "ρητινίτη":"ρητινίτης", "ρητό":"ρητός", "ρήτορα":"ρήτορας", "ρήτορας":"ρήτορας", "ρητορεία":"ρητορεία", "ρητορείας":"ρητορεία", "ρήτορες":"ρήτορας", "ρητορικά":"ρητορικά", "ρητορικές":"ρητορικός", "ρητορική":"ρητορικός", "ρητορικής":"ρητορικός", "ρητορικό":"ρητορικός", "ρήτρα":"ρήτρα", "ρήτρας":"ρήτρα", "ρήτρες":"ρήτρα", "ρητώς":"ρητώς", "ρηχά":"ρηχός", "ρηχή":"ρηχός", "ρήχιο":"ρήχιο", "ρηχό":"ρηχός", "ρηχών":"ρηχός", "ρθει":"ρθει", "ρθουμε":"ρθουμε", "ρθουν":"ρθουν", "'ρθουν":"'ρθουν", "'ρθούνε":"'ρθούνε", "ρθω":"ρθω", "ρία":"ρία", "ριάλ":"ριάλ", "ριάλιτι":"ριάλιτι", "ριάντ":"ριάντ", "ριβ":"ριβ", "ριβάλντο":"ριβάλντο", "ριβς":"ριβς", "ρίγα":"ρίγα", "ριγανάς":"ριγανάς", "ρίγες":"ρίγα", "ρίγη":"ρίγος", "ρίγκτερς":"ρίγκτερς", "ριγμένα":"ρίχνω", "ριγμένο":"ριγμένος", "ριγμένοι":"ριγμένος", "ριγμένος":"ριγμένος", "ρίγος":"ρίγος", "ριές":"ριές", "ριζά":"ριζά", "ρίζα":"ρίζα", "ρίζες":"ρίζα", "ρίζια":"ρίζια", "ριζικά":"ριζικά", "ριζικές":"ριζικός", "ριζική":"ριζικός", "ριζικής":"ριζικός", "ριζικό":"ριζικός", "ριζικών":"ριζικός", "ριζίτικα":"ριζίτικος", "ρίζο":"ρίζος", "ριζοπόταμος":"ριζοπόταμος", "ριζόπουλο":"ριζόπουλο", "ριζόπουλος":"ριζόπουλος", "ριζος":"ρίζος", "ρίζος":"ρίζος", "ριζοσπάστες":"ριζοσπάστης", "ριζοσπάστη":"ριζοσπάστης", "ριζοσπάστης":"ριζοσπάστης", "ριζοσπαστικά":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστικές":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστική":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστικής":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστικοποίηση":"ριζοσπαστικοποίηση", "ριζοσπαστικοποίησης":"ριζοσπαστικοποίηση", "ριζοσπαστικού":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστικών":"ριζοσπαστικός", "ριζοσπαστών":"ριζοσπάστης", "ριζότο":"ριζότο", "ρίζου":"ρίζος", "ριζούντος":"ριζούντος", "ριζούπολη":"ριζούπολη", "ριζόχαρτα":"ρυζόχαρτο", "ριζώματα":"ρίζωμα", "ριζωμένα":"ριζώνω", "ριζωμένες":"ριζώνω", "ριζωμένη":"ριζωμένος", "ριζωμένο":"ριζώνω", "ριζών":"ρίζα", "ρίζωσε":"ριζώνω", "ριζώσει":"ριζώνω", "ριίνα":"ριίνα", "ρικ":"ρικ", "ρίκα":"ρίκα", "ρικάρντο":"ρικάρντο", "ρικέλμε":"ρικέλμε", "ρίκο":"ρίκο", "ρικότα":"ρικότα", "ριλκεν":"ριλκεν", "ρίμα":"ρίμα", "ρίματς":"ρίματς", "ριμέικ":"ριμέικ", "ρίμελ":"ρίμελ", "ρίμες":"ρίμα", "ριμπακόφ":"ριμπακόφ", "ριμπάουντ":"ριμπάουντ", "ριμπάουντερ":"ριμπάουντερ", "ριμπέιρο":"ριμπέιρο", "ρίμπεκ":"ρίμπεκ", "ρίμπο":"ρίμπο", "ρινγκ":"ρινγκ", "ρινική":"ρινικός", "ρινικού":"ρινικός", "ρινίσματα":"ρίνισμα", "ρινίτιδα":"ρινίτιδα", "ρινκ":"ρινκ", "ρινκόν":"ρινκόν", "ρινοδέλφινο":"ρινοδέλφινο", "ρινορραγίες":"ρινορραγία", "ρινός":"ρις", "ριντ":"ριντ", "ριντενκο":"ριντενκο", "ρίντερς":"ρίντερς", "ρίντλεϊ":"ρίντλεϊ", "ρίντνουρ":"ρίντνουρ", "ριντό":"ριντό", "ριξ":"ριξ", "ρίξαμε":"ρίχνω", "ριξαν":"ρίχνω", "ρίξατε":"ρίχνω", "ρίξε":"ρίχνω", "ρίξει":"ρίχνω", "ρίξεις":"ρίχνω", "ρίξετε":"ρίχνω", "ρίξουμε":"ρίχνω", "ρίξουν":"ρίχνω", "ρίξτε":"ρίχνω", "ρίξω":"ρίχνω", "ριο":"ρίο", "ρίο":"ρίο", "ρίορνταν":"ρίορνταν", "ρίου-αντιρρίου":"ρίου-αντιρρίου", "ριουτάρο":"ριουτάρο", "ριπάς":"ριπάς", "ριπές":"ριπή", "ρι-πετ":"ρι-πετ", "ριπή":"ριπή", "ριπιτ":"ριπιτ", "ριπίτ":"ριπίτ", "ριπολίνη":"ριπολίνη", "ριπόρτ":"ριπόρτ", "ρίπτες":"ρίπτες", "ρις":"ρις", "ρισαλιγιούν":"ρισαλιγιούν", "ρίσκα":"ρίσκο", "ρίσκαραν":"ρισκάρω", "ρίσκαρε":"ρισκάρω", "ρισκάρει":"ρισκάρω", "ρισκάρεις":"ρισκάρω", "ρισκάρετε":"ρισκάρω", "ρισκάροντας":"ρισκάρω", "ρισκάρουν":"ρισκάρω", "ρισκάρω":"ρισκάρω", "ρίσκο":"ρίσκο", "ρίσκου":"ρίσκο", "ρίστερ":"ρίστερ", "ρις-τζοουνς":"ρις-τζοουνς", "ρις-τζόουνς":"ρις-τζόουνς", "ριστόφ":"ριστόφ", "ριτζ":"ριτζ", "ριτζάκης":"ριτζάκης", "ρίτμποργκ":"ρίτμποργκ", "ριτσα":"ριτσα", "ρίτσα":"ρίτσα", "ριτσαρντ":"ριτσαρντ", "ρίτσαρντ":"ρίτσαρντ", "ρίτσαρντσον":"ρίτσαρντσον", "ρίτσαρτσον":"ρίτσαρτσον", "ρίτσι":"ρίτσι", "ρίτσμοντ":"ρίτσμοντ", "ρίτσο":"ρίτσος", "ρίτσος":"ρίτσος", "ριφάατ":"ριφάατ", "ριχθεί":"ρίχνω", "ρίχθηκαν":"ρίχνω", "ρίχναμε":"ρίχνω", "ρίχνει":"ρίχνω", "ρίχνεται":"ρίχνω", "ρίχνετε":"ρίχνω", "ρίχνονται":"ρίχνω", "ρίχνοντας":"ρίχνω", "ρίχνοντάς":"ρίχνω", "ρίχνουμε":"ρίχνω", "ρίχνουν":"ρίχνω", "ρίχνουνε":"ρίχνω", "ρίχνω":"ρίχνω", "ριχτεί":"ρίχνω", "ριχτερ":"ρίχτερ", "ρίχτερ":"ρίχτερ", "ρίχτηκαν":"ρίχνω", "ρίχτηκε":"ρίχνω", "ριχτούν":"ρίχνω", "ρίψασπις":"ρίψασπις", "ρίψεις":"ρίψη", "ριψεων":"ρίψη", "ρίψεων":"ρίψη", "ρίψη":"ρίψη", "ριψοκίνδυνα":"ριψοκίνδυνος", "ριψοκίνδυνες":"ριψοκίνδυνος", "ριψοκινδύνευσε":"ριψοκινδυνεύω", "ριψοκίνδυνη":"ριψοκίνδυνος", "ριψοκίνδυνο":"ριψοκίνδυνος", "ριψοκίνδυνοι":"ριψοκίνδυνος", "ριψοκίνδυνος":"ριψοκίνδυνος", "ριών":"ριών", "ρκκ":"ρκκ", "ρο":"ρο", "ρόβας":"ρόβας", "ροβερς":"ροβερς", "ροβήρου":"ροβήρου", "ρογκοτης":"ρογκοτης", "ροδά":"ροδά", "ρόδα":"ρόδα", "ροδάκινα":"ροδάκινο", "ροδάκινο":"ροδάκινο", "ροδακινοπαραγωγούς":"ροδακινοπαραγωγός", "ροδάκινου":"ροδάκινο", "ροδακίνων":"ροδάκινο", "ροδάκογλου":"ροδάκογλου", "ροδέλες":"ροδέλα", "ροδεραμ":"ροδεραμ", "ρόδες":"ρόδα", "ροδες":"ροδή", "ρόδι":"ρόδι", "ρόδια":"ρόδι", "ροδιά":"ροδιά", "ροδιές":"ροδιά", "ροδίζει":"ροδίζω", "ρόδινα":"ρόδινος", "ρόδινες":"ρόδινος", "ρόδινη":"ρόδινος", "ρόδινο":"ρόδινος", "ρόδιος":"ρόδιος", "ροδίτη":"ροδίτης", "ροδίτης":"ροδίτης", "ρόδο":"ρόδο", "ρόδο":"ρόδος", "ροδολίβους":"ροδολίβους", "ροδόλφο":"ροδόλφο", "ροδόλφος":"ροδόλφος", "ροδον":"ρόδος", "ρόδον":"ρόδος", "ροδοπελεκάνοι":"ροδοπελεκάνοι", "ροδοπέταλα":"ροδοπέταλο", "ροδόπη":"ροδόπη", "ροδοπης":"ροδόπη", "ροδόπης":"ροδόπη", "ροδόπης-έβρου":"ροδόπης-έβρου", "ροδόπουλου":"ροδόπουλου", "ρόδος":"ρόδος", "ροδου":"ρόδος", "ρόδου":"ρόδος", "ροδούλας":"ροδούλας", "ροδοχωρίου":"ροδοχωρίου", "ροδρίγο":"ροδρίγο", "ροζ":"ροζ", "ροζαλίν":"ροζαλίν", "ροζανα":"ροζανα", "ροζάνα":"ροζάνα", "ροζάριο":"ροζάριο", "ροζέ":"ροζέ", "ροζελάρε":"ροζελάρε", "ρόζενμπεργκ":"ρόζενμπεργκ", "ροζέτο":"ροζέτο", "ροζέτο-σιένα":"ροζέτο-σιένα", "ροζι":"ροζι", "ρόζι":"ρόζι", "ροή":"ροή", "ροής":"ροή", "ρόι":"ρόι", "ροΐδη":"ροΐδης", "ρόιδο":"ρόιδο", "ροϊδοπούλα":"ροϊδοπούλα", "ρόιζερ":"ρόιζερ", "ροϊλός":"ροϊλός", "ροϊλού":"ροϊλού", "ρόιτερ":"ρόιτερ", "ροκ":"ροκ", "ρόκα":"ρόκα", "ροκάνες":"ροκάνα", "ροκανίζει":"ροκανίζω", "ροκανίζουν":"ροκανίζω", "ροκανίσει":"ροκανίζω", "ροκάρ":"ροκάρ", "ροκας":"ροκάς", "ρόκγουελ":"ρόκγουελ", "ρόκετς":"ρόκετς", "ρόκετς-κινγκς":"ρόκετς-κινγκς", "ρόκετς-νιου":"ρόκετς-νιου", "ρόκετς-ντένβερ":"ρόκετς-ντένβερ", "ρόκι":"ρόκι", "ρόκκος":"ρόκκος", "ρόκος":"ρόκος", "ροκφέλερ":"ροκφέλερ", "ρόκφελερ":"ρόκφελερ", "ρολ":"ρολ", "ρολά":"ρολό", "ρολάν":"ρολάν", "ρολάρει":"ρολάρω", "ρόλιν":"ρόλιν", "ρολό":"ρολό", "ρόλο":"ρόλος", "ρολόγια":"ρολόι", "ρολογιού":"ρολόι", "ρολογιών":"ρολόι", "ρολοι":"ρολόι", "ρολόι":"ρολόι", "ρόλοι":"ρόλος", "ρόλο-κλειδί":"ρόλο-κλειδί", "ρόλος":"ρόλος", "ρόλου":"ρόλος", "ρόλους":"ρόλος", "ρολς":"ρολς", "ρόλων":"ρόλος", "ρομ":"ρομ", "ρομα":"ρομα", "ρόμα":"ρόμα", "ρόμα-ερυθρός":"ρόμα-ερυθρός", "ρομαίν":"ρομαίν", "ρόμα-μίλαν":"ρόμα-μίλαν", "ρομάν":"ρομάν", "ρομανιόλι":"ρομανιόλι", "ρομανο":"ρομανο", "ρομάνο":"ρομάνο", "ρομάντζα":"ρομάντζα", "ρομαντικά":"ρομαντικά", "ρομαντικές":"ρομαντικός", "ρομαντική":"ρομαντικός", "ρομαντικής":"ρομαντικός", "ρομαντικό":"ρομαντικός", "ρομαντικοί":"ρομαντικός", "ρομαντικός":"ρομαντικός", "ρομαντικού":"ρομαντικός", "ρομαντικούς":"ρομαντικός", "ρομαντικών":"ρομαντικός", "ρομαντισμό":"ρομαντισμός", "ρομαντισμός":"ρομαντισμός", "ρομαντισμού":"ρομαντισμός", "ρομάριο":"ρομάριο", "ρόμα-τεράμο":"ρόμα-τεράμο", "ρομέο":"ρομέο", "ρομιγί":"ρομιγί", "ρομπ":"ρομπ", "ρόμπα":"ρόμπα", "ρομπεν":"ρομπεν", "ρομπέν":"ρομπέν", "ρόμπεν":"ρόμπεν", "ρόμπερτ":"ρόμπερτ", "ρομπέρτο":"ρομπέρτο", "ρομπέρτος":"ρομπέρτος", "ρόμπερτς":"ρόμπερτς", "ρόμπερτσον":"ρόμπερτσον", "ρόμπες":"ρόμπα", "ρόμπι":"ρόμπι", "ρόμπιν":"ρόμπιν", "ρομπίνιο":"ρομπίνιο", "ρόμπινσον":"ρόμπινσον", "ρομπότ":"ρομπότ", "ρομποτάκι":"ρομποτάκι", "ρομποτικής":"ρομποτική", "ρομποτικό":"ρομποτικός", "ρομπότ-σερβιτόρο":"ρομπότ-σερβιτόρο", "ρομπότ-σερβιτόρος":"ρομπότ-σερβιτόρος", "ρόμπσον":"ρόμπσον", "ρον":"ρον", "ρόναλντ":"ρόναλντ", "ροναλντίνιο":"ροναλντίνιο", "ροναλντο":"ροναλντο", "ρονάλντο":"ρονάλντο", "ρόναν":"ρόναν", "ρόνι":"ρόνι", "ρονίν":"ρονίν", "ρόνκι":"ρόνκι", "ρόνσον":"ρόνσον", "ροντ":"ροντ", "ρόντα":"ρόντα", "ρόνταμ-κλίντον":"ρόνταμ-κλίντον", "ροντέλι":"ροντέλι", "ροντέο":"ροντέο", "ροντικ":"ροντικ", "ρόντικ":"ρόντικ", "ροντίκα-δανιέλα":"ροντίκα-δανιέλα", "ροντρίγκεζ":"ροντρίγκεζ", "ροντρίγκες":"ροντρίγκες", "ροντρίγκο":"ροντρίγκο", "ρόντρικ":"ρόντρικ", "ρόουζ":"ρόουζ", "ρόουλαντς":"ρόουλαντς", "ρόουλιγκ":"ρόουλιγκ", "ροουλιγκς":"ροουλιγκς", "ρόουλιγκς":"ρόουλιγκς", "ρόουλινγκς":"ρόουλινγκς", "ρόουντ":"ρόουντ", "ρόπαλα":"ρόπαλο", "ρόπαλο":"ρόπαλο", "ροπάλου":"ρόπαλο", "ροπελέβσκι":"ροπελέβσκι", "ροπή":"ροπή", "ρος":"ρος", "ρόσα":"ρόσα", "ρόσι":"ρόσι", "ροσιτσα":"ροσιτσα", "ροσονέρι":"ροσονέρι", "ροσταβίλι":"ροσταβίλι", "ροστερ":"ροστερ", "ρόστερ":"ρόστερ", "ροστισλάβ":"ροστισλάβ", "ροστόφ":"ροστόφ", "ροσφόρ":"ροσφόρ", "ρότα":"ρότα", "ροταριανός":"ροταριανός", "ρόταρυ":"ρόταρυ", "ρότας":"ρότα", "ρότερνταμ":"ρότερνταμ", "ρότες":"ρότα", "ρότζερ":"ρότζερ", "ροτζέριο":"ροτζέριο", "ροτόντα":"ροτόντα", "ροτόντας":"ροτόντα", "ρότσεστερ":"ρότσεστερ", "ροτσντεϊλ":"ροτσντεϊλ", "ροτχάουζεν":"ροτχάουζεν", "ρου":"ρους", "ρουαγιάλ":"ρουαγιάλ", "ρουάντα":"ρουάντα", "ρουβίκωνας":"ρουβίκωνας", "ρούβλι":"ρούβλι", "ρουγκάς":"ρουγκάς", "ρουγκόβα":"ρουγκόβα", "ρουδας":"ρουδας", "ρουζ":"ρουζ", "ρούζβελτ":"ρούζβελτ", "ρουζενταλ":"ρουζενταλ", "ρούζενταλ":"ρούζενταλ", "ρουθ":"ρουθ", "ρουθούνι":"ρουθούνι", "ρουθούνια":"ρουθούνι", "ρουίς":"ρουίς", "ρουκέτα":"ρουκέτα", "ρουκέτας":"ρουκέτα", "ρουκέτες":"ρουκέτα", "ρουκετοβόλων":"ρουκετοβόλων", "ρουκετών":"ρουκέτα", "ρουκι":"ρουκι", "ρούκι":"ρούκι", "ρούκις":"ρούκις", "ρούλα":"ρούλα", "ρουλεμάν":"ρουλεμάν", "ρουλέτα":"ρουλέτα", "ρουμ":"ρουμ", "ρουμανια":"ρουμανία", "ρουμανία":"ρουμανία", "ρουμανίας":"ρουμανία", "ρουμανική":"ρουμανικός", "ρουμανικής":"ρουμανικός", "ρουμανικός":"ρουμανικός", "ρουμάνο":"ρουμάνος", "ρουμάνοι":"ρουμάνος", "ρουμάνος":"ρουμάνος", "ρουμάνους":"ρουμάνος", "ρούμελης":"ρούμελη", "ρουμελιώτες":"ρουμελιώτης", "ρουμελιώτη":"ρουμελιώτης", "ρουμελιώτης":"ρουμελιώτης", "ρούμι":"ρούμι", "ρουμογλου":"ρουμογλου", "ρούμπα":"ρούμπα", "ρουμπαγέ":"ρουμπαγέ", "ρουμπάκης":"ρουμπάκης", "ρούμπεν":"ρούμπεν", "ρούμπιν":"ρούμπιν", "ρουμπίνη":"ρουμπίνη", "ρουμπινιάν":"ρουμπινιάν", "ρούμπιο":"ρούμπιο", "ρουμπρίκα":"ρουμπρίκα", "ρουμ-σέρβις":"ρουμ-σέρβις", "ρουντί":"ρουντί", "ρούντι":"ρούντι", "ρουντίνσκι":"ρουντίνσκι", "ρούντλαντ":"ρούντλαντ", "ρούντολφ":"ρούντολφ", "ρούπελ":"ρούπελ", "ρουπέν":"ρουπέν", "ρούπερτ":"ρούπερτ", "ρούρκ":"ρούρκ", "ρους":"ρους", "ρουσάκη":"ρουσάκη", "ρούσε":"ρούσος", "ρουσέλ":"ρουσέλ", "ρουσελσχέιμ":"ρουσελσχέιμ", "ρούσεφ":"ρούσεφ", "ρουσντι":"ρουσντι", "ρούσντι":"ρούσντι", "ρούσο":"ρούσος", "ρουσόπουλε":"ρουσόπουλος", "ρουσόπουλο":"ρουσόπουλος", "ρουσόπουλος":"ρουσόπουλος", "ρουσόπουλου":"ρουσόπουλος", "ρούσος":"ρούσος", "ρουσσέτης":"ρουσσέτης", "ρουστάβι":"ρουστάβι", "ρουσφέτι":"ρουσφέτι", "ρουσφέτια":"ρουσφέτι", "ρουσφετολογικά":"ρουσφετολογικός", "ρουσφετολογικές":"ρουσφετολογικός", "ρουσφετολόγοι":"ρουσφετολόγος", "ρουτίνα":"ρουτίνα", "ρουτίνας":"ρουτίνα", "ρουτινιάρικης":"ρουτινιάρικος", "ρούτσης":"ρούτσης", "ρουφά":"ρουφώ", "ρουφάει":"ρουφώ", "ρουφάνε":"ρουφώ", "ρουφήξει":"ρουφώ", "ρουφήξουν":"ρουφώ", "ρουφηχτεί":"ρουφώ", "ρουφήχτρα":"ρουφήχτρα", "ρουφιάνοι":"ρουφιάνος", "ρουφούν":"ρουφώ", "ρουφώντας":"ρουφώ", "ρούχα":"ρούχο", "ρουχισμό":"ρουχισμός", "ρουχισμού":"ρουχισμός", "ρούχο":"ρούχο", "ρούχου":"ρούχο", "ρούχων":"ρούχο", "ρόφημα":"ρόφημα", "ροχαλίζει":"ροχαλίζω", "ροχιμπλάνκος":"ροχιμπλάνκος", "ρυάκια":"ρυάκι", "ρύγχος":"ρύγχος", "ρύζι":"ρύζι", "ρυζιού":"ρύζι", "ρύθμιζε":"ρυθμίζω", "ρυθμίζει":"ρυθμίζω", "ρυθμίζεται":"ρυθμίζω", "ρυθμιζόμενη":"ρυθμιζόμενος", "ρυθμιζόμενης":"ρυθμιζόμενος", "ρυθμιζόμενο":"ρυθμιζόμενος", "ρυθμίζονται":"ρυθμίζω", "ρυθμίζουν":"ρυθμίζω", "ρυθμικά":"ρυθμικά", "ρυθμική":"ρυθμικός", "ρυθμικής":"ρυθμικός", "ρυθμικό":"ρυθμικός", "ρυθμικός":"ρυθμικός", "ρύθμισαν":"ρυθμίζω", "ρύθμισε":"ρυθμίζω", "ρυθμίσει":"ρυθμίζω", "ρυθμίσεις":"ρύθμιση", "ρυθμίσεων":"ρύθμιση", "ρυθμιση":"ρύθμιση", "ρύθμιση":"ρύθμιση", "ρύθμισή":"ρύθμιση", "ρύθμισης":"ρύθμιση", "ρυθμισθούν":"ρυθμίζω", "ρύθμισις":"ρύθμιση", "ρυθμίσουμε":"ρυθμίζω", "ρυθμίσουν":"ρυθμίζω", "ρυθμίστε":"ρυθμίζω", "ρυθμιστεί":"ρυθμίζω", "ρυθμιστές":"ρυθμιστής", "ρυθμιστή":"ρυθμιστής", "ρυθμιστής":"ρυθμιστής", "ρυθμιστικά":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστικές":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστική":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστικό":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστικού":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστικών":"ρυθμιστικός", "ρυθμιστούν":"ρυθμίζω", "ρυθμο":"ρυθμός", "ρυθμό":"ρυθμός", "ρυθμοδότη":"ρυθμοδότη", "ρυθμοί":"ρυθμός", "ρυθμός":"ρυθμός", "ρυθμού":"ρυθμός", "ρυθμούς":"ρυθμός", "ρυθμών":"ρυθμός", "ρύμη":"ρύμη", "ρυμοτομία":"ρυμοτομία", "ρυμοτομικό":"ρυμοτομικός", "ρυμουλκά":"ρυμουλκό", "ρυμουλκείται":"ρυμουλκώ", "ρυμουλκηθεί":"ρυμουλκώ", "ρυμουλκήθηκε":"ρυμουλκώ", "ρυμούλκηση":"ρυμούλκηση", "ρυμουλκό":"ρυμουλκό", "ρυμουλκού":"ρυμουλκό", "ρυμουλκούμενο":"ρυμουλκούμενος", "ρυπαίνει":"ρυπαίνω", "ρυπαίνουν":"ρυπαίνω", "ρυπαίνων":"ρυπαίνων", "ρύπανση":"ρύπανση", "ρύπανσης":"ρύπανση", "ρυπαντές":"ρυπαντής", "ρυπαρό":"ρυπαρός", "ρυπογόνες":"ρυπογόνος", "ρυπογόνοι":"ρυπογόνος", "ρυπογόνος":"ρυπογόνος", "ρυπογόνων":"ρυπογόνος", "ρύποι":"ρύπος", "ρύπους":"ρύπος", "ρύπων":"ρύπος", "ρύση":"ρύση", "ρύσιο":"ρύσιο", "ρυτίδες":"ρυτίδα", "ρυτιδωμένο":"ρυτιδωμένος", "ρυτίδων":"ρυτίδα", "ρχεται":"ρχεται", "ρώγες":"ρώγα", "ρωγμές":"ρωγμή", "ρωγμή":"ρωγμή", "ρωγμώδες":"ρωγμώδης", "ρωμαϊκά":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκές":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκή":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκής":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκό":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκόν":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκός":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκού":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκούς":"ρωμαϊκός", "ρωμαϊκών":"ρωμαϊκός", "ρωμαίο":"ρωμαίος", "ρωμαίοι":"ρωμαίος", "ρωμαιοκαθολική":"ρωμαιοκαθολικός", "ρωμαιοκαθολικής":"ρωμαιοκαθολικός", "ρωμαιοκαθολικοί":"ρωμαιοκαθολικός", "ρωμαίος":"ρωμαίος", "ρωμαίου":"ρωμαίος", "ρωμαίων":"ρωμαίος", "ρωμαλέο":"ρωμαλέος", "ρωμαλεότητα":"ρωμαλεότητα", "ρωμαλέους":"ρωμαλέος", "ρωμανος":"ρωμανός", "ρωμανός":"ρωμανός", "ρωμανού":"ρωμανός", "ρώμη":"ρώμη", "ρώμης":"ρώμη", "ρωμιές":"ρωμιά", "ρωμιοί":"ρωμιός", "ρωμιοπούλα":"ρωμιοπούλα", "ρωμιούς":"ρωμιός", "ρωμιών":"ρωμιός", "ρωμυλία":"ρωμυλία", "ρωμυλίας":"ρωμυλία", "ρωμυλος":"ρωμύλος", "ρωσια":"ρωσία", "ρωσία":"ρωσία", "ρωσίας":"ρωσία", "ρωσίας-ουκρανίας":"ρωσίας-ουκρανίας", "ρωσίδας":"ρωσίδα", "ρωσίδες":"ρωσίδα", "ρωσικά":"ρωσικός", "ρώσικα":"ρώσικος", "ρωσικές":"ρωσικός", "ρώσικες":"ρώσικος", "ρωσική":"ρωσική", "ρωσική":"ρωσικός", "ρώσικη":"ρώσικος", "ρωσικής":"ρωσική", "ρωσικής":"ρωσικός", "ρώσικης":"ρώσικος", "ρωσικο":"ρωσικός", "ρωσικό":"ρωσικός", "ρώσικο":"ρώσικος", "ρωσικοί":"ρωσικός", "ρωσικός":"ρωσικός", "ρωσικού":"ρωσικός", "ρώσικου":"ρώσικος", "ρωσικών":"ρωσικός", "ρώσο":"ρώσος", "ρωσοι":"ρώσος", "ρώσοι":"ρώσος", "ρωσοουκρανική":"ρωσοουκρανική", "ρωσο-ουκρανική":"ρωσο-ουκρανική", "ρωσοπόντιο":"ρωσοπόντιος", "ρωσοπόντιου":"ρωσοπόντιος", "ρώσος":"ρώσος", "ρώσου":"ρώσος", "ρώσους":"ρώσος", "ρωσσίδη":"ρωσσίδη", "ρώσων":"ρώσος", "ρωτά":"ρωτώ", "ρώταγες":"ρωτώ", "ρωτάει":"ρωτώ", "ρωτάμε":"ρωτώ", "ρωτάνε":"ρωτώ", "ρωτάς":"ρωτώ", "ρωτάτε":"ρωτώ", "ρωτάω":"ρωτώ", "ρωτηθήκαμε":"ρωτώ", "ρωτήθηκαν":"ρωτώ", "ρωτήθηκε":"ρωτώ", "ρώτημα":"ρώτημα", "ρώτησα":"ρωτώ", "ρωτήσαμε":"ρωτώ", "ρώτησαν":"ρωτώ", "ρωτήσατε":"ρωτώ", "ρώτησε":"ρωτώ", "ρωτήσει":"ρωτώ", "ρωτήσεις":"ρωτώ", "ρώτησες":"ρωτώ", "ρωτησετε":"ρωτώ", "ρωτήσετε":"ρωτώ", "ρωτήσουμε":"ρωτώ", "ρωτήσουν":"ρωτώ", "ρωτήστε":"ρωτώ", "ρωτήσω":"ρωτώ", "ρωτούμε":"ρωτώ", "ρωτούν":"ρωτώ", "ρωτούσα":"ρωτώ", "ρωτούσαν":"ρωτώ", "ρωτούσατε":"ρωτώ", "ρωτούσε":"ρωτώ", "ρωτούσες":"ρωτώ", "ρωτώ":"ρωτώ", "ρωτώντας":"ρωτώ", "ρωχάμη":"ρωχάμη", "ρωχάμης":"ρωχάμης", "σ'":"εγώ", "σ":"σ", "'σ'":"'σ'", "σ'":"σε", "σ.":"σ.", "σ.α.λ.":"σ.α.λ.", "σ.γ.":"σ.γ.", "σ.δ.ο.ε.":"σ.δ.ο.ε.", "σ.ε.":"σ.ε.", "σ.κ.τ.":"σ.κ.τ.", "σ.μ.":"σ.μ.", "σ.π.δ.ω.β.":"σ.π.δ.ω.β.", "σ.σ":"σ.σ", "σ.σ.":"σ.σ.", "σ.τ.":"σ.τ.", "σ@ς":"σ@ς", "σ΄":"σ΄", "σ13":"σ13", "σ13αρια":"σ13αρια", "σ13άρια":"σ13άρια", "σ13αρια159914":"σ13αρια159914", "σα":"σα", "σαακασβίλι":"σαακασβίλι", "σαατσόγλου":"σαατσόγλου", "σάβ":"σάβ", "σαβ.":"σαβ.", "σάβα":"σάβα", "σάβανα":"σάβανο", "σάβανο":"σάβανο", "σαββα":"σάββας", "σάββα":"σάββας", "σαββας":"σάββας", "σάββας":"σάββας", "σάββατα":"σάββατο", "σαββατιάτικη":"σαββατιάτικος", "σαββατιάτικο":"σαββατιάτικος", "σαββατιάτικος":"σαββατιάτικος", "σαββατιάτικου":"σαββατιάτικος", "σαββατιάτικων":"σαββατιάτικος", "σαββατο":"σάββατο", "σάββατο":"σάββατο", "σαββατόβραδο":"σαββατόβραδο", "σαββατοκύριακα":"σαββατοκύριακο", "σάββατο-κυριακή":"σάββατο-κυριακή", "σαββατοκυριακο":"σαββατοκύριακο", "σαββατοκύριακο":"σαββατοκύριακο", "σαββατοκύριακό":"σαββατοκύριακο", "σαββατοκύριακου":"σαββατοκύριακο", "σαββατου":"σάββατο", "σαββάτου":"σάββατο", "σαββιδάκης":"σαββιδάκης", "σαββίδη":"σαββίδης", "σαββίδης":"σαββίδης", "σαββιδου":"σαββιδου", "σαββίδου":"σαββίδου", "σαββόπουλο":"σαββόπουλο", "σαβέφκσι":"σαβέφκσι", "σαβιόλα":"σαβιόλα", "σάβιτς":"σάβιτς", "σαβουάρ":"σαβουάρ", "σαβούρα":"σαβούρα", "σαγανάκι":"σαγανάκι", "σαγανάς":"σαγανάς", "σαγηνεύει":"σαγηνεύω", "σαγηνεύσει":"σαγηνεύω", "σαγηνευτικά":"σαγηνευτικός", "σαγηνευτική":"σαγηνευτικός", "σαγήνη":"σαγήνη", "σαγιάδα":"σαγιάδα", "σαγιονάρες":"σαγιονάρα", "σαγκάη":"σαγκάη", "σαγκάης":"σαγκάη", "σαγκάν":"σαγκάν", "σαγκανόφσκι":"σαγκανόφσκι", "σαγκουρης":"σαγκουρης", "σαγόνι":"σαγόνι", "σαγόνια":"σαγόνι", "σάδερλαντ":"σάδερλαντ", "σαδισμό":"σαδισμός", "σαδισμός":"σαδισμός", "σαδιστικά":"σαδιστικός", "σαδιστικές":"σαδιστικός", "σαδιστική":"σαδιστικός", "σαδιστικής":"σαδιστικός", "σαε":"σαε", "σαένκο":"σαένκο", "σαθρά":"σαθρός", "σαθρές":"σαθρός", "σαθρό":"σαθρός", "σαθρότητα":"σαθρότητα", "σαι":"σαι", "σαϊγκόν":"σαϊγκόν", "σάιενς":"σάιενς", "σάιεντιστς":"σάιεντιστς", "σάιμον":"σάιμον", "σαϊνθ":"σαϊνθ", "σάινθ":"σάινθ", "σαΐνια":"σαΐνι", "σαΐνιο":"σαΐνιο", "σάιντ":"σάιντ", "σαΐντι":"σαΐντι", "σαίξπηρ":"σαίξπηρ", "σαιξπηρικού":"σαιξπηρικός", "σαϊτ":"σαϊτ", "σάιτ":"σάιτ", "σαϊτάμα":"σαϊτάμα", "σαϊτας":"σαΐτα", "σαϊτιώτη":"σαϊτιώτη", "σαϊτιώτης":"σαϊτιώτης", "σάιτο":"σάιτο", "σακ":"σακ", "σάκα":"σάκα", "σακαγιάν":"σακαγιάν", "σακάκι":"σακάκι", "σακακιού":"σακάκι", "σακάρα":"σακάρα", "σακατεύουμε":"σακατεύω", "σακελαρίου":"σακελάριος", "σακελαροπούλου":"σακελαροπούλου", "σακελλάρης":"σακελλάρης", "σακελλαρίδη":"σακελλαρίδη", "σακελλαρίδης":"σακελλαρίδης", "σακελλαρίδου":"σακελλαρίδου", "σακελλαριος":"σακελλάριος", "σακελλαριου":"σακελλάριος", "σακελλάριου":"σακελλάριος", "σακελλαρίου":"σακελλαρίου", "σάκη":"σάκης", "σάκης":"σάκης", "σακί":"σακί", "σακιά":"σακί", "σακίδια":"σακίδιο", "σακίδιο":"σακίδιο", "σακκά":"σακκά", "σακκάς":"σακκάς", "σάκκος":"σάκκος", "σακλεφορντ":"σακλεφορντ", "σάκλεφορντ":"σάκλεφορντ", "σάκο":"σάκος", "σάκοι":"σάκος", "σάκος":"σάκος", "σάκοτα":"σάκοτα", "σακούλα":"σακούλα", "σακουλάκι":"σακουλάκι", "σακουλάκια":"σακουλάκι", "σακούλες":"σακούλα", "σακούλι":"σακούλι", "σακουλίτσα":"σακουλίτσα", "σακούρ":"σακούρ", "σάκους":"σάκος", "σακραμεντο":"σακραμεντο", "σακραμέντο":"σακραμέντο", "σακς":"σακς", "σάκς":"σάκς", "σάκχαρα":"σάκχαρο", "σακχάρου":"σάκχαρο", "σακχαρώδη":"σακχαρώδης", "σακχαρώδης":"σακχαρώδης", "σακχαρώδους":"σακχαρώδης", "σάκων":"σάκος", "σάλα":"σάλα", "σαλαγκούδη":"σαλαγκούδης", "σαλαγκουδης":"σαλαγκούδης", "σαλαγκούδης":"σαλαγκούδης", "σαλακο":"σαλακο", "σαλάκο":"σαλάκο", "σαλαμάνη":"σαλαμάνη", "σαλαμάτ":"σαλαμάτ", "σαλάμι":"σαλάμι", "σαλαμίνα":"σαλαμίνα", "σαλαμίνος":"σαλαμίνος", "σαλαμούρα":"σαλαμούρα", "σαλαπασίδου":"σαλαπασίδου", "σαλαπάτας":"σαλαπάτας", "σαλάτα":"σαλάτα", "σαλάτας":"σαλάτα", "σαλάτες":"σαλάτα", "σαλάχ":"σαλάχ", "σάλβα":"σάλβα", "σαλβαδόρ":"σαλβαδόρ", "σαλέ":"σαλέ", "σαλεμ":"σαλεμ", "σάλεμ":"σάλεμ", "σάλες":"σάλα", "σαλεύουν":"σαλεύω", "σαλί":"σαλί", "σάλι":"σάλι", "σάλια":"σάλιο", "σάλιβαν":"σάλιβαν", "σαλιγκάρι":"σαλιγκάρι", "σαλιγκάρια":"σαλιγκάρι", "σαλιέρα":"σαλιέρα", "σαλίμ":"σαλίμ", "σαλινας":"σαλινας", "σαλίνας":"σαλίνας", "σαλίφογλου":"σαλίφογλου", "σάλκε":"σάλκε", "σάλμα":"σάλμα", "σαλμαν":"σαλμαν", "σάλμαν":"σάλμαν", "σάλμινεν":"σάλμινεν", "σάλμον":"σάλμον", "σάλμονς":"σάλμονς", "σάλο":"σάλος", "σαλόμ":"σαλόμ", "σάλομον":"σάλομον", "σαλόν":"σαλός", "σάλον":"σάλος", "σαλονάκι":"σαλονάκι", "σαλόνι":"σαλόνι", "σαλόνια":"σαλόνι", "σαλονιού":"σαλόνι", "σάλος":"σάλος", "σαλού":"σαλός", "σαλούπη":"σαλούπη", "σαλπάρει":"σαλπάρω", "σαλπάρουμε":"σαλπάρω", "σάλπι":"σάλπι", "σαλπιγγα":"σάλπιγγα", "σάλπιγγα":"σάλπιγγα", "σάλπιγγες":"σάλπιγγα", "σαλπιγγιδη":"σαλπιγγιδη", "σαλπιγγίδη":"σαλπιγγίδη", "σαλπιγγιδης":"σαλπιγγιδης", "σαλπιγγίδης":"σαλπιγγίδης", "σαλπίγγων":"σάλπιγγα", "σάλπισμα":"σάλπισμα", "σαλπιστή":"σαλπιστής", "σάλσερ":"σάλσερ", "σάλτα":"σάλτο", "σαλτάρει":"σαλτάρω", "σάλταρες":"σαλτάρω", "σαλτιέλ":"σαλτιέλ", "σαλτιμπάγκος":"σαλτιμπάγκος", "σαλτιμπάγκους":"σαλτιμπάγκος", "σαλτιμπάγκων'":"σαλτιμπάγκων'", "σαλτίρη":"σαλτίρη", "σάλτο":"σάλτο", "σάλτσα":"σάλτσα", "σάλτσας":"σάλτσα", "σαλτσάτα":"σαλτσάτα", "σάλτσες":"σάλτσα", "σαμ":"σαμ", "σαμάκοφ":"σαμάκοφ", "σαμανίδη":"σαμανίδη", "σαμανίδης":"σαμανίδης", "σαμάρα":"σαμάρα", "σαμαρά":"σαμαράς", "σαμάρα1-141009":"σαμάρα1-141009", "σαμαράκη":"σαμαράκης", "σαμαράκης":"σαμαράκης", "σαμαράκια":"σαμαράκι", "σάμαρανκ":"σάμαρανκ", "σαμαρας":"σαμαράς", "σαμαράς":"σαμαράς", "σαμάρι":"σαμάρι", "σαμαρίνα":"σαμαρίνα", "σαμαρίνας":"σαμαρίνας", "σαμαρόπουλος":"σαμαρόπουλος", "σαμαρτζιδης":"σαμαρτζιδης", "σαμαρτζίδης":"σαμαρτζίδης", "σαματά":"σαματάς", "σάματις":"σάματις", "σαμί":"σαμί", "σάμι":"σάμι", "σαμίκα":"σαμίκα", "σάμιουελ":"σάμιουελ", "σαμίρ":"σαμίρ", "σάμο":"σάμος", "σαμοθράκη":"σαμοθράκη", "σαμόλης":"σαμόλης", "σάμος":"σάμος", "σάμου":"σάμος", "σαμουέλ":"σαμουέλ", "σάμουελ":"σάμουελ", "σαμουηλίδη":"σαμουηλίδη", "σαμουηλίδης":"σαμουηλίδης", "σαμουρα":"σαμουρα", "σαμουρά":"σαμουρά", "σαμούρα":"σαμούρα", "σαμουράι":"σαμουράι", "σαμπάνι":"σαμπάνι", "σαμπάνια":"σαμπάνια", "σαμπάνιας":"σαμπάνια", "σαμπάνιες":"σαμπάνια", "σάμπας":"σάμπα", "σαμπάχ":"σαμπάχ", "σαμπί":"σαμπί", "σαμπίν":"σαμπίν", "σαμπντόρια":"σαμπντόρια", "σαμποταζ":"σαμποτάζ", "σαμποτάζ":"σαμποτάζ", "σαμποτάρουν":"σαμποτάρω", "σαμποτέρ":"σαμποτέρ", "σαμπουάν":"σαμπουάν", "σαμπούκα":"σαμπούκα", "σάμπρα":"σάμπρα", "σαμπρέλες":"σαμπρέλα", "σαμπρινα":"σαμπρινα", "σαμπρίνα":"σαμπρίνα", "σάμπως":"σάμπως", "σάμσον":"σάμσον", "σαμψούντα":"σαμψούντα", "σαμώλη":"σαμώλη", "σαν":"σαν", "σανα":"σανό", "σανανα":"σανανα", "σανανά":"σανανά", "σανατόριο":"σανατόριο", "σάνδη":"σάνδη", "σανεΐ":"σανεΐ", "σανη":"σανη", "σάνη":"σάνη", "σάνης":"σάνης", "σάνι":"σάνι", "σάνια":"σάνια", "σανίδα":"σανίδα", "σανίδες":"σανίδα", "σανίδι":"σανίδι", "σανίκη":"σανίκη", "σανικης":"σανικης", "σανίκης":"σανίκης", "σανιόλ":"σανιόλ", "σανμαρτεάν":"σανμαρτεάν", "σανό":"σανός", "σανόκο":"σανόκο", "σανουί":"σανουί", "σανς":"σανς", "σανσέν":"σανσέν", "σάνσετ":"σάνσετ", "σάνσινγκ":"σάνσινγκ", "σανσκριτικά":"σανσκριτικός", "σάντα":"σάντα", "σαντάλιασμα":"σαντάλιασμα", "σαντάμ":"σαντάμ", "σανταμαρία":"σανταμαρία", "σάντανς":"σάντανς", "σανταντέρ":"σανταντέρ", "σαντάτ":"σαντάτ", "σάντεϊ":"σάντεϊ", "σαντερ":"σαντερ", "σαντέρ":"σαντέρ", "σαντερλαντ":"σαντερλαντ", "σάντερλαντ":"σάντερλαντ", "σάντερλαντ2χ":"σάντερλαντ2χ", "σάντερλαντ63189362-21":"σάντερλαντ63189362-21", "σάντερλαντ-έβερτον":"σάντερλαντ-έβερτον", "σάντζακ":"σάντζακ", "σαντιάγκο":"σαντιάγκο", "σαντιάγο":"σαντιάγο", "σαντινί":"σαντινί", "σάντις":"σάντις", "σαντόκ":"σαντόκ", "σαντορίνης":"σαντορίνη", "σαντόρο":"σαντόρο", "σαντος":"σαντος", "σάντος":"σάντος", "σάντουιτς":"σάντουιτς", "σαντρ":"σαντρ", "σάντρα":"σάντρα", "σαντρίν":"σαντρίν", "σάντρο":"σάντρο", "σανυο":"σανυο", "σανχούρχο":"σανχούρχο", "σαξόφωνα":"σαξόφωνο", "σαξοφωνίστα":"σαξοφωνίστας", "σαξοφωνίστας":"σαξοφωνίστας", "σαξόφωνο":"σαξόφωνο", "σαξόφωνό":"σαξόφωνο", "σαξοφώνου":"σαξόφωνο", "σαξόφωνο-φλάουτο":"σαξόφωνο-φλάουτο", "σάο":"σάο", "σαουδάραβα":"σαουδάραβας", "σαουδάραβας":"σαουδάραβας", "σαουδάραβες":"σαουδάραβας", "σαουδαράβων":"σαουδάραβας", "σαουδικη":"σαουδικός", "σαουδική":"σαουδικός", "σαουδικής":"σαουδικός", "σαουθ":"σαουθ", "σαουθαμπτον":"σαουθαμπτον", "σαουθάμπτον":"σαουθάμπτον", "σαουθάμπτον20551423-47":"σαουθάμπτον20551423-47", "σαουθεντ":"σαουθεντ", "σαούλ":"σαούλ", "σαούλιους":"σαούλιους", "σάουλο":"σάουλο", "σάουμπλε":"σάουμπλε", "σάουνα":"σάουνα", "σαούντ":"σαούντ", "σάουντρακ":"σάουντρακ", "σαπαλίδης":"σαπαλίδης", "σαπανης":"σαπανης", "σαπάνης":"σαπάνης", "σαπανίδης":"σαπανίδης", "σαπαρίδης":"σαπαρίδης", "σάπες":"σάπες", "σάπια":"σάπιος", "σάπιας":"σάπιος", "σάπιζαν":"σαπίζω", "σαπίζει":"σαπίζω", "σαπίζουν":"σαπίζω", "σάπικα":"σάπικα", "σαπίλα":"σαπίλα", "σάπιο":"σάπιος", "σαπιοκάραβα":"σαπιοκάραβο", "σαπιοκοιλιά":"σαπιοκοιλιά", "σάπιου":"σάπιος", "σαπίρο":"σαπίρο", "σαπίσει":"σαπίζω", "σαπίσουν":"σαπίζω", "σαπλα'ι'ερς":"σαπλα'ι'ερς", "σαπόρο":"σαπόρο", "σαπόρτα":"σαπόρτα", "σαπουι":"σαπουι", "σαπουί":"σαπουί", "σαπουνάδων":"σαπουνάς", "σαπούνι":"σαπούνι", "σαπουνίδη":"σαπουνίδη", "σαπούνιζαν":"σαπουνίζω", "σαπουνόπερα":"σαπουνόπερα", "σαπουνόπερας":"σαπουνόπερα", "σαπουνόπερες":"σαπουνόπερα", "σαπουνόφουσκα":"σαπουνόφουσκα", "σαπουντζής":"σαπουντζής", "σαππών":"σαππών", "σαπφούς":"σαπφώ", "σαπών":"σαπών", "σαρ":"σαρ", "σαρά":"σαρά", "σάρα":"σάρα", "σαραβαλάκι":"σαραβαλάκι", "σαράβαλων":"σαράβαλο", "σαράγιεβο":"σαράγιεβο", "σαραγόσα":"σαραγόσα", "σαραγούδα":"σαραγούδα", "σαραζέν":"σαραζέν", "σαράι":"σαράι", "σαραϊδάρη":"σαραϊδάρη", "σαρακανίδη":"σαρακανίδη", "σαρακατσάνος":"σαρακατσάνος", "σαράκι":"σαράκι", "σαρακοστή":"σαρακοστή", "σαρακοστής":"σαρακοστή", "σαρακοστιανό":"σαρακοστιανός", "σαρακοφαγωμένο":"σαρακοφαγωμένος", "σαραμάντος":"σαραμάντος", "σαραμούρτσης":"σαραμούρτσης", "σαράνος":"σαράνος", "σαραντα":"σαράντα", "σαράντα":"σαράντα", "σαρανταπεντάλεπτο":"σαρανταπεντάλεπτος", "σαραντάρηδες":"σαραντάρης", "σαραντάρης":"σαραντάρης", "σαρανταριά":"σαρανταριά", "σαραντάχρονος":"σαραντάχρονος", "σαράντη":"σαράντης", "σαραντης":"σαράντης", "σάραντον":"σάραντον", "σαραντοπουλος":"σαραντόπουλος", "σαράντου":"σαράντου", "σαραπόβα":"σαραπόβα", "σαρασλανίδη":"σαρασλανίδη", "σαρασλανίδης":"σαρασλανίδης", "σάρατοφ":"σάρατοφ", "σάρατοφ3-121099":"σάρατοφ3-121099", "σαράφ":"σαράφ", "σαράφη":"σαράφης", "σαράφης":"σαράφης", "σαράφιαν":"σαράφιαν", "σαραφίδου":"σαραφίδου", "σαράφιοαν":"σαράφιοαν", "σαργός":"σαργός", "σαργούς":"σαργός", "σαρδέλα":"σαρδέλα", "σαρδέλας":"σαρδέλα", "σαρδέλες":"σαρδέλα", "σαρδηνία":"σαρδηνία", "σαρδηνίας":"σαρδηνίας", "σαρδούνης":"σαρδούνης", "σαρεσκο":"σαρεσκο", "σαρηγγιανίδη":"σαρηγγιανίδη", "σαρηγιαννιδης":"σαρηγιαννιδης", "σαρηγιαννίδης":"σαρηγιαννίδης", "σαρηκεχαγιά":"σαρηκεχαγιά", "σαρηκεχαγιάς":"σαρηκεχαγιάς", "σαρημανώλη":"σαρημανώλη", "σαρίδης":"σαρίδης", "σαρίκο":"σαρίκο", "σαρίν":"σαρίν", "σαρίντ":"σαρίντ", "σάρισα":"σάρισα", "σαριφ":"σαριφ", "σαρίφ":"σαρίφ", "σαρίχ":"σαρίχ", "σαρκα":"σάρκα", "σάρκα":"σάρκα", "σαρκάζει":"σαρκάζω", "σαρκάζεται":"σαρκάζω", "σαρκάζουν":"σαρκάζω", "σάρκας":"σάρκα", "σαρκασμό":"σαρκασμός", "σαρκασμός":"σαρκασμός", "σαρκασμού":"σαρκασμός", "σαρκασμούς":"σαρκασμός", "σαρκαστικά":"σαρκαστικά", "σαρκαστικές":"σαρκαστικός", "σαρκαστική":"σαρκαστικός", "σαρκαστικό":"σαρκαστικός", "σάρκες":"σάρκα", "σαρκικά":"σαρκικός", "σαρκικό":"σαρκικός", "σαρκίο":"σαρκίο", "σαρκοβόρα":"σαρκοβόρος", "σαρκοβόρων":"σαρκοβόρος", "σαρκοζί":"σαρκοζί", "σαρκοφαγα":"σαρκοφάγος", "σαρκοφάγα":"σαρκοφάγος", "σαρκοφάγοι":"σαρκοφάγος", "σαρκοφάγων":"σαρκοφάγος", "σαρκώδες":"σαρκώδης", "σαρκώδη":"σαρκώδης", "σαρλ":"σαρλ", "σαρλερουά":"σαρλερουά", "σαρλερουά-ζελέζνικ":"σαρλερουά-ζελέζνικ", "σαρλής":"σαρλής", "σαρλότ":"σαρλότ", "σάρλοτ":"σάρλοτ", "σάρο":"σάρο", "σάροβιτς":"σάροβιτς", "σαρον":"σαρον", "σαρόν":"σαρόν", "σάρον":"σάρον", "σάρπης":"σάρπης", "σαρρή":"σαρρής", "σαρρής":"σαρρής", "σαρτζετακης":"σαρτζετακης", "σαρτρ":"σαρτρ", "σαρτσαμπαλίδη":"σαρτσαμπαλίδη", "σαρώθηκαν":"σαρώνω", "σάρωμα":"σάρωμα", "σάρωναν":"σαρώνω", "σαρώνει":"σαρώνω", "σαρώνοντας":"σαρώνω", "σαρώνουν":"σαρώνω", "σαρωσαν":"σαρώνω", "σάρωσαν":"σαρώνω", "σάρωσε":"σαρώνω", "σαρώσει":"σαρώνω", "σάρωση":"σάρωση", "σάρωσης":"σάρωση", "σαρωτικές":"σαρωτικός", "σαρωτικη":"σαρωτικός", "σαρωτική":"σαρωτικός", "σαρωτικό":"σαρωτικός", "σαρωτικών":"σαρωτικός", "σας":"εγώ", "σας":"μου", "σάς":"σάς", "σάσα":"σάσα", "σασάκου":"σασάκου", "σασί":"σασί", "σασπένς":"σασπένς", "σάστισμά":"σάστισμα", "σαστισμένη":"σαστίζω", "σαστισμένο":"σαστισμένος", "σατανά":"σατανάς", "σατανικά":"σατανικά", "σατανικές":"σατανικός", "σατανική":"σατανικός", "σατανικό":"σατανικός", "σατανικοί":"σατανικός", "σατανικών":"σατανικός", "σατανισμό":"σατανισμός", "σατανισμός":"σατανισμός", "σατανισμού":"σατανισμός", "σατίλα":"σατίλα", "σάτιρα":"σάτιρα", "σάτιρας":"σάτιρα", "σατίριζε":"σατιρίζω", "σατιρίζει":"σατιρίζω", "σατιρικά":"σατιρικός", "σατιρική":"σατιρικός", "σατιρικό":"σατιρικός", "σατιρικού":"σατιρικός", "σατο":"σατο", "σατοβριάνδρου":"σατοβριάνδρου", "σατόγλου":"σατόγλου", "σατο-π":"σατο-π", "σατυρικό":"σατυρικός", "σάτυρος":"σάτυρος", "σαύρες":"σαύρα", "σ'αυτή":"σ''αυτή", "σ'αυτήν":"σ''αυτήν", "σαφάρι":"σαφάρι", "σαφείς":"σαφής", "σαφές":"σαφής", "σαφέστατα":"σαφώς", "σαφέστατες":"σαφής", "σαφέστατη":"σαφής", "σαφέστατο":"σαφής", "σαφέστατος":"σαφής", "σαφέστερη":"σαφής", "σαφέστερο":"σαφής", "σαφέστερος":"σαφής", "σαφέστερους":"σαφής", "σαφή":"σαφής", "σαφήνεια":"σαφήνεια", "σαφήνειας":"σαφήνεια", "σαφής":"σαφής", "σαφών":"σαφής", "σαφως":"σαφώς", "σαφώς":"σαφώς", "σαχά":"σαχά", "σαχάκ":"σαχάκ", "σάχαλο":"σάχαλο", "σαχάρ":"σαχάρ", "σαχάρα":"σαχάρα", "σαχάρας":"σαχάρα", "σάχη":"σάχης", "σαχίνη":"σαχίνης", "σαχίνης":"σαχίνης", "σαχινίδης":"σαχινίδης", "σαχλαμάρα":"σαχλαμάρας", "σαχλαμάρες":"σαχλαμάρας", "σαχσανίδης":"σαχσανίδης", "σαχτάρ":"σαχτάρ", "σαχτιόρ":"σαχτιόρ", "σβαϊερ":"σβαϊερ", "σβάϊερ":"σβάϊερ", "σβάρνα":"σβάρνα", "σβαρτζενέγκερ":"σβαρτζενέγκερ", "σβαρτσενέγκερ":"σβαρτσενέγκερ", "σβάστικα":"σβάστικα", "σβάστικες":"σβάστικα", "σββε":"σββε", "σβεν":"σβεν", "σβέρακ":"σβέρακ", "σβέρκο":"σβέρκος", "σβερτς":"σβερτς", "σβετλάνα":"σβετλάνα", "σβετοσλάβε":"σβετοσλάβε", "'σβηνε":"'σβηνε", "σβήνει":"σβήνω", "σβήνεις":"σβήνω", "σβήνοντας":"σβήνω", "σβήνουμε":"σβήνω", "σβήνουν":"σβήνω", "σβήσει":"σβήνω", "σβήσεις":"σβένω", "σβησμένες":"σβησμένος", "σβήσουν":"σβήνω", "σβήστε":"σβήνω", "σβηστεί":"σβήνω", "σβήστηκε":"σβένω", "σβηστούν":"σβένω", "σβι":"σβι", "σβώλη":"σβώλη", "σβώλης":"σβώλης", "σβώλου":"σβώλος", "σγουρά":"σγουρός", "σγουρίδη":"σγουρίδη", "σγουρίδης":"σγουρίδης", "σγούρο":"σγούρο", "σγουρός":"σγουρός", "σγούρος":"σγούρος", "σδοε":"σδοε", "σδπ":"σδπ", "σε":"εγώ", "σε":"σε", "σεβ":"σεβ", "σέβας":"σέβας", "σεβασθούν":"σέβομαι", "σεβάσμια":"σεβάσμιος", "σεβάσμιος":"σεβάσμιος", "σεβασμιότατε":"σεβάσμιος", "σεβασμιότατου":"σεβάσμιος", "σεβασμιώτατε":"σεβασμιώτατος", "σεβασμό":"σεβασμός", "σεβασμόν":"σεβασμός", "σεβασμός":"σεβασμός", "σεβασμού":"σεβασμός", "σεβαστά":"σεβαστός", "σεβαστάκη":"σεβαστάκη", "σεβαστάκης":"σεβαστάκης", "σεβαστεί":"σέβομαι", "σεβάστεια":"σεβάστεια", "σεβαστείς":"σέβομαι", "σεβαστές":"σεβαστός", "σεβαστή":"σεβαστός", "σεβάστηκαν":"σέβομαι", "σεβάστηκε":"σέβομαι", "σεβαστής":"σεβαστός", "σεβαστιδου":"σεβαστιδου", "σεβαστό":"σεβαστός", "σεβαστοί":"σεβαστός", "σεβαστός":"σεβαστός", "σεβαστού":"σεβαστός", "σεβαστούμε":"σέβομαι", "σεβαστούν":"σέβομαι", "σεβαστώ":"σέβομαι", "σεβαστών":"σεβαστός", "σεβε":"σεβε", "σεβενεμάν":"σεβενεμάν", "σέβεσαι":"σέβομαι", "σέβεστε":"σέβομαι", "σέβεται":"σέβομαι", "σεβίλλη":"σεβίλλη", "σεβίλλης":"σεβίλλης", "σεβκ":"σεβκ", "σέβομαι":"σέβομαι", "σεβόμαστε":"σέβομαι", "σεβόμενες":"σεβόμενος", "σεβόμενο":"σεβόμενος", "σεβόμενοι":"σεβόμενος", "σεβόμενος":"σεβόμενος", "σέβονται":"σέβομαι", "σέβονταν":"σέβομαι", "σεβόταν":"σέβομαι", "σεβρολέτ":"σεβρολέτ", "σεγας":"σεγας", "σέγγος":"σέγγος", "σεγιούμ":"σεγιούμ", "σεγκά":"σεγκά", "σέγκεν":"σέγκεν", "σεγκιρί":"σεγκιρί", "σεγκολέν":"σεγκολέν", "σέδες":"σέδες", "σεζαρ":"σεζαρ", "σέζαρ":"σέζαρ", "σέζαρεκ":"σέζαρεκ", "σεζόν":"σεζόν", "σέιμουρ":"σέιμουρ", "σεϊμπούτις":"σεϊμπούτις", "σέιν":"σέιν", "σέινφελντ":"σέινφελντ", "σειρα":"σειρά", "σειρά":"σειρά", "σειραδάκης":"σειραδάκης", "σειράν":"σειρά", "σειράς":"σειρά", "σειρές":"σειρά", "σειρήνα":"σειρήνα", "σειρηνες":"σειρήνα", "σειρήνες":"σειρήνα", "σειρήνων":"σειρήνα", "σειριδάκης":"σειριδάκης", "σειρών":"σειρά", "σεις":"εγώ", "σεϊσίδη":"σεϊσίδη", "σεϊσίδης":"σεϊσίδης", "σεισμικά":"σεισμικός", "σεισμικές":"σεισμικός", "σεισμική":"σεισμικός", "σεισμικής":"σεισμικός", "σεισμικό":"σεισμικός", "σεισμικότητα":"σεισμικότητα", "σεισμικότητας":"σεισμικότητα", "σεισμό":"σεισμός", "σεισμογενείς":"σεισμογενής", "σεισμογενές":"σεισμογενής", "σεισμογενής":"σεισμογενής", "σεισμογράφους":"σεισμογράφος", "σεισμοί":"σεισμός", "σεισμολόγε":"σεισμολόγος", "σεισμολογίας":"σεισμολογία", "σεισμολογική":"σεισμολογικός", "σεισμολόγοι":"σεισμολόγος", "σεισμολόγος":"σεισμολόγος", "σεισμολόγους":"σεισμολόγος", "σεισμολόγων":"σεισμολόγος", "σεισμόπληκτοι":"σεισμόπληκτος", "σεισμόπληκτων":"σεισμόπληκτος", "σεισμος":"σεισμός", "σεισμός":"σεισμός", "σεισμού":"σεισμός", "σεισμούς":"σεισμός", "σεισμών":"σεισμός", "σεϊταρίδη":"σεϊταρίδη", "σεϊταρίδης":"σεϊταρίδης", "σέιχ":"σέιχ", "σεΐχη":"σεΐχης", "σέιχ-σου":"σέιχ-σου", "σεκ":"σεκ", "σεκάνς":"σεκάνς", "σεκάρ":"σεκάρ", "σεκε":"σεκε", "σεκιουριτάδες":"σεκιουριτάς", "σελ":"σελ", "σελ.":"σελ.", "σέλα":"σέλα", "σελανικλής":"σελανικλής", "σελασιέ":"σελασιέ", "σελβίδης":"σελβίδης", "σέλεϊ":"σέλεϊ", "σέλερ":"σέλερ", "σέλες":"σέλα", "σελεσάο":"σελεσάο", "σελήνη":"σελήνη", "σελήνης":"σελήνη", "σεληνόφωτες":"σεληνόφωτος", "σελιδα":"σελίδα", "σελίδα":"σελίδα", "σελίδας":"σελίδα", "σελιδες":"σελίδα", "σελίδες":"σελίδα", "σελιδοδείκτη":"σελιδοδείκτης", "σελιδοδείκτης":"σελιδοδείκτης", "σελιδοποίηση":"σελιδοποίηση", "σελίδων":"σελίδα", "σελιέ":"σελιέ", "σελινι":"σελίνι", "σελίνου":"σέλινο", "σελλά":"σελλά", "σέλμα":"σέλμα", "σελμαν":"σελμαν", "σέλμπουρν":"σέλμπουρν", "σελόμε":"σελόμε", "σελοντα":"σελοντα", "σελοφάν":"σελοφάν", "σέλσο":"σέλσο", "σελτικ":"σελτικ", "σέλτικ":"σέλτικ", "σέλτικς":"σέλτικς", "σεμέδο":"σεμέδο", "σεμέν":"σεμέν", "σεμερτζίδης":"σεμερτζίδης", "σεμίνα":"σεμίνα", "σεμινάρια":"σεμινάριο", "σεμιναριο":"σεμινάριο", "σεμινάριο":"σεμινάριο", "σεμιναρίου":"σεμινάριο", "σεμιναρίων":"σεμινάριο", "σεμίνας":"σεμίνας", "σεμίρα":"σεμίρα", "σεμνά":"σεμνός", "σεμνές":"σεμνός", "σεμνή":"σεμνός", "σεμνό":"σεμνός", "σεμνός":"σεμνός", "σεμνότητα":"σεμνότητα", "σεμνότητά":"σεμνότητα", "σεμνών":"σεμνός", "σέμος":"σέμος", "σεμπαστιάν":"σεμπαστιάν", "σεμπάστιαν":"σεμπάστιαν", "σέμπουε":"σέμπουε", "σεμπρούν":"σεμπρούν", "σεν":"σεν", "σένα":"εγώ", "σ'ένα":"σ''ένα", "σεναρια":"σενάριο", "σενάρια":"σενάριο", "σεναριακή":"σεναριακός", "σεναριακό":"σεναριακός", "σεναριο":"σενάριο", "σενάριο":"σενάριο", "σενάριό":"σενάριο", "σεναριογράφο":"σεναριογράφος", "σεναριογράφος":"σεναριογράφος", "σεναριογράφου":"σεναριογράφος", "σεναριογράφους":"σεναριογράφος", "σεναριογράφων":"σεναριογράφος", "σεναριολογία":"σεναριολογία", "σεναρίου":"σενάριο", "σεναρίων":"σενάριο", "σενέ":"σενέ", "σενεγαλέζικη":"σενεγαλέζικος", "σενεγαλη":"σενεγάλη", "σενεγάλη":"σενεγάλη", "σενεγάλης":"σενεγάλη", "σενιέ":"σενιέ", "σενικογλου":"σενικογλου", "σενσίνι":"σενσίνι", "σένσο":"σένσο", "σεντ":"σεντ", "σεντάι":"σεντάι", "σεντεμέντες":"σεντεμέντες", "σέντερ":"σέντερ", "σεντερός":"σεντερός", "σεντίγιο":"σεντίγιο", "σέντον":"σέντον", "σεντόνι":"σεντόνι", "σεντόνια":"σεντόνι", "σεντονιών":"σεντόνι", "σεντούκι":"σεντούκι", "σέντρα":"σέντρα", "σέντραρε":"σεντράρω", "σέντρες":"σέντρα", "σεντρίκ":"σεντρίκ", "σεντς":"σεντς", "σεξ":"σεξ", "σέξι":"σέξι", "σεξισμού":"σεξισμός", "σεξιστικές":"σεξιστικός", "σεξοβόμβα":"σεξοβόμβα", "σεξολόγο":"σεξολόγος", "σεξουαλικά":"σεξουαλικά", "σεξουαλικά":"σεξουαλικός", "σεξουαλικές":"σεξουαλικός", "σεξουαλική":"σεξουαλικός", "σεξουαλικής":"σεξουαλικός", "σεξουαλικό":"σεξουαλικός", "σεξουαλικός":"σεξουαλικός", "σεξουαλικότατη":"σεξουαλικός", "σεξουαλικότητα":"σεξουαλικότητα", "σεξουαλικότητά":"σεξουαλικότητα", "σεξουαλικότητας":"σεξουαλικότητα", "σεξουαλικού":"σεξουαλικός", "σεξουαλικούς":"σεξουαλικός", "σεξουαλικών":"σεξουαλικός", "σεξπηρική":"σεξπιρικός", "σέξπιρ":"σέξπιρ", "σέου":"σέου", "σεούλ":"σεούλ", "σεπ":"σεπ", "σέπα":"σέπα", "σεπβε":"σεπβε", "σεπε":"σεπε", "σεπτέμβρη":"σεπτέμβριος", "σεπτέμβρης":"σεπτέμβρης", "σεπτεμβριανής":"σεπτεμβριανός", "σεπτέμβριο":"σεπτέμβριος", "σεπτέμβριος":"σεπτέμβριος", "σεπτεμβριου":"σεπτέμβριος", "σεπτεμβρίου":"σεπτέμβριος", "σεπτή":"σεπτός", "σερ":"σερ", "σεράγεβο":"σεράγεβο", "σεραϊ":"σεραϊ", "σεράι":"σεράι", "σεραφείμ":"σεραφείμ", "σεραφίδου":"σεραφίδου", "σεράχ":"σεράχ", "σερβετάς":"σερβετάς", "σερβια":"σερβία", "σερβία":"σερβία", "σερβία&μαυροβούνιο":"σερβία&μαυροβούνιο", "σερβίας":"σερβία", "σερβίας-μαυροβουνίου":"σερβίας-μαυροβουνίου", "σερβικά":"σερβικός", "σερβικές":"σερβικός", "σερβική":"σερβικός", "σερβικής":"σερβικός", "σερβικό":"σερβικός", "σερβικός":"σερβικός", "σερβικού":"σερβικός", "σερβικών":"σερβικός", "σερβίρει":"σερβίρω", "σερβίρειν":"σερβίρειν", "σερβίρεται":"σερβίρω", "σερβίρετε":"σερβίρω", "σερβιρίσματα":"σερβίρισμα", "σερβιρίστηκε":"σερβίρω", "σερβιριστούν":"σερβίρω", "σερβίρονται":"σερβίρω", "σερβίρουμε":"σερβίρω", "σερβίρουν":"σερβίρω", "σερβίς":"σέρβις", "σέρβις":"σέρβις", "σερβιτόρες":"σερβιτόρα", "σερβιτόρο":"σερβιτόρος", "σερβιτόροι":"σερβιτόρος", "σερβιτόρος":"σερβιτόρος", "σερβιτόρου":"σερβιτόρος", "σερβιτόρους":"σερβιτόρος", "σερβιτόρων":"σερβιτόρος", "σερβίτσια":"σερβίτσιο", "σερβιων":"σερβιων", "σερβίων":"σερβίων", "σέρβο":"σέρβος", "σερβοβοσνιακής":"σερβοβοσνιακός", "σερβοβοσνιακού":"σερβοβοσνιακός", "σέρβοι":"σέρβος", "σερβομακεδονική":"σερβομακεδονικός", "σερβος":"σέρβος", "σέρβος":"σέρβος", "σέρβου":"σέρβος", "σέρβους":"σέρβος", "σερβοφοβία":"σερβοφοβία", "σέρβων":"σέρβος", "σερβωτά":"σερβωτά", "σεργκέι":"σεργκέι", "σέργουιν":"σέργουιν", "σερέτης":"σερέτης", "σερέφας":"σερέφας", "σερζάο":"σερζάο", "σερι":"σερί", "σερί":"σερί", "σέριτς":"σέριτς", "σερίφ":"σερίφ", "σερίφη":"σερίφης", "σερίφηδες":"σερίφης", "σερίφηδων":"σερίφης", "σερίφης":"σερίφης", "σερκλ":"σερκλ", "σέρλοκ":"σέρλοκ", "σερμετζή":"σερμετζή", "σέρμπαν":"σέρμπαν", "σέρνει":"σέρνω", "σέρνεται":"σέρνω", "σέρνονται":"σέρνω", "σέρνονταν":"σέρνω", "σέρνοντας":"σέρνω", "σέρνουν":"σέρνω", "σερπαντίνες":"σερπαντίνα", "σερραίας":"σερραίος", "σερραϊκή":"σερραϊκός", "σερραίο":"σερραίος", "σερραίος":"σερραίος", "σερραίου":"σερραίος", "σερραίων":"σερραίος", "σέρρες":"σέρρες", "σερρων":"σέρρες", "σερρών":"σέρρες", "σερρών-ηρακλής":"σερρών-ηρακλής", "σερρών-θεσσαλονίκης":"σερρών-θεσσαλονίκης", "σέρτζι":"σέρτζι", "σέρτζιο":"σέρτζιο", "σερτς":"σερτς", "σερφ":"σερφ", "σερφάρει":"σερφάρω", "σερφάροντας":"σερφάρω", "σερφάρουν":"σερφάρω", "σέρχεαντ":"σέρχεαντ", "σέρχεντ":"σέρχεντ", "σέρχιο":"σέρχιο", "σεσημασμένος":"σεσημασμένος", "σεσημασμένων":"σεσημασμένος", "σεσκοβα":"σεσκοβα", "σέσκουλο":"σέσκουλο", "σεστόκας":"σεστόκας", "σετ":"σετ", "σετούμπαλ":"σετούμπαλ", "σετσουάν":"σετσουάν", "σεφ":"σεφ", "σέφ":"σέφ", "σεφα":"σεφα", "σεφαραδίτες":"σεφαραδίτες", "σεφαραδιτών":"σεφαραδιτών", "σέφερ":"σέφερ", "σεφέρη":"σεφέρης", "σεφέρης":"σεφέρης", "σεφερίδης":"σεφερίδης", "σεφερίδου":"σεφερίδου", "σεφερλή":"σεφερλή", "σεφιλντ":"σεφιλντ", "σέφιλντ":"σέφιλντ", "σεφιχα":"σεφιχα", "σεφιχά":"σεφιχά", "σεφτελή":"σεφτελή", "σεφτσένκο":"σεφτσένκο", "σεχάρ":"σεχάρ", "σεχβ":"σεχβ", "σεχίδης":"σεχίδης", "σεχταρισμό":"σεχταρισμός", "σεων":"σεων", "σζέρμπιακ":"σζέρμπιακ", "σηθυα":"σηθυα", "σήκω":"σήκω", "σηκωθεί":"σηκώνω", "σηκωθείς":"σηκώνω", "'σηκωθείτε":"'σηκωθείτε", "σηκωθείτε":"σηκώνω", "σηκώθηκα":"σηκώνω", "σηκωθήκαμε":"σηκώνω", "σηκώθηκαν":"σηκώνω", "σηκώθηκε":"σηκώνω", "σηκώθηκες":"σηκώνω", "σηκωθούν":"σηκώνω", "σήκωμα":"σήκωμα", "σηκωμένα":"σηκώνω", "σήκωνε":"σηκώνω", "σηκώνει":"σηκώνω", "σηκώνεις":"σηκώνω", "σηκώνεται":"σηκώνω", "σηκωνόμαστε":"σηκώνω", "σηκώνονται":"σηκώνω", "σηκώνοντας":"σηκώνω", "σηκώνοντάς":"σηκώνω", "σηκωνόταν":"σηκώνω", "σηκώνουμε":"σηκώνω", "σηκώνουν":"σηκώνω", "σηκώνω":"σηκώνω", "σήκωσα":"σηκώνω", "σήκωσαν":"σηκώνω", "σηκωσε":"σηκώνω", "σήκωσε":"σηκώνω", "σηκώσει":"σηκώνω", "σηκώσεις":"σηκώνω", "σηκώσουμε":"σηκώνω", "σηκώσουν":"σηκώνω", "σηκώσω":"σηκώνω", "σηλυβρία":"σηλυβρία", "σημ":"σημ", "σήμα":"σήμα", "σημαδεμένα":"σημαδεύω", "σημαδεμένη":"σημαδεύω", "σημαδεμένο":"σημαδεύω", "σημάδευε":"σημαδεύω", "σημαδεύει":"σημαδεύω", "σημαδεύεται":"σημαδεύω", "σημαδεύουν":"σημαδεύω", "σημαδευτεί":"σημαδεύω", "σημαδεύτηκαν":"σημαδεύω", "σημαδεύτηκε":"σημαδεύω", "σημάδεψαν":"σημαδεύω", "σημάδεψε":"σημαδεύω", "σημαδέψει":"σημαδεύω", "σημαδέψουν":"σημαδεύω", "σημάδι":"σημάδι", "σημάδια":"σημάδι", "σημαδιακά":"σημαδιακός", "σημαδιακές":"σημαδιακός", "σημαδιακό":"σημαδιακός", "σημαδιού":"σημάδι", "σημαδιών":"σημάδι", "σημαία":"σημαία", "σημαίας":"σημαία", "σημαίες":"σημαία", "σήμαινε":"σημαίνω", "σημαίνει":"σημαίνω", "σημαίνον":"σημαίνον", "σημαίνοντα":"σημαίνων", "σημαίνοντος":"σημαίνων", "σημαίνουν":"σημαίνω", "σημαίνουσα":"σημαίνων", "σημαίνουσες":"σημαίνων", "σημαιοφόρο":"σημαιοφόρος", "σημαιοφόροι":"σημαιοφόρος", "σημαιοφόρος":"σημαιοφόρος", "σήμαναν":"σημαίνω", "σήμανε":"σημαίνω", "σημάνει":"σημαίνω", "σημανθεί":"σημαίνω", "σημάνουν":"σημαίνω", "σημάνσεις":"σήμανση", "σήμανση":"σήμανση", "σήμανσης":"σήμανση", "σημαντικα":"σημαντικά", "σημαντικά":"σημαντικά", "σημαντικά":"σημαντικός", "σημαντικές":"σημαντικός", "σημαντική":"σημαντικός", "σημαντικής":"σημαντικός", "σημαντικο":"σημαντικός", "σημαντικό":"σημαντικός", "σημαντικοί":"σημαντικός", "σημαντικός":"σημαντικός", "σημαντικότατα":"σημαντικός", "σημαντικότατες":"σημαντικός", "σημαντικότατη":"σημαντικός", "σημαντικότατης":"σημαντικός", "σημαντικότατο":"σημαντικός", "σημαντικότατος":"σημαντικός", "σημαντικοτερα":"σημαντικός", "σημαντικότερα":"σημαντικός", "σημαντικότερες":"σημαντικός", "σημαντικότερη":"σημαντικός", "σημαντικότερης":"σημαντικός", "σημαντικότερο":"σημαντικός", "σημαντικότεροι":"σημαντικός", "σημαντικότερος":"σημαντικός", "σημαντικότερου":"σημαντικός", "σημαντικότερους":"σημαντικός", "σημαντικότερων":"σημαντικός", "σημαντικότητα":"σημαντικότητα", "σημαντικού":"σημαντικός", "σημαντικούς":"σημαντικός", "σημαντικών":"σημαντικός", "σημασια":"σημασία", "σημασία":"σημασία", "σημασιακών":"σημασιακός", "σημασίας":"σημασία", "σημασίες":"σημασία", "σημασιολογικό":"σημασιολογικός", "σημασιολογικού":"σημασιολογικός", "σηματα":"σήμα", "σήματα":"σήμα", "σηματάκι":"σηματάκι", "σηματοδοτεί":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτείται":"σηματοδοτώ", "σηματοδότες":"σηματοδότης", "σηματοδότη":"σηματοδότης", "σηματοδοτηθεί":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτήθηκε":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτημένων":"σηματοδοτώ", "σηματοδότης":"σηματοδότης", "σηματοδότησε":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτήσει":"σηματοδοτώ", "σηματοδότηση":"σηματοδότηση", "σηματοδότησης":"σηματοδότηση", "σηματοδοτήσουν":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτούν":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτούσε":"σηματοδοτώ", "σηματοδοτών":"σηματοδότης", "σηματοδοτώντας":"σηματοδοτώ", "σήματος":"σήμα", "σημάτων":"σήμα", "σημεια":"σημείο", "σημεία":"σημείο", "σημεία-κλειδιά":"σημεία-κλειδιά", "σημείο":"σημείο", "σημείο-κλειδί":"σημείο-κλειδί", "σημειολογία":"σημειολογία", "σημειολογικά":"σημειολογικός", "σημειολογική":"σημειολογικός", "σημειολογικό":"σημειολογικός", "σημείου":"σημείο", "σημειωθεί":"σημειώνω", "σημειωθείσα":"σημειωθείς", "σημειώθηκαν":"σημειώνω", "σημειώθηκε":"σημειώνω", "σημειωθούν":"σημειώνω", "σημείωμα":"σημείωμα", "σημείωμά":"σημείωμα", "σημειώματα":"σημείωμα", "σημειώματά":"σημείωμα", "σημειωματάρια":"σημειωματάριο", "σημειωματαριο":"σημειωματάριο", "σημειωματάριο":"σημειωματάριο", "σημειώματος":"σημείωμα", "σημειώματός":"σημείωμα", "σημειωμάτων":"σημείωμα", "σημειωμένες":"σημειώνω", "σημειωμένο":"σημειώνω", "σημείων":"σημείο", "σημείωνα":"σημειώνω", "σημείωναν":"σημειώνω", "σημείωνε":"σημειώνω", "σημειώνει":"σημειώνω", "σημειώνεται":"σημειώνω", "σημειώνετε":"σημειώνω", "σημειώνονται":"σημειώνω", "σημειώνονταν":"σημειώνω", "σημειώνοντας":"σημειώνω", "σημειωνόταν":"σημειώνω", "σημειώνουν":"σημειώνω", "σημείωσα":"σημειώνω", "σημειώσαμε":"σημειώνω", "σημείωσαν":"σημειώνω", "σημειώσατε":"σημειώνω", "σημείωσε":"σημειώνω", "σημειώσει":"σημειώνω", "σημειωσεις":"σημείωση", "σημειώσεις":"σημείωση", "σημειώσεων":"σημείωση", "σημείωση":"σημείωση", "σημειώσουμε":"σημειώνω", "σημειώσουν":"σημειώνω", "σημειώστε":"σημειώνω", "σημειώσω":"σημειώνω", "σημειωτέον":"σημειωτέος", "σημειωτέων":"σημειωτέος", "σημειωτόν":"σημειωτός", "σημερα":"σήμερα", "σήμερα":"σήμερα", "σημερινά":"σημερινός", "σημερινές":"σημερινός", "σημερινή":"σημερινός", "σημερινής":"σημερινός", "σημερινο":"σημερινός", "σημερινό":"σημερινός", "σημερινοί":"σημερινός", "σημερινός":"σημερινός", "σημερινού":"σημερινός", "σημερινούς":"σημερινός", "σημερινών":"σημερινός", "σήμερον":"σήμερον", "σημίτη":"σημίτης", "σημίτης":"σημίτης", "σημίτης-καραμανλής":"σημίτης-καραμανλής", "σημιτη-τσοχατζοπουλου":"σημιτη-τσοχατζοπουλου", "σημιτικές":"σημιτικός", "σημιτική":"σημιτικός", "σημιτικής":"σημιτικός", "σημιτικών":"σημιτικός", "σην":"σην", "σήπεται":"σήπομαι", "σηπιάδος":"σηπιάδος", "σήραγγα":"σήραγγα", "σήραγγας":"σήραγγα", "σήραγγες":"σήραγγα", "σηράγγων":"σήραγγα", "σήριαλ":"σήριαλ", "σης":"σης", "σηφακάκη":"σηφακάκη", "σηφάκη":"σηφάκης", "σηφακης":"σηφάκης", "σηφάκης":"σηφάκης", "σήψη":"σήψη", "σήψης":"σήψη", "σθεναρά":"σθεναρά", "σθεναράς":"σθεναράς", "σθεναρή":"σθεναρός", "σθεναρής":"σθεναρός", "σθεναρό":"σθεναρός", "σθένος":"σθένος", "σθένους":"σθένος", "σια":"σια", "σία":"σία", "σιαγόνος":"σιαγόνος", "σιαμανδούρας":"σιαμανδούρας", "σιαμπάνης":"σιαμπάνης", "σιάντος":"σιάντος", "σίας":"σία", "σιάτιστα":"σιάτιστα", "σιάτιστα-ποσειδών":"σιάτιστα-ποσειδών", "σιάτιστας":"σιάτιστα", "σιάτλ":"σιάτλ", "σιβένας":"σιβένας", "σιβηρία":"σιβηρία", "σιβυλλικά":"σιβυλλικά", "σιγά":"σιγά", "σιγάλα":"σιγάλας", "σιγαλας":"σιγάλας", "σιγάλας":"σιγάλας", "σιγανά":"σιγανός", "σιγανή":"σιγανός", "σιγαρετοποίησης":"σιγαρετοποίησης", "σιγά-σιγά":"σιγά-σιγά", "σιγαστήρα":"σιγαστήρας", "σιγαστήρες":"σιγαστήρας", "σιγάτης":"σιγάτης", "σιγη":"σιγή", "σιγή":"σιγή", "σιγήν":"σιγή", "σίγησε":"σιγώ", "σιγήσει":"σιγώ", "σιγήσουν":"σιγώ", "σιγκάλ":"σιγκάλ", "σίγκαλ":"σίγκαλ", "σιγκαπούρη":"σιγκαπούρη", "σιγκλ":"σιγκλ", "σίγκλετον":"σίγκλετον", "σιγκούρνι":"σιγκούρνι", "σίγκριτ":"σίγκριτ", "σίγμα":"σίγμα", "σιγοβράζει":"σιγοβράζω", "σιγόκαιγε":"σιγοκαίω", "σιγοκλαίει":"σιγοκλαίω", "σιγοντάρουν":"σιγοντάρω", "σιγοτραγούδησαν":"σιγοτραγουδώ", "σιγοτραγουδούν":"σιγοτραγουδώ", "σιγοτραγουδώ":"σιγοτραγουδώ", "σιγουρα":"σίγουρα", "σίγουρα":"σίγουρα", "σίγουρα":"σίγουρος", "σίγουρας":"σίγουρας", "σίγουρες":"σίγουρος", "σιγουρευτείτε":"σιγουρεύω", "σιγουρευτούν":"σιγουρεύω", "σιγουρέψει":"σιγουρεύω", "σίγουρη":"σίγουρος", "σίγουρης":"σίγουρος", "σιγουριά":"σιγουριά", "σιγουριάς":"σιγουριά", "σίγουρο":"σίγουρος", "σίγουροι":"σίγουρος", "σίγουρος":"σίγουρος", "σιδάρι":"σιδάρι", "σιδενορ":"σιδενορ", "σιδερα":"σιδεράς", "σίδερα":"σίδερο", "σιδεράδες":"σιδεράς", "σιδερακη":"σιδερακη", "σιδερακης":"σιδερακης", "σιδερένια":"σιδερένιος", "σιδερένιες":"σιδερένιος", "σιδερένιο":"σιδερένιος", "σιδέρη":"σιδέρη", "σίδερη":"σίδερη", "σιδεριές":"σιδεριά", "σιδερικών":"σιδερικό", "σίδερο":"σίδερο", "σιδέρογλου":"σιδέρογλου", "σιδερόδεντρα":"σιδερόδεντρα", "σιδεροκέφαλη":"σιδεροκέφαλος", "σιδερώνετε":"σιδερώνω", "σιδηρά":"σιδηρούς", "σιδηράς":"σιδηρούς", "σίδηρο":"σίδηρος", "σιδηροδέσμιος":"σιδηροδέσμιος", "σιδηροδέσμιου":"σιδηροδέσμιος", "σιδηροδέσμιων":"σιδηροδέσμιος", "σιδηροδρομικά":"σιδηροδρομικά", "σιδηροδρομικές":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομική":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικής":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικό":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικοί":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικός":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικού":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικούς":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικών":"σιδηροδρομικός", "σιδηροδρομικώς":"σιδηροδρομικά", "σιδηρόδρομο":"σιδηρόδρομος", "σιδηρόδρομοι":"σιδηρόδρομος", "σιδηρόδρομος":"σιδηρόδρομος", "σιδηροδρόμου":"σιδηρόδρομος", "σιδηρόδρομους":"σιδηρόδρομος", "σιδηροδρόμων":"σιδηρόδρομος", "σιδηρόκαστρο":"σιδηρόκαστρο", "σιδηροκάστρου":"σιδηρόκαστρο", "σιδηροκατασκευή":"σιδηροκατασκευή", "σιδηρολοστό":"σιδηρολοστός", "σιδηρολοστούς":"σιδηρολοστός", "σιδηρομετάλλευμα":"σιδηρομετάλλευμα", "σιδηροπενία":"σιδηροπενία", "σιδηροπενίας":"σιδηροπενία", "σιδηροπενικη":"σιδηροπενικός", "σιδηροπενική":"σιδηροπενικός", "σιδηροπενικής":"σιδηροπενικός", "σιδηρόπουλος":"σιδηρόπουλος", "σιδηροπούλου":"σιδηροπούλου", "σίδηρος":"σίδηρος", "σιδηροτροχιάς":"σιδηροτροχιά", "σιδηροτροχιές":"σιδηροτροχιά", "σιδηροτροχιών":"σιδηροτροχιά", "σιδήρου":"σίδηρος", "σιδηρούν":"σιδηρούς", "σιδηροχώρι":"σιδηροχώρι", "σιδήρων":"σίδηρος", "σίδνεϊ":"σίδνεϊ", "σιελορροές":"σιελορροές", "σιελώδη":"σιελώδη", "σιένα":"σιένα", "σιέρα":"σιέρα", "σιέρμ":"σιέρμ", "σιέστα":"σιέστα", "σιθ":"σιθ", "σίθων":"σίθων", "σίθωνα":"σίθωνα", "σιθωνία":"σιθωνία", "σιθωνίας":"σιθωνία", "σιίρτ":"σιίρτ", "σιίτες":"σιίτες", "σιίτη":"σιίτη", "σιίτης":"σιίτης", "σιιτική":"σιιτικός", "σιιτικό":"σιιτικός", "σιιτών":"σιιτών", "σικ":"σικ", "σίκα":"σίκα", "σικαγο":"σικάγο", "σικάγο":"σικάγο", "σικάγου":"σικάγο", "σικαμπαλα":"σικαμπαλα", "σικαμπάλα":"σικαμπάλα", "σικέ":"σικέ", "σικελία":"σικελία", "σικελίας":"σικελία", "σικελική":"σικελικός", "σικελοί":"σικελός", "σικελών":"σικελός", "σίκουελ":"σίκουελ", "σιλά":"σιλά", "σίλα":"σίλα", "σίλβα":"σίλβα", "σιλβάν":"σιλβάν", "σίλβερ":"σίλβερ", "σιλβέστερ":"σιλβέστερ", "σιλβι":"σιλβι", "σιλβί":"σιλβί", "σίλβιο":"σίλβιο", "σίλεκς":"σίλεκς", "σίλερ":"σίλερ", "σίλιακ":"σίλιακ", "σιλικόνη":"σιλικόνη", "σιλικόνης":"σιλικόνη", "σίλντερ":"σίλντερ", "σιλό":"σιλό", "σιλουέτα":"σιλουέτα", "σιμάν":"σιμάν", "σιμάο":"σιμάο", "σιμαρδάνης":"σιμαρδάνης", "σιμιγδαλένιος":"σιμιγδαλένιος", "σιμιγδάλι":"σιμιγδάλι", "σίμο":"σίμος", "σιμόν":"σιμόν", "σίμον":"σίμος", "σιμόνε":"σιμόνε", "σιμονέτα":"σιμονέτα", "σίμονς":"σίμονς", "σιμόπουλος":"σιμόπουλος", "σίμος":"σίμος", "σίμου":"σίμος", "σίμους":"σίμους", "σιμπλίσιο":"σιμπλίσιο", "σιμπνέφτ":"σιμπνέφτ", "σίμσον":"σίμσον", "σίμτσακ":"σίμτσακ", "σίμων":"σίμων", "σιν":"σιν", "σινά":"σινά", "σιναΐδης":"σιναΐδης", "σινάκο":"σινάκο", "σινάνογλου":"σινάνογλου", "σινάνος":"σινάνος", "σινάνου":"σινάνου", "σινάπι":"σινάπι", "σινάφι":"σινάφι", "σιναφιού":"σινάφι", "σίνδο":"σίνδος", "σινδου":"σίνδος", "σίνδου":"σίνδος", "σινέ":"σινέ", "σινέ+":"σινέ+", "σινεακ":"σινεακ", "σινεμα":"σινεμά", "σινεμά":"σινεμά", "σίνεμα":"σινεμά", "σινεμανία":"σινεμανία", "σινεμά-σινεμά":"σινεμά-σινεμά", "σινεφίλ":"σινεφίλ", "σινιάλα":"σινιάλο", "σινιάλο":"σινιάλο", "σινιέ":"σινιέ", "σίνιζ":"σίνιζ", "σινική":"σινικός", "σινικό":"σινικός", "σινιόρ":"σινιόρ", "σινιόρα":"σινιόρα", "σίνκιεβιτς":"σίνκιεβιτς", "σινκίσι":"σινκίσι", "σινκλέρ":"σινκλέρ", "σίννης":"σίννης", "σινολόγος":"σινολόγος", "σινο-ρωσικά":"σινο-ρωσικά", "σίνρι":"σίνρι", "σινσινάτι":"σινσινάτι", "σίντλερ":"σίντλερ", "σίντνεϊ":"σίντνεϊ", "σίντοφ":"σίντοφ", "σιντριβάνι":"σιντριβάνι", "σιντριβάνια":"σιντριβάνι", "σιντριβανιού":"σιντριβάνι", "σιντριβανίου":"σιντριβανίου", "σινώπη":"σινώπη", "σίξερς":"σίξερς", "σιοκόιου":"σιοκόιου", "σιονακίδη":"σιονακίδη", "σιονακίδης":"σιονακίδης", "σιόρα":"σιόρα", "σιούγγαρη":"σιούγγαρη", "σιούγγαρης":"σιούγγαρης", "σιουμούτ":"σιουμούτ", "σιουνης":"σιουνης", "σιούνης":"σιούνης", "σιούσελ":"σιούσελ", "σιούτας":"σιούτος", "σιούτης":"σιούτης", "σιούφα":"σιούφας", "σιούφας":"σιούφας", "σιπνιέφσκι":"σιπνιέφσκι", "σιράζ":"σιράζ", "σιράκ":"σιράκ", "σίρερ":"σίρερ", "σίριαλ":"σίριαλ", "σιρίλ":"σιρίλ", "σιρκουί":"σιρκουί", "σίρλεϊ":"σίρλεϊ", "σιρόκι":"σιρόκι", "σιρόπι":"σιρόπι", "σιρόπια":"σιρόπι", "σιροπιαστά":"σιροπιαστά", "σίση":"σίση", "σισίνιο":"σισίνιο", "σίσιστς":"σίσιστς", "σίσιτς":"σίσιτς", "σισκος":"σισκος", "σίσκος":"σίσκος", "σισμανίδης":"σισμανίδης", "σισμανόγλειο":"σισμανόγλειο", "σισμανόγλειου":"σισμανόγλειου", "σίσσυ":"σίσσυ", "σισύφεια":"σισύφειος", "σιτάρι":"σιτάρι", "σιταριού":"σιτάρι", "σιτζερούκ":"σιτζερούκ", "σιτζόγλου":"σιτζόγλου", "σιτηρών":"σιτηρά", "σιτι":"σιτι", "σίτι":"σίτι", "σιτίζονται":"σιτίζω", "σίτιμπανκ":"σίτιμπανκ", "σίτιση":"σίτιση", "σίτισή":"σίτιση", "σίτισης":"σίτιση", "σίτνικοφ":"σίτνικοφ", "σιτοβολώνα":"σιτοβολώνας", "σίτος":"σίτος", "σιτοχώρι":"σιτοχώρι", "σιτρίτ":"σιτρίτ", "σιτροέν":"σιτροέν", "σιτυ":"σιτυ", "σίτυ":"σίτυ", "σίφουνας":"σίφουνας", "σίφωνες":"σίφωνας", "σιχ":"σιχ", "σιχαθεί":"σιχαίνομαι", "σιχάθηκαν":"σιχαίνομαι", "σιχάθηκε":"σιχαίνομαι", "σιχαίνεται":"σιχαίνομαι", "σιχαίνομαι":"σιχαίνομαι", "σιχαμένη":"σιχαμένος", "σιχαμένος":"σιχαμένος", "σιχλετιδη":"σιχλετιδη", "σιχλετιδης":"σιχλετιδης", "σιχτίρ":"σιχτίρ", "σιχτιρίζουν":"σιχτιρίζω", "σίψα":"σίψα", "σιώβας":"σιώβας", "σιωνισμού":"σιωνισμός", "σιωνιστικό":"σιωνιστικός", "σιωνιστικών":"σιωνιστικός", "σιωπά":"σιωπώ", "σιωπές":"σιωπή", "σιωπή":"σιωπή", "σιωπηλά":"σιωπηλά", "σιωπηλές":"σιωπηλός", "σιωπηλή":"σιωπηλός", "σιωπηλής":"σιωπηλός", "σιωπηλό":"σιωπηλός", "σιωπηλοί":"σιωπηλός", "σιωπηλός":"σιωπηλός", "σιωπηρά":"σιωπηρός", "σιωπηρή":"σιωπηρός", "σιωπηρής":"σιωπηρός", "σιωπηρό":"σιωπηρός", "σιωπης":"σιωπή", "σιωπής":"σιωπή", "σιωπήσαμε":"σιωπώ", "σιώπησε":"σιωπώ", "σιωπήσει":"σιωπώ", "σιωπήσουμε":"σιωπώ", "σιωπήσουν":"σιωπώ", "σιωπούμε":"σιωπώ", "σιωπούν":"σιωπώ", "σιωπούσαν":"σιωπώ", "σιωπούσε":"σιωπώ", "σιώρα":"σιώρα", "σκ΄λι":"σκ΄λι", "σκάβαμε":"σκάβω", "σκάβει":"σκάβω", "σκάβονται":"σκάβω", "σκαβόταν":"σκάβω", "σκάβουν":"σκάβω", "σκάγια":"σκάγι", "σκάει":"σκάω", "σκάζνι":"σκάζνι", "σκαθάρι":"σκαθάρι", "σκαϊ":"σκαϊ", "σκαϊλάινερς":"σκαϊλάινερς", "σκάιλαινερς-λε":"σκάιλαινερς-λε", "σκάκας":"σκάκας", "σκάκι":"σκάκι", "σκακιέρα":"σκακιέρα", "σκάλα":"σκάλα", "σκαλάκι":"σκαλάκι", "σκάλας":"σκάλα", "σκαλάς":"σκαλάς", "σκαλενάκη":"σκαλενάκη", "σκάλες":"σκάλα", "σκαλί":"σκαλί", "σκαλιά":"σκαλί", "σκαλίζει":"σκαλίζω", "σκαλισμένα":"σκαλίζω", "σκαλισμένες":"σκαλίζω", "σκαλισμένη":"σκαλίζω", "σκαλιστές":"σκαλιστής", "σκαλίστηκε":"σκαλίζω", "σκαλιστήρι":"σκαλιστήρι", "σκαλοπάτι":"σκαλοπάτι", "σκαλοπάτια":"σκαλοπάτι", "σκαλπ":"σκαλπ", "σκαλωμένο":"σκαλωμένος", "σκαλώνανε":"σκαλώνω", "σκαλωσιά":"σκαλωσιά", "σκαλωσιές":"σκαλωσιά", "σκάμματα":"σκάμμα", "σκαμμένος":"σκαμμένος", "σκαμνί":"σκαμνί", "σκαμνιά":"σκαμνί", "σκαμπανέβασμα":"σκαμπανέβασμα", "σκαμπανεβάσματα":"σκαμπανέβασμα", "σκαμπανεβάσματά":"σκαμπανέβασμα", "σκαμπίλι":"σκαμπίλι", "σκαμπό":"σκαμπό", "σκανάρει":"σκανάρει", "σκανάρισμα":"σκανάρισμα", "σκανδαλα":"σκάνδαλο", "σκάνδαλα":"σκάνδαλο", "σκανδαλη":"σκανδάλη", "σκανδάλη":"σκανδάλη", "σκανδαλίδη":"σκανδαλίδης", "σκανδαλίδης":"σκανδαλίδης", "σκανδαλίζει":"σκανδαλίζω", "σκανδαλίζουν":"σκανδαλίζω", "σκανδάλισε":"σκανδαλίζω", "σκανδαλιστική":"σκανδαλιστικός", "σκανδαλο":"σκάνδαλο", "σκάνδαλο":"σκάνδαλο", "σκανδαλοθηρικές":"σκανδαλοθηρικός", "σκανδαλολογία":"σκανδαλολογία", "σκανδαλολογίας":"σκανδαλολογία", "σκανδαλολογική":"σκανδαλολογική", "σκανδαλολογώντας":"σκανδαλολογώ", "σκανδάλου":"σκάνδαλο", "σκανδαλώδεις":"σκανδαλώδης", "σκανδαλώδες":"σκανδαλώδης", "σκανδαλώδη":"σκανδαλώδης", "σκανδαλώδης":"σκανδαλώδης", "σκανδαλώδους":"σκανδαλώδης", "σκανδαλωδώς":"σκανδαλωδώς", "σκανδάλων":"σκάνδαλο", "σκανδιναβία":"σκανδιναβία", "σκανδιναβίας":"σκανδιναβία", "σκανδιναβικές":"σκανδιναβικός", "σκανδιναβική":"σκανδιναβικός", "σκανδιναβικού":"σκανδιναβικός", "σκανδιναβοί":"σκανδιναβός", "σκάνε":"σκάω", "σκάνερ":"σκάνερ", "σκανθορπ":"σκανθορπ", "σκανταλιάρικο":"σκανταλιάρης", "σκαντζόχοιρος":"σκαντζόχοιρος", "σκαντζόχοιρους":"σκαντζόχοιρος", "σκάουτερ":"σκάουτερ", "σκάουτινγκ":"σκάουτινγκ", "σκαπανείς":"σκαπανέας", "σκαπάνη":"σκαπάνη", "σκαπτικά":"σκαπτικός", "σκαρί":"σκαρί", "σκαριά":"σκαρί", "σκαρίμπας":"σκαρίμπας", "σκαριόλο":"σκαριόλο", "σκαρίφημα":"σκαρίφημα", "σκαριφήματα":"σκαρίφημα", "σκαρλάτος":"σκαρλάτος", "σκαρλάτου":"σκαρλάτος", "σκάρλος":"σκάρλος", "σκαρμουτσο":"σκαρμούτσο", "σκαρμούτσο":"σκαρμούτσο", "σκαρμουτσος":"σκαρμουτσος", "σκαρμούτσος":"σκαρμούτσος", "σκάρσγκορντ":"σκάρσγκορντ", "σκαρφάλωμα":"σκαρφάλωμα", "σκαρφαλωμένα":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλωμένη":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλωμένος":"σκαρφαλώνω", "σκαρφάλωναν":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλώνει":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλώνουμε":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλώνουν":"σκαρφαλώνω", "σκαρφάλωσαν":"σκαρφαλώνω", "σκαρφάλωσε":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλώσει":"σκαρφαλώνω", "σκαρφαλώσουν":"σκαρφαλώνω", "σκαρφίζονται":"σκαρφίζομαι", "σκαρφιστεί":"σκαρφίζομαι", "σκαρφίστηκε":"σκαρφίζομαι", "σκαρώνει":"σκαρώνω", "σκαρώσει":"σκαρώνω", "σκας":"σκάω", "'σκασε":"'σκασε", "σκάσει":"σκάω", "σκάσεις":"σκάζω", "σκάσιμο":"σκάσιμο", "σκασμένοι":"σκασμένος", "σκασμό":"σκασμός", "σκάσουμε":"σκάζω", "σκάσουν":"σκάζω", "σκαστές":"σκαστός", "σκατά":"σκατάς", "σκάταρ":"σκάταρ", "σκάτσελ":"σκάτσελ", "σκάφη":"σκάφος", "σκαφος":"σκάφος", "σκάφος":"σκάφος", "σκάφους":"σκάφος", "σκαφτούν":"σκάβω", "σκαφων":"σκάφος", "σκαφών":"σκάφος", "σκάψει":"σκάβω", "σκάψιμο":"σκάψιμο", "σκάψουμε":"σκάφτω", "σκέβη":"σκέβη", "σκέβης":"σκέβης", "σκεβρωμένες":"σκεβρωμένος", "σκελετό":"σκελετός", "σκελετοί":"σκελετός", "σκελετός":"σκελετός", "σκελετού":"σκελετός", "σκελετούς":"σκελετός", "σκελετωμένα":"σκελετωμένος", "σκελετών":"σκελετός", "σκέλη":"σκέλος", "σκέλια":"σκέλια", "σκελίδες":"σκελίδα", "σκέλος":"σκέλος", "σκέλους":"σκέλος", "σκεπάζει":"σκεπάζω", "σκεπάζεται":"σκεπάζω", "σκεπάζετε":"σκεπάζω", "σκεπάζονται":"σκεπάζω", "σκεπάζοντας":"σκεπάζω", "σκεπάζουμε":"σκεπάζω", "σκεπάζουν":"σκεπάζω", "σκεπάνοβιτς":"σκεπάνοβιτς", "σκεπάσαμε":"σκεπάζω", "σκέπασαν":"σκεπάζω", "σκέπασε":"σκεπάζω", "σκεπάσει":"σκεπάζω", "σκέπασμά":"σκέπασμα", "σκεπασμένες":"σκεπάζω", "σκεπασμένο":"σκεπασμένος", "σκεπάσουν":"σκεπάζω", "σκεπαστεί":"σκεπάζω", "σκεπαστή":"σκεπαστός", "σκεπάστηκε":"σκεπάζω", "σκεπαστής":"σκεπαστός", "σκέπαστρο":"σκέπαστρο", "σκέπει":"σκέπω", "σκεπές":"σκεπή", "σκεπή":"σκεπή", "σκέπη":"σκέπη", "σκεπίσι":"σκεπίσι", "σκέπτεσαι":"σκέφτομαι", "σκέπτεσθαι":"σκέπτεσθαι", "σκέπτεστε":"σκέφτομαι", "σκέπτεται":"σκέφτομαι", "σκεπτικισμό":"σκεπτικισμός", "σκεπτικισμός":"σκεπτικισμός", "σκεπτικιστές":"σκεπτικιστής", "σκεπτικιστών":"σκεπτικιστής", "σκεπτικό":"σκεπτικό", "σκεπτικός":"σκεπτικός", "σκεπτικού":"σκεπτικός", "σκέπτομαι":"σκέφτομαι", "σκεπτόμαστε":"σκέφτομαι", "σκεπτόμενη":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμενο":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμενοι":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμενος":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμενου":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμενους":"σκεπτόμενος", "σκεπτόμουν":"σκέπτομαι", "σκεπτόμουνα":"σκέπτομαι", "σκέπτονται":"σκέφτομαι", "σκεπτόταν":"σκέφτομαι", "σκέτα":"σκέτος", "σκέτη":"σκέτος", "σκέτο":"σκέτος", "σκέτος":"σκέτος", "σκετς":"σκετς", "σκετσάκι":"σκετσάκι", "σκεύασμα":"σκεύασμα", "σκευάσματα":"σκεύασμα", "σκευή":"σκευή", "σκεύη":"σκεύος", "σκεύος":"σκεύος", "σκεύους":"σκεύος", "σκευωρία":"σκευωρία", "σκευωρίας":"σκευωρία", "σκευωρίες":"σκευωρία", "σκευωρούν":"σκευωρώ", "σκεφθεί":"σκέφτομαι", "σκεφθείς":"σκέφτομαι", "σκεφθείτε":"σκέφτομαι", "σκέφθηκα":"σκέφτομαι", "σκεφθήκαμε":"σκέφτομαι", "σκέφθηκαν":"σκέφτομαι", "σκεφθήκατε":"σκέπτομαι", "σκέφθηκε":"σκέφτομαι", "σκεφθούμε":"σκέφτομαι", "σκεφθούν":"σκέφτομαι", "σκεφθώ":"σκέφτομαι", "σκεφτεί":"σκέφτομαι", "σκεφτείς":"σκέφτομαι", "σκεφτείτε":"σκέφτομαι", "σκέφτεσαι":"σκέφτομαι", "σκέφτεστε":"σκέφτομαι", "σκέφτεται":"σκέφτομαι", "σκέφτηκα":"σκέφτομαι", "σκεφτήκαμε":"σκέφτομαι", "σκέφτηκαν":"σκέφτομαι", "σκεφτήκατε":"σκέφτομαι", "σκέφτηκε":"σκέφτομαι", "σκέφτηκες":"σκέφτομαι", "σκεφτικός":"σκεφτικός", "σκέφτομαι":"σκέφτομαι", "σκεφτόμαστε":"σκέφτομαι", "σκεφτόμουν":"σκέφτομαι", "σκεφτόμουνα":"σκέφτομαι", "σκέφτονται":"σκέφτομαι", "σκέφτονταν":"σκέφτομαι", "σκεφτόταν":"σκέφτομαι", "σκεφτούμε":"σκέφτομαι", "σκεφτούν":"σκέφτομαι", "σκεφτώ":"σκέφτομαι", "σκεψεις":"σκέψη", "σκέψεις":"σκέψη", "σκέψεων":"σκέψη", "σκέψεών":"σκέψη", "σκεψη":"σκέψη", "σκέψη":"σκέψη", "σκέψης":"σκέψη", "σκέψου":"σκέφτομαι", "σκηνες":"σκηνή", "σκηνές":"σκηνή", "σκηνή":"σκηνή", "σκηνή-μεικτό":"σκηνή-μεικτό", "σκηνήν":"σκηνή", "σκηνής":"σκηνή", "σκηνικά":"σκηνικός", "σκηνικά-κοστούμια":"σκηνικά-κοστούμια", "σκηνικές":"σκηνικός", "σκηνική":"σκηνικός", "σκηνικό":"σκηνικός", "σκηνικός":"σκηνικός", "σκηνικού":"σκηνικός", "σκηνικών":"σκηνικός", "σκηνογραφία":"σκηνογραφία", "σκηνογραφίας":"σκηνογραφία", "σκηνογραφικό":"σκηνογραφικός", "σκηνογράφο":"σκηνογράφος", "σκηνογράφος":"σκηνογράφος", "σκηνοθεσία":"σκηνοθεσία", "σκηνοθεσίας":"σκηνοθεσία", "σκηνοθεσίες":"σκηνοθεσία", "σκηνοθετεί":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετείς":"σκηνοθετώ", "σκηνοθέτες":"σκηνοθέτης", "σκηνοθέτη":"σκηνοθέτης", "σκηνοθετήθηκε":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετημένα":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετημένες":"σκηνοθετημένος", "σκηνοθετημένη":"σκηνοθετημένος", "σκηνοθετημένο":"σκηνοθετημένος", "σκηνοθετημένος":"σκηνοθετημένος", "σκηνοθέτης":"σκηνοθέτης", "σκηνοθέτησε":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετήσει":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετήσω":"σκηνοθετώ", "σκηνοθέτιδα":"σκηνοθέτις", "σκηνοθέτιδας":"σκηνοθέτιδας", "σκηνοθέτιδος":"σκηνοθέτις", "σκηνοθετικές":"σκηνοθετικός", "σκηνοθετική":"σκηνοθετικός", "σκηνοθετικής":"σκηνοθετικός", "σκηνοθετικό":"σκηνοθετικός", "σκηνοθετικών":"σκηνοθετικός", "σκηνοθετούν":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετούσε":"σκηνοθετώ", "σκηνοθετών":"σκηνοθέτης", "σκήνωμα":"σκήνωμα", "σκηνώματος":"σκήνωμα", "σκηνών":"σκηνή", "σκήπτρα'":"σκήπτρα'", "σκήπτρα":"σκήπτρο", "σκήπτρο":"σκήπτρο", "σκι":"σκι", "σκια":"σκιά", "σκιά":"σκιά", "σκιαγραφεί":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφείται":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφηθεί":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφηθούν":"σκιαγραφώ", "σκιαγράφησαν":"σκιαγραφώ", "σκιαγράφησε":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφήσει":"σκιαγραφώ", "σκιαγράφηση":"σκιαγράφηση", "σκιαγραφήσουν":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφουν":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφούν":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφούνται":"σκιαγραφώ", "σκιαγραφούσε":"σκιαγραφώ", "σκιαδά":"σκιαδά", "σκίαζαν":"σκιάζω", "σκιάζει":"σκιάζω", "σκιάζουν":"σκιάζω", "σκιαθίτης":"σκιαθίτης", "σκιάθου":"σκιάθος", "σκιας":"σκιά", "σκιάς":"σκιά", "σκίασαν":"σκιάζω", "σκιάστηκε":"σκιάζω", "σκιάχτρο":"σκιάχτρο", "σκιερό":"σκιερός", "σκιερούς":"σκιερός", "σκιές":"σκιά", "σκίζει":"σκίζω", "σκίζεται":"σκίζω", "σκίζουν":"σκίζω", "σκίνχεντ":"σκίνχεντ", "σκίνχεντς":"σκίνχεντς", "σκίουροι":"σκίουρος", "σκίρμαντς":"σκίρμαντς", "σκίρτημα":"σκίρτημα", "σκιρτήματα":"σκίρτημα", "σκίσει":"σκίζω", "σκισμένα":"σκισμένος", "σκισμένες":"σκίζω", "σκίσουν":"σκίζω", "σκίστηκε":"σκίζω", "σκιστούν":"σκίζω", "σκίτσα":"σκίτσο", "σκιτσο":"σκίτσο", "σκίτσο":"σκίτσο", "σκιτσογράφο":"σκιτσογράφος", "σκιτσογράφος":"σκιτσογράφος", "σκιτσογράφου":"σκιτσογράφος", "σκίτσου":"σκίτσο", "σκίτσων":"σκίτσο", "σκιφ":"σκιφ", "σκίφτε":"σκίφτε", "σκιώδη":"σκιώδης", "σκιώδης":"σκιώδης", "σκιώδους":"σκιώδης", "σκιών":"σκιά", "σκιώνη":"σκιώνη", "σκλαβιά":"σκλαβιά", "σκλαβιάς":"σκλαβιά", "σκλάβοι":"σκλάβος", "σκλαβοπάζαρο":"σκλαβοπάζαρο", "σκλάβος":"σκλάβος", "σκλάβου":"σκλάβος", "σκλαβούνος":"σκλαβούνος", "σκλάβους":"σκλάβος", "σκλαβωμένη":"σκλαβωμένος", "σκλάβων":"σκλάβος", "σκλήθρο":"σκλήθρο", "σκληοπίδης":"σκληοπίδης", "σκληρά":"σκληρά", "σκληρά":"σκληρός", "σκληραίνει":"σκληραίνω", "σκληραίνουν":"σκληραίνω", "σκληρές":"σκληρός", "σκληρη":"σκληρός", "σκληρή":"σκληρός", "σκληρής":"σκληρός", "σκληρό":"σκληρός", "σκληρόδερμα":"σκληρόδερμος", "σκληροδέρματος":"σκληροδέρματος", "σκληροί":"σκληρός", "σκληρόκαρδου":"σκληρόκαρδος", "σκληροπυρηνικές":"σκληροπυρηνικός", "σκληροπυρηνική":"σκληροπυρηνικός", "σκληροπυρηνικοί":"σκληροπυρηνικός", "σκληροπυρηνικούς":"σκληροπυρηνικός", "σκληροπυρηνικών":"σκληροπυρηνικός", "σκληρός":"σκληρός", "σκληρότατος":"σκληρός", "σκληρότερα":"σκληρός", "σκληρότερες":"σκληρός", "σκληρότερη":"σκληρός", "σκληρότερο":"σκληρός", "σκληρότερος":"σκληρός", "σκληρότερων":"σκληρός", "σκληρότητα":"σκληρότητα", "σκληρότητά":"σκληρότητα", "σκληρότητας":"σκληρότητα", "σκληροτράχηλα":"σκληροτράχηλος", "σκληροτράχηλη":"σκληροτράχηλος", "σκληροτράχηλο":"σκληροτράχηλος", "σκληρού":"σκληρός", "σκληρούς":"σκληρός", "σκληρύνει":"σκληραίνω", "σκληρυνση":"σκλήρυνση", "σκλήρυνση":"σκλήρυνση", "σκλήρυνσης":"σκλήρυνση", "σκληρών":"σκληρός", "σκόδρα":"σκόδρα", "σκοινί":"σκοινί", "σκοινιά":"σκοινί", "σκολίωση":"σκολίωση", "σκολούδης":"σκολούδης", "σκονάκι":"σκονάκι", "σκονάκια":"σκονάκι", "σκόνη":"σκόνη", "σκόνης":"σκόνη", "σκονισμένα":"σκονισμένος", "σκονιστούν":"σκονίζω", "σκοντάφτει":"σκοντάφτω", "σκοντάφτουν":"σκοντάφτω", "σκοντάφτω":"σκοντάφτω", "σκόνταψα":"σκοντάφτω", "σκόνταψε":"σκοντάφτω", "σκοντάψει":"σκοντάφτω", "σκόντο":"σκόντο", "σκοπελίτη":"σκοπελίτης", "σκοπελίτης":"σκοπελίτης", "σκόπελο":"σκόπελος", "σκόπελοι":"σκόπελος", "σκόπελος":"σκόπελος", "σκοπέλου":"σκόπελος", "σκοπέλους":"σκόπελος", "σκόπευαν":"σκοπεύω", "σκόπευε":"σκοπεύω", "σκοπεύει":"σκοπεύω", "σκοπεύεις":"σκοπεύω", "σκοπεύετε":"σκοπεύω", "σκοπεύουμε":"σκοπεύω", "σκοπεύουν":"σκοπεύω", "σκόπευσε":"σκοπεύω", "σκόπευση":"σκόπευση", "σκοπευτές":"σκοπευτής", "σκοπευτή":"σκοπευτής", "σκοπευτής":"σκοπευτής", "σκοπιά":"σκοπιά", "σκόπια":"σκόπια", "σκοπιανά":"σκοπιανός", "σκοπιανή":"σκοπιανός", "σκοπιανής":"σκοπιανός", "σκοπιανό":"σκοπιανός", "σκοπιανοί":"σκοπιανός", "σκοπιανός":"σκοπιανός", "σκοπιανού":"σκοπιανός", "σκοπιανών":"σκοπιανός", "σκοπιάς":"σκοπιά", "σκοπιές":"σκοπιά", "σκόπιμα":"σκόπιμα", "σκόπιμες":"σκόπιμος", "σκόπιμη":"σκόπιμος", "σκόπιμης":"σκόπιμος", "σκόπιμο":"σκόπιμος", "σκοπιμότητα":"σκοπιμότητα", "σκοπιμότητά":"σκοπιμότητα", "σκοπιμότητας":"σκοπιμότητα", "σκοπιμότητες":"σκοπιμότητα", "σκοπιμοτήτων":"σκοπιμότητα", "σκοπίμως":"σκόπιμα", "σκοπίων":"σκόπια", "σκοπίων-κοσσυφοπεδίου":"σκοπίων-κοσσυφοπεδίου", "σκοπό":"σκοπός", "σκοποβολή":"σκοποβολή", "σκοποβολής":"σκοποβολή", "σκοποί":"σκοπός", "σκοπός":"σκοπός", "σκοπού":"σκοπός", "σκοπούμενα":"σκοπούμενα", "σκοπούς":"σκοπός", "σκοπών":"σκοπός", "σκορ":"σκορ", "σκοράραμε":"σκοράρω", "σκόραραν":"σκοράρω", "σκόραρε":"σκοράρω", "σκοράρει":"σκοράρω", "σκοράρισμα":"σκοράρισμα", "σκοράροντας":"σκοράρω", "σκοράρουν":"σκοράρω", "σκοράρω":"σκοράρω", "σκόρδα":"σκόρδο", "σκορδάς":"σκορδάς", "σκόρδας":"σκόρδας", "σκορδάτα":"σκορδάτα", "σκορδάτες":"σκορδάτες", "σκόρδο":"σκόρδο", "σκόρδου":"σκόρδο", "σκορερ":"σκόρερ", "σκόρερ":"σκόρερ", "σκορπά":"σκορπίζω", "σκορπάνε":"σκορπώ", "σκόρπια":"σκόρπιος", "σκόρπιες":"σκόρπιος", "σκόρπιζε":"σκορπίζω", "σκορπίζει":"σκορπίζω", "σκορπίζοντας":"σκορπίζω", "σκορπίζουν":"σκορπίζω", "σκορπιος":"σκορπιός", "σκορπιός":"σκορπιός", "σκορπιού":"σκορπιός", "σκόρπισαν":"σκορπίζω", "σκόρπισε":"σκορπίζω", "σκορπίσει":"σκορπίζω", "σκορπισμένα":"σκορπίζω", "σκορπισμένες":"σκορπίζω", "σκορπισμένοι":"σκορπισμένος", "σκορπίσουν":"σκορπίζω", "σκορπούσε":"σκορπώ", "σκορποχώρι":"σκορποχώρι", "σκορσέζε":"σκορσέζε", "σκοτ":"σκοτ", "σκοτάδι":"σκοτάδι", "σκοτάδια":"σκοτάδι", "σκοταδισμό":"σκοταδισμός", "σκοταδιστική":"σκοταδιστικός", "σκοτεινά":"σκοτεινά", "σκοτεινά":"σκοτεινός", "σκοτεινές":"σκοτεινός", "σκοτεινη":"σκοτεινός", "σκοτεινή":"σκοτεινός", "σκοτεινής":"σκοτεινός", "σκοτεινιάζει":"σκοτεινιάζω", "σκοτείνιασε":"σκοτεινιάζω", "σκοτεινιάσει":"σκοτεινιάζω", "σκοτεινο":"σκοτεινός", "σκοτεινό":"σκοτεινός", "σκοτεινοί":"σκοτεινός", "σκοτεινός":"σκοτεινός", "σκοτεινου":"σκοτεινός", "σκοτεινούς":"σκοτεινός", "σκοτεινών":"σκοτεινός", "σκοτια":"σκοτία", "σκοτία":"σκοτία", "σκοτιας":"σκοτία", "σκοτίας":"σκοτία", "σκοτίδας":"σκοτίδας", "σκοτινα":"σκοτινα", "σκοτίνας":"σκοτίνας", "σκοτινιώτης":"σκοτινιώτης", "σκότλαντ":"σκότλαντ", "σκότμουρ":"σκότμουρ", "σκότος":"σκότος", "σκοτούρα":"σκοτούρα", "σκοτούρες":"σκοτούρα", "σκότους":"σκότος", "σκοτούσας":"σκοτούσας", "σκοτσέζικα":"σκωτσέζικος", "σκοτσέζικο":"σκωτσέζικος", "σκοτσέζικου":"σκωτσέζικος", "σκοτσέζος":"σκοτσέζος", "σκοτσέζου":"σκοτσέζος", "σκοτωθεί":"σκοτώνω", "σκοτώθηκαν":"σκοτώνω", "σκοτώθηκε":"σκοτώνω", "σκοτωθούμε":"σκοτώνω", "σκοτωθούν":"σκοτώνω", "σκότωμα":"σκότωμα", "σκοτωμένο":"σκοτώνω", "σκοτωμένους":"σκοτώνω", "σκοτωμό":"σκοτωμός", "σκοτωμούς":"σκοτωμός", "σκότωναν":"σκοτώνω", "σκότωνε":"σκοτώνω", "σκοτώνει":"σκοτώνω", "σκοτώνεις":"σκοτώνω", "σκοτώνεται":"σκοτώνω", "σκοτώνετε":"σκοτώνω", "σκοτώνονται":"σκοτώνω", "σκοτώνοντας":"σκοτώνω", "σκοτώνοντάς":"σκοτώνω", "σκοτώνουμε":"σκοτώνω", "σκοτώνουν":"σκοτώνω", "σκοτώνω":"σκοτώνω", "σκότωσα":"σκοτώνω", "σκοτώσαμε":"σκοτώνω", "σκότωσαν":"σκοτώνω", "σκοτώσατε":"σκοτώνω", "σκοτωσε":"σκοτώνω", "σκότωσε":"σκοτώνω", "σκοτώσει":"σκοτώνω", "σκοτώσεις":"σκοτώνω", "σκοτώσουμε":"σκοτώνω", "σκοτώσουν":"σκοτώνω", "σκοτώσω":"σκοτώνω", "σκουάντρα":"σκουάντρα", "σκουέαρ":"σκουέαρ", "σκουέρ":"σκουέρ", "σκουλάκης":"σκουλάκης", "σκουλαρικάδες":"σκουλαρικάδες", "σκουλαρίκια":"σκουλαρίκι", "σκουλήκι":"σκουλήκι", "σκουλήκια":"σκουλήκι", "σκούμπο":"σκούμπο", "σκούνα":"σκούνα", "σκουντάει":"σκουντώ", "σκουντέτο":"σκουντέτο", "σκούντζου":"σκούντζου", "σκουός":"σκουός", "σκούπα":"σκούπα", "σκούπες":"σκούπα", "σκουπιδαριό":"σκουπιδαριό", "σκουπίδι":"σκουπίδι", "σκουπίδια":"σκουπίδι", "σκουπιδιού":"σκουπίδι", "σκουπιδιών":"σκουπίδι", "σκουπιδοσακούλες":"σκουπιδοσακούλες", "σκουπιδοτενεκέ":"σκουπιδοτενεκές", "σκουπιδοτενεκέδες":"σκουπιδοτενεκές", "σκουπιδότοπο":"σκουπιδότοπος", "σκουπιδότοποι":"σκουπιδότοπος", "σκουπιδότοπος":"σκουπιδότοπος", "σκουπιδότοπου":"σκουπιδότοπος", "σκουπιδότοπους":"σκουπιδότοπος", "σκουπίζει":"σκουπίζω", "σκουπίζετε":"σκουπίζω", "σκουπιζόταν":"σκουπίζω", "σκουπίζουμε":"σκουπίζω", "σκουπίζουν":"σκουπίζω", "σκούπισε":"σκουπίζω", "σκουπίσει":"σκουπίζω", "σκουπίστε":"σκουπίζω", "σκουπόξυλο":"σκουπόξυλο", "σκούρα":"σκούρος", "σκουραίνει":"σκουραίνω", "σκούρας":"σκούρος", "σκούρες":"σκούρος", "σκουριά":"σκουριά", "σκουριάζει":"σκουριάζω", "σκουριάζουν":"σκουριάζω", "σκουριάσει":"σκουριάζω", "σκουριασμένα":"σκουριασμένος", "σκουριασμένης":"σκουριασμένος", "σκούρο":"σκούρος", "σκουρολιάκος":"σκουρολιάκος", "σκουρόχρωμη":"σκουρόχρωμος", "σκουρόχρωμο":"σκουρόχρωμος", "σκούρτη":"σκούρτη", "σκούρτης":"σκούρτης", "σκουταράδες":"σκουταράδες", "σκούταρης":"σκούταρης", "σκούτερ":"σκούτερ", "σκούτζου":"σκούτζου", "σκούφαλης":"σκούφαλης", "σκούφια":"σκούφια", "σκουφίτσας":"σκουφίτσα", "σκρα":"σκρα", "σκρατς":"σκρατς", "σκρουμπη":"σκρουμπη", "σκρουτζ":"σκρουτζ", "σκύβει":"σκύβω", "σκύβεις":"σκύβω", "σκύβοντας":"σκύβω", "σκύβουν":"σκύβω", "σκύδρα":"σκύδρα", "σκυδρας":"σκυδρας", "σκύδρας":"σκύδρας", "σκύδρας-αο":"σκύδρας-αο", "σκυθρωπά":"σκυθρωπός", "σκυθρωπιάζει":"σκυθρωπιάζω", "σκυθρώπιασε":"σκυθρωπιάζω", "σκυθρωπό":"σκυθρωπός", "σκύλα":"σκύλα", "σκυλάδικα":"σκυλάδικο", "σκυλάδικου":"σκυλάδικο", "σκυλάδικων":"σκυλάδικο", "σκυλακάκης":"σκυλακάκης", "σκυλάκι":"σκυλάκι", "σκυλάκια":"σκυλάκι", "σκυλί":"σκυλί", "σκυλιά":"σκυλί", "σκυλιού":"σκυλί", "σκυλίτσα":"σκυλίτσα", "σκυλιών":"σκυλί", "σκυλλά":"σκυλλά", "σκυλλάκος":"σκυλλάκος", "σκύλο":"σκύλος", "σκύλοι":"σκύλος", "σκύλος":"σκύλος", "σκύλου":"σκύλος", "σκύλους":"σκύλος", "σκύλων":"σκύλος", "σκυμμένα":"σκύβω", "σκυμμένες":"σκύβω", "σκυμμένο":"σκυμμένος", "σκυμμένοι":"σκύβω", "σκυμμένος":"σκυμμένος", "σκυρόδεμα":"σκυρόδεμα", "σκυροδέματος":"σκυρόδεμα", "σκυρος":"σκύρος", "σκυτάλη":"σκυτάλη", "σκυτάλης":"σκυτάλη", "σκυταλοδρομία":"σκυταλοδρομία", "σκυφτή":"σκυφτός", "σκυφτοί":"σκυφτός", "σκύψει":"σκύβω", "σκύψουμε":"σκύβω", "σκύψουν":"σκύβω", "σκύψτε":"σκύβω", "σκύψω":"σκύβω", "σκφ":"σκφ", "σκωλήκων":"σκώληκας", "σκωπτικά":"σκωπτικά", "σκωπτικό":"σκωπτικός", "σκωριών":"σκωρία", "σκωτία":"σκωτία", "σκωτίας":"σκωτία", "σκώτοι":"σκώτοι", "σκωτσέζικη":"σκωτσέζικος", "σκωτσέζικης":"σκωτσέζικος", "σλάβα":"σλάβα", "σλαβια":"σλαβια", "σλάβια":"σλάβια", "σλαβικά":"σλαβικός", "σλαβικές":"σλαβικός", "σλαβική":"σλαβικός", "σλαβικό":"σλαβικός", "σλαβικών":"σλαβικός", "σλαβολογικής":"σλαβολογικός", "σλαβοφώνων":"σλαβόφωνος", "σλάιτς":"σλάιτς", "σλάλομ":"σλάλομ", "σλαμ":"σλαμ", "σλεσέρ":"σλεσέρ", "σλετάνε":"σλετάνε", "σλόαν":"σλόαν", "σλοβακία":"σλοβακία", "σλοβακίας":"σλοβακία", "σλοβακική":"σλοβακικός", "σλοβάκο":"σλοβάκος", "σλοβάκος":"σλοβάκος", "σλοβάκου":"σλοβάκος", "σλοβάκους":"σλοβάκος", "σλόβαν":"σλόβαν", "σλοβένα":"σλοβένα", "σλοβενία":"σλοβενία", "σλοβενίας":"σλοβενία", "σλοβένικη":"σλοβένικος", "σλοβενο":"σλοβένος", "σλοβένο":"σλοβένος", "σλοβενος":"σλοβένος", "σλοβένος":"σλοβένος", "σλοβένου":"σλοβένος", "σλόγκα":"σλόγκα", "σλόγκαν":"σλόγκαν", "σλόμο":"σλόμο", "σλομπονταν":"σλομπονταν", "σλόμπονταν":"σλόμπονταν", "σλούιζερ":"σλούιζερ", "σμαΐλης":"σμαΐλης", "σμάλτο":"σμάλτο", "σμαράγδας":"σμαράγδα", "σμαρνάκης":"σμαρνάκης", "σμαρω":"σμαρω", "σμαρώ":"σμαρώ", "σμεχα":"σμεχα", "σμηναγός":"σμηναγός", "σμηναγού":"σμηναγός", "σμήναρχος":"σμήναρχος", "σμήνη":"σμήνος", "σμίγει":"σμίγω", "σμίγουν":"σμίγω", "σμιθ":"σμιθ", "σμίθφιλντ":"σμίθφιλντ", "σμιλεύει":"σμιλεύω", "σμίλιανιτς":"σμίλιανιτς", "σμιντ":"σμιντ", "σμίξει":"σμίγω", "σμίξιμο":"σμίξιμο", "σμιτ":"σμιτ", "σμιτς":"σμιτς", "σμίτσερ":"σμίτσερ", "σμιχτά":"σμιχτά", "σμό":"σμό", "σμοκ":"σμοκ", "σμόκιν":"σμόκιν", "σμόλαρεκ":"σμόλαρεκ", "σμόντις":"σμόντις", "σμούκιτς":"σμούκιτς", "σμους":"σμους", "σμπάρο":"σμπάρος", "σμπέρζιακ":"σμπέρζιακ", "σμύρνα":"σμύρνα", "σμυρναίικα":"σμυρναίικος", "σμύρνη":"σμύρνη", "σμύρνης":"σμύρνη", "σμυρνιοί":"σμυρνιός", "σνάιντερ":"σνάιντερ", "σνάιπς":"σνάιπς", "σνακ":"σνακ", "σναουτσνερ":"σναουτσνερ", "σνάουτσνερ":"σνάουτσνερ", "σνίτσελ":"σνίτσελ", "σνο":"σνο", "σνομπ":"σνομπ", "σνομπάρει":"σνομπάρω", "σνομπάρουν":"σνομπάρω", "σνομπισμού":"σνομπισμός", "σνόορ":"σνόορ", "σνόουμπορντ":"σνόουμπορντ", "σνούπι":"σνούπι", "σο":"σο", "σοάρες":"σοάρες", "σοβ":"σοβ", "σοβάδες":"σοβάς", "σοβαρά":"σοβαρά", "σοβαρά":"σοβαρός", "σοβαράν":"σοβαράν", "σοβαρές":"σοβαρός", "σοβαρεύουν":"σοβαρεύω", "σοβαρεύτηκαν":"σοβαρεύω", "σοβαρευτούμε":"σοβαρεύω", "σοβάρεψαν":"σοβαρεύω", "σοβαρή":"σοβαρός", "σοβαρής":"σοβαρός", "σοβαρό":"σοβαρός", "σοβαροί":"σοβαρός", "σοβαρος":"σοβαρός", "σοβαρός":"σοβαρός", "σοβαρότατα":"σοβαρός", "σοβαρότατες":"σοβαρός", "σοβαρότατο":"σοβαρός", "σοβαρότατους":"σοβαρός", "σοβαρότερα":"σοβαρός", "σοβαρότερες":"σοβαρός", "σοβαρότερη":"σοβαρός", "σοβαρότερο":"σοβαρός", "σοβαρότεροι":"σοβαρός", "σοβαρότερους":"σοβαρός", "σοβαρότητα":"σοβαρότητα", "σοβαρότητά":"σοβαρότητα", "σοβαρότητας":"σοβαρότητα", "σοβαρού":"σοβαρός", "σοβαρούς":"σοβαρός", "σοβαροφάνεια":"σοβαροφάνεια", "σοβαροφανές":"σοβαροφανής", "σοβαροφανούς":"σοβαροφανής", "σοβαρών":"σοβαρός", "σοβαρώς":"σοβαρά", "σοβιέτ":"σοβιέτ", "σοβιετικά":"σοβιετικός", "σοβιετικές":"σοβιετικός", "σοβιετική":"σοβιετικός", "σοβιετικής":"σοβιετικός", "σοβιετικό":"σοβιετικός", "σοβιετικοί":"σοβιετικός", "σοβιετικός":"σοβιετικός", "σοβιετικού":"σοβιετικός", "σοβιετικούς":"σοβιετικός", "σοβιετικών":"σοβιετικός", "σοβινισμό":"σοβινισμός", "σοβιτσλη":"σοβιτσλη", "σογινκα":"σογινκα", "σογίνκα":"σογίνκα", "σογιούζ":"σογιούζ", "'σογιούζ'":"'σογιούζ'", "σόδα":"σόδα", "σόδας":"σόδα", "σοδειά":"σοδειά", "σοδειάς":"σοδειά", "σοδειές":"σοδειά", "σόετερ":"σόετερ", "σοζέ":"σοζέ", "σόθμπις":"σόθμπις", "σόι":"σόι", "σοκ":"σοκ", "σοκάκι":"σοκάκι", "σοκάκια":"σοκάκι", "σόκαλης":"σόκαλης", "σόκαρε":"σοκάρω", "σοκάρει":"σοκάρω", "σοκάρεται":"σοκάρω", "σοκαρισμένη":"σοκαρισμένος", "σοκαρισμένοι":"σοκάρω", "σοκαρισμένος":"σοκάρω", "σοκαρίστηκε":"σοκάρω", "σοκαριστικό":"σοκαριστικός", "σοκαριστικός":"σοκαριστικός", "σοκάρομαι":"σοκάρω", "σοκάρουν":"σοκάρω", "σόκο":"σόκο", "σοκολατα":"σοκολάτα", "σοκολάτα":"σοκολάτα", "σοκολατάκια":"σοκολατάκι", "σοκολάτας":"σοκολάτα", "σοκολατένιων":"σοκολατένιος", "σοκολάτες":"σοκολάτα", "σοκολατί":"σοκολατής", "σοκολατίνες":"σοκολατίνα", "σοκολατοειδή":"σοκολατοειδή", "σοκολατοποιια":"σοκολατοποιία", "σόλα":"σόλα", "σολάκης":"σολάκης", "σολάνα":"σολάνα", "σολάνο":"σολάνο", "σόλες":"σόλα", "σόλιγκ":"σόλιγκ", "σόλιντ":"σόλιντ", "σολίστ":"σολίστ", "σολίστα":"σολίστας", "σολίστας":"σολίστας", "σολιστική":"σολιστικός", "σόλο":"σόλο", "σολοικισμό":"σολοικισμός", "σόλοικο":"σόλοικος", "σ'ολόκληρο":"σ'ολόκληρο", "σολομό":"σολομός", "σολομός":"σολομός", "σολομού":"σολομός", "σολομωνιδης":"σολομωνιδης", "σολομώντα":"σολομώντας", "σολομώντεια":"σολομώντειος", "σόλοντζ":"σόλοντζ", "σολτ":"σολτ", "σολωμίδη":"σολωμίδη", "σολωμού":"σολωμός", "σόλωνα":"σόλωνας", "σομαλία":"σομαλία", "σόμερσμπι":"σόμερσμπι", "σόμμερ":"σόμμερ", "σόμπα":"σόμπα", "σόμπες":"σόμπα", "σόμποτα":"σόμποτα", "σον":"σον", "σόναρ":"σόναρ", "σονάτα":"σονάτα", "σόνενφελντ":"σόνενφελντ", "σόνεσι":"σόνεσι", "σόνεφελντ":"σόνεφελντ", "σόνικς":"σόνικς", "σονκ":"σονκ", "σοντάκη":"σοντάκη", "σόου":"σόου", "σόουζα":"σόουζα", "σόουλ":"σόουλ", "σόουμαν":"σόουμαν", "σοπέν":"σοπέν", "σοπράνο":"σοπράνο", "σορβίνο":"σορβίνο", "σορβόνη":"σορβόνη", "σορβόνης":"σορβόνης", "σόρδο":"σόρδο", "σόρεν":"σόρεν", "σορεντίνο":"σορεντίνο", "σορίν":"σορίν", "σορό":"σορός", "σοροί":"σορός", "σορος":"σορός", "σορός":"σορός", "σόρος":"σόρος", "σορού":"σορός", "σορούς":"σορός", "σορτίκος":"σορτίκος", "σορτς":"σορτς", "σορτσάκι":"σορτσάκι", "σορτσάκια":"σορτσάκι", "σος":"σος", "σοσιαλδημοκράτες":"σοσιαλδημοκράτης", "σοσιαλδημοκράτη":"σοσιαλδημοκράτης", "σοσιαλδημοκράτης":"σοσιαλδημοκράτης", "σοσιαλδημοκρατίας":"σοσιαλδημοκρατία", "σοσιαλδημοκρατικές":"σοσιαλδημοκρατικός", "σοσιαλδημοκρατική":"σοσιαλδημοκρατικός", "σοσιαλδημοκρατικό":"σοσιαλδημοκρατικός", "σοσιαλδημοκρατικού":"σοσιαλδημοκρατικός", "σοσιαλδημοκρατών":"σοσιαλδημοκράτης", "σοσιαλισμό":"σοσιαλισμός", "σοσιαλισμός":"σοσιαλισμός", "σοσιαλισμού":"σοσιαλισμός", "σοσιαλιστές":"σοσιαλιστής", "σοσιαλιστή":"σοσιαλιστής", "σοσιαλιστής":"σοσιαλιστής", "σοσιαλιστικά":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστικές":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστική":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστικής":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστικό":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστικός":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλιστικού":"σοσιαλιστικός", "σοσιαλίστριας":"σοσιαλίστρια", "σοσιαλιστών":"σοσιαλιστής", "σοσιεδαδ":"σοσιεδαδ", "σοσιεδάδ":"σοσιεδάδ", "σόσιν":"σόσιν", "σοσό":"σοσό", "σοτάρισμα":"σοτάρισμα", "σότζου":"σότζου", "σοτομαγιόρ":"σοτομαγιόρ", "σότσι":"σότσι", "σου":"εγώ", "σου":"μου", "σού":"σού", "σουάζο":"σουάζο", "σουάνης":"σουάνης", "σουάρ":"σουάρ", "σουβενίρ":"σουβενίρ", "σούβλα":"σούβλα", "σουβλάκι":"σουβλάκι", "σουβλάκια":"σουβλάκι", "σουβλατζής":"σουβλατζής", "σούβλατζης":"σούβλατζης", "σουβλατζίδικα":"σουβλατζίδικο", "σούβλες":"σούβλα", "σουγιά":"σουγιάς", "σουγιάδες":"σουγιάς", "σουγιουλτζής":"σουγιουλτζής", "σουδάν":"σουδάν", "σουδανικές":"σουδανικός", "σουδανικής":"σουδανικός", "σουδανών":"σουδανών", "σουέ":"σουέ", "σουέιζι":"σουέιζι", "σουέσον":"σουέσον", "σούζα":"σούζα", "σούζαν":"σούζαν", "σουηδέζα":"σουηδέζα", "σουηδή":"σουηδή", "σουηδής":"σουηδή", "σουηδια":"σουηδία", "σουηδία":"σουηδία", "σουηδιας":"σουηδία", "σουηδίας":"σουηδία", "σουηδικά":"σουηδικός", "σουηδικές":"σουηδικός", "σουηδική":"σουηδική", "σουηδική":"σουηδικός", "σουηδικής":"σουηδικός", "σουηδικό":"σουηδικός", "σουηδικός":"σουηδικός", "σουηδικού":"σουηδικός", "σουηδό":"σουηδός", "σουηδοί":"σουηδός", "σουηδός":"σουηδός", "σουηδού":"σουηδός", "σουηδούς":"σουηδός", "σουίνι":"σουίνι", "σουιντον":"σουιντον", "σουίντον35981340-48":"σουίντον35981340-48", "σουιτα":"σουίτα", "σουίτα":"σουίτα", "σουίτας":"σουίτα", "σουίτες":"σουίτα", "σουκ":"σουκ", "σούλα":"σούλα", "σουλαντικα":"σουλαντικα", "σουλεϊμάν":"σουλεϊμάν", "σούλη":"σούλη", "σούλης":"σούλης", "σούλι":"σούλι", "σουλίδη":"σουλίδη", "σουλιωτες":"σουλιώτης", "σουλιώτες":"σουλιώτης", "σούλμπεργκς":"σούλμπεργκς", "σουλτανάτο":"σουλτανάτο", "σουλτανάτου":"σουλτανάτο", "σουλτανίδης":"σουλτανίδης", "σουλτάνο":"σουλτάνος", "σουλτάνος":"σουλτάνος", "σουλτάνου":"σουλτάνος", "σουλτάνων":"σουλτάνος", "σουλτάτος":"σουλτάτος", "σούμα":"σούμα", "σουμάκη":"σουμάκης", "σουμάκης":"σουμάκης", "σούμαν":"σούμα", "σουμάν":"σουμάν", "σουμελίδου":"σουμελίδου", "σούμερ":"σούμερ", "σουμουλιδης":"σουμουλιδης", "σουμπαρού":"σουμπαρού", "σουμπέι":"σουμπέι", "σούμπερτ":"σούμπερτ", "σούμποτιτς":"σούμποτιτς", "'σουν":"είμαι", "σούνες":"σούνες", "σουνιλά":"σουνιλά", "σουνίτες":"σουνίτης", "σουνίτης":"σουνίτης", "σουνιτικής":"σουνιτικός", "σουνιτικό":"σουνιτικός", "σουνιτών":"σουνίτης", "σουντερλαλ":"σουντερλαλ", "σουντερλάλ":"σουντερλάλ", "σουντουρλή":"σουντουρλή", "σουντουρλής":"σουντουρλής", "σουντχίρ":"σουντχίρ", "σουξέ":"σουξέ", "σουξεδιάρικα":"σουξεδιάρικα", "σουονσι":"σουονσι", "σούπα":"σούπα", "σούπας":"σούπα", "σουπερ":"σούπερ", "σούπερ":"σούπερ", "'σούπερ'":"'σούπερ'", "σούπερμαν":"σούπερμαν", "σουπερμάρκετ":"σουπερμάρκετ", "σουπερνόβα":"σουπερνόβα", "σούπερ-παίκτη":"σούπερ-παίκτη", "σουπερσόνικς":"σουπερσόνικς", "σούπες":"σούπα", "σουπιές":"σουπιά", "σουρ":"σουρ", "σούρδους":"σούρδους", "σουρεαλισμού":"σουρεαλισμός", "σουρεαλιστικά":"σουρεαλιστικός", "σουρεαλιστική":"σουρεαλιστικός", "σουρεαλιστικό":"σουρεαλιστικός", "σουρες":"σούρα", "σούρλα":"σούρλας", "σουρλας":"σούρλας", "σούρλας":"σούρλας", "σουρλής":"σουρλής", "σουρμενίδη":"σουρμενίδη", "σουρουπο":"σούρουπο", "σούρουπο":"σούρουπο", "σουρούπωνε":"σουρουπώνει", "σουρτα":"σουρτός", "σουρωτη":"σουρωτός", "σουρωτή":"σουρωτός", "σουρωτήρι":"σουρωτήρι", "σουρωτης":"σουρωτός", "σουρωτής":"σουρωτός", "σους":"σους", "σουσαμι":"σουσάμι", "σουσάμι":"σουσάμι", "σούσι":"σούσι", "σουσούμια":"σουσούμι", "σούσουρο":"σούσουρο", "σουστρ":"σουστρ", "σουτ":"σουτ", "σουτ-άουτ":"σουτ-άουτ", "σούταρε":"σουτάρω", "σουτάρει":"σουτάρω", "σουτάρουν":"σουτάρω", "σουτζής":"σουτζής", "σουτζουκάκια":"σουτζουκάκι", "σούτρα":"σούτρα", "σούφης":"σούφης", "σουφλί":"σουφλί", "σουφλιά":"σουφλιάς", "σουφλιάς":"σουφλιάς", "σουφλίου":"σουφλίου", "σουφραζέτες":"σουφραζέτα", "σουχάρτο":"σουχάρτο", "σουχούμι":"σουχούμι", "σοφά":"σοφά", "σοφάδες":"σοφάς", "σοφαδων":"σοφάς", "σοφάδων":"σοφάς", "σοφερ":"σοφέρ", "σοφέρ":"σοφέρ", "σοφές":"σοφός", "σόφη":"σόφη", "σοφή":"σοφός", "σοφι":"σοφι", "σόφι":"σόφι", "σοφια":"σοφία", "σοφιά":"σοφιά", "σοφία":"σοφία", "σόφια":"σόφια", "σοφιανίδης":"σοφιανίδης", "σοφιανόπουλου":"σοφιανόπουλος", "σοφιανός":"σοφιανός", "σοφιας":"σοφία", "σοφίας":"σοφία", "σόφιας":"σόφια", "σοφικό":"σοφικό", "σοφικού":"σοφικού", "σόφισμα":"σόφισμα", "σοφιστείες":"σοφιστεία", "σοφιστής":"σοφιστής", "σοφιστικέ":"σοφιστικέ", "σοφιστική":"σοφιστική", "σοφιστών":"σοφιστής", "σοφίτα":"σοφίτα", "σοφό":"σοφός", "σοφογιάννης":"σοφογιάννης", "σοφοί":"σοφός", "σοφοκλεους":"σοφοκλεους", "σοφοκλέους":"σοφοκλέους", "σοφοκλή":"σοφοκλής", "σοφοκλής":"σοφοκλής", "σοφόρες":"σοφόρες", "σοφός":"σοφός", "σοφότερες":"σοφός", "σοφότερη":"σοφός", "σοφότερο":"σοφός", "σοφότεροι":"σοφός", "σοφότερους":"σοφός", "σοφού":"σοφός", "σοφούλας":"σοφούλα", "σοφούλη":"σοφούλη", "σοφούς":"σοφός", "σοφών":"σοφός", "σοχός":"σοχός", "σοχός-ηλιούπολη":"σοχός-ηλιούπολη", "σοχου":"σοχου", "σοχού":"σοχού", "σοχούμι":"σοχούμι", "σπ.":"σπ.", "σπα":"σπα", "σπαγγέτι":"σπαγγέτι", "σπάγκο":"σπάγκος", "σπάγκου":"σπάγκος", "σπάει":"σπάω", "σπάζει":"σπάω", "σπαζοκεφαλιές":"σπαζοκεφαλιά", "σπάζοντας":"σπάω", "σπάζουν":"σπάζω", "σπάθα":"σπάθα", "σπαθάρη":"σπαθάρη", "σπαθάρης":"σπαθάρης", "σπάθας":"σπάθα", "σπάθες":"σπάθα", "σπάθη":"σπάθη", "σπάθης":"σπάθη", "σπαθι":"σπαθί", "σπαθί":"σπαθί", "σπαθιά":"σπαθιά", "'σπαθιά'":"'σπαθιά'", "σπάιντερμάν":"σπάιντερμάν", "σπάιτς":"σπάιτς", "σπάλα":"σπάλα", "σπαλέτι":"σπαλέτι", "σπανάκι":"σπανάκι", "σπανακόπιτα":"σπανακόπιτα", "σπανδωνίδη":"σπανδωνίδη", "σπάνε":"σπάω", "σπάνια":"σπάνια", "σπάνιας":"σπάνιος", "σπανιδης":"σπανιδης", "σπανίδης":"σπανίδης", "σπάνιες":"σπάνιος", "σπανίζουν":"σπανίζω", "σπάνιο":"σπάνιος", "σπάνιοι":"σπάνιος", "σπάνιος":"σπάνιος", "σπανιότατα":"σπάνια", "σπανιότατες":"σπάνιος", "σπανιότατο":"σπάνιος", "σπανιότερα":"σπάνια", "σπανιότητα":"σπανιότητα", "σπάνιου":"σπάνιος", "σπάνιων":"σπάνιος", "σπανίως":"σπάνια", "σπανου":"σπανός", "σπανού":"σπανός", "σπανουδακη":"σπανουδακη", "σπανουδάκη":"σπανουδάκη", "σπανουδάκη-κωφίδη":"σπανουδάκη-κωφίδη", "σπανουδακης":"σπανουδακης", "σπανουδάκης":"σπανουδάκης", "σπανούλης":"σπανούλης", "σπαντ":"σπαντ", "σπαράγγια":"σπαράγγι", "σπαράγματα":"σπάραγμα", "σπαραγμό":"σπαραγμός", "σπαραγμός":"σπαραγμός", "σπαρακτικά":"σπαρακτικά", "σπαρακτικές":"σπαρακτικός", "σπαρακτική":"σπαρακτικός", "σπαρακτικό":"σπαρακτικός", "σπαράξει":"σπαράζω", "σπαραξικάρδιες":"σπαραξικάρδιος", "σπαράσσεται":"σπαράσσεται", "σπαρασσόμενο":"σπαρασσόμενος", "σπαράσσονται":"σπαράσσονται", "σπαραχτική":"σπαρακτικός", "σπαρκ":"σπαρκ", "σπαρκς":"σπαρκς", "σπαρμένα":"σπαρμένος", "σπάρτα":"σπάρτο", "σπαρτάκ":"σπαρτάκ", "σπάρτακο":"σπάρτακο", "σπάρτακος":"σπάρτακος", "σπάρτανς":"σπάρτανς", "σπαρταριστό":"σπαρταριστός", "σπάρτση":"σπάρτση", "σπάσαμε":"σπάω", "σπάσει":"σπάω", "σπάσεις":"σπάω", "σπασίματα":"σπάσιμο", "σπάσιμο":"σπάσιμο", "σπάσιτς":"σπάσιτς", "σπασμένα":"σπασμένος", "σπασμένες":"σπάω", "σπασμένη":"σπάω", "σπασμένο":"σπάω", "σπασμένοι":"σπάζω", "σπασμένος":"σπάζω", "σπασμένου":"σπάω", "σπασμένους":"σπάω", "σπασμένων":"σπασμένος", "σπασμούς":"σπασμός", "σπασμωδικά":"σπασμωδικά", "σπασμωδικές":"σπασμωδικός", "σπασμωδική":"σπασμωδικός", "σπασμωδικότητας":"σπασμωδικότητα", "σπασμωδικών":"σπασμωδικός", "σπάσουμε":"σπάω", "σπάσουν":"σπάω", "σπασόφ":"σπασόφ", "σπαστικών":"σπαστικός", "σπαστό":"σπαστός", "σπάσω":"σπάω", "σπάτα":"σπάτα", "σπαταλάμε":"σπαταλώ", "σπαταλάνε":"σπαταλώ", "σπατάλες":"σπατάλη", "σπατάλη":"σπατάλη", "σπαταληθούν":"σπαταλώ", "σπατάλης":"σπατάλη", "σπαταλήσει":"σπαταλώ", "σπαταλήσετε":"σπαταλώ", "σπαταλιέται":"σπαταλώ", "σπάταλο":"σπάταλος", "σπαταλούμε":"σπαταλώ", "σπαταλούν":"σπαταλώ", "σπαταλούνται":"σπαταλώ", "σπαταλώνται":"σπαταλώ", "σπάτουλα":"σπάτουλα", "σπάτουλες":"σπάτουλα", "σπάτων":"σπάτα", "σπάω":"σπάω", "σπέιντ":"σπέιντ", "σπείρα":"σπείρα", "σπείρας":"σπείρα", "σπείρει":"σπέρνω", "σπείρες":"σπείρα", "σπειροειδή":"σπειροειδής", "σπείρουν":"σπέρνω", "σπέκουλα":"σπέκουλα", "'σπέκουλα'":"'σπέκουλα'", "σπεκουλαδόρο":"σπεκουλαδόρος", "σπέκτερ":"σπέκτερ", "σπένσερ":"σπένσερ", "σπεράντζα":"σπεράντζας", "σπέρμα":"σπέρμα", "σπέρματα":"σπέρμα", "σπερματεγχυτών":"σπερματεγχυτών", "σπέρματι":"σπέρματι", "σπερματοζωαρίων":"σπερματοζωάριο", "σπέρματος":"σπέρμα", "σπέρνει":"σπέρνω", "σπέρνονται":"σπέρνω", "σπέρνοντας":"σπέρνω", "σπέρνουν":"σπέρνω", "σπερς":"σπερς", "σπερς-μέμφις":"σπερς-μέμφις", "σπέσιαλ":"σπέσιαλ", "σπεσιαλιτέ":"σπεσιαλιτέ", "σπεύδει":"σπεύδω", "σπεύδοντας":"σπεύδω", "σπεύδουμε":"σπεύδω", "σπεύδουν":"σπεύδω", "σπεύδω":"σπεύδω", "σπεύσαμε":"σπεύδω", "σπεύσει":"σπεύδω", "σπεύσουν":"σπεύδω", "σπήλαια":"σπήλαιο", "σπήλαιο":"σπήλαιο", "σπηλαιολογική":"σπηλαιολογικός", "σπηλαίου":"σπήλαιο", "σπηλαιώδες":"σπηλαιώδης", "σπηλαίων":"σπήλαιο", "σπηλιά":"σπηλιά", "σπηλιάς":"σπηλιά", "σπηλιές":"σπηλιά", "σπηλιόπουλος":"σπηλιόπουλος", "σπηλιόπουλου":"σπηλιόπουλος", "σπήλιος":"σπήλιος", "σπηλιώπουλος":"σπηλιώπουλος", "σπηλιώτης":"σπηλιώτης", "σπηλιωτόπουλο":"σπηλιωτόπουλος", "σπηλιωτόπουλος":"σπηλιωτόπουλος", "σπίθα":"σπίθα", "σπιθαμή":"σπιθαμή", "σπίλμπεργκ":"σπίλμπεργκ", "σπιλώνει":"σπιλώνω", "σπίλωσης":"σπίλωση", "σπιλώσουν":"σπιλώνω", "σπιν":"σπιν", "σπινθήρας":"σπινθήρας", "σπινθήρες":"σπινθήρας", "σπινθηρογράφημα":"σπινθηρογράφημα", "σπινθηρογράφηση":"σπινθηρογράφηση", "σπίνος":"σπίνος", "σπίρτο":"σπίρτο", "σπιτάκι":"σπιτάκι", "σπιτάκια":"σπιτάκι", "σπιτι":"σπίτι", "σπίτι":"σπίτι", "σπίτια":"σπίτι", "σπιτικά":"σπιτικός", "σπιτικές":"σπιτικός", "σπιτική":"σπιτικός", "σπιτικό":"σπιτικός", "σπιτικών":"σπιτικός", "σπιτιού":"σπίτι", "σπιτιών":"σπίτι", "σπιτόγατων":"σπιτόγατος", "σπιτονοικοκυρά":"σπιτονοικοκυρά", "σπιτσερη":"σπιτσερη", "σπλάγχνα":"σπλάγχνο", "σπλάχνα":"σπλάχνο", "σπονδές":"σπονδή", "σπονδυλική":"σπονδυλικός", "σπονδυλικής":"σπονδυλικός", "σπόνδυλο":"σπόνδυλος", "σπονδυλοαρθροπάθεια":"σπονδυλοαρθροπάθεια", "σπονδυλοαρθροπάθειας":"σπονδυλοαρθροπάθειας", "σπονδυλόζωων":"σπονδυλόζωο", "σπονδύλων":"σπόνδυλος", "σπονδυλωτές":"σπονδυλωτός", "σπονδυλωτή":"σπονδυλωτός", "σπονδυλωτής":"σπονδυλωτός", "σπονδυλωτό":"σπονδυλωτός", "σπονδυλωτών":"σπονδυλωτός", "σπονδών":"σπονδή", "σπόνσορα":"σπόνσορας", "σπόνσορες":"σπόνσορας", "σπόνσοριγκ":"σπόνσοριγκ", "σπόντα":"σπόντα", "σπορ":"σπορ", "σπορ+":"σπορ+", "σποράδες":"σποράδες", "σποραδικά":"σποραδικά", "σποραδικά":"σποραδικός", "σποραδικές":"σποραδικός", "σποραδική":"σποραδικός", "σπορέας":"σπορέας", "σποριών":"σποριά", "σπόροι":"σπόρος", "σπόρος":"σπόρος", "σπόρους":"σπόρος", "σπορτ":"σπορτ", "σπορτιγκ":"σπορτιγκ", "σπόρτιγκ":"σπόρτιγκ", "σπόρτιγκ201046-1152":"σπόρτιγκ201046-1152", "σπόρτιγκ-απόλλων":"σπόρτιγκ-απόλλων", "σπόρτιγκ-κομοτηνή":"σπόρτιγκ-κομοτηνή", "σπόρτινγκ":"σπόρτινγκ", "σπορτσμαν":"σπόρτσμαν", "σπόρων":"σπόρος", "σποτ":"σποτ", "σποτάκι":"σποτάκι", "ς-που":"ς-που", "σπούδαζα":"σπουδάζω", "σπούδαζε":"σπουδάζω", "σπουδάζει":"σπουδάζω", "σπουδάζετε":"σπουδάζω", "σπουδάζοντας":"σπουδάζω", "σπουδάζουμε":"σπουδάζω", "σπουδάζουν":"σπουδάζω", "σπουδαία":"σπουδαία", "σπουδαία":"σπουδαίος", "σπουδαίας":"σπουδαίος", "σπουδαίες":"σπουδαίος", "σπουδαίο":"σπουδαίος", "σπουδαίοι":"σπουδαίος", "σπουδαίος":"σπουδαίος", "σπουδαιότατο":"σπουδαίος", "σπουδαιότερα":"σπουδαίος", "σπουδαιότερες":"σπουδαίος", "σπουδαιότερη":"σπουδαίος", "σπουδαιότερο":"σπουδαίος", "σπουδαιότεροι":"σπουδαίος", "σπουδαιότερος":"σπουδαίος", "σπουδαιότερους":"σπουδαίος", "σπουδαιότητα":"σπουδαιότητα", "σπουδαιότητά":"σπουδαιότητα", "σπουδαιότητας":"σπουδαιότητα", "σπουδαιότητος":"σπουδαιότητα", "σπουδαίου":"σπουδαίος", "σπουδαίους":"σπουδαίος", "σπουδαίων":"σπουδαίος", "σπούδασα":"σπουδάζω", "σπούδασαν":"σπουδάζω", "σπούδασε":"σπουδάζω", "σπουδάσει":"σπουδάζω", "σπουδάσουν":"σπουδάζω", "σπουδαστές":"σπουδαστής", "σπουδαστή":"σπουδαστής", "σπουδαστής":"σπουδαστής", "σπουδαστική":"σπουδαστικός", "σπουδαστικό":"σπουδαστικός", "σπουδαστικών":"σπουδαστικός", "σπουδάστρια":"σπουδάστρια", "σπουδαστών":"σπουδαστής", "σπουδάσω":"σπουδάζω", "σπουδές":"σπουδή", "σπουδή":"σπουδή", "σπουδής":"σπουδή", "σπουδων":"σπουδή", "σπουδών":"σπουδή", "σπράουλ":"σπράουλ", "σπρει":"σπρέι", "σπρέι":"σπρέι", "σπρέυ":"σπρέυ", "σπριντ":"σπριντ", "σπρίντερ":"σπρίντερ", "σπρώξει":"σπρώχνω", "σπρωξίματα":"σπρώξιμο", "σπρώξιμο":"σπρώξιμο", "σπρώξουμε":"σπρώχνω", "σπρώξουν":"σπρώχνω", "σπρώχνει":"σπρώχνω", "σπρώχνονται":"σπρώχνω", "σπρώχνουμε":"σπρώχνω", "σπρώχνουν":"σπρώχνω", "σπυράκια":"σπυράκι", "σπυράκου":"σπυράκου", "σπυρί":"σπυρί", "σπυριά":"σπυρί", "σπυριδάκης":"σπυριδάκης", "σπυρίδη":"σπυρίδη", "σπυριδόπουλος":"σπυριδόπουλος", "σπυριδοπουλου":"σπυριδοπουλου", "σπυριδοπούλου":"σπυριδοπούλου", "σπυριδούλα":"σπυριδούλα", "σπυρίδων":"σπυρίς", "σπυρίδωνα":"σπυρίδωνα", "σπυριδωνιδη":"σπυριδωνιδη", "σπυριδωνιδης":"σπυριδωνιδης", "σπυρίδωνος":"σπυρίδωνος", "σπυριούνης":"σπυριούνης", "σπύρο":"σπύρος", "σπυρογλου":"σπυρογλου", "σπυρόπουλο":"σπυρόπουλος", "σπυρόπουλος":"σπυρόπουλος", "σπυρος":"σπύρος", "σπύρος":"σπύρος", "σπυρου":"σπύρος", "σπύρου":"σπύρος", "σπυρωμένο":"σπυρωμένο", "σρέιντερ":"σρέιντερ", "σρεμπότνικ":"σρεμπότνικ", "σρεμπφ":"σρεμπφ", "σρέντερ":"σρέντερ", "σρι":"σρι", "σσ":"σσ", "στ":"στ", "στ'":"στ'", "στ.":"στ.", "στ΄":"στ΄", "στo":"στου", "στoν":"στου", "στα":"στου", "σταατς":"σταατς", "στάβλοι":"στάβλος", "στάβλους":"στάβλος", "σταβροπόλ":"σταβροπόλ", "στάγειρα":"στάγιρα", "σταγειρίτη":"σταγειρίτη", "στάγιερ":"στάγιερ", "σταγόνα":"σταγόνα", "σταγόνες":"σταγόνα", "σταγονίδια":"σταγονίδιο", "σταγονόμετρο":"σταγονόμετρο", "σταγών":"σταγών", "στάδια":"στάδιο", "σταδιακά":"σταδιακά", "σταδιακές":"σταδιακός", "σταδιακή":"σταδιακός", "σταδιακής":"σταδιακός", "σταδιακό":"σταδιακός", "σταδιακώς":"σταδιακά", "σταδιο":"στάδιο", "στάδιο":"στάδιο", "σταδιοδρόμησε":"σταδιοδρομώ", "σταδιοδρομία":"σταδιοδρομία", "σταδιοδρομίας":"σταδιοδρομία", "στάδιον":"στάδιο", "σταδίου":"στάδιο", "σταδίων":"στάδιο", "στάζει":"στάζω", "στάζουν":"στάζω", "στάη":"στάη", "σταθάκη":"σταθάκης", "σταθάκης":"σταθάκης", "σταθεί":"στέκω", "σταθείς":"στέκω", "σταθείτε":"στέκω", "σταθερά":"σταθερά", "σταθερά":"σταθερός", "σταθεράς":"σταθερά", "σταθερές":"σταθερά", "σταθερη":"σταθερός", "σταθερή":"σταθερός", "σταθερής":"σταθερός", "σταθερό":"σταθερός", "σταθεροί":"σταθερός", "σταθεροποιεί":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιείται":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιηθεί":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιήθηκαν":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιήθηκε":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιήκε":"σταθεροποιήκε", "σταθεροποιημένη":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιημένος":"σταθεροποιημένος", "σταθεροποίησε":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιήσετε":"σταθεροποιώ", "σταθεροποίηση":"σταθεροποίηση", "σταθεροποίησης":"σταθεροποίηση", "σταθεροποιήσουν":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιήσω":"σταθεροποιώ", "σταθεροποιητικά":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιητικές":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιητική":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιητικός":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιητικούς":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιητικών":"σταθεροποιητικός", "σταθεροποιούμενος":"σταθεροποιούμενος", "σταθεροποιώντας":"σταθεροποιώ", "σταθερός":"σταθερός", "σταθερότερη":"σταθερός", "σταθερότερους":"σταθερός", "σταθερότητα":"σταθερότητα", "σταθερότητά":"σταθερότητα", "σταθερότητας":"σταθερότητα", "σταθερού":"σταθερός", "σταθερούς":"σταθερός", "σταθερών":"σταθερός", "στάθη":"στάθης", "στάθηκα":"στέκω", "σταθήκαμε":"στέκω", "στάθηκαν":"στέκω", "σταθηκε":"στέκω", "στάθηκε":"στέκω", "στάθηκες":"στέκω", "σταθης":"στάθης", "στάθης":"στάθης", "σταθμά":"σταθμά", "σταθμάρχες":"σταθμάρχης", "σταθμάρχη":"σταθμάρχης", "στάθμες":"στάθμη", "σταθμεύει":"σταθμεύω", "σταθμευμένα":"σταθμευμένος", "σταθμευμένο":"σταθμευμένος", "σταθμευμένου":"σταθμευμένος", "σταθμεύουν":"σταθμεύω", "στάθμευσε":"σταθμεύω", "σταθμεύσει":"σταθμεύω", "σταθμεύσεις":"σταθμεύω", "στάθμευση":"στάθμευση", "στάθμευσης":"στάθμευση", "σταθμεύσουμε":"σταθμεύω", "σταθμεύσουν":"σταθμεύω", "στάθμη":"στάθμη", "στάθμης":"στάθμη", "σταθμίζονται":"σταθμίζω", "σταθμίζοντας":"σταθμίζω", "σταθμίζουμε":"σταθμίζω", "σταθμική":"σταθμικός", "σταθμικό":"σταθμικός", "στάθμισε":"σταθμίζω", "σταθμίσει":"σταθμίζω", "σταθμίσεις":"σταθμίζω", "στάθμιση":"στάθμιση", "στάθμισης":"στάθμιση", "σταθμίσουμε":"σταθμίζω", "σταθμίσουν":"σταθμίζω", "σταθμιστεί":"σταθμίζω", "σταθμιστούν":"σταθμίζω", "σταθμό":"σταθμός", "σταθμοι":"σταθμός", "σταθμοί":"σταθμός", "σταθμος":"σταθμός", "σταθμός":"σταθμός", "σταθμού":"σταθμός", "σταθμούς":"σταθμός", "σταθμών":"σταθμός", "σταθόπουλος":"σταθόπουλος", "σταθούλης":"σταθούλης", "σταθούμε":"στέκω", "σταθούν":"στέκω", "σταθώ":"στέκω", "στάιγκερ":"στάιγκερ", "στάικος":"στάικος", "στάικου":"στάικου", "στάινμπεκ":"στάινμπεκ", "στάινσον":"στάινσον", "στακ":"στακ", "στάκα":"στάκα", "στάκου":"στάκου", "σταλακτίτες":"σταλακτίτης", "σταλεί":"στέλνω", "σταλθεί":"στέλνω", "στάλθηκαν":"στέλνω", "στάλθηκε":"στέλνω", "σταλιά":"σταλιά", "στάλιν":"στάλιν", "σταλινικές":"σταλινικός", "σταλινική":"σταλινικός", "σταλινικής":"σταλινικός", "σταλινικό":"σταλινικός", "σταλινικός":"σταλινικός", "σταλινικού":"σταλινικός", "σταλινισμό":"σταλινισμός", "σταλινισμός":"σταλινισμός", "σταλινισμού":"σταλινισμός", "σταλμένη":"σταλμένος", "σταλμένος":"σταλμένος", "σταλόνε":"σταλόνε", "σταλούν":"στέλνω", "σταλώ":"στέλνω", "σταματά":"σταματώ", "σταμάτα":"σταματώ", "σταματάει":"σταματώ", "σταματάμε":"σταματώ", "σταματάνε":"σταματώ", "σταματάς":"σταματώ", "σταματάτε":"σταματώ", "σταματάω":"σταματώ", "σταμάτη":"σταμάτης", "σταμάτημα":"σταμάτημα", "σταμάτημά":"σταμάτημα", "σταματήματα":"σταμάτημα", "σταματημένο":"σταματημένος", "σταματημένος":"σταματημένος", "σταματημό":"σταματημός", "σταματης":"σταμάτης", "σταμάτης":"σταμάτης", "σταμάτησα":"σταματώ", "σταματήσαμε":"σταματώ", "σταμάτησαν":"σταματώ", "σταματήσατε":"σταματώ", "σταματησε":"σταματώ", "σταμάτησε":"σταματώ", "σταματήσει":"σταματώ", "σταματήσεις":"σταματώ", "σταμάτησες":"σταματώ", "σταματήσετε":"σταματώ", "σταματήσουμε":"σταματώ", "σταματήσουν":"σταματώ", "σταματήστε":"σταματώ", "σταματήσω":"σταματώ", "σταματίας":"σταματίας", "σταματόπουλο":"σταματόπουλος", "σταματόπουλος":"σταματόπουλος", "σταματόπουλου":"σταματόπουλος", "σταματοπούλου":"σταματοπούλου", "σταματουλάκης":"σταματουλάκης", "σταματούν":"σταματώ", "σταματούσα":"σταματώ", "σταματούσαμε":"σταματώ", "σταματούσαν":"σταματώ", "σταματούσε":"σταματώ", "σταματώ":"σταματώ", "σταματώντας":"σταματώ", "σταμίδης":"σταμίδης", "στάμνα":"στάμνα", "σταμναγκάθι":"σταμναγκάθι", "σταμνάτο":"σταμνάτο", "στάμο":"στάμος", "σταμοκώστας":"σταμοκώστας", "στάμος":"στάμος", "σταμούλη":"σταμούλης", "σταμούλης":"σταμούλης", "στάμπα":"στάμπα", "στάμφορντ":"στάμφορντ", "σταν":"σταν", "στάνες":"στάνη", "στάνη":"στάνη", "στανιό":"στανιό", "στανίση":"στανίση", "στάνισλαβ":"στάνισλαβ", "στανισλάφσκι":"στανισλάφσκι", "στάνκοβιτς":"στάνκοβιτς", "στάνλεϊ":"στάνλεϊ", "σταντ":"σταντ", "στανταρ":"στάνταρ", "σταντάρ":"σταντάρ", "στάνταρ":"στάνταρ", "στάνταρντ":"στάνταρντ", "στάνταρτ":"στάνταρντ", "στάνταρτ":"στάνταρτ", "στάξει":"στάζω", "στάουντε":"στάουντε", "σταρ":"σταρ", "σταράτα":"σταράτα", "στάρια":"στάρι", "σταρκς":"σταρκς", "σταροπουλου":"σταροπουλου", "στάρτζες":"στάρτζες", "στάρτσεβιτς":"στάρτσεβιτς", "στάρχος":"στάρχος", "στάσα":"στάσα", "στάσεις":"στάση", "στάσεων":"στάση", "στάση":"στάση", "στάσης":"στάση", "στασιαστές":"στασιαστής", "στασίδι":"στασίδι", "στάσιμα":"στάσιμος", "στάσιμες":"στάσιμος", "στάσιμη":"στάσιμος", "στάσιμο":"στάσιμος", "στάσιμοι":"στάσιμος", "στασιμοπληθωρισμού":"στασιμοπληθωρισμός", "στάσιμος":"στάσιμος", "στασιμότητα":"στασιμότητα", "στασιμότητας":"στασιμότητα", "στασινόπουλος":"στασινόπουλος", "στατικά":"στατικά", "στατικές":"στατικός", "στατική":"στατικός", "στατικό":"στατικός", "στατικοί":"στατικός", "στατικότητα":"στατικότητα", "στατικότητά":"στατικότητα", "στατισμό":"στατισμό", "στάτιστα":"στάτιστα", "στατιστικά":"στατιστικά", "στατιστικά":"στατιστικός", "στατιστικές":"στατιστικός", "στατιστική":"στατιστικός", "στατιστικής":"στατιστικός", "στατιστικό":"στατιστικός", "στατιστικολόγοι":"στατιστικολόγος", "στατιστικούς":"στατιστικός", "στατιστικών":"στατιστικός", "στάτους":"στάτους", "σταυρ":"σταυρ", "σταυρακάκη":"σταυρακάκη", "σταυρακάκης":"σταυρακάκης", "σταυρακης":"σταυρακης", "σταυράκης":"σταυράκης", "σταυρανθή":"σταυρανθές", "σταυρίδη":"σταυρίδη", "σταυρίδης":"σταυρίδης", "σταυρο":"σταυρός", "σταυρό":"σταυρός", "σταύρο":"σταύρος", "σταυρογιάννης":"σταυρογιάννης", "σταυροδρόμι":"σταυροδρόμι", "σταυροειδές":"σταυροειδής", "σταυροειδής":"σταυροειδής", "σταυροί":"σταυρός", "σταυρόλεξα":"σταυρόλεξο", "σταυρόλεξο":"σταυρόλεξο", "σταυροπόδι":"σταυροπόδι", "σταυρόπουλο":"σταυρόπουλο", "σταυρόπουλοι":"σταυρόπουλοι", "σταυρόπουλος":"σταυρόπουλος", "σταυρος":"σταυρός", "σταυρός":"σταυρός", "σταύρος":"σταύρος", "σταυρου":"σταυρός", "σταυρού":"σταυρός", "σταύρου":"σταύρος", "σταυρούλα":"σταυρούλα", "σταυρούλας":"σταυρούλα", "σταυρουπόλεως":"σταυρούπολη", "σταυρούπολη":"σταυρούπολη", "σταυρουπολης":"σταυρούπολη", "σταυρούπολης":"σταυρούπολη", "σταυρούς":"σταυρός", "σταυροφορία":"σταυροφορία", "σταυροφορίας":"σταυροφορία", "σταυροφόρους":"σταυροφόρος", "σταυροφόρων":"σταυροφόρος", "σταυρωθεί":"σταυρώνω", "σταυρωμένα":"σταυρωμένος", "σταυρωμένο":"σταυρωμένος", "σταυρών":"σταυρός", "σταυρώνεται":"σταυρώνω", "σταυρώνουν":"σταυρώνω", "σταύρωσαν":"σταυρώνω", "σταυρώσει":"σταυρώνω", "σταύρωση":"σταύρωση", "σταφίδα":"σταφίδα", "σταφίδας":"σταφίδα", "σταφίδες":"σταφίδα", "σταφύλι":"σταφύλι", "σταφύλια":"σταφύλι", "σταφυλιών":"σταφύλι", "σταχανοβίτες":"σταχανοβίτες", "στάχτες":"στάχτη", "στάχτη":"στάχτη", "στάχτης":"στάχτη", "σταχτοπούτα":"σταχτοπούτα", "σταχτοπούτας":"σταχτοπούτα", "σταχυα":"στάχυ", "σταχυολόγηση":"σταχυολόγηση", "στε":"στε", "στε.":"στε.", "στεάουα":"στεάουα", "στεατικό":"στεατικός", "στέγαζαν":"στεγάζω", "στέγαζε":"στεγάζω", "στεγάζει":"στεγάζω", "στεγάζεται":"στεγάζω", "στεγάζονται":"στεγάζω", "στεγάζονταν":"στεγάζω", "στεγαζόταν":"στεγάζω", "στεγάζουν":"στεγάζω", "στεγανά":"στεγανός", "στεγανό":"στεγανός", "στεγανοποιηθεί":"στεγανοποιώ", "στεγανοποιημένη":"στεγανοποιημένος", "στεγανοποίηση":"στεγανοποίηση", "στέγασαν":"στεγάζω", "στέγασε":"στεγάζω", "στεγάσει":"στεγάζω", "στέγαση":"στέγαση", "στέγασης":"στέγαση", "στέγασής":"στέγαση", "στεγασθεί":"στεγάζω", "στεγασθούν":"στεγάζω", "στεγασμένη":"στεγάζω", "στεγασμένο":"στεγασμένος", "στεγασμένοι":"στεγάζω", "στεγασμένους":"στεγασμένος", "στεγασμένων":"στεγάζω", "στεγάσουμε":"στεγάζω", "στεγάσουν":"στεγάζω", "στεγαστεί":"στεγάζω", "στεγάστηκαν":"στεγάζω", "στεγάστηκε":"στεγάζω", "στεγαστικά":"στεγαστικός", "στεγαστικη":"στεγαστικός", "στεγαστική":"στεγαστικός", "στεγαστικής":"στεγαστικός", "στεγαστικό":"στεγαστικός", "στεγαστικού":"στεγαστικός", "στεγαστικών":"στεγαστικός", "στεγαστούν":"στεγάζω", "στέγαστρο":"στέγαστρο", "στεγάστρου":"στέγαστρο", "στεγάστρων":"στέγαστρο", "στέγες":"στέγη", "στέγη":"στέγη", "στεγης":"στέγη", "στέγης":"στέγη", "στεγνά":"στεγνά", "'στεγνή'":"'στεγνή'", "στεγνή":"στεγνός", "στεγνό":"στεγνός", "στεγνός":"στεγνός", "στέγνωμα":"στέγνωμα", "στεγνωμένη":"στεγνώνω", "στεγνώνει":"στεγνώνω", "στεγνώνουμε":"στεγνώνω", "στεγνώνουν":"στεγνώνω", "στέγνωσε":"στεγνώνω", "στεγνώσει":"στεγνώνω", "στεγνώσουν":"στεγνώνω", "στείλαμε":"στέλνω", "στειλει":"στέλνω", "στείλει":"στέλνω", "στείλεις":"στέλνω", "στείλετε":"στέλνω", "στείλουμε":"στέλνω", "στείλουν":"στέλνω", "στείλτε":"στέλνω", "στείλω":"στέλνω", "στέιν":"στέιν", "στείρα":"στείρος", "στείρας":"στείρος", "στείρες":"στείρος", "στείρο":"στείρος", "στειρότητα":"στειρότητα", "στειρότητας":"στειρότητα", "στείρου":"στείρος", "στειρωθούν":"στειρώνω", "στειρώνονται":"στειρώνω", "στείρωση":"στείρωση", "στείρωσή":"στείρωση", "στείρωσης":"στείρωση", "στέισι":"στέισι", "στέιτ":"στέιτ", "στέκει":"στέκω", "στέκεσαι":"στέκω", "στέκεται":"στέκω", "στεκι":"στέκι", "στέκι":"στέκι", "στέκια":"στέκι", "στέκομαι":"στέκω", "στεκόμασταν":"στέκω", "στεκόμαστε":"στέκω", "στέκονται":"στέκω", "στέκονταν":"στέκω", "στεκόταν":"στέκω", "στέκουν":"στέκω", "στέλαν":"στέλαν", "στελέχη":"στέλεχος", "στελεχιακό":"στελεχιακός", "στελεχικό":"στελεχικός", "στελεχικού":"στελεχικός", "στέλεχος":"στέλεχος", "στελέχους":"στέλεχος", "στελεχωθεί":"στελεχώνω", "στελεχώθηκε":"στελεχώνω", "στελεχωθούν":"στελεχώνω", "στελεχωμένο":"στελεχώνω", "στελεχών":"στέλεχος", "στελεχώνει":"στελεχώνω", "στελεχώνεται":"στελεχώνω", "στελεχώνοντας":"στελεχώνω", "στελεχώνουμε":"στελεχώνω", "στελεχώνουν":"στελεχώνω", "στελέχωσαν":"στελεχώνω", "στελεχώσει":"στελεχώνω", "στελέχωση":"στελέχωση", "στελέχωσης":"στελέχωση", "στελεχώσουμε":"στελεχώνω", "στελεχώσουν":"στελεχώνω", "στελίνα":"στελίνα", "στέλιο":"στέλιος", "στελιος":"στέλιος", "στέλιος":"στέλιος", "στελιου":"στέλιος", "στέλιου":"στέλιος", "στέλλα":"στέλλα", "στέλλας":"στέλλα", "στελμάχερς":"στελμάχερς", "στέλναμε":"στέλνω", "στέλνει":"στέλνω", "στέλνεις":"στέλνω", "στέλνεται":"στέλνω", "στέλνετε":"στέλνω", "στέλνονται":"στέλνω", "στέλνονταν":"στέλνω", "στέλνοντας":"στέλνω", "στέλνουμε":"στέλνω", "στέλνουν":"στέλνω", "στέλνω":"στέλνω", "στέμμα":"στέμμα", "στεμμάτων":"στέμμα", "στενά":"στενά", "στενά":"στενός", "στεναγμών":"στεναγμός", "στενάζει":"στενάζω", "στενάζουν":"στενάζω", "στενάχωρα":"στενάχωρος", "στεναχωρεί":"στεναχωρώ", "στεναχωρείτε":"στεναχωρώ", "στενάχωρες":"στενάχωρος", "στεναχωρημένος":"στεναχωρώ", "στεναχώρια":"στεναχώρια", "στεναχωριέμαι":"στεναχωρώ", "στεναχωριέσαι":"στεναχωρώ", "στεναχωριόμουν":"στεναχωρώ", "στεναχωριόταν":"στεναχωρώ", "στενές":"στενός", "στενεύει":"στενεύω", "στενεύουν":"στενεύω", "στένεψαν":"στενεύω", "στένεψε":"στενεύω", "στενέψει":"στενεύω", "στενέψουμε":"στενεύω", "στενή":"στενός", "στενής":"στενός", "στενό":"στενός", "στενοί":"στενός", "στενόκαρδα":"στενόκαρδος", "στενόκαρδοι":"στενόκαρδος", "στενοκεφαλιά":"στενοκεφαλιά", "στενόμυαλες":"στενόμυαλος", "στενόμυαλη":"στενόμυαλος", "στενόμυαλο":"στενόμυαλος", "στενός":"στενός", "στενότατη":"στενός", "στενότερα":"στενός", "στενότερη":"στενός", "στενότερης":"στενός", "στενότερο":"στενός", "στενότεροι":"στενός", "στενότερος":"στενός", "στενότερους":"στενός", "στενότητα":"στενότητα", "στενότητας":"στενότητα", "στενότητες":"στενότητα", "στενού":"στενός", "στενούς":"στενός", "στενόχωρα":"στενόχωρος", "στενοχωρεθείτε":"στενοχωρεθείτε", "στενοχωρεί":"στενοχωρώ", "στενόχωρη":"στενόχωρος", "στενοχωρηθεί":"στενοχωρώ", "στενοχωρηθείτε":"στενοχωρώ", "στενοχωρήθηκα":"στενοχωρώ", "στενοχωρήθηκαν":"στενοχωρώ", "στενοχωρημένο":"στενοχωρημένος", "στενοχωρημένοι":"στενοχωρημένος", "στενοχωρημένος":"στενοχωρώ", "στενοχώρησε":"στενοχωρώ", "στενοχωρήσουμε":"στενοχωρώ", "στενοχωρήστε":"στενοχωρώ", "στενοχώρια":"στενοχώρια", "στενοχωριέστε":"στενοχωρώ", "στενοχωριόταν":"στενοχωρώ", "στενοχωριούνται":"στενοχωρώ", "στένσελ":"στένσελ", "στεντ":"στεντ", "στεντόρεια":"στεντόρεια", "στενών":"στενός", "στενωπό":"στενωπός", "στένωση":"στένωση", "στέπα":"στέπα", "στεπάσιν":"στεπάσιν", "στεργιαδης":"στεργιαδης", "στεργιανης":"στεργιανης", "στεργιαννης":"στεργιαννης", "στεργιάννης":"στεργιάννης", "στεργιανού":"στεργιανού", "στεργίδης":"στεργίδης", "στέργιο":"στέργιος", "στεργιος":"στέργιος", "στέργιος":"στέργιος", "στεργιου":"στέργιος", "στέργιου":"στέργιος", "στεργίου":"στεργίου", "στεργιούλη":"στεργιούλη", "στερεά":"στερεά", "στέρεα":"στερεά", "στέρεα":"στέρεος", "στερεάς":"στερεός", "στέρεες":"στέρεος", "στέρεη":"στέρεος", "στερεί":"στερώ", "στερείσαι":"στερώ", "στερείται":"στερώ", "στερείτε":"στερώ", "στερεό":"στερεός", "στέρεο":"στέρεος", "στέρεος":"στέρεος", "στερεότητα":"στερεότητα", "στερεότυπα":"στερεότυπα", "στερεοτυπα":"στερεοτύπης", "στερεότυπες":"στερεότυπος", "στερεότυπη":"στερεότυπος", "στερεότυπο":"στερεότυπος", "στερεοτύπων":"στερεότυπος", "στερεότυπων":"στερεότυπος", "στέρεους":"στέρεος", "στερεοφωνικά":"στερεοφωνικά", "στερεοφωνικό":"στερεοφωνικός", "στερεύουν":"στερεύω", "στέρεψαν":"στερεύω", "στέρεψε":"στερεύω", "στερεωθεί":"στερεώνω", "στερέωμα":"στερέωμα", "στερεών":"στερεός", "στερηθεί":"στερώ", "στερηθείτε":"στερώ", "στερήθηκα":"στερώ", "στερήθηκαν":"στερώ", "στερήθηκε":"στερώ", "στερηθούμε":"στερώ", "στερηθούν":"στερώ", "στερημένη":"στερώ", "στερημένος":"στερημένος", "στέρησαν":"στερώ", "στέρησε":"στερώ", "στερήσει":"στερώ", "στερήσεις":"στέρηση", "στερήσεων":"στέρηση", "στέρηση":"στέρηση", "στέρησης":"στέρηση", "στερήσουμε":"στερώ", "στερήσουν":"στερώ", "στερητικά":"στερητικός", "στερητική":"στερητικός", "στερητικό":"στερητικός", "στεριά":"στεριά", "στεριώσει":"στεριώνω", "στεριώσουν":"στεριώνω", "στερλίνα":"στερλίνα", "στερλίνας":"στερλίνα", "στερλίνες":"στερλίνα", "στερλινών":"στερλίνα", "στέρνα":"στέρνα", "στέρνελ":"στέρνελ", "στερνή":"στερνός", "στέρνο":"στέρνο", "στερνό":"στερνός", "στέρνου":"στέρνο", "στεροειδών":"στεροειδές", "στερούμε":"στερώ", "στερούμενο":"στερούμενος", "στερούμενοι":"στερούμενος", "στερούν":"στερώ", "στερούνται":"στερώ", "στερούσε":"στερώ", "στεφάν":"στεφάν", "στέφαν":"στέφω", "στεφανάδης":"στεφανάδης", "στεφανάτος":"στεφανάτος", "στεφανή":"στεφανή", "στεφανής":"στεφανής", "στεφανί":"στεφανί", "στεφάνι":"στεφάνι", "στέφανι":"στέφανι", "στεφάνια":"στεφάνι", "στεφανιαία":"στεφανιαίος", "στεφανιαίας":"στεφανιαίος", "στεφανιαίων":"στεφανιαίος", "στεφανίδη":"στεφανίδη", "στεφανίδης":"στεφανίδης", "στεφανίδου":"στεφανίδου", "στεφανιογραφία":"στεφανιογραφία", "στεφανιώτης":"στεφανιώτης", "στέφανο":"στέφανος", "στεφάνοβιτς":"στεφάνοβιτς", "στεφανόπουλο":"στεφανόπουλος", "στεφανόπουλος":"στεφανόπουλος", "στεφανοπούλου":"στεφανοπούλου", "στεφανος":"στέφανος", "στέφανος":"στέφανος", "στεφανου":"στέφανος", "στεφάνου":"στέφανος", "στέφανου":"στέφανος", "στεφάνοφ":"στεφάνοφ", "στεφάνων":"στέφανος", "στέφεν":"στέφεν", "στέφεται":"στέφω", "στεφθεί":"στέφω", "στέφθηκα":"στέφω", "στέφθηκαν":"στέφω", "στέφθηκε":"στέφω", "στεφθούν":"στέφω", "στέφκα":"στέφκα", "στεφόν":"στεφόν", "στέφον":"στέφον", "στέφος":"στέφος", "στέφτηκε":"στέφω", "στέψη":"στέψη", "στέψης":"στέψη", "στη":"στου", "στηθάγχη":"στηθάγχη", "στηθαίο":"στηθαίο", "στηθεί":"στήνω", "στήθη":"στήθος", "στήθηκαν":"στήνω", "στήθηκε":"στήνω", "στηθόδεσμους":"στηθόδεσμος", "στηθοδέσμων":"στηθόδεσμος", "στήθος":"στήθος", "στηθοσκόπιο":"στηθοσκόπιο", "στηθούν":"στήνω", "στήθους":"στήθος", "στηθώ":"στήνω", "στήλες":"στήλη", "στηλη":"στήλη", "στήλη":"στήλη", "στήλην":"στήλη", "στήλης":"στήλη", "στηλιτεύει":"στηλιτεύω", "στηλιτεύουν":"στηλιτεύω", "στηλίτευσαν":"στηλιτεύω", "στηλίτευσε":"στηλιτεύω", "στηλιτεύσετε":"στηλιτεύω", "στηλιτεύσουν":"στηλιτεύω", "στηλών":"στήλη", "στημένα":"στήνω", "στημένες":"στημένος", "στημένη":"στήνω", "στημένο":"στημένος", "στημένος":"στήνω", "στημένου":"στημένος", "στημένων":"στημένος", "'στην":"'στην", "στην":"στου", "στήνει":"στήνω", "στήνεις":"στήνω", "στήνεται":"στήνω", "στήνονται":"στήνω", "στήνοντας":"στήνω", "στηνόταν":"στήνω", "στήνουν":"στήνω", "στήνω":"στήνω", "στήριγμα":"στήριγμα", "στηρίγματα":"στήριγμα", "στηριγμένα":"στηρίζω", "στηριγμένη":"στηριγμένος", "στηριγμένος":"στηριγμένος", "στήριζαν":"στηρίζω", "στήριζε":"στηρίζω", "στηρίζει":"στηρίζω", "στηρίζεσαι":"στηρίζω", "στηρίζεται":"στηρίζω", "στηριζόμενες":"στηριζόμενος", "στηριζόμενη":"στηριζόμενος", "στηριζόμενης":"στηριζόμενος", "στηριζόμενο":"στηριζόμενος", "στηριζόμενοι":"στηριζόμενος", "στηριζομενος":"στηριζόμενος", "στηριζόμενος":"στηριζόμενος", "στηρίζονται":"στηρίζω", "στηρίζονταν":"στηρίζω", "στηρίζοντας":"στηρίζω", "στηριζόταν":"στηρίζω", "στηρίζουμε":"στηρίζω", "στηρίζουν":"στηρίζω", "στηρίζω":"στηρίζω", "στήριξα":"στηρίζω", "στηρίξαμε":"στηρίζω", "στήριξαν":"στηρίζω", "στηρίξατε":"στηρίζω", "στήριξε":"στηρίζω", "στηρίξει":"στηρίζω", "στηρίξεις":"στηρίζω", "στηρίξετε":"στηρίζω", "στήριξη":"στήριξη", "στήριξή":"στήριξη", "στηριξης":"στήριξη", "στήριξης":"στήριξη", "στήριξής":"στήριξη", "στηρίξουμε":"στηρίζω", "στηρίξουν":"στηρίζω", "στηρίξω":"στηρίζω", "στηριχθεί":"στηρίζω", "στηριχθείς":"στηρίζω", "στηρίχθηκαν":"στηρίζω", "στηρίχθηκε":"στηρίζω", "στηριχθούμε":"στηρίζω", "στηριχθούν":"στηρίζω", "στηριχτεί":"στηρίζω", "στηριχτείτε":"στηρίζω", "στηρίχτηκαν":"στηρίζω", "στηρίχτηκε":"στηρίζω", "στηριχτούμε":"στηρίζω", "στης":"στου", "στήσαμε":"στήνω", "στήσανε":"στήνω", "στησε":"στήνω", "στήσει":"στήνω", "στήσεις":"στήνω", "στησίματος":"στήσιμο", "στήσιμο":"στήσιμο", "στήσουμε":"στήνω", "στήσουν":"στήνω", "στήσω":"στήνω", "στιβ":"στιβ", "στιβάδας":"στιβάδα", "στιβαρή":"στιβαρός", "στιβαρό":"στιβαρός", "στίβεν":"στίβεν", "στίβενς":"στίβενς", "στίβες":"στίβες", "στίβο":"στίβος", "στιβος":"στίβος", "στίβος":"στίβος", "στιβου":"στίβος", "στίβου":"στίβος", "στίβους":"στίβος", "στίγκλιτς":"στίγκλιτς", "στίγμα":"στίγμα", "στίγματα":"στίγμα", "στιγματίζει":"στιγματίζω", "στιγματίζοντας":"στιγματίζω", "στιγμάτισε":"στιγματίζω", "στιγματίσει":"στιγματίζω", "στιγματισμό":"στιγματισμός", "στιγματισμός":"στιγματισμός", "στιγματιστεί":"στιγματίζω", "στιγματίστηκαν":"στιγματίζω", "στιγματίστηκε":"στιγματίζω", "στίγματος":"στίγμα", "στιγμάτων":"στίγμα", "στιγμές":"στιγμή", "στιγμη":"στιγμή", "στιγμή":"στιγμή", "στιγμήν":"στιγμή", "στιγμής":"στιγμή", "στιγμιαία":"στιγμιαία", "στιγμιαίας":"στιγμιαίος", "στιγμιαίο":"στιγμιαίος", "στιγμιαίος":"στιγμιαίος", "στιγμιαίου":"στιγμιαίος", "στιγμιαίων":"στιγμιαίος", "στιγμιότυπα":"στιγμιότυπο", "στιγμιότυπο":"στιγμιότυπο", "στιγμών":"στιγμή", "στιλ":"στιλ", "στίλερ":"στίλερ", "στιλέτο":"στιλέτο", "στίλιαν":"στίλιαν", "στιλιζαρισμένο":"στιλιζαρισμένος", "στιλισμού":"στιλισμού", "στιλίστας":"στιλίστας", "στιλιστικές":"στιλιστικός", "στιλίστρια":"στιλίστρια", "στιλό":"στιλό", "στιλπνή":"στιλπνός", "στιλπνό":"στιλπνός", "στίνμετς":"στίνμετς", "στίξης":"στίξη", "στιούαρτ":"στιούαρτ", "στιπε":"στιπε", "στίπε":"στίπε", "στιπλ":"στιπλ", "στίρον":"στίρον", "στίς":"στίς", "στις":"στου", "στιφάδο":"στιφάδο", "στίφη":"στίφος", "στιφούδη":"στιφούδη", "στιφούδης":"στιφούδης", "στίχο":"στίχος", "στίχοι":"στίχος", "στιχομυθίες":"στιχομυθία", "στίχος":"στίχος", "στίχου":"στίχος", "στιχουργό":"στιχουργός", "στιχουργοί":"στιχουργός", "στιχουργός":"στιχουργός", "στίχους":"στίχος", "στίχων":"στίχος", "στο":"στου", "στοα":"στοά", "στοά":"στοά", "στοάς":"στοά", "στογιάκοβιτς":"στογιάκοβιτς", "στόγιαν":"στόγιαν", "στογιαννη":"στογιαννη", "στογιάννη":"στογιάννη", "στογιάνοβιτς":"στογιάνοβιτς", "στοές":"στοά", "στοιβαγμένα":"στοιβάζω", "στοιβαγμένοι":"στοιβαγμένος", "στοιβάζονται":"στοιβάζω", "στοιβάζουμε":"στοιβάζω", "στοιβάζουν":"στοιβάζω", "στοιβασμένοι":"στοιβασμένοι", "στοιβάχτηκαν":"στοιβάζω", "στοίβες":"στοίβα", "στοϊκάκη":"στοϊκάκη", "στοϊκος":"στοϊκος", "στόικος":"στόικος", "στοΐνοβιτς":"στοΐνοβιτς", "στοιχεια":"στοιχειό", "στοιχειά":"στοιχειό", "στοιχεία":"στοιχείο", "στοιχεία-σοκ":"στοιχεία-σοκ", "στοιχείο":"στοιχείο", "στοιχειοθετεί":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθετείται":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθετηθή":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθετήθηκε":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθέτηση":"στοιχειοθέτηση", "στοιχειοθετήσουν":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθετούν":"στοιχειοθετώ", "στοιχειοθετούνται":"στοιχειοθετώ", "στοιχείον":"στοιχείο", "στοιχείου":"στοιχείο", "στοιχειώδεις":"στοιχειώδης", "στοιχειώδες":"στοιχειώδης", "στοιχειώδη":"στοιχειώδης", "στοιχειώδης":"στοιχειώδης", "στοιχειώδους":"στοιχειώδης", "στοιχειωδών":"στοιχειώδης", "στοιχειωδώς":"στοιχειωδώς", "στοιχειωμένα":"στοιχειώνω", "στοιχειωμένη":"στοιχειώνω", "στοιχειωμένο":"στοιχειώνω", "στοιχειωμένοι":"στοιχειωμένος", "στοιχειών":"στοιχειό", "στοιχείων":"στοιχείο", "στοιχειώνει":"στοιχειώνω", "στοιχειώνουν":"στοιχειώνω", "στοιχειώσει":"στοιχειώνω", "στοιχειώσουν":"στοιχειώνω", "στοιχημα":"στοίχημα", "στοίχημα":"στοίχημα", "στοιχήματα":"στοίχημα", "στοιχηματίζοντας":"στοιχηματίζω", "στοιχηματίζουν":"στοιχηματίζω", "στοιχηματίσει":"στοιχηματίζω", "στοιχηματίσουν":"στοιχηματίζω", "στοιχήματος":"στοίχημα", "στοιχημάτων":"στοίχημα", "στοίχιζαν":"στοιχίζω", "στοίχιζε":"στοιχίζω", "στοιχίζει":"στοιχίζω", "στοιχίζεται":"στοιχίζω", "στοιχίζουν":"στοιχίζω", "στοίχισαν":"στοιχίζω", "στοιχισε":"στοιχίζω", "στοίχισε":"στοιχίζω", "στοιχίσει":"στοιχίζω", "στοιχίσουν":"στοιχίζω", "στοκ":"στοκ", "στοκαρισμένο":"στοκαρισμένος", "στοκάρουν":"στοκάρω", "στοκπορτ":"στοκπορτ", "στόκπορτ":"στόκπορτ", "στόκπορτ337121136-39":"στόκπορτ337121136-39", "στοκχόλμη":"στοκχόλμη", "στοκχόλμης":"στοκχόλμη", "στοκχόλμης-βρυξελλών":"στοκχόλμης-βρυξελλών", "στολ":"στολ", "στολές":"στολή", "στολή":"στολή", "στολής":"στολή", "στολίδι":"στολίδι", "στολίδια":"στολίδι", "στόλιζαν":"στολίζω", "στόλιζε":"στολίζω", "στολίζει":"στολίζω", "στολίζεται":"στολίζω", "στολίζουμε":"στολίζω", "στολίζουν":"στολίζω", "στόλιος":"στόλιος", "στόλισαν":"στολίζω", "στολίσει":"στολίζω", "στολίσκος":"στολίσκος", "στολισμάτων":"στόλισμα", "στολισμένα":"στολίζω", "στολίσουν":"στολίζω", "στολιστεί":"στολίζω", "στολο":"στόλος", "στόλο":"στόλος", "στόλος":"στόλος", "στόλου":"στόλος", "στόλους":"στόλος", "στολτίδη":"στολτίδη", "στολτίδης":"στολτίδης", "στολών":"στολή", "στόμα":"στόμα", "στόματα":"στόμα", "στοματάκι":"στοματάκι", "στοματικά":"στοματικός", "στοματική":"στοματικός", "στοματικής":"στοματικός", "στοματικού":"στοματικός", "στόματος":"στόμα", "στομάχι":"στομάχι", "στομάχια":"στομάχι", "στομαχικές":"στομαχικός", "στομάχου":"στόμαχος", "στόμιο":"στόμιο", "στομίων":"στόμιο", "στόμφο":"στόμφος", "στομφώδεις":"στομφώδης", "'στον":"'στον", "στον":"στου", "στοντον":"στοντον", "στοουκ":"στοουκ", "στόουκ":"στόουκ", "-στόουκ":"-στόουκ", "στόουν":"στόουν", "στόουνχετζ":"στόουνχετζ", "στοπ":"στοπ", "στόπερ":"στόπερ", "στοργή":"στοργή", "στοργής":"στοργή", "στοργικό":"στοργικός", "στόρι":"στόρι", "στου":"στου", "στούμφε":"στούμφε", "στουνταμάιρ":"στουνταμάιρ", "στουντιο":"στούντιο", "στούντιο":"στούντιο", "στουπί":"στουπί", "στους":"στου", "στουτγκάρδη":"στουτγκάρδη", "στόφα":"στόφα", "στοχάζεται":"στοχάζομαι", "στοχασμό":"στοχασμός", "στοχασμός":"στοχασμός", "στοχασμού":"στοχασμός", "στοχασμούς":"στοχασμός", "στοχασμών":"στοχασμός", "στοχαστεί":"στοχάζομαι", "στοχαστείς":"στοχάζομαι", "στοχαστές":"στοχαστής", "στοχαστή":"στοχαστής", "στοχαστής":"στοχαστής", "στοχαστικά":"στοχαστικός", "στοχαστική":"στοχαστικός", "στοχαστικό":"στοχαστικός", "στοχαστικός":"στοχαστικός", "στοχαστούμε":"στοχάζομαι", "στοχαστρο":"στόχαστρο", "στόχαστρο":"στόχαστρο", "στόχαστρό":"στόχαστρο", "στόχευαν":"στοχεύω", "στόχευε":"στοχεύω", "στοχεύει":"στοχεύω", "στοχεύοντας":"στοχεύω", "στοχεύουμε":"στοχεύω", "στοχεύουν":"στοχεύω", "στόχευσαν":"στοχεύω", "στόχευσε":"στοχεύω", "στοχεύσει":"στοχεύω", "στοχεύσεις":"στόχευση", "στοχεύσεων":"στόχευση", "στόχευση":"στόχευση", "στόχευσή":"στόχευση", "στόχευσης":"στόχευση", "στοχεύω":"στοχεύω", "στόχο":"στόχος", "στοχοθεσίας":"στοχοθεσίας", "στοχοι":"στόχος", "στόχοι":"στόχος", "στοχοποιήσουν":"στοχοποιήσουν", "στοχοποιούν":"στοχοποιούν", "στοχος":"στόχος", "στόχος":"στόχος", "στόχος'":"στόχος'", "στόχου":"στόχος", "στόχους":"στόχος", "στόχων":"στόχος", "στρ":"στρ", "στρ.":"στρ.", "στραβά":"στραβά", "στραβά":"στραβός", "στραβισμό":"στραβισμός", "στραβό":"στραβός", "στραβοί":"στραβός", "στραβοπάτημα":"στραβοπάτημα", "στραβοπατήματα":"στραβοπάτημα", "στραβοπάτησε":"στραβοπατώ", "στραβός":"στραβός", "στραβού":"στραβός", "στραβών":"στραβός", "στραβώνει":"στραβώνω", "στραβώσει":"στραβώνω", "στραγάλια":"στραγάλι", "στραγγαλίσει":"στραγγαλίζω", "στραγγαλισμό":"στραγγαλισμός", "στραγγαλισμού":"στραγγαλισμός", "στραγγαλιστεί":"στραγγαλίζω", "στραγγαλιστής":"στραγγαλιστής", "στραγγίζει":"στραγγίζω", "στραγγίζετε":"στραγγίζω", "στραγγίζουμε":"στραγγίζω", "στράγγιξαν":"στραγγίζω", "στραγγίξουν":"στραγγίζω", "στραγγισμένες":"στραγγίζω", "στραγγιστήρι":"στραγγιστήρι", "στράικερ":"στράικερ", "στραμμένα":"στραμμένος", "στραμμένη":"στρέφω", "στραμμένο":"στραμμένος", "στραμμένοι":"στραμμένος", "στραμμένος":"στρέφω", "στραμμένους":"στραμμένος", "στρανραερ":"στρανραερ", "στράντζαλης":"στράντζαλης", "στραπάτσα":"στραπάτσο", "στραπάτσο":"στραπάτσο", "στρας":"στρας", "στρασβούργο":"στρασβούργο", "στρασβούργου":"στρασβούργο", "στρατάκη":"στρατάκη", "στρατάκης":"στρατάκης", "στρατάρχη":"στρατάρχης", "στρατάρχης":"στρατάρχης", "στρατευθούν":"στρατεύομαι", "στράτευμα":"στράτευμα", "στρατεύματα":"στράτευμα", "στρατεύματά":"στράτευμα", "στρατεύματος":"στράτευμα", "στρατευμάτων":"στράτευμα", "στρατευμένη":"στρατεύομαι", "στρατευμένοι":"στρατευμένος", "στρατευμενος":"στρατευμένος", "στρατευμένος":"στρατευμένος", "στρατευμένους":"στρατευμένος", "στρατευμένων":"στρατεύομαι", "στρατεύονται":"στρατεύομαι", "στρατεύσεως":"στράτευση", "στράτευση":"στράτευση", "στράτευσή":"στράτευση", "στράτευσης":"στράτευση", "στρατεύσιμοι":"στρατεύσιμος", "στρατευτεί":"στρατεύομαι", "στρατεύτηκε":"στρατεύομαι", "στρατζαλης":"στρατζαλης", "στράτζαλης":"στράτζαλης", "στρατή":"στρατής", "στρατηγεία":"στρατηγείο", "στρατηγείο":"στρατηγείο", "στρατηγείου":"στρατηγείο", "στρατήγη":"στρατήγη", "στρατήγης":"στρατήγης", "στρατηγικά":"στρατηγικά", "στρατηγικά":"στρατηγικός", "στρατηγικές":"στρατηγική", "στρατηγική":"στρατηγική", "στρατηγικής":"στρατηγική", "στρατηγικο":"στρατηγικός", "στρατηγικό":"στρατηγικός", "στρατηγικοί":"στρατηγικός", "στρατηγικός":"στρατηγικός", "στρατηγικού":"στρατηγικός", "στρατηγικούς":"στρατηγικός", "στρατηγικών":"στρατηγικός", "στρατηγό":"στρατηγός", "στρατηγοί":"στρατηγός", "στρατηγόν":"στρατηγός", "στρατηγός":"στρατηγός", "στρατηγού":"στρατηγός", "στρατηγού-δικτάτορα":"στρατηγού-δικτάτορα", "στρατηγούς":"στρατηγός", "στρατηγών":"στρατηγός", "στρατηλάτη":"στρατηλάτης", "στρατηλάτης":"στρατηλάτης", "στρατης":"στρατής", "στρατής":"στρατής", "στρατιά":"στρατιά", "στρατιές":"στρατιά", "στρατιώται":"στρατιώται", "στρατιωτάκια":"στρατιωτάκια", "στρατιώτες":"στρατιώτης", "στρατιώτη":"στρατιώτης", "στρατιώτης":"στρατιώτης", "στρατιωτικά":"στρατιωτικός", "στρατιωτικές":"στρατιωτικός", "στρατιωτική":"στρατιωτικός", "στρατιωτικής":"στρατιωτικός", "στρατιωτικό":"στρατιωτικός", "στρατιωτικοί":"στρατιωτικός", "στρατιωτικοποίηση":"στρατιωτικοποιώ", "στρατιωτικοποίησης":"στρατιωτικοποίησης", "στρατιωτικός":"στρατιωτικός", "στρατιωτικού":"στρατιωτικός", "στρατιωτικούς":"στρατιωτικός", "στρατιωτικών":"στρατιωτικός", "στρατιωτών":"στρατιώτης", "στρατό":"στρατός", "στράτο":"στράτος", "στρατοδικεία":"στρατοδικείο", "στρατοδικείο":"στρατοδικείο", "στρατοί":"στρατός", "στρατοκράτες":"στρατοκράτης", "στρατοκρατία":"στρατοκρατία", "στρατοκρατίας":"στρατοκρατία", "στρατοκρατική":"στρατοκρατικός", "στρατοκρατών":"στρατοκράτης", "στρατολογήθηκε":"στρατολογώ", "στρατολογηθούν":"στρατολογώ", "στρατολογημένος":"στρατολογημένος", "στρατολόγησαν":"στρατολογώ", "στρατολόγησε":"στρατολογώ", "στρατολογήσει":"στρατολογώ", "στρατολόγηση":"στρατολόγηση", "στρατολόγησης":"στρατολόγηση", "στρατολογήσουν":"στρατολογώ", "στρατολογίας":"στρατολογία", "στρατολογικές":"στρατολογικός", "στρατολογούνταν":"στρατολογώ", "στρατολογούσαν":"στρατολογώ", "στρατόπεδα":"στρατόπεδο", "στρατοπεδεύουν":"στρατοπεδεύω", "στρατοπέδευσαν":"στρατοπεδεύω", "στρατοπέδευση":"στρατοπέδευση", "στρατόπεδο":"στρατόπεδο", "στρατόπεδον":"στρατόπεδο", "στρατοπέδου":"στρατόπεδο", "στρατοπέδων":"στρατόπεδο", "στρατός":"στρατός", "στράτος":"στράτος", "στρατόσφαιρα":"στρατόσφαιρα", "στρατού":"στρατός", "στράτου":"στράτος", "στρατούς":"στρατός", "στρατών":"στράτα", "στρατώνες":"στρατώνας", "στρατώνι":"στρατώνι", "στρατώνι-νικήτη":"στρατώνι-νικήτη", "στραφεί":"στρέφω", "στραφείτε":"στρέφω", "στράφηκαν":"στρέφω", "στράφηκε":"στρέφω", "στράφι":"στράφι", "στραφούμε":"στρέφω", "στραφούν":"στρέφω", "στράχαν":"στράχαν", "στρεβλά":"στρεβλά", "στρεβλές":"στρεβλός", "στρεβλή":"στρεβλός", "στρεβλής":"στρεβλός", "στρεβλό":"στρεβλός", "στρεβλώσεις":"στρεβλώνω", "στρεβλώσεις":"στρέβλωση", "στρεβλώσεων":"στρέβλωση", "στρέβλωση":"στρέβλωση", "στρείδια":"στρείδι", "στρειδιών":"στρείδι", "στρέιζαντ":"στρέιζαντ", "στρέμμα":"στρέμμα", "στρέμματα":"στρέμμα", "στρεμματικές":"στρεμματικός", "στρεμματική":"στρεμματικός", "στρεμμάτων":"στρέμμα", "στρεμπενιώτη":"στρεμπενιώτη", "στρεπτομικίνης":"στρεπτομικίνης", "στρες":"στρες", "στρεσάρονται":"στρεσάρω", "στρέφει":"στρέφω", "στρέφεις":"στρέφω", "στρέφεστε":"στρέφω", "στρέφεται":"στρέφω", "στρεφόμενη":"στρεφόμενος", "στρεφόμενοι":"στρεφόμενος", "στρεφόμενος":"στρεφόμενος", "στρέφονται":"στρέφω", "στρέφονταν":"στρέφω", "στρέφοντας":"στρέφω", "στρεφόταν":"στρέφω", "στρέφουμε":"στρέφω", "στρέφουν":"στρέφω", "στρέψει":"στρέφω", "στρεψόδικη":"στρεψόδικος", "στρέψουμε":"στρέφω", "στρέψουν":"στρέφω", "στρήτ":"στρήτ", "στρίβεις":"στρίβω", "στρίβετε":"στρίβω", "στρίβουμε":"στρίβω", "στρίβουν":"στρίβω", "στρίγκλο":"στρίγκλος", "στριγκό":"στριγκός", "στρίμωγμα":"στρίμωγμα", "στριμωγμένα":"στριμώχνω", "στριμωγμένη":"στριμώχνω", "στριμωγμένο":"στριμώχνω", "στριμωγμένοι":"στριμωγμένος", "στριμωγμένος":"στριμώχνω", "στριμώξει":"στριμώχνω", "στριμώξτε":"στριμώχνω", "στριμώχνεται":"στριμώχνω", "στριμώχνονται":"στριμώχνω", "στριμώχνονταν":"στριμώχνω", "στριμωχτεί":"στριμώχνω", "στριντζη":"στρίντζης", "στριντζης":"στρίντζης", "στριπ":"στριπ", "στριπ-τιζ":"στριπ-τιζ", "στριπτίζ":"στριπτίζ", "στριπτιζάδικου":"στριπτιζάδικο", "στριπτιζέζ":"στριπτιζέζ", "στριτ":"στριτ", "στριτζης":"στριτζης", "στριφογυρίζει":"στριφογυρίζω", "στριφογυρίζουμε":"στριφογυρίζω", "στρίψει":"στρίβω", "στρίψουν":"στρίβω", "στρο":"στρο", "στροβιλίζονται":"στροβιλίζω", "στροβιλισμού":"στροβιλισμός", "στρογγυλά":"στρογγυλά", "στρογγυλά":"στρογγυλός", "στρογγύλεμα":"στρογγύλεμα", "στρογγυλές":"στρογγυλός", "στρογγυλέψουν":"στρογγυλεύω", "στρογγυλή":"στρογγυλός", "στρογγυλής":"στρογγυλός", "στρογγυλό":"στρογγυλός", "στρογγυλοποιείται":"στρογγυλοποιώ", "στρογγυλοποιήσεις":"στρογγυλοποιώ", "στρογγυλοποίηση":"στρογγυλοποίηση", "στρογγυλού":"στρογγυλός", "στρογκανόφ":"στρογκανόφ", "στρόμπεργκας":"στρόμπεργκας", "στρόουντ":"στρόουντ", "στρος-καν":"στρος-καν", "στρούγκα":"στρούγκα", "στρούζας":"στρούζας", "στρουθοκαμηλισμό":"στρουθοκαμηλισμός", "στρουθοκαμηλισμός":"στρουθοκαμηλισμός", "στρουθοκάμηλο":"στρουθοκάμηλος", "στρουθοκάμηλοι":"στρουθοκάμηλος", "στρουθοκαμήλου":"στρουθοκάμηλος", "στρουκτουραλιστική":"στρουκτουραλιστική", "στρούμπου":"στρούμπου", "στρουμφάκια":"στρουμφάκι", "στροφείο":"στροφείο", "στροφείου":"στροφείο", "στροφές":"στροφή", "στροφή":"στροφή", "στροφής":"στροφή", "στρόφιγγες":"στρόφιγγα", "στροφών":"στροφή", "στρυμόνα":"στρυμόνας", "στρυμονικό":"στρυμονικός", "στρυμονικού":"στρυμονικός", "στρυφνά":"στρυφνά", "στρυχνίνη":"στρυχνίνη", "στρωθεί":"στρώνω", "στρώθηκε":"στρώνω", "στρωθούν":"στρώνω", "στρώμα":"στρώμα", "στρώματα":"στρώμα", "στρωματογραφία":"στρωματογραφία", "στρωμάτων":"στρώμα", "στρωμένη":"στρωμένος", "στρωμένο":"στρωμένος", "στρωμένος":"στρωμένος", "στρώναμε":"στρώνω", "στρώνει":"στρώνω", "στρώνεται":"στρώνω", "στρώνονται":"στρώνω", "στρώνουμε":"στρώνω", "στρώνουν":"στρώνω", "στρώσει":"στρώνω", "στρώσεις":"στρώνω", "στρώση":"στρώση", "στρώσουμε":"στρώνω", "στρωτή":"στρωτός", "στυγερή":"στυγερός", "στυγερό":"στυγερός", "στυγερούς":"στυγερός", "στυγνά":"στυγνός", "στυγνές":"στυγνός", "στυγνή":"στυγνός", "'στυγνής":"'στυγνής", "στυγνής":"στυγνός", "στυγνό":"στυγνός", "στυγνός":"στυγνός", "στυγνότερα":"στυγνός", "στυγνού":"στυγνός", "στυγνούς":"στυγνός", "στυλ":"στυλ", "στυλάκι":"στυλάκι", "στυλιανέα":"στυλιανέα", "στυλιανη":"στυλιανή", "στυλιανής":"στυλιανή", "στυλιανίδη":"στυλιανίδης", "στυλιανίδης":"στυλιανίδης", "στυλιανος":"στυλιανός", "στυλιανός":"στυλιανός", "στυλιανού":"στυλιανός", "στυλιαράς":"στυλιαράς", "στυλιάρας":"στυλιάρας", "στυλιζαρισμένη":"στυλιζάρω", "στυλό":"στυλό", "στύλο":"στύλος", "στυλοβάτες":"στυλοβάτης", "στυλοβάτη":"στυλοβάτης", "στυλοβάτης":"στυλοβάτης", "στύλοι":"στύλος", "στύλος":"στύλος", "στυλώνει":"στυλώνω", "στυνιστούν":"στυνιστούν", "στύση":"στύση", "στύσης":"στύση", "στυτική":"στυτικός", "στυτικής":"στυτικός", "στύψιμο":"στύψιμο", "στωικά":"στωικά", "στωικοί":"στωικός", "στωικότητα":"στωικότητα", "στων":"στου", "συ":"εγώ", "σύβαση":"σύβαση", "συγγένεια":"συγγένεια", "συγγένειά":"συγγένεια", "συγγενείας":"συγγένεια", "συγγένειας":"συγγένεια", "συγγένειες":"συγγένεια", "συγγενείς":"συγγενής", "συγγενεύουν":"συγγενεύω", "συγγενή":"συγγενής", "συγγενής":"συγγενής", "συγγενικά":"συγγενικός", "συγγενική":"συγγενικός", "συγγενικό":"συγγενικός", "συγγενικού":"συγγενικός", "συγγενικών":"συγγενικός", "συγγενούς":"συγγενής", "συγγενών":"συγγενής", "συγγνώμες":"συγγνώμη", "συγγνωμη":"συγγνώμη", "συγγνώμη":"συγγνώμη", "συγγνώμην":"συγγνώμη", "συγγνώμης":"συγγνώμη", "σύγγραμμα":"σύγγραμμα", "συγγράμματα":"σύγγραμμα", "συγγράμματά":"σύγγραμμα", "συγγράμματος":"σύγγραμμα", "συγγραμμάτων":"σύγγραμμα", "συγγραφέα":"συγγραφέας", "συγγραφέας":"συγγραφέας", "συγγραφέας-σκηνοθέτης":"συγγραφέας-σκηνοθέτης", "συγγράφει":"συγγράφω", "συγγραφείς":"συγγραφέας", "συγγραφέων":"συγγραφέας", "συγγραφέως":"συγγραφέας", "συγγραφή":"συγγραφή", "συγγράφηκε":"συγγράφω", "συγγραφής":"συγγραφή", "συγγραφικές":"συγγραφικός", "συγγραφική":"συγγραφικός", "συγγραφικής":"συγγραφικός", "συγγραφικό":"συγγραφικός", "συγγραφικού":"συγγραφικός", "συγγραφικών":"συγγραφικός", "συγγράψουν":"συγγράφω", "συγκαλά":"συγκαλά", "συγκαλεί":"συγκαλώ", "συγκαλείται":"συγκαλώ", "συγκάλεσαν":"συγκαλώ", "συγκάλεσε":"συγκαλώ", "συγκαλέσει":"συγκαλώ", "συγκαλέσουν":"συγκαλώ", "συγκαλούμενα":"συγκαλούμενος", "συγκαλούνται":"συγκαλώ", "συγκαλυμμένη":"συγκαλυμμένος", "συγκαλυμμένο":"συγκαλυμμένος", "συγκαλυμμένων":"συγκαλύπτω", "συγκαλύπτει":"συγκαλύπτω", "συγκαλύπτουν":"συγκαλύπτω", "συγκαλυφθεί":"συγκαλύπτω", "συγκαλυφθούν":"συγκαλύπτω", "συγκάλυψε":"συγκαλύπτω", "συγκαλύψεις":"συγκάλυψη", "συγκάλυψη":"συγκάλυψη", "συγκάλυψης":"συγκάλυψη", "συγκατάβαση":"συγκατάβαση", "συγκαταβατικά":"συγκαταβατικά", "συγκαταβατική":"συγκαταβατικός", "συγκατάθεση":"συγκατάθεση", "συγκατάθεσή":"συγκατάθεση", "συγκατάθεσης":"συγκατάθεση", "συγκαταλέγει":"συγκαταλέγω", "συγκαταλέγεται":"συγκαταλέγω", "συγκαταλέγομαι":"συγκαταλέγω", "συγκαταλέγονται":"συγκαταλέγω", "συγκαταλέγονταν":"συγκαταλέγω", "συγκατηγορούμενό":"συγκατηγορούμενος", "συγκατηγορούμενοί":"συγκατηγορούμενος", "συγκατηγορουμένου":"συγκατηγορούμενος", "συγκατηγορουμένους":"συγκατηγορούμενος", "συγκατηγορούμενούς":"συγκατηγορούμενος", "συγκατηγορουμένων":"συγκατηγορούμενος", "συγκατοικεί":"συγκατοικώ", "συγκατοίκηση":"συγκατοίκηση", "συγκατοίκησης":"συγκατοίκηση", "συγκάτοικο":"συγκάτοικος", "συγκάτοικό":"συγκάτοικος", "συγκάτοικοι":"συγκάτοικος", "συγκατοίκου":"συγκάτοικος", "συγκατοικούν":"συγκατοικώ", "συγκατοίκους":"συγκάτοικος", "συγκατοικούσαν":"συγκατοικώ", "συγκείμενο":"συγκείμενος", "συγκεκαλυμμένη":"συγκεκαλυμμένος", "συγκεκριμένα":"συγκεκριμένα", "συγκεκριμένα":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένες":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμενη":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένη":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένης":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμενο":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένο":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένοι":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμενοποιηθεί":"συγκεκριμενοποιώ", "συγκεκριμενοποιήθηκαν":"συγκεκριμενοποιώ", "συγκεκριμενοποίηση":"συγκεκριμενοποίηση", "συγκεκριμένος":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένου":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένους":"συγκεκριμένος", "συγκεκριμένων":"συγκεκριμένος", "συγκεντρούνται":"συγκεντρούνται", "συγκεντρωθεί":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωθείτε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωθέντες":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωθήκαμε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώθηκαν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώθηκε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωθούμε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωθούν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωμένα":"συγκεντρωμένος", "συγκεντρωμένες":"συγκεντρωμένος", "συγκεντρωμένη":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωμένο":"συγκεντρωμένος", "συγκεντρωμένοι":"συγκεντρωμένος", "συγκεντρωμένος":"συγκεντρωμένος", "συγκεντρωμένους":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωμένων":"συγκεντρώνω", "συγκέντρωναν":"συγκεντρώνω", "συγκέντρωνε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνει":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνεσαι":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνεται":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνετε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωνόμασταν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωνόμαστε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνονται":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνονταν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνοντας":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωνόταν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνουν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώνω":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσαμε":"συγκεντρώνω", "συγκέντρωσαν":"συγκεντρώνω", "συγκέντρωσε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσει":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσεις":"συγκέντρωση", "συγκεντρώσετε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσεων":"συγκέντρωση", "συγκεντρώσεως":"συγκέντρωση", "συγκέντρωση":"συγκέντρωση", "συγκέντρωσή":"συγκέντρωση", "συγκέντρωσης":"συγκέντρωση", "συγκεντρώσουμε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσουν":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώστε":"συγκεντρώνω", "συγκεντρώσω":"συγκεντρώνω", "συγκεντρωτικά":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικές":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτική":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικής":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικό":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικός":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικότητα":"συγκεντρωτικότητα", "συγκεντρωτικού":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτικών":"συγκεντρωτικός", "συγκεντρωτισμό":"συγκεντρωτισμός", "συγκεντρωτισμός":"συγκεντρωτισμός", "συγκεντρωτισμού":"συγκεντρωτισμός", "συγκερασμό":"συγκερασμός", "συγκερασμός":"συγκερασμός", "συγκερασμού":"συγκερασμός", "συγκεχυμένα":"συγκεχυμένα", "συγκεχυμένες":"συγκεχυμένος", "συγκεχυμένη":"συγκεχυμένος", "συγκεχυμένος":"συγκεχυμένος", "συγκινεί":"συγκινώ", "συγκινείται":"συγκινώ", "συγκινηθεί":"συγκινώ", "συγκινήθηκε":"συγκινώ", "συγκινηθούν":"συγκινώ", "συγκινημένη":"συγκινημένος", "συγκινημένο":"συγκινημένος", "συγκινημένος":"συγκινημένος", "συγκίνησε":"συγκινώ", "συγκινήσει":"συγκινώ", "συγκινήσεις":"συγκίνηση", "συγκινήσεις":"συγκινώ", "συγκινήσεων":"συγκίνηση", "συγκινηση":"συγκίνηση", "συγκίνηση":"συγκίνηση", "συγκίνησή":"συγκίνηση", "συγκίνησης":"συγκίνηση", "συγκινησιακά":"συγκινησιακός", "συγκινησιακή":"συγκινησιακός", "συγκινησιακών":"συγκινησιακός", "συγκινήσουν":"συγκινώ", "συγκινητικά":"συγκινητικά", "συγκινητικές":"συγκινητικός", "συγκινητική":"συγκινητικός", "συγκινητικής":"συγκινητικός", "συγκινητικό":"συγκινητικός", "συγκινητικότατο":"συγκινητικός", "συγκινούμαστε":"συγκινώ", "συγκινούν":"συγκινώ", "συγκινούνται":"συγκινώ", "συγκληθεί":"συγκαλώ", "συγκλήθηκε":"συγκαλώ", "σύγκληση":"σύγκληση", "σύγκλησης":"σύγκληση", "σύγκλητο":"σύγκλητος", "σύγκλητος":"σύγκλητος", "συγκλήτου":"σύγκλητος", "συγκλίνει":"συγκλίνω", "συγκλίνουμε":"συγκλίνω", "συγκλίνουν":"συγκλίνω", "συγκλίσεις":"σύγκλιση", "σύγκλιση":"σύγκλιση", "σύγκλισης":"σύγκλιση", "συγκλονίζει":"συγκλονίζω", "συγκλονίζεται":"συγκλονίζω", "συγκλονιζόταν":"συγκλονίζω", "συγκλονίζουν":"συγκλονίζω", "συγκλόνισαν":"συγκλονίζω", "συγκλόνισε":"συγκλονίζω", "συγκλονίσει":"συγκλονίζω", "συγκλονισθεί":"συγκλονίζω", "συγκλονισμένος":"συγκλονισμένος", "συγκλονιστεί":"συγκλονίζω", "συγκλονίστηκε":"συγκλονίζω", "συγκλονιστικά":"συγκλονιστικά", "συγκλονιστικά":"συγκλονιστικός", "συγκλονιστικές":"συγκλονιστικός", "συγκλονιστική":"συγκλονιστικός", "συγκλονιστικό":"συγκλονιστικός", "συγκλονιστικός":"συγκλονιστικός", "συγκλονιστικού":"συγκλονιστικός", "συγκοινωνία":"συγκοινωνία", "συγκοινωνιακά":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακές":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακή":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακής":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακό":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακού":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακούς":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνιακών":"συγκοινωνιακός", "συγκοινωνίας":"συγκοινωνία", "συγκοινωνίες":"συγκοινωνία", "συγκοινωνιολόγοι":"συγκοινωνιολόγος", "συγκοινωνιολόγος":"συγκοινωνιολόγος", "συγκοινωνιολόγων":"συγκοινωνιολόγος", "συγκοινωνιών":"συγκοινωνία", "συγκοινωνούντα":"συγκοινωνών", "συγκοινωνούντων":"συγκοινωνών", "συγκολλήσεις":"συγκόλληση", "συγκομιδή":"συγκομιδή", "συγκομιδής":"συγκομιδή", "συγκομιδών":"συγκομιδή", "συγκρατεί":"συγκρατώ", "συγκρατείται":"συγκρατώ", "συγκρατηθεί":"συγκρατώ", "συγκρατηθείτε":"συγκρατώ", "συγκρατηθούν":"συγκρατώ", "συγκρατημένα":"συγκρατημένος", "συγκρατημένες":"συγκρατημένος", "συγκρατημένη":"συγκρατημένος", "συγκρατημένο":"συγκρατώ", "συγκρατημένοι":"συγκρατημένος", "συγκρατημένος":"συγκρατημένος", "συγκρατημένων":"συγκρατώ", "συγκράτησε":"συγκρατώ", "συγκρατήσει":"συγκρατώ", "συγκράτηση":"συγκράτηση", "συγκράτησή":"συγκράτηση", "συγκράτησης":"συγκράτηση", "συγκράτησής":"συγκράτηση", "συγκρατήσουμε":"συγκρατώ", "συγκρατήσουν":"συγκρατώ", "συγκρατήστε":"συγκρατώ", "συγκρατήσω":"συγκρατώ", "συγκρατούμενους":"συγκρατούμενος", "συγκρατούν":"συγκρατώ", "συγκρατούσαν":"συγκρατώ", "συγκρατούσε":"συγκρατώ", "συγκρατώντας":"συγκρατώ", "συγκρητισμό":"συγκρητισμός", "συγκριθεί":"συγκρίνω", "συγκρίθηκαν":"συγκρίνω", "συγκριθούν":"συγκρίνω", "σύγκριναν":"συγκρίνω", "συγκρίνει":"συγκρίνω", "συγκρίνεις":"συγκρίνω", "συγκρίνεται":"συγκρίνω", "συγκρίνετε":"συγκρίνω", "συγκρινόμενες":"συγκρινόμενος", "συγκρινόμενη":"συγκρινόμενος", "συγκρινόμενο":"συγκρινόμενος", "συγκρίνονται":"συγκρίνω", "συγκρίνοντας":"συγκρίνω", "συγκρίνουμε":"συγκρίνω", "συγκρίνουν":"συγκρίνω", "συγκρίνω":"συγκρίνω", "συγκρίσει":"σύγκριση", "συγκρίσεις":"σύγκριση", "σύγκριση":"σύγκριση", "σύγκρισης":"σύγκριση", "συγκρίσιμα":"συγκρίσιμος", "συγκρίσιμη":"συγκρίσιμος", "συγκρίσιμος":"συγκρίσιμος", "συγκρισιμότητα":"συγκρισιμότητα", "συγκριτικά":"συγκριτικά", "συγκριτικά":"συγκριτικός", "συγκριτικές":"συγκριτικός", "συγκριτική":"συγκριτικός", "συγκριτικής":"συγκριτικός", "συγκριτικό":"συγκριτικός", "συγκροτεί":"συγκροτώ", "συγκροτείται":"συγκροτώ", "συγκροτηθεί":"συγκροτώ", "συγκροτηθείσα":"συγκροτηθείς", "συγκροτήθηκαν":"συγκροτώ", "συγκροτήθηκε":"συγκροτώ", "συγκροτηθούν":"συγκροτώ", "συγκροτημα":"συγκρότημα", "συγκρότημα":"συγκρότημα", "συγκρότημά":"συγκρότημα", "συγκροτήματα":"συγκρότημα", "συγκροτήματος":"συγκρότημα", "συγκροτημάτων":"συγκρότημα", "συγκροτημένα":"συγκροτημένα", "συγκροτημένες":"συγκροτημένος", "συγκροτημένη":"συγκροτώ", "συγκροτημένης":"συγκροτώ", "συγκροτημένο":"συγκροτημένος", "συγκροτημένος":"συγκροτημένος", "συγκροτήσαμε":"συγκροτώ", "συγκρότησαν":"συγκροτώ", "συγκρότησε":"συγκροτώ", "συγκροτήσει":"συγκροτώ", "συγκρότηση":"συγκρότηση", "συγκρότησή":"συγκρότηση", "συγκρότησης":"συγκρότηση", "συγκρότησής":"συγκρότηση", "συγκροτήσουμε":"συγκροτώ", "συγκροτήσουν":"συγκροτώ", "συγκροτήσω":"συγκροτώ", "συγκροτούμενούς":"συγκροτούμενούς", "συγκροτούν":"συγκροτώ", "συγκροτούνται":"συγκροτώ", "συγκροτούνταν":"συγκροτώ", "συγκροτούσε":"συγκροτώ", "συγκροτώντας":"συγκροτώ", "συγκρούεται":"συγκρούομαι", "συγκρουόμενα":"συγκρουόμενος", "συγκρουόμενων":"συγκρουόμενος", "συγκρούονται":"συγκρούομαι", "συγκρούονταν":"συγκρούομαι", "συγκρούσεις":"σύγκρουση", "συγκρούσεων":"σύγκρουση", "σύγκρουση":"σύγκρουση", "σύγκρουσή":"σύγκρουση", "σύγκρουσης":"σύγκρουση", "σύγκρουσής":"σύγκρουση", "συγκρουσθεί":"συγκρούομαι", "συγκρούσθηκε":"συγκρούομαι", "συγκρουσθούν":"συγκρούομαι", "συγκρουσιακές":"συγκρουσιακές", "συγκρουσιακή":"συγκρουσιακή", "συγκρουσιακό":"συγκρουσιακό", "συγκρουστεί":"συγκρούομαι", "συγκρουστείς":"συγκρούομαι", "συγκρούστηκαν":"συγκρούομαι", "συγκρούστηκε":"συγκρούομαι", "συγκρουστούν":"συγκρούομαι", "συγκυβερνήτη":"συγκυβερνήτης", "συγκυβερνήτης":"συγκυβερνήτης", "συγκυρία":"συγκυρία", "συγκυριακά":"συγκυριακός", "συγκυριακές":"συγκυριακός", "συγκυριακή":"συγκυριακός", "συγκυριακής":"συγκυριακός", "συγκυριακό":"συγκυριακός", "συγκυριακούς":"συγκυριακός", "συγκυριακών":"συγκυριακός", "συγκυρίας":"συγκυρία", "συγκυρίες":"συγκυρία", "συγκυριών":"συγκυρία", "συγνώμη":"συγνώμη", "συγχαίρει":"συγχαίρω", "συγχαίρουμε":"συγχαίρω", "συγχαίρουν":"συγχαίρω", "συγχαίρω":"συγχαίρω", "συγχαρεί":"συγχαίρω", "συγχαρητηρια":"συγχαρητήρια", "συγχαρητήρια":"συγχαρητήρια", "συγχαρητήριά":"συγχαρητήρια", "συγχαρητηριο":"συγχαρητήριος", "συγχαρητηρίων":"συγχαρητήριος", "συγχαρούμε":"συγχαίρω", "συγχαρούν":"συγχαίρω", "συγχαρώ":"συγχαίρω", "συγχέει":"συγχέω", "συγχέεται":"συγχέω", "συγχέονται":"συγχέω", "συγχέουμε":"συγχέω", "συγχέουν":"συγχέω", "συγχορδία":"συγχορδία", "συγχρηματοδοτηθούν":"συγχρηματοδοτώ", "συγχρηματοδότηση":"συγχρηματοδότηση", "συγχρηματοδότησης":"συγχρηματοδότηση", "συγχρηματοδοτούμενων":"συγχρηματοδοτούμενος", "σύγχρηση":"σύγχρηση", "σύγχρονα":"σύγχρονος", "σύγχρονες":"σύγχρονος", "σύγχρονη":"σύγχρονος", "συγχρονης":"σύγχρονος", "σύγχρονης":"σύγχρονος", "συγχρονίζει":"συγχρονίζω", "συγχρονίζεται":"συγχρονίζω", "συγχρονίζονται":"συγχρονίζω", "συγχρονισμένες":"συγχρονισμένος", "συγχρονισμό":"συγχρονισμός", "συγχρονισμός":"συγχρονισμός", "συγχρονισμού":"συγχρονισμός", "συγχρονιστεί":"συγχρονίζω", "συγχρονιστώ":"συγχρονίζω", "σύγχρονο":"σύγχρονος", "σύγχρονό":"σύγχρονος", "σύγχρονοι":"σύγχρονος", "σύγχρονοί":"σύγχρονος", "σύγχρονος":"σύγχρονος", "συγχρονου":"σύγχρονος", "συγχρόνου":"σύγχρονος", "σύγχρονου":"σύγχρονος", "σύγχρονού":"σύγχρονος", "συγχρόνους":"σύγχρονος", "σύγχρονους":"σύγχρονος", "συγχρόνων":"σύγχρονος", "σύγχρονων":"σύγχρονος", "συγχρόνως":"σύγχρονα", "συγχρωτίζονται":"συγχρωτίζομαι", "συγχύσεις":"σύγχυση", "σύγχυση":"σύγχυση", "σύγχυσή":"σύγχυση", "σύγχυσης":"σύγχυση", "συγχυσθεί":"συγχύζω", "συγχυσμένη":"συγχύζω", "συγχυσμένοι":"συγχυσμένος", "συγχωνευθεί":"συγχωνεύω", "συγχωνεύθηκαν":"συγχωνεύω", "συγχωνεύθηκε":"συγχωνεύω", "συγχωνευθούν":"συγχωνεύω", "συγχωνεύουν":"συγχωνεύω", "συγχωνεύσεις":"συγχώνευση", "συγχώνευσεις":"συγχώνευση", "συγχωνευσεων":"συγχώνευση", "συγχωνεύσεων":"συγχώνευση", "συγχωνεύσεως":"συγχώνευση", "συγχώνευση":"συγχώνευση", "συγχώνευσή":"συγχώνευση", "συγχώνευσης":"συγχώνευση", "συγχωνευτεί":"συγχωνεύω", "συγχώρα":"συγχωρώ", "συγχωρεθεί":"συγχωρώ", "συγχωρεί":"συγχωρώ", "συγχωρείς":"συγχωρώ", "συγχωρείται":"συγχωρώ", "συγχωρείτε":"συγχωρώ", "συγχώρεσε":"συγχωρώ", "συγχωρέσει":"συγχωρώ", "συγχώρεση":"συγχώρεση", "συγχώρεσης":"συγχώρεση", "συγχωρέσουν":"συγχωρώ", "συγχωρέστε":"συγχωρώ", "συγχώρησε":"συγχωρώ", "συγχωρήσει":"συγχωρώ", "συγχώρηση":"συγχώρηση", "συγχωρήσουν":"συγχωρώ", "συγχωρήστε":"συγχωρώ", "συγχωριανό":"συγχωριανός", "συγχωριανοί":"συγχωριανός", "συγχωριανού":"συγχωριανός", "συγχωριανούς":"συγχωριανός", "συγχωριανών":"συγχωριανός", "συγχωρούν":"συγχωρώ", "συγχωρούνται":"συγχωρώ", "συγχωροχάρτι":"συγχωροχάρτι", "συγχωρώ":"συγχωρώ", "συζεί":"συζώ", "σύζευξη":"σύζευξη", "συζητά":"συζητώ", "συζητάει":"συζητώ", "συζητάμε":"συζητώ", "συζητάνε":"συζητώ", "συζητάτε":"συζητώ", "συζητάω":"συζητώ", "συζητεί":"συζητώ", "συζητείται":"συζητώ", "συζητηθεί":"συζητώ", "συζητήθηκαν":"συζητώ", "συζητήθηκε":"συζητώ", "συζητηθούν":"συζητώ", "συζητημένες":"συζητημένος", "συζητημένη":"συζητώ", "συζήτησα":"συζητώ", "συζητήσαμε":"συζητώ", "συζήτησαν":"συζητώ", "συζήτησε":"συζητώ", "συζητήσει":"συζητώ", "συζητήσεις":"συζήτηση", "συζητήσετε":"συζητώ", "συζητήσεων":"συζήτηση", "συζητήσεών":"συζήτηση", "συζητήσεως":"συζήτηση", "συζητηση":"συζήτηση", "συζήτηση":"συζήτηση", "συζήτησή":"συζήτηση", "συζήτήση":"συζήτηση", "συζήτησης":"συζήτηση", "συζήτησής":"συζήτηση", "συζητήσιμα":"συζητήσιμος", "συζητήσουμε":"συζητώ", "συζητήσουν":"συζητώ", "συζητήστε":"συζητώ", "συζητήσω":"συζητώ", "συζητητές":"συζητητής", "συζητιέται":"συζητώ", "συζητιόταν":"συζητώ", "συζητιούνται":"συζητώ", "συζητούμε":"συζητώ", "συζητούμενου":"συζητούμενος", "συζητούν":"συζητώ", "συζητούντα":"συζητούντα", "συζητούνται":"συζητώ", "συζητούσα":"συζητώ", "συζητούσαμε":"συζητώ", "συζητούσαν":"συζητώ", "συζητούσε":"συζητώ", "συζητώ":"συζητώ", "συζητώνται":"συζητώ", "συζητώντας":"συζητώ", "συζούν":"συζώ", "συζυγικές":"συζυγικός", "συζυγική":"συζυγικός", "συζυγικό":"συζυγικός", "συζυγικού":"συζυγικός", "σύζυγο":"σύζυγος", "σύζυγό":"σύζυγος", "σύζυγοι":"σύζυγος", "σύζυγοί":"σύζυγος", "σύζυγος":"σύζυγος", "σύζυγός":"σύζυγος", "συζύγου":"σύζυγος", "συζύγους":"σύζυγος", "συζύγων":"σύζυγος", "συθέμελα":"συθέμελα", "σύκα":"σύκο", "συκεων":"συκεων", "συκεών":"συκεών", "συκεώνος":"συκεώνος", "συκής":"συκή", "συκιά":"συκιά", "συκιες":"συκιά", "συκιές":"συκιά", "συκομουριάς":"συκομουριά", "σύκον":"σύκο", "συκουρίου":"συκουρίου", "συκοφαντεί":"συκοφαντώ", "συκοφαντείται":"συκοφαντώ", "συκοφαντείτε":"συκοφαντώ", "συκοφάντες":"συκοφάντης", "συκοφάντη":"συκοφάντης", "συκοφάντησαν":"συκοφαντώ", "συκοφαντήσει":"συκοφαντώ", "συκοφαντήσουν":"συκοφαντώ", "συκοφαντία":"συκοφαντία", "συκοφαντίας":"συκοφαντία", "συκοφαντίες":"συκοφαντία", "συκοφαντικά":"συκοφαντικά", "συκοφαντικές":"συκοφαντικός", "συκοφαντική":"συκοφαντικός", "συκοφαντικής":"συκοφαντικός", "συκοφαντικό":"συκοφαντικός", "συκοφαντικούς":"συκοφαντικός", "συκοφαντιών":"συκοφαντία", "συκοφαντούν":"συκοφαντώ", "συκοφαντούσαν":"συκοφαντώ", "συκώτι":"συκώτι", "συκωτιού":"συκώτι", "συλλάβαμε":"συλλαμβάνω", "συλλάβει":"συλλαμβάνω", "συλλαβές":"συλλαβή", "συλλαβή":"συλλαβή", "συλλάβουμε":"συλλαμβάνω", "συλλάβουν":"συλλαμβάνω", "συλλαλητήρια":"συλλαλητήριο", "συλλαλητηριο":"συλλαλητήριο", "συλλαλητήριο":"συλλαλητήριο", "συλλαλητηρίου":"συλλαλητήριο", "συλλαλητηρίων":"συλλαλητήριο", "συλλαμβάνει":"συλλαμβάνω", "συλλαμβάνεται":"συλλαμβάνω", "συλλαμβάνονται":"συλλαμβάνω", "συλλαμβάνονταν":"συλλαμβάνω", "συλλαμβάνουμε":"συλλαμβάνω", "συλλαμβάνουν":"συλλαμβάνω", "συλλεγεί":"συλλέγω", "συλλέγει":"συλλέγω", "συλλέγεις":"συλλέγω", "συλλέγεται":"συλλέγω", "συλλέγονται":"συλλέγω", "συλλέγοντας":"συλλέγω", "συλλέγουν":"συλλέγω", "συλλέκτες":"συλλέκτης", "συλλέκτη":"συλλέκτης", "συλλεκτήρες":"συλλεκτήρας", "συλλέκτης":"συλλέκτης", "συλλεκτικά":"συλλεκτικός", "συλλεκτικές":"συλλεκτικός", "συλλεκτική":"συλλεκτικός", "συλλεκτικής":"συλλεκτικός", "συλλεκτικό":"συλλεκτικός", "συλλεκτικού":"συλλεκτικός", "συλλεκτικών":"συλλεκτικός", "συλλεκτών":"συλλέκτης", "συλλέξει":"συλλέγω", "συλλέξουν":"συλλέγω", "συλλεχθεί":"συλλέγω", "συλλέχθηκε":"συλλέγω", "συλλη":"συλλη", "συλλήβδην":"συλλήβδην", "συλληφθεί":"συλλαμβάνω", "συλληφθείς":"συλληφθείς", "συλληφθέντα":"συλληφθείς", "συλληφθέντες":"συλληφθείς", "συλληφθέντων":"συλληφθείς", "συλληφθούν":"συλλαμβάνω", "συλληφθώ":"συλλαμβάνω", "συλλήψεις":"σύλληψη", "συλλήψεων":"σύλληψη", "συλλήψεως":"σύλληψη", "σύλληψη":"σύλληψη", "σύλληψή":"σύλληψη", "σύλληψης":"σύλληψη", "σύλληψής":"σύλληψη", "συλλογές":"συλλογή", "συλλογή":"συλλογή", "συλλογής":"συλλογή", "συλλογίζομαι":"συλλογίζομαι", "συλλογικά":"συλλογικός", "συλλογικές":"συλλογικός", "συλλογική":"συλλογικός", "συλλογικής":"συλλογικός", "συλλογικό":"συλλογικός", "συλλογικοί":"συλλογικός", "συλλογικός":"συλλογικός", "συλλογικότητα":"συλλογικότητα", "συλλογικότητας":"συλλογικότητα", "συλλογικοτήτων":"συλλογικότητα", "συλλογικού":"συλλογικός", "συλλογικούς":"συλλογικός", "συλλογικών":"συλλογικός", "συλλογισμό":"συλλογισμός", "συλλογισμός":"συλλογισμός", "συλλογισμού":"συλλογισμός", "συλλογισμούς":"συλλογισμός", "συλλογιστεί":"συλλογιέμαι", "συλλογιστική":"συλλογιστικός", "συλλογιστικής":"συλλογιστικός", "σύλλογο":"σύλλογος", "σύλλογό":"σύλλογος", "σύλλογοι":"σύλλογος", "σύλλογον":"σύλλογος", "συλλογος":"σύλλογος", "σύλλογος":"σύλλογος", "συλλόγου":"σύλλογος", "συλλογους":"σύλλογος", "συλλόγους":"σύλλογος", "συλλογών":"συλλογή", "συλλόγων":"σύλλογος", "συλλυπητήρια":"συλλυπητήριος", "συλλυπητήριά":"συλλυπητήριος", "συλλυπητηρίους":"συλλυπητήριος", "συλλυπητηρίων":"συλλυπητήριος", "συλφίδες":"συλφίδα", "συμ":"συμ", "συμβαδίζει":"συμβαδίζω", "συμβαδίζοντας":"συμβαδίζω", "συμβαδίζουν":"συμβαδίζω", "συμβαδίσει":"συμβαδίζω", "συμβαδίσουν":"συμβαδίζω", "συμβαίνει":"συμβαίνω", "συμβαίνοντα":"συμβαίνων", "συμβαίνουν":"συμβαίνει", "συμβάλει":"συμβάλλω", "συμβάλετε":"συμβάλλω", "συμβάλλει":"συμβάλλω", "συμβαλλόμενους":"συμβαλλόμενος", "συμβαλλομένων":"συμβαλλόμενος", "συμβαλλόμενων":"συμβαλλόμενος", "συμβάλλοντας":"συμβάλλω", "συμβάλλουμε":"συμβάλλω", "συμβάλλουν":"συμβάλλω", "συμβάλλω":"συμβάλλω", "συμβάλουμε":"συμβάλλω", "συμβάλουν":"συμβάλλω", "συμβάλω":"συμβάλλω", "συμβάν":"συμβάν", "συμβάντα":"συμβάν", "συμβάντος":"συμβάν", "συμβαντων":"συμβάν", "συμβάντων":"συμβάν", "συμβάσεις":"σύμβαση", "συμβάσεων":"σύμβαση", "συμβάσεών":"σύμβαση", "συμβάσεως":"σύμβαση", "σύμβαση":"σύμβαση", "σύμβασή":"σύμβαση", "συμβασης":"σύμβαση", "σύμβασης":"σύμβαση", "σύμβασής":"σύμβαση", "συμβασιλεύουσα":"συμβασιλεύων", "συμβασιοποιηθούν":"συμβασιοποιηθούν", "συμβασιοποίηση":"συμβασιοποίηση", "συμβασιοποίησή":"συμβασιοποίησή", "συμβασιούχοι":"συμβασιούχος", "συμβασιούχους":"συμβασιούχος", "συμβασιούχων":"συμβασιούχος", "συμβατά":"συμβατός", "συμβατές":"συμβατός", "συμβατή":"συμβατός", "συμβατικά":"συμβατικά", "συμβατικά":"συμβατικός", "συμβατικές":"συμβατικός", "συμβατική":"συμβατικός", "συμβατικής":"συμβατικός", "συμβατικό":"συμβατικός", "συμβατικοί":"συμβατικός", "συμβατικός":"συμβατικός", "συμβατικότητες":"συμβατικότητα", "συμβατικού":"συμβατικός", "συμβατικούς":"συμβατικός", "συμβατικών":"συμβατικός", "συμβατό":"συμβατός", "συμβατός":"συμβατός", "συμβατότητα":"συμβατότητα", "συμβεβλημένα":"συμβάλλω", "συμβεβλημένες":"συμβάλλω", "συμβεί":"συμβαίνω", "συμβία":"συμβία", "συμβιβάζει":"συμβιβάζω", "συμβιβάζεστε":"συμβιβάζω", "συμβιβάζεται":"συμβιβάζω", "συμβιβάζονται":"συμβιβάζω", "συμβιβασθεί":"συμβιβάζω", "συμβιβασμένη":"συμβιβάζω", "συμβιβασμένοι":"συμβιβάζω", "συμβιβασμό":"συμβιβασμός", "συμβιβασμοί":"συμβιβασμός", "συμβιβασμός":"συμβιβασμός", "συμβιβασμού":"συμβιβασμός", "συμβιβασμούς":"συμβιβασμός", "συμβιβασμών":"συμβιβασμός", "συμβιβαστεί":"συμβιβάζω", "συμβιβαστείτε":"συμβιβάζω", "συμβιβάστηκαν":"συμβιβάζω", "συμβιβάστηκε":"συμβιβάζω", "συμβιβαστικές":"συμβιβαστικός", "συμβιβαστική":"συμβιβαστικός", "συμβιβαστικής":"συμβιβαστικός", "συμβιβαστικό":"συμβιβαστικός", "συμβιβαστικών":"συμβιβαστικός", "συμβιβαστούμε":"συμβιβάζω", "συμβιβαστούν":"συμβιβάζω", "συμβιβαστώ":"συμβιβάζω", "συμβίωναν":"συμβιώνω", "συμβιώνει":"συμβιώνω", "συμβιώνουμε":"συμβιώνω", "συμβιώνουν":"συμβιώνω", "συμβίωσαν":"συμβιώνω", "συμβιώσει":"συμβιώνω", "συμβίωση":"συμβίωση", "συμβίωσή":"συμβίωση", "συμβίωσης":"συμβίωση", "συμβιώσουν":"συμβιώνω", "συμβληθεί":"συμβάλλω", "σύμβολα":"σύμβολο", "σύμβολά":"σύμβολο", "συμβολαια":"συμβόλαιο", "συμβόλαια":"συμβόλαιο", "συμβόλαιά":"συμβόλαιο", "συμβολαιακή":"συμβολαιακός", "συμβολαιακό":"συμβολαιακός", "συμβολαιο":"συμβόλαιο", "συμβόλαιο":"συμβόλαιο", "συμβόλαιό":"συμβόλαιο", "συμβολαιογραφική":"συμβολαιογραφικός", "συμβολαιογραφικής":"συμβολαιογραφικός", "συμβολαιογραφικό":"συμβολαιογραφικός", "συμβολαιογράφο":"συμβολαιογράφος", "συμβολαιογράφοι":"συμβολαιογράφος", "συμβολαιογράφος":"συμβολαιογράφος", "συμβολαιογράφου":"συμβολαιογράφος", "συμβολαιογράφους":"συμβολαιογράφος", "συμβολαιογράφων":"συμβολαιογράφος", "συμβολαίου":"συμβόλαιο", "συμβολαίων":"συμβόλαιο", "συμβολές":"συμβολή", "συμβολή":"συμβολή", "συμβολής":"συμβολή", "συμβόλιζε":"συμβολίζω", "συμβολίζει":"συμβολίζω", "συμβολίζουν":"συμβολίζω", "συμβολικά":"συμβολικά", "συμβολικές":"συμβολικός", "συμβολική":"συμβολικός", "συμβολικής":"συμβολικός", "συμβολικό":"συμβολικός", "συμβολικός":"συμβολικός", "συμβολικούς":"συμβολικός", "συμβολικών":"συμβολικός", "συμβόλισε":"συμβολίζω", "συμβολισμό":"συμβολισμός", "συμβολισμοί":"συμβολισμός", "συμβολισμός":"συμβολισμός", "συμβολισμού":"συμβολισμός", "συμβολισμούς":"συμβολισμός", "συμβολισμών":"συμβολισμός", "σύμβολο":"σύμβολο", "σύμβολό":"σύμβολο", "συμβόλου":"σύμβολο", "συμβόλων":"σύμβολο", "συμβουλ.υπηρ.α.ε":"συμβουλ.υπηρ.α.ε", "συμβουλάτορες":"συμβουλάτορας", "συμβουλάτορές":"συμβουλάτορας", "'συμβουλές'":"'συμβουλές'", "συμβουλες":"συμβουλή", "συμβουλές":"συμβουλή", "συμβούλευα":"συμβουλεύω", "συμβούλευαν":"συμβουλεύω", "συμβούλευε":"συμβουλεύω", "συμβουλεύει":"συμβουλεύω", "συμβουλεύεται":"συμβουλεύω", "συμβουλεύετε":"συμβουλεύω", "συμβουλευόμουν":"συμβουλεύω", "συμβουλεύονται":"συμβουλεύω", "συμβουλεύοντας":"συμβουλεύω", "συμβουλεύουν":"συμβουλεύω", "συμβούλευσαν":"συμβουλεύω", "συμβούλευσε":"συμβουλεύω", "συμβουλεύσει":"συμβουλεύω", "συμβουλεύσουν":"συμβουλεύω", "συμβουλευτεί":"συμβουλεύω", "συμβουλευτείτε":"συμβουλεύω", "συμβουλεύτηκε":"συμβουλεύω", "συμβουλευτικά":"συμβουλευτικά", "συμβουλευτικές":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτική":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτικής":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτικό":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτικού":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτικών":"συμβουλευτικός", "συμβουλευτούν":"συμβουλεύω", "συμβουλευτώ":"συμβουλεύω", "συμβουλεύω":"συμβουλεύω", "συμβούλεψε":"συμβουλεύω", "συμβουλή":"συμβουλή", "συμβούλια":"συμβούλιο", "συμβουλιο":"συμβούλιο", "συμβούλιο":"συμβούλιο", "συμβουλιου":"συμβούλιο", "συμβουλίου":"συμβούλιο", "συμβουλίων":"συμβούλιο", "σύμβουλο":"σύμβουλος", "σύμβουλό":"σύμβουλος", "σύμβουλοι":"σύμβουλος", "σύμβουλοί":"σύμβουλος", "συμβουλος":"σύμβουλος", "σύμβουλος":"σύμβουλος", "σύμβουλός":"σύμβουλος", "συμβούλου":"σύμβουλος", "συμβούλους":"σύμβουλος", "σύμβουλους":"σύμβουλος", "συμβουλών":"συμβουλή", "συμβούλων":"σύμβουλος", "συμβούν":"συμβαίνει", "συμέλα":"συμέλα", "συμέλας":"συμέλας", "συμελίδη":"συμελίδη", "συμελίδης":"συμελίδης", "συμετείχαν":"συμετείχαν", "συμετοχή":"συμετοχή", "συμεών":"συμεών", "συμεωνίδη":"συμεωνίδη", "συμεωνίδης":"συμεωνίδης", "συμεωνίδου":"συμεωνίδου", "συμητηριδής":"συμητηριδής", "συμμάζεμα":"συμμάζεμα", "συμμαζεμένο":"συμμαζεμένος", "συμμαζεύετε":"συμμαζεύω", "συμμαζεύουν":"συμμαζεύω", "συμμαζέψει":"συμμαζεύω", "συμμαζέψτε":"συμμαζεύω", "συμμαθητές":"συμμαθητής", "συμμαθητή":"συμμαθητής", "συμμαθητής":"συμμαθητής", "συμμαθήτρια":"συμμαθήτρια", "συμμαθήτριά":"συμμαθήτρια", "συμμαθητών":"συμμαθητής", "σύμμαχα":"σύμμαχος", "συμμαχεί":"συμμαχώ", "συμμάχησαν":"συμμαχώ", "συμμάχησε":"συμμαχώ", "συμμαχήσει":"συμμαχώ", "συμμαχήσουμε":"συμμαχώ", "συμμαχία":"συμμαχία", "συμμαχίας":"συμμαχία", "συμμαχίες":"συμμαχία", "συμμαχικά":"συμμαχικός", "συμμαχικές":"συμμαχικός", "συμμαχική":"συμμαχικός", "συμμαχικό":"συμμαχικός", "συμμαχικών":"συμμαχικός", "συμμαχιών":"συμμαχία", "σύμμαχο":"σύμμαχος", "σύμμαχό":"σύμμαχος", "'σύμμαχοί'":"'σύμμαχοί'", "σύμμαχοι":"σύμμαχος", "σύμμαχοί":"σύμμαχος", "σύμμαχος":"σύμμαχος", "σύμμαχός":"σύμμαχος", "συμμάχου":"σύμμαχος", "συμμαχούν":"συμμαχώ", "συμμαχους":"σύμμαχος", "συμμάχους":"σύμμαχος", "συμμάχων":"σύμμαχος", "σύμμεικτα":"σύμμεικτος", "συμμερίζεται":"συμμερίζομαι", "συμμερίζομαι":"συμμερίζομαι", "συμμεριζόμαστε":"συμμερίζομαι", "συμμερίζονται":"συμμερίζομαι", "συμμεριστείτε":"συμμερίζομαι", "συμμερίστηκα":"συμμερίζομαι", "συμμεριστώ":"συμμερίζομαι", "συμμετάσχει":"συμμετέχω", "συμμετάσχετε":"συμμετέχω", "συμμετασχόντων":"συμμετάσχων", "συμμετάσχουμε":"συμμετέχω", "συμμετάσχουν":"συμμετέχω", "συμμετάσχω":"συμμετέχω", "συμμετείχα":"συμμετέχω", "συμμετείχαμε":"συμμετέχω", "συμμετείχαν":"συμμετέχω", "συμμετείχατε":"συμμετέχω", "συμμετείχε":"συμμετέχω", "συμμετέχει":"συμμετέχω", "συμμετέχεις":"συμμετέχω", "συμμετέχετε":"συμμετέχω", "συμμετέχοντας":"συμμετέχω", "συμμετέχοντες":"συμμετέχων", "συμμετεχόντων":"συμμετέχων", "συμμετέχουμε":"συμμετέχω", "συμμετέχουν":"συμμετέχω", "συμμετέχουσες":"συμμετέχων", "συμμετέχω":"συμμετέχω", "συμμετέχων":"συμμετέχων", "συμμετοχές":"συμμετοχή", "συμμετοχη":"συμμετοχή", "συμμετοχή":"συμμετοχή", "συμμετοχής":"συμμετοχή", "συμμετοχικές":"συμμετοχικός", "συμμετοχική":"συμμετοχικός", "συμμετοχικής":"συμμετοχικός", "συμμετοχων":"συμμετοχή", "συμμετοχών":"συμμετοχή", "συμμετρία":"συμμετρία", "συμμετρικά":"συμμετρικά", "συμμορία":"συμμορία", "συμμορίας":"συμμορία", "συμμορίες":"συμμορία", "συμμορίτες":"συμμορίτης", "συμμοριών":"συμμορία", "συμμορφούμενη":"συμμορφούμενος", "συμμορφούμενο":"συμμορφούμενος", "συμμορφούμενος":"συμμορφούμενος", "συμμορφωθεί":"συμμορφώνω", "συμμορφώθηκαν":"συμμορφώνω", "συμμορφώθηκε":"συμμορφώνω", "συμμορφωθούν":"συμμορφώνω", "συμμορφώνεται":"συμμορφώνω", "συμμορφώνονται":"συμμορφώνω", "συμμορφώνονταν":"συμμορφώνω", "συμμόρφωση":"συμμόρφωση", "συμμόρφωσή":"συμμόρφωση", "συμμόρφωσης":"συμμόρφωση", "συμμόρφωσής":"συμμόρφωση", "συμπαγείς":"συμπαγής", "συμπαγές":"συμπαγής", "συμπαγή":"συμπαγής", "συμπαγής":"συμπαγής", "συμπαγούς":"συμπαγής", "συμπαθεί":"συμπαθώ", "συμπάθεια":"συμπάθεια", "συμπάθειά":"συμπάθεια", "συμπάθειας":"συμπάθεια", "συμπάθειες":"συμπάθεια", "συμπάθειές":"συμπάθεια", "συμπαθείς":"συμπαθής", "συμπαθές":"συμπαθής", "συμπαθέστατα":"συμπαθής", "συμπαθέστατη":"συμπαθής", "συμπαθέστατος":"συμπαθής", "συμπαθή":"συμπαθής", "συμπαθής":"συμπαθής", "συμπάθησα":"συμπαθώ", "συμπαθητικά":"συμπαθητικά", "συμπαθητικές":"συμπαθητικός", "συμπαθητική":"συμπαθητικός", "συμπαθητικό":"συμπαθητικός", "συμπαθητικός":"συμπαθητικός", "συμπαθούν":"συμπαθώ", "συμπαθούντες":"συμπαθών", "συμπαθούσαν":"συμπαθώ", "συμπαθώ":"συμπαθώ", "συμπαιγνία":"συμπαιγνία", "συμπαίκτες":"συμπαίκτης", "συμπαίκτη":"συμπαίκτης", "συμπαίκτης":"συμπαίκτης", "συμπαικτών":"συμπαίκτης", "σύμπαν":"σύμπαν", "σύμπαντα":"σύμπαν", "συμπαντικές":"συμπαντικός", "σύμπαντος":"σύμπαν", "σύμπαντός":"σύμπαν", "συμπαραγωγές":"συμπαραγωγή", "συμπαραγωγή":"συμπαραγωγή", "συμπαραγωγής":"συμπαραγωγή", "συμπαραγωγός":"συμπαραγωγός", "συμπαραγωγού":"συμπαραγωγός", "συμπαραγωγούς":"συμπαραγωγός", "συμπαρασταθεί":"συμπαραστέκομαι", "συμπαραστάθηκαν":"συμπαραστέκομαι", "συμπαραστάθηκε":"συμπαραστέκομαι", "συμπαρασταθούμε":"συμπαραστέκομαι", "συμπαρασταθούν":"συμπαραστέκομαι", "συμπαρασταθώ":"συμπαραστέκομαι", "συμπαράσταση":"συμπαράσταση", "συμπαράστασή":"συμπαράσταση", "συμπαράστασης":"συμπαράσταση", "συμπαραστάτες":"συμπαραστάτης", "συμπαραστάτη":"συμπαραστάτης", "συμπαραστάτης":"συμπαραστάτης", "συμπαραστέκεται":"συμπαραστέκομαι", "συμπαραστέκονται":"συμπαραστέκομαι", "συμπαραστεκόταν":"συμπαραστέκομαι", "συμπαρασύρει":"συμπαρασύρω", "συμπαρασύρεται":"συμπαρασύρω", "συμπαρασύροντας":"συμπαρασύρω", "συμπαρασύρουν":"συμπαρασύρω", "συμπαράταξη":"συμπαράταξη", "συμπαράταξης":"συμπαράταξη", "συμπαρατάσσεται":"συμπαρατάσσομαι", "συμπαρατάσσονται":"συμπαρατάσσομαι", "συμπαρατάσσονταν":"συμπαρατάσσομαι", "συμπαραταχθεί":"συμπαρατάσσομαι", "συμπαραταχθούν":"συμπαρατάσσομαι", "συμπαρέσυρε":"συμπαρασύρω", "συμπαρίσταται":"συμπαρίσταμαι", "συμπαρομαρτούντα":"συμπαρομαρτών", "σύμπασας":"σύμπασας", "συμπάσχει":"συμπάσχω", "συμπάσχουμε":"συμπάσχω", "συμπατριώτες":"συμπατριώτης", "συμπατριώτη":"συμπατριώτης", "συμπατριώτης":"συμπατριώτης", "συμπατριώτισσα":"συμπατριώτισσα", "συμπατριώτισσά":"συμπατριώτισσα", "συμπατριώτισσάς":"συμπατριώτισσα", "συμπατριώτισσές":"συμπατριώτισσα", "συμπατριωτών":"συμπατριώτης", "συμπεθέρου":"συμπέθερος", "συμπεραίνει":"συμπεραίνω", "συμπεραίνοντας":"συμπεραίνω", "συμπεραίνουν":"συμπεραίνω", "συμπέραναν":"συμπεραίνω", "συμπέρανε":"συμπεραίνω", "συμπεράνει":"συμπεραίνω", "συμπεράνουμε":"συμπεραίνω", "συμπεράνω":"συμπεραίνω", "συμπερασμα":"συμπέρασμα", "συμπέρασμα":"συμπέρασμα", "συμπέρασμά":"συμπέρασμα", "συμπεράσματα":"συμπέρασμα", "συμπεράσματά":"συμπέρασμα", "συμπερασματικά":"συμπερασματικά", "συμπεράσματος":"συμπέρασμα", "συμπερασμάτων":"συμπέρασμα", "συμπεριέλαβαν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριέλαβε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριελάμβανε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριελήφθη":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριελήφθησαν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβει":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβεις":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβετε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβουμε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβουν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάβω":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλάμβαναν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβάνει":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβάνεται":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβάνετε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβανομέnων":"συμπεριλαμβανομέnων", "συμπεριλαμβανόμενη":"συμπεριλαμβανόμενος", "συμπεριλαμβανομένης":"συμπεριλαμβανόμενος", "συμπεριλαμβανομένου":"συμπεριλαμβανόμενος", "συμπεριλαμβανομένων":"συμπεριλαμβανόμενος", "συμπεριλαμβανόμενων":"συμπεριλαμβανόμενος", "συμπεριλαμβάνονται":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβάνονταν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβάνοντας":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλαμβανόταν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριληφθεί":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλήφθη":"συμπεριλήφθη", "συμπεριλήφθηκαν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριλήφθηκε":"συμπεριλαμβάνω", "συμπεριληφθούν":"συμπεριλαμβάνω", "συμπερίληψη":"συμπερίληψη", "συμπερίληψή":"συμπερίληψη", "συμπεριφέρεστε":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφέρεται":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφερθεί":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφερθείτε":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφέρθηκαν":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφέρθηκε":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφερθούν":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφερόμαστε":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφέρονται":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφέρονταν":"συμπεριφέρομαι", "συμπεριφορά":"συμπεριφορά", "συμπεριφοράς":"συμπεριφορά", "συμπεριφορές":"συμπεριφορά", "συμπεριφορικό":"συμπεριφορικός", "συμπεριφορών":"συμπεριφορά", "συμπέσει":"συμπίπτω", "συμπεφωνημένα":"συμπεφωνημένος", "συμπήξει":"συμπηγνύω", "σύμπηξη":"σύμπηξη", "συμπιέζεται":"συμπιέζω", "συμπιέζονται":"συμπιέζω", "συμπιέσει":"συμπιέζω", "συμπίεση":"συμπίεση", "συμπίεσης":"συμπίεση", "συμπιεσμένο":"συμπιέζω", "συμπιέσουν":"συμπιέζω", "συμπιεστούν":"συμπιέζω", "συμπίπτει":"συμπίπτω", "συμπίπτουν":"συμπίπτω", "σύμπλεγμα":"σύμπλεγμα", "συμπλέγματα":"σύμπλεγμα", "συμπλεγματική":"συμπλεγματικός", "συμπλέγματος":"σύμπλεγμα", "συμπλεκομένων":"συμπλεκόμενος", "συμπλέκονται":"συμπλέκω", "σύμπλευση":"σύμπλευση", "σύμπλευσης":"σύμπλευση", "συμπλεύσουμε":"συμπλέω", "συμπληγάδες":"συμπληγάδες", "συμπληρωθεί":"συμπληρώνω", "συμπληρώθηκαν":"συμπληρώνω", "συμπληρώθηκε":"συμπληρώνω", "συμπληρωθούν":"συμπληρώνω", "συμπλήρωμα":"συμπλήρωμα", "συμπληρώματα":"συμπλήρωμα", "συμπληρωματικά":"συμπληρωματικά", "συμπληρωματικά":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματικές":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματική":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματικής":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματικό":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματικός":"συμπληρωματικός", "συμπληρωματικών":"συμπληρωματικός", "συμπληρωμάτων":"συμπλήρωμα", "συμπληρωμένα":"συμπληρώνω", "συμπληρωμένες":"συμπληρωμένος", "συμπληρωμένο":"συμπληρωμένος", "συμπλήρωναν":"συμπληρώνω", "συμπλήρωνε":"συμπληρώνω", "συμπληρώνει":"συμπληρώνω", "συμπληρώνεται":"συμπληρώνω", "συμπληρωνονται":"συμπληρώνω", "συμπληρώνονται":"συμπληρώνω", "συμπληρώνοντας":"συμπληρώνω", "συμπληρωνόταν":"συμπληρώνω", "συμπληρώνουμε":"συμπληρώνω", "συμπληρωνουν":"συμπληρώνω", "συμπληρώνουν":"συμπληρώνω", "συμπλήρωσα":"συμπληρώνω", "συμπλήρωσαν":"συμπληρώνω", "συμπλήρωσε":"συμπληρώνω", "συμπληρώσει":"συμπληρώνω", "συμπληρώσεις":"συμπλήρωση", "συμπληρώσετε":"συμπληρώνω", "συμπληρώσεως":"συμπλήρωση", "συμπληρώσεώς":"συμπλήρωση", "συμπληρωση":"συμπλήρωση", "συμπλήρωση":"συμπλήρωση", "συμπλήρωσή":"συμπλήρωση", "συμπλήρωσης":"συμπλήρωση", "συμπληρώσουμε":"συμπληρώνω", "συμπληρώσουν":"συμπληρώνω", "συμπληρώσω":"συμπληρώνω", "συμπλοκές":"συμπλοκή", "συμπλοκή":"συμπλοκή", "συμπλοκής":"συμπλοκή", "σύμπνοια":"σύμπνοια", "συμπολίτες":"συμπολίτης", "συμπολιτευόμενοι":"συμπολιτευόμενος", "συμπολίτευση":"συμπολίτευση", "συμπολίτευσης":"συμπολίτευση", "συμπολίτη":"συμπολίτης", "συμπολίτης":"συμπολίτης", "συμπολίτισσα":"συμπολίτισσα", "συμπολίτισσας":"συμπολίτισσα", "συμπολιτών":"συμπολίτης", "συμπονάτε":"συμπονώ", "συμπονέσαμε":"συμπονώ", "συμπόνια":"συμπόνια", "συμπόνιας":"συμπόνια", "συμπόνοια":"συμπόνοια", "συμπορευθεί":"συμπορεύομαι", "συμπορευθούν":"συμπορεύομαι", "συμπορευόμαστε":"συμπορεύομαι", "συμπόρευση":"συμπόρευση", "συμπόρευσης":"συμπόρευση", "συμπορευτεί":"συμπορεύομαι", "συμπορευτήκατε":"συμπορεύομαι", "συμπόσια":"συμπόσιο", "συμποσιο":"συμπόσιο", "συμπόσιο":"συμπόσιο", "συμπόσιον":"συμπόσιο", "συμποσίου":"συμπόσιο", "συμπράξεων":"σύμπραξη", "σύμπραξη":"σύμπραξη", "σύμπραξή":"σύμπραξη", "σύμπραξης":"σύμπραξη", "συμπράττει":"συμπράττω", "συμπράττοντας":"συμπράττω", "συμπροεδρεύοντες":"συμπροεδρεύων", "συμπρωταγωνιστεί":"συμπρωταγωνιστώ", "συμπρωταγωνιστές":"συμπρωταγωνιστής", "συμπρωταγωνιστής":"συμπρωταγωνιστής", "συμπρωταγωνίστρια":"συμπρωταγωνίστρια", "συμπρωταγωνίστριες":"συμπρωταγωνίστρια", "συμπρωτεύουσα":"συμπρωτεύουσα", "συμπρωτευουσας":"συμπρωτεύουσα", "συμπρωτεύουσας":"συμπρωτεύουσα", "συμπτύξεις":"σύμπτυξη", "σύμπτυξη":"σύμπτυξη", "συμπτύσσει":"συμπτύσσω", "συμπτυχθούν":"συμπτύσσω", "σύμπτωμα":"σύμπτωμα", "συμπτώματα":"σύμπτωμα", "συμπτωματικά":"συμπτωματικά", "συμπτωματικές":"συμπτωματικός", "συμπτωματική":"συμπτωματικός", "συμπτωματικό":"συμπτωματικός", "συμπτωματολογία":"συμπτωματολογία", "συμπτωμάτων":"σύμπτωμα", "συμπτωσεις":"σύμπτωση", "συμπτώσεις":"σύμπτωση", "συμπτώσεων":"σύμπτωση", "σύμπτωση":"σύμπτωση", "συμπυκνωθεί":"συμπυκνώνω", "συμπύκνωμα":"συμπύκνωμα", "συμπυκνωμένα":"συμπυκνώνω", "συμπυκνωμένες":"συμπυκνωμένος", "συμπυκνωμένη":"συμπυκνωμένος", "συμπυκνωμένης":"συμπυκνώνω", "συμπυκνώνει":"συμπυκνώνω", "συμπυκνώνεται":"συμπυκνώνω", "συμπυκνώνοντας":"συμπυκνώνω", "συμπυκνώνουν":"συμπυκνώνω", "συμπυκνώσει":"συμπυκνώνω", "συμπύκνωση":"συμπύκνωση", "συμφέρει":"συμφέρω", "συμφέρον":"συμφέρον", "συμφέροντα":"συμφέρον", "συμφέροντά":"συμφέρον", "συμφεροντολόγος":"συμφεροντολόγος", "συμφέροντος":"συμφέρον", "συμφερόντων":"συμφέρον", "συμφέρουν":"συμφέρω", "συμφέρουσα":"συμφέρων", "συμφέρουσας":"συμφέρων", "συμφέρουσες":"συμφέρων", "συμφιλιωθεί":"συμφιλιώνω", "συμφιλιώθηκε":"συμφιλιώνω", "συμφιλιωθούν":"συμφιλιώνω", "συμφιλιώνεται":"συμφιλιώνω", "συμφιλιώσει":"συμφιλιώνω", "συμφιλίωση":"συμφιλίωση", "συμφιλίωσης":"συμφιλίωση", "συμφιλιώσουν":"συμφιλιώνω", "συμφιλιωτική":"συμφιλιωτικός", "συμφιλιωτικό":"συμφιλιωτικός", "συμφοιτητές":"συμφοιτητής", "συμφοιτητή":"συμφοιτητής", "συμφοιτητής":"συμφοιτητής", "συμφοιτητών":"συμφοιτητής", "συμφορά":"συμφορά", "συμφοράς":"συμφορά", "συμφορές":"συμφορά", "συμφόρηση":"συμφόρηση", "συμφόρησης":"συμφόρηση", "συμφορών":"συμφορά", "συμφραζόμενα":"συμφραζόμενα", "συμφυρμό":"συμφυρμός", "σύμφυτα":"σύμφυτος", "σύμφυτες":"σύμφυτος", "σύμφυτο":"σύμφυτος", "συμφωνα":"σύμφωνα", "σύμφωνα":"σύμφωνα", "σύμφωνα":"σύμφωνος", "συμφωνεί":"συμφωνώ", "συμφωνείς":"συμφωνώ", "συμφωνείται":"συμφωνώ", "συμφωνείτε":"συμφωνώ", "σύμφωνες":"σύμφωνος", "σύμφωνη":"σύμφωνος", "συμφωνηθεί":"συμφωνώ", "συμφωνηθείσα":"συμφωνηθείς", "συμφωνηθέντα":"συμφωνηθείς", "συμφωνήθηκαν":"συμφωνώ", "συμφωνήθηκε":"συμφωνώ", "συμφωνημένες":"συμφωνώ", "συμφωνημένο":"συμφωνώ", "συμφωνημένου":"συμφωνημένος", "σύμφωνης":"σύμφωνος", "συμφώνησα":"συμφωνώ", "συμφωνήσαμε":"συμφωνώ", "συμφώνησαν":"συμφωνώ", "συμφωνησε":"συμφωνώ", "συμφώνησε":"συμφωνώ", "συμφωνήσει":"συμφωνώ", "συμφωνήσετε":"συμφωνώ", "συμφωνήσουμε":"συμφωνώ", "συμφωνήσουν":"συμφωνώ", "συμφωνήσω":"συμφωνώ", "συμφωνητικά":"συμφωνητικό", "συμφωνητικό":"συμφωνητικό", "συμφωνια":"συμφωνία", "συμφωνία":"συμφωνία", "συμφωνίας":"συμφωνία", "συμφωνίες":"συμφωνία", "συμφωνικές":"συμφωνικός", "συμφωνική":"συμφωνικός", "συμφωνιών":"συμφωνία", "σύμφωνο":"σύμφωνο", "σύμφωνοι":"σύμφωνος", "σύμφωνον":"σύμφωνος", "σύμφωνος":"σύμφωνος", "συμφώνου":"σύμφωνο", "συμφώνου":"σύμφωνος", "συμφωνούμε":"συμφωνώ", "συμφωνούν":"συμφωνώ", "συμφωνούνται":"συμφωνώ", "σύμφωνους":"σύμφωνος", "συμφωνούσαμε":"συμφωνώ", "συμφωνούσαν":"συμφωνώ", "συμφωνούσε":"συμφωνώ", "συμφωνούσες":"συμφωνώ", "συμφωνώ":"συμφωνώ", "συμφώνων":"σύμφωνος", "συμφωνώντας":"συμφωνώ", "συμψηφισμός":"συμψηφισμός", "συμψηφιστούν":"συμψηφίζω", "συν":"συν", "συναγάγουμε":"συνάγω", "συνάγει":"συνάγω", "συναγερμό":"συναγερμός", "συναγερμοί":"συναγερμός", "συναγερμος":"συναγερμός", "συναγερμός":"συναγερμός", "συναγερμού":"συναγερμός", "συναγερμούς":"συναγερμός", "συνάγεται":"συνάγω", "συναγρίδα":"συναγρίδα", "συναγωγές":"συναγωγή", "συναγωγή":"συναγωγή", "συναγωνίζεται":"συναγωνίζομαι", "συναγωνιζόμενοι":"συναγωνιζόμενος", "συναγωνίζονται":"συναγωνίζομαι", "συναγωνίζονταν":"συναγωνίζομαι", "συναγωνισθούν":"συναγωνίζομαι", "συναγωνισμός":"συναγωνισμός", "συναγωνισμού":"συναγωνισμός", "συναγωνιστεί":"συναγωνίζομαι", "συναγωνιστές":"συναγωνιστής", "συναγωνίστηκε":"συναγωνίζομαι", "συναγωνιστούν":"συναγωνίζομαι", "συναγωνιστών":"συναγωνιστής", "συνάδει":"συνάδω", "συνάδελφε":"συνάδελφος", "συναδελφικής":"συναδελφικός", "συναδελφικότητας":"συναδελφικότητα", "συνάδελφο":"συνάδελφος", "συνάδελφό":"συνάδελφος", "συνάδελφοι":"συνάδελφος", "συνάδελφοί":"συνάδελφος", "συνάδελφος":"συνάδελφος", "συνάδελφός":"συνάδελφος", "συναδέλφου":"συνάδελφος", "συναδέλφους":"συνάδελφος", "συνάδελφους":"συνάδελφος", "συναδέλφων":"συνάδελφος", "συναδέλφωση":"συναδέλφωση", "συνάδερφος":"συνάδερφος", "συναδέρφων":"συνάδερφος", "συνάδουν":"συνάδω", "συνάδουσα":"συνάάδων", "συναθλητές":"συναθλητής", "συναθλητής":"συναθλητής", "συναθροίσεις":"συνάθροιση", "συναθροίσεων":"συνάθροιση", "συνάθροιση":"συνάθροιση", "συναινεί":"συναινώ", "συναίνεσε":"συναινώ", "συναινεσει":"συναινώ", "συναινέσει":"συναινώ", "συναινέσεις":"συναίνεση", "συναινέσεων":"συναίνεση", "συναινέσεως":"συναίνεση", "συναίνεση":"συναίνεση", "συναίνεσης":"συναίνεση", "συναινέσουν":"συναινώ", "συναινετικά":"συναινετικός", "συναινετικές":"συναινετικός", "συναινετικό":"συναινετικός", "συναινετικός":"συναινετικός", "συναινούν":"συναινώ", "συναισθανθεί":"συναισθάνομαι", "συναίσθημα":"συναίσθημα", "συναίσθημά":"συναίσθημα", "συναισθηματα":"συναίσθημα", "συναισθήματα":"συναίσθημα", "συναισθήματά":"συναίσθημα", "συναισθηματικά":"συναισθηματικά", "συναισθηματικές":"συναισθηματικός", "συναισθηματική":"συναισθηματικός", "συναισθηματικής":"συναισθηματικός", "συναισθηματικό":"συναισθηματικός", "συναισθηματικοί":"συναισθηματικός", "συναισθηματικός":"συναισθηματικός", "συναισθηματικού":"συναισθηματικός", "συναισθηματικούς":"συναισθηματικός", "συναισθηματικών":"συναισθηματικός", "συναισθηματισμό":"συναισθηματισμός", "συναισθηματισμοί":"συναισθηματισμός", "συναισθηματισμού":"συναισθηματισμός", "συναισθηματισμούς":"συναισθηματισμός", "συναισθήματος":"συναίσθημα", "συναισθημάτων":"συναίσθημα", "συναίσθηση":"συναίσθηση", "συνακόλουθα":"συνακόλουθα", "συνακόλουθες":"συνακόλουθος", "συνακόλουθη":"συνακόλουθος", "συνακόλουθο":"συνακόλουθος", "συναλλαγές":"συναλλαγή", "συναλλαγή":"συναλλαγή", "συναλλαγής":"συναλλαγή", "συναλλαγή-σύμβαση":"συναλλαγή-σύμβαση", "συναλλαγμα":"συνάλλαγμα", "συνάλλαγμα":"συνάλλαγμα", "συναλλαγματικά":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματικές":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματική":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματικής":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματικό":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματικού":"συναλλαγματικός", "συναλλαγματικών":"συναλλαγματικός", "συναλλάγματος":"συνάλλαγμα", "συναλλαγματοφόρο":"συναλλαγματοφόρος", "συναλλαγών":"συναλλαγή", "συναλλακτικά":"συναλλακτικός", "συναλλακτική":"συναλλακτικός", "συναλλακτικό":"συναλλακτικός", "συναλλάσσεται":"συναλλάσσω", "συναλλασσόμενο":"συναλλασσόμενος", "συναλλασσόμενους":"συναλλασσόμενος", "συναλλασσομένων":"συναλλασσόμενος", "συναλλάσσονται":"συναλλάσσω", "συναλλάσσονταν":"συναλλάσσω", "συναμά":"συνάμα", "συνάμα":"συνάμα", "συνανας":"συνανας", "συναναστρέφεστε":"συναναστρέφομαι", "συναναστρέφεται":"συναναστρέφομαι", "συναναστροφές":"συναναστροφή", "συναναστροφή":"συναναστροφή", "συναναστροφής":"συναναστροφή", "συνάνθρωπο":"συνάνθρωπος", "συνάνθρωπό":"συνάνθρωπος", "συνάνθρωποί":"συνάνθρωπος", "συνάνθρωπός":"συνάνθρωπος", "συνανθρώπου":"συνάνθρωπος", "συνανθρώπους":"συνάνθρωπος", "συνανθρώπων":"συνάνθρωπος", "συναντά":"συναντώ", "συναντάει":"συναντώ", "συναντάμε":"συναντώ", "συναντάς":"συναντώ", "συναντάται":"συναντώ", "συναντάτε":"συναντώ", "συναντηθεί":"συναντώ", "συναντηθείτε":"συναντώ", "συναντήθηκα":"συναντώ", "συναντηθήκαμε":"συναντώ", "συναντήθηκαν":"συναντώ", "συναντηθηκε":"συναντώ", "συναντήθηκε":"συναντώ", "συναντηθούμε":"συναντώ", "συναντηθούν":"συναντώ", "συνάντησα":"συναντώ", "συναντήσαμε":"συναντώ", "συνάντησαν":"συναντώ", "συναντήσατε":"συναντώ", "συνάντησε":"συναντώ", "συναντήσει":"συναντώ", "συναντήσεις":"συνάντηση", "συναντήσεις":"συναντώ", "συναντήσετε":"συναντώ", "συναντήσεων":"συνάντηση", "συναντήσεών":"συνάντηση", "συναντηση":"συνάντηση", "συνάντηση":"συνάντηση", "συνάντησή":"συνάντηση", "συνάντησης":"συνάντηση", "συνάντησής":"συνάντηση", "συναντήσουμε":"συναντώ", "συναντήσουν":"συναντώ", "συναντήστε":"συναντώ", "συναντήσω":"συναντώ", "συναντιέται":"συναντώ", "συναντίληψη":"συναντίληψη", "συναντιόμασταν":"συναντώ", "συναντιόμαστε":"συναντώ", "συναντιόνται":"συναντώ", "συναντιούνται":"συναντώ", "συναντιούνταν":"συναντώ", "συναντούμε":"συναντώ", "συναντούν":"συναντώ", "συναντούνται":"συναντώ", "συναντούσα":"συναντώ", "συναντούσαμε":"συναντώ", "συναντούσαν":"συναντώ", "συναντούσατε":"συναντώ", "συναντούσε":"συναντώ", "συναντώ":"συναντώ", "συναντωνται":"συναντώ", "συναντώνται":"συναντώ", "συναντώντας":"συναντώ", "συνάξεις":"σύναξη", "σύναξη":"σύναξη", "συναπάντημα":"συναπάντημα", "συναπαρτίζουν":"συναπαρτίζω", "συναποτελούν":"συναποτελώ", "συναποφασίζει":"συναποφασίζω", "συναποφασίζουν":"συναποφασίζω", "συναποφασίσει":"συναποφασίζω", "συναποφασίσουν":"συναποφασίζω", "συναπτά":"συναπτός", "συνάπτει":"συνάπτω", "συνάπτεται":"συνάπτω", "συνάπτονται":"συνάπτω", "συνάρθρωσης":"συνάρθρωση", "συναριθμήσεις":"συναριθμώ", "συναριθμούνται":"συναριθμώ", "συναρμόδια":"συναρμόδιος", "συναρμόδιες":"συναρμόδιος", "συναρμόδιοι":"συναρμόδιος", "συναρμόδιους":"συναρμόδιος", "συναρμοδίων":"συναρμόδιος", "συναρμόδιων":"συναρμόδιος", "συναρμολόγηση":"συναρμολόγηση", "συναρπάζει":"συναρπάζω", "συναρπαστικά":"συναρπαστικός", "συναρπαστικές":"συναρπαστικός", "συναρπαστική":"συναρπαστικός", "συναρπαστικής":"συναρπαστικός", "συναρπαστικό":"συναρπαστικός", "συναρπαστικός":"συναρπαστικός", "συναρπαστικού":"συναρπαστικός", "συναρπαστικών":"συναρπαστικός", "συναρτάται":"συναρτώ", "συναρτήσει":"συναρτώ", "συνάρτηση":"συνάρτηση", "συναρτώνται":"συναρτώ", "συνασπίζει":"συνασπίζω", "συνασπίζονται":"συνασπίζω", "συνασπισμό":"συνασπισμός", "συνασπισμοί":"συνασπισμός", "συνασπισμός":"συνασπισμός", "συνασπισμού":"συνασπισμός", "συνασπισμούς":"συνασπισμός", "συνασπισμών":"συνασπισμός", "συνασπιστεί":"συνασπίζω", "συνασπιστούν":"συνασπίζω", "συναυλία":"συναυλία", "συναυλιακές":"συναυλιακός", "συναυλιακούς":"συναυλιακός", "συναυλίας":"συναυλία", "συναυλίες":"συναυλία", "συναυλιών":"συναυλία", "συναυτουργία":"συναυτουργία", "συνάφεια":"συνάφεια", "συνάφειά":"συνάφεια", "συνάφειας":"συνάφεια", "συναφείς":"συναφής", "συναφές":"συναφής", "συναφή":"συναφής", "συναφθεί":"συνάπτω", "συνάφθηκαν":"συνάφθηκαν", "συναφούς":"συναφής", "συναφών":"συναφής", "συνάχι":"συνάχι", "συνάψει":"συνάπτω", "συνάψεως":"σύναψη", "σύναψη":"σύναψη", "σύναψης":"σύναψη", "συνάψουν":"συνάπτω", "συνδαιτυμόνας":"συνδαιτυμόνας", "συνδαιτυμόνες":"συνδαιτυμόνας", "συνδεδεμένα":"συνδεδεμένος", "συνδεδεμένες":"συνδεδεμένος", "συνδεδεμένη":"συνδεδεμένος", "συνδεδεμένο":"συνδεδεμένος", "συνδεδεμένος":"συνδεδεμένος", "συνδεδεμένους":"συνδεδεμένος", "συνδέει":"συνδέω", "συνδέεται":"συνδέω", "συνδέετε":"συνδέω", "συνδεθεί":"συνδέω", "συνδέθηκαν":"συνδέω", "συνδέθηκε":"συνδέω", "συνδεθούν":"συνδέω", "συνδεμένα":"συνδδεμένος", "συνδεμένο":"συνδδεμένος", "συνδεόμενες":"συνδεόμενος", "συνδεόμενο":"συνδεόμενος", "συνδεόμενοι":"συνδεόμενος", "συνδεόμενων":"συνδεόμενος", "συνδέονται":"συνδέω", "συνδέονταν":"συνδέω", "συνδέοντας":"συνδέω", "συνδέοντάς":"συνδέω", "συνδεόταν":"συνδέω", "συνδέουμε":"συνδέω", "συνδέουν":"συνδέω", "συνδέσει":"συνδέω", "συνδέσεις":"σύνδεση", "συνδέσεων":"σύνδεση", "σύνδεση":"σύνδεση", "σύνδεσή":"σύνδεση", "σύνδεσης":"σύνδεση", "σύνδεσής":"σύνδεση", "συνδεσμίτες":"συνδεσμίτες", "σύνδεσμο":"σύνδεσμος", "σύνδεσμοι":"σύνδεσμος", "συνδεσμολογία":"συνδεσμολογία", "σύνδεσμος":"σύνδεσμος", "συνδέσμου":"σύνδεσμος", "συνδέσμους":"σύνδεσμος", "συνδέσμων":"σύνδεσμος", "συνδέσουμε":"συνδέω", "συνδέσουν":"συνδέω", "συνδέσω":"συνδέω", "συνδετήριος":"συνδετήριος", "συνδετική":"συνδετικός", "συνδετικό":"συνδετικός", "συνδετικοί":"συνδετικός", "συνδετικός":"συνδετικός", "συνδετικού":"συνδετικός", "συνδέω":"συνδέω", "συνδημότες":"συνδημότης", "συνδιαλέγεται":"συνδιαλέγομαι", "συνδιαλέξεις":"συνδιάλεξη", "συνδιαλέξεων":"συνδιάλεξη", "συνδιαλλαγεί":"συνδιαλλάσσω", "συνδιαλλαγές":"συνδιαλλαγή", "συνδιαλλαγή":"συνδιαλλαγή", "συνδιαμόρφωσε":"συνδιαμορφώνω", "συνδιασκέψεις":"συνδιάσκεψη", "συνδιασκέψεων":"συνδιάσκεψη", "συνδιάσκεψη":"συνδιάσκεψη", "συνδιάσκεψης":"συνδιάσκεψη", "συνδιαχείριση":"συνδιαχείριση", "συνδιδασκαλίας":"συνδιδασκαλία", "συνδιεκπεραίωσης":"συνδδιεκπεραίωση", "συνδίκα":"συνδίκα", "συνδικαλισμό":"συνδικαλισμός", "συνδικαλισμός":"συνδικαλισμός", "συνδικαλισμού":"συνδικαλισμός", "συνδικαλιστές":"συνδικαλιστής", "συνδικαλιστή":"συνδικαλιστής", "συνδικαλιστής":"συνδικαλιστής", "συνδικαλιστικά":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικές":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστική":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικής":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικό":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικοί":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικού":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικούς":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστικών":"συνδικαλιστικός", "συνδικαλιστών":"συνδικαλιστής", "συνδικάτα":"συνδικάτο", "συνδικάτο":"συνδικάτο", "συνδικάτου":"συνδικάτο", "συνδικάτων":"συνδικάτο", "συνδιοίκηση":"συνδιοίκηση", "συνδιοργανώνεται":"συνδιοργανώνω", "συνδιοργανώνουν":"συνδιοργανώνω", "συνδιοργάνωση":"συνδιοργάνωση", "συνδιοργανωτές":"συνδιοργανωτής", "συνδράμει":"συνδράμω", "συνδράμοντας":"συνδράμω", "συνδράμουν":"συνδράμω", "σύνδρομα":"σύνδρομο", "σύνδρομά":"σύνδρομο", "συνδρομές":"συνδρομή", "συνδρομή":"συνδρομή", "συνδρομής":"συνδρομή", "συνδρομητές":"συνδρομητής", "συνδρομητή":"συνδρομητής", "συνδρομητής":"συνδρομητής", "συνδρομητικά":"συνδρομητικός", "συνδρομητική":"συνδρομητικός", "συνδρομητικής":"συνδρομητικός", "συνδρομητικό":"συνδρομητικός", "συνδρομητικού":"συνδρομητικός", "συνδρομητικών":"συνδρομητικός", "συνδρομητών":"συνδρομητής", "σύνδρομο":"σύνδρομο", "συνδρόμου":"σύνδρομο", "συνδρόμων":"σύνδρομο", "συνδύαζαν":"συνδυάζω", "συνδύαζε":"συνδυάζω", "συνδυάζει":"συνδυάζω", "συνδυάζεις":"συνδυάζω", "συνδυάζεται":"συνδυάζω", "συνδυαζόμενες":"συνδυαζόμενος", "συνδυαζόμενη":"συνδυαζόμενος", "συνδυάζονται":"συνδυάζω", "συνδυάζοντας":"συνδυάζω", "συνδυαζόταν":"συνδυάζω", "συνδυάζουμε":"συνδυάζω", "συνδυάζουν":"συνδυάζω", "συνδυάσαμε":"συνδυάζω", "συνδύασαν":"συνδυάζω", "συνδύασε":"συνδυάζω", "συνδυάσει":"συνδυάζω", "συνδυάσεις":"συνδυάζω", "συνδυάσετε":"συνδυάζω", "συνδυασθεί":"συνδυάζω", "συνδυασμένα":"συνδυασμένος", "συνδυασμένες":"συνδυάζω", "συνδυασμένη":"συνδυάζω", "συνδυασμένο":"συνδυασμένος", "συνδυασμένος":"συνδυάζω", "συνδυασμένων":"συνδυάζω", "συνδυασμό":"συνδυασμός", "συνδυασμοί":"συνδυασμός", "συνδυασμός":"συνδυασμός", "συνδυασμού":"συνδυασμός", "συνδυασμούς":"συνδυασμός", "συνδυασμών":"συνδυασμός", "συνδυάσουμε":"συνδυάζω", "συνδυάσουν":"συνδυάζω", "συνδυάστε":"συνδυάζω", "συνδυαστεί":"συνδυάζω", "συνδυάστηκαν":"συνδυάζω", "συνδυάστηκε":"συνδυάζω", "συνδυαστούν":"συνδυάζω", "συνδυάσω":"συνδυάζω", "συνέβαιναν":"συμβαίνει", "συνέβαινε":"συμβαίνω", "συνέβαλα":"συμβάλλω", "συνέβαλαν":"συμβάλλω", "συνέβαλε":"συμβάλλω", "συνέβαλλαν":"συμβάλλω", "συνέβαλλε":"συμβάλλω", "συνέβη":"συμβαίνω", "συνέβησαν":"συμβαίνει", "συνεγγυητικό":"συνεεγγυητικός", "συνεγγυητικού":"συνεεγγυητικός", "σύνεγγυς":"σύνεγγυς", "συνέγραψε":"συγγράφω", "συνέδεαν":"συνδέω", "συνέδεε":"συνδέω", "συνέδεσαν":"συνδέω", "συνέδεσε":"συνδέω", "συνέδραμαν":"συνδράμω", "συνέδραμε":"συνδράμω", "συνεδρία":"συνεδρία", "συνέδρια":"συνέδριο", "συνέδριά":"συνέδριο", "συνεδρίαζαν":"συνεδριάζω", "συνεδρίαζε":"συνεδριάζω", "συνεδριάζει":"συνεδριάζω", "συνεδριάζουμε":"συνεδριάζω", "συνεδριάζουν":"συνεδριάζω", "συνεδριακά":"συνεδριακός", "συνεδριακές":"συνεδριακός", "συνεδριακό":"συνεδριακός", "συνεδριακός":"συνεδριακός", "συνεδριακού":"συνεδριακός", "συνεδριακούς":"συνεδριακός", "συνεδριακών":"συνεδριακός", "συνεδρίας":"συνεδρία", "συνεδρίασαν":"συνεδριάζω", "συνεδρίασε":"συνεδριάζω", "συνεδριάσει":"συνεδριάζω", "συνεδριασεις":"συνεδρίαση", "συνεδριάσεις":"συνεδρίαση", "συνεδριάσεων":"συνεδρίαση", "συνεδριάσεών":"συνεδρίαση", "συνεδριάσεως":"συνεδρίαση", "συνεδριαση":"συνεδρίαση", "συνεδρίαση":"συνεδρίαση", "συνεδρίασή":"συνεδρίαση", "συνεδρίασης":"συνεδρίαση", "συνεδρίασής":"συνεδρίαση", "συνεδρίασις":"συνεδρίαση", "συνεδριάσουμε":"συνεδριάζω", "συνεδριάσουν":"συνεδριάζω", "συνεδρίες":"συνεδρία", "συνεδριο":"συνέδριο", "συνέδριο":"συνέδριο", "συνέδριό":"συνέδριο", "συνεδριου":"συνέδριο", "συνεδρίου":"συνέδριο", "συνεδριών":"συνεδρία", "συνεδρίων":"συνέδριο", "σύνεδροι":"σύνεδρος", "σύνεδρος":"σύνεδρος", "συνέδρους":"σύνεδρος", "σύνεδρους":"σύνεδρος", "σύνεδρους-πράκτορες":"σύνεδρους-πράκτορες", "συνέδρων":"σύνεδρος", "συνέθεσαν":"συνθέτω", "συνέθεσε":"συνθέτω", "συνέθεταν":"συνθέτω", "συνέθετε":"συνθέτω", "συνέθλιβε":"συνθλίβω", "συνειδήσεις":"συνείδηση", "συνειδήσεων":"συνείδηση", "συνειδήσεως":"συνείδηση", "συνείδηση":"συνείδηση", "συνείδησή":"συνείδηση", "συνείδησης":"συνείδηση", "συνείδησής":"συνείδηση", "συνειδησιακή":"συνειδησιακός", "συνειδησιακής":"συνειδησιακός", "συνειδησιακό":"συνειδησιακός", "συνειδητά":"συνειδητά", "συνειδητές":"συνειδητός", "συνειδητή":"συνειδητός", "συνειδητής":"συνειδητός", "συνειδητό":"συνειδητός", "συνειδητοί":"συνειδητός", "συνειδητοποιεί":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιείς":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιείται":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιηθεί":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιημένο":"συνειδητοποιημένος", "συνειδητοποιημένοι":"συνειδητοποιημένος", "συνειδητοποιημένος":"συνειδητοποιημένος", "συνειδητοποίησα":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσαμε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποίησαν":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσατε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποίησε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσει":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσεις":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποίηση":"συνειδητοποίηση", "συνειδητοποίησης":"συνειδητοποίηση", "συνειδητοποιήσουμε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσουν":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήστε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιήσω":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιούμε":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιούν":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιούνται":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιώ":"συνειδητοποιώ", "συνειδητοποιώντας":"συνειδητοποιώ", "συνειδητός":"συνειδητός", "συνειδητότητας":"συνειδητότητα", "συνειδητούς":"συνειδητός", "συνειρμικά":"συνειρμικά", "συνειρμό":"συνειρμός", "συνειρμοί":"συνειρμός", "συνειρμός":"συνειρμός", "συνειρμούς":"συνειρμός", "συνεισέφεραν":"συνεισφέρω", "συνεισέφερε":"συνεισφέρω", "συνεισφέρει":"συνεισφέρω", "συνεισφέροντες":"συνεισφέρων", "συνεισφέρουμε":"συνεισφέρω", "συνεισφέρουν":"συνεισφέρω", "συνεισφέρω":"συνεισφέρω", "συνεισφορά":"συνεισφορά", "συνεισφοράς":"συνεισφορά", "συνεισφορές":"συνεισφορά", "συνεκάλεσε":"συγκαλώ", "συνεκδίκαση":"συνεκδίκαση", "συνεκδίκασης":"συνεεκδίκαση", "συνεκδόθηκε":"συνεεκδίδω", "συνεκδότης":"συνεκδότης", "συνεκμετάλλευση":"συνεκμετάλλευση", "συνέκριναν":"συγκρίνω", "συνεκτικά":"συνεκτικά", "συνεκτική":"συνεκτικός", "συνεκτικό":"συνεκτικός", "συνεκτικός":"συνεκτικός", "συνεκτιμάται":"συνεκτιμώ", "συνεκτιμηθούν":"συνεκτιμώ", "συνεκτιμήσεις":"συνεκτιμώ", "συνεκτίμηση":"συνεκτίμηση", "συνεκτιμήσουμε":"συνεκτιμώ", "συνεκτιμήσουν":"συνεκτιμώ", "συνεκτιμώνται":"συνεκτιμώ", "συνεκτιμώντας":"συνεκτιμώ", "συνέλαβαν":"συλλαμβάνω", "συνέλαβε":"συλλαμβάνω", "συνέλεξαν":"συλλέγω", "συνέλεξε":"συλλέγω", "συνελεύσεις":"συνέλευση", "συνελεύσεων":"συνέλευση", "συνέλευση":"συνέλευση", "συνέλευσης":"συνέλευση", "συνέλευσής":"συνέλευση", "συνελήφθη":"συλλαμβάνω", "συνελήφθησαν":"συλλαμβάνω", "συνέλθει":"συνέρχομαι", "συνέλθετε":"συνέρχομαι", "συνέλθουμε":"συνέρχομαι", "συνέλθουν":"συνέρχομαι", "συνέλθω":"συνέρχομαι", "συνέλληνες":"συνέέλληνας", "συνελλήνων":"συνέέλληνας", "συνεννοηθεί":"συνεννοούμαι", "συνεννοηθείτε":"συνεννοούμαι", "συνεννοηθήκαμε":"συνεννοούμαι", "συνεννοήθηκαν":"συνεννοούμαι", "συνεννοήθηκε":"συνεννοούμαι", "συνεννοηθούμε":"συνεννοούμαι", "συνεννοηθούν":"συνεννοούμαι", "συνεννοήσεις":"συνεννόηση", "συνεννόηση":"συνεννόηση", "συνεννόησης":"συνεννόηση", "συνεννοούμαι":"συνεννοούμαι", "συνεννοούμαστε":"συνεννοούμαι", "συνεννοούνται":"συνεννοούμαι", "συνένοχα":"συνένοχος", "συνένοχες":"συνένοχος", "συνενοχή":"συνενοχή", "συνένοχη":"συνένοχος", "συνενοχής":"συνενοχή", "συνένοχο":"συνένοχος", "συνένοχοι":"συνένοχος", "συνένοχος":"συνένοχος", "συνενόχους":"συνένοχος", "συνενόχων":"συνένοχος", "συνεντεύξεις":"συνέντευξη", "συνεντεύξεων":"συνέντευξη", "συνεντευξη":"συνέντευξη", "συνέντευξη":"συνέντευξη", "συνέντευξή":"συνέντευξη", "συνέντευξης":"συνέντευξη", "συνέντευξής":"συνέντευξη", "συνενωθεί":"συνενώνω", "συνενώθηκαν":"συνενώνω", "συνενωθούν":"συνενώνω", "συνενώνει":"συνενώνω", "συνενώνεται":"συνενώνω", "συνένωσαν":"συνενώνω", "συνενώσεις":"συνένωση", "συνένωση":"συνένωση", "συνένωσης":"συνένωση", "συνεξεταστούν":"συνεξετάζω", "συνεπάγεται":"συνεπάγομαι", "συνεπάγονται":"συνεπάγομαι", "συνεπαίρνει":"συνεπαίρνω", "συνεπακόλουθα":"συνεπακόλουθος", "συνεπακόλουθη":"συνεπακόλουθος", "συνεπακόλουθης":"συνεπακόλουθος", "συνεπάρει":"συνεπαίρνω", "συνεπαρμένοι":"συνεπαίρνω", "συνεπεία":"συνεπεία", "συνέπεια":"συνέπεια", "συνέπειά":"συνέπεια", "συνέπειαν":"συνέπεια", "συνέπειας":"συνέπεια", "συνέπειες":"συνέπεια", "συνέπειές":"συνέπεια", "συνεπείς":"συνεπής", "συνεπειών":"συνέπεια", "συνεπές":"συνεπής", "συνέπεσαν":"συμπίπτω", "συνέπεσε":"συμπίπτω", "συνεπέστατη":"συνεπής", "συνεπή":"συνεπής", "συνέπηξαν":"συμπηγνύω", "συνεπήρε":"συνεπαίρνω", "συνεπής":"συνεπής", "συνεπιβάτες":"συνεπιβάτης", "συνεπιβάτης":"συνεπιβάτης", "συνεπιβάτιδα":"συνεπιβάτις", "συνεπιβάτιδά":"συνεπιβάτις", "συνεπιβάτις":"συνεπιβάτις", "συνεπικουρούμενες":"συνεπικουρούμενος", "συνεπικουρούμενοι":"συνεπικουρούμενος", "συνεπικουρούμενος":"συνεπικουρούμενος", "συνέπιπταν":"συμπίπτω", "συνέπιπτε":"συμπίπτω", "συνεπλάγησαν":"συνεπλάγησαν", "συνεπλάκη":"συμπλέκω", "συνεπλάκησαν":"συμπλέκω", "συνεπούς":"συνεπής", "συνέπραξαν":"συμπράττω", "συνέπραξε":"συμπράττω", "συνεπώς":"συνεπώς", "συνεργάζεστε":"συνεργάζομαι", "συνεργάζεται":"συνεργάζομαι", "συνεργάζομαι":"συνεργάζομαι", "συνεργαζόμαστε":"συνεργάζομαι", "συνεργαζόμενα":"συνεργαζόμενος", "συνεργαζόμενες":"συνεργαζόμενος", "συνεργαζόμενη":"συνεργαζόμενος", "συνεργαζόμενο":"συνεργαζόμενος", "συνεργαζόμενοι":"συνεργαζόμενος", "συνεργαζόμενων":"συνεργαζόμενος", "συνεργάζονται":"συνεργάζομαι", "συνεργάζονταν":"συνεργάζομαι", "συνεργαζόταν":"συνεργάζομαι", "συνεργασθεί":"συνεργάζομαι", "συνεργασθήκαμε":"συνεργάζομαι", "συνεργάσθηκαν":"συνεργάζομαι", "συνεργάσθηκε":"συνεργάζομαι", "συνεργασθούν":"συνεργάζομαι", "συνεργασία":"συνεργασία", "'συνεργασία":"'συνεργασία", "συνεργασιας":"συνεργασία", "συνεργασίας":"συνεργασία", "συνεργασίες":"συνεργασία", "συνεργάσιμη":"συνεργάσιμος", "συνεργάσιμοι":"συνεργάσιμος", "συνεργάσιμος":"συνεργάσιμος", "συνεργασιών":"συνεργασία", "συνεργαστεί":"συνεργάζομαι", "συνεργαστείς":"συνεργάζομαι", "συνεργαστείτε":"συνεργάζομαι", "συνεργάστηκα":"συνεργάζομαι", "συνεργαστήκαμε":"συνεργάζομαι", "συνεργάστηκαν":"συνεργάζομαι", "συνεργαστήκατε":"συνεργάζομαι", "συνεργάστηκε":"συνεργάζομαι", "συνεργαστούμε":"συνεργάζομαι", "συνεργαστούν":"συνεργάζομαι", "συνεργαστώ":"συνεργάζομαι", "συνεργατες":"συνεργάτης", "συνεργάτες":"συνεργάτης", "συνεργάτη":"συνεργάτης", "συνεργάτης":"συνεργάτης", "συνεργάτιδα":"συνεργάτιδα", "συνεργάτιδάς":"συνεργάτιδα", "συνεργάτιδες":"συνεργάτιδα", "συνεργατική":"συνεργατικός", "συνεργάτις":"συνεργάτις", "συνεργάτριας":"συνεργάτρια", "συνεργατών":"συνεργάτης", "συνεργεί":"συνεργώ", "συνέργεια":"συνέργεια", "συνεργεία":"συνεργείο", "συνέργειας":"συνέργεια", "συνεργείο":"συνεργείο", "συνεργείου":"συνεργείο", "συνεργείων":"συνεργείο", "συνεργήσει":"συνεργώ", "συνεργία":"συνεργία", "συνέργια":"συνεργία", "συνεργική":"συνεργικός", "συνεργιών":"συνεργία", "συνεργό":"συνεργός", "συνεργοί":"συνεργός", "συνεργός":"συνεργός", "συνεργού":"συνεργός", "συνεργούν":"συνεργώ", "συνεργούς":"συνεργός", "συνέρχεται":"συνέρχομαι", "συνέρχονται":"συνέρχομαι", "σύνεση":"σύνεση", "σύνεσή":"σύνεση", "σύνεσης":"σύνεση", "συνεσταλμένος":"συνεσταλμένος", "συνεστήθη":"συνιστώ", "συνέστησαν":"συστήνω", "συνέστησε":"συστήνω", "συνεστιάσεις":"συνεστίαση", "συνεστιάσεων":"συνεστίαση", "συνεστίαση":"συνεστίαση", "συνετά":"συνετός", "συνεταιρισμό":"συνεταιρισμός", "συνεταιρισμοί":"συνεταιρισμός", "συνεταιρισμός":"συνεταιρισμός", "συνεταιρισμού":"συνεταιρισμός", "συνεταιρισμούς":"συνεταιρισμός", "συνεταιρισμών":"συνεταιρισμός", "συνεταιριστές":"συνεταιριστής", "συνεταιριστικά":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικές":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστική":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικής":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικό":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικός":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικού":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστικών":"συνεταιριστικός", "συνεταιριστών":"συνεταιριστής", "συνέταιρο":"συνέταιρο", "συνεταίρο":"συνεταίρος", "συνεταίροι":"συνεταίρος", "συνεταίρος":"συνεταίρος", "συνέταιρος":"συνεταίρος", "συνεταίρου":"συνεταίρος", "συνεταίρους":"συνεταίρος", "συνεταίρων":"συνεταίρος", "συνέταξαν":"συντάσσω", "συνέταξε":"συντάσσω", "συνέτασσαν":"συντάσσω", "συνετάχθη":"συντάσσω", "συνετάχθησαν":"συντάσσω", "συνετέθη":"συνθέτω", "συνετέθησαν":"συνθέτω", "συνέτειναν":"συντείνω", "συνέτεινε":"συντείνω", "συνετέλεσαν":"συντελώ", "συνετέλεσε":"συντελώ", "συνετελέσθη":"συντελώ", "συνετή":"συνετός", "συνετίσει":"συνετίζω", "συνετιστείτε":"συνετίζω", "συνετό":"συνετός", "συνετοί":"συνετός", "συνετός":"συνετός", "συνετούς":"συνετός", "συνέτρεχαν":"συντρέχω", "συνέτρεχε":"συντρέχω", "συνετρίβη":"συντρίβω", "συνετριψε":"συντρίβω", "συνέτριψε":"συντρίβω", "συνέτρωγε":"συντρώγω", "συνετώς":"συνετός", "συνευθύνη":"συνευθύνη", "συν-ευθύνη":"συν-ευθύνη", "συνευρέσεις":"συνεύρεση", "συνεύρεση":"συνεύρεση", "συνεύρεσης":"συνεύρεση", "συνεύρεσής":"συνεύρεση", "συνέφερε":"συνεφέρνω", "συνεφέρει":"συνεφέρνω", "συνεφέρουν":"συνεφέρνω", "συνεχάρη":"συγχαίρω", "συνεχεια":"συνεχεία", "συνεχεία":"συνεχεία", "συνέχεια":"συνέχεια", "συνέχειά":"συνέχεια", "συνέχειας":"συνέχεια", "συνέχειες":"συνέχεια", "συνεχεις":"συνεχής", "συνεχείς":"συνεχής", "συνεχές":"συνεχής", "συνεχή":"συνεχής", "συνεχής":"συνεχής", "συνέχιζα":"συνεχίζω", "συνεχίζαμε":"συνεχίζω", "συνέχιζαν":"συνεχίζω", "συνέχιζε":"συνεχίζω", "συνεχίζει":"συνεχίζω", "συνεχίζεις":"συνεχίζω", "συνεχίζεται":"συνεχίζω", "συνεχίζετε":"συνεχίζω", "συνεχιζόμενα":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενες":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενη":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενης":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενο":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενοι":"συνεχιζόμενος", "συνεχιζόμενων":"συνεχιζόμενος", "συνεχίζονται":"συνεχίζω", "συνεχίζονταν":"συνεχίζω", "συνεχίζοντας":"συνεχίζω", "συνεχιζόταν":"συνεχίζω", "συνεχίζουμε":"συνεχίζω", "συνεχιζουν":"συνεχίζω", "συνεχίζουν":"συνεχίζω", "συνεχίζω":"συνεχίζω", "συνέχισα":"συνεχίζω", "συνέχισαν":"συνεχίζω", "συνεχίσατε":"συνεχίζω", "συνέχισε":"συνεχίζω", "συνεχίσει":"συνεχίζω", "συνεχίσεις":"συνεχίζω", "συνεχίσετε":"συνεχίζω", "συνέχιση":"συνέχιση", "συνέχισή":"συνέχιση", "συνέχισης":"συνέχιση", "συνεχισθεί":"συνεχίζω", "συνεχίσθηκαν":"συνεχίζω", "συνεχίσθηκε":"συνεχίζω", "συνεχισθούν":"συνεχίζω", "συνεχίσουμε":"συνεχίζω", "συνεχίσουν":"συνεχίζω", "συνεχίστε":"συνεχίζω", "συνεχιστεί":"συνεχίζω", "συνεχιστές":"συνεχιστής", "συνεχιστή":"συνεχιστής", "συνεχίστηκαν":"συνεχίζω", "συνεχίστηκε":"συνεχίζω", "συνεχιστής":"συνεχιστής", "συνεχιστούν":"συνεχίζω", "συνεχίσω":"συνεχίζω", "συνεχόμενα":"συνεχόμενος", "συνεχόμενες":"συνεχόμενος", "συνεχόμενη":"συνεχόμενος", "συνεχόμενο":"συνεχόμενος", "συνεχόμενου":"συνεχόμενος", "συνεχόμενους":"συνεχόμενος", "συνεχόμενων":"συνεχόμενος", "συνέχουν":"συνέχω", "συνεχούς":"συνεχής", "συνεχών":"συνεχής", "συνεχως":"συνεχώς", "συνεχώς":"συνεχώς", "συνήγορε":"συνήγορος", "συνηγορεί":"συνηγορώ", "συνηγορία":"συνηγορία", "συνήγορο":"συνήγορος", "συνήγορό":"συνήγορος", "συνήγοροι":"συνήγορος", "συνήγορος":"συνήγορος", "συνήγορός":"συνήγορος", "συνηγόρου":"συνήγορος", "συνηγορούμε":"συνηγορώ", "συνηγορούν":"συνηγορώ", "συνηγόρους":"συνήγορος", "συνηγορούσαν":"συνηγορώ", "συνήγορούσε":"συνηγορώ", "συνηγόρων":"συνήγορος", "συνήθεια":"συνήθεια", "συνήθειά":"συνήθεια", "συνήθειας":"συνήθεια", "συνήθειες":"συνήθεια", "συνήθειές":"συνήθεια", "συνήθειο":"συνήθειο", "συνηθεις":"συνήθης", "συνήθεις":"συνήθης", "συνηθειών":"συνήθεια", "σύνηθες":"συνήθης", "συνηθέστερα":"συνήθως", "συνηθέστερες":"συνήθης", "συνήθη":"συνήθης", "συνήθης":"συνήθης", "συνήθιζα":"συνηθίζω", "συνήθιζαν":"συνηθίζω", "συνήθιζε":"συνηθίζω", "συνηθίζει":"συνηθίζω", "συνηθίζεται":"συνηθίζω", "συνηθίζονται":"συνηθίζω", "συνηθιζόταν":"συνηθίζω", "συνηθίζουμε":"συνηθίζω", "συνηθίζουν":"συνηθίζω", "συνηθίζω":"συνηθίζω", "συνήθισα":"συνηθίζω", "συνηθίσαμε":"συνηθίζω", "συνήθισε":"συνηθίζω", "συνηθίσει":"συνηθίζω", "συνηθισμένα":"συνηθισμένος", "συνηθισμένες":"συνηθισμένος", "συνηθισμένη":"συνηθισμένος", "συνηθισμένης":"συνηθισμένος", "συνηθισμένο":"συνηθισμένος", "συνηθισμένοι":"συνηθισμένος", "συνηθισμένος":"συνηθισμένος", "συνηθισμένου":"συνηθίζω", "συνηθισμένους":"συνηθίζω", "συνηθισμένων":"συνηθισμένος", "συνηθίσουμε":"συνηθίζω", "συνηθίσουν":"συνηθίζω", "συνηθίσω":"συνηθίζω", "συνήθων":"συνήθης", "συνήθως":"συνήθως", "συνήλθα":"συνέρχομαι", "συνήλθαν":"συνέρχομαι", "συνήλθε":"συνέρχομαι", "συνήφθη":"συνάπτω", "συνήφθησαν":"συνάπτω", "συνήψαν":"συνάπτω", "συνήψε":"συνάπτω", "συνθέσει":"συνθέτω", "συνθέσεις":"σύνθεση", "συνθέσεων":"σύνθεση", "συνθέσεως":"σύνθεση", "σύνθεση":"σύνθεση", "σύνθεσή":"σύνθεση", "σύνθεσης":"σύνθεση", "συνθέσουμε":"συνθέτω", "συνθέσουν":"συνθέτω", "συνθέσω":"συνθέτω", "σύνθετα":"σύνθετος", "συνθέτει":"συνθέτω", "συνθέτες":"συνθέτης", "σύνθετες":"σύνθετος", "συνθέτη":"συνθέτης", "σύνθετη":"σύνθετος", "συνθέτης":"συνθέτης", "συνθετικά":"συνθετικός", "συνθετικαι":"συνθετικαι", "συνθετικές":"συνθετικός", "συνθετική":"συνθετικός", "συνθετικής":"συνθετικός", "συνθετικό":"συνθετικός", "συνθετικών":"συνθετικός", "σύνθετο":"σύνθετος", "σύνθετοι":"σύνθετος", "συνθέτοντας":"συνθέτω", "σύνθετος":"σύνθετος", "σύνθετου":"σύνθετος", "συνθέτουμε":"συνθέτω", "συνθέτουν":"συνθέτω", "σύνθετους":"σύνθετος", "συνθετών":"συνθέτης", "συνθήκες":"συνθήκη", "συνθηκη":"συνθήκη", "συνθήκη":"συνθήκη", "συνθήκης":"συνθήκη", "συνθηκολόγηση":"συνθηκολόγηση", "συνθηκολογήσουμε":"συνθηκολογώ", "συνθηκών":"συνθήκη", "σύνθημα":"σύνθημα", "σύνθημά":"σύνθημα", "συνθήματα":"σύνθημα", "συνθηματικό":"συνθηματικός", "συνθηματολογεί":"συνθηματολογώ", "συνθηματολογία":"συνθηματολογία", "συνθηματολογίας":"συνθηματολογία", "συνθήματος":"σύνθημα", "συνθημάτων":"σύνθημα", "σύνθια":"σύνθια", "συνθλιβεί":"συνθλίβω", "συνθλίβεται":"συνθλίβω", "συνθλίβονταν":"συνθλίβω", "συνθλιβούν":"συνθλίβω", "συνθλίβουν":"συνθλίβω", "συνθλίψει":"συνθλίβω", "συνιδιοκτησία":"συνιδιοκτησία", "συνιδιοκτησίας":"συνιδιοκτησία", "συνιδιοκτήτης":"συνιδιοκτήτης", "συνιδιοκτήτρια":"συνιδιοκτήτρια", "συνιδιοκτήτριες":"συνιδιοκτήτρια", "συνίδρυσε":"συνιδρύω", "συνιδρυτές":"συνιδρυτής", "συνιδρυτή":"συνιδρυτής", "συνιδρυτής":"συνιδρυτής", "συνιστά":"συνιστώ", "συνισταμένη":"συνισταμένη", "συνισταμένης":"συνισταμένη", "συνιστάται":"συνιστώ", "συνίσταται":"συνιστώ", "συνίστατο":"συνιστώ", "συνιστούμε":"συνιστώ", "συνιστούν":"συνιστώ", "συνιστούσα":"συνιστώ", "συνιστούσαμε":"συνιστώ", "συνιστούσαν":"συνιστώ", "συνιστούσε":"συνιστώ", "συνιστώ":"συνιστώ", "συνιστώμενη":"συνιστώμενος", "συνιστώμενης":"συνιστώμενος", "συνιστώνται":"συνιστώ", "συνιστώντας":"συνιστώ", "συνιστώσα":"συνιστώσα", "συνιστώσας":"συνιστώσα", "συνιστώσες":"συνιστώσα", "συν-κίνηση":"συν-κίνηση", "συννεφα":"σύννεφο", "σύννεφα":"σύννεφο", "συννεφάκι":"συννεφάκι", "συννεφάκια":"συννεφάκι", "συννεφιά":"συννεφιά", "συννεφιασμένη":"συννεφιάζω", "συννεφιασμένος":"συννεφιάζω", "σύννεφο":"σύννεφο", "σύννεφου":"σύννεφο", "σύννομα":"σύννομα", "σύννομες":"σύννομος", "σύννομη":"σύννομος", "σύννομης":"σύννομος", "συνοδά":"συνοδά", "συνοδεία":"συνοδεία", "συνοδείας":"συνοδεία", "συνόδευαν":"συνοδεύω", "συνόδευε":"συνοδεύω", "συνοδεύει":"συνοδεύω", "συνοδεύεται":"συνοδεύω", "συνοδεύθηκε":"συνοδεύω", "συνοδευμένα":"συνοδεύω", "συνοδευόμενα":"συνοδευόμενος", "συνοδευόμενες":"συνοδευόμενος", "συνοδευόμενη":"συνοδευόμενος", "συνοδευόμενο":"συνοδευόμενος", "συνοδευόμενοι":"συνοδευόμενος", "συνοδευόμενος":"συνοδευόμενος", "συνοδεύονται":"συνοδεύω", "συνοδεύονταν":"συνοδεύω", "συνοδεύοντας":"συνοδεύω", "συνοδευόταν":"συνοδεύω", "συνοδεύουν":"συνοδεύω", "συνόδευσαν":"συνοδεύω", "συνόδευσε":"συνοδεύω", "συνοδεύσει":"συνοδεύω", "συνοδεύσουμε":"συνοδεύω", "συνοδεύσουν":"συνοδεύω", "συνοδευτεί":"συνοδεύω", "συνοδεύτηκε":"συνοδεύω", "συνοδευτικά":"συνοδευτικός", "συνοδευτικοί":"συνοδευτικός", "συνοδευτικού":"συνοδευτικός", "συνοδευτικών":"συνοδευτικός", "συνοδευτούν":"συνοδεύω", "συνόδεψαν":"συνοδεύω", "συνοδέψει":"συνοδεύω", "συνοδέψουν":"συνοδεύω", "συνοδηγό":"συνοδηγός", "συνοδηγός":"συνοδηγός", "συνοδηγού":"συνοδηγός", "συνοδικό":"συνοδικός", "συνοδικοί":"συνοδικός", "συνοδινού":"συνοδινού", "συνοδο":"συνοδός", "συνοδό":"συνοδός", "σύνοδο":"σύνοδος", "σύνοδό":"σύνοδος", "συνοδό-διερμηνέα":"συνοδό-διερμηνέα", "συνοδοί":"συνοδός", "σύνοδοι":"σύνοδος", "συνοδοιπορία":"συνοδοιπορία", "συνοδοιπόροι":"συνοδοιπόρος", "συνοδοιπόρος":"συνοδοιπόρος", "συνοδοιπόρους":"συνοδοιπόρος", "συνοδοιπόρων":"συνοδοιπόρος", "συνοδός":"συνοδός", "σύνοδος":"σύνοδος", "συνοδού":"συνοδός", "συνόδου":"σύνοδος", "συνοδούς":"συνοδός", "συνόδους":"σύνοδος", "συνοδων":"συνοδός", "συνοδών":"συνοδός", "συνόδων":"σύνοδος", "συνοικέσια":"συνοικέσιο", "συνοικεσίων":"συνοικέσιο", "συνοικία":"συνοικία", "συνοικιακές":"συνοικιακός", "συνοικιακή":"συνοικιακός", "συνοικιακό":"συνοικιακός", "συνοικιακών":"συνοικιακός", "συνοικίας":"συνοικία", "συνοικίες":"συνοικία", "συνοικισμό":"συνοικισμός", "συνοικισμοί":"συνοικισμός", "συνοικισμός":"συνοικισμός", "συνοικισμού":"συνοικισμός", "συνοικισμούς":"συνοικισμός", "συνοικισμών":"συνοικισμός", "συνοικιών":"συνοικία", "σύνολα":"σύνολο", "συνολάκια":"συνολάκια", "συνολικά":"συνολικά", "συνολικά":"συνολικός", "συνολικές":"συνολικός", "συνολική":"συνολικός", "συνολικης":"συνολικός", "συνολικής":"συνολικός", "συνολικό":"συνολικός", "συνολικός":"συνολικός", "συνολικότερα":"συνολικός", "συνολικότερες":"συνολικός", "συνολικότερη":"συνολικός", "συνολικότερης":"συνολικός", "συνολικότερο":"συνολικός", "συνολικού":"συνολικός", "συνολικών":"συνολικός", "συνολικώς":"συνολικά", "συνολο":"σύνολο", "σύνολο":"σύνολο", "σύνολό":"σύνολο", "σύνολον":"σύνολος", "συνόλου":"σύνολο", "συνόλω":"σύνολο", "συνόλων":"σύνολο", "συνομήλικά":"συνομήλικος", "συνομήλικη":"συνομήλικος", "συνομήλική":"συνομήλικος", "συνομήλικό":"συνομήλικος", "συνομήλικοι":"συνομήλικος", "συνομηλίκους":"συνομήλικος", "συνομηλίκων":"συνομήλικος", "συνομιλεί":"συνομιλώ", "συνομιλείς":"συνομιλώ", "συνομίλησαν":"συνομιλώ", "συνομίλησε":"συνομιλώ", "συνομιλήσει":"συνομιλώ", "συνομιλήσεις":"συνομιλώ", "συνομιλήσετε":"συνομιλώ", "συνομιλήσουμε":"συνομιλώ", "συνομιλήσουν":"συνομιλώ", "συνομιλητές":"συνομιλητής", "συνομιλητή":"συνομιλητής", "συνομιλητής":"συνομιλητής", "συνομιλήτριές":"συνομιλήτρια", "συνομιλητριών":"συνομιλήτρια", "συνομιλητών":"συνομιλητής", "συνομιλία":"συνομιλία", "συνομιλίας":"συνομιλία", "συνομιλιες":"συνομιλία", "συνομιλίες":"συνομιλία", "συνομιλιών":"συνομιλία", "συνομιλούν":"συνομιλώ", "συνομιλούσαν":"συνομιλώ", "συνομιλούσε":"συνομιλώ", "συνομιλώντας":"συνομιλώ", "συνομολογούν":"συνομολογώ", "συνομοσπονδία":"συνομοσπονδία", "συνομοσπονδιας":"συνομοσπονδία", "συνομοσπονδίας":"συνομοσπονδία", "συνομωσία":"συνωμοσία", "συνομωσίας":"συνωμοσία", "συνονθύλευμα":"συνονθύλευμα", "συνονόματή":"συνονόματος", "συνονόματου":"συνονόματος", "συνοπτικα":"συνοπτικά", "συνοπτικά":"συνοπτικά", "συνοπτικές":"συνοπτικός", "συνοπτική":"συνοπτικός", "συνοπτικός":"συνοπτικός", "συνοπτικού":"συνοπτικός", "συνοπτικών":"συνοπτικός", "συνορα":"σύνορο", "σύνορα":"σύνορο", "σύνορά":"σύνορο", "σύνορα-λιβάνη":"σύνορα-λιβάνη", "συνορειβάτες":"συνορειβάτες", "συνορεύει":"συνορεύω", "συνορεύουν":"συνορεύω", "συνοριακές":"συνοριακός", "συνοριακή":"συνοριακός", "συνοριακό":"συνοριακός", "συνοριακοί":"συνοριακός", "συνοριακός":"συνοριακός", "συνοριακού":"συνοριακός", "συνοριακούς":"συνοριακός", "συνοριακών":"συνοριακός", "συνοριοφυλακα":"συνοριοφύλακας", "συνοριοφύλακες":"συνοριοφύλακας", "συνοριοφυλάκων":"συνοριοφύλακας", "σύνορο":"σύνορο", "συνορων":"σύνορο", "συνόρων":"σύνορο", "συνοχή":"συνοχή", "συνοχής":"συνοχή", "σύνοψη":"σύνοψη", "συνοψίζει":"συνοψίζω", "συνοψίζεται":"συνοψίζω", "συνοψίζονται":"συνοψίζω", "συνοψίζοντας":"συνοψίζω", "συνοψιζόταν":"συνοψίζω", "συνοψίζουν":"συνοψίζω", "συνόψισε":"συνοψίζω", "συνοψισθεί":"συνοψίζω", "συνοψίσουμε":"συνοψίζω", "συνοψιστεί":"συνοψίζω", "συνοψίστηκαν":"συνοψίζω", "συνοψιστούν":"συνοψίζω", "συν-πίνειν":"συν-πίνειν", "συντ":"συντ", "συνταγές":"συνταγή", "συνταγή":"συνταγή", "συνταγής":"συνταγή", "συνταγμα":"σύνταγμα", "σύνταγμα":"σύνταγμα", "σύνταγμά":"σύνταγμα", "συνταγματάρχες":"συνταγματάρχης", "συνταγματάρχη":"συνταγματάρχης", "συνταγματάρχης":"συνταγματάρχης", "συνταγματαρχών":"συνταγματάρχης", "συνταγματικά":"συνταγματικά", "συνταγματικές":"συνταγματικός", "συνταγματική":"συνταγματικός", "συνταγματικής":"συνταγματικός", "συνταγματικό":"συνταγματικός", "συνταγματικοί":"συνταγματικός", "συνταγματικός":"συνταγματικός", "συνταγματικότητα":"συνταγματικότητα", "συνταγματικότητας":"συνταγματικότητα", "συνταγματικότητος":"συνταγματικότητα", "συνταγματικού":"συνταγματικός", "συνταγματικών":"συνταγματικός", "συνταγματικώς":"συνταγματικά", "συνταγματολόγοι":"συνταγματολόγος", "συνταγματολόγος":"συνταγματολόγος", "συνταγματολόγου":"συνταγματολόγος", "συνταγματολόγων":"συνταγματολόγος", "συνταγματοποιήσει":"συνταγματοποιήσει", "συντάγματος":"σύνταγμα", "συντάγματός":"σύνταγμα", "συνταγογραφείται":"συνταγογραφώ", "συνταγογραφήσεις":"συνταγογράφηση", "συνταγογράφησης":"συνταγογράφηση", "συνταγογραφία":"συνταγογραφία", "συνταγογραφίας":"συνταγογραφίας", "συνταγογραφούμενα":"συνταγογραφούμενος", "συνταγογραφούμενων":"συνταγογραφούμενος", "συνταγογραφούνται":"συνταγογραφώ", "συνταγολόγιο":"συνταγολόγιο", "συνταγολογίων":"συνταγολόγιο", "συνταγών":"συνταγή", "συνταίριασμα":"συνταίριασμα", "συντάκτες":"συντάκτης", "συντακτη":"συντάκτης", "συντάκτη":"συντάκτης", "συντάκτης":"συντάκτης", "συντακτικά":"συντακτικά", "συντακτικές":"συντακτικός", "συντακτική":"συντακτικός", "συντακτικής":"συντακτικός", "συντακτικό":"συντακτικός", "συντακτικός":"συντακτικός", "συντακτικού":"συντακτικός", "συντάκτρια":"συντάκτρια", "συντακτων":"συντάκτης", "συντακτών":"συντάκτης", "συντακτών-μελών":"συντακτών-μελών", "συντάξαντες":"συντάξαντες", "συντάξει":"συντάσσω", "συντάξεις":"σύνταξη", "συντάξεων":"σύνταξη", "σύνταξη":"σύνταξη", "σύνταξή":"σύνταξη", "σύνταξης":"σύνταξη", "σύνταξής":"σύνταξη", "συνταξιδεύει":"συνταξιδεύω", "συνταξιδιώτες":"συνταξιδιώτης", "συντάξιμα":"συντάξιμος", "συνταξιοδοτηθεί":"συνταξιοδοτώ", "συνταξιοδοτήθηκαν":"συνταξιοδοτώ", "συνταξιοδοτήθηκε":"συνταξιοδοτώ", "συνταξιοδοτηθώ":"συνταξιοδοτώ", "συνταξιοδοτήσεις":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδοτήσεων":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδότηση":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδότησή":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδότησης":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδότησής":"συνταξιοδότηση", "συνταξιοδοτικά":"συνταξιοδοτικός", "συνταξιοδοτικές":"συνταξιοδοτικός", "συνταξιοδοτικό":"συνταξιοδοτικός", "συνταξιοδοτικού":"συνταξιοδοτικός", "συνταξιοδοτικών":"συνταξιοδοτικός", "συνταξιοδοτούνται":"συνταξιοδοτώ", "συνταξιούχο":"συνταξιούχος", "συνταξιουχοι":"συνταξιούχος", "συνταξιούχοι":"συνταξιούχος", "συνταξιούχος":"συνταξιούχος", "συνταξιούχου":"συνταξιούχος", "συνταξιούχους":"συνταξιούχος", "συνταξιούχων":"συνταξιούχος", "συντάξουμε":"συντάσσω", "συντάξουν":"συντάσσω", "συνταρακτικά":"συνταρακτικός", "συνταρακτικές":"συνταρακτικός", "συνταρακτική":"συνταρακτικός", "συνταρακτικό":"συνταρακτικός", "συντάραξαν":"συνταράζω", "συντάραξε":"συνταράζω", "συνταράξει":"συνταράζω", "συντάσσει":"συντάσσω", "συντάσσεται":"συντάσσω", "συντάσσομαι":"συντάσσω", "συντάσσονται":"συντάσσω", "συντάσσοντας":"συντάσσω", "συντάσσουν":"συντάσσω", "συνταχθεί":"συντάσσω", "συντάχθηκαν":"συντάσσω", "συντάχθηκε":"συντάσσω", "συνταχθούν":"συντάσσω", "συνταχθώ":"συντάσσω", "συντάχτηκε":"συντάσσω", "συντείνει":"συντείνω", "συντελεί":"συντελώ", "συντέλεια":"συντέλεια", "συντέλειας":"συντέλεια", "συντελείς":"συντελώ", "συντελείται":"συντελώ", "συντέλεσε":"συντελώ", "συντελέσει":"συντελώ", "συντελεσθεί":"συντελώ", "συντελέσουμε":"συντελώ", "συντελέσουν":"συντελώ", "συντελεστεί":"συντελώ", "συντελεστές":"συντελεστής", "συντελεστή":"συντελεστής", "συντελέστηκαν":"συντελώ", "συντελέστηκε":"συντελώ", "συντελεστής":"συντελεστής", "συντελεστούν":"συντελώ", "συντελεστών":"συντελεστής", "συντελούμενες":"συντελούμενος", "συντελούμενη":"συντελούμενος", "συντελούν":"συντελώ", "συντελούνται":"συντελώ", "συντελούσαν":"συντελώ", "συντελώντας":"συντελώ", "συντεταγμένα":"συντεταγμένος", "συντεταγμένες":"συντεταγμένος", "συντεταγμένη":"συντεταγμένος", "συντεταγμένης":"συντεταγμένος", "συντεταγμένο":"συντάσσω", "συντεταγμένος":"συντάσσω", "συντετριμμένοι":"συντετριμμένος", "συντετριμμένος":"συντετριμμένος", "συντεχνία":"συντεχνία", "συντεχνιακά":"συντεχνιακός", "συντεχνιακές":"συντεχνιακός", "συντεχνιακή":"συντεχνιακός", "συντεχνιακό":"συντεχνιακός", "συντεχνιακού":"συντεχνιακός", "συντεχνιακούς":"συντεχνιακός", "συντεχνιακών":"συντεχνιακός", "συντεχνίας":"συντεχνία", "συντεχνίες":"συντεχνία", "συντεχνιών":"συντεχνία", "συντηρεί":"συντηρώ", "συντηρείται":"συντηρώ", "συντηρηθεί":"συντηρώ", "συντηρήθηκαν":"συντηρώ", "συντηρηθούν":"συντηρώ", "συντηρημένα":"συντηρώ", "συντηρημένη":"συντηρώ", "συντηρημένο":"συντηρώ", "συντήρησαν":"συντηρώ", "συντήρησε":"συντηρώ", "συντηρήσει":"συντηρώ", "συντηρήσεις":"συντήρηση", "συντηρήσεις":"συντηρώ", "συντηρήσεων":"συντήρηση", "συντηρήσεως":"συντήρηση", "συντήρηση":"συντήρηση", "συντήρησή":"συντήρηση", "συντήρησης":"συντήρηση", "συντήρησής":"συντήρηση", "συντηρήσουμε":"συντηρώ", "συντηρήσουν":"συντηρώ", "συντηρητές":"συντηρητής", "συντηρητικά":"συντηρητικά", "συντηρητικά":"συντηρητικός", "συντηρητικές":"συντηρητικός", "συντηρητική":"συντηρητικός", "συντηρητικής":"συντηρητικός", "συντηρητικό":"συντηρητικός", "συντηρητικοί":"συντηρητικός", "συντηρητικοποίηση":"συντηρητικοποίηση", "συντηρητικός":"συντηρητικός", "συντηρητικότερο":"συντηρητικός", "συντηρητικού":"συντηρητικός", "συντηρητικούς":"συντηρητικός", "συντηρητικών":"συντηρητικός", "συντηρητισμό":"συντηρητισμός", "συντηρητισμού":"συντηρητισμός", "συντηρητών":"συντηρητής", "συντηρούμε":"συντηρώ", "συντηρούν":"συντηρώ", "συντηρούνται":"συντηρώ", "συντηρούσε":"συντηρώ", "συντίθενται":"συνθέτω", "συντίθεται":"συνθέτω", "συντκτη":"συντκτη", "σύντομα":"σύντομα", "σύντομα":"σύντομος", "σύντομες":"σύντομος", "συντομεύει":"συντομεύω", "συντομεύσει":"συντομεύω", "συντόμευση":"συντόμευση", "συντομεύσουν":"συντομεύω", "σύντομη":"σύντομος", "σύντομης":"σύντομος", "συντομία":"συντομία", "συντομίας":"συντομία", "συντομο":"σύντομος", "σύντομο":"σύντομος", "συντομογραφία":"συντομογραφία", "σύντομοι":"σύντομος", "σύντομος":"σύντομος", "συντομότατα":"σύντομα", "συντομότερα":"σύντομα", "συντομότερη":"σύντομος", "συντομότερο":"σύντομος", "σύντομου":"σύντομος", "σύντομους":"σύντομος", "σύντομων":"σύντομος", "συντόμως":"σύντομα", "σύντονες":"σύντονος", "συντόνιζε":"συντονίζω", "συντονίζει":"συντονίζω", "συντονίζεται":"συντονίζω", "συντονίζονται":"συντονίζω", "συντονίζοντας":"συντονίζω", "συντονίζουν":"συντονίζω", "συντονίζω":"συντονίζω", "συντόνισαν":"συντονίζω", "συντονίσει":"συντονίζω", "συντονισμένα":"συντονίζω", "συντονισμένες":"συντονισμένος", "συντονισμένη":"συντονισμένος", "συντονισμένο":"συντονίζω", "συντονισμένοι":"συντονισμένος", "συντονισμένων":"συντονισμένος", "συντονισμό":"συντονισμός", "συντονισμός":"συντονισμός", "συντονισμού":"συντονισμός", "συντονίσουν":"συντονίζω", "συντονιστεί":"συντονίζω", "συντονιστείτε":"συντονίζω", "συντονιστές":"συντονιστής", "συντονιστή":"συντονιστής", "συντονιστής":"συντονιστής", "συντονιστικές":"συντονιστικός", "συντονιστική":"συντονιστικός", "συντονιστικής":"συντονιστικός", "συντονιστικό":"συντονιστικός", "συντονιστικού":"συντονιστικός", "συντονιστούν":"συντονίζω", "συντονίστρια":"συντονίστρια", "συντονίστριας":"συντονίστρια", "συντονίστριες":"συντονίστρια", "συντονιστώ":"συντονίζω", "συντονιστών":"συντονιστής", "συντοπίτες":"συντοπίτης", "συντοπίτη":"συντοπίτης", "συντοπίτης":"συντοπίτης", "συντοπίτισσα":"συντοπίτισσα", "συντρέξουν":"συντρέχω", "συντρέχει":"συντρέχω", "συντρέχουν":"συντρέχω", "συντριβεί":"συντρίβω", "συντρίβει":"συντρίβω", "συντρίβεται":"συντρίβω", "συντριβή":"συντριβή", "συντριβής":"συντριβή", "συντρίβονται":"συντρίβω", "συντρίβοντας":"συντρίβω", "συντρίμμια":"συντρίμμι", "συντριμμιών":"συντρίμμι", "συντριπτικά":"συντριπτικά", "συντριπτικη":"συντριπτικός", "συντριπτική":"συντριπτικός", "συντριπτικής":"συντριπτικός", "συντριπτικό":"συντριπτικός", "συντρίψει":"συντρίβω", "συντρίψουν":"συντρίβω", "σύντροφε":"σύντροφος", "συντροφεύει":"συντροφεύω", "συντροφεύουν":"συντροφεύω", "συντροφεύσει":"συντροφεύω", "συντροφέψει":"συντροφεύω", "συντροφιά":"συντροφιά", "συντροφιάς":"συντροφιά", "συντροφιές":"συντροφιά", "συντροφικά":"συντροφικός", "συντροφική":"συντροφικός", "συντροφικό":"συντροφικός", "συντροφικότητα":"συντροφικότητα", "συντροφικότητας":"συντροφικότητα", "συντρόφισσα":"συντρόφισσα", "σύντροφο":"σύντροφος", "σύντροφό":"σύντροφος", "σύντροφοι":"σύντροφος", "σύντροφοί":"σύντροφος", "σύντροφος":"σύντροφος", "σύντροφός":"σύντροφος", "συντρόφου":"σύντροφος", "συντρόφους":"σύντροφος", "συντρόφων":"σύντροφος", "συντρώγουν":"συντρώγω", "συνύπαρξη":"συνύπαρξη", "συνύπαρξή":"συνύπαρξη", "συνύπαρξης":"συνύπαρξη", "συνυπάρξουμε":"συνυπάρχω", "συνυπάρξουν":"συνυπάρχω", "συνυπάρχει":"συνυπάρχω", "συνυπάρχουμε":"συνυπάρχω", "συνυπάρχουν":"συνυπάρχω", "συνυπέγραψαν":"συνυπογράφω", "συνυπέγραψε":"συνυπογράφω", "συνυπεύθυνη":"συνυπεύθυνος", "συνυπεύθυνο":"συνυπεύθυνος", "συνυπεύθυνοι":"συνυπεύθυνος", "συνυπευθυνότητα":"συνυπευθυνότητα", "συνυπευθυνότητας":"συνυπευθυνότητα", "συνυπήρχαν":"συνυπάρχω", "συνυποβάλλεται":"συνυποβάλλω", "συνυποβάλλονται":"συνυποβάλλω", "συνυπογράφει":"συνυπογράφω", "συνυπογράφεται":"συνυπογράφω", "συνυπογραφή":"συνυπογραφή", "συνυπογράφοντες":"συνυπογράφων", "συνυπογράφουν":"συνυπογράφω", "συνυπογράψει":"συνυπογράφω", "συνυπολογίζει":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίζεται":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίζονται":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίζουμε":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίζουν":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίσει":"συνυπολογίζω", "συνυπολογισθεί":"συνυπολογίζω", "συνυπολογισθούν":"συνυπολογίζω", "συνυπολογισμό":"συνυπολογισμός", "συνυπολογίσουμε":"συνυπολογίζω", "συνυπολογιστεί":"συνυπολογίζω", "συνυπολογίστηκαν":"συνυπολογίζω", "συνυπολογιστούν":"συνυπολογίζω", "συνυποσχετικού":"συνυποσχετικό", "συνυποψήφια":"συνυποψήφια", "συνυποψήφιες":"συνυυποψήφιος", "συνυποψήφιο":"συνυποψήφιος", "συνυποψήφιοί":"συνυποψήφιος", "συνυφαίνεται":"συνυφαίνω", "συνυφασμένα":"συνυφασμένος", "συνυφασμένη":"συνυφασμένος", "συνυφασμένο":"συνυφαίνω", "συνωθούνται":"συνωθούμαι", "συνωμοσία":"συνωμοσία", "συνωμοσίας":"συνωμοσία", "συνωμοσίες":"συνωμοσία", "συνωμοσιολογία":"συνωμοσιολογία", "συνωμοσιολογίας":"συνωμοσιολογία", "συνωμοσιολόγοι":"συνωμοσιολόγοι", "συνωμοσιών":"συνωμοσία", "συνωμότες":"συνωμότης", "συνωμοτήσει":"συνωμοτώ", "συνωμοτικά":"συνωμοτικός", "συνωμοτικές":"συνωμοτικός", "συνωμοτικής":"συνωμοτικός", "συνωμοτικό":"συνωμοτικός", "συνωμοτούν":"συνωμοτώ", "συνωμοτούσε":"συνωμοτώ", "συνώνυμα":"συνώνυμο", "συνώνυμά":"συνώνυμο", "συνώνυμες":"συνώνυμος", "συνώνυμη":"συνώνυμος", "συνωνυμία":"συνωνυμία", "συνώνυμο":"συνώνυμος", "συνώνυμος":"συνώνυμος", "συνωστίζεται":"συνωστίζομαι", "συνωστίζονται":"συνωστίζομαι", "συνωστισμένης":"συνωστισμένος", "συνωστισμό":"συνωστισμός", "συνωστισμός":"συνωστισμός", "συνωστισμού":"συνωστισμός", "συρ":"συρ", "συρανίδης":"συρανίδης", "σύρει":"σέρνω", "σύρεται":"σύρω", "συρθεί":"σέρνω", "σύρθηκαν":"σέρνω", "σύρθηκε":"σέρνω", "συρθούμε":"σέρνω", "συρθώ":"σέρνω", "συρια":"συρία", "συρία":"συρία", "συριακής":"συριακός", "συριάνα":"συριάνα", "συρίας":"συρία", "σύριγγα":"σύριγγα", "σύριγγας":"σύριγγα", "σύριγγες":"σύριγγα", "συρίγγων":"σύριγγα", "συριδη":"συριδη", "συρίδη":"συρίδη", "συριδης":"συριδης", "συριζα":"συριζα", "συριστατίδης":"συριστατίδης", "σύρμα":"σύρμα", "σύρματα":"σύρμα", "συρμάτινα":"συρμάτινος", "συρμάτινο":"συρμάτινος", "συρματόπλεγμα":"συρματόπλεγμα", "συρματοπλέγματα":"συρματόπλεγμα", "συρματοπλεγμάτων":"συρματόπλεγμα", "σύρματος":"σύρμα", "συρματόσχοινο":"συρματόσκοινο", "συρμό":"συρμός", "συρμοί":"συρμός", "συρμός":"συρμός", "συρμού":"συρμός", "συρμούς":"συρμός", "συρο":"σύρος", "σύρο":"σύρος", "σύροι":"σύρος", "συρόμενα":"συρόμενος", "συρόμενου":"συρόμενος", "σύρονται":"σύρω", "συροπουλος":"συροπουλος", "συρόπουλος":"συρόπουλος", "σύρος":"σύρος", "συρου":"σύρος", "σύρου":"σύρος", "σύρουν":"σέρνω", "συρράξεις":"σύρραξη", "σύρραξη":"σύρραξη", "σύρραξης":"σύρραξη", "συρραφές":"συρραφή", "συρραφή":"συρραφή", "συρραφής":"συρραφή", "συρρέοντας":"συρρέω", "συρρέουν":"συρρέω", "συρρεύσει":"συρρέω", "συρρή":"συρρή", "σύρρη":"σύρρη", "συρρης":"συρρης", "σύρρης":"σύρρης", "σύρριζα":"σύρριζα", "συρρικνωθεί":"συρρικνώνω", "συρρικνώθηκαν":"συρρικνώνω", "συρρικνώθηκε":"συρρικνώνω", "συρρικνωθούν":"συρρικνώνω", "συρρικνωμένα":"συρρικνωμένος", "συρρικνωμένο":"συρρικνώνομαι", "συρρικνωμένος":"συρρικνώνομαι", "συρρικνώνει":"συρρικνώνω", "συρρικνώνεται":"συρρικνώνω", "συρρικνώνονται":"συρρικνώνω", "συρρικνώνουν":"συρρικνώνω", "συρρικνώσει":"συρρικνώνω", "συρρίκνωση":"συρρίκνωση", "συρρίκνωσης":"συρρίκνωση", "συρροή":"συρροή", "συρροήν":"συρροή", "συρροής":"συρροή", "συρρύθμισης":"συρρύθμισης", "συρτά":"συρτά", "συρτάκι":"συρτάκι", "συρτάκιας":"συρτάκιας", "συρτάρι":"συρτάρι", "συρτάρια":"συρτάρι", "συρτή":"συρτός", "συρτό":"συρτός", "συσκεύαζαν":"συσκευάζω", "συσκεύαζε":"συσκευάζω", "συσκευάζει":"συσκευάζω", "συσκευάζεται":"συσκευάζω", "συσκευάζονται":"συσκευάζω", "συσκευάζουμε":"συσκευάζω", "συσκευάζουν":"συσκευάζω", "συσκευάσει":"συσκευάζω", "συσκευασία":"συσκευασία", "συσκευασίας":"συσκευασία", "συσκευασίες":"συσκευασία", "συσκευασιών":"συσκευασία", "συσκευασμένα":"συσκευασμένος", "συσκευασμένες":"συσκευασμένος", "συσκευασμένη":"συσκευασμένος", "συσκευασμένο":"συσκευασμένος", "συσκευασμένος":"συσκευάζω", "συσκευές":"συσκευή", "συσκευή":"συσκευή", "συσκευής":"συσκευή", "συσκευών":"συσκευή", "συσκέψεις":"σύσκεψη", "συσκέψεων":"σύσκεψη", "σύσκεψη":"σύσκεψη", "σύσκεψης":"σύσκεψη", "συσκοτίζει":"συσκοτίζω", "συσκοτίζοντας":"συσκοτίζω", "συσκοτίσει":"συσκοτίζω", "συσκότιση":"συσκότιση", "συσκότισης":"συσκότιση", "συσπάσεις":"σύσπαση", "σύσπαση":"σύσπαση", "συσπάστηκε":"συσπώμαι", "συσπάται":"συσπώμαι", "συσπειρούται":"συσπειρούται", "συσπειρωθεί":"συσπειρώνω", "συσπειρώθηκαν":"συσπειρώνω", "συσπειρωμένη":"συσπειρώνω", "συσπειρωμένο":"συσπειρώνω", "συσπειρωμένοι":"συσπειρώνω", "συσπείρωνε":"συσπειρώνω", "συσπειρώνει":"συσπειρώνω", "συσπειρώνεται":"συσπειρώνω", "συσπειρώνονται":"συσπειρώνω", "συσπειρώνονταν":"συσπειρώνω", "συσπειρώνουν":"συσπειρώνω", "συσπείρωσαν":"συσπειρώνω", "συσπείρωσε":"συσπειρώνω", "συσπειρώσει":"συσπειρώνω", "συσπείρωση":"συσπείρωση", "συσπείρωσης":"συσπείρωση", "συσσίτια":"συσσίτιο", "συσσίτιο":"συσσίτιο", "συσσιτίου":"συσσίτιο", "συσσιτίων":"συσσίτιο", "σύσσωμη":"σύσσωμος", "σύσσωμο":"σύσσωμος", "σύσσωμοι":"σύσσωμος", "σύσσωμος":"σύσσωμος", "σύσσωμου":"σύσσωμος", "συσσωρεύει":"συσσωρεύω", "συσσωρεύεται":"συσσωρεύω", "συσσωρευθεί":"συσσωρεύω", "συσσωρευμένα":"συσσωρευμένος", "συσσωρευμένες":"συσσωρεύω", "συσσωρευμένη":"συσσωρευμένος", "συσσωρευμένο":"συσσωρεύω", "συσσωρεύονται":"συσσωρεύω", "συσσωρεύονταν":"συσσωρεύω", "συσσωρεύοντας":"συσσωρεύω", "συσσωρεύουν":"συσσωρεύω", "συσσώρευσε":"συσσωρεύω", "συσσωρεύσει":"συσσωρεύω", "συσσώρευση":"συσσώρευση", "συσσώρευσης":"συσσώρευση", "συσσωρευτεί":"συσσωρεύω", "συσσωρεύτηκαν":"συσσωρεύω", "συσσωρευτών":"συσσωρευτής", "συστάδα":"συστάδα", "συστάδες":"συστάδα", "συσταθεί":"συσταίνω", "συστάθηκαν":"συσταίνω", "συστάθηκε":"συσταίνω", "συσταθούν":"συσταίνω", "συσταίνεται":"συσταίνω", "συστασεις":"σύσταση", "συστάσεις":"σύσταση", "συστάσεως":"σύσταση", "σύσταση":"σύσταση", "σύστασή":"σύσταση", "σύστασης":"σύσταση", "συστατικά":"συστατικός", "συστατικές":"συστατικός", "συστατικό":"συστατικός", "συστατικοί":"συστατικός", "συστατικών":"συστατικός", "συστεγάζεται":"συστεγάζομαι", "συστέγασης":"συστέγαση", "συστηθεί":"συστήνω", "συστήθηκαν":"συστήνω", "συστήθηκε":"συστήνω", "συστημα":"σύστημα", "σύστημα":"σύστημα", "σύστημά":"σύστημα", "συστηματα":"σύστημα", "συστήματα":"σύστημα", "συστήματά":"σύστημα", "συστηματικά":"συστηματικά", "συστηματικές":"συστηματικός", "συστηματική":"συστηματικός", "συστηματικής":"συστηματικός", "συστηματικό":"συστηματικός", "συστηματικοί":"συστηματικός", "συστηματικός":"συστηματικός", "συστηματικότητα":"συστηματικότητα", "συστηματικού":"συστηματικός", "συστηματικών":"συστηματικός", "συστηματικώς":"συστηματικά", "συστηματοποιηθούν":"συστηματοποιώ", "συστηματοποίηση":"συστηματοποίηση", "συστηματος":"σύστημα", "συστήματος":"σύστημα", "συστήματός":"σύστημα", "συστημάτων":"σύστημα", "συστημένη":"συσταίνω", "συστημικής":"συστημικός", "συστημικούς":"συστημικός", "συστήνει":"συστήνω", "συστήνεται":"συστήνω", "συστήνονται":"συστήνω", "συστήνοντας":"συστήνω", "συστήνοντάς":"συστήνω", "συστήνουν":"συστήνω", "σύστησαν":"συστήνω", "σύστησε":"συστήνω", "συστήσει":"συστήνω", "συστήσουν":"συστήνω", "συστήσω":"συστήνω", "σύστοιχη":"σύστοιχος", "συστοιχία":"συστοιχία", "συστοιχίας":"συστοιχία", "συστοιχίες":"συστοιχία", "συστοιχιών":"συστοιχία", "συστολή":"συστολή", "συστολής":"συστολή", "συστρατευθεί":"συστρατεύω", "συστράτευση":"συστράτευση", "συστράτευσης":"συστράτευση", "σύσφιγξη":"σύσφιγξη", "σύσφιγξης":"σύσφιγξη", "σύσφιξη":"σύσφιξη", "συσφίξτε":"συσφίγγω", "συσχετίζει":"συσχετίζω", "συσχετίζεται":"συσχετίζω", "συσχετίζοντας":"συσχετίζω", "συσχετίζουν":"συσχετίζω", "συσχετίσει":"συσχετίζω", "συσχετίσεις":"συσχετίζω", "συσχέτιση":"συσχέτιση", "συσχετισμό":"συσχετισμός", "συσχετισμοί":"συσχετισμός", "συσχετισμός":"συσχετισμός", "συσχετισμού":"συσχετισμός", "συσχετισμούς":"συσχετισμός", "συσχετισμών":"συσχετισμός", "συσχετίσουμε":"συσχετίζω", "συσχετιστεί":"συσχετίζω", "σύφιλη":"σύφιλη", "συφλί":"συφλί", "σύφωνα":"σύφωνα", "συχαρίκια":"συχαρίκια", "συχνά":"συχνά", "συχνά":"συχνός", "σύχναζαν":"συχνάζω", "σύχναζε":"συχνάζω", "συχνάζει":"συχνάζω", "συχνάζουν":"συχνάζω", "συχνά-πυκνά":"συχνά-πυκνά", "συχνές":"συχνός", "συχνή":"συχνός", "συχνής":"συχνός", "συχνό":"συχνός", "συχνός":"συχνός", "συχνότατα":"συχνά", "συχνότερα":"συχνά", "συχνότερα":"συχνός", "συχνότερες":"συχνός", "συχνότερη":"συχνός", "συχνότεροι":"συχνός", "συχνότερος":"συχνός", "συχνότερους":"συχνός", "συχνότητα":"συχνότητα", "συχνότητά":"συχνότητα", "συχνότητας":"συχνότητα", "συχνότητες":"συχνότητα", "συχνότητές":"συχνότητα", "συχνοτήτων":"συχνότητα", "συχνούς":"συχνός", "συχνών":"συχνός", "συχωρεμένη":"συχωρεμένος", "συχωρεμένου":"συχωρεμένος", "συχώριο":"συχώριο", "σφαγέα":"σφαγέας", "σφαγεία":"σφαγείο", "σφαγείο":"σφαγείο", "σφαγείς":"σφαγέας", "σφαγειων":"σφαγείο", "σφαγές":"σφαγή", "σφαγή":"σφαγή", "σφαγής":"σφαγή", "σφαγιάζονται":"σφαγιάζω", "σφαγιάσει":"σφαγιάζω", "σφαγιασμού":"σφαγιασμός", "σφάγιο":"σφάγιο", "σφαγμένα":"σφάζω", "σφαγών":"σφαγή", "σφαδάζεις":"σφαδάζω", "σφαδάζοντας":"σφαδάζω", "σφάζει":"σφάζω", "σφάζεται":"σφάζω", "σφάζονται":"σφάζω", "σφαιρα":"σφαίρα", "σφαίρα":"σφαίρα", "σφαίρας":"σφαίρα", "σφαίρες":"σφαίρα", "σφαιρικές":"σφαιρικός", "σφαιρική":"σφαιρικός", "σφαιρικής":"σφαιρικός", "σφαιρόπουλος":"σφαιρόπουλος", "σφαιρών":"σφαίρα", "σφακιανάκη":"σφακιανάκη", "σφακιανακης":"σφακιανακης", "σφακιανάκης":"σφακιανάκης", "σφαλερότητα":"σφαλερότητα", "σφαλιάρα":"σφαλιάρα", "σφαλιάρες":"σφαλιάρα", "σφάλλουν":"σφάλλω", "σφάλλω":"σφάλλω", "σφάλμα":"σφάλμα", "σφάλματα":"σφάλμα", "σφάλματά":"σφάλμα", "σφάλματος":"σφάλμα", "σφαλμάτων":"σφάλμα", "σφάξουν":"σφάζω", "σφαξω":"σφάζω", "σφάξω":"σφάζω", "σφαχτούν":"σφάζω", "σφέικος":"σφέικος", "σφέϊκος":"σφέϊκος", "σφεντόνες":"σφεντόνα", "σφετερισθεί":"σφετερίζομαι", "σφετερισμό":"σφετερισμός", "σφετεριστές":"σφετεριστής", "σφετεριστή":"σφετεριστής", "σφέτσιο":"σφέτσιο", "σφήνα":"σφήνα", "σφηνάκι":"σφηνάκι", "σφηνάκια":"σφηνάκι", "σφηνοειδή":"σφηνοειδής", "σφηνώθηκε":"σφηνώνω", "σφηνωμένες":"σφηνώνω", "σφηνωμένο":"σφηνώνω", "σφηνώνεται":"σφηνώνω", "σφίγγει":"σφίγγω", "σφίγγεται":"σφίγγω", "σφίγγοντας":"σφίγγω", "σφίγγουμε":"σφίγγω", "σφίγγουν":"σφίγγω", "σφιγμένα":"σφίγγω", "σφιγμένες":"σφίγγω", "σφιγμένοι":"σφίγγω", "σφικτή":"σφικτός", "σφικτής":"σφικτός", "σφικτό":"σφικτός", "σφίξαμε":"σφίγγω", "σφιξε":"σφίγγω", "σφίξει":"σφίγγω", "σφίξιμο":"σφίξιμο", "σφίξουμε":"σφίγγω", "σφίξουν":"σφίγγω", "σφίξτε":"σφίγγω", "σφιχτά":"σφιχτά", "σφιχταγκάλιασμα":"σφιχταγκάλιασμα", "σφιχταγκαλιασμένους":"σφιχταγκαλιασμένος", "σφιχτή":"σφιχτός", "σφιχτής":"σφιχτός", "σφιχτό":"σφιχτός", "σφιχτοδεμένη":"σφιχτοδεμένος", "σφιχτοδεμένο":"σφιχτοδεμένος", "σφοδρά":"σφόδρα", "σφόδρα":"σφόδρα", "σφοδρές":"σφοδρός", "σφοδρή":"σφοδρός", "σφοδρής":"σφοδρός", "σφοδρό":"σφοδρός", "σφοδροί":"σφοδρός", "σφοδρός":"σφοδρός", "σφοδρότατες":"σφοδρός", "σφοδρότερες":"σφοδρός", "σφοδρότερη":"σφοδρός", "σφοδρότητα":"σφοδρότητα", "σφοδρού":"σφοδρός", "σφοδρούς":"σφοδρός", "σφοδρών":"σφοδρός", "σφονδύλας":"σφονδύλας", "σφουγγάρι":"σφουγγάρι", "σφουγγαρίζετε":"σφουγγαρίζω", "σφραγίδα":"σφραγίδα", "σφραγίδας":"σφραγίδα", "σφραγίδες":"σφραγίδα", "σφράγιζε":"σφραγίζω", "σφραγίζει":"σφραγίζω", "σφραγίζοντας":"σφραγίζω", "σφράγισαν":"σφραγίζω", "σφράγισε":"σφραγίζω", "σφραγίσει":"σφραγίζω", "σφράγιση":"σφράγιση", "σφράγισή":"σφράγιση", "σφράγισης":"σφράγιση", "σφραγισθεί":"σφραγίζω", "σφράγισμα":"σφράγισμα", "σφραγισμένα":"σφραγισμένος", "σφραγισμένες":"σφραγισμένος", "σφραγισμένη":"σφραγίζω", "σφραγισμένο":"σφραγίζω", "σφραγισμένους":"σφραγισμένος", "σφραγίσουν":"σφραγίζω", "σφραγιστεί":"σφραγίζω", "σφραγίστηκαν":"σφραγίζω", "σφραγίστηκε":"σφραγίζω", "σφραγιστούν":"σφραγίζω", "σφριγηλό":"σφριγηλός", "σφριγηλότητά":"σφριγηλότητα", "σφυγμό":"σφυγμός", "σφυγμομετρά":"σφυγμομετρώ", "σφυγμομετρήσεις":"σφυγμομέτρηση", "σφυγμομέτρηση":"σφυγμομέτρηση", "σφυγμομέτρησης":"σφυγμομέτρηση", "σφύζει":"σφύζω", "σφύζουν":"σφύζω", "σφυρά":"σφυρώ", "σφυρηλατεί":"σφυρηλατώ", "σφυρηλατήθηκε":"σφυρηλατώ", "σφυρί":"σφυρί", "σφυριά":"σφυριά", "σφύριγμα":"σφύριγμα", "σφυρίγματα":"σφύριγμα", "σφυρίγματά":"σφύριγμα", "σφυρίδα":"σφυρίδα", "σφύριζαν":"σφυρίζω", "σφυρίζανε":"σφυρίζω", "σφύριζε":"σφυρίζω", "σφυρίζει":"σφυρίζω", "σφυρίζοντας":"σφυρίζω", "σφυρίζουν":"σφυρίζω", "σφύριξαν":"σφυρίζω", "σφύριξε":"σφυρίζω", "σφυρίξει":"σφυρίζω", "σφυρίξουν":"σφυρίζω", "σφυρίχτρα":"σφυρίχτρα", "σφυρίχτρες":"σφυρίχτρα", "σφυροκοπεί":"σφυροκοπώ", "σφυροκοπημα":"σφυροκόπημα", "σφυροκόπημα":"σφυροκόπημα", "σφυροκοπούν":"σφυροκοπώ", "σχ":"σχ", "σχάρα":"σχάρα", "σχάρας":"σχάρα", "σχάσεις":"σχάση", "σχάση":"σχάση", "σχεδια":"σχεδία", "σχέδια":"σχέδιο", "σχέδιά":"σχέδιο", "σχεδιάγραμμα":"σχεδιάγραμμα", "σχεδιαγράμματα":"σχεδιάγραμμα", "σχεδιαγράμματος":"σχεδιάγραμμα", "σχεδίαζαν":"σχεδιάζω", "σχεδίαζε":"σχεδιάζω", "σχεδιάζει":"σχεδιάζω", "σχεδιάζεις":"σχεδιάζω", "σχεδιάζεται":"σχεδιάζω", "σχεδιαζόμενες":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενη":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενης":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενο":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενος":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενου":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιαζόμενων":"σχεδιαζόμενος", "σχεδιάζονται":"σχεδιάζω", "σχεδιάζοντας":"σχεδιάζω", "σχεδιαζόταν":"σχεδιάζω", "σχεδιάζουμε":"σχεδιάζω", "σχεδιάζουν":"σχεδιάζω", "σχεδιάζω":"σχεδιάζω", "σχεδιάσαμε":"σχεδιάζω", "σχεδίασαν":"σχεδιάζω", "σχεδίασε":"σχεδιάζω", "σχεδιάσει":"σχεδιάζω", "σχεδίαση":"σχεδίαση", "σχεδίασης":"σχεδίαση", "σχεδιασθεί":"σχεδιάζω", "σχεδιασμένα":"σχεδιασμένος", "σχεδιασμένες":"σχεδιασμένος", "σχεδιασμένη":"σχεδιασμένος", "σχεδιασμένης":"σχεδιάζω", "σχεδιασμένο":"σχεδιασμένος", "σχεδιασμένος":"σχεδιάζω", "σχεδιασμένους":"σχεδιάζω", "σχεδιασμένων":"σχεδιασμένος", "σχεδιασμό":"σχεδιασμός", "σχεδιασμοί":"σχεδιασμός", "σχεδιασμός":"σχεδιασμός", "σχεδιασμού":"σχεδιασμός", "σχεδιασμούς":"σχεδιασμός", "σχεδιάσουμε":"σχεδιάζω", "σχεδιάσουν":"σχεδιάζω", "σχεδιάστε":"σχεδιάζω", "σχεδιαστεί":"σχεδιάζω", "σχεδιαστές":"σχεδιαστής", "σχεδιαστή":"σχεδιαστής", "σχεδιάστηκαν":"σχεδιάζω", "σχεδιάστηκε":"σχεδιάζω", "σχεδιαστής":"σχεδιαστής", "σχεδιαστικά":"σχεδιαστικός", "σχεδιαστική":"σχεδιαστικός", "σχεδιαστικής":"σχεδιαστικός", "σχεδιαστικών":"σχεδιαστικός", "σχεδιαστούν":"σχεδιάζω", "σχεδιάστρια":"σχεδιάστρια", "σχεδιάστριας":"σχεδιάστρια", "σχεδιαστών":"σχεδιαστής", "σχεδίες":"σχεδία", "σχεδιο":"σχέδιο", "σχέδιο":"σχέδιο", "σχέδιό":"σχέδιο", "σχέδιο-πρόταση":"σχέδιο-πρόταση", "σχεδίου":"σχέδιο", "σχεδίων":"σχέδιο", "σχεδον":"σχεδόν", "σχεδόν":"σχεδόν", "σχέσει":"σχέσει", "σχεσεις":"σχέση", "σχέσεις":"σχέση", "σχέσεων":"σχέση", "σχέσεών":"σχέση", "σχεση":"σχέση", "σχέση":"σχέση", "σχεσης":"σχέση", "σχέσης":"σχέση", "σχέσιν":"σχέση", "σχετίζεται":"σχετίζω", "σχετιζόμενα":"σχετιζόμενος", "σχετιζομένων":"σχετιζόμενος", "σχετιζόμενων":"σχετιζόμενος", "σχετίζονται":"σχετίζω", "σχετίζονταν":"σχετίζω", "σχετιζόταν":"σχετίζω", "σχετικά":"σχετικά", "σχετικά":"σχετικός", "σχετικές":"σχετικός", "σχετική":"σχετικός", "σχετικής":"σχετικός", "σχετικισμό":"σχετικισμός", "σχετικισμός":"σχετικισμός", "σχετικιστικό":"σχετικιστικός", "σχετικο":"σχετικός", "σχετικό":"σχετικός", "σχετικοί":"σχετικός", "σχετικός":"σχετικός", "σχετικότητα":"σχετικότητα", "σχετικότητας":"σχετικότητα", "σχετικότητάς":"σχετικότητα", "σχετικού":"σχετικός", "σχετικούς":"σχετικός", "σχετικών":"σχετικός", "σχετικώς":"σχετικά", "σχήμα":"σχήμα", "σχήματα":"σχήμα", "σχημάτιζαν":"σχηματίζω", "σχηματίζει":"σχηματίζω", "σχηματίζεται":"σχηματίζω", "σχηματίζονται":"σχηματίζω", "σχηματίζοντας":"σχηματίζω", "σχηματίζουμε":"σχηματίζω", "σχηματίζουν":"σχηματίζω", "σχηματικά":"σχηματικός", "σχηματική":"σχηματικός", "σχηματικό":"σχηματικός", "σχημάτισαν":"σχηματίζω", "σχημάτισε":"σχηματίζω", "σχηματίσει":"σχηματίζω", "σχηματισθεί":"σχηματίζω", "σχηματίσθηκαν":"σχηματίζω", "σχηματίσθηκε":"σχηματίζω", "σχηματισμό":"σχηματισμός", "σχηματισμοί":"σχηματισμός", "σχηματισμός":"σχηματισμός", "σχηματισμού":"σχηματισμός", "σχηματισμούς":"σχηματισμός", "σχηματισμών":"σχηματισμός", "σχηματίσουμε":"σχηματίζω", "σχηματίσουν":"σχηματίζω", "σχηματιστεί":"σχηματίζω", "σχηματίστηκαν":"σχηματίζω", "σχηματίστηκε":"σχηματίζω", "σχηματιστούν":"σχηματίζω", "σχηματοποιείται":"σχηματοποιώ", "σχηματοποιηθεί":"σχηματοποιώ", "σχηματοποιήσεις":"σχηματοποίηση", "σχήματος":"σχήμα", "σχημάτων":"σχήμα", "σχίζει":"σχίζω", "σχιζοφρένεια":"σχιζοφρένεια", "σχιζοφρένειας":"σχιζοφρένεια", "σχιζοφρενείς":"σχιζοφρενής", "σχιζοφρενή":"σχιζοφρενής", "σχιζοφρενής":"σχιζοφρενής", "σχιζοφρενική":"σχιζοφρενικός", "σχιζοφρενικό":"σχιζοφρενικός", "σχινιά":"σχινιά", "σχίσθηκε":"σχίζω", "σχίσμα":"σχίσμα", "σχισμένη":"σχίζω", "σχισμές":"σχισμή", "σχισμή":"σχισμή", "σχιστά":"σχιστός", "σχιστόλιθοι":"σχιστόλιθος", "σχιστοσωμίαση":"σχιστοσωμίαση", "σχοινάκη":"σχοινάκη", "σχοινί":"σχοινί", "σχοινιά":"σχοινί", "σχοινοτενείς":"σχοινοτενής", "σχολάρι":"σχολάρι", "σχολαρίου":"σχολαρίου", "σχολαστικά":"σχολαστικά", "σχολαστική":"σχολαστικός", "σχολαστικό":"σχολαστικός", "σχολαστικός":"σχολαστικός", "σχολαστικότητα":"σχολαστικότητα", "σχολαστικούς":"σχολαστικός", "σχολεια":"σχολειό", "σχολεία":"σχολείο", "σχολειο":"σχολειό", "σχολειό":"σχολειό", "σχολείο":"σχολείο", "σχολείον":"σχολείο", "σχολείου":"σχολείο", "σχολείων":"σχολείο", "σχολές":"σχολή", "σχολη":"σχολή", "σχολή":"σχολή", "σχόλη":"σχόλη", "σχολήν":"σχολή", "σχολης":"σχολή", "σχολής":"σχολή", "σχόλης":"σχόλη", "σχόλια":"σχόλιο", "σχόλιά":"σχόλιο", "σχολίαζαν":"σχολιάζω", "σχολίαζε":"σχολιάζω", "σχολιάζει":"σχολιάζω", "σχολιάζεται":"σχολιάζω", "σχολιάζετε":"σχολιάζω", "σχολιάζονται":"σχολιάζω", "σχολιάζοντας":"σχολιάζω", "σχολιάζουμε":"σχολιάζω", "σχολιάζουν":"σχολιάζω", "σχολιάζω":"σχολιάζω", "σχολιάσαμε":"σχολιάζω", "σχολίασαν":"σχολιάζω", "σχολίασε":"σχολιάζω", "σχολιάσει":"σχολιάζω", "σχολιασθεί":"σχολιάζω", "σχολιάσθηκε":"σχολιάζω", "σχολιασμένο":"σχολιάζω", "σχολιασμό":"σχολιασμός", "σχολιασμοί":"σχολιασμός", "σχολιασμός":"σχολιασμός", "σχολιασμού":"σχολιασμός", "σχολιασμούς":"σχολιασμός", "σχολιάσουμε":"σχολιάζω", "σχολιάσουν":"σχολιάζω", "σχολιαστεί":"σχολιάζω", "σχολιαστές":"σχολιαστής", "σχολιαστή":"σχολιαστής", "σχολιάστηκαν":"σχολιάζω", "σχολιάστηκε":"σχολιάζω", "σχολιαστής":"σχολιαστής", "σχολιαστούν":"σχολιάζω", "σχολιαστών":"σχολιαστής", "σχολιάσω":"σχολιάζω", "σχολικά":"σχολικός", "σχολικές":"σχολικός", "σχολική":"σχολικός", "σχολικής":"σχολικός", "σχολικο":"σχολικός", "σχολικό":"σχολικός", "σχολικοί":"σχολικός", "σχολικος":"σχολικός", "σχολικός":"σχολικός", "σχολικού":"σχολικός", "σχολικούς":"σχολικός", "σχολικών":"σχολικός", "σχόλιο":"σχόλιο", "σχόλιό":"σχόλιο", "σχολίου":"σχόλιο", "σχολίων":"σχόλιο", "σχολών":"σχολή", "σχορτσιανίτη":"σχορτσιανίτη", "σχορτσιανίτης":"σχορτσιανίτης", "σωβινισμό":"σωβινισμός", "σώβρακα":"σώβρακο", "σώζει":"σώζω", "σώζεις":"σώζω", "σώζεται":"σώζω", "σωζόμενα":"σωζόμενος", "σωζόμενο":"σωζόμενος", "σωζόμενων":"σωζόμενος", "σώζονται":"σώζω", "σώζονταν":"σώζω", "σώζοντας":"σώζω", "σώζουν":"σώζω", "σώζων":"σώζων", "σωθεί":"σώζω", "σωθείς":"σώζω", "σωθή":"σωθή", "σώθηκαν":"σώζω", "σώθηκε":"σώζω", "σωθήτω":"σωθήτω", "σωθικά":"σωθικά", "σωθούμε":"σώζω", "σωθούν":"σώζω", "σωκράτη":"σωκράτης", "σωκρατης":"σωκράτης", "σωκράτης":"σωκράτης", "σωλήνα":"σωλήνας", "σωληνάκι":"σωληνάκι", "σωλήνας":"σωλήνας", "σωλήνες":"σωλήνας", "σωληνουργια":"σωληνουργία", "σωληνουργίας":"σωληνουργία", "σωλήνων":"σωλήνας", "σωληνώσεις":"σωλήνωση", "σωληνώσεων":"σωλήνωση", "σώμα":"σώμα", "σώματα":"σώμα", "σώματά":"σώμα", "σωματεία":"σωματείο", "σωματείο":"σωματείο", "σωματείου":"σωματείο", "σωματείων":"σωματείο", "σωματεμπορία":"σωματεμπορία", "σωματεμπορίας":"σωματεμπορία", "σωματεμπόρων":"σωματέμπορος", "σώματι":"σώματι", "σωματίδια":"σωματίδιο", "σωματίδιο":"σωματίδιο", "σωματιδίων":"σωματίδιο", "σωματικά":"σωματικά", "σωματικά":"σωματικός", "σωματικές":"σωματικός", "σωματική":"σωματικός", "σωματικης":"σωματικός", "σωματικής":"σωματικός", "σωματικό":"σωματικός", "σωματικοί":"σωματικός", "σωματικού":"σωματικός", "σωματικούς":"σωματικός", "σωματικών":"σωματικός", "σωματίων":"σωμάτιο", "σωματοποιούν":"σωματοποιώ", "σώματος":"σώμα", "σώματός":"σώμα", "σωματοφύλακας":"σωματοφύλακας", "σωματοφύλακες":"σωματοφύλακας", "σωματώδης":"σωματώδης", "σωμάτων":"σώμα", "σώνει":"σώζω", "σώο":"σώος", "σώοι":"σώος", "σώος":"σώος", "σωπαίνουν":"σωπαίνω", "σωπάσει":"σωπαίνω", "σωπάσουν":"σωπαίνω", "σωρεία":"σωρεία", "σωρείας":"σωρεία", "σωρεύονται":"σωρεύω", "σωρεύονταν":"σωρεύω", "σωρευτικά":"σωρευτικός", "σωρηδόν":"σωρηδόν", "σωριάζει":"σωριάζω", "σωριάζεσαι":"σωριάζω", "σωριάζεται":"σωριάζω", "σωριάζονται":"σωριάζω", "σωριασμένοι":"σωριάζω", "σωριαστεί":"σωριάζω", "σωριάστηκε":"σωριάζω", "σωρό":"σωρός", "σωροί":"σωρός", "σωρός":"σωρός", "σωρού":"σωρός", "σωρούς":"σωρός", "σώσαμε":"σώζω", "σώσει":"σώζω", "σώσεις":"σώζω", "σώση":"σώση", "σωσίβια":"σωσίβιος", "σωσίβιες":"σωσίβιος", "σωσίβιο":"σωσίβιος", "σώσον":"σώσον", "σώσουμε":"σώζω", "σώσουν":"σώζω", "σωστά":"σωστά", "σωστά":"σωστός", "σώστε":"σώζω", "σωστές":"σωστός", "σωστή":"σωστός", "σωστής":"σωστός", "σωστικά":"σωστικός", "σωστική":"σωστικός", "σωστικής":"σωστικός", "σωστικών":"σωστικός", "σωστό":"σωστός", "σωστοί":"σωστός", "σωστός":"σωστός", "σωστότερα":"σωστά", "σωστότερη":"σωστός", "σωστότερο":"σωστός", "σωστου":"σωστός", "σωστού":"σωστός", "σωστούς":"σωστός", "σωστών":"σωστός", "σωτήρ":"σωτήρας", "σωτήρα":"σωτήρας", "σωτηρακοπούλου":"σωτηρακοπούλου", "σωτήρας":"σωτήρας", "σωτήρες":"σωτήρας", "σωτήρη":"σωτήρης", "σωτήρης":"σωτήρης", "σωτηρία":"σωτηρία", "σωτήρια":"σωτήριος", "σωτηριάδης":"σωτηριάδης", "σωτηρίας":"σωτηρία", "σωτήριες":"σωτήριος", "σωτήριο":"σωτήριος", "σωτήριος":"σωτήριος", "σωτηρίου":"σωτήριος", "σωτήρογλου":"σωτήρογλου", "σωτηρόπουλος":"σωτηρόπουλος", "σωτηρόπουλου":"σωτηρόπουλου", "σωτήρος":"σωτήρας", "σωτήρχος":"σωτήρχος", "σωτήρων":"σωτήρας", "σωτρίνης":"σωτρίνης", "σωφέρ":"σωφέρ", "σώφρονες":"σώφρων", "σωφρονισμό":"σωφρονισμός", "σωφρονισμού":"σωφρονισμός", "σωφρονίσουν":"σωφρονίζω", "σωφρονιστές":"σωφρονιστής", "σωφρονιστήρια":"σωφρονιστήριο", "σωφρονιστικά":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστική":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστικό":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστικοί":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστικός":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστικού":"σωφρονιστικός", "σωφρονιστικών":"σωφρονιστικός", "σωφροσύνη":"σωφροσύνη", "τ":"τ", "τ'":"τ'", "τ.":"τ.", "τ.α.":"τ.α.", "τ.ε":"τ.ε", "τ.ε.":"τ.ε.", "τ.ε.ι.":"τ.ε.ι.", "τ.ε.λ.":"τ.ε.λ.", "τ.κ.":"τ.κ.", "τ.μ.":"τ.μ.", "τ΄γαν΄":"τ΄γαν΄", "τ6α":"τ6α", "τechnologies":"τechnologies", "τheodor":"τheodor", "τim":"τim", "τiς":"ο", "τo":"ο", "τourism":"τourism", "τoν":"εγώ", "τoυ":"μου", "τα":"εγώ", "τα":"ο", "τα":"τα", "τα'":"τα'", "'τα":"'τα", "τά":"τά", "ταβάνι":"ταβάνι", "ταβάνια":"ταβάνι", "ταβάνο":"ταβάνο", "ταβερνα":"ταβέρνα", "ταβέρνα":"ταβέρνα", "ταβερνάκι":"ταβερνάκι", "ταβερνάκια":"ταβερνάκι", "ταβέρνας":"ταβέρνα", "ταβερνεία":"ταβερνείο", "ταβερνες":"ταβέρνα", "ταβέρνες":"ταβέρνα", "ταβερνιάρης":"ταβερνιάρης", "ταβερνιέ":"ταβερνιέ", "ταβερνούλα":"ταβερνούλα", "ταβλαράκη":"ταβλαράκη", "ταβλαρίδης":"ταβλαρίδης", "τάβλας":"τάβλα", "τάβλι":"τάβλι", "ταγαράδες":"ταγαράδες", "ταγαραδων":"ταγαραδων", "ταγαράδων":"ταγαράδων", "ταγαράκης":"ταγαράκης", "ταγγίρης":"ταγγίρης", "ταγής":"ταγή", "ταγιέρ":"ταγιέρ", "ταγίπ":"ταγίπ", "ταγκ":"ταγκ", "ταγκανίκας":"ταγκανίκας", "ταγκό":"ταγκό", "τάγμα":"τάγμα", "τάγματα":"τάγμα", "ταγματάρχη":"ταγματάρχης", "ταγματαρχης":"ταγματάρχης", "ταγματάρχης":"ταγματάρχης", "τάγματος":"τάγμα", "ταγμένη":"τάζω", "ταγμένο":"τάζω", "ταγμένοι":"τάζω", "ταγμένος":"τάσσω", "ταγοί":"ταγός", "ταγός":"ταγός", "ταγούς":"ταγός", "ταγών":"ταγός", "τάδε":"τάδε", "τάε":"τάε", "ταεγιόγκ":"ταεγιόγκ", "τάι":"τάι", "ταϊβαν":"ταϊβάν", "ταϊβάν":"ταϊβάν", "ταϊβανέζικο":"ταϊβανέζικος", "ταϊβανέζο":"ταϊβανέζος", "ταϊγανίδης":"ταϊγανίδης", "τάιζε":"ταΐζω", "ταΐζει":"ταΐζω", "ταΐζετε":"ταΐζω", "ταΐζονται":"ταΐζω", "ταΐζοντας":"ταΐζω", "ταΐζουν":"ταΐζω", "ταϊλάνδη":"ταϊλάνδη", "ταϊλάνδης":"ταϊλάνδη", "τάιμς":"τάιμς", "ταινια":"ταινία", "ταινία":"ταινία", "ταινίας":"ταινία", "ταινία-σταθμός":"ταινία-σταθμός", "ταινιες":"ταινία", "ταινίες":"ταινία", "ταινιοθήκη":"ταινιοθήκη", "ταινιών":"ταινία", "ταϊντέ":"ταϊντέ", "ταϊπέι":"ταϊπέι", "ταίρι":"ταίρι", "ταίρια":"ταίρι", "ταίριαζαν":"ταιριάζω", "ταίριαζε":"ταιριάζω", "ταιριάζει":"ταιριάζω", "ταιριάζουν":"ταιριάζω", "ταιριάξει":"ταιριάζω", "ταιριάξουν":"ταιριάζω", "ταίριασμα":"ταίριασμα", "ταιριαστή":"ταιριαστός", "ταιριαστό":"ταιριαστός", "ταιριαστοί":"ταιριαστός", "τάισαν":"ταΐζω", "ταΐσει":"ταΐζω", "τάισμα":"τάισμα", "τάισον":"τάισον", "ταΐσουμε":"ταΐζω", "τακά":"τακάς", "τακάς":"τακάς", "τάκερ":"τάκερ", "τακέσι":"τακέσι", "τάκη":"τάκης", "τάκης":"τάκης", "τάκλιν":"τάκλιν", "τάκο":"τάκος", "τάκολα":"τάκολα", "τάκος":"τάκος", "τακουνάκια":"τακουνάκι", "τακούνι":"τακούνι", "τακούνια":"τακούνι", "τακτ":"τακτ", "τακτά":"τακτός", "τακτή":"τακτός", "τακτικά":"τακτικός", "τακτικές":"τακτικός", "τακτική":"τακτικός", "τακτικήν":"τακτικός", "τακτικής":"τακτικός", "τακτικό":"τακτικός", "τακτικοί":"τακτικός", "τακτικός":"τακτικός", "τακτικότατα":"τακτικά", "τακτικού":"τακτικός", "τακτικούς":"τακτικός", "τακτικών":"τακτικός", "τακτοποιηθεί":"τακτοποιώ", "τακτοποιήθηκε":"τακτοποιώ", "τακτοποιηθούν":"τακτοποιώ", "τακτοποιημένα":"τακτοποιώ", "τακτοποιημένη":"τακτοποιώ", "τακτοποιημένο":"τακτοποιώ", "τακτοποιημένοι":"τακτοποιώ", "τακτοποιημένος":"τακτοποιημένος", "τακτοποιήσει":"τακτοποιώ", "τακτοποιήσετε":"τακτοποιώ", "τακτοποίηση":"τακτοποίηση", "τακτοποίησης":"τακτοποίηση", "τακτοποιήσουν":"τακτοποιώ", "τακτοποιήστε":"τακτοποιώ", "τακτοποιούμε":"τακτοποιώ", "τακτοποιούν":"τακτοποιώ", "τακτοποιούνται":"τακτοποιώ", "ταλ":"ταλ", "ταλαιπωρεί":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρείται":"ταλαιπωρώ", "ταλαίπωρη":"ταλαίπωρος", "ταλαιπωρηθεί":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρήθηκαν":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρηθηκε":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρήθηκε":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρηθώ":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρημένα":"ταλαιπωρημένος", "ταλαιπωρημένη":"ταλαιπωρημένος", "ταλαιπωρημένο":"ταλαιπωρημένος", "ταλαιπωρημένος":"ταλαιπωρημένος", "ταλαιπωρημένου":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρημένους":"ταλαιπωρημένος", "ταλαιπώρησαν":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπώρησε":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρήσει":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρήσω":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρια":"ταλαιπωρία", "ταλαιπωρία":"ταλαιπωρία", "ταλαιπωρίας":"ταλαιπωρία", "ταλαιπωρίες":"ταλαιπωρία", "ταλαιπωριών":"ταλαιπωρία", "ταλαίπωρο":"ταλαίπωρος", "ταλαίπωροι":"ταλαίπωρος", "ταλαίπωρου":"ταλαίπωρος", "ταλαιπωρούν":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρούνται":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρούσε":"ταλαιπωρώ", "ταλαιπωρώ":"ταλαιπωρώ", "ταλαίπωρων":"ταλαίπωρος", "ταλάλ":"ταλάλ", "ταλαμπανι":"ταλαμπανι", "ταλαμπανί":"ταλαμπανί", "ταλάνιζε":"ταλανίζω", "ταλανίζει":"ταλανίζω", "ταλανίζεται":"ταλανίζω", "ταλανίζουν":"ταλανίζω", "ταλαντεύονται":"ταλαντεύω", "ταλάντευση":"ταλάντευση", "ταλάντευσης":"ταλάντευση", "ταλαντούχα":"ταλαντούχος", "ταλαντούχο":"ταλαντούχος", "ταλαντούχοι":"ταλαντούχος", "ταλαντούχος":"ταλαντούχος", "ταλαντούχου":"ταλαντούχος", "ταλαντούχους":"ταλαντούχος", "ταλαντούχων":"ταλαντούχος", "ταλάντωση":"ταλάντωση", "ταλαντωτές":"ταλαντωτής", "τάλας":"τάλας", "ταλάτ":"ταλάτ", "ταλέκ":"ταλέκ", "ταλεμπάν":"ταλεμπάν", "ταλέντα":"ταλέντο", "ταλέντο":"ταλέντο", "ταλέντου":"ταλέντο", "ταλέντων":"ταλέντο", "τάληρο":"τάληρο", "ταλιαδώρο":"ταλιαδώρο", "ταλιαδώρος":"ταλιαδώρος", "ταλιμπάν":"ταλιμπάν", "ταλιμπανικού":"ταλιμπανικού", "ταλίν":"ταλίν", "τάλιν":"τάλιν", "ταλιχμανίδη":"ταλιχμανίδη", "ταλοί":"ταλοί", "ταμ":"ταμ", "τάμα":"τάμα", "ταμάκι":"ταμάκι", "ταμάρα":"ταμάρα", "ταμαρους":"ταμαρους", "τάματα":"τάμα", "τάμγουορθ":"τάμγουορθ", "ταμεία":"ταμείο", "ταμειακή":"ταμειακός", "ταμειακής":"ταμειακός", "ταμειακών":"ταμειακός", "ταμειο":"ταμείο", "ταμείο":"ταμείο", "ταμείον":"ταμείο", "ταμείου":"ταμείο", "ταμείων":"ταμείο", "ταμέρους":"ταμέρους", "ταμία":"ταμίας", "ταμίας":"ταμίας", "ταμιευτήρας":"ταμιευτήρας", "ταμιευτήρες":"ταμιευτήρας", "ταμιευτήριο":"ταμιευτήριο", "ταμιευτηρίου":"ταμιευτήριο", "ταμίλ":"ταμίλ", "ταμίρ":"ταμίρ", "ταμούδο":"ταμούδο", "ταμουρίδη":"ταμουρίδη", "ταμουριδης":"ταμουριδης", "ταμουρίδης":"ταμουρίδης", "ταμπακέρα":"ταμπακέρα", "ταμπακέρες":"ταμπακέρα", "ταμπάκη":"ταμπάκης", "ταμπακιέρα":"ταμπακιέρα", "ταμπαξής":"ταμπαξής", "τάμπας":"τάμπας", "ταμπέλα":"ταμπέλα", "ταμπέλες":"ταμπέλα", "ταμπελίτσα":"ταμπελίτσα", "ταμπελίτσες":"ταμπελίτσα", "ταμπεραμέντο":"ταμπεραμέντο", "ταμπεραμέντου":"ταμπεραμέντο", "τάμπερε":"τάμπερε", "ταμπλέτα":"ταμπλέτα", "ταμπλέτες":"ταμπλέτα", "ταμπλό":"ταμπλό", "ταμπλόιντ":"ταμπλόιντ", "ταμπού":"ταμπού", "ταμπούρα":"ταμπούρο", "τάμρα":"τάμρα", "'ταν":"είμαι", "ταν":"ταν", "τανάλια":"τανάλια", "τανάπαλιν":"τανάπαλιν", "τανγκό":"τανγκό", "'τανε":"'τανε", "τανζανία":"τανζανία", "τανζίρι":"τανζίρι", "τάνι":"τάνι", "τάνια":"τάνια", "τανιμανίδη":"τανιμανίδη", "τανιμανίδης":"τανιμανίδης", "τανίνες":"τανίνη", "τανκ":"τανκ", "τάνκερ":"τάνκερ", "τανκς":"τανκς", "τανόφ":"τανόφ", "τανσού":"τανσού", "τανταλίδης":"τανταλίδης", "ταντάλου":"τάνταλος", "ταντανάσης":"ταντανάσης", "ταντανόζη":"ταντανόζη", "ταντανόζης":"ταντανόζης", "ταντέι":"ταντέι", "ταντέσε":"ταντέσε", "τανύει":"τανύομαι", "τάνυμα":"τάνυμα", "τάνχε":"τάνχε", "ταξ":"ταξ", "τάξει":"τάζω", "ταξείδι":"ταξείδι", "τάξεις":"τάξη", "τάξεων":"τάξη", "τάξεως":"τάξη", "τάξη":"τάξη", "ταξης":"τάξη", "τάξης":"τάξη", "ταξι":"ταξί", "ταξί":"ταξί", "ταξιάρχη":"ταξιάρχης", "ταξιάρχης":"ταξιάρχης", "ταξιαρχίες":"ταξιαρχία", "ταξιαρχιών":"ταξιαρχία", "ταξίαρχο":"ταξίαρχος", "ταξίαρχος":"ταξίαρχος", "ταξιάρχου":"ταξιάρχης", "ταξιαρχών":"ταξιάρχης", "ταξιδάκι":"ταξιδάκι", "ταξιδάκια":"ταξιδάκι", "ταξιδεμένους":"ταξιδεύω", "ταξίδευαν":"ταξιδεύω", "ταξιδεύατε":"ταξιδεύω", "ταξίδευε":"ταξιδεύω", "ταξιδεύει":"ταξιδεύω", "ταξιδεύεις":"ταξιδεύω", "ταξιδεύοντας":"ταξιδεύω", "ταξιδεύουμε":"ταξιδεύω", "ταξιδεύουν":"ταξιδεύω", "ταξιδεύσει":"ταξιδεύω", "ταξιδεύσουν":"ταξιδεύω", "ταξιδευτές":"ταξιδευτής", "ταξιδευτή":"ταξιδευτής", "ταξιδευτής":"ταξιδευτής", "ταξιδεύω":"ταξιδεύω", "ταξίδεψα":"ταξιδεύω", "ταξίδεψαν":"ταξιδεύω", "ταξιδέψατε":"ταξιδεύω", "ταξίδεψε":"ταξιδεύω", "ταξιδέψει":"ταξιδεύω", "ταξιδέψεις":"ταξιδεύω", "ταξιδέψετε":"ταξιδεύω", "ταξιδέψουμε":"ταξιδεύω", "ταξιδέψουν":"ταξιδεύω", "ταξιδέψτε":"ταξιδεύω", "ταξιδέψω":"ταξιδεύω", "ταξιδι":"ταξίδι", "ταξίδι":"ταξίδι", "ταξίδια":"ταξίδι", "ταξίδια-αναψυχή":"ταξίδια-αναψυχή", "ταξιδιού":"ταξίδι", "ταξιδιών":"ταξίδι", "ταξιδίων":"ταξιδίων", "ταξιδιώτες":"ταξιδιώτης", "ταξιδιώτη":"ταξιδιώτης", "ταξιδιωτικά":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικές":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτική":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικής":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικό":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικοί":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικός":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικού":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικούς":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτικών":"ταξιδιωτικός", "ταξιδιωτών":"ταξιδιώτης", "ταξικά":"ταξικός", "ταξικές":"ταξικός", "ταξική":"ταξικός", "ταξικής":"ταξικός", "ταξικό":"ταξικός", "ταξικών":"ταξικός", "ταξιλτάρης":"ταξιλτάρης", "ταξίμι":"ταξίμι", "ταξινομεί":"ταξινομώ", "ταξινομηθούν":"ταξινομώ", "ταξινομημένες":"ταξινομώ", "ταξινομημένη":"ταξινομημένος", "ταξινόμησε":"ταξινομώ", "ταξινομήσει":"ταξινομώ", "ταξινομήσεις":"ταξινόμηση", "ταξινομήσεων":"ταξινόμηση", "ταξινόμηση":"ταξινόμηση", "ταξινόμησης":"ταξινόμηση", "ταξινομήσουν":"ταξινομώ", "ταξινομούν":"ταξινομώ", "ταξιτζή":"ταξιτζής", "ταξιτζήδες":"ταξιτζής", "ταξιτζήδων":"ταξιτζής", "ταξιτζής":"ταξιτζής", "ταορμίνα":"ταορμίνα", "ταού":"ταού", "ταουγκρές":"ταουγκρές", "ταουγκρές7-81145":"ταουγκρές7-81145", "ταουλτζής":"ταουλτζής", "ταουλτσίδης":"ταουλτσίδης", "τάουν":"τάουν", "ταουσάνης":"ταουσάνης", "ταπ":"ταπ", "τάπα":"τάπα", "ταπεινά":"ταπεινός", "ταπεινή":"ταπεινός", "ταπεινής":"ταπεινός", "ταπεινό":"ταπεινός", "ταπεινότερους":"ταπεινός", "ταπεινότητα":"ταπεινότητα", "ταπεινότητά":"ταπεινότητα", "ταπεινότητας":"ταπεινότητα", "ταπεινού":"ταπεινός", "ταπεινοφροσύνη":"ταπεινοφροσύνη", "ταπεινωθεί":"ταπεινώνω", "ταπεινωθείς":"ταπεινώνω", "ταπεινώθηκαν":"ταπεινώνω", "ταπεινώθηκε":"ταπεινώνω", "ταπεινωμένες":"ταπεινωμένος", "ταπεινωμένοι":"ταπεινωμένος", "ταπεινωμένος":"ταπεινώνω", "ταπεινωμένους":"ταπεινώνω", "ταπεινώνεται":"ταπεινώνω", "ταπεινώνονται":"ταπεινώνω", "ταπείνωσαν":"ταπεινώνω", "ταπείνωσε":"ταπεινώνω", "ταπεινώσεις":"ταπεινώνω", "ταπείνωση":"ταπείνωση", "ταπείνωσή":"ταπείνωση", "ταπείνωσης":"ταπείνωση", "ταπεινωτικές":"ταπεινωτικός", "ταπεινωτική":"ταπεινωτικός", "ταπεινωτικό":"ταπεινωτικός", "τάπερ":"τάπερ", "ταπετσαρίας":"ταπετσαρία", "ταπετσαριών":"ταπετσαρία", "τάπητα":"τάπητας", "τάπητος":"τάπητας", "ταπητουργίας":"ταπητουργία", "ταπί":"ταπί", "ταπισερί":"ταπισερί", "ταπούτος":"ταπούτος", "ταπς":"ταπς", "ταραβήρα":"ταραβήρα", "ταραγμένα":"ταραγμένα", "ταραγμένες":"ταράζω", "ταραγμένη":"ταράζω", "ταραγμένο":"ταραγμένος", "ταραγμένων":"ταραγμένος", "ταράζει":"ταράζω", "ταράζεται":"ταράζω", "ταράζοντας":"ταράζω", "ταρακουνάει":"ταρακουνώ", "ταρακούνημα":"ταρακούνημα", "ταρακούνησαν":"ταρακουνώ", "ταρακούνησε":"ταρακουνώ", "ταρακουνήσουν":"ταρακουνώ", "ταραμάς":"ταραμάς", "τάραμας":"τάραμας", "ταραμοπολτό":"ταραμοπολτό", "τάρανδοι":"τάρανδος", "ταράνδων":"τάρανδος", "ταραντίνο":"ταραντίνος", "τάραξαν":"ταράζω", "τάραξε":"ταράζω", "ταράξει":"ταράζω", "ταραξίες":"ταραξίας", "ταράξουμε":"ταράζω", "ταράξουν":"ταράζω", "ταραουνέχ":"ταραουνέχ", "ταρασιάδης":"ταρασιάδης", "ταρασιούκ":"ταρασιούκ", "ταράσσει":"ταράσσω", "ταράτσα":"ταράτσα", "ταράτσας":"ταράτσα", "ταράτσες":"ταράτσα", "ταρατσόκηπο":"ταρατσόκηπο", "ταρατσόκηπου":"ταρατσόκηπου", "ταρατσών":"ταράτσα", "τάραττε":"τάραττε", "ταραφίνο":"ταραφίνο", "ταραχές":"ταραχή", "ταραχή":"ταραχή", "ταράχθηκε":"ταράζω", "ταραχοποιού":"ταραχοποιός", "ταραχτείτε":"ταράζω", "ταραχώδη":"ταραχώδης", "ταραχώδης":"ταραχώδης", "ταραχών":"ταραχή", "τάργκετ":"τάργκετ", "τάρε":"τάρε", "ταρέκ":"ταρέκ", "ταρζάν":"ταρζάν", "ταριτσεάνου":"ταριτσεάνου", "ταρίφα":"ταρίφα", "ταρίχευαν":"ταριχεύω", "ταριχευμένο":"ταριχευμένος", "ταρίχευση":"ταρίχευση", "ταρίχευσης":"ταρίχευση", "ταριχευτεί":"ταριχεύω", "ταριχευτές":"ταριχευτής", "ταρκαζίκης":"ταρκαζίκης", "ταρκάση":"ταρκάση", "ταρκόφσκι":"ταρκόφσκι", "ταρντίνι":"ταρντίνι", "τάρπλεϊ":"τάρπλεϊ", "ταρσανά":"ταρσανάς", "ταρσή":"ταρσή", "ταρσούλη":"ταρσούλη", "τάρτα":"τάρτα", "ταρτάν":"ταρτάν", "τάρταρα":"τάρταρα", "τάρτες":"τάρτα", "τας":"τας", "τασάκι":"τασάκι", "τασάκια":"τασάκι", "τάσεις":"τάση", "τάσεων":"τάση", "τάση":"τάση", "τάσης":"τάση", "τασίδης":"τασίδης", "τάσιν":"τάση", "τάσιο":"τάσιο", "τάσιος":"τάσιος", "τασιουλα":"τασιουλα", "τάσιτς":"τάσιτς", "τασκένδης":"τασκένδης", "τασκούδης":"τασκούδης", "τασλίμα":"τασλίμα", "τασο":"τάσος", "τάσο":"τάσος", "τασογλου":"τασογλου", "τασόγλου":"τασόγλου", "τασόγλουν":"τασόγλουν", "τάσος":"τάσος", "τασου":"τάσος", "τάσου":"τάσος", "τασούλα":"τασούλα", "τάσσει":"τάσσω", "τάσσεται":"τάσσω", "τάσσο":"τάσσο", "τάσσομαι":"τάσσω", "τασσόμεθα":"τασσόμεθα", "τασσόμενος":"τασσόμενος", "τάσσονται":"τάσσω", "τάσσονταν":"τάσσω", "τάσσος":"τάσσος", "τασσόταν":"τάσσω", "τατα":"τατάς", "ταταλα":"ταταλα", "ταταλας":"ταταλας", "ταταριδης":"ταταριδης", "τατζικιστάν":"τατζικιστάν", "τατιάνα":"τατιάνα", "τατιάνας":"τατιάνας", "τατόι":"τατόι", "τατοΐου":"τατοΐου", "τατουάζ":"τατουάζ", "τατούλη":"τατούλης", "τατούλης":"τατούλης", "τάτση":"τάτση", "τάτσης":"τάτσης", "τάτσι":"τάτσι", "τάττη":"τάττη", "ταυ":"ταυ", "ταυότητα":"ταυότητα", "ταύρο":"ταύρος", "ταύροι":"ταύρος", "ταυρομαχίες":"ταυρομαχία", "ταυρομαχιών":"ταυρομαχία", "ταυρομάχος":"ταυρομάχος", "ταυρομάχους":"ταυρομάχος", "ταυρος":"ταύρος", "ταύρος":"ταύρος", "ταύρου":"ταύρος", "ταυρωπός":"ταυρωπός", "ταύτα":"ταύτα", "ταύτην":"ούτος", "ταύτης":"ούτος", "ταυτίζει":"ταυτίζω", "ταυτίζεται":"ταυτίζω", "ταυτιζόμαστε":"ταυτίζω", "ταυτίζονται":"ταυτίζω", "ταυτίζοντας":"ταυτίζω", "ταυτίζοντάς":"ταυτίζω", "ταυτιζόταν":"ταυτίζω", "ταυτίζουμε":"ταυτίζω", "ταυτίζουν":"ταυτίζω", "ταύτισαν":"ταυτίζω", "ταύτισε":"ταυτίζω", "ταυτίσει":"ταυτίζω", "ταυτίσεις":"ταύτιση", "ταύτιση":"ταύτιση", "ταύτισή":"ταύτιση", "ταύτισης":"ταύτιση", "ταυτισθεί":"ταυτίζω", "ταυτισθούν":"ταυτίζω", "ταυτισμένα":"ταυτίζω", "ταυτισμένη":"ταυτίζω", "ταυτισμένο":"ταυτίζω", "ταυτισμένος":"ταυτισμένος", "ταυτίσουν":"ταυτίζω", "ταυτιστεί":"ταυτίζω", "ταυτιστείς":"ταυτίζω", "ταυτίστηκαν":"ταυτίζω", "ταυτίστηκε":"ταυτίζω", "ταυτιστούν":"ταυτίζω", "ταυτιστώ":"ταυτίζω", "ταυτοποιηθεί":"ταυτοποιώ", "ταυτοποιήθηκαν":"ταυτοποιώ", "ταυτοποιηθούν":"ταυτοποιώ", "ταυτοποιήσει":"ταυτοποιώ", "ταυτοποιήσεις":"ταυτοποίηση", "ταυτοποίηση":"ταυτοποίηση", "ταυτοποίησης":"ταυτοποίηση", "ταυτοποιούν":"ταυτοποιώ", "ταυτοποιούνται":"ταυτοποιώ", "ταυτόσημα":"ταυτόσημος", "ταυτόσημες":"ταυτόσημος", "ταυτόσημη":"ταυτόσημος", "ταυτοσημία":"ταυτοσημία", "ταυτοτητα":"ταυτότητα", "ταυτότητα":"ταυτότητα", "ταυτότητά":"ταυτότητα", "ταυτότητας":"ταυτότητα", "ταυτότητάς":"ταυτότητα", "ταυτότητες":"ταυτότητα", "ταυτότητές":"ταυτότητα", "ταυτοτήτων":"ταυτότητα", "ταυτόχρονα":"ταυτόχρονα", "ταυτόχρονες":"ταυτόχρονος", "ταυτόχρονη":"ταυτόχρονος", "ταυτόχρονης":"ταυτόχρονος", "ταυτοχρόνως":"ταυτόχρονα", "ταφεί":"θάβω", "ταφές":"ταφή", "ταφή":"ταφή", "τάφηκε":"θάβω", "ταφής":"ταφή", "ταφικές":"ταφικός", "ταφικό":"ταφικός", "ταφικοί":"ταφικός", "τάφο":"τάφος", "τάφοι":"τάφος", "ταφόπετρα":"ταφόπετρα", "ταφόπλακα":"ταφόπλακα", "ταφόπλακά":"ταφόπλακα", "ταφόπλακες":"ταφόπλακα", "τάφος":"τάφος", "τάφου":"τάφος", "ταφούν":"θάβω", "τάφους":"τάφος", "τάφρο":"τάφρος", "τάφρος":"τάφρος", "τάφρου":"τάφρος", "τάφων":"τάφος", "ταχ":"ταχ", "ταχis":"ταχis", "τάχα":"τάχα", "τάχατες":"τάχατες", "ταχεία":"ταχύς", "ταχείας":"ταχύς", "ταχείες":"ταχύς", "ταχείς":"ταχύς", "ταχέων":"ταχύς", "ταχέως":"ταχέως", "ταχθεί":"τάσσω", "τάχθηκαν":"τάσσω", "τάχθηκε":"τάσσω", "ταχθούν":"τάσσω", "ταχθώ":"τάσσω", "ταχιs":"ταχιs", "ταχιάο":"ταχιάο", "ταχιαος":"ταχιαος", "ταχιάος":"ταχιάος", "ταχιάου":"ταχιάου", "ταχίνι":"ταχίνι", "τάχιον":"ταχύς", "ταχίροβιτς":"ταχίροβιτς", "τάχιστα":"ταχέως", "τάχτηκε":"τάσσω", "ταχτοποιήθηκε":"ταχτοποιώ", "ταχτσής":"ταχτσής", "ταχτσόγλου":"ταχτσόγλου", "ταχύ":"ταχύς", "ταχυαυξές":"ταχυαυξές", "ταχυαυξή":"ταχυαυξή", "ταχυβόλου":"ταχυβόλος", "ταχυδακτυλουργικά":"ταχυδακτυλουργικός", "ταχυδακτυλουργικές":"ταχυδακτυλουργικός", "ταχυδακτυλουργοί":"ταχυδακτυλουργός", "ταχυδακτυλουργός":"ταχυδακτυλουργός", "ταχυδακτυλουργούς":"ταχυδακτυλουργός", "ταχυδρομεία":"ταχυδρομείο", "ταχυδρομειο":"ταχυδρομείο", "ταχυδρομείο":"ταχυδρομείο", "ταχυδρομείου":"ταχυδρομείο", "ταχυδρομείων":"ταχυδρομείο", "ταχυδρομηθεί":"ταχυδρομώ", "ταχυδρομήθηκε":"ταχυδρομώ", "ταχυδρομήσουν":"ταχυδρομώ", "ταχυδρομικά":"ταχυδρομικά", "ταχυδρομικές":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομική":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομικό":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομικός":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομικού":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομικών":"ταχυδρομικός", "ταχυδρομικώς":"ταχυδρομικά", "ταχυδρόμο":"ταχυδρόμος", "ταχυδρόμοι":"ταχυδρόμος", "ταχυδρομούν":"ταχυδρομώ", "ταχυδρομούνται":"ταχυδρομώ", "ταχυκαρδία":"ταχυκαρδία", "ταχυκαρδίες":"ταχυκαρδία", "ταχύπλοα":"ταχύπλοος", "ταχύπλοο":"ταχύπλοος", "ταχύπλοων":"ταχύπλοος", "ταχύρρυθμα":"ταχύρρυθμος", "ταχύρυθμης":"ταχύρυθμης", "ταχύς":"ταχύς", "ταχυτ":"ταχυτ", "ταχύτατα":"ταχέως", "ταχύτατες":"ταχύς", "ταχύτατη":"ταχύς", "ταχύτατης":"ταχύς", "ταχύτατο":"ταχύς", "ταχύτατοι":"ταχύς", "ταχύτατος":"ταχύς", "ταχύτατου":"ταχύς", "ταχύτατους":"ταχύς", "ταχύτατων":"ταχύς", "ταχύτερα":"ταχέως", "ταχύτερες":"ταχύς", "ταχύτερη":"ταχύς", "ταχύτερης":"ταχύς", "ταχύτερο":"ταχύς", "ταχύτερος":"ταχύς", "ταχύτερους":"ταχύς", "ταχύτητα":"ταχύτητα", "ταχύτητά":"ταχύτητα", "ταχυτητας":"ταχύτητα", "ταχύτητας":"ταχύτητα", "ταχύτητες":"ταχύτητα", "ταχύτητος":"ταχύτητα", "ταχυτήτων":"ταχύτητα", "ταχυφαγεία":"ταχυφαγείο", "ταχυφαγία":"ταχυφαγία", "ταψί":"ταψί", "ταψιά":"ταψί", "ταψιού":"ταψί", "τβεντε":"τβεντε", "τβέντε":"τβέντε", "τγιάλινγκ":"τγιάλινγκ", "τε":"τε", "τεβε":"τεβε", "τεγέμπ":"τεγέμπ", "τεγόπουλου":"τεγόπουλου", "τέγος":"τέγος", "τεδκ":"τεδκ", "τεε":"τεε", "τεθεί":"θέτω", "τέθηκαν":"θέτω", "τέθηκε":"θέτω", "τεθλασμένες":"τεθλασμένος", "τεθνεώτες":"τεθνεώτες", "τεθούν":"θέτω", "τεθωρακισμένα":"τεθωρακισμένος", "τεθωρακισμένων":"τεθωρακισμένος", "τει":"τει", "τέιλορ":"τέιλορ", "τεϊνάκ":"τεϊνάκ", "τείνει":"τείνω", "τείνοντας":"τείνω", "τείνουν":"τείνω", "τείνω":"τείνω", "τείχη":"τείχος", "τείχος":"τείχος", "'τείχος'":"'τείχος'", "τείχους":"τείχος", "τειχών":"τείχος", "τέκα":"τέκα", "τεκίδης":"τεκίδης", "τεκμαρτή":"τεκμαρτός", "τεκμηρια":"τεκμήριο", "τεκμήρια":"τεκμήριο", "τεκμήριο":"τεκμήριο", "τεκμήριον":"τεκμήριο", "τεκμηρίου":"τεκμήριο", "τεκμηριωθεί":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώθηκε":"τεκμηριώνω", "τεκμηριωθούν":"τεκμηριώνω", "τεκμηριωμένα":"τεκμηριωμένα", "τεκμηριωμένες":"τεκμηριωμένος", "τεκμηριωμένη":"τεκμηριωμένος", "τεκμηριωμένο":"τεκμηριώνω", "τεκμηριωμένων":"τεκμηριώνω", "τεκμηρίων":"τεκμήριο", "τεκμηρίωνε":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώνονται":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώνουν":"τεκμηριώνω", "τεκμηρίωσε":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώσει":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώσετε":"τεκμηριώνω", "τεκμηρίωση":"τεκμηρίωση", "τεκμηρίωσή":"τεκμηρίωση", "τεκμηρίωσης":"τεκμηρίωση", "τεκμηριώσουν":"τεκμηριώνω", "τεκμηριώσω":"τεκμηριώνω", "τέκνα":"τέκνο", "τέκνο":"τέκνο", "τεκνοποιήσει":"τεκνοποιώ", "τεκνοποίηση":"τεκνοποίηση", "τεκνοποίησης":"τεκνοποίηση", "τεκνοποιούν":"τεκνοποιώ", "τέκνων":"τέκνο", "τεκούτσι":"τεκούτσι", "τεκταινόμενα":"τεκταινόμενος", "τεκταίνονται":"τεκταίνομαι", "τεκτονική":"τεκτονική", "τεκτονικό":"τεκτονικός", "τεκτονικών":"τεκτονικός", "τέκτων":"τέκτων", "τελ":"τελ", "τελάρα":"τελάρο", "τελάρο":"τελάρο", "τέλεγκραφ":"τέλεγκραφ", "τελέζ":"τελέζ", "τέλει":"τέλει", "τελεί":"τελώ", "τελεία":"τελεία", "τέλεια":"τέλειος", "τελείας":"τελεία", "τελείες":"τελεία", "τέλειο":"τέλειος", "τελειοθηρικά":"τελειοθηρικός", "τελειοθηρική":"τελειοθηρικός", "τέλειοι":"τέλειος", "τελειομανής":"τελειομανής", "τελειομανία":"τελειομανία", "τελειοποιηθεί":"τελειοποιώ", "τελειοποιημένης":"τελειοποιώ", "τελειοποιήσει":"τελειοποιώ", "τελειοποίηση":"τελειοποίηση", "τελειοποιήσουν":"τελειοποιώ", "τέλειος":"τέλειος", "τελειότητα":"τελειότητα", "τελειότητας":"τελειότητα", "τέλειου":"τέλειος", "τέλειους":"τέλειος", "τελειόφοιτοι":"τελειόφοιτος", "τελειόφοιτος":"τελειόφοιτος", "τελειόφοιτους":"τελειόφοιτος", "τελειόφοιτων":"τελειόφοιτος", "τελείται":"τελώ", "τελειωμένα":"τελειώνω", "τελειωμένη":"τελειωμένος", "τελειωμένο":"τελειωμένος", "τελειωμό":"τελειωμός", "τελειώναμε":"τελειώνω", "τελείωναν":"τελειώνω", "τέλειωναν":"τελειώνω", "τελείωνε":"τελειώνω", "τέλειωνε":"τελειώνω", "τελειωνει":"τελειώνω", "τελειώνει":"τελειώνω", "τελειώνοντας":"τελειώνω", "τελειώνουμε":"τελειώνω", "τελειώνουν":"τελειώνω", "τελειώνω":"τελειώνω", "τελείως":"τελείως", "τελείωσα":"τελειώνω", "τελειώσαμε":"τελειώνω", "τελείωσαν":"τελειώνω", "τέλειωσαν":"τελειώνω", "τελειώσανε":"τελειώνω", "τελειώσατε":"τελειώνω", "τελείωσε":"τελειώνω", "τέλειωσε":"τελειώνω", "τελειώσει":"τελειώνω", "τελείωσες":"τελειώνω", "τελειώσετε":"τελειώνω", "τελειώσουμε":"τελειώνω", "τελειώσουν":"τελειώνω", "τελειώστε":"τελειώνω", "τελειώσω":"τελειώνω", "τελειωτικό":"τελειωτικός", "τέλεκομ":"τέλεκομ", "τέλεσαν":"τελώ", "τέλεσε":"τελώ", "τελέσει":"τελώ", "τελέσεις":"τελώ", "τέλεση":"τέλεση", "τέλεσης":"τέλεση", "τελεσθεί":"τελώ", "τελέσθηκαν":"τελώ", "τελεσίγραφα":"τελεσίγραφο", "τελεσίγραφο":"τελεσίγραφο", "τελεσιγράφου":"τελεσίγραφο", "τελεσίδικα":"τελεσίδικα", "τελεσίδικες":"τελεσίδικος", "τελεσίδικη":"τελεσίδικος", "τελεσίδικης":"τελεσίδικος", "τελεσιδικήσει":"τελεσιδικήσει", "τελεσίδικο":"τελεσίδικος", "τελεσιδικούν":"τελεσιδικούν", "τέλεσις":"τέλεση", "τελέσουν":"τελώ", "τελεστεί":"τελώ", "τελέστηκαν":"τελώ", "τελέστηκε":"τελώ", "τελεσφόρησαν":"τελεσφορώ", "τελεσφορήσει":"τελεσφορώ", "τελετές":"τελετή", "τελετή":"τελετή", "τελετής":"τελετή", "τελετουργία":"τελετουργία", "τελετουργίες":"τελετουργία", "τελετουργικά":"τελετουργικός", "τελετουργική":"τελετουργικός", "τελετουργικό":"τελετουργικός", "τελετουργικών":"τελετουργικός", "τελετουργιών":"τελετουργία", "τελετων":"τελετή", "τελετών":"τελετή", "τελευταία":"τελευταία", "τελευταια":"τελευταίος", "τελευταία":"τελευταίος", "τελευταίας":"τελευταίος", "τελευταιες":"τελευταίος", "τελευταίες":"τελευταίος", "τελευταιο":"τελευταίος", "τελευταίο":"τελευταίος", "τελευταίοι":"τελευταίος", "τελευταίον":"τελευταίος", "τελευταιος":"τελευταίος", "τελευταίος":"τελευταίος", "τελευταίου":"τελευταίος", "τελευταιους":"τελευταίος", "τελευταίους":"τελευταίος", "τελευταίων":"τελευταίος", "τελευταίως":"τελευταία", "τελεφερίκ":"τελεφερίκ", "τελη":"τέλος", "τέλη":"τέλος", "τελιάδης":"τελιάδης", "τελικα":"τελικά", "τελικά":"τελικά", "τελικά":"τελικός", "τελικες":"τελικός", "τελικές":"τελικός", "τελική":"τελικός", "τελικής":"τελικός", "τελικο":"τελικός", "τελικό":"τελικός", "τελικοί":"τελικός", "τελικός":"τελικός", "τελικού":"τελικός", "τελικούς":"τελικός", "τελικών":"τελικός", "τελικώς":"τελικά", "τελκίνσκι":"τελκίνσκι", "τελλιάδης":"τελλιάδης", "τελλίδη":"τελλίδη", "τελλίδης":"τελλίδης", "τελλογλειο":"τελλογλειο", "τελλογλείου":"τελλογλείου", "τέλμα":"τέλμα", "τέλματα":"τέλμα", "τελματωμένης":"τελματώνω", "τελματώσει":"τελματώνω", "τελμάτωση":"τελμάτωση", "τελοκρατίας":"τελοκρατίας", "τελολογικά":"τελολογικά", "τελος":"τέλος", "τέλος":"τέλος", "τελούμε":"τελώ", "τελούν":"τελώ", "τελούνται":"τελώ", "τέλους":"τέλος", "τελούσαν":"τελώ", "τελούσε":"τελώ", "τελφέρ":"τελφέρ", "τελώ":"τελώ", "τελών":"τέλος", "τελωνεία":"τελωνείο", "τελωνειακά":"τελωνειακός", "τελωνειακές":"τελωνειακός", "τελωνειακή":"τελωνειακός", "τελωνειακής":"τελωνειακός", "τελωνειακό":"τελωνειακός", "τελωνειακοί":"τελωνειακός", "τελωνειακών":"τελωνειακός", "τελωνείο":"τελωνείο", "τελωνείου":"τελωνείο", "τελωνιακές":"τελωνειακός", "τελώντας":"τελώ", "τεμ":"τεμ", "τεμάχια":"τεμάχιο", "τεμάχιζε":"τεμαχίζω", "τεμαχίζει":"τεμαχίζω", "τεμαχίζονται":"τεμαχίζω", "τεμαχιμού":"τεμαχιμού", "τεμάχισαν":"τεμαχίζω", "τεμαχισθεί":"τεμαχίζω", "τεμαχισμένα":"τεμαχισμένος", "τεμαχισμένη":"τεμαχίζω", "τεμαχισμένο":"τεμαχίζω", "τεμαχισμού":"τεμαχισμός", "τεμαχίων":"τεμάχιο", "τεμενάδες":"τεμενάς", "τεμένη":"τέμενος", "τέμενος":"τέμενος", "τέμνονται":"τέμνω", "τεμοζολομίδη":"τεμοζολομίδη", "τεμπέλης":"τεμπέλης", "τεμπελιά":"τεμπελιά", "τεμπέλικη":"τεμπέλικος", "τέμπερα":"τέμπερα", "τέμπερες":"τέμπερα", "τέμπη":"τέμπη", "τεμπλ":"τεμπλ", "τέμπλο":"τέμπλο", "τέμπλων":"τέμπλο", "τέμπο":"τέμπο", "τεν":"τεν", "τεναγη":"τέναγος", "τενάγη":"τέναγος", "τενέδου":"τένεδος", "τενεκεδουπόλεις":"τενεκεδούπολη", "τενεκές":"τενεκές", "τενεσί":"τενεσί", "τένεσι":"τένεσι", "τενις":"τένις", "τένις":"τένις", "τενίστα":"τενίστας", "τενίστας":"τενίστας", "τεννές":"τεννές", "τένοντα":"τένοντας", "τενοντίτιδα":"τενοντίτιδα", "τενόρο":"τενόρος", "τέντα":"τέντα", "τεν-τεν":"τεν-τεν", "τέντες":"τέντα", "τέντζερης":"τέντζερης", "τέντι-μπόι":"τέντι-μπόι", "τεντώθηκε":"τεντώνω", "τεντωμένα":"τεντώνω", "τεντωμένο":"τεντωμένος", "τεντώνουν":"τεντώνω", "τεντώσει":"τεντώνω", "τεξαπρετ":"τεξαπρετ", "τεξας":"τεξας", "τέξας":"τέξας", "τέξας-ατλάντα":"τέξας-ατλάντα", "τέομαν":"τέομαν", "τερακότα":"τερακότα", "τεράμο":"τεράμο", "τέραμο":"τέραμο", "τέρας":"τέρας", "τεράστια":"τεράστιος", "τεράστιας":"τεράστιος", "τεράστιες":"τεράστιος", "τεράστιο":"τεράστιος", "τεράστιοι":"τεράστιος", "τεράστιος":"τεράστιος", "τεραστίου":"τεράστιος", "τεράστιου":"τεράστιος", "τεράστιους":"τεράστιος", "τεραστίων":"τεράστιος", "τεράστιων":"τεράστιος", "τέρατα":"τέρας", "τερατογένεση":"τερατογένεση", "τερατογέννησης":"τερατογέννησης", "τερατολογία":"τερατολογία", "τέρατος":"τέρας", "τερατώδεις":"τερατώδης", "τερατώδες":"τερατώδης", "τερατώδη":"τερατώδης", "τερατώδης":"τερατώδης", "τερατώδους":"τερατώδης", "τεράτων":"τέρας", "τεργέστη":"τεργέστη", "τέρε":"τέρε", "τερέλ":"τερέλ", "τέρελ":"τέρελ", "τερέν":"τερέν", "τέρενς":"τέρενς", "τερζής":"τερζής", "τερζόπουλου":"τερζόπουλου", "τέρι":"τέρι", "τερίμ":"τερίμ", "τερλίτσι":"τερλίτσι", "τέρμα":"τέρμα", "τέρματα":"τέρμα", "τερμάτιζε":"τερματίζω", "τερματίζει":"τερματίζω", "τερματίζεται":"τερματίζω", "τερματίζονται":"τερματίζω", "τερματίζοντας":"τερματίζω", "τερματικό":"τερματικός", "τερματικού":"τερματικός", "τερματικούς":"τερματικός", "τερματικών":"τερματικός", "τερμάτισαν":"τερματίζω", "τερμάτισε":"τερματίζω", "τερματίσει":"τερματίζω", "τερματισθεί":"τερματίζω", "τερματισθή":"τερματίζω", "τερματίσθηκε":"τερματίζω", "τερματισμό":"τερματισμός", "τερματισμός":"τερματισμός", "τερματισμού":"τερματισμός", "τερματίσουμε":"τερματίζω", "τερματίσουν":"τερματίζω", "τερματιστεί":"τερματίζω", "τερματίστηκε":"τερματίζω", "τέρματος":"τέρμα", "τερματοφύλακα":"τερματοφύλακας", "τερματοφύλακας":"τερματοφύλακας", "τερματοφύλακες":"τερματοφύλακας", "τερμάτων":"τέρμα", "τερνα":"τερνα", "τέρνα":"τέρνα", "τέρνερ":"τέρνερ", "τέρπει":"τέρπω", "τερπνή":"τερπνός", "τερπνόν":"τερπνός", "τερρακόττα":"τερρακόττα", "τερτίπι":"τερτίπι", "τερτίπια":"τερτίπι", "τερτσέτη":"τερτσέτης", "τερψ":"τερψ", "τέρψη":"τέρψη", "τερψιθέα":"τερψιθέα", "τερώ":"τερώ", "τες":"εγώ", "τες":"τες", "τεσινέ":"τεσινέ", "τεσίνο":"τεσίνο", "τεσσάρες":"τεσσάρα", "τέσσαρες":"τέσσαρες", "τεσσαρων":"τέσσερις", "τεσσάρων":"τέσσερις", "τεσσάρων-πέντε":"τεσσάρων-πέντε", "τεσσερα":"τέσσερις", "τέσσερα":"τέσσερις", "τεσσεράμισι":"τεσσερισήμισι", "τεσσερις":"τέσσερις", "τέσσερις":"τέσσερις", "τεστ":"τεστ", "τεσταρε":"τεστάρω", "τεστάρει":"τεστάρω", "τεστέμπασης":"τεστέμπασης", "τεστίντ":"τεστίντ", "τεστοστερόνη":"τεστοστερόνη", "τετ":"τετ", "τεταμένη":"τεταμένος", "τεταμένο":"τεταμένος", "τεταμένων":"τεταμένος", "τέτανο":"τέτανος", "τέταρτα":"τέταρτος", "τεταρτη":"τετάρτη", "τετάρτη":"τετάρτη", "τέταρτη":"τέταρτος", "τέταρτή":"τέταρτος", "τετάρτη-κυριακή":"τετάρτη-κυριακή", "τετάρτης":"τετάρτη", "τέταρτης":"τέταρτος", "τεταρτο":"τέταρτος", "τέταρτο":"τέταρτος", "τέταρτό":"τέταρτος", "τεταρτοετής":"τεταρτοετής", "τέταρτοι":"τέταρτος", "τέταρτον":"τέταρτος", "τεταρτος":"τέταρτος", "τέταρτος":"τέταρτος", "τεταρτου":"τέταρτος", "τετάρτου":"τέταρτος", "τέταρτου":"τέταρτος", "τετ-α-τετ":"τετ-α-τετ", "τετελεσμένα":"τετελεσμένος", "τετελεσμένο":"τετελεσμένος", "τετελεσμένων":"τετελεσμένος", "τέτη":"τέτη", "τέτοια":"τέτοιος", "τέτοιας":"τέτοιος", "τέτοιες":"τέτοιος", "τέτοιο":"τέτοιος", "τέτοιοι":"τέτοιος", "τέτοιον":"τέτοιος", "τέτοιος":"τέτοιος", "τέτοιου":"τέτοιος", "τέτοιους":"τέτοιος", "τέτοιων":"τέτοιος", "τετούλλας":"τετούλλας", "τετρ":"τετρ", "τετράγωνα":"τετράγωνος", "τετράγωνες":"τετράγωνος", "τετραγωνικά":"τετραγωνικός", "τετραγωνικό":"τετραγωνικός", "τετραγωνικού":"τετραγωνικός", "τετραγωνικών":"τετραγωνικός", "τετραγωνισμό":"τετραγωνισμός", "τετράγωνο":"τετράγωνος", "τετραγώνων":"τετράγωνο", "τετράδα":"τετράδα", "τετράδας":"τετράδα", "τετράδια":"τετράδιο", "τετράδιο":"τετράδιο", "τετραδίου":"τετράδιο", "τετραετές":"τετραετής", "τετραετή":"τετραετής", "τετραετία":"τετραετία", "τετραετίας":"τετραετία", "τετραετίες":"τετραετία", "τετραετούς":"τετραετής", "τετραετών":"τετραετής", "τετραήμερες":"τετραήμερος", "τετραήμερη":"τετραήμερος", "τετραήμερο":"τετραήμερος", "τετραημέρου":"τετραήμερος", "τετρακέφαλο":"τετρακέφαλος", "τετρακίνηση":"τετρακίνηση", "τετρακίνησης":"τετρακίνηση", "τετρακοσάρης":"τετρακοσάρης", "τετρακοσια":"τετρακόσιοι", "τετρακόσια":"τετρακόσιοι", "τετρακόσιες":"τετρακόσιοι", "τετρακυκλίνης":"τετρακυκλίνης", "τετράκυς":"τετράκυς", "τετραμελή":"τετραμελής", "τετραμελής":"τετραμελής", "τετραμελούς":"τετραμελής", "τετράμηνη":"τετράμηνος", "τετράμηνο":"τετράμηνος", "τετραμήνου":"τετράμηνος", "τετραπλασιασμός":"τετραπλασιασμός", "τετραπλασιάστηκαν":"τετραπλασιάζω", "τετραπλασιάστηκε":"τετραπλασιάζω", "τετραπλή":"τετραπλός", "τετραπλό":"τετραπλός", "τετράποδα":"τετράποδος", "τετράποδο":"τετράποδος", "τετράποδοι":"τετράποδος", "τετράποδους":"τετράποδος", "τετράστιχα":"τετράστιχος", "τετράστιχο":"τετράστιχος", "τετράτομο":"τετράτομος", "τετράτροχες":"τετράτροχος", "τετράφωνης":"τετράφωνος", "τετράχρονη":"τετράχρονος", "τετράχρονο":"τετράχρονος", "τετραψήφιο":"τετραψήφιος", "τετράωρη":"τετράωρος", "τετράωρης":"τετράωρος", "τετραώροφο":"τετραώροφος", "τετριμμένα":"τετριμμένος", "τετριμμένες":"τετριμμένος", "τετριμμένη":"τετριμμένος", "τετριμμένο":"τετριμμένος", "τετσσαρακονταετία":"τετσσαρακονταετία", "τεύτλα":"τεύτλο", "τεύχη":"τεύχος", "τεύχος":"τεύχος", "τεύχους":"τεύχος", "τευχών":"τεύχος", "τεφαα":"τεφαα", "τεφααθ":"τεφααθ", "τέφρα":"τέφρα", "τέφρας":"τέφρα", "τεφτέρια":"τεφτέρι", "τεφφα":"τεφφα", "τεχ.εταιρια":"τεχ.εταιρια", "τεχεράνη":"τεχεράνη", "τεχεράνης":"τεχεράνη", "τεχν":"τεχν", "τέχνασμα":"τέχνασμα", "τεχνάσματα":"τέχνασμα", "τέχνες":"τέχνη", "τεχνη":"τέχνη", "τέχνη":"τέχνη", "τέχνημα":"τέχνημα", "τεχνης":"τέχνη", "τέχνης":"τέχνη", "τέχνης-gallery":"τέχνης-gallery", "τεχνητά":"τεχνητά", "τεχνητά":"τεχνητός", "τεχνητές":"τεχνητός", "τεχνητή":"τεχνητός", "τεχνητής":"τεχνητός", "τεχνητό":"τεχνητός", "τεχνητός":"τεχνητός", "τεχνητού":"τεχνητός", "τεχνητών":"τεχνητός", "τεχνικα":"τεχνικός", "τεχνικά":"τεχνικός", "τεχνικές":"τεχνικός", "τεχνικη":"τεχνικός", "τεχνική":"τεχνικός", "τεχνικής":"τεχνικός", "τεχνικό":"τεχνικός", "τεχνικοεπαγγελματική":"τεχνικοεπαγγελματικός", "τεχνικοί":"τεχνικός", "τεχνικο-οικονομικές":"τεχνικο-οικονομικές", "τεχνικο-οικονομική":"τεχνικο-οικονομική", "τεχνικοοικονομικής":"τεχνικοοικονομικός", "τεχνικος":"τεχνικός", "τεχνικός":"τεχνικός", "τεχνικου":"τεχνικός", "τεχνικού":"τεχνικός", "τεχνικούς":"τεχνικός", "τεχνικών":"τεχνικός", "τεχνικώς":"τεχνικά", "τεχνίτες":"τεχνίτης", "τεχνίτη":"τεχνίτης", "τεχνίτης":"τεχνίτης", "τεχνιτών":"τεχνίτης", "τεχνογνωσία":"τεχνογνωσία", "τεχνογνωσίας":"τεχνογνωσία", "τεχνοδομη":"τεχνοδομή", "τεχνοδομικη":"τεχνοδομικη", "τεχνοδομικής":"τεχνοδομικής", "τεχνοκράτες":"τεχνοκράτης", "τεχνοκράτη":"τεχνοκράτης", "τεχνοκράτης":"τεχνοκράτης", "τεχνοκρατικά":"τεχνοκρατικός", "τεχνοκρατική":"τεχνοκρατικός", "τεχνοκρατικής":"τεχνοκρατικός", "τεχνοκρατικό":"τεχνοκρατικός", "τεχνολ":"τεχνολ", "τεχνολογια":"τεχνολογία", "τεχνολογία":"τεχνολογία", "τεχνολογιας":"τεχνολογία", "τεχνολογίας":"τεχνολογία", "τεχνολογίες":"τεχνολογία", "τεχνολογικά":"τεχνολογικός", "τεχνολογικές":"τεχνολογικός", "τεχνολογική":"τεχνολογικός", "τεχνολογικής":"τεχνολογικός", "τεχνολογικό":"τεχνολογικός", "τεχνολογικοί":"τεχνολογικός", "τεχνολογικός":"τεχνολογικός", "τεχνολογικού":"τεχνολογικός", "τεχνολογικών":"τεχνολογικός", "τεχνολογιών":"τεχνολογία", "τεχνολόγοι":"τεχνολόγος", "τεχνολόγος":"τεχνολόγος", "τεχνολόγους":"τεχνολόγος", "τεχνολόγων":"τεχνολόγος", "τεχνολόγων-γεωτεχνικών":"τεχνολόγων-γεωτεχνικών", "τεχνοτροπία":"τεχνοτροπία", "τεχνοτροπίας":"τεχνοτροπία", "τεχνοτροπίες":"τεχνοτροπία", "τεχνων":"τέχνη", "τεχνών":"τέχνη", "τέως":"τέως", "τζ.":"τζ.", "τζαβάρα":"τζαβάρα", "τζαβάρας":"τζαβάρας", "τζαβέλας":"τζαβέλας", "τζαγκά":"τζαγκά", "τζάγκερ":"τζάγκερ", "τζάγκουαρ":"τζάγκουαρ", "τζαε":"τζαε", "τζαζ":"τζαζ", "τζαζάροντας":"τζαζάροντας", "τζαζίρα":"τζαζίρα", "τζαζίστας":"τζαζίστας", "τζαζ-μαϊάμι":"τζαζ-μαϊάμι", "τζάιαντ":"τζάιαντ", "τζακ":"τζακ", "τζακάρτα":"τζακάρτα", "τζάκερ":"τζάκερ", "τζακι":"τζάκι", "τζάκι":"τζάκι", "τζάκια":"τζάκι", "τζακιού":"τζάκι", "τζακιών":"τζάκι", "τζακόπουλο":"τζακόπουλο", "τζακόπουλος":"τζακόπουλος", "τζακούζι":"τζακούζι", "τζακούζια":"τζακούζια", "τζακποτ":"τζακποτ", "τζακ-ποτ":"τζακ-ποτ", "τζακπότ":"τζακπότ", "τζάκσον":"τζάκσον", "τζαλαλ":"τζαλαλ", "τζαλάλ":"τζαλάλ", "τζαμάικα":"τζαμάικα", "τζαμάλ":"τζαμάλ", "τζαμαλούκα":"τζαμαλούκα", "τζαμαρία":"τζαμαρία", "τζαμαρίες":"τζαμαρία", "τζαμαριουδάκη":"τζαμαριουδάκη", "τζαμί":"τζαμί", "τζάμι":"τζάμι", "τζαμιά":"τζαμί", "τζάμια":"τζάμι", "τζαμιού":"τζάμι", "τζαμιών":"τζάμι", "τζάμπα":"τζάμπα", "τζαμπαζη*":"τζαμπαζη*", "τζαμπίρ":"τζαμπίρ", "τζαμπο":"τζάμπο", "τζαμπούρα":"τζαμπούρα", "τζαμπρότα":"τζαμπρότα", "τζαμπ-σουτ":"τζαμπ-σουτ", "τζανακούλης":"τζανακούλης", "τζανάτα":"τζανάτα", "τζανατί":"τζανατί", "τζανέιρο":"τζανέιρο", "τζάνετ":"τζάνετ", "τζανετάκης":"τζανετάκης", "τζανετάκος":"τζανετάκος", "τζανέτος":"τζανέτος", "τζάνη":"τζάνη", "τζανι":"τζανι", "τζάνι":"τζάνι", "τζανίκο":"τζανίκο", "τζανκέτα":"τζανκέτα", "τζαννέτος":"τζαννέτος", "τζάννη":"τζάννη", "τζάννης":"τζάννης", "τζανφράνκο":"τζανφράνκο", "τζάσπερ":"τζάσπερ", "τζάστιν":"τζάστιν", "τζατζίκι":"τζατζίκι", "τζαφάρι":"τζαφάρι", "τζάφνα":"τζάφνα", "τζάχερ":"τζάχερ", "τζαχίλη":"τζαχίλη", "τζεβελέκης":"τζεβελέκης", "τζέι":"τζέι", "τζέιμι":"τζέιμι", "τζειμς":"τζειμς", "τζεϊμς":"τζεϊμς", "τζέιμς":"τζέιμς", "τζέιμσον":"τζέιμσον", "τζέιν":"τζέιν", "τζέκιλ":"τζέκιλ", "τζελ":"τζελ", "τζελλίλη":"τζελλίλη", "τζέλο":"τζέλο", "τζελούλε":"τζελούλε", "τζέμος":"τζέμος", "τζέμου":"τζέμου", "τζεμπ":"τζεμπ", "τζενάμο":"τζενάμο", "τζέναμο":"τζέναμο", "τζένας":"τζένας", "τζένεραλ":"τζένεραλ", "τζενεράλε":"τζενεράλε", "τζένη":"τζένη", "τζένης":"τζένη", "τζενίδου":"τζενίδου", "τζένικ":"τζένικ", "τζένιφερ":"τζένιφερ", "τζενκινς":"τζενκινς", "τζένκινς":"τζένκινς", "τζεντίλε":"τζεντίλε", "τζεοβάνι":"τζεοβάνι", "τζεογκράφικ":"τζεογκράφικ", "τζέραρντ":"τζέραρντ", "τζερεμάια":"τζερεμάια", "τζέρεμι":"τζέρεμι", "τζερι":"τζερι", "τζέρι":"τζέρι", "τζερμολούκ":"τζερμολούκ", "τζέρναλ":"τζέρναλ", "τζερολίμο":"τζερολίμο", "τζερόμ":"τζερόμ", "τζέρσεϊ":"τζέρσεϊ", "τζέρσι":"τζέρσι", "τζέσε":"τζέσε", "τζετ":"τζετ", "τζεφ":"τζεφ", "τζέφερσον":"τζέφερσον", "τζέφορντς":"τζέφορντς", "τζέφρεϊ":"τζέφρεϊ", "τζέφρι":"τζέφρι", "τζήκας":"τζήκας", "τζημογιάννης":"τζημογιάννης", "τζημοράγκα":"τζημοράγκα", "τζήμου":"τζήμου", "τζιάκοπο":"τζιάκοπο", "τζιάλλας":"τζιάλλας", "τζιαλορόσι":"τζιαλορόσι", "τζιαν":"τζιαν", "τζιάνι":"τζιάνι", "τζιανίνι":"τζιανίνι", "τζιανπάολο":"τζιανπάολο", "τζιαφέτταν":"τζιαφέτταν", "τζιαφεττας":"τζιαφεττας", "τζιγεροσαρμάς":"τζιγεροσαρμάς", "τζιλ":"τζιλ", "τζιλαρντίνο":"τζιλαρντίνο", "τζιλιγχαμ":"τζιλιγχαμ", "τζιμ":"τζιμ", "τζίμι":"τζίμι", "τζιμούρτος":"τζιμούρτος", "τζιμούτος":"τζιμούτος", "τζιμπουρ":"τζιμπουρ", "τζιμπούρ":"τζιμπούρ", "τζιν":"τζιν", "τζίνα":"τζίνα", "τζίνο":"τζίνο", "τζινόμπιλι":"τζινόμπιλι", "τζινς":"τζινς", "τζινσενοσίδες":"τζινσενοσίδες", "τζιόλα":"τζιόλα", "τζιόλας":"τζιόλας", "τζιόλης":"τζιόλης", "τζιομπανίδη":"τζιομπανίδη", "τζίου":"τζίου", "τζιουζέπε":"τζιουζέπε", "τζιπ":"τζιπ", "τζιρακιαν":"τζιρακιαν", "τζίρο":"τζίρος", "τζιρόνα":"τζιρόνα", "τζιρόνα-αλικάντε":"τζιρόνα-αλικάντε", "τζίρος":"τζίρος", "τζίρου":"τζίρος", "τζίρους":"τζίρος", "τζιτζίλης":"τζιτζίλης", "τζίτζιος":"τζίτζιος", "τζίφρα":"τζίφρα", "τζιχάντ":"τζιχάντ", "τζιώκας":"τζιώκας", "τζιώλα":"τζιώλα", "τζιώλας":"τζιώλας", "τζιωλης":"τζιωλης", "τζιωρτζιόπουλος":"τζιωρτζιόπουλος", "τζιώτζης":"τζιώτζης", "τζο":"τζο", "τζόαν":"τζόαν", "τζοβάνι":"τζοβάνι", "τζογαδόρος":"τζογαδόρος", "τζογαδόρου":"τζογαδόρος", "τζογάρουν":"τζογάρω", "τζόγκινγκ":"τζόγκινγκ", "τζογλου":"τζογλου", "τζόγο":"τζόγος", "τζόγος":"τζόγος", "τζόγου":"τζόγος", "τζόζεφ":"τζόζεφ", "τζοκερ":"τζοκερ", "τζόκερ":"τζόκερ", "τζόκο":"τζόκο", "τζόμπς":"τζόμπς", "τζον":"τζον", "τζόναθαμ":"τζόναθαμ", "τζόναθαν":"τζόναθαν", "τζόναταν":"τζόναταν", "τζόνοθαν":"τζόνοθαν", "τζόνσον":"τζόνσον", "τζόνσον-σιρλέαφ":"τζόνσον-σιρλέαφ", "τζονστον":"τζονστον", "τζόνστον":"τζόνστον", "τζόουνς":"τζόουνς", "τζόρνταν":"τζόρνταν", "τζόρντι":"τζόρντι", "τζορούμ":"τζορούμ", "τζορτζ":"τζορτζ", "τζόρτζεβιτς":"τζόρτζεβιτς", "τζος":"τζος", "τζότζεφ":"τζότζεφ", "τζούβανος":"τζούβανος", "τζουβάρας":"τζουβάρας", "τζουβελέκη":"τζουβελέκη", "τζουγανάκης":"τζουγανάκης", "τζουγκάνοβιτς":"τζουγκάνοβιτς", "τζούισον":"τζούισον", "τζούλι":"τζούλι", "τζούλια":"τζούλια", "τζουλιάνο":"τζουλιάνο", "τζούλιαρντ":"τζούλιαρντ", "τζουλιο":"τζουλιο", "τζούλιο":"τζούλιο", "τζούμα":"τζούμα", "τζουμάκα":"τζουμάκας", "τζουμάκας":"τζουμάκας", "τζουμέρκων":"τζουμέρκα", "τζουμχουριέτ":"τζουμχουριέτ", "τζούνιορ":"τζούνιορ", "τζούντι":"τζούντι", "τζούρα":"τζούρα", "τζούριτς":"τζούριτς", "τζωάννος":"τζωάννος", "τζωρτζ":"τζωρτζ", "τζωρτζάτος":"τζωρτζάτος", "τζωρτζάτου":"τζωρτζάτος", "τζώρτζης":"τζώρτζης", "τζώρτζογλου":"τζώρτζογλου", "τζώτζης":"τζώτζης", "τη":"εγώ", "τη":"ο", "τήβεννο":"τήβεννος", "τηγανητά":"τηγανητός", "τηγανητές":"τηγανητός", "τηγανητή":"τηγανητός", "τηγανητό":"τηγανητός", "τηγάνι":"τηγάνι", "τηγάνια":"τηγάνι", "τηγανιά":"τηγανιά", "τηγανίζονται":"τηγανίζω", "τηγανίζουμε":"τηγανίζω", "τηγάνισμα":"τηγάνισμα", "τηγανισμένες":"τηγανίζω", "τηγανισμένη":"τηγανίζω", "τηγανίτες":"τηγανίτα", "τήδε":"τήδε", "τηλ":"τηλ", "τηλ.":"τηλ.", "τήλας":"τήλας", "τηλε":"τηλε", "τηλεαγορά":"τηλεαγορά", "τηλε-αγορά":"τηλε-αγορά", "τηλε-αστυ":"τηλε-αστυ", "τηλεβαρόμετρα":"τηλεβαρόμετρο", "τηλεγράφημα":"τηλεγράφημα", "τηλεγράφημά":"τηλεγράφημα", "τηλεγραφήματα":"τηλεγράφημα", "τηλεγραφικό":"τηλεγραφικός", "τηλεγραφικός":"τηλεγραφικός", "τηλέγραφο":"τηλέγραφος", "τηλεδιασκέψεις":"τηλεδιάσκεψη", "τηλεδιάσκεψη":"τηλεδιάσκεψη", "τηλεδιάσκεψης":"τηλεδιάσκεψη", "τηλε-εκπαίδευσης":"τηλε-εκπαίδευσης", "τηλε-εργασία":"τηλε-εργασία", "τηλε-εργασίας":"τηλε-εργασίας", "τηλεευαγγελιστή":"τηλεευαγγελιστής", "τηλεθεάματος":"τηλεθεάματος", "τηλεθεάσεις":"τηλεθέαση", "τηλεθέαση":"τηλεθέαση", "τηλεθέασης":"τηλεθέαση", "τηλεθεατές":"τηλεθεατής", "τηλεθεατή":"τηλεθεατής", "τηλεθεατής":"τηλεθεατής", "τηλεθεατών":"τηλεθεατής", "τηλεθέρμανση":"τηλεθέρμανση", "τηλεθέρμανσης":"τηλεθέρμανση", "τηλεϊατρεία":"τηλειατρεία", "τηλε-ιατρική":"τηλε-ιατρική", "τηλεϊατρικής":"τηλεϊατρική", "τηλε-κακοκαιρίας":"τηλε-κακοκαιρίας", "τηλεκάρτα":"τηλεκάρτα", "τηλεκάρτες":"τηλεκάρτα", "τηλεκατευθυνόμενα":"τηλεκατευθυνόμενος", "τηλεκατευθυνόμενο":"τηλεκατευθυνόμενος", "τηλεκοντρόλ":"τηλεκοντρόλ", "τηλεμαραθώνιος":"τηλεμαραθώνιος", "τηλεμάρκετιγκ":"τηλεμάρκετιγκ", "τηλέμαχου":"τηλέμαχος", "τηλεμετρία":"τηλεμετρία", "τηλεοπτικά":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικές":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικη":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτική":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικής":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικό":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικοί":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικοποιούν":"τηλεοπτικοποιώ", "τηλεοπτικός":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικού":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικούς":"τηλεοπτικός", "τηλεοπτικών":"τηλεοπτικός", "τηλεοράσεις":"τηλεόραση", "τηλεοράσεων":"τηλεόραση", "τηλεοράσεως":"τηλεόραση", "τηλεοραση":"τηλεόραση", "τηλεόραση":"τηλεόραση", "τηλεόρασή":"τηλεόραση", "τηλεορασης":"τηλεόραση", "τηλεόρασης":"τηλεόραση", "τηλεπαθητικές":"τηλεπαθητικός", "τηλεπαιχνίδι":"τηλεπαιχνίδι", "τηλεπαράθυρα":"τηλεπαράθυρο", "τηλεπαρουσιαστής":"τηλεπαρουσιαστής", "τηλεπαρουσιαστής-βεντέτα":"τηλεπαρουσιαστής-βεντέτα", "τηλεπαρουσιάστρια":"τηλεπαρουσιάστρια", "τηλεπαρουσιάστριας":"τηλεπαρουσιάστρια", "τηλεπαρουσιαστών":"τηλεπαρουσιαστής", "τηλεπικοινωνιακά":"τηλεπικοινωνιακός", "τηλεπικοινωνιακή":"τηλεπικοινωνιακός", "τηλεπικοινωνιακό":"τηλεπικοινωνιακός", "τηλεπικοινωνιακού":"τηλεπικοινωνιακός", "τηλεπικοινωνιακών":"τηλεπικοινωνιακός", "τηλεπικοινωνίας":"τηλεπικοινωνία", "τηλεπικοινωνιες":"τηλεπικοινωνία", "τηλεπικοινωνίες":"τηλεπικοινωνία", "τηλεπικοινωνιων":"τηλεπικοινωνία", "τηλεπικοινωνιών":"τηλεπικοινωνία", "τηλεπισκόπηση":"τηλεπισκόπηση", "τηλεσκόπια":"τηλεσκόπιο", "τηλεσκόπιο":"τηλεσκόπιο", "τηλεσκοπίου":"τηλεσκόπιο", "τηλεταινίες":"τηλεταινία", "τηλετυπος":"τηλέτυπος", "τηλέτυπος":"τηλέτυπος", "τηλεφακό":"τηλεφακός", "τηλέφωνα":"τηλέφωνο", "τηλέφωνά":"τηλέφωνο", "τηλεφωνεί":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνείς":"τηλεφωνώ", "τηλεφώνημα":"τηλεφώνημα", "τηλεφώνημά":"τηλεφώνημα", "τηλεφωνήματα":"τηλεφώνημα", "τηλεφωνημάτων":"τηλεφώνημα", "τηλεφώνησα":"τηλεφωνώ", "τηλεφώνησαν":"τηλεφωνώ", "τηλεφώνησε":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνήσει":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνήσεις":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνήσουν":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνήσω":"τηλεφωνώ", "τηλεφωνητή":"τηλεφωνητής", "τηλεφωνια":"τηλεφωνία", "τηλεφωνία":"τηλεφωνία", "τηλεφωνίας":"τηλεφωνία", "τηλεφωνικά":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικές":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνική":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικής":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικό":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικοί":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικός":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικού":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικούς":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικών":"τηλεφωνικός", "τηλεφωνικώς":"τηλεφωνικά", "τηλέφωνο":"τηλέφωνο", "τηλέφωνό":"τηλέφωνο", "τηλεφώνου":"τηλέφωνο", "τηλεφωνούν":"τηλεφωνώ", "τηλεφώνων":"τηλέφωνο", "τηλεχειρισμό":"τηλεχειρισμός", "τηλεχειρισμός":"τηλεχειρισμός", "τηλεχειρισμού":"τηλεχειρισμός", "τηλεχειριστήριο":"τηλεχειριστήριο", "τηλοψίας":"τηλοψία", "τημμυ":"τημμυ", "την":"εγώ", "την":"ο", "τήνος":"τήνος", "τήνου":"τήνος", "τήξη":"τήξη", "τήξης":"τήξη", "τηράου":"τηράου", "τηρεί":"τηρώ", "τηρείς":"τηρώ", "τηρείται":"τηρώ", "τηρείτε":"τηρώ", "τηρηθεί":"τηρώ", "τηρήθηκαν":"τηρώ", "τηρήθηκε":"τηρώ", "τηρηθούν":"τηρώ", "τηρήσαμε":"τηρώ", "τήρησαν":"τηρώ", "τήρησε":"τηρώ", "τηρήσει":"τηρώ", "τήρηση":"τήρηση", "τήρησης":"τήρηση", "τηρήσουμε":"τηρώ", "τηρήσουν":"τηρώ", "τηρούμε":"τηρώ", "τηρουμένης":"τηρούμενος", "τηρουμενων":"τηρούμενος", "τηρουμένων":"τηρούμενος", "τηρούν":"τηρώ", "τηρούνται":"τηρώ", "τηρούνταν":"τηρώ", "τηρούσαν":"τηρώ", "τηρούσε":"τηρώ", "τηρώντας":"τηρώ", "της":"εγώ", "της":"μου", "της":"ο", "τής":"τής", "τήχθηκε":"τήχθηκε", "τι":"τι", "'τι":"'τι", "τί":"τί", "τιάγκο":"τιάγκο", "τιβέριο":"τιβέριος", "τιγγιλίδου":"τιγγιλίδου", "τιγκ":"τιγκ", "τίγρεις":"τίγρη", "τίγρεως":"τίγρη", "τίγρη":"τίγρης", "τίγρης":"τίγρης", "τιδήποτε":"τιδήποτε", "τιερί":"τιερί", "τιζί":"τιζί", "τιθασευμένη":"τιθασευμένος", "τιθασεύσει":"τιθασεύω", "τιθάσευση":"τιθάσευση", "τιθασεύσουν":"τιθασεύω", "τιθασευτούν":"τιθασεύω", "τίθεμαι":"θέτω", "τιθέμενη":"τιθέμενος", "τίθενται":"θέτω", "τίθεται":"θέτω", "τικ":"τικ", "τικα":"τικα", "τιλέλη":"τιλέλη", "τιλιγκούλ":"τιλιγκούλ", "τιμ":"τιμ", "τιμά":"τιμώ", "τιμάει":"τιμάει", "τιμάμε":"τιμώ", "τιμαμόπουλος":"τιμαμόπουλος", "τιμάριθμο":"τιμάριθμος", "τιμάριθμος":"τιμάριθμος", "τιμάς":"τιμώ", "τιμάται":"τιμώ", "τιμερμάνις":"τιμερμάνις", "τιμες":"τιμή", "τιμές":"τιμή", "τιμη":"τιμή", "τιμή":"τιμή", "τίμη":"τίμη", "τιμηθεί":"τιμώ", "τιμήθηκαν":"τιμώ", "τιμήθηκε":"τιμώ", "τιμηθούν":"τιμώ", "τίμημα":"τίμημα", "τιμήματος":"τίμημα", "τιμημένες":"τιμημένος", "τιμημένη":"τιμώ", "τιμημένης":"τιμημένος", "τιμημένο":"τιμημένος", "τιμημένος":"τιμημένος", "τιμημένους":"τιμώ", "τιμην":"τιμή", "τιμήν":"τιμή", "τιμής":"τιμή", "τίμησαν":"τιμώ", "τιμήσατε":"τιμώ", "τίμησε":"τιμώ", "τιμήσει":"τιμώ", "τιμήσουμε":"τιμώ", "τιμήσουν":"τιμώ", "τιμήσω":"τιμώ", "τιμητές":"τιμητής", "τιμητή":"τιμητής", "τιμητικά":"τιμητικός", "τιμητικά":"τιμητικώς", "τιμητικές":"τιμητικός", "τιμητική":"τιμητικός", "τιμητικής":"τιμητικός", "τιμητικό":"τιμητικός", "τιμητικού":"τιμητικός", "τιμητικών":"τιμητικός", "τίμια":"τίμιος", "τίμια":"τιμίως", "τίμιας":"τίμιος", "τίμιες":"τίμιος", "τίμιο":"τίμιος", "τίμιοι":"τίμιος", "τίμιος":"τίμιος", "τιμιότατου":"τίμιος", "τιμιότητα":"τιμιότητα", "τιμιότητά":"τιμιότητα", "τιμιότητας":"τιμιότητα", "τιμίων":"τίμιος", "τίμοθι":"τίμοθι", "τιμοκατάλογο":"τιμοκατάλογος", "τιμοκατάλογοι":"τιμοκατάλογος", "τιμοκατάλογος":"τιμοκατάλογος", "τιμοκαταλόγου":"τιμοκατάλογος", "τιμοκαταλόγους":"τιμοκατάλογος", "τιμοκαταλόγων":"τιμοκατάλογος", "τιμοληψίες":"τιμοληψία", "τιμολόγηση":"τιμολόγηση", "τιμολόγησης":"τιμολόγηση", "τιμολόγησής":"τιμολόγηση", "τιμολόγια":"τιμολόγιο", "τιμολόγιά":"τιμολόγιο", "τιμολογιακά":"τιμολογιακός", "τιμολογιακή":"τιμολογιακός", "τιμολογιακής":"τιμολογιακός", "τιμολογιακού":"τιμολογιακός", "τιμολόγιο":"τιμολόγιο", "τιμολογίου":"τιμολόγιο", "τιμολογίων":"τιμολόγιο", "τιμολογούμε":"τιμολογώ", "τιμόνι":"τιμόνι", "τιμονιού":"τιμόνι", "τιμόρ":"τιμόρ", "τιμοριανού":"τιμοριανού", "τιμοσένκο":"τιμοσένκο", "τιμούμε":"τιμώ", "τιμούν":"τιμώ", "τιμούρ":"τιμούρ", "τιμούσε":"τιμώ", "τιμπάλες":"τιμπάλες", "τίμπεργουλφς":"τίμπεργουλφς", "τιμσίστεμ":"τιμσίστεμ", "τίμσιστεμ":"τίμσιστεμ", "τιμσίστεμ8-71032":"τιμσίστεμ8-71032", "τιμώ":"τιμώ", "τιμώμενα":"τιμώμενος", "τιμώμενη":"τιμώμενος", "τιμώμενο":"τιμώμενος", "τιμώμενος":"τιμώμενος", "τιμώμενου":"τιμώμενος", "τιμώμενους":"τιμώμενος", "τιμών":"τιμή", "τιμώνται":"τιμώ", "τιμώντας":"τιμώ", "τιμωρεί":"τιμωρώ", "τιμωρείται":"τιμωρώ", "τιμωρηθεί":"τιμωρώ", "τιμωρήθηκαν":"τιμωρώ", "τιμωρήθηκε":"τιμωρώ", "τιμωρηθούν":"τιμωρώ", "τιμωρημένο":"τιμωρημένος", "τιμωρημένοι":"τιμωρώ", "τιμωρημένος":"τιμωρημένος", "τιμώρησαν":"τιμωρώ", "τιμώρησε":"τιμωρώ", "τιμωρήσει":"τιμωρώ", "τιμωρήσουν":"τιμωρώ", "τιμωρητική":"τιμωρητικός", "τιμωρια":"τιμωρία", "τιμωρία":"τιμωρία", "τιμωρίας":"τιμωρία", "τιμωρίες":"τιμωρία", "τιμωριών":"τιμωρία", "τιμωρός":"τιμωρός", "τιμωρού":"τιμωρός", "τιμωρούμε":"τιμωρώ", "τιμωρούν":"τιμωρώ", "τιμωρούνται":"τιμωρώ", "τιμωρούσε":"τιμωρώ", "τιμωρών":"τιμωρός", "τιμωρώντας":"τιμωρώ", "τιν":"τιν", "τινά":"τίνος", "τίναγμα":"τίναγμα", "τίναζαν":"τινάζω", "τινάζανε":"τινάζω", "τίναζε":"τινάζω", "τινάζει":"τινάζω", "τινάζεσαι":"τινάζω", "τινάζεται":"τινάζω", "τινάζονται":"τινάζω", "τινάζοντας":"τινάζω", "τιναζόταν":"τινάζω", "τινάζουν":"τινάζω", "τίναξαν":"τινάζω", "τίναξε":"τινάζω", "τινάξει":"τινάζω", "τινάξουν":"τινάζω", "τίνας":"τίνα", "τιναχθεί":"τινάζω", "τινάχθηκαν":"τινάζω", "τινάχθηκε":"τινάζω", "τιναχτεί":"τινάζω", "τιναχτούν":"τινάζω", "τινός":"τινός", "τίνος":"τίνος", "τίποτ'":"τίποτ''", "τίποτα":"τίποτα", "τίποτε":"τίποτα", "τιποτένιο":"τιποτένιος", "τιποτένιος":"τιποτένιος", "τιποτένιους":"τιποτένιος", "τιρανα":"τίρανα", "τίρανα":"τίρανα", "τιράνων":"τίρανα", "τίρι":"τίρι", "τίρναβο":"τίρναβος", "τιρνάβου":"τίρναβος", "τίρναν":"τίρναν", "τιρολ":"τιρολ", "τιρόλ":"τιρόλ", "τις":"εγώ", "τις":"ο", "'τις":"'τις", "τις11":"τις11", "τιταν":"τιταν", "τιτάν":"τιτάν", "τιτάνες":"τιτάνας", "τιτανια":"τιτάνιος", "τιτάνια":"τιτάνιος", "τιτάνιας":"τιτάνιος", "τιτανικό":"τιτανικός", "τιτανικος":"τιτανικός", "τιτανίου":"τιτάνιος", "τιτάνιους":"τιτάνιος", "τιτανομαχίες":"τιτανομαχία", "τίτλο":"τίτλος", "τίτλοι":"τίτλος", "τιτλοποιήσεις":"τιτλοποίηση", "τιτλοποίησης":"τιτλοποίηση", "τίτλος":"τίτλος", "τίτλου":"τίτλος", "τίτλους":"τίτλος", "τιτλοφορεί":"τιτλοφορώ", "τιτλοφορείται":"τιτλοφορώ", "τιτλοφορηθεί":"τιτλοφορώ", "τιτλοφόρησε":"τιτλοφορώ", "τίτλων":"τίτλος", "τιτμαγιερ":"τιτμαγιερ", "τιτμάγιερ":"τιτμάγιερ", "τίτο":"τίτος", "τιτοϊκό":"τιτοϊκό", "τιτοκη":"τιτοκη", "τιφλίδας":"τιφλίδα", "τιφόζι":"τιφόζι", "τιφτιξόγλου":"τιφτιξόγλου", "τκμ":"τκμ", "τλας":"τλας", "τλί":"τλί", "τ'μέρα":"τ'μέρα", "τμημα":"τμήμα", "τμήμα":"τμήμα", "τμήμα-διεύθυνση":"τμήμα-διεύθυνση", "τμηματα":"τμήμα", "τμήματα":"τμήμα", "τμήματά":"τμήμα", "τμηματικά":"τμηματικά", "τμηματος":"τμήμα", "τμήματος":"τμήμα", "τμήματός":"τμήμα", "τμημάτων":"τμήμα", "το":"εγώ", "το":"ο", "'το":"'το", "τό":"τό", "το1983":"το1983", "τογκα":"τογκα", "τόι":"τόι", "τοιαύτα":"τοιούτος", "τοιαύτην":"τοιούτος", "τοιούτοι":"τοιούτος", "τοις":"τοις", "τοιχιου":"τοιχίο", "τοίχο":"τοίχος", "τοιχογραφία":"τοιχογραφία", "τοιχογραφίες":"τοιχογραφία", "τοιχογραφιών":"τοιχογραφία", "τοίχοι":"τοίχος", "τοιχοκόλλησε":"τοιχοκολλώ", "τοίχος":"τοίχος", "τοίχου":"τοίχος", "τοίχους":"τοίχος", "τοίχωμα":"τοίχωμα", "τοιχώματα":"τοίχωμα", "τοιχώματος":"τοίχωμα", "τοιχωμάτων":"τοίχωμα", "τοίχων":"τοίχος", "τοκ":"τοκ", "τοκαμάνης":"τοκαμάνης", "τόκελι":"τόκελι", "τοκετό":"τοκετός", "τοκετός":"τοκετός", "τοκετού":"τοκετός", "τοκίζεται":"τοκίζω", "τόκιο":"τόκιο", "τόκο":"τόκος", "τοκογλυφία":"τοκογλυφία", "τοκογλυφίας":"τοκογλυφία", "τοκογλύφο":"τοκογλύφος", "τοκογλύφοι":"τοκογλύφος", "τοκογλύφους":"τοκογλύφος", "τόκοι":"τόκος", "τοκομεριδίου":"τοκομερίδιο", "τόκος":"τόκος", "τόκου":"τόκος", "τόκους":"τόκος", "τοκοφόρες":"τοκοφόρες", "τοκοχρεωλυτικές":"τοκοχρεωλυτικός", "τοκοχρεωλυτική":"τοκοχρεωλυτικός", "τόκων":"τόκος", "τολ":"τολ", "τολέντο":"τολέντο", "τόλης":"τόλης", "τολιτριαζόλες":"τολιτριαζόλες", "τολιτριαζολών":"τολιτριαζολών", "τόλλιος":"τόλλιος", "τολμά":"τολμώ", "τολμάει":"τολμώ", "τολμάμε":"τολμώ", "τολμάς":"τολμώ", "τολμάτε":"τολμώ", "τόλμη":"τόλμη", "τόλμημα":"τόλμημα", "τολμήματα":"τόλμημα", "τολμηρά":"τολμηρός", "τολμηρές":"τολμηρός", "τολμηρή":"τολμηρός", "τολμηρής":"τολμηρός", "τολμηρό":"τολμηρός", "τολμηροί":"τολμηρός", "τολμηρός":"τολμηρός", "τολμηρότητά":"τολμηρότητα", "τολμηρούς":"τολμηρός", "τολμηρών":"τολμηρός", "τόλμης":"τόλμη", "τολμήσαμε":"τολμώ", "τόλμησαν":"τολμώ", "τολμήσατε":"τολμώ", "τόλμησε":"τολμώ", "τολμήσει":"τολμώ", "τολμήσεις":"τολμώ", "τολμήσετε":"τολμώ", "τολμήσουμε":"τολμώ", "τολμήσουν":"τολμώ", "τολμήστε":"τολμώ", "τολμήσω":"τολμώ", "τολμούμε":"τολμώ", "τολμούν":"τολμώ", "τολμούσα":"τολμώ", "τολμούσαμε":"τολμώ", "τολμούσαν":"τολμώ", "τολμούσε":"τολμώ", "τολμούσες":"τολμώ", "τολμώ":"τολμώ", "τολμώντας":"τολμώ", "τολστόι":"τολστόι", "τομ":"τομ", "τομά":"τομά", "τόμαν":"τόμαν", "τομαράς":"τομαράς", "τομάρι":"τομάρι", "τομάς":"τομάς", "τόμας":"τόμας", "τομάσεβιτς":"τομάσεβιτς", "τόμασον":"τόμασον", "τομάτα":"τομάτα", "τομάτας":"τομάτα", "τοματοπολτό":"τοματοπολτός", "τομεα":"τομέας", "τομέα":"τομέας", "τομεακές":"τομεακός", "τομεακή":"τομεακός", "τομεακού":"τομεακός", "τομεαρχες":"τομεάρχης", "τομεάρχες":"τομεάρχης", "τομεάρχη":"τομεάρχης", "τομεάρχης":"τομεάρχης", "τομεάρχισσα":"τομεάρχισσα", "τομεαρχών":"τομεάρχης", "τομεας":"τομέας", "τομέας":"τομέας", "τομείς":"τομέας", "τομείς-φωτιά":"τομείς-φωτιά", "τομέρ":"τομέρ", "τομές":"τομή", "τομέων":"τομέας", "τομζάνοβιτς":"τομζάνοβιτς", "τομή":"τομή", "τομής":"τομή", "τόμι":"τόμι", "τομίδη":"τομίδη", "τομίδια":"τομίδιο", "τόμιτς":"τόμιτς", "τόμο":"τόμος", "τομογραφία":"τομογραφία", "τομογραφίες":"τομογραφία", "τομογράφο":"τομογράφος", "τομογράφος":"τομογράφος", "τομογράφου":"τομογράφος", "τομογράφους":"τομογράφος", "τόμοι":"τόμος", "τόμος":"τόμος", "τόμου":"τόμος", "τόμους":"τόμος", "τόμπι":"τόμπι", "τομπουλίδης":"τομπουλίδης", "τομπρουκ":"τομπρουκ", "τομπς":"τομπς", "τόμπσον":"τόμπσον", "τόμσον":"τόμσον", "τομών":"τομή", "τόμων":"τόμος", "τον":"εγώ", "τον":"ο", "τονέλ":"τονέλ", "τόνι":"τόνι", "τονια":"τονια", "τόνια":"τόνια", "τόνιας":"τόνιας", "τόνιζαν":"τονίζω", "τόνιζε":"τονίζω", "τονιζει":"τονίζω", "τονίζει":"τονίζω", "τονίζεται":"τονίζω", "τονίζετε":"τονίζω", "τονίζονται":"τονίζω", "τονίζοντας":"τονίζω", "τονίζοντάς":"τονίζω", "τονιζόταν":"τονίζω", "τονίζουν":"τονίζω", "τονίζω":"τονίζω", "τονικά":"τονικός", "τονική":"τονικός", "τονικό":"τονικός", "τονικού":"τονικός", "τονικών":"τονικός", "τονίσαμε":"τονίζω", "τόνισαν":"τονίζω", "τονίσε":"τονίζω", "τόνισε":"τονίζω", "τόνισε-αύξησης":"τόνισε-αύξησης", "τονίσει":"τονίζω", "τονισθεί":"τονίζω", "τονίσθηκε":"τονίζω", "τονισμένα":"τονισμένος", "τονισμένη":"τονισμένος", "τονισμένων":"τονισμένος", "τονισμό":"τονισμός", "τονίσουμε":"τονίζω", "τονίσουν":"τονίζω", "τονιστεί":"τονίζω", "τονίστηκε":"τονίζω", "τονίσω":"τονίζω", "τονκά":"τονκά", "τόνο":"τόνος", "τονοι":"τόνος", "τόνοι":"τόνος", "τονολακέρδα":"τονολακέρδα", "τόνος":"τόνος", "τόνου":"τόνος", "τονους":"τόνος", "τόνους":"τόνος", "τοντ":"τοντ", "τόντη":"τόντη", "τοντούπ":"τοντούπ", "τονωθεί":"τονώνω", "τονωθείτε":"τονώνω", "τόνων":"τόνος", "τόνων'":"τόνων'", "τονώνει":"τονώνω", "τονώνοντας":"τονώνω", "τονώνουν":"τονώνω", "τόνωσε":"τονώνω", "τονώσει":"τονώνω", "τόνωση":"τόνωση", "τόνωσης":"τόνωση", "τονώσουμε":"τονώνω", "τονώσουν":"τονώνω", "τονωτικές":"τονωτικός", "τονωτική":"τονωτικός", "τονωτικό":"τονωτικός", "τόξα":"τόξο", "τόξερα":"τόξερα", "τοξικά":"τοξικός", "τοξικές":"τοξικός", "τοξική":"τοξικός", "τοξικής":"τοξικός", "τοξικό":"τοξικός", "τοξικοί":"τοξικός", "τοξικολογία":"τοξικολογία", "τοξικολογικές":"τοξικολογικός", "τοξικολογική":"τοξικολογικός", "τοξικολογικής":"τοξικολογικός", "τοξικολογικών":"τοξικολογικός", "τοξικολόγων":"τοξικολόγος", "τοξικομανείς":"τοξικομανής", "τοξικομανής":"τοξικομανής", "τοξικομανία":"τοξικομανία", "τοξικομανών":"τοξικομανής", "τοξικός":"τοξικός", "τοξικότητα":"τοξικότητα", "τοξικότητας":"τοξικότητα", "τοξικών":"τοξικός", "τοξίνες":"τοξίνη", "τοξίνη":"τοξίνη", "τοξίνης":"τοξίνη", "τοξινώνει":"τοξινώνει", "τόξο":"τόξο", "τοξοβολία":"τοξοβολία", "τοξοτης":"τοξότης", "τοξότης":"τοξότης", "τόξου":"τόξο", "τόουμα":"τόουμα", "τοπ":"τοπ", "τοπάλης":"τοπάλης", "τοπαλίδη":"τοπαλίδη", "τοπαλίδης":"τοπαλίδης", "τοπαλτζίκη":"τοπαλτζίκη", "τοπαρλάκη":"τοπαρλάκη", "τοπία":"τοπίο", "τοπικά":"τοπικός", "τοπικές":"τοπικός", "τοπική":"τοπικός", "τοπικης":"τοπικός", "τοπικής":"τοπικός", "τοπικισμόν":"τοπικισμός", "τοπικό":"τοπικός", "τοπικοί":"τοπικός", "τοπικός":"τοπικός", "τοπικού":"τοπικός", "τοπικούς":"τοπικός", "τοπικών":"τοπικός", "τοπίο":"τοπίο", "τοπιογραφία":"τοπιογραφία", "τοπιογράφος":"τοπιογράφος", "τοπίου":"τοπίο", "τόπιτς":"τόπιτς", "τόπο":"τόπος", "τοπογρ":"τοπογρ", "τοπογραφία":"τοπογραφία", "τοπογραφίες":"τοπογραφία", "τοπογραφικά":"τοπογραφικός", "τοπογραφική":"τοπογραφικός", "τοπογραφικό":"τοπογραφικός", "τοπογράφος":"τοπογράφος", "τοπογράφους":"τοπογράφος", "τοπογράφων":"τοπογράφος", "τοποθεσία":"τοποθεσία", "τοποθεσίας":"τοποθεσία", "τοποθεσίες":"τοποθεσία", "τοποθεσιών":"τοποθεσία", "τοποθετεί":"τοποθετώ", "τοποθετείστε":"τοποθετώ", "τοποθετείται":"τοποθετώ", "τοποθετείτε":"τοποθετώ", "τοποθετηθεί":"τοποθετώ", "τοποθετηθείς":"τοποθετώ", "τοποθετήθηκαν":"τοποθετώ", "τοποθετήθηκε":"τοποθετώ", "τοποθετηθούμε":"τοποθετώ", "τοποθετηθούν":"τοποθετώ", "τοποθετηθώ":"τοποθετώ", "τοποθετημένα":"τοποθετημένος", "τοποθετημένες":"τοποθετημένος", "τοποθετημένη":"τοποθετημένος", "τοποθετημένο":"τοποθετημένος", "τοποθετημένος":"τοποθετώ", "τοποθετημένου":"τοποθετώ", "τοποθετημένων":"τοποθετώ", "τοποθέτησαν":"τοποθετώ", "τοποθέτησε":"τοποθετώ", "τοποθετήσει":"τοποθετώ", "τοποθετησεις":"τοποθέτηση", "τοποθετήσεις":"τοποθέτηση", "τοποθετήσεων":"τοποθέτηση", "τοποθέτηση":"τοποθέτηση", "τοποθέτησή":"τοποθέτηση", "τοποθέτησης":"τοποθέτηση", "τοποθέτησής":"τοποθέτηση", "τοποθετήσουμε":"τοποθετώ", "τοποθετήσουν":"τοποθετώ", "τοποθετούμε":"τοποθετώ", "τοποθετούν":"τοποθετώ", "τοποθετούνται":"τοποθετώ", "τοποθετούνταν":"τοποθετώ", "τοποθετούσαμε":"τοποθετώ", "τοποθετούσαν":"τοποθετώ", "τοποθετούσε":"τοποθετώ", "τοποθετώντας":"τοποθετώ", "τόποι":"τόπος", "τόπος":"τόπος", "τοπόσημο":"τοπόσημο", "τόπου":"τόπος", "τοπούζης":"τοπούζης", "τοπουζιδης":"τοπουζιδης", "τοπουζίδης":"τοπουζίδης", "τοπουντζόγλου":"τοπουντζόγλου", "τοπουρκόφσκι":"τοπουρκόφσκι", "τόπους":"τόπος", "τόπων":"τόπος", "τοπωνύμια":"τοπωνύμιο", "τοπωνύμιο":"τοπωνύμιο", "τοπωνυμίων":"τοπωνύμιο", "τοραντίνο":"τοραντίνο", "τορβά":"τορβάς", "τόρες":"τόρες", "τόρι":"τόρι", "τορίνο":"τορίνο", "τορκι":"τορκι", "τορκί":"τορκί", "τορναδόρος":"τορναδόρος", "τορνέιντο":"τορνέιντο", "τοροντο":"τορόντο", "τορόντο":"τορόντο", "τοροσίδη":"τοροσίδη", "τορπίλες":"τορπίλη", "τορπιλίζει":"τορπιλίζω", "τορπιλίζοντας":"τορπιλίζω", "τορπιλίσει":"τορπιλίζω", "τορσάβν":"τορσάβν", "τορτελίνια":"τορτελίνια", "τορωναίου":"τορωναίου", "τορωνης":"τορωνης", "τος":"τος", "τοσα":"τόσος", "τόσα":"τόσος", "τόσες":"τόσος", "τόση":"τόσος", "τοσίδη":"τοσίδης", "τοσκάνη":"τοσκάνη", "τοσκάνης":"τοσκάνη", "τόσκας":"τόσκας", "τόσο":"τόσο", "τοσοδούλης":"τοσοδούλης", "τόσοι":"τόσος", "τόσον":"τόσος", "τόσοοοο":"τόσοοοο", "τόσος":"τόσος", "τόσους":"τόσος", "τοστ":"τοστ", "τοστιέρα":"τοστιέρα", "τόσων":"τόσος", "τοτε":"τότε", "τότε":"τότε", "τοτέμ":"τοτέμ", "τότεναμ":"τότεναμ", "τότεναμ1χ":"τότεναμ1χ", "τότεναμ31710729-31":"τότεναμ31710729-31", "τότεναμ-νιουκάστλ":"τότεναμ-νιουκάστλ", "τοτι":"τοτι", "τότι":"τότι", "τοτό":"τοτό", "τότσιος":"τότσιος", "τόττη":"τόττη", "'τόττη'":"'τόττη'", "του":"εγώ", "του":"μου", "του":"ο", "τού":"τού", "του'70":"του'70", "τουαλέτα":"τουαλέτα", "τουαλέτας":"τουαλέτα", "τουαλέτες":"τουαλέτα", "τουαλετών":"τουαλέτα", "τούβλα":"τούβλο", "τούβλο":"τούβλο", "τούδε":"τούδε", "τουλ":"τουλ", "τούλα":"τούλα", "τουλάχιστο":"τουλάχιστο", "τουλαχιστον":"τουλάχιστο", "τουλάχιστον":"τουλάχιστο", "τουλάχιστον-μοιάζουν":"τουλάχιστον-μοιάζουν", "τούλη":"τούλη", "τουλής":"τουλής", "τούλης":"τούλης", "τούλιαν":"τούλιαν", "τουλίπες":"τουλίπα", "τουλκεριδης":"τουλκεριδης", "τουλκερίδης":"τουλκερίδης", "τουλο":"τουλο", "τούλο":"τούλο", "τουλούζ":"τουλούζ", "τουλούπης":"τουλούπης", "τούλσον":"τούλσον", "τουμ":"τουμ", "τουμπα":"τούμπα", "τούμπα":"τούμπα", "τούμπαλιν":"τούμπαλιν", "τούμπανο":"τούμπανο", "τουμπας":"τούμπα", "τούμπας":"τούμπα", "τούμπας-ευαγγελίστρια":"τούμπας-ευαγγελίστρια", "τουμπελης":"τουμπελης", "τουμπέλης":"τουμπέλης", "τουμπερλέκι":"τουμπερλέκι", "τούμπες":"τούμπα", "τούμπιτς":"τούμπιτς", "τουμπουλίδη":"τουμπουλίδη", "τουν":"τουν", "τουναντίον":"τουναντίον", "τούνελ":"τούνελ", "τούντα":"τούντα", "τούντας":"τούντας", "τουντζιάρης":"τουντζιάρης", "τουπάκ":"τουπάκ", "τουρ":"τουρ", "τουραπίδης":"τουραπίδης", "τουργκένιεφ":"τουργκένιεφ", "τουργκούν":"τουργκούν", "τουρέ":"τουρέ", "τούρι":"τούρι", "τουρίντ":"τουρίντ", "τουρισμό":"τουρισμός", "τουρισμός":"τουρισμός", "'τουρισμός":"'τουρισμός", "τουρισμου":"τουρισμός", "τουρισμού":"τουρισμός", "τουρισμού'":"τουρισμού'", "τουριστ":"τουριστ", "τουρίστα":"τουρίστας", "τουρίστας":"τουρίστας", "τουρίστες":"τουρίστας", "τουριστικά":"τουριστικός", "τουριστικές":"τουριστικός", "τουριστική":"τουριστικός", "τουριστικης":"τουριστικός", "τουριστικής":"τουριστικός", "τουριστικό":"τουριστικός", "τουριστικοί":"τουριστικός", "τουριστικός":"τουριστικός", "τουριστικού":"τουριστικός", "τουριστικούς":"τουριστικός", "τουριστικών":"τουριστικός", "τουρίστρια":"τουρίστρια", "τουριστών":"τουρίστας", "τουρκ":"τουρκ", "τούρκα":"τούρκα", "τουρκάλα":"τουρκάλα", "τουρκάλες":"τουρκάλα", "τουρκια":"τουρκιά", "τουρκία":"τουρκία", "τούρκια":"τούρκια", "τουρκίας":"τουρκία", "τουρκικά":"τουρκικός", "τούρκικα":"τούρκικος", "τουρκικές":"τουρκικός", "τουρκική":"τουρκικός", "τούρκικη":"τουρκικός", "τουρκικής":"τουρκικός", "τούρκικης":"τουρκικός", "τουρκικό":"τουρκικός", "τούρκικο":"τουρκικός", "τουρκικός":"τουρκικός", "τουρκικού":"τουρκικός", "τουρκικούς":"τουρκικός", "τουρκικών":"τουρκικός", "τουρκμενικό":"τουρκμενικό", "τούρκο":"τούρκος", "τούρκογλου":"τούρκογλου", "τούρκοι":"τούρκος", "τουρκοκουρδική":"τουρκοκουρδικός", "τουρκοκρατιας":"τουρκοκρατία", "τουρκοκρατίας":"τουρκοκρατία", "τουρκοκρατούμενης":"τουρκοκρατούμενος", "τουρκοκυπριακές":"τουρκοκυπριακός", "τουρκοκυπριακή":"τουρκοκυπριακός", "τουρκοκυπριακής":"τουρκοκυπριακός", "τουρκοκυπριακού":"τουρκοκυπριακός", "τουρκοκύπριο":"τουρκοκύπριος", "τουρκοκύπριος":"τουρκοκύπριος", "τουρκοκύπριους":"τουρκοκύπριος", "τουρκοκυπρίων":"τουρκοκύπριος", "τουρκος":"τούρκος", "τούρκος":"τούρκος", "τούρκου":"τούρκος", "τούρκους":"τούρκος", "τούρκων":"τούρκος", "τουρλού":"τουρλού", "τούρμπο":"τούρμπο", "τουρνά":"τουρνά", "τουρνάς":"τουρνάς", "τουρνέ":"τουρνέ", "τουρνουα":"τουρνουά", "τουρνουά":"τουρνουά", "τουρσί":"τουρσί", "τουρσιά":"τουρσί", "τούρτα":"τούρτα", "τουρτας":"τούρτα", "τούρτας":"τούρτα", "τούρτες":"τούρτα", "τουρτούρας":"τουρτούρα", "τους":"εγώ", "τους":"μου", "τους":"ο", "τούς":"τούς", "τουσέλη":"τουσέλη", "τουσίδη":"τουσίδη", "τουσούρ":"τουσούρ", "τούτα":"τούτος", "τούτες":"τούτος", "τουτέστι":"τουτέστι", "τουτέστιν":"τουτέστιν", "τουτζμαν":"τουτζμαν", "τούτζμαν":"τούτζμαν", "τούτη":"τούτος", "τούτης":"τούτος", "τούτο":"τούτος", "τούτοι":"τούτος", "τούτοις":"τούτοις", "τούτον":"τούτος", "τούτος":"τούτος", "τούτου":"τούτος", "τουτσόρτσιλ":"τουτσόρτσιλ", "τούτων":"τούτος", "τούφα":"τούφα", "τουφέκι":"τουφέκι", "τουφέκια":"τουφέκι", "τουφεκιά":"τουφεκιά", "τόφαλος-κακούσης":"τόφαλος-κακούσης", "τόφαλου":"τόφαλος", "τρ":"τρ", "τρ.":"τρ.", "τράβα":"τράβα", "τραβά":"τραβώ", "τραβάει":"τραβώ", "τραβάνε":"τραβώ", "τραβάτε":"τραβώ", "τραβάω":"τραβώ", "τραβεστί":"τραβεστί", "τράβηγμα":"τράβηγμα", "τραβήγματα":"τράβηγμα", "τραβηγμένα":"τραβώ", "τραβηγμένες":"τραβηγμένος", "τραβηγμένη":"τραβηγμένος", "τράβηξα":"τραβώ", "τραβήξαμε":"τραβώ", "τράβηξαν":"τραβώ", "τραβηξε":"τραβώ", "τράβηξε":"τραβώ", "τραβήξει":"τραβώ", "τραβήξουμε":"τραβώ", "τραβήξουν":"τραβώ", "τραβήξω":"τραβώ", "τραβήχθηκαν":"τραβώ", "τραβηχτεί":"τραβώ", "τραβήχτηκαν":"τραβώ", "τραβιέται":"τραβώ", "τραβιούνται":"τραβώ", "τραβόλτα":"τραβόλτα", "τραβούν":"τραβώ", "τραβούσαν":"τραβώ", "τραβούσε":"τραβώ", "τραβώντας":"τραβώ", "τραγάκης":"τραγάκης", "τραγανά":"τραγανός", "τραγανές":"τραγανός", "τραγανή":"τραγανός", "τραγελαφικά":"τραγελαφικός", "τραγελαφικές":"τραγελαφικός", "τραγελαφική":"τραγελαφικός", "τραγελαφικό":"τραγελαφικός", "τραγιάννης":"τραγιάννης", "τραγικά":"τραγικός", "τραγικές":"τραγικός", "τραγική":"τραγικός", "τραγικής":"τραγικός", "τραγικό":"τραγικός", "τραγικοί":"τραγικός", "τραγικοποιείτε":"τραγικοποιείτε", "τραγικός":"τραγικός", "τραγικότερη":"τραγικός", "τραγικότερο":"τραγικός", "τραγικότητα":"τραγικότητα", "τραγικότητά":"τραγικότητα", "τραγικού":"τραγικός", "τραγικούς":"τραγικός", "τραγικών":"τραγικός", "τραγίλου":"τραγίλου", "τράγο":"τράγος", "τράγος":"τράγος", "τράγου":"τράγος", "τραγουδά":"τραγουδώ", "τραγουδάει":"τραγουδώ", "τραγουδάκι":"τραγουδάκι", "τραγουδάκια":"τραγουδάκι", "τραγουδάμε":"τραγουδώ", "τραγουδάνε":"τραγουδώ", "τραγουδάρα":"τραγουδάρα", "τραγουδάς":"τραγουδώ", "τραγουδήθηκε":"τραγουδώ", "τραγούδησαν":"τραγουδώ", "τραγουδησε":"τραγουδώ", "τραγούδησε":"τραγουδώ", "τραγουδήσει":"τραγουδώ", "τραγουδήσουμε":"τραγουδώ", "τραγουδήσουν":"τραγουδώ", "τραγουδήσω":"τραγουδώ", "τραγούδι":"τραγούδι", "τραγούδια":"τραγούδι", "τραγουδιού":"τραγούδι", "τραγουδισμένο":"τραγουδώ", "τραγουδιστά":"τραγουδιστά", "τραγουδιστές":"τραγουδιστής", "τραγουδιστή":"τραγουδιστής", "τραγουδιστής":"τραγουδιστής", "τραγουδιστικό":"τραγουδιστικός", "τραγουδίστρια":"τραγουδίστρια", "τραγουδίστριας":"τραγουδίστρια", "τραγουδίστριες":"τραγουδίστρια", "τραγουδιστριών":"τραγουδίστρια", "τραγουδιστών":"τραγουδιστής", "τραγούδι-ύμνος":"τραγούδι-ύμνος", "τραγουδιών":"τραγούδι", "τραγουδοποιό":"τραγουδοποιός", "τραγουδοποιός":"τραγουδοποιός", "τραγουδοποιού":"τραγουδοποιός", "τραγουδούν":"τραγουδώ", "τραγουδούσαμε":"τραγουδώ", "τραγουδούσαν":"τραγουδώ", "τραγουδούσε":"τραγουδώ", "τραγουδώ":"τραγουδώ", "τραγουδώντας":"τραγουδώ", "τράγους":"τράγος", "τραγωδία":"τραγωδία", "τραγωδίας":"τραγωδία", "τραγωδίες":"τραγωδία", "τραγωδιών":"τραγωδία", "τραϊανός":"τραϊανός", "τραϊανού":"τραϊανός", "τραϊανούπολη":"τραϊανούπολη", "τράικοβιτς":"τράικοβιτς", "τραίνο":"τραίνο", "τρακ":"τρακ", "τράκ":"τράκ", "τράκαραν":"τρακάρω", "τράκαρε":"τρακάρω", "τρακάρει":"τρακάρω", "τρακάρισμα":"τρακάρισμα", "τρακατέλης":"τρακατέλης", "τρακατέλλη":"τρακατέλλη", "τρακατέλλης":"τρακατέλλης", "τρακτέρ":"τρακτέρ", "τραλαλά":"τραλαλά", "τραμ":"τραμ", "τραμπάλα":"τραμπάλα", "τραμπάλας":"τραμπάλα", "τράμπο":"τράμπο", "τραμπουκισμός":"τραμπουκισμός", "τραμπούκοι":"τραμπούκος", "τραμπούκους":"τραμπούκος", "τρανά":"τρανός", "τρανζίστορ":"τρανζίστορ", "τράνζιτ":"τράνζιτ", "τρανμιρ":"τρανμιρ", "τρανμίρ":"τρανμίρ", "τρανμίρ35714938-42":"τρανμίρ35714938-42", "τρανς":"τρανς", "τράνταγμα":"τράνταγμα", "τράνταζε":"τραντάζω", "τρανταχτά":"τρανταχτός", "τρανταχτή":"τρανταχτός", "τρανταχτό":"τρανταχτός", "τραορέ":"τραορέ", "τραπάνι":"τραπάνι", "τραπεζα":"τράπεζα", "τράπεζα":"τράπεζα", "τράπεζά":"τράπεζα", "τραπεζάκι":"τραπεζάκι", "τραπεζάκια":"τραπεζάκι", "τραπεζαρία":"τραπεζαρία", "τραπεζας":"τράπεζα", "τράπεζας":"τράπεζα", "τράπεζάς":"τράπεζα", "τραπεζες":"τράπεζα", "τράπεζες":"τράπεζα", "τραπεζης":"τράπεζα", "τραπέζης":"τράπεζα", "τραπέζι":"τραπέζι", "τραπέζια":"τραπέζι", "τραπεζικά":"τραπεζικός", "τραπεζικές":"τραπεζικός", "τραπεζική":"τραπεζικός", "τραπεζικής":"τραπεζικός", "τραπεζικό":"τραπεζικός", "τραπεζικοί":"τραπεζικός", "τραπεζικός":"τραπεζικός", "τραπεζικού":"τραπεζικός", "τραπεζικούς":"τραπεζικός", "τραπεζικών":"τραπεζικός", "τραπεζιού":"τραπέζι", "τραπεζίτες":"τραπεζίτης", "τραπεζίτη":"τραπεζίτης", "τραπεζίτης":"τραπεζίτης", "τραπεζιτών":"τραπεζίτης", "τραπεζιών":"τραπέζι", "τραπεζογραμμάτια":"τραπεζογραμμάτιο", "τραπεζογραμματίων":"τραπεζογραμμάτιο", "τραπεζομάντιλα":"τραπεζομάντιλο", "τραπεζούντας":"τραπεζούντα", "τραπεζοϋπαλληλικών":"τραπεζοϋπαλληλικός", "τραπεζοϋπαλλήλων":"τραπεζοϋπάλληλος", "τραπεζώματα":"τραπέζωμα", "τραπεζων":"τράπεζα", "τραπεζών":"τράπεζα", "τραπεζών-ιδιοκτητών":"τραπεζών-ιδιοκτητών", "τράπηκαν":"τρέπω", "τράπηκε":"τρέπω", "τράπουλα":"τράπουλα", "τράπουλας":"τράπουλα", "τράπουλες":"τράπουλα", "τραπουλόχαρτα":"τραπουλόχαρτο", "τραπούν":"τρέπω", "τράσιας":"τράσιας", "τραστ":"τραστ", "τραυλίζουν":"τραυλίζω", "τραυλου":"τραυλός", "τραύμα":"τραύμα", "τραύματα":"τραύμα", "τραύματά":"τραύμα", "τραυματία":"τραυματίας", "τραυματιας":"τραυματίας", "τραυματίας":"τραυματίας", "τραυματιες":"τραυματίας", "τραυματίες":"τραυματίας", "τραυματίζει":"τραυματίζω", "τραυματίζεται":"τραυματίζω", "τραυματίζονται":"τραυματίζω", "τραυματίζοντας":"τραυματίζω", "τραυματίζουν":"τραυματίζω", "τραυματικές":"τραυματικός", "τραυματική":"τραυματικός", "τραυματικό":"τραυματικός", "τραυματικός":"τραυματικός", "τραυματικού":"τραυματικός", "τραυματιοφορέα":"τραυματιοφορέας", "τραυματιοφορέων":"τραυματιοφορέας", "τραυμάτισα":"τραυματίζω", "τραυμάτισαν":"τραυματίζω", "τραυμάτισε":"τραυματίζω", "τραυματίσει":"τραυματίζω", "τραυματισθεί":"τραυματίζω", "τραυματίσθηκαν":"τραυματίζω", "τραυματίσθηκε":"τραυματίζω", "τραυματισμένα":"τραυματίζω", "τραυματισμένη":"τραυματισμένος", "τραυματισμένης":"τραυματίζω", "τραυματισμένο":"τραυματισμένος", "τραυματισμένοι":"τραυματισμένος", "τραυματισμένος":"τραυματισμένος", "τραυματισμένου":"τραυματισμένος", "τραυματισμένων":"τραυματισμένος", "τραυματισμό":"τραυματισμός", "τραυματισμοί":"τραυματισμός", "τραυματισμός":"τραυματισμός", "τραυματισμού":"τραυματισμός", "τραυματισμούς":"τραυματισμός", "τραυματισμών":"τραυματισμός", "τραυματίσουν":"τραυματίζω", "τραυματιστεί":"τραυματίζω", "τραυματίστηκαν":"τραυματίζω", "τραυματίστηκε":"τραυματίζω", "τραυματιστούν":"τραυματίζω", "τραυματιών":"τραυματίας", "τραύματος":"τραύμα", "τραυμάτων":"τραύμα", "τραφαλής":"τραφαλής", "τράφορντ":"τράφορντ", "τραφούν":"τρέφω", "τραχηλικής":"τραχηλικός", "τράχηλο":"τράχηλος", "τραχήλου":"τράχηλος", "τραχιά":"τραχιά", "τραχινίας":"τραχινίας", "τραχύ":"τραχύς", "τρε":"τρε", "τρεβίζο":"τρεβίζο", "τρεζεγκέ":"τρεζεγκέ", "τρεζεγκόλ":"τρεζεγκόλ", "τρεζε-γκόλ":"τρεζε-γκόλ", "τρέι":"τρέι", "τρέιλερ":"τρέιλερ", "τρεις":"τρεις", "τρείς":"τρείς", "τρεισημισι":"τρεισήμισι", "τρεισήμισι":"τρεισήμισι", "τρέισι":"τρέισι", "τρεις-τέσσερις":"τρεις-τέσσερις", "τρέλα":"τρέλα", "τρελα":"τρελός", "τρελά":"τρελός", "τρελαθεί":"τρελαίνω", "τρελάθηκα":"τρελαίνω", "τρελάθηκαν":"τρελαίνω", "τρελαθηκε":"τρελαίνω", "τρελάθηκε":"τρελαίνω", "τρελαθούμε":"τρελαίνω", "τρελαίνει":"τρελαίνω", "τρελαίνεται":"τρελαίνω", "τρελαίνονται":"τρελαίνω", "τρελαίνουν":"τρελαίνω", "τρελάνει":"τρελαίνω", "τρελάρα":"τρελάρας", "τρέλας":"τρέλα", "τρέλες":"τρέλα", "τρελές":"τρελός", "τρελή":"τρελός", "τρελό":"τρελός", "τρελοί":"τρελός", "τρελοκομείο":"τρελοκομείο", "τρελος":"τρελός", "τρελός":"τρελός", "τρελου":"τρελός", "τρελού":"τρελός", "τρελούς":"τρελός", "τρελούτσικος":"τρελούτσικος", "τρελών":"τρελός", "τρεμάμενο":"τρεμάμενος", "τρέμει":"τρέμω", "τρέμη":"τρέμη", "τρέμοντας":"τρέμω", "τρεμόπαιζε":"τρεμοπαίζω", "τρεμοπαίζουν":"τρεμοπαίζω", "τρεμόπουλο":"τρεμόπουλο", "τρεμοπουλος":"τρεμοπουλος", "τρεμόπουλος":"τρεμόπουλος", "τρεμόπουλου":"τρεμόπουλου", "τρεμοσβήνει":"τρεμοσβήνω", "τρεμούλα":"τρεμούλα", "τρέμουλο":"τρέμουλο", "τρέμουν":"τρέμω", "τρεμπεσίνα":"τρεμπεσίνα", "τρέμω":"τρέμω", "τρένα":"τρένο", "τρενάκι":"τρενάκι", "τρενάρει":"τρενάρω", "τρενο":"τρένο", "τρένο":"τρένο", "τρένου":"τρένο", "τρεντ":"τρεντ", "τρέντι":"τρέντι", "τρένων":"τρένο", "τρέξαμε":"τρέχω", "τρέξει":"τρέχω", "τρέξετε":"τρέχω", "τρέξιμο":"τρέξιμο", "τρέξιμό":"τρέξιμο", "τρέξουμε":"τρέχω", "τρέξουν":"τρέχω", "τρέξτε":"τρέχω", "τρέξω":"τρέχω", "τρέπεται":"τρέπω", "τρέπονται":"τρέπω", "τρέφαμε":"τρέφω", "τρέφει":"τρέφω", "τρέφεσαι":"τρέφω", "τρέφεται":"τρέφω", "τρέφονται":"τρέφω", "τρέφονταν":"τρέφω", "τρεφόταν":"τρέφω", "τρέφουμε":"τρέφω", "τρέφουν":"τρέφω", "τρέφω":"τρέφω", "τρέχα":"τρέχω", "τρεχάματα":"τρεχάματα", "τρέχαμε":"τρέχω", "τρεχει":"τρέχω", "τρέχει":"τρέχω", "τρέχεις":"τρέχω", "τρέχετε":"τρέχω", "τρέχον":"τρέχων", "τρέχοντα":"τρέχων", "τρέχοντας":"τρέχω", "τρέχοντες":"τρέχων", "τρέχοντος":"τρέχων", "τρέχουμε":"τρέχω", "τρεχούμενο":"τρεχούμενος", "τρεχούμενους":"τρεχούμενος", "τρεχούμενων":"τρεχούμενος", "τρέχουν":"τρέχω", "τρέχουσα":"τρέχων", "τρέχουσας":"τρέχων", "τρέχουσες":"τρέχων", "τρεχουσών":"τρέχων", "τρέχω":"τρέχω", "τρι":"τρι", "τρια":"τρεις", "τρία":"τρεις", "τριάδα":"τριάδα", "τριάδας":"τριάδα", "τριάδι":"τριάδι", "τριαδίου":"τριαδίον", "τριάδος":"τριάδα", "τριακονταετία":"τριακονταετία", "τριακονταετίας":"τριακονταετία", "τριακόσια":"τριακόσιοι", "τριακόσιες":"τριακόσιοι", "τριακόσιοι":"τριακόσιοι", "τριακόσιους":"τριακόσιοι", "τριακοσίων":"τριακόσιοι", "τριάμισι":"τρεισήμισι", "τριανδρία":"τριανδρία", "τριανδρίας":"τριανδρία", "τριαντα":"τριάντα", "τριάντα":"τριάντα", "τριανταοχτώ":"τριανταοκτώ", "τριανταπέντε":"τριανταπέντε", "τριαντάρα":"τριαντάρης", "τριαντάρηδες":"τριαντάρης", "τριαντάρηδων":"τριαντάρης", "τριανταριά":"τριανταριά", "τριαντάφυλλα":"τριαντάφυλλο", "τριανταφυλλιά":"τριανταφυλλής", "τριανταφυλλιάς":"τριανταφυλλιά", "τριανταφυλλίδη":"τριανταφυλλίδης", "τριανταφυλλιδης":"τριανταφυλλίδης", "τριανταφυλλίδης":"τριανταφυλλίδης", "τριαντάφυλλο":"τριαντάφυλλο", "τριαντάφυλλος":"τριαντάφυλλος", "τριανταφύλλου":"τριανταφύλλου", "τριανταφυλόπουλος":"τριανταφυλόπουλος", "τριάντος":"τριάντος", "τριάρι":"τριάρι", "τριαρίδου":"τριαρίδου", "τριάς":"τριάδα", "τρία-τέσσερα":"τρία-τέσσερα", "τρίβει":"τρίβω", "τριβες":"τριβή", "τριβές":"τριβή", "τρίβεται":"τρίβω", "τριβή":"τριβή", "τριβής":"τριβή", "τριβιζάς":"τριβιζάς", "τρίβουμε":"τρίβω", "τρίβουν":"τρίβω", "τριβών":"τριβή", "τριγάζης":"τριγάζης", "τριγκώνη":"τριγκώνη", "τριγκώνης":"τριγκώνης", "τριγλια":"τριγλί", "τρίγλια":"τρίγλια", "τρίγλιας":"τρίγλιας", "τριγλυκερίδια":"τριγλυκερίδιο", "τριγλυκεριδίων":"τριγλυκερίδιο", "τριγμούς":"τριγμός", "τριγυρίζει":"τριγυρίζω", "τριγυρινός":"τριγυρινός", "τριγυρνά":"τριγυρνώ", "τριγυρνάνε":"τριγυρίζω", "τριγυρνούν":"τριγυρνώ", "τριγυρνούσε":"τριγυρνώ", "τριγύρω":"τριγύρω", "τρίγωνα":"τρίγωνο", "τριγωνάκια":"τριγωνάκια", "τριγωνικά":"τριγωνικός", "τριγωνικές":"τριγωνικός", "τριγωνική":"τριγωνικός", "τρίγωνο":"τρίγωνο", "τριγωνο":"τρίγωνος", "τριγώνου":"τρίγωνος", "τρίερ":"τρίερ", "τριεστίνα":"τριστήνω", "τριετείς":"τριετής", "τριετές":"τριετής", "τριετή":"τριετής", "τριετια":"τριετία", "τριετία":"τριετία", "τριετίας":"τριετία", "τριετούς":"τριετής", "τριετών":"τριετής", "τρίζει":"τρίζω", "τρίζουν":"τρίζω", "τριήμερα":"τριήμερο", "τριήμερες":"τριήμερος", "τριήμερη":"τριήμερος", "τριήμερης":"τριήμερος", "τριήμερο":"τριήμερο", "τριημέρου":"τριήμερος", "τριήρεις":"τριήρης", "τρικ":"τρικ", "τρικαλα":"τρίκαλα", "τρίκαλα":"τρίκαλα", "τρικαλινός":"τρικαλινός", "τρικαλιώτη":"τρικαλιώτη", "τρικαλων":"τρίκαλα", "τρικάλων":"τρίκαλα", "τρικάλων-πιερικού":"τρικάλων-πιερικού", "τρίκκη":"τρίκκη", "τρικλοποδιά":"τρικλοποδιά", "τρικλοποδιές":"τρικλοποδιά", "τρικολίδης":"τρικολίδης", "τρικόνις":"τρικόνις", "τρικούβερτο":"τρικούβερτος", "τρικούπη":"τρικούπης", "τρικυμία":"τρικυμία", "τρικυμιώδη":"τρικυμιώδης", "τρίλεπτο":"τρίλεπτος", "τριλογία":"τριλογία", "τριλογίας":"τριλογία", "τρίλοφος":"τρίλοφος", "τριμελές":"τριμελής", "τριμελή":"τριμελής", "τριμελης":"τριμελής", "τριμελής":"τριμελής", "τριμελούς":"τριμελής", "τριμελών":"τριμελής", "τριμερές":"τριμερής", "τριμερή":"τριμερής", "τριμερής":"τριμερής", "τριμερούς":"τριμερής", "τρίμηνη":"τρίμηνος", "τρίμηνης":"τρίμηνος", "τριμηνιαία":"τριμηνιαίος", "τριμηνιαίο":"τριμηνιαίος", "τριμηνιαίου":"τριμηνιαίος", "τριμηνιαίων":"τριμηνιαίος", "τρίμηνο":"τρίμηνο", "τρίμηνο":"τρίμηνος", "τριμήνου":"τρίμηνο", "τριμμένα":"τρίβω", "τριμμένη":"τρίβω", "τριμμένο":"τρίβω", "τριμπλ":"τριμπλ", "τριμπόνιας":"τριμπόνιας", "τρίξιμο":"τρίξιμο", "τρίο":"τρίο", "τριπ":"τριπ", "τρίπατα":"τρίπατος", "τριπερίνα":"τριπερίνα", "τριπλ":"τριπλ", "τριπλάρεις":"τριπλάρω", "τριπλάρουν":"τριπλάρω", "τριπλάσια":"τριπλάσιος", "τριπλασιάζονται":"τριπλασιάζω", "τριπλασιάσει":"τριπλασιάζω", "τριπλασιαστεί":"τριπλασιάζω", "τριπλασιάστηκαν":"τριπλασιάζω", "τριπλασιάστηκε":"τριπλασιάζω", "τριπλάσιες":"τριπλάσιος", "τριπλάσιο":"τριπλάσιος", "τριπλάσιος":"τριπλάσιος", "τριπλή":"τριπλός", "τριπλής":"τριπλός", "τριπλό":"τριπλός", "τριπλότυπα":"τριπλότυπο", "τριπλούν":"τριπλούν", "τρίποδο":"τρίποδος", "τριπόλεως-μεγαλοπόλεως":"τριπόλεως-μεγαλοπόλεως", "τρίπολης":"τρίπολη", "τρίπολης-καλαμάτας":"τρίπολης-καλαμάτας", "τρίπολης-μεντ":"τρίπολης-μεντ", "τρίποντα":"τρίποντο", "τρίποντο":"τρίποντο", "τρίποντου":"τρίποντο", "τρίπτυχο":"τρίπτυχο", "τρίπτυχου":"τρίπτυχος", "τρισ.":"τρισ.", "τρίσα":"τρίσα", "τρισάγια":"τρισάγιος", "τρισάγιο":"τρισάγιο", "τρισάθλιες":"τρισάθλιος", "τρισάθλιο":"τρισάθλιος", "τρισδιάστατα":"τρισδιάστατος", "τρισδιάστατες":"τρισδιάστατος", "τρισδιάστατη":"τρισδιάστατος", "τρισδιάστατο":"τρισδιάστατος", "τρισδιάστατων":"τρισδιάστατος", "τρισέ":"τρισέ", "τρισεκατομμύρια":"τρισεκατομμύριο", "τρισεκατομμύριο":"τρισεκατομμύριο", "τρισεκατομμυρίων":"τρισεκατομμύριο", "τρισέλιδη":"τρισέλιδος", "τρισέλιδο":"τρισέλιδος", "τριστάν":"τριστάν", "τρισχαριτωμένα":"τρισχαριτωμένος", "τρίτα":"τρίτος", "τριτανοκοπής":"τριτανοκοπής", "τριτάξιο":"τριτάξιος", "τρίτες":"τρίτος", "τριτεύοντες":"τριτεύοντες", "τριτη":"τρίτη", "τρίτη":"τρίτη", "τρίτη":"τρίτος", "τρίτης":"τρίτη", "τρίτης":"τρίτος", "τρίτο":"τρίτος", "τριτοβάθμια":"τριτοβάθμιος", "τριτοβάθμιας":"τριτοβάθμιος", "τριτογενή":"τριτογενής", "τριτογενής":"τριτογενής", "τριτογενούς":"τριτογενής", "τρίτοι":"τρίτος", "τριτοκοσμικά":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμικές":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμικη":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμική":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμικής":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμικό":"τριτοκοσμικός", "τριτοκοσμικούς":"τριτοκοσμικός", "τρίτον":"τρίτος", "τριτος":"τρίτος", "τρίτος":"τρίτος", "τρίτου":"τρίτος", "τρίτους":"τρίτος", "τρίτων":"τρίτη", "τρίτων":"τρίτος", "τρίτωνα":"τριτώνω", "τρίτωσε":"τριτώνω", "τριφό":"τριφό", "τριφούνοβιτς":"τριφούνοβιτς", "τριφτεί":"τρίβω", "τρίφτη":"τρίφτης", "τριφύλλι":"τριφύλλι", "τριφυλλιού":"τριφύλλι", "τριχά":"τριχά", "τρίχα":"τρίχα", "τριχαλίδης":"τριχαλίδης", "τρίχας":"τρίχας", "τρίχες":"τρίχας", "τριχιά":"τριχιά", "τριχοειδή":"τριχοειδής", "τριχομονάδες":"τριχομονάδα", "τριχομονάδων":"τριχομονάδα", "τριχόπουλος":"τριχόπουλος", "τρίχρονο":"τρίχρονος", "τρίχρονος":"τρίχρονος", "τρίχωμα":"τρίχωμα", "τριχώματος":"τρίχωμα", "τριχών":"τρίχα", "τριχωτή":"τριχωτός", "τριχωτό":"τριχωτός", "τριχωτός":"τριχωτός", "τριψήφιο":"τριψήφιος", "τρίψουμε":"τρίβω", "τριωδιο":"τριώδιο", "τριωδίου":"τριώδιο", "τριών":"τρεις", "τριών-τεσσάρων":"τριών-τεσσάρων", "τρίωρες":"τρίωρος", "τρίωρη":"τρίωρος", "τρίωρης":"τρίωρος", "τρίωρο":"τρίωρος", "τριώροφα":"τριώροφος", "τριώροφες":"τριώροφος", "τριώροφη":"τριώροφος", "τριώροφο":"τριώροφος", "τριώροφου":"τριώροφος", "τροβαδούρος":"τροβαδούρος", "τρόικα":"τρόικα", "τρόικας":"τρόικα", "τροκαντερό":"τροκαντερό", "τρολ":"τρολ", "τρόλεϊ":"τρόλεϊ", "τρομαγμένα":"τρομάζω", "τρομαγμένες":"τρομάζω", "τρομαγμένη":"τρομάζω", "τρομαγμένο":"τρομάζω", "τρομαγμένος":"τρομάζω", "τρόμαζε":"τρομάζω", "τρομάζει":"τρομάζω", "τρομάζεις":"τρομάζω", "τρομάζουμε":"τρομάζω", "τρομάζουν":"τρομάζω", "τρομακτικά":"τρομακτικός", "τρομακτικές":"τρομακτικός", "τρομακτική":"τρομακτικός", "τρομακτικής":"τρομακτικός", "τρομακτικό":"τρομακτικός", "τρομακτικοί":"τρομακτικός", "τρομακτικού":"τρομακτικός", "τρομακτικούς":"τρομακτικός", "τρομακτικών":"τρομακτικός", "τρόμαξαν":"τρομάζω", "τρόμαξε":"τρομάζω", "τρομάξει":"τρομάζω", "τρομάξουμε":"τρομάζω", "τρομάξουν":"τρομάζω", "τρομάρα":"τρομάρα", "τρομερά":"τρομερά", "τρομερές":"τρομερός", "τρομερή":"τρομερός", "τρομερής":"τρομερός", "τρομερό":"τρομερός", "τρομερός":"τρομερός", "τρομερότερα":"τρομερός", "τρομερού":"τρομερός", "τρομερούς":"τρομερός", "τρομερών":"τρομερός", "τρόμο":"τρόμος", "τρομοκρατεί":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατείται":"τρομοκρατώ", "τρομοκράτες":"τρομοκράτης", "τρομοκράτη":"τρομοκράτης", "τρομοκρατηθεί":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατήθηκαν":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατήθηκε":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατηθούν":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατημένη":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατημένοι":"τρομοκρατημένος", "τρομοκράτης":"τρομοκράτης", "τρομοκράτησαν":"τρομοκρατώ", "τρομοκράτησε":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατήσει":"τρομοκρατώ", "τρομοκράτησης":"τρομοκράτηση", "τρομοκρατία":"τρομοκρατία", "τρομοκρατίας":"τρομοκρατία", "τρομο-κρατίας":"τρομο-κρατίας", "τρομοκρατίες":"τρομοκρατία", "τρομοκρατικά":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατικές":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατική":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατικής":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατικό":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατικού":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατικών":"τρομοκρατικός", "τρομοκρατούν":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατούνται":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατούσαν":"τρομοκρατώ", "τρομοκρατών":"τρομοκράτης", "τρομοκρατών-αεροπειρατών":"τρομοκρατών-αεροπειρατών", "τρομοκρατώντας":"τρομοκρατώ", "τρομολαγνεία":"τρομολαγνεία", "τρομολαγνείας":"τρομολαγνεία", "τρομολαγνίας":"τρομολαγνίας", "τρομονόμο":"τρομονόμος", "τρομονόμος":"τρομονόμος", "τρομονόμου":"τρομονόμος", "τρομονόμους":"τρομονόμος", "τρομος":"τρόμος", "τρόμος":"τρόμος", "τρομου":"τρόμος", "τρόμου":"τρόμος", "τρομοψύχωση":"τρομοψύχωση", "τρομπέτα":"τρομπέτα", "τρομπέτας-δ":"τρομπέτας-δ", "τρομπέτες":"τρομπέτα", "τρομπόνι":"τρομπόνι", "τρομπονίστας":"τρομπονίστας", "τροντ":"τροντ", "τρόπαια":"τρόπαιο", "τροπαιο":"τρόπαιο", "τρόπαιο":"τρόπαιο", "τροπάρι":"τροπάριο", "τροπάρια":"τροπάριο", "τροπάριο":"τροπάριο", "τροπαρίων":"τροπάριο", "τροπή":"τροπή", "τροπικά":"τροπικός", "τροπική":"τροπικός", "τροπικής":"τροπικός", "τροπικό":"τροπικός", "τροπικών":"τροπικός", "τρόπο":"τρόπος", "τρόποι":"τρόπος", "τροπολογία":"τροπολογία", "τροπολογίας":"τροπολογία", "τροπολογίες":"τροπολογία", "τροπολογιών":"τροπολογία", "τρόπον":"τρόπος", "τροποποιεί":"τροποποιώ", "τροποποιείται":"τροποποιώ", "τροποποιηθεί":"τροποποιώ", "τροποποιηθούν":"τροποποιώ", "τροποποιημένα":"τροποποιώ", "τροποποιημένες":"τροποποιώ", "τροποποιημένη":"τροποποιημένος", "τροποποιημένης":"τροποποιώ", "τροποποιημένο":"τροποποιώ", "τροποποιημένοι":"τροποποιώ", "τροποποιημένους":"τροποποιημένος", "τροποποιημένων":"τροποποιημένος", "τροποποίησε":"τροποποιώ", "τροποποιήσει":"τροποποιώ", "τροποποιήσεις":"τροποποίηση", "τροποποιήσεων":"τροποποίηση", "τροποποίηση":"τροποποίηση", "τροποποίησή":"τροποποίηση", "τροποποίησης":"τροποποίηση", "τροποποιήσουν":"τροποποιώ", "τροπος":"τροπός", "τρόπος":"τρόπος", "τρόπου":"τρόπος", "τρόπους":"τρόπος", "τρόπω":"τρόπω", "τρόπων":"τρόπος", "τροτσκιστές":"τροτσκιστής", "τροτσκιστικό":"τροτσκιστικός", "τρουά":"τρουά", "τρουιντέν":"τρουιντέν", "τρούιντεν":"τρούιντεν", "τρούλη":"τρούλης", "τρούλης":"τρούλης", "τρούλο":"τρούλος", "τρούλους":"τρούλος", "τρούμαν":"τρούμαν", "τρουντ":"τρουντ", "τρούπκος":"τρούπκος", "τρούφες":"τρούφα", "τροφεία":"τροφεία", "τροφές":"τροφή", "τροφή":"τροφή", "τροφής":"τροφή", "τροφικά":"τροφικός", "τροφικές":"τροφικός", "τροφική":"τροφικός", "τροφικής":"τροφικός", "τροφικών":"τροφικός", "τρόφιμα":"τρόφιμα", "τρόφιμοι":"τρόφιμος", "τρόφιμος":"τρόφιμος", "τροφίμους":"τρόφιμος", "τροφιμων":"τρόφιμα", "τροφίμων":"τρόφιμα", "τροφιμων-καφεδων":"τροφιμων-καφεδων", "τροφίμων-καφέδων":"τροφίμων-καφέδων", "τροφίμων-ποτών":"τροφίμων-ποτών", "τροφο":"τροφός", "τροφό":"τροφός", "τροφοδοσία":"τροφοδοσία", "τροφοδοσίας":"τροφοδοσία", "τροφοδοσιες":"τροφοδοσία", "τροφοδοσίες":"τροφοδοσία", "τροφοδοτεί":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτείται":"τροφοδοτώ", "τροφοδότες":"τροφοδότης", "τροφοδοτηθεί":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτήθηκε":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτημένο":"τροφοδοτώ", "τροφοδότης":"τροφοδότης", "τροφοδότησαν":"τροφοδοτώ", "τροφοδότησε":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτήσει":"τροφοδοτώ", "τροφοδότηση":"τροφοδότηση", "τροφοδότησή":"τροφοδότηση", "τροφοδότησης":"τροφοδότηση", "τροφοδοτήσουν":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτούμε":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτούν":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτούνται":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτούσαν":"τροφοδοτώ", "τροφοδοτούσε":"τροφοδοτώ", "τροφοδότριας":"τροφοδότρια", "τροφοδοτώντας":"τροφοδοτώ", "τροφός":"τροφός", "τροφών":"τροφή", "τροχάδην":"τροχάδην", "τροχαία":"τροχαίος", "τροχαίας":"τροχαίος", "τροχαίο":"τροχαίος", "τροχαίου":"τροχαίος", "τροχαίων":"τροχαίος", "τροχια":"τροχιά", "τροχιά":"τροχιά", "τροχιάς":"τροχιά", "τροχιές":"τροχιά", "τροχιοδρόμους":"τροχιόδρομος", "τροχιόδρομους":"τροχιόδρομος", "τροχό":"τροχός", "τροχοι":"τροχός", "τροχονόμο":"τροχονόμος", "τροχονόμοι":"τροχονόμος", "τροχονόμος":"τροχονόμος", "τροχονόμου":"τροχονόμος", "τροχοπέδη":"τροχοπέδη", "τροχός":"τροχός", "τροχόσπιτα":"τροχόσπιτο", "τροχόσπιτο":"τροχόσπιτο", "τροχούς":"τροχός", "τροχοφόρα":"τροχοφόρο", "τροχοφόρα":"τροχοφόρος", "τροχοφόρων":"τροχοφόρος", "τροχών":"τροχός", "τρυγόνια":"τρυγόνι", "τρυγώνας":"τρυγώνας", "τρύπα":"τρύπα", "τρυπά":"τρυπώ", "τρυπάει":"τρυπώ", "τρυπάνε":"τρυπώ", "τρύπας":"τρύπα", "τρύπες":"τρύπα", "τρυπήθηκαν":"τρυπώ", "τρυπήματα":"τρύπημα", "τρυπημένη":"τρυπημένος", "τρύπησε":"τρυπώ", "τρυπήσουν":"τρυπώ", "τρυπητή":"τρυπητός", "τρύπια":"τρύπιος", "τρύπιο":"τρύπιος", "τρυποσπίτη":"τρυποσπίτη", "τρυποσπίτης":"τρυποσπίτης", "τρυπούλα":"τρυπούλα", "τρυπούν":"τρυπώ", "τρυπώνουν":"τρυπώνω", "τρυπώντας":"τρυπώ", "τρύπωσαν":"τρυπώνω", "τρύπωσε":"τρυπώνω", "τρυπώσει":"τρυπώνω", "τρυπώσουν":"τρυπώνω", "τρυφερά":"τρυφερά", "τρυφερά":"τρυφερός", "τρυφερές":"τρυφερός", "τρυφερή":"τρυφερός", "τρυφερής":"τρυφερός", "τρυφερό":"τρυφερός", "τρυφεροί":"τρυφερός", "τρυφερός":"τρυφερός", "τρυφερότητα":"τρυφερότητα", "τρυφερότητά":"τρυφερότητα", "τρυφερότητας":"τρυφερότητα", "τρυφερού":"τρυφερός", "τρυφερούς":"τρυφερός", "τρυφωνίδης":"τρυφωνίδης", "τρώγαμε":"τρώγω", "τρώγεται":"τρώγω", "τρώγλες":"τρώγλη", "τρωγλοδύτες":"τρωγλοδύτης", "τρωγλοδυτών":"τρωγλοδύτης", "τρώγονται":"τρώγω", "τρώγοντας":"τρώγω", "τρωγοντας":"τρώω", "τρώει":"τρώω", "τρωθεί":"τιτρώσκω", "τρωθέν":"τρωθέν", "τρωκτικά":"τρωκτικός", "τρωκτικό":"τρωκτικός", "τρωκτικών":"τρωκτικός", "τρώμε":"τρώω", "τρωνε":"τρώω", "τρώνε":"τρώω", "τρως":"τρώω", "τρώση":"τρώση", "τρωτά":"τρωτός", "τρώτε":"τρώω", "τρωτές":"τρωτός", "τρωτή":"τρωτός", "τρώω":"τρώω", "τς":"τς", "τ'ς":"τ'ς", "τσάβα":"τσάβα", "τσαβδαρίδη":"τσαβδαρίδη", "τσαβδαρίδης":"τσαβδαρίδης", "τσάβες":"τσάβες", "τσαβολάκη":"τσαβολάκη", "τσάγγαρη":"τσάγγαρη", "τσάγγαρης":"τσάγγαρης", "τσαγιού":"τσάι", "τσαγκαλίδης":"τσαγκαλίδης", "τσαγκάρη":"τσαγκάρης", "τσαγκάρης":"τσαγκάρης", "τσαγκαρίδης":"τσαγκαρίδης", "τσαγκιν":"τσαγκιν", "τσάγκιν":"τσάγκιν", "τσάγκος":"τσάγκος", "τσαγκρή":"τσαγκρή", "τσαγκρης":"τσαγκρης", "τσάι":"τσάι", "τσάικα":"τσάικα", "τσάινα":"τσάινα", "τσαϊρέλη":"τσαϊρέλη", "τσάκα":"τσάκα", "τσακαλίδη":"τσακαλίδη", "τσάκαλος":"τσάκαλος", "τσακαρίτα":"τσακαρίτα", "τσάκι":"τσάκι", "τσακίδια":"τσακίδια", "τσάκιζε":"τσακίζω", "τσακίζουν":"τσακίζω", "τσακίρη":"τσακίρης", "τσακίρης":"τσακίρης", "τσακιρίδη":"τσακιρίδης", "τσακιριδης":"τσακιρίδης", "τσακιρίδης":"τσακιρίδης", "τσακιρίδου":"τσακιρίδου", "τσακίρογλου":"τσακίρογλου", "τσάκισαν":"τσακίζω", "τσάκισε":"τσακίζω", "τσακίσει":"τσακίζω", "τσακισμένα":"τσακίζω", "τσακισμένο":"τσακισμένος", "τσακισμένοι":"τσακίζω", "τσακισμένος":"τσακίζω", "τσακίσουν":"τσακίζω", "τσακιστή":"τσακιστός", "τσακίστηκε":"τσακίζω", "τσακιστούν":"τσακίζω", "τσάκιτς":"τσάκιτς", "τσακμακίδη":"τσακμακίδη", "τσακνή":"τσακνή", "τσακονίδης":"τσακονίδης", "τσακουρίδης":"τσακουρίδης", "τσακωθεί":"τσακώνω", "τσακώθηκαν":"τσακώνω", "τσακώθηκε":"τσακώνω", "τσακωνική":"τσακωνικός", "τσακώνομαι":"τσακώνω", "τσακωνόμαστε":"τσακώνω", "τσακώνονται":"τσακώνω", "τσαλάκωμα":"τσαλάκωμα", "τσαλακωμένο":"τσαλακώνω", "τσαλακώνει":"τσαλακώνω", "τσαλδάρης":"τσαλδάρης", "τσαλής":"τσαλής", "τσάλι":"τσάλι", "τσαλιγοπούλου":"τσαλιγοπούλου", "τσαλίδης":"τσαλίδης", "τσαλίκης":"τσαλίκης", "τσαλικίδη":"τσαλικίδη", "τσαλικίδης":"τσαλικίδης", "τσαλίκογλου":"τσαλίκογλου", "τσάλμερς":"τσάλμερς", "τσαλόνης":"τσαλόνης", "τσαλόπουλου":"τσαλόπουλου", "τσάλφορντ":"τσάλφορντ", "τσαμασλής":"τσαμασλής", "τσαμασλίδης":"τσαμασλίδης", "τσαμάτος":"τσαμάτος", "τσάμη":"τσάμης", "τσάμης":"τσάμης", "τσάμπα":"τσάμπα", "τσαμπάζη":"τσαμπάζης", "τσαμπατζήδες":"τσαμπατζής", "τσάμπερλεν":"τσάμπερλεν", "τσαμπιά":"τσαμπί", "τσάμπιονς":"τσάμπιονς", "τσάμπιονσιπς":"τσάμπιονσιπς", "τσαμποδήμου":"τσαμποδήμου", "τσαμπουκά":"τσαμπουκάς", "τσαμπουκάδων":"τσαμπουκάς", "τσαμπουκάς":"τσαμπουκάς", "τσαμπούνα":"τσαμπούνα", "τσαν":"τσαν", "τσάνσελορ":"τσάνσελορ", "τσάντα":"τσάντα", "τσαντάκι":"τσαντάκι", "τσάνταλη":"τσάνταλη", "τσάνταλης":"τσάνταλης", "τσαντάρ":"τσαντάρ", "τσάντας":"τσάντα", "τσάντες":"τσάντα", "τσαντίδης":"τσαντίδης", "τσαντίνης":"τσαντίνης", "τσαντίρ":"τσαντίρ", "τσαντίρι":"τσαντίρι", "τσαντόρ":"τσαντόρ", "τσαντών":"τσάντα", "τσαουσέσκου":"τσαουσέσκου", "τσαούσεφ":"τσαούσεφ", "τσαουση":"τσαούσης", "τσαούση":"τσαούσης", "τσαουσίδη":"τσαουσίδη", "τσαουσίδης":"τσαουσίδης", "τσαπανίδου":"τσαπανίδου", "τσαπατσάρης":"τσαπατσάρης", "τσαπατσουλιά":"τσαπατσουλιά", "τσάπελ":"τσάπελ", "τσαραβάς":"τσαραβάς", "τσάρας":"τσάρας", "τσαρική":"τσαρικός", "τσαρικής":"τσαρικός", "τσαρικό":"τσαρικός", "τσαρισμού":"τσαρισμός", "τσάρλι":"τσάρλι", "τσαρλς":"τσαρλς", "τσαρλτον":"τσαρλτον", "τσάρλτον":"τσάρλτον", "τσάρλτον17381226-37":"τσάρλτον17381226-37", "τσάρλτον-γουέστ":"τσάρλτον-γουέστ", "τσάρλτον-μπέρμιγχαμ":"τσάρλτον-μπέρμιγχαμ", "τσάρο":"τσάρος", "τσάροι":"τσάρος", "τσάρος":"τσάρος", "τσαρούχα":"τσαρούχα", "τσαρουχα":"τσαρουχάς", "τσαρουχά":"τσαρουχάς", "τσαρούχας":"τσαρούχας", "τσαρούχη":"τσαρούχης", "τσαρούχης":"τσαρούχης", "τσαρούχια":"τσαρούχι", "τσαρσιταλίδης":"τσαρσιταλίδης", "τσαρτ":"τσαρτ", "τσάρτ":"τσάρτ", "τσάρτερ":"τσάρτερ", "τσαρτσαρής":"τσαρτσαρής", "τσαρτσιώνης":"τσαρτσιώνης", "τσατισμένοι":"τσατισμένος", "τσάτοβιτς":"τσάτοβιτς", "τσάτσος":"τσάτσος", "τσάτσου":"τσάτσος", "τσάτσου-δρίτσα":"τσάτσου-δρίτσα", "τσαφί":"τσαφί", "τσαφκόπουλος":"τσαφκόπουλος", "τσαφούλια":"τσαφούλια", "τσαφούλιας":"τσαφούλιας", "τσαχάνης":"τσαχάνης", "τσαχερλ":"τσαχερλ", "τσαχλάρης":"τσαχλάρης", "τσβάιχ":"τσβάιχ", "τσβετάνοφ":"τσβετάνοφ", "τσε":"τσε", "τσεβάς":"τσεβάς", "τσεβικόζ":"τσεβικόζ", "τσέζαρεκ":"τσέζαρεκ", "τσέζαρι":"τσέζαρι", "τσεϊμπερς":"τσεϊμπερς", "τσεκ":"τσεκ", "τσεκάρει":"τσεκάρω", "τσεκάρουν":"τσεκάρω", "τσεκλιδου":"τσεκλιδου", "τσε-κογκ":"τσε-κογκ", "τσεκούρας":"τσεκούρας", "τσεκούρι":"τσεκούρι", "τσελαλετίν":"τσελαλετίν", "τσέλη":"τσέλη", "τσελής":"τσελής", "τσελίκας":"τσελίκα", "τσελίνι":"τσελίνι", "τσέλιος":"τσέλιος", "τσέλιου":"τσέλιου", "τσέλο":"τσέλο", "τσελσι":"τσελσι", "τσέλσι":"τσέλσι", "τσέλσι2":"τσέλσι2", "τσέλσι461210235-19":"τσέλσι461210235-19", "τσέλσι-μπέρμιγχαμ":"τσέλσι-μπέρμιγχαμ", "τσελτεναμ":"τσελτεναμ", "τσέλτεναμ":"τσέλτεναμ", "τσεμολγκάν":"τσεμολγκάν", "τσεμπερίδης":"τσεμπερίδης", "τσενάι":"τσενάι", "τσενγκίζ":"τσενγκίζ", "τσένι":"τσένι", "τσένταρ":"τσένταρ", "τσέντου":"τσέντου", "τσεπάκι":"τσεπάκι", "τσέπες":"τσέπη", "τσέπη":"τσέπη", "τσέπης":"τσέπη", "τσεπώνουν":"τσεπώνω", "τσέπωσε":"τσεπώνω", "τσεπώσει":"τσεπώνω", "τσεπώσουν":"τσεπώνω", "τσέριλ":"τσέριλ", "τσέρνι":"τσέρνι", "τσερνομίρντιν":"τσερνομίρντιν", "τσερνομπίλ":"τσερνομπίλ", "τσερόγκα":"τσερόγκα", "τσέσικ":"τσέσικ", "τσεσμετζής":"τσεσμετζής", "τσεστερ":"τσεστερ", "τσέστερ":"τσέστερ", "τσεστερφιλντ":"τσεστερφιλντ", "τσετ":"τσετ", "τσέτες":"τσέτης", "τσετίλια":"τσετίλια", "τσέτο":"τσέτο", "τσετσενία":"τσετσενία", "τσετσενίας":"τσετσενία", "τσετσένων":"τσετσένος", "τσέχα":"τσέχα", "τσεχια":"τσεχία", "τσεχία":"τσεχία", "τσεχίας":"τσεχία", "τσέχικα":"τσέχικος", "τσεχικές":"τσεχικός", "τσέχικες":"τσέχικος", "τσεχική":"τσεχικός", "τσέχικη":"τσέχικος", "τσεχικό":"τσεχικός", "τσέχικο":"τσέχικος", "τσεχικού":"τσεχικός", "τσέχο":"τσέχος", "τσέχοι":"τσέχος", "τσέχος":"τσέχος", "τσεχοσλοβακία":"τσεχοσλοβακία", "τσεχοσλοβακική":"τσεχοσλοβακικός", "τσεχοσλοβάκικο":"τσεχοσλοβάκικος", "τσεχοσλοβάκινη":"τσεχοσλοβάκινη", "τσέχου":"τσέχος", "τσέχους":"τσέχος", "τσέχοφ":"τσέχοφ", "τσέχωφ":"τσέχωφ", "τσι":"τσι", "τσιάβου":"τσιάβου", "τσιάκαλο":"τσιάκαλο", "τσιάκαλου":"τσιάκαλου", "τσιακμάκη":"τσιακμάκη", "τσιάκος":"τσιάκος", "τσιάλα":"τσιάλα", "τσιαμήτα":"τσιαμήτα", "τσιαμήτρο":"τσιαμήτρο", "τσιαμπαλής":"τσιαμπαλής", "τσιάμπι":"τσιάμπι", "τσιανταρης":"τσιανταρης", "τσιαντάρης":"τσιαντάρης", "τσιάρας":"τσιάρας", "τσιαρτσιάνη":"τσιαρτσιάνη", "τσιαρτσιώνη":"τσιαρτσιώνη", "τσιαρτσιώνης":"τσιαρτσιώνης", "τσιαρτσώνης":"τσιαρτσώνης", "τσιατούρας":"τσιατούρας", "τσιάτσιος":"τσιάτσιος", "τσίβας":"τσίβας", "τσιβίκη":"τσιβίκη", "τσιγαρα":"τσιγαράς", "τσιγάρα":"τσιγάρο", "τσιγαράκι":"τσιγαράκι", "τσιγαράκια":"τσιγαράκι", "τσιγαριλίκι":"τσιγαριλίκι", "τσιγάρο":"τσιγάρο", "τσιγάρου":"τσιγάρο", "τσιγάρων":"τσιγάρο", "τσιγγάνας":"τσιγγάνα", "τσιγγάνικα":"τσιγγάνικος", "τσιγγάνικες":"τσιγγάνικος", "τσιγγάνικη":"τσιγγάνικος", "τσιγγάνικης":"τσιγγάνικος", "τσιγγάνικο":"τσιγγάνικος", "τσιγγάνοι":"τσιγγάνος", "τσιγγανόπουλα":"τσιγγανόπουλο", "τσιγγάνος":"τσιγγάνος", "τσιγγάνους":"τσιγγάνος", "τσιγγάνων":"τσιγγάνος", "τσίγκας":"τσίγκας", "τσιγκέλι":"τσιγκέλι", "τσιγκελωτό":"τσιγκελωτός", "τσιγκογραφίας":"τσιγκογραφία", "τσιγκόιδα":"τσιγκόιδα", "τσιγκοπούλου":"τσιγκοπούλου", "τσιγκούνη":"τσιγκούνης", "τσιγκούνης":"τσιγκούνης", "τσιγκουνιά":"τσιγκουνιά", "τσίζεκ":"τσίζεκ", "τσίκινης":"τσίκινης", "τσικίνιο":"τσικίνιο", "τσικιντάν":"τσικιντάν", "τσικιτίτας":"τσικιτίτας", "τσικληρόπουλου":"τσικληρόπουλου", "τσίκνα":"τσίκνα", "τσικνίσαν":"τσικνίζω", "'τσίκνισαν'":"'τσίκνισαν'", "τσικνισμένοι":"τσικνισμένος", "τσικνοπέμπτη":"τσικνοπέμπτη", "τσικνοπέμπτης":"τσικνοπέμπτη", "τσικουδιές":"τσικουδιά", "τσικούνα":"τσικούνα", "τσιλέρ":"τσιλέρ", "τσίλη":"τσίλη", "τσίλι":"τσίλι", "τσιλιγγερίδης":"τσιλιγγερίδης", "τσιλιγιάννης":"τσιλιγιάννης", "τσιλικα":"τσίλικος", "τσίλικο":"τσίλικος", "τσιλιμαντός":"τσιλιμαντός", "τσιλιμένη":"τσιλιμένη", "τσιλιμπάρης":"τσιλιμπάρης", "τσίλο":"τσίλο", "τσιλόπουλος":"τσιλόπουλος", "τσίμα":"τσίμα", "τσιμέντα":"τσιμέντο", "τσιμεντάρει":"τσιμεντάρω", "τσιμεντένια":"τσιμεντένιος", "τσιμεντένιας":"τσιμεντένιος", "τσιμεντένιες":"τσιμεντένιος", "τσιμεντένιο":"τσιμεντένιος", "τσιμεντένιος":"τσιμεντένιος", "τσιμέντο":"τσιμέντο", "τσιμεντοβιομηχανία":"τσιμεντοβιομηχανία", "τσιμεντοβιομηχανίας":"τσιμεντοβιομηχανία", "τσιμεντοβιομηχανιες":"τσιμεντοβιομηχανία", "τσιμεντοποίηση":"τσιμεντοποίηση", "τσιμέντου":"τσιμέντο", "τσιμέντων":"τσιμέντο", "τσιμινιέρα":"τσιμινιέρα", "τσιμινιέρες":"τσιμινιέρα", "τσιμισκή":"τσιμισκής", "τσιμιτσέλης":"τσιμιτσέλης", "τσιμπάει":"τσιμπώ", "τσιμπάνε":"τσιμπώ", "τσίμπημα":"τσίμπημα", "τσιμπήματα":"τσίμπημα", "τσίμπησε":"τσιμπώ", "τσιμπήσει":"τσιμπώ", "τσιμπήσουν":"τσιμπώ", "τσιμπήσω":"τσιμπώ", "τσιμπίδα":"τσιμπίδα", "τσιμπλίδης":"τσιμπλίδης", "τσιμπολογάει":"τσιμπολογώ", "τσιμπόνα":"τσιμπόνα", "τσιμπόνα7-81040":"τσιμπόνα7-81040", "τσιμπονίδη":"τσιμπονίδη", "τσιμπούκας":"τσιμπούκας", "τσιμπούκης":"τσιμπούκης", "τσιμπούρια":"τσιμπούρι", "τσιμτσιουδα":"τσιμτσιουδα", "τσιν":"τσιν", "τσίντζα":"τσίντζα", "τσιντσάρη":"τσιντσάρη", "τσιντσάρης":"τσιντσάρης", "τσιντσόρο":"τσιντσόρο", "τσιόκα":"τσιόκα", "τσιολάκης":"τσιολάκης", "τσιόμερ":"τσιόμερ", "τσιοτινό":"τσιοτινό", "τσιότρα":"τσιότρα", "τσιότρας":"τσιότρας", "τσιότσιος":"τσιότσιος", "τσιούμα":"τσιούμα", "τσιπ":"τσιπ", "τσίπα":"τσίπα", "τσιπάκι":"τσιπάκι", "τσίπας":"τσίπα", "τσίπεφ":"τσίπεφ", "τσιπιτα":"τσιπιτα", "τσιπλάκης":"τσιπλάκης", "τσιπούρα":"τσιπούρα", "τσίπουρά":"τσίπουρο", "τσιπούρας":"τσιπούρα", "τσιπουρας":"τσιπουράς", "τσιπούρες":"τσιπούρα", "τσίπουρο":"τσίπουρο", "τσιπς":"τσιπς", "τσιράκι":"τσιράκι", "τσιρακίδης":"τσιρακίδης", "τσιραμπίδης":"τσιραμπίδης", "τσιρεκα":"τσιρεκα", "τσιρίγου":"τσιρίγο", "τσιριγωτάκης":"τσιριγωτάκης", "τσιρίζει":"τσιρίζω", "τσιρίλο":"τσιρίλο", "τσιριμίγκας":"τσιριμίγκας", "τσιριμώκος":"τσιριμώκος", "τσιριμώκου":"τσιριμώκου", "τσίρκα":"τσίρκας", "τσιρκο":"τσίρκο", "τσίρκο":"τσίρκο", "τσίρκου":"τσίρκο", "τσιρογιάννη":"τσιρογιάννη", "τσιρόνια":"τσιρόνια", "τσιροσαλάτα":"τσιροσαλάτα", "τσίρου":"τσίρος", "τσιρώνη":"τσιρώνη", "τσισμιτζής":"τσισμιτζής", "τσισόφσκι":"τσισόφσκι", "τσιταμπακη":"τσιταμπακη", "τσιτάτα":"τσιτάτο", "τσιτάτο":"τσιτάτο", "τσιτάτων":"τσιτάτο", "τσιτιριδης":"τσιτιριδης", "τσιτιρίδης":"τσιτιρίδης", "τσιτιριδου":"τσιτιριδου", "τσιτουρίδης":"τσιτουρίδης", "τσιτς":"τσιτς", "τσίτσα":"τσίτσα", "τσιτσόλκος":"τσιτσόλκος", "τσιτσόπουλο":"τσιτσόπουλο", "τσιτσόπουλος":"τσιτσόπουλος", "τσιτσόπουλους":"τσιτσόπουλους", "τσιφλικάδες":"τσιφλικάς", "τσιφλικάδων":"τσιφλικάς", "τσιφλικάς":"τσιφλικάς", "τσιφλίκι":"τσιφλίκι", "τσιφτετέλι":"τσιφτετέλι", "τσιφτετέλια":"τσιφτετέλι", "τσιφτετελιού":"τσιφτετέλι", "τσίχλες":"τσίχλα", "τσιχλόφουσκα":"τσιχλόφουσκα", "τσιώλη":"τσιώλη", "τσιώλης":"τσιώλης", "τσιώνας":"τσιώνας", "τσο":"τσο", "τσοβόλα":"τσοβόλας", "τσοβόλας":"τσοβόλας", "τσογκ":"τσογκ", "τσόγκανος":"τσόγκανος", "τσοϊ":"τσοϊ", "τσοκαλίδου":"τσοκαλίδου", "τσολακη":"τσολάκης", "τσολάκη":"τσολάκης", "τσολάκης":"τσολάκης", "τσολακίδη":"τσολακίδη", "τσολακιδης":"τσολακιδης", "τσολακίδης":"τσολακίδης", "τσολάκος":"τσολάκος", "τσολάτος":"τσολάτος", "τσολιαδάκι":"τσολιαδάκι", "τσομπανάκης":"τσομπανάκης", "τσομπάνη":"τσομπάνης", "τσομπάνισσα":"τσομπάνισσα", "τσομπάνογλου":"τσομπάνογλου", "τσομπανοπουλος":"τσομπανοπουλος", "τσομπανόπουλος":"τσομπανόπουλος", "τσόμσκι":"τσόμσκι", "τσόνογλου":"τσόνογλου", "τσόντα":"τσόντα", "τσόντες":"τσόντα", "τσοπανέλλης":"τσοπανέλλης", "τσοπανόσκυλα":"τσοπανόσκυλο", "τσοπανόσκυλο":"τσοπανόσκυλο", "τσόπης":"τσόπης", "τσορλίνη":"τσορλίνη", "τσορμπαζουδης":"τσορμπαζουδης", "τσορμπατζούδης":"τσορμπατζούδης", "τσόροβιτς":"τσόροβιτς", "τσορπίδης":"τσορπίδης", "τσόρτσιλ":"τσόρτσιλ", "τσοτσόλη":"τσοτσόλη", "τσοτσορός":"τσοτσορός", "τσότσος":"τσότσος", "τσοτύλι":"τσοτύλι", "τσοτυλίου":"τσοτυλίου", "τσου":"τσου", "τσουβάλι":"τσουβάλι", "τσουβάλια":"τσουβάλι", "τσουβαλιάζεται":"τσουβαλιάζω", "τσουγγαρής":"τσουγγαρής", "τσούγκα":"τσούγκα", "τσούγκας":"τσούγκας", "τσουγκρίσαμε":"τσουγκρίζω", "τσούγκρισαν":"τσουγκρίζω", "τσουκ":"τσουκ", "τσούκα":"τσούκα", "τσουκαλά":"τσουκαλάς", "τσουκαλαδέλης":"τσουκαλαδέλης", "τσουκαλάς":"τσουκαλάς", "τσούκαλης":"τσούκαλης", "τσουκαλίδης":"τσουκαλίδης", "τσούκερμαν":"τσούκερμαν", "τσούκλη":"τσούκλη", "τσούκλης":"τσούκλης", "τσουλ":"τσουλ", "τσούλης":"τσούλης", "τσούλια":"τσούλι", "τσούλιας":"τσούλιας", "τσούλιο":"τσούλιο", "τσούλιου":"τσούλιου", "τσουλφά":"τσουλφά", "τσουλφίδης":"τσουλφίδης", "τσουμελέκα":"τσουμελέκα", "τσουν":"τσουν", "τσουνάμι":"τσουνάμι", "τσουνγκ":"τσουνγκ", "τσούνη":"τσούνη", "τσούξιμο":"τσούξιμο", "τσούρας":"τσούρας", "τσουρέκας":"τσουρέκας", "τσούρμο":"τσούρμο", "τσουρουφλίζει":"τσουρουφλίζω", "τσουρτσούλα":"τσουρτσούλα", "τσούση":"τσούση", "τσούτσης":"τσούτσης", "τσούτσι":"τσούτσι", "τσούτσος":"τσούτσος", "τσούτσουρας":"τσούτσουρας", "τσουχτερά":"τσουχτερός", "τσουχτερές":"τσουχτερός", "τσουχτερό":"τσουχτερός", "τσουχτερών":"τσουχτερός", "τσόφλια":"τσόφλι", "τσόχα":"τσόχα", "τσοχατζόπολου":"τσοχατζόπολου", "τσοχατζόπουλο":"τσοχατζόπουλος", "τσοχατζόπουλος":"τσοχατζόπουλος", "τσοχατζόπουλου":"τσοχατζόπουλος", "τσρτσανίδη":"τσρτσανίδη", "τσσκα":"τσσκα", "τσσκα62":"τσσκα62", "τσσκα9-61129":"τσσκα9-61129", "τσώλης":"τσώλης", "τσώνη":"τσώνη", "τσώνης":"τσώνης", "τσώχος":"τσώχος", "ττε":"ττε", "τύγχαινε":"τύγχαινε", "τύγχανε":"τυχαίνω", "τυγχάνει":"τυχαίνω", "τυγχάνεις":"τυχαίνω", "τυγχάνουν":"τυχαίνω", "τύλιγαν":"τυλίγω", "τύλιγε":"τυλίγω", "τυλίγει":"τυλίγω", "τυλιγμένα":"τυλιγμένος", "τυλιγμένη":"τυλίγω", "τυλιγμένο":"τυλίγω", "τυλιγμένος":"τυλίγω", "τυλίγονται":"τυλίγω", "τυλίγουμε":"τυλίγω", "τυλίγουν":"τυλίγω", "τύλιξαν":"τυλίγω", "τύλιξε":"τυλίγω", "τυλίξει":"τυλίγω", "τυλίξουν":"τυλίγω", "τυλιχθεί":"τυλίγω", "τυλιχτεί":"τυλίγω", "τύμβο":"τύμβος", "τύμβοι":"τύμβος", "τύμβος":"τύμβος", "τύμβους":"τύμβος", "τύμπανα":"τύμπανο", "τύμπανο":"τύμπανο", "τυμπανοκρουσίες":"τυμπανοκρουσία", "τυνησία":"τυνησία", "τυνήσιο":"τυνήσιος", "τυνήσιους":"τυνήσιος", "τυπάδης":"τυπάδης", "τυπίδη":"τυπίδη", "τυπικά":"τυπικά", "τυπικά":"τυπικός", "τυπικές":"τυπικός", "τυπική":"τυπικός", "τυπικής":"τυπικός", "τυπικό":"τυπικός", "τυπικοί":"τυπικός", "τυπικός":"τυπικός", "τυπικότητα":"τυπικότητα", "τυπικού":"τυπικός", "τυπικούς":"τυπικός", "τυπικών":"τυπικός", "τυπικώς":"τυπικά", "τυπο":"τύπος", "τύπο":"τύπος", "τυπογραφεία":"τυπογραφείο", "τυπογραφείο":"τυπογραφείο", "τυπογραφείου":"τυπογραφείο", "τυπογραφικών":"τυπογραφικός", "τύποι'":"τύποι'", "τύποι":"τύπος", "τύποις":"τύποις", "τυπολογία":"τυπολογία", "τυπολογίας":"τυπολογία", "τυπολογική":"τυπολογικός", "τύπον":"τύπος", "τυποποιείται":"τυποποιώ", "τυποποιηθεί":"τυποποιώ", "τυποποιημένα":"τυποποιημένος", "τυποποιημένες":"τυποποιημένος", "τυποποιημένη":"τυποποιημένος", "τυποποιημένο":"τυποποιημένος", "τυποποιημένος":"τυποποιημένος", "τυποποιημένων":"τυποποιημένος", "τυποποίηση":"τυποποίηση", "τυποποίησης":"τυποποίηση", "τυποποιούνταν":"τυποποιώ", "τυποραφείον":"τυποραφείον", "τύπος":"τύπος", "τυπου":"τύπος", "τύπου":"τύπος", "τύπους":"τύπος", "τυπωθεί":"τυπώνω", "τυπώθηκε":"τυπώνω", "τυπωθήτω":"τυπωθήτω", "τυπωθούν":"τυπώνω", "τυπωμένα":"τυπώνω", "τυπωμένες":"τυπώνω", "τυπωμένο":"τυπώνω", "τυπωμένου":"τυπώνω", "τύπων":"τύπος", "τύπωνε":"τυπώνω", "τυπώνει":"τυπώνω", "τυπώνονται":"τυπώνω", "τυπώνονταν":"τυπώνω", "τυπώνουν":"τυπώνω", "τύπωσε":"τυπώνω", "τυπώσει":"τυπώνω", "τυράκι":"τυράκι", "τυραννία":"τυραννία", "τυραννίας":"τυραννία", "τυραννικά":"τυραννικός", "τυραννική":"τυραννικός", "τύραννο":"τύραννος", "τύραννοι":"τύραννος", "τύραννος":"τύραννος", "τυράννου":"τύραννος", "τυράννους":"τύραννος", "τυράννων":"τύραννος", "τυρβάζει":"τυρβάζω", "τυρί":"τυρί", "τυριά":"τυρί", "τυρινής":"τυρινής", "τυριού":"τυρί", "τυριών":"τυρί", "τυροκομία":"τυροκομία", "τυροκομικά":"τυροκομικός", "τυρόπιτες":"τυρόπιτα", "τύρου":"τύρου", "τύφλα":"τύφλα", "τυφλά":"τυφλός", "τυφλές":"τυφλός", "τυφλή":"τυφλός", "τυφλής":"τυφλός", "τυφλό":"τυφλός", "τυφλοί":"τυφλός", "τυφλολογικά":"τυφλολογικά", "τυφλός":"τυφλός", "τυφλούς":"τυφλός", "τυφλωθεί":"τυφλώνω", "τυφλωμένη":"τυφλωμένος", "τυφλών":"τυφλός", "τυφλώνει":"τυφλώνω", "τυφλώνουν":"τυφλώνω", "τύφλωσε":"τυφλώνω", "τυφλώσει":"τυφλώνω", "τύφλωση":"τύφλωση", "τύφλωσης":"τύφλωση", "τύφος":"τύφος", "τυφώνα":"τυφώνας", "τυφώνας":"τυφώνας", "τυφώνες":"τυφώνας", "τυχαία":"τυχαία", "τυχαίας":"τυχαίος", "τυχαίες":"τυχαίος", "τύχαινε":"τυχαίνω", "τυχαίνει":"τυχαίνω", "τυχαίο":"τυχαίος", "τυχαίοι":"τυχαίος", "τυχαίος":"τυχαίος", "τυχαίου":"τυχαίος", "τυχαίων":"τυχαίος", "τυχαίως":"τυχαία", "τυχαλα":"τυχαλα", "τυχάρπαστος":"τυχάρπαστος", "τυχάρπαστους":"τυχάρπαστος", "τύχει":"τυχαίνω", "τυχερά":"τυχερός", "τυχερές":"τυχερός", "τυχερη":"τυχερός", "τυχερή":"τυχερός", "τυχερό":"τυχερός", "τυχεροί":"τυχερός", "τυχερός":"τυχερός", "τυχερού":"τυχερός", "τυχερούς":"τυχερός", "τυχερών":"τυχερός", "τύχες":"τύχη", "τυχη":"τύχη", "τύχη":"τύχη", "τύχης":"τύχη", "τυχοδιώκτη":"τυχοδιώκτης", "τυχοδιωκτης":"τυχοδιώκτης", "τυχοδιώκτης":"τυχοδιώκτης", "τυχοδιωκτικά":"τυχοδιωκτικά", "τυχοδιωκτική":"τυχοδιωκτικός", "τυχοδιωκτικό":"τυχοδιωκτικός", "τυχοδιωκτισμό":"τυχοδιωκτισμός", "τυχοδιωκτισμού":"τυχοδιωκτισμός", "τυχοδιωκτισμούς":"τυχοδιωκτισμός", "τυχοδιωκτών":"τυχοδιώκτης", "τυχόν":"τυχών", "τυχόντα":"τυχαίνω", "τύχουν":"τυχαίνω", "τύψεις":"τύψη", "τύψεων":"τύψη", "τύψεών":"τύψη", "τύψη":"τύψη", "τω":"ο", "των":"ο", "τών":"τών", "τωρα":"τώρα", "τώρα":"τώρα", "'τώρα":"'τώρα", "τωρινά":"τωρινός", "τωρινές":"τωρινός", "τωρινή":"τωρινός", "τωρινής":"τωρινός", "τωρινό":"τωρινός", "τωρινοί":"τωρινός", "τωρινός":"τωρινός", "τωρινού":"τωρινός", "τωρινούς":"τωρινός", "τωρινών":"τωρινός", "υ":"υ", "υ.γ.":"υ.γ.", "ύαινες":"ύαινα", "υαλκο-κωνσταντινου":"υαλκο-κωνσταντινου", "υαλοπετάσματα":"υαλοπετάσματα", "υαλοπίνακες":"υαλοπίνακας", "υαλόφρακτο":"υαλόφρακτος", "υβρεις":"ύβρη", "ύβρεις":"ύβρη", "ύβρη":"ύβρη", "υβρίδια":"υβρίδιο", "υβριδίου":"υβρίδιο", "υβρίζουν":"υβρίζω", "ύβρις":"ύβρη", "υβριστή":"υβριστής", "υβριστικά":"υβριστικός", "υβριστικές":"υβριστικός", "υβριστική":"υβριστικός", "υβριστικό":"υβριστικός", "υβριστικού":"υβριστικός", "υβριστων":"υβριστής", "υγ":"υγ", "υγεια":"υγειά", "υγειά":"υγειά", "υγεία":"υγεία", "υγεία-κατανάλωση":"υγεία-κατανάλωση", "υγειας":"υγειά", "υγείας":"υγεία", "υγείας-πρόνοιας":"υγείας-πρόνοιας", "υγειονομικά":"υγειονομικός", "υγειονομικές":"υγειονομικός", "υγειονομική":"υγειονομικός", "υγειονομικής":"υγειονομικός", "υγειονομικό":"υγειονομικός", "υγειονομικού":"υγειονομικός", "υγειονομικών":"υγειονομικός", "υγιεινά":"υγιεινά", "υγιεινή":"υγιεινός", "υγιεινής":"υγιεινός", "υγιεινό":"υγιεινός", "υγιεινών":"υγιεινός", "υγιείς":"υγιής", "υγιές":"υγιής", "υγιέστατα":"υγιής", "υγιέστατη":"υγιής", "υγιέστατο":"υγιής", "υγιέστερα":"υγιής", "υγιέστερο":"υγιής", "υγιή":"υγιής", "υγιής":"υγιής", "υγιό":"υγιός", "υγιούς":"υγιής", "υγιών":"υγιής", "υγιώς":"υγιώς", "υγρά":"υγρά", "υγρά":"υγρός", "υγρασία":"υγρασία", "υγρασίας":"υγρασία", "υγρασίες":"υγρασία", "υγρές":"υγρός", "υγρή":"υγρός", "υγρής":"υγρός", "υγρό":"υγρός", "υγροποιημένο":"υγροποιημένος", "υγρός":"υγρός", "υγροτοπικά":"υγροτοπικά", "υγρότοποι":"υγρότοπος", "υγρότοπος":"υγρότοπος", "υγροτόπου":"υγρότοπος", "υγροτόπων":"υγρότοπος", "υγρού":"υγρός", "υγρούς":"υγρός", "υγρών":"υγρός", "ύδατα":"ύδωρ", "υδατάνθρακες":"υδατάνθρακας", "υδατανθράκων":"υδατάνθρακας", "υδατική":"υδατικός", "υδάτινα":"υδάτινος", "υδάτινες":"υδάτινος", "υδάτινο":"υδάτινος", "υδάτινων":"υδάτινος", "υδατοδεξαμενής":"υδατοδεξαμενή", "υδατοκαλλιεργιες-ριοπεσκα":"υδατοκαλλιεργιες-ριοπεσκα", "υδατοπερατό":"υδατοπερατό", "ύδατος":"ύδωρ", "υδατοστεγείς":"υδατοστεγής", "υδάτων":"ύδωρ", "ύδρα":"ύδρα", "υδραγωγείο":"υδραγωγείο", "υδράργυρο":"υδράργυρος", "υδράργυρος":"υδράργυρος", "υδραργύρου":"υδράργυρος", "υδρατμών":"υδρατμός", "υδραυλικά":"υδραυλικός", "υδραυλικές":"υδραυλικός", "υδραυλικό":"υδραυλικός", "υδραυλικός":"υδραυλικός", "υδραυλικούς":"υδραυλικός", "υδραυλικών":"υδραυλικός", "ύδρευση":"ύδρευση", "ύδρευσή":"ύδρευση", "υδρευσης":"ύδρευση", "ύδρευσης":"ύδρευση", "ύδρευσης-αποχέτευσης":"ύδρευσης-αποχέτευσης", "υδρόβια":"υδρόβιος", "υδρόβιων":"υδρόβιος", "υδρογειος":"υδρόγειος", "υδρογείου":"υδρόγειος", "υδρογονάνθρακες":"υδρογονάνθρακας", "υδρογονανθράκων":"υδρογονάνθρακας", "υδρογόνο":"υδρογόνο", "υδρογόνου":"υδρογόνο", "υδρογραφικό":"υδρογραφικός", "υδροδοτείται":"υδροδοτώ", "υδροδότησης":"υδροδότηση", "υδροηλεκτρικού":"υδροηλεκτρικός", "υδροηλεκτρικούς":"υδροηλεκτρικός", "υδροκέφαλη":"υδροκέφαλος", "υδροκέφαλο":"υδροκέφαλος", "υδροκυάνιο":"υδροκυάνιο", "υδροληπτικά":"υδροληπτικός", "υδρολογικά":"υδρολογικός", "υδρολογική":"υδρολογικός", "υδρολόγος":"υδρολόγος", "υδρομασάζ":"υδρομασάζ", "υδρόμυλων":"υδρόμυλος", "υδρονομίας":"υδρονομίας", "υδροπτέρυγων":"υδροπτέρυγο", "υδρορροές":"υδρορροή", "υδροφόρα":"υδροφόρος", "υδροφορέας":"υδροφορέας", "υδροφόρο":"υδροφόρος", "υδροφόρος":"υδροφόρος", "υδροφόρου":"υδροφόρος", "υδροφόρων":"υδροφόρος", "υδροχοος":"υδροχόος", "υδρόψυκτο":"υδρόψυκτος", "ύδωρ":"ύδωρ", "υε":"υε", "υεθα":"υεθα", "υεμένη":"υεμένη", "υεμένης":"υεμένη", "υεν":"υεν", "υενεδ":"υενεδ", "υιό":"υιός", "υιοθεσία":"υιοθεσία", "υιοθεσιών":"υιοθεσία", "υιοθετεί":"υιοθετώ", "υιοθετείται":"υιοθετώ", "υιοθετηθεί":"υιοθετώ", "υιοθετήθηκαν":"υιοθετώ", "υιοθετήθηκε":"υιοθετώ", "υιοθετηθούν":"υιοθετώ", "υιοθετημένη":"υιοθετώ", "υιοθετήσαμε":"υιοθετώ", "υιοθέτησαν":"υιοθετώ", "υιοθέτησε":"υιοθετώ", "υιοθετήσει":"υιοθετώ", "υιοθέτηση":"υιοθέτηση", "υιοθέτησή":"υιοθέτηση", "υιοθέτησης":"υιοθέτηση", "υιοθετήσουμε":"υιοθετώ", "υιοθετήσουν":"υιοθετώ", "υιοθετήστε":"υιοθετώ", "υιοθετούμε":"υιοθετώ", "υιοθετούν":"υιοθετώ", "υιοθετούνται":"υιοθετώ", "υιοθετούσα":"υιοθετώ", "υιοθετούσε":"υιοθετώ", "υιοθετώντας":"υιοθετώ", "υιοι":"υιός", "υιόν":"υιός", "υιός":"υιός", "υιού":"υιός", "ύλαι":"ύλαι", "ύλες":"ύλη", "ύλη":"ύλη", "ύλην":"ύλη", "ύλης":"ύλη", "υλικά":"υλικό", "υλικά":"υλικός", "υλικές":"υλικός", "υλική":"υλικός", "υλικής":"υλικός", "υλικο":"υλικό", "υλικό":"υλικό", "υλικό":"υλικός", "υλικοτεχνικές":"υλικοτεχνικός", "υλικοτεχνική":"υλικοτεχνικός", "υλικοτεχνικός":"υλικοτεχνικός", "υλικοτεχνικών":"υλικοτεχνικός", "υλικού":"υλικό", "υλικων":"υλικό", "υλικών":"υλικό", "υλικών":"υλικός", "υλικών-επίπλου":"υλικών-επίπλου", "υλισμό":"υλισμός", "υλισμού":"υλισμός", "υλιστικά":"υλιστικός", "υλιστικό":"υλιστικός", "υλοποιεί":"υλοποιώ", "υλοποιείται":"υλοποιώ", "υλοποιείτε":"υλοποιώ", "υλοποιηθεί":"υλοποιώ", "υλοποιήθηκαν":"υλοποιώ", "υλοποιήθηκε":"υλοποιώ", "υλοποιηθούν":"υλοποιώ", "υλοποίησα":"υλοποιώ", "υλοποίησαν":"υλοποιώ", "υλοποίησε":"υλοποιώ", "υλοποιήσει":"υλοποιώ", "υλοποιήσεις":"υλοποίηση", "υλοποιήσετε":"υλοποιώ", "υλοποίηση":"υλοποίηση", "υλοποίησή":"υλοποίηση", "υλοποίησης":"υλοποίηση", "υλοποίησής":"υλοποίηση", "υλοποιήσιμη":"υλοποιήσιμος", "υλοποιήσιμοι":"υλοποιήσιμος", "υλοποιήσιμος":"υλοποιήσιμος", "υλοποιήσιμων":"υλοποιήσιμος", "υλοποιήσουμε":"υλοποιώ", "υλοποιήσουν":"υλοποιώ", "υλοποιούμε":"υλοποιώ", "υλοποιούν":"υλοποιώ", "υλοποιούνται":"υλοποιώ", "υλοποιούσε":"υλοποιώ", "υλοποιώντας":"υλοποιώ", "υλοτόμηση":"υλοτόμηση", "υλοτομία":"υλοτομία", "υλοτόμοι":"υλοτόμος", "υλοτόμων":"υλοτόμος", "υλών":"ύλη", "υμαθ":"υμαθ", "υμα-θ":"υμα-θ", "υμάς":"ημείς", "υμείς":"ημείς", "υμέναιο":"υμέναιος", "υμένων":"υμένας", "υμετ":"υμετ", "υμηττό":"υμηττός", "υμηττός":"υμηττός", "υμηττού":"υμηττός", "υμμητός":"υμμητός", "υμνεί":"υμνώ", "ύμνησε":"υμνώ", "υμνητές":"υμνητής", "υμνητική":"υμνητικός", "ύμνο":"ύμνος", "ύμνοι":"ύμνος", "ύμνος":"ύμνος", "ύμνου":"ύμνος", "υμνούμε":"υμνώ", "ύμνους":"ύμνος", "υμνούσε":"υμνώ", "υμνωδός":"υμνωδός", "υμών":"ημείς", "υορκη":"υόρκη", "υόρκη":"υόρκη", "υόρκης":"υόρκη", "υπ":"υπό", "υπ'":"υπό", "υπ.":"υπ.", "υπα":"υπα", "υπαγάγει":"υπάγω", "υπάγεστε":"υπάγω", "υπάγεται":"υπάγω", "υπαγόμενα":"υπαγόμενος", "υπαγόμενη":"υπαγόμενος", "υπαγόμενου":"υπαγόμενος", "υπαγομένων":"υπαγόμενος", "υπάγονται":"υπάγω", "υπάγονταν":"υπάγω", "υπαγόρευαν":"υπαγορεύω", "υπαγόρευε":"υπαγορεύω", "υπαγορεύει":"υπαγορεύω", "υπαγορεύεται":"υπαγορεύω", "υπαγορεύθηκε":"υπαγορεύω", "υπαγορεύονται":"υπαγορεύω", "υπαγορεύοντας":"υπαγορεύω", "υπαγορεύουν":"υπαγορεύω", "υπαγόρευσαν":"υπαγορεύω", "υπαγόρευσε":"υπαγορεύω", "υπαγορεύσει":"υπαγορεύω", "υπαγορεύτηκε":"υπαγορεύω", "υπαγόταν":"υπάγω", "υπαγωγή":"υπαγωγή", "υπαγωγής":"υπαγωγή", "υπαίθρια":"υπαίθριος", "υπαίθριες":"υπαίθριος", "υπαίθριο":"υπαίθριος", "υπαίθριος":"υπαίθριος", "υπαιθρίου":"υπαίθριος", "υπαίθριου":"υπαίθριος", "υπαίθριους":"υπαίθριος", "υπαιθρίων":"υπαίθριος", "ύπαιθρο":"ύπαιθρος", "ύπαιθρος":"ύπαιθρος", "υπαίθρου":"ύπαιθρος", "υπαινιγμό":"υπαινιγμός", "υπαινιγμοί":"υπαινιγμός", "υπαινιγμός":"υπαινιγμός", "υπαινιγμούς":"υπαινιγμός", "υπαινικτική":"υπαινικτικός", "υπαινίσσεται":"υπαινίσσομαι", "υπαινίσσομαι":"υπαινίσσομαι", "υπαινίσσονται":"υπαινίσσομαι", "υπαινίσσονταν":"υπαινίσσομαι", "υπαινιχθεί":"υπαινίσσομαι", "υπαινίχθηκα":"υπαινίσσομαι", "υπαινιχθήκαμε":"υπαινίσσομαι", "υπαινίχθηκαν":"υπαινίσσομαι", "υπαινίχθηκε":"υπαινίσσομαι", "υπαίτια":"υπαίτιος", "υπαίτιες":"υπαίτιος", "υπαίτιο":"υπαίτιος", "υπαίτιοι":"υπαίτιος", "υπαίτιος":"υπαίτιος", "υπαιτιότητα":"υπαιτιότητα", "υπαιτιότητας":"υπαιτιότητα", "υπαίτιου":"υπαίτιος", "υπαιτίους":"υπαίτιος", "υπαίτιους":"υπαίτιος", "υπαιτίων":"υπαίτιος", "υπακοή":"υπακοή", "υπακοής":"υπακοή", "υπάκουα":"υπακούω", "υπάκουαν":"υπακούω", "υπάκουε":"υπακούω", "υπακούει":"υπακούω", "υπακούμε":"υπακούω", "υπακούν":"υπακούω", "υπακούουν":"υπακούουν", "υπακούσει":"υπακούω", "υπακούσετε":"υπακούω", "υπακούσουν":"υπακούω", "υπάκουων":"υπάκουος", "υπάληλλό":"υπάληλλό", "υπαλληλικά":"υπαλληλικός", "υπαλληλική":"υπαλληλικός", "υπαλληλικό":"υπαλληλικός", "υπάλληλο":"υπάλληλος", "υπάλληλοι":"υπάλληλος", "υπάλληλοί":"υπάλληλος", "υπάλληλος":"υπάλληλος", "υπαλλήλου":"υπάλληλος", "υπάλληλου":"υπάλληλος", "υπαλλήλους":"υπάλληλος", "υπάλληλους":"υπάλληλος", "υπαλλήλων":"υπάλληλος", "υπάλληλων":"υπάλληλος", "υπαν":"υπαν", "υπανάπτυκτες":"υπανάπτυκτος", "υπανάπτυκτη":"υπανάπτυκτος", "υπανάπτυκτων":"υπανάπτυκτος", "υπανάπτυξη":"υπανάπτυξη", "υπανάπτυξης":"υπανάπτυξη", "υπαναχωρεί":"υπαναχωρώ", "υπαναχώρησαν":"υπαναχωρώ", "υπαναχωρήσει":"υπαναχωρώ", "υπαναχωρήσεις":"υπαναχώρηση", "υπαναχωρήσεων":"υπαναχώρηση", "υπαναχώρησης":"υπαναχώρηση", "υπαξιωματικούς":"υπαξιωματικός", "υπαξιωματικών":"υπαξιωματικός", "υπάρει":"υποαίρω", "υπαρκτά":"υπαρκτός", "υπαρκτές":"υπαρκτός", "υπαρκτή":"υπαρκτός", "υπαρκτική":"υπαρκτικός", "υπαρκτό":"υπαρκτός", "υπαρκτός":"υπαρκτός", "υπαρκτού":"υπαρκτός", "υπαρκτούς":"υπαρκτός", "υπαρκτών":"υπαρκτός", "υπάρξει":"υπάρχω", "υπάρξεις":"ύπαρξη", "υπάρξεων":"ύπαρξη", "υπάρξεως":"ύπαρξη", "υπάρξεώς":"ύπαρξη", "ύπαρξη":"ύπαρξη", "ύπαρξή":"ύπαρξη", "ύπαρξης":"ύπαρξη", "ύπαρξής":"ύπαρξη", "υπαρξιακά":"υπαρξιακός", "υπαρξιακές":"υπαρξιακός", "υπαρξιακή":"υπαρξιακός", "υπαρξιακής":"υπαρξιακός", "υπαρξιακό":"υπαρξιακός", "υπάρξουν":"υπάρχω", "υπαρχει":"υπάρχω", "υπάρχει":"υπάρχω", "υπάρχεις":"υπάρχω", "υπαρχηγός":"υπαρχηγός", "υπαρχηγού":"υπαρχηγός", "υπαρχής":"υπαρχή", "υπάρχον":"υπάρχων", "υπάρχοντα":"υπάρχων", "υπάρχοντά":"υπάρχων", "υπάρχοντες":"υπάρχων", "υπάρχοντος":"υπάρχων", "υπαρχόντων":"υπάρχων", "υπάρχου":"ύπαρχος", "υπάρχουμε":"υπάρχω", "υπάρχουν":"υπάρχω", "υπάρχουσα":"υπάρχων", "υπάρχουσας":"υπάρχων", "υπάρχουσες":"υπάρχων", "υπαρχουσών":"υπάρχων", "υπάρχω":"υπάρχω", "υπασπιστής":"υπασπιστής", "υπαστυνόμο":"υπαστυνόμος", "υπαστυνόμος":"υπαστυνόμος", "ύπατη":"ύπατος", "ύπατης":"ύπατος", "ύπατο":"ύπατος", "ύπατος":"ύπατος", "ύπατου":"ύπατος", "υπαχθεί":"υπάγω", "υπαχθούν":"υπάγω", "υπέβαλα":"υποβάλλω", "υπέβαλαν":"υποβάλλω", "υπέβαλε":"υποβάλλω", "υπέβαλλε":"υποβάλλω", "υπεβλήθη":"υποβάλλω", "υπεβλήθησαν":"υποβάλλω", "υπέγραφαν":"υπογράφω", "υπέγραφε":"υπογράφω", "υπεγράφη":"υπογράφω", "υπεγράφησαν":"υπογράφω", "υπέγραψα":"υπογράφω", "υπέγραψαν":"υπογράφω", "υπέγραψε":"υπογράφω", "υπέδαφος":"υπέδαφος", "υπεδάφους":"υπέδαφος", "υπεδείκνυαν":"υπεδείκνυαν", "υπέδειξα":"υποδεικνύω", "υπέδειξαν":"υποδεικνύω", "υπέδειξε":"υποδεικνύω", "υπεθα":"υπεθα", "υπέθαλπε":"υποθάλπω", "υπέθαλψε":"υποθάλπω", "υπέθεσαν":"υποθέτω", "υπέθεταν":"υποθέτω", "υπέθετε":"υποθέτω", "υπεθο":"υπεθο", "υπεισέλθει":"υπεισέρχομαι", "υπεισέλθουν":"υπεισέρχομαι", "υπεισέλθω":"υπεισέρχομαι", "υπεισέρχεται":"υπεισέρχομαι", "υπεισερχόταν":"υπεισέρχομαι", "υπέκλεπταν":"υποκλέπτω", "υπέκρυπτε":"υποκρύπτω", "υπέκυψαν":"υποκύπτω", "υπέκυψε":"υποκύπτω", "υπεκφεύγει":"υπεκφεύγω", "υπεκφυγές":"υπεκφυγή", "υπεκφυγή":"υπεκφυγή", "υπεκφυγής":"υπεκφυγή", "υπέμειναν":"υπομένω", "υπενθύμιζαν":"υπενθυμίζω", "υπενθύμιζε":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζει":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζεται":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζοντας":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζοντάς":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζουμε":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζουν":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίζω":"υπενθυμίζω", "υπενθύμισαν":"υπενθυμίζω", "υπενθύμισε":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίσει":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίσεις":"υπενθύμιση", "υπενθύμιση":"υπενθύμιση", "υπενθυμίσουμε":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίσουν":"υπενθυμίζω", "υπενθυμίσω":"υπενθυμίζω", "υπενοικίασε":"υπενοικιάζω", "υπενοικιασμένου":"υπενοικιασμένος", "υπεξ":"υπεξ", "υπεξαίρεσε":"υπεξαιρώ", "υπεξαίρεση":"υπεξαίρεση", "υπεξαίρεσης":"υπεξαίρεση", "υπέπεσαν":"υποπίπτω", "υπέπεσε":"υποπίπτω", "υπέρ":"υπέρ", "υπεραγορασμένες":"υπεραγορασμένος", "υπεραγορές":"υπεραγορές", "υπεραισιόδοξη":"υπεραισιόδοξος", "υπεραισιοδοξία":"υπεραισιοδοξία", "υπεραιωνόβια":"υπεραιωνόβιος", "υπερακοντίζοντας":"υπερακοντίζω", "υπερακοντίζουν":"υπερακοντίζω", "υπεράκτιας":"υπεράκτιος", "υπεραμύνεται":"υπεραμύνομαι", "υπεραμύνθηκαν":"υπεραμύνομαι", "υπεραμύνθηκε":"υπεραμύνομαι", "υπεραμυνθούν":"υπεραμύνομαι", "υπεραμύνονται":"υπεραμύνομαι", "υπερανάληψης":"υπερανάληψη", "υπεράνθρωπα":"υπεράνθρωπα", "υπεράνθρωπες":"υπεράνθρωπος", "υπεράνω":"υπεράνω", "υπεραξία":"υπεραξία", "υπεραξίας":"υπεραξία", "υπεραπλούστευσης":"υπεραπλούστευση", "υπεραπλουστευτικά":"υπεραπλουστευτικός", "υπεραπόδοση":"υπεραπόδοση", "υπεράριθμοι":"υπεράριθμος", "υπεράσπιζε":"υπερασπίζω", "υπερασπίζει":"υπερασπίζω", "υπερασπίζεσαι":"υπερασπίζω", "υπερασπίζεται":"υπερασπίζω", "υπερασπίζομαι":"υπερασπίζω", "υπερασπιζόμαστε":"υπερασπίζω", "υπερασπιζόμενο":"υπερασπιζόμενος", "υπερασπιζόμενος":"υπερασπιζόμενος", "υπερασπίζονται":"υπερασπίζω", "υπερασπίζονταν":"υπερασπίζω", "υπερασπίζοντας":"υπερασπίζω", "υπερασπιζόταν":"υπερασπίζω", "υπερασπίσει":"υπερασπίζω", "υπεράσπιση":"υπεράσπιση", "υπεράσπισή":"υπεράσπιση", "υπεράσπισης":"υπεράσπιση", "υπεράσπισής":"υπεράσπιση", "υπερασπισθεί":"υπερασπίζω", "υπερασπίσθηκαν":"υπερασπίζω", "υπερασπίσθηκε":"υπερασπίζω", "υπερασπισθούν":"υπερασπίζω", "υπερασπίσουν":"υπερασπίζω", "υπερασπισταί":"υπερασπισταί", "υπερασπιστεί":"υπερασπίζω", "υπερασπιστείς":"υπερασπίζω", "υπερασπιστές":"υπερασπιστής", "υπερασπιστή":"υπερασπιστής", "υπερασπίστηκα":"υπερασπίζω", "υπερασπίστηκαν":"υπερασπίζω", "υπερασπίστηκε":"υπερασπίζω", "υπερασπιστής":"υπερασπιστής", "υπερασπιστική":"υπερασπιστικός", "υπερασπιστούμε":"υπερασπίζω", "υπερασπιστούν":"υπερασπίζω", "υπερασπιστώ":"υπερασπίζω", "υπερασπιστών":"υπερασπιστής", "υπεραστικά":"υπεραστικός", "υπεραστικές":"υπεραστικός", "υπεραστικό":"υπεραστικός", "υπεραστικών":"υπεραστικός", "υπερατλαντικά":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικές":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντική":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικής":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικό":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικός":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικού":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικούς":"υπερατλαντικός", "υπερατλαντικών":"υπερατλαντικός", "υπερβαίνει":"υπερβαίνω", "υπερβαίνοντας":"υπερβαίνω", "υπερβαίνουμε":"υπερβαίνω", "υπερβαίνουν":"υπερβαίνω", "υπερβάλει":"υπερβάλλω", "υπερβάλλει":"υπερβάλλω", "υπερβάλλετε":"υπερβάλλω", "υπερβάλλοντα":"υπερβάλλων", "υπερβάλλοντας":"υπερβάλλω", "υπερβάλλοντος":"υπερβάλλων", "υπερβάλλουμε":"υπερβάλλω", "υπερβάλλουν":"υπερβάλλω", "υπερβάλλουσα":"υπερβάλλων", "υπερβάλλων":"υπερβάλλων", "υπερβάλουν":"υπερβάλλω", "υπέρβαρες":"υπέρβαρος", "υπέρβαρο":"υπέρβαρος", "υπέρβαροι":"υπέρβαρος", "υπέρβαρος":"υπέρβαρος", "υπερβάσεις":"υπέρβαση", "υπερβάσεων":"υπέρβαση", "υπέρβαση":"υπέρβαση", "υπέρβασης":"υπέρβαση", "υπερβατική":"υπερβατικός", "υπερβατικού":"υπερβατικός", "υπερβέβαιοι":"υπερβέβαιος", "υπερβεί":"υπερβαίνω", "υπερβολές":"υπερβολή", "υπερβολή":"υπερβολή", "υπερβολήν":"υπερβολή", "υπερβολής":"υπερβολή", "υπερβολικά":"υπερβολικά", "υπερβολικές":"υπερβολικός", "υπερβολική":"υπερβολικός", "υπερβολικής":"υπερβολικός", "υπερβολικό":"υπερβολικός", "υπερβολικοί":"υπερβολικός", "υπερβολικός":"υπερβολικός", "υπερβολικού":"υπερβολικός", "υπερβούμε":"υπερβαίνω", "υπερβούν":"υπερβαίνω", "υπερβώ":"υπερβαίνω", "υπέργειας":"υπέργειος", "υπέργειους":"υπέργειος", "υπέργειων":"υπέργειος", "υπεργείως":"υπέργειος", "υπεργεννητικότητας":"υπεργεννητικότητα", "υπέργηρος":"υπέργηρος", "υπεργολαβίες":"υπεργολαβία", "υπεργολαβιών":"υπεργολαβία", "υπερδανεισμένα":"υπερδανεισμένα", "υπερδανεισμό":"υπερδανεισμός", "υπερδανεισμού":"υπερδανεισμός", "υπερδιέγερση":"υπερδιέγερση", "υπερδιπλάσια":"υπερδιπλάσιος", "υπερδιπλασιάζεται":"υπερδιπλασιάζω", "υπερδιπλασίασε":"υπερδιπλασιάζω", "υπερδιπλασιασθεί":"υπερδιπλασιάζω", "υπερδιπλασιασμός":"υπερδιπλασιασμός", "υπερδιπλασιαστεί":"υπερδιπλασιάζω", "υπερδιπλάσιο":"υπερδιπλάσιος", "υπερδιπλάσιος":"υπερδιπλάσιος", "υπερδυνάμεις":"υπερδύναμη", "υπερδυνάμεων":"υπερδύναμη", "υπερδύναμη":"υπερδύναμη", "υπερδύναμης":"υπερδύναμη", "υπερέβαινε":"υπερβαίνω", "υπερέβη":"υπερβαίνω", "υπερέβησαν":"υπερβαίνω", "υπερεθνικές":"υπερεθνικός", "υπερεθνική":"υπερεθνικός", "υπερεθνικιστών":"υπερεθνικιστής", "υπερεθνικό":"υπερεθνικός", "υπερεθνικός":"υπερεθνικός", "υπερεκμετάλλευση":"υπερεκμετάλλευση", "υπερεκτιμήθηκε":"υπερεκτιμώ", "υπερεκτιμημένη":"υπερεκτιμώ", "υπερεκτιμημένος":"υπερεκτιμώ", "υπερεκτιμώντας":"υπερεκτιμώ", "υπερένταση":"υπερένταση", "υπερεξουσία":"υπερεξουσία", "υπερεξουσίες":"υπερεξουσία", "υπερεπάρκεια":"υπερεπάρκεια", "υπερεπαρκούν":"υπερεπαρκώ", "υπερεπειγόντων":"υπερεπείγων", "υπερεργασία":"υπερεργασία", "υπερευαισθησία":"υπερευαισθησία", "υπερευαίσθητα":"υπερευαίσθητος", "υπερευαίσθητο":"υπερευαίσθητος", "υπερευαίσθητους":"υπερευαίσθητος", "υπερέχει":"υπερέχω", "υπερέχουν":"υπερέχω", "υπερήλικες":"υπερήλικας", "υπερηλίκων":"υπερήλικος", "υπερημερίας":"υπερημερία", "υπερήρωες":"υπερήρωας", "υπερήφανα":"υπερήφανος", "υπερηφάνεια":"υπερηφάνεια", "υπερηφάνειας":"υπερηφάνεια", "υπερηφανεύεται":"υπερηφανεύομαι", "υπερήφανη":"υπερήφανος", "υπερήφανο":"υπερήφανος", "υπερήφανοι":"υπερήφανος", "υπερήφανος":"υπερήφανος", "υπερήφανους":"υπερήφανος", "υπερηχητικό":"υπερηχητικός", "υπέρηχο":"υπέρηχος", "υπερηχογράφημα":"υπερηχογράφημα", "υπέρηχοι":"υπέρηχος", "υπέρηχος":"υπέρηχος", "υπερθέαμα":"υπερθέαμα", "υπερθεάματος":"υπερθέαμα", "υπερθεαμάτων":"υπερθέαμα", "υπερθεμάτιζαν":"υπερθεματίζω", "υπερθεμάτισε":"υπερθεματίζω", "υπερθερμαίνεται":"υπερθερμαίνω", "υπερθερμανθεί":"υπερθερμαίνω", "υπερθέρμανση":"υπερθέρμανση", "υπερθέρμανσης":"υπερθέρμανση", "υπερθετικό":"υπερθετικός", "υπερθετικών":"υπερθετικός", "υπερίπτανται":"υπερίπταμαι", "υπερισχύει":"υπερισχύω", "υπερισχύουν":"υπερισχύω", "υπερίσχυσαν":"υπερισχύω", "υπερίσχυσε":"υπερισχύω", "υπερισχύσει":"υπερισχύω", "υπερίσχυση":"υπερίσχυση", "υπερίσχυσης":"υπερίσχυση", "υπερισχύσουν":"υπερισχύω", "υπεριώδεις":"υπεριώδης", "υπεριώδες":"υπεριώδης", "υπεριώδους":"υπεριώδης", "υπερκαλύπτουν":"υπερκαλύπτω", "υπερκαλυφθεί":"υπερκαλύπτω", "υπερκάλυψαν":"υπερκαλύπτω", "υπερκάλυψε":"υπερκαλύπτω", "υπερκαλύψει":"υπερκαλύπτω", "υπερκάλυψη":"υπερκάλυψη", "υπερκάλυψης":"υπερκάλυψη", "υπερκαλύψουν":"υπερκαλύπτω", "υπερκατανάλωση":"υπερκατανάλωση", "υπερκατανάλωσης":"υπερκατανάλωση", "υπερκαταστήματα":"υπερκατάστημα", "υπερκαταστημάτων":"υπερκατάστημα", "υπερκείμενες":"υπερκείμενος", "υπερκειμένου":"υπερκείμενος", "υπέρκειται":"υπέρκειμαι", "υπερκέρασε":"υπερκερώ", "υπερκεράσει":"υπερκερώ", "υπερκινητικότητα":"υπερκινητικότητα", "υπερκινητικότητας":"υπερκινητικότητα", "υπερκομματική":"υπερκομματικός", "υπερκορεστεί":"υπερκορεστεί", "υπερκόσμια":"υπερκόσμιος", "υπερκοστολογήσεις":"υπερκοστολογώ", "υπερκοστολόγησης":"υπερκοστολόγησης", "υπερ-κύπριος":"υπερ-κύπριος", "υπέρλαμπρο":"υπέρλαμπρος", "υπερλιπιδαιμία":"υπερλιπιδαιμία", "υπερλιπιδαιμικών":"υπερλιπιδαιμικών", "υπέρμαχο":"υπέρμαχος", "υπέρμαχοι":"υπέρμαχος", "υπέρμαχοί":"υπέρμαχος", "υπέρμαχος":"υπέρμαχος", "υπέρμαχους":"υπέρμαχος", "υπερμάχων":"υπέρμαχος", "υπέρμαχων":"υπέρμαχος", "υπερμέγεθες":"υπερμεγέθης", "υπερμεγέθη":"υπερμεγέθης", "υπέρμετρα":"υπέρμετρα", "υπέρμετρες":"υπέρμετρος", "υπέρμετρη":"υπέρμετρος", "υπερνικηθεί":"υπερνικώ", "υπερνομάρχη":"υπερνομάρχης", "υπερνομάρχης":"υπερνομάρχης", "υπερνομαρχία":"υπερνομαρχία", "υπερνομαρχίας":"υπερνομαρχία", "υπερνομάρχου":"υπερνομάρχης", "υπέρογκα":"υπέρογκα", "υπέρογκα":"υπέρογκος", "υπέρογκες":"υπέρογκος", "υπέρογκο":"υπέρογκος", "υπέρογκου":"υπέρογκος", "υπέρογκων":"υπέρογκος", "υπερόπλα":"υπερόπλο", "υπεροπλία":"υπεροπλία", "υπερόπτης":"υπερόπτης", "υπεροπτική":"υπεροπτικός", "υπερορθοδόξων":"υπερορθόδοξος", "υπέροχα":"υπέροχος", "υπέρόχα":"υπέροχος", "υπέροχες":"υπέροχος", "υπεροχη":"υπεροχή", "υπεροχή":"υπεροχή", "υπέροχη":"υπέροχος", "υπεροχής":"υπεροχή", "υπέροχο":"υπέροχος", "υπέροχοι":"υπέροχος", "υπεροχος":"υπέροχος", "υπέροχος":"υπέροχος", "υπέροχου":"υπέροχος", "υπέροχους":"υπέροχος", "υπεροψία":"υπεροψία", "υπεροψίας":"υπεροψία", "υπερπαραγωγές":"υπερπαραγωγή", "υπερπαραγωγή":"υπερπαραγωγή", "υπερπαραγωγής":"υπερπαραγωγή", "υπερπατριώτες":"υπερπατριώτης", "υπερπέραν":"υπερπέραν", "υπερπηδήσει":"υπερπηδώ", "υπερπηδήσουν":"υπερπηδώ", "υπερπληθυσμός":"υπερπληθυσμός", "υπερπληθυσμού":"υπερπληθυσμός", "υπερπληθώρα":"υπερπληθώρα", "υπερπληθωρισμός":"υπερπληθωρισμός", "υπερπλήρεις":"υπερπλήρης", "υπερπληρότητα":"υπερπληρότητα", "υπερπολλαπλάσια":"υπερπολλαπλάσιος", "υπερπολυτελείας":"υπερπολυτέλεια", "υπερπολυτελείς":"υπερπολυτελής", "υπερπολυτελές":"υπερπολυτελής", "υπερπολυτελών":"υπερπολυτελής", "υπερπολύτιμο":"υπερπολύτιμος", "υπερπολύτιμους":"υπερπολύτιμος", "υπερπόντια":"υπερπόντιος", "υπερπόντιες":"υπερπόντιος", "υπερπόντιους":"υπερπόντιος", "υπερπόντιων":"υπερπόντιος", "υπερπουλημένες":"υπερπουλημένος", "υπερπροβολής":"υπερπροβολή", "υπερπροσπάθεια":"υπερπροσπάθεια", "υπερπροσπάθειας":"υπερπροσπάθεια", "υπερπροστασία":"υπερπροστασία", "υπερπροστατευτική":"υπερπροστατευτικός", "υπερπροσφορά":"υπερπροσφορά", "υπερπροσφοράς":"υπερπροσφορά", "υπερπτήσεις":"υπερπτήση", "υπέρπτησης":"υπέρπτησης", "υπερσυγκέντρωση":"υπερσυγκέντρωση", "υπερσύγχρονα":"υπερσύγχρονος", "υπερσύγχρονες":"υπερσύγχρονος", "υπερσύγχρονη":"υπερσύγχρονος", "υπερσύγχρονο":"υπερσύγχρονος", "υπερσυγχρονου":"υπερσύγχρονος", "υπερσύγχρονου":"υπερσύγχρονος", "υπερσύγχρονους":"υπερσύγχρονος", "υπερσυνταγογράφηση":"υπερσυνταγογράφηση", "υπερσυντηρητικό":"υπερσυντηρητικός", "υπερσυντηρητισμός":"υπερσυντηρητισμός", "υπερσυσσώρευσης":"υπερσυσσώρευση", "υπέρταση":"υπέρταση", "υπέρτασης":"υπέρταση", "υπέρτατη":"υπέρτατος", "υπέρτατης":"υπέρτατος", "υπέρτατο":"υπέρτατος", "υπέρτατος":"υπέρτατος", "υπερταχεία":"υπερταχεία", "υπερτερεί":"υπερτερώ", "υπερτέρησε":"υπερτερώ", "υπέρτεροι":"υπέρτερος", "υπερτερούν":"υπερτερώ", "υπερτιμά":"υπερτιμώ", "υπερτιμημένα":"υπερτιμώ", "υπερτιμημένη":"υπερτιμημένος", "υπερτιμημένο":"υπερτιμώ", "υπερτίμηση":"υπερτίμηση", "υπερτιμολογήσεις":"υπερτιμολόγηση", "υπερτιμολογήσεων":"υπερτιμολόγηση", "υπερτιμολόγησης":"υπερτιμολόγηση", "υπερτιμολογούσε":"υπερτιμολογώ", "υπερτιμούμε":"υπερτιμώ", "υπερτονίζει":"υπερτονίζω", "υπερτονίζουμε":"υπερτονίζω", "υπερτονίζουν":"υπερτονίζω", "υπερτόνισε":"υπερτονίζω", "υπερτοπική":"υπερτοπικός", "υπερτυχερό":"υπερτυχερός", "υπερτυχεροί":"υπερτυχερός", "υπερτυχερός":"υπερτυχερός", "υπερτυχερών":"υπερτυχερός", "υπέρυθρες":"υπέρυθρος", "υπέρυθρης":"υπέρυθρος", "υπέρυθρο":"υπέρυθρος", "υπέρυθρων":"υπέρυθρος", "υπερυψωμένες":"υπερυψώνω", "υπερυψωμένη":"υπερυψώνω", "υπερυψωμένο":"υπερυψώνω", "υπερυψωμένος":"υπερυψώνω", "υπερφορτωθεί":"υπερφορτώνω", "υπερφορτωμένη":"υπερφορτωμένος", "υπερφορτωμένου":"υπερφορτωμένος", "υπερφορτώνεται":"υπερφορτώνω", "υπερφόρτωσης":"υπερφόρτωση", "υπερφυσικά":"υπερφυσικός", "υπερφυσικές":"υπερφυσικός", "υπερφυσική":"υπερφυσικός", "υπερφυσικό":"υπερφυσικός", "υπερφυσικού":"υπερφυσικός", "υπερχείλισε":"υπερχειλίζω", "υπερχειλίσει":"υπερχειλίζω", "υπερχείλιση":"υπερχείλιση", "υπερχείλισης":"υπερχείλιση", "υπερχρεωμένα":"υπερχρεώνω", "υπερχρεωμένες":"υπερχρεώνω", "υπερχρεωμένοι":"υπερχρεώνω", "υπερχρεωμένος":"υπερχρεώνω", "υπερχρεωμένων":"υπερχρεωμένος", "υπερχρέωση":"υπερχρέωση", "υπερχρέωσης":"υπερχρέωση", "υπερψήφισαν":"υπερψηφίζω", "υπερψήφισε":"υπερψηφίζω", "υπερψηφίσει":"υπερψηφίζω", "υπερψήφιση":"υπερψήφιση", "υπερψηφίσουν":"υπερψηφίζω", "υπερψηφίστηκε":"υπερψηφίζω", "υπερωκεάνια":"υπερωκεάνιος", "υπερωκεάνιο":"υπερωκεάνιο", "υπερωριακά":"υπερωριακά", "υπερωριακή":"υπερωριακός", "υπερωριακής":"υπερωριακός", "υπερωρίες":"υπερωρία", "υπερωριών":"υπερωρία", "υπεστη":"υφίσταμαι", "υπέστη":"υφίσταμαι", "υπέστην":"υφίσταμαι", "υπεστήριξε":"υποστηρίζω", "υπέστησαν":"υφίσταμαι", "υπεσχημένα":"υπεσχημένα", "υπετάγη":"υπετάγη", "υπέταξε":"υποτάσσω", "υπεύθυνα":"υπεύθυνος", "υπεύθυνες":"υπεύθυνος", "υπεύθυνη":"υπεύθυνος", "υπεύθυνης":"υπεύθυνος", "υπεύθυνο":"υπεύθυνος", "υπευθυνοι":"υπεύθυνος", "υπευθύνοι":"υπεύθυνος", "υπεύθυνοι":"υπεύθυνος", "υπεύθυνοί":"υπεύθυνος", "υπεύθυνος":"υπεύθυνος", "υπευθυνότητα":"υπευθυνότητα", "υπευθυνότητας":"υπευθυνότητα", "υπευθύνου":"υπεύθυνος", "υπεύθυνου":"υπεύθυνος", "υπευθύνους":"υπεύθυνος", "υπεύθυνους":"υπεύθυνος", "υπευθύνων":"υπεύθυνος", "υπεύθυνων":"υπεύθυνος", "υπέφεραν":"υποφέρω", "υπέφερε":"υποφέρω", "υπέχει":"υπέχω", "υπεχωδε":"υπεχωδε", "υπήγαγε":"υπάγω", "υπήκοο":"υπήκοος", "υπήκοοι":"υπήκοος", "υπήκοος":"υπήκοος", "υπήκοός":"υπήκοος", "υπηκοότητα":"υπηκοότητα", "υπηκοότητας":"υπηκοότητα", "υπηκόου":"υπήκοος", "υπηκόους":"υπήκοος", "υπηκόων":"υπήκοος", "υπήνεμη":"υπήνεμος", "υπηρεσια":"υπηρεσία", "υπηρεσία":"υπηρεσία", "υπηρεσιακά":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακές":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακή":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακής":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακό":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακοί":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακός":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακού":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακούς":"υπηρεσιακός", "υπηρεσιακών":"υπηρεσιακός", "υπηρεσίαν":"υπηρεσία", "υπηρεσίας":"υπηρεσία", "υπηρεσίες":"υπηρεσία", "υπηρεσιών":"υπηρεσία", "υπηρετεί":"υπηρετώ", "υπηρέτες":"υπηρέτης", "υπηρέτη":"υπηρέτης", "υπηρετηθεί":"υπηρετώ", "υπηρέτης":"υπηρέτης", "υπηρέτησα":"υπηρετώ", "υπηρέτησαν":"υπηρετώ", "υπηρέτησε":"υπηρετώ", "υπηρετήσει":"υπηρετώ", "υπηρετήσεις":"υπηρετώ", "υπηρέτηση":"υπηρέτηση", "υπηρετήσουμε":"υπηρετώ", "υπηρετήσουν":"υπηρετώ", "υπηρετήσω":"υπηρετώ", "υπηρετικό":"υπηρετικός", "υπηρετικόν":"υπηρετικός", "υπηρετικού":"υπηρετικός", "υπηρετούμε":"υπηρετώ", "υπηρετούν":"υπηρετώ", "υπηρετούνται":"υπηρετώ", "υπηρετούντες":"υπηρετών", "υπηρετούντων":"υπηρετών", "υπηρετούσαν":"υπηρετώ", "υπηρετούσε":"υπηρετώ", "υπηρέτρια":"υπηρέτρια", "υπηρέτριες":"υπηρέτρια", "υπηρετώ":"υπηρετώ", "υπηρετώντας":"υπηρετώ", "υπήρξα":"υπάρχω", "υπήρξαμε":"υπάρχω", "υπήρξαν":"υπάρχω", "υπήρξατε":"υπάρχω", "υπήρξε":"υπάρχω", "υπήρχαν":"υπάρχω", "υπηρχε":"υπάρχω", "υπήρχε":"υπάρχω", "υπήχθη":"υπάγω", "υπήχθησαν":"υπάγω", "υπνάκο":"υπνάκος", "υπνηλία":"υπνηλία", "υπνο":"ύπνος", "ύπνο":"ύπνος", "υπνοβατες":"υπνοβάτης", "υπνοβάτες":"υπνοβάτης", "υπνοδωμάτια":"υπνοδωμάτιο", "υπνοδωμάτιο":"υπνοδωμάτιο", "υπνοδωμάτιό":"υπνοδωμάτιο", "υπνοδωματίου":"υπνοδωμάτιο", "ύπνος":"ύπνος", "ύπνου":"ύπνος", "υπνωτικά":"υπνωτικός", "υπνωτισμένοι":"υπνωτίζω", "υπνωτισμού":"υπνωτισμός", "υπνωτίστηκε":"υπνωτίζω", "υπνώττον":"υπνώττων", "υπο":"υπό", "υπό":"υπό", "υποαπασχόληση":"υποαπασχόληση", "υποαπασχόλησης":"υποαπασχόληση", "υποβάθμιζαν":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίζει":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίζεται":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίζονται":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίζουμε":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίζουν":"υποβαθμίζω", "υποβάθμισε":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίσει":"υποβαθμίζω", "υποβάθμιση":"υποβάθμιση", "υποβάθμισή":"υποβάθμιση", "υποβάθμισης":"υποβάθμιση", "υποβαθμισμένα":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμισμένες":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμισμένη":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμισμένο":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμισμένου":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμισμένων":"υποβαθμισμένος", "υποβαθμίσουν":"υποβαθμίζω", "υποβαθμιστεί":"υποβαθμίζω", "υποβαθμίστηκε":"υποβαθμίζω", "υποβαθμιστούν":"υποβαθμίζω", "υπόβαθρο":"υπόβαθρο", "υποβάλαμε":"υποβάλλω", "υποβάλει":"υποβάλλω", "υποβάλεται":"υποβάλεται", "υποβάλλαμε":"υποβάλλω", "υποβάλλει":"υποβάλλω", "υποβάλλεται":"υποβάλλω", "υποβαλλόμενες":"υποβαλλόμενος", "υποβάλλονται":"υποβάλλω", "υποβαλλόταν":"υποβάλλω", "υποβάλλουν":"υποβάλλω", "υποβάλλω":"υποβάλλω", "υποβάλουμε":"υποβάλλω", "υποβάλουν":"υποβάλλω", "υποβάλω":"υποβάλλω", "υποβασταζόμενος":"υποβασταζόμενος", "υποβιβάζεται":"υποβιβάζω", "υποβιβάζονται":"υποβιβάζω", "υποβιβάζοντας":"υποβιβάζω", "υποβιβάζουν":"υποβιβάζω", "υποβιβάσει":"υποβιβάζω", "υποβιβασθεί":"υποβιβάζω", "υποβιβασμένη":"υποβιβάζω", "υποβιβασμό":"υποβιβασμός", "υποβιβασμοί":"υποβιβασμός", "υποβιβασμού":"υποβιβασμός", "υποβιβαστεί":"υποβιβάζω", "υποβιβάστηκε":"υποβιβάζω", "υποβιβαστούν":"υποβιβάζω", "υποβλεννώδη":"υποβλεννώδης", "υποβληθεί":"υποβάλλω", "υποβληθείσες":"υποβληθείς", "υποβλήθηκαν":"υποβάλλω", "υποβλήθηκε":"υποβάλλω", "υποβληθούν":"υποβάλλω", "υποβλητική":"υποβλητικός", "υποβλητικό":"υποβλητικός", "υποβλητικοί":"υποβλητικός", "υποβοηθά":"υποβοηθώ", "υποβοηθηθεί":"υποβοηθώ", "υποβοηθήσει":"υποβοηθώ", "υποβοήθηση":"υποβοήθηση", "υποβοήθησης":"υποβοήθηση", "υποβοηθούμενο":"υποβοηθούμενος", "υποβοηθούμενος":"υποβοηθούμενος", "υποβοηθούν":"υποβοηθώ", "υποβολή":"υποβολή", "υποβολης":"υποβολή", "υποβολής":"υποβολή", "υποβόσκει":"υποβόσκω", "υποβόσκουσα":"υποβόσκων", "υποβρύχια":"υποβρύχιο", "υποβρύχιας":"υποβρύχιος", "υποβρύχιες":"υποβρύχιος", "υποβρύχιο":"υποβρύχιος", "υποβρυχίου":"υποβρύχιος", "υποβρύχιου":"υποβρύχιος", "υποβρυχίων":"υποβρύχιο", "υπογάστριο":"υπογάστριο", "υπογεγραμμένη":"υπογεγραμμένη", "υπογεγραμμένο":"υπογράφω", "υπογεγραμμένων":"υπογεγραμμένος", "υπόγεια":"υπόγειος", "υπόγειά":"υπόγειος", "υπόγειας":"υπόγειος", "υπόγειες":"υπόγειος", "υπογειο":"υπόγειος", "υπόγειο":"υπόγειος", "υπόγειό":"υπόγειος", "υπόγειοι":"υπόγειος", "υπόγειος":"υπόγειος", "υπογείου":"υπόγειος", "υπόγειου":"υπόγειος", "υπογείων":"υπόγειος", "υπόγειων":"υπόγειος", "υπογείως":"υπογείως", "υπογεννητικότητα":"υπογεννητικότητα", "υπογεννητικότητας":"υπογεννητικότητα", "υπόγλυκες":"υπόγλυκος", "υπογλώσσια":"υπογλώσσιος", "υπογονιμότητα":"υπογονιμότητα", "υπογραμμένα":"υπογραμμένος", "υπογράμμιζαν":"υπογραμμίζω", "υπογράμμιζε":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζει":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζεται":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζονται":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζοντας":"υπογραμμίζω", "υπογραμμιζόταν":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζουν":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίζω":"υπογραμμίζω", "υπογράμμισαν":"υπογραμμίζω", "υπογράμμισε":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίσει":"υπογραμμίζω", "υπογράμμιση":"υπογράμμιση", "υπογραμμιστεί":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίστηκε":"υπογραμμίζω", "υπογραμμίσω":"υπογραμμίζω", "υπογραφεί":"υπογράφω", "υπογράφει":"υπογράφω", "υπογραφείσα":"υπογραφείσα", "υπογραφές":"υπογραφή", "υπογράφεται":"υπογράφω", "υπογραφη":"υπογραφή", "υπογραφή":"υπογραφή", "υπογράφηκε":"υπογράφω", "υπογραφής":"υπογραφή", "υπογράφονται":"υπογράφω", "υπογράφοντας":"υπογράφω", "υπογράφοντες":"υπογράφων", "υπογραφόταν":"υπογράφω", "υπογράφουμε":"υπογράφω", "υπογραφούν":"υπογράφω", "υπογράφουν":"υπογράφω", "υπογράφτηκε":"υπογράφω", "υπογράφω":"υπογράφω", "υπογραφών":"υπογραφή", "υπογράψαμε":"υπογράφω", "υπόγραψαν":"υπογράφω", "υπογράψαντες":"υπογράψας", "υπογράψατε":"υπογράφω", "υπογράψει":"υπογράφω", "υπογράψετε":"υπογράφω", "υπογράψουμε":"υπογράφω", "υπογράψουν":"υπογράφω", "υπογράψω":"υπογράφω", "υποδαυλίζουν":"υποδαυλίζω", "υποδεέστερα":"υποδεέστερος", "υποδεέστερες":"υποδεέστερος", "υποδεέστερη":"υποδεέστερος", "υποδεέστερο":"υποδεέστερος", "υπόδειγμα":"υπόδειγμα", "υποδείγματα":"υπόδειγμα", "υποδειγματικά":"υποδειγματικά", "υποδειγματική":"υποδειγματικός", "υποδειγματικής":"υποδειγματικός", "υποδειγματικό":"υποδειγματικός", "υποδειγματικών":"υποδειγματικός", "υποδείγματος":"υπόδειγμα", "υποδειγμάτων":"υπόδειγμα", "υποδείκνυαν":"υποδεικνύω", "υποδείκνυε":"υποδεικνύω", "υποδεικνύει":"υποδεικνύω", "υποδεικνύεται":"υποδεικνύω", "υποδεικνύοντας":"υποδεικνύω", "υποδεικνύοντάς":"υποδεικνύω", "υποδεικνύουν":"υποδεικνύω", "υποδεικνύούν":"υποδεικνύω", "υποδείξει":"υποδεικνύω", "υποδείξεις":"υπόδειξη", "υποδείξεων":"υπόδειξη", "υπόδειξη":"υπόδειξη", "υπόδειξή":"υπόδειξη", "υπόδειξης":"υπόδειξη", "υπόδειξιν":"υπόδειξη", "υποδείξουμε":"υποδεικνύω", "υποδείξουν":"υποδεικνύω", "υποδείξτε":"υποδεικνύω", "υποδείξω":"υποδεικνύω", "υποδειχθεί":"υποδεικνύω", "υποδείχθηκε":"υποδεικνύω", "υποδεκάμετρο":"υποδεκάμετρο", "υποδεκαπλάσια":"υποδεκαπλάσιος", "υποδεχεται":"υποδέχομαι", "υποδέχεται":"υποδέχομαι", "υποδεχθεί":"υποδέχομαι", "υποδέχθηκαν":"υποδέχομαι", "υποδέχθηκε":"υποδέχομαι", "υποδεχθούμε":"υποδέχομαι", "υποδεχθούν":"υποδέχομαι", "υποδέχομαι":"υποδέχομαι", "υποδεχόμενοι":"υποδεχόμενος", "υποδεχόμενος":"υποδεχόμενος", "υποδέχονται":"υποδέχομαι", "υποδέχονταν":"υποδέχομαι", "υποδεχτεί":"υποδέχομαι", "υποδεχτείτε":"υποδέχομαι", "υποδεχτήκαμε":"υποδέχομαι", "υποδεχτηκαν":"υποδέχομαι", "υποδέχτηκαν":"υποδέχομαι", "υποδέχτηκε":"υποδέχομαι", "υποδεχτούν":"υποδέχομαι", "υποδήλωνε":"υποδηλώνω", "υποδηλώνει":"υποδηλώνω", "υποδηλώνοντας":"υποδηλώνω", "υποδηλώνουν":"υποδηλώνω", "υποδηλώσει":"υποδηλώνω", "υποδήματα":"υπόδημα", "υποδημάτων":"υπόδημα", "υπόδησης":"υπόδηση", "υποδιαιρείται":"υποδιαιρώ", "υποδιεύθυνση":"υποδιεύθυνση", "υποδιεύθυνσης":"υποδιεύθυνση", "υποδιευθυντή":"υποδιευθυντής", "υποδιευθυντής":"υποδιευθυντής", "υποδιευθύντριά":"υποδιευθύντρια", "υπόδικη":"υπόδικος", "υπόδικοι":"υπόδικος", "υπόδικος":"υπόδικος", "υποδιοικητή":"υποδιοικητής", "υποδιοικητής":"υποδιοικητής", "υποδιοικήτρια":"υποδιοικήτρια", "υποδομές":"υποδομή", "υποδομή":"υποδομή", "υποδομής":"υποδομή", "υποδομων":"υποδομή", "υποδομών":"υποδομή", "υποδόριο":"υποδόριος", "υπόδουλη":"υπόδουλος", "υπόδουλο":"υπόδουλος", "υπόδουλος":"υπόδουλος", "υποδουλώνει":"υποδουλώνω", "υποδουλώσει":"υποδουλώνω", "υποδοχείς":"υποδοχέας", "υποδοχές":"υποδοχή", "υποδοχέων":"υποδοχέας", "υποδοχή":"υποδοχή", "υποδοχής":"υποδοχή", "υποδύεστε":"υποδύομαι", "υποδύεται":"υποδύομαι", "υποδυθεί":"υποδύομαι", "υποδύθηκαν":"υποδύομαι", "υποδυόμενοι":"υποδυόμενος", "υποδυόμενος":"υποδυόμενος", "υποδύονται":"υποδύομαι", "υποεπιτροπής":"υποεπιτροπή", "υποζύγια":"υποζύγιο", "υποθαλάμου":"υποθάλαμος", "υποθαλάσσια":"υποθαλάσσιος", "υποθαλάσσιας":"υποθαλάσσιος", "υποθαλάσσιο":"υποθαλάσσιος", "υποθαλάσσιοι":"υποθαλάσσιος", "υποθάλπει":"υποθάλπω", "υποθάλπουν":"υποθάλπω", "υποθάλψει":"υποθάλπω", "υπόθαλψη":"υπόθαλψη", "υποθερμία":"υποθερμία", "υποθέσει":"υποθέτω", "'υποθέσεις'":"'υποθέσεις'", "υποθέσεις":"υπόθεση", "υποθέσεων":"υπόθεση", "υποθέσεών":"υπόθεση", "υποθέσεως":"υπόθεση", "υποθεση":"υπόθεση", "υπόθεση":"υπόθεση", "υπόθεσή":"υπόθεση", "υπόθεσης":"υπόθεση", "υπόθεσής":"υπόθεση", "υπόθεσιν":"υπόθεση", "υποθέσουμε":"υποθέτω", "υποθέσω":"υποθέτω", "υποθέταμε":"υποθέτω", "υποθέτει":"υποθέτω", "υποθετικά":"υποθετικός", "υποθετική":"υποθετικός", "υποθετικής":"υποθετικός", "υποθετικό":"υποθετικός", "υποθετικών":"υποθετικός", "υποθέτουμε":"υποθέτω", "υποθέτουν":"υποθέτω", "υποθέτω":"υποθέτω", "υποθήκες":"υποθήκη", "υποθήκευε":"υποθηκεύω", "υποθηκεύει":"υποθηκεύω", "υποθηκεύεται":"υποθηκεύω", "υποθηκεύουν":"υποθηκεύω", "υποθηκεύσουν":"υποθηκεύω", "υποθήκη":"υποθήκη", "υποθηκοφυλακεία":"υποθηκοφυλακείο", "υποθηκοφυλακείων":"υποθηκοφυλακείο", "υποκαθιστά":"υποκαθιστώ", "υποκαθίστανται":"υποκαθιστώ", "υποκαθίσταται":"υποκαθιστώ", "υποκαθιστούν":"υποκαθιστώ", "υποκαθιστούσε":"υποκαθιστώ", "υποκατασκευαστές":"υποκατασκευαστής", "υποκατασταθεί":"υποκαθιστώ", "υποκατασταθούν":"υποκαθιστώ", "υποκατάσταση":"υποκατάσταση", "υποκατάστασης":"υποκατάσταση", "υποκατάστατα":"υποκατάστατος", "υποκατάστατο":"υποκατάστατος", "υποκατάστατων":"υποκατάστατος", "υποκατάστημα":"υποκατάστημα", "υποκαταστήματα":"υποκατάστημα", "υποκαταστήματος":"υποκατάστημα", "υποκαταστημάτων":"υποκατάστημα", "υποκαταστήσει":"υποκαθιστώ", "υποκαταστήσουν":"υποκαθιστώ", "υποκατέστησαν":"υποκαθιστώ", "υποκατηγορία":"υποκατηγορία", "υποκατηγορίες":"υποκατηγορία", "υποκείμενα":"υποκείμενος", "υποκείμενης":"υποκείμενος", "υποκειμενικά":"υποκειμενικός", "υποκειμενικές":"υποκειμενικός", "υποκειμενική":"υποκειμενικός", "υποκειμενικής":"υποκειμενικός", "υποκειμενικό":"υποκειμενικός", "υποκειμενικοί":"υποκειμενικός", "υποκειμενικός":"υποκειμενικός", "υποκειμενικότητα":"υποκειμενικότητα", "υποκειμενισμό":"υποκειμενισμός", "υποκείμενο":"υποκείμενο", "υποκείμενο":"υποκείμενος", "υποκείμενος":"υποκείμενος", "υποκειμένου":"υποκείμενο", "υποκειμένων":"υποκείμενος", "υποκείμενων":"υποκείμενος", "υπόκεινται":"υπόκειμαι", "υπόκειται":"υπόκειμαι", "υποκεφάλαιο":"υποκεφάλαιο", "υποκεφαλαίου":"υποκεφάλαιο", "υποκινεί":"υποκινώ", "υποκινήθηκαν":"υποκινώ", "υποκινηθούν":"υποκινώ", "υποκίνηση":"υποκίνηση", "υποκίνησης":"υποκίνηση", "υποκινήσουν":"υποκινώ", "υποκινητές":"υποκινητής", "υποκινητή":"υποκινητής", "υποκινούν":"υποκινώ", "υποκλέπτει":"υποκλέπτω", "υποκλιθείς":"υποκλίνομαι", "υποκλίθηκε":"υποκλίνομαι", "υποκλιθούμε":"υποκλίνομαι", "υποκλιθούν":"υποκλίνομαι", "υποκλίνεται":"υποκλίνομαι", "υποκλίνονται":"υποκλίνομαι", "υποκλοπείς":"υποκλοπέας", "υποκλοπές":"υποκλοπή", "υποκλοπή":"υποκλοπή", "υποκλοπής":"υποκλοπή", "υποκλοπών":"υποκλοπή", "υποκοριστικό":"υποκοριστικός", "υπόκοσμο":"υπόκοσμος", "υπόκοσμος":"υπόκοσμος", "υποκόσμου":"υπόκοσμος", "υποκουλτούρα":"υποκουλτούρα", "υποκρίνεται":"υποκρίνομαι", "υποκρισία":"υποκρισία", "υποκρισίας":"υποκρισία", "υποκρισίες":"υποκρισία", "υποκρίσου":"υποκρίνομαι", "υποκριτές":"υποκριτής", "υποκριτή":"υποκριτής", "υποκριτικά":"υποκριτικός", "υποκριτικές":"υποκριτικός", "υποκριτική":"υποκριτικός", "υποκριτικής":"υποκριτικός", "υποκριτικό":"υποκριτικός", "υποκριτικός":"υποκριτικός", "υποκριτικών":"υποκριτικός", "υποκριτών":"υποκριτής", "υπόκρουση":"υπόκρουση", "υποκρύπτει":"υποκρύπτω", "υποκρύπτεται":"υποκρύπτω", "υποκρύπτονται":"υποκρύπτω", "υποκρύπτοντας":"υποκρύπτω", "υποκρύπτουν":"υποκρύπτω", "υποκύπτει":"υποκύπτω", "υποκύπτοντας":"υποκύπτω", "υποκύπτουν":"υποκύπτω", "υποκύψει":"υποκύπτω", "υποκύψουμε":"υποκύπτω", "υποκύψουν":"υποκύπτω", "υπόκωφη":"υπόκωφος", "υπόκωφο":"υπόκωφος", "υπόκωφος":"υπόκωφος", "υπολανθάνουσες":"υπολανθάνων", "υπόλειμμα":"υπόλειμμα", "υπολείμματα":"υπόλειμμα", "υπολείπεται":"υπολείπομαι", "υπολειπόμαστε":"υπολείπομαι", "υπολείπονται":"υπολείπομαι", "υπολειπόταν":"υπολείπομαι", "υπολειτουργεί":"υπολειτουργώ", "υπολειτουργία":"υπολειτουργία", "υπολειτουργίας":"υπολειτουργία", "υπολειτουργούν":"υπολειτουργώ", "υπολήψεις":"υπόληψη", "υπόληψη":"υπόληψη", "υπόληψή":"υπόληψη", "υπόληψης":"υπόληψη", "υπόληψής":"υπόληψη", "υπολιμεναρχείο":"υπολιμεναρχείο", "υπόλογα":"υπόλογος", "υπόλογη":"υπόλογος", "υπολόγιζαν":"υπολογίζω", "υπολόγιζε":"υπολογίζω", "υπολογίζει":"υπολογίζω", "υπολογίζεται":"υπολογίζω", "υπολογιζόμενων":"υπολογιζόμενος", "υπολογίζονται":"υπολογίζω", "υπολογίζονταν":"υπολογίζω", "υπολογίζοντας":"υπολογίζω", "υπολογιζόταν":"υπολογίζω", "υπολογίζουμε":"υπολογίζω", "υπολογίζουν":"υπολογίζω", "υπολογίζω":"υπολογίζω", "υπολόγισα":"υπολογίζω", "υπολογίσαμε":"υπολογίζω", "υπολόγισαν":"υπολογίζω", "υπολόγισε":"υπολογίζω", "υπολογίσει":"υπολογίζω", "υπολογίσετε":"υπολογίζω", "υπολογισθεί":"υπολογίζω", "υπολογίσθηκε":"υπολογίζω", "υπολογισθούν":"υπολογίζω", "υπολογίσιμη":"υπολογίσιμος", "υπολογίσιμο":"υπολογίσιμος", "υπολογίσιμος":"υπολογίσιμος", "υπολογίσιμων":"υπολογίσιμος", "υπολογισμένη":"υπολογίζω", "υπολογισμένο":"υπολογίζω", "υπολογισμό":"υπολογισμός", "υπολογισμοί":"υπολογισμός", "υπολογισμός":"υπολογισμός", "υπολογισμού":"υπολογισμός", "υπολογισμούς":"υπολογισμός", "υπολογισμών":"υπολογισμός", "υπολογίσουμε":"υπολογίζω", "υπολογίσουν":"υπολογίζω", "υπολογίστε":"υπολογίζω", "υπολογιστεί":"υπολογίζω", "υπολογιστές":"υπολογιστής", "υπολογιστη":"υπολογιστής", "υπολογιστή":"υπολογιστής", "υπολογίστηκε":"υπολογίζω", "υπολογιστής":"υπολογιστής", "υπολογιστικά":"υπολογιστικός", "υπολογιστικές":"υπολογιστικός", "υπολογιστική":"υπολογιστικός", "υπολογιστικής":"υπολογιστικός", "υπολογιστικό":"υπολογιστικός", "υπολογιστικού":"υπολογιστικός", "υπολογιστικών":"υπολογιστικός", "υπολογιστούν":"υπολογίζω", "υπολογιστών":"υπολογιστής", "υπόλογο":"υπόλογος", "υπόλογοι":"υπόλογος", "υπολοιπα":"υπόλοιπος", "υπόλοιπα":"υπόλοιπος", "υπόλοιπες":"υπόλοιπος", "υπόλοιπη":"υπόλοιπος", "υπόλοιπης":"υπόλοιπος", "υπόλοιπο":"υπόλοιπο", "υπόλοιπο":"υπόλοιπος", "υπόλοιποι":"υπόλοιπος", "υπόλοιπος":"υπόλοιπος", "υπολοίπου":"υπόλοιπο", "υπόλοιπου":"υπόλοιπος", "υπολοίπους":"υπόλοιπος", "υπόλοιπους":"υπόλοιπος", "υπολοίπων":"υπόλοιπος", "υπόλοιπων":"υπόλοιπος", "υπολοχαγόν":"υπολοχαγός", "υπολοχαγός":"υπολοχαγός", "υπομειδιά":"υπομειδιώ", "υπομένει":"υπομένω", "υπομένοντας":"υπομένω", "υπομένουμε":"υπομένω", "υπόμνημα":"υπόμνημα", "υπόμνημά":"υπόμνημα", "υπομνήματα":"υπόμνημα", "υπομνήματά":"υπόμνημα", "υπομνήματος":"υπόμνημα", "υπομνήσει":"υπομιμνήσκω", "υπόμνηση":"υπόμνηση", "υπομνησθεί":"υπομιμνήσκω", "υπομονετικά":"υπομονετικά", "υπομονετικοί":"υπομονετικός", "υπομονετικός":"υπομονετικός", "υπομονη":"υπομονή", "υπομονή":"υπομονή", "υπομονής":"υπομονή", "υπονοεί":"υπονοώ", "υπονοείς":"υπονοώ", "υπονοείται":"υπονοώ", "υπονοηθεί":"υπονοώ", "υπονόησαν":"υπονοώ", "υπονόησε":"υπονοώ", "υπόνοια":"υπόνοια", "υπόνοιες":"υπόνοια", "υπονόμευε":"υπονομεύω", "υπονομεύει":"υπονομεύω", "υπονομεύεται":"υπονομεύω", "υπονομευθεί":"υπονομεύω", "υπονομεύθηκε":"υπονομεύω", "υπονομευμένα":"υπονομευμένος", "υπονομευουν":"υπονομεύω", "υπονομεύουν":"υπονομεύω", "υπονόμευσαν":"υπονομεύω", "υπονόμευσε":"υπονομεύω", "υπονομεύσει":"υπονομεύω", "υπονόμευση":"υπονόμευση", "υπονόμευσης":"υπονόμευση", "υπονομεύσουν":"υπονομεύω", "υπονομευτεί":"υπονομεύω", "υπονομευτές":"υπονομευτής", "υπονομευτής":"υπονομευτής", "υπονομευτικές":"υπονομευτικός", "υπονομευτική":"υπονομευτικός", "υπόνομοι":"υπόνομος", "υπόνομος":"υπόνομος", "υπονόμους":"υπόνομος", "υπονοούμενα":"υπονοούμενο", "υπονοούμενο":"υπονοούμενος", "υπονοούν":"υπονοώ", "υπονοώ":"υπονοώ", "υπονοώντας":"υπονοώ", "υποομάδες":"υποομάδα", "υποπαραγωγής":"υποπαραγωγή", "υποπέσει":"υποπίπτω", "υποπέσουν":"υποπίπτω", "υποπίπτει":"υποπίπτω", "υποπίπτουν":"υποπίπτω", "υποπλοίαρχος":"υποπλοίαρχος", "υποπρόγραμμα":"υποπρόγραμμα", "υποπρογράμματα":"υποπρόγραμμα", "υποπροϊόντα":"υποπροϊόν", "ύποπτα":"ύποπτος", "ύποπτες":"ύποπτος", "υποπτευθεί":"υποπτεύομαι", "υποπτεύθηκαν":"υποπτεύομαι", "υποπτεύθηκε":"υποπτεύομαι", "υποπτεύομαι":"υποπτεύομαι", "υποπτευόμασταν":"υποπτεύομαι", "υποπτεύονται":"υποπτεύομαι", "υποπτεύονταν":"υποπτεύομαι", "υποπτευτεί":"υποπτεύομαι", "ύποπτη":"ύποπτος", "ύποπτης":"ύποπτος", "ύποπτο":"ύποπτος", "ύποπτοι":"ύποπτος", "ύποπτος":"ύποπτος", "υπόπτου":"ύποπτος", "ύποπτου":"ύποπτος", "υπόπτους":"ύποπτος", "ύποπτους":"ύποπτος", "υπόπτων":"ύποπτος", "ύποπτων":"ύποπτος", "υποργείου":"υποργείου", "υπόρρητα":"υπόρρητα", "υποσημειώσεις":"υποσημείωση", "υποσημείωση":"υποσημείωση", "υποσιτίζεται":"υποσιτίζω", "υποσιτισμένα":"υποσιτίζω", "υποσιτισμό":"υποσιτισμός", "υποσιτισμός":"υποσιτισμός", "υποσιτισμού":"υποσιτισμός", "υποσκάπτει":"υποσκάπτω", "υπόσκαπτες":"υποσκάπτω", "υποσκάπτουν":"υποσκάπτω", "υποσκάψει":"υποσκάβω", "υποσκάψουν":"υποσκάβω", "υποσκελίζοντας":"υποσκελίζω", "υποσκέλισε":"υποσκελίζω", "υποσταθμό":"υποσταθμός", "υποσταθμοί":"υποσταθμός", "υπόσταση":"υπόσταση", "υπόστασή":"υπόσταση", "υπόστασης":"υπόσταση", "υπόστεγα":"υπόστεγο", "υπόστεγο":"υπόστεγο", "υποστεί":"υφίσταμαι", "υποστείτε":"υφίσταμαι", "υποστηρίγματα":"υποστήριγμα", "υποστήριζα":"υποστηρίζω", "υποστηρίζαμε":"υποστηρίζω", "υποστήριζαν":"υποστηρίζω", "υποστήριζε":"υποστηρίζω", "υποστηριζει":"υποστηρίζω", "υποστηρίζει":"υποστηρίζω", "υποστηρίζεται":"υποστηρίζω", "υποστηρίζετε":"υποστηρίζω", "υποστηριζόμενα":"υποστηριζόμενος", "υποστηριζόμενες":"υποστηριζόμενος", "υποστηριζόμενη":"υποστηριζόμενος", "υποστηριζόμενοι":"υποστηριζόμενος", "υποστηριζόμενος":"υποστηριζόμενος", "υποστηρίζονται":"υποστηρίζω", "υποστηρίζοντας":"υποστηρίζω", "υποστηρίζουμε":"υποστηρίζω", "υποστηρίζουν":"υποστηρίζω", "υποστηρίζω":"υποστηρίζω", "υποστηρικτές":"υποστηρικτής", "υποστηρικτή":"υποστηρικτής", "υποστηρικτής":"υποστηρικτής", "υποστηρικτικές":"υποστηρικτικός", "υποστηρικτική":"υποστηρικτικός", "υποστηρικτικό":"υποστηρικτικός", "υποστηρικτικών":"υποστηρικτικός", "υποστηρικτών":"υποστηρικτής", "υποστήριξα":"υποστηρίζω", "υποστηρίξαμε":"υποστηρίζω", "υποστήριξαν":"υποστηρίζω", "υποστήριξε":"υποστηρίζω", "υποστηρίξει":"υποστηρίζω", "υποστηρίξεις":"υποστηρίζω", "υποστήριξη":"υποστήριξη", "υποστήριξή":"υποστήριξη", "υποστήρίξη":"υποστήριξη", "υποστήριξης":"υποστήριξη", "υποστήριξής":"υποστήριξη", "υποστηρίξιμη":"υποστηρίξιμη", "υποστηρίξουμε":"υποστηρίζω", "υποστηρίξουν":"υποστηρίζω", "υποστηρίξω":"υποστηρίζω", "υποστηριχθεί":"υποστηρίζω", "υποστηρίχθηκαν":"υποστηρίζω", "υποστηρίχθηκε":"υποστηρίζω", "υποστηριχθούν":"υποστηρίζω", "υποστηρίχτηκε":"υποστηρίζω", "υποστηριχτούν":"υποστηρίζω", "υποστούν":"υφίσταμαι", "υποστράτηγο":"υποστράτηγος", "υποστράτηγος":"υποστράτηγος", "υποστρατήγου":"υποστράτηγος", "υποστράτηγου":"υποστράτηγος", "υποστροφή":"υποστροφή", "υπόστρωμα":"υπόστρωμα", "υποστυλώματα":"υποστύλωμα", "υποστυλώνουν":"υποστυλώνω", "υποστυλώσεις":"υποστυλώνω", "υποστώ":"υφίσταμαι", "υποσυνείδητα":"υποσυνείδητα", "υποσυνείδητο":"υποσυνείδητος", "υποσυνείδητό":"υποσυνείδητος", "υποσχεθεί":"υπόσχομαι", "υποσχεθήκαμε":"υπόσχομαι", "υποσχέθηκαν":"υπόσχομαι", "υποσχέθηκε":"υπόσχομαι", "υποσχεθούν":"υπόσχομαι", "υποσχεθώ":"υπόσχομαι", "υπόσχεσαι":"υπόσχομαι", "υποσχέσεις":"υπόσχεση", "υποσχέσεων":"υπόσχεση", "υπόσχεση":"υπόσχεση", "υπόσχεσή":"υπόσχεση", "υπόσχεσης":"υπόσχεση", "υπόσχεστε":"υπόσχομαι", "υποσχεται":"υπόσχομαι", "υπόσχεται":"υπόσχομαι", "υποσχετική":"υποσχετικός", "υπόσχομαι":"υπόσχομαι", "υποσχόμενες":"υποσχόμενος", "υποσχόμενη":"υποσχόμενος", "υποσχόμενο":"υποσχόμενος", "υποσχόμενος":"υποσχόμενος", "υπόσχονται":"υπόσχομαι", "υπόσχονταν":"υπόσχομαι", "υποσχόταν":"υπόσχομαι", "υποταγή":"υποταγή", "υποταγής":"υποταγή", "υποταγμένα":"υποτάσσω", "υποταγμένο":"υποτάσσω", "υποτακτικοί":"υποτακτικός", "υποτακτικούς":"υποτακτικός", "υποτακτικών":"υποτακτικός", "υποτάξει":"υποτάσσω", "υποτάξουν":"υποτάσσω", "υπόταση":"υπόταση", "υπότασης":"υπόταση", "υποτάσσει":"υποτάσσω", "υποτάσσεται":"υποτάσσω", "υποτάσσοντας":"υποτάσσω", "υποταχθεί":"υποτάσσω", "υποταχθούν":"υποτάσσω", "υποτεθεί":"υποτίθεται", "υποτέλεια":"υποτέλεια", "υποτέλειας":"υποτέλεια", "υποτελείς":"υποτελής", "υποτελή":"υποτελής", "υποτελής":"υποτελής", "υποτελούς":"υποτελής", "υποτελών":"υποτελής", "υποτετραπλασιάστηκε":"υποτετραπλασιάζω", "υποτιθέμενα":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενες":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενη":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενης":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενο":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενοι":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενου":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενους":"υποτιθέμενος", "υποτιθέμενων":"υποτιθέμενος", "υποτίθεται":"υποτίθεται", "υποτιμά":"υποτιμώ", "υποτιμάμε":"υποτιμώ", "υποτιμάς":"υποτιμώ", "υποτιμάται":"υποτιμώ", "υποτιμάτε":"υποτιμώ", "υποτιμηθεί":"υποτιμώ", "υποτιμημένη":"υποτιμώ", "υποτιμημένοι":"υποτιμημένος", "υποτίμησα":"υποτιμώ", "υποτιμήσαμε":"υποτιμώ", "υποτίμησαν":"υποτιμώ", "υποτίμησε":"υποτιμώ", "υποτιμήσει":"υποτιμώ", "υποτιμήσεις":"υποτίμηση", "υποτίμηση":"υποτίμηση", "υποτίμησης":"υποτίμηση", "υποτιμήσουμε":"υποτιμώ", "υποτιμήσουν":"υποτιμώ", "υποτιμήσω":"υποτιμώ", "υποτιμητικά":"υποτιμητικός", "υποτιμητική":"υποτιμητικός", "υποτιμητικό":"υποτιμητικός", "υποτιμητικούς":"υποτιμητικός", "υποτιμητικών":"υποτιμητικός", "υποτιμολόγηση":"υποτιμολόγηση", "υποτιμούμε":"υποτιμώ", "υποτιμούν":"υποτιμώ", "υποτιμούνται":"υποτιμώ", "υποτιμούσε":"υποτιμώ", "υποτιμώ":"υποτιμώ", "υπότιτλο":"υπότιτλος", "υπότιτλος":"υπότιτλος", "υπότιτλους":"υπότιτλος", "υποτονικά":"υποτονικά", "υποτονικά":"υποτονικός", "υποτονική":"υποτονικός", "υποτονικό":"υποτονικός", "υποτονικούς":"υποτονικός", "υποτροπή":"υποτροπή", "υποτροπής":"υποτροπή", "υποτροπιάζον":"υποτροπιάζων", "υποτροπιάζουν":"υποτροπιάζω", "υποτροπιάζουσα":"υποτροπιάζων", "υποτροφία":"υποτροφία", "υποτροφίας":"υποτροφία", "υποτροφίες":"υποτροφία", "υποτροφιών":"υποτροφία", "υπότροφος":"υπότροφος", "υποτυπώδη":"υποτυπώδης", "υποτυπωδώς":"υποτυπωδώς", "ύπουλα":"ύπουλος", "ύπουλες":"ύπουλος", "ύπουλη":"ύπουλος", "ύπουλης":"ύπουλος", "ύπουλο":"ύπουλος", "ύπουλοι":"ύπουλος", "υπουργέ":"υπουργός", "υπουργεία":"υπουργείο", "υπουργειο":"υπουργείο", "υπουργείο":"υπουργείο", "υπουργείον":"υπουργείο", "υπουργειου":"υπουργείο", "υπουργείου":"υπουργείο", "υπουργείων":"υπουργείο", "υπουργίας":"υπουργία", "υπουργικά":"υπουργικός", "υπουργικές":"υπουργικός", "υπουργική":"υπουργικός", "υπουργικής":"υπουργικός", "υπουργικό":"υπουργικός", "υπουργικού":"υπουργικός", "υπουργικών":"υπουργικός", "υπουργό":"υπουργός", "υπουργοί":"υπουργός", "υπουργοποιήθηκε":"υπουργοποιήθηκε", "υπουργοποίηση":"υπουργοποίηση", "υπουργος":"υπουργός", "υπουργός":"υπουργός", "υπουργού":"υπουργός", "υπουργούς":"υπουργός", "υπουργούς-μέλη":"υπουργούς-μέλη", "υπουργών":"υπουργός", "υποφαινόμενο":"υποφαινόμενος", "υποφαινόμενος":"υποφαινόμενος", "υποφέρει":"υποφέρω", "υποφέρεις":"υποφέρω", "υποφέροντας":"υποφέρω", "υποφέρουμε":"υποφέρω", "υποφέρουν":"υποφέρω", "υποφερτή":"υποφερτός", "υποφερτό":"υποφερτός", "υποφώσκει":"υποφώσκω", "υποφώσκουσα":"υποφώσκων", "υποχείριο":"υποχείριος", "υπόχρεοι":"υπόχρεος", "υπόχρεος":"υπόχρεος", "υπόχρεου":"υπόχρεος", "υποχρεούνται":"υποχρεούμαι", "υπόχρεους":"υπόχρεος", "υποχρεούσαι":"υποχρεούμαι", "υποχρεούται":"υποχρεούμαι", "υποχρεωθεί":"υποχρεώνω", "υποχρεωθήκαμε":"υποχρεώνω", "υποχρεώθηκαν":"υποχρεώνω", "υποχρεώθηκε":"υποχρεώνω", "υποχρεωθούμε":"υποχρεώνω", "υποχρεωθούν":"υποχρεώνω", "υποχρεωμένα":"υποχρεωμένος", "υποχρεωμένες":"υποχρεωμένος", "υποχρεωμένη":"υποχρεωμένος", "υποχρεωμένο":"υποχρεωμένος", "υποχρεωμένοι":"υποχρεωμένος", "υποχρεωμένος":"υποχρεωμένος", "υποχρέων":"υπόχρεος", "υπόχρεων":"υπόχρεος", "υποχρέωναν":"υποχρεώνω", "υποχρέωνε":"υποχρεώνω", "υποχρεώνει":"υποχρεώνω", "υποχρεώνεται":"υποχρεώνω", "υποχρεωνόμαστε":"υποχρεώνω", "υποχρεώνονται":"υποχρεώνω", "υποχρεώνονταν":"υποχρεώνω", "υποχρεώνοντας":"υποχρεώνω", "υποχρεώνοντάς":"υποχρεώνω", "υποχρεωνόταν":"υποχρεώνω", "υποχρεώνουν":"υποχρεώνω", "υποχρέωσαν":"υποχρεώνω", "υποχρέωσε":"υποχρεώνω", "υποχρεώσει":"υποχρεώνω", "υποχρεώσεις":"υποχρέωση", "υποχρεώσεων":"υποχρέωση", "υποχρεώσεών":"υποχρέωση", "υποχρέωση":"υποχρέωση", "υποχρέωσή":"υποχρέωση", "υποχρέωσης":"υποχρέωση", "υποχρέωσιν":"υποχρέωση", "υποχρεώσουν":"υποχρεώνω", "υποχρεωτικά":"υποχρεωτικά", "υποχρεωτικές":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτική":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικής":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικό":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικός":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικούς":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικών":"υποχρεωτικός", "υποχρεωτικώς":"υποχρεωτικά", "υποχρηματοδοτείται":"υποχρηματοδοτώ", "υποχρηματοδότηση":"υποχρηματοδότηση", "υποχωρεί":"υποχωρώ", "υποχωρείς":"υποχωρώ", "υποχωρείτε":"υποχωρώ", "υποχωρήσαμε":"υποχωρώ", "υποχώρησαν":"υποχωρώ", "υποχώρησε":"υποχωρώ", "υποχωρήσει":"υποχωρώ", "υποχωρήσεις":"υποχώρηση", "υποχωρήσετε":"υποχωρώ", "υποχωρήσεων":"υποχώρηση", "υποχωρήσεώς":"υποχώρηση", "υποχωρηση":"υποχώρηση", "υποχώρηση":"υποχώρηση", "υποχώρησης":"υποχώρηση", "υποχωρήσουμε":"υποχωρώ", "υποχωρήσουν":"υποχωρώ", "υποχωρήστε":"υποχωρώ", "υποχωρητικότητα":"υποχωρητικότητα", "υποχωρούμε":"υποχωρώ", "υποχωρούν":"υποχωρώ", "υποχωρούσαν":"υποχωρώ", "υποχωρούσε":"υποχωρώ", "υποχωρώντας":"υποχωρώ", "υπόψη":"υπόψη", "υποψήφια":"υποψήφιος", "υποψήφιας":"υποψήφιος", "υποψήφιες":"υποψήφιος", "υποψήφιο":"υποψήφιος", "υποψηφιοι":"υποψήφιος", "υποψήφιοι":"υποψήφιος", "υποψήφιος":"υποψήφιος", "υποψηφιότητα":"υποψηφιότητα", "υποψηφιότητά":"υποψηφιότητα", "υποψηφιότητας":"υποψηφιότητα", "υποψηφιότητάς":"υποψηφιότητα", "υποψηφιότητες":"υποψηφιότητα", "υποψηφιότητές":"υποψηφιότητα", "υποψηφιοτήτων":"υποψηφιότητα", "υποψηφίου":"υποψήφιος", "υποψήφιου":"υποψήφιος", "υποψηφίους":"υποψήφιος", "υποψήφιους":"υποψήφιος", "υποψηφίων":"υποψήφιος", "υποψήφιων":"υποψήφιος", "υποψία":"υποψία", "υποψιάζεστε":"υποψιάζω", "υποψιάζεται":"υποψιάζω", "υποψιάζομαι":"υποψιάζω", "υποψιαζόμαστε":"υποψιάζω", "υποψιάζονται":"υποψιάζω", "υποψίας":"υποψία", "υποψιασμένο":"υποψιάζω", "υποψιασμένος":"υποψιάζω", "υποψιασμένου":"υποψιάζω", "υποψιαστεί":"υποψιάζω", "υποψιάστηκε":"υποψιάζω", "υποψιαστώ":"υποψιάζω", "υποψίες":"υποψία", "υπόψιν":"υπόψη", "υππο":"υππο", "ύπτιο":"ύπτιος", "υσντακτη":"υσντακτη", "ύστατη":"ύστατος", "ύστατο":"ύστατος", "ύστατος":"ύστατος", "ύστατου":"ύστατος", "ύστερ'":"ύστερ'", "υστερα":"ύστερα", "ύστερα":"ύστερα", "υστερεί":"υστερώ", "ύστερη":"ύστερος", "υστέρημα":"υστέρημα", "υστέρημά":"υστέρημα", "ύστερης":"ύστερος", "υστέρησε":"υστερώ", "υστερήσεις":"υστερώ", "υστέρηση":"υστέρηση", "υστερία":"υστερία", "υστερίας":"υστερία", "υστερίες":"υστερία", "υστερικά":"υστερικά", "υστερικές":"υστερικός", "υστερική":"υστερικός", "υστερικής":"υστερικός", "υστεριών":"υστερία", "ύστερο":"ύστερος", "υστερόβουλες":"υστερόβουλος", "υστερόβουλη":"υστερόβουλος", "υστεροβουλία":"υστεροβουλία", "υστεροβουλίας":"υστεροβουλία", "υστερόγραφο":"υστερόγραφος", "υστερούν":"υστερώ", "υστερούσε":"υστερώ", "υστεροφημία":"υστεροφημία", "υστέρων":"ύστερος", "υστερώντας":"υστερώ", "υφ":"υφ", "υφαίνεται":"υφαίνω", "υφαίνουν":"υφαίνω", "υφάκι":"υφάκι", "ύφαλα":"ύφαλα", "ύφαλά":"ύφαλα", "ύφαλο":"ύφαλος", "υφαλοκρηπίδα":"υφαλοκρηπίδα", "υφάλους":"ύφαλος", "υφάνει":"υφαίνω", "ύφανση":"ύφανση", "υφαντά":"υφαντός", "υφαντές":"υφαντής", "υφαντής":"υφαντής", "υφαντικής":"υφαντική", "υφαντουργεια":"υφαντουργείο", "υφαντουργια":"υφαντουργία", "υφαντουργιας":"υφαντουργία", "υφαντουργίας":"υφαντουργία", "υφαρπαγή":"υφαρπαγή", "υφαρπαγής":"υφαρπαγή", "υφαρπάζει":"υφαρπάζω", "ύφασμα":"ύφασμα", "υφάσματα":"ύφασμα", "υφασμάτινα":"υφασμάτινος", "υφάσματος":"ύφασμα", "υφασμάτων":"ύφασμα", "υφέρπει":"υφέρπω", "υφέσεις":"ύφεση", "ύφεση":"ύφεση", "ύφεσης":"ύφεση", "υφή":"υφή", "υφήλιο":"υφήλιος", "υφήλιος":"υφήλιος", "υφηλίου":"υφήλιος", "υφής":"υφή", "υφιστάμεθα":"υφίσταμαι", "υφιστάμενα":"υφιστάμενος", "υφιστάμενες":"υφιστάμενος", "υφισταμένη":"υφιστάμενος", "υφιστάμενη":"υφιστάμενος", "υφιστάμενης":"υφιστάμενος", "υφιστάμενο":"υφιστάμενος", "υφιστάμενό":"υφιστάμενος", "υφιστάμενοί":"υφιστάμενος", "υφιστάμενος":"υφιστάμενος", "υφισταμένου":"υφιστάμενος", "υφιστάμενου":"υφιστάμενος", "υφισταμένων":"υφιστάμενος", "υφιστάμενων":"υφιστάμενος", "υφίστανται":"υφίσταμαι", "υφίστασαι":"υφίσταμαι", "υφίσταται":"υφίσταμαι", "υφίστατο":"υφίσταμαι", "υφολογικά":"υφολογικά", "ύφος":"ύφος", "ύφους":"ύφος", "υφυποργου":"υφυποργου", "υφυπουργείο":"υφυπουργείο", "υφυπουργείου":"υφυπουργείο", "υφυπουργό":"υφυπουργός", "υφυπουργοί":"υφυπουργός", "υφυπουργός":"υφυπουργός", "υφυπουργου":"υφυπουργός", "υφυπουργού":"υφυπουργός", "υφυπουργούς":"υφυπουργός", "υφυπουργών":"υφυπουργός", "υψ.":"υψ.", "ύψη":"ύψος", "υψηλά":"ψηλός", "υψηλαντη":"υψηλάντης", "υψηλάντης":"υψηλάντης", "υψηλές":"ψηλός", "υψηλή":"ψηλός", "υψηλης":"ψηλός", "υψηλής":"ψηλός", "υψηλό":"ψηλός", "υψηλόβαθμα":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμη":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμο":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμοι":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμος":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμου":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμους":"υψηλόβαθμος", "υψηλόβαθμων":"υψηλόβαθμος", "υψηλοί":"ψηλός", "υψηλόμισθους":"υψηλόμισθος", "υψηλός":"ψηλός", "υψηλόσωμος":"υψηλόσωμος", "υψηλόσωμου":"υψηλόσωμος", "υψηλότατες":"ψηλός", "υψηλότατο":"ψηλός", "υψηλότατου":"ψηλός", "υψηλότατους":"ψηλός", "υψηλότατων":"ψηλός", "υψηλότερα":"ψηλός", "υψηλότερες":"ψηλός", "υψηλότερη":"ψηλός", "υψηλότερης":"ψηλός", "υψηλότερο":"ψηλός", "υψηλότεροι":"ψηλός", "υψηλότερος":"ψηλός", "υψηλότερου":"ψηλός", "υψηλότερους":"ψηλός", "υψηλοτέρων":"ψηλός", "υψηλότερων":"ψηλός", "υψηλού":"ψηλός", "υψηλούς":"ψηλός", "υψηλών":"ψηλός", "ύψη-ρεκόρ":"ύψη-ρεκόρ", "υψικάμινο":"υψικάμινος", "ύψιλον":"ύψιλον", "υψίπεδα":"υψίπεδο", "υψιπετές":"υψιπετής", "υψιπετή":"υψιπετής", "ύψιστα":"ύψιστος", "ύψιστη":"ύψιστος", "υψίστης":"ύψιστος", "ύψιστης":"ύψιστος", "ύψιστο":"ύψιστος", "υψομετρική":"υψομετρικός", "υψόμετρο":"υψόμετρο", "υψος":"ύψος", "ύψος":"ύψος", "ύψους":"ύψος", "υψωθεί":"υψώνω", "υψώθηκαν":"υψώνω", "υψώθηκε":"υψώνω", "υψωθούν":"υψώνω", "ύψωμα":"ύψωμα", "υψώματα":"ύψωμα", "υψώματος":"ύψωμα", "υψωμένες":"υψωμένος", "υψωμένη":"υψώνω", "υψωμένο":"υψώνω", "ύψωνε":"υψώνω", "υψώνει":"υψώνω", "υψώνεις":"υψώνω", "υψώνεται":"υψώνω", "υψώνονται":"υψώνω", "υψώνονταν":"υψώνω", "υψώνοντας":"υψώνω", "υψωνόταν":"υψώνω", "υψώνουν":"υψώνω", "ύψωσαν":"υψώνω", "υψωσε":"υψώνω", "ύψωσε":"υψώνω", "υψώσει":"υψώνω", "υψώσεις":"υψώνω", "ύψωση":"ύψωση", "υψώσουν":"υψώνω", "φ":"φ", "φ.":"φ.", "φ.α.β.ε.":"φ.α.β.ε.", "φ.δ.":"φ.δ.", "φ.δημ.":"φ.δημ.", "φ.κ.":"φ.κ.", "φ.π.α.":"φ.π.α.", "φ.ς.":"φ.ς.", "φ.χ.":"φ.χ.", "φάβα":"φάβα", "φάβας":"φάβα", "φαβέλες":"φαβέλες", "φάβες":"φάβα", "φαβορί":"φαβορί", "φαγάδικα":"φαγάδικος", "φάγαμε":"τρώγω", "φαγάνα":"φαγάνα", "φάγανε":"τρώω", "φαγητά":"φαγητό", "φαγητό":"φαγητό", "φαγητού":"φαγητό", "φαγητών":"φαγητό", "φαγιέζ":"φαγιέζ", "φαγιουμ":"φαγιούμ", "φαγιούμ":"φαγιούμ", "φαγκ":"φαγκ", "φαγκρί":"φαγκρί", "φαγοπότι":"φαγοπότι", "φαγωθεί":"τρώγω", "φαγωθούν":"τρώω", "φαγωμένο":"φαγωμένος", "φαε":"φάε", "φάε":"φάε", "φάει":"τρώω", "φαεινή":"φαεινός", "φαεινότερον":"φαεινός", "φαέλ":"φαέλ", "φαί":"φαί", "φαΐ":"φαΐ", "φαιά":"φαιός", "φαιάς":"φαιός", "φαιδρά":"φαιδρά", "φαιδράς":"φαιδράς", "φαιδρή":"φαιδρός", "φαιδρό":"φαιδρός", "φαιδρών":"φαιδρός", "φαίδωνας":"φαίδωνας", "φάιζαλ":"φάιζαλ", "φαίη":"φαίη", "φάιναλ":"φάιναλ", "φαϊνάνσιαλ":"φαϊνάνσιαλ", "φαίνεσαι":"φαίνομαι", "φαίνεσθαι":"φαίνεσθαι", "φαίνεστε":"φαίνομαι", "φαινεται":"φαίνομαι", "φαίνεται":"φαίνομαι", "φαίνομαι":"φαίνομαι", "φαινόμαστε":"φαίνομαι", "φαινόμενα":"φαινόμενο", "φαινόμενες":"φαινόμενος", "φαινομενικά":"φαινομενικά", "φαινομενική":"φαινομενικός", "φαινομενικής":"φαινομενικός", "φαινομενικό":"φαινομενικός", "φαινομενο":"φαινόμενο", "φαινόμενο":"φαινόμενο", "φαινομένου":"φαινόμενο", "φαινόμενου":"φαινόμενο", "φαινομένων":"φαινόμενο", "φαίνονται":"φαίνομαι", "φαίνονταν":"φαίνομαι", "φαινόταν":"φαίνομαι", "φαινότανε":"φαίνομαι", "φαινότυπο":"φαινότυπος", "φάινς":"φάινς", "φαϊσάλ":"φαϊσάλ", "φάιφερ":"φάιφερ", "φακα":"φάκα", "φάκα":"φάκα", "φακελάκι":"φακελάκι", "φακελάκια":"φακελάκι", "φάκελο":"φάκελος", "φάκελό":"φάκελος", "φάκελοι":"φάκελος", "φακελος":"φάκελος", "φάκελος":"φάκελος", "φάκελός":"φάκελος", "φακέλου":"φάκελος", "φακέλους":"φάκελος", "φακέλωμα":"φακέλωμα", "φακέλων":"φάκελος", "φακιδομύτη":"φακιδομύτη", "φακίρηδες":"φακίρης", "φακό":"φακός", "φακοί":"φακός", "φακός":"φακός", "φακού":"φακός", "φακούς":"φακός", "φάκτο":"φάκτο", "φακών":"φακός", "φάλαγγα":"φάλαγγα", "φάλαγγας":"φάλαγγας", "φάλαγγες":"φάλαγγας", "φάλαινα":"φάλαινα", "φάλαινας":"φάλαινα", "φάλαινες":"φάλαινα", "φαλαινοθήρες":"φαλαινοθήρας", "φαλαινοθηρία":"φαλαινοθηρία", "φαλαινοθηρίας":"φαλαινοθηρία", "φαλαινοθηρικές":"φαλαινοθηρικός", "φαλαινοθηρικό":"φαλαινοθηρικός", "φαλαινοθηρικού":"φαλαινοθηρικός", "φαλαινοθηρικών":"φαλαινοθηρικός", "φαλαινών":"φάλαινα", "φαλακρά":"φαλακρός", "φαλάκρας":"φαλάκρα", "φαλακρή":"φαλακρός", "φαλακρό":"φαλακρός", "φαλακρός":"φαλακρός", "φαλακρού":"φαλακρός", "φαλαρίδες":"φαλαρίδα", "φαληρικό":"φαληρικός", "φάληρο":"φάληρο", "φαληρου":"φάληρο", "φαλήρου":"φάληρο", "φαλκιδεύει":"φαλκιδεύω", "φαλκίδευσης":"φαλκίδευση", "φάλκον":"φάλκον", "φάλτσα":"φάλτσα", "φάλτσο":"φάλτσος", "φάμε":"τρώω", "φάμιλι":"φάμιλι", "φαμίλια":"φαμίλια", "φαμπιάνο":"φαμπιάνο", "φάμπιο":"φάμπιο", "φαμπιούς":"φαμπιούς", "φάμπρικα":"φάμπρικα", "φαμπρίτσιο":"φαμπρίτσιο", "φαν":"φαν", "φαναράκι":"φαναράκι", "φαναράκια":"φαναράκι", "φανάρι":"φανάρι", "φαναρια":"φανάρι", "φανάρια":"φανάρι", "φαναριών":"φανάρι", "φαναριώτης":"φαναριώτης", "φανατικά":"φανατικά", "φανατικές":"φανατικός", "φανατική":"φανατικός", "φανατικής":"φανατικός", "φανατικό":"φανατικός", "φανατικοί":"φανατικός", "φανατικος":"φανατικός", "φανατικός":"φανατικός", "φανατικότεροι":"φανατικός", "φανατικού":"φανατικός", "φανατικούς":"φανατικός", "φανατικών":"φανατικός", "φανατισμένη":"φανατίζω", "φανατισμένος":"φανατισμένος", "φανατισμένους":"φανατίζω", "φανατισμένων":"φανατίζω", "φανατισμό":"φανατισμός", "φανατισμός":"φανατισμός", "φανατισμού":"φανατισμός", "φανατισμούς":"φανατισμός", "φανατισμών":"φανατισμός", "φανδρίδης":"φανδρίδης", "φάνε":"τρώω", "φανεί":"φαίνομαι", "φανείτε":"φαίνομαι", "φανέλα":"φανέλα", "φανελα":"φανελάς", "φανελάκι":"φανελάκι", "φανέλας":"φανέλα", "φανέλες":"φανέλα", "φανερά":"φανερά", "φανερές":"φανερός", "φανερή":"φανερός", "φανερής":"φανερός", "φανερό":"φανερός", "φανερός":"φανερός", "φανερότερα":"φανερότερα", "φανερούς":"φανερός", "φανερωθεί":"φανερώνω", "φανερωθώ":"φανερώνω", "φανερωμένης":"φανερωμένος", "φανέρωνε":"φανερώνω", "φανερώνει":"φανερώνω", "φανερώνεται":"φανερώνω", "φανερώνοντας":"φανερώνω", "φανερώνουν":"φανερώνω", "φανέρωσαν":"φανερώνω", "φανέρωσε":"φανερώνω", "φανερώσει":"φανερώνω", "φανερώσουν":"φανερώνω", "φανη":"φανή", "φανή":"φανή", "φάνη":"φάνης", "φανήκαμε":"φαίνομαι", "φάνηκαν":"φαίνομαι", "φάνηκε":"φαίνομαι", "φανης":"φανή", "φανής":"φανή", "φάνης":"φάνης", "φάνκι":"φάνκι", "φανκο":"φανκο", "φανοί":"φανός", "φανός":"φανός", "φανουλα":"φανουλα", "φανούμε":"φαίνομαι", "φανούν":"φαίνομαι", "φανούριος":"φανούριος", "φανούς":"φανός", "φάνταζαν":"φαντάζω", "φάνταζε":"φαντάζω", "φαντάζει":"φαντάζω", "φαντάζεσαι":"φαντάζομαι", "φαντάζεσθε":"φαντάζομαι", "φαντάζεστε":"φαντάζομαι", "φαντάζεται":"φαντάζομαι", "φαντάζομαι":"φαντάζομαι", "φανταζόμασταν":"φαντάζομαι", "φανταζόμαστε":"φαντάζομαι", "φανταζόμουν":"φαντάζομαι", "φαντάζονται":"φαντάζομαι", "φαντάζονταν":"φαντάζομαι", "φανταζόσασταν":"φαντάζομαι", "φανταζόταν":"φαντάζομαι", "φανταζότανε":"φαντάζομαι", "φαντάζουν":"φαντάζω", "φανταρικό":"φανταρικό", "φανταρίστικης":"φανταρίστικος", "φαντάροι":"φαντάρος", "φαντάρος":"φαντάρος", "φαντάρου":"φαντάρος", "φαντάρους":"φαντάρος", "φαντάρων":"φαντάρος", "φαντασθεί":"φαντάζομαι", "φαντασθείτε":"φαντάζομαι", "φαντασθούμε":"φαντάζομαι", "φαντασθώ":"φαντάζομαι", "φαντασία":"φαντασία", "φαντασιακές":"φαντασιακός", "φαντασιακό":"φαντασιακός", "φαντασιακός":"φαντασιακός", "φαντασίαν":"φαντασία", "φαντασίας":"φαντασία", "φαντασιώσεις":"φαντασίωση", "φαντασιώσεων":"φαντασίωση", "φαντασίωση":"φαντασίωση", "φαντασίωσης":"φαντασίωση", "φάντασμα":"φάντασμα", "φάντασμά":"φάντασμα", "φαντασμαγορία":"φαντασμαγορία", "φαντασμαγορικά":"φαντασμαγορικός", "φαντασμαγορική":"φαντασμαγορικός", "φαντασμαγορικό":"φαντασμαγορικός", "φαντάσματα":"φάντασμα", "φαντασματων":"φάντασμα", "φαντασμάτων":"φάντασμα", "φαντάσου":"φαντάζομαι", "φανταστει":"φαντάζομαι", "φανταστεί":"φαντάζομαι", "φανταστείς":"φαντάζομαι", "φανταστείτε":"φαντάζομαι", "φανταστήκαμε":"φαντάζομαι", "φαντάστηκαν":"φαντάζομαι", "φαντάστηκε":"φαντάζομαι", "φανταστικά":"φανταστικά", "φανταστικά":"φανταστικός", "φανταστικές":"φανταστικός", "φανταστική":"φανταστικός", "φανταστικής":"φανταστικός", "φανταστικό":"φανταστικός", "φανταστικοί":"φανταστικός", "φανταστικός":"φανταστικός", "φανταστικού":"φανταστικός", "φανταστικούς":"φανταστικός", "φανταστικών":"φανταστικός", "φανταστούμε":"φαντάζομαι", "φανταστούν":"φαντάζομαι", "φανταστώ":"φαντάζομαι", "φανταχτερά":"φανταχτερά", "φανταχτερές":"φανταχτερός", "φανταχτερή":"φανταχτερός", "φανταχτερό":"φανταχτερός", "φάντις":"φάντις", "φάντομ":"φάντομ", "φανφάρες":"φανφάρα", "φανφαρονισμούς":"φανφαρονισμός", "φανώ":"φαίνομαι", "φανών":"φανός", "φαξ":"φαξ", "φάουλ":"φάουλ", "φάουλερ":"φάουλερ", "φαρ":"φαρ", "φάρα":"φάρα", "φαράγγι":"φαράγγι", "φαράγγια":"φαράγγι", "φαραγγιού":"φαράγγι", "φαραγγιών":"φαράγγι", "φαραώ":"φαραώ", "φαργκανη":"φαργκανη", "φαργκάνη":"φαργκάνη", "φαρδείς":"φαρδείς", "φαρδιά":"φαρδιά", "φαρδιά-πλατιά":"φαρδιά-πλατιά", "φαρδιές":"φαρδύς", "φαρδύ":"φαρδύς", "φάρελ":"φάρελ", "φαρέλι":"φαρέλι", "φαρένσε":"φαρένσε", "φάρενχορστ":"φάρενχορστ", "φαρέτρα":"φαρέτρα", "φαρίνη":"φαρίνη", "φαρισαϊκό":"φαρισαϊκός", "φαρισαίοι":"φαρισαίος", "φαρκαδόνα":"φαρκαδόνα", "φαρκαδονας":"φαρκαδονας", "φάρμα":"φάρμα", "φαρμακα":"φάρμακο", "φάρμακα":"φάρμακο", "φάρμακά":"φάρμακο", "φαρμακαποθήκες":"φαρμακαποθήκη", "φαρμακεία":"φαρμακεία", "φαρμακεία":"φαρμακείο", "φαρμακείο":"φαρμακείο", "φαρμακείου":"φαρμακείο", "φαρμακείων":"φαρμακείο", "φαρμακερή":"φαρμακερός", "φαρμακερό":"φαρμακερός", "φαρμακευτικά":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικες":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικές":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτική":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικής":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικό":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικοί":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικός":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικού":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικούς":"φαρμακευτικός", "φαρμακευτικών":"φαρμακευτικός", "φαρμάκη":"φαρμάκης", "φαρμάκης":"φαρμάκης", "φαρμάκι":"φαρμάκι", "φαρμακο":"φάρμακο", "φάρμακο":"φάρμακο", "φάρμακό":"φάρμακο", "φαρμακοβιομηχανία":"φαρμακοβιομηχανία", "φαρμακοβιομηχανίας":"φαρμακοβιομηχανία", "φαρμακόγλωσσο":"φαρμακόγλωσσος", "φαρμακοδιέγερση":"φαρμακοδιέγερση", "φαρμακοληψία":"φαρμακοληψία", "φαρμακολογία":"φαρμακολογία", "φαρμακολογικές":"φαρμακολογικός", "φαρμακοποιό":"φαρμακοποιός", "φαρμακοποιοί":"φαρμακοποιός", "φαρμακοποιός":"φαρμακοποιός", "φαρμακοποιού":"φαρμακοποιός", "φαρμακοποιούς":"φαρμακοποιός", "φαρμακοποιών":"φαρμακοποιός", "φαρμάκου":"φάρμακο", "φαρμάκων":"φάρμακο", "φάρμακων":"φάρμακο", "φάρμας":"φάρμα", "φάρμες":"φάρμα", "φάρνερουντ":"φάρνερουντ", "φάρο":"φάρος", "φάροι":"φάρος", "φάρος":"φάρος", "φαρούκ":"φαρούκ", "φάρσα":"φάρσα", "φαρσάκογλου":"φαρσάκογλου", "φάρσαλα":"φάρσαλα", "φαρσάλων":"φάρσαλα", "φάρσας":"φάρσα", "φάρσες":"φάρσα", "φαρσοκωμωδίας":"φαρσοκωμωδία", "φαρφάλα":"φαρφάλα", "φαρφάν":"φαρφάν", "φας":"τρώω", "φασαρία":"φασαρία", "φασαρίες":"φασαρίας", "φασαρτζίδικα":"φασαρτζίδικα", "φασαρτζίδικη":"φασαρτζίδικη", "φασεις":"φάση", "φάσεις":"φάση", "φάσεων":"φάση", "φαση":"φάση", "φάση":"φάση", "φασης":"φάση", "φάσης":"φάση", "φασιανού":"φασιανός", "φασιανών":"φασιανός", "φασισμό":"φασισμός", "φασισμού":"φασισμός", "φασίστα":"φασίστας", "φασίστας":"φασίστας", "φασίστες":"φασίστας", "φασιστικά":"φασιστικά", "φασιστικές":"φασιστικός", "φασιστική":"φασιστικός", "φασιστικής":"φασιστικός", "φασιστικό":"φασιστικός", "φασιστικός":"φασιστικός", "φασιστικού":"φασιστικός", "φασιστικών":"φασιστικός", "φασκιώνεται":"φασκιώνω", "φασκόμηλο":"φασκόμηλο", "φάσμα":"φάσμα", "φάσματα":"φάσμα", "φάσματος":"φάσμα", "φασμπίντερ":"φασμπίντερ", "φασολάδα":"φασολάδα", "φασολάδας":"φασολάδα", "φασολάκια":"φασολάκι", "φασόλι":"φασόλι", "φασόλια":"φασόλι", "φασόν":"φασόν", "φασούλα":"φασούλας", "φασουλή":"φασουλής", "φασουλήδες":"φασουλής", "φασουλής":"φασουλής", "φάσσα":"φάσσα", "φάσσας":"φάσσα", "φαστ":"φαστ", "φαστ-φουντ":"φαστ-φουντ", "φάτα":"φάτα", "φατάχ":"φατάχ", "φάτε":"τρώω", "φατεμέχ":"φατεμέχ", "φατίχ":"φατίχ", "φατούρος":"φατούρος", "φατριών":"φατρία", "φάτσα":"φάτσα", "φάτσερ":"φάτσερ", "φάτσες":"φάτσα", "φατσιάδης":"φατσιάδης", "φαύλα":"φαύλος", "φαύλο":"φαύλος", "φαύλοι":"φαύλος", "φαύλος":"φαύλος", "φαυλότητας":"φαυλότητα", "φαύλου":"φαύλος", "φαφλατά":"φαφλατάς", "φαφούτη":"φαφούτης", "φαφούτης":"φαφούτης", "φαχντ":"φαχντ", "φάω":"τρώγω", "φεβρουαριο":"φεβρουάριος", "φεβρουάριο":"φεβρουάριος", "φεβρουάριος":"φεβρουάριος", "φεβρουαρίου":"φεβρουάριος", "φεβρουάριου":"φεβρουάριου", "φεγγαρι":"φεγγάρι", "φεγγάρι":"φεγγάρι", "φεγγάρια":"φεγγάρι", "φεγγαριού":"φεγγάρι", "φέγγος":"φέγγος", "φεγενορντ":"φεγενορντ", "φέγενορντ":"φέγενορντ", "φεδερίκο":"φεδερίκο", "φεζ":"φεζ", "φέιγ":"φέιγ", "φεϊγβολάν":"φεϊγβολάν", "φέιγβολάν":"φέιγβολάν", "φειδά":"φειδά", "φειδώ":"φειδώ", "φειδωλά":"φειδωλά", "φειδωλή":"φειδωλός", "φειδωλοί":"φειδωλός", "φέιθφουλ":"φέιθφουλ", "φεϊμ":"φεϊμ", "φέιμ":"φέιμ", "φέιν":"φέιν", "φειντια":"φειντια", "φέις":"φέις", "φεκ":"φεκ", "φέλβσιο":"φέλβσιο", "φελεκης":"φελεκης", "φελέκης":"φελέκης", "φελίξ":"φελίξ", "φελίπε":"φελίπε", "φελλό":"φελλός", "φελλοί":"φελλός", "φελλούς":"φελλός", "φέλτον":"φέλτον", "φεμάργκο":"φεμάργκο", "φέμερλινγκ":"φέμερλινγκ", "φεμινισμό":"φεμινισμός", "φεμινισμός":"φεμινισμός", "φεμινισμού":"φεμινισμός", "φεμινιστές":"φεμινιστής", "φεμινιστικά":"φεμινιστικός", "φεμινιστική":"φεμινιστικός", "φεμινιστικό":"φεμινιστικός", "φεμινίστρια":"φεμινίστρια", "φεμινίστριες":"φεμινίστρια", "φεμινιστριών":"φεμινίστρια", "φενάκη":"φενάκη", "φενεό":"φενεό", "φενερμπαξέ85":"φενερμπαξέ85", "φενερμπαξέ8-71131":"φενερμπαξέ8-71131", "φέντερερ":"φέντερερ", "φεντερίκο":"φεντερίκο", "φέξει":"φέγγω", "φεουδάρχες":"φεουδάρχης", "φεουδαρχίας":"φεουδαρχία", "φεουδαρχικό":"φεουδαρχικός", "φεουδαρχικού":"φεουδαρχικός", "φερ'":"φέρω", "φεραίος":"φεραίος", "φεραίου":"φεραίος", "φέραμε":"φέρω", "φεραν":"φεραν", "φέρανε":"φέρω", "φεράντε":"φεράντε", "φεραντίζ":"φεραντίζ", "φεραρέζε":"φεραρέζε", "φέρατε":"φέρω", "φέργκιουσον":"φέργκιουσον", "φερε":"φερε", "φέρε":"φέρω", "φερέγγυα":"φερέγγυος", "φερεγγυότητα":"φερεγγυότητα", "φερεγγυότητας":"φερεγγυότητα", "φέρει":"φέρω", "φερέιρα":"φερέιρα", "φέρεις":"φέρω", "φερεκίδης":"φερεκίδης", "φέρελπης":"φέρελπις", "φερεντίνο":"φερεντίνος", "φερεντίνος":"φερεντίνος", "φερεντσβάρος":"φερεντσβάρος", "φερέρο-βαλντνέρ":"φερέρο-βαλντνέρ", "φέρεσθαι":"φέρεσθαι", "φέρεστε":"φέρω", "φέρεται":"φέρω", "φέρετε":"φέρω", "φερετζέ":"φερετζές", "φερετζές":"φερετζές", "φέρετρα":"φέρετρο", "φέρετρο":"φέρετρο", "φέρετρό":"φέρετρο", "φερέφωνα":"φερέφωνο", "φερέφωνο":"φερέφωνο", "φερθεί":"φέρω", "φερθείτε":"φέρω", "φέρθηκαν":"φέρω", "φέρθηκε":"φέρω", "φερθούμε":"φέρω", "φέρι":"φέρι", "φέρλογκ":"φέρλογκ", "φέρμπερμπεκ":"φέρμπερμπεκ", "φέρνανε":"φέρω", "φερναντεζ":"φερναντεζ", "φερναντέζ":"φερναντέζ", "φερνάντεζ":"φερνάντεζ", "φερνάντες":"φερνάντες", "φερναντο":"φερναντο", "φερνάντο":"φερνάντο", "φέρνατε":"φέρω", "φέρνει":"φέρω", "φέρνεις":"φέρω", "φέρνετε":"φέρω", "φέρνοντας":"φέρω", "φέρνουμε":"φέρω", "φέρνουν":"φέρω", "φερντιναντ":"φερντιναντ", "φερντινάντ":"φερντινάντ", "φέρντιναντ":"φέρντιναντ", "φερντινάντο":"φερντινάντο", "φέρνω":"φέρω", "φερόες":"φερόες", "φερόμαστε":"φέρω", "φερόμενες":"φερόμενος", "φερόμενη":"φερόμενος", "φερόμενο":"φερόμενος", "φερόμενοι":"φερόμενος", "φερόμενος":"φερόμενος", "φερόμενου":"φερόμενος", "φερόμενους":"φερόμενος", "φερομένων":"φερόμενος", "φερόμενων":"φερόμενος", "φέρον":"φέρων", "φέροντα":"φέρων", "φέρονται":"φέρω", "φέρονταν":"φέρω", "φέροντας":"φέρω", "φέροντος":"φέρων", "φερόντων":"φέρων", "φερόταν":"φέρω", "φερούζα":"φερούζα", "φέρουμε":"φέρω", "φέρουν":"φέρω", "φέρουσα":"φέρων", "φερρών":"φερρών", "φερσίματα":"φέρσιμο", "φερστερ":"φερστερ", "φέρστερ":"φέρστερ", "φερτα":"φερτός", "φέρτε":"φέρω", "φέρτη":"φέρτης", "φερχάτ":"φερχάτ", "φέρω":"φέρω", "φερών":"φέρες", "φέσι":"φέσι", "φέσια":"φέσι", "φέσσας":"φέσσας", "φεστιβαλ":"φεστιβαλ", "φεστιβάλ":"φεστιβάλ", "φεστιβαλική":"φεστιβαλικός", "φέστο":"φέστο", "φέτα":"φέτα", "φέτας":"φέτα", "φέτες":"φέτα", "φετινά":"φετινός", "φετινές":"φετινός", "φετινή":"φετινός", "φετινής":"φετινός", "φετινό":"φετινός", "φετινοί":"φετινός", "φετινός":"φετινός", "φετινού":"φετινός", "φετινούς":"φετινός", "φετινών":"φετινός", "φετίσοβ":"φετίσοβ", "φετίχ":"φετίχ", "φετος":"φέτος", "φέτος":"φέτος", "φετφάς":"φετφάς", "φευ":"φευ", "φεύγα":"φεύγας", "φευγαλέα":"φευγαλέα", "φευγαλέο":"φευγαλέος", "φεύγαμε":"φεύγω", "φευγάτα":"φευγάτος", "φευγάτο":"φευγάτος", "φεύγει":"φεύγω", "φεύγεις":"φεύγω", "φευγιό":"φευγιό", "φεύγοντας":"φεύγω", "φεύγουμε":"φεύγω", "φεύγουν":"φεύγω", "φεύγω":"φεύγω", "φήμες":"φήμη", "φήμη":"φήμη", "φήμης":"φήμη", "φημίζεται":"φημίζομαι", "φημίζονται":"φημίζομαι", "φημιζόταν":"φημίζομαι", "φημισμένα":"φημισμένος", "φημισμένες":"φημισμένος", "φημισμένη":"φημισμένος", "φημισμένης":"φημισμένος", "φημισμένο":"φημισμένος", "φημισμένοι":"φημίζομαι", "φημισμένος":"φημισμένος", "φημισμένου":"φημίζομαι", "φημισμένων":"φημίζομαι", "φημολογείται":"φημολογείται", "φημολογία":"φημολογία", "φημολογίας":"φημολογία", "φημολογίες":"φημολογία", "φημολογούμενα":"φημολογούμενος", "φημολογούμενες":"φημολογούμενος", "φημολογούμενη":"φημολογούμενος", "φημολογούμενο":"φημολογούμενος", "φημών":"φήμη", "φθάνει":"φτάνω", "φθάνετε":"φτάνω", "φθάνοντας":"φτάνω", "φθάνουμε":"φθάνω", "φθάνουν":"φτάνω", "φθαρεί":"φθείρω", "φθαρμένα":"φθαρμένος", "φθαρμένες":"φθείρω", "φθαρμένη":"φθαρμένος", "φθαρμένης":"φθαρμένος", "φθαρμένο":"φθαρμένος", "φθάσαμε":"φτάνω", "φθάσει":"φτάνω", "φθάσεις":"φτάνω", "φθάσετε":"φτάνω", "φθάσουμε":"φτάνω", "φθάσουν":"φτάνω", "φθάσω":"φτάνω", "φθείρονται":"φθείρω", "φθείρουν":"φθείρω", "φθηνά":"φθηνά", "φθηνά":"φθηνός", "φθηνές":"φθηνός", "φθηνή":"φθηνός", "φθηνής":"φθηνός", "φθηνό":"φθηνός", "φθηνοί":"φθηνός", "φθηνός":"φθηνός", "φθηνότερα":"φθηνός", "φθηνότερες":"φθηνός", "φθηνότερη":"φθηνός", "φθηνότερο":"φθηνός", "φθηνότερου":"φθηνός", "φθηνού":"φθηνός", "φθηνών":"φθηνός", "φθίνει":"φθίνω", "φθίνοντα":"φθίνων", "φθινοπωρινή":"φθινοπωρινός", "φθινοπωρινό":"φθινοπωρινός", "φθινόπωρο":"φθινόπωρο", "φθινοπώρου":"φθινόπωρο", "φθίνουν":"φθίνω", "φθίνουσα":"φθίνων", "φθίνουσας":"φθίνων", "φθιώτιδα":"φθιώτιδα", "φθιώτιδας":"φθιώτιδα", "φθόγγοι":"φθόγγος", "φθόγγους":"φθόγγος", "φθονεί":"φθονώ", "φθόνο":"φθόνος", "φθόνος":"φθόνος", "φθονούν":"φθονώ", "φθονώ":"φθονώ", "φθορά":"φθορά", "φθοράς":"φθορά", "φθορές":"φθορά", "φθοροποιό":"φθοροποιός", "φθορών":"φθορά", "φι":"φι", "φιάλα":"φιάλα", "φιάλες":"φιάλη", "φιάλη":"φιάλη", "φιάλης":"φιάλη", "φιάσκο":"φιάσκο", "φιγκαρό":"φιγκαρό", "φίγκαρο":"φίγκαρο", "φιγκερέδο":"φιγκερέδο", "φίγκιουρ":"φίγκιουρ", "φίγκο":"φίγκο", "φιγούρα":"φιγούρα", "φιγουράρει":"φιγουράρω", "φιγουράριζαν":"φιγουράρω", "φιγουράριζε":"φιγουράρω", "φιγουράρουν":"φιγουράρω", "φιγούρες":"φιγούρα", "φιδάκι":"φιδάκι", "φίδι":"φίδι", "φίδια":"φίδι", "φιδιου":"φίδι", "φιδιού":"φίδι", "φιδίσιο":"φιδίσιος", "φιδίσιων":"φιδίσιος", "φιδιών":"φίδι", "φιδογυριστό":"φιδογυριστό", "φιέστα":"φιέστα", "φιέστας":"φιέστα", "φιέστες":"φιέστα", "φίκα":"φίκα", "φίκας":"φίκας", "φιλ":"φιλ", "φιλ.":"φιλ.", "φίλα":"φίλος", "φιλαδαρλή":"φιλαδαρλή", "φιλαδαρλής":"φιλαδαρλής", "φιλαδέλφεια":"φιλαδέλφεια", "φιλαδέλφειας":"φιλαδέλφεια", "φιλάει":"φιλώ", "φίλαθλα":"φίλαθλος", "φίλαθλη":"φίλαθλος", "φίλαθλο":"φίλαθλος", "φίλαθλοι":"φίλαθλος", "φίλαθλοί":"φίλαθλος", "φίλαθλος":"φίλαθλος", "φιλάθλου":"φίλαθλος", "φίλαθλου":"φίλαθλος", "φιλάθλους":"φίλαθλος", "φίλαθλους":"φίλαθλος", "φιλάθλων":"φίλαθλος", "φιλάκι":"φιλάκι", "φιλαλήθεια":"φιλαλήθεια", "φιλανδία":"φιλανδία", "φιλανδικής":"φιλανδικός", "φιλανδούς":"φιλανδός", "φιλάνε":"φιλώ", "φιλάνθρωπα":"φιλάνθρωπος", "φιλανθρωπία":"φιλανθρωπία", "φιλανθρωπίας":"φιλανθρωπία", "φιλανθρωπίες":"φιλανθρωπία", "φιλανθρωπικές":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπική":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπικής":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπικό":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπικού":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπικούς":"φιλανθρωπικός", "φιλανθρωπικών":"φιλανθρωπικός", "φιλάνθρωποι":"φιλάνθρωπος", "φιλάνθρωπος":"φιλάνθρωπος", "φιλάνθρωπου":"φιλάνθρωπος", "φιλαράκι":"φιλαράκι", "φιλαράκια":"φιλαράκι", "φιλαρέτη":"φιλαρέτη", "φιλάρετος":"φιλάρετος", "φιλαρμονικές":"φιλαρμονική", "φιλαρμονική":"φιλαρμονική", "φιλαρμονικής":"φιλαρμονική", "φιλάσθενης":"φιλάσθενος", "φιλαυτία":"φιλαυτία", "φιλέ":"φιλές", "φίλε":"φίλος", "φιλειρηνικά":"φιλειρηνικός", "φιλειρηνικές":"φιλειρηνικός", "φιλειρηνική":"φιλειρηνικός", "φιλειρηνικού":"φιλειρηνικός", "φιλειρηνικών":"φιλειρηνικός", "φιλειρηνισμός":"φιλειρηνισμός", "φιλέκοβιτς":"φιλέκοβιτς", "φιλελεύθερα":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερες":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερη":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερης":"φιλελεύθερος", "φιλελευθερισμό":"φιλελευθερισμός", "φιλελευθερισμός":"φιλελευθερισμός", "φιλελευθερισμού":"φιλελευθερισμός", "φιλελεύθερο":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθεροι":"φιλελεύθερος", "φιλελευθεροποίηση":"φιλελευθεροποίηση", "φιλελεύθερος":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερου":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερους":"φιλελεύθερος", "φιλελευθέρων":"φιλελεύθερος", "φιλελεύθερων":"φιλελεύθερος", "φιλέλληνα":"φιλέλληνας", "φιλέλληνας":"φιλέλληνας", "φιλελληνική":"φιλελληνικός", "φιλελλήνων":"φιλέλληνας", "φιλενάδα":"φιλενάδα", "φιλενάδες":"φιλενάδα", "φιλενάδων":"φιλενάδα", "φιλεργατικές":"φιλεργατικός", "φίλες":"φίλη", "φιλέτα":"φιλέτο", "φιλετάκια":"φιλετάκι", "φιλέτο":"φιλέτο", "φιλεύσπλαχνος":"φιλεύσπλαχνος", "φιλέψει":"φιλεύω", "φίλη":"φίλη", "φίλημα":"φίλημα", "φίλης":"φίλος", "φίλησε":"φιλώ", "φιλήσει":"φιλώ", "φιλήσουν":"φιλώ", "φιλήσυχη":"φιλήσυχος", "φιλήσυχοι":"φιλήσυχος", "φιλήσυχος":"φιλήσυχος", "φιλήσυχους":"φιλήσυχος", "φιλί":"φιλί", "φιλιά":"φιλί", "φιλία":"φιλία", "φίλια":"φίλιος", "φιλιας":"φιλία", "φιλίας":"φιλία", "φιλίες":"φιλία", "φίλιες":"φίλιος", "φιλικά":"φιλικά", "φιλικά":"φιλικός", "φιλικές":"φιλικός", "φιλική":"φιλικός", "φιλικής":"φιλικός", "'φιλικό'":"'φιλικό'", "φιλικο":"φιλικός", "φιλικό":"φιλικός", "φιλικοί":"φιλικός", "φιλικός":"φιλικός", "φιλικότατα":"φιλικά", "φιλικότητα":"φιλικότητα", "φιλικού":"φιλικός", "φιλικούς":"φιλικός", "φιλικών":"φιλικός", "φιλιούσης":"φιλιούσης", "φιλίπ":"φιλίπ", "φίλιπ":"φίλιπ", "φίλιπο":"φίλιπο", "φιλιππάκο":"φιλιππάκο", "φιλιππάκος":"φιλιππάκος", "φιλίππειον":"φιλίππειον", "φιλιππίδη":"φιλιππίδης", "φιλιππίδης":"φιλιππίδης", "φιλιππικοί":"φιλιππικός", "φιλιππινέζοι":"φιλιππινέζος", "φιλιππίνες":"φιλιππίνες", "φιλιππίνων":"φιλιππίνες", "φίλιππο":"φίλιππος", "φιλιπποπουλου":"φιλιπποπουλου", "φιλιπποπούλου":"φιλιπποπούλου", "φιλιππος":"φίλιππος", "φίλιππος":"φίλιππος", "φιλιππου":"φίλιππος", "φιλίππου":"φίλιππος", "φίλιππου":"φίλιππου", "φιλιππούλη":"φιλιππούλη", "φιλιππούπολης":"φιλιππούπολη", "φιλίππους":"φίλιππος", "φίλιπς":"φίλιπς", "φιλίτσα":"φιλίτσα", "φίλκεραμ":"φίλκεραμ", "φιλλίπειον":"φιλλίπειον", "φιλμ":"φιλμ", "φίλμ":"φίλμ", "φιλμάκι":"φιλμάκι", "φιλμάκια":"φιλμάκι", "φιλμική":"φιλμική", "φιλμ-νουάρ":"φιλμ-νουάρ", "φιλμογραφία":"φιλμογραφία", "φίλο":"φίλος", "φιλοαμερικανική":"φιλοαμερικανικός", "φιλόδοξα":"φιλόδοξος", "φιλοδοξεί":"φιλοδοξώ", "φιλόδοξες":"φιλόδοξος", "φιλόδοξη":"φιλόδοξος", "φιλόδοξης":"φιλόδοξος", "φιλοδοξία":"φιλοδοξία", "φιλοδοξίας":"φιλοδοξία", "φιλοδοξίες":"φιλοδοξία", "φιλοδοξιών":"φιλοδοξία", "φιλόδοξο":"φιλόδοξος", "φιλόδοξοι":"φιλόδοξος", "φιλόδοξος":"φιλόδοξος", "φιλόδοξου":"φιλόδοξος", "φιλοδοξούμε":"φιλοδοξώ", "φιλοδοξούν":"φιλοδοξώ", "φιλόδοξους":"φιλόδοξος", "φιλοδοξούσε":"φιλοδοξώ", "φιλοδοξώντας":"φιλοδοξώ", "φιλοδυτική":"φιλοδυτικός", "φιλοδυτικό":"φιλοδυτικός", "φιλοδωρεί":"φιλοδωρώ", "φιλοδώρημα":"φιλοδώρημα", "φιλοδώρησαν":"φιλοδωρώ", "φιλοδώρησε":"φιλοδωρώ", "φιλοευρωπαϊκές":"φιλοευρωπαϊκός", "φιλοευρωπαϊκός":"φιλοευρωπαϊκός", "φιλοζωία":"φιλοζωία", "φιλοζωικά":"φιλοζωικός", "φιλοζωικές":"φιλοζωικός", "φιλοζωική":"φιλοζωικός", "φιλοζωικής":"φιλοζωικός", "φιλοζωικών":"φιλοζωικός", "φιλόζωοι":"φιλόζωος", "φιλόζωος":"φιλόζωος", "φιλόζωους":"φιλόζωος", "φιλοθεάμον":"φιλοθεάμων", "φιλοθεάμονος":"φιλοθεάμων", "φιλοθιβετιανού":"φιλοθιβετιανός", "φιλοι":"φίλος", "φίλοι":"φίλος", "φιλοκτήτης":"φιλοκτήτης", "φιλοκυβερνητική":"φιλοκυβερνητικός", "φιλολαϊκή":"φιλολαϊκός", "φιλολαϊκο":"φιλολαϊκός", "φιλολαϊκό":"φιλολαϊκός", "φιλολογία":"φιλολογία", "φιλολογίας":"φιλολογία", "φιλολογικά":"φιλολογικά", "φιλολογικές":"φιλολογικός", "φιλολογική":"φιλολογικός", "φιλολογικής":"φιλολογικός", "φιλολογικό":"φιλολογικός", "φιλολογικών":"φιλολογικός", "φιλολογιών":"φιλολογία", "φιλόλογο":"φιλόλογος", "φιλόλογοι":"φιλόλογος", "φιλολογος":"φιλόλογος", "φιλόλογος":"φιλόλογος", "φιλολόγου":"φιλόλογος", "φιλόλογου":"φιλόλογος", "φιλολόγους":"φιλόλογος", "φιλολόγων":"φιλόλογος", "φιλομαθών":"φιλομαθής", "φιλομήλα":"φιλομήλα", "φιλομηλας":"φιλομήλα", "φιλομήλας":"φιλομήλα", "φιλόμουση":"φιλόμουσος", "φιλονικία":"φιλονικία", "φιλόνομο":"φιλόνομος", "φιλόξενα":"φιλόξενος", "φιλοξενεί":"φιλοξενώ", "φιλοξενείται":"φιλοξενώ", "φιλοξενείτε":"φιλοξενώ", "φιλόξενη":"φιλόξενος", "φιλοξενηθεί":"φιλοξενώ", "φιλοξενήθηκαν":"φιλοξενώ", "φιλοξενήθηκε":"φιλοξενώ", "φιλοξενηθούν":"φιλοξενώ", "φιλοξένησαν":"φιλοξενώ", "φιλοξένησε":"φιλοξενώ", "φιλοξενήσει":"φιλοξενώ", "φιλοξενήσουμε":"φιλοξενώ", "φιλοξενήσουν":"φιλοξενώ", "φιλοξενήσω":"φιλοξενώ", "φιλοξενία":"φιλοξενία", "φιλοξενιας":"φιλοξενία", "φιλοξενίας":"φιλοξενία", "φιλόξενο":"φιλόξενος", "φιλόξενοι":"φιλόξενος", "φιλοξενούμε":"φιλοξενώ", "φιλοξενούμενες":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενη":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενης":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενουμενοι":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενοι":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενος":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενουμένους":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενους":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενουμένων":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούμενων":"φιλοξενούμενος", "φιλοξενούν":"φιλοξενώ", "φιλοξενούνται":"φιλοξενώ", "φιλοξενούνταν":"φιλοξενώ", "φιλοξενούντος":"φιλοξενών", "φιλοξενούσε":"φιλοξενώ", "φιλοξενώντας":"φιλοξενώ", "φιλο-ολυμπιακών":"φιλο-ολυμπιακών", "φιλοπατρία":"φιλοπατρία", "φιλοποίμενα":"φιλοποιμένας", "φιλοπόλεμων":"φιλοπόλεμος", "φιλόπτωχος":"φιλόπτωχος", "φιλοπτώχου":"φιλόπτωχος", "φιλος":"φίλος", "φίλος":"φίλος", "φιλοσοσιαλιστική":"φιλοσοσιαλιστικός", "φιλοσοφία":"φιλοσοφία", "φιλοσοφίας":"φιλοσοφία", "φιλοσοφίες":"φιλοσοφία", "φιλοσοφικά":"φιλοσοφικά", "φιλοσοφικές":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφική":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφικής":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφικό":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφικός":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφικού":"φιλοσοφικός", "φιλοσοφικών":"φιλοσοφικός", "φιλόσοφο":"φιλόσοφος", "φιλόσοφοι":"φιλόσοφος", "φιλόσοφος":"φιλόσοφος", "φιλοσόφου":"φιλόσοφος", "φιλόσοφου":"φιλόσοφος", "φιλοσοφούν":"φιλοσοφώ", "φιλοσόφους":"φιλόσοφος", "φιλόσοφους":"φιλόσοφος", "φιλοσόφους'":"φιλοσόφους'", "φιλοσόφων":"φιλόσοφος", "φιλόστοργη":"φιλόστοργος", "φιλοτεχνηθεί":"φιλοτεχνώ", "φιλοτέχνησε":"φιλοτεχνώ", "φιλοτεχνήσει":"φιλοτεχνώ", "φιλότεχνοι":"φιλότεχνος", "φιλότεχνου":"φιλότεχνος", "φιλότεχνους":"φιλότεχνος", "φιλότεχνων":"φιλότεχνος", "φιλότιμες":"φιλότιμος", "φιλότιμη":"φιλότιμος", "φιλοτιμηθεί":"φιλοτιμώ", "φιλοτιμηθούν":"φιλοτιμώ", "φιλότιμης":"φιλότιμος", "φιλοτιμήσει":"φιλοτιμώ", "φιλοτιμίαν":"φιλοτιμία", "φιλότιμο":"φιλότιμος", "φιλότιμοι":"φιλότιμος", "φιλότιμος":"φιλότιμος", "φιλοτομαρίζουν":"φιλοτομαρίζουν", "φιλοτουρκικά":"φιλοτουρκικός", "φίλου":"φίλος", "φιλους":"φίλος", "φίλους":"φίλος", "φίλόυς":"φίλος", "φιλοφρονήσεις":"φιλοφρόνηση", "φιλοφρόνηση":"φιλοφρόνηση", "φιλοχρήματοι":"φιλοχρήματος", "φιλς":"φιλς", "φιλτάτη":"φίλτατος", "φίλτατο":"φίλτατος", "φιλτρα":"φίλτρο", "φίλτρα":"φίλτρο", "φιλτράρει":"φιλτράρω", "φιλτράρεται":"φιλτράρω", "φιλτράρισμα":"φιλτράρισμα", "φιλτραρίσματος":"φιλτράρισμα", "φιλτραρισμένες":"φιλτραρισμένος", "φιλτραριστεί":"φιλτράρω", "φιλτράρουν":"φιλτράρω", "φίλτρο":"φίλτρο", "φίλτρων":"φίλτρο", "φιλύρα":"φιλύρα", "φιλύρες":"φιλύρα", "φιλυριά":"φιλυριά", "φίλυρο":"φίλυρο", "φιλύρου":"φιλύρου", "φιλων":"φίλος", "φίλων":"φίλος", "φιλώντας":"φιλώ", "φιμπα":"φιμπα", "φιμωθούν":"φιμώνω", "φίμωση":"φίμωση", "φίμωσή":"φίμωση", "φιμώσουν":"φιμώνω", "φίμωτρο":"φίμωτρο", "φιν":"φιν", "φιναλε":"φινάλε", "φινάλε":"φινάλε", "φιναλίστ":"φιναλίστ", "φινέτσα":"φινέτσα", "φινετσάτη":"φινετσάτος", "φινετσάτο":"φινετσάτος", "φίνι":"φίνι", "φίνιξ":"φίνιξ", "φινιριστηρίων":"φινιριστήριο", "φίνις":"φίνις", "φινκ":"φινκ", "φινλ":"φινλ", "φινλανδία":"φινλανδία", "φινλανδίας":"φινλανδία", "φινλανδικά":"φιλανδικός", "φινλανδικό":"φιλανδικός", "φινλανδός":"φινλανδός", "φινοκαλιώτης":"φινοκαλιώτης", "φινόκιο":"φινόκιο", "φίνπα":"φίνπα", "φιντέλ":"φιντέλ", "φιντεξπορτ":"φιντεξπορτ", "φιξ":"φιξ", "φιόνα":"φιόνα", "φιόρδ":"φιόρδ", "φιορεντίνα":"φιορεντίνα", "φιορεντίνα-κιέβο":"φιορεντίνα-κιέβο", "φιοριτούρες":"φιοριτούρα", "φιούρι":"φιούρι", "φίρερ":"φίρερ", "φιρίκι":"φιρίκι", "φίρμα":"φίρμα", "φιρμάνι":"φιρμάνι", "φίρμας":"φίρμα", "φίρμες":"φίρμα", "φις":"φις", "φισερ":"φισερ", "φίσερ":"φίσερ", "φίσκα":"φίσκα", "φίσμπερν":"φίσμπερν", "φιστίκια":"φιστίκι", "φιστικιών":"φιστικής", "φιτζέραλντ":"φιτζέραλντ", "φίτζι":"φίτζι", "φιτρ":"φιτρ", "φιφα":"φιφα", "φλ.":"φλ.", "φλαβίνιο":"φλαβίνιο", "φλαβιο":"φλάβιος", "φλάβιο":"φλάβιος", "φλαμένκο":"φλαμένκο", "φλαμούλι":"φλαμούλι", "φλαμουριάς":"φλαμουριά", "φλαμπερ":"φλαμπερ", "φλαμπούρης":"φλαμπούρης", "φλάουτα":"φλάουτο", "φλαουτίστα":"φλαουτίστας", "φλάουτο":"φλάουτο", "φλάουτου":"φλάουτο", "φλας":"φλας", "φλατ-παπούτσια":"φλατ-παπούτσια", "φλέβα":"φλέβα", "φλεβαράκη":"φλεβαράκη", "φλεβαράκης":"φλεβαράκης", "φλεβάρη":"φλεβάρης", "φλέβες":"φλέβα", "φλεβικής":"φλεβικός", "φλεβικών":"φλεβικός", "φλεβών":"φλέβα", "φλέγεται":"φλέγω", "φλεγμονές":"φλεγμονή", "φλεγμονή":"φλεγμονή", "φλεγόμενα":"φλεγόμενος", "φλεγόμενες":"φλεγόμενος", "φλεγόμενη":"φλεγόμενος", "φλεγόμενης":"φλεγόμενος", "φλεγόμενο":"φλεγόμενος", "φλεγόμενου":"φλεγόμενος", "φλεγόμενων":"φλεγόμενος", "φλέγον":"φλέγων", "φλέγοντα":"φλέγων", "φλέγονται":"φλέγω", "φλεμιγκ":"φλεμιγκ", "φλέμιγκ":"φλέμιγκ", "φλέντερ":"φλέντερ", "φλέντερους":"φλέντερους", "φλεξοπακ":"φλεξοπακ", "φλερί":"φλερί", "φλερτ":"φλερτ", "φλέρταρε":"φλερτάρω", "φλερτάρει":"φλερτάρω", "φλερτάρουν":"φλερτάρω", "φλέσσα":"φλέσσα", "φλέσσας":"φλέσσας", "φλέτσερ":"φλέτσερ", "φληναφήματα":"φληνάφημα", "φλιντ":"φλιντ", "φλισκούνι":"φλισκούνι", "φλιτζάνι":"φλιτζάνι", "φλιτζάνια":"φλιτζάνι", "φλιτζανιού":"φλιτζάνι", "φλιώνη":"φλιώνη", "φλόγα":"φλόγα", "φλόγας":"φλόγα", "φλόγας-ίκαροι":"φλόγας-ίκαροι", "φλογέρα":"φλογέρα", "φλογέρες":"φλογέρα", "φλογερή":"φλογερός", "φλόγες":"φλόγα", "φλογητών":"φλογητών", "φλογίζει":"φλογίζω", "φλογίζονταν":"φλογίζω", "φλογισμενες":"φλογισμένος", "φλογοβόλο":"φλογοβόλος", "φλοιό":"φλοιός", "φλοιός":"φλοιός", "φλοιού":"φλοιός", "φλοίσβος":"φλοίσβος", "φλόκα":"φλόκα", "φλοκάρι":"φλοκάρι", "φλόρα":"φλόρα", "φλορεντίνο":"φλορεντίνο", "φλόρες":"φλόρες", "φλόριντα":"φλόριντα", "φλόριχαν":"φλόριχαν", "φλου":"φλου", "φλούδα":"φλούδα", "φλούδες":"φλούδα", "φλουρί":"φλουρί", "φλύαρα":"φλύαρος", "φλύαρη":"φλύαρος", "φλυαρία":"φλυαρία", "φλυαρίας":"φλυαρία", "φλυαρίες":"φλυαρία", "φλύαρο":"φλύαρος", "φλύαρος":"φλύαρος", "φλυαρούμε":"φλυαρώ", "φλυαρούν":"φλυαρώ", "φλύσκας":"φλύσκας", "φλωμπέρ":"φλωμπέρ", "φλωρά":"φλωρά", "φλώρα":"φλώρα", "φλωράκη":"φλωράκης", "φλωράκης":"φλωράκης", "φλωρεντία":"φλωρεντία", "φλωρίδη":"φλωρίδη", "φλωρίδης":"φλωρίδης", "φλωρινα":"φλώρινα", "φλώρινα":"φλώρινα", "φλώρινας":"φλώρινα", "φλώρινας-καστοριάς":"φλώρινας-καστοριάς", "φλώρινας-κεραυνός":"φλώρινας-κεραυνός", "φλώρινα-χωναίος":"φλώρινα-χωναίος", "φλωρίνης":"φλωρίνης", "φλωρινιώτες":"φλωρινιώτης", "φλωρινιώτης":"φλωρινιώτης", "φλώρο":"φλώρος", "φλώρος":"φλώρος", "φμαπ":"φμαπ", "φμς":"φμς", "φο":"φο", "φοβ":"φοβ", "φοβάμαι":"φοβούμαι", "φοβάσαι":"φοβούμαι", "φοβάστε":"φοβούμαι", "φοβάται":"φοβούμαι", "φοβερά":"φοβερός", "φοβερές":"φοβερός", "φοβερή":"φοβερός", "φοβερής":"φοβερός", "φοβερό":"φοβερός", "φοβερός":"φοβερός", "φοβερότερο":"φοβερός", "φοβερότερος":"φοβερός", "φοβερού":"φοβερός", "φοβερούς":"φοβερός", "φοβηθεί":"φοβούμαι", "φοβήθηκα":"φοβούμαι", "φοβηθήκαμε":"φοβούμαι", "φοβήθηκαν":"φοβούμαι", "φοβήθηκε":"φοβούμαι", "φοβηθούμε":"φοβούμαι", "φοβηθούν":"φοβούμαι", "φοβηθώ":"φοβούμαι", "φοβήται":"φοβήται", "φόβητρο":"φόβητρο", "φοβία":"φοβία", "φοβίας":"φοβία", "φοβίες":"φοβία", "φόβιζε":"φοβίζω", "φοβίζει":"φοβίζω", "φοβίζουν":"φοβίζω", "φοβική":"φοβικός", "φοβικό":"φοβικός", "φοβικών":"φοβικός", "φόβιο":"φόβιο", "φοβίσει":"φοβίζω", "φοβισμένα":"φοβισμένος", "φοβισμένες":"φοβίζω", "φοβισμένη":"φοβίζω", "φοβισμένο":"φοβίζω", "φοβισμένοι":"φοβίζω", "φοβισμένος":"φοβισμένος", "φοβισμένους":"φοβίζω", "φοβισμό":"φοβισμός", "φοβισμός":"φοβισμός", "φοβίσουν":"φοβίζω", "φόβο":"φόβος", "φόβοι":"φόβος", "φοβόμασταν":"φοβούμαι", "φοβόμαστε":"φοβούμαι", "φοβόμουν":"φοβούμαι", "φοβόντουσαν":"φοβούμαι", "φόβος":"φόβος", "φοβοσασταν":"φοβούμαι", "φοβόσαστε":"φοβούμαι", "φοβόταν":"φοβούμαι", "φόβου":"φόβος", "φοβού":"φοβού", "φοβούμαι":"φοβούμαι", "φοβούμενες":"φοβούμενος", "φοβούμενη":"φοβούμενος", "φοβούμενο":"φοβούμενος", "φοβούμενοι":"φοβούμενος", "φοβούμενος":"φοβούμενος", "φοβούνται":"φοβούμαι", "φοβούνταν":"φοβούμαι", "φόβους":"φόβος", "φόβων":"φόβος", "φοίβος":"φοίβος", "φοιγοποίνων":"φοιγοποίνων", "φοίνικα":"φοίνικας", "φοινικας":"φοίνικας", "φοίνικας":"φοίνικας", "φοίνικα-τρίλοφος":"φοίνικα-τρίλοφος", "φοινικέλαιο":"φοινικέλαιο", "φοίνικες":"φοίνικας", "φοινικόδεντρα":"φοινικόδεντρο", "φοινικόπουλος":"φοινικόπουλος", "φοινικόπτερα":"φοινικόπτερα", "φοινιξ":"φοινιξ", "φόιτ":"φόιτ", "φοίτησα":"φοιτώ", "φοίτησαν":"φοιτώ", "φοίτησε":"φοιτώ", "φοιτήσει":"φοιτώ", "φοιτήσεως":"φοίτηση", "φοίτηση":"φοίτηση", "φοίτησή":"φοίτηση", "φοίτησης":"φοίτηση", "φοιτήσουν":"φοιτώ", "φοιτητάκος":"φοιτητάκος", "φοιτητές":"φοιτητής", "φοιτητή":"φοιτητής", "φοιτητήν":"φοιτητής", "φοιτητής":"φοιτητής", "φοιτητικά":"φοιτητικός", "φοιτητικές":"φοιτητικός", "φοιτητική":"φοιτητικός", "φοιτητικής":"φοιτητικός", "φοιτητικό":"φοιτητικός", "φοιτητικού":"φοιτητικός", "φοιτητικούς":"φοιτητικός", "φοιτητικών":"φοιτητικός", "φοιτητούπολη":"φοιτητούπολη", "φοιτήτρια":"φοιτήτρια", "φοιτήτριας":"φοιτήτρια", "φοιτήτριες":"φοιτήτρια", "φοιτητριών":"φοιτήτρια", "φοιτητών":"φοιτητής", "φοιτούν":"φοιτώ", "φόκλαντς":"φόκλαντς", "φόκους":"φόκους", "φόλα":"φόλα", "φόλας":"φόλα", "φόλες":"φόλα", "φολκ":"φολκ", "φόλκερκ":"φόλκερκ", "φολκλόρ":"φολκλόρ", "φολκλορικό":"φολκλορικός", "φολκλορισμό":"φολκλορισμός", "φολκσβάγκεν":"φολκσβάγκεν", "φομπέρ":"φομπέρ", "φον":"φον", "φονεύετε":"φονεύω", "φονευθέντες":"φονευθείς", "φόνευσε":"φονεύω", "φονεύσεις":"φονεύω", "φονιά":"φονιάς", "φονιάδες":"φονιάς", "φονιάς":"φονιάς", "φονικά":"φονικός", "φονική":"φονικός", "φονικής":"φονικός", "φονικό":"φονικός", "φονικός":"φονικός", "φονικού":"φονικός", "φονικούς":"φονικός", "φονικών":"φονικός", "φονο":"φόνος", "φόνο":"φόνος", "φόνοι":"φόνος", "φόνος":"φόνος", "φόνου":"φόνος", "φόνους":"φόνος", "φονσέκα":"φονσέκα", "φόνσου":"φόνσου", "φόντα":"φόντο", "φονταμενταλισμό":"φονταμενταλισμός", "φονταμενταλισμός":"φονταμενταλισμός", "φονταμενταλισμού":"φονταμενταλισμός", "φονταμενταλιστές":"φονταμενταλιστής", "φόντο":"φόντο", "φόνων":"φόνος", "φοξ":"φοξ", "φορ":"φορ", "φορα":"φορά", "φορά":"φορά", "φόρα":"φόρα", "φορά":"φορώ", "φόραγε":"φορώ", "φοράει":"φορώ", "φοράκια":"φοράκια", "φοράμε":"φορώ", "φοράνε":"φορώ", "φοράς":"φορώ", "φοράτε":"φορώ", "φοράω":"φορώ", "φόργουορντ":"φόργουορντ", "φόργουρντ":"φόργουρντ", "φορέα":"φορέας", "φορέας":"φορέας", "φορεθεί":"φορώ", "φορέθηκαν":"φορώ", "φορεθούν":"φορώ", "φορεία":"φορείο", "φόρειν":"φόρειν", "φόρεϊν":"φόρεϊν", "φορείο":"φορείο", "φορείς":"φορέας", "φορέλι":"φορέλι", "φόρεμα":"φόρεμα", "φορές":"φορά", "φόρεσαν":"φορώ", "φόρεσε":"φορώ", "φορέσει":"φορώ", "φορέσεις":"φορώ", "φορεσιά":"φορεσιά", "φορεσιάς":"φορεσιά", "φορεσιές":"φορεσιά", "φορέσουμε":"φορώ", "φορέσουν":"φορώ", "φόρεστ":"φόρεστ", "φορέστε":"φορώ", "φόρεστερ":"φόρεστερ", "φορέων":"φορέας", "φόρη":"φόρη", "φορητά":"φορητός", "φορητές":"φορητός", "φορητή":"φορητός", "φορητό":"φορητός", "φορητοί":"φορητός", "φορητός":"φορητός", "φορητού":"φορητός", "φορητούς":"φορητός", "φορητών":"φορητός", "φοριέται":"φορώ", "φόρμα":"φόρμα", "φορμαλισμού":"φορμαλισμός", "φορμαρισμένη":"φορμαρισμένος", "φορμαρισμένο":"φορμαρισμένος", "φορμαρισμένος":"φορμαρισμένος", "φόρμας":"φόρμα", "φόρμες":"φόρμα", "φόρμιγγες":"φόρμιγγα", "φορμόλη":"φορμόλη", "φόρμουλα":"φόρμουλα", "φόρμουλες":"φόρμουλα", "φόρνο":"φόρνο", "φορντ":"φορντ", "φόρο":"φόρος", "φοροαπαλλαγές":"φοροαπαλλαγή", "φοροαπαλλαγή":"φοροαπαλλαγή", "φοροαπαλλαγής":"φοροαπαλλαγή", "φοροδιαφεύγει":"φοροδιαφεύγω", "φοροδιαφεύγουν":"φοροδιαφεύγω", "φοροδιαφυγάδων":"φοροδιαφυγάς", "φοροδιαφυγή":"φοροδιαφυγή", "φοροδιαφυγής":"φοροδιαφυγή", "φοροεισπρακτικού":"φοροεισπρακτικός", "φοροεισπράκτορες":"φοροεισπράκτορας", "φοροελαφρύνσεις":"φοροελάφρυνση", "φοροελαφρύνσεων":"φοροελάφρυνση", "φοροεπιδρομή":"φοροεπιδρομή", "φοροζίδης":"φοροζίδης", "φόροι":"φόρος", "φοροκλοπή":"φοροκλοπή", "φορολογείστε":"φορολογώ", "φορολογηθεί":"φορολογώ", "φορολόγηση":"φορολόγηση", "φορολόγησή":"φορολόγηση", "φορολόγησης":"φορολόγηση", "φορολογήσιμων":"φορολογήσιμος", "φορολογητέας":"φορολογητέος", "φορολογητέο":"φορολογητέος", "φορολογία":"φορολογία", "φορολογίας":"φορολογία", "φορολογικά":"φορολογικός", "φορολογικές":"φορολογικός", "φορολογική":"φορολογικός", "φορολογικής":"φορολογικός", "φορολογικό":"φορολογικός", "φορολογικοί":"φορολογικός", "φορολογικός":"φορολογικός", "φορολογικού":"φορολογικός", "φορολογικούς":"φορολογικός", "φορολογικών":"φορολογικός", "φορολογούμενο":"φορολογούμενος", "φορολογούμενοι":"φορολογούμενος", "φορολογούμενος":"φορολογούμενος", "φορολογουμένου":"φορολογούμενος", "φορολογούμενου":"φορολογούμενος", "φορολογουμένους":"φορολογούμενος", "φορολογούμενους":"φορολογούμενος", "φορολογουμένων":"φορολογούμενος", "φορολογούμενων":"φορολογούμενος", "φορολογούνται":"φορολογώ", "φορολογούνταν":"φορολογώ", "φορόπουλος":"φορόπουλος", "φόρος":"φόρος", "φοροτεχνικό":"φοροτεχνικός", "φοροτεχνικού":"φοροτεχνικός", "φοροτεχνικών":"φοροτεχνικός", "φόρου":"φόρος", "φόρουμ":"φόρουμ", "φορούν":"φορώ", "φόρους":"φόρος", "φορούσα":"φορώ", "φορούσαν":"φορώ", "φορούσε":"φορώ", "φοροφυγάδες":"φοροφυγάς", "φοροφυγάδων":"φοροφυγάς", "φορσάιθ":"φορσάιθ", "φορσέλ":"φορσέλ", "φορτέ":"φορτέ", "φόρτε":"φόρτε", "φορτέζα":"φορτέζα", "φόρτες":"φόρτες", "φορτηγα":"φορτηγό", "φορτηγά":"φορτηγό", "φορτηγάκι":"φορτηγάκι", "φορτηγατζήδες":"φορτηγατζής", "φορτηγίδες":"φορτηγίδα", "φορτηγίδων":"φορτηγίδα", "φορτηγό":"φορτηγό", "φορτηγού":"φορτηγό", "φορτηγών":"φορτηγό", "φορτία":"φορτίο", "φορτιέ":"φορτιέ", "φορτίζει":"φορτίζω", "φορτίζονται":"φορτίζω", "φορτίζουν":"φορτίζω", "φορτίο":"φορτίο", "φορτίου":"φορτίο", "φορτίσει":"φορτίζω", "φορτίσεις":"φόρτιση", "φόρτιση":"φόρτιση", "φόρτισης":"φόρτιση", "φορτισμένα":"φορτισμένος", "φορτισμένες":"φορτίζω", "φορτισμένη":"φορτίζω", "φορτισμένο":"φορτισμένος", "φορτισμένος":"φορτισμένος", "φορτισμένου":"φορτισμένος", "φορτισμένους":"φορτίζω", "φορτιστεί":"φορτίζω", "φορτιτούντο":"φορτιτούντο", "φορτίων":"φορτίο", "φόρτο":"φόρτος", "φορτοεκφορτώσεων":"φορτοεκφόρτωση", "φορτοεκφόρτωση":"φορτοεκφόρτωση", "φορτοεκφόρτωσης":"φορτοεκφόρτωση", "φόρτος":"φόρτος", "φόρτου":"φόρτος", "φορτρες":"φορτρες", "φορτωθεί":"φορτώνω", "φορτωθήκαμε":"φορτώνω", "φορτώθηκαν":"φορτώνω", "φορτώθηκε":"φορτώνω", "φορτωθούν":"φορτώνω", "φόρτωμα":"φόρτωμα", "φορτωμένα":"φορτωμένος", "φορτωμένες":"φορτωμένος", "φορτωμένη":"φορτωμένος", "φορτωμένο":"φορτωμένος", "φορτωμένοι":"φορτώνω", "φορτωμένος":"φορτωμένος", "φορτωμένου":"φορτώνω", "φόρτωνε":"φορτώνω", "φορτώνει":"φορτώνω", "φορτώνεστε":"φορτώνω", "φορτώνεται":"φορτώνω", "φορτώνονται":"φορτώνω", "φορτώνοντας":"φορτώνω", "φορτώνουμε":"φορτώνω", "φορτώνουν":"φορτώνω", "φορτώνω":"φορτώνω", "φόρτωσαν":"φορτώνω", "φόρτωσε":"φορτώνω", "φορτώσει":"φορτώνω", "φόρτωση":"φόρτωση", "φόρτωσή":"φόρτωση", "φόρτωσης":"φόρτωση", "φορτώσουν":"φορτώνω", "φορτωτή":"φορτωτής", "φορτωτής":"φορτωτής", "φορτωτικά":"φορτωτικός", "φορτωτικές":"φορτωτικός", "φορτωτική":"φορτωτική", "φορτωτικής":"φορτωτική", "φορτωτικών":"φορτωτικός", "φορώ":"φορώ", "φόρων":"φόρος", "φορώντας":"φορώ", "φόσετ":"φόσετ", "φουά":"φουά", "φουαγέ":"φουαγέ", "φουαγιέ":"φουαγιέ", "φουα-γκρά":"φουα-γκρά", "φουγάρο":"φουγάρο", "φούγκα":"φούγκα", "φουενλαμπράντα":"φουενλαμπράντα", "φουζίνα":"φουζίνα", "φουκαρά":"φουκαράς", "φουκαράδες":"φουκαράς", "φουκαράκης":"φουκαράκης", "φουκαράς":"φουκαράς", "φουκουγιάμα":"φουκουγιάμα", "φουλ":"φουλ", "φουλαμ":"φουλαμ", "φούλαμ":"φούλαμ", "φούλαμ-νιουκάστλ":"φούλαμ-νιουκάστλ", "φουλάνι":"φουλάνι", "φουλάρια":"φουλάρι", "φουλατσικλή":"φουλατσικλή", "φούλερ":"φούλερ", "φούμαρα":"φουμάρω", "φουντ":"φουντ", "φουντά":"φουντά", "φούντα":"φούντα", "φουντάς":"φουντάς", "φούντες":"φούντα", "φουντουκίδου":"φουντουκίδου", "φούντωνε":"φουντώνω", "φουντωνει":"φουντώνω", "φουντώνει":"φουντώνω", "φουντώνουν":"φουντώνω", "φουντωσαν":"φουντώνω", "φούντωσαν":"φουντώνω", "φούντωσε":"φουντώνω", "φουντώσει":"φουντώνω", "φουντώσουν":"φουντώνω", "φουξ":"φουξ", "φούξια":"φούξια", "φουρα":"φουρα", "φούρα":"φούρα", "φούρας":"φούρας", "φούρκα":"φούρκα", "φουρκισμένος":"φουρκισμένος", "φουρλάτος":"φουρλάτος", "φουρλης":"φουρλής", "φούρναρη":"φούρναρης", "φούρναρης":"φούρναρης", "φουρνιά":"φουρνιά", "φουρνιές":"φουρνιά", "φούρνο":"φούρνος", "φούρνος":"φούρνος", "φούρνου":"φούρνος", "φούρνους":"φούρνος", "φουρτούνα":"φουρτούνα", "φουρτουνας":"φουρτούνα", "φουρτούνας":"φουρτούνα", "φουρτούνες":"φουρτούνα", "φούσας":"φούσας", "φούσκα":"φούσκα", "φουσκάλες":"φουσκάλα", "φούσκας":"φούσκα", "φούσκες":"φούσκα", "φουσκωμένα":"φουσκώνω", "φουσκωμένο":"φουσκωμένος", "φούσκωνε":"φουσκώνω", "φουσκώνει":"φουσκώνω", "φουσκώνουν":"φουσκώνω", "φούσκωσαν":"φουσκώνω", "φούσκωσε":"φουσκώνω", "φουσκώσουν":"φουσκώνω", "φουσκωτά":"φουσκωτός", "φουσκωτή":"φουσκωτός", "φουσκωτό":"φουσκωτός", "φουσκωτός":"φουσκωτός", "φουσκωτων":"φουσκωτός", "φουσκωτών":"φουσκωτός", "φούσσας":"φούσσας", "φούστα":"φούστα", "φουστανέλα":"φουστανέλα", "φουστανέλες":"φουστανέλα", "φουστάνι":"φουστάνι", "φούστες":"φούστα", "φούτερ":"φούτερ", "φουτουρισμό":"φουτουρισμός", "φουτουριστικά":"φουτουριστικός", "φουτουριστική":"φουτουριστικός", "φουτουριστικό":"φουτουριστικός", "φουτουριστικών":"φουτουριστικός", "φουτσινι":"φουτσινι", "φουτσίνι":"φουτσίνι", "φουτσιτζής":"φουτσιτζής", "φούφα":"φούφα", "φούφουλας":"φούφουλας", "φουχς":"φουχς", "φοφόνκα":"φοφόνκα", "φπα":"φπα", "φραγγιδης":"φραγγιδης", "φραγγίδης":"φραγγίδης", "φραγγος":"φραγγος", "φράγγος":"φράγγος", "φραγή":"φραγή", "φράγκα":"φράγκο", "φραγκάκης":"φραγκάκης", "φραγκάκι":"φραγκάκι", "φραγκίδης":"φραγκίδης", "φραγκίσκος":"φραγκίσκος", "φραγκίσκου":"φραγκίσκος", "φράγκο":"φράγκο", "φραγκο":"φράγκος", "φράγκο":"φράγκος", "φραγκοδίφραγκα":"φραγκοδίφραγκα", "φραγκος":"φράγκος", "φράγκος":"φράγκος", "φραγκούλη":"φραγκούλη", "φραγκούλης":"φραγκούλης", "φράγκων":"φράγκο", "φράγκων":"φράγκος", "φραγμα":"φράγμα", "φράγμα":"φράγμα", "φράγματα":"φράγμα", "φράγματος":"φράγμα", "φραγμάτων":"φράγμα", "φραγμένη":"φράζω", "φραγμό":"φραγμός", "φραγμοί":"φραγμός", "φραγμός":"φραγμός", "φραγμούς":"φραγμός", "φραγμών":"φραγμός", "φράζει":"φράζω", "φράιερ":"φράιερ", "φράκαραν":"φρακάρω", "φρακάρει":"φρακάρω", "φράκο":"φράκο", "φράκτες":"φράκτης", "φράκτης":"φράκτης", "φράνια":"φράνια", "φρανιο":"φρανιο", "φράνιο":"φράνιο", "φρανκ":"φρανκ", "φράνκ":"φράνκ", "φράνκενχάιμερ":"φράνκενχάιμερ", "φρανκεχάιμερ":"φρανκεχάιμερ", "φράνκι":"φράνκι", "φράνκο":"φράνκο", "φρανκφούρτη":"φρανκφούρτη", "φρανκφούρτης":"φρανκφούρτη", "φράνσες":"φράνσες", "φρανσέσκα":"φρανσέσκα", "φράνσις":"φράνσις", "φρανσίσκο":"φρανσίσκο", "φρανσουά":"φρανσουά", "φρανσουάζ":"φρανσουάζ", "φραντζεσκάκη":"φραντζεσκάκη", "φραντζέσκο":"φραντζέσκο", "φραντικ":"φραντικ", "φραντς":"φραντς", "φράντσεν":"φράντσεν", "φραντσέσκα":"φραντσέσκα", "φραντσέσκο":"φραντσέσκο", "φράξει":"φράζω", "φράουλα":"φράουλα", "φράουλας":"φράουλα", "φραπέ":"φραπέ", "φράσεις":"φράση", "φρασεολογία":"φρασεολογία", "φράσεων":"φράση", "φράση":"φράση", "φράσης":"φράση", "φραστικά":"φραστικός", "φραστικές":"φραστικός", "φραστική":"φραστικός", "φραστικό":"φραστικός", "φρατζέσκο":"φρατζέσκος", "φρατζέσκος":"φρατζέσκος", "φρατίνι":"φρατίνι", "φραφάν":"φραφάν", "φράχτες":"φράχτης", "φράχτης":"φράχτης", "φρέαρ":"φρέαρ", "φρέατα":"φρέαρ", "φρεάτια":"φρεάτιο", "φρέατος":"φρέαρ", "φρεγάτα":"φρεγάτα", "φρεγάτας":"φρεγάτα", "φρεγάτες":"φρεγάτα", "φρεγατών":"φρεγάτα", "φρέι":"φρέι", "φρειδερίκου":"φρειδερίκος", "φρέιν":"φρέιν", "φρενα":"φρένο", "φρένα":"φρένο", "φρέναραν":"φρενάρω", "φρενάρει":"φρενάρω", "φρενάρισμα":"φρενάρισμα", "φρεναρίσματος":"φρενάρισμα", "φρενάρουν":"φρενάρω", "φρενήρεις":"φρενήρης", "φρενήρης":"φρενήρης", "φρενίτιδα":"φρενίτιδα", "φρενίτιδας":"φρενίτιδα", "φρένο":"φρένο", "φρένου":"φρένο", "φρενσης":"φρενσης", "φρεντ":"φρεντ", "φρεντερίκ":"φρεντερίκ", "φρέντερικ":"φρέντερικ", "φρέντι":"φρέντι", "φρενών":"φρένες", "φρένων":"φρένο", "φρέσκα":"φρέσκος", "φρεσκάδα":"φρεσκάδα", "φρεσκάδας":"φρεσκάδα", "φρέσκαρε":"φρεσκάρω", "φρεσκάρει":"φρεσκάρω", "φρεσκάρισμα":"φρεσκάρισμα", "φρέσκες":"φρέσκος", "φρέσκια":"φρέσκος", "φρέσκιας":"φρέσκος", "φρέσκιες":"φρέσκιες", "φρέσκο":"φρέσκος", "φρεσκοβαμμένα":"φρεσκοβαμμένος", "φρεσκοβαμμένες":"φρεσκοβαμμένος", "φρέσκοι":"φρέσκος", "φρεσκοκομμένο":"φρεσκοκομμένος", "φρέσκος":"φρέσκος", "φρεσκότατους":"φρέσκος", "φρεσκοτυπωμένα":"φρεσκοτυπωμένος", "φρέσκου":"φρέσκος", "φρέσκους":"φρέσκος", "φρι":"φρι", "φρίαρι":"φρίαρι", "φρίαρς":"φρίαρς", "φρίελ":"φρίελ", "φρικαλέα":"φρικαλέος", "φρικαλέο":"φρικαλέος", "φρικαλεότητα":"φρικαλεότητα", "φρικαλεότητες":"φρικαλεότητα", "φρικαλεοτήτων":"φρικαλεότητα", "φρικασέ":"φρικασέ", "φρίκη":"φρίκη", "φρίκης":"φρίκη", "φρικιαστικά":"φρικιαστικός", "φρικιαστικές":"φρικιαστικός", "φρικιαστικό":"φρικιαστικός", "φρικιαστικών":"φρικιαστικός", "φρικτά":"φρικτά", "φρικτές":"φρικτός", "φρικτή":"φρικτός", "φρικτό":"φρικτός", "φρικτός":"φρικτός", "φρικτότερη":"φρικτός", "φρικτού":"φρικτός", "φρίμαν":"φρίμαν", "φρίμπογκ":"φρίμπογκ", "φρίντα":"φρίντα", "φριντάους":"φριντάους", "φρίντας":"φρίντας", "φρίξος":"φρίξος", "φρισκ":"φρισκ", "φρίσλαντ":"φρίσλαντ", "φρίτζι":"φρίτζι", "φριχτά":"φρικτός", "φριχτές":"φρικτός", "φριχτή":"φρικτός", "φριχτός":"φρικτός", "φροεβελιανή":"φροεβελιανή", "φροεβελιανό":"φροεβελιανό", "φροέμπελ":"φροέμπελ", "φροΐλο":"φροΐλο", "φρονεί":"φρονώ", "φρόνημα":"φρόνημα", "φρονήματα":"φρόνημα", "φρονήματά":"φρόνημα", "φρονημάτων":"φρόνημα", "φρόνηση":"φρόνηση", "φρόνιμα":"φρόνιμα", "φρόνιμο":"φρόνιμος", "φρόνιμος":"φρόνιμος", "φρονίμων":"φρόνιμος", "φροντ":"φροντ", "φροντίδα":"φροντίδα", "φροντίδαν":"φροντίδα", "φροντίδας":"φροντίδα", "φροντίδες":"φροντίδα", "φρόντιζα":"φροντίζω", "φρόντιζαν":"φροντίζω", "φρόντιζε":"φροντίζω", "φροντίζει":"φροντίζω", "φροντίζεις":"φροντίζω", "φροντίζετε":"φροντίζω", "φροντίζονται":"φροντίζω", "φροντίζοντας":"φροντίζω", "φροντίζουμε":"φροντίζω", "φροντίζουν":"φροντίζω", "φροντίζω":"φροντίζω", "φρόντισα":"φροντίζω", "φρόντισαν":"φροντίζω", "φρόντισε":"φροντίζω", "φροντίσει":"φροντίζω", "φρόντισες":"φροντίζω", "φροντίσετε":"φροντίζω", "φροντισμένα":"φροντισμένος", "φροντισμένο":"φροντισμένος", "φροντίσουμε":"φροντίζω", "φροντίσουν":"φροντίζω", "φροντίστε":"φροντίζω", "φροντιστές":"φροντιστής", "φροντιστή":"φροντιστής", "φροντιστήρια":"φροντιστήριο", "φροντιστηριακούς":"φροντιστηριακός", "φροντιστήριο":"φροντιστήριο", "φροντιστηρίου":"φροντιστήριο", "φροντιστηρίων":"φροντιστήριο", "φροντιστής":"φροντιστής", "φροντίσω":"φροντίζω", "φρονώ":"φρονώ", "φροστ":"φροστ", "φροσύνης":"φροσύνης", "φρόσω":"φρόσω", "φρου":"φρου", "φρούδες":"φρούδος", "φροϋδικές":"φροϋδικός", "φρουρά":"φρουρά", "φρουράς":"φρουρά", "φρουρείτο":"φρουρώ", "φρούρηση":"φρούρηση", "φρούρησης":"φρούρηση", "φρούρια":"φρούριο", "φρούριο":"φρούριο", "φρουρό":"φρουρός", "φρουροί":"φρουρός", "φρουρός":"φρουρός", "φρουρού":"φρουρός", "φρουρούμενη":"φρουρούμενος", "φρουρούμενο":"φρουρούμενος", "φρουρούμενος":"φρουρούμενος", "φρουρούν":"φρουρώ", "φρουρούνται":"φρουρώ", "φρουρούς":"φρουρός", "φρουρούσαν":"φρουρώ", "φρουρούσανε":"φρουρώ", "φρουρούσε":"φρουρώ", "φρουρών":"φρουρός", "φρουσκλιάς":"φρουσκλιάς", "φρούτα":"φρούτο", "φρουτάκια":"φρουτάκια", "φρούτο":"φρούτο", "φρούτος":"φρούτος", "φρούτου":"φρούτο", "φρουτώδες":"φρουτώδες", "φρουτώδη":"φρουτώδη", "φρούτων":"φρούτο", "φρου-φρου":"φρου-φρου", "φρυγανιές":"φρυγανιά", "φρύγεις":"φρύγω", "φρύγες":"φρύγας", "φρύδι":"φρύδι", "φρύδια":"φρύδι", "φσσσς":"φσσσς", "φταίει":"φταίω", "φταίμε":"φταίω", "φταίνε":"φταίω", "φταίξιμο":"φταίξιμο", "φταις":"φταίω", "φταίτε":"φταίω", "φταίω":"φταίω", "φτάναμε":"φτάνω", "φτάνανε":"φτάνω", "φτανει":"φτάνω", "φτάνει":"φτάνω", "φτάνεις":"φτάνω", "φτάνετε":"φτάνω", "φτάνοντας":"φτάνω", "φτάνουμε":"φτάνω", "φτάνουν":"φτάνω", "φτάνω":"φθάνω", "φτάρνισμα":"φτάρνισμα", "φτάσαμε":"φτάνω", "φτάσανε":"φτάνω", "φτασει":"φτάνω", "φτάσει":"φτάνω", "φτάσεις":"φτάνω", "φτάσετε":"φτάνω", "φτασμένοι":"φτασμένος", "φτάσουμε":"φτάνω", "φτάσουν":"φτάνω", "φτάσω":"φτάνω", "φτελιά":"φτελιά", "φτέλιες":"φτελιά", "φτερά":"φτερό", "φτέρη":"φτέρη", "φτέρης":"φτέρη", "φτέρνα":"φτέρνα", "φτέρνες":"φτέρνα", "φτερό":"φτερό", "φτερού":"φτερό", "φτερούγες":"φτερούγα", "φτερούγιζαν":"φτερουγίζω", "φτερουγίσει":"φτερουγίζω", "φτερούγισμα":"φτερούγισμα", "φτερών":"φτέρη", "φτερωτές":"φτερωτή", "φτερωτή":"φτερωτός", "φτερωτό":"φτερωτός", "φτερωτού":"φτερωτός", "φτηνά":"φτηνός", "φτηνές":"φτηνός", "φτηνή":"φτηνός", "φτήνια":"φτήνια", "φτηνιάρικη":"φτηνιάρικος", "φτηνό":"φτηνός", "φτηνότερα":"φτηνός", "φτηνότερες":"φτηνός", "φτηνότερο":"φτηνός", "φτηνού":"φτηνός", "φτηνών":"φτηνός", "φτιαγμένα":"φτιάνω", "φτιαγμένες":"φτιάνω", "φτιαγμένη":"φτιαγμένος", "φτιαγμένο":"φτιαγμένος", "φτιαγμένοι":"φτιάχνω", "φτιαγμένος":"φτιάνω", "φτιαγμένους":"φτιάνω", "φτιάξαμε":"φτιάχνω", "φτιάξατε":"φτιάνω", "φτιάξε":"φτιάνω", "φτιάξει":"φτιάχνω", "φτιάξεις":"φτιάνω", "φτιάξετε":"φτιάχνω", "φτιάξουμε":"φτιάχνω", "φτιάξουν":"φτιάχνω", "φτιάξτε":"φτιάχνω", "φτιάξω":"φτιάχνω", "φτιάχναμε":"φτιάχνω", "φτιάχνει":"φτιάχνω", "φτιάχνεις":"φτιάχνω", "φτιάχνεται":"φτιάχνω", "φτιάχνονται":"φτιάχνω", "φτιάχνονταν":"φτιάχνω", "φτιάχνοντας":"φτιάχνω", "φτιαχνόταν":"φτιάχνω", "φτιάχνουμε":"φτιάχνω", "φτιάχνουν":"φτιάχνω", "φτιάχνω":"φτιάχνω", "φτιαχτεί":"φτιάνω", "φτιαχτή":"φτιαχτός", "φτιάχτηκαν":"φτιάνω", "φτιάχτηκε":"φτιάχνω", "φτιαχτούν":"φτιάνω", "φτικας":"φτικας", "φτου":"φτου", "φτυάρι":"φτυάρι", "φτυαρίζει":"φτυαρίζω", "φτύνει":"φτύνω", "φτύνεις":"φτύνω", "φτύνουν":"φτύνω", "φτύσει":"φτύνω", "φτυσίματα":"φτύσιμο", "φτύσιμο":"φτύσιμο", "φτωχά":"φτωχός", "φτωχαίνει":"φτωχαίνω", "φτωχαίνουν":"φτωχαίνω", "φτώχεια":"φτώχεια", "φτώχειας":"φτώχεια", "φτωχές":"φτωχός", "φτωχή":"φτωχός", "φτωχής":"φτωχός", "φτώχια":"φτώχεια", "φτωχικά":"φτωχικός", "φτωχικής":"φτωχικός", "φτωχικό":"φτωχικός", "φτωχό":"φτωχός", "φτωχογειτονιά":"φτωχογειτονιά", "φτωχογειτονιές":"φτωχογειτονιά", "φτωχοί":"φτωχός", "φτωχομάνα":"φτωχομάνα", "φτωχομάνας":"φτωχομάνα", "φτωχός":"φτωχός", "φτωχότερες":"φτωχός", "φτωχότερη":"φτωχός", "φτωχότερης":"φτωχός", "φτωχότερο":"φτωχός", "φτωχότερος":"φτωχός", "φτωχότερους":"φτωχός", "φτωχότερων":"φτωχός", "φτωχού":"φτωχός", "φτωχούς":"φτωχός", "φτωχών":"φτωχός", "φυγα":"φυγάς", "φυγά":"φυγάς", "φυγάδα":"φυγάς", "φυγαδες":"φυγάς", "φυγάδες":"φυγάς", "φυγάδευση":"φυγάδευση", "φυγάδευσης":"φυγάδευση", "φυγαδεύτηκαν":"φυγαδεύω", "φυγάδων":"φυγάς", "φύγαμε":"φεύγω", "φύγαν":"φεύγω", "φύγανε":"φεύγω", "φυγάς":"φυγάς", "φύγατε":"φεύγω", "φύγε":"φεύγω", "φύγει":"φεύγω", "φύγεις":"φεύγω", "φύγετε":"φεύγω", "φυγή":"φυγή", "φυγήν":"φυγή", "φυγής":"φυγή", "φυγόκεντρες":"φυγόκεντρος", "φυγοκέντρισης":"φυγοκέντριση", "φυγομαχεί":"φυγομαχώ", "φυγομαχία":"φυγομαχία", "φυγόποινος":"φυγόποινος", "φύγουμε":"φεύγω", "φύγουν":"φεύγω", "φύγω":"φεύγω", "φύεται":"φύομαι", "φύκα":"φύκα", "φύκας":"φύκας", "φύκια":"φύκι", "φυκιών":"φύκι", "φυλά":"φυλάω", "φύλα":"φύλο", "φύλαγαν":"φυλάω", "φυλάγανε":"φυλάω", "φύλαγε":"φυλάω", "φυλάγεται":"φυλάγω", "φυλαγμένα":"φυλάω", "φυλαγμένη":"φυλάω", "φυλαγμένος":"φυλάω", "φυλαγόμαστε":"φυλάω", "φυλάγουν":"φυλάγω", "φυλάει":"φυλάω", "φύλακα":"φύλακας", "φύλακας":"φύλακας", "φύλακες":"φύλακας", "φυλακές":"φυλακή", "φυλακή":"φυλακή", "φυλακης":"φυλακή", "φυλακής":"φυλακή", "φυλάκια":"φυλάκιο", "φυλακίζει":"φυλακίζω", "φυλακίζεται":"φυλακίζω", "φυλακίζονται":"φυλακίζω", "φυλακίζουμε":"φυλακίζω", "φυλακίζουν":"φυλακίζω", "φυλάκιο":"φυλάκιο", "φυλάκισαν":"φυλακίζω", "φυλακίσεως":"φυλάκιση", "φυλάκιση":"φυλάκιση", "φυλάκισή":"φυλάκιση", "φυλάκισης":"φυλάκιση", "φυλακισθεί":"φυλακίζω", "φυλακίσθηκε":"φυλακίζω", "φυλακισμένα":"φυλακισμένος", "φυλακισμένες":"φυλακισμένος", "φυλακισμένη":"φυλακισμένος", "φυλακισμένο":"φυλακισμένος", "φυλακισμένοι":"φυλακισμένος", "φυλακισμένος":"φυλακισμένος", "φυλακισμένου":"φυλακισμένος", "φυλακισμένους":"φυλακισμένος", "φυλακισμένων":"φυλακίζω", "φυλακίσουν":"φυλακίζω", "φυλακιστεί":"φυλακίζω", "φυλακίστηκαν":"φυλακίζω", "φυλακίστηκε":"φυλακίζω", "φυλακιστούν":"φυλακίζω", "φυλακίων":"φυλάκιο", "φυλακτά":"φυλακτό", "φυλάκων":"φύλακας", "φυλακών":"φυλακή", "φυλάμε":"φυλώ", "φυλάνε":"φυλάω", "φύλαξε":"φυλάω", "φυλάξει":"φυλάω", "φύλαξη":"φύλαξη", "φύλαξή":"φύλαξη", "φύλαξης":"φύλαξη", "φυλάξουμε":"φυλάω", "φυλάξουν":"φυλάω", "φυλάρετος":"φυλάρετος", "φύλαρχο":"φύλαρχος", "φύλαρχος":"φύλαρχος", "φύλαρχους":"φύλαρχος", "φυλάρχων":"φύλαρχος", "φυλάς":"φυλώ", "φυλάσσεται":"φυλάω", "φυλασσόμενη":"φυλασσόμενος", "φυλασσόμενο":"φυλασσόμενος", "φυλάσσονται":"φυλάω", "φυλάσσονταν":"φυλάσσω", "φυλάσσουμε":"φυλάσσω", "φυλάσσουν":"φυλάσσω", "φυλάτου":"φυλάτου", "φυλαχτά":"φυλαχτό", "φυλαχτό":"φυλαχτό", "φυλαχτούν":"φυλάγω", "φυλάω":"φυλώ", "φυλές":"φυλή", "φυλετικά":"φυλετικός", "φυλετικές":"φυλετικός", "φυλετική":"φυλετικός", "φυλετικής":"φυλετικός", "φυλετικό":"φυλετικός", "φυλετικοί":"φυλετικός", "φυλετικού":"φυλετικός", "φυλετικών":"φυλετικός", "φυλη":"φυλή", "φυλή":"φυλή", "φυλής":"φυλή", "φύλλα":"φύλλο", "φυλλάδα":"φυλλάδα", "φυλλάδια":"φυλλάδιο", "φυλλάδιο":"φυλλάδιο", "φυλλαδίου":"φυλλάδιο", "φυλλαδίων":"φυλλάδιο", "φυλλαράκια":"φυλλαράκι", "φύλλις":"φύλλις", "φύλλο":"φύλλο", "φυλλοκάρδια":"φυλλοκάρδι", "φυλλομέτρησης":"φυλλομέτρηση", "φυλλορροεί":"φυλλορροώ", "φυλλορροή":"φυλλορροή", "φύλλου":"φύλλο", "φύλλωμα":"φύλλωμα", "φύλλων":"φύλλο", "φυλλωσιές":"φυλλωσιά", "φύλο":"φύλο", "φύλου":"φύλο", "φυλών":"φυλή", "φύλων":"φύλο", "φυματικούς":"φυματικός", "φυματικών":"φυματικός", "φυματιόντων":"φυματιόντων", "φυματίωση":"φυματίωση", "φυματίωσης":"φυματίωση", "φυντανίδης":"φυντανίδης", "φυράματος":"φύραμα", "φύρδην":"φύρδην", "φυρίγος":"φυρίγος", "φυσάει":"φυσάω", "φυσάνε":"φυσώ", "φυσαρμόνικα":"φυσαρμόνικα", "φυσεας":"φυσεας", "φυσέας":"φυσέας", "φύσει":"φύσει", "φύσεις":"φύση", "φύσεων":"φύση", "φύσεως":"φύση", "φύση":"φύση", "φύσημα":"φύσημα", "φύσηξε":"φυσάω", "φυσήξει":"φυσάω", "φύσης":"φύση", "φυσίγγια":"φυσίγγιο", "φυσίγγιο":"φυσίγγιο", "φυσίζωος":"φυσίζωος", "φυσικά":"φυσικά", "φυσικά":"φυσικός", "φυσικές":"φυσικός", "φυσική":"φυσικός", "φυσικής":"φυσική", "φυσικής":"φυσικός", "φυσικό":"φυσικός", "φυσικοθεραπεία":"φυσικοθεραπεία", "φυσικοθεραπείες":"φυσικοθεραπεία", "φυσικοί":"φυσικός", "φυσικομαθηματικό":"φυσικομαθηματικός", "φυσικός":"φυσικός", "φυσικότητα":"φυσικότητα", "φυσικού":"φυσικός", "φυσικούς":"φυσικός", "φυσικών":"φυσικός", "φύσιν":"φύση", "φυσιογνωμία":"φυσιογνωμία", "φυσιογνωμίας":"φυσιογνωμία", "φυσιογνωμίες":"φυσιογνωμία", "φυσιογνωμιών":"φυσιογνωμία", "φυσιοδίφης":"φυσιοδίφης", "φυσιοθεραπεία":"φυσιοθεραπεία", "φυσιοθεραπείας":"φυσιοθεραπεία", "φυσιοθεραπείες":"φυσιοθεραπεία", "φυσιολογία":"φυσιολογία", "φυσιολογίας":"φυσιολογία", "φυσιολογικά":"φυσιολογικός", "φυσιολογικές":"φυσιολογικός", "φυσιολογική":"φυσιολογικός", "φυσιολογικής":"φυσιολογικός", "φυσιολογικό":"φυσιολογικός", "φυσιολογικός":"φυσιολογικός", "φυσιολογικού":"φυσιολογικός", "φυσούσαν":"φυσάω", "φυσούσε":"φυσάω", "φύσσα":"φύσσα", "φύσσας":"φύσσας", "φυσσέα":"φυσσέα", "φυσσέας":"φυσσέας", "φυτά":"φυτό", "φυτανίδη":"φυτανίδη", "φυτανιδης":"φυτανιδης", "φυτανίδης":"φυτανίδης", "φυτεία":"φυτεία", "φυτείες":"φυτεία", "φυτεμένα":"φυτεύω", "φυτεμένο":"φυτεμένος", "φυτεύει":"φυτεύω", "φυτεύετε":"φυτεύω", "φυτευθούν":"φυτεύω", "φυτεύουμε":"φυτεύω", "φυτεύουν":"φυτεύω", "φύτευση":"φύτευση", "φυτεύτηκαν":"φυτεύω", "φυτεύτηκε":"φυτεύω", "φυτευτής":"φυτευτός", "φυτευτούν":"φυτεύω", "φυτευτούς":"φυτευτός", "φύτεψαν":"φυτεύω", "φυτέψει":"φυτεύω", "φυτέψεις":"φυτεύω", "φυτέψω":"φυτεύω", "φυτικά":"φυτικός", "φυτική":"φυτικός", "φυτικής":"φυτικός", "φυτικό":"φυτικός", "φυτικού":"φυτικός", "φυτικών":"φυτικός", "φυτίλι":"φιτίλι", "φυτό":"φυτό", "φυτοζωούν":"φυτοζωώ", "φυτολόγιο":"φυτολόγιο", "φυτοορμόνες":"φυτοορμόνη", "φυτοστερόλες":"φυτοστερόλη", "φυτού":"φυτό", "φυτοφάρμακα":"φυτοφάρμακο", "φυτοφάρμακο":"φυτοφάρμακο", "φυτοφαρμάκων":"φυτοφάρμακο", "φύτρα":"φύτρα", "φυτρώνουν":"φυτρώνω", "φύτρωσε":"φυτρώνω", "φυτρώσει":"φυτρώνω", "φυτρώσουν":"φυτρώνω", "φυτων":"φυτό", "φυτών":"φυτό", "φυτώρια":"φυτώριο", "φυτωριο":"φυτώριο", "φυτώριο":"φυτώριο", "φωκά":"φωκάς", "φώκαινα":"φώκαινα", "φωκας":"φωκάς", "φωκάς":"φωκάς", "φώκια":"φώκια", "φώκιας":"φώκια", "φωκίδας":"φωκίδα", "φώκιες":"φώκια", "φωκίων":"φωκίων", "φωκίωνας":"φωκίωνας", "φωλια":"φωλιά", "φωλιά":"φωλιά", "φώλια":"φώλιας", "φωλιάζει":"φωλιάζω", "φωλιάζουν":"φωλιάζω", "φωλιας":"φωλιά", "φώλιας":"φώλιας", "φώλιασε":"φωλιάζω", "φωλιάσει":"φωλιάζω", "φώλιασμα":"φώλιασμα", "φωλιάσουν":"φωλιάζω", "φωλιές":"φωλιά", "φώναζα":"φωνάζω", "φωνάζαμε":"φωνάζω", "φωνάζαν":"φωνάζω", "φώναζαν":"φωνάζω", "φώναζε":"φωνάζω", "'φωνάζει'":"'φωνάζει'", "φωνάζει":"φωνάζω", "φωνάζεις":"φωνάζω", "φωνάζετε":"φωνάζω", "φωνάζοντας":"φωνάζω", "φωνάζουμε":"φωνάζω", "φωνάζουν":"φωνάζω", "φωνάζουνε":"φωνάζω", "φωνάζω":"φωνάζω", "φώναξα":"φωνάζω", "φωνάξαμε":"φωνάζω", "φώναξαν":"φωνάζω", "φώναξε":"φωνάζω", "φωνάξει":"φωνάζω", "φωνάξεις":"φωνάζω", "φώναξες":"φωνάζω", "φωνάξουμε":"φωνάζω", "φωνάξουν":"φωνάζω", "φωνάξτε":"φωνάζω", "φωνάξω":"φωνάζω", "φωνασκίες":"φωνασκία", "φωναχτά":"φωναχτά", "φωνες":"φωνή", "φωνές":"φωνή", "φωνη":"φωνή", "φωνή":"φωνή", "φωνήεν":"φωνήεν", "φωνής":"φωνή", "φωνήσαι":"φωνήσαι", "φωνητικά":"φωνητικά", "φωνητικά":"φωνητικός", "φωνητικές":"φωνητικός", "φωνητική":"φωνητικός", "φωνητικό":"φωνητικός", "φωνητικοί":"φωνητικός", "φωνητικός":"φωνητικός", "φωνητικών":"φωνητικός", "φωνογραφικής":"φωνογραφικός", "φωνούλες":"φωνούλα", "φωνών":"φωνή", "φως":"φως", "φώς":"φώς", "φώσκολου":"φώσκολος", "φωστήρες":"φωστήρας", "φωσφορικών":"φωσφορικός", "φωσφόρο":"φωσφόρος", "φώσφορο":"φώσφορος", "φωτ":"φωτ", "φωτ.":"φωτ.", "φωτα":"φως", "φώτα":"φως", "φωταγωγημένο":"φωταγωγημένος", "φωταγώγηση":"φωταγώγηση", "φωταγωγό":"φωταγωγός", "φωταερίου":"φωταέριο", "φωτάκης":"φωτάκης", "φωτάκι":"φωτάκι", "φωτάκια":"φωτάκι", "φωτεινά":"φωτεινός", "φωτεινές":"φωτεινός", "φωτεινή":"φωτεινή", "φωτεινη":"φωτεινός", "φωτεινή":"φωτεινός", "φωτεινης":"φωτεινός", "φωτεινό":"φωτεινός", "φωτεινοί":"φωτεινός", "φωτεινός":"φωτεινός", "φωτεινότητα":"φωτεινότητα", "φωτεινότητας":"φωτεινότητα", "φωτεινού":"φωτεινός", "φωτεινούς":"φωτεινός", "φωτεινών":"φωτεινός", "φωτη":"φώτης", "φώτη":"φώτης", "φώτης":"φώτης", "φωτιά":"φωτιά", "'φωτιά":"'φωτιά", "φωτιάδη":"φωτιάδης", "φωτιαδης":"φωτιάδης", "φωτιάδης":"φωτιάδης", "φωτιάδου":"φωτιάδου", "φωτιάς":"φωτιά", "φωτιές":"φωτιά", "φώτιζαν":"φωτίζω", "φώτιζε":"φωτίζω", "φωτίζει":"φωτίζω", "φωτίζεται":"φωτίζω", "φωτιζόμενα":"φωτιζόμενος", "φωτιζόμενο":"φωτιζόμενος", "φωτίζονται":"φωτίζω", "φωτίζονταν":"φωτίζω", "φωτίζοντας":"φωτίζω", "φωτιζόταν":"φωτίζω", "φωτίζουν":"φωτίζω", "φωτιος":"φώτιος", "φωτίου":"φώτιος", "φωτιου*":"φωτιου*", "φώτισαν":"φωτίζω", "φώτισε":"φωτίζω", "φωτίσει":"φωτίζω", "φώτιση":"φώτιση", "φωτισθεί":"φωτίζω", "φωτισθή":"φωτίζω", "φωτισμένα":"φωτισμένος", "φωτισμένες":"φωτισμένος", "φωτισμένη":"φωτισμένος", "φωτισμένο":"φωτισμένος", "φωτισμένους":"φωτίζω", "φωτισμένων":"φωτίζω", "φωτισμό":"φωτισμός", "φωτισμοί":"φωτισμός", "φωτισμός":"φωτισμός", "φωτισμού":"φωτισμός", "φωτισμούς":"φωτισμός", "φωτίσουμε":"φωτίζω", "φωτίσουν":"φωτίζω", "φωτιστεί":"φωτίζω", "φωτίστηκαν":"φωτίζω", "φωτίστηκε":"φωτίζω", "φωτιστικά":"φωτιστικός", "φωτιστικό":"φωτιστικός", "φωτιστικών":"φωτιστικός", "φωτιστούν":"φωτίζω", "φωτο":"φωτο", "φωτό":"φωτό", "φώτο":"φώτο", "φωτοαντιγραφημένο":"φωτοαντιγραφημένο", "φωτοαντιγραφικών":"φωτοαντιγραφικός", "φωτοβολίδα":"φωτοβολίδα", "φωτοβολίδες":"φωτοβολίδα", "φωτοβολταϊκά":"φωτοβολταϊκός", "φωτοβολταϊκό":"φωτοβολταϊκός", "φωτοβολταϊκών":"φωτοβολταϊκός", "φωτογένεια":"φωτογένεια", "φωτογήρανση":"φωτογήρανση", "φωτογραφηθεί":"φωτογραφίζω", "φωτογραφήθηκαν":"φωτογραφίζω", "φωτογραφήθηκε":"φωτογραφίζω", "φωτογραφηθούν":"φωτογραφίζω", "φωτογραφημένος":"φωτογραφίζω", "φωτογραφήσει":"φωτογραφώ", "φωτογραφήσεις":"φωτογράφηση", "φωτογράφηση":"φωτογράφηση", "φωτογράφησης":"φωτογράφηση", "φωτογραφήσω":"φωτογραφώ", "φωτογραφία":"φωτογραφία", "φωτογραφίας":"φωτογραφία", "φωτογραφιες":"φωτογραφία", "φωτογραφίες":"φωτογραφία", "φωτογράφιζαν":"φωτογραφίζω", "φωτογράφιζε":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζει":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζεται":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζονται":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζοντας":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζουν":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίζω":"φωτογραφίζω", "φωτογραφικά":"φωτογραφικά", "φωτογραφικά":"φωτογραφικός", "φωτογραφικές":"φωτογραφικός", "φωτογραφική":"φωτογραφικός", "φωτογραφικής":"φωτογραφικός", "φωτογραφικο":"φωτογραφικός", "φωτογραφικό":"φωτογραφικός", "φωτογραφικοί":"φωτογραφικός", "φωτογραφικός":"φωτογραφικός", "φωτογραφικού":"φωτογραφικός", "φωτογραφικών":"φωτογραφικός", "φωτογράφισα":"φωτογραφίζω", "φωτογράφισαν":"φωτογραφίζω", "φωτογράφισε":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίσει":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίσεις":"φωτογράφιση", "φωτογράφιση":"φωτογράφιση", "φωτογραφίσουμε":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίσουν":"φωτογραφίζω", "φωτογραφίσω":"φωτογραφίζω", "φωτογραφιών":"φωτογραφία", "φωτογράφο":"φωτογράφος", "φωτογράφοι":"φωτογράφος", "φωτογραφος":"φωτογράφος", "φωτογράφος":"φωτογράφος", "φωτογράφου":"φωτογράφος", "φωτογραφούμε":"φωτογραφώ", "φωτογράφους":"φωτογράφος", "φωτογράφων":"φωτογράφος", "φωτοδότης":"φωτοδότης", "φωτολίβος":"φωτολίβος", "φωτομοντέλο":"φωτομοντέλο", "φωτόπουλο":"φωτόπουλος", "φωτόπουλος":"φωτόπουλος", "φωτόπουλου":"φωτόπουλος", "φωτοπούλου":"φωτοπούλου", "φωτορεπόρτερ":"φωτορεπόρτερ", "φωτός":"φως", "φωτοσκίαση":"φωτοσκίαση", "φωτοστέφανα":"φωτοστέφανο", "φωτοστέφανο":"φωτοστέφανος", "φωτοσύνθεσης":"φωτοσύνθεση", "φωτοτυπία":"φωτοτυπία", "φωτοτυπίες":"φωτοτυπία", "φωτοτυπικό":"φωτοτυπικός", "φωτοτυπικού":"φωτοτυπικός", "φωτοχομάνα":"φωτοχομάνα", "φώτση":"φώτση", "φώτσης":"φώτσης", "φώτων":"φως", "φωφώ":"φωφώ", "φωφως":"φωφως", "φωφώς":"φωφώς", "χ":"χ", "χ.":"χ.", "χ.α.":"χ.α.", "χ.α.α.":"χ.α.α.", "χ.α.ν.θ.":"χ.α.ν.θ.", "χ.γ.":"χ.γ.", "χ2":"χ2", "χ21":"χ21", "'χα":"έχω", "χα":"χα", "χαα":"χαα", "χάαγ":"χάαγ", "χααγκ":"χααγκ", "χάαγκ":"χάαγκ", "χάαν":"χάαν", "χααρέτζ":"χααρέτζ", "χαβά":"χαβάς", "χαβάη":"χαβάη", "χαβαλέ":"χαβαλές", "χαβαλές":"χαβαλές", "χάβαρα":"χάβαρο", "χάβελ":"χάβελ", "χαβιάρι":"χαβιάρι", "χαβιαριού":"χαβιάρι", "χαβιέ":"χαβιέ", "χαβιερ":"χαβιερ", "χαβιέρ":"χαβιέρ", "χάβος":"χάβος", "χάβρης":"χάβρης", "χάγη":"χάγη", "χάγης":"χάγη", "χαγιάσι":"χαγιάσι", "χάγιεκ":"χάγιεκ", "χάγκεν":"χάγκεν", "χάγκερτι":"χάγκερτι", "χάδι":"χάδι", "χάδια":"χάδι", "χαζά":"χαζά", "χάζαρντ":"χάζαρντ", "χαζές":"χαζός", "χάζευαν":"χαζεύω", "χάζευε":"χαζεύω", "χαζεύει":"χαζεύω", "χαζεύεις":"χαζεύω", "χαζεύοντας":"χαζεύω", "χαζεύουμε":"χαζεύω", "χαζεύουν":"χαζεύω", "χαζεύω":"χαζεύω", "χαζέψετε":"χαζεύω", "χαζέψουν":"χαζεύω", "χαζή":"χαζός", "χαζηευαγγέλου":"χαζηευαγγέλου", "χάζι":"χάζι", "χαζίρι":"χαζίρι", "χαζό":"χαζός", "χαζοκούτι":"χαζοκούτι", "χαζός":"χαζός", "χαζοχαρούμενες":"χαζοχαρούμενος", "χαζοχαρούμενη":"χαζοχαρούμενος", "χαθεί":"χάνω", "χαθείς":"χάνω", "χαθείτε":"χάνω", "χάθηκαν":"χάνω", "χάθηκε":"χάνω", "χάθηκες":"χάνω", "χαθούμε":"χάνω", "χαθούν":"χάνω", "χαθώ":"χάνω", "χάι":"χάι", "χαίδάρι":"χαίδάρι", "χαϊδαρι":"χαϊδάρι", "χαϊδάρι":"χαϊδάρι", "-χαϊδάρι":"-χαϊδάρι", "χαϊδάρι-εθν":"χαϊδάρι-εθν", "χαϊδαρίου":"χαϊδάρι", "χάιδεμα":"χάιδεμα", "χαϊδεύει":"χαϊδεύω", "χαϊδεύουν":"χαϊδεύω", "χαϊδευτικά":"χαϊδευτικά", "χαϊδευτικό":"χαϊδευτικός", "χαϊδεύω":"χαϊδεύω", "χάιδεψα":"χαϊδεύω", "χάιδεψε":"χαϊδεύω", "χαϊδέψει":"χαϊδεύω", "χαϊδέψουν":"χαϊδεύω", "χαϊδέψω":"χαϊδεύω", "χάιδω":"χάιδω", "χαϊκάλης":"χαϊκάλης", "χαϊλαντερ":"χαϊλαντερ", "χαϊλατζιδου":"χαϊλατζιδου", "χαϊλέ":"χαϊλέ", "χάιμε":"χάιμε", "χάιμπουρι":"χάιμπουρι", "χάινε":"χάινε", "χάινεκ":"χάινεκ", "χάινκε":"χάινκε", "χαίνον":"χαίνων", "χαίνουσα":"χαίνων", "χάινριχ":"χάινριχ", "χάιντ":"χάιντ", "χαϊνταρ":"χαϊνταρ", "χαϊντάρ":"χαϊντάρ", "χάιντζε":"χάιντζε", "χαϊντουτσέκ":"χαϊντουτσέκ", "χαϊντούτσεκ":"χαϊντούτσεκ", "χαίρε":"χαίρω", "χαίρει":"χαίρω", "χαίρεσαι":"χαίρω", "χαίρεστε":"χαίρω", "χαιρετάει":"χαιρετώ", "χαίρεται":"χαίρω", "χαιρέτησα":"χαιρετώ", "χαιρέτησε":"χαιρετώ", "χαιρετήσει":"χαιρετώ", "χαιρετήσουμε":"χαιρετώ", "χαιρετήσουν":"χαιρετώ", "χαιρετίζοντας":"χαιρετίζω", "χαιρετίζουν":"χαιρετίζω", "χαιρέτισα":"χαιρετίζω", "χαιρετίσαμε":"χαιρετίζω", "χαιρέτισαν":"χαιρετίζω", "χαιρέτισε":"χαιρετίζω", "χαιρετίσει":"χαιρετίζω", "χαιρετίσματα":"χαιρέτισμα", "χαιρετισμό":"χαιρετισμός", "χαιρετισμοί":"χαιρετισμός", "χαιρετισμός":"χαιρετισμός", "χαιρετισμού":"χαιρετισμός", "χαιρετισμούς":"χαιρετισμός", "χαιρετίστηκε":"χαιρετίζω", "χαιρετίσω":"χαιρετίζω", "χαιρετούν":"χαιρετώ", "χαιρετούσαν":"χαιρετώ", "χαιρετούσε":"χαιρετώ", "χαιρετώ":"χαιρετώ", "χαιρεφώντα":"χαιρεφώντα", "χαιρογιώργου-σιγάρα":"χαιρογιώργου-σιγάρα", "χαίρομαι":"χαίρω", "χαιρόμαστε":"χαίρω", "χαίρονται":"χαίρω", "χαίρονταν":"χαίρω", "χαιροπουλος":"χαιροπουλος", "χαιρόταν":"χαίρω", "χαίρουν":"χαίρω", "χαίρουνταν":"χαίρουνταν", "χαίρω":"χαίρω", "χάισεγκεμς":"χάισεγκεμς", "χάιτας":"χάιτας", "χάι-τεκ":"χάι-τεκ", "χαίτη":"χαίτη", "χαϊτίδης":"χαϊτίδης", "χαΐτογλου":"χαΐτογλου", "χακ":"χακ", "χάκασον":"χάκασον", "χάκερ":"χάκερ", "χάκερς":"χάκερς", "χακίμ":"χακίμ", "χακτζέ":"χακτζέ", "χάκτνεφ":"χάκτνεφ", "χαλ":"χαλ", "χαλά":"χαλώ", "χάλαγε":"χαλώ", "χαλάει":"χαλώ", "χαλάζι":"χαλάζι", "χαλαζόπτωση":"χαλαζόπτωση", "χαλάλι":"χαλάλι", "χαλαμπί":"χαλαμπί", "χαλάνδρι":"χαλάνδρι", "χαλανδρίου":"χαλάνδρι", "χαλάνε":"χαλώ", "χαλαρά":"χαλαρά", "χαλαρές":"χαλαρός", "χαλαρή":"χαλαρός", "χαλαρής":"χαλαρός", "χαλαρό":"χαλαρός", "χαλαροί":"χαλαρός", "χαλαρός":"χαλαρός", "χαλαρότερη":"χαλαρός", "χαλαρότητα":"χαλαρότητα", "χαλαρότητας":"χαλαρότητα", "χαλαρούς":"χαλαρός", "χαλάρωμα":"χαλάρωμα", "χαλαρωμένους":"χαλαρωμένος", "χαλαρώνει":"χαλαρώνω", "χαλαρώνετε":"χαλαρώνω", "χαλαρώνουν":"χαλαρώνω", "χαλαρώνω-τεμπελιάζω":"χαλαρώνω-τεμπελιάζω", "χαλάρωσαν":"χαλαρώνω", "χαλάρωσε":"χαλαρώνω", "χαλαρώσει":"χαλαρώνω", "χαλαρώσεις":"χαλαρώνω", "χαλαρώσετε":"χαλαρώνω", "χαλάρωση":"χαλάρωση", "χαλάρωσης":"χαλάρωση", "χαλαρώσουμε":"χαλαρώνω", "χαλαρώσουν":"χαλαρώνω", "χαλαρώστε":"χαλαρώνω", "χαλαρωτικές":"χαλαρωτικός", "χαλαρωτικός":"χαλαρωτικός", "χαλάς":"χαλώ", "χάλασαν":"χαλώ", "χαλασε":"χαλώ", "χάλασε":"χαλώ", "χαλάσει":"χαλώ", "χαλάσετε":"χαλώ", "χαλάσματα":"χάλασμα", "χαλασμάτων":"χάλασμα", "χαλάσουν":"χαλώ", "χαλάστρα":"χαλάστρα", "χαλάστρας":"χαλάστρα", "χαλάσω":"χαλώ", "χαλάτε":"χαλώ", "χαλβά":"χαλβάς", "χαλβάς":"χαλβάς", "χαλβατζής":"χαλβατζής", "χάλεντ":"χάλεντ", "χαλεπίου":"χαλεπίου", "χαλεπλίδου":"χαλεπλίδου", "χαλεπούς":"χαλεπός", "χαλί":"χαλί", "χάλι":"χάλι", "χαλιά":"χαλί", "χάλια":"χάλι", "χαλιάζης":"χαλιάζης", "χαλίκι":"χαλίκι", "χαλίκια":"χαλίκι", "χαλίλ":"χαλίλ", "χαλίλι":"χαλίλι", "χαλίμ":"χαλίμ", "χαλιμούρδας":"χαλιμούρδας", "χαλιναγωγεί":"χαλιναγωγώ", "χαλιναγώγησης":"χαλιναγώγηση", "χαλιναγωγήσουν":"χαλιναγωγώ", "χαλίντ":"χαλίντ", "χαλιού":"χαλί", "χαλίφη":"χαλίφης", "χαλίφηδες":"χαλίφης", "χαλίφης":"χαλίφης", "χαλιών":"χαλί", "χαλκείο":"χαλκείο", "χαλκευμένες":"χαλκεύω", "χαλκεύουν":"χαλκεύω", "χάλκευση":"χάλκευση", "χάλκη":"χάλκη", "χαλκηδόνα":"χαλκηδόνα", "χαλκηδόνας":"χαλκηδόνα", "χάλκης":"χάλκη", "χαλκιά":"χαλκιάς", "χαλκιαδάκης":"χαλκιαδάκης", "χαλκιάς":"χαλκιάς", "χαλκιδα":"χαλκίδα", "χαλκίδα":"χαλκίδα", "χαλκίδα-icbs":"χαλκίδα-icbs", "χαλκίδας":"χαλκίδα", "χαλκίδη":"χαλκίδης", "χαλκίδης":"χαλκίδης", "χαλκιδική":"χαλκιδική", "χαλκιδικη":"χαλκιδικός", "χαλκιδικής":"χαλκιδική", "χαλκιδικης":"χαλκιδικός", "χαλκιδικιώτης":"χαλκιδικιώτης", "χαλκιδικιώτικων":"χαλκιδικιώτικων", "χαλκιδικιωτών":"χαλκιδικιωτών", "χαλκίδος":"χαλκίς", "χάλκινα":"χάλκινος", "χάλκινες":"χάλκινος", "χάλκινη":"χάλκινος", "χάλκινο":"χάλκινος", "χάλκινοι":"χάλκινος", "χάλκινων":"χάλκινος", "χαλκό":"χαλκός", "χαλκογραφίες":"χαλκογραφία", "χαλκοκονδύλη":"χαλκοκονδύλη", "χαλκορ":"χαλκορ", "χαλκός":"χαλκός", "χαλκού":"χαλκός", "χαλ-κρίσταλ":"χαλ-κρίσταλ", "χάλμσταντ":"χάλμσταντ", "χαλούν":"χαλώ", "χάλυβα":"χάλυβας", "χαλύβδινη":"χαλύβδινος", "χαλυβδοφυλλων":"χαλυβδοφυλλων", "χαλυβδώνει":"χαλυβδώνω", "χαλυβδώνουμε":"χαλυβδώνω", "χαλυψ":"χαλυψ", "χαμ":"χαμ", "χαμ3396925-35":"χαμ3396925-35", "χαμάληδες":"χαμάλης", "χαμάμ":"χαμάμ", "χαμαμάτσου":"χαμαμάτσου", "χαμάς":"χαμάς", "'χαμε":"έχω", "χαμε":"χαμός", "χαμένα":"χαμένος", "χαμενεΐ":"χαμενεΐ", "χαμένες":"χαμένος", "χαμένη":"χαμένος", "χαμένης":"χαμένος", "χαμένο":"χαμένος", "χαμένοι":"χαμένος", "χαμένος":"χαμένος", "χαμένου":"χαμένος", "χαμένου-άγγελο":"χαμένου-άγγελο", "χαμένους":"χαμένος", "χαμεντάν":"χαμεντάν", "χαμένων":"χαμένος", "χάμερς":"χάμερς", "χάμζα":"χάμζα", "χαμηλά":"χαμηλός", "χαμηλές":"χαμηλός", "χαμηλή":"χαμηλός", "χαμηλής":"χαμηλός", "χαμηλό":"χαμηλός", "χαμηλοί":"χαμηλός", "χαμηλόμισθοι":"χαμηλόμισθος", "χαμηλόμισθους":"χαμηλόμισθος", "χαμηλόμισθων":"χαμηλόμισθος", "χαμηλός":"χαμηλός", "χαμηλοσυνταξιούχοι":"χαμηλοσυνταξιούχος", "χαμηλοσυνταξιούχους":"χαμηλοσυνταξιούχος", "χαμηλοσυνταξιούχων":"χαμηλοσυνταξιούχος", "χαμηλοτάβανο":"χαμηλοτάβανος", "χαμηλότατα":"χαμηλά", "χαμηλότερα":"χαμηλά", "χαμηλότερα":"χαμηλός", "χαμηλότερες":"χαμηλός", "χαμηλότερη":"χαμηλός", "χαμηλότερης":"χαμηλός", "χαμηλότερο":"χαμηλός", "χαμηλότεροι":"χαμηλός", "χαμηλότερος":"χαμηλός", "χαμηλότερους":"χαμηλός", "χαμηλότερων":"χαμηλός", "χαμηλότοκα":"χαμηλότοκος", "χαμηλότονης":"χαμηλότονος", "χαμηλότονο":"χαμηλότονος", "χαμηλού":"χαμηλός", "χαμηλούς":"χαμηλός", "χαμηλόφωνα":"χαμηλόφωνα", "χαμηλόφωνη":"χαμηλόφωνος", "χαμήλωμα":"χαμήλωμα", "χαμηλών":"χαμηλός", "χαμηλώνει":"χαμηλώνω", "χαμηλώνετε":"χαμηλώνω", "χαμηλώνοντας":"χαμηλώνω", "χαμηλώνουν":"χαμηλώνω", "χαμήλωσαν":"χαμηλώνω", "χαμήλωσε":"χαμηλώνω", "χαμηλώσουμε":"χαμηλώνω", "χαμηλώσουν":"χαμηλώνω", "χαμιλτον":"χαμιλτον", "χάμιλτον":"χάμιλτον", "χαμίτ":"χαμίτ", "χαμό":"χαμός", "χαμόγελα":"χαμόγελο", "χαμογελά":"χαμογελώ", "χαμογελάει":"χαμογελώ", "χαμογελάνε":"χαμογελώ", "χαμογέλασε":"χαμογελώ", "χαμογελάσει":"χαμογελώ", "χαμογέλασες":"χαμογελώ", "χαμογελάσετε":"χαμογελώ", "χαμογελάσουν":"χαμογελώ", "χαμογελαστά":"χαμογελαστά", "χαμογελάστε":"χαμογελώ", "χαμογελαστές":"χαμογελαστός", "χαμογελαστή":"χαμογελαστός", "χαμογελαστό":"χαμογελαστός", "χαμογελαστοί":"χαμογελαστός", "χαμογελαστός":"χαμογελαστός", "χαμογελαστού":"χαμογελαστός", "χαμογελαστούς":"χαμογελαστός", "χαμογελάσω":"χαμογελώ", "χαμογελάτε":"χαμογελώ", "χαμόγελο":"χαμόγελο", "χαμόγελό":"χαμόγελο", "χαμόγελου":"χαμόγελο", "χαμογελούν":"χαμογελώ", "χαμογελούσα":"χαμογελώ", "χαμογελούσαν":"χαμογελώ", "χαμογελούσε":"χαμογελώ", "χαμογελώντας":"χαμογελώ", "χαμόδρακα":"χαμόδρακας", "χαμομήλι":"χαμομήλι", "χάμοντ":"χάμοντ", "χαμός":"χαμός", "χαμού":"χαμός", "χαμουτζήδες":"χαμουτζήδες", "χαμπάρι":"χαμπάρι", "χαμπάρια":"χαμπάρι", "χαμπαρίζουν":"χαμπαρίζουν", "χάμπεεμπ":"χάμπεεμπ", "χαμπίμπης":"χαμπίμπης", "χαμπιμπι":"χαμπιμπι", "χαμπίμπι":"χαμπίμπι", "χάμπουργκερ":"χάμπουργκερ", "χαμσάιρ":"χαμσάιρ", "χάμσιρ":"χάμσιρ", "χάμφρεϊ":"χάμφρεϊ", "χαν":"έχω", "χαν":"χαν", "χάν":"χάν", "χανάν":"χανάν", "χάνδρες":"χάνδρα", "χάνε":"χάνω", "χάνει":"χάνω", "χάνεις":"χάνω", "χάνελ":"χάνελ", "χάνεμαν":"χάνεμαν", "χάνεσαι":"χάνω", "χάνεστε":"χάνω", "χάνεται":"χάνω", "χάνετε":"χάνω", "χανθ":"χανθ", "χανθ1971-7263":"χανθ1971-7263", "χανθ-απόλλωνα":"χανθ-απόλλωνα", "χάνι":"χάνι", "χανιά":"χανιά", "χανιγιέχ":"χανιγιέχ", "χανίφ":"χανίφ", "χανίων":"χανίων", "χανιώτη":"χανιώτης", "χανιώτης":"χανιώτης", "χάνκε":"χάνκε", "χανκς":"χανκς", "χάνλον":"χάνλον", "χάννε":"χάννος", "χάνοι":"χάνος", "χάνομαι":"χάνω", "χανόμαστε":"χάνω", "χάνονται":"χάνω", "χάνονταν":"χάνω", "χάνοντας":"χάνω", "χανόντουσαν":"χάνω", "χανός":"χανός", "χανόταν":"χάνω", "χανού":"χανού", "χανούμ":"χανούμ", "χάνουμε":"χάνω", "χανούμισσα":"χανούμισσα", "χάνουν":"χάνω", "χανς":"χανς", "χάνσεν":"χάνσεν", "χάνσον":"χάνσον", "χαντ":"χαντ", "χαντάκι":"χαντάκι", "χαντάκια":"χαντάκι", "χαντάμ":"χαντάμ", "χαντάντ":"χαντάντ", "χαντάσα":"χαντάσα", "χάντερ":"χάντερ", "χαντερσφιλντ":"χαντερσφιλντ", "χάντερσφιλντ":"χάντερσφιλντ", "χάντερσφιλντ431271142-49":"χάντερσφιλντ431271142-49", "χαντές":"χαντές", "χαντζάρα":"χαντζάρα", "χαντζαρίδης":"χαντζαρίδης", "χαντζή":"χαντζής", "χαντζιάρας":"χαντζιάρας", "χαντμπολ":"χάντμπολ", "χάντμπολ":"χάντμπολ", "χαντόλιας":"χαντόλιας", "χαντουίρ":"χαντουίρ", "χαντούρης":"χαντούρης", "χάντρες":"χάντρα", "χαντρούλες":"χαντρούλες", "χαντωλιάς":"χαντωλιάς", "χάνω":"χάνω", "χάος":"χάος", "χαοτικά":"χαοτικός", "χαοτική":"χαοτικός", "χαοτικό":"χαοτικός", "χαουάρα":"χαουάρα", "χάουαρντ":"χάουαρντ", "χάουελ":"χάουελ", "χάους":"χάος", "χάουσχολντ":"χάουσχολντ", "χαπάκι":"χαπάκι", "χάπενιγκ":"χάπενιγκ", "χάπενινγκ":"χάπενινγκ", "χαπι":"χάπι", "χάπι":"χάπι", "χάπια":"χάπι", "χαπιού":"χάπι", "χαπιών":"χάπι", "χαποέλ":"χαποέλ", "χάποελ":"χάποελ", "χαρα":"χαρά", "χαρά":"χαρά", "χαράγματα":"χάραγμα", "χαραγμένα":"χαράζω", "χαραγμένες":"χαραγμένος", "χαραγμένη":"χαραγμένος", "χαραγμένο":"χαραγμένος", "χαραγμένος":"χαράζω", "χαράδρα":"χαράδρα", "χαράδρας":"χαράδρα", "χαράδρες":"χαράδρα", "χάραζαν":"χαράζω", "χαράζει":"χαράζω", "χαραζί":"χαραζί", "χαράζουμε":"χαράζω", "χαράζουν":"χαράζω", "χαρακίρι":"χαρακίρι", "χαρακόπουλος":"χαρακόπουλος", "χαράκτη":"χαράκτης", "χαρακτήρα":"χαρακτήρας", "χαρακτήρας":"χαρακτήρας", "χαρακτήρες":"χαρακτήρας", "χαρακτήριζα":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζαμε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτήριζαν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζατε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτήριζε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηριζει":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζει":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζεται":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζετε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζονται":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζονταν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζοντας":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζοντάς":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηριζόταν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζουμε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζουν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίζω":"χαρακτηρίζω", "χαρακτήρισαν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτήρισε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσει":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσετε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρισθεί":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσθηκαν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσθηκε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρισθούν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρισμένη":"χαρακτηρισμένος", "χαρακτηρισμένο":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρισμένων":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρισμό":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρισμοί":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρισμός":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρισμού":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρισμούς":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρισμών":"χαρακτηρισμός", "χαρακτηρίσουμε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσουν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίστε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηριστεί":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηριστείς":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίστηκαν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίστηκε":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηριστικα":"χαρακτηριστικά", "χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικά", "χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικό", "χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικές":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστική":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικής":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικό":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικοί":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικός":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικότερη":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικότερο":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικού":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικούς":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστικών":"χαρακτηριστικός", "χαρακτηριστούν":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρίσω":"χαρακτηρίζω", "χαρακτηρολογική":"χαρακτηρολογικός", "χαρακτήρων":"χαρακτήρας", "χαρακτικά":"χαρακτικός", "χαρακτική":"χαρακτικός", "χαρακτικής":"χαρακτικός", "χαρακτικών":"χαρακτικός", "χαράκωμα":"χαράκωμα", "χαρακώματα":"χαράκωμα", "χαρακωμάτων":"χαράκωμα", "χαραλάμπη":"χαραλάμπη", "χαραλάμπης":"χαραλάμπης", "χαραλαμπιδη":"χαραλαμπίδης", "χαραλαμπίδη":"χαραλαμπίδης", "χαραλαμπιδης":"χαραλαμπίδης", "χαραλαμπίδης":"χαραλαμπίδης", "χαραλαμπίδου":"χαραλαμπίδου", "χαράλαμπο":"χαράλαμπος", "χαραλαμπόπουλος":"χαραλαμπόπουλος", "χαράλαμπος":"χαράλαμπος", "χαραλαμπους":"χαραλαμπους", "χαραλάμπους":"χαραλάμπους", "χάραλντ":"χάραλντ", "χάραμα":"χάραμα", "χαραμάδα":"χαραμάδα", "χαραμάδες":"χαραμάδα", "χαράματα":"χάραμα", "χαραμίζει":"χαραμίζω", "χαραμίσει":"χαραμίζω", "χάραν":"χάραν", "χαράξαμε":"χαράζω", "χάραξαν":"χαράζω", "χάραξε":"χαράζω", "χαράξει":"χαράζω", "χαράξεις":"χαράζω", "χάραξη":"χάραξη", "χάραξή":"χάραξη", "χάραξης":"χάραξη", "χαράξουν":"χαράζω", "χαράξτε":"χαράζω", "χαράς":"χαρά", "χαράσσει":"χαράζω", "χαράσσεται":"χαράσσω", "χαράσσονται":"χαράσσω", "χαράσσοντας":"χαράσσω", "χαρασσόταν":"χαράζω", "χαράσσουν":"χαράζω", "χαράτσι":"χαράτσι", "χαραυγής":"χαραυγή", "χαραχθεί":"χαράζω", "χαράχθηκαν":"χαράζω", "χαράχθηκε":"χαράζω", "χαραχθούν":"χαράζω", "χαραχτεί":"χαράζω", "χαράχτηκαν":"χαράζω", "χαραχτούν":"χαράζω", "χάρβαρντ":"χάρβαρντ", "χάρβεϊ":"χάρβεϊ", "χαρδαβέλλας":"χαρδαβέλλας", "χαρδαλιάς":"χαρδαλιάς", "χάρε":"χάρος", "χαρεί":"χαίρω", "χαρείτε":"χαίρω", "χαρέλης":"χαρέλης", "χαρεμιού":"χαρέμι", "χαρές":"χαρά", "χάρες":"χάρη", "χάρη":"χάρη", "χάρηκα":"χαίρω", "χαρήκαμε":"χαίρω", "χάρηκαν":"χαίρω", "χάρηκε":"χαίρω", "χαρης":"χάρης", "χάρης":"χάρης", "χάρι":"χάρη", "χάριγκ":"χάριγκ", "χαρίδου":"χαρίδου", "χαρίεν":"χαρίεις", "χαριεντιζόμενα":"χαριεντιζόμενα", "χαριεντίζονται":"χαριεντίζομαι", "χαριζάν":"χαριζάν", "χάριζαν":"χαρίζω", "χάριζε":"χαρίζω", "χαρίζει":"χαρίζω", "χαρίζεται":"χαρίζω", "χαρίζετε":"χαρίζω", "χαρίζονται":"χαρίζω", "χαρίζοντας":"χαρίζω", "χαρίζοντάς":"χαρίζω", "χαρίζουμε":"χαρίζω", "χαρίζουν":"χαρίζω", "χαρίζω":"χαρίζω", "χαρίκλεια":"χαρίκλεια", "χαρίκλειας":"χαρίκλεια", "χαρίλαος":"χαρίλαος", "χαρίλαου":"χαρίλαος", "χαριλάου":"χαριλάου", "χαριλένα":"χαριλένα", "χάριν":"χάριν", "χάρινγκτον":"χάρινγκτον", "χαρίρι":"χαρίρι", "χαρις":"χάρη", "χάρις":"χάρη", "χάρισα":"χαρίζω", "χάρισαν":"χαρίζω", "χάρισε":"χαρίζω", "χαρίσει":"χαρίζω", "χαρισείου":"χαρισείου", "χαρίσεις":"χαρίζω", "χαριση":"χαριση", "χαρίση":"χαρίση", "χαρίσης":"χαρίσης", "χαρισία":"χαρισία", "χάρισμα":"χάρισμα", "χάρισμά":"χάρισμα", "χαρίσματα":"χάρισμα", "χαρισματικές":"χαρισματικός", "χαρισματική":"χαρισματικός", "χαρισματικός":"χαρισματικός", "χαρισματικούς":"χαρισματικός", "χαρισμάτων":"χάρισμα", "χαρισμίδης":"χαρισμίδης", "χάρισον":"χάρισον", "χαρίσουμε":"χαρίζω", "χαρίσουν":"χαρίζω", "χαρίστε":"χαρίζω", "χαριστέα":"χαριστέα", "χαριστέας":"χαριστέας", "χαριστεί":"χαρίζω", "χαριστείτε":"χαρίζω", "χαρίστηκαν":"χαρίζω", "χαρίστηκε":"χαρίζω", "χαριστικές":"χαριστικός", "χαριστική":"χαριστικός", "χαριστικής":"χαριστικός", "χαριστικών":"χαριστικός", "χαρίσω":"χαρίζω", "χαρίτερπνη":"χαρίτερπνη", "χαρίτερπνης":"χαρίτερπνης", "χαριτίδη":"χαριτίδη", "χαριτίδης":"χαριτίδης", "χαριτολογώντας":"χαριτολογώ", "χαριτόπουλος":"χαριτόπουλος", "χάριτος":"χάρη", "χαρίτου":"χαρίτος", "χαριτωμένα":"χαριτωμένος", "χαριτωμένες":"χαριτωμένος", "χαριτωμένη":"χαριτωμένος", "χαριτωμένο":"χαριτωμένος", "χαριτωμένος":"χαριτωμένος", "χαρίτων":"χάρη", "χαριτωνιδου":"χαριτωνιδου", "χαρκας":"χαρκας", "χάρλεϋ":"χάρλεϋ", "χάρμα":"χάρμα", "χαρμανι":"χαρμάνι", "χαρμάνι":"χαρμάνι", "χαρμολύπη":"χαρμολύπη", "χαρμόσυνη":"χαρμόσυνος", "χαρμόσυνο":"χαρμόσυνος", "χάρμπα":"χάρμπα", "χαρμπίν":"χαρμπίν", "χαρνταγουέι":"χαρνταγουέι", "χάρνταγουεϊ":"χάρνταγουεϊ", "χάρντι":"χάρντι", "χάρντογκ":"χάρντογκ", "χαρντ-τοκ":"χαρντ-τοκ", "χάρντυ":"χάρντυ", "χάρο":"χάρος", "χαροκαμένη":"χαροκαμένος", "χαροκοπείου":"χαροκοπείου", "χαροκοπι":"χαροκόπι", "χαροκόπι":"χαροκόπι", "χάρολντ":"χάρολντ", "χαροπάλευε":"χαροπαλεύω", "χαροποιεί":"χαροποιώ", "χαροποιήσει":"χαροποιώ", "χαροποιήσουν":"χαροποιώ", "χαροπούλι":"χαροπούλι", "χάρος":"χάρος", "χαρούλης":"χαρούλης", "χαρούμε":"χαίρω", "χαρούμενα":"χαρούμενος", "χαρούμενες":"χαρούμενος", "χαρούμενη":"χαρούμενος", "χαρούμενης":"χαρούμενος", "χαρούμενο":"χαρούμενος", "χαρούμενοι":"χαρούμενος", "χαρούμενος":"χαρούμενος", "χαρούμενους":"χαρούμενος", "χαρούμενων":"χαρούμενος", "χαρούν":"χαίρω", "χάρπιν":"χάρπιν", "χαρτ":"χαρτ", "χαρταετό":"χαρταετός", "χαρταετοί":"χαρταετός", "χαρταετός":"χαρταετός", "χαρταετού":"χαρταετός", "χαρταετούς":"χαρταετός", "χαρταετών":"χαρταετός", "χαρτάκι":"χαρτάκι", "χαρτάκια":"χαρτάκι", "χάρτας":"χάρτα", "χάρτες":"χάρτης", "χαρτζιλίκι":"χαρτζιλίκι", "χάρτη":"χάρτης", "χάρτης":"χάρτης", "χαρτί":"χαρτί", "χαρτια":"χαρτί", "χαρτιά":"χαρτί", "χαρτικά":"χαρτικά", "χάρτινα":"χαρτένιος", "χάρτινες":"χαρτένιος", "χάρτινη":"χαρτένιος", "χάρτινης":"χαρτένιος", "χάρτινο":"χαρτένιος", "χάρτινοι":"χαρτένιος", "χάρτινος":"χαρτένιος", "χάρτινους":"χαρτένιος", "χαρτιού":"χαρτί", "χαρτιών":"χαρτί", "χάρτλεϊ":"χάρτλεϊ", "χαρτλπουλ":"χαρτλπουλ", "χαρτοβιομηχανίας":"χαρτοβιομηχανία", "χαρτοβιομηχανιες":"χαρτοβιομηχανία", "χαρτογραφεί":"χαρτογραφώ", "χαρτογραφείται":"χαρτογραφώ", "χαρτογραφημένες":"χαρτογραφώ", "χαρτογραφήσαμε":"χαρτογραφώ", "χαρτογραφήσει":"χαρτογραφώ", "χαρτογράφηση":"χαρτογράφηση", "χαρτογράφησης":"χαρτογράφηση", "χαρτογραφίας":"χαρτογραφία", "χαρτογραφικής":"χαρτογραφικός", "χαρτογραφούμε":"χαρτογραφώ", "χαρτογραφώντας":"χαρτογραφώ", "χαρτοκιβώτια":"χαρτοκιβώτιο", "χαρτοκιβώτιο":"χαρτοκιβώτιο", "χαρτοκοπτική":"χαρτοκοπτική", "χαρτόκουτες":"χαρτόκουτα", "χαρτομάντιλα":"χαρτομάντιλο", "χαρτονένια":"χαρτονένιος", "χαρτονένιο":"χαρτονένιος", "χαρτόνι":"χαρτόνι", "χαρτονόμισμα":"χαρτονόμισμα", "χαρτονομίσματα":"χαρτονόμισμα", "χαρτονομισμάτων":"χαρτονόμισμα", "χαρτοπαικτης":"χαρτοπαίκτης", "χαρτοπαιξίας":"χαρτοπαιξία", "χαρτοπαιχτικές":"χαρτοπαιχτικός", "χαρτοπαιχτικής":"χαρτοπαιχτικός", "χαρτοπολτό":"χαρτοπολτός", "χαρτόσημα":"χαρτόσημο", "χαρτόσημο":"χαρτόσημο", "χάρτου":"χάρτης", "χαρτοφύλακα":"χαρτοφύλακας", "χαρτοφύλακες":"χαρτοφύλακας", "χαρτοφυλάκιο":"χαρτοφυλάκιο", "'χαρτοφυλάκιο'":"'χαρτοφυλάκιο'", "χαρτοφυλάκιό":"χαρτοφυλάκιο", "χαρτοφυλακιου":"χαρτοφυλάκιο", "χαρτοφυλακίου":"χαρτοφυλάκιο", "χαρτοφυλακίων":"χαρτοφυλάκιο", "χαρτς":"χαρτς", "χάρτσον":"χάρτσον", "χαρτών":"χάρτης", "χαρώ":"χαίρω", "χαρών":"χάρη", "χάσαμε":"χάνω", "χασάν":"χασάν", "χάσανε":"χάνω", "χασαπάκη":"χασαπάκη", "χασαπη":"χασάπης", "χασάπη":"χασάπης", "χασάπηδες":"χασάπης", "χασάπης":"χασάπης", "χασάπικα":"χασάπικος", "χάσατε":"χάνω", "χάσει":"χάνω", "χάσεις":"χάνω", "χασεκιδης":"χασεκιδης", "χασεκίδης":"χασεκίδης", "χασελμπάινκ":"χασελμπάινκ", "χάσετε":"χάνω", "χασίμ":"χασίμ", "χάσιμο":"χάσιμο", "χασιμότο":"χασιμότο", "χάσιος":"χάσιος", "χασίς":"χασίς", "χασίσι":"χασίσι", "χασιώτη":"χασιώτη", "χασιωτης":"χασιωτης", "χασιώτης":"χασιώτης", "χάσκα":"χάσκα", "χάσκει":"χάσκω", "χάσκοντας":"χάσκω", "χάσκουν":"χάσκω", "χάσλερ":"χάσλερ", "χάσμα":"χάσμα", "χάσματα":"χάσμα", "χάσματά":"χάσμα", "χάσματος":"χάσμα", "χασμουριέται":"χασμουριέμαι", "χασογκόλη":"χασογκόλης", "χάσου":"χάνω", "χάσουμε":"χάνω", "χάσουν":"χάνω", "χασούρα":"χασούρα", "χαστα":"χαστα", "χαστας":"χαστας", "χαστούκι":"χαστούκι", "χαστουκίζει":"χαστουκίζω", "χαστουκίζουν":"χαστουκίζω", "χαστούκισε":"χαστουκίζω", "χάσω":"χάνω", "χατ":"χατ", "χαταγουέι":"χαταγουέι", "χαταμι":"χαταμι", "χαταμί":"χαταμί", "χατανάκα":"χατανάκα", "χατζ":"χατζ", "χατζhαβραμιδου":"χατζhαβραμιδου", "χατζαντριάν":"χατζαντριάν", "χατζάρα":"χατζάρα", "χατζάρας":"χατζάρα", "χατζαρίδης":"χατζαρίδης", "χάτζατζ":"χάτζατζ", "χατζή":"χατζής", "χατζηαβραμίδου":"χατζηαβραμίδου", "χατζηαγγελάκης":"χατζηαγγελάκης", "χατζηαντριάν":"χατζηαντριάν", "χατζηαντώνης":"χατζηαντώνης", "χατζηαντωνιου":"χατζηαντωνιου", "χατζηβασιλείου":"χατζηβασιλείου", "χατζηβρέττα":"χατζηβρέττα", "χατζηβρέττας":"χατζηβρέττας", "χατζηγιαννάκη":"χατζηγιαννάκη", "χατζηδάκης":"χατζηδάκης", "χατζηδημητρίου":"χατζηδημητρίου", "χατζηεμμανουήλ":"χατζηεμμανουήλ", "χατζηευαγγελου":"χατζηευαγγελου", "χατζηευαγγέλου":"χατζηευαγγέλου", "χατζηζήση":"χατζηζήση", "χατζηζήσης":"χατζηζήσης", "χατζηιωαννου":"χατζηιωάννου", "χατζηκυριακιδης":"χατζηκυριακιδης", "χατζηκυριακίδης":"χατζηκυριακίδης", "χατζηκυριάκου-γκίκα":"χατζηκυριάκου-γκίκα", "χατζηκωνσταντίνου*":"χατζηκωνσταντίνου*", "χατζηκώστα":"χατζηκώστα", "χατζηλίας":"χατζηλίας", "χατζημανουήλ":"χατζημανουήλ", "χατζημάρκο":"χατζημάρκο", "χατζημηνάς":"χατζημηνάς", "χατζημιχάλης":"χατζημιχάλης", "χατζημπέη":"χατζημπέη", "χατζήμπεης":"χατζήμπεης", "χατζηνάκο":"χατζηνάκο", "χατζηνάσιου":"χατζηνάσιου", "χατζηνικολάου":"χατζηνικολάου", "χατζηπαναγής":"χατζηπαναγής", "χατζηπαπαδοπουλος":"χατζηπαπαδοπουλος", "χατζηπέτρος":"χατζηπέτρος", "χατζηπέτρου":"χατζηπέτρου", "χατζηρίζος":"χατζηρίζος", "χατζής":"χατζής", "χατζησάββα":"χατζησάββα", "χατζησημαιών":"χατζησημαιών", "χατζηστεργίου":"χατζηστεργίου", "χατζησωκράτη":"χατζησωκράτη", "χατζησωκράτης":"χατζησωκράτης", "χατζητόλιο":"χατζητόλιο", "χατζητόλιος":"χατζητόλιος", "χατζητόλιου":"χατζητόλιου", "χατζηχρηστος":"χατζηχρηστος", "χατζηχρήστου":"χατζηχρήστου", "χατζί":"χατζί", "χατζιάρας":"χατζιάρας", "χατζιδάκι":"χατζιδάκι", "χατζιέφσκι":"χατζιέφσκι", "χατζοπουλος":"χατζόπουλος", "χατζόπουλος":"χατζόπουλος", "χατζόπουλου":"χατζόπουλος", "χατιλάρι":"χατιλάρι", "χατίρι":"χατίρι", "χατίρια":"χατίρι", "χατς":"χατς", "χατσατουριάν":"χατσατουριάν", "χάτσινσον":"χάτσινσον", "χάτσον":"χάτσον", "χαυλιόδοντα":"χαυλιόδοντας", "χαυλιόδοντες":"χαυλιόδοντας", "χαυλιόδοντές":"χαυλιόδοντας", "χαφ":"χαφ", "χαφεζ":"χαφεζ", "χαφέζ":"χαφέζ", "χαφίζ":"χαφίζ", "χαχαμίδη":"χαχαμίδη", "χαώδες":"χαώδης", "χαώδης":"χαώδης", "χαώδους":"χαώδης", "χδιαδ":"χδιαδ", "χε":"έχω", "'χε":"έχω", "χέδερ":"χέδερ", "χέερενβεν":"χέερενβεν", "χεζμπολά":"χεζμπολά", "χει":"έχω", "'χει":"έχω", "χειλέων":"χειλέων", "χείλη":"χείλος", "χείλος":"χείλος", "χειμαζεται":"χειμάζομαι", "χειμάζεται":"χειμάζομαι", "χειμαζόμενη":"χειμαζόμενος", "χείμαρρο":"χείμαρρος", "χείμαρροι":"χείμαρρος", "χείμαρρος":"χείμαρρος", "χειμάρρου":"χείμαρρος", "χειμάρρους":"χείμαρρος", "χειμαρρώδεις":"χειμαρρώδης", "χειμαρρώδη":"χειμαρρώδης", "χειμαρρώδης":"χειμαρρώδης", "χειμάρρων":"χείμαρρος", "χειμερίας":"χειμέριος", "χειμερινά":"χειμερινός", "χειμερινές":"χειμερινός", "χειμερινή":"χειμερινός", "χειμερινής":"χειμερινός", "χειμερινό":"χειμερινός", "χειμερινοί":"χειμερινός", "χειμερινού":"χειμερινός", "χειμερινούς":"χειμερινός", "χειμερινών":"χειμερινός", "χειμωνα":"χειμώνας", "χειμώνα":"χειμώνας", "χειμώνα-καλοκαίρι":"χειμώνα-καλοκαίρι", "χειμωνάς":"χειμωνάς", "χειμώνας":"χειμώνας", "χειμώνες":"χειμώνας", "χειμωνέτο":"χειμωνέτο", "χειμωνιάτικα":"χειμωνιάτικος", "χειμωνιάτικη":"χειμωνιάτικος", "χειμωνιάτικης":"χειμωνιάτικος", "χειμωνιάτικο":"χειμωνιάτικος", "χειμωνιάτικος":"χειμωνιάτικος", "χειμωνιάτικους":"χειμωνιάτικος", "χειμωνίδης":"χειμωνίδης", "χειμωνος":"χειμωνος", "χειμώνος":"χειμώνος", "χείρα":"χέρι", "χειραγωγεί":"χειραγωγώ", "χειραγωγηθεί":"χειραγωγώ", "χειραγωγημένη":"χειραγωγημένος", "χειραγωγήσει":"χειραγωγώ", "χειραγώγηση":"χειραγώγηση", "χειραγώγησή":"χειραγώγηση", "χειραγώγησης":"χειραγώγηση", "χειραγωγούν":"χειραγωγώ", "χειραγωγούνται":"χειραγωγώ", "χειραγωγώντας":"χειραγωγώ", "χειραποσκευή":"χειραποσκευή", "χείρας":"χείρας", "χειραφετηθεί":"χειραφετώ", "χειραφέτηση":"χειραφέτηση", "χειραφέτησης":"χειραφέτηση", "χειραψία":"χειραψία", "χειραψίας":"χειραψία", "χειραψίες":"χειραψία", "χειρίζεται":"χειρίζομαι", "χειρίζομαι":"χειρίζομαι", "χειριζόμαστε":"χειρίζομαι", "χειριζόμενος":"χειριζόμενος", "χειρίζονται":"χειρίζομαι", "χειριζόταν":"χειρίζομαι", "χειρισθεί":"χειρίζομαι", "χειρίσθηκε":"χειρίζομαι", "χειρισθούν":"χειρίζομαι", "χειρισμό":"χειρισμός", "χειρισμοί":"χειρισμός", "χειρισμός":"χειρισμός", "χειρισμού":"χειρισμός", "χειρισμούς":"χειρισμός", "χειρισμών":"χειρισμός", "χειριστεί":"χειρίζομαι", "χειριστείς":"χειρίζομαι", "χειριστείτε":"χειρίζομαι", "χειριστές":"χειριστής", "χειρίστη":"κακός", "χείριστη":"κακός", "χειριστή":"χειριστής", "χειρίστηκαν":"χειρίζομαι", "χειρίστηκε":"χειρίζομαι", "χειριστήρια":"χειριστήριο", "χειριστής":"χειριστής", "χειριστούμε":"χειρίζομαι", "χειριστούν":"χειρίζομαι", "χειριστων":"χειριστής", "χειριστών":"χειριστής", "χειροβομβίδα":"χειροβομβίδα", "χειροβομβίδας":"χειροβομβίδα", "χειροβομβίδες":"χειροβομβίδα", "χειρόγραφα":"χειρόγραφα", "χειρόγραφες":"χειρόγραφος", "χειρόγραφο":"χειρόγραφος", "χειρόγραφοι":"χειρόγραφος", "χειρογράφων":"χειρόγραφος", "χειροδικίες":"χειροδικία", "χειροκίνητη":"χειροκίνητος", "χειροκροτάμε":"χειροκροτώ", "χειροκροτεί":"χειροκροτώ", "χειροκροτήθηκαν":"χειροκροτώ", "χειροκροτήθηκε":"χειροκροτώ", "χειροκροτημα":"χειροκρότημα", "χειροκρότημα":"χειροκρότημα", "χειροκρότημά":"χειροκρότημα", "χειροκροτήματα":"χειροκρότημα", "χειροκρότησαν":"χειροκροτώ", "χειροκρότησε":"χειροκροτώ", "χειροκροτήσει":"χειροκροτώ", "χειροκροτήσεις":"χειροκροτώ", "χειροκροτήσουμε":"χειροκροτώ", "χειροκροτήσουν":"χειροκροτώ", "χειροκροτήσω":"χειροκροτώ", "χειροκροτητής":"χειροκροτητής", "χειροκροτούμενος":"χειροκροτούμενος", "χειροκροτούν":"χειροκροτώ", "χειροκροτουσαν":"χειροκροτώ", "χειροκροτούσαν":"χειροκροτώ", "χειροκροτούσε":"χειροκροτώ", "χειρολαβές":"χειρολαβή", "χειρολαβών":"χειρολαβή", "χείρον":"κακός", "χειρονομία":"χειρονομία", "χειρονομίας":"χειρονομία", "χειρονομίες":"χειρονομία", "χειροπέδες":"χειροπέδη", "χειροπιαστά":"χειροπιαστός", "χειροπιαστές":"χειροπιαστός", "χειροπιαστή":"χειροπιαστός", "χειροπιαστό":"χειροπιαστός", "χειροπιαστός":"χειροπιαστός", "χειροπόδαρα":"χειροπόδαρα", "χειροποίητα":"χειροποίητος", "χειροποίητη":"χειροποίητος", "χειροποίητο":"χειροποίητος", "χειροποίητος":"χειροποίητος", "χειροποίητων":"χειροποίητος", "χειροπρακτικούς":"χειροπρακτικούς", "χειρός":"χέρι", "χειροσφαίρισης":"χειροσφαίριση", "χειρότερα":"κακός", "χειρότερες":"κακός", "χειροτέρευε":"χειροτερεύω", "χειροτερεύει":"χειροτερεύω", "χειροτερεύουν":"χειροτερεύω", "χειροτερεύσει":"χειροτερεύω", "χειροτέρευση":"χειροτέρευση", "χειροτερεύσουν":"χειροτερεύω", "χειροτέρεψε":"χειροτερεύω", "χειροτερέψει":"χειροτερεύω", "χειροτερέψετε":"χειροτερεύω", "χειρότερη":"κακός", "χειρότερή":"κακός", "χειρότερης":"κακός", "χειρότερο":"κακός", "χειρότερό":"κακός", "χειρότεροι":"κακός", "χειρότερος":"κακός", "χειρότερου":"κακός", "χειρότερους":"κακός", "χειρότερων":"κακός", "χειροτεχνήματα":"χειροτέχνημα", "χειροτεχνημάτων":"χειροτέχνημα", "χειροτεχνία":"χειροτεχνία", "χειροτεχνίας":"χειροτεχνία", "χειροτονηθεί":"χειροτονώ", "χειροτονήθηκε":"χειροτονώ", "χειροτονήσει":"χειροτονώ", "χειροτονία":"χειροτονία", "χειρουργεί":"χειρουργώ", "χειρουργεία":"χειρουργείο", "χειρουργείο":"χειρουργείο", "χειρουργείου":"χειρουργείο", "χειρουργείων":"χειρουργείο", "χειρουργηθεί":"χειρουργώ", "χειρουργήθηκε":"χειρουργώ", "χειρουργήσουν":"χειρουργώ", "χειρουργήσω":"χειρουργώ", "χειρουργικά":"χειρουργικός", "χειρουργικές":"χειρουργικός", "χειρουργική":"χειρουργικός", "χειρουργικής":"χειρουργική", "χειρουργικής":"χειρουργικός", "χειρουργικό":"χειρουργικός", "χειρουργικός":"χειρουργικός", "χειρουργικού":"χειρουργικός", "χειρουργικών":"χειρουργικός", "χειρουργό":"χειρουργός", "χειρουργοί":"χειρουργός", "χειρουργός":"χειρουργός", "χειρούργος":"χειρούργος", "χειρουργού":"χειρουργός", "χειρούργου":"χειρούργος", "χειρουργούς":"χειρουργός", "χειρουργών":"χειρουργός", "χειρούργων":"χειρούργος", "χειρουτιρεύ":"χειρουτιρεύ", "χειρόφρενο":"χειρόφρενο", "χειρών":"χειρ", "χειρώνακτες":"χειρώνακτας", "χειρωνακτικές":"χειρωνακτικός", "χειρωνακτικής":"χειρωνακτικός", "χεις":"έχω", "'χεις":"έχω", "χέις":"χέις", "χέκερλιγκ":"χέκερλιγκ", "χεκιμογλου":"χεκιμογλου", "χεκίμογλου":"χεκίμογλου", "χεκτ":"χεκτ", "χέλι":"χέλι", "χέλια":"χέλι", "χελιδόνα":"χελιδόνα", "χελιδόνι":"χελιδόνι", "χελιδόνια":"χελιδόνι", "χελιδονιών":"χελιδόνι", "χέλκγκουσον":"χέλκγκουσον", "χελμού":"χελμού", "χελμουτ":"χελμουτ", "χέλμουτ":"χέλμουτ", "χέλντερ":"χέλντερ", "χελώνα":"χελώνα", "χελώνας":"χελώνα", "χελώνες":"χελώνα", "χεμιγκουέι":"χεμιγκουέι", "χέμιγκουεϊ":"χέμιγκουεϊ", "χεμινγουέι":"χεμινγουέι", "χέμοφαρμ":"χέμοφαρμ", "χέμοφαρμ-άστρονατς":"χέμοφαρμ-άστρονατς", "χέμοφαρμ-λάσκο":"χέμοφαρμ-λάσκο", "χεμοφαρμ-πανιωνιος":"χεμοφαρμ-πανιωνιος", "χέμοφαρμ-πανιώνιος":"χέμοφαρμ-πανιώνιος", "χεμπέι":"χεμπέι", "χέμπορν":"χέμπορν", "χένιακ":"χένιακ", "χένκελ":"χένκελ", "χένλεϊ":"χένλεϊ", "χένρι":"χένρι", "χένρικ":"χένρικ", "χέντρι":"χέντρι", "χέπμπορν":"χέπμπορν", "χεράκι":"χεράκι", "χεράκια":"χεράκι", "χεράκλες":"χεράκλες", "χερβούργου":"χερβούργου", "χέργουντ":"χέργουντ", "χερι":"χέρι", "χέρι":"χέρι", "χέρια":"χέρι", "χερια":"χεριά", "χεριά":"χεριά", "χεριού":"χέρι", "χέρι-χέρι":"χέρι-χέρι", "χεριών":"χέρι", "χέρμαν":"χέρμαν", "χέρμπερτ":"χέρμπερτ", "χερντ":"χερντ", "χερούλια":"χερούλι", "χέρπερτ":"χέρπερτ", "χέρσα":"χέρσος", "χερσαία":"χερσαίος", "χερσαίας":"χερσαίος", "χερσαίες":"χερσαίος", "χερσαίο":"χερσαίος", "χερσαίων":"χερσαίος", "χέρσι":"χέρσι", "χέρσο":"χέρσος", "χερσόνησο":"χερσόνησος", "χερσόνησος":"χερσόνησος", "χερσονήσου":"χερσόνησος", "χερσονήσους":"χερσόνησος", "χέρτα":"χέρτα", "χέρτζεφελντ":"χέρτζεφελντ", "χέσω":"χέζω", "χετάφε":"χετάφε", "χετε":"έχω", "χετιτική":"χετιτική", "χηλή":"χηλή", "χηλής":"χηλή", "χημεία":"χημεία", "'χημεία'":"'χημεία'", "χημείας":"χημεία", "χημείο":"χημείο", "χημειοθεραπεία":"χημειοθεραπεία", "χημειοθεραπείας":"χημειοθεραπεία", "χημειοθεραπείες":"χημειοθεραπεία", "χημειοθεραπευτικό":"χημειοθεραπευτικός", "χημείου":"χημείο", "χημικα":"χημικός", "χημικά":"χημικός", "χημικες":"χημικός", "χημικές":"χημικός", "χημική":"χημικός", "χημικής":"χημικός", "χημικό":"χημικός", "χημικοί":"χημικός", "χημικός":"χημικός", "χημικού":"χημικός", "χημικού-οινολόγου":"χημικού-οινολόγου", "χημικούς":"χημικός", "χημικών":"χημικός", "χήνα":"χήνα", "χήρα":"χήρα", "χήρας":"χήρα", "χηρεύουν":"χηρεύω", "χήτα":"χήτα", "χθες":"χθες", "χθές":"χθές", "χθεσινά":"χθεσινός", "χθεσινες":"χθεσινός", "χθεσινές":"χθεσινός", "χθεσινη":"χθεσινός", "χθεσινή":"χθεσινός", "χθεσινής":"χθεσινός", "χθεσινο":"χθεσινός", "χθεσινό":"χθεσινός", "χθεσινοβραδινή":"χθεσινοβραδινός", "χθεσινοβραδινής":"χθεσινοβραδινός", "χθεσινοί":"χθεσινός", "χθεσινός":"χθεσινός", "χθεσινού":"χθεσινός", "χθεσινούς":"χθεσινός", "χθεσινών":"χθεσινός", "χι":"χι", "χιαστού":"χιαστός", "χιαστών":"χιαστός", "χίγκινς":"χίγκινς", "χιγκντομ":"χιγκντομ", "χίγκντομ":"χίγκντομ", "χιθ":"χιθ", "χίθροου":"χίθροου", "χικμέτ":"χικμέτ", "χιλ":"χιλ", "χιλ.":"χιλ.", "χίλα":"χίλα", "χιλαρι":"χιλαρι", "χίλαρι":"χίλαρι", "χιλή":"χιλή", "χιλής":"χιλή", "χίλια":"χίλιοι", "χιλιαδά":"χιλιαδά", "χιλιάδα":"χιλιάδα", "χιλιαδες":"χιλιάδα", "χιλιάδες":"χιλιάδα", "χιλιάδων":"χιλιάδα", "χιλιανές":"χιλιανός", "χιλιανό":"χιλιανός", "χιλιανοί":"χιλιανός", "χιλιανός":"χιλιανός", "χιλιανών":"χιλιανός", "χιλιάρικα":"χιλιάρικο", "χιλίαρχος":"χιλίαρχος", "χίλιες":"χίλιοι", "χιλιετή":"χιλιετής", "χιλιετηρίδας":"χιλιετηρίδα", "χιλιετία":"χιλιετία", "χιλιετιας":"χιλιετία", "χιλιετίας":"χιλιετία", "χιλιετίες":"χιλιετία", "χιλιετιών":"χιλιετία", "χιλιοακουσμένα":"χιλιοακουσμένος", "χιλιόδενδρο":"χιλιόδενδρο", "χιλιοι":"χίλιοι", "χίλιοι":"χίλιοι", "χιλιόμετρα":"χιλιόμετρο", "χιλιομετρικές":"χιλιομετρικός", "χιλιομετρική":"χιλιομετρικός", "χιλιόμετρο":"χιλιόμετρο", "χιλιομέτρου":"χιλιόμετρο", "χιλιόμετρου":"χιλιόμετρο", "χιλιομέτρων":"χιλιόμετρο", "χιλιοπαιγμένες":"χιλιοπαιγμένος", "χιλιοπαιγμένη":"χιλιοπαιγμένος", "χιλιοστά":"χιλιοστό", "χιλιοστό":"χιλιοστό", "χιλιοστών":"χιλιοστό", "χίλιους":"χίλιοι", "χιλίων":"χίλιοι", "χίλτον":"χίλτον", "χίμαιρες":"χίμαιρα", "χίμηξαν":"χιμώ", "χίμκι":"χίμκι", "χίμλερ":"χίμλερ", "χιμπαντζή":"χιμπαντζής", "χιμπαντζήδες":"χιμπαντζής", "χιμπερνιαν":"χιμπερνιαν", "χιμπέρνιαν":"χιμπέρνιαν", "χιντζίδης":"χιντζίδης", "χίντινκ":"χίντινκ", "χίο":"χίος", "χιόνα":"χιών", "χιονι":"χιόνι", "χιόνι":"χιόνι", "χιόνια":"χιόνι", "χιονιά":"χιονιάς", "χιονιας":"χιονιάς", "χιονιάς":"χιονιάς", "χιονιδης":"χιονιδης", "χιονίδης":"χιονίδης", "χιόνιζε":"χιονίζει", "χιονίζει":"χιονίζει", "χιονιού":"χιόνι", "χιονισε":"χιονίζει", "χιόνισε":"χιονίζει", "χιονισει":"χιονίζει", "χιονίσει":"χιονίζει", "χιονισμένα":"χιονισμένος", "χιονισμένες":"χιονισμένος", "χιονισμένη":"χιονισμένος", "χιονισμένο":"χιονισμένος", "χιονισμένοι":"χιονισμένος", "χιονοδρομίες":"χιονοδρομία", "χιονοδρομικά":"χιονοδρομικός", "χιονοδρομικές":"χιονοδρομικός", "χιονοδρομικό":"χιονοδρομικός", "χιονοδρομικών":"χιονοδρομικός", "χιονοδρόμων":"χιονοδρόμος", "χιονοθύελλα":"χιονοθύελλα", "χιονοθύελλες":"χιονοθύελλα", "χιονόμπαλα":"χιονόμπαλα", "χιονόνερο":"χιονόνερο", "χιονοπτώσεις":"χιονόπτωση", "χιονοπτώσεων":"χιονόπτωση", "χιονόπτωση":"χιονόπτωση", "χιονόπτωσης":"χιονόπτωση", "χιονοσανίδες":"χιονοσανίδα", "χιονοστιβάδα":"χιονοστιβάδα", "χιονοστιβάδας":"χιονοστιβάδα", "χιονοστιβάδες":"χιονοστιβάδα", "χιος":"χίος", "χίος":"χίος", "χιου":"χίος", "χίου":"χίος", "χιούγκο":"χιούγκο", "χιουζ":"χιουζ", "χιούλσχοφ":"χιούλσχοφ", "χιουμ":"χιουμ", "χιούμαν":"χιούμαν", "χιούμορ":"χιούμορ", "χιουμοριστικά":"χιουμοριστικός", "χιουμοριστικές":"χιουμοριστικός", "χιουμοριστική":"χιουμοριστικός", "χιουμοριστική-σατιρική":"χιουμοριστική-σατιρική", "χιουμοριστικό":"χιουμοριστικός", "χιούστον":"χιούστον", "χίπηδες":"χίπης", "χίπι":"χίπι", "χίπια":"χίπια", "χίπις":"χίπις", "χίπις-γιάπις":"χίπις-γιάπις", "χιπο":"χιπο", "χίπο":"χίπο", "χιπ-χοπ":"χιπ-χοπ", "χιραγιάμα":"χιραγιάμα", "χιρβαντίδη":"χιρβαντίδη", "χιρβαντίδης":"χιρβαντίδης", "χιρβατίδη":"χιρβατίδη", "χιρβόνεν":"χιρβόνεν", "χιρόσι":"χιρόσι", "χιροσίμα":"χιροσίμα", "χιρς":"χιρς", "χίρσον":"χίρσον", "χιτ":"χιτ", "χιτλερ":"χιτλερ", "χίτλερ":"χίτλερ", "χίτλερ'":"χίτλερ'", "χιτλερική":"χιτλερικός", "χιτλερικού":"χιτλερικός", "χιτλερικών":"χιτλερικός", "χιτοτό":"χιτοτό", "χίτσκοκ":"χίτσκοκ", "χιτώνα":"χιτώνας", "χιτώνες":"χιτώνας", "χιτώνων":"χιτώνας", "χιώτη":"χιώτης", "χιώτικο":"χιώτικος", "χλαίνης":"χλαίνη", "χλαμύδια":"χλαμύδιο", "χλαμυδιακές":"χλαμυδιακές", "χλαμυδίων":"χλαμύδιο", "χλεμπ":"χλεμπ", "χλεύαζε":"χλευάζω", "χλευάζει":"χλευάζω", "χλευάζονται":"χλευάζω", "χλευάζουν":"χλευάζω", "χλεύασαν":"χλευάζω", "χλευασμό":"χλευασμός", "χλευασμού":"χλευασμός", "χλευαστικά":"χλευαστικά", "χλεύη":"χλεύη", "χλεύης":"χλεύη", "χλιαρά":"χλιαρός", "χλιαρές":"χλιαρός", "χλιαρής":"χλιαρός", "χλιαρό":"χλιαρός", "χλιδάτα":"χλιδάτος", "χλιδάτες":"χλιδάτος", "χλιδάτο":"χλιδάτος", "χλιδή":"χλιδή", "χλιδής":"χλιδή", "χλμ":"χλμ", "χλμ.":"χλμ.", "χλόη":"χλόη", "χλομή":"χλομός", "χλοοτάπητα":"χλοοτάπητας", "χλύκας":"χλύκας", "χλωμά":"χλωμός", "χλωμή":"χλωμός", "χλωμό":"χλωμός", "χλωμοί":"χλωμός", "χλωρά":"χλωρός", "χλωρίδα":"χλωρίδα", "χλωρίδας":"χλωρίδα", "χλώριο":"χλώριο", "χλωρίου":"χλώριο", "χλωρό":"χλωρός", "χλωρός":"χλωρός", "χλωροφθορανθράκων":"χλωροφθοράνθρακας", "χλωφοφθορανθράκων":"χλωφοφθορανθράκων", "χνάρια":"χνάρι", "χνου":"χνου", "χνουδωτά":"χνουδωτός", "χνουμχοτέπ":"χνουμχοτέπ", "χνώτο":"χνώτο", "χο":"χο", "χοακίμ":"χοακίμ", "χοάνη":"χοάνη", "χοανών":"χοάνη", "χόβολη":"χόβολη", "χογκ":"χογκ", "χογκ-κογκ":"χογκ-κογκ", "χόιμερ":"χόιμερ", "χοιριδίων":"χοιρίδιο", "χοιρινό":"χοιρινός", "χοιρινού":"χοιρινός", "χοίρος":"χοίρος", "χοιροστάσια":"χοιροστάσιο", "χοιροστάσιό":"χοιροστάσιο", "χοιροστασίου":"χοιροστάσιο", "χοιροτρόφοι":"χοιροτρόφος", "χοιροτρόφος":"χοιροτρόφος", "χοίρους":"χοίρος", "χοίρων":"χοίρος", "χοκ":"χοκ", "χόκεϊ":"χόκεϊ", "χόκιγκ":"χόκιγκ", "χοκς":"χοκς", "χοκς-ουάσιγκτον":"χοκς-ουάσιγκτον", "χολ":"χολ", "χόλαντ":"χόλαντ", "χολέρα":"χολέρα", "χολέρας":"χολέρα", "χολή":"χολή", "χοληστερίνη":"χοληστερίνη", "χοληστερίνης":"χοληστερίνη", "χοληστερόλη":"χοληστερόλη", "χοληστερόλης":"χοληστερόλη", "χόλι":"χόλι", "χολιγουντ":"χολιγουντ", "χόλιγουντ":"χόλιγουντ", "χολιγουντιανές":"χολιγουντιανός", "χολιγουντιανή":"χολιγουντιανός", "χολιγουντιανό":"χολιγουντιανός", "χολιγουντιανού":"χολιγουντιανός", "χολιγουντιανών":"χολιγουντιανός", "χολίδης":"χολίδης", "χόλμπαϊν":"χόλμπαϊν", "χόλμπαρτ":"χόλμπαρτ", "χόλμς":"χόλμς", "χόλντεν":"χόλντεν", "χολομώντα":"χολομώντα", "χολτ":"χολτ", "χομεϊνί":"χομεϊνί", "χομεϊνικού":"χομεϊνικού", "χόμερ":"χόμερ", "χόμολα":"χόμολα", "χόμπι":"χόμπι", "χόμπσον":"χόμπσον", "χον":"χον", "χονάζ":"χονάζ", "χονδρεμπορική":"χονδρεμπορικός", "χονδρεμπορικό":"χονδρεμπορικός", "χονδρεμπορίου":"χονδρεμπόριο", "χονδρές":"χονδρός", "χονδρικά":"χονδρικός", "χονδρικής":"χονδρικός", "χονδρικού":"χονδρικός", "χονδροειδή":"χονδροειδής", "χονδροειδώς":"χονδροειδώς", "χόνδρους":"χόνδρος", "χόντγκσον":"χόντγκσον", "χοντλ":"χοντλ", "χοντρά":"χοντρός", "χοντράδες":"χοντράδα", "χοντρές":"χοντρός", "χοντρή":"χοντρός", "χοντρικά":"χοντρικά", "χοντρικό":"χοντρικός", "χοντρο":"χοντρός", "χοντρό":"χοντρός", "χοντροειδή":"χοντροειδής", "χοντροκόκαλος":"χοντροκόκαλος", "χοντροκομμένη":"χοντροκομμένος", "χοντροκοπιά":"χοντροκοπιά", "χοντρόκωλους":"χοντρόκωλους", "χοντρός":"χοντρός", "χοντρος-λιγνος":"χοντρος-λιγνος", "χοντρυνει":"χοντραίνω", "χοντρύνει":"χοντραίνω", "χοξά":"χοξά", "χόουκς":"χόουκς", "χόπερ":"χόπερ", "χόπκινς":"χόπκινς", "χοπσμπάουν":"χοπσμπάουν", "χορδές":"χορδή", "χορδών":"χορδή", "χορεία":"χορεία", "χόρευαν":"χορεύω", "χόρευε":"χορεύω", "χορεύει":"χορεύω", "χορεύεις":"χορεύω", "χορεύετε":"χορεύω", "χορευοντας":"χορεύω", "χορεύοντας":"χορεύω", "χορεύουν":"χορεύω", "χορευτές":"χορευτής", "χορευτή":"χορευτής", "χορευτής":"χορευτής", "χορευτικά":"χορευτικά", "χορευτικά":"χορευτικός", "χορευτικές":"χορευτικός", "χορευτική":"χορευτικός", "χορευτικής":"χορευτικός", "χορευτικό":"χορευτικός", "χορευτικού":"χορευτικός", "χορευτικούς":"χορευτικός", "χορευτικών":"χορευτικός", "χορεύτρια":"χορεύτρια", "χορεύτριας":"χορεύτρια", "χορεύτριες":"χορεύτρια", "χορευτριών":"χορεύτρια", "χορευτών":"χορευτής", "χορεύω":"χορεύω", "χορέψαμε":"χορεύω", "χόρεψαν":"χορεύω", "χόρεψε":"χορεύω", "χορέψει":"χορεύω", "χορέψεις":"χορεύω", "χορέψουμε":"χορεύω", "χορέψουν":"χορεύω", "χορέψω":"χορεύω", "χορζόφ":"χορζόφ", "χορηγεί":"χορηγώ", "χορηγείται":"χορηγώ", "χορηγηθεί":"χορηγώ", "χορηγήθηκαν":"χορηγώ", "χορηγήθηκε":"χορηγώ", "χορηγηθούν":"χορηγώ", "χορηγήσαμε":"χορηγώ", "χορήγησαν":"χορηγώ", "χορήγησε":"χορηγώ", "χορηγήσει":"χορηγώ", "χορηγήσεις":"χορήγηση", "χορηγήσεων":"χορήγηση", "χορηγήσεως":"χορήγηση", "χορήγηση":"χορήγηση", "χορήγησή":"χορήγηση", "χορήγησης":"χορήγηση", "χορήγησής":"χορήγηση", "χορηγήσουμε":"χορηγώ", "χορηγήσουν":"χορηγώ", "χορηγητικών":"χορηγητικός", "χορηγία":"χορηγία", "χορηγίας":"χορηγία", "χορηγίες":"χορηγία", "χορηγικό":"χορηγικός", "χορηγικών":"χορηγικός", "χορηγιών":"χορηγία", "χορηγό":"χορηγός", "χορηγοί":"χορηγός", "χορηγός":"χορηγός", "χορηγούμε":"χορηγώ", "χορηγούμενα":"χορηγούμενος", "χορηγούμενη":"χορηγούμενος", "χορηγούν":"χορηγώ", "χορηγούνται":"χορηγώ", "χορηγούνταν":"χορηγώ", "χορηγούς":"χορηγός", "χορηγούσε":"χορηγώ", "χορηγών":"χορηγός", "χορηγώντας":"χορηγώ", "χόρι":"χόρι", "χορν":"χορν", "χόρνετς":"χόρνετς", "χόρνετς-καβαλίερς":"χόρνετς-καβαλίερς", "χόρντεν":"χόρντεν", "χορό":"χορός", "χορογραφημένη":"χορογραφημένος", "χορογράφησε":"χορογραφώ", "χορογραφία":"χορογραφία", "χορογραφίας":"χορογραφία", "χορογραφίες":"χορογραφία", "χορογραφική":"χορογραφικός", "χορογράφο":"χορογράφος", "χορογράφοι":"χορογράφος", "χορογράφος":"χορογράφος", "χορογράφου":"χορογράφος", "χοροεσπερίδα":"χοροεσπερίδα", "χοροθέατρο":"χοροθέατρο", "χοροί":"χορός", "χοροπηδάνε":"χοροπηδώ", "χοροπηδούσε":"χοροπηδώ", "χοροπηδώντας":"χοροπηδώ", "χορος":"χορός", "χορός":"χορός", "χορού":"χορός", "χορούς":"χορός", "χόρτα":"χόρτο", "χορταίνει":"χορταίνω", "χορταίνουν":"χορταίνω", "χορτάρι":"χορτάρι", "χορταριασμένα":"χορταριασμένος", "χορταρικά":"χορταρικό", "χόρτασε":"χορταίνω", "χορτάσει":"χορταίνω", "χόρταση":"χόρταση", "χορτασμένα":"χορτασμένος", "χορτάσουν":"χορταίνω", "χορταστικά":"χορταστικός", "χορταστικό":"χορταστικός", "χορτατζήδες":"χορτατζήδες", "χορτάτη":"χορτάτος", "χορτάτο":"χορτάτος", "χορτάτοι":"χορτάτος", "χορτάτους":"χορτάτος", "χορτατσιάνη":"χορτατσιάνη", "χόρτη":"χόρτη", "χορτης":"χορτης", "χορτιάτη":"χορτιάτη", "χορτιάτης":"χορτιάτης", "χόρτο":"χόρτο", "χορτολιβαδική":"χορτολιβαδικός", "χορτολιβαδικών":"χορτολιβαδικός", "χόρτου":"χόρτο", "χόρχε":"χόρχε", "χορώ":"χορώ", "χορωδία":"χορωδία", "χορωδίας":"χορωδία", "χορωδίας-ορχήστρας":"χορωδίας-ορχήστρας", "χορωδίες":"χορωδία", "χορών":"χορός", "χος":"χος", "χοσε":"χοσε", "χοσέ":"χοσέ", "χόσκινς":"χόσκινς", "χόσνι":"χόσνι", "χοσποντάρσκε":"χοσποντάρσκε", "χότζα":"χότζα", "χότζες":"χότζες", "χουαν":"χουαν", "χουάν":"χουάν", "χουάνγκ":"χουάνγκ", "χουανίτα":"χουανίτα", "χουάνχο":"χουάνχο", "χούγια":"χούγια", "χούγκο":"χούγκο", "χουζούρης":"χουζούρης", "χούι":"χούι", "χούιζινγκ":"χούιζινγκ", "χούισμαν":"χούισμαν", "χούλη":"χούλη", "χούλης":"χούλης", "χουλιάν":"χουλιάν", "χουλιαρά":"χουλιαρά", "χουλιάρα":"χουλιάρα", "χουλιάρας":"χουλιάρας", "χούλιγκαν":"χούλιγκαν", "χούλιγκανς":"χούλιγκανς", "χουλιγκάνων":"χουλιγκάνων", "χούλιο":"χούλιο", "χουλουηλίδης":"χουλουηλίδης", "χουμε":"έχω", "'χουμε":"έχω", "χούμπαυλης":"χούμπαυλης", "χουν":"έχω", "'χουν":"έχω", "χουνουζίδης":"χουνουζίδης", "χουνουλίδης":"χουνουλίδης", "χούντα":"χούντα", "χούντας":"χούντα", "χούντελαρ":"χούντελαρ", "χούντες":"χούντα", "χουντικά":"χουντικός", "χουντικοί":"χουντικός", "χουντικούς":"χουντικός", "χουντικών":"χουντικός", "χουντοβασιλογλέντια":"χουντοβασιλογλέντια", "χουντογλέντια":"χουντογλέντια", "χουριέτ":"χουριέτ", "χουρμούζη":"χουρμούζη", "χουρμουζιάδη":"χουρμουζιάδη", "χουρμουζιάδης":"χουρμουζιάδης", "χουσέα":"χουσέα", "χουσέας":"χουσέας", "χουσεϊν":"χουσεϊν", "χουσεΐν":"χουσεΐν", "χουσελάς":"χουσελάς", "χουτζίδη":"χουτζίδη", "χουτζίδης":"χουτζίδης", "χούτον":"χούτον", "χούτος":"χούτος", "χούτου":"χούτου", "χούφτα":"χούφτα", "χούφτας":"χούφτα", "χόφμαν":"χόφμαν", "χόφμπουργκ":"χόφμπουργκ", "χοφς":"χοφς", "χρ":"χρ", "χρ.":"χρ.", "χράουι":"χράουι", "χρεη":"χρέος", "χρέη":"χρέος", "χρειάζεσαι":"χρειάζομαι", "χρειάζεστε":"χρειάζομαι", "χρειαζεται":"χρειάζομαι", "χρειάζεται":"χρειάζομαι", "χρειάζομαι":"χρειάζομαι", "χρειαζόμασταν":"χρειάζομαι", "χρειαζόμαστε":"χρειάζομαι", "χρειαζόμουν":"χρειάζομαι", "χρειάζονται":"χρειάζομαι", "χρειάζονταν":"χρειάζομαι", "χρειαζόσουν":"χρειάζομαι", "χρειαζόταν":"χρειάζομαι", "χρειασθεί":"χρειάζομαι", "χρειάσθηκαν":"χρειάζομαι", "χρειάσθηκε":"χρειάζομαι", "χρειασθούν":"χρειάζομαι", "χρειαστεί":"χρειάζομαι", "χρειαστείτε":"χρειάζομαι", "χρειάστηκα":"χρειάζομαι", "χρειαστήκαμε":"χρειάζομαι", "χρειάστηκαν":"χρειάζομαι", "χρειάστηκε":"χρειάζομαι", "χρειαστούμε":"χρειάζομαι", "χρειαστούν":"χρειάζομαι", "χρεόγραφα":"χρεόγραφο", "χρεογράφων":"χρεόγραφο", "χρεοκοπημένη":"χρεοκοπημένος", "χρεοκοπημένης":"χρεοκοπώ", "χρεοκοπημένο":"χρεοκοπώ", "χρεοκοπημένων":"χρεοκοπώ", "χρεοκόπησαν":"χρεοκοπώ", "χρεοκόπησε":"χρεοκοπώ", "χρεοκοπήσει":"χρεοκοπώ", "χρεοκοπήσουν":"χρεοκοπώ", "χρεοκοπία":"χρεοκοπία", "χρεοκοπίας":"χρεοκοπία", "χρέος":"χρέος", "χρέους":"χρέος", "χρεωθεί":"χρεώνω", "χρεωθήκαμε":"χρεώνω", "χρεώθηκαν":"χρεώνω", "χρεώθηκε":"χρεώνω", "χρεωθούν":"χρεώνω", "χρεωμένες":"χρεωμένος", "χρεωμένοι":"χρεώνω", "χρεών":"χρέος", "χρέωναν":"χρεώνω", "χρεώνει":"χρεώνω", "χρεώνεται":"χρεώνω", "χρεώνονται":"χρεώνω", "χρεώνοντας":"χρεώνω", "χρεώνουν":"χρεώνω", "χρέωσε":"χρεώνω", "χρεώσει":"χρεώνω", "χρεώσεις":"χρέωση", "χρέωση":"χρέωση", "χρέωσης":"χρέωση", "χρεώστη":"χρεώστης", "χρεωστικά":"χρεωστικός", "χρεωστικών":"χρεωστικός", "χρήζει":"χρήζω", "χρήζουν":"χρήζω", "χρήμα":"χρήμα", "χρήμασι":"χρήμασι", "χρηματ":"χρηματ", "χρήματα":"χρήμα", "χρήματά":"χρήμα", "χρηματαγορα":"χρηματαγορά", "χρηματαγορά":"χρηματαγορά", "χρηματαγοράς":"χρηματαγορά", "χρηματαγορές":"χρηματαγορά", "χρηματαγορών":"χρηματαγορά", "χρηματαποστολή":"χρηματαποστολή", "χρηματίζονται":"χρηματίζω", "χρηματικά":"χρηματικός", "χρηματικές":"χρηματικός", "χρηματική":"χρηματικός", "χρηματικής":"χρηματικός", "χρηματικό":"χρηματικός", "χρηματικού":"χρηματικός", "χρηματικών":"χρηματικός", "χρημάτισε":"χρηματίζω", "χρηματίσει":"χρηματίζω", "χρηματισμό":"χρηματισμός", "χρηματισμού":"χρηματισμός", "χρηματισμούς":"χρηματισμός", "χρηματιστές":"χρηματιστής", "χρηματιστές-μέλη":"χρηματιστές-μέλη", "χρηματιστή":"χρηματιστής", "χρηματιστηρια":"χρηματιστήριο", "χρηματιστήρια":"χρηματιστήριο", "χρηματιστηριακα":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακά":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακές":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακή":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακής":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακό":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακοί":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακός":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακού":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακούς":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριακών":"χρηματιστηριακός", "χρηματιστηριο":"χρηματιστήριο", "χρηματιστήριο":"χρηματιστήριο", "χρηματιστηριου":"χρηματιστήριο", "χρηματιστηρίου":"χρηματιστήριο", "χρηματιστηρίων":"χρηματιστήριο", "χρηματιστής":"χρηματιστής", "χρηματιστικού":"χρηματιστικός", "χρηματιστικών":"χρηματιστικός", "χρηματιστών":"χρηματιστής", "χρηματοδοτεί":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτείται":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδότες":"χρηματοδότης", "χρηματοδότη":"χρηματοδότης", "χρηματοδοτηθεί":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτήθηκε":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτηθούν":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδότης":"χρηματοδότης", "χρηματοδότησαν":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδότησε":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτήσει":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτήσεις":"χρηματοδότηση", "χρηματοδοτήσεων":"χρηματοδότηση", "χρηματοδοτήσεως":"χρηματοδότηση", "χρηματοδότηση":"χρηματοδότηση", "χρηματοδότησή":"χρηματοδότηση", "χρηματοδότησης":"χρηματοδότηση", "χρηματοδότησής":"χρηματοδότηση", "χρηματοδοτήσουμε":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτήσουν":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτικά":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτικές":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτική":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτικό":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτικού":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτικούς":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτικών":"χρηματοδοτικός", "χρηματοδοτούμε":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτούμενα":"χρηματοδοτούμενος", "χρηματοδοτούμενο":"χρηματοδοτούμενος", "χρηματοδοτούμενων":"χρηματοδοτούμενος", "χρηματοδοτούν":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτούνται":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτούνταν":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτούσε":"χρηματοδοτώ", "χρηματοδοτώντας":"χρηματοδοτώ", "χρηματοκιβώτια":"χρηματοκιβώτιο", "χρηματοκιβώτιο":"χρηματοκιβώτιο", "χρηματοκιβωτίου":"χρηματοκιβώτιο", "χρηματοοικονομικά":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικές":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικής":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικό":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικός":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικού":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικούς":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοοικονομικών":"χρηματοοικονομικός", "χρηματοπιστωτικά":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικές":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικό":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικοι":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικός":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικού":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικούς":"χρηματοπιστωτικός", "χρηματοπιστωτικών":"χρηματοπιστωτικός", "χρήματος":"χρήμα", "χρημάτων":"χρήμα", "χρήσει":"χρήσει", "χρήσεις":"χρήση", "χρήσεων":"χρήση", "χρήσεως":"χρήση", "χρηση":"χρήση", "χρήση":"χρήση", "χρήσης":"χρήση", "χρησιδάνειο":"χρησιδάνειο", "χρησιδανείου":"χρησιδάνειο", "χρησικτησία":"χρησικτησία", "χρησικτησίας":"χρησικτησία", "χρήσιμα":"χρήσιμος", "χρήσιμες":"χρήσιμος", "χρησίμευαν":"χρησιμεύω", "χρησίμευε":"χρησιμεύω", "χρησιμεύει":"χρησιμεύω", "χρησιμεύουν":"χρησιμεύω", "χρησιμεύσει":"χρησιμεύω", "χρησιμεύσουν":"χρησιμεύω", "χρήσιμη":"χρήσιμος", "χρήσιμης":"χρήσιμος", "χρήσιμο":"χρήσιμος", "χρήσιμοι":"χρήσιμος", "χρησιμοποιεί":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιείς":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιείται":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιείτε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιηθεί":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιηθή":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήθηκαν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήθηκε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιηθούν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιημένα":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιημένες":"χρησιμοποιημένος", "χρησιμοποιημένο":"χρησιμοποιημένος", "χρησιμοποιημένος":"χρησιμοποιημένος", "χρησιμοποιημένων":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποίησα":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσαμε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποίησαν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσατε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποίησε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσει":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσεις":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσετε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποίηση":"χρησιμοποίηση", "χρησιμοποίησή":"χρησιμοποίηση", "χρησιμοποιήση":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποίησης":"χρησιμοποίηση", "χρησιμοποίησής":"χρησιμοποίηση", "χρησιμοποιήσουμε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσουν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήστε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιήσω":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούμε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούμενη":"χρησιμοποιούμενος", "χρησιμοποιούν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούνται":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούνταν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούσα":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούσαμε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούσαν":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιούσε":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιώ":"χρησιμοποιώ", "χρησιμοποιώντας":"χρησιμοποιώ", "χρήσιμος":"χρήσιμος", "χρησιμότατη":"χρήσιμος", "χρησιμότατο":"χρήσιμος", "χρησιμότητα":"χρησιμότητα", "χρησιμότητά":"χρησιμότητα", "χρησιμότητας":"χρησιμότητα", "χρήσιμους":"χρήσιμος", "χρήσιμων":"χρήσιμος", "χρήσιν":"χρήση", "χρήσις":"χρήση", "χρησμό":"χρησμός", "χρησμοί":"χρησμός", "χρησμός":"χρησμός", "χρηστά":"χρηστός", "χρηστάρας":"χρηστάρας", "χρήστες":"χρήστης", "χρήστες-τηλεθεατές":"χρήστες-τηλεθεατές", "χρήστη":"χρήστης", "χρήστης":"χρήστης", "χρηστιδη":"χρηστιδη", "χρηστίδου":"χρηστίδου", "χρηστικά":"χρηστικός", "χρηστικές":"χρηστικός", "χρηστικό":"χρηστικός", "χρηστικότητα":"χρηστικότητα", "χρηστικού":"χρηστικός", "χρηστο":"χρηστός", "χρήστο":"χρήστος", "χρηστομάνου":"χρηστομάνου", "χρηστος":"χρηστός", "χρήστος":"χρήστος", "χρηστου":"χρήστος", "χρήστου":"χρήστος", "χρήστριες":"χρήστρια", "χρηστών":"χρήστης", "χρίζει":"χρίζω", "χριμπάκης":"χριμπάκης", "χρίσμα":"χρίσμα", "χρίσματα":"χρίσμα", "χρίσματος":"χρίσμα", "χρισμάτων":"χρίσμα", "χριστεί":"χρίζω", "χρίστηκε":"χρίζω", "χριστιάνα":"χριστιάνα", "χριστιανάκη":"χριστιανάκη", "χριστιανή":"χριστιανή", "χριστιανικά":"χριστιανικός", "χριστιανικές":"χριστιανικός", "χριστιανική":"χριστιανικός", "χριστιανικής":"χριστιανικός", "χριστιανικό":"χριστιανικός", "χριστιανικός":"χριστιανικός", "χριστιανικού":"χριστιανικός", "χριστιανικούς":"χριστιανικός", "χριστιανικών":"χριστιανικός", "χριστιανισμό":"χριστιανισμός", "χριστιανισμός":"χριστιανισμός", "χριστιανισμού":"χριστιανισμός", "χριστιανοδημοκράτες":"χριστιανοδημοκράτης", "χριστιανοδημοκρατίας":"χριστιανοδημοκρατίας", "χριστιανοδημοκρατικό":"χριστιανοδημοκρατικός", "χριστιανοί":"χριστιανός", "χριστιανόπουλο":"χριστιανόπουλος", "χριστιανόπουλος":"χριστιανόπουλος", "χριστιανόπουλου":"χριστιανόπουλος", "χριστιανός":"χριστιανός", "χριστιανοσύνης":"χριστιανοσύνη", "χριστιανούς":"χριστιανός", "χριστιανών":"χριστιανός", "χριστίνα":"χριστίνα", "χριστινας":"χριστίνα", "χριστίνας":"χριστίνα", "χριστό":"χριστός", "χριστογιαννόπουλος":"χριστογιαννόπουλος", "χριστοδουλάκη":"χριστοδουλάκης", "χριστοδουλάκης":"χριστοδουλάκης", "χριστόδουλο":"χριστόδουλο", "χριστοδουλοπουλος":"χριστοδουλοπουλος", "χριστοδουλόπουλος":"χριστοδουλόπουλος", "χριστοδουλος":"χριστοδουλος", "χριστόδουλος":"χριστόδουλος", "χριστοδουλου":"χριστοδουλου", "χριστοδούλου":"χριστοδούλου", "χριστόδουλου":"χριστόδουλου", "χριστοπαναγίες":"χριστοπαναγία", "χριστοπούλου":"χριστοπούλου", "χριστος":"χριστός", "χριστός":"χριστός", "χρίστος":"χρίστος", "χριστού":"χριστός", "χριστουγεννα":"χριστουγεννα", "χριστούγεννα":"χριστούγεννα", "χριστουγεννιάτικα":"χριστουγεννιάτικος", "χριστουγεννιάτικες":"χριστουγεννιάτικος", "χριστουγεννιάτικη":"χριστουγεννιάτικος", "χριστουγεννιάτικο":"χριστουγεννιάτικος", "χριστουγεννιάτικου":"χριστουγεννιάτικος", "χριστουγέννων":"χριστούγεννα", "χριστοφορίδη":"χριστοφορίδη", "χριστοφορίδου":"χριστοφορίδου", "χριστόφορο":"χριστόφορος", "χριστοφορος":"χριστόφορος", "χριστόφορος":"χριστόφορος", "χριστοφόρου":"χριστόφορος", "χροιά":"χροιά", "χρόμπογκ":"χρόμπογκ", "χρονάκια":"χρονάκι", "χρονια":"χρονιά", "χρονιά":"χρονιά", "χρόνια":"χρόνος", "χρονιαμ":"χρονιαμ", "χρονιάρας":"χρονιάρης", "χρονιάρες":"χρονιάρης", "χρονιας":"χρονιά", "χρονιάς":"χρονιά", "χρόνιας":"χρόνιος", "χρονιές":"χρονιά", "χρόνιες":"χρόνιος", "χρονίζει":"χρονίζω", "χρονίζον":"χρονίζων", "χρονίζοντα":"χρονίζων", "χρονιζόντων":"χρονίζων", "χρονίζουν":"χρονίζω", "χρονίζουσες":"χρονίζων", "χρονικά":"χρονικά", "χρονικά":"χρονικός", "χρονικές":"χρονικός", "χρονική":"χρονικός", "χρονικής":"χρονικός", "χρονικό":"χρονικός", "χρονικογράφος":"χρονικογράφος", "χρονικογράφου":"χρονικογράφος", "χρονικός":"χρονικός", "χρονικού":"χρονικός", "χρονικούς":"χρονικός", "χρονικών":"χρονικός", "χρονικώς":"χρονικά", "χρόνιο":"χρόνιος", "χρόνιου":"χρόνιος", "χρονισμένες":"χρονισμένες", "χρονισμένο":"χρονισμένο", "χρονιων":"χρονιά", "χρόνιων":"χρόνιος", "χρονίως":"χρονίως", "χρόνο'":"χρόνο'", "χρονο":"χρόνος", "χρόνο":"χρόνος", "χρονοβόρα":"χρονοβόρος", "χρονοβόρες":"χρονοβόρος", "χρονοβόρο":"χρονοβόρος", "χρονοβόρος":"χρονοβόρος", "χρονοβόρου":"χρονοβόρος", "χρονογραφεί":"χρονογραφώ", "χρονογράφος":"χρονογράφος", "χρονοδιάγραμμα":"χρονοδιάγραμμα", "χρονοδιάγραμμά":"χρονοδιάγραμμα", "χρονοδιαγράμματα":"χρονοδιάγραμμα", "χρονοδιαγράμματος":"χρονοδιάγραμμα", "χρονοδιαγραμμάτων":"χρονοδιάγραμμα", "χρονοεπιδόματος":"χρονοεπίδομα", "χρόνοι":"χρόνος", "χρονολογείται":"χρονολογώ", "χρονολογηθεί":"χρονολογώ", "χρονολογήθηκε":"χρονολογώ", "χρονολογημένη":"χρονολογώ", "χρονολόγηση":"χρονολόγηση", "χρονολόγησή":"χρονολόγηση", "χρονολόγησης":"χρονολόγηση", "χρονολογία":"χρονολογία", "χρονολογίας":"χρονολογία", "χρονολογίες":"χρονολογία", "χρονολογικά":"χρονολογικά", "χρονολογικές":"χρονολογικός", "χρονολογική":"χρονολογικός", "χρονολογιο":"χρονολόγιο", "χρονολόγιο":"χρονολόγιο", "χρονολογούνται":"χρονολογώ", "χρονομεριστική":"χρονομεριστικός", "χρονομετρημένη":"χρονομετρημένος", "χρονομετρημένης":"χρονομετρημένος", "χρονομέτρηση":"χρονομέτρηση", "χρονομέτρησης":"χρονομέτρηση", "χρονόμετρο":"χρονόμετρο", "χρονοντούλαπο":"χρονοντούλαπο", "χρονόπουλος":"χρονόπουλος", "χρόνο-ρεκόρ":"χρόνο-ρεκόρ", "χρόνος":"χρόνος", "χρονοτριβή":"χρονοτριβή", "χρονου":"χρόνος", "χρόνου":"χρόνος", "χρόνους":"χρόνος", "χρονοχρέωση":"χρονοχρέωση", "χρόνω":"χρόνω", "χρόνων":"χρόνος", "χρονών":"χρονών", "χρστοφορίδης":"χρστοφορίδης", "χρυσ":"χρυσ", "χρύσα":"χρύσα", "χρυσα":"χρυσός", "χρυσά":"χρυσός", "χρυσανθάκη":"χρυσανθάκη", "χρυσανθάκης":"χρυσανθάκης", "χρυσάνθεμα":"χρυσάνθεμο", "χρυσάνθη":"χρυσάνθη", "χρυσανθόπουλο":"χρυσανθόπουλο", "χρυσανθόπουλος":"χρυσανθόπουλος", "χρυσαυγή":"χρυσαυγή", "χρυσαφένιο":"χρυσαφένιος", "χρυσάφης":"χρυσάφης", "χρυσαφι":"χρυσαφής", "χρυσάφι":"χρυσάφι", "χρυσαφικά":"χρυσαφικό", "χρυσές":"χρυσός", "χρυσή":"χρυσή", "χρυση":"χρυσός", "χρυσή":"χρυσός", "χρυσής":"χρυσή", "χρυσής":"χρυσός", "χρυσίδης":"χρυσίδης", "χρύσιζε":"χρυσίζω", "χρυσικό":"χρυσικός", "χρυσο":"χρυσός", "χρυσό":"χρυσός", "χρυσόθεμις":"χρυσόθεμις", "χρυσοί":"χρυσός", "χρυσοκεντημένη":"χρυσοκεντημένος", "χρυσοκόκκινη":"χρυσοκόκκινος", "χρυσοπληρώνει":"χρυσοπληρώνω", "χρυσοπουλου":"χρυσοπουλου", "χρυσοπούλου":"χρυσοπούλου", "χρυσος":"χρυσός", "χρυσός":"χρυσός", "χρυσόσκονη":"χρυσόσκονη", "χρυσοστομής":"χρυσοστομής", "χρυσοστομίδης":"χρυσοστομίδης", "χρυσοστομος":"χρυσόστομος", "χρυσόστομος":"χρυσόστομος", "χρυσοστόμου":"χρυσόστομος", "χρυσού":"χρυσός", "χρυσούλα":"χρυσούλα", "χρυσουλάκης":"χρυσουλάκης", "χρυσούλης":"χρυσούλης", "χρυσούπολη":"χρυσούπολη", "χρυσουπολης":"χρυσούπολη", "χρυσούπολης":"χρυσούπολη", "χρυσούς":"χρυσός", "χρυσοφορες":"χρυσοφόρος", "χρυσοφόρο":"χρυσοφόρος", "χρυσοχοΐδη":"χρυσοχοΐδη", "χρυσοχοίδης":"χρυσοχοίδης", "χρυσοχοΐδης":"χρυσοχοΐδης", "χρυσοχόος":"χρυσοχόος", "χρυσοχού":"χρυσοχού", "χρυσωθεί":"χρυσώνω", "χρυσωμένο":"χρυσωμένος", "χρυσών":"χρυσός", "χρυσωρυχείο":"χρυσωρυχείο", "χρυσώσει":"χρυσώνω", "χρυσώσουν":"χρυσώνω", "χρώμα":"χρώμα", "χρώματα":"χρώμα", "χρώματά":"χρώμα", "χρωματίζει":"χρωματίζω", "χρωματίζεται":"χρωματίζω", "χρωματικά":"χρωματικά", "χρωματικές":"χρωματικός", "χρωματική":"χρωματικός", "χρωματικής":"χρωματικός", "χρωμάτισαν":"χρωματίζω", "χρωμάτισε":"χρωματίζω", "χρωματίσει":"χρωματίζω", "χρωματισμοί":"χρωματισμός", "χρωματισμούς":"χρωματισμός", "χρωματίσουμε":"χρωματίζω", "χρωματιστά":"χρωματιστός", "χρωματιστές":"χρωματιστός", "χρωματιστή":"χρωματιστός", "χρωματίστηκαν":"χρωματίζω", "χρωματίστηκε":"χρωματίζω", "χρωματιστό":"χρωματιστός", "χρωματιστοί":"χρωματιστός", "χρωματιστός":"χρωματιστός", "χρωματιστούς":"χρωματιστός", "χρώματος":"χρώμα", "χρωματοσώματα":"χρωματόσωμα", "χρωματοσώματά":"χρωματόσωμα", "χρωματοσωμικές":"χρωματοσωμικές", "χρωματοσωμική":"χρωματοσωμική", "χρωμάτων":"χρώμα", "χρώμιο":"χρώμιο", "χρωμίου":"χρώμιο", "χρωμόσωμα":"χρωμόσωμα", "χρωμοσώματα":"χρωμόσωμα", "χρωμοσωμάτων":"χρωμόσωμα", "χρωστά":"χρωστώ", "χρωστάει":"χρωστώ", "χρωστάμε":"χρωστώ", "χρωστάνε":"χρωστώ", "χρωστάτε":"χρωστώ", "χρωστήρα":"χρωστήρας", "χρωστική":"χρωστικός", "χρωστούμενα":"χρωστώ", "χρωστούμενων":"χρωστώ", "χρωστούν":"χρωστώ", "χρωστούσαμε":"χρωστώ", "χρωστούσε":"χρωστώ", "χρωστώ":"χρωστώ", "χταπόδι":"χταπόδι", "χταπόδια":"χταπόδι", "χταποδιού":"χταπόδι", "χτένα":"χτένα", "χτένι":"χτένι", "χτένια":"χτένι", "χτένιζαν":"χτενίζω", "χτενίζουν":"χτενίζω", "χτενίσματα":"χτένισμα", "χτενίσματος":"χτένισμα", "χτενισμένα":"χτενίζω", "χτες":"χθες", "χτεσινή":"χτεσινός", "χτεσινό":"χτεσινός", "χτεσινών":"χτεσινός", "χτίζανε":"χτίζω", "χτίζει":"χτίζω", "χτίζεις":"χτίζω", "χτίζεται":"χτίζω", "χτίζετε":"χτίζω", "χτίζονται":"χτίζω", "χτίζοντάς":"χτίζω", "χτίζουμε":"χτίζω", "χτίζουν":"χτίζω", "χτίζω":"χτίζω", "χτίσαμε":"χτίζω", "χτίσει":"χτίζω", "χτίσεις":"χτίζω", "χτισίματα":"χτίσιμο", "χτίσιμο":"χτίσιμο", "χτίσματα":"χτίσμα", "χτισμένα":"χτισμένος", "χτισμένη":"χτίζω", "χτισμένο":"χτίζω", "χτισμένοι":"χτίζω", "χτισμένος":"χτισμένος", "χτίσουμε":"χτίζω", "χτίσουν":"χτίζω", "χτιστεί":"χτίζω", "χτίστηκαν":"χτίζω", "χτίστηκε":"χτίζω", "χτίστης":"χτίστης", "χτιστούν":"χτίζω", "χτυπά":"χτυπώ", "χτύπαγε":"χτυπώ", "χτυπάει":"χτυπώ", "χτυπάμε":"χτυπώ", "χτυπάνε":"χτυπώ", "χτυπάς":"χτυπώ", "χτυπάτε":"χτυπώ", "χτυπάω":"χτυπώ", "χτυπηθεί":"χτυπώ", "χτυπήθηκαν":"χτυπώ", "χτυπήθηκε":"χτυπώ", "χτυπηθούμε":"χτυπώ", "χτυπηθούν":"χτυπώ", "χτυπημα":"χτύπημα", "χτύπημα":"χτύπημα", "χτυπηματα":"χτύπημα", "χτυπήματα":"χτύπημα", "χτυπήματος":"χτύπημα", "χτυπημάτων":"χτύπημα", "χτυπημένα":"χτυπώ", "χτυπημένη":"χτυπημένος", "χτυπημένο":"χτυπώ", "χτυπημένοι":"χτυπώ", "χτυπημένος":"χτυπώ", "χτυπημένου":"χτυπημένος", "χτύπησα":"χτυπώ", "χτύπησαν":"χτυπώ", "χτυπήσατε":"χτυπώ", "χτύπησε":"χτυπώ", "χτυπήσει":"χτυπώ", "χτυπήσεις":"χτυπώ", "χτύπησες":"χτυπώ", "χτυπήσετε":"χτυπώ", "χτυπήσουμε":"χτυπώ", "χτυπήσουν":"χτυπώ", "χτυπήσω":"χτυπώ", "χτυπητή":"χτυπητός", "χτυπιέται":"χτυπώ", "χτυπιούνται":"χτυπώ", "χτύπο":"χτύπος", "χτυποκάρδι":"χτυποκάρδι", "χτυπούν":"χτυπώ", "χτύπους":"χτύπος", "χτυπούσαν":"χτυπώ", "χτυπούσε":"χτυπώ", "χτυπώντας":"χτυπώ", "χυδαία":"χυδαίος", "χυδαίες":"χυδαίος", "χυδαίο":"χυδαίος", "χυδαίοι":"χυδαίος", "χυδαίος":"χυδαίος", "χυδαιότερο":"χυδαίος", "χυδαιότητα":"χυδαιότητα", "χυδαιότητες":"χυδαιότητα", "χυδαίου":"χυδαίος", "χυδαίως":"χυδαίος", "χυθεί":"χύνω", "χύθηκε":"χύνω", "χυθούν":"χύνω", "χυλό":"χυλός", "χυλόπιτα":"χυλόπιτα", "χυλοπίτες":"χυλοπίτα", "χυλός":"χυλός", "χύμα":"χύμα", "χυμένο":"χυμένος", "χυμό":"χυμός", "χυμος":"χυμός", "χυμός":"χυμός", "χυμού":"χυμός", "χυμούς":"χυμός", "χυμώδεις":"χυμώδης", "χυμώδης":"χυμώδης", "χυμών":"χυμός", "χύνει":"χύνω", "χύνεται":"χύνω", "χύσει":"χύνω", "χυτήριο":"χυτήριο", "χυτηρίου":"χυτήριο", "χυτό":"χυτός", "χύτρα":"χύτρα", "χύτρας":"χύτρα", "χχα":"χχα", "χω":"έχω", "χωθεί":"χώνω", "χώθηκε":"χώνω", "χωλ":"χωλ", "χώμα":"χώμα", "χώματα":"χώμα", "χωματερές":"χωματερή", "χωματερή":"χωματερή", "χωματερής":"χωματερή", "χωματερών":"χωματερή", "χωμάτινα":"χωματένιος", "χωμάτινη":"χωματένιος", "χωματόδρομο":"χωματόδρομος", "χωματόδρομοι":"χωματόδρομος", "χωματόδρομους":"χωματόδρομος", "χωματουργικά":"χωματουργικός", "χωματουργικές":"χωματουργικός", "χωμάτων":"χώμα", "χωμένο":"χώνω", "χων":"χων", "χωναί":"χωναί", "χωναίος":"χωναίος", "χωναίου":"χωναίου", "χώνει":"χώνω", "χωνεμένη":"χωνεύω", "χώνεται":"χώνω", "χώνευε":"χωνεύω", "χωνεύει":"χωνεύω", "χωνεύεται":"χωνεύω", "χωνεύονται":"χωνεύω", "χωνευτήρι":"χωνευτήρι", "χωνευτούν":"χωνεύω", "χωνέψει":"χωνεύω", "χωνέψετε":"χωνεύω", "χώνεψη":"χώνεψη", "χώνεψης":"χώνεψη", "χωνέψουν":"χωνεύω", "χωνί":"χωνί", "χωνιού":"χωνί", "χώνονται":"χώνω", "χώνουν":"χώνω", "χώρα":"χώρα", "χωρά":"χωρώ", "χωράει":"χωρώ", "χώρα-μέλος":"χώρα-μέλος", "χώραν":"χώρα", "χωράνε":"χωρώ", "χώρα-παρατηρητής":"χώρα-παρατηρητής", "χώρας":"χώρα", "χωράς":"χωρώ", "χώρας-μέλους":"χώρας-μέλους", "χωράφι":"χωράφι", "χωράφια":"χωράφι", "χωραφόπουλος":"χωραφόπουλος", "χωρεί":"χωρώ", "χωρες":"χώρα", "χώρες":"χώρα", "χώρεσε":"χωρώ", "χωρέσει":"χωρώ", "χώρες-κλειδιά":"χώρες-κλειδιά", "χώρες-μέλη":"χώρες-μέλη", "χωρέσουν":"χωρώ", "χωρητικότητα":"χωρητικότητα", "χωρητικότητά":"χωρητικότητα", "χωρητικότητας":"χωρητικότητα", "χώρια":"χώρια", "χωριά":"χωριό", "χωρία":"χωρίο", "χωριανοί":"χωριανός", "χωριανόπουλος":"χωριανόπουλος", "χωριανός":"χωριανός", "χωριανών":"χωριανός", "χωριάτικα":"χωριάτικος", "χωριάτικες":"χωριάτικος", "χωριάτικη":"χωριάτικος", "χωριάτικο":"χωριάτικος", "χωριατοπούλα":"χωριατοπούλα", "χωριατοπούλου":"χωριατοπούλου", "χώριζαν":"χωρίζω", "χώριζε":"χωρίζω", "χωρίζει":"χωρίζω", "χωρίζεται":"χωρίζω", "χωρίζονται":"χωρίζω", "χωρίζοντας":"χωρίζω", "χωριζόταν":"χωρίζω", "χωρίζουμε":"χωρίζω", "χωρίζουν":"χωρίζω", "χωρικές":"χωρικός", "χωρικής":"χωρικός", "χωρικό":"χωρικός", "χωρικοί":"χωρικός", "χωρικός":"χωρικός", "χωρικού":"χωρικός", "χωρικούς":"χωρικός", "χωρικών":"χωρικός", "χωριο":"χωριό", "χωριό":"χωριό", "χωρίο":"χωρίο", "χωριού":"χωριό", "χωρίου":"χωρίο", "χωριουδάκι":"χωριουδάκι", "χωρις":"χωρίς", "χωρίς":"χωρίς", "χώρισα":"χωρίζω", "χωρίσαμε":"χωρίζω", "χώρισαν":"χωρίζω", "χώρισε":"χωρίζω", "χωρίσει":"χωρίζω", "χώρισμα":"χώρισμα", "χωρίσματα":"χώρισμα", "χωρισμένη":"χωρίζω", "χωρισμένο":"χωρισμένος", "χωρισμένοι":"χωρίζω", "χωρισμένος":"χωρισμένος", "χωρισμό":"χωρισμός", "χωρισμός":"χωρισμός", "χωρισμού":"χωρισμός", "χωρισμούς":"χωρισμός", "χωρίσουμε":"χωρίζω", "χωρίσουν":"χωρίζω", "χωριστά":"χωριστά", "χωριστάς":"χωριστάς", "χωριστεί":"χωρίζω", "χωριστές":"χωριστός", "χωριστή":"χωριστός", "χωρίστηκαν":"χωρίζω", "χωρίστηκε":"χωρίζω", "χωριστής":"χωριστός", "χωριστό":"χωριστός", "χωριστούν":"χωρίζω", "χωριστών":"χωριστός", "χωρίσω":"χωρίζω", "χωριων":"χωριό", "χωριών":"χωριό", "χωρο":"χώρος", "χώρο":"χώρος", "χωροθετεί":"χωροθετώ", "χωροθετηθεί":"χωροθετώ", "χωροθετήθηκε":"χωροθετώ", "χωροθετήσει":"χωροθετώ", "χωροθέτηση":"χωροθέτηση", "χωροθέτησή":"χωροθέτηση", "χωροθέτησης":"χωροθέτηση", "χωροθετούνται":"χωροθετώ", "χωροθετούνταν":"χωροθετώ", "χωροι":"χώρος", "χώροι":"χώρος", "χώρον":"χώρος", "χωρος":"χώρος", "χώρος":"χώρος", "χωροτάκτης":"χωροτάκτης", "χωροταξία":"χωροταξία", "χωροταξίας":"χωροταξία", "χωροταξικά":"χωροταξικός", "χωροταξικές":"χωροταξικός", "χωροταξική":"χωροταξικός", "χωροταξικής":"χωροταξικός", "χωροταξικό":"χωροταξικός", "χωροταξικός":"χωροταξικός", "χωροταξικού":"χωροταξικός", "χώρου":"χώρος", "χωρούν":"χωρώ", "χώρους":"χώρος", "χωρούσαν":"χωρώ", "χωρούσε":"χωρώ", "χωροφύλακα":"χωροφύλακας", "χωροφύλακας":"χωροφύλακας", "χωροφύλακες":"χωροφύλακας", "χωροφυλακής":"χωροφυλακή", "χωροφύλαξ":"χωροφύλαξ", "χωροχρονικό":"χωροχρονικός", "χωροχρόνο":"χωροχρόνος", "χωρών":"χώρα", "χώρων":"χώρος", "χωρών-μελών":"χωρών-μελών", "χώσει":"χώνω", "ψ":"ψ", "ψαγμένοι":"ψαγμένος", "ψάθα":"ψάθα", "ψαθάδων":"ψαθάδων", "ψαθάς":"ψαθάς", "ψάθινα":"ψάθινος", "ψάλει":"ψάλλω", "ψαλιδα":"ψαλίδα", "ψαλίδα":"ψαλίδα", "ψαλιδας":"ψαλίδα", "ψαλίδας":"ψαλίδα", "ψαλίδας-κωνσταντινίδης":"ψαλίδας-κωνσταντινίδης", "ψαλίδι":"ψαλίδι", "ψαλίδια":"ψαλίδι", "ψαλιδίσει":"ψαλιδίζω", "ψαλίδισμα":"ψαλίδισμα", "ψαλιδιστεί":"ψαλιδίζω", "ψαλμοί":"ψαλμός", "ψαλμός":"ψαλμός", "ψαλμούς":"ψαλμός", "ψαλμωδία":"ψαλμωδία", "ψαλμωδίες":"ψαλμωδία", "ψαλμών":"ψαλμός", "ψάλτες":"ψάλτης", "ψάλτη":"ψάλτης", "ψαμμήτιχος":"ψαμμήτιχος", "ψάξει":"ψάχνω", "ψάξεις":"ψάχνω", "ψάξετε":"ψάχνω", "ψάξιμο":"ψάξιμο", "ψάξιμό":"ψάξιμο", "ψάξουμε":"ψάχνω", "ψάξουν":"ψάχνω", "ψάξτε":"ψάχνω", "ψάξω":"ψάχνω", "ψαρά":"ψαράς", "ψαράδες":"ψαράς", "ψαράδικα":"ψαράδικος", "ψαράδων":"ψαράς", "ψαράκη":"ψαράκη", "ψαράκης":"ψαράκης", "ψαράκι":"ψαράκι", "ψαράκια":"ψαράκι", "ψαρας":"ψαράς", "ψαράς":"ψαράς", "ψάρεμα":"ψάρεμα", "ψαρέματος":"ψάρεμα", "ψάρευε":"ψαρεύω", "ψαρεύει":"ψαρεύω", "ψαρεύουν":"ψαρεύω", "ψαρέψει":"ψαρεύω", "ψαρέψουν":"ψαρεύω", "ψάρι":"ψάρι", "ψάρια":"ψάρι", "ψαρικά":"ψαρικό", "ψαριού":"ψάρι", "ψαριών":"ψάρι", "ψαρόβαρκα":"ψαρόβαρκα", "ψαρογιαννος":"ψαρογιαννος", "ψαρόγιαννου":"ψαρόγιαννου", "ψαροκάικα":"ψαροκάικο", "ψαροκάικο":"ψαροκάικο", "ψαροκόκαλα":"ψαροκόκαλο", "ψαρομεζέδες":"ψαρομεζές", "ψαρονέφρι":"ψαρονέφρι", "ψαρόνια":"ψαρόνι", "ψαροπουλος":"ψαροπουλος", "ψαρόπουλος":"ψαρόπουλος", "ψαρόσουπα":"ψαρόσουπα", "ψαροταβέρνα":"ψαροταβέρνα", "ψαροταβερνες":"ψαροταβέρνα", "ψαροταβέρνες":"ψαροταβέρνα", "ψαρούδα":"ψαρούδα", "ψαρούδα-μπενάκη":"ψαρούδα-μπενάκη", "ψαροχώρι":"ψαροχώρι", "ψαρρά":"ψαρρά", "ψαρράς":"ψαρράς", "ψαρρής":"ψαρρής", "ψαρρού":"ψαρρού", "ψαρών":"ψαρά", "ψάχναμε":"ψάχνω", "ψάχνανε":"ψάχνω", "ψαχνει":"ψάχνω", "ψάχνει":"ψάχνω", "ψάχνεις":"ψάχνω", "ψάχνεται":"ψάχνω", "ψάχνετε":"ψάχνω", "ψαχνό":"ψαχνός", "ψάχνονται":"ψάχνω", "ψάχνοντας":"ψάχνω", "ψαχνόταν":"ψάχνω", "ψάχνουμε":"ψάχνω", "ψάχνουν":"ψάχνω", "ψάχνω":"ψάχνω", "ψεγάδια":"ψεγάδι", "ψέγει":"ψέγω", "ψέγουν":"ψέγω", "ψειρίζω":"ψειρίζω", "ψεκάζει":"ψεκάζω", "ψεκάζουν":"ψεκάζω", "ψεκασμό":"ψεκασμός", "ψεκασμούς":"ψεκασμός", "ψελλίζει":"ψελλίζω", "ψελλίζουμε":"ψελλίζω", "ψελλίζουν":"ψελλίζω", "ψέλλισε":"ψελλίζω", "ψελλίσει":"ψελλίζω", "ψέμα":"ψέμα", "ψεματα":"ψέμα", "ψέματα":"ψέμα", "ψέματά":"ψέμα", "ψέματος":"ψέμα", "ψεμάτων":"ψέμα", "ψευδαισθήσεις":"ψευδαίσθηση", "ψευδαισθήσεων":"ψευδαίσθηση", "ψευδαίσθηση":"ψευδαίσθηση", "ψευδαίσθησης":"ψευδαίσθηση", "ψευδαπατάται":"ψευδαπατάται", "ψευδείς":"ψευδής", "ψευδεπίγραφα":"ψευδεπίγραφος", "ψευδεπίγραφη":"ψευδεπίγραφος", "ψευδεπίγραφης":"ψευδεπίγραφος", "ψευδεπίγραφο":"ψευδεπίγραφος", "ψευδές":"ψευδής", "ψευδέστερον":"ψευδής", "ψεύδεται":"ψεύδομαι", "ψευδή":"ψευδής", "ψεύδη":"ψεύδος", "ψευδής":"ψευδής", "ψευδοεπιχείρημα":"ψευδοεπιχείρημα", "ψευδοευτυχίας":"ψευδοευτυχία", "ψευδοκεφτέδες":"ψευδοκεφτές", "ψευδοκράτος":"ψευδοκράτος", "ψευδοκράτους":"ψευδοκράτος", "ψευδολογικό":"ψευδολογικός", "ψευδολόγος":"ψευδολόγος", "ψεύδονται":"ψεύδομαι", "ψευδοπροβληματισμός":"ψευδοπροβληματισμός", "ψευδορκία":"ψευδορκία", "ψευδορκίας":"ψευδορκία", "ψευδοροφές":"ψευδοροφή", "ψευδοροφή":"ψευδοροφή", "ψεύδος":"ψεύδος", "ψευδούς":"ψευδός", "ψεύδους":"ψεύδος", "ψευδοφάρμακο":"ψευδοφάρμακο", "ψευδών":"ψευδής", "ψευδώνυμα":"ψευδώνυμο", "ψευδώνυμο":"ψευδώνυμος", "ψευδώνυμό":"ψευδώνυμος", "ψευδωνύμων":"ψευδώνυμος", "ψευδώς":"ψευδώς", "ψεύτες":"ψεύτης", "ψεύτη":"ψεύτης", "ψεύτης":"ψεύτης", "ψευτιά":"ψευτιά", "ψευτιάς":"ψευτιά", "ψεύτικα":"ψεύτικος", "ψεύτικες":"ψεύτικος", "ψεύτικη":"ψεύτικος", "ψεύτικης":"ψεύτικος", "ψεύτικο":"ψεύτικος", "ψεύτικος":"ψεύτικος", "ψεύτικου":"ψεύτικος", "ψεύτικων":"ψεύτικος", "ψευτοανασχηματισμό":"ψευτοανασχηματισμός", "ψευτογκριφόν":"ψευτογκριφόν", "ψευτοδιλήμματα":"ψευτοδίλημμα", "ψευτοδιλημμάτων":"ψευτοδίλημμα", "ψευτοκουλτούρα":"ψευτοκουλτούρα", "ψευτοπροοδευτική":"ψευτοπροοδευτικός", "ψήγμα":"ψήγμα", "ψήγματα":"ψήγμα", "ψηθεί":"ψένω", "ψήθηκε":"ψένω", "ψηθούν":"ψένω", "ψηλα":"ψηλά", "ψηλά":"ψηλά", "ψηλά":"ψηλός", "ψηλές":"ψηλός", "ψηλή":"ψηλός", "ψηλό":"ψηλός", "ψηλοί":"ψηλός", "ψηλοκρεμαστό":"ψηλοκρεμαστός", "ψηλόλιγνη":"ψηλόλιγνος", "ψηλομύτα":"ψηλομύτης", "ψηλός":"ψηλός", "ψηλότερα":"ψηλά", "ψηλότερες":"ψηλός", "ψηλότερη":"ψηλός", "ψηλότερο":"ψηλός", "ψηλότεροι":"ψηλός", "ψηλότερος":"ψηλός", "ψηλού":"ψηλός", "ψηλούς":"ψηλός", "ψηλών":"ψηλός", "ψηλώνει":"ψηλώνω", "ψηλώσουν":"ψηλώνω", "ψημένα":"ψήνω", "ψημένη":"ψένω", "ψημένο":"ψήνω", "ψήνεται":"ψήνω", "ψήνετε":"ψήνω", "ψήνονται":"ψήνω", "ψηνόταν":"ψήνω", "ψήνουμε":"ψήνω", "ψήνουν":"ψήνω", "ψήσεις":"ψένω", "ψήσιμο":"ψήσιμο", "ψήσουμε":"ψήνω", "ψήσουν":"ψήνω", "ψησταριές":"ψησταριά", "ψήστης":"ψήστης", "ψήσω":"ψένω", "ψητά":"ψητός", "ψητές":"ψητός", "ψητό":"ψητός", "ψητοπωλείο":"ψητοπωλείο", "ψητός":"ψητός", "ψηφαρίθμηση":"ψηφαρίθμηση", "ψηφία":"ψηφίο", "ψηφιακά":"ψηφιακός", "ψηφιακές":"ψηφιακός", "ψηφιακη":"ψηφιακός", "ψηφιακή":"ψηφιακός", "ψηφιακης":"ψηφιακός", "ψηφιακής":"ψηφιακός", "ψηφιακό":"ψηφιακός", "ψηφιακοί":"ψηφιακός", "ψηφιακός":"ψηφιακός", "ψηφιακού":"ψηφιακός", "ψηφιακών":"ψηφιακός", "ψηφίδα":"ψηφίδα", "ψηφίδες":"ψηφίδα", "ψηφιδωτά":"ψηφιδωτός", "ψηφιδωτό":"ψηφιδωτός", "ψηφιδωτού":"ψηφιδωτός", "ψήφιζαν":"ψηφίζω", "ψηφίζατε":"ψηφίζω", "ψήφιζε":"ψηφίζω", "ψηφίζει":"ψηφίζω", "ψηφίζεται":"ψηφίζω", "ψηφίζονται":"ψηφίζω", "ψηφίζοντας":"ψηφίζω", "ψηφιζόταν":"ψηφίζω", "ψηφίζουμε":"ψηφίζω", "ψηφίζουν":"ψηφίζω", "ψηφίζω":"ψηφίζω", "ψηφίο":"ψηφίο", "ψηφιοποιημένα":"ψηφιοποιημένος", "ψηφιοποιημένη":"ψηφιοποιημένος", "ψηφιοποιημένης":"ψηφιοποιημένος", "ψηφιοποίησης":"ψηφιοποίηση", "ψήφισα":"ψηφίζω", "ψηφίσαμε":"ψηφίζω", "ψήφισαν":"ψηφίζω", "ψηφισάντων":"ψηφίσας", "ψηφίσατε":"ψηφίζω", "ψήφισε":"ψηφίζω", "ψηφίσει":"ψηφίζω", "ψηφίσετε":"ψηφίζω", "ψήφιση":"ψήφιση", "ψήφισή":"ψήφιση", "ψήφισης":"ψήφιση", "ψηφισθεί":"ψηφίζω", "ψηφισθέντα":"ψηφισθείς", "ψηφίσθηκε":"ψηφίζω", "ψηφισμα":"ψήφισμα", "ψήφισμα":"ψήφισμα", "ψήφισμά":"ψήφισμα", "ψηφίσματα":"ψήφισμα", "ψηφίσματά":"ψήφισμα", "ψηφίσματος":"ψήφισμα", "ψηφίσματός":"ψήφισμα", "ψηφισμάτων":"ψήφισμα", "ψηφισμένο":"ψηφίζω", "ψηφίσουμε":"ψηφίζω", "ψηφίσουν":"ψηφίζω", "ψηφίστε":"ψηφίζω", "ψηφιστεί":"ψηφίζω", "ψηφίστηκαν":"ψηφίζω", "ψηφίστηκε":"ψηφίζω", "ψηφιστούν":"ψηφίζω", "ψηφίσω":"ψηφίζω", "ψηφο":"ψήφος", "ψήφο":"ψήφος", "ψηφοδέλτια":"ψηφοδέλτιο", "ψηφοδέλτιο":"ψηφοδέλτιο", "ψηφοδέλτιό":"ψηφοδέλτιο", "ψηφοδελτίου":"ψηφοδέλτιο", "ψηφοδελτίων":"ψηφοδέλτιο", "ψηφοθηρία":"ψηφοθηρία", "ψηφοθηρίας":"ψηφοθηρία", "ψηφοθηρική":"ψηφοθηρικός", "ψηφοθηρικών":"ψηφοθηρικός", "ψήφοι":"ψήφος", "ψηφοποιούνται":"ψηφοποιούνται", "ψηφος":"ψήφος", "ψήφος":"ψήφος", "ψήφου":"ψήφος", "ψήφους":"ψήφος", "ψηφοφορια":"ψηφοφορία", "ψηφοφορία":"ψηφοφορία", "ψηφοφορία-θρίλερ":"ψηφοφορία-θρίλερ", "ψηφοφορίας":"ψηφοφορία", "ψηφοφορίες":"ψηφοφορία", "ψηφοφοριών":"ψηφοφορία", "ψηφοφόρο":"ψηφοφόρος", "ψηφοφόροι":"ψηφοφόρος", "ψηφοφόρος":"ψηφοφόρος", "ψηφοφόρου":"ψηφοφόρος", "ψηφοφόρους":"ψηφοφόρος", "ψηφοφόρων":"ψηφοφόρος", "ψήφων":"ψήφος", "ψιθύριζε":"ψιθυρίζω", "ψιθυρίζει":"ψιθυρίζω", "ψιθυρίζονται":"ψιθυρίζω", "ψιθυρίζουμε":"ψιθυρίζω", "ψιθύρισε":"ψιθυρίζω", "ψιθύρισες":"ψιθυρίζω", "ψίθυρο":"ψίθυρος", "ψίθυροι":"ψίθυρος", "ψιθυρος":"ψίθυρος", "ψίθυρος":"ψίθυρος", "ψιθύρους":"ψίθυρος", "ψιλά":"ψιλός", "ψιλή":"ψιλός", "ψιλής":"ψιλός", "ψιλικών":"ψιλικά", "ψιλό":"ψιλός", "ψιλοκομμένα":"ψιλοκόβω", "ψιλοκομμένη":"ψιλοκόβω", "ψιλοκομμένο":"ψιλοκόβω", "ψιλός":"ψιλός", "ψιμόπουλο":"ψιμόπουλο", "ψιμόπουλος":"ψιμόπουλος", "ψινάκη":"ψινάκη", "ψινάκης":"ψινάκης", "ψιττάκωση":"ψιττάκωση", "ψίχα":"ψίχα", "ψιχία":"ψιχίο", "ψίχουλα":"ψίχουλο", "ψόγο":"ψόγος", "ψόγος":"ψόγος", "ψόφησαν":"ψοφώ", "ψόφια":"ψόφιος", "ψοφίμι":"ψοφίμι", "ψοφίμια":"ψοφίμι", "ψόφιο":"ψόφιος", "ψόφο":"ψόφος", "ψοφοδεείς":"ψοφοδεής", "ψυγεία":"ψυγείο", "ψυγείο":"ψυγείο", "ψυγείου":"ψυγείο", "ψυγειων":"ψυγείο", "ψυγείων":"ψυγείο", "ψυκτικό":"ψυκτικός", "ψυκτικών":"ψυκτικός", "ψύλλου":"ψύλλος", "ψύλλους":"ψύλλος", "ψύλλων":"ψύλλος", "ψύξης":"ψύξη", "ψυτάλλειας":"ψυτάλλεια", "ψυχαγωγεί":"ψυχαγωγώ", "ψυχαγωγείται":"ψυχαγωγώ", "ψυχαγωγηθείτε":"ψυχαγωγώ", "ψυχαγωγια":"ψυχαγωγία", "ψυχαγωγία":"ψυχαγωγία", "ψυχαγωγίας":"ψυχαγωγία", "ψυχαγωγίάς":"ψυχαγωγία", "ψυχαγωγικά":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικές":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγική":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικής":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικό":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικού":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικούς":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγικών":"ψυχαγωγικός", "ψυχαγωγός":"ψυχαγωγός", "ψυχαγωγούν":"ψυχαγωγώ", "ψυχαγωγούνται":"ψυχαγωγώ", "ψυχαναγκασμού":"ψυχαναγκασμός", "ψυχανάλυση":"ψυχανάλυση", "ψυχανάλυσης":"ψυχανάλυση", "ψυχαναλυτές":"ψυχαναλυτής", "ψυχαναλυτής":"ψυχαναλυτής", "ψυχαναλυτικές":"ψυχαναλυτικός", "ψυχαναλυτική":"ψυχαναλυτικός", "ψυχανώμαλο":"ψυχανώμαλο", "ψυχασθενεις":"ψυχασθενής", "ψυχασθενείς":"ψυχασθενής", "ψυχασθενή":"ψυχασθενής", "ψυχασθενής":"ψυχασθενής", "ψυχασθενών":"ψυχασθενής", "ψυχές":"ψυχή", "ψυχη":"ψυχή", "ψυχή":"ψυχή", "ψυχής":"ψυχή", "ψυχιατρείο":"ψυχιατρείο", "ψυχιατρείου":"ψυχιατρείο", "ψυχιατρική":"ψυχιατρικός", "ψυχιατρικής":"ψυχιατρικός", "ψυχιατρικό":"ψυχιατρικός", "ψυχιατρικού":"ψυχιατρικός", "ψυχιατρικών":"ψυχιατρικός", "ψυχίατρο":"ψυχίατρος", "ψυχίατροι":"ψυχίατρος", "ψυχίατρος":"ψυχίατρος", "ψυχίατρός":"ψυχίατρος", "ψυχιάτρου":"ψυχίατρος", "ψυχιάτρων":"ψυχίατρος", "ψυχικά":"ψυχικός", "ψυχικές":"ψυχικός", "ψυχική":"ψυχικός", "ψυχικής":"ψυχικός", "ψυχικό":"ψυχικό", "ψυχικό":"ψυχικός", "ψυχικού":"ψυχικός", "ψυχικών":"ψυχικός", "ψυχισμό":"ψυχισμός", "ψυχισμού":"ψυχισμός", "ψυχογιός":"ψυχογιός", "ψυχογραφήσει":"ψυχογραφώ", "ψυχογραφικού":"ψυχογραφικός", "ψυχοδράμα":"ψυχοδράμα", "ψυχόδραμα":"ψυχόδραμα", "ψυχοδράματα":"ψυχόδραμα", "ψυχοθεραπεία":"ψυχοθεραπεία", "ψυχοθεραπείας":"ψυχοθεραπεία", "ψυχοθεραπευτή":"ψυχοθεραπευτής", "ψυχοθεραπευτική":"ψυχοθεραπευτικός", "ψυχοθεραπεύτρια":"ψυχοθεραπεύτρια", "ψυχοκινητική":"ψυχοκινητικός", "ψυχοκοινωνικά":"ψυχοκοινωνικός", "ψυχοκοινωνική":"ψυχοκοινωνικός", "ψυχοκοινωνικής":"ψυχοκοινωνικός", "ψυχολογια":"ψυχολογία", "ψυχολογία":"ψυχολογία", "ψυχολογίας":"ψυχολογία", "ψυχολογικά":"ψυχολογικά", "ψυχολογικά":"ψυχολογικός", "ψυχολογικές":"ψυχολογικός", "ψυχολογική":"ψυχολογικός", "ψυχολογικής":"ψυχολογικός", "ψυχολογικό":"ψυχολογικός", "ψυχολογικοί":"ψυχολογικός", "ψυχολογικός":"ψυχολογικός", "ψυχολογικού":"ψυχολογικός", "ψυχολογικούς":"ψυχολογικός", "ψυχολογικών":"ψυχολογικός", "ψυχολόγο":"ψυχολόγος", "ψυχολόγοι":"ψυχολόγος", "ψυχολόγος":"ψυχολόγος", "ψυχολόγου":"ψυχολόγος", "ψυχολόγους":"ψυχολόγος", "ψυχολόγων":"ψυχολόγος", "ψύχονται":"ψύχω", "ψύχοντας":"ψύχω", "ψυχοπάθεια":"ψυχοπάθεια", "ψυχοπαθείς":"ψυχοπαθής", "ψυχοπαθή":"ψυχοπαθής", "ψυχοπαθής":"ψυχοπαθής", "ψυχοπαθολογία":"ψυχοπαθολογία", "ψυχοπαθολογίας":"ψυχοπαθολογία", "ψυχοπαθολογικών":"ψυχοπαθολογικός", "ψυχορραγεί":"ψυχορραγώ", "ψυχορραγούσε":"ψυχορραγώ", "ψύχος":"ψύχος", "ψυχοσύνθεση":"ψυχοσύνθεση", "ψυχοσωματική":"ψυχοσωματική", "ψυχοσωματικής":"ψυχοσωματική", "ψυχοτρόπες":"ψυχοτρόπες", "ψυχούλα":"ψυχούλα", "ψυχούλες":"ψυχούλα", "ψύχους":"ψύχος", "ψυχοφάρμακα":"ψυχοφάρμακο", "ψυχοφαρμάκων":"ψυχοφάρμακο", "ψυχοφθόρα":"ψυχοφθόρος", "ψυχοφθόρο":"ψυχοφθόρος", "ψύχρα":"ψύχρα", "ψυχρά":"ψυχρός", "ψύχραιμα":"ψύχραιμα", "ψύχραιμα":"ψύχραιμος", "ψύχραιμες":"ψύχραιμος", "ψύχραιμη":"ψύχραιμος", "ψύχραιμης":"ψύχραιμος", "ψυχραιμία":"ψυχραιμία", "ψυχραιμίας":"ψυχραιμία", "ψύχραιμο":"ψύχραιμος", "ψύχραιμοι":"ψύχραιμος", "ψύχραιμος":"ψύχραιμος", "ψυχραιμότερα":"ψύχραιμος", "ψυχραιμότερων":"ψύχραιμος", "ψύχραιμους":"ψύχραιμος", "ψύχραιμων":"ψύχραιμος", "ψυχρές":"ψυχρός", "ψυχρή":"ψυχρός", "ψυχρής":"ψυχρός", "ψυχρό":"ψυχρός", "ψυχροί":"ψυχρός", "ψυχρολουσία":"ψυχρολουσία", "ψυχροπολεμική":"ψυχροπολεμικός", "ψυχροπολεμικού":"ψυχροπολεμικός", "ψυχρός":"ψυχρός", "ψυχρότερο":"ψυχρός", "ψυχρότερος":"ψυχρός", "ψυχρότητα":"ψυχρότητα", "ψυχρού":"ψυχρός", "ψυχρούς":"ψυχρός", "ψυχρώ":"ψυχρώ", "ψυχρών":"ψυχρός", "ψυχωμένος":"ψυχωμένος", "ψυχών":"ψυχή", "ψύχωση":"ψύχωση", "ψυχωσικά":"ψυχωσικός", "ψυχωσική":"ψυχωσικός", "ψυχωσικό":"ψυχωσικός", "ψυχωτικό":"ψυχωτικός", "ψωμάκι":"ψωμάκι", "ψωμάς":"ψωμάς", "ψωμί":"ψωμί", "ψωμιά":"ψωμί", "ψωμιάδη":"ψωμιάδη", "ψωμιαδης":"ψωμιαδης", "ψωμιάδης":"ψωμιάδης", "ψωμιού":"ψωμί", "ψωμοπουλου":"ψωμοπουλου", "ψώνια":"ψώνιο", "ψωνίζει":"ψωνίζω", "ψωνίζουμε":"ψωνίζω", "ψωνίζουν":"ψωνίζω", "ψώνιο":"ψώνιο", "ψώνισε":"ψωνίζω", "ψωνίσει":"ψωνίζω", "ψωνίσετε":"ψωνίζω", "ψωνίσουμε":"ψωνίζω", "ψωνίσουν":"ψωνίζω", "ψωνίσω":"ψωνίζω", "ω":"ω", "ω.":"ω.", "ωάρια":"ωάριο", "ωάριο":"ωάριο", "ωαρίου":"ωάριο", "ωαρίων":"ωάριο", "ωδεία":"ωδείο", "ωδειο":"ωδείο", "ωδείο":"ωδείο", "ωδείου":"ωδείο", "ωδείων":"ωδείο", "ωδικά":"ωδικός", "ωδος":"ωδος", "ωθεί":"ωθώ", "ωθείται":"ωθώ", "ωθήθηκαν":"ωθώ", "ώθησαν":"ωθώ", "ώθησε":"ωθώ", "ωθήσει":"ωθώ", "ωθηση":"ώθηση", "ώθηση":"ώθηση", "ώθησης":"ώθηση", "ωθήσουμε":"ωθώ", "ωθήσουν":"ωθώ", "ωθητικό":"ωθητικός", "ωθούμενη":"ωθούμενος", "ωθούμενος":"ωθούμενος", "ωθούν":"ωθώ", "ωθούνται":"ωθώ", "ωθώντας":"ωθώ", "ωκεανία":"ωκεάνιος", "ωκεάνιο":"ωκεάνιος", "ωκεάνιων":"ωκεάνιος", "ωκεανό":"ωκεανός", "ωκεανογραφική":"ωκεανογραφικός", "ωκεανογραφικό":"ωκεανογραφικός", "ωκεανογράφο":"ωκεανογράφος", "ωκεανοί":"ωκεανός", "ωκεανός":"ωκεανός", "ωκεανού":"ωκεανός", "ωκεανούς":"ωκεανός", "ωκεανών":"ωκεανός", "ωμά":"ωμός", "ωμεγα":"ωμέγα", "ωμέγα":"ωμέγα", "ωμές":"ωμός", "ωμή":"ωμός", "ωμής":"ωμός", "ωμό":"ωμός", "ώμο":"ώμος", "ωμοί":"ωμός", "ώμοι":"ώμος", "ωμοπλάτες":"ωμοπλάτη", "ωμοπλάτη":"ωμοπλάτη", "ωμός":"ωμός", "ωμότητα":"ωμότητα", "ωμότητά":"ωμότητα", "ωμότητας":"ωμότητα", "ωμότητες":"ωμότητα", "ωμού":"ωμός", "ώμους":"ώμος", "ων":"ων", "ωνάσειο":"ωνάσειο", "ωνασείου":"ωνασείου", "ωνάσειου":"ωνάσειου", "ωνάση":"ωνάση", "ωνάσης":"ωνάσης", "ωοειδές":"ωοειδής", "ωοειδή":"ωοειδής", "ωοθήκες":"ωοθήκη", "ωοθήκης":"ωοθήκη", "ωοθηκών":"ωοθήκη", "ωοθυλακιορρηξία":"ωοθυλακιωρρηξία", "ωοτοκία":"ωοτοκία", "ωοτοκίας":"ωοτοκία", "ωρ":"ωρ", "ωρα":"ώρα", "ώρα":"ώρα", "ώρα'":"ώρα'", "ωραία":"ωραία", "ωραια":"ωραίος", "ωραία":"ωραίος", "ωραίας":"ωραίος", "ωραίες":"ωραίος", "ωραιο":"ωραίος", "ωραίο":"ωραίος", "ωραιοι":"ωραίος", "ωραίοι":"ωραίος", "ωραιόκαστρο":"ωραιόκαστρο", "ωραιοκάστρου":"ωραιοκάστρου", "ωραιοποιημένης":"ωραιοποιώ", "ωραιοποιήσει":"ωραιοποιώ", "ωραιοποίηση":"ωραιοποίηση", "ωραιοποίησης":"ωραιοποίηση", "ωραιοποιούν":"ωραιοποιώ", "ωραίος":"ωραίος", "ωραιότατα":"ωραία", "ωραιότατα":"ωραίος", "ωραιότατη":"ωραίος", "ωραιότατο":"ωραίος", "ωραιότατος":"ωραίος", "ωραιότατων":"ωραίος", "ωραιοτέρα":"ωραίος", "ωραιότερα":"ωραίος", "ωραιότερες":"ωραίος", "ωραιότερη":"ωραίος", "ωραιότερο":"ωραίος", "ωραιότης":"ωραιότητα", "ωραιότητα":"ωραιότητα", "ωραίου":"ωραίος", "ωραίους":"ωραίος", "ωραιων":"ωραίος", "ώραν":"ώρα", "ωράρια":"ωράριο", "ωράριο":"ωράριο", "ωραρίου":"ωράριο", "ωραρίων":"ωράριο", "ώρας":"ώρα", "ώρα-σταθμός":"ώρα-σταθμός", "ωρες":"ώρα", "ώρες":"ώρα", "ωριαία":"ωριαίος", "ωριαίο":"ωριαίος", "ώριμα":"ώριμος", "ωριμάζει":"ωριμάζω", "ωριμάζουν":"ωριμάζω", "ωριμάνσεις":"ωρίμανση", "ωρίμανση":"ωρίμανση", "ωρίμανσης":"ωρίμανση", "ωρίμασαν":"ωριμάζω", "ωρίμασε":"ωριμάζω", "ωριμάσει":"ωριμάζω", "ωριμάσουν":"ωριμάζω", "ώριμες":"ώριμος", "ώριμη":"ώριμος", "ώριμης":"ώριμος", "ώριμο":"ώριμος", "ώριμοι":"ώριμος", "ώριμος":"ώριμος", "ωριμότερες":"ώριμος", "ωριμότερη":"ώριμος", "ωριμότερο":"ώριμος", "ωριμότεροι":"ώριμος", "ωριμότερους":"ώριμος", "ωριμότητα":"ωριμότητα", "ωριμότητας":"ωριμότητα", "ώριμου":"ώριμος", "ώριμους":"ώριμος", "ώριμων":"ώριμος", "ωρίτσα":"ωρίτσα", "ωριων":"ωριός", "ωρολογα":"ωρολογάς", "ωρολογιακές":"ωρολογιακός", "ωρολογιακή":"ωρολογιακός", "ωρύεται":"ωρύομαι", "ωρύονται":"ωρύομαι", "ωρυόταν":"ωρύομαι", "ωρών":"ώρα", "ωρωπό":"ωρωπός", "ως":"ως", "ώς":"ώς", "ωσάν":"ωσάν", "ωσαύτως":"ωσαύτως", "ωσεί":"ωσεί", "ώσις":"ώση", "ώσμωση":"ώσμωση", "ωσότου":"ωσότου", "ώσπου":"ώσπου", "ώστε":"ώστε", "ωστικό":"ωστικός", "ωστόσο":"ωστόσο", "ώτα":"ους", "ωτακουστές":"ωτακουστής", "ωτίτιδες":"ωτίτιδα", "ωτορινολαρυγγολογία":"ωτορινολαρυγγολογία", "ωτοστόπ":"ωτοστόπ", "ώττα":"ώττα", "ωφελεί":"ωφελώ", "ωφελεία":"ωφέλεια", "ωφέλεια":"ωφέλεια", "ωφελείας":"ωφέλεια", "ωφέλειας":"ωφέλεια", "ωφέλειάς":"ωφέλεια", "ωφέλειες":"ωφέλεια", "ωφελείστε":"ωφελώ", "ωφελείται":"ωφελώ", "ωφελειών":"ωφέλεια", "ωφεληθεί":"ωφελώ", "ωφεληθείτε":"ωφελώ", "ωφελήθηκαν":"ωφελώ", "ωφελήθηκε":"ωφελώ", "ωφεληθούμε":"ωφελώ", "ωφεληθούν":"ωφελώ", "ωφελημάτων":"ωφέλημα", "ωφελημένο":"ωφελημένος", "ωφέλησαν":"ωφελώ", "ωφέλησε":"ωφελώ", "ωφελήσει":"ωφελώ", "ωφελήσουν":"ωφελώ", "ωφέλιμα":"ωφέλιμος", "ωφέλιμες":"ωφέλιμος", "ωφέλιμη":"ωφέλιμος", "ωφελιμιστές":"ωφελιμιστής", "ωφελιμιστικά":"ωφελιμιστικός", "ωφελιμιστική":"ωφελιμιστικός", "ωφέλιμο":"ωφέλιμος", "ωφελιμοθηρίας":"ωφελιμοθηρίας", "ωφελιμότητα":"ωφελιμότητα", "ωφελίμου":"ωφέλιμος", "ωφέλιμου":"ωφέλιμος", "ωφελίμων":"ωφέλιμος", "ωφελισμός":"ωφελισμός", "ωφελουμένων":"ωφελούμενος", "ωφελούν":"ωφελώ", "ωφελούνται":"ωφελώ", "ωφελούσε":"ωφελώ", "ωχ":"ωχ", "ωχαδερφισμό":"ωχαδερφισμός", "ωχαδερφισμού":"ωχαδερφισμός", "ώχρα":"ώχρα", "ώχρας":"ώχρα", "ωχριά":"ωχριώ", "ωχριούν":"ωχριώ", "ωχροί":"ωχρός" }