spaCy/spacy/lang/el/lemmatizer/_adjectives.py
Ines Montani eddeb36c96
💫 Tidy up and auto-format .py files (#2983)
<!--- Provide a general summary of your changes in the title. -->

## Description
- [x] Use [`black`](https://github.com/ambv/black) to auto-format all `.py` files.
- [x] Update flake8 config to exclude very large files (lemmatization tables etc.)
- [x] Update code to be compatible with flake8 rules
- [x] Fix various small bugs, inconsistencies and messy stuff in the language data
- [x] Update docs to explain new code style (`black`, `flake8`, when to use `# fmt: off` and `# fmt: on` and what `# noqa` means)

Once #2932 is merged, which auto-formats and tidies up the CLI, we'll be able to run `flake8 spacy` actually get meaningful results.

At the moment, the code style and linting isn't applied automatically, but I'm hoping that the new [GitHub Actions](https://github.com/features/actions) will let us auto-format pull requests and post comments with relevant linting information.

### Types of change
enhancement, code style

## Checklist
<!--- Before you submit the PR, go over this checklist and make sure you can
tick off all the boxes. [] -> [x] -->
- [x] I have submitted the spaCy Contributor Agreement.
- [x] I ran the tests, and all new and existing tests passed.
- [x] My changes don't require a change to the documentation, or if they do, I've added all required information.
2018-11-30 17:03:03 +01:00

2445 lines
337 KiB
Python
Raw Blame History

This file contains ambiguous Unicode characters

This file contains Unicode characters that might be confused with other characters. If you think that this is intentional, you can safely ignore this warning. Use the Escape button to reveal them.

# coding: utf8
from __future__ import unicode_literals
ADJECTIVES = set(
"""
n-διάστατος µεταφυτρωτικός άβαθος άβαλτος άβαρος άβατος άβαφος άβγαλτος άβιος
άβλαπτος άβλεπτος άβολος άβουλος άβραστος άβρεχτος άβροχος άβυθος άγαμος
άγγιχτος άγδαρτος άγδυτος άγευστος άγιος άγλυκος άγλωσσος άγναθος άγναντος
άγνεστος άγνωμος άγνωρος άγνωστος άγονος άγουρος άγουστος άγραφος άγραφτος
άγρυπνος άδαρτος άδειος άδειπνος άδενδρος άδεντρος άδετος άδηκτος άδηλος
άδιωχτος άδολος άδοξος άδοτος άδουλος άδροσος άδωρος άεθνος άεργος άζευκτος
άζουμος άζυμος άζωστος άηχος άθαφτος άθελος άθεος άθερμος άθηλυς άθικτος
άθλιος άθολος άθραυστος άθρεπτος άθρεφτος άθρησκος άθυμος άκαιρος άκακος
άκαπνος άκαρδος άκαρπος άκαυστος άκαυτος άκεντρος άκεφος άκλαυτος άκλητος
άκλωθος άκλωστος άκομψος άκοσμος άκουρος άκοφτος άκρατος άκριτος άκρος
άκυρος άκωλος άκων άλαδος άλαλος άλεστος άληκτος άληστος άλικος άλιπος άλιωτος
άλλαχτος άλογος άλουστος άλπειος άλυπος άλυτος άμαζος άμαθος άμαχος άμεμπτος
άμεστος άμετρος άμισθος άμισχος άμοιαστος άμοιρος άμορφος άμουσος άμπαλος
άμωμος άνανδρος άνανθος άναντρος άναρθρος άναρχος άναστρος άναυδος άναυλος
άνετος άνευρος άνηβος άνθιμος άνθινος άνθυγρος άνιπτος άνισος άνιφτος άνομβρος
άνοπτος άνοσμος άνοσος άνοστος άνους άντυτος άνυδρος άνωθεν άξαντος άξαφνος
άξεστος άξιος άξυλος άξυστος άοκνος άοπλος άορνος άοσμος άπαικτος άπαιχτος
άπας άπαστος άπαστρος άπατος άπατρις άπαυστος άπαυτος άπαχος άπειρος άπειρος
άπεπτος άπεφθος άπηκτος άπηχτος άπιαστος άπικρος άπιοτος άπιστος άπιωτος
άπλαστος άπλεκτος άπλερος άπλετος άπλεχτος άπληστος άπλυτος άπνοος άπνους
άπολις άπονος άπορος άπους άπραγος άπρακτος άπραχτος άπρεπος άπροικος
άπτερος άπτυχος άπτωτος άπυρος άρατος άραχλος άριος άριστος άρρηκτος άρρην
άρριζος άρρυθμος άρρωστος άρτιος άσαρκος άσβεστος άσβηστος άσεβος άσειστος
άσεμνος άσημος άσηπτος άσιαχτος άσιγμος άσιτος άσκαφος άσκαφτος άσκεπος
άσκεφτος άσκημος άσκοπος άσμιχτος άσοφος άσπαρτος άσπαστος άσπερμος άσπιλος
άσπλαγχνος άσπλαχνος άσπονδος άσπορος άσπρος άσπρωχτος άστατος άστεγος
άστεργος άστικτος άστολος άστοργος άστοχος άστρινος άστριφτος άστρωτος άστυλος
άσφαγος άσφαιρος άσφακτος άσφαλτος άσφαχτος άσφιχτος άσχετος άσχημος άσωστος
άτακτος άταστος άταφος άταχτος άτεγκτος άτεκνος άτεχνος άτηκτος άτιμος άτιτλος
άτοκος άτολμος άτονος άτοπος άτρεμος άτρητος άτριφτος άτριχος άτρυγος άτρυπος
άτρωτος άτσαλος άτσεπος άτυπος άτυχος άυλος άυπνος άφαγος άφαντος άφατος
άφευκτος άφθαρτος άφθαστος άφθιτος άφθονος άφθορος άφιλος άφκιαστος άφλεκτος
άφορος άφορτος άφραγκος άφραγος άφρακτος άφραστος άφραχτος άφρονας άφροντις
άφρυκτος άφρων άφταστος άφτερος άφτιαστος άφτιαχτος άφυλλος άφυλος άφωνος
άχαρις άχαρος άχλωρος άχνουδος άχολος άχορδος άχραντος άχρηστος άχρονος άχροος
άχτιστος άχυμος άχωστος άψαλτος άψαχτος άψητος άψηφος άψιλος άψογος άψυκτος
άωρος άωτος έγγαμος έγγειος έγγραφος έγκαιρος έγκλειστος έγκριτος έγκυος
έγχορδος έγχρωμος έκδηλος έκδοτος έκθαμβος έκθετος έκθυμος έκκεντρος έκκλητος
έκνομος έκπαγλος έκπληκτος έκπτωτος έκρυθμος έκτακτος έκτοπος έκτυπος έκφρων
έλλογος έμβιος έμμεσος έμμετρος έμμηνος έμμισθος έμμονος έμμορφος έμορφος
έμπιστος έμπλεος έμπρακτος έμπυρος έμφοβος έμφορτος έμφρων έμφυλος έμφυτος
έναρθρος έναστρος ένδακρυς ένδικος ένδοξος ένζυμος ένθεος ένθερμος ένθετος
έννομος έννους ένοπλος ένορκος ένοχος ένρινος ένσπερμος ένστικτος ένστολος
ένταστος έντεχνος έντιμος έντοκος έντονος έντρομος έντυπος ένυδρος έξαλλος
έξαφνος έξεργο έξεργος έξηχος έξοχος έξτρα έξυπνος έξω έξωμος έπηλυς έρημος
έρριζος έρρινος έρρυθμος έσχατος έτερος έτοιμος έτυμος έφεδρος έφιππος έφιππος
έχων έωλος ήδιστος ήμερος ήμισυς ήπιος ήρεμος ήσσων ήσυχος ίλεως ίσαλος
ίσιος ίσος ίστωρ ίσχαιμος αΐδιος αέναος αέρινος αέριος αήθης αήττητος αίθριος
αίσιος αβάγιστος αβάδιστος αβάζος αβάπτιστος αβάρετος αβάσιμος αβάσκαντος
αβάστακτος αβάσταχτος αβάτευτος αβάφτιστος αβέβαιος αβέβηλος αβέλτερος αβέρτος
αβίωτος αβαθής αβαθμίδωτος αβαθμολόγητος αβαθούλωτος αβαθύρριζος αβαλσάμωτος
αβανιοκαμένος αβανταδόρικος αβαρής αβαριάτος αβαρικός αβαροσλαβικός
αβασίλευτος αβγοειδής αβγοκομμένος αβγουλάτος αβγουλωτός αβγωμένος αβδέλυκτος
αβεβήλωτος αβεβαίωτος αβελόνιαστος αβερνίκωτος αβιογενετικός αβιομηχάνητος
αβιομηχανοποίητος αβιοτικός αβλάστητος αβλαβέστατος αβλαβής αβλαπτικός αβλεπής
αβλόγητος αβοήθητος αβολιδοσκόπητος αβομβάρδιστος αβορβόρωτος αβοτάνιστος
αβουτύρωτος αβούλευτος αβούλητος αβούλωτος αβούρκωτος αβούρτσιστος αβούτηχτος
αβράδιαστος αβράκωτος αβράχυντος αβρααμικός αβραμιαίος αβροβόστρυχος
αβρόμιστα αβρόμιστος αβρός αβρόφρων αβυθομέτρητος αβυσσαλέος αβυσσοβενθικός
αβυσσώδης αβόλευτος αβόρβορος αβύζαχτος αβύθιστος αγάθας αγάλακτος αγάμητος
αγέλαστος αγέμιστος αγένειος αγέννητος αγένωτος αγέραστος αγέρινος αγέρωχος
αγαθάρχης αγαθήμερος αγαθαρχικός αγαθιάρης αγαθοβιόλης αγαθοδότης αγαθοεργός
αγαθομαρία αγαθομαρούσα αγαθομούνης αγαθοπάροχος αγαθοποιός αγαθοπρεπής
αγαθοπόνηρος αγαθοσύμβουλος αγαθοφανής αγαθοψώλης αγαθούκλας αγαθούλης
αγαθούτσικος αγαθόβιος αγαθόβουλος αγαθόγνωμος αγαθόδωρος αγαθόκλας
αγαθόπουλο αγαθόπουλος αγαθός αγαθότροπος αγαθότυπος αγαθόψυχος αγαθώνυμος
αγαλβάνιστος αγαλμάτινος αγαλματένιος αγαλματώδης αγαλούχητος αγαμογενετικός
αγανός αγαπημένα αγαπησιάρης αγαπητικός αγαπητός αγαρνίριστος αγαστός αγγίνιο
αγγειοανοσοβλαστικός αγγειοαποφρακτικός αγγειοβλαστικός αγγειοβριθής
αγγειογενετικός αγγειογραφικός αγγειοδιασταλτικός αγγειοδραστικός
αγγειολογικός αγγειοπλαστικός αγγειοσπαστικός αγγειοσυσταλτικός
αγγειόσπερμος αγγειώδης αγγελικός αγγελοειδής αγγελοκάμωτος αγγελοκαμωμένος
αγγελομίμητος αγγελοπρόσωπος αγγελοφτιαγμένος αγγελοφτιασμένος αγγελτικός
αγγελόπλοκος αγγελόψυχος αγγελώνυμος αγγιδιώτικος αγγιχτικός αγγιχτός
αγγλικός αγγλομαθής αγγλοσαξονικός αγγλοτραφής αγγλόφερτος αγγλόφιλος
αγγλόφωνος αγδίκιωτος αγειτόνευτος αγελαίος αγελαδένιος αγελαδίσιος αγελαδινός
αγενής αγερικός αγεροχτυπημένος αγερσανιώτικος αγεφύρωτος αγεωγράφητος
αγεώργητος αγιάτρευτος αγιοβασιλιάτικος αγιοδημητριάτικος αγιορείτικος
αγιοτόκος αγιωτικός αγιότοκος αγιώνυμος αγκάθινος αγκαίνιαστος αγκαζέ
αγκαθερός αγκαθοφόρος αγκαθωτός αγκιστροειδής αγκιστρωτός αγκυλωτός
αγκυρωτικός αγκύλος αγλαός αγλωσσοφάγωτος αγλύκαντος αγναντιαστός αγνωσιακός
αγνωστοποίητος αγνός αγνώμων αγνώριστος αγοήτευτος αγονάτιστος αγορίστικος
αγορανομικός αγοραστικός αγοραστός αγοραφοβικός αγοραφοβικός αγουροξυπνημένος
αγουρωπός αγράμματος αγρατζούνιστος αγρατσούνιστος αγρεύσιμος αγριλίσιος
αγριωπός αγριόφωνος αγροίκος αγροβιομηχανικός αγροδίαιτος αγροδιατροφικός
αγρονομικός αγροτοβιομηχανικός αγροτοδιατροφικός αγροτοκτηνοτροφικός
αγυάλιστος αγχέμαχος αγχίνους αγχογόνος αγχολυτικός αγχωτικός αγχώδης
αγωνιστικός αγωνιώδης αγόγγυστος αγύμναστος αγύρευτος αγύριστος αγώγιμος
αδάμαστος αδάνειστος αδάπανος αδάσυντος αδάσωτος αδέκαρος αδέκαστος αδέξιος
αδέσποτος αδέψητος αδήλωτος αδήμευτος αδήριτος αδήωτος αδίδακτος αδίδαχτος
αδίπλωτος αδίστακτος αδίσταχτος αδίχαστος αδίωκτος αδαής αδαμάντινος
αδαμαντοκόσμητος αδαμαντοποίκιλτος αδαμαντοστόλιστος αδαμαντοφόρος
αδαμαντόστικτος αδαμιαίος αδαπάνητος αδασκάλευτος αδασμολόγητος αδείλιαστος
αδειανός αδειούχος αδελέαστος αδελφικός αδελφοκτόνος αδελφός αδεμάτιαστος
αδενοειδής αδενοπαθής αδενώδης αδερφίστικος αδερφικός αδευτέρωτος
αδημιούργητος αδημοσίευτος αδηφάγος αδιάβαστος αδιάβατος αδιάβλητος αδιάβροχος
αδιάδοτος αδιάζευκτος αδιάθετος αδιάκοπος αδιάκριτος αδιάλειπτος αδιάλεχτος
αδιάλυτος αδιάνθιστος αδιάντροπος αδιάπαυστος αδιάπλαστος αδιάπτωτος
αδιάρρηκτος αδιάσειστος αδιάσπαστος αδιάσταλτος αδιάστατος αδιάτρητος
αδιάφθορος αδιάφορος αδιάψευστος αδιέγερτος αδιέξοδος αδιήθητος αδιαίρετος
αδιαβάθμητος αδιαβίβαστος αδιαβατικός αδιαγούμητος αδιαγούμιστος αδιακήρυκτος
αδιακανόνιστος αδιακλάδωτος αδιακρίβωτος αδιακόρευτος αδιακόσμητος αδιακώλυτος
αδιαλόγητος αδιαμέλιστος αδιαμαρτύρητος αδιαμεσολάβητος αδιαμοίραστος
αδιαμόρφωτος αδιανέμητος αδιανόητος αδιαπέραστος αδιαπαιδαγώγητος αδιαπότιστος
αδιασάλευτος αδιασάφητος αδιασαφήνιστος αδιασκέδαστος αδιασκεύαστος
αδιαστρέβλωτος αδιατάρακτος αδιατάραχτος αδιατήρητος αδιατίμητος
αδιατύπωτος αδιαφέντευτος αδιαφήμιστος αδιαφανής αδιαφιλονίκητος
αδιαφόρετος αδιαφύλακτος αδιαφύλαχτος αδιαφώτιστος αδιαχώρητο αδιαχώρητος
αδιεκδίκητος αδιενέργητος αδιερεύνητος αδιευθέτητος αδιευκρίνητος
αδικαίωτος αδικαιολόγητος αδικομοιρασμένος αδικοπονεμένος αδικοσταυρωμένος
αδιοίκητος αδιοργάνωτος αδιπικός αδιπλασίαστος αδιχοτόμητος αδιόγκωτος
αδιόρθωτος αδιόριστος αδιύλιστος αδογμάτιστος αδοκίμαστος αδολίευτος
αδούλωτος αδρανής αδρανειακός αδρανοβαρυτικός αδρανογόνος αδρασκέλιστος
αδροδάκτυλος αδρομεγέθης αδρομερής αδρόμισθος αδρός αδρόσιστος αδυνάστευτος
αδυνατούτσικος αδυσώπητος αδωροδόκητος αδόκητος αδόκιμος αδόλεσχος αδόλωτος
αδόξαστος αδύναμος αδύνατος αδώρητος αείμνηστος αείφυλλος αειθαλής αεικίνητος
αειφανής αειφόρος αεράτος αεραγηματικός αεραθλητικός αεραποβατικός αερεπίγειος
αεριοφόρος αεριούχος αεριτζίδικος αεριώδης αεροΰφαντος αεροβάμων αεροδίνητος
αεροδρομικός αεροδυναμικός αεροκίνητος αερολιθικός αερολιμενικός αερολόγος
αεροναυτικός αεροναυτιλιακός αεροναυτιλλόμενος αεροπλανικό αεροπλανικός
αεροπορικός αεροστατικός αεροστεγής αεροφόρος αεροχτυπημένος αερόβιος
αερόψυκτος αερώδης αετίσιος αετομάτης αετόμορφος αζάρωτος αζέρικος αζέσταγος
αζήλευτος αζήμιος αζήτητος αζαχάρωτος αζεμάτιστος αζερικός αζερμπαϊτζανικός
αζευγάρωτος αζημίωτος αζιμουθιακός αζωγράφητος αζωγράφιστος αζωικός
αζωτούχος αζύγιαστος αζύγιστος αζύγωτος αζύμωτος αηδής αηδιαστικός
αηδονόλαλος αηδονόστομος αηδονόφωνος αθάμβωτος αθάμπωτος αθάνατος αθάρρευτος
αθέλητος αθέμιτος αθέριστος αθέρμαντος αθέσπιστος αθήλαστος αθήλιαστος αθαμβής
αθειάφιστος αθεμέλιωτος αθεμελίωτος αθεολόγητος αθεράπευτος αθεσμοθέτητος
αθεϊστικός αθεόφοβος αθεώρητος αθηλύκωτος αθημώνιαστος αθηναίικος
αθηναϊκός αθησαύριστος αθλητιατρικός αθλητικός αθλομανής αθλοφόρος αθορύβητος
αθροιστικός αθρυμμάτιστος αθρόος αθυμιάτιστος αθυρόστομος αθωνικός αθωράκιστος
αθωότης αθόλωτος αθόρυβος αθύμωτος αθώος αθώπευτος αθώρητος αιγαίος αιγαιακός
αιγαλιώτικος αιγιακός αιγιαλίτης αιγινήτικος αιγοπρόβειος αιγυπτιακός
αιδήμων αιθέριος αιθαλώδης αιθερικός αιθεριώδης αιθεροβάμων αιθουσονωτιαίος
αιθυλιούχος αιλουροειδής αιμάτινος αιματηρός αιματικός αιματοβούτηχτος
αιματολογικός αιματοπότιστος αιματόβρεκτος αιματόβρεχτος αιματόχροος
αιματώδης αιμοβόρικος αιμοβόρος αιμοδιψής αιμοδυναμικός αιμολυτικός
αιμομικτικός αιμορραγικός αιμορροφιλικός αιμορροϊκός αιμοσταγής αιμοστατικός
αιμοφόρος αιμοχαρής αιμοχρωστικός αιμόφιλος αιμόφυρτος αινέσιμος αινετός
αινιγματώδης αιολικός αιρετός αισθαντικός αισθηματικός αισθησιακός
αισθησιοκρατικός αισθητήριος αισθητηριακός αισθητικοκινητικός αισθητικός
αισιόδοξος αισχροκερδής αισχρολογικός αισχρολόγος αισχρός αισχυλικός
αισχύλειος αισωπικός αισώπειος αιτητικός αιτιάσιμος αιτιακός αιτιατικός
αιτιοκρατικός αιτιολογικός αιτιοπαθογενετικός αιτιώδης αιτωλικός αιφνίδιος
αιχμάλωτος αιχμηρός αιωνόβιος αιώνιος ακάθαρτος ακάθεκτος ακάθιστος ακάλεστος
ακάματος ακάμωτος ακάνθινος ακάπνιστος ακάρπιστος ακάρφωτος ακάτεχος ακάτιος
ακένωτος ακέραιος ακέραστος ακέριος ακέρωτος ακέφαλος ακήδευτος ακήρατος
ακήρυχτος ακίβδηλος ακίνδυνος ακίνητος ακαής ακαβάλητος ακαβούρδιστος
ακαδημαϊκός ακαθάριστος ακαθίδρυτος ακαθιέρωτος ακαθοδήγητος ακαθόριστος
ακακολόγητος ακαλίγωτος ακαλαίσθητος ακαλαφάτιστος ακαλλιέργητος ακαλλώπιστος
ακαλοκάρδιστος ακαμάκιαστος ακαμάκιστος ακαμάκωτος ακαμάτης ακαμίνευτος
ακανθοκυτταρικός ακανθοστεφής ακανθώδης ακανόνιστος ακαπάκωτος ακαπάρωτος
ακαπήλευτος ακαπίστρωτος ακαπλάντιστος ακαρίκωτος ακαρατόμητος ακαριαίος
ακαρποφόρητος ακαρύκευτος ακασσιτέρωτος ακατάβρεκτος ακατάβρεχτος ακατάγγελτος
ακατάδεχτος ακατάκτητος ακατάληκτος ακατάληπτος ακατάλληλος ακατάλυτος
ακατάπαυτος ακατάρτιστος ακατάσβεστος ακατάσβηστος ακατάστατος ακατάσχετος
ακατάταχτος ακατάφερτος ακατέβατος ακατέργαστος ακατήχητος ακαταίσχυντος
ακαταγώνιστος ακαταδίωκτος ακατακρήμνιστος ακατακύρωτος ακαταλαβίστικος
ακαταλόγιστος ακαταμάχητος ακαταμέτρητος ακατανάλωτος ακατανίκητος ακατανόητος
ακαταπολέμητος ακαταπόνητος ακατασίγαστος ακατασκεύαστος ακαταστάλακτος
ακατατόπιστος ακαταφρόνετος ακαταφρόνητος ακαταχώνιαστος ακαταχώρητος
ακατεδάφιστος ακατεύθυντος ακατεύναστος ακατηγόρητος ακατοίκητος ακατονόμαστος
ακατράμωτος ακατόρθωτος ακαυτηρίαστος ακαψάλιστος ακερδής ακερικός ακηδής
ακηλίδωτος ακιδωτός ακλάδευτος ακλήρωτος ακλήτευτος ακλεής ακλείδωτος
ακλυδώνιστος ακλόνητος ακμάζων ακμαίος ακοίμητος ακοίταχτος ακοιλωματικός
ακοινοποίητος ακοινώνητος ακολλάριστος ακολουθιακός ακολύμπητος ακομμάτιαστος
ακονιστικός ακοομετρικός ακοπάνιστος ακορνίζωτος ακορνιζάριστος ακοροΐδευτος
ακορύφωτος ακοσκίνιστος ακοστολόγητος ακουβάλητος ακουστικός ακουστός
ακουόμετρο ακούμπωτος ακούνητος ακούραστος ακούρδιστος ακούρευτος ακούρντιστος
ακούσιος ακράδαντος ακράτητος ακρήμνιστος ακραίος ακραιφνής ακρατής ακριανός
ακριβοδίκαιος ακριβοθώρητος ακριβολόγος ακριβομίλητος ακριβούτσικος ακριβός
ακριδοκτόνος ακριμάτιστος ακρινός ακριτικός ακριτόμυθος ακροαματικός
ακροαστικός ακροβατικός ακρογωνιαίος ακροδεξιός ακροθιγής ακροκεντρικός
ακροτελεύτιος ακροφωνικός ακρυλικός ακρυστάλλωτος ακρωμιοκλειδικός ακρόλιθος
ακτέριστος ακτήμονας ακτήμων ακταίος ακτιβιστικός ακτινοβόλος ακτινογραφικός
ακτινοθεραπευτικός ακτινολογικός ακτινομετρικός ακτινοσκοπικός ακτινοστόλιστος
ακτινωτός ακτινώδης ακτοπλοϊκός ακτουάριος ακτύπητος ακυβέρνητος ακυκλοφόρητος
ακυρίευτος ακυρωτικός ακυρώσιμος ακυτταρικός ακωδικοποίητος ακωμώδητος
ακόλλητος ακόλουθος ακόμιστος ακόνιστος ακόρδωτος ακόρεστος ακόρυφος ακόσμητος
ακύρωτος ακώλυτος αλάβωτος αλάδωτος αλάθευτος αλάθητος αλάλητος αλάνθαστος
αλάξευτος αλάργος αλέγρος αλέκιαστος αλέρωτος αλήστευτος αλήτικος αλίμενος
αλίπαστος αλίχνιστος αλαβάστρινος αλαγάριστος αλαζονικός αλαμπής
αλανιάρικος αλαργινός αλαργοτάξιδος αλατερός αλατοφόρος αλατούχος αλατόμητος
αλαφροΐσκιωτος αλαφροκάνταρος αλαφρόμυαλος αλαφρός αλαφρύς αλαφυραγώγητος
αλβανοσοβιετικός αλβανόφωνος αλγαισθητικό αλγαισθητικός αλγεβρικός αλγεινός
αλγογόνος αλγοριθμικός αλείαντος αλεηλάτητος αλειτούργητος αλεκτικός αλεξήνεμο
αλεξίπυρος αλεξίσφαιρος αλεξανδρινός αλεπουδίσιος αλεπτολόγητος αλεστικός
αλευρίτικος αλευροβιομηχανικός αλευροειδής αλευρούχος αλευρωμένος αλευρώδης
αλεύκαντος αλεύκαστος αλεύρινος αληθής αληθινός αληθοφανέστερος αληθοφανής
αλησμόνητος αλιάνιστος αλιβάνιστος αλιγούρευτος αλιευτικός αλιμάριστος
αλιχούδευτος αλκαλικός αλκαϊκός αλκοολικός αλκοολομετρικός αλκοολούχος
αλλαντικός αλλαξόπιστος αλλεπάλληλος αλλεργικός αλλεργιογόνος αλλεργιολογικός
αλληλέγγυος αλληλένδετος αλληλεπιδραστικός αλληλοβοηθητικός αλληλοδιάδοχος
αλληλοεξοντωτικός αλληλοεπηρεαζόμενος αλληλοεπιδρώμενος αλληλοκεντρικός
αλληλοπαθής αλληλόφιλος αλληλόχρεος αλλιώτικος αλλογενής αλλοδαπός αλλοεθνής
αλλοιωτικός αλλοιώσιμος αλλομετρικός αλλοπαθητικός αλλοπαρμένος αλλοπρόσαλλος
αλλοστερικός αλλοτινός αλλοτριοφάγος αλλοτριοφαγικός αλλοχωριανός αλλόγλωσσος
αλλόεθνος αλλόθρησκος αλλόκοτος αλλόπιστος αλλότριος αλλότροπος αλλόφρων
αλλόφωνος αλματώδης αλμυρούτσικος αλμυρός αλογάριαστος αλογήσιος αλογίσιος
αλογόκριτος αλουλούδιαστος αλουλούδιστος αλουμινένιος αλουστράριστος αλούτερος
αλπικός αλπινικός αλσατικός αλσώδης αλταζιμουθιακός αλτικός αλτρουιστικός
αλυσιτελής αλυσοδέσμιος αλυσοειδής αλυσωτός αλυσόδετος αλυτρωτικός αλφαβητικός
αλφαριθμητικός αλφικός αλχημικός αλχημιστικός αλωνάρης αλωνιάτης αλωνιστικός
αλόγιαστος αλόγιστος αλύγιστος αλύπητος αλύτρωτος αλώβητος αλώσιμος αμάγευτος
αμάζευτος αμάθευτος αμάθητος αμάλαγος αμάλαχτος αμάλλιαγος αμάλλιαστος
αμάντευτος αμάντριστος αμάντρωτος αμάραντος αμάρτυρος αμάσητος αμάτιαστος
αμάχητος αμέθοδος αμέθυστος αμέριμνος αμέριστος αμέρωτος αμέστωτος αμέταλλος
αμέτρητος αμήνυτος αμήχανος αμίαντος αμίλητος αμίμητος αμίσθωτος αμαγάριστος
αμαζονικός αμαζόνειος αμαζόνιος αμαθής αμαθημάτιστος αμακιγιάριστος
αμαλγαμωτικός αμανίκωτος αμαντάλωτος αμαντάριστος αμαξιτός αμαξωτός
αμαρκάριστος αμαρτωλός αμαρτύρητος αμασκάρευτος αμαστίγωτος αμαυρός
αμαύριστος αμβληχρός αμβλυγώνιος αμβλυκόρυφος αμβλυντικός αμβλυωπικός
αμβλύς αμβλύστομος αμείλικτος αμείλιχτος αμείωτος αμεθόδευτος αμειδίαστος
αμελής αμελητέος αμερικάνικος αμερικανικός αμερικανοκίνητος
αμερικανόφιλος αμερόληπτος αμεσίτευτος αμετάβατος αμετάβλητος αμετάγγιστος
αμετάθετος αμετάκλητος αμετάλαβος αμετάλλακτος αμετάλλαχτος αμετάπειστος
αμετάπτωτος αμετάτρεπτος αμετάφερτος αμετάφραστος αμεταβίβαστος
αμεταγύριστος αμετακίνητος αμεταμέλητος αμεταμφίεστος αμεταμόρφωτος
αμετανόητος αμεταποίητος αμετασχημάτιστος αμετατόπιστος αμεταχείριστος
αμετροεπής αμιάντινος αμιγής αμικροβιακός αμινοβουτυρικός αμισθοδότητος
αμλετικός αμμοκίτρινος αμμοστρωμένος αμμουδερός αμμωνιακός αμμωνιούχος αμμώδης
αμνήμων αμνήστευτος αμνημόνευτος αμνησίκακος αμνησιακός αμνηστεύσιμος αμνιακός
αμοιβαίος αμοιρολόγητος αμολόγητος αμοντάριστος αμοραλιστικός αμορφοποίητος
αμούστακος αμπάδι αμπάδικος αμπάλωτος αμπελικός αμπελοοινικός αμπελουργικός
αμπερομετρικός αμπογιάντιστος αμπογιάτιστος αμπόλιαστος αμυγδαλάτος
αμυδρός αμυλούχος αμυλώδης αμυντικοβιομηχανικός αμυντικός αμφίαλος αμφίβιος
αμφίβραχυς αμφίδρομος αμφίθυμος αμφίκοιλος αμφίκυρτος αμφίλογος αμφίπλευρος
αμφίσημος αμφίστομος αμφιβαρής αμφιβληστροειδής αμφιβραχικός αμφιγραφικός
αμφιθαλής αμφιθεατρικός αμφιθυμικός αμφικλινής αμφικοιλιακός αμφικτιονικός
αμφιμονοσήμαντος αμφινευστικός αμφιπαθητικός αμφιπρόστυλος αμφιρρεπής
αμφιφανής αμφιφυλικός αμφιφυλόφιλος αμφοτερικός αμφοτεροβαρής αμωλώπιστος
αμόλυβδος αμόλυντος αμόνοιαστος αμόρφωτος αμύητος αμύθητος αμύριστος αμύρωτος
αμώμητος ανάβαθος ανάβροχος ανάγιαστο ανάγλυφος ανάδελφος ανάδρομος ανάερος
ανάκατος ανάκουστος ανάλαδος ανάλατος ανάλαφρος ανάλγητος ανάλεστος ανάλλαγος
ανάλλαχτος ανάλογος ανάμεικτος ανάμειχτος ανάμελος ανάμερος ανάμικτος
ανάνθιστος ανάντης ανάξιος ανάπηρος ανάπλεκος ανάπλωρος ανάποδος ανάπρυμνος
ανάπρωρος ανάριθμος ανάριος ανάριχτος ανάρμεγος ανάρμεχτος ανάρμοστος
ανάρριχτος ανάσκελος ανάσκητος ανάστατος ανάστερος ανάστροφος ανάφεγγος
ανέγγυος ανέγκλητος ανέγνοιαστος ανέγνωμος ανέγνωρος ανέκδοτος ανέκκλητος
ανέλεγκτος ανέλπιδος ανέλπιστος ανέμελος ανέμπειρος ανέμπνευστος ανέμυαλος
ανέντακτος ανένταχτος ανέντιμος ανέξοδος ανέπαγος ανέπαφος ανέραστος ανέρωτος
ανέσπλαγχνος ανέσπλαχνος ανέστιος ανέτοιμος ανέφελος ανέφικτος ανήθικος
ανήκουστος ανήλεος ανήλιαγος ανήλιαστος ανήλικος ανήλιος ανήμερος ανήμπορος
ανήστευτος ανήσυχος ανίατος ανίδεος ανίδρωτος ανίδωτος ανίερος ανίκανος
ανίσκιος ανίσκιωτος ανίσχυρος αναίμακτος αναίμαχτος αναίρετος αναίσθητος
αναίτιος αναβαθμίσιμος αναβλητικός αναβολικός αναβράζων αναβραστός
αναγεννησιακός αναγεννητικός αναγερτός αναγκαίος αναγκαστικός αναγλυφικός
αναγνωριστικός αναγνωστικός αναγνώσιμος αναγομωμένος αναγουλιαστικός
αναγωγισμός αναγωγιστικός αναγώγιμος αναδασωτέος αναδεκτός αναδεχτός
αναδιανεμητικός αναδρομικός αναερόβιος αναζητήσιμος αναζωογονητικός
αναθεωρητικός αναθηματικός αναιδής αναιμικός αναιρέσιμος αναιρετέος
αναιρετικός αναισθησιολογικός αναισθητικός αναιτιολόγητος ανακαινιστικός
ανακατωσούρης ανακατωτός ανακεφαλαιωτικός ανακλαδιστός ανακλαστικός
ανακλητικός ανακλητός ανακοινώσιμος ανακουφιστικός ανακρεόντειος ανακριβής
ανακτορικός ανακόλουθος ανακύψιμος αναλγητικός αναληθής αναλημματικός
αναληπτικός αναλλοίωτος αναλογικός αναλογιστικός αναλυτικός αναλυτικότερος
αναλφάβητος αναλφαβητικός αναλύσιμος αναλώσιμος αναμαλλιάρης αναμνηστικός
αναμπάρωτος αναμφίβολος αναμφίλεκτος αναμφίσημος αναμφισβήτητος ανανεωμένος
ανανεώσιμος ανανθής ανανούριστος αναντίλεκτος αναντίρρητος αναντίστρεπτος
ανανταπόδεικτος ανανταπόδοτος αναντικατάστατος αναντιπροσώπευτος
αναξιοπαθής αναξιοπαθών αναξιοποίητος αναξιοπρεπής αναξιόλογος αναξιόπιστος
αναπάντεχος αναπάντητος αναπαιστικός αναπαλλοτρίωτος αναπαραγωγικός
αναπασχόλητος αναπαυτικός αναπεπταμένος αναπηρικός αναπλαστικός
αναπνευστικός αναποδιάρης αναποδιασμένος αναποζημίωτος αναποκατάστατος
αναπολόγητος αναποτελεσματικός αναποφάσιστος αναποχώριστος αναπροσαρμοζόμενος
αναπόγραφος αναπόδεικτος αναπόδειχτος αναπόδοτος αναπόδραστος αναπόσπαστος
αναπόφευγος αναπόφευκτος αναρίθμητος αναριχτός αναρμάτωτος αναρμόδιος
αναρριχτός αναρροφητικός αναρρωτικός αναρτητέος αναρχικός αναρχοαυτόνομος
ανασκαφικός ανασκευαστικός ανασκοπικός αναστάσιμος ανασταλτικός ανασταλτός
αναστεναμένος αναστηλωτικός αναστρέψιμος ανασυνδυασµένος ανασυρτός
ανασφαλής ανασχετικός ανατάσιμος αναταρασσόμενος ανατιμητικός ανατολίτικος
ανατομικός ανατρέψιμος ανατρεπτικός ανατριχιαστικός ανατροφοδοτικός
αναφαίρετος αναφλέξιμος αναφλεκτικός αναφομοίωτος αναφορικός αναφρόδιτος
αναχρονιστικός αναύλωτος αναύξητος ανδρείος ανδρειωμένος ανδρικός
ανδρολογικός ανδρομόνοικος ανδροπρεπής ανδρωνυμικός ανδρόγυνος ανδρώδης
ανείδωτος ανείπωτος ανείσπρακτος ανείσπραχτος ανεβάσταγος ανεβατός ανεγγύητος
ανεγκρατής ανεγχείρητος ανεγχείριστος ανεδαφικός ανειδίκευτος ανειδοποίητος
ανειλημμένος ανειλικρινής ανειρήνευτος ανεκδήλωτος ανεκδίκαστος ανεκδίκητος
ανεκδοτικός ανεκδοτολογικός ανεκκαθάριστος ανεκλάλητος ανεκμετάλλευτος
ανεκπαίδευτος ανεκπλήρωτος ανεκποίητος ανεκτέλεστος ανεκτίμητος ανεκτικός
ανεκχώρητος ανελέητος ανελαστικός ανελεήμων ανελεύθερος ανελικτικός
ανελλιπής ανεμογραφικός ανεμοδεικτικός ανεμομετρικός ανεμπόδιστος ανεμόδαρτος
ανενεργός ανενημέρωτος ανενθρόνιστος ανενόχλητος ανεξάλειπτος ανεξάντλητος
ανεξέλεγκτος ανεξέλικτος ανεξέταστος ανεξήγητος ανεξίθρησκος ανεξίκακος
ανεξαίρετος ανεξακρίβωτος ανεξαργύρωτος ανεξερεύνητος ανεξεταστέος ανεξιλέωτος
ανεξοικείωτος ανεξόφλητος ανεξύμνητος ανεξύπνητος ανεπάγγελτος ανεπάντεχος
ανεπίγραφος ανεπίδεκτος ανεπίδεχτος ανεπίδοτος ανεπίκαιρος ανεπίκλητος
ανεπίλυτος ανεπίσημος ανεπίστρεπτος ανεπίστροφος ανεπίτευκτος ανεπίτρεπτος
ανεπαίσχυντος ανεπανάληπτος ανεπανόρθωτος ανεπαρκής ανεπαχθής ανεπεξέργαστος
ανεπιβεβαίωτος ανεπιεικής ανεπιθύμητος ανεπικερδής ανεπικύρωτος ανεπιμέλητος
ανεπιτήδειος ανεπιτήδευτος ανεπιτήρητος ανεπιτυχής ανεπιφύλακτος ανεπούλωτος
ανεπρόκοφτος ανεπτυγμένος ανερέθιστος ανερεύνητος ανερμάτιστος ανερμήνευτος
ανερώτευτος ανεσταλμένος ανετοίμαστος ανετυμολόγητος ανευθύγραμμος ανευλαβής
ανευρυσματικός ανευρυσματώδης ανευφάνταστος ανευχαρίστητος ανεφάρμοστος
ανεχτίμητος ανεχτικός ανεχτός ανεχόρταγος ανεόρταστος ανεύθυνος ανεύρετος
ανεύφλεκτος ανηγμένος ανηλεής ανημέρευτος ανημέρωτος ανημέτερος ανηολόγητος
ανησυχητικός ανηφορικός ανθεκτικός ανθελληνικός ανθελονοσιακός ανθενωτικός
ανθιδρωτικός ανθικός ανθισμένος ανθοκομικός ανθοστόλιστος ανθοφόρος ανθρακικός
ανθρακοφόρος ανθρακούχος ανθρακώδης ανθρωπινός ανθρωπιστικός ανθρωπογενής
ανθρωποκεντρικός ανθρωποκτόνος ανθρωπολογικός ανθρωπομετρικός ανθρωπομορφικός
ανθρωποφάγος ανθρωπωνυμικός ανθρωπόμορφος ανθρωπόφιλος ανθρώπειος ανθρώπινος
ανθυποβρυχιακός ανθυψίφωνος ανθόσπαρτος ανθόστρωτος ανθώδης ανιαρός
ανιθυφαλλικός ανικανοποίητος ανικτερικός ανιμιστικός ανιοβόλος ανιονικός
ανισομήκης ανισομεγέθης ανισομερής ανισομετρικός ανισοσκελής ανισοσύλλαβος
ανιστόρητος ανισόβαρος ανισόμερος ανισόπεδος ανισόπλευρος ανισόρροπος
ανιχνευτικός ανιχνεύσιμος ανιών ανοίκειος ανοίκιαστος ανοδικός
ανοικοδομητικός ανοικοδομικός ανοικοδόμητος ανοικοκύρευτος ανοικονόμητος
ανοικτός ανοιξιάτικος ανοιχτομάτης ανοιχτοχέρης ανοιχτοχέρικος ανοιχτόκαρδος
ανοιχτόχερος ανοιχτόχρωμος ανολοκλήρωτος ανομοιογενής ανομοιοκατάληκτος
ανομοιωτικός ανομοιόμορφος ανομολόγητος ανονείρευτος ανοξείδωτος ανοργάνωτος
ανορθολογικός ανορθολογιστικός ανορθωτικός ανορθόγραφος ανορθόδοξος ανοσιακός
ανοσοθεραπευτικός ανοσοκατασταλτικός ανοσοκατεσταλμένος ανοσολογικός
ανοσορυθμιστικός ανοσοτροποποιητικός ανοσοφαρμακολογικός ανοσοϊστοχημικός
ανοχύρωτος ανοϊκός ανούσιος αντάξιος αντάρτικος αντήλιος αντίδικος αντίζηλος
αντίθετος αντίθρησκος αντίμαχος αντίξοος αντίπαλος αντίπερα αντίρροπος
αντίστροφος αντίφα αντίχριστος αντίψυχος ανταγωνιστικός ανταλλάξιμος
αντανακλαστικός ανταπεργιακός ανταποδοτικός ανταποκρίσιμος ανταποκριτικός
ανταρτικός ανταρτοπολεμικός ανταρτόπληκτος αντασφαλιστικός αντεθνικός
αντεκπαιδευτικός αντεμετικός αντενεργών αντεπαναστατικός αντεπιστέλλων
αντεργατικός αντεργκράουντ αντηχητικός αντηχών αντιαγνωστικός αντιαγροτικός
αντιαθλητικός αντιαιμορραγικός αντιαισθητικός αντιαλγικός αντιαλκοολικός
αντιαμερικανικός αντιαναπτυξιακός αντιανεμικός αντιανταρτικός
αντιαρθριτικός αντιαρματικός αντιασφυξιογόνος αντιατομικός αντιατομιστικός
αντιαφροδισιακός αντιβαλκανικός αντιβασιλικός αντιβενιζελικός αντιβεντετικός
αντιβιοτικό αντιβιοτικός αντιβλεννορροιακός αντιγαμητικός αντιγλυκαιμικός
αντιγονορροϊκός αντιγραφικός αντιγριπικός αντιδάνειος αντιδανειακός αντιδεξιός
αντιδημοτικός αντιδιαβητικός αντιδιαμετρικός αντιδικτατορικός αντιδιουρητικός
αντιδιφθεριτικός αντιδογματικός αντιδραστικός αντιδυναστικός αντιεθνικός
αντιεκπαιδευτικός αντιεκρηκτικός αντιεμετικός αντιεμπορευματικός αντιεμπορικός
αντιεπιστημονικός αντιευρωπαϊκός αντιεφιδρωτικός αντιηλιακός αντιηρωικός
αντιθεατρικός αντιθερμαντικός αντιθετικός αντιθρησκευτικός αντιθρομβωτικός
αντιιδρωτικός αντιιικός αντιικός αντιισταμινικός αντικαθεστωτικός
αντικανονικός αντικανονιστικός αντικαπνιστικός αντικαρκινικός
αντικαταναλωτικός αντικατασκοπευτικός αντικατασκοπικός αντικαταστάσιμος
αντικαταστατός αντικειμενικοποιημένος αντικειμενικός αντικειμενοποιημένος
αντικληρικός αντικοινοβουλευτικός αντικοινωνικός αντικομματικός
αντικομουνιστικός αντικομφορμιστικός αντικουνουπικός αντικραδασμικός
αντικριστός αντικρουόμενος αντικυβερνητικός αντικυκλικός αντικυκλωνικός
αντιλαϊκός αντιλεκτικός αντιληπτικός αντιληπτός αντιλογιστικός αντιλυρικός
αντιμέτωπος αντιμαχόμενος αντιμεθυστικός αντιμελοδραματικός αντιμεταθετικός
αντιμεταφυσικός αντιμετωπίσιμος αντιμηνιγγιτικός αντιμικροβιακός
αντιμιλιταριστικός αντιμνημονιακός αντιμοναρχικός αντιμονιούχος
αντιμυκητιασικός αντινεοπλασματικός αντινευρικός αντινεφικός αντινομικός
αντιοικονομικός αντιολισθητικός αντιοξειδωτικός αντιοφικός αντιπαθέστερος
αντιπαθητικός αντιπαιδαγωγικός αντιπανωλικός αντιπαραγωγικός αντιπαραθετικός
αντιπαρασιτικός αντιπαρατάξιμος αντιπατριωτικός αντιπειθαρχικός
αντιπερισπαστικός αντιπηκτικός αντιπιτυριδικός αντιπληθωρικός
αντιπλημμυρικός αντιπνευματικός αντιπνευμονικός αντιποιητικός αντιπολεμικός
αντιπολιτευτικός αντιπολιτικός αντιπροεδρικός αντιπροστατευτικός
αντιπροσωπεύων αντιπροχθεσινός αντιπροχτεσινός αντιπυραυλικός αντιπυρετικό
αντιπυρηνικός αντιπυρικός αντιρατσιστικός αντιρρευματικός αντιρρητικός
αντιρυτιδικός αντισεισμικός αντισεξουαλικός αντισημιτικός αντισηπτικός
αντισκωριακός αντισοβιετικός αντισπασμωδικός αντισταθμίσιμος αντισταθμιστικός
αντιστατικός αντιστικτικός αντιστιξιακός αντιστρέψιμος αντιστρατιωτικός
αντιστυλωμένος αντισυλληπτικός αντισυμβαλλόμενος αντισυμβατικός
αντισυμμοριακός αντισυνδικαλιστικός αντισυνταγματικός αντισυστημικός
αντιτάνκ αντιτάξιμος αντιτακτός αντιτετανικός αντιτοξικός αντιτορπιλικός
αντιτράστ αντιτραπεζικός αντιτριβικός αντιτρομοκρατικός αντιτυφικός
αντιφασιστικός αντιφατικός αντιφεμινιστικός αντιφθισικός αντιφιλελεύθερος
αντιφλεγμονώδης αντιφλογιστικός αντιφρονών αντιφυλετικός αντιφυλλοξηρικός
αντιφυσικός αντιφωνικός αντιχαλαζικός αντιχολερικός αντιχριστιανικός
αντλησιοταμιευτικός αντλητήριος αντλιοφόρος αντούβιανος αντρίκειος αντρίκιος
αντρείος αντρειωμένος αντρικός αντρωμένος αντρόπιαστος αντωνυμικός αντωπός
ανυιοθέτητος ανυμνητικός ανυπάκοος ανυπάκουος ανυπέρβλητος ανυπέρθετος
ανυποθήκευτος ανυπολόγιστος ανυπομόνευτος ανυποστήρικτος ανυποστήριχτος
ανυποχώρητος ανυποψίαστος ανυπόγραφος ανυπόδητος ανυπόθετος ανυπόθηκος
ανυπόληπτος ανυπόμονος ανυπόνοιαστος ανυπόστατος ανυπόσχετος ανυπόταγος
ανυπόταχτος ανυπόφερτος ανυπόφορος ανυσματικός ανυστερόβουλος ανυψωτικός
ανωφέλετος ανωφέλευτος ανωφέλητος ανωφελής ανωφελώς ανωφερής ανωφερικός
ανόθευτος ανόμοιος ανόργανος ανόργητος ανόργιστος ανόργωτος ανόρεκτος
ανόσιος ανότιστος ανύμφευτος ανύπανδρος ανύπαντρος ανύπαρκτος ανύπαρχτος
ανύποπτος ανύσταγος ανύστακτος ανύσταχτος ανύχτωτος ανώδυνος ανώμαλος ανώνυμος
ανώτατος ανώτερος ανώφελος αξάκριστος αξάπλωτος αξάφριστος αξέμπλεχτος
αξέχαστος αξήγητος αξήλωτος αξίδιαστος αξίνιστος αξεδίψαστος αξεδιάκριτος
αξεδιάλυτος αξεθύμαστος αξεκαθάριστος αξεκόλλητος αξελόγιαστος αξεμάτιαστος
αξεμυάλιστος αξεπάστρευτος αξεπέραστος αξεπλέρωτος αξεπλήρωτος αξεπούλητος
αξεσκάλιστος αξεσκέπαστος αξεσκόλιστος αξετίμητος αξετύλιχτος αξεφιτίλιστος
αξεφούρνιστος αξεχαρβάλωτος αξεχώριστος αξημέρωτος αξιέπαινος αξιέραστος
αξιαζούμενος αξιαζόμενος αξιακός αξιανάγνωστος αξιογέλαστος αξιοδάκρυτος
αξιοζήλευτος αξιοθέατος αξιοθαύμαστος αξιοθησαύριστος αξιοθρήνητος
αξιοκαταφρόνετος αξιοκαταφρόνητος αξιοκατηγόρητος αξιοκρατικός αξιολάτρευτος
αξιολογικός αξιολογούμενος αξιολογών αξιολύπητος αξιομίμητος αξιομίσητος
αξιομνημόνευτος αξιοπαρατήρητος αξιοπερίεργος αξιοπεριφρόνητος αξιοποιήσιμος
αξιοπρεπής αξιοπρόσεκτος αξιοπρόσεχτος αξιοσέβαστος αξιοσημείωτος
αξιοτράβηχτος αξιωματικός αξιόλογος αξιόμαχο αξιόμαχος αξιόμεμπτος αξιόμισθος
αξιόπλοος αξιόποινος αξιόπρεπος αξιότιμος αξιόχρεος αξιώτικος αξομολόγητος
αξονικός αξονοειδής αξονομετρικά αξονομετρικός αξονοσυμμετρικός αξούριστος
αξόδευτος αξόδιαστος αξόμπλιαστος αξόρκιστος αξόφλητος αξύλευτος αξύλιστος
αξύριστος αοίδιμος αοριστικός αοριστολογικός αορτικός αορτολαγόνιος
απάγγειος απάγκειος απάγκιος απάγωτος απάδων απάλιωτος απάνεμος απάνθρωπος
απάρθενος απάστρευτος απάστωτος απάτητος απάτορας απάτριος απάτωρ απάχικος
απένθητος απένταρος απέξω απέραντος απέραστος απέριττος απέταλος απέχων
απίθανος απίκραντος απίσσωτος απίστευτος απίστωτος απαίδευτος απαίνευτος
απαγής απαγγελτικός απαγκιστρωτικός απαγορευτικός απαγωγικός απαγωγός
απαζάρευτος απαθής απαιδαγώγητος απαισιόδοξος απαισιόμορφος απαισιότατος
απαιτητός απαλάμιστος απαλειπτικός απαλλακτικός απαλλαχτικός απαλλοτριώσιμος
απαλός απαλόχνουδος απανινός απαντητικός απαντλητικός απανωτός απαξάπας
απαπούτσωτος απαράβαλτος απαράβατος απαράβλητος απαράγγελτος απαράγραπτος
απαράγραφτος απαράδεκτος απαράδεχτος απαράδοτος απαράθετος απαράκαμπτος
απαράλειπτος απαράληπτος απαράλλακτος απαράλλαχτος απαράμιλλος απαράσκευος
απαρέμφατος απαρένθετος απαραίτητος απαραβίαστος απαραγνώριστος
απαρακάλεστος απαρακάλετος απαρακίνητος απαρακολούθητος απαρακράτητος
απαραλλήλιστος απαραμείωτος απαραμύθητος απαραπλάνητος απαραποίητος
απαρασημοφόρητος απαρασκεύαστος απαρατήρητος απαραφύλακτος απαραφύλαχτος
απαραχάραχτος απαραχώρητος απαρεμπόδιστος απαρεμφατικός απαρενόχλητος
απαρηγόρητος απαριθμήσιμος απαριθμητός απαρνητικός απαρομοίαστος απαρουσίαστος
απαρτικός απαρόμοιαστος απαρόρμητος απαρώδητος απασάλειφτος απασπάλιστος
απασσάλωτος απαστράπτων απασχολήσιμος απατίκωτος απατεώνικος απατηλός
απαυτός απείθαρχος απείραγος απείρακτος απείραχτος απεγνωσμένος απειθάρχητος
απειθαρχικός απεικαστικός απεικονισματικός απεικονιστικός απειλητικός
απειράριθμος απειροδιάστατος απειροελάχιστος απειρομεγέθης απειροπόλεμος
απειροστός απειροσύνθετος απειρόγαμος απειρόκαλος απειρότεχνος απειρώνυμος
απεκκριτήριος απεκκριτικός απελέκητος απελαθείς απελασμένος απελαυνόμενος
απελευθερωτικός απελπιστικός απενθής απεράτωτος απερίγραπτος απερίγραφτος
απερίθαλπτος απερίσκεπτος απερίσκεφτος απερίσπαστος απερίτεχνος απερίτμητος
απερίφραστος απερίφραχτος απεραθίτικος απεργιακός απεργοσπαστικός
απεριγέλαστος απερινόητος απεριοδικός απεριποίητος απεριόριστος απερπάτητος
απευκταίος απεχθής απηνής απηχητικός απιδόσχημος απιοειδής απισσάριστος
απισχναντικός απλάνευτος απλάνιστος απλέρωτος απλήγωτος απλήθυντος απλήρωτος
απλανής απλειστηρίαστος απλημμύριστος απληροφόρητος απλησίαστος απλογραφικός
απλοποιημένος απλοποιητικός απλοχέρης απλοϊκός απλούμιστος απλούς απλούστερος
απλωτός απλός απλόχερος απλόχωρος αποίητος αποίκιλτος αποίμαντος αποβατικός
αποβιώσας αποβλακωτικός αποβλητέος αποβολιμαίος αποβραδινός αποβροχάρης
απογαλακτισμένος απογεματινός απογευματινός απογοητευτικός απογραμμικός
αποδέλοιπος αποδαύτος αποδείξιμος αποδειγμένος αποδεικτικός αποδεικτός
αποδεκτικός αποδεκτός αποδεχτός αποδημητήρια αποδημητικός αποδιοπομπαίος
αποδοκιμαστικός αποδομήσιμος αποδομητικός αποδοτικός αποδυναμωτικός αποδόσιμος
αποθήκευτρα αποθαρρυντικός αποθεματικός αποθετήριος αποθετικός αποθεωτικός
αποθηκευτικός αποθορυβοποιήσιμος αποικιακός αποικιοκρατικός αποικιστικός
αποκάτω αποκαλυπτήριος αποκαλυπτικός αποκαρδιωτικός αποκατιανός αποκατινός
αποκεντρωτικός αποκεφαλισθείς αποκλίνων αποκλειστικός αποκληρωτικός
αποκορυφωτικός αποκριάτικος αποκριτικός αποκρουστικός αποκρυφικός
αποκτηνωτικός απολέμητος απολέμιστος απολήψιμος απολίτικος απολίτιστος
απολεπισμένος απολεπιστικός απολεστικός απολιτίκ απολιτικός απολλαπλασίαστος
απολογιστικός απολυμαντήριος απολυμαντικός απολυτήριος απολυτρωτικός απολυτός
απομαχικός απομνημονευματικός απομνημονευματογραφικός απομνημονευτικός
απομονάχος απομοναχός απομονωμένος απομονωτικός απομυελινωτικός απομυζητικός
απομόναχος απονήρευτος αποναρκωτικός απονεκρωτικός απονευρωτικός απονύχτερος
αποξηραντικός αποπανινός αποπεμπτικός αποπλανητικός αποπληθωρισμένος
αποπνικτικός αποπνιχτικός αποπροσανατολιστικός αποριξιμιός απορρέων
απορριμματοφόρος απορριξιμιός απορριπτέος απορροφητικός απορρυθμιστικός
αποσαθρωτικός αποσαφηνιστικός αποσβεσθείς αποσβεστικός αποσιωπητικός
αποσκιαδερός αποσκληρυντικός αποσμηκτικός αποσμητικός αποσοτικοποίητος
αποσπασματικός αποσπερνός αποστάξιμος αποστέλλων αποσταγματικός
αποστακτικός αποστατικός αποστεγνωτικός αποστειρωτικός αποστηματώδης
αποστομωτικός αποστραγγιστικός αποστρατευτέος αποστρατεύσιμος αποσυμφορητικός
αποσυνδετικός αποσυνθετικός αποσυρτός αποσχιστικός αποτέτοιος αποταμιευτικός
αποτελειωμένος αποτελεσμένος αποτελεσματικός αποτελματικός αποτελούμενος
αποτρεπτικός αποτριχωτικός αποτροπαϊκός αποτρόπαιος αποτυπωτικός αποτυχών
αποφασιστικός αποφατικός αποφθεγματικός αποφοιτήσας αποφοιτών αποφολιδωτικός
αποφραχτικός αποφώλιος αποχαιρετιστήριος αποχαιρετιστικός αποχαυνωτικός
αποχετευτικός αποχιονιστικός αποχρεμπτικό αποχρεμπτικός αποχρωσιακός
αποχυμένος αποχωματώνω αποχωριστικός αποψεσινός αποψιλωτικός αποψινός
απούλητος απράγμων απραγμάτωτος απραγματοποίητος απρεπής απριλιάτικος
απριλινός απριόνιστος απροΐδωτος απροάσπιστος απροίκιστος απροβίβαστος
απρογραμμάτιστος απροδιαίσθητος απροειδοποίητος απροεξόφλητος απροετοίμαστος
απροκατάληπτος απρολόγητος απρολόγιστος απρομελέτητος απρονόητος
απροπαράσκευος απροπαρασκεύαστος απροπόνητος απροσάρμοστος απροσάρτητος
απροσανατόλιστος απροσγείωτος απροσδιόνυσος απροσδιόριστος απροσδόκητος
απροσκάλεστος απροσκύνητος απροσμάχητος απροσμέτρητος απροσπέλαστος
απροσποίητος απροστάτευτος απροσχεδίαστος απροσχημάτιστος απροσωπόληπτος
απροφύλακτος απροφύλαχτος απροχώρητος απρωτοκόλητος απρωτοκόλλητος απρόβλεπτος
απρόθεσμος απρόθετος απρόθυμος απρόκλητος απρόκοπος απρόκοφτος απρόοπτος
απρόσβλητος απρόσεκτος απρόσεχτος απρόσημος απρόσθετος απρόσιτος απρόσκλητος
απρόσληπτος απρόσμενος απρόσοδος απρόσφορος απρόσωπος απρόφερτος απτικός
απτός απυρπόλητος απυρόβλητος απωανατολικός απωθητικός απωμάτιστος απόβλητος
απόγειος απόγκρεμνος απόκεντρος απόκληρος απόκοσμος απόκοτος απόκρημνος
απόλεμος απόλυτος απόμακρος απόμαχος απόμερος απόμονος απόμπευτος απόντιστος
απόπληκτος απόπληχτος απόρθητος απόρρητος απόσκεπος απόσκιο απόσκιος απότακτος
απότιστος απότοκος απότολμος απότομος απόφοιτος απύθμενος απύλωτος απύραυλος
απύρηνος απύρωτος απώγων απών απώτατος απώτερος αράγιστος αράθυμος αράντιστος
αρέντιγος αρίγωτος αρίφνητος αραβικός αραβόφωνος αραδιαστός αραιοκατοικημένος
αραιός αραμαϊκός αραξοβολημένος αραποσίτινος αραχνοΰφαντος αραχνοειδής
αραχνοκεντημένος αραχνοφοβικός αραχνώδης αρβανίτικος αρβανιτοβλάχικος
αρβαντοβλάχικος αργίτης αργίτικος αργείος αργείτικος αργιλικός αργιλούχος
αργοκίνητος αργολικός αργοναυτικός αργοξύπνητος αργοτάξιδος αργούτσικος
αργυρόλευκος αργυρός αργυρόχροος αργυρώνητος αργόμισθος αργός αργόστροφος
αργόσχολος αρδευτικός αρδεύσιμος αρειανός αρειμάνιος αρεστός αρετολογικός
αρευστοποίητος αρζαντέ αρθρικός αρθριτικός αρθρογραφικός αρθροσκοπικός
αριβίστικος αριβιστικός αριθμήσιμο αριθμητικός αριθμητός αριθμοδεικτικός
αριστερίστικος αριστεροδέξιος αριστεροτίμονος αριστερός αριστερόστροφος
αριστοτέλειος αριστοτελικός αριστοτεχνικός αριστουργηματικός αριστοφάνειος
αριστούχος αριφραδής αριός αρκαδικός αρκετός αρκουδίσιος αρκτικός αρκτικός
αρμενικός αρμενοβυζαντινός αρμενοφόρος αρμονικός αρμοστικός αρμοστός αρμυρός
αρμόνιος αρμόσιμος αρνίσιος αρναούτης αρνησίθεος αρνησίθρησκος αρνησίπατρις
αροκάνιστος αρπακολλατζίδικος αρπακτικός αρπαχτικός αρπαχτός αρρίζωτος αρραγής
αρρενωπός αρρενόφωνος αρρωστιάρης αρρωστιάρικος αρρωστομανής αρρωστοφοβικός
αρρύπαντος αρσενικοθήλυκος αρσενικούχος αρσενικός αρτίγονος αρτεσιανός
αρτηριογραφικός αρτηριοσκληρωτικός αρτηριοφλεβικός αρτηριοφλεβώδης
αρτιγενής αρτιμελής αρτισύστατος αρτύσιμος αρυμοτόμητος αρυτίδωτος αρφανός
αρχέγονος αρχέτυπος αρχαίος αρχαγγέλινος αρχαιογεωμορφολογικός αρχαιοελληνικός
αρχαιολατρικός αρχαιολογικός αρχαιομαθής αρχαιομανής αρχαιοπινής αρχαιοπρεπής
αρχαιόπρεπος αρχαιόσυλος αρχαιότερος αρχαιότροπος αρχαιότροπος αρχαϊκός
αρχετυπικός αρχηγικός αρχιδάτος αρχιδουκικός αρχιεπισκοπικός αρχιερατικός
αρχιλόχειος αρχιμήδειος αρχιτεκτονικός αρχολίπαρος αρχομανής αρχοντικός
αρχοντοχωριάτικος αρωματικός αρωματώδης αρωμουνικός αρύπαντος αρύς αρώσιμος
ασάλιωτος ασάπιστος ασέληνος ασέλωτος ασήκωτος ασήμαντος ασίγαστος ασίγητος
ασίκικος ασίμωτος ασίτευτος ασαβάνωτος ασαβούρωτος ασαγήνευτος ασαμάρωτος
ασαράντιστος ασατίριστος ασαφήνιστος ασαφής ασβάρνιστος ασβεστολιθικός
ασβεστώδης ασβολερός ασεβής ασεισμικός ασελγής ασελιδοποίητος ασεξουαλικός
ασημένιος ασημής ασημείωτος ασημοκαπνισμένος ασημόχρωμος ασηπτικός
ασθενής ασθενικός ασθματικός ασιανός ασιατικός ασιγούρευτος ασιδέρωτος
ασκάλωτος ασκέπαστος ασκίαστος ασκανδάλιστος ασκαντάλιστος ασκελής ασκεπής
ασκημομούρικος ασκημούλης ασκημούτσικος ασκητικός ασκιαγράφητος ασκλάβωτος
ασκοειδής ασκορβικός ασκοτείνιαστος ασκούντητος ασκούπιστος ασκούριαστος
ασκόνιστος ασκόπευτος ασκόρπιστος ασκότιστος ασμάλτωτος ασμίκρυντος ασμίλευτος
ασοβάρευτος ασοβάτιστος ασορτί ασουλούπωτος ασούβλιστος ασούρωτος ασούσσουμος
ασπέδιστος ασπίλωτος ασπαργάνωτος ασπαρτάριστος ασπαστός ασπιδοφόρος
ασπούδαχτος ασπριδερός ασπρομάλλης ασπροντυμένος ασπροπρόσωπος ασπρουλιάρης
ασπροφορεμένος ασπρόμαυρος ασπόνδυλος ασσυριακός ασσυροβαβυλωνιακός αστάθμητος
αστάρωτος αστέγαστος αστέγνωτος αστέναχτος αστέρευτος αστέρινος αστέριωτος
αστήριχτος αστίλβωτος ασταθής αστακόχρωμος ασταμάτηγος ασταμάτητος
ασταύρωτος αστείος αστείρευτος αστερέωτος αστεροειδής αστερωτός αστερόεις
αστεφάνωτος αστεφής αστηλίτευτος αστιατρικός αστιγμάτιστος αστιγματικός
αστικός αστοίβαστος αστοίβαχτος αστοιχείωτος αστοχισμένος αστράγγιστος
αστρίφωτος αστραπιαίος αστραποκαμένος αστραπόμορφος αστρατολόγητος
αστραφτερός αστρικός αστροβριθής αστροθόλωτος αστρολογικός αστρομετρικός
αστρονομικός αστροσκέπαστος αστροσκεπής αστροστεφάνωτος αστροστόλιστος
αστροφυσικός αστροφυσικός αστροφώτιστος αστρόγιομος αστρόσπαρτος αστρόφεγγος
αστυνομικός αστόλιστος αστόμωτος αστόχαστος ασυγκάλυπτος ασυγκέντρωτος
ασυγκίνητος ασυγκράτητος ασυγκρότητος ασυγχρόνιστος ασυγχρώτιστος ασυγχώνευτος
ασυγύριστος ασυζήτητος ασυκοφάντητος ασυλλόγιστος ασυμβίβαστος ασυμβούλευτος
ασυμμάζωχτος ασυμμετρικός ασυμμόρφωτος ασυμπάθητος ασυμπάθιστος ασυμπίεστος
ασυμπλήρωτος ασυμπτωματικός ασυμπτωτικός ασυμφιλίωτος ασυμφώνητος ασυμψήφιστος
ασυνάρτητος ασυνάχωτος ασυνήθης ασυνήθιστος ασυνίζητος ασυναίρετος
ασυναγώνιστος ασυνδιάλλακτος ασυνδιάλλαχτος ασυνδύαστος ασυνείδητος
ασυνεπής ασυνεχής ασυνθηκολόγητος ασυννέφιαστος ασυντέλεστος ασυντήρητος
ασυνταύτιστος ασυντρόφευτος ασυντόνιστος ασυνόδευτος ασυνόρευτος ασυρματοφόρος
ασυσκότιστος ασυσπείρωτος ασυστηματοποίητος ασυσχέτιστος ασυχώρετος ασφάλτινος
ασφαλής ασφαλίσιμος ασφαλιστήριος ασφαλιστικός ασφαλτικός ασφαλτούχος
ασφαλτώδης ασφουγγάριστος ασφούγγιστος ασφούγγιχτος ασφράγιστος ασφυκτικός
ασφυχτικός ασχεδίαστος ασχημάτιστος ασχημομούρης ασχημομούρικος ασχημούλης
ασχημούτσικος ασχημότερος ασχολίαστος ασωφρόνιστος ασόβαρος ασόδιαστος
ασύγκλητος ασύγχρονος ασύδοτος ασύλητος ασύλληπτος ασύμβατος ασύμβλητος
ασύμπτυκτος ασύμπτωτος ασύμφορος ασύμφωνος ασύνακτος ασύναπτος ασύναχτος
ασύνειδος ασύνετος ασύνορος ασύντακτος ασύνταχτος ασύντμητος ασύντριπτος
ασύρματος ασύστατος ασύστολος ασύχαστος ασύχναστος ασώματος ασώπαστος ατάιστος
ατάρακτος ατάραχος ατάραχτος ατάσθαλος ατάστωτος ατέκμαρτος ατέλειωτος
ατέντωτος ατέρμονας ατέρμονος ατέρμων ατίθασος ατίμητος ατίναχτος αταίριαγος
αταίριαχτος αταβάνωτος αταβιστικός ατακτοποίητος αταλάντευτος αταλαιπώρητος
αταξικός αταξινόμητος αταπείνωτος αταρίχευτος αταχτοποίητος αταύτιστος
ατεζάριστος ατεκμηρίωτος ατελέσφορος ατελής ατελείωτος ατελειοποίητος
ατελεύτητος ατελώνιστος ατεμάχιστος ατενής ατερμάτιστος ατζαμής ατζαμίδικος
ατηγάνιστος ατηλεγράφητος ατημέλητος ατιθάσευτος ατιμαστικός ατιμολόγητος
ατιμώρητος ατιτλοφόρητος ατλάζινος ατλαζένιος ατλαζωτός ατλαντικός ατμήλατος
ατμοκίνητος ατμοπλοϊκός ατμοσφαιρικός ατμώδης ατοίμαστος ατοιχοκόλλητος
ατομικός ατομιστικός ατομοκρατικός ατονικός ατοξικός ατοπικός ατοποθέτητος
ατρίχωτος ατραγούδητος ατραγούδιστος ατρακάριστος ατρακτοειδής ατρατάριστος
ατριβής ατροποποίητος ατροφικός ατρόμητος ατρόχιστος ατρύγητος ατρύπητος
ατσάλινος ατσάπιστος ατσίκνιστος ατσαλένιος ατσεκούρωτος ατσιγάριστος
ατσουρούφλιστος ατσούγκριστος ατσούμπαλος ατσούτσουνος αττικίζων αττικιστικός
ατυχής ατόλμητος ατόνιστος ατόρνευτος ατός ατόφιος ατύλιχτος ατύπωτος
αυγινός αυγοειδής αυγουλάτος αυγουλωτός αυγουστιάτικος αυγουστιανός
αυγόσχημος αυθάδης αυθάδικος αυθαίρετος αυθαδέστατος αυθεντικός αυθυπόστατος
αυθύπαρκτος αυθύπαρχτος αυλακωτός αυλικός αυλόδουλος αυξητικός αυξομειωτικός
αυριανός αυστηρός αυστραλέζικος αυστριακός αυτάρεσκος αυτάρκης αυτήκοος
αυταπάντητος αυταπόδεικτος αυταπόδειχτος αυταρχικός αυτενέργητος αυτενεργός
αυτεξούσιος αυτεπάγγελτος αυτιστικός αυτοάνοση αυτοάνοσος αυτοακυρωτικός
αυτοαναφορικός αυτοαπαρνημένος αυτοβιογραφικός αυτογραφικός αυτοδίδακτος
αυτοδίκαιος αυτοδημιούργητος αυτοδιαχειριστικός αυτοδικαίωτος αυτοδιοίκητος
αυτοδιοικούμενος αυτοδιορισθείς αυτοδιόριστος αυτοδραστικός αυτοδύναμος
αυτοεκπληρούμενος αυτοεκφυλιστικός αυτοεξυπηρετούμαι αυτοεξόριστος
αυτοκέφαλος αυτοκίνητος αυτοκαθοριστικός αυτοκαταστροφικός αυτοκινητικός
αυτοκινούμενος αυτοκρατορικός αυτοκριτικός αυτοκτονικός αυτοκυβέρνητος
αυτοκόλλητος αυτοματικός αυτονομιστικός αυτονόητος αυτοπαθής αυτοπαθητικός
αυτοπροαίρετος αυτοπροωθούμενος αυτοπρόσωπος αυτοσαρκαστικός αυτοσυγκράτητος
αυτοσχέδιος αυτοσχεδίαστος αυτοτελής αυτοτροφικός αυτοφυής αυτοχειριαστικός
αυτούσιος αυτόβουλος αυτόγραφος αυτόδηλος αυτόδραση αυτόκλητος αυτόματος
αυτόμοιος αυτόνομος αυτόνοος αυτόρριζος αυτότροφος αυτόφυτος αυτόφωρος
αυτόχθων αυχενικό αυχενικός αυχμηρός αφάγωτος αφάνταστος αφάσκιωτος αφάτνωτος
αφέσιμος αφίλευτος αφίλητος αφίλιωτος αφίμωτος αφαιρέσιμος αφαιρετέος
αφαιρετός αφακέλωτος αφανάτιστος αφανέρωτος αφανής αφανιστικός αφασικός
αφγανικός αφεγγής αφειδής αφειδώλευτος αφελής αφεντάδικος αφεντικός αφερέγγυος
αφετήριος αφετηριακός αφηγηματικός αφηγητικός αφθονοπάροχος αφθώδης
αφιεραρχημένος αφιερωματικός αφιερωτήριος αφιερωτικός αφιλάνθρωπος αφιλοκερδής
αφιλονίκητος αφιλοσόφητος αφιλοχρήματος αφιλτράριστος αφιλόκαλος αφιλόκερδος
αφιλόξενος αφιλόπατρις αφιλόστοργος αφιλότεχνος αφιλότιμος αφκιασίδωτος
αφοδράριστος αφομοιωτικός αφομοιώσιμος αφοπλιστικός αφοριστικός αφορμάριστος
αφούντωτος αφούρνιστος αφράτος αφρεσκάριστος αφρικάνικος αφρικανικός
αφριστός αφροαμερικανικός αφρογέννητος αφροδίσιος αφροδισιακός αφρονημάτιστος
αφρούρητος αφρυγάνιστος αφρόντιστος αφρόπλαστος αφρώδης αφτιασίδωτος αφυής
αφυλετικός αφυπνιστικός αφωνόληκτος αφωνόληχτος αφωταγώγητος αφόρετος αφόρητος
αφόρτωτος αφύλακτος αφύλαχτος αφύσικος αφύτευτος αφύτρωτος αφώτιστος
αχάλαγος αχάλαστος αχάραγος αχάρακτος αχάραχτος αχάριστος αχίλλειος αχαΐρευτος
αχαλιναγώγητος αχαμνός αχανής αχαράκωτος αχαρακτήριστος αχαραχτήριστος
αχαρτοσήμαντος αχαϊκός αχείμαντος αχείμαστος αχειράφετος αχειρίδωτος
αχειραφέτητος αχειροποίητος αχειροτόνητος αχειρούργητος αχερόντειος αχερόντιος
αχθοφορικός αχιόνιστος αχλάμυδος αχλεύαστος αχλωρωτικός αχνιστός αχνοφώτιστος
αχνούδωτος αχνός αχνόφωτος αχορήγητος αχορτάριαγος αχορτάριαστος αχουζούρευτος
αχρήματος αχρείαστος αχρείος αχρειόγλωσσος αχρειόστομος αχρεώστητος
αχρησίμευτος αχρησιμοποίητος αχρονολόγητος αχρωμάτιστος αχρωματικός αχρόνιαγος
αχρόνιστος αχτένιστος αχτιδωτός αχτύπητος αχυρένιος αχυροστρωμένος αχυρώδης
αχόλιαστος αχόρταγος αχόρταστος αχύλωτος αχώνευτος αχώρετος αχώρητος αχώριστος
αψήφιστος αψίθυμος αψίκορος αψίχολος αψαλίδιστος αψαχούλευτος αψεγάδιαστος
αψηλάφητος αψηλός αψιδοειδής αψιδωτός αψιθυμικός αψιμυθίωτος αψιχάλιστος
αψυχολόγητος αψυχοπόνετος αψύς αψύχραντος αψύχωτος αψώνιστος αόμματος αόρατος
αύλειος αύξων αύτανδρος βάκρινος βάναυσος βάρβαρος βάρυπνος βάσιμος βάσκανος
βέβηλος βέλγικος βέλτιστος βένετος βέρος βίαιος βαβυλωνιακός βαβυλώνιος
βαγαπόντης βαγαπόντικος βαθμιαίος βαθμιδωτός βαθμολογικός βαθμούχος
βαθουλωτός βαθουλός βαθυγάλανος βαθυκόκκινος βαθυμετρικός βαθυπράσινος
βαθυσκαφής βαθυστόχαστος βαθύγνωμος βαθύνους βαθύπλουτος βαθύρριζος βαθύς
βαθύσκιωτος βαθύτατος βαθύτερος βαθύφωνος βαθύχρωμος βακιλικός βακιλόμορφος
βακούφικος βακτηριακός βακτηριοκτόνος βακτηριολογικός βακτηριοστατικός
βακχικός βαλβιδοπλαστικός βαλκανικός βαλλιστικός βαλτικός βαλτός βαμβακένιος
βαμπακερός βαναδιούχος βανδαλικός βαπορίσιος βαπτιστικός βαρήκοος βαραθρώδης
βαρβαρικός βαρβαρόφωνος βαρελίσιος βαρεσάρης βαρετός βαρηλάτης βαριούχος
βαρομετρικός βαρυγενετικός βαρυγεννητικός βαρυγομαρκάρης βαρυονική βαρυονικός
βαρυπενθών βαρυσήμαντος βαρυστόμαχος βαρυτικός βαρυτοαδράνειος
βαρυτοαδρανικός βαρυχρονικός βαρύγδουπος βαρύθυμος βαρύνων βαρύς βαρύτατος
βαρύτιμος βαρύτονος βασαλτικός βασανιστικός βασικοκυτταρικός βασικός βασιλικός
βασιλόφρονας βασιλόφρων βασκαντικός βασταγερός βατραχοειδής βαττολόγος βατός
βαυαρικός βαφικός βαφτιστικός βαϊοφόρος βγιενικός βδελλάτος βδελυρός βδελυρός
βεβαιωτικός βεβαιόπιστος βεβαιότατος βεβαιότερη βεβαιότερο βεβαιότερος
βεβαρυμένος βεγγαλέζικος βεγγαλικός βεδικός βελγικός βελοειδής βελονοειδής
βελονωτός βελουδένιος βελουτέ βελούδινος βελτιωτικός βελτιόδοξος βελτιώσιμος
βενεδικτίνος βενετικός βενετσιάνικος βενζινοκίνητος βενζοϊκός βενθικός
βενθόβιος βενιζελικός βεραμάν βεριτάμπλ βερμπαλιστικός βεροιώτικος βηματικός
βησιγοτθικός βιαστικός βιβλιακός βιβλιεκδοτικός βιβλιεμπορικός βιβλικός
βιβλιογραφικός βιβλιοδετικός βιβλιοκριτικός βιβλιομανής βιβλιοπωλικός
βιδωτός βιενέζικος βιεννέζικος βιετναμέζικος βιετναμικός
βικτοριανός βιλλαράς βιντεομανής βιντεοσκοπικός βινυλικός βιοαποδομήσιμος
βιογενής βιογεωγραφικός βιογραφικός βιοδιασπάσιμος βιοδραστικός βιοδυναμικός
βιοκλιματικός βιολέ βιολετής βιολετί βιολογικός βιομετρικός
βιομηχανικός βιομηχανοποιήσιμος βιομοριακός βιονικός βιονομικός βιοποιοτικός
βιοπτικός βιορυθμικός βιοτεχνικός βιοτεχνολογικός βιοτικός βιοφαρμακευτικός
βιοψυχοκοινωνικός βιοϊατρικός βιρμανικός βισμουθιούχος βιταλιστικός
βιταμινούχος βιτριολικός βιτσιόζικος βιτσιόζος βιωματικός βιώσιμος βλάστημος
βλάχικος βλαβερός βλαισόπους βλαισός βλακώδης βλαξ βλαπτικός βλαστητικός
βλαχικός βλαχομοδάτος βλαχόφωνος βλαψίφρων βλεννογόνος βλεννολυτικός
βλεννώδης βλεφαριδοφόρος βλεφαρικός βλητικός βλογιάρης βλογιοκομμένος βλοσυρός
βοδινός βοερός βοηθητικός βοημικός βοιωτικός βολβοειδής βολβόσχημος βολβώδης
βολικός βολιώτικος βολταϊκός βολφραμιούχος βομβαρδιστικός βομβιδοφόρος
βομβυκοτροφικός βοοειδής βορβοροφάγος βορβορώδης βορειανατολικός
βορειοανατολικός βορειοατλαντικός βορειοαφρικανικός βορειοβιετναμικός
βορειοειρηνικός βορειοελλαδικός βορειοευρωπαϊκός βορειοηπειρωτικός
βορειοσιατικός βορικό βορινός βοριούχος βοσκήσιμος βοσνιακός βοστρυχοειδής
βοστρυχώδης βοτανικός βοτανολογικός βοτουλινικός βοτρυοειδής βοτρυώδης
βουβαλίσιος βουβωνικός βουβωνοκηλικός βουβός βουδικός βουδιστικός βουερός
βουλγάρικος βουλγαρικός βουλγαρόφωνος βουλευτικός βουλησιαρχικός βουλητικός
βουνίσιος βουνώδης βουτηχτός βουτυράτος βουτυρένιος βουτυρικός βουτυρώδης
βοϊδινός βοϊδομάτης βοώδης βραβεύσιμος βραγχιακός βραδιάτικος βραδιανός
βραδυκίνητος βραδυφλεγής βραδύγλωσσος βραδύκαυστος βραδύνους βραδύς
βρακοφόρος βραστερός βραστός βραχιολάτος βραχιόνιος βραχμανικός βραχνός
βραχοσύντριφτος βραχυγραφικός βραχυκατάληκτος βραχυλογικός βραχυμεσοχρόνιος
βραχυπρόθεσμος βραχυχρόνιος βραχύβιος βραχύινος βραχύκαννος βραχύκερκος
βραχύς βραχύσωμος βραχύτερος βραχύφωνος βραχύχρονος βραχώδης βρεγμένος
βρεγματικός βρετανικός βρετονικός βρεφικός βρεφοκομικός βρεφονηπιακός βρεφώδης
βρογχικός βρογχοκηλικός βρογχοκυψελιδικός βρογχολογικός βρογχοϋπεζωκοτικός
βρομιάρης βρομιάρικος βρομογούρουνο βρομοπόδαρος βρομόγλωσσος βρομόστομος
βροντόφωνος βροντώδης βροχερός βροχομετρικός βρυξελλιώτικος βρυώδης βρωμερός
βρόμικος βρόχινος βρώμικος βρώσιμος βυζαντινολογικός βυζαντινοπρεπής
βυζαντινότροπος βυθομετρικός βυθοσκοπικός βυρσοδεψικός βυσσινής βυτιοφόρος
βόειος βόρειος βύθιος βύρσινος βύσσινος γάνωμα γάργαρος γέμελος γέρικος γήινος
γίντις γαβαθωτός γαγγλιώδης γαγγραινικός γαγγραινώδης γαδολινιούχος γαζωτός
γαιοκτητικός γαιοφάγος γαιώδης γαλάζιος γαλάριος γαλήνιος γαλίφης γαλίφικος
γαλαζοπράσινος γαλαζωπός γαλαθηνός γαλακταγωγός γαλακτερός γαλακτικός
γαλακτοδίαιτος γαλακτοειδής γαλακτοκομικός γαλακτοπαραγωγικός γαλακτοπαραγωγός
γαλακτοποιός γαλακτοφόρος γαλακτόχρωμος γαλακτώδης γαλαναδιώτικος γαλανομάτης
γαλανόλευκος γαλανός γαλαξιακός γαλαξιδιώτικος γαλατερός γαλατικός γαλβανιζέ
γαληνός γαλλικός γαλλιούχος γαλλομαθής γαλλοτραφής γαλλόφιλος γαλλόφωνος
γαμάτος γαμήλιος γαμπριάτικος γαμψός γαμψώνυχος γαντζωτός γαντοφορεμένος
γαργαριστός γαργερός γαρμπάτος γαρμπόζος γαστρίμαργος γαστρεντερικός
γαστρικός γαστρονομικός γαστροοισοφαγικός γατίσιος γατόφιλος γαϊδουρίσιος
γαϊδουρόφωνος γαϊτανοφρύδης γαϊτανωτός γδυμνός γδυτός γειρτός γειτονικός
γελαστικός γελαστός γελοίος γελοιογραφικός γελοιώδης γεμάτος γεματούτσικος
γενάτος γενέθλιος γεναριάτικος γενεαλογικός γενεσιουργικός γενεσιουργός
γενετικός γενικευτικός γενικεύσιμος γενικολογικός γενικοσχετικός γενικόλογος
γενναίος γενναιόδωρος γενναιόκαρδος γενναιόφρων γενναιόψυχος γεννητικός
γενομικός γενόσημος γερακίσιος γεραλέος γερανοφόρος γεραρός γερμανικός
γερμανομαθής γερμανοτραφής γερμανόφιλος γερμανόφωνος γερογκρινιάρης
γεροντίστικος γεροντικός γεροντομπασμένος γεροξεκούτης γεροπαράξενος
γερουσιαστικός γερτός γερός γευστικός γεφυροπαρεγκεφαλιδικός γεφυρωτικός
γεωγραφικός γεωδαιτικός γεωδυναμικός γεωθερμικός γεωθερμοηλεκτρικός
γεωλογικός γεωμαγνητικός γεωμετρικός γεωπολιτικός γεωπονικός γεωργικός
γεωσύγχρονος γεωτεχνικός γεωτρητικός γεωφυσικός γεωχημικός γεωχωρικός γεώδης
γηθόσυνος γηπεδούχος γηραιός γηραιότερος γηραλέος γηριατρικός γηροκομικός
γιαγλίδικος γιακουτικός γιαλαντζί γιαλόκλειστος γιαννιτσιώτικος γιαννιώτικος
γιαχβικός γιαχνιστός γιγάντειος γιγάντιος γιγαντιαίος γιγαντόσωμος γιγαντώδης
γινωμένος γιομάτος γιορταστικός γιορτερός γιορτιάτικος γιορτινός
γιούνισεξ γκαβός γκαγκά γκαιμπελικός γκαμσίζης γκανγκστερικός γκανιάν γκαντέμα
γκαραντί γκαρδιακός γκεμπελικός γκινιαδόρος γκινιόζος γκλαμουράτος γκουρμέ
γκρίζος γκρενά γκριζογάλανος γκριζομάλλης γκριζομάτης γκριζοπράσινος γκριζωπός
γκροτέσκ γκροτέσκος γλήγορος γλίσχρος γλίτσιασμα γλαγολιτικός γλαρός γλαυκός
γληνός γλιστερός γλιτσερός γλιτσιάζω γλιτσιάρικος γλιτσιασμένος γλοιώδης
γλυκαιμικός γλυκανάλατος γλυκαντικός γλυκερός γλυκοαίματος γλυκομίλητος
γλυκοπύρηνος γλυκούλης γλυκούτσικος γλυκόηχος γλυκόλαλος γλυκόμορφος
γλυκόπικρος γλυκόπιοτος γλυκόπνοος γλυκός γλυκόφωνος γλυκύλαλος γλυκύμορφος
γλυκύφωνος γλυπτικός γλυπτός γλυφούτσικος γλυφός γλωσσάς γλωσσηματικός
γλωσσολογικός γλωσσομαθής γλωσσοπλαστικός γνήσιος γναθιαίος γναθικός
γναθοφόρος γναθοχειρουργικός γνευσιακός γνοιαστικός γνωμικός
γνωμοδοτικός γνωμολογικός γνωρίζον γνωρίζουσα γνωρίζων γνωσιακός
γνωσιολογικός γνωσιφόρος γνωστικιστικός γνωστικός γνωστός γνωστότατος γνώριμος
γοητευτικός γονατιστός γονατώδης γονεϊκός γονιδιωματικός γονικός γονιμοποιός
γονοτυπικός γονοχωριστικός γονυπετής γοργοεπήκοος γοργοκίνητος γοργοπόδαρος
γοργός γοργόφτερος γοτθικός γοτθισχιδής γουνάτος γουνοφόρος γουρλίδικος
γουρλομάτικος γουρλού γουρλωτός γουρουνίσιος γουρουνοειδής γουρουνομαθημένος
γουρσούζης γουρσούζικος γουστόζικος γούνινος γούρικος γούρμος γρήγορος
γραμματειακός γραμματιζούμενος γραμματικός γραμματισμένος γραμματολογικός
γραμμογραφικός γραμμοειδής γραμμοσκίαστος γραμμοσκιασμένος γραμμοϊσοδύναμος
γραμμώδης γρανίτινος γρανιτένιος γρανιτικός γρανιτώδης γραπτός γρατζουνισμένος
γραφίστικος γραφειακός γραφειοκρατικός γραφικός γραφιστικός γραφολογικός
γραώδης γρεβενιώτικος γρετίδικος γρινιάρης γριπικός γριπώδης γριφοειδής
γροιλανδικός γρουσούζης γρουσούζικος γρυπός γυάλινος γυαλένιος γυαλικός
γυθειάτικος γυμνασιακός γυμναστικός γυμνικός γυμνοσπέρματος γυμνόρριζος γυμνός
γυμνόσπερμος γυμνόστερνος γυμνόστηθος γυναίκειος γυναικάρεσκος γυναικίσιος
γυναικείος γυναικολογικός γυναικοπρεπής γυναικωτός γυναικόσπαρτος γυναικόφωνος
γυριστός γυρομαγνητικός γυψώδης γωνιαίος γωνιακός γωνιοκόρυφος γωνιωτός
γόνιμος γόρδιος γύφτικος γύψινος δάνειος δάφνινος δέντρινος δέσμιος δέων δήλος
δίβολος δίβουλος δίγαμος δίγλυφος δίγλωσσος δίγνωμος δίγραμμος δίδυμο δίδυμος
δίθυρος δίκαιος δίκαιος δίκαννος δίκαρτος δίκλινος δίκλωνος δίκοπος δίκορκος
δίκορφος δίκροκος δίκυκλος δίκυτος δίκωπος δίλοβος δίμηνος δίμορφος δίμουρος
δίπατος δίπλα δίπλευρος δίποδος δίπολος δίπορτος δίπρακτος δίπτερος δίπτυχος
δίπυρος δίριχτος δίσεκτος δίσεχτος δίσημος δίστηλος δίστιχος δίστοιχος
δίτιμος δίτομος δίτοξο δίτοξος δίτροχος δίφορος δίφυλλος δίφωνος δίχειλος
δίχηλος δίχρονος δίχρωμος δίχωρος δίωρος δαήμων δαίδαλος δαγκανιάρης δαγκωτός
δαιμονιακός δαιμονικός δαιμονιώδης δαιμονολατρικός δαιμονολογικός δαιμονομανής
δαιμονόληπτος δαιμονόπιστος δαιμονόπνευστος δαιμόνιος δακρυγόνος δακρυογόνος
δακρυόεις δακρυώδης δακρύβρεκτος δακρύβρεχτος δακτυλικός δακτυλιοειδής
δακτυλιόσχημος δακτυλογραφικός δακτυλόγραφος δαμαλίσιος δαμαλιώτικος
δαμασκηνής δαμασκηνός δανέζικος δανακιώτικος δανειακός δανεικός δανειοληπτικός
δανικός δαντελένιος δαντελλωτός δαντελωτός δαντικός δαπανηρός δασικός
δασκαλικός δασκαλοκεντρικός δασμοβίωτος δασμολογητέος δασμολογικός
δασοβιομηχανικός δασοκομικός δασολογικός δασονομικός δασοπονικός
δασοσκέπαστος δασοσκεπής δασωτός δασόβιος δασός δασόφυτος δασύθριξ δασύς
δασύφυλλος δασώδης δαφνηφόρος δαφνοστεφάνωτος δαφνοστεφής δαφνοστεφανωμένος
δαφνοφόρος δαχτυλιδένιος δαχτυλικός δαψιλής δείλαιος δεδομενοκεντρικός
δειγματοληπτικός δεικτικός δειλινός δειλός δειλόψυχος δεινός δεισιδαίμονας
δεισιδαιμονικός δειχτικός δεκάβαθμος δεκάγωνος δεκάδιπλος δεκάρικος δεκάτομος
δεκάχρονος δεκάωρος δεκαήμερος δεκαδικός δεκαεξαδικός δεκαεξασέλιδος
δεκαετής δεκαμελής δεκαμερής δεκαμηνιαίος δεκαοκτάχρονος δεκαοκταετής
δεκαπενθήμερος δεκαπενταετής δεκαπενταπλάσιος δεκαπεντασύλλαβος
δεκαπλάσιος δεκαπλός δεκατιαίος δεκατρείς δεκατρισύλλαβος δεκαψήφιος
δεκεμβριάτικος δεκεμβριανός δεκτικός δεκτός δελεαστικός δελταπτέρυγος
δελφικός δενδρικός δενδριτικός δενδροειδής δενδροκομικός δενδρόβιος δεντρικός
δεξής δεξιοτίμονος δεξιοτεχνικός δεξιός δεξιόστροφος δεοντικός δεοντολογικός
δερμάτινος δερματικός δερματολογικός δερματόδετος δερματώδης δεσμευτικός
δετικός δετός δευτερεύων δευτεριάτικος δευτεροβάθμιος δευτεροβαπτισμένος
δευτεροετής δευτεροκλασάτος δευτεροπαθής δευτερόκλιτος δευτερότοκος δεχτός
δηζελοκίνητος δηκτικός δηλητηριώδης δηλιακός δηλωτικός δημαγωγικός δημαρχιακός
δημευτικός δημιουργικός δημογραφικός δημοκοπικός δημοκρατικός δημοπρατικός
δημοσιογραφικός δημοσιολογικός δημοσιονομικός δημοσιοσχετιστικός
δημοσυνεταιριστικός δημοσυντήρητος δημοτικιστικός δημοτικός δημοφιλής
δημόσιος δημώδης διάβροχος διάδοχος διάκριτος διάλιθος διάμεσος διάνοικτος
διάπλατος διάπλοκος διάπυρος διάσημος διάσπαρτος διάστερος διάστικτος
διάτονος διάτορος διάτρητος διάττοντας διάφανος διάφεγγος διάφοροι διάφορος
διάχρυσος διάχυτος διήμερος διίστιος διαβαλκανικός διαβατάρικος διαβατήριος
διαβατός διαβεβαιωτικός διαβητικός διαβητολογικός διαβιβάσιμος διαβιβαστικός
διαβλητός διαβολεμένος διαβολικός διαβρογχικός διαβρωσιγενής διαβρωτικός
διαγαλακτικός διαγαλαξιακός διαγενεακός διαγνωστικός διαγραφείς διαγωνάλ
διαδερμικός διαδημοτικός διαδικαστικός διαδικτυακός διαδογματικός διαδοχικός
διαδριατικός διαεπαγγελματικός διαζευκτικός διαζευχτικός διαθέσιμος
διαθετικός διαθηκώος διαθλαστικός διαθρησκειακός διαθωρακικός διαιρέσιμος
διαιρετικός διαιρετός διαισθαντικός διαισθητικός διαιτητικός διαιώνιος διακαής
διακεκαυμένος διακεκομμένος διακηρυκτικός διακινήσιμος διακινητικός διακινητός
διακλαδικός διακοινοτικός διακομματικός διακονικός διακοσάρης διακοσιαπλάσιος
διακοσμητικός διακρίσιμος διακρανιακός διακρατικός διακριβωτέος διακριβωτικός
διακρυϊκός διακυβερνητικός διακός διακόσιοι διαλεκτικός διαλεκτός
διαλεχτός διαλλακτικός διαλλαχτικός διαλογικός διαλογιστικός διαλυτικός
διαλφαβητικός διαμάντινος διαμήκης διαμαντέ διαμαντένιος διαμαντοκόλλητος
διαμελιστικός διαμεσολαβητικός διαμεταγωγικός διαμετακομιστικός διαμετρικός
διαμονητήριος διαμορφωτής διαμορφωτικός διαμπερής διανεμητικός διανθής
διανοητός διανοουμενίστικος διανυσματικός διαπεραστικός διαπερατός
διαπιστωτικός διαπλανητικός διαπλαστικός διαπνευστικός διαπολιτισμικός
διαπραγματεύσιμος διαπρεπής διαπροσωπικός διαπρωκτικός διαπρύσιος διαπτικός
διαρθρωτικός διαρκής διαρρεύσας διαρρηκτός διαρροϊκός διαρρυθμιστικός
διασαφηνιστικός διασαφητικός διασκεδαστικός διασκεπτικός διασκευαστικός
διασταλτικός διασταλτός διαστατός διασταυρούμενος διαστημικός διαστολικός
διαστρικός διαστροφικός διαστρωματικός διασυμμαχικός διασυμπαντικός
διασυνδετικός διασυνοριακός διασφαλιστικός διασχίσιμος διασωθείς
διασωστικός διατακτικός διαταρακτικός διατεταρτημοριακός διατηρήσιμος
διατμητικός διατονικός διατρητικός διατροπικός διατροφικός διατυμπανισμένος
διαφανής διαφημιστικός διαφορίσιμος διαφορετικός διαφορικός διαφορτωτικός
διαφυλετικός διαφυλικός διαφωτιστικός διαφώτιστος διαχειριστικός διαχρονικός
διαχωρίσιμος διαχωριστικός διγενής διγλώχιν διδάξιμος διδακτέος διδακτικός
διδακτός διδασκαλικός διδαχτικός διεγέρσιμος διεγερτικός διεγχειρητικός
διεθνικός διεθνιστικός διεισδυτικός διεκδικήσιμος διεκδικητικός
διεμφυλικός διεμφυλικός διεξοδικός διεπαφικός διεπιστημονικός διεργεννοιακός
διερμηνευτικός διεστραμμένος διετής διευθετήσιμος διευθετημένος διευθυντικός
διευκρινιστικός διζυγωτικός διζυγώτης διζωνικός διηγηματικός διηθήσιμος
διηθητός διηλεκτρικός διηνεκής διηπειρωτικός διθέσιος διθυραμβικός διιστορικός
δικάσιμος δικάταρτος δικέφαλος δικαιικός δικαιοκρατικός δικαιοκρατούμενος
δικαιολογήσιμος δικαιολογητικός δικαιοπάροχος δικαιοπρακτικός δικαιωματικός
δικαστικός δικατάληκτος δικαϊκός δικηγορίστικος δικηγορικός δικινητήριος
δικομματικός δικονομικός δικοτυλήδονος δικτατορικός δικτυακός δικτυοκεντρικός
δικόρυφος δικότυλος διλεκτικός διλημματικός διμέτωπος διμελής διμερής
διμεταλλικός διμηνίτικος διμηνιαίος διογκωτικός διοικητικός διοικών
διολισθαίνων διονυσιακός διοπτρικός διοπτροφόρος διορατικός διοργανωτικός
διοριστήριος διουρηθρικός διουρητικός διοφθαλμικός διοχετεύσιμος διπλάσιος
διπλανός διπλοβάπτιστος διπλοβαπτισμένος διπλογραφικός διπλοκάρενος
διπλοπρόσωπος διπλοτρόπιδος διπλοφουρνιστός διπλωματικός διπλωματούχος
διπλός διπλότυπος διπλόφαρδος διπολικός διπρόσωπος διπτέρυγος διπυριτικός
δισέλιδος δισήμαντος δισδιάστατος δισθενής δισκογραφικός δισκόβαθμο δισμύριοι
διστακτικός δισταχτικός δισυπόστατος δισχίλιοι δισχιδής δισύλλαβος διτάξιος
διττός διυπουργικός διφασικός διφυής διφωσφορυλικός διφωσφορυλιούχος διχαλωτός
διχειλικός διχοτομικός διχρονίτικος διχτυωτός διψήφιος διψαλέος διωνυμικός
διώνυμος διώροφος δογματικός δοκησίσοφος δοκιμαστικός δολερός δολιχοκέφαλος
δομικός δομοκεντρικός δομοστοιχειωτός δονκιχωτιστής δοξαρωτός δοξαστικός
δοριάλωτος δορυφορικός δοσομετρικός δοτικός δοτός δουλεμπορικός δουλικός
δουλοπρεπής δουλωτικός δουλόπρεπος δουλόφρων δουνάβιος δούρειος δρακόντειος
δραματολογικός δραματουργικός δραστήριος δραστικός δραχμικός δραχμοβίωτος
δραχμολαγνικός δραχμοσυντήρητος δρεπανηφόρος δρεπανοειδής δρεπανοκυτταρικός
δριμύς δρομαίος δρομικός δροσάτος δροσερός δροσιστικός δρύινος δυαδικός
δυναμιτιστικός δυναμογόνος δυναμοηλεκτρικός δυναμωτικός δυναστευτικός
δυνατός δυνητικός δυσάλωτος δυσάρεστος δυσέλεγκτος δυσήκοος δυσήλατος δυσήλιος
δυσανάγνωστος δυσανάλογος δυσαναπλήρωτος δυσανεκτικός δυσαπόδεικτος
δυσαρίθμητος δυσαρμονικός δυσβάστακτος δυσβάσταχτος δυσγενής δυσδιάκριτος
δυσδιοίκητος δυσειδής δυσενδοκρινικός δυσεντερικός δυσεξάλειπτος δυσεξέλεγκτος
δυσεξίτηλος δυσεξιχνίαστος δυσεπίλυτος δυσεπίσχετος δυσεπίτευκτος
δυσεπιχείρητος δυσεπούλωτος δυσερμήνευτος δυσεφάρμοστος δυσεύρετος
δυσηχαγωγός δυσθεράπευτος δυσθερμαγωγός δυσθεώρητος δυσκίνητος δυσκατέργαστος
δυσκολοβάσταχτος δυσκολονόητος δυσκολοχώνευτος δυσκολόπιστος δυσκρασικός
δυσλεκτικός δυσλεξικός δυσμάσητος δυσμενής δυσμικός δυσνόητος δυσξήμβλητος
δυσπαράπλευστος δυσπερίγραπτος δυσπλασικός δυσπροσάρμοστος δυσπρόσβλητος
δυσπρόφερτος δυσπόρθητος δυστράχηλος δυστυχής δυσφασικός δυσφημιστικός
δυσφωτικός δυσχερής δυσώδης δυσώνυμος δυτικοευρωπαϊκός δυτικός δυτικότροπος
δυτικόφρων δυφιoστρεφής δυφιακός δυφιοδιαφανής δυϊκός δυϊστικός δωδεκάγωνος
δωδεκάκωπος δωδεκάλογος δωδεκάμηνος δωδεκάσκαλμος δωδεκάχρονος δωδεκάωρος
δωδεκαδάκτυλος δωδεκαδάχτυλος δωδεκαδακτυλικός δωδεκαδικός δωδεκαετής
δωδεκαμελής δωδεκανησιακός δωδεκαπλάσιος δωδεκαψήφιος δωδωναίος δωρικός
δόκιμος δόλιος δόλιος δύσβατος δύσερως δύσθυμος δύσκαμπτος δύσκολος δύσληπτος
δύσμορφος δύσνους δύσοσμος δύσπεπτος δύσπιστος δύσρευστος δύστηκτος δύστηνος
δύστροπος δύστυχος δύσχρηστος δύσχυμος εαρινός εβένινος εβαπορέ εβδομαδιάτικος
εβδομηκονταετής εβδομηντάχρονος εβραίικος εβραϊκός εγγαρίτικος εγγαστρίμυθος
εγγενής εγγλέζικος εγγράμματος εγγράψιμος εγγυητικός εγγύτατος εγγύτερος
εγερτικός εγκάθειρκτος εγκάθετος εγκάρδιος εγκάρσιος εγκαιροφλεγής
εγκαρδιωτικός εγκατεσπαρμένος εγκεφαλικός εγκεφαλολογικός εγκεφαλονωτιαίος
εγκληματογόνος εγκληματολογικός εγκλητικός εγκλιτικός εγκρατής εγκριτικός
εγκωμιαστικός εγκόλλητος εγκόσμιος εγκύκλιος εγχάρακτος εγχειρήσιμος
εγχειρητικός εγχρήματος εγχώριος εγωιστικός εγωκεντρικός εγωπαθής εδαφιαίος
εδαφοβελτιωτικός εδαφοκλιματικός εδαφολογικός εδαφοϋδατικός εδεμικός
εδικός εδραίος εδραιωτής εδώδιμος εθελοντικός εθελούσιος εθελόδουλος
εθιμικός εθιμοτυπικός εθιστικός εθναρχικός εθνεγερτικός εθνικιστικός
εθνικοσοσιαλιστικά εθνικοσοσιαλιστικός εθνικός εθνικόφρονας εθνικόφρων
εθνογραφικός εθνοκεντρικός εθνοκτόνος εθνολογικός εθνοπρεπής εθνοπρόβλητος
εθνοτικός εθνοφθόρος εθνοφοβικός εθνωφελής εθνόφοβος ειδεχθής ειδησεογραφικός
ειδητικός ειδικευμένος ειδικοποιημένος ειδικός ειδικότερος ειδοειδικός
ειδοποιητικός ειδοποιός ειδυλλιακός ειδωλολατρικός εικάζων εικαστικός
εικονιστικός εικονογραφικός εικονοκλαστικός εικονολατρικός εικονόφιλος
εικοσάχρονος εικοσαβάθμιος εικοσαετής εικοσαπλάσιος εικοσιτετράωρος
εικοτολογικός ειλητός ειλικρινής ειρηνευτικός ειρηνικός ειρηνιστικός
ειρηνοποιός ειρηνοφόρος ειρηνόφιλος ειρωνικός εισαγγελικός εισαγωγικός
εισακτέος εισηγητικός εισιτήριος εισοδηματικός εισπνευστικός εισπράξιμος
εισπρακτικός εισρέων εισροϊκός εκάτερος εκατοντάχρονος εκατονταβάθμιος
εκατονταπλάσιος εκατοστιαίος εκατοχρονίτικος εκατόχρονος εκβιαστικός
εκδηλωτικός εκδικητικός εκδοτικός εκδρομικός εκδόσιμος εκηβόλος εκθέσιμος
εκθειαστικός εκθεμελιωτικός εκθετικός εκθλιπτικός εκκαθαρισθής εκκαθαριστικός
εκκεντροφόρος εκκενωτικός εκκινητήριος εκκλησιαζόμενος εκκλησιαστικός
εκκολαπτικός εκκρεμής εκκριτικός εκκωφαντικός εκλέξιμος εκλαμπρότατος
εκλεκτικιστικός εκλεκτικός εκλεκτορικός εκλεκτός εκλεχτός εκλιπών
εκλογικός εκλογοαπολογιστικός εκλογοθηρικός εκλυτής εκλόγιμος εκμαυλιστικός
εκμεταλλεύσιμος εκμηδενιστικός εκμισθωτικός εκμυστηρευτικός εκνευριστικός
εκπέσιμος εκπαιδευτικός εκπεστέος εκπιέζω εκπιπτέος εκπληκτικός εκπνευστικός
εκπολιτιστικός εκπρόθεσμος εκπτωτικός εκρέων εκρήξιμος εκρηκτικός εκρηξιγενής
εκροϊκός εκστατικός εκστρατευτικός εκσυγχρονιστικός εκσφενδονισμένος εκτατήρας
εκτατός εκτελέσιμος εκτελεστικός εκτελεστός εκτελωνιστικός εκτενής εκτιμηθής
εκτιμητικός εκτονωτικός εκτοξευτικός εκτρωματικός εκτρωτικός εκτυπωτικός
εκτυφλωτικός εκφερικός εκφοβητικός εκφοβιστικός εκφορητικός εκφορτωτικός
εκφυλιστικός εκχιονιστικός εκχυδαϊστικός εκχωρητικός εκών ελάσιμος ελάσσων
ελάχιστος ελέγξιμος ελαιοαπωθητικός ελαιοκομικός ελαιουργικός ελαιοφοβικός
ελαιόφυτος ελαιώδης ελασμάτινος ελασματοειδής ελασματοποιήσιμος ελαστικός
ελαττωματικός ελατός ελαφένιος ελαφίσιος ελαφοειδής ελαφρούτσικος ελαφρυντικός
ελαφρόνους ελαφρός ελαφρύς ελαφρύτερος ελαϊκός ελβετικός ελεήμονας ελεήμων
ελεγειακός ελεγκάν ελεγκτικολογιστικός ελεγκτικός ελεεινός ελεημονητικός
ελεητικός ελεκτρίκ ελευθέριος ελευθεριάζων ελευθεριακός ελευθεριοκτόνος
ελευθεροποιός ελευθερόβουλος ελευθερόστομος ελευθερόφρων ελευσίνιος
ελεφάντινος ελεφαντένιος ελεύθερος ελεύτερος ελεών ελικοειδής ελικοφόρος
ελισαβετιανός ελιτίστικος ελιτιστικός ελκτικός ελκυστικός ελκώδης ελλαδικός
ελλανόδικος ελλειμματικός ελλειπτικός ελλειψοειδής ελληνικός ελληνιστικός
ελληνοκεντρικός ελληνομαθής ελληνοπρεπής ελληνορωμαϊκός ελληνοτουρκικός
ελληνόγλωσσος ελληνόκτητος ελληνόμορφος ελληνότροπος ελληνόφοβος ελληνόφωνος
ελλοβόκαρπος ελλογιμότατος ελλογιμώτατος ελλόγιμος ελονοσιακός ελουβιακός
ελπιδοφόρος ελπιστικός ελυτικός ελυτροειδής ελόβιος ελώδης εμαγιέ
εμβληματικός εμβολοφόρος εμβριθής εμβρυακός εμβρυογενής εμβρυοειδής
εμβρυολογικός εμβρυομητρικός εμβρυοφθόρος εμβρυϊκός εμβρυώδης εμβρόντητος
εμετικός εμετοκαθαρτικός εμετολογικός εμμανής εμμελής εμμηνοπαυσιακός
εμμονικός εμπαθής εμπαικτικός εμπειρικός εμπειροπόλεμος εμπερίστατος
εμπλουτιστικός εμπορευματικός εμπορεύσιμος εμπορικός εμποροκρατικός
εμπορορραπτικός εμποροϋπαλληλικός εμπράγματος εμπρεσιονιστικός εμπρηστικός
εμπροσθοβαρής εμπροσθογεμής εμπρόθεσμος εμπρόθετος εμπρόσθιος εμπόλεμος
εμφανέστατος εμφανής εμφανίσιμος εμφαντικός εμφατικός εμφυλιοπολεμικός
εμψυχωτικός ενάλιος ενάμισης ενάντιος ενάρετος ενάριθμος ενέγγυος ενέσιμος
ενήλιξ ενήμερος εναέριος εναίσιμος εναγής εναγώνιος εναλλάξιμος εναλλακτικός
ενανθρακωτικός εναντιωματικός εναντιόμορφος εναντιότροπος εναργές εναργής
εναρμονισμένος εναρμόνιος ενδαγγειακός ενδαυλικός ενδεής ενδεδυμένος
ενδεκασύλλαβος ενδελεχής ενδεχόμενος ενδημικός ενδημοεπιδημικός ενδιάθετος
ενδιαφέρων ενδικοφανής ενδοαγροτικός ενδοαορτικός ενδοαστρικός ενδοαυλικός
ενδογενής ενδογλωσσικός ενδοδαπέδιος ενδοδερμικός ενδοδιαδικαστικός
ενδοεθνικός ενδοεταιρικός ενδοημερήσιος ενδοηπατικός ενδοηπειρωτικός
ενδοθηλιακός ενδοθωρακικός ενδοιαστικός ενδοκαρδιακός ενδοκλαδικός
ενδοκοινοτικός ενδοκομματικός ενδοκράνιος ενδοκρανιακός ενδοκρατικός
ενδοκρινικός ενδοκρινολογικός ενδοκυβερνητικός ενδοκυττάριος ενδοκυτταρικός
ενδομυϊκός ενδονοσοκομειακός ενδοοικογενειακός ενδοομιλικός ενδοπεϊκός
ενδοσηραγγώδης ενδοσκοπικός ενδοστεφανιαίος ενδοσυνεδριακός ενδοσχολικός
ενδοτικός ενδοφθάλμιος ενδοφλέβιος ενδοφλεβικός ενδοχώριος ενδοϋαλοειδικός
ενδυναμωτικός ενδόμυχος ενδόσιμος ενδότατος ενδότερος ενδώτιος ενεδρευτικός
ενεργειακός ενεργητικός ενεργητισμός ενεργοβόρος ενεργοποιητικός ενεργός
ενετικός ενεχυρικός ενεχυροδανειστικός ενεχυρούχος ενεχόμενος ενεός ενζωοτικός
ενθαρρυντικός ενθετικός ενθουσιασμένος ενθουσιαστικός ενθουσιώδης
ενθρονιστικός ενθυμητικός ενιαίος ενιαύσιος ενιούσιος ενιστικός ενισχυτικός
εννεατής εννιάχρονος εννιακοσιοστός εννιακόσιοι εννιαψήφιος εννοιοκρατικός
εννοιόλεξο ενοικιαστήριος ενοικιοστασιακός ενοποιητικός ενοποιός ενορατικός
ενοχικός ενοχλητικός ενοχοποιητικός ενστικτώδης ενσυναίσθητος ενσυνείδητος
ενσύρματος ενσώματος εντάφιος ενταξιακός εντατικός ενταφιαστικός εντεκάχρονος
εντερικός εντεροπαθογόνος εντεταμένος εντεψίζικος εντομοαπωθητικός
εντομοκτόνος εντομολογικός εντομοφάγος εντοπίσιμος εντοπιστικός εντροπαλός
εντυπωσιακός εντυπωτικός εντόπιος ενυπόγραφος ενυπόθηκος ενυπόστατος ενωτικός
ενύπαρκτος ενύπνιος εξάγωνος εξάεδρος εξάκτινος εξάκωπος εξάμετρος εξάμηνος
εξάστηλος εξάστιχος εξάστυλος εξάτομος εξάχορδος εξάχρονος εξάωρος εξίτηλος
εξαίρετος εξαίσιος εξαγγελτήριος εξαγγελτικός εξαγνιστήριος εξαγνιστικός
εξαγριωτικός εξαγωγικός εξαγωγός εξαγωνικός εξαγώγιμος εξαδάκτυλος εξαδάχτυλος
εξαετής εξαιρέσιμος εξαιρετέος εξαιρετικός εξαιρετός εξακολουθητικός
εξακοσιοστός εξακριβωτικός εξακόσιοι εξακύλινδρος εξαλειπτικός εξαμβλωματικός
εξαμερής εξαμηνίτικος εξαμηνιαίος εξαναγκαστικός εξανθηματικός εξαντλητικός
εξαπλάσιος εξαπλός εξαργυρώσιμος εξαρθρωτικός εξαρτημένος εξαρτησιογόνος
εξασέλιδος εξασθενητικός εξασφαλιστικός εξατάξιος εξεζητημένος εξελίξιμος
εξελικτικός εξερευνητικός εξερχόμενος εξετασιοκεντρικός εξεταστέος
εξεταστικός εξευγενιστικός εξευμενιστικός εξευτελιστικός εξηγήσιμος εξηγητικός
εξηκονταετής εξηλασμένος εξημερωτικός εξημερώσιμος εξηντάχρονος εξηνταδικός
εξιδρωματικός εξιδρωτικός εξιλαστήριος εξιλεωτικός εξισορροπητικός εξισωτικός
εξοβελιστέος εξολισθητικός εξολοθρευτικός εξομοιωτικός εξομολογητικός
εξοντωτικός εξονυχιστικός εξοπλιστικός εξοργιστικός εξορκιστικός εξορμητικός
εξουθενωτικός εξουσιαστικός εξουσιομανής εξουσιοφρενής εξοφερικός εξοφλητέος
εξοχικός εξπρεσιονιστικός εξτρά εξτραβαγκάν εξτρεμαδουρικός εξτρεμιστικός
εξυγιαντικός εξυμνητικός εξυπηρετικός εξυπνακίστικος εξυπνότερος εξυψωτικός
εξωατμοσφαιρικός εξωγήινος εξωγενής εξωδιαδικαστικός εξωδικαστικός εξωεδαφικός
εξωθερμικός εξωθεσμικός εξωιδρυματικός εξωκοινοβουλευτικός εξωκομματικός
εξωκυττάριος εξωκυτταρικός εξωλέμβιος εξωλογικός εξωλογιστικός εξωμήτριος
εξωπολιτικός εξωπραγματικός εξωπυραμιδικός εξωραϊστικός εξωστικός εξωστρεφής
εξωσυστημικός εξωσχολικός εξωσωματικός εξωτερικός εξωτικός εξωφρενικός
εξόριστος εξόφθαλμος εξώγαμος εξώδικος εξώθερμος εξώλης εξώπροικος εξώτατος
εξώφτερνος εοκικός εορτάσιμος εορταστικός εορτινός επάκτιος επάλληλος επάξιος
επάργυρος επήκοος επίβουλος επίγειος επίγονος επίδικος επίδοξος επίζηλος
επίκαιρος επίκεντρος επίκληρος επίκοινος επίκουρος επίκτητος επίλεκτος
επίμαχος επίμεμπτος επίμονος επίμορτος επίμοχθος επίορκος επίπαστος επίπεδος
επίπλοκος επίπονος επίρραπτος επίσημος επίστεγος επίσωτρος επίτιμος επίτοκος
επίφθονος επίφοβος επίχαρις επίχριστος επίχρυσος επαίσχυντος επαγγελματικός
επαγγελτικός επαγωαναγωγικός επαγωγικός επαγωγός επαγώγιμος επαινετέος
επαινετός επακριβής επακτή επακτός επακόλουθος επαληθευτικός επαληθεύσιμος
επαναληπτικός επαναπατρίσιμος επαναστατικός επανασυσκευασμένος
επανορθωτικός επανορθώσιμος επανωτός επαρκής επαρχιακός επαρχικός επαρχιώτικος
επείγων επείσακτος επεισοδιακός επεκτάσιμος επεκτατικός επενδυμικός
επεξεργάσιμος επεξεργαστικός επεξηγηματικός επεξηγητικός επετειακός
επιβατήριος επιβατηγός επιβατικός επιβεβαιωτικός επιβλαβής επιβλητικός
επιβραδυντικός επιγενετικός επιγενόμενος επιγονατιδικός επιγραμματικός
επιγραφικός επιδέξιος επιδαπέδιος επιδεής επιδεικτικός επιδειξιμανής
επιδεκτικός επιδερμικός επιδημητικός επιδημικός επιδημιολογικός επιδιαιτητικός
επιδιορθώσιμος επιδοκιμαστικός επιδοματικός επιδοσιπαγής επιδραστικός
επιεικής επιζήμιος επιζήτητος επιζωοτικός επιθαλάσσιος επιθανάτιος επιθετικός
επιθηλιακός επιθυμητικός επιθυμητός επικήδειος επικίνδυνος επικαθείμενος
επικατάρατος επικατασκευαστικός επικερδέστερος επικερδής επικλινής
επικοινωνιακός επικολυρικός επικονιαστικός επικουρικός επικούρειος
επικρατής επικρατών επικρεμάμενος επικριτικός επικυρίαρχος επικυριαρχικός
επικυρώσιμος επικός επιλέξιμος επιλήνιος επιλήσμονας επιλήσμων επιλήψιμος
επιλεκτικός επιληπτικός επιλόχειος επιμήκης επιμελής επιμελητηριακός
επιμνημόσυνος επιμορφωτικός επινήιος επινίκιος επινεμητικός επινοητικός
επιπαγής επιπεδομετρικός επιπεδόκοιλος επιπεδόκυρτος επιπληκτικός επιπρόσθετος
επιπόλαιος επιρρεπής επιρρηματικός επισιτιστικός επισκέψιμος επισκευάσιμος
επισκληρίδιος επισκοπικός επισπεύδων επιστήθιος επιστημικός επιστημονικοφανής
επιστολικός επιστολογραφικός επιστρατευτικός επιστρεπτέος επισφαλής
επισχετικός επισωρευτικός επιτάφιος επιτήδειος επιτακτικός επιτατικός
επιτελής επιτελικός επιτευκτός επιτεύξιμος επιτιμητικός επιτραπέζιος
επιτρεπτός επιτροπικός επιτυχής επιτυχημένος επιτυχών επιτόπιος επιτύμβιος
επιφανειακός επιφανειοδραστικός επιφυλακτικός επιφωνηματικός επιχειρηματικός
επιχειρησιακός επιχρωματισμένος επιχώριος επιψευδαργυρωμένος εποικιστικός
επονείδιστος εποξειδικός εποξικός εποπτικός επουλωτικός επουλώσιμος επουράνιος
εποχιακός εποχικός επτάμηνος επτάστερος επτάστιχος επτάφωτος επτάωρος
επταετής επτακοσιοστός επτακόσιοι επταμελής επτανησιακός επταπλάσιος
επταψήφιος επωαστικός επωδικός επωφελής επόμενος επώδυνος επώνυμος εράσμιος
εραλδικός ερανικός ερανισματικός ερασιτεχνικός ερασμιακός ερατεινός εργάσιμος
εργασιακός εργασιομανής εργαστηριακός εργατικός εργατοϋπαλληλικός εργοδοτικός
εργολαβικός εργοληπτικός εργομετρικός εργονομικός εργοστασιακός εργώδης
ερεθισμένος ερεθιστικός ερειστικός ερευνητικός ερημικός ερημοδικήσας
εριστικός ερματιστός ερμαφρόδιτος ερμαϊκός ερμηνευτικός ερμηνευόμενος
ερμητικός ερπετοειδής ερπετομορφικός ερπετόμοφος ερπυστριοφόρος ερρωμένος
ερυθηματώδης ερυθροειδής ερυθροσταυρικός ερυθρωπός ερυθρόλαιμος ερυθρόλευκος
ερυθρός ερωτεύσιμος ερωτηματικός ερωτητικός ερωτιάρης ερωτιάρικος ερωτικός
ερωτοπονεμένος ερωτοχτυπημένος ερωτόληπτος ερώμενος εσθονικός εσκεμμένος
εσπεραντικός εσπερινός εστεμμένος εστιακός εσχατολογικός εσω-εξωλέμβιος
εσωκομματικός εσωλέμβιος εσωλογιστικός εσωστρεφής εσωτερικός εσώκλειστος
εσώτερος εσώψυχος ετήσιος εταιρικός εταστικός ετεροαναφορικός ετεροβίωτος
ετεροβιωμένος ετεροβιωματικός ετερογενής ετεροειδής ετεροθαλής ετεροκίνητος
ετερομήκης ετερομερής ετεροσκεδαστικός ετεροσωματικός ετεροφυλόφιλος
ετερόγλωσσος ετερόδοξος ετερόκεντρος ετερόκλητος ετερόκλιτος ετερόμορφος
ετερόπτωτος ετερόρρυθμος ετερόσημος ετερότοπος ετερότροφος ετερόφυλος
ετερόφωτος ετερόχθων ετερόχρονος ετερώνυμος ετησιοποιημένος ετοιματζήδικος
ετοιμοθάνατος ετοιμοπαράδοτος ετοιμοπόλεμος ετοιμόγεννος ετοιμόλογος
ετρουσκικός ετσιθελικός ετυμικός ετυμολογικός ευάερος ευάλωτος ευάρεστος
ευάρμοστος ευέλικτος ευέξαπτος ευήθης ευήκοος ευήλατος ευήλιος ευαίσθητος
ευαγγελικός ευανάγνωστος ευαπόδεικτος ευαπόκτητος ευβοϊκός ευγενέστερος
ευγενικός ευγνώμονας ευγνώμων ευδαίμων ευδαιμονικός ευδιάθετος ευδιάκριτος
ευδιαχώριστος ευδόκιμος ευειδής ευεξάλειπτος ευεξήγητος ευεπίδεκτος ευεπίφορος
ευερέθιστος ευεργετικός ευερμήνευτος ευετηριακός ευζωνικός ευηλεκτραγωγός
ευθαρσής ευθερμαγωγός ευθηνός ευθυμογραφικός ευθυμολογικός ευθυνόφοβος
ευθύβολος ευθύγραμμος ευθύς ευκίνητος ευκαιριακός ευκατάληπτος ευκατάστατος
ευκλεής ευκλείδειος ευκοίλιος ευκολοβάσταγος ευκολοδιάβαστος ευκολοδιάκριτος
ευκολονόητος ευκολοπλησίαστος ευκολοχώνευτος ευκολόπαρτος ευκολόπιστος
ευκρινής ευκτήριος ευκταίος ευλίμενος ευλαβής ευλαβητικός ευλαβικός
ευλογητός ευλογοφανής ευμάλακτος ευμαθής ευμαρής ευμεγέθης ευμενέστατος
ευμετάβλητος ευμετάβολος ευμετάδοτος ευμετάπειστος ευμεταχείριστος
ευνομούμενος ευνοϊκός ευνόητος ευξείνιος ευοίωνος ευπαθής ευπαρουσίαστος
ευπρεπής ευπροσάρμοστος ευπροσήγορος ευπρόσβλητος ευπρόσδεκτος ευπρόσδεχτος
ευπρόσωπος ευπόρθητος ευπώλητος ευρετικός ευρηματικός ευριπίδειος ευρυγώνιος
ευρυμαθής ευρυπρόσωπος ευρωβόρος ευρωενωσιακός ευρωζωνικός ευρωλιγούρης
ευρωσκεπτικιστικός ευρύς ευρύστερνος ευρύτερος ευρύχωρος ευσεβής ευσεβιστικός
ευσπλαχνικός ευσταθής ευσταλής ευσταχιανός ευστόμαχος ευσυγκίνητος
ευσχήμων ευσύνοπτος ευτελής ευτράπελος ευτραφής ευτυχής ευυπόληπτος
ευφημιστικός ευφλόγιστος ευφορικός ευφραδής ευφραντικός ευφρόσυνος ευφυέστατος
ευφωνικός ευφωτικός ευχάριστος ευχαριστήριος ευχείρωτος ευχερής ευχετήριος
ευχητήριος ευωδερός ευωδιαστός ευόφθαλμος ευώδης ευώνυμος εφάμιλλος εφέσιμος
εφήμερος εφίστιος εφαρμοστέος εφαρμοστικός εφαρμοστός εφαρμόσιμος εφεδρικός
εφεσίβλητος εφετζίδικος εφετικός εφετινός εφευρετικός εφηβικός εφησυχαστικός
εφιδρωτικός εφικτός εφοδιασμένος εφοδιαστικός εφοπλιστικός εφορευτικός
εφτάγερος εφτάδιπλος εφτάμηνος εφτάχορδος εφτάψυχος εφτάωρος εφταήμερος
εφτακόσιοι εφταμελής εφταμηνίτικος εφταπλάσιος εφταπλός εφτασύλλαβος εχέγγυος
εχέφρων εχθρικός εψεσινός εωθινός εωσφορικός εόρτιος εύανδρος εύβουλος
εύγλωττος εύγραμμος εύδιος εύδρομος εύηχος εύθετος εύθικτος εύθραυστος
εύθυμος εύκαιρος εύκαμπτος εύκολος εύκοσμος εύκρατος εύληπτος εύλογος εύμορφος
εύορκος εύοσμος εύπεπτος εύπιστος εύπλαστος εύπορος εύρυθμος εύρωστος εύσαρκος
εύσπλαγχνος εύσπλαχνος εύστοχος εύστροφος εύσχημος εύσωμος εύτακτος εύτηκτος
εύτονος εύτρωτος εύφημος εύφλεκτος εύφορος εύφωνος εύχαρις εύχρηστος εύχυμος
εὐάρεστος εὐρύπρωκτος εὐτράπελος ζάμπλουτος ζάπλουτος ζαβολιάρης ζαβός
ζαμπούνης ζαντός ζαρίφικος ζαρκαδίσιος ζαρομπασμένος ζαφειρένιος ζαχαράτος
ζαχαροζυμωμένος ζαχαροπλαστικός ζαχαρούχος ζαχαρωτός ζαχαρώδης ζείδωρος
ζεβλωμένος ζελατινώδης ζεματιστός ζεμπέκικος ζενδικός ζενιθιακός ζενιθικός
ζερβόδεξος ζερβός ζεστούτσικος ζεστός ζευγαρωτός ζευκτήριος ζευκτός ζευσικός
ζεύξιμος ζηλευτός ζηλιάρης ζηλότυπος ζηλόφθονος ζημιάρης ζημιογόνος ζημιωμένος
ζογκλερικός ζοριλίδικος ζορμπαλίδικος ζουγλός ζουμερός ζουμπουρλούδικος
ζοφερός ζοφώδης ζοχαδιακός ζούδιαρης ζούφιος ζυγοσταθμιστικός ζυγωματικός
ζυγός ζυμοειδής ζυμολογικός ζυμοτεχνικός ζυμωσιογόνος ζυμωτικός ζυμωτός
ζωγραφικός ζωγραφιστός ζωδιακός ζωεμπορικός ζωεμπόριο ζωηρός ζωηρόχρωμος
ζωνικός ζωντανός ζωογονητικός ζωογόνος ζωοδόχος ζωολατρικός ζωολογικός
ζωοποιός ζωοτεχνικός ζωοτόκος ζωοφοβικός ζωροαστρικός ζωστικός ζωτικός
ζωόφιλος ζωόφοβος ζωώδης ζόρικος ηβικός ηγγυημένος ηγεμονικός ηγετικός
ηδονικός ηδονιστικός ηδονοθηρικός ηδονόπληκτος ηδονόχαρος ηδυλόγος ηδυντικός
ηδύγλωσσος ηδύς ηδύφωνος ηδύφωτος ηθικοδιδακτικός ηθικοθρησκευτικός
ηθικοκρατικός ηθικολογικός ηθικοπλαστικός ηθικός ηθμοειδής ηθμώδης ηθογραφικός
ηθολογικός ηθοπλαστικός ηλίθιος ηλεκτραγωγός ηλεκτρεγερτικός ηλεκτρικός
ηλεκτροανατομικός ηλεκτροβόρος ηλεκτρογόνος ηλεκτροδυναμικός ηλεκτροκίνητος
ηλεκτρολυτικός ηλεκτρομαγνητικός ηλεκτρομηχανικός ηλεκτρομηχανολογικός
ηλεκτρονικός ηλεκτροπαραγωγικός ηλεκτροπαραγωγός ηλεκτροπτικός ηλεκτροστατικός
ηλεκτροφόρος ηλεκτροφώτιστος ηλεκτροχημικός ηλιακός ηλιθιώδης ηλιογέννητος
ηλιογραφικός ηλιοθερμικός ηλιοκαμένος ηλιοκεντρικός ηλιολατρικός ηλιοστεφής
ηλιοφώτιστος ηλιοψημένος ηλιόλουστος ηλιόμορφος ηλιόπληκτος ηλιόφιλος
ηλιόφωτος ηλιόχαρος ηλύσιος ημέτερος ημίγλυκος ημίγυμνος ημίδιπλος ημίκλαστος
ημίκλιντος ημίλευκος ημίμαυρος ημίπληκτος ημίρρευστος ημίσκληρος ημίτονος
ημίωρος ημαρτημένος ημεδαπός ημερήσιος ημερινός ημερολογιακός ημερομίσθιος
ημιάγριος ημιέτοιμος ημιαμφίδρομος ημιαναίσθητος ημιαυτόματος ημιβάρβαρος
ημιδιάφανος ημιδιανοιχθέν ημιδιαπερατός ημιδιαφανής ημιδιώροφος
ημιεπίσημος ημιεπαγγελματικός ημιθανής ημικρατικός ημικυκλικός ημικύκλιος
ημιμαθής ημιορεινός ημιπάρθενος ημιπαράλυτος ημιπαράφρων ημιπερατός
ημιπολύτιμος ημιπροεδρικός ημιρυμουλκούμενος ημισεληνοειδής ημισφαιρικός
ημιτελικός ημιυπόγειος ημιφάτνωτος ημιφανής ηπατικός ηπατολογικός ηπειρωτικός
ηπιότερος ηράκλειος ηρακλείτειος ηρακλειώτικος ηρεμιστικός ηρωικός ηρωινομανής
ησυχαστικός ηττοπαθής ηφαίστειος ηφαιστειακός ηφαιστειογενής ηφαιστειολογικός
ηχήεις ηχερός ηχηρός ηχητικός ηχοαπορροφητικός ηχοβολιστικός ηχοβόλος
ηχομετρικός ηχομιμητικός ηχομονωτικός ηχοποίητος ηχοφοβικός ηχόφοβος ηωζωικός
θέσμιος θήλυς θαθατζής θαλάσσιος θαλαμοειδής θαλαμωτός θαλασσής θαλασσαιμικός
θαλασσοβρεγμένος θαλασσοδερμένος θαλασσοφίλητος θαλασσόβρεχτος θαλασσόδαρτος
θαλασσόχρωμος θαλερός θαλλιούχος θαλπερός θαμαστός θαματουργός θαμβωτικός
θαμνοειδής θαμνοσκεπής θαμνόβιος θαμνόφυτος θαμνώδης θαμπερός θαμπωτικός
θανάσιμος θανατερός θανατηφόρος θανατικός θανών θαρραλέος θαρρετός θασίτικος
θαυμαστικός θαυμαστός θαυματουργικός θαυματουργός θαφτός θεάρεστος θείος
θεατρικός θεατρινίστικος θεατρομανής θεατρόφιλος θεατός θειαφένιος θειικός
θειούχος θειότατος θειώδης θεληματικός θελκτικός θελξίνοος θελξίνους
θεμέλιος θεματικός θεμελιακός θεμελιωτικός θεμελιώδης θεμιτός θεοβάδιστος
θεογέννητος θεογενής θεοδώρητος θεοειδής θεοκάπηλος θεοκατάρατος θεοκρατικός
θεολογικός θεομάχος θεομίσητος θεομητορικός θεονήστικος θεοπάλαβος
θεοσεβής θεοσκεπής θεοσκοτωμένος θεοσκότεινος θεοστεφής θεοτικός θεουργικός
θεοφίλητος θεοφιλέστατος θεοφιλής θεοφόρος θεοφύλακτος θεοφώτιστος θεράπων
θεραπεύσιμος θεριζοαλωνιστικός θερινός θεριστικός θερμαγωγός θερμαλιστικός
θερμαντικός θερμασμένος θερμιδικός θερμιδογόνος θερμιδομετρικός θερμικός
θερμιώτικος θερμογόνος θερμοδυναμικός θερμοηλεκτρικός θερμοκέφαλος
θερμομαγνητικός θερμομετρικός θερμομηχανικός θερμομονωτικός θερμοπυρηνικός
θερμοσκοπικός θερμοτηκόμενος θερμοτροπικός θερμουργός θερμοφιλικός
θερμοφόρος θερμοχρωματικός θερμόαιμος θερμός θερμόφιλος θερμόφοβος
θεσμικός θεσμοδίαιτος θεσπέσιος θεσπρωτικός θεσσαλικός θετικιστικός θετικός
θετός θεωρητικός θεϊκός θεϊστικός θεόγυμνος θεόκλειστος θεόκλητος θεόκουφος
θεόληπτος θεόμορφος θεόμουρλος θεόπεμπτος θεόπλαστος θεόπνευστος θεόρατος
θεόσταλτος θεόστενος θεόστραβος θεότρελος θεότυφλος θεόφτωχος θηβαίικος
θηλαίος θηλαστικός θηλοειδής θηλυγονικός θηλυκός θηλυμανής θηλυπρεπής θηραϊκός
θηρεύσιμος θηριόμορφος θηριώδης θιβετικός θλαστικός θλιβερός θλιπτικός
θνησιγενής θνησιμαίος θνητός θολερός θολοειδής θολοσκέπαστος θολοσκεπής
θολωτός θολός θοριούχος θορυβικός θορυβοποιός θορυβώδης θρήσκος θρακικός
θρασύδειλος θραψερός θρεπτικός θρεφτικός θρεψερός θρηνητικός θρηνώδης
θρησκευτικός θρησκευόμενος θρησκομανής θρησκοφοβικός θρησκόληπτος θρησκόφοβος
θριαμβικός θρομβολυτικός θρομβοστατικός θρομβώδης θρυλικός θρυπτικός
θυελλώδης θυλακοειδής θυμαρίσιος θυμελικός θυμικός θυμοειδής θυμοσοφικός
θυμωτσιάρης θυμόσοφος θυμώδης θυρεοειδής θυρεοτρόπος θυρσοφόρος θυσανοειδής
θυσανόμορφος θωπευτικός θωρακικός θωρακικός θωρακοσκοπικός θωρακοφόρος
θωρακωτός θωρηκτός ιάσιμος ιάσμινος ιαβέρειος ιαβαϊκός ιακωβιανός ιαματικός
ιαμβικός ιαπετικός ιαπωνικός ιατρικός ιατροβιολογικός ιατρογενής
ιατροκεντρικός ιατρομηχανολογικός ιατρονοσηλευτικός ιατροτεχνολογικός
ιατός ιβηρικός ιβοριανός ιβουάρ ιγμόρειος ιγνυακός ιδανικός ιδεακός ιδεαλίζων
ιδεατός ιδεογραφικός ιδεοκινητικός ιδεοκρατικός ιδεοληπτικός
ιδεολογικοπολιτικός ιδεολογικός ιδεοτυπικός ιδεώδης ιδιάζων ιδιαίτατος
ιδικός ιδιοδεκτικός ιδιοκατοίκητος ιδιοκτησιακός ιδιομεταλλικός ιδιοπαθής
ιδιοσυντήρητος ιδιοσύστατος ιδιοτελής ιδιοφυής ιδιωματικός ιδιωτικοοικονομικός
ιδιωφελής ιδιόβουλος ιδιόγραφος ιδιόκλιτος ιδιόκτητος ιδιόμελος ιδιόμορφος
ιδιότροπος ιδιότυπος ιδιόχειρος ιδιόχρωμος ιδιώνυμος ιδρυματικός ιδρυτικός
ιδρωτοποιός ιερακοειδές ιερακοειδής ιεραποστολικός ιεραρχικός ιερατικός
ιεροεξεταστικός ιεροκοκκυγικός ιεροκρατικός ιεροκτόνος ιερολογικός ιεροπρεπής
ιερουργικός ιερός ιερόσυλος ιεχωβικός ιεχωβιτικός ιζηματογενής ιζηματογόνος
ιησουιτικός ιθαγενής ιθυφαλλικός ιθύνων ιικός ικάριος ικανοποιητικός ικανός
ικετήριος ικετευτικός ικετικός ικτερικός ιλαροτραγικός ιλαρυντικός ιλαρός
ιλιγγιώδης ιλλυρικός ιλουστρασιόν ιλυγενής ιλυώδης ιμερτός ιμιτασιόν
ιμπρεσιονιστικός ινδιάνικος ινδικός ινδοευρωπαϊκός ινδονησιακός ινδουιστικός
ινιακός ινολυτικός ινοοπτικός ινοπυριτικός ινώδης ιξώδης ιοβόλος ιογενής
ιονοσφαιρικός ιοντικός ιοστεφής ιουδαϊκός ιουλιανός ιουνιανός ιουστινιάνειος
ιππαγωγός ιππευτικός ιππικός ιπποδρομιακός ιπποδρομικός ιπποκράτειος ιπποτικός
ιρακινός ιρανικός ιρασιοναλιστικός ιριδίζων ιριδικός ιριδιούχος ιριδωτός
ισάδελφος ισάξιος ισάριθμος ισανώμαλος ισαρχέγονος ισθμιακός ισκιερός
ισλαμιστικός ισλανδικός ισοβάθμιος ισοβαθής ισοβαρής ισογώνιος ισοδύναμος
ισοθερμικός ισοκυανικός ισοκόρυφος ισομήκης ισομεγέθης ισομερής ισομορφικός
ισοπαχής ισοπεδωτικός ισοπληθής ισορροπημένος ισορροπητικός ισοσθενής
ισοσταθμικός ισοστατικός ισοσύλλαβος ισοταχής ισοτελής ισοτονικός ισοφασικός
ισπανικός ισπανομαθής ισπανοτραφής ισπανόφωνος ισραηλινός ισραηλιτικός
ιστιοδρομικός ιστιοπλοϊκός ιστιοφόρος ιστολογικός ιστολυτικός
ιστορικός ιστοριογραφικός ιστοριοδιφικός ιστοριομετρικός ιστοχημικός
ισχιακός ισχιαλγικός ισχναντικός ισχνός ισχνόφωνος ισχυογενής ισχυρογνώμονας
ισχυρός ισχυρότερος ισόβαθμος ισόβαρος ισόβιος ισόθεος ισόθερμος ισόκυρος
ισόμετρος ισόμοιρος ισόμορφος ισόνομος ισόπαλος ισόπεδος ισόπλευρος ισόποσος
ισότιμος ισότονος ισόφωνος ισόχρονος ισόψηφος ιταλιάνικος ιταλικός ιταλομαθής
ιταλόφωνος ιταμός ιχθυηρός ιχθυοβόρος ιχθυογενετικός ιχθυοειδής ιχθυολογικός
ιχθυοτροφικός ιχθυοφάγος ιχθυόεις ιχθύμορφος ιχνηλάσιμος ιχνηλατήσιμος
ιχνογραφικός ιψενικός ιωαννιώτικος ιωδιούχος ιωνικός ιόνιος ιόχρους ιώβειος
ιώνιος κάγκανος κάθετος κάθιδρος κάθυγρος κάκιστος κάκοσμος κάλλιος κάλλιστος
κάρυνος κάτασπρος κάτισχνος κάτω κάτωχρος κέδρινος κέρινος κίβδηλος κίκινος
καίριος καβάφικος καβαλιστικός καβαλιώτικος καβαφικός καββαλιστικός
καβδιανός καβοντορίτικος καβουρδισμένος καβουρδιστός καβουρντισμένος
καβύλος καγκελωτός καγκελόφραχτος καδμείος καδοφόρος καζουιστικός καημενούλης
καθάριος καθήμενος καθαιρετικός καθαρευουσιάνικος καθαροδευτεριάτικος
καθαρτήριος καθαρτικός καθαρόαιμος καθαρός καθεδρικός καθεστωτικός καθηγητικός
καθημερνός καθησυχαστικός καθιερωτικός καθιστικός καθιστός καθοδηγητικός
καθολικός καθοριστικός καθυστερημένος καινοζωικός καινοπρεπής καινοτόμος
καινοφανής καινούργιος καινούριος καινός καινότροπος καιρικός καιροσκοπικός
κακάσχημος κακέκτυπος κακέμφατος κακαριστός κακεντρεχής κακοήθης
κακογέννητη κακογεννήτρα κακογράφος κακογραμμένος κακοδαίμων κακοδιάθετος
κακοδούλευτος κακοζώητος κακοθάλασσος κακοθάνατος κακοκαμωμένος κακολόγος
κακομαθημένος κακομοίρα κακομοίρης κακομοίρικος κακομοιρασμένος κακομοιρούλης
κακοντυμένος κακοξυσμένος κακοπίχερος κακοποιητικός κακοποιός κακοπράγμων
κακοπόδαρος κακορίζικος κακοσήμαδος κακοσούρης κακοστρωμένος κακοστόμαχος
κακοτράχαλος κακοχώνευτος κακτοειδής κακόβολος κακόβουλος κακόβραστος
κακόγλωσσος κακόγνωμος κακόγουστος κακόδοξος κακόζηλος κακόηχος κακόθυμος
κακόκεφος κακόλογος κακόμοιρος κακόμορφος κακόνομος κακόπιστος κακόπραγος
κακόσαρκος κακόσημος κακόστομος κακόσχημος κακότεχνος κακότροπος κακότυχος
κακόφωνος κακόχυμος κακόψυχος κακώνυμος καλάμινος καλαίσθητος καλαβρέζικος
καλαισθητικός καλαμένιος καλαματιανός καλαμοειδής καλαμοπόδαρος
καλαμποκένιος καλαμποκίσιος καλαμπόρτζος καλαμωτός καλαμώδης καλειδοσκοπικός
καλλίγραμμος καλλίκνημος καλλίκομος καλλίμορφος καλλίνικος καλλίπυγος
καλλίτερος καλλίφωνος καλλιγραφικός καλλιεπής καλλιεργήσιμος καλλιεργητικός
καλλιμάρμαρος καλλιπάρειος καλλιρροϊκός καλλιτεχνικός καλλωπιστικός καλοήθης
καλοβαλμένος καλογερίστικος καλογερικός καλογραμμένος καλοδιάθετος
καλοθάλασσος καλοθρεμμένος καλοκάγαθος καλοκαιριάτικος καλοκαιρινός
καλοκαρδιστικός καλολογικός καλομίλητος καλομαγειρεμένος καλομοίρης
καλοντυμένος καλοξυρισμένος καλοξυσμένος καλοπίχερος καλοπροαίρετος
καλορίζικος καλοστεκάμενος καλοστεκούμενος καλοσυνάτος καλοσχεδιασμένος
καλοτάξιδος καλοταϊσμένος καλοτυπωμένος καλοφορεμένος καλοφούρτουνος
καλοφόρετος καλούτσικος καλπαστικός καλπονοθευτικός καλπουζάνικος καλυβόσπιτο
καλυκοειδής καλυκοφόρος καλυμνιώτικος καλυπτήριος καλωδιακός καλόβολος
καλόβραστος καλόγεννος καλόγλωσσος καλόγνωμος καλόγουστος καλόδεχτος
καλόμοιρος καλόπιστος καλός καλόστρωτος καλότροπος καλότυχος καλόχυμος καλών
καμαρωτός καματερός καμηλίσιος καμινευτικός καμπίσιος καμπανιστός καμπανοειδής
καμπούρικος καμπριολέ καμπυλοειδής καμπυλωτός καμπυλόγραμμος καμπόσος καμπύλος
καναδέζικος καναδικός κανακεμένος καναρινής κανδηλανάπτης κανελής κανηφόρος
κανιστροειδής κανναβένιος κανονικός κανονισμένος κανονιστικός καντιανός
καουμπόικος καουτσουκένιος καπακωτός καπηλευτικός καπηλικός καπιταλιστικός
καπναγωγός καπνεργατικός καπνικός καπνιστικός καπνιστός καπνοβόρος καπνογόνος
καπούτ καπριτσιόζος καπριτσόζος καραβίσιος καραγκιόζικος καραγκούνικος
καραμπινάτος καραφλός καραϊβικός καρβονικός καρβουνιάρικος καρδιαγγειακός
καρδιοαναπνευστικός καρδιογραφικός καρδιοειδής καρδιολογικός καρδιοπνευμονικός
καρδιοχειρουργικός καρδιτσιώτικος καρδιόσχημος καρκινιάρης καρκινικός
καρκινοειδής καρκινολυτικός καρκινοπαθής καρκινωματώδης καρκινώδης καρλής
καρμίρικος καρναβαλίστικος καρναβαλικός καρντέ καροτής καρπερός καρπιαίος
καρποφόρος καρσινός καρστικός καρτερικός καρτεσιανός καρτοκινητός
καρυδάτος καρυδένιος καρφωτός καρχηδονιακός καρχηδονικός καρωτικός κασιδιάρης
κασμιρικός κασσιτέρινος καστανέρυθρος καστανομάλλης καστανόξανθος καστανός
καστόρι καστόρινος κατάβρεκτος κατάδηλος κατάδρομος κατάθαμβος κατάκλειστος
κατάκοπος κατάκορφος κατάκρυος κατάλευκος κατάλληλος κατάλοιπος κατάμαυρος
κατάμονος κατάντης κατάξανθος κατάξερος κατάξηρος κατάπικρος κατάπληκτος
κατάπλωρος κατάπρυμος κατάπτυστος κατάρατος κατάρρυτος κατάσκιος κατάσπαρτος
κατάστερος κατάστικτος κατάστιχτος κατάφορτος κατάφρακτος κατάφυτος κατάφωρος
κατάχλομος καταβλητικός καταγάλανος καταγέλαστος καταγγελτικός καταγραφικός
καταδεχτικός καταδικάσιμος καταδικαστέος καταδικαστικός καταδικός
καταδιωκτικός καταδιωχτικός καταδολιευτικός καταδρομικός καταδυναστευτικός
καταθετικός καταθλιπτικός καταιγιδοφόρος καταιγιστικός κατακίτρινος
κατακαίνουριος κατακαημένος κατακλυσμιαίος κατακλυσμικός κατακριτέος
κατακόκκινος κατακόρυφος καταλανικός καταληκτικός καταληπτικός καταληπτός
καταλογιστός καταλυτικός καταμήνιος καταμαγεύω καταμόναχος καταναγκαστικός
κατανεμητέος κατανοητός κατανυκτικός κατανυχτικός καταπειστικός καταπιεστικός
καταπληχτικός καταποδιαστός καταπονητικός καταπράσινος καταπραϋντικός
καταραμένος καταρρακτώδης καταρροϊκός κατασβεστικός κατασκέπαστος
κατασκοπευτικός κατασκότεινος κατασταλακτός κατασταλαχτός κατασταλτικός
καταστρεπτικός καταστροφικός κατασχέσιμος κατασχετήριος κατασχετός
κατατεθείς κατατονικός κατατοπιστικός κατατυραννικός καταφανής καταφατικός
καταφώτιστος καταχαρούμενος καταχθόνιος καταχρηστικός καταχτητικός
καταψυκτικός κατεβατός κατεδαφιστικός κατεργάρης κατεργάρικος κατεργάσιμος
κατερχόμενος κατευθυντήριος κατευναστικός κατεχόμενος κατηγορηματικός
κατηγορικός κατηφής κατηφορικός κατηχητήριος κατηχητικός κατιονικός
κατοικίδιος κατοπινός κατοπτευτικός κατοπτρικός κατορθωτός κατουρλιάρης
κατοχυρωτικός κατσανάτος κατσαρομάλλης κατσαρωτός κατσαρός κατσικίσιος
κατσικοπόδαρος κατσικοπόδης κατσούφης κατσούφικος κατωφερής κατόχρονος
κατώτερος καυδιανός καυκάσιος καυλιάρης καυλιάρικος καυλόσχημος καυστικός
καυτός καυχησιάρης καυχησιάρικος καφέ καφασωτός καφεδής καφενόβιος καφετής
καφεϊνούχος καφκικός καχεκτικός καχύποπτος καψαλιστός καψερός καψοκαλύβας
καύσιμος κβαντικός κβαντοδυναμικός κβαντοδυφιακός κβαντομηχανικός
κειμενικός κεκαθαρμένος κεκαλυμμένος κεκηρυγμένος κεκλιμένος κεκοιμημένος
κελτικός κεντητός κεντρικοποιημένος κεντρικός κεντροαριστερός κεντροβαρής
κεντρομόλος κεντροφιλελεύθερος κεντροφόρος κεντρόφυγος κεντρόφυξ κεντρώος
κενός κενόσοφος κενόσπουδος κεράδικο κεράτινος κερένιος κεραμιδής κεραμιδωτός
κεραμιώτικος κεραμοσκεπής κεραμωτός κερασένιος κερασής κερασφόρος κερατένιος
κεραυνοβόλος κεραυνόπληκτος κεραύνιος κερδομανής κερδοσκοπικός κερδοφόρος
κερκοειδής κερκοφόρος κερκυραίικος κερκυραϊκός κεφάτος κεφαλίσιος κεφαλαίος
κεφαλαιοκρατικός κεφαλαιοποιηθείς κεφαλαιοποιητικός κεφαλαιουχικός κεφαλαιώδης
κεφαλικός κεφαλληνιακός κεφαλλονίτικος κεφαλομετρικός κεχηνώς κεχριμπαρένιος
κηδεμονικός κηδευτικός κηκογόνος κηπευτικός κηπευτός κηπεύσιμος κηπουρικός
κηροπλαστικός κηρωτός κηρώδης κητοειδής κιβωτιοφόρος κιβωτιόσχημος κιβωτοειδής
κιναισθητικός κινδυνολογικός κινδυνώδης κινεζικός κινηματική κινηματογραφικός
κινησιοθεραπευτικός κινητήριος κινητικός κινητός κιονίτης κιονοειδής κιρκάδιος
κιρκαδιανός κιρκαδικός κιρρωτικός κιρσώδης κισσοστεφής κιτρικός κιτρινιάρης
κιτρινόμαυρος κιτρινόφαιος κιτρινόχρους κιτς κιτσαριό κιτσοβόγκ κλέφτικος
κλαδευτικός κλαδικός κλαδωτός κλανιάρης κλαρωτός κλασικός κλασματικός
κλαυτός κλαψιάρης κλαψιάρικος κλειδωτός κλεινός κλεις κλειστός κλειτοριδικός
κλεπτώνυμος κλεφτός κλεψίγαμος κλεψίτυπος κλεψιμαίικος κλημάτινος κληματένιος
κληρονομικός κληρονομούμενος κληρωσάμενος κληρωτός κλητήριος κλητικός κλητός
κλιμακοποιημένος κλιμακοφόρος κλιμακτηρικός κλιμακωτός κλιματικός
κλιματολογικός κλινήρης κλινικός κλιτικός κλιτός κλοπιμαίος κλούβιος κλωστικός
κλωστοϋφαντουργικός κνημαίος κνημιαίος κοίλος κογχοειδής κοζάκικος κοζανίτικος
κοιλιακός κοιλιόδουλος κοιλόκυρτος κοιμήσης κοιμήσικος κοιμητηριακός
κοινοβιακός κοινοβουλευτικός κοινολεκτικός κοινοπρακτικός κοινοσυντήρητος
κοινωνιακός κοινωνικοασφαλιστικός κοινωνικοεπαγγελματικός κοινωνικοοικονομικός
κοινωνικοπολιτικός κοινωνικοπολιτιστικός κοινωνικοπρακτικός κοινωνικός
κοινωνιολογικός κοινωνιονομικός κοινωφελής κοινός κοινότοπος κοινότυπος
κοιταματολογικός κοκάλινος κοκέτης κοκαλένιος κοκαλιάρης κοκαϊνομανής
κοκκινομάλλης κοκκινοτρίχης κοκκινωπός κοκκιώδης κοκκολιθοφόρος κοκκομετρικός
κοκκυγικός κοκκώδης κοκορόμυαλος κολάσιμος κολακευτικός κολασμένος κολεγιακός
κολλητικός κολλητός κολλοειδής κολλώδης κολοβός κολοκυθένιος κολονάτος
κολπατζίδικος κολπικός κολποειδής κολποκοιλιακός κολυμβητικός κολυμπητός
κομματιαστός κομματικός κομμουνιστικός κομμωτικός κομουνιστικός κομπαστικός
κομπλέ κομπλεξικός κομπλιμεντόζος κομπογιαννίτικος κομπορρήμων
κομφορμιστικός κομψευόμενος κομψοεπής κομψός κονδυλοφόρος κονδυλώδης
κονισαλέος κοντακιανός κοντινός κοντοκουρεμένος κοντομάνικος κοντοπίθαρος
κοντοφάρδουλος κοντοχωριανός κοντούλης κοντούτσικος κοντυλένιος
κοντόθωρος κοντόκαννος κοντόμερος κοντόμυαλος κοντόουρος κοντόπαχος κοντόπνοος
κοντότερος κοντόφθαλμος κοντόχοντρος κοντόχρονος κοντύτερος κοπαδιάρης
κοπαδιαστός κοπανιστός κοπιαστικός κοπιώδης κοπρολάγνος κοπροφάγος κοπτερός
κοράλλινος κορακάτος κορακοζώητος κοραλλένιος κοραλλιογενής κοραλλιοειδής
κορδωτός κορεατικός κορινθιακός κοριτσίστικος κοροϊδίστικος κοροϊδευτικός
κορτιζονούχος κορτικοειδής κορυβαντικός κορυνηφόρος κορυφαίος κορφιάτικος
κορωπιώτικος κοσμαγάπητος κοσμηματογραφικός κοσμητικός κοσμικός κοσμιότατος
κοσμοβριθής κοσμογονικός κοσμογραφικός κοσμογυρισμένος κοσμοζωικός
κοσμοκρατορικός κοσμολογικός κοσμοξάκουστος κοσμοπολίτικος κοσμοπολιτικός
κοσμοσωτήριος κοσμοϊστορικός κοστοβόρος κοτίσιος κοτζάμ κοτσανάτος κοτσονάτος
κουκλίστικος κουκλοθεατρικός κουκουλάρικος κουλοχέρης κουλτουριάρης
κουλός κουμανταδόρικος κουμπωτός κουνιστός κουραστικός κουρδικός κουρδιστός
κουρελής κουρελιάρης κουρευτικός κουρλός κουρμπαριστός κουρουπιαστός κουρού
κουσελιάρης κουστουμαρισμένος κουτοπόνηρος κουτούτσικος κουτρούλης
κουτσαβάκικος κουτσοβλαχικός κουτσομπολίστικος κουτσομπόλικος κουτσονούρης
κουτσοχέρης κουτσός κουτός κουφικός κουφιοκέφαλος κουφονησιώτικος κουφωτός
κουφόνους κουφός κοφτερός κοφτός κοχλιαίος κοχλιακός κοχλιοειδής κοχλιοφόρος
κούτσικος κούφιος κούφος κράτιστος κρίθινος κρίσιμος κραδαστικός κρανένιος
κρανιδιώτικος κρανιοεγκεφαλικός κρανιολογικός κρανιομετρικός κρανιοπροσωπικός
κρανοειδής κρανοφόρος κρασάτος κραταιός κρατερός κρατικοδίαιτος
κρατικός κρατοκεντρικός κραυγαλέος κρεάτινος κρείσσων κρεατής κρεατερός
κρεατωμένος κρεμανταλάδικος κρεμαστός κρεμεζής κρεμώδης κρεοφάγος κρημνώδης
κρητιδικός κρητιδικός κρητικός κριθαρένιος κριθαρίσιος κρικοειδής κρικωτός
κρινένιος κρινοδάκτυλος κρινοδάχτυλος κρινοειδής κρινόλευκος κρισογόνος
κριόμορφος κροατικός κροκάτος κροκαλοπαγής κροκοβαφής κροκοδείλιος
κροκοειδής κροκωτός κροσσάρω κροσσωτός κροταφιαίος κροταφικός κροταφογναθικός
κρουσιφλεγής κρουσταλλένιος κρουστικός κρουστός κρυερός κρυμμένος κρυοσκοπικός
κρυοσυντηρημένος κρυούτσικος κρυπτογαμικός κρυπτογραφικός κρυπτολογικός
κρυστάλλινος κρυσταλλένιος κρυσταλλικός κρυσταλλογραφικός κρυσταλλοειδής
κρυσταλλώδης κρυφτός κρυφός κρυψίβουλος κρυψίγαμος κρυψίνους κρυόμπλαστος
κρόκινος κρόνιος κρύος κρύφιος κτηματικός κτηματοκεντρικός κτηματομεσιτικός
κτηνοτροφικός κτηνοφοβικός κτηνόμορφος κτηνώδης κτηριακός κτηριολογικός
κτητορικός κτιριακός κτιστός κτιτορικός κτυπητός κυανωπός κυανόλευκος κυανός
κυβερνήσιμος κυβερνητικός κυβερνοαναζητήσιμος κυβικός κυβιστικός κυβοειδής
κυκλαδίτικος κυκλαδικός κυκλικός κυκλοειδής κυκλοθυμικός κυκλοπυριτικός
κυκλοφοριακός κυκλοφορικός κυκλωνικός κυκλωτικός κυκλόσχημος κυκλώπειος
κυλινδροειδής κυλινδρωτός κυλιστός κυλιόμενος κυλλός κυματικός κυματιστός
κυματογόνος κυματοειδής κυματώδης κυνηγάρης κυνηγετικός κυνηγιάρικος κυνικός
κυπαρίσσινος κυπαρίσσινος κυπαρισσένιος κυπελλοειδής κυπελλούχος κυπελλόσχημος
κυπραίικος κυπραίος κυπριακός κυπριώτικος κυρίαρχος κυρηναϊκός κυριακάτικος
κυριαρχικός κυριλέ κυριλλικός κυριολεκτικός κυρτός κυρωτικός κυστεοκολπικός
κυστικός κυστοειδής κυτοπλασματικός κυτταρικός κυτταρογόνος κυτταροειδής
κυτταρολυτικός κυτταροπλασματικός κυτταροστατικός κυφωτικός κυφός κυψελοειδής
κωδωνοειδής κωλοπετσωμένος κωλόφαρδος κωματώδης κωμιακίτικος κωμικοτραγικός
κωνικός κωνοειδής κωνοφόρος κωπήλατος κωπήρης κωπηλατικός κωφάλαλος κωφός
κόκκινος κόλουρος κόμοδος κόσμιος κύκλιος κύκνειος κύριος κώος κώτικος λάβρος
λάγνος λάιτ λάλος λάσκος λέσβιος λίγος λίθινος λίμπερο λίχνος λαίμαργος
λαβυρινθώδης λαγαρός λαγωχειλικός λαγόκαρδος λαγόνιος λαδής λαδί λαδερός
λαθρεμπορικός λαθρόβιος λαθρόγαμος λαιλαπώδης λαιμικός λακανικός λακαρισμένος
λακωνικός λαλίστατος λαλητός λαμαρινένιος λαμιακός λαμιώτικος λαμπαδηφόρος
λαμπερός λαμπριάτικος λαμπροφόρος λαμπρός λαμπρόφωνος λαξευτός λαογραφικός
λαοκρατικός λαομίσητος λαοπρόβλητος λαοσωτήριος λαοφίλητος λαοφιλής
λαπλασιανός λαρισαϊκός λαρυγγικός λαρυγγολογικός λαρυγγόφωνος λασιθιώτικος
λασπολόγος λασπώδης λαστιχένιος λατεριτικός λατινικός λατινοαμερικανικός
λατινογραφημένος λατινοπρεπής λατομικός λατρευτικός λατρευτός λαφρύς λαχανί
λαχταριστός λαϊκίστικος λαϊκιστικός λαϊκός λαϊκότροπος λείος λεβέντικος
λεβεντόκορμος λεγκάτο λειαντικός λειμώνιος λειπανάβατος λειράτος λειτουργικός
λειχηνοειδής λειχηνόμορφος λειχούδης λειψανάβατος λειψερός λειψός λεκανοειδής
λεκτικός λεμβουχικός λεμονάτος λεμονής λεμφαδενικός λεμφατικός λεμφικός
λεμφοκυτογόνος λεμφοκυτταρικός λεμφοφόρος λενινιστικός λεξαριθμικός
λεξικολογικός λεξικός λεξιλογικός λεοντόθυμος λεοντόκαρδος λεοντόμορφος
λεπιδοφόρος λεπιδωτός λεπιδόσχημος λεπρωτικός λεπρός λεπταίσθητος
λεπτοδουλεμένος λεπτοκαμωμένος λεπτοκυρτωτός λεπτολογικός λεπτολόγος
λεπτομερής λεπτομερειακός λεπτοτεχνικός λεπτοφυής λεπτούτσικος λεπτόγαιος
λεπτόκοκκος λεπτόκυρτος λεπτόπαχος λεπτόρρευστος λεπτός λεπτόσωμος λεπτότεχνος
λεπτόφωνος λεπτύκυρτος λερναίος λερός λεσβιακός λεττονικός λευκαδίτικος
λευκαντικός λευκαυγής λευκοκυτταρικός λευκοντυμένος λευκοπυρώμενος
λευκορωσικός λευκοσιδηρούς λευκοφορεμένος λευκοφόρος λευκωματικός
λευκωματούχος λευκωματώδης λευκός λευκός λευκόφαιος λευκόχρους λευτικός
λευχείμων λεωνιδιώτικος λεωφορειακός λεόντειος λεύκινος λεύτερος ληθαργικός
ληξιαρχικός ληξιπρόθεσμος ληξουριώτικος λησμονιάρης ληστευμένος ληστρικός
λιανικός λιανός λιαστός λιβαδίσιος λιβαδικός λιβανικός λιβανωτός λιβιδινικός
λιγδερός λιγδιάρης λιγδιάρικος λιγνιτοφόρος λιγνός λιγοήμερος λιγοζώητος
λιγοσέλιδος λιγοστός λιγουρευτός λιγούρης λιγυρός λιγυρόφωνος λιγωμένος
λιγόλεπτος λιγόλογος λιγόπιστος λιγότερος λιγόφαγος λιγόχρονος λιγόψυχος
λιθαγωγός λιθανθρακοφόρος λιθογλυφικός λιθογραφικός λιθογόνος λιθοδομικός
λιθοκόλλητος λιθομετέωρος λιθομετεωριτικός λιθοσφαιρικός λιθοτομικός λιθοτόμος
λιθόβλητος λιθόδμητος λιθόκτιστος λιθόστρωτος λιθόχτιστος λικνιστικός λιλά
λιμάρης λιμάρικος λιμενικός λιμενοβιομηχανικός λιμνίσιος λιμναίος λιμνόβιος
λιμπιστικός λιμώδης λινομέταξος λινοτυπικός λινόδετος λινός λινόχρους λιξούρης
λιονταρόψυχος λιοπερίχυτη λιπανάβατος λιπαντικός λιπαρός λιπιδαιμικός
λιποδιαλυτός λιποειδής λιποθυμικός λιπόβαρος λιπόθυμος λιπόσαρκος λιπόψυχος
λιτοδίαιτος λιτός λιχουδιάρης λιχουδιάρικος λιχούδης λιχούδικος λιόκαλος
λιόχαρος λογαριθμικός λογικοφανής λογικός λογισθείς λογιστικός λογιότατος
λογογραφικός λογοκρατικός λογοκριτικός λογοτεχνικός λογχοειδής λογχοφόρος
λοιμικός λοιμογόνος λοιμωξιολογικός λοιμό λοιμώδης λοιπός λονδρέζικος
λοξός λουδοβίκειος λουθηρανικός λουθηρανός λουκούλλειος λουλακάτος λουλακής
λουλουδένιος λουλουδιστά λουλουδιστός λουλούδινος λουξ λουριδωτός λουσάτος
λουόμενος λοφώδης λούγκο λούμπεν λούτος λούτρινος λυγερόκορμος λυγερός
λυγμικός λυγουριώτικος λυδικός λυκόμορφος λυμφατικός λυπηρός λυπητερός
λυρικός λυσίκομος λυσίπονος λυσιγόνος λυσιτελής λυσσάρης λυσσάρικος λυσσαλέος
λυσσιάρικος λυσσόδηκτος λυσσώδης λυτρωτικός λυτρώσιμος λυτός λωβιάρης λωλός
λωτοφάγος λόγιος λύγινος λύγκειος λύδιος μάγκικος μάλλινος μάξι μάταιος
μέγας μέγιστος μέλαινα μέλας μέλινος μέλλων μέσα μέσος μέτριος μήλειος μήλινος
μίνι μίσανδρος μίσθαρνος μίσθιος μαβής μαγγανευτικός μαγγανιούχος μαγειρευτός
μαγευτικός μαγιάτικος μαγικός μαγκούφης μαγματικός μαγματογενής μαγνησιούχος
μαγνητογυρικός μαγνητοηλεκτρικός μαγνητοθερμικός μαγνητοστατικός μαδαροκέφαλος
μαζικός μαζοχιστικός μαζωχτός μαθηματικός μαθησιακός μαθητευόμενος μαθητικός
μαιάνδριος μαιανδρικός μαιευτικός μαιονίδης μακάβριος μακάριος μακαρίτης
μακαριστός μακεδονίτικος μακεδονικός μακιαβελικός μακραίων μακραίωνος μακρινός
μακροβίοτος μακροκάνης μακροκατάληκτος μακροκοσμικός μακρολαίμης μακρολόγος
μακρομάλλης μακρομαλλούσα μακρομοριακός μακροοικονομικός μακροπρόθεσμος
μακροπόδαρος μακροσκελής μακροσκοπικός μακρουλός μακροχέρης μακροχρόνιος
μακρυμάνικος μακρόβιος μακρόθυμος μακρόινος μακρόπνοος μακρόπνους μακρόπους
μακρόστενος μακρόσυρτος μακρόφωνος μακρόχειρ μακρόχρονος μακρύκαννος
μακρύς μακρύτερος μακό μαλακισμένος μαλακοτρίφτης μαλακούτσικος μαλακτικός
μαλαματένιος μαλαχτικός μαλαϊκός μαλγασικός μαλθακός μαλλιαρός μαλλοβάμβακος
μαλλομέταξος μαλλωτός μαλτέζικος μαμμόθρεπτος μαμμόθρεφτος μαμούχαλος μανάτος
μανδαλωτός μανιάτικος μανιακός μανικός μανιοκαταθλιπτικός μανιχαϊκός μανιώδης
μαντευτικός μαντζουριανός μαντηλοφόρος μαντικός μανός μαξιμαλιστικός
μαοϊκός μαραγκούδικο μαραζιάρης μαραζιάρικος μαραθώνιος μαρασμώδης
μαργαριτοφόρος μαργαρώδης μαργιόλης μαργιόλικος μαρινάτος μαρκέ μαρμάρινος
μαρμαροειδής μαρμαρυγιακός μαρμαρόστρωτος μαρξιστικός μαροκινός μαρουσιώτικος
μαρτιάτικος μαρτυριάρης μαρτυριάρικος μαρτυρικός μασητήριος μασκέ μασκοφόρος
μαστιγοφόρος μαστιγωτικός μαστικός μαστιχοφόρος μαστοειδής μαστορικός
μαστούρης μαστροδούλεφτος μασχαλιαίος ματ ματαβιβάσιμος ματαιόδοξος
ματαιόφρονας ματαιόφρων ματαριστικός ματεριαλιστικός ματζόβολος ματζόρε ματσό
μαυριτανικός μαυρογάλανος μαυρογένης μαυροκίτρινος μαυρομάλλης μαυρομάνικος
μαυροντυμένος μαυροφορεμένος μαυροφόρος μαφιόζικος μαχητικός μαχητός
μαϊμουδίσιος μαϊμουδίστικος μαύρος μείζων μείζων μείων μεγάθυμος μεγάλος
μεγάτιμος μεγακέφαλος μεγαλειώδης μεγαλεπήβολος μεγαλιθικός μεγαλοαστικός
μεγαλογράμματος μεγαλοδύναμος μεγαλοκαμωμένος μεγαλομάτης μεγαλομανής
μεγαλοπαρασκευιάτικος μεγαλοπράγμων μεγαλοπρεπής μεγαλορρήμων μεγαλοσχήμων
μεγαλοφάνταστος μεγαλοφυής μεγαλοϊδεάτικος μεγαλοϊδεατικός μεγαλούτσικος
μεγαλόθυμος μεγαλόκαρδος μεγαλόπνευστος μεγαλόπρεπος μεγαλόστομος μεγαλόσχημος
μεγαλόφθαλμος μεγαλόφρων μεγαλόφωνος μεγαλόψυχος μεγαλύτερος μεγαλώνυμος
μεγαρίτικος μεγεθικός μεγεθυντικός μεζεκλήδικος μεζεκλίδικος μεθανίτικος
μεθεπόμενος μεθευρετικός μεθεόρτιος μεθοδευτικός μεθοδικός μεθοδολογικός
μεθυλικός μεθυστικός μεθόριος μεικτός μειλίχιος μειοδοτικός μειονεκτικός
μειχτός μειωτέος μειωτικός μειόκαινος μελάγχρους μελάτος μελένιος μελής
μελίφθογγος μελίχρυσος μελαγχολικός μελαγχρωστικός μελαμψός μελανίτικος
μελανηφόρος μελανωπός μελανόδερμος μελανόμορφος μελανός μελανόφθαλμος
μελαψός μελετηρός μελετητικός μελικός μελισσοκομικός μελισσοτροφικός
μελιστάλακτος μελιστάλαχτος μελιταίος μελιτζανής μελιτοφόρος μελιτόχρους
μελιχρός μελλοθάνατος μελλοντικός μελλούμενος μελοδραματικός μελωδικός μελό
μεμπτός μεμψίμοιρος μενεξεδένιος μενεξεδής μενεξελής μενετός μενσεβικικός
μεξικανικός μερακλίδικος μεραρχιακός μεριδιούχος μερικός μερισματούχος
μεροληπτικός μερσεριζέ μερωνυμικός μεσάτος μεσήλικος μεσήλιξ μεσίστιος μεσαίος
μεσανατολικός μεσεγγυητικός μεσευρωπαϊκός μεσημβρινός μεσημεριάτικος
μεσιακός μεσιανός μεσιτικός μεσοαστικός μεσοβέζικος μεσοβδομαδιάτικος
μεσογειακός μεσοδακτύλιος μεσοζωικός μεσοκοιλιακός μεσοκολπικός μεσοκυρτωτός
μεσολαβητικός μεσολογγίτικος μεσομακροπρόθεσμος μεσομακροχρόνιος μεσομοριακός
μεσοπλεύριος μεσοπολεμικός μεσοποτάμιος μεσοπρόθεσμος μεσοσπονδύλιος
μεσοτονικός μεσοφυλικός μεσοφωνηεντικός μεσοχρόνιος μεσσηνιακός μεσσιανικός
μεσόβιος μεσόγαιος μεσόγειος μεσόκοπος μεσόκυρτος μετάλλινος μετάξινος
μετάρσιος μετέπειτα μετέωρος μεταβατικός μεταβιβάζων μεταβιβάσιμος
μεταβιομηχανικός μεταβλητός μεταβολικός μεταβυζαντινός μεταγγίσιμος
μεταγραφειοκρατικός μεταγραφικός μεταγωγικός μεταδημοκρατικός μεταδοτικός
μεταεισαγωγικός μεταθέσιμος μεταθανάτιος μεταθεραπευτικός μεταθετικιστικός
μεταθετός μεταιχμιακός μετακαπιταλιστικός μετακεντρικός μετακινήσιμος
μετακλασικός μετακλητός μετακοινοβουλευτικός μετακρατικός μεταλαμπαδεύσιμος
μεταλλευτικός μεταλλικός μεταλλογενετικός μεταλλογραφικός μεταλλοειδής
μεταλλουργικός μεταλλοφόρος μεταλυκειακός μεταμαγικός μεταμεσημβρινός
μεταμνημονιακός μεταμοντέρνος μεταμοντερνιστικός μεταμορφικός μεταμορφωσιγενής
μεταμορφώσιμος μεταμφιεσμένος μεταναισθητικός μεταναστευτικός μετανιτσεϊκός
μεταξάς μεταξένιος μεταξοΰφαντος μεταξοειδής μεταξοκλωστικός μεταξοπαραγωγός
μεταπασχαλινός μεταπλαστικός μεταπλαστό μεταπλαστός μεταποιήσιμος
μεταπολεμικός μεταπολιτευτικός μεταπρατικός μεταπτωτικός μεταρηματικός
μεταρρυθμιστικός μεταρσιωτικός μετασεισμικός μετασκευαστικός μετασταθής
μετασυναπτικός μετασχηματιστικός μετασχολικός μετατρέψιμος μετατραυματικός
μεταφερτός μεταφορικός μεταφράσιμος μεταφραστέος μεταφραστικός μεταφυσικός
μεταχειρισμένος μεταχρονολογημένος μεταψυχικός μεταψυχροπολεμικός μετεκλογικός
μετεξεταστέος μετεπιθετικός μετευρετικός μετεωρίτικος μετεωρικός μετεωριτικός
μετεωρολογικός μετεωροσκοπικός μετουσιαστικός μετοχικός μετρήσιμος μετρητικός
μετριαστικός μετρικός μετριοπαθής μετριόφρονας μετριόφρων μετρολογικός
μετωνυμικός μετωπιαίος μετωπικός μετωποκροταφικός μεφιστοφελικός μεφιτικός
μηδαμινός μηδενικός μηδενιστικός μηδικός μηλίτης μηλικογαλακτικός μηλικός
μηλοφόρος μημειακός μηνιαίος μηνιγγικός μηνιγγιτικός μηνοειδής μηνυτήριος
μηρυκαστικός μητριαρχικός μητρικός μητρολογικός μητροπολιτικός μητρωνυμικός
μηχανικός μηχανιστικός μηχανογραφικός μηχανοκίνητος μηχανολογικός
μηχανουργικός μηχανοφόρος μηχανόβιος μιαρός μιασματικός μιγαδικός μιθριδατικός
μικρασιατικός μικροαερόφιλος μικροαστικός μικροβιακός μικροβιοκτόνος
μικροβιομηχανικός μικροβιοφόρος μικρογράμματος μικρογραφικός μικροδάκτυλος
μικροκάμωτος μικροκέφαλος μικροκαμωμένος μικροκατεργάρης μικροκομματικός
μικρολόγος μικρομέγαλος μικρομεσαίος μικρομετρικός μικρομούρης
μικροπαραγοντικός μικροπαραταξιακός μικροπολιτικός μικροπρεπής μικροπρόσωπος
μικροσκοπικός μικροτεχνικός μικροφιλόδοξος μικροφιλότιμος μικροφυής μικροχαρής
μικρούλης μικρούλικος μικρούτσικος μικρόβιος μικρόγλωσσος μικρόθυμος
μικρόμυαλος μικρόνους μικρός μικρόστομος μικρόσχημος μικρόσωμος μικρότερος
μικρόφωνος μικρόχαρος μικρόψυχος μικτοβαρής μικτός μιλανέζικος μιλιμετρέ
μιλιότονος μιμηματικός μιμητικός μιμικός μινιμαλιστικός μινιόν μινωικός μινόρε
μισάνοιχτος μισάρικος μισαλλόδοξος μισελληνικός μισερός μισητός μισθοδίαιτος
μισθολογικός μισθοσυντήρητος μισθοφορικός μισθωτικός μισθωτός μισθόβιος
μισικός μισοάδειος μισογεμάτος μισοδουλεμένος μισοκαμένος μισοξαπλωμένος
μισοπεθαμένος μισοψημένος μισόγυμνος μισόκλειστος μισόξενος μισός μισότρελος
μιτροειδής μιχτός μνημειώδης μνημονιακός μνημονικός μνημοσυναισθηματικό
μνησίκακος μοβ μοβόρικος μοβόρος μογγολικός μοδάτος μοιραίος μοιραστικός
μοιρολατρικός μοιρόγραφτος μοιχικός μολασικός μολασσικός μολδαβικός
μολυβένιος μολυβής μολυβδαινιούχος μολυβδούχος μολυβδόχρους μολυντικός
μολύβδινος μονάζων μονάκριβος μονάλμπουρος μονάρμπουρος μονάχος μονέλικος
μονήρης μοναδιαίος μοναδικός μοναρχικός μοναστηρίσιος μοναστηριακός μοναστικός
μοναχικός μοναχός μονεμβασιώτικος μονεταριστικός μονιάτικος μονιστικός
μονοαπευθυντικός μονοατομικός μονοβλαστικός μονογαμικός μονογενής
μονοεδρικός μονοερωτικός μονοετής μονοζυγωτικός μονοζυγώτης μονοθάλαμος
μονοθεϊστικός μονοκάταρτος μονοκέρατος μονοκατάληκτος μονοκινητήριος
μονοκομματικός μονοκοτυλήδονος μονοκρυσταλλικός μονοκυτταρικός μονοκόκαλος
μονοκότυλος μονοκύλινδρος μονοκύτταρος μονολεκτικός μονολεχτικός μονολιθικός
μονολογικός μονομανής μονομελής μονομερής μονομερίτικος μονομεριάτικος
μονομετοχικός μονοπέταλος μονοπίθανος μονοπαραγωγικός μονοπαραταξιακός
μονοπλοειδής μονοποικιλιακός μονοπρόσωπος μονοπυρηνικός μονοπωλιακός
μονοπύρηνος μονοσάνδαλος μονοσάνταλος μονοσέπαλος μονοσήμαντος μονοσεξουαλικός
μονοστιβαδικός μονοσυλλαβικός μονοσύλλαβος μονοτάξιος μονοτονικός μονοτοπικός
μονοτόκος μονοφασικός μονοφυής μονοφυσιτικός μονοφωνικός μονοχρωματικός
μονοψωνιακός μονοϋβριδικός μονοϋδρικός μοντέρνος μοντερνιστικός μοντεσσοριανός
μονόγαμος μονόγλωσσος μονόκαννος μονόκιλος μονόκλιτος μονόκλωνος μονόκωπος
μονόπατος μονόπλευρος μονόπολος μονόπους μονόπρακτος μονόπτερος μονόριχτος
μονόσημος μονόσπερμος μονόστηλος μονόστιχος μονότομος μονότονος μονότοξος
μονόφθαλμος μονόφθογγος μονόφρων μονόφυλλος μονόφωνος μονόχηλος μονόχνοτος
μονόχορδος μονόχρωμος μονόχωρος μονώνυχος μονώροφος μοραϊτικος μοργανατικός
μορσικός μορτιτικός μορφικός μορφινομανής μορφογενετικός μορφολογικός
μορφοσυντακτικός μορφωματικός μορφωτικός μοσκαναθρεμμένος μοσκαρίσιος
μοσχαρήσιος μοσχαρίσιος μοσχοβίτικος μοσχοβόλος μοσχομυριστός μουγγός μουγκός
μουλαρίσιος μουλλωχτός μουλωχτός μουντζούρης μουντιαλικός μουντρούχος μουντός
μουρμουριστός μουρμούρης μουρντάρης μουρντάρικος μουρόχαυλος μουσάτος
μουσαντένιος μουσειακός μουσειολογικός μουσικοθεατρικός μουσικοκριτικός
μουσικός μουσκφός μουσοτραφής μουσουλμανικός μουστέριος μουσόληπτος μουσόφιλος
μουχρός μοχθηρός μοχλικός μούλικος μούλος μούτικος μούτος μπάνικος μπάσος
μπάσταρδος μπέικος μπέλος μπαγάσικος μπαγαμπόντικος μπαγαπόντης μπαγαπόντικος
μπαγιονέτ μπακάλικος μπακαλίστικος μπακιρένιος μπακλαβαδωτός μπαλαρινέ
μπαμπακένιος μπαμπακερός μπανάλ μπας κλας μπασκετικός μπασμένος μπαστάρδικος
μπατάλικος μπατακτσής μπαταξής μπαταχτσής μπεζ μπεηλίδικος μπεκιάρικος
μπεμπέ μπεμπεδίστικος μπερεκετιλήδικος μπερεκετλήδικος μπερεκετλίδικος
μπερκετλίδικος μπερμπάντικος μπερξονικός μπεϋζιανή μπεϋζιανός μπηχτός
μπινιάρης μπιρμπιλομάτης μπιστικός μπλάβος μπλαζέ μπλαμπλάς μπλε μπλεμαρέν
μποέμικος μπολσεβίκικος μπολσεβικικός μπορετός μπορντελιάρης μπουγιόζικος
μπουμπουνοκέφαλος μπουφόνικος μπούζι μπραιζέ μπρεζέ μπριόζος μπροσέ μπροστινός
μπρούμυτος μπρούντζινος μπρούσικος μπρούσκος μπρούτζινος μπόλικος μπόσικος
μυαλγικός μυαλωμένος μυασθενικός μυατροφικός μυγδαλάτος μυγιάγγιχτος μυελικός
μυελοειδής μυελώδης μυζητικός μυθικός μυθιστορηματικός μυθιστορικός
μυθογραφικός μυθολογικός μυθομανής μυθοπλαστικός μυθοποιητικός μυθώδης
μυκηναϊκός μυκητοειδής μυκητοκτόνος μυκητολογικός μυκητώδης μυκονιάτικος
μυλένιος μυλλωμένος μυξαδενικός μυξιάρης μυξώδης μυοδερματικός μυοκτόνος
μυοσυντονιστικός μυριάκριβος μυριαρίφνητος μυριοστός μυριστικός μυριόνεκρος
μυριόστομος μυριόφωνος μυρμηγκικός μυρμηκικός μυροβόλος μυροφόρος μυρτοειδής
μυρωδάτος μυρωδικός μυσαρός μυστήριος μυσταγωγικός μυστακοφόρος μυστηριακός
μυστικιστικός μυστικοπαθής μυστικός μυτερός μυωπικός μυϊκός μυώδης
μωβ μωροπίστευτος μωροφιλόδοξος μωρόπιστος μωρός μωρόσοφος μωσαϊκός μόνιμος
μόνος μόρσιμος μόρτικος μόσχειος μύξης μύριοι μύρτινος μύχιος μώνυχος νέγρικος
νέτος νήδυμος νήνεμος ναβάχο ναζιάρης ναζιάρικος ναζιστικός ναζωραίος
νανομελής νανοτεχνολογικός νανουριστικός νανουριστός νανοφυής νανοφυία
νανώδης ναξιακός ναξιώτικος ναπολεόντειος ναπολιτάνικος ναρκαλιευτικός
ναρκομανής ναρκωτικός ναρκωτισμός ναστός νατουραλιζέ νατουραλιστικός νατοϊκός
ναυαγοσωστικός ναυαγό ναυαγός ναυαρχικός ναυκληρικός ναυλομεσιτικός
ναυπηγήσιμος ναυπηγικός ναυπηγοεπισκευαστικός ναυπλιώτικος ναυταθλητικός
ναυτικός ναυτιλιακός ναυτιλλόμενος ναυτιών ναυτολογήσιμος ναυτολογικός
νεαντερτάλειος νεαρός νεαττικός νεγκλιζέ νεγροειδής νεκρικός νεκρογέννητος
νεκροδόχος νεκροφάγος νεκροφαγικός νεκροφανής νεκροφοβικός νεκρωτικός νεκρός
νεκρόφιλος νεκρόψυχος νεκρώσιμος νεοέλθων νεοανθρωπιστικός νεοαποικιοκρατικός
νεοαφιχθείς νεογέννητος νεογενής νεογιλός νεογνικός νεογνολογικός νεογοτθικός
νεοδίδακτος νεοδιόριστος νεοεβραϊκός νεοελληνικός νεοεμπρεσιονιστικός
νεοκαπιταλιστικός νεοκλασικός νεολαιίστικος νεολαμπής νεολατινικός νεολιθικός
νεομνημονιακός νεοναζιστικός νεονικοτινοειδής νεοπαγής νεοπαγανιστικός
νεοπλασματικός νεοπλατωνικός νεορεαλιστικός νεορομαντικός νεοσκαφής
νεοτουρκικός νεοτόκος νεοφανής νεοφασιστικός νεοφερμένος νεοφιλελεύθερος
νεοφροϋδικός νεοφυής νεοφυτικός νεοφύτευτος νεοφώτιστος νεοϊμπρεσιονιστικός
νεραϊδογέννητος νεραϊδογεννημένος νεραϊδοπαρμένος νεριτικός νεροκαμένος
νερόβραστος νερόχαρος νερώνειος νετρονικός νευραλγικός νευραξονικός
νευρασθενικός νευρειληματικός νευριαστικός νευρικός νευροαναπτυξιακός
νευροεκφυλιστικός νευροενδοκρινολογικός νευροληπτικός νευρολογικός νευρομυικός
νευροπαθής νευροπαθητικός νευροπαθολογικός νευροφυτικός νευροψυχιατρικός
νευροψυχολογικός νευρωνικός νευρωσικός νευρωτικός νευρώδης νευτόνιος
νεφάριος νεφελοβάμων νεφελοειδής νεφελοσκέπαστος νεφελοσκεπής νεφελώδης
νεφοσκεπής νεφοσκοπικός νεφοϋπολογιστικός νεφράτος νεφραγγειακός νεφραλγικός
νεφριδικός νεφρικός νεφριτικός νεφροειδής νεφρολιθικός νεφρολογικός νεφροπαθής
νεωτερικός νεωτεριστικός νεόβγαλτος νεόδμητος νεόκοπος νεόκτιστος νεόνυμφος
νεόπτωχος νεότατος νεότερος νεότευκτος νεότοκος νεόφερτος νεόφυτος νεόχτιστος
νεώτερος νηκτικός νηλεής νημάτινος νηματοειδής νηματοποιητικός νηματώδης
νηπενθής νηπιακός νηπιώδης νηπτικός νησιωτικός νησιώτικος νησοπυριτικός
νηστικός νηφάλιος νηόμορφος νιγηριανός νικέλινος νικήσιμος νικελιούχος
νικηφόρος νικοτινικός νικοτινοειδής νιοβιούχος νιογέννητος νιος νιοστός
νισυριώτικος νιτρικός νιτροκυτταρινικός νιτρώδης νιτσεϊκός νιχιλιστικός
νιόπαντρος νιόφερτος νιώτικος νοήμονας νοήμων νοεμβριάτικος νοεμβριανός νοερός
νοησιαρχικός νοητικός νοητός νοθογενής νοικοκυρίστικος νοκ-άουτ νομαδικός
νομικίστικος νομικοπολιτικός νομικοταξικός νομικοτεχνικός νομικός
νομιμοφανής νομιμόφρων νομιναλιστικός νομισματικός νομισματοκοπικός
νομοθετικός νομοκατεστημένος νομοκρατούμενος νομολογικός νομοπαρασκευαστικός
νομοτελειακός νομοτελεστικός νομοτεχνικός νομότυπος νοολογικός νορβηγικός
νορμανδικός νοσηλευτικός νοσηρός νοσογόνος νοσοκομειακός νοσοκομειοκεντρικός
νοσομανής νοσοφόρος νοσταλγικός νοστιμούλης νοστιμούλικος νοστιμούτσικος
νοτερός νοτιανατολικός νοτινός νοτιοαμερικανικός νοτιοανατολικός
νοτιοατλαντικός νοτιοαφρικανικός νοτιοβιετναμικός νοτιοδυτικός νοτιοειρηνικός
νοτιοκορεατικός νουνεχής ντέρτικος ντίβα νταμαρήσιος νταμαρίσιος νταμωτός
νταντελωτός ντεκαποτάμπλ ντεκαφεϊνέ ντεκλαρέ ντεκλασέ ντεκουπαριστός
ντεμοντέ ντενεκεδένιος ντεπασέ ντετερμινιστικός ντεψίζης ντεϊστικός ντηνιακός
ντιστεγκές ντοπέ ντουμ-ντουμ ντουμπλ φας ντούζικος ντούρος ντρέτος ντρίτος
ντρεξουδιάρης ντροπαλός ντροπιάρης ντροπιαστικός ντόμπρος ντόπιος νυκτερινός
νυκτός νυμφαίος νυμφικός νυμφομανής νυν νυσταλέος νυφιάτικος νυφικός νυχάτος
νυχτιάτικος νυχτόβιος νωδός νωθρός νωπός νωτιαίος νωχελής νωχελικός νόβιαλ
νόμιμος νόστιμος νότιος νύκτιος νύχτιος ξάγρυπνος ξάστερος ξέγνοιαστος
ξέθαρρος ξέθωρος ξέμακρος ξέμπαρκος ξέμπλεκος ξένιος ξένοιαστος ξένος ξέντυτος
ξέπλεγος ξέπλεκος ξέπλεχτος ξέπνοος ξέσκεπος ξέστηθος ξέστρωτος ξέφραγος
ξέφυλλος ξέφωτος ξέχειλος ξέχωρος ξίκικος ξαγκαθιά ξακουσμένος ξακουστός
ξανθοκόκκινος ξανθομάλλα ξανθομάλλης ξανθομάλλικο ξανθομούστακος ξανθοτρίχης
ξανθωπός ξανθόμαλλος ξανθός ξανθότριχος ξαντικός ξαντός ξαπλωμένος ξαπλωτός
ξασπρουλιάρης ξαφνικός ξεβούλωτος ξεβράκωτος ξεγάνωτος ξεγυριστός ξεγύμνωτος
ξεδιάντροπος ξεδοντιάρης ξεθεωτικός ξεθηλύκωτος ξεκάθαρος ξεκάλτσωτος
ξεκαπάκωτος ξεκαπέλωτος ξεκαπίστρωτος ξεκαρδιστικός ξεκαύλωτος ξεκλείδωτος
ξεκουτιάρης ξεκούδουνος ξεκούμπωτος ξεκούραστος ξεκούρδιστος ξεκούρντιστος
ξεκρέμαστος ξεκωλιάρης ξεκόλλητος ξεμέθυστος ξεμαλλιάρης ξεμαλλιασμένος
ξεματιασμένος ξεμπράτσωτος ξενέρωτος ξενηστικωμένος ξενικός ξενοίκιαστος
ξενοκίνητος ξενοκρατικός ξενομανής ξενοπρεπής ξενοφανής ξενοφοβικός
ξενόγλωσσος ξενόδουλος ξενότροπος ξενόφερτος ξενόφιλος ξενόφοβος ξενόφωνος
ξερικός ξεροκέφαλος ξεροψημένος ξερός ξεσέλωτος ξεσαβούρωτος ξεσαμάρωτος
ξεσκέπαστος ξεσκούφωτος ξεστός ξετσίπωτος ξεφούσκωτος ξεχαρβάλωτος
ξεχασιάρης ξεχτένιστος ξεχωριστός ξεψάρωτος ξημαρισμένος ξηραντικός
ξηρός ξηρόφιλος ξιδάτος ξινισμένος ξινούτσικος ξινόγλυκος ξινός ξιπασιάρης
ξιφήρης ξιφοειδής ξιφοφόρος ξομπλιαστός ξορκισμένος ξούτσκος ξυλάρμενος
ξυλεμπορικός ξυλογλυπτικός ξυλογραφικός ξυλοειδής ξυλοπόδαρος ξυλοσκέπαστος
ξυλοφάγος ξυλοχρωστικός ξυλόγλυπτος ξυλόσοφος ξυλόστρωτος ξυλόφρακτος ξυλώδης
ξυπνός ξυπόλητος ξυπόλυτος ξυριστικός ξυστικός ξυστός ξωτικός ξύλινος ξύπνιος
ξώφτερνος οβάλ οβελιαίος ογαμικός ογδοηκονθήμερος ογδοηκονταετής ογδοντάχρονος
ογκομετρικός ογκωδέστερος ογκώδης ογλήγορος ογρός οδηγητικός οδηγικός οδικός
οδομετρικός οδοντιατρικός οδοντικός οδοντογραφικός οδοντοειδής
οδοντοπρόφερτος οδοντορραγικός οδοντοτεχνικός οδοντοφατνιακός οδοντοφόρος
οδοντόφωνος οδοποιητικός οδυνηρός οδυσσειακός οδωνυμικός οζαινικός οζαινώδης
οζοντομετρικός οζώδης οθνείος οθωμανικός οθωνικός οθώνειος οιακοφόρος οιδαλέος
οιδιπόδειος οικήσιμος οικείος οικειοθελής οικιακός οικιστικός οικογενειακός
οικοδίαιτος οικοδομήσιμος οικοδομικός οικοδομοτεχνικός οικολογικός
οικονομικός οικονομολογικός οικονομοτεχνικός οικονόμος οικοσημικός
οικοτεχνικός οικοτουριστικός οικουμενικός οικουρός οικτίρμων οικτρός οικόσιτος
οινοβαρής οινοβαφής οινοειδής οινολογικός οινομανής οινομετρικός οινοπαραγωγός
οινοπνευματοποιήσιμος οινοπνευματούχος οινοπνευματώδη οινοπνευματώδης
οινοχαρής οινόφιλος οινώδης οισοφάγειος οισοφαγικός οιστρήλατος οκαδιάρικος
οκνός οκτάγωνος οκτάεδρος οκτάμηνος οκτάπλευρος οκτάπους οκτάστηλος οκτάστιχος
οκτάτευχος οκτάτομος οκτάφωνος οκτάχορδος οκτάχρονος οκτάωρος οκταήμερος
οκταδικός οκταετής οκτακοσιοστός οκτακόσιοι οκταμελής οκταπλάσιος οκταπλούς
οκτασέλιδος οκτασύλλαβος οκταψήφιος οκταώροφος οκτωβριάτικος οκτωβριανός
ολάκερος ολάνοιχτος ολάρφανος ολάσπρος ολέθριος ολίγιστος ολίγος ολιγάνθρωπος
ολιγαρκής ολιγαρχικός ολιγοέξοδος ολιγοήμερος ολιγοβαρής ολιγογράμματος
ολιγοδάπανος ολιγοδίαιτος ολιγοδύναμος ολιγοεδρικός ολιγοετής ολιγοκτήμων
ολιγομελής ολιγομερής ολιγοπράγμων ολιγοσέλιδος ολιγοστός ολιγοσύλλαβος
ολιγοφάγος ολιγοχρήματος ολιγοχρόνιος ολιγόζωος ολιγόθερμος ολιγόκαρδος
ολιγόκοσμος ολιγόλεπτος ολιγόλογος ολιγόνους ολιγόπιστος ολιγόσιτος
ολιγόστιχος ολιγόταστος ολιγότεκνος ολιγόχρονος ολιγόψυχος ολιγόωρος ολικός
ολιστικός ολλανδέζικος ολλανδικός ολοήμερος ολογάλανος ολογλήγορος ολογραφικός
ολοζώντανα ολοζώντανος ολοκάθαρος ολοκαίνουργος ολοκαίνουριος ολοκληρωμένος
ολοκληρώσιμος ολοκλησικός ολοκυκλικός ολοκόκκινος ολομέταξος ολομέτωπος
ολομερής ολομόναχος ολονύκτιος ολονύχτιος ολοπαγής ολοπαθής ολοπράσινος
ολοπόρφυρος ολοσκέπαστος ολοσκότεινος ολοστρόγγυλος ολοστόλιστος ολοσυστημικός
ολοφάνερος ολοφανής ολοφυρόμενος ολυμπιακός ολυνθιακός ολόασπρος ολόγεμος
ολόγιομος ολόγλυκος ολόγλυφος ολόγραφος ολόγυμνος ολόγυρος ολόδροσος ολόημερος
ολόθυμα ολόθυμος ολόιδιος ολόισος ολόκαρδος ολόκλειστος ολόκληρος ολόκορμος
ολόλευκος ολόμαλλος ολόμαυρος ολόμοιος ολόξανθος ολόξενος ολόπλευρος ολόπρωτος
ολόσκεπος ολόστεγνος ολόστρωτος ολόσωμος ολόφρεσκος ολόφωτος ολόχαρος
ολόχρωμος ολόψυχος ολύμπιος ομήλικος ομήλιξ ομήρειος ομαδικός ομαλός ομηρικός
ομιχλιασμένος ομιχλώδης ομοαξονικός ομογάλακτος ομογάλαχτος ομογάστριος
ομογενειακός ομογενοποιημένος ομογονεϊκός ομογραφικός ομοεθνής ομοειδής
ομοετής ομοζυγωτικός ομοζυγώτης ομοιογενής ομοιοεπαγγελματικός ομοιοκάταρκτος
ομοιοκατάληχτος ομοιομερής ομοιοπαθής ομοιοπαθητικός ομοιοπολικός
ομοιοτροπικός ομοιούσιος ομοιωματικός ομοιόβαθμος ομοιόγραφος ομοιόθερμος
ομοιόπτωτος ομοιόσχημος ομοιότροπος ομοιότυπος ομοιόφωνος ομοιόχρονος
ομοκεντρικός ομολογητικός ομολογιακός ομολογιούχος ομομήτριος ομοούσιος
ομοπλαστικός ομορφοφτιαγμένος ομορφότατος ομορφότερος ομοσκεδαστικός
ομοταγής ομοτράπεζος ομοτυπικός ομοφοβικός ομοφυλοφιλικός ομοφυλόφιλος
ομπρελοειδής ομφάλιος ομφαλικός ομφαλοειδής ομφαλοκυστικός ομφαλοπλακουντιακός
ομφαλώδης ομόγλωσσος ομόγονος ομόγραφος ομόδικος ομόδοξος ομόζυγος ομόηχος
ομόθυμος ομόκεντρος ομόλογος ομόρριζος ομόρρυθμος ομόσημος ομόσιτος ομόσπονδος
ομότιμος ομότιτλος ομότοιχος ομότονος ομότροπος ομότροφος ομότυπος ομόφρων
ομόφωνος ομόχρονος ομόχρωμος ομόψηφος ομόψυχος ομώνυμος ονδουρικός
ονειρευτός ονειρικός ονειρογέννητος ονειροκριτικός ονειροπαρμένος
ονειροπολικός ονειροπόλος ονειρωκτικός ονειρόπλαστος ονειρώδης ονικός ονλάιν
ονομαστικός ονομαστός ονοματικός ονοματοκρατικός ονοματολογικός ονοματοποίητος
οντολογικός οντουλέ ονυχαίος ονυχοειδής ονυχοφόρος οξένιος οξαλικός οξεάντοχος
οξειδωτικός οξειδώσιμος οξιδωτικός οξιδώσιμος οξικός οξιτανικός οξονικός
οξυγονικός οξυγονούχος οξυγώνιος οξυδερκής οξυκέφαλος οξυκόρυφος οξυμετρικός
οξύγναθος οξύθυμος οξύινος οξύληκτος οξύμαχος οξύμωρος οξύνους οξύρρυγχος οξύς
οξύφυλλος οξύφωνος οξύχηος οπάκ οπίσθιος οπαίος οπαλιοειδής οπαλιόχρους
οπιομανής οπιοφάγος οπιούχος οπισθοβατικός οπισθογεμής οπισθοδρομικός
οπισθοφύλακας οπισθοχωρητικός οπισθόβουλος οπισθόγραφος οπιώδης οπλομαχητικός
οπορτουνιστής οπορτουνιστικός οπτικοακουστικός οπτικός οπτιμιστικός οπτός
οπωροφόρος οπώδης ορατικός ορατός οργίλος οργανικός οργανογενής
οργανογραφικός οργανογόνος οργανοειδής οργανοληπτικός οργανολογικός
οργανοχημικός οργανωτικοδιοικητικός οργανωτικός οργανώσιμος οργασμικός
οργιστικός οργιώδης οργώσιμος ορειβατικός ορεινός ορειχάλκινος ορειχαλκόχρους
ορεξάτος ορεογραφικός ορεομετρικός ορεσίβιος ορεχτικός ορθάνοιχτος
ορθογραφικός ορθογώνιος ορθοδοντικός ορθοεπής ορθολογικός ορθολογιστικός
ορθοπαιδικός ορθοπεδικός ορθοπρωκτικός ορθοπτικός ορθοπυριτικός ορθοσκοπικός
ορθρινός ορθόβουλος ορθόδοξος ορθόδρομος ορθός ορθόστοιχος ορθότοπος οριακός
ορισμένος ορισματικός οριστέος οριστικός ορκοδοτικός ορκωτός ορμέμφυτο
ορμητικός ορμογόνος ορμονικός ορμονολογικός ορνιθοειδής ορνιθοκομικός
ορνιθόμορφος ορνιθόμυαλος ορνιθόρρυγχος οροαιματώδης ορογενετικός ορογραφικός
ορολογικός ορομετρικός οροφιαίος ορτός ορυκτογεωλογικός ορυκτογραφικός
ορυκτοτεχνικός ορυκτός ορφανικός ορφανός ορφικός ορφνός ορχηστικός ορχηστρικός
ορχιτικός ορώδης οσκαρικός οσμήρης οσμανικός οσμηγόνος οσμηρός οσμικός
οσμογόνος οσμομετρικός οσπριοειδής οσπριοφάγος οστέινος οστεοαρθρικός
οστεογόνος οστεοειδής οστεολογικός οστεολυτικός οστεομετρικός οστεομυελικός
οστεοφόρος οστεωδυνικός οστεωτικός οστεόμορφος οστεώδης οστικός οστρακοειδής
οστρακόδερμος οστρακώδης οστρογοτθικός οσφραντικός οσφρητικός οσφυαλγικός
οσφυϊκός οτρηρός ουαλικός ουαλονικός ουγγαρέζικος ουγγρικός ουδέτερος
ουδετερόφιλος ουκρανικός ουλόθριξ ουλώδης ουμανιστικός ουνιταριανός ουνιτικός
ουραίος ουραλοαλταϊκός ουρανής ουρανικός ουρανισκόφωνος ουρανοβάμων
ουρανογραφικός ουρανοκατέβατος ουρανομήκης ουρανόπεμπτος ουρανόσταλτος
ουρηθρικός ουρηθροεντερικός ουρηθροκολπικός ουρηθροσκοπικός ουρητηροκολπικός
ουρητικός ουρικός ουρογεννητικός ουροδόχος ουρολάγνος ουρολογικός
ουροποιογεννητικός ουροσκοπικός ουρουγουανικός ουροφόρος ουσιαστικός ουσιώδης
ουτοπικός ουτοπιστικός οφειλετικός οφθαλμιατρικός οφθαλμικός οφθαλμολογικός
οφθαλμοφανής οφθαλμοφανώς οφιοειδής οφιολιθικός οφιόδηκτος οφλάιν οφτός
οχηματαγωγός οχλαγωγικός οχληρός οχλοκρατικός οχτάγωνος οχτάεδρος οχτάμηνος
οχτάστηλος οχτάστιχος οχτάστυλος οχτάτομος οχτάχρονος οχτάωρος οχταήμερος
οχτακοσιοστός οχτακόσιοι οχταμελής οχταπλάσιος οχταπλός οχτασύλλαβος
οχτωβριανός οχυρωματικός οχυρωτικός οχυρός οψίπλουτος οψιγενής οψιμαθής ούλος
οὐσιαστικός πάγιος πάγκαλος πάγκοινος πάλλευκος πάμπλουτος πάμπολλοι πάμφθηνος
πάμφωτος πάναγνος πάνδημος πάνινος πάνοπλος πάνσεπτος πάνσοφος πάρεργος
πάρθιος πάριος πάρωρος πάτριος πένθιμος πέτρινος πέτσικος πέτσινος πήλινος
πίβουλος πίσω πίτσικος παγανιστικός παγγερμανιστικός παγερός παγετωνικός
παγιωτής παγιωτοπικός παγκάκιστος παγκαλόμορφος παγκατευθυντικός
παγκρεατικός παγκρητικός παγκυπριακός παγκόσμιος παγοδρομικός παγοθραυστικός
παγχαλκιδικός παγωμένος παγόπληκτος παζαρίσιος παζαριάτικος παθητικοεπιθετικός
παθιάρης παθιάρικος παθογόνος παθολογικός παθολογοανατομικός παθοπλάνταχτος
παιδαγωγικός παιδαριώδης παιδεραστικός παιδευτικός παιδιάστικος παιδιάτικος
παιδιακίστικος παιδιατρικός παιδικός παιδοκομικός παιδολογικός παιδομετρικός
παινεσιάρης παιχνιδιάρης παιχνιδιάρικος πακιστανικός παλίλλογος παλίμβουλος
παλίμψηστος παλίνδρομος παλαίτυπος παλαίφατος παλαβός παλαιικός
παλαιογεωγραφικός παλαιογραφικός παλαιοεθνολογικός παλαιοζωικός
παλαιοκομματικός παλαιολιθικός παλαιοντολογικός παλαιοπωλικός
παλαιστίνιος παλαιστικός παλαιστινιακός παλαιός παλαιότατος παλαιότερος
παλαμικός παλαμοειδής παλαμοκροτώ παλαμοσχιδής παλατιανός παλικαρίσιος
παλινδρομικός παλιομοδίτικος παλιομουράτος παλιρροιακός παλιρροϊκός παλιός
παλλακωνικός παλλαμιακός παλλαϊκός παλληκαρίσιος παλμικός παμβαλκανικός
παμμέγιστος παμμαγνησιακός παμμακεδονικός παμμαύρος παμμεσηνιακός παμπάλαιος
παμπειραϊκός παμπελοποννησιακός παμπληθής παμπόνηρος παμφάγος πανάγαθος
πανάθλιος πανάκριβος πανάμωμος πανάρχαιος πανάσχημος πανάχραντος πανέ
πανένδοξος πανέξυπνος πανέρημος πανέρμος πανέτοιμος πανίερος πανίσχυρος
παναθηναϊκός παναιτωλικός πανακαρνανικός παναμερικανικός παναμώμητος
παναραβικός παναργολικός παναρκαδικός πανασιατικός παναττικός παναφρικανικός
πανδημικός πανδραμαϊκός πανεδεσσαϊκός πανεθνικός πανελλήνιος πανελλαδικός
πανεπιστημιακός πανεργατικός πανευβοϊκός πανευδαίμων πανευρωπαϊκός πανευτυχής
πανηγυρικός πανηγυριώτικος πανηλειακός πανηλικιακός πανηπειρωτικός
πανθεσσαλικός πανθεϊστικός πανθρακικός πανικόβλητος πανινός πανιώνιος
πανομοιότυπος πανοραματικός πανοραμικός πανορθοδοξιακός πανορθόδοξος
πανουκλιασμένος πανούργος πανσεβάσμιος πανσερραϊκός πανσλαβικός πανσλαβιστικός
παντέρημος παντέρμος παντελής παντελεήμων παντοίος παντοδαπός παντοδύναμος
παντοθενικός παντοκατευθυντικός παντοκρατορικός παντομιμικός παντοτινός
παντοφλέ παντοφοβικός παντρεμένος πανωλόβλητος πανόδετος πανόμοιος πανόσιος
πανώριος παπίσιος παπαγαλίστικος παπαδίστικος παπανδρεϊκός παπικός
παπουτσωμένος παππουδίστικος παπυρικός παπυρογραφικός παπυρολογικός παπύρινος
παράβυστος παράγωγος παράγωνος παράδοξος παράθυρος παράκαιρος παράκεντρος
παράκουος παράκτιος παράλιος παράλληλος παράλογος παράλος παράλυτος παράμερος
παράνθιος παράνομος παράνους παράξενος παράουρος παράπλευρος παράπλευστος
παράσπονδος παράταιρος παράτολμος παράτονος παράτροπος παράτυπος παράφορος
παράφωνος παράχορδος παρένθετος παρέστιος παρήγορος παρήκοος παρήλικος
παρήμερος παρίσθμιος παραίτιος παραβαλβιδικός παραβατικός παραβιωτικός
παραβρασμένος παραγγελιοδοχικός παραγγελτικός παραγεμιστός παραγοντίστικος
παραγωγίσιμος παραγωγικός παραδασόβιος παραδείσιος παραδειγματικός
παραδεισιακός παραδεκτός παραδεχτός παραδοξολόγος παραδοσιακός παραδοτέος
παραδόπιστος παραεκκλησιαστικός παραθαλάσσιος παραθεριστικός παραθετικός
παραινετικός παραισθησιογόνος παραισθητικός παρακάτω παρακαλεστικός
παρακαλετός παρακαμπτήριος παρακαμπτικός παρακατιανός παρακείμενος
παρακεντέδικος παρακεντρικός παρακινδυνευτικός παρακινητικός παρακλαδικός
παρακλινικός παρακμάζων παρακμιακός παρακοιμώμενος παρακρατικός παραλίμνιος
παραληρητικός παραλιακός παραλλακτικός παραλληλεπίπεδος παραλληλόγραμμος
παραλογιστικός παραλυτικός παραμήτριος παραμαγνητικός παραμακρύς παραμεθόριος
παραμεσόγειος παραμετρικός παραμετροποιήσιμος παραμητρικός παραμικρός
παραμυθένιος παραμυθητικός παραμόνιμος παρανεφρικός παρανιός παρανοειδής
παρανοϊκός παραξόνιος παραπανήσιος παραπανίσιος παραπανιστός παραπειστικός
παραπλήσιος παραπλανητικός παραπληκτικός παραπληρωματικός παραπολιτικός
παραπονιάρικος παραποτάμιος παραρίνιος παραρρίνιος παραρρίνιων παραρριξιμιός
παρασημαντικός παρασημοφορημένος παρασιτικός παρασιτοκτόνος παρασιτολογικός
παρασκηνιακός παρασούσουμος παρασπονδυλικός παραστατικός παραστρατιωτικός
παρασυγγενικός παρασυμπαθητικός παρασύνθετος παρατακτικός παραταξιακός
παρατετραμμένος παρατηρητικός παρατυφικός παραφιλικός παραφραστικός παραφυλία
παραφυλλωματικός παραφυσικός παραχειμαστικός παραχριστιανικός παραχωρητικός
παραϊατρικός παρδαλός παρείσακτος παρεγκεφαλιδικός παρεγχυματικός
παρειακός παρεκβατικός παρεκκλίνων παρελθοντικός παρελκυστικός παρελκόμενος
παρεμφατικός παρεμφερής παρενδυτικός παρενθετικός παρενοχλητικός παρεντερικός
παρεξηγησιάρης παρεπίδημος παρεπιδημών παρεστιγμένος παρετυμολογικός
παρηγορητικός παρηχητικός παρθένος παρθενικός παρθενωπός παρθικός παριανός
παρισινός παρλιακός παρμένος παρνασσιακός παροδικός παροιμιακός παροιμιώδης
παροντικός παροξυντικός παροξυσμικός παροξύτονος παρορμητικός παροτρυντικός
παροχετευτικός παρρησιαστικός παρτιζάνικος παρτσακλός παρυδάτιος παρωδιακός
παρόμοιος παρόμοιος παρόχθιος παρών παρώνυμος πασέ πασίγνωστος πασίδηλος
πασαλίδικος πασιφανής πασιφιστικός πασπάτης πασπαλισμένος πασπαλιστός
πασσαλόκτιστος πασσαλόπηκτος παστρικός παστός πασχαλιάτικος πασχαλινός
πατεντάτος πατερναλιστικός πατητός πατικωμένος πατμιακός πατραϊκός
πατρικός πατρινός πατριωτικός πατρογονικός πατρολογικός πατροπαράδοτος
πατρωνυμικός πατρώος πατσόκοιλος παυσίλυπος παυσίπονος παφιλένιος
παχουλός παχυλός παχυντικός παχύδερμος παχύρρευστος παχύς παχύσαρκος παχύσκος
παχύτερος παχύφυλλος πείσμων πεδιλωτός πεδινός πεζικός πεζογραφικός
πεζολογικός πεζοναυτικός πεζοπορικός πεζοπόρος πεζόμορφος πεζός πεθαμένος
πειθήνιος πειθαρχικός πειναλέος πειραιώτικος πειρακτικός πειραματικός
πειραχτικός πειραϊκός πεισιθάνατος πεισματάρης πεισματάρικος πεισματικός
πειστικός πειστικότερος πελάγιος πελαγίσιος πελαγικός πελαγοδρόμος πελασγικός
πελατοκεντρικός πελεκητός πελεκυφόρος πελελός πελιδνός πελματιαίος πελματικός
πελώριος πεμπταίος πεμπτιάτικος πεμπτουσιώδης πενηντάρης πενηντάρικος
πενηνταπεντάχρονος πενθήμερος πενθερικός πενθημιμερής πενιέ πενιχρός
πεντάγωνος πεντάδιπλος πεντάεδρος πεντάκλιτος πεντάκλωνος πεντάκλωστος
πεντάλεπτος πεντάμετρος πεντάμηνος πεντάμορφος πεντάξενος πεντάπλευρος
πεντάπρακτος πεντάπυλος πεντάρικος πεντάρφανος πεντάσημος πεντάστιχος
πεντάτομος πεντάφυλλος πεντάφωνος πεντάφωτος πεντάχορδος πεντάχρονος
πεντάωρος πενταήμερος πενταβρωμιούχος πενταγωνικός πενταγώνιος πενταδάκτυλος
πενταδικός πενταετής πεντακάθαρος πεντακοσιοστός πεντακόσιοι πεντακόσοι
πενταμερής πεντανικός πεντανόστιμος πενταπέταλος πενταπλάσιος πενταπλούς
πεντασύλλαβος πενταψήφιος πεντελίσιος πεντελικός πεντηκονθήμερος
πεντοζάλης πεντόκλιτος πεπιεσμένος πεπλανημένος πεπολιτισμένος πεπονοειδής
πεπρωμένος πεπτικός περήφανος περίακτος περίβλεπτος περίγλυφος περίδακρυς
περίδοξος περίεργος περίκλειστος περίκομψος περίλαμπρος περίλειστος περίλυπος
περίοπτος περίπλοκος περίπτερος περίπτυστος περίπυστος περίσκεπτος περίσκιος
περίσσος περίστρεπτος περίστυλος περίτεχνος περίτμητος περίτονος περίτρανος
περίφημος περίφοβος περίφρακτος περίφραχτος περίφροντις περίχαρος περίχρυσος
περαστικός περαστός περατός περβολάρικος περβολαρίσιος περγαμηνοειδής
περιαιρετός περιαλγής περιαρθρικός περιαστικός περιαυγής περιαυτολόγος
περιβαλλοντικός περιβαλλοντολογικός περιβολάρικος περιβολίσιος περιβολαρίσιος
περιγάμητος περιγέλαστος περιγελαστικός περιγεννητικός περιγραφικός
περιδεής περιεδρικός περιεκτικός περιεμφραγματικός περιεχτικός περιζήτητος
περιθηλαίος περιθωριακός περικαλλής περικαρδικός περικαρπιακός περικαρπικός
περικλεής περιλάλητος περιλαμπής περιληπτικός περιλιμπανόμενος περιμάχητος
περιμητρικός περιοδεύον περιοδικός περιοδοντικός περιορίσιμος περιοριστικός
περιουσιακός περιοχικός περιούσιος περιπαθής περιπαικτικός περιπαιχτικός
περιπετειώδης περιπλανητικός περιποιητικός περιπολικός περιπόθητος περιρρέων
περισκωληκοειδικός περισπούδαστος περισσευάμενος περισσευούμενος περισσός
περισταλτικός περιστασιακός περιστατικός περιστερίσιος περιστροφικός
περιτραχήλιος περιττοδάκτυλος περιττολόγος περιττοσύλλαβος περιττωματικός
περιφανής περιφερής περιφερειακός περιφερικός περιφλεγής περιφραστικός
περιφρονητικός περιχαρής περιχυτός περιώνυμος περμανάντ περονιαίος περονοφόρος
περπατάρης περσικός περσινός περσότερος περυσινός πεσιμιστικός πεσμένος
πεταλοειδής πεταλωτικός πεταλωτός πεταχτούλης πεταχτός πετεινόμυαλος πετρένιος
πετραρχικός πετρελαιοειδής πετρελαιοκίνητος πετρελαιοπιθανός πετρελαιοφόρος
πετρογενετικός πετρογραφικός πετροφυής πετροχημικός πετρωτός πετρόλ πετρόψυχος
πετσένιος πετσετέ πετσετένιος πετυχημένος πευκόφυτος πεόμορφος πεόσχημος
πηγαίος πηγαδίσιος πηδαλιουχούμενος πηδητικός πηδηχτός πηκτικός πηκτός
πηλώδης πηροδάκτυλος πηρομελής πηχεοκαρπικός πηχτός πηχυαίος πιανιστικός
πιδέξιος πιεζοηλεκτρικός πιεσμένος πιεστικός πιεστός πιθανικός
πιθανοστατιστικός πιθανοτικός πιθανός πιθηκικός πιθηκοειδής πιθηκόμορφος
πικέ πικραμένος πικραντικός πικρικός πικροαίματος πικροθρήνητος πικρούτσικος
πικρόγλωσσος πικρόκαρδος πικρός πικρόχολος πικτουρέσκ πιλοτικός πινακογραφικός
πινδαρικός πιπεράτος πιπιλιστός πιρουνάτος πισινός πισσωτός πιστευτός
πιστοληπτικός πιστοποιητικός πιστούχος πιστωτικός πιστός πιστότερος πισώπλατος
πιτσιλιστός πιτσιλωτός πιτυριδικός πιτυρούχος πιωμένος πιότερος πλάγιος πλάνης
πλέριος πλήθιος πλήρης πλίθινος πλίνθινος πλαγιαστός πλαγινός πλαγιοδετημένος
πλαγκτονικός πλαδαρός πλακάτος πλακέ πλακομύτης πλακουτσωτός πλακουτσός
πλακόστρωτος πλακώδης πλανεμένος πλανερός πλανημένος πλανητικός πλανητοειδής
πλανόδιος πλασαριστός πλασματικός πλασμωδιακός πλαστικοποιητικός πλαστικός
πλαστός πλατειαστικός πλατινέ πλατινένιος πλατινοειδής πλατσουκωτός
πλατυκέφαλος πλατυκυρτωτός πλατυμέτωπος πλατυπόδαρος πλατυπύθμενος
πλατωνικός πλατύγυρος πλατύκερως πλατύκυρτος πλατύποδας πλατύπους πλατύρρινος
πλατύστερνος πλατύστομος πλατύσωμος πλατύτερος πλατύφυλλος πλατύχωρος πλαϊνός
πλείων πλείων πλειοδοτικός πλειοψηφικός πλειόμορφος πλεκτικός πλεκτός
πλεονασματικός πλεοναστικός πλεονεκτικός πλευρικός πλευριτικός πλευροκοπικός
πλεχτικός πλεχτός πλεύσιμος πληγωτικός πληθικός πληθυντικός πληθυσμιακός
πληθωρικός πληθωριστικός πληκτικός πληκτροφόρος πλημμελής πλημμεληματικός
πληρεξούσιος πληροφοριακός πληροφορικός πληρωτέος πληρωτικός πλησίος
πλησιέστερος πλησιοπαράλληλος πλησιφαής πλησιόχωρος πληχτικός πλινθοδομικός
πλινθόκτιστος πλιότερος πλοηγικός πλοιοκεντρικός πλουμιστός πλουραλιστικός
πλουτοκρατικός πλουτολογικός πλουτοπαραγωγικός πλουτοφόρος πλουτώνιος πλοϊκός
πλυντήριος πλυντικός πλωριός πλωτικός πλωτός πλόιμος πνευματικός
πνευματοκτόνος πνευματώδης πνευμονικός πνευμονογαστρικός πνευμονογραφικός
πνευστός πνιγηρός πνιχτικός πνιχτός ποδήρης ποδαράτος ποδηλατικός ποδικός
ποδοκνημικός ποδοσφαιρικός ποζάτος ποζολανικός ποθεινός ποθεινότατος ποθερός
ποιητικός ποικίλος ποικιλτικός ποικιλόγραμμος ποικιλόθερμος ποικιλόμορφος
ποικιλόσχημος ποικιλότροπος ποικιλόφωνος ποικιλόχρωμος ποικιλώνυμος
ποιμαντορικός ποιμενίς ποιμενικός ποινικός ποιοτικός πολέμιος πολίτικος
πολεμιστήριος πολεμοκάπηλος πολεμοπαθής πολεμοποιός πολεμοχαρής πολεμόχαρος
πολεομορφικός πολεοτικός πολικός πολιομυελιτικός πολιορκητικός πολιτειακός
πολιτικοδικαστικός πολιτικοδιοικητικός πολιτικοκοινωνικός πολιτικομανής
πολιτικοστρατιωτικός πολιτικός πολιτισμένος πολιτισμικός πολιτιστικός πολιός
πολλαπλασιαστικός πολλαπλός πολλοστός πολτοειδής πολτώδης πολυάνθρωπος
πολυάστερος πολυάσχολος πολυέλεος πολυέξοδος πολυήμερος πολυαίματος πολυαίωνος
πολυαγγειακός πολυαισθητηριακός πολυακόρεστος πολυανδρικός πολυανθής
πολυαρχικός πολυβάλβιδος πολυβασανισμένος πολυγαμικός πολυγαστρικός
πολυγραφικός πολυγραφότατος πολυγωνικός πολυδάκρυτος πολυδάκτυλος πολυδάπανος
πολυδαίδαλος πολυδιάστατος πολυδιαστρωματωμένος πολυδόξαστος πολυδύναμος
πολυεθνικός πολυειδής πολυεπιστημονικός πολυεστερικός πολυεστιακός πολυετής
πολυεύσπλαγχνος πολυεύσπλαχνος πολυζήλευτος πολυζήτητος πολυζηλεμένος
πολυηχής πολυθέλγητρος πολυθεϊκός πολυθεϊστικός πολυθρήνητος πολυθρύλητος
πολυκάτεχος πολυκέλαδος πολυκέφαλος πολυκαιρίτικος πολυκαιρινός
πολυκεντρικός πολυκερδής πολυκλαδικός πολυκομματικός πολυκριτηριακός
πολυκυστικός πολυκυτταρικός πολυκύλινδρος πολυκύμαντος πολυκύτταρος
πολυλεκτικός πολυλογάδικος πολυμέριμνος πολυμέτωπος πολυμήχανος πολυμαθής
πολυμερής πολυμερικός πολυμεταβλητός πολυμετοχικός πολυμορφικός πολυνησιακός
πολυξακουσμένος πολυοζώδης πολυουρεθανικός πολυουρικός πολυπέταλος
πολυπαθής πολυπαραγοντικός πολυπαραμετρικός πολυπαραταξιακός πολυπλάνητος
πολυπληθής πολυπλόκαμος πολυποίκιλος πολυπολιτισμικός πολυπονεμένος
πολυπραγματικός πολυπρόσωπος πολυπυρηνικός πολυπόθητος πολυπύρηνος πολυσέλιδος
πολυσήμαντος πολυσκελής πολυστένακτος πολυσυλλεκτικός πολυσυμπαντικός
πολυσύλλαβος πολυσύνδετος πολυσύνθετος πολυσύχναστος πολυτάλαντος πολυτάραχος
πολυτασικός πολυτελής πολυτεχνικός πολυτμήματος πολυτμηματικός πολυτομικός
πολυτοπικός πολυτροπικός πολυτόκος πολυφάγος πολυφίλητος πολυφασικός πολυφυής
πολυφωνικός πολυχρήματος πολυχρόνιος πολυψήφιος πολυωνυμικός πολυύμνητος
πολυώροφος πολφικός πολωνέζικος πολωνικός πολωτικός πολύαιμος πολύανδρος
πολύαστρος πολύβλαστος πολύβοος πολύβουλος πολύβουος πολύγαμος πολύγλωσσος
πολύγνωρος πολύγονος πολύγραμμος πολύγωνος πολύδακρυς πολύδεντρος πολύδροσος
πολύεδρος πολύηχος πολύθρησκος πολύκαρπος πολύκλαδος πολύκλαυστος πολύκλαυτος
πολύκροτος πολύλαλος πολύλογος πολύμορφος πολύμοχθος πολύνευρος πολύξερος
πολύπαθος πολύπειρος πολύπλευρος πολύπλοκος πολύποδος πολύπονος πολύπορος
πολύπτυχος πολύπτωτος πολύριζος πολύρριζος πολύς πολύσαρκος πολύσημος
πολύσπορος πολύστηλος πολύστικτος πολύστιχος πολύστροφος πολύστυλος
πολύταστος πολύτεκνος πολύτεχνος πολύτιμος πολύτμητος πολύτοκος πολύτομος
πολύτριχος πολύτροπος πολύυδρος πολύφερνος πολύφημος πολύφθογγος πολύφροντις
πολύφωνος πολύφωτος πολύχορδος πολύχρονος πολύχρυσος πολύχρωμος πολύχυμος
πολύωρος πομπικός πομπώδης πονεμένος πονεσιάρης πονετικός πονηρός ποντιακός
ποντικοκτόνος ποντικοφαγωμένος ποντιφικός ποντοπόρος πονόκαρδος πονόψυχος
πορευτικός ποριστικός ποριώτικος πορνικός πορνογραφικός πορνό ποροσκοπικός
πορτογαλέζικος πορτογαλικός πορτοκαλής πορτοκαλί πορτοκαλόχρους πορφυρένιος
πορφυρογέννητος πορφυρός πορφυρόχρους πορφυρόχρωμος πορώδης ποσέ ποσαπλάσιος
ποσοστιαίος ποσοστιαίως ποσοστικός ποσοτικοποιήσιμος ποσοτικός ποτάμιος
ποταμογενής ποταμοχειμάρρειος ποταπός ποτιστικός πουπουλένιος πουριτανικός
πουτανίστικος πουτανιάρης πούρος πούστικος ποώδης πράος πράσινος πρίμος
πραγματιστικός πραγματογνωστικός πραγματοκρατικός πραγματολογικός
πραιτορικός πραιτωρικός πρανής πραξεολογικός πραξικοπηματικός πρασινογάλαζος
πρασινομάτης πρασινωπός πραχτικός πραϋντικός πρεβεζιάνικος πρεμνοφυής
πρεσβευτικός πρεσβυγενής πρεσβυτικός πρεσβυωπικός πρεσβύτερος πρεσοκομμένος
πριάπειος πριβέ πριγκιπικός πριμιτιβιστικός πρινένιος πριονιστός πριονοειδής
πρισματικός πρισματοειδής πριστή πριστός προαγοραστικός προαγωγικός
προαιρετικός προαιώνιος προακτέος προανακριτικός προαντιπροσωπευτικός
προβατίσιος προβατικός προβεβηκώς προβενσιανός προβηγκιανός προβλέψιμος
προβληματικός προβληματιστικός προβληματογόνος προβλητέος προβοκατόρικος
προβοσκιδοφόρος προβουλκανισμένος προγάμιος προγαμιαίος προγενέστερος
προγναθικός προγνωρίζων προγνωστικός προγνώμων προγονικός προγονολατρικός
προγραμματικός προγραμματιστικός προδημοκρατικός προδικαστικός προδοτικός
προδυναστικός προεγχειρητικός προεδρικός προεδροδημοκρατικός προειδοποιητικός
προεισπραττόμενος προεκλογικός προεκτοπιστικός προελληνικός προεμμηνορροϊκός
προεξαγγελτικός προεξοφλήσιμος προεξοφλητέος προεξοφλητικός προεξοφλητός
προεπενδυτικός προερωτικός προεφηβικός προεόρτιος προηγούμενος προθεατρικός
προθετικός προθυμότερος προθωρακικός προικιάτικος προικώος προκάρδιος προκάτ
προκαλυπτικός προκαπιταλιστικός προκαταβολικός προκατακλυσμιαίος
προκατασκευαστικός προκβαντικός προκεχωρημένος προκλασικός προκλητικός
προκλινής προκοίλης προκολομβιανός προκριματικός προκυκλικός προλεταριακός
προλογικός προμήκης προμεσημβρινός προμεταμοσχευτικός προμετωπίδιος
προμηθευτικός προμηθεϊκός προμινωικός προμνημονιακός προνοητικός προνοιακός
προνομιούχος προνομοθετημένος προνοσοκομειακός προξενικός προοδευτικός
προοπτικός προορατικός προοριστικός προπέρσινος προπαγανδιστικός
προπαρασκευαστικός προπαροξύτονος προπατορικός προπεμπτήριος προπεμπτικός
προπεριτοναϊκός προπερσινός προπερυσινός προπετής προπηλακιστικός προπληρωτέος
προπονητικός προσάνεμος προσάντης προσήλιος προσήλυτος προσήνεμος προσίστιος
προσαρμοσμένος προσαρμοστικός προσαρμόσιμος προσαυξητικός προσβάσιμος
προσβεβλημένος προσβλημένος προσβλητικός προσδιοριστικός προσδόκιμος
προσειλημμένος προσεκτικός προσεξουαλικός προσεταιριστικός προσεχής
προσηγορικός προσηλιακός προσηλυτίσιμος προσηλυτιστικός προσημασμένος προσηνής
προσθετικός προσθετός προσθιοπίσθιος προσιτός προσκαιρινός προσκείμενος
προσκυνηματικός προσλημμένος προσληπτέος προσληπτικός προσληφθείς προσοδοφόρος
προσοφθάλμιος προσπελάσιμος προσποιητικός προσποιητός προστήσας προστακτικός
προστατευόμενος προστατικός προσταχτικός προστερνίδιο προστιθέμενος
προσυλλογιστικός προσυμβατικός προσυμπτωματικός προσυμπτωματολογικός
προσυνταξιοδοτικός προσφιλής προσφυής προσφυγικός προσχηματικός προσχωματικός
προσχωτικός προσωδιακός προσωκρατικός προσωπιδοφόρος προσωπικός
προσωπογραφικός προσωποκεντρικός προσωπομετρικός προσωποπαγής προσωρινός
προτακτικός προτελευταίος προτελωνειακός προτεραίος προτερόχρονος
προτεταμένος προτιθέμενος προτιμησιακός προτιμητέος προτιμότερος προτρεπτικός
προυχοντικός προυχρόνιος προφέρσιμος προφανής προφαντός προφητικός προφορικός
προφυλακτικός προφυλαχτικός προφυματικός προχειρολόγος προχθεσινός
προχτεσινός προχωρητικός προχώ προψεσινός προωθητικός προωστήριος προωστικός
προϊστορικός προϋπάρχων προϋφιστάμενος πρυμήσιος πρυμιός πρυμνήσιος πρυμναίος
πρυμνόδετος πρυτανικός πρωθυπουργικός πρωθυπουργοκεντρικός
πρωθύστερος πρωινός πρωκτικός πρωκτολογικός πρωραίος πρωρατικός πρωσικός
πρωτάρης πρωτάρικος πρωταγωνιστικός πρωταπριλιάτικος πρωταρχικός
πρωτευουσιάνικος πρωτευουσιάνος πρωτεϊκός πρωτεϊνικός πρωτεϊνούχος πρωτινός
πρωτοβάθμιος πρωτοβυζαντινός πρωτογέννητος πρωτογενής πρωτογεωμετρικός
πρωτοελλαδικός πρωτοετής πρωτοκαιρίτικος πρωτοκλασάτος πρωτοκορινθιακός
πρωτομαγιάτικος πρωτομαρτιάτικος πρωτομινωικός πρωτονικός πρωτοπαθής
πρωτοποριακός πρωτοσέλιδος πρωτοσύστατος πρωτοτάξιδος πρωτοταγής πρωτοτόκος
πρωτοφανέρωτος πρωτοφανής πρωτοφανήσιμος πρωτοφόρετος πρωτοχρονιάτικος
πρωτυτερινός πρωτόβαλτος πρωτόβγαλτος πρωτόγεννος πρωτόγερος πρωτόγνωρος
πρωτόδικος πρωτόθετος πρωτόκλητος πρωτόκλιτος πρωτόλειος πρωτόλουβος
πρωτόπειρος πρωτόπιαστος πρωτότοκος πρωτότυπος πρωτόφαντος πρωτόχυτος
πρόβειος πρόβιος πρόγναθος πρόδηλος πρόδρομος πρόθυμος πρόνοος πρόξενος
πρόσγειος πρόσεδρος πρόσηβος πρόσθετος πρόσθιος πρόσκαιρος πρόστυλος πρόστυχος
πρόσφορος πρόσχαρος πρότερος πρότυπο:παραθετικά πρότυπο:παραθετικά
πρότυπος πρόχειλος πρόχειρος πρόωρος πρύμος πρώην πρώιμος πρώτιστος πτεροειδής
πτερυγοειδής πτερυγωτός πτερωτός πτερόεις πτηνοτροφικός πτητικός πτιλωτός
πτυκτός πτυχιακός πτυχιούχος πτυχωσιγενής πτυχωτός πτωματικός πτωτικός
πτωχικός πτωχοπροδρομικός πτωχός πτωχόταστος πυγαίος πυγμαίος πυγμαχικός
πυελοουρητηρικός πυθαγόρειος πυθικός πυκνογραμμένος πυκνοδομημένος
πυκνοκατοικημένος πυκνομετρικός πυκνωτικός πυκνόρρευστος πυκνός πυκνόφυλλος
πυλαίος πυλωρικός πυογόνος πυορροϊκός πυράντοχος πυρίκαυστος πυρίμαχος
πυραμιδικός πυραμιδοειδής πυραμιδωτός πυραμοειδής πυρασφαλιστικός πυραυλικός
πυραυλοφόρος πυργιώτικος πυργοεδής πυργοειδής πυργωτός πυρετικός πυρετογόνος
πυρηναϊκός πυρηνικός πυρηνοειδής πυρηνοκίνητος πυριγενής πυριτικός πυριτιούχος
πυροβατικός πυροβολικός πυρογενής πυρογραφικός πυροδοτικός πυροηλεκτρικός
πυροκλαστικός πυροκυτταρινικός πυρολατρικός πυρολιθικός πυρολυτικός
πυρομανής πυρομαχικός πυρομεταλλουργικός πυρομετρικός πυροπαθής πυροσβεστικός
πυροφορικός πυρπολικός πυρρόθριξ πυρρόξανθος πυρρός πυρρόχρους πυρφόρος
πυρόπληκτος πυρώδης πυώδης πωγωνάτος πωγωνοφόρος πόντιος πόσιμος πότιμος
πύξινος πύρινος πύρρειος πώρινος ράθυμος ρέζιγος ρέμπελος ρέστος ραβδοειδής
ραβδοφόρος ραβδωτός ραβινικός ραγδαίος ραγιάδικος ραδιενεργός ραδινός
ραδιογωνιομετρικός ραδιοηλεκτρικός ραδιοηλεκτρολογικός ραδιοθεραπευτικός
ραδιομετεωρολογικός ραδιοναυτιλιακός ραδιοπειρατικός ραδιοπυρηνικός
ραδιοτεχνικός ραδιοτηλεγραφικός ραδιοτηλεοπτικός ραδιοτηλεφωνικός ραδιοφαρικός
ραδιοφωνικός ραδιοχημικός ραδιοϊσοτοπικός ραδιούργος ραδιούχος ραιβοσκελής
ραιβός ραιτορομανικός ρακένδυτος ρακοφόρος ραμφοειδής ραμφοφόρος ραμφόστομος
ραπτικός ρασιοναλιστικός ρατσιστικός ραφινάτος ραφινέ ραφτικός ραχατλίδικος
ραχιτικός ραχοειδής ραψωδικός ρεαλιστικός ρεβανσιστικός ρεβιζιονιστικός
ρεζερβέ ρεθεμνιώτικος ρεθυμνιώτικος ρεμβώδης ρεμπέτικος ρεολογικός ρεοστατικός
ρεπουμπλικανικός ρετροσπεκτιβικός ρετρό ρετσινάτος ρευματικός ρευματοειδής
ρευματώδης ρευστομηχανικός ρευστοποιήσιμος ρευστός ρεφλέξ ρεφορμιστικός
ρηγματώδης ρημαδιακός ρηματικός ρηξιγενής ρηξικέλευθος ρητινικός ρητινοφόρος
ρητινώδης ρητορικός ρητός ρηχός ριγέ ριγανάτος ριγηλός ριγωτός ριζίτικο
ριζικάρης ριζικός ριζιμιός ριζοειδής ριζομορφικός ριζοσπαστικός ριζοτροπικός
ριζόμορφος ριζώδης ρικνός ριναίος ρινικός ρινολαρυγγικός ρινολογικός
ρινοσκοπικός ρινοφαρυγγικός ρινόφωνος ριπίταστος ριπαίος ριπιδίταστος
ριπιδωτός ριπιδόταστος ριχτός ριψοκίνδυνος ρογιάτικος ροδής ροδίτικος ροδαλός
ροδοειδής ροδοζυμωμένος ροδοζύμωτος ροδοκόκκινος ροδομάγουλος ροδομύριστος
ροδοπεριχυμένος ροδοστεφάνωτος ροδοστεφής ροδοστεφανωμένος ροδοψημένος
ροδόχρους ροδόχρωμος ροζ ροζέ ροζιάρης ροζιάρικος ροζιασμένος ρομ ρομανικός
ρομβικός ρομβοειδής ρομβωτός ρομποτικός ρομφαιοφόρος ροπαλοφόρος ροταριανός
ρουκετοφόρος ρουμάνικος ρουμανικός ρουμελιώτικος ρουμπινής ρουνικός ρουστίκ
ρουτινιέρικος ρουφηχτός ροφητός ρούσικος ρούσος ρυγχοειδής ρυγχοφόρος ρυγχωτός
ρυθμιστής ρυθμιστικός ρυμοτομικός ρυπαντικός ρυπαρός ρυπογόνος ρυτιδιασμένος
ρωμαίικος ρωμαιοκαθολικός ρωμαλέος ρωμανικός ρωμαντικός ρωμαϊκό ρωμαϊκός
ρωσομαθής ρωσόφιλος ρόδινος ρόδιος ρόπαλο ρώσικος σάπιος σάρκινος σέκος σένιος
σέρβικος σέρτικος σίγουρος σίτινος σίφνιος σαββατιάτικος σαββατιανός
σαββατογεννημένος σαβουρολάγνος σαγηνευτικός σαγκριώτικος σαδιστικός
σαθρός σαικσπηρικός σαιξπηρικός σακάτικος σακοειδής σακουλίσιος σακχαροειδής
σακχαρώδης σαλιάρης σαλικυλικός σαλπιγγικός σαλπιγγοειδής σαλός σαμαρειτικός
σαματατζίδικος σαμιακός σαμιώτικος σαμπανιζέ σανατορικός σανιδένιος
σανιδωτός σανιδόφραχτος σανσκριτικός σαντορινιός σαντορινιώτικος σαξ σαξονικός
σαουδικός σαπρογόνος σαπροφάγος σαπροφυτικός σαπρός σαπφείρινος σαπφειροειδής
σαπωνοειδής σαράφικος σαρακοστιάτικος σαρακοστιανός σαρακοφαγωμένος
σαρανταήμερος σαρδελοφάγος σαρδόνιος σαρκαστικός σαρκερός σαρκικός σαρκοβόρος
σαρκοειδής σαρκοφάγος σαρκοφαγικός σαρκωματώδης σαρκώδης σαρωτικός σασκίνης
σατινέ σατινένιος σατιρικός σατούρνιος σατράπικος σατραπικός σατυρικός
σαφέστερος σαφής σαφηνής σαφηνιστικός σαφρακιασμένος σαχλός σβέλτος σβεστός
σβουνοπασάλειφτος σβουριχτός σβωλιαστός σγουρομάλλης σγουρόμαλλος σγουρός
σεβασμιότατος σεβασμιώτατος σεβαστικός σεβαστός σεβνταλίδικος σειληνικός
σειραϊκός σειριακός σειρόδετος σεισμικός σεισμογενής σεισμογραφικός
σεισμολογικός σεισμομετρικός σεισμοπαθής σεισμόπληκτος σειστός σεκταριστικός
σελασφόρος σεληναίος σεληνιακός σεληνιούχος σεληνογραφικός σεληνοειδής
σεληνοτοπογράφος σεληνοτοπογραφικός σεληνοφώτιστος σεληνόφωτος σελωτός
σεμιναριακός σεμνολόγος σεμνοπρεπής σεμνός σεμνότυφος σεμπρικός σενεγαλέζικος
σενιάν σεντεφένιος σεξιστικός σεξολογικός σεξομανής σεξουαλικός σεξπιρικός
σεπτεμβριάτικος σεπτεμβριανός σεπτός σερέτικος σεραφικός σερβικός
σερβοκροατικός σερνάμενος σερνικοθήλυκος σερνικός σερπετός σερραίικος
σερσέμης σερσέμικος σεχταριστικός σηκωτός σημαδευτός σημαδιακός
σημαντικός σημαντικότατος σημασιολογικός σηματοτεχνικός σημειακός
σημειολογικός σημειωτέος σημειωτικός σημειωτός σημερινός σημερνός σημιτικός
σηρικός σηροτροφικός σησαμόπαστος σητειακός σηψαιμικός σηψιγόνος σθεναρός
σιαλαγωγός σιαλικός σιαλογόνος σιαλοφόρος σιαλώδης σιαμέζικος σιαμαίος
σιβηρικός σιβυλλικός σιγαλός σιγαλόφωνος σιγανός σιγηλός σιγμοειδής σιδεράτος
σιδεροκέφαλος σιδερωτός σιδερός σιδερόφραχτος σιδηροδέσμιος σιδηροδρομικός
σιδηροπαγής σιδηροπενικός σιδηρουργικός σιδηρούς σιδηρούχος σιδηρόφραχτος
σικ σικάτος σικέ σικελικός σιληνικός σιλοφόρος σιμιγδαλένιος σιμοτινός
σιμός σιναλεζικός σιναπούχος σιναϊτικός σινιέ σινικός σινοελληνικός
σινοσοβιετικός σιντεφένιος σιούτος σιροπιαστός σισύφειος σιτάρκης σιταγωγός
σιταρίσιος σιταροειδής σιταρόχρωμος σιτευτός σιτικός σιτοπαραγωγικός σιτοφόρος
σιφνέικος σιφνιώτικος σιφωνιάτικος σιχαμερός σιχασιάρης σιωνιστικός σιωπηλός
σκάνταλος σκάρτος σκέτος σκαδιώτικος σκαιός σκακιστικός σκαληνός σκαλιστικός
σκαλωτός σκαμπρόζικος σκαμπρόζος σκανδαλιάρης σκανδαλιάρικος σκανδαλιστικά
σκανδαλοθηρικός σκανδαλολογικός σκανδαλοπλόκος σκανδαλοποιός σκανδαλώδης
σκανδιναυϊκός σκανδόγλωσσος σκανταλιάρης σκανταλιάρικος σκαπτικός σκαπτός
σκαρφαλωτός σκαστός σκατένιος σκατιάρης σκατοκέφαλος σκατολογικός σκατοφάγος
σκαυϊκός σκαφευτικός σκαφιδωτός σκαφοειδής σκαφτικός σκαφτός σκεβρός
σκελετικός σκελετολογικός σκελετωμένος σκελετώδης σκεπαστικός σκεπαστός
σκεπτικός σκεπός σκερτσόζα σκερτσόζικος σκερτσόζος σκευαγωγός σκευομορφικός
σκηνικός σκηνογραφικός σκηνοθετικός σκηπτούχος σκιάθιος σκιαγραφικός σκιαζάρης
σκιερός σκιστός σκιτζίδικος σκιόφιλος σκιόφοβος σκιώδης σκληραγωγημένος
σκληρογόνος σκληροκέφαλος σκληροκόκαλος σκληρομετρικός σκληροπυρηνικός
σκληρυντικός σκληρωτικός σκληρόδερμος σκληρόκαρδος σκληρόπετσος σκληρός
σκληρόφλουδος σκληρόφυλλος σκληρόψυχος σκληρώδης σκοινένιος σκολιάτικος
σκολιωτικός σκοπελίτικος σκοπευμένος σκοπευτικός σκορβουτικός σκορδόπιστος
σκοροφαγωμένος σκορπιστός σκοταδερός σκοταδιστικός σκοτεινούτσικος σκοτεινός
σκοτικός σκοτοενεργειακός σκοτοϋλικός σκοτσέζικος σκοτωμένος σκουλάτος
σκουληκιάρικος σκουληκομυρμηγκοτρυποειδής σκουληκοφαγωμένος σκουντημένος
σκουροκόκκινος σκουροπράσινος σκουρόχρωμος σκουφάτος σκούρος σκυθικός
σκυλίσιος σκυλοδόντης σκυλοκέφαλος σκυλομούρης σκυλόψυχος σκυρωτός σκυφτός
σκωληκοφάγος σκωληκόβρωτος σκωπτικός σκωτικός σκωτσέζικος σκόπιμος σκόρπιος
σκύτινος σλάβικος σλαβικός σλαβόφιλος σλαβόφωνος σλαυόφιλος σλοβακικός
σμαράγδινος σμαραγδένιος σμαραγδοειδής σμαραγδόχρους σμηγματικός σμηγματογόνος
σμηκτικός σμικρός σμιλευτός σμιχτοφρύδης σμιχτός σμυριδεργατικός σμυριδικός
σμυρναϊκός σμυρνιώτικος σνομπ σνομπιστικός σοβαροφανής σοβαρός σοβαρότερος
σοβινιστικός σοβράνος σοδομικός σοδομιτικός σοκαριστικός σοκινιανός σοκολά
σοκολατής σοκολατούχος σολομώντειος σολωμικός σολώνιος σομφός σομφώδης σομόν
σορβικός σοροπιαστός σος σοσιαλδημοκρατικός σοσιαλιστικός σουβλερός σουβλιστός
σουδανέζικος σουδανικός σουηδέζικος σουηδικός σουλιώτικος σουλτανικός
σουμερικός σουμπρετίστικος σουνιτικός σουξεδιάρης σουρεαλιστικός σουρλωτός
σουσαμάτος σουσαμένιος σουσαμωτός σουσουδίστικος σουφικός σοφιστικός
σοφολογιώτατος σοφόκλειος σοφός σοϊλής σοϊλίδικος σοϊλίτικος σούκο σούμπιτος
σπάνιος σπάρτινος σπάταλος σπέσιαλ σπαγγοραμένος σπαγγοραμμένος σπαγκοραμμένος
σπαθοειδής σπαθωτός σπανιότατος σπανιότερος σπανός σπαρακτικός σπαραξικάρδι
σπαραχτικός σπαργωτός σπαρταριστός σπαρτιάτικος σπαρτιατικός σπαρτικός σπαρτός
σπασμωδικός σπασμώδης σπαστικός σπειροειδής σπειρωτός σπερματαγωγός
σπερματογόνος σπερματοδίκαιος σπερματοδόχος σπερματοκτόνος σπερματολογικός
σπερματοτοξικός σπερματοφάγος σπερματοφόρος σπερματούχος σπερμικός σπερμογόνος
σπερμολογικός σπερμοτοξικός σπερμοφάγος σπερμοφυής σπερμοφόρος σπερνός
σπηλαίος σπηλαιολογικός σπηλαιόβιος σπηλαιώδης σπιθαμιαίος σπιλωτικός
σπινθηροβόλος σπινθηρογραφικός σπιράλ σπιρτόζος σπιτίσιος σπιτικός σπλαγχνικός
σπλαγχνολογικός σπλαχνικός σπληνιάρης σπληνικός σπληνογραφικός σπληνολογικός
σπογγογενής σπογγοειδής σπογγώδης σπονδειακός σπονδυλικός σπονδυλωτός σπορ
σποριάρης σποριάρικος σπορογόνος σπορτίφ σπουδαίος σπουδαιοφανής σπουδασμένος
σπουδαχτικός σπυριάρης σπυρωτός σπόριμος σπόρκος σράναν στάσιμος στέρεος
σταβέντο σταβέτ σταγονομετρικός σταδιακός σταδιομετρικός σταθεροποιητικός
σταθμητός στακτός σταλακτικός σταλακτός σταλαχτός σταλινικός σταλινοειδής
σταμνόσχημος σταμπάτος σταμπωτός στανιαρισμένος στανικός σταράτος σταρένιος
σταρόχρωμος στασιαστικός στατικός στατιστικοποιήσιμος στατιστικός
σταυρανθής σταυρεπίστεγος σταυρικός σταυροαναστάσιμος σταυροειδής
σταυροπηγιακός σταυρωτός σταυρόσχημος σταυρότυπος σταυρώσιμος σταφιδικός
σταφυλοκοκκικός σταχτής σταχτερός σταχτοκίτρινος σταχτόχρωμος στεάτινος
στεατικός στεατοπυγικός στεατώδης στεγάσιμος στεγανωτικός στεγανός στεγαστικός
στεγνός στενάχωρος στενογραφικός στενοκέφαλος στενομέτωπος στενοπρόσωπος
στενόθωρος στενόκαρδος στενόμακρος στενόμυαλος στενόπορος στενός στενόστομος
στενόφυλλος στενόχωρος στενόψυχος στερεογραφικός στερεοελλαδίτικος
στερεοσκοπικός στερεοστατικός στερεοτακτικός στερεοτατικός στερεοτυπικός
στερεοφωτογραφικός στερεοχημικός στερεοχρωμικός στερεοϊσομερής στερεωτικός
στερεότυπος στερητικός στεριανός στερνίσιος στερνικός στερνοκλειδικός
στερνός στερρός στεφανηφόρος στεφανιαίος στεφανωτός στηθικός στηθοσκοπικός
στηρικτικός στητός στιβαρός στιγματικός στιγμιαίος στικτός στιλάτος
στιλιστικός στιλπνός στιπλ στιφρός στιφτός στιχηρός στιχογραφικός
στιχουργικός στοιβαχτός στοιχειακός στοιχειοθετικός στοιχειοχυτικός
στολοδρομικός στοματικός στοματογναθοπροσωπικός στοματολογικός στοματολόγος
στομαχικός στομφώδης στοργικός στουμπιστός στουμπουλός στουπένιος στοχαστικός
στράπλες στραβικός στραβοδίβολος στραβοκάνης στραβοκέφαλος στραβολαίμης
στραβοπόδης στραβός στραβόταστος στραγγαλιστικός στραγγιστικός στραγγιστός
στραταρχικός στρατεύσιμος στρατηγικός στρατιωτικός στρατογεμής στρατοκρατικός
στρατόκαβλος στρατόκαυλος στρεβλός στρεμματικός στρεπτοκοκκικός στρεπτός
στριγκός στριμμένος στριμωχτός στριμόκωλος στριφογυριστός στριφτός
στροβιλοειδής στροβοσκοπικός στρογγυλοπρόσωπος στρογγυλοφέγγαρος
στρογγυλόμακρος στρογγυλός στροντιούχος στρουμπουλός στρουμφολογικός
στρυφνός στρωματοποιημένος στρωτός στρόγγυλος στυγερός στυγνός στυπτικός
στυφούτσικος στυφτικός στυφός στωικός στωικότερος στωμύλος συβαριτικός
συγγενικός συγγνωστός συγγραφικός συγκάτοχος συγκαιρινός συγκαταβατικός
συγκατανευτικός συγκείμενος συγκεντρωμένος συγκεντρωτικός συγκεφαλαιωτικός
συγκινησιακός συγκινητικός συγκλίνων συγκλητικός συγκλονιστικός συγκοινωνιακός
συγκολλητικός συγκρίσιμος συγκρητικός συγκριτικός συγκρουσιακός συγκυβερνητέος
συγκυριακός συγχαρητήριος συγχρονικός συγχρονιστικός συγχυσμένος συγχυτικός
συγχωρητήριος συγχωρητικός συζευγμένος συζευκτικός συζητήσιμος συζητητικός
συζυγικός συθέμελος συκοφαντικός συλλήψιμος συλλαβικός συλλαβιστικός
συλλαβογραφικός συλλεκτικός συλλεχτικός συλληπτήριος συλλογικός συλλογισμένος
συλλυπητήριος συμέμελος συμβασιοκρατικός συμβασιούχος συμβατικός συμβατός
συμβιωτικός συμβολαιακός συμβολαιογραφικός συμβολικός συμβουλατορικός
συμμέτοχος συμμαζεμένος συμμαχικός συμμεταβλητός συμμετοχικός συμμετρικός
συμμορίτικος συμμοριτικός συμμοριόπληκτος συμμορφούμενος συμπαγής συμπαθής
συμπαθητικός συμπαντικός συμπαράγωγος συμπαραταξικός συμπεθερικός
συμπεριφορικός συμπεριφοριστικός συμπιεσμένος συμπιεστικός συμπιεστός
συμπλεκτικός συμπλεχτικός συμπληρωματικός συμπληρωτικός συμπολημερής
συμπονετικός συμποσιακός συμποσιαστικός συμποτικός συμπτωματικός
συμπυκνωτικός συμπότης συμπύρηνος συμφασικός συμφεροντολογικός συμφερτικός
συμφορητικός συμφραστικός συμφυής συμφυρματικός συμφυτικός συμφωνημένος
συμφωνόληκτος συμφωνόλητκος συμψηφιστικός συμψιφησθείς συνάλληλος συνένοχος
συναίτιος συναγωνιστικός συναδελφικός συναινετικός συναιρόμενος
συναισθητικός συνακόλουθος συναλλάξιμος συναλλαγματικός συναλλακτικός
συναπτικός συναπτός συναρμόδιος συναρπαστικός συναρτησιακός συνασπιστικός
συνδεσμικός συνδεσμοπλαστικός συνδετήριος συνδετικός συνδιαλλακτικός
συνδικαλιστικός συνδρομητικός συνδυαστικός συνεγγυητικός συνειδησιακός
συνειρμικός συνεκδοχικός συνεκτικός συνεπής συνεπικουρούμενος συνεπικρατών
συνεργατικός συνεργικός συνεσταλμένος συνεστραμμένος συνεταιρικός
συνετός συνεχής συνεχόμενος συνηθέστερος συνηθισμένος συνημμένος συνηχητικός
συνθετικός συνθηματικός συνθηματολογικός συννεφώδης συνοδευτικός συνοδικός
συνοικιακός συνολικός συνομήλικος συνομετρικός συνομοσπονδιακός
συνονόματος συνοπτικός συνοριακός συντάξιμος συνταγματικός συνταγογραφικός
συνταξιοδοτικός συνταρακτικός συνταραχτικός συνταχτικός συντελεστικός
συντεχνιακός συντηρητικός συντμημένο συντομογραφικός συντομότερος
συντριπτικός συντροφιαστός συντροφικός συνυπεύθυνος συνωμοσιολογικός
συνωνυμικός συνώνυμος συριακός συριανός συριγγώδης συριζαϊκός συριστικός
συρματένιος συρματόπλεκτος συρματόπλεχτος συρταρωτός συρτός συσσωρευτικός
συσταλτός συστατικός συστημένος συστηματικός συστημικός συστολική συστολικός
συσχετιστικός συφερτικός συφιλιδικός συφοριασμένος συχνός συχνότερος σφαγίτιδα
σφαδαστικός σφαιρικός σφαιροειδής σφακιώτικος σφαλερός σφαλιστός
σφαχτός σφηνοειδής σφηνωτός σφιγκτός σφικτός σφιχτοχέρης σφιχτόκωλος σφιχτός
σφοδρότερος σφουγγαράδικος σφραγιστικός σφραγιστός σφριγηλός σφυγμικός
σφυριχτός σχεδιαστικός σχεδιοποιημένος σχετικιστικός σχετικός σχετλιαστικός
σχιζοειδής σχιζοφρενής σχιζοφρενικός σχισματικός σχισμοειδής σχιστολιθικός
σχιστός σχοίνινος σχοινοβατικός σχοινοτενής σχολάζων σχολαστικός σχολιαστικός
σχωρεμένος σωβινιστικός σωκρατικός σωληνοειδής σωληνωτός σωματειακός
σωματικός σωματολογικός σωματομετρικός σωματοτρόπος σωματώδης σωρευτικός
σωροπυριτικός σωσίβιος σωστικός σωστός σωτήριος σωτηριολογικός σωφρονιστικός
σόλο σόλοικος σύγκαιρος σύγκορμος σύγχρονος σύκινος σύμμεικτος σύμμειχτος
σύμμορφος σύμπας σύμπηκτος σύμπλοκο σύμπλοκος σύμφορος σύμφυρτος σύμφυτος
σύνθετος σύννομος σύννους σύνολος σύνοφρυς σύντομος σύντονος σύνωρος σύξυλος
σύσπαστος σύσσωμος σύστοιχος σύψυχος σώος σώφρων τάλας τάλε κουάλε τάχιστος
τέλειος τέως τίμιος τίτσιρος ταβερνόβιος ταγγός ταγκός ταγμένος ταγματικός
ταζέτικος ταινιοειδής ταινιωτός ταινιόμορφος ταινιόπλεκτος ταιριαστός τακερός
τακτικός τακτικότερος τακτός ταλαίπωρος ταλαντευτικός ταλαντούχος ταλμουδικός
ταμαχκιάρης ταμειακός ταμειολογιστικός ταμιακός ταμιευτικός ταναγραίος τανικός
ταξιδιάρης ταξιδιάρικος ταξιδιωτικός ταξιδιώτικος ταξικός ταξινομικός
ταπεινός ταπεινόφρονας ταπεινόφρων ταραχοποιός ταραχώδης ταριχευμένος
ταριχευτός ταρσικός ταρτάρ τασμανικός ταστωτός ταστός ταταρικός ταυροειδής
ταυρόμορφος ταυτάριθμος ταυτογράμματος ταυτολογικός ταυτολόγος ταυτομερές
ταυτοπρόσωπος ταυτόαιμος ταυτόσημος ταυτόφωνος ταυτόχρονος ταυτώνυμος ταφικός
ταχινός ταχτικός ταχυβόλος ταχυγραφικός ταχυδακτυλουργικός ταχυδρομικός
ταχυεργός ταχυθάνατος ταχυκίνητος ταχυκαής ταχυμετρικός ταχυπόρος ταχύγλωσσος
ταχύπλοος ταχύπορος ταχύπους ταχύρρυθμος ταχύρυθμος ταχύς ταχύτερος
ταύρειος τεζαριστός τεθνεώς τεθωρακισμένος τεκμαρτός τεκμηριωτικός
τεκτονικός τεκτοπυριτικός τελειοθηρικός τελειοποιήσιμος τελειοποιημένος
τελειωμένος τελειωτικός τελεολογικός τελεσίδικος τελεσιγραφικός τελεστικός
τελετουργικός τελευταίος τελικός τελματικός τελματόβιος τελματώδης τελολογικός
τεμπέλης τεμπέλικος τεναγώδης τενεκεδένιος τενιστικός τεντωτός τεντώσιμος
τεξανός τεράστιος τερατογονικός τερατογόνος τερατοειδής τερατολογικός
τερατώδης τερβιούχος τερεφθαλικός τερματικός τερμιτοξενία τερμιτοφιλία
τερμιτόφιλος τερνερική τερνερικός τερπνός τερψίθυμος τερψιλαρύγγιο
τερώδης τεσσαράγωνος τεσσαρακάντουνος τεσσαρακονθήμερος τεσσαρακονταετής
τεσσαρακοστός τεσσεροκάντουνος τεταγμένος τετανικός τετανοειδής τεταρταίος
τεταρτογενής τεταρτοκυκλικός τετράβαθμος τετράβιβλος τετράγκωνος τετράγλωσσος
τετράγραμμος τετράγωνος τετράδιπλος τετράδραχμος τετράεδρος τετράθυρος
τετράιχνος τετράκαννος τετράκερος τετράκιλος τετράκλαστος τετράκλιμος
τετράκλιτος τετράκλωνος τετράκνημος τετράκολπος τετράκορφος τετράκρουνος
τετράκυκλος τετράκωπος τετράλεκτος τετράλιτρος τετράλοφος τετράμετρος
τετράμοιρος τετράμορος τετράμορφος τετράξανθος τετράξονος τετράοδος τετράορος
τετράπαχος τετράπεδος τετράπηχος τετράπλαστος τετράπλατος τετράπλεθρος
τετράπλοκος τετράποδος τετράπολος τετράπορος τετράπορτος τετράπρακτος
τετράπτερος τετράπτιλος τετράπτυχος τετράπτωτος τετράπυλος τετράπυργος
τετράριθμος τετράρραβδος τετράρριζος τετράρρινος τετράρριχτος τετράρρυθμος
τετράσειρος τετράσημος τετράσκαλμος τετράστεγος τετράστερος τετράστηλος
τετράστοιχος τετράστομος τετράστοος τετράστροφος τετράστυλος τετράσχιστος
τετράσωμος τετράτεκνος τετράτομος τετράτονος τετράτροπος τετράτροχος
τετράυνος τετράφαλος τετράφατσος τετράφθαλμος τετράφορος τετράφυλλος
τετράφωνος τετράφωτος τετράχειρος τετράχηλος τετράχορδος τετράχρονος
τετράχυτρος τετράχωρος τετράψηλος τετράψιδος τετράωρος τετράωτος τετραέμβολος
τετραΰφαντος τετρααιθυλικός τετρααιθυλιούχος τετρααλογονούχος
τετρααρσενικούχος τετραβάθμιδος τετραβάλβιδος τετραβαρής τετραβορικός
τετραβρωμικός τετραβρωμιούχος τετραβρωμιωμένος τετραγράμματος τετραγωνικός
τετραδάκτυλος τετραδάχτυλος τετραδιάτικος τετραδικός τετραδύστυχος
τετραεθνής τετραετής τετραετηρικός τετραζυγής τετραζωτούχος τετραθέσιος
τετραθειούχος τετρακάμαρος τετρακάναλος τετρακέρατος τετρακέφαλος
τετρακισχίλιοι τετρακλαδικός τετρακοσιοστός τετρακτινωτός τετρακυκλικός
τετρακόρωνος τετρακόσιοι τετρακόσοι τετρακόχλιος τετρακύλινδρος τετραλεκτικός
τετραμεθυλικός τετραμεθυλιούχος τετραμεθυλιωμένος τετραμελής τετραμερής
τετραμηνιάτικος τετραμηνιαίος τετραμιγής τετρανιτρικός τετρανιτρωμένος
τετρανύκτιος τετραξονικός τετραξωνικός τετραοίδιος τετραπάλαιστος τετραπάλαμος
τετραπέδιλος τετραπέρατος τετραπέταλος τετραπήχης τετραπίστονος
τετραπερασμένος τετραπηχυαίος τετραπλάσιος τετραπλέλικος τετραπληγικός
τετραπλούς τετραπλός τετραπολικός τετραπολιτειακός τετραπρόσωπος τετραπτέρυγος
τετραπτερύγιος τετραπυρολικός τετραπόταμος τετραπύργιος τετραπύρηνος
τετρασέλιδος τετρασέπαλος τετρασθενής τετρασκελής τετρασπίθαμος τετραστάδιος
τετραστρέμματος τετρασύλλαβος τετρασώματος τετρατάξιος τετρατομικός τετραυγής
τετραφάρμακος τετραφθορικός τετραφθοριούχος τετραφτέρουγος τετραφυής
τετραφωσφορικός τετραφωσφορούχος τετραφωσφορυλικός τετραφωσφορυλιούχος
τετραχλωρικός τετραχλωριούχος τετραχορδικός τετραψήφιος τετραωνυμικός
τετραϋδροφολικός τετραϋπόστατος τετραόργυιος τετραώνυμος τετραώροφος
τεφροειδής τεφρός τεφρώδης τεχνητός τεχνικοεφοδιαστικός τεχνικός τεχνοκρατικός
τεχνολογικός τεχνοοικονομικός τεχνουργικός τεχνόμορφος τζαμένιος τζαμπέ
τζαμωτός τζαναμπέτα τζαναμπέτης τζιμάνι τζιν τζιώτικος τζούφιος τηγανητός
τηκτικός τηλαυγής τηλεγραφικός τηλεκατευθυνόμενος τηλεκινητικός τηλεμετρικός
τηλεοπτικός τηλεορασόπληκτος τηλεπαθητικός τηλεπικοινωνιακός τηλεσκοπικός
τηλεφωνικός τηλεφωτογραφικός τηλεχειριζόμενος τηνιακός τιγροειδής τιμαλφής
τιμαριωτικός τιμητικός τιμοκρατικός τιμολογιακός τιμωρητέος τιμωρητικός
τιρκουάζ τιτάνιος τιτανικός τιτανιούχος τιτλομανής τιτλούχος τμηματικός
τμητός τοιχογραφικός τοιχοκολλητός τοκογλυφικός τοκοφόρος τοκοχρεολυτικός
τομέα τομαρένιος τομεακός τομεοποιημένος τομογραφικός τονικός τονούμενος
τοξικολογικός τοξικομανής τοξικοφόρος τοξικός τοξινικός τοξινοειδής
τοξοβόλος τοξοειδής τοξοφόρος τοξωτός τοπιακός τοπικιστικός τοπικός
τοπογραφικός τοποκεντρικός τοπομαχικός τοποστατικός τοπωνυμικός τορευτικός
τορνευτικός τορνευτός τοροειδής τορπιλικός τορπιλοβλητικός τορπιλοειδής
τοσοδούλης τοσοδούλικος τοσουλάκης τοσούλης τοσούτσικος τοτεμικός
τουλουμίσιος τουρανικός τουριστικός τουρκικός τουρκμενικός τουρκογενής
τουρκομαθής τουρκομερίτης τουρκομερίτικος τουρκοπατημένος τουρκοσπορίτης
τουρκόφωνος τουρλωτός τουρτουριάρης τουφωτός τοχαρικός τούλινος τούρκικος
τράγιος τρέχων τρήση τρίβηλο τρίβηλος τρίβραχυς τρίγαμος τρίγλυφος τρίγλωσσος
τρίδιπλος τρίδυμος τρίεδρος τρίεθνος τρίκλινος τρίκλιτος τρίκλωνος τρίκορφος
τρίλεπτος τρίμερος τρίμετρος τρίμηνος τρίμορφος τρίξιμο τρίπατος τρίπλευρος
τρίπρακτος τρίπραχτος τρίριχτος τρίσβαθος τρίσημος τρίστηλος τρίστιχος
τρίτομος τρίτροχος τρίφυλλος τρίφωνος τρίχινος τρίχορδος τρίχρονος τρίχρωμος
τραβεστί τραβηχτικός τραβηχτός τραγίσιος τραγανιστός τραγανός τραγελαφικός
τραγοειδής τραγοπόδαρος τραγοπώγων τραγουδιστικός τραγουδιστός τραγόμορφος
τρακαδόρικος τρακικοκωμικός τρακτερωτός τραμπουκικός τραμπούκικος τρανς
τρανσεξουαλικός τρανσπαράν τρανταχτός τρανός τραπατσούλης τραπεζικός
τραπεζιτικός τραπεζοασφαλιστικός τραπεζοειδής τραπεζομεσιτικός
τραπεζόεδρος τραυλός τραυλός τραυματικός τραυματολογικός τραχειακός
τραχειοτομικός τραχηλάτος τραχηλιαίος τραχηλικός τραχηλισμός τραχωματικός
τραχύς τραχύφωνος τρεις τρελούτσικος τρελός τρεμάμενος τρεμουλιάρης
τρεμουλιαστός τρεχάμενος τρεχάτος τρεχούμενος τρηματώδης τριάρμενος τριήμερος
τριαδικός τριαινοειδής τριακονθήμερος τριακονταετής τριακονταπλάσιος
τριακοσιοπλάσιος τριακοσιοστός τριακόσιοι τριακόσοι τριανδρικός τριαντάρης
τριανταφυλλένιος τριανταφυλλής τριανταφυλλί τριβρωμιούχος τριβόμενος τριγενής
τριγλώχινος τριγυρινός τριγωνικός τριγωνομετρικός τριεθνής τριετής τριζάτος
τρικάταρτος τρικέφαλος τρικαλινός τρικαλιώτικος τρικατάληκτος τρικινητήριος
τρικομματικός τρικούβερτος τρικυμιώδης τρικόρυφος τριλεκτικός τριμελής
τριμηνιαίος τριούσιος τριπάλαιστος τριπάλαστος τριπίθαμος τριπαλαιστιαίος
τριπλέλικος τριπλούς τριπλός τριπλότυπος τριπολικός τριπολιτσιώτικος
τρισάγιος τρισάθλιος τρισέγγονος τρισέλιδος τρισένδοξος τρισαποτελούμενος
τρισδιάστατος τρισευγενικός τρισευδαίμων τρισευτυχισμένος τρισεύγενος
τρισκότεινος τρισμέγιστος τρισμακάριστος τρισπήλαιος τρισπίθαμος
τρισυπόστατος τρισχειρότερος τρισχιδής τρισχιλιετής τρισόλβιος τρισύλλαβος
τριταίος τριτοβάθμιος τριτογενής τριτοετής τριτοκοσμικός τριτοπρόσωπος
τριτότοκος τριφασικός τριφτός τριφυλλόσχημος τριφωσφορυλικός τριφωσφορυλιούχος
τριχτός τριχωτός τριψήφιος τριώνυμος τριώροφος τρομακτικός τρομαχτικός
τρομοκρατικός τρομώδης τροπαιοφόρος τροπαιούχος τροπιδοειδής τροπικός
τρουλαίος τρουλλωτός τρουλοσκεπής τρουλωτός τροφαντός τροφικός τροφιμογενής
τροφολογικός τροχήλατος τροχαίος τροχαϊκός τροχιακός τροχιοδεικτικός
τροχοειδής τροχοφόρος τρυγλοδυτικός τρυπανοφόρος τρυπητός τρυπιοχέρης τρυφερός
τρωαδίτικος τρωαδικός τρωγλοδυτικός τρωικός τρωκτικός τρωτός τρόμπας τρύπιος
τσέτουλος τσέχικος τσίγκινος τσίλικος τσίτσιδος τσίφτικος τσαγανός τσαγκός
τσακιστός τσακωνικός τσακωτός τσακώνικος τσαμπατζής τσαμπουκαλίδικος τσαπαρλής
τσαπατσούλικος τσαρικός τσαχπίνης τσαχπίνικος τσεκουράτος τσευδός τσεχικός
τσεχοσλοβακικός τσιγαρισμένος τσιγαριστός τσιγγάνικος τσιγγούνης τσιγγούνικος
τσιγκούνικος τσικνισμένος τσιλιγκρός τσιμέντινος τσιμεντένιος τσιμενταρισμένος
τσιμπλιάρικος τσινιάρης τσιπλάκης τσιριγώτικος τσιριχτός τσιρλιάρης τσιτωτός
τσιφούτικος τσολιάδικος τσολιαδίστικος τσουρουφλιστός τσουρούκης τσουρούτικος
τσόχινος τυλιχτός τυλοφθόρος τυλώδης τυμπανιαίος τυμπανικός τυμπανογραφικός
τυνησιακός τυπικός τυπογραφικός τυποκλοπικός τυποκτόνος τυπολατρικός
τυπωτικός τυραννικός τυροκομικός τυροφάγος τυρρηνικός τυρφώδης τυφικός
τυφλός τυφοειδής τυχάρπαστος τυχαίος τυχοδιωκτικός τυχοδιωχτικός τυχών τωρινός
τόπλες τότε τόφαλος υάλινος υαλικός υαλογραφικός υαλοειδής υαλοσκεπής
υαλουργικός υαλουρονικός υαλωτός υαλόφρακτος υαλόφραχτος υαλώδης υβρεοφοβικός
υβριστικός υβός υγειονομικός υγιέστατος υγιής υγιεινός υγράλατος υγραεριοφόρος
υγρομετρικός υγροποιήσιμος υγροποιητικός υγροσκοπικός υγρόληκτος υγρόληχτος
υγρόφιλος υδάτινος υδαρής υδαταγωγός υδατικός υδατογραφικός υδατοδιαλυτός
υδατομετρικός υδατοσκοπικός υδατοστεγής υδατώδης υδραίικος υδραιμικός
υδραργυρούχος υδραυλικός υδρενεργειακός υδρευτικός υδροβιολογικός
υδρογονοκίνητος υδρογονούχος υδρογραφικός υδροδιαλυτός υδροδοτικός
υδροηλεκτρικός υδροθειικός υδροθειούχος υδροθεραπευτικός υδροθερμικός
υδροκίνητος υδροκεφαλικός υδροκηλικός υδροκριτικός υδροκυανικός υδρολογικός
υδρονομικός υδροπνευματικός υδροπονικός υδροσκοπικός υδροστατικός υδροστεγής
υδροτροπικός υδροφθορικός υδροφοβικός υδροφόρος υδροχαρής υδροχλωρικός
υδρωπικός υδρόβιος υδρόγειος υδρόφιλος υδρόφοβος υδρόχαρος υδρόψυκτος υιικός
υλικός υλιστικός υλοζωικός υλοποιήσιμος υλοτομικός υμενικός υμενοειδής
υμνητικός υμνογραφικός υμνολογικός υοειδής υπάλληλος υπάρξιμος υπέγγυος
υπέργειος υπέργηρος υπέρθερμος υπέρθυρος υπέρκαλος υπέρλαμπρος υπέρλεπτος
υπέρμαχος υπέρμετρος υπέρογκος υπέροχος υπέρπυκνος υπέρσοφος υπέρτατος
υπέρτονος υπέρυθρος υπέρφορτος υπήνεμος υπαίθριος υπαίτιος υπαγορευτικός
υπακτικός υπαλληλικός υπανάπτυκτος υπαρκτικός υπαρκτός υπαρξιακός υπαρξιστικός
υπεδάφιος υπεναντίος υπεξούσιος υπεράγαθος υπεράνθρωπος υπεράξιος υπεράριθμος
υπερένδοξος υπερήλικος υπερήλιξ υπερήμερος υπερήφανος υπερήψυλος υπεραγία
υπεραισθητικός υπεραιωνόβιος υπερακραίος υπεραλμυρός υπεραναλυτικός
υπεραρκετός υπερασπίσιμος υπερασπιστικός υπεραστικός υπερατλαντικός
υπεραυτόματος υπερβέβαιος υπερβαρύς υπερβατικός υπερβατός υπερβιταμινούχος
υπερβόρειος υπεργεωγραφικός υπεργλυκαιμικός υπερδεξιός υπερδισύλλαβος
υπερεκλεκτικός υπερεκτεταμένος υπερεξοπλισμένος υπερεπαρκής υπερευαίσθητος
υπερηχογραφικός υπερθεμελιωδέστατος υπερθετικός υπεριστορικός υπεριώδης
υπερκανονικός υπερκειμενικός υπερκινητικός υπερκομματικός υπερκονδύλιος
υπερμέτρωψ υπερμεγέθης υπερμοντέρνος υπερογδοντάχρονος υπεροπτικός
υπερουράνιος υπερούσιος υπερπλήρης υπερπολυτελής υπερπροσοντούχος
υπερπόντιος υπερρεαλιστικός υπερσιβηρικός υπερσυγκεντρωτικός υπερσυμβατικός
υπερσυμπαντικός υπερσυντηρητικός υπερσύγχρονος υπερτέλειος υπερτασικός
υπερτοπικός υπερτραφής υπερτροφικός υπερτυχερός υπερυδροφοβικός υπερυδρόφοβος
υπερφίαλος υπερφαλαγγίζων υπερφυής υπερφυσικός υπερφωσφορικός υπερφωτονικός
υπερωκεάνιος υπερωριακός υπερώιος υπερώριμος υπεύθυνος υπηρεσιακός υπναλέος
υπνοβατικός υπνολογικός υπνοφόρος υπνωτιστικός υποαλλεργικός υποατομικός
υποβαθμιστικός υποβλητικός υποβοηθητικός υποβολιμαίος υποβρυχιακός υποβρύχιος
υπογειωμένος υπογλυκαιμικός υπογλυκαιμικός υπογλώσσιος υπογνάθιος υπογόνιμος
υποδεέστερος υποδειγματικός υποδερμικός υποδόριος υποευτηκτοειδής υποθαλάμιος
υποθερμικός υποθετικός υποθηκευμένος υποθηκεύσιμος υποθηκικός υποκίτρινος
υποκείμενος υποκειμενικός υποκινήσιμος υποκινητικός υποκλείδιος υποκλινικός
υποκριτικός υποκύανος υπολειμματικός υπολειπόμενος υπολειτουργών υπολειφθής
υπολογιστικός υπομάζιος υπομικροσκοπικός υπομνηματικός υπομνηστικός
υπομονητικός υπονομευτικός υπονοούμενος υποουλικός υποπολλαπλάσιος υποσέλιδος
υποσελίδιος υποσημειακός υποστασιακός υποστατικός υποστηρικτικός υποστυλωτικός
υποσχετικός υποτακτικός υποτασικός υποταχτικός υποτελής υποτιμητικός
υποτροπιάζων υποτροπικός υποτυπώδης υπουργήσιμος υπουργικός υποφερτός
υποχείριος υποχθόνιος υποχλωριώδης υποχονδριακός υποχοντριακός υποχρεωτικός
υποχόνδριος υποχόντριος υποψήφιος υπωρόφιος υπόγειος υπόγλυκος υπόδικος
υπόθερμος υπόκαυστος υπόκωφος υπόλευκος υπόλογος υπόλοιπος υπόξανθος υπόξινος
υπόπυκνος υπόρρητος υπόσκαφος υπόσπονδος υπόστροφος υπόστυλος υπότονος
υπότροφος υπόφαιος υπόχρεος υπόχρεως υπόχρυσος υπόψυχρος υστεραίος υστερικός
υστερνός υστεροβυζαντινός υστερογενής υστεροελλαδικός υστερομεσαιωνικός
υστερόβουλος υστερότοκος υστερόχρονος υφάλμυρος υφέρπων υφέσιμος υφαντικός
υφαντουργικός υφαντός υφασμάτινος υφασματικός υφεσιακός υφηγητικός υψίκορμος
υψίφωνος υψηλόβαθμος υψηλόκορμος υψηλόμισθος υψηλός υψηλόσωμος υψηλότερος
υψηλόφωνος υψιπέτης υψιπετής υψιπετής υψιτενής υψομετρικός υψοφοβικός φάλτσος
φέρελπις φίλαθλος φίλανδρος φίλαρχος φίλαυτος φίλεργος φίλερις φίλιος φίλιππος
φίλτατος φίλυδρος φίλυπνος φίνος φίσκα φαβιανός φαγάδικος φαγανός φαγεδαινικός
φαγεσωρογόνος φαγοκυτταρικός φαγώσιμος φαεινός φαιδρολόγος φαιδρυντικός
φαινολικός φαινομενικός φαινομενολογικός φαιοκίτρινος φαιοχίτων φαιός
φακιδιάρης φακιρικός φακοειδής φαλαγγίτικος φαλαγγιτικός φαλαινοειδής
φαλακρός φαληρικός φαληριώτικος φαλλικός φαλλοκρατικός φαλλομορφικός
φαλλόσχημος φαλτσαριστός φαναριώτικος φανατικός φανατισμένος φανελένιος
φανερόγαμος φανερός φανταγμένος φανταιζί φανταρίστικος φαντασιακός
φαντασιόπληκτος φαντασιόπληχτος φαντασιώδης φαντασμένος φαντασμαγορικός
φανταχτερός φανταχτός φαντεζί φαντός φανφαρονίστικος φαραγγώδης φαραωνικός
φαρδουλός φαρδύς φαρδύτερος φαρικός φαρισαϊκός φαρμακερός φαρμακευτικός
φαρμακογνωστικός φαρμακοδυναμικός φαρμακοεπιδεσμικός φαρμακοκινητικός
φαρμακομανής φαρμακομύτης φαρμακοτεχνικός φαρμακόγλωσσος φαρμακώδης
φαρυγγικός φαρφουρένιος φασάτος φασίζων φασαριόζικος φασαριόζος φασικός
φασιστοειδής φασκιωμένος φασματικός φασματοσκοπικός φασματοφωτομετρικός
φατνιακός φατνωτός φατριακός φατριαστικός φαυλεπίφαυλος φαυλοκρατικός
φαφλατάδικος φαφούτικος φαύλος φαύνος φεβρουαριάτικος φεβρουαριανός
φεγγαρίσιος φεγγαριάτικος φεγγαροντυμένος φεγγαροπρόσωπος φεγγαροστολισμένος
φεγγαρόλουστος φεγγαρόφωτος φεγγερός φεγγοβόλος φεγγριστός φειδιακός φειδωλός
φελιαστός φελλάτος φελλένιος φελλωτός φελλώδης φελπένιος φελπεδένιος
φενακιστικός φεντεραλιστικός φεουδαλικός φεουδαρχικός φερέγγυος φερέοικος
φερώνυμος φετινός φετιχικός φετιχιστικός φευγάτος φευγαλέος φευκτός
φθαλικός φθαρτικός φθαρτός φθειρικός φθειροκτόνος φθηνιάρικος φθηνούτσικος
φθινοπωριάτικος φθινοπωρινός φθισικός φθογγικός φθογγογραφικός φθογγολογικός
φθορίζων φθοριούχος φθοριωμένος φθοροποιός φιαλοειδής φιαλωτός φιγουράτος
φιδένιος φιδίσιος φιδωτός φιλάλληλος φιλάνθρωπος φιλάργυρος φιλάρεσκος
φιλάσθενος φιλέκδικος φιλέορτος φιλέραστος φιλέρημος φιλήδονος φιλήκοος
φιλίστωρ φιλαλήθης φιλανδέζικος φιλανδικός φιλανθρωπικός φιλαπόδημος
φιλειρηνιστικός φιλεκπαιδευτικός φιλελεύθερος φιλελληνικός φιλεπιστήμων
φιλεύσπλαγχνος φιλεύσπλαχνος φιλικός φιλιππικός φιλιωμένος φιλμικός
φιλοαγροτικός φιλοβαλκανικός φιλοβασιλικός φιλοδίκαιος φιλοδασικός φιλοδυτικός
φιλοζωικός φιλοθεάμων φιλοκατήγορος φιλοκερδής φιλοκυβερνητικός φιλολακωνικός
φιλολογικός φιλομαθής φιλομειδής φιλοπερίεργος φιλοπεριβαλλοντικός φιλοπράγμων
φιλοπόλεμος φιλοσοβιετικός φιλοσοφημένος φιλοσοφικός φιλοτελής φιλοτελικός
φιλοτουρκικός φιλοφρονητικός φιλοχρήματος φιλτραρισμένος φιλωτίτικος φιλόδικος
φιλόζωος φιλόθεος φιλόθρησκος φιλόκαλος φιλόκροτος φιλόμουσος φιλόνομος
φιλόπατρις φιλόπονος φιλόπρωτος φιλόπτωχος φιλόστοργος φιλότεκνος φιλότεχνος
φιλόφρων φιλόχριστος φιλόψογος φιλόψυχος φιλύποπτος φιμέ φινετσάτος
φινλανδικός φιννικός φιξ φιστικής φιστικωμένος φκιασιδωμένος φλαμανδικός
φλασκωτός φλεβαριάτικος φλεβικός φλεβοκομβικός φλεβοτομικός φλεβώδης
φλεγματώδης φλεγμονικός φλεγμονώδης φλογάτος φλογερός φλογιστικός φλογοβόλος
φλογωτικός φλογόλευκος φλογώδης φλοιακός φλοιικός φλοιώδης φλοκάτος φλοκιαστός
φλοράλ φλου φλουδερός φλυκταινώδης φλωρεντινός φλωρινιώτικος φλωροκαπνισμένος
φλύαρος φοβερός φοβητσιάρης φοβητσιάρικος φοβικός φοιβόληπτος φοινικικός
φοιτητικός φολιδωτός φολκλορικός φονικός φορειοφόρος φορετός φορητός
φοροδοτικός φοροεισπρακτικός φοροελεγκτικός φορολογήσιμος φορολογητέος
φορομπηχτικός φοροτελής φοροτεχνικός φορσέ φορτηγός φορτικός φορτσάτος
φορτωτικός φουκαριάρης φουκαριάρικος φουλ φουλαριστός φουντωτός φουριόζικος
φουρνιστός φουρνιώτικος φουσκομάγουλος φουσκωτός φουτουριστικός φράγκικος
φρέσκος φραντσέζικος φραξιονιστικός φρασεολογικός φραστικός φρεζάτος φρενήρης
φρενικός φρενιτικός φρενιτιώδης φρενοβλαβής φρενολογικός φρενοπαθής
φρεσκοβαμμένος φρεσκογυαλισμένος φρεσκοκομμένος φρεσκοπασαλειμμένος
φρεσκοψημένος φρικαλέος φρικιαστικός φρικτός φρικώδης φριχτός φρονηματιστικός
φρουριακός φροϋδικός φρούδος φρυγανισμένος φρυγανώδης φρυγικός φρυδάτος
φρόνιμος φτενός φτενόφλουδος φτεροπόδαρο φτεροπόδαρος φτερωτός φτηνιάρικος
φτηνός φτιασιδωμένος φτιαστός φτιαχτός φτυστός φτωχικός φτωχομεσαίος
φτωχούλα φτωχούλης φτωχούτσικος φτωχός φτωχότερος φυγοκεντρικός φυγοπόλεμος
φυγόκοσμος φυγόμαχος φυγόποινος φυγόπονος φυκόστρωτος φυλακτικός φυλετικός
φυλλοειδής φυλλοξηρικός φυλλοπυριτικός φυλλοσκεπής φυλλοστρωμένος φυλλοφάγος
φυλλώδης φυλογενετικός φυλογονικός φυμέ φυματικός φυματιολογικός φυματιώδης
φυρός φυσητικός φυσητός φυσικοθεραπευτικός φυσικομαθηματικός φυσικοχημικός
φυσιογνωμικός φυσιογνωστικός φυσιογραφικός φυσιοδιφικός φυσιοθεραπευτικός
φυσιολατρικός φυσιολογικός φυτευτικός φυτευτός φυτικός φυτογεωγραφικός
φυτολογικός φυτοπαθολογικός φυτοτεχνικός φυτοφάγος φυτοφαγικός φυτρωτικός
φωνακλάς φωνακλού φωνακλούδικο φωναχτός φωνηεντικός φωνηεντόληκτος φωνηματικός
φωνητικός φωνογραφικός φωνοκινητικός φωνοληπτικός φωνολογικός φωνομετρικός
φωστηρικός φωσφορίζων φωσφοριζέ φωσφορικός φωσφορομολυβδαινικός φωσφορούχος
φωσφορυλιούχος φωταγωγικός φωτεινός φωτεινότερος φωτερός φωτιοκαμένος
φωτοακουστικός φωτοαντιγραφικός φωτοβολταϊκό φωτοβολταϊκός φωτοβόλος φωτογενής
φωτογραφικός φωτογόνος φωτοδιαπερατός φωτοευαίσθητος φωτοευπαθής
φωτοκαταλυτικός φωτομετρικός φωτομηχανικός φωτοοπτικός φωτορεαλιστικός
φωτοτηλεγραφικός φωτοτυπικός φωτοφανής φωτοφοβικός φωτοφόρος φωτοχημικός
φωτόφοβος χάλκινος χάρτινος χάσικος χέρσος χίλιοι χίπικος χαβανέζικος χαδιάρης
χαζοβιόλης χαζοχαρούμενος χαζούλης χαζός χαιρέκακος χαιρετιστήριος
χαλαζόπληχτος χαλαρωτικός χαλαρός χαλδαϊκός χαλεπός χαλικερός χαλικοστρωμένος
χαλικόστρωτος χαλικώδης χαλκέντερος χαλκευτικός χαλκιδιώτικος χαλκογραφικός
χαλκοπλαστικός χαλκοπράσινος χαλκοπόδαρος χαλκοστρωμένος χαλκοτυπικός
χαλκοφόρος χαλκούς χαλκούχος χαλκωματένιος χαλκόδετος χαλκόξανθος χαλκόστρωτος
χαλύβδινος χαμάλικος χαμερπής χαμηλοβλέφαρος χαμηλοθώρα χαμηλοθώρης
χαμηλοτάκουνος χαμηλούτσικος χαμηλόβαθμος χαμηλόμισθος χαμηλόρρυθμος χαμηλός
χαμηλόφωνος χαμιτικός χαμογελαστός χαναανικός χαναανιτικός χανιώτικος
χαοτικός χαρίεις χαρακτηριστικός χαρακτικός χαρακωτός χαραμοφάγος χαρισάμενος
χαριστικός χαριτολόγος χαριτόβρυτος χαριτόμορφος χαριτόπλαστος χαρμόσυνος
χαρτένιος χαρτεμπορικός χαρτζιλικωμένος χαρτογραφικός χαρτομανής
χαρτοπαιχτικός χαρτοσημασμένος χαρτόδετος χαρτώος χαρωπός χασάπικος χασεδένιος
χασμουριάρης χατιρικός χαυνωτικός χαχόλικος χαϊδευτικός χαύνος χαώδης
χειλεόφωνος χειλικός χειλοδοντικός χειλόφωνος χειμέριος χειμαρρώδης χειμερινός
χειμωνικός χειράφετος χειραγωγήσιμος χειραλικός χειριδωτός χειριστικός
χειρογραφικός χειροδύναμος χειροκίνητος χειροπιαστός χειροποίητος
χειροτονημένος χειρουργήσιμος χειρουργικός χειρωνακτικός χειρόγραφος
χελίσιος χελωνίσιος χελωνιάρης χελωνοειδής χεροδύναμος χεροκάμωτος χερουβικός
χετιτικός χηλοειδής χημειοθεραπευτικός χημειοσυνθετικός χημικοθεραπευτικός
χημικός χηνίσιος χηράμενος χηρευάμενος χηρεύων χθαμαλός χθεσινοβραδινός
χθόνιος χιαστός χιλιάκριβος χιλιάρικος χιλιανός χιλιαπλάσιος χιλιοειπωμένος
χιλιοφορεμένος χιλιοχρονίτικος χιλιόφωνος χιλιόχρονος χιμαιρικός
χιονάτος χιονένιος χιονοβόλος χιονοδρομικός χιονοσκέπαστος χιονοσκεπής
χιονόλευκος χιονόμαλλος χιονώδης χιουμοριστικός χιτλερικός χιόνι χιώτικος
χλεμπονιάρης χλεμπονιασμένος χλευασμένος χλευαστικός χλιαρός χλιδάτος χλιος
χλομός χλωμός χλωρικός χλωριούχος χλωροφορμικός χλωρός χνουδάτος χνουδερός
χοίρειος χοίρινος χοανοειδής χοηφόρος χοιραδικός χοιρινός χολαιμικός
χολερικός χολερόβλητος χοληδόχος χοληφόρος χολιαστικός χολιγουντιανός χολικός
χονδρεμπορικός χονδρικός χονδροειδής χονδροπεταλωμένος χονδροποιός χονδρός
χοντραλεσμένος χοντρικός χοντροαλεσμένος χοντρογούρουνο χοντροδουλεμένος
χοντροκαύκαλος χοντροκομμένος χοντροκόκαλος χοντροκώλα χοντρομπαλάς
χοντρουλός χοντροφτιαγμένος χοντρούλης χοντρούτσικος χοντρόκοκκος χοντρόμυαλος
χοντρός χοντρόφλουδος χοντρόφωνος χορειακός χορευτικός χορευτός χορηγητικός
χορικός χοριοειδής χορογραφικός χοροπηδηχτός χοροστατικός χοροστατών χορτάτος
χορταστικός χορτοκοπτικός χορτολιβαδικός χορτοφάγος χορωδιακός χουλιγκανικός
χουντικός χουντοβασιλικός χουχουλιάρης χουχουλιάρικος χοϊκός χούρδος χρήσιμος
χρεοκοπικός χρεωλυτικός χρεωστικός χρηματικός χρηματισμένος χρηματιστηριακός
χρηματοδοτικός χρηματοκαπιταλιστικός χρηματολογικός χρηματοοικονομικός
χρησάμενος χρησιμοθηρικός χρησιμοκρατικός χρησιμοποιήσιμος χρησμολόγος
χρηστήριος χρηστικός χρηστοήθης χρηστός χριστεπώνυμος χριστιανικός
χριστουγεννιάτικος χριστός χρονίζων χρονιάρης χρονιάρικος χρονιάτικος χρονικός
χρονογραφικός χρονολογικός χρονομεριστικός χρονομετρικός χρονορρυθμιστικός
χρυσαφένιος χρυσαφής χρυσελεφάντινος χρυσεπίβαπτος χρυσοΰφαντος χρυσοθηρικός
χρυσοκίτρινος χρυσοκόκκινος χρυσοκόλλητος χρυσομάλλης χρυσομάλλικος
χρυσοποίκιλτος χρυσοποικιλτικός χρυσοπράσινος χρυσοπόρφυρος χρυσοστεφάνωτος
χρυσοστόλιστος χρυσοφόρος χρυσοχοϊκός χρυσωπός χρυσωτικός χρυσωτός χρυσόδετος
χρυσόμαλλος χρυσόξανθος χρυσόπλεχτος χρυσός χρυσόφτερος χρυσόφωνος χρωματικός
χρωματιστός χρωματογόνος χρωματοφόρος χρωμικός χρωμιούχος χρωμογόνος
χρωμολιθογραφικός χρωμοσφαιρικός χρωμοσωμικός χρωμοφόρος χρως χρωστικός
χτίκιασμα χτεσινοβραδινός χτεσινός χτικιάρης χτικιάρικος χτιστός χτυπητός
χυδαιόγλωσσος χυλώδης χυμογόνος χυμώδης χυτός χωλός χωμάτινος χωματένιος
χωνευτικός χωνευτός χωνοειδής χωρητικός χωριάτικος χωρικός χωριστικός χωριστός
χωρονομικός χωροταξικός χωροφυλακίστικος χωστός χόνδρινος ψάθινος ψαθυρός
ψαλιδισμένος ψαλιδιστός ψαλιδοειδής ψαλιδωτός ψαλμικός ψαλμωδικός ψαλτικός
ψαμμιακός ψαμμιτικός ψαμμόφιλος ψαμμώδης ψαράδικος ψαρικός ψαροφάγος ψαρωτικός
ψαρός ψαφαρός ψαχνός ψαχουλευτός ψεδνός ψειριάρης ψειριάρικος ψεκτός ψελλός
ψεσινός ψευδής ψευδαισθητικός ψευδαληθής ψευδανθρακικός ψευδαργυρικός
ψευδαρμόνιος ψευδεπίγραφος ψευδεπιστημονικός ψευδοδιλημματικός
ψευδολόγιος ψευδολόγος ψευδοπαράλληλος ψευδοσοφικός ψευδοτυχαίος ψευδόθεος
ψευδόφιλος ψευδώνυμος ψευτολόγιος ψευτοφαγωμένος ψεύδορκος ψεύτικος ψηλαφητός
ψηλοκρεμαστός ψηλομύτης ψηλοτάβανος ψηλοτάκουνος ψηλόλιγνος ψηλόπλωρος
ψηλός ψηλόσωμος ψηλότερος ψητός ψηφιακός ψηφιδοφόρος ψηφιδωτός ψηφοθηρικός
ψιλοάθεος ψιλοκαμωμένος ψιλοκομμένος ψιλωτικός ψιλός ψιλόφλουδος ψιχαλιστός
ψιψιριάρης ψοφοδεής ψοφώδης ψυγείο ψυγμένος ψυκτικός ψυχαγωγικός
ψυχαναληπτικός ψυχαναλυτικός ψυχανώμαλος ψυχασθενής ψυχασθενικός ψυχεδελικός
ψυχιατροδικαστικός ψυχικάρης ψυχικός ψυχοαναληπτικός ψυχοβιολογικός ψυχοβλαβής
ψυχογενής ψυχογενετικός ψυχογραφικός ψυχοδιαγνωστικός ψυχοδιανοητικός
ψυχοδραματικός ψυχοδραστικός ψυχοδυναμικός ψυχοθεραπευτικός ψυχοκινητικός
ψυχοκοινωνιολογικός ψυχοκτόνος ψυχοληπτικός ψυχολογικός ψυχομετρικός
ψυχονοητικός ψυχοπαθής ψυχοπαθολογικός ψυχοπαιδαγωγικός ψυχοπλάνος
ψυχοπνευματικός ψυχοπονιάρης ψυχοπονιάρικος ψυχοσωματικός ψυχοσωτήριος
ψυχοτονικός ψυχοτρόπος ψυχοφθόρος ψυχοφυσικός ψυχοφυσιολογικός ψυχοχημικός
ψυχραμένος ψυχραντικός ψυχρομετρικός ψυχροπολεμικός ψυχρούτσικος ψυχρόαιμος
ψυχρόφιλος ψυχτικός ψυχωσικός ψυχωτικός ψυχωφελής ψυχόπονος ψωραλέος ψωριάρης
ψωριασικός ψωροειδής ψωροπερήφανος ψωροφιλότιμος ψόφιος ψύχραιμος ωαγωγικός
ωθητικός ωκεάνιος ωκεανογραφικός ωκεανολογικός ωκεανοπλοϊκός ωκυτόκιος
ωκύπους ωκύπτερος ωλεκράνιος ωλεκρανικός ωλενικός ωμιαίος ωμικός ωμοβόρος
ωμοφάγος ωμός ωογόνος ωοειδής ωοζωοτόκος ωοθηκικός ωοτόκος ωοφάγος ωοφόρος
ωραιοπαθής ωραιόπαθος ωραιόπλουμος ωραιότατος ωραιότερος ωριαίος ωρισμένος
ωριός ωρολογιακός ωρολόγιος ωρομίσθιος ωσμωτικός ωστικός ωτακουστικός
ωτιαίος ωτικός ωτοειδής ωτολογικός ωτορινολαρυγγολογικός ωφέλιμος
ωφελιμοθηρικός ωχρινοτρόπος ωχροκίτρινος ωχροκόκκινος ωχρομέλας ωχροπρόσωπος
ωχρόλευκος ωχρός ωχρόφαιος ωώδης όλβιος όλκιμος όλος όμαιμος όμβριος όμοιος
όμορφος όνειος όξινος όρθιος όσιος όφκαιρος όψια όψιμος ύπανδρος ύπατος
ύπουλος ύπτιος ύστατος ύστερος ύψιστος ώριμος ώριος ἀγκυλωτός ἀκαταμέτρητος
ἄπειρος ἄτροπος ἐλαφρός ἐνεστώς ἐνυπόστατος ἔναυλος ἥττων ἰσχυρός ἵστωρ
""".split()
)