spaCy/spacy/lang/el/lemmatizer.py
Eleni170 6042723535 Add support for Greek language (#2535)
* Add contributor agreement

* Support for Greek language

* Fix missing el_tokenizer
2018-07-10 13:48:38 +02:00

100058 lines
4.4 MiB
Raw Blame History

This file contains invisible Unicode characters

This file contains invisible Unicode characters that are indistinguishable to humans but may be processed differently by a computer. If you think that this is intentional, you can safely ignore this warning. Use the Escape button to reveal them.

This file contains Unicode characters that might be confused with other characters. If you think that this is intentional, you can safely ignore this warning. Use the Escape button to reveal them.

# -*- coding: utf-8 -*-
from __future__ import unicode_literals
LOOKUP={
"αβασάνιστα":"αβασάνιστα",
"αβασάνιστη":"αβασάνιστος",
"αβασίλευτης":"αβασίλευτος",
"αβάσιμα":"αβάσιμα",
"αβάσιμες":"αβάσιμος",
"αβάσιμη":"αβάσιμος",
"αβάσιμο":"αβάσιμος",
"αβάσιμοι":"αβάσιμος",
"αβάσταχτη":"αβάσταγος",
"αβάσταχτο":"αβάσταγος",
"αβάσταχτος":"αβάσταγος",
"άβατο":"άβατος",
"άβατον":"άβατος",
"άβατου":"άβατος",
"αβγά":"αβγό",
"άβγαλτος":"άβγαλτος",
"αβγό":"αβγό",
"αβδούλος":"αβδούλος",
"αβε":"αβε",
"άβε":"άβε",
"αβέβαιες":"αβέβαιος",
"αβέβαιη":"αβέβαιος",
"αβέβαιης":"αβέβαιος",
"αβέβαιο":"αβέβαιος",
"αβέβαιοι":"αβέβαιος",
"αβεβαιοτητα":"αβεβαιότητα",
"αβεβαιότητα":"αβεβαιότητα",
"αβεβαιότητά":"αβεβαιότητα",
"αβεβαιότητας":"αβεβαιότητα",
"αβεβαιότητες":"αβεβαιότητα",
"αβεβαιότητος":"αβεβαιότητα",
"αβεε":"αβεε",
"αβεζ":"αβεζ",
"άβελ":"άβελ",
"αβελίνο":"αβελίνο",
"αβελτηρία":"αβελτηρία",
"άβεντορφ":"άβεντορφ",
"αβεπε":"αβεπε",
"αβερωφ":"αβέρωφ",
"αβέρωφ":"αβέρωφ",
"αβετε":"αβετε",
"αβησσυνία":"αβησσυνία",
"αβίαστα":"αβίαστα",
"αβίαστα":"αβίαστος",
"αβίαστη":"αβίαστος",
"αβίβ":"αβίβ",
"αβίωτες":"αβίωτος",
"αβίωτη":"αβίωτος",
"αβίωτο":"αβίωτος",
"αβίωτος":"αβίωτος",
"αβλαβές":"αβλαβής",
"αβλαβή":"αβλαβής",
"αβλαβής":"αβλαβής",
"αβλαστίμοβ":"αβλαστίμοβ",
"αβλεψία":"αβλεψία",
"αβλεψίες":"αβλεψία",
"άβνετ":"άβνετ",
"αβοήθητα":"αβοήθητα",
"αβοήθητη":"αβοήθητος",
"αβοήθητο":"αβοήθητος",
"αβοήθητοι":"αβοήθητος",
"αβοήθητος":"αβοήθητος",
"αβοήθητους":"αβοήθητος",
"αβοκάντο":"αβοκάντο",
"αβοκάντου":"αβοκάντου",
"αβολα":"άβολα",
"άβολα":"άβολα",
"άβολες":"άβολος",
"άβολη":"άβολος",
"άβολο":"άβολος",
"άβουλα":"άβουλος",
"άβουλες":"άβουλος",
"αβουλία":"αβουλία",
"αβούλιαχτος":"αβούλιαχτος",
"άβουλο":"άβουλος",
"άβουλοι":"άβουλος",
"άβουλος":"άβουλος",
"άβουλου":"άβουλος",
"άβουλων":"άβουλος",
"αβρααμ":"αβραάμ",
"αβραάμ":"αβραάμ",
"αβραμη":"αβραμη",
"αβράμης":"αβράμης",
"αβραμίδη":"αβραμίδη",
"αβραμίδης":"αβραμίδης",
"αβραμιδου":"αβραμιδου",
"αβραμίδου":"αβραμίδου",
"αβραμόπουλο":"αβραμόπουλος",
"'αβραμοπουλολογία'":"'αβραμοπουλολογία'",
"αβραμοπουλος":"αβραμόπουλος",
"αβραμόπουλος":"αβραμόπουλος",
"αβραμόπουλου":"αβραμόπουλος",
"αβρός":"αβρός",
"αβρότητα":"αβρότητα",
"αβρότητες":"αβρότητα",
"αβροφροσύνη":"αβροφροσύνη",
"αβτρέ":"αβτρέ",
"αβυσσαλέα":"αβυσσαλέα",
"αβυσσαλέο":"αβυσσαλέος",
"άβυσσο":"άβυσσος",
"αβυσσος":"άβυσσος",
"άβυσσος":"άβυσσος",
"αβύσσου":"άβυσσος",
"αγ":"αγ",
"α-γ":"α-γ",
"άγ":"άγ",
"αγ.":"αγ.",
"αγά":"αγάς",
"αγαδάκος":"αγαδάκος",
"αγαθά":"αγαθό",
"αγαθαγγελίδης":"αγαθαγγελίδης",
"αγαθές":"αγαθός",
"αγαθή":"αγαθή",
"αγαθό":"αγαθό",
"αγαθοεργία":"αγαθοεργία",
"αγαθοεργών":"αγαθοεργός",
"αγαθοκλέους":"αγαθοκλέους",
"αγαθόν":"αγαθός",
"αγαθοτήτων":"αγαθότητα",
"αγαθού":"αγαθό",
"αγαθούς":"αγαθός",
"αγαθών":"αγαθό",
"αγάθωνος":"αγάθωνος",
"αγαλλίαση":"αγαλλίαση",
"αγαλλίασης":"αγαλλίαση",
"άγαλμα":"άγαλμα",
"αγάλματα":"άγαλμα",
"αγάλματά":"άγαλμα",
"αγαλματάκι":"αγαλματάκι",
"αγαλματάκια":"αγαλματάκι",
"αγαλματίδια":"αγαλματίδιο",
"αγαλματίδιο":"αγαλματίδιο",
"αγάλματος":"άγαλμα",
"αγαλμάτων":"άγαλμα",
"αγαμέμνονα":"αγαμέμνων",
"άγαμες":"άγαμος",
"άγαμη":"άγαμος",
"αγαμία":"αγαμία",
"άγαμος":"άγαμος",
"άγαμου":"άγαμος",
"αγάμων":"άγαμος",
"αγανακτεί":"αγανακτώ",
"αγανάκτησα":"αγανακτώ",
"αγανάκτησαν":"αγανακτώ",
"αγανακτηση":"αγανάκτηση",
"αγανάκτηση":"αγανάκτηση",
"αγανάκτησή":"αγανάκτηση",
"αγανάκτησης":"αγανάκτηση",
"αγανακτισμένα":"αγανακτίζω",
"αγανακτισμένη":"αγανακτισμένος",
"αγανακτισμένης":"αγανακτισμένος",
"αγανακτισμένο":"αγανακτίζω",
"αγανακτισμένοι":"αγανακτισμένος",
"αγανακτισμένος":"αγανακτισμένος",
"αγανακτισμένων":"αγανακτισμένος",
"αγανακτούμε":"αγανακτώ",
"αγανακτούν":"αγανακτώ",
"αγανακτώ":"αγανακτώ",
"αγαπά":"αγαπώ",
"αγαπαει":"αγαπώ",
"αγαπάει":"αγαπώ",
"αγαπάμε":"αγαπώ",
"αγαπάνε":"αγαπώ",
"αγαπας":"αγαπώ",
"αγαπάς":"αγαπώ",
"αγαπάτε":"αγαπώ",
"αγαπάω":"αγαπώ",
"αγάπες":"αγάπη",
"αγαπη":"αγάπη",
"αγάπη":"αγάπη",
"αγαπηθεί":"αγαπώ",
"αγαπήθηκαν":"αγαπώ",
"αγαπήθηκε":"αγαπώ",
"αγαπηθούμε":"αγαπώ",
"αγαπημένo":"αγαπημένος",
"αγαπημένα":"αγαπημένος",
"αγαπημένε":"αγαπημένος",
"αγαπημένες":"αγαπημένος",
"αγαπημενη":"αγαπημένος",
"αγαπημένη":"αγαπημένος",
"αγαπημένης":"αγαπημένος",
"αγαπημένο":"αγαπημένος",
"αγαπημένοι":"αγαπημένος",
"αγαπημένος":"αγαπημένος",
"αγαπημένου":"αγαπημένος",
"αγαπημένους":"αγαπημένος",
"αγαπημένων":"αγαπημένος",
"αγαπηνού":"αγαπηνού",
"αγαπης":"αγάπη",
"αγάπης":"αγάπη",
"αγαπησα":"αγαπώ",
"αγάπησα":"αγαπώ",
"αγαπήσαμε":"αγαπώ",
"αγάπησαν":"αγαπώ",
"αγαπήσατε":"αγαπώ",
"αγάπησε":"αγαπώ",
"αγαπήσει":"αγαπώ",
"αγαπήσεις":"αγαπώ",
"αγάπησες":"αγαπώ",
"αγαπήσουμε":"αγαπώ",
"αγαπήσουν":"αγαπώ",
"αγαπήστε":"αγαπώ",
"αγαπήσω":"αγαπώ",
"αγαπητέ":"αγαπητός",
"αγαπητή":"αγαπητός",
"αγαπητής":"αγαπητός",
"αγαπητική":"αγαπητικός",
"αγαπητό":"αγαπητός",
"αγαπητοί":"αγαπητός",
"αγαπητος":"αγαπητός",
"αγαπητός":"αγαπητός",
"αγαπητού":"αγαπητός",
"αγαπητούς":"αγαπητός",
"αγαπητών":"αγαπητός",
"αγάπιο":"αγάπιος",
"αγαπιόμαστε":"αγαπώ",
"αγαπιόντουσαν":"αγαπώ",
"αγάπιος":"αγάπιος",
"αγάπιου":"αγάπιος",
"αγαπίου":"αγαπίου",
"αγαπιούνται":"αγαπώ",
"αγαπουλα":"αγαπούλα",
"αγαπούμε":"αγαπώ",
"αγαπούν":"αγαπώ",
"αγαπούσα":"αγαπώ",
"αγαπούσαμε":"αγαπώ",
"αγαπούσαν":"αγαπώ",
"αγαπούσατε":"αγαπώ",
"αγαπούσε":"αγαπώ",
"αγαπούσες":"αγαπώ",
"αγαπώ":"αγαπώ",
"αγάς":"αγάς",
"αγαστή":"αγαστός",
"αγγ.":"αγγ.",
"αγγαρεία":"αγγαρεία",
"αγγαρείες":"αγγαρεία",
"αγγεία":"αγγείο",
"αγγειακά":"αγγειακός",
"αγγειακή":"αγγειακός",
"αγγειακό":"αγγειακός",
"αγγείο":"αγγείο",
"αγγειογραφία":"αγγειογραφία",
"αγγειοδιασταλτικά":"αγγειοδιασταλτικός",
"αγγειοπλαστική":"αγγειοπλαστικός",
"αγγειοσυσπάσεις":"αγγειοσυσπάσεις",
"αγγείων":"αγγείο",
"άγγελα":"άγγελα",
"αγγελακάς":"αγγελακάς",
"αγγελάκας":"αγγελάκας",
"αγγελάκη":"αγγελάκης",
"αγγελάκης":"αγγελάκης",
"αγγελακόπουλος":"αγγελακόπουλος",
"αγγελάκος":"αγγελάκος",
"αγγέλας":"αγγέλα",
"αγγέλη":"αγγέλη",
"αγγελή":"αγγελής",
"αγγελής":"αγγελής",
"αγγέλης":"αγγέλης",
"αγγελία":"αγγελία",
"αγγελίας":"αγγελία",
"αγγελίδη":"αγγελίδης",
"αγγελίδης":"αγγελίδης",
"αγγελίες":"αγγελία",
"αγγελικά":"αγγελικά",
"αγγελικές":"αγγελικός",
"αγγελική":"αγγελική",
"αγγελικής":"αγγελική",
"αγγελικό":"αγγελικός",
"αγγελίνα":"αγγελίνα",
"αγγελινούδη":"αγγελινούδη",
"αγγελιοφόροι":"αγγελιοφόρος",
"αγγελιών":"αγγελία",
"άγγελο":"άγγελος",
"άγγελοι":"άγγελος",
"αγγελόπουλο":"αγγελόπουλος",
"αγγελοπουλος":"αγγελόπουλος",
"αγγελόπουλος":"αγγελόπουλος",
"αγγελόπουλου":"αγγελόπουλος",
"αγγελοπούλου":"αγγελοπούλου",
"αγγελοπούλου-δασκαλάκη":"αγγελοπούλου-δασκαλάκη",
"αγγελος":"άγγελος",
"άγγελος":"άγγελος",
"αγγέλου":"άγγελος",
"άγγελου":"άγγελος",
"αγγελουδη":"αγγελουδη",
"αγγελούδη":"αγγελούδη",
"αγγελούδης":"αγγελούδης",
"αγγελούδια":"αγγελούδι",
"αγγελους":"άγγελος",
"αγγέλους":"άγγελος",
"αγγελοχώρι":"αγγελοχώρι",
"αγγελων":"άγγελος",
"αγγέλων":"άγγελος",
"άγγιγμα":"άγγιγμα",
"άγγιζαν":"αγγίζω",
"άγγιζε":"αγγίζω",
"αγγίζει":"αγγίζω",
"αγγίζεις":"αγγίζω",
"αγγίζεται":"αγγίζω",
"αγγίζοντας":"αγγίζω",
"αγγίζουμε":"αγγίζω",
"αγγιζουν":"αγγίζω",
"αγγίζουν":"αγγίζω",
"άγγιξαν":"αγγίζω",
"άγγιξε":"αγγίζω",
"αγγίξει":"αγγίζω",
"αγγίξεις":"αγγίζω",
"αγγίξουμε":"αγγίζω",
"αγγίξουν":"αγγίζω",
"αγγίξω":"αγγίζω",
"αγγλια":"αγγλία",
"αγγλία":"αγγλία",
"αγγλιας":"αγγλία",
"αγγλίας":"αγγλία",
"αγγλίδα":"αγγλίδα",
"αγγλίδας":"αγγλίδα",
"αγγλικά":"αγγλικός",
"αγγλικανικής":"αγγλικανικός",
"αγγλικές":"αγγλικός",
"αγγλική":"αγγλικός",
"αγγλικής":"αγγλική",
"αγγλικής":"αγγλικός",
"αγγλικό":"αγγλικός",
"αγγλικός":"αγγλικός",
"αγγλικού":"αγγλικός",
"αγγλικούς":"αγγλικός",
"αγγλικών":"αγγλικός",
"αγγλιστί":"αγγλιστί",
"άγγλο":"άγγλος",
"αγγλοαμερικανικό":"αγγλοαμερικανικός",
"αγγλοαυστραλιανή":"αγγλοαυστραλιανή",
"άγγλοι":"άγγλος",
"άγγλος":"άγγλος",
"αγγλοσαξονικές":"αγγλοσαξονικός",
"αγγλοσαξονικής":"αγγλοσαξονικός",
"αγγλοσαξονικό":"αγγλοσαξονικός",
"αγγλοσαξωνικό":"αγγλοσαξωνικός",
"άγγλου":"άγγλος",
"αγγλούπας":"αγγλούπας",
"άγγλους":"άγγλος",
"αγγλόφωνες":"αγγλόφωνος",
"αγγλόφωνη":"αγγλόφωνος",
"αγγλόφωνο":"αγγλόφωνος",
"αγγλόφωνος":"αγγλόφωνος",
"αγγλόφωνων":"αγγλόφωνος",
"άγγος":"άγγος",
"αγγουράκη":"αγγουράκη",
"αγγουράκης":"αγγουράκης",
"αγγουράκια":"αγγουράκι",
"αγγούρι":"αγγούρι",
"αγγούρια":"αγγούρι",
"αγγουριού":"αγγούρι",
"άγει":"άγω",
"αγελάδα":"αγελάδα",
"αγελάδας":"αγελάδα",
"αγελάδες":"αγελάδα",
"αγελαδινό":"αγελαδινός",
"αγελάδων":"αγελάδα",
"αγελαία":"αγελαία",
"αγέλες":"αγέλη",
"αγέλη":"αγέλη",
"αγέλης":"αγέλη",
"αγένεια":"αγένεια",
"αγενείς":"αγενής",
"αγενή":"αγενής",
"αγενής":"αγενής",
"αγέννητα":"αγέννητος",
"αγέννητοι":"αγέννητος",
"αγέρας":"αγέρας",
"αγέραστος":"αγέραστος",
"αγέρωχα":"αγέρωχα",
"αγέρωχη":"αγέρωχος",
"αγέρωχο":"αγέρωχος",
"αγέρωχος":"αγέρωχος",
"αγετ":"αγετ",
"άγεται":"άγω",
"αγετ-ηρακλής":"αγετ-ηρακλής",
"άγευστη":"άγευστος",
"αγη":"άγος",
"άγημα":"άγημα",
"άγι":"άγι",
"αγιά":"αγιά",
"άγια":"άγια",
"αγία":"άγιος",
"άγια":"άγιος",
"αγιάζει":"αγιάζω",
"αγιάλα":"αγιάλα",
"αγιάννη":"αγιάννης",
"αγιαξ":"αγιαξ",
"άγιαξ":"άγιαξ",
"αγίας":"άγιος",
"αγιασμό":"αγιασμός",
"αγιασμός":"αγιασμός",
"αγιασμούς":"αγιασμός",
"αγιάσω":"αγιάζω",
"αγιατολάχ":"αγιατολάχ",
"αγιεγκμπένι":"αγιεγκμπένι",
"άγιες":"άγιος",
"άγιο":"άγιος",
"αγιογραφία":"αγιογραφία",
"αγιογραφίας":"αγιογραφία",
"αγιογραφίες":"αγιογραφία",
"αγιογραφικά":"αγιογραφικά",
"αγιογραφιών":"αγιογραφία",
"αγιογράφο":"αγιογράφος",
"αγιογράφος":"αγιογράφος",
"άγιοι":"άγιος",
"άγιον":"άγιος",
"αγιονέρι":"αγιονέρι",
"αγιοποιηθεί":"αγιοποιώ",
"αγιοποιημένες":"αγιοποιώ",
"αγιοποίησης":"αγιοποίηση",
"αγιορειτών":"αγιορείτης",
"αγιορίτες":"αγιορίτες",
"αγιος":"άγιος",
"άγιος":"άγιος",
"αγιοταφική":"αγιοταφικός",
"αγιότητα":"αγιότητα",
"αγιου":"άγιος",
"αγίου":"άγιος",
"άγιου":"άγιου",
"αγιους":"άγιος",
"αγίους":"άγιος",
"άγιους":"άγιος",
"αγις":"αγις",
"αγίων":"άγιος",
"αγκαθι":"αγκάθι",
"αγκάθι":"αγκάθι",
"αγκάθια":"αγκάθι",
"αγκαθιού":"αγκάθι",
"αγκάλες":"αγκάλη",
"αγκαλιά":"αγκαλιά",
"αγκάλιαζαν":"αγκαλιάζω",
"αγκάλιαζε":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζει":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζεται":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζετε":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζονται":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζοντας":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάζουν":"αγκαλιάζω",
"αγκάλιασαν":"αγκαλιάζω",
"αγκάλιασε":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάσει":"αγκαλιάζω",
"αγκάλιασες":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιασμένοι":"αγκαλιασμένος",
"αγκαλιασμένος":"αγκαλιασμένος",
"αγκαλιάσουν":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάστηκαν":"αγκαλιάζω",
"αγκαλιάστηκε":"αγκαλιάζω",
"άγκελα":"άγκελα",
"άγκερ":"άγκερ",
"αγκινάρα":"αγκινάρα",
"αγκινάρες":"αγκινάρα",
"αγκίρε":"αγκίρε",
"αγκίστρι":"αγκίστρι",
"αγκίστρια":"αγκίστρι",
"άγκνες":"άγκνες",
"αγκόλα":"αγκόλα",
"αγκομαχάει":"αγκομαχώ",
"αγκομαχώντας":"αγκομαχώ",
"αγκουστίν":"αγκουστίν",
"αγκρί":"αγκρί",
"αγκτζά":"αγκτζά",
"αγκτσά":"αγκτσά",
"αγκυλωμένες":"αγκυλωμένος",
"αγκυλώσεις":"αγκυλώνω",
"αγκυλώσεις":"αγκύλωση",
"αγκυλώσεων":"αγκύλωση",
"αγκύλωση":"αγκύλωση",
"αγκυλωτό":"αγκυλωτός",
"άγκυρα":"άγκυρα",
"άγκυρας":"άγκυρα",
"άγκυρες":"άγκυρα",
"αγκυροβολημένα":"αγκυροβολώ",
"αγκυροβολημένη":"αγκυροβολημένος",
"αγκυροβολημένο":"αγκυροβολημένος",
"αγκυροβόλησε":"αγκυροβολώ",
"αγκυροβόλια":"αγκυροβόλι",
"αγκυροβόλιο":"αγκυροβόλιο",
"αγκυροβολούσαν":"αγκυροβολώ",
"αγκώνα":"αγκώνας",
"αγκώνες":"αγκώνας",
"αγκωνιά":"αγκωνιά",
"αγλαΐα":"αγλαΐα",
"αγλωσσία":"αγλωσσία",
"αγνά":"αγνός",
"αγνάντι":"αγνάντι",
"αγνές":"αγνός",
"αγνή":"αγνός",
"αγνο":"αγνο",
"αγνό":"αγνός",
"αγνοει":"αγνοώ",
"αγνοεί":"αγνοώ",
"αγνοείς":"αγνοώ",
"αγνοείται":"αγνοώ",
"αγνοείτε":"αγνοώ",
"αγνοηθεί":"αγνοώ",
"αγνοήθηκαν":"αγνοώ",
"αγνοήθηκε":"αγνοώ",
"αγνοηθούν":"αγνοώ",
"αγνοημένη":"αγνοημένος",
"αγνοημένος":"αγνοώ",
"αγνόησαν":"αγνοώ",
"αγνόησε":"αγνοώ",
"αγνοήσει":"αγνοώ",
"αγνοήσεις":"αγνοώ",
"αγνοήσετε":"αγνοώ",
"αγνόηση":"αγνόηση",
"αγνοήσουμε":"αγνοώ",
"αγνοήσουν":"αγνοώ",
"αγνοί":"αγνός",
"αγνοια":"αγνοία",
"αγνοια":"άγνοια",
"αγνοία":"αγνοία",
"άγνοια":"άγνοια",
"άγνοιά":"άγνοια",
"αγνοίας":"άγνοια",
"άγνοιας":"άγνοια",
"αγνοούμε":"αγνοώ",
"αγνοούμενο":"αγνοούμενος",
"αγνοουμενοι":"αγνοούμενος",
"αγνοούμενοι":"αγνοούμενος",
"αγνοούμενος":"αγνοούμενος",
"αγνοουμένους":"αγνοούμενος",
"αγνοούμενους":"αγνοούμενος",
"αγνοουμένων":"αγνοούμενος",
"αγνοούν":"αγνοώ",
"αγνοούνται":"αγνοώ",
"αγνοούνταν":"αγνοώ",
"αγνοούσα":"αγνοώ",
"αγνοούσαμε":"αγνοώ",
"αγνοούσαν":"αγνοώ",
"αγνοούσε":"αγνοώ",
"αγνός":"αγνός",
"αγνότητα":"αγνότητα",
"αγνότητά":"αγνότητα",
"αγνού":"αγνός",
"αγνούς":"αγνός",
"αγνοώ":"αγνοώ",
"αγνοώντας":"αγνοώ",
"αγνωμοσύνη":"αγνωμοσύνη",
"αγνών":"αγνός",
"αγνώριστη":"αγνώριστος",
"αγνώριστο":"αγνώριστος",
"αγνώριστος":"αγνώριστος",
"αγνώριστους":"αγνώριστος",
"άγνωστα":"άγνωστος",
"άγνωστε":"άγνωστος",
"άγνωστες":"άγνωστος",
"άγνωστη":"άγνωστος",
"άγνωστης":"άγνωστος",
"αγνωστικισμό":"αγνωστικισμός",
"αγνωστικισμός":"αγνωστικισμός",
"άγνωστο":"άγνωστος",
"άγνωστό":"άγνωστος",
"άγνωστοι":"άγνωστος",
"άγνωστον":"άγνωστος",
"άγνωστος":"άγνωστος",
"αγνώστου":"άγνωστος",
"άγνωστου":"άγνωστος",
"αγνώστους":"άγνωστος",
"άγνωστους":"άγνωστος",
"αγνώστων":"άγνωστος",
"άγνωστων":"άγνωστος",
"αγόγγυστα":"αγόγγυστα",
"άγονα":"άγονος",
"άγονη":"άγονος",
"άγονης":"άγονος",
"άγονο":"άγονος",
"άγονος":"άγονος",
"άγονται":"άγω",
"αγορα":"αγορά",
"αγορά":"αγορά",
"αγόραζα":"αγοράζω",
"αγόραζαν":"αγοράζω",
"αγοράζατε":"αγοράζω",
"αγόραζε":"αγοράζω",
"αγοράζει":"αγοράζω",
"αγοράζεις":"αγοράζω",
"αγοράζεται":"αγοράζω",
"αγοράζετε":"αγοράζω",
"αγοραζόμενης":"αγοραζόμενος",
"αγοράζονται":"αγοράζω",
"αγοράζοντας":"αγοράζω",
"αγοράζουμε":"αγοράζω",
"αγοράζουν":"αγοράζω",
"αγοράζω":"αγοράζω",
"αγοραία":"αγοραίος",
"αγοραίας":"αγοραίος",
"αγοραίες":"αγοραίος",
"αγοραίο":"αγοραίος",
"αγοραίου":"αγοραίος",
"αγοράκι":"αγοράκι",
"αγορανομία":"αγορανομία",
"αγορανομικών":"αγορανομικός",
"αγοραπωλησίας":"αγοραπωλησία",
"αγοραπωλησίες":"αγοραπωλησία",
"αγοραπωλησιών":"αγοραπωλησία",
"αγορας":"αγορά",
"αγοράς":"αγορά",
"αγόρασα":"αγοράζω",
"αγοράσαμε":"αγοράζω",
"αγόρασαν":"αγοράζω",
"αγόρασε":"αγοράζω",
"αγοράσει":"αγοράζω",
"αγοράσεις":"αγοράζω",
"αγοράσετε":"αγοράζω",
"αγορασθεί":"αγοράζω",
"αγοράσθηκαν":"αγοράζω",
"αγορασθούν":"αγοράζω",
"αγορασμένα":"αγορασμένος",
"αγοράσουμε":"αγοράζω",
"αγοράσουν":"αγοράζω",
"αγοράστε":"αγοράζω",
"αγοραστεί":"αγοράζω",
"αγοραστές":"αγοραστής",
"αγοραστή":"αγοραστής",
"αγοράστηκαν":"αγοράζω",
"αγοράστηκε":"αγοράζω",
"αγοραστής":"αγοραστής",
"αγοραστικές":"αγοραστικός",
"αγοραστική":"αγοραστικός",
"αγοραστικο":"αγοραστικός",
"αγοραστικό":"αγοραστικός",
"αγοραστικού":"αγοραστικός",
"αγοραστός":"αγοραστός",
"αγοραστούν":"αγοράζω",
"αγοράστρια":"αγοράστρια",
"αγοράστριας":"αγοράστρια",
"αγοραστών":"αγοραστής",
"αγοράσω":"αγοράζω",
"αγορες":"αγορά",
"αγορές":"αγορά",
"αγόρευε":"αγορεύω",
"αγορεύει":"αγορεύω",
"αγορεύσεις":"αγόρευση",
"αγορεύσεων":"αγόρευση",
"αγόρευση":"αγόρευση",
"αγόρευσή":"αγόρευση",
"αγορζενιδης":"αγορζενιδης",
"αγορητές":"αγορητής",
"αγορητής":"αγορητής",
"αγόρι":"αγόρι",
"αγόρια":"αγόρι",
"αγοριού":"αγόρι",
"αγοριών":"αγόρι",
"αγοροκόριτσο":"αγοροκόριτσο",
"αγορών":"αγορά",
"άγος":"άγος",
"αγουρα":"άγουρος",
"αγουρέλαιο":"αγουρέλαιο",
"αγουρζενίδης":"αγουρζενίδης",
"άγουσα":"άγων",
"αγρ":"αγρ",
"αγράμματο":"αγράμματος",
"αγράμματοι":"αγράμματος",
"αγράμματος":"αγράμματος",
"αγραμματοσύνη":"αγραμματοσύνη",
"αγράμματους":"αγράμματος",
"αγράμματων":"αγράμματος",
"άγραν":"άγρα",
"αγρανάπαυση":"αγρανάπαυση",
"άγρας":"άγρας",
"άγραφα":"άγραφος",
"άγραφη":"άγραφος",
"άγραφο":"άγραφος",
"άγραφους":"άγραφος",
"αγράφων":"άγραφα",
"άγραφων":"άγραφος",
"άγρια":"άγρια",
"άγρια":"άγριος",
"αγριάδα":"αγριάδα",
"αγριάνθρωποι":"αγριάνθρωπος",
"αγριάνθρωπος":"αγριάνθρωπος",
"αγριάς":"αγριά",
"αγριας":"άγριος",
"άγριας":"άγριος",
"αγριεμένη":"αγριεμένος",
"αγριεμένος":"αγριεύω",
"αγριεμένων":"αγριεύω",
"άγριες":"άγριος",
"αγριεύει":"αγριεύω",
"αγριεύουν":"αγριεύω",
"αγρίεψε":"αγριεύω",
"αγριέψει":"αγριεύω",
"αγριέψουν":"αγριεύω",
"αγριμάκης":"αγριμάκης",
"αγρινιου":"αγρίνιο",
"άγριο":"άγριος",
"αγριόγατα":"αγριόγατα",
"αγριόγιδα":"αγριόγιδα",
"αγριογούρουνα":"αγριογούρουνο",
"αγριογούρουνο":"αγριογούρουνο",
"αγριογούρουνου":"αγριογούρουνο",
"αγριογούρουνων":"αγριογούρουνο",
"άγριοι":"άγριος",
"αγριολούλουδα":"αγριολούλουδο",
"αγριολούλουδου":"αγριολούλουδο",
"αγριόπαπιες":"αγριόπαπια",
"άγριος":"άγριος",
"αγριότητα":"αγριότητα",
"αγριότητας":"αγριότητα",
"αγριότητες":"αγριότητα",
"άγριου":"άγριος",
"άγριους":"άγριος",
"αγριόχοιρος":"αγριόχοιρος",
"αγριόχορτα":"αγριόχορτο",
"αγριόχορτο":"αγριόχορτο",
"αγρίτη":"αγρίτη",
"αγρίτης":"αγρίτης",
"άγριων":"άγριος",
"αγρίως":"άγρια",
"αγρό":"αγρός",
"αγροίκους":"αγροίκος",
"αγρόκτημα":"αγρόκτημα",
"αγροκτήματα":"αγρόκτημα",
"αγροκτήματος":"αγρόκτημα",
"αγρόν":"αγρός",
"αγροτεμάχιο":"αγροτεμάχιο",
"αγρότες":"αγρότης",
"αγρότη":"αγρότης",
"αγρότης":"αγρότης",
"αγροτιά":"αγροτιά",
"αγροτιάς":"αγροτιά",
"αγροτικά":"αγροτικός",
"αγροτικές":"αγροτικός",
"αγροτική":"αγροτικός",
"αγροτικης":"αγροτικός",
"αγροτικής":"αγροτικός",
"αγροτικό":"αγροτικός",
"αγροτικοί":"αγροτικός",
"αγροτικος":"αγροτικός",
"αγροτικός":"αγροτικός",
"αγροτικού":"αγροτικός",
"αγροτικούς":"αγροτικός",
"αγροτικών":"αγροτικός",
"αγρότισσα":"αγρότισσα",
"αγροτοδικείων":"αγροτοδικείων",
"αγροτοπεριβαλλοντικά":"αγροτοπεριβαλλοντικά",
"αγροτόσπιτο":"αγροτόσπιτο",
"αγροτοσυνδικαλιστές":"αγροτοσυνδικαλιστές",
"αγροτοσυνδικαλιστών":"αγροτοσυνδικαλιστών",
"αγροτουρισμός":"αγροτουρισμός",
"αγροτουριστικές":"αγροτουριστικός",
"αγροτουριστικής":"αγροτουριστικός",
"αγροτουριστικών":"αγροτουριστικός",
"αγροτών":"αγρότης",
"αγροτών-ιδιοκτητών":"αγροτών-ιδιοκτητών",
"αγρούς":"αγρός",
"άγρυπνα":"άγρυπνα",
"αγρυπνά":"αγρυπνώ",
"άγρυπνο":"άγρυπνος",
"άγρυπνος":"άγρυπνος",
"αγύμναστους":"αγύμναστος",
"αγύριστα":"αγύριστα",
"αγύριστο":"αγύριστος",
"αγύρτες":"αγύρτης",
"άγχη":"άγχος",
"αγχίαλο":"αγχίαλος",
"αγχίαλος":"αγχίαλος",
"αγχιάλου":"αγχίαλος",
"αγχιστείας":"αγχιστεία",
"αγχόνη":"αγχόνη",
"άγχος":"άγχος",
"άγχους":"άγχος",
"αγχώδη":"αγχώδης",
"αγχώθηκα":"αγχώνω",
"αγχώθηκε":"αγχώνω",
"αγχωμένη":"αγχωμένος",
"αγχωμένοι":"αγχωμένος",
"αγχωμένος":"αγχωμένος",
"αγχώνει":"αγχώνω",
"αγχώνεστε":"αγχώνω",
"αγχώνετε":"αγχώνω",
"αγχώνομαι":"αγχώνω",
"αγχώνονται":"αγχώνω",
"αγχώνουν":"αγχώνω",
"αγχωτικά":"αγχωτικός",
"αγχωτική":"αγχωτικός",
"αγχωτικός":"αγχωτικός",
"αγωγές":"αγωγή",
"αγωγή":"αγωγή",
"αγωγής":"αγωγή",
"αγωγιάτη":"αγωγιάτης",
"αγωγό":"αγωγός",
"αγωγοί":"αγωγός",
"αγωγός":"αγωγός",
"αγωγού":"αγωγός",
"αγωγούς":"αγωγός",
"αγωγών":"αγωγός",
"αγών":"αγώνας",
"αγωνα":"αγώνας",
"αγώνα":"αγώνας",
"αγωνας":"αγώνας",
"αγώνας":"αγώνας",
"αγωνες":"αγώνας",
"αγώνες":"αγώνας",
"αγωνία":"αγωνία",
"αγωνιά":"αγωνιώ",
"αγωνίας":"αγωνία",
"αγωνιας":"αγωνιώ",
"αγωνιάτε":"αγωνιώ",
"αγωνίες":"αγωνία",
"αγωνίζεσαι":"αγωνίζομαι",
"αγωνίζεται":"αγωνίζομαι",
"αγωνίζομαι":"αγωνίζομαι",
"αγωνιζόμασταν":"αγωνίζομαι",
"αγωνιζόμαστε":"αγωνίζομαι",
"αγωνιζόμενα":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμενες":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμενη":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμενο":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμενοι":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμενος":"αγωνιζόμενος",
"αγωνιζόμουν":"αγωνίζομαι",
"αγωνίζονται":"αγωνίζομαι",
"αγωνίζονταν":"αγωνίζομαι",
"αγωνιζόταν":"αγωνίζομαι",
"αγωνιούμε":"αγωνιώ",
"αγωνιουν":"αγωνιώ",
"αγωνιούν":"αγωνιώ",
"αγωνιούσαν":"αγωνιώ",
"αγωνισθεί":"αγωνίζομαι",
"αγωνίσθηκαν":"αγωνίζομαι",
"αγωνισθούμε":"αγωνίζομαι",
"αγωνισθούν":"αγωνίζομαι",
"αγώνισμα":"αγώνισμα",
"αγώνισμά":"αγώνισμα",
"αγωνίσματα":"αγώνισμα",
"αγωνίσματά":"αγώνισμα",
"αγωνίσματος":"αγώνισμα",
"αγωνισμάτων":"αγώνισμα",
"αγωνιστεί":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστείς":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστές":"αγωνιστής",
"αγωνιστή":"αγωνιστής",
"αγωνίστηκα":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστήκαμε":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστηκαν":"αγωνίζομαι",
"αγωνίστηκαν":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστηκε":"αγωνίζομαι",
"αγωνίστηκε":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστής":"αγωνιστής",
"αγωνιστικα":"αγωνιστικά",
"αγωνιστικά":"αγωνιστικά",
"αγωνιστικά":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικές":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικη":"αγωνιστικός",
"αγωνιστική":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικης":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικής":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικο":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικό":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικοί":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικός":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικότητα":"αγωνιστικότητα",
"αγωνιστικού":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικούς":"αγωνιστικός",
"αγωνιστικών":"αγωνιστικός",
"αγωνιστούμε":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστούν":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστώ":"αγωνίζομαι",
"αγωνιστών":"αγωνιστής",
"αγωνιώδεις":"αγωνιώδης",
"αγωνιώδες":"αγωνιώδης",
"αγωνιώδη":"αγωνιώδης",
"αγωνιώδης":"αγωνιώδης",
"αγωνιώδους":"αγωνιώδης",
"αγωνιωδώς":"αγωνιωδώς",
"αγωνιώντας":"αγωνιώ",
"αγώνος":"αγώνας",
"αγωνων":"αγώνας",
"αγώνων":"αγώνας",
"αδ.":"αδ.",
"αδαε":"αδαε",
"αδαείς":"αδαής",
"αδαή":"αδαής",
"αδαμ":"αδάμ",
"αδάμ":"αδάμ",
"αδαμάκου":"αδαμάκου",
"αδάμαντα":"αδάμαντας",
"αδαμαντία":"αδαμαντία",
"αδαμαντίας":"αδαμαντίας",
"αδαμαντίδης":"αδαμαντίδης",
"αδαμάντιος":"αδαμάντιος",
"αδάμαστη":"αδάμαστος",
"αδαμίδη":"αδαμίδη",
"αδαμιδης":"αδαμιδης",
"αδαμίδης":"αδαμίδης",
"αδαμόπουλος":"αδαμόπουλος",
"αδαμόπουλου":"αδαμόπουλος",
"αδάμου":"αδάμου",
"αδαών":"αδαής",
"αδεδυ":"αδεδυ",
"αδεια":"αδεία",
"αδεία":"αδεία",
"άδεια":"άδεια",
"άδειά":"άδεια",
"άδειαζαν":"αδειάζω",
"αδειάζει":"αδειάζω",
"αδειάζουν":"αδειάζω",
"αδειάζω":"αδειάζω",
"αδειανά":"αδειανός",
"αδειανό":"αδειανός",
"αδειανός":"αδειανός",
"αδείας":"άδεια",
"άδειας":"άδεια",
"άδειάς":"άδεια",
"άδειασα":"αδειάζω",
"αδειάσαμε":"αδειάζω",
"άδειασαν":"αδειάζω",
"άδειασε":"αδειάζω",
"αδειάσει":"αδειάζω",
"αδειάσετε":"αδειάζω",
"άδειασμα":"άδειασμα",
"άδειασμά":"άδειασμα",
"αδειάσουν":"αδειάζω",
"αδειάστε":"αδειάζω",
"άδειες":"άδεια",
"άδειο":"άδειος",
"αδειοδοτήσεις":"αδειοδότηση",
"αδειοδοτήσεων":"αδειοδότηση",
"αδειοδότηση":"αδειοδότηση",
"αδειοδότησης":"αδειοδότηση",
"αδειοδοτικό":"αδειοδοτικό",
"άδειοι":"άδειος",
"άδειος":"άδειος",
"αδειούχοι":"αδειούχος",
"αδειών":"άδεια",
"αδέκαστος":"αδέκαστος",
"αδελαϊδα":"αδελαϊδα",
"αδελαΐδα":"αδελαΐδα",
"αδελφά":"αδελφά",
"αδελφάκια":"αδελφάκι",
"αδελφάς":"αδελφάς",
"αδελφέ":"αδελφός",
"αδελφές":"αδελφή",
"αδελφή":"αδελφή",
"αδελφής":"αδελφή",
"αδελφια":"αδέρφι",
"αδέλφια":"αδέρφι",
"αδελφική":"αδελφικός",
"αδελφικός":"αδελφικός",
"αδελφό":"αδελφός",
"αδελφοί":"αδελφός",
"αδελφοκτόνος":"αδελφοκτόνος",
"αδελφοκτόνου":"αδελφοκτόνος",
"αδελφοποιηθεί":"αδελφοποιηθεί",
"αδελφοποιημένων":"αδελφοποιημένος",
"αδελφός":"αδελφός",
"αδελφοσύνη":"αδελφοσύνη",
"αδελφότης":"αδελφότητα",
"αδελφότητα":"αδελφότητα",
"αδελφότητας":"αδελφότητα",
"αδελφότητες":"αδελφότητα",
"αδελφότητος":"αδελφότητα",
"αδελφού":"αδελφός",
"αδελφούς":"αδελφός",
"αδελφών":"αδελφός",
"αδένα":"αδένας",
"άδενδρο":"άδεντρος",
"άδενδρου":"άδεντρος",
"αδένες":"αδένας",
"αδέξια":"αδέξια",
"αδέξιο":"αδέξιος",
"αδέξιος":"αδέξιος",
"αδερφάκια":"αδερφάκι",
"αδερφέ":"αδερφός",
"αδερφές":"αδερφή",
"αδερφή":"αδέρφι",
"αδερφής":"αδερφή",
"αδέρφια":"αδέρφι",
"αδερφική":"αδελφικός",
"αδερφό":"αδερφός",
"αδερφοί":"αδερφός",
"αδερφός":"αδερφός",
"αδερφού":"αδερφός",
"αδερφούς":"αδερφός",
"αδερφών":"αδερφός",
"αδέσμευτες":"αδέσμευτος",
"αδέσμευτη":"αδέσμευτος",
"αδέσμευτους":"αδέσμευτος",
"αδέσποτα":"αδέσποτα",
"αδέσποτα":"αδέσποτος",
"αδέσποτη":"αδέσποτος",
"αδέσποτο":"αδέσποτος",
"αδέσποτοι":"αδέσποτος",
"αδέσποτου":"αδέσποτος",
"αδέσποτων":"αδέσποτος",
"αδη":"άδης",
"άδη":"άδης",
"άδηλα":"άδηλα",
"άδηλων":"άδηλος",
"αδήλωτα":"αδήλωτος",
"αδημονεί":"αδημονώ",
"αδημονία":"αδημονία",
"αδημοσίευτο":"αδημοσίευτος",
"αδημοσίευτων":"αδημοσίευτος",
"αδήριτη":"αδήριτος",
"αδήριτων":"αδήριτος",
"αδης":"άδης",
"αδηφαγία":"αδηφαγία",
"αδηφάγο":"αδηφάγος",
"αδηφάγου":"αδηφάγος",
"αδηφάγους":"αδηφάγος",
"αδιάβαστες":"αδιάβαστος",
"αδιάβαστη":"αδιάβαστος",
"αδιάβαστοι":"αδιάβαστος",
"αδιάβαστος":"αδιάβαστος",
"αδιάβατη":"αδιάβατος",
"αδιάβλητα":"αδιάβλητος",
"αδιάβλητο":"αδιάβλητος",
"αδιάβροχα":"αδιάβροχο",
"αδιάβροχη":"αδιάβροχος",
"αδιάβροχο":"αδιάβροχος",
"αδιάβροχος":"αδιάβροχος",
"αδιαθεσία":"αδιαθεσία",
"αδιαθεσίας":"αδιαθεσία",
"αδιάθετα":"αδιάθετος",
"αδιάθετες":"αδιάθετος",
"αδιάθετο":"αδιάθετος",
"αδιάθετου":"αδιάθετος",
"αδιάθετων":"αδιάθετος",
"αδιαίρετη":"αδιαίρετος",
"αδιαίρετος":"αδιαίρετος",
"αδιάκοπα":"αδιάκοπα",
"αδιάκοπες":"αδιάκοπος",
"αδιάκοπη":"αδιάκοπος",
"αδιάκοπης":"αδιάκοπος",
"αδιάκοπου":"αδιάκοπος",
"αδιακρισία":"αδιακρισία",
"αδιάκριτης":"αδιάκριτος",
"αδιάκριτο":"αδιάκριτος",
"αδιάκριτοι":"αδιάκριτος",
"αδιακρίτως":"αδιακρίτως",
"αδιάλειπτα":"αδιάλειπτα",
"αδιάλειπτη":"αδιάλειπτος",
"αδιάλειπτης":"αδιάλειπτος",
"αδιαλείπτως":"αδιάλειπτα",
"αδιάλλακτες":"αδιάλλακτος",
"αδιάλλακτη":"αδιάλλακτος",
"αδιάλλακτης":"αδιάλλακτος",
"αδιάλλακτο":"αδιάλλακτος",
"αδιάλλακτοι":"αδιάλλακτος",
"αδιάλλακτους":"αδιάλλακτος",
"αδιαλλαξία":"αδιαλλαξία",
"αδιαλλαξίας":"αδιαλλαξία",
"αδιαμαρτύρητα":"αδιαμαρτύρητα",
"αδιαμεσολάβητη":"αδιαμεσολάβητη",
"αδιαμόρφωτο":"αδιαμόρφωτος",
"αδιαμφισβήτητα":"αδιαμφισβήτητα",
"αδιαμφισβήτητα":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιαμφισβήτητη":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιαμφισβήτητης":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιαμφισβήτητο":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιαμφισβήτητος":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιαμφισβήτητων":"αδιαμφισβήτητος",
"αδιανόητες":"αδιανόητος",
"αδιανόητη":"αδιανόητος",
"αδιανόητης":"αδιανόητος",
"αδιανόητο":"αδιανόητος",
"αδιανόητος":"αδιανόητος",
"αδιαντροπιά":"αδιαντροπιά",
"αδιαπέραστα":"αδιαπέραστος",
"αδιαπέραστο":"αδιαπέραστος",
"αδιαπραγμάτευτο":"αδιαπραγμάτευτος",
"αδιάσειστα":"αδιάσειστα",
"αδιάσειστο":"αδιάσειστος",
"αδιάσπαστη":"αδιάσπαστος",
"αδιατάρακτη":"αδιατάρακτος",
"αδιαφάνεια":"αδιαφάνεια",
"αδιαφάνειας":"αδιαφάνεια",
"αδιαφανείς":"αδιαφανής",
"αδιαφανές":"αδιαφανής",
"αδιαφανή":"αδιαφανής",
"αδιαφανής":"αδιαφανής",
"αδιαφανών":"αδιαφανής",
"αδιάφθοροι":"αδιάφθορος",
"αδιάφθορος":"αδιάφθορος",
"αδιαφιλονίκητα":"αδιαφιλονίκητα",
"αδιαφιλονίκητη":"αδιαφιλονίκητος",
"αδιαφιλονίκητο":"αδιαφιλονίκητος",
"αδιαφιλονίκητος":"αδιαφιλονίκητος",
"αδιαφιλονίκητους":"αδιαφιλονίκητος",
"αδιάφορα":"αδιάφορα",
"αδιαφορεί":"αδιαφορώ",
"αδιαφορείτε":"αδιαφορώ",
"αδιάφορες":"αδιάφορος",
"αδιάφορη":"αδιάφορος",
"αδιάφορης":"αδιάφορος",
"αδιαφόρησαν":"αδιαφορώ",
"αδιαφόρησε":"αδιαφορώ",
"αδιαφορήσουμε":"αδιαφορώ",
"αδιαφορία":"αδιαφορία",
"αδιαφορίας":"αδιαφορία",
"αδιάφορο":"αδιάφορος",
"αδιάφοροι":"αδιάφορος",
"αδιαφοροποίητο":"αδιαφοροποίητος",
"αδιάφορος":"αδιάφορος",
"αδιαφορούμε":"αδιαφορώ",
"αδιαφορούν":"αδιαφορώ",
"αδιαφορούντες":"αδιαφορών",
"αδιάφορους":"αδιάφορος",
"αδιαφορούσαν":"αδιαφορώ",
"αδιαφορούσε":"αδιαφορώ",
"αδιαφορώ":"αδιαφορώ",
"αδιάφορων":"αδιάφορος",
"αδιαφορώντας":"αδιαφορώ",
"αδιαχώρητο":"αδιαχώρητος",
"αδιαχώριστο":"αδιαχώριστος",
"αδιάψευστα":"αδιάψευστος",
"αδιάψευστη":"αδιάψευστος",
"αδιάψευστο":"αδιάψευστος",
"αδιάψευστος":"αδιάψευστος",
"αδιέξοδα":"αδιέξοδο",
"αδιέξοδα":"αδιέξοδος",
"αδιέξοδά":"αδιέξοδος",
"αδιέξοδη":"αδιέξοδος",
"αδιέξοδης":"αδιέξοδος",
"αδιεξοδο":"αδιέξοδο",
"αδιέξοδο":"αδιέξοδο",
"αδιέξοδο":"αδιέξοδος",
"αδιέξοδος":"αδιέξοδος",
"αδιεξόδου":"αδιέξοδος",
"αδιέξοδου":"αδιέξοδος",
"αδιεξόδων":"αδιέξοδος",
"αδιευκρίνιστα":"αδιευκρίνιστος",
"αδιευκρίνιστες":"αδιευκρίνιστος",
"αδιευκρίνιστη":"αδιευκρίνιστος",
"αδιευκρίνιστο":"αδιευκρίνιστος",
"αδιευκρίνιστοι":"αδιευκρίνιστος",
"αδιευκρίνιστων":"αδιευκρίνιστος",
"άδικα":"άδικα",
"αδικαιολόγητα":"αδικαιολόγητα",
"αδικαιολογητες":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητες":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητη":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητης":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητο":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητοι":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητος":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητου":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολόγητων":"αδικαιολόγητος",
"αδικαιολογητως":"αδικαιολόγητα",
"αδικεί":"αδικώ",
"αδικείται":"αδικώ",
"αδικείτε":"αδικώ",
"άδικες":"άδικος",
"αδικη":"άδικος",
"άδικη":"άδικος",
"αδικηθεί":"αδικώ",
"αδικήθηκα":"αδικώ",
"αδικήθηκαν":"αδικώ",
"αδικηθούν":"αδικώ",
"αδίκημα":"αδίκημα",
"αδικήματα":"αδίκημα",
"αδικήματος":"αδίκημα",
"αδικημάτων":"αδίκημα",
"αδικημένα":"αδικημένος",
"αδικημένοι":"αδικημένος",
"αδικημένος":"αδικημένος",
"αδικημένου":"αδικώ",
"αδικημένους":"αδικώ",
"αδικημένων":"αδικώ",
"άδικης":"άδικος",
"αδίκησα":"αδικώ",
"αδίκησαν":"αδικώ",
"αδίκησε":"αδικώ",
"αδικήσει":"αδικώ",
"αδικήσουν":"αδικώ",
"αδικία":"αδικία",
"αδικίαν":"αδικία",
"αδικίας":"αδικία",
"αδικίες":"αδικία",
"αδικιών":"αδικία",
"άδικο":"άδικο",
"άδικοι":"άδικος",
"άδικος":"άδικος",
"αδίκου":"άδικος",
"άδικου":"άδικος",
"αδικούν":"αδικώ",
"αδικούνται":"αδικώ",
"αδίκους":"άδικος",
"άδικους":"άδικος",
"αδικούσαν":"αδικώ",
"αδικοχαμένη":"αδικοχαμένος",
"αδικοχαμένο":"αδικοχαμένος",
"αδικοχαμένος":"αδικοχαμένος",
"αδικοχαμένου":"αδικοχαμένος",
"αδίκω":"αδίκω",
"αδίκων":"άδικος",
"αδίκως":"άδικα",
"αδιόρατα":"αδιόρατα",
"αδιόρατη":"αδιόρατος",
"αδιόρατο":"αδιόρατος",
"αδιόρθωτα":"αδιόρθωτα",
"αδιόρθωτοι":"αδιόρθωτος",
"αδιόριστης":"αδιόριστος",
"αδίστακτα":"αδίστακτος",
"αδίστακτης":"αδίστακτος",
"αδίστακτο":"αδίστακτος",
"αδίστακτοι":"αδίστακτος",
"αδίστακτος":"αδίστακτος",
"αδίστακτους":"αδίστακτος",
"αδίστακτων":"αδίστακτος",
"αδόκητος":"αδόκητος",
"αδόκιμη":"αδόκιμος",
"αδόκιμος":"αδόκιμος",
"αδοκίμως":"αδοκίμως",
"άδολη":"άδολος",
"αδόλφο":"αδόλφο",
"αδόλφου":"αδόλφου",
"αδόμητα":"αδόμητος",
"αδόμητου":"αδόμητος",
"άδοξα":"άδοξα",
"αδόξαστο":"αδόξαστος",
"άδοξο":"άδοξος",
"αδούλωτοι":"αδούλωτος",
"αδρά":"αδρά",
"αδράνεια":"αδράνεια",
"αδράνειας":"αδράνεια",
"αδράνειες":"αδράνεια",
"αδρανείς":"αδρανής",
"αδρανές":"αδρανής",
"αδρανή":"αδρανής",
"αδρανής":"αδρανής",
"αδράνησαν":"αδρανώ",
"αδράνησε":"αδρανώ",
"αδρανοποιημένο":"αδρανοποιώ",
"αδρανοποιήσει":"αδρανοποιώ",
"αδρανοποίηση":"αδρανοποίηση",
"αδρανοποιήσουν":"αδρανοποιώ",
"αδρανοποιούνται":"αδρανοποιώ",
"αδρανων":"αδρανής",
"άδραξαν":"αδράζω",
"άδραξε":"αδράζω",
"αδράξετε":"αδράζω",
"αδράς":"αδράς",
"αδρεναλίνη":"αδρεναλίνη",
"αδρεναλίνης":"αδρεναλίνη",
"αδρές":"αδρός",
"αδρή":"αδρός",
"αδριανή":"αδριανή",
"αδριανουπόλεως":"αδριανουπόλεως",
"αδριατικη":"αδριατική",
"αδριατική":"αδριατική",
"αδριατικής":"αδριατική",
"αδρό":"αδρός",
"αδρών":"αδρός",
"αδύναμα":"αδύναμος",
"αδύναμες":"αδύναμος",
"αδύναμη":"αδύναμος",
"αδύναμης":"αδύναμος",
"αδυναμία":"αδυναμία",
"αδυναμίας":"αδυναμία",
"αδυναμίες":"αδυναμία",
"αδυναμιών":"αδυναμία",
"αδύναμο":"αδύναμος",
"αδύναμοι":"αδύναμος",
"αδύναμος":"αδύναμος",
"αδύναμου":"αδύναμος",
"αδύναμους":"αδύναμος",
"αδύναμων":"αδύναμος",
"αδύνατα":"αδύνατος",
"αδυνατεί":"αδυνατώ",
"αδυνατείτε":"αδυνατώ",
"αδύνατη":"αδύνατος",
"αδυνατίζει":"αδυνατίζω",
"αδυνάτισε":"αδυνατίζω",
"αδυνατίσετε":"αδυνατίζω",
"αδυνατίσματος":"αδυνάτισμα",
"αδυνατισμένος":"αδυνατισμένος",
"αδύνατο":"αδύνατος",
"αδύνατοι":"αδύνατος",
"αδύνατον":"αδύνατος",
"αδύνατος":"αδύνατος",
"αδυνάτου":"αδύνατος",
"αδύνατου":"αδύνατος",
"αδυνατούμε":"αδυνατώ",
"αδυνατούν":"αδυνατώ",
"αδυνάτους":"αδύνατος",
"αδύνατους":"αδύνατος",
"αδυνατούσε":"αδυνατώ",
"αδυνατώ":"αδυνατώ",
"αδυνάτων":"αδύνατος",
"αδύνατων":"αδύνατος",
"αδυνατώντας":"αδυνατώ",
"αδυσώπητα":"αδυσώπητα",
"αδυσώπητη":"αδυσώπητος",
"αδυσώπητο":"αδυσώπητος",
"αδυσώπητοι":"αδυσώπητος",
"αδυσώπητος":"αδυσώπητος",
"άδυτα":"άδυτος",
"άδυτο":"άδυτος",
"άδωρο":"άδωρος",
"άδωρον":"άδωρος",
"αε":"αε",
"αε.":"αε.",
"αεα":"αεα",
"αεβε":"αεβε",
"αεγε":"αεγε",
"αεγεκ":"αεγεκ",
"αεεχ":"αεεχ",
"αει":"αει",
"αει":"αεί",
"αεί":"αεί",
"αειθαλές":"αειθαλής",
"αειθαλή":"αειθαλής",
"αειθαλής":"αειθαλής",
"αειθαλούς":"αειθαλής",
"αεικίνητο":"αεικίνητος",
"αεικίνητος":"αεικίνητος",
"αείμνηστη":"αείμνηστος",
"αείμνηστο":"αείμνηστος",
"αείμνηστος":"αείμνηστος",
"αείμνηστου":"αείμνηστος",
"αειφορεία":"αειφορία",
"αειφορίας":"αειφορία",
"αειφόρο":"αειφόρος",
"'αειφόρος":"'αειφόρος",
"αειφόρου":"αειφόρος",
"αεκ":"αεκ",
"αεκ1965-6661":"αεκ1965-6661",
"αεκ1971-7262":"αεκ1971-7262",
"αεκ1996-9764":"αεκ1996-9764",
"αεκ2510921063":"αεκ2510921063",
"αεκ39123340-15":"αεκ39123340-15",
"αεκ-ατρόμητος":"αεκ-ατρόμητος",
"αεκ-ηράκλειο-61-58":"αεκ-ηράκλειο-61-58",
"αελ":"αελ",
"αεμετ":"αεμετ",
"αε-μπαρμπα":"αε-μπαρμπα",
"αε-μπάρμπα":"αε-μπάρμπα",
"αέναες":"αέναος",
"αέναη":"αέναος",
"αέναο":"αέναος",
"αενάως":"αέναα",
"αεπ":"αεπ",
"αέρα'":"αέρα'",
"αερα":"αέρας",
"αέρα":"αέρας",
"αεράκι":"αεράκι",
"αεράμυνα":"αεράμυνα",
"αεράμυνας":"αεράμυνα",
"αέρας":"αέρας",
"αεργία":"αεργία",
"άεργος":"άεργος",
"αέρηδες":"αέρας",
"αέρια":"αέριος",
"αέριας":"αέριος",
"αεριες":"αέριος",
"αέριες":"αέριος",
"αεριζόμενοι":"αεριζόμενος",
"αέρινα":"αέρινος",
"αέρινη":"αέρινος",
"αέρινο":"αέρινος",
"αέριο":"αέριο",
"αέριο":"αέριος",
"αερίου":"αέριο",
"αερίου":"αέριος",
"αέριου":"αέριος",
"αερίου-νερού":"αερίου-νερού",
"αερισμού":"αερισμός",
"αεριτζήδες":"αεριτζής",
"αεριώδεις":"αεριώδης",
"αεριωθούμενα":"αεριωθούμενο",
"αερίων":"αέριο",
"αερίων":"αέριος",
"αέριων":"αέριος",
"αεροβατούν":"αεροβατώ",
"αερόβια":"αερόβιος",
"αεροβική":"αεροβικός",
"αερογέφυρα":"αερογέφυρα",
"αερογραμμών":"αερογραμμή",
"αεροδιάδρομο":"αεροδιάδρομος",
"αεροδιαδρόμου":"αεροδιάδρομος",
"αεροδιαδρόμους":"αεροδιάδρομος",
"αεροδιαδρόμων":"αεροδιάδρομος",
"αεροδιακομιδές":"αεροδιακομιδή",
"αεροδρόμια":"αεροδρόμιο",
"αεροδρόμιά":"αεροδρόμιο",
"αεροδρόμιο":"αεροδρόμιο",
"αεροδρόμιό":"αεροδρόμιο",
"αεροδρομίου":"αεροδρόμιο",
"αεροδρομίων":"αεροδρόμιο",
"αεροκόπανους":"αεροκόπανους",
"αερολέσχη":"αερολέσχη",
"αερολιμένα":"αερολιμένας",
"αερολιμένες":"αερολιμένας",
"αερολιμένων":"αερολιμένας",
"αερολογίες":"αερολογία",
"αερομασάζ":"αερομασάζ",
"αερομαχίες":"αερομαχία",
"αερομαχιών":"αερομαχία",
"αερομεταφερόμενων":"αερομεταφερόμενος",
"αερομεταφοράς":"αερομεταφορά",
"αερομεταφορέα":"αερομεταφορέας",
"αερομεταφορέας":"αερομεταφορέας",
"αερομεταφορείς":"αερομεταφορέας",
"αερομεταφορές":"αερομεταφορά",
"αερομεταφορών":"αερομεταφορά",
"αεροναυπηγική":"αεροναυπηγική",
"αεροναυπηγικής":"αεροναυπηγικός",
"αεροναυτικής":"αεροναυτική",
"αεροναυτικών":"αεροναυτικός",
"αεροναυτιλίας":"αεροναυτιλία",
"αεροπειρατές":"αεροπειρατής",
"αεροπλάνα":"αεροπλάνο",
"αεροπλανάκι":"αεροπλανάκι",
"αεροπλάνο":"αεροπλάνο",
"αεροπλάνου":"αεροπλάνο",
"αεροπλανοφόρα":"αεροπλανοφόρο",
"αεροπλανοφόρο":"αεροπλανοφόρο",
"αεροπλανοφόρου":"αεροπλανοφόρο",
"αεροπλανοφόρων":"αεροπλανοφόρο",
"αεροπλάνων":"αεροπλάνο",
"αεροπλοΐα":"αεροπλοΐα",
"αεροπορια":"αεροπορία",
"αεροπορία":"αεροπορία",
"αεροποριας":"αεροπορία",
"αεροπορίας":"αεροπορία",
"αεροπορικά":"αεροπορικός",
"αεροπορικές":"αεροπορικός",
"αεροπορική":"αεροπορικός",
"αεροπορικής":"αεροπορικός",
"αεροπορικό":"αεροπορικός",
"αεροπορικοί":"αεροπορικός",
"αεροπορικός":"αεροπορικός",
"αεροπορικού":"αεροπορικός",
"αεροπορικούς":"αεροπορικός",
"αεροπορικών":"αεροπορικός",
"αεροπορικώς":"αεροπορικά",
"αεροπόρος":"αεροπόρος",
"αεροπόρους":"αεροπόρος",
"αεροπόρων":"αεροπόρος",
"αερος":"αέρος",
"αέρος":"αέρος",
"αερόσακους":"αερόσακος",
"αεροσκάφη":"αεροσκάφος",
"αεροσκάφος":"αεροσκάφος",
"αεροσκάφους":"αεροσκάφος",
"αεροσκαφων":"αεροσκάφος",
"αεροσκαφών":"αεροσκάφος",
"αερόστατα":"αερόστατο",
"αεροστατισμού":"αεροστατισμού",
"αερόστατο":"αερόστατο",
"αερόστατου":"αερόστατο",
"αεροσυνοδός":"αεροσυνοδός",
"αεροσυνοδού":"αεροσυνοδός",
"αεροτομές":"αεροτομή",
"αεροφωτογραφία":"αεροφωτογραφία",
"αεροφωτογραφίες":"αεροφωτογραφία",
"αεροφωτογραφιών":"αεροφωτογραφία",
"αεροψεκασμοί":"αεροψεκασμός",
"αεροψεκασμός":"αεροψεκασμός",
"αεροψεκασμούς":"αεροψεκασμός",
"αεροψεκασμών":"αεροψεκασμός",
"αερόψυκτο":"αερόψυκτος",
"αετό":"αετός",
"αετοί":"αετός",
"αετονύχηδες":"αετονύχης",
"αετος":"αετός",
"αετός":"αετός",
"αετού":"αετός",
"αέτωμα":"αέτωμα",
"αετών":"αετός",
"αζαντί":"αζαντί",
"αζαξιό":"αζαξιό",
"αζεβέντο":"αζεβέντο",
"αζερικών":"αζερικών",
"αζερμπ":"αζερμπ",
"αζερμπαϊτζάν":"αζερμπαϊτζάν",
"αζημίωτο":"αζημίωτος",
"αζήτητα":"αζήτητος",
"αζήτητων":"αζήτητος",
"αζίζ":"αζίζ",
"αζούμι":"αζούμι",
"αζτέκας":"αζτέκας",
"αζώτου":"άζωτο",
"αηδία":"αηδία",
"αηδιάζουν":"αηδιάζω",
"αηδίας":"αηδία",
"αηδιάσει":"αηδιάζω",
"αηδιασμένος":"αηδιασμένος",
"αηδιαστικά":"αηδιαστικός",
"αηδίες":"αηδία",
"αηδονι":"αηδόνι",
"αηδόνι":"αηδόνι",
"αηδονόπουλος":"αηδονόπουλος",
"αηδονόπουλου":"αηδονόπουλου",
"αηδονοχώρι":"αηδονοχώρι",
"αηερα":"αηερα",
"αήθη":"αήθης",
"αήθης":"αήθης",
"αης":"αης",
"αητός":"αητός",
"αήττητη":"αήττητος",
"αηττητο":"αήττητος",
"αήττητο":"αήττητος",
"αήττητοι":"αήττητος",
"αήττητος":"αήττητος",
"αθ.":"αθ.",
"αθανασάκη":"αθανασάκης",
"αθανασάκης":"αθανασάκης",
"αθανάσαρος":"αθανάσαρος",
"αθανασαρου":"αθανασαρου",
"αθανάσαρου":"αθανάσαρου",
"αθανασια":"αθανασία",
"αθανασία":"αθανασία",
"αθανασιάδη":"αθανασιάδης",
"αθανασιάδης":"αθανασιάδης",
"αθανασιαδου":"αθανασιαδου",
"αθανασιάδου":"αθανασιάδου",
"αθανασίας":"αθανασία",
"αθανάσιο":"αθανάσιος",
"αθανασιος":"αθανάσιος",
"αθανάσιος":"αθανάσιος",
"αθανασίου":"αθανάσιος",
"αθανάσιου":"αθανάσιος",
"αθανασόπουλο":"αθανασόπουλος",
"αθανασόπουλος":"αθανασόπουλος",
"αθανασούλη":"αθανασούλης",
"αθάνατα":"αθάνατος",
"αθάνατο":"αθάνατος",
"αθάνατοι":"αθάνατος",
"αθανάτων":"αθάνατος",
"αθέατα":"αθέατος",
"αθέατες":"αθέατος",
"αθέατη":"αθέατος",
"αθέατης":"αθέατος",
"αθέατο":"αθέατος",
"αθέατοι":"αθέατος",
"αθέατον":"αθέατος",
"αθέατος":"αθέατος",
"άθεη":"άθεος",
"αθεΐας":"αθεΐα",
"άθελα":"άθελος",
"άθελά":"άθελος",
"αθέμιτες":"αθέμιτος",
"αθέμιτη":"αθέμιτος",
"αθέμιτο":"αθέμιτος",
"αθέμιτος":"αθέμιτος",
"αθέμιτου":"αθέμιτος",
"αθέμιτων":"αθέμιτος",
"άθενς":"άθενς",
"άθεοι":"άθεος",
"άθεος":"άθεος",
"αθεόφοβα":"αθεόφοβος",
"αθεόφοβοι":"αθεόφοβος",
"αθεράπευτα":"αθεράπευτα",
"αθερίνα":"αθερίνα",
"αθετεί":"αθετώ",
"αθετήθηκε":"αθετώ",
"αθέτησαν":"αθετώ",
"αθέτησε":"αθετώ",
"αθετήσει":"αθετώ",
"αθέτηση":"αθέτηση",
"αθηνα":"αθηνά",
"αθηνά":"αθηνά",
"αθήνα":"αθήνα",
"'αθήνα":"'αθήνα",
"αθηναγγέλα":"αθηναγγέλα",
"αθηνά-έδραση":"αθηνά-έδραση",
"αθηναι":"αθηναι",
"αθήναι":"αθήναι",
"αθηναια":"αθηναία",
"αθηναι-κ":"αθηναι-κ",
"αθηναϊκά":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκές":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκή":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκής":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκό":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκός":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκός-καλαμάτα0-0χ":"αθηναϊκός-καλαμάτα0-0χ",
"αθηναϊκού":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκούς":"αθηναϊκός",
"αθηναϊκών":"αθηναϊκός",
"αθηναίοι":"αθηναίος",
"αθήναιον":"αθήναιον",
"αθηναιον":"αθηναίος",
"αθηναίος":"αθηναίος",
"αθηναίους":"αθηναίος",
"αθηναίων":"αθηναίος",
"αθηνας":"αθηνά",
"αθηνάς":"αθηνά",
"αθήνας":"αθήνα",
"αθήνας-πειραιά":"αθήνας-πειραιά",
"αθηνοκεντρικό":"αθηνοκεντρικός",
"αθηνοκεντρικού":"αθηνοκεντρικός",
"αθηνοκεντρισμό":"αθηνοκεντρισμό",
"αθηνοκεντρισμού":"αθηνοκεντρισμού",
"αθηνων":"αθήνα",
"αθηνών":"αθήνα",
"αθηρι":"αθηρι",
"αθηρωμάτωση":"αθηρωμάτωση",
"αθίγγανοι":"αθίγγανος",
"αθίγγανος":"αθίγγανος",
"αθίγγανους":"αθίγγανος",
"αθίγγανων":"αθίγγανος",
"άθικτα":"άθικτος",
"άθικτες":"άθικτος",
"άθικτη":"άθικτος",
"άθικτο":"άθικτος",
"άθικτοι":"άθικτος",
"άθικτος":"άθικτος",
"άθικτων":"άθικτος",
"αθίνη":"αθίνη",
"αθλέτικ":"αθλέτικ",
"αθλημα":"άθλημα",
"άθλημα":"άθλημα",
"αθλήματα":"άθλημα",
"αθλήματος":"άθλημα",
"αθληματων":"άθλημα",
"αθλημάτων":"άθλημα",
"άθληση":"άθληση",
"άθλησης":"άθληση",
"αθλητες":"αθλητής",
"αθλητές":"αθλητής",
"αθλητή":"αθλητής",
"αθλητής":"αθλητής",
"αθλητιατρική":"αθλητιατρικός",
"αθλητιατρικής":"αθλητιατρικός",
"αθλητιάτρους":"αθλητίατρος",
"αθλητικά":"αθλητικός",
"αθλητικές":"αθλητικός",
"αθλητική":"αθλητικός",
"αθλητικής":"αθλητικός",
"αθλητικο":"αθλητικός",
"αθλητικό":"αθλητικός",
"αθλητικογράφους":"αθλητικογράφος",
"αθλητικογράφων":"αθλητικογράφος",
"αθλητικοί":"αθλητικός",
"αθλητικός":"αθλητικός",
"αθλητικού":"αθλητικός",
"αθλητικούς":"αθλητικός",
"αθλητικών":"αθλητικός",
"αθλητισμό":"αθλητισμός",
"αθλητισμόν":"αθλητισμός",
"αθλητισμος":"αθλητισμός",
"αθλητισμός":"αθλητισμός",
"αθλητισμου":"αθλητισμός",
"αθλητισμού":"αθλητισμός",
"αθλήτρια":"αθλήτρια",
"αθλήτριας":"αθλήτρια",
"αθλήτριες":"αθλήτρια",
"αθλήτριές":"αθλήτρια",
"αθλητριών":"αθλήτρια",
"αθλητών":"αθλητής",
"άθλια":"άθλια",
"άθλια":"άθλιος",
"άθλιας":"άθλιος",
"άθλιες":"άθλιος",
"άθλιο":"άθλιος",
"αθλιοι":"άθλιος",
"άθλιοι":"άθλιος",
"άθλιος":"άθλιος",
"αθλιότητα":"αθλιότητα",
"αθλιότητας":"αθλιότητα",
"αθλιότητες":"αθλιότητα",
"άθλιου":"άθλιος",
"άθλιων":"άθλιος",
"άθλο":"άθλος",
"αθλοθέτησαν":"αθλοθετώ",
"αθλοπαιδιές":"αθλοπαιδιά",
"αθλοπαιδιών":"αθλοπαιδιά",
"άθλος":"άθλος",
"άθλου":"άθλος",
"αθλούμενος":"αθλούμενος",
"αθλούμενους":"αθλούμενος",
"αθλούνται":"αθλούμαι",
"άθλους":"άθλος",
"αθόρυβα":"αθόρυβα",
"αθόρυβες":"αθόρυβος",
"αθόρυβη":"αθόρυβος",
"αθόρυβης":"αθόρυβος",
"αθόρυβο":"αθόρυβος",
"αθόρυβους":"αθόρυβος",
"αθρόα":"αθρόα",
"αθρόα":"αθρόος",
"αθρόες":"αθρόος",
"αθροίζονται":"αθροίζω",
"άθροισμα":"άθροισμα",
"αθροίσματος":"άθροισμα",
"αθροιστικά":"αθροιστικά",
"αθροιστικές":"αθροιστικός",
"αθροιστική":"αθροιστικός",
"αθροιστικό":"αθροιστικός",
"αθρόως":"αθρόα",
"άθρωποι":"άθρωποι",
"αθύρματα":"άθυρμα",
"αθυρόστομοι":"αθυρόστομος",
"αθυρων":"αθύρα",
"αθύτου":"αθύτης",
"άθω":"άθω",
"αθώα":"αθώος",
"αθώες":"αθώος",
"αθωνικά":"αθωνικός",
"άθωνος":"άθωνος",
"αθώο":"αθώος",
"αθώοι":"αθώος",
"αθώος":"αθώος",
"αθωότητα":"αθωότητα",
"αθωότητά":"αθωότητα",
"αθωότητας":"αθωότητα",
"αθώου":"αθώος",
"αθώους":"αθώος",
"αθωράκιστα":"αθωράκιστος",
"αθωωθεί":"αθωώνω",
"αθωώθηκε":"αθωώνω",
"αθώων":"αθώος",
"αθωώνει":"αθωώνω",
"αθωώνεται":"αθωώνω",
"αθώωσε":"αθωώνω",
"αθωώσει":"αθωώνω",
"αθώωση":"αθώωση",
"αθωώσουν":"αθωώνω",
"αθωωτικά":"αθωωτικός",
"αθωωτική":"αθωωτικός",
"αι":"αι",
"άι":"άι",
"αι.":"αι.",
"αίαντα":"αίαντας",
"αίαντας":"αίαντας",
"αίας":"αίας",
"αϊβάζης":"αϊβάζης",
"αϊ-βασίλη":"αϊ-βασίλη",
"αϊ-βασίληδες":"αϊ-βασίληδες",
"αϊ-βασίλης":"αϊ-βασίλης",
"αϊβασιλιάτικο":"αϊβασιλιάτικο",
"άιβερσον":"άιβερσον",
"αίγαγρος":"αίγαγρος",
"αιγαιακής":"αιγαιακός",
"αιγαιακό":"αιγαιακός",
"αιγαιο":"αιγαίο",
"αιγαίο":"αιγαίο",
"'αιγαίο'":"'αιγαίο'",
"αιγαιοπελαγίτικες":"αιγαιοπελαγίτικος",
"αιγαιοπελαγίτικη":"αιγαιοπελαγίτικος",
"αιγαιοπελαγίτικης":"αιγαιοπελαγίτικος",
"αιγαιοπελαγίτικου":"αιγαιοπελαγίτικος",
"αιγαίου":"αιγαίο",
"αιγαλεω":"αιγάλεω",
"αιγάλεω":"αιγάλεω",
"αιγαλεω-αεκ":"αιγαλεω-αεκ",
"αιγάνης":"αιγάνης",
"αίγας":"αίγα",
"αίγειρο":"αίγειρο",
"αίγειρος":"αίγειρος",
"αιγιάλης":"αιγιάλης",
"αιγίδα":"αιγίδα",
"αίγινα":"αίγινα",
"αιγινιακός":"αιγινιακός",
"αίγιο":"αίγιο",
"άιγκνερ":"άιγκνερ",
"αιγλη":"αίγλη",
"αίγλη":"αίγλη",
"αίγλης":"αίγλη",
"αιγοκερος":"αιγόκερος",
"αιγοπρόβατα":"αιγοπρόβατα",
"αιγοπροβάτων":"αιγοπρόβατα",
"αιγυπτιακά":"αιγυπτιακός",
"αιγυπτιακές":"αιγυπτιακός",
"αιγυπτιακή":"αιγυπτιακός",
"αιγυπτιακό":"αιγυπτιακός",
"αιγυπτιακού":"αιγυπτιακός",
"αιγύπτιο":"αιγύπτιος",
"αιγύπτιοι":"αιγύπτιος",
"αιγυπτιολόγοι":"αιγυπτιολόγος",
"αιγύπτιος":"αιγύπτιος",
"αιγύπτιου":"αιγύπτιος",
"αιγύπτιους":"αιγύπτιος",
"αιγυπτιώτες":"αιγυπτιώτης",
"αίγυπτο":"αίγυπτος",
"αίγυπτος":"αίγυπτος",
"αιγυπτου":"αίγυπτος",
"αιγύπτου":"αίγυπτος",
"αιγών":"αίγα",
"αιδεσιμότατο":"αιδεσιμότατος",
"αιδούς":"αιδώς",
"άιζακς":"άιζακς",
"αϊζενστάιν":"αϊζενστάιν",
"αίθ":"αίθ",
"αιθάλης":"αιθάλη",
"αιθανόλης":"αιθανόλη",
"αιθέρα":"αιθέρας",
"αιθέρες":"αιθέρας",
"αιθέρια":"αιθέριος",
"αιθέριο":"αιθέριος",
"αιθέρων":"αιθέρας",
"αιθίοπες":"αιθίοπας",
"αιθιοπία":"αιθιοπία",
"αιθιοπίας":"αιθιοπία",
"αιθιοπίας-ερυθραίας":"αιθιοπίας-ερυθραίας",
"αιθιοπική":"αιθιοπικός",
"αιθιοπικής":"αιθιοπικός",
"αιθουσα":"αίθουσα",
"αίθουσα":"αίθουσα",
"αίθουσά":"αίθουσα",
"αίθουσας":"αίθουσα",
"αίθουσες":"αίθουσα",
"αίθουσές":"αίθουσα",
"αιθουσών":"αίθουσα",
"αιθρία":"αιθρία",
"αίθρια":"αίθριος",
"αίθριο":"αίθριος",
"αίθριος":"αίθριος",
"αικατερινη":"αικατερίνη",
"αικατερίνη":"αικατερίνη",
"αικατερινης":"αικατερίνη",
"αικατερίνης":"αικατερίνη",
"άιλαντ":"άιλαντ",
"αιλουροειδή":"αιλουροειδής",
"αιλουροειδών":"αιλουροειδής",
"αίλουρος":"αίλουρος",
"αϊλτον":"αϊλτον",
"αΐλτον":"αΐλτον",
"αιμα":"αίμα",
"αίμα":"αίμα",
"άιμα":"άιμα",
"αίματα":"αίμα",
"αιματηρά":"αιματηρός",
"αιματηρές":"αιματηρός",
"αιματηρή":"αιματηρός",
"αιματηρής":"αιματηρός",
"αιματηρό":"αιματηρός",
"αιματηρού":"αιματηρός",
"αιματηρούς":"αιματηρός",
"αιματηρών":"αιματηρός",
"'αιματηρών":"'αιματηρών",
"αιματικών":"αιματικός",
"αιματοβαμμένες":"αιματοβαμμένος",
"αιματοβαμμένη":"αιματοβαμμένος",
"αιματοβαμμένο":"αιματοβαμμένος",
"αιματοεγκεφαλικό":"αιματοεγκεφαλικός",
"αιματοκρίτης":"αιματοκρίτης",
"αιματολογικές":"αιματολογικός",
"αιματολογική":"αιματολογικός",
"αιματολογικής":"αιματολογικός",
"αιματολογικό":"αιματολογικός",
"αιματολογικού":"αιματολογικός",
"αίματος":"αίμα",
"αίματός":"αίμα",
"αιματοχυσία":"αιματοχυσία",
"αιμάτωμα":"αιμάτωμα",
"αιματώματος":"αιμάτωμα",
"αιμιλία":"αιμιλία",
"αιμιλίας":"αιμιλία",
"αιμίλιο":"αιμίλιος",
"αιμίλιος":"αιμίλιος",
"αιμοβόρα":"αιμοβόρος",
"αιμοβόροι":"αιμοβόρος",
"αιμοβόρου":"αιμοβόρος",
"αιμοδιψή":"αιμοδιψής",
"αιμοδοσία":"αιμοδοσία",
"αιμοδοσίας":"αιμοδοσία",
"αιμοδότες":"αιμοδότης",
"αιμοδοτών":"αιμοδότης",
"αιμοδυναμικές":"αιμοδυναμικός",
"αιμοκάθαρση":"αιμοκάθαρση",
"αιμοληψία":"αιμοληψία",
"αιμομικτικός":"αιμομικτικός",
"αιμομιξίες":"αιμομιξία",
"αιμόπτυση":"αιμόπτυση",
"αιμορραγεί":"αιμορραγώ",
"αιμορραγία":"αιμορραγία",
"αιμορραγίας":"αιμορραγία",
"αιμορραγίες":"αιμορραγία",
"αιμορραγικό":"αιμορραγικός",
"αιμορραγούσε":"αιμορραγώ",
"αιμορροΐδες":"αιμορροΐδα",
"αιμοσταγείς":"αιμοσταγής",
"αιμοσταγής":"αιμοσταγής",
"αιμοσφαιρίνης":"αιμοσφαιρίνη",
"αίμου":"αίμος",
"αιμοφιλικοί":"αιμοφιλικός",
"αιμοφιλικών":"αιμοφιλικός",
"αιμοφόρα":"αιμοφόρος",
"αιμοφόρων":"αιμοφόρος",
"αιμόφυρτο":"αιμόφυρτος",
"αιμόφυρτος":"αιμόφυρτος",
"άιμπροξ":"άιμπροξ",
"αιναλής":"αιναλής",
"αϊναλης":"αϊναλης",
"αϊναλής":"αϊναλής",
"αίνιγμα":"αίνιγμα",
"αινίγματα":"αίνιγμα",
"αινιγματικά":"αινιγματικά",
"αινιγματική":"αινιγματικός",
"αινιγματικό":"αινιγματικός",
"αινιγματικός":"αινιγματικός",
"αινιγματικού":"αινιγματικός",
"αινίγματος":"αίνιγμα",
"αϊ-νικόλα":"αϊ-νικόλα",
"αϊ-νικολας":"αϊ-νικολας",
"αϊνστάιν":"αϊνστάιν",
"αϊνστάιν-ράσελ":"αϊνστάιν-ράσελ",
"αΐντ":"αΐντ",
"αϊντίνι":"αϊντίνι",
"άιντραχτ":"άιντραχτ",
"αϊντχόφεν":"αϊντχόφεν",
"αϊόβα":"αϊόβα",
"αιολίδας":"αιολίδα",
"αιολικά":"αιολικός",
"αιολικη":"αιολικός",
"αιολική":"αιολικός",
"αιολικής":"αιολικός",
"αιολικός":"αιολικός",
"αιολικός-αγερσανίκλήρωση1":"αιολικός-αγερσανίκλήρωση1",
"αιολικών":"αιολικός",
"αίολος":"αίολος",
"αιόλου":"αίολος",
"αίολου":"αίολος",
"αίρει":"αίρω",
"άιρες":"άιρες",
"αιρέσεις":"αίρεση",
"αίρεση":"αίρεση",
"αίρεσης":"αίρεση",
"αίρεσιν":"αίρεση",
"αιρεται":"αίρω",
"αίρεται":"αίρω",
"αιρετή":"αιρετός",
"αιρετικά":"αιρετικός",
"αιρετικές":"αιρετικός",
"αιρετική":"αιρετικός",
"αιρετικό":"αιρετικός",
"αιρετικοί":"αιρετικός",
"αιρετικός":"αιρετικός",
"αιρετικούς":"αιρετικός",
"αιρετικών":"αιρετικός",
"αιρετοί":"αιρετός",
"αιρετούς":"αιρετός",
"αιρετών":"αιρετός",
"άιρις":"άιρις",
"άιρλαντ":"άιρλαντ",
"αίρονται":"αίρω",
"αϊσάτι":"αϊσάτι",
"αϊσέ":"αϊσέ",
"αισθάνεσαι":"αισθάνομαι",
"αισθάνεστε":"αισθάνομαι",
"αισθάνεται":"αισθάνομαι",
"αισθανθεί":"αισθάνομαι",
"αισθανθείς":"αισθάνομαι",
"αισθανθείτε":"αισθάνομαι",
"αισθάνθηκα":"αισθάνομαι",
"αισθανθήκαμε":"αισθάνομαι",
"αισθάνθηκαν":"αισθάνομαι",
"αισθανθήκατε":"αισθάνομαι",
"αισθάνθηκε":"αισθάνομαι",
"αισθανθούμε":"αισθάνομαι",
"αισθανθούν":"αισθάνομαι",
"αισθάνομαι":"αισθάνομαι",
"αισθανόμαστε":"αισθάνομαι",
"αισθανόμουν":"αισθάνομαι",
"αισθανόμουνα":"αισθάνομαι",
"αισθάνονται":"αισθάνομαι",
"αισθάνονταν":"αισθάνομαι",
"αισθανόσασταν":"αισθάνομαι",
"αισθανόσουν":"αισθάνομαι",
"αισθανόταν":"αισθάνομαι",
"αισθαντικά":"αισθαντικός",
"αισθαντικότητα":"αισθαντικότητα",
"αίσθημα":"αίσθημα",
"αισθήματα":"αίσθημα",
"αισθήματά":"αίσθημα",
"αισθηματικά":"αισθηματικά",
"αισθηματικά":"αισθηματικός",
"αισθηματικές":"αισθηματικός",
"αισθηματική":"αισθηματικός",
"αισθηματικής":"αισθηματικός",
"αισθηματικό":"αισθηματικός",
"αισθήματος":"αίσθημα",
"αισθημάτων":"αίσθημα",
"αισθήσεις":"αίσθηση",
"αισθησεων":"αίσθηση",
"αισθήσεων":"αίσθηση",
"αισθηση":"αίσθηση",
"αίσθηση":"αίσθηση",
"αίσθησή":"αίσθηση",
"αίσθησης":"αίσθηση",
"αισθησιακά":"αισθησιακός",
"αισθησιακές":"αισθησιακός",
"αισθησιακή":"αισθησιακός",
"αισθησιακό":"αισθησιακός",
"αισθησιακός":"αισθησιακός",
"αισθησιασμό":"αισθησιασμός",
"αισθησιασμού":"αισθησιασμός",
"αισθητά":"αισθητά",
"αισθητές":"αισθητής",
"αισθητή":"αισθητός",
"αισθητήρας":"αισθητήρας",
"αισθητήρες":"αισθητήρας",
"αισθητήριο":"αισθητήριος",
"αισθητήρων":"αισθητήρας",
"αισθητικά":"αισθητικός",
"αισθητικές":"αισθητικός",
"αισθητική":"αισθητική",
"αισθητικής":"αισθητικός",
"αισθητικό":"αισθητικός",
"αισθητικοί":"αισθητικός",
"αισθητικός":"αισθητικός",
"αισθητικότερο":"αισθητικότερο",
"αισθητικότητας":"αισθητικότητα",
"αισθητικού":"αισθητικός",
"αισθητικών":"αισθητικός",
"αισθητικώς":"αισθητικά",
"αισθητοί":"αισθητός",
"αισθητος":"αισθητός",
"αισθητός":"αισθητός",
"αίσια":"αίσια",
"αίσια":"αίσιος",
"αίσιο":"αίσιος",
"αισιόδοξα":"αισιόδοξα",
"αισιοδοξεί":"αισιοδοξώ",
"αισιοδοξείτε":"αισιοδοξώ",
"αισιόδοξες":"αισιόδοξος",
"αισιόδοξη":"αισιόδοξος",
"αισιόδοξης":"αισιόδοξος",
"αισιοδοξία":"αισιοδοξία",
"αισιοδοξίας":"αισιοδοξία",
"αισιόδοξο":"αισιόδοξος",
"αισιόδοξοι":"αισιόδοξος",
"αισιοδοξος":"αισιόδοξος",
"αισιόδοξος":"αισιόδοξος",
"αισιοδοξούν":"αισιοδοξώ",
"αισιόδοξους":"αισιόδοξος",
"αισιοδοξώ":"αισιοδοξώ",
"αισιόδοξων":"αισιόδοξος",
"αισίως":"αίσια",
"αϊ-στράτη":"αϊ-στράτη",
"αίσχη":"αίσχος",
"αισχίστου":"αίσχιστος",
"αίσχος":"αίσχος",
"αίσχους":"αίσχος",
"αισχρά":"αισχρός",
"αισχρές":"αισχρός",
"αισχρής":"αισχρός",
"αισχρό":"αισχρός",
"αισχροκέρδεια":"αισχροκέρδεια",
"αισχροκέρδειας":"αισχροκέρδεια",
"αισχρολογίες":"αισχρολογία",
"αισχύλο":"αισχύλος",
"αισχύλος":"αισχύλος",
"αισώπου":"αίσωπος",
"αιτημα":"αίτημα",
"αίτημα":"αίτημα",
"αίτημά":"αίτημα",
"αιτήματα":"αίτημα",
"αιτήματά":"αίτημα",
"αιτήματος":"αίτημα",
"αιτήματός":"αίτημα",
"αιτημάτων":"αίτημα",
"αιτήσεις":"αίτηση",
"αιτήσεων":"αίτηση",
"αιτήσεως":"αίτηση",
"αίτηση":"αίτηση",
"αίτησή":"αίτηση",
"αίτηση-δήλωση":"αίτηση-δήλωση",
"αίτησης":"αίτηση",
"αίτησής":"αίτηση",
"αίτησης-δήλωσης":"αίτησης-δήλωσης",
"αιτία":"αιτία",
"αίτια":"αίτιο",
"αίτιά":"αίτιο",
"αιτιακών":"αιτιακός",
"αιτίας":"αιτία",
"αιτιάσεις":"αιτίαση",
"αιτιάσεών":"αιτίαση",
"αιτίαση":"αιτίαση",
"αιτιάται":"αιτιώμαι",
"αιτιατού":"αιτιατός",
"αιτίες":"αιτία",
"αϊτινούς":"αϊτινούς",
"αίτιο":"αίτιος",
"αιτιοκρατικά":"αιτιοκρατικός",
"αιτιοκρατικό":"αιτιοκρατικός",
"αιτιολογεί":"αιτιολογώ",
"αιτιολογηθεί":"αιτιολογώ",
"αιτιολογήθηκε":"αιτιολογώ",
"αιτιολογημένα":"αιτιολογώ",
"αιτιολογημένες":"αιτιολογημένος",
"αιτιολογημένη":"αιτιολογημένος",
"αιτιολογημένης":"αιτιολογημένος",
"αιτιολογημένο":"αιτιολογώ",
"αιτιολογημένος":"αιτιολογώ",
"αιτιολόγησε":"αιτιολογώ",
"αιτιολογήσει":"αιτιολογώ",
"αιτιολόγηση":"αιτιολόγηση",
"αιτιολόγησης":"αιτιολόγηση",
"αιτιολογήσουν":"αιτιολογώ",
"αιτιολογήσω":"αιτιολογώ",
"αιτιολογία":"αιτιολογία",
"αιτιολογίες":"αιτιολογία",
"αιτιολογικής":"αιτιολογικός",
"αιτιολογικό":"αιτιολογικός",
"αιτιολογιών":"αιτιολογία",
"αιτιολογούν":"αιτιολογώ",
"αιτιολογώντας":"αιτιολογώ",
"αιτιοπάθεια":"αιτιοπάθεια",
"αιτιότητα":"αιτιότητα",
"αιτίου-αιτιατού":"αιτίου-αιτιατού",
"αιτιών":"αιτία",
"αιτίων":"αίτιο",
"αιτούμενη":"αιτούμενος",
"αιτούντες":"αιτών",
"αιτούντος":"αιτών",
"αιτούντων":"αιτών",
"αιτωλοακαρνανίας":"αιτωλοακαρνανία",
"αιτωλοακαρνάνων":"αιτωλοακαρνάνων",
"αιτωλός":"αιτωλός",
"αιτωλού":"αιτωλός",
"αιτών":"αιτών",
"άιφελ":"άιφελ",
"αίφνης":"αίφνης",
"αιφνίδια":"αιφνίδιος",
"αιφνιδιάζει":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάζεται":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάζοντας":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάζουν":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδίασε":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάσει":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιασμό":"αιφνιδιασμός",
"αιφνιδιασμοί":"αιφνιδιασμός",
"αιφνιδιασμός":"αιφνιδιασμός",
"αιφνιδιασμούς":"αιφνιδιασμός",
"αιφνιδιαστεί":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιαστήκαμε":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάστηκαν":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιάστηκε":"αιφνιδιάζω",
"αιφνιδιαστικά":"αιφνιδιαστικά",
"αιφνιδιαστικές":"αιφνιδιαστικός",
"αιφνιδιαστική":"αιφνιδιαστικός",
"αιφνιδιαστικός":"αιφνιδιαστικός",
"αιφνιδιαστικούς":"αιφνιδιαστικός",
"αιφνιδιαστικών":"αιφνιδιαστικός",
"αιφνίδιες":"αιφνίδιος",
"αιφνίδιο":"αιφνίδιος",
"αιφνίδιος":"αιφνίδιος",
"αιφνίδιου":"αιφνίδιος",
"αιφνίδιους":"αιφνίδιος",
"αιφνιδίως":"αιφνίδια",
"αιχμαλωσία":"αιχμαλωσία",
"αιχμαλωσίας":"αιχμαλωσία",
"αιχμάλωτα":"αιχμάλωτος",
"αιχμαλωτη":"αιχμάλωτος",
"αιχμάλωτη":"αιχμάλωτος",
"αιχμαλωτίζει":"αιχμαλωτίζω",
"αιχμαλωτίζουν":"αιχμαλωτίζω",
"αιχμαλώτισε":"αιχμαλωτίζω",
"αιχμαλωτίσουν":"αιχμαλωτίζω",
"αιχμαλωτιστεί":"αιχμαλωτίζω",
"αιχμάλωτοι":"αιχμάλωτος",
"αιχμάλωτος":"αιχμάλωτος",
"αιχμάλωτου":"αιχμάλωτος",
"αιχμαλώτους":"αιχμάλωτος",
"αιχμαλώτων":"αιχμάλωτος",
"αιχμες":"αιχμή",
"αιχμές":"αιχμή",
"αιχμή":"αιχμή",
"αιχμηρά":"αιχμηρά",
"αιχμηρές":"αιχμηρός",
"αιχμηρη":"αιχμηρός",
"αιχμηρή":"αιχμηρός",
"αιχμηρό":"αιχμηρός",
"αιχμηρός":"αιχμηρός",
"αιχμηρού":"αιχμηρός",
"αιχμής":"αιχμή",
"αιώνα":"αιώνας",
"αιώνας":"αιώνας",
"αιώνες":"αιώνας",
"αιωνία":"αιώνιος",
"αιώνια":"αιώνιος",
"αιώνιας":"αιώνιος",
"αιώνιες":"αιώνιος",
"αιώνιο":"αιώνιος",
"αιώνιοι":"αιώνιος",
"αιώνιον":"αιώνιος",
"αιώνιος":"αιώνιος",
"αιωνιοτητα":"αιωνιότητα",
"αιωνιότητα":"αιωνιότητα",
"αιωνιότητας":"αιωνιότητα",
"αιωνίου":"αιώνιος",
"αιώνιου":"αιώνιος",
"αιώνιους":"αιώνιος",
"αιωνίων":"αιώνιος",
"αιώνιων":"αιώνιος",
"αιωνίως":"αιώνια",
"αιωνόβια":"αιωνόβιος",
"αιωνόβιους":"αιωνόβιος",
"αιώνος":"αιώνας",
"αιώνων":"αιώνας",
"αιώρα":"αιώρα",
"αιωρείται":"αιωρούμαι",
"αιωρούμενα":"αιωρούμενος",
"αιωρούμενο":"αιωρούμενος",
"αιωρούμενων":"αιωρούμενος",
"αιωρούνται":"αιωρούμαι",
"αιωρούνταν":"αιωρούμαι",
"ακαδ":"ακαδ",
"ακαδημαϊκά":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκές":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκή":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκής":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκό":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκοί":"ακαδημαϊκός",
"'ακαδημαϊκόν":"'ακαδημαϊκόν",
"ακαδημαϊκός":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκού":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκούς":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊκών":"ακαδημαϊκός",
"ακαδημαϊσμό":"ακαδημαϊσμός",
"ακαδημία":"ακαδημία",
"ακαδημία-αρης":"ακαδημία-αρης",
"ακαδημίας":"ακαδημία",
"ακαδημίες":"ακαδημία",
"ακαδημιών":"ακαδημία",
"ακαθάριστα":"ακαθάριστος",
"ακαθάριστες":"ακαθάριστος",
"ακαθάριστο":"ακαθάριστος",
"ακαθάριστου":"ακαθάριστος",
"ακαθαρίστων":"ακαθάριστος",
"ακαθαρσίες":"ακαθαρσία",
"ακάθαρτα":"ακάθαρτα",
"ακάθεκτα":"ακάθεκτα",
"ακάθεκτη":"ακάθεκτος",
"ακάθεκτο":"ακάθεκτος",
"ακάθεκτοι":"ακάθεκτος",
"ακάθεκτος":"ακάθεκτος",
"ακαθόριστες":"ακαθόριστος",
"ακαθόριστης":"ακαθόριστος",
"ακαθόριστο":"ακαθόριστος",
"ακαθόριστων":"ακαθόριστος",
"άκαιρη":"άκαιρος",
"ακακίες":"ακακία",
"άκακο":"άκακος",
"ακαλαίσθητες":"ακαλαίσθητος",
"ακάλυπτα":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτες":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτη":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτο":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτοι":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτος":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτους":"ακάλυπτος",
"ακάλυπτων":"ακάλυπτος",
"άκαμπτες":"άκαμπτος",
"άκαμπτη":"άκαμπτος",
"άκαμπτο":"άκαμπτος",
"άκαμπτοι":"άκαμπτος",
"ακαμψία":"ακαμψία",
"ακαμψίας":"ακαμψία",
"ακανθώδεις":"ακανθώδης",
"ακανθώδες":"ακανθώδης",
"ακανθώδη":"ακανθώδης",
"ακανθώδους":"ακανθώδης",
"ακανόνιστα":"ακανόνιστα",
"ακανόνιστου":"ακανόνιστος",
"ακαντέμικ":"ακαντέμικ",
"ακαντέμικα":"ακαντέμικα",
"ακαντέμικ-μπρι":"ακαντέμικ-μπρι",
"άκαπνο":"άκαπνος",
"άκαπνου":"άκαπνος",
"ακαριαία":"ακαριαία",
"ακαριαίο":"ακαριαίος",
"ακαριαίου":"ακαριαίος",
"άκαρπες":"άκαρπος",
"άκαρπη":"άκαρπος",
"ακατάβλητη":"ακατάβλητος",
"ακαταλαβίστικα":"ακαταλαβίστικα",
"ακαταλαβίστικα":"ακαταλαβίστικος",
"ακαταλαβίστικες":"ακαταλαβίστικος",
"ακαταλαβίστικο":"ακαταλαβίστικος",
"ακατάληπτο":"ακατάληπτος",
"ακατάλληλα":"ακατάλληλος",
"ακατάλληλες":"ακατάλληλος",
"ακατάλληλη":"ακατάλληλος",
"ακατάλληλο":"ακατάλληλος",
"ακατάλληλοι":"ακατάλληλος",
"ακατάλληλος":"ακατάλληλος",
"ακαταλληλότητα":"ακαταλληλότητα",
"ακατάλληλου":"ακατάλληλος",
"ακαταμαχητη":"ακαταμάχητος",
"ακαταμάχητη":"ακαταμάχητος",
"ακαταμάχητο":"ακαταμάχητος",
"ακαταμάχητοι":"ακαταμάχητος",
"ακατανίκητη":"ακατανίκητος",
"ακατανίκητο":"ακατανίκητος",
"ακατανόητα":"ακατανόητος",
"ακατανόητες":"ακατανόητος",
"ακατανόητη":"ακατανόητος",
"ακατανόητο":"ακατανόητος",
"ακατανόητου":"ακατανόητος",
"ακατάπαυστα":"ακατάπαυστα",
"ακατάπαυστη":"ακατάπαυστος",
"ακαταπόνητα":"ακαταπόνητα",
"ακαταπόνητη":"ακαταπόνητος",
"ακαταπόνητος":"ακαταπόνητος",
"ακατάρριπτο":"ακαταρρίπτω",
"ακαταστασία":"ακαταστασία",
"ακαταστασίας":"ακαταστασία",
"ακατάσχετη":"ακατάσχετος",
"ακατάσχετης":"ακατάσχετος",
"ακατέργαστες":"ακατέργαστος",
"ακατέργαστη":"ακατέργαστος",
"ακατέργαστο":"ακατέργαστος",
"ακατέργαστου":"ακατέργαστος",
"ακατοίκητες":"ακατοίκητος",
"ακατοίκητη":"ακατοίκητος",
"ακατοίκητο":"ακατοίκητος",
"ακατονόμαστη":"ακατονόμαστος",
"ακατόρθωτο":"ακατόρθωτος",
"ακεγιάν":"ακεγιάν",
"ακέραια":"ακέραια",
"ακεραία":"ακέραιος",
"ακέραιες":"ακέραιος",
"ακέραιη":"ακέραιος",
"ακέραιο":"ακέραιος",
"ακέραιος":"ακέραιος",
"ακεραιότητα":"ακεραιότητα",
"ακεραιότητά":"ακεραιότητα",
"ακεραιοτητας":"ακεραιότητα",
"ακεραιότητας":"ακεραιότητα",
"ακεραιότητάς":"ακεραιότητα",
"ακέραιους":"ακέραιος",
"άκερεν":"άκερεν",
"ακεφιά":"ακεφιά",
"άκεφος":"άκεφος",
"άκη":"άκης",
"ακήρυκτος":"ακήρυκτος",
"ακήρυχτος":"ακήρυκτος",
"ακήρυχτου":"ακήρυκτος",
"άκης":"άκης",
"ακικοί":"ακικοί",
"ακίν":"ακίν",
"ακίνδυνα":"ακίνδυνος",
"ακίνδυνες":"ακίνδυνος",
"ακίνδυνη":"ακίνδυνος",
"ακίνδυνο":"ακίνδυνος",
"ακίνδυνοι":"ακίνδυνος",
"ακίνδυνος":"ακίνδυνος",
"ακινησία":"ακινησία",
"ακινησίας":"ακινησία",
"ακίνητα":"ακίνητα",
"ακίνητες":"ακίνητος",
"ακίνητη":"ακίνητος",
"ακινητης":"ακίνητος",
"ακίνητης":"ακίνητος",
"ακίνητο":"ακίνητος",
"ακίνητό":"ακίνητος",
"ακίνητοι":"ακίνητος",
"ακινητοποιεί":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιηθεί":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιήθηκε":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιημένα":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιημένο":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποίησαν":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποίησε":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιήσει":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποίηση":"ακινητοποίηση",
"ακινητοποιήσουν":"ακινητοποιώ",
"ακινητοποιούν":"ακινητοποιώ",
"ακίνητος":"ακίνητος",
"ακινήτου":"ακίνητος",
"ακίνητου":"ακίνητος",
"ακινήτων":"ακίνητος",
"ακινιέμι":"ακινιέμι",
"άκληρων":"άκληρος",
"ακλόνητα":"ακλόνητος",
"ακλόνητες":"ακλόνητος",
"ακλόνητη":"ακλόνητος",
"ακλόνητο":"ακλόνητος",
"ακλόνητοι":"ακλόνητος",
"ακλόνητος":"ακλόνητος",
"ακλυόνα":"ακλυόνα",
"ακμάζουν":"ακμάζω",
"ακμάζουσα":"ακμάζων",
"ακμαία":"ακμαία",
"ακμαίο":"ακμαίος",
"ακμαίος":"ακμαίος",
"ακμάσει":"ακμάζω",
"ακμή":"ακμή",
"ακμής":"ακμή",
"ακοή":"ακοή",
"ακοής":"ακοή",
"ακοινώνητοι":"ακοινώνητος",
"ακοινώνητων":"ακοινώνητος",
"ακολασίας":"ακολασία",
"ακόλαστο":"ακόλαστος",
"ακόλουθα":"ακόλουθος",
"ακολουθει":"ακολουθώ",
"ακολουθεί":"ακολουθώ",
"ακολουθείς":"ακολουθώ",
"ακολουθείστε":"ακολουθώ",
"ακολουθείται":"ακολουθώ",
"ακολουθείτε":"ακολουθώ",
"ακολουθείτο":"ακολουθώ",
"ακόλουθες":"ακόλουθος",
"ακόλουθη":"ακόλουθος",
"ακολουθηθεί":"ακολουθώ",
"ακολουθήθηκαν":"ακολουθώ",
"ακολουθήθηκε":"ακολουθώ",
"ακολουθηθούν":"ακολουθώ",
"ακολούθησα":"ακολουθώ",
"ακολουθήσαμε":"ακολουθώ",
"ακολούθησαν":"ακολουθώ",
"ακολούθησε":"ακολουθώ",
"ακολουθήσει":"ακολουθώ",
"ακολουθήσεις":"ακολουθώ",
"ακολουθήσετε":"ακολουθώ",
"ακολουθήσουμε":"ακολουθώ",
"ακολουθήσουν":"ακολουθώ",
"ακολουθήστε":"ακολουθώ",
"ακολουθήσω":"ακολουθώ",
"ακολουθητέα":"ακολουθητέος",
"ακολουθία":"ακολουθία",
"ακολουθιών":"ακολουθία",
"ακόλουθο":"ακόλουθος",
"ακόλουθοι":"ακόλουθος",
"ακόλουθοί":"ακόλουθος",
"ακόλουθος":"ακόλουθος",
"ακολουθούμε":"ακολουθώ",
"ακολουθούμενες":"ακολουθούμενος",
"ακολουθούμενη":"ακολουθούμενος",
"ακολουθούμενης":"ακολουθούμενος",
"ακολουθούμενος":"ακολουθούμενος",
"ακολουθούμενου":"ακολουθούμενος",
"ακολουθούν":"ακολουθώ",
"ακολουθούνται":"ακολουθώ",
"ακολούθους":"ακόλουθος",
"ακόλουθους":"ακόλουθος",
"ακολουθούσαμε":"ακολουθώ",
"ακολουθούσαν":"ακολουθώ",
"ακολουθούσε":"ακολουθώ",
"ακολουθώ":"ακολουθώ",
"ακολούθων":"ακόλουθος",
"ακολουθώντας":"ακολουθώ",
"ακολούθως":"ακόλουθα",
"ακόμα":"ακόμα",
"ακομη":"ακόμα",
"ακόμη":"ακόμα",
"ακομμάτιστοι":"ακομμάτιστος",
"άκομψα":"άκομψα",
"άκομψες":"άκομψος",
"άκομψη":"άκομψος",
"άκομψο":"άκομψος",
"ακονίζει":"ακονίζω",
"ακονίζουν":"ακονίζω",
"ακόντιο":"ακόντιο",
"ακόρεστη":"ακόρεστος",
"ακόρεστο":"ακόρεστος",
"ακόρεστου":"ακόρεστος",
"ακορντεόν":"ακορντεόν",
"άκου":"ακούω",
"ακουαρέλες":"ακουαρέλα",
"άκουγα":"ακούω",
"ακούγαμε":"ακούω",
"άκουγαν":"ακούω",
"άκουγε":"ακούω",
"άκουγες":"ακούω",
"ακούγεται":"ακούω",
"ακουγόμαστε":"ακούω",
"ακούγονται":"ακούω",
"ακούγονταν":"ακούω",
"ακούγοντας":"ακούω",
"ακουγόταν":"ακούω",
"ακούει":"ακούω",
"ακουιλάνι":"ακουιλάνι",
"ακούμε":"ακούω",
"ακουμπά":"ακουμπώ",
"ακουμπάει":"ακουμπώ",
"ακουμπάω":"ακουμπώ",
"ακούμπησαν":"ακουμπώ",
"ακούμπησε":"ακουμπώ",
"ακουμπήσει":"ακουμπώ",
"ακουμπήσετε":"ακουμπώ",
"ακουμπήσουν":"ακουμπώ",
"ακουμπούν":"ακουμπώ",
"ακουμπούσε":"ακουμπώ",
"ακουμπώντας":"ακουμπώ",
"ακούν":"ακούω",
"ακούνε":"ακούω",
"ακούοντες":"ακούων",
"ακούραστα":"ακούραστα",
"ακούραστη":"ακούραστος",
"ακούραστο":"ακούραστος",
"ακούραστοι":"ακούραστος",
"ακούραστος":"ακούραστος",
"ακούς":"ακούω",
"άκουσα":"ακούω",
"ακούσαμε":"ακούω",
"άκουσαν":"ακούω",
"ακούσατε":"ακούω",
"άκουσε":"ακούω",
"ακούσει":"ακούω",
"ακούσεις":"ακούω",
"άκουσες":"ακούω",
"ακούσετε":"ακούω",
"ακουσθεί":"ακούω",
"ακούσθηκε":"ακούω",
"ακουσθούν":"ακούω",
"ακούσια":"ακούσια",
"ακούσια":"ακούσιος",
"ακούσιας":"ακούσιος",
"ακούσιες":"ακούσιος",
"ακουσίως":"ακούσια",
"άκουσμα":"άκουσμα",
"ακούσματα":"άκουσμα",
"άκουσον":"άκουσον",
"ακούσουμε":"ακούω",
"ακούσουν":"ακούω",
"ακουστά":"ακουστά",
"ακουστε":"ακουστός",
"ακούστε":"ακούω",
"ακουστεί":"ακούω",
"ακουστείς":"ακούω",
"ακουστή":"ακουστός",
"ακουστηκαν":"ακούω",
"ακούστηκαν":"ακούω",
"ακουστήκανε":"ακούω",
"ακούστηκε":"ακούω",
"ακουστικά":"ακουστικός",
"ακουστικές":"ακουστική",
"ακουστική":"ακουστικός",
"ακουστικής":"ακουστικός",
"ακουστικό":"ακουστικός",
"ακουστικού":"ακουστικός",
"ακουστικών":"ακουστικός",
"ακουστούμε":"ακούω",
"ακουστούν":"ακούω",
"ακούσω":"ακούω",
"ακούτε":"ακούω",
"ακούω":"ακούω",
"άκρα":"άκρος",
"ακράδαντα":"ακράδαντα",
"ακράδαντο":"ακράδαντος",
"ακραία":"ακραίος",
"ακραίας":"ακραίος",
"ακραίες":"ακραίος",
"ακραίο":"ακραίος",
"ακραίοι":"ακραίος",
"ακραίος":"ακραίος",
"ακραίου":"ακραίος",
"ακραίους":"ακραίος",
"ακραιφνείς":"ακραιφνής",
"ακραιφνέστερα":"ακραιφνής",
"ακραιφνή":"ακραιφνής",
"ακραιφνής":"ακραιφνής",
"ακραιφνώς":"ακραιφνώς",
"ακραίων":"ακραίος",
"ακράνες":"ακράνες",
"ακρανιδης":"ακρανιδης",
"άκρας":"άκρος",
"άκρατη":"άκρατος",
"άκρατης":"άκρατος",
"ακράτητο":"ακράτητος",
"ακρατητος":"ακράτητος",
"ακράτητος":"ακράτητος",
"ακράτητου":"ακράτητος",
"άκρατο":"άκρατος",
"άκρατος":"άκρατος",
"άκρατου":"άκρατος",
"άκρες":"άκρος",
"ακρη":"άκρη",
"άκρη":"άκρη",
"ακριβά":"ακριβός",
"ακριβαίνει":"ακριβαίνω",
"ακριβεια":"ακρίβεια",
"ακρίβεια":"ακρίβεια",
"ακριβείας":"ακρίβεια",
"ακρίβειας":"ακρίβεια",
"ακριβείς":"ακριβής",
"ακριβές":"ακριβής",
"ακριβές":"ακριβός",
"ακριβέστερα":"ακριβής",
"ακριβέστερες":"ακριβής",
"ακριβέστερο":"ακριβής",
"ακριβέστερος":"ακριβής",
"ακριβή":"ακριβής",
"ακριβή":"ακριβός",
"ακριβής":"ακριβής",
"ακριβής":"ακριβός",
"ακριβο":"ακριβός",
"ακριβό":"ακριβός",
"ακριβοδίκαια":"ακριβοδίκαια",
"ακριβοί":"ακριβός",
"ακριβολογούμε":"ακριβολογώ",
"ακριβοπληρωμένοι":"ακριβοπληρωμένος",
"ακριβοπληρωμένος":"ακριβοπληρωμένος",
"ακριβόπουλο":"ακριβόπουλο",
"ακριβός":"ακριβός",
"ακριβότερα":"ακριβός",
"ακριβότερες":"ακριβός",
"ακριβότερη":"ακριβός",
"ακριβότερο":"ακριβός",
"ακριβότερου":"ακριβός",
"ακριβού":"ακριβός",
"ακριβούς":"ακριβός",
"ακριβούση":"ακριβούση",
"ακριβών":"ακριβός",
"ακριβώς":"ακριβώς",
"ακρίδες":"ακρίδα",
"ακριθάκη":"ακριθάκη",
"άκριτα":"άκριτα",
"ακρίτες":"ακρίτας",
"άκριτη":"άκριτος",
"ακριτίδη":"ακριτίδη",
"ακριτίδης":"ακριτίδης",
"ακριτικές":"ακριτικός",
"ακριτικη":"ακριτικός",
"ακριτική":"ακριτικός",
"ακριτικής":"ακριτικός",
"ακριτικό":"ακριτικός",
"ακριτικός":"ακριτικός",
"ακριτικού":"ακριτικός",
"ακριτικών":"ακριτικός",
"ακριτομύθιες":"ακριτομύθιες",
"άκριτος":"άκριτος",
"άκρο":"άκρος",
"ακροαματική":"ακροαματικός",
"ακροαματικής":"ακροαματικός",
"ακροαματικότητα":"ακροαματικότητα",
"ακροαματικότητας":"ακροαματικότητα",
"ακροαματικότητες":"ακροαματικότητα",
"ακροάματος":"ακρόαμα",
"ακροαριστερών":"ακροαριστερός",
"ακροάσεις":"ακρόαση",
"ακροάσεων":"ακρόαση",
"ακρόαση":"ακρόαση",
"ακροατές":"ακροατής",
"ακροατή":"ακροατής",
"ακροατή-εαυτό":"ακροατή-εαυτό",
"ακροατήρια":"ακροατήριο",
"ακροατήριο":"ακροατήριο",
"ακροατήριό":"ακροατήριο",
"ακροατηρίου":"ακροατήριο",
"ακροατηρίω":"ακροατηρίω",
"ακροατηρίων":"ακροατήριο",
"ακροατής":"ακροατής",
"ακροάτρια":"ακροάτρια",
"ακροάτριες":"ακροάτρια",
"ακροατών":"ακροατής",
"ακροβασία":"ακροβασία",
"ακροβασίες":"ακροβασία",
"ακροβατεί":"ακροβατώ",
"ακροβάτες":"ακροβάτης",
"ακροβάτη":"ακροβάτης",
"ακροβατικά":"ακροβατικός",
"ακροβατώντας":"ακροβατώ",
"ακρογιαλιά":"ακρογιαλιά",
"ακρογωνιαίο":"ακρογωνιαίος",
"ακρογωνιαίους":"ακρογωνιαίος",
"ακροδεξιά":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιάς":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιές":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιό":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιοί":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιός":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιού":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιούς":"ακροδεξιός",
"ακροδεξιών":"ακροδεξιός",
"ακροθαλασσιά":"ακροθαλασσιά",
"ακρόιντ":"ακρόιντ",
"άκρον":"άκρο",
"ακροπόλεις":"ακρόπολη",
"ακροπόλεως":"ακρόπολη",
"ακρόπολη":"ακρόπολη",
"ακρόπολης":"ακρόπολη",
"ακροποταμιές":"ακροποταμιά",
"ακρότητες":"ακρότητα",
"άκρου":"άκρος",
"ακρυλικά":"ακρυλικός",
"ακρυλικό":"ακρυλικός",
"άκρων":"άκρο",
"ακρωνύμιο":"ακρωνύμιο",
"άκρως":"άκρα",
"ακρωτήρι":"ακρωτήρι",
"ακρωτηριάζονται":"ακρωτηριάζω",
"ακρωτηριασμένα":"ακρωτηριάζω",
"ακρωτηριασμένη":"ακρωτηριάζω",
"ακρωτηριασμένο":"ακρωτηριάζω",
"ακρωτηριασμένοι":"ακρωτηριασμένος",
"ακρωτηριασμό":"ακρωτηριασμός",
"ακρωτηριασμοί":"ακρωτηριασμός",
"ακρωτηριασμούς":"ακρωτηριασμός",
"ακρωτηριαστεί":"ακρωτηριάζω",
"ακρωτήριο":"ακρωτήριο",
"ακσά":"ακσά",
"ακσεχέρογλου":"ακσεχέρογλου",
"ακτές":"ακτή",
"ακτή":"ακτή",
"ακτήμονες":"ακτήμονας",
"ακτημοσύνη":"ακτημοσύνη",
"ακτής":"ακτή",
"ακτιβισμό":"ακτιβισμός",
"ακτιβιστές":"ακτιβιστής",
"ακτιβιστή":"ακτιβιστής",
"ακτιβιστής":"ακτιβιστής",
"ακτιβίστρια":"ακτιβίστρια",
"ακτιβιστών":"ακτιβιστής",
"ακτίνα":"ακτίνα",
"ακτίνας":"ακτίνα",
"ακτίνες":"ακτίνα",
"ακτινιδια":"ακτινίδιο",
"ακτινίδια":"ακτινίδιο",
"ακτινιδίων":"ακτινίδιο",
"ακτινοβολεί":"ακτινοβολώ",
"ακτινοβολία":"ακτινοβολία",
"ακτινοβολίας":"ακτινοβολία",
"ακτινοβολίες":"ακτινοβολία",
"ακτινοβολούν":"ακτινοβολώ",
"ακτινογραφεί":"ακτινογραφώ",
"ακτινογραφία":"ακτινογραφία",
"ακτινογραφίες":"ακτινογραφία",
"ακτινογραφιών":"ακτινογραφία",
"ακτινοθεραπεία":"ακτινοθεραπεία",
"ακτινοθεραπείας":"ακτινοθεραπεία",
"ακτινολογικά":"ακτινολογικά",
"ακτινολογικό":"ακτινολογικός",
"ακτινολογικού":"ακτινολογικός",
"ακτινολόγων":"ακτινολόγος",
"ακτινοπροστασία":"ακτινοπροστασία",
"ακτίνων":"ακτίνα",
"άκτιστη":"άχτιστος",
"ακτογραμμής":"ακτογραμμή",
"ακτοπλοΐα":"ακτοπλοΐα",
"ακτοπλοΐας":"ακτοπλοΐα",
"ακτοπλοϊκά":"ακτοπλοϊκός",
"ακτοπλοϊκές":"ακτοπλοϊκός",
"ακτοπλοϊκή":"ακτοπλοϊκός",
"ακτοπλοϊκής":"ακτοπλοϊκός",
"ακτοπλοϊκών":"ακτοπλοϊκός",
"ακτοπλόους":"ακτοπλόος",
"ακτοφυλακή":"ακτοφυλακή",
"ακτοφυλακής":"ακτοφυλακή",
"ακτσελής":"ακτσελής",
"ακτών":"ακτή",
"ακτωρ":"ακτωρ",
"ακυβέρνητη":"ακυβέρνητος",
"ακυβέρνητο":"ακυβέρνητος",
"ακυβέρνητος":"ακυβέρνητος",
"άκυρα":"άκυρα",
"άκυρα":"άκυρος",
"άκυρες":"άκυρος",
"άκυρη":"άκυρος",
"άκυρο":"άκυρος",
"ακυρότητα":"ακυρότητα",
"ακυρότητας":"ακυρότητα",
"άκυρου":"άκυρος",
"ακυρωθεί":"ακυρώνω",
"ακυρωθέν":"ακυρωθείς",
"ακυρώθηκαν":"ακυρώνω",
"ακυρώθηκε":"ακυρώνω",
"ακυρωθούν":"ακυρώνω",
"ακύρωνε":"ακυρώνω",
"ακυρώνει":"ακυρώνω",
"ακυρώνεται":"ακυρώνω",
"ακυρώνονται":"ακυρώνω",
"ακυρώνονταν":"ακυρώνω",
"ακυρώνοντας":"ακυρώνω",
"ακυρώνουν":"ακυρώνω",
"ακύρωσαν":"ακυρώνω",
"ακύρωσε":"ακυρώνω",
"ακυρώσει":"ακυρώνω",
"ακυρώσεις":"ακύρωση",
"ακυρώσεων":"ακύρωση",
"ακυρώσεως":"ακύρωση",
"ακύρωση":"ακύρωση",
"ακύρωσή":"ακύρωση",
"ακύρωσης":"ακύρωση",
"ακυρώσουμε":"ακυρώνω",
"ακυρώσουν":"ακυρώνω",
"ακυρωτές":"ακύρωτος",
"ακυρωτικό":"ακυρωτικός",
"ακώλυτη":"ακώλυτος",
"ακώλυτης":"ακώλυτος",
"αλ":"αλ",
"αλ.":"αλ.",
"αλά":"αλά",
"αλαβάνο":"αλαβάνος",
"αλαβάνογλου":"αλαβάνογλου",
"αλαβάνος":"αλαβάνος",
"αλαβάνου":"αλαβάνος",
"αλαβέρα":"αλαβέρα",
"αλαβες":"αλαβή",
"αλαβές":"αλαβή",
"αλαζόνα":"αλαζόνας",
"αλαζόνας":"αλαζόνας",
"αλαζονεία":"αλαζονεία",
"αλαζονείας":"αλαζονεία",
"αλαζονείες":"αλαζονεία",
"αλαζόνες":"αλαζόνας",
"αλαζονικά":"αλαζονικός",
"αλαζονική":"αλαζονικός",
"αλαζονικής":"αλαζονικός",
"αλαζονικό":"αλαζονικός",
"αλαζονικού":"αλαζονικός",
"αλαζονικούς":"αλαζονικός",
"αλάθητο":"αλάθητος",
"αλάθητου":"αλάθητος",
"αλ-ακσά":"αλ-ακσά",
"αλαλαγμούς":"αλαλαγμός",
"αλαλία":"αλαλιά",
"άλαλου":"άλαλος",
"αλαλούμ":"αλαλούμ",
"αλαμάνος":"αλαμάνος",
"άλαμο":"άλαμο",
"άλαν":"άλαν",
"αλάνα":"αλάνα",
"αλάνας":"αλάνα",
"αλάνες":"αλάνα",
"αλάνθαστη":"αλάνθαστος",
"αλάνθαστο":"αλάνθαστος",
"αλάνθαστοι":"αλάνθαστος",
"αλάνθαστος":"αλάνθαστος",
"αλάουι":"αλάουι",
"αλάσκα":"αλάσκα",
"αλάσκας":"αλάσκα",
"άλατα":"άλας",
"αλατζά":"αλατζάς",
"αλάτι":"αλάτι",
"αλατιέρα":"αλατιέρα",
"αλατίζουμε":"αλατίζω",
"αλατιού":"αλάτι",
"αλατισμένο":"αλατίζω",
"αλατισμένος":"αλατισμένος",
"αλατόνερο":"αλατόνερο",
"αλατότητα":"αλατότητα",
"αλάτση":"αλάτσης",
"αλαφιασμένες":"αλαφιασμένος",
"αλαφιασμένη":"αλαφιασμένος",
"αλαφιασμένοι":"αλαφιασμένος",
"αλαφούζο":"αλαφούζος",
"αλαφούζος":"αλαφούζος",
"αλβανια":"αλβανία",
"αλβανία":"αλβανία",
"αλβανίας":"αλβανία",
"αλβανικά":"αλβανικός",
"αλβανικές":"αλβανικός",
"αλβανική":"αλβανικός",
"αλβανικής":"αλβανικός",
"αλβανικό":"αλβανικός",
"αλβανικού":"αλβανικός",
"αλβανικών":"αλβανικός",
"αλβανό":"αλβανός",
"αλβανοί'":"αλβανοί'",
"αλβανοί":"αλβανός",
"αλβανός":"αλβανός",
"αλβανού":"αλβανός",
"αλβανούς":"αλβανός",
"αλβανόφωνη":"αλβανόφωνος",
"αλβανόφωνων":"αλβανόφωνος",
"αλβανών":"αλβανός",
"αλβέρκα":"αλβέρκα",
"αλβέρτης":"αλβέρτης",
"άλβες":"άλβες",
"αλγεινή":"αλγεινός",
"αλγέρι":"αλγέρι",
"αλγερία":"αλγερία",
"αλγερινές":"αλγερινός",
"αλγερινή":"αλγερινός",
"αλγερινό":"αλγερινός",
"αλγερινοί":"αλγερινός",
"αλγερινός":"αλγερινός",
"αλγερίου":"αλγερίου",
"άλγος":"άλγος",
"αλέγκρε":"αλέγκρος",
"αλεγκρία":"αλεγκρία",
"αλέθει":"αλέθω",
"άλεϊ":"άλεϊ",
"αλειμμένα":"αλείβω",
"αλείφει":"αλείβω",
"αλείφουμε":"αλείβω",
"άλεκ":"άλεκ",
"αλέκα":"αλέκα",
"αλέκας":"αλέκα",
"αλέκο":"αλέκος",
"αλεκος":"αλέκος",
"αλέκος":"αλέκος",
"αλέκου":"αλέκος",
"αλέκτορα":"αλέκτωρ",
"αλέμα":"αλέμα",
"αλεν":"αλέγω",
"αλεν":"αλεν",
"αλέν":"αλέν",
"άλεν":"άλεν",
"αλενατόρε":"αλενατόρε",
"αλεξ":"αλεξ",
"αλέξ":"αλέξ",
"άλεξ":"άλεξ",
"αλεξ.":"αλεξ.",
"αλεξάκη":"αλεξάκης",
"αλεξάκης":"αλεξάκης",
"αλεξανδρα":"αλεξάνδρα",
"αλεξάνδρα":"αλεξάνδρα",
"αλεξανδράκης":"αλεξανδράκης",
"αλεξάνδρας":"αλεξάνδρα",
"αλεξανδρεια":"αλεξάνδρεια",
"αλεξάνδρεια":"αλεξάνδρεια",
"αλεξανδρείας":"αλεξάνδρεια",
"αλεξάνδρειας":"αλεξάνδρεια",
"αλεξανδρειο":"αλεξανδρειο",
"αλεξάνδρειο":"αλεξάνδρειο",
"αλεξανδρείου":"αλεξανδρείου",
"αλεξάνδρειου":"αλεξάνδρειου",
"αλεξανδρείων":"αλεξανδρείων",
"αλεξανδρή":"αλεξανδρής",
"αλεξανδρής":"αλεξανδρής",
"αλεξανδρίδης":"αλεξανδρίδης",
"αλεξανδριδου":"αλεξανδριδου",
"αλεξανδρινής":"αλεξανδρινή",
"αλεξανδρινής":"αλεξανδρινός",
"αλέξανδρο":"αλέξανδρος",
"αλεξάνδροβιτς":"αλεξάνδροβιτς",
"αλεξανδρος":"αλέξανδρος",
"αλέξανδρος":"αλέξανδρος",
"αλέξανδρος-απόλλων":"αλέξανδρος-απόλλων",
"αλέξανδρος-β":"αλέξανδρος-β",
"αλέξανδρος-σπόρτιγκ":"αλέξανδρος-σπόρτιγκ",
"αλεξάνδρου":"αλέξανδρος",
"αλέξανδρου":"αλέξανδρος",
"αλεξανδρουπολη":"αλεξανδρούπολη",
"αλεξανδρούπολη":"αλεξανδρούπολη",
"αλεξανδρουπολης":"αλεξανδρούπολη",
"αλεξανδρούπολης":"αλεξανδρούπολη",
"αλεξανδρούπολης-σουφλίου":"αλεξανδρούπολης-σουφλίου",
"αλεξαντερ":"αλεξαντερ",
"αλεξάντερ":"αλεξάντερ",
"αλεξάντρ":"αλεξάντρ",
"αλεξάντροβιτς":"αλεξάντροβιτς",
"αλέξαντρος":"αλέξαντρος",
"αλεξη":"αλέξης",
"αλέξη":"αλέξης",
"αλεξης":"αλέξης",
"αλέξης":"αλέξης",
"αλεξια":"αλεξία",
"αλέξια":"αλέξια",
"αλεξιάδη":"αλεξιάδη",
"αλεξιάδου":"αλεξιάδου",
"αλέξιας":"αλέξιας",
"αλεξίδη":"αλεξίδη",
"αλέξιο":"αλέξιος",
"αλεξιου":"αλεξίου",
"αλεξίου":"αλεξίου",
"αλεξίπτωτα":"αλεξίπτωτο",
"αλεξιπτωτιστές":"αλεξιπτωτιστής",
"αλεξιπτωτιστή":"αλεξιπτωτιστής",
"αλεξιπτωτιστών":"αλεξιπτωτιστής",
"αλεξίπτωτο":"αλεξίπτωτο",
"αλεξίσφαιρα":"αλεξίσφαιρος",
"αλεξίσφαιρο":"αλεξίσφαιρος",
"αλεξισφαιροι":"αλεξίσφαιρος",
"αλεξίσφαιροι":"αλεξίσφαιρος",
"αλεξίσφαιρων":"αλεξίσφαιρος",
"αλεξοπουλος":"αλεξόπουλος",
"αλεξόπουλος":"αλεξόπουλος",
"αλεξόπουλου":"αλεξόπουλος",
"αλεπού":"αλεπού",
"αλεπουδέας":"αλεπουδέας",
"αλεπούδες":"αλεπού",
"αλεπούς":"αλεπού",
"αλεσάντρα":"αλεσάντρα",
"αλεσάντρο":"αλεσάντρο",
"αλεσμένου":"αλέθω",
"αλέτρι":"αλέτρι",
"αλευρά":"αλευράς",
"άλευρα":"άλευρο",
"αλευράς":"αλευράς",
"αλεύρι":"αλεύρι",
"αλευροβιομηχανία":"αλευροβιομηχανία",
"αλευροβιομηχανίας":"αλευροβιομηχανία",
"αλευροβιομηχανίες":"αλευροβιομηχανία",
"αλευρόμυλος":"αλευρόμυλος",
"αλευροποιητικες":"αλευροποιητικός",
"αλευροποιητικών":"αλευροποιητικός",
"αλεύρου":"άλευρο",
"αλευρωμένη":"αλευρωμένος",
"αλεύρων":"άλευρο",
"αλέφαντο":"αλέφαντο",
"αλεφαντος":"αλεφαντος",
"αλέφαντος":"αλέφαντος",
"αλή":"αλή",
"αληθεια":"αλήθεια",
"αλήθεια":"αλήθεια",
"αληθείας":"αλήθεια",
"αλήθειας":"αλήθεια",
"αλήθειας'":"αλήθειας'",
"αλήθειες":"αλήθεια",
"αληθείς":"αληθής",
"αληθειών":"αλήθεια",
"αληθές":"αληθής",
"αληθέστατο":"αληθής",
"αληθεύει":"αληθεύω",
"αληθεύουν":"αληθεύω",
"αληθή":"αληθής",
"αληθινα":"αληθινός",
"αληθινά":"αληθινός",
"αληθινές":"αληθινός",
"αληθινή":"αληθινός",
"αληθινής":"αληθινός",
"αληθινό":"αληθινός",
"αληθινοί":"αληθινός",
"αληθινός":"αληθινός",
"αληθινού":"αληθινός",
"αληθινούς":"αληθινός",
"αληθινών":"αληθινός",
"αληθοφάνεια":"αληθοφάνεια",
"αληθοφάνειας":"αληθοφάνεια",
"αληθοφανής":"αληθοφανής",
"άληκτο":"άληκτος",
"αλησμόνητες":"αλησμόνητος",
"αλησμόνητο":"αλησμόνητος",
"αλησμόνητος":"αλησμόνητος",
"αλησμόνητου":"αλησμόνητος",
"αλήστου":"άληστος",
"αλητεία":"αλητεία",
"αλήτες":"αλήτης",
"αλήτη":"αλήτης",
"αλήτης":"αλήτης",
"αλήτισσα":"αλήτισσα",
"αληφακιώτη":"αληφακιώτη",
"αληφακιώτης":"αληφακιώτης",
"αληχανίδης":"αληχανίδης",
"αλί":"αλί",
"αλιατίδης":"αλιατίδης",
"αλιατογλου":"αλιατογλου",
"αλιβάνογλου":"αλιβάνογλου",
"αλιβιζατος":"αλιβιζάτος",
"αλιβιζάτος":"αλιβιζάτος",
"αλιγάτορες":"αλιγάτορας",
"αλιγεφ":"αλιγεφ",
"αλίγεφ":"αλίγεφ",
"αλιεία":"αλιεία",
"αλιείας":"αλιεία",
"αλιείς":"αλιεύς",
"άλιεν":"άλιεν",
"αλιέντε":"αλιέντε",
"αλιεύει":"αλιεύω",
"αλιεύονται":"αλιεύω",
"αλίευσαν":"αλιεύω",
"αλιεύσει":"αλιεύω",
"αλιευτικά":"αλιευτικός",
"αλιευτική":"αλιευτικός",
"αλιευτικό":"αλιευτικός",
"αλιευτικός":"αλιευτικός",
"αλιευτικού":"αλιευτικός",
"αλιευτικών":"αλιευτικός",
"αλικάντε":"αλικάντε",
"αλικη":"αλίκη",
"αλίκη":"αλίκη",
"αλίκης":"αλίκη",
"αλίκο":"αλίκο",
"αλίκου":"αλίκου",
"αλίμονο":"αλίμονο",
"αλίμονό":"αλίμονο",
"αλιμος":"άλιμος",
"άλιμος":"άλιμος",
"αλίμου":"άλιμος",
"αλιμπέγκοβιτς":"αλιμπέγκοβιτς",
"αλιμπέρτη":"αλιμπέρτη",
"αλις":"αλις",
"άλις":"άλις",
"αλισάχνη":"αλισάχνη",
"αλισβερίσι":"αλισβερίσι",
"άλισον":"άλισον",
"άλιστερ":"άλιστερ",
"αλιστράτη":"αλιστράτη",
"αλιστράτης":"αλιστράτης",
"αλιστρατινός":"αλιστρατινός",
"αλιχανίδης":"αλιχανίδης",
"αλκαζάρ":"αλκαζάρ",
"αλκαίου":"αλκαίος",
"αλκαντάρα":"αλκαντάρα",
"αλκαρ":"αλκαρ",
"αλκαρ-αεμετ":"αλκαρ-αεμετ",
"αλκατελ":"αλκατελ",
"αλκατράζ":"αλκατράζ",
"αλκέτα":"αλκέτα",
"άλκη":"άλκης",
"αλκης":"αλκή",
"άλκης":"άλκης",
"άλκηστης":"άλκηστη",
"άλκηστις":"άλκηστις",
"αλκίνοος":"αλκίνοος",
"άλκμααρ":"άλκμααρ",
"αλκμήνης":"αλκμήνη",
"αλκο":"αλκο",
"αλκοόλ":"αλκοόλ",
"αλκοόλης":"αλκοόλη",
"αλκοολική":"αλκοολικός",
"αλκοολικής":"αλκοολικός",
"αλκοολικό":"αλκοολικός",
"αλκοολικοί":"αλκοολικός",
"αλκοολικός":"αλκοολικός",
"αλκοολικού":"αλκοολικός",
"αλκοολισμό":"αλκοολισμός",
"αλκοολισμός":"αλκοολισμός",
"αλκοολισμού":"αλκοολισμός",
"αλκοολομέτρων":"αλκοολόμετρο",
"αλκοολούχα":"αλκοολούχος",
"αλκοολούχο":"αλκοολούχος",
"αλκοολούχων":"αλκοολούχος",
"άλκοτ":"άλκοτ",
"αλκοτέστ":"αλκοτέστ",
"αλκυόνα":"αλκυόνα",
"αλκυόνας":"αλκυόνα",
"αλκυόνες":"αλκυόνα",
"αλκυόνη":"αλκυόνη",
"αλκυόνης":"αλκυόνη",
"αλκυονίδες":"αλκυονίδα",
"αλκυονίς":"αλκυονίδα",
"αλκυών":"αλκυών",
"αλλ'":"αλλά",
"αλλα":"αλλά",
"αλλά":"αλλά",
"άλλα":"άλλος",
"άλλά":"άλλος",
"αλλαγες":"αλλαγή",
"αλλαγές":"αλλαγή",
"αλλαγη":"αλλαγή",
"αλλαγή":"αλλαγή",
"'αλλαγή'":"'αλλαγή'",
"αλλαγής":"αλλαγή",
"αλλαγμένα":"αλλαγμένος",
"αλλαγμένος":"αλλαγμένος",
"αλλαγών":"αλλαγή",
"άλλαζα":"αλλάζω",
"άλλαζαν":"αλλάζω",
"άλλαζε":"αλλάζω",
"αλλάζει":"αλλάζω",
"αλλάζεις":"αλλάζω",
"αλλάζετε":"αλλάζω",
"αλλάζοντας":"αλλάζω",
"αλλάζουμε":"αλλάζω",
"αλλαζουν":"αλλάζω",
"αλλάζουν":"αλλάζω",
"αλλάζω":"αλλάζω",
"αλλαντικά":"αλλαντικό",
"αλλαντικών":"αλλαντικό",
"αλλαντοβιομηχανία":"αλλαντοβιομηχανία",
"άλλαξα":"αλλάζω",
"αλλάξαμε":"αλλάζω",
"άλλαξαν":"αλλάζω",
"άλλαξε":"αλλάζω",
"αλλάξει":"αλλάζω",
"αλλάξεις":"αλλάζω",
"άλλαξες":"αλλάζω",
"αλλάξετε":"αλλάζω",
"αλλαξοπιστήσω":"αλλαξοπιστώ",
"αλλάξουμε":"αλλάζω",
"αλλάξουν":"αλλάζω",
"αλλάξτε":"αλλάζω",
"αλλάξω":"αλλάζω",
"αλλατινη":"αλλατινη",
"αλλατίνη":"αλλατίνη",
"αλλατινι":"αλλατινι",
"αλλατίνι":"αλλατίνι",
"αλλαχτούν":"αλλάζω",
"αλλεπάλληλα":"αλλεπάλληλα",
"αλλεπάλληλα":"αλλεπάλληλος",
"αλλεπάλληλες":"αλλεπάλληλος",
"αλλεπάλληλη":"αλλεπάλληλος",
"αλλεπάλληλοι":"αλλεπάλληλος",
"αλλεπάλληλων":"αλλεπάλληλος",
"αλλεργία":"αλλεργία",
"αλλεργίες":"αλλεργία",
"αλλεργικές":"αλλεργικός",
"αλλεργική":"αλλεργικός",
"αλλεργικό":"αλλεργικός",
"αλλεργικού":"αλλεργικός",
"αλλεργικών":"αλλεργικός",
"αλλεργιογόνα":"αλλεργιογόνος",
"αλλεργιογόνων":"αλλεργιογόνος",
"αλλεργιολογικό":"αλλεργιολογικός",
"αλλεργιολόγος":"αλλεργιολόγος",
"αλλεργιών":"αλλεργία",
"αλλες":"άλλος",
"άλλες":"άλλος",
"αλλή":"αλλή",
"αλλη":"άλλος",
"άλλη":"άλλος",
"αλληγορία":"αλληγορία",
"αλληγορίας":"αλληγορία",
"αλληγορικές":"αλληγορικός",
"αλληγορική":"αλληγορικός",
"αλληθωρισμός":"αλληθωρισμός",
"αλληλέγγυα":"αλληλέγγυα",
"αλληλεγγύη":"αλληλεγγύη",
"αλληλεγγύης":"αλληλεγγύη",
"αλληλέγγυοι":"αλληλέγγυος",
"αλληλέγγυους":"αλληλέγγυος",
"αλληλένδετα":"αλληλένδετος",
"αλληλένδετες":"αλληλένδετος",
"αλληλένδετη":"αλληλένδετος",
"αλληλεξαρτήσεις":"αλληλεξάρτηση",
"αλληλεξάρτηση":"αλληλεξάρτηση",
"αλληλεξάρτησή":"αλληλεξάρτηση",
"αλληλεπιδράσεις":"αλληλεπίδραση",
"αλληλεπιδράσεων":"αλληλεπίδραση",
"αλληλεπίδραση":"αλληλεπίδραση",
"αλληλεπίδρασης":"αλληλεπίδραση",
"αλληλεπιδρούν":"αλληλεπιδρώ",
"αλληλοαναιρούνται":"αλληλοαναιρούμαι",
"αλληλοαποκλείονται":"αλληλοαποκλείω",
"αλληλοβοήθεια":"αλληλοβοήθεια",
"αλληλοβοήθειας":"αλληλοβοήθεια",
"αλληλοβοηθηθεί":"αλληλοβοηθιέμαι",
"αλληλογνωριμίας":"αλληλογνωριμία",
"αλληλογνωριστεί":"αλληλογνωρίζω",
"αλληλογραφεί":"αλληλογραφώ",
"αλληλογραφία":"αλληλογραφία",
"αλληλογραφίας":"αλληλογραφία",
"αλληλογραφίες":"αλληλογραφία",
"αλληλογραφούν":"αλληλογραφώ",
"αλληλοεμπλέκονται":"αλληλοεμπλέκονται",
"αλληλοεξοντώνονται":"αλληλοεξοντώνομαι",
"αλληλοεξόντωση":"αλληλοεξόντωση",
"αλληλοκαλύψεις":"αλληλοκάλυψη",
"αλληλοκάλυψη":"αλληλοκάλυψη",
"αλληλοκαρφωματα":"αλληλοκάρφωμα",
"αλληλοκαρφώματα":"αλληλοκαρφώματα",
"αλληλοκατανόησης":"αλληλοκατανόηση",
"αλληλοκατηγορίες":"αλληλοκατηγορία",
"αλληλοκατηγοριών":"αλληλοκατηγορία",
"αλληλοκατηγορούνται":"αλληλοκατηγορούμαι",
"αλληλοπλέκονται":"αλληλοπλέκω",
"αλληλοσεβασμός":"αλληλοσεβασμός",
"αλληλοστηρίζονται":"αλληλοστηρίζομαι",
"αλληλοσυγκρουόμενα":"αλληλοσυγκρουόμενος",
"αλληλοσυγκρουόμενες":"αλληλοσυγκρουόμενος",
"αλληλοσυμπληρούμενες":"αλληλοσυμπληρώνομαι",
"αλληλοσυμπληρώνονται":"αλληλοσυμπληρώνομαι",
"αλληλοσυστηθεί":"αλληλοσυστήνω",
"αλληλοϋποστήριξη":"αλληλοϋποστήριξη",
"αλλήλους":"αλλήλων",
"αλληλουχία":"αλληλουχία",
"αλληλουχίας":"αλληλουχία",
"αλληλουχίες":"αλληλουχία",
"αλλήλων":"αλλήλων",
"άλλης":"άλλος",
"αλλιώς":"αλλιώς",
"αλλιώτικα":"αλλιώτικα",
"αλλιώτικη":"αλλιώτικος",
"αλλο":"άλλος",
"άλλο":"άλλος",
"αλλογενής":"αλλογενής",
"αλλόγλωσσα":"αλλόγλωσσος",
"αλλοδαπά":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπές":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπή":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπής":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπό":"αλλοδαπός",
"αλλοδαποί":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπός":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπού":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπούς":"αλλοδαπός",
"αλλοδαπών":"αλλοδαπός",
"αλλοεθνές":"αλλοεθνής",
"άλλοθι":"άλλοθι",
"άλλοθί":"άλλοθι",
"αλλόθρησκους":"αλλόθρησκος",
"αλλοθρήσκων":"αλλόθρησκος",
"αλλοι":"άλλος",
"άλλοι":"άλλος",
"άλλοις":"άλλοις",
"αλλοιωθεί":"αλλοιώνω",
"αλλοιώθηκε":"αλλοιώνω",
"αλλοιωθούν":"αλλοιώνω",
"αλλοιωμένο":"αλλοιωμένος",
"αλλοιωμένων":"αλλοιωμένος",
"αλλοίωναν":"αλλοιώνω",
"αλλοίωνε":"αλλοιώνω",
"αλλοιώνει":"αλλοιώνω",
"αλλοιώνεται":"αλλοιώνω",
"αλλοιώνοντας":"αλλοιώνω",
"αλλοιώνουν":"αλλοιώνω",
"αλλοίωσαν":"αλλοιώνω",
"αλλοίωσε":"αλλοιώνω",
"αλλοιώσει":"αλλοιώνω",
"αλλοιώσεις":"αλλοίωση",
"αλλοιώσεων":"αλλοίωση",
"αλλοίωση":"αλλοίωση",
"αλλοίωσης":"αλλοίωση",
"αλλοιώσουν":"αλλοιώνω",
"αλλόκοτα":"αλλόκοτα",
"αλλόκοτες":"αλλόκοτος",
"αλλόκοτη":"αλλόκοτος",
"αλλόκοτο":"αλλόκοτος",
"αλλόκοτος":"αλλόκοτος",
"άλλον":"άλλος",
"αλλοπαθητικής":"αλλοπαθητικής",
"αλλοπρόσαλλα":"αλλοπρόσαλλα",
"αλλοπρόσαλλη":"αλλοπρόσαλλος",
"αλλοπρόσαλλο":"αλλοπρόσαλλος",
"αλλος":"άλλος",
"άλλος":"άλλος",
"άλλοτε":"άλλοτε",
"αλλοτινές":"αλλοτινός",
"αλλότρια":"αλλότριος",
"αλλότριας":"αλλότριος",
"αλλότριες":"αλλότριος",
"αλλότριους":"αλλότριος",
"αλλοτριωθεί":"αλλοτριώνω",
"αλλοτριωμένος":"αλλοτριωμένος",
"αλλοτριώνεστε":"αλλοτριώνω",
"αλλοτρίωση":"αλλοτρίωση",
"αλλοτρίωσή":"αλλοτρίωση",
"άλλου":"άλλος",
"αλλού":"αλλού",
"άλλους":"άλλος",
"άλλουτι":"άλλουτι",
"αλλόφρονες":"αλλόφρων",
"αλλόφρων":"αλλόφρων",
"αλλων":"άλλος",
"άλλων":"άλλος",
"αλλωνών":"άλλος",
"άλλως":"άλλως",
"αλλωστε":"άλλωστε",
"άλλωστε":"άλλωστε",
"αλμα":"άλμα",
"άλμα":"άλμα",
"αλμανάκ":"αλμανάκ",
"αλμαράς":"αλμαράς",
"άλματα":"άλμα",
"άλματος":"άλμα",
"αλματώδη":"αλματώδης",
"αλματώδης":"αλματώδης",
"αλματώδους":"αλματώδης",
"αλματωδώς":"αλματωδώς",
"αλμέλο":"αλμέλο",
"αλμερία":"αλμερία",
"άλμη":"άλμη",
"αλμιρόν":"αλμιρόν",
"αλμογιόλα":"αλμογιόλα",
"αλμοδοβάρ":"αλμοδοβάρ",
"αλμπα":"αλμπα",
"άλμπα":"άλμπα",
"άλμπα5-101056":"άλμπα5-101056",
"αλμπάνα":"αλμπάνα",
"αλμπάνη":"αλμπάνης",
"αλμπάνηδες":"αλμπάνης",
"αλμπανίδου":"αλμπανίδου",
"άλμπατρος":"άλμπατρος",
"αλμπερτ":"αλμπερτ",
"άλμπερτ":"άλμπερτ",
"αλμπέρτο":"αλμπέρτο",
"αλμπέρτου":"αλμπέρτου",
"αλμπινολέφε":"αλμπινολέφε",
"άλμπιον":"άλμπιον",
"άλμπουμ":"άλμπουμ",
"άλμπουρο":"άλμπουρο",
"άλμπρεχτσεν":"άλμπρεχτσεν",
"αλμύρα":"αλμύρα",
"αλμυρά":"αλμυρός",
"αλμυρή":"αλμυρός",
"αλμυρό":"αλμυρός",
"αλμυροί":"αλμυρός",
"αλμυρός":"αλμυρός",
"αλμυρότητα":"αλμυρότητα",
"αλμυρού":"αλμυρός",
"αλμωπίας":"αλμωπίας",
"αλμωπος":"αλμωπος",
"αλμωπός":"αλμωπός",
"άλντα":"άλντα",
"αλόα":"αλόα",
"άλογα":"άλογο",
"άλογά":"άλογο",
"αλογάκι":"αλογάκι",
"άλογης":"άλογος",
"αλόγιστα":"αλόγιστα",
"αλόγιστα":"αλόγιστος",
"αλόγιστες":"αλόγιστος",
"αλόγιστη":"αλόγιστος",
"αλόγιστο":"αλόγιστος",
"αλόγιστος":"αλόγιστος",
"άλογο":"άλογο",
"άλογό":"άλογο",
"άλογο":"άλογος",
"αλογόμυγα":"αλογόμυγα",
"αλογοσκουφη":"αλογοσκούφης",
"αλογοσκούφη":"αλογοσκούφης",
"αλογοσκούφης":"αλογοσκούφης",
"αλόγου":"άλογο",
"αλογων":"άλογος",
"αλόγων":"άλογος",
"αλοΐζι":"αλοΐζι",
"αλοιφές":"αλοιφή",
"αλοιφή":"αλοιφή",
"αλοιφών":"αλοιφή",
"αλόννησο":"αλόννησο",
"αλοννήσου":"αλοννήσου",
"αλόνσο":"αλόνσο",
"αλός":"αλός",
"αλουμιλ-μυλωνας":"αλουμιλ-μυλωνας",
"αλουμίνα":"αλουμίνα",
"αλουμινάδες":"αλουμινάς",
"αλουμίνας":"αλουμίνας",
"αλουμινένιος":"αλουμινένιος",
"αλουμινιο":"αλουμίνιο",
"αλουμίνιο":"αλουμίνιο",
"αλουμινιον":"αλουμίνιο",
"αλουμινίου":"αλουμίνιο",
"αλουμινοκατασκευαστών":"αλουμινοκατασκευαστών",
"αλουμινόχαρτα":"αλουμινόχαρτο",
"αλουμινόχαρτο":"αλουμινόχαρτο",
"αλουμυλ":"αλουμυλ",
"αλούσι":"αλούση",
"άλπεις":"άλπεις",
"αλπεων":"αλπεων",
"άλπεων":"άλπεων",
"αλπική":"αλπικός",
"αλπικό":"αλπικός",
"αλπινο":"αλπινο",
"αλπίνο":"αλπίνο",
"άλση":"άλσος",
"άλσος":"άλσος",
"άλσους":"άλσος",
"αλστον":"αλστον",
"αλσύλλιο":"αλσύλλιο",
"αλσυλλίου":"αλσύλλιο",
"αλτε":"αλτε",
"αλτεκ":"αλτεκ",
"άλτερ":"άλτερ",
"αλτικόρνο":"αλτικόρνο",
"αλτίν":"αλτίν",
"αλτιναλμάζη":"αλτιναλμάζη",
"αλτιντζής":"αλτιντζής",
"αλτιντόπ":"αλτιντόπ",
"άλτρια":"άλτρια",
"άλτριας":"άλτρια",
"αλτρουισμού":"αλτρουισμός",
"αλτρουιστική":"αλτρουιστικός",
"αλτσχάιμερ":"αλτσχάιμερ",
"αλύπητα":"αλύπητα",
"αλυσιδα":"αλυσίδα",
"αλυσίδα":"αλυσίδα",
"αλυσίδας":"αλυσίδα",
"αλυσίδες":"αλυσίδα",
"αλυσίδων":"αλυσίδα",
"αλυσιδωτά":"αλυσιδωτά",
"αλυσιδωτές":"αλυσιδωτός",
"αλυσιδωτή":"αλυσιδωτός",
"αλυσιδωτής":"αλυσιδωτός",
"αλυσιδωτών":"αλυσιδωτός",
"αλυσοδεμένα":"αλυσοδένω",
"αλυσοδεμένη":"αλυσοδεμένος",
"αλυσοδεμένο":"αλυσοδεμένος",
"αλυσοδεμένοι":"αλυσοδένω",
"αλυσοδεμένους":"αλυσοδένω",
"άλυτα":"άλυτος",
"άλυτη":"άλυτος",
"άλυτο":"άλυτος",
"αλύτρωτους":"αλύτρωτος",
"άλυτων":"άλυτος",
"αλφα":"άλφα",
"άλφα":"άλφα",
"αλφα-αφοι":"αλφα-αφοι",
"αλφα-βητα":"αλφα-βητα",
"αλφαβητάρι":"αλφαβητάρι",
"αλφαβητική":"αλφαβητικός",
"αλφαβητικό":"αλφαβητικός",
"αλφαβητισμό":"αλφαβητισμό",
"αλφαβητισμού":"αλφαβητισμού",
"αλφάβητο":"αλφάβητο",
"αλφαβήτου":"αλφάβητο",
"αλφαντ":"αλφαντ",
"αλφάντ":"αλφάντ",
"αλφιέρη":"αλφιέρη",
"αλφικο":"αλφικο",
"αλφόνσο":"αλφόνσος",
"αλφρέδο":"αλφρέδο",
"αλφρεντ":"αλφρεντ",
"άλφρεντ":"άλφρεντ",
"αλχημείας":"αλχημεία",
"αλχημείες":"αλχημεία",
"αλχημιστές":"αλχημιστής",
"αλώβητες":"αλώβητος",
"αλώβητη":"αλώβητος",
"αλώβητο":"αλώβητος",
"αλώβητοι":"αλώβητος",
"αλώβητος":"αλώβητος",
"αλωθεί":"αλώνω",
"αλώθηκε":"αλώνω",
"αλωνεύτης":"αλωνεύτης",
"αλώνια":"αλώνι",
"'αλώνιζαν'":"'αλώνιζαν'",
"αλώνιζαν":"αλωνίζω",
"αλώνιζε":"αλωνίζω",
"αλωνίζει":"αλωνίζω",
"αλωνίζουν":"αλωνίζω",
"άλωσαν":"αλώνω",
"αλωσε":"αλώνω",
"αλώσει":"αλώνω",
"άλωση":"άλωση",
"αλώσουμε":"αλώνω",
"αλώσουν":"αλώνω",
"αμ'":"αεγώ",
"άμα":"άμα",
"αμαεφούλε":"αμαεφούλε",
"αμαζόνας":"αμαζόνα",
"αμαζόνες":"αμαζόνα",
"αμαζόνιο":"αμαζόνιος",
"αμαζονιου":"αμαζόνιος",
"αμαζονίου":"αμαζόνιος",
"αμάθεια":"αμάθεια",
"αμάθειας":"αμάθεια",
"αμάλγαμα":"αμάλγαμα",
"αμαλγάματος":"αμάλγαμα",
"αμαλθεια":"αμάλθεια",
"αμαλια":"αμαλία",
"αμαλία":"αμαλία",
"αμαλιάδας":"αμαλιάδα",
"αμαλίας":"αμαλία",
"αμάν":"αμάν",
"αμανάτι":"αμανάτι",
"αμανατίδη":"αμανατίδη",
"αμανατιδης":"αμανατιδης",
"αμανατίδης":"αμανατίδης",
"αμανιτης":"αμανιτης",
"αμανταδίνη":"αμανταδίνη",
"αμαντέο":"αμαντέο",
"αμαντόρα":"αμαντόρα",
"άμαντος":"άμαντος",
"αμαντού":"αμαντού",
"άμαξα":"άμαξα",
"αμαξάκι":"αμαξάκι",
"άμαξας":"άμαξα",
"άμαξες":"άμαξα",
"αμάξης":"αμάξης",
"αμάξι":"αμάξι",
"αμάξια":"αμάξι",
"αμαξίδια":"αμαξίδιο",
"αμαξιδίων":"αμαξίδιο",
"αμαξοστάσια":"αμαξοστάσιο",
"αμαξοστάσιο":"αμαξοστάσιο",
"αμαξοστασίου":"αμαξοστάσιο",
"αμαξοστοιχία":"αμαξοστοιχία",
"αμαξοστοιχίας":"αμαξοστοιχία",
"αμαξοστοιχίες":"αμαξοστοιχία",
"αμάξωμα":"αμάξωμα",
"αμάξωμά":"αμάξωμα",
"αμαξών":"άμαξα",
"αμάουρι":"αμάουρι",
"αμάρ":"αμάρ",
"αμαράλ":"αμαράλ",
"αμαραντιωτών":"αμαραντιωτών",
"αμάραντο":"αμάραντος",
"αμαρκάριστος":"αμαρκάριστος",
"αμάρο":"αμάρο",
"αμαρουσίου":"αμαρούσιο",
"αμαρτάνειν":"αμαρτάνειν",
"αμαρτάνεις":"αμαρταίνω",
"αμαρτάνουν":"αμαρταίνω",
"αμάρτημα":"αμάρτημα",
"αμαρτήματα":"αμάρτημα",
"αμαρτήματά":"αμάρτημα",
"αμαρτημάτων":"αμάρτημα",
"αμάρτησαν":"αμαρταίνω",
"αμαρτία":"αμαρτία",
"αμάρτια":"αμάρτια",
"αμαρτίαις":"αμαρτίαις",
"αμαρτίας":"αμαρτία",
"αμαρτίες":"αμαρτία",
"αμαρτιών":"αμαρτία",
"αμαρτωλές":"αμαρτωλός",
"αμαρτωλή":"αμαρτωλός",
"αμαρτωλό":"αμαρτωλός",
"αμαρτωλού":"αμαρτωλός",
"αμαρτωλών":"αμαρτωλός",
"αμάσητο":"αμάσητος",
"αμάτο":"αμάτο",
"αμαυρωθεί":"αμαυρώνω",
"αμαυρώθηκε":"αμαυρώνω",
"αμαυρώνει":"αμαυρώνω",
"αμαυρώνουν":"αμαυρώνω",
"αμαύρωσαν":"αμαυρώνω",
"αμαυρώσει":"αμαυρώνω",
"αμαυρώσουν":"αμαυρώνω",
"αμαφούλε":"αμαφούλε",
"αμαχητί":"αμάχητα",
"άμαχο":"άμαχος",
"άμαχοι":"άμαχος",
"άμαχος":"άμαχος",
"άμαχου":"άμαχος",
"αμάχους":"άμαχος",
"άμαχους":"άμαχος",
"αμάχων":"άμαχος",
"άμαχων":"άμαχος",
"αμβέρσας":"αμβέρσα",
"άμβλυνε":"αμβλύνω",
"αμβλύνει":"αμβλύνω",
"αμβλυνθεί":"αμβλύνω",
"αμβλυνθούν":"αμβλύνω",
"αμβλύνοντας":"αμβλύνω",
"άμβλυνση":"άμβλυνση",
"αμβλώσεις":"άμβλωση",
"αμβλώσεων":"άμβλωση",
"άμβλωση":"άμβλωση",
"αμβούργο":"αμβούργο",
"αμβούργου":"αμβούργο",
"άμβωνος":"άμβωνος",
"αμδίτη":"αμδίτη",
"αμδίτης":"αμδίτης",
"αμεα":"αμεα",
"αμείβεται":"αμείβω",
"αμειβόμενη":"αμειβόμενος",
"αμειβόμενοι":"αμειβόμενος",
"αμειβόμενους":"αμειβόμενος",
"αμειβόμενων":"αμειβόμενος",
"αμείβονται":"αμείβω",
"αμειβόταν":"αμείβω",
"αμείλικτα":"αμείλικτα",
"αμείλικτα":"αμείλικτος",
"αμείλικτη":"αμείλικτος",
"αμείλικτο":"αμείλικτος",
"αμείλικτοι":"αμείλικτος",
"αμείλικτος":"αμείλικτος",
"αμείωτα":"αμείωτα",
"αμείωτη":"αμείωτος",
"αμείωτο":"αμείωτος",
"αμείωτους":"αμείωτος",
"αμέλεια":"αμέλεια",
"αμέλειά":"αμέλεια",
"αμελείας":"αμέλεια",
"αμέλειας":"αμέλεια",
"αμέλειας'":"αμέλειας'",
"αμέλειες":"αμέλεια",
"αμελείτε":"αμελώ",
"αμελης":"αμελής",
"αμελητέα":"αμελητέος",
"αμελητέες":"αμελητέος",
"αμελητέο":"αμελητέος",
"αμελητέος":"αμελητέος",
"αμελούν":"αμελώ",
"άμεμπτο":"άμεμπτος",
"άμεμπτος":"άμεμπτος",
"αμέρικα":"αμερικοί",
"αμερικανάκια":"αμερικανάκι",
"αμερικανή":"Αμερικανή",
"αμερικανιά":"αμερικανιά",
"αμερικανίδα":"αμερικανίδα",
"αμερικανίδας":"αμερικανίδα",
"αμερικανίδων":"αμερικανίδα",
"αμερικανίζουσα":"αμερικανίζουσα",
"αμερικάνικα":"αμερικάνικα",
"αμερικανικά":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικα":"αμερικάνικος",
"αμερικανικές":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικες":"αμερικάνικος",
"αμερικανική":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικη":"αμερικάνικος",
"αμερικάνική":"αμερικάνικος",
"αμερικανικης":"αμερικάνικος",
"αμερικανικής":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικης":"αμερικάνικος",
"αμερικανικό":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικο":"αμερικάνικος",
"αμερικανικοί":"αμερικάνικος",
"αμερικανικος":"αμερικάνικος",
"αμερικανικός":"αμερικάνικος",
"αμερικανικού":"αμερικάνικος",
"αμερικάνικου":"αμερικάνικος",
"αμερικανικούς":"αμερικάνικος",
"αμερικανικών":"αμερικάνικος",
"αμερικανο":"αμερικανός",
"αμερικανό":"αμερικανός",
"αμερικάνο":"αμερικάνος",
"αμερικανοβρετανική":"αμερικανοβρετανικός",
"αμερικανοβρετανικούς":"αμερικανοβρετανικός",
"αμερικανοεβραίων":"αμερικανοεβραίος",
"αμερικανοί":"αμερικανός",
"αμερικάνοι":"αμερικάνος",
"αμερικανοκρατίας":"αμερικανοκρατία",
"αμερικανοολλανδού":"αμερικανοολλανδού",
"αμερικανός":"αμερικανός",
"αμερικάνος":"αμερικάνος",
"αμερικανού":"αμερικανός",
"αμερικάνου":"αμερικάνος",
"αμερικανούς":"αμερικανός",
"αμερικάνους":"αμερικάνος",
"αμερικανων":"αμερικανός",
"αμερικανών":"αμερικανός",
"αμερικάνων":"αμερικάνος",
"αμερική":"αμερική",
"αμερικής":"αμερική",
"αμέριμνα":"αμέριμνα",
"αμέριμνες":"αμέριμνος",
"αμέριμνη":"αμέριμνος",
"αμεριμνησία":"αμεριμνησία",
"αμέριμνο":"αμέριμνος",
"αμέριμνοι":"αμέριμνος",
"αμέριμνος":"αμέριμνος",
"αμέριστα":"αμέριστα",
"αμέριστη":"αμέριστος",
"αμερόληπτα":"αμερόληπτα",
"αμερόληπτες":"αμερόληπτος",
"αμερόληπτη":"αμερόληπτος",
"αμερόληπτης":"αμερόληπτος",
"αμερόληπτο":"αμερόληπτος",
"αμερόληπτοι":"αμερόληπτος",
"αμερόληπτος":"αμερόληπτος",
"αμεροληψία":"αμεροληψία",
"αμεροληψίας":"αμεροληψία",
"άμεσα":"άμεσα",
"άμεσα":"άμεσος",
"άμεσες":"άμεσος",
"'αμεση":"'αμεση",
"άμεση":"άμεσος",
"άμεσης":"άμεσος",
"άμεσο":"άμεσος",
"άμεσοι":"άμεσος",
"άμεσος":"άμεσος",
"αμεσότερα":"άμεσα",
"αμεσότερη":"άμεσος",
"αμεσότερο":"άμεσος",
"αμεσότερου":"άμεσος",
"αμεσότητα":"αμεσότητα",
"αμεσότητας":"αμεσότητα",
"αμέσου":"άμεσος",
"άμεσου":"άμεσος",
"άμεσους":"άμεσος",
"άμεσων":"άμεσος",
"αμεσως":"αμέσως",
"αμέσως":"αμέσως",
"αμετάβλητα":"αμετάβλητα",
"αμετάβλητες":"αμετάβλητος",
"αμετάβλητη":"αμετάβλητος",
"αμετάβλητο":"αμετάβλητος",
"αμετάβλητος":"αμετάβλητος",
"αμετακίνητα":"αμετακίνητος",
"αμετακίνητη":"αμετακίνητος",
"αμετακίνητο":"αμετακίνητος",
"αμετακίνητοι":"αμετακίνητος",
"αμετάκλητα":"αμετάκλητα",
"αμετάκλητη":"αμετάκλητος",
"αμετάκλητης":"αμετάκλητος",
"αμετάκλητο":"αμετάκλητος",
"αμετάκλητων":"αμετάκλητος",
"αμετανόητη":"αμετανόητος",
"αμετανόητο":"αμετανόητος",
"αμετανόητοι":"αμετανόητος",
"αμετανόητος":"αμετανόητος",
"αμετάπειστος":"αμετάπειστος",
"αμέτοχη":"αμέτοχος",
"αμέτοχο":"αμέτοχος",
"αμέτοχοι":"αμέτοχος",
"αμέτοχος":"αμέτοχος",
"άμετρη":"άμετρος",
"άμετρης":"άμετρος",
"αμέτρητα":"αμέτρητα",
"αμέτρητες":"αμέτρητος",
"αμέτρητοι":"αμέτρητος",
"αμετροέπεια":"αμετροέπεια",
"αμετροέπειας":"αμετροέπεια",
"αμετροεπείς":"αμετροεπής",
"αμηνόρροια":"αμηνόρροια",
"αμήχανα":"αμήχανα",
"αμήχανη":"αμήχανος",
"αμηχανία":"αμηχανία",
"αμηχανίας":"αμηχανία",
"αμηχανίες":"αμηχανία",
"αμήχανο":"αμήχανος",
"αμήχανοι":"αμήχανος",
"αμήχανος":"αμήχανος",
"αμήχανους":"αμήχανος",
"αμί":"αμί",
"αμίαντο":"αμίαντος",
"αμιαντόπλακες":"αμιαντόπλακες",
"αμιαντοπλακών":"αμιαντοπλακών",
"αμιαντοτσιμέντο":"αμιαντοτσιμέντο",
"αμιαντοτσιμέντου":"αμιαντοτσιμέντο",
"αμιάντου":"αμίαντος",
"αμιγές":"αμιγής",
"αμιγή":"αμιγής",
"αμιγης":"αμιγής",
"αμιγής":"αμιγής",
"αμιγούς":"αμιγής",
"αμιγώς":"αμιγώς",
"άμιελ":"άμιελ",
"αμίλητο":"αμίλητος",
"αμίλητοι":"αμίλητος",
"άμιλλα":"άμιλλα",
"άμιλλά":"άμιλλα",
"άμιλλας":"άμιλλα",
"αμιλλώνται":"αμιλλώμαι",
"αμίμητη":"αμίμητος",
"αμίν":"αμίν",
"αμινοξέα":"αμινοξύ",
"άμιρ":"άμιρ",
"άμις":"άμις",
"άμισθη":"άμισθος",
"αμισθί":"αμισθί",
"άμισθος":"άμισθος",
"άμισθων":"άμισθος",
"αμισός":"αμισός",
"αμισσός":"αμισσός",
"αμίτ":"αμίτ",
"αμίτσι":"αμίτσι",
"αμμάν":"αμμάν",
"άμμο":"άμμος",
"αμμοβολής":"αμμοβολή",
"αμμοθύελλα":"αμμοθύελλα",
"αμμοληψία":"αμμοληψία",
"άμμος":"άμμος",
"άμμου":"άμμος",
"αμμουδερή":"αμμουδερός",
"αμμουδιά":"αμμουδιά",
"αμμουδιές":"αμμουδιά",
"αμνημονεύτων":"αμνημόνευτος",
"αμνησία":"αμνησία",
"αμνησίας":"αμνησία",
"αμνήστευση":"αμνήστευση",
"αμνηστία":"αμνηστία",
"αμνηστίας":"αμνηστία",
"αμνιακό":"αμνιακός",
"αμνιακού":"αμνιακός",
"αμνιοκέντηση":"αμνιοκέντηση",
"αμνιοπαρακέντηση":"αμνιοπαρακέντηση",
"αμνοερίφια":"αμνοερίφιο",
"αμνον":"αμνός",
"αμνόν":"αμνός",
"αμνούς":"αμνός",
"αμνών":"αμνός",
"αμοιβαια":"αμοιβαίος",
"αμοιβαία":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίας":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίες":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίο":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίον":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίος":"αμοιβαίος",
"αμοιβαιότητα":"αμοιβαιότητα",
"αμοιβαιότητας":"αμοιβαιότητα",
"αμοιβαίου":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίων":"αμοιβαίος",
"αμοιβαίως":"αμοιβαία",
"αμοιβές":"αμοιβή",
"αμοιβή":"αμοιβή",
"αμοιβής":"αμοιβή",
"αμοιβών":"αμοιβή",
"άμοιρα":"άμοιρος",
"άμοιρη":"άμοιρος",
"αμοιρίδη":"αμοιρίδη",
"αμοιρίδης":"αμοιρίδης",
"άμοιρο":"άμοιρος",
"άμοιρος":"άμοιρος",
"αμόκ":"αμόκ",
"αμολάει":"αμολώ",
"αμολάνε":"αμολώ",
"αμόλευτος":"αμόλευτος",
"αμόλυβδη":"αμόλυβδος",
"αμόλυβδης":"αμόλυβδος",
"αμόλυντα":"αμόλυντος",
"αμόλυντη":"αμόλυντος",
"αμόνι":"αμόνι",
"αμοραλισμός":"αμοραλισμός",
"αμοραλισμού":"αμοραλισμός",
"αμορίου":"αμόριο",
"αμορόζο":"αμορόζο",
"αμορούζο":"αμορούζο",
"άμορφα":"άμορφα",
"άμορφη":"άμορφος",
"άμορφο":"άμορφος",
"αμορφωσιά":"αμορφωσιά",
"αμόρφωτες":"αμόρφωτος",
"αμόρφωτης":"αμόρφωτος",
"άμουσος":"άμουσος",
"αμούστακα":"αμούστακος",
"αμουτζιάς":"αμουτζιάς",
"αμούτζιας":"αμούτζιας",
"αμπ":"αμπ",
"αμπάρη":"αμπάρη",
"αμπαρης":"αμπαρης",
"αμπάρης":"αμπάρης",
"αμπάρια":"αμπάρι",
"αμπάρκιολης":"αμπάρκιολης",
"αμπάς":"αμπάς",
"αμπατζή":"αμπατζής",
"αμπατζής":"αμπατζής",
"αμπατζίδης":"αμπατζίδης",
"αμπάτσα":"αμπάτσα",
"άμπε":"άμπε",
"αμπεϊχόν":"αμπεϊχόν",
"αμπελά":"αμπελάς",
"αμπελάς":"αμπελάς",
"αμπέλι":"αμπέλι",
"αμπέλια":"αμπέλι",
"αμπελιού":"αμπέλι",
"αμπελογιάννης":"αμπελογιάννης",
"αμπελόκηποι":"αμπελόκηπος",
"αμπελοκηπων":"αμπελόκηπος",
"αμπελοκήπων":"αμπελόκηπος",
"αμπελότοπος":"αμπελότοπος",
"αμπέλου":"άμπελος",
"αμπελουργικο":"αμπελουργικός",
"αμπελουργικών":"αμπελουργικός",
"αμπελοφιλοσοφία":"αμπελοφιλοσοφία",
"αμπελοφιλοσοφίες":"αμπελοφιλοσοφία",
"αμπελώνα":"αμπελώνας",
"αμπελώνες":"αμπελώνας",
"αμπελώνων":"αμπελώνας",
"αμπέμπα":"αμπέμπα",
"αμπεντίν":"αμπεντίν",
"αμπεριάδη":"αμπεριάδη",
"αμπεριαδης":"αμπεριαδης",
"αμπεριάδης":"αμπεριάδης",
"αμπερντίν":"αμπερντίν",
"αμπιντίν":"αμπιντίν",
"αμπιόλα":"αμπιόλα",
"αμπντάλα":"αμπντάλα",
"αμπνταλάχ":"αμπνταλάχ",
"αμπντελ":"αμπντελ",
"αμπντέλ":"αμπντέλ",
"αμπντί":"αμπντί",
"αμπντίν":"αμπντίν",
"αμπντούλ":"αμπντούλ",
"αμπντουλαγιέ":"αμπντουλαγιέ",
"αμπντουλαζίζ":"αμπντουλαζίζ",
"αμπντουλαχ":"αμπντουλαχ",
"αμπντουλάχ":"αμπντουλάχ",
"αμπντουλαχμάν":"αμπντουλαχμάν",
"αμπντουλσαλάμ":"αμπντουλσαλάμ",
"αμπονσα":"αμπονσα",
"αμπονσά":"αμπονσά",
"αμπονσάι":"αμπονσάι",
"αμπορίτζιναλ":"αμπορίτζιναλ",
"άμποτ":"άμποτ",
"αμπού":"αμπού",
"αμπούλες":"αμπούλα",
"αμπουμπάκαρ":"αμπουμπάκαρ",
"αμπούτζα":"αμπούτζα",
"αμπραμόβιτς":"αμπραμόβιτς",
"αμπτουλάχ":"αμπτουλάχ",
"αμπχαζίας":"αμπχαζίας",
"αμπώτιδος":"άμπωτις",
"αμστερνταμ":"άμστερνταμ",
"άμστερνταμ":"άμστερνταμ",
"αμυγδαλές":"αμυγδαλή",
"αμυγδαλιάς":"αμυγδαλιά",
"αμύγδαλο":"αμύγδαλο",
"αμυγδάλου":"αμύγδαλο",
"αμυδρά":"αμυδρά",
"αμυδρές":"αμυδρός",
"αμυδρή":"αμυδρός",
"αμυδρό":"αμυδρός",
"αμύητοι":"αμύητος",
"αμύθητα":"αμύθητος",
"αμύθητης":"αμύθητος",
"άμυλο":"άμυλο",
"άμυλό":"άμυλο",
"αμυλούχες":"αμυλούχος",
"αμυνα":"άμυνα",
"άμυνα":"άμυνα",
"άμυνά":"άμυνα",
"αμυνας":"άμυνα",
"άμυνας":"άμυνα",
"άμυνάς":"άμυνα",
"άμυνες":"άμυνα",
"αμύνεται":"αμύνομαι",
"αμύνης":"άμυνα",
"αμυνθεί":"αμύνομαι",
"αμυνθείς":"αμύνομαι",
"αμυνθείτε":"αμύνομαι",
"αμυνθή":"αμύνομαι",
"αμύνθηκαν":"αμύνομαι",
"αμυνθούμε":"αμύνομαι",
"αμυνθούν":"αμύνομαι",
"αμυνθώ":"αμύνομαι",
"αμυνόμενη":"αμυνόμενος",
"αμυνόμενοι":"αμυνόμενος",
"αμυνόμενος":"αμυνόμενος",
"αμυνταίου":"αμύνταιο",
"αμύντας":"αμύντας",
"αμυντικά":"αμυντικά",
"αμυντικά":"αμυντικός",
"αμυντικές":"αμυντικός",
"αμυντική":"αμυντικός",
"αμυντικής":"αμυντικός",
"αμυντικό":"αμυντικός",
"αμυντικοί":"αμυντικός",
"αμυντικός":"αμυντικός",
"αμυντικού":"αμυντικός",
"αμυντικούς":"αμυντικός",
"αμυντικών":"αμυντικός",
"αμυχές":"αμυχή",
"αμφέβαλλε":"αμφιβάλλω",
"αμφεταμίνη":"αμφεταμίνη",
"αμφιβάλεις":"αμφιβάλλω",
"αμφιβάλετε":"αμφιβάλλω",
"αμφιβάλλει":"αμφιβάλλω",
"αμφιβάλλεις":"αμφιβάλλω",
"αμφιβάλλουν":"αμφιβάλλω",
"αμφιβάλλω":"αμφιβάλλω",
"αμφίβια":"αμφίβιος",
"αμφίβιας":"αμφίβιος",
"αμφίβιων":"αμφίβιος",
"αμφιβληστροειδή":"αμφιβληστροειδής",
"αμφιβληστροειδής":"αμφιβληστροειδής",
"αμφιβληστροειδοπάθεια":"αμφιβληστροειδοπάθεια",
"αμφιβληστροειδοπάθειες":"αμφιβληστροειδοπάθεια",
"αμφιβληστροειδούς":"αμφιβληστροειδής",
"αμφίβολες":"αμφίβολος",
"αμφίβολη":"αμφίβολος",
"αμφίβολης":"αμφίβολος",
"αμφιβολία":"αμφιβολία",
"αμφιβολίας":"αμφιβολία",
"αμφιβολίες":"αμφιβολία",
"αμφιβολιών":"αμφιβολία",
"αμφίβολο":"αμφίβολος",
"αμφίβολοι":"αμφίβολος",
"αμφίβολος":"αμφίβολος",
"αμφιβόλου":"αμφίβολος",
"αμφίβολους":"αμφίβολος",
"αμφιβόλω":"αμφίβολος",
"αμφίβολων":"αμφίβολος",
"αμφίδρομες":"αμφίδρομος",
"αμφίδρομη":"αμφίδρομος",
"αμφίδρομης":"αμφίδρομος",
"αμφίδρομων":"αμφίδρομος",
"αμφιέσεις":"αμφίεση",
"αμφίεση":"αμφίεση",
"αμφιθέατρα":"αμφιθέατρο",
"αμφιθεατρικά":"αμφιθεατρικά",
"αμφιθέατρο":"αμφιθέατρο",
"αμφιθεάτρου":"αμφιθέατρο",
"αμφιθυμία":"αμφιθυμία",
"αμφιλεγόμενα":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενες":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενη":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενης":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενο":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενου":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιλεγόμενους":"αμφιλεγόμενος",
"αμφιπόλεως":"αμφίπολη",
"αμφίπολης":"αμφίπολη",
"αμφίρροπη":"αμφίρροπος",
"αμφίρροπο":"αμφίρροπος",
"αμφισβητεί":"αμφισβητώ",
"αμφισβητείς":"αμφισβητώ",
"αμφισβητείται":"αμφισβητώ",
"αμφισβητηθεί":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήθηκαν":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήθηκε":"αμφισβητώ",
"αμφισβητηθούν":"αμφισβητώ",
"αμφισβήτησαν":"αμφισβητώ",
"αμφισβήτησε":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήσει":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήσεις":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήσεων":"αμφισβήτηση",
"αμφισβητήσεως":"αμφισβήτηση",
"αμφισβήτηση":"αμφισβήτηση",
"αμφισβήτησή":"αμφισβήτηση",
"αμφισβήτησης":"αμφισβήτηση",
"αμφισβήτησής":"αμφισβήτηση",
"αμφισβητήσιμα":"αμφισβητήσιμος",
"αμφισβητήσιμοι":"αμφισβητήσιμος",
"αμφισβητήσουμε":"αμφισβητώ",
"αμφισβητήσουν":"αμφισβητώ",
"αμφισβητία":"αμφισβητίας",
"αμφισβητίες":"αμφισβητίας",
"αμφισβητούμε":"αμφισβητώ",
"αμφισβητούμενες":"αμφισβητούμενος",
"αμφισβητούμενη":"αμφισβητούμενος",
"αμφισβητούμενης":"αμφισβητούμενος",
"αμφισβητούμενος":"αμφισβητούμενος",
"αμφισβητούμενων":"αμφισβητούμενος",
"αμφισβητούν":"αμφισβητώ",
"αμφισβητούνται":"αμφισβητώ",
"αμφισβητούνταν":"αμφισβητώ",
"αμφισβητούσαν":"αμφισβητώ",
"αμφισβητούσε":"αμφισβητώ",
"αμφισβητώ":"αμφισβητώ",
"αμφισβητώντας":"αμφισβητώ",
"αμφίσημα":"αμφίσημος",
"αμφίσημες":"αμφίσημος",
"αμφίσημη":"αμφίσημος",
"αμφισημία":"αμφισημία",
"αμφισημίες":"αμφισημία",
"αμφίσημο":"αμφίσημος",
"αμφιτρύων":"αμφιτρύωνας",
"αμφορέα":"αμφορέας",
"αμφορέας":"αμφορέας",
"αμφορείς":"αμφορέας",
"αμφορέων":"αμφορέας",
"αμφότερα":"αμφότερος",
"αμφότερες":"αμφότερος",
"αμφότεροι":"αμφότερος",
"αμφοτερόπλευρη":"αμφοτερόπλευρη",
"αμφοτέρους":"αμφότερος",
"αμφότερους":"αμφότερος",
"αμφοτέρων":"αμφότερος",
"αμφότερων":"αμφότερος",
"αν":"αν",
"αν.":"αν.",
"ανα":"ανά",
"ανά":"ανά",
"άνα":"άνα",
"αναβαθμίδες":"αναβαθμίς",
"αναβαθμίζει":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίζεται":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμιζόμενος":"αναβαθμιζόμενος",
"αναβαθμίζονται":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίζουν":"αναβαθμίζω",
"αναβάθμισαν":"αναβαθμίζω",
"αναβάθμισε":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμισει":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίσει":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίσεις":"αναβάθμιση",
"αναβαθμιση":"αναβάθμιση",
"αναβάθμιση":"αναβάθμιση",
"αναβάθμισή":"αναβάθμιση",
"αναβάθμισης":"αναβάθμιση",
"αναβάθμισής":"αναβάθμιση",
"αναβαθμισθεί":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμισμένα":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμισμένες":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμισμένη":"αναβαθμισμένος",
"αναβαθμισμένης":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμισμένο":"αναβαθμισμένος",
"αναβαθμισμένος":"αναβαθμισμένος",
"αναβαθμίσουμε":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίσουν":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμιστεί":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμίστηκε":"αναβαθμίζω",
"αναβαθμιστούν":"αναβαθμίζω",
"αναβάλει":"αναβάλλω",
"αναβάλετε":"αναβάλλω",
"αναβάλλει":"αναβάλλω",
"αναβάλλεται":"αναβάλλω",
"αναβάλλετε":"αναβάλλω",
"αναβάλλονται":"αναβάλλω",
"αναβάλλοντας":"αναβάλλω",
"αναβαλλόταν":"αναβάλλω",
"αναβάλλουν":"αναβάλλω",
"αναβάλουν":"αναβάλλω",
"άναβαν":"ανάβω",
"αναβάπτισμα":"αναβάπτισμα",
"αναβάσεις":"ανάβαση",
"αναβάσεων":"ανάβαση",
"ανάβαση":"ανάβαση",
"ανάβασή":"ανάβαση",
"ανάβασης":"ανάβαση",
"αναβάτες":"αναβάτης",
"αναβάτη":"αναβάτης",
"αναβάτης":"αναβάτης",
"άναβε":"ανάβω",
"ανάβει":"ανάβω",
"ανάβεις":"ανάβω",
"αναβιώνει":"αναβιώνω",
"αναβιώνουν":"αναβιώνω",
"αναβίωσε":"αναβιώνω",
"αναβιώσει":"αναβιώνω",
"αναβιώσεις":"αναβιώνω",
"αναβιώσεως":"αναβίωση",
"αναβίωση":"αναβίωση",
"αναβίωσης":"αναβίωση",
"αναβιώσουν":"αναβιώνω",
"αναβληθεί":"αναβάλλω",
"αναβληθεντα":"αναβληθείς",
"αναβλήθηκαν":"αναβάλλω",
"αναβλήθηκε":"αναβάλλω",
"αναβληθούν":"αναβάλλω",
"αναβλητικός":"αναβλητικός",
"αναβλύζει":"αναβλύζω",
"αναβολές":"αναβολή",
"αναβολη":"αναβολή",
"αναβολή":"αναβολή",
"αναβολής":"αναβολή",
"αναβολικά":"αναβολικός",
"αναβολικές":"αναβολικός",
"αναβολικών":"αναβολικός",
"αναβολών":"αναβολή",
"ανάβοντας":"ανάβω",
"αναβοσβήνουν":"αναβοσβήνω",
"ανάβουν":"ανάβω",
"αναβρασμο":"αναβρασμός",
"αναβρασμό":"αναβρασμός",
"αναβρασμός":"αναβρασμός",
"αναγάγει":"ανάγω",
"αναγγείλει":"αναγγέλλω",
"αναγγελθείσας":"αναγγελθείς",
"αναγγελθέντων":"αναγγελθείς",
"αναγγέλθηκε":"αναγγέλλω",
"αναγγελία":"αναγγελία",
"αναγγελίας":"αναγγελία",
"αναγγελίες":"αναγγελία",
"αναγγέλλει":"αναγγέλλω",
"αναγγέλλοντας":"αναγγέλλω",
"αναγγέλλουν":"αναγγέλλω",
"ανάγει":"ανάγω",
"αναγεννάται":"αναγεννώ",
"αναγεννηθεί":"αναγεννώ",
"αναγεννήθηκαν":"αναγεννώ",
"αναγεννήθηκε":"αναγεννώ",
"αναγεννηθούν":"αναγεννώ",
"αναγεννημένος":"αναγεννημένος",
"αναγεννημένου":"αναγεννημένος",
"αναγεννημένους":"αναγεννημένος",
"αναγέννησε":"αναγεννώ",
"αναγεννήσεως":"αναγέννηση",
"αναγεννηση":"αναγέννηση",
"αναγέννηση":"αναγέννηση",
"'αναγέννηση'":"'αναγέννηση'",
"αναγέννησή":"αναγέννηση",
"αναγέννησης":"αναγέννηση",
"αναγέννηση-φλόγα":"αναγέννηση-φλόγα",
"αναγεννησιακής":"αναγεννησιακός",
"αναγεννησιακό":"αναγεννησιακός",
"αναγεννησιακού":"αναγεννησιακός",
"αναγεννώνται":"αναγεννώ",
"ανάγεται":"ανάγω",
"ανάγκαζαν":"αναγκάζω",
"ανάγκαζε":"αναγκάζω",
"αναγκάζει":"αναγκάζω",
"αναγκάζεται":"αναγκάζω",
"αναγκάζομαι":"αναγκάζω",
"αναγκαζόμασταν":"αναγκάζω",
"αναγκαζόμαστε":"αναγκάζω",
"αναγκαζόμουν":"αναγκάζω",
"αναγκάζονται":"αναγκάζω",
"αναγκάζονταν":"αναγκάζω",
"αναγκάζοντας":"αναγκάζω",
"αναγκάζοντάς":"αναγκάζω",
"αναγκαζόταν":"αναγκάζω",
"αναγκάζουν":"αναγκάζω",
"αναγκαία":"αναγκαίος",
"αναγκαίας":"αναγκαίος",
"αναγκαίες":"αναγκαίος",
"αναγκαίο":"αναγκαίος",
"αναγκαίοι":"αναγκαίος",
"αναγκαίον":"αναγκαίος",
"αναγκαίος":"αναγκαίος",
"αναγκαιότητα":"αναγκαιότητα",
"αναγκαιότητας":"αναγκαιότητα",
"αναγκαίου":"αναγκαίος",
"αναγκαίους":"αναγκαίος",
"αναγκαίων":"αναγκαίος",
"αναγκαίως":"αναγκαία",
"αναγκάσαμε":"αναγκάζω",
"ανάγκασαν":"αναγκάζω",
"ανάγκασε":"αναγκάζω",
"αναγκάσει":"αναγκάζω",
"αναγκάσεις":"αναγκάζω",
"αναγκασθεί":"αναγκάζω",
"αναγκασθέντες":"αναγκασθείς",
"αναγκάσθηκαν":"αναγκάζω",
"αναγκάσθηκε":"αναγκάζω",
"αναγκασθούν":"αναγκάζω",
"αναγκασμένα":"αναγκάζω",
"αναγκασμένες":"αναγκάζω",
"αναγκασμένο":"αναγκάζω",
"αναγκασμένοι":"αναγκασμένος",
"αναγκασμένος":"αναγκασμένος",
"αναγκάσουν":"αναγκάζω",
"αναγκαστεί":"αναγκάζω",
"αναγκάστηκα":"αναγκάζω",
"αναγκαστήκαμε":"αναγκάζω",
"αναγκάστηκαν":"αναγκάζω",
"αναγκάστηκε":"αναγκάζω",
"αναγκαστικά":"αναγκαστικά",
"αναγκαστικές":"αναγκαστικός",
"αναγκαστική":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικής":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικό":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικός":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικού":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικούς":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικών":"αναγκαστικός",
"αναγκαστικώς":"αναγκαστικά",
"αναγκαστούμε":"αναγκάζω",
"αναγκαστούν":"αναγκάζω",
"αναγκαστώ":"αναγκάζω",
"αναγκες":"ανάγκη",
"ανάγκες":"ανάγκη",
"αναγκη":"ανάγκη",
"ανάγκη":"ανάγκη",
"ανάγκην":"ανάγκη",
"ανάγκης":"ανάγκη",
"αναγκών":"ανάγκη",
"ανάγλυφα":"ανάγλυφα",
"ανάγλυφη":"ανάγλυφος",
"ανάγλυφο":"ανάγλυφος",
"ανάγλυφου":"ανάγλυφος",
"αναγνώριζαν":"αναγνωρίζω",
"αναγνώριζε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζει":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζεις":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζεται":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζετε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωριζόμενη":"αναγνωριζόμενος",
"αναγνωρίζονται":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζοντας":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζουμε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζουν":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίζω":"αναγνωρίζω",
"αναγνώρισα":"αναγνωρίζω",
"αναγνώρισαν":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσατε":"αναγνωρίζω",
"αναγνώρισε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσει":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσεις":"αναγνώριση",
"αναγνωρίσετε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσεως":"αναγνώριση",
"αναγνώριση":"αναγνώριση",
"αναγνώρισή":"αναγνώριση",
"αναγνώρισης":"αναγνώριση",
"αναγνωρισθεί":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρισθούν":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσιμα":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμες":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμη":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμο":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμοι":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμος":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρισιμότητα":"αναγνωρισιμότητα",
"αναγνωρισιμότητας":"αναγνωρισιμότητα",
"αναγνωρίσιμου":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμους":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρίσιμων":"αναγνωρίσιμος",
"αναγνωρισμένα":"αναγνωρισμένος",
"αναγνωρισμένες":"αναγνωρισμένος",
"αναγνωρισμένη":"αναγνωρισμένος",
"αναγνωρισμένο":"αναγνωρισμένος",
"αναγνωρισμένοι":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρισμένος":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρισμένους":"αναγνωρισμένος",
"αναγνωρίσουμε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσουν":"αναγνωρίζω",
"αναγνωριστεί":"αναγνωρίζω",
"αναγνωριστείτε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίστηκε":"αναγνωρίζω",
"αναγνωριστικά":"αναγνωριστικός",
"αναγνωριστικές":"αναγνωριστικός",
"αναγνωριστική":"αναγνωριστικός",
"αναγνωριστικό":"αναγνωριστικός",
"αναγνωριστικών":"αναγνωριστικός",
"αναγνωριστούν":"αναγνωρίζω",
"αναγνωρίσω":"αναγνωρίζω",
"αναγνώσει":"αναγιγνώσκω",
"αναγνώσεις":"ανάγνωση",
"ανάγνωση":"ανάγνωση",
"ανάγνωσή":"ανάγνωση",
"ανάγνωσης":"ανάγνωση",
"αναγνωσιμότητα":"αναγνωσιμότητα",
"ανάγνωσμα":"ανάγνωσμα",
"αναγνώσματα":"ανάγνωσμα",
"αναγνωστάκη":"αναγνωστάκης",
"αναγνωστάκης":"αναγνωστάκης",
"αναγνωστάρας":"αναγνωστάρας",
"αναγνωστεί":"αναγιγνώσκω",
"αναγνώστες":"αναγνώστης",
"αναγνώστη":"αναγνώστης",
"αναγνώστηκε":"αναγιγνώσκω",
"αναγνωστήρια":"αναγνωστήριο",
"αναγνωστήριο":"αναγνωστήριο",
"αναγνώστης":"αναγνώστης",
"αναγνωστικές":"αναγνωστικός",
"αναγνωστικό":"αναγνωστικός",
"αναγνωστικού":"αναγνωστικός",
"αναγνωστόπουλο":"αναγνωστόπουλος",
"αναγνωστόπουλος":"αναγνωστόπουλος",
"αναγνωστοπουλου":"αναγνωστόπουλος",
"αναγνωστου":"αναγνώστης",
"αναγνώστου":"αναγνώστης",
"αναγνωστούν":"αναγιγνώσκω",
"αναγνώστρια":"αναγνώστρια",
"αναγνώστριά":"αναγνώστρια",
"αναγνώστριας":"αναγνώστρια",
"αναγνώστριάς":"αναγνώστρια",
"αναγνώστριες":"αναγνώστρια",
"αναγνωστών":"αναγνώστης",
"ανάγονται":"ανάγω",
"ανάγοντας":"ανάγω",
"αναγορεύει":"αναγορεύω",
"αναγορεύεται":"αναγορεύω",
"αναγορευθεί":"αναγορεύω",
"αναγορεύοντας":"αναγορεύω",
"αναγορεύσει":"αναγορεύω",
"αναγόρευση":"αναγόρευση",
"αναγορεύσουν":"αναγορεύω",
"αναγορευτεί":"αναγορεύω",
"αναγορεύτηκε":"αναγορεύω",
"ανάγουν":"ανάγω",
"αναγραφεί":"αναγράφω",
"αναγράφει":"αναγράφω",
"αναγραφές":"αναγραφή",
"αναγράφεται":"αναγράφω",
"αναγραφή":"αναγραφή",
"αναγραφής":"αναγραφή",
"αναγραφόμενες":"αναγραφόμενος",
"αναγραφομένων":"αναγραφόμενος",
"αναγράφονται":"αναγράφω",
"αναγράφονταν":"αναγράφω",
"αναγραφόταν":"αναγράφω",
"αναγράφουμε":"αναγράφω",
"αναγραφούν":"αναγράφω",
"αναγράφουν":"αναγράφω",
"αναγωγές":"αναγωγή",
"αναγωγή":"αναγωγή",
"αναγωγής":"αναγωγή",
"ανάγωγο":"ανάγωγος",
"αναγωγών":"αναγωγή",
"αναδασμός":"αναδασμός",
"αναδασμού":"αναδασμός",
"αναδασμού-εποικισμού":"αναδασμού-εποικισμού",
"αναδασμών":"αναδασμός",
"αναδασωθεί":"αναδασώνω",
"αναδασώσεις":"αναδάσωση",
"αναδάσωση":"αναδάσωση",
"αναδασωτέες":"αναδασωτέος",
"αναδείκνυαν":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύει":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύεται":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύονται":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύοντας":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύουμε":"αναδεικνύω",
"αναδεικνύουν":"αναδεικνύω",
"αναδείξαμε":"αναδεικνύω",
"αναδείξει":"αναδεικνύω",
"αναδείξετε":"αναδεικνύω",
"ανάδειξη":"ανάδειξη",
"ανάδειξή":"ανάδειξη",
"ανάδειξης":"ανάδειξη",
"αναδείξουμε":"αναδεικνύω",
"αναδείξουν":"αναδεικνύω",
"αναδείξω":"αναδεικνύω",
"αναδειχθεί":"αναδεικνύω",
"αναδείχθηκαν":"αναδεικνύω",
"αναδειχθηκε":"αναδεικνύω",
"αναδείχθηκε":"αναδεικνύω",
"αναδειχθούμε":"αναδεικνύω",
"αναδειχθούν":"αναδεικνύω",
"αναδειχτεί":"αναδεικνύω",
"αναδείχτηκαν":"αναδεικνύω",
"αναδείχτηκε":"αναδεικνύω",
"αναδείχτηκε-στο":"αναδείχτηκε-στο",
"αναδειχτούμε":"αναδεικνύω",
"ανάδελφες":"ανάδελφος",
"ανάδελφον":"ανάδελφος",
"ανάδελφου":"ανάδελφος",
"αναδεύει":"αναδεύω",
"αναδεύονται":"αναδεύω",
"αναδημιουργήσουμε":"αναδημιουργώ",
"αναδημοσίευσαν":"αναδημοσιεύω",
"αναδημοσιεύσει":"αναδημοσιεύω",
"αναδημοσιεύσω":"αναδημοσιεύω",
"αναδημοσιεύτηκαν":"αναδημοσιεύω",
"αναδημοσιεύτηκε":"αναδημοσιεύω",
"αναδιαμόρφωση":"αναδιαμόρφωση",
"αναδιανεμήθηκαν":"αναδιανέμω",
"αναδιανομή":"αναδιανομή",
"αναδιανομής":"αναδιανομή",
"αναδιαρθρωθεί":"αναδιαρθρώνω",
"αναδιαρθρώσεις":"αναδιάρθρωση",
"αναδιάρθρωση":"αναδιάρθρωση",
"αναδιάρθρωσης":"αναδιάρθρωση",
"αναδιατάξει":"αναδιατάσσω",
"αναδιατάξεις":"αναδιατάσσω",
"αναδιάταξη":"αναδιάταξη",
"αναδιάταξης":"αναδιάταξη",
"αναδιατάσσουν":"αναδιατάσσω",
"αναδιαταχθούν":"αναδιατάσσω",
"αναδιατυπώνονται":"αναδιατυπώνω",
"αναδίδει":"αναδίνω",
"αναδίδουν":"αναδίνω",
"αναδιοργανωθεί":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργανώθηκε":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργανωθούν":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργανώνονται":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργάνωσε":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργανώσει":"αναδιοργανώνω",
"αναδιοργάνωση":"αναδιοργάνωση",
"αναδιοργάνωσης":"αναδιοργάνωση",
"αναδιοργανώσουν":"αναδιοργανώνω",
"αναδιπλούμενο":"αναδιπλούμενος",
"αναδιπλώθηκε":"αναδιπλώνω",
"αναδίπλωση":"αναδίπλωση",
"αναδίφηση":"αναδίφηση",
"αναδομεί":"αναδομώ",
"αναδομηθεί":"αναδομώ",
"αναδόμησης":"αναδόμηση",
"αναδοχή":"αναδοχή",
"ανάδοχη":"ανάδοχος",
"αναδοχής":"αναδοχή",
"ανάδοχο":"ανάδοχος",
"ανάδοχοι":"ανάδοχος",
"ανάδοχος":"ανάδοχος",
"αναδόχου":"ανάδοχος",
"ανάδοχου":"ανάδοχος",
"αναδόχους":"ανάδοχος",
"ανάδοχους":"ανάδοχος",
"αναδόχων":"ανάδοχος",
"αναδρομές":"αναδρομή",
"αναδρομή":"αναδρομή",
"αναδρομής":"αναδρομή",
"αναδρομικά":"αναδρομικά",
"αναδρομική":"αναδρομικός",
"αναδρομικότητας":"αναδρομικότητα",
"αναδρομικών":"αναδρομικός",
"ανάδρομος":"ανάδρομος",
"αναδύει":"αναδύει",
"αναδύεται":"αναδύομαι",
"αναδυθεί":"αναδύομαι",
"αναδύθηκαν":"αναδύομαι",
"αναδύθηκε":"αναδύομαι",
"αναδυόμενες":"αναδυόμενος",
"αναδυόμενη":"αναδυόμενος",
"αναδυόμενης":"αναδυόμενος",
"αναδύονται":"αναδύομαι",
"αναδυόταν":"αναδύομαι",
"αναδύουν":"αναδύω",
"ανάδυση":"ανάδυση",
"ανάδυσης":"ανάδυση",
"αναερόβια":"αναερόβιος",
"αναζητά":"αναζητώ",
"αναζητάει":"αναζητώ",
"αναζητάμε":"αναζητώ",
"αναζητάς":"αναζητώ",
"αναζητάται":"αναζητάται",
"αναζητει":"αναζητώ",
"αναζητεί":"αναζητώ",
"αναζητείς":"αναζητώ",
"αναζητείται":"αναζητώ",
"αναζητηθεί":"αναζητώ",
"αναζητήθηκαν":"αναζητώ",
"αναζητήθηκε":"αναζητώ",
"αναζητηθούν":"αναζητώ",
"αναζήτησα":"αναζητώ",
"αναζητήσαμε":"αναζητώ",
"αναζήτησαν":"αναζητώ",
"αναζήτησε":"αναζητώ",
"αναζητήσει":"αναζητώ",
"αναζητήσεις":"αναζήτηση",
"αναζητήσεις":"αναζητώ",
"αναζητήσετε":"αναζητώ",
"αναζητήσεων":"αναζήτηση",
"αναζήτηση":"αναζήτηση",
"αναζήτησή":"αναζήτηση",
"αναζήτησης":"αναζήτηση",
"αναζητήσουμε":"αναζητώ",
"αναζητήσουν":"αναζητώ",
"αναζητήστε":"αναζητώ",
"αναζητήσω":"αναζητώ",
"αναζητητές":"αναζητητής",
"αναζητούμε":"αναζητώ",
"αναζητούμενων":"αναζητούμενος",
"αναζητούν":"αναζητώ",
"αναζητούνται":"αναζητώ",
"αναζητούσα":"αναζητώ",
"αναζητούσαμε":"αναζητώ",
"αναζητούσαν":"αναζητώ",
"αναζητούσε":"αναζητώ",
"αναζητώ":"αναζητώ",
"αναζητώνται":"αναζητώνται",
"αναζητώντας":"αναζητώ",
"αναζωογονεί":"αναζωογονώ",
"αναζωογονηθεί":"αναζωογονώ",
"αναζωογονήσει":"αναζωογονώ",
"αναζωογόνηση":"αναζωογόνηση",
"αναζωογόνησης":"αναζωογόνηση",
"αναζωογονητικά":"αναζωογονητικός",
"αναζωογονητικές":"αναζωογονητικός",
"αναζωογονητικό":"αναζωογονητικός",
"αναζωογονούσε":"αναζωογονώ",
"αναζωογονώντας":"αναζωογονώ",
"αναζωπυρωθεί":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπυρώθηκαν":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπυρώθηκε":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπυρώνεται":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπύρωσε":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπυρώσει":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπυρώσεις":"αναζωπυρώνω",
"αναζωπύρωση":"αναζωπύρωση",
"αναζωπύρωσης":"αναζωπύρωση",
"αναζωπυρώσουν":"αναζωπυρώνω",
"αναθάρρεψε":"αναθαρρεύω",
"αναθάρρησαν":"αναθαρρώ",
"αναθάρρησε":"αναθαρρώ",
"αναθαρρήσει":"αναθαρρώ",
"αναθαρρυντικός":"αναθαρρυντικός",
"ανάθεμα":"ανάθεμα",
"αναθέματα":"ανάθεμα",
"αναθέματος":"ανάθεμα",
"αναθερμάνει":"αναθερμαίνω",
"αναθερμανθεί":"αναθερμαίνω",
"αναθερμάνθηκε":"αναθερμαίνω",
"αναθέρμανση":"αναθέρμανση",
"αναθέρμανσης":"αναθέρμανση",
"αναθέσει":"αναθέτω",
"αναθέσεις":"αναθέτω",
"αναθέσετε":"αναθέτω",
"αναθέσεων":"ανάθεση",
"αναθέσεως":"ανάθεση",
"ανάθεση":"ανάθεση",
"ανάθεσή":"ανάθεση",
"ανάθεσης":"ανάθεση",
"αναθέσουμε":"αναθέτω",
"αναθέσουν":"αναθέτω",
"αναθέτει":"αναθέτω",
"αναθέτοντάς":"αναθέτω",
"αναθέτουμε":"αναθέτω",
"αναθέτουν":"αναθέτω",
"αναθεωρηθεί":"αναθεωρώ",
"αναθεωρήθηκαν":"αναθεωρώ",
"αναθεωρηθούν":"αναθεωρώ",
"αναθεωρημένα":"αναθεωρώ",
"αναθεωρημένη":"αναθεωρώ",
"αναθεωρημένης":"αναθεωρώ",
"αναθεωρημένο":"αναθεωρημένος",
"αναθεωρημένου":"αναθεωρημένος",
"αναθεώρησε":"αναθεωρώ",
"αναθεωρήσει":"αναθεωρώ",
"αναθεωρήσετε":"αναθεωρώ",
"αναθεωρήσεων":"αναθεώρηση",
"αναθεώρηση":"αναθεώρηση",
"αναθεώρησή":"αναθεώρηση",
"αναθεώρησης":"αναθεώρηση",
"αναθεωρήσιμη":"αναθεωρήσιμος",
"αναθεωρήσουμε":"αναθεωρώ",
"αναθεωρήσουν":"αναθεωρώ",
"αναθεωρητέων":"αναθεωρητέος",
"αναθεωρητική":"αναθεωρητικός",
"αναθεωρητικού":"αναθεωρητικός",
"αναθεωρούν":"αναθεωρώ",
"αναθεωρούνται":"αναθεωρώ",
"αναθήματα":"ανάθημα",
"ανάθρεψε":"ανατρέφω",
"αναθρέψει":"ανατρέφω",
"αναθρέψουν":"ανατρέφω",
"αναθυμιάσεις":"αναθυμίαση",
"αναθυμιάσεων":"αναθυμίαση",
"αναθυμόμαστε":"αναθυμούμαι",
"αναίδεια":"αναίδεια",
"αναιδείς":"αναιδής",
"αναίμακτη":"αναίμακτος",
"αναίμακτης":"αναίμακτος",
"αναίμακτο":"αναίμακτος",
"αναιμια":"αναιμία",
"αναιμία":"αναιμία",
"αναιμίας":"αναιμία",
"αναιμικές":"αναιμικός",
"αναιμική":"αναιμικός",
"αναιμικό":"αναιμικός",
"αναιρεθεί":"αναιρώ",
"αναιρέθηκε":"αναιρώ",
"αναιρεθούν":"αναιρώ",
"αναιρεί":"αναιρώ",
"αναιρείται":"αναιρώ",
"αναίρεσαν":"αναιρώ",
"αναίρεσε":"αναιρώ",
"αναιρέσει":"αναιρώ",
"αναιρέσεις":"αναιρώ",
"αναίρεση":"αναίρεση",
"αναίρεσή":"αναίρεση",
"αναίρεσης":"αναίρεση",
"αναιρέσουν":"αναιρώ",
"αναιρούν":"αναιρώ",
"αναιρούνται":"αναιρώ",
"αναιρώντας":"αναιρώ",
"αναισθησία":"αναισθησία",
"αναισθησίας":"αναισθησία",
"αναισθησιολόγο":"αναισθησιολόγος",
"αναισθησιολόγος":"αναισθησιολόγος",
"αναισθησιολόγους":"αναισθησιολόγος",
"αναισθησιολόγων":"αναισθησιολόγος",
"αναίσθητα":"αναίσθητα",
"αναίσθητες":"αναίσθητος",
"αναίσθητη":"αναίσθητος",
"αναισθητικό":"αναισθητικός",
"αναισθητικού":"αναισθητικός",
"αναισθητικών":"αναισθητικός",
"αναίσθητο":"αναίσθητος",
"αναίσθητοι":"αναίσθητος",
"αναισθητοποιήθηκαν":"αναισθητοποιώ",
"αναισθητοποίησαν":"αναισθητοποιώ",
"αναίσθητος":"αναίσθητος",
"αναίσθητους":"αναίσθητος",
"αναίσχυντα":"αναίσχυντα",
"αναίσχυντη":"αναίσχυντος",
"αναίτια":"αναίτια",
"αναίτιες":"αναίτιος",
"αναίτιο":"αναίτιος",
"αναιτιολόγητες":"αναιτιολόγητος",
"αναιτιολόγητη":"αναιτιολόγητος",
"αναιτιολόγητο":"αναιτιολόγητος",
"ανακάθισε":"ανακάθομαι",
"ανακαινίζονται":"ανακαινίζω",
"ανακαίνισε":"ανακαινίζω",
"ανακαινίσει":"ανακαινίζω",
"ανακαινίσεις":"ανακαίνιση",
"ανακαινίσεων":"ανακαίνιση",
"ανακαίνιση":"ανακαίνιση",
"ανακαίνισή":"ανακαίνιση",
"ανακαίνισης":"ανακαίνιση",
"ανακαινισθεί":"ανακαινίζω",
"ανακαινισμένα":"ανακαινισμένος",
"ανακαινισμένη":"ανακαινίζω",
"ανακαινισμένης":"ανακαινίζω",
"ανακαινισμένο":"ανακαινίζω",
"ανακαινισμένου":"ανακαινισμένος",
"ανακαινίστε":"ανακαινίζω",
"ανακαινιστεί":"ανακαινίζω",
"ανακαινιστούν":"ανακαινίζω",
"ανακαλεί":"ανακαλώ",
"ανακάλεσαν":"ανακαλώ",
"ανακάλεσε":"ανακαλώ",
"ανακαλέσει":"ανακαλώ",
"ανακαλέσετε":"ανακαλώ",
"ανακαλέσουμε":"ανακαλώ",
"ανακαλέσουν":"ανακαλώ",
"ανακαλούν":"ανακαλώ",
"ανακαλούνται":"ανακαλώ",
"ανακαλούσε":"ανακαλώ",
"ανακαλύπταμε":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυπταν":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυπτε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτει":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτεί":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτεις":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτετε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλυπτομένων":"ανακαλυπτόμενος",
"ανακαλύπτονται":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτοντας":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτουμε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτουν":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύπτω":"ανακαλύπτω",
"ανακαλυφθεί":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύφθηκαν":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύφθηκε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλυφθούν":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυψα":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψαμε":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυψαν":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυψε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψει":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψεις":"ανακάλυψη",
"ανακαλύψετε":"ανακαλύπτω",
"ανακάλυψη":"ανακάλυψη",
"ανακάλυψή":"ανακάλυψη",
"ανακάλυψης":"ανακάλυψη",
"ανακαλύψουμε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψουν":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψουνε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψτε":"ανακαλύπτω",
"ανακαλύψω":"ανακαλύπτω",
"ανακαλώ":"ανακαλώ",
"ανακάμπτει":"ανακάμπτω",
"ανακάμπτουν":"ανακάμπτω",
"ανακάμψει":"ανακάμπτω",
"ανακαμψη":"ανάκαμψη",
"ανάκαμψη":"ανάκαμψη",
"ανάκαμψης":"ανάκαμψη",
"ανάκαμψής":"ανάκαμψη",
"ανακάμψουμε":"ανακάμπτω",
"ανακάμψουν":"ανακάμπτω",
"ανάκαρα":"ανάκαρα",
"ανακαταλάβουν":"ανακαταλαμβάνω",
"ανακατάληψη":"ανακατάληψη",
"ανακατανομή":"ανακατανομή",
"ανακατανομής":"ανακατανομή",
"ανακατασκευάζει":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευάζεται":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκεύασαν":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευάσει":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευάσουν":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευαστεί":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευάστηκαν":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευαστούν":"ανακατασκευάζω",
"ανακατασκευές":"ανακατασκευή",
"ανακατασκευή":"ανακατασκευή",
"ανακατασκευής":"ανακατασκευή",
"ανακατασκευής-επισκευής":"ανακατασκευής-επισκευής",
"ανακαταταξεις":"ανακατάταξη",
"ανακατατάξεις":"ανακατάταξη",
"ανακατατάξεων":"ανακατάταξη",
"ανακατάταξη":"ανακατάταξη",
"ανακάτεμα":"ανακάτεμα",
"ανακατεμένα":"ανακατεμένος",
"ανακατεμένη":"ανακατεύω",
"ανάκατες":"ανάκατος",
"ανακατεύει":"ανακατεύω",
"ανακατεύεσαι":"ανακατεύω",
"ανακατεύεστε":"ανακατεύω",
"ανακατεύεται":"ανακατεύω",
"ανακατεύετε":"ανακατεύω",
"ανακατευθεί":"ανακατεύω",
"ανακατευθούν":"ανακατεύω",
"ανακατεύονται":"ανακατεύω",
"ανακατεύοντας":"ανακατεύω",
"ανακατεύουμε":"ανακατεύω",
"ανακατεύουν":"ανακατεύω",
"ανακατευτεί":"ανακατεύω",
"ανακατεύτηκαν":"ανακατεύω",
"ανακατεύω":"ανακατεύω",
"ανακάτεψε":"ανακατεύω",
"ανακατέψει":"ανακατεύω",
"ανακατέψουμε":"ανακατεύω",
"ανακάτωμα":"ανακάτωμα",
"ανακατωμένα":"ανακατώνω",
"ανακατωτά":"ανακατωτά",
"ανακεφαλαιώνοντας":"ανακεφαλαιώνω",
"ανακεφαλαίωση":"ανακεφαλαίωση",
"ανακεφαλαιωτικών":"ανακεφαλαιωτικός",
"ανακήρυξε":"ανακηρύσσω",
"ανακήρυξη":"ανακήρυξη",
"ανακηρύξουν":"ανακηρύσσω",
"ανακήρυσσε":"ανακηρύσσω",
"ανακηρύσσει":"ανακηρύσσω",
"ανακηρύσσεται":"ανακηρύσσω",
"ανακηρύσσουν":"ανακηρύσσω",
"ανακηρυχθεί":"ανακηρύσσω",
"ανακηρυχθηκε":"ανακηρύσσω",
"ανακηρύχθηκε":"ανακηρύσσω",
"ανακινεί":"ανακινώ",
"ανακινείται":"ανακινώ",
"ανακίνησε":"ανακινώ",
"ανακίνηση":"ανακίνηση",
"ανακινώντας":"ανακινώ",
"ανακλαστικά":"ανακλαστικός",
"ανακλαστικής":"ανακλαστικός",
"ανακλάται":"ανακλώ",
"ανακληθεί":"ανακαλώ",
"ανακλήθηκε":"ανακαλώ",
"ανακληθούν":"ανακαλώ",
"ανακλήσεων":"ανάκληση",
"ανακλήσεως":"ανάκληση",
"ανάκληση":"ανάκληση",
"ανάκλησή":"ανάκληση",
"ανάκλησης":"ανάκληση",
"ανάκλησής":"ανάκληση",
"ανακλητές":"ανακλητός",
"ανακοινωθεί":"ανακοινώνω",
"ανακοινωθέν":"ανακοινωθείς",
"ανακοινωθέντα":"ανακοινωθείς",
"ανακοινωθέντος":"ανακοινωθείς",
"ανακοινώθηκαν":"ανακοινώνω",
"ανακοινωθηκε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώθηκε":"ανακοινώνω",
"ανακοινωθούν":"ανακοινώνω",
"ανακοινώναμε":"ανακοινώνω",
"ανακοίνωναν":"ανακοινώνω",
"ανακοίνωνε":"ανακοινώνω",
"ανακοινωνει":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνει":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνεται":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνετε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνονται":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνονταν":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνοντας":"ανακοινώνω",
"ανακοινωνόταν":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνουμε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώνουν":"ανακοινώνω",
"ανακοίνωσα":"ανακοινώνω",
"ανακοίνωσαν":"ανακοινώνω",
"ανακοίνωσε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώσει":"ανακοινώνω",
"ανακοινώσεις":"ανακοίνωση",
"ανακοινώσετε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώσεων":"ανακοίνωση",
"ανακοινωση":"ανακοίνωση",
"ανακοίνωση":"ανακοίνωση",
"ανακοίνωσή":"ανακοίνωση",
"ανακοίνωση-απάντηση":"ανακοίνωση-απάντηση",
"ανακοίνωσης":"ανακοίνωση",
"ανακοίνωσής":"ανακοίνωση",
"ανακοινώσιμα":"ανακοινώσιμος",
"ανακοινώσιμο":"ανακοινώσιμος",
"ανακοινώσουμε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώσουν":"ανακοινώνω",
"ανακοινώστε":"ανακοινώνω",
"ανακοινώσω":"ανακοινώνω",
"ανακόλουθη":"ανακόλουθος",
"ανακολουθία":"ανακολουθία",
"ανακολουθίες":"ανακολουθία",
"ανακόλουθο":"ανακόλουθος",
"ανακόλουθος":"ανακόλουθος",
"ανακόντα":"ανακόντα",
"ανακοπεί":"ανακόπτω",
"ανακοπή":"ανακοπή",
"ανακόπτεται":"ανακόπτω",
"ανακόπτοντας":"ανακόπτω",
"ανακοστολόγηση":"ανακοστολόγηση",
"ανακούκορδα":"ανακούκορδα",
"ανακουφίζει":"ανακουφίζω",
"ανακουφίζονται":"ανακουφίζω",
"ανακουφίζοντας":"ανακουφίζω",
"ανακουφίζουμε":"ανακουφίζω",
"ανακουφίζουν":"ανακουφίζω",
"ανακούφισε":"ανακουφίζω",
"ανακουφίσει":"ανακουφίζω",
"ανακούφιση":"ανακούφιση",
"ανακούφισης":"ανακούφιση",
"ανακουφισθεί":"ανακουφίζω",
"ανακουφισμένοι":"ανακουφίζω",
"ανακουφισμένος":"ανακουφίζω",
"ανακουφίσουμε":"ανακουφίζω",
"ανακουφίσουν":"ανακουφίζω",
"ανακουφιστεί":"ανακουφίζω",
"ανακουφίστηκαν":"ανακουφίζω",
"ανακουφιστική":"ανακουφιστικός",
"ανακουφιστικό":"ανακουφιστικός",
"ανακουφιστούν":"ανακουφίζω",
"ανακόψει":"ανακόπτω",
"ανακόψουν":"ανακόπτω",
"ανακρίβεια":"ανακρίβεια",
"ανακρίβειας":"ανακρίβεια",
"ανακρίβειες":"ανακρίβεια",
"ανακριβείς":"ανακριβής",
"ανακριβής":"ανακριβής",
"ανακριβών":"ανακριβής",
"ανακρίθηκαν":"ανακρίνω",
"ανακρίθηκε":"ανακρίνω",
"ανακριθούν":"ανακρίνω",
"ανακρίνει":"ανακρίνω",
"ανακρίνεται":"ανακρίνω",
"ανακρινόμενος":"ανακρινόμενος",
"ανακρίνονται":"ανακρίνω",
"ανακρίνουν":"ανακρίνω",
"ανακρίσεις":"ανάκριση",
"ανακρίσεων":"ανάκριση",
"ανάκριση":"ανάκριση",
"ανάκρισή":"ανάκριση",
"ανάκρισης":"ανάκριση",
"ανακριτές":"ανακριτής",
"ανακριτή":"ανακριτής",
"ανακριτής":"ανακριτής",
"ανακριτικά":"ανακριτικός",
"ανακριτικές":"ανακριτικός",
"ανακριτική":"ανακριτικός",
"ανακριτικό":"ανακριτικός",
"ανακριτικού":"ανακριτικός",
"ανακριτικών":"ανακριτικός",
"ανακρίτρια":"ανακρίτρια",
"ανακτά":"ανακτώ",
"ανακτήσει":"ανακτώ",
"ανακτήσετε":"ανακτώ",
"ανάκτηση":"ανάκτηση",
"ανάκτησης":"ανάκτηση",
"ανακτήσουμε":"ανακτώ",
"ανακτήσουν":"ανακτώ",
"ανάκτορα":"ανάκτορο",
"ανακτορικού":"ανακτορικός",
"ανάκτορο":"ανάκτορο",
"ανάκτορό":"ανάκτορο",
"ανακτόρου":"ανάκτορο",
"ανακτόρων":"ανάκτορο",
"ανακτούν":"ανακτώ",
"ανακυκλούμενη":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλωμένα":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλωμένο":"ανακυκλωμένος",
"ανακυκλώνει":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλώνεται":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλώνονται":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλώνουν":"ανακυκλώνω",
"ανακυκλώσει":"ανακυκλώνω",
"ανακύκλωση":"ανακύκλωση",
"ανακύκλωσή":"ανακύκλωση",
"ανακύκλωσης":"ανακύκλωση",
"ανακυκλώσιμες":"ανακυκλώσιμος",
"ανακυκλώσιμων":"ανακυκλώσιμος",
"ανακύπτει":"ανακύπτω",
"ανακύπτοντα":"ανακύπτων",
"ανακύπτουν":"ανακύπτω",
"ανακύψει":"ανακύπτω",
"ανακύψουν":"ανακύπτω",
"ανακωχή":"ανακωχή",
"ανακωχής":"ανακωχή",
"αναλάβαμε":"αναλαμβάνω",
"αναλάβατε":"αναλαμβάνω",
"αναλάβει":"αναλαμβάνω",
"αναλάβετε":"αναλαμβάνω",
"αναλάβουμε":"αναλαμβάνω",
"αναλάβουν":"αναλαμβάνω",
"αναλάβω":"αναλαμβάνω",
"αναλάμβαναν":"αναλαμβάνω",
"αναλάμβανε":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνει":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνεται":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνονται":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνοντας":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνουμε":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνουν":"αναλαμβάνω",
"αναλαμβάνω":"αναλαμβάνω",
"αναλαμπές":"αναλαμπή",
"ανάλαφρα":"ανάλαφρα",
"ανάλαφρες":"ανάλαφρος",
"ανάλαφρη":"ανάλαφρος",
"ανάλαφρο":"ανάλαφρος",
"ανάλαφροι":"ανάλαφρος",
"αναλγησία":"αναλγησία",
"αναλγησίας":"αναλγησία",
"ανάλγητα":"ανάλγητα",
"ανάλγητες":"ανάλγητος",
"ανάλγητη":"ανάλγητος",
"ανάλγητης":"ανάλγητος",
"αναλγητικά":"αναλγητικός",
"αναλγητικό":"αναλγητικός",
"ανάλγητο":"ανάλγητος",
"ανάλγητου":"ανάλγητος",
"ανάλγητους":"ανάλγητος",
"αναληθή":"αναληθής",
"αναληθής":"αναληθής",
"αναληθούς":"αναληθής",
"αναληφθεί":"αναλαμβάνω",
"αναλήφθηκε":"αναλαμβάνω",
"αναληφθούν":"αναλαμβάνω",
"αναλήψεις":"ανάληψη",
"αναλήψεων":"ανάληψη",
"αναλήψεως":"ανάληψη",
"ανάληψη":"ανάληψη",
"ανάληψης":"ανάληψη",
"αναλίσκονται":"αναλώνω",
"αναλιώσει":"αναλιώνω",
"ανάλλαχτες":"ανάλλαγος",
"αναλλοίωτα":"αναλλοίωτα",
"αναλλοίωτες":"αναλλοίωτος",
"αναλλοίωτη":"αναλλοίωτος",
"αναλλοίωτο":"αναλλοίωτος",
"ανάλογα":"ανάλογα",
"ανάλογα":"ανάλογος",
"αναλογεί":"αναλογώ",
"ανάλογες":"ανάλογος",
"ανάλογη":"ανάλογος",
"ανάλογης":"ανάλογος",
"αναλογία":"αναλογία",
"αναλόγια":"αναλόγιο",
"αναλογίαν":"αναλογία",
"αναλογίας":"αναλογία",
"αναλογίες":"αναλογία",
"αναλογίζεται":"αναλογίζομαι",
"αναλογιζόμαστε":"αναλογίζομαι",
"αναλογιζόμενοι":"αναλογιζόμενος",
"αναλογικά":"αναλογικά",
"αναλογικές":"αναλογικός",
"αναλογική":"αναλογικός",
"αναλογικής":"αναλογικός",
"αναλογικό":"αναλογικός",
"αναλογικότερο":"αναλογικός",
"αναλογικότητας":"αναλογικότητα",
"αναλογικών":"αναλογικός",
"αναλόγιο":"αναλόγιο",
"αναλογισθεί":"αναλογίζομαι",
"αναλογιστεί":"αναλογίζομαι",
"αναλογίστηκαν":"αναλογίζομαι",
"αναλογιστικών":"αναλογιστικός",
"αναλογιστούμε":"αναλογίζομαι",
"αναλογιστούν":"αναλογίζομαι",
"αναλογιών":"αναλογία",
"ανάλογο":"ανάλογος",
"ανάλογό":"ανάλογος",
"ανάλογοι":"ανάλογος",
"ανάλογος":"ανάλογος",
"αναλόγου":"ανάλογος",
"ανάλογου":"ανάλογος",
"αναλογούν":"αναλογώ",
"ανάλογους":"ανάλογος",
"αναλογούσαν":"αναλογώ",
"αναλογούσε":"αναλογώ",
"αναλόγων":"ανάλογος",
"ανάλογων":"ανάλογος",
"αναλόγως":"ανάλογα",
"αναλύει":"αναλύω",
"αναλύεται":"αναλύω",
"αναλυθεί":"αναλύω",
"αναλύθηκαν":"αναλύω",
"αναλύθηκε":"αναλύω",
"αναλυθούν":"αναλύω",
"αναλύονται":"αναλύω",
"αναλύοντας":"αναλύω",
"αναλύουμε":"αναλύω",
"αναλύουν":"αναλύω",
"αναλύσει":"αναλύω",
"αναλυσεις":"ανάλυση",
"αναλύσεις":"ανάλυση",
"αναλύσετε":"αναλύω",
"αναλυσεων":"ανάλυση",
"αναλύσεων":"ανάλυση",
"ανάλυση":"ανάλυση",
"ανάλυσή":"ανάλυση",
"ανάλυσης":"ανάλυση",
"αναλύσουμε":"αναλύω",
"αναλύσουν":"αναλύω",
"αναλύστε":"αναλύω",
"αναλύσω":"αναλύω",
"αναλυτές":"αναλυτής",
"αναλυτή":"αναλυτής",
"αναλυτής":"αναλυτής",
"αναλυτικά":"αναλυτικά",
"αναλυτικά":"αναλυτικός",
"αναλυτικές":"αναλυτικός",
"αναλυτική":"αναλυτικός",
"αναλυτικής":"αναλυτικός",
"αναλυτικό":"αναλυτικός",
"αναλυτικοί":"αναλυτικός",
"αναλυτικότατα":"αναλυτικά",
"αναλυτικότερα":"αναλυτικά",
"αναλυτικότερης":"αναλυτικός",
"αναλυτικότερο":"αναλυτικός",
"αναλυτικού":"αναλυτικός",
"αναλυτικούς":"αναλυτικός",
"αναλυτικών":"αναλυτικός",
"αναλυτών":"αναλυτός",
"αναλύω":"αναλύω",
"αναλφαβητισμό":"αναλφαβητισμός",
"αναλφαβητισμός":"αναλφαβητισμός",
"αναλφαβητισμού":"αναλφαβητισμός",
"αναλφάβητο":"αναλφάβητος",
"αναλφάβητοι":"αναλφάβητος",
"αναλφάβητους":"αναλφάβητος",
"αναλφάβητων":"αναλφάβητος",
"αναλωθεί":"αναλώνω",
"αναλώθηκαν":"αναλώνω",
"αναλώθηκε":"αναλώνω",
"αναλώνει":"αναλώνω",
"αναλώνεστε":"αναλώνω",
"αναλώνεται":"αναλώνω",
"αναλωνόμασταν":"αναλώνω",
"αναλώνονταν":"αναλώνω",
"αναλωνόταν":"αναλώνω",
"αναλώνουμε":"αναλώνω",
"ανάλωσε":"αναλώνω",
"αναλώσιμα":"αναλώσιμος",
"αναλώσιμο":"αναλώσιμος",
"αναμάρτητος":"αναμάρτητος",
"αναμασάνε":"αναμασώ",
"αναμασούσαν":"αναμασώ",
"αναμειγνύει":"αναμειγνύω",
"αναμειγνύεται":"αναμειγνύω",
"αναμειγνύονται":"αναμειγνύω",
"αναμειγνύοντας":"αναμειγνύω",
"αναμειγνύουν":"αναμειγνύω",
"ανάμεικτα":"ανάμεικτος",
"ανάμεικτες":"ανάμεικτος",
"ανάμεικτη":"ανάμεικτος",
"αναμείξεως":"ανάμειξη",
"ανάμειξη":"ανάμειξη",
"ανάμειξή":"ανάμειξη",
"ανάμειξης":"ανάμειξη",
"ανάμειξής":"ανάμειξη",
"αναμειχθεί":"αναμειγνύω",
"αναμειχθήκαμε":"αναμειγνύω",
"αναμείχθηκαν":"αναμειγνύω",
"αναμείχθηκε":"αναμειγνύω",
"αναμειχθούν":"αναμειγνύω",
"αναμεμειγμένα":"αναμειγνύω",
"αναμεμειγμένη":"αναμεμειγμένος",
"αναμεμειγμένο":"αναμειγνύω",
"αναμεμειγμένοι":"αναμεμειγμένος",
"αναμεμειγμένος":"αναμειγνύω",
"αναμεμιγμένοι":"αναμεμιγμένος",
"αναμεμιγμένος":"αναμεμιγμένος",
"αναμέναμε":"αναμένω",
"αναμένει":"αναμένω",
"αναμενεται":"αναμένω",
"αναμένεται":"αναμένω",
"αναμένετε":"αναμένω",
"αναμενόμενα":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενες":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενη":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενης":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενο":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενοι":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενος":"αναμενόμενος",
"αναμενομένου":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενου":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενους":"αναμενόμενος",
"αναμενόμενων":"αναμενόμενος",
"αναμενονται":"αναμένω",
"αναμένονται":"αναμένω",
"αναμένονταν":"αναμένω",
"αναμένοντας":"αναμένω",
"αναμενόταν":"αναμένω",
"αναμένουμε":"αναμένω",
"αναμένουν":"αναμένω",
"αναμένω":"αναμένω",
"αναμεσα":"ανάμεσα",
"ανάμεσα":"ανάμεσα",
"ανάμεσά":"ανάμεσα",
"αναμεταδίδει":"αναμεταδίδω",
"αναμεταδίδονται":"αναμεταδίδω",
"αναμεταδίδουμε":"αναμεταδίδω",
"αναμεταδίδουν":"αναμεταδίδω",
"αναμεταδόσεις":"αναμετάδοση",
"αναμετάδοση":"αναμετάδοση",
"αναμετάδοσης":"αναμετάδοση",
"αναμεταδότες":"αναμεταδότης",
"αναμετράται":"αναμετρώ",
"αναμετρηθεί":"αναμετρώ",
"αναμετρηθούμε":"αναμετρώ",
"αναμετρηθούν":"αναμετρώ",
"αναμετρήσεις":"αναμέτρηση",
"αναμετρήσεων":"αναμέτρηση",
"αναμετρηση":"αναμέτρηση",
"αναμέτρηση":"αναμέτρηση",
"αναμέτρησή":"αναμέτρηση",
"αναμέτρησης":"αναμέτρηση",
"αναμετρώνται":"αναμετρώ",
"αναμιγνύονται":"αναμιγνύω",
"ανάμικτα":"ανάμεικτος",
"ανάμικτη":"ανάμεικτος",
"ανάμιξη":"ανάμιξη",
"ανάμιξης":"ανάμιξη",
"αναμιχθεί":"αναμιγνύω",
"αναμιχθείτε":"αναμιγνύω",
"αναμίχθηκαν":"αναμιγνύω",
"αναμίχθηκε":"αναμιγνύω",
"αναμιχθώ":"αναμιγνύω",
"άναμμα":"άναμμα",
"αναμμένα":"αναμμένος",
"αναμμένες":"ανάβω",
"αναμμένη":"αναμμένος",
"αναμμένο":"ανάβω",
"αναμνήσεις":"ανάμνηση",
"αναμνήσεων":"ανάμνηση",
"αναμνήσεών":"ανάμνηση",
"ανάμνηση":"ανάμνηση",
"ανάμνησή":"ανάμνηση",
"αναμνηστικά":"αναμνηστικός",
"αναμνηστικές":"αναμνηστικός",
"αναμνηστική":"αναμνηστικός",
"αναμνηστικό":"αναμνηστικός",
"αναμνηστικών":"αναμνηστικός",
"αναμονές":"αναμονή",
"αναμονη":"αναμονή",
"αναμονή":"αναμονή",
"αναμονής":"αναμονή",
"αναμορφωθεί":"αναμορφώνω",
"αναμορφωμένη":"αναμορφώνω",
"αναμορφώνεται":"αναμορφώνω",
"αναμορφώνονται":"αναμορφώνω",
"αναμορφώνονταν":"αναμορφώνω",
"αναμορφώσει":"αναμορφώνω",
"αναμόρφωση":"αναμόρφωση",
"αναμόρφωσή":"αναμόρφωση",
"αναμόρφωσης":"αναμόρφωση",
"αναμορφωτές":"αναμορφωτής",
"αναμορφωτήριο":"αναμορφωτήριο",
"αναμοχλεύει":"αναμοχλεύω",
"αναμόχλευσε":"αναμοχλεύω",
"αναμοχλεύσει":"αναμοχλεύω",
"αναμόχλευση":"αναμόχλευση",
"αναμπέλα":"αναμπέλα",
"αναμπουμπούλα":"αναμπουμπούλα",
"αναμφίβολα":"αναμφίβολα",
"αναμφίβολη":"αναμφίβολος",
"αναμφίβολο":"αναμφίβολος",
"αναμφιβόλως":"αναμφίβολα",
"αναμφισβήτητα":"αναμφισβήτητα",
"αναμφισβήτητα":"αναμφισβήτητος",
"αναμφισβήτητες":"αναμφισβήτητος",
"αναμφισβήτητη":"αναμφισβήτητος",
"αναμφισβήτητο":"αναμφισβήτητος",
"ανάν":"ανάν",
"ανανά":"ανανάς",
"ανανάδες":"ανανάς",
"άνανδρα":"άνανδρος",
"ανανδρανιστάκη":"ανανδρανιστάκη",
"ανανδρη":"άνανδρος",
"άνανδρη":"άνανδρος",
"ανάνδρως":"ανάνδρως",
"ανανεωθεί":"ανανεώνω",
"ανανεωθείτε":"ανανεώνω",
"ανανεώθηκαν":"ανανεώνω",
"ανανεωθηκε":"ανανεώνω",
"ανανεώθηκε":"ανανεώνω",
"ανανεωθούν":"ανανεώνω",
"ανανεωμένες":"ανανεώνω",
"ανανεωμένη":"ανανεωμένος",
"ανανεωμένης":"ανανεώνω",
"ανανεωμένο":"ανανεωμένος",
"ανανέωνε":"ανανεώνω",
"ανανεώνει":"ανανεώνω",
"ανανεώνεται":"ανανεώνω",
"ανανεώνοντας":"ανανεώνω",
"ανανεωνόταν":"ανανεώνω",
"ανανεώνουμε":"ανανεώνω",
"ανανεώνουν":"ανανεώνω",
"ανανέωσαν":"ανανεώνω",
"ανανεωσε":"ανανεώνω",
"ανανέωσε":"ανανεώνω",
"ανανεώσει":"ανανεώνω",
"ανανεώσεις":"ανανεώνω",
"ανανεώσετε":"ανανεώνω",
"ανανεώσεων":"ανανέωση",
"ανανέωση":"ανανέωση",
"ανανέωσή":"ανανέωση",
"ανανέωσης":"ανανέωση",
"ανανεώσιμες":"ανανεώσιμος",
"ανανεώσιμη":"ανανεώσιμος",
"ανανεώσιμων":"ανανεώσιμος",
"ανανεώσουμε":"ανανεώνω",
"ανανεώσουν":"ανανεώνω",
"ανανεώστε":"ανανεώνω",
"ανανεώσω":"ανανεώνω",
"ανανεωτικές":"ανανεωτικός",
"ανανεωτική":"ανανεωτικός",
"ανανεωτικό":"ανανεωτικός",
"ανανήψαντα":"ανανήψαντα",
"ανάνηψη":"ανάνηψη",
"άνανθος":"άνανθος",
"ανανία":"ανανίας",
"ανανίκας":"ανανίκας",
"άναντ":"άναντ",
"αναντικατάστατη":"αναντικατάστατος",
"αναντικατάστατο":"αναντικατάστατος",
"αναντικατάστατος":"αναντικατάστατος",
"αναντικατάστατου":"αναντικατάστατος",
"αναντίλεκτα":"αναντίλεκτος",
"αναντιν":"αναντιν",
"αναντίρρητη":"αναντίρρητος",
"αναντίστοιχα":"αναντίστοιχος",
"αναντίστοιχες":"αναντίστοιχος",
"αναντιστοιχία":"αναντιστοιχία",
"αναντιστοιχίας":"αναντιστοιχία",
"ανάξια":"ανάξιος",
"αναξίμανδρος":"αναξίμανδρος",
"αναξιμάνδρου":"αναξιμάνδρου",
"αναξιμένης":"αναξιμένης",
"αναξιοκρατία":"αναξιοκρατία",
"αναξιόπιστη":"αναξιόπιστος",
"αναξιόπιστης":"αναξιόπιστος",
"αναξιοπιστία":"αναξιοπιστία",
"αναξιοπιστίας":"αναξιοπιστία",
"αναξιόπιστο":"αναξιόπιστος",
"αναξιόπιστοι":"αναξιόπιστος",
"αναξιόπιστους":"αναξιόπιστος",
"αναξιοποίητα":"αναξιοποίητος",
"αναξιοποίητες":"αναξιοποίητος",
"αναξιοποίητη":"αναξιοποίητος",
"αναξιοποίητο":"αναξιοποίητος",
"αναξιοπρεπή":"αναξιοπρεπής",
"αναπαλαιωθεί":"αναπαλαιώνω",
"αναπαλαιώθηκε":"αναπαλαιώνω",
"αναπαλαιωμένο":"αναπαλαιώνω",
"αναπαλαίωση":"αναπαλαίωση",
"αναπαλλοτρίωτα":"αναπαλλοτρίωτος",
"αναπάντεχα":"αναπάντεχα",
"αναπάντεχες":"αναπάντεχος",
"αναπάντεχη":"αναπάντεχος",
"αναπάντεχης":"αναπάντεχος",
"αναπάντεχο":"αναπάντεχος",
"αναπάντητα":"αναπάντητος",
"αναπάντητες":"αναπάντητος",
"αναπάντητη":"αναπάντητος",
"αναπάντητο":"αναπάντητος",
"αναπαραγάγει":"αναπαράγω",
"αναπαραγάγουμε":"αναπαράγω",
"αναπαραγάγουν":"αναπαράγω",
"αναπαράγει":"αναπαράγω",
"αναπαράγεται":"αναπαράγω",
"αναπαράγονται":"αναπαράγω",
"αναπαράγοντας":"αναπαράγω",
"αναπαράγουν":"αναπαράγω",
"αναπαραγωγή":"αναπαραγωγή",
"αναπαραγωγής":"αναπαραγωγή",
"αναπαραγωγικής":"αναπαραγωγικός",
"αναπαρασταθούν":"αναπαρασταίνω",
"αναπαραστάσεις":"αναπαράσταση",
"αναπαράσταση":"αναπαράσταση",
"αναπαράστασης":"αναπαράσταση",
"αναπαραστατικά":"αναπαραστατικός",
"αναπαραστήσει":"αναπαρασταίνω",
"αναπαραστήσουμε":"αναπαρασταίνω",
"αναπαραστήσουν":"αναπαρασταίνω",
"αναπαραχθεί":"αναπαράγω",
"αναπαραχθούν":"αναπαράγω",
"αναπαρήγαγαν":"αναπαράγω",
"αναπαρήγαγε":"αναπαράγω",
"αναπαριστά":"αναπαρασταίνω",
"αναπαριστάνουν":"αναπαρασταίνω",
"αναπαριστάται":"αναπαρασταίνω",
"αναπαριστούν":"αναπαρασταίνω",
"αναπαριστούσε":"αναπαρασταίνω",
"αναπαριστώντας":"αναπαρασταίνω",
"αναπαύεται":"αναπαύω",
"αναπαυθεί":"αναπαύω",
"αναπαύθηκε":"αναπαύω",
"αναπαυλα":"ανάπαυλα",
"ανάπαυλα":"ανάπαυλα",
"ανάπαυλας":"ανάπαυλα",
"αναπαύσεως":"ανάπαυση",
"ανάπαυση":"ανάπαυση",
"ανάπαυσης":"ανάπαυση",
"αναπαυτικά":"αναπαυτικά",
"αναπαυτική":"αναπαυτικός",
"αναπαυτικό":"αναπαυτικός",
"αναπειστικά":"αναπειστικός",
"αναπηδά":"αναπηδώ",
"αναπήδησε":"αναπηδώ",
"αναπηδήσουν":"αναπηδώ",
"αναπηδούν":"αναπηδώ",
"ανάπηρα":"ανάπηρος",
"ανάπηρες":"ανάπηρος",
"ανάπηρη":"ανάπηρος",
"αναπηρία":"αναπηρία",
"αναπηρίας":"αναπηρία",
"αναπηρίες":"αναπηρία",
"αναπηρικά":"αναπηρικός",
"αναπηρική":"αναπηρικός",
"αναπηρικό":"αναπηρικός",
"αναπηρικών":"αναπηρικός",
"ανάπηρο":"ανάπηρος",
"ανάπηροι":"ανάπηρος",
"ανάπηρος":"ανάπηρος",
"ανάπηρου":"ανάπηρος",
"αναπήρους":"ανάπηρος",
"ανάπηρους":"ανάπηρος",
"αναπήρων":"ανάπηρος",
"αναπλάθει":"αναπλάθω",
"αναπλάθεται":"αναπλάθω",
"αναπλάσει":"αναπλάθω",
"αναπλάσεις":"αναπλάθω",
"ανάπλαση":"ανάπλαση",
"ανάπλασή":"ανάπλαση",
"ανάπλασης":"ανάπλαση",
"αναπλασθεί":"αναπλάθω",
"αναπλάσουν":"αναπλάθω",
"αναπλαστούν":"αναπλάθω",
"αναπληρωθεί":"αναπληρώνω",
"αναπληρώθηκαν":"αναπληρώνω",
"αναπληρωθούν":"αναπληρώνω",
"αναπληρωματικά":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικό":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικοί":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικός":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικού":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικούς":"αναπληρωματικός",
"αναπληρωματικών":"αναπληρωματικός",
"αναπλήρωνε":"αναπληρώνω",
"αναπληρώνει":"αναπληρώνω",
"αναπληρώνουν":"αναπληρώνω",
"αναπλήρωσε":"αναπληρώνω",
"αναπληρώσει":"αναπληρώνω",
"αναπλήρωση":"αναπλήρωση",
"αναπλήρωσης":"αναπλήρωση",
"αναπληρώσουν":"αναπληρώνω",
"αναπληρωτές":"αναπληρωτής",
"αναπληρωτή":"αναπληρωτής",
"αναπληρωτής":"αναπληρωτής",
"αναπληρώτρια":"αναπληρώτρια",
"αναπληρωτών":"αναπληρωτής",
"αναπλιωτη":"αναπλιώτης",
"αναπλιώτου":"αναπλιώτης",
"'αναπνέει'":"'αναπνέει'",
"αναπνέει":"αναπνέω",
"αναπνέοντας":"αναπνέω",
"αναπνέουμε":"αναπνέω",
"αναπνέουν":"αναπνέω",
"αναπνεύσει":"αναπνέω",
"αναπνεύσεις":"αναπνέω",
"αναπνεύσετε":"αναπνέω",
"αναπνεύσουμε":"αναπνέω",
"αναπνεύσουν":"αναπνέω",
"αναπνευστήρα":"αναπνευστήρας",
"αναπνευστικά":"αναπνευστικός",
"αναπνευστικές":"αναπνευστικός",
"αναπνευστική":"αναπνευστικός",
"αναπνευστικό":"αναπνευστικός",
"αναπνευστικός":"αναπνευστικός",
"αναπνευστικού":"αναπνευστικός",
"αναπνευστικών":"αναπνευστικός",
"αναπνεύσω":"αναπνέω",
"αναπνέω":"αναπνέω",
"αναπνοές":"αναπνοή",
"αναπνοή":"αναπνοή",
"αναπνοής":"αναπνοή",
"ανάποδα":"ανάποδα",
"αναπόδεικτος":"αναπόδειχτος",
"αναπόδεικτου":"αναπόδειχτος",
"ανάποδες":"ανάποδος",
"ανάποδη":"ανάποδος",
"αναποδιά":"αναποδιά",
"αναποδιές":"αναποδιά",
"ανάποδο":"ανάποδος",
"αναποδογυρίζουν":"αναποδογυρίζω",
"αναποδογύρισαν":"αναποδογυρίζω",
"αναποδογυρίσει":"αναποδογυρίζω",
"αναποδογυρίστηκαν":"αναποδογυρίζω",
"αναποδογυριστήκανε":"αναποδογυρίζω",
"ανάποδου":"ανάποδος",
"αναπόδραστα":"αναπόδραστα",
"αναπόδραστη":"αναπόδραστος",
"αναπόδραστο":"αναπόδραστος",
"αναπολεί":"αναπολώ",
"αναπολείς":"αναπολώ",
"αναπολήσεις":"αναπολώ",
"αναπόληση":"αναπόληση",
"αναπολούν":"αναπολώ",
"αναπολώ":"αναπολώ",
"αναπολώντας":"αναπολώ",
"αναπόσπαστα":"αναπόσπαστα",
"αναπόσπαστο":"αναπόσπαστος",
"αναποτελεσματικά":"αναποτελεσματικός",
"αναποτελεσματικές":"αναποτελεσματικός",
"αναποτελεσματική":"αναποτελεσματικός",
"αναποτελεσματικό":"αναποτελεσματικός",
"αναποτελεσματικοί":"αναποτελεσματικός",
"αναποτελεσματικότητα":"αναποτελεσματικότητα",
"αναποτελεσματικότητας":"αναποτελεσματικότητα",
"αναποτελεσματικού":"αναποτελεσματικός",
"αναπότρεπτες":"αναπότρεπτος",
"αναπότρεπτη":"αναπότρεπτος",
"αναπότρεπτο":"αναπότρεπτος",
"αναποφασιστικότητα":"αναποφασιστικότητα",
"αναποφάσιστο":"αναποφάσιστος",
"αναποφάσιστοι":"αναποφάσιστος",
"αναποφάσιστος":"αναποφάσιστος",
"αναποφάσιστους":"αναποφάσιστος",
"αναποφάσιστων":"αναποφάσιστος",
"αναπόφευκτα":"αναπόφευκτα",
"αναπόφευκτες":"αναπόφευκτος",
"αναπόφευκτη":"αναπόφευκτος",
"αναπόφευκτης":"αναπόφευκτος",
"αναπόφευκτο":"αναπόφευκτος",
"αναπόφευκτος":"αναπόφευκτος",
"αναπροσανατολισμό":"αναπροσανατολισμός",
"αναπροσανατολίσουν":"αναπροσανατολίζω",
"αναπροσαρμογές":"αναπροσαρμογή",
"αναπροσαρμογή":"αναπροσαρμογή",
"αναπροσαρμογής":"αναπροσαρμογή",
"αναπροσάρμοζε":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόζει":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόζεται":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόζονται":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόζοντας":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσάρμοσαν":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόσει":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόσετε":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόσουμε":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμοστεί":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσαρμόστηκε":"αναπροσαρμόζω",
"αναπροσδιορισμό":"αναπροσδιορισμός",
"αναπροσδιορισμού":"αναπροσδιορισμός",
"αναπτερωθεί":"αναπτερώνω",
"αναπτερωθούν":"αναπτερώνω",
"αναπτερωμένο":"αναπτερώνω",
"αναπτερώνει":"αναπτερώνω",
"αναπτερώνοντας":"αναπτερώνω",
"αναπτέρωσε":"αναπτερώνω",
"αναπτέρωση":"αναπτέρωση",
"αναπτέρωσης":"αναπτέρωση",
"αναπτήρα":"αναπτήρας",
"αναπτήρας":"αναπτήρας",
"αναπτήρες":"αναπτήρας",
"ανάπτυγμα":"ανάπτυγμα",
"αναπτυγμένα":"αναπτυγμένος",
"αναπτυγμένες":"αναπτυγμένος",
"αναπτυγμένη":"αναπτυγμένος",
"αναπτυγμένο":"αναπτυγμένος",
"αναπτυγμένος":"αναπτυγμένος",
"αναπτυγμένων":"αναπτυγμένος",
"αναπτύξαμε":"αναπτύσσω",
"αναπτύξει":"αναπτύσσω",
"αναπτύξεις":"αναπτύσσω",
"αναπτύξετε":"αναπτύσσω",
"αναπτυξεως":"ανάπτυξη",
"ανάπτυξη":"ανάπτυξη",
"ανάπτυξη'":"ανάπτυξη'",
"ανάπτυξή":"ανάπτυξη",
"αναπτυξης":"ανάπτυξη",
"ανάπτυξης":"ανάπτυξη",
"ανάπτυξής":"ανάπτυξη",
"αναπτυξιακά":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακές":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακή":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακής":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακό":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακός":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακού":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακούς":"αναπτυξιακός",
"αναπτυξιακών":"αναπτυξιακός",
"αναπτύξουμε":"αναπτύσσω",
"αναπτύξουν":"αναπτύσσω",
"αναπτύξτε":"αναπτύσσω",
"αναπτύξω":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσει":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσεις":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσεται":"αναπτύσσω",
"αναπτυσσόμαστε":"αναπτύσσω",
"αναπτυσσόμενα":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενες":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενη":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενης":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενο":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενοι":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενος":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενου":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτυσσόμενων":"αναπτυσσόμενος",
"αναπτύσσονται":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσονταν":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσοντας":"αναπτύσσω",
"αναπτυσσόταν":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσουμε":"αναπτύσσω",
"αναπτύσσουν":"αναπτύσσω",
"αναπτυχθεί":"αναπτύσσω",
"αναπτύχθηκαν":"αναπτύσσω",
"αναπτύχθηκε":"αναπτύσσω",
"αναπτυχθούν":"αναπτύσσω",
"άναρθρες":"άναρθρος",
"αναρίθμητα":"αναρίθμητα",
"αναρίθμητες":"αναρίθμητος",
"αναρίθμητοι":"αναρίθμητος",
"αναρίθμητους":"αναρίθμητος",
"αναρίθμητων":"αναρίθμητος",
"αναρμόδια":"αναρμόδιος",
"αναρμόδιο":"αναρμόδιος",
"αναρμόδιοι":"αναρμόδιος",
"αναρμοδιότητα":"αναρμοδιότητα",
"αναρμοδίως":"αναρμοδίως",
"ανάρμοστα":"ανάρμοστα",
"ανάρμοστες":"ανάρμοστος",
"ανάρμοστη":"ανάρμοστος",
"ανάρμοστο":"ανάρμοστος",
"ανάρμοστων":"ανάρμοστος",
"ανάρπαστο":"ανάρπαστος",
"αναρριχάται":"αναρριχιέμαι",
"αναρριχήθηκαν":"αναρριχιέμαι",
"αναρριχήθηκε":"αναρριχιέμαι",
"αναρρίχηση":"αναρρίχηση",
"αναρρίχησή":"αναρρίχηση",
"αναρρίχησης":"αναρρίχηση",
"αναρριχώμενα":"αναρριχώμενος",
"αναρριχώμενος":"αναρριχώμενος",
"αναρροφά":"αναρροφώ",
"αναρρώνει":"αναρρώνω",
"αναρρώσει":"αναρρώνω",
"ανάρρωση":"ανάρρωση",
"ανάρρωσης":"ανάρρωση",
"αναρρώσουν":"αναρρώνω",
"αναρρωτικές":"αναρρωτικός",
"αναρρωτική":"αναρρωτικός",
"αναρτηθεί":"αναρτώ",
"αναρτήθηκαν":"αναρτώ",
"αναρτήθηκε":"αναρτώ",
"αναρτημένα":"αναρτώ",
"αναρτημένες":"αναρτώ",
"αναρτημένη":"αναρτώ",
"αναρτημένο":"αναρτώ",
"ανάρτησαν":"αναρτώ",
"αναρτήσει":"αναρτώ",
"αναρτήσεις":"ανάρτηση",
"αναρτήσεων":"ανάρτηση",
"ανάρτηση":"ανάρτηση",
"ανάρτησή":"ανάρτηση",
"ανάρτησης":"ανάρτηση",
"αναρτήσουν":"αναρτώ",
"αναρτούν":"αναρτώ",
"άναρχα":"άναρχα",
"άναρχη":"άναρχος",
"άναρχης":"άναρχος",
"αναρχία":"αναρχία",
"αναρχίας":"αναρχία",
"αναρχίζοντες":"αναρχίζοντες",
"αναρχικά":"αναρχικά",
"αναρχικές":"αναρχικός",
"αναρχική":"αναρχικός",
"αναρχικής":"αναρχικός",
"αναρχικό":"αναρχικός",
"αναρχικοί":"αναρχικός",
"αναρχικός":"αναρχικός",
"αναρχικούς":"αναρχικός",
"αναρχικών":"αναρχικός",
"άναρχο":"άναρχος",
"αναρχοαυτόνομων":"αναρχοαυτόνομος",
"αναρχούμενη":"αναρχούμενη",
"αναρωτηθεί":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθείς":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθείτε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτήθηκα":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθήκαμε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτήθηκαν":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτήθηκε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθούμε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθούν":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτηθώ":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιέμαι":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιέσαι":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιέστε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιέται":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιόμαστε":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιόμουν":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιόταν":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτιούνται":"αναρωτιέμαι",
"αναρωτώμενος":"αναρωτώμενος",
"ανάσα":"ανάσα",
"ανασαίνεις":"ανασαίνω",
"ανασαίνουν":"ανασαίνω",
"ανασαίνω":"ανασαίνω",
"ανασάνει":"ανασαίνω",
"ανασάνουν":"ανασαίνω",
"ανάσας":"ανάσα",
"ανασες":"ανάσα",
"ανάσες":"ανάσα",
"ανασήκωμα":"ανασήκωμα",
"ανασήκωσαν":"ανασηκώνω",
"ανασκαμμένη":"ανασκαμμένος",
"ανασκάπτει":"ανασκάφτω",
"ανασκάπτεται":"ανασκάφτω",
"ανασκαφέας":"ανασκαφέας",
"ανασκαφεί":"ανασκάφτω",
"ανασκαφές":"ανασκαφή",
"ανασκαφή":"ανασκαφή",
"ανασκαφής":"ανασκαφή",
"ανασκαφική":"ανασκαφικός",
"ανασκαφικό":"ανασκαφικός",
"ανασκαφικού":"ανασκαφικός",
"ανασκαφών":"ανασκαφή",
"ανάσκελα":"ανάσκελα",
"ανασκεύασαν":"ανασκευάζω",
"ανασκεύασε":"ανασκευάζω",
"ανασκευάσει":"ανασκευάζω",
"ανασκευή":"ανασκευή",
"ανασκοπήσεις":"ανασκόπηση",
"ανασκόπηση":"ανασκόπηση",
"ανασκουμπωθεί":"ανασκουμπώνω",
"ανασταίνει":"ανασταίνω",
"ανασταίνονται":"ανασταίνω",
"ανασταλεί":"αναστέλλω",
"ανασταλούν":"αναστέλλω",
"ανασταλτικά":"ανασταλτικά",
"ανασταλτικά":"ανασταλτικός",
"ανασταλτική":"ανασταλτικός",
"ανασταλτικό":"ανασταλτικός",
"ανασταλτικός":"ανασταλτικός",
"ανασταλτικού":"ανασταλτικός",
"ανασταλτικών":"ανασταλτικός",
"αναστάσεως":"ανάσταση",
"ανάσταση":"ανάσταση",
"αναστάση":"αναστάσης",
"ανάστασης":"ανάσταση",
"αναστασια":"αναστασία",
"αναστασία":"αναστασία",
"αναστασιάδη":"αναστασιάδης",
"αναστασιάδης":"αναστασιάδης",
"αναστασιάδου":"αναστασιάδου",
"αναστασιας":"αναστασία",
"αναστασίας":"αναστασία",
"αναστάσιμο":"αναστάσιμος",
"αναστάσιο":"αναστάσιος",
"αναστασιος":"αναστάσιος",
"αναστάσιος":"αναστάσιος",
"αναστασίου":"αναστάσιος",
"αναστασόπουλος":"αναστασόπουλος",
"ανάστατες":"ανάστατος",
"ανάστατη":"ανάστατος",
"ανάστατο":"ανάστατος",
"αναστατωθεί":"αναστατώνω",
"αναστατώθηκαν":"αναστατώνω",
"αναστατώθηκε":"αναστατώνω",
"αναστατωμένοι":"αναστατώνω",
"αναστάτωναν":"αναστατώνω",
"αναστατώνει":"αναστατώνω",
"αναστατώνεται":"αναστατώνω",
"αναστατώνοντας":"αναστατώνω",
"αναστατώνουν":"αναστατώνω",
"αναστάτωσαν":"αναστατώνω",
"αναστάτωσε":"αναστατώνω",
"αναστατώσει":"αναστατώνω",
"αναστατώσεις":"αναστάτωση",
"αναστάτωση":"αναστάτωση",
"αναστάτωσης":"αναστάτωση",
"αναστατώσουν":"αναστατώνω",
"αναστείλει":"αναστέλλω",
"αναστείλουν":"αναστέλλω",
"αναστέλλει":"αναστέλλω",
"αναστέλλεται":"αναστέλλω",
"αναστέλλονται":"αναστέλλω",
"αναστέλλοντας":"αναστέλλω",
"αναστέλλουν":"αναστέλλω",
"αναστεναγμό":"αναστεναγμός",
"αναστέναζε":"αναστενάζω",
"αναστενάζει":"αναστενάζω",
"αναστενάξει":"αναστενάζω",
"αναστηθεί":"ανασταίνω",
"αναστήθηκε":"ανασταίνω",
"αναστηλωθεί":"αναστηλώνω",
"αναστηλώσεων":"αναστήλωση",
"αναστήλωση":"αναστήλωση",
"αναστήλωσή":"αναστήλωση",
"αναστήλωσης":"αναστήλωση",
"αναστηλωτικά":"αναστηλωτικός",
"αναστηλωτικές":"αναστηλωτικός",
"ανάστημα":"ανάστημα",
"ανάστημά":"ανάστημα",
"αναστήματος":"ανάστημα",
"ανάστησαν":"ανασταίνω",
"αναστήσει":"ανασταίνω",
"αναστήσουν":"ανασταίνω",
"αναστολές":"αναστολή",
"αναστολή":"αναστολή",
"αναστολής":"αναστολή",
"αναστόπουλο":"αναστόπουλο",
"αναστοπουλος":"αναστοπουλος",
"αναστόπουλος":"αναστόπουλος",
"αναστοπουλου":"αναστοπουλου",
"αναστόπουλου":"αναστόπουλου",
"αναστοχασμό":"αναστοχασμός",
"αναστοχασμός":"αναστοχασμός",
"αναστοχαστική":"αναστοχαστική",
"αναστραφεί":"αναστρέφω",
"αναστρέφει":"αναστρέφω",
"αναστρέψει":"αναστρέφω",
"αναστρέψιμη":"αναστρέψιμος",
"αναστρέψιμο":"αναστρέψιμος",
"αναστρέψιμος":"αναστρέψιμος",
"αναστρεψιμότητα":"αναστρεψιμότητα",
"αναστρέψουν":"αναστρέφω",
"αναστροφή":"αναστροφή",
"αναστροφής":"αναστροφή",
"ανασυγκροτηθεί":"ανασυγκροτώ",
"ανασυγκροτηθούν":"ανασυγκροτώ",
"ανασυγκρότηση":"ανασυγκρότηση",
"ανασυγκρότησή":"ανασυγκρότηση",
"ανασυγκρότησης":"ανασυγκρότηση",
"ανασυνθέσει":"ανασυνθέτω",
"ανασύνθεση":"ανασύνθεση",
"ανασύνθεσης":"ανασύνθεση",
"ανασυνθέσουν":"ανασυνθέτω",
"ανασυνθέτει":"ανασυνθέτω",
"ανασύνταξη":"ανασύνταξη",
"ανασύνταξης":"ανασύνταξη",
"ανασυντάσσεται":"ανασυντάσσω",
"ανασυντάσσονται":"ανασυντάσσω",
"ανασυνταχθεί":"ανασυντάσσω",
"ανασυντάχθηκε":"ανασυντάσσω",
"ανασυνταχθούν":"ανασυντάσσω",
"ανασύρει":"ανασύρω",
"ανασύρεται":"ανασύρω",
"ανασυρθεί":"ανασύρω",
"ανασύρθηκαν":"ανασύρω",
"ανασύρθηκε":"ανασύρω",
"ανασύροντας":"ανασύρω",
"ανασύρουν":"ανασύρω",
"ανάσυρση":"ανάσυρση",
"ανάσυρσης":"ανάσυρση",
"ανασύρω":"ανασύρω",
"ανασύσταση":"ανασύσταση",
"ανασύστασης":"ανασύσταση",
"ανασυστήθηκε":"ανασυστήθηκε",
"ανασυστήσει":"ανασυνιστώ",
"ανασφάλεια":"ανασφάλεια",
"ανασφάλειά":"ανασφάλεια",
"ανασφάλειας":"ανασφάλεια",
"ανασφάλειες":"ανασφάλεια",
"ανασφάλειές":"ανασφάλεια",
"ανασφαλείς":"ανασφαλής",
"ανασφαλές":"ανασφαλής",
"ανασφαλή":"ανασφαλής",
"ανασφαλής":"ανασφαλής",
"ανασφάλιστοι":"ανασφάλιστος",
"ανασχεδιασμό":"ανασχεδιασμός",
"ανασχεδιασμός":"ανασχεδιασμός",
"ανασχεδιασμού":"ανασχεδιασμός",
"ανάσχεση":"ανάσχεση",
"ανάσχεσης":"ανάσχεση",
"ανασχέσουν":"ανασχέσουν",
"ανασχετικά":"ανασχετικός",
"ανασχετικό":"ανασχετικός",
"ανασχηματίζει":"ανασχηματίζω",
"ανασχηματίσει":"ανασχηματίζω",
"ανασχηματισμό":"ανασχηματισμός",
"ανασχηματισμός":"ανασχηματισμός",
"ανασχηματισμού":"ανασχηματισμός",
"ανασχηματισμούς":"ανασχηματισμός",
"ανάταξη":"ανάταξη",
"ανάταξης":"ανάταξη",
"ανατάξουν":"ανατάζω",
"αναταράξεις":"ανατάραξη",
"αναταράξεων":"ανατάραξη",
"αναταραχές":"αναταραχή",
"αναταραχή":"αναταραχή",
"αναταραχης":"αναταραχή",
"αναταραχής":"αναταραχή",
"αναταραχών":"αναταραχή",
"ανατάσεις":"ανάταση",
"ανατάσεως":"ανάταση",
"ανάταση":"ανάταση",
"ανάτασης":"ανάταση",
"ανατεθεί":"αναθέτω",
"ανατέθηκε":"αναθέτω",
"ανατεθούν":"αναθέτω",
"ανατείλει":"ανατέλλω",
"ανατείχισε":"ανατειχίζω",
"ανατέλλει":"ανατέλλω",
"ανατέλοντος":"ανατέλοντος",
"ανατέμνει":"ανατέμνω",
"ανατίθενται":"αναθέτω",
"ανατίθεται":"αναθέτω",
"ανατιμήσεις":"ανατίμηση",
"ανατιμήσεων":"ανατίμηση",
"ανατίμηση":"ανατίμηση",
"ανατίμησης":"ανατίμηση",
"ανατίναξαν":"ανατινάζω",
"ανατίναξε":"ανατινάζω",
"ανατινάξει":"ανατινάζω",
"ανατίναξη":"ανατίναξη",
"ανατινάξουν":"ανατινάζω",
"ανατινάσσονται":"ανατινάσσονται",
"ανατινάχθηκε":"ανατινάζω",
"ανατολακη":"ανατολακη",
"ανατολάκη":"ανατολάκη",
"ανατολακης":"ανατολακης",
"ανατολάς":"ανατολάς",
"ανατολή":"ανατολή",
"ανατολής":"ανατολή",
"ανατολής-δύσης":"ανατολής-δύσης",
"ανατολι":"ανατολι",
"ανατόλι":"ανατόλι",
"ανατολια":"ανατολια",
"ανατόλια":"ανατόλια",
"ανατολίας":"ανατολίας",
"ανατολικά":"ανατολικά",
"ανατολικα":"ανατολικός",
"ανατολικά":"ανατολικός",
"ανατολικές":"ανατολικός",
"ανατολική":"ανατολικός",
"ανατολικης":"ανατολικός",
"ανατολικής":"ανατολικός",
"ανατολικό":"ανατολικός",
"ανατολικογερμανική":"ανατολικογερμανικός",
"ανατολικοευρωπαϊκές":"ανατολικοευρωπαϊκός",
"ανατολικοί":"ανατολικός",
"ανατολικόν":"ανατολικός",
"ανατολικότερα":"ανατολικά",
"ανατολικου":"ανατολικός",
"ανατολικού":"ανατολικός",
"ανατολικούς":"ανατολικός",
"ανατολικών":"ανατολικός",
"ανατολίτη":"ανατολίτης",
"ανατολίτηδες":"ανατολίτηδες",
"ανατολίτης":"ανατολίτης",
"ανατολίτικη":"ανατολίτικος",
"ανατολίτικο":"ανατολίτικος",
"ανατομία":"ανατομία",
"ανατομίας":"ανατομία",
"ανατομικά":"ανατομικός",
"ανατομικές":"ανατομικός",
"ανατραπεί":"ανατρέπω",
"ανατράπηκαν":"ανατρέπω",
"ανατράπηκε":"ανατρέπω",
"ανατραπούν":"ανατρέπω",
"ανατρέξει":"ανατρέχω",
"ανατρέξετε":"ανατρέχω",
"ανατρέξουμε":"ανατρέχω",
"ανατρέξουν":"ανατρέχω",
"ανατρέξτε":"ανατρέχω",
"ανατρέπει":"ανατρέπω",
"ανατρέπεται":"ανατρέπω",
"ανατρέπονται":"ανατρέπω",
"ανατρέπονταν":"ανατρέπω",
"ανατρέποντας":"ανατρέπω",
"ανατρέπουν":"ανατρέπω",
"ανατρεπτικά":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτικές":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτική":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτικό":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτικόν":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτικός":"ανατρεπτικός",
"ανατρεπτικών":"ανατρεπτικός",
"ανατρέφονται":"ανατρέφω",
"ανατρέχει":"ανατρέχω",
"ανατρέχοντας":"ανατρέχω",
"ανατρέχουμε":"ανατρέχω",
"ανατρέχουν":"ανατρέχω",
"ανατρέψει":"ανατρέπω",
"ανατρέψεις":"ανατρέπω",
"ανατρέψετε":"ανατρέπω",
"ανατρέψουμε":"ανατρέπω",
"ανατρέψουν":"ανατρέπω",
"ανάτριχη":"αναάτριχος",
"ανατριχιάζει":"ανατριχιάζω",
"ανατριχιάζουν":"ανατριχιάζω",
"ανατριχιάσετε":"ανατριχιάζω",
"ανατριχιάσουν":"ανατριχιάζω",
"ανατριχιαστικά":"ανατριχιαστικός",
"ανατριχιαστικές":"ανατριχιαστικός",
"ανατριχιαστική":"ανατριχιαστικός",
"ανατριχιαστικό":"ανατριχιαστικός",
"ανατριχιαστικότερο":"ανατριχιαστικός",
"ανατριχίλα":"ανατριχίλα",
"ανατριχίλας":"ανατριχίλα",
"ανατροπές":"ανατροπή",
"ανατροπή":"ανατροπή",
"ανατροπής":"ανατροπή",
"ανατροπών":"ανατροπή",
"ανατροφή":"ανατροφή",
"ανατροφής":"ανατροφή",
"ανατροφοδοτείται":"ανατροφοδοτώ",
"ανατροφοδότηση":"ανατροφοδότηση",
"ανατροφοδοτούν":"ανατροφοδοτώ",
"ανατροφοδοτούνται":"ανατροφοδοτώ",
"ανάττικα":"ανααττικός",
"ανάτυπο":"ανάτυπο",
"ανατύπωση":"ανατύπωση",
"ανατύπωσης":"ανατύπωση",
"άναυδο":"άναυδος",
"άναυδοι":"άναυδος",
"άναυδους":"άναυδος",
"αναφαίρετη":"αναφαίρετος",
"αναφανδόν":"αναφανδόν",
"ανάφερα":"αναφέρω",
"αναφέραμε":"αναφέρω",
"ανάφεραν":"αναφέρω",
"αναφέρατε":"αναφέρω",
"αναφέρει":"αναφέρω",
"αναφέρεις":"αναφέρω",
"αναφέρεστε":"αναφέρω",
"αναφέρεται":"αναφέρω",
"αναφέρετε":"αναφέρω",
"αναφερθεί":"αναφέρω",
"αναφερθείτε":"αναφέρω",
"αναφέρθηκα":"αναφέρω",
"αναφέρθηκαν":"αναφέρω",
"αναφερθήκατε":"αναφέρω",
"αναφέρθηκε":"αναφέρω",
"αναφερθούμε":"αναφέρω",
"αναφερθούν":"αναφέρω",
"αναφερθώ":"αναφέρω",
"αναφέρομαι":"αναφέρω",
"αναφερόμαστε":"αναφέρω",
"αναφερόμενα":"αναφερόμενος",
"αναφερόμενες":"αναφερόμενος",
"αναφερόμενη":"αναφερόμενος",
"αναφερόμενο":"αναφερόμενος",
"αναφερόμενοι":"αναφερόμενος",
"αναφερόμενος":"αναφερόμενος",
"αναφερόμουν":"αναφέρω",
"αναφέρονται":"αναφέρω",
"αναφέρονταν":"αναφέρω",
"αναφέροντας":"αναφέρω",
"αναφερόταν":"αναφέρω",
"αναφέρουμε":"αναφέρω",
"αναφέρουν":"αναφέρω",
"αναφέρω":"αναφέρω",
"αναφιλητά":"αναφιλητό",
"ανάφλεξη":"ανάφλεξη",
"ανάφλεξης":"ανάφλεξη",
"αναφορά":"αναφορά",
"αναφορά-καταγγελία":"αναφορά-καταγγελία",
"αναφοράς":"αναφορά",
"αναφορές":"αναφορά",
"αναφορικά":"αναφορικά",
"αναφορικό":"αναφορικός",
"αναφορικότητας":"αναφορικότητα",
"αναφορών":"αναφορά",
"αναφύεται":"αναφύομαι",
"αναφυλαξίες":"αναφυλαξία",
"αναφωνεί":"αναφωνώ",
"αναφώνησε":"αναφωνώ",
"αναφωνήσει":"αναφωνώ",
"αναφωνήσουμε":"αναφωνώ",
"αναφωνούν":"αναφωνώ",
"αναφωνούσε":"αναφωνώ",
"αναχαιτίζουν":"αναχαιτίζω",
"αναχαίτισαν":"αναχαιτίζω",
"αναχαίτισε":"αναχαιτίζω",
"αναχαιτίσει":"αναχαιτίζω",
"αναχαίτιση":"αναχαίτιση",
"αναχαιτίσουν":"αναχαιτίζω",
"αναχαιτίστηκαν":"αναχαιτίζω",
"αναχθεί":"ανάγω",
"αναχθούν":"ανάγω",
"αναχρονισμό":"αναχρονισμός",
"αναχρονισμός":"αναχρονισμός",
"αναχρονισμούς":"αναχρονισμός",
"αναχρονιστικές":"αναχρονιστικός",
"αναχρονιστική":"αναχρονιστικός",
"αναχρονιστικό":"αναχρονιστικός",
"αναχρονιστικοί":"αναχρονιστικός",
"ανάχωμα":"ανάχωμα",
"αναχώματα":"ανάχωμα",
"αναχώματος":"ανάχωμα",
"αναχωμάτων":"ανάχωμα",
"αναχωρεί":"αναχωρώ",
"αναχώρησαν":"αναχωρώ",
"αναχώρησε":"αναχωρώ",
"αναχωρήσει":"αναχωρώ",
"αναχωρήσεις":"αναχώρηση",
"αναχωρήσεων":"αναχώρηση",
"αναχώρηση":"αναχώρηση",
"αναχώρησή":"αναχώρηση",
"αναχώρησης":"αναχώρηση",
"αναχωρήσουν":"αναχωρώ",
"αναχωρούν":"αναχωρώ",
"αναχωρούσαν":"αναχωρώ",
"αναχωρούσε":"αναχωρώ",
"αναχωρώντας":"αναχωρώ",
"ανάψαμε":"ανάβω",
"άναψαν":"ανάβω",
"ανάψανε":"ανάβω",
"αναψε":"ανάβω",
"άναψε":"ανάβω",
"ανάψει":"ανάβω",
"ανάψουν":"ανάβω",
"ανάψτε":"ανάβω",
"αναψυκτήριο":"αναψυκτήριο",
"αναψυκτικά":"αναψυκτικό",
"αναψυκτικό":"αναψυκτικό",
"αναψυκτικών":"αναψυκτικό",
"αναψυχή":"αναψυχή",
"αναψυχής":"αναψυχή",
"άνβιλ":"άνβιλ",
"άνβιλ-άστρονατς":"άνβιλ-άστρονατς",
"ανγ":"ανγ",
"ανγκ":"ανγκ",
"ανγκόρ":"ανγκόρ",
"ανγουάρ":"ανγουάρ",
"άνγουορ":"άνγουορ",
"ανδαλουσία":"ανδαλουσία",
"ανδιοτελή":"ανδιοτελή",
"ανδόρα":"ανδόρα",
"ανδρ.":"ανδρ.",
"άνδρα":"άντρας",
"ανδράλα":"ανδράλα",
"ανδραλας":"ανδραλας",
"ανδράλας":"ανδράλας",
"ανδρας":"άντρας",
"άνδρας":"άντρας",
"ανδρεα":"ανδρέας",
"ανδρέα":"ανδρέας",
"ανδρέά":"ανδρέας",
"ανδρεάδη":"ανδρεάδης",
"ανδρεάδης":"ανδρεάδης",
"ανδρεάδου":"ανδρεάδου",
"ανδρεας":"ανδρέας",
"ανδρέας":"ανδρέας",
"ανδρεία":"ανδρεία",
"ανδρείκελα":"ανδρείκελο",
"ανδρείος":"ανδρείος",
"ανδρέου":"ανδρέου",
"ανδρες":"άντρας",
"άνδρες":"άντρας",
"άνδρες-γυναίκες":"άνδρες-γυναίκες",
"ανδριάνα":"ανδριάνα",
"ανδριάντα":"ανδριάντας",
"ανδριάντας":"ανδριάντας",
"ανδρικά":"ανδρικός",
"ανδρικές":"ανδρικός",
"ανδρική":"ανδρικός",
"ανδρικής":"ανδρικός",
"ανδρικό":"ανδρικός",
"ανδρικόπουλος":"ανδρικόπουλος",
"ανδρικός":"ανδρικός",
"ανδρικού":"ανδρικός",
"ανδρικών":"ανδρικός",
"ανδριοπουλος":"ανδριοπουλος",
"ανδριόπουλος":"ανδριόπουλος",
"ανδριοπουλου":"ανδριοπουλου",
"ανδριόπουλου":"ανδριόπουλου",
"ανδρισμό":"ανδρισμός",
"ανδρισμού":"ανδρισμός",
"ανδρόγυνο":"ανδρόγυνος",
"ανδρογύνων":"ανδρόγυνο",
"ανδροκρατείται":"ανδροκρατούμαι",
"ανδροκρατικής":"ανδροκρατικός",
"ανδροκρατούμενη":"ανδροκρατούμενος",
"ανδροκρατούμενο":"ανδροκρατούμενος",
"ανδρονίκης":"ανδρονίκης",
"ανδρονικίδης":"ανδρονικίδης",
"ανδρόνικο":"ανδρόνικος",
"ανδρονούδης":"ανδρονούδης",
"ανδρός":"άντρας",
"ανδρουλάκης":"ανδρουλάκης",
"ανδρουλιδάκη":"ανδρουλιδάκη",
"ανδρουλιδάκης":"ανδρουλιδάκης",
"ανδρουτσόπουλο":"ανδρουτσόπουλος",
"ανδρουτσόπουλος":"ανδρουτσόπουλος",
"ανδρουτσόπουλου":"ανδρουτσόπουλος",
"ανδρούτσος":"ανδρούτσος",
"ανδρωθεί":"ανδρώνομαι",
"ανδρώθηκε":"ανδρώνομαι",
"ανδρων":"άντρας",
"ανδρών":"άντρας",
"ανδρώνη":"ανδρώνη",
"ανέβαζαν":"ανεβάζω",
"ανέβαζε":"ανεβάζω",
"ανεβάζει":"ανεβάζω",
"ανεβάζοντας":"ανεβάζω",
"ανεβάζοντάς":"ανεβάζω",
"ανεβάζουμε":"ανεβάζω",
"ανεβάζουν":"ανεβάζω",
"ανεβάζω":"ανεβάζω",
"ανέβαινα":"ανεβαίνω",
"ανεβαίναμε":"ανεβαίνω",
"ανέβαιναν":"ανεβαίνω",
"ανέβαινε":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνει":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνεις":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνετε":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνοντας":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνουμε":"ανεβαίνω",
"ανεβαίνουν":"ανεβαίνω",
"ανέβαλαν":"αναβάλλω",
"ανέβαλε":"αναβάλλω",
"ανέβαλλε":"αναβάλλω",
"ανεβάσαμε":"ανεβάζω",
"ανέβασαν":"ανεβάζω",
"ανέβασε":"ανεβάζω",
"ανεβάσει":"ανεβάζω",
"ανεβάσεις":"ανεβάζω",
"ανέβασμα":"ανέβασμα",
"ανέβασμά":"ανέβασμα",
"ανεβάσματα":"ανέβασμα",
"ανεβασμένη":"ανεβασμένος",
"ανεβασμένης":"ανεβασμένος",
"ανεβασμένο":"ανεβασμένος",
"ανεβασμένος":"ανεβασμένος",
"ανεβάσουμε":"ανεβάζω",
"ανεβάσουν":"ανεβάζω",
"ανεβάσω":"ανεβάζω",
"ανεβεί":"ανεβαίνω",
"ανέβει":"ανεβαίνω",
"ανεβείς":"ανεβαίνω",
"ανέβεις":"ανεβαίνω",
"ανεβείτε":"ανεβαίνω",
"ανέβηκα":"ανεβαίνω",
"ανεβήκαμε":"ανεβαίνω",
"ανέβηκαν":"ανεβαίνω",
"ανέβηκε":"ανεβαίνω",
"ανεβλήθη":"αναβάλλω",
"ανεβοκατεβάζει":"ανεβοκατεβάζω",
"ανεβοκατέβαινε":"ανεβοκατεβαίνω",
"ανεβοκατεβαίνει":"ανεβοκατεβαίνω",
"ανεβοκατεβαίνοντας":"ανεβοκατεβαίνω",
"ανεβοκατεβαίνουν":"ανεβοκατεβαίνω",
"ανεβοκατέβασμα":"ανεβοκατέβασμα",
"ανεβοκατεβάσματα":"ανεβοκατέβασμα",
"ανεβούμε":"ανεβαίνω",
"ανέβουμε":"ανεβαίνω",
"ανεβούν":"ανεβαίνω",
"ανέβουν":"ανεβαίνω",
"ανεβώ":"ανεβαίνω",
"ανέβω":"ανέβω",
"ανέγγιχτοι":"ανέγγιχτος",
"ανέγγιχτος":"ανέγγιχτος",
"ανεγείρεται":"ανεγείρω",
"ανεγείρονται":"ανεγείρω",
"ανεγερθεί":"ανεγείρω",
"ανεγέρθηκε":"ανεγείρω",
"ανεγερθούν":"ανεγείρω",
"ανεγέρσεις":"ανέγερση",
"ανέγερση":"ανέγερση",
"ανέγερσης":"ανέγερση",
"ανεγκέφαλοι":"ανεγκέφαλος",
"ανεγκέφαλους":"ανεγκέφαλος",
"ανεγνώρισε":"αναγνωρίζω",
"ανέγνωσε":"αναγιγνώσκω",
"ανέγραφαν":"αναγράφω",
"ανεδαφική":"ανεδαφικός",
"ανέδειξαν":"αναδεικνύω",
"ανέδειξε":"αναδεικνύω",
"ανεδείχθη":"αναδεικνύω",
"ανεθ":"ανεθ",
"ανέθεσαν":"αναθέτω",
"ανέθεσε":"αναθέτω",
"ανέθετε":"αναθέτω",
"ανέθρεψε":"ανατρέφω",
"ανειδίκευτου":"ανειδίκευτος",
"ανειδίκευτους":"ανειδίκευτος",
"ανειδίκευτων":"ανειδίκευτος",
"ανειλημμένες":"ανειλημμένος",
"ανειλικρίνειας":"ανειλικρίνεια",
"ανείπωτα":"ανείπωτος",
"ανείπωτες":"ανείπωτος",
"ανείπωτη":"ανείπωτος",
"ανείπωτο":"ανείπωτος",
"ανεκ":"ανεκ",
"ανέκαθεν":"ανέκαθεν",
"ανέκαμψαν":"ανακάμπτω",
"ανέκαμψε":"ανακάμπτω",
"ανεκδιήγητης":"ανεκδιήγητος",
"ανεκδιήγητο":"ανεκδιήγητος",
"ανεκδιήγητοι":"ανεκδιήγητος",
"ανεκδιήγητου":"ανεκδιήγητος",
"ανέκδοτα":"ανέκδοτος",
"ανέκδοτο":"ανέκδοτο",
"ανέκδοτο":"ανέκδοτος",
"ανεκδοτολογικά":"ανεκδοτολογικός",
"ανεκδοτολογικό":"ανεκδοτολογικός",
"ανεκδότων":"ανέκδοτο",
"ανεκλήθη":"ανακαλώ",
"ανεκμετάλλευτη":"ανεκμετάλλευτος",
"ανεκμετάλλευτο":"ανεκμετάλλευτος",
"ανεκμετάλλευτων":"ανεκμετάλλευτος",
"ανέκοψε":"ανακόπτω",
"ανεκπλήρωτες":"ανεκπλήρωτος",
"ανεκπλήρωτο":"ανεκπλήρωτος",
"ανεκπλήρωτοι":"ανεκπλήρωτος",
"ανεκπλήρωτων":"ανεκπλήρωτος",
"ανέκραξε":"ανακράζω",
"ανέκρουσε":"ανακρούω",
"ανεκτά":"ανεκτά",
"ανεκτέλεστα":"ανεκτέλεστος",
"ανεκτέλεστο":"ανεκτέλεστος",
"ανεκτέλεστων":"ανεκτέλεστος",
"ανεκτές":"ανεκτός",
"ανεκτή":"ανεκτός",
"ανέκτησαν":"ανακτώ",
"ανέκτησε":"ανακτώ",
"ανεκτική":"ανεκτικός",
"ανεκτικής":"ανεκτικός",
"ανεκτικοί":"ανεκτικός",
"ανεκτικός":"ανεκτικός",
"ανεκτικότητα":"ανεκτικότητα",
"ανεκτικότητας":"ανεκτικότητα",
"ανεκτίμητες":"ανεκτίμητος",
"ανεκτίμητη":"ανεκτίμητος",
"ανεκτίμητης":"ανεκτίμητος",
"ανεκτίμητο":"ανεκτίμητος",
"ανεκτίμητος":"ανεκτίμητος",
"ανεκτό":"ανεκτός",
"ανεκτός":"ανεκτός",
"ανεκτού":"ανεκτός",
"ανέκυπταν":"ανακύπτω",
"ανέκυψαν":"ανακύπτω",
"ανέκυψε":"ανακύπτω",
"ανέλαβα":"αναλαμβάνω",
"ανέλαβαν":"αναλαμβάνω",
"ανέλαβε":"αναλαμβάνω",
"ανελάμβανε":"αναλαβαίνω",
"ανελαστική":"ανελαστικός",
"ανελαστικός":"ανελαστικός",
"ανέλεγκτες":"ανέλεγκτος",
"ανέλεγκτους":"ανέλεγκτος",
"ανέλεγκτων":"ανέλεγκτος",
"ανελέητα":"ανελέητα",
"ανελέητη":"ανελέητος",
"ανελέητης":"ανελέητος",
"ανελέητο":"ανελέητος",
"ανελέητος":"ανελέητος",
"ανελέητους":"ανελέητος",
"ανελευθερίας":"ανελευθερία",
"ανελεύθερο":"ανελεύθερος",
"ανελήφθη":"αναλαβαίνω",
"ανέλθει":"ανέρχομαι",
"ανέλθουν":"ανέρχομαι",
"ανέλιξη":"ανέλιξη",
"ανέλιξή":"ανέλιξη",
"ανέλιξης":"ανέλιξη",
"ανέλκυση":"ανέλκυση",
"ανέλκυσή":"ανέλκυση",
"ανέλκυσης":"ανέλκυση",
"ανελκυστεί":"ανελκύω",
"ανελκυστήρα":"ανελκυστήρας",
"ανελκυστήρες":"ανελκυστήρας",
"ανελκυστήρων":"ανελκυστήρας",
"ανελλιπή":"ανελλιπής",
"ανελλιπώς":"ανελλιπώς",
"ανέλπιστα":"ανέλπιστα",
"ανέλπιστες":"ανέλπιστος",
"ανέλπιστη":"ανέλπιστος",
"ανέλπιστο":"ανέλπιστος",
"ανέλυε":"αναλύω",
"ανέλυσα":"αναλύω",
"ανέλυσαν":"αναλύω",
"ανέλυσε":"αναλύω",
"ανέμελα":"ανέμελα",
"ανέμελες":"ανέμελος",
"ανέμελης":"ανέμελος",
"ανεμελιάς":"ανεμελιά",
"ανέμελο":"ανέμελος",
"ανέμελος":"ανέμελος",
"ανέμενα":"αναμένω",
"ανέμεναν":"αναμένω",
"ανέμενε":"αναμένω",
"ανέμιζαν":"ανεμίζω",
"ανεμίζοντας":"ανεμίζω",
"ανεμιζόντων":"ανεμίζων",
"ανεμίζουν":"ανεμίζω",
"ανεμιστήρα":"ανεμιστήρας",
"ανεμίχθην":"αναμειγνύω",
"άνεμο":"άνεμος",
"ανεμοβλογιά":"ανεμοβλογιά",
"ανεμοδαρμένες":"ανεμοδέρνω",
"άνεμοι":"άνεμος",
"ανεμομαζώματα":"ανεμομάζωμα",
"ανεμόμυλος":"ανεμόμυλος",
"ανεμόπτερα":"ανεμόπτερο",
"ανεμος":"άνεμος",
"άνεμος":"άνεμος",
"ανεμοστρόβιλο":"ανεμοστρόβιλος",
"ανεμοστρόβιλοι":"ανεμοστρόβιλος",
"ανεμοστρόβιλους":"ανεμοστρόβιλος",
"ανέμου":"άνεμος",
"ανέμους":"άνεμος",
"ανέμπνευστη":"αναεμπνέω",
"ανέμπνευστου":"αναεμπνευστής",
"ανεμπόδιστα":"ανεμπόδιστα",
"ανεμπόδιστη":"ανεμπόδιστος",
"ανέμων":"άνεμος",
"ανεμώνες":"ανεμώνη",
"ανεμώνη":"ανεμώνη",
"ανενδοίαστα":"ανενδοίαστα",
"ανένδοτη":"ανένδοτος",
"ανένδοτο":"ανένδοτος",
"ανένδοτοι":"ανένδοτος",
"ανένδοτος":"ανένδοτος",
"ανένδοτου":"ανένδοτος",
"ανενεργά":"ανενεργός",
"ανενεργές":"ανενεργός",
"ανενεργό":"ανενεργός",
"ανενεργοί":"ανενεργός",
"ανενεργός":"ανενεργός",
"ανενημέρωτοι":"ανενημέρωτος",
"ανενόχλητα":"ανενόχλητα",
"ανενόχλητες":"ανενόχλητος",
"ανενόχλητη":"ανενόχλητος",
"ανενόχλητοι":"ανενόχλητος",
"ανενόχλητος":"ανενόχλητος",
"ανένταχτων":"ανέντακτος",
"ανεξαιρέτως":"ανεξαίρετα",
"ανεξάντλητα":"ανεξάντλητος",
"ανεξάντλητες":"ανεξάντλητος",
"ανεξάντλητη":"ανεξάντλητος",
"ανεξάντλητο":"ανεξάντλητος",
"ανεξάντλητος":"ανεξάντλητος",
"ανεξάντλητους":"ανεξάντλητος",
"ανεξαρτησία":"ανεξαρτησία",
"ανεξαρτησίας":"ανεξαρτησία",
"ανεξάρτητα":"ανεξάρτητα",
"ανεξάρτητα":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητες":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητη":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητης":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητο":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητοι":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητος":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητου":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητους":"ανεξάρτητος",
"ανεξαρτήτων":"ανεξάρτητος",
"ανεξάρτητων":"ανεξάρτητος",
"ανεξαρτήτως":"ανεξάρτητα",
"ανεξέλεγκτα":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτες":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτη":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτης":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτο":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτος":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξέλεγκτων":"ανεξέλεγκτος",
"ανεξερεύνητες":"ανεξερεύνητος",
"ανεξερεύνητη":"ανεξερεύνητος",
"ανεξερεύνητο":"ανεξερεύνητος",
"ανεξέταστα":"ανεξέταστα",
"ανεξεταστέοι":"ανεξεταστέος",
"ανεξήγητα":"ανεξήγητα",
"ανεξήγητη":"ανεξήγητος",
"ανεξήγητο":"ανεξήγητος",
"ανεξήγητου":"ανεξήγητος",
"ανεξήγητους":"ανεξήγητος",
"ανεξίθρησκος":"ανεξίθρησκος",
"ανεξίτηλα":"ανεξίτηλα",
"ανεξίτηλες":"ανεξίτηλος",
"ανεξίτηλη":"ανεξίτηλος",
"ανεξίτηλος":"ανεξίτηλος",
"ανεξιχνίαστο":"ανεξιχνίαστος",
"ανεξιχνίαστων":"ανεξιχνίαστος",
"ανέξοδα":"ανέξοδα",
"ανέξοδες":"ανέξοδος",
"ανέξοδη":"ανέξοδος",
"ανέξοδης":"ανέξοδος",
"ανέξοδος":"ανέξοδος",
"ανεξόρκιστο":"αναεξορκίζω",
"ανεξόφλητα":"ανεξόφλητα",
"ανεξόφλητο":"ανεξόφλητος",
"ανεόρταστος":"ανεόρταστος",
"ανεπ":"ανεπ",
"ανεπάγγελτος":"ανεπάγγελτος",
"ανεπάγγελτους":"ανεπάγγελτος",
"ανεπάγγελτων":"ανεπάγγελτος",
"ανεπαίσθητα":"ανεπαίσθητα",
"ανεπαίσθητες":"ανεπαίσθητος",
"ανεπαίσθητο":"ανεπαίσθητος",
"ανεπαισθήτως":"ανεπαίσθητα",
"ανεπανάληπτα":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανάληπτη":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανάληπτης":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανάληπτο":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανάληπτος":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανάληπτους":"ανεπανάληπτος",
"ανεπανόρθωτα":"ανεπανόρθωτα",
"ανεπανόρθωτες":"ανεπανόρθωτος",
"ανεπανόρθωτη":"ανεπανόρθωτος",
"ανεπανόρθωτο":"ανεπανόρθωτος",
"ανεπαρκεία":"ανεπάρκεια",
"ανεπάρκεια":"ανεπάρκεια",
"ανεπάρκειας":"ανεπάρκεια",
"ανεπάρκειες":"ανεπάρκεια",
"ανεπαρκείς":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκές":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκή":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκής":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκούς":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκών":"ανεπαρκής",
"ανεπαρκώς":"ανεπαρκώς",
"ανέπαφα":"ανέπαφα",
"ανέπαφες":"ανέπαφος",
"ανέπαφη":"ανέπαφος",
"ανέπαφο":"ανέπαφος",
"ανεπεξέργαστη":"ανεπεξέργαστος",
"ανεπεξέργαστο":"ανεπεξέργαστος",
"ανεπηρέαστα":"ανεπηρέαστα",
"ανεπηρέαστες":"ανεπηρέαστος",
"ανεπηρέαστη":"ανεπηρέαστος",
"ανεπηρέαστο":"ανεπηρέαστος",
"ανεπηρέαστοι":"ανεπηρέαστος",
"ανεπηρέαστος":"ανεπηρέαστος",
"ανεπηρέαστους":"ανεπηρέαστος",
"ανεπιβεβαίωτες":"ανεπιβεβαίωτος",
"ανεπιβεβαίωτη":"ανεπιβεβαίωτος",
"ανεπίδεκτη":"ανεπίδεκτος",
"ανεπίδεκτο":"ανεπίδεκτος",
"ανεπίδεκτοι":"ανεπίδεκτος",
"ανεπιθύμητα":"ανεπιθύμητα",
"ανεπιθύμητες":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητη":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητο":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητοι":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητος":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητους":"ανεπιθύμητος",
"ανεπιθύμητων":"ανεπιθύμητος",
"ανεπίκαιρος":"ανεπίκαιρος",
"ανεπίλυτα":"ανεπίλυτος",
"ανεπίλυτο":"ανεπίλυτος",
"ανεπίσημα":"ανεπίσημα",
"ανεπίσημες":"ανεπίσημος",
"ανεπίσημη":"ανεπίσημος",
"ανεπίσημης":"ανεπίσημος",
"ανεπίσημο":"ανεπίσημος",
"ανεπίσημους":"ανεπίσημος",
"ανεπισήμως":"ανεπίσημα",
"ανεπίστρεπτη":"ανεπίστρεπτος",
"ανεπιστρεπτί":"ανεπιστρεπτί",
"ανεπιτήδευτη":"ανεπιτήδευτος",
"ανεπιτήδευτο":"ανεπιτήδευτος",
"ανεπίτρεπτα":"ανεπίτρεπτα",
"ανεπίτρεπτα":"ανεπίτρεπτος",
"ανεπίτρεπτες":"ανεπίτρεπτος",
"ανεπίτρεπτη":"ανεπίτρεπτος",
"ανεπίτρεπτο":"ανεπίτρεπτος",
"ανεπιτυχείς":"ανεπιτυχής",
"ανεπιτυχή":"ανεπιτυχής",
"ανεπιτυχής":"ανεπιτυχής",
"ανεπιτυχούς":"ανεπιτυχής",
"ανεπιτυχώς":"ανεπιτυχώς",
"ανεπιφύλακτα":"ανεπιφύλακτα",
"ανεπιφύλακτη":"ανεπιφύλακτος",
"ανέπνεε":"αναπνέω",
"ανεπτυγμένες":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένη":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένης":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένο":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένος":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένου":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένους":"ανεπτυγμένος",
"ανεπτυγμένων":"ανεπτυγμένος",
"ανέπτυξα":"αναπτύσσω",
"ανέπτυξαν":"αναπτύσσω",
"ανέπτυξε":"αναπτύσσω",
"ανέπτυσσαν":"αναπτύσσω",
"ανέπτυσσε":"αναπτύσσω",
"ανέραστοι":"ανέραστος",
"άνεργα":"άνεργος",
"ανεργες":"άνεργος",
"άνεργες":"άνεργος",
"άνεργη":"άνεργος",
"ανεργια":"ανεργία",
"ανεργία":"ανεργία",
"ανεργίας":"ανεργία",
"άνεργο":"άνεργος",
"άνεργοι":"άνεργος",
"άνεργος":"άνεργος",
"ανέργου":"άνεργος",
"ανεργους":"άνεργος",
"ανέργους":"άνεργος",
"άνεργους":"άνεργος",
"ανέργων":"άνεργος",
"άνεργων":"άνεργος",
"ανερμάτιστη":"ανερμάτιστος",
"ανερυθρίαστα":"ανερυθρίαστα",
"ανερυθρίαστη":"ανερυθρίαστος",
"ανέρχεται":"ανέρχομαι",
"ανερχόμενα":"ανερχόμενος",
"ανερχόμενη":"ανερχόμενος",
"ανερχόμενης":"ανερχόμενος",
"ανερχόμενο":"ανερχόμενος",
"ανερχόμενος":"ανερχόμενος",
"ανερχόμενων":"ανερχόμενος",
"ανέρχονται":"ανέρχομαι",
"ανέρχονταν":"ανέρχομαι",
"ανερχόταν":"ανέρχομαι",
"ανέσεις":"άνεση",
"ανέσεων":"άνεση",
"άνεση":"άνεση",
"άνεσή":"άνεση",
"άνεσης":"άνεση",
"ανεστάκης":"ανεστάκης",
"ανεστάλη":"αναστέλλω",
"ανέστειλαν":"αναστέλλω",
"ανέστειλε":"αναστέλλω",
"ανέστη":"ανέστης",
"ανεστης":"ανέστης",
"ανέστης":"ανέστης",
"ανέστησαν":"ανασταίνω",
"ανέστησε":"ανασταίνω",
"ανέστιας":"ανέστιος",
"ανεστίδης":"ανεστίδης",
"ανέστρεψε":"αναστρέφω",
"ανέσυραν":"ανασύρω",
"ανέσυρε":"ανασύρω",
"ανέτ":"ανέτ",
"άνετ":"άνετ",
"άνετα":"άνετα",
"ανετέθη":"αναθέτω",
"ανέτειλε":"ανατέλλω",
"άνετες":"άνετος",
"ανετη":"άνετος",
"άνετη":"άνετος",
"άνετης":"άνετος",
"ανετο":"άνετος",
"άνετο":"άνετος",
"ανέτοιμη":"ανέτοιμος",
"ανέτοιμο":"ανέτοιμος",
"ανέτοιμοι":"ανέτοιμος",
"ανέτοιμος":"ανέτοιμος",
"ανετοιμότητα":"ανετοιμότητα",
"ανέτοιμου":"ανέτοιμος",
"ανέτοιμων":"ανέτοιμος",
"ανετον":"άνετος",
"άνετος":"άνετος",
"ανετότατα":"άνετα",
"ανετότερης":"άνετος",
"άνετους":"άνετος",
"ανετράπη":"ανατρέπω",
"ανετράπησαν":"ανατρέπω",
"ανέτρεξαν":"ανατρέχω",
"ανέτρεξε":"ανατρέχω",
"ανέτρεπε":"ανατρέπω",
"ανέτρεψαν":"ανατρέπω",
"ανέτρεψε":"ανατρέπω",
"ανευ":"άνευ",
"άνευ":"άνευ",
"ανεύθυνα":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνες":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνη":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνο":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνοι":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνος":"ανεύθυνος",
"ανευθυνότητα":"ανευθυνότητα",
"ανευθυνότητας":"ανευθυνότητα",
"ανευθυνότητες":"ανευθυνότητα",
"ανεύθυνους":"ανεύθυνος",
"ανευθύνων":"ανεύθυνος",
"ανεύθυνων":"ανεύθυνος",
"άνευρα":"άνευρος",
"ανεύρει":"ανευρίσκω",
"ανεύρεση":"ανεύρεση",
"ανεύρεσή":"ανεύρεση",
"ανεύρεσης":"ανεύρεση",
"ανεύρεσιν":"ανεύρεση",
"άνευρη":"άνευρος",
"ανευρίσκεται":"ανευρίσκω",
"ανευρίσκονται":"ανευρίσκω",
"ανευρίσκονταν":"ανευρίσκω",
"άνευρο":"άνευρος",
"ανεφάρμοστο":"ανεφάρμοστος",
"ανεφάρμοστοι":"ανεφάρμοστος",
"ανεφάρμοστος":"ανεφάρμοστος",
"ανέφελη":"ανέφελος",
"ανέφελο":"ανέφελος",
"ανέφερα":"αναφέρω",
"ανέφεραν":"αναφέρω",
"ανέφερε":"αναφέρω",
"ανέφικτα":"ανέφικτος",
"ανέφικτη":"ανέφικτος",
"ανέφικτο":"ανέφικτος",
"ανέφικτου":"ανέφικτος",
"ανεφλέγησαν":"ανεφλέγησαν",
"ανεφοδιασμό":"ανεφοδιασμός",
"ανεφοδιασμός":"ανεφοδιασμός",
"ανεφοδιασμού":"ανεφοδιασμός",
"ανέχεια":"ανέχεια",
"ανέχειά":"ανέχεια",
"ανέχειας":"ανέχεια",
"ανέχεσαι":"ανέχομαι",
"ανέχεστε":"ανέχομαι",
"ανέχεται":"ανέχομαι",
"ανεχθεί":"ανέχομαι",
"ανεχθείτε":"ανέχομαι",
"ανεχθήκαμε":"ανέχομαι",
"ανέχθηκαν":"ανέχομαι",
"ανέχθηκε":"ανέχομαι",
"ανεχθούμε":"ανέχομαι",
"ανεχθούν":"ανέχομαι",
"ανεχθώ":"ανέχομαι",
"ανέχομαι":"ανέχομαι",
"ανέχονται":"ανέχομαι",
"ανεχόταν":"ανέχομαι",
"ανεχτεί":"ανέχομαι",
"ανέχτηκαν":"ανέχομαι",
"ανέχτηκε":"ανέχομαι",
"ανεχτούμε":"ανέχομαι",
"ανεψιό":"ανεψιός",
"ανεψιός":"ανεψιός",
"ανήγαγε":"ανάγω",
"ανήγγειλαν":"αναγγέλλω",
"ανήγγειλε":"αναγγέλλω",
"ανήγειρε":"ανεγείρω",
"ανηγέρθη":"ανεγείρω",
"ανήθικες":"ανήθικος",
"ανήθικη":"ανήθικος",
"ανήθικο":"ανήθικος",
"ανηθικος":"ανήθικος",
"ανηθικότητα":"ανηθικότητα",
"ανηθικότητας":"ανηθικότητα",
"ανήθικου":"ανήθικος",
"άνηθο":"άνηθος",
"ανήκα":"ανήκω",
"ανήκαν":"ανήκω",
"άνηκαν":"ανήκω",
"ανήκε":"ανήκω",
"άνηκε":"ανήκω",
"ανήκει":"ανήκω",
"ανήκειν":"ανήκειν",
"ανήκεις":"ανήκω",
"ανήκετε":"ανήκω",
"ανήκη":"ανήκη",
"ανήκομεν":"ανήκομεν",
"ανήκοντα":"ανήκων",
"ανήκοντες":"ανήκων",
"ανήκουμε":"ανήκω",
"ανήκουν":"ανήκω",
"ανήκουσα":"ανήκων",
"ανήκουστα":"ανήκουστος",
"ανήκουστη":"ανήκουστος",
"ανήκουστο":"ανήκουστος",
"ανήκω":"ανήκω",
"ανηλεή":"ανηλεής",
"ανηλεής":"ανηλεής",
"ανηλεώς":"ανηλεώς",
"ανήλθαν":"ανέρχομαι",
"ανήλθε":"ανέρχομαι",
"ανήλια":"ανήλιος",
"ανήλιαγα":"ανήλιαγος",
"ανήλικα":"ανήλικος",
"ανήλικη":"ανήλικος",
"ανήλικης":"ανήλικος",
"ανήλικο":"ανήλικος",
"ανήλικοι":"ανήλικος",
"ανήλικος":"ανήλικος",
"ανηλίκου":"ανήλικος",
"ανήλικου":"ανήλικος",
"ανηλίκους":"ανήλικος",
"ανήλικους":"ανήλικος",
"ανηλίκων":"ανήλικος",
"ανήλικων":"ανήλικος",
"ανήμερα":"ανήμερα",
"ανήμερο":"ανήμερος",
"ανημέρωτοι":"ανημέρωτος",
"ανήμπορες":"ανήμπορος",
"ανήμπορη":"ανήμπορος",
"ανημπόρια":"ανημπόρια",
"ανήμπορο":"ανήμπορος",
"ανήμποροι":"ανήμπορος",
"ανήμπορος":"ανήμπορος",
"ανήμπορου":"ανήμπορος",
"ανήμπορους":"ανήμπορος",
"ανήμπορων":"ανήμπορος",
"ανήρ":"άντρας",
"ανήρτησαν":"ανήρτησαν",
"ανήσυχα":"ανήσυχος",
"ανησυχεί":"ανησυχώ",
"ανησυχείς":"ανησυχώ",
"ανησυχείτε":"ανησυχώ",
"ανήσυχες":"ανήσυχος",
"ανήσυχη":"ανήσυχος",
"ανησύχησαν":"ανησυχώ",
"ανησύχησε":"ανησυχώ",
"ανησυχήσουν":"ανησυχώ",
"ανησυχητικά":"ανησυχητικός",
"ανησυχητικές":"ανησυχητικός",
"ανησυχητική":"ανησυχητικός",
"ανησυχητικό":"ανησυχητικός",
"ανησυχητικός":"ανησυχητικός",
"ανησυχητικούς":"ανησυχητικός",
"ανησυχητικών":"ανησυχητικός",
"ανησυχία":"ανησυχία",
"ανησυχίας":"ανησυχία",
"ανησυχίες":"ανησυχία",
"ανησυχιών":"ανησυχία",
"ανήσυχο":"ανήσυχος",
"ανήσυχοι":"ανήσυχος",
"ανήσύχοι":"ανήσυχος",
"ανήσυχος":"ανήσυχος",
"ανησυχούμε":"ανησυχώ",
"ανησυχούν":"ανησυχώ",
"ανησυχούντων":"ανησυχών",
"ανήσυχους":"ανήσυχος",
"ανησυχούσαμε":"ανησυχώ",
"ανησυχούσαν":"ανησυχώ",
"ανησυχούσε":"ανησυχώ",
"ανησυχώ":"ανησυχώ",
"ανησυχώντας":"ανησυχώ",
"ανηφόρα":"ανηφόρα",
"ανηφόρες":"ανηφόρα",
"ανηφορίζεις":"ανηφορίζω",
"ανηφορική":"ανηφορικός",
"ανηφορικό":"ανηφορικός",
"ανηφορικός":"ανηφορικός",
"ανηφόρισε":"ανηφορίζω",
"ανηφορίσω":"ανηφορίζω",
"ανθεί":"ανθώ",
"άνθεια":"άνθεια",
"ανθεκτικά":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικές":"ανθεκτικός",
"ανθεκτική":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικό":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικοί":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικός":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικότερα":"ανθεκτικά",
"ανθεκτικότερο":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικότεροι":"ανθεκτικός",
"ανθεκτικότητα":"ανθεκτικότητα",
"ανθεκτικότητά":"ανθεκτικότητα",
"ανθεκτικών":"ανθεκτικός",
"ανθέλληνας":"ανθέλληνας",
"ανθέλληνες":"ανθέλληνας",
"ανθελληνικής":"ανθελληνικός",
"ανθεμίδης":"ανθεμίδης",
"ανθεων":"ανθεων",
"ανθέων":"ανθέων",
"ανθή":"ανθή",
"άνθη":"άνθος",
"ανθηρά":"ανθηρός",
"ανθηρή":"ανθηρός",
"ανθηρότητας":"ανθηρότητα",
"άνθης":"άνθης",
"άνθησε":"ανθώ",
"ανθήσει":"ανθώ",
"άνθηση":"άνθηση",
"άνθησης":"άνθηση",
"ανθήσουν":"ανθώ",
"άνθιζε":"ανθίζω",
"ανθίζει":"ανθίζω",
"ανθίζουν":"ανθίζω",
"άνθιμος":"άνθιμος",
"άνθιμου":"άνθιμος",
"άνθισε":"ανθίζω",
"ανθίσει":"ανθίζω",
"άνθιση":"άνθιση",
"ανθισμένα":"ανθίζω",
"ανθισμένο":"ανθίζω",
"ανθισμένων":"ανθίζω",
"ανθίσουν":"ανθίζω",
"ανθίστανται":"ανθίσταμαι",
"ανθίσταται":"ανθίσταμαι",
"ανθοδέσμες":"ανθοδέσμη",
"ανθοδέσμη":"ανθοδέσμη",
"ανθοκήπων":"ανθόκηπος",
"ανθοκομεί":"ανθοκομώ",
"ανθοκομίας":"ανθοκομία",
"ανθοκομικές":"ανθοκομικός",
"ανθολογεί":"ανθολογώ",
"ανθολογία":"ανθολογία",
"ανθολόγια":"ανθολόγιο",
"ανθολόγιο":"ανθολόγιο",
"ανθολογούνται":"ανθολογώ",
"ανθόπουλο":"ανθόπουλο",
"ανθόπουλος":"ανθόπουλος",
"ανθοπωλεία":"ανθοπωλείο",
"ανθοπώλες":"ανθοπώλης",
"άνθος":"άνθος",
"ανθόσπαρτος":"ανθόσπαρτος",
"ανθοστόλιστα":"ανθοστόλιστος",
"ανθούν":"ανθώ",
"ανθούσα":"ανθώ",
"ανθούσε":"ανθώ",
"ανθρακα":"άνθρακας",
"άνθρακα":"άνθρακας",
"άνθρακας":"άνθρακας",
"άνθρακες":"άνθρακας",
"ανθρακοβόρων":"ανθρακοβόρων",
"ανθρακωρύχο":"ανθρακωρύχος",
"ανθρακωρύχοι":"ανθρακωρύχος",
"ανθρακωρύχος":"ανθρακωρύχος",
"ανθρακωρύχους":"ανθρακωρύχος",
"ανθρακωρύχων":"ανθρακωρύχος",
"άνθραξ":"άνθρακας",
"ανθρωπάκι":"ανθρωπάκι",
"ανθρωπάκια":"ανθρωπάκι",
"ανθρωπάκος":"ανθρωπάκος",
"ανθρωπάρια":"ανθρωπάριο",
"άνθρωπε":"άνθρωπος",
"ανθρωπιά":"ανθρωπιά",
"ανθρωπιάς":"ανθρωπιά",
"ανθρώπινα":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινες":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινη":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινης":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινής":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινο":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινοι":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινον":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινος":"ανθρώπινος",
"ανθρωπίνου":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινου":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινους":"ανθρώπινος",
"ανθρωπίνων":"ανθρώπινος",
"ανθρώπινων":"ανθρώπινος",
"ανθρωπίνως":"ανθρώπινα",
"ανθρωπισμό":"ανθρωπισμός",
"ανθρωπισμός":"ανθρωπισμός",
"ανθρωπισμού":"ανθρωπισμός",
"ανθρωπιστικά":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικές":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστική":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικής":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικό":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικού":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικούς":"ανθρωπιστικός",
"ανθρωπιστικών":"ανθρωπιστικός",
"άνθρωπο":"άνθρωπος",
"άνθρωπό":"άνθρωπος",
"ανθρωπογενές":"ανθρωπογενής",
"ανθρωπογενή":"ανθρωπογενής",
"ανθρωπογενούς":"ανθρωπογενής",
"ανθρωπογεωγραφίας":"ανθρωπογεωγραφία",
"ανθρωποειδών":"ανθρωποειδής",
"ανθρωποθάλασσα":"ανθρωποθάλασσα",
"ανθρωποθυσίες":"ανθρωποθυσία",
"ανθρωποι":"άνθρωπος",
"ανθρώποι":"άνθρωπος",
"άνθρωποι":"άνθρωπος",
"άνθρωποί":"άνθρωπος",
"ανθρώποις":"ανθρώποις",
"ανθρωποκεντρικά":"ανθρωποκεντρικός",
"ανθρωποκεντρική":"ανθρωποκεντρικός",
"ανθρωποκεντρικής":"ανθρωποκεντρικός",
"ανθρωποκεντρικό":"ανθρωποκεντρικός",
"ανθρωποκεντρικοί":"ανθρωποκεντρικός",
"ανθρωποκτονία":"ανθρωποκτονία",
"ανθρωποκτονίας":"ανθρωποκτονία",
"ανθρωποκτονίες":"ανθρωποκτονία",
"ανθρωποκτονιών":"ανθρωποκτονία",
"ανθρωποκτόνο":"ανθρωποκτόνος",
"ανθρωποκυνηγητό":"ανθρωποκυνηγητό",
"ανθρωποκυνηγος":"ανθρωποκυνηγος",
"ανθρωπολογία":"ανθρωπολογία",
"ανθρωπολογίας":"ανθρωπολογία",
"ανθρωπολογικές":"ανθρωπολογικός",
"ανθρωπολογική":"ανθρωπολογικός",
"ανθρωπολογικής":"ανθρωπολογικός",
"ανθρωπολογικών":"ανθρωπολογικός",
"ανθρωπολόγοι":"ανθρωπολόγος",
"ανθρωπολόγος":"ανθρωπολόγος",
"ανθρωπομάνι":"ανθρωπομάνι",
"ανθρωπόμορφα":"ανθρωπόμορφος",
"ανθρωπομορφικά":"ανθρωπομορφικά",
"ανθρωπόμορφων":"ανθρωπόμορφος",
"άνθρωπον":"άνθρωπος",
"ανθρωπος":"άνθρωπος",
"άνθρωπος":"άνθρωπος",
"άνθρωπός":"άνθρωπος",
"ανθρωπότητα":"ανθρωπότητα",
"ανθρωπότητας":"ανθρωπότητα",
"ανθρώπου":"άνθρωπος",
"ανθρώπου-ανθρώπου":"ανθρώπου-ανθρώπου",
"ανθρώπους":"άνθρωπος",
"ανθρώπου-φύσης":"ανθρώπου-φύσης",
"ανθρωποφάγα":"ανθρωποφάγος",
"ανθρωποφαγία":"ανθρωποφαγία",
"ανθρωποφαγίας":"ανθρωποφαγία",
"ανθρωποφαγίες":"ανθρωποφαγία",
"ανθρωποφάγο":"ανθρωποφάγος",
"ανθρώπων":"άνθρωπος",
"ανθυγιεινά":"ανθυγιεινός",
"ανθυγιεινές":"ανθυγιεινός",
"ανθυγιεινή":"ανθυγιεινός",
"ανθυγιεινό":"ανθυγιεινός",
"ανθυγιεινών":"ανθυγιεινός",
"ανθυπασπιστή":"ανθυπασπιστής",
"ανθυπαστυνόμο":"ανθυπαστυνόμος",
"ανθυπαστυνόμοι":"ανθυπαστυνόμος",
"ανθυπαστυνόμος":"ανθυπαστυνόμος",
"ανθυπαστυνόμου":"ανθυπαστυνόμος",
"ανθυπολοχαγός":"ανθυπολοχαγός",
"ανθυπολοχαγού":"ανθυπολοχαγός",
"ανθυποσμηναγού":"ανθυποσμηναγός",
"ανία":"ανία",
"ανιαρή":"ανιαρός",
"ανιαρής":"ανιαρός",
"ανιαρός":"ανιαρός",
"ανίατη":"ανίατος",
"ανίδεοι":"ανίδεος",
"ανιδιοτέλεια":"ανιδιοτέλεια",
"ανιδιοτελή":"ανιδιοτελής",
"ανιδιοτελής":"ανιδιοτελής",
"ανιδιοτελώς":"ανιδιοτελώς",
"ανίερες":"ανίερος",
"ανίερη":"ανίερος",
"ανίερο":"ανίερος",
"ανίερων":"ανίερος",
"ανίκανα":"ανίκανα",
"ανίκανες":"ανίκανος",
"ανίκανη":"ανίκανος",
"ανίκανο":"ανίκανος",
"ανίκανοι":"ανίκανος",
"ανικανοποίητοι":"ανικανοποίητος",
"ανικανοποίητος":"ανικανοποίητος",
"ανικανοποίητου":"ανικανοποίητος",
"ανίκανος":"ανίκανος",
"ανικανότητα":"ανικανότητα",
"ανικανότητά":"ανικανότητα",
"ανικανότητας":"ανικανότητα",
"ανίκανους":"ανίκανος",
"ανίκητη":"ανίκητος",
"ανίκητο":"ανίκητος",
"ανίκητος":"ανίκητος",
"ανίκο":"ανίκο",
"ανιμπάλ":"ανιμπάλ",
"άνινος":"άνινος",
"ανιούσα":"ανιών",
"άνισα":"άνισος",
"άνισες":"άνισος",
"άνιση":"άνισος",
"άνισης":"άνισος",
"άνισο":"άνισος",
"ανισοκατανομή":"ανισοκατανομή",
"ανισοκατανομής":"ανισοκατανομή",
"ανισόπεδες":"ανισόπεδος",
"ανισόπεδο":"ανισόπεδος",
"ανισόπεδος":"ανισόπεδος",
"ανισόπεδου":"ανισόπεδος",
"ανισόπεδους":"ανισόπεδος",
"ανισορροπία":"ανισορροπία",
"ανισορροπίες":"ανισορροπία",
"άνισος":"άνισος",
"ανισότητα":"ανισότητα",
"ανισότητας":"ανισότητα",
"ανισότητες":"ανισότητα",
"ανισοτήτων":"ανισότητα",
"ανισότιμη":"ανισότιμος",
"άνισους":"άνισος",
"ανιστόρητα":"ανιστόρητα",
"ανιστόρητη":"ανιστόρητος",
"ανιστόρητο":"ανιστόρητος",
"ανιστόρητοι":"ανιστόρητος",
"ανιστόρητος":"ανιστόρητος",
"ανιστόρητους":"ανιστόρητος",
"ανίσχυρες":"ανίσχυρος",
"ανίσχυρη":"ανίσχυρος",
"ανίσχυρο":"ανίσχυρος",
"ανίσχυροι":"ανίσχυρος",
"ανίσχυρος":"ανίσχυρος",
"ανίσχυρους":"ανίσχυρος",
"ανίσχυρων":"ανίσχυρος",
"ανίτα":"ανίτα",
"ανιτσα":"ανιτσα",
"ανιχνεύει":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύεται":"ανιχνεύω",
"ανιχνευθεί":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύθηκαν":"ανιχνεύω",
"ανιχνευθούν":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύονται":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύοντας":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύουμε":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύουν":"ανιχνεύω",
"ανίχνευσε":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύσει":"ανιχνεύω",
"ανιχνεύσεις":"ανιχνεύω",
"ανίχνευση":"ανίχνευση",
"ανίχνευσή":"ανίχνευση",
"ανίχνευσης":"ανίχνευση",
"ανιχνεύσιμο":"ανιχνεύσιμος",
"ανιχνεύσουν":"ανιχνεύω",
"ανιχνευτεί":"ανιχνεύω",
"ανιχνευτές":"ανιχνευτής",
"ανιχνευτή":"ανιχνευτής",
"ανιχνευτής":"ανιχνευτής",
"ανιχνευτών":"ανιχνευτής",
"ανίψια":"ανίψι",
"ανιψιά":"ανιψιά",
"ανιψιό":"ανιψιός",
"ανιψιός":"ανιψιός",
"ανιψιού":"ανιψιός",
"άνκιτσα":"άνκιτσα",
"ανκόρ":"ανκόρ",
"ανν":"ανν",
"αννα":"άννα",
"άννα":"άννα",
"άννα-mαρία":"άννα-mαρία",
"αννας":"άννα",
"άννας":"άννα",
"αννέτα":"ανανέτος",
"αννούλα":"αννούλα",
"αννυ":"αννυ",
"άννυ":"άννυ",
"ανο":"ανο",
"ανόβερο":"ανόβερο",
"ανόβερο28-25":"ανόβερο28-25",
"ανοδικά":"ανοδικά",
"ανοδικες":"ανοδικός",
"ανοδικές":"ανοδικός",
"ανοδική":"ανοδικός",
"ανοδικής":"ανοδικός",
"ανοδικό":"ανοδικός",
"ανοδικός":"ανοδικός",
"ανοδικών":"ανοδικός",
"ανοδιωμένο":"ανοδιωμένο",
"ανοδο":"άνοδος",
"άνοδο":"άνοδος",
"άνοδό":"άνοδος",
"άνοδοι":"άνοδος",
"άνοδος":"άνοδος",
"ανόδου":"άνοδος",
"ανόδων":"άνοδος",
"ανοησία":"ανοησία",
"ανοησίας":"ανοησία",
"ανοησίες":"ανοησία",
"ανόητα":"ανόητα",
"ανόητες":"ανόητος",
"ανόητη":"ανόητος",
"ανόητο":"ανόητος",
"ανόητοι":"ανόητος",
"ανόητος":"ανόητος",
"ανόητου":"ανόητος",
"ανόητους":"ανόητος",
"ανοήτων":"ανόητος",
"ανοήτως":"ανόητα",
"ανόθευτες":"ανόθευτος",
"ανόθευτο":"ανόθευτος",
"άνοια":"άνοια",
"άνοιγα":"ανοίγω",
"ανοίγαμε":"ανοίγω",
"άνοιγαν":"ανοίγω",
"άνοιγε":"ανοίγω",
"ανοιγει":"ανοίγω",
"ανοίγει":"ανοίγω",
"ανοίγειν":"ανοίγειν",
"ανοίγεις":"ανοίγω",
"ανοίγεται":"ανοίγω",
"ανοίγετε":"ανοίγω",
"ανοιγμα":"άνοιγμα",
"άνοιγμα":"άνοιγμα",
"άνοιγμά":"άνοιγμα",
"ανοίγματα":"άνοιγμα",
"ανοίγματος":"άνοιγμα",
"ανοιγμάτων":"άνοιγμα",
"ανοιγμένη":"ανοιγμένος",
"ανοιγοκλείνουν":"ανοιγοκλείνω",
"ανοίγονται":"ανοίγω",
"ανοίγοντας":"ανοίγω",
"ανοίγοντάς":"ανοίγω",
"ανοίγουμε":"ανοίγω",
"ανοιγουν":"ανοίγω",
"ανοίγουν":"ανοίγω",
"ανοίγω":"ανοίγω",
"ανοίκεια":"ανοίκειος",
"ανοίκειες":"ανοίκειος",
"ανοίκειο":"ανοίκειος",
"ανοικοδομείται":"ανοικοδομώ",
"ανοικοδομήθηκε":"ανοικοδομώ",
"ανοικοδομηθούν":"ανοικοδομώ",
"ανοικοδόμηση":"ανοικοδόμηση",
"ανοικοδόμησης":"ανοικοδόμηση",
"ανοικτά":"ανοικτά",
"ανοικτά":"ανοιχτός",
"ανοικτές":"ανοιχτός",
"ανοικτη":"ανοιχτός",
"ανοικτή":"ανοιχτός",
"ανοικτής":"ανοιχτός",
"ανοικτό":"ανοιχτός",
"ανοικτοί":"ανοιχτός",
"ανοικτός":"ανοιχτός",
"ανοικτού":"ανοιχτός",
"ανοικτούς":"ανοιχτός",
"ανοικτών":"ανοιχτός",
"άνοιξ":"άνοιξ",
"άνοιξα":"ανοίγω",
"ανοίξαμε":"ανοίγω",
"άνοιξαν":"ανοίγω",
"ανοιξε":"ανοίγω",
"άνοιξε":"ανοίγω",
"ανοίξει":"ανοίγω",
"ανοίξεις":"ανοίγω",
"ανοίξετε":"ανοίγω",
"ανοιξη":"άνοιξη",
"άνοιξη":"άνοιξη",
"άνοιξης":"άνοιξη",
"ανοιξιά":"ανοιξιά",
"ανοιξιάς":"ανοιξιάς",
"ανοιξιάτης":"ανοιξιάτης",
"ανοιξιάτικα":"ανοιξιάτικος",
"ανοιξιάτικες":"ανοιξιάτικος",
"ανοιξιάτικη":"ανοιξιάτικος",
"ανοιξιάτικης":"ανοιξιάτικος",
"ανοιξιάτικο":"ανοιξιάτικος",
"ανοιξιώτες":"ανοιξιώτες",
"ανοιξιώτικο":"ανοιξιώτικο",
"ανοιξιωτών":"ανοιξιωτών",
"ανοίξουμε":"ανοίγω",
"ανοίξουν":"ανοίγω",
"ανοίξτε":"ανοίγω",
"ανοίξω":"ανοίγω",
"ανοιχθεί":"ανοίγω",
"ανοίχθηκαν":"ανοίγω",
"ανοίχθηκε":"ανοίγω",
"ανοιχτά":"ανοικτά",
"ανοιχτά":"ανοιχτός",
"ανοιχτεί":"ανοίγω",
"ανοιχτές":"ανοιχτός",
"ανοιχτη":"ανοιχτός",
"ανοιχτή":"ανοιχτός",
"ανοίχτηκαν":"ανοίγω",
"ανοίχτηκε":"ανοίγω",
"ανοιχτής":"ανοιχτός",
"ανοιχτό":"ανοιχτός",
"ανοιχτοί":"ανοιχτός",
"ανοιχτομάτηδες":"ανοιχτομάτης",
"ανοιχτός":"ανοιχτός",
"ανοιχτού":"ανοιχτός",
"ανοιχτούμε":"ανοίγω",
"ανοιχτούν":"ανοίγω",
"ανοιχτούς":"ανοιχτός",
"ανοιχτόχρωμα":"ανοιχτόχρωμα",
"ανοιχτόχρωμη":"ανοιχτόχρωμος",
"ανοιχτόχρωμο":"ανοιχτόχρωμος",
"ανοιχτων":"ανοιχτός",
"ανοιχτών":"ανοιχτός",
"ανολοκλήρωτη":"ανολοκλήρωτος",
"ανολοκλήρωτο":"ανολοκλήρωτος",
"ανολοκλήρωτου":"ανολοκλήρωτος",
"άνομες":"άνομος",
"ανομήματα":"ανόμημα",
"ανομημάτων":"ανόμημα",
"ανομίες":"ανομία",
"άνομο":"άνομος",
"ανόμοια":"ανόμοια",
"ανόμοιες":"ανόμοιος",
"ανομοιογένεια":"ανομοιογένεια",
"ανομοιογένειας":"ανομοιογένεια",
"ανόμοιοι":"ανόμοιος",
"ανομοιόμορφα":"ανομοιόμορφα",
"ανομοιομορφία":"ανομοιομορφία",
"ανομολόγητα":"ανομολόγητα",
"ανομολόγητες":"ανομολόγητος",
"ανομολόγητη":"ανομολόγητος",
"ανομολόγητο":"ανομολόγητος",
"ανομολόγητος":"ανομολόγητος",
"ανόμους":"άνομος",
"άνομους":"άνομος",
"άνομων":"άνομος",
"ανοξείδωτο":"ανοξείδωτος",
"ανοξείδωτου":"ανοξείδωτος",
"ανόργανων":"ανόργανος",
"ανοργανωσιά":"ανοργανωσιά",
"ανοργάνωτες":"ανοργάνωτος",
"ανοργάνωτη":"ανοργάνωτος",
"ανοργάνωτοι":"ανοργάνωτος",
"ανορεξία":"ανορεξία",
"ανορεξίας":"ανορεξία",
"ανορθογραφία":"ανορθογραφία",
"ανορθόγραφος":"ανορθόγραφος",
"ανορθόδοξα":"ανορθόδοξα",
"ανορθόδοξες":"ανορθόδοξος",
"ανορθόδοξο":"ανορθόδοξος",
"ανορθόδοξοι":"ανορθόδοξος",
"ανορθόδοξος":"ανορθόδοξος",
"ανορθολογικά":"ανορθολογικά",
"ανορθολογική":"ανορθολογική",
"ανορθολογικό":"αναορθολογικός",
"ανορθολογικότητα":"ανορθολογικότητα",
"ανορθολογισμός":"ανορθολογισμός",
"ανορθώσει":"ανορθώνω",
"ανορθωση":"ανόρθωση",
"ανόρθωση":"ανόρθωση",
"ανόρθωσης":"ανόρθωση",
"ανοσία":"ανοσία",
"ανόσιο":"ανόσιος",
"ανοσιολόγο":"ανοσιολόγος",
"ανοσιούργημα":"ανοσιούργημα",
"ανοσοβιολογικό":"ανοσοβιολογικός",
"ανοσολογίας":"ανοσολογία",
"ανοσολογικό":"ανοσολογικός",
"ανοσοποιητικό":"ανοσοποιητικός",
"ανοσοποιητικού":"ανοσοποιητικός",
"ανοσοποιητικών":"ανοσοποιητικός",
"ανοσοσφαιρίνη":"ανοσοσφαιρίνη",
"άνοστη":"άνοστος",
"άνοστο":"άνοστος",
"ανουαρ":"ανουαρ",
"ανουάρ":"ανουάρ",
"άνουβι":"άνουβι",
"ανούσια":"ανούσια",
"ανούσια":"ανούσιος",
"ανούσιες":"ανούσιος",
"ανούσιο":"ανούσιος",
"ανούσιων":"ανούσιος",
"ανοχές":"ανοχή",
"ανοχή":"ανοχή",
"ανοχήν":"ανοχή",
"ανοχής":"ανοχή",
"ανοχύρωτα":"ανοχύρωτα",
"ανοχύρωτη":"ανοχύρωτος",
"ανρί":"ανρί",
"άνσα":"άνσα",
"αντ":"αντί",
"αντ'":"αντί",
"αντ.":"αντ.",
"αντ1":"αντ1",
"αντ-1":"αντ-1",
"άντα":"άντα",
"ανταγωνίζεται":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνίζονται":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνιζόταν":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνισθούν":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνισμό":"ανταγωνισμός",
"ανταγωνισμοί":"ανταγωνισμός",
"ανταγωνισμός":"ανταγωνισμός",
"ανταγωνισμού":"ανταγωνισμός",
"ανταγωνισμούς":"ανταγωνισμός",
"ανταγωνιστεί":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνιστές":"ανταγωνιστής",
"ανταγωνιστή":"ανταγωνιστής",
"ανταγωνιστήκαμε":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνιστής":"ανταγωνιστής",
"ανταγωνιστικά":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικές":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστική":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικής":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικό":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικοί":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικός":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικότερα":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικότερες":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικότητα":"ανταγωνιστικότητα",
"ανταγωνιστικότητά":"ανταγωνιστικότητα",
"ανταγωνιστικότητας":"ανταγωνιστικότητα",
"ανταγωνιστικότητάς":"ανταγωνιστικότητα",
"ανταγωνιστικού":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικούς":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστικών":"ανταγωνιστικός",
"ανταγωνιστούν":"ανταγωνίζομαι",
"ανταγωνίστριες":"ανταγωνίστρια",
"ανταγωνιστών":"ανταγωνιστής",
"ανταλά":"ανταλά",
"ανταλλαγές":"ανταλλαγή",
"ανταλλαγή":"ανταλλαγή",
"ανταλλαγής":"ανταλλαγή",
"αντάλλαγμα":"αντάλλαγμα",
"ανταλλάγματα":"αντάλλαγμα",
"ανταλλάγματά":"αντάλλαγμα",
"ανταλλάγματος":"αντάλλαγμα",
"ανταλλαγμάτων":"αντάλλαγμα",
"ανταλλαγούν":"ανταλλάζω",
"ανταλλαγών":"ανταλλαγή",
"ανταλλακτήρια":"ανταλλακτήριος",
"ανταλλακτικά":"ανταλλακτικό",
"ανταλλακτικών":"ανταλλακτικό",
"ανταλλάξαμε":"ανταλλάζω",
"αντάλλαξαν":"ανταλλάζω",
"αντάλλαξε":"ανταλλάζω",
"ανταλλάξει":"ανταλλάζω",
"ανταλλάξετε":"ανταλλάζω",
"ανταλλάξιμες":"ανταλλάξιμος",
"ανταλλάξιμων":"ανταλλάξιμος",
"ανταλλάξουμε":"ανταλλάζω",
"ανταλλάξουν":"ανταλλάζω",
"ανταλλάξτε":"ανταλλάζω",
"αντάλλασσαν":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσει":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσεται":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσονται":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσοντας":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσουν":"ανταλλάζω",
"ανταλλάσσω":"ανταλλάζω",
"ανταλλάχθηκαν":"ανταλλάζω",
"αντάμ":"αντάμ",
"άνταμ":"άνταμ",
"αντάμα":"αντάμα",
"ανταμείβει":"ανταμείβω",
"ανταμειφθεί":"ανταμείβω",
"ανταμειφθείτε":"ανταμείβω",
"ανταμείφθηκαν":"ανταμείβω",
"ανταμείφθηκε":"ανταμείβω",
"ανταμειφθούν":"ανταμείβω",
"ανταμείψει":"ανταμείβω",
"ανταμοιβή":"ανταμοιβή",
"ανταμού":"ανταμού",
"άνταμς":"άνταμς",
"άνταμτσακ":"άνταμτσακ",
"αντάμωμα":"αντάμωμα",
"ανταμώνουν":"ανταμώνω",
"αντανακλά":"αντανακλώ",
"αντανακλάσεις":"αντανακλώ",
"αντανακλάσεως":"αντανάκλαση",
"αντανάκλαση":"αντανάκλαση",
"αντανακλαστικά":"αντανακλαστικά",
"αντανακλαστικό":"αντανακλαστικός",
"αντανακλαστικότητα":"αντανακλαστικότητα",
"αντανακλαστικών":"αντανακλαστικός",
"αντανακλάται":"αντανακλώ",
"αντανακλούν":"αντανακλώ",
"αντανακλούσε":"αντανακλώ",
"αντανακλώνται":"αντανακλώ",
"αντανακλώντας":"αντανακλώ",
"αντάξια":"αντάξια",
"αντάξιες":"αντάξιος",
"αντάξιο":"αντάξιος",
"αντάξιοι":"αντάξιος",
"αντάξιος":"αντάξιος",
"αντάξιους":"αντάξιος",
"ανταπάντησε":"ανταπαντώ",
"ανταπαντήσει":"ανταπαντώ",
"ανταπάντηση":"ανταπάντηση",
"ανταπαντώντας":"ανταπαντώ",
"ανταπέδιδε":"ανταποδίνω",
"ανταπέδωσε":"ανταποδίνω",
"ανταποδίδουμε":"ανταποδίνω",
"ανταπόδοση":"ανταπόδοση",
"ανταπόδοσης":"ανταπόδοση",
"ανταποδοτικά":"ανταποδοτικά",
"ανταποδοτικές":"ανταποδοτικός",
"ανταποδοτικό":"ανταποδοτικός",
"ανταποδοτικοί":"ανταποδοτικός",
"ανταποδοτικού":"ανταποδοτικός",
"ανταποδώσει":"ανταποδίνω",
"ανταποδώσουν":"ανταποδίνω",
"ανταποκριθεί":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκριθείτε":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίθηκαν":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίθηκε":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκριθούμε":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκριθούν":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκριθώ":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίνεται":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίνομαι":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρινόμαστε":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρινόμενες":"ανταποκρινόμενος",
"ανταποκρινόμενη":"ανταποκρινόμενος",
"ανταποκρινόμενο":"ανταποκρινόμενος",
"ανταποκρινόμενοι":"ανταποκρινόμενος",
"ανταποκρινόμενος":"ανταποκρινόμενος",
"ανταποκρίνονται":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίνονταν":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρινόταν":"ανταποκρίνομαι",
"ανταποκρίσεις":"ανταπόκριση",
"ανταποκρίσεων":"ανταπόκριση",
"ανταπόκριση":"ανταπόκριση",
"ανταπόκρισή":"ανταπόκριση",
"ανταπόκρισης":"ανταπόκριση",
"ανταποκριτές":"ανταποκριτής",
"ανταποκριτή":"ανταποκριτής",
"ανταποκριτής":"ανταποκριτής",
"ανταποκριτού":"ανταποκριτής",
"ανταποκρίτρια":"ανταποκρίτρια",
"ανταποκριτών":"ανταποκριτής",
"αντάρα":"αντάρα",
"ανταριασμένα":"ανταριασμένος",
"ανταριασμένη":"ανταριασμένος",
"ανταρκτική":"ανταρκτικός",
"ανταρκτικού":"ανταρκτικός",
"ανταρσία":"ανταρσία",
"ανταρσιας":"ανταρσία",
"ανταρσίας":"ανταρσία",
"ανταρτες":"αντάρτης",
"αντάρτες":"αντάρτης",
"αντάρτη":"αντάρτης",
"αντάρτης":"αντάρτης",
"αντάρτικα":"αντάρτικος",
"ανταρτικές":"αντάρτικος",
"αντάρτικες":"αντάρτικος",
"ανταρτική":"αντάρτικος",
"ανταρτικής":"αντάρτικος",
"ανταρτικό":"αντάρτικος",
"αντάρτικο":"αντάρτικος",
"ανταρτικού":"αντάρτικος",
"αντάρτικου":"αντάρτικος",
"ανταρτοπόλεμο":"ανταρτοπόλεμος",
"ανταρτοπόλεμος":"ανταρτοπόλεμος",
"ανταρτοπολέμου":"ανταρτοπόλεμος",
"ανταρτών":"αντάρτης",
"αντασφαλίστηκα":"αντασφαλίζω",
"ανταύγεια":"ανταύγεια",
"ανταύγειες":"ανταύγεια",
"αντβερπ":"αντβερπ",
"αντβέρπ":"αντβέρπ",
"άντβοκάατ":"άντβοκάατ",
"αντβοκατ":"αντβοκατ",
"άντβοκατ":"άντβοκατ",
"άντε":"άντε",
"αντεγκληματικής":"αντεγκληματικής",
"αντεγκλήσεις":"αντέγκληση",
"αντεγκλήσεων":"αντέγκληση",
"αντέγραφε":"αντιγράφω",
"αντέγραψαν":"αντιγράφω",
"αντέδρασαν":"αντιδρώ",
"αντέδρασε":"αντιδρώ",
"αντεθνικά":"αντεθνικά",
"αντεθνικές":"αντεθνικός",
"αντεθνικής":"αντεθνικός",
"αντεισαγγελέα":"αντεισαγγελέας",
"αντεισαγγελέας":"αντεισαγγελέας",
"αντέκρουσαν":"αντικρούω",
"αντέκρουσε":"αντικρούω",
"αντέλ":"αντέλ",
"αντελήφθη":"αντιλαμβάνομαι",
"αντελήφθην":"αντιλαμβάνομαι",
"αντελήφθησαν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντελίγια":"αντελίγια",
"αντέμ":"αντέμ",
"αντεμπαγιόρ":"αντεμπαγιόρ",
"αντενάουερ":"αντενάουερ",
"αντενδείκνυται":"αντενδείκνυμαι",
"αντενδείξεις":"αντένδειξη",
"αντεννα":"αντεννα",
"αντέννα":"αντέννα",
"άντεξα":"αντέχω",
"αντέξαμε":"αντέχω",
"άντεξαν":"αντέχω",
"άντεξε":"αντέχω",
"αντέξει":"αντέχω",
"αντέξεις":"αντέχω",
"αντέξετε":"αντέχω",
"αντέξουμε":"αντέχω",
"αντέξουν":"αντέχω",
"αντέξω":"αντέχω",
"αντεπεξέλθει":"αντεπεξέρχομαι",
"αντεπεξέλθετε":"αντεπεξέρχομαι",
"αντεπεξέλθουμε":"αντεπεξέρχομαι",
"αντεπεξέλθουν":"αντεπεξέρχομαι",
"αντεπεξέρχεται":"αντεπεξέρχομαι",
"αντεπετέθηκαν":"αντεπετέθηκαν",
"αντεπιθέσεις":"αντεπίθεση",
"αντεπιθεση":"αντεπίθεση",
"αντεπίθεση":"αντεπίθεση",
"αντεπίθεσή":"αντεπίθεση",
"αντεπίθεσης":"αντεπίθεση",
"αντεπιστέλλον":"αντεπιστέλλον",
"αντεπιστημονικό":"αντεπιστημονικός",
"αντεπιτεθεί":"αντεπιτίθεμαι",
"αντεπιτέθηκαν":"αντεπιτίθεμαι",
"αντεπιτεθούν":"αντεπιτίθεμαι",
"αντεπιτιθέμενος":"αντεπιτιθέμενος",
"αντεπιτίθεται":"αντεπιτίθεμαι",
"αντεπιχείρημα":"αντεπιχείρημα",
"αντεπιχειρήματα":"αντεπιχείρημα",
"άντερλεχτ":"άντερλεχτ",
"άντερς":"άντερς",
"άντερσεν":"άντερσεν",
"άντερσον":"άντερσον",
"αντέστρεψαν":"αντιστρέφω",
"αντέταξε":"αντιτάσσω",
"αντέτεινε":"αντιτείνω",
"άντεχα":"αντέχω",
"αντέχαμε":"αντέχω",
"άντεχαν":"αντέχω",
"άντεχε":"αντέχω",
"'αντέχει'":"'αντέχει'",
"αντέχει":"αντέχω",
"αντέχεις":"αντέχω",
"αντέχεται":"αντέχω",
"αντέχετε":"αντέχω",
"αντέχοντας":"αντέχω",
"αντέχουμε":"αντέχω",
"αντέχουν":"αντέχω",
"αντέχω":"αντέχω",
"αντζα":"αντζα",
"αντζας":"αντζας",
"άντζας":"άντζας",
"αντζελες":"αντζελες",
"άντζελες":"άντζελες",
"αντζέλικα":"αντζέλικα",
"άντζελις":"άντζελις",
"αντζέντα":"αντζέντα",
"αντηλιακής":"αντηλιακός",
"αντηχεί":"αντηχώ",
"αντηχείο":"αντηχείο",
"αντηχήσανε":"αντηχώ",
"αντήχησε":"αντηχώ",
"αντηχήσει":"αντηχώ",
"αντηχήσεις":"αντηχώ",
"αντήχηση":"αντήχηση",
"αντηχούν":"αντηχώ",
"αντηχούσε":"αντηχώ",
"αντι":"αντί",
"αντί":"αντί",
"άντι":"άντι",
"αντιαεροπορικά":"αντιαεροπορικός",
"αντιαεροπορικής":"αντιαεροπορικός",
"αντιαεροπορικό":"αντιαεροπορικός",
"αντιαεροπορικών":"αντιαεροπορικός",
"αντιαθλητικού":"αντιαθλητικός",
"αντιαισθητικά":"αντιαισθητικός",
"αντιαισθητική":"αντιαισθητικός",
"αντιαλλεργικά":"αντιαλλεργικός",
"αντιαλλεργικών":"αντιαλλεργικός",
"αντιαμερικανικά":"αντιαμερικανικός",
"αντιαμερικανική":"αντιαμερικανικός",
"αντιαμερικανικών":"αντιαμερικανικός",
"αντιαμερικανισμό":"αντιαμερικανισμός",
"αντιαμερικανισμός":"αντιαμερικανισμός",
"αντιαμερικανών":"αντιαμερικανός",
"αντί-άνδρα":"αντί-άνδρα",
"αντιασφυξιογόνες":"αντιασφυξιογόνος",
"αντιαττικιστές":"αντιαττικιστής",
"αντιβαίνει":"αντιβαίνω",
"αντιβαίνουν":"αντιβαίνω",
"αντίβαρο":"αντίβαρο",
"αντιβασιλέας":"αντιβασιλέας",
"αντιβιοτικα":"αντιβιοτικός",
"αντιβιοτικά":"αντιβιοτικός",
"αντιβιοτικών":"αντιβιοτικός",
"αντιβίωση":"αντιβίωση",
"αντιγνωμίες":"αντιγνωμία",
"αντιγόνα":"αντιγόνο",
"αντιγονη":"αντιγόνη",
"αντιγόνη":"αντιγόνη",
"αντιγονιδών":"αντιγονιδών",
"αντίγραφα":"αντίγραφο",
"αντιγραφέας":"αντιγραφέας",
"αντιγραφεί":"αντιγράφω",
"αντιγράφει":"αντιγράφω",
"αντιγραφειοκρατικό":"αντιγραφειοκρατικός",
"αντιγραφειοκρατικών":"αντιγραφειοκρατικός",
"αντιγράφεις":"αντιγράφω",
"αντιγραφές":"αντιγραφή",
"αντιγράφεται":"αντιγράφω",
"αντιγραφή":"αντιγραφή",
"αντιγραφής":"αντιγραφή",
"αντίγραφο":"αντίγραφο",
"αντιγράφονται":"αντιγράφω",
"αντιγράφοντας":"αντιγράφω",
"αντιγράφου":"αντίγραφο",
"αντιγράφουμε":"αντιγράφω",
"αντιγράφουν":"αντιγράφω",
"αντιγράφω":"αντιγράφω",
"αντιγράφων":"αντίγραφο",
"αντιγράψαμε":"αντιγράφω",
"αντιγράψει":"αντιγράφω",
"αντιγράψεις":"αντιγράφω",
"αντιγράψουμε":"αντιγράφω",
"αντιγράψω":"αντιγράφω",
"αντιδεοντολογικά":"αντιδεοντολογικός",
"αντιδεοντολογική":"αντιδεοντολογικός",
"αντιδεοντολογικό":"αντιδεοντολογικός",
"αντιδημαρχία":"αντιδημαρχία",
"αντιδημαρχίες":"αντιδημαρχία",
"αντιδήμαρχο":"αντιδήμαρχος",
"αντιδημαρχοι":"αντιδήμαρχος",
"αντιδήμαρχοι":"αντιδήμαρχος",
"αντιδήμαρχος":"αντιδήμαρχος",
"αντιδημάρχου":"αντιδήμαρχος",
"αντιδημάρχους":"αντιδήμαρχος",
"αντιδημάρχων":"αντιδήμαρχος",
"αντιδημοκρατικές":"αντιδημοκρατικός",
"αντιδημοκρατική":"αντιδημοκρατικός",
"αντιδημοκρατικό":"αντιδημοκρατικός",
"αντιδιαβρωτική":"αντιδιαβρωτικός",
"αντιδιαστέλλει":"αντιδιαστέλλω",
"αντιδιαστολή":"αντιδιαστολή",
"αντιδιαστολής":"αντιδιαστολή",
"αντιδικία":"αντιδικία",
"αντιδικίας":"αντιδικία",
"αντιδικίες":"αντιδικία",
"αντιδικιών":"αντιδικία",
"αντίδικο":"αντίδικος",
"αντιδικούν":"αντιδικώ",
"αντιδίκους":"αντίδικος",
"αντιδικτατορική":"αντιδικτατορικός",
"αντιδικτατορικό":"αντιδικτατορικός",
"αντιδικτατορικού":"αντιδικτατορικός",
"αντίδοτο":"αντίδοτο",
"αντιδρά":"αντιδρώ",
"αντιδράσαμε":"αντιδρώ",
"αντιδράσατε":"αντιδρώ",
"αντιδράσει":"αντιδρώ",
"αντιδράσεις":"αντίδραση",
"αντιδράσετε":"αντιδρώ",
"αντιδράσεων":"αντίδραση",
"αντιδράσεως":"αντίδραση",
"αντιδραση":"αντίδραση",
"αντίδραση":"αντίδραση",
"αντίδρασή":"αντίδραση",
"αντιδρασης":"αντίδραση",
"αντίδρασης":"αντίδραση",
"αντίδρασής":"αντίδραση",
"αντίδρασις":"αντίδραση",
"αντιδράσουμε":"αντιδρώ",
"αντιδράσουν":"αντιδρώ",
"αντιδράστε":"αντιδρώ",
"αντιδραστήρα":"αντιδραστήρας",
"αντιδραστήρας":"αντιδραστήρας",
"αντιδραστήρες":"αντιδραστήρας",
"αντιδραστικά":"αντιδραστικά",
"αντιδραστικές":"αντιδραστικός",
"αντιδραστική":"αντιδραστικός",
"αντιδραστικό":"αντιδραστικός",
"αντιδραστικοί":"αντιδραστικός",
"αντιδραστικών":"αντιδραστικός",
"αντιδράσω":"αντιδρώ",
"αντιδράτε":"αντιδρώ",
"αντιδρούμε":"αντιδρώ",
"αντιδρούν":"αντιδρώ",
"αντιδρούσαν":"αντιδρώ",
"αντιδρούσε":"αντιδρώ",
"αντιδρώντας":"αντιδρώ",
"αντιδρώντες":"αντιδρών",
"αντιδυτικές":"αντιδυτικός",
"αντιδυτικής":"αντιδυτικός",
"αντιεβραϊκή":"αντιεβραϊκός",
"αντιεισαγγελέα":"αντιεισαγγελέας",
"αντιεισαγγελέας":"αντιεισαγγελέας",
"αντιεκπαιδευτική":"αντιεκπαιδευτικός",
"αντιεκπαιδευτικής":"αντιεκπαιδευτικός",
"αντιεμπορικές":"αντιεμπορικός",
"αντιεξουσιαστές":"αντιεξουσιαστής",
"αντιεξουσιαστική":"αντιεξουσιαστικός",
"αντιεξουσιαστικό":"αντιεξουσιαστικός",
"αντιεξουσιαστικού":"αντιεξουσιαστικός",
"αντιεπιστημονικά":"αντιεπιστημονικά",
"αντιεπιστημονικό":"αντιεπιστημονικός",
"αντιευρωπαϊκές":"αντιευρωπαϊκός",
"αντιηλιακή":"αντηλιακός",
"αντιθέσει":"αντιθέσει",
"αντιθέσεις":"αντίθεση",
"αντιθέσεων":"αντίθεση",
"αντίθεση":"αντίθεση",
"αντίθεσή":"αντίθεση",
"αντίθεσης":"αντίθεση",
"αντίθεσής":"αντίθεση",
"αντιθετα":"αντίθετα",
"αντίθετα":"αντίθετα",
"αντίθετα":"αντίθετος",
"αντιθετες":"αντίθετος",
"αντίθετες":"αντίθετος",
"αντίθετη":"αντίθετος",
"αντίθετης":"αντίθετος",
"αντίθετο":"αντίθετος",
"αντίθετό":"αντίθετος",
"αντίθετοι":"αντίθετος",
"αντίθετος":"αντίθετος",
"αντιθέτου":"αντίθετος",
"αντίθετου":"αντίθετος",
"αντίθετους":"αντίθετος",
"αντίθετων":"αντίθετος",
"αντιθέτως":"αντίθετα",
"αντιθρομβωτικά":"αντιθρομβωτικός",
"αντιθρομβωτική":"αντιθρομβωτικός",
"αντιικού":"αντιικού",
"αντιιμπεριαλιστική":"αντιιμπεριαλιστικός",
"αντιιμπεριαλιστικό":"αντιιμπεριαλιστικός",
"αντιισταμινικά":"αντιισταμινικά",
"αντιισταμινικών":"αντιισταμινικών",
"αντίκα":"αντίκα",
"αντικαθεστωτικούς":"αντικαθεστωτικός",
"αντικαθεστωτικών":"αντικαθεστωτικός",
"αντικαθιστά":"αντικαθιστώ",
"αντικαθίστανται":"αντικαθιστώ",
"αντικαθίσταται":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστούμε":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστούν":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστούσαν":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστούσε":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστώ":"αντικαθιστώ",
"αντικαθιστώντας":"αντικαθιστώ",
"αντικανονικά":"αντικανονικός",
"αντικανονική":"αντικανονικός",
"αντικανονικό":"αντικανονικός",
"αντικαπιταλισμού":"αντικαπιταλισμός",
"αντικαπιταλιστική":"αντικαπιταλιστικός",
"αντικαπιταλιστικός":"αντικαπιταλιστικός",
"αντικαπνιστικά":"αντικαπνιστικός",
"αντικαπνιστικές":"αντικαπνιστικός",
"αντικαπνιστική":"αντικαπνιστικός",
"αντικαπνιστικής":"αντικαπνιστικός",
"αντικαπνιστικό":"αντικαπνιστικός",
"αντικαρκινικά":"αντικαρκινικός",
"αντικαρκινικές":"αντικαρκινικός",
"αντικαρκινική":"αντικαρκινικός",
"αντικαρκινικής":"αντικαρκινικός",
"αντικαρκινικό":"αντικαρκινικός",
"αντικαρκινικού":"αντικαρκινικός",
"αντικαταβολή":"αντικαταβολή",
"αντικαταθλιπτικά":"αντικαταθλιπτικός",
"αντικαταθλιπτικών":"αντικαταθλιπτικός",
"αντικατασκοπεία":"αντικατασκοπεία",
"αντικατασκοπείας":"αντικατασκοπείας",
"αντικατασκοπίας":"αντικατασκοπία",
"αντικατασταθεί":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστάθηκαν":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστάθηκε":"αντικαθιστώ",
"αντικατασταθούν":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστάσεις":"αντικατάσταση",
"αντικατάσταση":"αντικατάσταση",
"αντικατάστασή":"αντικατάσταση",
"αντικατάστασης":"αντικατάσταση",
"αντικατάστασής":"αντικατάσταση",
"αντικαταστάτες":"αντικαταστάτης",
"αντικαταστάτη":"αντικαταστάτης",
"αντικαταστάτης":"αντικαταστάτης",
"αντικαταστατης":"αντικαταστατός",
"αντικαταστάτρια":"αντικαταστάτρια",
"αντικαταστήσει":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστήσεις":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστήσετε":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστήσουμε":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστήσουν":"αντικαθιστώ",
"αντικαταστήσω":"αντικαθιστώ",
"αντικατέστησαν":"αντικαθιστώ",
"αντικατέστησε":"αντικαθιστώ",
"αντικατοπτρίζει":"αντικατοπτρίζω",
"αντικατοπτρίζεται":"αντικατοπτρίζω",
"αντικατοπτρίζοντας":"αντικατοπτρίζω",
"αντικατοπτρίζουν":"αντικατοπτρίζω",
"αντικατοπτρίσουν":"αντικατοπτρίζω",
"αντικείμενα":"αντικείμενο",
"αντικείμενά":"αντικείμενο",
"αντικειμενικά":"αντικειμενικά",
"αντικειμενικά":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικές":"αντικειμενικός",
"αντικειμενική":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικής":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικό":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικοί":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικοποίηση":"αντικειμενικοποίηση",
"αντικειμενικός":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικότητα":"αντικειμενικότητα",
"αντικειμενικότητας":"αντικειμενικότητα",
"αντικειμενικούς":"αντικειμενικός",
"αντικειμενικών":"αντικειμενικός",
"αντικείμενο":"αντικείμενο",
"αντικείμενό":"αντικείμενο",
"αντικειμένου":"αντικείμενο",
"αντικειμένων":"αντικείμενο",
"αντίκεινται":"αντίκειμαι",
"αντίκειται":"αντίκειμαι",
"αντικέρ":"αντικέρ",
"αντίκες":"αντίκα",
"αντικίνητρα":"αντικίνητρο",
"αντικίνητρο":"αντικίνητρο",
"αντικλείδι":"αντικλείδι",
"αντικνήμια":"αντικνήμιο",
"αντικοινοβουλευτική":"αντικοινοβουλευτικός",
"αντικοινωνικές":"αντικοινωνικός",
"αντικοινωνική":"αντικοινωνικός",
"αντικοινωνικής":"αντικοινωνικός",
"αντικοινωνικών":"αντικοινωνικός",
"αντικολλητικό":"αντικολλητικός",
"αντικομμουνισμός":"αντικομμουνισμός",
"αντικομμουνιστής":"αντικομμουνιστής",
"αντικομμουνιστική":"αντικομμουνιστικός",
"αντικομμουνιστικής":"αντικομμουνιστικός",
"αντικομμουνιστικό":"αντικομμουνιστικός",
"αντικομμουνιστικού":"αντικομμουνιστικός",
"αντικομφορμιστής":"αντικομφορμιστής",
"αντικονφορμιστικά":"αντικονφορμιστικά",
"αντικοσμική":"αντικοσμικός",
"αντίκριζα":"αντικρίζω",
"αντικρίζαμε":"αντικρίζω",
"αντικρίζει":"αντικρίζω",
"αντικρίζονται":"αντικρίζω",
"αντικρίζουμε":"αντικρίζω",
"αντικρίζουν":"αντικρίζω",
"αντικρίζω":"αντικρίζω",
"αντικρινή":"αντικρινός",
"αντίκρισαν":"αντικρίζω",
"αντίκρισε":"αντικρίζω",
"αντικρίσει":"αντικρίζω",
"αντίκρισμα":"αντίκρισμα",
"αντικρίσουν":"αντικρίζω",
"αντικριστά":"αντικριστά",
"αντικρούει":"αντικρούω",
"αντικρούεται":"αντικρούω",
"αντικρουόμενες":"αντικρουόμενος",
"αντικρουόμενων":"αντικρουόμενος",
"αντικρούοντας":"αντικρούω",
"αντικρούουν":"αντικρούω",
"αντικρούσει":"αντικρούω",
"αντίκρουση":"αντίκρουση",
"αντικρούσουν":"αντικρούω",
"αντικρούσω":"αντικρούω",
"αντικρύζει":"αντικρίζω",
"αντικρύζεις":"αντικρίζω",
"αντικρύζοντας":"αντικρίζω",
"αντικρύζουμε":"αντικρίζω",
"αντικρύζουν":"αντικρίζω",
"αντίκρυσα":"αντικρίζω",
"αντίκρυσαν":"αντικρίζω",
"αντίκρυσε":"αντικρίζω",
"αντικρύσει":"αντικρίζω",
"αντίκρυσμα":"αντίκρισμα",
"αντικρύσουμε":"αντικρίζω",
"αντικρύσουν":"αντικρίζω",
"αντίκτυπο":"αντίκτυπος",
"αντίκτυπος":"αντίκτυπος",
"αντίκτυπου":"αντίκτυπος",
"αντικυβερνητικών":"αντικυβερνητικός",
"αντικύθηρα":"αντικύθηρα",
"αντικυκλώνας":"αντικυκλώνας",
"αντιλαθρεμπορικών":"αντιλαθρεμπορικός",
"αντιλαϊκά":"αντιλαϊκά",
"αντιλαϊκά":"αντιλαϊκός",
"αντιλαϊκές":"αντιλαϊκός",
"αντιλαϊκή":"αντιλαϊκός",
"αντίλαλο":"αντίλαλος",
"αντίλαλός":"αντίλαλος",
"αντιλαμβάνεσαι":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνεσθε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνεστε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνεται":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνομαι":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβανόμασταν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβανόμαστε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνονται":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβάνονταν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβανόσουν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλαμβανόταν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλέγει":"αντιλέγω",
"αντιλέγουμε":"αντιλέγω",
"αντιληπτά":"αντιληπτός",
"αντιληπτές":"αντιληπτός",
"αντιληπτή":"αντιληπτός",
"αντιληπτική":"αντιληπτικός",
"αντιληπτό":"αντιληπτός",
"αντιληπτοί":"αντιληπτός",
"αντιληπτός":"αντιληπτός",
"αντιληφθεί":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθείς":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθείτε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλήφθηκα":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθήκαμε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλήφθηκαν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθήκατε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλήφθηκε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλήφθησαν":"αντιληφθείς",
"αντιληφθούμε":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθούν":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιληφθώ":"αντιλαμβάνομαι",
"αντιλήψεις":"αντίληψη",
"αντιλήψεων":"αντίληψη",
"αντίληψη":"αντίληψη",
"αντίληψή":"αντίληψη",
"αντίληψης":"αντίληψη",
"αντιλογίας":"αντιλογία",
"αντίλογο":"αντίλογος",
"αντίλογος":"αντίλογος",
"αντιλόγου":"αντίλογος",
"αντίλογου":"αντίλογος",
"αντιλόπη":"αντιλόπη",
"αντιμάχεται":"αντιμάχομαι",
"αντιμαχόμενα":"αντιμαχόμενος",
"αντιμαχόμενες":"αντιμαχόμενος",
"αντιμαχομένων":"αντιμαχόμενος",
"αντιμαχόμενων":"αντιμαχόμενος",
"αντιμάχονται":"αντιμάχομαι",
"αντίμετρα":"αντίμετρο",
"αντιμέτωπα":"αντιμέτωπα",
"αντιμέτωπες":"αντιμέτωπος",
"αντιμέτωπη":"αντιμέτωπος",
"αντιμετώπιζα":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζαμε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετώπιζαν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετώπιζε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιζει":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζει":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζεις":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζεται":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζετε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιζόμαστε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζονται":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζονταν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζοντας":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζοντάς":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιζόταν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζουμε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιζουν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζουν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίζω":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετώπισα":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσαμε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετώπισαν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσατε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετώπισε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσει":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσεις":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσετε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσεως":"αντιμετώπιση",
"αντιμετωπιση":"αντιμετώπιση",
"αντιμετώπιση":"αντιμετώπιση",
"αντιμετώπισή":"αντιμετώπιση",
"αντιμετωπισης":"αντιμετώπιση",
"αντιμετώπισης":"αντιμετώπιση",
"αντιμετώπισής":"αντιμετώπιση",
"αντιμετωπισθεί":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσθηκε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπισθούν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσιμη":"αντιμετωπίσιμος",
"αντιμετωπίσουμε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσουν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίστε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιστεί":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίστηκαν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίστηκε":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπιστούν":"αντιμετωπίζω",
"αντιμετωπίσω":"αντιμετωπίζω",
"αντιμέτωπο":"αντιμέτωπος",
"αντιμέτωποι":"αντιμέτωπος",
"αντιμέτωποί":"αντιμέτωπος",
"αντιμέτωπος":"αντιμέτωπος",
"αντιμέτωπους":"αντιμέτωπος",
"αντι-μηνύματα":"αντι-μηνύματα",
"αντιμονοπωλιακή":"αντιμονοπωλιακός",
"αντι-μπάσκετ":"αντι-μπάσκετ",
"αντιναρκωτικού":"αντιναρκωτικός",
"αντιναύαρχος":"αντιναύαρχος",
"αντινομάρχη":"αντινομάρχης",
"αντινομάρχης":"αντινομάρχης",
"αντινομίες":"αντινομία",
"αντινομιών":"αντινομία",
"αντινοόπολη":"αντινοόπολη",
"αντιντόπινγκ":"αντιντόπινγκ",
"αντίξοες":"αντίξοος",
"αντιξοότητες":"αντιξοότητα",
"αντίξοων":"αντίξοος",
"αντιο":"αντίο",
"αντίο":"αντίο",
"αντι-οικολογικό":"αντι-οικολογικό",
"αντιοικονομίες":"αντιοικονομίες",
"αντιολισθητικές":"αντιολισθητικός",
"αντιολισθητικών":"αντιολισθητικός",
"αντιοξειδωτικά":"αντιοξειδωτικός",
"αντιορθολογικό":"αντιορθολογικός",
"αντιόχεια":"αντιόχεια",
"αντι-παγκοσμιοποίησης":"αντι-παγκοσμιοποίησης",
"αντιπαθεί":"αντιπαθώ",
"αντιπάθεια":"αντιπάθεια",
"αντιπάθειας":"αντιπάθεια",
"αντιπάθειες":"αντιπάθεια",
"αντιπαθέστερα":"αντιπαθής",
"αντιπαθής":"αντιπαθής",
"αντιπαθητικό":"αντιπαθητικός",
"αντιπαθούν":"αντιπαθώ",
"αντιπαθώ":"αντιπαθώ",
"αντίπαλα":"αντίπαλος",
"αντίπαλες":"αντίπαλος",
"αντιπαλεύει":"αντιπαλεύω",
"αντίπαλη":"αντίπαλος",
"αντίπαλης":"αντίπαλος",
"αντίπαλο":"αντίπαλος",
"αντίπαλό":"αντίπαλος",
"αντίπαλοι":"αντίπαλος",
"αντίπαλοί":"αντίπαλος",
"αντιπαλος":"αντίπαλος",
"αντίπαλος":"αντίπαλος",
"αντίπαλός":"αντίπαλος",
"αντιπαλότητα":"αντιπαλότητα",
"αντιπαλότητά":"αντιπαλότητα",
"αντιπαλότητας":"αντιπαλότητα",
"αντιπαλότητες":"αντιπαλότητα",
"αντιπάλου":"αντίπαλος",
"αντιπάλους":"αντίπαλος",
"αντίπαλους":"αντίπαλος",
"αντιπάλων":"αντίπαλος",
"αντίπαλων":"αντίπαλος",
"αντίπαξοι":"αντίπαξοι",
"αντιπαραβάλει":"αντιπαραβάλλω",
"αντιπαραβάλλει":"αντιπαραβάλλω",
"αντιπαραβολή":"αντιπαραβολή",
"αντιπαραγωγική":"αντιπαραγωγικός",
"αντιπαραγωγικής":"αντιπαραγωγικός",
"αντιπαραγωγικό":"αντιπαραγωγικός",
"αντιπαραγωγικών":"αντιπαραγωγικός",
"αντιπαράδειγμα":"αντιπαράδειγμα",
"αντιπαραθεσεις":"αντιπαράθεση",
"αντιπαραθέσεις":"αντιπαράθεση",
"αντιπαραθέσεων":"αντιπαράθεση",
"αντιπαραθεση":"αντιπαράθεση",
"αντιπαράθεση":"αντιπαράθεση",
"αντιπαράθεσή":"αντιπαράθεση",
"αντιπαράθεσης":"αντιπαράθεση",
"αντιπαράθεσής":"αντιπαράθεση",
"αντιπαραθέσουμε":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαραθέσουν":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαραθέτει":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαρατάξουν":"αντιπαρατάσσω",
"αντιπαρατεθεί":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαρατίθενται":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαρατίθεται":"αντιπαραθέτω",
"αντιπαρέβαλε":"αντιπαραβάλλω",
"αντιπαρέλθεις":"αντιπαρέρχομαι",
"αντιπαρήλθαν":"αντιπαρέρχομαι",
"αντιπαροχή":"αντιπαροχή",
"αντιπαροχής":"αντιπαροχή",
"αντιπατριωτισμό":"αντιπατριωτισμός",
"αντίπερα":"αντίπερα",
"αντιπερισπασμό":"αντιπερισπασμός",
"αντιπερισπασμού":"αντιπερισπασμός",
"αντιπηκτικά":"αντιπηκτικός",
"αντιπληθωριστική":"αντιπληθωριστικός",
"αντιπληθωριστικής":"αντιπληθωριστικός",
"αντιπληθωριστικών":"αντιπληθωριστικός",
"αντιπλημμυρικά":"αντιπλημμυρικός",
"αντιπλημμυρική":"αντιπλημμυρικός",
"αντιπλημμυρικής":"αντιπλημμυρικός",
"αντιπλημμυρικών":"αντιπλημμυρικός",
"αντίποδα":"αντίποδας",
"αντίποδες":"αντίποδας",
"αντιποίηση":"αντιποίηση",
"αντίποινα":"αντίποινο",
"αντιποίνων":"αντίποινο",
"αντιπολεμικά":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμικές":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμική":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμικής":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμικό":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμικού":"αντιπολεμικός",
"αντιπολεμικών":"αντιπολεμικός",
"αντιπολιτευόμενη":"αντιπολιτευόμενος",
"αντιπολιτευόμενο":"αντιπολιτευόμενος",
"αντιπολιτευόμενοι":"αντιπολιτευόμενος",
"αντιπολιτευόμενους":"αντιπολιτευόμενος",
"αντιπολιτευομένων":"αντιπολιτευόμενος",
"αντιπολιτεύσεως":"αντιπολίτευση",
"αντιπολίτευση":"αντιπολίτευση",
"αντιπολίτευσή":"αντιπολίτευση",
"αντιπολιτευσης":"αντιπολίτευση",
"αντιπολίτευσης":"αντιπολίτευση",
"αντιπολιτευτικά":"αντιπολιτευτικά",
"αντιπολιτευτικές":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτική":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτικής":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτικό":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτικοί":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτικού":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπολιτευτικούς":"αντιπολιτευτικός",
"αντιπραξικόπημα":"αντιπραξικόπημα",
"αντιπροεδρία":"αντιπροεδρία",
"αντιπρόεδρο":"αντιπρόεδρος",
"αντιπρόεδρό":"αντιπρόεδρος",
"αντιπρόεδροι":"αντιπρόεδρος",
"αντιπροεδρος":"αντιπρόεδρος",
"αντιπρόεδρος":"αντιπρόεδρος",
"αντιπρόεδρός":"αντιπρόεδρος",
"αντιπροέδρου":"αντιπρόεδρος",
"αντιπροέδρους":"αντιπρόεδρος",
"αντιπροέδρων":"αντιπρόεδρος",
"αντιπροσωπεια":"αντιπροσωπεία",
"αντιπροσωπεία":"αντιπροσωπεία",
"αντιπροσωπείας":"αντιπροσωπεία",
"αντιπροσωπείες":"αντιπροσωπεία",
"αντιπροσωπειών":"αντιπροσωπεία",
"αντιπροσώπευαν":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσώπευε":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπεύει":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπεύονται":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπεύοντας":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπεύουν":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσώπευσε":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπεύσει":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσώπευση":"αντιπροσώπευση",
"αντιπροσωπευτεί":"αντιπροσωπεύω",
"αντιπροσωπευτικά":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικές":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτική":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικής":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικό":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικοί":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικός":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικότητα":"αντιπροσωπευτικότητα",
"αντιπροσωπευτικότητά":"αντιπροσωπευτικότητα",
"αντιπροσωπευτικότητας":"αντιπροσωπευτικότητα",
"αντιπροσωπευτικού":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικούς":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπευτικών":"αντιπροσωπευτικός",
"αντιπροσωπία":"αντιπροσωπία",
"αντιπρόσωπο":"αντιπρόσωπος",
"αντιπρόσωποι":"αντιπρόσωπος",
"αντιπρόσωποί":"αντιπρόσωπος",
"αντιπρόσωπος":"αντιπρόσωπος",
"αντιπρόσωπός":"αντιπρόσωπος",
"αντιπροσώπου":"αντιπρόσωπος",
"αντιπροσώπους":"αντιπρόσωπος",
"αντιπροσώπων":"αντιπρόσωπος",
"αντιπρόταση":"αντιπρόταση",
"αντιπρότειναν":"αντιπροτείνω",
"αντιπρότεινε":"αντιπροτείνω",
"αντιπροτείνει":"αντιπροτείνω",
"αντιπροτείνουν":"αντιπροτείνω",
"αντιπρύτανη":"αντιπρύτανης",
"αντιπρύτανης":"αντιπρύτανης",
"αντιπύραρχος":"αντιπύραρχος",
"αντιπυραυλικής":"αντιπυραυλικός",
"αντιπυραυλικών":"αντιπυραυλικός",
"αντιπυρηνικά":"αντιπυρηνικός",
"αντιπυρική":"αντιπυρικός",
"αντιπυρικής":"αντιπυρικός",
"αντιρατσιστικά":"αντιρατσιστικός",
"αντιρρήσεις":"αντίρρηση",
"αντιρρήσεων":"αντίρρηση",
"αντίρρηση":"αντίρρηση",
"αντίρρησή":"αντίρρηση",
"αντίρρησης":"αντίρρηση",
"αντιρρησίας":"αντιρρησίας",
"αντιρρησίες":"αντιρρησίας",
"αντιρρησιών":"αντιρρησίας",
"αντιρρητική":"αντιρρητικός",
"αντίρροπα":"αντίρροπα",
"αντίρροπες":"αντίρροπος",
"αντίρροπη":"αντίρροπος",
"αντίς":"αντίς",
"αντισεισμικη":"αντισεισμικός",
"αντισεισμική":"αντισεισμικός",
"αντισεισμικό":"αντισεισμικός",
"αντισεισμικός":"αντισεισμικός",
"αντισεισμικού":"αντισεισμικός",
"αντισεισμικών":"αντισεισμικός",
"αντισημίτες":"αντισημίτης",
"αντισημίτης":"αντισημίτης",
"αντισημιτικά":"αντισημιτικός",
"αντισημιτική":"αντισημιτικός",
"αντισημιτικής":"αντισημιτικός",
"αντισημιτισμό":"αντισημιτισμός",
"αντισημιτισμός":"αντισημιτισμός",
"αντισημιτισμού":"αντισημιτισμός",
"αντισηπτικό":"αντισηπτικός",
"αντίσκηνα":"αντίσκηνο",
"αντισταθεί":"αντιστέκομαι",
"αντισταθείς":"αντιστέκομαι",
"αντισταθείτε":"αντιστέκομαι",
"αντιστάθηκαν":"αντιστέκομαι",
"αντισταθμίζει":"αντισταθμίζω",
"αντισταθμίζεται":"αντισταθμίζω",
"αντισταθμίζοντας":"αντισταθμίζω",
"αντισταθμίσει":"αντισταθμίζω",
"αντιστάθμιση":"αντιστάθμιση",
"αντισταθμισθούν":"αντισταθμίζω",
"αντιστάθμισμα":"αντιστάθμισμα",
"αντισταθμίσουν":"αντισταθμίζω",
"αντισταθμιστεί":"αντισταθμίζω",
"αντισταθμιστικά":"αντισταθμιστικά",
"αντισταθμιστικού":"αντισταθμιστικός",
"αντισταθμιστικών":"αντισταθμιστικός",
"αντισταθμιστούν":"αντισταθμίζω",
"αντισταθούμε":"αντιστέκομαι",
"αντισταθούν":"αντιστέκομαι",
"αντισταθώ":"αντιστέκομαι",
"αντιστάσεις":"αντίσταση",
"αντιστάσεως":"αντίσταση",
"αντίσταση":"αντίσταση",
"αντίστασή":"αντίσταση",
"αντίστασης":"αντίσταση",
"αντίστασής":"αντίσταση",
"αντιστασιακά":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακές":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακή":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακής":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακό":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακοί":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακος":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακός":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακού":"αντιστασιακός",
"αντιστασιακούς":"αντιστασιακός",
"αντιστέκεστε":"αντιστέκομαι",
"αντιστέκεται":"αντιστέκομαι",
"αντιστεκόμαστε":"αντιστέκομαι",
"αντιστέκονται":"αντιστέκομαι",
"αντιστέκονταν":"αντιστέκομαι",
"αντιστεκόταν":"αντιστέκομαι",
"αντιστηρίξεις":"αντιστήριξη",
"αντιστήριξη":"αντιστήριξη",
"αντιστήριξης":"αντιστήριξη",
"αντίστοιχα":"αντίστοιχα",
"αντίστοιχα":"αντίστοιχος",
"αντιστοιχεί":"αντιστοιχώ",
"αντίστοιχες":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχη":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχης":"αντίστοιχος",
"αντιστοιχία":"αντιστοιχία",
"αντιστοιχίας":"αντιστοιχία",
"αντιστοιχίες":"αντιστοιχία",
"αντιστοιχίζεται":"αντιστοιχίζω",
"αντίστοιχο":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχοι":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχος":"αντίστοιχος",
"αντιστοίχου":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχου":"αντίστοιχος",
"αντιστοιχούν":"αντιστοιχώ",
"αντίστοιχους":"αντίστοιχος",
"αντιστοιχούσαν":"αντιστοιχώ",
"αντιστοιχούσε":"αντιστοιχώ",
"αντιστοίχων":"αντίστοιχος",
"αντίστοιχων":"αντίστοιχος",
"αντιστοίχως":"αντίστοιχα",
"αντιστρατεύεται":"αντιστρατεύομαι",
"αντιστρατεύονται":"αντιστρατεύομαι",
"αντιστρατευτεί":"αντιστρατεύομαι",
"αντιστράτηγος":"αντιστράτηγος",
"αντιστραφεί":"αντιστρέφω",
"αντιστράφηκαν":"αντιστρέφω",
"αντιστραφηκε":"αντιστρέφω",
"αντιστράφηκε":"αντιστρέφω",
"αντιστραφούν":"αντιστρέφω",
"αντιστρές":"αντιστρές",
"αντιστρέφει":"αντιστρέφω",
"αντιστρέφεται":"αντιστρέφω",
"αντιστρέφοντας":"αντιστρέφω",
"αντιστρέφουν":"αντιστρέφω",
"αντιστρέψει":"αντιστρέφω",
"αντιστρέψουν":"αντιστρέφω",
"αντιστρέψω":"αντιστρέφω",
"αντίστροφα":"αντίστροφα",
"αντίστροφες":"αντίστροφος",
"αντιστροφή":"αντιστροφή",
"αντίστροφη":"αντίστροφος",
"αντίστροφή":"αντίστροφος",
"αντιστροφής":"αντιστροφή",
"αντίστροφης":"αντίστροφος",
"αντίστροφο":"αντίστροφος",
"αντίστροφό":"αντίστροφος",
"αντίστροφου":"αντίστροφος",
"αντιστρόφως":"αντίστροφα",
"αντισυλληπτικά":"αντισυλληπτικός",
"αντισυλληπτικο":"αντισυλληπτικός",
"αντισυλληπτικό":"αντισυλληπτικός",
"αντισυλληπτικών":"αντισυλληπτικός",
"αντισύλληψη":"αντισύλληψη",
"αντισυμβατικά":"αντισυμβατικός",
"αντισυμβατική":"αντισυμβατικός",
"αντισύνοδο":"αντισύνοδο",
"αντι-σύνοδο":"αντι-σύνοδο",
"αντισυνόδου":"αντισυνόδου",
"αντισυνταγματάρχη":"αντισυνταγματάρχης",
"αντισυνταγματάρχης":"αντισυνταγματάρχης",
"αντισυνταγματικές":"αντισυνταγματικός",
"αντισυνταγματική":"αντισυνταγματικός",
"αντισυνταγματικό":"αντισυνταγματικός",
"αντισυνταγματικοί":"αντισυνταγματικός",
"αντισυνταγματικός":"αντισυνταγματικός",
"αντισυνταγματικότητα":"αντισυνταγματικότητα",
"αντισυνταγματικότητας":"αντισυνταγματικότητα",
"αντισυνταγματικού":"αντισυνταγματικός",
"αντισώματα":"αντίσωμα",
"αντισωμάτων":"αντίσωμα",
"αντιτάξει":"αντιτάσσω",
"αντιτάξουμε":"αντιτάσσω",
"αντιτάσσεται":"αντιτάσσω",
"αντιτάσσονται":"αντιτάσσω",
"αντιτάσσοντας":"αντιτάσσω",
"αντιτάσσουμε":"αντιτάσσω",
"αντιτάσσουν":"αντιτάσσω",
"αντιταχθεί":"αντιτάσσω",
"αντιταχθείτε":"αντιτάσσω",
"αντιτάχθηκαν":"αντιτάσσω",
"αντιτάχθηκε":"αντιτάσσω",
"αντιταχθούν":"αντιτάσσω",
"αντιτείνει":"αντιτείνω",
"αντιτείνοντας":"αντιτείνω",
"αντιτείνουν":"αντιτείνω",
"'αντιτηλεοπτική'":"'αντιτηλεοπτική'",
"αντιτίθεμαι":"αντιτίθεμαι",
"αντιτιθέμενοι":"αντιτιθέμενος",
"αντιτιθέμενος":"αντιτιθέμενος",
"αντιτιθέμενων":"αντιτιθέμενος",
"αντιτίθενται":"αντιτίθεμαι",
"αντιτίθεται":"αντιτίθεμαι",
"αντιτιθόταν":"αντιτιθόταν",
"αντίτιμο":"αντίτιμο",
"αντιτίμου":"αντίτιμο",
"αντιτορπιλικά":"αντιτορπιλικό",
"αντιτρομοκρατικά":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικές":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατική":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικής":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικό":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικοί":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικός":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικού":"αντιτρομοκρατικός",
"αντιτρομοκρατικών":"αντιτρομοκρατικός",
"αντίτυπα":"αντίτυπο",
"αντιτύπων":"αντίτυπο",
"αντιυπερτασικά":"αντιυπερτασικός",
"αντιφάσεις":"αντίφαση",
"αντιφάσεων":"αντίφαση",
"αντιφαση":"αντίφαση",
"αντίφαση":"αντίφαση",
"αντίφασης":"αντίφαση",
"αντιφάσκει":"αντιφάσκω",
"αντιφάσκουν":"αντιφάσκω",
"αντιφατικά":"αντιφατικός",
"αντιφατικές":"αντιφατικός",
"αντιφατική":"αντιφατικός",
"αντιφατικό":"αντιφατικός",
"αντιφατικοί":"αντιφατικός",
"αντιφατικός":"αντιφατικός",
"αντιφατικότητα":"αντιφατικότητα",
"αντιφατικών":"αντιφατικός",
"αντιφεγγίζει":"αντιφεγγίζω",
"αντιφλεγμονώδη":"αντιφλεγμονώδης",
"αντιφλεγμονώδους":"αντιφλεγμονώδης",
"αντιφρονούντες":"αντιφρονών",
"αντιφρονούντων":"αντιφρονών",
"αντιχαιρετά":"αντιχαιρετώ",
"αντίχειρα":"αντίχειρας",
"αντιχριστιανικής":"αντιχριστιανικός",
"αντιψυκτικά":"αντιψυκτικός",
"αντιψυκτικό":"αντιψυκτικός",
"αντλεί":"αντλώ",
"αντλείται":"αντλώ",
"αντληθεί":"αντλώ",
"αντληθέντων":"αντληθείς",
"αντληθούν":"αντλώ",
"αντλήσει":"αντλώ",
"άντληση":"άντληση",
"άντλησης":"άντληση",
"αντλήσουμε":"αντλώ",
"αντλήσουν":"αντλώ",
"αντλίες":"αντλία",
"αντλιοστασίων":"αντλιοστάσιο",
"αντλιών":"αντλία",
"άντλον":"άντλον",
"αντλούμε":"αντλώ",
"αντλούμενο":"αντλούμενος",
"αντλούν":"αντλώ",
"αντλούσαν":"αντλώ",
"αντλούσε":"αντλώ",
"αντλώ":"αντλώ",
"αντλώντας":"αντλώ",
"αντμίρα":"αντμίρα",
"αντόλφο":"αντόλφο",
"αντομάϊτις":"αντομάϊτις",
"άντον":"άντον",
"άντονι":"άντονι",
"αντονιο":"αντονιο",
"αντόνιο":"αντόνιο",
"αντονίτο":"αντονίτο",
"άντου":"άντου",
"αντουάν":"αντουάν",
"αντουανέτα":"αντουανέτα",
"αντουρίτς":"αντουρίτς",
"αντοχές":"αντοχή",
"αντοχή":"αντοχή",
"αντοχής":"αντοχή",
"αν-τ-οχής":"αν-τ-οχής",
"αντοχών":"αντοχή",
"άντρα":"άντρας",
"αντραβίζος":"αντραβίζος",
"άντρακλα":"άντρακλας",
"άντρας":"άντρας",
"αντρέ":"αντρέ",
"αντρεα":"αντρεα",
"αντρέα":"αντρέα",
"αντρέας":"αντρέας",
"αντρέεβο":"αντρέεβο",
"αντρέεφ":"αντρέεφ",
"αντρέι":"αντρέι",
"αντρειωμένους":"αντρειωμένος",
"αντρεκότ":"αντρεκότ",
"αντρενοκορτικοτροπίν":"αντρενοκορτικοτροπίν",
"αντρεοτι":"αντρεοτι",
"αντρεότι":"αντρεότι",
"άντρες":"άντρας",
"άντρη":"άντρη",
"αντριάν":"αντριάν",
"άντριαν":"άντριαν",
"αντριάνο":"αντριάνο",
"αντρικά":"αντρικά",
"αντρικές":"ανδρικός",
"αντρική":"ανδρικός",
"αντρικής":"ανδρικός",
"αντρικό":"ανδρικός",
"αντρικού":"ανδρικός",
"αντριόλι":"αντριόλι",
"άντριου":"άντριου",
"άντριους":"άντριους",
"άντριτς":"άντριτς",
"άντρο":"άντρο",
"αντρόγυνο":"αντρόγυνο",
"αντρών":"άντρας",
"αντσελότι":"αντισελωτός",
"αντσούγιες":"αντσούγια",
"αντύπας":"αντύπας",
"αντωναράκου":"αντωναράκου",
"αντώναρος":"αντώναρος",
"αντωνη":"αντώνης",
"αντώνη":"αντώνης",
"αντώνης":"αντώνης",
"αντωνία":"αντωνία",
"αντωνιάδη":"αντωνιάδης",
"αντωνιάδης":"αντωνιάδης",
"αντωνιαδου":"αντωνιαδου",
"αντωνιο":"αντώνιος",
"αντώνιο":"αντώνιος",
"αντώνιο-αιμίλιο":"αντώνιο-αιμίλιο",
"αντωνιος":"αντώνιος",
"αντώνιος":"αντώνιος",
"αντωνίου":"αντώνιος",
"αντωνόπουλο":"αντωνόπουλος",
"αντωνόπουλος":"αντωνόπουλος",
"αντωνοπούλου":"αντωνόπουλος",
"αντωνυμία":"αντωνυμία",
"αντωνυμίες":"αντωνυμία",
"αντωνυμιών":"αντωνυμία",
"άνυδρες":"άνυδρος",
"άνυδρη":"άνυδρος",
"άνυδρο":"άνυδρος",
"άνυδρος":"άνυδρος",
"ανυπακοή":"ανυπακοή",
"ανυπακοής":"ανυπακοή",
"ανύπανδρες":"ανύπαντρος",
"ανύπανδρη":"ανύπαντρος",
"ανύπανδρων":"ανύπαντρος",
"ανύπαντρες":"ανύπαντρος",
"ανύπαντρη":"ανύπαντρος",
"ανύπαντρος":"ανύπαντρος",
"ανύπαντρων":"ανύπαντρος",
"ανύπαρκτα":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτες":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτη":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτο":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτοι":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτος":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτου":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτους":"ανύπαρκτος",
"ανύπαρκτων":"ανύπαρκτος",
"ανυπαρξία":"ανυπαρξία",
"ανυπαρξίας":"ανυπαρξία",
"ανυπεράσπιστα":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπεράσπιστη":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπεράσπιστο":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπεράσπιστος":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπεράσπιστους":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπεράσπιστων":"ανυπεράσπιστος",
"ανυπέρβλητα":"ανυπέρβλητος",
"ανυπέρβλητες":"ανυπέρβλητος",
"ανυπέρβλητη":"ανυπέρβλητος",
"ανυπέρβλητο":"ανυπέρβλητος",
"ανυπέρβλητου":"ανυπέρβλητος",
"ανυπόγραφα":"ανυπόγραφα",
"ανυπόγραφη":"ανυπόγραφος",
"ανυπόγραφο":"ανυπόγραφος",
"ανυπόληπτων":"ανυπόληπτος",
"ανυποληψία":"ανυποληψία",
"ανυποληψίας":"ανυποληψία",
"ανυπολόγιστες":"ανυπολόγιστος",
"ανυπολόγιστη":"ανυπολόγιστος",
"ανυπολόγιστης":"ανυπολόγιστος",
"ανυπόμονα":"ανυπόμονα",
"ανυπομονεί":"ανυπομονώ",
"ανυπομονησία":"ανυπομονησία",
"ανυπόμονοι":"ανυπόμονος",
"ανυπομονούν":"ανυπομονώ",
"ανυπομονούσαν":"ανυπομονώ",
"ανύποπτη":"ανύποπτος",
"ανύποπτο":"ανύποπτος",
"ανυπόστατα":"ανυπόστατα",
"ανυπόστατες":"ανυπόστατος",
"ανυπόστατη":"ανυπόστατος",
"ανυπόστατους":"ανυπόστατος",
"ανυπότακτη":"ανυπότακτος",
"ανυπότακτος":"ανυπότακτος",
"ανυπότακτους":"ανυπότακτος",
"ανυπότακτων":"ανυπότακτος",
"ανυπόφορα":"ανυπόφορα",
"ανυπόφορες":"ανυπόφορος",
"ανυπόφορη":"ανυπόφορος",
"ανυπόφορο":"ανυπόφορος",
"ανυπόφορος":"ανυπόφορος",
"ανυποχώρητα":"ανυποχώρητα",
"ανυποχώρητης":"ανυποχώρητος",
"ανυποχώρητοι":"ανυποχώρητος",
"ανυποχώρητος":"ανυποχώρητος",
"ανυποχώρητους":"ανυποχώρητος",
"ανυποψίαστα":"ανυποψίαστα",
"ανυποψίαστα":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστες":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστη":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστης":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστο":"ανυποψίαστος",
"ανυποψιαστοι":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστοι":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστος":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστου":"ανυποψίαστος",
"ανυποψίαστων":"ανυποψίαστος",
"ανυστερόβουλο":"ανυστερόβουλος",
"ανυψωμένος":"ανυψώνω",
"ανυψώνεται":"ανυψώνω",
"ανυψώνουν":"ανυψώνω",
"ανυψώσει":"ανυψώνω",
"ανύψωση":"ανύψωση",
"ανυψωτική":"ανυψωτικός",
"άνφιλντ":"άνφιλντ",
"ανχελ":"ανχελ",
"άνχελ":"άνχελ",
"ανχούι":"ανχούι",
"ανω":"άνω",
"άνω":"άνω",
"ανώδυνα":"ανώδυνος",
"ανώδυνες":"ανώδυνος",
"ανώδυνη":"ανώδυνος",
"ανώδυνο":"ανώδυνος",
"ανώδυνος":"ανώδυνος",
"άνωθεν":"άνωθεν",
"άνωθέν":"άνωθεν",
"άνω-κάτω":"άνω-κάτω",
"ανώμαλα":"ανώμαλα",
"ανωμαλη":"ανώμαλος",
"ανώμαλη":"ανώμαλος",
"ανώμαλης":"ανώμαλος",
"ανωμαλία":"ανωμαλία",
"ανωμαλίας":"ανωμαλία",
"ανωμαλίες":"ανωμαλία",
"ανώμαλο":"ανώμαλος",
"ανώμαλος":"ανώμαλος",
"ανωμάλου":"ανώμαλος",
"ανώμαλου":"ανώμαλος",
"ανώμαλων":"ανώμαλος",
"ανωμεριτη":"ανωμερίτης",
"ανωμερίτη":"ανωμερίτης",
"ανωμερίτης":"ανωμερίτης",
"ανων":"ανων",
"ανώνυμα":"ανώνυμα",
"ανώνυμες":"ανώνυμος",
"ανωνυμη":"ανώνυμος",
"ανώνυμη":"ανώνυμος",
"ανώνυμης":"ανώνυμος",
"ανωνυμία":"ανωνυμία",
"ανωνυμίας":"ανωνυμία",
"ανώνυμο":"ανώνυμος",
"ανώνυμοι":"ανώνυμος",
"ανώνυμος":"ανώνυμος",
"ανώνυμου":"ανώνυμος",
"ανώνυμους":"ανώνυμος",
"ανωνύμων":"ανώνυμος",
"ανώνυμων":"ανώνυμος",
"ανωνύμως":"ανώνυμα",
"ανώριμα":"ανώριμος",
"ανώριμο":"ανώριμος",
"ανώριμοι":"ανώριμος",
"ανωριμότητα":"ανωριμότητα",
"ανώτατα":"ανώτερος",
"ανώτατες":"ανώτερος",
"ανωτάτη":"ανώτερος",
"ανώτατη":"ανώτερος",
"ανωτάτην":"ανώτερος",
"ανωτάτης":"ανώτερος",
"ανώτατης":"ανώτερος",
"ανώτατο":"ανώτερος",
"ανώτατοι":"ανώτερος",
"ανωτατοποίηση":"ανωτατοποίηση",
"ανώτατος":"ανώτερος",
"ανωτάτου":"ανώτερος",
"ανώτατου":"ανώτερος",
"ανωτάτους":"ανώτερος",
"ανώτατους":"ανώτερος",
"ανωτάτων":"ανώτερος",
"ανώτατων":"ανώτερος",
"ανώτερα":"άνω",
"ανώτερα":"ανώτερος",
"ανωτέρας":"ανώτερος",
"ανώτερες":"ανώτερος",
"ανώτερη":"ανώτερος",
"ανώτερης":"ανώτερος",
"ανώτερής":"ανώτερος",
"ανώτερο":"ανώτερος",
"ανώτεροι":"ανώτερος",
"ανώτεροί":"ανώτερος",
"ανώτερος":"ανώτερος",
"ανωτερότητα":"ανωτερότητα",
"ανωτερότητά":"ανωτερότητα",
"ανωτερότητας":"ανωτερότητα",
"ανωτέρου":"ανώτερος",
"ανώτερου":"ανώτερος",
"ανωτέρους":"ανώτερος",
"ανώτερους":"ανώτερος",
"ανωτέρω":"άνω",
"ανωτέρων":"ανώτερος",
"ανώτερων":"ανώτερος",
"ανωφελείς":"ανώφελος",
"ανώφελο":"ανώφελος",
"ανώφελος":"ανώφελος",
"αξαρλιάν":"αξαρλιάν",
"άξαφνα":"άξαφνος",
"αξεδιάλυτα":"αξεδιάλυτος",
"αξελός":"αξελός",
"αξεπέραστα":"αξεπέραστος",
"αξεπέραστες":"αξεπέραστος",
"αξεπέραστη":"αξεπέραστος",
"αξεπέραστο":"αξεπέραστος",
"αξεπέραστοι":"αξεπέραστος",
"αξεπέραστου":"αξεπέραστος",
"αξεσουάρ":"αξεσουάρ",
"άξεστη":"άξεστος",
"άξεστος":"άξεστος",
"άξεστους":"άξεστος",
"αξέχαστα":"αξέχαστος",
"αξέχαστες":"αξέχαστος",
"αξέχαστη":"αξέχαστος",
"αξέχαστοι":"αξέχαστος",
"αξέχαστος":"αξέχαστος",
"αξημέρωτα":"αξημέρωτος",
"αξία":"αξία",
"άξια":"άξιος",
"άξιά":"άξιος",
"αξιαγάπητη":"αξιαγάπητος",
"αξιαγάπητο":"αξιαγάπητος",
"αξιακή":"αξιακός",
"αξίαν":"αξία",
"αξίας":"αξία",
"άξιας":"άξιος",
"αξιέπαινη":"αξιέπαινος",
"αξιέπαινο":"αξιέπαινος",
"αξιέπαινοι":"αξιέπαινος",
"αξιέπαινου":"αξιέπαινος",
"αξίες":"αξία",
"άξιες":"άξιος",
"άξιζαν":"αξίζω",
"άξιζε":"αξίζω",
"αξίζει":"αξίζω",
"αξίζετε":"αξίζω",
"αξίζουμε":"αξίζω",
"αξίζουν":"αξίζω",
"αξίνες":"αξίνα",
"αξιό":"αξιός",
"άξιο":"άξιος",
"αξιοζήλευτη":"αξιοζήλευτος",
"αξιοζήλευτο":"αξιοζήλευτος",
"αξιοθαύμαστες":"αξιοθαύμαστος",
"αξιοθαύμαστη":"αξιοθαύμαστος",
"αξιοθαύμαστης":"αξιοθαύμαστος",
"αξιοθαύμαστος":"αξιοθαύμαστος",
"αξιοθέατα":"αξιοθέατος",
"αξιοθέατο":"αξιοθέατος",
"αξιοθρήνητα":"αξιοθρήνητος",
"αξιοθρήνητο":"αξιοθρήνητος",
"άξιοι":"άξιος",
"αξιοκατάκριτες":"αξιοκατάκριτος",
"αξιοκατάκριτοι":"αξιοκατάκριτος",
"αξιοκαταφρόνητη":"αξιοκαταφρόνητος",
"αξιοκρατία":"αξιοκρατία",
"αξιοκρατίας":"αξιοκρατία",
"αξιοκρατικά":"αξιοκρατικά",
"αξιοκρατικές":"αξιοκρατικός",
"αξιοκρατική":"αξιοκρατικός",
"αξιοκρατικούς":"αξιοκρατικός",
"αξιοκρατικών":"αξιοκρατικός",
"αξιολάτρευτους":"αξιολάτρευτος",
"αξιόλογα":"αξιόλογος",
"αξιολογεί":"αξιολογώ",
"αξιολογείται":"αξιολογώ",
"αξιόλογες":"αξιόλογος",
"αξιόλογη":"αξιόλογος",
"αξιολογηθεί":"αξιολογώ",
"αξιολογήθηκαν":"αξιολογώ",
"αξιολογήθηκε":"αξιολογώ",
"αξιολογηθούν":"αξιολογώ",
"αξιολογημένα":"αξιολογώ",
"αξιόλογης":"αξιόλογος",
"αξιολόγησαν":"αξιολογώ",
"αξιολόγησε":"αξιολογώ",
"αξιολογήσει":"αξιολογώ",
"αξιολογήσεις":"αξιολόγηση",
"αξιολογήσεων":"αξιολόγηση",
"αξιολογήσεως":"αξιολόγηση",
"αξιολόγηση":"αξιολόγηση",
"αξιολόγησή":"αξιολόγηση",
"αξιολόγησης":"αξιολόγηση",
"αξιολόγησής":"αξιολόγηση",
"αξιολογήσουμε":"αξιολογώ",
"αξιολογήσουν":"αξιολογώ",
"αξιολογήστε":"αξιολογώ",
"αξιολογητές":"αξιολογητής",
"αξιολογητών":"αξιολογητής",
"αξιολογικά":"αξιολογικός",
"αξιολογική":"αξιολογικός",
"αξιολογικό":"αξιολογικός",
"αξιόλογο":"αξιόλογος",
"αξιόλογοι":"αξιόλογος",
"αξιόλογος":"αξιόλογος",
"αξιολογότατα":"αξιόλογος",
"αξιόλογου":"αξιόλογος",
"αξιολογούμε":"αξιολογώ",
"αξιολογούν":"αξιολογώ",
"αξιολογούνται":"αξιολογώ",
"αξιόλογους":"αξιόλογος",
"αξιόλογων":"αξιόλογος",
"αξιολογώντας":"αξιολογώ",
"αξιολύπητο":"αξιολύπητος",
"αξιολύπητοι":"αξιολύπητος",
"αξιόμαχη":"αξιόμαχος",
"αξιόμαχης":"αξιόμαχος",
"αξιόμαχο":"αξιόμαχος",
"αξιόμαχοι":"αξιόμαχος",
"αξιόμαχος":"αξιόμαχος",
"άξιον":"άξιος",
"αξιοπερίεργα":"αξιοπερίεργος",
"αξιοπερίεργο":"αξιοπερίεργος",
"αξιόπιστα":"αξιόπιστα",
"αξιόπιστες":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστη":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστης":"αξιόπιστος",
"αξιοπιστία":"αξιοπιστία",
"αξιοπιστίας":"αξιοπιστία",
"αξιόπιστο":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστοι":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστος":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστου":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστους":"αξιόπιστος",
"αξιόπιστων":"αξιόπιστος",
"αξιοπλοΐας":"αξιοπλοΐας",
"αξιοποιεί":"αξιοποιώ",
"αξιοποιείται":"αξιοποιώ",
"αξιοποιηθεί":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήθηκαν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήθηκε":"αξιοποιώ",
"αξιοποιηθούν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήσαμε":"αξιοποιώ",
"αξιοποίησαν":"αξιοποιώ",
"αξιοποίησε":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήσει":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήσετε":"αξιοποιώ",
"αξιοποίηση":"αξιοποίηση",
"αξιοποίησή":"αξιοποίηση",
"αξιοποίησης":"αξιοποίηση",
"αξιοποίησής":"αξιοποίηση",
"'αξιοποίησης'":"'αξιοποίησης'",
"αξιοποιήσιμα":"αξιοποιήσιμος",
"αξιοποιήσιμο":"αξιοποιήσιμος",
"αξιοποιήσουμε":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήσουν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιήστε":"αξιοποιώ",
"αξιόποινες":"αξιόποινος",
"αξιόποινη":"αξιόποινος",
"αξιόποινης":"αξιόποινος",
"αξιόποινο":"αξιόποινος",
"αξιοποίνων":"αξιόποινος",
"αξιόποινων":"αξιόποινος",
"αξιοποιούμε":"αξιοποιώ",
"αξιοποιούν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιούνται":"αξιοποιώ",
"αξιοποιούνταν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιούσαν":"αξιοποιώ",
"αξιοποιούσατε":"αξιοποιώ",
"αξιοποιώντας":"αξιοποιώ",
"αξιοπρέπεια":"αξιοπρέπεια",
"αξιοπρέπειά":"αξιοπρέπεια",
"αξιοπρέπειας":"αξιοπρέπεια",
"αξιοπρέπειάς":"αξιοπρέπεια",
"αξιοπρεπείς":"αξιοπρεπής",
"αξιοπρεπές":"αξιοπρεπής",
"αξιοπρεπή":"αξιοπρεπής",
"αξιοπρεπής":"αξιοπρεπής",
"αξιοπρεπούς":"αξιοπρεπής",
"αξιοπρεπώς":"αξιοπρεπώς",
"αξιοπρόσεκτα":"αξιοπρόσεκτος",
"αξιοπρόσεκτη":"αξιοπρόσεκτος",
"αξιοπρόσεκτο":"αξιοπρόσεκτος",
"άξιος":"άξιος",
"αξιοσέβαστα":"αξιοσέβαστος",
"αξιοσέβαστη":"αξιοσέβαστος",
"αξιοσέβαστο":"αξιοσέβαστος",
"αξιοσέβαστος":"αξιοσέβαστος",
"αξιοσήμαντο":"αξιοσήμαντο",
"αξιοσημείωτα":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσημείωτες":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσημείωτη":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσημείωτο":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσημείωτος":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσημείωτους":"αξιοσημείωτος",
"αξιοσύνη":"αξιοσύνη",
"αξιότιμε":"αξιότιμος",
"αξιότιμη":"αξιότιμος",
"αξιότιμο":"αξιότιμος",
"αξιότιμοι":"αξιότιμος",
"αξιότιμος":"αξιότιμος",
"αξιότιμου":"αξιότιμος",
"αξιου":"αξιός",
"αξιού":"αξιός",
"άξιου":"άξιος",
"αξιούπολη":"αξιούπολη",
"αξιουπολης":"αξιούπολη",
"αξιούπολης":"αξιούπολη",
"αξιούργου":"αξιούργου",
"άξιους":"άξιος",
"αξιοχώρι":"αξιοχώρι",
"αξιώθηκε":"αξιώνω",
"αξίωμα":"αξίωμα",
"αξίωμά":"αξίωμα",
"αξιώματα":"αξίωμα",
"αξιωματικά":"αξιωματικός",
"αξιωματικές":"αξιωματικός",
"αξιωματική":"αξιωματικός",
"αξιωματικής":"αξιωματικός",
"αξιωματικό":"αξιωματικός",
"αξιωματικοί":"αξιωματικός",
"αξιωματικός":"αξιωματικός",
"αξιωματικού":"αξιωματικός",
"αξιωματικούς":"αξιωματικός",
"αξιωματικών":"αξιωματικός",
"αξιώματος":"αξίωμα",
"αξιωματούχο":"αξιωματούχος",
"αξιωματούχοι":"αξιωματούχος",
"αξιωματούχος":"αξιωματούχος",
"αξιωματούχου":"αξιωματούχος",
"αξιωματούχους":"αξιωματούχος",
"αξιωματούχων":"αξιωματούχος",
"αξιωμάτων":"αξίωμα",
"αξιων":"αξία",
"αξιών":"αξία",
"άξιων":"άξιος",
"αξιώνει":"αξιώνω",
"αξιώνεται":"αξιώνω",
"αξιώνοντας":"αξιώνω",
"αξίωσε":"αξιώνω",
"αξιώσει":"αξιώνω",
"αξιώσεις":"αξίωση",
"αξιώσεων":"αξίωση",
"αξίωση":"αξίωση",
"αξίωσή":"αξίωση",
"αξίωσης":"αξίωση",
"άξονα":"άξονας",
"άξονά":"άξονας",
"άξονας":"άξονας",
"άξονάς":"άξονας",
"άξονες":"άξονας",
"αξονικά":"αξονικός",
"αξονικές":"αξονικός",
"αξονική":"αξονικός",
"αξονικό":"αξονικός",
"αξονικός":"αξονικός",
"αξονικού":"αξονικός",
"αξονικούς":"αξονικός",
"αξόνων":"άξονας",
"αξύριστος":"αξύριστος",
"αο":"αο",
"αοιδός":"αοιδός",
"αοικλεισμένα":"αοικλεισμένα",
"αοκ":"αοκ",
"άοκνη":"άοκνος",
"άοπλη":"άοπλος",
"άοπλης":"άοπλος",
"άοπλο":"άοπλος",
"άοπλοι":"άοπλος",
"άοπλος":"άοπλος",
"άοπλους":"άοπλος",
"αόρατα":"αόρατος",
"αόρατες":"αόρατος",
"αόρατη":"αόρατος",
"αόρατης":"αόρατος",
"αόρατο":"αόρατος",
"αόρατοι":"αόρατος",
"αορατος":"αόρατος",
"αόρατος":"αόρατος",
"αόρατου":"αόρατος",
"αόρατους":"αόρατος",
"αόρατων":"αόρατος",
"αόριστα":"αόριστος",
"αόριστες":"αόριστος",
"αόριστη":"αόριστος",
"αόριστης":"αόριστος",
"αοριστίες":"αοριστία",
"αόριστο":"αόριστος",
"αόριστοι":"αόριστος",
"αόριστον":"αόριστος",
"αόριστος":"αόριστος",
"αορίστου":"αόριστος",
"αορίστως":"αόριστα",
"αος":"αος",
"άοσμα":"άοσμος",
"άοσμη":"άοσμος",
"άοσμο":"άοσμος",
"αος-παλαιό":"αος-παλαιό",
"αουάσατ'":"αουάσατ'",
"αουγκ":"αουγκ",
"αούγκ":"αούγκ",
"αουγκούστο":"αουγκούστο",
"άουερ":"άουερ",
"αούμ":"αούμ",
"αούντο":"αούντο",
"άουσβιτς":"άουσβιτς",
"αουτ":"άουτ",
"άουτ":"άουτ",
"αουτουόρι":"αουτουόρι",
"αουτσάιντερ":"αουτσάιντερ",
"αουτσάιντερς":"αουτσάιντερς",
"απ":"από",
"απ'":"από",
"απ.":"απ.",
"απ΄":"απ΄",
"απαγάγει":"απάγω",
"απαγάγουν":"απάγω",
"απαγγείλει":"απαγγέλλω",
"απαγγελθεί":"απαγγέλλω",
"απαγγέλθηκαν":"απαγγέλλω",
"απαγγέλθηκε":"απαγγέλλω",
"απαγγελθούν":"απαγγέλλω",
"απαγγελία":"απαγγελία",
"απαγγελίας":"απαγγελία",
"απαγγελίες":"απαγγελία",
"απαγγέλλει":"απαγγέλλω",
"απαγγέλλεται":"απαγγέλλω",
"απαγγέλλονται":"απαγγέλλω",
"απαγγέλλουν":"απαγγέλλω",
"απαγγέλλω":"απαγγέλλω",
"απαγκιστρωθεί":"απαγκιστρώνω",
"απαγκίστρωση":"απαγκίστρωση",
"απαγόρευε":"απαγορεύω",
"απαγορεύει":"απαγορεύω",
"απαγορεύεται":"απαγορεύω",
"απαγορευθεί":"απαγορεύω",
"απαγορεύθηκε":"απαγορεύω",
"απαγορευθούν":"απαγορεύω",
"απαγορευμένα":"απαγορευμένος",
"απαγορευμένες":"απαγορεύω",
"απαγορευμένη":"απαγορευμένος",
"απαγορευμένης":"απαγορεύω",
"απαγορευμένο":"απαγορευμένος",
"απαγορευμένος":"απαγορευμένος",
"απαγορευμένου":"απαγορεύω",
"απαγορευμένους":"απαγορεύω",
"απαγορευμένων":"απαγορεύω",
"απαγορεύονται":"απαγορεύω",
"απαγορεύονταν":"απαγορεύω",
"απαγορεύοντας":"απαγορεύω",
"απαγορευόταν":"απαγορεύω",
"απαγορεύουν":"απαγορεύω",
"απαγορεύσαμε":"απαγορεύω",
"απαγόρευσαν":"απαγορεύω",
"απαγόρευσε":"απαγορεύω",
"απαγορεύσει":"απαγορεύω",
"απαγορεύσεις":"απαγόρευση",
"απαγορεύσεις":"απαγορεύω",
"απαγορεύσετε":"απαγορεύω",
"απαγορεύσεων":"απαγόρευση",
"απαγορεύσεως":"απαγόρευση",
"απαγόρευση":"απαγόρευση",
"απαγόρευσή":"απαγόρευση",
"απαγόρευσης":"απαγόρευση",
"απαγορεύσουμε":"απαγορεύω",
"απαγορεύσουν":"απαγορεύω",
"απαγορευτεί":"απαγορεύω",
"απαγορεύτηκαν":"απαγορεύω",
"απαγορεύτηκε":"απαγορεύω",
"απαγορευτικά":"απαγορευτικά",
"απαγορευτικές":"απαγορευτικός",
"απαγορευτική":"απαγορευτικός",
"απαγορευτικής":"απαγορευτικός",
"απαγορευτικό":"απαγορευτικός",
"απαγορευτικών":"απαγορευτικός",
"απαγορευτούν":"απαγορεύω",
"απαγορεύω":"απαγορεύω",
"απάγουν":"απάγω",
"απαγχονισμένος":"απαγχονισμένος",
"απαγχονισμοί":"απαγχονισμός",
"απαγχονισμός":"απαγχονισμός",
"απαγωγέα":"απαγωγέας",
"απαγωγείς":"απαγωγέας",
"απαγωγές":"απαγωγή",
"απαγωγή":"απαγωγή",
"απαγωγής":"απαγωγή",
"απαγωγών":"απαγωγή",
"απαθανατίζοντας":"απαθανατίζω",
"απαθανατίζουν":"απαθανατίζω",
"απαθανάτισε":"απαθανατίζω",
"απαθανατίσει":"απαθανατίζω",
"απαθανατίσουν":"απαθανατίζω",
"απάθεια":"απάθεια",
"απαθείς":"απαθής",
"απαθή":"απαθής",
"απαθής":"απαθής",
"απαθλίωση":"απαθλίωση",
"απαίδευτοι":"απαίδευτος",
"απαίδευτος":"απαίδευτος",
"απαίσια":"απαίσια",
"απαίσιο":"απαίσιος",
"απαισιόδοξα":"απαισιόδοξος",
"απαισιόδοξες":"απαισιόδοξος",
"απαισιόδοξη":"απαισιόδοξος",
"απαισιοδοξία":"απαισιοδοξία",
"απαισιοδοξίας":"απαισιοδοξία",
"απαισιόδοξο":"απαισιόδοξος",
"απαισιόδοξοι":"απαισιόδοξος",
"απαισιόδοξος":"απαισιόδοξος",
"απαισιόδοξους":"απαισιόδοξος",
"απαίσιον":"απαίσιος",
"απαίσιος":"απαίσιος",
"απαιτεί":"απαιτώ",
"απαιτείται":"απαιτώ",
"απαιτείτε":"απαιτώ",
"απαιτηθεί":"απαιτώ",
"απαιτήθηκε":"απαιτώ",
"απαιτηθούν":"απαιτώ",
"απαίτησαν":"απαιτώ",
"απαίτησε":"απαιτώ",
"απαιτήσει":"απαιτώ",
"απαιτήσεις":"απαίτηση",
"απαιτήσεων":"απαίτηση",
"απαιτήσεών":"απαίτηση",
"απαίτηση":"απαίτηση",
"απαίτησή":"απαίτηση",
"απαίτησης":"απαίτηση",
"απαιτήσουμε":"απαιτώ",
"απαιτήσουν":"απαιτώ",
"απαιτήστε":"απαιτώ",
"απαιτητικά":"απαιτητικός",
"απαιτητικές":"απαιτητικός",
"απαιτητική":"απαιτητικός",
"απαιτητικής":"απαιτητικός",
"απαιτητικό":"απαιτητικός",
"απαιτητικοί":"απαιτητικός",
"απαιτητικός":"απαιτητικός",
"απαιτητικούς":"απαιτητικός",
"απαιτητός":"απαιτητός",
"απαιτούμε":"απαιτώ",
"απαιτούμενα":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενες":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενη":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενο":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενοι":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενος":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενου":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενους":"απαιτούμενος",
"απαιτούμενων":"απαιτούμενος",
"απαιτουν":"απαιτώ",
"απαιτούν":"απαιτώ",
"απαιτούνται":"απαιτώ",
"απαιτούνταν":"απαιτώ",
"απαιτούσαν":"απαιτώ",
"απαιτούσε":"απαιτώ",
"απαιτώντας":"απαιτώ",
"απαλά":"απαλά",
"απαλακη":"αποαλάκης",
"απαλείφεται":"απαλείφω",
"απαλειφθεί":"απαλείφω",
"απαλειφθούν":"απαλείφω",
"απαλείφονται":"απαλείφω",
"απαλείψει":"απαλείφω",
"απάλειψη":"απάλειψη",
"απαλείψουμε":"απαλείφω",
"απαλές":"απαλός",
"απαλή":"απαλός",
"απαλλαγεί":"απαλλάσσω",
"απαλλαγείτε":"απαλλάσσω",
"απαλλαγές":"απαλλαγή",
"απαλλαγή":"απαλλαγή",
"απαλλαγής":"απαλλαγή",
"απαλλαγμένα":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένες":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένη":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένο":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένοι":"απαλλάσσω",
"απαλλαγμένος":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένου":"απαλλαγμένος",
"απαλλαγμένους":"απαλλάσσω",
"απαλλαγούμε":"απαλλάσσω",
"απαλλαγούν":"απαλλάσσω",
"απαλλαγών":"απαλλαγή",
"απαλλακτικές":"απαλλακτικός",
"απαλλακτική":"απαλλακτικός",
"απαλλακτικής":"απαλλακτικός",
"απαλλακτικό":"απαλλακτικός",
"απάλλαξαν":"απαλλάσσω",
"απάλλαξε":"απαλλάσσω",
"απαλλάξει":"απαλλάσσω",
"απαλλάξετε":"απαλλάσσω",
"απαλλάξουμε":"απαλλάσσω",
"απαλλάξουν":"απαλλάσσω",
"απαλλάξτε":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσει":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσεται":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσονται":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσονταν":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσοντας":"απαλλάσσω",
"απαλλασσόταν":"απαλλάσσω",
"απαλλάσσουν":"απαλλάσσω",
"απαλλαχθεί":"απαλλάσσω",
"απαλλάχθηκαν":"απαλλάσσω",
"απαλλάχθηκε":"απαλλάσσω",
"απαλλαχθούν":"απαλλάσσω",
"απαλλαχτεί":"απαλλάσσω",
"απαλλάχτηκε":"απαλλάσσω",
"απαλλοτριωθείσα":"απαλλοτριωθείς",
"απαλλοτριώνεται":"απαλλοτριώνω",
"απαλλοτριώνονται":"απαλλοτριώνω",
"απαλλοτριώνοντας":"απαλλοτριώνω",
"απαλλοτριώσει":"απαλλοτριώνω",
"απαλλοτριώσεις":"απαλλοτριώνω",
"απαλλοτριώσεων":"απαλλοτρίωση",
"απαλλοτρίωση":"απαλλοτρίωση",
"απαλλοτρίωσης":"απαλλοτρίωση",
"απαλός":"απαλός",
"απάλυνε":"απαλύνω",
"απαλύνει":"απαλύνω",
"απαλύνουμε":"απαλύνω",
"απαλύνουν":"απαλύνω",
"άπαν":"άπας",
"απανδόχευτος":"απανδόχευτος",
"απάνεμα":"απάνεμα",
"απάνθισμα":"απάνθισμα",
"απανθρακώθηκαν":"απανθρακώνω",
"απανθρακώθηκε":"απανθρακώνω",
"απανθρακωμένα":"απανθρακώνω",
"απανθρακωμένο":"απανθρακωμένος",
"απανθρακωμένος":"απανθρακωμένος",
"απάνθρωπα":"απάνθρωπα",
"απάνθρωπες":"απάνθρωπος",
"απάνθρωπη":"απάνθρωπος",
"απάνθρωπης":"απάνθρωπος",
"απανθρωπιά":"απανθρωπιά",
"απανθρωπία":"απανθρωπιά",
"απάνθρωπο":"απάνθρωπος",
"απάνθρωποι":"απάνθρωπος",
"απάνθρωπος":"απάνθρωπος",
"απάνθρωπου":"απάνθρωπος",
"απάνθρωπων":"απάνθρωπος",
"απαντά":"απαντώ",
"άπαντα":"άπας",
"άπαντά":"άπας",
"απαντάει":"απαντώ",
"απαντάμε":"απαντώ",
"απαντάνε":"απαντώ",
"απαντάς":"απαντώ",
"απαντάται":"απαντώ",
"απαντάτε":"απαντώ",
"απανταχού":"απανταχού",
"απαντάω":"απαντώ",
"απαντες":"άπας",
"άπαντες":"άπας",
"απαντηθεί":"απαντώ",
"απαντηθούν":"απαντώ",
"απάντησα":"απαντώ",
"απαντησαν":"απαντώ",
"απάντησαν":"απαντώ",
"απαντήσατε":"απαντώ",
"απάντησε":"απαντώ",
"απαντήσει":"απαντώ",
"απαντήσεις":"απάντηση",
"απάντησες":"απαντώ",
"απαντήσετε":"απαντώ",
"απαντήσεων":"απάντηση",
"απαντήσεως":"απάντηση",
"απαντηση":"απάντηση",
"απάντηση":"απάντηση",
"απάντησή":"απάντηση",
"απάντησης":"απάντηση",
"απάντησής":"απάντηση",
"απάντησιν":"απάντηση",
"απαντήσουμε":"απαντώ",
"απαντήσουν":"απαντώ",
"απαντήστε":"απαντώ",
"απαντήσω":"απαντώ",
"απαντητικό":"απαντητικός",
"απάντληση":"απάντληση",
"απάντο":"απάντο",
"απαντούμε":"απαντώ",
"απαντούν":"απαντώ",
"απαντούσα":"απαντώ",
"απαντούσαμε":"απαντώ",
"απαντούσαν":"απαντώ",
"απαντούσατε":"απαντώ",
"απαντούσε":"απαντώ",
"απαντώ":"απαντώ",
"απαντών":"απαντών",
"απάντων":"άπας",
"απαντώνται":"απαντώ",
"απαντώντας":"απαντώ",
"απάνω":"απάνω",
"απανωτά":"απανωτός",
"απανωτές":"απανωτός",
"απανωτούς":"απανωτός",
"απανωτών":"απανωτός",
"άπαξ":"άπαξ",
"απαξία":"απαξία",
"απαξίας":"απαξία",
"απαξιοί":"απαξιώ",
"απαξιούν":"απαξιώ",
"απαξιωθεί":"απαξιώνω",
"απαξιωθούν":"απαξιώνω",
"απαξιωμένα":"απαξιώνω",
"απαξιώνει":"απαξιώνω",
"απαξιώνεται":"απαξιώνω",
"απαξιώνετε":"απαξιώνω",
"απαξιώνονται":"απαξιώνω",
"απαξιώνουν":"απαξιώνω",
"απαξίωσε":"απαξιώνω",
"απαξιώσει":"απαξιώνω",
"απαξίωση":"απαξίωση",
"απαξίωσης":"απαξίωση",
"απαξίωσής":"απαξίωση",
"απαξιωτικά":"απαξιωτικός",
"απαξιωτικές":"απαξιωτικός",
"απαξιωτική":"απαξιωτικός",
"απαξιωτικό":"απαξιωτικός",
"απαξιωτικούς":"απαξιωτικός",
"απαξιωτών":"απαξιωτών",
"απαράβατες":"απαράβατος",
"απαράβατη":"απαράβατος",
"απαράβατο":"απαράβατος",
"απαράβατοι":"απαράβατος",
"απαράβατος":"απαράβατος",
"απαραβίαστη":"απαραβίαστος",
"απαραβίαστο":"απαραβίαστος",
"απαραβίαστου":"απαραβίαστος",
"απαραγνώριστα":"απαραγνώριστος",
"απαράγραπτο":"απαράγραπτος",
"απαράδεκτα":"απαράδεκτα",
"απαράδεκτες":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτη":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτης":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτο":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτοι":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτον":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτος":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτου":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτους":"απαράδεκτος",
"απαράδεκτων":"απαράδεκτος",
"απαραίτητα":"απαραίτητος",
"απαραίτητες":"απαραίτητος",
"απαραίτητη":"απαραίτητος",
"απαραίτητο":"απαραίτητος",
"απαραίτητοι":"απαραίτητος",
"απαραίτητος":"απαραίτητος",
"απαραίτητου":"απαραίτητος",
"απαραίτητους":"απαραίτητος",
"απαραίτητων":"απαραίτητος",
"απαραιτήτως":"απαραίτητα",
"απαράλλακτα":"απαράλλακτα",
"απαράλλακτη":"απαράλλακτος",
"απαράλλαχτη":"απαράλλακτος",
"απαράλλαχτο":"απαράλλακτος",
"απαράμιλλη":"απαράμιλλος",
"απαράμιλλης":"απαράμιλλος",
"απαράμιλλο":"απαράμιλλος",
"απαράσκευη":"απαράσκευος",
"απαρατήρητα":"απαρατήρητα",
"απαρατήρητες":"απαρατήρητος",
"απαρατήρητη":"απαρατήρητος",
"απαρατήρητο":"απαρατήρητος",
"απαρατήρητοι":"απαρατήρητος",
"απαρατήρητος":"απαρατήρητος",
"απαρέγκλιτα":"απαρέγκλιτα",
"απαρεγκλίτως":"απαρέγκλιτα",
"απαρέκκλιτη":"απαρέκκλιτη",
"απαριθμεί":"απαριθμώ",
"απαριθμήσαμε":"απαριθμώ",
"απαρίθμησε":"απαριθμώ",
"απαριθμήσει":"απαριθμώ",
"απαρίθμηση":"απαρίθμηση",
"απαριθμήσουμε":"απαριθμώ",
"απαριθμήσω":"απαριθμώ",
"απαριθμώντας":"απαριθμώ",
"απαρνείται":"απαρνιέμαι",
"απαρνηθεί":"απαρνιέμαι",
"απαρνήθηκε":"απαρνιέμαι",
"απαρνιούνται":"απαρνιέμαι",
"απαρντχάϊντ":"απαρντχάϊντ",
"απαρτία":"απαρτία",
"απαρτίας":"απαρτία",
"απάρτιζαν":"απαρτίζω",
"απαρτίζεται":"απαρτίζω",
"απαρτιζόμενη":"απαρτιζόμενος",
"απαρτίζονται":"απαρτίζω",
"απαρτίζουν":"απαρτίζω",
"απαρτχάιντ":"απαρτχάιντ",
"απάρτχαϊντ":"απάρτχαϊντ",
"απαρχαιωμένα":"απαρχαιωμένος",
"απαρχαιωμένες":"απαρχαιωμένος",
"απαρχαιωμένο":"απαρχαιωμένος",
"απαρχαιωμένος":"απαρχαιωμένος",
"απαρχαιωμένων":"απαρχαιωμένος",
"απαρχές":"απαρχή",
"απαρχή":"απαρχή",
"απασιονάτα":"απασιονάτα",
"απαστράπτον":"απαστράπτων",
"απαστράπτουσα":"απαστράπτων",
"απαστράπτων":"απαστράπτων",
"απασφαλισμένης":"απασφαλισμένος",
"απασχολεί":"απασχολώ",
"απασχολείται":"απασχολώ",
"απασχοληθεί":"απασχολώ",
"απασχοληθούν":"απασχολώ",
"απασχολημένη":"απασχολώ",
"απασχολημένο":"απασχολώ",
"απασχολημένοι":"απασχολημένος",
"απασχολημένος":"απασχολημένος",
"απασχόλησαν":"απασχολώ",
"απασχόλησε":"απασχολώ",
"απασχολήσει":"απασχολώ",
"απασχολήσεις":"απασχόληση",
"απασχόληση":"απασχόληση",
"απασχόλησή":"απασχόληση",
"απασχόλησης":"απασχόληση",
"απασχόλησής":"απασχόληση",
"απασχολησιμότητα":"απασχολησιμότητα",
"απασχολήσουν":"απασχολώ",
"απασχολήσω":"απασχολώ",
"απασχολούμε":"απασχολώ",
"απασχολούμενα":"απασχολούμενος",
"απασχολουμένους":"απασχολούμενος",
"απασχολούμενους":"απασχολούμενος",
"απασχολουμένων":"απασχολούμενος",
"απασχολούμενων":"απασχολούμενος",
"απασχολούν":"απασχολώ",
"απασχολούνται":"απασχολώ",
"απασχολούνταν":"απασχολώ",
"απασχολούσαν":"απασχολώ",
"απασχολούσε":"απασχολώ",
"απατά":"απατώ",
"απατάει":"απατώ",
"απατάται":"απατώ",
"απάτες":"απάτη",
"απατεώνα":"απατεώνας",
"απατεώνας":"απατεώνας",
"απατεώνες":"απατεώνας",
"απατεωνιές":"απατεωνιά",
"απατεώνων":"απατεώνας",
"απάτη":"απάτη",
"απατηλές":"απατηλός",
"απατηλή":"απατηλός",
"απατηλό":"απατηλός",
"απατημένοι":"απατημένος",
"απάτης":"απάτη",
"απατούν":"απατώ",
"απάτριδες":"άπατρις",
"απατώμαι":"απατώ",
"απατώντας":"απατώ",
"απαύγασμα":"απαύγασμα",
"απαυδισμένος":"απαυδισμένος",
"απάχηδες":"απάχης",
"απαχθεί":"απάγω",
"απαχθείς":"απάγω",
"απε":"απε",
"απέβαινε":"αποβαίνω",
"απέβαλαν":"αποβάλλω",
"απέβαλε":"αποβάλλω",
"απέβη":"αποβαίνω",
"απέβησαν":"αποβαίνω",
"απεβίωσε":"αποβιώνω",
"απέβλεπαν":"αποβλέπω",
"απέβλεπε":"αποβλέπω",
"απεβλήθη":"αποβάλλω",
"απέγιναν":"απογίνομαι",
"απέγινε":"απογίνομαι",
"απεγκλωβίζεται":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβίζοντας":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβίσει":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβισμό":"απεγκλωβισμός",
"απεγκλωβισμός":"απεγκλωβισμός",
"απεγκλωβισμού":"απεγκλωβισμός",
"απεγκλωβίσουν":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβιστεί":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβίστηκαν":"απεγκλωβίζω",
"απεγκλωβιστούν":"απεγκλωβίζω",
"απεγνωσμένα":"απεγνωσμένος",
"απεγνωσμένη":"απεγνωσμένος",
"απέδειξα":"αποδεικνύω",
"απέδειξαν":"αποδεικνύω",
"απέδειξε":"αποδεικνύω",
"απεδείχθη":"αποδεικνύω",
"απεδείχθησαν":"αποδεικνύω",
"απεδέχθη":"αποδέχομαι",
"απέδιδαν":"αποδίδω",
"απέδιδε":"αποδίδω",
"απεδοκίμασαν":"αποδοκιμάζω",
"απέδρασε":"αποδρώ",
"απέδωσαν":"αποδίδω",
"απέδωσε":"αποδίδω",
"απείθαρχα":"απείθαρχος",
"απείθαρχη":"απείθαρχος",
"απειθαρχία":"απειθαρχία",
"απειθαρχίας":"απειθαρχία",
"απείθαρχων":"απείθαρχος",
"απεικόνιζαν":"απεικονίζω",
"απεικόνιζε":"απεικονίζω",
"απεικονίζει":"απεικονίζω",
"απεικονίζεται":"απεικονίζω",
"απεικονιζόμενος":"απεικονιζόμενος",
"απεικονίζονται":"απεικονίζω",
"απεικονίζονταν":"απεικονίζω",
"απεικονίζοντας":"απεικονίζω",
"απεικονιζόταν":"απεικονίζω",
"απεικονίζουμε":"απεικονίζω",
"απεικονίζουν":"απεικονίζω",
"απεικονίσει":"απεικονίζω",
"απεικονίσεις":"απεικόνιση",
"απεικονίσεων":"απεικόνιση",
"απεικόνιση":"απεικόνιση",
"απεικόνισης":"απεικόνιση",
"απεικονιστικό":"απεικονιστικός",
"απεικονιστούν":"απεικονίζω",
"απειλεί":"απειλώ",
"απειλείσαι":"απειλώ",
"απειλείται":"απειλώ",
"απειλείτε":"απειλώ",
"απειλείτο":"απειλώ",
"απειλές":"απειλή",
"απειλη":"απειλή",
"απειλή":"απειλή",
"απειληθεί":"απειλώ",
"απειλήθηκαν":"απειλώ",
"απειλήθηκε":"απειλώ",
"απειλής":"απειλή",
"απείλησαν":"απειλώ",
"απείλησε":"απειλώ",
"απειλήσει":"απειλώ",
"απειλήσουν":"απειλώ",
"απειλητικά":"απειλητικός",
"απειλητικές":"απειλητικός",
"απειλητική":"απειλητικός",
"απειλητικής":"απειλητικός",
"απειλητικό":"απειλητικός",
"απειλητικοί":"απειλητικός",
"απειλητικός":"απειλητικός",
"απειλητικότερο":"απειλητικός",
"απειλητικού":"απειλητικός",
"απειλούμαστε":"απειλώ",
"απειλουμενα":"απειλούμενος",
"απειλούμενα":"απειλούμενος",
"απειλούμενες":"απειλούμενος",
"απειλούμενη":"απειλούμενος",
"απειλούμενης":"απειλούμενος",
"απειλούμενο":"απειλούμενος",
"απειλούμενος":"απειλούμενος",
"απειλούμενων":"απειλούμενος",
"απειλούν":"απειλώ",
"απειλούνται":"απειλώ",
"απειλούνταν":"απειλώ",
"απειλούσαν":"απειλώ",
"απειλούσε":"απειλώ",
"απειλών":"απειλή",
"απειλώντας":"απειλώ",
"άπειρα":"άπειρος",
"απειράριθμα":"απειράριθμος",
"απειράριθμες":"απειράριθμος",
"άπειρες":"άπειρος",
"άπειρη":"άπειρος",
"απειρία":"απειρία",
"απειρίας":"απειρία",
"άπειρο":"άπειρος",
"απειροελάχιστες":"απειροελάχιστος",
"απειροελάχιστη":"απειροελάχιστος",
"απειροελάχιστοι":"απειροελάχιστος",
"άπειρον":"άπειρος",
"άπειρος":"άπειρος",
"απείρου":"άπειρος",
"άπειρους":"άπειρος",
"απείρως":"άπειρα",
"απείχαν":"απέχω",
"απείχε":"απέχω",
"απεκάλεσε":"αποκαλώ",
"απεκαλύφθη":"αποκαλύπτω",
"απεκδύεται":"απεκδύομαι",
"απέκλειαν":"αποκλείω",
"απέκλειε":"αποκλείω",
"απέκλεισαν":"αποκλείω",
"απέκλεισε":"αποκλείω",
"απέκλιναν":"αποκλίνω",
"απεκόμισαν":"αποκομίζω",
"απεκόμισε":"αποκομίζω",
"απέκοψαν":"αποκόβω",
"απέκοψε":"αποκόβω",
"απέκρουσαν":"αποκρούω",
"απέκρουσε":"αποκρούω",
"απεκρύβη":"απεκρύβη",
"απέκρυπτε":"αποκρύβω",
"απέκρυψαν":"αποκρύβω",
"απέκρυψε":"αποκρύβω",
"απέκτησα":"αποκτώ",
"απέκτησαν":"αποκτώ",
"απεκτησε":"αποκτώ",
"απέκτησε":"αποκτώ",
"απελ":"απελ",
"απελαθεί":"απελαύνω",
"απελάθηκαν":"απελαύνω",
"απελάθηκε":"απελαύνω",
"απελαθούν":"απελαύνω",
"απέλασαν":"απελαύνω",
"απέλασε":"απελαύνω",
"απελάσει":"απελαύνω",
"απελάσεις":"απέλαση",
"απελάσεων":"απέλαση",
"απέλαση":"απέλαση",
"απέλασή":"απέλαση",
"απελάσουν":"απελαύνω",
"απελάτης":"απελάτης",
"απελαύνουν":"απελαύνω",
"απελευθερωθεί":"απελευθερώνω",
"απελευθερωθείτε":"απελευθερώνω",
"απελευθερώθηκαν":"απελευθερώνω",
"απελευθερώθηκε":"απελευθερώνω",
"απελευθερωθούν":"απελευθερώνω",
"απελευθερωμένα":"απελευθερωμένος",
"απελευθερωμένες":"απελευθερώνω",
"απελευθερωμένη":"απελευθερώνω",
"απελευθερωμένης":"απελευθερώνω",
"απελευθερωμένο":"απελευθερωμένος",
"απελευθερωμένοι":"απελευθερωμένος",
"απελευθερωμένων":"απελευθερωμένος",
"απελευθέρωναν":"απελευθερώνω",
"απελευθέρωνε":"απελευθερώνω",
"απελευθερώνει":"απελευθερώνω",
"απελευθερώνεται":"απελευθερώνω",
"απελευθερώνονται":"απελευθερώνω",
"απελευθερώνοντας":"απελευθερώνω",
"απελευθερώνουν":"απελευθερώνω",
"απελευθέρωσαν":"απελευθερώνω",
"απελευθέρωσε":"απελευθερώνω",
"απελευθερώσει":"απελευθερώνω",
"απελευθέρωση":"απελευθέρωση",
"απελευθέρωσή":"απελευθέρωση",
"απελευθέρωσης":"απελευθέρωση",
"απελευθέρωσής":"απελευθέρωση",
"απελευθερώσουν":"απελευθερώνω",
"απελευθερωτές":"απελευθερωτής",
"απελευθερωτής":"απελευθερωτής",
"απελευθερωτική":"απελευθερωτικός",
"απελευθερωτικό":"απελευθερωτικός",
"απελευθερωτικός":"απελευθερωτικός",
"απελευθερωτικού":"απελευθερωτικός",
"απελευθερωτικών":"απελευθερωτικός",
"απέληξε":"απολήγω",
"απελθέτω":"απελθέτω",
"απελθόν":"απελθών",
"απελλή":"απελλή",
"απελλής":"απελλής",
"απέλπιδα":"αποελπίδα",
"απελπίζεστε":"απελπίζω",
"απελπιζόμαστε":"απελπίζω",
"απελπισία":"απελπισία",
"απελπισίας":"απελπισία",
"απελπισμένα":"απελπισμένος",
"απελπισμένες":"απελπισμένος",
"απελπισμένη":"απελπισμένος",
"απελπισμένο":"απελπισμένος",
"απελπισμένοι":"απελπισμένος",
"απελπισμένος":"απελπισμένος",
"απελπισμένου":"απελπισμένος",
"απελπισμένους":"απελπισμένος",
"απελπισμένων":"απελπισμένος",
"απελπιστικά":"απελπιστικά",
"απελπιστική":"απελπιστικός",
"απέλυαν":"απολύω",
"απελύθη":"απολύω",
"απέλυσαν":"απολύω",
"απέλυσε":"απολύω",
"απέμειναν":"απομένω",
"απέμεινε":"απομένω",
"απέμεναν":"απομένω",
"απέμενε":"απομένω",
"απε-μπε":"απε-μπε",
"απεμπλακεί":"απεμπλέκω",
"απεμπλέξει":"απεμπλέκω",
"απεμπλέξουν":"απεμπλέκω",
"απεμπλοκή":"απεμπλοκή",
"απεμπλουτισμένο":"απεμπλουτισμένος",
"απεμπλουτισμένου":"απεμπλουτισμένος",
"απεμπολεί":"απεμπολώ",
"απεμπολώντας":"απεμπολώ",
"απέναντι":"απέναντι",
"απέναντί":"απέναντι",
"απεναντίας":"απεναντίας",
"απένειμε":"απονέμω",
"απενεμήθη":"απονέμω",
"απενεργοποιημένων":"απενεργοποιώ",
"απενεργοποιήσει":"απενεργοποιώ",
"απενεργοποίησης":"απενεργοποίηση",
"απενοχοποιήσει":"απενοχοποιώ",
"απενοχοποίηση":"απενοχοποίηση",
"απέντι":"απέντι",
"απεξαρτηθεί":"απεξαρτώ",
"απεξαρτηθούν":"απεξαρτώ",
"απεξαρτημένη":"απεξαρτώ",
"απεξαρτήσεις":"απεξάρτηση",
"απεξάρτηση":"απεξάρτηση",
"απεξάρτησης":"απεξάρτηση",
"απέξω":"απέξω",
"απεπ":"απεπ",
"απέπεμψε":"αποπέμπω",
"απέπλευσε":"αποπλέω",
"απέπνεε":"αποπνέω",
"απέραντα":"απέραντος",
"απέραντες":"απέραντος",
"απέραντη":"απέραντος",
"απέραντης":"απέραντος",
"απέραντο":"απέραντος",
"απεραντοσύνη":"απεραντοσύνη",
"απέραντου":"απέραντος",
"απεργάζονται":"απεργάζομαι",
"απεργεί":"απεργώ",
"απεργήσουν":"απεργώ",
"απεργια":"απεργία",
"απεργία":"απεργία",
"απεργιακές":"απεργιακός",
"απεργιακή":"απεργιακός",
"απεργιακής":"απεργιακός",
"απεργιακό":"απεργιακός",
"απεργιακών":"απεργιακός",
"απεργίας":"απεργία",
"απεργίες":"απεργία",
"απεργιών":"απεργία",
"απεργοί":"απεργός",
"απεργοσπάστες":"απεργοσπάστης",
"απεργούν":"απεργώ",
"απεργούς":"απεργός",
"απεργούσαν":"απεργώ",
"απερίγραπτο":"απερίγραπτος",
"απεριόριστα":"απεριόριστα",
"απεριόριστες":"απεριόριστος",
"απεριόριστη":"απεριόριστος",
"απεριόριστης":"απεριόριστος",
"απεριόριστο":"απεριόριστος",
"απεριόριστος":"απεριόριστος",
"απεριορίστων":"απεριόριστος",
"απεριποίητα":"απεριποίητος",
"απερίσκεπτα":"απερίσκεπτα",
"απερίσκεπτες":"απερίσκεπτος",
"απερίσκεπτη":"απερίσκεπτος",
"απερισκεψία":"απερισκεψία",
"απερίσπαστη":"απερίσπαστος",
"απερίσπαστοι":"απερίσπαστος",
"απερίσπαστος":"απερίσπαστος",
"απέριττα":"απέριττα",
"απέριττη":"απέριττος",
"απεριττο":"απέριττος",
"απέριττο":"απέριττος",
"απέριττος":"απέριττος",
"απερίφραστα":"απερίφραστα",
"απερίφραστο":"απερίφραστος",
"απέρριπταν":"απορρίπτω",
"απέρριπτε":"απορρίπτω",
"απερρίφθη":"απορρίπτω",
"απερρίφθησαν":"απορρίπτω",
"απέρριψα":"απορρίπτω",
"απέρριψαν":"απορρίπτω",
"απερριψε":"απορρίπτω",
"απέρριψε":"απορρίπτω",
"απέρχεται":"απέρχομαι",
"απερχόμενη":"απερχόμενος",
"απερχόμενο":"απερχόμενος",
"απερχόμενος":"απερχόμενος",
"απερχόμενου":"απερχόμενος",
"απέσπασαν":"αποσπώ",
"απεσπασε":"αποσπώ",
"απέσπασε":"αποσπώ",
"απεσταγμένο":"αποστάζω",
"απεστάλη":"αποστέλλω",
"απεσταλμένη":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένης":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένο":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένοι":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένος":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένος":"αποστέλλω",
"απεσταλμένου":"απεσταλμένος",
"απεσταλμένους":"αποστέλλω",
"απέστειλαν":"αποστέλλω",
"απέστειλε":"αποστέλλω",
"απέστειλεν":"απέστειλεν",
"απέσυραν":"αποσύρω",
"απεσυρε":"αποσύρω",
"απέσυρε":"αποσύρω",
"απεσύρθη":"αποσύρω",
"απετέλει":"απετέλει",
"απετέλεσαν":"αποτελώ",
"απετέλεσε":"αποτελώ",
"απετράπη":"αποτρέπω",
"απέτρεπε":"αποτρέπω",
"απέτρεψαν":"αποτρέπω",
"απέτρεψε":"αποτρέπω",
"απέτυχα":"αποτυγχάνω",
"απέτυχαν":"αποτυγχάνω",
"απέτυχε":"αποτυγχάνω",
"απευθείας":"απευθείας",
"απευθύνει":"απευθύνω",
"απευθύνεσαι":"απευθύνω",
"απευθύνεστε":"απευθύνω",
"απευθύνεται":"απευθύνω",
"απευθύνετε":"απευθύνω",
"απευθυνθεί":"απευθύνω",
"απευθυνθείς":"απευθύνω",
"απευθυνθείτε":"απευθύνω",
"απευθύνθηκα":"απευθύνω",
"απευθυνθήκαμε":"απευθύνω",
"απευθύνθηκαν":"απευθύνω",
"απευθύνθηκε":"απευθύνω",
"απευθυνθούμε":"απευθύνω",
"απευθυνθούν":"απευθύνω",
"απευθυνθώ":"απευθύνω",
"απευθύνομαι":"απευθύνω",
"απευθυνόμαστε":"απευθύνω",
"απευθυνόμενη":"απευθυνόμενος",
"απευθυνόμενοι":"απευθυνόμενος",
"απευθυνόμενος":"απευθυνόμενος",
"απευθύνονται":"απευθύνω",
"απευθύνονταν":"απευθύνω",
"απευθύνοντας":"απευθύνω",
"απευθυνόταν":"απευθύνω",
"απευθύνουμε":"απευθύνω",
"απευθύνουν":"απευθύνω",
"απευχόμαστε":"απεύχομαι",
"απεύχονταν":"απεύχομαι",
"απεφάνθη":"αποφαίνομαι",
"απεφάνθησαν":"αποφαίνομαι",
"απεφάσισε":"αποφασίζω",
"απεφασίσθη":"αποφασίζω",
"απέφεραν":"αποφέρω",
"απέφερε":"αποφέρω",
"απέφευγα":"αποφεύγω",
"απέφευγαν":"αποφεύγω",
"απέφευγε":"αποφεύγω",
"απέφυγα":"αποφεύγω",
"απεφυγαν":"αποφεύγω",
"απέφυγαν":"αποφεύγω",
"απέφυγε":"αποφεύγω",
"απέχει":"απέχω",
"απεχθάνεται":"απεχθάνομαι",
"απεχθάνομαι":"απεχθάνομαι",
"απεχθάνονται":"απεχθάνομαι",
"απεχθανόταν":"απεχθάνομαι",
"απέχθεια":"απέχθεια",
"απέχθειά":"απέχθεια",
"απέχθειας":"απέχθεια",
"απεχθείς":"απεχθής",
"απεχθές":"απεχθής",
"απεχθή":"απεχθής",
"απεχθής":"απεχθής",
"απέχοντας":"απέχω",
"απέχουμε":"απέχω",
"απέχουν":"απέχω",
"απέχουσα":"απέχων",
"απέχω":"απέχω",
"απήγαγαν":"απάγω",
"απήγαγε":"απάγω",
"απήγγειλε":"απαγγέλλω",
"απήλαυσε":"απολαμβάνω",
"απήλθε":"απέρχομαι",
"απήλλαξε":"απαλλάσσω",
"απηνής":"απηνής",
"απήνης":"απηνής",
"απήντησα":"απαντώ",
"απήντησαν":"απαντώ",
"απήντησε":"απαντώ",
"απηρχαιωμένη":"απηρχαιωμένη",
"απηρχαιωμένο":"απηρχαιωμένο",
"απησχόλησε":"απησχόλησε",
"απηύδησαν":"απαυδώ",
"απηυδήσει":"απηυδήσει",
"απηύθυνα":"απευθύνω",
"απηύθυναν":"απευθύνω",
"απηύθυνε":"απευθύνω",
"απηχεί":"απηχώ",
"απηχείται":"απηχώ",
"απήχηση":"απήχηση",
"απήχησή":"απήχηση",
"απήχησης":"απήχηση",
"απήχθη":"απάγω",
"απήχθησαν":"απάγω",
"απηχούν":"απηχώ",
"απηχούσε":"απηχώ",
"απηχώντας":"απηχώ",
"απθ":"απθ",
"άπιαστα":"άπιαστος",
"άπιαστη":"άπιαστος",
"άπιαστο":"άπιαστος",
"άπιαστος":"άπιαστος",
"απίδια":"απίδι",
"απίθανα":"απίθανα",
"απίθανα":"απίθανος",
"απίθανες":"απίθανος",
"απίθανη":"απίθανος",
"απίθανο":"απίθανος",
"απίθανος":"απίθανος",
"απίθανου":"απίθανος",
"απίθανους":"απίθανος",
"απινιδωτής":"απινιδωτής",
"απιοειδών":"απιοειδής",
"απίστευτα":"απίστευτα",
"απίστευτα":"απίστευτος",
"απιστευτες":"απίστευτος",
"απίστευτες":"απίστευτος",
"απίστευτη":"απίστευτος",
"απίστευτης":"απίστευτος",
"απίστευτο":"απίστευτος",
"απίστευτος":"απίστευτος",
"απίστευτου":"απίστευτος",
"απίστευτων":"απίστευτος",
"άπιστη":"άπιστος",
"απιστία":"απιστία",
"'απιστία'":"'απιστία'",
"απιστίας":"απιστία",
"απιστίες":"απιστία",
"άπιστοι":"άπιστος",
"άπιστος":"άπιστος",
"απίστους":"άπιστος",
"απίστων":"άπιστος",
"απλά":"απλά",
"άπλα":"άπλα",
"απλα":"απλός",
"απλά":"απλός",
"απλανές":"απλανής",
"απλές":"απλός",
"άπλετη":"άπλετος",
"άπλετο":"άπλετος",
"απλή":"απλός",
"απληροφόρητους":"απληροφόρητος",
"απλήρωτα":"απλήρωτος",
"απλήρωτες":"απλήρωτος",
"απλήρωτο":"απλήρωτος",
"απλήρωτοι":"απλήρωτος",
"απλήρωτος":"απλήρωτος",
"απλήρωτους":"απλήρωτος",
"απλής":"απλός",
"απλησίαστη":"απλησίαστος",
"άπληστη":"άπληστος",
"απληστία":"απληστία",
"απληστίας":"απληστία",
"άπληστο":"άπληστος",
"απλό":"απλός",
"απλοι":"απλός",
"απλοί":"απλός",
"απλοϊκά":"απλοϊκός",
"απλοϊκές":"απλοϊκός",
"απλοϊκή":"απλοϊκός",
"απλοϊκό":"απλοϊκός",
"απλοϊκός":"απλοϊκός",
"απλοϊκού":"απλοϊκός",
"απλοποιεί":"απλοποιώ",
"απλοποιείται":"απλοποιώ",
"απλοποιηθεί":"απλοποιώ",
"απλοποιηθούν":"απλοποιώ",
"απλοποιημένη":"απλοποιώ",
"απλοποιήσει":"απλοποιώ",
"απλοποιήσεις":"απλοποίηση",
"απλοποίηση":"απλοποίηση",
"απλοποιούμε":"απλοποιώ",
"απλοποιούνται":"απλοποιώ",
"απλοποιούσα":"απλοποιώ",
"απλοποιώντας":"απλοποιώ",
"απλός":"απλός",
"απλότητα":"απλότητα",
"απλότητά":"απλότητα",
"απλότητας":"απλότητα",
"απλού":"απλός",
"απλούς":"απλός",
"απλούστατα":"απλά",
"απλούστατες":"απλός",
"απλούστατη":"απλός",
"απλούστατης":"απλός",
"απλούστατο":"απλός",
"απλούστατος":"απλός",
"απλούστερα":"απλός",
"απλούστερες":"απλός",
"απλούστερη":"απλός",
"απλούστερο":"απλός",
"απλούστερου":"απλός",
"απλουστεύετε":"απλουστεύω",
"απλουστευμένη":"απλουστευμένος",
"απλουστεύσεις":"απλουστεύω",
"απλουστεύσεων":"απλούστευση",
"απλούστευση":"απλούστευση",
"απλούστευσή":"απλούστευση",
"απλουστευτικά":"απλουστευτικά",
"απλουστευτική":"απλουστευτικός",
"απλουστευτικός":"απλουστευτικός",
"απλόχερα":"απλόχερα",
"απλόχερες":"απλόχερος",
"άπλυτα":"άπλυτος",
"απλωθεί":"απλώνω",
"απλώθηκαν":"απλώνω",
"απλώθηκε":"απλώνω",
"απλωθούν":"απλώνω",
"απλωμένα":"απλωμένος",
"απλωμένη":"απλώνω",
"απλωμένο":"απλώνω",
"απλών":"απλός",
"άπλωνε":"απλώνω",
"απλώνει":"απλώνω",
"απλώνεται":"απλώνω",
"απλώνετε":"απλώνω",
"απλώνονται":"απλώνω",
"απλώνονταν":"απλώνω",
"απλώνοντας":"απλώνω",
"απλωνόταν":"απλώνω",
"απλώνουν":"απλώνω",
"απλώνω":"απλώνω",
"απλώς":"απλά",
"άπλωσε":"απλώνω",
"απλώσει":"απλώνω",
"απλώσουν":"απλώνω",
"απνευστί":"απνευστί",
"άπνοια":"άπνοια",
"άπνοιας":"άπνοια",
"απο":"από",
"από":"από",
"άπο":"άπο",
"απο2":"απο2",
"αποασυλοποίηση":"αποασυλοποίηση",
"αποβάθρα":"αποβάθρα",
"αποβάθρες":"αποβάθρα",
"αποβαίνει":"αποβαίνω",
"αποβαίνουν":"αποβαίνω",
"αποβάλει":"αποβάλλω",
"αποβάλλει":"αποβάλλω",
"αποβάλλεται":"αποβάλλω",
"αποβάλλετε":"αποβάλλω",
"αποβάλλονται":"αποβάλλω",
"αποβάλλοντας":"αποβάλλω",
"αποβάλλουν":"αποβάλλω",
"αποβάλουν":"αποβάλλω",
"απόβαση":"απόβαση",
"αποβεί":"αποβαίνω",
"αποβιβάζονται":"αποβιβάζω",
"αποβιβάζοντας":"αποβιβάζω",
"αποβίβαση":"αποβίβαση",
"αποβιβάσουν":"αποβιβάζω",
"αποβιβαστεί":"αποβιβάζω",
"αποβιβάστηκαν":"αποβιβάζω",
"αποβιβάστηκε":"αποβιβάζω",
"αποβιβαστούν":"αποβιβάζω",
"αποβιομηχάνιση":"αποβιομηχάνιση",
"αποβιομηχανοποίησης":"αποβιομηχανοποίηση",
"αποβιώσαντα":"αποβιώσας",
"αποβλακωμένη":"αποβλακώνω",
"αποβλέπει":"αποβλέπω",
"αποβλέποντας":"αποβλέπω",
"αποβλέπουν":"αποβλέπω",
"αποβληθεί":"αποβάλλω",
"αποβλήθηκαν":"αποβάλλω",
"αποβλήθηκε":"αποβάλλω",
"αποβληθούν":"αποβάλλω",
"απόβλητα":"απόβλητο",
"απόβλητά":"απόβλητο",
"αποβλητα":"απόβλητος",
"απόβλητα":"απόβλητος",
"απόβλητοι":"απόβλητος",
"αποβλήτων":"απόβλητο",
"απόβλητων":"απόβλητος",
"αποβολές":"αποβολή",
"αποβολη":"αποβολή",
"αποβολή":"αποβολή",
"αποβολής":"αποβολή",
"αποβολών":"αποβολή",
"αποβούν":"αποβαίνω",
"απόβρασμα":"απόβρασμα",
"αποβράσματα":"απόβρασμα",
"απογαλακτιστούν":"απογαλακτίζω",
"απόγειο":"απόγειος",
"απόγειό":"απόγειος",
"απογειωθεί":"απογειώνω",
"απογειώθηκαν":"απογειώνω",
"απογειώθηκε":"απογειώνω",
"απογειωθούν":"απογειώνω",
"απογειώνει":"απογειώνω",
"απογειώνεται":"απογειώνω",
"απογειώνονται":"απογειώνω",
"απογείωσε":"απογειώνω",
"απογειώσει":"απογειώνω",
"απογειώσεων":"απογείωση",
"απογείωση":"απογείωση",
"απογείωσή":"απογείωση",
"απογείωσης":"απογείωση",
"απογειώστε":"απογειώνω",
"απογευμα":"απόγευμα",
"απόγευμα":"απόγευμα",
"απογεύματα":"απόγευμα",
"απογευματάκι":"απογευματάκι",
"απογευματινά":"απογευματινός",
"απογευματινές":"απογευματινός",
"απογευματινή":"απογευματινός",
"απογευματινής":"απογευματινός",
"απογευματινό":"απογευματινός",
"απογευματινού":"απογευματινός",
"απογευματινών":"απογευματινός",
"απογίνει":"απογίνομαι",
"απογίνουμε":"απογίνομαι",
"απογίνω":"απογίνομαι",
"απόγνωση":"απόγνωση",
"απόγνωσή":"απόγνωση",
"απόγνωσης":"απόγνωση",
"απογοήτευε":"απογοητεύω",
"απογοητεύει":"απογοητεύω",
"απογοητεύεστε":"απογοητεύω",
"απογοητεύεται":"απογοητεύω",
"απογοητευθεί":"απογοητεύω",
"απογοητευθείτε":"απογοητεύω",
"απογοητευθούν":"απογοητεύω",
"απογοητευμένη":"απογοητεύω",
"απογοητευμένο":"απογοητευμένος",
"απογοητευμένοι":"απογοητευμένος",
"απογοητευμένος":"απογοητευμένος",
"απογοητευμένους":"απογοητεύω",
"απογοητεύονται":"απογοητεύω",
"απογοητεύουν":"απογοητεύω",
"απογοήτευσαν":"απογοητεύω",
"απογοητεύσατε":"απογοητεύω",
"απογοήτευσε":"απογοητεύω",
"απογοητεύσει":"απογοητεύω",
"απογοητεύσεις":"απογοητεύω",
"απογοητεύσεως":"απογοήτευση",
"απογοήτευση":"απογοήτευση",
"απογοήτευσή":"απογοήτευση",
"απογοήτευσης":"απογοήτευση",
"απογοητεύσουν":"απογοητεύω",
"απογοητευτεί":"απογοητεύω",
"απογοητευτικά":"απογοητευτικός",
"απογοητευτική":"απογοητευτικός",
"απογοητευτικό":"απογοητευτικός",
"απογοητευτικός":"απογοητευτικός",
"απογοητευτικών":"απογοητευτικός",
"απογοητευτούν":"απογοητεύω",
"απόγονο":"απόγονος",
"απόγονοι":"απόγονος",
"απόγονοί":"απόγονος",
"απόγονος":"απόγονος",
"απογόνου":"απόγονος",
"απογόνους":"απόγονος",
"απόγονους":"απόγονος",
"απογόνων":"απόγονος",
"απογραφεί":"απογράφω",
"απογραφές":"απογραφή",
"απογραφή":"απογραφή",
"απογραφής":"απογραφή",
"απογράφονται":"απογράφω",
"απογραφούν":"απογράφω",
"απογυμνώνει":"απογυμνώνω",
"απογυμνώνεται":"απογυμνώνω",
"απογυμνώνοντας":"απογυμνώνω",
"απογυμνώνουν":"απογυμνώνω",
"απογυμνώσει":"απογυμνώνω",
"απογύμνωσης":"απογύμνωση",
"αποδεδειγμένα":"αποδεδειγμένος",
"αποδεδειγμένη":"αποδεδειγμένος",
"αποδεδειγμένης":"αποδεικνύω",
"αποδεδειγμένο":"αποδεδειγμένος",
"αποδεδειγμένως":"αποδεδειγμένως",
"αποδεικνύαμε":"αποδεικνύω",
"αποδείκνυαν":"αποδεικνύω",
"αποδείκνυε":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύει":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύεις":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύεται":"αποδεικνύω",
"αποδεικνυονται":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύονται":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύοντας":"αποδεικνύω",
"αποδεικνυόταν":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύουμε":"αποδεικνύω",
"αποδεικνύουν":"αποδεικνύω",
"αποδεικτικά":"αποδεικτικός",
"αποδεικτική":"αποδεικτικός",
"αποδεικτικής":"αποδεικτικός",
"αποδεικτικό":"αποδεικτικός",
"αποδεικτικού":"αποδεικτικός",
"αποδεικτικών":"αποδεικτικός",
"αποδείξαμε":"αποδεικνύω",
"αποδείξει":"αποδεικνύω",
"αποδείξεις":"αποδεικνύω",
"αποδείξεις":"απόδειξη",
"αποδείξετε":"αποδεικνύω",
"αποδείξεων":"απόδειξη",
"αποδείξεως":"απόδειξη",
"απόδειξη":"απόδειξη",
"απόδειξης":"απόδειξη",
"αποδείξουμε":"αποδεικνύω",
"αποδείξουν":"αποδεικνύω",
"αποδείξτε":"αποδεικνύω",
"αποδείξω":"αποδεικνύω",
"απόδειπνο":"απόδειπνο",
"απόδειπνου":"απόδειπνο",
"αποδειχθεί":"αποδεικνύω",
"αποδείχθηκαν":"αποδεικνύω",
"αποδειχθηκε":"αποδεικνύω",
"αποδείχθηκε":"αποδεικνύω",
"αποδειχθούν":"αποδεικνύω",
"αποδείχνεται":"αποδείχνεται",
"αποδείχνουν":"αποδεικνύω",
"αποδειχτεί":"αποδεικνύω",
"αποδείχτηκαν":"αποδεικνύω",
"αποδείχτηκε":"αποδεικνύω",
"αποδειχτούν":"αποδεικνύω",
"αποδεκάτιζε":"αποδεκατίζω",
"αποδεκατίζοντας":"αποδεκατίζω",
"αποδεκάτισαν":"αποδεκατίζω",
"αποδεκατιστεί":"αποδεκατίζω",
"αποδεκατίστηκε":"αποδεκατίζω",
"αποδεκτά":"αποδεκτός",
"αποδέκτες":"αποδέκτης",
"αποδεκτές":"αποδεκτός",
"αποδέκτη":"αποδέκτης",
"αποδεκτη":"αποδεκτός",
"αποδεκτή":"αποδεκτός",
"αποδέκτης":"αποδέκτης",
"αποδεκτής":"αποδεκτός",
"αποδεκτό":"αποδεκτός",
"αποδεκτοί":"αποδεκτός",
"αποδεκτός":"αποδεκτός",
"αποδεκτούς":"αποδεκτός",
"αποδεκτών":"αποδεκτός",
"αποδελτίωση":"αποδελτίωση",
"αποδεσμεύεται":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευθεί":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευθούν":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευμένη":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευμένος":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμεύοντας":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμεύσει":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμεύσεις":"αποδεσμεύω",
"αποδέσμευση":"αποδέσμευση",
"αποδέσμευσή":"αποδέσμευση",
"αποδέσμευσης":"αποδέσμευση",
"αποδέσμευσής":"αποδέσμευση",
"αποδεσμεύσουμε":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευτεί":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευτείτε":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμεύτηκαν":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμεύτηκε":"αποδεσμεύω",
"αποδεσμευτούν":"αποδεσμεύω",
"αποδέχεσαι":"αποδέχομαι",
"αποδέχεστε":"αποδέχομαι",
"αποδέχεται":"αποδέχομαι",
"αποδεχθεί":"αποδέχομαι",
"αποδεχθείτε":"αποδέχομαι",
"αποδεχθήκαμε":"αποδέχομαι",
"αποδέχθηκαν":"αποδέχομαι",
"αποδέχθηκε":"αποδέχομαι",
"αποδεχθούμε":"αποδέχομαι",
"αποδεχθούν":"αποδέχομαι",
"αποδέχομαι":"αποδέχομαι",
"αποδεχόμαστε":"αποδέχομαι",
"αποδεχόμενη":"αποδεχόμενος",
"αποδεχόμενο":"αποδεχόμενος",
"αποδεχόμενοι":"αποδεχόμενος",
"αποδεχόμενος":"αποδεχόμενος",
"αποδεχόμουν":"αποδέχομαι",
"αποδέχονται":"αποδέχομαι",
"αποδέχονταν":"αποδέχομαι",
"αποδεχόταν":"αποδέχομαι",
"αποδεχτεί":"αποδέχομαι",
"αποδεχτείτε":"αποδέχομαι",
"αποδεχτή":"αποδεκτός",
"αποδέχτηκαν":"αποδέχομαι",
"αποδέχτηκε":"αποδέχομαι",
"αποδεχτούμε":"αποδέχομαι",
"αποδεχτούν":"αποδέχομαι",
"αποδημήσει":"αποδημώ",
"αποδήμησης":"αποδήμηση",
"αποδημητικά":"αποδημητικός",
"αποδημητικοί":"αποδημητικός",
"αποδημητικών":"αποδημητικός",
"αποδημία":"αποδημία",
"αποδημίας":"αποδημία",
"απόδημο":"απόδημος",
"απόδημοι":"απόδημος",
"αποδήμου":"απόδημος",
"απόδημου":"απόδημος",
"αποδημούν":"αποδημώ",
"αποδήμους":"απόδημος",
"απόδημους":"απόδημος",
"αποδήμων":"απόδημος",
"απόδημων":"απόδημος",
"αποδιαμεσολάβησης":"αποδιαμεσολάβηση",
"αποδιαρθρωμένο":"αποδιαρθρωμένος",
"αποδιαρθρώνονται":"αποδιαρθρώνω",
"αποδιάρθρωση":"αποδιάρθρωση",
"αποδίδει":"αποδίδω",
"αποδίδεται":"αποδίδω",
"αποδίδετε":"αποδίδω",
"αποδιδόμενα":"αποδιδόμενος",
"αποδιδόμενες":"αποδιδόμενος",
"αποδιδόμενη":"αποδιδόμενος",
"αποδιδόμενων":"αποδιδόμενος",
"αποδίδονται":"αποδίδω",
"αποδίδοντας":"αποδίδω",
"αποδίδοντάς":"αποδίδω",
"αποδιδόταν":"αποδίδω",
"αποδίδουμε":"αποδίδω",
"αποδίδουν":"αποδίδω",
"αποδίδω":"αποδίδω",
"αποδιοπομπαίο":"αποδιοπομπαίος",
"αποδιοπομπαίος":"αποδιοπομπαίος",
"αποδιοπομπαίου":"αποδιοπομπαίος",
"αποδιοπομπαίους":"αποδιοπομπαίος",
"αποδιοργανωθείτε":"αποδιοργανώνω",
"αποδιοργάνωνε":"αποδιοργανώνω",
"αποδιοργανώσει":"αποδιοργανώνω",
"αποδιώξεις":"αποδιώχνω",
"αποδοθεί":"αποδίδω",
"αποδόθηκαν":"αποδίδω",
"αποδόθηκε":"αποδίδω",
"αποδοθούν":"αποδίδω",
"αποδοκιμάζει":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάζεται":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάζονται":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμαζόταν":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάζουν":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκίμασαν":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκίμασε":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάσει":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάσθηκε":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμασία":"αποδοκιμασία",
"αποδοκιμασίας":"αποδοκιμασία",
"αποδοκιμασίες":"αποδοκιμασία",
"αποδοκιμάσουν":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμαστέα":"αποδοκιμαστέος",
"αποδοκιμαστεί":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάστηκαν":"αποδοκιμάζω",
"αποδοκιμάστηκε":"αποδοκιμάζω",
"αποδομεί":"αποδομώ",
"αποδόμηση":"αποδόμηση",
"αποδόμησης":"αποδόμηση",
"αποδομήσουν":"αποδομώ",
"αποδομούνται":"αποδομώ",
"αποδόσεις":"απόδοση",
"αποδόσεων":"απόδοση",
"αποδόσεών":"απόδοση",
"απόδοση":"απόδοση",
"απόδοσή":"απόδοση",
"αποδοσης":"απόδοση",
"απόδοσης":"απόδοση",
"απόδοσής":"απόδοση",
"απόδοσης-αμοιβής":"απόδοσης-αμοιβής",
"αποδοτικά":"αποδοτικά",
"αποδοτικές":"αποδοτικός",
"αποδοτική":"αποδοτικός",
"αποδοτικό":"αποδοτικός",
"αποδοτικότερη":"αποδοτικός",
"αποδοτικότερου":"αποδοτικός",
"αποδοτικότητα":"αποδοτικότητα",
"αποδοτικότητά":"αποδοτικότητα",
"αποδοτικότητας":"αποδοτικότητα",
"αποδοτικών":"αποδοτικός",
"αποδοχές":"αποδοχή",
"αποδοχή":"αποδοχή",
"αποδοχής":"αποδοχή",
"αποδοχων":"αποδοχή",
"αποδοχών":"αποδοχή",
"αποδράσει":"αποδρώ",
"αποδράσεις":"απόδραση",
"αποδράσεις":"αποδρώ",
"αποδράσεων":"απόδραση",
"απόδραση":"απόδραση",
"απόδρασή":"απόδραση",
"απόδρασης":"απόδραση",
"απόδρασής":"απόδραση",
"αποδράσουν":"αποδρώ",
"αποδυθεί":"αποδύομαι",
"αποδυθούν":"αποδύομαι",
"αποδυναμωθεί":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμώθηκε":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμωθούν":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμωμένες":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμωμένο":"αποδυναμωμένος",
"αποδυναμωμένος":"αποδυναμώνω",
"αποδυνάμωνα":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμώνει":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμώνεται":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμώνονται":"αποδυναμώνω",
"αποδυναμώνουν":"αποδυναμώνω",
"αποδυνάμωσε":"αποδυναμώνω",
"αποδυνάμωση":"αποδυνάμωση",
"αποδυνάμωσης":"αποδυνάμωση",
"αποδυνάμωσής":"αποδυνάμωση",
"αποδυναμώσουν":"αποδυναμώνω",
"αποδυτηρια":"αποδυτήριο",
"αποδυτήρια":"αποδυτήριο",
"αποδυτηρίων":"αποδυτήριο",
"αποδώσει":"αποδίδω",
"αποδώσεις":"αποδίδω",
"αποδώσετε":"αποδίδω",
"αποδώσουμε":"αποδίδω",
"αποδώσουν":"αποδίδω",
"αποδώσω":"αποδίδω",
"αποελ":"αποελ",
"αποζημιωθεί":"αποζημιώνω",
"αποζημιώθηκαν":"αποζημιώνω",
"αποζημιώθηκε":"αποζημιώνω",
"αποζημιωθούμε":"αποζημιώνω",
"αποζημιωθούν":"αποζημιώνω",
"αποζημιώνει":"αποζημιώνω",
"αποζημιώνουν":"αποζημιώνω",
"αποζημίωσε":"αποζημιώνω",
"αποζημιώσει":"αποζημιώνω",
"αποζημιωσεις":"αποζημίωση",
"αποζημιώσεις":"αποζημίωση",
"αποζημιώσεων":"αποζημίωση",
"αποζημίωση":"αποζημίωση",
"αποζημίωσή":"αποζημίωση",
"αποζημίωσης":"αποζημίωση",
"αποζημίωσής":"αποζημίωση",
"αποζητά":"αποζητώ",
"αποζητάει":"αποζητώ",
"αποζητούν":"αποζητώ",
"απόηχο":"απόηχος",
"απόηχος":"απόηχος",
"απόηχου":"απόηχος",
"αποθανάτιζε":"απαθανατίζω",
"αποθανατίσει":"απαθανατίζω",
"αποθανόντα":"αποθανών",
"αποθανόντος":"αποθανών",
"αποθάρρυνε":"αποθαρρύνω",
"αποθαρρύνει":"αποθαρρύνω",
"αποθαρρύνθηκαν":"αποθαρρύνω",
"αποθαρρυνθούν":"αποθαρρύνω",
"αποθαρρύνονται":"αποθαρρύνω",
"αποθαρρύνουν":"αποθαρρύνω",
"αποθάρρυνσης":"αποθάρρυνση",
"αποθαρρυντικό":"αποθαρρυντικός",
"απόθεμα":"απόθεμα",
"αποθέματα":"απόθεμα",
"αποθέματά":"απόθεμα",
"αποθεματικά":"αποθεματικός",
"αποθεματικό":"αποθεματικό",
"αποθεματικού":"αποθεματικό",
"αποθεματικού":"αποθεματικός",
"αποθεματικών":"αποθεματικός",
"αποθεμάτων":"απόθεμα",
"αποθεραπεία":"αποθεραπεία",
"αποθεραπείας":"αποθεραπεία",
"αποθεραπειών":"αποθεραπεία",
"αποθεραπευθεί":"αποθεραπεύω",
"αποθεραπευτεί":"αποθεραπεύω",
"αποθεραπεύτηκαν":"αποθεραπεύω",
"αποθεραπευτούν":"αποθεραπεύω",
"αποθέρμανση":"αποθέρμανση",
"αποθέρμανσης":"αποθέρμανση",
"αποθέσεις":"απόθεση",
"απόθεσης":"απόθεση",
"αποθετήρια":"αποθετήριο",
"αποθετήριο":"αποθετήριο",
"αποθεώθηκε":"αποθεώνω",
"αποθέωναν":"αποθεώνω",
"αποθέωνε":"αποθεώνω",
"αποθεώνει":"αποθεώνω",
"αποθεώνεται":"αποθεώνω",
"αποθεώνετε":"αποθεώνω",
"αποθεώνονται":"αποθεώνω",
"αποθεώνουν":"αποθεώνω",
"αποθέωσαν":"αποθεώνω",
"αποθέωση":"αποθέωση",
"αποθέωσης":"αποθέωση",
"αποθήκες":"αποθήκη",
"αποθήκευαν":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύει":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύεται":"αποθηκεύω",
"αποθηκευθεί":"αποθηκεύω",
"αποθηκευμένα":"αποθηκευμένος",
"αποθηκευμένη":"αποθηκεύω",
"αποθηκευμένο":"αποθηκεύω",
"αποθηκευμένοι":"αποθηκευμένος",
"αποθηκευμένου":"αποθηκευμένος",
"αποθηκευμένων":"αποθηκευμένος",
"αποθηκεύονται":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύουμε":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύουν":"αποθηκεύω",
"αποθήκευσε":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύσει":"αποθηκεύω",
"αποθηκεύσεως":"αποθήκευση",
"αποθήκευση":"αποθήκευση",
"αποθήκευσης":"αποθήκευση",
"αποθήκευσής":"αποθήκευση",
"αποθηκευτικό":"αποθηκευτικός",
"αποθηκευτικού":"αποθηκευτικός",
"αποθηκευτικούς":"αποθηκευτικός",
"αποθηκευτικών":"αποθηκευτικός",
"αποθηκευτούν":"αποθηκεύω",
"αποθηκη":"αποθήκη",
"αποθήκη":"αποθήκη",
"αποθήκης":"αποθήκη",
"αποθήκης-μάντρας":"αποθήκης-μάντρας",
"αποθηκων":"αποθήκη",
"αποθηκών":"αποθήκη",
"αποθηκων-κ":"αποθηκων-κ",
"αποθησαυρίζοντας":"αποθησαυρίζω",
"αποθησαυρίσει":"αποθησαυρίζω",
"αποθρασύνθηκε":"αποθρασύνω",
"αποθρασύνονται":"αποθρασύνω",
"αποϊδεολογικοποίησης":"αποϊδεολογικοποίηση",
"αποικήματα":"αποοίκημα",
"αποικία":"αποικία",
"αποικιακά":"αποικιακός",
"αποικιακές":"αποικιακός",
"αποικιακή":"αποικιακός",
"αποικιακής":"αποικιακός",
"αποικιακών":"αποικιακός",
"αποικίας":"αποικία",
"αποικίες":"αποικία",
"αποικιοκράτειρας":"αποικιοκράτειρας",
"αποικιοκράτες":"αποικιοκράτης",
"αποικιοκράτη":"αποικιοκράτης",
"αποικιοκράτης":"αποικιοκράτης",
"αποικιοκρατία":"αποικιοκρατία",
"αποικιοκρατίας":"αποικιοκρατία",
"αποικιοκρατικές":"αποικιοκρατικός",
"αποικιοκρατική":"αποικιοκρατικός",
"αποικιοκρατικό":"αποικιοκρατικός",
"αποικιοκρατικού":"αποικιοκρατικός",
"αποικιοκρατικών":"αποικιοκρατικός",
"αποίκισαν":"αποικίζω",
"αποικιών":"αποικία",
"άποικοι":"άποικος",
"αποίκους":"άποικος",
"αποίκων":"άποικος",
"αποκαθήλωση":"αποκαθήλωση",
"αποκαθιστά":"αποκαθιστώ",
"αποκαθιστανται":"αποκαθίσταμαι",
"αποκαθίσταται":"αποκαθίσταμαι",
"αποκαθίστατο":"αποκαθίσταμαι",
"αποκαθιστούν":"αποκαθιστώ",
"αποκαθιστούσε":"αποκαθιστώ",
"αποκαΐδια":"αποκαΐδι",
"αποκαλεί":"αποκαλώ",
"αποκαλείς":"αποκαλώ",
"αποκαλείται":"αποκαλώ",
"αποκάλεσα":"αποκαλώ",
"αποκάλεσαν":"αποκαλώ",
"αποκάλεσε":"αποκαλώ",
"αποκαλέσει":"αποκαλώ",
"αποκαλέσουν":"αποκαλώ",
"αποκαλούμε":"αποκαλώ",
"αποκαλούμενα":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενες":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενη":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενο":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενοι":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενος":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενου":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενους":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούμενων":"αποκαλούμενος",
"αποκαλούν":"αποκαλώ",
"αποκαλούνται":"αποκαλώ",
"αποκαλούσα":"αποκαλώ",
"αποκαλούσαν":"αποκαλώ",
"αποκαλούσε":"αποκαλώ",
"αποκάλυπταν":"αποκαλύπτω",
"αποκάλυπτε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυπτει":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτει":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτεται":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτετε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυπτήρια":"αποκαλυπτήρια",
"αποκαλυπτικά":"αποκαλυπτικά",
"αποκαλυπτικά":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικές":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικη":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτική":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικό":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικός":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικού":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλυπτικών":"αποκαλυπτικός",
"αποκαλύπτονται":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτονταν":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτοντας":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύπτουν":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυφθεί":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυφθείσα":"αποκαλυφθείς",
"αποκαλυφθείτε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύφθηκαν":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυφθηκε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύφθηκε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλυφθούν":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύφτηκε":"αποκαλύπτω",
"αποκάλυψαν":"αποκαλύπτω",
"αποκάλυψε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύψει":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύψεις":"αποκάλυψη",
"αποκαλύψεων":"αποκάλυψη",
"αποκαλυψη":"αποκάλυψη",
"αποκάλυψη":"αποκάλυψη",
"αποκάλυψή":"αποκάλυψη",
"αποκάλυψης":"αποκάλυψη",
"αποκαλύψουμε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύψουν":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύψτε":"αποκαλύπτω",
"αποκαλύψω":"αποκαλύπτω",
"αποκαλώ":"αποκαλώ",
"αποκαλώντας":"αποκαλώ",
"αποκαμωμένοι":"αποκάνω",
"αποκαρδιωμένοι":"αποκαρδιωμένος",
"αποκαρδιωτικό":"αποκαρδιωτικός",
"αποκαρδιωτικός":"αποκαρδιωτικός",
"αποκατασταθεί":"αποκαθιστώ",
"αποκατασταθέντων":"αποκατασταθείς",
"αποκαταστάθηκαν":"αποκαθιστώ",
"αποκαταστάθηκε":"αποκαθιστώ",
"αποκατασταθούν":"αποκαθιστώ",
"αποκαταστάσεως":"αποκατάσταση",
"αποκατάσταση":"αποκατάσταση",
"αποκατάστασή":"αποκατάσταση",
"αποκατάστασης":"αποκατάσταση",
"αποκατάστασής":"αποκατάσταση",
"αποκαταστήσει":"αποκαθιστώ",
"αποκαταστήσουμε":"αποκαθιστώ",
"αποκαταστήσουν":"αποκαθιστώ",
"αποκαταστήσω":"αποκαθιστώ",
"αποκατέστησε":"αποκαθιστώ",
"αποκεί":"αποκεί",
"αποκεντρώθηκε":"αποκεντρώνω",
"αποκεντρωμένη":"αποκεντρωμένος",
"αποκεντρωμένο":"αποκεντρώνω",
"αποκεντρωμένος":"αποκεντρώνω",
"αποκεντρωμένου":"αποκεντρώνω",
"αποκεντρωμένων":"αποκεντρώνω",
"'αποκεντρώνεται'":"'αποκεντρώνεται'",
"αποκέντρωση":"αποκέντρωση",
"αποκέντρωσης":"αποκέντρωση",
"αποκεφάλισαν":"αποκεφαλίζω",
"αποκεφαλισθεί":"αποκεφαλίζω",
"αποκεφαλίσθηκε":"αποκεφαλίζω",
"αποκεφαλισμό":"αποκεφαλισμός",
"αποκηρύξει":"αποκηρύσσω",
"αποκήρυξη":"αποκήρυξη",
"αποκηρύσσει":"αποκηρύσσω",
"αποκηρύσσοντας":"αποκηρύσσω",
"αποκηρύσσουν":"αποκηρύσσω",
"αποκλείει":"αποκλείω",
"αποκλείεται":"αποκλείω",
"αποκλείετε":"αποκλείω",
"'αποκλείονται":"'αποκλείονται",
"αποκλείονται":"αποκλείω",
"αποκλείονταν":"αποκλείω",
"αποκλείοντας":"αποκλείω",
"αποκλειόταν":"αποκλείω",
"αποκλείουμε":"αποκλείω",
"αποκλείουν":"αποκλείω",
"αποκλείσει":"αποκλείω",
"αποκλείσεις":"αποκλείω",
"αποκλεισθεί":"αποκλείω",
"αποκλείσθηκαν":"αποκλείω",
"αποκλείσθηκε":"αποκλείω",
"αποκλεισθούν":"αποκλείω",
"αποκλεισμένα":"αποκλεισμένος",
"αποκλεισμένες":"αποκλεισμένος",
"αποκλεισμένη":"αποκλείω",
"αποκλεισμένο":"αποκλεισμένος",
"αποκλεισμένοι":"αποκλεισμένος",
"αποκλεισμένου":"αποκλείω",
"αποκλεισμένους":"αποκλείω",
"αποκλεισμένων":"αποκλεισμένος",
"αποκλεισμο":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμό":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμοί":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμος":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμός":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμού":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμούς":"αποκλεισμός",
"αποκλεισμών":"αποκλεισμός",
"αποκλείσουμε":"αποκλείω",
"αποκλείσουν":"αποκλείω",
"αποκλειστεί":"αποκλείω",
"αποκλείστηκαν":"αποκλείω",
"αποκλείστηκε":"αποκλείω",
"αποκλειστικά":"αποκλειστικά",
"αποκλειστικές":"αποκλειστικός",
"αποκλειστική":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικής":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικό":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικοί":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικός":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικότητα":"αποκλειστικότητα",
"αποκλειστικότητες":"αποκλειστικότητα",
"αποκλειστικού":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικών":"αποκλειστικός",
"αποκλειστικώς":"αποκλειστικά",
"αποκλειστούν":"αποκλείω",
"αποκλείω":"αποκλείω",
"αποκληθεί":"αποκαλώ",
"αποκλήθηκαν":"αποκαλώ",
"αποκλήθηκε":"αποκαλώ",
"απόκληροι":"απόκληρος",
"απόκληρους":"απόκληρος",
"αποκλήρων":"απόκληρος",
"απόκληρων":"απόκληρος",
"απόκληρών":"απόκληρος",
"αποκλιμακώνεται":"αποκλιμακώνω",
"αποκλιμακώνονται":"αποκλιμακώνω",
"αποκλιμάκωση":"αποκλιμάκωση",
"αποκλιμάκωσή":"αποκλιμάκωση",
"αποκλιμάκωσης":"αποκλιμάκωση",
"αποκλίνει":"αποκλίνω",
"αποκλίνουσα":"αποκλίνων",
"αποκλίνουσες":"αποκλίνων",
"αποκλίσεις":"απόκλιση",
"αποκλίσεων":"απόκλιση",
"απόκλιση":"απόκλιση",
"απόκλισης":"απόκλιση",
"αποκοιμηθεί":"αποκοιμιέμαι",
"αποκοιμήθηκαν":"αποκοιμιέμαι",
"αποκοιμήθηκε":"αποκοιμιέμαι",
"αποκοιμιέται":"αποκοιμιέμαι",
"αποκοιμίζουν":"αποκοιμίζω",
"αποκολλάται":"αποκολλώ",
"αποκολληθεί":"αποκολλώ",
"αποκολλήθηκαν":"αποκολλώ",
"αποκολλήθηκε":"αποκολλώ",
"αποκολληθούν":"αποκολλώ",
"αποκόλληση":"αποκόλληση",
"αποκομιδή":"αποκομιδή",
"αποκομιδής":"αποκομιδή",
"αποκόμιζαν":"αποκομίζω",
"αποκόμιζε":"αποκομίζω",
"αποκομίζει":"αποκομίζω",
"αποκομίζοντας":"αποκομίζω",
"αποκομίζουν":"αποκομίζω",
"αποκόμισα":"αποκομίζω",
"αποκομίσαμε":"αποκομίζω",
"αποκόμισαν":"αποκομίζω",
"αποκόμισε":"αποκομίζω",
"αποκομίσει":"αποκομίζω",
"αποκομίσετε":"αποκομίζω",
"αποκομιση":"αποκόμιση",
"αποκόμιση":"αποκόμιση",
"αποκόμισης":"αποκόμιση",
"αποκομισθούν":"αποκομίζω",
"αποκομίσουμε":"αποκομίζω",
"αποκομίσουν":"αποκομίζω",
"αποκόμματα":"απόκομμα",
"αποκομματικοποίηση":"αποκομματικοποίηση",
"αποκομμένα":"αποκομμένος",
"αποκομμένες":"αποκομμένος",
"αποκομμένη":"αποκομμένος",
"αποκομμένοι":"αποκομμένος",
"αποκομμένος":"αποκομμένος",
"αποκομμένου":"αποκομμένος",
"αποκομμένους":"αποκομμένος",
"αποκοπεί":"αποκόβω",
"αποκοπή":"αποκοπή",
"αποκόπηκε":"αποκόβω",
"αποκοπήν":"αποκοπή",
"αποκοπής":"αποκοπή",
"αποκοπούμε":"αποκόβω",
"αποκοπούν":"αποκόβω",
"αποκόπτουν":"αποκόπτω",
"αποκορύφωμα":"αποκορύφωμα",
"αποκορύφωμά":"αποκορύφωμα",
"απόκοσμη":"απόκοσμος",
"απόκοσμος":"απόκοσμος",
"αποκούμπι":"αποκούμπι",
"αποκόψει":"αποκόβω",
"αποκόψουμε":"αποκόβω",
"αποκρατικοποιήσεις":"αποκρατικοποίηση",
"αποκρατικοποιήσεων":"αποκρατικοποίηση",
"αποκρατικοποιούνται":"αποκρατικοποιώ",
"απόκρημνα":"απόκρημνος",
"απόκρημνη":"απόκρημνος",
"απόκρημνο":"απόκρημνος",
"αποκριά":"αποκριά",
"αποκριάς":"αποκριά",
"αποκριάτικα":"αποκριάτικα",
"αποκριάτικά":"αποκριάτικα",
"αποκριάτικα":"αποκριάτικος",
"αποκριατικες":"αποκριάτικος",
"αποκριάτικες":"αποκριάτικος",
"αποκριάτικη":"αποκριάτικος",
"αποκριάτικο":"αποκριάτικος",
"αποκριάτικων":"αποκριάτικος",
"απόκριση":"απόκριση",
"αποκρούει":"αποκρούω",
"αποκρούονται":"αποκρούω",
"αποκρούουμε":"αποκρούω",
"αποκρούουν":"αποκρούω",
"αποκρούσει":"αποκρούω",
"αποκρούσεις":"απόκρουση",
"απόκρουση":"απόκρουση",
"αποκρούστηκε":"αποκρούω",
"αποκρουστικά":"αποκρουστικός",
"αποκρουστικές":"αποκρουστικός",
"αποκρουστική":"αποκρουστικός",
"αποκρουστικό":"αποκρουστικός",
"αποκρουστικών":"αποκρουστικός",
"αποκρύπτει":"αποκρύβω",
"αποκρύπτεται":"αποκρύβω",
"αποκρυπτογράφησης":"αποκρυπτογράφηση",
"αποκρυπτογραφήσουμε":"αποκρυπτογραφώ",
"αποκρύπτοντας":"αποκρύβω",
"αποκρυπτόταν":"αποκρύβω",
"αποκρύπτουν":"αποκρύβω",
"αποκρυσταλλώθηκε":"αποκρυσταλλώνω",
"αποκρυστάλλωση":"αποκρυστάλλωση",
"απόκρυφα":"απόκρυφος",
"απόκρυφη":"απόκρυφος",
"αποκρυφισμό":"αποκρυφισμός",
"αποκρυφισμού":"αποκρυφισμός",
"αποκρυφιστικές":"αποκρυφιστικές",
"απόκρυφου":"απόκρυφος",
"αποκρύψει":"αποκρύβω",
"απόκρυψη":"απόκρυψη",
"απόκρυψή":"απόκρυψη",
"απόκρυψης":"απόκρυψη",
"αποκρύψουν":"αποκρύβω",
"αποκτα":"αποκτώ",
"αποκτά":"αποκτώ",
"αποκτάει":"αποκτώ",
"αποκτάς":"αποκτώ",
"αποκτάται":"αποκτώ",
"αποκτάτε":"αποκτώ",
"αποκτηθεί":"αποκτώ",
"αποκτηθείσα":"αποκτηθείς",
"αποκτήθηκαν":"αποκτώ",
"αποκτήθηκε":"αποκτώ",
"αποκτηθούν":"αποκτώ",
"απόκτημα":"απόκτημα",
"απόκτημά":"απόκτημα",
"αποκτήματα":"απόκτημα",
"αποκτημάτων":"απόκτημα",
"αποκτήσαμε":"αποκτώ",
"απόκτησε":"αποκτώ",
"αποκτησει":"αποκτώ",
"αποκτήσει":"αποκτώ",
"αποκτήσεις":"αποκτώ",
"αποκτήσετε":"αποκτώ",
"αποκτήσεων":"αποκτήση",
"αποκτηση":"απόκτηση",
"απόκτηση":"απόκτηση",
"απόκτησή":"απόκτηση",
"απόκτησης":"απόκτηση",
"απόκτησής":"απόκτηση",
"αποκτήσουμε":"αποκτώ",
"αποκτήσουν":"αποκτώ",
"αποκτήστε":"αποκτώ",
"αποκτήσω":"αποκτώ",
"αποκτούμε":"αποκτώ",
"αποκτουν":"αποκτώ",
"αποκτούν":"αποκτώ",
"αποκτούσαν":"αποκτώ",
"αποκτούσε":"αποκτώ",
"αποκτώντας":"αποκτώ",
"αποκύημα":"αποκύημα",
"αποκυήματα":"αποκύημα",
"αποκωδικοποιεί":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποιείται":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποιήσει":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποίηση":"αποκωδικοποίηση",
"αποκωδικοποίησης":"αποκωδικοποίηση",
"αποκωδικοποιήσουμε":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποιήσουν":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποιήσω":"αποκωδικοποιώ",
"αποκωδικοποιητή":"αποκωδικοποιητής",
"αποκωδικοποιητής":"αποκωδικοποιητής",
"αποκωδικοποιητών":"αποκωδικοποιητής",
"απολαβές":"απολαβή",
"απολαβή":"απολαβή",
"απολάμβαναν":"απολαμβάνω",
"απολάμβανε":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνει":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνεις":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνετε":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνοντας":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνουμε":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνούμε":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνουν":"απολαμβάνω",
"απολαμβάνω":"απολαμβάνω",
"απολαύουν":"απολαύω",
"απόλαυσα":"απολαμβάνω",
"απολαύσαμε":"απολαμβάνω",
"απόλαυσαν":"απολαμβάνω",
"απόλαυσε":"απολαμβάνω",
"απολαύσει":"απολαμβάνω",
"απολαύσεις":"απολαμβάνω",
"απολαύσετε":"απολαμβάνω",
"απόλαυση":"απόλαυση",
"απόλαυσης":"απόλαυση",
"απολαύσουμε":"απολαμβάνω",
"απολαύσουν":"απολαμβάνω",
"απολαύστε":"απολαμβάνω",
"απολαυστικά":"απολαυστικά",
"απολαυστικές":"απολαυστικός",
"απολαυστική":"απολαυστικός",
"απολαυστικό":"απολαυστικός",
"απολαυστικός":"απολαυστικός",
"απολέσει":"απολλύω",
"απολεσθέν":"απολεσθείς",
"απολεσθέντα":"απολεσθείς",
"απολεσθούν":"απολλύω",
"απολέσουν":"απολλύω",
"απολήγει":"απολήγω",
"απολήγοντας":"απολήγω",
"απολήγουν":"απολήγω",
"απόληξη":"απόληξη",
"απόληξης":"απόληξη",
"απολησμονείται":"απολησμονώ",
"απολίθωμα":"απολίθωμα",
"απολιθώματα":"απολίθωμα",
"απολιθωμάτων":"απολίθωμα",
"απολιθωμένα":"απολιθώνω",
"απολιθωμένες":"απολιθώνω",
"απολιθωμένη":"απολιθώνω",
"απολιθωμένο":"απολιθώνω",
"απολιθωμένος":"απολιθώνω",
"απολιθωμένων":"απολιθώνω",
"απολίθωσή":"απολίθωση",
"απολιτική":"απολιτικός",
"απολίτικη":"απολιτικός",
"απολίτικο":"απολιτικός",
"απολίτιστη":"απολίτιστος",
"απολίτιστης":"απολίτιστος",
"απολίτιστους":"απολίτιστος",
"απολλων":"απόλλων",
"απόλλων":"απόλλων",
"απόλλων14351021-43":"απόλλων14351021-43",
"απόλλων201046-1152":"απόλλων201046-1152",
"απολλωνα":"απόλλωνας",
"απόλλωνα":"απόλλωνας",
"απόλλων-άρης":"απόλλων-άρης",
"απόλλωνας":"απόλλωνας",
"απολλωνία":"απολλωνία",
"απολλωνίας":"απολλωνία",
"απολλωνιστών":"απολλωνιστών",
"απολογείται":"απολογούμαι",
"απολογηθεί":"απολογούμαι",
"απολογήθηκε":"απολογούμαι",
"απολογηθούν":"απολογούμαι",
"απολογηθώ":"απολογούμαι",
"απολογητές":"απολογητής",
"απολογητής":"απολογητής",
"απολογητική":"απολογητικός",
"απολογητικό":"απολογητικός",
"απολογητικού":"απολογητικός",
"απολογία":"απολογία",
"απολογίας":"απολογία",
"απολογίες":"απολογία",
"απολογισμό":"απολογισμός",
"απολογισμοί":"απολογισμός",
"απολογισμός":"απολογισμός",
"απολογισμού":"απολογισμός",
"απολογιστικά":"απολογιστικός",
"απολογιστική":"απολογιστικός",
"απολογιστικού":"απολογιστικός",
"απολογιών":"απολογία",
"απολογούμενες":"απολογούμενος",
"απολογούμενη":"απολογούμενος",
"απολογούμενοι":"απολογούμενος",
"απολογούμενος":"απολογούμενος",
"απολογούνται":"απολογούμαι",
"απολύει":"απολύω",
"απολύεται":"απολύω",
"απολυθεί":"απολύω",
"απολυθείς":"απολυθείς",
"απολυθείσα":"απολυθείς",
"απολυθέντων":"απολυθείς",
"απολύθηκαν":"απολύω",
"απολύθηκε":"απολύω",
"απολυθούν":"απολύω",
"απολυμανθεί":"απολυμαίνω",
"απολυμάνσεις":"απολύμανση",
"απολύμανση":"απολύμανση",
"απολύμανσή":"απολύμανση",
"απολύμανσης":"απολύμανση",
"απολυμένο":"απολυμένος",
"απολυμένοι":"απολυμένος",
"απολυμένους":"απολυμένος",
"απολυμένων":"απολυμένος",
"απολύονται":"απολύω",
"απολύοντας":"απολύω",
"απολύουν":"απολύω",
"απολύσει":"απολύω",
"απολύσεις":"απόλυση",
"απολύσεις":"απολύω",
"απολύσεων":"απόλυση",
"απόλυση":"απόλυση",
"απόλυσή":"απόλυση",
"απόλυσης":"απόλυση",
"απόλυσής":"απόλυση",
"απολύσουν":"απολύω",
"απόλυτα":"απόλυτα",
"απόλυτα":"απόλυτος",
"απόλυται":"απολυτός",
"απολυταρχικού":"απολυταρχικός",
"απολυτέο":"απολυτέο",
"απόλυτες":"απόλυτος",
"απόλυτη":"απόλυτος",
"απολυτήριες":"απολυτήριος",
"απολυτήριο":"απολυτήριο",
"απολυτηρίου":"απολυτήριος",
"απόλυτης":"απόλυτος",
"απόλυτο":"απόλυτος",
"απόλυτοι":"απόλυτος",
"απόλυτος":"απόλυτος",
"απολύτου":"απόλυτος",
"απόλυτου":"απόλυτος",
"απόλυτους":"απόλυτος",
"απόλυτων":"απόλυτος",
"απολύτως":"απόλυτα",
"απομαγνητοφωνημένα":"απομαγνητοφωνώ",
"απομαγνητοφωνημένο":"απομαγνητοφωνώ",
"απομαγνητοφωνημένων":"απομαγνητοφωνώ",
"απόμακρες":"απόμακρος",
"απόμακρο":"απόμακρος",
"απόμακρος":"απόμακρος",
"απομάκρυναν":"απομακρύνω",
"απομάκρυνε":"απομακρύνω",
"απομακρύνει":"απομακρύνω",
"απομακρύνεις":"απομακρύνω",
"απομακρύνεσαι":"απομακρύνω",
"απομακρύνεται":"απομακρύνω",
"απομακρύνετε":"απομακρύνω",
"απομακρυνθεί":"απομακρύνω",
"απομακρυνθείς":"απομακρύνω",
"απομακρυνθείτε":"απομακρύνω",
"απομακρύνθηκα":"απομακρύνω",
"απομακρύνθηκαν":"απομακρύνω",
"απομακρυνθήκατε":"απομακρύνω",
"απομακρύνθηκε":"απομακρύνω",
"απομακρυνθούν":"απομακρύνω",
"απομακρυνθώ":"απομακρύνω",
"απομακρυνόμαστε":"απομακρύνω",
"απομακρύνονται":"απομακρύνω",
"απομακρύνοντας":"απομακρύνω",
"απομακρύνοντάς":"απομακρύνω",
"απομακρυνόταν":"απομακρύνω",
"απομακρύνουν":"απομακρύνω",
"απομάκρυνση":"απομάκρυνση",
"απομάκρυνσή":"απομάκρυνση",
"απομάκρυνσης":"απομάκρυνση",
"απομάκρυνσής":"απομάκρυνση",
"απομακρυσμένα":"απομακρυσμένος",
"απομακρυσμένες":"απομακρυσμένος",
"απομακρυσμένη":"απομακρυσμένος",
"απομακρυσμένο":"απομακρύνω",
"απομακρυσμένων":"απομακρυσμένος",
"απόμαχο":"απόμαχος",
"απόμαχος":"απόμαχος",
"απόμαχους":"απόμαχος",
"απόμειναν":"απομένω",
"απομεινάρι":"απομεινάρι",
"απομεινάρια":"απομεινάρι",
"απόμεινε":"απομένω",
"απομείνει":"απομένω",
"απομείνουν":"απομένω",
"απομειώνουν":"απομειώνουν",
"απομείωση":"απομείωση",
"απόμενε":"απομένω",
"απομένει":"απομένω",
"απομένουν":"απομένω",
"απόμερη":"απόμερος",
"απομεσήμερα":"απομεσήμερο",
"απομιμήσεις":"απομίμηση",
"απομίμηση":"απομίμηση",
"απομνημονεύματα":"απομνημόνευμα",
"απομνημονεύματά":"απομνημόνευμα",
"απομνημονεύονται":"απομνημονεύω",
"απομνημόνευση":"απομνημόνευση",
"απομονωθεί":"απομονώνω",
"απομονωθείτε":"απομονώνω",
"απομονώθηκε":"απομονώνω",
"απομονωθούν":"απομονώνω",
"απομονωμένα":"απομονώνω",
"απομονωμένες":"απομονώνω",
"απομονωμένη":"απομονωμένος",
"απομονωμένο":"απομονώνω",
"απομονωμένοι":"απομονωμένος",
"απομονωμένος":"απομονωμένος",
"απομονωμένου":"απομονώνω",
"απομονωμένους":"απομονώνω",
"απομονωμένων":"απομονώνω",
"απομόνωνε":"απομονώνω",
"απομονώνει":"απομονώνω",
"απομονώνεται":"απομονώνω",
"απομονώνονται":"απομονώνω",
"απομονώνοντας":"απομονώνω",
"απομονώνουν":"απομονώνω",
"απομόνωσε":"απομονώνω",
"απομονώσει":"απομονώνω",
"απομονώσεις":"απομονώνω",
"απομόνωση":"απομόνωση",
"απομόνωσή":"απομόνωση",
"απομόνωσης":"απομόνωση",
"απομόνωσής":"απομόνωση",
"απομονώσουν":"απομονώνω",
"απομονωτική":"απομονωτικός",
"απομονωτισμό":"απομονωτισμός",
"απομονωτισμού":"απομονωτισμός",
"απομυζά":"απομυζά",
"απομυζήσει":"απομυζώ",
"απομυθοποιεί":"απομυθοποιώ",
"απομυθοποιηθεί":"απομυθοποιώ",
"απομυθοποίηση":"απομυθοποίηση",
"απομυθοποιώντας":"απομυθοποιώ",
"απονείμει":"απονέμω",
"απονεκρώνει":"απονεκρώνω",
"απονεκρώνεται":"απονεκρώνω",
"απονέκρωση":"απονέκρωση",
"απονέμει":"απονέμω",
"απονέμεται":"απονέμω",
"απονεμηθεί":"απονέμω",
"απονεμήθηκαν":"απονέμω",
"απονεμήθηκε":"απονέμω",
"απονεμηθουν":"απονέμω",
"απονεμηθούν":"απονέμω",
"απονέμονται":"απονέμω",
"απονέμουν":"απονέμω",
"απονενοημένη":"απονενοημένος",
"απονενοημένο":"απονενοημένος",
"απόνερα":"απόνερο",
"απονευρωμένη":"απονευρωμένος",
"απονεύρωση":"απονεύρωση",
"απονεύρωσης":"απονεύρωση",
"απονήρευτοι":"απονήρευτος",
"απονιά":"απονιά",
"απονομή":"απονομή",
"απονομής":"απονομή",
"απονομιμοποιεί":"απονομιμοποιεί",
"απονομών":"απονομή",
"απόντα":"απών",
"απόντες":"απών",
"αποντος":"απών",
"απόντος":"απών",
"αποντων":"απών",
"απόντων":"απών",
"αποξενωμένη":"αποξενώνω",
"αποξενωμένοι":"αποξενωμένος",
"αποξενώσει":"αποξενώνω",
"αποξένωση":"αποξένωση",
"αποξένωσης":"αποξένωση",
"αποξήλωση":"αποξήλωση",
"αποξηραμένα":"αποξηραίνω",
"αποξηραμένες":"αποξεραίνω",
"αποξηραμένης":"αποξεραίνω",
"αποξηραμένους":"αποξηραίνω",
"αποξηραμένων":"αποξηραίνω",
"αποξηρανθεί":"αποξηραίνω",
"αποξηράνθηκαν":"αποξηραίνω",
"αποξηράνσεις":"αποξήρανση",
"αποξήρανση":"αποξήρανση",
"αποξήρανσης":"αποξήρανση",
"απόξυση":"απόξυση",
"απόξω":"απέξω",
"αποπ":"αποπ",
"αποπάνω":"αποπάνω",
"απόπειρα":"απόπειρα",
"απόπειρά":"απόπειρα",
"αποπειραθεί":"αποπειρώμαι",
"αποπειράθηκαν":"αποπειρώμαι",
"αποπειράθηκε":"αποπειρώμαι",
"αποπειραθούμε":"αποπειρώμαι",
"απόπειρας":"απόπειρα",
"αποπειράται":"αποπειρώμαι",
"απόπειρες":"απόπειρα",
"απόπειρές":"απόπειρα",
"αποπειρώμαι":"αποπειρώμαι",
"αποπειρώνται":"αποπειρώμαι",
"αποπέμπεται":"αποπέμπω",
"αποπεμφθεί":"αποπέμπω",
"αποπεμφθέντος":"αποπεμφθείς",
"αποπέμφθηκε":"αποπέμπω",
"αποπεράτωση":"αποπεράτωση",
"αποπεράτωσης":"αποπεράτωση",
"αποπεράτωσής":"αποπεράτωση",
"αποπλάνησης":"αποπλάνηση",
"αποπλανούν":"αποπλανώ",
"αποπλέει":"αποπλέω",
"αποπλεύσει":"αποπλέω",
"αποπληθωρισμό":"αποπληθωρισμός",
"αποπληθωρισμός":"αποπληθωρισμός",
"αποπληθωρισμού":"αποπληθωρισμός",
"αποπληρωθεί":"αποπληρώνω",
"αποπληρωμή":"αποπληρωμή",
"αποπληρωμής":"αποπληρωμή",
"αποπληρώνει":"αποπληρώνω",
"αποπληρώνονται":"αποπληρώνω",
"αποπληρώσει":"αποπληρώνω",
"αποπληρώσουν":"αποπληρώνω",
"απόπλου":"απόπλους",
"αποπλους":"απόπλους",
"απόπλους":"απόπλους",
"αποπνέει":"αποπνέω",
"αποπνέουν":"αποπνέω",
"αποπνικτική":"αποπνικτικός",
"αποπνικτικό":"αποπνικτικός",
"αποπνιχτική":"αποπνικτικός",
"αποποιείσαι":"αποποιούμαι",
"αποποιείται":"αποποιούμαι",
"αποποιηθεί":"αποποιούμαι",
"αποποιηθείτε":"αποποιούμαι",
"αποποιήθηκε":"αποποιούμαι",
"αποποιηθούν":"αποποιούμαι",
"αποποινικοποίηση":"αποποινικοποίηση",
"αποποινικοποίησης":"αποποινικοποίηση",
"αποποιούμενος":"αποποιούμενος",
"αποποιούνται":"αποποιούμαι",
"αποπομπή":"αποπομπή",
"αποπομπής":"αποπομπή",
"αποπροσανατόλιζαν":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολίζει":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολίζεται":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολιζόμαστε":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολίζουν":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατόλισε":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολίσει":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολίσεις":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολισμένοι":"αποπροσανατολισμένος",
"αποπροσανατολισμό":"αποπροσανατολισμός",
"αποπροσανατολισμού":"αποπροσανατολισμός",
"αποπροσανατολίσουν":"αποπροσανατολίζω",
"αποπροσανατολιστικά":"αποπροσανατολιστικά",
"αποπροσανατολιστικό":"αποπροσανατολιστικός",
"απόπτωσης":"απόπτωση",
"απορεί":"απορώ",
"απορείς":"απορώ",
"άπορες":"άπορος",
"απορημένο":"απορημένος",
"απορημένοι":"απορημένος",
"απορημένος":"απορημένος",
"απόρησα":"απορώ",
"απόρθητο":"απόρθητος",
"απορια":"απορία",
"απορία":"απορία",
"απορίας":"απορία",
"απορίες":"απορία",
"αποριών":"απορία",
"άποροι":"άπορος",
"απορούμε":"απορώ",
"απορούν":"απορώ",
"απόρους":"άπορος",
"άπορους":"άπορος",
"απορούσα":"απορώ",
"απορρέει":"απορρέω",
"απορρέουν":"απορρέω",
"απόρρητα":"απόρρητος",
"απόρρητες":"απόρρητος",
"απόρρητη":"απόρρητος",
"απόρρητο":"απόρρητος",
"απόρρητον":"απόρρητος",
"απορρητος":"απόρρητος",
"απορρήτου":"απόρρητος",
"απόρρητου":"απόρρητος",
"απορρήτων":"απόρρητος",
"απόρρητων":"απόρρητος",
"απορρίμματα":"απόρριμμα",
"απορρίμματά":"απόρριμμα",
"απορριμματοφόρα":"απορριμματοφόρος",
"απορριμματοφόρο":"απορριμματοφόρος",
"απορριμματοφόρων":"απορριμματοφόρος",
"απορριμμάτων":"απόρριμμα",
"απορρίπτει":"απορρίπτω",
"απορρίπτεις":"απορρίπτω",
"απορρίπτεται":"απορρίπτω",
"απορριπτικές":"απορριπτικός",
"απορριπτική":"απορριπτικός",
"απορριπτικό":"απορριπτικός",
"απορριπτικοί":"απορριπτικός",
"απορριπτικός":"απορριπτικός",
"απορριπτικών":"απορριπτικός",
"απορρίπτονται":"απορρίπτω",
"απορρίπτονταν":"απορρίπτω",
"απορρίπτοντας":"απορρίπτω",
"απορρίπτουμε":"απορρίπτω",
"απορρίπτουν":"απορρίπτω",
"απορρίπτω":"απορρίπτω",
"απορριφθεί":"απορρίπτω",
"απορρίφθηκαν":"απορρίπτω",
"απορρίφθηκε":"απορρίπτω",
"απορριφθούν":"απορρίπτω",
"απορρίψαμε":"απορρίπτω",
"απορρίψατε":"απορρίπτω",
"απορρίψει":"απορρίπτω",
"απορρίψετε":"απορρίπτω",
"απόρριψη":"απόρριψη",
"'απόρριψη":"'απόρριψη",
"απόρριψή":"απόρριψη",
"απόρριψης":"απόρριψη",
"απορρίψουμε":"απορρίπτω",
"απορρίψουν":"απορρίπτω",
"απορρίψτε":"απορρίπτω",
"απορροής":"απορροή",
"απόρροια":"απόρροια",
"απορροφά":"απορροφώ",
"απορροφάει":"απορροφώ",
"απορροφάται":"απορροφώ",
"απορροφηθεί":"απορροφώ",
"απορροφήθηκαν":"απορροφώ",
"απορροφήθηκε":"απορροφώ",
"απορροφηθούν":"απορροφώ",
"απορροφημένα":"απορροφημένος",
"απορροφημένος":"απορροφημένος",
"απορρόφησαν":"απορροφώ",
"απορρόφησε":"απορροφώ",
"απορροφήσει":"απορροφώ",
"απορροφήσεις":"απορροφώ",
"απορροφήσεως":"απορρόφηση",
"απορρόφηση":"απορρόφηση",
"απορρόφησή":"απορρόφηση",
"απορρόφησης":"απορρόφηση",
"απορροφήσουμε":"απορροφώ",
"απορροφήσουν":"απορροφώ",
"απορροφητήρα":"απορροφητήρας",
"απορροφητικό":"απορροφητικός",
"απορροφητικότητα":"απορροφητικότητα",
"απορροφητικότητας":"απορροφητικότητα",
"απορροφούν":"απορροφώ",
"απορροφούνται":"απορροφώ",
"απορροφούνταν":"απορροφούνταν",
"απορροφούσα":"απορροφώ",
"απορροφώμενη":"απορροφώμενη",
"απορροφώνται":"απορροφώ",
"απορροφώντας":"απορροφώ",
"απορρύθμιση":"απορρύθμιση",
"απορρυπαντικά":"απορρυπαντικός",
"απορρυπαντικό":"απορρυπαντικός",
"απορρυπαντικών":"απορρυπαντικός",
"απορσία":"απορσία",
"απορώ":"απορώ",
"απόρων":"άπορος",
"απορώντας":"απορώ",
"αποσαθρωθεί":"αποσαθρώνω",
"αποσαθρωμένα":"αποσαθρώνω",
"αποσαφηνίζονται":"αποσαφηνίζω",
"αποσαφηνίζοντας":"αποσαφηνίζω",
"αποσαφηνίσει":"αποσαφηνίζω",
"αποσαφηνίσεις":"αποσαφήνιση",
"αποσαφήνιση":"αποσαφήνιση",
"αποσαφηνισθεί":"αποσαφηνίζω",
"αποσαφηνιστεί":"αποσαφηνίζω",
"αποσαφηνιστούν":"αποσαφηνίζω",
"αποσβέσει":"αποσβένω",
"αποσβέσεις":"απόσβεση",
"αποσβέσεων":"απόσβεση",
"απόσβεση":"απόσβεση",
"απόσβεσης":"απόσβεση",
"αποσβεστούν":"αποσβεστούν",
"αποσβολωμένη":"αποσβολωμένος",
"αποσείσει":"αποσείω",
"απόσεισης":"απόσειση",
"αποσιωπά":"αποσιωπώ",
"αποσιωπάται":"αποσιωπώ",
"αποσιωπηθεί":"αποσιωπώ",
"αποσιώπησαν":"αποσιωπώ",
"αποσιώπησε":"αποσιωπώ",
"αποσιωπήσει":"αποσιωπώ",
"αποσιώπηση":"αποσιώπηση",
"αποσιωπήσουμε":"αποσιωπώ",
"αποσιωπητικά":"αποσιωπητικά",
"αποσιωπούμε":"αποσιωπώ",
"αποσιωπούνται":"αποσιωπώ",
"αποσιωπούσαν":"αποσιωπώ",
"αποσιωπώντας":"αποσιωπώ",
"αποσκευές":"αποσκευή",
"αποσκευών":"αποσκευή",
"αποσκοπεί":"αποσκοπώ",
"αποσκοπήσει":"αποσκοπώ",
"αποσκοπούν":"αποσκοπώ",
"αποσκοπούσαν":"αποσκοπώ",
"αποσκοπούσε":"αποσκοπώ",
"αποσκοπώντας":"αποσκοπώ",
"αποσμητικό":"αποσμητικός",
"αποσοβήθηκε":"αποσοβώ",
"αποσοβήσει":"αποσοβώ",
"αποσοβούν":"αποσοβώ",
"αποσπά":"αποσπώ",
"αποσπάσαμε":"αποσπώ",
"αποσπάσει":"αποσπώ",
"αποσπάσεις":"αποσπώ",
"αποσπάσετε":"αποσπώ",
"αποσπάσεων":"απόσπαση",
"απόσπαση":"απόσπαση",
"απόσπασή":"απόσπαση",
"απόσπασμα":"απόσπασμα",
"αποσπάσματα":"απόσπασμα",
"αποσπάσματά":"απόσπασμα",
"αποσπασματικά":"αποσπασματικά",
"αποσπασματικές":"αποσπασματικός",
"αποσπασματική":"αποσπασματικός",
"αποσπασματικό":"αποσπασματικός",
"αποσπασματικότητα":"αποσπασματικότητα",
"αποσπασματικού":"αποσπασματικός",
"αποσπασματικών":"αποσπασματικός",
"αποσπάσματος":"απόσπασμα",
"αποσπασμάτων":"απόσπασμα",
"αποσπασμένος":"αποσπώ",
"αποσπασμένους":"αποσπασμένος",
"αποσπάσουν":"αποσπώ",
"αποσπαστεί":"αποσπώ",
"αποσπάστηκαν":"αποσπώ",
"αποσπάστηκε":"αποσπώ",
"αποσπαστούν":"αποσπώ",
"αποσπάσω":"αποσπώ",
"αποσπάται":"αποσπώ",
"αποσπούν":"αποσπώ",
"αποσπούσε":"αποσπώ",
"αποσπώντας":"αποσπώ",
"απόσταγμα":"απόσταγμα",
"απόσταγμά":"απόσταγμα",
"αποσταγμένη":"αποστάζω",
"αποσταθεροποιήσει":"αποσταθεροποιώ",
"αποσταθεροποίηση":"αποσταθεροποίηση",
"αποσταθεροποίησης":"αποσταθεροποίηση",
"αποσταθεροποιητικά":"αποσταθεροποιητικός",
"αποσταθεροποιητικές":"αποσταθεροποιητικός",
"αποσταθεροποιητική":"αποσταθεροποιητικός",
"αποσταθεροποιώντας":"αποσταθεροποιώ",
"αποστακτήριο":"αποστακτήριο",
"αποσταλεί":"αποστέλλω",
"αποσταλούν":"αποστέλλω",
"αποστάσεις":"απόσταση",
"αποστάσεων":"απόσταση",
"αποστάσεως":"απόσταση",
"απόσταση":"απόσταση",
"απόστασή":"απόσταση",
"απόστασης":"απόσταση",
"αποστασία":"αποστασία",
"αποστασίας":"αποστασία",
"αποστασιοποιείται":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποιηθεί":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποιηθούν":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποιημένα":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποιημένη":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποιημένος":"αποστασιοποιημένος",
"αποστασιοποιημένους":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστασιοποίηση":"αποστασιοποίηση",
"αποστασιοποίησης":"αποστασιοποίηση",
"αποστασιοποιούνται":"αποστασιοποιούμαι",
"αποστάτες":"αποστάτης",
"αποστατήσει":"αποστατώ",
"αποστατών":"αποστάτης",
"αποστείλει":"αποστέλλω",
"αποστείλουν":"αποστέλλω",
"αποστειρωμένα":"αποστειρώνω",
"αποστειρωμένες":"αποστειρωμένος",
"αποστειρωμένη":"αποστειρωμένος",
"αποστειρωμένο":"αποστειρώνω",
"αποστείρωσής":"αποστείρωση",
"αποστέλλει":"αποστέλλω",
"αποστέλλεται":"αποστέλλω",
"αποστέλλονται":"αποστέλλω",
"αποστέλλοντας":"αποστέλλω",
"αποστέλλουν":"αποστέλλω",
"αποστερεί":"αποστερώ",
"αποστερείται":"αποστερώ",
"αποστέρησε":"αποστερώ",
"αποστερήσει":"αποστερώ",
"αποστέρηση":"αποστέρηση",
"αποστεωμένα":"αποστεωμένος",
"αποστηθίζουν":"αποστηθίζω",
"αποστήθισης":"αποστήθιση",
"απόστημα":"απόστημα",
"αποστήματος":"απόστημα",
"αποστολάκη":"αποστολάκης",
"αποστολάκης":"αποστολάκης",
"αποστολάς":"αποστολάς",
"αποστολέα":"αποστολέας",
"αποστολέας":"αποστολέας",
"αποστολές":"αποστολή",
"αποστολη":"αποστολή",
"αποστολή":"αποστολή",
"αποστολής":"αποστολή",
"αποστόλης":"αποστόλης",
"αποστολία":"αποστολία",
"αποστολίδη":"αποστολίδης",
"αποστολίδης":"αποστολίδης",
"αποστολίδου":"αποστολίδου",
"αποστολιδου-ταυριδου":"αποστολιδου-ταυριδου",
"αποστολικό":"αποστολικός",
"απόστολο":"απόστολος",
"απόστολοι":"απόστολος",
"αποστολόπουλος":"αποστολόπουλος",
"αποστολος":"απόστολος",
"απόστολος":"απόστολος",
"αποστολου":"απόστολος",
"αποστόλου":"απόστολος",
"απόστολου":"απόστολος",
"αποστολών":"αποστολή",
"αποστομώσει":"αποστομώνω",
"αποστομώσω":"αποστομώνω",
"αποστομωτικά":"αποστομωτικά",
"αποστομωτική":"αποστομωτικός",
"αποστομωτικό":"αποστομωτικός",
"αποστομωτικός":"αποστομωτικός",
"αποστραγγιστικά":"αποστραγγιστικός",
"αποστραγγιστικού":"αποστραγγιστικός",
"αποστραγγιστικών":"αποστραγγιστικός",
"αποστρατεία":"αποστρατεία",
"αποστρατεύθηκε":"αποστρατεύω",
"αποστρατεύονται":"αποστρατεύω",
"αποστρατεύσεων":"αποστράτευση",
"αποστράτευση":"αποστράτευση",
"αποστράτευσή":"αποστράτευση",
"απόστρατο":"απόστρατος",
"απόστρατοι":"απόστρατος",
"απόστρατος":"απόστρατος",
"απόστρατους":"απόστρατος",
"αποστράτων":"απόστρατος",
"απόστρατων":"απόστρατος",
"αποστρέφει":"αποστρέφω",
"αποστρέφεται":"αποστρέφω",
"αποστροφή":"αποστροφή",
"αποστροφής":"αποστροφή",
"αποσυμπίεσης":"αποσυμπίεση",
"αποσυμφορηθεί":"αποσυμφορηθεί",
"αποσυμφορήσει":"αποσυμφορώ",
"αποσυμφόρηση":"αποσυμφόρηση",
"αποσυμφόρησης":"αποσυμφόρηση",
"αποσυναρμολόγησης":"αποσυναρμολόγηση",
"αποσυνδεθεί":"αποσυνδέω",
"αποσυνδέθηκε":"αποσυνδέω",
"αποσυνδεθούν":"αποσυνδέω",
"αποσυνδεμένης":"αποσυνδέω",
"αποσυνδέουν":"αποσυνδέω",
"αποσυνδέσει":"αποσυνδέω",
"αποσύνδεση":"αποσύνδεση",
"αποσυνδέσουμε":"αποσυνδέω",
"αποσυνθέσεως":"αποσύνθεση",
"αποσύνθεση":"αποσύνθεση",
"αποσύνθεσης":"αποσύνθεση",
"αποσυντεθεί":"αποσυνθέτω",
"αποσυντίθεται":"αποσυνθέτω",
"αποσυντονίζει":"αποσυντονίζω",
"αποσυντονίζονται":"αποσυντονίζω",
"αποσύρει":"αποσύρω",
"αποσύρεται":"αποσύρω",
"αποσυρθεί":"αποσύρω",
"αποσύρθηκαν":"αποσύρω",
"αποσύρθηκε":"αποσύρω",
"αποσυρθούμε":"αποσύρω",
"αποσυρθούν":"αποσύρω",
"αποσυρθώ":"αποσύρω",
"αποσύρονται":"αποσύρω",
"αποσύροντας":"αποσύρω",
"αποσύρουμε":"αποσύρω",
"αποσύρουν":"αποσύρω",
"απόσυρση":"απόσυρση",
"απόσυρσή":"απόσυρση",
"απόσυρσης":"απόσυρση",
"αποσφράγισε":"αποσφραγίζω",
"απόσχει":"απέχω",
"αποσχίσεις":"απόσχιση",
"απόσχιση":"απόσχιση",
"απόσχισης":"απόσχιση",
"αποσχιστικά":"αποσχιστικός",
"αποσχιστικές":"αποσχιστικός",
"αποσχιστικό":"αποσχιστικός",
"αποσχιστικών":"αποσχιστικός",
"απόσχουν":"απέχω",
"αποσωβήσει":"αποσοβώ",
"αποταθεί":"αποτείνω",
"αποταθούν":"αποτείνω",
"απότακτοι":"απότακτος",
"αποταμίευε":"αποταμιεύω",
"αποταμιεύει":"αποταμιεύω",
"αποταμιεύουν":"αποταμιεύω",
"αποταμιεύσει":"αποταμιεύω",
"αποταμιεύσεις":"αποταμιεύω",
"αποταμιεύσεων":"αποταμίευση",
"αποταμίευση":"αποταμίευση",
"αποταμίευσης":"αποταμίευση",
"αποταμιεύσουν":"αποταμιεύω",
"αποταμιευτές":"αποταμιευτής",
"αποταμιευτή":"αποταμιευτής",
"αποταμιευτής":"αποταμιευτής",
"αποταμιευτικά":"αποταμιευτικός",
"αποταμιευτικούς":"αποταμιευτικός",
"αποταμιευτών":"αποταμιευτής",
"αποτάσσεται":"αποτάσσω",
"αποτάσσονται":"αποτάσσω",
"αποτάχθηκαν":"αποτάσσω",
"αποτελεί":"αποτελώ",
"αποτελείς":"αποτελώ",
"αποτελείται":"αποτελώ",
"αποτέλειωσαν":"αποτελειώνω",
"αποτελειώσουν":"αποτελειώνω",
"αποτέλεσαν":"αποτελώ",
"αποτέλεσε":"αποτελώ",
"αποτελέσει":"αποτελώ",
"αποτελεσμα":"αποτέλεσμα",
"αποτέλεσμα":"αποτέλεσμα",
"αποτέλεσμά":"αποτέλεσμα",
"αποτελεσματα":"αποτέλεσμα",
"αποτελέσματα":"αποτέλεσμα",
"αποτελέσματά":"αποτέλεσμα",
"αποτελεσματικά":"αποτελεσματικά",
"αποτελεσματικά":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικές":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματική":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικής":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικό":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικοί":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικός":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότερα":"αποτελεσματικά",
"αποτελεσματικότερες":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότερη":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότερης":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότερο":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότερων":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικότητα":"αποτελεσματικότητα",
"αποτελεσματικότητά":"αποτελεσματικότητα",
"αποτελεσματικότητας":"αποτελεσματικότητα",
"αποτελεσματικού":"αποτελεσματικός",
"αποτελεσματικούς":"αποτελεσματικός",
"αποτελέσματος":"αποτέλεσμα",
"αποτελεσμάτων":"αποτέλεσμα",
"αποτελέσουν":"αποτελώ",
"αποτελματωμένη":"αποτελματωμένος",
"αποτελματώσει":"αποτελματώνω",
"αποτελούμε":"αποτελώ",
"αποτελούμενη":"αποτελούμενος",
"αποτελούμενο":"αποτελούμενος",
"αποτελούμενος":"αποτελούμενος",
"αποτελούν":"αποτελώ",
"αποτελούνται":"αποτελώ",
"αποτελούνταν":"αποτελώ",
"αποτελούσαν":"αποτελών",
"αποτελούσε":"αποτελώ",
"αποτελούταν":"αποτελούταν",
"αποτελώ":"αποτελώ",
"αποτελώντας":"αποτελώ",
"αποτεφρωθεί":"αποτεφρώνω",
"αποτεφρώνεται":"αποτεφρώνω",
"αποτεφρώσει":"αποτεφρώνω",
"αποτέφρωση":"αποτέφρωση",
"αποτέφρωσης":"αποτέφρωση",
"αποτεφρωτήρες":"αποτεφρωτήρας",
"αποτίθενται":"αποθέτω",
"αποτιμά":"αποτιμώ",
"αποτιμάται":"αποτιμώ",
"αποτιμήθηκαν":"αποτιμώ",
"αποτιμήθηκε":"αποτιμώ",
"αποτιμήσει":"αποτιμώ",
"αποτιμήσεις":"αποτίμηση",
"αποτιμήσεων":"αποτίμηση",
"αποτίμηση":"αποτίμηση",
"αποτίμησή":"αποτίμηση",
"αποτίμησης":"αποτίμηση",
"αποτιμώνται":"αποτιμώ",
"αποτινάξει":"αποτινάζω",
"αποτινάξουν":"αποτινάζω",
"αποτίνοντας":"αποτίνω",
"απότισε":"αποτίω",
"αποτίσει":"αποτίω",
"απότοκα":"απότοκος",
"απότοκο":"απότοκος",
"απότοκος":"απότοκος",
"αποτολμά":"αποτολμώ",
"αποτόλμησε":"αποτολμώ",
"αποτολμήσει":"αποτολμώ",
"αποτολμήσουμε":"αποτολμώ",
"αποτολμούν":"αποτολμώ",
"απότομα":"απότομα",
"απότομες":"απότομος",
"απότομη":"απότομος",
"απότομης":"απότομος",
"απότομο":"απότομος",
"απότομοι":"απότομος",
"απότομων":"απότομος",
"αποτόμως":"αποτόμως",
"αποτοξινωθούν":"αποτοξινώνω",
"αποτοξινωμένους":"αποτοξινωμένος",
"αποτοξίνωση":"αποτοξίνωση",
"αποτοξίνωσης":"αποτοξίνωση",
"αποτραβηγμένος":"αποτραβώ",
"αποτραβήχτηκε":"αποτραβώ",
"αποτραπεί":"αποτρέπω",
"αποτράπηκε":"αποτρέπω",
"αποτραπούν":"αποτρέπω",
"αποτρέπει":"αποτρέπω",
"αποτρέπεται":"αποτρέπω",
"αποτρέπονται":"αποτρέπω",
"αποτρέποντας":"αποτρέπω",
"αποτρέπουμε":"αποτρέπω",
"αποτρέπουν":"αποτρέπω",
"αποτρεπτικά":"αποτρεπτικά",
"αποτρεπτική":"αποτρεπτικός",
"αποτρεπτικό":"αποτρεπτικός",
"αποτρεπτικός":"αποτρεπτικός",
"αποτρέψει":"αποτρέπω",
"αποτρέψεις":"αποτρέπω",
"αποτρέψετε":"αποτρέπω",
"αποτρέψουμε":"αποτρέπω",
"αποτρέψουν":"αποτρέπω",
"αποτρέψω":"αποτρέπω",
"αποτρόπαια":"αποτρόπαιος",
"αποτρόπαιες":"αποτρόπαιος",
"αποτρόπαιη":"αποτρόπαιος",
"αποτρόπαιο":"αποτρόπαιος",
"αποτρόπαιων":"αποτρόπαιος",
"αποτροπή":"αποτροπή",
"αποτροπής":"αποτροπή",
"αποτροπιασμό":"αποτροπιασμός",
"αποτροπιασμός":"αποτροπιασμός",
"αποτσίγαρα":"αποτσίγαρο",
"αποτύγχαναν":"αποτυγχάνω",
"αποτυγχάνει":"αποτυγχάνω",
"αποτυγχάνεις":"αποτυγχάνω",
"αποτυγχάνουν":"αποτυγχάνω",
"αποτυπωθεί":"αποτυπώνω",
"αποτυπώθηκαν":"αποτυπώνω",
"αποτυπώθηκε":"αποτυπώνω",
"αποτυπωθούν":"αποτυπώνω",
"αποτύπωμα":"αποτύπωμα",
"αποτυπώματα":"αποτύπωμα",
"αποτυπώματά":"αποτύπωμα",
"αποτυπωμάτων":"αποτύπωμα",
"αποτυπωμένες":"αποτυπώνω",
"αποτυπωμένη":"αποτυπώνω",
"αποτυπωμένο":"αποτυπώνω",
"αποτύπωναν":"αποτυπώνω",
"αποτύπωνε":"αποτυπώνω",
"αποτυπώνει":"αποτυπώνω",
"αποτυπώνεται":"αποτυπώνω",
"αποτυπώνονται":"αποτυπώνω",
"αποτυπωνόταν":"αποτυπώνω",
"αποτυπώνουμε":"αποτυπώνω",
"αποτυπώνουν":"αποτυπώνω",
"αποτύπωσε":"αποτυπώνω",
"αποτυπώσει":"αποτυπώνω",
"αποτυπώσεις":"αποτύπωση",
"αποτύπωση":"αποτύπωση",
"αποτύπωσή":"αποτύπωση",
"αποτύπωσης":"αποτύπωση",
"αποτυπώσουν":"αποτυπώνω",
"αποτυπώσω":"αποτυπώνω",
"αποτύχει":"αποτυγχάνω",
"αποτυχημένα":"αποτυγχάνω",
"αποτυχημένες":"αποτυχημένος",
"αποτυχημένη":"αποτυχημένος",
"αποτυχημένης":"αποτυχημένος",
"αποτυχημένο":"αποτυχημένος",
"αποτυχημένοι":"αποτυγχάνω",
"αποτυχημένος":"αποτυχημένος",
"αποτυχημένου":"αποτυγχάνω",
"αποτυχημένων":"αποτυγχάνω",
"αποτυχία":"αποτυχία",
"αποτυχίας":"αποτυχία",
"αποτυχίες":"αποτυχία",
"αποτυχιών":"αποτυχία",
"αποτύχουμε":"αποτυγχάνω",
"αποτύχουν":"αποτυγχάνω",
"αποϋλοποίηση":"αποϋλοποίηση",
"απούσα":"απών",
"απουσια":"απουσία",
"απουσία":"απουσία",
"απουσίαζαν":"απουσιάζω",
"απουσίαζε":"απουσιάζω",
"απουσιάζει":"απουσιάζω",
"απουσιάζοντα":"απουσιάζων",
"απουσιάζοντες":"απουσιάζων",
"απουσιάζουν":"απουσιάζω",
"απουσιάζων":"απουσιάζων",
"απουσίας":"απουσία",
"απουσίασαν":"απουσιάζω",
"απουσίασε":"απουσιάζω",
"απουσιάσει":"απουσιάζω",
"απουσιάσουν":"απουσιάζω",
"απουσιες":"απουσία",
"απουσίες":"απουσία",
"απουσιολόγιο":"απουσιολόγιο",
"απουσιών":"απουσία",
"αποφάγια":"αποφάγι",
"αποφαίνεται":"αποφαίνομαι",
"αποφαίνομαι":"αποφαίνομαι",
"αποφαινόμενη":"αποφαινόμενος",
"αποφαίνονται":"αποφαίνομαι",
"αποφαίνονταν":"αποφαίνομαι",
"αποφανθεί":"αποφαίνομαι",
"αποφανθείτε":"αποφαίνομαι",
"αποφάνθηκαν":"αποφαίνομαι",
"αποφάνθηκε":"αποφαίνομαι",
"αποφανθούμε":"αποφαίνομαι",
"αποφανθούν":"αποφαίνομαι",
"απόφανση":"απόφανση",
"αποφασεις":"απόφαση",
"αποφάσεις":"απόφαση",
"αποφάσεων":"απόφαση",
"αποφάσεως":"απόφαση",
"αποφάσεώς":"απόφαση",
"αποφαση":"απόφαση",
"απόφαση":"απόφαση",
"απόφασή":"απόφαση",
"απόφασης":"απόφαση",
"απόφασής":"απόφαση",
"απόφασης-πλαισίου":"απόφασης-πλαισίου",
"αποφασίζαμε":"αποφασίζω",
"αποφάσιζαν":"αποφασίζω",
"αποφασίζατε":"αποφασίζω",
"αποφάσιζε":"αποφασίζω",
"αποφασίζει":"αποφασίζω",
"αποφασίζεις":"αποφασίζω",
"αποφασίζεται":"αποφασίζω",
"αποφασίζετε":"αποφασίζω",
"αποφασίζονται":"αποφασίζω",
"αποφασίζοντας":"αποφασίζω",
"αποφασιζόταν":"αποφασίζω",
"αποφασίζουμε":"αποφασίζω",
"αποφασίζουν":"αποφασίζω",
"αποφασίζω":"αποφασίζω",
"απόφασιν":"απόφαση",
"απόφασις":"απόφαση",
"αποφάσισα":"αποφασίζω",
"αποφασίσαμε":"αποφασίζω",
"αποφάσισαν":"αποφασίζω",
"αποφασίσατε":"αποφασίζω",
"αποφάσισε":"αποφασίζω",
"αποφασίσει":"αποφασίζω",
"αποφασίσεις":"αποφασίζω",
"αποφασίσετε":"αποφασίζω",
"αποφασισθεί":"αποφασίζω",
"αποφασίσθηκαν":"αποφασίζω",
"αποφασίσθηκε":"αποφασίζω",
"αποφασισμένες":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένη":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένης":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένο":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένοι":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένος":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένου":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένους":"αποφασισμένος",
"αποφασισμένων":"αποφασισμένος",
"αποφασίσουμε":"αποφασίζω",
"αποφασίσουν":"αποφασίζω",
"αποφασίστε":"αποφασίζω",
"αποφασιστεί":"αποφασίζω",
"αποφασίστηκαν":"αποφασίζω",
"αποφασίστηκε":"αποφασίζω",
"αποφασιστικά":"αποφασιστικά",
"αποφασιστικά":"αποφασιστικός",
"αποφασιστικές":"αποφασιστικός",
"αποφασιστική":"αποφασιστικός",
"αποφασιστικής":"αποφασιστικός",
"αποφασιστικό":"αποφασιστικός",
"αποφασιστικός":"αποφασιστικός",
"αποφασιστικότητα":"αποφασιστικότητα",
"αποφασιστικότητά":"αποφασιστικότητα",
"αποφασιστικότητας":"αποφασιστικότητα",
"αποφασιστικότητάς":"αποφασιστικότητα",
"αποφασιστικού":"αποφασιστικός",
"αποφασιστούν":"αποφασίζω",
"αποφασίσω":"αποφασίζω",
"αποφέρει":"αποφέρω",
"αποφέροντας":"αποφέρω",
"αποφέρουν":"αποφέρω",
"αποφεύγει":"αποφεύγω",
"αποφεύγεις":"αποφεύγω",
"αποφεύγεται":"αποφεύγω",
"αποφεύγετε":"αποφεύγω",
"αποφεύγονται":"αποφεύγω",
"αποφεύγονταν":"αποφεύγω",
"αποφεύγοντας":"αποφεύγω",
"αποφεύγουμε":"αποφεύγω",
"αποφεύγουν":"αποφεύγω",
"αποφεύγω":"αποφεύγω",
"αποφευχθεί":"αποφεύγω",
"αποφεύχθηκαν":"αποφεύγω",
"αποφευχθηκε":"αποφεύγω",
"αποφεύχθηκε":"αποφεύγω",
"αποφευχθούν":"αποφεύγω",
"αποφθέγματα":"απόφθεγμα",
"αποφλοιωμένα":"αποφλοιωμένος",
"αποφλοιωμένος":"αποφλοιωμένος",
"αποφλοίωσης":"αποφλοίωση",
"απόφοιτη":"απόφοιτος",
"αποφοίτησαν":"αποφοιτώ",
"αποφοίτησε":"αποφοιτώ",
"αποφοιτήσει":"αποφοιτώ",
"αποφοίτηση":"αποφοίτηση",
"αποφοίτησή":"αποφοίτηση",
"αποφοίτησής":"αποφοίτηση",
"αποφοιτήσουν":"αποφοιτώ",
"απόφοιτο":"απόφοιτος",
"απόφοιτοι":"απόφοιτος",
"απόφοιτοί":"απόφοιτος",
"απόφοιτος":"απόφοιτος",
"αποφοίτου":"απόφοιτος",
"αποφοιτούν":"αποφοιτώ",
"αποφοίτους":"απόφοιτος",
"απόφοιτους":"απόφοιτος",
"αποφοίτων":"απόφοιτος",
"απόφοιτων":"απόφοιτος",
"αποφορά":"αποφορά",
"αποφορτίζει":"αποφορτίζω",
"αποφορτίσει":"αποφορτίζω",
"αποφόρτιση":"αποφόρτιση",
"αποφορτιστούν":"αποφορτίζω",
"απόφραξη":"απόφραξη",
"απόφραξης":"απόφραξη",
"αποφύγαμε":"αποφεύγω",
"αποφύγει":"αποφεύγω",
"αποφύγετε":"αποφεύγω",
"αποφύγετέ":"αποφεύγω",
"αποφυγή":"αποφυγή",
"αποφυγήν":"αποφυγή",
"αποφυγής":"αποφυγή",
"αποφύγουμε":"αποφεύγω",
"αποφύγουν":"αποφεύγω",
"αποφύγω":"αποφεύγω",
"αποφυλακίζεται":"αποφυλακίζω",
"αποφυλάκιση":"αποφυλάκιση",
"αποφυλάκισή":"αποφυλάκιση",
"αποφυλάκισης":"αποφυλάκιση",
"αποφυλάκισής":"αποφυλάκιση",
"αποφυλακισθεί":"αποφυλακίζω",
"αποφυλακιστεί":"αποφυλακίζω",
"αποφυλακίστηκε":"αποφυλακίζω",
"αποχαιρετά":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετάει":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετάς":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετήσαμε":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρέτησαν":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρέτησε":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετήσει":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετήσουν":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετήσω":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρέτισαν":"αποχαιρετίζω",
"αποχαιρέτισε":"αποχαιρετίζω",
"αποχαιρετισμό":"αποχαιρετισμός",
"αποχαιρετισμός":"αποχαιρετισμός",
"αποχαιρετισμου":"αποχαιρετισμός",
"αποχαιρετισμού":"αποχαιρετισμός",
"αποχαιρετισμούς":"αποχαιρετισμός",
"αποχαιρετιστήρια":"αποχαιρετιστήριος",
"αποχαιρετούμε":"αποχαιρετώ",
"αποχαιρετώντας":"αποχαιρετώ",
"αποχαρακτηρίσει":"αποχαρακτηρίζω",
"αποχαρακτηρισμό":"αποχαρακτηρισμός",
"αποχαρακτηρισμού":"αποχαρακτηρισμός",
"αποχαρακτηρίστηκε":"αποχαρακτηρίζω",
"αποχαύνωση":"αποχαύνωση",
"αποχεραιτισμός":"αποχαιρετισμός",
"αποχές":"αποχή",
"αποχετεύσεως":"αποχέτευση",
"αποχέτευση":"αποχέτευση",
"αποχετευσης":"αποχέτευση",
"αποχέτευσης":"αποχέτευση",
"αποχετευτικό":"αποχετευτικός",
"αποχή":"αποχή",
"αποχής":"αποχή",
"αποχουντοποίηση":"αποχουντοποίηση",
"αποχρώσεις":"απόχρωση",
"αποχρώσες":"αποχρών",
"αποχρώσεων":"απόχρωση",
"απόχρωση":"απόχρωση",
"απόχρωσης":"απόχρωση",
"αποχωρεί":"αποχωρώ",
"αποχώρησα":"αποχωρώ",
"αποχώρησαν":"αποχωρώ",
"αποχωρήσαντος":"αποχωρήσας",
"αποχώρησε":"αποχωρώ",
"αποχωρήσει":"αποχωρώ",
"αποχωρήσεις":"αποχωρώ",
"αποχώρηση":"αποχώρηση",
"αποχώρησή":"αποχώρηση",
"αποχωρησης":"αποχώρηση",
"αποχώρησης":"αποχώρηση",
"αποχώρησής":"αποχώρηση",
"αποχωρήσουμε":"αποχωρώ",
"αποχωρήσουν":"αποχωρώ",
"αποχωρήσω":"αποχωρώ",
"αποχωρητηρίων":"αποχωρητήριο",
"αποχωρίζεται":"αποχωρίζω",
"αποχωρίζονται":"αποχωρίζω",
"αποχωρισθεί":"αποχωρίζω",
"αποχωρισμός":"αποχωρισμός",
"αποχωρισμού":"αποχωρισμός",
"αποχωριστεί":"αποχωρίζω",
"αποχωρίστηκε":"αποχωρίζω",
"αποχωριστούν":"αποχωρίζω",
"αποχωρούν":"αποχωρώ",
"αποχωρούντα":"αποχωρών",
"αποχωρούντες":"αποχωρών",
"αποχωρούσαν":"αποχωρώ",
"αποχωρούσε":"αποχωρώ",
"αποχωρώντας":"αποχωρώ",
"αποψε":"απόψε",
"απόψε":"απόψε",
"απόψεις":"άποψη",
"απόψεων":"άποψη",
"απόψεών":"άποψη",
"απόψεως":"άποψη",
"αποψη":"άποψη",
"απόψη":"απόψη",
"άποψη":"άποψη",
"άποψή":"άποψη",
"άποψης":"άποψη",
"άποψής":"άποψη",
"αποψιλωμένες":"αποψιλωμένος",
"αποψιλωμένη":"αποψιλώνω",
"αποψιλώνει":"αποψιλώνω",
"αποψιλώνεται":"αποψιλώνω",
"αποψίλωση":"αποψίλωση",
"αποψίλωσης":"αποψίλωση",
"αποψινές":"αποψινός",
"αποψινή":"αποψινός",
"αποψινής":"αποψινός",
"αποψινό":"αποψινός",
"αποψινός":"αποψινός",
"απραγματοποίητες":"απραγματοποίητος",
"απραγματοποίητη":"απραγματοποίητος",
"άπραγοι":"άπραγος",
"άπραγου":"άπραγος",
"άπρακτοι":"άπρακτος",
"άπρακτος":"άπρακτος",
"απραξία":"απραξία",
"απραξίας":"απραξία",
"απρέπεια":"απρέπεια",
"απρεπείς":"απρεπής",
"απρεπή":"απρεπής",
"απρίλη":"απρίλης",
"απριλιανή":"απριλιανός",
"απριλιανούς":"απριλιανός",
"απρίλιο":"απρίλιος",
"απρίλιος":"απρίλιος",
"απριλιου":"απρίλιος",
"απριλίου":"απρίλιος",
"απρόβλεπτα":"απρόβλεπτα",
"απρόβλεπτες":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτη":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτης":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτο":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτοι":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτος":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτου":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτους":"απρόβλεπτος",
"απρόβλεπτων":"απρόβλεπτος",
"απροειδοποίητα":"απροειδοποίητα",
"απροειδοποίητες":"απροειδοποίητος",
"απροετοίμαστη":"απροετοίμαστος",
"απρόθυμα":"απρόθυμα",
"απρόθυμες":"απρόθυμος",
"απρόθυμη":"απρόθυμος",
"απροθυμία":"απροθυμία",
"απροθυμίας":"απροθυμία",
"απρόθυμο":"απρόθυμος",
"απρόθυμος":"απρόθυμος",
"απρόθυμους":"απρόθυμος",
"απροκάλυπτα":"απροκάλυπτα",
"απροκάλυπτες":"απροκάλυπτος",
"απροκάλυπτη":"απροκάλυπτος",
"απροκάλυπτο":"απροκάλυπτος",
"απροκάλυπτων":"απροκάλυπτος",
"απρόκλητα":"απρόκλητος",
"απρόκλητη":"απρόκλητος",
"απρόκλητης":"απρόκλητος",
"απρόμαλλο":"απρόμαλλο",
"απρόοπτα":"απρόοπτα",
"απρόοπτα":"απρόοπτος",
"απρόοπτες":"απρόοπτος",
"απρόοπτη":"απρόοπτος",
"απροοπτο":"απρόοπτος",
"απρόοπτο":"απρόοπτος",
"απροόπτου":"απρόοπτος",
"απρόοπτου":"απρόοπτος",
"απροόπτων":"απρόοπτος",
"απρόοπτων":"απρόοπτος",
"απροσάρμοστο":"απροσάρμοστος",
"απροσάρμοστοι":"απροσάρμοστος",
"απροσάρμοστους":"απροσάρμοστος",
"απρόσβλητο":"απρόσβλητος",
"απροσδιόριστα":"απροσδιόριστα",
"απροσδιόριστες":"απροσδιόριστος",
"απροσδιόριστης":"απροσδιόριστος",
"απροσδιοριστία":"απροσδιοριστία",
"απροσδιόριστο":"απροσδιόριστος",
"απροσδιόριστος":"απροσδιόριστος",
"απροσδιόριστων":"απροσδιόριστος",
"απροσδόκητα":"απροσδόκητα",
"απροσδόκητες":"απροσδόκητος",
"απροσδόκητη":"απροσδόκητος",
"απροσδόκητο":"απροσδόκητος",
"απροσδόκητος":"απροσδόκητος",
"απροσδόκητου":"απροσδόκητος",
"απροσδόκητων":"απροσδόκητος",
"απρόσεκτη":"απρόσεκτος",
"απροσεξία":"απροσεξία",
"απρόσιτα":"απρόσιτος",
"απρόσιτες":"απρόσιτος",
"απρόσιτη":"απρόσιτος",
"απρόσιτο":"απρόσιτος",
"απρόσκλητοι":"απρόσκλητος",
"απροσκλητος":"απρόσκλητος",
"απρόσκοπτα":"απρόσκοπτα",
"απρόσκοπτη":"απρόσκοπτος",
"απρόσκοπτης":"απρόσκοπτος",
"απρόσμενα":"απρόσμενα",
"απρόσμενες":"απρόσμενος",
"απρόσμενη":"απρόσμενος",
"απρόσμενο":"απρόσμενος",
"απροσπέλαστη":"απροσπέλαστος",
"απροσπέλαστο":"απροσπέλαστος",
"απροσπέλαστοι":"απροσπέλαστος",
"απροσποίητα":"απροσποίητα",
"απροστάτευτα":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτη":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτο":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτοι":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτου":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτους":"απροστάτευτος",
"απροστάτευτων":"απροστάτευτος",
"απρόσφορο":"απρόσφορος",
"απρόσωπα":"απρόσωπος",
"απρόσωπες":"απρόσωπος",
"απρόσωπη":"απρόσωπος",
"απρόσωπης":"απρόσωπος",
"απρόσωπο":"απρόσωπος",
"απροσωποληψίας":"απροσωποληψία",
"απρόσωπος":"απρόσωπος",
"απρόσωπου":"απρόσωπος",
"απροχώρητο":"απροχώρητος",
"άπσον":"άπσον",
"απτά":"απτός",
"άπταιστα":"άπταιστα",
"απτές":"απτός",
"άπτεται":"άπτομαι",
"απτή":"απτός",
"απτό":"απτός",
"απτόητες":"απτόητος",
"απτόητοι":"απτόητος",
"απτόητος":"απτόητος",
"άπτον":"άπτον",
"άπτονται":"άπτομαι",
"απτών":"απτός",
"απύθμενη":"απύθμενος",
"απύθμενο":"απύθμενος",
"απύλωτο":"απύλωτος",
"απυρόβλητο":"απυρόβλητος",
"άπω":"άπω",
"απωανατολική":"απωανατολικός",
"απωθεί":"απωθώ",
"απωθημένα":"απωθημένος",
"απωθημένες":"απωθώ",
"απωθημένη":"απωθημένος",
"απωθημένο":"απωθώ",
"απώθησαν":"απωθώ",
"απώθησε":"απωθώ",
"απωθήσει":"απωθώ",
"απώθηση":"απώθηση",
"απωθήσουμε":"απωθώ",
"απωθήσουν":"απωθώ",
"απωθητικά":"απωθητικά",
"απωθητική":"απωθητικός",
"απωθητικό":"απωθητικός",
"απωθούν":"απωθώ",
"απωλεια":"απώλεια",
"απώλεια":"απώλεια",
"απώλειά":"απώλεια",
"απώλειας":"απώλεια",
"απωλείας":"απωλείας",
"απωλειες":"απώλεια",
"απώλειες":"απώλεια",
"απώλειές":"απώλεια",
"απωλειών":"απώλεια",
"απώλεσαν":"απολλύω",
"απώλεσε":"απολλύω",
"απών":"απών",
"απώτατος":"απώτερος",
"απώτερο":"απώτερος",
"απώτερος":"απώτερος",
"απώτερου":"απώτερος",
"απωτέρων":"απώτερος",
"αρ":"αρ",
"αρα":"άρα",
"άρα":"άρα",
"άραβα":"άραβας",
"αραβαντινός":"αραβαντινός",
"άραβας":"άραβας",
"άραβες":"άραβας",
"αραβια":"αραβία",
"αραβία":"αραβία",
"αραβίας":"αραβία",
"αραβίδης":"αραβίδης",
"αραβικά":"αραβικά",
"αραβικές":"αραβικός",
"αραβική":"αραβικός",
"αραβικής":"αραβικός",
"αραβικό":"αραβικός",
"αραβικός":"αραβικός",
"αραβικού":"αραβικός",
"αραβικών":"αραβικός",
"αραβοσιτέλαιο":"αραβοσιτέλαιο",
"αραβυσσό":"αραβυσσό",
"αράβων":"άραβας",
"άραγε":"άραγε",
"αράδα":"αράδα",
"αράδες":"αράδα",
"αράδιαζαν":"αραδιάζω",
"αραδιάζει":"αραδιάζω",
"αραδιάζουν":"αραδιάζω",
"αραδιασμένα":"αραδιασμένος",
"αράζει":"αράζω",
"αραιά":"αραιός",
"αραιές":"αραιός",
"αραιή":"αραιός",
"αραιό":"αραιός",
"αραιοκατοικημένες":"αραιοκατοικημένος",
"αραιοκατοικημένη":"αραιοκατοικημένος",
"αραιώνει":"αραιώνω",
"αραίωσαν":"αραιώνω",
"αραιώσει":"αραιώνω",
"αραίωση":"αραίωση",
"αραμαϊκούς":"αραμαϊκός",
"αραμπατζη":"αραμπατζής",
"αραμπατζή":"αραμπατζής",
"αραμπατζης":"αραμπατζής",
"αραμπατζής":"αραμπατζής",
"αραμπίγια":"αραμπίγια",
"αράνγκο":"αράνγκο",
"αράντες":"αράντα",
"αράξετε":"αράζω",
"αράου":"αράου",
"αράπη":"αράπης",
"αράπογλου":"αράπογλου",
"αραράτ":"αραράτ",
"αραφάτ":"αραφάτ",
"άραχλα":"άραχλος",
"άραχνα":"άραχνος",
"αράχνες":"αράχνη",
"αράχνη":"αράχνη",
"αράχνης":"αράχνη",
"αραχτοί":"αραχτός",
"αρβανιτάκη":"αρβανιτάκη",
"αρβανιτάκης":"αρβανιτάκης",
"αρβανίτης":"αρβανίτης",
"αρβανίτικα":"αρβανίτικος",
"αρβελάτζε":"αρβελάτζε",
"αρβελέρ":"αρβελέρ",
"άρβελερ":"άρβελερ",
"άρβυλα":"άρβυλο",
"αργα":"αργά",
"αργά":"αργά",
"αργά":"αργός",
"αργά-αργά":"αργά-αργά",
"αργεί":"αργώ",
"αργείτε":"αργώ",
"αργεντινή":"αργεντινή",
"αργεντινής":"αργεντινή",
"αργεντίνικη":"αργεντίνικος",
"αργεντίνικο":"αργεντίνικος",
"αργεντινό":"αργεντινός",
"αργεντινοί":"αργεντινός",
"αργεντινός":"αργεντινός",
"αργεντίνος":"αργεντίνος",
"αργεντινού":"αργεντινός",
"αργές":"αργός",
"αργή":"αργός",
"αργής":"αργός",
"άργησα":"αργώ",
"άργησαν":"αργώ",
"άργησε":"αργώ",
"αργήσει":"αργώ",
"αργήσουν":"αργώ",
"αργία":"αργία",
"αργίας":"αργία",
"αργίες":"αργία",
"αργιθεας":"αργιθεας",
"αργιλικά":"αργιλικός",
"αργιλικό":"αργιλικός",
"άργιλος":"άργιλος",
"αργίλου":"άργιλος",
"αργιών":"αργία",
"αργκό":"αργκό",
"αργό":"αργός",
"αργοί":"αργός",
"αργοκίνητη":"αργοκίνητος",
"αργολίδας":"αργολίδα",
"αργοναυτες":"αργοναύτης",
"αργοναύτες":"αργοναύτης",
"αργοναύτης":"αργοναύτης",
"αργοναυτών":"αργοναύτης",
"αργοπορημένη":"αργοπορώ",
"αργοπορημένο":"αργοπορημένος",
"αργοπορημενους":"αργοπορημένος",
"αργοπορία":"αργοπορία",
"άργος":"άργος",
"αργοσαρωνικού":"αργοσαρωνικός",
"αργοστόλι":"αργοστόλι",
"αργόσυρτη":"αργόσυρτος",
"αργόσχολοι":"αργόσχολος",
"αργόσχολους":"αργόσχολος",
"αργοτερα":"αργά",
"αργότερα":"αργά",
"αργότερα":"αργός",
"αργότερο":"αργός",
"αργού":"αργός",
"αργούν":"αργώ",
"αργούς":"αργός",
"αργούσε":"αργώ",
"αργυρά":"αργυρός",
"αργυράκης":"αργυράκης",
"αργύρη":"αργύρης",
"αργύρης":"αργύρης",
"αργυρης":"αργυρός",
"αργύρια":"αργύριο",
"αργύριο":"αργύριο",
"αργυρίου":"αργύριο",
"αργυρό":"αργυρός",
"αργυρόκαστρο":"αργυρόκαστρο",
"αργυρομεταλλευματων":"αργυρομετάλλευμα",
"αργυρόπουλο":"αργυρόπουλος",
"αργυροπουλος":"αργυρόπουλος",
"αργυρόπουλος":"αργυρόπουλος",
"αργυρόπουλου":"αργυρόπουλος",
"αργυρουπόλεως":"αργυρούπολη",
"αργυρούπολης":"αργυρούπολη",
"αργυρόχρους":"αργυρόχρους",
"αργυρω":"αργυρω",
"αργυρώ":"αργυρώ",
"αργυρώνητους":"αργυρώνητος",
"αργώ":"αργώ",
"αρδαμέρι":"αρδαμέρι",
"άρδας":"άρδας",
"άρδασσα":"άρδασσα",
"αρδευόμενη":"αρδευόμενος",
"άρδευση":"άρδευση",
"άρδευσης":"άρδευση",
"αρδευτικές":"αρδευτικός",
"αρδευτικό":"αρδευτικός",
"αρδευτικών":"αρδευτικός",
"άρδην":"άρδην",
"αρδίττη":"αρδίττη",
"αρέθουσα":"αρέθουσα",
"αρέθουσας":"αρέθουσας",
"άρει":"αίρω",
"αρειανάρα":"αρειανάρα",
"αρειανό":"αρειανός",
"αρειανοσύνη":"αρειανοσύνη",
"αρειανούς":"αρειανός",
"άρειο":"άρειος",
"άρειος":"άρειος",
"αρείου":"άρειος",
"αρείω":"αρείω",
"αρένα":"αρένα",
"αρένας":"αρένα",
"αρένες":"αρένα",
"αρενς":"αρενς",
"άρενς":"άρενς",
"αρεοπαγιτης":"αρεοπαγίτης",
"αρεοπαγίτης":"αρεοπαγίτης",
"άρεσαν":"αρέσω",
"άρεσε":"αρέσω",
"αρέσει'":"αρέσει'",
"αρέσει":"αρέσω",
"αρεσκείας":"αρέσκεια",
"αρέσκεται":"αρέσκομαι",
"αρέσκονται":"αρέσκομαι",
"αρέσουν":"αρέσω",
"αρεστή":"αρεστός",
"αρεστός":"αρεστός",
"αρετές":"αρετή",
"αρετή":"αρετή",
"αρετής":"αρετή",
"αρετσίνωτων":"αρετσίνωτος",
"αρετσού":"αρετσού",
"αρετσούς":"αρετσούς",
"αρετών":"αρετή",
"αρη":"άρης",
"άρη":"άρης",
"αρη-ηρακλη":"αρη-ηρακλη",
"άρη-παοκ":"άρη-παοκ",
"αρης":"άρης",
"άρης":"άρης",
ρης261056-1005":"άρης261056-1005",
ρης33103524-22":"άρης33103524-22",
"άρης-βέντσπιλς":"άρης-βέντσπιλς",
"άρης-εργοτέλης":"άρης-εργοτέλης",
"άρης-εστουντιάντες":"άρης-εστουντιάντες",
"άρης-χαϊδάρι":"άρης-χαϊδάρι",
"αρητη":"αρητός",
"αρθει":"αίρω",
"αρθεί":"αίρω",
"αρθούν":"αίρω",
"άρθουρ":"άρθουρ",
"αρθούρος":"αρθούρος",
"αρθούρου":"αρθούρος",
"άρθρ.":"άρθρ.",
"άρθρα":"άρθρο",
"αρθράκι":"αρθράκι",
"αρθρίτιδα":"αρθρίτιδα",
"αρθρίτιδες":"αρθρίτιδα",
"άρθρο":"άρθρο",
"αρθρογράφε":"αρθρογράφος",
"αρθρογραφεί":"αρθρογραφώ",
"αρθρογραφία":"αρθρογραφία",
"αρθρογραφίας":"αρθρογραφία",
"αρθρογράφοι":"αρθρογράφος",
"αρθρογράφος":"αρθρογράφος",
"αρθρογράφου":"αρθρογράφος",
"αρθρογράφους":"αρθρογράφος",
"αρθρογραφούσε":"αρθρογραφώ",
"αρθρογράφων":"αρθρογράφος",
"αρθρογραφώντας":"αρθρογραφώ",
"άρθρον":"άρθρο",
"αρθροσκόπηση":"αρθροσκόπηση",
"αρθροσκόπησης":"αρθροσκόπηση",
"άρθρου":"άρθρο",
"άρθρων":"άρθρο",
"αρθρώνει":"αρθρώνω",
"αρθρώνεται":"αρθρώνω",
"αρθρώνονται":"αρθρώνω",
"αρθρώνουν":"αρθρώνω",
"αρθρώσει":"αρθρώνω",
"αρθρώσεις":"άρθρωση",
"αρθρώσεων":"άρθρωση",
"άρθρωση":"άρθρωση",
"αρθρώσουν":"αρθρώνω",
"αρθρωτά":"αρθρωτός",
"άρι":"άρι",
"αριαδνη":"αριάδνη",
"άριας":"άριος",
"αριβίστες":"αριβίστας",
"αριδαία":"αριδαία",
"αριδαιας":"αριδαία",
"αριδαίας":"αριδαία",
"αριελ":"αριελ",
"αριέλ":"αριέλ",
"αριέχ":"αριέχ",
"αριζόνα":"αριζόνα",
"αριζόνας":"αριζόνα",
"αριθ.":"αριθ.",
"αριθμ":"αριθμ",
"αριθμεί":"αριθμώ",
"αριθμέντι":"αριθμέντι",
"αριθμημένα":"αριθμώ",
"αριθμημένη":"αριθμώ",
"αριθμημένο":"αριθμώ",
"αρίθμησης":"αρίθμηση",
"αριθμητικά":"αριθμητικά",
"αριθμητική":"αριθμητικός",
"αριθμητικής":"αριθμητική",
"αριθμητικής":"αριθμητικός",
"αριθμητικό":"αριθμητικός",
"αριθμητικούς":"αριθμητικός",
"αριθμό":"αριθμός",
"αριθμοί":"αριθμός",
"αριθμόν":"αριθμός",
"αριθμός":"αριθμός",
"αριθμός-ρεκόρ":"αριθμός-ρεκόρ",
"αριθμού":"αριθμός",
"αριθμούν":"αριθμώ",
"αριθμους":"αριθμός",
"αριθμούς":"αριθμός",
"αριθμούσε":"αριθμώ",
"αριθμών":"αριθμός",
"αρίνας":"αρίνα",
"άρις":"άρις",
"άριστα":"άριστος",
"άριστα":"καλά",
"αρισταδης":"αρισταδης",
"αριστάδης":"αριστάδης",
"αριστάρεϊν":"αριστάρεϊν",
"αριστεία":"αριστεία",
"αριστεία-επαίνους":"αριστεία-επαίνους",
"αριστείδη":"αριστείδης",
"αριστείδης":"αριστείδης",
"αριστείδου":"αριστείδου",
"αρίστεινο":"αρίστεινο",
"αριστερα":"αριστερά",
"αριστερά":"αριστερά",
"αριστερά":"αριστερός",
"αριστερας":"αριστερά",
"αριστεράς":"αριστερά",
"αριστεράς":"αριστερός",
"αριστερές":"αριστερός",
"αριστερη":"αριστερός",
"αριστερή":"αριστερός",
"αριστερής":"αριστερός",
"αριστερίζοντες":"αριστερίζων",
"αριστερισμού":"αριστερισμός",
"αριστερό":"αριστερός",
"αριστεροί":"αριστερός",
"αριστερός":"αριστερός",
"αριστεροσύνης":"αριστεροσύνης",
"αριστερότερο":"αριστερότερο",
"αριστερού":"αριστερός",
"αριστερούς":"αριστερός",
"αριστερόχειρας":"αριστερόχειρας",
"αριστερών":"αριστερός",
"άριστες":"άριστος",
"αριστευς":"αριστευς",
"αρίστη":"άριστος",
"άριστη":"άριστος",
"αρίστης":"άριστος",
"άριστης":"άριστος",
"αριστίδες":"αριστίδες",
"αρίστιππου":"αρίστιππου",
"άριστο":"άριστος",
"άριστοι":"άριστος",
"αριστοκράτες":"αριστοκράτης",
"αριστοκράτη":"αριστοκράτης",
"αριστοκράτης":"αριστοκράτης",
"αριστοκρατια":"αριστοκρατία",
"αριστοκρατία":"αριστοκρατία",
"αριστοκρατίας":"αριστοκρατία",
"αριστοκρατική":"αριστοκρατικός",
"αριστοκρατικής":"αριστοκρατικός",
"αριστοκρατικό":"αριστοκρατικός",
"αριστοκρατικού":"αριστοκρατικός",
"αριστοκρατών":"αριστοκράτης",
"άριστον":"άριστος",
"άριστος":"άριστος",
"αριστοτέλειο":"αριστοτέλειος",
"αριστοτελειον":"αριστοτέλειος",
"αριστοτέλειον":"αριστοτέλειος",
"αριστοτελείου":"αριστοτέλειος",
"αριστοτέλειου":"αριστοτέλειος",
"αριστοτέλη":"αριστοτέλης",
"αριστοτελης":"αριστοτέλης",
"αριστοτέλης":"αριστοτέλης",
"αριστοτελική":"αριστοτελικός",
"αριστοτελικής":"αριστοτελικός",
"αριστοτελους":"αριστοτελους",
"αριστοτέλους":"αριστοτέλους",
"αριστοτεχνικές":"αριστοτεχνικός",
"αριστοτεχνική":"αριστοτεχνικός",
"αριστοτεχνικό":"αριστοτεχνικός",
"άριστου":"άριστος",
"αριστούργημα":"αριστούργημα",
"αριστουργήματα":"αριστούργημα",
"αριστουργήματά":"αριστούργημα",
"αριστουργηματικά":"αριστουργηματικά",
"αριστουργηματικές":"αριστουργηματικός",
"αριστουργηματικής":"αριστουργηματικός",
"αριστουργηματικό":"αριστουργηματικός",
"αριστουργήματος":"αριστούργημα",
"αριστουργημάτων":"αριστούργημα",
"άριστους":"άριστος",
"αριστούχοι":"αριστούχος",
"αριστούχος":"αριστούχος",
"αριστοφάνη":"αριστοφάνης",
"αριστοφάνης":"αριστοφάνης",
"αριστοφανική":"αριστοφανικός",
"αρίων":"άριος",
"αρίωνα":"αρίωνα",
"αρκαδίας":"αρκαδία",
"αρκαδικός":"αρκαδικός",
"αρκαδίου":"αρκάδιος",
"άρκανσο":"άρκανσο",
"αρκάντι":"αρκάντι",
"αρκεί":"αρκώ",
"αρκείται":"αρκώ",
"αρκέσει":"αρκώ",
"αρκέσθηκαν":"αρκώ",
"αρκεσίλαος":"αρκεσίλαος",
"αρκεστείτε":"αρκώ",
"αρκεστήκαμε":"αρκώ",
"αρκέστηκαν":"αρκώ",
"αρκέστηκε":"αρκώ",
"αρκεστούμε":"αρκώ",
"αρκεστούν":"αρκώ",
"αρκεστώ":"αρκώ",
"αρκέτ":"αρκέτ",
"άρκετ":"άρκετ",
"αρκετά":"αρκετά",
"αρκετά":"αρκετός",
"αρκετές":"αρκετός",
"αρκετή":"αρκετός",
"αρκετό":"αρκετός",
"αρκετοί":"αρκετός",
"αρκετός":"αρκετός",
"αρκετού":"αρκετός",
"αρκετούς":"αρκετός",
"αρκετών":"αρκετός",
"αρκούδα":"αρκούδα",
"αρκουδάκι":"αρκουδάκι",
"αρκουδάκια":"αρκουδάκι",
"αρκούδας":"αρκούδα",
"αρκούδες":"αρκούδα",
"αρκούδη":"αρκούδη",
"αρκούδων":"αρκούδος",
"αρκούμαστε":"αρκώ",
"αρκούμενος":"αρκούμενος",
"αρκούν":"αρκώ",
"αρκούνται":"αρκώ",
"αρκούνταν":"αρκώ",
"αρκούντως":"αρκούντως",
"αρκούρι":"αρκούρι",
"αρκούσαν":"αρκώ",
"αρκούσε":"αρκώ",
"αρκτικές":"αρκτικός",
"αρκτική":"αρκτικός",
"άρκτο":"άρκτος",
"αρκτούρος":"αρκτούρος",
"αρκτούρου":"αρκτούρου",
"αρλούμπες":"αρλούμπας",
"αρλουμποειδές":"αρλουμποειδές",
"άρμα":"άρμα",
"αρμάδα":"αρμάδα",
"αρμάθιασμα":"αρμάθιασμα",
"αρμάν":"αρμάν",
"αρμάνι":"αρμάνι",
"αρμάου":"αρμάου",
"άρματα":"άρμα",
"άρματά":"άρμα",
"άρματος":"άρμα",
"αρματωμένες":"αρματώνω",
"αρματωμένοι":"αρματώνω",
"αρμάτων":"άρμα",
"αρματωσιά":"αρματωσιά",
"αρμέ":"αρμός",
"άρμεγμα":"άρμεγμα",
"αρμέγοντα":"αρμέγοντα",
"αρμένηδων":"αρμένης",
"αρμενία":"αρμενία",
"αρμένια":"αρμένια",
"αρμενίζουμε":"αρμενίζω",
"αρμενίζουν":"αρμενίζω",
"αρμενική":"αρμενικός",
"αρμένικη":"αρμένικος",
"αρμενικής":"αρμενικός",
"αρμένιοι":"αρμένιος",
"αρμενίων":"αρμένιος",
"αρμένιων":"αρμένιος",
"αρμενοπουλο":"αρμενόπουλος",
"αρμενοπούλου":"αρμενοπούλου",
"αρμίνια":"αρμίνια",
"αρμόδια":"αρμόδιος",
"αρμόδιας":"αρμόδιος",
"αρμόδιες":"αρμόδιος",
"αρμόδιο":"αρμόδιος",
"αρμόδιοι":"αρμόδιος",
"αρμόδιος":"αρμόδιος",
"αρμοδιότητα":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητά":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητας":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητάς":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητες":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητές":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιότητος":"αρμοδιότητα",
"αρμοδιοτήτων":"αρμοδιότητα",
"αρμοδίου":"αρμόδιος",
"αρμόδιου":"αρμόδιος",
"αρμοδίους":"αρμόδιος",
"αρμόδιους":"αρμόδιος",
"αρμοδιων":"αρμόδιος",
"αρμοδίων":"αρμόδιος",
"αρμόδιων":"αρμόδιος",
"αρμοδίως":"αρμόδια",
"άρμοζε":"αρμόζω",
"αρμόζει":"αρμόζω",
"αρμόζοντα":"αρμόζων",
"αρμόζουν":"αρμόζω",
"αρμόζουσα":"αρμόζων",
"αρμόζουσες":"αρμόζων",
"αρμονία":"αρμονία",
"αρμονίας":"αρμονία",
"αρμονικά":"αρμονικά",
"αρμονική":"αρμονικός",
"αρμονικής":"αρμονικός",
"αρμονικό":"αρμονικός",
"αρμονικότατο":"αρμονικός",
"αρμονικών":"αρμονικός",
"αρμοστείας":"αρμοστεία",
"αρμοστή":"αρμοστής",
"αρμοστής":"αρμοστής",
"αρμούς":"αρμός",
"αρμπρόαθ":"αρμπρόαθ",
"άρμστρογκ":"άρμστρογκ",
"αρναίας":"αρναίας",
"αρνάκι":"αρνάκι",
"αρνάκια":"αρνάκι",
"αρναούτης":"αρναούτης",
"αρναούτογλου":"αρναούτογλου",
"αρνείστε":"αρνιέμαι",
"αρνείται":"αρνιέμαι",
"αρνείτο":"αρνιέμαι",
"αρνηθεί":"αρνιέμαι",
"αρνηθείτε":"αρνιέμαι",
"αρνήθηκα":"αρνιέμαι",
"αρνηθήκαμε":"αρνιέμαι",
"αρνήθηκαν":"αρνιέμαι",
"αρνήθηκε":"αρνιέμαι",
"αρνηθούμε":"αρνιέμαι",
"αρνηθούν":"αρνιέμαι",
"αρνηθώ":"αρνιέμαι",
"αρνήσεις":"άρνηση",
"αρνήσεων":"άρνηση",
"άρνηση":"άρνηση",
"άρνησή":"άρνηση",
"άρνησης":"άρνηση",
"άρνησής":"άρνηση",
"αρνητές":"αρνητής",
"αρνητής":"αρνητής",
"αρνητικα":"αρνητικά",
"αρνητικά":"αρνητικά",
"αρνητικά":"αρνητικός",
"αρνητικές":"αρνητικός",
"αρνητική":"αρνητικός",
"αρνητικής":"αρνητικός",
"αρνητικό":"αρνητικός",
"αρνητικοί":"αρνητικός",
"αρνητικός":"αρνητικός",
"αρνητικού":"αρνητικός",
"αρνητικούς":"αρνητικός",
"αρνητικών":"αρνητικός",
"αρνί":"αρνί",
"αρνιά":"αρνί",
"αρνίδης":"αρνίδης",
"αρνιόταν":"αρνιέμαι",
"αρνιού":"αρνί",
"άρνολντ":"άρνολντ",
"αρνομαλλη":"αρνομαλλη",
"αρνούμαι":"αρνιέμαι",
"αρνούμαστε":"αρνιέμαι",
"αρνούμενη":"αρνούμενος",
"αρνούμενοι":"αρνούμενος",
"αρνούμενος":"αρνούμενος",
"αρνούνται":"αρνιέμαι",
"αρνούνταν":"αρνιέμαι",
"άρνσταντ":"άρνσταντ",
"αρντακάν":"αρντακάν",
"αρντάνθα":"αρντάνθα",
"αρντέν":"αρντέν",
"αρόδο":"αρόδο",
"αρόμα":"αρόμα",
"άρον":"άρον",
"άρουν":"αίρω",
"αρουντάτι":"αρουντάτι",
"αρουραίοι":"αρουραίος",
"αρουραίος":"αρουραίος",
"αρουραίου":"αρουραίος",
"αρουραίους":"αρουραίος",
"αρουραίων":"αρουραίος",
"αρπα":"άρπα",
"άρπα":"άρπα",
"άρπαγα":"άρπαγας",
"αρπαγές":"αρπαγή",
"αρπαγή":"αρπαγή",
"άρπαζαν":"αρπάζω",
"αρπάζει":"αρπάζω",
"αρπάζετε":"αρπάζω",
"αρπάζοντας":"αρπάζω",
"αρπάζουμε":"αρπάζω",
"αρπάζουν":"αρπάζω",
"αρπακτική":"αρπακτικός",
"αρπακτικό":"αρπακτικός",
"αρπακτικότητα":"αρπακτικότητα",
"αρπακτικού":"αρπακτικός",
"άρπαξαν":"αρπάζω",
"άρπαξε":"αρπάζω",
"αρπάξει":"αρπάζω",
"άρπαξες":"αρπάζω",
"αρπάξουμε":"αρπάζω",
"αρπάξουν":"αρπάζω",
"αρπάξτε":"αρπάζω",
"αρπάξω":"αρπάζω",
"άρπας":"άρπα",
"αρπαχτεί":"αρπάζω",
"αρπαχτές":"αρπαχτός",
"αρπαχτή":"αρπαχτός",
"αρπαχτής":"αρπαχτός",
"άρπες":"άρπα",
"αρπίστρια":"αρπίστρια",
"αρραβωνιαστικιά":"αρραβωνιαστικιά",
"αρραβωνιαστικό":"αρραβωνιαστικός",
"αρραβωνιαστικός":"αρραβωνιαστικός",
"αρραβώνων":"αρραβώνας",
"άρρεν":"άρρην",
"αρρεναγωγείου":"αρρεναγωγείου",
"άρρενες":"άρρην",
"άρρενος":"άρρην",
"αρρένων":"άρρην",
"αρρενωπή":"αρρενωπός",
"αρρενωποί":"αρρενωπός",
"άρρηκτα":"άρρηκτα",
"άρρηκτοι":"άρρηκτος",
"άρρητα":"άρρητος",
"αρριανά":"αρριανά",
"άρριζους":"άρριζος",
"αρρυθμία":"αρρυθμία",
"αρρυθμίες":"αρρυθμία",
"άρρωστα":"άρρωστος",
"αρρωσταίνει":"αρρωσταίνω",
"αρρωσταίνουν":"αρρωσταίνω",
"αρρωσταίνω":"αρρωσταίνω",
"άρρωστες":"άρρωστος",
"άρρωστη":"άρρωστος",
"αρρωστημένες":"αρρωστημένος",
"αρρωστημένη":"αρρωστημένος",
"αρρωστημένης":"αρρωστημένος",
"αρρωστημένο":"αρρωστημένος",
"άρρωστης":"άρρωστος",
"αρρώστησε":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσει":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσεις":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσετε":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσουμε":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσουν":"αρρωσταίνω",
"αρρωστήσω":"αρρωσταίνω",
"αρρώστια":"αρρώστια",
"αρρώστιας":"αρρώστια",
"αρρώστιες":"αρρώστια",
"άρρωστο":"άρρωστος",
"άρρωστοι":"άρρωστος",
"άρρωστος":"άρρωστος",
"αρρώστου":"άρρωστος",
"αρρώστους":"άρρωστος",
"άρρωστους":"άρρωστος",
"αρσάκειο":"αρσάκειο",
"άρσεις":"άρση",
"αρσέν":"αρσέν",
"αρσεναλ":"αρσεναλ",
"άρσεναλ":"άρσεναλ",
ρσεναλ45129328-11":"άρσεναλ45129328-11",
"άρσεναλ-bbc1":"άρσεναλ-bbc1",
"αρσεναλ-μίντλεσμπρο":"αρσεναλ-μίντλεσμπρο",
"αρσενη":"αρσένης",
"αρσένη":"αρσένης",
"αρσένης":"αρσένης",
"αρσενικά":"αρσενικός",
"αρσενικές":"αρσενικός",
"αρσενική":"αρσενικός",
"αρσενικής":"αρσενικός",
"αρσενικό":"αρσενικός",
"αρσενικός":"αρσενικός",
"αρσενικού":"αρσενικός",
"αρσενικων":"αρσενικός",
"αρσενικών":"αρσενικός",
"αρσένιο":"αρσένιος",
"αρση":"άρση",
"άρση":"άρση",
"άρσης":"άρση",
"αρσιβαρίστα":"αρσιβαρίστας",
"αρσιβαρίστες":"αρσιβαρίστας",
"αρσιβαρίστριες":"αρσιβαρίστρια",
"άρσιν":"άρση",
"αρσινόη":"αρσινόη",
"αρσινοίτης":"αρσινοίτης",
"άρσιτς":"άρσιτς",
"αρσούδη":"αρσούδη",
"αρτα":"άρτα",
"άρτα":"άρτα",
"αρταμήδωρος":"αρταμήδωρος",
"αρτας":"άρτα",
"άρτας":"άρτα",
"άρτεμη":"άρτεμη",
"αρτέμιδα":"αρτέμιδα",
"αρτέμιδος":"αρτέμιδος",
"αρτέμιος":"αρτέμιος",
"αρτέμιου":"αρτέμιος",
"αρτεμίσιον":"αρτεμίσιο",
"αρτεργατών":"αρτεργάτης",
"αρτεσιανά":"αρτεσιανό",
"αρτζανίδου":"αρτζανίδου",
"άρτζες":"άρτζες",
"άρτζι":"άρτζι",
"αρτηρία":"αρτηρία",
"αρτηριακή":"αρτηριακός",
"αρτηριακής":"αρτηριακός",
"αρτηρίας":"αρτηρία",
"αρτηρίες":"αρτηρία",
"αρτηριών":"αρτηρία",
"άρτι":"άρτι",
"άρτια":"άρτιος",
"άρτιας":"άρτιος",
"άρτιες":"άρτιος",
"αρτιμέλεια":"αρτιμέλεια",
"άρτιο":"άρτιος",
"άρτιοι":"άρτιος",
"άρτιος":"άρτιος",
"αρτιότερα":"άρτιος",
"αρτιότερες":"άρτιος",
"αρτιότερη":"άρτιος",
"αρτιότητα":"αρτιότητα",
"αρτιότητες":"αρτιότητα",
"άρτιου":"άρτιος",
"αρτίστες":"αρτίστας",
"αρτοβιομηχανια":"αρτοβιομηχανία",
"άρτον":"άρτος",
"αρτοποιίας":"αρτοποιία",
"αρτοποιοί":"αρτοποιός",
"αρτοποιός":"αρτοποιός",
"αρτόπουλος":"αρτόπουλος",
"αρτοσκευάσματα":"αρτοσκεύασμα",
"άρτσι":"άρτσι",
"άρτσιμπαλντ":"άρτσιμπαλντ",
"αρφά":"αρφά",
"αρχαγγέλου":"αρχάγγελος",
"αρχαία":"αρχαίος",
"αρχαίας":"αρχαίος",
"αρχαίες":"αρχαίος",
"αρχαϊκά":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκή":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκής":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκό":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκός":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκούς":"αρχαϊκός",
"αρχαϊκών":"αρχαϊκός",
"αρχαίο":"αρχαίος",
"αρχαιογνωσίας":"αρχαιογνωσία",
"αρχαιοελληνική":"αρχαιοελληνικός",
"αρχαιοελληνικής":"αρχαιοελληνικός",
"αρχαιοελληνικό":"αρχαιοελληνικός",
"αρχαίοι":"αρχαίος",
"αρχαιοκαπηλεια":"αρχαιοκαπηλεια",
"αρχαιοκαπηλεία":"αρχαιοκαπηλία",
"αρχαιοκαπηλία":"αρχαιοκαπηλία",
"αρχαιοκαπηλίας":"αρχαιοκαπηλία",
"αρχαιολατρεία":"αρχαιολατρία",
"αρχαιολατρία":"αρχαιολατρία",
"αρχαιολογία":"αρχαιολογία",
"αρχαιολογίας":"αρχαιολογία",
"αρχαιολογικά":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικές":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογική":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικής":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικο":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικό":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικοί":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικός":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικού":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικούς":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολογικών":"αρχαιολογικός",
"αρχαιολόγο":"αρχαιολόγος",
"αρχαιολόγοι":"αρχαιολόγος",
"αρχαιολόγος":"αρχαιολόγος",
"αρχαιολόγου":"αρχαιολόγος",
"αρχαιολόγους":"αρχαιολόγος",
"αρχαιολόγων":"αρχαιολόγος",
"αρχαίον":"αρχαίος",
"αρχαιοπρεπές":"αρχαιοπρεπής",
"αρχαίος":"αρχαίος",
"αρχαιοτάτων":"αρχαίος",
"αρχαιότερα":"αρχαίος",
"αρχαιότερες":"αρχαίος",
"αρχαιότερη":"αρχαίος",
"αρχαιότερης":"αρχαίος",
"αρχαιότερο":"αρχαίος",
"αρχαιότεροι":"αρχαίος",
"αρχαιότεροί":"αρχαίος",
"αρχαιότερος":"αρχαίος",
"αρχαιότερου":"αρχαίος",
"αρχαιότερους":"αρχαίος",
"αρχαιότητα":"αρχαιότητα",
"αρχαιότητας":"αρχαιότητα",
"αρχαιότητες":"αρχαιότητα",
"αρχαιοτήτων":"αρχαιότητα",
"αρχαίου":"αρχαίος",
"αρχαίους":"αρχαίος",
"αρχαιρεσίες":"αρχαιρεσία",
"αρχαϊσμός":"αρχαϊσμός",
"αρχαϊσμούς":"αρχαϊσμός",
"αρχαίων":"αρχαίος",
"αρχάριος":"αρχάριος",
"αρχαρίους":"αρχάριος",
"αρχάριους":"αρχάριος",
"αρχαρίων":"αρχάριος",
"αρχάς":"αρχάς",
"αρχέγονες":"αρχέγονος",
"αρχέγονη":"αρχέγονος",
"αρχέγονης":"αρχέγονος",
"αρχέγονο":"αρχέγονος",
"αρχέγονοι":"αρχέγονος",
"αρχέγονος":"αρχέγονος",
"αρχέγονου":"αρχέγονος",
"αρχέγονους":"αρχέγονος",
"αρχεία":"αρχείο",
"αρχειακές":"αρχειακός",
"αρχειακή":"αρχειακός",
"αρχειακής":"αρχειακός",
"αρχειακό":"αρχειακός",
"αρχειο":"αρχείο",
"αρχείο":"αρχείο",
"αρχειοθετείται":"αρχειοθετώ",
"αρχειοθέτηση":"αρχειοθέτηση",
"αρχειοθετούν":"αρχειοθετώ",
"αρχειολόγοι":"αρχειολόγοι",
"αρχείου":"αρχείο",
"αρχείων":"αρχείο",
"αρχέλαος":"αρχέλαος",
"αρχέλαος-απόλλων":"αρχέλαος-απόλλων",
"αρχέλαος-φίλιππος":"αρχέλαος-φίλιππος",
"αρχες":"αρχή",
"αρχές":"αρχή",
"άρχεται":"άρχω",
"αρχετυπικές":"αρχετυπικός",
"αρχετυπικό":"αρχετυπικός",
"αρχέτυπο":"αρχέτυπος",
"αρχετύπων":"αρχέτυπος",
"αρχή":"αρχή",
"αρχηγέ":"αρχηγός",
"αρχηγείο":"αρχηγείο",
"αρχηγείου":"αρχηγείο",
"αρχηγέτη":"αρχηγέτης",
"αρχηγία":"αρχηγία",
"αρχηγική":"αρχηγικός",
"αρχηγικό":"αρχηγικός",
"αρχηγό":"αρχηγός",
"αρχηγοί":"αρχηγός",
"αρχηγος":"αρχηγός",
"αρχηγός":"αρχηγός",
"αρχηγού":"αρχηγός",
"αρχηγούς":"αρχηγός",
"αρχηγών":"αρχηγός",
"αρχήν":"αρχή",
"αρχής":"αρχή",
"αρχίατρος":"αρχίατρος",
"αρχιγραμματέας":"αρχιγραμματέας",
"αρχιδούκας":"αρχιδούκας",
"αρχιεπισκοπη":"αρχιεπισκοπή",
"αρχιεπισκοπής":"αρχιεπισκοπή",
"αρχιεπίσκοπο":"αρχιεπίσκοπος",
"αρχιεπίσκοπος":"αρχιεπίσκοπος",
"αρχιεπισκόπου":"αρχιεπίσκοπος",
"αρχιεπίσκοπου":"αρχιεπίσκοπος",
"αρχιερατικό":"αρχιερατικός",
"αρχιερείς":"αρχιερέας",
"αρχιερέων":"αρχιερέας",
"άρχιζαν":"αρχίζω",
"άρχιζε":"αρχίζω",
"αρχίζει":"αρχίζω",
"αρχίζεις":"αρχίζω",
"αρχίζετε":"αρχίζω",
"αρχίζοντας":"αρχίζω",
"αρχίζουμε":"αρχίζω",
"αρχιζουν":"αρχίζω",
"αρχίζουν":"αρχίζω",
"αρχίζω":"αρχίζω",
"αρχιθαλαμηπόλο":"αρχιθαλαμηπόλος",
"αρχικά":"αρχικά",
"αρχικά":"αρχικός",
"αρχικές":"αρχικός",
"αρχική":"αρχικός",
"αρχικής":"αρχικός",
"αρχικό":"αρχικός",
"αρχικοί":"αρχικός",
"αρχικός":"αρχικός",
"αρχικού":"αρχικός",
"αρχικούς":"αρχικός",
"αρχικών":"αρχικός",
"αρχικώς":"αρχικά",
"αρχιμάγειρας":"αρχιμάγειρας",
"αρχιμάγειρες":"αρχιμάγειρας",
"αρχιμανδρίτη":"αρχιμανδρίτης",
"αρχιμανδρίτης":"αρχιμανδρίτης",
"αρχιμαφιόζο":"αρχιμαφιόζος",
"αρχιμαφιόζος":"αρχιμαφιόζος",
"αρχιμήδη":"αρχιμήδης",
"αρχιμήδης":"αρχιμήδης",
"αρχιμηχανικό":"αρχιμηχανικός",
"αρχιμουσικό":"αρχιμουσικός",
"αρχιμουσικός":"αρχιμουσικός",
"αρχιπελαγος":"αρχιπέλαγος",
"αρχιπέλαγος":"αρχιπέλαγος",
"άρχισα":"αρχίζω",
"αρχίσαμε":"αρχίζω",
"αρχισαν":"αρχίζω",
"άρχισαν":"αρχίζω",
"αρχίσανε":"αρχίζω",
"άρχισε":"αρχίζω",
"αρχίσει":"αρχίζω",
"αρχίσεις":"αρχίζω",
"άρχισες":"αρχίζω",
"αρχίσετε":"αρχίζω",
"αρχίσουμε":"αρχίζω",
"αρχίσουν":"αρχίζω",
"αρχίστε":"αρχίζω",
"αρχιστράτηγο":"αρχιστράτηγος",
"αρχιστράτηγος":"αρχιστράτηγος",
"αρχισυντάκτες":"αρχισυντάκτης",
"αρχισυντάκτη":"αρχισυντάκτης",
"αρχισυντάκτης":"αρχισυντάκτης",
"αρχισυνταξία":"αρχισυνταξία",
"αρχίσω":"αρχίζω",
"αρχιτέκτονα":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτέκτονας":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτέκτονες":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτέκτονές":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτεκτόνημα":"αρχιτεκτόνημα",
"αρχιτεκτονικά":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτονικές":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτονική":"αρχιτεκτονική",
"αρχιτεκτονικής":"αρχιτεκτονική",
"αρχιτεκτονικό":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτονικός":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτονικού":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτονικών":"αρχιτεκτονικός",
"αρχιτεκτόνισσα":"αρχιτεκτόνισσα",
"αρχιτεκτόνων":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτέκτων":"αρχιτέκτονας",
"αρχιτεχ":"αρχιτεχ",
"αρχιφύλακα":"αρχιφύλακας",
"αρχόμενα":"αρχόμενος",
"αρχόμενοι":"αρχόμενος",
"άρχοντα":"άρχων",
"αρχονταρίκι":"αρχονταρίκι",
"άρχοντας":"άρχοντας",
"άρχοντας":"άρχω",
"άρχοντες":"άρχων",
"άρχοντές":"άρχων",
"αρχοντιά":"αρχοντιά",
"αρχοντίδη":"αρχοντίδη",
"αρχοντίδης":"αρχοντίδης",
"αρχοντικά":"αρχοντικά",
"αρχοντική":"αρχοντικός",
"αρχοντικό":"αρχοντικός",
"αρχοντικού":"αρχοντικός",
"αρχοντικών":"αρχοντικός",
"αρχόντισσα":"αρχόντισσα",
"αρχοντούλης":"αρχοντούλης",
"αρχοντοχωριάτικης":"αρχοντοχωριάτικης",
"αρχόντων":"άρχοντας",
"άρχουσα":"άρχων",
"άρχουσας":"άρχων",
"άρχουσες":"άρχων",
"αρχύτερα":"αρχύτερα",
"αρχών":"αρχή",
"άρχων":"άρχοντας",
"αρωγά":"αρωγός",
"αρωγή":"αρωγή",
"αρωγής":"αρωγή",
"αρωγό":"αρωγός",
"αρωγοί":"αρωγός",
"αρωγός":"αρωγός",
"αρωμα":"άρωμα",
"άρωμα":"άρωμα",
"άρωμά":"άρωμα",
"αρώματα":"άρωμα",
"αρωματικά":"αρωματικός",
"αρωματικές":"αρωματικός",
"αρωματική":"αρωματικός",
"αρωματικό":"αρωματικός",
"αρωματίσει":"αρωματίζω",
"αρωματισμένα":"αρωματίζω",
"αρωματισμένες":"αρωματισμένος",
"αρωματισμένο":"αρωματισμένος",
"αρωματίσουν":"αρωματίζω",
"αρωματοποιία":"αρωματοποιία",
"αρώματος":"άρωμα",
"αρωμάτων":"άρωμα",
"αρώνη":"αρώνη",
"ας":"ας",
"'ας":"'ας",
"ασά":"ασά",
"ασάλευτες":"ασάλευτος",
"ασάλευτοι":"ασάλευτος",
"ασάνοβιτς":"ασάνοβιτς",
"ασανσέρ":"ασανσέρ",
"ασαντ":"ασαντ",
"ασάντ":"ασάντ",
"άσαντ":"άσαντ",
"ασάντα":"ασάντα",
"ασαντουλάχ":"ασαντουλάχ",
"'ασάρκ":"'ασάρκ",
"ασάφεια":"ασάφεια",
"ασάφειας":"ασάφεια",
"ασάφειες":"ασάφεια",
"ασαφείς":"ασαφής",
"ασαφές":"ασαφής",
"ασαφή":"ασαφής",
"ασαφής":"ασαφής",
"ασαφούς":"ασαφής",
"ασαφών":"ασαφής",
"ασαχάρα":"ασαχάρα",
"ασβ":"ασβ",
"ασβεστάδες":"ασβεστάς",
"ασβέστες":"ασβέστης",
"ασβέστη":"ασβέστης",
"άσβεστη":"άσβεστος",
"ασβέστιο":"ασβέστιο",
"ασβεστίου":"ασβέστιο",
"ασβεστολιθικά":"ασβεστολιθικός",
"ασβεστόλιθο":"ασβεστόλιθος",
"ασβεστοχώρι":"ασβεστοχώρι",
"ασβεστοχωρίου":"ασβεστοχωρίου",
"ασβός":"ασβός",
"ασε":"ασε",
"άσε":"άσος",
"ασεαδ":"ασεαδ",
"ασέβεια":"ασέβεια",
"ασεβείς":"ασεβής",
"ασεβή":"ασεβής",
"ασεβής":"ασεβής",
"ασεκίδης":"ασεκίδης",
"ασελγεί":"ασελγώ",
"ασέλγεια":"ασέλγεια",
"ασελγήσει":"ασελγώ",
"ασελγούν":"ασελγώ",
"ασελγούσε":"ασελγώ",
"άσεμνες":"άσεμνος",
"άσεμνη":"άσεμνος",
"άσεμνης":"άσεμνος",
"άσεμνο":"άσεμνος",
"άσεμνων":"άσεμνος",
"ασεπ":"ασεπ",
"ασήκωτα":"ασήκωτος",
"ασήκωτες":"ασήκωτος",
"ασήκωτη":"ασήκωτος",
"ασήκωτο":"ασήκωτος",
"ασημακόπουλο":"ασημακόπουλος",
"ασημακόπουλος":"ασημακόπουλος",
"ασήμαντα":"ασήμαντος",
"ασήμαντες":"ασήμαντος",
"ασήμαντη":"ασήμαντος",
"ασήμαντης":"ασήμαντος",
"ασήμαντο":"ασήμαντος",
"ασήμαντοι":"ασήμαντος",
"ασήμαντος":"ασήμαντος",
"ασημαντότητα":"ασημαντότητα",
"ασημαντότητας":"ασημαντότητα",
"ασήμαντου":"ασήμαντος",
"ασήμαντους":"ασήμαντος",
"ασημάντων":"ασήμαντος",
"ασήμαντων":"ασήμαντος",
"ασημενια":"ασημένιος",
"ασημένια":"ασημένιος",
"ασημένιας":"ασημένιος",
"ασημένιο":"ασημένιος",
"άσημη":"άσημος",
"ασημί":"ασημής",
"ασήμι":"ασήμι",
"ασημικά":"ασημικό",
"ασημίνα":"ασημίνα",
"ασημίνας":"ασημίνα",
"ασημιού":"ασημής",
"άσημος":"άσημος",
"άσημους":"άσημος",
"ασθάνεται":"ασθάνεται",
"ασθενεί":"ασθενώ",
"ασθένεια":"ασθένεια",
"ασθένειά":"ασθένεια",
"ασθενείας":"ασθένεια",
"ασθένειας":"ασθένεια",
"ασθένειάς":"ασθένεια",
"ασθένειες":"ασθένεια",
"ασθένειές":"ασθένεια",
"ασθενείς":"ασθενής",
"ασθενειών":"ασθένεια",
"ασθενές":"ασθενής",
"ασθενέστατες":"ασθενής",
"ασθενέστερα":"ασθενώς",
"ασθενέστερες":"ασθενής",
"ασθενέστεροι":"ασθενής",
"ασθενέστερους":"ασθενής",
"ασθενέστερων":"ασθενής",
"ασθενή":"ασθενής",
"ασθενής":"ασθενής",
"ασθενικά":"ασθενικά",
"ασθενική":"ασθενικός",
"ασθενικής":"ασθενικός",
"ασθενούν":"ασθενώ",
"ασθενούντα":"ασθενούντα",
"ασθενούς":"ασθενής",
"ασθενοφόρα":"ασθενοφόρο",
"ασθενοφόρο":"ασθενοφόρο",
"ασθενοφόρων":"ασθενοφόρο",
"ασθενων":"ασθενής",
"ασθενών":"ασθενής",
"ασθενώς":"ασθενώς",
"ασθμα":"άσθμα",
"άσθμα":"άσθμα",
"ασθμαίνοντας":"ασθμαίνω",
"ασθμαίνουσα":"ασθμαίνων",
"ασθματικούς":"ασθματικός",
"άσθματος":"άσθμα",
"ασία":"ασία",
"ασίας":"ασία",
"ασιατες":"ασιάτης",
"ασιάτες":"ασιάτης",
"ασιατικά":"ασιατικός",
"ασιατικές":"ασιατικός",
"ασιατικη":"ασιατικός",
"ασιατική":"ασιατικός",
"ασιατικής":"ασιατικός",
"ασιατικό":"ασιατικός",
"ασιατικοί":"ασιατικός",
"ασιατικού":"ασιατικός",
"ασιατικών":"ασιατικός",
"ασίγαστη":"ασίγαστος",
"ασίγαστο":"ασίγαστος",
"ασίζης":"ασίζη",
"άσιμου":"άσιμου",
"ασίστ":"ασίστ",
"ασιτία":"ασιτία",
"ασκ":"ασκ",
"ασκεί":"ασκώ",
"ασκείται":"ασκώ",
"ασκείτε":"ασκώ",
"ασκεναζίμ":"ασκεναζίμ",
"ασκεπής":"άσκεπος",
"ασκέρι":"ασκέρι",
"ασκηθεί":"ασκώ",
"ασκήθηκαν":"ασκώ",
"ασκήθηκε":"ασκώ",
"ασκηθούν":"ασκώ",
"ασκήμια":"ασκήμια",
"άσκησαν":"ασκώ",
"ασκήσαντες":"ασκήσας",
"άσκησε":"ασκώ",
"ασκήσει":"ασκώ",
"ασκήσεις":"άσκηση",
"ασκήσετε":"ασκώ",
"ασκήσεων":"άσκηση",
"ασκήσεως":"άσκηση",
"ασκηση":"άσκηση",
"άσκηση":"άσκηση",
"άσκησή":"άσκηση",
"άσκησης":"άσκηση",
"άσκησής":"άσκηση",
"ασκησιογενείς":"ασκησιογενείς",
"ασκήσουμε":"ασκώ",
"ασκήσουν":"ασκώ",
"ασκήσω":"ασκώ",
"ασκηταριά":"ασκηταριό",
"ασκητές":"ασκητής",
"ασκληπιός":"ασκληπιός",
"ασκό":"ασκός",
"ασκολι":"ασκολι",
"άσκολι":"άσκολι",
"άσκολι-εμπολι":"άσκολι-εμπολι",
"άσκοπα":"άσκοπα",
"άσκοπα":"άσκοπος",
"άσκοπες":"άσκοπος",
"άσκοπη":"άσκοπος",
"άσκοπης":"άσκοπος",
"άσκοπο":"άσκοπος",
"άσκοπος":"άσκοπος",
"άσκοπους":"άσκοπος",
"ασκόπως":"άσκοπα",
"ασκός":"ασκός",
"ασκού":"ασκός",
"ασκούμαστε":"ασκώ",
"ασκούμε":"ασκώ",
"ασκούμενες":"ασκούμενος",
"ασκούμενη":"ασκούμενος",
"ασκούμενης":"ασκούμενος",
"ασκούμενων":"ασκούμενος",
"ασκούν":"ασκώ",
"ασκούνται":"ασκώ",
"ασκούς":"ασκός",
"ασκούσα":"ασκώ",
"ασκούσαν":"ασκώ",
"ασκούσε":"ασκώ",
"άσκραμπιτς":"άσκραμπιτς",
"άσκροφτ":"άσκροφτ",
"ασκτ":"ασκτ",
"ασκώνονταν":"ασκώνονταν",
"ασκώντας":"ασκώ",
"ασλάνη":"ασλάνη",
"ασλανίδης":"ασλανίδης",
"ασλανιδου":"ασλανιδου",
"ασλανίδου":"ασλανίδου",
"ασλάνογλου":"ασλάνογλου",
"άσμα":"άσμα",
"ασμάρα":"ασμάρα",
"άσματα":"άσμα",
"ασμάτων":"άσμα",
"ασμένως":"ασμένως",
"ασνταουν":"ασνταουν",
"άσνταουν":"άσνταουν",
"άσντάουν":"άσντάουν",
"άσο":"άσος",
"άσοι":"άσος",
"ασορτί":"ασορτί",
"άσος":"άσος",
"ασουάν":"ασουάν",
"άσους":"άσος",
"άσπα":"άσπα",
"ασπάζεται":"ασπάζομαι",
"ασπάζομαι":"ασπάζομαι",
"ασπαζόμαστε":"ασπάζομαι",
"ασπάζονται":"ασπάζομαι",
"ασπαζόταν":"ασπάζομαι",
"ασπασθεί":"ασπάζομαι",
"ασπασίας":"ασπασία",
"ασπασίδη":"ασπασίδη",
"ασπασίδης":"ασπασίδης",
"ασπασμό":"ασπασμός",
"ασπαστεί":"ασπάζομαι",
"ασπάστηκαν":"ασπάζομαι",
"ασπάστηκε":"ασπάζομαι",
"ασπίδα":"ασπίδα",
"ασπίδας":"ασπίδα",
"ασπίδες":"ασπίδα",
"ασπίδων":"ασπίδα",
"άσπιλη":"άσπιλος",
"ασπιρίνες":"ασπιρίνη",
"ασπιρίνη":"ασπιρίνη",
"ασπιρίνης":"ασπιρίνη",
"ασπις":"ασπίδα",
"ασπιώτη":"ασπιώτη",
"άσπονδοι":"άσπονδος",
"ασπόνδυλο":"ασπόνδυλος",
"ασπονδύλων":"ασπόνδυλος",
"άσπρα":"άσπρος",
"ασπράδι":"ασπράδι",
"ασπράδια":"ασπράδι",
"άσπρες":"άσπρος",
"άσπρη":"άσπρος",
"άσπρης":"άσπρος",
"ασπρίζει":"ασπρίζω",
"ασπρίσει":"ασπρίζω",
"άσπρο":"άσπρος",
"ασπροβάλτα":"ασπροβάλτα",
"ασπροβαμμένα":"ασπροβαμμένος",
"άσπροι":"άσπρος",
"ασπρομαυρα":"ασπρόμαυρος",
"ασπρόμαυρα":"ασπρόμαυρος",
"ασπρόμαυρες":"ασπρόμαυρος",
"ασπρόμαυρη":"ασπρόμαυρος",
"άσπρο-μαύρο":"άσπρο-μαύρο",
"ασπρόμαυρο":"ασπρόμαυρος",
"ασπρόμαυρου":"ασπρόμαυρος",
"ασπρόμαυρων":"ασπρόμαυρος",
"ασπρονέρι":"ασπρονέρι",
"ασπροπρόσωπο":"ασπροπρόσωπος",
"ασπρος":"άσπρος",
"άσπρος":"άσπρος",
"άσπρου":"άσπρος",
"ασπρούγια":"ασπρούγια",
"άσπρους":"άσπρος",
"ασράουι":"ασράουι",
"άσραφ":"άσραφ",
"άσσηρο":"άσσηρο",
"άσσηρος":"άσσηρος",
"ασσηρού":"ασσηρού",
"ασσήρου":"ασσήρου",
"ασσυριανών":"ασσυριανών",
"αστ":"αστ",
"αστάθεια":"αστάθεια",
"αστάθειας":"αστάθεια",
"αστάθειες":"αστάθεια",
"ασταθείς":"ασταθής",
"ασταθειών":"αστάθεια",
"ασταθές":"ασταθής",
"ασταθή":"ασταθής",
"ασταθής":"ασταθής",
"αστάθμητο":"αστάθμητος",
"αστάθμητοι":"αστάθμητος",
"αστάθμητος":"αστάθμητος",
"αστάθμητους":"αστάθμητος",
"ασταθών":"ασταθής",
"αστακοί":"αστακός",
"αστακομακαρονάδα":"αστακομακαρονάδα",
"αστακός":"αστακός",
"αστακού":"αστακός",
"αστακούς":"αστακός",
"ασταμάτητα":"ασταμάτητα",
"ασταμάτητη":"ασταμάτητος",
"ασταμάτητο":"ασταμάτητος",
"ασταματητος":"ασταμάτητος",
"άστατη":"άστατος",
"άστατο":"άστατος",
"άστατος":"άστατος",
"άστεγα":"άστεγος",
"άστεγη":"άστεγος",
"άστεγο":"άστεγος",
"άστεγοι":"άστεγος",
"άστεγος":"άστεγος",
"αστέγου":"άστεγος",
"άστεγου":"άστεγος",
"αστέγους":"άστεγος",
"άστεγους":"άστεγος",
"αστέγων":"άστεγος",
"άστεγων":"άστεγος",
"αστεία":"αστεία",
"αστειάκι":"αστειάκι",
"αστείες":"αστείος",
"αστειεύεται":"αστειεύομαι",
"αστειεύομαι":"αστειεύομαι",
"αστειευόμενοι":"αστειευόμενος",
"αστειεύονται":"αστειεύομαι",
"αστειευόταν":"αστειεύομαι",
"αστειεύτηκε":"αστειεύομαι",
"αστείο":"αστείος",
"αστείοι":"αστείος",
"αστειότητες":"αστειότητα",
"αστείου":"αστείος",
"αστείρευτες":"αστείρευτος",
"αστείρευτη":"αστείρευτος",
"αστείρευτος":"αστείρευτος",
"αστέρα":"αστέρας",
"αστερας":"αστέρας",
"αστέρας":"αστέρας",
"αστέρας2372922-30":"αστέρας2372922-30",
"αστέρας4-111061":"αστέρας4-111061",
"αστερας-παναχαϊκη":"αστερας-παναχαϊκη",
"αστέρας-παναχαϊκή":"αστέρας-παναχαϊκή",
"αστέρας-σκαϊλάινερς":"αστέρας-σκαϊλάινερς",
"αστέρες":"αστέρας",
"αστερι":"αστέρι",
"αστέρι":"αστέρι",
"αστέρια":"αστέρι",
"άστέρια":"άστέρια",
"αστερία":"αστερίας",
"αστεριάδης":"αστεριάδης",
"αστέριο":"αστέρεος",
"αστεριος":"αστέρεος",
"αστέριος":"αστέρεος",
"αστεριού":"αστέρι",
"αστερισμό":"αστερισμός",
"αστερισμός":"αστερισμός",
"αστερισμού":"αστερισμός",
"αστεριών":"αστερίας",
"αστεροειδείς":"αστεροειδής",
"αστεροειδές":"αστεροειδής",
"αστεροειδή":"αστεροειδής",
"αστεροειδών":"αστεροειδής",
"αστέρος":"αστέρος",
"αστεροσκοπεία":"αστεροσκοπείο",
"αστεροσκοπειο":"αστεροσκοπείο",
"αστεροσκοπείο":"αστεροσκοπείο",
"αστεροσκοπειου":"αστεροσκοπείο",
"αστεροσκοπείου":"αστεροσκοπείο",
"αστεροσκοπείων":"αστεροσκοπείο",
"αστέρων":"αστέρας",
"αστήρ":"αστήρ",
"αστήρικτα":"αστήρικτα",
"αστήρικτες":"αστήρικτος",
"αστήρικτη":"αστήρικτος",
"αστήρικτο":"αστήρικτος",
"άστι":"άστι",
"αστικά":"αστικός",
"αστικές":"αστικός",
"αστική":"αστικός",
"αστικής":"αστικός",
"αστικό":"αστικός",
"αστικός":"αστικός",
"αστικου":"αστικός",
"αστικού":"αστικός",
"αστικών":"αστικός",
"αστισμού":"αστισμός",
"αστοιχείωτους":"αστοιχείωτος",
"άστον":"άστον",
"αστον":"αστός",
"άστορ":"άστορ",
"άστοργη":"άστοργος",
"αστόρια":"αστόρι",
"αστός":"αστός",
"αστού":"αστός",
"αστούς":"αστός",
"αστουχούσιν":"αστουχούσιν",
"άστοχα":"άστοχα",
"αστόχαστη":"αστόχαστος",
"αστοχεί":"αστοχώ",
"άστοχες":"άστοχος",
"άστοχη":"άστοχος",
"αστόχησε":"αστοχώ",
"αστοχήσει":"αστοχώ",
"αστοχία":"αστοχία",
"αστοχίες":"αστοχία",
"αστοχιών":"αστοχία",
"άστοχο":"άστοχος",
"άστοχοι":"άστοχος",
"άστοχος":"άστοχος",
"άστοχους":"άστοχος",
"άστοχων":"άστοχος",
"αστρα":"άστρο",
"άστρα":"άστρο",
"αστράγαλο":"αστράγαλος",
"αστράγαλος":"αστράγαλος",
"αστραπές":"αστραπή",
"αστραπή":"αστραπή",
"αστραπιαία":"αστραπιαία",
"αστραπιαίο":"αστραπιαίος",
"αστράφτει":"αστράφτω",
"αστραφτερά":"αστραφτερός",
"αστραφτερές":"αστραφτερός",
"αστραφτερή":"αστραφτερός",
"αστραφτερό":"αστραφτερός",
"αστραφτερού":"αστραφτερός",
"άστραψαν":"αστράφτω",
"άστραψε":"αστράφτω",
"αστράψει":"αστράφτω",
"αστράψουν":"αστράφτω",
"αστρική":"αστρικός",
"αστρικό":"αστρικός",
"αστρικού":"αστρικός",
"άστρο":"άστρο",
"αστροκύτταρα":"αστροκύτταρο",
"αστροκύτωμα":"αστροκύτωμα",
"αστροκυτώματα":"αστροκυτώματα",
"αστροκυτώματος":"αστροκυτώματος",
"αστρολογία":"αστρολογία",
"αστρολογικά":"αστρολογικός",
"αστρολογικές":"αστρολογικός",
"αστρολόγους":"αστρολόγος",
"άστρονατς":"άστρονατς",
"αστροναύτες":"αστροναύτης",
"αστροναύτη":"αστροναύτης",
"αστροναύτης":"αστροναύτης",
"αστρονομία":"αστρονομία",
"αστρονομίας":"αστρονομία",
"αστρονομικά":"αστρονομικός",
"αστρονομικές":"αστρονομικός",
"αστρονομική":"αστρονομικός",
"αστρονομικής":"αστρονομικός",
"αστρονομικό":"αστρονομικός",
"αστρονομικούς":"αστρονομικός",
"αστρονόμοι":"αστρονόμος",
"αστρονόμος":"αστρονόμος",
"αστρονόμων":"αστρονόμος",
"άστρου":"άστρο",
"αστροφυσικός":"αστροφυσικός",
"άστρων":"άστρο",
"αστυνομεύει":"αστυνομεύω",
"αστυνομεύεται":"αστυνομεύω",
"αστυνομεύοντας":"αστυνομεύω",
"αστυνομεύσει":"αστυνομεύω",
"αστυνόμευση":"αστυνόμευση",
"αστυνόμευσης":"αστυνόμευση",
"αστυνομεύσουν":"αστυνομεύω",
"αστυνομια":"αστυνομία",
"αστυνομία":"αστυνομία",
"αστυνομίας":"αστυνομία",
"αστυνομίες":"αστυνομία",
"αστυνομικα":"αστυνομικός",
"αστυνομικά":"αστυνομικός",
"αστυνομικές":"αστυνομικός",
"αστυνομική":"αστυνομικός",
"αστυνομικης":"αστυνομικός",
"αστυνομικής":"αστυνομικός",
"αστυνομικό":"αστυνομικός",
"αστυνομικοι":"αστυνομικός",
"αστυνομικοί":"αστυνομικός",
"αστυνομικος":"αστυνομικός",
"αστυνομικός":"αστυνομικός",
"αστυνομικού":"αστυνομικός",
"αστυνομικούς":"αστυνομικός",
"αστυνομικών":"αστυνομικός",
"αστυνόμο":"αστυνόμος",
"αστυνόμοι":"αστυνόμος",
"αστυνομοκρατείται":"αστυνομοκρατούμαι",
"αστυνόμος":"αστυνόμος",
"αστυνόμους":"αστυνόμος",
"αστυφιλία":"αστυφιλία",
"αστυφιλίας":"αστυφιλία",
"αστυφύλακας":"αστυφύλακας",
"αστυφύλακες":"αστυφύλακας",
"αστυφυλάκων":"αστυφύλακας",
"αστυφύλαξ":"αστυφύλακας",
"ασυγκίνητα":"ασυγκίνητα",
"ασυγκίνητο":"ασυγκίνητος",
"ασυγκίνητοι":"ασυγκίνητος",
"ασυγκίνητους":"ασυγκίνητος",
"ασυγκράτητη":"ασυγκράτητος",
"ασυγκράτητο":"ασυγκράτητος",
"ασύγκριτα":"ασύγκριτα",
"ασύγκριτες":"ασύγκριτος",
"ασυγκρίτως":"ασύγκριτα",
"ασυγχώρητες":"ασυγχώρητος",
"ασυγχώρητη":"ασυγχώρητος",
"ασυγχώρητο":"ασυγχώρητος",
"ασυδοσία":"ασυδοσία",
"ασυδοσίας":"ασυδοσία",
"ασύδοτα":"ασύδοτα",
"ασύδοτη":"ασύδοτος",
"ασύδοτης":"ασύδοτος",
"ασύδοτοι":"ασύδοτος",
"ασυζητητί":"ασυζήτητα",
"άσυλα":"άσυλο",
"ασυλία":"ασυλία",
"ασυλίας":"ασυλία",
"ασυλιών":"ασυλία",
"ασύλληπτα":"ασύλληπτος",
"ασύλληπτη":"ασύλληπτος",
"ασύλληπτο":"ασύλληπτος",
"ασύλληπτοι":"ασύλληπτος",
"ασύλληπτος":"ασύλληπτος",
"ασυλο":"άσυλο",
"άσυλο":"άσυλο",
"ασυλου":"άσυλο",
"ασύλου":"άσυλο",
"ασύμβατα":"ασύμβατος",
"ασύμβατες":"ασύμβατος",
"ασύμβατη":"ασύμβατος",
"ασύμβατης":"ασύμβατος",
"ασύμβατο":"ασύμβατος",
"ασυμβίβαστα":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβίβαστες":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβίβαστη":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβίβαστο":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβίβαστοι":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβιβάστου":"ασυμβίβαστος",
"ασυμβίβαστου":"ασυμβίβαστος",
"ασυμμάζευτα":"ασυμμάζευτα",
"ασύμμετρες":"ασύμμετρος",
"ασύμμετρη":"ασύμμετρος",
"ασύμμετρης":"ασύμμετρος",
"ασυμμετρία":"ασυμμετρία",
"ασυμμετρίας":"ασυμμετρία",
"ασύμμετρων":"ασύμμετρος",
"ασυμφιλίωτο":"ασυμφιλίωτος",
"ασύμφορη":"ασύμφορος",
"ασύμφορο":"ασύμφορος",
"ασύμφορου":"ασύμφορος",
"ασυμφωνία":"ασυμφωνία",
"ασυμφωνίας":"ασυμφωνία",
"ασυναγώνιστη":"ασυναγώνιστος",
"ασυναγωνιστης":"ασυναγώνιστος",
"ασυναγώνιστοι":"ασυναγώνιστος",
"ασυναίσθητα":"ασυναίσθητα",
"ασυναρτησία":"ασυναρτησία",
"ασυναρτησίες":"ασυναρτησία",
"ασυνάρτητα":"ασυνάρτητα",
"ασυνάρτητο":"ασυνάρτητος",
"ασύνδετες":"ασύνδετος",
"ασύνδετη":"ασύνδετος",
"ασύνδετο":"ασύνδετος",
"ασύνδετοι":"ασύνδετος",
"ασυνειδησία":"ασυνειδησία",
"ασυνειδησίας":"ασυνειδησία",
"ασυνείδητα":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητες":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητη":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητο":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητοι":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητος":"ασυνείδητος",
"ασυνειδήτου":"ασυνείδητος",
"ασυνείδητους":"ασυνείδητος",
"ασυνειδήτων":"ασυνείδητος",
"ασυνεννοησία":"ασυνεννοησία",
"ασυνεννοησίας":"ασυνεννοησία",
"ασυνέπεια":"ασυνέπεια",
"ασυνέπειά":"ασυνέπεια",
"ασυνέπειας":"ασυνέπεια",
"ασυνεπής":"ασυνεπής",
"ασυνέχεια":"ασυνέχεια",
"ασυνέχειας":"ασυνέχεια",
"ασυνεχές":"ασυνεχής",
"ασυνεχής":"ασυνεχής",
"ασυνεχών":"ασυνεχής",
"ασυνήθεις":"ασυνήθης",
"ασυνήθης":"ασυνήθης",
"ασυνήθιστα":"ασυνήθιστα",
"ασυνήθιστες":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστη":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστης":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστο":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστοι":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστους":"ασυνήθιστος",
"ασυνήθιστων":"ασυνήθιστος",
"ασυνόδευτα":"ασυνόδευτος",
"ασυντόνιστες":"ασυντόνιστος",
"ασύρματα":"ασύρματος",
"ασύρματη":"ασύρματος",
"ασύρματης":"ασύρματος",
"ασυρματιστής":"ασυρματιστής",
"ασύρματο":"ασύρματος",
"ασυρμάτου":"ασύρματος",
"ασύρματου":"ασύρματος",
"ασυρμάτους":"ασύρματος",
"ασυρμάτων":"ασύρματος",
"ασύρματων":"ασύρματος",
"ασύρτικο":"ασύρτικο",
"ασυσπείρωτα":"ασυσπείρωτος",
"ασύστολα":"ασύστολα",
"ασύστολα":"ασύστολος",
"ασύστολο":"ασύστολος",
"ασυστόλως":"ασύστολα",
"άσφαιρα":"άσφαιρος",
"ασφάλεια":"ασφάλεια",
"ασφάλειά":"ασφάλεια",
"ασφαλειας":"ασφάλεια",
"ασφαλείας":"ασφάλεια",
"ασφάλειας":"ασφάλεια",
"ασφάλειάς":"ασφάλεια",
"'ασφαλείας'":"'ασφαλείας'",
"ασφαλειες":"ασφάλεια",
"ασφάλειες":"ασφάλεια",
"ασφαλείς":"ασφαλής",
"ασφαλειων":"ασφάλεια",
"ασφαλειών":"ασφάλεια",
"ασφαλές":"ασφαλής",
"ασφαλέστατες":"ασφαλής",
"ασφαλέστερα":"ασφαλής",
"ασφαλέστερες":"ασφαλής",
"ασφαλέστερη":"ασφαλής",
"ασφαλέστερης":"ασφαλής",
"ασφαλέστερο":"ασφαλής",
"ασφαλέστερος":"ασφαλής",
"ασφαλέστερου":"ασφαλής",
"ασφαλέστερους":"ασφαλής",
"ασφαλή":"ασφαλής",
"ασφαλής":"ασφαλής",
"ασφάλιζε":"ασφαλίζω",
"ασφαλίζει":"ασφαλίζω",
"ασφαλίζεται":"ασφαλίζω",
"ασφαλίζουν":"ασφαλίζω",
"ασφαλίσει":"ασφαλίζω",
"ασφαλίσεις":"ασφάλιση",
"ασφαλίσεων":"ασφάλιση",
"ασφάλιση":"ασφάλιση",
"ασφάλισης":"ασφάλιση",
"ασφάλισής":"ασφάλιση",
"ασφαλισμένα":"ασφαλίζω",
"ασφαλισμένη":"ασφαλίζω",
"ασφαλισμένο":"ασφαλισμένος",
"ασφαλισμένοι":"ασφαλισμένος",
"ασφαλισμένος":"ασφαλίζω",
"ασφαλισμένου":"ασφαλίζω",
"ασφαλισμένους":"ασφαλισμένος",
"ασφαλισμένων":"ασφαλισμένος",
"ασφαλιστεί":"ασφαλίζω",
"ασφαλιστές":"ασφαλιστής",
"ασφαλιστή":"ασφαλιστής",
"ασφαλιστήρια":"ασφαλιστήριος",
"ασφαλιστής":"ασφαλιστής",
"ασφαλιστικά":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικές":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστική":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικής":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικο":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικό":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικοί":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικός":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικού":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικούς":"ασφαλιστικός",
"ασφαλιστικών":"ασφαλιστικός",
"ασφάλιστρα":"ασφάλιστρο",
"ασφαλίστρου":"ασφάλιστρο",
"ασφαλίστρων":"ασφάλιστρο",
"ασφαλιστών":"ασφαλιστής",
"ασφαλίτες":"ασφαλίτης",
"ασφαλίτη":"ασφαλίτης",
"ασφαλίτης":"ασφαλίτης",
"ασφαλούς":"ασφαλής",
"ασφαλτικών":"ασφαλτικός",
"ασφάλτινη":"ασφάλτινος",
"ασφάλτινο":"ασφάλτινος",
"ασφάλτινος":"ασφάλτινος",
"ασφαλτο":"άσφαλτος",
"άσφαλτο":"άσφαλτος",
"άσφαλτος":"άσφαλτος",
"ασφαλτοστρωμένη":"ασφαλτοστρώνω",
"ασφαλτοστρωμένου":"ασφαλτοστρώνω",
"ασφαλτοστρώσει":"ασφαλτοστρώνω",
"ασφαλτοστρώσεις":"ασφαλτόστρωση",
"ασφαλτοστρώσεων":"ασφαλτόστρωση",
"ασφαλτόστρωσης":"ασφαλτόστρωση",
"ασφαλτοτάπητας":"ασφαλτοτάπητας",
"ασφαλτου":"άσφαλτος",
"ασφάλτου":"άσφαλτος",
"ασφαλών":"ασφαλής",
"ασφαλώς":"ασφαλώς",
"ασφυκτιά":"ασφυκτιώ",
"ασφυκτικά":"ασφυκτικά",
"ασφυκτικές":"ασφυκτικός",
"ασφυκτική":"ασφυκτικός",
"ασφυκτικής":"ασφυκτικός",
"ασφυκτικό":"ασφυκτικός",
"ασφυκτικός":"ασφυκτικός",
"ασφυκτικούς":"ασφυκτικός",
"ασφυκτικών":"ασφυκτικός",
"ασφυκτιούν":"ασφυκτιώ",
"ασφυξία":"ασφυξία",
"ασφυξίας":"ασφυξία",
"άσχετα":"άσχετα",
"άσχετα":"άσχετος",
"άσχετες":"άσχετος",
"άσχετη":"άσχετος",
"άσχετο":"άσχετος",
"άσχετοι":"άσχετος",
"άσχετος":"άσχετος",
"ασχετοσύνης":"ασχετοσύνη",
"άσχετου":"άσχετος",
"άσχετους":"άσχετος",
"ασχέτων":"άσχετος",
"άσχετων":"άσχετος",
"ασχέτως":"άσχετα",
"άσχημα":"άσχημα",
"ασχημάτιστες":"ασχημάτιστος",
"άσχημες":"άσχημος",
"άσχημη":"άσχημος",
"άσχημης":"άσχημος",
"ασχήμια":"ασχήμια",
"ασχήμιας":"ασχήμια",
"ασχήμιες":"ασχήμια",
"άσχημο":"άσχημος",
"άσχημοι":"άσχημος",
"άσχημος":"άσχημος",
"άσχημων":"άσχημος",
"ασχολείσαι":"ασχολούμαι",
"ασχολείστε":"ασχολούμαι",
"ασχολείται":"ασχολούμαι",
"ασχολείτο":"ασχολούμαι",
"ασχοληθεί":"ασχολούμαι",
"ασχοληθείτε":"ασχολούμαι",
"ασχολήθηκα":"ασχολούμαι",
"ασχοληθήκαμε":"ασχολούμαι",
"ασχολήθηκαν":"ασχολούμαι",
"ασχολήθηκε":"ασχολούμαι",
"ασχοληθούμε":"ασχολούμαι",
"ασχοληθούν":"ασχολούμαι",
"ασχοληθώ":"ασχολούμαι",
"ασχολία":"ασχολία",
"ασχολίας":"ασχολία",
"ασχολίαστες":"ασχολίαστος",
"ασχολίαστη":"ασχολίαστος",
"ασχολίαστο":"ασχολίαστος",
"ασχολίες":"ασχολία",
"ασχολιόντουσαν":"ασχολούμαι",
"ασχολιόταν":"ασχολούμαι",
"ασχολιών":"ασχολία",
"ασχολούμαι":"ασχολούμαι",
"ασχολούμαστε":"ασχολούμαι",
"ασχολούμενοι":"ασχολούμενος",
"ασχολούνται":"ασχολούμαι",
"ασχολούνταν":"ασχολούμαι",
"ασώπιου":"ασώπιος",
"άσωτο":"άσωτος",
"άσωτος":"άσωτος",
"ασωτου":"άσωτος",
"άσωτους":"άσωτος",
"ατ&τ":"ατ&τ",
"ατα":"ατα",
"αταίριαστα":"αταίριαστα",
"αταίριαστη":"αταίριαστος",
"αταίριαστο":"αταίριαστος",
"αταίριαστων":"αταίριαστος",
"ατάκα":"ατάκα",
"ατακάμα":"ατακάμα",
"ατάκες":"ατάκα",
"ατάκες-σχόλια":"ατάκες-σχόλια",
"άτακτα":"άτακτα",
"άτακτες":"άτακτος",
"άτακτη":"άτακτος",
"άτακτο":"άτακτος",
"άτακτος":"άτακτος",
"άτακτου":"άτακτος",
"ατάκτων":"άτακτος",
"άτακτων":"άτακτος",
"ατάκτως":"ατάκτως",
"ατάλ":"ατάλ",
"αταλάντα":"ατάλαντο",
"αταλάντευτη":"αταλάντευτος",
"ατάλαντο":"ατάλαντος",
"ατανάσοφ":"ατανάσοφ",
"αταξία":"αταξία",
"αταξίας":"αταξία",
"αταξίες":"αταξία",
"ατάραχη":"ατάραχος",
"ατάραχος":"ατάραχος",
"ατασθαλίες":"ατασθαλία",
"ατασθαλιών":"ατασθαλία",
"ατασούτ":"ατασούτ",
"ατατούρκ":"ατατούρκ",
"ατατουρκική":"ατατουρκικός",
"ατε":"ατε",
"άτεγκτα":"άτεγκτα",
"άτεγκτη":"άτεγκτος",
"άτεγκτο":"άτεγκτος",
"άτεγκτοι":"άτεγκτος",
"άτεγκτος":"άτεγκτος",
"ατεκμηρίωτων":"ατεκμηρίωτος",
"άτεκνα":"άτεκνος",
"άτεκνοι":"άτεκνος",
"ατέλεια":"ατέλεια",
"ατέλειες":"ατέλεια",
"ατέλειές":"ατέλεια",
"ατελείωτα":"ατελείωτος",
"ατέλειωτα":"ατελείωτος",
"ατελείωτες":"ατελείωτος",
"ατέλειωτες":"ατελείωτος",
"ατελείωτη":"ατελείωτος",
"ατέλειωτη":"ατελείωτος",
"ατελείωτο":"ατελείωτος",
"ατέλειωτο":"ατελείωτος",
"ατέλειωτοι":"ατελείωτος",
"ατελείωτος":"ατελείωτος",
"ατέλειωτος":"ατελείωτος",
"ατελείωτους":"ατελείωτος",
"ατελείωτων":"ατελείωτος",
"ατέλειωτων":"ατελείωτος",
"ατελέσφορες":"ατελέσφορος",
"ατελέσφορο":"ατελέσφορος",
"ατελέσφορους":"ατελέσφορος",
"ατελεύτητου":"ατελεύτητος",
"ατελή":"ατελής",
"ατελής":"ατελής",
"ατελιέ":"ατελιέ",
"ατελώνιστα":"ατελώνιστος",
"ατελώς":"ατελώς",
"ατεμκε":"ατεμκε",
"ατενίζει":"ατενίζω",
"ατενίζουν":"ατενίζω",
"ατενίζω":"ατενίζω",
"ατενίσει":"ατενίζω",
"ατενίσουμε":"ατενίζω",
"ατέρμονα":"ατέρμων",
"ατέρμονες":"ατέρμονος",
"ατέρμονη":"ατέρμονος",
"ατέρμονων":"ατέρμονος",
"ατερμων":"ατέρμων",
"άτεχνα":"άτεχνα",
"ατζαμής":"ατζαμής",
"ατζέλιο":"ατζέλιο",
"ατζέντα":"ατζέντα",
"ατζεντας":"ατζέντα",
"ατζέντας":"ατζέντα",
"ατζέντηδες":"ατζέντης",
"ατζεντης":"ατζέντης",
"ατζέντης":"ατζέντης",
"ατζούρα":"ατζούρα",
"ατίθασα":"ατίθασος",
"ατιθαση":"ατίθασος",
"ατίθαση":"ατίθασος",
"ατίθασο":"ατίθασος",
"άτιμα":"άτιμα",
"ατίμασε":"ατιμάζω",
"ατιμασμένο":"ατιμασμένος",
"ατιμασμό":"ατιμασμός",
"άτιμη":"άτιμος",
"ατίμητες":"ατίμητος",
"ατιμία":"ατιμία",
"άτιμο":"άτιμος",
"ατιμωρησία":"ατιμωρησία",
"ατιμωρησίας":"ατιμωρησία",
"ατιμώρητα":"ατιμώρητα",
"ατιμώρητες":"ατιμώρητος",
"ατιμώρητη":"ατιμώρητος",
"ατιμωρητί":"ατιμωρητί",
"ατιμώρητο":"ατιμώρητος",
"ατιμώρητοι":"ατιμώρητος",
"ατίμωση":"ατίμωση",
"άτκινσον":"άτκινσον",
"ατλάντα":"ατλάντα",
"ατλάντας":"ατλάντα",
"άτλαντες":"άτλαντας",
"ατλάντικ":"ατλάντικ",
"ατλαντική":"ατλαντικός",
"ατλαντικό":"ατλαντικός",
"ατλαντικού":"ατλαντικός",
"άτλας":"άτλαντας",
"ατλέτικο":"ατλέτικο",
"ατμ":"ατμ",
"ατμαμαξών":"ατμάμαξα",
"ατματζίδη":"ατματζίδη",
"ατματζίδης":"ατματζίδης",
"ατματσίδης":"ατματσίδης",
"ατμό":"ατμός",
"ατμοηλεκτρικό":"ατμοηλεκτρικός",
"ατμοηλεκτρικού":"ατμοηλεκτρικός",
"ατμομηχανές":"ατμομηχανή",
"ατμομηχανή":"ατμομηχανή",
"ατμόμυλοι":"ατμόμυλος",
"ατμόμυλος":"ατμόμυλος",
"ατμόν":"ατμός",
"ατμόπλοια":"ατμόπλοιο",
"ατμοπλοϊκές":"ατμοπλοϊκός",
"ατμοπλοϊκής":"ατμοπλοϊκός",
"ατμόσφαιρα":"ατμόσφαιρα",
"ατμόσφαιρας":"ατμόσφαιρα",
"ατμόσφαιρες":"ατμόσφαιρα",
"ατμοσφαιρικά":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικές":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρική":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικής":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικό":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικοί":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικούς":"ατμοσφαιρικός",
"ατμοσφαιρικών":"ατμοσφαιρικός",
"ατμού":"ατμός",
"ατό":"ατός",
"άτοκα":"άτοκα",
"άτοκες":"άτοκος",
"άτοκο":"άτοκος",
"άτοκων":"άτοκος",
"άτολμες":"άτολμος",
"άτολμη":"άτολμος",
"ατολμία":"ατολμία",
"άτολμο":"άτολμος",
"άτολμου":"άτολμος",
"άτομα":"άτομο",
"ατομικά":"ατομικά",
"ατομικά":"ατομικός",
"ατομικές":"ατομικός",
"ατομική":"ατομικός",
"ατομικής":"ατομικός",
"ατομικό":"ατομικός",
"ατομικό-κοινωνικό":"ατομικό-κοινωνικό",
"ατομικός":"ατομικός",
"ατομικότητας":"ατομικότητα",
"ατομικού":"ατομικός",
"ατομικούς":"ατομικός",
"ατομικών":"ατομικός",
"ατομισμό":"ατομισμός",
"ατομισμός":"ατομισμός",
"άτομο":"άτομο",
"άτομό":"άτομο",
"ατομοκεντρική":"ατομοκεντρικός",
"ατόμου":"άτομο",
"ατομων":"άτομο",
"ατόμων":"άτομο",
"άτονα":"άτονα",
"άτονη":"άτονος",
"ατόνησε":"ατονώ",
"ατονήσει":"ατονώ",
"ατονία":"ατονία",
"άτονο":"άτονος",
"άτονους":"άτονος",
"ατονούσε":"ατονώ",
"άτοπες":"άτοπος",
"άτοπη":"άτοπος",
"ατόπημα":"ατόπημα",
"ατοπήματα":"ατόπημα",
"ατοπημάτων":"ατόπημα",
"άτοπο":"άτοπος",
"άτοπον":"άτοπος",
"ατού":"ατός",
"ατόφια":"ατόφιος",
"ατόφιες":"ατόφιος",
"ατόφιο":"ατόφιος",
"ατπ":"ατπ",
"ατπ.":"ατπ.",
"άτρακτο":"άτρακτος",
"άτρακτος":"άτρακτος",
"ατράκτου":"άτρακτος",
"ατράνταχτα":"ατράνταχτος",
"ατράνταχτη":"ατράνταχτος",
"ατραξιόν":"ατραξιόν",
"ατραπούς":"ατραπός",
"ατρόμητο":"ατρόμητος",
"ατρομητος":"ατρόμητος",
"ατρόμητος":"ατρόμητος",
"ατρόμητος-ακράτητος":"ατρόμητος-ακράτητος",
"ατρόμητος-λεβαδειακός1-1χ":"ατρόμητος-λεβαδειακός1-1χ",
"ατρομήτου":"ατρόμητος",
"ατρόμητου":"ατρόμητος",
"ατροπίνης":"ατροπίνη",
"ατροφεί":"ατροφώ",
"ατροφική":"ατροφικός",
"άτρωτη":"άτρωτος",
"άτρωτος":"άτρωτος",
"άτσαλα":"άτσαλα",
"ατσαλάκωτη":"ατσαλάκωτος",
"ατσαλάκωτο":"ατσαλάκωτος",
"ατσαλένιος":"ατσαλένιος",
"ατσάλι":"ατσάλι",
"ατσάλινη":"ατσάλινος",
"ατσάλινο":"ατσάλινος",
"ατσάλινων":"ατσάλινος",
"ατσαλιού":"ατσάλι",
"άτσαλο":"άτσαλος",
"άτσεσον":"άτσεσον",
"ατσιδας":"ατσίδα",
"ατσιδες":"ατσίδα",
"αττάλεια":"αττάλεια",
"αττικατ":"αττικατ",
"αττι-κατ":"αττι-κατ",
"αττική":"αττική",
"αττική":"αττικός",
"αττικης":"αττική",
"αττικής":"αττική",
"αττικής":"αττικός",
"αττικισμός":"αττικισμός",
"αττικιστές":"αττικιστής",
"αττικιστικές":"αττικιστικός",
"αττικιστών":"αττικιστής",
"αττικό":"αττικός",
"αττικός":"αττικός",
"αττικού":"αττικός",
"αττίλα":"αττίλας",
"άτυπα":"άτυπος",
"άτυπες":"άτυπος",
"άτυπη":"άτυπος",
"άτυπης":"άτυπος",
"άτυπο":"άτυπος",
"άτυπος":"άτυπος",
"άτυπου":"άτυπος",
"άτυπων":"άτυπος",
"ατύπως":"άτυπα",
"άτυχα":"άτυχα",
"ατυχείς":"άτυχος",
"ατυχές":"άτυχος",
"ατυχέστατη":"άτυχος",
"ατυχή":"άτυχος",
"άτυχη":"άτυχος",
"ατύχημα":"ατύχημα",
"ατυχηματα":"ατύχημα",
"ατυχήματα":"ατύχημα",
"ατυχήματος":"ατύχημα",
"ατυχημάτων":"ατύχημα",
"ατυχής":"άτυχος",
"άτυχης":"άτυχος",
"ατύχησαν":"ατυχώ",
"ατυχήσαντα":"ατυχήσας",
"ατυχια":"ατυχία",
"ατυχία":"ατυχία",
"ατυχίες":"ατυχία",
"'ατυχιών'":"'ατυχιών'",
"άτυχο":"άτυχος",
"άτυχοι":"άτυχος",
"άτυχος":"άτυχος",
"άτυχου":"άτυχος",
"ατυχούς":"άτυχος",
"άτυχους":"άτυχος",
"άτυχων":"άτυχος",
"ατυχώς":"άτυχα",
"αυ50α":"αυ50α",
"αυγά":"αυγό",
"αυγατίσει":"αυγατίζω",
"αυγείου":"αυγιός",
"αυγέρης":"αυγέρης",
"αυγερινιδη":"αυγερινιδη",
"αυγερόπουλος":"αυγερόπουλος",
"αυγη":"αυγή",
"αυγή":"αυγή",
"αυγή-άγ":"αυγή-άγ",
"αυγής":"αυγή",
"αυγό":"αυγό",
"αυγοθήκες":"αυγοθήκη",
"αυγολούπης":"αυγολούπης",
"αυγοτάραχο":"αυγοτάραχο",
"αυγού":"αυγό",
"αυγούστα":"αυγούστα",
"αυγουστιάτικες":"αυγουστιάτικος",
"αυγουστινάκης":"αυγουστινάκης",
"αυγουστίνο":"αυγουστίνος",
"αύγουστο":"αύγουστος",
"αύγουστος":"αύγουστος",
"αυγουστου":"αύγουστος",
"αυγούστου":"αύγουστος",
"αυθάδεια":"αυθάδεια",
"αυθάδη":"αυθάδης",
"αυθαιρεσία":"αυθαιρεσία",
"αυθαιρεσίας":"αυθαιρεσία",
"αυθαιρεσίες":"αυθαιρεσία",
"αυθαιρεσιών":"αυθαιρεσία",
"αυθαίρετα":"αυθαίρετα",
"αυθαιρετεί":"αυθαιρετώ",
"αυθαίρετες":"αυθαίρετος",
"αυθαίρετη":"αυθαίρετος",
"αυθαίρετης":"αυθαίρετος",
"αυθαίρετο":"αυθαίρετος",
"αυθαιρέτου":"αυθαίρετος",
"αυθαίρετους":"αυθαίρετος",
"αυθαιρέτων":"αυθαίρετος",
"αυθαίρετων":"αυθαίρετος",
"αυθεντία":"αυθεντία",
"αυθεντίας":"αυθεντία",
"αυθεντίες":"αυθεντία",
"αυθεντικά":"αυθεντικός",
"αυθεντικές":"αυθεντικός",
"αυθεντική":"αυθεντικός",
"αυθεντικής":"αυθεντικός",
"αυθεντικό":"αυθεντικός",
"αυθεντικός":"αυθεντικός",
"αυθεντικότητα":"αυθεντικότητα",
"αυθεντικότητά":"αυθεντικότητα",
"αυθεντικότητας":"αυθεντικότητα",
"αυθεντικού":"αυθεντικός",
"αυθεντικούς":"αυθεντικός",
"αυθεντικών":"αυθεντικός",
"αυθημερόν":"αυθημερόν",
"αυθόρμητα":"αυθόρμητα",
"αυθόρμητα":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητες":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητη":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητης":"αυθόρμητος",
"αυθορμητισμό":"αυθορμητισμός",
"αυθορμητισμός":"αυθορμητισμός",
"αυθόρμητο":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητοι":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητος":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητου":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητους":"αυθόρμητος",
"αυθόρμητων":"αυθόρμητος",
"αυθορμήτως":"αυθόρμητα",
"αυθύπαρκτο":"αυθύπαρκτος",
"αυλαια":"αυλαία",
"αυλαία":"αυλαία",
"αυλάκι":"αυλάκι",
"αυλάκια":"αυλάκι",
"αύλειο":"αύλειος",
"αύλειος":"αύλειος",
"αύλειου":"αύλειος",
"αυλές":"αυλή",
"αυλή":"αυλή",
"άυλη":"άυλος",
"αυλής":"αυλή",
"αυλικοί":"αυλικός",
"αυλικούς":"αυλικός",
"άυλο":"άυλος",
"αυλοί":"αυλός",
"αυλοκόλακες":"αυλοκόλακας",
"αυλός":"αυλός",
"αυλών":"αυλός",
"αυλώνα":"αυλώνα",
"αυξάνει":"αυξάνω",
"αυξάνεται":"αυξάνω",
"αυξανόμενα":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενες":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενη":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενης":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενο":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενος":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενου":"αυξανόμενος",
"αυξανόμενων":"αυξανόμενος",
"αυξάνονται":"αυξάνω",
"αυξάνόνται":"αυξάνω",
"αυξάνονταν":"αυξάνω",
"αυξάνοντας":"αυξάνω",
"αυξανόταν":"αυξάνω",
"αυξάνουμε":"αυξάνω",
"αυξάνουν":"αυξάνω",
"αυξηθεί":"αυξάνω",
"αυξήθηκαν":"αυξάνω",
"αυξήθηκε":"αυξάνω",
"αυξηθούν":"αυξάνω",
"αυξημένα":"αυξημένος",
"αυξημένες":"αυξημένος",
"αυξημένη":"αυξημένος",
"αυξημένης":"αυξημένος",
"αυξημένο":"αυξημένος",
"αυξημένοι":"αυξημένος",
"αυξημένος":"αυξημένος",
"αυξημένου":"αυξάνω",
"αυξημένους":"αυξάνω",
"αυξημένων":"αυξημένος",
"αύξησαν":"αυξάνω",
"αυξησε":"αυξάνω",
"αύξησε":"αυξάνω",
"αυξήσει":"αυξάνω",
"αυξήσεις":"αύξηση",
"αυξήσετε":"αυξάνω",
"αυξήσεων":"αύξηση",
"αυξήσεως":"αύξηση",
"αυξηση":"αύξηση",
"αύξηση":"αύξηση",
"αύξησης":"αύξηση",
"αυξήσουμε":"αυξάνω",
"αυξήσουν":"αυξάνω",
"αυξήστε":"αυξάνω",
"αυξητικά":"αυξητικός",
"αυξητική":"αυξητικός",
"αυξομειώσεις":"αυξομείωση",
"αυξομειώσεων":"αυξομείωση",
"αυξομείωση":"αυξομείωση",
"αύξοντα":"αύξων",
"αυο":"αυο",
"αϋπνία":"αϋπνία",
"αϋπνίας":"αϋπνία",
"αϋπνίες":"αϋπνία",
"άυπνος":"άυπνος",
"αύρα":"αύρα",
"αύρας":"αύρα",
"αύρες":"αύρα",
"αυριανά":"αυριανός",
"αυριανές":"αυριανός",
"αυριανη":"αυριανός",
"αυριανή":"αυριανός",
"αυριανής":"αυριανός",
"αυριανό":"αυριανός",
"αυριανοί":"αυριανός",
"αυριανος":"αυριανός",
"αυριανός":"αυριανός",
"αυριανού":"αυριανός",
"αυριανούς":"αυριανός",
"'αυριανούς":"'αυριανούς",
"αυριανών":"αυριανός",
"αυριο":"αύριο",
"αύριο":"αύριο",
"αύριο-μεθαύριο":"αύριο-μεθαύριο",
"αύριον":"αύριον",
"αυστηρά":"αυστηρά",
"αυστηρά":"αυστηρός",
"αυστηρές":"αυστηρός",
"αυστηρή":"αυστηρός",
"αυστηρής":"αυστηρός",
"αυστηρό":"αυστηρός",
"αυστηροί":"αυστηρός",
"αυστηροποίηση":"αυστηροποίηση",
"αυστηροποιούν":"αυστηροποιούν",
"αυστηρός":"αυστηρός",
"αυστηρότατα":"αυστηρός",
"αυστηρότατες":"αυστηρός",
"αυστηρότατο":"αυστηρός",
"αυστηρότατοι":"αυστηρός",
"αυστηρότατων":"αυστηρός",
"αυστηρότερα":"αυστηρός",
"αυστηρότερες":"αυστηρός",
"αυστηρότερη":"αυστηρός",
"αυστηρότερο":"αυστηρός",
"αυστηρότεροι":"αυστηρός",
"αυστηρότερου":"αυστηρός",
"αυστηρότερους":"αυστηρός",
"αυστηρότητα":"αυστηρότητα",
"αυστηρότητά":"αυστηρότητα",
"αυστηρότητας":"αυστηρότητα",
"αυστηρού":"αυστηρός",
"αυστηρούς":"αυστηρός",
"αυστηρών":"αυστηρός",
"αυστηρώς":"αυστηρά",
"αυστραλέζα":"αυστραλέζα",
"αυστραλέζικη":"αυστραλέζικος",
"αυστραλέζικης":"αυστραλέζικος",
"αυστραλέζικος":"αυστραλέζικος",
"αυστραλή":"αυστραλή",
"αυστραλία":"αυστραλία",
"αυστράλιαν":"αυστράλιαν",
"αυστραλιανή":"αυστραλιανός",
"αυστραλιανής":"αυστραλιανός",
"αυστραλιανο":"αυστραλιανός",
"αυστραλιανό":"αυστραλιανός",
"αυστραλιανού":"αυστραλιανός",
"αυστραλιανών":"αυστραλιανός",
"αυστραλιας":"αυστραλία",
"αυστραλίας":"αυστραλία",
"αυστραλοι":"αυστραλός",
"αυστραλοί":"αυστραλός",
"αυστραλός":"αυστραλός",
"αυστραλού":"αυστραλός",
"αυστραλούς":"αυστραλός",
"αυστραλών":"αυστραλός",
"αυστρια":"αυστρία",
"αυστρία":"αυστρία",
"αυστριακά":"αυστριακός",
"αυστριακές":"αυστριακός",
"αυστριακή":"αυστριακή",
"αυστριακη":"αυστριακός",
"αυστριακή":"αυστριακός",
"αυστριακής":"αυστριακή",
"αυστριακής":"αυστριακός",
"αυστριακο":"αυστριακός",
"αυστριακό":"αυστριακός",
"αυστριακός":"αυστριακός",
"αυστριακού":"αυστριακός",
"αυστριακούς":"αυστριακός",
"αυστριακών":"αυστριακός",
"αυστριας":"αυστρία",
"αυστρίας":"αυστρία",
"αυτ":"αυτ",
"αυτα":"αυτός",
"αυτά":"αυτός",
"αυτάκι":"αυτάκι",
"αυτάκια":"αυτάκι",
"αυταξία":"αυταξία",
"αυταπάρνηση":"αυταπάρνηση",
"αυταπατάται":"αυταπατώμαι",
"αυταπάτες":"αυταπάτη",
"αυταπάτη":"αυταπάτη",
"αυταπατών":"αυταπάτη",
"αυταπατώνται":"αυταπατώμαι",
"αυταπόδεικτες":"αυταπόδεικτος",
"αυταπόδεικτη":"αυταπόδεικτος",
"αυταπόδεικτο":"αυταπόδεικτος",
"αυτάρεσκα":"αυτάρεσκος",
"αυταρέσκεια":"αυταρέσκεια",
"αυταρέσκειας":"αυταρέσκεια",
"αυτάρεσκη":"αυτάρεσκος",
"αυτάρεσκο":"αυτάρεσκος",
"αυτάρκεια":"αυτάρκεια",
"αυτάρκειας":"αυτάρκεια",
"αυταρχικά":"αυταρχικός",
"αυταρχικές":"αυταρχικός",
"αυταρχική":"αυταρχικός",
"αυταρχικής":"αυταρχικός",
"αυταρχικό":"αυταρχικός",
"αυταρχικοί":"αυταρχικός",
"αυταρχικός":"αυταρχικός",
"αυταρχικού":"αυταρχικός",
"αυταρχικών":"αυταρχικός",
"αυταρχισμό":"αυταρχισμός",
"αυταρχισμός":"αυταρχισμός",
"αυταρχισμού":"αυταρχισμός",
"αυτενέργεια":"αυτενέργεια",
"αυτεπάγγελτα":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπάγγελτη":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπάγγελτης":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπάγγελτο":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπάγγελτος":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπάγγελτου":"αυτεπάγγελτος",
"αυτεπαγγέλτως":"αυτεπαγγέλτως",
"αυτές":"αυτός",
"αυτη":"αυτός",
"αυτή":"αυτός",
"αυτήν":"αυτός",
"αυτής":"αυτός",
"αυτί":"αυτί",
"αυτιά":"αυτί",
"αυτιού":"αυτί",
"αυτισμό":"αυτισμός",
"αυτισμός":"αυτισμός",
"αυτισμού":"αυτισμός",
"αυτιστικά":"αυτιστικός",
"αυτιστικού":"αυτιστικός",
"αυτιστικούς":"αυτιστικός",
"αυτιστικών":"αυτιστικός",
"αυτο":"αυτός",
"αυτό":"αυτός",
"αυτοακυρώνεται":"αυτοακυρώνεται",
"αυτοάμυνας":"αυτοάμυνα",
"αυτοαναιρούνται":"αυτοαναιρούμαι",
"αυτοανακηρυχθεί":"αυτοανακηρύσσομαι",
"αυτοανακηρύχθηκε":"αυτοανακηρύσσομαι",
"αυτοαναπαράγεται":"αυτοαναπαράγεται",
"αυτό-άνοσα":"αυτό-άνοσα",
"αυτοάνοσα":"αυτοάνοσος",
"αυτοάνοσες":"αυτοάνοσος",
"αυτό-άνοσων":"αυτό-άνοσων",
"αυτοαξιολόγηση":"αυτοαξιολόγηση",
"αυτοαπασχόληση":"αυτοαπασχόληση",
"αυτοαπασχολούμενοι":"αυτοαπασχολούμενος",
"αυτοαπασχολουμένων":"αυτοαπασχολούμενος",
"αυτοαποκαλείται":"αυτοαποκαλούμαι",
"αυτοαποκαλούμενη":"αυτοαποκαλούμενος",
"αυτοαποκαλούμενοι":"αυτοαποκαλούμενος",
"αυτοαποκαλούνται":"αυτοαποκαλούμαι",
"αυτοβελτίωσης":"αυτοβελτίωση",
"αυτοβιογραφία":"αυτοβιογραφία",
"αυτοβιογραφίας":"αυτοβιογραφία",
"αυτοβιογραφικά":"αυτοβιογραφικός",
"αυτοβιογραφική":"αυτοβιογραφικός",
"αυτοβιογραφικό":"αυτοβιογραφικός",
"αυτοβιογραφικού":"αυτοβιογραφικός",
"αυτόβουλα":"αυτόβουλος",
"αυτόβουλη":"αυτόβουλος",
"αυτοβούλως":"αυτοβούλως",
"αυτογκόλ":"αυτογκόλ",
"αυτογλείφεται":"αυτογλείφω",
"αυτογνωσία":"αυτογνωσία",
"αυτογνωσίας":"αυτογνωσία",
"αυτόγραφα":"αυτόγραφος",
"αυτόγραφο":"αυτόγραφος",
"αυτοδημιούργητος":"αυτοδημιούργητος",
"αυτοδιάθεση":"αυτοδιάθεση",
"αυτοδιάθεσης":"αυτοδιάθεση",
"αυτοδιάλυση":"αυτοδιάλυση",
"αυτοδιαχειριζόμενα":"αυτοδιαχειριζόμενα",
"αυτοδιαχειριζόμενο":"αυτοδιαχειριζόμενο",
"αυτοδιαχειριζόμενου":"αυτοδιαχειριζόμενου",
"αυτοδίδακτη":"αυτοδίδακτος",
"αυτοδίδακτο":"αυτοδίδακτος",
"αυτοδίδακτος":"αυτοδίδακτος",
"αυτοδικαίως":"αυτοδικαίως",
"αυτοδικία":"αυτοδικία",
"αυτοδικίας":"αυτοδικία",
"αυτοδικίες":"αυτοδικία",
"αυτοδιοικήσεις":"αυτοδιοίκηση",
"αυτοδιοικήσεων":"αυτοδιοίκηση",
"αυτοδιοικηση":"αυτοδιοίκηση",
"αυτοδιοίκηση":"αυτοδιοίκηση",
"αυτοδιοίκησης":"αυτοδιοίκηση",
"αυτοδιοικητικά":"αυτοδιοικητικός",
"αυτοδιοικητικές":"αυτοδιοικητικός",
"αυτοδιοικητική":"αυτοδιοικητικός",
"αυτοδιοικητικής":"αυτοδιοικητικός",
"αυτοδιοικητικών":"αυτοδιοικητικός",
"αυτοδιοίκητο":"αυτοδιοίκητος",
"αυτοδιοίκητου":"αυτοδιοίκητος",
"αυτοδιοικούμενου":"αυτοδιοικούμενος",
"αυτόδρομος":"αυτόδρομος",
"αυτόδρομου":"αυτόδρομου",
"αυτοδύναμη":"αυτοδύναμος",
"αυτοδύναμης":"αυτοδύναμος",
"αυτοδυναμία":"αυτοδυναμία",
"αυτοδύναμο":"αυτοδύναμος",
"αυτοεκτίμηση":"αυτοεκτίμηση",
"αυτοεκτίμησή":"αυτοεκτίμηση",
"αυτοέκφρασης":"αυτοέκφρασης",
"αυτοέλεγχος":"αυτοέλεγχος",
"αυτοεξορία":"αυτοεξορία",
"αυτοεξοριστεί":"αυτοεξορίζομαι",
"αυτοεξορίστηκε":"αυτοεξορίζομαι",
"αυτοεξόριστος":"αυτοεξόριστος",
"αυτοεπιβεβαίωση":"αυτοεπιβεβαίωση",
"αυτοεπιβεβαίωσης":"αυτοεπιβεβαίωση",
"αυτοεποπτείας":"αυτοεποπτεία",
"αυτοθαυμάζεται":"αυτοθαυμάζομαι",
"αυτοθυσία":"αυτοθυσία",
"αυτοθυσίας":"αυτοθυσία",
"αυτοί":"αυτός",
"αυτοίς":"αυτός",
"αυτοκάθαρση":"αυτοκάθαρση",
"αυτοκάθαρσης":"αυτοκάθαρση",
"αυτοκαταργείται":"αυτοκαταργούμαι",
"αυτοκαταστραφούμε":"αυτοκαταστρέφομαι",
"αυτοκαταστροφή":"αυτοκαταστροφή",
"αυτοκαταστροφής":"αυτοκαταστροφή",
"αυτοκαταστροφική":"αυτοκαταστροφικός",
"αυτοκαταστροφικής":"αυτοκαταστροφικός",
"αυτοκαταστροφικό":"αυτοκαταστροφικός",
"αυτοκέφαλος":"αυτοκέφαλος",
"αυτοκινητα":"αυτοκίνητο",
"αυτοκίνητα":"αυτοκίνητο",
"αυτοκίνητά":"αυτοκίνητο",
"αυτοκινητάδα":"αυτοκινητάδα",
"αυτοκινητάκι":"αυτοκινητάκι",
"αυτοκινητάκια":"αυτοκινητάκι",
"αυτοκινητικό":"αυτοκινητικός",
"αυτοκινητιστές":"αυτοκινητιστής",
"αυτοκινητιστή":"αυτοκινητιστής",
"αυτοκινητιστής":"αυτοκινητιστής",
"αυτοκινητιστικό":"αυτοκινητιστικός",
"αυτοκινητιστών":"αυτοκινητιστής",
"αυτοκινητο":"αυτοκίνητο",
"αυτοκίνητο":"αυτοκίνητο",
"αυτοκίνητό":"αυτοκίνητο",
"αυτοκινητοβιομηχανία":"αυτοκινητοβιομηχανία",
"αυτοκινητοβιομηχανίας":"αυτοκινητοβιομηχανία",
"αυτοκινητοβιομηχανίες":"αυτοκινητοβιομηχανία",
"αυτοκινητοβιομηχανιών":"αυτοκινητοβιομηχανία",
"αυτοκινητόδρομο":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητόδρομοι":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητόδρομος":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητοδρόμου":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητόδρομου":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητοδρόμους":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητόδρομους":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκινητοδρόμων":"αυτοκινητόδρομος",
"αυτοκίνητόν":"αυτοκίνητος",
"αυτοκινητοπομπές":"αυτοκινητοπομπή",
"αυτοκινητοπομπή":"αυτοκινητοπομπή",
"αυτοκινητοπομπής":"αυτοκινητοπομπή",
"αυτοκινήτου":"αυτοκίνητο",
"αυτοκινήτων":"αυτοκίνητο",
"αυτοκινούμενων":"αυτοκινούμενος",
"αυτόκλητη":"αυτόκλητος",
"αυτόκλητοι":"αυτόκλητος",
"αυτόκλητος":"αυτόκλητος",
"αυτόκλητους":"αυτόκλητος",
"αυτόκλητων":"αυτόκλητος",
"αυτοκόλλητα":"αυτοκόλλητος",
"αυτοκόλλητες":"αυτοκόλλητος",
"αυτοκόλλητο":"αυτοκόλλητος",
"αυτοκουκούλωμα":"αυτοκουκούλωμα",
"αυτοκράτειρα":"αυτοκράτειρα",
"αυτοκράτορα":"αυτοκράτορας",
"αυτοκρατορας":"αυτοκράτορας",
"αυτοκράτορας":"αυτοκράτορας",
"αυτοκράτορες":"αυτοκράτορας",
"αυτοκρατορια":"αυτοκρατορία",
"αυτοκρατορία":"αυτοκρατορία",
"αυτοκρατορίας":"αυτοκρατορία",
"αυτοκρατορίες":"αυτοκρατορία",
"αυτοκρατορικά":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορικές":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορική":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορικής":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορικό":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορικού":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατορικών":"αυτοκρατορικός",
"αυτοκρατοριών":"αυτοκρατορία",
"αυτοκράτωρ":"αυτοκράτορας",
"αυτοκριτική":"αυτοκριτικός",
"αυτο-κριτικής":"αυτο-κριτικής",
"αυτοκτονεί":"αυτοκτονώ",
"αυτοκτόνησε":"αυτοκτονώ",
"αυτοκτονήσει":"αυτοκτονώ",
"αυτοκτονήσουν":"αυτοκτονώ",
"αυτοκτονία":"αυτοκτονία",
"αυτοκτονία-λύτρωση":"αυτοκτονία-λύτρωση",
"αυτοκτονίας":"αυτοκτονία",
"αυτοκτονίες":"αυτοκτονία",
"αυτοκτονική":"αυτοκτονικός",
"αυτοκτονικό":"αυτοκτονικός",
"αυτοκτονιών":"αυτοκτονία",
"αυτοκτονούν":"αυτοκτονώ",
"αυτοκυριαρχία":"αυτοκυριαρχία",
"αυτολεξεί":"αυτολεξεί",
"αυτολογοκρίνεται":"αυτολογοκρίνομαι",
"αυτολογοκρισία":"αυτολογοκρισία",
"αυτόματα":"αυτόματα",
"αυτόματα":"αυτόματος",
"αυτόματες":"αυτόματος",
"αυτόματη":"αυτόματος",
"αυτόματης":"αυτόματος",
"αυτοματισμό":"αυτοματισμός",
"αυτοματισμός":"αυτοματισμός",
"αυτοματισμού":"αυτοματισμός",
"αυτοματισμών":"αυτοματισμός",
"αυτόματο":"αυτόματος",
"αυτοματοποιημένα":"αυτοματοποιώ",
"αυτοματοποιημένη":"αυτοματοποιώ",
"αυτοματοποιημένο":"αυτοματοποιώ",
"αυτοματοποίηση":"αυτοματοποίηση",
"αυτόματος":"αυτόματος",
"αυτόματου":"αυτόματος",
"αυτομάτων":"αυτόματος",
"αυτόματων":"αυτόματος",
"αυτομάτως":"αυτόματα",
"αυτομόσχευμα":"αυτομόσχευμα",
"αυτον":"αυτός",
"αυτόν":"αυτός",
"αυτονόητα":"αυτονόητος",
"αυτονόητες":"αυτονόητος",
"αυτονόητη":"αυτονόητος",
"αυτονόητης":"αυτονόητος",
"αυτονόητο":"αυτονόητος",
"αυτονόητοι":"αυτονόητος",
"αυτονόητος":"αυτονόητος",
"αυτονόητου":"αυτονόητος",
"αυτόνομα":"αυτόνομα",
"αυτόνομα":"αυτόνομος",
"αυτόνομες":"αυτόνομος",
"αυτόνομη":"αυτόνομος",
"αυτόνομή":"αυτόνομος",
"αυτονομηθεί":"αυτονομώ",
"αυτόνομης":"αυτόνομος",
"αυτονόμηση":"αυτονόμηση",
"αυτονόμησης":"αυτονόμηση",
"αυτονομία":"αυτονομία",
"αυτονομίας":"αυτονομία",
"αυτονομιστές":"αυτονομιστής",
"αυτονομιστικής":"αυτονομιστικός",
"αυτονομιστών":"αυτονομιστής",
"αυτόνομο":"αυτόνομος",
"αυτόνομοι":"αυτόνομος",
"αυτόνομος":"αυτόνομος",
"αυτονομούνται":"αυτονομώ",
"αυτόνομων":"αυτόνομος",
"αυτοπαρουσιάζεται":"αυτοπαρουσιάζομαι",
"αυτοπεποίθηση":"αυτοπεποίθηση",
"αυτοπεποίθησή":"αυτοπεποίθηση",
"αυτοπεποίθησης":"αυτοπεποίθηση",
"αυτοπεριγράφεται":"αυτοπεριγράφω",
"αυτοπεριορίζονται":"αυτοπεριορίζομαι",
"αυτοπροσδιορίζεται":"αυτοπροσδιορίζομαι",
"αυτοπροσδιορίζονται":"αυτοπροσδιορίζομαι",
"αυτοπροσδιορίζοντας":"αυτοπροσδιορίζω",
"αυτοπροσδιορισμό":"αυτοπροσδιορισμός",
"αυτοπροσδιορισμού":"αυτοπροσδιορισμός",
"αυτοπροστασία":"αυτοπροστασία",
"αυτοπροστασίας":"αυτοπροστασία",
"αυτοπρόσωπη":"αυτοπρόσωπος",
"αυτοπροσωπογραφία":"αυτοπροσωπογραφία",
"αυτοπροσώπως":"αυτοπροσώπως",
"αυτόπτες":"αυτόπτης",
"αυτόπτη":"αυτόπτης",
"αυτόπτης":"αυτόπτης",
"αυτοπτών":"αυτόπτης",
"αυτοπυροβολήθηκε":"αυτοπυροβολώ",
"αυτοπυρποληθεί":"αυτοπυρπολούμαι",
"αυτοπυρπολήθηκε":"αυτοπυρπολούμαι",
"αυτοπυρπολούνται":"αυτοπυρπολούμαι",
"αυτορρύθμιση":"αυτορρύθμιση",
"αυτορρύθμισης":"αυτορρύθμισης",
"αυτος":"αυτός",
"αυτός":"αυτός",
"αυτοσαρκασμό":"αυτοσαρκασμός",
"αυτοσαρκασμός":"αυτοσαρκασμός",
"αυτοσαρκασμού":"αυτοσαρκασμός",
"αυτοσκοπό":"αυτοσκοπός",
"αυτοσκοπός":"αυτοσκοπός",
"αυτοσκοπού":"αυτοσκοπός",
"αυτοσυγκεντρωθείτε":"αυτοσυγκεντρώνομαι",
"αυτοσυγκεντρωμένος":"αυτοσυγκεντρωμένος",
"αυτοσυγκέντρωση":"αυτοσυγκέντρωση",
"αυτοσυγκέντρωσή":"αυτοσυγκέντρωση",
"αυτοσυγκέντρωσης":"αυτοσυγκέντρωση",
"αυτοσυγκράτηση":"αυτοσυγκράτηση",
"αυτοσυγκράτησης":"αυτοσυγκράτηση",
"'αυτοσυμμόρφωσης'":"'αυτοσυμμόρφωσης'",
"αυτοσυνειδησία":"αυτοσυνειδησία",
"αυτοσυνειδησίας":"αυτοσυνειδησία",
"αυτοσυντηρείται":"αυτοσυντηρούμαι",
"αυτοσυντήρησης":"αυτοσυντήρηση",
"αυτοσχέδια":"αυτοσχέδια",
"αυτοσχεδιάζει":"αυτοσχεδιάζω",
"αυτοσχεδιάζοντας":"αυτοσχεδιάζω",
"αυτοσχεδιασμό":"αυτοσχεδιασμός",
"αυτοσχεδιασμοί":"αυτοσχεδιασμός",
"αυτοσχεδιασμός":"αυτοσχεδιασμός",
"αυτοσχεδιασμού":"αυτοσχεδιασμός",
"αυτοσχεδιασμούς":"αυτοσχεδιασμός",
"αυτοσχέδιες":"αυτοσχέδιος",
"αυτοσχέδιο":"αυτοσχέδιος",
"αυτοσχέδιου":"αυτοσχέδιος",
"αυτοσχέδιους":"αυτοσχέδιος",
"αυτοσχέδιων":"αυτοσχέδιος",
"αυτοσχολιαζόμενος":"αυτοσχολιαζόμενος",
"αυτοσχολιαστικά":"αυτοσχολιαστικός",
"αυτοτέλεια":"αυτοτέλεια",
"αυτοτέλειας":"αυτοτέλεια",
"αυτοτελείς":"αυτοτελής",
"αυτοτελές":"αυτοτελής",
"αυτοτελή":"αυτοτελής",
"αυτοτελής":"αυτοτελής",
"αυτοτελούς":"αυτοτελής",
"αυτοτελών":"αυτοτελής",
"αυτοτελώς":"αυτοτελώς",
"αυτότητας":"αυτότητας",
"αυτοτροφοδοτείται":"αυτοτροφοδοτούμαι",
"αυτού":"αυτός",
"αυτοϋπονομεύεται":"αυτοϋπονομεύεται",
"αυτουργία":"αυτουργία",
"αυτουργίας":"αυτουργία",
"αυτουργό":"αυτουργός",
"αυτουργοί":"αυτουργός",
"αυτουργός":"αυτουργός",
"αυτουργού":"αυτουργός",
"αυτουργούς":"αυτουργός",
"αυτουργών":"αυτουργός",
"αυτούς":"αυτός",
"αυτούσια":"αυτούσιος",
"αυτούσιες":"αυτούσιος",
"αυτούσιο":"αυτούσιος",
"αυτοφυές":"αυτοφυής",
"αυτοφυή":"αυτοφυής",
"αυτόφωρη":"αυτόφωρος",
"αυτόφωρης":"αυτόφωρος",
"αυτοφωρο":"αυτόφωρος",
"αυτόφωρο":"αυτόφωρος",
"αυτόφωρου":"αυτόφωρος",
"αυτοφώρω":"αυτοφώρω",
"αυτόφωτη":"αυτόφωτος",
"αυτοχαρακτηρίζεται":"αυτοχαρακτηρίζομαι",
"αυτοχαρακτηρίζονται":"αυτοχαρακτηρίζομαι",
"αυτοχαρακτηριζόταν":"αυτοχαρακτηρίζομαι",
"αυτόχειρα":"αυτόχειρας",
"αυτόχειρες":"αυτόχειρας",
"αυτοχειρία":"αυτοχειρία",
"αυτοχειριασμού":"αυτοχειριασμός",
"αυτόχθονα":"αυτόχθων",
"αυτόχθονες":"αυτόχθων",
"αυτόχθονης":"αυτόχθονης",
"αυτόχθονων":"αυτόχθονων",
"αυτόχρημα":"αυτόχρημα",
"αυτοχρηματοδοτείται":"αυτοχρηματοδοτείται",
"αυτοχρηματοδότηση":"αυτοχρηματοδότηση",
"αυτοχρηματοδότησης":"αυτοχρηματοδότηση",
"αυτοχρηματοδοτούμενη":"αυτοχρηματοδοτούμενος",
"αυτοχρηματοδοτούμενου":"αυτοχρηματοδοτούμενος",
"αυτοψια":"αυτοψία",
"αυτοψία":"αυτοψία",
"αυτοψίας":"αυτοψία",
"αυτοψίες":"αυτοψία",
"αυτώ":"αυτώ",
"αυτών":"αυτός",
"αυχένα":"αυχένας",
"αυχεναλγία":"αυχεναλγία",
"αυχενική":"αυχενικός",
"αυχενικής":"αυχενικός",
"αυχενικό":"αυχενικός",
"αυχενοβραχιόνιο":"αυχενοβραχιόνιο",
"αφ'":"από",
"αφαίμαξη":"αφαίμαξη",
"αφαιρεθεί":"αφαιρώ",
"αφαιρέθηκαν":"αφαιρώ",
"αφαιρέθηκε":"αφαιρώ",
"αφαιρεθούν":"αφαιρώ",
"αφαιρεί":"αφαιρώ",
"αφαιρείται":"αφαιρώ",
"αφαιρείτε":"αφαιρώ",
"αφαίρεσα":"αφαιρώ",
"αφαίρεσαν":"αφαιρώ",
"αφαίρεσε":"αφαιρώ",
"αφαιρέσει":"αφαιρώ",
"αφαιρέσεις":"αφαιρώ",
"αφαίρεση":"αφαίρεση",
"αφαίρεσή":"αφαίρεση",
"αφαίρεσης":"αφαίρεση",
"αφαιρέσουμε":"αφαιρώ",
"αφαιρέσουν":"αφαιρώ",
"αφαιρέσω":"αφαιρώ",
"αφαιρετικά":"αφαιρετικός",
"αφαιρετική":"αφαιρετικός",
"αφαιρετικής":"αφαιρετικός",
"αφαιρετικό":"αφαιρετικός",
"αφαιρούμε":"αφαιρώ",
"αφαιρούν":"αφαιρώ",
"αφαιρούνε":"αφαιρώ",
"αφαιρούνται":"αφαιρώ",
"αφαιρούσε":"αφαιρώ",
"αφαιρώ":"αφαιρώ",
"αφαιρώντας":"αφαιρώ",
"αφαλό":"αφαλός",
"αφάνα":"αφάνα",
"αφάνεια":"αφάνεια",
"αφανείς":"αφανής",
"αφανές":"αφανής",
"αφανή":"αφανής",
"αφανίζει":"αφανίζω",
"αφανίζεται":"αφανίζω",
"αφανίζονται":"αφανίζω",
"αφανίζοντας":"αφανίζω",
"αφανίζουν":"αφανίζω",
"αφάνισε":"αφανίζω",
"αφανισμό":"αφανισμός",
"αφανισμός":"αφανισμός",
"αφανισμού":"αφανισμός",
"αφανίσουν":"αφανίζω",
"άφαντα":"άφαντος",
"αφάνταστα":"αφάνταστα",
"αφάνταστη":"αφάνταστος",
"αφάνταστο":"αφάνταστος",
"άφαντη":"άφαντος",
"αφαντος":"άφαντος",
"άφαντος":"άφαντος",
"αφάρ":"αφάρ",
"αφασία":"αφασία",
"αφασίας":"αφασία",
"άφατο":"άφατος",
"αφγανικής":"αφγανικός",
"αφγανικό":"αφγανικός",
"αφγανικού":"αφγανικός",
"αφγανισταν":"αφγανισταν",
"αφγανιστάν":"αφγανιστάν",
"αφγανοί":"αφγανός",
"αφγανών":"αφγανός",
"αφεθεί":"αφήνω",
"αφεθείτε":"αφήνω",
"αφεθήκαμε":"αφήνω",
"αφέθηκαν":"αφήνω",
"αφέθηκε":"αφήνω",
"αφέθησαν":"αφέθησαν",
"αφεθούμε":"αφήνω",
"αφεθούν":"αφήνω",
"αφειδώλευτα":"αφειδώλευτα",
"αφειδώς":"αφειδώς",
"αφέλεια":"αφέλεια",
"αφέλειας":"αφέλεια",
"αφέλειάς":"αφέλεια",
"αφέλειες":"αφέλεια",
"αφελείς":"αφελής",
"αφελές":"αφελής",
"αφελή":"αφελής",
"αφελής":"αφελής",
"αφελούς":"αφελής",
"αφελώς":"αφελώς",
"αφενός":"αφενός",
"αφεντάδων":"αφέντης",
"αφέντες":"αφέντης",
"αφέντη":"αφέντης",
"αφέντης":"αφέντης",
"αφεντιά":"αφεντιά",
"αφεντιάς":"αφεντιά",
"αφεντικά":"αφεντικό",
"αφεντικό":"αφεντικό",
"αφεντικού":"αφεντικό",
"αφεντικών":"αφεντικό",
"αφερεγγυότητας":"αφερεγγυότητα",
"άφες":"άφες",
"άφεση":"άφεση",
"αφετέρου":"αφετέρου",
"αφετηρία":"αφετηρία",
"αφετηριακή":"αφετηριακός",
"αφετηριακό":"αφετηριακός",
"αφετηρίας":"αφετηρία",
"αφετηρίες":"αφετηρία",
"αφή":"αφή",
"αφηγείται":"αφηγούμαι",
"αφηγηθεί":"αφηγούμαι",
"αφηγηθείς":"αφηγούμαι",
"αφηγήθηκαν":"αφηγούμαι",
"αφηγήθηκε":"αφηγούμαι",
"αφηγηθούν":"αφηγούμαι",
"αφηγηθώ":"αφηγούμαι",
"αφήγημα":"αφήγημα",
"αφήγημά":"αφήγημα",
"αφηγηματικά":"αφηγηματικά",
"αφηγηματικές":"αφηγηματικός",
"αφηγηματική":"αφηγηματικός",
"αφηγηματικό":"αφηγηματικός",
"αφηγήματός":"αφήγημα",
"αφηγημάτων":"αφήγημα",
"αφηγήσεις":"αφήγηση",
"αφηγήσεων":"αφήγηση",
"αφήγηση":"αφήγηση",
"αφήγησή":"αφήγηση",
"αφήγησης":"αφήγηση",
"αφήγησής":"αφήγηση",
"αφηγητή":"αφηγητής",
"αφηγητής":"αφηγητής",
"αφηγήτρια":"αφηγήτρια",
"αφηγήτριας":"αφηγήτρια",
"αφηγούνται":"αφηγούμαι",
"αφημένα":"αφημένος",
"αφημένη":"αφημένος",
"άφηνα":"αφήνω",
"αφήναμε":"αφήνω",
"άφηναν":"αφήνω",
"αφήνανε":"αφήνω",
"άφηνε":"αφήνω",
"αφήνει":"αφήνω",
"αφήνεις":"αφήνω",
"άφηνες":"αφήνω",
"αφήνεσαι":"αφήνω",
"αφήνεται":"αφήνω",
"αφήνετε":"αφήνω",
"αφηνιασμένος":"αφηνιασμένος",
"αφήνονται":"αφήνω",
"αφήνοντας":"αφήνω",
"αφήνοντάς":"αφήνω",
"αφήνουμε":"αφήνω",
"αφήνουν":"αφήνω",
"αφήνω":"αφήνω",
"αφήξεις":"αφήξεις",
"αφήρεσαν":"αφήρεσαν",
"αφηρημάδα":"αφηρημάδα",
"αφηρημένα":"αφηρημένος",
"αφηρημένες":"αφηρημένος",
"αφηρημένη":"αφηρημένος",
"αφηρημένο":"αφηρημένος",
"αφηρημένος":"αφηρημένος",
"αφηρημένου":"αφηρημένος",
"αφηρημένους":"αφηρημένος",
"αφής":"αφή",
"άφησα":"αφήνω",
"αφήσαμε":"αφήνω",
"άφησαν":"αφήνω",
"αφήσανε":"αφήνω",
"αφησε":"αφήνω",
"άφησε":"αφήνω",
"αφήσει":"αφήνω",
"αφήσεις":"αφήνω",
"άφησες":"αφήνω",
"αφήσετε":"αφήνω",
"αφήσουμε":"αφήνω",
"αφήσουν":"αφήνω",
"αφήστε":"αφήνω",
"αφήσω":"αφήνω",
"αφθαρσίας":"αφθαρσία",
"άφθαρτα":"άφθαρτος",
"άφθαρτη":"άφθαρτος",
"άφθαρτοι":"άφθαρτος",
"άφθονα":"άφθονος",
"άφθονες":"άφθονος",
"άφθονη":"άφθονος",
"αφθονία":"αφθονία",
"αφθονίας":"αφθονία",
"αφθονιδης":"αφθονιδης",
"αφθονίδης":"αφθονίδης",
"άφθονο":"άφθονος",
"άφθονος":"άφθονος",
"άφθονου":"άφθονος",
"αφθονούν":"αφθονώ",
"άφθονους":"άφθονος",
"αφθονούσαν":"αφθονώ",
"άφθονων":"άφθονος",
"αφθώδους":"αφθώδης",
"αφιερωθεί":"αφιερώνω",
"αφιερώθηκαν":"αφιερώνω",
"αφιερώθηκε":"αφιερώνω",
"αφιερωθούν":"αφιερώνω",
"αφιερωμα":"αφιέρωμα",
"αφιέρωμα":"αφιέρωμα",
"αφιέρωμά":"αφιέρωμα",
"αφιερώματα":"αφιέρωμα",
"αφιερώματος":"αφιέρωμα",
"αφιερωμάτων":"αφιέρωμα",
"αφιερωμένα":"αφιερωμένος",
"αφιερωμένες":"αφιερωμένος",
"αφιερωμενη":"αφιερωμένος",
"αφιερωμένη":"αφιερωμένος",
"αφιερωμένο":"αφιερωμένος",
"αφιερωμένος":"αφιερωμένος",
"αφιερωμένου":"αφιερώνω",
"αφιερωμένων":"αφιερώνω",
"αφιέρωνα":"αφιερώνω",
"αφιέρωνε":"αφιερώνω",
"αφιερώνει":"αφιερώνω",
"αφιερώνεις":"αφιερώνω",
"αφιερώνεται":"αφιερώνω",
"αφιερώνονται":"αφιερώνω",
"αφιερώνοντας":"αφιερώνω",
"αφιερωνόταν":"αφιερώνω",
"αφιερώνουμε":"αφιερώνω",
"αφιερώνουν":"αφιερώνω",
"αφιερώνω":"αφιερώνω",
"αφιέρωσα":"αφιερώνω",
"αφιερώσαμε":"αφιερώνω",
"αφιέρωσαν":"αφιερώνω",
"αφιερώσατε":"αφιερώνω",
"αφιέρωσε":"αφιερώνω",
"αφιερώσει":"αφιερώνω",
"αφιερώσεις":"αφιερώνω",
"αφιερώσεις":"αφιέρωση",
"αφιερώσετε":"αφιερώνω",
"αφιέρωση":"αφιέρωση",
"αφιερώσουμε":"αφιερώνω",
"αφιερώσουν":"αφιερώνω",
"αφιερώστε":"αφιερώνω",
"αφιλοκερδή":"αφιλοκερδής",
"αφιλοκερδώς":"αφιλοκερδώς",
"αφιλόξενα":"αφιλόξενος",
"αφιλόξενη":"αφιλόξενος",
"αφιλόξενο":"αφιλόξενος",
"αφιλόξενος":"αφιλόξενος",
"αφίξει":"αφίξει",
"αφίξεις":"άφιξη",
"αφίξεων":"άφιξη",
"αφιξη":"άφιξη",
"άφιξη":"άφιξη",
"άφιξή":"άφιξη",
"άφιξης":"άφιξη",
"άφιξής":"άφιξη",
"αφίπταται":"αφίπταμαι",
"αφίσα":"αφίσα",
"αφίσας":"αφίσα",
"αφίσες":"αφίσα",
"αφισοκόλληση":"αφισοκόλληση",
"αφισοκολλητή":"αφισοκολλητής",
"αφισών":"αφίσα",
"αφιχθείς":"αφιχθείς",
"αφιχθείσα":"αφιχθείς",
"αφίχθη":"αφίχθη",
"αφλατοξίνες":"αφλατοξίνες",
"αφλατοξίνη":"αφλατοξίνη",
"αφλατοξίνης":"αφλατοξίνης",
"άφλικτ":"άφλικτ",
"αφοδεύματα":"αφόδευμα",
"αφοδεύσουν":"αφοδεύω",
"αφοδευτήρια":"αφοδευτήριο",
"αφοι":"αφο",
"αφοι":"αφοι",
"αφοί":"αφοί",
"αφομοιωθεί":"αφομοιώνω",
"αφομοιώνει":"αφομοιώνω",
"αφομοιώνεται":"αφομοιώνω",
"αφομοιώνονται":"αφομοιώνω",
"αφομοιώσαμε":"αφομοιώνω",
"αφομοιώσει":"αφομοιώνω",
"αφομοίωση":"αφομοίωση",
"αφομοίωσης":"αφομοίωση",
"αφομοιώσουμε":"αφομοιώνω",
"αφομοιώσουν":"αφομοιώνω",
"αφομοιωτικής":"αφομοιωτικός",
"αφόπλιζαν":"αφοπλίζω",
"αφοπλίζεται":"αφοπλίζω",
"αφοπλίσαμε":"αφοπλίζω",
"αφοπλίσει":"αφοπλίζω",
"αφοπλισμένου":"αφοπλίζω",
"αφοπλισμό":"αφοπλισμός",
"αφοπλισμός":"αφοπλισμός",
"αφοπλισμού":"αφοπλισμός",
"αφοπλίσουμε":"αφοπλίζω",
"αφοπλίσουν":"αφοπλίζω",
"αφοπλίστε":"αφοπλίζω",
"αφοπλιστεί":"αφοπλίζω",
"αφοπλιστική":"αφοπλιστικός",
"αφοπλιστικό":"αφοπλιστικός",
"αφορα":"αφορώ",
"αφορά":"αφορώ",
"αφόρητα":"αφόρητα",
"αφόρητες":"αφόρητος",
"αφόρητη":"αφόρητος",
"αφόρητης":"αφόρητος",
"αφόρητο":"αφόρητος",
"αφόρητοι":"αφόρητος",
"αφόρητος":"αφόρητος",
"αφόρητους":"αφόρητος",
"αφόρισε":"αφορίζω",
"αφορισμό":"αφορισμός",
"αφορισμοί":"αφορισμός",
"αφορισμούς":"αφορισμός",
"αφορισμών":"αφορισμός",
"αφοριστικά":"αφοριστικά",
"αφορμάται":"αφορμώ",
"αφορμές":"αφορμή",
"αφορμη":"αφορμή",
"αφορμή":"αφορμή",
"αφορμής":"αφορμή",
"αφόρμηση":"αφόρμηση",
"αφορολόγητα":"αφορολόγητα",
"αφορολόγητη":"αφορολόγητος",
"αφορολόγητο":"αφορολόγητος",
"αφορολόγητου":"αφορολόγητος",
"αφορολογήτων":"αφορολόγητος",
"αφορολόγητων":"αφορολόγητος",
"αφορούν":"αφορώ",
"αφορούσαν":"αφορώ",
"αφορούσε":"αφορώ",
"αφοσιωθείτε":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιώθηκε":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιωθούν":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιωμένες":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιωμένη":"αφοσιωμένος",
"αφοσιωμένο":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιωμένοι":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιωμένος":"αφοσιωμένος",
"αφοσιωμένους":"αφοσιώνομαι",
"αφοσιώνεται":"αφοσιώνομαι",
"αφοσίωση":"αφοσίωση",
"αφοσίωσή":"αφοσίωση",
"αφοσίωσης":"αφοσίωση",
"αφότου":"αφότου",
"αφού":"αφού",
"αφουγκράζεται":"αφουγκράζομαι",
"αφουγκραστεί":"αφουγκράζομαι",
"αφουγκραστείτε":"αφουγκράζομαι",
"αφουγκράστηκαν":"αφουγκράζομαι",
"αφουγκραστούμε":"αφουγκράζομαι",
"άφραγκοι":"άφραγκος",
"αφράτο":"αφράτος",
"άφρικα":"άφρικα",
"αφρικανικά":"αφρικανικός",
"αφρικανικές":"αφρικανικός",
"αφρικανική":"αφρικανικός",
"αφρικάνικη":"αφρικάνικος",
"αφρικανικής":"αφρικανικός",
"αφρικανικό":"αφρικανικός",
"αφρικάνικο":"αφρικάνικος",
"αφρικανικοί":"αφρικανικός",
"αφρικανικού":"αφρικανικός",
"αφρικανικούς":"αφρικανικός",
"αφρικανικών":"αφρικανικός",
"αφρικανό":"αφρικανός",
"αφρικανοί":"αφρικανός",
"αφρικάνοι":"αφρικάνος",
"αφρικανός":"αφρικανός",
"αφρικανούς":"αφρικανός",
"αφρικανών":"αφρικανός",
"αφρικη":"αφρική",
"αφρική":"αφρική",
"αφρικης":"αφρική",
"αφρικής":"αφρική",
"αφρισμένων":"αφρισμένος",
"αφρό":"αφρός",
"αφροαμερικανική":"αφροαμερικανικός",
"αφροδίσια":"αφροδίσιος",
"αφροδισιακές":"αφροδισιακός",
"αφροδισιακό":"αφροδισιακός",
"αφροδισιακού":"αφροδισιακός",
"αφροδισίων":"αφροδίσιος",
"αφροδιτη":"αφροδίτη",
"αφροδίτη":"αφροδίτη",
"αφροδίτης":"αφροδίτη",
"αφρόκρεμα":"αφρόκρεμα",
"άφρονες":"άφρων",
"αφρός":"αφρός",
"αφρού":"αφρός",
"αφρουδάκης":"αφρουδάκης",
"αφρούς":"αφρός",
"αφρώδη":"αφρώδης",
"αφτί":"αφτί",
"αφτιά":"αφτί",
"άφτιαχτου":"άφτιαχτος",
"αφυδατώνει":"αφυδατώνω",
"αφυδάτωση":"αφυδάτωση",
"αφύλακτες":"αφύλακτος",
"αφύλακτο":"αφύλακτος",
"αφύλακτος":"αφύλακτος",
"αφύλαχτος":"αφύλακτος",
"αφυπνίζει":"αφυπνίζω",
"αφυπνίζεται":"αφυπνίζω",
"αφυπνιζόμενοι":"αφυπνιζόμενος",
"αφυπνίσει":"αφυπνίζω",
"αφύπνιση":"αφύπνιση",
"αφύπνισης":"αφύπνιση",
"αφυπνίσθηκαν":"αφυπνίζω",
"αφυπνίσθηκε":"αφυπνίζω",
"αφυπνισθούν":"αφυπνίζω",
"αφυπνισμένων":"αφυπνίζω",
"αφυπνίστηκαν":"αφυπνίζω",
"αφυπνίστηκε":"αφυπνίζω",
"αφυπνιστούν":"αφυπνίζω",
"αφύσικης":"αφύσικος",
"αφύσικο":"αφύσικος",
"άφωνα":"άφωνα",
"άφωνη":"άφωνος",
"άφωνο":"άφωνος",
"άφωνοι":"άφωνος",
"άφωνος":"άφωνος",
"άφωνους":"άφωνος",
"αχ":"αχ",
"αχαΐα":"αχαΐα",
"αχάια":"αχάια",
"αχαΐας":"αχαΐα",
"αχαϊκή":"αχαϊκός",
"αχαϊκής":"αχαϊκός",
"αχαλίνωτη":"αχαλίνωτος",
"αχαλίνωτης":"αχαλίνωτος",
"αχαλίνωτο":"αχαλίνωτος",
"αχαλίνωτος":"αχαλίνωτος",
"αχαλίνωτου":"αχαλίνωτος",
"αχανείς":"αχανής",
"αχανές":"αχανής",
"αχανή":"αχανής",
"αχανής":"αχανής",
"αχανούς":"αχανής",
"αχάντ":"αχάντ",
"αχανών":"αχανής",
"αχαρακτήριστη":"αχαρακτήριστος",
"αχαρακτήριστους":"αχαρακτήριστος",
"άχαρες":"άχαρος",
"άχαρη":"άχαρος",
"αχαριστία":"αχαριστία",
"αχάριστος":"αχάριστος",
"αχάριστους":"αχάριστος",
"αχαρναϊκός":"αχαρναϊκός",
"αχαρναϊκός25":"αχαρναϊκός25",
"άχαρο":"άχαρος",
"αχαρονότ":"αχαρονότ",
"αχαρτογράφητα":"αχαρτογράφητος",
"αχε":"αχε",
"αχελώο":"αχελώος",
"αχελώου":"αχελώος",
"αχεπα":"αχεπα",
"αχθοφόροι":"αχθοφόρος",
"αχιλλέα":"αχιλλέας",
"αχιλλεας":"αχιλλέας",
"αχιλλέας":"αχιλλέας",
"'αχίλλειο'":"'αχίλλειο'",
"αχίλλειο":"αχίλλειος",
"αχίλλειος":"αχίλλειος",
"αχινού":"αχινός",
"αχλάδα":"αχλάδα",
"αχλάδι":"αχλάδι",
"αχλάδια":"αχλάδι",
"αχλύ":"αχλύ",
"αχμάντ":"αχμάντ",
"αχμαντινεζάντ":"αχμαντινεζάντ",
"αχμαντινετζάντ":"αχμαντινετζάντ",
"αχμέντ":"αχμέντ",
"αχμέτ":"αχμέτ",
"αχνά":"αχνά",
"αχνάρια":"αχνάρι",
"άχνας":"άχνα",
"άχνη":"άχνη",
"αχνή":"αχνός",
"αχνίζουν":"αχνίζω",
"αχνιστά":"αχνιστός",
"αχνιστής":"αχνιστός",
"αχνό":"αχνός",
"αχό":"αχός",
"αχόρταγα":"αχόρταγα",
"αχόρταγο":"αχόρταγος",
"αχόρταγοι":"αχόρταγος",
"αχός":"αχός",
"αχούρι":"αχούρι",
"αχρείαστα":"αχρείαστος",
"αχρείαστες":"αχρείαστος",
"αχρείαστο":"αχρείαστος",
"αχρείαστοι":"αχρείαστος",
"αχρείαστος":"αχρείαστος",
"αχρείο":"αχρείος",
"αχρείοι":"αχρείος",
"αχρειότητας":"αχρειότητα",
"αχρείων":"αχρείος",
"αχρεωστήτως":"αχρεώστητα",
"αχρησία":"αχρησία",
"άχρηστα":"άχρηστος",
"αχρηστευθούν":"αχρηστεύω",
"αχρηστευμένο":"αχρηστεύω",
"αχρηστεύσει":"αχρηστεύω",
"άχρηστη":"άχρηστος",
"αχρηστία":"αχρηστία",
"άχρηστο":"άχρηστος",
"άχρηστοι":"άχρηστος",
"άχρηστος":"άχρηστος",
"άχρηστους":"άχρηστος",
"αχρήστων":"άχρηστος",
"άχρηστων":"άχρηστος",
"αχρίδα":"αχρίδα",
"αχρίδας":"αχρίδας",
"αχρονόθ":"αχρονόθ",
"αχρονότ":"αχρονότ",
"άχρωμα":"άχρωμα",
"άχρωμα":"άχρωμος",
"άχρωμες":"άχρωμος",
"άχρωμη":"άχρωμος",
"άχρωμο":"άχρωμος",
"άχρωμος":"άχρωμος",
"άχτι":"άχτι",
"αχτιδα":"αχτίδα",
"αχτίδα":"αχτίδα",
"αχτίδες":"αχτίδα",
"αχτισάαρι":"αχτισάαρι",
"αχτισάρι":"αχτισάρι",
"αχτσή":"αχτσή",
"αχτσής":"αχτσής",
"αχτύπητες":"αχτύπητος",
"αχτύπητο":"αχτύπητος",
"άχυμων":"άχυμος",
"άχυρα":"άχυρο",
"άχυρο":"άχυρο",
"αχυροκουλτούρα":"αχυροκουλτούρα",
"αχυρώνα":"αχυρώνας",
"αχώριστοι":"αχώριστος",
"αχώριστους":"αχώριστος",
"αψευδείς":"αψευδής",
"άψητη":"άψητος",
"αψηφά":"αψηφώ",
"αψήφησαν":"αψηφώ",
"αψήφησε":"αψηφώ",
"αψηφήσουν":"αψηφώ",
"αψήφιστα":"αψήφιστα",
"αψηφούν":"αψηφώ",
"αψηφώντας":"αψηφώ",
"αψίδες":"αψίδα",
"αψιδωτά":"αψιδωτός",
"αψιμαχίες":"αψιμαχία",
"άψογα":"άψογα",
"άψογες":"άψογος",
"άψογη":"άψογος",
"άψογης":"άψογος",
"άψογο":"άψογος",
"άψογοι":"άψογος",
"άψογον":"άψογος",
"άψογος":"άψογος",
"άψυχα":"άψυχα",
"άψυχες":"άψυχος",
"άψυχη":"άψυχος",
"άψυχο":"άψυχος",
"αψυχολόγητα":"αψυχολόγητα",
"αώος":"αώος",
"άωρος":"άωρος",
"άωτον":"άωτος",
"β":"β",
"β'":"β'",
"β)":"β)",
"β.":"β.",
"β.ε.":"β.ε.",
"β.ζ.":"β.ζ.",
"β.κ.":"β.κ.",
"β.μ.α.":"β.μ.α.",
"β.π.":"β.π.",
"β΄":"β΄",
"β'΄γερμανίας":"β'΄γερμανίας",
"β΄μέρος":"β΄μέρος",
"β1":"β1",
"β92":"β92",
"βα":"βα",
"βααλβάικ":"βααλβάικ",
"βάαλερ":"βάαλερ",
"βάαρτ":"βάαρτ",
"βάασα":"βάασα",
"βαβέλ":"βαβέλ",
"βαβίλης":"βαβίλης",
"βαβούρα":"βαβούρα",
"βαβυλώνα":"βαβυλώνα",
"βαγγελακάκης":"βαγγελακάκης",
"βαγγελή":"βαγγελή",
"βαγγελη":"βαγγέλης",
"βαγγέλη":"βαγγέλης",
"βαγγελης":"βαγγέλης",
"βαγγέλης":"βαγγέλης",
"βάγγο":"βάγγο",
"βαγδάτη":"βαγδάτη",
"βαγδάτης":"βαγδάτη",
"βαγενά":"βαγενάς",
"βαγενάς":"βαγενάς",
"βαγιαδολίδ":"βαγιαδολίδ",
"βαγιαδολίδ-μπιλμπάο":"βαγιαδολίδ-μπιλμπάο",
"βαγιάννη":"βαγιάννη",
"βαγιάτης":"βαγιάτης",
"βαγκ":"βαγκ",
"βαγκελή":"βαγκελή",
"βαγκέλι":"βαγκέλι",
"βαγκενίνγκεν":"βαγκενίνγκεν",
"βαγόνι":"βαγόνι",
"βαγόνια":"βαγόνι",
"βαγονιού":"βαγόνι",
"βάδην":"βάδην",
"βάδιζαν":"βαδίζω",
"βάδιζε":"βαδίζω",
"βαδίζει":"βαδίζω",
"βαδίζετε":"βαδίζω",
"βαδίζοντας":"βαδίζω",
"βαδίζουμε":"βαδίζω",
"βαδίζουν":"βαδίζω",
"βάδισε":"βαδίζω",
"βάδισης":"βάδιση",
"βάδισμα":"βάδισμα",
"βάδισμά":"βάδισμα",
"βαδίσουμε":"βαδίζω",
"βαδίσουν":"βαδίζω",
"βάζα":"βάζο",
"βάζαμε":"βάζω",
"βάζανε":"βάζω",
"βάζατε":"βάζω",
"βάζει":"βάζω",
"βάζεις":"βάζω",
"βαζελίνη":"βαζελίνη",
"βάζετε":"βάζω",
"βάζο":"βάζο",
"βάζοντας":"βάζω",
"βάζοντάς":"βάζω",
"βάζουμε":"βάζω",
"βάζουν":"βάζω",
"βάζουνε":"βάζω",
"βαζπαγί":"βαζπαγί",
"βάζω":"βάζω",
"βαθαίνει":"βαθαίνω",
"βαθαίνοντας":"βαθαίνω",
"βάθεμα":"βάθεμα",
"βαθέος":"βαθύς",
"βαθέων":"βαθύς",
"βάθη":"βάθος",
"βάθης":"βάθη",
"βαθιά":"βαθύς",
"βαθιάς":"βαθύς",
"βαθιές":"βαθύς",
"βαθιούς":"βαθύς",
"βαθμ":"βαθμ",
"βαθμηδόν":"βαθμηδόν",
"βαθμιαία":"βαθμιαίος",
"βαθμίδα":"βαθμίδα",
"βαθμίδας":"βαθμίδα",
"βαθμίδες":"βαθμίδα",
"βαθμίδων":"βαθμίδα",
"βαθμο":"βαθμός",
"βαθμό":"βαθμός",
"βαθμοι":"βαθμός",
"βαθμοί":"βαθμός",
"βαθμολογείται":"βαθμολογώ",
"βαθμολογηθεί":"βαθμολογώ",
"βαθμολογήθηκαν":"βαθμολογώ",
"βαθμολογήθηκε":"βαθμολογώ",
"βαθμολόγησε":"βαθμολογώ",
"βαθμολόγηση":"βαθμολόγηση",
"βαθμολόγησης":"βαθμολόγηση",
"βαθμολογήσουν":"βαθμολογώ",
"βαθμολογια":"βαθμολογία",
"βαθμολογία":"βαθμολογία",
"βαθμολογίας":"βαθμολογία",
"βαθμολογιες":"βαθμολογία",
"βαθμολογίες":"βαθμολογία",
"βαθμολογικά":"βαθμολογικός",
"βαθμολογικές":"βαθμολογικός",
"βαθμολογικη":"βαθμολογικός",
"βαθμολογική":"βαθμολογικός",
"βαθμολογικής":"βαθμολογικός",
"βαθμολογικό":"βαθμολογικός",
"βαθμολογικού":"βαθμολογικός",
"βαθμολογούν":"βαθμολογώ",
"βαθμολογούνται":"βαθμολογώ",
"βαθμόν":"βαθμός",
"βαθμός":"βαθμός",
"βαθμό-τη":"βαθμό-τη",
"βαθμού":"βαθμός",
"βαθμους":"βαθμός",
"βαθμούς":"βαθμός",
"βαθμοφόροι":"βαθμοφόρος",
"βαθμων":"βαθμός",
"βαθμών":"βαθμός",
"βάθος":"βάθος",
"βάθους":"βάθος",
"βάθρα":"βάθρο",
"βαθρο":"βάθρο",
"βάθρο":"βάθρο",
"βάθρου":"βάθρο",
"βάθρων":"βάθρο",
"βαθύ":"βαθύς",
"βαθύλακκος":"βαθύλακκος",
"βαθύνει":"βαθαίνω",
"βαθύνουν":"βαθαίνω",
"βαθύπλουτοι":"βαθύπλουτος",
"βαθύπλουτος":"βαθύπλουτος",
"βαθύπλουτων":"βαθύπλουτος",
"βαθυπράσινο":"βαθυπράσινος",
"βαθύριζα":"βαθύριζα",
"βαθύς":"βαθύς",
"βαθυσκάφος":"βαθυσκάφος",
"βαθυσκάφους":"βαθυσκάφος",
"βαθυστόχαστες":"βαθυστόχαστος",
"βαθυστόχαστο":"βαθυστόχαστος",
αθυτeρη":"βαθύς",
"βαθύτατα":"βαθιά",
"βαθύτατες":"βαθύς",
"βαθυτάτη":"βαθύς",
"βαθύτατη":"βαθύς",
"βαθύτατης":"βαθύς",
"βαθύτατο":"βαθύς",
"βαθύτερα":"βαθιά",
"βαθύτερα":"βαθύς",
"βαθύτερες":"βαθύς",
"βαθύτερη":"βαθύς",
"βαθύτερης":"βαθύς",
"βαθύτερο":"βαθύς",
"βαθύτερος":"βαθύς",
"βαθύτερων":"βαθύς",
"βαθύτητα":"βαθύτητα",
"βαθύτητά":"βαθύτητα",
"βάια":"βάια",
"βαϊκούλις":"βαϊκούλις",
"βάιλ":"βάιλ",
"βαίνει":"βαίνω",
"βαίνοντας":"βαίνω",
"βαίνουμε":"βαίνω",
"βαίνουν":"βαίνω",
"βάιο":"βάιος",
"βάιος":"βάιος",
"βάις":"βάις",
"βάισενμπαχερ":"βάισενμπαχερ",
"βάιτζμαν":"βάιτζμαν",
"βάιτσμαν":"βάιτσμαν",
"βαΐων":"βαΐων",
"βάκαβιλ":"βάκαβιλ",
"βακάλη":"βακάλη",
"βακαλόπουλος":"βακαλόπουλος",
"βακάρο":"βακάρο",
"βάκερ":"βάκερ",
"βάκιλος":"βάκιλος",
"βακίλου":"βάκιλος",
"βακουρα":"βακουρα",
"βακούρα":"βακούρα",
"βακουφάρης":"βακουφάρης",
"βακτήρια":"βακτήριο",
"βακτηρίδια":"βακτηρίδιο",
"βακτηριδίων":"βακτηρίδιο",
"βακτήριο":"βακτήριο",
"βακτηριολογικό":"βακτηριολογικός",
"βακτηρίου":"βακτήριο",
"βακτηρίων":"βακτήριο",
"βάκχοι":"βάκχοι",
"βαλαβανίδης":"βαλαβανίδης",
"βάλαμε":"βάζω",
"βαλαν":"βάζω",
"βάλανε":"βάζω",
"βαλανσιέν":"βαλανσιέν",
"βαλαντάρεζ":"βαλαντάρεζ",
"βαλάντιο":"βαλάντιο",
"βάλατε":"βάζω",
"βαλατσό":"βαλατσό",
"βαλαωρίτου":"βαλαωρίτης",
"βάλβης":"βάλβη",
"βαλβίδα":"βαλβίδα",
"βαλβίδες":"βαλβίδα",
"βαλβίδος":"βαλβίδα",
"βαλβίρ":"βαλβίρ",
"βάλε":"βάζω",
"βαλε":"βαλές",
"βαλέ":"βαλές",
"βάλει":"βάζω",
"βάλεις":"βάζω",
"βαλένθια":"βαλένθια",
"βαλένσια":"βαλένσια",
"βαλεντάιν":"βαλεντάιν",
"βαλεντίν":"βαλεντίν",
"βαλεντίνο":"βαλεντίνο",
"βαλεντίνος":"βαλεντίνος",
"βαλέντσια":"βαλέντσια",
"βαλερί":"βαλερί",
"βαλερόν":"βαλερόν",
"βαλετα":"βαλέτα",
"βαλέτα":"βαλέτα",
"βάλετε":"βάζω",
"βαλέτω":"βαλέτω",
"βαληνάκη":"βαληνάκης",
"βάλθηκαν":"βάζω",
"βάλθηκε":"βάζω",
"βαλιουλη":"βαλιουλη",
"βαλιούλη":"βαλιούλη",
"βαλιούλης":"βαλιούλης",
"βαλίτσα":"βαλίτσα",
"βαλιτσάκι":"βαλιτσάκι",
"βαλίτσας":"βαλίτσα",
"βαλίτσες":"βαλίτσα",
"βαλκαν":"βαλκαν",
"βαλκάν":"βαλκάν",
"βαλκανη":"βαλκανη",
"βαλκανης":"βαλκανης",
"βαλκανια":"βαλκάνια",
"βαλκάνια":"βαλκάνια",
"βαλκανικά":"βαλκανικός",
"βαλκανικές":"βαλκανικός",
"βαλκανική":"βαλκανική",
"βαλκανική":"βαλκανικός",
"βαλκανικής":"βαλκανική",
"βαλκανικής":"βαλκανικός",
"βαλκανικό":"βαλκανικός",
"βαλκανικοί":"βαλκανικός",
"βαλκανικού":"βαλκανικός",
"βαλκανικους":"βαλκανικός",
"βαλκανικούς":"βαλκανικός",
"βαλκανικών":"βαλκανικός",
"βαλκανιονίκη":"βαλκανιονίκης",
"βαλκάνιους":"βαλκάνιος",
"βαλκανίων":"βαλκάνια",
"βάλλει":"βάλλω",
"βάλλεται":"βάλλω",
"βαλλιστικό":"βαλλιστικός",
"βαλλιστικών":"βαλλιστικός",
"βάλλονται":"βάλλω",
"βάλλουν":"βάλλω",
"βαλμάς":"βαλμάς",
"βαλντχάιμ":"βαλντχάιμ",
"βάλουμε":"βάζω",
"βάλουν":"βάζω",
"βαλπαράιζο":"βαλπαράιζο",
"βαλπαραΐσο":"βαλπαραΐσο",
"βαλς":"βαλς",
"βαλσαμίδου":"βαλσαμίδου",
"βάλσαμο":"βάλσαμο",
"βαλσαμοπουλος":"βαλσαμοπουλος",
"βαλταδόρο":"βαλταδόρο",
"βάλτε":"βάζω",
"βαλτερ":"βαλτερ",
"βάλτερ":"βάλτερ",
"βαλτετσίου":"βαλτετσίου",
"βαλτικές":"βαλτικός",
"βαλτιμόρη":"βαλτιμόρη",
"βαλτιμόρης":"βαλτιμόρη",
"βαλτινό":"βαλτινός",
"βαλτινός":"βαλτινός",
"βάλτο":"βάλτος",
"βάλτοι":"βάλτος",
"βάλτος":"βάλτος",
"βάλτου":"βάλτος",
"βαλτοχώρι":"βαλτοχώρι",
"βαλτοχωρίου":"βαλτοχωρίου",
"βαλτσάνη":"βαλτσάνη",
"βάλτωμά":"βάλτωμά",
"βαλτώσει":"βαλτώνω",
"βάλω":"βάζω",
"βαμβακάρη":"βαμβακάρης",
"βαμβακας":"βάμβακας",
"βαμβακάς":"βαμβακάς",
"βαμβακερό":"βαμβακερός",
"βαμβακερών":"βαμβακερός",
"βαμβακι":"βαμβάκι",
"βαμβάκι":"βαμβάκι",
"βαμβάκια":"βαμβάκι",
"βαμβακίδης":"βαμβακίδης",
"βαμβακιού":"βαμβάκι",
"βαμβακοκαλλιέργεια":"βαμβακοκαλλιέργεια",
"βαμβακοκαλλιεργητές":"βαμβακοκαλλιεργητής",
"βαμβακοπαραγωγοί":"βαμβακοπαραγωγός",
"βαμβακοπαραγωγούς":"βαμβακοπαραγωγός",
"βαμβακοπαραγωγών":"βαμβακοπαραγωγός",
"βαμβάκος":"βαμβάκος",
"βαμβακος":"βάμβαξ",
"βάμβακος":"βάμβαξ",
"βαμβακούδης":"βαμβακούδης",
"βαμβούκη":"βαμβούκη",
"βαμβούκος":"βαμβούκος",
"βαμμένα":"βαμμένος",
"βαμμένες":"βαμμένος",
"βαμμένη":"βαμμένος",
"βαμμένο":"βαμμένος",
"βαμπίρ":"βαμπίρ",
"βαμπιρικού":"βαμπιρικού",
"βαμπιροφόνισσα":"βαμπιροφόνισσα",
"βαν":"βαν",
"βάνας":"βάνα",
"βάναυσα":"βάναυσα",
"βάναυσες":"βάναυσος",
"βάναυση":"βάναυσος",
"βάναυσο":"βάναυσος",
"βάναυσοι":"βάναυσος",
"βάναυσος":"βάναυσος",
"βαναυσότητα":"βαναυσότητα",
"βαναυσότητας":"βαναυσότητα",
"βαναυσούργησαν":"βαναυσουργώ",
"βανδαλισμοί":"βανδαλισμός",
"βανδαλισμού":"βανδαλισμός",
"βανδαλισμούς":"βανδαλισμός",
"βανδαλισμών":"βανδαλισμός",
"βάνδαλοι":"βάνδαλος",
"βανδή":"βανδή",
"βανέσα":"βανέσα",
"βάνια":"βάνια",
"βάνιακ":"βάνιακ",
"βανιζελος":"βανιζελος",
"βανίλια":"βανίλια",
"βανίν":"βανίν",
"βανκούβερ":"βανκούβερ",
"βανούτσι":"βανούτσι",
"βάντα":"βάντα",
"βαντελανόιντ":"βαντελανόιντ",
"βαντέλλας":"βαντέλλας",
"βάντενμπεργκ":"βάντενμπεργκ",
"βαντίμ":"βαντίμ",
"βαντούλη":"βαντούλη",
"βαντούλης":"βαντούλης",
"βανών":"βάνα",
"βαξεβάνη":"βαξεβάνη",
"βαξεβάνης":"βαξεβάνης",
"βαο":"βαο",
"βαποράκια":"βαποράκι",
"βαπόρια":"βαπόρι",
"βαποτρόνικς":"βαποτρόνικς",
"βαπτίζονται":"βαπτίζω",
"βαπτίσει":"βαπτίζω",
"βαπτίσεις":"βαπτίζω",
"βαπτισθεί":"βαπτίζω",
"βάπτισμα":"βάπτισμα",
"βαπτίσματος":"βάπτισμα",
"βαπτίστηκαν":"βαπτίζω",
"βαραγκης":"βαραγκης",
"βαράει":"βαρώ",
"βαράθρου":"βάραθρο",
"βαραίνει":"βαραίνω",
"βαραίνουν":"βαραίνω",
"βαράνε":"βαρώ",
"βαρβάκειο":"βαρβάκειος",
"βαρβακείου":"βαρβάκειος",
"βαρβάρα":"βαρβάρα",
"βαρβάρα'":"βαρβάρα'",
"βάρβαρα":"βάρβαρος",
"βαρβαρας":"βαρβάρα",
"βαρβάρας":"βαρβάρα",
"βάρβαρες":"βάρβαρος",
"βάρβαρη":"βάρβαρος",
"βάρβαρης":"βάρβαρος",
"βαρβαρικές":"βαρβαρικός",
"βαρβαρική":"βαρβαρικός",
"βάρβαρο":"βάρβαρος",
"βάρβαροι":"βάρβαρος",
"βάρβαρον":"βάρβαρος",
"βάρβαρος":"βάρβαρος",
"βαρβαρότατα":"βαρβαρότατα",
"βαρβαρότητα":"βαρβαρότητα",
"βαρβαρότητά":"βαρβαρότητα",
"βαρβαρότητας":"βαρβαρότητα",
"βαρβαρότητες":"βαρβαρότητα",
"βαρβαρους":"βάρβαρος",
"βαρβάρους":"βάρβαρος",
"βάρβαρους":"βάρβαρος",
"βαρβάρους'":"βαρβάρους'",
"βαρβάρων":"βάρβαρος",
"βάρβαρων":"βάρβαρος",
"βαρβιτουρικών":"βαρβιτουρικό",
"βαρβιτσιώτη":"βαρβιτσιώτης",
"βαρβιτσιωτης":"βαρβιτσιώτης",
"βαρβιτσιώτης":"βαρβιτσιώτης",
"βάργας":"βάργας",
"βαργιαμίδης":"βαργιαμίδης",
"βαρδαβάς":"βαρδαβάς",
"βαρδαλής":"βαρδαλής",
"βαρδάρη":"βαρδάρης",
"βαρδάρης":"βαρδάρης",
"βαρδάρι":"βαρδάρι",
"βαρδαρίου":"βαρδαρίου",
"βαρδαρός":"βαρδαρός",
"βαρδαρού":"βαρδαρού",
"βάρδας":"βάρδας",
"βαρδής":"βαρδής",
"βαρδια":"βάρδια",
"βάρδια":"βάρδια",
"βάρδιας":"βάρδια",
"βάρδιες":"βάρδια",
"βαρδινογιάννη":"βαρδινογιάννης",
"βαρδινογιάννης":"βαρδινογιάννης",
"βάρδοι":"βάρδος",
"βαρέα":"βαρύς",
"βάρεγκεμ":"βάρεγκεμ",
"βαρεζε":"βαρεζε",
"βαρέζε":"βαρέζε",
αρέζε7-81176":"βαρέζε7-81176",
"βαρέζε-βίρτους":"βαρέζε-βίρτους",
"βαρεθεί":"βαριέμαι",
"βαρεθείτε":"βαριέμαι",
"βαρεθήκαμε":"βαριέμαι",
"βαρέθηκαν":"βαριέμαι",
"βαρέθηκε":"βαριέμαι",
"βαρεθώ":"βαριέμαι",
"βαρεία":"βαρεία",
"βαρείας":"βαρεία",
"βαρείες":"βαρεία",
"βαρείς":"βαρύς",
"βαρειών":"βαρεία",
"βαρέλι":"βαρέλι",
"βαρέλια":"βαρέλι",
"βαρελιού":"βαρέλι",
"βαρελίσιας":"βαρελίσιος",
"βαρεμάρας":"βαρεμάρα",
"βαρέος":"βαρύς",
"βάρεσε":"βαρώ",
"βαρετά":"βαρετός",
"βαρετές":"βαρετός",
"βαρετή":"βαρετός",
"βαρετό":"βαρετός",
"βαρετός":"βαρετός",
"βαρέων":"βαρύς",
"βαρέως":"βαρέως",
"βαρζάκου":"βαρζάκου",
"βάρη":"βάρος",
"βαρηκοΐα":"βαρηκοΐα",
"βαρηκοΐας":"βαρηκοΐα",
"βαρθολομαίος":"βαρθολομαίος",
"βαρθολομαίου":"βαρθολομαίος",
"βαριά":"βαρύς",
"βαριαμίδη":"βαριαμίδη",
"βαριάντα":"βαριάντα",
"'βαριάς":"'βαριάς",
"βαριάς":"βαρύς",
"βαρίδια":"βαρίδι",
"βαριέμαι":"βαριέμαι",
"βαριές":"βαρύς",
"βαριέσαι":"βαριέμαι",
"βαριέστε":"βαριέμαι",
"βαριεστημένα":"βαριέμαι",
"βαριεστημένη":"βαριεστημένος",
"βαριεστιμάρα":"βαριεστιμάρα",
"βαριέται":"βαριέμαι",
"βαριετέ":"βαριετέ",
"βαριούνται":"βαριέμαι",
"βαρκά":"βαρκά",
"βάρκα":"βάρκα",
"βαρκάδα":"βαρκάδα",
"βάρκας":"βάρκα",
"βαρκελόνη":"βαρκελόνη",
"βαρκελώνη":"βαρκελώνη",
"βαρκελώνης":"βαρκελώνη",
"βάρκες":"βάρκα",
"βάρκιζας":"βάρκιζα",
"βαρκούλες":"βαρκούλα",
"βαρκών":"βάρκα",
"βαρλάμη":"βαρλάμη",
"βάρνα":"βάρνα",
"βάρναλης":"βάρναλης",
"βαρναλικώ":"βαρναλικώ",
"βαρομετρικό":"βαρομετρικός",
"βαρομετρικών":"βαρομετρικός",
"βαρόμετρο":"βαρόμετρο",
"βαρόνη":"βαρόνη",
"βαρόνοι":"βαρόνος",
"βαρόνου":"βαρόνος",
"βαρόνους":"βαρόνος",
"βαρόνων":"βαρόνος",
"βαρος":"βάρος",
"βάρος":"βάρος",
"βάρους":"βάρος",
"βαρσακέλη":"βαρσακέλη",
"βαρσακελης":"βαρσακελης",
"βαρσάμη":"βαρσάμη",
"βαρσάμης":"βαρσάμης",
"βαρσοβία":"βαρσοβία",
"βαρσοβίας":"βαρσοβία",
"βαρτζιώτης":"βαρτζιώτης",
"βαρτζόπουλος":"βαρτζόπουλος",
"βαρύ":"βαρύς",
"βαρύγδουπα":"βαρύγδουπα",
"βαρύγδουπες":"βαρύγδουπος",
"βαρύγδουπο":"βαρύγδουπος",
"βαρύγδουπων":"βαρύγδουπος",
"βαρυμπόμπης":"βαρυμπόμπης",
"βάρυναν":"βαραίνω",
"βάρυνε":"βαραίνω",
"βαρύνει":"βαραίνω",
"βαρύνεται":"βαρύνω",
"βαρύνοντα":"βαρύνων",
"βαρύνονται":"βαρύνω",
"βαρύνουν":"βαραίνω",
"βαρύνουσα":"βαρύνων",
"βαρυπάτης":"βαρυπάτης",
"βαρυποινίτες":"βαρυποινίτης",
"βαρυποινίτης":"βαρυποινίτης",
"βαρύς":"βαρύς",
"βαρυσήμαντη":"βαρυσήμαντος",
"βαρυσήμαντο":"βαρυσήμαντος",
"βαρύτατα":"βαριά",
"βαρύτατα":"βαρύς",
"βαρύτατες":"βαρύς",
"βαρύτατη":"βαρύς",
"βαρύτατο":"βαρύς",
"βαρύτατων":"βαρύς",
"βαρύτερες":"βαρύς",
"βαρύτερη":"βαρύς",
"βαρύτερο":"βαρύς",
"βαρύτερου":"βαρύς",
"βαρύτητα":"βαρύτητα",
"βαρύτητά":"βαρύτητα",
"βαρύτητας":"βαρύτητα",
"βαρυτικής":"βαρυτικός",
"βαρυτικό":"βαρυτικός",
"βαρυτινης":"βαρυτινης",
"βαρυφορτωμένη":"βαρυφορτώνω",
"βαρύφωνο":"βαρύφωνο",
"βαρυχειμωνιά":"βαρυχειμωνιά",
"βαρυχειμωνιάς":"βαρυχειμωνιά",
"βαρων":"βάρος",
"βαρών":"βάρος",
"βαρωνος":"βαρωνος",
"βαρώνου":"βαρόνος",
"βας":"βας",
"βασ.":"βασ.",
"βάσανα":"βάσανο",
"βάσανά":"βάσανο",
"βασάνιζαν":"βασανίζω",
"βασάνιζε":"βασανίζω",
"βασανίζει":"βασανίζω",
"βασανίζεστε":"βασανίζω",
"βασανίζεται":"βασανίζω",
"βασανίζονται":"βασανίζω",
"βασανιζόταν":"βασανίζω",
"βασανίζουν":"βασανίζω",
"βασάνισαν":"βασανίζω",
"βασανισμένα":"βασανίζω",
"βασανισμένο":"βασανίζω",
"βασανισμοί":"βασανισμός",
"βασανισμός":"βασανισμός",
"βασανισμού":"βασανισμός",
"βασανισμούς":"βασανισμός",
"βασανισμών":"βασανισμός",
"βασανίσουν":"βασανίζω",
"βασανιστεί":"βασανίζω",
"βασανιστές":"βασανιστής",
"βασανιστή":"βασανιστής",
"βασανίστηκε":"βασανίζω",
"βασανιστήρια":"βασανιστήριο",
"βασανιστήριο":"βασανιστήριο",
"βασανιστηρίων":"βασανιστήριο",
"βασανιστής":"βασανιστής",
"βασανιστικά":"βασανιστικά",
"βασανιστικές":"βασανιστικός",
"βασανιστικό":"βασανιστικός",
"βασανιστικός":"βασανιστικός",
"βασανιστικών":"βασανιστικός",
"βασανιστών":"βασανιστής",
"βάσανο":"βάσανο",
"βασάνων":"βάσανος",
"βασάρα":"βασάρα",
"βασαρας":"βασαρας",
"βασάρας":"βασάρας",
"βασδέκη":"βασδέκη",
"βάσει":"βάσει",
"βάσεις":"βάση",
"βασέλ":"βασέλ",
"βάσεων":"βάση",
"βάσεών":"βάση",
"βάσεως":"βάση",
"βάση":"βάση",
"βάσης":"βάση",
"βασίζει":"βασίζω",
"βασίζεται":"βασίζω",
"βασίζομαι":"βασίζω",
"βασιζόμαστε":"βασίζω",
"βασιζόμενη":"βασιζόμενος",
"βασιζόμενο":"βασιζόμενος",
"βασιζόμενοι":"βασιζόμενος",
"βασιζόμενος":"βασιζόμενος",
"βασίζονται":"βασίζω",
"βασίζονταν":"βασίζω",
"βασιζόταν":"βασίζω",
"βασίζουν":"βασίζω",
"βασικά":"βασικά",
"βασικα":"βασικός",
"βασικά":"βασικός",
"βασικές":"βασικός",
"βασική":"βασικός",
"βασικής":"βασικός",
"βασικό":"βασικός",
"βασικοί":"βασικός",
"βασικός":"βασικός",
"βασικότατο":"βασικός",
"βασικότερα":"βασικός",
"βασικότερες":"βασικός",
"βασικότερη":"βασικός",
"βασικότερο":"βασικός",
"βασικότεροι":"βασικός",
"βασικότερος":"βασικός",
"βασικότερου":"βασικός",
"βασικότερους":"βασικός",
"βασικού":"βασικός",
"βασικούς":"βασικός",
"βασικών":"βασικός",
"βασικώς":"βασικά",
"βασίλ":"βασίλ",
"βασιλακάκη":"βασιλακάκη",
"βασιλακάκης":"βασιλακάκης",
"βασιλακόπουλο":"βασιλακόπουλος",
"βασιλακόπουλος":"βασιλακόπουλος",
"βασίλε":"βασίλε",
"βασιλέα":"βασιλέας",
"βασιλεία":"βασιλεία",
"βασίλεια":"βασίλειο",
"βασιλειάδη":"βασιλειάδης",
"βασιλειαδης":"βασιλειάδης",
"βασιλειάδης":"βασιλειάδης",
"βασιλειάδου":"βασιλειάδου",
"βασιλείαν":"βασιλεία",
"βασιλείας":"βασιλεία",
"βασίλειο":"βασίλειο",
"βασιλειο":"βασίλειος",
"βασίλειο":"βασίλειος",
"βασιλειος":"βασίλειος",
"βασίλειος":"βασίλειος",
"βασιλείου":"βασίλειο",
"βασιλείου":"βασίλειος",
"βασιλείς":"βασιλιάς",
"βασίλευε":"βασιλεύω",
"βασιλεύει":"βασιλεύω",
"βασιλεύουν":"βασιλεύω",
"βασιλεύς":"βασιλιάς",
"βασιλεύσει":"βασιλεύω",
"βασιλεύσι":"βασιλεύσι",
"βασίλεψε":"βασιλεύω",
"βασιλέψει":"βασιλεύω",
"βασιλέως":"βασιλιάς",
"βασιλη":"βασίλης",
"βασίλη":"βασίλης",
"βασιλης":"βασίλης",
"βασίλης":"βασίλης",
"βασίλι":"βασίλι",
"βασιλια":"βασιλιάς",
"βασιλιά":"βασιλιάς",
"βασιλιάδες":"βασιλιάς",
"βασιλιας":"βασιλιάς",
"βασιλιάς":"βασιλιάς",
"βασιλικά":"βασιλικά",
"βασιλικά":"βασιλικός",
"βασιλικές":"βασιλική",
"βασιλική":"βασιλική",
"βασιλική":"βασιλικός",
"βασιλικής":"βασιλικός",
"βασιλικιώτη":"βασιλικιώτη",
"βασιλικο":"βασιλικός",
"βασιλικό":"βασιλικός",
"βασιλικοί":"βασιλικός",
"βασιλικός":"βασιλικός",
"βασιλικότεροι":"βασιλικότεροι",
"βασιλικού":"βασιλικός",
"βασιλικούς":"βασιλικός",
"βασιλικων":"βασιλικός",
"βασιλικών":"βασιλικός",
"βασίλισσα":"βασίλισσα",
"βασίλισσας":"βασίλισσα",
"βασίλισσες":"βασίλισσα",
"βασιλίσσης":"βασιλίσσης",
"βασιλοπιτα":"βασιλόπιτα",
"βασιλόπιτα":"βασιλόπιτα",
"βασιλόπιτας":"βασιλόπιτα",
"βασιλοπουλος":"βασιλόπουλος",
"βασιλόπουλος":"βασιλόπουλος",
"βασιλόπουλου":"βασιλόπουλος",
"βασιλούδης":"βασιλούδης",
"βασιλούδι":"βασιλούδι",
"βασιλοχουντικό":"βασιλοχουντικός",
"βάσιμα":"βάσιμα",
"βάσιμες":"βάσιμος",
"βάσιμη":"βάσιμος",
"βάσιμο":"βάσιμος",
"βάσιμοι":"βάσιμος",
"βασιμότητα":"βασιμότητα",
"βασιμότητας":"βασιμότητα",
"βάσιμου":"βάσιμος",
"βασίμως":"βάσιμα",
"βάσιν":"βάση",
"βάσις":"βάση",
"βασίσθηκε":"βασίζω",
"βασισμένα":"βασίζω",
"βασισμένες":"βασίζω",
"βασισμένη":"βασισμένος",
"βασισμένης":"βασίζω",
"βασισμένο":"βασισμένος",
"βασισμένοι":"βασίζω",
"βασισμένος":"βασίζω",
"βασισμένου":"βασίζω",
"βασίσουμε":"βασίζω",
"βασιστεί":"βασίζω",
"βασίστηκαν":"βασίζω",
"βασίστηκε":"βασίζω",
"βασιστούμε":"βασίζω",
"βασιστούν":"βασίζω",
"βασκεάλ":"βασκεάλ",
"βασκικά":"βασκικός",
"βασκική":"βασκικός",
"βασκικής":"βασκικός",
"βασκικό":"βασκικός",
"βασκικού":"βασκικός",
"βασκικών":"βασκικός",
"βάσκοι":"βάσκος",
"βάσκος":"βάσκος",
"βάσκους":"βάσκος",
"βάσκων":"βάσκος",
"βάσο":"βάσο",
"βασος":"βασος",
"βασούλα":"βασούλα",
"βασούλας":"βασούλας",
"βαστάει":"βαστώ",
"βάστηξε":"βαστώ",
"βαστώντας":"βαστώ",
"βάσω":"βάσω",
"βάσως":"βάσω",
"βατ":"βατ",
"βατανιακός":"βατανιακός",
"βατενσάιντ":"βατενσάιντ",
"βατερό":"βατερό",
"βάτζικας":"βάτζικας",
"βατζιώτης":"βατζιώτης",
"βατήρας":"βατήρας",
"βατικανο":"βατικανό",
"βατικανό":"βατικανό",
"βατικανού":"βατικανό",
"βάτιμο":"βάτιμο",
"βατό":"βατός",
"βάτο":"βάτος",
"βατόμουρο":"βατόμουρο",
"βατόμουρων":"βατόμουρο",
"βατός":"βατός",
"βάτος":"βάτος",
"βατούμι":"βατούμι",
"βατραχάκια":"βατραχάκι",
"βατραχάνθρωποι":"βατραχάνθρωπος",
"βατραχανθρώπους":"βατραχάνθρωπος",
"βατράχια":"βατράχι",
"βάτραχο":"βάτραχος",
"βάτραχος":"βάτραχος",
"βατράχου":"βάτραχος",
"βατράχους":"βάτραχος",
"βατσής":"βατσής",
"βάτσλαβ":"βάτσλαβ",
"βαυαρίας":"βαυαρία",
"βαυαρική":"βαυαρικός",
"βαυαρικό":"βαυαρικός",
"βαυαρικού":"βαυαρικός",
"βαυαρικών":"βαυαρικός",
"βαυαρούς":"βαυαρός",
"βαυαρών":"βαυαρός",
"βαυκαλιζόμαστε":"βαυκαλίζω",
"βάφει":"βάφω",
"βαφειδης":"βαφειδης",
"βαφείδης":"βαφείδης",
"βαφείων":"βαφείο",
"βάφεται":"βάφω",
"βαφή":"βαφή",
"βάφονται":"βάφω",
"βαφοπούλειο":"βαφοπούλειο",
"βαφόπουλου":"βαφόπουλος",
"βαφοπούλου":"βαφοπούλου",
"βάφουν":"βάφω",
"βαφτεί":"βάφω",
"βαφτηκε":"βάφω",
"βάφτηκε":"βάφω",
"βάφτιζε":"βαφτίζω",
"βαφτίζει":"βαφτίζω",
"βαφτίζεις":"βαφτίζω",
"βαφτίζεται":"βαφτίζω",
"βαφτίζονται":"βαφτίζω",
"βαφτίζοντας":"βαφτίζω",
"βαφτίζουμε":"βαφτίζω",
"βαφτίζουν":"βαφτίζω",
"βάφτισα":"βαφτίζω",
"βάφτισαν":"βαφτίζω",
"βάφτισε":"βαφτίζω",
"βάφτισέ":"βαφτίζω",
"βαφτίσει":"βαφτίζω",
"βάφτισες":"βαφτίζω",
"βάφτιση":"βάφτιση",
"βαφτίσια":"βαφτίσια",
"βαφτιστεί":"βαφτίζω",
"βαφτίστηκαν":"βαφτίζω",
"βαφτίστηκε":"βαφτίζω",
"βαχανελιδης":"βαχανελιδης",
"βάψει":"βάφω",
"βάψετε":"βάφω",
"βάψιμο":"βάψιμο",
"βάψουμε":"βάφω",
"βάψουν":"βάφω",
"ββc":"ββc",
"ββα":"ββα",
"βγάζαμε":"βγάζω",
"βγάζατε":"βγάζω",
"βγάζει":"βγάζω",
"βγάζεις":"βγάζω",
"βγάζετε":"βγάζω",
"βγάζοντας":"βγάζω",
"βγάζοντάς":"βγάζω",
"βγάζουμε":"βγάζω",
"βγάζουν":"βγάζω",
"βγάζω":"βγάζω",
"βγαίναμε":"βγαίνω",
"βγαίνανε":"βγαίνω",
"βγαίνατε":"βγαίνω",
"βγαίνει":"βγαίνω",
"βγαίνεις":"βγαίνω",
"βγαίνετε":"βγαίνω",
"βγαίνοντας":"βγαίνω",
"βγαίνουμε":"βγαίνω",
"βγαίνουν":"βγαίνω",
"βγαίνω":"βγαίνω",
"βγάλαμε":"βγάζω",
"βγάλαν":"βγάζω",
"βγάλατε":"βγάζω",
"βγάλε":"βγάζω",
"βγάλει":"βγάζω",
"βγάλεις":"βγάζω",
"βγάλετε":"βγάζω",
"βγαλμένα":"βγάζω",
"βγαλμένη":"βγαλμένος",
"βγαλμένο":"βγάζω",
"βγάλουμε":"βγάζω",
"βγάλουν":"βγάζω",
"βγάλουνε":"βγάζω",
"βγάλτε":"βγάζω",
"βγάλω":"βγάζω",
"βγάνει":"βγάνει",
"βγάνετε":"βγάνετε",
"βγει":"βγαίνω",
"βγεί":"βγεί",
"βγεις":"βγαίνω",
"βγείτε":"βγαίνω",
"βγες":"βγαίνω",
"βγήκα":"βγαίνω",
"βγήκαμε":"βγαίνω",
"βγήκαν":"βγαίνω",
"βγήκατε":"βγαίνω",
"βγήκε":"βγαίνω",
"βγουμε":"βγαίνω",
"βγούμε":"βγαίνω",
"βγουν":"βγαίνω",
"βγούνε":"βγαίνω",
"βγω":"βγαίνω",
"βδέλλα":"βδέλλα",
"βδέλλες":"βδέλλα",
"βδελυγμίας":"βδελυγμία",
"βδελυρούς":"βδελυρός",
"βδομάδα":"βδομάδα",
"βδομάδας":"βδομάδα",
"βδομάδες":"βδομάδα",
"βε":"βε",
"βέβαια":"βέβαια",
"βέβαια":"βέβαιος",
"βέβαιες":"βέβαιος",
"βέβαιη":"βέβαιος",
"βέβαιης":"βέβαιος",
"βέβαιο":"βέβαιος",
"βέβαιοι":"βέβαιος",
"βέβαιον":"βέβαιος",
"βέβαιος":"βέβαιος",
"βεβαιότητα":"βεβαιότητα",
"βεβαιότητά":"βεβαιότητα",
"βεβαιότητας":"βεβαιότητα",
"βεβαιότητες":"βεβαιότητα",
"βεβαιότητος":"βεβαιότητα",
"βεβαιοτήτων":"βεβαιότητα",
"βεβαιώ":"βεβαιώνω",
"βεβαιωθεί":"βεβαιώνω",
"βεβαιώθηκαν":"βεβαιώνω",
"βεβαιώθηκε":"βεβαιώνω",
"βεβαιωθούμε":"βεβαιώνω",
"βεβαιωθούν":"βεβαιώνω",
"βεβαιωμένες":"βεβαιώνω",
"βεβαιωμένη":"βεβαιωμένος",
"βεβαιωμένων":"βεβαιώνω",
"βέβαιων":"βέβαιος",
"βεβαίωνε":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνει":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνεται":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνονται":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνοντας":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνουν":"βεβαιώνω",
"βεβαιώνω":"βεβαιώνω",
"βεβαίως":"βέβαια",
"βεβαίωσαν":"βεβαιώνω",
"βεβαίωσε":"βεβαιώνω",
"βεβαιώσει":"βεβαιώνω",
"βεβαιώσεις":"βεβαίωση",
"βεβαιώσεων":"βεβαίωση",
"βεβαίωση":"βεβαίωση",
"βεβαίωσης":"βεβαίωση",
"βεβαιώσουν":"βεβαιώνω",
"βεβαιώσω":"βεβαιώνω",
"βεβαρημένα":"βεβαρημένος",
"βεβαρημένες":"βεβαρημένος",
"βεβαρημένη":"βεβαρημένος",
"βεβαρημένης":"βεβαρημένος",
"βεβαρημένο":"βεβαρημένος",
"βέβηλη":"βέβηλος",
"βέβηλος":"βέβηλος",
"βεβηλώνουν":"βεβηλώνω",
"βεβήλωσαν":"βεβηλώνω",
"βεβιασμένα":"βεβιασμένος",
"βεβιασμένες":"βεβιασμένος",
"βεβιασμένη":"βεβιασμένος",
"βεγγαλικά":"βεγγαλικό",
"βεγγαλικών":"βεγγαλικό",
"βέγγος":"βέγγος",
"βέγγου":"βέγγος",
"βεγκας":"βεγκας",
"βέγκας":"βέγκας",
"βεζύρης":"βεζύρης",
"βεζυρίδης":"βεζυρίδης",
"βεζυρτζή":"βεζυρτζή",
"βεζυρτζής":"βεζυρτζής",
"βεθ":"βεθ",
"βεϊζαδές":"βεϊζαδές",
"βεϊλ":"βεϊλ",
"βέιλ":"βέιλ",
"βέιλ28841831-53":"βέιλ28841831-53",
"βέκια":"βέκια",
"βέκιο":"βέκιο",
"βεκόπουλος":"βεκόπουλος",
"βεκός":"βεκός",
"βεκτωρ":"βεκτωρ",
"βελ":"βελ",
"βέλα":"βέλο",
"βελάζει":"βελάζω",
"βελανίδια":"βελανίδι",
"βελανιδιάς":"βελανιδιά",
"βελβεντό":"βελβεντό",
"βελβεντού":"βελβεντό",
"βέλβετ":"βέλβετ",
"βελγικά":"βελγικός",
"βελγικές":"βελγικός",
"βελγική":"βελγικός",
"βελγικής":"βελγικός",
"βελγικό":"βελγικός",
"βελγικού":"βελγικός",
"βελγικών":"βελγικός",
"βελγιο":"βέλγιο",
"βέλγιο":"βέλγιο",
"βελγίου":"βέλγιο",
"βέλγο":"βέλγος",
"βέλγοι":"βέλγος",
"βέλγος":"βέλγος",
"βέλγους":"βέλγος",
"βελέζ":"βελέζ",
"βελετάνης":"βελετάνης",
"βέλη":"βέλος",
"βεληβασάκη":"βεληβασάκη",
"βεληνεκές":"βεληνεκές",
"βεληνεκούς":"βεληνεκές",
"βελιγράδι":"βελιγράδι",
"βελιγραδίου":"βελιγράδι",
"βελίδης":"βελίδης",
"βέλικα":"βέλικα",
"βελικη":"βελικη",
"βελίκοφ":"βελίκοφ",
"βέλιμιρ":"βέλιμιρ",
"βελιτζέλος":"βελιτζέλος",
"βελίτσκοφ":"βελίτσκοφ",
"βελκόπουλος":"βελκόπουλος",
"βελλίδειο":"βελλίδειο",
"βελλίδειου":"βελλίδειου",
"βελλίδης":"βελλίδης",
"βέλλιος":"βέλλιος",
"βέλο":"βέλο",
"βελόνα":"βελόνα",
"βελόνας":"βελόνα",
"βελόνες":"βελόνα",
"βελονιστές":"βελονιστής",
"βελονιστής":"βελονιστής",
"βελόπουλο":"βελόπουλο",
"βέλος":"βέλος",
"βελούδινη":"βελούδινος",
"βελούδινο":"βελούδινος",
"βελούδο":"βελούδο",
"βέλους":"βέλος",
"βελτιούμενη":"βελτιούμενος",
"βέλτιστη":"βέλτιστος",
"βέλτιστον":"βέλτιστος",
"βελτίω":"βελτίω",
"βελτιωθεί":"βελτιώνω",
"βελτιώθηκαν":"βελτιώνω",
"βελτιώθηκε":"βελτιώνω",
"βελτιωθούμε":"βελτιώνω",
"βελτιωθούν":"βελτιώνω",
"βελτιωθώ":"βελτιώνω",
"βελτιωμένα":"βελτιώνω",
"βελτιωμένες":"βελτιώνω",
"βελτιωμένη":"βελτιωμένος",
"βελτιωμένο":"βελτιώνω",
"βελτιωμένος":"βελτιωμένος",
"βελτιώνει":"βελτιώνω",
"βελτιώνεσαι":"βελτιώνω",
"βελτιώνεται":"βελτιώνω",
"βελτιώνονται":"βελτιώνω",
"βελτιώνοντας":"βελτιώνω",
"βελτιωνόταν":"βελτιώνω",
"βελτιώνουμε":"βελτιώνω",
"βελτιώνουν":"βελτιώνω",
"βελτίωσαν":"βελτιώνω",
"βελτίωσε":"βελτιώνω",
"βελτιώσει":"βελτιώνω",
"βελτιώσεις":"βελτίωση",
"βελτιώσετε":"βελτιώνω",
"βελτιώσεων":"βελτίωση",
"βελτίωση":"βελτίωση",
"βελτίωσή":"βελτίωση",
"βελτιωσης":"βελτίωση",
"βελτίωσης":"βελτίωση",
"βελτίωσής":"βελτίωση",
"βελτιώσουμε":"βελτιώνω",
"βελτιώσουν":"βελτιώνω",
"βελτιώστε":"βελτιώνω",
"βελτιώσω":"βελτιώνω",
"βελτιωτικές":"βελτιωτικός",
"βελτρονι":"βελτρονι",
"βελτρόνι":"βελτρόνι",
"βελώνη":"βελώνη",
"βελώνης":"βελώνης",
"βέμπλεν":"βέμπλεν",
"βέμπο":"βέμπο",
"βενγκέρ":"βενγκέρ",
"βένεγκορ":"βένεγκορ",
"βενέδικτο":"βενέδικτο",
"βενέδικτος":"βενέδικτος",
"βενέδικτου":"βενέδικτου",
"βενεζουέλα":"βενεζουέλα",
"βενεζουελάνος":"βενεζουελάνος",
"βενεζουέλας":"βενεζουέλα",
"βενέτης":"βενέτης",
"βενετία":"βενετία",
"βενετίας":"βενετία",
"βενετσάνου":"βενετσάνου",
"βενέτσια":"βενέτσια",
"βενετσιάνικη":"βενετσιάνικος",
"βενετσιάνικο":"βενετσιάνικος",
"βενετσιάνους":"βενετσιάνος",
"βενετών":"βενετός",
"βενζινάδικα":"βενζινάδικο",
"βενζινάδικο":"βενζινάδικο",
"βενζίνες":"βενζίνη",
"βενζίνη":"βενζίνη",
"βενζίνης":"βενζίνη",
"βενζινοκίνητες":"βενζινοκίνητος",
"βενζινών":"βενζίνη",
"βενιαμιν":"βενιαμίν",
"βενιαμίν":"βενιαμίν",
"βενιζέλο":"βενιζέλος",
"βενιζελος":"βενιζέλος",
"βενιζέλος":"βενιζέλος",
"βενιζέλου":"βενιζέλος",
"βέννας":"βέννας",
"βενσάν":"βενσάν",
"βέντερ":"βέντερ",
"βέντερς":"βέντερς",
"βεντέτα":"βεντέτα",
"βεντέτας":"βεντέτα",
"βεντέτες":"βεντέτα",
"βεντούζες":"βεντούζα",
"βεντούρα":"βεντούρα",
"βεντρίν":"βεντρίν",
"βεντσπιλς":"βεντσπιλς",
"βεντσπίλς":"βεντσπίλς",
"βέντσπιλς":"βέντσπιλς",
"βέντσπιλς-ακαντέμικ":"βέντσπιλς-ακαντέμικ",
"βερ":"βερ",
"βερα":"βέρος",
"βέρα":"βέρος",
"βεράντα":"βεράντα",
"βεράντες":"βεράντα",
"βερβάλ":"βερβάλ",
"βερβάλε":"βερβάλε",
"βέρβεροι":"βέρβεροι",
"βεργάδη":"βεργάδη",
"βέργες":"βέργα",
"βεργη":"βεργη",
"βέργη":"βέργη",
"βέργης":"βέργης",
"βεργίνα":"βεργίνα",
"βεργίνας":"βεργίνα",
"βεργίνη":"βεργίνης",
"βεργίνης":"βεργίνης",
"βεργίτση":"βεργίτση",
"βεργουλης":"βεργουλης",
"βεργώνης":"βεργώνης",
"βερελής":"βερελής",
"βερεσέ":"βερεσέ",
"βέρμαχτ":"βέρμαχτ",
"βερμέλ":"βερμέλ",
"βερμέλεν":"βερμέλεν",
"βέρμιο":"βέρμιο",
"βερμίου":"βέρμιο",
"βερμόντ":"βερμόντ",
"βερμούτ":"βερμούτ",
"βερμπαλισμό":"βερμπαλισμός",
"βέρνερ":"βέρνερ",
"βερνιέ":"βερνιέ",
"βερνίκι":"βερνίκι",
"βερνίκια":"βερνίκι",
"βερνικιών":"βερνίκι",
"βερνικος":"βερνικος",
"βερνισάζ":"βερνισάζ",
"βέρντερ":"βέρντερ",
"βερντρίν":"βερντρίν",
"βεροια":"βέροια",
"βέροια":"βέροια",
"βέροια10241210-29":"βέροια10241210-29",
"βέροιαν":"βέροια",
"βέροια-πανηλειακός":"βέροια-πανηλειακός",
"βέροιας":"βέροια",
"βεροίας":"βεροίας",
"βέροιας-γουμένισσα":"βέροιας-γουμένισσα",
"βέροιας-νάουσας":"βέροιας-νάουσας",
"βέροιας-σκύδρας":"βέροιας-σκύδρας",
"βεροιώτη":"βεροιώτης",
"βεροιώτης":"βεροιώτης",
"βερολίνο":"βερολίνο",
"βερολίνου":"βερολίνο",
"βερολίνου-εστουντιάντες":"βερολίνου-εστουντιάντες",
"βερόνα":"βερόνα",
"βερόνικα":"βερόνικα",
"βερόνικας":"βερόνικας",
"βερονίκη":"βερονίκη",
"βέρου":"βέρος",
"βερουλη":"βερουλη",
"βερούλη":"βερούλη",
"βερσάτσε":"βερσάτσε",
"βερτζίν":"βερτζίν",
"βέρτη":"βέρτη",
"βερτίσκου":"βερτίσκου",
"βερτσώνη":"βερτσώνη",
"βερυβάκης":"βερυβάκης",
"βερχόφερν":"βερχόφερν",
"βεσελίν":"βεσελίν",
"βεσελίνοβ":"βεσελίνοβ",
"βέσελοφς":"βέσελοφς",
"βεσέτ":"βεσέτ",
"βέσκερ":"βέσκερ",
"βέσκοβι":"βέσκοβι",
"βεσκούκης":"βεσκούκης",
"βέστερλο":"βέστερλο",
"βεστιάριο":"βεστιάριο",
"βεστμάνεγιαρ":"βεστμάνεγιαρ",
"βετα":"βετα",
"βετεράνο":"βετεράνος",
"βετεράνοι":"βετεράνος",
"βετεράνος":"βετεράνος",
"βετεράνους":"βετεράνος",
"βετεράνων":"βετεράνος",
"βέτο":"βέτο",
"βετούλα":"βετούλα",
"βετούλας":"βετούλας",
"βέττα":"βέττα",
"βέφα":"βέφα",
"βηθλεέμ":"βηθλεέμ",
"'βηθλεέμ":"'βηθλεέμ",
"βήμα":"βήμα",
"βήματα":"βήμα",
"βήματά":"βήμα",
"βηματισμό":"βηματισμός",
"βηματισμός":"βηματισμός",
"βηματισμούς":"βηματισμός",
"βήματος":"βήμα",
"βηρυτό":"βηρυτός",
"βηρυτού":"βηρυτός",
"βήτα":"βήτα",
"βητεβής":"βητεβής",
"βηττα":"βηττα",
"βήχα":"βήχας",
"βήχας":"βήχας",
"βία":"βία",
"βιαγκρα":"βιάγκρα",
"βιάγκρα":"βιάγκρα",
"βιαερίου":"βιαερίου",
"βιάζει":"βιάζω",
"βιάζεστε":"βιάζω",
"βιάζεται":"βιάζω",
"βιάζομαι":"βιάζω",
"βιαζόμαστε":"βιάζω",
"βιάζονται":"βιάζω",
"βιάζουν":"βιάζω",
"βιαία":"βιαία",
"βίαια":"βίαια",
"βίαια":"βίαιος",
"βίαιες":"βίαιος",
"βίαιη":"βίαιος",
"βίαιης":"βίαιος",
"βίαιο":"βίαιος",
"βιαιοπραγίας":"βιαιοπραγία",
"βίαιος":"βίαιος",
"βιαιότητα":"βιαιότητα",
"βιαιοτήτων":"βιαιότητα",
"βίαιου":"βίαιος",
"βίαιους":"βίαιος",
"βίαιων":"βίαιος",
"βιαίως":"βίαια",
"βιαμυλ":"βιαμυλ",
"βιας":"βία",
"βίας":"βία",
"βίασαν":"βιάζω",
"βίασε":"βιάζω",
"βιάση":"βιάση",
"βιασθεί":"βιάζω",
"βιάσθηκε":"βιάζω",
"βιασμένες":"βιασμένος",
"βιασμένη":"βιασμένος",
"βιασμό":"βιασμός",
"βιασμοί":"βιασμός",
"βιασμος":"βιασμός",
"βιασμός":"βιασμός",
"βιασμού":"βιασμός",
"βιασμούς":"βιασμός",
"βιασμών":"βιασμός",
"βιάσουν":"βιάζω",
"βιαστεί":"βιάζω",
"βιαστείτε":"βιάζω",
"βιαστές":"βιαστής",
"βιαστή":"βιαστής",
"βιάστηκα":"βιάζω",
"βιάστηκαν":"βιάζω",
"βιάστηκε":"βιάζω",
"βιαστής":"βιαστής",
"βιαστικά":"βιαστικά",
"βιαστικές":"βιαστικός",
"βιαστική":"βιαστικός",
"βιαστικό":"βιαστικός",
"βιαστικός":"βιαστικός",
"βιαστικούς":"βιαστικός",
"βιαστικών":"βιαστικός",
"βιαστούμε":"βιάζω",
"βιαστούν":"βιάζω",
"βιαστών":"βιαστής",
"βιασύνη":"βιασύνη",
"βιασύνης":"βιασύνη",
"βίβα":"εβίβα",
"βιβάνκος":"βιβάνκος",
"βιβή":"βιβή",
"βίβιαν":"βίβιαν",
"βιβιάνα":"βιβιάνα",
"βιβιέν":"βιβιέν",
"βιβιλάκη":"βιβιλάκη",
"βιβιλάκης":"βιβιλάκης",
"βιβλία":"βιβλίο",
"βιβλιαράκι":"βιβλιαράκι",
"βιβλιαράκια":"βιβλιαράκι",
"βιβλιάρια":"βιβλιάριο",
"βιβλιάριο":"βιβλιάριο",
"βιβλιαρίου":"βιβλιάριο",
"βιβλιαρίων":"βιβλιάριο",
"βιβλία-φωνές":"βιβλία-φωνές",
"βιβλικές":"βιβλικός",
"βιβλική":"βιβλικός",
"βιβλικής":"βιβλικός",
"βιβλικό":"βιβλικός",
"βιβλικού":"βιβλικός",
"βιβλιο":"βιβλίο",
"βιβλίο":"βιβλίο",
"βιβλιογραφία":"βιβλιογραφία",
"βιβλιογραφικές":"βιβλιογραφικός",
"βιβλιογραφική":"βιβλιογραφικός",
"βιβλιογραφικών":"βιβλιογραφικός",
"βιβλιοδεσία":"βιβλιοδεσία",
"βιβλιοδεσίας":"βιβλιοδεσία",
"βιβλιοθήκες":"βιβλιοθήκη",
"βιβλιοθηκη":"βιβλιοθήκη",
"βιβλιοθήκη":"βιβλιοθήκη",
"βιβλιοθήκης":"βιβλιοθήκη",
"βιβλιοθηκονόμων":"βιβλιοθηκονόμος",
"βιβλιοθηκών":"βιβλιοθήκη",
"βιβλιοκρισίες":"βιβλιοκρισία",
"βιβλίο-περιεχόμενα":"βιβλίο-περιεχόμενα",
"βιβλιοπωλεία":"βιβλιοπωλείο",
"βιβλιοπωλειο":"βιβλιοπωλείο",
"βιβλιοπωλείο":"βιβλιοπωλείο",
"βιβλιοπωλείου":"βιβλιοπωλείο",
"βιβλιοπωλείων":"βιβλιοπωλείο",
"βιβλιοπώλες":"βιβλιοπώλης",
"βιβλιοπώλη":"βιβλιοπώλης",
"βιβλίο-ταινία":"βιβλίο-ταινία",
"βιβλιου":"βιβλίο",
"βιβλίου":"βιβλίο",
"βιβλιοφάγοι":"βιβλιοφάγος",
"βιβλίων":"βιβλίο",
"βίβλο":"βίβλος",
"βίβλος":"βίβλος",
"βίβλου":"βίβλος",
"βιβρ":"βιβρ",
"βίγια":"βίγια",
"βιγιαρεάλ":"βιγιαρεάλ",
"βίγκελαντ":"βίγκελαντ",
"βίγλα":"βίγλα",
"βίγλας":"βίγλα",
"βίγνστεκερς":"βίγνστεκερς",
"βιδάλη":"βιδάλη",
"βίδες":"βίδα",
"βιεϊρά":"βιεϊρά",
"βιελάντε":"βιελάντε",
"βιεννέζου":"βιεννέζου",
"βιέννη":"βιέννη",
"βιέννης":"βιέννη",
"βιερι":"βιερι",
"βιέρι":"βιέρι",
"βιετκόγκ":"βιετκόγκ",
"βιετνάμ":"βιετνάμ",
"βιετναμική":"βιετναμικός",
"βίζα":"βίζα",
"βίζας":"βίζα",
"βιθέντε":"βιθέντε",
"βικέλα":"βικέλας",
"βικελαίας":"βικελαίας",
"βικέλας":"βικέλας",
"βίκου":"βίκος",
"βίκτορ":"βίκτορ",
"βικτόριαν":"βικτόρια",
"βικτοριανό":"βικτοριανός",
"βίκτορος":"βίκτορος",
"βίκτωρ":"βίκτωρ",
"βίκτωρα":"βίκτωρας",
"βίκτωρας":"βίκτωρας",
"βικτωρίας":"βικτωρία",
"βίκυ":"βίκυ",
"βίκυς":"βίκυς",
"βιλα":"βίλα",
"βίλα":"βίλα",
"βίλα43127536-25":"βίλα43127536-25",
"βίλα-γουεστ":"βίλα-γουεστ",
"βιλανάκης":"βιλανάκης",
"'βίλας":"'βίλας",
"βίλεμ":"βίλεμ",
"βιλερμπάν":"βιλερμπάν",
ιλερμπάν86":"βιλερμπάν86",
ιλερμπάν9-61061":"βιλερμπάν9-61061",
"βιλερμπάν-ρέτζιο":"βιλερμπάν-ρέτζιο",
"βίλες":"βίλα",
"βιλί":"βιλί",
"βίλι":"βίλι",
"βιλιέρ":"βιλιέρ",
"βίλκα":"βίλκα",
"βίλμα":"βίλμα",
"βίλουμς":"βίλουμς",
"βίλφριντ":"βίλφριντ",
"βίλχελμ":"βίλχελμ",
"βιμ":"βιμ",
"βινεγκρέτ":"βινεγκρέτ",
"βίνι":"βίνι",
"βίνιανη":"βίνιανη",
"βινιέρη":"βινιέρη",
"βινς":"βινς",
"βίνσεντ":"βίνσεντ",
"βιντεάκια":"βιντεάκια",
"βίντεο":"βίντεο",
"βιντεοκάμερα":"βιντεοκάμερα",
"βιντεοκάμερες":"βιντεοκάμερα",
"βιντεοκάμερων":"βιντεοκάμερων",
"βιντεοκασέτα":"βιντεοκασέτα",
"βιντεοκασέτες":"βιντεοκασέτα",
"βιντεοκλίπ":"βιντεοκλίπ",
"βίντεοκλιπ":"βίντεοκλιπ",
"βίντεο-ντοκουμέντο":"βίντεο-ντοκουμέντο",
"βιντεοπαιχνίδια":"βιντεοπαιχνίδι",
"βιντεοπροβολές":"βιντεοπροβολή",
"βιντεοσκοπεί":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπηθεί":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπήθηκαν":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπημένα":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπημένες":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπημένο":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκόπηση":"βιντεοσκόπηση",
"βιντεοσκόπησή":"βιντεοσκόπηση",
"βιντεοσκοπήσουν":"βιντεοσκοπώ",
"βιντεοσκοπούν":"βιντεοσκοπώ",
"βίντεο-συνδιάσκεψης":"βίντεο-συνδιάσκεψης",
"βιντεοταινία":"βιντεοταινία",
"βιντεοταινίες":"βιντεοταινία",
"βιντεοταινιών":"βιντεοταινία",
"βίντις":"βίντις",
"βιντιτς":"βιντιτς",
"βίντιτς":"βίντιτς",
"βίντσε":"βίντσε",
"βίντσι":"βίντσι",
"βινυλίου":"βινύλιο",
"βίο":"βίος",
"βιοαέριο":"βιοαέριο",
"βιοαερίου":"βιοαέριο",
"βιοαποδομήσιμων":"βιοαποδομήσιμων",
"βιοασφαλεια":"βιοασφάλεια",
"βιοασφάλεια":"βιοασφάλεια",
"βιογραφία":"βιογραφία",
"βιογραφίας":"βιογραφία",
"βιογραφίες":"βιογραφία",
"βιογραφικά":"βιογραφικός",
"βιογραφικό":"βιογραφικός",
"βιογραφικών":"βιογραφικός",
"βιογραφιών":"βιογραφία",
"βιογράφο":"βιογράφος",
"βιογράφος":"βιογράφος",
"βιοδιασπώμενες":"βιοδιασπώμενος",
"βιοδιασπώμενο":"βιοδιασπώμενος",
"βίοι":"βίος",
"βιοϊατρικής":"βιοϊατρική",
"βιοκαλλιεργητές":"βιοκαλλιεργητής",
"βιοκαρπετ":"βιοκαρπετ",
"βιοκαρπέτ":"βιοκαρπέτ",
"βιοκαύσιμα":"βιοκαύσιμο",
"βιόλα":"βιόλα",
"βιολάντη":"βιολάντη",
"βιολάρη":"βιολάρη",
"βιολετα":"βιολέτα",
"βιολέτα":"βιολέτα",
"βιολί":"βιολί",
"βιολιά":"βιολί",
"βιολιού":"βιολί",
"βιολιστής":"βιολιστής",
"βιολιών":"βιολί",
"βιολογία":"βιολογία",
"βιολογίας":"βιολογία",
"βιολογικά":"βιολογικός",
"βιολογικές":"βιολογικός",
"βιολογική":"βιολογικός",
"βιολογικής":"βιολογικός",
"βιολογικό":"βιολογικός",
"βιολογικός":"βιολογικός",
"βιολογικού":"βιολογικός",
"βιολογικούς":"βιολογικός",
"βιολογικών":"βιολογικός",
"βιολόγο":"βιολόγος",
"βιολόγοι":"βιολόγος",
"βιολόγος":"βιολόγος",
"βιολόγου":"βιολόγος",
"βιολόγους":"βιολόγος",
"βιολόγων":"βιολόγος",
"βιολονίστα":"βιολονίστας",
"βιολοντσελίστα":"βιολοντσελίστας",
"βιολοντσέλο":"βιολοντσέλο",
"βιομ":"βιομ",
"βιομάζα":"βιομάζα",
"βιομηχ":"βιομηχ",
"βιομηχανια":"βιομηχανία",
"βιομηχανία":"βιομηχανία",
"βιομηχανία-ρύπανση":"βιομηχανία-ρύπανση",
"βιομηχανίας":"βιομηχανία",
"βιομηχανίες":"βιομηχανία",
"βιομηχανικά":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικές":"βιομηχανικός",
"βιομηχανική":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικής":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικο":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικό":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικοί":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικός":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικού":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικούς":"βιομηχανικός",
"βιομηχανικών":"βιομηχανικός",
"βιομηχανιων":"βιομηχανία",
"βιομηχανιών":"βιομηχανία",
"βιομήχανο":"βιομήχανος",
"βιομήχανοι":"βιομήχανος",
"βιομηχανοποιημένα":"βιομηχανοποιώ",
"βιομηχανοποιημένο":"βιομηχανοποιώ",
"βιομήχανος":"βιομήχανος",
"βιομήχανου":"βιομήχανος",
"βιομηχάνους":"βιομήχανος",
"βιομηχάνων":"βιομήχανος",
"βιομορίων":"βιομόριο",
"βίον":"βίος",
"βιοπαλαιστών":"βιοπαλαιστής",
"βιοπάλη":"βιοπάλη",
"βιοπάλης":"βιοπάλη",
"βιοπειρατία":"βιοπειρατεία",
"βιοποικιλότητα":"βιοποικιλότητα",
"βιοποικιλότητας":"βιοποικιλότητα",
"βιοπολιτική":"βιοπολιτική",
"βιοπορισμό":"βιοπορισμός",
"βιοπορισμού":"βιοπορισμός",
"βιοποριστεί":"βιοπορίζω",
"βιοποριστικά":"βιοποριστικά",
"βιοποριστικού":"βιοποριστικός",
"βιοποριστικούς":"βιοποριστικός",
"βιόπουλος":"βιόπουλος",
"βιός":"βιός",
"βίος":"βίος",
"βιόσφαιρα":"βιόσφαιρα",
"βιοσωλ":"βιοσωλ",
"βιοσώλ":"βιοσώλ",
"βιοτερ":"βιοτερ",
"βιοτέχνες":"βιοτέχνης",
"βιοτέχνης":"βιοτέχνης",
"βιοτεχνία":"βιοτεχνία",
"βιοτεχνίας":"βιοτεχνία",
"βιοτεχνίες":"βιοτεχνία",
"βιοτεχνικές":"βιοτεχνικός",
"βιοτεχνική":"βιοτεχνικός",
"βιοτεχνικό":"βιοτεχνικός",
"βιοτεχνικού":"βιοτεχνικός",
"βιοτεχνιών":"βιοτεχνία",
"βιοτεχνιών-βιομηχανιών":"βιοτεχνιών-βιομηχανιών",
"βιοτεχνολογία":"βιοτεχνολογία",
"βιοτεχνολογίας":"βιοτεχνολογία",
"βιοτεχνολογικές":"βιοτεχνολογικός",
"βιοτεχνολογικό":"βιοτεχνολογικός",
"βιοτεχνολόγοι":"βιοτεχνολόγος",
"βιοτεχνών":"βιοτέχνης",
"βιοτής":"βιοτή",
"βιοτικές":"βιοτικός",
"βιοτική":"βιοτικός",
"βιοτικού":"βιοτικός",
"βιότοπο":"βιότοπος",
"βιότοπος":"βιότοπος",
"βιότοπους":"βιότοπος",
"βίου":"βίος",
"βιοχάλκο":"βιοχάλκο",
"βιοχαλκο":"βιοχαλκός",
"βιοχημεία":"βιοχημεία",
"βιοχημικά":"βιοχημικός",
"βιοχημικός":"βιοχημικός",
"βιοχημικών":"βιοχημικός",
"βιοψία":"βιοψία",
"βιράντο":"βιράντο",
"βιργινία":"βιργινία",
"βιργινίας":"βιργινία",
"βιρμανία":"βιρμανία",
"βιρμανίας":"βιρμανία",
"βιρμανικής":"βιρμανικός",
"βιρμπίνσκι":"βιρμπίνσκι",
"βιρτζίνια":"βιρτζίνια",
"βιρτουόζος":"βιρτουόζος",
"βίρτους":"βίρτους",
"βις":"βις",
"βισάλτης":"βισάλτης",
"βισαλτιακός":"βισαλτιακός",
"βισαλτίας":"βισαλτίας",
"βισέντε":"βισέντε",
"βισίντιν":"βισίντιν",
"βισκόντι":"βισκόντι",
"βίσλα":"βίσλα",
"βισσαλτιακός":"βισσαλτιακός",
"βίσση":"βίσσης",
"βισώνας":"βίσονας",
"βίτα":"βίτα",
"βιτάλι":"βιτάλι",
"βιταμίνες":"βιταμίνη",
"βιταμίνη":"βιταμίνη",
"βιταμίνης":"βιταμίνη",
"βιτέσε":"βιτέσε",
"βίτεσε":"βίτεσε",
"βίτζεβ":"βίτζεβ",
"βίτο":"βίτο",
"βιτόριο":"βιτόριο",
"βιτρίνα":"βιτρίνα",
"βιτρίνας":"βιτρίνα",
"βιτρίνες":"βιτρίνα",
"βιτριόλι":"βιτριόλι",
"βιτριολικά":"βιτριολικά",
"βιτρώ":"βιτρώ",
"βιτσέντζα":"βιτσέντζα",
"βίτσι":"βίτσι",
"βίτσια":"βίτσιο",
"βίτσιο":"βίτσιο",
"βιτσίου":"βιτσίου",
"βίωμα":"βίωμα",
"βιώματα":"βίωμα",
"βιώματά":"βίωμα",
"βιωματικά":"βιωματικά",
"βιωματικές":"βιωματικός",
"βιωματική":"βιωματικός",
"βιωματικής":"βιωματικός",
"βιωματικό":"βιωματικός",
"βιωμάτων":"βίωμα",
"βιωμένες":"βιώνω",
"βιωμένη":"βιώνω",
"βίωναν":"βιώνω",
"βίωνε":"βιώνω",
"βιώνει":"βιώνω",
"βιώνεις":"βιώνω",
"βιώνεται":"βιώνω",
"βιώνονται":"βιώνω",
"βιώνοντας":"βιώνω",
"βιώνουμε":"βιώνω",
"βιώνουν":"βιώνω",
"βίωσα":"βιώνω",
"βιώσαμε":"βιώνω",
"βίωσαν":"βιώνω",
"βιώσαν":"βιώσας",
"βίωσε":"βιώνω",
"βιώσει":"βιώνω",
"βίωση":"βίωση",
"βιώσιμες":"βιώσιμος",
"βιώσιμη":"βιώσιμος",
"βιώσιμης":"βιώσιμος",
"βιώσιμο":"βιώσιμος",
"βιώσιμος":"βιώσιμος",
"βιωσιμότητα":"βιωσιμότητα",
"βιωσιμότητά":"βιωσιμότητα",
"βιωσιμότητας":"βιωσιμότητα",
"βιώσιμων":"βιώσιμος",
"βιώσουμε":"βιώνω",
"βλ":"βλ",
"βλαβερά":"βλαβερά",
"βλαβερές":"βλαβερός",
"βλαβερή":"βλαβερός",
"βλαβερο":"βλαβερός",
"βλαβερό":"βλαβερός",
"βλαβερου":"βλαβερός",
"βλαβερού":"βλαβερός",
"βλαβερών":"βλαβερός",
"βλάβες":"βλάβη",
"βλάβη":"βλάβη",
"βλάβης":"βλάβη",
"βλαβιανός":"βλαβιανός",
"βλαβών":"βλάβη",
"βλαδιβοστόκ":"βλαδιβοστόκ",
"βλαδίμηρο":"βλαδίμηρος",
"βλάζνια":"βλάζνια",
"βλάκας":"βλάκας",
"βλακεία":"βλακεία",
"βλακείας":"βλακεία",
"βλακείες":"βλακεία",
"βλάκες":"βλάκας",
"βλακώδες":"βλακώδης",
"βλακώδη":"βλακώδης",
"βλάλη":"βλάλη",
"βλάνταν":"βλάνταν",
"βλάντε":"βλάντε",
"βλαντής":"βλαντής",
"βλαντιμίρ":"βλαντιμίρ",
"βλάντιμιρ":"βλάντιμιρ",
"βλάπτει":"βλάπτω",
"βλαπτικά":"βλαπτικά",
"βλαπτικές":"βλαπτικός",
"βλαπτική":"βλαπτικός",
"βλαπτικοί":"βλαπτικός",
"βλάπτοντας":"βλάπτω",
"βλάπτουν":"βλάπτω",
"βλασακίδη":"βλασακίδη",
"βλασακίδης":"βλασακίδης",
"βλάσης":"βλάσης",
"βλασσόπουλο":"βλασσόπουλο",
"βλασσοπουλος":"βλασσοπουλος",
"βλασσόπουλος":"βλασσόπουλος",
"βλασσόπουλου":"βλασσόπουλου",
"βλαστάνει":"βλαστάνει",
"βλαστάρι":"βλαστάρι",
"βλαστάρια":"βλαστάρι",
"βλάστη":"βλάστη",
"βλαστήμιες":"βλαστήμια",
"βλάστης":"βλάστη",
"βλάστηση":"βλάστηση",
"βλάστησης":"βλάστηση",
"βλαστικά":"βλαστικός",
"βλαστικών":"βλαστικός",
"βλαστιώτες":"βλαστιώτες",
"βλαστοί":"βλαστός",
"βλαστοκύτταρα":"βλαστοκύτταρο",
"βλαστοκυττάρων":"βλαστοκύτταρο",
"βλαστός":"βλαστός",
"βλαστού":"βλαστός",
"βλαστούς":"βλαστός",
"βλασφημίας":"βλασφημία",
"βλάσφημο":"βλάσφημος",
"βλάσφημων":"βλάσφημος",
"βλατή":"βλατή",
"βλατής":"βλατής",
"βλαφθούν":"βλάπτω",
"βλαχακη":"βλαχάκης",
"βλαχάρης":"βλαχάρης",
"βλάχο":"βλάχος",
"βλαχογιάννης":"βλαχογιάννης",
"βλάχοι":"βλάχος",
"βλαχόπουλος":"βλαχόπουλος",
"βλαχόπουλου":"βλαχόπουλος",
"βλαχος":"βλάχος",
"βλάχος":"βλάχος",
"βλαχου":"βλάχος",
"βλάχου":"βλάχος",
"βλάχου-πετρίδου":"βλάχου-πετρίδου",
"βλάψαμε":"βλάπτω",
"βλάψει":"βλάπτω",
"βλάψουν":"βλάπτω",
"βλέμα":"βλέμα",
"βλεμμα":"βλέμμα",
"βλέμμα":"βλέμμα",
"βλέμματα":"βλέμμα",
"βλέμματά":"βλέμμα",
"βλέμματος":"βλέμμα",
"βλέννας":"βλέννα",
"βλεννόρροιας":"βλεννόρροια",
"βλεπα":"βλεπα",
"βλέπαμε":"βλέπω",
"βλέπανε":"βλέπω",
"βλέπατε":"βλέπω",
"'βλεπε":"'βλεπε",
"βλέπε":"βλέπω",
"βλέπει":"βλέπω",
"βλέπεις":"βλέπω",
"βλέπεται":"βλέπω",
"βλέπετε":"βλέπω",
"βλέπονται":"βλέπω",
"βλέποντας":"βλέπω",
"βλέποντάς":"βλέπω",
"βλέπουμε":"βλέπω",
"βλέπουν":"βλέπω",
"βλέπουνε":"βλέπω",
"βλέπω":"βλέπω",
"βλέφαρα":"βλέφαρο",
"βλεφαρίδες":"βλεφαρίδα",
"βλέψεις":"βλέψη",
"βλέψη":"βλέψη",
"βλήμα":"βλήμα",
"βλήματα":"βλήμα",
"βλήματος":"βλήμα",
"βλημάτων":"βλήμα",
"βλοσυρά":"βλοσυρός",
"βλοσυρό":"βλοσυρός",
"βλοσυρός":"βλοσυρός",
"βλοτινό":"βλοτινό",
"βοά":"βοώ",
"βόγα":"βόγα",
"βόγγολη":"βόγγολη",
"βογιατζάκη":"βογιατζάκη",
"βογιατζή":"βογιατζής",
"βογιατζής":"βογιατζής",
"βογιατζόγλου":"βογιατζόγλου",
"βογιατζοπούλου":"βογιατζοπούλου",
"βογκτ":"βογκτ",
"βόγλης":"βόγλης",
"βόδι":"βόδι",
"βόδια":"βόδι",
"βοδινό":"βοδινός",
"βοδινού":"βοδινός",
"βοδιού":"βόδι",
"βοή":"βοή",
"βοηθά":"βοηθώ",
"βοηθάει":"βοηθώ",
"βοηθάμε":"βοηθώ",
"βοηθάνε":"βοηθώ",
"βοηθάς":"βοηθώ",
"βοηθάτε":"βοηθώ",
οηθάτε1":"βοηθάτε1",
"βοηθάω":"βοηθώ",
"βοήθεια":"βοήθεια",
"βοήθειά":"βοήθεια",
"βοηθείας":"βοηθεία",
"βοήθειας":"βοήθεια",
"βοήθειες":"βοήθεια",
"βοηθειών":"βοήθεια",
"βοηθηθεί":"βοηθώ",
"βοηθήθηκε":"βοηθώ",
"βοηθηθούν":"βοηθώ",
"βοήθημα":"βοήθημα",
"βοηθήματα":"βοήθημα",
"βοηθήματος":"βοήθημα",
"βοήθησα":"βοηθώ",
"βοήθησαν":"βοηθώ",
"βοηθησε":"βοηθώ",
"βοήθησε":"βοηθώ",
"βοηθήσει":"βοηθώ",
"βοήθησει":"βοηθώ",
"βοηθήσεις":"βοηθώ",
"βοηθήσετε":"βοηθώ",
"βοηθήσουμε":"βοηθώ",
"βοηθήσουν":"βοηθώ",
"βοηθήσουνε":"βοηθώ",
"βοηθήστε":"βοηθώ",
"βοηθήσω":"βοηθώ",
"βοηθητικά":"βοηθητικός",
"βοηθητικές":"βοηθητικός",
"βοηθητική":"βοηθητικός",
"βοηθητικής":"βοηθητικός",
"βοηθητικο":"βοηθητικός",
"βοηθητικό":"βοηθητικός",
"βοηθητικοί":"βοηθητικός",
"βοηθητικός":"βοηθητικός",
"βοηθητικού":"βοηθητικός",
"βοηθητικών":"βοηθητικός",
"βοηθό":"βοηθός",
"βοηθοί":"βοηθός",
"βοηθόν":"βοηθός",
"βοηθός":"βοηθός",
"βοηθού":"βοηθός",
"βοηθούμε":"βοηθώ",
"βοηθούμενη":"βοηθούμενος",
"βοηθούμενοι":"βοηθούμενος",
"βοηθούμενος":"βοηθούμενος",
"βοηθούν":"βοηθώ",
"βοηθούνται":"βοηθώ",
"βοηθούντος":"βοηθών",
"βοηθούς":"βοηθός",
"βοηθούσαμε":"βοηθώ",
"βοηθούσαν":"βοηθώ",
"βοηθούσε":"βοηθώ",
"βοηθούσες":"βοηθώ",
"βοηθούσης":"βοηθών",
"βοηθών":"βοηθός",
"βοηθών":"βοηθών",
"βοηθώντας":"βοηθώ",
"βοής":"βοή",
"βοϊβοδίνας":"βοϊβοδίνας",
"βοϊβοντίνα":"βοϊβοντίνα",
"βοϊδοδίνα":"βοϊδοδίνα",
"βοϊδομάτης":"βοϊδομάτης",
"βόικος":"βόικος",
"βοΐου":"βοΐου",
"βοιωτία":"βοιωτία",
"βοιωτίας":"βοιωτία",
"βοιωτών":"βοιωτός",
"βοκ":"βοκ",
"βοκάκιο":"βοκάκιο",
"βόκολο":"βόκολο",
"βόκολος":"βόκολος",
"βολάν":"βολάν",
"βολανάκη":"βολανάκης",
"βόλβη":"βόλβη",
"βόλβης":"βόλβης",
"βόλγα":"βόλγας",
"βολεϊ":"βόλεϊ",
"βόλεϊ":"βόλεϊ",
"βολεϊμπολίστρια":"βολεϊμπολίστρια",
"βόλεμα":"βόλεμα",
"βολεμένη":"βολεύω",
"βολεμένοι":"βολεύω",
"βολεμένους":"βολεύω",
"βολεμένων":"βολεμένος",
"βολές":"βολή",
"βόλευε":"βολεύω",
"βολεύει":"βολεύω",
"βολεύεσαι":"βολεύω",
"βολεύεται":"βολεύω",
"βολεύουν":"βολεύω",
"βολευτείτε":"βολεύω",
"βολεύτηκα":"βολεύω",
"βολεύτηκαν":"βολεύω",
"βολευτούν":"βολεύω",
"βολή":"βολή",
"βολής":"βολή",
"βόλια":"βόλι",
"βολιβία":"βολιβία",
"βολιβιανος":"βολιβιανός",
"βολίδα":"βολίδα",
"βολιδοσκοπεί":"βολιδοσκοπώ",
"βολιδοσκοπήσει":"βολιδοσκοπώ",
"βολιδοσκόπηση":"βολιδοσκόπηση",
"βολικά":"βολικά",
"βολίκας":"βολίκας",
"βολικές":"βολικός",
"βολική":"βολικός",
"βολικό":"βολικός",
"βολικός":"βολικός",
"βολικών":"βολικός",
"βολιώτες":"βολιώτης",
"βολιωτη":"βολιώτης",
"βολιώτη":"βολιώτης",
"βολιώτης":"βολιώτης",
"βολκόφ":"βολκόφ",
"βολο":"βόλος",
"βόλο":"βόλος",
"βολόζιν":"βολόζιν",
"βόλος":"βόλος",
"βολου":"βόλος",
"βόλου":"βόλος",
"βόλου-βέροια":"βόλου-βέροια",
"βόλου-ιωνικός":"βόλου-ιωνικός",
"βόλου-παναθηναϊκός":"βόλου-παναθηναϊκός",
"βόλου-πανσερραϊκός":"βόλου-πανσερραϊκός",
"βόλου-πρέβεζα5-01":"βόλου-πρέβεζα5-01",
"βολπάτο":"βολπάτο",
"βόλπι":"βόλπι",
"βόλτα":"βόλτα",
"βολταίρος":"βολταίρος",
"βόλτες":"βόλτα",
"βολτούλα":"βολτούλα",
"βολφ":"βολφ",
"βόλφαγκ":"βόλφαγκ",
"βόλφγκαγκ":"βόλφγκαγκ",
"βόλφσμπουργκ":"βόλφσμπουργκ",
"βολών":"βολή",
"βόμβα":"βόμβα",
"βομβάρδιζαν":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίζει":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίζεται":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδιζόμαστε":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίζονται":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίζουν":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίζουνε":"βομβαρδίζω",
"βομβάρδισαν":"βομβαρδίζω",
"βομβάρδισε":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίσει":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδισμένη":"βομβαρδισμένος",
"βομβαρδισμένης":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδισμένο":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδισμό":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδισμοί":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδισμός":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδισμού":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδισμούς":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδισμών":"βομβαρδισμός",
"βομβαρδίσουμε":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδιστεί":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδίστηκαν":"βομβαρδίζω",
"βομβαρδιστικά":"βομβαρδιστικός",
"βομβαρδιστικών":"βομβαρδιστικός",
"βόμβας":"βόμβα",
"βομβες":"βόμβα",
"βόμβες":"βόμβα",
"βομβίδια":"βομβίδιο",
"βομβιστές":"βομβιστής",
"βομβιστή":"βομβιστής",
"βομβιστής":"βομβιστής",
"βομβιστικές":"βομβιστικός",
"βομβιστική":"βομβιστικός",
"βομβιστικής":"βομβιστικός",
"βομβιστικών":"βομβιστικός",
"βόμβο":"βόμβος",
"βόμβολου":"βόμβολου",
"βομβών":"βόμβα",
"βον":"βον",
"βόνη":"βόνη",
"βόνης":"βόνης",
"βονικάκης":"βονικάκης",
"βόννη":"βόννη",
"βόννης-παρισίων":"βόννης-παρισίων",
"βόνταφον":"βόνταφον",
"βοντολάζσκι":"βοντολάζσκι",
"βοοειδή":"βοοειδής",
"βοοειδών":"βοοειδής",
"βοούν":"βοώ",
"βοούσε":"βοώ",
"βόρ":"βόρ",
"βορ.":"βορ.",
"βορά":"βορά",
"βόρβορο":"βόρβορος",
"βόρβορος":"βόρβορος",
"βορεάδης":"βορεάδης",
"βορεάδης-βορεάδης":"βορεάδης-βορεάδης",
"βόρεια":"βόρεια",
"βορεια":"βόρειος",
"βόρεια":"βόρειος",
"βορειανατολικής":"βορειανατολικής",
"βορειας":"βόρειος",
"βόρειας":"βόρειος",
"βόρειες":"βόρειος",
"βορειο":"βόρειος",
"βόρειο":"βόρειος",
"βορειοαμερικανική":"βορειοαμερικανικός",
"βορειοαμερικανικό":"βορειοαμερικανικός",
"βορειοανατολικά":"βορειοανατολικά",
"βορειοανατολικές":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολική":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολικής":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολικό":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολικοί":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολικού":"βορειοανατολικός",
"βορειοανατολικούς":"βορειοανατολικός",
"βορειοατλαντική":"βορειοατλαντικός",
"βορειοβιετναμέζοι":"βορειοβιετναμέζοι",
"βορειοδυτικά":"βορειοδυτικά",
"βορειοδυτικά":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικές":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτική":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικής":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικό":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικοί":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικού":"βορειοδυτικός",
"βορειοδυτικούς":"βορειοδυτικός",
"βορειοελλαδικές":"βορειοελλαδικός",
"βορειοελλαδικη":"βορειοελλαδικός",
"βορειοελλαδική":"βορειοελλαδικός",
"βορειοελλαδικής":"βορειοελλαδικός",
"βορειοελλαδικό":"βορειοελλαδικός",
"βορειοελλαδίτες":"βορειοελλαδίτης",
"βορειοελλαδίτικη":"βορειοελλαδίτικος",
"βορειοελλαδίτικης":"βορειοελλαδίτικος",
"βορειοελλαδίτικου":"βορειοελλαδίτικος",
"βορειοελλαδιτων":"βορειοελλαδίτης",
"βορειοευρωπαϊκές":"βορειοευρωπαϊκός",
"βορειοηπειρώτης":"βορειοηπειρώτης",
"βόρειοι":"βόρειος",
"βορειοϊρλανδικής":"βορειοϊρλανδικός",
"βορειοκορεάτες":"βορειοκορεάτης",
"βορειος":"βόρειος",
"βόρειος":"βόρειος",
"βορειότερα":"βόρεια",
"βορειότερες":"βόρειος",
"βορειότερη":"βόρειος",
"βορειου":"βόρειος",
"βορείου":"βόρειος",
"βόρειου":"βόρειος",
"βορείων":"βόρειος",
"βορείως":"βόρεια",
"βοριά":"βοριάς",
"βοριάδες":"βοριάς",
"βοριάς":"βοριάς",
"βορρά":"βορράς",
"βορράς":"βορράς",
"βος":"βος",
"βόσκει":"βόσκω",
"βοσκής":"βοσκή",
"βοσκήσιμοι":"βοσκήσιμος",
"βοσκοί":"βοσκός",
"βοσκόπουλος":"βοσκόπουλος",
"βοσκός":"βοσκός",
"βοσκοτόπια":"βοσκοτόπι",
"βοσκού":"βοσκός",
"βόσκουν":"βόσκω",
"βοσκούς":"βοσκός",
"βοσνια":"βοσνία",
"βοσνία":"βοσνία",
"βοσνιάκος":"βοσνιάκος",
"βοσνίας":"βοσνία",
"βόσνιοι":"βόσνιος",
"βοσνιος":"βόσνιος",
"βόσνιος":"βόσνιος",
"βόσνιου":"βόσνιος",
"βόσνιους":"βόσνιος",
"βόσνιων":"βόσνιος",
"βοσπόρου":"βόσπορος",
"βοσσου":"βοσσου",
"βόσσου":"βόσσου",
"βοστόνη":"βοστόνη",
"βοστόνης":"βοστόνης",
"βότανα":"βότανο",
"βοτανικοί":"βοτανικός",
"βοτανικούς":"βοτανικός",
"βότανο":"βότανο",
"βοτανοθεραπεία":"βοτανοθεραπεία",
"βοτανοθεραπευτές":"βοτανοθεραπευτές",
"βοτανολόγος":"βοτανολόγος",
"βοτάνων":"βότανο",
"βότζες":"βότζες",
"βότκα":"βότκα",
"βότκας":"βότκα",
"βότση":"βότση",
"βότσης":"βότσης",
"βου":"βου",
"βουβά":"βουβά",
"βουβάλι":"βουβάλι",
"βουβάλια":"βουβάλι",
"βουβή":"βουβός",
"βουβοί":"βουβός",
"βουβωνικής":"βουβωνικός",
"βουβωνοκήλης":"βουβωνοκήλη",
"βούγια":"βούγια",
"βούγιας":"βούγιας",
"βουγιατζής":"βουγιατζής",
"βούγιν":"βούγιν",
"βουγιουκλάκη":"βουγιουκλάκη",
"βουγιουκλάκης":"βουγιουκλάκης",
"βουγκ":"βουγκ",
"βούγκαρ":"βούγκαρ",
"βουδαπέστη":"βουδαπέστη",
"βουδαπέστης":"βουδαπέστη",
"βουδισμός":"βουδισμός",
"βουδισμού":"βουδισμός",
"βουδιστές":"βουδιστής",
"βουδιστική":"βουδιστικός",
"βουδιστικής":"βουδιστικός",
"βουδίστριες":"βουδίστρια",
"βουδιστών":"βουδιστής",
"βουή":"βουή",
"βουητό":"βουητό",
"βούιζε":"βουίζω",
"βουκ":"βουκ",
"βουκαλή":"βουκαλή",
"βουκαντίνοφ":"βουκαντίνοφ",
"βούκας":"βούκα",
"βούκινο":"βούκινο",
"βουκολικά":"βουκολικός",
"βουκολικό":"βουκολικός",
"βουκολιών":"βουκολιών",
"βουκοσάβλιεβιτς":"βουκοσάβλιεβιτς",
"βουκουρέστι":"βουκουρέστι",
"βουκσάνοβιτς":"βουκσάνοβιτς",
"βούλα":"βούλα",
"βούλας":"βούλα",
"βουλγαράκη":"βουλγαράκης",
"βουλγαράκης":"βουλγαράκης",
"βούλγαρης":"βούλγαρης",
"βουλγαρια":"βουλγαρία",
"βουλγαρία":"βουλγαρία",
"βουλγαρία-ρουμανία":"βουλγαρία-ρουμανία",
"βουλγαρίας":"βουλγαρία",
"βουλγαρικά":"βουλγαρικός",
"βουλγαρικές":"βουλγαρικός",
"βουλγαρική":"βουλγαρικός",
"βουλγαρικής":"βουλγαρικός",
"βουλγαρικό":"βουλγαρικός",
"βουλγαρικός":"βουλγαρικός",
"βουλγαρικού":"βουλγαρικός",
"βούλγαροι":"βούλγαρος",
"βουλγαροκτόνος":"βουλγαροκτόνος",
"βουλγαροκτόνου":"βουλγαροκτόνου",
"βούλγαρος":"βούλγαρος",
"βούλγαρους":"βούλγαρος",
"βουλγάρων":"βούλγαρος",
"βούλγαρων":"βούλγαρος",
"βουλές":"βουλή",
"βούλευμα":"βούλευμα",
"βούλευμά":"βούλευμα",
"βουλεύματα":"βούλευμα",
"βουλεύματος":"βούλευμα",
"βουλευτες":"βουλευτής",
"βουλευτές":"βουλευτής",
"βουλευτές-μέλη":"βουλευτές-μέλη",
"βουλευτή":"βουλευτής",
"βουλευτής":"βουλευτής",
"βουλευτικά":"βουλευτικός",
"βουλευτικές":"βουλευτικός",
"βουλευτική":"βουλευτικός",
"βουλευτικής":"βουλευτικός",
"βουλευτικό":"βουλευτικός",
"βουλευτικού":"βουλευτικός",
"βουλευτικών":"βουλευτικός",
"βουλευτίνα":"βουλευτίνα",
"βουλευτίνες":"βουλευτίνα",
"βουλευτού":"βουλευτής",
"βουλευτων":"βουλευτής",
"βουλευτών":"βουλευτής",
"βουλευτών-στελεχών":"βουλευτών-στελεχών",
"βουλη":"βουλή",
"βουλή":"βουλή",
"βουλης":"βουλή",
"βουλής":"βουλή",
"βουλήσει":"βούληση",
"βουλήσεως":"βούληση",
"βούληση":"βούληση",
"βούλησή":"βούληση",
"βούλησης":"βούληση",
"βούλησιν":"βούληση",
"βουλιαγμένη":"βουλιαγμένη",
"βουλιάζει":"βουλιάζω",
"βουλιάζοντας":"βουλιάζω",
"βουλιάζουν":"βουλιάζω",
"βούλιαξαν":"βουλιάζω",
"βουλιαξε":"βουλιάζω",
"βούλιαξε":"βουλιάζω",
"βουλιάξει":"βουλιάζω",
"βουλιμία":"βουλιμία",
"βουλιμίας":"βουλιμία",
"βουλιμικά":"βουλιμικός",
"βουλιμική":"βουλιμικός",
"βουλιμικό":"βουλιμικός",
"βουλινού":"βουλινού",
"βουλτέριν":"βουλτέριν",
"βουλτσίδη":"βουλτσίδη",
"βουλώνουν":"βουλώνω",
"βούλωσε":"βουλώνω",
"βουνά":"βουνό",
"βουναλάκι":"βουναλάκι",
"βουνάτσος":"βουνάτσος",
"βουνίσιες":"βουνίσιος",
"βουνίσιο":"βουνίσιος",
"βουνό":"βουνό",
"βουνοκορφές":"βουνοκορφή",
"βουνοκορφή":"βουνοκορφή",
"βουνοπλαγιά":"βουνοπλαγιά",
"βουνοπλαγιές":"βουνοπλαγιά",
"βουνού":"βουνό",
"βουντού":"βουντού",
"βουνών":"βουνό",
"βουράκη":"βουράκη",
"βουρβουρού":"βουρβουρού",
"βουρβουρούς":"βουρβουρούς",
"βουρεξάκης":"βουρεξάκης",
"βούρκο":"βούρκος",
"βούρκος":"βούρκος",
"βούρκου":"βούρκος",
"βουρκωμένα":"βουρκωμένος",
"βουρκωμένη":"βουρκώνω",
"βούρκωναν":"βουρκώνω",
"βουρλιώτη":"βουρλιώτη",
"βουρλιώτης":"βουρλιώτης",
"βούρο":"βούρο",
"βουτά":"βουτώ",
"βουτάει":"βουτώ",
"βουτάνε":"βουτώ",
"βουτάω":"βουτώ",
"βουτηγμένη":"βουτώ",
"βουτηγμένο":"βουτώ",
"βουτηγμένοι":"βουτώ",
"βουτηγμένος":"βουτώ",
"βούτηξαν":"βουτώ",
"βούτηξε":"βουτώ",
"βουτήξει":"βουτώ",
"βουτήξουν":"βουτώ",
"βουτηχτής":"βουτηχτής",
"βουτια":"βουτιά",
"βουτιά":"βουτιά",
"βουτιές":"βουτιά",
"βουτούν":"βουτώ",
"βουτσαδάκης":"βουτσαδάκης",
"βουτσάς":"βουτσάς",
"βούτσης":"βούτσης",
"βουτσιάς":"βουτσιάς",
"βουτσικακη":"βουτσικακη",
"βουτσινά":"βουτσινάς",
"βουτσίνος":"βουτσίνος",
"βουτυράς":"βουτυράς",
"βούτυρο":"βούτυρο",
"βουτυρωμένο":"βουτυρώνω",
"βουτώντας":"βουτώ",
"βοώντος":"βοών",
"βππ":"βππ",
"βραβεια":"βραβείο",
"βραβεία":"βραβείο",
"βραβείο":"βραβείο",
"βραβείου":"βραβείο",
"βραβείων":"βραβείο",
"βραβεύει":"βραβεύω",
"βραβεύεται":"βραβεύω",
"βραβευθεί":"βραβεύω",
"βραβευθείς":"βραβευθείς",
"βραβευθέντες":"βραβευθείς",
"βραβευθέντος":"βραβευθείς",
"βραβευθέντων":"βραβευθείς",
"βραβεύθηκαν":"βραβεύω",
"βραβεύθηκε":"βραβεύω",
"βραβευμένα":"βραβευμένος",
"βραβευμένες":"βραβευμένος",
"βραβευμένη":"βραβευμένος",
"βραβευμένο":"βραβευμένος",
"βραβευμένοι":"βραβευμένος",
"βραβευμένος":"βραβευμένος",
"βραβευμένου":"βραβευμένος",
"βραβευμένους":"βραβεύω",
"βραβευμένων":"βραβευμένος",
"βραβεύονται":"βραβεύω",
"βραβεύοντας":"βραβεύω",
"βραβεύουν":"βραβεύω",
"βράβευσαν":"βραβεύω",
"βράβευσε":"βραβεύω",
"βραβεύσει":"βραβεύω",
"βραβεύσεις":"βράβευση",
"βράβευση":"βράβευση",
"βράβευσή":"βράβευση",
"βράβευσης":"βράβευση",
"βραβεύσουν":"βραβεύω",
"βραβευτεί":"βραβεύω",
"βραβεύτηκαν":"βραβεύω",
"βραβεύτηκε":"βραβεύω",
"βραβευτούν":"βραβεύω",
"βραδάκι":"βραδάκι",
"βράδι":"βράδι",
"βραδιά":"βραδιά",
"βράδια":"βράδυ",
"βραδιάς":"βραδιά",
"βραδιές":"βραδιά",
"βραδινά":"βραδινός",
"βραδινές":"βραδινός",
"βραδινή":"βραδινός",
"βραδινής":"βραδινός",
"βραδινό":"βραδινός",
"βραδινού":"βραδινός",
"βραδυ":"βράδυ",
"βράδυ":"βράδυ",
"βραδύ":"βραδύς",
"βραδύς":"βραδύς",
"βραδύτατες":"βραδύς",
"βραδύτατη":"βραδύς",
"βραδύτης":"βραδύτητα",
"βραδύτητα":"βραδύτητα",
"βραδύτητας":"βραδύτητα",
"βράζει":"βράζω",
"βραζιλια":"βραζιλία",
"βραζιλία":"βραζιλία",
"βραζιλία-επιβλήθηκε":"βραζιλία-επιβλήθηκε",
"βραζιλιάνικα":"βραζιλιάνικος",
"βραζιλιάνικη":"βραζιλιάνικος",
"βραζιλιάνικο":"βραζιλιάνικος",
"βραζιλιάνικος":"βραζιλιάνικος",
"βραζιλιάνικου":"βραζιλιάνικος",
"βραζιλιάνο":"βραζιλιάνος",
"βραζιλιάνοι":"βραζιλιάνος",
"βραζιλιανος":"βραζιλιανός",
"βραζιλιάνος":"βραζιλιάνος",
"βραζιλιάνου":"βραζιλιάνος",
"βραζιλιάνους":"βραζιλιάνος",
"βραζιλιάνων":"βραζιλιάνος",
"βραζιλίας":"βραζιλία",
"βράζουμε":"βράζω",
"βράζουν":"βράζω",
"βράζω":"βράζω",
"βρακά":"βρακάς",
"βράκας":"βράκα",
"βρακί":"βρακί",
"βρακιά":"βρακί",
"βρανά":"βρανάς",
"βρανδεμβούργου":"βρανδεμβούργου",
"βράνος":"βράνος",
"βράσει":"βράζω",
"βράση":"βράση",
"βράσιμο":"βράσιμο",
"βρασμένο":"βράζω",
"βρασμό":"βρασμός",
"βρασμού":"βρασμός",
"βρασμώ":"βρασμώ",
"βράσουν":"βράζω",
"βραστά":"βραστός",
"βραστήρες":"βραστήρας",
"βραστό":"βραστός",
"βράσω":"βράζω",
"βραχεία":"βραχύς",
"βραχείας":"βραχύς",
"βράχια":"βράχος",
"βραχιά":"βραχύς",
"βραχιάς":"βραχιάς",
"βραχιόλι":"βραχιόλι",
"βραχίονα":"βραχίονας",
"βραχίονας":"βραχίονας",
"βραχίονες":"βραχίονας",
"βραχιόνων":"βραχίονας",
"βραχνά":"βραχνά",
"βραχνάς":"βραχνάς",
"βραχνέικα":"βραχνέικα",
"βραχνιασμένη":"βραχνιάζω",
"βραχνός":"βραχνός",
"βράχο":"βράχος",
"βραχογραφίες":"βραχογραφία",
"βραχογραφιών":"βραχογραφία",
"βράχοι":"βράχος",
"βραχονησίδα":"βραχονησίδα",
"βραχονησίδας":"βραχονησίδα",
"βραχονησίδες":"βραχονησίδα",
"βράχος":"βράχος",
"βράχου":"βράχος",
"βράχους":"βράχος",
"βραχύβιες":"βραχύβιος",
"βραχύβιο":"βραχύβιος",
"βραχύβιων":"βραχύβιος",
"βραχυκύκλωμα":"βραχυκύκλωμα",
"βραχυκυκλωμένη":"βραχυκυκλωμένος",
"βραχυκυκλώνουν":"βραχυκυκλώνω",
"βραχυκύκλωσαν":"βραχυκυκλώνω",
"βραχυκυκλώσει":"βραχυκυκλώνω",
"βραχυπρόθεσμα":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμες":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμη":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμης":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμο":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμος":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμου":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμους":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχυπρόθεσμων":"βραχυπρόθεσμος",
"βραχύσωμα":"βραχύσωμος",
"βραχυχρόνια":"βραχυχρόνιος",
"βραχυχρόνιας":"βραχυχρόνιος",
"βραχυχρόνιες":"βραχυχρόνιος",
"βραχυχρόνιο":"βραχυχρόνιος",
"βραχυχρονίων":"βραχυχρόνιος",
"βραχυχρόνιων":"βραχυχρόνιος",
"βραχώδεις":"βραχώδης",
"βραχώδες":"βραχώδης",
"βραχώδους":"βραχώδης",
"βράχων":"βράχος",
"βρε":"βρε",
"βρεγμένα":"βρέχω",
"βρεγμένη":"βρεγμένος",
"βρεγμένο":"βρέχω",
"βρεγμένος":"βρέχω",
"βρεθει":"βρίσκω",
"βρεθεί":"βρίσκω",
"βρεθείς":"βρίσκω",
"βρεθείτε":"βρίσκω",
"βρέθηκα":"βρίσκω",
"βρεθήκαμε":"βρίσκω",
"βρεθηκαν":"βρίσκω",
"βρέθηκαν":"βρίσκω",
"βρεθήκατε":"βρίσκω",
"βρεθηκε":"βρίσκω",
"βρέθηκε":"βρίσκω",
"βρέθηκες":"βρίσκω",
"βρεθούμε":"βρίσκω",
"βρεθούν":"βρίσκω",
"βρεθούνε":"βρίσκω",
"βρεθώ":"βρίσκω",
"βρει":"βρίσκω",
"βρεις":"βρίσκω",
"βρείτε":"βρίσκω",
"βρεκάζ":"βρεκάζ",
"βρέμης":"βρέμης",
"βρέξει":"βρέχω",
"βρέξουν":"βρέχω",
"βρες":"βρίσκω",
"βρέστης":"βρέστης",
"βρετανια":"βρετανία",
"βρετανία":"βρετανία",
"βρετανίας":"βρετανία",
"βρετανίδα":"βρετανίδα",
"βρετανίδες":"βρετανίδα",
"βρετανικά":"βρετανικός",
"βρετανικές":"βρετανικός",
"βρετανικη":"βρετανικός",
"βρετανική":"βρετανικός",
"βρετανικής":"βρετανικός",
"βρετανικό":"βρετανικός",
"βρετανικοί":"βρετανικός",
"βρετανικός":"βρετανικός",
"βρετανικού":"βρετανικός",
"βρετανικούς":"βρετανικός",
"βρετανικών":"βρετανικός",
"βρετανό":"βρετανός",
"βρετανοι":"βρετανός",
"βρετανοί":"βρετανός",
"βρετανός":"βρετανός",
"βρετανού":"βρετανός",
"βρετανούς":"βρετανός",
"βρετανών":"βρετανός",
"βρεττάκο":"βρεττάκος",
"βρέφη":"βρέφος",
"βρεφική":"βρεφικός",
"βρεφικής":"βρεφικός",
"βρεφικό":"βρεφικός",
"βρεφικού":"βρεφικός",
"βρεφοκομείου":"βρεφοκομείο",
"βρεφοκόμων":"βρεφοκόμος",
"βρεφονηπιακοί":"βρεφονηπιακός",
"βρεφονηπιακός":"βρεφονηπιακός",
"βρεφονηπιακού":"βρεφονηπιακός",
"βρεφονηπιακούς":"βρεφονηπιακός",
"βρεφονηπιακών":"βρεφονηπιακός",
"βρεφονηπιοκόμων":"βρεφονηπιοκόμος",
"βρέφος":"βρέφος",
"βρεφών":"βρέφος",
"βρέχει":"βρέχω",
"βρέχεται":"βρέχω",
"βρέχονται":"βρέχω",
"βρέχουν":"βρέχω",
"βρήκα":"βρίσκω",
"βρήκαμε":"βρίσκω",
"βρήκαν":"βρίσκω",
"βρήκε":"βρίσκω",
"βρήκες":"βρίσκω",
"βρίζει":"βρίζω",
"βρίζονται":"βρίζω",
"βρίζουμε":"βρίζω",
"βρίζουν":"βρίζω",
"βρίθει":"βρίθω",
"βρίθουν":"βρίθω",
"βρικόλακες":"βρικόλακας",
"βριλήσσια":"βριλήσια",
"βρίσετε":"βρίζω",
"βρισιά":"βρισιά",
"βρισίδια":"βρισίδι",
"βρισιές":"βρισιά",
"βρίσιμο":"βρίσιμο",
"βρίσκαμε":"βρίσκω",
"βρίσκανε":"βρίσκω",
"βρίσκατε":"βρίσκω",
"βρίσκει":"βρίσκω",
"βρίσκεις":"βρίσκω",
"βρίσκεσαι":"βρίσκω",
"βρίσκεστε":"βρίσκω",
"βρισκεται":"βρίσκω",
"βρίσκεται":"βρίσκω",
"βρίσκετε":"βρίσκω",
"βρίσκομαι":"βρίσκω",
"βρισκόμασταν":"βρίσκω",
"βρισκόμαστε":"βρίσκω",
"βρισκόμενος":"βρισκόμενος",
"βρισκόμουν":"βρίσκω",
"βρισκόμουνα":"βρίσκω",
"βρίσκονται":"βρίσκω",
"βρισκόνταν":"βρισκόνταν",
"βρίσκονταν":"βρίσκω",
"βρίσκοντας":"βρίσκω",
"βρισκόσασταν":"βρίσκω",
"βρισκόσουν":"βρίσκω",
"βρισκόταν":"βρίσκω",
"βρίσκουμε":"βρίσκω",
"βρίσκουν":"βρίσκω",
"βρίσκω":"βρίσκω",
"βρογχικές":"βρογχικός",
"βρογχικο":"βρογχικός",
"βρογχικό":"βρογχικός",
"βρογχικού":"βρογχικός",
"βρογχίτιδα":"βρογχίτιδα",
"βρόγχο":"βρόγχος",
"βρόμα":"βρόμα",
"βρομάει":"βρομώ",
"βρομερότητα":"βρομερότητα",
"βρομιά":"βρομιά",
"βρόμικες":"βρόμικος",
"βρόμικη":"βρόμικος",
"βρόμικης":"βρόμικος",
"βρομικο":"βρόμικος",
"βρόμικο":"βρόμικος",
"βρόμικου":"βρόμικος",
"βρόμικους":"βρόμικος",
"βρόμικών":"βρόμικος",
"βροντάκης":"βροντάκης",
"βροντερά":"βροντερά",
"βροντερό":"βροντερός",
"βρόντηξε":"βροντάω",
"βρόντησε":"βροντάω",
"βρόντο":"βρόντος",
"βροντού":"βροντού",
"βροντοφωνάζει":"βροντοφωνάζω",
"βροντοφώναξαν":"βροντοφωνάζω",
"βροντοφώναξε":"βροντοφωνάζω",
"βροντοφωνάξει":"βροντοφωνάζω",
"βροντοφωνάξουν":"βροντοφωνάζω",
"βρούμε":"βρίσκω",
"βρουμμμ":"βρουμμμ",
"βρουν":"βρίσκω",
"βρούν":"βρούν",
"βρούνε":"βρίσκω",
"βροχερή":"βροχερός",
"βροχερό":"βροχερός",
"βροχερός":"βροχερός",
"βροχές":"βροχή",
"βροχη":"βροχή",
"βροχή":"βροχή",
"βροχής":"βροχή",
"βρόχινα":"βρόχινος",
"βρόχινο":"βρόχινος",
"βρόχο":"βρόχος",
"βροχοπτώσεις":"βροχόπτωση",
"βροχοπτώσεων":"βροχόπτωση",
"βροχόπτωση":"βροχόπτωση",
"βροχόπτωση-καταρρακτώδη":"βροχόπτωση-καταρρακτώδη",
"βροχόπτωσης":"βροχόπτωση",
"βροχούλα":"βροχούλα",
"βροχών":"βροχή",
"βρσατς":"βρσατς",
"βρύζα":"βρύζα",
"βρύζας":"βρύζας",
"βρυξέλλες":"βρυξέλλες",
"βρυξελλών":"βρυξέλλες",
"βρύσες":"βρύση",
"βρυση":"βρύση",
"βρύση":"βρύση",
"βρυσης":"βρύση",
"βρύσης":"βρύση",
"βρύσης-κοζάνη1-22":"βρύσης-κοζάνη1-22",
"βρυσίνης":"βρυσίνης",
"βρυττά":"βρυττά",
"βρυχάται":"βρυχώμαι",
"βρυχηθεί":"βρυχώμαι",
"βρω":"βρίσκω",
"βρώμα":"βρώμα",
"βρωμάει":"βρωμώ",
"βρωμάνε":"βρωμώ",
"βρωμιά":"βρωμιά",
"βρωμιές":"βρωμιά",
"βρώμικα":"βρώμικος",
"βρώμικες":"βρώμικος",
"βρώμικη":"βρώμικος",
"βρώμικο":"βρώμικος",
"βρώμικος":"βρώμικος",
"βρώμικου":"βρώμικος",
"βρώμικων":"βρώμικος",
"βρωμίτσα":"βρωμίτσα",
"βρωμοκοπούσε":"βρωμοκοπώ",
"βρώση":"βρώση",
"βρώσιμες":"βρώσιμος",
"βρωσιμη":"βρώσιμος",
"βρώσιμη":"βρώσιμος",
"βρώσιμης":"βρώσιμος",
"βσκ":"βσκ",
"βυζαντινά":"βυζαντινός",
"βυζαντινές":"βυζαντινός",
"βυζαντινή":"βυζαντινός",
"βυζαντινής":"βυζαντινός",
"βυζαντινό":"βυζαντινός",
"βυζαντινοί":"βυζαντινός",
"βυζαντινολογία":"βυζαντινολογία",
"βυζαντινός":"βυζαντινός",
"βυζαντινού":"βυζαντινός",
"βυζαντινούς":"βυζαντινός",
"βυζαντινών":"βυζαντινός",
"βυζάντιο":"βυζάντιο",
"βυζαντίου":"βυζάντιος",
"βύζας":"βύζας",
"βύθιζαν":"βυθίζω",
"βυθίζει":"βυθίζω",
"βυθίζεστε":"βυθίζω",
"βυθίζεται":"βυθίζω",
"βυθιζόμενοι":"βυθίζω",
"βυθίζονται":"βυθίζω",
"βυθίζονταν":"βυθίζω",
"βυθίζοντάς":"βυθίζω",
"βυθιζόταν":"βυθίζω",
"βυθίζουν":"βυθίζω",
"βύθισε":"βυθίζω",
"βυθίσει":"βυθίζω",
"βύθιση":"βύθιση",
"βύθισή":"βύθιση",
"βυθισμένα":"βυθίζω",
"βυθισμένο":"βυθίζω",
"βυθισμένοι":"βυθισμένος",
"βυθισμένος":"βυθίζω",
"βυθισμένου":"βυθίζω",
"βυθίσουν":"βυθίζω",
"βυθιστεί":"βυθίζω",
"βυθίστηκε":"βυθίζω",
"βυθό":"βυθός",
"βυθοκορηθεί":"βυθοκορηθεί",
"βυθοκόρηση":"βυθοκόρηση",
"βυθός":"βυθός",
"βυθού":"βυθός",
"βυθών":"βυθός",
"βυντρα":"βυντρα",
"βύντρα":"βύντρα",
"βυρσοδεψεία":"βυρσοδεψείο",
"βυρωνα":"βύρωνας",
"βύσμα":"βύσμα",
"βύσσα":"βύσσα",
"βυσσινάδα":"βυσσινάδα",
"βυσσινί":"βυσσινής",
"βύσσινου":"βύσσινο",
"βυτίνα":"βυτίνα",
"βυτίο":"βυτίο",
"βυτιοφόρα":"βυτιοφόρος",
"βυτιοφόρο":"βυτιοφόρος",
"βυτιοφόρων":"βυτιοφόρος",
"βυτίων":"βυτίο",
"βφλ":"βφλ",
"βωβών":"βωβός",
"βώκος":"βώκος",
"βωμό":"βωμός",
"βωμοί":"βωμός",
"βωμών":"βωμός",
"γ":"γ",
"γ'":"γ'",
"γ)":"γ)",
"γ.":"γ.",
"γ.α":"γ.α",
"γ.γ":"γ.γ",
"γ.γ.":"γ.γ.",
"γ.γ.α.":"γ.γ.α.",
"γ.δ.":"γ.δ.",
"γ.κ.":"γ.κ.",
"γ.ς.":"γ.ς.",
"γ΄":"γ΄",
"γ΄ρουν΄":"γ΄ρουν΄",
"γα":"γα",
"γαβάθα":"γαβάθα",
"γαβαλά":"γαβαλάς",
"γαβγίζει":"γαβγίζω",
"γαβγίζουν":"γαβγίζω",
"γάβγισμα":"γάβγισμα",
"γαβράς":"γαβράς",
"γαβρήλο":"γαβρήλο",
"γαβρίδης":"γαβρίδης",
"γαβριήλ":"γαβριήλ",
"γαβριηλίδη":"γαβριηλίδης",
"γαβριηλιδης":"γαβριηλίδης",
"γαβριηλίδης":"γαβριηλίδης",
"γαβριηλογλου":"γαβριηλογλου",
"γαβριήλογλου":"γαβριήλογλου",
"γαβρίλης":"γαβρίλης",
"γαβρίλο":"γαβρίλο",
"γαβριλόπουλο":"γαβριλόπουλο",
"γαγαρόπουλος":"γαγαρόπουλος",
"γαγύλη":"γαγύλη",
"γάζα":"γάζα",
"γάζας":"γάζα",
"γαζέλα":"γαζέλα",
"γάζες":"γάζα",
"γαζώνει":"γαζώνω",
"γαια":"γαία",
"γάιδαρο":"γάιδαρος",
"γάιδαρος":"γάιδαρος",
"γαϊδάρου":"γάιδαρος",
"γαϊδουράκι":"γαϊδουράκι",
"γαϊδουράκια":"γαϊδουράκι",
"γαιδουράκια":"γαιδουράκια",
"γαϊδούρι":"γαϊδούρι",
"γαϊδουριών":"γαϊδούρι",
"γαιοκτήμονας":"γαιοκτήμονας",
"γαιοκτήμονες":"γαιοκτήμονας",
"γαιοκτημόνων":"γαιοκτήμονας",
"γαϊτανάκι":"γαϊτανάκι",
"γαϊτανάκια":"γαϊτανάκι",
"γαϊτανίδου":"γαϊτανίδου",
"γαϊτάνο":"γαϊτάνο",
"γαϊτάνος":"γαϊτάνος",
"γαιτί":"γαιτί",
"γαιών":"γαία",
"γάκη":"γάκης",
"γάκης":"γάκης",
"γακίδης":"γακίδης",
"γαλ":"γαλ",
"γάλα":"γάλα",
"γαλαζια":"γαλάζιος",
"γαλάζια":"γαλάζιος",
"γαλάζιας":"γαλάζιος",
"γαλάζιες":"γαλάζιος",
"γαλάζιο":"γαλάζιος",
"γαλάζιοι":"γαλάζιος",
"γαλάζιος":"γαλάζιος",
"γαλάζιους":"γαλάζιος",
"γαλακτική":"γαλακτικός",
"γαλακτικού":"γαλακτικός",
"γαλακτοβιομηχανία":"γαλακτοβιομηχανία",
"γαλακτοβιομηχανίας":"γαλακτοβιομηχανία",
"γαλακτοβιομηχανίες":"γαλακτοβιομηχανία",
"γαλακτοκομικά":"γαλακτοκομικός",
"γαλακτοκομικών":"γαλακτοκομικός",
"γαλακτοπαραγωγή":"γαλακτοπαραγωγή",
"γάλακτος":"γάλα",
"γαλάκτωμα":"γαλάκτωμα",
"γαλαμάτης":"γαλαμάτης",
"γαλανά":"γαλανός",
"γαλανές":"γαλανός",
"γαλάνη":"γαλάνης",
"γαλάνης":"γαλάνης",
"γαλανό":"γαλανός",
"γαλανόλευκες":"γαλανόλευκος",
"γαλανοπουλος":"γαλανόπουλος",
"γαλανόπουλος":"γαλανόπουλος",
"γαλανοπούλου":"γαλανοπούλου",
"γαλανου*":"γαλανου*",
"γαλαντόμα":"γαλαντόμα",
"γαλαντόμου":"γαλαντόμος",
"γαλαξία":"γαλαξίας",
"γαλαξίας":"γαλαξίας",
"γαλαξίες":"γαλαξίας",
"γαλαξιών":"γαλαξίας",
"γαλαρία":"γαλαρία",
"γάλατα":"γάλα",
"γαλάτεια":"γαλάτεια",
"γαλατένιες":"γαλατένιος",
"γαλατινή":"γαλατινή",
"γαλατινής":"γαλατινής",
"γάλατος":"γάλα",
"γαλατσι":"γαλάτσι",
"γαλάτσι":"γαλάτσι",
"γαλατσίου":"γαλάτσι",
"γαλβανισμένα":"γαλβανισμένος",
"γαλέριος":"γαλέριος",
"γαλέριου":"γαλέριου",
"γαληνεύουν":"γαληνεύω",
"γαλήνεψε":"γαληνεύω",
"γαλήνη":"γαλήνη",
"γαλήνης":"γαλήνη",
"γαλήνια":"γαλήνια",
"γαλήνιες":"γαλήνιος",
"γαλήνιο":"γαλήνιος",
"γαλήνιος":"γαλήνιος",
"γαληνος":"γαληνός",
"γαλιτσάνο":"γαλιτσάνο",
"γαλιτσάνος":"γαλιτσάνος",
"γαλλια":"γαλλία",
"γαλλία":"γαλλία",
"γαλλία-κροατία":"γαλλία-κροατία",
"γαλλιας":"γαλλία",
"γαλλίας":"γαλλία",
"γαλλίδα":"γαλλίδα",
"γαλλίδας":"γαλλίδα",
"γαλλικά":"γαλλικά",
"γαλλικά":"γαλλικός",
"γαλλικές":"γαλλικός",
"γαλλική":"γαλλική",
"γαλλική":"γαλλικός",
"γαλλικής":"γαλλική",
"γαλλικής":"γαλλικός",
"γαλλικο":"γαλλικός",
"γαλλικό":"γαλλικός",
"γαλλικός":"γαλλικός",
"γαλλικου":"γαλλικός",
"γαλλικού":"γαλλικός",
"γαλλικούς":"γαλλικός",
"γαλλικών":"γαλλικός",
"γάλλο":"γάλλος",
"γαλλογερμανική":"γαλλογερμανικός",
"γαλλο-γερμανικό":"γαλλο-γερμανικό",
"γαλλογερμανικό":"γαλλογερμανικός",
"γαλλογερμανικός":"γαλλογερμανικός",
"γαλλογερμανικού":"γαλλογερμανικός",
"γάλλοι":"γάλλος",
"γαλλος":"γάλλος",
"γάλλος":"γάλλος",
"γάλλου":"γάλλος",
"γάλλους":"γάλλος",
"γαλλόφωνους":"γαλλόφωνος",
"γάλλων":"γάλλος",
"γαλοπούλα":"γαλοπούλα",
"γαλοπούλας":"γαλοπούλα",
"γαλότσες":"γαλότσα",
"γαλουχηθεί":"γαλουχώ",
"γαλουχήθηκε":"γαλουχώ",
"γαλούχησαν":"γαλουχώ",
"γαμβέτα":"γαμβέτα",
"γαμήλια":"γαμήλιος",
"γαμήλιας":"γαμήλιος",
"γαμήλιο":"γαμήλιος",
"γαμήλιος":"γαμήλιος",
"γάμο":"γάμος",
"γαμοι":"γάμος",
"γάμοι":"γάμος",
"γαμος":"γάμος",
"γάμος":"γάμος",
"γάμου":"γάμος",
"γάμους":"γάμος",
"γάμπα":"γάμπα",
"γαμπρό":"γαμπρός",
"γαμπροί":"γαμπρός",
"γαμπρός":"γαμπρός",
"γαμπρού":"γαμπρός",
"γαμπρούς":"γαμπρός",
"γαμψά":"γαμψός",
"γάμων":"γάμος",
"γαμώτο":"γαμώτο",
"γάνδη":"γάνδη",
"γανίτης":"γανίτης",
"γανόλης":"γανόλης",
"γαντζωθεί":"γαντζώνω",
"γαντζωμένες":"γαντζωμένος",
"γάντι":"γάντι",
"γάντια":"γάντι",
"γαρ":"γαρ",
"γαργαλάνε":"γαργαλώ",
"γαργαλιστικές":"γαργαλιστικός",
"γαργάρα":"γαργάρα",
"γάργαρα":"γάργαρος",
"γάργαρη":"γάργαρος",
"γάργαρο":"γάργαρος",
"γάργαρου":"γάργαρος",
"γαρδίκι":"γαρδίκι",
"γαρέφης":"γαρέφης",
"γαριβάλδη":"γαριβάλδη",
"γαριδα":"γαρίδα",
"γαρίδα":"γαρίδα",
"γαρίδες":"γαρίδα",
"γαριδοσαλάτα":"γαριδοσαλάτα",
"γαρίφαλα":"γαρίφαλο",
"γαρίφαλο":"γαρίφαλο",
"γαρνίρουμε":"γαρνίρω",
"γαρνιτούρα":"γαρνιτούρα",
"γαρνιτούρες":"γαρνιτούρα",
"γαρούφα":"γαρούφα",
"γαρουφαλια":"γαρουφαλιάς",
"γαρουφαλιάς":"γαρουφαλιάς",
"γαρούφας":"γαρούφας",
"γαρύφαλλων":"γαρίφαλο",
"γάστρα":"γάστρα",
"γαστρεντερικού":"γαστρεντερικός",
"γαστρικό":"γαστρικός",
"γαστροκνήμιο":"γαστροκνήμιο",
"γαστρονομία":"γαστρονομία",
"γαστρονομιας":"γαστρονομία",
"γαστρονομίας":"γαστρονομία",
"γαστρονομικές":"γαστρονομικός",
"γαστρονομική":"γαστρονομικός",
"γαστρονομικής":"γαστρονομικός",
"γαστρονομικό":"γαστρονομικός",
"γαστρορραγία":"γαστρορραγία",
"γαστροσοφίας":"γαστροσοφίας",
"γατα":"γάτα",
"γάτα":"γάτα",
"γατάκια":"γατάκι",
"γάτας":"γάτα",
"γάτες":"γάτα",
"γατζίας":"γατζίας",
"γατί":"γατί",
"γατιά":"γατί",
"γατιών":"γατί",
"γατος":"γάτος",
"γάτος":"γάτος",
"γατούλα":"γατούλα",
"γατούλες":"γατούλα",
"γατόψαρα":"γατόψαρο",
"γατόψαρο":"γατόψαρο",
"γατσιά":"γατσιά",
"γαυγίσματα":"γαυγίσματα",
"γαύδο":"γαύδος",
"γαύροι":"γαύρος",
"γαύρος":"γαύρος",
"γγα":"γγα",
"γδαρσίματα":"γδάρσιμο",
"γδάρτης":"γδάρτης",
"γδέρνει":"γδέρνω",
"γδέρνουν":"γδέρνω",
"γδυθεί":"γδύνω",
"γδύνεται":"γδύνω",
"γε":"γε",
"γεα":"γεα",
"γεβγένι":"γεβγένι",
"γεβγκενι":"γεβγκενι",
"γεβγκένι":"γεβγκένι",
"γεγονος":"γεγονός",
"γεγονός":"γεγονός",
"γεγονότα":"γεγονός",
"γεγονότος":"γεγονός",
"γεγονότων":"γεγονός",
"γεεθα":"γεεθα",
"γεια":"γεια",
"γέιδα":"γέιδα",
"γέιλ":"γέιλ",
"γείνονές":"γείνονές",
"γείρει":"γέρνω",
"γέιτ":"γέιτ",
"γειτνιάζει":"γειτνιάζω",
"γειτνιάζουν":"γειτνιάζω",
"γειτνίαση":"γειτνίαση",
"γειτνίασή":"γειτνίαση",
"γειτνίασης":"γειτνίαση",
"γείτονα":"γείτονας",
"γείτονά":"γείτονας",
"γείτονας":"γείτονας",
"γείτονάς":"γείτονας",
"γειτονες":"γείτονας",
"γείτονες":"γείτονας",
"γείτονές":"γείτονας",
"γειτονεύουν":"γειτονεύω",
"γειτονιά":"γειτονιά",
"γειτονία":"γειτονία",
"γειτονιάς":"γειτονιά",
"γειτονίας":"γειτονία",
"γειτονιές":"γειτονιά",
"γειτονικά":"γειτονικά",
"γειτονικά":"γειτονικός",
"γειτονικές":"γειτονικός",
"γειτονική":"γειτονικός",
"γειτονικής":"γειτονικός",
"γειτονικό":"γειτονικός",
"γειτονικού":"γειτονικός",
"γειτονικούς":"γειτονικός",
"γειτονικών":"γειτονικός",
"γειτόνισσα":"γειτόνισσα",
"γειτόνισσά":"γειτόνισσα",
"γειτόνισσας":"γειτόνισσα",
"γειτονιών":"γειτονιά",
"γείτονος":"γείτονας",
"γειτόνων":"γείτονας",
"γέιτς":"γέιτς",
"γεκ":"γεκ",
"γεκατ":"γεκατ",
"γελά":"γελώ",
"γελαδάρη":"γελαδάρης",
"γελαδάρης":"γελαδάρης",
"γελάει":"γελώ",
"γελαζούμενες":"γελαζούμενες",
"γελάκια":"γελάκι",
"γελάμε":"γελώ",
"γελάνε":"γελώ",
"γελάς":"γελώ",
"γέλασα":"γελώ",
"γελάσαμε":"γελώ",
"γέλασαν":"γελώ",
"γελάσανε":"γελώ",
"γέλασε":"γελώ",
"γελάσει":"γελώ",
"γελάσεις":"γελώ",
"γέλασες":"γελώ",
"γελάσετε":"γελώ",
"γελασμένοι":"γελασμένος",
"γελασμένος":"γελασμένος",
"γελάσουμε":"γελώ",
"γελάσουν":"γελώ",
"γελαστά":"γελαστά",
"γελαστά":"γελαστός",
"γελάστε":"γελώ",
"γελαστή":"γελαστής",
"γελάστηκε":"γελώ",
"γελαστό":"γελαστός",
"γελαστός":"γελαστός",
"γελάσω":"γελώ",
"γελέ":"γελέ",
"γέλενα":"γέλενα",
"γέλια":"γέλιο",
"γελιέστε":"γελιέμαι",
"γέλιο":"γέλιο",
"γελιόμαστε":"γελιέμαι",
"γέλιον":"γέλιο",
"γέλιου":"γέλιο",
"γέλιτς":"γέλιτς",
"γέλοβατς":"γέλοβατς",
"γελοία":"γελοίος",
"γελοίες":"γελοίος",
"γελοίο":"γελοίος",
"γελοιογραφία":"γελοιογραφία",
"γελοιογραφίας":"γελοιογραφία",
"γελοιογραφίες":"γελοιογραφία",
"γελοιογραφιών":"γελοιογραφία",
"γελοιογράφοι":"γελοιογράφος",
"γελοιογράφος":"γελοιογράφος",
"γελοιογράφων":"γελοιογράφος",
"γελοιοποιεί":"γελοιοποιώ",
"γελοιοποιηθεί":"γελοιοποιώ",
"γελοιοποίησε":"γελοιοποιώ",
"γελοιοποιήσει":"γελοιοποιώ",
"γελοιοποίηση":"γελοιοποίηση",
"γελοιοποίησης":"γελοιοποίηση",
"γελοιοποιούν":"γελοιοποιώ",
"γελοιοποιώντας":"γελοιοποιώ",
"γελοίος":"γελοίος",
"γελοιότητες":"γελοιότητα",
"γελοιότητές":"γελοιότητα",
"γελοίου":"γελοίος",
"γελοίους":"γελοίος",
"γελοίων":"γελοίος",
"γελούν":"γελώ",
"γελούσαμε":"γελώ",
"γελούσαν":"γελώ",
"γελούσε":"γελώ",
"γελτσιν":"γελτσιν",
"γέλτσιν":"γέλτσιν",
"γελώντας":"γελώ",
"γελωτοποιό":"γελωτοποιός",
"γεμάτα":"γεμάτος",
"γεμάτες":"γεμάτος",
"γεματη":"γεμάτος",
"γεμάτη":"γεμάτος",
"γεμάτης":"γεμάτος",
"γεμάτο":"γεμάτος",
"γεμάτοι":"γεμάτος",
"γεμάτος":"γεμάτος",
"γεμάτου":"γεμάτος",
"γεμάτους":"γεμάτος",
"γεμενετζής":"γεμενετζής",
"γέμιζαν":"γεμίζω",
"γέμιζε":"γεμίζω",
"γεμίζει":"γεμίζω",
"γεμίζοντάς":"γεμίζω",
"γεμίζουμε":"γεμίζω",
"γεμίζουν":"γεμίζω",
"γέμισα":"γεμίζω",
"γέμισαν":"γεμίζω",
"γέμισε":"γεμίζω",
"γεμίσει":"γεμίζω",
"γεμίσεις":"γεμίζω",
"γέμισμα":"γέμισμα",
"γεμισμένες":"γεμίζω",
"γεμισμένη":"γεμίζω",
"γεμισμένο":"γεμίζω",
"γεμίσουμε":"γεμίζω",
"γεμίσουν":"γεμίζω",
"γεμιστά":"γεμιστός",
"γεμιστές":"γεμιστής",
"γεμιστή":"γεμιστής",
"γεμιστήρα":"γεμιστήρας",
"γεμιστήρες":"γεμιστήρας",
"γεμιστό":"γεμιστός",
"γεν":"γεν",
"γεν.":"γεν.",
"γεναρη":"γενάρης",
"γενάρη":"γενάρης",
"γενεά":"γενεά",
"γενεαλογία":"γενεαλογία",
"γενεαλογικά":"γενεαλογικός",
"γενεαλογικών":"γενεαλογικός",
"γενεάς":"γενεά",
"γενεές":"γενεά",
"γενέθλια":"γενέθλιος",
"γενέθλιά":"γενέθλιος",
"γενέθλιας":"γενέθλιος",
"γενέθλιο":"γενέθλιος",
"γενεθλίων":"γενέθλιος",
"γένει":"γένει",
"γενειάδα":"γενειάδα",
"γενερ":"γενερ",
"γενέσει":"γενέσει",
"γένεση":"γένεση",
"γένεσης":"γένεση",
"γενέσθαι":"γενέσθαι",
"γενεσιουργό":"γενεσιουργός",
"γενέτειρα":"γενέτειρα",
"γενέτειρά":"γενέτειρα",
"γενέτειράς":"γενέτειρα",
"γενετής":"γενετή",
"γενετήσιας":"γενετήσιος",
"γενετικά":"γενετικά",
"γενετικές":"γενετικός",
"γενετική":"γενετικός",
"γενετικης":"γενετικός",
"γενετικής":"γενετικός",
"γενετικό":"γενετικός",
"γενετικός":"γενετικός",
"γενετικού":"γενετικός",
"γενετικούς":"γενετικός",
"γενετικών":"γενετικός",
"γενετικώς":"γενετικώς",
"γενετιστές":"γενετιστής",
"γενετιστής":"γενετιστής",
"γενετιστών":"γενετιστής",
"γενεύη":"γενεύη",
"γενεύης":"γενεύη",
"γενεών":"γενεά",
"γένη":"γένος",
"γενί":"γενί",
"γένια":"γένι",
"γενια":"γενιά",
"γενιά":"γενιά",
"γενιάς":"γενιά",
"γενιές":"γενιά",
"γενικά":"γενικά",
"γενικά":"γενικός",
"γενικέ":"γενικός",
"γενικές":"γενικός",
"γενικεύεται":"γενικεύω",
"γενικευθεί":"γενικεύω",
"γενικευμένες":"γενικεύω",
"γενικευμένη":"γενικευμένος",
"γενικευμένης":"γενικευμένος",
"γενικευμένο":"γενικεύω",
"γενικεύονται":"γενικεύω",
"γενικεύοντας":"γενικεύω",
"γενικεύσει":"γενικεύω",
"γενικεύσεις":"γενίκευση",
"γενίκευση":"γενίκευση",
"γενικευτεί":"γενικεύω",
"γενικευτούν":"γενικεύω",
"γενικη":"γενικός",
"γενική":"γενικός",
"γενικής":"γενικός",
"γενικο":"γενικός",
"γενικό":"γενικός",
"γενικοί":"γενικός",
"γενικόλογη":"γενικόλογος",
"γενικόλογου":"γενικόλογος",
"γενικόνσου":"γενικόνσου",
"γενικοπροληπτικό":"γενικοπροληπτικό",
"γενικος":"γενικός",
"γενικός":"γενικός",
"γενικότερα":"γενικά",
"γενικότερα":"γενικός",
"γενικότερες":"γενικός",
"γενικότερη":"γενικός",
"γενικότερης":"γενικός",
"γενικότερο":"γενικός",
"γενικότερος":"γενικός",
"γενικότερου":"γενικός",
"γενικότερους":"γενικός",
"γενικότερων":"γενικός",
"γενικότητες":"γενικότητα",
"γενικου":"γενικός",
"γενικού":"γενικός",
"γενικούς":"γενικός",
"γενικων":"γενικός",
"γενικών":"γενικός",
"γενικώς":"γενικά",
"γενικώτερον":"γενικός",
"γενιτσαρίδης":"γενιτσαρίδης",
"γενιών":"γενιά",
"γέννα":"γέννα",
"γεννά":"γεννώ",
"γεννάει":"γεννώ",
"γενναία":"γενναίος",
"γενναίας":"γενναίος",
"γενναίες":"γενναίος",
"γενναίο":"γενναίος",
"γενναιόδωρα":"γενναιόδωρα",
"γενναιόδωρες":"γενναιόδωρος",
"γενναιόδωρη":"γενναιόδωρος",
"γενναιοδωρία":"γενναιοδωρία",
"γενναιοδωρίας":"γενναιοδωρία",
"γενναιόδωρο":"γενναιόδωρος",
"γενναιόδωρος":"γενναιόδωρος",
"γενναίοι":"γενναίος",
"γενναίος":"γενναίος",
"γενναιότητα":"γενναιότητα",
"γενναιότητά":"γενναιότητα",
"γενναιότητας":"γενναιότητα",
"γενναίου":"γενναίος",
"γενναίους":"γενναίος",
"γενναίων":"γενναίος",
"γεννάμε":"γεννώ",
"γεννάνε":"γεννώ",
"γέννας":"γέννα",
"γεννάται":"γεννώ",
"γέννες":"γέννα",
"γεννηθεί":"γεννώ",
"γεννηθείς":"γεννώ",
"γεννήθηκα":"γεννώ",
"γεννηθήκαμε":"γεννώ",
"γεννήθηκαν":"γεννώ",
"γεννήθηκε":"γεννώ",
"γεννηθούμε":"γεννώ",
"γεννηθούν":"γεννώ",
"γεννηθώ":"γεννώ",
"γέννημα":"γέννημα",
"γέννημα-θρέμμα":"γέννημα-θρέμμα",
"γεννήματα":"γέννημα",
"γεννηματά":"γεννηματάς",
"γεννηματάς":"γεννηματάς",
"γεννημένα":"γεννώ",
"γεννημένη":"γεννημένος",
"γεννημένο":"γεννώ",
"γεννημένοι":"γεννημένος",
"γεννημενος":"γεννημένος",
"γεννημένος":"γεννημένος",
"γέννησα":"γεννώ",
"γέννησαν":"γεννώ",
"γέννησε":"γεννώ",
"γεννήσει":"γεννώ",
"γεννήσεις":"γεννώ",
"γεννήσεων":"γέννηση",
"γεννήσεως":"γέννηση",
"γεννήσεώς":"γέννηση",
"γέννηση":"γέννηση",
"γέννησή":"γέννηση",
"γέννησης":"γέννηση",
"γέννησής":"γέννηση",
"γεννησιμιού":"γεννησιμιό",
"γεννήσουν":"γεννώ",
"γεννητικά":"γεννητικός",
"γεννητικό":"γεννητικός",
"γεννητικών":"γεννητικός",
"γεννήτορα":"γεννήτορας",
"γεννήτρια":"γεννήτρια",
"γεννήτριας":"γεννήτρια",
"γεννήτριες":"γεννήτρια",
"γεννητριών":"γεννήτρια",
"γεννιεται":"γεννώ",
"γεννιέται":"γεννώ",
"γεννιόμαστε":"γεννώ",
"γεννιόταν":"γεννώ",
"γεννιούνται":"γεννώ",
"γεννούν":"γεννώ",
"γεννούσε":"γεννώ",
"γεννώνται":"γεννώ",
"γεννώντας":"γεννώ",
"γένοβα":"γένοβα",
"γένοιτο":"γένοιτο",
"γένοιτω":"γένοιτω",
"γενοκτονία":"γενοκτονία",
"γενοκτονίας":"γενοκτονία",
"γενοκτονίες":"γενοκτονία",
"γενοκτονιών":"γενοκτονία",
"γενομένης":"γενόμενος",
"γενομένων":"γενόμενος",
"γένος":"γένος",
"γένους":"γένος",
"γεντζής":"γεντζής",
"γέντιοθ":"γέντιοθ",
"γεντιότ":"γεντιότ",
"γενών":"γένος",
"γεοβιλ":"γεοβιλ",
"γερ":"γερ",
"γερά":"γερά",
"γερά":"γερός",
"γεραγώτη":"γεραγώτη",
"γεραγώτης":"γεραγώτης",
"γερακαρού":"γερακαρού",
"γεράκη":"γεράκης",
"γερακι":"γεράκι",
"γεράκι":"γεράκι",
"γεράκια":"γεράκι",
"γερακίνα":"γερακίνα",
"γερακιών":"γεράκι",
"γεράκος":"γεράκος",
"γεράματα":"γεράματα",
"γεράματά":"γεράματα",
"γεράνι":"γεράνι",
"γερανό":"γερανός",
"γερανός":"γερανός",
"γερανού":"γερανός",
"γέρασα":"γερνώ",
"γέρασε":"γερνώ",
"γεράσει":"γερνώ",
"γερασιμίδου":"γερασιμίδου",
"γεράσιμο":"γεράσιμος",
"γερασιμος":"γεράσιμος",
"γεράσιμος":"γεράσιμος",
"γερασιμου":"γεράσιμος",
"γεράσιμου":"γεράσιμος",
"γερασίμου":"γερασίμου",
"γερασιμου-νικος":"γερασιμου-νικος",
"γερασμένα":"γερασμένος",
"γερασμένη":"γερασμένος",
"γερασμένο":"γερνώ",
"γερασμένων":"γερνώ",
"γεράσουμε":"γερνώ",
"γέρεμιτς":"γέρεμιτς",
"γερέρο":"γερέρο",
"γερές":"γερός",
"γερή":"γερός",
"γέρικα":"γέρικος",
"γέρικο":"γέρικος",
"γέρκαβιτς":"γέρκαβιτς",
"γερμανάκο":"γερμανάκο",
"γερμανακος":"γερμανακος",
"γερμανάκου":"γερμανάκου",
"γερμανέ":"γερμανός",
"γερμανια":"γερμανία",
"γερμανία":"γερμανία",
"γερμανία-ιταλία":"γερμανία-ιταλία",
"γερμανίας":"γερμανία",
"γερμανίδα":"γερμανίδα",
"γερμανίδας":"γερμανίδα",
"γερμανίδης":"γερμανίδης",
"γερμανικά":"γερμανικός",
"γερμανικές":"γερμανικός",
"γερμανική":"γερμανική",
"γερμανική":"γερμανικός",
"γερμανικής":"γερμανική",
"γερμανικής":"γερμανικός",
"γερμανικο":"γερμανικός",
"γερμανικό":"γερμανικός",
"γερμανικός":"γερμανικός",
"γερμανικού":"γερμανικός",
"γερμανικών":"γερμανικός",
"γερμανιών":"γερμανία",
"γερμανό":"γερμανός",
"γερμανοβούλγαρων":"γερμανοβούλγαρων",
"γερμανοί":"γερμανός",
"γερμανόπουλο":"γερμανόπουλο",
"γερμανος":"γερμανός",
"γερμανός":"γερμανός",
"γερμανού":"γερμανός",
"γερμανούς":"γερμανός",
"γερμάνοφ":"γερμάνοφ",
"γερμανών":"γερμανός",
"γερμένο":"γέρνω",
"γερνά":"γερνώ",
"γερνάει":"γερνώ",
"γερνάνε":"γερνώ",
"γέρνει":"γέρνω",
"γερνούν":"γερνώ",
"γέρνουν":"γέρνω",
"γερνώντας":"γερνώ",
"γερό":"γερός",
"γέρο":"γέρος",
"γέρο-άραβας":"γέρο-άραβας",
"γεροβασιλείου":"γεροβασιλείου",
"γερογιάννης":"γερογιάννης",
"γέροι":"γέρος",
"γερόλυκοι":"γερόλυκος",
"γερόλυμπος":"γερόλυμπος",
"γερο-μαρξ":"γερο-μαρξ",
"γέροντα":"γέροντας",
"γεροντάκια":"γεροντάκι",
"γέροντας":"γέροντας",
"γέροντες":"γέροντας",
"γερόντια":"γερόντιο",
"γεροντίδης":"γεροντίδης",
"γεροντική":"γεροντικός",
"γεροντικής":"γεροντικός",
"γερόντισσα":"γερόντισσα",
"γερόντισσες":"γερόντισσα",
"γερόντων":"γέροντας",
"γερός":"γερός",
"γέρος":"γέρος",
"γερο-σοφός":"γερο-σοφός",
"γέρου":"γέρος",
"γερούς":"γερός",
"γέρους":"γέρος",
"γερουσια":"γερουσία",
"γερουσία":"γερουσία",
"γερουσίας":"γερουσία",
"γερουσιαστές":"γερουσιαστής",
"γερουσιαστή":"γερουσιαστής",
"γερουσιαστής":"γερουσιαστής",
"γερουσιαστικές":"γερουσιαστικός",
"γερουσιαστικών":"γερουσιαστικός",
"γερουσιαστών":"γερουσιαστής",
"γες":"γες",
"γέσεν":"γέσεν",
"γευγελή":"γευγελή",
"γευγελής":"γευγελής",
"γεύεστε":"γεύομαι",
"γεύεται":"γεύομαι",
"γευθεί":"γεύομαι",
"γευθείτε":"γεύομαι",
"γευθήκατε":"γεύομαι",
"γεύθηκε":"γεύομαι",
"γευθούν":"γεύομαι",
"γεύμα":"γεύμα",
"γεύματα":"γεύμα",
"γεύματά":"γεύμα",
"γευματίζοντας":"γευματίζω",
"γευματίσει":"γευματίζω",
"γεύματος":"γεύμα",
"γευμάτων":"γεύμα",
"γεύονται":"γεύομαι",
"γευσεις":"γεύση",
"γεύσεις":"γεύση",
"γευσεων":"γεύση",
"γεύσεων":"γεύση",
"γεύση":"γεύση",
"γεύσης":"γεύση",
"γευσιγνωσίας":"γευσιγνωσία",
"γευσιγνώστες":"γευσιγνώστης",
"γευστικά":"γευστικός",
"γευστικές":"γευστικός",
"γευστική":"γευστικός",
"γευστικής":"γευστικός",
"γευστικό":"γευστικός",
"γευστικότατο":"γευστικός",
"γευστικού":"γευστικός",
"γευστικούς":"γευστικός",
"γευτεί":"γεύομαι",
"γευτείς":"γεύομαι",
"γευτείτε":"γεύομαι",
"γευτήκαμε":"γεύομαι",
"γεύτηκαν":"γεύομαι",
"γεύτηκε":"γεύομαι",
"γευτούμε":"γεύομαι",
"γευτούν":"γεύομαι",
"γευτώ":"γεύομαι",
"γεφτουσένκο":"γεφτουσένκο",
"γέφυρα":"γέφυρα",
"γεφυράκι":"γεφυράκι",
"γέφυρας":"γέφυρα",
"γεφυρες":"γέφυρα",
"γέφυρες":"γέφυρα",
"γέφυρές":"γέφυρα",
"γεφύρι":"γεφύρι",
"γεφύρια":"γεφύρι",
"γεφυριού":"γεφύρι",
"γεφυρωθεί":"γεφυρώνω",
"γεφυρωθούν":"γεφυρώνω",
"γεφύρωμα":"γεφύρωμα",
"γεφυρών":"γέφυρα",
"γεφυρώνει":"γεφυρώνω",
"γεφυρώνοντας":"γεφυρώνω",
"γεφυρώνουν":"γεφυρώνω",
"γεφυρώσει":"γεφυρώνω",
"γεφύρωση":"γεφύρωση",
"γεφύρωσης":"γεφύρωση",
"γεφυρώσουμε":"γεφυρώνω",
"γεφυρώσουν":"γεφυρώνω",
"γεχανούροφ":"γεχανούροφ",
"γεωγραφία":"γεωγραφία",
"γεωγραφίας":"γεωγραφία",
"γεωγραφικά":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικές":"γεωγραφικός",
"γεωγραφική":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικής":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικό":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικοί":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικούς":"γεωγραφικός",
"γεωγραφικών":"γεωγραφικός",
"γεωγράφο":"γεωγράφος",
"γεωγράφοι":"γεωγράφος",
"γεωγράφου":"γεωγράφος",
"γεωδαισίας":"γεωδαισία",
"γεωδυναμικό":"γεωδυναμικός",
"γεωδυναμικού":"γεωδυναμικός",
"γεωθερμία":"γεωθερμία",
"γεωθερμική":"γεωθερμικός",
"γεωλογίας":"γεωλογία",
"γεωλογικά":"γεωλογικός",
"γεωλογικες":"γεωλογικός",
"γεωλογικές":"γεωλογικός",
"γεωλογική":"γεωλογικός",
"γεωλογικής":"γεωλογικός",
"γεωλογικό":"γεωλογικός",
"γεωλογικός":"γεωλογικός",
"γεωλογικούς":"γεωλογικός",
"γεωλογικών":"γεωλογικός",
"γεωλόγο":"γεωλόγος",
"γεωλόγοι":"γεωλόγος",
"γεωλόγος":"γεωλόγος",
"γεωλόγους":"γεωλόγος",
"γεωλόγων":"γεωλόγος",
"γεωμετρία":"γεωμετρία",
"γεωμετρικά":"γεωμετρικός",
"γεωμετρικές":"γεωμετρικός",
"γεωμετρική":"γεωμετρικός",
"γεωμετρικής":"γεωμετρικός",
"γεωμετρικό":"γεωμετρικός",
"γεωπληροφορικής":"γεωπληροφορική",
"γεωπολιτικά":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτικές":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτική":"γεωπολιτική",
"γεωπολιτικής":"γεωπολιτική",
"γεωπολιτικό":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτικός":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτικού":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτικούς":"γεωπολιτικός",
"γεωπολιτικών":"γεωπολιτικός",
"γεωπονίας":"γεωπονία",
"γεωπόνο":"γεωπόνος",
"γεωπονοδασολογικό":"γεωπονοδασολογικός",
"γεωπόνοι":"γεωπόνος",
"γεωπόνος":"γεωπόνος",
"γεωπόνου":"γεωπόνος",
"γεωπόνους":"γεωπόνος",
"γεωπόνων":"γεωπόνος",
"γεωργάκα":"γεωργάκα",
"γεωργάκη":"γεωργάκη",
"γεωργακόπουλος":"γεωργακόπουλος",
"γεωργακοπούλου":"γεωργακόπουλος",
"γεωργαλά":"γεωργαλά",
"γεωργαλής":"γεωργαλής",
"γεωργαμλή":"γεωργαμλή",
"γεωργαντάς":"γεωργαντάς",
"γεωργατζάς":"γεωργατζάς",
"γεωργατζιάς":"γεωργατζιάς",
"γεωργάτο":"γεωργάτο",
"γεωργάτος":"γεωργάτος",
"γεωργέας":"γεωργέας",
"γεωργια":"γεωργία",
"γεωργία":"γεωργία",
"γεωργία-αγροτική":"γεωργία-αγροτική",
"γεωργιαδη":"γεωργιάδης",
"γεωργιάδη":"γεωργιάδης",
"γεωργιαδης":"γεωργιάδης",
"γεωργιάδης":"γεωργιάδης",
"γεωργιαδου":"γεωργιαδου",
"γεωργιάδου":"γεωργιάδου",
"γεωργιανή":"γεωργιανή",
"γεωργιανού":"γεωργιανός",
"γεωργιανών":"γεωργιανός",
"γεωργίας":"γεωργία",
"γεωργικά":"γεωργικός",
"γεωργικές":"γεωργικός",
"γεωργική":"γεωργικός",
"γεωργικής":"γεωργικός",
"γεωργικό":"γεωργικός",
"γεωργικός":"γεωργικός",
"γεωργικού":"γεωργικός",
"γεωργικων":"γεωργικός",
"γεωργικών":"γεωργικός",
"γεωργιο":"γεώργιος",
"γεώργιο":"γεώργιος",
"γεωργιος":"γεώργιος",
"γεώργιος":"γεώργιος",
"γεωργιου":"γεώργιος",
"γεωργίου":"γεώργιος",
"γεώργιου":"γεώργιου",
"γεωργίτσης":"γεωργίτσης",
"γεωργοί":"γεωργός",
"γεωργόπουλος":"γεωργόπουλος",
"γεωργοπούλου":"γεωργοπούλου",
"γεωργός":"γεωργός",
"γεωργοτεχνικών":"γεωργοτεχνικός",
"γεωργού":"γεωργός",
"γεωργούλη":"γεωργούλης",
"γεωργούς":"γεωργός",
"γεωργουσόπουλο":"γεωργουσόπουλος",
"γεωργουτσάκος":"γεωργουτσάκος",
"γεώρμας":"γεώρμας",
"γεωστρατηγικά":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγικές":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγική":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγικής":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγικό":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγικού":"γεωστρατηγικός",
"γεωστρατηγικούς":"γεωστρατηγικός",
"γεωτεχνικές":"γεωτεχνικός",
"γεωτεχνικούς":"γεωτεχνικός",
"γεωτεχνικων":"γεωτεχνικός",
"γεωτεχνικών":"γεωτεχνικός",
"γεωτεχνολογίας":"γεωτεχνολογία",
"γεωτρήσεις":"γεώτρηση",
"γεωτρήσεων":"γεώτρηση",
"γεωύφασμα":"γεωύφασμα",
"γεωφυσικής":"γεωφυσικός",
"γεωφυσικοί":"γεωφυσικός",
"γη":"γη",
"γή":"γή",
"γηγενείς":"γηγενής",
"γηγενών":"γηγενής",
"γήινα":"γήινος",
"γήινες":"γήινος",
"γήινη":"γήινος",
"γήινης":"γήινος",
"γήινο":"γήινος",
"γήινοι":"γήινος",
"γήινος":"γήινος",
"γήινων":"γήινος",
"γην":"γη",
"γηπεδα":"γήπεδο",
"γήπεδα":"γήπεδο",
"γηπεδική":"γηπεδική",
"γηπεδικών":"γηπεδικών",
"γηπεδο":"γήπεδο",
"γήπεδο":"γήπεδο",
"γήπεδό":"γήπεδο",
"γηπέδου":"γήπεδο",
"γηπεδούχο":"γηπεδούχος",
"γηπεδούχοι":"γηπεδούχος",
"γηπεδούχος":"γηπεδούχος",
"γηπεδούχου":"γηπεδούχος",
"γηπεδούχους":"γηπεδούχος",
"γηπεδούχων":"γηπεδούχος",
"γηπέδων":"γήπεδο",
"γηπέοδυ":"γηπέοδυ",
"γηραιά":"γηραιός",
"γηραιάς":"γηραιός",
"γηραιό":"γηραιός",
"γηραιότερος":"γηραιός",
"γηραιού":"γηραιός",
"γήρανση":"γήρανση",
"γήρανσης":"γήρανση",
"γήρας":"γήρας",
"γηράσκει":"γηράσκω",
"γηρασμένης":"γηρασμένης",
"γηρασμένο":"γηρασμένο",
"γηρασμένου":"γηρασμένου",
"γηρατειά":"γηρατειά",
"γηρατειών":"γηρατειά",
"γηροκομείο":"γηροκομείο",
"γηροκομείου":"γηροκομείο",
"γης":"γη",
"γήτας":"γήτας",
"γητευτης":"γητευτής",
"γητευτής":"γητευτής",
"γι":"για",
"γι'":"για",
"για":"για",
"γιά":"γιά",
"γιαβλίνσκι":"γιαβλίνσκι",
"γιαβουβης":"γιαβουβης",
"γιαγιά":"γιαγιά",
"γιάγια":"γιάγια",
"γιαγιάδες":"γιαγιά",
"γιαγιάδων":"γιαγιά",
"γιαγιάς":"γιαγιά",
"γιαγκ":"γιαγκ",
"γιάγκ":"γιάγκ",
"γιάγκηδες":"γιάγκηδες",
"γιαε":"γιαε",
"γιάζαρ":"γιάζαρ",
"γιαζίντι":"γιαζίντι",
"γιακά":"γιακάς",
"γιακάδες":"γιακάς",
"γιακαλής":"γιακαλής",
"γιάκοβλεβ":"γιάκοβλεβ",
"γιάκοβλεφ":"γιάκοβλεφ",
"γιακοέλ":"γιακοέλ",
"γιακόντα":"γιακόντα",
"γιακούζα":"γιακούζα",
"γιακουίντα":"γιακουίντα",
"γιακουμάτος":"γιακουμάτος",
"γιακουμάτου":"γιακουμάτος",
"γιακουμή":"γιακουμή",
"γιακουμής":"γιακουμής",
"γιακουμίδου":"γιακουμίδου",
"γιακούσκιν":"γιακούσκιν",
"γιαλαντζί":"γιαλαντζί",
"γιαλατζής":"γιαλατζής",
"γιαλέτζη":"γιαλέτζη",
"γιαληκάρης":"γιαληκάρης",
"γιαλό":"γιαλός",
"γιάλοβα":"γιάλοβα",
"γιαλός":"γιαλός",
"γιαλού":"γιαλός",
"γιαλτσίν":"γιαλτσίν",
"γιαν":"γιαν",
"γιανγκ":"γιανγκ",
"γιάνγκ":"γιάνγκ",
"γιάνεφ":"γιάνεφ",
"γιανίκ":"γιανίκ",
"γιανίτσαρο":"γιανίτσαρο",
"γιανίτσαροι":"γιανίτσαροι",
"γιανίτσαρος":"γιανίτσαρος",
"γιανίτσαρου":"γιανίτσαρου",
"γιανίτσαρων":"γιανίτσαρων",
"γιάνκοβιτς":"γιάνκοβιτς",
"γιαννα":"γιάννα",
"γιάννα":"γιάννα",
"γιανναδάκη":"γιανναδάκη",
"γιαννακη":"γιαννάκης",
"γιαννάκη":"γιαννάκης",
"γιαννάκης":"γιαννάκης",
"γιαννακιδης":"γιαννακιδης",
"γιαννακίδης":"γιαννακίδης",
"γιαννακιδου":"γιαννακιδου",
"γιαννακοβίτη":"γιαννακοβίτη",
"γιαννακόπουλο":"γιαννακόπουλος",
"γιαννακοπουλος":"γιαννακόπουλος",
"γιαννακόπουλος":"γιαννακόπουλος",
"γιαννακόπουλου":"γιαννακόπουλος",
"γιαννακός":"γιαννακός",
"γιαννάκου":"γιαννάκου",
"γιαννακούλα":"γιαννακούλα",
"γιανναρά":"γιανναράς",
"γιάνναρης":"γιάνναρης",
"γιάνναρο":"γιάνναρο",
"γιαννενα":"γιάννενα",
"γιάννενα":"γιάννενα",
"γιάννεφ":"γιάννεφ",
"γιαννη":"γιάννης",
"γιάννη":"γιάννης",
"γιαννης":"γιάννης",
"γιάννης":"γιάννης",
"γίαννης":"γίαννης",
"γιαννίδης":"γιαννίδης",
"γιαννίκος":"γιαννίκος",
"γιαννινα":"γιάννενα",
"γιάννινα":"γιάννενα",
"γιάννινα-αε":"γιάννινα-αε",
"γιαννισης":"γιαννισης",
"γιαννίσης":"γιαννίσης",
"γιαννιτσά":"γιαννιτσά",
"γιαννίτσης":"γιαννίτσης",
"γιαννιτσων":"γιαννιτσά",
"γιαννιτσών":"γιαννιτσά",
"γιαννιώτες":"γιαννιώτης",
"γιαννιώτικο":"γιαννιώτικος",
"γιαννιώτισσα":"γιαννιώτισσα",
"γιαννο":"γιάννος",
"γιάννο":"γιάννος",
"γιαννόπουλο":"γιαννόπουλος",
"γιαννόπουλος":"γιαννόπουλος",
"γιαννοπουλου":"γιαννόπουλος",
"γιαννόπουλου":"γιαννόπουλος",
"γιαννοπούλου":"γιαννοπούλου",
"γιαννος":"γιάννος",
"γιάννος":"γιάννος",
"γιάννου":"γιάννος",
"γιαννουζάκο":"γιαννουζάκο",
"γιαννουζακος":"γιαννουζακος",
"γιαννουζάκος":"γιαννουζάκος",
"γιαννουκίδης":"γιαννουκίδης",
"γιαννούλας":"γιαννούλα",
"γιαννουλης":"γιαννούλης",
"γιαννούλης":"γιαννούλης",
"γιαννουλίδης":"γιαννουλίδης",
"γιαννουσης":"γιαννουσης",
"γιαννουσίδης":"γιαννουσίδης",
"γιάνος":"γιάνος",
"γιανουζάκος":"γιανουζάκος",
"γιανουκίδης":"γιανουκίδης",
"γιάνσενς":"γιάνσενς",
"γιαντσέλης":"γιαντσέλης",
"γιάντσετιτς":"γιάντσετιτς",
"γιαούρτης":"γιαούρτη",
"γιαούρτι":"γιαούρτι",
"γιαούρτια":"γιαούρτι",
"γιαουρτιού":"γιαούρτι",
"γιαούρτωμα":"γιαούρτωμα",
"γιάπηδες":"γιάπης",
"γιαπί":"γιαπί",
"γιάπι":"γιάπι",
"γιαπιού":"γιαπί",
"γιαπιτζόγλου":"γιαπιτζόγλου",
"γιαπουντζή":"γιαπουντζή",
"γιαπουντζής":"γιαπουντζής",
"γιαπράκια":"γιαπράκι",
"γιαπωνέζα":"γιαπωνέζα",
"γιαπωνέζικα":"γιαπωνέζικος",
"γιαπωνέζικο":"γιαπωνέζικος",
"γιαπωνέζοι":"γιαπωνέζος",
"γιαπωνέζος":"γιαπωνέζος",
"γιαρντ":"γιαρντ",
"γιαρντένι":"γιαρντένι",
"γιάροσικ":"γιάροσικ",
"γιάροσλαβ":"γιάροσλαβ",
"γιασεμάκης":"γιασεμάκης",
"γιασεμί":"γιασεμί",
"γιασεμιά":"γιασεμί",
"γιασέρ":"γιασέρ",
"γιασικεβίτσιους":"γιασικεβίτσιους",
"γιασίν":"γιασίν",
"γιασμάκι":"γιασμάκι",
"γιασούο":"γιασούο",
"γιαταγάνι":"γιαταγάνι",
"γιατζιτζόγλου":"γιατζιτζόγλου",
"γιατζόγλου":"γιατζόγλου",
"γιατι":"γιατί",
"γιατί":"γιατί",
"'γιατί":"'γιατί",
"γιατρά":"γιατρά",
"γιατρέ":"γιατρός",
"γιατρειά":"γιατρειά",
"γιατρεύει":"γιατρεύω",
"γιατρέψει":"γιατρεύω",
"γιατρό":"γιατρός",
"γιατροί":"γιατρός",
"γιατρος":"γιατρός",
"γιατρός":"γιατρός",
"γιατροσόφια":"γιατροσόφι",
"γιατρού":"γιατρός",
"γιατρούς":"γιατρός",
"γιατρών":"γιατρός",
"γιατσιος":"γιατσιος",
"γιατσιου":"γιατσιου",
"γι'αυτό":"γι''αυτό",
"γι'αυτούς":"γι''αυτούς",
"γιάφκα":"γιάφκα",
"γιάφκας":"γιάφκα",
"γιάφκες":"γιάφκα",
"γιαχνάκη":"γιαχνάκη",
"γιβραλτάρ":"γιβραλτάρ",
"γίγαντα":"γίγαντας",
"γίγαντας":"γίγαντας",
"γίγαντες":"γίγαντας",
"γιγάντια":"γιγάντιος",
"γιγαντιαία":"γιγαντιαίος",
"γιγαντιαίας":"γιγαντιαίος",
"γιγαντιαίες":"γιγαντιαίος",
"γιγαντιαίο":"γιγαντιαίος",
"γιγαντιαίου":"γιγαντιαίος",
"γιγαντιαίων":"γιγαντιαίος",
"γιγάντιες":"γιγάντιος",
"γιγάντιο":"γιγάντιος",
"γιγάντιος":"γιγάντιος",
"γιγάντιου":"γιγάντιος",
"γιγαντισμό":"γιγαντισμός",
"γιγαντισμός":"γιγαντισμός",
"γιγαντοαφίσα":"γιγαντοαφίσα",
"γιγαντοοθόνες":"γιγαντοοθόνη",
"γιγαντοοθόνη":"γιγαντοοθόνη",
"γιγαντωθεί":"γιγαντώνω",
"γιγαντώθηκαν":"γιγαντώνω",
"γιγαντώθηκε":"γιγαντώνω",
"γιγάντων":"γίγαντας",
"γιγαντώνει":"γιγαντώνω",
"γιγαντώνονται":"γιγαντώνω",
"γιγάντωση":"γιγάντωση",
"γίγνεσθαι":"γίγνεσθαι",
"γίδαρης":"γίδαρης",
"γιε":"γιε",
"γιεν":"γιεν",
"γιλάει":"γιλάει",
"γιλέκα":"γιλέκο",
"γιλέκων":"γιλέκο",
"γιλμάζ":"γιλμάζ",
"γιλούσιν":"γιλούσιν",
"γίμα":"γίμα",
"γιμού":"γιμού",
"γίνoυν":"γίνομαι",
"γίναμε":"γίνομαι",
"γίνανε":"γίνομαι",
"γίνατε":"γίνομαι",
"γινάτι":"γινάτι",
"γίνγκμπλαντ":"γίνγκμπλαντ",
"γινε":"γίνομαι",
"γίνε":"γίνομαι",
"γινει":"γίνομαι",
"γίνει":"γίνομαι",
"γίνεις":"γίνομαι",
"γίνεσαι":"γίνομαι",
"γίνεστε":"γίνομαι",
"γινεται":"γίνομαι",
"γίνεται":"γίνομαι",
"γίνετε":"γίνομαι",
"γίνομαι":"γίνομαι",
"γινόμαστε":"γίνομαι",
"γινόμουν":"γίνομαι",
"γίνονται":"γίνομαι",
"γίνονταν":"γίνομαι",
"γινόντουσαν":"γίνομαι",
"γινόταν":"γίνομαι",
"γινότανε":"γίνομαι",
"γίνουμε":"γίνομαι",
"γίνουν":"γίνομαι",
"γίνόυν":"γίνομαι",
"γίνω":"γίνομαι",
"γιο":"γιος",
"γιόβαν":"γιόβαν",
"γιοβάνοβιτς":"γιοβάνοβιτς",
"γιοβανοπούλου":"γιοβανοπούλου",
"γιοβανουδα":"γιοβανουδα",
"γιοβανούδα":"γιοβανούδα",
"γιοβανούδας":"γιοβανούδας",
"γιόγκα":"γιόγκα",
"γιοζγκάτ":"γιοζγκάτ",
"γιόζεφ":"γιόζεφ",
"γιοι":"γιος",
"γιόιντο":"γιόιντο",
"γιοκ":"γιοκ",
"γιόκ":"γιόκ",
"γιόκοβιτς":"γιόκοβιτς",
"γιοκοχάμ":"γιοκοχάμ",
"γιολάντα":"γιολάντα",
"γιομάτα":"γιομάτος",
"γιομτώβ":"γιομτώβ",
"γιονας":"γιονας",
"γιόνας":"γιόνας",
"γιονγκ":"γιονγκ",
"γιόνζεν":"γιόνζεν",
"γιοξίμοβιτς":"γιοξίμοβιτς",
"γιοουτάκα":"γιοουτάκα",
"γιοράμ":"γιοράμ",
"γιοργκ":"γιοργκ",
"γιόργκενσεν":"γιόργκενσεν",
"γιορέντε":"γιορέντε",
"γιόρις":"γιόρις",
"γιορκ":"γιορκ",
"γιορμπαλιδης":"γιορμπαλιδης",
"γιορμπαλίδης":"γιορμπαλίδης",
"γιορτάζαμε":"γιορτάζω",
"γιόρταζαν":"γιορτάζω",
"γιόρταζε":"γιορτάζω",
"γιορτάζει":"γιορτάζω",
"γιορτάζεται":"γιορτάζω",
"γιορτάζοντας":"γιορτάζω",
"γιορταζόταν":"γιορτάζω",
"γιορτάζουμε":"γιορτάζω",
"γιορτάζουν":"γιορτάζω",
"γιορτάζω":"γιορτάζω",
"γιόρτασαν":"γιορτάζω",
"γιόρτασε":"γιορτάζω",
"γιορτάσει":"γιορτάζω",
"γιορτάσετε":"γιορτάζω",
"γιορτασθούν":"γιορτάζω",
"γιορτάσουμε":"γιορτάζω",
"γιορτάσουν":"γιορτάζω",
"γιορτάστε":"γιορτάζω",
"γιορτάστηκαν":"γιορτάζω",
"γιορτάστηκε":"γιορτάζω",
"γιορταστικά":"εορταστικός",
"γιορταστικές":"εορταστικός",
"γιορταστική":"εορταστικός",
"γιορταστούν":"γιορτάζω",
"γιορτες":"γιορτή",
"γιορτές":"γιορτή",
"γιορτη":"γιορτή",
"γιορτή":"γιορτή",
"γιορτής":"γιορτή",
"γιορτινές":"γιορτινός",
"γιορτινή":"γιορτινός",
"γιορτών":"γιορτή",
"γιος":"γιος",
"γιοσάκη":"γιοσάκη",
"γιοσάκης":"γιοσάκης",
"γιόσεπ":"γιόσεπ",
"γιοσέφ":"γιοσέφ",
"γιόσι":"γιόσι",
"γιοσκα":"γιοσκα",
"γιόσκα":"γιόσκα",
"γιόσκο":"γιόσκο",
"γιοτ":"γιοτ",
"γιου":"γιος",
"γιουάν":"γιουάν",
"γιούβε":"γιούβε",
"γιουβεντίνους":"γιουβεντίνους",
"γιουβεντους":"γιουβεντους",
"γιουβέντους":"γιουβέντους",
"γιουβέτσι":"γιουβέτσι",
"γιούγκιτς":"γιούγκιτς",
"γιουγκοσλαβια":"γιουγκοσλαβία",
"γιουγκοσλαβία":"γιουγκοσλαβία",
"γιουγκοσλαβίας":"γιουγκοσλαβία",
"γιουγκοσλαβική":"γιουγκοσλαβικός",
"γιουγκοσλάβικη":"γιουγκοσλάβικος",
"γιουγκοσλαβικής":"γιουγκοσλαβικός",
"γιουγκοσλαβικό":"γιουγκοσλαβικός",
"γιουγκοσλαβικών":"γιουγκοσλαβικός",
"γιουγκοσλάβο":"γιουγκοσλάβος",
"γιουγκοσλάβος":"γιουγκοσλάβος",
"γιουγκοσλάβου":"γιουγκοσλάβος",
"γιούιν":"γιούιν",
"γιουλα":"γιουλα",
"γιουλάκη":"γιουλάκη",
"γιουλαντας":"γιουλαντας",
"γιούλη":"γιούλης",
"γιούλης":"γιούλης",
"γιούλια":"γιούλια",
"γιουλούντα":"γιουλούντα",
"γιουλουντας":"γιουλουντας",
"γιουλούντας":"γιουλούντας",
"γιουν":"γιουν",
"γιουναϊτεντ":"γιουναϊτεντ",
"γιουνάιτεντ":"γιουνάιτεντ",
"γιουνγκ":"γιουνγκ",
"γιούνγκ":"γιούνγκ",
"γιούνισεφ":"γιούνισεφ",
"γιούρα":"γιούρα",
"γιούργκεν":"γιούργκεν",
"γιούργκενς":"γιούργκενς",
"γιούρε":"γιούρε",
"γιούρζι":"γιούρζι",
"γιουρι":"γιουρι",
"γιούρι":"γιούρι",
"γιούρκας":"γιούρκας",
"γιούρκοβιτς":"γιούρκοβιτς",
"γιούροπ":"γιούροπ",
"γιούροστατ":"γιούροστατ",
"γιουρτσίχιν":"γιουρτσίχιν",
"γιους":"γιος",
"γιουσουρούμ":"γιουσουρούμ",
"γιουσουφ":"γιουσουφ",
"γιουσούφ":"γιουσούφ",
"γιούστσενκο":"γιούστσενκο",
"γιούτα":"γιούτα",
"γιουτίκα":"γιουτίκα",
"γιουτίκας":"γιουτίκας",
"γιούχα":"γιούχα",
"γιουχάισμα":"γιουχάισμα",
"γιουχάν":"γιουχάν",
"γιούχαραν":"γιουχάρω",
"γιοφύρι":"γιοφύρι",
"γιοφύρια":"γιοφύρι",
"γιόχαν":"γιόχαν",
"γιοχάνες":"γιοχάνες",
"γιόχανσεν":"γιόχανσεν",
"γιόχανσον":"γιόχανσον",
"γιοχίμπε":"γιοχίμπε",
"γιρλάντες":"γιρλάντα",
"γιρονδίνους":"γιρονδίνος",
"γιτζακ":"γιτζακ",
"γιτζάκ":"γιτζάκ",
"γιων":"γιος",
"γιών":"γιών",
"γιωργάκη":"γιωργάκης",
"γιωργάκης":"γιωργάκης",
"γιώργη":"γιώργης",
"γιώργης":"γιώργης",
"γιώργο":"γιώργος",
"γιωργος":"γιώργος",
"γιώργος":"γιώργος",
"γιωργου":"γιώργος",
"γιώργου":"γιώργος",
"γιώτα":"γιώτα",
"γιώτας":"γιώτα",
"γιώτης":"γιώτης",
"γιωτόπουλο":"γιωτόπουλο",
"γιωτόπουλου":"γιωτόπουλου",
"γιώτσας":"γιώτσας",
"γκ":"γκ",
"γκ.":"γκ.",
"γκαβιλάν":"γκαβιλάν",
"γκάβιτ":"γκάβιτ",
"γκαγκ":"γκαγκ",
"γκάγκα":"γκάγκα",
"γκαγκαλούδη":"γκαγκαλούδη",
"γκαγκαλούδης":"γκαγκαλούδης",
"γκάγκαρους":"γκάγκαρος",
"γκαγκάτση":"γκαγκάτση",
"γκαγκατσης":"γκαγκατσης",
"γκαγκάτσης":"γκαγκάτσης",
"γκάγκστερ":"γκάγκστερ",
"γκαγκστερική":"γκαγκστερικός",
"γκαέλ":"γκαέλ",
"γκαζ":"γκαζ",
"γκαζάεφ":"γκαζάεφ",
"γκαζάκι":"γκαζάκι",
"γκαζάκια":"γκαζάκι",
"γκαζάλ":"γκαζάλ",
"γκαζάνια":"γκαζάνια",
"γκαζέτ":"γκαζέτ",
"γκάζι":"γκάζι",
"γκαζιού":"γκάζι",
"γκαζόλ":"γκαζόλ",
"γκαζόν":"γκαζόν",
"γκαϊνταμάκ":"γκαϊνταμάκ",
"γκαϊτατζής":"γκαϊτατζής",
"γκαϊτατζόπουλος":"γκαϊτατζόπουλος",
"γκαίτε":"γκαίτε",
"γκάιτον":"γκάιτον",
"γκακπέ":"γκακπέ",
"γκαλά":"γκαλά",
"γκαλάντα":"γκαλάντα",
"γκαλάντε":"γκαλάντε",
"γκαλάς":"γκαλάς",
"γκαλάσεκ":"γκαλάσεκ",
"γκαλερι":"γκαλερί",
"γκαλερί":"γκαλερί",
"γκαλερίστες":"γκαλερίστας",
"γκαλη":"γκάλης",
"γκάλη":"γκάλης",
"γκαλης":"γκάλης",
"γκάλης":"γκάλης",
"γκαλίνοβιτς":"γκαλίνοβιτς",
"γκαλίτσιος":"γκαλίτσιος",
"γκάλοπ":"γκάλοπ",
"γκάμα":"γκάμα",
"γκάμας":"γκάμα",
"γκαμεϊρό":"γκαμεϊρό",
"γκαμήλα":"γκαμήλα",
"γκάμπα":"γκάμπα",
"γκαμπιανταουρί":"γκαμπιανταουρί",
"γκαμπίνο":"γκαμπίνο",
"γκαμπινταούρι":"γκαμπινταούρι",
"γκαμπράνη":"γκαμπράνη",
"γκαμπριέλ":"γκαμπριέλ",
"γκάμπριελ":"γκάμπριελ",
"γκαν":"γκαν",
"γκάνα":"γκάνα",
"γκάνας":"γκάνα",
"γκανέζος":"γκανέζος",
"γκανζ":"γκανζ",
"γκανιάτσα":"γκανιάτσα",
"γκαντέμη":"γκαντέμης",
"γκαντεμιά":"γκαντεμιά",
"γκαντέμικα":"γκαντέμης",
"γκάντι":"γκάντι",
"γκαούτσο":"γκαούτσο",
"γκαράζ":"γκαράζ",
"γκαραντί":"γκαραντί",
"γκαργκουίλικα":"γκαργκουίλικα",
"γκαρέ":"γκαρέ",
"γκαρθία":"γκαρθία",
"γκαρθον":"γκαρθον",
"γκαρθόν":"γκαρθόν",
"γκάρι":"γκάρι",
"γκαρίγκες":"γκαρίγκες",
"γκάρλαντ":"γκάρλαντ",
"γκάρμπα":"γκάρμπα",
"γκαρμπαχόθα":"γκαρμπαχόθα",
"γκάρνερ":"γκάρνερ",
"γκαρνέτ":"γκαρνέτ",
"γκαρντ":"γκαρντ",
"γκαρνταρόμπα":"γκαρνταρόμπα",
"γκαρνταρόμπας":"γκαρνταρόμπα",
"γκαρντεμάιστερ":"γκαρντεμάιστερ",
"γκάρντεν":"γκάρντεν",
"γκάρντιαν":"γκάρντιαν",
"γκάρντνερ":"γκάρντνερ",
"γκαρόζης":"γκαρόζης",
"γκαρός":"γκαρός",
"γκαρσία":"γκαρσία",
"γκαρσόνα":"γκαρσόνα",
"γκαρσόνι":"γκαρσόνι",
"γκαρσονιέρα":"γκαρσονιέρα",
"γκαρσονιέρας":"γκαρσονιέρα",
"γκας":"γκας",
"γκάσι":"γκάσι",
"γκασιέν":"γκασιέν",
"γκάσμαν":"γκάσμαν",
"γκασμέτ":"γκασμέτ",
"γκασμπαρόνι":"γκασμπαρόνι",
"γκασταλντέλο":"γκασταλντέλο",
"γκαστρωμένους":"γκαστρωμένος",
"γκατζάρογλου":"γκατζάρογλου",
"γκάτζετ":"γκάτζετ",
"γκάτζετς":"γκάτζετς",
"γκατζής":"γκατζής",
"γκάτζια":"γκάτζια",
"γκάτσης":"γκάτσης",
"γκατσιούδη":"γκατσιούδη",
"γκατσιούδης":"γκατσιούδης",
"γκάφα":"γκάφα",
"γκάφες":"γκάφα",
"γκε":"γκε",
"γκέι":"γκέι",
"γκέιζ":"γκέιζ",
"γκέιλ":"γκέιλ",
"γκέιμ":"γκέιμ",
"γκέιμπλ":"γκέιμπλ",
"γκέιμς":"γκέιμς",
"γκέκα":"γκέκας",
"γκεκας":"γκέκας",
"γκέκας":"γκέκας",
"γκελ":"γκελ",
"γκελα":"γκέλα",
"γκέλα":"γκέλα",
"γκέλες":"γκέλα",
"γκελεστάθη":"γκελεστάθης",
"γκελεσταθης":"γκελεστάθης",
"γκελεστάθης":"γκελεστάθης",
"γκέλης":"γκέλης",
"γκέλμαν":"γκέλμαν",
"γκεμπρεμεσκέλ":"γκεμπρεμεσκέλ",
"γκενάντι":"γκενάντι",
"γκενέφκε":"γκενέφκε",
"γκενιόν":"γκενιόν",
"γκενκ":"γκενκ",
"γκένσερ":"γκένσερ",
"γκέντες":"γκέντες",
"γκεντίνι":"γκεντίνι",
"γκεοργκίεβσκι":"γκεοργκίεβσκι",
"γκεοργκίεφ":"γκεοργκίεφ",
"γκεοργκίεφσκι":"γκεοργκίεφσκι",
"γκεπχαρντ":"γκεπχαρντ",
"γκέπχαρντ":"γκέπχαρντ",
"γκερβίνιο":"γκερβίνιο",
"γκέριτσεν":"γκέριτσεν",
"γκερλ":"γκερλ",
"γκερμάνοφ":"γκερμάνοφ",
"γκέρμιναλ":"γκέρμιναλ",
"γκέρμπερ":"γκέρμπερ",
"γκέρτσος":"γκέρτσος",
"γκέρχαρντ":"γκέρχαρντ",
"γκέσελ":"γκέσελ",
"γκεσούλης":"γκεσούλης",
"γκεστ":"γκεστ",
"γκεστάπο":"γκεστάπο",
"γκέτεμποργκ":"γκέτεμποργκ",
"γκετί":"γκετί",
"γκέτο":"γκέτο",
"γκετοποιεί":"γκετοποιώ",
"γκιάλο":"γκιάλο",
"γκιάτας":"γκιάτας",
"γκιβιζινη":"γκιβιζινη",
"γκιγκάξ":"γκιγκάξ",
"γκιγκου":"γκιγκου",
"γκιγκού":"γκιγκού",
"γκίγκριτς":"γκίγκριτς",
"γκίζα":"γκίζα",
"γκιζογιάννης":"γκιζογιάννης",
"γκίκας":"γκίκας",
"γκιλ":"γκιλ",
"γκιλάν":"γκιλάν",
"γκίλιαν":"γκίλιαν",
"γκίλικ":"γκίλικ",
"γκίλις":"γκίλις",
"γκιλντερ":"γκιλντερ",
"γκιλόν":"γκιλόν",
"γκιλοτίνας":"γκιλοτίνα",
"γκιμαράες":"γκιμαράες",
"γκιμπ":"γκιμπ",
"γκιμπόγκο":"γκιμπόγκο",
"γκίμπσον":"γκίμπσον",
"γκινάκη":"γκινάκη",
"γκίνες":"γκίνες",
"γκίνη":"γκίνης",
"γκίνης":"γκίνης",
"γκίνια":"γκίνια",
"γκινιόλ":"γκινιόλ",
"γκιντ":"γκιντ",
"γκιντ'":"γκιντ'",
"γκιντάρας":"γκιντάρας",
"γκίντι":"γκίντι",
"γκιόργκι":"γκιόργκι",
"γκιουλεκα*":"γκιουλεκα*",
"γκιουλέκας":"γκιουλέκας",
"γκιούλεφ":"γκιούλεφ",
"γκιούρδα":"γκιούρδα",
"γκιούρδας":"γκιούρδας",
"γκιρ":"γκιρ",
"γκισέ":"γκισέ",
"γκιώνη":"γκιώνης",
"γκιώργκι":"γκιώργκι",
"γκλαβανί":"γκλαβανί",
"γκλαβέρης":"γκλαβέρης",
"γκλάμορους":"γκλάμορους",
"γκλάμουρ":"γκλάμουρ",
"γκλαμουριά":"γκλαμουριά",
"γκλάντμπαχ":"γκλάντμπαχ",
"γκλάσνοστ":"γκλάσνοστ",
"γκλεζακος":"γκλεζακος",
"γκλεν":"γκλεν",
"γκλέντα":"γκλέντα",
"γκλετσάκος":"γκλετσάκος",
"γκλέτσου":"γκλέτσου",
"γκλιγκόρoφ":"γκλιγκόρoφ",
"γκλιγκόροφ":"γκλιγκόροφ",
"γκλίμορ":"γκλίμορ",
"γκλίσον":"γκλίσον",
"γκλίτσα":"γκλίτσα",
"γκλομπ":"γκλομπ",
"γκλορια":"γκλορια",
"γκλόρια":"γκλόρια",
"γκόβαρης":"γκόβαρης",
"γκογίμ":"γκογίμ",
"γκογκ":"γκογκ",
"γκόγκας":"γκόγκας",
"γκογκίδης":"γκογκίδης",
"γκοέν":"γκοέν",
"γκολ":"γκολ",
"γκόλη":"γκόλη",
"γκόλης":"γκόλης",
"γκολιας":"γκολιας",
"γκόλιας":"γκόλιας",
"γκολκίπερ":"γκολκίπερ",
"γκόλνμαν":"γκόλνμαν",
"γκολντγουάιρ":"γκολντγουάιρ",
"γκόλντεν":"γκόλντεν",
"γκόλντενμπεργκ":"γκόλντενμπεργκ",
"γκόλντι":"γκόλντι",
"γκόλντμαν":"γκόλντμαν",
"γκόλντμπεργκ":"γκόλντμπεργκ",
"γκόλντουαιρ":"γκόλντουαιρ",
"γκολπόστ":"γκολπόστ",
"γκολτσης":"γκολτσης",
"γκόλτσης":"γκόλτσης",
"γκολφ":"γκολφ",
"γκόμενα":"γκόμενα",
"γκόμενες":"γκόμενα",
"γκόμενοι":"γκόμενος",
"γκόμενος":"γκόμενος",
"γκόμες":"γκόμες",
"γκόμπι":"γκόμπι",
"γκονζαλες":"γκονζαλες",
"γκονζάλες":"γκονζάλες",
"γκόνη":"γκόνη",
"γκόνης":"γκόνης",
"γκονθάλεθ":"γκονθάλεθ",
"γκόνο":"γκόνο",
"γκόνου":"γκόνου",
"γκοντάρ":"γκοντάρ",
"γκόνταρντ":"γκόνταρντ",
"γκοντέας":"γκοντέας",
"γκοντζίνο":"γκοντζίνο",
"γκόορ":"γκόορ",
"γκόου":"γκόου",
"γκορ":"γκορ",
"γκοραν":"γκοραν",
"γκόραν":"γκόραν",
"γκορέζης":"γκορέζης",
"γκορμπατσοφ":"γκορμπατσοφ",
"γκορμπατσόφ":"γκορμπατσόφ",
"γκόρντον":"γκόρντον",
"γκορτσελίδου":"γκορτσελίδου",
"γκοσποντίνοφ":"γκοσποντίνοφ",
"γκότεφ":"γκότεφ",
"γκοτζαγεώργος":"γκοτζαγεώργος",
"γκοτζογιάννης":"γκοτζογιάννης",
"γκοτιέ":"γκοτιέ",
"γκόττι":"γκόττι",
"γκουάνα":"γκουάνα",
"γκουαντανάμο":"γκουαντανάμο",
"γκουαρνταλμπέν":"γκουαρνταλμπέν",
"γκουαρντιόλα":"γκουαρντιόλα",
"γκουβά":"γκουβά",
"γκουβέρνο":"γκουβέρνο",
"γκούγκα":"γκούγκα",
"γκουγκενχάιμ":"γκουγκενχάιμ",
"γκουγκουλάκη":"γκουγκουλάκη",
"γκουγκουλάκης":"γκουγκουλάκης",
"γκουγκουλιά":"γκουγκουλιά",
"γκουγκουλιάς":"γκουγκουλιάς",
"γκουγκουσκίδη":"γκουγκουσκίδη",
"γκουέ":"γκουέ",
"γκουέλα":"γκουέλα",
"γκουέρνικα":"γκουέρνικα",
"γκουζιώτης":"γκουζιώτης",
"γκουίνεθ":"γκουίνεθ",
"γκουίσα":"γκουίσα",
"γκουλάγκ":"γκουλάγκ",
"γκουλάρτ":"γκουλάρτ",
"γκουλής":"γκουλής",
"γκούλιος":"γκούλιος",
"γκουλντ":"γκουλντ",
"γκούμα":"γκούμα",
"γκουμας":"γκουμας",
"γκούμας":"γκούμας",
"γκούμρι":"γκούμρι",
"γκουνί":"γκουνί",
"γκούντας":"γκούντας",
"γκούντεν":"γκούντεν",
"γκούντιγκ":"γκούντιγκ",
"γκούντινγκ":"γκούντινγκ",
"γκουντιόνσεν":"γκουντιόνσεν",
"γκουντούλα":"γκουντούλα",
"γκουντούνα":"γκουντούνα",
"γκούπτα":"γκούπτα",
"γκουρίον":"γκουρίον",
"γκουρκάν":"γκουρκάν",
"γκούρμα":"γκούρμα",
"γκουρμέ":"γκουρμέ",
"γκούροβιτς":"γκούροβιτς",
"γκουρού":"γκουρού",
"γκους":"γκους",
"γκουσμαο":"γκουσμαο",
"γκουσμάο":"γκουσμάο",
"γκούσταβ":"γκούσταβ",
"γκουστάβο":"γκουστάβο",
"γκούσταφ":"γκούσταφ",
"γκουτζαράτ":"γκουτζαράτ",
"γκουτής":"γκουτής",
"γκούτι":"γκούτι",
"γκουτιέρεζ":"γκουτιέρεζ",
"γκούτμαν":"γκούτμαν",
"γκούτχα":"γκούτχα",
"γκουχτ":"γκουχτ",
"γκοφ":"γκοφ",
"γκόφρεϊ":"γκόφρεϊ",
"γκρα":"γκρα",
"γκράαφ":"γκράαφ",
"γκραβούρα":"γκραβούρα",
"γκραβούρες":"γκραβούρα",
"γκράμι":"γκράμι",
"γκραν":"γκραν",
"γκρανάτα":"γκρανάτα",
"γκραντ":"γκραντ",
"γκράντε":"γκράντε",
"γκράντιν":"γκράντιν",
"γκραντινέ":"γκραντινέ",
"γκρασχόπερ":"γκρασχόπερ",
"γκρατς":"γκρατς",
"γκράτσια":"γκράτσια",
"γκράφικς":"γκράφικς",
"γκράφιτι":"γκράφιτι",
"γκραφς":"γκραφς",
"γκράχαμ":"γκράχαμ",
"γκργκατ":"γκργκατ",
"γκρεγκ":"γκρεγκ",
"γκρέγκορ":"γκρέγκορ",
"γκρέγκορι":"γκρέγκορι",
"γκρεγκουάρ":"γκρεγκουάρ",
"γκρεϊαμ":"γκρεϊαμ",
"γκρέιαμ":"γκρέιαμ",
"γκρέιντερ":"γκρέιντερ",
"γκρέιντι":"γκρέιντι",
"γκρέιπ":"γκρέιπ",
"γκρέις":"γκρέις",
"γκρέιτ":"γκρέιτ",
"γκρεκ":"γκρεκ",
"γκρεμίζει":"γκρεμίζω",
"γκρεμίζεται":"γκρεμίζω",
"γκρεμίζονται":"γκρεμίζω",
"γκρεμίζουν":"γκρεμίζω",
"γκρέμισαν":"γκρεμίζω",
"γκρέμισε":"γκρεμίζω",
"γκρεμίσει":"γκρεμίζω",
"γκρέμισμα":"γκρέμισμα",
"γκρεμισμένα":"γκρεμίζω",
"γκρεμισμένο":"γκρεμίζω",
"γκρεμίσουμε":"γκρεμίζω",
"γκρεμίσουν":"γκρεμίζω",
"γκρεμιστεί":"γκρεμίζω",
"γκρεμίστηκαν":"γκρεμίζω",
"γκρεμίστηκε":"γκρεμίζω",
"γκρεμιστούν":"γκρεμίζω",
"γκρεμλινς":"γκρεμλινς",
"γκρεμό":"γκρεμός",
"γκρεμοί":"γκρεμός",
"γκρεμός":"γκρεμός",
"γκρεμοτσακιστεί":"γκρεμοτσακίζομαι",
"γκρεμοτσακίστηκε":"γκρεμοτσακίζω",
"γκρεμού":"γκρεμός",
"γκρενόμπλ":"γκρενόμπλ",
"γκρένφελ":"γκρένφελ",
"γκρέσα":"γκρέσα",
"γκρέταρσον":"γκρέταρσον",
"γκρέτνα":"γκρέτνα",
"γκρι":"γκρι",
"γκριγκέρα":"γκριγκέρα",
"γκριγκόρι":"γκριγκόρι",
"γκριζ":"γκριζ",
"γκριζα":"γκρίζος",
"γκρίζα":"γκρίζος",
"γκρίζας":"γκρίζος",
"γκρίζες":"γκρίζος",
"γκρίζλις":"γκρίζλις",
"γκρίζλις-κλίπερς":"γκρίζλις-κλίπερς",
"γκρίζο":"γκρίζος",
"γκριζογάλανο":"γκριζογάλανος",
"γκρίζοι":"γκρίζος",
"γκριζομάλληδες":"γκριζομάλλης",
"γκρίζος":"γκρίζος",
"γκρίζου":"γκρίζος",
"γκρίζων":"γκρίζος",
"γκριλ":"γκριλ",
"γκριμάο":"γκριμάο",
"γκριμσμπι":"γκριμσμπι",
"γκρίμσμπι481461034-31":"γκρίμσμπι481461034-31",
"γκρίνβαλτ":"γκρίνβαλτ",
"γκρίνγουεϊ":"γκρίνγουεϊ",
"γκρίνγουολντ":"γκρίνγουολντ",
"γκρίνια":"γκρίνια",
"γκρινιάζει":"γκρινιάζω",
"γκρινιάζετε":"γκρινιάζω",
"γκρινιάζουμε":"γκρινιάζω",
"γκρινιάζουν":"γκρινιάζω",
"γκρινιάζω":"γκρινιάζω",
"γκρινιάρη":"γκρινιάρης",
"γκρίνιας":"γκρίνια",
"γκρίνιες":"γκρίνια",
"γκρίνινγκ":"γκρίνινγκ",
"γκρινπίς":"γκρινπίς",
"γκρίσαμ":"γκρίσαμ",
"γκρίσγουολντ":"γκρίσγουολντ",
"γκρίφιθ":"γκρίφιθ",
"γκρίφιθς":"γκρίφιθς",
"γκρίφιν":"γκρίφιν",
"γκρο":"γκρο",
"γκρόνιγκεν":"γκρόνιγκεν",
"γκρόνχολμ":"γκρόνχολμ",
"γκρος":"γκρος",
"γκρόσο":"γκρόσο",
"γκροτέσκο":"γκροτέσκος",
"γκροτσεσκο":"γκροτσεσκο",
"γκρούμαν":"γκρούμαν",
"γκρούνεφελντ":"γκρούνεφελντ",
"γκρουπ":"γκρουπ",
"γκρουπάκια":"γκρουπάκι",
"γκρουπούσκουλο":"γκρουπούσκουλο",
"γκύζη":"γκύζη",
"γλάρο":"γλάρος",
"γλάρος":"γλάρος",
"γλάρου":"γλάρος",
"γλάρων":"γλάρος",
"γλασκόβη":"γλασκόβη",
"γλασκόβης":"γλασκόβη",
"γλάστρα":"γλάστρα",
"γλάστρας":"γλάστρα",
"γλάστρες":"γλάστρα",
"γλαφυρά":"γλαφυρά",
"γλαφυρή":"γλαφυρός",
"γλαφυρό":"γλαφυρός",
"γλαφυρότητα":"γλαφυρότητα",
"γλείφει":"γλείφω",
"γλείφεις":"γλείφω",
"γλειφιτζούρια":"γλειφιτζούρι",
"γλείφοντας":"γλείφω",
"γλειψίματα":"γλείψιμο",
"γλενταδάκη":"γλενταδάκη",
"γλεντάμε":"γλεντώ",
"γλεντάνε":"γλεντώ",
"γλεντζέδες":"γλεντζές",
"γλεντζέδικο":"γλεντζέδικο",
"γλεντζές":"γλεντζές",
"γλεντήσαμε":"γλεντώ",
"γλέντησαν":"γλεντώ",
"γλέντησε":"γλεντώ",
"γλεντήσουν":"γλεντώ",
"γλεντι":"γλέντι",
"γλέντι":"γλέντι",
"γλέντια":"γλέντι",
"γλεντιού":"γλέντι",
"γλεντούν":"γλεντώ",
"γλεντούσαν":"γλεντώ",
"γλεντούσε":"γλεντώ",
"γλιστερό":"γλιστερός",
"γλιστερού":"γλιστερός",
"γλιστράει":"γλιστρώ",
"γλίστρησα":"γλιστρώ",
"γλίστρησε":"γλιστρώ",
"γλιστρήσει":"γλιστρώ",
"γλιστρούν":"γλιστρώ",
"γλιστρούσε":"γλιστρώ",
"γλίτσα":"γλίτσα",
"γλιτώναμε":"γλιτώνω",
"γλίτωναν":"γλιτώνω",
"γλιτώνει":"γλιτώνω",
"γλιτώνεις":"γλιτώνω",
"γλιτώνετε":"γλιτώνω",
"γλιτώνοντας":"γλιτώνω",
"γλιτώνουμε":"γλιτώνω",
"γλίτωσα":"γλιτώνω",
"γλίτωσαν":"γλιτώνω",
"γλίτωσε":"γλιτώνω",
"γλιτώσει":"γλιτώνω",
"γλιτώσεις":"γλιτώνω",
"γλίτωσες":"γλιτώνω",
"γλιτώσετε":"γλιτώνω",
"γλιτώσουμε":"γλιτώνω",
"γλιτώσουν":"γλιτώνω",
"γλιτώσω":"γλιτώνω",
"γλοιοβλάστωμα":"γλοιοβλάστωμα",
"γλοιώδης":"γλοιώδης",
"γλοίωμα":"γλοίωμα",
"γλοιώματα":"γλοιώματα",
"γλοιώματος":"γλοιώματος",
"γλόμποι":"γλόμπος",
"γλουταμινη":"γλουταμίνη",
"γλουτούς":"γλουτός",
"γλυκά":"γλυκά",
"γλύκα":"γλύκα",
"γλυκά":"γλυκός",
"γλυκάθηκα":"γλυκαίνω",
"γλυκάθηκε":"γλυκαίνω",
"γλυκαίνει":"γλυκαίνω",
"γλυκαίνεται":"γλυκαίνω",
"γλυκαίνουν":"γλυκαίνω",
"γλύκανε":"γλυκαίνω",
"γλυκάνει":"γλυκαίνω",
"γλυκαντικές":"γλυκαντικός",
"γλύκατζη":"γλύκατζη",
"γλυκεια":"γλυκεια",
"γλυκειά":"γλυκειά",
"γλυκερία":"γλυκερία",
"γλυκές":"γλυκός",
"γλυκης":"γλυκης",
"γλυκιά":"γλυκός",
"γλυκιάς":"γλυκός",
"γλυκίζον":"γλυκίζον",
"γλυκίσματα":"γλύκισμα",
"γλυκισμάτων":"γλύκισμα",
"γλυκό":"γλυκός",
"γλυκόζης":"γλυκόζη",
"γλυκοκοιτάζει":"γλυκοκοιτάζω",
"γλυκοκοιτάζουν":"γλυκοκοιτάζω",
"γλυκολικό":"γλυκολικός",
"γλυκόξινη":"γλυκόξινος",
"γλυκοπατάτες":"γλυκοπατάτα",
"γλυκόπικρη":"γλυκόπικρος",
"γλυκόπικρο":"γλυκόπικρος",
"γλυκός":"γλυκός",
"γλυκού":"γλυκός",
"γλυκούς":"γλυκός",
"γλυκοφιλούσας":"γλυκοφιλών",
"γλυκύτατο":"γλυκός",
"γλυκύτατοι":"γλυκός",
"γλυκύτητα":"γλυκύτητα",
"γλυκών":"γλυκός",
"γλυπτά":"γλυπτός",
"γλύπτες":"γλύπτης",
"γλύπτη":"γλύπτης",
"γλύπτης":"γλύπτης",
"γλυπτική":"γλυπτική",
"γλυπτικής":"γλυπτικός",
"γλυπτό":"γλυπτός",
"γλυπτού":"γλυπτός",
"γλύπτρια":"γλύπτρια",
"γλυπτών":"γλύπτης",
"γλύτωσε":"γλιτώνω",
"γλυτώσετε":"γλιτώνω",
"γλυτώσουν":"γλιτώνω",
"γλυφάδα":"γλυφάδα",
"γλυφάδας":"γλυφάδα",
"γλύφει":"γλύφω",
"γλώσσα":"γλώσσα",
"γλώσσα'":"γλώσσα'",
"γλωσσα":"γλωσσάς",
"γλώσσας":"γλώσσα",
"γλωσσας":"γλωσσάς",
"γλώσσες":"γλώσσα",
"γλωσσικά":"γλωσσικά",
"γλωσσικά":"γλωσσικός",
"γλωσσικές":"γλωσσικός",
"γλωσσική":"γλωσσικός",
"γλωσσικής":"γλωσσικός",
"γλωσσικό":"γλωσσικός",
"γλωσσικός":"γλωσσικός",
"γλωσσικού":"γλωσσικός",
"γλωσσικούς":"γλωσσικός",
"γλωσσικών":"γλωσσικός",
"γλωσσολαλιάς":"γλωσσολαλιάς",
"γλωσσολογία":"γλωσσολογία",
"γλωσσολογίας":"γλωσσολογία",
"γλωσσολόγοι":"γλωσσολόγος",
"γλωσσολόγος":"γλωσσολόγος",
"γλωσσολόγους":"γλωσσολόγος",
"γλωσσολόγων":"γλωσσολόγος",
"γλωσσοπλαστική":"γλωσσοπλαστικός",
"γλωσσών":"γλώσσα",
"γλώττα":"γλώττα",
"γμτ":"γμτ",
"γναθοπροσωπική":"γναθοπροσωπικός",
"γναθοπροσωπικής":"γναθοπροσωπικός",
"γναθοχειρουργού":"γναθοχειρουργός",
"γνέθοντας":"γνέθω",
"γνήσια":"γνήσιος",
"γνήσιας":"γνήσιος",
"γνήσιες":"γνήσιος",
"γνήσιο":"γνήσιος",
"γνήσιοι":"γνήσιος",
"γνήσιος":"γνήσιος",
"γνησιότητα":"γνησιότητα",
"γνησιότητά":"γνησιότητα",
"γνησιότητας":"γνησιότητα",
"γνήσιου":"γνήσιος",
"γνήσιους":"γνήσιος",
"γνωματεύσει":"γνωματεύω",
"γνωματεύσεις":"γνωμάτευση",
"γνωμάτευση":"γνωμάτευση",
"γνωμάτευσης":"γνωμάτευση",
"γνώμες":"γνώμη",
"γνώμη":"γνώμη",
"γνώμην":"γνώμη",
"γνώμης":"γνώμη",
"γνωμικά":"γνωμικός",
"γνωμικό":"γνωμικός",
"γνωμοδοτεί":"γνωμοδοτώ",
"γνωμοδότησαν":"γνωμοδοτώ",
"γνωμοδότησε":"γνωμοδοτώ",
"γνωμοδοτήσει":"γνωμοδοτώ",
"γνωμοδοτήσεις":"γνωμοδότηση",
"γνωμοδότηση":"γνωμοδότηση",
"γνωμοδότησή":"γνωμοδότηση",
"γνωμοδότησης":"γνωμοδότηση",
"γνωμοδοτήσουν":"γνωμοδοτώ",
"γνωμοδοτικά":"γνωμοδοτικός",
"γνωμοδοτικού":"γνωμοδοτικός",
"γνωμον":"γνωμον",
"γνώμονα":"γνώμονας",
"γνώμονας":"γνώμονας",
"γνώμονάς":"γνώμονας",
"γνωμων":"γνώμη",
"γνώριζα":"γνωρίζω",
"γνωρίζαμε":"γνωρίζω",
"γνώριζαν":"γνωρίζω",
"γνωρίζανε":"γνωρίζω",
"γνωρίζατε":"γνωρίζω",
"γνώριζε":"γνωρίζω",
"γνωρίζει":"γνωρίζω",
"γνωρίζεις":"γνωρίζω",
"γνώριζες":"γνωρίζω",
"γνωρίζεται":"γνωρίζω",
"γνωρίζετε":"γνωρίζω",
"γνωριζόμασταν":"γνωρίζω",
"γνωριζόμαστε":"γνωρίζω",
"γνωρίζονται":"γνωρίζω",
"γνωρίζοντας":"γνωρίζω",
"γνωρίζοντάς":"γνωρίζω",
"γνωρίζοντες":"γνωρίζων",
"γνωρίζουμε":"γνωρίζω",
"γνωρίζουν":"γνωρίζω",
"γνωρίζω":"γνωρίζω",
"γνώριμα":"γνώριμος",
"γνώριμες":"γνώριμος",
"γνώριμη":"γνώριμος",
"γνώριμή":"γνώριμος",
"γνωριμία":"γνωριμία",
"γνωριμίας":"γνωριμία",
"γνωριμίες":"γνωριμία",
"γνωριμιών":"γνωριμία",
"γνώριμο":"γνώριμος",
"γνώριμό":"γνώριμος",
"γνώριμοι":"γνώριμος",
"γνώριμος":"γνώριμος",
"γνώριμου":"γνώριμος",
"γνώριμους":"γνώριμος",
"γνώρισα":"γνωρίζω",
"γνωρίσαμε":"γνωρίζω",
"γνώρισαν":"γνωρίζω",
"γνωρίσατε":"γνωρίζω",
"γνώρισε":"γνωρίζω",
"γνωρίσει":"γνωρίζω",
"γνωρίσεις":"γνωρίζω",
"γνωρίσετε":"γνωρίζω",
"γνωρισθεί":"γνωρίζω",
"γνώρισμα":"γνώρισμα",
"γνώρισμά":"γνώρισμα",
"γνωρίσματα":"γνώρισμα",
"γνωρίσουμε":"γνωρίζω",
"γνωρίσουν":"γνωρίζω",
"γνωρίστε":"γνωρίζω",
"γνωριστείτε":"γνωρίζω",
"γνωριστήκαμε":"γνωρίζω",
"γνωρίστηκε":"γνωρίζω",
"γνωριστούμε":"γνωρίζω",
"γνωριστούν":"γνωρίζω",
"γνωρίσω":"γνωρίζω",
"γνώσει":"γνώσει",
"γνώσεις":"γνώση",
"γνώσεων":"γνώση",
"γνώσεών":"γνώση",
"γνώση":"γνώση",
"γνώσης":"γνώση",
"γνωσιακό":"γνωσιακός",
"γνώσιν":"γνώση",
"γνωσιολογικό":"γνωσιολογικός",
"γνωστά":"γνωστός",
"γνώστες":"γνώστης",
"γνωστές":"γνωστός",
"γνώστη":"γνώστης",
"γνωστη":"γνωστός",
"γνωστή":"γνωστός",
"γνώστης":"γνώστης",
"γνωστής":"γνωστός",
"γνωστικά":"γνωστικά",
"γνωστικά":"γνωστικός",
"γνωστική":"γνωστικός",
"γνωστικό":"γνωστικός",
"γνωστικοί":"γνωστικός",
"γνωστικού":"γνωστικός",
"γνωστικών":"γνωστικός",
"γνωστό":"γνωστός",
"γνωστοί":"γνωστός",
"γνωστοί-άγνωστοι":"γνωστοί-άγνωστοι",
"γνωστόν":"γνωστός",
"γνωστοποιεί":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιείται":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιηθεί":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιήθηκε":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιηθούν":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποίησαν":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποίησε":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιήσει":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιήσεις":"γνωστοποίηση",
"γνωστοποιήσεων":"γνωστοποίηση",
"γνωστοποίηση":"γνωστοποίηση",
"γνωστοποίησης":"γνωστοποίηση",
"γνωστοποιήσουμε":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιήσουν":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιήσω":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιούν":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιούνται":"γνωστοποιώ",
"γνωστοποιώ":"γνωστοποιώ",
"γνωστός":"γνωστός",
"γνωστότατο":"γνωστός",
"γνωστότερα":"γνωστός",
"γνωστότερες":"γνωστός",
"γνωστότερη":"γνωστός",
"γνωστότερο":"γνωστός",
"γνωστότεροι":"γνωστός",
"γνωστότερος":"γνωστός",
"γνωστότερου":"γνωστός",
"γνωστότερους":"γνωστός",
"γνωστότερων":"γνωστός",
"γνωστού":"γνωστός",
"γνωστούς":"γνωστός",
"γνώστρια":"γνώστρια",
"γνωστών":"γνωστός",
"γόβες":"γόβα",
"γογκ-γκακ":"γογκ-γκακ",
"γόγολο":"γόγολο",
"γόγολος":"γόγολος",
"γοερή":"γοερός",
"γόη":"γόης",
"γόης":"γόης",
"γόησσα":"γόησσα",
"γοητεια":"γοητεία",
"γοητεία":"γοητεία",
"γοητείας":"γοητεία",
"γοήτευε":"γοητεύω",
"γοητεύει":"γοητεύω",
"γοητεύεται":"γοητεύω",
"γοητεύετε":"γοητεύω",
"γοητευμένη":"γοητευμένος",
"γοητευμένοι":"γοητεύω",
"γοητευόμαστε":"γοητεύω",
"γοητεύονται":"γοητεύω",
"γοητεύουν":"γοητεύω",
"γοήτευσε":"γοητεύω",
"γοητεύσει":"γοητεύω",
"γοητεύσετε":"γοητεύω",
"γοητεύστε":"γοητεύω",
"γοητευτικές":"γοητευτικός",
"γοητευτική":"γοητευτικός",
"γοητευτικής":"γοητευτικός",
"γοητευτικό":"γοητευτικός",
"γοητευτικός":"γοητευτικός",
"γοητευτικότατη":"γοητευτικός",
"γοητευτικού":"γοητευτικός",
"γοητευτικούς":"γοητευτικός",
"γοητέψει":"γοητεύω",
"γόητρο":"γόητρο",
"γοήτρου":"γόητρο",
"γολάμ":"γολάμ",
"γολγοθά":"γολγοθάς",
"γολγοθάς":"γολγοθάς",
"γολιάθ":"γολιάθ",
"γόμα":"γόμα",
"γομολάστιχα":"γομολάστιχα",
"γόμωση":"γόμωση",
"γον":"γον",
"γόνατα":"γόνατο",
"γόνατά":"γόνατο",
"γονατίζει":"γονατίζω",
"γονατίζουν":"γονατίζω",
"γονάτισε":"γονατίζω",
"γονατίσει":"γονατίζω",
"γονατιστός":"γονατιστός",
"γόνατο":"γόνατο",
"γόνατό":"γόνατο",
"γονέα":"γονέας",
"γονέας":"γονέας",
"γονείς":"γονέας",
"γονέων":"γονέας",
"γονζάλες":"γονζάλες",
"γονίδης":"γονίδης",
"γονίδια":"γονίδιο",
"γονίδιά":"γονίδιο",
"γονιδιακή":"γονιδιακός",
"γονιδιακού":"γονιδιακός",
"γονίδιο":"γονίδιο",
"γονιδίου":"γονίδιο",
"γονιδίωμα":"γονιδίωμα",
"γονιδιώματα":"γονιδίωμα",
"γονιδιώματος":"γονιδίωμα",
"γονιδιωμάτων":"γονιδίωμα",
"γονιδίων":"γονίδιο",
"γονικές":"γονικός",
"γονική":"γονικός",
"γονικής":"γονικός",
"γονικού":"γονικός",
"γονικών":"γονικός",
"γόνιμα":"γόνιμος",
"γόνιμες":"γόνιμος",
"γόνιμη":"γόνιμος",
"γόνιμης":"γόνιμος",
"γόνιμο":"γόνιμος",
"γονιμοποιεί":"γονιμοποιώ",
"γονιμοποιηθούν":"γονιμοποιώ",
"γονιμοποιημένο":"γονιμοποιημένος",
"γονιμοποίησε":"γονιμοποιώ",
"γονιμοποιήσεις":"γονιμοποίηση",
"γονιμοποίηση":"γονιμοποίηση",
"γονιμοποίησης":"γονιμοποίηση",
"γονιμότητα":"γονιμότητα",
"γονιμότητά":"γονιμότητα",
"γονιμότητας":"γονιμότητα",
"γονιμοτήτων":"γονιμότητα",
"γόνιμων":"γόνιμος",
"γονιός":"γονιός",
"γονιού":"γονιός",
"γονιών":"γονιός",
"γόνο":"γόνος",
"γόνοι":"γόνος",
"γόνος":"γόνος",
"γόνους":"γόνος",
"γόπες":"γόπα",
"γοργά":"γοργός",
"γοργιανης":"γόργιανη",
"γοργό":"γοργός",
"γοργόνα":"γοργόνα",
"γοργόνας":"γοργόνα",
"γοργονες":"γοργόνα",
"γοργόνες":"γοργόνα",
"γοργοπόταμο":"γοργοπόταμος",
"γοργότερους":"γοργός",
"γοργούς":"γοργός",
"γόρδιο":"γόρδιος",
"γόρδιος":"γόρδιος",
"γοριδαρη":"γοριδαρη",
"γοριδάρη":"γοριδάρη",
"γορίλας":"γορίλας",
"γορίλλας":"γορίλλας",
"γορίλλες":"γορίλλες",
"γορτυνία":"γορτυνία",
"γοτθικούς":"γοτθικός",
"γου":"γου",
"γουάγκ":"γουάγκ",
"γουάι":"γουάι",
"γουάιλντερ":"γουάιλντερ",
"γουάινες":"γουάινες",
"γουάιρ":"γουάιρ",
"γουάιτ":"γουάιτ",
"γουακο":"γουακο",
"γουάλας":"γουάλας",
"γουάν":"γουάν",
"γουάρτον":"γουάρτον",
"γουάσιγκτον":"γουάσιγκτον",
"γουάσινγκτον":"γουάσινγκτον",
"γουατεμάλα":"γουατεμάλα",
"γουάτσον":"γουάτσον",
"γούβα":"γούβα",
"γούβες":"γούβα",
"γουδί":"γουδί",
"γουδώνη":"γουδώνη",
"γουέι":"γουέι",
"γουέιν":"γουέιν",
"γουεϊνμπρίτζ":"γουεϊνμπρίτζ",
"γουέιντ":"γουέιντ",
"γουέιρ":"γουέιρ",
"γουέιτς":"γουέιτς",
"γουέλς":"γουέλς",
"γουέλτς":"γουέλτς",
"γουεμπ":"γουεμπ",
"γουέμπ":"γουέμπ",
"γουεν":"γουεν",
"γουέν":"γουέν",
"γουέρλντ":"γουέρλντ",
"γουές":"γουές",
"γουέσλι":"γουέσλι",
"γουεστ":"γουεστ",
"γουέστ":"γουέστ",
"γουέστγουντ":"γουέστγουντ",
"γουέστερν":"γουέστερν",
"γουέτσελ":"γουέτσελ",
"γουίαρ":"γουίαρ",
"γουίβερ":"γουίβερ",
"γουιγκαν":"γουιγκαν",
"γουίγκαν":"γουίγκαν",
"γουίγκαν-μπλάκμπερν":"γουίγκαν-μπλάκμπερν",
"γουίδερσπουν":"γουίδερσπουν",
"γουικομ":"γουικομ",
"γουίλ":"γουίλ",
"γουίλαμ":"γουίλαμ",
"γουίλαν":"γουίλαν",
"γουίλαντ":"γουίλαντ",
"γουίλετς":"γουίλετς",
"γουίλιαμ":"γουίλιαμ",
"γουίλιαμς":"γουίλιαμς",
"γουίλιεμ":"γουίλιεμ",
"γουίλις":"γουίλις",
"γουίλσον":"γουίλσον",
"γουίμπλεντον3598629-33":"γουίμπλεντον3598629-33",
"γουίναλετ":"γουίναλετ",
"γουινέα":"γουινέα",
"γουινόνα":"γουινόνα",
"γουίντμαρκ":"γουίντμαρκ",
"γουίστ":"γουίστ",
"γουιτάκερ":"γουιτάκερ",
"γουίτακερ":"γουίτακερ",
"γουίτμαν":"γουίτμαν",
"γουλακη":"γουλακη",
"γούλας":"γούλα",
"γούλβεριν":"γούλβεριν",
"γουλβς":"γουλβς",
"γουλβς45129940-30":"γουλβς45129940-30",
"γουλί":"γουλί",
"γουλιά":"γουλιά",
"γουλιάς":"γουλιά",
"γουλφ":"γουλφ",
"γουμένισσα":"γουμένισσα",
"γουμένισσας":"γουμένισσα",
"γούμενο":"γούμενος",
"γουμενος":"γούμενος",
"γούμενος":"γούμενος",
"γούμενου":"γούμενος",
"γουν":"γουν",
"γούνα":"γούνα",
"γουναράδες":"γουναράς",
"γούναρη":"γούναρης",
"γούναρης":"γούναρης",
"γουναρικών":"γουναρικό",
"γούνας":"γούνα",
"γουνεργάτες":"γουνεργάτες",
"γούνες":"γούνα",
"γούνινα":"γούνινος",
"γούνινες":"γούνινος",
"γουνοποιίας":"γουνοποιία",
"γουνοποιός":"γουνοποιός",
"γουνοποιών":"γουνοποιών",
"γουντ":"γουντ",
"γούντγκεϊτ":"γούντγκεϊτ",
"γούντι":"γούντι",
"γουντς":"γουντς",
"γουόγκ":"γουόγκ",
"γουόκεν":"γουόκεν",
"γουόκερ":"γουόκερ",
"γουόλ":"γουόλ",
"γουόλι":"γουόλι",
"γουολσολ":"γουολσολ",
"γουόλσολ":"γουόλσολ",
"γουόλτερ":"γουόλτερ",
"γουόρεν":"γουόρεν",
"γουόρι":"γουόρι",
"γουόριορς":"γουόριορς",
"γουόρντ":"γουόρντ",
"γουόρντλο":"γουόρντλο",
"γουότεργκέιτ":"γουότεργκέιτ",
"γουότερς":"γουότερς",
"γουότς":"γουότς",
"γουότσον":"γουότσον",
"γουοτφορντ":"γουοτφορντ",
"γουότφορντ":"γουότφορντ",
"γουότφορντ491310846-41":"γουότφορντ491310846-41",
"γουότφορντ-κρίσταλ":"γουότφορντ-κρίσταλ",
"γουργιώτης":"γουργιώτης",
"γούρι":"γούρι",
"γούρια":"γούρια",
"γουρικο":"γούρικος",
"γουρλωμένα":"γουρλώνω",
"γουρουνάκια":"γουρουνάκι",
"γουρούνες":"γουρούνα",
"γουρουνι":"γουρούνι",
"γουρούνι":"γουρούνι",
"γουρούνια":"γουρούνι",
"γουρουνιού":"γουρούνι",
"γουρουνόπουλο":"γουρουνόπουλο",
"γουσίδη":"γουσίδη",
"γούσιου":"γούσιου",
"γου-σουκ":"γου-σουκ",
"γούστα":"γούστο",
"γούσταρε":"γουστάρω",
"γουστάρει":"γουστάρω",
"γουστάρουμε":"γουστάρω",
"γουστάρουν":"γουστάρω",
"γουστάρω":"γουστάρω",
"γούστο":"γούστο",
"γούστου":"γούστο",
"γουτας":"γουτας",
"γούτσιος":"γούτσιος",
"γουώλ":"γουώλ",
"γπς":"γπς",
"γρ.":"γρ.",
"γραβάνης":"γραβάνης",
"γραβάτα":"γραβάτα",
"γραβάτες":"γραβάτα",
"γραβιά":"γραβιά",
"γραβιάς":"γραβιά",
"γραβιέρα":"γραβιέρα",
"γραικός":"γραικός",
"γραικού":"γραικός",
"γραικύλους":"γραικύλος",
"γραμμ":"γραμμ",
"γραμμα":"γράμμα",
"γράμμα":"γράμμα",
"γραμμάν":"γραμμάν",
"γράμμα-ρεπορτάζ":"γράμμα-ρεπορτάζ",
"γραμμάρια":"γραμμάριο",
"γραμμάριο":"γραμμάριο",
"γραμμαρίων":"γραμμάριο",
"γράμματα":"γράμμα",
"γράμματά":"γράμμα",
"γραμματέα":"γραμματέας",
"γραμματεας":"γραμματέας",
"γραμματέας":"γραμματέας",
"γραμματεία":"γραμματεία",
"γραμματειακή":"γραμματειακός",
"γραμματείας":"γραμματεία",
"γραμματείες":"γραμματεία",
"γραμματείς":"γραμματέας",
"γραμματεύς":"γραμματεύς",
"γραμματέων":"γραμματέας",
"γραμματέως":"γραμματεύς",
"γραμματια":"γραμμάτιο",
"γραμμάτια":"γραμμάτιο",
"γραμματικά":"γραμματικά",
"γραμματικάκη":"γραμματικάκης",
"γραμματικές":"γραμματικός",
"γραμματική":"γραμματικός",
"γραμματικής":"γραμματικός",
"γραμματικό":"γραμματικός",
"γραμματικοί":"γραμματικός",
"γραμματικόπουλο":"γραμματικόπουλο",
"γραμματικοπούλου":"γραμματικοπούλου",
"γραμματικός":"γραμματικός",
"γραμματικου":"γραμματικός",
"γραμματικού":"γραμματικός",
"γραμματικούς":"γραμματικός",
"γραμματίων":"γραμμάτιο",
"γραμματοθυρίδα":"γραμματοθυρίδα",
"γραμματοκιβώτιο":"γραμματοκιβώτιο",
"γραμματοκιβώτιό":"γραμματοκιβώτιο",
"γραμματολογία":"γραμματολογία",
"γραμματολογίας":"γραμματολογία",
"γράμματος":"γράμμα",
"γραμματοσειρές":"γραμματοσειρά",
"γραμματόσημα":"γραμματόσημο",
"γραμματόσημο":"γραμματόσημο",
"γραμματοσήμων":"γραμματόσημο",
"γραμματουλα":"γραμματουλα",
"γραμμάτων":"γράμμα",
"γραμμένα":"γραμμένος",
"γραμμένες":"γραμμένος",
"γραμμένη":"γραμμένος",
"γραμμένο":"γραμμένος",
"γραμμένοι":"γραμμένος",
"γραμμένος":"γραμμένος",
"γραμμένων":"γραμμένος",
"γραμμες":"γραμμή",
"γραμμές":"γραμμή",
"γραμμή":"γραμμή",
"γραμμής":"γραμμή",
"γραμμικά":"γραμμικά",
"γραμμική":"γραμμικός",
"γραμμικής":"γραμμικός",
"γραμμικό":"γραμμικός",
"γραμμικός":"γραμμικός",
"γραμμικούς":"γραμμικός",
"γραμμόζης":"γραμμόζης",
"γραμμούλα":"γραμμούλα",
"γραμμοχώρια":"γραμμοχώρια",
"γραμμών":"γραμμή",
"γραμμώσεις":"γράμμωση",
"γρανάδα":"γρανάδα",
"γρανάζι":"γρανάζι",
"γρανάζια":"γρανάζι",
"γρανιτες":"γρανίτης",
"γρανίτη":"γρανίτης",
"γρανίτσας":"γρανίτσας",
"γρανιτών":"γρανίτης",
"γρανούζης":"γρανούζης",
"γραπτά":"γραπτός",
"γραπτές":"γραπτός",
"γραπτή":"γραπτός",
"γραπτής":"γραπτός",
"γραπτό":"γραπτός",
"γραπτός":"γραπτός",
"γραπτού":"γραπτός",
"γραπτών":"γραπτός",
"γραπτώς":"γραπτά",
"γρασίδι":"γρασίδι",
"γρατινή":"γρατινή",
"γρατινής":"γρατινής",
"γράτσος":"γράτσος",
"'γραφα":"'γραφα",
"γράφαμε":"γράφω",
"γράφανε":"γράφω",
"γράφατε":"γράφω",
"γραφε":"γράφω",
"γραφέας":"γραφέας",
"γραφεί":"γράφω",
"γράφει":"γράφω",
"γραφεία":"γραφείο",
"γραφειάκια":"γραφειάκι",
"γραφειακούς":"γραφειακός",
"γραφειακών":"γραφειακός",
"γραφείο":"γραφείο",
"γραφειοκράτες":"γραφειοκράτης",
"γραφειοκράτη":"γραφειοκράτης",
"γραφειοκράτης":"γραφειοκράτης",
"γραφειοκρατία":"γραφειοκρατία",
"γραφειοκρατίας":"γραφειοκρατία",
"γραφειοκρατικά":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικές":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατική":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικής":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικό":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικού":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικούς":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατικών":"γραφειοκρατικός",
"γραφειοκρατών":"γραφειοκράτης",
"γραφείου":"γραφείο",
"γράφεις":"γράφω",
"γραφείτε":"γράφω",
"γραφειων":"γραφείο",
"γραφείων":"γραφείο",
"γραφές":"γραφή",
"γράφεται":"γράφω",
"γράφετε":"γράφω",
"γραφή":"γραφή",
"γράφηκαν":"γράφω",
"γράφηκε":"γράφω",
"γράφημα":"γράφημα",
"γραφήματα":"γράφημα",
"γραφής":"γραφή",
"γραφιάδες":"γραφιάς",
"γραφιάς":"γραφιάς",
"γραφίδα":"γραφίδα",
"γραφικά":"γραφικός",
"γραφικές":"γραφικός",
"γραφική":"γραφικός",
"γραφικής":"γραφικός",
"γραφικό":"γραφικός",
"γραφικοί":"γραφικός",
"γραφικός":"γραφικός",
"γραφικότητα":"γραφικότητα",
"γραφικότητά":"γραφικότητα",
"γραφικότητες":"γραφικότητα",
"γραφικού":"γραφικός",
"γραφικούς":"γραφικός",
"γραφικών":"γραφικός",
"γραφίστας":"γραφίστας",
"γραφίστες":"γραφίστας",
"γραφιστικές":"γραφιστικός",
"γραφίστρια":"γραφίστρια",
"γραφίτη":"γραφίτης",
"γραφίτης":"γραφίτης",
"γραφόμενα":"γραφόμενος",
"γραφόμενά":"γραφόμενος",
"γραφόμενη":"γραφόμενος",
"γραφόμενης":"γραφόμενος",
"γραφομηχανη":"γραφομηχανή",
"γραφομηχανή":"γραφομηχανή",
"γραφομηχανής":"γραφομηχανή",
"γραφομηχανών":"γραφομηχανή",
"γράφοντα":"γράφων",
"γράφονται":"γράφω",
"γράφονταν":"γράφω",
"γράφοντας":"γράφω",
"γράφοντες":"γράφων",
"γράφοντος":"γράφων",
"γραφόταν":"γράφω",
"γράφουμε":"γράφω",
"γραφούν":"γράφω",
"γράφουν":"γράφω",
"γράφουσα":"γράφων",
"γράφουσας":"γράφων",
"γράφτε":"γράφτε",
"γραφτεί":"γράφω",
"γράφτηκαν":"γράφω",
"γράφτηκε":"γράφω",
"γραφτό":"γραπτός",
"γραφτούν":"γράφω",
"γράφω":"γράφω",
"γράφων":"γράφων",
"γράψαμε":"γράφω",
"γράψανε":"γράφω",
"γράψας":"γράψας",
"γράψε":"γράφω",
"γράψει":"γράφω",
"γράψεις":"γράφω",
"γράψετε":"γράφω",
"γράψιμο":"γράψιμο",
"γράψουμε":"γράφω",
"γράψουν":"γράφω",
"γράψουνε":"γράφω",
"γράψω":"γράφω",
"γρεβενά":"γρεβενά",
"γρεβενων":"γρεβενά",
"γρεβενών":"γρεβενά",
"γρηγορα":"γρήγορα",
"γρήγορα":"γρήγορα",
"γρήγορα":"γρήγορος",
"γρήγορα-γρήγορα":"γρήγορα-γρήγορα",
"γρηγοράκος":"γρηγοράκος",
"γρηγοράτο":"γρηγοράτο",
"γρήγορες":"γρήγορος",
"γρηγόρη":"γρηγόρης",
"γρήγορη":"γρήγορος",
"γρηγορης":"γρηγόρης",
"γρηγόρης":"γρηγόρης",
"γρήγορης":"γρήγορος",
"γρηγοριάδη":"γρηγοριάδης",
"γρηγοριαδης":"γρηγοριάδης",
"γρηγοριάδης":"γρηγοριάδης",
"γρηγόριος":"γρηγόριος",
"γρηγορίου":"γρηγόριος",
"γρήγορο":"γρήγορος",
"γρηγορόπουλος":"γρηγορόπουλος",
"γρήγορος":"γρήγορος",
"γρηγορόσημο":"γρηγορόσημο",
"γρηγορότερα":"γρήγορος",
"γρήγορου":"γρήγορος",
"γρήγορους":"γρήγορος",
"γρήγορων":"γρήγορος",
"γριά":"γριά",
"γριάς":"γριά",
"γριβα":"γρίβας",
"γριβάδι":"γριβάδι",
"γριβάδια":"γριβάδια",
"γρίβας":"γρίβας",
"γριές":"γριά",
"γριούλα":"γριούλα",
"γριπη":"γρίπη",
"γρίπη":"γρίπη",
"γριπης":"γρίπη",
"γρίπης":"γρίπη",
"γρίφο":"γρίφος",
"γρίφος":"γρίφος",
"γρίφου":"γρίφος",
"γρίφους":"γρίφος",
"γροθιά":"γροθιά",
"γροθιές":"γροθιά",
"γροιλανδία":"γροιλανδία",
"γροιλανδίας":"γροιλανδία",
"γροιλανδικό":"γροιλανδικός",
"γρόλλιος":"γρόλλιος",
"γρονθοκόπημα":"γρονθοκόπημα",
"γρονθοκόπησε":"γρονθοκοπώ",
"γρονθοκοπούνται":"γρονθοκοπώ",
"γρόσια":"γρόσι",
"γροτέσκο":"γροτέσκο",
"γρουμπουσιάνης":"γρουμπουσιάνης",
"γρουσούζη":"γρουσούζης",
"γρουσουζιά":"γρουσουζιά",
"γρυλάκη":"γρυλάκη",
"γρυλίζοντας":"γρυλίζω",
"γρύλος":"γρύλος",
"γς":"γς",
"γσεε":"γσεε",
"γσεε-αδεδυ":"γσεε-αδεδυ",
"γυ":"γυ",
"γυάλα":"γυάλα",
"γυαλάδα":"γυαλάδα",
"γυαλάκι":"γυαλάκι",
"γυαλάκια":"γυαλάκιας",
"γυαλί":"γυαλί",
"γυαλιά":"γυαλί",
"γυάλιζαν":"γυαλίζω",
"γυαλίζει":"γυαλίζω",
"γυαλίζουν":"γυαλίζω",
"γυαλικά":"γυαλικό",
"γυάλινα":"γυάλινος",
"γυάλινες":"γυάλινος",
"γυάλινη":"γυάλινος",
"γυάλινης":"γυάλινος",
"γυαλινο":"γυάλινος",
"γυάλινο":"γυάλινος",
"γυάλινος":"γυάλινος",
"γυάλινου":"γυάλινος",
"γυάλινους":"γυάλινος",
"γυαλιού":"γυαλί",
"γυαλίσει":"γυαλίζω",
"γυαλισμένες":"γυαλίζω",
"γυαλιστερά":"γυαλιστερός",
"γυαλιστερές":"γυαλιστερός",
"γυαλιστερή":"γυαλιστερός",
"γυαλιστερό":"γυαλιστερός",
"γυαλιών":"γυαλί",
"γύθειο":"γύθειο",
"γυμν":"γυμν",
"γυμνά":"γυμνός",
"γυμνάζεται":"γυμνάζω",
"γυμνάζομαι":"γυμνάζω",
"γυμνάζονται":"γυμνάζω",
"γύμνασης":"γύμναση",
"γυμνάσια":"γυμνάσιο",
"γυμνασιακά":"γυμνασιακός",
"γυμνάσιο":"γυμνάσιο",
"γυμνασιοκόριτσο":"γυμνασιοκόριτσο",
"γυμνασίου":"γυμνάσιο",
"γυμνασίων":"γυμνάσιο",
"γυμνασμένα":"γυμνάζω",
"γυμναστείτε":"γυμνάζω",
"γυμναστές":"γυμναστής",
"γυμναστή":"γυμναστής",
"γυμνάστηκαν":"γυμνάζω",
"γυμναστήρια":"γυμναστήριο",
"γυμναστηριο":"γυμναστήριο",
"γυμναστήριο":"γυμναστήριο",
"γυμναστηρίου":"γυμναστήριο",
"γυμναστηρίων":"γυμναστήριο",
"γυμναστης":"γυμναστής",
"γυμναστής":"γυμναστής",
"γυμναστικά":"γυμναστικός",
"γυμναστικη":"γυμναστικός",
"γυμναστική":"γυμναστικός",
"γυμναστικής":"γυμναστικός",
"γυμναστικο":"γυμναστικός",
"γυμναστικος":"γυμναστικός",
"γυμναστικός":"γυμναστικός",
"γυμναστικού":"γυμναστικός",
"γυμναστούν":"γυμνάζω",
"γυμνάστρια":"γυμνάστρια",
"γυμνές":"γυμνός",
"γυμνή":"γυμνός",
"γύμνια":"γύμνια",
"γυμνισμό":"γυμνισμός",
"γυμνιστές":"γυμνιστής",
"γυμνιστών":"γυμνιστής",
"γυμνό":"γυμνός",
"γυμνοί":"γυμνός",
"γυμνός":"γυμνός",
"γυμνοσάλιαγκας":"γυμνοσάλιαγκας",
"γυμνού":"γυμνός",
"γυμνούς":"γυμνός",
"γύμνωσαν":"γυμνώνω",
"γυναίκα":"γυναίκα",
"γυναικα":"γυναικάς",
"γυναικά":"γυναικάς",
"γυναίκας":"γυναίκα",
"γυναικας":"γυναικάς",
"γυναικάς":"γυναικάς",
"γυναικεια":"γυναικείος",
"γυναικεία":"γυναικείος",
"γυναικείας":"γυναικείος",
"γυναικείες":"γυναικείος",
"γυναικείο":"γυναικείος",
"γυναικείος":"γυναικείος",
"γυναικείου":"γυναικείος",
"γυναικείους":"γυναικείος",
"γυναικείων":"γυναικείος",
"γυναικες":"γυναίκα",
"γυναίκες":"γυναίκα",
"γυναίκες-δημόσια":"γυναίκες-δημόσια",
"γυναικολογικές":"γυναικολογικός",
"γυναικολογική":"γυναικολογικός",
"γυναικολογική-μαιευτική":"γυναικολογική-μαιευτική",
"γυναικολογικής":"γυναικολογικός",
"γυναικολογικούς":"γυναικολογικός",
"γυναικολογικών":"γυναικολογικός",
"γυναικολόγο":"γυναικολόγος",
"γυναικολόγοι":"γυναικολόγος",
"γυναικολόγος":"γυναικολόγος",
"γυναικολόγου":"γυναικολόγος",
"γυναικόπαιδα":"γυναικόπαιδα",
"γυναικός":"γυναίκα",
"γυναικων":"γυναίκα",
"γυναικών":"γυναίκα",
"γυνή":"γυναίκα",
"γύπες":"γύπας",
"γύρευε":"γυρεύω",
"γυρεύει":"γυρεύω",
"γυρεύοντας":"γυρεύω",
"γυρεύουν":"γυρεύω",
"γύρη":"γύρη",
"γύριζα":"γυρίζω",
"γύριζαν":"γυρίζω",
"γύριζε":"γυρίζω",
"γυρίζει":"γυρίζω",
"γυρίζεις":"γυρίζω",
"γυρίζετε":"γυρίζω",
"γυρίζονται":"γυρίζω",
"γυρίζοντας":"γυρίζω",
"γυρίζοντάς":"γυρίζω",
"γυριζόταν":"γυρίζω",
"γυρίζουμε":"γυρίζω",
"γυρίζουν":"γυρίζω",
"γυρίζω":"γυρίζω",
"γύρισα":"γυρίζω",
"γυρίσαμε":"γυρίζω",
"γύρισαν":"γυρίζω",
"γυρισε":"γυρίζω",
"γύρισε":"γυρίζω",
"γυρίσει":"γυρίζω",
"γυρίσεις":"γυρίζω",
"γύρισες":"γυρίζω",
"γυρίσετε":"γυρίζω",
"γύρισμα":"γύρισμα",
"γυρίσματα":"γύρισμα",
"γυρισμάτων":"γύρισμα",
"γυρισμένα":"γυρίζω",
"γυρισμένη":"γυρισμένος",
"γυρισμένο":"γυρισμένος",
"γυρισμένος":"γυρίζω",
"γυρισμό":"γυρισμός",
"γυρισμού":"γυρισμός",
"γυρίσουμε":"γυρίζω",
"γυρίσουν":"γυρίζω",
"γυρίστε":"γυρίζω",
"γυριστεί":"γυρίζω",
"γυριστή":"γυριστός",
"γυρίστηκαν":"γυρίζω",
"γυρίστηκε":"γυρίζω",
"γυριστό":"γυριστός",
"γυρίσω":"γυρίζω",
"γυριχίδη":"γυριχίδη",
"γυριχίδης":"γυριχίδης",
"γυρνά":"γυρίζω",
"γύρνα":"γυρνώ",
"γυρνάει":"γυρίζω",
"γυρνάνε":"γυρίζω",
"γυρνάς":"γυρνώ",
"γυρνάτε":"γυρίζω",
"γυρνάω":"γυρνώ",
"γυρνούν":"γυρνώ",
"γυρνούσαν":"γυρνώ",
"γυρνούσε":"γυρίζω",
"γυρνώ":"γυρνώ",
"γυρνώντας":"γυρίζω",
"γύρο":"γύρος",
"γυρολόγοι":"γυρολόγος",
"γύρος":"γύρος",
"γυρου":"γύρος",
"γύρου":"γύρος",
"γύρους":"γύρος",
"γυρω":"γύρω",
"γύρω":"γύρω",
"γύρω-γύρω":"γύρω-γύρω",
"γύρων":"γύρος",
"γύφτικο":"γύφτικος",
"γυφτοαριστοκράτης":"γυφτοαριστοκράτης",
"γύφτοι":"γύφτος",
"γυφτόπουλος":"γυφτόπουλος",
"γύψινα":"γύψινος",
"γύψο":"γύψος",
"γύψου":"γύψος",
"γύψους":"γύψος",
"'γω":"'γω",
"γώ":"γώ",
"γω":"εγώ",
"γωγαδη":"γωγαδη",
"γωγούση":"γωγούση",
"γωγώ":"γωγώ",
"γωνια":"γωνιά",
"γωνιά":"γωνιά",
"γωνία":"γωνία",
"γωνιακή":"γωνιακός",
"γωνιακό":"γωνιακός",
"γωνιας":"γωνιά",
"γωνιάς":"γωνιά",
"γωνίας":"γωνία",
"γωνιές":"γωνιά",
"γωνίες":"γωνία",
"γωνιτσα":"γωνίτσα",
"γωνίτσα":"γωνίτσα",
"γωνιώδεις":"γωνιώδης",
"γωνιών":"γωνία",
"γώτη":"γώτη",
"δ":"δ",
"δ'":"δ'",
"δ.":"δ.",
"δ.α.σ.ε.":"δ.α.σ.ε.",
"δ.βλ.":"δ.βλ.",
"δ.ε.":"δ.ε.",
"δ.ε.η.":"δ.ε.η.",
"δ.ε.κο.π.α.":"δ.ε.κο.π.α.",
"δ.ε.σ.ε.":"δ.ε.σ.ε.",
"δ.ν.":"δ.ν.",
"δ.ντ.":"δ.ντ.",
"δ.ο.υ.":"δ.ο.υ.",
"δ.σ":"δ.σ",
"δ.σ.":"δ.σ.",
"δ.τ.":"δ.τ.",
"δ.υ.":"δ.υ.",
"δ΄":"δ΄",
"δ΄λεια":"δ΄λεια",
"δα":"δα",
"δαβάκη":"δαβάκης",
"δαβάκης":"δαβάκης",
"δαβίδ":"δαβίδ",
"δάγγειο":"δάγκειος",
"δαγκαματιές":"δαγκαματιά",
"δαγκάνες":"δαγκάνα",
"δαγκλη":"δαγκλη",
"δαγκώματα":"δάγκωμα",
"δαγκωματιές":"δαγκωματιά",
"δαγκώνει":"δαγκώνω",
"δαγκωνιές":"δαγκωνιά",
"δαγκώνουμε":"δαγκώνω",
"δαγκώνω":"δαγκώνω",
"δάγκωσέ":"δαγκώνω",
"δαγκώσει":"δαγκώνω",
"δαγκώσω":"δαγκώνω",
"δαγκωτο":"δαγκωτός",
"δάδα":"δάδα",
"δαδιά":"δαδί",
"δαδιάς":"δαδιάς",
"δαδιώτης":"δαδιώτης",
"δαιδαλώδεις":"δαιδαλώδης",
"δαιδαλώδες":"δαιδαλώδης",
"δαιδαλώδης":"δαιδαλώδης",
"δαιδαλώδους":"δαιδαλώδης",
"δαίμονα":"δαίμονας",
"δαίμονας":"δαίμονας",
"δαίμονες":"δαίμονας",
"δαιμόνια":"δαιμόνιο",
"δαιμόνιας":"δαιμόνιος",
"δαιμονική":"δαιμονικός",
"δαιμονικό":"δαιμονικός",
"δαιμονικού":"δαιμονικός",
"δαιμόνιο":"δαιμόνιος",
"δαιμόνιοι":"δαιμόνιος",
"δαιμόνιον":"δαιμόνιος",
"δαιμόνιος":"δαιμόνιος",
"δαιμόνιους":"δαιμόνιος",
"δαιμονιωδώς":"δαιμονιωδώς",
"δαιμονολογούμε":"δαιμονολογώ",
"δαιμονοποιείται":"δαιμονοποιώ",
"δαιμονοποιηθεί":"δαιμονοποιώ",
"δαιμονοποιήσεις":"δαιμονοποίηση",
"δαιμονοποίηση":"δαιμονοποίηση",
"δαιμονοποίησης":"δαιμονοποίηση",
"δαιμόνων":"δαίμονας",
"δαϊος":"δαϊος",
"δακε":"δακε",
"δάκρυ":"δάκρυ",
"δάκρυα":"δάκρυ",
"δάκρυά":"δάκρυ",
"δακρύβρεχτα":"δακρύβρεκτος",
"δακρυγόνα":"δακρυγόνος",
"δακρυγόνους":"δακρυγόνος",
"δακρυγόνων":"δακρυγόνος",
"δάκρυζε":"δακρύζω",
"δακρύζουν":"δακρύζω",
"δάκρυσε":"δακρύζω",
"δακρυσμένα":"δακρυσμένος",
"δακρυσμένος":"δακρυσμένος",
"δακρύσουν":"δακρύζω",
"δακρύων":"δάκρυ",
"δάκτυλα":"δάχτυλο",
"δάκτυλά":"δάχτυλο",
"δακτυλίδι":"δακτυλίδι",
"δακτυλίδια":"δακτυλίδι",
"δακτυλιδιού":"δακτυλίδι",
"δακτυλικά":"δακτυλικός",
"δακτυλικών":"δακτυλικός",
"δακτύλιο":"δακτύλιος",
"δακτύλιος":"δακτύλιος",
"δακτυλίου":"δακτύλιος",
"δακτυλίους":"δακτύλιος",
"δάκτυλο":"δάκτυλος",
"δάκτυλό":"δάκτυλος",
"δακτυλογραφημένες":"δακτυλογραφημένος",
"δακτυλοδεικτούμενη":"δακτυλοδεικτούμενος",
"δακτυλοδεικτούμενοι":"δακτυλοδεικτούμενος",
"δακτυλοσκοπική":"δακτυλοσκοπική",
"δάκτυλου":"δάκτυλος",
"δακτύλω":"δάκτυλος",
"δακτύλων":"δάκτυλος",
"δαλαϊ":"δαλαϊ",
"δαλάι":"δαλάι",
"δαλαμαγκίδη":"δαλαμαγκίδη",
"δαλαμαγκίδης":"δαλαμαγκίδης",
"δαλαμαρα":"δαλαμαρα",
"δαλαμάρα":"δαλαμάρα",
"δαλιανίδη":"δαλιανίδης",
"δαλιάρης":"δαλιάρης",
"δάλλα":"δάλλας",
"δάλλας":"δάλλας",
"δάμαλης":"δάμαλης",
"δαμανάκη":"δαμανάκη",
"δάμασε":"δαμάζω",
"δαμάσει":"δαμάζω",
"δαμασές":"δαμασές",
"δαμάσκηνα":"δαμάσκηνο",
"δαμασκηνα":"δαμασκηνός",
"δαμασκό":"δαμασκός",
"δαμάσκος":"δαμάσκος",
"δαμασκού":"δαμασκός",
"δαματσιώτη":"δαματσιώτη",
"δαμήλο":"δαμήλο",
"δαμήλος":"δαμήλος",
"δαμήλου":"δαμήλου",
"δαμιανίδη":"δαμιανίδη",
"δαμιανίδης":"δαμιανίδης",
"δαμιανός":"δαμιανός",
"δαμιανού":"δαμιανός",
"δάμκαλης":"δάμκαλης",
"δαμόκλειο":"δαμόκλειος",
"δανάη":"δανάη",
"δαναός":"δαναός",
"δανδή":"δανδής",
"δανδής":"δανδής",
"δανδουλακη":"δανδουλακη",
"δανδουλάκη":"δανδουλάκη",
"δανε":"δανε",
"δανέζα":"δανέζα",
"δανέζικα":"δανέζικος",
"δανέζικη":"δανέζικος",
"δανέζικο":"δανέζικος",
"δάνεια":"δάνειο",
"δάνειά":"δάνειο",
"δανειακές":"δανειακός",
"δανειακή":"δανειακός",
"δανειακής":"δανειακός",
"δανειακών":"δανειακός",
"δάνειζε":"δανείζω",
"δανείζει":"δανείζω",
"δανείζεσαι":"δανείζω",
"δανείζεται":"δανείζω",
"δανειζόμαστε":"δανείζω",
"δανειζόμενα":"δανειζόμενος",
"δανείζονται":"δανείζω",
"δανειζόταν":"δανείζω",
"δανείζουν":"δανείζω",
"δανεικά":"δανεικός",
"δανεικό":"δανεικός",
"δανεικός":"δανεικός",
"δανεικών":"δανεικός",
"δάνειο":"δάνειο",
"δανειοδότηση":"δανειοδότηση",
"δανειοδότησης":"δανειοδότηση",
"δανειολήπτες":"δανειολήπτης",
"δανειολήπτη":"δανειολήπτης",
"δανειολήπτης":"δανειολήπτης",
"δανειοληπτική":"δανειοληπτικός",
"δανειοληπτών":"δανειολήπτης",
"δανείου":"δάνειο",
"δάνεισε":"δανείζω",
"δανείσει":"δανείζω",
"δανείσετε":"δανείζω",
"δανεισθώ":"δανείζω",
"δανεισμένη":"δανείζω",
"δανεισμο":"δανεισμός",
"δανεισμό":"δανεισμός",
"δανεισμός":"δανεισμός",
"δανεισμού":"δανεισμός",
"δανεισμούς":"δανεισμός",
"δανείσουν":"δανείζω",
"δανειστεί":"δανείζω",
"δανειστές":"δανειστής",
"δανείστηκα":"δανείζω",
"δανειστήκαμε":"δανείζω",
"δανείστηκαν":"δανείζω",
"δανείστηκε":"δανείζω",
"δανειστικές":"δανειστικός",
"δανειστική":"δανειστικός",
"δανειστικής":"δανειστικός",
"δανείων":"δάνειο",
"δανέλλης":"δανέλλης",
"δανία":"δανία",
"δανιας":"δανία",
"δανίας":"δανία",
"δανιήλ":"δανιήλ",
"δανιηλίδη":"δανιηλίδη",
"δανιηλίδης":"δανιηλίδης",
"δανιηλιδου":"δανιηλιδου",
"δανιηλίδου":"δανιηλίδου",
"δανική":"δανικός",
"δανικός":"δανικός",
"δανός":"δανός",
"δανού":"δανός",
"δαντέλα":"δαντέλα",
"δαντέλες":"δαντέλα",
"δαντελωτό":"δαντελωτός",
"δάντη":"δάντης",
"δαουλτσή":"δαουλτσή",
"δαπ":"δαπ",
"δαπανά":"δαπανώ",
"δαπανάμε":"δαπανώ",
"δαπάνες":"δαπάνη",
"δαπάνη":"δαπάνη",
"δαπανηθεί":"δαπανώ",
"δαπανήθηκαν":"δαπανώ",
"δαπανήθηκε":"δαπανώ",
"δαπανηρά":"δαπανηρός",
"δαπανηρές":"δαπανηρός",
"δαπανηρή":"δαπανηρός",
"δαπανηρό":"δαπανηρός",
"δαπανηροί":"δαπανηρός",
"δαπανηρότερο":"δαπανηρός",
"δαπάνης":"δαπάνη",
"δαπάνησαν":"δαπανώ",
"δαπάνησε":"δαπανώ",
"δαπανήσει":"δαπανώ",
"δαπανήσετε":"δαπανώ",
"δαπανούν":"δαπανώ",
"δαπανούσε":"δαπανώ",
"δαπανών":"δαπάνη",
"δαπανώνται":"δαπανώ",
"δαπανώντας":"δαπανώ",
"δάπεδο":"δάπεδο",
"δαπέδου":"δάπεδο",
"δάπη":"δάπη",
"δαραβίγκα":"δαραβίγκα",
"δαρβινικής":"δαρβινικός",
"δάρδα":"δάρδα",
"δάρδας":"δάρδας",
"δαριγκ":"δαριγκ",
"δάρλα":"δάρλα",
"δαρλας":"δαρλας",
"δάρλας":"δάρλας",
"δαρμένοι":"δαρμένος",
"δάρρα":"δάρρα",
"δας":"δας",
"δασάκι":"δασάκι",
"δασαλ":"δασαλ",
"δασαρχείο":"δασαρχείο",
"δασαρχείου":"δασαρχείο",
"δασάρχες":"δασάρχης",
"δασάρχη":"δασάρχης",
"δασάρχης":"δασάρχης",
"δασαρχών":"δασάρχης",
"δασε":"δασε",
"δασεία":"δασύς",
"δασείας":"δασύς",
"δασείες":"δασεία",
"δασέος":"δασύς",
"δασεργατών":"δασεργάτης",
"δαση":"δάσος",
"δάση":"δάσος",
"δάση-υγρότοπους":"δάση-υγρότοπους",
"δασικά":"δασικός",
"δασικές":"δασικός",
"δασική":"δασικός",
"δασικής":"δασικός",
"δασικό":"δασικός",
"δασικοί":"δασικός",
"δασικού":"δασικός",
"δασικούς":"δασικός",
"δασικών":"δασικός",
"δάσιου":"δάσιου",
"δασκάλα":"δασκάλα",
"δασκαλακη":"δασκαλάκης",
"δασκαλάκης":"δασκαλάκης",
"δασκάλας":"δασκάλα",
"δάσκαλε":"δάσκαλος",
"δασκαλίστικη":"δασκαλίστικος",
"δασκαλίστικο":"δασκαλίστικος",
"δάσκαλο":"δάσκαλος",
"δάσκαλό":"δάσκαλος",
"δάσκαλοι":"δάσκαλος",
"δάσκαλος":"δάσκαλος",
"δάσκαλός":"δάσκαλος",
"δασκάλου":"δάσκαλος",
"δάσκαλου":"δάσκαλος",
"δασκάλους":"δάσκαλος",
"δάσκαλους":"δάσκαλος",
"δασκάλων":"δάσκαλος",
"δασμοί":"δασμός",
"δασμούς":"δασμός",
"δασμών":"δασμός",
"δασοκομμάντος":"δασοκομμάντος",
"δασοκτόνο":"δασοκτόνος",
"δασολογίας":"δασολογία",
"δασολογική":"δασολογικός",
"δασολογικής":"δασολογικός",
"δασολόγος":"δασολόγος",
"δασολόγων":"δασολόγος",
"δασοπονία":"δασοπονία",
"δασοπονίας":"δασοπονία",
"δασοπονικής":"δασοπονικός",
"δασοπόνοι":"δασοπόνος",
"δασοπροστασία":"δασοπροστασία",
"δασοπροστασίας":"δασοπροστασία",
"δασοπυρόσβεση":"δασοπυρόσβεση",
"δασοπυρόσβεσης":"δασοπυρόσβεση",
"δασοπυροσβέστες":"δασοπυροσβέστης",
"δασοπυροσβέστη":"δασοπυροσβέστης",
"δάσος":"δάσος",
"δασους":"δασός",
"δάσους":"δάσος",
"δασπορας":"δασπορας",
"δασύ":"δασύς",
"δασυλας":"δασυλας",
"δασύλας":"δασύλας",
"δασύλλιο":"δασύλλιο",
"δασύς":"δασύς",
"δασώδη":"δασώδης",
"δασωμένο":"δασωμένος",
"δασων":"δάσος",
"δασών":"δάσος",
"δασών-πάρκων":"δασών-πάρκων",
"δάφνες":"δάφνη",
"δαφνη":"δάφνη",
"δάφνη":"δάφνη",
"δάφνης":"δάφνη",
"δάφνη-σπόρτιγκ":"δάφνη-σπόρτιγκ",
"δαφνί":"δαφνί",
"δάχτυλα":"δάχτυλο",
"δάχτυλά":"δάχτυλο",
"δαχτυλάκι":"δαχτυλάκι",
"δαχτυλίδι":"δαχτυλίδι",
"δαχτυλίδια":"δαχτυλίδι",
"δαχτυλιδιών":"δαχτυλίδι",
"δαχτυλο":"δάχτυλο",
"δάχτυλο":"δάχτυλο",
"δάχτυλό":"δάχτυλο",
"δαχτυλοσείοντες":"δαχτυλοσείοντες",
"δαχτύλων":"δάχτυλο",
"δε":"δε",
"δε":"δεν",
"δε.":"δε.",
"δεαδ":"δεαδ",
"δεβλέτογλου":"δεβλέτογλου",
"δέδα":"δέδα",
"δεδας":"δεδας",
"δέδας":"δέδας",
"δεδηλωμένη":"δεδηλωμένη",
"δεδηλωμένης":"δηλώνω",
"δεδηλωμένος":"δηλώνω",
"δεδικαίωται":"δεδικαίωται",
"δεδικασμένο":"δεδικασμένο",
"δεδομενα":"δεδομένο",
"δεδομένα":"δεδομένο",
"δεδομένες":"δεδομένος",
"δεδομένη":"δεδομένος",
"δεδομένης":"δεδομένος",
"δεδομένο":"δεδομένο",
"δεδομένοι":"δεδομένος",
"δεδομένος":"δίνω",
"δεδομένου":"δεδομένο",
"δεδομένους":"δεδομένος",
"δεδομενων":"δεδομένος",
"δεδομένων":"δεδομένος",
"δεδουλευμένα":"δεδουλευμένος",
"δεδουλευμένων":"δεδουλευμένος",
"δεε":"δεε",
"δεεκμε":"δεεκμε",
"δεη":"δεη",
"δέηση":"δέηση",
"δέησης":"δέηση",
"δεθ":"δεθ",
"δεθεί":"δένω",
"δέθηκαν":"δένω",
"δέθηκε":"δένω",
"δεθούν":"δένω",
"δει":"βλέπω",
"δείγμα":"δείγμα",
"δείγματα":"δείγμα",
"δείγματά":"δείγμα",
"δειγματισμό":"δειγματισμός",
"δειγματισμός":"δειγματισμός",
"δειγματισμού":"δειγματισμός",
"δειγματοληπτικά":"δειγματοληπτικός",
"δειγματοληπτική":"δειγματοληπτικός",
"δειγματοληπτικός":"δειγματοληπτικός",
"δειγματοληπτικούς":"δειγματοληπτικός",
"δειγματοληπτικών":"δειγματοληπτικός",
"δειγματοληψία":"δειγματοληψία",
"δείγματος":"δείγμα",
"δειγματων":"δείγμα",
"δειγμάτων":"δείγμα",
"δείκτες":"δείκτης",
"δεικτη":"δείκτης",
"δείκτη":"δείκτης",
"δεικτης":"δείκτης",
"δείκτης":"δείκτης",
"δείκτηςτου":"δείκτηςτου",
"δεικτολογία":"δεικτολογία",
"δεικτών":"δείκτης",
"δειλά":"δειλά",
"δειλά":"δειλός",
"δειλά-δειλά":"δειλά-δειλά",
"δειλή":"δειλός",
"δειλία":"δειλία",
"δειλιάζετε":"δειλιάζω",
"δειλινό":"δειλινός",
"δειλοί":"δειλός",
"δειλός":"δειλός",
"δειλούς":"δειλός",
"δειλών":"δειλός",
"δεινά":"δεινά",
"δείνα":"δείνα",
"δεινά":"δεινός",
"δεινή":"δεινός",
"δεινό":"δεινός",
"δεινοί":"δεινός",
"δεινός":"δεινός",
"δεινόσαυρο":"δεινόσαυρος",
"δεινόσαυροι":"δεινόσαυρος",
"δεινόσαυρος":"δεινόσαυρος",
"δεινόσαυρους":"δεινόσαυρος",
"δεινοσαύρων":"δεινόσαυρος",
"δεινότητα":"δεινότητα",
"δεινών":"δεινός",
"δεινώς":"δεινώς",
"δείξαμε":"δείχνω",
"δείξανε":"δείχνω",
"δείξατε":"δείχνω",
"'δειξε":"'δειξε",
"δείξει":"δείχνω",
"δείξεις":"δείχνω",
"δείξετε":"δείχνω",
"δείξουμε":"δείχνω",
"δείξουν":"δείχνω",
"δείξτε":"δείχνω",
"δείξω":"δείχνω",
"δείπνα":"δείπνο",
"δειπνήσει":"δειπνώ",
"δειπνήσετε":"δειπνώ",
"δείπνο":"δείπνο",
"δείπνου":"δείπνος",
"δεις":"βλέπω",
"δεισιδαιμονία":"δεισιδαιμονία",
"δεισιδαιμονίες":"δεισιδαιμονία",
"δείτε":"βλέπω",
"δειχθεί":"δείχνω",
"δείχνει":"δείχνω",
"δείχνεις":"δείχνω",
"δείχνετε":"δείχνω",
"δειχνόμαστε":"δείχνω",
"δείχνοντας":"δείχνω",
"δείχνοντάς":"δείχνω",
"δείχνουμε":"δείχνω",
"δείχνουν":"δείχνω",
"δείχνω":"δείχνω",
"δείχτες":"δείχτης",
"δεκ":"δεκ",
"δεκα":"δέκα",
"δέκα":"δέκα",
"δεκάδα":"δεκάδα",
"δεκάδες":"δεκάδα",
"δεκαδικά":"δεκαδικός",
"δεκαδικό":"δεκαδικός",
"δεκάδων":"δεκάδα",
"δέκα-είκοσι":"δέκα-είκοσι",
"δεκαεννέα":"δεκαεννέα",
"δεκαεννιά":"δεκαεννέα",
"δεκαεννιάχρονη":"δεκαεννιάχρονος",
"δεκαεξάρες":"δεκαεξάρης",
"δεκαεξάρηδες":"δεκαεξάρης",
"δεκαεξάρηδων":"δεκαεξάρης",
"δεκαεξάχρονη":"δεκαεξάχρονος",
"δεκαεξάχρονης":"δεκαεξάχρονος",
"δεκαεξάχρονο":"δεκαεξάχρονος",
"δεκαεξάχρονος":"δεκαεξάχρονος",
"δεκαέξι":"δεκάξι",
"δεκαεπτά":"δεκαεπτά",
"δεκαεπτάχρονος":"δεκαεπτάχρονος",
"δεκαεπτάχρονους":"δεκαεπτάχρονος",
"δεκαετές":"δεκαετής",
"δεκαετή":"δεκαετής",
"δεκαετής":"δεκαετής",
"δεκαετία":"δεκαετία",
"δεκαετιας":"δεκαετία",
"δεκαετίας":"δεκαετία",
"δεκαετίες":"δεκαετία",
"δεκαετιών":"δεκαετία",
"δεκαετούς":"δεκαετής",
"δεκαετων":"δεκαετής",
"δεκαετών":"δεκαετής",
"δεκαεφτά":"δεκαεπτά",
"δεκαήμερες":"δεκαήμερος",
"δεκαήμερο":"δεκαήμερο",
"δεκαημέρου":"δεκαήμερος",
"δεκάλεπτα":"δεκάλεπτος",
"δεκάλεπτη":"δεκάλεπτος",
"δεκάλεπτο":"δεκάλεπτος",
"δεκαλέπτου":"δεκάλεπτος",
"δεκάλογο":"δεκάλογος",
"δεκάλογος":"δεκάλογος",
"δεκαμελείς":"δεκαμελής",
"δεκανέα":"δεκανέας",
"δεκανέας":"δεκανέας",
"δεκανίκια":"δεκανίκι",
"δεκάξι":"δεκάξι",
"δεκαοκτάχρονη":"δεκαοκτάχρονος",
"δεκαοκτάχρονος":"δεκαοκτάχρονος",
"δεκαοκτώ":"δεκαοκτώ",
"δεκαοχτάμηνη":"δεκαοχτάμηνη",
"δεκαοχτώ":"δεκαοκτώ",
"δεκαπενθήμερη":"δεκαπενθήμερος",
"δεκαπενθήμερο":"δεκαπενθήμερο",
"δεκαπενθημέρου":"δεκαπενθήμερος",
"δεκαπενταετία":"δεκαπενταετία",
"δεκαπενταετίας":"δεκαπενταετία",
"δεκαπενταετούς":"δεκαπενταετής",
"δεκαπενταμελούς":"δεκαπενταμελής",
"δεκαπεντασύλλαβο":"δεκαπεντασύλλαβος",
"δεκαπεντάχρονα":"δεκαπεντάχρονος",
"δεκαπεντάχρονη":"δεκαπεντάχρονος",
"δεκαπεντάχρονο":"δεκαπεντάχρονος",
"δεκαπεντάχρονος":"δεκαπεντάχρονος",
"δεκαπεντάχρονου":"δεκαπεντάχρονος",
"δεκαπέντε":"δεκαπέντε",
"δεκαπλάσια":"δεκαπλάσιος",
"δεκαπλασιαστεί":"δεκαπλασιάζω",
"δεκαπλάσιο":"δεκαπλάσιος",
"δεκάρα":"δεκάρα",
"δεκάρες":"δεκάρα",
"δεκάρι":"δεκάρι",
"δεκάρια":"δεκάρι",
"δεκαριά":"δεκαριά",
"δεκάρικους":"δεκάρικος",
"δεκασέλιδο":"δεκασέλιδος",
"δέκατα":"δέκατα",
"δεκατεσσάρων":"δεκατέσσερις",
"δεκατέσσερα":"δεκατέσσερις",
"δεκατέσσερις":"δεκατέσσερις",
"δεκατη":"δεκάτη",
"δέκατη":"δέκατος",
"δέκατο":"δέκατος",
"δέκατου":"δέκατος",
"δεκατρείς":"δεκατρείς",
"δεκατρία":"δεκατρείς",
"δεκατριάχρονη":"δεκατριάχρονος",
"δεκατριάχρονο":"δεκατριάχρονος",
"δεκατριών":"δεκατρείς",
"δεκαχίλιαρα":"δεκαχίλιαρο",
"δεκάχρονα":"δεκάχρονος",
"δεκάχρονη":"δεκάχρονος",
"δεκάχρονο":"δεκάχρονος",
"δεκε":"δεκε",
"δεκέμβρη":"δεκέμβρης",
"δεκεμβριάτικη":"δεκεμβριάτικος",
"δεκέμβριο":"δεκέμβριος",
"δεκέμβριος":"δεκέμβριος",
"δεκεμβρίου":"δεκέμβριος",
"δεκεμβρίου-1":"δεκεμβρίου-1",
"δεκο":"δεκο",
"δεκτά":"δεκτός",
"δέκτες":"δέκτης",
"δεκτές":"δεκτός",
"δέκτη":"δέκτης",
"δεκτή":"δεκτός",
"δέκτης":"δέκτης",
"δεκτική":"δεκτικός",
"δεκτικοί":"δεκτικός",
"δεκτό":"δεκτός",
"δεκτοί":"δεκτός",
"δεκτός":"δεκτός",
"δεκτούς":"δεκτός",
"δελαπόρτας":"δελαπόρτας",
"δελασαλ":"δελασαλ",
"δελεάζει":"δελεάζω",
"δελεάζουν":"δελεάζω",
"δέλεαρ":"δέλεαρ",
"δελέασαν":"δελεάζω",
"δελέασε":"δελεάζω",
"δελεάσει":"δελεάζω",
"δελεάσουν":"δελεάζω",
"δελεαστικές":"δελεαστικός",
"δελεαστική":"δελεαστικός",
"δελεαστικό":"δελεαστικός",
"δελεαστικός":"δελεαστικός",
"δελεαστούν":"δελεάζω",
"δεληβάνη":"δεληβάνη",
"δεληβογιατζής":"δεληβογιατζής",
"δεληγιάννης":"δεληγιάννης",
"δεληγιαννίδη":"δεληγιαννίδη",
"δεληγιώργη":"δεληγιώργη",
"δελήμπασης":"δελήμπασης",
"δεληπούλιος":"δεληπούλιος",
"δελης":"δελης",
"δελιανών":"δελιανών",
"δέλιου":"δέλιου",
"δέλλα":"δέλλα",
"δελλας":"δελλας",
"δέλλας":"δέλλας",
"δελτα":"δέλτα",
"δέλτα":"δέλτα",
"δελτία":"δελτίο",
"δελτιο":"δελτίο",
"δελτίο":"δελτίο",
"δελτίου":"δελτίο",
"δελτίων":"δελτίο",
"δελφινι":"δελφίνι",
"δελφίνι":"δελφίνι",
"δελφίνια":"δελφίνι",
"δελφινιού":"δελφίνι",
"δελφών":"δελφοί",
"δέμα":"δέμα",
"δέματα":"δέμα",
"δεμάτια":"δεμάτι",
"δεμάτων":"δέμα",
"δεμένα":"δεμένος",
"δεμένες":"δεμένος",
"δεμένη":"δεμένος",
"δεμένο":"δένω",
"δεμένοι":"δεμένος",
"δεμένος":"δένω",
"δεμένου":"δένω",
"δεμένους":"δεμένος",
"δεμένων":"δένω",
"δεμερτζή":"δεμερτζή",
"δεμερτζης":"δεμερτζης",
"δεμερτζής":"δεμερτζής",
"δεμιρτζόγλου":"δεμιρτζόγλου",
"δεμπι":"δεμπι",
"δέμπι":"δέμπι",
"δεν":"δεν",
"δένδρα":"δένδρο",
"δενδρινό":"δενδρινός",
"δενδρινου":"δενδρινός",
"δενδρινού":"δενδρινός",
"δένδρο":"δένδρο",
"δενδροκομικος":"δενδροκομικός",
"δενδροποτάμου":"δενδροποτάμου",
"δενδροπόταμου":"δενδροπόταμου",
"δενδροστοιχία":"δεντροστοιχία",
"δενδροστοιχίες":"δεντροστοιχία",
"δενδροστοιχιών":"δεντροστοιχία",
"δένδρου":"δένδρο",
"δενδροφυτεύεται":"δενδροφυτεύεται",
"δενδροφύτευσε":"δενδροφύτευσε",
"δενδροφύτευση":"δενδροφύτευση",
"δενδροφύτευσης":"δενδροφύτευσης",
"δενδροχώρι":"δενδροχώρι",
"δενδρύλλια":"δενδρύλλιο",
"δενδρώδεις":"δενδρώδης",
"δένδρων":"δένδρο",
"δένει":"δένω",
"δένεται":"δένω",
"δένονται":"δένω",
"δένουν":"δένω",
"δέντρα":"δέντρο",
"δεντράκια":"δεντράκι",
"δέντρο":"δέντρο",
"δέντρου":"δέντρο",
"δέντρων":"δέντρο",
"δέντσας":"δέντσας",
"δεξαμενές":"δεξαμενή",
"δεξαμενή":"δεξαμενή",
"δεξαμενής":"δεξαμενή",
"δεξαμενόπλοιο":"δεξαμενόπλοιο",
"δεξαμενόπλοιου":"δεξαμενόπλοιο",
"δεξαμενόπλοιων":"δεξαμενόπλοιο",
"δεξαμενών":"δεξαμενή",
"δεξι":"δεξι",
"δεξί":"δεξιός",
"δεξιά":"δεξιά",
"δεξιά":"δεξιός",
"δεξιά-αριστερά":"δεξιά-αριστερά",
"δεξιάς":"δεξιά",
"δεξιας":"δεξιός",
"δεξιάς":"δεξιός",
"δεξιές":"δεξιός",
"δεξιό":"δεξιός",
"δεξιοί":"δεξιός",
"δεξιός":"δεξιός",
"δεξιόστροφου":"δεξιόστροφος",
"δεξιότερα":"δεξιά",
"δεξιοτέχνη":"δεξιοτέχνης",
"δεξιοτέχνης":"δεξιοτέχνης",
"δεξιοτεχνία":"δεξιοτεχνία",
"δεξιοτεχνίας":"δεξιοτεχνία",
"δεξιοτεχνίες":"δεξιοτεχνία",
"δεξιότητα":"δεξιότητα",
"δεξιότητας":"δεξιότητα",
"δεξιότητες":"δεξιότητα",
"δεξιότητές":"δεξιότητα",
"δεξιοτήτων":"δεξιότητα",
"δεξιού":"δεξιός",
"δεξιούς":"δεξιός",
"δεξιώθηκε":"δεξιώνω",
"δεξιών":"δεξιός",
"δεξιώσεις":"δεξίωση",
"δεξιώσεων":"δεξίωση",
"δεξιώσεως":"δεξίωση",
"δεξίωση":"δεξίωση",
"δεξίωσης":"δεξίωση",
"δεομένου":"δεομένου",
"δέον":"δέων",
"δέοντα":"δέων",
"δεοντολογία":"δεοντολογία",
"δεοντολογίας":"δεοντολογία",
"δεοντολογικής":"δεοντολογικός",
"δέοντος":"δέων",
"δεόντως":"δεόντως",
"δεοπς":"δεοπς",
"δέος":"δέος",
"δέους":"δέος",
"δέουσα":"δέων",
"δέουσας":"δέων",
"δέουσες":"δέων",
"δεπ":"δεπ",
"δεπα":"δεπα",
"δεπθε":"δεπθε",
"δερβένι":"δερβένι",
"δερβίσηδων":"δερβίσης",
"δεργιαδε":"δεργιαδε",
"δεργιαδες":"δεργιαδες",
"δεργιαδές":"δεργιαδές",
"δέρμα":"δέρμα",
"δέρματα":"δέρμα",
"δερματικά":"δερματικός",
"δερματική":"δερματικός",
"δερματικό":"δερματικός",
"δερματικός":"δερματικός",
"δερματικού":"δερματικός",
"δερματικών":"δερματικός",
"δερμάτινα":"δερμάτινος",
"δερμάτινες":"δερμάτινος",
"δερμάτινους":"δερμάτινος",
"δερμάτινων":"δερμάτινος",
"δερματίτιδα":"δερματίτιδα",
"δερματολογικό":"δερματολογικός",
"δερματολογικού":"δερματολογικός",
"δερματος":"δέρμα",
"δέρματος":"δέρμα",
"δέρματός":"δέρμα",
"δερμεντζογλου":"δερμεντζογλου",
"δερμεντζόγλου":"δερμεντζόγλου",
"δερμετζόπουλος":"δερμετζόπουλος",
"δέρνει":"δέρνω",
"δέρνεις":"δέρνω",
"δέρνουμε":"δέρνω",
"δέρνουν":"δέρνω",
"δες":"βλέπω",
"δέσαμε":"δένω",
"δεσε":"δένω",
"δέσει":"δένω",
"δεσίλλας":"δεσίλλας",
"δέσιμο":"δέσιμο",
"δέσιμό":"δέσιμο",
"δέσκα":"δέσκα",
"δεσκατη":"δεσκατη",
"δεσκατης":"δεσκατης",
"δεσμά":"δεσμά",
"δέσμες":"δέσμη",
"δεσμεύει":"δεσμεύω",
"δεσμεύεται":"δεσμεύω",
"δεσμευθεί":"δεσμεύω",
"δεσμεύθηκε":"δεσμεύω",
"δεσμευθούν":"δεσμεύω",
"δεσμευμένα":"δεσμεύω",
"δεσμεύομαι":"δεσμεύω",
"δεσμευόμενος":"δεσμευόμενος",
"δεσμεύονται":"δεσμεύω",
"δεσμεύοντας":"δεσμεύω",
"δεσμευόταν":"δεσμεύω",
"δεσμεύουν":"δεσμεύω",
"δέσμευσαν":"δεσμεύω",
"δέσμευσε":"δεσμεύω",
"δεσμεύσει":"δεσμεύω",
"δεσμεύσεις":"δέσμευση",
"δεσμεύσεων":"δέσμευση",
"δέσμευση":"δέσμευση",
"δέσμευσή":"δέσμευση",
"δέσμευσης":"δέσμευση",
"δέσμευσής":"δέσμευση",
"δεσμεύσουν":"δεσμεύω",
"δεσμευτεί":"δεσμεύω",
"δεσμευτείτε":"δεσμεύω",
"δεσμεύτηκαν":"δεσμεύω",
"δεσμεύτηκε":"δεσμεύω",
"δεσμευτικά":"δεσμευτικά",
"δεσμευτικά":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικές":"δεσμευτικός",
"δεσμευτική":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικής":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικό":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικοί":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικός":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικότητας":"δεσμευτικότητας",
"δεσμευτικού":"δεσμευτικός",
"δεσμευτικών":"δεσμευτικός",
"δεσμευτούν":"δεσμεύω",
"δέσμη":"δέσμη",
"δέσμης":"δέσμη",
"δέσμια":"δέσμιος",
"δεσμίδα":"δεσμίδα",
"δεσμίδες":"δεσμίδα",
"δέσμιες":"δέσμιος",
"δέσμιο":"δέσμιος",
"δέσμιοι":"δέσμιος",
"δέσμιος":"δέσμιος",
"δεσμο":"δεσμός",
"δεσμό":"δεσμός",
"δεσμοί":"δεσμός",
"δεσμος":"δεσμός",
"δεσμός":"δεσμός",
"δεσμού":"δεσμός",
"δεσμούς":"δεσμός",
"δεσμοφύλακες":"δεσμοφύλακας",
"δεσμοφυλάκων":"δεσμοφύλακας",
"δεσμών":"δεσμός",
"δεσμώτη":"δεσμώτης",
"δεσμώτης":"δεσμώτης",
"δέσουν":"δένω",
"δεσπεραί":"δεσπεραί",
"δεσπερέ":"δεσπερέ",
"δέσποζε":"δεσπόζω",
"δεσπόζει":"δεσπόζω",
"δεσποζόμενα":"δεσποζόμενα",
"δεσπόζον":"δεσπόζων",
"δεσπόζουν":"δεσπόζω",
"δεσπόζουσα":"δεσπόζων",
"δεσποινα":"δέσποινα",
"δέσποινα":"δέσποινα",
"δέσποινας":"δέσποινα",
"δεσποινίδα":"δεσποινίδα",
"δεσποινίδες":"δεσποινίδα",
"δεσποινίς":"δεσποινίς",
"δέσπος":"δέσπος",
"δεσποτική":"δεσποτικός",
"δεσποτικό":"δεσποτικός",
"δεσποτικού":"δεσποτικός",
"δεσποτισμό":"δεσποτισμός",
"δεσποτισμού":"δεσποτισμός",
"δέστρες":"δέστρα",
"δεσφα":"δεσφα",
"δέσω":"δένω",
"δετηπ":"δετηπ",
"δευτερα":"δευτέρα",
"δευτέρα":"δευτέρα",
"δεύτερα":"δεύτερος",
"δευτεραθλητές":"δευτεραθλητές",
"δευτέρα-πέμπτη":"δευτέρα-πέμπτη",
"δευτέρας":"δευτέρα",
"δευτέρες":"δευτέρα",
"δεύτερες":"δεύτερος",
"δευτερεύον":"δευτερεύων",
"δευτερεύοντα":"δευτερεύων",
"δευτερεύοντες":"δευτερεύων",
"δευτερευόντως":"δευτερευόντως",
"δευτερεύουσα":"δευτερεύων",
"δευτερεύουσες":"δευτερεύων",
"δευτερη":"δεύτερος",
"δεύτερη":"δεύτερος",
"δεύτερή":"δεύτερος",
"δεύτερης":"δεύτερος",
"δευτεριάτικο":"δευτεριάτικος",
"δευτερο":"δεύτερος",
"δεύτερο":"δεύτερος",
"δεύτερό":"δεύτερος",
"δευτεροβάθμια":"δευτεροβάθμιος",
"δευτεροβάθμιας":"δευτεροβάθμιος",
"δευτεροβάθμιες":"δευτεροβάθμιος",
"δευτεροβάθμιο":"δευτεροβάθμιος",
"δευτεροβάθμιου":"δευτεροβάθμιος",
"δευτεροβάθμιων":"δευτεροβάθμιος",
"δευτερογενείς":"δευτερογενής",
"δευτερογενή":"δευτερογενής",
"δευτερογενής":"δευτερογενής",
"δευτερογενούς":"δευτερογενής",
"δεύτεροι":"δεύτερος",
"δευτεροκλασάτα":"δευτεροκλασάτος",
"δευτεροκλασάτο":"δευτεροκλασάτος",
"δευτερόλεπτα":"δευτερόλεπτο",
"δευτερόλεπτο":"δευτερόλεπτο",
"δευτερολέπτου":"δευτερόλεπτο",
"δευτερολέπτων":"δευτερόλεπτο",
"δευτερολογήσει":"δευτερολογώ",
"δευτερολογήσετε":"δευτερολογώ",
"δευτερολογια":"δευτερολογία",
"δευτερολογία":"δευτερολογία",
"δεύτερον":"δεύτερος",
"δευτεροπαθή":"δευτεροπαθής",
"δευτερος":"δεύτερος",
"δεύτερος":"δεύτερος",
"δευτερότοκη":"δευτερότοκος",
"δευτέρου":"δεύτερος",
"δεύτερου":"δεύτερος",
"δεύτερους":"δεύτερος",
"δεύτερων":"δεύτερος",
"δέχεσαι":"δέχομαι",
"δέχεστε":"δέχομαι",
"δέχεται":"δέχομαι",
"δεχθεί":"δέχομαι",
"δεχθείτε":"δέχομαι",
"δέχθηκα":"δέχομαι",
"δεχθήκαμε":"δέχομαι",
"δέχθηκαν":"δέχομαι",
"δεχθήκατε":"δέχομαι",
"δέχθηκε":"δέχομαι",
"δέχθηκες":"δέχομαι",
"δεχθούμε":"δέχομαι",
"δεχθούν":"δέχομαι",
"δεχθώ":"δέχομαι",
"δέχομαι":"δέχομαι",
"δεχόμασταν":"δέχομαι",
"δεχόμαστε":"δέχομαι",
"δεχόμενη":"δεχόμενος",
"δεχόμενο":"δεχόμενος",
"δεχόμενοι":"δεχόμενος",
"δεχόμενος":"δεχόμενος",
"δεχόμουν":"δέχομαι",
"δέχονται":"δέχομαι",
"δέχονταν":"δέχομαι",
"δεχόντουσαν":"δέχομαι",
"δεχόσασταν":"δέχομαι",
"δεχόταν":"δέχομαι",
"δεχτεί":"δέχομαι",
"δεχτείς":"δέχομαι",
"δεχτείτε":"δέχομαι",
"δέχτηκα":"δέχομαι",
"δεχτήκαμε":"δέχομαι",
"δέχτηκαν":"δέχομαι",
"δεχτήκατε":"δέχομαι",
"δέχτηκε":"δέχομαι",
"δεχτούμε":"δέχομαι",
"δεχτούν":"δέχομαι",
"δεχτώ":"δέχομαι",
"δη":"δη",
"δήθεν":"δήθεν",
"δηκεπθ":"δηκεπθ",
"δηκκι":"δηκκι",
"δηκτικά":"δηκτικά",
"δηκτικές":"δηκτικός",
"δηκτικό":"δηκτικός",
"δηλ.":"δηλ.",
"δηλαδή":"δηλαδή",
"δηλγεράκη":"δηλγεράκη",
"δηλητήρια":"δηλητήριο",
"δηλητηριάζοντας":"δηλητηριάζω",
"δηλητηριάζουν":"δηλητηριάζω",
"δηλητηρίασαν":"δηλητηριάζω",
"δηλητηρίασε":"δηλητηριάζω",
"δηλητηριάσει":"δηλητηριάζω",
"δηλητηριάσεων":"δηλητηρίαση",
"δηλητηρίαση":"δηλητηρίαση",
"δηλητηρίασης":"δηλητηρίαση",
"δηλητηρίασής":"δηλητηρίαση",
"δηλητηριασμένα":"δηλητηριασμένος",
"δηλητηριασμένο":"δηλητηριασμένος",
"δηλητηριασμένων":"δηλητηριάζω",
"δηλητηριάσουν":"δηλητηριάζω",
"δηλητηριάστηκαν":"δηλητηριάζω",
"δηλητήριο":"δηλητήριο",
"δηλητήριό":"δηλητήριο",
"δηλητηρίου":"δηλητήριο",
"δηλητηριώδεις":"δηλητηριώδης",
"δηλητηριώδες":"δηλητηριώδης",
"δηλητηριώδη":"δηλητηριώδης",
"δηλητηριώδους":"δηλητηριώδης",
"δηλητηριωδών":"δηλητηριώδης",
"δηλητηρίων":"δηλητήριο",
"δηλούμενης":"δηλούμενος",
"δηλωθεί":"δηλώνω",
"δηλωθέν":"δηλωθείς",
"δηλωθέντα":"δηλωθείς",
"δηλώθηκαν":"δηλώνω",
"δηλώθηκε":"δηλώνω",
"δηλωμένα":"δηλώνω",
"δηλωμένες":"δηλώνω",
"δηλωμένη":"δηλώνω",
"δηλωμένο":"δηλώνω",
"δηλωμένος":"δηλωμένος",
"δηλωμένους":"δηλώνω",
"δηλωμένων":"δηλώνω",
"δήλωναν":"δηλώνω",
"δήλωνε":"δηλώνω",
"δηλώνει":"δηλώνω",
"δηλώνεται":"δηλώνω",
"δηλώνονται":"δηλώνω",
"δηλώνοντας":"δηλώνω",
"δηλωνόταν":"δηλώνω",
"δηλώνουμε":"δηλώνω",
"δηλωνουν":"δηλώνω",
"δηλώνουν":"δηλώνω",
"δηλώνω":"δηλώνω",
"δήλωσα":"δηλώνω",
"δηλώσαμε":"δηλώνω",
"δήλωσαν":"δηλώνω",
"δηλώσατε":"δηλώνω",
"δηλωσε":"δηλώνω",
"δήλωσε":"δηλώνω",
"δηλώσει":"δηλώνω",
"δηλώσεις":"δηλώνω",
"δηλωσεις":"δήλωση",
"δηλώσεις":"δήλωση",
"δηλώσετε":"δηλώνω",
"δηλώσεων":"δήλωση",
"δηλώσεών":"δήλωση",
"δηλώσεως":"δήλωση",
"δηλωση":"δήλωση",
"δήλωση":"δήλωση",
"δήλωσή":"δήλωση",
"δηλωσης":"δήλωση",
"δήλωσης":"δήλωση",
"δήλωσής":"δήλωση",
"δηλώσουμε":"δηλώνω",
"δηλώσουν":"δηλώνω",
"δηλώστε":"δηλώνω",
"δηλώσω":"δηλώνω",
"δηλωτικά":"δηλωτικός",
"δηλωτική":"δηλωτικός",
"δηλωτικό":"δηλωτικός",
"δημ":"δημ",
"δημ.":"δημ.",
"δημαγωγία":"δημαγωγία",
"δημαγωγίας":"δημαγωγία",
"δημαγωγίες":"δημαγωγία",
"δημαγωγικής":"δημαγωγικός",
"δημαγωγοί":"δημαγωγός",
"δημάκη":"δημάκης",
"δημαρά":"δημαράς",
"δημαράς":"δημαράς",
"δήμαρχε":"δήμαρχος",
"δημαρχεία":"δημαρχείο",
"δημαρχειο":"δημαρχείο",
"δημαρχείο":"δημαρχείο",
"δημαρχείου":"δημαρχείο",
"δημαρχία":"δημαρχία",
"δημαρχιακής":"δημαρχιακός",
"δημαρχιακό":"δημαρχιακός",
"δημαρχιακού":"δημαρχιακός",
"δημαρχίας":"δημαρχία",
"δημαρχίνα":"δημαρχίνα",
"δήμαρχο":"δήμαρχος",
"δήμαρχό":"δήμαρχος",
"δημαρχοι":"δήμαρχος",
"δήμαρχοι":"δήμαρχος",
"δήμαρχον":"δήμαρχος",
"δήμαρχος":"δήμαρχος",
"δήμαρχός":"δήμαρχος",
"δημαρχου":"δήμαρχος",
"δημάρχου":"δήμαρχος",
"δήμαρχου":"δήμαρχος",
"δημάρχους":"δήμαρχος",
"δημάρχων":"δήμαρχος",
"δήμας":"δήμας",
"δήμητρα":"δήμητρα",
"δημητράκη":"δημητράκης",
"δημητρακόπουλο":"δημητρακόπουλος",
"δημητρακόπουλος":"δημητρακόπουλος",
"δημητρακοπούλου":"δημητρακοπούλου",
"δημητρας":"δήμητρα",
"δήμητρας":"δήμητρα",
"δημητρέα":"δημητρέα",
"δημητρη":"δημήτρης",
"δημήτρη":"δημήτρης",
"δημητρης":"δημήτρης",
"δημήτρης":"δημήτρης",
"δημήτρια":"δημήτρια",
"δημητριάδη":"δημητριάδης",
"δημητριαδης":"δημητριάδης",
"δημητριάδης":"δημητριάδης",
"δημητριαδου":"δημητριαδου",
"δημητριάδου":"δημητριάδου",
"δημητριακά":"δημητριακά",
"δημητριακών":"δημητριακός",
"δημητριο":"δημήτριος",
"δημήτριο":"δημήτριος",
"δημητριος":"δημήτριος",
"δημήτριος":"δημήτριος",
"δημητριου":"δημήτριος",
"δημητρίου":"δημήτριος",
"δημήτριου":"δημήτριου",
"δημητρίων":"δημητρίων",
"δημητρόπουλος":"δημητρόπουλος",
"δημητρόπουλου":"δημητρόπουλος",
"δήμιοι":"δήμιος",
"δημιοιυργήθηκε":"δημιοιυργήθηκε",
"δημιος":"δήμιος",
"δήμιος":"δήμιος",
"δημιουργεί":"δημιουργώ",
"δημιουργείς":"δημιουργώ",
"δημιουργείται":"δημιουργώ",
"δημιουργείτε":"δημιουργώ",
"δημιουργηθεί":"δημιουργώ",
"δημιουργηθήκαμε":"δημιουργώ",
"δημιουργήθηκαν":"δημιουργώ",
"δημιουργήθηκε":"δημιουργώ",
"δημιουργηθούν":"δημιουργώ",
"δημιούργημα":"δημιούργημα",
"δημιούργημά":"δημιούργημα",
"δημιουργήματα":"δημιούργημα",
"δημιουργήματά":"δημιούργημα",
"δημιουργήματος":"δημιούργημα",
"δημιουργημένο":"δημιουργημένος",
"δημιούργησα":"δημιουργώ",
"δημιουργήσαμε":"δημιουργώ",
"δημιούργησαν":"δημιουργώ",
"δημιουργήσανε":"δημιουργώ",
"δημιουργησε":"δημιουργώ",
"δημιούργησε":"δημιουργώ",
"δημιουργήσει":"δημιουργώ",
"δημιουργήσεις":"δημιουργώ",
"δημιούργησες":"δημιουργώ",
"δημιουργήσετε":"δημιουργώ",
"δημιουργήσουμε":"δημιουργώ",
"δημιουργήσουν":"δημιουργώ",
"δημιουργήστε":"δημιουργώ",
"δημιουργήσω":"δημιουργώ",
"δημιουργία":"δημιουργία",
"δημιουργιας":"δημιουργία",
"δημιουργίας":"δημιουργία",
"δημιουργίες":"δημιουργία",
"δημιουργικά":"δημιουργικά",
"δημιουργικά":"δημιουργικός",
"δημιουργικές":"δημιουργικός",
"δημιουργική":"δημιουργικός",
"δημιουργικής":"δημιουργικός",
"δημιουργικό":"δημιουργικός",
"δημιουργικοί":"δημιουργικός",
"δημιουργικός":"δημιουργικός",
"δημιουργικότεροι":"δημιουργικός",
"δημιουργικότητα":"δημιουργικότητα",
"δημιουργικότητά":"δημιουργικότητα",
"δημιουργικότητας":"δημιουργικότητα",
"δημιουργικότητάς":"δημιουργικότητα",
"δημιουργικού":"δημιουργικός",
"δημιουργικούς":"δημιουργικός",
"δημιουργικών":"δημιουργικός",
"δημιουργιών":"δημιουργία",
"δημιουργό":"δημιουργός",
"δημιουργοί":"δημιουργός",
"δημιουργοί-παραγωγοί":"δημιουργοί-παραγωγοί",
"δημιουργός":"δημιουργός",
"δημιουργού":"δημιουργός",
"δημιουργούμε":"δημιουργώ",
"δημιουργούν":"δημιουργώ",
"δημιουργούνται":"δημιουργώ",
"δημιουργούνταν":"δημιουργώ",
"δημιουργούς":"δημιουργός",
"δημιουργούσαν":"δημιουργώ",
"δημιουργούσε":"δημιουργώ",
"δημιουργώ":"δημιουργώ",
"δημιουργών":"δημιουργός",
"δημιουργώντας":"δημιουργώ",
"δήμιους":"δήμιος",
"δήμο":"δήμος",
"δημογραφικά":"δημογραφικά",
"δημογραφικές":"δημογραφικός",
"δημογραφικής":"δημογραφικός",
"δημογραφικό":"δημογραφικός",
"δημογραφικός":"δημογραφικός",
"δημογραφικού":"δημογραφικός",
"δημογραφικών":"δημογραφικός",
"δημοθυρα":"δημοθυρα",
"δήμοι":"δήμος",
"δημοκράτες":"δημοκράτης",
"δημοκράτη":"δημοκράτης",
"δημοκράτης":"δημοκράτης",
"δημοκρατια":"δημοκρατία",
"δημοκρατία":"δημοκρατία",
"δημοκρατιας":"δημοκρατία",
"δημοκρατίας":"δημοκρατία",
"δημοκρατίας'":"δημοκρατίας'",
"δημοκρατίες":"δημοκρατία",
"δημοκρατικά":"δημοκρατικά",
"δημοκρατικά":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικές":"δημοκρατικός",
"δημοκρατική":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικής":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικό":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικοί":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικός":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικότητα":"δημοκρατικότητα",
"δημοκρατικότητας":"δημοκρατικότητα",
"δημοκρατικού":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικούς":"δημοκρατικός",
"δημοκρατικών":"δημοκρατικός",
"δημοκρατιών":"δημοκρατία",
"δημοκρατών":"δημοκράτης",
"δημοκρίτειο":"δημοκρίτειος",
"δημοκριτείου":"δημοκρίτειος",
"δημοκρίτειου":"δημοκρίτειος",
"δημόκριτος":"δημόκριτος",
"δημολαϊδου":"δημολαϊδου",
"δημολαΐδου":"δημολαΐδου",
"δημόπουλο":"δημόπουλος",
"δημοπουλος":"δημόπουλος",
"δημόπουλος":"δημόπουλος",
"δημόπουλου":"δημόπουλος",
"δημοπούλου":"δημοπούλου",
"δημοπρασία":"δημοπρασία",
"δημοπρασίας":"δημοπρασία",
"δημοπρασίες":"δημοπρασία",
"δημοπρασιών":"δημοπρασία",
"δημοπρατείται":"δημοπρατώ",
"δημοπρατηθεί":"δημοπρατώ",
"δημοπρατηθέντος":"δημοπρατηθείς",
"δημοπρατήθηκαν":"δημοπρατώ",
"δημοπρατηθούν":"δημοπρατώ",
"δημοπράτησε":"δημοπρατώ",
"δημοπράτηση":"δημοπράτηση",
"δημοπράτησή":"δημοπράτηση",
"δημοπράτησης":"δημοπράτηση",
"δημοπρατούμενου":"δημοπρατούμενου",
"δημοπρατούνται":"δημοπρατώ",
"δημος":"δήμος",
"δήμος":"δήμος",
"δημοσθένη":"δημοσθένης",
"δημοσθένης":"δημοσθένης",
"δημοσθένους":"δημοσθένους",
"δημοσια":"δημοσιά",
"δημοσία":"δημόσιος",
"δημόσια":"δημόσιος",
"δημοσιας":"δημοσιά",
"δημοσίας":"δημόσιος",
"δημόσιας":"δημόσιος",
"δημοσιές":"δημοσιά",
"δημόσιες":"δημόσιος",
"δημοσίευαν":"δημοσιεύω",
"δημοσίευε":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύει":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύεται":"δημοσιεύω",
"δημοσιευθεί":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύθηκαν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύθηκε":"δημοσιεύω",
"δημοσιευθούν":"δημοσιεύω",
"δημοσίευμα":"δημοσίευμα",
"δημοσίευμά":"δημοσίευμα",
"δημοσιεύματα":"δημοσίευμα",
"δημοσιεύματά":"δημοσίευμα",
"δημοσιεύματος":"δημοσίευμα",
"δημοσιευμάτων":"δημοσίευμα",
"δημοσιευμένα":"δημοσιεύω",
"δημοσιευμένες":"δημοσιεύω",
"δημοσιευμένη":"δημοσιευμένος",
"δημοσιευμένο":"δημοσιευμένος",
"δημοσιεύονται":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύονταν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύοντας":"δημοσιεύω",
"δημοσιευόταν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύουμε":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύουν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύσαμε":"δημοσιεύω",
"δημοσίευσαν":"δημοσιεύω",
"δημοσίευσε":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύσει":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύσεις":"δημοσίευση",
"δημοσιεύσετε":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύσεων":"δημοσίευση",
"δημοσιεύσεως":"δημοσίευση",
"δημοσίευση":"δημοσίευση",
"δημοσίευσή":"δημοσίευση",
"δημοσίευσης":"δημοσίευση",
"δημοσιεύσουν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύσω":"δημοσιεύω",
"δημοσιευτεί":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύτηκαν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύτηκε":"δημοσιεύω",
"δημοσιευτούν":"δημοσιεύω",
"δημοσιεύω":"δημοσιεύω",
"δημόσιο":"δημόσιος",
"δημοσιογραφία":"δημοσιογραφία",
"δημοσιογραφίας":"δημοσιογραφία",
"δημοσιογραφικά":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικές":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφική":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικής":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικό":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικοί":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικος":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικός":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικού":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικούς":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογραφικών":"δημοσιογραφικός",
"δημοσιογράφο":"δημοσιογράφος",
"δημοσιογράφοι":"δημοσιογράφος",
"δημοσιογράφοι-παρουσιαστές":"δημοσιογράφοι-παρουσιαστές",
"δημοσιογράφος":"δημοσιογράφος",
"δημοσιογράφου":"δημοσιογράφος",
"δημοσιογράφους":"δημοσιογράφος",
"δημοσιογράφων":"δημοσιογράφος",
"δημόσιοι":"δημόσιος",
"δημοσιονομικά":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικές":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομική":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικής":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικό":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικοί":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικός":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικού":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικούς":"δημοσιονομικός",
"δημοσιονομικών":"δημοσιονομικός",
"δημοσιοποιηθεί":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιήθηκαν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιήθηκε":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιηθούν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποίησαν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποίησε":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιήσει":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιηση":"δημοσιοποίηση",
"δημοσιοποίηση":"δημοσιοποίηση",
"δημοσιοποίησή":"δημοσιοποίηση",
"δημοσιοποίησης":"δημοσιοποίηση",
"δημοσιοποιήσουν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιούν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιούσαν":"δημοσιοποιώ",
"δημοσιοποιώντας":"δημοσιοποιώ",
"δημόσιος":"δημόσιος",
"δημοσιοσχεσίτικα":"δημοσιοσχεσίτικος",
"δημοσιότητα":"δημοσιότητα",
"δημοσιοτητας":"δημοσιότητα",
"δημοσιότητας":"δημοσιότητα",
"δημοσιότητάς":"δημοσιότητα",
"δημοσιότητος":"δημοσιότητα",
"δημοσίου":"δημόσιος",
"δημόσιου":"δημόσιος",
"δημοσιοϋπαλληλικά":"δημοσιοϋπαλληλικός",
"δημοσιοϋπαλληλική":"δημοσιοϋπαλληλικός",
"δημοσιοϋπαλληλικής":"δημοσιοϋπαλληλικός",
"δημοσιοϋπαλληλικού":"δημοσιοϋπαλληλικός",
"δημοσίους":"δημόσιος",
"δημόσιους":"δημόσιος",
"δημοσίων":"δημόσιος",
"δημόσιων":"δημόσιος",
"δημοσίως":"δημόσια",
"δημοσκοπήσει":"δημοσκοπώ",
"δημοσκοπήσεις":"δημοσκόπηση",
"δημοσκοπήσεων":"δημοσκόπηση",
"δημοσκοπηση":"δημοσκόπηση",
"δημοσκόπηση":"δημοσκόπηση",
"δημοσκόπησης":"δημοσκόπηση",
"δημοσκόποι":"δημοσκόπος",
"δημότες":"δημότης",
"δημότη":"δημότης",
"δημότης":"δημότης",
"δημοτικά":"δημοτικός",
"δημοτικές":"δημοτικός",
"δημοτική":"δημοτική",
"δημοτικη":"δημοτικός",
"δημοτική":"δημοτικός",
"δημοτικής":"δημοτικός",
"δημοτικισμού":"δημοτικισμός",
"δημοτικιστή":"δημοτικιστής",
"δημοτικιστης":"δημοτικιστής",
"δημοτικιστής":"δημοτικιστής",
"δημοτικο":"δημοτικός",
"δημοτικό":"δημοτικός",
"δημοτικοι":"δημοτικός",
"δημοτικοί":"δημοτικός",
"δημοτικόν":"δημοτικός",
"δημοτικος":"δημοτικός",
"δημοτικός":"δημοτικός",
"δημοτικότης":"δημοτικότητα",
"δημοτικότητα":"δημοτικότητα",
"δημοτικότητά":"δημοτικότητα",
"δημοτικότητας":"δημοτικότητα",
"δημοτικότητάς":"δημοτικότητα",
"δημοτικου":"δημοτικός",
"δημοτικού":"δημοτικός",
"δημοτικούς":"δημοτικός",
"δημοτικών":"δημοτικός",
"δημοτολόγια":"δημοτολόγιο",
"δημοτών":"δημότης",
"δημου":"δήμος",
"δήμου":"δήμος",
"δημουλά":"δημουλά",
"δημουλάκη":"δημουλάκη",
"δήμους":"δήμος",
"δημούτσος":"δημούτσος",
"δημοφιλείς":"δημοφιλής",
"δημοφιλές":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστατο":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερα":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερες":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερη":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερο":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερος":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερους":"δημοφιλής",
"δημοφιλέστερων":"δημοφιλής",
"δημοφιλή":"δημοφιλής",
"δημοφιλής":"δημοφιλής",
"δημοφιλία":"δημοφιλία",
"δημοφιλίας":"δημοφιλίας",
"δημοφιλούς":"δημοφιλής",
"δημοφιλών":"δημοφιλής",
"δημοψήφισμα":"δημοψήφισμα",
"δημοψηφίσματα":"δημοψήφισμα",
"δημοψηφίσματος":"δημοψήφισμα",
"δημοψηφισμάτων":"δημοψήφισμα",
"δήμω":"δήμω",
"δημώδεις":"δημώδης",
"δημώδη":"δημώδης",
"δημώδους":"δημώδης",
"δήμων":"δήμος",
"δηνάρια":"δηνάριο",
"δηνάριο":"δηνάριο",
"δηπεθε":"δηπεθε",
"δήποτε":"δήποτε",
"δησομητζόγλου":"δησομητζόγλου",
"δι":"διά",
"δι'":"διά",
"δια":"διά",
"διά":"διά",
"δία":"δίας",
"διάβα":"διάβα",
"διάβαζα":"διαβάζω",
"διαβάζαμε":"διαβάζω",
"διάβαζαν":"διαβάζω",
"διάβαζε":"διαβάζω",
"διαβάζει":"διαβάζω",
"διαβάζεις":"διαβάζω",
"διαβάζεται":"διαβάζω",
"διαβάζετε":"διαβάζω",
"διαβάζονται":"διαβάζω",
"διαβάζονταν":"διαβάζω",
"διαβάζοντας":"διαβάζω",
"διαβάζοντάς":"διαβάζω",
"διαβάζουμε":"διαβάζω",
"διαβάζουν":"διαβάζω",
"διαβάζω":"διαβάζω",
"διαβαθμίσεις":"διαβαθμίζω",
"διαβάθμιση":"διαβάθμιση",
"διαβαθμισμένες":"διαβαθμίζω",
"διάβαιναν":"διαβαίνω",
"διαβαίνει":"διαβαίνω",
"διαβαίνουν":"διαβαίνω",
"διαβαλκανική":"διαβαλκανικός",
"διαβαλκανικό":"διαβαλκανικός",
"διαβάλλουν":"διαβάλλω",
"διάβασα":"διαβάζω",
"διαβάσαμε":"διαβάζω",
"διάβασαν":"διαβάζω",
"διαβάσατε":"διαβάζω",
"διάβασε":"διαβάζω",
"διαβάσει":"διαβάζω",
"διαβάσεις":"διάβαση",
"διαβάσετε":"διαβάζω",
"διάβαση":"διάβαση",
"διάβασης":"διάβαση",
"διάβασμα":"διάβασμα",
"διαβάσματα":"διάβασμα",
"διαβασμένοι":"διαβάζω",
"διαβασμένος":"διαβασμένος",
"διαβάσουμε":"διαβάζω",
"διαβάσουν":"διαβάζω",
"διαβάστε":"διαβάζω",
"διαβαστεί":"διαβάζω",
"διαβάστηκαν":"διαβάζω",
"διαβάστηκε":"διαβάζω",
"διαβαστούν":"διαβάζω",
"διαβάσω":"διαβάζω",
"διαβατά":"διαβατός",
"διαβάτες":"διαβάτης",
"διαβάτη":"διαβάτης",
"διαβατήρια":"διαβατήριο",
"διαβατηριο":"διαβατήριο",
"διαβατήριο":"διαβατήριο",
"διαβατήριό":"διαβατήριο",
"διαβατηρίου":"διαβατήριο",
"διαβατηρίων":"διαβατήριο",
"διαβάτης":"διαβάτης",
"διαβατών":"διαβατός",
"διαβεβαιώ":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαίωναν":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαίωνε":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώνει":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώνοντας":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώνουν":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώνω":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαίωσαν":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαίωσε":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώσει":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώσεις":"διαβεβαίωση",
"διαβεβαιώσετε":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαίωση":"διαβεβαίωση",
"διαβεβαιώσουν":"διαβεβαιώνω",
"διαβεβαιώσω":"διαβεβαιώνω",
"διαβεί":"διαβαίνω",
"διάβημα":"διάβημα",
"διαβήματα":"διάβημα",
"διαβήτη":"διαβήτης",
"διαβήτης":"διαβήτης",
"διαβητικοί":"διαβητικός",
"διαβητολόγων":"διαβητολόγος",
"διαβιβάζεται":"διαβιβάζω",
"διαβιβάζονται":"διαβιβάζω",
"διαβίβασα":"διαβιβάζω",
"διαβίβασε":"διαβιβάζω",
"διαβιβάσει":"διαβιβάζω",
"διαβίβαση":"διαβίβαση",
"διαβίβασης":"διαβίβαση",
"διαβιβάσθηκε":"διαβιβάζω",
"διαβιβάσουμε":"διαβιβάζω",
"διαβιβάσουν":"διαβιβάζω",
"διαβιβαστεί":"διαβιβάζω",
"διαβιβάστηκαν":"διαβιβάζω",
"διαβιβάστηκε":"διαβιβάζω",
"διαβιεί":"διαβιεί",
"διαβιώνουν":"διαβιώνω",
"διαβίωση":"διαβίωση",
"διαβίωσή":"διαβίωση",
"διαβίωσης":"διαβίωση",
"διαβίωσής":"διαβίωση",
"διαβλέπει":"διαβλέπω",
"διαβλέπετε":"διαβλέπω",
"διαβλέποντας":"διαβλέπω",
"διαβλέπουν":"διαβλέπω",
"διαβλέπω":"διαβλέπω",
"διαβλέψει":"διαβλέπω",
"διαβλητές":"διαβλητός",
"διαβλητή":"διαβλητός",
"διαβλητό":"διαβλητός",
"διαβόητη":"διαβόητος",
"διαβόητης":"διαβόητος",
"διαβόητο":"διαβόητος",
"διαβόητος":"διαβόητος",
"διαβόητου":"διαβόητος",
"διαβόητους":"διαβόητος",
"διαβόητων":"διαβόητος",
"διαβολάκια":"διαβολάκι",
"διάβολε":"διάβολος",
"διαβολικά":"διαβολικός",
"διαβολικές":"διαβολικός",
"διαβολική":"διαβολικός",
"διαβολικό":"διαβολικός",
"διαβολικος":"διαβολικός",
"διάβολο":"διάβολος",
"διάβολοι":"διάβολος",
"διαβολόρεμα":"διαβολόρεμα",
"διάβολος":"διάβολος",
"διαβολου":"διάβολος",
"διαβόλου":"διάβολος",
"διαβόλων":"διάβολος",
"διαβουλεύεται":"διαβουλεύω",
"διαβουλευθεί":"διαβουλεύω",
"διαβουλεύσεις":"διαβούλευση",
"διαβουλεύσεων":"διαβούλευση",
"διαβούλευση":"διαβούλευση",
"διαβούλευσης":"διαβούλευση",
"διαβούμε":"διαβαίνω",
"διαβούν":"διαβαίνω",
"διαβρωθεί":"διαβρώνω",
"διαβρώθηκε":"διαβρώνω",
"διαβρωμένη":"διαβιβρώσκω",
"διαβρωμένης":"διαβιβρώσκω",
"διαβρωμένοι":"διαβρωμένος",
"διαβρώνει":"διαβρώνω",
"διαβρώνεται":"διαβρώνω",
"διαβρώνουν":"διαβρώνω",
"διαβρώσει":"διαβρώνω",
"διαβρώσεις":"διαβιβρώσκω",
"διάβρωση":"διάβρωση",
"διάβρωσης":"διάβρωση",
"διάβρωσής":"διάβρωση",
"διαβρώσουν":"διαβρώνω",
"διαβρωτική":"διαβρωτικός",
"διαβρωτικό":"διαβρωτικός",
"διάγγελμα":"διάγγελμα",
"διάγγελμά":"διάγγελμα",
"διαγγέλματα":"διάγγελμα",
"διαγγέλματος":"διάγγελμα",
"διάγει":"διάγω",
"διαγιγνώσκει":"διαγιγνώσκω",
"διαγιγνώσκεται":"διαγιγνώσκω",
"διαγκωνιζόμενοι":"διαγκωνιζόμενοι",
"διαγκωνίζονται":"διαγκωνίζω",
"διαγνώσει":"διαγιγνώσκω",
"διαγνώσεις":"διάγνωση",
"διαγνωση":"διάγνωση",
"διάγνωση":"διάγνωση",
"διάγνωσή":"διάγνωση",
"διάγνωσης":"διάγνωση",
"διαγνωσθεί":"διαγιγνώσκω",
"διαγνώσθηκε":"διαγιγνώσκω",
"διαγνώσουμε":"διαγιγνώσκω",
"διαγνωστεί":"διαγιγνώσκω",
"διαγνώστηκε":"διαγιγνώσκω",
"διαγνωστικά":"διαγνωστικός",
"διαγνωστικές":"διαγνωστικός",
"διαγνωστική":"διαγνωστικός",
"διαγνωστικής":"διαγνωστικός",
"διαγνωστικός":"διαγνωστικός",
"διαγνωστικούς":"διαγνωστικός",
"διαγνωστικών":"διαγνωστικός",
"διαγόρας":"διαγόρας",
"διάγουμε":"διάγω",
"διάγραμμα":"διάγραμμα",
"διαγράμματα":"διάγραμμα",
"διαγράμματος":"διάγραμμα",
"διαγραμμάτων":"διάγραμμα",
"διαγραμμενοι":"διαγραμμένος",
"διαγραμμένοι":"διαγραμμένος",
"διαγραμμένων":"διαγραμμένος",
"διαγραμμίσεις":"διαγραμμίζω",
"διαγραφεί":"διαγράφω",
"διαγράφει":"διαγράφω",
"διαγραφείς":"διαγραφείς",
"διαγραφέντα":"διαγραφείς",
"διαγραφέντες":"διαγραφείς",
"διαγραφέντος":"διαγραφείς",
"διαγραφέντων":"διαγραφείς",
"διαγραφές":"διαγραφή",
"διαγράφεται":"διαγράφω",
"διαγραφή":"διαγραφή",
"διαγράφηκαν":"διαγράφω",
"διαγράφηκε":"διαγράφω",
"διαγραφής":"διαγραφή",
"διαγραφόμενες":"διαγραφόμενος",
"διαγραφόμενη":"διαγραφόμενος",
"διαγραφόμενης":"διαγραφόμενος",
"διαγράφονται":"διαγράφω",
"διαγράφονταν":"διαγράφω",
"διαγράφοντας":"διαγράφω",
"διαγραφόταν":"διαγράφω",
"διαγραφούν":"διαγράφω",
"διαγράφουν":"διαγράφω",
"διαγραφώμενη":"διαγραφόμενος",
"διαγραφών":"διαγραφή",
"διαγράψει":"διαγράφω",
"διαγράψουμε":"διαγράφω",
"διαγράψουν":"διαγράφω",
"διαγωγή":"διαγωγή",
"διαγωγής":"διαγωγή",
"διαγώνιας":"διαγώνιος",
"διαγωνιζόμενοι":"διαγωνιζόμενος",
"διαγώνιο":"διαγώνιος",
"διαγώνιοι":"διαγώνιος",
"διαγώνιος":"διαγώνιος",
"διαγωνίου":"διαγώνιος",
"διαγωνισθούμε":"διαγωνίζομαι",
"διαγωνισθούν":"διαγωνίζομαι",
"διαγώνισμα":"διαγώνισμα",
"διαγωνίσματα":"διαγώνισμα",
"διαγωνισμο":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμό":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμοί":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμος":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμός":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμού":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμούς":"διαγωνισμός",
"διαγωνισμών":"διαγωνισμός",
"διαγωνίστηκαν":"διαγωνίζομαι",
"διαγωνίστηκε":"διαγωνίζομαι",
"διαγωνιστική":"διαγωνιστικός",
"διαγωνιστικό":"διαγωνιστικός",
"διαγωνιστικού":"διαγωνιστικός",
"διαγωνιστικών":"διαγωνιστικός",
"διαγωνιστούν":"διαγωνίζομαι",
"διαγωνίως":"διαγώνια",
"διαδεδομένα":"διαδεδομένος",
"διαδεδομένες":"διαδεδομένος",
"διαδεδομένη":"διαδεδομένος",
"διαδεδομένο":"διαδίδω",
"διαδεδομένος":"διαδίδω",
"διαδεδομένου":"διαδεδομένος",
"διαδεδομένων":"διαδεδομένος",
"διαδέχεται":"διαδέχομαι",
"διαδεχθεί":"διαδέχομαι",
"διαδέχθηκε":"διαδέχομαι",
"διαδεχθούν":"διαδέχομαι",
"διαδεχόμενος":"διαδεχόμενος",
"διαδέχονται":"διαδέχομαι",
"διαδέχονταν":"διαδέχομαι",
"διαδεχόταν":"διαδέχομαι",
"διαδήλωναν":"διαδηλώνω",
"διαδήλωνε":"διαδηλώνω",
"διαδηλώνει":"διαδηλώνω",
"διαδηλώνοντας":"διαδηλώνω",
"διαδηλώνουν":"διαδηλώνω",
"διαδηλώνω":"διαδηλώνω",
"διαδήλωσαν":"διαδηλώνω",
"διαδήλωσε":"διαδηλώνω",
"διαδηλώσει":"διαδηλώνω",
"διαδηλώσεις":"διαδήλωση",
"διαδηλώσετε":"διαδηλώνω",
"διαδηλώσεων":"διαδήλωση",
"διαδήλωση":"διαδήλωση",
"διαδήλωσή":"διαδήλωση",
"διαδήλωσης":"διαδήλωση",
"διαδηλώσουμε":"διαδηλώνω",
"διαδηλώσουν":"διαδηλώνω",
"διαδηλωτές":"διαδηλωτής",
"διαδηλωτής":"διαδηλωτής",
"διαδηλώτριες":"διαδηλώτρια",
"διαδηλωτών":"διαδηλωτής",
"διαδημοτικά":"διαδημοτικός",
"διαδημοτικό":"διαδημοτικός",
"διαδημοτικού":"διαδημοτικός",
"διαδημοτικών":"διαδημοτικός",
"διαδίδει":"διαδίδω",
"διαδίδεται":"διαδίδω",
"διαδίδετε":"διαδίδω",
"διαδίδονται":"διαδίδω",
"διαδιδόταν":"διαδίδω",
"διαδίδουν":"διαδίδω",
"διαδικασία":"διαδικασία",
"διαδικασίας":"διαδικασία",
"διαδικασιες":"διαδικασία",
"διαδικασίες":"διαδικασία",
"διαδικασιών":"διαδικασία",
"διαδικαστικά":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικές":"διαδικαστικός",
"διαδικαστική":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικής":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικο":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικό":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικού":"διαδικαστικός",
"διαδικαστικών":"διαδικαστικός",
"διάδικο":"διάδικος",
"διάδικοι":"διάδικος",
"διάδικος":"διάδικος",
"διαδίκου":"διάδικος",
"διαδίκους":"διάδικος",
"διαδικτυακά":"διαδικτυακός",
"διαδικτυακές":"διαδικτυακός",
"διαδικτυακή":"διαδικτυακός",
"διαδικτυακής":"διαδικτυακός",
"διαδικτυακό":"διαδικτυακός",
"διαδικτυακούς":"διαδικτυακός",
"διαδίκτυο":"διαδίκτυο",
"διαδικτυομένων":"διαδικτυωμένος",
"διαδικτύου":"διαδίκτυο",
"διαδίκων":"διάδικος",
"διαδοθεί":"διαδίδω",
"διαδόθηκε":"διαδίδω",
"διαδόσεις":"διάδοση",
"διαδόσεων":"διάδοση",
"διάδοση":"διάδοση",
"διάδοσή":"διάδοση",
"διάδοσης":"διάδοση",
"διάδοσής":"διάδοση",
"διάδοσιν":"διάδοση",
"διαδοχή":"διαδοχή",
"διάδοχη":"διάδοχος",
"διαδοχής":"διαδοχή",
"διαδοχικά":"διαδοχικά",
"διαδοχικές":"διαδοχικός",
"διαδοχική":"διαδοχικός",
"διαδοχικούς":"διαδοχικός",
"διαδοχικών":"διαδοχικός",
"διαδοχο":"διάδοχος",
"διάδοχο":"διάδοχος",
"διάδοχό":"διάδοχος",
"διάδοχος":"διάδοχος",
"διάδοχός":"διάδοχος",
"διαδόχου":"διάδοχος",
"διαδόχους":"διάδοχος",
"διαδοχών":"διαδοχή",
"διαδόχων":"διάδοχος",
"διαδραμάτιζαν":"διαδραματίζω",
"διαδραμάτιζε":"διαδραματίζω",
"διαδραματίζει":"διαδραματίζω",
"διαδραματίζεται":"διαδραματίζω",
"διαδραματιζονται":"διαδραματίζω",
"διαδραματίζονται":"διαδραματίζω",
"διαδραματίζονταν":"διαδραματίζω",
"διαδραματιζόταν":"διαδραματίζω",
"διαδραματίζουν":"διαδραματίζω",
"διαδραμάτισαν":"διαδραματίζω",
"διαδραμάτισε":"διαδραματίζω",
"διαδραματίσει":"διαδραματίζω",
"διαδραματισθέντα":"διαδραματισθείς",
"διαδραματίσθηκαν":"διαδραματίζω",
"διαδραματίσουν":"διαδραματίζω",
"διαδραματίστηκαν":"διαδραματίζω",
"διαδραματίστηκε":"διαδραματίζω",
"διαδραστικότητα":"διαδραστικότητα",
"διαδραστικών":"διαδραστικός",
"διαδρομες":"διαδρομή",
"διαδρομές":"διαδρομή",
"διαδρομη":"διαδρομή",
"διαδρομή":"διαδρομή",
"διαδρομήν":"διαδρομή",
"διαδρομής":"διαδρομή",
"διαδρομιστές":"διαδρομιστής",
"διάδρομο":"διάδρομος",
"διάδρομοι":"διάδρομος",
"διάδρομος":"διάδρομος",
"διαδρόμου":"διάδρομος",
"διαδρόμους":"διάδρομος",
"διαδρομών":"διαδρομή",
"διαδρόμων":"διάδρομος",
"διαδώσει":"διαδίδω",
"διαδώσουμε":"διαδίδω",
"διαδώσουν":"διαδίδω",
"διαδώστε":"διαδίδω",
"διαζευγμένους":"διαζευγμένος",
"διαζευκτήρια":"διαζευκτήριο",
"διαζευκτικώς":"διαζευκτικώς",
"διάζευξη":"διάζευξη",
"διαζύγια":"διαζύγιο",
"διαζυγιο":"διαζύγιο",
"διαζύγιο":"διαζύγιο",
"διαζύγιό":"διαζύγιο",
"διαζυγίου":"διαζύγιο",
"διαζυγίων":"διαζύγιο",
"διάζωμα":"διάζωμα",
"διαθεματική":"διαθεματικός",
"διαθερμίες":"διαθερμία",
"διαθέσει":"διαθέτω",
"διαθέσεις":"διάθεση",
"διαθέσεις":"διαθέτω",
"διαθέσεων":"διάθεση",
"διάθεση":"διάθεση",
"διάθεσή":"διάθεση",
"διάθεσης":"διάθεση",
"διαθέσιμα":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμες":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμη":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμο":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμοι":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμος":"διαθέσιμος",
"διαθεσιμότητα":"διαθεσιμότητα",
"διαθεσιμότητά":"διαθεσιμότητα",
"διαθεσιμότητας":"διαθεσιμότητα",
"διαθέσιμου":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμους":"διαθέσιμος",
"διαθεσίμων":"διαθέσιμος",
"διαθέσιμων":"διαθέσιμος",
"διαθέσουμε":"διαθέτω",
"διαθέσουν":"διαθέτω",
"διαθέσω":"διαθέτω",
"διαθέτει":"διαθέτω",
"διαθέτεις":"διαθέτω",
"διαθέτετε":"διαθέτω",
"διαθέτοντας":"διαθέτω",
"διαθέτουμε":"διαθέτω",
"διαθέτουν":"διαθέτω",
"διαθέτω":"διαθέτω",
"διαθήκες":"διαθήκη",
"διαθηκη":"διαθήκη",
"διαθήκη":"διαθήκη",
"διαθήκης":"διαθήκη",
"διαθλάται":"διαθλώ",
"διαία":"διαίον",
"διαιρέθηκαν":"διαιρώ",
"διαιρεί":"διαιρώ",
"διαιρείται":"διαιρώ",
"διαιρεμένη":"διαιρώ",
"διαιρέσεις":"διαίρεση",
"διαίρεση":"διαίρεση",
"διαίρεσης":"διαίρεση",
"διαιρούνται":"διαιρώ",
"διαιρώντας":"διαιρώ",
"διαισθάνεσαι":"διαισθάνομαι",
"διαισθάνεται":"διαισθάνομαι",
"διαισθανθεί":"διαισθάνομαι",
"διαισθάνομαι":"διαισθάνομαι",
"διαισθανόμενο":"διαισθανόμενος",
"διαισθάνονται":"διαισθάνομαι",
"διαίσθηση":"διαίσθηση",
"διαίσθησή":"διαίσθηση",
"διαίσθησης":"διαίσθηση",
"δίαιτα":"δίαιτα",
"δίαιτας":"δίαιτα",
"δίαιτες":"δίαιτα",
"διαίτης":"δίαιτα",
"διαιτησία":"διαιτησία",
"διαιτησίας":"διαιτησία",
"διαιτησίες":"διαιτησία",
"διαιτητες":"διαιτητής",
"διαιτητές":"διαιτητής",
"διαιτήτευσε":"διαιτητεύω",
"διαιτητεύσει":"διαιτητεύω",
"διαιτητή":"διαιτητής",
"διαιτητης":"διαιτητής",
"διαιτητής":"διαιτητής",
"διαιτητικά":"διαιτητικός",
"διαιτητικές":"διαιτητική",
"διαιτητική":"διαιτητική",
"διαιτητικό":"διαιτητικός",
"διαιτητικών":"διαιτητικός",
"διαιτητών":"διαιτητής",
"διαιτητών-παρατηρητών":"διαιτητών-παρατηρητών",
"διαιτολογίας":"διαιτολογία",
"διαιτολόγιο":"διαιτολόγιο",
"διαιτολόγιό":"διαιτολόγιο",
"διαιτολόγο":"διαιτολόγος",
"διαιτολόγοι":"διαιτολόγος",
"διαιτολόγος":"διαιτολόγος",
"διαιωνίζει":"διαιωνίζω",
"διαιωνίζεται":"διαιωνίζω",
"διαιωνίζετε":"διαιωνίζω",
"διαιωνιζόμενη":"διαιωνιζόμενος",
"διαιωνίζονται":"διαιωνίζω",
"διαιωνίζουμε":"διαιωνίζω",
"διαιωνίζουν":"διαιωνίζω",
"διαιώνιο":"διαιώνιος",
"διαιωνίσει":"διαιωνίζω",
"διαιωνίσεως":"διαιώνιση",
"διαιώνιση":"διαιώνιση",
"διαιώνισή":"διαιώνιση",
"διαιωνίσουν":"διαιωνίζω",
"διαιωνιστεί":"διαιωνίζω",
"διακαή":"διακαής",
"διακαής":"διακαής",
"διακάκη":"διακάκη",
"διακανονίζουν":"διακανονίζω",
"διακανονισμό":"διακανονισμός",
"διακανονισμοί":"διακανονισμός",
"διακανονισμός":"διακανονισμός",
"διακανονισμού":"διακανονισμός",
"διακανονισμών":"διακανονισμός",
"διακατέχει":"διακατέχω",
"διακατέχεστε":"διακατέχω",
"διακατέχεται":"διακατέχω",
"διακατεχόμαστε":"διακατέχω",
"διακατέχονται":"διακατέχω",
"διακατεχόταν":"διακατέχω",
"διακαώς":"διακαώς",
"διάκειται":"διάκειμαι",
"διακεκριμένες":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένη":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένης":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένο":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένοι":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένον":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένος":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένου":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένους":"διακεκριμένος",
"διακεκριμένων":"διακεκριμένος",
"διάκενα":"διάκενο",
"διακηρυγμένες":"διακηρυγμένος",
"διακηρυγμένη":"διακηρυγμένος",
"διακηρυγμένο":"διακηρύσσω",
"διακηρυκτικά":"διακηρυκτικά",
"διακηρυκτικό":"διακηρυκτικό",
"διακήρυξαν":"διακηρύσσω",
"διακήρυξε":"διακηρύσσω",
"διακηρύξει":"διακηρύσσω",
"διακηρύξεις":"διακήρυξη",
"διακηρύξεις":"διακηρύσσω",
"διακηρύξεων":"διακήρυξη",
"διακήρυξη":"διακήρυξη",
"διακήρυξης":"διακήρυξη",
"διακηρύξουν":"διακηρύσσω",
"διακήρυσσε":"διακηρύσσω",
"διακηρύσσει":"διακηρύσσω",
"διακηρύσσεται":"διακηρύσσω",
"διακηρύσσονται":"διακηρύσσω",
"διακηρύσσοντας":"διακηρύσσω",
"διακηρύσσουν":"διακηρύσσω",
"διακήρυττε":"διακηρύσσω",
"διακηρύχθηκαν":"διακηρύσσω",
"διακινδύνευαν":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύει":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύετε":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύοντας":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύουν":"διακινδυνεύω",
"διακινδύνευσε":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύσει":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύσεις":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύσετε":"διακινδυνεύω",
"διακινδύνευση":"διακινδύνευση",
"διακινδύνευσης":"διακινδύνευση",
"διακινδυνεύσουμε":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνεύσουν":"διακινδυνεύω",
"διακινδυνέψουμε":"διακινδυνέψουμε",
"διακινεί":"διακινώ",
"διακινείται":"διακινώ",
"διακινηθεί":"διακινώ",
"διακινήθηκαν":"διακινώ",
"διακινήθηκε":"διακινώ",
"διακινηθούν":"διακινώ",
"διακίνηση":"διακίνηση",
"διακίνησή":"διακίνηση",
"διακίνησης":"διακίνηση",
"διακίνησής":"διακίνηση",
"διακινήσουν":"διακινώ",
"διακινητές":"διακινητής",
"διακινητών":"διακινητής",
"διακινούμενων":"διακινούμενος",
"διακινούν":"διακινώ",
"διακινούνται":"διακινώ",
"διακινούνταν":"διακινώ",
"διακινούσαν":"διακινώ",
"διακινούσε":"διακινώ",
"διακινώντας":"διακινώ",
"διακλαδίζεται":"διακλαδίζω",
"διακλαδική":"διακλαδικός",
"διακλαδικό":"διακλαδικός",
"διακλάδωση":"διακλάδωση",
"διακοινοβουλευτική":"διακοινοβουλευτικός",
"διακοινοτικών":"διακοινοτικός",
"διακομιδές":"διακομιδή",
"διακομιδή":"διακομιδή",
"διακομίζεται":"διακομίζω",
"διακομίσει":"διακομίζω",
"διακομιστεί":"διακομίζω",
"διακομίστηκαν":"διακομίζω",
"διακομίστηκε":"διακομίζω",
"διακομματικές":"διακομματικός",
"διακομματικη":"διακομματικός",
"διακομματική":"διακομματικός",
"διακομματικής":"διακομματικός",
"διακομματικών":"διακομματικός",
"διακονεί":"διακονώ",
"διακονούν":"διακονώ",
"διακοπεί":"διακόπτω",
"διακοπες":"διακοπή",
"διακοπές":"διακοπή",
"διακοπη":"διακοπή",
"διακοπή":"διακοπή",
"διακόπηκαν":"διακόπτω",
"διακόπηκε":"διακόπτω",
"διακοπης":"διακοπή",
"διακοπής":"διακοπή",
"διακοποδάνεια":"διακοποδάνειο",
"διακοπούν":"διακόπτω",
"διακόπτει":"διακόπτω",
"διακόπτες":"διακόπτης",
"διακόπτεται":"διακόπτω",
"διακόπτη":"διακόπτης",
"διακόπτης":"διακόπτης",
"διακοπτόμενης":"διακόπτω",
"διακόπτονται":"διακόπτω",
"διακόπτοντας":"διακόπτω",
"διακόπτουμε":"διακόπτω",
"διακόπτουν":"διακόπτω",
"διακόπτω":"διακόπτω",
"διακοπών":"διακοπή",
"διακόρευσης":"διακόρευση",
"διακοσαριά":"διακοσαριά",
"διακόσια":"διακόσιοι",
"διακόσιες":"διακόσιοι",
"διακόσιοι":"διακόσιοι",
"διακοσιοστή":"διακοσιοστός",
"διακόσιους":"διακόσιοι",
"διακοσίων":"διακόσιοι",
"διακοσμηθεί":"διακοσμώ",
"διακοσμημένες":"διακοσμημένος",
"διακοσμημένη":"διακοσμημένος",
"διακοσμημένο":"διακοσμώ",
"διακοσμημένος":"διακοσμώ",
"διακόσμηση":"διακόσμηση",
"διακόσμησης":"διακόσμηση",
"διακοσμήσουμε":"διακοσμώ",
"διακοσμήσουν":"διακοσμώ",
"διακοσμητές":"διακοσμητής",
"διακοσμητή":"διακοσμητής",
"διακοσμητής":"διακοσμητής",
"διακοσμητικά":"διακοσμητικός",
"διακοσμητικές":"διακοσμητική",
"διακοσμητική":"διακοσμητική",
"διακοσμητικής":"διακοσμητική",
"διακοσμητικό":"διακοσμητικός",
"διακοσμητικοί":"διακοσμητικός",
"διακοσμητικός":"διακοσμητικός",
"διακοσμητικού":"διακοσμητικός",
"διακοσμητικών":"διακοσμητικός",
"διακοσμήτριας":"διακοσμήτρια",
"διάκοσμο":"διάκοσμος",
"διάκοσμος":"διάκοσμος",
"διακόσμου":"διάκοσμος",
"διακοσμούν":"διακοσμώ",
"διακοσμούσαν":"διακοσμώ",
"διακόψει":"διακόπτω",
"διακόψετε":"διακόπτω",
"διακόψουμε":"διακόπτω",
"διακόψουν":"διακόπτω",
"διακόψω":"διακόπτω",
"διακρατήσει":"διακρατήσει",
"διακρατική":"διακρατικός",
"διακρατικής":"διακρατικός",
"διακρατικών":"διακρατικός",
"διακριβωθεί":"διακριβώνω",
"διακριβωμένο":"διακριβώνω",
"διακριβώνεται":"διακριβώνω",
"διακρίβωση":"διακρίβωση",
"διακριθεί":"διακρίνω",
"διακριθείτε":"διακρίνω",
"διακριθέντα":"διακριθείς",
"διακριθέντες":"διακριθείς",
"διακρίθηκαν":"διακρίνω",
"διακρίθηκε":"διακρίνω",
"διακριθούν":"διακρίνω",
"διακρίναμε":"διακρίνω",
"διακρίνει":"διακρίνω",
"διακρίνεις":"διακρίνω",
"διακρίνεται":"διακρίνω",
"διακρίνονται":"διακρίνω",
"διακρίνονταν":"διακρίνω",
"διακρίνοντας":"διακρίνω",
"διακρινόταν":"διακρίνω",
"διακρίνουμε":"διακρίνω",
"διακρίνουν":"διακρίνω",
"διακρίνω":"διακρίνω",
"διακρίσεις":"διάκριση",
"διακρίσεων":"διάκριση",
"διάκριση":"διάκριση",
"διάκρισης":"διάκριση",
"διακριτές":"διακριτός",
"διακριτικά":"διακριτικά",
"διακριτικές":"διακριτικός",
"διακριτικη":"διακριτικός",
"διακριτική":"διακριτικός",
"διακριτικό":"διακριτικός",
"διακριτικοί":"διακριτικός",
"διακριτικός":"διακριτικός",
"διακριτικότητα":"διακριτικότητα",
"διακριτικότητά":"διακριτικότητα",
"διακριτικούς":"διακριτικός",
"διακριτό":"διακριτός",
"διακριτού":"διακριτός",
"διακριτών":"διακριτός",
"διακυβερνήσεως":"διακυβέρνηση",
"διακυβέρνηση":"διακυβέρνηση",
"διακυβέρνησης":"διακυβέρνηση",
"διακυβέρνησής":"διακυβέρνηση",
"διακυβερνητική":"διακυβερνητικός",
"διακυβερνητικής":"διακυβερνητικός",
"διακυβεύει":"διακυβεύω",
"διακυβεύεται":"διακυβεύω",
"διακυβευθεί":"διακυβεύω",
"διακύβευμα":"διακύβευμα",
"διακυβεύματα":"διακύβευμα",
"διακυβεύματος":"διακύβευμα",
"διακυβεύονται":"διακυβεύω",
"διακυβεύουν":"διακυβεύω",
"διακύβευση":"διακύβευση",
"διακυμάνσεις":"διακύμανση",
"διακυμάνσεων":"διακύμανση",
"διακύμανση":"διακύμανση",
"διακύμανσης":"διακύμανση",
"διακωμωδεί":"διακωμωδώ",
"διακωμωδείται":"διακωμωδώ",
"διακωμώδηση":"διακωμώδηση",
"διακωμωδούν":"διακωμωδώ",
"διαλαλεί":"διαλαλώ",
"διαλαλούν":"διαλαλώ",
"διαλαμπή":"διαλαμπή",
"διάλεγαν":"διαλέγω",
"διαλέγατε":"διαλέγω",
"διάλεγε":"διαλέγω",
"διαλέγει":"διαλέγω",
"διαλέγεις":"διαλέγω",
"διαλέγετε":"διαλέγω",
"διαλέγοντας":"διαλέγω",
"διαλέγουν":"διαλέγω",
"διαλέγω":"διαλέγω",
"διάλειμμα":"διάλειμμα",
"διαλείμματα":"διάλειμμα",
"διαλειμμάτων":"διάλειμμα",
"διαλεκτικά":"διαλεκτικά",
"διαλεκτικές":"διαλεκτικός",
"διαλεκτική":"διαλεκτική",
"διαλεκτικής":"διαλεκτική",
"διάλεκτο":"διάλεκτος",
"διάλεκτοι":"διάλεκτος",
"διάλεκτος":"διάλεκτος",
"διαλέκτου":"διάλεκτος",
"διαλέκτους":"διάλεκτος",
"διαλέκτων":"διάλεκτος",
"διάλεξα":"διαλέγω",
"διαλέξαμε":"διαλέγω",
"διάλεξαν":"διαλέγω",
"διάλεξε":"διαλέγω",
"διαλέξει":"διαλέγω",
"διαλέξεις":"διαλέγω",
"διαλέξεις":"διάλεξη",
"διαλέξετε":"διαλέγω",
"διαλέξεων":"διάλεξη",
"διάλεξη":"διάλεξη",
"διάλεξή":"διάλεξη",
"διάλεξης":"διάλεξη",
"διάλεξής":"διάλεξη",
"διαλέξουμε":"διαλέγω",
"διαλέξουν":"διαλέγω",
"διαλέξτε":"διαλέγω",
"διαλέξω":"διαλέγω",
"διαλέττη":"διαλέττη",
"διαλευκανθεί":"διαλευκαίνω",
"διαλευκανθή":"διαλευκαίνω",
"διαλευκάνουν":"διαλευκαίνω",
"διαλεύκανση":"διαλεύκανση",
"διαλεύκανσης":"διαλεύκανση",
"διαλεχτών":"διαλεχτός",
"διαλλακτική":"διαλλακτικός",
"διαλλακτικός":"διαλλακτικός",
"διαλλακτικότητα":"διαλλακτικότητα",
"διαλογή":"διαλογή",
"διαλογής":"διαλογή",
"διαλογικές":"διαλογικός",
"διαλογισμό":"διαλογισμός",
"διαλογισμού":"διαλογισμός",
"διάλογο":"διάλογος",
"διάλογό":"διάλογος",
"διάλογοι":"διάλογος",
"διάλογος":"διάλογος",
"διαλόγου":"διάλογος",
"διαλόγους":"διάλογος",
"διαλόγων":"διάλογος",
"διαλύει":"διαλύω",
"διαλύεται":"διαλύω",
"διαλυθεί":"διαλύω",
"διαλύθηκαν":"διαλύω",
"διαλύθηκε":"διαλύω",
"διαλυθούν":"διαλύω",
"διάλυμα":"διάλυμα",
"διαλυμένα":"διαλυμένος",
"διαλυμένες":"διαλύω",
"διαλυμένη":"διαλύω",
"διαλυμένο":"διαλυμένος",
"διαλύονται":"διαλύω",
"διαλύοντας":"διαλύω",
"διαλυόταν":"διαλύω",
"διαλύουμε":"διαλύω",
"διαλύουν":"διαλύω",
"διαλύσαμε":"διαλύζω",
"διαλύσει":"διαλύζω",
"διαλύσετε":"διαλύζω",
"διαλύσεως":"διάλυση",
"διάλυση":"διάλυση",
"διάλυσή":"διάλυση",
"διάλυσης":"διάλυση",
"διάλυσής":"διάλυση",
"διαλύσουμε":"διαλύζω",
"διαλύσουν":"διαλύζω",
"διαλύσω":"διαλύζω",
"διαλυτά":"διαλυτός",
"διαλυτικά":"διαλυτικά",
"διαλυτική":"διαλυτικός",
"διαλυτικό":"διαλυτικός",
"διάμ":"διάμ",
"διαμαντάκι":"διαμαντάκι",
"διαμαντη":"διαμαντής",
"διαμαντή":"διαμαντής",
"διαμαντής":"διαμαντής",
"διαμαντι":"διαμάντι",
"διαμάντι":"διαμάντι",
"διαμάντια":"διαμάντι",
"διαμαντιδείου":"διαμαντιδείου",
"διαμαντίδη":"διαμαντίδη",
"διαμαντίδης":"διαμαντίδης",
"διαμαντιού":"διαμάντι",
"διαμαντιών":"διαμάντι",
"διαμαντόπουλο":"διαμαντόπουλος",
"διαμαντόπουλος":"διαμαντόπουλος",
"διαμαντοπούλου":"διαμαντοπούλου",
"διαμαρτύρεσαι":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτύρεστε":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτύρεται":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρηθεί":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρηθείς":"διαμαρτυρώ",
"διαμαρτυρήθηκαν":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρήθηκε":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρηθούμε":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρηθούν":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρία":"διαμαρτυρία",
"διαμαρτυρίας":"διαμαρτυρία",
"διαμαρτυρίες":"διαμαρτυρία",
"διαμαρτυριών":"διαμαρτυρία",
"διαμαρτυρόενος":"διαμαρτυρόενος",
"διαμαρτύρομαι":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρόμαστε":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρόμενα":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτυρόμενοι":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτυρόμενος":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτυρομένου":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτυρόμενους":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτυρομένων":"διαμαρτυρόμενος",
"διαμαρτύρονται":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτύρονταν":"διαμαρτύρομαι",
"διαμαρτυρόταν":"διαμαρτύρομαι",
"διαμάχες":"διαμάχη",
"διαμάχη":"διαμάχη",
"διαμάχης":"διαμάχη",
"διαμείφθηκε":"διαμείβομαι",
"διαμελίσει":"διαμελίζω",
"διαμελισμένα":"διαμελίζω",
"διαμελισμένο":"διαμελίζω",
"διαμελίσουν":"διαμελίζω",
"διαμένει":"διαμένω",
"διαμενόντων":"διαμένων",
"διαμένουμε":"διαμένω",
"διαμένουν":"διαμένω",
"διαμέρισμα":"διαμέρισμα",
"διαμέρισμά":"διαμέρισμα",
"διαμερίσματα":"διαμέρισμα",
"διαμερίσματά":"διαμέρισμα",
"διαμερισματικοί":"διαμερισματικός",
"διαμερισματικούς":"διαμερισματικός",
"διαμερίσματος":"διαμέρισμα",
"διαμερίσματός":"διαμέρισμα",
"διαμερισματων":"διαμέρισμα",
"διαμερισμάτων":"διαμέρισμα",
"διαμερισμένων":"διαμερισμένος",
"διάμεση":"διάμεσος",
"διαμεσολαβήσει":"διαμεσολαβώ",
"διαμεσολαβήσεις":"διαμεσολάβηση",
"διαμεσολάβηση":"διαμεσολάβηση",
"διαμεσολάβησης":"διαμεσολάβηση",
"διαμεσολαβητές":"διαμεσολαβητής",
"διαμεσολαβητή":"διαμεσολαβητής",
"διαμεσολαβητής":"διαμεσολαβητής",
"διαμεσολαβητική":"διαμεσολαβητικός",
"διαμεσολαβητικών":"διαμεσολαβητικός",
"διαμεσολαβητών":"διαμεσολαβητής",
"διαμέσου":"διάμεσος",
"διαμετακομιστικό":"διαμετακομιστικός",
"διαμετακομιστικού":"διαμετακομιστικός",
"διαμετρήματος":"διαμέτρημα",
"διαμετρικά":"διαμετρικά",
"διάμετρο":"διάμετρος",
"διάμετρος":"διάμετρος",
"διαμέτρου":"διάμετρος",
"διαμηνύει":"διαμηνύω",
"διαμηνύοντας":"διαμηνύω",
"διαμηνύουν":"διαμηνύω",
"διαμήνυσε":"διαμηνύω",
"διαμηνύσει":"διαμηνύω",
"διαμοίβεται":"διαμείβομαι",
"διαμοιρασμός":"διαμοιρασμός",
"διαμονή":"διαμονή",
"διαμονής":"διαμονή",
"διαμορφούμενο":"διαμορφούμενος",
"διαμορφούμενος":"διαμορφούμενος",
"διαμορφωθεί":"διαμορφώνω",
"διαμορφωθείσα":"διαμορφωθείς",
"διαμορφώθηκαν":"διαμορφώνω",
"διαμορφώθηκε":"διαμορφώνω",
"διαμορφωθούν":"διαμορφώνω",
"διαμορφωμένα":"διαμορφωμένος",
"διαμορφωμένες":"διαμορφωμένος",
"διαμορφωμένη":"διαμορφωμένος",
"διαμορφωμένης":"διαμορφώνω",
"διαμορφωμένο":"διαμορφωμένος",
"διαμορφωμένοι":"διαμορφώνω",
"διαμορφωμένος":"διαμορφώνω",
"διαμορφωμένους":"διαμορφώνω",
"διαμορφωμένων":"διαμορφωμένος",
"διαμόρφωναν":"διαμορφώνω",
"διαμόρφωνε":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνει":"διαμορφώνω",
"διαμορφωνεται":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνεται":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνονται":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνονταν":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνοντας":"διαμορφώνω",
"διαμορφωνόταν":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνουμε":"διαμορφώνω",
"διαμορφώνουν":"διαμορφώνω",
"διαμόρφωσα":"διαμορφώνω",
"διαμορφώσαμε":"διαμορφώνω",
"διαμόρφωσαν":"διαμορφώνω",
"διαμόρφωσε":"διαμορφώνω",
"διαμορφώσει":"διαμορφώνω",
"διαμορφώσεις":"διαμορφώνω",
"διαμορφώσεως":"διαμόρφωση",
"διαμόρφωση":"διαμόρφωση",
"διαμόρφωσή":"διαμόρφωση",
"διαμόρφωσης":"διαμόρφωση",
"διαμορφώσουμε":"διαμορφώνω",
"διαμορφώσουν":"διαμορφώνω",
"διαμορφωτές":"διαμορφωτής",
"διαμορφωτής":"διαμορφωτής",
"διαμπερές":"διαμπερής",
"διανα":"διάνα",
"διάνα":"διάνα",
"διανείμει":"διανέμω",
"διανείμουν":"διανέμω",
"διανέλλο":"διανέλλο",
"διανέμει":"διανέμω",
"διανέμεται":"διανέμω",
"διανεμηθεί":"διανέμω",
"διανεμήθηκε":"διανέμω",
"διανεμηθούν":"διανέμω",
"διανέμονται":"διανέμω",
"διανέμονταν":"διανέμω",
"διανέμοντας":"διανέμω",
"διανέμουν":"διανέμω",
"διανθίζει":"διανθίζω",
"διανθίζεται":"διανθίζω",
"διανθίζονται":"διανθίζω",
"διανθίζουν":"διανθίζω",
"διανθισμένες":"διανθίζω",
"διανθισμένη":"διανθισμένος",
"διανθισμένο":"διανθισμένος",
"διανθίστηκε":"διανθίζω",
"διανοείται":"διανοούμαι",
"διανοηθεί":"διανοούμαι",
"διανοήθηκε":"διανοούμαι",
"διανοηθούμε":"διανοούμαι",
"διανοηθώ":"διανοούμαι",
"διανοήματα":"διανόημα",
"διανόηση":"διανόηση",
"διανόησης":"διανόηση",
"διανοητές":"διανοητής",
"διανοητή":"διανοητής",
"διανοητής":"διανοητής",
"διανοητικά":"διανοητικά",
"διανοητικές":"διανοητικός",
"διανοητική":"διανοητικός",
"διανοητικής":"διανοητικός",
"διανοητικό":"διανοητικός",
"διανοητικού":"διανοητικός",
"διανοητικών":"διανοητικός",
"διανοητών":"διανοητής",
"διάνοια":"διάνοια",
"διάνοιας":"διάνοια",
"διανοίγει":"διανοίγω",
"διανοίγονται":"διανοίγω",
"διανοίγονταν":"διανοίγω",
"διανοίγουν":"διανοίγω",
"διάνοιξη":"διάνοιξη",
"διάνοιξης":"διάνοιξη",
"διανοιχθεί":"διανοίγω",
"διανομαρχιακού":"διανομαρχιακός",
"διανομέας":"διανομέας",
"διανομείς":"διανομέας",
"διανομή":"διανομή",
"διανομήν":"διανομή",
"διανομής":"διανομή",
"διανοούμαστε":"διανοούμαι",
"διανοουμενίστικες":"διανοουμενίστικος",
"διανοουμενίστικο":"διανοουμενίστικος",
"διανοούμενο":"διανοούμενος",
"διανοούμενοι":"διανοούμενος",
"διανοούμενος":"διανοούμενος",
"διανοουμένου":"διανοούμενος",
"διανοούμενου":"διανοούμενος",
"διανοουμένους":"διανοούμενος",
"διανοούμενους":"διανοούμενος",
"διανοουμένων":"διανοούμενος",
"διανοούμενων":"διανοούμενος",
"διανοούνται":"διανοούμαι",
"διανύει":"διανύω",
"διανύετε":"διανύω",
"διανυθεί":"διανύω",
"διανυκτέρευαν":"διανυκτερεύω",
"διανυκτέρευση":"διανυκτέρευση",
"διανύοντας":"διανύω",
"διανύουμε":"διανύω",
"διανύουν":"διανύω",
"διανύσαμε":"διανύω",
"διανύσει":"διανύω",
"διανύσεις":"διανύω",
"διανύσουμε":"διανύω",
"διανύσουν":"διανύω",
"διανυχτερεύσει":"διανυκτερεύω",
"διαξιφισμοί":"διαξιφισμός",
"διαξιφισμούς":"διαξιφισμός",
"διαξιφισμών":"διαξιφισμός",
"διάολε":"διάολος",
"διαολεμένο":"διαολεμένος",
"διάολο":"διάολος",
"διάολος":"διάολος",
"διαόλου":"διάολος",
"διαπαιδαγωγεί":"διαπαιδαγωγώ",
"διαπαιδαγώγηση":"διαπαιδαγώγηση",
"διαπαιδαγώγησης":"διαπαιδαγώγηση",
"διαπαιδαγωγήσουμε":"διαπαιδαγωγώ",
"διαπαιδαγωγικό":"διαπαιδαγωγικός",
"διαπαιδαγωγούν":"διαπαιδαγωγώ",
"διαπαιδαγωγούνταν":"διαπαιδαγωγώ",
"διαπάλη":"διαπάλη",
"διαπάλης":"διαπάλη",
"διαπαραταξιακά":"διαπαραταξιακός",
"διαπαραταξιακής":"διαπαραταξιακός",
"διαπαραταξιακό":"διαπαραταξιακός",
"διαπασών":"διαπασών",
"διαπέρασε":"διαπερνώ",
"διαπεράσει":"διαπερνώ",
"διαπεραστική":"διαπεραστικός",
"διαπεριφερειακά":"διαπεριφερειακός",
"διαπερνά":"διαπερνώ",
"διαπερνάει":"διαπερνώ",
"διαπερνούν":"διαπερνώ",
"διαπερνώντας":"διαπερνώ",
"διαπιστευμένοι":"διαπιστεύω",
"διαπιστευμένους":"διαπιστεύω",
"διαπιστευμένων":"διαπιστεύω",
"διαπιστεύσεις":"διαπιστεύω",
"διαπιστεύσεων":"διαπίστευση",
"διαπίστευση":"διαπίστευση",
"διαπίστευσή":"διαπίστευση",
"διαπίστευσης":"διαπίστευση",
"διαπιστευτήρια":"διαπιστευτήριο",
"διαπιστευτήριά":"διαπιστευτήριο",
"διαπιστούμενη":"διαπιστούμενος",
"διαπιστωθεί":"διαπιστώνω",
"διαπιστώθηκαν":"διαπιστώνω",
"διαπιστώθηκε":"διαπιστώνω",
"διαπιστωθούν":"διαπιστώνω",
"διαπιστωμένες":"διαπιστώνω",
"διαπιστωμένη":"διαπιστώνω",
"διαπιστωμένο":"διαπιστωμένος",
"διαπιστώναμε":"διαπιστώνω",
"διαπίστωναν":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνατε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνει":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνεις":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνεται":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνετε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνονται":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνοντας":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνουμε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνουν":"διαπιστώνω",
"διαπιστώνω":"διαπιστώνω",
"διαπίστωσα":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσαμε":"διαπιστώνω",
"διαπίστωσαν":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσατε":"διαπιστώνω",
"διαπίστωσε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσει":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσεις":"διαπίστωση",
"διαπιστώσετε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσεώς":"διαπίστωση",
"διαπιστωση":"διαπίστωση",
"διαπίστωση":"διαπίστωση",
"διαπίστωσή":"διαπίστωση",
"διαπίστωσης":"διαπίστωση",
"διαπιστώσιμη":"διαπιστώσιμος",
"διαπιστώσουμε":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσουν":"διαπιστώνω",
"διαπιστώσω":"διαπιστώνω",
"διαπλάσει":"διαπλάθω",
"διάπλαση":"διάπλαση",
"διάπλασή":"διάπλαση",
"διάπλατα":"διάπλατα",
"διαπλατυνθεί":"διαπλατύνω",
"διαπλατυνθούν":"διαπλατύνω",
"διαπλατύνονται":"διαπλατύνω",
"διαπλατύνσεις":"διαπλάτυνση",
"διαπλάτυνση":"διαπλάτυνση",
"διαπλέκεται":"διαπλέκω",
"διαπλεκόμενα":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενες":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενη":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενο":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενοι":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκομένου":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενους":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκομένων":"διαπλεκόμενος",
"διαπλεκόμενων":"διαπλεκόμενος",
"διαπλέκονται":"διαπλέκω",
"διαπλέουν":"διαπλέω",
"διαπλεύσει":"διαπλέω",
"διαπλεύσουν":"διαπλέω",
"διαπληκτίζεται":"διαπληκτίζομαι",
"διαπληκτίζονται":"διαπληκτίζομαι",
"διαπληκτισμό":"διαπληκτισμός",
"διαπληκτισμοί":"διαπληκτισμός",
"διαπληκτίστηκε":"διαπληκτίζομαι",
"διαπλοκές":"διαπλοκή",
"διαπλοκή":"διαπλοκή",
"διαπλοκής":"διαπλοκή",
"διαπλοκών":"διαπλοκή",
"διάπλου":"διάπλους",
"διάπλους":"διάπλους",
"διαπνέει":"διαπνέω",
"διαπνέεται":"διαπνέω",
"διαπνέονται":"διαπνέω",
"διαπνέουν":"διαπνέω",
"διαπολιτισμικό":"διαπολιτισμικός",
"διαπομπεύει":"διαπομπεύω",
"διαπομπεύονται":"διαπομπεύω",
"διαπομπεύουν":"διαπομπεύω",
"διαπόμπευση":"διαπόμπευση",
"διαπόμπευσης":"διαπόμπευση",
"διαπόμπευσής":"διαπόμπευση",
"διαποτίζει":"διαποτίζω",
"διαποτίζονται":"διαποτίζω",
"διαπότισε":"διαποτίζω",
"διαποτίσει":"διαποτίζω",
"διαποτισμένη":"διαποτίζω",
"διαπραγματεύεται":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευθεί":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύθηκαν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευθούμε":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευθούν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύομαι":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευόμαστε":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευόμενα":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευόμενος":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύονται":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύονταν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευόταν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύσεις":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγματεύσεων":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγματεύσεών":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγμάτευση":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγμάτευσή":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγμάτευσης":"διαπραγμάτευση",
"διαπραγματεύσιμες":"διαπραγματεύσιμος",
"διαπραγματεύσιμη":"διαπραγματεύσιμος",
"διαπραγματεύσιμο":"διαπραγματεύσιμος",
"διαπραγματευτεί":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευτές":"διαπραγματευτής",
"διαπραγματευτή":"διαπραγματευτής",
"διαπραγματεύτηκαν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματεύτηκε":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευτής":"διαπραγματευτής",
"διαπραγματευτικά":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτικές":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτική":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτικής":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτικό":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτικούς":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτικών":"διαπραγματευτικός",
"διαπραγματευτούμε":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευτούν":"διαπραγματεύομαι",
"διαπραγματευτών":"διαπραγματευτής",
"διαπράξει":"διαπράττω",
"διαπράξεις":"διαπράττω",
"διάπραξη":"διάπραξη",
"διάπραξης":"διάπραξη",
"διαπράξουν":"διαπράττω",
"διαπράττει":"διαπράττω",
"διαπράττεται":"διαπράττω",
"διαπράττονται":"διαπράττω",
"διαπράττοντας":"διαπράττω",
"διαπράττουν":"διαπράττω",
"διαπράττω":"διαπράττω",
"διαπραχθεί":"διαπράττω",
"διαπράχθηκαν":"διαπράττω",
"διαπράχθηκε":"διαπράττω",
"διαπραχτεί":"διαπράττω",
"διαπράχτηκαν":"διαπράττω",
"διαπρέπει":"διαπρέπω",
"διαπρεπείς":"διαπρεπής",
"διαπρεπέστερους":"διαπρεπής",
"διαπρεπής":"διαπρεπής",
"διαπρέπουν":"διαπρέπω",
"διαπρεπούς":"διαπρεπής",
"διαπρέψει":"διαπρέπω",
"διαπροσωπικές":"διαπροσωπικός",
"διαπροσωπική":"διαπροσωπικός",
"διαπροσωπικών":"διαπροσωπικός",
"διάπυρος":"διάπυρος",
"διαρθρώθηκαν":"διαρθρώνω",
"διαρθρωμένη":"διαρθρωμένος",
"διαρθρωμένος":"διαρθρώνω",
"διαρθρώνεται":"διαρθρώνω",
"διάρθρωση":"διάρθρωση",
"διάρθρωσης":"διάρθρωση",
"διαρθρωτικά":"διαρθρωτικός",
"διαρθρωτικές":"διαρθρωτικός",
"διαρθρωτική":"διαρθρωτικός",
"διαρθρωτικής":"διαρθρωτικός",
"διαρθρωτικών":"διαρθρωτικός",
"διαρκεί":"διαρκώ",
"διάρκεια":"διάρκεια",
"διάρκειά":"διάρκεια",
"διάρκειαν":"διάρκεια",
"διαρκείας":"διάρκεια",
"διάρκειας":"διάρκεια",
"διάρκειάς":"διάρκεια",
"διάρκειες":"διάρκεια",
"διαρκείς":"διαρκής",
"διαρκές":"διαρκής",
"διαρκέσει'":"διαρκέσει'",
"διαρκέσει":"διαρκώ",
"διαρκέσουν":"διαρκώ",
"διαρκέστερο":"διαρκής",
"διαρκή":"διαρκής",
"διαρκής":"διαρκής",
"διαρκούν":"διαρκώ",
"διαρκούντος":"διαρκών",
"διαρκούς":"διαρκής",
"διαρκούσε":"διαρκώ",
"διαρκούσης":"διαρκών",
"διαρκών":"διαρκής",
"διαρκώς":"διαρκώς",
"διαρπαγής":"διαρπαγή",
"διαρραγεί":"διαρρηγνύω",
"διαρρέει":"διαρρέω",
"διαρρέεται":"διαρρέω",
"διαρρέουν":"διαρρέω",
"διαρρεύσει":"διαρρέω",
"διαρρεύσουν":"διαρρέω",
"διαρρηγνύουν":"διαρρηγνύω",
"διαρρήκτες":"διαρρήκτης",
"διαρρήκτη":"διαρρήκτης",
"διαρρήκτης":"διαρρήκτης",
"διαρρηκτών":"διαρρηκτός",
"διαρρήξει":"διαρρηγνύω",
"διαρρήξεις":"διαρρηγνύω",
"διαρρήξεις":"διάρρηξη",
"διαρρήξεων":"διάρρηξη",
"διάρρηξη":"διάρρηξη",
"διάρρηξης":"διάρρηξη",
"διαρροές":"διαρροή",
"διαρροή":"διαρροή",
"διαρροής":"διαρροή",
"διάρροια":"διάρροια",
"διάρροιες":"διάρροια",
"διαρροών":"διαρροή",
"διαρρυθμίσεις":"διαρρύθμιση",
"διαρρύθμιση":"διαρρύθμιση",
"διας":"δίας",
"δίας":"δίας",
"διασάλευσή":"διασάλευση",
"διασαφηνίσει":"διασαφηνίζω",
"διασαφηνιστεί":"διασαφηνίζω",
"διάσειση":"διάσειση",
"διάσελο":"διάσελο",
"διάσημα":"διάσημος",
"διάσημες":"διάσημος",
"διάσημη":"διάσημος",
"διάσημης":"διάσημος",
"διάσημο":"διάσημος",
"διάσημοι":"διάσημος",
"διάσημος":"διάσημος",
"διασημότερα":"διάσημος",
"διασημότερη":"διάσημος",
"διασημότερης":"διάσημος",
"διασημότερο":"διάσημος",
"διασημότεροι":"διάσημος",
"διασημότερος":"διάσημος",
"διασημότερου":"διάσημος",
"διασημότερους":"διάσημος",
"διασημότητα":"διασημότητα",
"διασημότητες":"διασημότητα",
"διασημοτήτων":"διασημότητα",
"διάσημου":"διάσημος",
"διάσημους":"διάσημος",
"διάσημων":"διάσημος",
"διασκέδαζαν":"διασκεδάζω",
"διασκέδαζε":"διασκεδάζω",
"διασκεδάζει":"διασκεδάζω",
"διασκεδάζοντας":"διασκεδάζω",
"διασκεδάζουμε":"διασκεδάζω",
"διασκεδάζουν":"διασκεδάζω",
"διασκεδάζω":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσαμε":"διασκεδάζω",
"διασκέδασαν":"διασκεδάζω",
"διασκέδασε":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσει":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσεις":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσετε":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσεως":"διασκέδαση",
"διασκεδαση":"διασκέδαση",
"διασκέδαση":"διασκέδαση",
"διασκέδασή":"διασκέδαση",
"διασκέδασης":"διασκέδαση",
"διασκέδασής":"διασκέδαση",
"διασκεδάσουμε":"διασκεδάζω",
"διασκεδάσουν":"διασκεδάζω",
"διασκεδάστε":"διασκεδάζω",
"διασκεδαστές":"διασκεδαστής",
"διασκεδαστικά":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικές":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστική":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικής":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικό":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικός":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικού":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικούς":"διασκεδαστικός",
"διασκεδαστικών":"διασκεδαστικός",
"διασκεύασα":"διασκευάζω",
"διασκεύασε":"διασκευάζω",
"διασκευασμένα":"διασκευάζω",
"διασκευασμένο":"διασκευάζω",
"διασκευάστηκε":"διασκευάζω",
"διασκευαστούν":"διασκευάζω",
"διασκευές":"διασκευή",
"διασκευή":"διασκευή",
"διασκευής":"διασκευή",
"διασκέψεις":"διάσκεψη",
"διασκέψεων":"διάσκεψη",
"διασκέψεως":"διάσκεψη",
"διάσκεψη":"διάσκεψη",
"διάσκεψή":"διάσκεψη",
"διάσκεψης":"διάσκεψη",
"διασκορπίζεται":"διασκορπίζω",
"διασκόρπισε":"διασκορπίζω",
"διασκορπισμένες":"διασκορπίζω",
"διασκορπισμένη":"διασκορπισμένος",
"διασκορπισμένοι":"διασκορπισμένος",
"διασκορπισμένων":"διασκορπίζω",
"διασκορπιστεί":"διασκορπίζω",
"διασκορπίστηκαν":"διασκορπίζω",
"διασπά":"διασπώ",
"διασπάθιζε":"διασπαθίζω",
"διασπάθιση":"διασπάθιση",
"διασπάθισης":"διασπάθιση",
"διασπαρθεί":"διασπείρω",
"διασπαρμένοι":"διασπαρμένος",
"διάσπαρτα":"διάσπαρτος",
"διάσπαρτες":"διάσπαρτος",
"διάσπαρτη":"διάσπαρτος",
"διάσπαρτο":"διάσπαρτος",
"διάσπαρτοι":"διάσπαρτος",
"διάσπαρτων":"διάσπαρτος",
"διασπάσει":"διασπώ",
"διάσπαση":"διάσπαση",
"διάσπασης":"διάσπαση",
"διασπασμένη":"διασπώ",
"διασπασμένο":"διασπασμένος",
"διασπασμένοι":"διασπώ",
"διασπάσουν":"διασπώ",
"διασπαστεί":"διασπώ",
"διασπάστηκε":"διασπώ",
"διασπαστική":"διασπαστικός",
"διασπαστούν":"διασπώ",
"διασπάται":"διασπώ",
"διασπείρει":"διασπείρω",
"διασπείρονται":"διασπείρω",
"διασπορά":"διασπορά",
"διασποράς":"διασπορά",
"διασπούν":"διασπώ",
"διασπώντας":"διασπώ",
"διασταλτικές":"διασταλτικός",
"διαστάσει":"διαστάσει",
"διαστάσεις":"διάσταση",
"διαστασεις-βαρη":"διαστασεις-βαρη",
"διαστάσεων":"διάσταση",
"διάσταση":"διάσταση",
"διάστασή":"διάσταση",
"διάστασης":"διάσταση",
"διασταυρούμενα":"διασταυρούμενος",
"διασταυρωθεί":"διασταυρώνω",
"διασταυρώθηκαν":"διασταυρώνω",
"διασταυρώθηκε":"διασταυρώνω",
"διασταυρωθούν":"διασταυρώνω",
"διασταυρωμένες":"διασταυρωμένος",
"διασταυρωμένη":"διασταυρωμένος",
"διασταυρώνονται":"διασταυρώνω",
"διασταυρώνουν":"διασταυρώνω",
"διασταύρωσε":"διασταυρώνω",
"διασταυρώσει":"διασταυρώνω",
"διασταυρώσεις":"διασταυρώνω",
"διασταυρώσεις":"διασταύρωση",
"διασταυρώσεων":"διασταύρωση",
"διασταύρωση":"διασταύρωση",
"διασταύρωσή":"διασταύρωση",
"διασταύρωσης":"διασταύρωση",
"διασταυρώσουν":"διασταυρώνω",
"διαστείλει":"διαστέλλω",
"διαστημα":"διάστημα",
"διάστημα":"διάστημα",
"διαστήματα":"διάστημα",
"διαστήματος":"διάστημα",
"διαστημάτων":"διάστημα",
"διαστημικά":"διαστημικός",
"διαστημικές":"διαστημικός",
"διαστημική":"διαστημικός",
"διαστημικής":"διαστημικός",
"διαστημικό":"διαστημικός",
"διαστημικός":"διαστημικός",
"διαστημικού":"διαστημικός",
"διαστημικούς":"διαστημικός",
"διαστημικών":"διαστημικός",
"διαστημόπλοια":"διαστημόπλοιο",
"διαστημόπλοιο":"διαστημόπλοιο",
"διαστημόπλοιό":"διαστημόπλοιο",
"διαστημοπλοίου":"διαστημόπλοιο",
"διαστημόπλοιου":"διαστημόπλοιο",
"διαστημοπλοίων":"διαστημόπλοιο",
"διάστικτες":"διάστικτος",
"διάστικτη":"διάστικτος",
"διάστικτος":"διάστικτος",
"διαστολή":"διαστολή",
"διαστρεβλωμένη":"διαστρεβλωμένος",
"διαστρεβλώνουν":"διαστρεβλώνω",
"διαστρέβλωσε":"διαστρεβλώνω",
"διαστρεβλώσει":"διαστρεβλώνω",
"διαστρεβλώσεις":"διαστρεβλώνω",
"διαστρέβλωση":"διαστρέβλωση",
"διαστρέβλωσης":"διαστρέβλωση",
"διάστρεμμα":"διάστρεμμα",
"διαστρέφουν":"διαστρέφω",
"διαστροφές":"διαστροφή",
"διαστροφή":"διαστροφή",
"διαστροφής":"διαστροφή",
"διαστροφική":"διαστροφικός",
"διαστροφικό":"διαστροφικός",
"διαστροφών":"διαστροφή",
"διαστρωμάτωση":"διαστρωμάτωση",
"διασυλλογικές":"διασυλλογικός",
"διασυλλογικού":"διασυλλογικός",
"διασυλογικό":"διασυλογικό",
"διασυνδεδεμένο":"διασυνδεδεμένος",
"διασυνδέεται":"διασυνδέω",
"διασυνδέουν":"διασυνδέω",
"διασυνδέσει":"διασυνδέω",
"διασυνδέσεις":"διασύνδεση",
"διασυνδέσεων":"διασύνδεση",
"διασυνδέσεών":"διασύνδεση",
"διασύνδεση":"διασύνδεση",
"διασύνδεσης":"διασύνδεση",
"διασυνδέσουμε":"διασυνδέω",
"διασυνοριακά":"διασυνοριακός",
"διασυνοριακές":"διασυνοριακός",
"διασυνοριακή":"διασυνοριακός",
"διασύρει":"διασύρω",
"διασυρθεί":"διασύρω",
"διασύρθηκαν":"διασύρω",
"διασύρθηκε":"διασύρω",
"διασυρμό":"διασυρμός",
"διασυρμός":"διασυρμός",
"διασυρμού":"διασυρμός",
"διασύροντάς":"διασύρω",
"διασύρουν":"διασύρω",
"διασφάλιζαν":"διασφαλίζω",
"διασφάλιζε":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζει":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζεται":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζονται":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζονταν":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζοντας":"διασφαλίζω",
"διασφαλίζουν":"διασφαλίζω",
"διασφάλισε":"διασφαλίζω",
"διασφαλίσει":"διασφαλίζω",
"διασφαλίσετε":"διασφαλίζω",
"διασφάλιση":"διασφάλιση",
"διασφάλισης":"διασφάλιση",
"διασφαλισθεί":"διασφαλίζω",
"διασφαλίσουμε":"διασφαλίζω",
"διασφαλίσουν":"διασφαλίζω",
"διασφαλιστεί":"διασφαλίζω",
"διασφαλιστούν":"διασφαλίζω",
"διασφαλίσω":"διασφαλίζω",
"διασχίζαμε":"διασχίζω",
"διασχίζει":"διασχίζω",
"διασχίζεις":"διασχίζω",
"διασχίζεται":"διασχίζω",
"διασχίζοντας":"διασχίζω",
"διασχίζουν":"διασχίζω",
"διασχίσει":"διασχίζω",
"διασχίσεις":"διασχίζω",
"διάσχιση":"διάσχιση",
"διασχίσουν":"διασχίζω",
"διασχίσω":"διασχίζω",
"διασώζει":"διασώζω",
"διασώζεται":"διασώζω",
"διασώζονται":"διασώζω",
"διασώζοντας":"διασώζω",
"διασώζουν":"διασώζω",
"διασωθεί":"διασώζω",
"διασωθέντα":"διασωθείς",
"διασωθέντων":"διασωθείς",
"διασώθηκαν":"διασώζω",
"διασώθηκε":"διασώζω",
"διασωθούν":"διασώζω",
"διασωληνώνουν":"διασωληνώνω",
"διασωλήνωση":"διασωλήνωση",
"διασώσει":"διασώζω",
"διάσωση":"διάσωση",
"διάσωσης":"διάσωση",
"διασώσουν":"διασώζω",
"διασώστες":"διασώστες",
"διασωστικές":"διασωστικός",
"διασωστικής":"διασωστικός",
"διασωστικών":"διασωστικός",
"διαταγές":"διαταγή",
"διαταγή":"διαταγή",
"διαταγής":"διαταγή",
"διάταγμα":"διάταγμα",
"διατάγματα":"διάταγμα",
"διατάγματα'":"διατάγματα'",
"διατάγματος":"διάταγμα",
"διαταγμάτων":"διάταγμα",
"διαταγών":"διαταγή",
"διατάζεται":"διατάζω",
"διατακτικό":"διατακτικός",
"διατάξει":"διατάζω",
"διατάξεις":"διάταξη",
"διατάξετε":"διατάζω",
"διατάξεων":"διάταξη",
"διατάξεως":"διάταξη",
"διατάξη":"διάταξη",
"διάταξη":"διάταξη",
"διάταξή":"διάταξη",
"διάταξης":"διάταξη",
"διάταξις":"διάταξη",
"διαταραγμένα":"διαταράζω",
"διαταραγμένες":"διαταράζω",
"διαταραγμένη":"διαταράζω",
"διαταραγμένης":"διαταράζω",
"διαταραγμένο":"διαταράζω",
"διαταράξει":"διαταράσσω",
"διαταράξεις":"διαταράζω",
"διαταράξετε":"διαταράσσω",
"διαταράξεων":"διατάραξη",
"διατάραξη":"διατάραξη",
"διαταράξουν":"διαταράσσω",
"διαταράσσει":"διαταράσσω",
"διαταράσσονται":"διαταράσσω",
"διαταραχές":"διαταραχή",
"διαταραχή":"διαταραχή",
"διαταραχής":"διαταραχή",
"διαταραχθεί":"διαταράσσω",
"διαταράχθηκαν":"διαταράζω",
"διαταράχθηκε":"διαταράσσω",
"διαταραχθούν":"διαταράσσω",
"διαταραχών":"διαταραχή",
"διάταση":"διάταση",
"διατάσσει":"διατάζω",
"διατάσσεται":"διατάζω",
"διατάσσονται":"διατάζω",
"διατάσσοντας":"διατάζω",
"διατάσσουν":"διατάζω",
"διατατική":"διατατικός",
"διαταχθεί":"διατάζω",
"διατάχθηκαν":"διατάζω",
"διατάχθηκε":"διατάζω",
"διαταχθούν":"διατάζω",
"διατεθεί":"διαθέτω",
"διατεθειμένα":"διατεθειμένος",
"διατεθειμένες":"διατεθειμένος",
"διατεθειμένη":"διατεθειμένος",
"διατεθειμένο":"διατεθειμένος",
"διατεθειμένοι":"διατεθειμένος",
"διατεθειμένος":"διατεθειμένος",
"διατεθείσας":"διατεθείς",
"διατέθηκαν":"διαθέτω",
"διατέθηκε":"διαθέτω",
"διατεθούν":"διαθέτω",
"διατείνεται":"διατείνομαι",
"διατείνονται":"διατείνομαι",
"διατείνονταν":"διατείνομαι",
"διατελεί":"διατελώ",
"διατελέσαντες":"διατελέσας",
"διατελέσει":"διατελώ",
"διατελώντας":"διατελώ",
"διατεταγμένη":"διατεταγμένος",
"διατηρεί":"διατηρώ",
"διατηρείς":"διατηρώ",
"διατηρείται":"διατηρώ",
"διατηρείτε":"διατηρώ",
"διατηρηθεί":"διατηρώ",
"διατηρήθηκαν":"διατηρώ",
"διατηρήθηκε":"διατηρώ",
"διατηρηθούν":"διατηρώ",
"διατηρηθώ":"διατηρώ",
"διατηρημένα":"διατηρημένος",
"διατηρημένη":"διατηρώ",
"διατηρημένο":"διατηρώ",
"διατήρησαν":"διατηρώ",
"διατήρησε":"διατηρώ",
"διατηρήσει":"διατηρώ",
"διατηρήσεις":"διατηρώ",
"διατηρήσετε":"διατηρώ",
"διατήρηση":"διατήρηση",
"διατήρησή":"διατήρηση",
"διατήρησης":"διατήρηση",
"διατηρήσιμη":"διατηρήσιμος",
"διατηρήσιμο":"διατηρήσιμος",
"διατηρησιμότητα":"διατηρησιμότητα",
"διατηρησιμότητας":"διατηρησιμότητα",
"διατηρήσουμε":"διατηρώ",
"διατηρήσουν":"διατηρώ",
"διατηρήστε":"διατηρώ",
"διατηρήσω":"διατηρώ",
"διατηρητέα":"διατηρητέος",
"διατηρητέο":"διατηρητέος",
"διατηρητέοι":"διατηρητέος",
"διατηρητέος":"διατηρητέος",
"διατηρητέου":"διατηρητέος",
"διατηρητέους":"διατηρητέος",
"διατηρητέων":"διατηρητέος",
"διατηρούμε":"διατηρώ",
"διατηρούν":"διατηρώ",
"διατηρούνται":"διατηρώ",
"διατηρούνταν":"διατηρώ",
"διατηρούσαν":"διατηρώ",
"διατηρούσε":"διατηρώ",
"διατηρώ":"διατηρώ",
"διατηρώντας":"διατηρώ",
"διατί":"διατί",
"διατιθέμενων":"διατιθέμενος",
"διατίθενται":"διαθέτω",
"διατίθεται":"διαθέτω",
"διατλαντική":"διατλαντικός",
"διατλαντικού":"διατλαντικός",
"διάτομα":"διάτομα",
"διατομές":"διατομή",
"διατράνωνε":"διατρανώνω",
"διατρανώσουν":"διατρανώνω",
"διατραπεζική":"διατραπεζικός",
"διατραπεζικής":"διατραπεζικός",
"διατραπεζικού":"διατραπεζικός",
"διατραπεζικών":"διατραπεζικός",
"διατρέξει":"διατρέχω",
"διατρέξουν":"διατρέχω",
"διατρέχει":"διατρέχω",
"διατρέχουμε":"διατρέχω",
"διατρέχουν":"διατρέχω",
"διάτρητα":"διάτρητος",
"διάτρητες":"διάτρητος",
"διάτρητη":"διάτρητος",
"διάτρητης":"διάτρητος",
"διατρητικής":"διατρητικός",
"διατρητικών":"διατρητικός",
"διάτρητο":"διάτρητος",
"διατριβή":"διατριβή",
"διατριβής":"διατριβή",
"διατροφή":"διατροφή",
"διατροφής":"διατροφή",
"διατροφικές":"διατροφικός",
"διατροφικών":"διατροφικός",
"διάττοντες":"διάττοντες",
"διατυμπάνιζε":"διατυμπανίζω",
"διατυμπανίζει":"διατυμπανίζω",
"διατυμπανίζεται":"διατυμπανίζω",
"διατυμπανίζουμε":"διατυμπανίζω",
"διατυπωθεί":"διατυπώνω",
"διατυπώθηκαν":"διατυπώνω",
"διατυπώθηκε":"διατυπώνω",
"διατυπωθούν":"διατυπώνω",
"διατυπωμένη":"διατυπωμένος",
"διατυπωμένο":"διατυπώνω",
"διατυπωμένος":"διατυπωμένος",
"διατύπωναν":"διατυπώνω",
"διατύπωνε":"διατυπώνω",
"διατυπώνει":"διατυπώνω",
"διατυπώνεται":"διατυπώνω",
"διατυπώνονται":"διατυπώνω",
"διατυπώνονταν":"διατυπώνω",
"διατυπώνοντας":"διατυπώνω",
"διατυπώνουμε":"διατυπώνω",
"διατυπώνουν":"διατυπώνω",
"διατυπώνω":"διατυπώνω",
"διατύπωσα":"διατυπώνω",
"διατύπωσαν":"διατυπώνω",
"διατυπώσατε":"διατυπώνω",
"διατύπωσε":"διατυπώνω",
"διατυπώσει":"διατυπώνω",
"διατυπώσεις":"διατύπωση",
"διατυπώσεων":"διατύπωση",
"διατυπώσεως":"διατύπωση",
"διατύπωση":"διατύπωση",
"διατύπωσης":"διατύπωση",
"διατύπωσής":"διατύπωση",
"διατυπώσουμε":"διατυπώνω",
"διατυπώσουν":"διατυπώνω",
"διατυπώσω":"διατυπώνω",
"διαύγεια":"διαύγεια",
"διαύγειας":"διαύγεια",
"διαυγείς":"διαυγής",
"διαυγές":"διαυγής",
"δίαυλο":"δίαυλος",
"δίαυλοι":"δίαυλος",
"δίαυλος":"δίαυλος",
"διαύλους":"δίαυλος",
"διαύλων":"δίαυλος",
"δίαυλων":"δίαυλος",
"διαφαίνεται":"διαφαίνομαι",
"διαφαινόμενες":"διαφαινόμενος",
"διαφαινόμενη":"διαφαινόμενος",
"διαφαινόμενης":"διαφαινόμενος",
"διαφαινόμενο":"διαφαινόμενος",
"διαφαινόμενος":"διαφαινόμενος",
"διαφαίνονται":"διαφαίνομαι",
"διάφανα":"διάφανος",
"διαφανεί":"διαφαίνομαι",
"διαφάνεια":"διαφάνεια",
"διαφάνειας":"διαφάνεια",
"διαφάνειες":"διαφάνεια",
"διαφανείς":"διαφανής",
"διαφανειών":"διαφάνεια",
"διαφανές":"διαφανής",
"διαφανή":"διαφανής",
"διάφανη":"διάφανος",
"διαφάνηκε":"διαφαίνομαι",
"διαφανής":"διαφανής",
"διάφανο":"διάφανος",
"διάφανος":"διάφανος",
"διαφανούν":"διαφαίνομαι",
"διαφανούς":"διαφανής",
"διαφανών":"διαφανής",
"διαφεντεύουν":"διαφεντεύω",
"διαφέρει":"διαφέρω",
"διαφέρουν":"διαφέρω",
"διαφεύγει":"διαφεύγω",
"διαφεύγοντες":"διαφεύγων",
"διαφεύγουν":"διαφεύγω",
"διαφήμιζαν":"διαφημίζω",
"διαφήμιζε":"διαφημίζω",
"διαφημίζει":"διαφημίζω",
"διαφημίζεται":"διαφημίζω",
"διαφημιζόμενα":"διαφημιζόμενος",
"διαφημίζονται":"διαφημίζω",
"διαφημιζόταν":"διαφημίζω",
"διαφημίζουν":"διαφημίζω",
"διαφήμισαν":"διαφημίζω",
"διαφήμισε":"διαφημίζω",
"διαφημίσει":"διαφημίζω",
"διαφημίσεις":"διαφήμιση",
"διαφημίσεων":"διαφήμιση",
"διαφήμιση":"διαφήμιση",
"διαφήμισης":"διαφήμιση",
"διαφημισμένη":"διαφημίζω",
"διαφημίσουν":"διαφημίζω",
"διαφημιστεί":"διαφημίζω",
"διαφημιστές":"διαφημιστής",
"διαφημιστής":"διαφημιστής",
"διαφημιστικά":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικές":"διαφημιστικός",
"διαφημιστική":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικής":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικό":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικός":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικού":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικούς":"διαφημιστικός",
"διαφημιστικών":"διαφημιστικός",
"διαφθαρεί":"διαφθείρω",
"διαφθείρει":"διαφθείρω",
"διαφθείρουν":"διαφθείρω",
"διαφθορά":"διαφθορά",
"διαφθοράς":"διαφθορά",
"διαφιλονικούμενες":"διαφιλονικούμενος",
"διαφιλονικούμενη":"διαφιλονικούμενος",
"διαφιλονικούμενου":"διαφιλονικούμενος",
"διαφορα":"διαφορά",
"διαφορά":"διαφορά",
"διαφορα":"διάφορος",
"διάφορα":"διάφορος",
"διαφοράς":"διαφορά",
"διαφορες":"διαφορά",
"διαφορές":"διαφορά",
"διάφορες":"διάφορος",
"διαφορετικα":"διαφορετικά",
"διαφορετικά":"διαφορετικά",
"διαφορετικά":"διαφορετικός",
"διαφορετικές":"διαφορετικός",
"διαφορετική":"διαφορετικός",
"διαφορετικής":"διαφορετικός",
"διαφορετικό":"διαφορετικός",
"διαφορετικοί":"διαφορετικός",
"διαφορετικός":"διαφορετικός",
"διαφορετικότητα":"διαφορετικότητα",
"διαφορετικότητά":"διαφορετικότητα",
"διαφορετικότητας":"διαφορετικότητα",
"διαφορετικού":"διαφορετικός",
"διαφορετικούς":"διαφορετικός",
"διαφορετικών":"διαφορετικός",
"διάφορο":"διάφορος",
"διάφοροι":"διάφορος",
"διαφοροποιεί":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιείται":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιηθεί":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιήθηκαν":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιήθηκε":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιημένα":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιημένη":"διαφοροποιημένος",
"διαφοροποιημένο":"διαφοροποιημένος",
"διαφοροποιημένων":"διαφοροποιημένος",
"διαφοροποίησε":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιήσει":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιήσεις":"διαφοροποίηση",
"διαφοροποιήσεων":"διαφοροποίηση",
"διαφοροποίηση":"διαφοροποίηση",
"διαφοροποίησή":"διαφοροποίηση",
"διαφοροποίησης":"διαφοροποίηση",
"διαφοροποιήσουμε":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιήσουν":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιούν":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιούνται":"διαφοροποιώ",
"διαφοροποιώντας":"διαφοροποιώ",
"διαφόρους":"διάφορος",
"διάφορους":"διάφορος",
"διαφορων":"διαφορά",
"διαφορών":"διαφορά",
"διαφόρων":"διάφορος",
"διάφορων":"διάφορος",
"διάφραγμα":"διάφραγμα",
"διαφράγματος":"διάφραγμα",
"διαφύγει":"διαφεύγω",
"διαφύγετε":"διαφεύγω",
"διαφυγή":"διαφυγή",
"διαφυγής":"διαφυγή",
"διαφύγουν":"διαφεύγω",
"διαφυλάξει":"διαφυλάσσω",
"διαφύλαξη":"διαφύλαξη",
"διαφύλαξης":"διαφύλαξη",
"διαφυλάξουμε":"διαφυλάσσω",
"διαφυλάξουν":"διαφυλάσσω",
"διαφυλάξτε":"διαφυλάσσω",
"διαφυλάξω":"διαφυλάγω",
"διαφυλάσσει":"διαφυλάσσω",
"διαφυλάττουν":"διαφυλάττω",
"διαφυλαχθεί":"διαφυλάσσω",
"διαφυλαχθούν":"διαφυλάγω",
"διαφωνεί":"διαφωνώ",
"διαφωνείτε":"διαφωνώ",
"διαφώνησα":"διαφωνώ",
"διαφωνήσαμε":"διαφωνώ",
"διαφώνησαν":"διαφωνώ",
"διαφώνησε":"διαφωνώ",
"διαφωνήσει":"διαφωνώ",
"διαφωνήσεις":"διαφωνώ",
"διαφωνήσουν":"διαφωνώ",
"διαφωνία":"διαφωνία",
"διαφωνίας":"διαφωνία",
"διαφωνίες":"διαφωνία",
"διαφωνιών":"διαφωνία",
"διάφωνο":"διαφωνώ",
"διαφωνούμε":"διαφωνώ",
"διαφωνούν":"διαφωνώ",
"διαφωνούντες":"διαφωνών",
"διαφωνούντων":"διαφωνών",
"διαφωνούσα":"διαφωνώ",
"διαφωνούσαν":"διαφωνώ",
"διαφωνούσε":"διαφωνώ",
"διαφωνώ":"διαφωνώ",
"διαφωνών":"διαφωνών",
"διαφωνώντας":"διαφωνώ",
"διαφώτισε":"διαφωτίζω",
"διαφωτίσει":"διαφωτίζω",
"διαφώτιση":"διαφώτιση",
"διαφωτισμό":"διαφωτισμός",
"διαφωτισμός":"διαφωτισμός",
"διαφωτισμού":"διαφωτισμός",
"διαφωτίσουμε":"διαφωτίζω",
"διαφωτιστικά":"διαφωτιστικά",
"διαφωτιστικές":"διαφωτιστικός",
"διαφωτιστική":"διαφωτιστικός",
"διαχέει":"διαχέω",
"διαχέεται":"διαχέω",
"διαχειρίζεσαι":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρίζεται":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρίζομαι":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριζόμενη":"διαχειριζόμενη",
"διαχειριζόμενοι":"διαχειριζόμενοι",
"διαχειρίζονται":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριζόταν":"διαχειρίζομαι",
"διαχείριση":"διαχείριση",
"διαχείρισή":"διαχείριση",
"διαχείρισης":"διαχείριση",
"διαχείρισής":"διαχείριση",
"διαχειρισθεί":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρισθούμε":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρισθούν":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρίσιμα":"διαχειρίσιμα",
"διαχειρίσιμη":"διαχειρίσιμη",
"διαχειριστεί":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριστείς":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριστείτε":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριστές":"διαχειριστής",
"διαχειριστή":"διαχειριστής",
"διαχειρίστηκε":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριστής":"διαχειριστής",
"διαχειριστικά":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικές":"διαχειριστικός",
"διαχειριστική":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικής":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικό":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικός":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικού":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικούς":"διαχειριστικός",
"διαχειριστικών":"διαχειριστικός",
"διαχειριστούμε":"διαχειρίζομαι",
"διαχειριστούν":"διαχειρίζομαι",
"διαχειρίστριας":"διαχειρίστρια",
"διαχειριστών":"διαχειριστής",
"διαχέοντας":"διαχέω",
"διαχέουν":"διαχέω",
"διαχρονία":"διαχρονία",
"διαχρονικά":"διαχρονικά",
"διαχρονικά":"διαχρονικός",
"διαχρονικές":"διαχρονικός",
"διαχρονική":"διαχρονικός",
"διαχρονικό":"διαχρονικός",
"διαχρονικότητα":"διαχρονικότητα",
"διαχρονικού":"διαχρονικός",
"διαχρονικούς":"διαχρονικός",
"διαχρονικών":"διαχρονικός",
"διαχύσει":"διαχύνω",
"διάχυση":"διάχυση",
"διάχυσης":"διάχυση",
"διάχυτες":"διάχυτος",
"διάχυτη":"διάχυτος",
"διάχυτης":"διάχυτος",
"διαχυτικότητα":"διαχυτικότητα",
"διάχυτο":"διάχυτος",
"διάχυτος":"διάχυτος",
"διάχυτου":"διάχυτος",
"διαχωρίζει":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζεται":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζονται":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζοντας":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζοντάς":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζουμε":"διαχωρίζω",
"διαχωρίζουν":"διαχωρίζω",
"διαχώρισαν":"διαχωρίζω",
"διαχώρισε":"διαχωρίζω",
"διαχωρίσει":"διαχωρίζω",
"διαχωρισμένα":"διαχωρίζω",
"διαχωρισμό":"διαχωρισμός",
"διαχωρισμός":"διαχωρισμός",
"διαχωρισμού":"διαχωρισμός",
"διαχωρισμούς":"διαχωρισμός",
"διαχωρίσουν":"διαχωρίζω",
"διαχωριστεί":"διαχωρίζω",
"διαχωρίστηκαν":"διαχωρίζω",
"διαχωρίστηκε":"διαχωρίζω",
"διαχωριστικά":"διαχωριστικός",
"διαχωριστικές":"διαχωριστικός",
"διαχωριστική":"διαχωριστικός",
"διαχωριστικό":"διαχωριστικός",
"διαχωριστικού":"διαχωριστικός",
"διαχωριστικών":"διαχωριστικός",
"διαψεύδει":"διαψεύδω",
"διαψεύδεται":"διαψεύδω",
"διαψευδονται":"διαψεύδω",
"διαψεύδονται":"διαψεύδω",
"διαψεύδοντας":"διαψεύδω",
"διαψεύδουν":"διαψεύδω",
"διαψεύσει":"διαψεύδω",
"διαψεύσεις":"διαψεύδω",
"διαψεύσεων":"διάψευση",
"διαψευση":"διάψευση",
"διάψευση":"διάψευση",
"διάψευσή":"διάψευση",
"διάψευσής":"διάψευση",
"διαψευσθεί":"διαψεύδω",
"διαψεύσθηκαν":"διαψεύδω",
"διαψευσθούν":"διαψεύδω",
"διαψεύσουν":"διαψεύδω",
"διαψεύστε":"διαψεύδω",
"διαψευστεί":"διαψεύδω",
"διαψεύστηκαν":"διαψεύδω",
"διαψεύστηκε":"διαψεύδω",
"διαψευστούμε":"διαψεύδω",
"διαψευστούν":"διαψεύδω",
"διγενή":"διγενής",
"διγενής":"διγενής",
"δίγκας":"δίγκας",
"διγκόζης":"διγκόζη",
"δίγλωσση":"δίγλωσσος",
"διγλωσσία":"διγλωσσία",
"δίγλωσσο":"δίγλωσσος",
"δίγλωσσους":"δίγλωσσος",
"δίγνωμη":"δίγνωμος",
"δίγνωμος":"δίγνωμος",
"δίδαγμα":"δίδαγμα",
"διδάγματα":"δίδαγμα",
"διδάγματά":"δίδαγμα",
"διδακτέα":"διδακτέος",
"διδακτέας":"διδακτέος",
"διδακτήρια":"διδακτήριο",
"διδακτήριο":"διδακτήριο",
"διδακτηρίων":"διδακτήριο",
"διδακτικές":"διδακτικός",
"διδακτική":"διδακτικός",
"διδακτικήν":"διδακτικός",
"διδακτικής":"διδακτικός",
"διδακτικό":"διδακτικός",
"διδακτικός":"διδακτικός",
"διδακτικού":"διδακτικός",
"διδακτικών":"διδακτικός",
"διδακτισμό":"διδακτισμός",
"διδάκτορα":"διδάκτορας",
"διδάκτορας":"διδάκτορας",
"διδάκτορες":"διδάκτορας",
"διδακτορικά":"διδακτορικός",
"διδακτορική":"διδακτορικός",
"διδακτορικής":"διδακτορικός",
"διδακτορικό":"διδακτορικός",
"διδακτορικός":"διδακτορικός",
"διδακτορικού":"διδακτορικός",
"διδακτόρων":"διδάκτορας",
"δίδακτρα":"δίδακτρα",
"διδάκτρων":"δίδακτρα",
"διδακτωρ":"διδάκτωρ",
"διδάκτωρ":"διδάκτωρ",
"δίδαξα":"διδάσκω",
"δίδαξαν":"διδάσκω",
"διδάξαντες":"διδάξας",
"δίδαξε":"διδάσκω",
"διδάξει":"διδάσκω",
"διδάξεις":"διδάσκω",
"διδάξετε":"διδάσκω",
"δίδαξόν":"δίδαξόν",
"διδάξουμε":"διδάσκω",
"διδάξουν":"διδάσκω",
"διδάξω":"διδάσκω",
"διδασκαλείου":"διδασκαλείο",
"διδασκαλία":"διδασκαλία",
"διδασκαλίας":"διδασκαλία",
"διδασκαλίες":"διδασκαλία",
"διδασκαλική":"διδασκαλικός",
"διδάσκαλος":"διδάσκαλος",
"διδασκάλου":"διδάσκαλος",
"δίδασκαν":"διδάσκω",
"δίδασκε":"διδάσκω",
"διδάσκει":"διδάσκω",
"διδάσκεις":"διδάσκω",
"διδάσκεται":"διδάσκω",
"διδασκόμενοι":"διδασκόμενος",
"διδάσκονται":"διδάσκω",
"διδάσκονταν":"διδάσκω",
"διδάσκοντας":"διδάσκω",
"διδάσκοντάς":"διδάσκω",
"διδάσκοντες":"διδάσκων",
"διδασκόντων":"διδάσκων",
"διδάσκουμε":"διδάσκω",
"διδάσκουν":"διδάσκω",
"διδάσκω":"διδάσκω",
"διδάσκων":"διδάσκων",
"διδαχές":"διδαχή",
"διδαχθεί":"διδάσκω",
"διδάχθηκαν":"διδάσκω",
"διδάχθηκε":"διδάσκω",
"διδαχθούμε":"διδάσκω",
"διδαχθούν":"διδάσκω",
"διδαχτεί":"διδάσκω",
"διδαχτήκαμε":"διδάσκω",
"διδάχτηκαν":"διδάσκω",
"διδάχτηκε":"διδάσκω",
"διδαχτούν":"διδάσκω",
"δίδει":"δίνω",
"δίδεται":"δίνω",
"δίδονται":"δίνω",
"δίδονταν":"δίνω",
"δίδοντας":"δίνω",
"διδόταν":"δίνω",
"δίδουν":"δίδω",
"δίδυμα":"δίδυμος",
"δίδυμες":"δίδυμος",
"δίδυμη":"δίδυμος",
"δίδυμο":"δίδυμος",
"διδυμοι":"δίδυμος",
"δίδυμοι":"δίδυμος",
"δίδυμος":"δίδυμος",
"διδυμοτειχο":"διδυμότειχο",
"διδυμότειχο":"διδυμότειχο",
"διδυμοτειχου":"διδυμότειχο",
"διδυμοτείχου":"διδυμότειχο",
"διδυμότειχου":"διδυμότειχου",
"διδύμου":"δίδυμος",
"δίδυμους":"δίδυμος",
"διδύμων":"δίδυμος",
"δίδυμων":"δίδυμος",
"δίδω":"δίδω",
"διέβλεπα":"διαβλέπω",
"διέβλεψαν":"διαβλέπω",
"διέβλεψε":"διαβλέπω",
"διέβρωνε":"διέβρωνε",
"διέβρωσαν":"διαβιβρώσκω",
"διεγείρει":"διεγείρω",
"διεγείρεται":"διεγείρω",
"διεγερμένη":"διεγερμένος",
"διέγερση":"διέγερση",
"διέγερσης":"διέγερση",
"διεγερτικές":"διεγερτικός",
"διεγερτικό":"διεγερτικός",
"διέγνωσαν":"διαγιγνώσκω",
"διέγνωσε":"διαγιγνώσκω",
"διέγραφε":"διαγράφω",
"διεγράφη":"διαγράφω",
"διέγραψα":"διαγράφω",
"διέγραψε":"διαγράφω",
"διέδιδαν":"διαδίδω",
"διέδιδε":"διαδίδω",
"διεδίδετο":"διαδίδω",
"διέθεσαν":"διαθέτω",
"διέθεσε":"διαθέτω",
"διέθεταν":"διαθέτω",
"διέθετε":"διαθέτω",
"διεθνεις":"διεθνής",
"διεθνείς":"διεθνής",
"διεθνες":"διεθνής",
"διεθνές":"διεθνής",
"διεθνη":"διεθνής",
"διεθνή":"διεθνής",
"διεθνης":"διεθνής",
"διεθνής":"διεθνής",
"διεθνική":"διεθνικός",
"διεθνισμός":"διεθνισμός",
"διεθνιστές":"διεθνιστής",
"διεθνιστικά":"διεθνιστικός",
"διεθνιστικές":"διεθνιστικός",
"διεθνιστική":"διεθνιστικός",
"διεθνολόγο":"διεθνολόγος",
"διεθνολογος":"διεθνολόγος",
"διεθνολόγος":"διεθνολόγος",
"διεθνολογου":"διεθνολόγος",
"διεθνολόγους":"διεθνολόγος",
"διεθνοποιημένη":"διεθνοποιημένος",
"διεθνοποιημένης":"διεθνοποιώ",
"διεθνοποιημένο":"διεθνοποιημένος",
"διεθνοποίηση":"διεθνοποίηση",
"διεθνοποίησή":"διεθνοποίηση",
"διεθνους":"διεθνής",
"διεθνούς":"διεθνής",
"διεθνων":"διεθνής",
"διεθνών":"διεθνής",
"διεθνώς":"διεθνώς",
"διεθυντης":"διεθυντης",
"διεισδύει":"διεισδύω",
"διεισδύουν":"διεισδύω",
"διείσδυσαν":"διεισδύω",
"διείσδυσε":"διεισδύω",
"διεισδύσει":"διεισδύω",
"διείσδυση":"διείσδυση",
"διείσδυσή":"διείσδυση",
"διείσδυσης":"διείσδυση",
"διεισδύσουν":"διεισδύω",
"διεισδυτικά":"διεισδυτικός",
"διεισδυτικές":"διεισδυτικός",
"διεισδυτική":"διεισδυτικός",
"διεισδυτικό":"διεισδυτικός",
"διεισδυτικότατη":"διεισδυτικότατη",
"διεισδυτικότητα":"διεισδυτικότητα",
"διεκατ":"διεκατ",
"διεκδικεί":"διεκδικώ",
"διεκδικείς":"διεκδικώ",
"διεκδικείται":"διεκδικώ",
"διεκδικείτε":"διεκδικώ",
"διεκδικήσαμε":"διεκδικώ",
"διεκδίκησαν":"διεκδικώ",
"διεκδίκησε":"διεκδικώ",
"διεκδικήσει":"διεκδικώ",
"διεκδικήσεις":"διεκδίκηση",
"διεκδικήσετε":"διεκδικώ",
"διεκδικήσεων":"διεκδίκηση",
"διεκδικήσεών":"διεκδίκηση",
"διεκδίκηση":"διεκδίκηση",
"διεκδίκησή":"διεκδίκηση",
"διεκδίκησης":"διεκδίκηση",
"διεκδικήσουμε":"διεκδικώ",
"διεκδικήσουν":"διεκδικώ",
"διεκδικήστε":"διεκδικώ",
"διεκδικήσω":"διεκδικώ",
"διεκδικητές":"διεκδικητής",
"διεκδικητή":"διεκδικητής",
"διεκδικητής":"διεκδικητής",
"διεκδικητική":"διεκδικητικός",
"διεκδικητικό":"διεκδικητικός",
"διεκδικητικοί":"διεκδικητικός",
"διεκδικητικός":"διεκδικητικός",
"διεκδικητικού":"διεκδικητικός",
"διεκδικητών":"διεκδικητής",
"διεκδικούμε":"διεκδικώ",
"διεκδικούμενα":"διεκδικούμενος",
"διεκδικούμενης":"διεκδικούμενος",
"διεκδικούμενων":"διεκδικούμενος",
"διεκδικούν":"διεκδικώ",
"διεκδικούνταν":"διεκδικώ",
"διεκδικούσαμε":"διεκδικώ",
"διεκδικούσαν":"διεκδικώ",
"διεκδικούσε":"διεκδικώ",
"διεκδικώ":"διεκδικώ",
"διεκδικώντας":"διεκδικώ",
"διεκόπη":"διακόπτω",
"διεκόπησαν":"διακόπτω",
"διέκοπταν":"διακόπτω",
"διέκοπτε":"διακόπτω",
"διέκοψαν":"διακόπτω",
"διέκοψε":"διακόπτω",
"διεκπεραιωθεί":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώθηκαν":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώθηκε":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιωθούν":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώνει":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώνουν":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραίωσε":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώσει":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιώσετε":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραίωση":"διεκπεραίωση",
"διεκπεραίωσης":"διεκπεραίωση",
"διεκπεραίωσής":"διεκπεραίωση",
"διεκπεραιώσουν":"διεκπεραιώνω",
"διεκπεραιωτή":"διεκπεραιωτής",
"διέκρινα":"διακρίνω",
"διέκριναν":"διακρίνω",
"διέκρινε":"διακρίνω",
"διέλαθε":"διαλανθάνω",
"διέλασης":"διαέλαση",
"διελεύσεις":"διέλευση",
"διέλευση":"διέλευση",
"διέλευσή":"διέλευση",
"διέλευσης":"διέλευση",
"διελκυστίνδα":"διελκυστίνδα",
"διέλυσαν":"διαλύω",
"διέλυσε":"διαλύω",
"διεμβολισμό":"διεμβολισμός",
"διεμβολισμός":"διεμβολισμός",
"διεμβολιστής":"διεμβολίζω",
"διέμεινε":"διαμένω",
"διέμεναν":"διαμένω",
"διέμενε":"διαμένω",
"διεμήνυαν":"διαμηνύω",
"διεμήνυσαν":"διαμηνύω",
"διεμήνυσε":"διαμηνύω",
"διένειμε":"διανέμω",
"διενέμετο":"διενέμετο",
"διενέξεις":"διένεξη",
"διενέξεων":"διένεξη",
"διένεξη":"διένεξη",
"διένεξης":"διένεξη",
"διενεργεί":"διενεργώ",
"διενέργεια":"διενέργεια",
"διενέργειας":"διενέργεια",
"διενεργείστε":"διενεργώ",
"διενεργείται":"διενεργώ",
"διενεργηθεί":"διενεργώ",
"διενεργήθηκαν":"διενεργώ",
"διενεργήθηκε":"διενεργώ",
"διενεργηθούν":"διενεργώ",
"διενεργήσαμε":"διενεργώ",
"διενεργήσει":"διενεργώ",
"διενεργήσουμε":"διενεργώ",
"διενεργήσουν":"διενεργώ",
"διενεργούν":"διενεργώ",
"διενεργούνται":"διενεργώ",
"διενεργούσαν":"διενεργώ",
"διενεργώντας":"διενεργώ",
"διενήργησαν":"διενεργώ",
"διενήργησε":"διενεργώ",
"διένυσαν":"διανύω",
"διένυσε":"διανύω",
"διεξαγάγει":"διεξάγω",
"διεξαγάγουν":"διεξάγω",
"διεξάγει":"διεξάγω",
"διεξάγεται":"διεξάγω",
"διεξαγόμενη":"διεξαγόμενος",
"διεξαγομένων":"διεξαγομένων",
"διεξάγονται":"διεξάγω",
"διεξάγονταν":"διεξάγω",
"διεξαγόταν":"διεξάγω",
"διεξάγουμε":"διεξάγω",
"διεξάγουν":"διεξάγω",
"διεξαγωγή":"διεξαγωγή",
"διεξαγωγής":"διεξαγωγή",
"διεξαχθεί":"διεξάγω",
"διεξαχθούν":"διεξάγω",
"διεξήγαγαν":"διεξάγω",
"διεξήγαγε":"διεξάγω",
"διεξήχθη":"διεξάγω",
"διεξήχθησαν":"διεξάγω",
"διεξοδικά":"διεξοδικά",
"διεξοδική":"διεξοδικός",
"διεξοδικής":"διεξοδικός",
"διεξοδικότερα":"διεξοδικός",
"διέξοδο":"διέξοδος",
"διέξοδοι":"διέξοδος",
"διέξοδος":"διέξοδος",
"διεξόδου":"διέξοδος",
"διεξόδους":"διέξοδος",
"διέπει":"διέπω",
"διέπεται":"διέπω",
"διεπιστημονικά":"διεπιστημονικός",
"διεπιστημονικής":"διεπιστημονικός",
"διεπίστωσε":"διαπιστώνω",
"διέπλεαν":"διαπλέω",
"διέπονται":"διέπω",
"διέπονταν":"διέπω",
"διέπουν":"διέπω",
"διέπραξα":"διαπράττω",
"διέπραξαν":"διαπράττω",
"διέπραξε":"διαπράττω",
"διέπραττε":"διαπράττω",
"διεπράχθη":"διαπράττω",
"διεπράχθησαν":"διαπράττω",
"διέπρεψε":"διαπρέπω",
"διεργασία":"διεργασία",
"διεργασίας":"διεργασία",
"διεργασίες":"διεργασία",
"διεργασιών":"διεργασία",
"διερευνά":"διερευνώ",
"διερευνάται":"διερευνώ",
"διερευνηθεί":"διερευνώ",
"διερευνήθηκε":"διερευνώ",
"διερευνηθούν":"διερευνώ",
"διερεύνησε":"διερευνώ",
"διερευνήσει":"διερευνώ",
"διερεύνηση":"διερεύνηση",
"διερεύνησης":"διερεύνηση",
"διερευνήσουμε":"διερευνώ",
"διερευνήσουν":"διερευνώ",
"διερευνητικές":"διερευνητικός",
"διερευνητική":"διερευνητικός",
"διερευνούμε":"διερευνώ",
"διερευνούν":"διερευνώ",
"διερευνούσαν":"διερευνώ",
"διερευνούσε":"διερευνώ",
"διερευνώνται":"διερευνώ",
"διερευνώντας":"διερευνώ",
"διερμηνέα":"διερμηνέας",
"διερμηνείας":"διερμηνεία",
"διέρρεαν":"διαρρέω",
"διέρρεε":"διαρρέω",
"διέρρευσαν":"διαρρέω",
"διέρρευσε":"διαρρέω",
"διερρηγμένου":"διερρηγμένος",
"διέρρηξαν":"διαρρηγνύω",
"διέρρηξε":"διαρρηγνύω",
"διέρχεται":"διέρχομαι",
"διερχόμενα":"διερχόμενος",
"διερχόμενη":"διερχόμενος",
"διερχόμενης":"διερχόμενος",
"διερχόμενο":"διερχόμενος",
"διερχόμενοι":"διερχόμενος",
"διερχόμενος":"διερχόμενος",
"διερχόμενους":"διερχόμενος",
"διερχομένων":"διερχόμενος",
"διερχόμενων":"διερχόμενος",
"διέρχονται":"διέρχομαι",
"διέρχονταν":"διέρχομαι",
"διερχόταν":"διέρχομαι",
"διερωτάσαι":"διερωτώμαι",
"διερωτάται":"διερωτώμαι",
"διερωτηθεί":"διερωτώμαι",
"διερωτήθηκα":"διερωτώμαι",
"διερωτήθηκε":"διερωτώμαι",
"διερωτόμαστε":"διερωτώμαι",
"διερώτονταν":"διερωτώμαι",
"διερωτώμαι":"διερωτώμαι",
"διερωτώμεθα":"διερωτώμαι",
"διερωτώμενος":"διερωτώμενος",
"διερωτώνται":"διερωτώμαι",
"διεσπαρμένα":"διεσπαρμένος",
"διεσπαρμένο":"διεσπαρμένος",
"διέσπασε":"διασπώ",
"διεστραμμένα":"διεστραμμένος",
"διεστραμμένο":"διεστραμμένος",
"διεστραμμένοι":"διεστραμμένος",
"διεστραμμένου":"διεστραμμένος",
"διεστραμμένους":"διεστραμμένος",
"διεστώτα":"διεστώτα",
"διέσυραν":"διασύρω",
"διέσχιζαν":"διασχίζω",
"διέσχιζε":"διασχίζω",
"διέσχισα":"διασχίζω",
"διέσχισε":"διασχίζω",
"διεσώθησαν":"διασώζω",
"διέσωσε":"διασώζω",
"διέταζε":"διατάζω",
"διέταξαν":"διατάζω",
"διέταξε":"διατάζω",
"διετάχθη":"διατάζω",
"διετέθησαν":"διαθέτω",
"διετείς":"διετής",
"διετέλεσα":"διατελώ",
"διετέλεσαν":"διατελώ",
"διετέλεσε":"διατελώ",
"διετές":"διετής",
"διετή":"διετής",
"διετής":"διετής",
"διετια":"διετία",
"διετία":"διετία",
"διετίας":"διετία",
"διετίθετο":"διαθέτω",
"διετούς":"διετής",
"διέτρεξαν":"διατρέχω",
"διέτρεξε":"διατρέχω",
"διετυπώθησαν":"διατυπώνω",
"διετύπωσε":"διατυπώνω",
"διευθετεί":"διευθετώ",
"διευθετηθεί":"διευθετώ",
"διευθετήθηκαν":"διευθετώ",
"διευθετηθούν":"διευθετώ",
"διευθετήσει":"διευθετώ",
"διευθετήσεις":"διευθέτηση",
"διευθετήσετε":"διευθετώ",
"διευθέτηση":"διευθέτηση",
"διευθέτησης":"διευθέτηση",
"διευθέτησής":"διευθέτηση",
"διευθετήσουμε":"διευθετώ",
"διευθετήσουν":"διευθετώ",
"διευθετούνται":"διευθετώ",
"διευθύνει":"διευθύνω",
"διευθύνεται":"διευθύνω",
"διευθύνετε":"διευθύνω",
"διευθύνοντα":"διευθύνων",
"διευθύνοντες":"διευθύνων",
"διευθύνοντος":"διευθύνων",
"διευθύνουν":"διευθύνω",
"διευθύνουσα":"διευθύνων",
"διευθύνσεις":"διεύθυνση",
"διευθύνσεων":"διεύθυνση",
"διευθύνσεως":"διεύθυνση",
"διευθυνση":"διεύθυνση",
"διεύθυνση":"διεύθυνση",
"διεύθυνσή":"διεύθυνση",
"διευθυνσης":"διεύθυνση",
"διεύθυνσης":"διεύθυνση",
"διεύθυνσιν":"διεύθυνση",
"διευθυντά":"διευθυντής",
"διευθυντές":"διευθυντής",
"διευθυντή":"διευθυντής",
"διευθυντήριο":"διευθυντήριο",
"διευθυντης":"διευθυντής",
"διευθυντής":"διευθυντής",
"διευθυντικά":"διευθυντικός",
"διευθυντικές":"διευθυντικός",
"διευθυντικό":"διευθυντικός",
"διευθυντικού":"διευθυντικός",
"διευθυντού":"διευθυντής",
"διευθύντρια":"διευθύντρια",
"διευθύντριά":"διευθύντρια",
"διευθύντριας":"διευθύντρια",
"διευθύντριες":"διευθύντρια",
"διευθυντών":"διευθυντής",
"διευθύνω":"διευθύνω",
"διευθύνων":"διευθύνων",
"διευκόλυναν":"διευκολύνω",
"διευκόλυνε":"διευκολύνω",
"διευκολύνει":"διευκολύνω",
"διευκολύνεται":"διευκολύνω",
"διευκολυνθεί":"διευκολύνω",
"διευκολυνθούν":"διευκολύνω",
"διευκολύνονται":"διευκολύνω",
"διευκολύνοντας":"διευκολύνω",
"διευκολύνουμε":"διευκολύνω",
"διευκολύνουν":"διευκολύνω",
"διευκολύνσεις":"διευκόλυνση",
"διευκολύνσεων":"διευκόλυνση",
"διευκόλυνση":"διευκόλυνση",
"διευκόλυνσή":"διευκόλυνση",
"διευκόλυνσης":"διευκόλυνση",
"διευκόλυνσής":"διευκόλυνση",
"διευκολύνω":"διευκολύνω",
"διευκρινήσεις":"διευκρίνηση",
"διευκρίνιζαν":"διευκρινίζω",
"διευκρίνιζε":"διευκρινίζω",
"διευκρινίζει":"διευκρινίζω",
"διευκρινίζεται":"διευκρινίζω",
"διευκρινίζοντας":"διευκρινίζω",
"διευκρινίζουν":"διευκρινίζω",
"διευκρίνισαν":"διευκρινίζω",
"διευκρίνισε":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσει":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσεις":"διευκρίνιση",
"διευκρινίσετε":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσεων":"διευκρίνιση",
"διευκρινιση":"διευκρίνιση",
"διευκρίνιση":"διευκρίνιση",
"διευκρινισθεί":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσουμε":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσουν":"διευκρινίζω",
"διευκρινιστεί":"διευκρινίζω",
"διευκρινίστηκε":"διευκρινίζω",
"διευκρινιστικά":"διευκρινιστικά",
"διευκρινιστικά":"διευκρινιστικός",
"διευκρινιστικές":"διευκρινιστικός",
"διευκρινιστική":"διευκρινιστικός",
"διευκρινιστικό":"διευκρινιστικός",
"διευκρινιστούν":"διευκρινίζω",
"διευκρινίσω":"διευκρινίζω",
"διεύλευση":"διεύλευση",
"διευρυμένες":"διευρύνω",
"διευρυμένη":"διευρυμένος",
"διευρυμένης":"διευρυμένος",
"διευρυμένο":"διευρύνω",
"διεύρυναν":"διευρύνω",
"διεύρυνε":"διευρύνω",
"διευρύνει":"διευρύνω",
"διευρύνεται":"διευρύνω",
"διευρύνετε":"διευρύνω",
"διευρυνθεί":"διευρύνω",
"διευρύνθηκε":"διευρύνω",
"διευρυνθούν":"διευρύνω",
"διευρυνόμενη":"διευρυνόμενος",
"διευρυνόμενο":"διευρυνόμενος",
"διευρύνονται":"διευρύνω",
"διευρύνοντας":"διευρύνω",
"διευρύνουμε":"διευρύνω",
"διευρύνουν":"διευρύνω",
"διευρύνσεις":"διεύρυνση",
"διευρύνσεων":"διεύρυνση",
"διεύρυνση":"διεύρυνση",
"διεύρυνσή":"διεύρυνση",
"διεύρυνσης":"διεύρυνση",
"διεύρυνσής":"διεύρυνση",
"διεφαλου":"διεφαλου",
"διεφάνη":"διαφαίνομαι",
"διέφεραν":"διαφέρω",
"διέφερε":"διαφέρω",
"διέφευγαν":"διαφεύγω",
"διέφευγε":"διαφεύγω",
"διεφθαρμένη":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμένο":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμένοι":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμενος":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμένος":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμένου":"διεφθαρμένος",
"διεφθαρμένους":"διεφθαρμένος",
"διέφυγαν":"διαφεύγω",
"διέφυγε":"διαφεύγω",
"διέψευδαν":"διαψεύδω",
"διέψευδε":"διαψεύδω",
"διέψευσαν":"διαψεύδω",
"διεψευσε":"διαψεύδω",
"διέψευσε":"διαψεύδω",
"διζωνικής":"διζωνικός",
"διηγείται":"διηγούμαι",
"διηγηθεί":"διηγούμαι",
"διηγηθείς":"διηγούμαι",
"διηγήθηκε":"διηγούμαι",
"διηγηθούν":"διηγούμαι",
"διηγηθώ":"διηγούμαι",
"διήγημα":"διήγημα",
"διήγημά":"διήγημα",
"διηγήματα":"διήγημα",
"διηγήματά":"διήγημα",
"διηγήματος":"διήγημα",
"διηγημάτων":"διήγημα",
"διηγήσεις":"διήγηση",
"διήγηση":"διήγηση",
"διηγιόνταν":"διηγιόνταν",
"διηγιόταν":"διηγιόταν",
"διηγούμαι":"διηγούμαι",
"διηγούμενος":"διηγούμενος",
"διηγούνται":"διηγούμαι",
"διηγούνταν":"διηγούμαι",
"διήλθαν":"διέρχομαι",
"διήμερα":"διήμερο",
"διήμερες":"διήμερος",
"διήμερη":"διήμερος",
"διήμερης":"διήμερος",
"διημερίδα":"διημερίδα",
"διημερίδας":"διημερίδα",
"διήμερο":"διήμερο",
"διημέρου":"διήμερος",
"διήμερου":"διήμερος",
"διηνεκές":"διηνεκής",
"διήνυσε":"διήνυσε",
"διηπειρωτικό":"διηπειρωτικός",
"διηρημένο":"διηρημένος",
"διήρκεσαν":"διαρκώ",
"διήρκεσε":"διαρκώ",
"διηύθυνε":"διευθύνω",
"διθέσιων":"διθέσιος",
"διθυραμβικές":"διθυραμβικός",
"διθυράμβους":"διθύραμβος",
"διιοικητηριου":"διιοικητηριου",
"διιστάμενες":"διιστάμενος",
"διισταμένων":"διιστάμενος",
"διίστανται":"διίσταμαι",
"δικά":"δικός",
"δικάζει":"δικάζω",
"δικάζεται":"δικάζω",
"δικάζονται":"δικάζω",
"δικάζονταν":"δικάζω",
"δικάζοντος":"δικάζων",
"δικάζουμε":"δικάζω",
"δικάζουν":"δικάζω",
"δικάζω":"δικάζω",
"δίκαια":"δίκαιο",
"δικαία":"δίκαιος",
"δίκαια":"δίκαιος",
"δίκαιας":"δίκαιας",
"δίκαιες":"δίκαιος",
"δίκαιη":"δίκαιος",
"δίκαιης":"δίκαιος",
"δικαιική":"δικαιική",
"δικαιικό":"δικαιικό",
"δικαιϊκό":"δικαιϊκό",
"δικαιικού":"δικαιικού",
"δίκαιο":"δίκαιο",
"δίκαιό":"δίκαιο",
"δικαιοδοσία":"δικαιοδοσία",
"δικαιοδοσίας":"δικαιοδοσία",
"δικαιοδοσίες":"δικαιοδοσία",
"δικαιοδοσιών":"δικαιοδοσία",
"δικαιοδοτική":"δικαιοδοτικός",
"δικαιοδοτικής":"δικαιοδοτικός",
"δικαιοδοτικό":"δικαιοδοτικός",
"δικαιοδοτικού":"δικαιοδοτικός",
"δίκαιοι":"δίκαιος",
"δικαιολογεί":"δικαιολογώ",
"δικαιολογείς":"δικαιολογώ",
"δικαιολογείται":"δικαιολογώ",
"δικαιολογείτε":"δικαιολογώ",
"δικαιολογηθεί":"δικαιολογώ",
"δικαιολογήθηκε":"δικαιολογώ",
"δικαιολογημένα":"δικαιολογημένος",
"δικαιολογημένες":"δικαιολογημένος",
"δικαιολογημένη":"δικαιολογημένος",
"δικαιολογημένο":"δικαιολογώ",
"δικαιολογημένοι":"δικαιολογημένος",
"δικαιολογημένος":"δικαιολογώ",
"δικαιολόγησαν":"δικαιολογώ",
"δικαιολόγησε":"δικαιολογώ",
"δικαιολογήσει":"δικαιολογώ",
"δικαιολόγηση":"δικαιολόγηση",
"δικαιολογήσουμε":"δικαιολογώ",
"δικαιολογήσουν":"δικαιολογώ",
"δικαιολογήσω":"δικαιολογώ",
"δικαιολογητικά":"δικαιολογητικά",
"δικαιολογητική":"δικαιολογητικός",
"δικαιολογητικό":"δικαιολογητικός",
"δικαιολογητικών":"δικαιολογητικός",
"δικαιολογία":"δικαιολογία",
"δικαιολογίες":"δικαιολογία",
"δικαιολογούν":"δικαιολογώ",
"δικαιολογούνται":"δικαιολογώ",
"δικαιολογούνταν":"δικαιολογώ",
"δικαιολογούσε":"δικαιολογώ",
"δικαιολογώ":"δικαιολογώ",
"δικαιολογώντας":"δικαιολογώ",
"δίκαιον":"δίκαιος",
"δικαιοπραξιών":"δικαιοπραξία",
"δίκαιος":"δίκαιος",
"δικαιοσυνη":"δικαιοσύνη",
"δικαιοσύνη":"δικαιοσύνη",
"δικαιοσυνης":"δικαιοσύνη",
"δικαιοσύνης":"δικαιοσύνη",
"δικαιότερη":"δίκαιος",
"δικαιότερο":"δίκαιος",
"δικαίου":"δίκαιο",
"δίκαιου":"δίκαιος",
"δικαιούμαι":"δικαιούμαι",
"δικαιούμαστε":"δικαιούμαι",
"δικαιούμεθα":"δικαιούμαι",
"δικαιούνται":"δικαιούμαι",
"δικαιούνταν":"δικαιούμαι",
"δικαίους":"δίκαιος",
"δίκαιους":"δίκαιος",
"δικαιούστε":"δικαιούμαι",
"δικαιούται":"δικαιούμαι",
"δικαιούχο":"δικαιούχος",
"δικαιούχοι":"δικαιούχος",
"δικαιούχος":"δικαιούχος",
"δικαιούχου":"δικαιούχος",
"δικαιούχους":"δικαιούχος",
"δικαιούχων":"δικαιούχος",
"δικαιόχρησης":"δικαιόχρησης",
"δικαίω":"δίκαιο",
"δικαιωθεί":"δικαιώνω",
"δικαιωθήκαμε":"δικαιώνω",
"δικαιώθηκαν":"δικαιώνω",
"δικαιώθηκε":"δικαιώνω",
"δικαιωθούμε":"δικαιώνω",
"δικαιωθούν":"δικαιώνω",
"δικαίωμα":"δικαίωμα",
"δικαίωμά":"δικαίωμα",
"δικαιωματα":"δικαίωμα",
"δικαιώματα":"δικαίωμα",
"δικαιώματά":"δικαίωμα",
"δικαιωματικά":"δικαιωματικά",
"δικαιώματος":"δικαίωμα",
"δικαιώματός":"δικαίωμα",
"δικαιωμάτων":"δικαίωμα",
"δικαιωμένες":"δικαιώνω",
"δικαιωμένη":"δικαιώνω",
"δικαιωμένο":"δικαιώνω",
"δικαιωμένος":"δικαιώνω",
"δικαίων":"δίκαιος",
"δικαιώνει":"δικαιώνω",
"δικαιώνεσαι":"δικαιώνω",
"δικαιώνεται":"δικαιώνω",
"δικαιώνονται":"δικαιώνω",
"δικαιώνοντας":"δικαιώνω",
"δικαιώνουν":"δικαιώνω",
"δικαίως":"δίκαια",
"δικαίωσαν":"δικαιώνω",
"δικαίωσε":"δικαιώνω",
"δικαιώσει":"δικαιώνω",
"δικαιωση":"δικαίωση",
"δικαίωση":"δικαίωση",
"δικαίωσή":"δικαίωση",
"δικαίωσης":"δικαίωση",
"δικαιώσουμε":"δικαιώνω",
"δικαιώσουν":"δικαιώνω",
"δικαιώσω":"δικαιώνω",
"δικανικά":"δικανικός",
"δικανικές":"δικανικός",
"δίκαννο":"δίκαννο",
"δίκασαν":"δικάζω",
"δίκασε":"δικάζω",
"δικάσει":"δικάζω",
"δικάσιμες":"δικάσιμος",
"δικάσιμο":"δικάσιμος",
"δικάσιμος":"δικάσιμος",
"δικάσουμε":"δικάζω",
"δικάσουν":"δικάζω",
"δικαστεί":"δικάζω",
"δικαστές":"δικαστής",
"δικαστή":"δικαστής",
"δικάστηκαν":"δικάζω",
"δικάστηκε":"δικάζω",
"δικαστήρια":"δικαστήριο",
"δικαστήριο":"δικαστήριο",
"δικαστηριου":"δικαστήριο",
"δικαστηρίου":"δικαστήριο",
"δικαστηρίων":"δικαστήριο",
"δικαστής":"δικαστής",
"δικαστής-μωρό":"δικαστής-μωρό",
"δικαστικά":"δικαστικός",
"δικάστικε":"δικαστικός",
"δικαστικές":"δικαστικός",
"δικαστική":"δικαστικός",
"δικαστικής":"δικαστικός",
"δικαστικό":"δικαστικός",
"δικαστικοί":"δικαστικός",
"δικαστικός":"δικαστικός",
"δικαστικού":"δικαστικός",
"δικαστικούς":"δικαστικός",
"δικαστικών":"δικαστικός",
"δικαστικώς":"δικαστικώς",
"δικαστίνα":"δικαστίνα",
"δικαστίνας":"δικαστίνα",
"δικαστίνες":"δικαστίνα",
"δικαστού":"δικαστής",
"δικαστούν":"δικάζω",
"δικαστώ":"δικάζω",
"δικαστών":"δικαστής",
"δικατσα":"δικατσα",
"δίκες":"δίκη",
"δικές":"δικός",
"δικέφαλο":"δικέφαλος",
"δικεφαλος":"δικέφαλος",
"δικέφαλος":"δικέφαλος",
"δικεφαλου":"δικέφαλος",
"δικεφάλου":"δικέφαλος",
"δικέφαλου":"δικέφαλος",
"δίκη":"δίκη",
"δίκη'":"δίκη'",
"δική":"δικός",
"δικηγορία":"δικηγορία",
"δικηγορίας":"δικηγορία",
"δικηγορικά":"δικηγορικός",
"δικηγορικές":"δικηγορικός",
"δικηγορικό":"δικηγορικός",
"δικηγορικός":"δικηγορικός",
"δικηγορικού":"δικηγορικός",
"δικηγορικούς":"δικηγορικός",
"δικηγορίνα":"δικηγορίνα",
"δικηγόρο":"δικηγόρος",
"δικηγόροι":"δικηγόρος",
"δικηγόρος":"δικηγόρος",
"δικηγόρου":"δικηγόρος",
"δικηγόρους":"δικηγόρος",
"δικηγορων":"δικηγόρος",
"δικηγορών":"δικηγόρος",
"δικηγόρων":"δικηγόρος",
"δίκην":"δίκη",
"δίκη-παράσταση":"δίκη-παράσταση",
"δίκη-παρωδία":"δίκη-παρωδία",
"δίκης":"δίκη",
"δικής":"δικός",
"δικιά":"δικιά",
"δίκια":"δίκιο",
"δίκιο":"δίκιο",
"δικλείδα":"δικλείδα",
"δικλείδες":"δικλείδα",
"δικλείδων":"δικλείδα",
"δικλίδα":"δικλίδα",
"δικλίδες":"δικλίδα",
"δίκλινο":"δίκλινος",
"δικμπασανη":"δικμπασανη",
"δικο":"δικός",
"δικό":"δικός",
"δικογραφία":"δικογραφία",
"δικογραφίας":"δικογραφία",
"δικογραφίες":"δικογραφία",
"δικογραφιών":"δικογραφία",
"δικοί":"δικός",
"δικομματισμός":"δικομματισμός",
"δικονομία":"δικονομία",
"δικονομίας":"δικονομία",
"δικονομικά":"δικονομικός",
"δικονομικές":"δικονομικός",
"δικονομική":"δικονομικός",
"δικονομικής":"δικονομικός",
"δικονομικό":"δικονομικός",
"δικονομικού":"δικονομικός",
"δικονομικούς":"δικονομικός",
"δικονομικών":"δικονομικός",
"δίκοπο":"δίκοπος",
"δικός":"δικός",
"δικού":"δικός",
"δικούς":"δικός",
"δικτάτορα":"δικτάτορας",
"δικτάτορας":"δικτάτορας",
"δικτάτορες":"δικτάτορας",
"δικτατορία":"δικτατορία",
"δικτατορίας":"δικτατορία",
"δικτατορίες":"δικτατορία",
"δικτατορικά":"δικτατορικός",
"δικτατορικό":"δικτατορικός",
"δικτατορικού":"δικτατορικός",
"δικτατορικών":"δικτατορικός",
"δικτατορίσκου":"δικτατορίσκος",
"δικτατοριών":"δικτατορία",
"δικτατόρων":"δικτάτορας",
"δίκτης":"δίκτης",
"δίκτυα":"δίκτυο",
"δίκτυά":"δίκτυο",
"δικτυακά":"δικτυακός",
"δικτυακές":"δικτυακός",
"δικτυακή":"δικτυακός",
"δικτυακό":"δικτυακός",
"δικτυακού":"δικτυακός",
"δικτυακούς":"δικτυακός",
"δίκτυο":"δίκτυο",
"δίκτυό":"δίκτυο",
"δικτυοδρόμο":"δικτυοδρόμο",
"δικτύου":"δίκτυο",
"δικτυωμένο":"δικτυωμένος",
"δικτύων":"δίκτυο",
"δικτύωση":"δικτύωση",
"δικτυωτό":"δικτυωτός",
"δίκυκλα":"δίκυκλος",
"δίκυκλη":"δίκυκλος",
"δίκυκλο":"δίκυκλος",
"δίκυκλον":"δίκυκλος",
"δικύκλου":"δίκυκλος",
"δικύκλων":"δίκυκλος",
"δικών":"δίκη",
"δικών":"δικός",
"δίλεπτο":"δίλεπτος",
"διλημμα":"δίλημμα",
"δίλημμα":"δίλημμα",
"διλήμματα":"δίλημμα",
"διλήμματος":"δίλημμα",
"διλημμάτων":"δίλημμα",
"δίλιτρος":"δίλιτρος",
"διλμπέρη":"διλμπέρη",
"διλμπερης":"διλμπερης",
"διλμπέρης":"διλμπέρης",
"διμερείς":"διμερής",
"διμερές":"διμερής",
"διμερή":"διμερής",
"διμερών":"διμερής",
"διμερώς":"διμερώς",
"δίμετρη":"δίμετρος",
"δίμηνη":"δίμηνος",
"δίμηνης":"δίμηνος",
"διμηνιαίο":"διμηνιαίος",
"διμηνιαίου":"διμηνιαίος",
"δίμηνο":"δίμηνο",
"διμήνου":"δίμηνο",
"διμοιρία":"διμοιρία",
"διμοιρίες":"διμοιρία",
"διμοιριών":"διμοιρία",
"δίμτσης":"δίμτσης",
"δίναμε":"δίνω",
"διναμο":"διναμο",
"διναμό":"διναμό",
"διναν":"δίνω",
"δίνανε":"δίνω",
"δίνατε":"δίνω",
"δίνε":"δίνω",
"δινει":"δίνω",
"δίνει":"δίνω",
"δίνεις":"δίνω",
"δίνες":"δίνη",
"δίνεται":"δίνω",
"δίνετε":"δίνω",
"δίνη":"δίνη",
"δίνονται":"δίνω",
"δίνονταν":"δίνω",
"δίνοντας":"δίνω",
"δίνοντάς":"δίνω",
"δινόπουλο":"δινόπουλο",
"δινόπουλος":"δινόπουλος",
"δινόπουλου":"δινόπουλου",
"δινόταν":"δίνω",
"δίνουμε":"δίνω",
"δίνουν":"δίνω",
"δίνω":"δίνω",
"διό":"διό",
"διογένη":"διογένης",
"διογενης":"διογένης",
"διογένης":"διογένης",
"διογένους":"διογένους",
"διογκούμενη":"διογκούμενος",
"διογκωθεί":"διογκώνω",
"διογκώθηκε":"διογκώνω",
"διογκωμένα":"διογκώνω",
"διογκωμένο":"διογκώνω",
"διογκωμένος":"διογκώνω",
"διογκώνει":"διογκώνω",
"διογκώνεται":"διογκώνω",
"διογκώνετε":"διογκώνω",
"διογκώνονται":"διογκώνω",
"διογκώνουν":"διογκώνω",
"διόγκωση":"διόγκωση",
"διόγκωσή":"διόγκωση",
"διόγκωσης":"διόγκωση",
"διόγκωσής":"διόγκωση",
"διόδια":"διόδια",
"διοδιων":"διόδια",
"διοδίων":"διόδια",
"δίοδο":"δίοδος",
"δίοδοι":"δίοδος",
"δίοδος":"δίοδος",
"διόδους":"δίοδος",
"διόδων":"δίοδος",
"διοικεί":"διοικώ",
"διοικείς":"διοικώ",
"διοικείται":"διοικώ",
"διοικείτε":"διοικώ",
"διοίκησ":"διοίκησ",
"διοικήσεις":"διοίκηση",
"διοικήσεις":"διοικώ",
"διοικήσεων":"διοίκηση",
"διοικήσεως":"διοίκηση",
"διοικηση":"διοίκηση",
"διοίκηση":"διοίκηση",
"διοίκησή":"διοίκηση",
"διοικησης":"διοίκηση",
"διοίκησης":"διοίκηση",
"διοίκησής":"διοίκηση",
"διοικήσουν":"διοικώ",
"διοικητές":"διοικητής",
"διοικητή":"διοικητής",
"διοικητήν":"διοικητής",
"διοικητήριο":"διοικητήριο",
"διοικητηριου":"διοικητήριο",
"διοικητηρίου":"διοικητήριο",
"διοικητής":"διοικητής",
"διοικητικά":"διοικητικός",
"διοικητικές":"διοικητικός",
"διοικητική":"διοικητικός",
"διοικητικής":"διοικητικός",
"διοικητικο":"διοικητικός",
"διοικητικό":"διοικητικός",
"διοικητικοί":"διοικητικός",
"διοικητικόν":"διοικητικός",
"διοικητικός":"διοικητικός",
"διοικητικού":"διοικητικός",
"διοικητικούς":"διοικητικός",
"διοικητικών":"διοικητικός",
"διοικητού":"διοικητής",
"διοικητών":"διοικητής",
"διοικούν":"διοικώ",
"διοικούνταν":"διοικώ",
"διοικούντες":"διοικών",
"διοικούντων":"διοικών",
"διοικούσα":"διοικώ",
"διοικούσας":"διοικών",
"διοικούσε":"διοικώ",
"διολισθαίνοντας":"διολισθαίνω",
"διολισθαίνουμε":"διολισθαίνω",
"διολισθήσει":"διολισθαίνω",
"διολίσθηση":"διολίσθηση",
"διόλου":"διόλου",
"διομ":"διομ",
"διομήδειας":"διομήδειας",
"διομήδης":"διομήδης",
"δίον":"δίον",
"διον.":"διον.",
"διονύση":"διονύσης",
"διονύσης":"διονύσης",
"διονυσιάδη":"διονυσιάδη",
"διονυσιακή":"διονυσιακός",
"διονυσιακός":"διονυσιακός",
"διονυσιασμό":"διονυσιασμός",
"διονυσιου":"διονύσιος",
"διονυσίου":"διονύσιος",
"διόνυσος":"διόνυσος",
"διοξειδιο":"διοξείδιο",
"διοξείδιο":"διοξείδιο",
"διοξειδίου":"διοξείδιο",
"διοξίνες":"διοξίνη",
"διοξίνη":"διοξίνη",
"διόπτρες":"διόπτρα",
"διοπτροφόρος":"διοπτροφόρος",
"διορατική":"διορατικός",
"διορατικός":"διορατικός",
"διορατικότητα":"διορατικότητα",
"διορατικότητάς":"διορατικότητα",
"διοργανωθεί":"διοργανώνω",
"διοργανώθηκαν":"διοργανώνω",
"διοργανώθηκε":"διοργανώνω",
"διοργανωθούν":"διοργανώνω",
"διοργάνωναν":"διοργανώνω",
"διοργανωνει":"διοργανώνω",
"διοργανώνει":"διοργανώνω",
"διοργανώνεται":"διοργανώνω",
"διοργανώνονται":"διοργανώνω",
"διοργανώνονταν":"διοργανώνω",
"διοργανώνοντας":"διοργανώνω",
"διοργανώνουμε":"διοργανώνω",
"διοργανώνουν":"διοργανώνω",
"διοργάνωσαν":"διοργανώνω",
"διοργάνωσε":"διοργανώνω",
"διοργανώσει":"διοργανώνω",
"διοργανώσεις":"διοργάνωση",
"διοργανώσεων":"διοργάνωση",
"διοργάνωση":"διοργάνωση",
"διοργάνωσή":"διοργάνωση",
"διοργάνωσης":"διοργάνωση",
"διοργάνωσής":"διοργάνωση",
"διοργανώσουμε":"διοργανώνω",
"διοργανώσουν":"διοργανώνω",
"διοργανωτές":"διοργανωτής",
"διοργανωτής":"διοργανωτής",
"διοργανώτρια":"διοργανώτρια",
"διοργανώτριας":"διοργανώτρια",
"διοργανωτών":"διοργανωτής",
"διορθωθεί":"διορθώνω",
"διορθωθήκαμε":"διορθώνω",
"διορθωθούν":"διορθώνω",
"διορθωμένη":"διορθώνω",
"διορθωμένου":"διορθωμένος",
"διόρθωνε":"διορθώνω",
"διορθώνει":"διορθώνω",
"διορθώνεται":"διορθώνω",
"διορθώνονται":"διορθώνω",
"διορθώνοντας":"διορθώνω",
"διορθώνουν":"διορθώνω",
"διόρθωσε":"διορθώνω",
"διορθώσει":"διορθώνω",
"διορθώσεις":"διόρθωση",
"διορθώσετε":"διορθώνω",
"διόρθωση":"διόρθωση",
"διόρθωσή":"διόρθωση",
"διόρθωσης":"διόρθωση",
"διορθώσουμε":"διορθώνω",
"διορθώσουν":"διορθώνω",
"διορθώστε":"διορθώνω",
"διορθώσω":"διορθώνω",
"διορθωτές":"διορθωτής",
"διορθωτή":"διορθωτής",
"διορθωτικά":"διορθωτικός",
"διορθωτικές":"διορθωτικός",
"διορθωτική":"διορθωτικός",
"διορθωτικό":"διορθωτικός",
"διορθωτικός":"διορθωτικός",
"διορθωτικού":"διορθωτικός",
"διορθωτικών":"διορθωτικός",
"διορία":"διορία",
"διορίζει":"διορίζω",
"διορίζεται":"διορίζω",
"διοριζόμενων":"διοριζόμενος",
"διορίζονται":"διορίζω",
"διορίζοντας":"διορίζω",
"διόρισε":"διορίζω",
"διορίσει":"διορίζω",
"διορισθεί":"διορίζω",
"διορισμένα":"διορίζω",
"διορισμένη":"διορίζω",
"διορισμένο":"διορίζω",
"διορισμένοι":"διορίζω",
"διορισμένος":"διορισμένος",
"διορισμένους":"διορίζω",
"διορισμένων":"διορίζω",
"διορισμό":"διορισμός",
"διορισμοί":"διορισμός",
"διορισμός":"διορισμός",
"διορισμού":"διορισμός",
"διορισμών":"διορισμός",
"διορίσουν":"διορίζω",
"διοριστεί":"διορίζω",
"διορίστηκα":"διορίζω",
"διορίστηκε":"διορίζω",
"διοριστούν":"διορίζω",
"διός":"διός",
"διοσκουροι":"διόσκουροι",
"διόσκουροι":"διόσκουροι",
"διόσκουρους":"διόσκουροι",
"διότι":"διότι",
"διουρητικά":"διουρητικός",
"διοχέτευαν":"διοχετεύω",
"διοχέτευε":"διοχετεύω",
"διοχετεύει":"διοχετεύω",
"διοχετεύεται":"διοχετεύω",
"διοχετεύετε":"διοχετεύω",
"διοχετευθεί":"διοχετεύω",
"διοχετεύθηκαν":"διοχετεύω",
"διοχετεύθηκε":"διοχετεύω",
"διοχετευθούν":"διοχετεύω",
"διοχετευμένη":"διοχετευμένος",
"διοχετεύονται":"διοχετεύω",
"διοχετεύονταν":"διοχετεύω",
"διοχετεύοντας":"διοχετεύω",
"διοχετεύουν":"διοχετεύω",
"διοχέτευσαν":"διοχετεύω",
"διοχέτευσε":"διοχετεύω",
"διοχετεύσει":"διοχετεύω",
"διοχετεύσετε":"διοχετεύω",
"διοχέτευση":"διοχέτευση",
"διοχέτευσή":"διοχέτευση",
"διοχετεύσουν":"διοχετεύω",
"διοχετεύστε":"διοχετεύω",
"διοχετευτεί":"διοχετεύω",
"διοχετεύτηκε":"διοχετεύω",
"διοχετευτούν":"διοχετεύω",
"δίπατα":"δίπατος",
"διπλά":"διπλά",
"δίπλα":"δίπλα",
"δίπλα-δίπλα":"δίπλα-δίπλα",
"διπλανά":"διπλανός",
"διπλανές":"διπλανός",
"διπλανή":"διπλανός",
"διπλανης":"διπλανός",
"διπλανής":"διπλανός",
"διπλανό":"διπλανός",
"διπλανός":"διπλανός",
"διπλανού":"διπλανός",
"διπλανούς":"διπλανός",
"διπλανών":"διπλανός",
"διπλάρωσε":"διπλαρώνω",
"διπλάσια":"διπλάσιος",
"διπλασίαζε":"διπλασιάζω",
"διπλασιάζεται":"διπλασιάζω",
"διπλασιάζονται":"διπλασιάζω",
"διπλασιάζοντας":"διπλασιάζω",
"διπλασιάζουν":"διπλασιάζω",
"διπλασίασαν":"διπλασιάζω",
"διπλασίασε":"διπλασιάζω",
"διπλασιάσει":"διπλασιάζω",
"διπλασιασθεί":"διπλασιάζω",
"διπλασιασθούν":"διπλασιάζω",
"διπλασιασμό":"διπλασιασμός",
"διπλασιασμός":"διπλασιασμός",
"διπλασιάσουν":"διπλασιάζω",
"διπλασιαστεί":"διπλασιάζω",
"διπλασιάστηκαν":"διπλασιάζω",
"διπλασιάστηκε":"διπλασιάζω",
"διπλασιαστούν":"διπλασιάζω",
"διπλάσιες":"διπλάσιος",
"διπλάσιο":"διπλάσιος",
"διπλάσιος":"διπλάσιος",
"διπλάσιους":"διπλάσιος",
"διπλές":"διπλός",
"διπλή":"διπλός",
"διπλής":"διπλός",
"διπλό":"διπλός",
"διπλοβάρδιες":"διπλοβάρδια",
"διπλοεγγραφές":"διπλοεγγραφή",
"διπλοί":"διπλός",
"διπλοκλειδωμένος":"διπλοκλειδωμένος",
"διπλοπενιες":"διπλοπενιά",
"διπλοπροσωπίας":"διπλοπροσωπία",
"διπλός":"διπλός",
"διπλού":"διπλός",
"διπλούν":"διπλούν",
"διπλούς":"διπλός",
"διπλό-χρυσάφι":"διπλό-χρυσάφι",
"διπλώθηκε":"διπλώνω",
"δίπλωμα":"δίπλωμα",
"δίπλωμά":"δίπλωμα",
"διπλώματα":"δίπλωμα",
"διπλωμάτες":"διπλωμάτης",
"διπλωμάτη":"διπλωμάτης",
"διπλωμάτης":"διπλωμάτης",
"διπλωματία":"διπλωματία",
"διπλωματίας":"διπλωματία",
"διπλωματικά":"διπλωματικός",
"διπλωματικες":"διπλωματικός",
"διπλωματικές":"διπλωματικός",
"διπλωματική":"διπλωματικός",
"διπλωματικής":"διπλωματικός",
"διπλωματικό":"διπλωματικός",
"διπλωματικοί":"διπλωματικός",
"διπλωματικός":"διπλωματικός",
"διπλωματικότητα":"διπλωματικότητα",
"διπλωματικού":"διπλωματικός",
"διπλωματικούς":"διπλωματικός",
"διπλωματικών":"διπλωματικός",
"διπλώματος":"δίπλωμα",
"διπλωματούχος":"διπλωματούχος",
"διπλωματούχους":"διπλωματούχος",
"διπλωμάτων":"δίπλωμα",
"διπλωματών":"διπλωμάτης",
"διπλωμένη":"διπλώνω",
"διπλωπία":"διπλωπία",
"διπλώσουν":"διπλώνω",
"δίπολα":"δίπολος",
"διπολικό":"διπολικός",
"διπολο":"δίπολος",
"δίπολο":"δίπολος",
"διποταμιάς":"διαποταμιά",
"δις":"δις",
"δίς":"δίς",
"δισ.":"δισ.",
"δισδιάστατη":"δισδιάστατος",
"δισέγγονα":"δισέγγονο",
"δισεκατομμύρια":"δισεκατομμύριο",
"δισεκατομμύριο":"δισεκατομμύριο",
"δισεκατομμυρίου":"δισεκατομμύριο",
"δισεκατομμυριούχο":"δισεκατομμυριούχος",
"δισεκατομμυριούχοι":"δισεκατομμυριούχος",
"δισεκατομμυριούχος":"δισεκατομμυριούχος",
"δισεκατομμυριούχους":"δισεκατομμυριούχος",
"δισεκατομμυρίων":"δισεκατομμύριο",
"δίσεκτο":"δίσεκτος",
"δίσεκτους":"δίσεκτος",
"δισέλιδο":"δισέλιδος",
"δισκάκι":"δισκάκι",
"δισκέτα":"δισκέτα",
"δισκέτες":"δισκέτα",
"δισκία":"δισκίο",
"δισκίο":"δισκίο",
"δισκίων":"δισκίο",
"δίσκο":"δίσκος",
"δισκοβολίας":"δισκοβολία",
"δισκογραφημένη":"δισκογραφημένος",
"δισκογραφία":"δισκογραφία",
"δισκογραφικά":"δισκογραφικός",
"δισκογραφικές":"δισκογραφικός",
"δισκογραφική":"δισκογραφικός",
"δισκογραφικής":"δισκογραφικός",
"δισκοθήκη":"δισκοθήκη",
"δισκοι":"δίσκος",
"δίσκοι":"δίσκος",
"δισκοκήλες":"δισκοκήλες",
"δισκοκήλης":"δισκοκήλης",
"δισκοπάθεια":"δισκοπάθεια",
"δισκοπάθειας":"δισκοπάθεια",
"δισκοπότηρο":"δισκοπότηρο",
"δισκοπωλεία":"δισκοπωλείο",
"δισκοπωλείο":"δισκοπωλείο",
"δισκοπωλείων":"δισκοπωλείο",
"δίσκος":"δίσκος",
"δίσκου":"δίσκος",
"δίσκους":"δίσκος",
"δίσκων":"δίσκος",
"δισταγμό":"δισταγμός",
"δισταγμοί":"δισταγμός",
"δισταγμού":"δισταγμός",
"δισταγμούς":"δισταγμός",
"δίσταζαν":"διστάζω",
"δίσταζε":"διστάζω",
"διστάζει":"διστάζω",
"διστάζετε":"διστάζω",
"διστάζουν":"διστάζω",
"διστάζω":"διστάζω",
"διστακτικά":"διστακτικά",
"διστακτική":"διστακτικός",
"διστακτικό":"διστακτικός",
"διστακτικοί":"διστακτικός",
"διστακτικός":"διστακτικός",
"διστακτικότητα":"διστακτικότητα",
"δίστασαν":"διστάζω",
"δίστασε":"διστάζω",
"διστάσει":"διστάζω",
"διστάσετε":"διστάζω",
"διστάσουν":"διστάζω",
"δίστιχο":"δίστιχος",
"δισύλλαβη":"δισύλλαβος",
"δισυπόστατο":"δισυπόστατος",
"δίτερμα":"δίτερμα",
"δίτομο":"δίτομος",
"διττή":"διττός",
"διττό":"διττός",
"διττός":"διττός",
"διυλίζει":"διυλίζω",
"διύλισης":"διύλιση",
"διυλιστήρια":"διυλιστήριο",
"διυλιστήριο":"διυλιστήριο",
"διυλιστηρίων":"διυλιστήριο",
"διυπουργική":"διυπουργικός",
"διυπουργικής":"διυπουργικός",
"διυπουργικό":"διυπουργικός",
"διυπουργικού":"διυπουργικός",
"διφθερίτιδα":"διφθερίτιδα",
"διφορούμενα":"διφορούμενα",
"διφορούμενη":"διφορούμενος",
"διφορούμενο":"διφορούμενος",
"διχάζει":"διχάζω",
"διχάζεται":"διχάζω",
"διχάζονται":"διχάζω",
"διχάζουν":"διχάζω",
"δίχασε":"διχάζω",
"διχάσει":"διχάζω",
"διχασμένα":"διχασμένος",
"διχασμένη":"διχασμένος",
"διχασμένης":"διχασμένος",
"διχασμένο":"διχάζω",
"διχασμένοι":"διχασμένος",
"διχασμένος":"διχάζω",
"διχασμένου":"διχασμένος",
"διχασμό":"διχασμός",
"διχασμός":"διχασμός",
"διχασμού":"διχασμός",
"διχάσουν":"διχάζω",
"διχαστεί":"διχάζω",
"διχάστηκε":"διχάζω",
"διχαστικά":"διχαστικός",
"διχαστική":"διχαστικός",
"διχαστικό":"διχαστικός",
"διχαστικών":"διχαστικός",
"διχογνωμία":"διχογνωμία",
"διχογνωμίες":"διχογνωμία",
"διχόνοια":"διχόνοια",
"διχόνοιας":"διχόνοια",
"διχοτομεί":"διχοτομώ",
"διχοτομείται":"διχοτομώ",
"διχοτομημένης":"διχοτομημένος",
"διχοτόμηση":"διχοτόμηση",
"διχοτόμησης":"διχοτόμηση",
"δίχρονη":"δίχρονος",
"δίχρονης":"δίχρονος",
"δίχρονο":"δίχρονος",
"δίχρονος":"δίχρονος",
"δίχρωμη":"δίχρωμος",
"δίχτυ":"δίχτυ",
"δίχτυα":"δίχτυ",
"δίχωρο":"δίχωρο",
"δίχως":"δίχως",
"δίψα":"δίψα",
"διψά":"διψώ",
"διψάνε":"διψώ",
"δίψας":"δίψα",
"διψασμένα":"διψώ",
"διψασμένη":"διψώ",
"διψασμένο":"διψώ",
"διψασμένους":"διψώ",
"διψάσουμε":"διψώ",
"διψάω":"διψώ",
"διψήφια":"διψήφιος",
"διψήφιο":"διψήφιος",
"διψώντας":"διψώ",
"διωγμένοι":"διωγμένος",
"διωγμένος":"διωγμένος",
"διωγμό":"διωγμός",
"διωγμοί":"διωγμός",
"διωγμον":"διωγμός",
"διωγμόν":"διωγμός",
"διωγμός":"διωγμός",
"διωγμού":"διωγμός",
"διωγμούς":"διωγμός",
"διωγμών":"διωγμός",
"διώκει":"διώκω",
"διώκεται":"διώκω",
"διωκόμενοι":"διωκόμενος",
"διωκόμενου":"διωκόμενος",
"διωκομένων":"διωκόμενος",
"διωκόμενων":"διωκόμενος",
"διώκονται":"διώκω",
"διώκονταν":"διώκω",
"διώκοντας":"διώκω",
"διώκουν":"διώκω",
"διώκτες":"διώκτης",
"διώκτη":"διώκτης",
"διώκτης":"διώκτης",
"διωκτικές":"διωκτικός",
"διωκτικό":"διωκτικός",
"διωκτικών":"διωκτικός",
"δίωνος":"δίωνος",
"διώνυμο":"διώνυμος",
"διώξαμε":"διώχνω",
"διώξει":"διώχνω",
"διώξεις":"δίωξη",
"διώξετε":"διώχνω",
"διώξεων":"δίωξη",
"διώξεως":"δίωξη",
"διώξη":"διώξη",
"δίωξη":"δίωξη",
"δίωξή":"δίωξη",
"δίωξης":"δίωξη",
"διώξουμε":"διώχνω",
"διώξουν":"διώχνω",
"διώξτε":"διώχνω",
"διώξω":"διώκω",
"δίωρα":"δίωρος",
"δίωρες":"δίωρος",
"δίωρη":"δίωρος",
"δίωρης":"δίωρος",
"δίωρο":"δίωρος",
"διώροφα":"διώροφος",
"διώροφη":"διώροφος",
"διώροφο":"διώροφος",
"διώροφου":"διώροφος",
"διώτης":"διώτης",
"διωχθεί":"διώκω",
"διωχθέντων":"διωχθείς",
"διώχθηκε":"διώκω",
"διωχθούν":"διώκω",
"διώχνει":"διώχνω",
"διώχνοντας":"διώχνω",
"διώχνουν":"διώχνω",
"δκαιοσύνης":"δκαιοσύνης",
"δμ":"δμ",
"δντ":"δντ",
"δοα":"δοα",
"δοαταπ":"δοαταπ",
"δόγα":"δόγα",
"δόγμα":"δόγμα",
"δόγματα":"δόγμα",
"δογματίζει":"δογματίζω",
"δογματικά":"δογματικά",
"δογματικές":"δογματικός",
"δογματική":"δογματικός",
"δογματικής":"δογματικός",
"δογματικό":"δογματικός",
"δογματικοί":"δογματικός",
"δογματικός":"δογματικός",
"δογματικού":"δογματικός",
"δογματικούς":"δογματικός",
"δογματικών":"δογματικός",
"δογματισμό":"δογματισμός",
"δογματισμοί":"δογματισμός",
"δογματισμός":"δογματισμός",
"δογματισμού":"δογματισμός",
"δογματισμούς":"δογματισμός",
"δόγματος":"δόγμα",
"δογμάτων":"δόγμα",
"δοε":"δοε",
"δοθεί":"δίνω",
"δοθείσης":"δοθείς",
"δοθέντος":"δοθείς",
"δόθηκα":"δίνω",
"δόθηκαν":"δίνω",
"δόθηκε":"δίνω",
"δοθουν":"δίνω",
"δοθούν":"δίνω",
"δοϊράνης":"δοϊράνη",
"δόκαλης":"δόκαλης",
"δοκάρι":"δοκάρι",
"δοκάρια":"δοκάρι",
"δοκαριών":"δοκάρι",
"δοκίμαζα":"δοκιμάζω",
"δοκίμαζαν":"δοκιμάζω",
"δοκίμαζε":"δοκιμάζω",
"δοκιμαζει":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζει":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζεις":"δοκιμάζω",
"δοκιμαζεται":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζεται":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζετε":"δοκιμάζω",
"δοκιμαζόμενη":"δοκιμαζόμενος",
"δοκιμάζονται":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζοντας":"δοκιμάζω",
"δοκιμαζόταν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζουμε":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζουν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάζω":"δοκιμάζω",
"δοκίμασα":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσαμε":"δοκιμάζω",
"δοκίμασαν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσατε":"δοκιμάζω",
"δοκίμασε":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσει":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσεις":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσετε":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσθηκε":"δοκιμάζω",
"δοκιμασθούν":"δοκιμάζω",
"δοκιμασία":"δοκιμασία",
"δοκιμασίας":"δοκιμασία",
"δοκιμασίες":"δοκιμασία",
"δοκιμασιών":"δοκιμασία",
"δοκιμασμένα":"δοκιμάζω",
"δοκιμασμένες":"δοκιμασμένος",
"δοκιμασμένη":"δοκιμασμένος",
"δοκιμασμένης":"δοκιμάζω",
"δοκιμασμένο":"δοκιμασμένος",
"δοκιμασμένου":"δοκιμασμένος",
"δοκιμασμένων":"δοκιμασμένος",
"δοκιμάσουμε":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσουν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάστε":"δοκιμάζω",
"δοκιμαστει":"δοκιμάζω",
"δοκιμαστεί":"δοκιμάζω",
"δοκιμάστηκαν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάστηκε":"δοκιμάζω",
"δοκιμαστήριο":"δοκιμαστήριο",
"δοκιμαστικά":"δοκιμαστικά",
"δοκιμαστικές":"δοκιμαστικός",
"δοκιμαστική":"δοκιμαστικός",
"δοκιμαστικό":"δοκιμαστικός",
"δοκιμαστικών":"δοκιμαστικός",
"δοκιμαστούν":"δοκιμάζω",
"δοκιμάσω":"δοκιμάζω",
"δοκιμές":"δοκιμή",
"δοκιμή":"δοκιμή",
"δόκιμη":"δόκιμος",
"δοκιμής":"δοκιμή",
"δοκίμια":"δοκίμιο",
"δοκιμιακές":"δοκιμιακός",
"δοκίμιο":"δοκίμιο",
"δοκίμιό":"δοκίμιο",
"δοκιμιογράφος":"δοκιμιογράφος",
"δοκίμιου":"δοκίμιο",
"δοκιμίων":"δοκίμιο",
"δόκιμο":"δόκιμος",
"δόκιμοι":"δόκιμος",
"δόκιμος":"δόκιμος",
"δόκιμους":"δόκιμος",
"δοκιμών":"δοκιμή",
"δοκίμων":"δόκιμος",
"δόκιμων":"δόκιμος",
"δοκός":"δοκός",
"δοκούν":"δοκούν",
"δόκτορα":"δόκτορας",
"δόκτορος":"δόκτωρ",
"δόκτωρ":"δόκτωρ",
"δολ":"δολ",
"δολ.":"δολ.",
"δολάρια":"δολάριο",
"δολαριο":"δολάριο",
"δολάριο":"δολάριο",
"δολαρίου":"δολάριο",
"δολαρίου-γεν-ευρώ":"δολαρίου-γεν-ευρώ",
"δολαρίων":"δολάριο",
"δόλιο":"δόλιος",
"δόλιοι":"δόλιος",
"δόλιους":"δόλιος",
"δολιοφθορά":"δολιοφθορά",
"δόλιων":"δόλιος",
"δόλο":"δόλος",
"δολοπλοκίες":"δολοπλοκία",
"δολοπλοκιών":"δολοπλοκία",
"δόλος":"δόλος",
"δόλου":"δόλος",
"δολοφονεί":"δολοφονώ",
"δολοφονείται":"δολοφονώ",
"δολοφονηθεί":"δολοφονώ",
"δολοφονηθέντος":"δολοφονηθείς",
"δολοφονηθέντων":"δολοφονηθείς",
"δολοφονήθηκαν":"δολοφονώ",
"δολοφονήθηκε":"δολοφονώ",
"δολοφονηθούν":"δολοφονώ",
"δολοφονημένο":"δολοφονώ",
"δολοφονημένοι":"δολοφονώ",
"δολοφονημένου":"δολοφονώ",
"δολοφονημένους":"δολοφονώ",
"δολοφόνησαν":"δολοφονώ",
"δολοφόνησε":"δολοφονώ",
"δολοφονήσει":"δολοφονώ",
"δολοφονήσουν":"δολοφονώ",
"δολοφονια":"δολοφονία",
"δολοφονία":"δολοφονία",
"δολοφόνια":"δολοφονία",
"δολοφονιας":"δολοφονία",
"δολοφονίας":"δολοφονία",
"δολοφονίες":"δολοφονία",
"δολοφονικές":"δολοφονικός",
"δολοφονική":"δολοφονικός",
"δολοφονικής":"δολοφονικός",
"δολοφονικό":"δολοφονικός",
"δολοφονικού":"δολοφονικός",
"δολοφονιών":"δολοφονία",
"δολοφόνο":"δολοφόνος",
"δολοφόνοι":"δολοφόνος",
"δολοφονος":"δολοφόνος",
"δολοφόνος":"δολοφόνος",
"δολοφονου":"δολοφόνος",
"δολοφόνου":"δολοφόνος",
"δολοφονούν":"δολοφονώ",
"δολοφονούνται":"δολοφονώ",
"δολοφόνους":"δολοφόνος",
"δολοφονούσαν":"δολοφονώ",
"δολοφόνων":"δολοφόνος",
"δολοφονώντας":"δολοφονώ",
"δόλωμα":"δόλωμα",
"δολώματα":"δόλωμα",
"δομβραίνης":"δομβραίνης",
"δομείται":"δομώ",
"δομές":"δομή",
"δομή":"δομή",
"δομήθηκαν":"δομώ",
"δομημένα":"δομημένος",
"δομημένες":"δομημένος",
"δομημένη":"δομημένος",
"δομημένο":"δομημένος",
"δομημένου":"δομημένος",
"δομής":"δομή",
"δομήσει":"δομώ",
"δόμηση":"δόμηση",
"δόμησης":"δόμηση",
"δομήσουν":"δομώ",
"δομικά":"δομικός",
"δομικές":"δομικός",
"δομική":"δομικός",
"δομικής":"δομικός",
"δομικό":"δομικός",
"δομικού":"δομικός",
"δομικών":"δομικός",
"δομίνικο":"δομίνικος",
"δομοκού":"δομοκός",
"δόμος":"δόμος",
"δόμους":"δόμος",
"δομών":"δομή",
"δομώντας":"δομώ",
"δον":"δον",
"δονεί":"δονώ",
"δονείται":"δονώ",
"δονηθούν":"δονώ",
"δονήσεις":"δόνηση",
"δονήσεις":"δονώ",
"δονήσεων":"δόνηση",
"δόνηση":"δόνηση",
"δόνησης":"δόνηση",
"δονκιχωτική":"δονκιχωτικός",
"δοντά":"δοντάς",
"δόντι":"δόντι",
"δοντια":"δόντι",
"δόντια":"δόντι",
"δοντιών":"δόντι",
"δοξα":"δόξα",
"δόξα":"δόξα",
"δόξαν":"δόξα",
"δόξας":"δόξα",
"δόξασαν":"δοξάζω",
"δόξασε":"δοξάζω",
"δοξάσει":"δοξάζω",
"δοξασία":"δοξασία",
"δοξασίες":"δοξασία",
"δοξάστε":"δοξάζω",
"δοξάστηκε":"δοξάζω",
"δοξαστικά":"δοξαστικά",
"δοξάτο":"δοξάτο",
"δοξάτου":"δοξάτου",
"δόξες":"δόξα",
"δόξης":"δόξα",
"δοξιάδη":"δοξιάδης",
"δοξιάδη-καλατράβα":"δοξιάδη-καλατράβα",
"δοξολογεί":"δοξολογώ",
"δοξολογία":"δοξολογία",
"δοξυκυκλίνη":"δοξυκυκλίνη",
"δόρατα":"δόρυ",
"δόρατος":"δόρυ",
"δορκάδα":"δορκάδα",
"δορκοφίκη":"δορκοφίκη",
"δορκοφίκης":"δορκοφίκης",
"δορυλαίου":"δορυλαίου",
"δορυφορικά":"δορυφορικός",
"δορυφορικές":"δορυφορικός",
"δορυφορική":"δορυφορικός",
"δορυφορικής":"δορυφορικός",
"δορυφορικό":"δορυφορικός",
"δορυφορικού":"δορυφορικός",
"δορυφορικών":"δορυφορικός",
"δορυφόρο":"δορυφόρος",
"δορυφόροι":"δορυφόρος",
"δορυφόρος":"δορυφόρος",
"δορυφόρου":"δορυφόρος",
"δορυφόρους":"δορυφόρος",
"δορυφόρων":"δορυφόρος",
"δόσεις":"δόση",
"δόσεων":"δόση",
"δοση":"δόση",
"δόση":"δόση",
"δόσης":"δόση",
"δοσίμετρο":"δοσίμετρο",
"δοσμένη":"δοσμένος",
"δοσμένο":"δοσμένος",
"δοσμένων":"δίδω",
"δοσοληψία":"δοσοληψία",
"δοσοληψίες":"δοσοληψία",
"δοσολογία":"δοσολογία",
"δότες":"δότης",
"δότη":"δότης",
"δότης":"δότης",
"δοτικότητα":"δοτικότητα",
"δοτσικό":"δοτσικό",
"δοτών":"δότης",
"δου":"δου",
"δουβής":"δουβής",
"δουβλίνο":"δουβλίνο",
"δουβλίνου":"δουβλίνο",
"δούδο":"δούδο",
"δουδος":"δουδος",
"δουδουλακάκη":"δουδουλακάκη",
"δουκα":"δούκας",
"δούκα":"δούκας",
"δουκάκη":"δουκάκης",
"δουκάκις":"δουκάκις",
"δουκας":"δούκας",
"δούκας":"δούκας",
"δουλεια":"δουλειά",
"δουλειά":"δουλειά",
"δουλεία":"δουλεία",
"δουλειάς":"δουλειά",
"δουλείας":"δουλεία",
"δουλειές":"δουλειά",
"δουλείες":"δουλεία",
"δουλειών":"δουλειά",
"δουλεμένη":"δουλεύω",
"δουλεμένο":"δουλεύω",
"δουλεμπόριο":"δουλεμπόριο",
"δουλέμποροι":"δουλέμπορος",
"δουλέμπορος":"δουλέμπορος",
"δουλέμπορους":"δουλέμπορος",
"δουλεμπόρων":"δουλέμπορος",
"δούλευα":"δουλεύω",
"δουλεύαμε":"δουλεύω",
"δούλευαν":"δουλεύω",
"δούλευε":"δουλεύω",
"δουλεύει":"δουλεύω",
"δουλεύεις":"δουλεύω",
"δουλεύεται":"δουλεύω",
"δουλεύετε":"δουλεύω",
"δουλεύονται":"δουλεύω",
"δουλεύονταν":"δουλεύω",
"δουλεύοντας":"δουλεύω",
"δουλεύουμε":"δουλεύω",
"δουλεύουν":"δουλεύω",
"δουλευτεί":"δουλεύω",
"δουλεύτηκε":"δουλεύω",
"δουλεύω":"δουλεύω",
"δούλεψα":"δουλεύω",
"δουλέψαμε":"δουλεύω",
"δούλεψαν":"δουλεύω",
"δουλέψατε":"δουλεύω",
"δούλεψε":"δουλεύω",
"δουλέψει":"δουλεύω",
"δουλέψεις":"δουλεύω",
"δούλεψή":"δούλεψη",
"δουλέψουμε":"δουλεύω",
"δουλέψουν":"δουλεύω",
"δουλέψτε":"δουλεύω",
"δουλέψω":"δουλεύω",
"δουλικά":"δουλικά",
"δουλικό":"δουλικός",
"δουλικότητα":"δουλικότητα",
"δουλκερκώστα":"δουλκερκώστα",
"δούλοι":"δούλος",
"δουλοπάροικοι":"δουλοπάροικος",
"δουλοπάροικους":"δουλοπάροικος",
"δουλοπρέπεια":"δουλοπρέπεια",
"δούλος":"δούλος",
"δούλου":"δούλος",
"δούλους":"δούλος",
"δούλων":"δούλος",
"δούμα":"δούμα",
"δούμας":"δούμας",
"δούμε":"βλέπω",
"δούμος":"δούμος",
"δουν":"βλέπω",
"δούν":"δούν",
"δούναβη":"δούναβης",
"δούναι":"δούναι",
"δούνε":"βλέπω",
"δούνια":"δούνια",
"δούρειο":"δούρειος",
"δουσιογλου":"δουσιογλου",
"δουσιόγλου":"δουσιόγλου",
"δοχεία":"δοχείο",
"δοχείο":"δοχείο",
"δοχείου":"δοχείο",
"δοχείων":"δοχείο",
"δπ":"δπ",
"δρ":"δρ",
"δρα":"δρω",
"δραγασάκη":"δραγασάκη",
"δραγασάκης":"δραγασάκης",
"δραγούμη":"δραγούμης",
"δραγούμης":"δραγούμης",
"δραγουτσης":"δραγουτσης",
"δραγώγιας":"δραγώγιας",
"δραγώνα-μονάχου":"δραγώνα-μονάχου",
"δράκα":"δράκα",
"δρακάκη":"δρακάκη",
"δράκο":"δράκος",
"δρακόντεια":"δρακόντειος",
"δρακόντειο":"δρακόντειος",
"δρακόπουλος":"δρακόπουλος",
"δρακοπούλου":"δρακοπούλου",
"δράκος":"δράκος",
"δράκου":"δράκος",
"δράκων":"δράκος",
"δραμα":"δράμα",
"δράμα":"δράμα",
"δραμας":"δράμα",
"δράμας":"δράμα",
ράμας3-11":"δράμας3-11",
"δράμας-κάτω":"δράμας-κάτω",
"δράματα":"δράμα",
"δραματικά":"δραματικά",
"δραματικά":"δραματικός",
"δραματικές":"δραματικός",
"δραματική":"δραματικός",
"δραματικής":"δραματικός",
"δραματικό":"δραματικός",
"δραματικός":"δραματικός",
"δραματικού":"δραματικός",
"δραματικούς":"δραματικός",
"δραματικών":"δραματικός",
"δραματολόγιο":"δραματολόγιο",
"δραματοποιημένα":"δραματοποιώ",
"δραματοποιημένες":"δραματοποιημένος",
"δραματοποιημένη":"δραματοποιώ",
"δραματοποιημένο":"δραματοποιώ",
"δραματοποίηση":"δραματοποίηση",
"δραματοποιούμε":"δραματοποιώ",
"δράματος":"δράμα",
"δραματουργία":"δραματουργία",
"δραματουργίας":"δραματουργία",
"δραματουργική":"δραματουργικός",
"δραματουργικό":"δραματουργικός",
"δραματουργός":"δραματουργός",
"δραμάτων":"δράμα",
"δραμινός":"δραμινός",
"δραμινών":"δραμινών",
"δραπανηφόρος":"δραπανηφόρος",
"δραπανιώτη":"δραπανιώτη",
"δραπανιώτης":"δραπανιώτης",
"δραπετες":"δραπέτης",
"δραπέτες":"δραπέτης",
"δραπετεύει":"δραπετεύω",
"δραπετεύοντας":"δραπετεύω",
"δραπετεύουν":"δραπετεύω",
"δραπέτευσε":"δραπετεύω",
"δραπετεύσει":"δραπετεύω",
"δραπέτευση":"δραπέτευση",
"δραπετεύσουν":"δραπετεύω",
"δραπέτη":"δραπέτης",
"δραπετης":"δραπέτης",
"δραπέτης":"δραπέτης",
"δραπετσώνας":"δραπετσώνα",
"δραπετών":"δραπέτης",
"δράσε":"δρω",
"δράσει":"δρω",
"δρασεις":"δράση",
"δράσεις":"δράση",
"δράσετε":"δρω",
"δράσεων":"δράση",
"δράσεών":"δράση",
"δράσεως":"δράση",
"δράση":"δράση",
"δρασηριότητας":"δρασηριότητας",
"δράσης":"δράση",
"δρασκελίζει":"δρασκελίζω",
"δρασκελισμό":"δρασκελισμός",
"δράσουμε":"δρω",
"δράσουν":"δρω",
"δράσται":"δρω",
"δράστες":"δράστης",
"δράστη":"δράστης",
"δραστήρια":"δραστήριος",
"δραστήριας":"δραστήριος",
"δραστήριες":"δραστήριος",
"δραστήριο":"δραστήριος",
"δραστήριοι":"δραστήριος",
"δραστηριοποιεί":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιείται":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιηθεί":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιηθείτε":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιήθηκαν":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιηθούν":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιήσει":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποίηση":"δραστηριοποίηση",
"δραστηριοποίησή":"δραστηριοποίηση",
"δραστηριοποίησης":"δραστηριοποίηση",
"δραστηριοποιούμενοι":"δραστηριοποιούμενοι",
"δραστηριοποιούνται":"δραστηριοποιώ",
"δραστηριοποιούνταν":"δραστηριοποιώ",
"δραστήριος":"δραστήριος",
"δραστηριοτητα":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητα":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητά":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητας":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητάς":"δραστηριότητα",
"δραστηριοτητες":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητες":"δραστηριότητα",
"δραστηριότητές":"δραστηριότητα",
"δραστηριοτήτων":"δραστηριότητα",
"δραστήριου":"δραστήριος",
"δραστήριους":"δραστήριος",
"δράστης":"δράστης",
"δραστικά":"δραστικά",
"δραστικές":"δραστικός",
"δραστική":"δραστικός",
"δραστικής":"δραστικός",
"δραστικό":"δραστικός",
"δραστικός":"δραστικός",
"δραστικότητα":"δραστικότητα",
"δραστών":"δράστης",
"δράσω":"δρω",
"δράττονται":"δράττω",
"δραχμές":"δραχμή",
"δραχμή":"δραχμή",
"δραχμής":"δραχμή",
"δραχμικά":"δραχμικός",
"δραχμούλας":"δραχμούλα",
"δραχμών":"δραχμή",
"δρελιώζης":"δρελιώζης",
"δρεπάνι":"δρεπάνι",
"δρεττάκης":"δρεττάκης",
"δρέψει":"δρέπω",
"δριμεία":"δριμύς",
"δριμυ":"δριμύς",
"δριμύ":"δριμύς",
"δριμύς":"δριμύς",
"δριμύτατα":"δριμέως",
"δριμύτατη":"δριμύς",
"δριμύτερες":"δριμύς",
"δριμύτερη":"δριμύς",
"δριμύτεροι":"δριμύς",
"δριμύτερος":"δριμύς",
"δριμύτητα":"δριμύτητα",
"δρομάκι":"δρομάκι",
"δρομάκια":"δρομάκι",
"δρομέα":"δρομέας",
"δρομέας":"δρομέας",
"δρομο":"δρόμος",
"δρόμο":"δρόμος",
"δρόμοι":"δρόμος",
"δρομολογεί":"δρομολογώ",
"δρομολογείται":"δρομολογώ",
"δρομολογηθεί":"δρομολογώ",
"δρομολογήθηκε":"δρομολογώ",
"δρομολογηθούν":"δρομολογώ",
"δρομολογημένες":"δρομολογώ",
"δρομολόγησαν":"δρομολογώ",
"δρομολόγησε":"δρομολογώ",
"δρομολογήσει":"δρομολογώ",
"δρομολόγηση":"δρομολόγηση",
"δρομολογήσουμε":"δρομολογώ",
"δρομολόγια":"δρομολόγιο",
"δρομολόγιά":"δρομολόγιο",
"δρομολόγιο":"δρομολόγιο",
"δρομολογίου":"δρομολόγιο",
"δρομολόγιου":"δρομολόγιο",
"δρομολογίων":"δρομολόγιο",
"δρομολογούμενες":"δρομολογούμενος",
"δρομολογούμενο":"δρομολογούμενος",
"δρομολογούν":"δρομολογώ",
"δρομολογούνται":"δρομολογώ",
"δρομολογούσε":"δρομολογώ",
"δρόμος":"δρόμος",
"δρόμου":"δρόμος",
"δρομους":"δρόμος",
"δρόμους":"δρόμος",
"δρόμων":"δρόμος",
"δρος":"δρος",
"δροσερά":"δροσερά",
"δροσερές":"δροσερός",
"δροσερή":"δροσερός",
"δροσερό":"δροσερός",
"δροσερός":"δροσερός",
"δροσιά":"δροσιά",
"δροσιας":"δροσιά",
"δροσιάς":"δροσιά",
"δρόσιζε":"δροσίζω",
"δροσιζόταν":"δροσίζω",
"δροσίνη":"δροσίνης",
"δροσίνης":"δροσίνης",
"δροσινός":"δροσινός",
"δροσίσει":"δροσίζω",
"δροσίσουν":"δροσίζω",
"δροσιστικά":"δροσιστικός",
"δροσιστική":"δροσιστικός",
"δροσιστούν":"δροσίζω",
"δροσογιάννη":"δροσογιάννη",
"δρόσου":"δρόσος",
"δροσούλα":"δροσούλα",
"δρούγα":"δρούγα",
"δρουγας":"δρουγας",
"δρούγας":"δρούγας",
"δρούζα":"δρούζα",
"δρούμε":"δρω",
"δρουν":"δρω",
"δρούσαν":"δρω",
"δρούσε":"δρω",
"δρούτσα":"δρούτσα",
"δρούτσας":"δρούτσας",
"δρυ":"δρυς",
"δρύινες":"δρύινες",
"δρυμάδες":"δρυμάδες",
"δρυμό":"δρυμός",
"δρυμοί":"δρυμός",
"δρυμός":"δρυμός",
"δρυμός-εθνικός":"δρυμός-εθνικός",
"δρυμού":"δρυμός",
"δρυμών":"δρυμός",
"δρυός":"δρυς",
"δρυς":"δρυς",
"δρυστέλλας":"δρυστέλλας",
"δρχ":"δρχ",
"δρχ.":"δρχ.",
"δρώμενα":"δρώμενο",
"δρώμενο":"δρώμενο",
"δρώμενου":"δρώμενο",
"δρώμενων":"δρώμενο",
"δρώντων":"δρων",
"δρώσα":"δρων",
"δς":"δς",
"δυαδα":"δυάδα",
"δυαδική":"δυαδικός",
"δυάρι":"δυάρι",
"δυάρια":"δυάρι",
"δύει":"δύω",
"δυνάμει":"δυνάμει",
"δυνάμεις":"δύναμη",
"δυνάμενοι":"δυνάμενος",
"δυνάμεων":"δύναμη",
"δυνάμεών":"δύναμη",
"δυναμη":"δύναμη",
"δύναμη":"δύναμη",
"δύναμή":"δύναμη",
"δύναμη-blade":"δύναμη-blade",
"δύναμης":"δύναμη",
"δύναμής":"δύναμη",
"δυναμικά":"δυναμικά",
"δυναμικά":"δυναμικός",
"δυναμικές":"δυναμική",
"δυναμική":"δυναμική",
"δυναμική":"δυναμικός",
"δυναμικής":"δυναμικός",
"δυναμικο":"δυναμικός",
"δυναμικό":"δυναμικός",
"δυναμικοί":"δυναμικός",
"δυναμικός":"δυναμικός",
"δυναμικότατη":"δυναμικός",
"δυναμικότατοι":"δυναμικός",
"δυναμικότερες":"δυναμικός",
"δυναμικότητα":"δυναμικότητα",
"δυναμικότητά":"δυναμικότητα",
"δυναμικότητας":"δυναμικότητα",
"δυναμικότητάς":"δυναμικότητα",
"δυναμικού":"δυναμικός",
"δυναμικούς":"δυναμικός",
"δυναμικών":"δυναμικός",
"δυναμισμό":"δυναμισμός",
"δυναμισμός":"δυναμισμός",
"δυναμισμού":"δυναμισμός",
"δυναμίτη":"δυναμίτης",
"δυναμίτης":"δυναμίτης",
"δυναμίτιδας":"δυναμίτιδα",
"δυναμιτίζει":"δυναμιτίζω",
"δυναμιτίζονται":"δυναμιτίζω",
"δυναμιτίσει":"δυναμιτίζω",
"δυνάμωναν":"δυναμώνω",
"δυναμώνει":"δυναμώνω",
"δυναμώνουν":"δυναμώνω",
"δυνάμωσαν":"δυναμώνω",
"δυναμώσει":"δυναμώνω",
"δυναμώσουμε":"δυναμώνω",
"δυναμώσουν":"δυναμώνω",
"δυναμωτικής":"δυναμωτικός",
"δυναστεία":"δυναστεία",
"δυναστείας":"δυναστεία",
"δυναστείες":"δυναστεία",
"δυναστειών":"δυναστεία",
"δυνάστες":"δυνάστης",
"δυναστεύει":"δυναστεύω",
"δυνάστη":"δυνάστης",
"δυνάστης":"δυνάστης",
"δυνατά":"δυνατά",
"δυνατά":"δυνατό",
"δυνατά":"δυνατός",
"δύναται":"δύναμαι",
"δυνατές":"δυνατός",
"δυνατή":"δυνατός",
"δυνατής":"δυνατός",
"δυνατό":"δυνατός",
"δυνατοί":"δυνατός",
"δυνατόν":"δυνατός",
"δυνατός":"δυνατός",
"δυνατότερο":"δυνατός",
"δυνατότερος":"δυνατός",
"δυνατότης":"δυνατότητα",
"δυνατότητα":"δυνατότητα",
"δυνατότητά":"δυνατότητα",
"δυνατότητας":"δυνατότητα",
"δυνατότητάς":"δυνατότητα",
"δυνατότητες":"δυνατότητα",
"δυνατότητές":"δυνατότητα",
"δυνατοτήτων":"δυνατότητα",
"δυνατού":"δυνατός",
"δυνατούς":"δυνατός",
"δυνατών":"δυνατός",
"δυνητικά":"δυνητικά",
"δυνητικά":"δυνητικός",
"δυνητικές":"δυνητικός",
"δυνητική":"δυνητικός",
"δυνητικοί":"δυνητικός",
"δυνητικούς":"δυνητικός",
"δυνητικών":"δυνητικός",
"δυο":"δύο",
"δύο":"δύο",
"δύ-ο":"δύ-ο",
"δυόμιση":"δυόμισι",
"δυόμισι":"δυόμισι",
"δυόσμο":"δυόσμος",
"δυόσμος":"δυόσμος",
"δυο-τρεις":"δυο-τρεις",
"δύο-τρεις":"δύο-τρεις",
"δυο-τρία":"δυο-τρία",
"δύο-τρία":"δύο-τρία",
"δύο-τρίτα":"δύο-τρίτα",
"δυπε":"δυπε",
"δυσανάγνωστες":"δυσανάγνωστος",
"δυσανάγνωστο":"δυσανάγνωστος",
"δυσανάλογα":"δυσανάλογα",
"δυσανάλογες":"δυσανάλογος",
"δυσανάλογη":"δυσανάλογος",
"δυσαναλογία":"δυσαναλογία",
"δυσαναλογίες":"δυσαναλογία",
"δυσανάλογο":"δυσανάλογος",
"δυσανασχετείτε":"δυσανασχετώ",
"δυσανασχετούν":"δυσανασχετώ",
"δυσαρέσκεια":"δυσαρέσκεια",
"δυσαρέσκειά":"δυσαρέσκεια",
"δυσαρέσκειας":"δυσαρέσκεια",
"δυσαρέσκειες":"δυσαρέσκεια",
"δυσάρεστα":"δυσάρεστα",
"δυσάρεστα":"δυσάρεστος",
"δυσάρεστε":"δυσάρεστος",
"δυσαρεστεί":"δυσαρεστώ",
"δυσαρεστείτε":"δυσαρεστώ",
"δυσάρεστες":"δυσάρεστος",
"δυσάρεστη":"δυσάρεστος",
"δυσαρεστήθηκαν":"δυσαρεστήθηκαν",
"δυσαρεστήθηκε":"δυσαρεστήθηκε",
"δυσαρεστημένοι":"δυσαρεστημένος",
"δυσαρεστημένόι":"δυσαρεστημένος",
"δυσαρεστημένος":"δυσαρεστημένος",
"δυσαρεστημένους":"δυσαρεστημένος",
"δυσαρεστημένων":"δυσαρεστημένος",
"δυσαρέστησε":"δυσαρεστώ",
"δυσαρεστήσει":"δυσαρεστώ",
"δυσαρεστήσετε":"δυσαρεστώ",
"δυσαρεστήσουν":"δυσαρεστώ",
"δυσάρεστο":"δυσάρεστος",
"δυσάρεστοι":"δυσάρεστος",
"δυσάρεστου":"δυσάρεστος",
"δυσάρεστων":"δυσάρεστος",
"δυσαρμονία":"δυσαρμονία",
"δυσβάστακτα":"δυσβάστακτος",
"δυσβάστακτες":"δυσβάστακτος",
"δυσβάστακτο":"δυσβάστακτος",
"δυσβάσταχτες":"δυσβάστακτος",
"δυσβάσταχτη":"δυσβάστακτος",
"δυσβάσταχτο":"δυσβάστακτος",
"δύσβατα":"δύσβατος",
"δύσβατες":"δύσβατος",
"δύσβατη":"δύσβατος",
"δύσβατο":"δύσβατος",
"δύσβατος":"δύσβατος",
"δυσδιάκριτα":"δυσδιάκριτα",
"δυσδιάκριτα":"δυσδιάκριτος",
"δυσδιάκριτες":"δυσδιάκριτος",
"δυσεντερία":"δυσεντερία",
"δυσεντερίας":"δυσεντερία",
"δυσεπίλυτα":"δυσεπίλυτος",
"δυσεύρετα":"δυσεύρετος",
"δυσεύρετες":"δυσεύρετος",
"δυσεύρετοι":"δυσεύρετος",
"δυσεύρετων":"δυσεύρετος",
"δύση":"δύση",
"δυσης":"δύση",
"δύσης":"δύση",
"δυσθεώρητα":"δυσθεώρητος",
"δυσθεώρητο":"δυσθεώρητος",
"δυσθυμία":"δυσθυμία",
"δύσιν":"δύση",
"δύσκαμπτο":"δύσκαμπτος",
"δυσκαμψία":"δυσκαμψία",
"δυσκαμψίας":"δυσκαμψία",
"δυσκινησία":"δυσκινησία",
"δυσκίνητη":"δυσκίνητος",
"δυσκίνητο":"δυσκίνητος",
"δυσκίνητος":"δυσκίνητος",
"δυσκίνητους":"δυσκίνητος",
"δύσκολ'":"δύσκολ'",
"δυσκολα":"δύσκολα",
"δύσκολα":"δύσκολα",
"δύσκολα":"δύσκολος",
"δύσκολες":"δύσκολος",
"δυσκόλευαν":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύει":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύεστε":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύεται":"δυσκολεύω",
"δυσκολευθεί":"δυσκολεύω",
"δυσκολευθούν":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύομαι":"δυσκολεύω",
"δυσκολευόμαστε":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύονται":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύοντας":"δυσκολεύω",
"δυσκολευόταν":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύουμε":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύουν":"δυσκολεύω",
"δυσκολευτεί":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύτηκα":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύτηκαν":"δυσκολεύω",
"δυσκολεύτηκε":"δυσκολεύω",
"δυσκολευτούν":"δυσκολεύω",
"δυσκόλεψαν":"δυσκολεύω",
"δυσκόλεψε":"δυσκολεύω",
"δυσκολέψει":"δυσκολεύω",
"δυσκολέψουν":"δυσκολεύω",
"δυσκολη":"δύσκολος",
"δύσκολη":"δύσκολος",
"δύσκολή":"δύσκολος",
"δύσκόλη":"δύσκολος",
"δύσκολης":"δύσκολος",
"δυσκολία":"δυσκολία",
"δυσκολίας":"δυσκολία",
"δυσκολίες":"δυσκολία",
"δυσκολιών":"δυσκολία",
"δυσκολο":"δύσκολος",
"δύσκολο":"δύσκολος",
"δύσκολοι":"δύσκολος",
"δύσκολος":"δύσκολος",
"δυσκολότατες":"δύσκολος",
"δυσκολότερα":"δύσκολα",
"δυσκολότερες":"δύσκολος",
"δυσκολότερη":"δύσκολος",
"δυσκολότερο":"δύσκολος",
"δυσκολότερος":"δύσκολος",
"δύσκολου":"δύσκολος",
"δύσκολους":"δύσκολος",
"'δύσκολους":"'δύσκολους",
"δύσκολων":"δύσκολος",
"δυσκόλως":"δύσκολα",
"δυσλειτουργεί":"δυσλειτουργώ",
"δυσλειτουργία":"δυσλειτουργία",
"δυσλειτουργίας":"δυσλειτουργία",
"δυσλειτουργίες":"δυσλειτουργία",
"δυσλειτουργικότητα":"δυσλειτουργικότητα",
"δυσλειτουργιών":"δυσλειτουργία",
"δυσλεκτικά":"δυσλεκτικός",
"δυσλεκτικοί":"δυσλεκτικός",
"δυσλεκτικούς":"δυσλεκτικός",
"δυσλεξία":"δυσλεξία",
"δυσμένεια":"δυσμένεια",
"δυσμενείς":"δυσμενής",
"δυσμενές":"δυσμενής",
"δυσμενέστατες":"δυσμενής",
"δυσμενέστατη":"δυσμενής",
"δυσμενέστερες":"δυσμενής",
"δυσμενέστερη":"δυσμενής",
"δυσμενέστερο":"δυσμενής",
"δυσμενέστερους":"δυσμενής",
"δυσμενή":"δυσμενής",
"δυσμενής":"δυσμενής",
"δυσμενούς":"δυσμενής",
"δυσμενών":"δυσμενής",
"δυσμενώς":"δυσμενώς",
"δυσμηνόρροια":"δυσμηνόρροια",
"δύσμοιρος":"δύσμοιρος",
"δύσμοιρου":"δύσμοιρος",
"δύσμοιρους":"δύσμοιρος",
"δυσμορφίες":"δυσμορφία",
"δυσμορφιών":"δυσμορφία",
"δυσνόητη":"δυσνόητος",
"δυσοίωνα":"δυσοίωνος",
"δυσοίωνες":"δυσοίωνος",
"δυσοίωνη":"δυσοίωνος",
"δυσοίωνο":"δυσοίωνος",
"δυσοίωνοι":"δυσοίωνος",
"δυσοίωνος":"δυσοίωνος",
"δύσοσμες":"δύσοσμος",
"δυσοσμία":"δυσοσμία",
"δυσοσμίας":"δυσοσμία",
"δύσοσμου":"δύσοσμος",
"δυσπιστεί":"δυσπιστώ",
"δυσπιστία":"δυσπιστία",
"δυσπιστίας":"δυσπιστία",
"δύσπιστο":"δύσπιστος",
"δύσπιστοι":"δύσπιστος",
"δυσπιστούμε":"δυσπιστώ",
"δυσπιστούν":"δυσπιστώ",
"δύσπιστους":"δύσπιστος",
"δύσπνοια":"δύσπνοια",
"δυσπραγία":"δυσπραγία",
"δυσπραγίας":"δυσπραγία",
"δυσπραγούν":"δυσπραγούν",
"δυσπρόσιτες":"δυσπρόσιτος",
"δυσπρόσιτη":"δυσπρόσιτος",
"δυσπρόσιτο":"δυσπρόσιτος",
"δυσπρόσιτος":"δυσπρόσιτος",
"δυστήματος":"δυστήματος",
"δυστοκία":"δυστοκία",
"δύστροπος":"δύστροπος",
"δύστροπου":"δύστροπος",
"δύστροπους":"δύστροπος",
"δυστυχεί":"δυστυχώ",
"δυστυχείς":"δυστυχής",
"δυστυχέστατος":"δύστυχος",
"δυστυχή":"δυστυχής",
"δύστυχη":"δύστυχος",
"δυστύχημα":"δυστύχημα",
"δυστυχήματα":"δυστύχημα",
"δυστυχήματος":"δυστύχημα",
"δυστυχημάτων":"δυστύχημα",
"δυστυχής":"δυστυχής",
"δυστυχήσετε":"δυστυχώ",
"δυστυχία":"δυστυχία",
"δυστυχίας":"δυστυχία",
"δυστυχίες":"δυστυχία",
"δυστυχισμένα":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένες":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένη":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένο":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένοι":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένος":"δυστυχισμένος",
"δυστυχισμένων":"δυστυχισμένος",
"δύστυχος":"δύστυχος",
"δυστυχούν":"δυστυχώ",
"δυστυχώς":"δυστυχώς",
"δυσφημεί":"δυσφημώ",
"δυσφημήσει":"δυσφημώ",
"δυσφήμηση":"δυσφήμηση",
"δυσφήμησης":"δυσφήμηση",
"δυσφημίζοντας":"δυσφημίζω",
"δυσφημίσει":"δυσφημίζω",
"δυσφήμιση":"δυσφήμιση",
"δυσφημούν":"δυσφημώ",
"δυσφορεί":"δυσφορώ",
"δυσφόρησε":"δυσφορώ",
"δυσφορία":"δυσφορία",
"δυσφορίας":"δυσφορία",
"δυσφορούντων":"δυσφορών",
"δυσχέραινε":"δυσχεραίνω",
"δυσχεραίνει":"δυσχεραίνω",
"δυσχεραίνεται":"δυσχεραίνω",
"δυσχεραίνοντας":"δυσχεραίνω",
"δυσχεραίνουν":"δυσχεραίνω",
"δυσχέραναν":"δυσχεραίνω",
"δυσχεράνει":"δυσχεραίνω",
"δυσχεράνουν":"δυσχεραίνω",
"δυσχέρεια":"δυσχέρεια",
"δυσχέρειας":"δυσχέρεια",
"δυσχέρειες":"δυσχέρεια",
"δυσχερείς":"δυσχερής",
"δυσχερές":"δυσχερής",
"δυσχερέστερη":"δυσχερής",
"δυσχερή":"δυσχερής",
"δυσχερούς":"δυσχερής",
"δυσώδης":"δυσώδης",
"δύτες":"δύτης",
"δυτικά":"δυτικά",
"δυτικά":"δυτικός",
"δυτικές":"δυτικός",
"δυτική":"δυτικός",
"δυτικής":"δυτικός",
"δυτικό":"δυτικός",
"δυτικοαφρικανού":"δυτικοαφρικανός",
"δυτικοευρωπαϊκά":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκές":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκη":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκή":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκής":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκό":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοευρωπαϊκών":"δυτικοευρωπαϊκός",
"δυτικοί":"δυτικός",
"δυτικομακεδονική":"δυτικομακεδονικός",
"δυτικομακεδονικής":"δυτικομακεδονικός",
"δυτικομακεδονικών":"δυτικομακεδονικός",
"δυτικόν":"δυτικός",
"δυτικος":"δυτικός",
"δυτικός":"δυτικός",
"δυτικότερης":"δυτικός",
"δυτικότροπο":"δυτικότροπος",
"δυτικότροπου":"δυτικότροπος",
"δυτικού":"δυτικός",
"δυτικούς":"δυτικός",
"δυτικών":"δυτικός",
"δυτών":"δύτης",
"δω":"βλέπω",
"δ-ω":"δ-ω",
"δώ":"δώ",
"'δω":"εδώ",
"δώδεκα":"δώδεκα",
"δωδεκάδα":"δωδεκάδα",
"δωδεκάμηνης":"δωδεκάμηνος",
"δωδεκάμηνο":"δωδεκάμηνο",
"δωδεκαμήνου":"δωδεκάμηνος",
"δωδεκάνησα":"δωδεκάνησα",
"δωδεκανησιακη":"δωδεκανησιακός",
"δωδεκανήσιοι":"δωδεκανήσιος",
"δωδεκανήσου":"δωδεκάνησος",
"δωδεκανήσων":"δωδεκάνησα",
"δωδέκατη":"δωδέκατος",
"δωδεκατημόρια":"δωδεκατημόριο",
"δωδέκατο":"δωδέκατος",
"δωδεκάχρονη":"δωδεκάχρονος",
"δωδεκάχρονο":"δωδεκάχρονος",
"δωδεκάχρονος":"δωδεκάχρονος",
"δωδεκάχρονου":"δωδεκάχρονος",
"δωδεκάωρο":"δωδεκάωρος",
"δώδου":"δώδου",
"δώθε":"δώθε",
"δώθε-κείθε":"δώθε-κείθε",
"δώμα":"δώμα",
"δωματια":"δωμάτιο",
"δωμάτια":"δωμάτιο",
"δωμάτιά":"δωμάτιο",
"δωματιάκι":"δωματιάκι",
"δωματιάκια":"δωματιάκι",
"δωματιο":"δωμάτιο",
"δωμάτιο":"δωμάτιο",
"δωμάτιό":"δωμάτιο",
"δωματίου":"δωμάτιο",
"δωματίων":"δωμάτιο",
"δώματος":"δώμα",
"δώνη":"δώνη",
"δωνης":"δωνης",
"δώνης":"δώνης",
"δώρα":"δώρα",
"δώρα":"δώρο",
"δωράκι":"δωράκι",
"δωράκια":"δωράκι",
"δωρεα":"δωρεά",
"δωρεά":"δωρεά",
"δωρεάν":"δωρεάν",
"δωρεάς":"δωρεά",
"δωρεές":"δωρεά",
"δωρεοδόχου":"δωρεοδόχος",
"δωρεών":"δωρεά",
"δωρήθηκαν":"δωρώ",
"δωρήθηκε":"δωρώ",
"δωρήματα":"δώρημα",
"δωρητές":"δωρητής",
"δωρητή":"δωρητής",
"δωρητής":"δωρητής",
"δωρήτρια":"δωρήτρια",
"δωρητών":"δωρητής",
"δωρίζονται":"δωρίζω",
"δωρίζοντας":"δωρίζω",
"δωρικη":"δωρικός",
"δωρικό":"δωρικός",
"δώρισαν":"δωρίζω",
"δώρισε":"δωρίζω",
"δωρίσει":"δωρίζω",
"δωρίσουν":"δωρίζω",
"δώρο":"δώρο",
"δωροβίνης":"δωροβίνης",
"δωροδοκήθηκε":"δωροδοκώ",
"δωροδόκησαν":"δωροδοκώ",
"δωροδοκία":"δωροδοκία",
"δωροδοκίας":"δωροδοκία",
"δωροδοκίες":"δωροδοκία",
"δωροδοκιών":"δωροδοκία",
"δωροδοκούν":"δωροδοκώ",
"δωροεπιταγή":"δωροεπιταγή",
"δωροθέα":"δωροθέα",
"δωροληψία":"δωροληψία",
"δωροληψίας":"δωροληψία",
"δώρον":"δώρο",
"δώρου":"δώρο",
"δώρων":"δώρο",
"δωσ'":"δωσ'",
"δώσαμε":"δίνω",
"δώσανε":"δίνω",
"δώσατε":"δίνω",
"δωσε":"δίδω",
"δώσε":"δίνω",
"δώσει":"δίνω",
"δώσεις":"δίνω",
"δώσετε":"δίνω",
"δωσίλογοι":"δωσίλογος",
"δώσουμε":"δίνω",
"δώσουν":"δίνω",
"δώσόυν":"δίνω",
"δώστα":"δώστα",
"δώστε":"δίνω",
"δώσω":"δίνω",
"ε":"ε",
"ε'":"ε'",
"ε.":"ε.",
"ε.-12":"ε.-12",
"ε.α":"ε.α",
"ε.α.":"ε.α.",
"ε.α.κ.":"ε.α.κ.",
"ε.γ.":"ε.γ.",
"ε.δ.":"ε.δ.",
"ε.ε":"ε.ε",
"ε.ε.":"ε.ε.",
"ε.κ.":"ε.κ.",
"ε.κ.α.β.":"ε.κ.α.β.",
"ε.κ.θ.":"ε.κ.θ.",
"ε.λ.α.":"ε.λ.α.",
"ε.λ.ε.π.α.π.":"ε.λ.ε.π.α.π.",
"ε.λ.ι.α.":"ε.λ.ι.α.",
"ε.μ.ς.":"ε.μ.ς.",
"ε.ν.":"ε.ν.",
"ε.ν.μ.":"ε.ν.μ.",
"ε.π.ε.":"ε.π.ε.",
"ε.π.τ.α.":"ε.π.τ.α.",
"ε.ς.":"ε.ς.",
"ε.υ.κ.":"ε.υ.κ.",
"ε΄":"ε΄",
"ε3":"ε3",
"εbay":"εbay",
"εrikson":"εrikson",
"εrιευε":"εrιευε",
"εt1":"εt1",
"εuro":"εuro",
"εα":"εα",
"εαεε":"εαεε",
"εαιυβε":"εαιυβε",
"εακ":"εακ",
"εαλ":"εαλ",
"εαμιτών":"εαμιτών",
"εαν":"αν",
"εάν":"αν",
"εαρινά":"εαρινός",
"εαρινή":"εαρινός",
"εαρινής":"εαρινός",
"εαρινό":"εαρινός",
"εαρινού":"εαρινός",
"εας":"εας",
"εατ":"εατ",
"εαυτές":"εαυτός",
"εαυτή":"εαυτός",
"εαυτής":"εαυτός",
"εαυτό":"εαυτός",
"εαυτόν":"εαυτός",
"εαυτός":"εαυτός",
"εαυτού":"εαυτός",
"εαυτούς":"εαυτός",
"εαυτών":"εαυτός",
"εβ":"εβ",
"έβαζα":"βάζω",
"έβαζαν":"βάζω",
"έβαζε":"βάζω",
"έβαλα":"βάζω",
"έβαλαν":"βάζω",
"έβαλε":"βάζω",
"έβαλες":"βάζω",
"έβαλλαν":"βάλλω",
"έβαλλε":"βάλλω",
"έβανς":"έβανς",
"εβάντρο":"εβάντρο",
"εβαπορέ":"εβαπορέ",
"έβαφε":"βάφω",
"έβαψαν":"βάφω",
"έβαψε":"βάφω",
"έβγαζα":"βγάζω",
"έβγαζαν":"βγάζω",
"έβγαζε":"βγάζω",
"έβγαινα":"βγαίνω",
"έβγαιναν":"βγαίνω",
"έβγαινε":"βγαίνω",
"έβγαλα":"βγάζω",
"έβγαλαν":"βγάζω",
"εβγαλε":"βγάζω",
"έβγαλε":"βγάζω",
"εβδμάδας":"εβδμάδας",
"εβδομαδα":"εβδομάδα",
"εβδομάδα":"εβδομάδα",
"εβδομαδας":"εβδομάδα",
"εβδομάδας":"εβδομάδα",
"εβδομάδας'":"εβδομάδας'",
"εβδομάδες":"εβδομάδα",
"εβδομαδιαία":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίας":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίες":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίο":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίου":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίων":"εβδομαδιαίος",
"εβδομαδιαίως":"εβδομαδιαίως",
"εβδομαδιάτικό":"εβδομαδιάτικος",
"εβδομάδος":"εβδομάδα",
"εβδομάδων":"εβδομάδα",
"έβδομη":"έβδομος",
"εβδομήντα":"εβδομήντα",
"έβδομης":"έβδομος",
"εβδομο":"έβδομος",
"έβδομο":"έβδομος",
"έβδομος":"έβδομος",
"έβδομου":"έβδομος",
"εβέλιο":"εβέλιο",
"έβερεστ":"έβερεστ",
"έβερετ":"έβερετ",
"εβερτ":"έβερτ",
"έβερτ":"έβερτ",
"εβερτον":"εβερτον",
"εβέρτον":"εβέρτον",
"έβερτον":"έβερτον",
"έβερτον24591014-27":"έβερτον24591014-27",
"εβζ":"εβζ",
"έβλαπτε":"βλάπτω",
"έβλαψαν":"βλάπτω",
"έβλαψε":"βλάπτω",
"έβλεπα":"βλέπω",
"έβλεπαν":"βλέπω",
"έβλεπε":"βλέπω",
"έβλεπες":"βλέπω",
"εβλήθη":"βάλλω",
"έβολντ":"έβολντ",
"εβρά":"εβρά",
"έβραζε":"βράζω",
"εβραία":"εβραία",
"εβραϊκά":"εβραϊκός",
"εβραϊκές":"εβραϊκός",
"εβραϊκή":"εβραϊκός",
"εβραϊκής":"εβραϊκός",
"εβραϊκό":"εβραϊκός",
"εβραϊκός":"εβραϊκός",
"εβραϊκού":"εβραϊκός",
"εβραϊκούς":"εβραϊκός",
"εβραϊκών":"εβραϊκός",
"εβραίο":"εβραίος",
"εβραιοελληνικών":"εβραιοελληνικών",
"εβραίοι":"εβραίος",
"εβραίος":"εβραίος",
"εβραίου":"εβραίος",
"εβραίους":"εβραίος",
"εβραίων":"εβραίος",
"εβρέν":"εβρέν",
"έβρεξε":"βρέχω",
"έβρεχε":"βρέχω",
"έβριζαν":"βρίζω",
"έβριζε":"βρίζω",
"έβρισαν":"βρίζω",
"έβρισε":"βρίζω",
"έβρισκα":"βρίσκω",
"έβρισκαν":"βρίσκω",
"έβρισκε":"βρίσκω",
"έβρισκες":"βρίσκω",
"έβρο":"έβρος",
"έβρος":"έβρος",
"εβρου":"έβρος",
"έβρου":"έβρος",
"έγγαμος":"έγγαμος",
"έγγαμου":"έγγαμος",
"έγγαμους":"έγγαμος",
"εγγεγραμμένα":"εγγεγραμμένος",
"εγγεγραμμένες":"εγγράφω",
"εγγεγραμμένη":"εγγράφω",
"εγγεγραμμένο":"εγγεγραμμένος",
"εγγεγραμμένοι":"εγγεγραμμένος",
"εγγεγραμμένος":"εγγράφω",
"εγγεγραμμένους":"εγγράφω",
"εγγεγραμμένων":"εγγράφω",
"εγγείων":"έγγειος",
"εγγενείς":"εγγενής",
"εγγενές":"εγγενής",
"εγγενή":"εγγενής",
"εγγενής":"εγγενής",
"εγγενούς":"εγγενής",
"εγγενών":"εγγενής",
"εγγενώς":"εγγενώς",
"έγγερς":"έγγερς",
"εγγίζει":"εγγίζω",
"εγγίζουν":"εγγίζω",
"εγγλέζο":"εγγλέζος",
"εγγονάκι":"εγγονάκι",
"εγγονάκια":"εγγονάκι",
"εγγονές":"εγγονή",
"εγγονή":"εγγονή",
"εγγονής":"εγγονή",
"εγγόνι":"εγγόνι",
"εγγόνια":"εγγόνι",
"εγγονιών":"εγγόνι",
"εγγονό":"εγγονός",
"εγγονόπουλος":"εγγονόπουλος",
"εγγονόπουλου":"εγγονόπουλος",
"εγγονός":"εγγονός",
"εγγονού":"εγγονός",
"εγγράμματων":"εγγράμματος",
"εγγραμμένη":"εγγραμμένος",
"εγγραμμένος":"εγγραμμένος",
"έγγραφα":"έγγραφο",
"έγγραφά":"έγγραφο",
"εγγραφεί":"εγγράφω",
"εγγράφει":"εγγράφω",
"εγγραφές":"εγγραφή",
"έγγραφες":"έγγραφος",
"εγγράφεται":"εγγράφω",
"εγγραφη":"εγγραφή",
"εγγραφή":"εγγραφή",
"έγγραφη":"έγγραφος",
"εγγράφηκε":"εγγράφω",
"εγγραφής":"εγγραφή",
"έγγραφης":"έγγραφος",
"έγγραφο":"έγγραφο",
"έγγραφό":"έγγραφο",
"έγγραφο-βόμβα":"έγγραφο-βόμβα",
"εγγράφονται":"εγγράφω",
"εγγράφου":"έγγραφο",
"εγγραφούν":"εγγράφω",
"εγγραφών":"εγγραφή",
"εγγράφων":"έγγραφο",
"εγγράφως":"εγγράφως",
"εγγράψει":"εγγράφω",
"εγγυάται":"εγγυώμαι",
"εγγυηθεί":"εγγυώμαι",
"εγγυήθηκαν":"εγγυώμαι",
"εγγυήθηκε":"εγγυώμαι",
"εγγυηθούμε":"εγγυώμαι",
"εγγυηθούν":"εγγυώμαι",
"εγγυηθώ":"εγγυώμαι",
"εγγυημένη":"εγγυημένος",
"εγγυημένο":"εγγυημένος",
"εγγυημένου":"εγγυημένος",
"εγγυημένων":"εγγυημένος",
"εγγυησεις":"εγγύηση",
"εγγυήσεις":"εγγύηση",
"εγγυήσεων":"εγγύηση",
"εγγύηση":"εγγύηση",
"εγγύησης":"εγγύηση",
"εγγυητές":"εγγυητής",
"εγγυητή":"εγγυητής",
"εγγυητής":"εγγυητής",
"εγγυητικές":"εγγυητικός",
"εγγυητική":"εγγυητικός",
"εγγυητικής":"εγγυητικός",
"εγγυητικών":"εγγυητικός",
"εγγυήτριες":"εγγυήτρια",
"εγγύς":"εγγύς",
"εγγύτατα":"εγγύς",
"εγγύτερα":"εγγύς",
"εγγύτερο":"εγγύτερος",
"εγγύτεροι":"εγγύτερος",
"εγγύτητα":"εγγύτητα",
"εγγύτητας":"εγγύτητα",
"εγγύτητάς":"εγγύτητα",
"εγγυώμενη":"εγγυώμενη",
"εγγυώνται":"εγγυώμαι",
"έγδερναν":"γδέρνω",
"έγειρε":"γέρνω",
"εγείρει":"εγείρω",
"εγείρεται":"εγείρω",
"εγείρονται":"εγείρω",
"εγείροντας":"εγείρω",
"εγείρουν":"εγείρω",
"εγελιανής":"εγελιανός",
"εγένετο":"εγένετο",
"εγερθεί":"εγείρω",
"εγερθέντος":"εγερθείς",
"εγέρσεως":"έγερση",
"έγινα":"γίνομαι",
"εγιναν":"γίνομαι",
"έγιναν":"γίνομαι",
"εγινε":"γίνομαι",
"έγινε":"γίνομαι",
"έγινες":"γίνομαι",
"εγκάθειρκτος":"εγκάθειρκτος",
"εγκαθιδρυθεί":"εγκαθιδρύω",
"εγκαθιδρύοντας":"εγκαθιδρύω",
"εγκαθίδρυσε":"εγκαθιδρύω",
"εγκαθιδρύσει":"εγκαθιδρύω",
"εγκαθίδρυση":"εγκαθίδρυση",
"εγκαθίδρυσης":"εγκαθίδρυση",
"εγκαθιδρύσουμε":"εγκαθιδρύω",
"εγκαθιδρυτής":"εγκαθιδρυτής",
"εγκαθιστά":"εγκαθιστώ",
"εγκαθίστανται":"εγκαθιστώ",
"εγκαθίσταται":"εγκαθιστώ",
"εγκαθιστούν":"εγκαθιστώ",
"εγκαθιστώντας":"εγκαθιστώ",
"εγκαίνια":"εγκαίνια",
"εγκαίνιά":"εγκαίνια",
"εγκαινίαζε":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάζει":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάζεται":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάζονται":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάζοντας":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάζουν":"εγκαινιάζω",
"εγκαινίασε":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάσει":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιασθεί":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάσθηκε":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάσουμε":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάσουν":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιαστεί":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιάστηκε":"εγκαινιάζω",
"εγκαινιαστούν":"εγκαινιάζω",
"εγκαινίων":"εγκαίνια",
"έγκαιρα":"έγκαιρα",
"έγκαιρες":"έγκαιρος",
"έγκαιρη":"έγκαιρος",
"έγκαιρης":"έγκαιρος",
"έγκαιρο":"έγκαιρος",
"έγκαιρος":"έγκαιρος",
"έγκαιρου":"έγκαιρος",
"εγκαίρως":"έγκαιρα",
"εγκαλεί":"εγκαλώ",
"εγκαλείται":"εγκαλώ",
"εγκαλέσει":"εγκαλώ",
"εγκαλούν":"εγκαλώ",
"εγκαλούσαν":"εγκαλώ",
"εγκαλούσε":"εγκαλώ",
"εγκαλών":"εγκαλών",
"εγκαλώντας":"εγκαλώ",
"εγκανιαστηκε":"εγκανιαστηκε",
"εγκάρδια":"εγκάρδια",
"εγκάρδιες":"εγκάρδιος",
"εγκάρδιο":"εγκάρδιος",
"εγκάρδιος":"εγκάρδιος",
"εγκάρσια":"εγκάρσιος",
"εγκάρσιες":"εγκάρσιος",
"εγκαρτέρηση":"εγκαρτέρηση",
"έγκατα":"έγκατα",
"εγκαταλειμμένα":"εγκαταλειμμένος",
"εγκαταλειμμένες":"εγκαταλειμμένος",
"εγκαταλειμμένη":"εγκαταλειμμένος",
"εγκαταλειμμένης":"εγκαταλειμμένος",
"εγκαταλειμμένο":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλειμμένος":"εγκαταλειμμένος",
"εγκαταλείπει":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείπεις":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλειπεται":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείπεται":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείπονται":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείπονταν":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείποντας":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείπουν":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλειφθεί":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείφθηκαν":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείφθηκε":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλειφθούν":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψαμε":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψει":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψεις":"εγκαταλείπω",
"εγκατάλειψη":"εγκατάλειψη",
"εγκατάλειψή":"εγκατάλειψη",
"εγκατάλειψης":"εγκατάλειψη",
"εγκαταλείψουμε":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψουν":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψτε":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλείψω":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλελειμμένα":"εγκαταλελειμμένος",
"εγκαταλελειμμένες":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλελειμμένη":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλελειμμένο":"εγκαταλελειμμένος",
"εγκαταλελειμμένοι":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλελειμμένος":"εγκαταλείπω",
"εγκαταλελειμμένου":"εγκαταλελειμμένος",
"εγκατασταθεί":"εγκαθιστώ",
"εγκατασταθήκαμε":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστάθηκαν":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστάθηκε":"εγκαθιστώ",
"εγκατασταθούν":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστάσεις":"εγκατάσταση",
"εγκαταστάσεων":"εγκατάσταση",
"εγκαταστάσεών":"εγκατάσταση",
"εγκατάσταση":"εγκατάσταση",
"εγκατάστασή":"εγκατάσταση",
"εγκατάστασης":"εγκατάσταση",
"εγκατάστασής":"εγκατάσταση",
"εγκαταστάτες":"εγκαταστάτες",
"εγκαταστημένες":"εγκαταστημένος",
"εγκαταστημένο":"εγκαταστημένος",
"εγκαταστημένος":"εγκαταστημένος",
"εγκαταστημένους":"εγκαταστημένος",
"εγκαταστήσαμε":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστήσει":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστήσουμε":"εγκαθιστώ",
"εγκαταστήσουν":"εγκαθιστώ",
"εγκατέλειπαν":"εγκαταλείπω",
"εγκατέλειπε":"εγκαταλείπω",
"εγκατέλειψα":"εγκαταλείπω",
"εγκατέλειψαν":"εγκαταλείπω",
"εγκατελειψε":"εγκαταλείπω",
"εγκατέλειψε":"εγκαταλείπω",
"εγκατεστάθη":"εγκατεστάθη",
"εγκατεστάθηκαν":"εγκατεστάθηκαν",
"εγκατεστημένα":"εγκατεστημένος",
"εγκατεστημένες":"εγκαθιστώ",
"εγκατεστημένη":"εγκαθιστώ",
"εγκατεστημένο":"εγκατεστημένος",
"εγκατεστημένοι":"εγκατεστημένος",
"εγκατεστημένος":"εγκαθιστώ",
"εγκατέστησαν":"εγκαθιστώ",
"έγκαυμα":"έγκαυμα",
"εγκαύματα":"έγκαυμα",
"εγκαυμάτων":"έγκαυμα",
"εγκαυστική":"εγκαυστική",
"εγκαυστικής":"εγκαυστική",
"έγκειται":"έγκειται",
"εγκεκριμένα":"εγκεκριμένος",
"εγκεκριμένες":"εγκεκριμένος",
"εγκεκριμένη":"εγκρίνω",
"εγκεκριμένο":"εγκρίνω",
"εγκεκριμένος":"εγκεκριμένος",
"εγκεκριμένων":"εγκρίνω",
"εγκέλαδο":"εγκέλαδος",
"εγκέλαδου":"εγκέλαδος",
"έγκελς":"έγκελς",
"εγκεφαλικά":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικές":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλική":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικής":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικό":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικός":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικού":"εγκεφαλικός",
"εγκεφαλικών":"εγκεφαλικός",
"εγκέφαλο":"εγκέφαλος",
"εγκέφαλό":"εγκέφαλος",
"εγκέφαλοι":"εγκέφαλος",
"εγκέφαλος":"εγκέφαλος",
"εγκέφαλός":"εγκέφαλος",
"εγκεφαλου":"εγκέφαλος",
"εγκεφάλου":"εγκέφαλος",
"εγκεφάλους":"εγκέφαλος",
"εγκεφάλων":"εγκέφαλος",
"εγκλεισμό":"εγκλεισμός",
"εγκλεισμού":"εγκλεισμός",
"έγκλειστα":"έγκλειστος",
"εγκλειστεί":"εγκλείω",
"έγκλειστες":"έγκλειστος",
"έγκλειστο":"έγκλειστος",
"έγκλειστοι":"έγκλειστος",
"έγκλειστος":"έγκλειστος",
"έγκλειστους":"έγκλειστος",
"εγκλείστων":"έγκλειστος",
"έγκλειστων":"έγκλειστος",
"εγκλημα":"έγκλημα",
"έγκλημα":"έγκλημα",
"έγκλημά":"έγκλημα",
"εγκληματα":"έγκλημα",
"εγκλήματα":"έγκλημα",
"εγκλήματά":"έγκλημα",
"εγκληματησάντων":"εγκληματησάντων",
"εγκληματία":"εγκληματίας",
"εγκληματίας":"εγκληματίας",
"εγκληματίες":"εγκληματίας",
"εγκληματικά":"εγκληματικά",
"εγκληματικά":"εγκληματικός",
"εγκληματικές":"εγκληματικός",
"εγκληματική":"εγκληματικός",
"εγκληματικής":"εγκληματικός",
"εγκληματικό":"εγκληματικός",
"εγκληματικός":"εγκληματικός",
"εγκληματικότητα":"εγκληματικότητα",
"εγκληματικότητας":"εγκληματικότητα",
"εγκληματικού":"εγκληματικός",
"εγκληματικών":"εγκληματικός",
"εγκληματιών":"εγκληματίας",
"εγκληματολογία":"εγκληματολογία",
"εγκληματολογίας":"εγκληματολογία",
"εγκληματολογικής":"εγκληματολογικός",
"εγκληματολογικών":"εγκληματολογικός",
"εγκληματολόγοι":"εγκληματολόγος",
"εγκληματος":"έγκλημα",
"εγκλήματος":"έγκλημα",
"εγκλήματος-αδελφοί":"εγκλήματος-αδελφοί",
"εγκληματούν":"εγκληματώ",
"εγκλημάτων":"έγκλημα",
"έγκληση":"έγκληση",
"έγκλησή":"έγκληση",
"εγκλιματίζονται":"εγκλιματίζω",
"εγκλιματιστεί":"εγκλιματίζω",
"εγκλωβίζει":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίζεσαι":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίζεται":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίζονται":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίζοντας":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίζουν":"εγκλωβίζω",
"εγκλώβισαν":"εγκλωβίζω",
"εγκλώβισε":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίσει":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμένα":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμένες":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμένη":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμένης":"εγκλωβισμένος",
"εγκλωβισμένο":"εγκλωβισμένος",
"εγκλωβισμένοι":"εγκλωβισμένος",
"εγκλωβισμένος":"εγκλωβισμένος",
"εγκλωβισμένους":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμένων":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβισμό":"εγκλωβισμός",
"εγκλωβισμού":"εγκλωβισμός",
"εγκλωβιστεί":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίστηκαν":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβίστηκε":"εγκλωβίζω",
"εγκλωβιστούν":"εγκλωβίζω",
"εγκολπώνεται":"εγκολπώνομαι",
"εγκολφόπουλο":"εγκολφόπουλο",
"εγκόσμια":"εγκόσμιος",
"εγκοσμίων":"εγκόσμια",
"εγκράτεια":"εγκράτεια",
"εγκρατείς":"εγκρατής",
"εγκρατής":"εγκρατής",
"εγκριθεί":"εγκρίνω",
"εγκριθέντα":"εγκριθείς",
"εγκριθέντος":"εγκριθείς",
"εγκρίθηκαν":"εγκρίνω",
"εγκρίθηκε":"εγκρίνω",
"εγκριθούν":"εγκρίνω",
"εγκρίναμε":"εγκρίνω",
"εγκρίνει":"εγκρίνω",
"εγκρίνεται":"εγκρίνω",
"εγκρίνονται":"εγκρίνω",
"εγκρίνοντας":"εγκρίνω",
"εγκρινόταν":"εγκρίνω",
"εγκρίνουμε":"εγκρίνω",
"εγκρίνουν":"εγκρίνω",
"εγκρίσεις":"έγκριση",
"έγκριση":"έγκριση",
"έγκρισή":"έγκριση",
"έγκρισης":"έγκριση",
"έγκριτα":"έγκριτος",
"έγκριτη":"έγκριτος",
"έγκριτης":"έγκριτος",
"έγκριτο":"έγκριτος",
"έγκριτον":"έγκριτος",
"εγκρίτου":"έγκριτος",
"έγκριτους":"έγκριτος",
"έγκριτων":"έγκριτος",
"έγκυες":"έγκυος",
"εγκυκλιο":"εγκύκλιος",
"εγκύκλιο":"εγκύκλιος",
"εγκύκλιό":"εγκύκλιος",
"εγκύκλιος":"εγκύκλιος",
"εγκυκλίου":"εγκύκλιος",
"εγκυκλίους":"εγκύκλιος",
"εγκυκλοπαίδεια":"εγκυκλοπαίδεια",
"εγκυκλοπαίδειας":"εγκυκλοπαίδεια",
"εγκυκλοπαίδειες":"εγκυκλοπαίδεια",
"εγκυκλοπαιδικές":"εγκυκλοπαιδικός",
"εγκυμονεί":"εγκυμονώ",
"εγκυμονούν":"εγκυμονώ",
"εγκυμονούσα":"εγκυμονώ",
"εγκυμονούσες":"εγκυμονώ",
"εγκυμονούσης":"εγκυμονών",
"εγκυμοσυνη":"εγκυμοσύνη",
"εγκυμοσύνη":"εγκυμοσύνη",
"εγκυμοσύνης":"εγκυμοσύνη",
"έγκυο":"έγκυος",
"έγκυοι":"έγκυος",
"έγκυος":"έγκυος",
"εγκύου":"έγκυος",
"εγκύους":"έγκυος",
"έγκυρα":"έγκυρος",
"έγκυρες":"έγκυρος",
"έγκυρη":"έγκυρος",
"έγκυρης":"έγκυρος",
"έγκυρο":"έγκυρος",
"έγκυροι":"έγκυρος",
"έγκυρος":"έγκυρος",
"εγκυρότατες":"έγκυρος",
"εγκυρότερα":"έγκυρος",
"εγκυρότερο":"έγκυρος",
"εγκυρότητα":"εγκυρότητα",
"εγκυρότητας":"εγκυρότητα",
"εγκυρότητος":"εγκυρότητα",
"έγκυρου":"έγκυρος",
"εγκύρους":"έγκυρος",
"έγκυρους":"έγκυρος",
"εγκύρων":"έγκυρος",
"έγκυρων":"έγκυρος",
"εγκύων":"έγκυα",
"εγκώμια":"εγκώμιο",
"εγκωμίαζε":"εγκωμιάζω",
"εγκωμίασε":"εγκωμιάζω",
"εγκωμιαστικα":"εγκωμιαστικά",
"εγκωμιαστικά":"εγκωμιαστικός",
"εγκωμιαστικοί":"εγκωμιαστικός",
"εγκώμιο":"εγκώμιο",
"εγκωμιτη":"εγκομήτης",
"εγκωμίτη":"εγκομήτης",
"εγκωμίτης":"εγκομήτης",
"εγκωμίων":"εγκώμιο",
"έγλειψε":"γλείφω",
"εγνατια":"εγνατία",
"εγνατία":"εγνατία",
"εγνατίας":"εγνατία",
"έγνοια":"έγνοια",
"έγνοιες":"έγνοια",
"εγνώριζε":"εγνώριζε",
"εγνωρίζοντο":"εγνωρίζοντο",
"εγνώρισε":"εγνώρισε",
"εγνωσμένου":"εγνωσμένος",
"εγνωσμένων":"εγνωσμένος",
"εγο":"εγο",
"έγραφα":"γράφω",
"έγραφαν":"γράφω",
"έγραφε":"γράφω",
"έγραφεν":"έγραφεν",
"εγράφη":"γράφω",
"εγράφησαν":"γράφω",
"έγραψα":"γράφω",
"έγραψαν":"γράφω",
"εγράψαν":"εγράβω",
"εγραψε":"γράφω",
"έγραψε":"γράφω",
"έγραψες":"γράφω",
"εγρήγορση":"εγρήγορση",
"εγρήγορσης":"εγρήγορση",
"εγς":"εγς",
"εγχάρακτη":"εγχάρακτος",
"εγχείρημα":"εγχείρημα",
"εγχείρημά":"εγχείρημα",
"εγχειρήματα":"εγχείρημα",
"εγχειρήματά":"εγχείρημα",
"εγχειρήματος":"εγχείρημα",
"εγχειρήματός":"εγχείρημα",
"εγχειρημάτων":"εγχείρημα",
"εγχειρήσεις":"εγχείρηση",
"εγχείρηση":"εγχείρηση",
"εγχειρήσιμο":"εγχειρήσιμος",
"εγχειρήσουν":"εγχειρίζω",
"εγχειρίδια":"εγχειρίδιο",
"εγχειρίδιο":"εγχειρίδιο",
"εγχειρίδιό":"εγχειρίδιο",
"εγχειριδίου":"εγχειρίδιο",
"εγχειριδίων":"εγχειρίδιο",
"εγχείριση":"εγχείριση",
"εγχειρισθεί":"εγχειρίζω",
"εγχειρισμένη":"εγχειρισμένος",
"εγχειριστεί":"εγχειρίζω",
"εγχειρίστηκε":"εγχειρίζω",
"έγχορδα":"έγχορδος",
"εγχόρδων":"έγχορδος",
"έγχρωμα":"έγχρωμος",
"έγχρωμες":"έγχρωμος",
"έγχρωμη":"έγχρωμος",
"έγχρωμης":"έγχρωμος",
"έγχρωμο":"έγχρωμος",
"έγχρωμοι":"έγχρωμος",
"έγχρωμου":"έγχρωμος",
"έγχρωμους":"έγχρωμος",
"έγχρωμων":"έγχρωμος",
"έγχυση":"έγχυση",
"έγχυσης":"έγχυση",
"εγχύσουν":"εγχύσουν",
"εγχώρια":"εγχώριος",
"εγχώριας":"εγχώριος",
"εγχώριες":"εγχώριος",
"εγχώριο":"εγχώριος",
"εγχώριοι":"εγχώριος",
"εγχώριος":"εγχώριος",
"εγχώριου":"εγχώριος",
"εγχώριους":"εγχώριος",
"εγχωρίων":"εγχώριος",
"εγχώριων":"εγχώριος",
"εγω":"εγώ",
"εγώ":"εγώ",
"εγώ'":"εγώ'",
"εγωισμό":"εγωισμός",
"εγωισμοί":"εγωισμός",
"εγωισμός":"εγωισμός",
"εγωισμού":"εγωισμός",
"εγωισμούς":"εγωισμός",
"εγωιστές":"εγωιστής",
"εγωιστικά":"εγωιστικά",
"εγωιστική":"εγωιστικός",
"εγωιστικό":"εγωιστικός",
"εγωιστικών":"εγωιστικός",
"εγωκεντρικά":"εγωκεντρικός",
"εγωκεντρισμό":"εγωκεντρισμός",
"εγωκεντρισμός":"εγωκεντρισμός",
"εγωπάθειας":"εγωπάθεια",
"εδ":"εδ",
"εδα":"εδα",
"εδάφη":"έδαφος",
"εδάφια":"εδάφιο",
"εδαφικά":"εδαφικός",
"εδαφικές":"εδαφικός",
"εδαφική":"εδαφικός",
"εδαφικής":"εδαφικός",
"εδαφικό":"εδαφικός",
"εδαφικού":"εδαφικός",
"εδάφιο":"εδάφιο",
"εδαφοκάλυψης":"εδαφοκάλυψης",
"εδαφολογική":"εδαφολογικός",
"εδαφολόγο":"εδαφολόγος",
"εδαφος":"έδαφος",
"εδάφος":"εδάφος",
"έδαφος":"έδαφος",
"έδαφός":"έδαφος",
"εδάφους":"έδαφος",
"εδαφών":"έδαφος",
"εδέησε":"δέομαι",
"έδειξα":"δείχνω",
"έδειξαν":"δείχνω",
"εδειξε":"δείχνω",
"έδειξε":"δείχνω",
"έδειξες":"δείχνω",
"έδειραν":"δέρνω",
"έδειρε":"δέρνω",
"έδειχνα":"δείχνω",
"έδειχναν":"δείχνω",
"έδειχνε":"δείχνω",
"εδεμ":"εδέμ",
"εδέμ":"εδέμ",
"έδερνε":"δέρνω",
"εδες":"εδες",
"έδεσαν":"δένω",
"έδεσε":"δένω",
"έδεσμα":"έδεσμα",
"εδέσματα":"έδεσμα",
"εδεσματολόγιό":"εδεσματολόγιο",
"εδεσμάτων":"έδεσμα",
"έδεσσα":"έδεσσα",
"εδεσσαϊκός":"εδεσσαϊκός",
"εδεσσαϊκού":"εδεσσαϊκός",
"εδεσσας":"έδεσσα",
"έδεσσας":"έδεσσα",
"εδέχθη":"δέχομαι",
"εδήλωσε":"εδήλωσε",
"εδημοσιεύθη":"εδημοσιεύθη",
"εδικά":"εδικά",
"εδικαιούτο":"δικαιούμαι",
"εδιμβούργο":"εδιμβούργο",
"εδιμβούργου":"εδιμβούργο",
"έδινα":"δίνω",
"έδιναν":"δίνω",
"έδινε":"δίνω",
"έδινες":"δίνω",
"έδιωξαν":"διώκω",
"έδιωξε":"διώχνω",
"έδιωχναν":"διώχνω",
"έδιωχνε":"διώχνω",
"εδοεαπ":"εδοεαπ",
"εδόθη":"δίνω",
"εδόθησαν":"δίνω",
"εδουάρδου":"εδουάρδος",
"έδρα":"έδρα",
"εδράζεται":"εδράζω",
"εδράζονται":"εδράζω",
"εδράζουν":"εδράζω",
"εδραιωθεί":"εδραιώνω",
"εδραιώθηκαν":"εδραιώνω",
"εδραιώθηκε":"εδραιώνω",
"εδραιωθούν":"εδραιώνω",
"εδραιώνει":"εδραιώνω",
"εδραιώνεται":"εδραιώνω",
"εδραιώνουν":"εδραιώνω",
"εδραίωσαν":"εδραιώνω",
"εδραίωσε":"εδραιώνω",
"εδραιώσει":"εδραιώνω",
"εδραιώσετε":"εδραιώνω",
"εδραίωση":"εδραίωση",
"εδραίωσης":"εδραίωση",
"εδραιώσουμε":"εδραιώνω",
"έδρανα":"έδρανο",
"έδρανά":"έδρανο",
"έδρανο":"έδρανο",
"έδρανό":"έδρανο",
"εδρας":"έδρα",
"έδρας":"έδρα",
"έδρασα":"δρω",
"έδρασαν":"δρω",
"έδρασε":"δρω",
"εδραση":"εδραση",
"έδρες":"έδρα",
"εδρεύει":"εδρεύω",
"εδρεύον":"εδρεύων",
"εδρεύουν":"εδρεύω",
"εδρεύουσα":"εδρεύων",
"εδρών":"έδρα",
"εδω":"εδω",
"εδώ":"εδώ",
"έδωκεν":"έδωκεν",
"εδώλια":"εδώλιο",
"εδωλιο":"εδώλιο",
"εδώλιο":"εδώλιο",
"εδωλίων":"εδώλιο",
"εδωρίσθησαν":"εδωρίσθησαν",
"έδωσα":"δίνω",
"εδωσαν":"δίνω",
"έδωσαν":"δίνω",
"εδωσε":"δίνω",
"έδωσε":"δίνω",
"έδωσες":"δίνω",
"εε":"εε",
"εε.":"εε.",
"εεε":"εεε",
"εεοδακ":"εεοδακ",
"εες":"εες",
"εετ":"εετ",
"εεττ":"εεττ",
"έζερ":"έζερ",
"εζήλωσε":"ζηλώ",
"έζησα":"ζω",
"έζησαν":"ζω",
"έζησε":"ζω",
"έζησες":"ζω",
"έζωσαν":"ζώνω",
"έζωσε":"ζώνω",
"έθαψα":"θάβω",
"έθαψαν":"θάβω",
"εθεάθη":"θεώμαι",
"εθεάθησαν":"θεώμαι",
"έθελ":"έθελ",
"εθελοντές":"εθελοντής",
"εθελοντής":"εθελοντής",
"εθελοντικά":"εθελοντικά",
"εθελοντικές":"εθελοντικός",
"εθελοντική":"εθελοντικός",
"εθελοντικής":"εθελοντικός",
"εθελοντικό":"εθελοντικός",
"εθελοντικών":"εθελοντικός",
"εθελοντισμό":"εθελοντισμός",
"εθελοντισμός":"εθελοντισμός",
"εθελοντισμού":"εθελοντισμός",
"εθελόντρια":"εθελόντρια",
"εθελόντριες":"εθελόντρια",
"εθελοντριών":"εθελόντρια",
"εθελοντών":"εθελοντής",
"εθελοτυφλεί":"εθελοτυφλώ",
"εθελοτυφλία":"εθελοτυφλία",
"εθελοτυφλούν":"εθελοτυφλώ",
"εθελουσία":"εθελούσιος",
"εθελούσια":"εθελούσιος",
"εθελουσίας":"εθελούσιος",
"εθελούσιου":"εθελούσιος",
"έθεσα":"θέτω",
"έθεσαν":"θέτω",
"έθεσε":"θέτω",
"έθεσες":"θέτω",
"έθεταν":"θέτω",
"έθετε":"θέτω",
"εθεωρείτο":"θεωρώ",
"εθεωρούντο":"εθεωρούντο",
"έθιγε":"θίγω",
"εθίγη":"θίγω",
"εθίζει":"εθίζω",
"εθίζονται":"εθίζω",
"έθιμα":"έθιμο",
"έθιμά":"έθιμο",
"εθιμικά":"εθιμικά",
"εθιμική":"εθιμικός",
"εθιμικό":"εθιμικός",
"εθιμο":"έθιμο",
"έθιμο":"έθιμο",
"εθιμοτυπία":"εθιμοτυπία",
"εθιμοτυπική":"εθιμοτυπικός",
"εθιμοτυπικό":"εθιμοτυπικός",
"εθιμοτυπικού":"εθιμοτυπικός",
"εθίμων":"έθιμο",
"έθιξα":"θίγω",
"έθιξαν":"θίγω",
"έθιξε":"θίγω",
"εθίσει":"εθίζω",
"εθισμένοι":"εθισμένος",
"εθισμένος":"εθισμένος",
"εθισμό":"εθισμός",
"εθισμός":"εθισμός",
"εθισμού":"εθισμός",
"εθιστικό":"εθιστικός",
"εθν":"εθν",
"εθν.":"εθν.",
"εθνάρχη":"εθνάρχης",
"εθνεγερσία":"εθνεγερσία",
"έθνη":"έθνος",
"έθνικ":"έθνικ",
"εθνικά":"εθνικός",
"εθνικές":"εθνικός",
"εθνικη":"εθνικός",
"εθνική":"εθνικός",
"εθνικης":"εθνικός",
"εθνικής":"εθνικός",
"εθνικισμό":"εθνικισμός",
"εθνικισμοί":"εθνικισμός",
"εθνικισμόν":"εθνικισμός",
"εθνικισμός":"εθνικισμός",
"εθνικισμού":"εθνικισμός",
"εθνικισμούς":"εθνικισμός",
"εθνικιστές":"εθνικιστής",
"εθνικιστή":"εθνικιστής",
"εθνικιστής":"εθνικιστής",
"εθνικιστικά":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικές":"εθνικιστικός",
"εθνικιστική":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικής":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικό":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικοί":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικού":"εθνικιστικός",
"εθνικιστικών":"εθνικιστικός",
"εθνικιστών":"εθνικιστής",
"εθνικο":"εθνικός",
"εθνικό":"εθνικός",
"εθνικοαπελευθερωτικό":"εθνικοαπελευθερωτικός",
"εθνικοαπελευθερωτικού":"εθνικοαπελευθερωτικός",
"εθνικοαπελευθερωτικών":"εθνικοαπελευθερωτικός",
"εθνικοί":"εθνικός",
"εθνικοκοινωνικό":"εθνικοκοινωνικό",
"εθνικό-πατερναλιστικό":"εθνικό-πατερναλιστικό",
"εθνικος":"εθνικός",
"εθνικός":"εθνικός",
"'εθνικός":"'εθνικός",
"εθνικός5051310-46":"εθνικός5051310-46",
"εθνικοσοσιαλισμό":"εθνικοσοσιαλισμός",
"εθνικότητα":"εθνικότητα",
"εθνικότητας":"εθνικότητα",
"εθνικότητες":"εθνικότητα",
"εθνικοτήτων":"εθνικότητα",
"εθνικοτοπικοί":"εθνικοτοπικοί",
"εθνικοτοπικού":"εθνικοτοπικού",
"εθνικοτοπικών":"εθνικοτοπικών",
"εθνικού":"εθνικός",
"εθνικούς":"εθνικός",
"εθνικόφρονες":"εθνικόφρων",
"εθνικόφρονος":"εθνικόφρων",
"εθνικοφροσύνης":"εθνικοφροσύνη",
"εθνικών":"εθνικός",
"εθνικώς":"εθνικά",
"εθνοcash":"εθνοcash",
"εθνοκάθαρση":"εθνοκάθαρση",
"εθνοκάθαρσης":"εθνοκάθαρση",
"εθνοκρατικής":"εθνοκρατικός",
"εθνολογία":"εθνολογία",
"εθνολογικής":"εθνολογικός",
"εθνολογικο":"εθνολογικός",
"εθνολογικού":"εθνολογικός",
"εθνολόγοι":"εθνολόγος",
"εθνοπολιτισμικές":"εθνοπολιτισμικός",
"'εθνο-πολιτισμική":"'εθνο-πολιτισμική",
"εθνοπολιτισμική":"εθνοπολιτισμικός",
"εθνοπολιτισμικής":"εθνοπολιτισμικός",
"εθνοπολιτισμικός":"εθνοπολιτισμικός",
"εθνοπολιτισμικών":"εθνοπολιτισμικός",
"εθνοπολιτιστικών":"εθνοπολιτιστικός",
"εθνος":"έθνος",
"έθνος":"έθνος",
"εθνοσυνέλευση":"εθνοσυνέλευση",
"εθνοσυνέλευσης":"εθνοσυνέλευση",
"εθνοσωτήρες":"εθνοσωτήρας",
"εθνοσωτήριας":"εθνοσωτήριος",
"εθνότητα":"εθνότητα",
"εθνότητες":"εθνότητα",
"εθνοτήτων":"εθνότητα",
"εθνοτικές":"εθνοτικές",
"εθνοτική":"εθνοτική",
"εθνοτικής":"εθνοτικής",
"εθνοτικών":"εθνοτικών",
"έθνους":"έθνος",
"έθνους-κράτους":"έθνους-κράτους",
"εθνοφρουρούς":"εθνοφρουρός",
"εθνοφυλακής":"εθνοφυλακή",
"εθνοφυλετικές":"εθνοφυλετικός",
"εθνών":"έθνος",
"έθος":"έθος",
"έθρεψαν":"τρέφω",
"ει":"ει",
"εϊ":"εϊ",
"έι":"έι",
"έιβερι":"έιβερι",
"είδα":"βλέπω",
"ειδάλλως":"ειδάλλως",
"είδαμε":"βλέπω",
"είδαν":"βλέπω",
"είδατε":"βλέπω",
"είδε":"βλέπω",
"είδει":"είδει",
"είδες":"βλέπω",
"ειδεχθείς":"ειδεχθής",
"ειδεχθή":"ειδεχθής",
"ειδεχθής":"ειδεχθής",
"ειδεχθούς":"ειδεχθής",
"είδη":"είδος",
"ειδήμονα":"ειδήμων",
"ειδήμονες":"ειδήμων",
"ειδημόνων":"ειδήμων",
"ειδησεις":"είδηση",
"ειδήσεις":"είδηση",
"ειδησεογραφία":"ειδησεογραφία",
"ειδησεογραφίας":"ειδησεογραφία",
"ειδησεογραφικά":"ειδησεογραφικός",
"ειδησεογραφική":"ειδησεογραφικός",
"ειδησεογραφικό":"ειδησεογραφικός",
"ειδησεογραφικού":"ειδησεογραφικός",
"ειδησεογραφικούς":"ειδησεογραφικός",
"ειδησεογραφικών":"ειδησεογραφικός",
"ειδήσεων":"είδηση",
"ειδήσεών":"είδηση",
"είδηση":"είδηση",
"είδησης":"είδηση",
"ειδησούλες":"ειδησούλα",
"ειδικά":"ειδικά",
"ειδικά":"ειδικός",
"ειδικες":"ειδικός",
"ειδικές":"ειδικός",
"ειδικεύεται":"ειδικεύω",
"ειδικευμένα":"ειδικεύω",
"ειδικευμένες":"ειδικεύω",
"ειδικευμένη":"ειδικεύω",
"ειδικευμένο":"ειδικευμένος",
"ειδικευμένοι":"ειδικεύω",
"ειδικευμένος":"ειδικεύω",
"ειδικευμένου":"ειδικεύω",
"ειδικευμένους":"ειδικευμένος",
"ειδικευμένων":"ειδικευμένος",
"ειδικευόμενο":"ειδικευόμενος",
"ειδικευόμενοι":"ειδικευόμενος",
"ειδικευόμενους":"ειδικευόμενος",
"ειδικευομένων":"ειδικευόμενος",
"ειδικεύονται":"ειδικεύω",
"ειδικευόταν":"ειδικεύω",
"ειδίκευση":"ειδίκευση",
"ειδίκευσης":"ειδίκευση",
"ειδικευτεί":"ειδικεύω",
"ειδικεύτηκε":"ειδικεύω",
"ειδική":"ειδικός",
"ειδικής":"ειδικός",
"ειδικό":"ειδικός",
"ειδικοί":"ειδικός",
"ειδικος":"ειδικός",
"ειδικός":"ειδικός",
"ειδικότερα":"ειδικά",
"ειδικότερα":"ειδικός",
"ειδικότερες":"ειδικός",
"ειδικότερη":"ειδικός",
"ειδικότερο":"ειδικός",
"ειδικότεροι":"ειδικός",
"ειδικότερους":"ειδικός",
"ειδικοτέρων":"ειδικός",
"ειδικότητα":"ειδικότητα",
"ειδικότητά":"ειδικότητα",
"ειδικότητας":"ειδικότητα",
"ειδικότητες":"ειδικότητα",
"ειδικοτήτων":"ειδικότητα",
"ειδικού":"ειδικός",
"ειδικούς":"ειδικός",
"ειδικων":"ειδικός",
"ειδικών":"ειδικός",
"ειδικώς":"ειδικά",
"ειδικώτερον":"ειδικώτερον",
"είδομεν":"είδομεν",
"ειδοποιεί":"ειδοποιώ",
"ειδοποιείται":"ειδοποιώ",
"ειδοποιηθεί":"ειδοποιώ",
"ειδοποιήθηκαν":"ειδοποιώ",
"ειδοποιήθηκε":"ειδοποιώ",
"ειδοποιηθούν":"ειδοποιώ",
"ειδοποιημένοι":"ειδοποιημένος",
"ειδοποίησαν":"ειδοποιώ",
"ειδοποίησε":"ειδοποιώ",
"ειδοποιήσει":"ειδοποιώ",
"ειδοποιήσετε":"ειδοποιώ",
"ειδοποίηση":"ειδοποίηση",
"ειδοποίησή":"ειδοποίηση",
"ειδοποίησης":"ειδοποίηση",
"ειδοποιήσουν":"ειδοποιώ",
"ειδοποιήσω":"ειδοποιώ",
"ειδοποιητήριο":"ειδοποιητήριο",
"ειδοποιός":"ειδοποιός",
"ειδοποιούν":"ειδοποιώ",
"ειδοποιούσαν":"ειδοποιώ",
"είδος":"είδος",
"είδους":"είδος",
"ειδύλλια":"ειδύλλιο",
"ειδυλλιακά":"ειδυλλιακός",
"ειδυλλιακές":"ειδυλλιακός",
"ειδυλλιακή":"ειδυλλιακός",
"ειδυλλιακό":"ειδυλλιακός",
"ειδύλλιο":"ειδύλλιο",
"ειδωθεί":"βλέπω",
"ειδωλα":"είδωλο",
"είδωλα":"είδωλο",
"ειδώλια":"ειδώλιο",
"ειδώλιο":"ειδώλιο",
"ειδωλίων":"ειδώλιο",
"είδωλο":"είδωλο",
"είδωλό":"είδωλο",
"ειδωλολατρεία":"ειδωλολατρία",
"ειδωλολατρία":"ειδωλολατρία",
"ειδωλολατρίας":"ειδωλολατρία",
"ειδωλολατρικό":"ειδωλολατρικός",
"ειδωλολατρών":"ειδωλολάτρης",
"ειδώλου":"είδωλο",
"ειδώλων":"είδωλο",
"ειδωμένο":"ιδωμένος",
"ειδών":"είδος",
"είθε":"είθε",
"είθισται":"είθισται",
"εικάζει":"εικάζω",
"εικάζεται":"εικάζω",
"εικάζουμε":"εικάζω",
"εικάζουν":"εικάζω",
"εικασία":"εικασία",
"εικασίες":"εικασία",
"εικασιών":"εικασία",
"εικαστικα":"εικαστικά",
"εικαστικά":"εικαστικά",
"εικαστικά-διάφορα":"εικαστικά-διάφορα",
"εικαστικές":"εικαστικός",
"εικαστικη":"εικαστικός",
"εικαστική":"εικαστικός",
"εικαστικής":"εικαστικός",
"εικαστικό":"εικαστικός",
"εικαστικός":"εικαστικός",
"εικαστικού":"εικαστικός",
"εικαστικούς":"εικαστικός",
"εικαστικών":"εικαστικός",
"εικονα":"εικόνα",
"εικόνα":"εικόνα",
"εικονας":"εικόνα",
"εικόνας":"εικόνα",
"εικόνες":"εικόνα",
"εικόνες-ντοκουμέντα":"εικόνες-ντοκουμέντα",
"εικονίδια":"εικονίδιο",
"εικονίδιο":"εικονίδιο",
"εικονίζει":"εικονίζω",
"εικονίζεται":"εικονίζω",
"εικονιζόμενη":"εικονιζόμενος",
"εικονιζόμενο":"εικονιζόμενος",
"εικονιζόμενος":"εικονιζόμενος",
"εικονίζονται":"εικονίζω",
"εικονικά":"εικονικά",
"εικονικά":"εικονικός",
"εικονικές":"εικονικός",
"εικονική":"εικονικός",
"εικονικής":"εικονικός",
"εικονικό":"εικονικός",
"εικονικός":"εικονικός",
"εικονικού":"εικονικός",
"εικονικών":"εικονικός",
"εικόνισμα":"εικόνισμα",
"εικονίσματα":"εικόνισμα",
"εικονίτσα":"εικονίτσα",
"εικονογράμματα":"εικονογράμματα",
"εικονογραφεί":"εικονογραφώ",
"εικονογραφείται":"εικονογραφώ",
"εικονογραφημένα":"εικονογραφημένος",
"εικονογραφημένο":"εικονογραφημένος",
"εικονογραφημένου":"εικονογραφημένος",
"εικονογράφησε":"εικονογραφώ",
"εικονογραφήσει":"εικονογραφώ",
"εικονογραφήσεις":"εικονογράφηση",
"εικονογράφηση":"εικονογράφηση",
"εικονογράφησης":"εικονογράφηση",
"εικονογραφία":"εικονογραφία",
"εικονογραφικό":"εικονογραφικός",
"εικονογραφικού":"εικονογραφικός",
"εικονογράφος":"εικονογράφος",
"εικονογράφου":"εικονογράφος",
"εικονογράφους":"εικονογράφος",
"εικονοκλαστών":"εικονοκλάστης",
"εικονομαχίας":"εικονομαχία",
"εικονοπλαστών":"εικονοπλαστών",
"εικόνος":"εικών",
"εικονοστάσι":"εικονοστάσι",
"εικονοστάσια":"εικονοστάσι",
"εικόνων":"εικόνα",
"εικοσάδα":"εικοσάδα",
"εικοσαετή":"εικοσαετής",
"εικοσαετία":"εικοσαετία",
"εικοσαετίας":"εικοσαετία",
"εικοσαήμερο":"εικοσαήμερος",
"εικοσαημέρου":"εικοσαήμερο",
"εικοσάλεπτη":"εικοσάλεπτος",
"εικοσάλεπτο":"εικοσάλεπτος",
"εικοσάρες":"εικοσάρα",
"εικοσαριά":"εικοσαριά",
"εικοσάχρονη":"εικοσάχρονος",
"εικοσάχρονης":"εικοσάχρονος",
"εικοσάχρονος":"εικοσάχρονος",
"εικοσι":"είκοσι",
"είκοσι":"είκοσι",
"εικοσιέξι":"εικοσιέξι",
"εικοσιπενταετία":"εικοσιπενταετία",
"εικοσιπεντάχρονη":"εικοσιπεντάχρονος",
"εικοσιπέντε":"εικοσιπέντε",
"εικοσιτεσσερα":"εικοσιτέσσερα",
"εικοσιτέσσερις":"εικοσιτέσσερις",
"εικοσιτετράωρα":"εικοσιτετράωρος",
"εικοσιτετράωρη":"εικοσιτετράωρος",
"εικοσιτετράωρης":"εικοσιτετράωρος",
"εικοσιτετράωρο":"εικοσιτετράωρος",
"εικοσιτετραώρων":"εικοσιτετράωρος",
"εικοστό":"εικοστός",
"εικοστός":"εικοστός",
"εικοστού":"εικοστός",
"εικοτολογίες":"εικοτολογία",
"ειλημμένες":"λαμβάνω",
"ειλημμένη":"ειλημμένος",
"ειλικρινά":"ειλικρινά",
"ειλικρίνεια":"ειλικρίνεια",
"ειλικρίνειας":"ειλικρίνεια",
"ειλικρινείς":"ειλικρινής",
"ειλικρινές":"ειλικρινής",
"ειλικρινή":"ειλικρινής",
"ειλικρινής":"ειλικρινής",
"ειλικρινούς":"ειλικρινής",
"ειλικρινών":"ειλικρινής",
"ειλικρινώς":"ειλικρινά",
"ειμαι":"είμαι",
"είμαι":"είμαι",
"είμαστε":"είμαι",
"είμεθα":"είμεθα",
"ειμί":"ειμί",
"έιμι":"έιμι",
"έιμος":"έιμος",
"έιμπραμς":"έιμπραμς",
"είν'":"είν''",
"είνα":"είνα",
"ειναι":"είμαι",
"είναι":"είμαι",
"είναί":"είμαι",
"είνάι":"είμαι",
"εϊνίκις":"εϊνίκις",
"έϊνσλι":"έϊνσλι",
"εϊντελί":"εϊντελί",
"έιντι":"έιντι",
"ειο":"ειο",
"είπα":"λέγω",
"είπαμε":"λέγω",
"ειπαν":"λέγω",
"είπαν":"λέγω",
"είπανε":"λέγω",
"είπατε":"λέγω",
"είπε":"λέγω",
"ειπείν":"ειπείν",
"είπες":"λέγω",
"ειπωθεί":"λέγω",
"ειπώθηκαν":"λέγω",
"ειπώθηκε":"λέγω",
"ειπωθούν":"λέγω",
"ειπών":"ειπών",
"έιρ":"έιρ",
"ειρήνευση":"ειρήνευση",
"ειρήνευσης":"ειρήνευση",
"ειρηνευτικές":"ειρηνευτικός",
"ειρηνευτική":"ειρηνευτικός",
"ειρηνευτικής":"ειρηνευτικός",
"ειρηνευτικό":"ειρηνευτικός",
"ειρηνευτικών":"ειρηνευτικός",
"ειρήνη":"ειρήνη",
"ειρηνηκαραδαγλη":"ειρηνηκαραδαγλη",
"ειρηνης":"ειρήνη",
"ειρήνης":"ειρήνη",
"ειρηνικά":"ειρηνικά",
"ειρηνικές":"ειρηνικός",
"ειρηνική":"ειρηνικός",
"ειρηνικής":"ειρηνικός",
"'ειρηνικό":"'ειρηνικό",
"ειρηνικό":"ειρηνικός",
"ειρηνικοί":"ειρηνικός",
"ειρηνικός":"ειρηνικός",
"ειρηνικού":"ειρηνικός",
"ειρηνικούς":"ειρηνικός",
"ειρηνικών":"ειρηνικός",
"ειρηνιστές":"ειρηνιστής",
"ειρηνιστής":"ειρηνιστής",
"ειρηνιστικά":"ειρηνιστικός",
"ειρηνιστική":"ειρηνιστικός",
"ειρηνιστικό":"ειρηνιστικός",
"ειρηνιστικού":"ειρηνιστικός",
"ειρηνιστών":"ειρηνιστής",
"ειρηνοδικείο":"ειρηνοδικείο",
"ειρηνοδικείων":"ειρηνοδικείο",
"ειρηνοδίκης":"ειρηνοδίκης",
"ειρηνοποιός":"ειρηνοποιός",
"ειρήσθω":"ειρήσθω",
"ειρμό":"ειρμός",
"ειρμος":"ειρμός",
"είρωνα":"είρωνας",
"ειρωνεία":"ειρωνεία",
"ειρωνείας":"ειρωνεία",
"ειρωνείες":"ειρωνεία",
"είρωνες":"είρωνας",
"ειρωνεύεστε":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνεύεται":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνευόμενος":"ειρωνευόμενος",
"ειρωνεύονται":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνεύονταν":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνευόταν":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνεύτηκε":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνευτούν":"ειρωνεύομαι",
"ειρωνικά":"ειρωνικά",
"ειρωνικά":"ειρωνικός",
"ειρωνικές":"ειρωνικός",
"ειρωνική":"ειρωνικός",
"ειρωνικό":"ειρωνικός",
"ειρωνικός":"ειρωνικός",
"εις":"εις",
"εισαγάγει":"εισάγω",
"εισαγάγουν":"εισάγω",
"εισάγαμε":"εισάγω",
"εισαγγελέα":"εισαγγελέας",
"εισαγγελέας":"εισαγγελέας",
"εισαγγελείς":"εισαγγελέας",
"εισαγγελεύς":"εισαγγελέας",
"εισαγγελέων":"εισαγγελέας",
"εισαγγελέως":"εισαγγελέας",
"εισαγγελία":"εισαγγελία",
"εισαγγελίας":"εισαγγελία",
"εισαγγελίες":"εισαγγελία",
"εισαγγελικές":"εισαγγελικός",
"εισαγγελική":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικής":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικο":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικό":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικός":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικού":"εισαγγελικός",
"εισαγγελικών":"εισαγγελικός",
"εισαγγελιών":"εισαγγελία",
"εισάγει":"εισάγω",
"εισάγεται":"εισάγω",
"εισάγετε":"εισάγω",
"εισαγόμενα":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενες":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενη":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενης":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενο":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενοι":"εισαγόμενος",
"εισαγόμενων":"εισαγόμενος",
"εισάγονται":"εισάγω",
"εισάγοντας":"εισάγω",
"εισάγουμε":"εισάγω",
"εισάγουν":"εισάγω",
"εισαγωγέα":"εισαγωγέας",
"εισαγωγέας":"εισαγωγέας",
"εισαγωγείς":"εισαγωγέας",
"εισαγωγές":"εισαγωγή",
"εισαγωγη":"εισαγωγή",
"εισαγωγή":"εισαγωγή",
"εισαγωγής":"εισαγωγή",
"εισαγωγικά":"εισαγωγικά",
"εισαγωγικές":"εισαγωγικός",
"εισαγωγική":"εισαγωγικός",
"εισαγωγικής":"εισαγωγικός",
"εισαγωγικό":"εισαγωγικός",
"εισαγωγικών":"εισαγωγικός",
"εισαγωγών":"εισαγωγή",
"είσαι":"είμαι",
"εισακούεστε":"εισακούω",
"εισακούεται":"εισακούω",
"εισακούονται":"εισακούω",
"εισακούσει":"εισακούω",
"εισακουσθεί":"εισακούω",
"εισακούσθηκαν":"εισακούω",
"εισακουστεί":"εισακούω",
"εισακούστηκαν":"εισακούω",
"εισακουστούμε":"εισακούω",
"εισακουστούν":"εισακούω",
"εισακτέων":"εισακτέος",
"είσαστε":"είμαι",
"εισαχθεί":"εισάγω",
"εισαχθέν":"εισαχθείς",
"εισαχθέντων":"εισαχθείς",
"εισαχθούν":"εισάγω",
"εισβάλει":"εισβάλλω",
"εισβάλετε":"εισβάλλω",
"εισβάλλει":"εισβάλλω",
"εισβάλλοντας":"εισβάλλω",
"εισβάλλουν":"εισβάλλω",
"εισβάλουν":"εισβάλλω",
"εισβολέα":"εισβολέας",
"εισβολέας":"εισβολέας",
"εισβολείς":"εισβολέας",
"εισβολές":"εισβολή",
"εισβολη":"εισβολή",
"εισβολή":"εισβολή",
"εισβολής":"εισβολή",
"εισβολών":"εισβολή",
"εισδύοντας":"εισδύω",
"εισδύουν":"εισδύω",
"εισδύσει":"εισδύω",
"εισέβαλαν":"εισβάλλω",
"εισέβαλε":"εισβάλλω",
"εισέβαλλαν":"εισβάλλω",
"εισέβαλλε":"εισβάλλω",
"εισελεύσονται":"εισελεύσονται",
"εισελθει":"εισέρχομαι",
"εισέλθει":"εισέρχομαι",
"εισέλθουν":"εισέρχομαι",
"εισέλθούν":"εισέρχομαι",
"εισέλθω":"εισέρχομαι",
"εισέπραξα":"εισπράττω",
"εισέπραξαν":"εισπράττω",
"εισέπραξε":"εισπράττω",
"εισέπρατταν":"εισπράττω",
"εισέπραττε":"εισπράττω",
"εισέρευσαν":"εισέρευσαν",
"εισέρχεται":"εισέρχομαι",
"εισερχόμαστε":"εισέρχομαι",
"εισερχόμενη":"εισερχόμενος",
"εισερχόμενο":"εισερχόμενος",
"εισερχόμενων":"εισερχόμενος",
"εισέρχονται":"εισέρχομαι",
"εισέρχονταν":"εισέρχομαι",
"εισερχόταν":"εισέρχομαι",
"εισέφερε":"εισφέρω",
"εισήγαγαν":"εισάγω",
"εισήγαγε":"εισάγω",
"εισηγείται":"εισηγούμαι",
"εισηγηθεί":"εισηγούμαι",
"εισηγήθηκαν":"εισηγούμαι",
"εισηγήθηκε":"εισηγούμαι",
"εισηγηθούν":"εισηγούμαι",
"εισηγηθώ":"εισηγούμαι",
"εισηγήσεις":"εισήγηση",
"εισηγήσεων":"εισήγηση",
"εισηγήσεως":"εισήγηση",
"εισήγηση":"εισήγηση",
"εισήγησή":"εισήγηση",
"εισήγησης":"εισήγηση",
"εισήγησής":"εισήγηση",
"εισηγητές":"εισηγητής",
"εισηγητή":"εισηγητής",
"εισηγητής":"εισηγητής",
"εισηγητική":"εισηγητικός",
"εισηγητού":"εισηγητής",
"εισηγήτρια":"εισηγήτρια",
"εισηγητών":"εισηγητής",
"εισηγμένες":"εισηγμένος",
"εισηγμένη":"εισηγμένος",
"εισηγμένης":"εισηγμένος",
"εισηγμένων":"εισηγμένος",
"εισηγούμαι":"εισηγούμαι",
"εισηγούμαστε":"εισηγούμαι",
"εισηγούμενη":"εισηγούμενος",
"εισηγούνται":"εισηγούμαι",
"εισήλθαν":"εισέρχομαι",
"εισήλθε":"εισέρχομαι",
"εισήχθη":"εισάγω",
"εισήχθησαν":"εισάγω",
"εισιτήρια":"εισιτήριο",
"εισιτήριά":"εισιτήριο",
"εισιτήριο":"εισιτήριο",
"εισιτήριό":"εισιτήριο",
"εισιτηρίου":"εισιτήριο",
"εισιτηρίων":"εισιτήριο",
"εισκομίζει":"εισκομίζω",
"εισκομιστούν":"εισκομίζω",
"εισόδημα":"εισόδημα",
"εισόδημά":"εισόδημα",
"εισοδήματα":"εισόδημα",
"εισοδήματά":"εισόδημα",
"εισοδηματίες":"εισοδηματίας",
"εισοδηματικά":"εισοδηματικός",
"εισοδηματικές":"εισοδηματικός",
"εισοδηματική":"εισοδηματικός",
"εισοδηματικής":"εισοδηματικός",
"εισοδηματικό":"εισοδηματικός",
"εισοδηματικών":"εισοδηματικός",
"εισοδηματος":"εισόδημα",
"εισοδήματος":"εισόδημα",
"εισοδήματός":"εισόδημα",
"εισοδημάτων":"εισόδημα",
"είσοδο":"είσοδος",
"είσοδό":"είσοδος",
"είσοδοι":"είσοδος",
"εισοδος":"είσοδος",
"είσοδος":"είσοδος",
"είσοδός":"είσοδος",
"εισόδου":"είσοδος",
"εισόδους":"είσοδος",
"εισόδους-εξόδους":"εισόδους-εξόδους",
"εισόδων":"είσοδος",
"εισπνεύσιμα":"εισπνεύσιμα",
"εισπνεύσιμων":"εισπνεύσιμων",
"εισπνοή":"εισπνοή",
"εισπρακτικά":"εισπρακτικός",
"εισπρακτική":"εισπρακτικός",
"εισπρακτικό":"εισπρακτικός",
"εισπρακτικός":"εισπρακτικός",
"εισπρακτικούς":"εισπρακτικός",
"εισπράκτορας":"εισπράκτορας",
"εισπράξει":"εισπράττω",
"εισπράξεις":"είσπραξη",
"εισπράξεων":"είσπραξη",
"είσπραξη":"είσπραξη",
"είσπραξή":"είσπραξη",
"είσπραξης":"είσπραξη",
"εισπράξουν":"εισπράττω",
"εισπράξω":"εισπράττω",
"εισπράτταμε":"εισπράττω",
"εισπράττει":"εισπράττω",
"εισπράττεται":"εισπράττω",
"εισπραττόμενα":"εισπραττόμενος",
"εισπράττονται":"εισπράττω",
"εισπράττοντας":"εισπράττω",
"εισπράττουμε":"εισπράττω",
"εισπράττουν":"εισπράττω",
"εισπράττω":"εισπράττω",
"εισπραχθεί":"εισπράττω",
"εισπράχθηκαν":"εισπράττω",
"εισπραχθούν":"εισπράττω",
"εισπράχτηκαν":"εισπράττω",
"εισρέοντα":"εισρέοντα",
"εισρέουν":"εισρέω",
"εισρεύσει":"εισρέω",
"εισροές":"εισροή",
"εισροή":"εισροή",
"εισροής":"εισροή",
"εισροών":"εισροή",
"είστε":"είμαι",
"εισφέρει":"εισφέρω",
"εισφορά":"εισφορά",
"εισφοράς":"εισφορά",
"εισφορές":"εισφορά",
"εισφοροδιαφυγή":"εισφοροδιαφυγή",
"εισφοροδιαφυγής":"εισφοροδιαφυγή",
"εισφορών":"εισφορά",
"εισχωρεί":"εισχωρώ",
"εισχωρήσει":"εισχωρώ",
"εισχώρηση":"εισχώρηση",
"εισχωρήσουν":"εισχωρώ",
"εισχωρούν":"εισχωρώ",
"είτε":"είτε",
"έιτζ":"έιτζ",
"έιτον":"έιτον",
"είχα":"έχω",
"ειχαμε":"έχω",
"είχαμε":"έχω",
"ειχαν":"έχω",
"είχαν":"έχω",
"είχανε":"έχω",
"είχατε":"έχω",
"είχε":"έχω",
"είχεν":"είχεν",
"είχες":"έχω",
"είχιν":"είχιν",
"ειωθότα":"ειωθός",
"εκ":"εκ",
"εκ.":"εκ.",
"εκα":"εκα",
"εκαβ":"εκαβ",
"εκαε":"εκαε",
"έκαιγαν":"καίω",
"έκαιγε":"καίω",
"εκακοποιήσαν":"εκακοποιήσαν",
"εκαλείτο":"εκαλείτο",
"εκάλη":"εκάλη",
"εκάλης":"εκάλη",
"εκαμ":"εκαμ",
"έκαμαν":"κάνω",
"έκαμε":"κάνω",
"εκαμιτών":"εκαμητός",
"έκαμνα":"έκαμνα",
"έκαμναν":"έκαμναν",
"έκαμψαν":"κάμπτω",
"έκαμψε":"κάμπτω",
"έκανα":"κάνω",
"εκαναν":"κάνω",
"έκαναν":"κάνω",
"έκανε":"κάνω",
"έκανες":"κάνω",
"εκασθ":"εκασθ",
"εκάστη":"έκαστος",
"έκαστη":"έκαστος",
"εκάστην":"έκαστος",
"έκαστο":"έκαστος",
"εκαστος":"έκαστος",
"έκαστος":"έκαστος",
"εκάστοτε":"εκάστοτε",
"εκάστου":"έκαστος",
"εκατ":"εκατ",
"εκατ.":"εκατ.",
"εκατέρωθεν":"εκατέρωθεν",
"εκατο":"εκατό",
"εκατό":"εκατό",
"εκατομ.":"εκατομ.",
"εκατόμβες":"εκατόμβη",
"εκατομμύρια":"εκατομμύριο",
"εκατομμύριο":"εκατομμύριο",
"εκατομμυριοστό":"εκατομμυριοστός",
"εκατομμυρίου":"εκατομμύριο",
"εκατομμυριούχοι":"εκατομμυριούχος",
"εκατομμυριούχος":"εκατομμυριούχος",
"εκατομμυρίων":"εκατομμύριο",
"εκατόν":"εκατό",
"εκατονταδες":"εκατοντάδα",
"εκατοντάδες":"εκατοντάδα",
"εκατοντάδων":"εκατοντάδα",
"εκατονταετίες":"εκατονταετία",
"εκατονταετιών":"εκατονταετία",
"εκατοστά":"εκατοστός",
"εκατοστή":"εκατοστή",
"εκατοστιαία":"εκατοστιαίος",
"εκατοστιαίες":"εκατοστιαίος",
"εκατοστίσει":"εκατοστίζω",
"εκατοστό":"εκατοστός",
"εκατοστού":"εκατοστός",
"εκατοστών":"εκατοστή",
"έκατσε":"κάθομαι",
"εκαυχάτο":"εκαυχάτο",
"έκαψαν":"καίω",
"έκαψε":"καίω",
"έκαψες":"καίω",
"εκβάθυνση":"εκβάθυνση",
"εκβάλλει":"εκβάλλω",
"εκβάλλουν":"εκβάλλω",
"έκβαση":"έκβαση",
"έκβασή":"έκβαση",
"έκβασης":"έκβαση",
"εκβίαζε":"εκβιάζω",
"εκβιάζει":"εκβιάζω",
"εκβιάζεται":"εκβιάζω",
"εκβιαζόμενοι":"εκβιαζόμενος",
"εκβιάζονται":"εκβιάζω",
"εκβιάζοντας":"εκβιάζω",
"εκβιάζουν":"εκβιάζω",
"εκβίασαν":"εκβιάζω",
"εκβίασε":"εκβιάζω",
"εκβιάσει":"εκβιάζω",
"εκβίαση":"εκβίαση",
"εκβίασης":"εκβίαση",
"εκβιασμό":"εκβιασμός",
"εκβιασμοί":"εκβιασμός",
"εκβιασμός":"εκβιασμός",
"εκβιασμού":"εκβιασμός",
"εκβιασμούς":"εκβιασμός",
"εκβιασμών":"εκβιασμός",
"εκβιάσουν":"εκβιάζω",
"εκβιαστές":"εκβιαστής",
"εκβιαστή":"εκβιαστής",
"εκβιάστηκαν":"εκβιάζω",
"εκβιαστής":"εκβιαστής",
"εκβιαστικά":"εκβιαστικά",
"εκβιαστική":"εκβιαστικός",
"εκβιαστικής":"εκβιαστικός",
"εκβιαστικό":"εκβιαστικός",
"εκβιαστικών":"εκβιαστικός",
"εκβιαστούν":"εκβιάζω",
"εκβιομηχάνιση":"εκβιομηχάνιση",
"εκβιομηχανισμένων":"εκβιομηχανισμένος",
"εκβολές":"εκβολή",
"εκβραστεί":"εκβράζω",
"εκβράστηκε":"εκβράζω",
"εκγύμναση":"εκγύμναση",
"εκγύμνασης":"εκγύμναση",
"εκδ":"εκδ",
"έκδηλη":"έκδηλος",
"εκδηλωθεί":"εκδηλώνω",
"εκδηλωθείσα":"εκδηλωθείς",
"εκδηλώθηκαν":"εκδηλώνω",
"εκδηλώθηκε":"εκδηλώνω",
"εκδηλωθούν":"εκδηλώνω",
"εκδηλώνει":"εκδηλώνω",
"εκδηλώνεται":"εκδηλώνω",
"εκδηλώνονται":"εκδηλώνω",
"εκδηλώνοντας":"εκδηλώνω",
"εκδηλωνόταν":"εκδηλώνω",
"εκδηλώνουν":"εκδηλώνω",
"εκδηλώσαμε":"εκδηλώνω",
"εκδήλωσαν":"εκδηλώνω",
"εκδήλωσε":"εκδηλώνω",
"εκδηλώσει":"εκδηλώνω",
"εκδηλωσεις":"εκδήλωση",
"εκδηλώσεις":"εκδήλωση",
"εκδηλώσεων":"εκδήλωση",
"εκδηλώσεών":"εκδήλωση",
"εκδήλωση":"εκδήλωση",
"εκδήλωσή":"εκδήλωση",
"εκδήλωση-αφιέρωμα":"εκδήλωση-αφιέρωμα",
"εκδήλωσης":"εκδήλωση",
"εκδήλωσής":"εκδήλωση",
"εκδηλώσουν":"εκδηλώνω",
"εκδηλώστε":"εκδηλώνω",
"εκδηλωτικοί":"εκδηλωτικός",
"εκδηλωτικούς":"εκδηλωτικός",
"εκδημοκρατισμό":"εκδημοκρατισμός",
"εκδημοκρατισμός":"εκδημοκρατισμός",
"εκδημοκρατισμού":"εκδημοκρατισμός",
"εκδημοκρατιστεί":"εκδημοκρατίζω",
"εκδίδει":"εκδίδω",
"εκδίδεται":"εκδίδω",
"εκδιδόμενα":"εκδιδόμενος",
"εκδιδόμενο":"εκδιδόμενος",
"εκδιδομένων":"εκδιδόμενος",
"εκδίδονται":"εκδίδω",
"εκδίδοντας":"εκδίδω",
"εκδιδόταν":"εκδίδω",
"εκδίδουμε":"εκδίδω",
"εκδίδουν":"εκδίδω",
"εκδικάζει":"εκδικάζω",
"εκδικάζεται":"εκδικάζω",
"εκδικάζονται":"εκδικάζω",
"εκδικαζόταν":"εκδικάζω",
"εκδικάζουν":"εκδικάζω",
"εκδικάσει":"εκδικάζω",
"εκδικαση":"εκδίκαση",
"εκδίκαση":"εκδίκαση",
"εκδίκασή":"εκδίκαση",
"εκδίκασης":"εκδίκαση",
"εκδικασθεί":"εκδικάζω",
"εκδικάσουν":"εκδικάζω",
"εκδικαστεί":"εκδικάζω",
"εκδικάστηκε":"εκδικάζω",
"εκδικαστούν":"εκδικάζω",
"εκδικείται":"εκδικούμαι",
"εκδικηθεί":"εκδικούμαι",
"εκδικήθηκαν":"εκδικούμαι",
"εκδικηθούν":"εκδικούμαι",
"εκδικηση":"εκδίκηση",
"εκδίκηση":"εκδίκηση",
"εκδίκησή":"εκδίκηση",
"εκδίκησης":"εκδίκηση",
"εκδικητής":"εκδικητής",
"εκδικητικά":"εκδικητικά",
"εκδικητική":"εκδικητικός",
"εκδικητικό":"εκδικητικός",
"εκδικητικότητας":"εκδικητικότητα",
"εκδικητικού":"εκδικητικός",
"εκδικούνται":"εκδικούμαι",
"εκδιώκεται":"εκδιώκω",
"εκδιώκονται":"εκδιώκω",
"εκδιώξει":"εκδιώκω",
"εκδίωξη":"εκδίωξη",
"εκδίωξή":"εκδίωξη",
"εκδίωξης":"εκδίωξη",
"εκδιώξουν":"εκδιώκω",
"εκδιωχθεί":"εκδιώκω",
"εκδιώχθηκαν":"εκδιώκω",
"εκδιώχθηκε":"εκδιώκω",
"εκδοθεί":"εκδίδω",
"εκδοθέν":"εκδοθείς",
"εκδοθέντων":"εκδοθείς",
"εκδόθηκαν":"εκδίδω",
"εκδοθηκε":"εκδίδω",
"εκδόθηκε":"εκδίδω",
"εκδοθούν":"εκδίδω",
"εκδοσεις":"έκδοση",
"εκδόσεις":"έκδοση",
"εκδόσεων":"έκδοση",
"εκδόσεών":"έκδοση",
"εκδόσεως":"έκδοση",
"εκδοση":"έκδοση",
"έκδοση":"έκδοση",
"έκδοσή":"έκδοση",
"έκδοσης":"έκδοση",
"έκδοσής":"έκδοση",
"έκδοσις":"έκδοση",
"εκδότες":"εκδότης",
"εκδότη":"εκδότης",
"εκδοτήρια":"εκδοτήριο",
"εκδοτήριά":"εκδοτήριο",
"εκδότης":"εκδότης",
"εκδότης-διευθυντής":"εκδότης-διευθυντής",
"εκδοτικά":"εκδοτικός",
"εκδοτικές":"εκδοτικός",
"εκδοτική":"εκδοτικός",
"εκδοτικής":"εκδοτικός",
"εκδοτικό":"εκδοτικός",
"εκδοτικοί":"εκδοτικός",
"εκδοτικος":"εκδοτικός",
"εκδοτικός":"εκδοτικός",
"εκδοτικού":"εκδοτικός",
"εκδοτικούς":"εκδοτικός",
"εκδοτικών":"εκδοτικός",
"εκδότρια":"εκδότρια",
"εκδοτών":"εκδότης",
"εκδουλεύσεις":"εκδούλευση",
"εκδοχές":"εκδοχή",
"εκδοχή":"εκδοχή",
"εκδοχής":"εκδοχή",
"εκδοχών":"εκδοχή",
"εκδρομείς":"εκδρομέας",
"εκδρομές":"εκδρομή",
"εκδρομέων":"εκδρομέας",
"εκδρομή":"εκδρομή",
"εκδρομής":"εκδρομή",
"εκδρομικά":"εκδρομικός",
"εκδρομικό":"εκδρομικός",
"εκδρομικού":"εκδρομικός",
"εκδρομων":"εκδρομή",
"εκδρομών":"εκδρομή",
"εκδύσει":"εκδύω",
"εκδώσει":"εκδίδω",
"εκδώσουμε":"εκδίδω",
"εκδώσουν":"εκδίδω",
"εκει":"εκεί",
"εκεί":"εκεί",
"εκείθεν":"εκείθεν",
"εκείνα":"εκείνος",
"εκείνες":"εκείνος",
"εκεινη":"εκείνος",
"εκείνη":"εκείνος",
"εκείνην":"εκείνος",
"εκείνης":"εκείνος",
"εκείνο":"εκείνος",
"εκείνοι":"εκείνος",
"εκείνον":"εκείνος",
"εκείνος":"εκείνος",
"εκείνου":"εκείνος",
"εκείνους":"εκείνος",
"εκείνων":"εκείνος",
"εκέρδισε":"εκέρδισε",
"έκερεν":"έκερεν",
"εκεχειρία":"εκεχειρία",
"εκεχειρίας":"εκεχειρία",
"εκθ":"εκθ",
"έκθαμβη":"έκθαμβος",
"έκθαμβοι":"έκθαμβος",
"έκθαμβος":"έκθαμβος",
"έκθαμβους":"έκθαμβος",
"εκθαμβωτικά":"εκθαμβωτικά",
"εκθαμβωτικές":"εκθαμβωτικός",
"εκθαμβωτικό":"εκθαμβωτικός",
"εκθειάζει":"εκθειάζω",
"εκθειάζοντας":"εκθειάζω",
"εκθείασε":"εκθειάζω",
"έκθεμα":"έκθεμα",
"εκθέματα":"έκθεμα",
"εκθεμάτων":"έκθεμα",
"έκθεσε":"εκθέτω",
"εκθέσει":"εκθέτω",
"εκθέσεις":"έκθεση",
"εκθέσεων":"έκθεση",
"εκθέσεως":"έκθεση",
"εκθεση":"έκθεση",
"έκθεση":"έκθεση",
"έκθεσή":"έκθεση",
"εκθεση-απολογισμος":"εκθεση-απολογισμος",
"έκθεση-καταπέλτης":"έκθεση-καταπέλτης",
"έκθεσης":"έκθεση",
"έκθεσής":"έκθεση",
"εκθεσιακές":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακή":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακό":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακοί":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακος":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακός":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακού":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακούς":"εκθεσιακός",
"εκθεσιακών":"εκθεσιακός",
"εκθέσουμε":"εκθέτω",
"εκθέσουν":"εκθέτω",
"εκθέσω":"εκθέτω",
"εκθέτει":"εκθέτω",
"εκθέτες":"εκθέτης",
"έκθετη":"έκθετος",
"εκθετικά":"εκθετικός",
"έκθετο":"έκθετος",
"εκθέτοντας":"εκθέτω",
"εκθέτουν":"εκθέτω",
"εκθέτω":"εκθέτω",
"εκθετών":"εκθέτης",
"εκθρονίσει":"εκθρονίζω",
"εκινέ":"εκινέ",
"εκινείτο":"εκινείτο",
"εκιού":"εκιός",
"εκίπ":"εκίπ",
"εκκαθαρίσεις":"εκκαθάριση",
"εκκαθάριση":"εκκαθάριση",
"εκκαθάρισης":"εκκαθάριση",
"εκκαθαριστεί":"εκκαθαρίζω",
"εκκαθαριστή":"εκκαθαριστής",
"εκκαθαριστικά":"εκκαθαριστικός",
"εκκαθαριστικές":"εκκαθαριστικός",
"εκκαθαριστικής":"εκκαθαριστικός",
"εκκαθαριστικό":"εκκαθαριστικός",
"εκκαθαριστικού":"εκκαθαριστικός",
"εκκαθαριστικών":"εκκαθαριστικός",
"εκκε":"εκκε",
"έκκεντρες":"έκκεντρος",
"εκκεντρικές":"εκκεντρικός",
"εκκεντρική":"εκκεντρικός",
"εκκεντρικό":"εκκεντρικός",
"εκκεντρικός":"εκκεντρικός",
"εκκεντρικούς":"εκκεντρικός",
"εκκεντρικών":"εκκεντρικός",
"εκκεντροφόρους":"εκκεντροφόρος",
"εκκενωθεί":"εκκενώνω",
"εκκενώθηκαν":"εκκενώνω",
"εκκενώθηκε":"εκκενώνω",
"εκκενωθούν":"εκκενώνω",
"εκκενώνονται":"εκκενώνω",
"εκκένωσε":"εκκενώνω",
"εκκενώσει":"εκκενώνω",
"εκκένωση":"εκκένωση",
"εκκένωσή":"εκκένωση",
"εκκένωσης":"εκκένωση",
"εκκενώσουν":"εκκενώνω",
"εκκινεί":"εκκινώ",
"εκκίνησαν":"εκκινώ",
"εκκίνηση":"εκκίνηση",
"εκκίνησης":"εκκίνηση",
"εκκινούν":"εκκινώ",
"εκκινώντας":"εκκινώ",
"εκκλησάκι":"εκκλησάκι",
"εκκλησάκια":"εκκλησάκι",
"εκκλήσεις":"έκκληση",
"εκκληση":"έκκληση",
"έκκληση":"έκκληση",
"έκκλησή":"έκκληση",
"έκκλησης":"έκκληση",
"εκκλησία":"εκκλησία",
"εκκλησιάζεται":"εκκλησιάζω",
"εκκλησιάζονται":"εκκλησιάζω",
"εκκλησιάζουσες":"εκκλησιάζουσες",
"εκκλησιάς":"εκκλησία",
"εκκλησίας":"εκκλησία",
"εκκλησίας-κράτους":"εκκλησίας-κράτους",
"εκκλησιαστικά":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικές":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστική":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικής":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικό":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικοί":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικός":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικού":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικούς":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιαστικών":"εκκλησιαστικός",
"εκκλησιές":"εκκλησία",
"εκκλησίες":"εκκλησία",
"εκκλησιών":"εκκλησία",
"εκκοκκιστές":"εκκοκκιστές",
"εκκοκκιστήρια":"εκκοκκιστήριο",
"εκκοκκιστούν":"εκκοκκίζω",
"εκκολαπτόμενη":"εκκολαπτόμενος",
"εκκολάπτονται":"εκκολάπτω",
"εκκολάψει":"εκκολάπτω",
"εκκόλαψη":"εκκόλαψη",
"εκκόλαψης":"εκκόλαψη",
"εκκρεμεί":"εκκρεμώ",
"εκκρεμείς":"εκκρεμής",
"εκκρεμές":"εκκρεμής",
"εκκρεμή":"εκκρεμής",
"εκκρεμής":"εκκρεμής",
"εκκρεμότητα":"εκκρεμότητα",
"εκκρεμότητας":"εκκρεμότητα",
"εκκρεμότητες":"εκκρεμότητα",
"εκκρεμότητές":"εκκρεμότητα",
"εκκρεμοτήτων":"εκκρεμότητα",
"εκκρεμούν":"εκκρεμώ",
"εκκρεμούς":"εκκρεμής",
"εκκρεμούσαν":"εκκρεμώ",
"εκκρεμούσε":"εκκρεμώ",
"εκκρεμών":"εκκρεμής",
"εκκριμάτων":"έκκριμα",
"εκκρίσεις":"έκκριση",
"έκκριση":"έκκριση",
"εκκωφαντική":"εκκωφαντικός",
"εκκωφαντικό":"εκκωφαντικός",
"εκκωφαντικοί":"εκκωφαντικός",
"εκκωφαντικός":"εκκωφαντικός",
"εκλάβουν":"εκλαμβάνω",
"έκλαιγα":"κλαίω",
"έκλαιγαν":"κλαίω",
"έκλαιγε":"κλαίω",
"εκλαϊκευμένο":"εκλαϊκευμένος",
"εκλαΐκευση":"εκλαΐκευση",
"εκλαΐκευσης":"εκλαΐκευση",
"εκλάμβανε":"εκλαμβάνω",
"εκλαμβάνεται":"εκλαμβάνω",
"εκλαμβάνονταν":"εκλαμβάνω",
"εκλαμβάνουμε":"εκλαμβάνω",
"εκλαμβάνουν":"εκλαμβάνω",
"εκλαμβάνω":"εκλαμβάνω",
"εκλάμψεις":"έκλαμψη",
"εκλάπησαν":"κλέβω",
"έκλαψε":"κλαίω",
"έκλεβαν":"κλέβω",
"έκλεβε":"κλέβω",
"εκλεγεί":"εκλέγω",
"εκλέγει":"εκλέγω",
"εκλεγέντα":"εκλεγείς",
"εκλεγέντος":"εκλεγείς",
"εκλέγεσθαι":"εκλέγεσθαι",
"εκλέγεται":"εκλέγω",
"εκλεγμένα":"εκλέγω",
"εκλεγμένες":"εκλέγω",
"εκλεγμένη":"εκλεγμένος",
"εκλεγμένης":"εκλέγω",
"εκλεγμένο":"εκλεγμένος",
"εκλεγμένοι":"εκλεγμένος",
"εκλεγμένος":"εκλεγμένος",
"εκλεγμένου":"εκλέγω",
"εκλεγμένους":"εκλεγμένος",
"εκλεγμένων":"εκλεγμένος",
"εκλεγόμενος":"εκλεγόμενος",
"εκλέγονται":"εκλέγω",
"εκλέγονταν":"εκλέγω",
"εκλέγοντας":"εκλέγω",
"εκλέγοντάς":"εκλέγω",
"εκλεγόταν":"εκλέγω",
"εκλέγουμε":"εκλέγω",
"εκλεγούν":"εκλέγω",
"εκλέγουν":"εκλέγω",
"εκλεγώ":"εκλέγω",
"έκλεινα":"κλείνω",
"έκλειναν":"κλείνω",
"έκλεινε":"κλείνω",
"εκλείπει":"εκλείπω",
"εκλείπουν":"εκλείπω",
"έκλεισα":"κλείνω",
"έκλεισαν":"κλείνω",
"εκλεισε":"κλείνω",
"έκλεισε":"κλείνω",
"έκλεισες":"κλείνω",
"εκλείψει":"εκλείπω",
"έκλειψη":"έκλειψη",
"εκλείψουν":"εκλείπω",
"εκλεκτά":"εκλεκτός",
"εκλεκτές":"εκλεκτός",
"εκλεκτή":"εκλεκτός",
"εκλεκτής":"εκλεκτός",
"εκλεκτικές":"εκλεκτικός",
"εκλεκτική":"εκλεκτικός",
"εκλεκτό":"εκλεκτός",
"εκλεκτοί":"εκλεκτός",
"εκλέκτορα":"εκλέκτορας",
"εκλέκτορες":"εκλέκτορας",
"εκλεκτορικού":"εκλεκτορικός",
"εκλεκτός":"εκλεκτός",
"εκλεκτού":"εκλεκτός",
"εκλεκτούς":"εκλεκτός",
"εκλεκτών":"εκλεκτός",
"εκλέξαμε":"εκλέγω",
"εκλέξει":"εκλέγω",
"εκλέξουν":"εκλέγω",
"εκλεπτυσμένα":"εκλεπτύνω",
"εκλεπτυσμένες":"εκλεπτυσμένος",
"εκλεπτυσμένη":"εκλεπτύνω",
"εκλεπτυσμένο":"εκλεπτυσμένος",
"εκλεπτυσμένου":"εκλεπτυσμένος",
"εκλεπτυσμένους":"εκλεπτύνω",
"εκλεπτυσμένων":"εκλεπτυσμένος",
"εκλέχθηκαν":"εκλέγω",
"εκλέχθηκε":"εκλέγω",
"εκλέχτηκε":"εκλέγω",
"έκλεψαν":"κλέβω",
"έκλεψε":"κλέβω",
"εκλήθη":"καλώ",
"εκλήθησαν":"καλώ",
"εκληφθεί":"εκλαμβάνω",
"εκληφθούν":"εκλαμβάνω",
"έκλιγι":"έκλιγι",
"έκλιγιν":"έκλιγιν",
"έκλινε":"κλίνω",
"εκλιπαρεί":"εκλιπαρώ",
"εκλιπάρησης":"εκλιπάρηση",
"εκλιπαρούν":"εκλιπαρώ",
"εκλιπαρούσαν":"εκλιπαρώ",
"εκλιπαρούσε":"εκλιπαρώ",
"εκλιπόντα":"εκλιπών",
"εκλιπόντος":"εκλιπών",
"εκλιπών":"εκλιπών",
"εκλογείς":"εκλογέας",
"εκλογες":"εκλογή",
"εκλογές":"εκλογή",
"εκλογέων":"εκλογέας",
"εκλογή":"εκλογή",
"εκλογής":"εκλογή",
"εκλογικά":"εκλογικός",
"εκλογικές":"εκλογικός",
"εκλογικευμένες":"εκλογικεύω",
"εκλογικεύσεις":"εκλογικεύω",
"εκλογίκευση":"εκλογίκευση",
"εκλογική":"εκλογικός",
"εκλογικής":"εκλογικός",
"εκλογικό":"εκλογικός",
"εκλογικοί":"εκλογικός",
"εκλογικός":"εκλογικός",
"εκλογικού":"εκλογικός",
"εκλογικούς":"εκλογικός",
"εκλογικών":"εκλογικός",
"εκλογολογία":"εκλογολογία",
"εκλογών":"εκλογή",
"εκλύει":"εκλύω",
"εκλύεται":"εκλύω",
"έκλυση":"έκλυση",
"εκμάθηση":"εκμάθηση",
"εκμάθησης":"εκμάθηση",
"εκμαυλισμό":"εκμαυλισμός",
"εκμεταλλεύεσαι":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύεστε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύεται":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευθεί":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευθείτε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύθηκαν":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύθηκε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευθούμε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευθούν":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευόμαστε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευόμενα":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλευόμενες":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλευόμενη":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλευόμενο":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλευόμενοι":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλευόμενος":"εκμεταλλευόμενος",
"εκμεταλλεύονται":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύονταν":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευόταν":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύσεις":"εκμετάλλευση",
"εκμεταλλεύσεων":"εκμετάλλευση",
"εκμετάλλευση":"εκμετάλλευση",
"εκμετάλλευσή":"εκμετάλλευση",
"εκμετάλλευσης":"εκμετάλλευση",
"εκμετάλλευσης'":"εκμετάλλευσης'",
"εκμεταλλεύσιμη":"εκμεταλλεύσιμος",
"εκμεταλλεύσιμο":"εκμεταλλεύσιμος",
"εκμεταλλευτεί":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευτείτε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευτές":"εκμεταλλευτής",
"εκμεταλλευτή":"εκμεταλλευτής",
"εκμεταλλεύτηκαν":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλεύτηκε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευτής":"εκμεταλλευτής",
"εκμεταλλευτούμε":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευτούν":"εκμεταλλεύομαι",
"'εκμεταλλευτούν'":"'εκμεταλλευτούν'",
"εκμεταλλευτώ":"εκμεταλλεύομαι",
"εκμεταλλευτών":"εκμεταλλευτής",
"εκμηδενίζεται":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενίζοντας":"εκμηδενίζω",
"εκμηδένισαν":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενίσει":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενίσουμε":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενίσουν":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενιστεί":"εκμηδενίζω",
"εκμηδενιστούν":"εκμηδενίζω",
"εκμίσθωση":"εκμίσθωση",
"εκμισθωτή":"εκμισθωτής",
"εκμυστηρεύεται":"εκμυστηρεύομαι",
"εκμυστηρεύθηκε":"εκμυστηρεύομαι",
"εκμυστηρεύσεις":"εκμυστήρευση",
"εκμυστηρεύσεών":"εκμυστήρευση",
"εκμυστηρευτεί":"εκμυστηρεύομαι",
"εκμυστηρεύτηκε":"εκμυστηρεύομαι",
"'εκ-νδ'":"'εκ-νδ'",
"εκνευρίζει":"εκνευρίζω",
"εκνευρίζεστε":"εκνευρίζω",
"εκνευρίζουν":"εκνευρίζω",
"εκνεύρισε":"εκνευρίζω",
"εκνευρίσει":"εκνευρίζω",
"εκνευρισμένη":"εκνευρισμένος",
"εκνευρισμένοι":"εκνευρισμένος",
"εκνευρισμένος":"εκνευρισμένος",
"εκνευρισμό":"εκνευρισμός",
"εκνευρισμος":"εκνευρισμός",
"εκνευρισμός":"εκνευρισμός",
"εκνευρισμού":"εκνευρισμός",
"εκνευρισμούς":"εκνευρισμός",
"εκνευρίσουν":"εκνευρίζω",
"εκνευριστεί":"εκνευρίζω",
"εκνευριστείτε":"εκνευρίζω",
"εκνευρίστηκε":"εκνευρίζω",
"εκνευριστικά":"εκνευριστικά",
"εκνευριστική":"εκνευριστικός",
"εκνευριστικό":"εκνευριστικός",
"εκο":"εκο",
"έκο":"έκο",
"έκοβαν":"κόβω",
"έκοβε":"κόβω",
"εκουέμε":"εκουέμε",
"εκούσια":"εκούσια",
"εκούσιας":"εκούσιος",
"εκουσίως":"εκούσια",
"εκοφ":"εκοφ",
"εκοφίν":"εκοφίν",
"έκοψαν":"κόβω",
"εκοψε":"κόβω",
"έκοψε":"κόβω",
"έκοψες":"κόβω",
"εκπ":"εκπ",
"εκπάγλου":"έκπαγλος",
"εκπαιδεύαμε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύει":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύεται":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευθεί":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευθούν":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευμένα":"εκπαιδευμένος",
"εκπαιδευμένες":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευμένη":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευμένο":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευμένοι":"εκπαιδευμένος",
"εκπαιδευμένος":"εκπαιδευμένος",
"εκπαιδευμένου":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευμένους":"εκπαιδευμένος",
"εκπαιδευμένων":"εκπαιδευμένος",
"εκπαιδευόμενα":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευόμενο":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευόμενοι":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευόμενου":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευόμενους":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευομένων":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδευόμενων":"εκπαιδευόμενος",
"εκπαιδεύονται":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύοντας":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύουμε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύουν":"εκπαιδεύω",
"εκπαίδευσαν":"εκπαιδεύω",
"εκπαίδευσε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύσει":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύσεις":"εκπαίδευση",
"εκπαιδεύσεως":"εκπαίδευση",
"εκπαιδευση":"εκπαίδευση",
"εκπαίδευση":"εκπαίδευση",
"εκπαίδευσή":"εκπαίδευση",
"εκπαίδευση-ευεργέτες-οικονομία":"εκπαίδευση-ευεργέτες-οικονομία",
"εκπαίδευση-κατάρτιση":"εκπαίδευση-κατάρτιση",
"εκπαιδευσης":"εκπαίδευση",
"εκπαίδευσης":"εκπαίδευση",
"εκπαίδευσής":"εκπαίδευση",
"εκπαιδεύσουμε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύσουν":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευτεί":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευτές":"εκπαιδευτής",
"εκπαιδεύτηκα":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευτήκαμε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύτηκαν":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύτηκε":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδευτηρίων":"εκπαιδευτήριο",
"εκπαιδευτής":"εκπαιδευτής",
"εκπαιδευτικά":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικές":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικη":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτική":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικής":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικό":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικοί":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικός":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικού":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικούς":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτικών":"εκπαιδευτικός",
"εκπαιδευτούν":"εκπαιδεύω",
"εκπαιδεύτριας":"εκπαιδεύτρια",
"εκπαιδευτών":"εκπαιδευτής",
"εκπέμπει":"εκπέμπω",
"εκπέμπεις":"εκπέμπω",
"εκπέμπεται":"εκπέμπω",
"εκπέμπετε":"εκπέμπω",
"εκπέμποντας":"εκπέμπω",
"εκπέμπουν":"εκπέμπω",
"εκπέμψαμε":"εκπέμπω",
"εκπέμψει":"εκπέμπω",
"εκπέμψετε":"εκπέμπω",
"εκπέμψουμε":"εκπέμπω",
"εκπέμψουν":"εκπέμπω",
"εκπέσαμε":"εκπίπτω",
"εκπέσει":"εκπίπτω",
"εκπεφρασμένη":"εκπεφρασμένος",
"εκπίπτει":"εκπίπτω",
"εκπίπτουν":"εκπίπτω",
"εκπλαγεί":"εκπλήσσω",
"εκπλαγείτε":"εκπλήσσω",
"εκπλαγούν":"εκπλήσσω",
"έκπληκτα":"έκπληκτος",
"έκπληκτη":"έκπληκτος",
"εκπληκτικα":"εκπληκτικά",
"εκπληκτικά":"εκπληκτικά",
"εκπληκτικές":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικη":"εκπληκτικός",
"εκπληκτική":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικής":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικο":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικό":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικοί":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικος":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικός":"εκπληκτικός",
"εκπληκτικού":"εκπληκτικός",
"έκπληκτο":"έκπληκτος",
"έκπληκτοι":"έκπληκτος",
"έκπληκτος":"έκπληκτος",
"εκπλήξει":"εκπλήσσω",
"εκπληξεις":"έκπληξη",
"εκπλήξεις":"έκπληξη",
"εκπλήξετε":"εκπλήσσω",
"εκπλήξεων":"έκπληξη",
"εκπλήξεως":"έκπληξη",
"έκπληξη":"έκπληξη",
"έκπληξή":"έκπληξη",
"έκπληξης":"έκπληξη",
"εκπλήξουν":"εκπλήσσω",
"εκπληρούσε":"εκπληρώνω",
"εκπληρωθεί":"εκπληρώνω",
"εκπληρώθηκαν":"εκπληρώνω",
"εκπληρωθούν":"εκπληρώνω",
"εκπληρώνει":"εκπληρώνω",
"εκπληρώνεται":"εκπληρώνω",
"εκπληρώνονται":"εκπληρώνω",
"εκπληρώνουν":"εκπληρώνω",
"εκπλήρωσε":"εκπληρώνω",
"εκπληρώσει":"εκπληρώνω",
"εκπληρώσετε":"εκπληρώνω",
"εκπλήρωση":"εκπλήρωση",
"εκπλήρωσή":"εκπλήρωση",
"εκπλήρωσης":"εκπλήρωση",
"εκπληρώσουμε":"εκπληρώνω",
"εκπληρώσουν":"εκπληρώνω",
"εκπλήσσει":"εκπλήσσω",
"εκπλήσσεται":"εκπλήσσω",
"εκπλήσσονται":"εκπλήσσω",
"εκπλήσσονταν":"εκπλήσσω",
"εκπλήσσουν":"εκπλήσσω",
"εκπνέει":"εκπνέω",
"εκπνέουν":"εκπνέω",
"εκπνεύσει":"εκπνέω",
"εκπνοή":"εκπνοή",
"εκποιεί":"εκποιώ",
"εκποιζω":"εκποιζω",
"εκποιήσει":"εκποιώ",
"εκποίηση":"εκποίηση",
"εκποίησης":"εκποίηση",
"εκπολιτίσει":"εκπολιτίζω",
"εκπολιτιστικές":"εκπολιτιστικός",
"εκπολιτιστική":"εκπολιτιστικός",
"εκπολιτιστικό":"εκπολιτιστικός",
"εκπομπες":"εκπομπή",
"εκπομπές":"εκπομπή",
"εκπομπή":"εκπομπή",
"εκπομπής":"εκπομπή",
"εκπομπών":"εκπομπή",
"εκπονεί":"εκπονώ",
"εκπονείται":"εκπονώ",
"εκπονηθεί":"εκπονώ",
"εκπονήθηκαν":"εκπονώ",
"εκπονήθηκε":"εκπονώ",
"εκπονηθούν":"εκπονώ",
"εκπονήσαμε":"εκπονώ",
"εκπόνησαν":"εκπονώ",
"εκπόνησε":"εκπονώ",
"εκπονήσει":"εκπονώ",
"εκπόνηση":"εκπόνηση",
"εκπόνησης":"εκπόνηση",
"εκπονήσουν":"εκπονώ",
"εκπονούν":"εκπονώ",
"εκπονούνται":"εκπονώ",
"εκπορεύεται":"εκπορεύομαι",
"εκπορεύονται":"εκπορεύομαι",
"εκπορθήσει":"εκπορθώ",
"εκπρόθεσμη":"εκπρόθεσμος",
"εκπρόθεσμης":"εκπρόθεσμος",
"εκπροσωπεί":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπείται":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπηθεί":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπήθηκαν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπήθηκε":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπηθούν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσώπησαν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσώπησε":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπήσει":"εκπροσωπώ",
"εκπροσώπηση":"εκπροσώπηση",
"εκπροσώπησή":"εκπροσώπηση",
"εκπροσώπησης":"εκπροσώπηση",
"εκπροσώπησής":"εκπροσώπηση",
"εκπροσωπήσουν":"εκπροσωπώ",
"εκπρόσωπο":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωπό":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωποι":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωποί":"εκπρόσωπος",
"εκπροσωπος":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωπος":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωπός":"εκπρόσωπος",
"εκπροσώπου":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωπου":"εκπρόσωπος",
"εκπροσωπούμε":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπούμενοι":"εκπροσωπούμενος",
"εκπροσωπούν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπούνται":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπούνταν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσώπους":"εκπρόσωπος",
"εκπρόσωπους":"εκπρόσωπος",
"εκπροσωπούσαν":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπούσε":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπώ":"εκπροσωπώ",
"εκπροσώπων":"εκπρόσωπος",
"εκπροσωπωντας":"εκπροσωπώ",
"εκπροσωπώντας":"εκπροσωπώ",
"εκπτωσεις":"έκπτωση",
"εκπτώσεις":"έκπτωση",
"εκπτώσεων":"έκπτωση",
"έκπτωση":"έκπτωση",
"έκπτωσης":"έκπτωση",
"έκπτωσής":"έκπτωση",
"έκπτωτη":"έκπτωτος",
"έκπτωτης":"έκπτωτος",
"εκπτωτικά":"εκπτωτικός",
"εκπτωτικές":"εκπτωτικός",
"εκπτωτικής":"εκπτωτικός",
"εκπτωτικών":"εκπτωτικός",
"έκπτωτο":"έκπτωτος",
"έκπτωτοι":"έκπτωτος",
"έκπτωτος":"έκπτωτος",
"έκπτωτου":"έκπτωτος",
"εκπυρσοκρότησε":"εκπυρσοκροτώ",
"εκπυρσοκρότηση":"εκπυρσοκρότηση",
"εκπυρσοκρότησης":"εκπυρσοκρότηση",
"εκπωματίζει":"εκπωματίζω",
"εκραγεί":"εκρήγνυμαι",
"εκραγούν":"εκρήγνυμαι",
"εκρατείτο":"εκρατείτο",
"εκρεμμούν":"εκρεμμούν",
"εκρήγνυνται":"εκρήγνυμαι",
"εκρήγνυται":"εκρήγνυμαι",
"εκρηκτ":"εκρηκτ",
"εκρηκτικά":"εκρηκτικά",
"εκρηκτικές":"εκρηκτικός",
"εκρηκτική":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικής":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικό":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικοί":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικός":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικότητά":"εκρηκτικότητα",
"εκρηκτικού":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικούς":"εκρηκτικός",
"εκρηκτικών":"εκρηκτικός",
"εκρήξεις":"έκρηξη",
"εκρήξεων":"έκρηξη",
"έκρηξη":"έκρηξη",
"έκρηξή":"έκρηξη",
"έκρηξης":"έκρηξη",
"εκρίθη":"κρίνω",
"έκριναν":"κρίνω",
"έκρινε":"κρίνω",
"εκροές":"εκροή",
"εκροή":"εκροή",
"εκροής":"εκροή",
"έκρουε":"κρούω",
"έκρουσαν":"κρούω",
"έκρουσε":"κρούω",
"έκρυβαν":"κρύβω",
"έκρυβε":"κρύβω",
"έκρυθμες":"έκρυθμος",
"έκρυθμη":"έκρυθμος",
"έκρυθμης":"έκρυθμος",
"έκρυψα":"κρύβω",
"έκρυψαν":"κρύβω",
"έκρυψε":"κρύβω",
"εκσεδ":"εκσεδ",
"εκσκαφέας":"εκσκαφέας",
"εκσκαφείς":"εκσκαφέας",
"εκσκαφές":"εκσκαφή",
"εκσκαφή":"εκσκαφή",
"εκσκαφής":"εκσκαφή",
"εκσκαφών":"εκσκαφή",
"εκσπερμάτιση":"εκσπερμάτιση",
"έκσταση":"έκσταση",
"εκστασιάζονται":"εκστασιάζομαι",
"εκστατικός":"εκστατικός",
"εκστομίζει":"εκστομίζω",
"εκστόμισε":"εκστομίζω",
"εκστομίσει":"εκστομίζω",
"εκστρατεία":"εκστρατεία",
"εκστρατείας":"εκστρατεία",
"εκστρατείες":"εκστρατεία",
"εκστρατειών":"εκστρατεία",
"εκστρατεύει":"εκστρατεύω",
"εκστρατευτικό":"εκστρατευτικός",
"εκσυγχρονίζει":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίζεται":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίζοντας":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίζουν":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίσει":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονισθεί":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονισθούν":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονισμένα":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονισμένες":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονισμό":"εκσυγχρονισμός",
"εκσυγχρονισμός":"εκσυγχρονισμός",
"εκσυγχρονισμού":"εκσυγχρονισμός",
"εκσυγχρονισμούς":"εκσυγχρονισμός",
"εκσυγχρονίσουμε":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίσουν":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονιστεί":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονιστείτε":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονιστές":"εκσυγχρονιστής",
"εκσυγχρονιστή":"εκσυγχρονιστής",
"εκσυγχρονίστηκαν":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονίστηκε":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονιστής":"εκσυγχρονιστής",
"εκσυγχρονιστικές":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστική":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστικής":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστικό":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστικού":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστικών":"εκσυγχρονιστικός",
"εκσυγχρονιστούν":"εκσυγχρονίζω",
"εκσυγχρονιστών":"εκσυγχρονιστής",
"εκσφενδονίζει":"εκσφενδονίζω",
"εκσφενδονιζόμουν":"εκσφενδονίζω",
"εκσφενδονίζονται":"εκσφενδονίζω",
"εκσφενδονίζονταν":"εκσφενδονίζω",
"εκτ":"εκτ",
"έκτακτα":"έκτακτος",
"έκτακτες":"έκτακτος",
"έκτακτη":"έκτακτος",
"έκτακτης":"έκτακτος",
"εκτακτο":"έκτακτος",
"έκτακτο":"έκτακτος",
"έκτακτος":"έκτακτος",
"εκτάκτου":"έκτακτος",
"έκτακτου":"έκτακτος",
"έκτακτους":"έκτακτος",
"εκτάκτων":"έκτακτος",
"έκτακτων":"έκτακτος",
"εκτάκτως":"εκτάκτως",
"εκταμίευαν":"εκταμιεύω",
"εκταμιεύονται":"εκταμιεύω",
"εκταμιεύσει":"εκταμιεύω",
"εκταμιεύσεις":"εκταμίευση",
"εκταμιεύσεων":"εκταμίευση",
"εκταμίευση":"εκταμίευση",
"εκταμίευσης":"εκταμίευση",
"εκταμιεύτηκαν":"εκταμιεύω",
"εκταρίων":"εκτάριο",
"εκτάσεις":"έκταση",
"εκτάσεων":"έκταση",
"εκτάσεως":"έκταση",
"έκταση":"έκταση",
"έκτασή":"έκταση",
"έκτασης":"έκταση",
"εκταφή":"εκταφή",
"εκτεθεί":"εκθέτω",
"εκτεθειμένα":"εκτεθειμένος",
"εκτεθειμένες":"εκτεθειμένος",
"εκτεθειμένη":"εκτεθειμένος",
"εκτεθειμένο":"εκτεθειμένος",
"εκτεθειμένοι":"εκτεθειμένος",
"εκτεθειμένος":"εκτεθειμένος",
"εκτεθείτε":"εκθέτω",
"εκτέθηκαν":"εκθέτω",
"εκτέθηκε":"εκθέτω",
"εκτεθιμένα":"εκτεθειμένος",
"εκτεθούν":"εκθέτω",
"εκτείνεται":"εκτείνω",
"εκτείνονται":"εκτείνω",
"εκτείνονταν":"εκτείνω",
"εκτελεί":"εκτελώ",
"εκτελείται":"εκτελώ",
"εκτελείτε":"εκτελώ",
"εκτέλεσαν":"εκτελώ",
"εκτέλεσε":"εκτελώ",
"εκτελέσει":"εκτελώ",
"εκτελέσεις":"εκτέλεση",
"εκτελέσεων":"εκτέλεση",
"εκτελέσεως":"εκτέλεση",
"εκτέλεση":"εκτέλεση",
"εκτέλεσή":"εκτέλεση",
"εκτέλεσης":"εκτέλεση",
"εκτέλεσής":"εκτέλεση",
"εκτελεσθέντες":"εκτελεσθείς",
"εκτελέσθηκαν":"εκτελώ",
"εκτελέσθηκε":"εκτελώ",
"εκτελεσθούν":"εκτελώ",
"εκτελεσμένος":"εκτελεσμένος",
"εκτελέσουν":"εκτελώ",
"εκτελεστεί":"εκτελώ",
"εκτελεστές":"εκτελεστής",
"εκτελεστή":"εκτελεστής",
"εκτελέστηκαν":"εκτελώ",
"εκτελέστηκε":"εκτελώ",
"εκτελεστής":"εκτελεστής",
"εκτελεστικά":"εκτελεστικός",
"εκτελεστική":"εκτελεστικός",
"εκτελεστικής":"εκτελεστικός",
"εκτελεστικό":"εκτελεστικός",
"εκτελεστικός":"εκτελεστικός",
"εκτελεστικού":"εκτελεστικός",
"εκτελεστούν":"εκτελώ",
"εκτελεστων":"εκτελεστός",
"εκτελεστών":"εκτελεστός",
"εκτελούμε":"εκτελώ",
"εκτελούν":"εκτελώ",
"εκτελούντα":"εκτελών",
"εκτελούνται":"εκτελώ",
"εκτελούνταν":"εκτελώ",
"εκτελούντο":"εκτελώ",
"εκτελούσαν":"εκτελώ",
"εκτελούσε":"εκτελώ",
"εκτελώ":"εκτελώ",
"εκτελών":"εκτελών",
"εκτελωνιστεί":"εκτελωνίζω",
"εκτελωνιστούν":"εκτελωνίζω",
"εκτελώντας":"εκτελώ",
"εκτενείς":"εκτενής",
"εκτενές":"εκτενής",
"εκτενέστατα":"εκτενής",
"εκτενέστερα":"εκτενής",
"εκτενέστερη":"εκτενής",
"εκτενή":"εκτενής",
"εκτενής":"εκτενής",
"εκτενούς":"εκτενής",
"εκτενών":"εκτενής",
"εκτενώς":"εκτενώς",
"εκτερ":"εκτερ",
"εκτεταμένα":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένες":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένη":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένης":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένο":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένου":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένους":"εκτεταμένος",
"εκτεταμένων":"εκτεταμένος",
"έκτη":"έκτος",
"έκτης":"έκτος",
"εκτίει":"εκτίω",
"έκτιζαν":"κτίζω",
"έκτιζε":"κτίζω",
"εκτιθέμενα":"εκτιθέμενος",
"εκτίθενται":"εκθέτω",
"εκτίθεστε":"εκθέτω",
"εκτίθεται":"εκθέτω",
"εκτιμά":"εκτιμώ",
"εκτιμάει":"εκτιμάει",
"εκτιμάμε":"εκτιμώ",
"εκτιμάς":"εκτιμώ",
"εκτιμάται":"εκτιμώ",
"εκτιμάτε":"εκτιμώ",
"εκτιμηθεί":"εκτιμώ",
"εκτιμήθηκαν":"εκτιμώ",
"εκτιμήθηκε":"εκτιμώ",
"εκτιμηθούν":"εκτιμώ",
"εκτιμήσαμε":"εκτιμώ",
"εκτίμησαν":"εκτιμώ",
"εκτίμησε":"εκτιμώ",
"εκτιμήσει":"εκτιμώ",
"εκτιμήσεις":"εκτίμηση",
"εκτιμήσετε":"εκτιμώ",
"εκτιμήσεων":"εκτίμηση",
"εκτιμήσεως":"εκτίμηση",
"εκτίμηση":"εκτίμηση",
"εκτίμησή":"εκτίμηση",
"εκτίμησης":"εκτίμηση",
"εκτιμήσουμε":"εκτιμώ",
"εκτιμήσουν":"εκτιμώ",
"εκτιμήσω":"εκτιμώ",
"εκτιμητέα":"εκτιμητέος",
"εκτιμητής":"εκτιμητής",
"εκτιμούμε":"εκτιμώ",
"εκτιμούν":"εκτιμώ",
"εκτιμούσα":"εκτιμώ",
"εκτιμούσαν":"εκτιμώ",
"εκτιμούσε":"εκτιμώ",
"εκτιμώ":"εκτιμώ",
"εκτιμώμενο":"εκτιμώμενος",
"εκτιμώμενου":"εκτιμώμενος",
"εκτιμώνται":"εκτιμώ",
"εκτιμώντας":"εκτιμώ",
"εκτίναξε":"εκτινάσσω",
"εκτινάξει":"εκτινάζω",
"εκτίναξη":"εκτίναξη",
"εκτινάσσει":"εκτινάσσω",
"εκτινάσσεται":"εκτινάσσω",
"εκτινάσσονται":"εκτινάσσω",
"εκτιναχθεί":"εκτινάσσω",
"εκτινάχθηκαν":"εκτινάσσω",
"εκτινάχθηκε":"εκτινάσσω",
"εκτιναχθούν":"εκτινάσσω",
"εκτιναχτεί":"εκτινάζω",
"εκτίουν":"εκτίω",
"εκτισαν":"εκτίω",
"έκτισαν":"κτίζω",
"έκτισε":"κτίζω",
"εκτίσει":"εκτίω",
"έκτιση":"έκτιση",
"έκτο":"έκτος",
"εκτονωθεί":"εκτονώνω",
"εκτονωθείτε":"εκτονώνω",
"εκτονώθηκε":"εκτονώνω",
"εκτονωθούν":"εκτονώνω",
"εκτονώνει":"εκτονώνω",
"εκτονώνεστε":"εκτονώνω",
"εκτονώνεται":"εκτονώνω",
"εκτονώνονται":"εκτονώνω",
"εκτονώνοντας":"εκτονώνω",
"εκτόνωσαν":"εκτονώνω",
"εκτονώσει":"εκτονώνω",
"εκτονώσεις":"εκτονώνω",
"εκτόνωση":"εκτόνωση",
"εκτόνωσή":"εκτόνωση",
"εκτόνωσης":"εκτόνωση",
"εκτονώσουν":"εκτονώνω",
"εκτονωτικό":"εκτονωτικός",
"εκτοξεύει":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύεται":"εκτοξεύω",
"εκτοξευθεί":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύθηκαν":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύθηκε":"εκτοξεύω",
"εκτοξευθούν":"εκτοξεύω",
"εκτοξευόμενα":"εκτοξευόμενος",
"εκτοξεύονται":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύονταν":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύοντας":"εκτοξεύω",
"εκτοξευόταν":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύουν":"εκτοξεύω",
"εκτόξευσαν":"εκτοξεύω",
"εκτόξευσε":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύσει":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύσεις":"εκτοξεύω",
"εκτόξευση":"εκτόξευση",
"εκτόξευσης":"εκτόξευση",
"εκτοξεύσουν":"εκτοξεύω",
"εκτοξευτεί":"εκτοξεύω",
"εκτοξευτές":"εκτοξευτής",
"εκτοξεύτηκαν":"εκτοξεύω",
"εκτοξεύτηκε":"εκτοξεύω",
"εκτοξευτούν":"εκτοξεύω",
"εκτόπιζαν":"εκτοπίζω",
"εκτοπίζει":"εκτοπίζω",
"εκτοπίζοντας":"εκτοπίζω",
"εκτοπίζουν":"εκτοπίζω",
"εκτόπισε":"εκτοπίζω",
"εκτοπίσει":"εκτοπίζω",
"εκτοπίσεις":"εκτοπίζω",
"εκτόπισης":"εκτόπιση",
"εκτοπισθεί":"εκτοπίζω",
"εκτοπίσθηκαν":"εκτοπίζω",
"εκτοπίσματος":"εκτόπισμα",
"εκτοπίσουν":"εκτοπίζω",
"εκτοπιστεί":"εκτοπίζω",
"εκτοπίστηκαν":"εκτοπίζω",
"εκτος":"εκτός",
"εκτός":"εκτός",
"έκτος":"έκτος",
"έκτός":"έκτος",
"έκτοτε":"έκτοτε",
"έκτου":"έκτος",
"εκτραπεί":"εκτρέπω",
"εκτραχυνθεί":"εκτραχύνω",
"εκτραχύνθηκε":"εκτραχύνω",
"εκτρέπεται":"εκτρέπω",
"εκτρέπονται":"εκτρέπω",
"εκτρέποντας":"εκτρέπω",
"εκτρεπόταν":"εκτρέπω",
"εκτρέφει":"εκτρέφω",
"εκτρέφεται":"εκτρέφω",
"εκτρέφονται":"εκτρέφω",
"εκτρέφουμε":"εκτρέφω",
"εκτρέφουν":"εκτρέφω",
"εκτρέψει":"εκτρέπω",
"εκτρέψουν":"εκτρέπω",
"έκτροπα":"έκτροπα",
"εκτροπές":"εκτροπή",
"εκτροπή":"εκτροπή",
"εκτροπής":"εκτροπή",
"εκτρόπων":"έκτροπα",
"εκτροπών":"εκτροπή",
"εκτροφείο":"εκτροφείο",
"εκτροφή":"εκτροφή",
"εκτροφής":"εκτροφή",
"εκτροφών":"εκτροφή",
"έκτρωμα":"έκτρωμα",
"εκτρώματα":"έκτρωμα",
"έκτρωση":"έκτρωση",
"εκτυλίσσεται":"εκτυλίσσω",
"εκτυλίσσονται":"εκτυλίσσω",
"εκτυλισσόταν":"εκτυλίσσω",
"εκτυλιχθεί":"εκτυλίσσω",
"εκτυλίχθηκαν":"εκτυλίσσω",
"εκτυλίχθηκε":"εκτυλίσσω",
"εκτυλιχθούν":"εκτυλίσσω",
"εκτυλίχτηκε":"εκτυλίσσω",
"εκτυπώθηκαν":"εκτυπώνω",
"εκτυπωθούν":"εκτυπώνω",
"εκτυπώσει":"εκτυπώνω",
"εκτυπώσεις":"εκτύπωση",
"εκτυπώσεων":"εκτύπωση",
"εκτύπωση":"εκτύπωση",
"εκτύπωσης":"εκτύπωση",
"εκτυπωτές":"εκτυπωτής",
"εκτυπωτή":"εκτυπωτής",
"εκτυπωτής":"εκτυπωτής",
"εκτυπωτικής":"εκτυπωτικός",
"εκτυφλωτική":"εκτυφλωτικός",
"εκτυφλωτικό":"εκτυφλωτικός",
"εκφ":"εκφ",
"εκφάνσεις":"έκφανση",
"έκφανση":"έκφανση",
"έκφανσή":"έκφανση",
"εκφέρει":"εκφέρω",
"εκφέρεται":"εκφέρω",
"εκφέρουν":"εκφέρω",
"εκφοβίσει":"εκφοβίζω",
"εκφοβισμό":"εκφοβισμός",
"εκφοβισμού":"εκφοβισμός",
"εκφοβιστικό":"εκφοβιστικός",
"εκφοβιστικών":"εκφοβιστικός",
"εκφορά":"εκφορά",
"εκφοράς":"εκφορά",
"εκφόρτωσαν":"εκφορτώνω",
"εκφόρτωση":"εκφόρτωση",
"εκφόρτωσης":"εκφόρτωση",
"εκφορτώσουν":"εκφορτώνω",
"εκφράζαμε":"εκφράζω",
"εκφράζει":"εκφράζω",
"εκφράζεις":"εκφράζω",
"εκφράζεστε":"εκφράζω",
"εκφράζεται":"εκφράζω",
"εκφράζετε":"εκφράζω",
"εκφράζομαι":"εκφράζω",
"εκφραζόμενων":"εκφραζόμενος",
"εκφράζονται":"εκφράζω",
"εκφράζονταν":"εκφράζω",
"εκφράζοντας":"εκφράζω",
"εκφράζουμε":"εκφράζω",
"εκφράζουν":"εκφράζω",
"εκφράζω":"εκφράζω",
"εκφράσατε":"εκφράζω",
"εκφράσει":"εκφράζω",
"εκφράσεις":"έκφραση",
"εκφράσετε":"εκφράζω",
"εκφράσεων":"έκφραση",
"εκφράσεως":"έκφραση",
"έκφραση":"έκφραση",
"έκφρασή":"έκφραση",
"έκφρασης":"έκφραση",
"έκφρασής":"έκφραση",
"εκφρασθεί":"εκφράζω",
"εκφράσθηκε":"εκφράζω",
"εκφρασθούν":"εκφράζω",
"έκφρασίν":"έκφραση",
"εκφρασμένες":"εκφρασμένες",
"εκφρασμένη":"εκφρασμένη",
"εκφράσουμε":"εκφράζω",
"εκφράσουν":"εκφράζω",
"εκφραστεί":"εκφράζω",
"εκφραστείτε":"εκφράζω",
"εκφραστές":"εκφραστής",
"εκφραστή":"εκφραστής",
"εκφράστηκαν":"εκφράζω",
"εκφράστηκε":"εκφράζω",
"εκφραστής":"εκφραστής",
"εκφραστικά":"εκφραστικός",
"εκφραστικές":"εκφραστικός",
"εκφραστική":"εκφραστικός",
"εκφραστικό":"εκφραστικός",
"εκφραστικότητα":"εκφραστικότητα",
"εκφραστικούς":"εκφραστικός",
"εκφραστούν":"εκφράζω",
"εκφραστώ":"εκφράζω",
"εκφράσω":"εκφράζω",
"εκφυλίζεται":"εκφυλίζω",
"εκφυλίζονται":"εκφυλίζω",
"εκφυλίσει":"εκφυλίζω",
"εκφύλιση":"εκφύλιση",
"εκφυλίσθηκαν":"εκφυλίζω",
"εκφυλισμένο":"εκφυλίζω",
"εκφυλισμό":"εκφυλισμός",
"εκφυλισμός":"εκφυλισμός",
"εκφυλισμού":"εκφυλισμός",
"εκφυλιστεί":"εκφυλίζω",
"εκφυλίστηκαν":"εκφυλίζω",
"εκφυλίστηκε":"εκφυλίζω",
"εκφυλιστικά":"εκφυλιστικός",
"εκφυλιστικές":"εκφυλιστικός",
"εκφυλιστικών":"εκφυλιστικός",
"εκφωνεί":"εκφωνώ",
"εκφωνείται":"εκφωνώ",
"εκφωνήθηκαν":"εκφωνώ",
"εκφωνήθηκε":"εκφωνώ",
"εκφωνηθούν":"εκφωνώ",
"εκφώνησαν":"εκφωνώ",
"εκφώνησε":"εκφωνώ",
"εκφωνήσει":"εκφωνώ",
"εκφώνηση":"εκφώνηση",
"εκφωνητή":"εκφωνητής",
"εκφωνητής":"εκφωνητής",
"εκφωνούν":"εκφωνώ",
"εκφωνούνται":"εκφωνώ",
"εκφωνούνταν":"εκφωνώ",
"εκφωνούσατε":"εκφωνώ",
"έκχαρτ":"έκχαρτ",
"εκχιονιστικά":"εκχιονιστικός",
"εκχιονιστικό":"εκχιονιστικός",
"εκχιονιστικών":"εκχιονιστικός",
"εκχυδαϊσμένου":"εκχυδαϊσμένος",
"εκχυδαϊσμό":"εκχυδαϊσμός",
"εκχωρεί":"εκχωρώ",
"εκχωρείται":"εκχωρώ",
"εκχωρηθούν":"εκχωρώ",
"εκχώρησαν":"εκχωρώ",
"εκχώρησε":"εκχωρώ",
"εκχωρήσει":"εκχωρώ",
"εκχώρηση":"εκχώρηση",
"εκχώρησή":"εκχώρηση",
"εκχώρησης":"εκχώρηση",
"εκχωρήσουν":"εκχωρώ",
"εκχωρούμε":"εκχωρώ",
"εκχωρούν":"εκχωρώ",
"ελ":"ελ",
"ελ.":"ελ.",
"ελ.ας":"ελ.ας",
"ελ.ας.":"ελ.ας.",
"ελα":"έλα",
"έλα":"έλα",
"έλαβα":"λαμβάνω",
"έλαβαν":"λαμβάνω",
"έλαβε":"λαμβάνω",
"έλαβον":"έλαβον",
"ελάι":"ελάι",
"ελαία":"ελαία",
"έλαια":"έλαιο",
"ελαιόδενδρα":"ελαιόδενδρο",
"ελαιοκαλλιέργεια":"ελαιοκαλλιέργεια",
"ελαιοκαλλιέργειας":"ελαιοκαλλιέργεια",
"ελαιοκομικές":"ελαιοκομικός",
"ελαιόλαδα":"ελαιόλαδο",
"ελαιόλαδο":"ελαιόλαδο",
"ελαιολάδου":"ελαιόλαδο",
"ελαιόλαδου":"ελαιόλαδο",
"ελαιοπαραγωγή":"ελαιοπαραγωγή",
"ελαιοπαραγωγός":"ελαιοπαραγωγός",
"ελαιοπαραγωγών":"ελαιοπαραγωγός",
"ελαιοτριβεία":"ελαιοτριβείο",
"ελαιοτριβείο":"ελαιοτριβείο",
"ελαιουργεία":"ελαιουργείο",
"ελαιοχρωματισμός":"ελαιοχρωματισμός",
"ελαιοχρωματιστές":"ελαιοχρωματιστής",
"ελαις":"ελαις",
"ελαίων":"έλαιο",
"ελαιώνα":"ελαιώνας",
"ελαιώνας":"ελαιώνας",
"ελαιώνες":"ελαιώνας",
"ελαιώνων":"ελαιώνας",
"ελάμβανε":"λαμβάνω",
"έλαμπε":"λάμπω",
"έλαμψαν":"λάμπω",
"έλαμψε":"λάμπω",
"ελας":"ελας",
"ελάσ":"ελάσ",
"ελασίτης":"ελάσιτος",
"ελασιτών":"ελάσιτος",
"ελάσματα":"έλασμα",
"έλασσον":"ελάσσων",
"ελάσσονα":"ελάσσων",
"ελασσόνας":"ελασσόνα",
"ελάσσονος":"ελάσσων",
"ελασσόνων":"ελάσσων",
"ελαστικά":"ελαστικός",
"ελαστική":"ελαστικός",
"ελαστικό":"ελαστικός",
"ελαστικοί":"ελαστικός",
"ελαστικοποίηση":"ελαστικοποίηση",
"ελαστικοποίησης":"ελαστικοποίηση",
"ελαστικότερες":"ελαστικός",
"ελαστικότερη":"ελαστικός",
"ελαστικότητα":"ελαστικότητα",
"ελαστικότητά":"ελαστικότητα",
"ελαστικού":"ελαστικός",
"ελαστικών":"ελαστικός",
"έλατα":"έλατο",
"ελάτε":"ελάτε",
"ελατήρια":"ελατήριο",
"ελατήριο":"ελατήριο",
"έλατο":"έλατος",
"ελατόδασος":"ελατόδασος",
"ελαττώθηκε":"ελαττώνω",
"ελάττωμα":"ελάττωμα",
"ελάττωμά":"ελάττωμα",
"ελαττώματα":"ελάττωμα",
"ελαττώματά":"ελάττωμα",
"ελαττωματικά":"ελαττωματικός",
"ελαττωματική":"ελαττωματικός",
"ελαττωματικό":"ελαττωματικός",
"ελαττωματικού":"ελαττωματικός",
"ελαττωματικών":"ελαττωματικός",
"ελαττώματος":"ελάττωμα",
"ελαττωμάτων":"ελάττωμα",
"ελαττώνει":"ελαττώνω",
"ελαττώνεται":"ελαττώνω",
"ελαττώνουν":"ελαττώνω",
"ελαττώσει":"ελαττώνω",
"ελάττωση":"ελάττωση",
"ελάφι":"ελάφι",
"ελάφια":"ελάφι",
"ελαφίνα":"ελαφίνα",
"ελαφιών":"ελάφι",
"ελαφρά":"ελαφρά",
"ελαφρά":"ελαφρός",
"ελαφράς":"ελαφρός",
"ελαφρές":"ελαφρός",
"ελαφριά":"ελαφρός",
"ελαφριάς":"ελαφρός",
"ελαφριές":"ελαφρύς",
"ελαφρό":"ελαφρός",
"ελαφρότερα":"ελαφρός",
"ελαφρότερες":"ελαφρός",
"ελαφρότητα":"ελαφρότητα",
"ελαφρότητας":"ελαφρότητα",
"ελαφρού":"ελαφρός",
"ελαφρούς":"ελαφρός",
"ελαφρύ":"ελαφρύς",
"ελαφρύνει":"ελαφραίνω",
"ελαφρύνουν":"ελαφραίνω",
"ελαφρύνσεις":"ελάφρυνση",
"ελαφρύνσεων":"ελάφρυνση",
"ελάφρυνση":"ελάφρυνση",
"ελάφρυνσης":"ελάφρυνση",
"ελαφρυντικά":"ελαφρυντικός",
"ελαφρυντικό":"ελαφρυντικός",
"ελαφρυντικών":"ελαφρυντικός",
"ελαφρύς":"ελαφρύς",
"ελαφρύτερα":"ελαφρύς",
"ελαφρύτερες":"ελαφρύς",
"ελαφρύτερο":"ελαφρύς",
"ελαφρών":"ελαφρός",
"ελαφρώς":"ελαφρά",
"έλαχε":"λαχαίνω",
"ελάχιστα":"ελάχιστος",
"ελάχιστα":"λίγο",
"ελάχιστες":"ελάχιστος",
"ελάχιστη":"ελάχιστος",
"ελάχιστο":"ελάχιστος",
"ελάχιστοι":"ελάχιστος",
"ελάχιστον":"ελάχιστος",
"ελαχιστοποιεί":"ελαχιστοποιώ",
"ελαχιστοποιηθεί":"ελαχιστοποιώ",
"ελαχιστοποιηθούν":"ελαχιστοποιώ",
"ελαχιστοποιήσει":"ελαχιστοποιώ",
"ελαχιστοποίηση":"ελαχιστοποίηση",
"ελαχιστοποιήσουν":"ελαχιστοποιώ",
"ελαχιστοποιούνται":"ελαχιστοποιώ",
"ελάχιστος":"ελάχιστος",
"ελαχίστου":"ελάχιστος",
"ελάχιστους":"ελάχιστος",
"ελαχίστων":"ελάχιστος",
"ελάχιστων":"ελάχιστος",
"ελβ":"ελβ",
"ελβαλ":"ελβαλ",
"ελβάνα":"ελβάνα",
"ελβε":"ελβε",
"ελβετία":"ελβετία",
"ελβετίας":"ελβετία",
"ελβετικά":"ελβετικός",
"ελβετικές":"ελβετικός",
"ελβετική":"ελβετικός",
"ελβετικής":"ελβετική",
"ελβετικό":"ελβετικός",
"ελβετικού":"ελβετικός",
"ελβετικών":"ελβετικός",
"ελβετό":"ελβετός",
"ελβετοί":"ελβετός",
"ελβετού":"ελβετός",
"ελβετών":"ελβετός",
"ελβιεμεκ":"ελβιεμεκ",
"έλβιν":"έλβιν",
"ελβίρα":"ελβίρα",
"ελβίρα-οι":"ελβίρα-οι",
"ελβιφαν":"ελβιφαν",
"ελγα":"ελγα",
"ελγίνεια":"ελγίνεια",
"έλγκαρ":"έλγκαρ",
"ελδε":"ελδε",
"έλεγα":"λέγω",
"έλεγαν":"λέγω",
"έλεγε":"λέγω",
"ελεγεία":"ελεγεία",
"έλεγες":"λέγω",
"ελέγετο":"ελέγετο",
"ελεγκτές":"ελεγκτής",
"ελεγκτή":"ελεγκτής",
"ελεγκτης":"ελεγκτής",
"ελεγκτής":"ελεγκτής",
"ελεγκτικά":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικές":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικής":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικό":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικοί":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικού":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικούς":"ελεγκτικός",
"ελεγκτικών":"ελεγκτικός",
"ελεγκτών":"ελεγκτής",
"ελεγμένα":"ελεγμένος",
"ελέγξαμε":"ελέγχω",
"έλεγξαν":"ελέγχω",
"έλεγξε":"ελέγχω",
"ελέγξει":"ελέγχω",
"ελέγξεις":"ελέγχω",
"ελέγξετε":"ελέγχω",
"ελέγξουμε":"ελέγχω",
"ελέγξούμε":"ελέγχω",
"ελέγξουν":"ελέγχω",
"ελέγξτε":"ελέγχω",
"ελέγξω":"ελέγχω",
"έλεγχαν":"ελέγχω",
"ελέγχει":"ελέγχω",
"ελέγχεις":"ελέγχω",
"ελέγχεται":"ελέγχω",
"ελέγχετε":"ελέγχω",
"ελεγχθεί":"ελέγχω",
"ελέγχθηκαν":"ελέγχω",
"ελέγχθηκε":"ελέγχω",
"ελεγχθούν":"ελέγχω",
"έλεγχο":"έλεγχος",
"έλεγχό":"έλεγχος",
"έλεγχο-αυτοψία":"έλεγχο-αυτοψία",
"έλεγχοι":"έλεγχος",
"ελεγχόμενα":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενες":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενη":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενης":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενο":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενοι":"ελεγχόμενος",
"ελεγχόμενους":"ελεγχόμενος",
"ελεγχομένων":"ελεγχόμενος",
"έλεγχον":"έλεγχος",
"ελέγχονται":"ελέγχω",
"ελέγχοντας":"ελέγχω",
"ελεγχόντων":"ελέγχων",
"ελεγχος":"έλεγχος",
"έλεγχος":"έλεγχος",
"έλεγχός":"έλεγχος",
"ελεγχου":"έλεγχος",
"ελέγχου":"έλεγχος",
"ελέγχουμε":"ελέγχω",
"ελέγχουν":"ελέγχω",
"ελέγχους":"έλεγχος",
"ελέγχω":"ελέγχω",
"ελέγχων":"έλεγχος",
"έλεγχων":"έλεγχος",
"ελεεινό":"ελεεινός",
"ελεημοσύνη":"ελεημοσύνη",
"ελεημοσύνης":"ελεημοσύνη",
"ελεήσετε":"ελεώ",
"έλειπα":"λείπω",
"έλειπαν":"λείπω",
"έλειπε":"λείπω",
"έλειψα":"λείπω",
"ελειψαν":"λείπω",
"έλειψαν":"λείπω",
"έλειψε":"λείπω",
"έλειωναν":"λιώνω",
"έλεν":"έλεν",
"ελενα":"έλενα",
"έλενα":"έλενα",
"έλενας":"έλενα",
"ελενη":"ελένη",
"ελένη":"ελένη",
"ελενης":"ελένη",
"ελένης":"ελένη",
"ελενίτ":"ελενίτ",
"ελεονόρα":"ελεονόρα",
"ελεονώρα":"ελεονώρα",
"έλεος":"έλεος",
"έλεός":"έλεος",
"ελέους":"έλεος",
"ελεούσα":"ελεώ",
"ελεούσας":"ελεών",
"ελεπαπ":"ελεπιαπό",
"ελευθ":"ελευθ",
"ελεύθερα":"ελεύθερα",
"ελευθέρα":"ελεύθερος",
"ελεύθερα":"ελεύθερος",
"ελευθέρας":"ελεύθερος",
"ελεύθερες":"ελεύθερος",
"ελεύθερη":"ελεύθερος",
"ελεύθερης":"ελεύθερος",
"ελευθερία":"ελευθερία",
"ελευθέρια":"ελευθέριος",
"ελευθεριαδης":"ελευθεριάδης",
"ελευθεριάδης":"ελευθεριάδης",
"ελευθεριάδου":"ελευθεριάδου",
"ελευθεριάζουσας":"ελευθεριάζουσας",
"ελευθεριακό":"ελευθεριακό",
"ελευθεριακος":"ελευθεριακος",
"ελευθεριακός":"ελευθεριακός",
"ελευθερίαν":"ελευθέριος",
"ελευθερίας":"ελευθερία",
"ελευθερίες":"ελευθερία",
"ελευθέριο":"ελευθέριος",
"ελευθεριος":"ελευθέριος",
"ελευθέριος":"ελευθέριος",
"ελευθεριότητα":"ελευθεριότητα",
"ελευθερίου":"ελευθέριος",
"ελευθερίου-κορδελιού":"ελευθερίου-κορδελιού",
"ελευθεριών":"ελευθερία",
"'ελεύθερο":"'ελεύθερο",
"ελεύθερο":"ελεύθερος",
"ελευθεροεπαγγελματίες":"ελευθεροεπαγγελματίες",
"ελευθεροι":"ελεύθερος",
"ελεύθεροι":"ελεύθερος",
"ελευθερόπουλο":"ελευθερόπουλος",
"ελευθερόπουλος":"ελευθερόπουλος",
"ελευθερος":"ελεύθερος",
"ελεύθερος":"ελεύθερος",
"ελευθεροτυπία":"ελευθεροτυπία",
"ελευθεροτυπίας":"ελευθεροτυπία",
"ελευθέρου":"ελεύθερος",
"ελεύθερου":"ελεύθερος",
"ελευθερούπολης":"ελευθερούπολη",
"ελεύθερους":"ελεύθερος",
"ελευθεροχώρι":"ελευθεροχώρι",
"ελευθερωθεί":"ελευθερώνω",
"ελευθερωθούν":"ελευθερώνω",
"ελευθέρων":"ελεύθερος",
"ελεύθερων":"ελεύθερος",
"ελευθερών":"ελευθερών",
"ελευθερώνει":"ελευθερώνω",
"ελευθερώνεται":"ελευθερώνω",
"ελευθερώνουν":"ελευθερώνω",
"ελευθέρως":"ελευθέρως",
"ελευθέρωσε":"ελευθερώνω",
"ελευθερώσει":"ελευθερώνω",
"ελευθερώσουν":"ελευθερώνω",
"ελευθερωτές":"ελευθερωτής",
"έλευση":"έλευση",
"έλευσή":"έλευση",
"έλευσης":"έλευση",
"ελευσίνα":"ελευσίνα",
"ελευσίνα16210613-21":"ελευσίνα16210613-21",
"ελευσίνας":"ελευσίνα",
"ελέφαντα":"ελέφαντας",
"ελέφαντας":"ελέφαντας",
"ελέφαντες":"ελέφαντας",
"ελεφαντόδοντο":"ελεφαντόδοντο",
"ελεφαντοστού":"ελεφαντοστό",
"ελεφάντων":"ελέφαντας",
"ελέχθη":"λέγω",
"ελέχθησαν":"λέγω",
"ελέω":"ελέω",
"ελεωνόρα":"ελεωνόρα",
"έλη":"έλος",
"έληγε":"λήγω",
"έληξαν":"λήγω",
"έληξε":"λήγω",
"ελήφθη":"λαμβάνω",
"ελήφθησαν":"λαμβάνω",
"έλθει":"έρχομαι",
"έλθη":"έλθη",
"έλθουμε":"έρχομαι",
"έλθουν":"έρχομαι",
"ελια":"ελιά",
"ελιά":"ελιά",
"ελία":"ελίον",
"ελιάς":"ελιά",
"ελίας":"ελίας",
"έλιγι":"έλιγι",
"ελιγμό":"ελιγμός",
"ελιγμοί":"ελιγμός",
"ελιγμός":"ελιγμός",
"ελιγμού":"ελιγμός",
"ελιγμούς":"ελιγμός",
"ελιγμών":"ελιγμός",
"ελιές":"ελιά",
"ελίζαμπεθ":"ελίζαμπεθ",
"ελιζαμπετ":"ελιζαμπετ",
"ελιζαμπέτ":"ελιζαμπέτ",
"έλικα":"έλικας",
"έλικας":"έλικας",
"έλικες":"έλικας",
"ελικοειδή":"ελικοειδής",
"ελικόπτερα":"ελικόπτερο",
"ελικόπτερο":"ελικόπτερο",
"ελικοπτέρου":"ελικόπτερο",
"ελικόπτερου":"ελικόπτερο",
"ελικοπτέρων":"ελικόπτερο",
"ελικοφόρο":"ελικοφόρος",
"ελίκων":"έλικας",
"ελιμειας":"ελιμειας",
"ελινα":"ελίνα",
"ελινόρ":"ελινόρ",
"ελινυ":"ελινυ",
"ελιξήριο":"ελιξήριο",
"ελιξίριο":"ελιξίριο",
"έλιος":"έλιος",
"έλιος-σλόβαν":"έλιος-σλόβαν",
"έλιοτ":"έλιοτ",
"έλις":"έλις",
"ελισαβετ":"ελισαβετ",
"ελισάβετ":"ελισάβετ",
"ελίσσεται":"ελίσσομαι",
"ελίσσονται":"ελίσσομαι",
"ελίτ":"ελίτ",
"ελιτίστικη":"ελιτίστικος",
"ελιχθεί":"ελίσσομαι",
"ελιών":"ελιά",
"έλιωσε":"λιώνω",
"ελκα":"ελκα",
"έλκας":"έλκας",
"έλκει":"έλκω",
"έλκεται":"έλκω",
"έλκη":"έλκος",
"έλκηθρα":"έλκηθρο",
"έλκηθρο":"έλκηθρο",
"έλκος":"έλκος",
"έλκουν":"έλκω",
"έλκους":"έλκος",
"ελκύει":"ελκύω",
"ελκύεται":"ελκύω",
"ελκύουν":"ελκύω",
"ελκύσει":"ελκύω",
"ελκυστήρας":"ελκυστήρας",
"ελκυστικά":"ελκυστικά",
"ελκυστικές":"ελκυστικός",
"ελκυστική":"ελκυστικός",
"ελκυστικής":"ελκυστικός",
"ελκυστικό":"ελκυστικός",
"ελκυστικοί":"ελκυστικός",
"ελκυστικός":"ελκυστικός",
"ελκυστικότερη":"ελκυστικός",
"ελκυστικούς":"ελκυστικός",
"ελλ":"ελλ",
"ελλαδα":"ελλάδα",
"ελλάδα":"ελλάδα",
"ελλάδα-αλβανία":"ελλάδα-αλβανία",
"ελλάδα-βουλγαρία":"ελλάδα-βουλγαρία",
"ελλάδα-γιουγκοσλαβία":"ελλάδα-γιουγκοσλαβία",
"ελλαδα-ιταλια":"ελλαδα-ιταλια",
"ελλάδα-ιταλία":"ελλάδα-ιταλία",
"ελλάδα-κύπρος":"ελλάδα-κύπρος",
"ελλάδα-πγδμ":"ελλάδα-πγδμ",
"ελλαδας":"ελλάδα",
"ελλάδας":"ελλάδα",
"ελλάδας12":"ελλάδας12",
"ελλάδας-βουλγαρίας":"ελλάδας-βουλγαρίας",
"ελλάδας-ιταλίας":"ελλάδας-ιταλίας",
"ελλάδας-κύπρου":"ελλάδας-κύπρου",
"ελλάδας-πγδμ":"ελλάδας-πγδμ",
"ελλάδα-τουρκία":"ελλάδα-τουρκία",
"ελλαδι":"ελλάδι",
"ελλαδικές":"ελλαδικός",
"ελλαδικής":"ελλαδικός",
"ελλαδικό":"ελλαδικός",
"ελλαδιστάν":"ελλαδιστάν",
"ελλαδος":"ελλάδα",
"ελλάδος":"ελλάδα",
"ελλάδος-κύπρου":"ελλάδος-κύπρου",
"ελλας":"ελλάδα",
"ελλάς":"ελλάδα",
"ελλατεξ":"ελλατέξ",
"έλλειμμα":"έλλειμμα",
"έλλειμμά":"έλλειμμα",
"ελλείμματα":"έλλειμμα",
"ελλειμματικής":"ελλειμματικός",
"ελλειμματικό":"ελλειμματικός",
"ελλειμματικός":"ελλειμματικός",
"ελλειμματικούς":"ελλειμματικός",
"ελλειμματικών":"ελλειμματικός",
"ελλείμματος":"έλλειμμα",
"ελλειμμάτων":"έλλειμμα",
"έλλειπαν":"ελλείπω",
"έλλειπε":"ελλείπω",
"ελλειπή":"ελλειπής",
"ελλειπής":"ελλειπής",
"ελλειπτική":"ελλειπτικός",
"ελλειπτικότητα":"ελλειπτικότητα",
"ελλείψει":"ελλείψει",
"ελλείψεις":"έλλειψη",
"ελλείψεων":"έλλειψη",
"ελλείψεως":"έλλειψη",
"έλλειψη":"έλλειψη",
"έλλειψή":"έλλειψη",
"έλλειψης":"έλλειψη",
"έλλειψής":"έλλειψη",
"έλλη":"έλλη",
"ελλην":"έλλη",
"έλλην":"έλλη",
"ελληνα":"έλληνας",
"έλληνα":"έλληνας",
"ελληναδικα":"ελληνάδικο",
"ελληναράς":"ελληναράς",
"ελληνας":"έλληνας",
"έλληνας":"έλληνας",
"ελληνες":"έλληνας",
"έλληνες":"έλληνας",
"ελληνιάδα":"ελληνιάδα",
"ελληνιάδης":"ελληνιάδης",
"ελληνίδα":"ελληνίδα",
"ελληνίδες":"ελληνίδα",
"ελληνιδης":"ελληνιδης",
"ελληνίδων":"ελληνίδα",
"ελληνικα":"ελληνικός",
"ελληνικά":"ελληνικός",
"ελληνικάκη":"ελληνικάκη",
"ελληνικες":"ελληνικός",
"ελληνικές":"ελληνικός",
"ελληνικη":"ελληνικός",
"ελληνική":"ελληνικός",
"ελληνικης":"ελληνικός",
"ελληνικής":"ελληνικός",
"ελληνικο":"ελληνικός",
"ελληνικό":"ελληνικός",
"ελληνικοί":"ελληνικός",
"ελληνικος":"ελληνικός",
"ελληνικός":"ελληνικός",
"ελληνικότατη":"ελληνικότατη",
"ελληνικότητα":"ελληνικότητα",
"ελληνικότητά":"ελληνικότητα",
"ελληνικου":"ελληνικός",
"ελληνικού":"ελληνικός",
"ελληνικούς":"ελληνικός",
"ελληνικων":"ελληνικός",
"ελληνικών":"ελληνικός",
"ελληνίς":"ελληνίς",
"ελληνισμό":"ελληνισμός",
"ελληνισμός":"ελληνισμός",
"ελληνισμου":"ελληνισμός",
"ελληνισμού":"ελληνισμός",
"ελληνιστή":"ελληνιστής",
"ελληνιστί":"ελληνιστί",
"ελληνιστικά":"ελληνιστικός",
"ελληνιστική":"ελληνιστικός",
"ελληνιστικής":"ελληνιστικός",
"ελληνιστικό":"ελληνιστικός",
"ελληνιστικών":"ελληνιστικός",
"ελληνίστρια":"ελληνίστρια",
"ελληνοαλβανικά":"ελληνοαλβανικός",
"ελληνοαλβανικές":"ελληνοαλβανικός",
"ελληνοαμερικάνα":"ελληνοαμερικάνα",
"ελληνοαμερικανικη":"ελληνοαμερικανικός",
"ελληνοαμερικανική":"ελληνοαμερικανικός",
"ελληνοαμερικανικού":"ελληνοαμερικανικός",
"ελληνοαμερικανικών":"ελληνοαμερικανικός",
"ελληνοαμερικανός":"ελληνοαμερικανός",
"ελληνοβλαχική":"ελληνοβλαχική",
"ελληνοβουλγαρικα":"ελληνοβουλγαρικός",
"ελληνοβουλγαρικά":"ελληνοβουλγαρικός",
"ελληνογαλλικής":"ελληνογαλλικός",
"ελληνογερμανικού":"ελληνογερμανικός",
"ελληνόγλωσση":"ελληνόγλωσσος",
"ελληνοεβραίο":"ελληνοεβραίο",
"ελληνοϊταλικής":"ελληνοϊταλικός",
"ελληνοϊταλικό":"ελληνοϊταλικός",
"ελληνοϊταλικού":"ελληνοϊταλικός",
"ελληνοϊταλού":"ελληνοϊταλού",
"ελληνοκαναδοί":"ελληνοκαναδοί",
"ελληνοκεντρικό":"ελληνοκεντρικός",
"ελληνοκεντρισμόν":"ελληνοκεντρισμός",
"ελληνοκουρδικές":"ελληνοκουρδικός",
"ελληνοκουρδικών":"ελληνοκουρδικός",
"ελληνοκυπριακά":"ελληνοκυπριακός",
"ελληνοκυπριακή":"ελληνοκυπριακός",
"ελληνοκυπριακής":"ελληνοκυπριακός",
"ελληνοκυπριακό":"ελληνοκυπριακός",
"ελληνοκυπρίων":"ελληνοκύπριος",
"ελληνολατρεία":"ελληνολατρία",
"ελληνόπαιδα":"ελληνόπαιδα",
"ελληνοποιημένο":"ελληνοποιημένος",
"ελληνοποιήσεις":"ελληνοποίηση",
"ελληνοποίηση":"ελληνοποίηση",
"ελληνο-πομακικό":"ελληνο-πομακικό",
"ελληνοπόντιοι":"ελληνοπόντιοι",
"ελληνοποντιων":"ελληνοποντιων",
"ελληνόπουλα":"ελληνόπουλο",
"ελληνόπουλων":"ελληνόπουλο",
"ελληνορθόδοξη":"ελληνορθόδοξος",
"ελληνορθόδοξο":"ελληνορθόδοξος",
"ελληνορουμάνο":"ελληνορουμάνος",
"ελληνορουμάνος":"ελληνορουμάνος",
"ελληνορωμαϊκό":"ελληνορωμαϊκός",
"ελληνορωμαϊκού":"ελληνορωμαϊκός",
"ελληνορωσικό":"ελληνορωσικός",
"ελληνοτεχνική":"ελληνοτεχνική",
"ελληνοτουρκικά":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκικές":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκική":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκικής":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκικό":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκικού":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνοτουρκικών":"ελληνοτουρκικός",
"ελληνόφωνα":"ελληνόφωνος",
"ελληνοχριστιανικής":"ελληνοχριστιανικός",
"ελληνόψυχους":"ελληνόψυχους",
"ελληνων":"έλληνας",
"ελλήνων":"έλληνας",
"έλλης":"έλλη",
"ελλήσποντο":"ελλήσποντος",
"ελλιμενίζονται":"ελλιμενίζω",
"ελλιμενισμένο":"ελλιμενίζω",
"ελλιμενισμός":"ελλιμενισμός",
"ελλιπείς":"ελλιπής",
"ελλιπές":"ελλιπής",
"ελλιπέστατη":"ελλιπής",
"ελλιπέστατο":"ελλιπής",
"ελλιπή":"ελλιπής",
"ελλιπης":"ελλιπής",
"ελλιπής":"ελλιπής",
"ελλιπούς":"ελλιπής",
"ελλιπών":"ελλιπής",
"ελλιπώς":"ελλιπώς",
"έλλογα":"έλλογος",
"έλλογο":"έλλογος",
"ελλόχευε":"ελλοχεύω",
"ελλοχεύει":"ελλοχεύω",
"ελλοχεύουν":"ελλοχεύω",
"ελλοχεύουσα":"ελλοχεύων",
"ελμε":"ελμε",
"ελμεκ":"ελμεκ",
"έλντα":"έλντα",
"έλξεως":"έλξη",
"έλξη":"έλξη",
"έλξης":"έλξη",
"ελονοσία":"ελονοσία",
"ελονοσίας":"ελονοσία",
"ελοντί":"ελοντί",
"ελόου":"ελόου",
"έλος":"έλος",
"ελοτ":"ελοτ",
"ελουά":"ελουά",
"έλους":"έλος",
"έλουσαν":"λούζω",
"ελπε":"ελπε",
"ελπίδα":"ελπίδα",
"ελπίδας":"ελπίδα",
"ελπίδες":"ελπίδα",
"ελπιδοφόρα":"ελπιδοφόρος",
"ελπιδοφόρες":"ελπιδοφόρος",
"ελπιδοφόρο":"ελπιδοφόρος",
"ελπιδοφόρους":"ελπιδοφόρος",
"ελπιδοφόρων":"ελπιδοφόρος",
"ελπίδων":"ελπίδα",
"ελπίζαμε":"ελπίζω",
"έλπιζαν":"ελπίζω",
"ελπίζανε":"ελπίζω",
"ελπίζατε":"ελπίζω",
"ελπιζει":"ελπίζω",
"ελπίζει":"ελπίζω",
"ελπίζεις":"ελπίζω",
"ελπίζεται":"ελπίζεται",
"ελπίζετε":"ελπίζω",
"ελπίζοντας":"ελπίζω",
"ελπίζουμε":"ελπίζω",
"ελπίζουν":"ελπίζω",
"ελπίζω":"ελπίζω",
"ελπινικη":"ελπινίκη",
"ελπίς":"ελπίδα",
"ελπίσει":"ελπίζω",
"ελπίσουμε":"ελπίζω",
"ελσα":"ελσα",
"έλσα":"έλσα",
"έλσας":"έλσα",
"ελσίνκι":"ελσίνκι",
"έλσον":"έλσον",
"ελτα":"ελτα",
"έλτον":"έλτον",
"ελτρακ":"ελτρακ",
"έλυνε":"λύνω",
"έλυσαν":"λύνω",
"έλυσε":"λύνω",
"ελύτη":"ελύτης",
"ελύτης":"ελύτης",
"ελφικο":"ελφίκος",
"ελφικο-κ":"ελφικο-κ",
"εμ":"εμ",
"εμ.":"εμ.",
"έμαθα":"μαθαίνω",
"εμαθαν":"μαθαίνω",
"έμαθαν":"μαθαίνω",
"έμαθε":"μαθαίνω",
"έμαθες":"μαθαίνω",
"εμακ":"εμακ",
"εμανουέλ":"εμανουέλ",
"εμάνουελ":"εμάνουελ",
"εμάνουελσον":"εμάνουελσον",
"εμάς":"εγώ",
"εμάχετο":"εμάχετο",
"εμβαδόν":"εμβαδόν",
"εμβαδού":"εμβαδό",
"εμβαθύνει":"εμβαθύνω",
"εμβαθύνουν":"εμβαθύνω",
"εμβάθυνση":"εμβάθυνση",
"εμβάθυνσης":"εμβάθυνση",
"εμβάλλει":"εμβάλλω",
"εμβαλωματικές":"εμβαλωματικός",
"εμβάσματα":"έμβασμα",
"εμβασμάτων":"έμβασμα",
"εμβατήρια":"εμβατήριο",
"εμβέλεια":"εμβέλεια",
"εμβέλειά":"εμβέλεια",
"εμβέλειας":"εμβέλεια",
"έμβλημα":"έμβλημα",
"έμβλημά":"έμβλημα",
"εμβλήματα":"έμβλημα",
"εμβληματικά":"εμβληματικός",
"εμβληματική":"εμβληματικός",
"εμβληματικό":"εμβληματικός",
"εμβοές":"εμβοή",
"εμβολή":"εμβολή",
"εμβόλια":"εμβόλιο",
"εμβολιάζονται":"εμβολιάζω",
"εμβολιασμό":"εμβολιασμός",
"εμβολιασμοί":"εμβολιασμός",
"εμβολιασμός":"εμβολιασμός",
"εμβολιασμού":"εμβολιασμός",
"εμβολιασμούς":"εμβολιασμός",
"εμβολιασμών":"εμβολιασμός",
"εμβολιάσουν":"εμβολιάζω",
"εμβολιαστούν":"εμβολιάζω",
"εμβόλιμη":"εμβόλιμος",
"εμβόλιο":"εμβόλιο",
"εμβολίου":"εμβόλιο",
"εμβόλισε":"εμβολίζω",
"εμβολίων":"εμβόλιο",
"εμβρίθεια":"εμβρίθεια",
"εμβριθή":"εμβριθής",
"εμβρόντητοι":"εμβρόντητος",
"έμβρυα":"έμβρυο",
"εμβρυακά":"εμβρυακός",
"εμβρυακό":"εμβρυακός",
"εμβρυακών":"εμβρυακός",
"έμβρυο":"έμβρυο",
"εμβρυολογία":"εμβρυολογία",
"εμβρυονικά":"εμβρυονικός",
"εμβρύου":"έμβρυο",
"εμβρύων":"έμβρυο",
"εμέ":"εμέ",
"έμεινα":"μένω",
"εμειναν":"μένω",
"έμειναν":"μένω",
"εμεινε":"μένω",
"έμεινε":"μένω",
"εμεις":"εγώ",
"εμείς":"εγώ",
"έμελλε":"μέλλω",
"έμεν":"έμεν",
"εμένα":"εγώ",
"έμενα":"μένω",
"έμεναν":"μένω",
"έμενε":"μένω",
"έμενες":"μένω",
"εμερσον":"εμερσον",
"έμερσον":"έμερσον",
"εμετικά":"εμετικός",
"εμετό":"εμετός",
"εμετούς":"εμετός",
"έμι":"έμι",
"εμιλ":"εμιλ",
"εμίλ":"εμίλ",
"έμιλι":"έμιλι",
"εμιλία":"εμιλία",
"εμίλια":"εμίλια",
"εμίλια-άνβιλ":"εμίλια-άνβιλ",
"εμίλια-κάπο":"εμίλια-κάπο",
"εμίλιο":"εμίλιον",
"εμίν":"εμίν",
"εμίρ":"εμίρ",
"εμιράτα":"εμιράτο",
"εμιράτου":"εμιράτο",
"εμίρη":"εμίρης",
"εμίρης":"εμίρης",
"εμιρλη":"εμιρλη",
"εμισθοδοτείτο":"εμισθοδοτείτο",
"έμμα":"έμμα",
"εμμανουέλα":"εμμανουέλα",
"εμμανουηλ":"εμμανουήλ",
"εμμανουήλ":"εμμανουήλ",
"εμμανουηλιδου":"εμμανουηλιδου",
"εμμείνει":"εμμένω",
"εμμείνουν":"εμμένω",
"εμμένει":"εμμένω",
"εμμένετε":"εμμένω",
"εμμένοντες":"εμμένων",
"εμμένουμε":"εμμένω",
"εμμένουν":"εμμένω",
"έμμεσα":"έμμεσα",
"έμμεσα":"έμμεσος",
"έμμεσες":"έμμεσος",
"έμμεση":"έμμεσος",
"έμμεσης":"έμμεσος",
"έμμεσο":"έμμεσος",
"έμμεσοι":"έμμεσος",
"έμμεσου":"έμμεσος",
"έμμεσους":"έμμεσος",
"εμμέσων":"έμμεσος",
"έμμεσων":"έμμεσος",
"εμμέσως":"έμμεσα",
"εμμετρως":"εμμετρως",
"εμμηνόπαυση":"εμμηνόπαυση",
"εμμηνόπαυσης":"εμμηνόπαυση",
"εμμήνου":"έμμηνος",
"έμμισθο":"έμμισθος",
"εμμονές":"εμμονή",
"έμμονες":"έμμονος",
"εμμονή":"εμμονή",
"έμμονη":"έμμονος",
"εμμονής":"εμμονή",
"έμμονων":"έμμονος",
"έμοιαζα":"μοιάζω",
"έμοιαζαν":"μοιάζω",
"έμοιαζε":"μοιάζω",
"έμοιασαν":"μοιάζω",
"εμού":"εμού",
"εμπ":"εμπ",
"έμπα":"έμπα",
"εμπάγκα":"εμπάγκα",
"εμπάθεια":"εμπάθεια",
"εμπάθειά":"εμπάθεια",
"εμπάθειές":"εμπάθεια",
"εμπαθή":"εμπαθής",
"εμπαιγμό":"εμπαιγμός",
"εμπαιγμός":"εμπαιγμός",
"εμπαίζει":"εμπαίζω",
"εμπαίζεται":"εμπαίζω",
"εμπαίζονται":"εμπαίζω",
"εμπαίζοντας":"εμπαίζω",
"εμπαίζουν":"εμπαίζω",
"έμπαινα":"μπαίνω",
"έμπαιναν":"μπαίνω",
"έμπαινε":"μπαίνω",
"έμπαινες":"μπαίνω",
"εμπάργκο":"εμπάργκο",
"εμπεδωθεί":"εμπεδώνω",
"εμπεδωμένη":"εμπεδώνω",
"εμπεδώνει":"εμπεδώνω",
"εμπεδώνοντας":"εμπεδώνω",
"εμπεδώνουν":"εμπεδώνω",
"εμπεδώσαμε":"εμπεδώνω",
"εμπέδωσε":"εμπεδώνω",
"εμπεδώσει":"εμπεδώνω",
"εμπέδωση":"εμπέδωση",
"εμπέδωσης":"εμπέδωση",
"εμπεδώσουμε":"εμπεδώνω",
"εμπεδώσουν":"εμπεδώνω",
"έμπειρα":"έμπειρος",
"έμπειρες":"έμπειρος",
"έμπειρη":"έμπειρος",
"εμπειρία":"εμπειρία",
"εμπειρίας":"εμπειρία",
"εμπειρίες":"εμπειρία",
"εμπειρικά":"εμπειρικός",
"εμπειρική":"εμπειρικός",
"εμπειρικό":"εμπειρικός",
"εμπειρικός":"εμπειρικός",
"εμπειρικούς":"εμπειρικός",
"εμπειρικών":"εμπειρικός",
"εμπειριών":"εμπειρία",
"έμπειρο":"έμπειρος",
"εμπειρογνώμονα":"εμπειρογνώμονας",
"εμπειρογνώμονας":"εμπειρογνώμονας",
"εμπειρογνώμονες":"εμπειρογνώμονας",
"εμπειρογνωμόνων":"εμπειρογνώμονας",
"εμπειρογνωμοσύνη":"εμπειρογνωμοσύνη",
"εμπειρογνώμων":"εμπειρογνώμονας",
"έμπειροι":"έμπειρος",
"εμπειροπόλεμο":"εμπειροπόλεμος",
"έμπειρος":"έμπειρος",
"εμπειρότερους":"έμπειρος",
"έμπειρου":"έμπειρος",
"έμπειρους":"έμπειρος",
"εμπείρων":"έμπειρος",
"έμπειρων":"έμπειρος",
"εμπενίζερ":"εμπενίζερ",
"εμπεριείχε":"εμπεριέχω",
"εμπεριέχει":"εμπεριέχω",
"εμπεριέχεται":"εμπεριέχω",
"εμπεριέχονται":"εμπεριέχω",
"εμπεριέχουν":"εμπεριέχω",
"εμπεριστατωμένα":"εμπεριστατωμένος",
"εμπεριστατωμένες":"εμπεριστατωμένος",
"εμπεριστατωμένη":"εμπεριστατωμένος",
"εμπεριστατωμένο":"εμπεριστατωμένος",
"εμπίπτει":"εμπίπτω",
"εμπίπτουν":"εμπίπτω",
"έμπιστα":"έμπιστος",
"εμπιστεύεσαι":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύεστε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύεται":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευθεί":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευθείτε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύθηκαν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύθηκε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευθούμε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευθούν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευθώ":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύομαι":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευόμαστε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευόμενη":"εμπιστευόμενος",
"εμπιστεύονται":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύονταν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευόσασταν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευόταν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτεί":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτείτε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτήκαμε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύτηκαν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστεύτηκε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτικά":"εμπιστευτικά",
"εμπιστευτικές":"εμπιστευτικός",
"εμπιστευτική":"εμπιστευτικός",
"εμπιστευτικής":"εμπιστευτικός",
"εμπιστευτικό":"εμπιστευτικός",
"εμπιστευτικών":"εμπιστευτικός",
"εμπιστευτούμε":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτούν":"εμπιστεύομαι",
"εμπιστευτώ":"εμπιστεύομαι",
"έμπιστο":"έμπιστος",
"εμπιστοσύνη":"εμπιστοσύνη",
"εμπιστοσυνης":"εμπιστοσύνη",
"εμπιστοσύνης":"εμπιστοσύνη",
"έμπιστου":"έμπιστος",
"έμπιστους":"έμπιστος",
"εμπίστων":"έμπιστος",
"εμπλακεί":"εμπλέκω",
"εμπλακείτε":"εμπλέκω",
"εμπλακούμε":"εμπλέκω",
"εμπλακούν":"εμπλέκω",
"εμπλεγμένη":"εμπλεγμένος",
"εμπλέκει":"εμπλέκω",
"εμπλέκεστε":"εμπλέκω",
"εμπλέκεται":"εμπλέκω",
"εμπλέκη":"εμπλέκω",
"εμπλεκόμενα":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενες":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενοι":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενος":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενου":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκομένους":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενους":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκομένων":"εμπλεκόμενος",
"εμπλεκόμενων":"εμπλεκόμενος",
"εμπλέκονται":"εμπλέκω",
"εμπλέκονταν":"εμπλέκω",
"εμπλέκουν":"εμπλέκω",
"έμπλεξα":"μπλέκω",
"έμπλεξαν":"μπλέκω",
"έμπλεξε":"μπλέκω",
"εμπλέξει":"εμπλέκω",
"εμπλέξουν":"εμπλέκω",
"έμπλεο":"έμπλεος",
"έμπλεος":"έμπλεος",
"εμπλοκές":"εμπλοκή",
"εμπλοκή":"εμπλοκή",
"εμπλοκής":"εμπλοκή",
"εμπλοκών":"εμπλοκή",
"εμπλουτίζει":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίζεται":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίζονται":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίζοντας":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίζουν":"εμπλουτίζω",
"εμπλούτισαν":"εμπλουτίζω",
"εμπλούτισε":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίσει":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτισμένες":"εμπλουτισμένος",
"εμπλουτισμένη":"εμπλουτισμένος",
"εμπλουτισμένο":"εμπλουτισμένος",
"εμπλουτισμένος":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτισμένου":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτισμένων":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτισμό":"εμπλουτισμός",
"εμπλουτισμός":"εμπλουτισμός",
"εμπλουτισμού":"εμπλουτισμός",
"εμπλουτίσουμε":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίσουν":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτιστεί":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτίστηκε":"εμπλουτίζω",
"εμπλουτιστούν":"εμπλουτίζω",
"εμπνέει":"εμπνέω",
"εμπνέεται":"εμπνέω",
"εμπνεόμενοι":"εμπνεόμενος",
"εμπνεόμενος":"εμπνεόμενος",
"εμπνέονται":"εμπνέω",
"εμπνέουν":"εμπνέω",
"εμπνεύσει":"εμπνέω",
"εμπνεύσεις":"έμπνευση",
"εμπνεύσεως":"έμπνευση",
"έμπνευση":"έμπνευση",
"έμπνευσή":"έμπνευση",
"έμπνευσης":"έμπνευση",
"έμπνευσής":"έμπνευση",
"εμπνεύσθηκαν":"εμπνέω",
"εμπνευσμένα":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένες":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένη":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένο":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένος":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένου":"εμπνευσμένος",
"εμπνευσμένων":"εμπνευσμένος",
"εμπνεύσουμε":"εμπνέω",
"εμπνεύσουν":"εμπνέω",
"εμπνευστεί":"εμπνέω",
"εμπνευστές":"εμπνευστής",
"εμπνευστή":"εμπνευστής",
"εμπνεύστηκαν":"εμπνέω",
"εμπνευστήκατε":"εμπνέω",
"εμπνεύστηκε":"εμπνέω",
"εμπνευστής":"εμπνευστής",
"εμπνευστούν":"εμπνέω",
"εμπνευστών":"εμπνευστής",
"εμπντεκάρ":"εμπντεκάρ",
"εμπόδια":"εμπόδιο",
"εμπόδιζαν":"εμποδίζω",
"εμπόδιζε":"εμποδίζω",
"εμποδίζει":"εμποδίζω",
"εμποδίζεται":"εμποδίζω",
"εμποδίζονται":"εμποδίζω",
"εμποδίζονταν":"εμποδίζω",
"εμποδίζοντας":"εμποδίζω",
"εμποδίζουν":"εμποδίζω",
"εμπόδιο":"εμπόδιο",
"εμποδίου":"εμπόδιο",
"εμπόδισαν":"εμποδίζω",
"εμπόδισε":"εμποδίζω",
"εμποδίσει":"εμποδίζω",
"εμποδίσετε":"εμποδίζω",
"εμποδίσουν":"εμποδίζω",
"εμποδιστεί":"εμποδίζω",
"εμποδίστηκαν":"εμποδίζω",
"εμποδίσω":"εμποδίζω",
"εμποδίων":"εμπόδιο",
"εμπόλεμες":"εμπόλεμος",
"εμπόλεμη":"εμπόλεμος",
"εμπόλεμο":"εμπόλεμος",
"εμπόλεμοι":"εμπόλεμος",
"εμπολι":"εμπόλη",
"έμπολι":"έμπολι",
"εμπορ":"εμπορ",
"εμποράκου":"εμποράκος",
"εμπορεύεται":"εμπορεύομαι",
"εμπόρευμα":"εμπόρευμα",
"εμπόρευμά":"εμπόρευμα",
"εμπορεύματα":"εμπόρευμα",
"εμπορευματικές":"εμπορευματικός",
"εμπορευματική":"εμπορευματικός",
"εμπορευματικής":"εμπορευματικός",
"εμπορευματικό":"εμπορευματικός",
"εμπορευματικός":"εμπορευματικός",
"εμπορευματοκιβώτια":"εμπορευματοκιβώτιο",
"εμπορευματοκιβωτίων":"εμπορευματοκιβώτιο",
"εμπορευματοποιήσει":"εμπορευματοποιώ",
"εμπορευματοποίηση":"εμπορευματοποίηση",
"εμπορευματοποίησή":"εμπορευματοποίηση",
"εμπορευματοποίησης":"εμπορευματοποίηση",
"εμπορευματοποίησής":"εμπορευματοποίηση",
"εμπορευματοποιούν":"εμπορευματοποιώ",
"εμπορεύματος":"εμπόρευμα",
"εμπορευμάτων":"εμπόρευμα",
"εμπορευόμενοι":"εμπορευόμενος",
"εμπορεύονται":"εμπορεύομαι",
"εμπορεύονταν":"εμπορεύομαι",
"εμπορευόταν":"εμπορεύομαι",
"εμπορεύσιμα":"εμπορεύσιμος",
"εμπορεύσιμες":"εμπορεύσιμος",
"εμπορεύσιμο":"εμπορεύσιμος",
"εμπορευσιμότητα":"εμπορευσιμότητα",
"εμπορεύσιμων":"εμπορεύσιμος",
"εμπορευτούν":"εμπορεύομαι",
"εμπορία":"εμπορία",
"εμπορίας":"εμπορία",
"εμπορικά":"εμπορικός",
"εμπορικές":"εμπορικός",
"εμπορικη":"εμπορικός",
"εμπορική":"εμπορικός",
"εμπορικής":"εμπορικός",
"εμπορικο":"εμπορικός",
"εμπορικό":"εμπορικός",
"εμπορικοί":"εμπορικός",
"εμπορικόν":"εμπορικός",
"εμπορικος":"εμπορικός",
"εμπορικός":"εμπορικός",
"εμπορικότητα":"εμπορικότητα",
"εμπορικότητας":"εμπορικότητα",
"εμπορικού":"εμπορικός",
"εμπορικους":"εμπορικός",
"εμπορικούς":"εμπορικός",
"εμπορικών":"εμπορικός",
"εμπόριο":"εμπόριο",
"εμπόριό":"εμπόριο",
"εμποριου":"εμπόριο",
"εμπορίου":"εμπόριο",
"έμπορο":"έμπορος",
"εμποροι":"έμπορος",
"έμποροι":"έμπορος",
"εμποροπανήγυρης":"εμποροπανήγυρη",
"εμπορος":"έμπορος",
"έμπορος":"έμπορος",
"εμπόρου":"έμπορος",
"εμπόρους":"έμπορος",
"έμπορους":"έμπορος",
"εμπόρων":"έμπορος",
"εμποτισμένη":"εμποτίζω",
"εμποτισμένο":"εμποτίζω",
"εμπράγματα":"εμπράγματος",
"εμπράγματη":"εμπράγματος",
"εμπραγμάτων":"εμπράγματος",
"έμπρακτα":"έμπρακτα",
"έμπρακτες":"έμπρακτος",
"έμπρακτη":"έμπρακτος",
"έμπρακτης":"έμπρακτος",
"εμπράκτως":"έμπρακτα",
"εμπρησμό":"εμπρησμός",
"εμπρησμοί":"εμπρησμός",
"εμπρησμός":"εμπρησμός",
"εμπρησμού":"εμπρησμός",
"εμπρησμούς":"εμπρησμός",
"εμπρησμών":"εμπρησμός",
"εμπρηστικές":"εμπρηστικός",
"εμπρηστική":"εμπρηστικός",
"εμπρηστικής":"εμπρηστικός",
"εμπρηστικού":"εμπρηστικός",
"εμπρηστικούς":"εμπρηστικός",
"εμπρηστών":"εμπρηστής",
"εμπριμέ":"εμπριμέ",
"εμπρόθεσμα":"εμπρόθεσμα",
"εμπρόθεσμη":"εμπρόθεσμος",
"εμπροθέσμως":"εμπρόθεσμα",
"εμπρός":"εμπρός",
"έμπροσθεν":"έμπροσθεν",
"εμπρόσθια":"εμπρόσθιος",
"εμπρόσθιο":"εμπρόσθιος",
"εμπροσθοφυλακή":"εμπροσθοφυλακή",
"εμπροσθοφυλακής":"εμπροσθοφυλακή",
"εμρέ":"εμρέ",
"εμυ":"εμυ",
"εμφαίνει":"εμφαίνει",
"εμφανείς":"εμφανής",
"εμφανές":"εμφανής",
"εμφανέστατη":"εμφανής",
"εμφανέστατο":"εμφανής",
"εμφανέστατος":"εμφανής",
"εμφανή":"εμφανής",
"εμφανής":"εμφανής",
"εμφάνιζαν":"εμφανίζω",
"εμφάνιζε":"εμφανίζω",
"εμφανίζει":"εμφανίζω",
"εμφανίζεστε":"εμφανίζω",
"εμφανίζεται":"εμφανίζω",
"εμφανίζετο":"εμφανίζετο",
"εμφανίζομαι":"εμφανίζω",
"εμφανιζόμαστε":"εμφανίζω",
"εμφανιζόμενη":"εμφανιζόμενος",
"εμφανιζόμενοι":"εμφανιζόμενος",
"εμφανιζόμενος":"εμφανιζόμενος",
"εμφανίζονται":"εμφανίζω",
"εμφανίζονταν":"εμφανίζω",
"εμφανίζοντας":"εμφανίζω",
"εμφανίζοντάς":"εμφανίζω",
"εμφανιζόταν":"εμφανίζω",
"εμφανίζουν":"εμφανίζω",
"εμφάνισαν":"εμφανίζω",
"εμφάνισε":"εμφανίζω",
"εμφανίσει":"εμφανίζω",
"εμφανίσεις":"εμφάνιση",
"εμφανίσεων":"εμφάνιση",
"εμφανίσεών":"εμφάνιση",
"εμφανίσεως":"εμφάνιση",
"εμφανιση":"εμφάνιση",
"εμφάνιση":"εμφάνιση",
"εμφάνισή":"εμφάνιση",
"εμφάνισης":"εμφάνιση",
"εμφάνισής":"εμφάνιση",
"εμφανισθεί":"εμφανίζω",
"εμφανίσθηκαν":"εμφανίζω",
"εμφανίσθηκε":"εμφανίζω",
"εμφανισθούν":"εμφανίζω",
"εμφανισιακά":"εμφανισιακός",
"εμφανίσουν":"εμφανίζω",
"εμφανιστεί":"εμφανίζω",
"εμφανίστηκα":"εμφανίζω",
"εμφανίστηκαν":"εμφανίζω",
"εμφανίστηκε":"εμφανίζω",
"εμφανιστούμε":"εμφανίζω",
"εμφανιστούν":"εμφανίζω",
"εμφανιστώ":"εμφανίζω",
"εμφανίσω":"εμφανίζω",
"εμφανούς":"εμφανής",
"εμφαντικά":"εμφαντικά",
"εμφανών":"εμφανής",
"εμφανώς":"εμφανώς",
"έμφαση":"έμφαση",
"έμφασης":"έμφαση",
"εμφατικά":"εμφατικός",
"εμφατικό":"εμφατικός",
"εμφιαλωμένα":"εμφιαλώνω",
"εμφιαλωμένη":"εμφιαλωμένος",
"εμφιαλωμένο":"εμφιαλωμένος",
"εμφιαλωμένων":"εμφιαλωμένος",
"εμφιαλωσεως":"εμφιάλωση",
"εμφιάλωση":"εμφιάλωση",
"εμφιάλωσης":"εμφιάλωση",
"εμφιετζόγλου":"εμφιετζόγλου",
"εμφιλοχωρεί":"εμφιλοχωρεί",
"εμφορείται":"εμφορούμαι",
"εμφορούμενοι":"εμφορούμενοι",
"εμφορούνται":"εμφορούμαι",
"εμφορούνταν":"εμφορούμαι",
"εμφραγμα":"έμφραγμα",
"εμφράγμα":"έμφραγμα",
"έμφραγμα":"έμφραγμα",
"εμφράγματα":"έμφραγμα",
"εμφράγματος":"έμφραγμα",
"εμφραγμάτων":"έμφραγμα",
"εμφύλια":"εμφύλιος",
"εμφύλιας":"εμφύλιος",
"εμφύλιες":"εμφύλιος",
"εμφύλιο":"εμφύλιος",
"εμφύλιοι":"εμφύλιος",
"εμφυλιοπολεμικής":"εμφυλιοπολεμικός",
"εμφυλιοπολεμικό":"εμφυλιοπολεμικός",
"εμφυλιος":"εμφύλιος",
"εμφύλιος":"εμφύλιος",
"εμφυλίου":"εμφύλιος",
"εμφύλιου":"εμφύλιος",
"εμφύλιους":"εμφύλιος",
"εμφυλίων":"εμφύλιος",
"εμφύσησαν":"εμφυσώ",
"εμφύσησε":"εμφυσώ",
"εμφυσήσει":"εμφυσώ",
"έμφυτα":"έμφυτα",
"εμφύτευμα":"εμφύτευμα",
"εμφυτεύματα":"εμφύτευμα",
"εμφυτευμένο":"εμφυτευμένος",
"εμφυτευμένων":"εμφυτευμένος",
"εμφυτεύοντας":"εμφυτεύω",
"εμφυτεύσει":"εμφυτεύω",
"εμφύτευση":"εμφύτευση",
"εμφύτευσης":"εμφύτευση",
"εμφυτεύσιμη":"εμφυτεύσιμος",
"εμφυτεύσουν":"εμφυτεύω",
"εμφυτεύτηκε":"εμφυτεύω",
"έμφυτη":"έμφυτος",
"έμφυτης":"έμφυτος",
"έμφυτο":"έμφυτος",
"εμφώνια":"εμφώνια",
"έμψυχο":"έμψυχος",
"έμψυχου":"έμψυχος",
"έμψυχων":"έμψυχος",
"εμψύχωναν":"εμψυχώνω",
"εμψυχώνει":"εμψυχώνω",
"εμψυχώνουν":"εμψυχώνω",
"εμψύχωσε":"εμψυχώνω",
"εμψυχώσει":"εμψυχώνω",
"εμψυχώσουν":"εμψυχώνω",
"εμψυχωτής":"εμψυχωτής",
"εμψυχωτική":"εμψυχωτικός",
"εν":"εν",
"εν'":"εν''",
"έν":"έν",
"'έν":"'έν",
"ενα":"ενα",
"ενα":"ένας",
"ένα":"ένας",
"εναγκαλισμό":"εναγκαλισμός",
"εναγκαλισμός":"εναγκαλισμός",
"εναγόμενοι":"εναγόμενος",
"εναγόμενος":"εναγόμενος",
"εναγομένων":"εναγόμενος",
"ενάγοντα":"ενάγων",
"ενάγοντες":"ενάγων",
"εναγόντων":"ενάγων",
"ενάγουσα":"ενάγων",
"ενάγουσας":"ενάγουσα",
"ενάγων":"ενάγων",
"εναγώνια":"εναγώνια",
"εναγωνίως":"εναγώνια",
"ένα-δυο":"ένα-δυο",
"ένα-δύο":"ένα-δύο",
"εναε":"εναε",
"ένα-ένα":"ένα-ένα",
"εναερια":"εναέριος",
"εναέρια":"εναέριος",
"εναεριας":"εναέριος",
"εναέριας":"εναέριος",
"εναέριες":"εναέριος",
"εναέριο":"εναέριος",
"εναέριος":"εναέριος",
"εναερίου":"εναέριος",
"εναέριου":"εναέριος",
"εναέριων":"εναέριος",
"εναερίως":"εναερίως",
"ενάλια":"ενάλιος",
"εναλλαγές":"εναλλαγή",
"εναλλαγή":"εναλλαγή",
"εναλλαγής":"εναλλαγή",
"εναλλακτικά":"εναλλακτικά",
"εναλλακτικές":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικη":"εναλλακτικός",
"εναλλακτική":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικής":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικό":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικοί":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικός":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικου":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικού":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικούς":"εναλλακτικός",
"εναλλακτικών":"εναλλακτικός",
"εναλλάξ":"εναλλάξ",
"εναλλάσσεται":"εναλλάσσω",
"εναλλασσόμενα":"εναλλασσόμενος",
"εναλλασσόμενης":"εναλλασσόμενος",
"εναλλασσόμενο":"εναλλασσόμενος",
"εναλλάσσονται":"εναλλάσσω",
"εναλλάσσονταν":"εναλλάσσω",
"εναλλασσόταν":"εναλλάσσω",
"ενάμιση":"ενάμισης",
"ενάμισης":"ενάμισης",
"ενάμισι":"ενάμισης",
"εναν":"ένας",
"έναν":"ένας",
"έναντι":"έναντι",
"ενάντια":"ενάντια",
"εναντιον":"εναντίον",
"εναντίον":"εναντίον",
"εναντίου":"ενάντιος",
"εναντιωθεί":"εναντιώνομαι",
"εναντίων":"ενάντιος",
"εναντιώνεται":"εναντιώνομαι",
"εναντιώνονται":"εναντιώνομαι",
"εναντίωση":"εναντίωση",
"εναντίωσης":"εναντίωση",
"εναπόθεσαν":"εναποθέτω",
"εναπόθεσε":"εναποθέτω",
"εναποθέσει":"εναποθέτω",
"εναπόθεση":"εναπόθεση",
"εναπόθεσης":"εναπόθεση",
"εναπόθεσις":"εναπόθεση",
"εναποθέσουμε":"εναποθέτω",
"εναποθέτει":"εναποθέτω",
"εναποθέτουν":"εναποθέτω",
"εναποθήκευση":"εναποθήκευση",
"εναποθηκευτές":"εναποθηκευτής",
"εναπόκειται":"εναπόκειμαι",
"εναπομείναν":"εναπομένω",
"εναπομείναντα":"εναπομείνας",
"εναπομείναντες":"εναπομείνας",
"εναπομείναντος":"εναπομείνας",
"εναπομεινάντων":"εναπομείνας",
"εναπομείνασες":"εναπομείνας",
"εναπομείνει":"εναπομένω",
"εναπομενόντων":"εναπομένων",
"εναπομένουν":"εναπομένω",
"εναπομένουσες":"εναπομένων",
"εναποτίθενται":"εναποθέτω",
"εναποτίθεται":"εναποθέτω",
"ενάργεια":"ενάργεια",
"εναργέστερο":"εναργής",
"εναργή":"εναργής",
"ενάρετη":"ενάρετος",
"ενάρετο":"ενάρετος",
"ενάρετος":"ενάρετος",
"ενάρετου":"ενάρετος",
"ενάρετων":"ενάρετος",
"εναρκτήρια":"εναρκτήριος",
"εναρκτήριας":"εναρκτήριος",
"εναρκτήριο":"εναρκτήριος",
"εναρμονίζεται":"εναρμονίζω",
"εναρμονιζόμενοι":"εναρμονιζόμενος",
"εναρμονίζονται":"εναρμονίζω",
"εναρμονίζουν":"εναρμονίζω",
"εναρμονίσει":"εναρμονίζω",
"εναρμόνιση":"εναρμόνιση",
"εναρμόνισης":"εναρμόνιση",
"εναρμονισθεί":"εναρμονίζω",
"εναρμονισμένες":"εναρμονισμένος",
"εναρμονισμένο":"εναρμονίζω",
"εναρμονισμένος":"εναρμονίζω",
"εναρμονισμένους":"εναρμονίζω",
"εναρμονίσουν":"εναρμονίζω",
"εναρμονιστεί":"εναρμονίζω",
"εναρμονίστηκαν":"εναρμονίζω",
"εναρμονιστούν":"εναρμονίζω",
"ενάρξεις":"έναρξη",
"ενάρξεως":"έναρξη",
"εναρξη":"έναρξη",
"έναρξη":"έναρξη",
"έναρξή":"έναρξη",
"έναρξη-ενάτη":"έναρξη-ενάτη",
"εναρξης":"έναρξη",
"έναρξης":"έναρξη",
"έναρξής":"έναρξη",
"ενας":"ένας",
"ένας":"ένας",
"έναστρη":"έναστρος",
"έναστρο":"έναστρος",
"ενασχολήσεις":"ενασχόληση",
"ενασχόληση":"ενασχόληση",
"ενασχόλησή":"ενασχόληση",
"ενασχόλησης":"ενασχόληση",
"ενασχόλησής":"ενασχόληση",
"ενατένιση":"ενατένιση",
"ενάτη":"ένατος",
"ένατη":"ένατος",
"ένατο":"ένατος",
"ένατου":"ένατος",
"έναυσμα":"έναυσμα",
"εναχόρο":"εναχόρο",
"ενβη":"ενβη",
"ενδαρτηριακή":"ενδαρτηριακή",
"ενδεδειγμένα":"ενδεδειγμένος",
"ενδεδειγμένη":"ενδεδειγμένος",
"ενδεδειγμένο":"ενδείκνυμαι",
"ενδεδειγμένων":"ενδεδειγμένος",
"ενδεδυμένη":"ενδεδυμένος",
"ένδεια":"ένδεια",
"ένδειας":"ένδεια",
"ενδείκνυται":"ενδείκνυμαι",
"ενδεικτικά":"ενδεικτικά",
"ενδεικτικά":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικές":"ενδεικτικός",
"ενδεικτική":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικο":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικό":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικοί":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικός":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικών":"ενδεικτικός",
"ενδεικτικώς":"ενδεικτικά",
"ενδείξεις":"ένδειξη",
"ενδείξεων":"ένδειξη",
"ένδειξη":"ένδειξη",
"ένδειξης":"ένδειξη",
"ενδεκα":"ένδεκα",
"ένδεκα":"ένδεκα",
"ενδεκαδα":"ενδεκάδα",
"ενδεκάδα":"ενδεκάδα",
"ενδεκάμηνο":"ενδεκάμηνος",
"ενδέκατα":"ενδέκατος",
"ενδέκατη":"ενδέκατος",
"ενδέκατος":"ενδέκατος",
"ενδεκάχρονου":"ενδεκάχρονος",
"ενδελεχή":"ενδελεχής",
"ενδελεχής":"ενδελεχής",
"ενδελεχούς":"ενδελεχής",
"ενδελεχώς":"ενδελεχώς",
"ενδέχεται":"ενδέχεται",
"ενδεχόμενα":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενες":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομένη":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενη":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομένης":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενης":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομενικότητα":"ενδεχομενικότητα",
"ενδεχομενο":"ενδεχόμενο",
"ενδεχόμενο":"ενδεχόμενο",
"ενδεχόμενό":"ενδεχόμενο",
"ενδεχόμενο":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενος":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομένου":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενου":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενους":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομένων":"ενδεχόμενος",
"ενδεχόμενων":"ενδεχόμενος",
"ενδεχομένως":"ενδεχομένως",
"ενδημεί":"ενδημώ",
"ενδημικά":"ενδημικά",
"ενδημική":"ενδημικός",
"ενδημικό":"ενδημικός",
"ενδήμους":"ενδδήμος",
"ενδιαίτημα":"ενδιαίτημα",
"ενδιαιτήματα":"ενδιαίτημα",
"ενδιαίτηση":"ενδιαίτηση",
"ενδιάμεσα":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσες":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεση":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσης":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσο":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσοι":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσος":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσου":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσους":"ενδιάμεσος",
"ενδιάμεσων":"ενδιάμεσος",
"ενδιαμέσως":"ενδιαμέσως",
"ενδιαφέρει":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρεστε":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρεται":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερθεί":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερθείτε":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρθηκα":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρθηκαν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρθηκε":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρθησαν":"ενδιαφερθείς",
"ενδιαφερθούμε":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερθούν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρομαι":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερόμασταν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερόμαστε":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφερόμενα":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενες":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενη":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενο":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενοι":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενος":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερομένου":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενου":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερομένους":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενους":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερομένων":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερόμενων":"ενδιαφερόμενος",
"ενδιαφερον":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφέρον":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφέρον":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέροντα":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφέροντα":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέροντά":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέρονται":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρονταν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέροντες":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέροντος":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφέροντός":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφέροντος":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφερόντων":"ενδιαφέρον",
"ενδιαφερόταν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρουν":"ενδιαφέρω",
"ενδιαφέρουσα":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέρουσας":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέρουσες":"ενδιαφέρων",
"ενδιαφέρων":"ενδιαφέρων",
"ενδίδει":"ενδίδω",
"ενδίδετε":"ενδίδω",
"ενδίδουν":"ενδίδω",
"ενδιέφεραν":"ενδιαφέρω",
"ενδιέφερε":"ενδιαφέρω",
"ένδικα":"ένδικος",
"ενδιμβούργο":"ενδιμβούργο",
"ενδογενείς":"ενδογενής",
"ενδογενή":"ενδογενής",
"ενδογενούς":"ενδογενής",
"ενδοθεσσαλικής":"ενδοθεσσαλικής",
"ενδοιασμό":"ενδοιασμός",
"ενδοιασμοί":"ενδοιασμός",
"ενδοιασμος":"ενδοιασμός",
"ενδοιασμούς":"ενδοιασμός",
"ενδοκάλυμμα":"ενδοκάλυμμα",
"ενδοκοινοτικές":"ενδοκοινοτικός",
"ενδοκοινοτικών":"ενδοκοινοτικός",
"ενδοκρατικές":"ενδοκρατικές",
"ενδοκρινολόγο":"ενδοκρινολόγος",
"ενδοκρινολόγος":"ενδοκρινολόγος",
"ενδομήτρια":"ενδομήτριος",
"ενδομητρίου":"ενδομήτριος",
"ενδόμυχο":"ενδόμυχος",
"ένδον":"ένδον",
"ενδονοσοκομειακά":"ενδονοσοκομειακός",
"ένδοξες":"ένδοξος",
"ένδοξη":"ένδοξος",
"ένδοξης":"ένδοξος",
"ένδοξο":"ένδοξος",
"ενδόξου":"ένδοξος",
"ένδοξου":"ένδοξος",
"ένδοξων":"ένδοξος",
"ενδορφίνες":"ενδορφίνη",
"ενδοσκοπείται":"ενδοσκοπείται",
"ενδοσκόπηση":"ενδοσκόπηση",
"ενδοσυνεδριακά":"ενδοσυνεδριακός",
"ενδοσυνεδριακό":"ενδοσυνεδριακός",
"ενδοσχολικά":"ενδοσχολικός",
"ενδότερα":"ενδότερος",
"ενδοτικά":"ενδοτικός",
"ενδοτικός":"ενδοτικός",
"ενδοτικότητα":"ενδοτικότητα",
"ενδοφλέβια":"ενδοφλέβιος",
"ενδοφλεβίως":"ενδοφλεβίως",
"ενδοχώρα":"ενδοχώρα",
"ένδυμα":"ένδυμα",
"ενδυμασία":"ενδυμασία",
"ενδυμασίες":"ενδυμασία",
"ενδύματα":"ένδυμα",
"ενδυματολογικές":"ενδυματολογικός",
"ενδύματος":"ένδυμα",
"ενδυματων":"ένδυμα",
"ενδυμάτων":"ένδυμα",
"ενδυναμωθεί":"ενδυναμώνω",
"ενδυναμώνεται":"ενδυναμώνω",
"ενδυναμώνονται":"ενδυναμώνω",
"ενδυναμώνουν":"ενδυναμώνω",
"ενδυνάμωση":"ενδυνάμωση",
"ενδυνάμωσης":"ενδυνάμωση",
"ενδυναμώσουμε":"ενδυναμώνω",
"ενδυση":"ένδυση",
"ένδυση":"ένδυση",
"ένδυσης":"ένδυση",
"ένδυσης-κλωστοϋφαντουργίας":"ένδυσης-κλωστοϋφαντουργίας",
"ένδυσης-υπόδησης":"ένδυσης-υπόδησης",
"ενδώσει":"ενδίδω",
"ενδώσετε":"ενδίδω",
"ενεγράφη":"εγγράφω",
"ενέγραψεν":"ενέγραψεν",
"ενέδιδε":"ενδίδω",
"ενέδρα":"ενέδρα",
"ενέδρας":"ενέδρα",
"ενέδρες":"ενέδρα",
"ενεδρεύει":"ενεδρεύω",
"ενέδωσε":"ενδίδω",
"ενεθάρρυναν":"ενθαρρύνω",
"ένεκα":"ένεκα",
"ένεκεν":"ένεκεν",
"ενεκρίθη":"εγκρίνω",
"ενέκρινα":"εγκρίνω",
"ενέκριναν":"εγκρίνω",
"ενέκρινε":"εγκρίνω",
"ενενήντα":"ενενήντα",
"ενεπλάκη":"εμπλέκω",
"ενεπλάκησαν":"εμπλέκω",
"ενέπλεκε":"εμπλέκω",
"ενέπλεξαν":"εμπλέκω",
"ενέπλεξε":"εμπλέκω",
"ενέπνεε":"εμπνέω",
"ενέπνευσαν":"εμπνέω",
"ενεπνευσε":"εμπνέω",
"ενέπνευσε":"εμπνέω",
"ενέπνευσεν":"ενέπνευσεν",
"ενεργά":"ενεργά",
"ενεργά":"ενεργός",
"ενεργεί":"ενεργώ",
"ενεργεια":"ενεργεία",
"ενεργεία":"ενεργεία",
"ενέργεια":"ενέργεια",
"ενέργειά":"ενέργεια",
"ενεργειακά":"ενεργειακός",
"ενεργειακές":"ενεργειακός",
"ενεργειακή":"ενεργειακός",
"ενεργειακής":"ενεργειακός",
"ενεργειακό":"ενεργειακός",
"ενεργειακός":"ενεργειακός",
"ενεργειακού":"ενεργειακός",
"ενεργειακούς":"ενεργειακός",
"ενεργειακών":"ενεργειακός",
"ενέργειαν":"ενέργεια",
"ενεργειας":"ενέργεια",
"ενεργείας":"ενέργεια",
"ενέργειας":"ενέργεια",
"ενέργειάς":"ενέργεια",
"ενέργειες":"ενέργεια",
"ενέργειές":"ενέργεια",
"ενεργείτε":"ενεργώ",
"ενεργειών":"ενέργεια",
"ενεργές":"ενεργός",
"ενεργή":"ενεργός",
"ενεργής":"ενεργός",
"ενεργήσαμε":"ενεργώ",
"ενεργήσει":"ενεργώ",
"ενεργήσετε":"ενεργώ",
"ενεργήσουμε":"ενεργώ",
"ενεργήσουν":"ενεργώ",
"ενεργήσω":"ενεργώ",
"ενεργητικά":"ενεργητικά",
"ενεργητική":"ενεργητικός",
"ενεργητικό":"ενεργητικός",
"ενεργητικοί":"ενεργητικός",
"ενεργητικότητα":"ενεργητικότητα",
"ενεργητικότητά":"ενεργητικότητα",
"ενεργητικού":"ενεργητικός",
"ενεργό":"ενεργός",
"ενεργοί":"ενεργός",
"ενεργόν":"ενεργός",
"ενεργοποιεί":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιείται":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιηθεί":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιήθηκαν":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιήθηκε":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιηθούν":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποίησε":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιήσει":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποίηση":"ενεργοποίηση",
"ενεργοποίησή":"ενεργοποίηση",
"ενεργοποίησης":"ενεργοποίηση",
"ενεργοποιήσουν":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιούν":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιούνται":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιούσα":"ενεργοποιώ",
"ενεργοποιώντας":"ενεργοποιώ",
"ενεργός":"ενεργός",
"ενεργότερη":"ενεργός",
"ενεργού":"ενεργός",
"ενεργούμε":"ενεργώ",
"ενεργούν":"ενεργώ",
"ενεργούντες":"ενεργών",
"ενεργούς":"ενεργός",
"ενεργούσαν":"ενεργώ",
"ενεργούσε":"ενεργώ",
"ενεργών":"ενεργός",
"ενέσεις":"ένεση",
"ενεση":"ένεση",
"ένεση":"ένεση",
"ενέσιμη":"ενέσιμος",
"ενέσκηψαν":"ενσκήπτω",
"ενέσκηψε":"ενσκήπτω",
"ενεστώτα":"ενεστώτας",
"ενεστώτας":"ενεστώτας",
"ενέταξαν":"εντάσσω",
"ενέταξε":"εντάσσω",
"ενέτασσαν":"εντάσσω",
"ενέτειναν":"εντείνω",
"ενέτεινε":"εντείνω",
"ενετικό":"ενετικός",
"ενέχει":"ενέχω",
"ενεχείρισε":"ενεχείρισε",
"ενέχεται":"ενέχω",
"ενεχόμενο":"ενεχόμενο",
"ενεχομένων":"ενεχομένων",
"ενέχονται":"ενέχω",
"ενέχουν":"ενέχω",
"ενέχυρο":"ενέχυρο",
"ένζυμα":"ένζυμος",
"ένζυμο":"ένζυμος",
"ενζύμου":"ένζυμος",
"ενζύμων":"ένζυμος",
"ενήλικα":"ενήλικας",
"ενήλικας":"ενήλικας",
"ενηλικες":"ενήλικας",
"ενήλικες":"ενήλικας",
"ενήλικη":"ενήλικος",
"ενήλικης":"ενήλικος",
"ενηλικιωθεί":"ενηλικιώνομαι",
"ενηλικιωθούν":"ενηλικιώνομαι",
"ενηλικιώνεται":"ενηλικιώνομαι",
"ενηλικίωση":"ενηλικίωση",
"ενηλικίωσή":"ενηλικίωση",
"ενηλικίωσης":"ενηλικίωση",
"ενηλικίωσής":"ενηλικίωση",
"ενήλικο":"ενήλικος",
"ενήλικοι":"ενήλικος",
"ενηλικοποίηση":"ενηλικοποίηση",
"ενήλικος":"ενήλικος",
"ενηλίκου":"ενήλικος",
"ενήλικου":"ενήλικος",
"ενηλίκους":"ενήλικος",
"ενήλικους":"ενήλικος",
"ενηλίκων":"ενήλικας",
"ενήμερες":"ενήμερος",
"ενήμερη":"ενήμερος",
"ενήμερο":"ενήμερος",
"ενήμεροι":"ενήμερος",
"ενήμερος":"ενήμερος",
"ενημερότητα":"ενημερότητα",
"ενημερότητας":"ενημερότητα",
"ενημερωθεί":"ενημερώνω",
"ενημερωθείτε":"ενημερώνω",
"ενημερώθηκα":"ενημερώνω",
"ενημερώθηκαν":"ενημερώνω",
"ενημερώθηκε":"ενημερώνω",
"ενημερωθούν":"ενημερώνω",
"ενημερωθώ":"ενημερώνω",
"ενημερωμένες":"ενημερωμένος",
"ενημερωμένη":"ενημερωμένος",
"ενημερωμένο":"ενημερωμένος",
"ενημερωμένοι":"ενημερωμένος",
"ενημερωμένος":"ενημερωμένος",
"ενημερωμένους":"ενημερώνω",
"ενημερωμένων":"ενημερώνω",
"ενημέρωναν":"ενημερώνω",
"ενημερώνατε":"ενημερώνω",
"ενημέρωνε":"ενημερώνω",
"ενημερωνει":"ενημερώνω",
"ενημερώνει":"ενημερώνω",
"ενημερώνεις":"ενημερώνω",
"ενημερώνεται":"ενημερώνω",
"ενημερωνόμαστε":"ενημερώνω",
"ενημερώνονται":"ενημερώνω",
"ενημερώνοντας":"ενημερώνω",
"ενημερώνοντάς":"ενημερώνω",
"ενημερώνουμε":"ενημερώνω",
"ενημερώνουν":"ενημερώνω",
"ενημερώνω":"ενημερώνω",
"ενημερώσαμε":"ενημερώνω",
"ενημερωσαν":"ενημερώνω",
"ενημέρωσαν":"ενημερώνω",
"ενημερωσε":"ενημερώνω",
"ενημέρωσε":"ενημερώνω",
"ενημερώσει":"ενημερώνω",
"ενημερώσεις":"ενημέρωση",
"ενημέρωση":"ενημέρωση",
"ενημέρωσή":"ενημέρωση",
"ενημερωσης":"ενημέρωση",
"ενημέρωσης":"ενημέρωση",
"ενημέρωσής":"ενημέρωση",
"ενημερώσουμε":"ενημερώνω",
"ενημερώσουν":"ενημερώνω",
"ενημερώσω":"ενημερώνω",
"ενημερωτικά":"ενημερωτικός",
"ενημερωτικές":"ενημερωτικός",
"ενημερωτική":"ενημερωτικός",
"ενημερωτική-διευκρινιστική":"ενημερωτική-διευκρινιστική",
"ενημερωτικής":"ενημερωτικός",
"ενημερωτικό":"ενημερωτικός",
"ενημερωτικού":"ενημερωτικός",
"ενημερωτικούς":"ενημερωτικός",
"ενημερωτικών":"ενημερωτικός",
"ενήργησαν":"ενεργώ",
"ενήργησε":"ενεργώ",
"ενθάρρυνα":"ενθαρρύνω",
"ενθάρρυναν":"ενθαρρύνω",
"ενθάρρυνε":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνει":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνεται":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρυνθούν":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνονται":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνοντας":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνοντάς":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνουμε":"ενθαρρύνω",
"ενθαρρύνουν":"ενθαρρύνω",
"ενθάρρυνση":"ενθάρρυνση",
"ενθαρρυντικά":"ενθαρρυντικός",
"ενθαρρυντικές":"ενθαρρυντικός",
"ενθαρρυντική":"ενθαρρυντικός",
"ενθαρρυντικό":"ενθαρρυντικός",
"ενθαρρυντικών":"ενθαρρυντικός",
"ένθεν":"ένθεν",
"ένθερμα":"ένθερμα",
"ένθερμη":"ένθερμος",
"ένθερμο":"ένθερμος",
"ένθερμοι":"ένθερμος",
"ένθερμος":"ένθερμος",
"ένθερμου":"ένθερμος",
"ένθερμους":"ένθερμος",
"ένθετα":"ένθετος",
"ένθετες":"ένθετος",
"ένθετη":"ένθετος",
"ένθετο":"ένθετος",
"ενθέτου":"ένθετος",
"ενθουσιάζει":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάζεστε":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάζονται":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάζουν":"ενθουσιάζω",
"ενθουσίασε":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάσει":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιασμένη":"ενθουσιασμένος",
"ενθουσιασμένοι":"ενθουσιασμένος",
"ενθουσιασμένος":"ενθουσιασμένος",
"ενθουσιασμό":"ενθουσιασμός",
"ενθουσιασμός":"ενθουσιασμός",
"ενθουσιασμού":"ενθουσιασμός",
"ενθουσιαστεί":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάστηκα":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιάστηκε":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιαστούμε":"ενθουσιάζω",
"ενθουσιώδεις":"ενθουσιώδης",
"ενθουσιώδες":"ενθουσιώδης",
"ενθουσιώδη":"ενθουσιώδης",
"ενθουσιώδης":"ενθουσιώδης",
"ενθουσιωδών":"ενθουσιώδης",
"ενθουσιωδώς":"ενθουσιωδώς",
"ενθυμήματα":"ενθύμημα",
"ενθύμια":"ενθύμιο",
"ενθύμιο":"ενθύμιο",
"ενθυμούμενη":"ενθυμούμενος",
"ενθυμούμενος":"ενθυμούμενος",
"ενιαία":"ενιαίος",
"ενιαίας":"ενιαίος",
"ενιαίες":"ενιαίος",
"ενιαίο":"ενιαίος",
"ενιαίος":"ενιαίος",
"ενιαίου":"ενιαίος",
"ενιαίων":"ενιαίος",
"ενιατλούδη":"ενιατλούδη",
"ενιθ":"ενιθ",
"ενικό":"ενικός",
"ενίν":"ενίν",
"ενίοτε":"ενίοτε",
"ενιπέα":"ενιπέα",
"ενίσχυαν":"ενισχύω",
"ενίσχυε":"ενισχύω",
"ενισχύει":"ενισχύω",
"ενισχύεται":"ενισχύω",
"ενισχύετε":"ενισχύω",
"ενισχυθεί":"ενισχύω",
"ενισχύθηκαν":"ενισχύω",
"ενισχύθηκε":"ενισχύω",
"ενισχυθούμε":"ενισχύω",
"ενισχυθούν":"ενισχύω",
"ενισχυμένα":"ενισχύω",
"ενισχυμένες":"ενισχυμένος",
"ενισχυμένη":"ενισχυμένος",
"ενισχυμένης":"ενισχύω",
"ενισχυμένο":"ενισχύω",
"ενισχυμένοι":"ενισχυμένος",
"ενισχυμένος":"ενισχυμένος",
"ενισχυμένων":"ενισχύω",
"ενισχύονται":"ενισχύω",
"ενισχύοντας":"ενισχύω",
"ενισχύουμε":"ενισχύω",
"ενισχύουν":"ενισχύω",
"ενίσχυσαν":"ενισχύω",
"ενίσχυσε":"ενισχύω",
"ενισχύσει":"ενισχύω",
"ενισχύσεις":"ενίσχυση",
"ενισχύσεων":"ενίσχυση",
"ενισχυση":"ενίσχυση",
"ενίσχυση":"ενίσχυση",
"ενίσχυσή":"ενίσχυση",
"ενίσχυσης":"ενίσχυση",
"ενισχύσουμε":"ενισχύω",
"ενισχύσουν":"ενισχύω",
"ενισχύσω":"ενισχύω",
"ενισχυτικά":"ενισχυτικά",
"ενισχυτική":"ενισχυτικός",
"ενισχυτικής":"ενισχυτικός",
"ενισχυτικό":"ενισχυτικός",
"ενισχυτικός":"ενισχυτικός",
"ενιτέα":"ενιιτέα",
"ένιωθα":"νιώθω",
"ένιωθαν":"νιώθω",
"ενιωθε":"νιώθω",
"ένιωθε":"νιώθω",
"ένιωθες":"νιώθω",
"ένιωσα":"νιώθω",
"ένιωσαν":"νιώθω",
"ένιωσε":"νιώθω",
"ένκε":"ένκε",
"εννεα":"εννέα",
"εννέα":"εννέα",
"εννεάμηνο":"εννεάμηνος",
"εννεαμήνου":"εννεάμηνος",
"εννια":"εννέα",
"εννιά":"εννέα",
"εννιακόσια":"εννιακόσιοι",
"εννιάμηνη":"εννιάμηνος",
"εννιάχρονα":"εννιάχρονος",
"εννιάχρονη":"εννιάχρονος",
"εννιάχρονο":"εννιάχρονος",
"εννιαώροφο":"εννιαώροφο",
"εννοεί":"εννοώ",
"εννοείς":"εννοώ",
"εννοείται":"εννοώ",
"εννοείτε":"εννοώ",
"εννοηθεί":"εννοώ",
"εννοηθούν":"εννοώ",
"εννοήσει":"εννοώ",
"εννοία":"εννοία",
"έννοια":"έννοια",
"έννοιά":"έννοια",
"έννοιαν":"έννοια",
"έννοιας":"έννοια",
"έννοιες":"έννοια",
"εννοιολογικά":"εννοιολογικά",
"εννοιολογικές":"εννοιολογικός",
"εννοιολογική":"εννοιολογικός",
"εννοιολογικής":"εννοιολογικός",
"εννοιολογικό":"εννοιολογικός",
"εννοιολογικοί":"εννοιολογικός",
"εννοιών":"έννοια",
"έννομα":"έννομος",
"έννομη":"έννομος",
"έννομης":"έννομος",
"έννομο":"έννομος",
"εννόμων":"έννομος",
"εννοούμε":"εννοώ",
"εννοούμενες":"εννοούμενος",
"εννοούμενη":"εννοούμενος",
"εννοούμενης":"εννοούμενος",
"εννοούν":"εννοώ",
"εννοούσαν":"εννοώ",
"εννοούσατε":"εννοώ",
"εννοούσε":"εννοώ",
"εννοώ":"εννοώ",
"εννοώντας":"εννοώ",
"ένοιαζε":"νοιάζει",
"ενοίκια":"ενοίκιο",
"ενοικιάζει":"ενοικιάζω",
"ενοικιάζεται":"ενοικιάζω",
"ενοικιαζόμενα":"ενοικιαζόμενος",
"ενοικιαζόμενη":"ενοικιαζόμενος",
"ενοικιαζόμενο":"ενοικιαζόμενος",
"ενοικιαζόμενους":"ενοικιαζόμενος",
"ενοικιάζουν":"ενοικιάζω",
"ενοικιάσει":"ενοικιάζω",
"ενοικιασεις":"ενοικίαση",
"ενοικιάσεις":"ενοικίαση",
"ενοικιάσεως":"ενοικίαση",
"ενοικίαση":"ενοικίαση",
"ενοικίασης":"ενοικίαση",
"ενοικιασθεί":"ενοικιάζω",
"ενοικιαστεί":"ενοικιάζω",
"ενοικιαστές":"ενοικιαστής",
"ενοικιαστή":"ενοικιαστής",
"ενοικιάστηκε":"ενοικιάζω",
"ενοίκιο":"ενοίκιο",
"ενοικίου":"ενοίκιο",
"ενοικίων":"ενοίκιο",
"ένοικοι":"ένοικος",
"ένοικος":"ένοικος",
"ενοίκους":"ένοικος",
"ενοίκων":"ένοικος",
"ένοιωθα":"νιώθω",
"ένοιωσα":"νιώθω",
"ενόμιζαν":"ενόμιζαν",
"ενόντων":"ενόν",
"ένοπλα":"ένοπλος",
"ένοπλες":"ένοπλος",
"ενοπλη":"ένοπλος",
"ένοπλη":"ένοπλος",
"ένοπλης":"ένοπλος",
"ένοπλο":"ένοπλος",
"ένοπλοι":"ένοπλος",
"ένοπλος":"ένοπλος",
"ένοπλου":"ένοπλος",
"ενόπλους":"ένοπλος",
"ένοπλους":"ένοπλος",
"ενόπλων":"ένοπλος",
"ένοπλων":"ένοπλος",
"ενόπλως":"ενόπλως",
"ενοποιεί":"ενοποιώ",
"ενοποιείται":"ενοποιώ",
"ενοποιηθούν":"ενοποιώ",
"ενοποιημένα":"ενοποιημένος",
"ενοποιημένες":"ενοποιημένος",
"ενοποιημένη":"ενοποιώ",
"ενοποιημένο":"ενοποιώ",
"ενοποιημένος":"ενοποιώ",
"ενοποιημένους":"ενοποιημένος",
"ενοποιημένων":"ενοποιημένος",
"ενοποιήσεις":"ενοποιώ",
"ενοποίηση":"ενοποίηση",
"ενοποίησης":"ενοποίηση",
"ενοποιήσουμε":"ενοποιώ",
"ενοποιητικά":"ενοποιητικός",
"ενοποιητικό":"ενοποιητικός",
"ενοποιούνται":"ενοποιώ",
"ενόργανη":"ενόργανος",
"ενόργανης":"ενόργανος",
"ενορία":"ενορία",
"ενοριακού":"ενοριακός",
"ενορίας":"ενορία",
"ένορκες":"ένορκος",
"ένορκη":"ένορκος",
"ένορκοι":"ένορκος",
"ενόρκους":"ένορκος",
"ενόρκων":"ένορκος",
"ενόρκως":"ενόρκως",
"ενορχηστρωμένη":"ενορχηστρώνω",
"ενορχηστρωμένης":"ενορχηστρωμένος",
"ενορχηστρωμένο":"ενορχηστρωμένος",
"ενορχηστρωμένος":"ενορχηστρώνω",
"ενορχηστρώνεται":"ενορχηστρώνω",
"ενορχηστρώσει":"ενορχηστρώνω",
"ενορχήστρωση":"ενορχήστρωση",
"ενορχηστρωτής":"ενορχηστρωτής",
"ενορχηστρωτική":"ενορχηστρωτικός",
"ενός":"ένας",
"ένός":"ένός",
"ενόσω":"ενόσω",
"ενοτητα":"ενότητα",
"ενότητα":"ενότητα",
"ενότητά":"ενότητα",
"ενότητας":"ενότητα",
"ενότητες":"ενότητα",
"ενότητος":"ενότητα",
"ενοτήτων":"ενότητα",
"ενουαγκούνα":"ενουαγκούνα",
"ένοχα":"ένοχος",
"ενοχές":"ενοχή",
"ενοχή":"ενοχή",
"ένοχη":"ένοχος",
"ενοχής":"ενοχή",
"ενοχικές":"ενοχικός",
"ενοχλεί":"ενοχλώ",
"ενοχλείς":"ενοχλώ",
"ενοχλείται":"ενοχλώ",
"ενοχλείτε":"ενοχλώ",
"ενοχληθεί":"ενοχλώ",
"ενοχλήθη":"ενοχλώ",
"ενοχλήθηκαν":"ενοχλώ",
"ενοχλήθηκε":"ενοχλώ",
"ενοχλήματα":"ενόχλημα",
"ενοχλημένη":"ενοχλώ",
"ενοχλημένοι":"ενοχλημένος",
"ενοχλημένος":"ενοχλημένος",
"ενόχλησαν":"ενοχλώ",
"ενόχλησε":"ενοχλώ",
"ενοχλήσει":"ενοχλώ",
"ενοχλήσεις":"ενόχληση",
"ενοχλήσεις":"ενοχλώ",
"ενοχλήσετε":"ενοχλώ",
"ενοχλήσεων":"ενόχληση",
"ενόχληση":"ενόχληση",
"ενόχλησή":"ενόχληση",
"ενοχλήσουν":"ενοχλώ",
"ενοχλητικά":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικές":"ενοχλητικός",
"ενοχλητική":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικό":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικοί":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικός":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικότερες":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικούς":"ενοχλητικός",
"ενοχλητικών":"ενοχλητικός",
"ενοχλούν":"ενοχλώ",
"ενοχλούνται":"ενοχλώ",
"ενοχλούσα":"ενοχλώ",
"ενοχλούσαν":"ενοχλώ",
"ενοχλούσε":"ενοχλώ",
"ένοχο":"ένοχος",
"ένοχοι":"ένοχος",
"ενοχοποιεί":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιείται":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιηθεί":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιήθηκαν":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιήσει":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποίησης":"ενοχοποίηση",
"ενοχοποιήσουν":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιητικά":"ενοχοποιητικός",
"ενοχοποιούν":"ενοχοποιώ",
"ενοχοποιούνται":"ενοχοποιώ",
"ενοχος":"ένοχος",
"ένοχος":"ένοχος",
"ενόχου":"ένοχος",
"ενόχους":"ένοχος",
"ενοχών":"ενοχή",
"ενόχων":"ένοχος",
"ενοψει":"ενόψει",
"ενόψει":"ενόψει",
"ενρικε":"ενρικε",
"ενρίκε":"ενρίκε",
"ενρίκι":"ενρίκι",
"ενς":"ενς",
"ενσαρκώθηκε":"ενσαρκώνω",
"ενσάρκωνε":"ενσαρκώνω",
"ενσαρκώνει":"ενσαρκώνω",
"ενσαρκώνουν":"ενσαρκώνω",
"ενσάρκωσε":"ενσαρκώνω",
"ενσαρκώσει":"ενσαρκώνω",
"ενσάρκωση":"ενσάρκωση",
"ενσαρκώσουν":"ενσαρκώνω",
"ένσημα":"ένσημο",
"ένσημο":"ένσημος",
"ενσήμου":"ένσημος",
"ενσήμων":"ένσημο",
"ενσκήπτει":"ενσκήπτω",
"ενσκήψει":"ενσκήπτω",
"ενστάσεις":"ένσταση",
"ενστάσεων":"ένσταση",
"ενστάσεως":"ένσταση",
"ένσταση":"ένσταση",
"ένστασή":"ένσταση",
"ένστασης":"ένσταση",
"ενστερνίζονται":"ενστερνίζομαι",
"ενστερνισθεί":"ενστερνίζομαι",
"ενστερνίσθηκαν":"ενστερνίζομαι",
"ενστερνιστεί":"ενστερνίζομαι",
"ενστερνιστούμε":"ενστερνίζομαι",
"ένστικτα":"ένστικτος",
"ένστικτά":"ένστικτος",
"ένστικτο":"ένστικτος",
"ένστικτό":"ένστικτος",
"ενστίκτου":"ένστικτο",
"ενστικτώδη":"ενστικτώδης",
"ενστικτώδης":"ενστικτώδης",
"ενστικτώδους":"ενστικτώδης",
"ενστικτωδώς":"ενστικτωδώς",
"ενστίκτων":"ένστικτο",
"ένστολοι":"ένστολος",
"ένστολος":"ένστολος",
"ένστολους":"ένστολος",
"ένστολων":"ένστολος",
"ενσυνείδητα":"ενσυνείδητα",
"ενσυνείδητη":"ενσυνείδητος",
"ενσφράγιστων":"ενσφράγιστος",
"ενσχέσει":"ενσχέσει",
"ενσωματωθεί":"ενσωματώνω",
"ενσωματώθηκαν":"ενσωματώνω",
"ενσωματώθηκε":"ενσωματώνω",
"ενσωματωθούν":"ενσωματώνω",
"ενσωματωμένα":"ενσωματωμένος",
"ενσωματωμένες":"ενσωματωμένος",
"ενσωματωμένη":"ενσωματώνω",
"ενσωματωμένο":"ενσωματωμένος",
"ενσωματωμένους":"ενσωματώνω",
"ενσωμάτωνε":"ενσωματώνω",
"ενσωματώνει":"ενσωματώνω",
"ενσωματώνεται":"ενσωματώνω",
"ενσωματώνονται":"ενσωματώνω",
"ενσωματώνοντας":"ενσωματώνω",
"ενσωματώνουν":"ενσωματώνω",
"ενσωμάτωσαν":"ενσωματώνω",
"ενσωμάτωσε":"ενσωματώνω",
"ενσωματώσει":"ενσωματώνω",
"ενσωμάτωση":"ενσωμάτωση",
"ενσωμάτωσή":"ενσωμάτωση",
"ενσωμάτωσης":"ενσωμάτωση",
"ενσωματώσουμε":"ενσωματώνω",
"ενσωματώσουν":"ενσωματώνω",
"εντ":"εντ",
"έντα":"έντα",
"ενταγμένη":"ενταγμένος",
"ενταγμένο":"ενταγμένος",
"ενταγμένος":"ενταγμένος",
"ενταθεί":"εντείνω",
"εντάθηκαν":"εντείνω",
"εντάθηκε":"εντείνω",
"ενταθούν":"εντείνω",
"ένταλμα":"ένταλμα",
"εντάλματα":"ένταλμα",
"εντάλματος":"ένταλμα",
"εντάξαμε":"εντάσσω",
"εντάξει":"εντάξει",
"εντάξεις":"ένταξη",
"εντάξεων":"ένταξη",
"εντάξεως":"ένταξη",
"ένταξη":"ένταξη",
"ένταξή":"ένταξη",
"ένταξης":"ένταξη",
"ένταξής":"ένταξη",
"ενταξιακές":"ενταξιακός",
"ενταξιακή":"ενταξιακός",
"ενταξιακής":"ενταξιακός",
"ενταξιακών":"ενταξιακός",
"εντάξουμε":"εντάσσω",
"εντάξουν":"εντάσσω",
"εντάσεις":"ένταση",
"εντάσεων":"ένταση",
"εντάσεως":"ένταση",
"ενταση":"ένταση",
"ένταση":"ένταση",
"έντασή":"ένταση",
"έντασης":"ένταση",
"εντάσσει":"εντάσσω",
"εντάσσεται":"εντάσσω",
"εντασσόμενες":"εντασσόμενος",
"εντάσσονται":"εντάσσω",
"εντάσσονταν":"εντάσσω",
"εντάσσοντας":"εντάσσω",
"εντάσσοντάς":"εντάσσω",
"εντασσόταν":"εντάσσω",
"εντάσσουν":"εντάσσω",
"εντατικά":"εντατικά",
"εντατικά":"εντατικός",
"εντατικές":"εντατικός",
"εντατική":"εντατικός",
"εντατικής":"εντατικός",
"εντατικό":"εντατικός",
"εντατικοί":"εντατικός",
"εντατικοποιήθηκαν":"εντατικοποιώ",
"εντατικοποιηθούν":"εντατικοποιώ",
"εντατικοποίηση":"εντατικοποίηση",
"εντατικοποίησης":"εντατικοποίηση",
"εντατικότατοι":"εντατικός",
"εντατικότατους":"εντατικός",
"εντατικότεροι":"εντατικός",
"εντατικούς":"εντατικός",
"εντατικών":"εντατικός",
"ενταύθα":"ενταύθα",
"ενταφιάσει":"ενταφιάζω",
"ενταφιασμού":"ενταφιασμός",
"ενταφιάσουν":"ενταφιάζω",
"ενταφιαστεί":"ενταφιάζω",
"ενταχθεί":"εντάσσω",
"ενταχθείς":"εντάσσω",
"ενταχθείτε":"εντάσσω",
"εντάχθηκαν":"εντάσσω",
"εντάχθηκε":"εντάσσω",
"ενταχθούμε":"εντάσσω",
"ενταχθούν":"εντάσσω",
"ενταχθώ":"εντάσσω",
"εντβίν":"εντβίν",
"έντβιν":"έντβιν",
"εντείνει":"εντείνω",
"εντείνεται":"εντείνω",
"εντεινόμενες":"εντεινόμενος",
"εντεινόμενη":"εντεινόμενος",
"εντεινόμενης":"εντεινόμενος",
"εντεινόμενο":"εντεινόμενος",
"εντεινόμενος":"εντεινόμενος",
"εντεινόμενου":"εντεινόμενος",
"εντείνονται":"εντείνω",
"εντείνοντας":"εντείνω",
"εντεινόταν":"εντείνω",
"εντείνουμε":"εντείνω",
"εντείνουν":"εντείνω",
"εντεκα":"ένδεκα",
"έντεκα":"ένδεκα",
"εντεκάχρονου":"εντεκάχρονος",
"εντέλει":"εντέλει",
"εντέλεια":"εντέλεια",
"εντέλλεται":"εντέλλομαι",
"εντελώς":"εντελώς",
"εντερικές":"εντερικός",
"έντερο":"έντερο",
"εντέρου":"έντερο",
"εντεταλμένα":"εντέλλομαι",
"εντεταλμένη":"εντεταλμένος",
"εντεταλμένοι":"εντεταλμένος",
"εντεταλμένος":"εντεταλμένος",
"εντεταλμένων":"εντεταλμένος",
"εντεύθεν":"εντεύθεν",
"εντευκτηριο":"εντευκτήριο",
"εντευκτήριο":"εντευκτήριο",
"εντευκτήριό":"εντευκτήριο",
"εντευκτηρίου":"εντευκτήριο",
"έντεχνα":"έντεχνα",
"έντεχνες":"έντεχνος",
"έντεχνη":"έντεχνος",
"έντεχνης":"έντεχνος",
"έντεχνο":"έντεχνος",
"έντεχνος":"έντεχνος",
"εντέχνως":"έντεχνα",
"έντι":"έντι",
"εντιαγέ":"εντιαγέ",
"εντιαγιέ":"εντιαγιέ",
"έντιμα":"έντιμα",
"έντιμη":"έντιμος",
"έντιμο":"έντιμος",
"έντιμοι":"έντιμος",
"έντιμος":"έντιμος",
"εντιμότατοι":"έντιμος",
"εντιμότατος":"έντιμος",
"εντιμότητα":"εντιμότητα",
"εντιμότητά":"εντιμότητα",
"εντιμότητας":"εντιμότητα",
"έντιμους":"έντιμος",
"εντίμων":"έντιμος",
"έντιμων":"έντιμος",
"έντισον":"έντισον",
"εντίτ":"εντίτ",
"έντιτ":"έντιτ",
"εντμόν":"εντμόν",
"εντμόντ":"εντμόντ",
"έντμουντ":"έντμουντ",
"έντνι":"έντνι",
"εντοιχισμένες":"εντοιχίζω",
"εντοκα":"έντοκα",
"έντοκα":"έντοκα",
"εντόκων":"έντοκος",
"έντοκων":"έντοκος",
"εντολέα":"εντολέας",
"εντολέας":"εντολέας",
"εντολείς":"εντολέας",
"εντολές":"εντολή",
"εντολέων":"εντολέας",
"εντολή":"εντολή",
"εντολήν":"εντολή",
"εντολής":"εντολή",
"εντολοδόχο":"εντολοδόχος",
"εντολοδόχος":"εντολοδόχος",
"εντολοδόχου":"εντολοδόχος",
"εντολών":"εντολή",
"έντομα":"έντομο",
"εντομοκτόνα":"εντομοκτόνο",
"εντομοκτόνο":"εντομοκτόνος",
"εντόμου":"έντομο",
"εντόμων":"έντομο",
"έντονα":"έντονα",
"έντονα":"έντονος",
"έντονες":"έντονος",
"έντονη":"έντονος",
"έντονης":"έντονος",
"έντονο":"έντονος",
"έντονοι":"έντονος",
"έντονος":"έντονος",
"εντονότατα":"έντονα",
"εντονότατες":"έντονος",
"εντονότατη":"έντονος",
"εντονότατο":"έντονος",
"εντονότερα":"έντονος",
"εντονότερες":"έντονος",
"εντονότερη":"έντονος",
"εντονότερο":"έντονος",
"εντονότερους":"έντονος",
"έντονου":"έντονος",
"έντονους":"έντονος",
"έντονων":"έντονος",
"εντόνως":"έντονα",
"εντόπια":"εντόπιος",
"εντόπιζαν":"εντοπίζω",
"εντοπίζει":"εντοπίζω",
"εντοπίζεται":"εντοπίζω",
"εντοπίζετε":"εντοπίζω",
"εντοπίζονται":"εντοπίζω",
"εντοπίζοντας":"εντοπίζω",
"εντοπιζόταν":"εντοπίζω",
"εντοπίζουμε":"εντοπίζω",
"εντοπίζουν":"εντοπίζω",
"εντοπιότητα":"εντοπιότητα",
"εντόπιους":"εντόπιος",
"εντοπίσαμε":"εντοπίζω",
"εντόπισαν":"εντοπίζω",
"εντόπισε":"εντοπίζω",
"εντοπίσει":"εντοπίζω",
"εντοπισθεί":"εντοπίζω",
"εντοπίσθηκαν":"εντοπίζω",
"εντοπίσθηκε":"εντοπίζω",
"εντοπισθούν":"εντοπίζω",
"εντοπισμένο":"εντοπίζω",
"εντοπισμό":"εντοπισμός",
"εντοπισμός":"εντοπισμός",
"εντοπισμού":"εντοπισμός",
"εντοπίσουμε":"εντοπίζω",
"εντοπίσουν":"εντοπίζω",
"εντοπιστεί":"εντοπίζω",
"εντοπίστηκαν":"εντοπίζω",
"εντοπίστηκε":"εντοπίζω",
"εντοπιστούν":"εντοπίζω",
"εντοπίων":"εντόπιος",
"εντος":"εντός",
"εντός":"εντός",
"εντόσθια":"εντόσθια",
"έντου":"έντου",
"έντουαρντ":"έντουαρντ",
"εντούρο":"εντούρο",
"εντούτοις":"εντούτοις",
"έντρι":"έντρι",
"έντρομα":"έντρομος",
"έντρομη":"έντρομος",
"έντρομο":"έντρομος",
"έντρομοι":"έντρομος",
"έντρομος":"έντρομος",
"εντροπία":"εντροπία",
"εντροπίας":"εντροπία",
"εντρυφεί":"εντρυφώ",
"εντρυφήσει":"εντρυφώ",
"εντρυφήσουμε":"εντρυφώ",
"έντσον":"έντσον",
"έντυπα":"έντυπο",
"έντυπά":"έντυπο",
"έντυπες":"έντυπος",
"έντυπη":"έντυπος",
"εντυπης":"έντυπος",
"έντυπης":"έντυπος",
"έντυπο":"έντυπο",
"εντύπου":"έντυπο",
"εντύπων":"έντυπο",
"έντυπων":"έντυπος",
"εντυπώσεις":"εντύπωση",
"εντυπωσεων":"εντύπωση",
"εντυπώσεων":"εντύπωση",
"εντύπωση":"εντύπωση",
"εντύπωσή":"εντύπωση",
"εντύπωσης":"εντύπωση",
"εντυπωσίαζαν":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάζει":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάζεστε":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάζονται":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάζοντας":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάζουν":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιακά":"εντυπωσιακά",
"εντυπωσιακά":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακές":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακή":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακής":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακό":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακοί":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακός":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακότερο":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακού":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακούς":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσιακών":"εντυπωσιακός",
"εντυπωσίασαν":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσίασε":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιασει":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάσει":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάσεις":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιασμένη":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιασμένοι":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιασμένος":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιασμενος":"εντυπωσιασμένος",
"εντυπωσιασμό":"εντυπωσιασμός",
"εντυπωσιασμού":"εντυπωσιασμός",
"εντυπωσιασμούς":"εντυπωσιασμός",
"εντυπωσιάστε":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιαστεί":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιαστείτε":"εντυπωσιάζω",
"εντυπωσιάστηκε":"εντυπωσιάζω",
"έντυσαν":"ντύνω",
"έντυσε":"ντύνω",
"εντωμεταξύ":"εντωμεταξύ",
"ενυδρεία":"ενυδρείο",
"ενυδρείο":"ενυδρείο",
"ενυδρείου":"ενυδρείο",
"ενυπάρχει":"ενυπάρχω",
"ενυπάρχουν":"ενυπάρχω",
"ενυπόγραφα":"ενυπόγραφα",
"ενυπόγραφες":"ενυπόγραφος",
"ενυπόγραφη":"ενυπόγραφος",
"ενυπογράφως":"ενυπογράφως",
"ενω":"ενώ",
"ενώ":"ενώ",
"ενωθεί":"ενώνω",
"ενωθείτε":"ενώνω",
"ενώθηκαν":"ενώνω",
"ενωθούμε":"ενώνω",
"ενωθούν":"ενώνω",
"ενωμένα":"ενώνω",
"ενωμένες":"ενωμένος",
"ενωμένη":"ενωμένος",
"ενωμένης":"ενωμένος",
"ενωμένο":"ενωμένος",
"ενωμένοι":"ενωμένος",
"ενωμένου":"ενωμένος",
"ενωμένους":"ενώνω",
"ένωναν":"ενώνω",
"ενώνει":"ενώνω",
"ενώνεται":"ενώνω",
"ενώνονται":"ενώνω",
"ενώνοντας":"ενώνω",
"ενώνουμε":"ενώνω",
"ενώνουν":"ενώνω",
"ενώπιον":"ενώπιον",
"ενώπιόν":"ενώπιον",
"ενώπιος":"ενώπιος",
"ενωπίω":"ενωπίω",
"ενωρίτερα":"νωρίς",
"ένωσαν":"ενώνω",
"ένωσε":"ενώνω",
"ενώσει":"ενώνω",
"ενώσεις":"ένωση",
"ενώσετε":"ενώνω",
"ενώσεων":"ένωση",
"ενώσεως":"ένωση",
"ενωση":"ένωση",
"ένωση":"ένωση",
"ένωσή":"ένωση",
"ένωση-ονε":"ένωση-ονε",
"ενωσης":"ένωση",
"ένωσης":"ένωση",
"ενωσίτες":"ενωσίτες",
"ενώσουμε":"ενώνω",
"ενώσουν":"ενώνω",
"ενωτική":"ενωτικός",
"ενωτικής":"ενωτικός",
"ενωτικό":"ενωτικός",
"ενωτικός":"ενωτικός",
"ενωτικού":"ενωτικός",
"ενωτικών":"ενωτικός",
"εξ":"εκ",
"εξ'":"εκ",
"εξαγάγει":"εξάγω",
"εξαγγείλατε":"εξαγγέλλω",
"εξαγγείλει":"εξαγγέλλω",
"εξαγγείλουν":"εξαγγέλλω",
"εξαγγελθεί":"εξαγγέλλω",
"εξαγγελθείσα":"εξαγγελθείς",
"εξαγγέλθηκαν":"εξαγγέλλω",
"εξαγγέλθηκε":"εξαγγέλλω",
"εξαγγελθούν":"εξαγγέλλω",
"εξαγγελία":"εξαγγελία",
"εξαγγελίας":"εξαγγελία",
"εξαγγελίες":"εξαγγελία",
"εξαγγελιών":"εξαγγελία",
"εξαγγέλλει":"εξαγγέλλω",
"εξαγγέλλεται":"εξαγγέλλω",
"εξαγγέλλοντας":"εξαγγέλλω",
"εξάγει":"εξάγω",
"εξάγεται":"εξάγω",
"εξάγετε":"εξάγω",
"εξαγνίζονταν":"εξαγνίζω",
"εξαγνιστικούς":"εξαγνιστικός",
"εξαγόμενο":"εξαγόμενος",
"εξαγόμενων":"εξαγόμενος",
"εξάγονται":"εξάγω",
"εξαγορά":"εξαγορά",
"εξαγόραζε":"εξαγοράζω",
"εξαγοράζει":"εξαγοράζω",
"εξαγοράζοντας":"εξαγοράζω",
"εξαγοράς":"εξαγορά",
"εξαγόρασαν":"εξαγοράζω",
"εξαγόρασε":"εξαγοράζω",
"εξαγοράσει":"εξαγοράζω",
"εξαγορασθεί":"εξαγοράζω",
"εξαγοράσθηκε":"εξαγοράζω",
"εξαγοράσουν":"εξαγοράζω",
"εξαγοραστεί":"εξαγοράζω",
"εξαγοράστηκε":"εξαγοράζω",
"εξαγορές":"εξαγορά",
"εξαγορών":"εξαγορά",
"εξάγουμε":"εξάγω",
"εξάγουν":"εξάγω",
"εξαγριωμένα":"εξαγριώνω",
"εξαγριωμένο":"εξαγριώνω",
"εξαγριωμένοι":"εξαγριωμένος",
"εξαγριωμένους":"εξαγριώνω",
"εξαγριωμένων":"εξαγριωμένος",
"εξαγριώνει":"εξαγριώνω",
"εξαγριώνονται":"εξαγριώνω",
"εξαγρίωσε":"εξαγριώνω",
"εξαγριώσουν":"εξαγριώνω",
"εξαγωγέα":"εξαγωγέας",
"εξαγωγεας":"εξαγωγέας",
"εξαγωγείς":"εξαγωγέας",
"εξαγωγές":"εξαγωγή",
"εξαγωγεων":"εξαγωγέας",
"εξαγωγέων":"εξαγωγέας",
"εξαγωγή":"εξαγωγή",
"εξαγωγής":"εξαγωγή",
"εξαγωγικά":"εξαγωγικός",
"εξαγωγικές":"εξαγωγικός",
"εξαγωγική":"εξαγωγικός",
"εξαγωγικό":"εξαγωγικός",
"εξαγωγικοί":"εξαγωγικός",
"εξαγωγικών":"εξαγωγικός",
"εξαγώγιμα":"εξαγώγιμος",
"εξαγώγιμη":"εξαγώγιμος",
"εξαγώγιμο":"εξαγώγιμος",
"εξαγωγών":"εξαγωγή",
"εξάδα":"εξάδα",
"εξαδακτυλου":"εξαδάκτυλος",
"εξαδέλφη":"εξαδέλφη",
"εξαδέλφης":"εξαδέλφη",
"εξαδέλφια":"εξαδέλφια",
"εξάδελφο":"εξάδελφος",
"εξάδελφό":"εξάδελφος",
"εξαδέλφου":"εξάδελφος",
"εξαερίζονται":"εξαερίζω",
"εξαερισμού":"εξαερισμός",
"εξαέρωση":"εξαέρωση",
"εξαέρωσης":"εξαέρωση",
"εξαετή":"εξαετής",
"εξαετία":"εξαετία",
"εξαετίας":"εξαετία",
"εξαθλιώθηκαν":"εξαθλιώνω",
"εξαθλιωμένοι":"εξαθλιώνω",
"εξαθλιωμένους":"εξαθλιωμένος",
"εξαθλιωμένων":"εξαθλιωμένος",
"εξαθλίωση":"εξαθλίωση",
"εξαθλίωσή":"εξαθλίωση",
"εξαθλίωσης":"εξαθλίωση",
"εξαθλιωτή":"εξαθλιωτή",
"εξαιρεθεί":"εξαιρώ",
"εξαιρέθηκαν":"εξαιρώ",
"εξαιρέθηκε":"εξαιρώ",
"εξαιρεθούν":"εξαιρώ",
"εξαιρεί":"εξαιρώ",
"εξαίρει":"εξαίρω",
"εξαιρείται":"εξαιρώ",
"εξαίρεσαν":"εξαιρώ",
"εξαιρέσει":"εξαιρώ",
"εξαιρέσεις":"εξαίρεση",
"εξαιρέσεων":"εξαίρεση",
"εξαίρεση":"εξαίρεση",
"εξαίρεσης":"εξαίρεση",
"εξαίρεσιν":"εξαίρεση",
"εξαιρέσουμε":"εξαιρώ",
"εξαιρετέοι":"εξαιρετέος",
"εξαίρετη":"εξαίρετος",
"εξαίρετης":"εξαίρετος",
"εξαιρετικά":"εξαιρετικά",
"εξαιρετικές":"εξαιρετικός",
"εξαιρετική":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικής":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικό":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικοί":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικός":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικού":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικούς":"εξαιρετικός",
"εξαιρετικώς":"εξαιρετικά",
"εξαίρετο":"εξαίρετος",
"εξαίρετον":"εξαίρετος",
"εξαίρετος":"εξαίρετος",
"εξαίρετου":"εξαίρετος",
"εξαιρέτους":"εξαίρετος",
"εξαίρετων":"εξαίρετος",
"εξαιρούμε":"εξαιρώ",
"εξαιρουμένης":"εξαιρούμενος",
"εξαιρουμένου":"εξαιρούμενος",
"εξαιρούμενου":"εξαιρούμενος",
"εξαιρουμένων":"εξαιρούμενος",
"εξαίρουν":"εξαίρω",
"εξαιρούνται":"εξαιρώ",
"εξαιρούσε":"εξαιρώ",
"εξαιρώντας":"εξαιρώ",
"εξαίσια":"εξαίσια",
"εξαίσιας":"εξαίσιος",
"εξαίσιες":"εξαίσιος",
"εξαίσιο":"εξαίσιος",
"εξαιτίας":"εξαιτίας",
"εξακολουθεί":"εξακολουθώ",
"εξακολουθείτε":"εξακολουθώ",
"εξακολούθησαν":"εξακολουθώ",
"εξακολούθησε":"εξακολουθώ",
"εξακολουθήσει":"εξακολουθώ",
"εξακολούθηση":"εξακολούθηση",
"εξακολούθησιν":"εξακολούθηση",
"εξακολουθήσουμε":"εξακολουθώ",
"εξακολουθήσουν":"εξακολουθώ",
"εξακολουθούμε":"εξακολουθώ",
"εξακολουθούν":"εξακολουθώ",
"εξακολουθούσαμε":"εξακολουθώ",
"εξακολουθούσαν":"εξακολουθώ",
"εξακολουθούσε":"εξακολουθώ",
"εξακολουθώ":"εξακολουθώ",
"εξακόσια":"εξακόσιοι",
"εξακόσιες":"εξακόσιοι",
"εξακόσιους":"εξακόσιοι",
"εξακοσίων":"εξακόσιοι",
"εξακριβωθεί":"εξακριβώνω",
"εξακριβωθούν":"εξακριβώνω",
"εξακριβώνεται":"εξακριβώνω",
"εξακρίβωσε":"εξακριβώνω",
"εξακριβώσει":"εξακριβώνω",
"εξακρίβωση":"εξακρίβωση",
"εξακριβώσουν":"εξακριβώνω",
"εξακύλινδρη":"εξακύλινδρος",
"εξακύλινδρος":"εξακύλινδρος",
"εξαλείφεται":"εξαλείφω",
"εξαλειφθεί":"εξαλείφω",
"εξαλειφθούν":"εξαλείφω",
"εξαλείφονται":"εξαλείφω",
"εξαλείφοντας":"εξαλείφω",
"εξαλείφουν":"εξαλείφω",
"εξάλειψε":"εξαλείφω",
"εξαλείψει":"εξαλείφω",
"εξαλείψεις":"εξάλειψη",
"εξάλειψη":"εξάλειψη",
"εξάλειψης":"εξάλειψη",
"εξαλείψουμε":"εξαλείφω",
"εξαλείψουν":"εξαλείφω",
"έξαλλα":"έξαλλα",
"εξαλλη":"έξαλλος",
"έξαλλη":"έξαλλος",
"έξαλλο":"έξαλλος",
"έξαλλοι":"έξαλλος",
"έξαλλος":"έξαλλος",
"εξάλλου":"εξάλλου",
"έξαλλους":"έξαλλος",
"εξαμαρτείν":"εξαμαρτείν",
"εξάμβλωμα":"εξάμβλωμα",
"εξαμβλωματικές":"εξαμβλωματικός",
"εξαμελή":"εξαμελής",
"εξαμελής":"εξαμελής",
"εξάμηνα":"εξάμηνος",
"εξάμηνη":"εξάμηνος",
"εξάμηνης":"εξάμηνος",
"εξαμηνιαίων":"εξαμηνιαίος",
"εξάμηνο":"εξάμηνο",
"εξαμήνου":"εξάμηνο",
"εξαμήνων":"εξάμηνο",
"εξανάγκαζαν":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκάζει":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκάζεται":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκάζονται":"εξαναγκάζω",
"εξανάγκασαν":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκάσει":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκασμό":"εξαναγκασμός",
"εξαναγκασμός":"εξαναγκασμός",
"εξαναγκασμούς":"εξαναγκασμός",
"εξαναγκάσουν":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκαστεί":"εξαναγκάζω",
"εξαναγκαστικής":"εξαναγκαστικός",
"εξανεμίζεται":"εξανεμίζω",
"εξανεμίζετε":"εξανεμίζω",
"εξανεμίζονται":"εξανεμίζω",
"εξανεμίζονταν":"εξανεμίζω",
"εξανεμίζοντας":"εξανεμίζω",
"εξανέμισαν":"εξανεμίζω",
"εξανεμιστεί":"εξανεμίζω",
"εξανεμίστηκαν":"εξανεμίζω",
"εξανεμίστηκε":"εξανεμίζω",
"εξανέστη":"εξανίσταμαι",
"εξανθήματα":"εξάνθημα",
"εξανθρώπισαν":"εξανθρωπίζω",
"εξανθρωπισμό":"εξανθρωπισμός",
"εξανθρωπισμός":"εξανθρωπισμός",
"εξανθρωπίσουν":"εξανθρωπίζω",
"εξανίστανται":"εξανίσταμαι",
"εξάντας":"εξάντας",
"εξαντλεί":"εξαντλώ",
"εξαντλείστε":"εξαντλώ",
"εξαντλείται":"εξαντλώ",
"εξαντληθεί":"εξαντλώ",
"εξαντληθείτε":"εξαντλώ",
"εξαντλήθηκαν":"εξαντλώ",
"εξαντλήθηκε":"εξαντλώ",
"εξαντληθούν":"εξαντλώ",
"εξαντλημένες":"εξαντλώ",
"εξαντλημένοι":"εξαντλημένος",
"εξαντλημένος":"εξαντλημένος",
"εξαντλημένου":"εξαντλημένος",
"εξαντλήσαμε":"εξαντλώ",
"εξάντλησαν":"εξαντλώ",
"εξάντλησε":"εξαντλώ",
"εξαντλήσει":"εξαντλώ",
"εξάντληση":"εξάντληση",
"εξάντλησης":"εξάντληση",
"εξαντλήσουμε":"εξαντλώ",
"εξαντλήσουν":"εξαντλώ",
"εξαντλήσω":"εξαντλώ",
"εξαντλητικά":"εξαντλητικά",
"εξαντλητικές":"εξαντλητικός",
"εξαντλητική":"εξαντλητικός",
"εξαντλητικής":"εξαντλητικός",
"εξαντλητικό":"εξαντλητικός",
"εξαντλητικότερα":"εξαντλητικός",
"εξαντλητικού":"εξαντλητικός",
"εξαντλούν":"εξαντλώ",
"εξαντλούνται":"εξαντλώ",
"εξαντλούνταν":"εξαντλώ",
"εξαντλούσε":"εξαντλώ",
"εξαντλώντας":"εξαντλώ",
"εξάπαντος":"εξάπαντος",
"εξαπατά":"εξαπατώ",
"εξαπατηθεί":"εξαπατώ",
"εξαπατήθηκαν":"εξαπατώ",
"εξαπάτησαν":"εξαπατώ",
"εξαπάτησε":"εξαπατώ",
"εξαπατήσει":"εξαπατώ",
"εξαπάτηση":"εξαπάτηση",
"εξαπάτησης":"εξαπάτηση",
"εξαπατήσουν":"εξαπατώ",
"εξαπατούσε":"εξαπατώ",
"εξαπέλυε":"εξαπολύω",
"εξαπέλυσαν":"εξαπολύω",
"εξαπέλυσε":"εξαπολύω",
"εξαπλασιάστηκαν":"εξαπλασιάζω",
"εξαπλατανου":"εξαπλάτανος",
"εξαπλωθεί":"εξαπλώνω",
"εξαπλώθηκαν":"εξαπλώνω",
"εξαπλώθηκε":"εξαπλώνω",
"εξαπλωθούν":"εξαπλώνω",
"εξαπλώνεται":"εξαπλώνω",
"εξαπλώνονται":"εξαπλώνω",
"εξαπλωνόταν":"εξαπλώνω",
"εξάπλωση":"εξάπλωση",
"εξάπλωσή":"εξάπλωση",
"εξάπλωσης":"εξάπλωση",
"εξαπλώσουμε":"εξαπλώνω",
"εξαπλώσουν":"εξαπλώνω",
"εξαπολύει":"εξαπολύω",
"εξαπολύθηκε":"εξαπολύω",
"εξαπολύουν":"εξαπολύω",
"εξαπολύσει":"εξαπολύω",
"εξαπολύσουν":"εξαπολύω",
"εξάπτει":"εξάπτω",
"εξαργυρώσει":"εξαργυρώνω",
"εξαργυρώσιμο":"εξαργυρώσιμος",
"εξαργυρώσουν":"εξαργυρώνω",
"εξάρες":"εξάρα",
"εξαρθρωθεί":"εξαρθρώνω",
"εξαρθρώθηκαν":"εξαρθρώνω",
"εξαρθρώθηκε":"εξαρθρώνω",
"εξαρθρωμένου":"εξαρθρωμένος",
"εξαρθρώνουν":"εξαρθρώνω",
"εξαρθρώσαμε":"εξαρθρώνω",
"εξάρθρωσαν":"εξαρθρώνω",
"εξάρθρωσε":"εξαρθρώνω",
"εξάρθρωση":"εξάρθρωση",
"εξάρθρωσή":"εξάρθρωση",
"εξάρθρωσης":"εξάρθρωση",
"εξάρσεις":"έξαρση",
"εξαρση":"έξαρση",
"έξαρση":"έξαρση",
"έξαρσης":"έξαρση",
"εξαρτά":"εξαρτώ",
"εξαρτάται":"εξαρτώ",
"εξαρτηθεί":"εξαρτώ",
"εξαρτηθούν":"εξαρτώ",
"εξαρτήματα":"εξάρτημα",
"εξαρτήματά":"εξάρτημα",
"εξαρτημάτων":"εξάρτημα",
"εξαρτημένα":"εξαρτώ",
"εξαρτημένες":"εξαρτώ",
"εξαρτημένη":"εξαρτώ",
"εξαρτημένης":"εξαρτημένος",
"εξαρτημένο":"εξαρτώ",
"εξαρτημένοι":"εξαρτώ",
"εξαρτημένος":"εξαρτώ",
"εξαρτημένους":"εξαρτημένος",
"εξαρτημένων":"εξαρτώ",
"εξάρτησε":"εξαρτώ",
"εξαρτήσεις":"εξάρτηση",
"εξαρτήσεις":"εξαρτώ",
"εξάρτηση":"εξάρτηση",
"εξάρτησή":"εξάρτηση",
"εξάρτησης":"εξάρτηση",
"εξάρτησής":"εξάρτηση",
"εξαρτησιογόνων":"εξαρτησιογόνος",
"εξαρτιόνταν":"εξαρτώ",
"εξαρτιόταν":"εξαρτώ",
"εξάρτιση":"εξάρτιση",
"εξαρτούν":"εξαρτώ",
"εξάρτυση":"εξάρτυση",
"εξαρτώ":"εξαρτώ",
"εξαρτώμενοι":"εξαρτώμενος",
"εξαρτώμενους":"εξαρτώμενος",
"εξαρτώνται":"εξαρτώ",
"εξάρχεια":"εξάρχεια",
"εξαρχείων":"εξάρχεια",
"εξαρχής":"εξαρχής",
"έξαρχο":"έξαρχος",
"εξάρχοντος":"εξάρχων",
"εξάρχου":"έξαρχος",
"εξασθενεί":"εξασθενώ",
"εξασθενημένο":"εξασθενώ",
"εξασθενημένος":"εξασθενώ",
"εξασθενημένου":"εξασθενώ",
"εξασθενημένους":"εξασθενώ",
"εξασθενήσει":"εξασθενώ",
"εξασθένηση":"εξασθένηση",
"εξασθένησης":"εξασθένηση",
"εξασθενήσουν":"εξασθενώ",
"εξασθενίζει":"εξασθενίζω",
"εξασθένιση":"εξασθένιση",
"εξασθένισης":"εξασθένιση",
"εξασθενούν":"εξασθενώ",
"εξασκεί":"εξασκώ",
"εξασκείται":"εξασκώ",
"εξασκείτε":"εξασκώ",
"εξασκηθεί":"εξασκώ",
"εξασκηθούν":"εξασκώ",
"εξάσκησαν":"εξασκώ",
"εξασκήσει":"εξασκώ",
"εξασκήσετε":"εξασκώ",
"εξάσκηση":"εξάσκηση",
"εξάσκησης":"εξάσκηση",
"εξασκήσουν":"εξασκώ",
"εξασκούν":"εξασκώ",
"εξασκούσε":"εξασκώ",
"εξάσφαιρο":"εξάσφαιρος",
"εξασφάλιζαν":"εξασφαλίζω",
"εξασφάλιζε":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζει":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζεις":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζεται":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζονται":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζοντας":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλιζόταν":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζουμε":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίζουν":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίσαμε":"εξασφαλίζω",
"εξασφάλισαν":"εξασφαλίζω",
"εξασφάλισε":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίσει":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίσεως":"εξασφάλιση",
"εξασφάλιση":"εξασφάλιση",
"εξασφάλισης":"εξασφάλιση",
"εξασφαλισθεί":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλισθούν":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλισμένη":"εξασφαλισμένος",
"εξασφαλισμένο":"εξασφαλισμένος",
"εξασφαλίσουμε":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίσουν":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλιστεί":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίστηκε":"εξασφαλίζω",
"εξασφαλίσω":"εξασφαλίζω",
"εξαταξίου":"εξατάξιος",
"εξατμίζεται":"εξατμίζω",
"εξατμίσεις":"εξάτμιση",
"εξατμίσεων":"εξάτμιση",
"εξάτμιση":"εξάτμιση",
"εξάτμισης":"εξάτμιση",
"εξατμιστεί":"εξατμίζω",
"εξατμίστηκαν":"εξατμίζω",
"εξατομικευμένες":"εξατομικεύω",
"εξατομικευμένη":"εξατομικεύω",
"εξατομικευμένης":"εξατομικευμένος",
"εξατομικευμένων":"εξατομικεύω",
"εξατομίκευση":"εξατομίκευση",
"εξαϋλώνεται":"εξαϋλώνω",
"εξαφανίζει":"εξαφανίζω",
"εξαφανίζεται":"εξαφανίζω",
"εξαφανιζόμασταν":"εξαφανίζω",
"εξαφανίζονται":"εξαφανίζω",
"εξαφανίζοντας":"εξαφανίζω",
"εξαφανιζόταν":"εξαφανίζω",
"εξαφανίζουμε":"εξαφανίζω",
"εξαφανίζουν":"εξαφανίζω",
"εξαφάνισαν":"εξαφανίζω",
"εξαφάνισε":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσει":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσεις":"εξαφάνιση",
"εξαφανίσεων":"εξαφάνιση",
"εξαφανίσεως":"εξαφάνιση",
"εξαφάνιση":"εξαφάνιση",
"εξαφάνισή":"εξαφάνιση",
"εξαφάνισης":"εξαφάνιση",
"εξαφάνισής":"εξαφάνιση",
"εξαφανισθεί":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσθηκαν":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσθηκε":"εξαφανίζω",
"εξαφανισθούν":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένες":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένη":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένο":"εξαφανισμένος",
"εξαφανισμένοι":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένος":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένου":"εξαφανίζω",
"εξαφανισμένων":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσου":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσουμε":"εξαφανίζω",
"εξαφανίσουν":"εξαφανίζω",
"εξαφανιστεί":"εξαφανίζω",
"εξαφανίστηκαν":"εξαφανίζω",
"εξαφανίστηκε":"εξαφανίζω",
"εξαφανιστούμε":"εξαφανίζω",
"εξαφανιστούν":"εξαφανίζω",
"εξαφανιστώ":"εξαφανίζω",
"εξαχθεί":"εξάγω",
"εξαχθούν":"εξάγω",
"εξαχνώνεται":"εξαχνώνεται",
"εξαχρείωση":"εξαχρείωση",
"εξάχρονη":"εξάχρονος",
"εξάχρονο":"εξάχρονος",
"εξάχρονος":"εξάχρονος",
"εξάψει":"εξάπτω",
"έξαψη":"έξαψη",
"εξάωρη":"εξάωρος",
"εξαώροφο":"εξαώροφος",
"εξεγείρεται":"εξεγείρω",
"εξεγείρονται":"εξεγείρω",
"εξεγερθεί":"εξεγείρω",
"εξεγερθούν":"εξεγείρω",
"εξεγερμένη":"εξεγείρω",
"εξεγερμένης":"εξεγείρω",
"εξεγερμένους":"εξεγερμένος",
"εξεγερμένων":"εξεγείρω",
"εξεγέρσεις":"εξέγερση",
"εξεγέρσεων":"εξέγερση",
"εξέγερση":"εξέγερση",
"εξέγερσης":"εξέγερση",
"εξεδηλώθη":"εκδηλώνω",
"εξεδήλωσε":"εκδηλώνω",
"εξέδιδαν":"εκδίδω",
"εξέδιδε":"εκδίδω",
"εξεδίδετο":"εξεδίδετο",
"εξεδιώχθησαν":"εκδιώκω",
"εξεδόθη":"εκδίδω",
"εξεδόθησαν":"εκδίδω",
"εξέδρα":"εξέδρα",
"εξέδρας":"εξέδρα",
"εξέδρες":"εξέδρα",
"εξέδωσαν":"εκδίδω",
"εξέδωσε":"εκδίδω",
"εξεζητημένα":"εξεζητημένος",
"εξεζητημένες":"εξεζητημένος",
"εξεζητημένη":"εξεζητημένος",
"εξεζητημένο":"εξεζητημένος",
"εξεζητημένος":"εξεζητημένος",
"εξέθεσα":"εκθέτω",
"εξέθεσαν":"εκθέτω",
"εξέθεσε":"εκθέτω",
"εξέθετε":"εκθέτω",
"εξέθρεψαν":"εκτρέφω",
"εξέθρεψε":"εκτρέφω",
"εξειδικεύεται":"εξειδικεύω",
"εξειδικευθεί":"εξειδικεύω",
"εξειδικεύθηκε":"εξειδικεύω",
"εξειδικευμένα":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένες":"εξειδικεύω",
"εξειδικευμένη":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένης":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένο":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένος":"εξειδικεύω",
"εξειδικευμένου":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένους":"εξειδικευμένος",
"εξειδικευμένων":"εξειδικευμένος",
"εξειδικεύονται":"εξειδικεύω",
"εξειδίκευση":"εξειδίκευση",
"εξειδίκευσή":"εξειδίκευση",
"εξειδίκευσης":"εξειδίκευση",
"εξειδικευτεί":"εξειδικεύω",
"εξειδικεύτηκαν":"εξειδικεύω",
"εξειδικεύτηκε":"εξειδικεύω",
"εξεικόνιση":"εξεικόνιση",
"έξελ":"έξελ",
"εξέλαβαν":"εκλαμβάνω",
"εξέλαβε":"εκλαμβάνω",
"εξελέγη":"εκλέγω",
"εξελέγησαν":"εκλέγω",
"εξέλεξαν":"εκλέγω",
"εξέλεξε":"εκλέγω",
"εξέλθει":"εξέρχομαι",
"εξέλθουμε":"εξέρχομαι",
"εξέλθουν":"εξέρχομαι",
"εξελιγμένα":"εξελιγμένος",
"εξελιγμένες":"εξελιγμένος",
"εξελιγμένη":"εξελιγμένος",
"εξελιγμένο":"εξελιγμένος",
"εξελιγμένοι":"εξελιγμένος",
"εξελιγμένος":"εξελίσσω",
"εξελικτική":"εξελικτικός",
"εξέλιξαν":"εξελίσσω",
"εξελίξει":"εξελίσσω",
"εξελιξεις":"εξέλιξη",
"εξελίξεις":"εξέλιξη",
"εξελίξεις-εκτιμήσεις":"εξελίξεις-εκτιμήσεις",
"εξελιξεων":"εξέλιξη",
"εξελίξεων":"εξέλιξη",
"εξελίξεών":"εξέλιξη",
"εξελίξεως":"εξέλιξη",
"εξελιξη":"εξέλιξη",
"εξέλιξη":"εξέλιξη",
"εξέλιξή":"εξέλιξη",
"εξέλιξης":"εξέλιξη",
"εξέλιξής":"εξέλιξη",
"εξελίξουν":"εξελίσσω",
"εξέλιπε":"εκλείπω",
"εξελίσσεται":"εξελίσσω",
"εξελισσόμενες":"εξελισσόμενος",
"εξελισσόμενη":"εξελισσόμενος",
"εξελισσόμενο":"εξελισσόμενος",
"εξελισσόμενος":"εξελισσόμενος",
"εξελίσσονται":"εξελίσσω",
"εξελίσσονταν":"εξελίσσω",
"εξελισσόταν":"εξελίσσω",
"εξελιχθεί":"εξελίσσω",
"εξελιχθείτε":"εξελίσσω",
"εξελίχθηκαν":"εξελίσσω",
"εξελίχθηκε":"εξελίσσω",
"εξελιχθούν":"εξελίσσω",
"εξελιχτεί":"εξελίσσω",
"εξελίχτηκε":"εξελίσσω",
"εξεμάνη":"εξεμάνη",
"εξεμάνησαν":"εξεμάνησαν",
"εξέπεμπε":"εκπέμπω",
"εξέπεμψε":"εκπέμπω",
"εξεπλάγη":"εκπλήσσω",
"εξεπλάγην":"εκπλήττω",
"εξεπλάγησαν":"εκπλήσσω",
"εξέπληξε":"εκπλήσσω",
"έξεπληξε":"εκπλήσσω",
"εξέπληττε":"εκπλήσσω",
"εξέπνεε":"εκπνέω",
"εξέπνευσε":"εκπνέω",
"εξερευνά":"εξερευνώ",
"εξερευνηθεί":"εξερευνώ",
"εξερεύνησαν":"εξερευνώ",
"εξερευνήσει":"εξερευνώ",
"εξερευνήσεις":"εξερεύνηση",
"εξερευνήσεις":"εξερευνώ",
"εξερευνήσεων":"εξερεύνηση",
"εξερευνήσεών":"εξερεύνηση",
"εξερεύνηση":"εξερεύνηση",
"εξερεύνησης":"εξερεύνηση",
"εξερεύνησής":"εξερεύνηση",
"εξερευνήσουν":"εξερευνώ",
"εξερευνητές":"εξερευνητής",
"εξερευνητή":"εξερευνητής",
"εξερευνητής":"εξερευνητής",
"εξερευνητική":"εξερευνητικός",
"εξερευνητών":"εξερευνητής",
"εξερευνούμε":"εξερευνώ",
"εξερευνούν":"εξερευνώ",
"εξερευνώντας":"εξερευνώ",
"εξερράγη":"εκρήγνυμαι",
"εξερράγησαν":"εκρήγνυμαι",
"εξέρχεται":"εξέρχομαι",
"εξερχόμενος":"εξερχόμενος",
"εξερχόμενων":"εξερχόμενος",
"εξέρχονται":"εξέρχομαι",
"εξέταζαν":"εξετάζω",
"εξέταζε":"εξετάζω",
"εξετάζει":"εξετάζω",
"εξετάζεται":"εξετάζω",
"εξετάζετε":"εξετάζω",
"εξεταζόμενα":"εξεταζόμενος",
"εξεταζόμενης":"εξεταζόμενος",
"εξεταζόμενο":"εξεταζόμενος",
"εξεταζόμενος":"εξεταζόμενος",
"εξεταζόμενου":"εξεταζόμενος",
"εξεταζομένων":"εξεταζόμενος",
"εξεταζόμενων":"εξεταζόμενος",
"εξετάζονται":"εξετάζω",
"εξετάζονταν":"εξετάζω",
"εξετάζοντας":"εξετάζω",
"εξεταζόταν":"εξετάζω",
"εξετάζουμε":"εξετάζω",
"εξετάζουν":"εξετάζω",
"εξετάζω":"εξετάζω",
"εξετάσαμε":"εξετάζω",
"εξέτασαν":"εξετάζω",
"εξετάσατε":"εξετάζω",
"εξέτασε":"εξετάζω",
"εξετάσει":"εξετάζω",
"εξετασεις":"εξέταση",
"εξετάσεις":"εξέταση",
"εξετάσετε":"εξετάζω",
"εξετάσεων":"εξέταση",
"εξετάσεως":"εξέταση",
"εξέταση":"εξέταση",
"εξέτασή":"εξέταση",
"εξέτασης":"εξέταση",
"εξέτασής":"εξέταση",
"εξετασθεί":"εξετάζω",
"εξετασθείς":"εξετάζω",
"εξετασθέντων":"εξετασθείς",
"εξετάσθηκαν":"εξετάζω",
"εξετάσθηκε":"εξετάζω",
"εξετασθούν":"εξετάζω",
"εξετάσουμε":"εξετάζω",
"εξετάσουν":"εξετάζω",
"εξετάστε":"εξετάζω",
"εξεταστέα":"εξεταστέος",
"εξεταστέας":"εξεταστέος",
"εξεταστεί":"εξετάζω",
"εξεταστή":"εξεταστής",
"εξετάστηκαν":"εξετάζω",
"εξετάστηκε":"εξετάζω",
"εξεταστικά":"εξεταστικός",
"εξεταστικές":"εξεταστικός",
"εξεταστική":"εξεταστικός",
"εξεταστικής":"εξεταστικός",
"εξεταστικό":"εξεταστικός",
"εξεταστικού":"εξεταστικός",
"εξεταστικών":"εξεταστικός",
"εξεταστούμε":"εξετάζω",
"εξεταστούν":"εξετάζω",
"εξεταστών":"εξεταστής",
"εξετάσω":"εξετάζω",
"έξετερ":"έξετερ",
"εξέτισαν":"εκτίω",
"εξέτισε":"εκτίω",
"εξετράπη":"εκτρέπω",
"εξευγενίζει":"εξευγενίζω",
"εξευγενισμού":"εξευγενισμός",
"εξευμενισμού":"εξευμενισμός",
"εξευμενιστεί":"εξευμενίζω",
"εξευρεθεί":"εξευρίσκω",
"εξευρεθούν":"εξευρίσκω",
"εξεύρεση":"εξεύρεση",
"εξεύρεσης":"εξεύρεση",
"εξευρωπαϊσμό":"εξευρωπαϊσμός",
"εξευτελίζει":"εξευτελίζω",
"εξευτελίζεται":"εξευτελίζω",
"εξευτελίζονται":"εξευτελίζω",
"εξευτελίζουν":"εξευτελίζω",
"εξευτέλισαν":"εξευτελίζω",
"εξευτελίσει":"εξευτελίζω",
"εξευτελίσεις":"εξευτελίζω",
"εξευτελισμό":"εξευτελισμός",
"εξευτελισμός":"εξευτελισμός",
"εξευτελισμούς":"εξευτελισμός",
"εξευτελιστεί":"εξευτελίζω",
"εξευτελιστική":"εξευτελιστικός",
"εξευτελιστικό":"εξευτελιστικός",
"εξευτελιστικούς":"εξευτελιστικός",
"εξέφραζαν":"εκφράζω",
"εξέφραζε":"εκφράζω",
"εξέφρασα":"εκφράζω",
"εξέφρασαν":"εκφράζω",
"εξέφρασε":"εκφράζω",
"εξέχον":"εξέχων",
"εξέχοντα":"εξέχων",
"εξέχοντες":"εξέχων",
"εξέχουν":"εξέχω",
"εξέχουσα":"εξέχων",
"εξέχουσες":"εξέχων",
"εξέχων":"εξέχων",
"έξη":"έξη",
"εξήγαγαν":"εξάγω",
"εξήγγειλαν":"εξαγγέλλω",
"εξήγγειλε":"εξαγγέλλω",
"εξηγγέλθη":"εξαγγέλλω",
"εξήγε":"εξάγω",
"εξηγεί":"εξηγώ",
"εξηγείς":"εξηγώ",
"εξηγείστε":"εξηγώ",
"εξηγείται":"εξηγώ",
"εξηγείτε":"εξηγώ",
"εξηγηθεί":"εξηγώ",
"εξηγήθηκε":"εξηγώ",
"εξηγηθούν":"εξηγώ",
"εξηγηθώ":"εξηγώ",
"εξήγησα":"εξηγώ",
"εξήγησαν":"εξηγώ",
"εξήγησε":"εξηγώ",
"εξηγήσει":"εξηγώ",
"εξηγήσεις":"εξήγηση",
"εξηγήσετε":"εξηγώ",
"εξήγηση":"εξήγηση",
"εξήγησή":"εξήγηση",
"εξήγησης":"εξήγηση",
"εξηγήσιμο":"εξηγήσιμος",
"εξηγήσουμε":"εξηγώ",
"εξηγήσουν":"εξηγώ",
"εξηγήσω":"εξηγώ",
"εξηγούμαστε":"εξηγώ",
"εξηγούμε":"εξηγώ",
"εξηγούν":"εξηγώ",
"εξηγούνται":"εξηγώ",
"εξηγούσα":"εξηγώ",
"εξηγούσαμε":"εξηγώ",
"εξηγούσαν":"εξηγώ",
"εξηγούσε":"εξηγώ",
"εξηγώ":"εξηγώ",
"εξηγώντας":"εξηγώ",
"εξηκριβώθη":"εξηκριβώθη",
"εξήλθαν":"εξέρχομαι",
"εξήλθε":"εξέρχομαι",
"εξημερωμένα":"εξημερώνω",
"εξημερώνει":"εξημερώνω",
"εξημερώσει":"εξημερώνω",
"εξημέρωση":"εξημέρωση",
"εξημερώσουν":"εξημερώνω",
"εξήντα":"εξήντα",
"εξηντάχρονος":"εξηντάχρονος",
"εξήραν":"εξαίρω",
"εξήρε":"εξαίρω",
"εξής":"εξής",
"εξήψε":"εξάπτω",
"εξι":"έξι",
"έξι":"έξι",
"'έξι":"'έξι",
"εξιδανικευμένη":"εξιδανικεύω",
"εξιδανικεύουμε":"εξιδανικεύω",
"εξιδανικεύσεις":"εξιδανικεύω",
"εξιδανίκευση":"εξιδανίκευση",
"εξιλαστήρια":"εξιλαστήριος",
"εξιλεώθηκε":"εξιλεώνω",
"εξιλεωθούν":"εξιλεώνω",
"εξιλέωση":"εξιλέωση",
"εξιλέωσης":"εξιλέωση",
"εξισορροπηθεί":"εξισορροπώ",
"εξισορροπηθούν":"εξισορροπώ",
"εξισορροπήσει":"εξισορροπώ",
"εξισορρόπηση":"εξισορρόπηση",
"εξισορρόπησης":"εξισορρόπηση",
"εξισορροπήσουμε":"εξισορροπώ",
"εξισορροπητικό":"εξισορροπητικός",
"εξισορροπούν":"εξισορροπώ",
"εξίσου":"εξίσου",
"εξιστορεί":"εξιστορώ",
"εξιστορείται":"εξιστορώ",
"εξιστόρηση":"εξιστόρηση",
"εξιστορήσουν":"εξιστορώ",
"εξιστορούν":"εξιστορώ",
"εξιστορούνται":"εξιστορώ",
"εξισωθεί":"εξισώνω",
"εξισώνει":"εξισώνω",
"εξισώσει":"εξισώνω",
"εξισώσεις":"εξίσωση",
"εξισώσεων":"εξίσωση",
"εξίσωση":"εξίσωση",
"εξίσωσή":"εξίσωση",
"εξίσωσης":"εξίσωση",
"εξιτάρισε":"εξιτάρω",
"εξιτήριο":"εξιτήριο",
"εξιχνιάσαμε":"εξιχνιάζω",
"εξιχνιάσει":"εξιχνιάζω",
"εξιχνίαση":"εξιχνίαση",
"εξιχνιάσθηκαν":"εξιχνιάζω",
"εξιχνιάσουν":"εξιχνιάζω",
"εξιχνιάστε":"εξιχνιάζω",
"εξιχνιάστηκαν":"εξιχνιάζω",
"εξιχνιάστηκε":"εξιχνιάζω",
"εξοβέλισε":"εξοβελίζω",
"εξοβελισμού":"εξοβελισμός",
"εξοβελιστεί":"εξοβελίζω",
"εξογκώματα":"εξόγκωμα",
"εξογκωμάτων":"εξόγκωμα",
"έξοδα":"έξοδο",
"έξοδά":"έξοδο",
"έξόδα":"έξοδο",
"εξόδιο":"εξόδιος",
"έξοδο":"έξοδος",
"έξοδό":"έξοδος",
"έξόδο":"έξοδος",
"έξοδοι":"έξοδος",
"εξόδοις":"εξόδοις",
"εξοδος":"έξοδος",
"έξοδος":"έξοδος",
"έξοδός":"έξοδος",
"εξόδου":"έξοδος",
"εξόδους":"έξοδος",
"εξόδων":"έξοδο",
"εξοικειωθεί":"εξοικειώνω",
"εξοικειώθηκα":"εξοικειώνω",
"εξοικειωθούν":"εξοικειώνω",
"εξοικειωμένες":"εξοικειωμένος",
"εξοικειωμένη":"εξοικειώνω",
"εξοικειωμένο":"εξοικειώνω",
"εξοικειωμένοι":"εξοικειωμένος",
"εξοικειωμένος":"εξοικειωμένος",
"εξοικειωμένους":"εξοικειώνω",
"εξοικειώσει":"εξοικειώνω",
"εξοικείωση":"εξοικείωση",
"εξοικείωσή":"εξοικείωση",
"εξοικείωσης":"εξοικείωση",
"εξοικονομηθεί":"εξοικονομώ",
"εξοικονομήθηκαν":"εξοικονομώ",
"εξοικονομηθούν":"εξοικονομώ",
"εξοικονόμησε":"εξοικονομώ",
"εξοικονομήσει":"εξοικονομώ",
"εξοικονομήσετε":"εξοικονομώ",
"εξοικονόμηση":"εξοικονόμηση",
"εξοικονόμησης":"εξοικονόμηση",
"εξοικονομήσουμε":"εξοικονομώ",
"εξοικονομήσουν":"εξοικονομώ",
"εξοικονομήσω":"εξοικονομώ",
"εξοικονομούν":"εξοικονομώ",
"εξοικονομούνται":"εξοικονομώ",
"εξοικονομούσε":"εξοικονομώ",
"εξολοθρεύει":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρεύονται":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρεύοντας":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρεύουν":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρεύσει":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρεύσετε":"εξολοθρεύω",
"εξολόθρευση":"εξολόθρευση",
"εξολόθρευσης":"εξολόθρευση",
"εξολοθρεύσουν":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρευτεί":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρευτές":"εξολοθρευτής",
"εξολοθρεύτηκε":"εξολοθρεύω",
"εξολοθρευτής":"εξολοθρευτής",
"εξολοκλήρου":"εξολοκλήρου",
"εξομαλύνει":"εξομαλύνω",
"εξομαλυνθούν":"εξομαλύνω",
"εξομαλύνονται":"εξομαλύνω",
"εξομάλυνση":"εξομάλυνση",
"εξομάλυνσης":"εξομάλυνση",
"εξομοιωμένων":"εξομοιωμένος",
"εξομοιώνεται":"εξομοιώνω",
"εξομοιώνονται":"εξομοιώνω",
"εξομοιώνουν":"εξομοιώνω",
"εξομοίωση":"εξομοίωση",
"εξομοιωτές":"εξομοιωτής",
"εξομοιωτή":"εξομοιωτής",
"εξομολογείται":"εξομολογώ",
"εξομολογηθεί":"εξομολογώ",
"εξομολογηθείτε":"εξομολογώ",
"εξομολογήθηκε":"εξομολογώ",
"εξομολογήσεις":"εξομολογώ",
"εξομολόγηση":"εξομολόγηση",
"εξομολόγησης":"εξομολόγηση",
"εξομολογητικά":"εξομολογητικά",
"εξομολογητικές":"εξομολογητικός",
"εξομολογητική":"εξομολογητικός",
"εξομολογούνται":"εξομολογώ",
"εξοντώθηκαν":"εξοντώνω",
"εξοντώθηκε":"εξοντώνω",
"εξοντώνει":"εξοντώνω",
"εξοντώνεται":"εξοντώνω",
"εξοντώνονται":"εξοντώνω",
"εξοντώνονταν":"εξοντώνω",
"εξοντώνοντας":"εξοντώνω",
"εξοντώνουν":"εξοντώνω",
"εξοντώσει":"εξοντώνω",
"εξοντώσεως":"εξόντωση",
"εξόντωση":"εξόντωση",
"εξόντωσή":"εξόντωση",
"εξοντωσης":"εξόντωση",
"εξόντωσης":"εξόντωση",
"εξοντώσουμε":"εξοντώνω",
"εξοντώσουν":"εξοντώνω",
"εξοντωτική":"εξοντωτικός",
"εξοντωτικό":"εξοντωτικός",
"εξοντωτικοί":"εξοντωτικός",
"εξονυχιστικά":"εξονυχιστικά",
"εξονυχιστικές":"εξονυχιστικός",
"εξονυχιστικό":"εξονυχιστικός",
"εξονυχιστικός":"εξονυχιστικός",
"εξονυχιστικών":"εξονυχιστικός",
"εξοπλίζεται":"εξοπλίζω",
"εξοπλίζονταν":"εξοπλίζω",
"εξοπλίζουμε":"εξοπλίζω",
"εξόπλισε":"εξοπλίζω",
"εξοπλίσει":"εξοπλίζω",
"εξοπλισθεί":"εξοπλίζω",
"εξοπλισμένα":"εξοπλίζω",
"εξοπλισμένη":"εξοπλισμένος",
"εξοπλισμένο":"εξοπλισμένος",
"εξοπλισμένοι":"εξοπλίζω",
"εξοπλισμένος":"εξοπλισμένος",
"εξοπλισμένους":"εξοπλίζω",
"εξοπλισμένων":"εξοπλίζω",
"εξοπλισμό":"εξοπλισμός",
"εξοπλισμός":"εξοπλισμός",
"εξοπλισμού":"εξοπλισμός",
"εξοπλισμούς":"εξοπλισμός",
"εξοπλισμών":"εξοπλισμός",
"εξοπλίσουν":"εξοπλίζω",
"εξοπλιστεί":"εξοπλίζω",
"εξοπλίστηκε":"εξοπλίζω",
"εξοπλιστικά":"εξοπλιστικός",
"εξοπλιστική":"εξοπλιστικός",
"εξοπλιστικό":"εξοπλιστικός",
"εξοπλιστούν":"εξοπλίζω",
"εξοργίζει":"εξοργίζω",
"εξοργίζεται":"εξοργίζω",
"εξοργίζονται":"εξοργίζω",
"εξοργίζοντας":"εξοργίζω",
"εξοργίζουν":"εξοργίζω",
"εξόργισε":"εξοργίζω",
"εξοργίσει":"εξοργίζω",
"εξοργισμένη":"εξοργίζω",
"εξοργισμένοι":"εξοργισμένος",
"εξοργισμένος":"εξοργισμένος",
"εξοργιστικό":"εξοργιστικός",
"εξορθολογισμό":"εξορθολογισμός",
"εξορθολογισμού":"εξορθολογισμός",
"εξορία":"εξορία",
"εξορίας":"εξορία",
"εξορίες":"εξορία",
"εξορίζει":"εξορίζω",
"εξορίζονται":"εξορίζω",
"εξόρισαν":"εξορίζω",
"εξόρισε":"εξορίζω",
"εξορίσει":"εξορίζω",
"εξοριστεί":"εξορίζω",
"εξόριστη":"εξόριστος",
"εξορίστηκαν":"εξορίζω",
"εξορίστηκε":"εξορίζω",
"εξόριστοι":"εξόριστος",
"εξόριστος":"εξόριστος",
"εξόριστου":"εξόριστος",
"εξόριστους":"εξόριστος",
"εξορίστων":"εξόριστος",
"εξόριστων":"εξόριστος",
"εξορκίζουν":"εξορκίζω",
"εξορκίσει":"εξορκίζω",
"εξορκισμούς":"εξορκισμός",
"εξορμά":"εξορμώ",
"εξόρμησαν":"εξορμώ",
"εξορμήσεις":"εξορμώ",
"εξόρμηση":"εξόρμηση",
"εξόρμησή":"εξόρμηση",
"εξόρμησης":"εξόρμηση",
"εξορμούν":"εξορμώ",
"εξόρυξε":"εξορύσσω",
"εξόρυξη":"εξόρυξη",
"εξόρυξης":"εξόρυξη",
"έξοσετ":"έξοσετ",
"εξοστράκισαν":"εξοστρακίζω",
"εξοστρακισμό":"εξοστρακισμός",
"εξοστρακισμός":"εξοστρακισμός",
"εξοστρακιστεί":"εξοστρακίζω",
"εξού":"εξού",
"εξουδετερωθεί":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώθηκαν":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώθηκε":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερωθούν":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερωμένη":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερωμένο":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώνατε":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώνει":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώνεται":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώνοντας":"εξουδετερώνω",
"εξουδετέρωσε":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώσει":"εξουδετερώνω",
"εξουδετέρωση":"εξουδετέρωση",
"εξουδετέρωσης":"εξουδετέρωση",
"εξουδετερώσουμε":"εξουδετερώνω",
"εξουδετερώσουν":"εξουδετερώνω",
"εξουζίδης":"εξουζίδης",
"εξουθενωμένη":"εξουθενώνω",
"εξουθενωμένοι":"εξουθενωμένος",
"εξουθενωμένος":"εξουθενώνω",
"εξουθενώνει":"εξουθενώνω",
"εξουθενώσει":"εξουθενώνω",
"εξουθένωση":"εξουθένωση",
"εξουσία":"εξουσία",
"εξουσίαζαν":"εξουσιάζω",
"εξουσιάζετε":"εξουσιάζω",
"εξουσιάζουν":"εξουσιάζω",
"εξουσιας":"εξουσία",
"εξουσίας":"εξουσία",
"εξουσιάσει":"εξουσιάζω",
"εξουσιάσουν":"εξουσιάζω",
"εξουσιαστές":"εξουσιαστής",
"εξουσιαστικές":"εξουσιαστικός",
"εξουσιαστική":"εξουσιαστικός",
"εξουσιαστικής":"εξουσιαστικός",
"εξουσιαστικό":"εξουσιαστικός",
"εξουσίες":"εξουσία",
"εξουσιοδοτεί":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδοτηθεί":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδοτήθηκε":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδοτημένης":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδοτημένο":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδοτήσει":"εξουσιοδοτώ",
"εξουσιοδότηση":"εξουσιοδότηση",
"εξουσιοδότησης":"εξουσιοδότηση",
"εξουσιών":"εξουσία",
"εξόφθαλμα":"εξόφθαλμα",
"εξόφθαλμη":"εξόφθαλμος",
"εξοφληθεί":"εξοφλώ",
"εξοφλήθηκε":"εξοφλώ",
"εξοφληθούν":"εξοφλώ",
"εξόφλησαν":"εξοφλώ",
"εξοφλήσει":"εξοφλώ",
"εξόφληση":"εξόφληση",
"εξόφλησης":"εξόφληση",
"εξοφλησουν":"εξοφλώ",
"εξοφλήσουν":"εξοφλώ",
"εξοφλούμε":"εξοφλώ",
"εξοφλούν":"εξοφλώ",
"εξοφλούνται":"εξοφλώ",
"έξοχα":"έξοχα",
"έξοχες":"έξοχος",
"εξοχή":"εξοχή",
"έξοχη":"έξοχος",
"εξοχήν":"εξοχή",
"εξοχής":"εξοχή",
"εξοχικά":"εξοχικά",
"εξοχική":"εξοχικός",
"εξοχικής":"εξοχικός",
"εξοχικό":"εξοχικός",
"εξοχικών":"εξοχικός",
"έξοχο":"έξοχος",
"έξοχος":"έξοχος",
"εξοχότης":"εξοχότητα",
"εξοχότητα":"εξοχότητα",
"έξοχους":"έξοχος",
"εξόχως":"έξοχα",
"εξπέρ":"εξπέρ",
"εξπορτ":"εξπορτ",
"εξπόρτ":"εξπόρτ",
"έξπορτ":"έξπορτ",
"εξπρές":"εξπρές",
"εξπρεσιονισμό":"εξπρεσιονισμός",
"εξπρεσιονισμού":"εξπρεσιονισμός",
"εξπρεσιονιστή":"εξπρεσιονιστής",
"εξπρεσιονιστικό":"εξπρεσιονιστικός",
"εξπρεσιονιστικών":"εξπρεσιονιστικός",
"εξτρα":"έξτρα",
"εξτρά":"εξτρά",
"έξτρα":"έξτρα",
"εξτρεμισμό":"εξτρεμισμός",
"εξτρεμισμός":"εξτρεμισμός",
"εξτρεμισμού":"εξτρεμισμός",
"εξτρεμιστές":"εξτρεμιστής",
"εξτρεμιστών":"εξτρεμιστής",
"εξύβρισαν":"εξυβρίζω",
"εξύβριση":"εξύβριση",
"εξύβρισης":"εξύβριση",
"εξυγιάνουμε":"εξυγιαίνω",
"εξυγιάνουν":"εξυγιαίνω",
"εξυγιάνσεις":"εξυγίανση",
"εξυγίανση":"εξυγίανση",
"εξυγίανσης":"εξυγίανση",
"εξυγιαντικές":"εξυγιαντικός",
"εξυμνήθηκε":"εξυμνώ",
"εξύμνησαν":"εξυμνώ",
"εξυμνούσε":"εξυμνώ",
"εξυμνώντας":"εξυμνώ",
"εξυπακούεται":"εξυπακούεται",
"εξυπηρετεί":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετείται":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετηθεί":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετήθηκαν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετηθούν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρέτησε":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετήσει":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετήσεις":"εξυπηρέτηση",
"εξυπηρέτηση":"εξυπηρέτηση",
"εξυπηρέτησή":"εξυπηρέτηση",
"εξυπηρέτησης":"εξυπηρέτηση",
"εξυπηρέτησής":"εξυπηρέτηση",
"εξυπηρετήσουμε":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετήσουν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετητή":"εξυπηρετητής",
"εξυπηρετικοί":"εξυπηρετικός",
"εξυπηρετούμε":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετούν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετούνται":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετούνταν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετούσαν":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετούσε":"εξυπηρετώ",
"εξυπηρετώντας":"εξυπηρετώ",
"έξυπνα":"έξυπνα",
"έξυπνα":"έξυπνος",
"εξυπνάδα":"εξυπνάδα",
"εξυπνάδες":"εξυπνάδα",
"εξυπνάκια":"εξυπνάκιας",
"έξυπνες":"έξυπνος",
"έξυπνη":"έξυπνος",
"έξυπνο":"έξυπνος",
"έξυπνοι":"έξυπνος",
"έξυπνος":"έξυπνος",
"εξυπνότεροι":"έξυπνος",
"εξυπνότερος":"έξυπνος",
"έξυπνου":"έξυπνος",
"έξυπνους":"έξυπνος",
"έξυπνων":"έξυπνος",
"έξυσε":"ξύνω",
"εξυφαινόταν":"εξυφαίνω",
"εξύφαναν":"εξυφαίνω",
"εξυψώσουμε":"εξυψώνω",
"εξυψώσουν":"εξυψώνω",
"εξω":"έξω",
"έξω":"έξω",
"εξωαγωνιστική":"εξωαγωνιστική",
"εξώγαμο":"εξώγαμος",
"εξώγαμου":"εξώγαμος",
"εξωγενείς":"εξωγενής",
"εξωγενή":"εξωγενής",
"εξωγενούς":"εξωγενής",
"εξωγενών":"εξωγενής",
"εξωγενώς":"εξωγενώς",
"εξωγήινα":"εξωγήινος",
"εξωγήινη":"εξωγήινος",
"εξωγήινης":"εξωγήινος",
"εξωγήινο":"εξωγήινος",
"εξωγήινοι":"εξωγήινος",
"εξωγηινος":"εξωγήινος",
"εξωγήινος":"εξωγήινος",
"εξωγήινους":"εξωγήινος",
"εξωγήινων":"εξωγήινος",
"εξωγηπεδική":"εξωγηπεδικός",
"εξώδικα":"εξώδικος",
"εξωδικαστική":"εξωδικαστικός",
"εξωδικαστικής":"εξωδικαστικός",
"εξώδικη":"εξώδικος",
"εξώδικο":"εξώδικος",
"εξώδικων":"εξώδικος",
"εξωθεί":"εξωθώ",
"έξωθεν":"έξωθεν",
"εξωθεσμικά":"εξωθεσμικός",
"εξωθεσμικές":"εξωθεσμικός",
"εξωθεσμική":"εξωθεσμικός",
"εξωθεσμικούς":"εξωθεσμικός",
"εξωθεσμικών":"εξωθεσμικός",
"εξώθησε":"εξωθώ",
"εξωθούν":"εξωθώ",
"εξωθούνται":"εξωθώ",
"εξωθώντας":"εξωθώ",
"εξωκοινοβουλευτικά":"εξωκοινοβουλευτικός",
"εξωκοινοβουλευτική":"εξωκοινοβουλευτικός",
"εξωκοινοβουλευτικής":"εξωκοινοβουλευτικός",
"εξωκοινοβουλευτικούς":"εξωκοινοβουλευτικός",
"εξωκοινοτικών":"εξωκοινοτικός",
"εξωκομματικών":"εξωκομματικός",
"εξωλογιστικά":"εξωλογιστικός",
"εξωμήτρια":"εξωμήτριος",
"εξωνομικές":"εξωνομικές",
"εξωνοσοκομειακή":"εξωνοσοκομειακός",
"εξώπορτα":"εξώπορτα",
"εξώπορτες":"εξώπορτα",
"εξωπραγματική":"εξωπραγματικός",
"εξωπραγματικό":"εξωπραγματικός",
"εξωπραγματικούς":"εξωπραγματικός",
"εξωραΐζεται":"εξωραΐζω",
"εξωραΐζουν":"εξωραΐζω",
"εξωραΐσει":"εξωραΐζω",
"εξωραϊσμό":"εξωραϊσμός",
"εξωραϊσμός":"εξωραϊσμός",
"εξωραϊσμού":"εξωραϊσμός",
"εξωραΐσουμε":"εξωραΐζω",
"εξωραϊστεί":"εξωραΐζω",
"εξωραϊστικό":"εξωραϊστικός",
"εξωρεαλιστικό":"εξωρεαλιστικό",
"εξώσεις":"έξωση",
"εξωση":"έξωση",
"έξωση":"έξωση",
"έξωσης":"έξωση",
"εξωσπιτική":"εξωσπιτική",
"εξώστες":"εξώστης",
"εξώστη":"εξώστης",
"εξωστρέφεια":"εξωστρέφεια",
"εξωστρεφή":"εξωστρεφής",
"εξωστρεφής":"εξωστρεφής",
"εξωστρεφών":"εξωστρεφής",
"εξωσυζυγικές":"εξωσυζυγικός",
"εξωσυζυγική":"εξωσυζυγικός",
"εξωσυζυγικούς":"εξωσυζυγικός",
"εξωσυζυγικών":"εξωσυζυγικός",
"εξωσχολικά":"εξωσχολικός",
"εξωσχολικό":"εξωσχολικός",
"εξωσχολικών":"εξωσχολικός",
"εξωσωματική":"εξωσωματικός",
"εξωσωματικής":"εξωσωματικός",
"εξωτερικα":"εξωτερικά",
"εξωτερικά":"εξωτερικά",
"εξωτερικά":"εξωτερικός",
"εξωτερικές":"εξωτερικός",
"εξωτερικεύετε":"εξωτερικεύω",
"εξωτερικεύσουν":"εξωτερικεύω",
"εξωτερικεύστε":"εξωτερικεύω",
"εξωτερικη":"εξωτερικός",
"εξωτερική":"εξωτερικός",
"εξωτερικής":"εξωτερικός",
"εξωτερικό":"εξωτερικό",
"εξωτερικό":"εξωτερικός",
"εξωτερικοί":"εξωτερικός",
"εξωτερικός":"εξωτερικός",
"εξωτερικότητα":"εξωτερικότητα",
"εξωτερικού":"εξωτερικό",
"εξωτερικούς":"εξωτερικός",
"εξωτερικών":"εξωτερικά",
"εξωτερικών":"εξωτερικός",
"εξωτερικώς":"εξωτερικά",
"εξώτερον":"εξώτερος",
"εξωτικά":"εξωτικός",
"εξωτικές":"εξωτικός",
"εξωτική":"εξωτικός",
"εξωτικής":"εξωτικός",
"εξωτικό":"εξωτικός",
"εξωτικός":"εξωτικός",
"εξωτικού":"εξωτικός",
"εξωτικούς":"εξωτικός",
"εξωτικών":"εξωτικός",
"εξωυπηρεσιακές":"εξωϋπηρεσιακός",
"εξωφθάλμως":"εξόφθαλμος",
"εξωφρενικά":"εξωφρενικός",
"εξωφρενικές":"εξωφρενικός",
"εξωφρενική":"εξωφρενικός",
"εξωφρενικό":"εξωφρενικός",
"εξωφρενικός":"εξωφρενικός",
"εξώφυλλα":"εξώφυλλο",
"εξώφυλλο":"εξώφυλλο",
"εξωφύλλου":"εξώφυλλο",
"εοα":"εοα",
"εοεκ":"εοεκ",
"εοκ":"εοκ",
"εοκα":"εοκα",
"εοπ":"εοπ",
"εορτάζει":"εορτάζω",
"εορτάζεται":"εορτάζω",
"εορτάζονται":"εορτάζω",
"εορτάζοντες":"εορτάζων",
"εορταζουν":"εορτάζω",
"εορτάζουν":"εορτάζω",
"εορτάσει":"εορτάζω",
"εορτάσιμο":"εορτάσιμος",
"εορτασμό":"εορτασμός",
"εορτασμοί":"εορτασμός",
"εορτασμός":"εορτασμός",
"εορτασμού":"εορτασμός",
"εορτασμούς":"εορτασμός",
"εορτασμών":"εορτασμός",
"εορταστεί":"εορτάζω",
"εορτάστηκε":"εορτάζω",
"εορταστικά":"εορταστικά",
"εορταστικά":"εορταστικός",
"εορταστικές":"εορταστικός",
"εορταστική":"εορταστικός",
"εορταστικής":"εορταστικός",
"εορταστικό":"εορταστικός",
"εορταστικού":"εορταστικός",
"εορταστικών":"εορταστικός",
"εορτές":"εορτή",
"εορτή":"εορτή",
"εορτής":"εορτή",
"εορτολάτρης":"εορτολάτρης",
"εορτών":"εορτή",
"εος":"εος",
"εοτ":"εοτ",
"εοφ":"εοφ",
"επ":"επί",
"επ'":"επί",
"επ.":"επ.",
"επα":"επα",
"επαγγελίας":"επαγγελία",
"επαγγελίες":"επαγγελία",
"επαγγέλλεται":"επαγγέλλομαι",
"επαγγέλλονται":"επαγγέλλομαι",
"επάγγελμα":"επάγγελμα",
"επάγγελμά":"επάγγελμα",
"επαγγέλματα":"επάγγελμα",
"επαγγελματία":"επαγγελματίας",
"επαγγελματίας":"επαγγελματίας",
"επαγγελματιες":"επαγγελματίας",
"επαγγελματίες":"επαγγελματίας",
"επαγγελματικά":"επαγγελματικά",
"επαγγελματικά":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικές":"επαγγελματικός",
"επαγγελματική":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικης":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικής":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικό":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικοί":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικός":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικού":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικούς":"επαγγελματικός",
"επαγγελματικών":"επαγγελματικός",
"επαγγελματισμό":"επαγγελματισμός",
"επαγγελματισμός":"επαγγελματισμός",
"επαγγελματισμού":"επαγγελματισμός",
"επαγγελματιών":"επαγγελματίας",
"επαγγελματοβιοτέχνες":"επαγγελματοβιοτέχνης",
"επαγγελματοβιοτεχνών":"επαγγελματοβιοτέχνης",
"επαγγελματος":"επάγγελμα",
"επαγγέλματος":"επάγγελμα",
"επαγγέλματός":"επάγγελμα",
"επαγγελμάτων":"επάγγελμα",
"επαγρυπνεί":"επαγρυπνώ",
"επαγρύπνηση":"επαγρύπνηση",
"επαγρυπνούν":"επαγρυπνώ",
"επαγωγικά":"επαγωγικά",
"επαγωγικές":"επαγωγικός",
"επαγωγική":"επαγωγικός",
"επαγωγικής":"επαγωγικός",
"επαε":"επαε",
"έπαθα":"παθαίνω",
"έπαθαν":"παθαίνω",
"έπαθε":"παθαίνω",
"έπαθες":"παθαίνω",
"έπαθλα":"έπαθλο",
"έπαθλο":"έπαθλο",
"έπαιζα":"παίζω",
"έπαιζαν":"παίζω",
"έπαιζε":"παίζω",
"επαινέθηκε":"επαινώ",
"επαινεί":"επαινώ",
"επαίνεσε":"επαινώ",
"επαινέσουμε":"επαινώ",
"επαινέσω":"επαινώ",
"επαινετέα":"επαινετέα",
"επαινετικά":"επαινετικά",
"έπαινο":"έπαινος",
"έπαινος":"έπαινος",
"επαινούν":"επαινώ",
"επαινούνται":"επαινώ",
"επαίνους":"έπαινος",
"επαινούσαν":"επαινώ",
"επαίνων":"έπαινος",
"επαινώντας":"επαινώ",
"έπαιξα":"παίζω",
"έπαιξαν":"παίζω",
"επαιξε":"παίζω",
"έπαιξε":"παίζω",
"επαΐοντες":"επαΐων",
"επαΐοντος":"επαΐων",
"επαίρεται":"επαίρομαι",
"έπαιρνα":"παίρνω",
"έπαιρναν":"παίρνω",
"έπαιρνε":"παίρνω",
"έπαιρνες":"παίρνω",
"επαίρονται":"επαίρομαι",
"επαίσχυντη":"επαίσχυντος",
"επαίσχυντο":"επαίσχυντος",
"επαιτεία":"επαιτεία",
"επαιτείας":"επαιτεία",
"επαίτες":"επαίτης",
"επαίτης":"επαίτης",
"επαιτούν":"επαιτώ",
"επαιτών":"επαίτης",
"επακόλουθα":"επακόλουθο",
"επακόλουθά":"επακόλουθο",
"επακολουθεί":"επακολουθώ",
"επακολούθησαν":"επακολουθώ",
"επακολούθησε":"επακολουθώ",
"επακολουθήσει":"επακολουθώ",
"επακολουθήσουν":"επακολουθώ",
"επακόλουθο":"επακόλουθο",
"επακόλουθο":"επακόλουθος",
"επακολουθούσε":"επακολουθώ",
"επακριβώς":"επακριβώς",
"έπακρο":"έπακρο",
"έπακρον":"έπακρο",
"επαλέ":"επαλέ",
"επαλε":"πάλλω",
"επάλειψη":"επάλειψη",
"επαληθεύεται":"επαληθεύω",
"επαληθευθεί":"επαληθεύω",
"επαληθεύθηκαν":"επαληθεύω",
"επαληθεύθηκε":"επαληθεύω",
"επαληθευθούν":"επαληθεύω",
"επαληθεύονται":"επαληθεύω",
"επαληθεύοντας":"επαληθεύω",
"επαληθεύουν":"επαληθεύω",
"επαληθεύσεις":"επαλήθευση",
"επαλήθευση":"επαλήθευση",
"επαλήθευσης":"επαλήθευση",
"επαληθεύσουμε":"επαληθεύω",
"επαληθευτεί":"επαληθεύω",
"επαληθεύτηκαν":"επαληθεύω",
"επαληθεύτηκε":"επαληθεύω",
"επαληθευτούν":"επαληθεύω",
"επάλληλα":"επάλληλος",
"επάλξεις":"έπαλξη",
"επαμφοτερίζει":"επαμφοτερίζω",
"επαμφοτερίζουσα":"επαμφοτερίζων",
"επανα":"επανα",
"επαναβεβαίωσε":"επαναβεβαιώνω",
"επαναβεβαίωση":"επαναβεβαίωση",
"επαναγοράς":"επαναγοράς",
"επαναδημιουργία":"επαναδημιουργία",
"επαναδημιουργίας":"επαναδημιουργία",
"επαναδημοπράτηση":"επαναδημοπράτηση",
"επαναδιαπραγμάτευση":"επαναδιαπραγμάτευση",
"επαναδιαπραγμάτευσης":"επαναδιαπραγμάτευση",
"επαναδιαπραγματευτεί":"επαναδιαπραγματεύομαι",
"επαναδιατυπωμένη":"επαναδιατυπωμένος",
"επαναδιατυπώνει":"επαναδιατυπώνω",
"επαναδιατυπώσει":"επαναδιατυπώνω",
"επαναδιατύπωση":"επαναδιατύπωση",
"επαναδραστηριοποιείται":"επαναδραστηριοποιώ",
"επαναδραστηριοποιηθεί":"επαναδραστηριοποιώ",
"επαναδραστηριοποίησή":"επαναδραστηριοποίηση",
"επαναδραστηριοποίησης":"επαναδραστηριοποίηση",
"επαναθεμελίωσης":"επαναθεμελίωση",
"επανακαθορίζεται":"επανακαθορίζω",
"επανακαθορισμό":"επανακαθορισμός",
"επανακαθορισμός":"επανακαθορισμός",
"επανακαθορισμού":"επανακαθορισμός",
"επανακάμπτει":"επανακάμπτω",
"επανακάμπτουν":"επανακάμπτω",
"επανακάμψει":"επανακάμπτω",
"επανάκαμψή":"επανάκαμψη",
"επανακατέλαβαν":"επανακαταλαβαίνω",
"επανακτεί":"επανακτεί",
"επανακτήσει":"επανακτώ",
"επανάκτηση":"επανάκτηση",
"επανάκτησης":"επανάκτηση",
"επανακτήσουν":"επανακτώ",
"επανακυκλοφορία":"επανακυκλοφορία",
"επαναλάβει":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάβετε":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάβουμε":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάβουν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάβω":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάμβαναν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλάμβανε":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνει":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνεις":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνεται":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνετε":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβανόμενα":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενες":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενη":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενης":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενο":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενου":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβανόμενων":"επαναλαμβανόμενος",
"επαναλαμβάνονται":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνονταν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνοντας":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβανόταν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνουμε":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνουν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλαμβάνω":"επαναλαμβάνω",
"επαναλειτούργησε":"επαναλειτουργώ",
"επαναλειτουργήσει":"επαναλειτουργώ",
"επαναλειτουργήσουν":"επαναλειτουργώ",
"επαναλειτουργία":"επαναλειτουργία",
"επαναλειτουργίας":"επαναλειτουργία",
"επαναληπτικές":"επαναληπτικός",
"επαναληπτική":"επαναληπτικός",
"επαναληπτικό":"επαναληπτικός",
"επαναληπτικός":"επαναληπτικός",
"επαναληπτικού":"επαναληπτικός",
"επαναληπτικών":"επαναληπτικός",
"επαναληφθεί":"επαναλαμβάνω",
"επαναλήφθηκαν":"επαναλαμβάνω",
"επαναλήφθηκε":"επαναλαμβάνω",
"επαναληφθούν":"επαναλαμβάνω",
"επαναληψεις":"επανάληψη",
"επαναλήψεις":"επανάληψη",
"επαναλήψεων":"επανάληψη",
"επαναληψη":"επανάληψη",
"επανάληψη":"επανάληψη",
"επανάληψης":"επανάληψη",
"επανάληψιν":"επανάληψη",
"επαναμετατρέπονται":"επαναμετατρέπω",
"επαναξιολόγηση":"επαναξιολόγηση",
"επαναπατρίζονται":"επαναπατρίζω",
"επαναπατρίσει":"επαναπατρίζω",
"επαναπατρισμό":"επαναπατρισμός",
"επαναπατρισμός":"επαναπατρισμός",
"επαναπατρισμού":"επαναπατρισμός",
"επαναπαύεστε":"επαναπαύομαι",
"επαναπαύεται":"επαναπαύομαι",
"επανάπαυσης":"επανάπαυση",
"επαναπαυτεί":"επαναπαύομαι",
"επαναπαυτούμε":"επαναπαύομαι",
"επαναπολιτικοποίηση":"επαναπολιτικοποίηση",
"επαναπροβολή":"επαναπροβολή",
"επαναπροκήρυξη":"επαναπροκήρυξη",
"επαναπροσανατολισμό":"επαναπροσανατολισμός",
"επαναπροσδιορίζει":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιορίζοντας":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιορίζουμε":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιορίζουν":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιόρισε":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιορίσετε":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιορισμό":"επαναπροσδιορισμός",
"επαναπροσδιορισμός":"επαναπροσδιορισμός",
"επαναπροσδιορισμού":"επαναπροσδιορισμός",
"επαναπροσδιορίσουν":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσδιοριστεί":"επαναπροσδιορίζω",
"επαναπροσέγγιση":"επαναπροσέγγιση",
"επαναπροσέγγισης":"επαναπροσέγγιση",
"επαναπροσληφθεί":"επαναπροσλαμβάνω",
"επαναπρόσληψη":"επαναπρόσληψη",
"επαναστάσεις":"επανάσταση",
"επαναστάσεων":"επανάσταση",
"επανάσταση":"επανάσταση",
"επανάστασή":"επανάσταση",
"επανάστασης":"επανάσταση",
"επανάστασις":"επανάσταση",
"επαναστατείτε":"επαναστατώ",
"επαναστάτες":"επαναστάτης",
"επαναστάτη":"επαναστάτης",
"επαναστατημένες":"επαναστατώ",
"επαναστατημένοι":"επαναστατώ",
"επαναστατημένων":"επαναστατώ",
"επαναστατης":"επαναστάτης",
"επαναστάτης":"επαναστάτης",
"επαναστάτησε":"επαναστατώ",
"επαναστατήσει":"επαναστατώ",
"επαναστατήσουν":"επαναστατώ",
"επαναστατικά":"επαναστατικός",
"επαναστατικές":"επαναστατικός",
"επαναστατική":"επαναστατικός",
"επαναστατικής":"επαναστατικός",
"επαναστατικό":"επαναστατικός",
"επαναστατικοί":"επαναστατικός",
"επαναστατικός":"επαναστατικός",
"επαναστατικότητά":"επαναστατικότητα",
"επαναστατικότητας":"επαναστατικότητα",
"επαναστατικού":"επαναστατικός",
"επαναστατικούς":"επαναστατικός",
"επαναστατικών":"επαναστατικός",
"επαναστατούν":"επαναστατώ",
"επαναστάτρια":"επαναστάτρια",
"επαναστατών":"επαναστάτης",
"επανασυμβίωση":"επανασυμβίωση",
"επανασυνδεθείτε":"επανασυνδέω",
"επανασυνδέουν":"επανασυνδέω",
"επανασυνδέσει":"επανασυνδέω",
"επανασύνδεση":"επανασύνδεση",
"επανασύνδεσης":"επανασύνδεση",
"επανασυνθέσει":"επανασύνθεση",
"επανασύσταση":"επανασύσταση",
"επανασύστασης":"επανασύσταση",
"επανασχεδιαστεί":"επανασχεδιάζω",
"επανατοποθετηθούν":"επανατοποθετώ",
"επανατοποθέτηση":"επανατοποθέτηση",
"επανατοποθέτησή":"επανατοποθέτηση",
"επανατοποθετούνται":"επανατοποθετώ",
"επαναφέρει":"επαναφέρω",
"επαναφέρεις":"επαναφέρω",
"επαναφέροντας":"επαναφέρω",
"επαναφέρουμε":"επαναφέρω",
"επαναφέρουν":"επαναφέρω",
"επαναφορά":"επαναφορά",
"επαναφοράς":"επαναφορά",
"επαναφορτίζεται":"επαναφορτίζω",
"επαναφορτιζόμενες":"επαναφορτίζω",
"επαναφορτιζόμενη":"επαναφορτίζω",
"επαναχάραξη":"επαναχάραξη",
"επαναχάραξης":"επαναχάραξη",
"επανάχρηση":"επανάχρηση",
"επαναχρησιμοποίησής":"επαναχρησιμοποίηση",
"επαναχρησιμοποιήσιμα":"επαναχρησιμοποιήσιμος",
"επανδρώθηκε":"επανδρώνω",
"επανδρωθούν":"επανδρώνω",
"επανδρωμένα":"επανδρωμένος",
"επανδρωμένο":"επανδρώνω",
"επανδρωμένων":"επανδρώνω",
"επανδρώνουν":"επανδρώνω",
"επάνδρωση":"επάνδρωση",
"επάνδρωσή":"επάνδρωση",
"επάνδρωσης":"επάνδρωση",
"επανεγγραφή":"επανεγγραφή",
"επανεγκατάστασή":"επανεγκατάσταση",
"επανεγκατάστασης":"επανεγκατάσταση",
"επανέγκριση":"επανέγκριση",
"επανεθνικοποίηση":"επανεθνικοποίηση",
"επανειλημμένα":"επανειλημμένος",
"επανειλημμένες":"επανειλημμένος",
"επανειλημμένων":"επανειλημμένος",
"επανειλημμένως":"επανειλημμένα",
"επανεισάγει":"επανεισάγω",
"επανεκδίδεται":"επανεκδίδω",
"επανεκδόθηκε":"επανεκδίδω",
"επανεκδόσεις":"επανέκδοση",
"επανέκδοση":"επανέκδοση",
"επανεκκίνηση":"επανεκκίνηση",
"επανεκλεγεί":"επανεκλέγω",
"επανεκλεγείς":"επανεκλέγω",
"επανεκλέγεται":"επανεκλέγω",
"επανεκλεγούν":"επανεκλέγω",
"επανεκλέξουν":"επανεκλέγω",
"επανεκλέχτηκε":"επανεκλέγω",
"επανεκλογή":"επανεκλογή",
"επανεκλογής":"επανεκλογή",
"επανεκπαίδευση":"επανεκπαίδευση",
"επανέκτησε":"επανακτώ",
"επανεκτίμηση":"επανεκτίμηση",
"επανεκτίμησης":"επανεκτίμηση",
"επανεκτιμώντας":"επανεκτιμώ",
"επανέλαβαν":"επαναλαμβάνω",
"επανέλαβε":"επαναλαμβάνω",
"επανελεγχθούν":"επανελεγχθούν",
"επανέλεγχο":"επανέλεγχος",
"επανελέγχου":"επανέλεγχος",
"επανελεγχτεί":"επαναελέγχω",
"επανελήφθη":"επαναλαμβάνω",
"επανέλθει":"επανέρχομαι",
"επανέλθετε":"επανέρχομαι",
"επανέλθουμε":"επανέρχομαι",
"επανέλθουν":"επανέρχομαι",
"επανέλθω":"επανέρχομαι",
"επανεμφανίζεται":"επανεμφανίζω",
"επανεμφανιζόμενο":"επαναεμφανιζόμενος",
"επανεμφάνιση":"επανεμφάνιση",
"επανεμφάνισή":"επανεμφάνιση",
"επανεμφάνισης":"επανεμφάνιση",
"επανεμφανιστεί":"επανεμφανίζω",
"επανεμφανίστηκε":"επανεμφανίζω",
"επανέναρξη":"επανέναρξη",
"επανέναρξης":"επανέναρξη",
"επανενσωμάτωσή":"επανενσωμάτωσή",
"επανένταξε":"επανεντάσσω",
"επανένταξη":"επανένταξη",
"επανένταξή":"επανένταξη",
"επανένταξης":"επανένταξη",
"επανένταξής":"επανένταξη",
"επανεντάσσονται":"επανεντάσσω",
"επανενταχθεί":"επανεντάσσω",
"επανενωθούν":"επανενωθούν",
"επανενωμένη":"επανενωμένη",
"επανένωση":"επανένωση",
"επανένωσή":"επανένωση",
"επανένωσης":"επανένωση",
"επανένωσής":"επανένωση",
"επανεξέδωσε":"επανεκδίδω",
"επανεξελέγη":"επανεκλέγω",
"επανεξετάζει":"επανεξετάζω",
"επανεξετάζονται":"επανεξετάζω",
"επανεξετάζουν":"επανεξετάζω",
"επανεξέτασαν":"επανεξετάζω",
"επανεξετάσει":"επανεξετάζω",
"επανεξετάσετε":"επανεξετάζω",
"επανεξέταση":"επανεξέταση",
"επανεξέτασης":"επανεξέταση",
"επανεξετασθεί":"επανεξετάζω",
"επανεξετάσουν":"επανεξετάζω",
"επανεξετάστε":"επανεξετάζω",
"επανεξεταστεί":"επανεξετάζω",
"επανεξεταστούν":"επανεξετάζω",
"επανεξοπλισμό":"επαναεξοπλισμός",
"επανεπενδύονται":"επανεπενδύω",
"επανεπένδυσης":"επανεπένδυση",
"επανέρχεται":"επανέρχομαι",
"επανέρχομαι":"επανέρχομαι",
"επανερχόμενο":"επανερχόμενος",
"επανέρχονται":"επανέρχομαι",
"επανέρχονταν":"επανέρχομαι",
"επανέφεραν":"επαναφέρω",
"επανέφερε":"επαναφέρω",
"επανήλθα":"επανέρχομαι",
"επανήλθαμε":"επανέρχομαι",
"επανήλθαν":"επανέρχομαι",
"επανήλθε":"επανέρχομαι",
"επανίδρυση":"επανίδρυση",
"επανίδρυσης":"επανίδρυση",
"επάνοδο":"επάνοδος",
"επάνοδό":"επάνοδος",
"επάνοδος":"επάνοδος",
"επάνοδός":"επάνοδος",
"επανόδου":"επάνοδος",
"επανομή":"επανομή",
"επανομής":"επανομή",
"επανοργάνωση":"επανοργάνωση",
"επανορθωθεί":"επανορθώνω",
"επανορθώνει":"επανορθώνω",
"επανορθώσει":"επανορθώνω",
"επανορθώσεις":"επανορθώνω",
"επανορθώσετε":"επανορθώνω",
"επανόρθωση":"επανόρθωση",
"επανόρθωσης":"επανόρθωση",
"επανορθώσουν":"επανορθώνω",
"επανορθώστε":"επανορθώνω",
"επανορθωτική":"επανορθωτικός",
"επάνω":"επάνω",
"επάξια":"επάξια",
"επαξίως":"επάξια",
"επαπειλεί":"επαπειλώ",
"επαπειλούμενη":"επαπειλούμενος",
"επαπειλούμενο":"επαπειλούμενος",
"επαπειλούμενος":"επαπειλούμενος",
"επαπειλούμενου":"επαπειλούμενος",
"επάρατη":"επάρατος",
"επάρατο":"επάρατος",
"επαρκεί":"επαρκώ",
"επάρκεια":"επάρκεια",
"επάρκειά":"επάρκεια",
"επάρκειας":"επάρκεια",
"επαρκείς":"επαρκής",
"επαρκές":"επαρκής",
"επαρκέσουν":"επαρκώ",
"επαρκέστατα":"επαρκής",
"επαρκέστατο":"επαρκής",
"επαρκέστερα":"επαρκής",
"επαρκή":"επαρκής",
"επαρκής":"επαρκής",
"επαρκούμε":"επαρκώ",
"επαρκούν":"επαρκώ",
"επαρκούς":"επαρκής",
"επαρκούσαν":"επαρκώ",
"επαρκούσε":"επαρκώ",
"επαρκών":"επαρκής",
"επαρκώς":"επαρκώς",
"έπαρση":"έπαρση",
"έπαρσή":"έπαρση",
"έπαρσης":"έπαρση",
"επαρχεία":"επαρχείο",
"επαρχειο":"επαρχείο",
"επαρχείο":"επαρχείο",
"επαρχία":"επαρχία",
"επαρχιακά":"επαρχιακός",
"επαρχιακές":"επαρχιακός",
"επαρχιακές-βαλκανικές":"επαρχιακές-βαλκανικές",
"επαρχιακή":"επαρχιακός",
"επαρχιακής":"επαρχιακός",
"επαρχιακό":"επαρχιακός",
"επαρχιακός":"επαρχιακός",
"επαρχιακού":"επαρχιακός",
"επαρχιακούς":"επαρχιακός",
"επαρχιακών":"επαρχιακός",
"επαρχιας":"επαρχία",
"επαρχίας":"επαρχία",
"επαρχίες":"επαρχία",
"επαρχιώτες":"επαρχιώτης",
"επαρχιώτης":"επαρχιώτης",
"επαρχιώτικου":"επαρχιώτικος",
"επαρχιωτισμό":"επαρχιωτισμός",
"επαρχιωτών":"επαρχιώτης",
"έπαρχο":"έπαρχος",
"έπαρχος":"έπαρχος",
"έπαρχου":"έπαρχος",
"έπασχαν":"πάσχω",
"έπασχε":"πάσχω",
"έπαυαν":"παύω",
"έπαυε":"παύω",
"επαύλεις":"έπαυλη",
"επαυλη":"έπαυλη",
"έπαυλη":"έπαυλη",
"επαυξάνει":"επαυξάνω",
"επαυξάνω":"επαυξάνω",
"επαύριο":"επαύριο",
"επαύριον":"επαύριον",
"έπαυσαν":"παύω",
"έπαυσε":"παύω",
"επαφες":"επαφή",
"επαφές":"επαφή",
"επαφη":"επαφή",
"επαφή":"επαφή",
"επαφής":"επαφή",
"επαφίενται":"επαφίεμαι",
"επαφίεται":"επαφίεμαι",
"επαφών":"επαφή",
"επαχθές":"επαχθής",
"επαχθή":"επαχθής",
"έπαψα":"παύω",
"έπαψαν":"παύω",
"έπαψε":"παύω",
"επε":"επε",
"έπεα":"έπεα",
"επεαεκ":"επεαεκ",
"επέβαιναν":"επιβαίνω",
"επέβαινε":"επιβαίνω",
"επέβαλαν":"επιβάλλω",
"επέβαλε":"επιβάλλω",
"επέβαλλαν":"επιβάλλω",
"επέβαλλε":"επιβάλλω",
"επέβλεπαν":"επιβλέπω",
"επέβλεψε":"επιβλέπω",
"επεβλήθη":"επιβάλλω",
"επεβλήθησαν":"επιβάλλω",
"επέδειξαν":"επιδεικνύω",
"επέδειξε":"επιδεικνύω",
"επεδίωκαν":"επιδιώκω",
"επεδίωκε":"επιδιώκω",
"επεδίωξα":"επιδιώκω",
"επεδίωξαν":"επιδιώκω",
"επεδίωξε":"επιδιώκω",
"επεδόθη":"επιδίδω",
"επέδραμε":"επέδραμε",
"επέδρασε":"επιδρώ",
"επέδωσαν":"επιδίδω",
"επέδωσε":"επιδίδω",
"επέζησαν":"επιζώ",
"επέζησε":"επιζώ",
"επέζησες":"επιζώ",
"επείγει":"επείγει",
"επείγεται":"επείγομαι",
"επείγον":"επείγων",
"επείγοντα":"επείγων",
"επείγονται":"επείγομαι",
"επείγοντος":"επείγων",
"επειγόντων":"επείγων",
"επειγόντως":"επειγόντως",
"επείγουν":"επείγει",
"επείγουσα":"επείγων",
"επείγουσας":"επείγων",
"επείγουσες":"επείγων",
"επειγουσών":"επείγων",
"επειδη":"επειδή",
"επειδή":"επειδή",
"έπειθαν":"πείθω",
"έπειθε":"πείθω",
"επείραξε":"επείραξε",
"έπεισα":"πείθω",
"έπεισαν":"πείθω",
"επεισε":"πείθω",
"έπεισε":"πείθω",
"επείσθησαν":"πείθω",
"επεισοδια":"επεισόδιο",
"επεισόδια":"επεισόδιο",
"επεισοδιακά":"επεισοδιακά",
"επεισοδιακή":"επεισοδιακός",
"επεισοδιακο":"επεισοδιακός",
"επεισοδιακό":"επεισοδιακός",
"επεισοδιο":"επεισόδιο",
"επεισόδιο":"επεισόδιο",
"επεισοδίου":"επεισόδιο",
"επεισοδιων":"επεισόδιο",
"επεισοδίων":"επεισόδιο",
"έπειτα":"έπειτα",
"επέκεινα":"επέκεινα",
"επεκράτησαν":"επικρατώ",
"επεκράτησε":"επικρατώ",
"επέκριναν":"επικρίνω",
"επέκρινε":"επικρίνω",
"επεκταθεί":"επεκτείνω",
"επεκταθείτε":"επεκτείνω",
"επεκτάθηκαν":"επεκτείνω",
"επεκταθηκε":"επεκτείνω",
"επεκτάθηκε":"επεκτείνω",
"επεκταθούμε":"επεκτείνω",
"επεκταθούν":"επεκτείνω",
"επεκταθώ":"επεκτείνω",
"επεκταμένος":"επεκταμένος",
"επεκτάσεις":"επέκταση",
"επεκτάσεων":"επέκταση",
"επέκταση":"επέκταση",
"επέκτασή":"επέκταση",
"επέκτασης":"επέκταση",
"επέκτασής":"επέκταση",
"επέκτασιν":"επέκταση",
"επεκτατικές":"επεκτατικός",
"επεκτατική":"επεκτατικός",
"επεκτατισμό":"επεκτατισμός",
"επεκτατισμός":"επεκτατισμός",
"επέκτειναν":"επεκτείνω",
"επέκτεινε":"επεκτείνω",
"επεκτείνει":"επεκτείνω",
"επεκτείνεις":"επεκτείνω",
"επεκτείνεται":"επεκτείνω",
"επεκτείνονται":"επεκτείνω",
"επεκτείνονταν":"επεκτείνω",
"επεκτείνοντας":"επεκτείνω",
"επεκτείνουν":"επεκτείνω",
"επεκτείνω":"επεκτείνω",
"επελαση":"επέλαση",
"επέλαση":"επέλαση",
"επέλασή":"επέλαση",
"επέλεγα":"επιλέγω",
"επέλεγαν":"επιλέγω",
"επέλεγε":"επιλέγω",
"επελέγη":"επιλέγω",
"επελέγησαν":"επιλέγω",
"επέλεξα":"επιλέγω",
"επέλεξαν":"επιλέγω",
"επέλεξε":"επιλέγω",
"επέλευση":"επέλευση",
"επέλθει":"επέρχομαι",
"επέλθουν":"επέρχομαι",
"επέλυε":"επιλύω",
"επεμβαίνει":"επεμβαίνω",
"επεμβαίνεις":"επεμβαίνω",
"επεμβαίνοντας":"επεμβαίνω",
"επεμβαίνουμε":"επεμβαίνω",
"επεμβαίνουν":"επεμβαίνω",
"επεμβάσεις":"επέμβαση",
"επεμβάσεων":"επέμβαση",
"επεμβάσεών":"επέμβαση",
"επεμβάσεως":"επέμβαση",
"επέμβαση":"επέμβαση",
"επέμβασή":"επέμβαση",
"επέμβασης":"επέμβαση",
"επεμβατικές":"επεμβατικός",
"επέμβει":"επεμβαίνω",
"επέμβετε":"επεμβαίνω",
"επέμβουμε":"επεμβαίνω",
"επέμβουν":"επεμβαίνω",
"επέμεινα":"επιμένω",
"επέμειναν":"επιμένω",
"επεμεινε":"επιμένω",
"επέμεινε":"επιμένω",
"επέμεναν":"επιμένω",
"επέμενε":"επιμένω",
"έπεμψε":"πέμπω",
"επενδ":"επενδ",
"επενδ.χαρτοφ":"επενδ.χαρτοφ",
"επενδεδυμένη":"επενδύω",
"επενδεδυμένο":"επενδεδυμένος",
"επένδυαν":"επενδύω",
"επένδυε":"επενδύω",
"επενδύει":"επενδύω",
"επενδύεις":"επενδύω",
"επενδύεται":"επενδύω",
"επενδυθεί":"επενδύω",
"επενδύθηκαν":"επενδύω",
"επενδύθηκε":"επενδύω",
"επενδυθούν":"επενδύω",
"επενδυμένο":"επενδυμένος",
"επενδύονται":"επενδύω",
"επενδύονταν":"επενδύω",
"επενδύοντας":"επενδύω",
"επενδύουμε":"επενδύω",
"επενδύουν":"επενδύω",
"επένδυσαν":"επενδύω",
"επένδυσε":"επενδύω",
"επενδύσει":"επενδύω",
"επενδυσεις":"επένδυση",
"επενδύσεις":"επένδυση",
"επενδύσεις":"επενδύω",
"επένδυσες":"επενδύω",
"επενδύσετε":"επενδύω",
"επενδυσεων":"επένδυση",
"επενδύσεων":"επένδυση",
"επένδυση":"επένδυση",
"επένδυσή":"επένδυση",
"επένδυσης":"επένδυση",
"επενδύσουμε":"επενδύω",
"επενδύσουν":"επενδύω",
"επενδυτές":"επενδυτής",
"επενδυτη":"επενδυτής",
"επενδυτή":"επενδυτής",
"επενδυτής":"επενδυτής",
"επενδυτικά":"επενδυτικός",
"επενδυτικές":"επενδυτικός",
"επενδυτικη":"επενδυτικός",
"επενδυτική":"επενδυτικός",
"επενδυτικής":"επενδυτικός",
"επενδυτικό":"επενδυτικός",
"επενδυτικοί":"επενδυτικός",
"επενδυτικός":"επενδυτικός",
"επενδυτικού":"επενδυτικός",
"επενδυτικούς":"επενδυτικός",
"επενδυτικών":"επενδυτικός",
"επενδυτών":"επενδυτής",
"επενέβη":"επεμβαίνω",
"επενέβησαν":"επεμβαίνω",
"επενεργεί":"επενεργώ",
"επενεργούν":"επενεργώ",
"επεξεργάζεται":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργάζομαι":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαζόμαστε":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργάζονται":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργάζονταν":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαζόταν":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργασια":"επεξεργασία",
"επεξεργασία":"επεξεργασία",
"επεξεργασίας":"επεξεργασία",
"επεξεργασμένα":"επεξεργασμένος",
"επεξεργασμένες":"επεξεργασμένος",
"επεξεργασμένη":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργασμένο":"επεξεργασμένος",
"επεξεργασμένων":"επεξεργασμένος",
"επεξεργαστεί":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαστές":"επεξεργαστής",
"επεξεργαστή":"επεξεργαστής",
"επεξεργαστήκαμε":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργάστηκαν":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργάστηκε":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαστής":"επεξεργαστής",
"επεξεργαστούμε":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαστούν":"επεξεργάζομαι",
"επεξεργαστών":"επεξεργαστής",
"επεξηγεί":"επεξηγώ",
"επεξηγηματικά":"επεξηγηματικά",
"επεξηγηματική":"επεξηγηματικός",
"επεξηγηματικό":"επεξηγηματικός",
"επεξηγήσεις":"επεξήγηση",
"επεξηγήσεων":"επεξήγηση",
"επεξήγηση":"επεξήγηση",
"επεξηγώντας":"επεξηγώ",
"επέπεσα":"επιπίπτω",
"επέπληξε":"επιπλήττω",
"επέρριψε":"επιρρίπτω",
"επέρχεται":"επέρχομαι",
"επερχόμενα":"επερχόμενος",
"επερχόμενες":"επερχόμενος",
"επερχόμενη":"επερχόμενος",
"επερχόμενης":"επερχόμενος",
"επερχόμενο":"επερχόμενος",
"επερχόμενος":"επερχόμενος",
"επερχόμενου":"επερχόμενος",
"επερχόμενους":"επερχόμενος",
"επερχόμενων":"επερχόμενος",
"επέρχονται":"επέρχομαι",
"επερχόταν":"επέρχομαι",
"επερώτηση":"επερώτηση",
"επερώτησή":"επερώτηση",
"επερώτησης":"επερώτηση",
"επερώτησιν":"επερώτηση",
"επερωτούν":"επερωτώ",
"επερωτών":"επερωτών",
"επερωτώντες":"επιερωτών",
"έπεσα":"πέφτω",
"έπεσαν":"πέφτω",
"επεσε":"πέφτω",
"έπεσε":"πέφτω",
"επεσήμαιναν":"επισημαίνω",
"επεσήμαινε":"επισημαίνω",
"επεσήμαναν":"επισημαίνω",
"επεσημανε":"επισημαίνω",
"επεσήμανε":"επισημαίνω",
"επεσημάνθηκε":"επεσημάνθηκε",
"επεσκέφθη":"επισκέπτομαι",
"επέστησαν":"εφιστώ",
"επέστησε":"εφιστώ",
"επεστράφη":"επιστρέφω",
"επεστράφησαν":"επιστρέφω",
"επέστρεφα":"επιστρέφω",
"επέστρεφαν":"επιστρέφω",
"επέστρεφε":"επιστρέφω",
"επέστρεψα":"επιστρέφω",
"επέστρεψαν":"επιστρέφω",
"επέστρεψε":"επιστρέφω",
"επέσυρε":"επισύρω",
"έπεται":"έπομαι",
"επετέθη":"επιτίθεμαι",
"επετέθησαν":"επιτίθεμαι",
"επετειακή":"επετειακός",
"επετειακής":"επετειακός",
"επετειακό":"επετειακός",
"επετειακός":"επετειακός",
"επέτεινε":"επιτείνω",
"επέτειο":"επέτειος",
"επέτειό":"επέτειος",
"επέτειοι":"επέτειος",
"επέτειος":"επέτειος",
"επετείου":"επέτειος",
"επετείους":"επέτειος",
"επετείων":"επέτειος",
"επετεύχθη":"επιτυγχάνω",
"επετεύχθησαν":"επιτυγχάνω",
"επετηρίδα":"επετηρίδα",
"επετηρίδας":"επετηρίδα",
"επετίθεντο":"επιθέτω",
"επετράπη":"επιτρέπω",
"επέτρεπαν":"επιτρέπω",
"επέτρεπε":"επιτρέπω",
"επέτρεψαν":"επιτρέπω",
"επέτρεψε":"επιτρέπω",
"επέτρεψες":"επιτρέπω",
"επέτυχαν":"επιτυγχάνω",
"επέτυχε":"επιτυγχάνω",
"επευ":"επευ",
"επευφημίες":"επευφημία",
"επευφημιών":"επευφημία",
"επευφημούν":"επευφημώ",
"επέφεραν":"επιφέρω",
"επέφερε":"επιφέρω",
"έπεφτα":"πέφτω",
"έπεφταν":"πέφτω",
"έπεφτε":"πέφτω",
"επεφύλαξαν":"επιφυλάσσω",
"επεφύλαξε":"επιφυλάσσω",
"επεφύλασσαν":"επιφυλάσσω",
"επεφύλασσε":"επιφυλάσσω",
"επέχει":"επέχω",
"επεχείρησαν":"επιχειρώ",
"επεχείρησε":"επιχειρώ",
"επήγα":"επάγω",
"επήλθαν":"επέρχομαι",
"επήλθε":"επέρχομαι",
"επήλυδες":"επήλυδες",
"επηρέαζε":"επηρεάζω",
"επηρεάζει":"επηρεάζω",
"επηρεάζεστε":"επηρεάζω",
"επηρεάζεται":"επηρεάζω",
"επηρεαζόμαστε":"επηρεάζω",
"επηρεαζόμενη":"επηρεαζόμενος",
"επηρεαζόμενο":"επηρεαζόμενος",
"επηρεαζόμενοι":"επηρεαζόμενος",
"επηρεαζόμενων":"επηρεαζόμενος",
"επηρεάζονται":"επηρεάζω",
"επηρεάζοντας":"επηρεάζω",
"επηρεάζουμε":"επηρεάζω",
"επηρεάζουν":"επηρεάζω",
"επηρέασαν":"επηρεάζω",
"επηρέασε":"επηρεάζω",
"επηρεάσει":"επηρεάζω",
"επηρεασθεί":"επηρεάζω",
"επηρεάσθηκαν":"επηρεάζω",
"επηρεάσθηκε":"επηρεάζω",
"επηρεασμένα":"επηρεάζω",
"επηρεασμένες":"επηρεάζω",
"επηρεασμένη":"επηρεάζω",
"επηρεασμένο":"επηρεάζω",
"επηρεασμένοι":"επηρεασμένος",
"επηρεασμένος":"επηρεάζω",
"επηρεασμένου":"επηρεάζω",
"επηρεασμό":"επηρεασμός",
"επηρεασμός":"επηρεασμός",
"επηρεασμού":"επηρεασμός",
"επηρεάσουν":"επηρεάζω",
"επηρεαστεί":"επηρεάζω",
"επηρεάστηκαν":"επηρεάζω",
"επηρεαστήκατε":"επηρεάζω",
"επηρεάστηκε":"επηρεάζω",
"επηρεαστούν":"επηρεάζω",
"επηρεάσω":"επηρεάζω",
"επήρεια":"επήρεια",
"επηρμένος":"επηρμένος",
"επηρμένων":"επηρμένος",
"επήρχετο":"επήρχετο",
"επι":"επι",
"επί":"επί",
"έπιαναν":"πιάνω",
"έπιανε":"πιάνω",
"έπιασα":"πιάνω",
"έπιασαν":"πιάνω",
"επιασε":"πιάνω",
"έπιασε":"πιάνω",
"επιβαίνοντες":"επιβαίνων",
"επιβαινόντων":"επιβαίνων",
"επιβάλαμε":"επιβάλλω",
"επιβάλει":"επιβάλλω",
"επιβάλεις":"επιβάλλω",
"επιβάλλει":"επιβάλλω",
"επιβάλλεις":"επιβάλλω",
"επιβάλλεστε":"επιβάλλω",
"επιβάλλεται":"επιβάλλω",
"επιβάλλετε":"επιβάλλω",
"επιβαλλόμενες":"επιβαλλόμενος",
"επιβαλλόμενη":"επιβαλλόμενος",
"επιβαλλόμενης":"επιβαλλόμενος",
"επιβαλλόμενοι":"επιβαλλόμενος",
"επιβαλλόμενων":"επιβαλλόμενος",
"επιβάλλονται":"επιβάλλω",
"επιβάλλοντας":"επιβάλλω",
"επιβαλλόταν":"επιβάλλω",
"επιβάλλουμε":"επιβάλλω",
"επιβάλλουν":"επιβάλλω",
"επιβάλουν":"επιβάλλω",
"επιβαρημένη":"επιβαρημένη",
"επιβαρημένο":"επιβαρημένο",
"επιβάρυνε":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνει":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνεις":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνεται":"επιβαρύνω",
"επιβαρυνθεί":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνθηκε":"επιβαρύνω",
"επιβαρυνθούμε":"επιβαρύνω",
"επιβαρυνθούν":"επιβαρύνω",
"επιβαρυνόμεθα":"επιβαρυνόμεθα",
"επιβαρύνονται":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνοντας":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνουν":"επιβαρύνω",
"επιβαρύνσεις":"επιβάρυνση",
"επιβάρυνση":"επιβάρυνση",
"επιβάρυνσης":"επιβάρυνση",
"επιβαρυντικά":"επιβαρυντικά",
"επιβαρυντικές":"επιβαρυντικός",
"επιβαρυντικό":"επιβαρυντικός",
"επιβαρυντικών":"επιβαρυντικός",
"επιβάτες":"επιβάτης",
"επιβάτη":"επιβάτης",
"επιβατηγό":"επιβατηγός",
"επιβατηγού":"επιβατηγός",
"επιβατηγών":"επιβατηγός",
"επιβάτης":"επιβάτης",
"επιβατικά":"επιβατικός",
"επιβατική":"επιβατικός",
"επιβατικής":"επιβατικός",
"επιβατικό":"επιβατικός",
"επιβατικού":"επιβατικός",
"επιβατικών":"επιβατικός",
"επιβατών":"επιβάτης",
"επιβεβαιωθεί":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώθηκαν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώθηκε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιωθούν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιωμένες":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιωμένη":"επιβεβαιωμένος",
"επιβεβαιωμένης":"επιβεβαιωμένος",
"επιβεβαιωμένο":"επιβεβαιωμένος",
"επιβεβαίωναν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαίωνε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνει":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνεις":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνεται":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνονται":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνοντας":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιωνόταν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνουν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώνω":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσαμε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαίωσαν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσατε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαίωσε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσει":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσεις":"επιβεβαίωση",
"επιβεβαίωση":"επιβεβαίωση",
"επιβεβαίωσης":"επιβεβαίωση",
"επιβεβαιώσουμε":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσουν":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβαιώσω":"επιβεβαιώνω",
"επιβεβλημένα":"επιβεβλημένος",
"επιβεβλημένες":"επιβεβλημένος",
"επιβεβλημένη":"επιβεβλημένος",
"επιβεβλημένο":"επιβεβλημένος",
"επιβεβλημένος":"επιβεβλημένος",
"επιβεβλημένους":"επιβεβλημένος",
"επιβήτορα":"επιβήτορας",
"επιβιβάζεται":"επιβιβάζω",
"επιβιβάζονται":"επιβιβάζω",
"επιβίβασαν":"επιβιβάζω",
"επιβίβαση":"επιβίβαση",
"επιβίβασης":"επιβίβαση",
"επιβιβαστεί":"επιβιβάζω",
"επιβιβάστηκαν":"επιβιβάζω",
"επιβιβάστηκε":"επιβιβάζω",
"επιβιβαστούμε":"επιβιβάζω",
"επιβιβαστούν":"επιβιβάζω",
"επιβίωναν":"επιβιώνω",
"επιβίωνε":"επιβιώνω",
"επιβιώνει":"επιβιώνω",
"επιβιώνεις":"επιβιώνω",
"επιβιώνουμε":"επιβιώνω",
"επιβιώνουν":"επιβιώνω",
"επιβίωσαν":"επιβιώνω",
"επιβίωσε":"επιβιώνω",
"επιβιώσει":"επιβιώνω",
"επιβιώσεις":"επιβιώνω",
"επιβιώσετε":"επιβιώνω",
"επιβίωση":"επιβίωση",
"επιβίωσή":"επιβίωση",
"επιβίωσης":"επιβίωση",
"επιβιώσουμε":"επιβιώνω",
"επιβιώσουν":"επιβιώνω",
"επιβλαβή":"επιβλαβής",
"επιβλαβής":"επιβλαβής",
"επιβλέπει":"επιβλέπω",
"επιβλέπεται":"επιβλέπω",
"επιβλέποντα":"επιβλέπων",
"επιβλέποντας":"επιβλέπω",
"επιβλέποντες":"επιβλέπων",
"επιβλέπουν":"επιβλέπω",
"επιβλέπων":"επιβλέπων",
"επιβλέψει":"επιβλέπω",
"επίβλεψη":"επίβλεψη",
"επίβλεψή":"επίβλεψη",
"επίβλεψης":"επίβλεψη",
"επιβλέψουν":"επιβλέπω",
"επιβληθεί":"επιβάλλω",
"επιβληθείς":"επιβάλλω",
"επιβληθείτε":"επιβάλλω",
"επιβλήθηκαν":"επιβάλλω",
"επιβλήθηκε":"επιβάλλω",
"επιβληθούν":"επιβάλλω",
"επιβληθώ":"επιβάλλω",
"επιβλητικά":"επιβλητικός",
"επιβλητικη":"επιβλητικός",
"επιβλητική":"επιβλητικός",
"επιβλητικό":"επιβλητικός",
"επιβλητικός":"επιβλητικός",
"επιβλητικότητα":"επιβλητικότητα",
"επιβλητικού":"επιβλητικός",
"επιβολή":"επιβολή",
"επιβολής":"επιβολή",
"επιβουλές":"επιβουλή",
"επιβουλεύεται":"επιβουλεύομαι",
"επιβουλεύονται":"επιβουλεύομαι",
"επιβουλεύονταν":"επιβουλεύομαι",
"επιβουλή":"επιβουλή",
"επιβραβεύει":"επιβραβεύω",
"επιβραβεύουμε":"επιβραβεύω",
"επιβραβεύουν":"επιβραβεύω",
"επιβραβεύσει":"επιβραβεύω",
"επιβράβευση":"επιβράβευση",
"επιβράβευσης":"επιβράβευση",
"επιβραδυμένη":"επιβραδυμένος",
"επιβράδυνε":"επιβραδύνω",
"επιβραδύνει":"επιβραδύνω",
"επιβραδύνεται":"επιβραδύνω",
"επιβραδυνθεί":"επιβραδύνω",
"επιβραδύνοντας":"επιβραδύνω",
"επιβραδύνουν":"επιβραδύνω",
"επιβράδυνση":"επιβράδυνση",
"επιβράδυνσης":"επιβράδυνση",
"επιβράχυνση":"επιβράχυνση",
"επίγεια":"επίγειος",
"επίγειας":"επίγειος",
"επίγειες":"επίγειος",
"επίγειο":"επίγειος",
"επίγειους":"επίγειος",
"επίγειων":"επίγειος",
"επιγνώσει":"επιγνώσει",
"επίγνωση":"επίγνωση",
"επίγνωσης":"επίγνωση",
"επίγονος":"επίγονος",
"επιγόνους":"επίγονος",
"επιγοντως":"επιγοντως",
"επιγραμματικά":"επιγραμματικά",
"επιγραμματική":"επιγραμματικός",
"επιγράφει":"επιγράφω",
"επιγραφές":"επιγραφή",
"επιγράφεται":"επιγράφω",
"επιγραφή":"επιγραφή",
"επιγραφής":"επιγραφή",
"επιγραφών":"επιγραφή",
"επίδαυρο":"επίδαυρος",
"επίδαυρος":"επίδαυρος",
"επιδεικνύει":"επιδεικνύω",
"επιδεικνύεις":"επιδεικνύω",
"επιδεικνύεται":"επιδεικνύω",
"επιδεικνύοντας":"επιδεικνύω",
"επιδεικνύουμε":"επιδεικνύω",
"επιδεικνύουν":"επιδεικνύω",
"επιδεικτικά":"επιδεικτικά",
"επιδεικτική":"επιδεικτικός",
"επιδεικτικής":"επιδεικτικός",
"επιδεινούμενες":"επιδεινούμενος",
"επιδεινούμενη":"επιδεινούμενος",
"επιδεινωθεί":"επιδεινώνω",
"επιδεινώθηκε":"επιδεινώνω",
"επιδεινωθούν":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνει":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνεται":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνονται":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνονταν":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνοντας":"επιδεινώνω",
"επιδεινωνόταν":"επιδεινώνω",
"επιδεινώνουν":"επιδεινώνω",
"επιδείνωσαν":"επιδεινώνω",
"επιδείνωσε":"επιδεινώνω",
"επιδείνωση":"επιδείνωση",
"επιδείνωσή":"επιδείνωση",
"επιδείνωσης":"επιδείνωση",
"επιδεινώσουν":"επιδεινώνω",
"επιδείξαμε":"επιδεικνύω",
"επιδείξαντα":"επιδείξαντα",
"επιδείξατε":"επιδεικνύω",
"επιδείξει":"επιδεικνύω",
"επιδείξεις":"επίδειξη",
"επιδείξεων":"επίδειξη",
"επίδειξη":"επίδειξη",
"επίδειξή":"επίδειξη",
"επίδειξης":"επίδειξη",
"επιδειξίες":"επιδειξίας",
"επίδειξιν":"επίδειξη",
"επιδειξιομανία":"επιδειξιομανία",
"επιδειξιομανίας":"επιδειξιομανία",
"επιδείξουμε":"επιδεικνύω",
"επιδείξουν":"επιδεικνύω",
"επιδειχθεί":"επιδεικνύω",
"επιδεκτικό":"επιδεκτικός",
"επιδέξια":"επιδέξιος",
"επιδέξιες":"επιδέξιος",
"επιδέξιος":"επιδέξιος",
"επιδεξιότητα":"επιδεξιότητα",
"επιδέξιους":"επιδέξιος",
"επιδερμίδα":"επιδερμίδα",
"επιδερμίδας":"επιδερμίδα",
"επιδερμικά":"επιδερμικά",
"επιδερμική":"επιδερμικός",
"επιδερμικής":"επιδερμικός",
"επιδέσμους":"επίδεσμος",
"επιδέχεται":"επιδέχομαι",
"επιδεχόμενα":"επιδεχόμενος",
"επιδέχονται":"επιδέχομαι",
"επιδέχονταν":"επιδέχομαι",
"επιδεχόταν":"επιδέχομαι",
"επιδημία":"επιδημία",
"επιδημίας":"επιδημία",
"επιδημίες":"επιδημία",
"επιδημικά":"επιδημικός",
"επιδημικές":"επιδημικός",
"επιδημική":"επιδημικός",
"επιδημιολογικά":"επιδημιολογικός",
"επιδημιολογικές":"επιδημιολογικός",
"επιδημιολογική":"επιδημιολογικός",
"επιδημιολογικής":"επιδημιολογικός",
"επιδημιολογικών":"επιδημιολογικός",
"επιδημιολόγο":"επιδημιολόγος",
"επιδημιολόγοι":"επιδημιολόγος",
"επιδημιολόγος":"επιδημιολόγος",
"επιδημιών":"επιδημία",
"επιδίδει":"επιδίδω",
"επιδίδεται":"επιδίδω",
"επιδιδόμενη":"επιδιδόμενος",
"επιδίδονται":"επιδίδω",
"επιδίδονταν":"επιδίδω",
"επιδίκασε":"επιδικάζω",
"επιδικάσει":"επιδικάζω",
"επιδικασθεί":"επιδικάζω",
"επιδικαστεί":"επιδικάζω",
"επιδικαστηκε":"επιδικάζω",
"επιδικάστηκε":"επιδικάζω",
"επιδικαστούν":"επιδικάζω",
"επίδικο":"επίδικος",
"επίδικου":"επίδικος",
"επιδιορθωθεί":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθωθούν":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώνει":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώνεται":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώνουν":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώσει":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώσεις":"επιδιορθώνω",
"επιδιορθώσεων":"επιδιόρθωση",
"επιδιόρθωση":"επιδιόρθωση",
"επιδιόρθωσης":"επιδιόρθωση",
"επιδιορθώσουν":"επιδιορθώνω",
"επιδίωκα":"επιδιώκω",
"επιδίωκαν":"επιδιώκω",
"επιδίωκε":"επιδιώκω",
"επιδιωκει":"επιδιώκω",
"επιδιώκει":"επιδιώκω",
"επιδιώκεται":"επιδιώκω",
"επιδιώκετε":"επιδιώκω",
"επιδιωκόμενα":"επιδιωκόμενος",
"επιδιωκόμενος":"επιδιωκόμενος",
"επιδιωκόμενου":"επιδιωκόμενος",
"επιδιωκόμενων":"επιδιωκόμενος",
"επιδιώκονται":"επιδιώκω",
"επιδιώκοντας":"επιδιώκω",
"επιδιώκουμε":"επιδιώκω",
"επιδιώκουν":"επιδιώκω",
"επιδιώκω":"επιδιώκω",
"επιδίωξα":"επιδιώκω",
"επιδιώξαμε":"επιδιώκω",
"επιδίωξαν":"επιδιώκω",
"επιδιώξατε":"επιδιώκω",
"επιδίωξε":"επιδιώκω",
"επιδιώξει":"επιδιώκω",
"επιδιώξεις":"επιδίωξη",
"επιδιώξετε":"επιδιώκω",
"επιδιώξεων":"επιδίωξη",
"επιδίωξη":"επιδίωξη",
"επιδίωξή":"επιδίωξη",
"επιδίωξης":"επιδίωξη",
"επιδίωξις":"επιδίωξη",
"επιδιώξουμε":"επιδιώκω",
"επιδιώξουν":"επιδιώκω",
"επιδιώξτε":"επιδιώκω",
"επιδιώξω":"επιδιώκω",
"επιδιωχθεί":"επιδιώκω",
"επιδιωχθούν":"επιδιώκω",
"επιδοθεί":"επιδίδω",
"επιδόθηκαν":"επιδίδω",
"επιδόθηκε":"επιδίδω",
"επιδοθούμε":"επιδίδω",
"επιδοθούν":"επιδίδω",
"επιδοκίμασαν":"επιδοκιμάζω",
"επιδοκιμασίας":"επιδοκιμασία",
"επιδοκιμαστικό":"επιδοκιμαστικός",
"επίδομα":"επίδομα",
"επιδόματα":"επίδομα",
"επιδόματά":"επίδομα",
"επιδόματος":"επίδομα",
"επιδομάτων":"επίδομα",
"επίδοξες":"επίδοξος",
"επίδοξο":"επίδοξος",
"επίδοξοι":"επίδοξος",
"επίδοξος":"επίδοξος",
"επίδοξους":"επίδοξος",
"επίδοξων":"επίδοξος",
"επιδόρπια":"επιδόρπιο",
"επιδορπίου":"επιδόρπιο",
"επιδόσεις":"επίδοση",
"επιδόσεων":"επίδοση",
"επιδόσεών":"επίδοση",
"επίδοση":"επίδοση",
"επίδοσή":"επίδοση",
"επίδοσης":"επίδοση",
"επιδοτείται":"επιδοτώ",
"επιδοτηθεί":"επιδοτώ",
"επιδοτηθούν":"επιδοτώ",
"επιδοτήσεις":"επιδότηση",
"επιδοτήσεων":"επιδότηση",
"επιδότηση":"επιδότηση",
"επιδότησης":"επιδότηση",
"επιδοτούμενα":"επιδοτούμενος",
"επιδοτούμενες":"επιδοτούμενος",
"επιδοτούμενης":"επιδοτούμενος",
"επιδοτούμενων":"επιδοτούμενος",
"επιδοτούν":"επιδοτώ",
"επιδοτούνται":"επιδοτώ",
"επιδοτούσαν":"επιδοτώ",
"επιδρά":"επιδρώ",
"επιδράσει":"επιδρώ",
"επιδράσεις":"επίδραση",
"επιδράσεων":"επίδραση",
"επιδράσεως":"επίδραση",
"επίδραση":"επίδραση",
"επίδρασή":"επίδραση",
"επίδρασης":"επίδραση",
"επιδράσουν":"επιδρώ",
"επιδρομείς":"επιδρομέας",
"επιδρομές":"επιδρομή",
"επιδρομέων":"επιδρομέας",
"επιδρομή":"επιδρομή",
"επιδρομής":"επιδρομή",
"επιδρομών":"επιδρομή",
"επιδρούν":"επιδρώ",
"επιδρώντας":"επιδρώ",
"επιδώσει":"επιδίδω",
"επιδώσουν":"επιδίδω",
"επιείκεια":"επιείκεια",
"επιείκειας":"επιείκεια",
"επιεικείς":"επιεικής",
"επιεικέστερη":"επιεικής",
"επιεική":"επιεικής",
"επιεικής":"επιεικής",
"επιεικώς":"επιεικώς",
"επιζεί":"επιζώ",
"επιζήμια":"επιζήμιος",
"επιζήμιες":"επιζήμιος",
"επιζήμιος":"επιζήμιος",
"επιζήσαμε":"επιζώ",
"επιζήσαντες":"επιζήσας",
"επιζήσει":"επιζώ",
"επιζήσουμε":"επιζώ",
"επιζήσουν":"επιζώ",
"επιζητά":"επιζητώ",
"επιζητεί":"επιζητώ",
"επιζητείς":"επιζητώ",
"επιζητούμενη":"επιζητούμενος",
"επιζητούν":"επιζητώ",
"επιζητούσαν":"επιζητώ",
"επιζητούσε":"επιζητώ",
"επιζητώντας":"επιζητώ",
"επιζούν":"επιζώ",
"επιζούσα":"επιζώ",
"επιζούσαν":"επιζώ",
"επιζωγραφισμένες":"επιζωγραφισμένος",
"επιζών":"επιζών",
"επιζώντες":"επιζών",
"επιζώντων":"επιζών",
"επιθέσεις":"επίθεση",
"επιθέσεων":"επίθεση",
"επιθεση":"επίθεση",
"επίθεση":"επίθεση",
"επίθεσή":"επίθεση",
"επίθεσης":"επίθεση",
"επίθετα":"επίθετο",
"επιθετικά":"επιθετικά",
"επιθετικά":"επιθετικός",
"επιθετικές":"επιθετικός",
"επιθετική":"επιθετικός",
"επιθετικής":"επιθετικός",
"επιθετικό":"επιθετικός",
"επιθετικογενή":"επιθετικογενή",
"επιθετικοί":"επιθετικός",
"επιθετικος":"επιθετικός",
"επιθετικός":"επιθετικός",
"επιθετικότητα":"επιθετικότητα",
"επιθετικότητά":"επιθετικότητα",
"επιθετικότητας":"επιθετικότητα",
"επιθετικου":"επιθετικός",
"επιθετικού":"επιθετικός",
"επιθετικούς":"επιθετικός",
"επιθετικών":"επιθετικός",
"επίθετο":"επίθετο",
"επίθετό":"επίθετο",
"επιθεωρεί":"επιθεωρώ",
"επιθεώρησαν":"επιθεωρώ",
"επιθεώρησε":"επιθεωρώ",
"επιθεωρήσει":"επιθεωρώ",
"επιθεωρήσεις":"επιθεώρηση",
"επιθεωρήσεων":"επιθεώρηση",
"επιθεωρήσεως":"επιθεώρηση",
"επιθεώρηση":"επιθεώρηση",
"επιθεώρησή":"επιθεώρηση",
"επιθεώρησης":"επιθεώρηση",
"επιθεωρήσω":"επιθεωρώ",
"επιθεωρητές":"επιθεωρητής",
"επιθεωρητή":"επιθεωρητής",
"επιθεωρητής":"επιθεωρητής",
"επιθεωρητών":"επιθεωρητής",
"επιθεωρούνται":"επιθεωρώ",
"επιθεωρώντας":"επιθεωρώ",
"επιθυμεί":"επιθυμώ",
"επιθυμείς":"επιθυμώ",
"επιθυμείτε":"επιθυμώ",
"επιθύμησε":"επιθυμώ",
"επιθυμήσει":"επιθυμώ",
"επιθυμήσουν":"επιθυμώ",
"επιθυμητά":"επιθυμητός",
"επιθυμητή":"επιθυμητός",
"επιθυμητής":"επιθυμητός",
"επιθυμητό":"επιθυμητός",
"επιθυμητοί":"επιθυμητός",
"επιθυμητός":"επιθυμητός",
"επιθυμητού":"επιθυμητός",
"επιθυμητών":"επιθυμητός",
"επιθυμία":"επιθυμία",
"επιθυμίας":"επιθυμία",
"επιθυμίες":"επιθυμία",
"επιθυμιών":"επιθυμία",
"επιθυμούμε":"επιθυμώ",
"επιθυμούν":"επιθυμώ",
"επιθυμούντα":"επιθυμών",
"επιθυμούντων":"επιθυμών",
"επιθυμούσα":"επιθυμώ",
"επιθυμούσαμε":"επιθυμώ",
"επιθυμούσαν":"επιθυμώ",
"επιθυμούσατε":"επιθυμώ",
"επιθυμούσε":"επιθυμώ",
"επιθυμώ":"επιθυμώ",
"επιθυμώντας":"επιθυμώ",
"επικ":"επικ",
"επικάθεται":"επικάθομαι",
"επικάθονται":"επικάθομαι",
"επίκαιρα":"επίκαιρος",
"επίκαιρες":"επίκαιρος",
"επίκαιρη":"επίκαιρος",
"επίκαιρης":"επίκαιρος",
"επίκαιρο":"επίκαιρος",
"επικαιροποιημένο":"επικαιροποιώ",
"επικαιροποιημένου":"επικαιροποιώ",
"επικαιροποίηση":"επικαιροποίηση",
"επικαιροποιήσουμε":"επικαιροποιώ",
"επίκαιρος":"επίκαιρος",
"επικαιρότητα":"επικαιρότητα",
"επικαιρότητά":"επικαιρότητα",
"επικαιρότητας":"επικαιρότητα",
"επικαιρότητες":"επικαιρότητα",
"επίκαιρους":"επίκαιρος",
"επίκαιρων":"επίκαιρος",
"επικαλείσαι":"επικαλούμαι",
"επικαλείσθε":"επικαλούμαι",
"επικαλείται":"επικαλούμαι",
"επικαλείτο":"επικαλούμαι",
"επικαλέσθηκαν":"επικαλούμαι",
"επικαλέσθηκε":"επικαλούμαι",
"επικαλεσθούν":"επικαλούμαι",
"επικαλεστεί":"επικαλούμαι",
"επικαλέστηκαν":"επικαλούμαι",
"επικαλέστηκε":"επικαλούμαι",
"επικαλεστούμε":"επικαλούμαι",
"επικαλεστούν":"επικαλούμαι",
"επικαλεστώ":"επικαλούμαι",
"επικαλούμαι":"επικαλούμαι",
"επικαλούμενα":"επικαλούμενος",
"επικαλούμενες":"επικαλούμενος",
"επικαλούμενη":"επικαλούμενος",
"επικαλούμενο":"επικαλούμενος",
"επικαλούμενοι":"επικαλούμενος",
"επικαλούμενος":"επικαλούμενος",
"επικαλούνται":"επικαλούμαι",
"επικαλούνταν":"επικαλούμαι",
"επικαλούντο":"επικαλούμαι",
"επικαλύπτει":"επικαλύπτω",
"επικαλύπτοντας":"επικαλύπτω",
"επικαλύψει":"επικαλύπτω",
"επικαλύψεις":"επικάλυψη",
"επικάλυψη":"επικάλυψη",
"επικαρπία":"επικαρπία",
"επικαρπωτής":"επικαρπωτής",
"επικδινδυνος":"επικδινδυνος",
"επικείμενα":"επικείμενος",
"επικείμενες":"επικείμενος",
"επικείμενη":"επικείμενος",
"επικειμενης":"επικείμενος",
"επικείμενης":"επικείμενος",
"επικείμενο":"επικείμενος",
"επικείμενοι":"επικείμενος",
"επικείμενος":"επικείμενος",
"επικείμενου":"επικείμενος",
"επικείμενους":"επικείμενος",
"επικείμενων":"επικείμενος",
"επίκεινται":"επίκειται",
"επίκειντο":"επίκειντο",
"επίκειται":"επίκειται",
"επικεντρική":"επικεντρικός",
"επίκεντρο":"επίκεντρο",
"επίκεντρό":"επίκεντρο",
"επικέντρου":"επίκεντρο",
"επίκεντρου":"επίκεντρος",
"επικεντρωθεί":"επικεντρώνω",
"επικεντρώθηκαν":"επικεντρώνω",
"επικεντρώθηκε":"επικεντρώνω",
"επικεντρωθούν":"επικεντρώνω",
"επικεντρωθώ":"επικεντρώνω",
"επικεντρωμένα":"επικεντρώνω",
"επικεντρωμένη":"επικεντρωμένος",
"επικεντρώνει":"επικεντρώνω",
"επικεντρώνεται":"επικεντρώνω",
"επικεντρώνομαι":"επικεντρώνω",
"επικεντρωνόμαστε":"επικεντρώνω",
"επικεντρώνονται":"επικεντρώνω",
"επικεντρώνουμε":"επικεντρώνω",
"επικεντρώνουν":"επικεντρώνω",
"επικέντρωσαν":"επικεντρώνω",
"επικέντρωσε":"επικεντρώνω",
"επικεντρώσει":"επικεντρώνω",
"επικέντρωση":"επικέντρωση",
"επικεντρώσουμε":"επικεντρώνω",
"επικεντρώσουν":"επικεντρώνω",
"επικερδείς":"επικερδής",
"επικερδές":"επικερδής",
"επικερδή":"επικερδής",
"επικερδής":"επικερδής",
"επικεφαλείς":"επικεφαλής",
"επικεφαλής":"επικεφαλής",
"επική":"επικός",
"επικήδειο":"επικήδειος",
"επικήρυξη":"επικήρυξη",
"επικήρυξης":"επικήρυξη",
"επικηρύχθηκε":"επικηρύσσω",
"επικίνδυνα":"επικίνδυνα",
"επικίνδυνα":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνες":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνη":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνης":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνο":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνοι":"επικίνδυνος",
"επικινδυνος":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνος":"επικίνδυνος",
"επικινδυνότητα":"επικινδυνότητα",
"επικινδυνότητά":"επικινδυνότητα",
"επικινδυνότητας":"επικινδυνότητα",
"επικινδυνότητος":"επικινδυνότητος",
"επικίνδυνου":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνους":"επικίνδυνος",
"επικινδύνων":"επικίνδυνος",
"επικίνδυνων":"επικίνδυνος",
"επικίνδύνων":"επικίνδυνος",
"επικινδύνως":"επικίνδυνα",
"επικλήσεις":"επίκληση",
"επίκληση":"επίκληση",
"επίκλησή":"επίκληση",
"επικλινή":"επικλινής",
"επικό":"επικός",
"επικοινωνεί":"επικοινωνώ",
"επικοινωνείς":"επικοινωνώ",
"επικοινωνείτε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσαμε":"επικοινωνώ",
"επικοινώνησαν":"επικοινωνώ",
"επικοινώνησε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσει":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσετε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσουμε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσουν":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήστε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνήσω":"επικοινωνώ",
"επικοινωνια":"επικοινωνία",
"επικοινωνία":"επικοινωνία",
"επικοινωνιακά":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακές":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακή":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακής":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακό":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακοί":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακός":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακού":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακούς":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνιακών":"επικοινωνιακός",
"επικοινωνίας":"επικοινωνία",
"επικοινωνιες":"επικοινωνία",
"επικοινωνίες":"επικοινωνία",
"επικοινωνιες-καινοτομια":"επικοινωνιες-καινοτομια",
"επικοινωνιολογία":"επικοινωνιολογία",
"επικοινωνιολόγοι":"επικοινωνιολόγος",
"επικοινωνιολόγος":"επικοινωνιολόγος",
"επικοινωνιολόγους":"επικοινωνιολόγος",
"επικοινωνιών":"επικοινωνία",
"επικοινωνούμε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνούν":"επικοινωνώ",
"επικοινωνούσαν":"επικοινωνώ",
"επικοινωνούσε":"επικοινωνώ",
"επικοινωνώ":"επικοινωνώ",
"επικοινωνώντας":"επικοινωνώ",
"επικολλά":"επικολλώ",
"επικολληθεί":"επικολλώ",
"επίκουρη":"επίκουρος",
"επικουρικά":"επικουρικά",
"επικουρική":"επικουρικός",
"επικουρικής":"επικουρικός",
"επικουρικό":"επικουρικός",
"επικουρικότητας":"επικουρικότητα",
"επίκουρο":"επίκουρος",
"επικουρος":"επίκουρος",
"επίκουρος":"επίκουρος",
"επίκουρου":"επίκουρος",
"επικουρούμενη":"επικουρούμενος",
"επικουρούμενοι":"επικουρούμενος",
"επικούς":"επικός",
"επικρατεί":"επικρατώ",
"επικράτεια":"επικράτεια",
"επικράτειά":"επικράτεια",
"επικρατειας":"επικράτεια",
"επικρατείας":"επικράτεια",
"επικράτειας":"επικράτεια",
"επικρατέστερα":"επικρατέστερος",
"επικρατέστερες":"επικρατέστερος",
"επικρατέστερη":"επικρατέστερος",
"επικρατέστερο":"επικρατέστερος",
"επικρατέστεροι":"επικρατέστερος",
"επικρατέστερος":"επικρατέστερος",
"επικρατέστερους":"επικρατέστερος",
"επικράτησαν":"επικρατώ",
"επικρατησε":"επικρατώ",
"επικράτησε":"επικρατώ",
"επικρατήσει":"επικρατώ",
"επικράτηση":"επικράτηση",
"επικράτησή":"επικράτηση",
"επικράτησης":"επικράτηση",
"επικρατήσουμε":"επικρατώ",
"επικρατήσουν":"επικρατώ",
"επικρατούν":"επικρατώ",
"επικρατούσα":"επικρατώ",
"επικρατούσαν":"επικρατώ",
"επικρατούσε":"επικρατώ",
"επικρατώντας":"επικρατώ",
"επικρεμάμενη":"επικρεμάμενος",
"επικρέμαται":"επικρέμαμαι",
"επικρέμεται":"επικρεμώ",
"επικριθεί":"επικρίνω",
"επικρίθηκε":"επικρίνω",
"επικρίνει":"επικρίνω",
"επικρίνονται":"επικρίνω",
"επικρίνοντας":"επικρίνω",
"επικρίνουμε":"επικρίνω",
"επικρίνουν":"επικρίνω",
"επικρίνω":"επικρίνω",
"επικρίσεις":"επίκριση",
"επικρίσεων":"επίκριση",
"επίκριση":"επίκριση",
"επίκρισης":"επίκριση",
"επικριτές":"επικριτής",
"επικριτής":"επικριτής",
"επικριτικά":"επικριτικός",
"επικριτικές":"επικριτικός",
"επικριτική":"επικριτικός",
"επικριτικό":"επικριτικός",
"επικριτικοί":"επικριτικός",
"επικριτικός":"επικριτικός",
"επικριτικούς":"επικριτικός",
"επικριτών":"επικριτής",
"επικροτεί":"επικροτώ",
"επικροτείται":"επικροτώ",
"επικρότησαν":"επικροτώ",
"επικρότησε":"επικροτώ",
"επικροτήσει":"επικροτώ",
"επικροτούμε":"επικροτώ",
"επικροτούν":"επικροτώ",
"επικροτώ":"επικροτώ",
"επικυριαρχία":"επικυριαρχία",
"επικυριαρχίας":"επικυριαρχία",
"επικυρίαρχο":"επικυρίαρχος",
"επικυρίαρχου":"επικυρίαρχος",
"επικυρίαρχους":"επικυρίαρχος",
"επικυρωθεί":"επικυρώνω",
"επικυρώθηκε":"επικυρώνω",
"επικυρωθούν":"επικυρώνω",
"επικυρωμένο":"επικυρωμένος",
"επικυρώνει":"επικυρώνω",
"επικυρώνεται":"επικυρώνω",
"επικυρώνουν":"επικυρώνω",
"επικύρωσαν":"επικυρώνω",
"επικύρωσε":"επικυρώνω",
"επικυρώσει":"επικυρώνω",
"επικύρωση":"επικύρωση",
"επικύρωσή":"επικύρωση",
"επικύρωσης":"επικύρωση",
"επικυρώσουν":"επικυρώνω",
"επιλαμβάνεται":"επιλαμβάνομαι",
"επιλαμβάνονται":"επιλαμβάνομαι",
"επιλαχόν":"επιλαχών",
"επιλαχόντες":"επιλαχών",
"επιλαχόντων":"επιλαχών",
"επιλαχούσα":"επιλαχών",
"επιλαχών":"επιλαχών",
"επιλεγεί":"επιλέγω",
"επιλέγει":"επιλέγω",
"επιλέγεις":"επιλέγω",
"επιλεγέντες":"επιλεγείς",
"επιλέγεται":"επιλέγω",
"επιλέγησαν":"επιλέγησαν",
"επιλεγμένα":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένες":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένη":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένο":"επιλέγω",
"επιλεγμένοι":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένος":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένους":"επιλεγμένος",
"επιλεγμένων":"επιλέγω",
"επιλεγόμενα":"επιλεγόμενος",
"επιλεγόμενου":"επιλεγόμενος",
"επιλέγονται":"επιλέγω",
"επιλέγοντας":"επιλέγω",
"επιλέγουμε":"επιλέγω",
"επιλεγουν":"επιλέγω",
"επιλεγούν":"επιλέγω",
"επιλέγουν":"επιλέγω",
"επιλέγω":"επιλέγω",
"επίλεκτα":"επίλεκτος",
"επίλεκτες":"επίλεκτος",
"επίλεκτης":"επίλεκτος",
"επιλεκτικά":"επιλεκτικά",
"επιλεκτικές":"επιλεκτικός",
"επιλεκτική":"επιλεκτικός",
"επιλεκτικής":"επιλεκτικός",
"επιλεκτικό":"επιλεκτικός",
"επιλεκτικός":"επιλεκτικός",
"επιλεκτικότερη":"επιλεκτικότερη",
"επιλεκτικότητα":"επιλεκτικότητα",
"επιλεκτικότητας":"επιλεκτικότητα",
"επιλεκτικούς":"επιλεκτικός",
"επιλεκτικών":"επιλεκτικός",
"επίλεκτο":"επίλεκτος",
"επιλεκτος":"επίλεκτος",
"επίλεκτους":"επίλεκτος",
"επίλεκτων":"επίλεκτος",
"επιλέξαμε":"επιλέγω",
"επιλέξατε":"επιλέγω",
"επιλέξει":"επιλέγω",
"επιλέξετε":"επιλέγω",
"επιλέξιμες":"επιλέξιμος",
"επιλέξουμε":"επιλέγω",
"επιλέξουν":"επιλέγω",
"επιλέξω":"επιλέγω",
"επιλέχθηκαν":"επιλέγω",
"επιλέχθηκε":"επιλέγω",
"επιλέχτηκαν":"επιλέγω",
"επιλέχτηκε":"επιλέγω",
"επιληπτικής":"επιληπτικός",
"επιλήσμονες":"επιλήσμων",
"επιληφθεί":"επιλαμβάνομαι",
"επιλήφθηκαν":"επιλαμβάνομαι",
"επιληφθούν":"επιλαμβάνομαι",
"επιληψία":"επιληψία",
"επιληψίας":"επιληψία",
"επιλήψιμο":"επιλήψιμος",
"επιλογες":"επιλογή",
"επιλογές":"επιλογή",
"επιλογη":"επιλογή",
"επιλογή":"επιλογή",
"επιλογήν":"επιλογή",
"επιλογής":"επιλογή",
"επίλογο":"επίλογος",
"επίλογος":"επίλογος",
"επιλόγου":"επίλογος",
"επιλογών":"επιλογή",
"επιλοχία":"επιλοχίας",
"επιλοχίας":"επιλοχίας",
"επιλύει":"επιλύω",
"επιλυθεί":"επιλύω",
"επιλύθηκαν":"επιλύω",
"επιλυθούν":"επιλύω",
"επιλύονται":"επιλύω",
"επιλύουν":"επιλύω",
"επιλύσει":"επιλύω",
"επιλύσετε":"επιλύω",
"επιλύσεώς":"επίλυση",
"επίλυση":"επίλυση",
"επίλυσή":"επίλυση",
"επίλυσης":"επίλυση",
"επίλυσής":"επίλυση",
"επιλύσουμε":"επιλύω",
"επιλύσουν":"επιλύω",
"επιλύστε":"επιλύω",
"επίμαχα":"επίμαχος",
"επίμαχες":"επίμαχος",
"επίμαχη":"επίμαχος",
"επίμαχης":"επίμαχος",
"επίμαχο":"επίμαχος",
"επίμαχου":"επίμαχος",
"επίμαχων":"επίμαχος",
"επιμείνει":"επιμένω",
"επιμείνεις":"επιμένω",
"επιμείνετε":"επιμένω",
"επιμείνουμε":"επιμένω",
"επιμείνουν":"επιμένω",
"επιμείνω":"επιμένω",
"επιμειξία":"επιμειξία",
"επιμειξίας":"επιμειξία",
"επιμέλεια":"επιμέλεια",
"επιμέλειά":"επιμέλεια",
"επιμελείς":"επιμελής",
"επιμελείται":"επιμελούμαι",
"επιμεληθεί":"επιμελούμαι",
"επιμελήθηκα":"επιμελούμαι",
"επιμελήθηκαν":"επιμελούμαι",
"επιμελήθηκε":"επιμελούμαι",
"επιμελημένα":"επιμελημένος",
"επιμελημένο":"επιμελημένος",
"επιμελής":"επιμελής",
"επιμελητές":"επιμελητής",
"επιμελητή":"επιμελητής",
"επιμελητήρια":"επιμελητήριο",
"επιμελητηριο":"επιμελητήριο",
"επιμελητήριο":"επιμελητήριο",
"επιμελητηρίου":"επιμελητήριο",
"επιμελητηρίων":"επιμελητήριο",
"επιμελητής":"επιμελητής",
"επιμελήτρια":"επιμελήτρια",
"επιμελητών":"επιμελητής",
"επιμελούνται":"επιμελούμαι",
"επιμελώς":"επιμελώς",
"επιμέναμε":"επιμένω",
"επιμένει":"επιμένω",
"επιμένεις":"επιμένω",
"επιμένετε":"επιμένω",
"επιμένοντας":"επιμένω",
"επιμένουμε":"επιμένω",
"επιμενουν":"επιμένω",
"επιμένουν":"επιμένω",
"επιμένω":"επιμένω",
"επιμερίζονται":"επιμερίζω",
"επιμερίσει":"επιμερίζω",
"επιμερισθεί":"επιμερίζω",
"επιμερισμό":"επιμερισμός",
"επιμερισμού":"επιμερισμός",
"επιμερίσουν":"επιμερίζω",
"επιμερους":"επιμέρους",
"επιμέρους":"επιμέρους",
"επιμεταλλωτήρια":"επιμεταλλωτήρια",
"επιμέτρησης":"επιμέτρηση",
"επιμετρο":"επίμετρο",
"επίμετρο":"επίμετρο",
"επιμήκεις":"επιμήκης",
"επίμηκες":"επιμήκης",
"επιμηκυμένο":"επιμηκυμένο",
"επιμηκύνει":"επιμηκύνω",
"επιμηκύνεται":"επιμηκύνω",
"επιμηκύνοντας":"επιμηκύνω",
"επιμηκύνουν":"επιμηκύνω",
"επιμήκυνση":"επιμήκυνση",
"επιμήκυνσης":"επιμήκυνση",
"επιμνημόσυνη":"επιμνημόσυνος",
"επιμνημόσυνης":"επιμνημόσυνος",
"επίμονα":"επίμονα",
"επίμονες":"επίμονος",
"επιμονή":"επιμονή",
"επίμονη":"επίμονος",
"επιμονής":"επιμονή",
"επίμονης":"επίμονος",
"επίμονο":"επίμονος",
"επίμονοι":"επίμονος",
"επίμονος":"επίμονος",
"επίμονων":"επίμονος",
"επιμόνως":"επίμονα",
"επιμορφωθούν":"επιμορφώνω",
"επιμόρφωση":"επιμόρφωση",
"επιμόρφωσή":"επιμόρφωση",
"επιμόρφωσης":"επιμόρφωση",
"επιμορφωτικά":"επιμορφωτικός",
"επιμορφωτική":"επιμορφωτικός",
"επιμορφωτικοί":"επιμορφωτικός",
"επιμύθιο":"επιμύθιο",
"έπινα":"πίνω",
"έπιναν":"πίνω",
"έπινε":"πίνω",
"επίνειο":"επίνειο",
"επινοεί":"επινοώ",
"επινοηθεί":"επινοώ",
"επινοήθηκε":"επινοώ",
"επινοηθούν":"επινοώ",
"επινοήματα":"επινόημα",
"επινόησαν":"επινοώ",
"επινόησε":"επινοώ",
"επινοήσει":"επινοώ",
"επινοήσεις":"επινόηση",
"επινόηση":"επινόηση",
"επινόησης":"επινόηση",
"επινοήσουμε":"επινοώ",
"επινοήσουν":"επινοώ",
"επινοήστε":"επινοώ",
"επινοητικότητα":"επινοητικότητα",
"επινοούν":"επινοώ",
"επινοούνται":"επινοώ",
"επίορκο":"επίορκος",
"επίορκοι":"επίορκος",
"επίορκους":"επίορκος",
"επίορκων":"επίορκος",
"επιούσιο":"επιούσιος",
"επίπεδα":"επίπεδο",
"επίπεδά":"επίπεδο",
"επίπεδα-ρεκόρ":"επίπεδα-ρεκόρ",
"επίπεδες":"επίπεδος",
"επίπεδη":"επίπεδος",
"επίπεδο":"επίπεδο",
"επίπεδό":"επίπεδο",
"επίπεδοι":"επίπεδος",
"επίπεδο-ρεκόρ":"επίπεδο-ρεκόρ",
"επιπέδου":"επίπεδο",
"επίπεδου":"επίπεδος",
"επίπεδους":"επίπεδος",
"επιπέδων":"επίπεδο",
"έπιπλα":"έπιπλο",
"επιπλάδικο":"επιπλάδικο",
"επίπλαστη":"επίπλαστος",
"επίπλαστο":"επίπλαστος",
"επίπλαστου":"επίπλαστος",
"επιπλέει":"επιπλέω",
"επιπλέον":"επιπλέον",
"επιπλέουν":"επιπλέω",
"επιπλεύσουν":"επιπλέω",
"επιπλήξεις":"επιπλήττω",
"επίπληξη":"επίπληξη",
"επίπληξης":"επίπληξη",
"επιπλήττει":"επιπλήττω",
"έπιπλο":"έπιπλο",
"επιπλοκές":"επιπλοκή",
"επιπλοκή":"επιπλοκή",
"επιπλοκής":"επιπλοκή",
"επιπλοκών":"επιπλοκή",
"επιπλοποιείο":"επιπλοποιείο",
"επιπλοποιία":"επιπλοποιία",
"επιπλοποιίας":"επιπλοποιία",
"επίπλου":"επίπλους",
"επίπλων":"έπιπλο",
"επίπλωση":"επίπλωση",
"επίπλωσης":"επίπλωση",
"επιπόλαια":"επιπόλαια",
"επιπόλαιες":"επιπόλαιος",
"επιπόλαιη":"επιπόλαιος",
"επιπόλαιης":"επιπόλαιος",
"επιπόλαιο":"επιπόλαιος",
"επιπόλαιοι":"επιπόλαιος",
"επιπολαιόριζο":"επιπολαιόριζο",
"επιπόλαιος":"επιπόλαιος",
"επιπολαιότητα":"επιπολαιότητα",
"επιπολαιότητά":"επιπολαιότητα",
"επιπολαιότητας":"επιπολαιότητα",
"επιπόλαιους":"επιπόλαιος",
"επιπόλαιων":"επιπόλαιος",
"επιπολής":"επιπολής",
"επίπονες":"επίπονος",
"επίπονη":"επίπονος",
"επίπονο":"επίπονος",
"επιπρόσθετα":"επιπρόσθετος",
"επιπρόσθετες":"επιπρόσθετος",
"επιπρόσθετη":"επιπρόσθετος",
"επιπρόσθετο":"επιπρόσθετος",
"επιπρόσθετος":"επιπρόσθετος",
"επιπρόσθετου":"επιπρόσθετος",
"επιπροσθέτως":"επιπρόσθετα",
"επιπτώσεις":"επίπτωση",
"επιπτώσεων":"επίπτωση",
"επιπτώσεών":"επίπτωση",
"επίπτωση":"επίπτωση",
"επίπτωσή":"επίπτωση",
"επιπυραγός":"επιπυραγός",
"επιρρεπείς":"επιρρεπής",
"επιρρεπή":"επιρρεπής",
"επιρρεπής":"επιρρεπής",
"επίρρημα":"επίρρημα",
"επιρρίπτει":"επιρρίπτω",
"επιρρίπτονται":"επιρρίπτω",
"επιρρίπτοντας":"επιρρίπτω",
"επιρρίπτουν":"επιρρίπτω",
"επιρριφθούν":"επιρρίπτω",
"επιρρίψει":"επιρρίπτω",
"επίρριψη":"επίρριψη",
"επιρρίψουν":"επιρρίπτω",
"επιρροές":"επιρροή",
"επιρροή":"επιρροή",
"επιρροής":"επιρροή",
"επιρροών":"επιρροή",
"επίρρωσιν":"επίρρωση",
"επισείεται":"επισείω",
"επισημα":"επίσημα",
"επίσημα":"επίσημα",
"επίσημα":"επίσημος",
"επισήμαιναν":"επισημαίνω",
"επισήμαινε":"επισημαίνω",
"επισημαίνει":"επισημαίνω",
"επισημαίνεται":"επισημαίνω",
"επισημαίνονται":"επισημαίνω",
"επισημαίνοντας":"επισημαίνω",
"επισημαίνοντάς":"επισημαίνω",
"επισημαινόταν":"επισημαίνω",
"επισημαίνουμε":"επισημαίνω",
"επισημαίνουν":"επισημαίνω",
"επισημαίνω":"επισημαίνω",
"επισήμαναν":"επισημαίνω",
"επισημάνατε":"επισημαίνω",
"επισήμανε":"επισημαίνω",
"επισημάνει":"επισημαίνω",
"επισημάνεις":"επισημαίνω",
"επισημανθεί":"επισημαίνω",
"επισημάνθηκαν":"επισημαίνω",
"επισημάνθηκε":"επισημαίνω",
"επισημανθούν":"επισημαίνω",
"επισημάνουμε":"επισημαίνω",
"επισημάνσεις":"επισήμανση",
"επισημάνσεων":"επισήμανση",
"επισημανση":"επισήμανση",
"επισήμανση":"επισήμανση",
"επισήμανσή":"επισήμανση",
"επισήμανσης":"επισήμανση",
"επισημάνω":"επισημαίνω",
"επισημασμένη":"επισημαίνω",
"επισημείωση":"επισημείωση",
"επίσημες":"επίσημος",
"επίσημη":"επίσημος",
"επίσημης":"επίσημος",
"επίσημο":"επίσημος",
"επίσημοι":"επίσημος",
"επισημοποιεί":"επισημοποιώ",
"επισημοποιείται":"επισημοποιώ",
"επισημοποιηθεί":"επισημοποιώ",
"επισημοποιήθηκε":"επισημοποιώ",
"επισημοποίησαν":"επισημοποιώ",
"επισημοποίησε":"επισημοποιώ",
"επισημοποίηση":"επισημοποίηση",
"επισημοποιήσουν":"επισημοποιώ",
"επίσημος":"επίσημος",
"επισημότερο":"επισημότερο",
"επισημότητα":"επισημότητα",
"επισημότητες":"επισημότητα",
"επισήμου":"επίσημος",
"επίσημου":"επίσημος",
"επισήμους":"επίσημος",
"επίσημους":"επίσημος",
"επισήμων":"επίσημος",
"επίσημων":"επίσημος",
"επισήμως":"επίσημα",
"επίσης":"επίσης",
"επισιτιστικά":"επισιτιστικός",
"επισιτιστική":"επισιτιστικός",
"επισιτιστικής":"επισιτιστικός",
"επισιτιστικό":"επισιτιστικός",
"επισκέπτες":"επισκέπτης",
"επισκέπτεται":"επισκέπτομαι",
"επισκέπτη":"επισκέπτης",
"επισκεπτης":"επισκέπτης",
"επισκέπτης":"επισκέπτης",
"επισκέπτομαι":"επισκέπτομαι",
"επισκεπτόμαστε":"επισκέπτομαι",
"επισκεπτόμενος":"επισκεπτόμενος",
"επισκεπτόμουν":"επισκέπτομαι",
"επισκέπτονται":"επισκέπτομαι",
"επισκέπτονταν":"επισκέπτομαι",
"επισκεπτόταν":"επισκέπτομαι",
"επισκεπτών":"επισκέπτης",
"επισκευάζονται":"επισκευάζω",
"επισκεύασε":"επισκευάζω",
"επισκευάσει":"επισκευάζω",
"επισκευάσουν":"επισκευάζω",
"επισκευαστεί":"επισκευάζω",
"επισκευάστηκαν":"επισκευάζω",
"επισκευάστηκε":"επισκευάζω",
"επισκευαστικά":"επισκευαστικός",
"επισκευαστική":"επισκευαστικός",
"επισκευαστούν":"επισκευάζω",
"επισκευές":"επισκευή",
"επισκευή":"επισκευή",
"επισκευής":"επισκευή",
"επισκευών":"επισκευή",
"επισκεφθεί":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθείς":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθείτε":"επισκέπτομαι",
"επισκέφθηκα":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθήκαμε":"επισκέπτομαι",
"επισκέφθηκαν":"επισκέπτομαι",
"επισκέφθηκε":"επισκέπτομαι",
"επισκέφθηκες":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθούμε":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθούν":"επισκέπτομαι",
"επισκεφθώ":"επισκέπτομαι",
"επισκεφτεί":"επισκέπτομαι",
"επισκεφτήκαμε":"επισκέπτομαι",
"επισκέφτηκαν":"επισκέπτομαι",
"επισκέφτηκε":"επισκέπτομαι",
"επισκέφτης":"επισκέπτομαι",
"επισκεφτούμε":"επισκέπτομαι",
"επισκεφτούν":"επισκέπτομαι",
"επισκεφτώ":"επισκέπτομαι",
"επισκεψεις":"επίσκεψη",
"επισκέψεις":"επίσκεψη",
"επισκέψεων":"επίσκεψη",
"επισκέψεών":"επίσκεψη",
"επισκέψεως":"επίσκεψη",
"επίσκεψη":"επίσκεψη",
"επίσκεψή":"επίσκεψη",
"επίσκεψης":"επίσκεψη",
"επίσκεψής":"επίσκεψη",
"επισκέψιμες":"επισκέψιμες",
"επισκέψιμο":"επισκέψιμο",
"επισκέψιμος":"επισκέψιμος",
"επισκεψιμότητα":"επισκεψιμότητα",
"επισκιάζει":"επισκιάζω",
"επισκιάζεται":"επισκιάζω",
"επισκιάζοντας":"επισκιάζω",
"επισκιάζουν":"επισκιάζω",
"επισκίασαν":"επισκιάζω",
"επισκίασε":"επισκιάζω",
"επισκιάσει":"επισκιάζω",
"επισκιάσουν":"επισκιάζω",
"επισκιάστηκε":"επισκιάζω",
"επισκόπηση":"επισκόπηση",
"επίσκοποι":"επίσκοπος",
"επίσκοπος":"επίσκοπος",
"επισκόπου":"επίσκοπος",
"επισμαλτωμένο":"επισμαλτωμένος",
"επισπεύδει":"επισπεύδω",
"επισπεύδεται":"επισπεύδω",
"επισπευθεί":"επισπευθεί",
"επισπεύσει":"επισπεύδω",
"επίσπευση":"επίσπευση",
"επισπευσθεί":"επισπεύδω",
"επισπευσθούν":"επισπεύδω",
"επισταμένα":"επισταμένως",
"επισταμένος":"επισταμένος",
"επισταμένως":"επισταμένως",
"επιστάτες":"επιστάτης",
"επιστάτης":"επιστάτης",
"επιστατούν":"επιστατώ",
"επιστέγασμα":"επιστέγασμα",
"επιστέφει":"επιστέφω",
"επιστήθιος":"επιστήθιος",
"επιστήμες":"επιστήμη",
"επιστήμη":"επιστήμη",
"επιστήμης":"επιστήμη",
"επιστημολογικό":"επιστημολογικός",
"επιστήμονα":"επιστήμονας",
"επιστήμονας":"επιστήμονας",
"επιστημονες":"επιστήμονας",
"επιστήμονες":"επιστήμονας",
"επιστήμονές":"επιστήμονας",
"επιστημονικά":"επιστημονικά",
"επιστημονικά":"επιστημονικός",
"επιστημονικές":"επιστημονικός",
"επιστημονική":"επιστημονικός",
"επιστημονικής":"επιστημονικός",
"επιστημονικό":"επιστημονικός",
"επιστημονικοί":"επιστημονικός",
"επιστημονικόν":"επιστημονικός",
"επιστημονικός":"επιστημονικός",
"επιστημονικότητα":"επιστημονικότητα",
"επιστημονικού":"επιστημονικός",
"επιστημονικούς":"επιστημονικός",
"επιστημονικών":"επιστημονικός",
"επιστημονικώς":"επιστημονικά",
"επιστημονισμού":"επιστημονισμός",
"επιστημονων":"επιστήμονας",
"επιστημόνων":"επιστήμονας",
"επιστημοσύνη":"επιστημοσύνη",
"επιστημων":"επιστήμη",
"επιστημών":"επιστήμη",
"επιστήμων":"επιστήμων",
"επιστήσει":"εφιστώ",
"επιστήσουμε":"εφιστώ",
"επιστήσω":"εφιστώ",
"επιστητού":"επιστητό",
"επιστολές":"επιστολή",
"επιστολη":"επιστολή",
"επιστολή":"επιστολή",
"επιστολή-μανιφέστο":"επιστολή-μανιφέστο",
"επιστολής":"επιστολή",
"επιστολιμαίας":"επιστολιμαίας",
"επιστολογράφο":"επιστολογράφος",
"επιστολογράφοι":"επιστολογράφος",
"επιστολογράφος":"επιστολογράφος",
"επιστολογράφους":"επιστολογράφος",
"επιστολογράφων":"επιστολογράφος",
"επιστολόχαρτο":"επιστολόχαρτο",
"επιστολων":"επιστολή",
"επιστολών":"επιστολή",
"επιστρατεύει":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύεται":"επιστρατεύω",
"επιστρατευθεί":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύθηκε":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύονται":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύονταν":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύοντας":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύουμε":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύουν":"επιστρατεύω",
"επιστράτευσαν":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύσει":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύσετε":"επιστρατεύω",
"επιστράτευση":"επιστράτευση",
"επιστράτευσης":"επιστράτευση",
"επιστρατεύσουν":"επιστρατεύω",
"επιστρατευτεί":"επιστρατεύω",
"επιστρατεύτηκε":"επιστρατεύω",
"επιστραφεί":"επιστρέφω",
"επιστραφούν":"επιστρέφω",
"επιστρεφει":"επιστρέφω",
"επιστρέφει":"επιστρέφω",
"επιστρέφεις":"επιστρέφω",
"επιστρέφεται":"επιστρέφω",
"επιστρέφετε":"επιστρέφω",
"επιστρέφονται":"επιστρέφω",
"επιστρέφοντας":"επιστρέφω",
"επιστρέφουμε":"επιστρέφω",
"επιστρέφουν":"επιστρέφω",
"επιστρέφω":"επιστρέφω",
"επιστρέψαμε":"επιστρέφω",
"επιστρέψει":"επιστρέφω",
"επιστρέψεις":"επιστρέφω",
"επιστρέψετε":"επιστρέφω",
"επιστρέψουμε":"επιστρέφω",
"επιστρεψουν":"επιστρέφω",
"επιστρέψουν":"επιστρέφω",
"επιστρέψω":"επιστρέφω",
"επιστροφές":"επιστροφή",
"επιστροφη":"επιστροφή",
"επιστροφή":"επιστροφή",
"επιστροφής":"επιστροφή",
"επίστρωμα":"επίστρωμα",
"επιστρώσεις":"επιστρώνω",
"επίστρωση":"επίστρωση",
"επισυμβούν":"επισυμβούν",
"επισυνάπτει":"επισυνάπτω",
"επισυνάπτεται":"επισυνάπτω",
"επισυνάπτουμε":"επισυνάπτω",
"επισύρει":"επισύρω",
"επισύρουν":"επισύρω",
"επισφάλειες":"επισφάλειες",
"επισφαλείς":"επισφαλής",
"επισφαλειών":"επισφαλειών",
"επισφαλές":"επισφαλής",
"επισφαλή":"επισφαλής",
"επισφαλής":"επισφαλής",
"επισφραγίζει":"επισφραγίζω",
"επισφραγίζεται":"επισφραγίζω",
"επισφραγίζοντας":"επισφραγίζω",
"επισφράγισε":"επισφραγίζω",
"επισφραγισθεί":"επισφραγίζω",
"επισφραγίστηκε":"επισφραγίζω",
"επισχέσεις":"επίσχεση",
"επίσχεση":"επίσχεση",
"επιταγές":"επιταγή",
"επιταγή":"επιταγή",
"επιταγήν":"επιταγή",
"επιταγής":"επιταγή",
"επιταγών":"επιταγή",
"επιτακτικά":"επιτακτικά",
"επιτακτική":"επιτακτικός",
"επιτακτικής":"επιτακτικός",
"επιτακτικό":"επιτακτικός",
"επιτακτικός":"επιτακτικός",
"επιτακτικών":"επιτακτικός",
"επιτάξει":"επιτάσσω",
"επίταξη":"επίταξη",
"επιτάσεως":"επίταση",
"επίταση":"επίταση",
"επιτάσσει":"επιτάσσω",
"επιτάσσετε":"επιτάσσω",
"επιτάσσουν":"επιτάσσω",
"επιτάφιο":"επιτάφιος",
"επιτάχυνε":"επιταχύνω",
"επιταχύνει":"επιταχύνω",
"επιταχύνεται":"επιταχύνω",
"επιταχυνθεί":"επιταχύνω",
"επιταχυνθούν":"επιταχύνω",
"επιταχυνόμενη":"επιταχυνόμενος",
"επιταχύνονται":"επιταχύνω",
"επιταχύνοντας":"επιταχύνω",
"επιταχύνουμε":"επιταχύνω",
"επιταχύνουν":"επιταχύνω",
"επιτάχυνση":"επιτάχυνση",
"επιτάχυνσης":"επιτάχυνση",
"επιταχυντές":"επιταχυντής",
"επιταχυντή":"επιταχυντής",
"επιταχυντής":"επιταχυντής",
"επιτεθεί":"επιτίθεμαι",
"επιτεθείς":"επιτίθεμαι",
"επιτεθείτε":"επιθέτω",
"επιτέθηκαν":"επιτίθεμαι",
"επιτέθηκε":"επιτίθεμαι",
"επιτεθούμε":"επιτίθεμαι",
"επιτεθούν":"επιτίθεμαι",
"επιτεθώ":"επιτίθεμαι",
"επιτείνανε":"επιτείνω",
"επιτείνει":"επιτείνω",
"επιτείνεται":"επιτείνω",
"επιτείνονται":"επιτείνω",
"επιτείνοντας":"επιτείνω",
"επιτείνουν":"επιτείνω",
"επιτελάρχες":"επιτελάρχης",
"επιτελάρχης":"επιτελάρχης",
"επιτελεί":"επιτελώ",
"επιτελεία":"επιτελείο",
"επιτελείο":"επιτελείο",
"επιτελείου":"επιτελείο",
"επιτελείς":"επιτελώ",
"επιτελείται":"επιτελώ",
"επιτελείτε":"επιτελώ",
"επιτελείων":"επιτελείο",
"επιτέλεσαν":"επιτελώ",
"επιτέλεσε":"επιτελώ",
"επιτελέσει":"επιτελώ",
"επιτελέσουν":"επιτελώ",
"επιτελεστεί":"επιτελώ",
"επιτελικά":"επιτελικός",
"επιτελικές":"επιτελικός",
"επιτελική":"επιτελικός",
"επιτελικό":"επιτελικός",
"επιτελικός":"επιτελικός",
"επιτελικού":"επιτελικός",
"επιτελικών":"επιτελικός",
"επιτελούμε":"επιτελώ",
"επιτελούν":"επιτελώ",
"επιτέλους":"επιτέλους",
"επιτέλόυς":"επιτέλους",
"επιτελούταν":"επιτελούταν",
"επιτελών":"επιτελών",
"επιτελώντας":"επιτελώ",
"επιτετραμμένο":"επιτετραμμένος",
"επιτετραμμένος":"επιτετραμμένος",
"επιτετραμμένου":"επιτετραμμένος",
"επίτευγμα":"επίτευγμα",
"επίτευγμά":"επίτευγμα",
"επιτεύγματα":"επίτευγμα",
"επιτεύγματά":"επίτευγμα",
"επιτευγμάτων":"επίτευγμα",
"επιτεύξεις":"επίτευξη",
"επιτεύξεων":"επίτευξη",
"επίτευξη":"επίτευξη",
"επίτευξή":"επίτευξη",
"επίτευξης":"επίτευξη",
"επιτεύξιμο":"επιτεύξιμος",
"επιτευχθεί":"επιτυγχάνω",
"επιτεύχθηκαν":"επιτυγχάνω",
"επιτεύχθηκε":"επιτυγχάνω",
"επιτευχθούν":"επιτυγχάνω",
"επιτήδειοι":"επιτήδειος",
"επιτήδειους":"επιτήδειος",
"επιτήδειων":"επιτήδειος",
"επίτηδες":"επίτηδες",
"επιτηδευματία":"επιτηδευματίας",
"επιτηδεύματος":"επιτήδευμα",
"επιτηδευμένο":"επιτηδεύομαι",
"επίτημο":"επίτιμος",
"επιτηρεί":"επιτηρώ",
"επιτήρησε":"επιτηρώ",
"επιτηρήσεις":"επιτήρηση",
"επιτήρηση":"επιτήρηση",
"επιτήρησης":"επιτήρηση",
"επιτηρήσουν":"επιτηρώ",
"επιτηρητές":"επιτηρητής",
"επιτηρούμενη":"επιτηρούμενος",
"επιτηρούν":"επιτηρώ",
"επιτηρούνται":"επιτηρώ",
"επιτηρούσαν":"επιτηρώ",
"επιτηρούσε":"επιτηρώ",
"επιτίθεμαι":"επιθέτω",
"επιτιθέμεθα":"επιθέτω",
"επιτιθέμενοι":"επιτιθέμενος",
"επιτιθέμενος":"επιτιθέμενος",
"επιτιθέμενους":"επιτιθέμενος",
"επιτίθενται":"επιτίθεμαι",
"επιτίθεται":"επιτίθεμαι",
"επιτίθετο":"επιθέτω",
"επιτιμά":"επιτιμώ",
"επιτιμητικά":"επιτιμητικά",
"επίτιμο":"επίτιμος",
"επίτιμος":"επίτιμος",
"επιτιμου":"επίτιμος",
"επιτίμου":"επίτιμος",
"επίτιμου":"επίτιμος",
"επίτιμων":"επίτιμος",
"επιτοίχιο":"επιτοίχιο",
"επιτοκια":"επιτόκιο",
"επιτόκια":"επιτόκιο",
"επιτόκιά":"επιτόκιο",
"επιτόκιο":"επιτόκιο",
"επιτόκιό":"επιτόκιο",
"επιτοκίου":"επιτόκιο",
"επιτοκίων":"επιτόκιο",
"επιτομή":"επιτομή",
"επιτόπια":"επιτόπια",
"επιτόπου":"επιτόπου",
"επιτραπέζια":"επιτραπέζιος",
"επιτραπέζιο":"επιτραπέζιος",
"επιτραπέζιου":"επιτραπέζιος",
"επιτραπέζιων":"επιτραπέζιος",
"επιτραπεί":"επιτρέπω",
"επιτράπηκε":"επιτρέπω",
"επιτραπούν":"επιτρέπω",
"επιτρέπει":"επιτρέπω",
"επιτρέπεται":"επιτρέπω",
"επιτρέπετε":"επιτρέπω",
"επιτρεπόμενες":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπόμενη":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπόμενης":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπόμενο":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπομένου":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπόμενου":"επιτρεπόμενος",
"επιτρεπόμενων":"επιτρεπόμενος",
"επιτρέπονται":"επιτρέπω",
"επιτρέπονταν":"επιτρέπω",
"επιτρέποντας":"επιτρέπω",
"επιτρέποντάς":"επιτρέπω",
"επιτρέποντος":"επιτρέπων",
"επιτρεπόταν":"επιτρέπω",
"επιτρέπουμε":"επιτρέπω",
"επιτρέπουν":"επιτρέπω",
"επιτρεπτά":"επιτρεπτός",
"επιτρεπτή":"επιτρεπτός",
"επιτρεπτής":"επιτρεπτός",
"επιτρεπτό":"επιτρεπτός",
"επιτρεπτού":"επιτρεπτός",
"επιτρέπω":"επιτρέπω",
"επιτρέψαμε":"επιτρέπω",
"επιτρέψατε":"επιτρέπω",
"επιτρέψατέ":"επιτρέπω",
"επιτρέψει":"επιτρέπω",
"επιτρέψετε":"επιτρέπω",
"επιτρέψουμε":"επιτρέπω",
"επιτρέψουν":"επιτρέπω",
"επιτρέψτε":"επιτρέπω",
"επιτροπεία":"επιτροπεία",
"επιτροπές":"επιτροπή",
"επιτροπη":"επιτροπή",
"επιτροπή":"επιτροπή",
"επιτροπης":"επιτροπή",
"επιτροπής":"επιτροπή",
"επίτροπο":"επίτροπος",
"επίτροποι":"επίτροπος",
"επιτροπος":"επίτροπος",
"επίτροπος":"επίτροπος",
"επιτρόπου":"επίτροπος",
"επιτροπών":"επιτροπή",
"επιτρόπων":"επίτροπος",
"επιτυγχάνει":"επιτυγχάνω",
"επιτυγχάνεται":"επιτυγχάνω",
"επιτυγχάνονται":"επιτυγχάνω",
"επιτυγχάνοντας":"επιτυγχάνω",
"επιτυγχάνουν":"επιτυγχάνω",
"επιτύμβια":"επιτύμβιος",
"επιτύμβιες":"επιτύμβιος",
"επιτύμβιο":"επιτύμβιος",
"επιτύχει":"επιτυγχάνω",
"επιτύχεις":"επιτυγχάνω",
"επιτυχείς":"επιτυχής",
"επιτυχές":"επιτυχής",
"επιτυχή":"επιτυχής",
"επιτυχημένα":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένες":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένη":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένης":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένο":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένοι":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένος":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένου":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένους":"επιτυχημένος",
"επιτυχημένων":"επιτυχημένος",
"επιτυχής":"επιτυχής",
"επιτυχια":"επιτυχία",
"επιτυχία":"επιτυχία",
"επιτυχίας":"επιτυχία",
"επιτυχιες":"επιτυχία",
"επιτυχίες":"επιτυχία",
"επιτυχιών":"επιτυχία",
"επιτυχόντα":"επιτυχών",
"επιτυχόντες":"επιτυχών",
"επιτυχόντων":"επιτυχών",
"επιτύχουμε":"επιτυγχάνω",
"επιτύχουν":"επιτυγχάνω",
"επιτυχούς":"επιτυχής",
"επιτύχω":"επιτυγχάνω",
"επιτυχών":"επιτυχών",
"επιτυχώς":"επιτυχώς",
"επιφαινόμενα":"επιφαινόμενος",
"επιφανεια":"επιφάνεια",
"επιφάνεια":"επιφάνεια",
"επιφάνειά":"επιφάνεια",
"επιφανειακά":"επιφανειακά",
"επιφανειακές":"επιφανειακός",
"επιφανειακή":"επιφανειακός",
"επιφανειακής":"επιφανειακός",
"επιφανειακός":"επιφανειακός",
"επιφανειακών":"επιφανειακός",
"επιφανείας":"επιφάνεια",
"επιφάνειας":"επιφάνεια",
"επιφάνειάς":"επιφάνεια",
"επιφάνειες":"επιφάνεια",
"επιφανείς":"επιφανής",
"επιφανειών":"επιφάνεια",
"επιφανέστερη":"επιφανής",
"επιφανέστεροι":"επιφανής",
"επιφανέστερων":"επιφανής",
"επιφανή":"επιφανής",
"επιφανών":"επιφανής",
"επίφαση":"επίφαση",
"επιφέρει":"επιφέρω",
"επιφέρουν":"επιφέρω",
"επίφοβη":"επίφοβος",
"επίφοβο":"επίφοβος",
"επίφοβοι":"επίφοβος",
"επίφοβος":"επίφοβος",
"επίφοβους":"επίφοβος",
"επιφορτίζει":"επιφορτίζω",
"επιφόρτισε":"επιφορτίζω",
"επιφορτισθεί":"επιφορτίζω",
"επιφορτισμένη":"επιφορτισμένος",
"επιφορτισμένο":"επιφορτισμένος",
"επιφορτισμένοι":"επιφορτισμένος",
"επιφορτισμένος":"επιφορτισμένος",
"επιφορτιστεί":"επιφορτίζω",
"επιφυλακή":"επιφυλακή",
"επιφυλακής":"επιφυλακή",
"επιφυλακτικά":"επιφυλακτικά",
"επιφυλακτικές":"επιφυλακτικός",
"επιφυλακτική":"επιφυλακτικός",
"επιφυλακτικό":"επιφυλακτικός",
"επιφυλακτικοί":"επιφυλακτικός",
"επιφυλακτικός":"επιφυλακτικός",
"επιφυλακτικότητα":"επιφυλακτικότητα",
"επιφυλακτικότητά":"επιφυλακτικότητα",
"επιφυλακτικότητας":"επιφυλακτικότητα",
"επιφυλακτικούς":"επιφυλακτικός",
"επιφύλαξαν":"επιφυλάσσω",
"επιφύλαξε":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάξει":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάξεις":"επιφύλαξη",
"επιφυλάξεων":"επιφύλαξη",
"επιφύλαξη":"επιφύλαξη",
"επιφύλαξης":"επιφύλαξη",
"επιφυλάξουν":"επιφυλάσσω",
"επιφύλασσαν":"επιφυλάσσω",
"επιφύλασσε":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάσσει":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάσσεται":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάσσομαι":"επιφυλάσσω",
"επιφυλασσόμεθα":"επιφυλασσόμεθα",
"επιφυλασσόμενος":"επιφυλασσόμενος",
"επιφυλάσσονται":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάσσουν":"επιφυλάσσω",
"επιφυλαχθεί":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάχθηκαν":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάχθηκε":"επιφυλάσσω",
"επιφυλάχτηκε":"επιφυλάσσω",
"επιφυλλίδα":"επιφυλλίδα",
"επιφυλλίδας":"επιφυλλίδα",
"επιφωνήματα":"επιφώνημα",
"επιφωνημάτων":"επιφώνημα",
"επιφώτιση":"επιφώτιση",
"επιχ":"επιχ",
"επιχαίρει":"επιχαίρω",
"επίχειρα":"επίχειρα",
"επιχειρεί":"επιχειρώ",
"επιχειρειν":"επιχειρείν",
"επιχειρείν":"επιχειρείν",
"επιχειρείται":"επιχειρώ",
"επιχειρείτε":"επιχειρώ",
"επιχειρηθεί":"επιχειρώ",
"επιχειρηθείσα":"επιχειρηθείσα",
"επιχειρήθηκαν":"επιχειρώ",
"επιχειρήθηκε":"επιχειρώ",
"επιχείρημα":"επιχείρημα",
"επιχείρημά":"επιχείρημα",
"επιχειρηματα":"επιχείρημα",
"επιχειρήματα":"επιχείρημα",
"επιχειρήματά":"επιχείρημα",
"επιχειρηματία":"επιχειρηματίας",
"επιχειρηματίας":"επιχειρηματίας",
"επιχειρηματιες":"επιχειρηματίας",
"επιχειρηματίες":"επιχειρηματίας",
"επιχειρηματικά":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικές":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματική":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικής":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικό":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικοί":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικότητα":"επιχειρηματικότητα",
"επιχειρηματικότητας":"επιχειρηματικότητα",
"επιχειρηματικότητας-καινοτομίας":"επιχειρηματικότητας-καινοτομίας",
"επιχειρηματικού":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικούς":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματικών":"επιχειρηματικός",
"επιχειρηματιών":"επιχειρηματίας",
"επιχειρηματολογεί":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολόγησαν":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολόγησε":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογήσει":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογήσουν":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογία":"επιχειρηματολογία",
"επιχειρηματολογίας":"επιχειρηματολογία",
"επιχειρηματολογούμε":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογούν":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογούσαν":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρηματολογούσε":"επιχειρηματολογώ",
"επιχειρήματος":"επιχείρημα",
"επιχειρημάτων":"επιχείρημα",
"επιχείρησα":"επιχειρώ",
"επιχειρήσαμε":"επιχειρώ",
"επιχείρησαν":"επιχειρώ",
"επιχείρησε":"επιχειρώ",
"επιχειρήσει":"επιχειρώ",
"επιχειρησεις":"επιχείρηση",
"επιχειρήσεις":"επιχείρηση",
"επιχειρήσεις-μέλη":"επιχειρήσεις-μέλη",
"επιχειρήσεων":"επιχείρηση",
"επιχειρήσεών":"επιχείρηση",
"επιχειρήσεων-μελών":"επιχειρήσεων-μελών",
"επιχειρηση":"επιχείρηση",
"επιχείρηση":"επιχείρηση",
"επιχείρησή":"επιχείρηση",
"επιχείρηση-προετοιμασία":"επιχείρηση-προετοιμασία",
"επιχείρησης":"επιχείρηση",
"επιχείρησής":"επιχείρηση",
"επιχειρήσης":"επιχειρήσης",
"επιχειρησιακά":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακές":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακή":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακής":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακό":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακός":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακού":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακούς":"επιχειρησιακός",
"επιχειρησιακών":"επιχειρησιακός",
"επιχειρήσουμε":"επιχειρώ",
"επιχειρήσουν":"επιχειρώ",
"επιχειρήστε":"επιχειρώ",
"επιχειρήσω":"επιχειρώ",
"επιχειρούμε":"επιχειρώ",
"επιχειρούμενα":"επιχειρούμενος",
"επιχειρούμενη":"επιχειρούμενος",
"επιχειρούμενης":"επιχειρούμενος",
"επιχειρούμενο":"επιχειρούμενος",
"επιχειρούν":"επιχειρώ",
"επιχειρούνται":"επιχειρώ",
"επιχειρούσα":"επιχειρώ",
"επιχειρούσαμε":"επιχειρώ",
"επιχειρούσαν":"επιχειρώ",
"επιχειρούσε":"επιχειρώ",
"επιχειρώ":"επιχειρώ",
"επιχειρώντας":"επιχειρώ",
"επιχείτησης":"επιχείτησης",
"επιχορηγεί":"επιχορηγώ",
"επιχορηγείται":"επιχορηγώ",
"επιχορηγηθεί":"επιχορηγώ",
"επιχορηγήθηκαν":"επιχορηγώ",
"επιχορηγήθηκε":"επιχορηγώ",
"επιχορηγηθούν":"επιχορηγώ",
"επιχορηγήσει":"επιχορηγώ",
"επιχορηγήσεις":"επιχορήγηση",
"επιχορηγήσεων":"επιχορήγηση",
"επιχορήγηση":"επιχορήγηση",
"επιχορήγησή":"επιχορήγηση",
"επιχορήγησης":"επιχορήγηση",
"επιχορηγούμενες":"επιχορηγούμενος",
"επιχορηγούμενο":"επιχορηγούμενος",
"επιχορηγούμενοι":"επιχορηγούμενος",
"επιχορηγούμενων":"επιχορηγούμενος",
"επιχορηγούνται":"επιχορηγώ",
"επιχρίσματα":"επίχρισμα",
"επίχρυσα":"επίχρυσος",
"επιχρυσωμένο":"επιχρυσωμένος",
"επιχωματώσεις":"επιχωμάτωση",
"έπλαθε":"πλάθω",
"έπλασαν":"πλάθω",
"έπλασε":"πλάθω",
"επλάσθη":"επλάσθη",
"έπλεαν":"πλέω",
"έπλεε":"πλέω",
"έπλεναν":"πλένω",
"έπλενε":"πλένω",
"έπλεξαν":"πλέκω",
"έπλεξε":"πλέκω",
"έπλεξες":"πλέκω",
"επλήγη":"πλήττω",
"επλήγησαν":"πλήττω",
"έπληξαν":"πλήττω",
"έπληξε":"πλήττω",
"έπληττα":"πλήττω",
"έπληττε":"πλήττω",
"έπλυνε":"πλένω",
"έπνεαν":"πνέω",
"έπνεε":"πνέω",
"έπνιγε":"πνίγω",
"έπνιξαν":"πνίγω",
"έπνιξε":"πνίγω",
"επο":"επο",
"εποίησεν":"εποίησεν",
"εποικισμού":"εποικισμός",
"εποικισμών":"εποικισμός",
"εποικοδομητικά":"εποικοδομητικά",
"εποικοδομητικές":"εποικοδομητικός",
"εποικοδομητική":"εποικοδομητικός",
"εποικοδομητικής":"εποικοδομητικός",
"εποικοδομητικό":"εποικοδομητικός",
"εποικοδομητικός":"εποικοδομητικός",
"έποικοι":"έποικος",
"έποικος":"έποικος",
"εποίκους":"έποικος",
"εποίκων":"έποικος",
"επόκ":"επόκ",
"επομενα":"επόμενος",
"επόμενα":"επόμενος",
"επόμενες":"επόμενος",
"επομενη":"επόμενος",
"επομένη":"επόμενος",
"επόμενη":"επόμενος",
"επομενης":"επόμενος",
"επομένης":"επόμενος",
"επόμενης":"επόμενος",
"επόμενο":"επόμενος",
"επόμενό":"επόμενος",
"επόμενοι":"επόμενος",
"επόμενος":"επόμενος",
"επομένου":"επόμενος",
"επόμενου":"επόμενος",
"επόμενους":"επόμενος",
"επομένων":"επόμενος",
"επόμενων":"επόμενος",
"επομένως":"επομένως",
"επονομαζόμενο":"επονομαζόμενος",
"επονομαζόμενος":"επονομαζόμενος",
"επονομαζόμενου":"επονομαζόμενος",
"έπονται":"έπομαι",
"εποποιία":"εποποιία",
"εποπτεία":"εποπτεία",
"εποπτείαν":"εποπτεία",
"εποπτείας":"εποπτεία",
"επόπτες":"επόπτης",
"εποπτεύει":"εποπτεύω",
"εποπτεύεται":"εποπτεύω",
"εποπτεύον":"εποπτεύων",
"εποπτεύοντα":"εποπτεύων",
"εποπτεύονται":"εποπτεύω",
"εποπτεύοντος":"εποπτεύων",
"εποπτευόντων":"εποπτεύων",
"εποπτεύουν":"εποπτεύω",
"επόπτευση":"επόπτευση",
"εποπτεύσουν":"εποπτεύω",
"επόπτη":"επόπτης",
"επόπτης":"επόπτης",
"εποπτικές":"εποπτικός",
"εποπτικό":"εποπτικός",
"εποπτικός":"εποπτικός",
"εποπτικού":"εποπτικός",
"εποπτικών":"εποπτικός",
"εποπτών":"επόπτης",
"έπος":"έπος",
"επουλώνει":"επουλώνω",
"επουλώνεται":"επουλώνω",
"επουλώνονται":"επουλώνω",
"επουλώσει":"επουλώνω",
"επούλωση":"επούλωση",
"επουλώσουν":"επουλώνω",
"έπους":"έπος",
"επουσιώδεις":"επουσιώδης",
"επουσιώδες":"επουσιώδης",
"επουσιώδη":"επουσιώδης",
"εποφθαλμιά":"εποφθαλμιώ",
"εποφθαλμιούν":"εποφθαλμιώ",
"εποχές":"εποχή",
"εποχη":"εποχή",
"εποχή":"εποχή",
"'εποχή":"'εποχή",
"εποχης":"εποχή",
"εποχής":"εποχή",
"εποχιακή":"εποχιακός",
"εποχιακοί":"εποχιακός",
"εποχιακός":"εποχιακός",
"εποχικά":"εποχιακός",
"εποχικές":"εποχιακός",
"εποχική":"εποχιακός",
"εποχικής":"εποχιακός",
"εποχικό":"εποχιακός",
"εποχικοί":"εποχιακός",
"εποχικού":"εποχιακός",
"εποχικών":"εποχιακός",
"εποχικώς":"εποχιακός",
"εποχούμενη":"εποχούμενος",
"εποχούμενος":"εποχούμενος",
"εποχούμενων":"εποχούμενος",
"εποχων":"εποχή",
"εποχών":"εποχή",
"έπραξαν":"πράττω",
"έπραξε":"πράττω",
"έπρατταν":"πράττω",
"έπραττε":"πράττω",
"έπρεπε":"πρέπει",
"επρόκειτο":"πρόκειται",
"επς":"επς",
"επσμ":"επσμ",
"επσμαθ":"επσμαθ",
"επτα":"επτα",
"επτά":"επτά",
"επτάδας":"επτάδα",
"επταετής":"επταετής",
"επταετία":"επταετία",
"επταετίας":"επταετία",
"επταετούς":"επταετής",
"επτακόσιες":"επτακόσιοι",
"επτακοσίων":"επτακόσιοι",
"επτάλοφο":"επτάλοφος",
"επτάλοφος":"επτάλοφος",
"επταμελές":"επταμελής",
"επταμελή":"επταμελής",
"επταμελής":"επταμελής",
"επταμήνου":"επτάμηνος",
"επτάμισι":"επτάμισι",
"επτανησιακού":"επτανησιακός",
"επταπυργίου":"επταπυργί",
"επταπυργίόυ":"επταπυργί",
"επτασφράγιστο":"επτασφράγιστος",
"επτάχρονη":"επτάχρονος",
"επταχώρι":"επταχώρι",
"επταψήφιος":"επταψήφιος",
"επωάζει":"επωάζω",
"επωδό":"επωδός",
"επωδός":"επωδός",
"επώδυνα":"επώδυνα",
"επώδυνες":"επώδυνος",
"επώδυνη":"επώδυνος",
"επώδυνο":"επώδυνος",
"επώδυνος":"επώδυνος",
"επώδυνων":"επώδυνος",
"επωμίζεται":"επωμίζομαι",
"επωμιζόμαστε":"επωμίζομαι",
"επωμιζόμενος":"επωμιζόμενος",
"επωμίζονται":"επωμίζομαι",
"επωμισθεί":"επωμίζομαι",
"επωμιστεί":"επωμίζομαι",
"επωμιστούν":"επωμίζομαι",
"επώνυμα":"επώνυμος",
"επώνυμες":"επώνυμος",
"επώνυμη":"επώνυμος",
"επωνυμία":"επωνυμία",
"επωνυμίας":"επωνυμία",
"επώνυμο":"επώνυμο",
"επώνυμό":"επώνυμο",
"επώνυμοι":"επώνυμος",
"επώνυμος":"επώνυμος",
"επώνυμου":"επώνυμος",
"επώνυμους":"επώνυμος",
"επωνύμων":"επώνυμος",
"επώνυμων":"επώνυμος",
"επωνύμως":"επώνυμα",
"επωφελείται":"επωφελούμαι",
"επωφελέστερης":"επωφελής",
"επωφελή":"επωφελής",
"επωφεληθεί":"επωφελούμαι",
"επωφεληθείτε":"επωφελούμαι",
"επωφελήθηκαν":"επωφελούμαι",
"επωφελήθηκε":"επωφελούμαι",
"επωφεληθούν":"επωφελούμαι",
"επωφελής":"επωφελής",
"επωφελούμενος":"επωφελούμενος",
"επωφελουμένων":"επωφελούμενος",
"επωφελούνται":"επωφελούμαι",
"ερ":"ερ",
"ερα":"ερα",
"έραιναν":"ραίνω",
"ερανίσματα":"εράνισμα",
"έρανο":"έρανος",
"έρανος":"έρανος",
"εράνου":"έρανος",
"ερασιτέχνες":"ερασιτέχνης",
"ερασιτεχνη":"ερασιτέχνης",
"ερασιτέχνη":"ερασιτέχνης",
"ερασιτέχνης":"ερασιτέχνης",
"ερασι-τέχνης":"ερασι-τέχνης",
"ερασιτεχνικά":"ερασιτεχνικά",
"ερασιτεχνικές":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνική":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνικής":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνικό":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνικός":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνικού":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνικών":"ερασιτεχνικός",
"ερασιτεχνισμός":"ερασιτεχνισμός",
"ερασιτεχνών":"ερασιτέχνης",
"εραστες":"εραστής",
"εραστές":"εραστής",
"εραστή":"εραστής",
"εράστηκε":"εραστικός",
"εραστης":"εραστής",
"εραστής":"εραστής",
"εραστών":"εραστής",
"ερατοσθένη":"ερατοσθένης",
"ερβάιν":"ερβάιν",
"ερβέ":"ερβέ",
"εργα":"έργο",
"έργα":"έργο",
ργα465":"εργα465",
"εργάζεστε":"εργάζομαι",
"εργάζεται":"εργάζομαι",
"εργάζομαι":"εργάζομαι",
"εργαζόμαστε":"εργάζομαι",
"εργαζόμενες":"εργαζόμενος",
"εργαζομένη":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενη":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενης":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενο":"εργαζόμενος",
"εργαζομενοι":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενοι":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενοί":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενος":"εργαζόμενος",
"εργαζομένου":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενου":"εργαζόμενος",
"εργαζομένους":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενους":"εργαζόμενος",
"εργαζομένων":"εργαζόμενος",
"εργαζόμενων":"εργαζόμενος",
"εργάζονται":"εργάζομαι",
"εργάζονταν":"εργάζομαι",
"εργαζόσουν":"εργάζομαι",
"εργαζόταν":"εργάζομαι",
"εργαλεία":"εργαλείο",
"εργαλειακού":"εργαλειακού",
"εργαλείο":"εργαλείο",
"εργαλείου":"εργαλείο",
"εργαλείων":"εργαλείο",
"εργανη":"εργανη",
"εργας":"εργας",
"εργασθεί":"εργάζομαι",
"εργάσθηκαν":"εργάζομαι",
"εργάσθηκε":"εργάζομαι",
"εργασθούν":"εργάζομαι",
"εργασία":"εργασία",
"εργασιακά":"εργασιακός",
"εργασιακές":"εργασιακός",
"εργασιακή":"εργασιακός",
"εργασιακής":"εργασιακός",
"εργασιακό":"εργασιακός",
"εργασιακός":"εργασιακός",
"εργασιακού":"εργασιακός",
"εργασιακούς":"εργασιακός",
"εργασιακών":"εργασιακός",
"εργασιας":"εργασία",
"εργασίας":"εργασία",
"εργασίες":"εργασία",
"εργασίες-ορόσημο":"εργασίες-ορόσημο",
"εργάσιμες":"εργάσιμος",
"εργάσιμη":"εργάσιμος",
"εργάσιμο":"εργάσιμος",
"εργάσιμου":"εργάσιμος",
"εργασίμων":"εργάσιμος",
"εργασιομανή":"εργασιομανής",
"εργασιομανής":"εργασιομανής",
"εργασιομανούς":"εργασιομανής",
"εργασιων":"εργασία",
"εργασιών":"εργασία",
"εργαστεί":"εργάζομαι",
"εργαστείτε":"εργάζομαι",
"εργάστηκα":"εργάζομαι",
"εργάστηκαν":"εργάζομαι",
"εργαστήκατε":"εργάζομαι",
"εργάστηκε":"εργάζομαι",
"εργαστηρι":"εργαστήρι",
"εργαστήρι":"εργαστήρι",
"εργαστήρια":"εργαστήριο",
"εργαστήριά":"εργαστήριο",
"εργαστηριακά":"εργαστηριακά",
"εργαστηριακές":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακή":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακής":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακό":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακός":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακούς":"εργαστηριακός",
"εργαστηριακών":"εργαστηριακός",
"εργαστηριο":"εργαστήριο",
"εργαστήριο":"εργαστήριο",
"εργαστήριό":"εργαστήριο",
"εργαστηρίου":"εργαστήριο",
"εργαστηρίων":"εργαστήριο",
"εργαστούμε":"εργάζομαι",
"εργαστούν":"εργάζομαι",
"εργαστώ":"εργάζομαι",
"εργάτες":"εργάτης",
"εργάτη":"εργάτης",
"εργάτης":"εργάτης",
"εργατιάς":"εργατιά",
"εργατικά":"εργατικός",
"εργατικές":"εργατικός",
"εργατική":"εργατικός",
"εργατικής":"εργατικός",
"εργατικό":"εργατικός",
"εργατικοί":"εργατικός",
"εργατικός":"εργατικός",
"εργατικότητα":"εργατικότητα",
"εργατικού":"εργατικός",
"εργατικούς":"εργατικός",
"εργατικών":"εργατικός",
"εργατοτεχνίτες":"εργατοτεχνίτης",
"εργατοτεχνιτών":"εργατοτεχνίτης",
"εργατοϋπαλληλικό":"εργατοϋπαλληλικός",
"εργατοϋπαλληλικού":"εργατοϋπαλληλικός",
"εργατοϋπάλληλοι":"εργατοϋπάλληλος",
"εργατοϋπάλληλος":"εργατοϋπάλληλος",
"εργατοώρες":"εργατοώρα",
"εργάτρια":"εργάτρια",
"εργάτριας":"εργάτρια",
"εργάτριες":"εργάτρια",
"εργατών":"εργάτης",
"εργατώρες":"εργατώρες",
"εργένη":"εργένης",
"εργένηδων":"εργένης",
"εργένης":"εργένης",
"εργο":"έργο",
"έργο":"έργο",
"εργοδηγός":"εργοδηγός",
"εργοδοσία":"εργοδοσία",
"εργοδοσίας":"εργοδοσία",
"εργοδότες":"εργοδότης",
"εργοδότες-εμπόρους":"εργοδότες-εμπόρους",
"εργοδότη":"εργοδότης",
"εργοδότης":"εργοδότης",
"εργοδοτική":"εργοδοτικός",
"εργοδοτικούς":"εργοδοτικός",
"εργοδοτικών":"εργοδοτικός",
"εργοδοτών":"εργοδότης",
"εργοθεραπείας":"εργοθεραπεία",
"εργοθεραπευτών":"εργοθεραπευτών",
"έργο-ιατρική":"έργο-ιατρική",
"εργολαβία":"εργολαβία",
"εργολαβίας":"εργολαβία",
"εργολαβίες":"εργολαβία",
"εργολαβικά":"εργολαβικά",
"εργολαβικές":"εργολαβικός",
"εργολαβικών":"εργολαβικός",
"εργολαβιών":"εργολαβία",
"εργολάβο":"εργολάβος",
"εργολάβοι":"εργολάβος",
"εργολάβος":"εργολάβος",
"εργολάβου":"εργολάβος",
"εργολάβους":"εργολάβος",
"εργολάβων":"εργολάβος",
"εργοληπτών":"εργολήπτης",
"εργομετρικά":"εργομετρικός",
"εργομετρική":"εργομετρικός",
"έργον":"έργο",
"εργονομίας":"εργονομία",
"εργονομικά":"εργονομικά",
"εργονομική":"εργονομικός",
"έργο-σταθμός":"έργο-σταθμός",
"εργοστάσια":"εργοστάσιο",
"εργοστάσιά":"εργοστάσιο",
"εργοστασιάρχης":"εργοστασιάρχης",
"εργοστασιο":"εργοστάσιο",
"εργοστάσιο":"εργοστάσιο",
"εργοστάσιό":"εργοστάσιο",
"εργοστασίου":"εργοστάσιο",
"εργοστασίων":"εργοστάσιο",
"εργοτάξια":"εργοτάξιο",
"εργοτάξιο":"εργοτάξιο",
"εργοταξίου":"εργοτάξιο",
"εργοταξίων":"εργοτάξιο",
"εργοτελη":"εργοτελη",
"εργοτέλη":"εργοτέλη",
"εργοτελης":"εργοτελης",
"εργοτέλης":"εργοτέλης",
"εργοτέλης-βέροια":"εργοτέλης-βέροια",
"εργοτέλης-ηλυσιακός":"εργοτέλης-ηλυσιακός",
"έργου":"έργο",
"έργω":"έργω",
"έργων":"έργο",
"ερέβινθος":"ερέβινθος",
"έρεβος":"έρεβος",
"έρεε":"ρέω",
"ερέθιζε":"ερεθίζω",
"ερεθίζει":"ερεθίζω",
"ερέθισε":"ερεθίζω",
"ερεθίσει":"ερεθίζω",
"ερέθισμα":"ερέθισμα",
"ερεθίσματα":"ερέθισμα",
"ερεθισμό":"ερεθισμός",
"ερεθισμού":"ερεθισμός",
"ερεθίσουν":"ερεθίζω",
"ερεθιστεί":"ερεθίζω",
"ερεθιστική":"ερεθιστικός",
"ερείπια":"ερείπιο",
"ερείπιά":"ερείπιο",
"ερείπιο":"ερείπιο",
"ερειπίων":"ερείπιο",
"ερειπωμένα":"ερειπώνω",
"ερειπωμένο":"ερειπώνω",
"ερειπωμένους":"ερειπώνω",
"έρεισμα":"έρεισμα",
"ερείσματα":"έρεισμα",
"ερείσματά":"έρεισμα",
"ερείσματος":"έρεισμα",
"ερεισμάτων":"έρεισμα",
"ερερα":"ερερα",
"ερέρα":"ερέρα",
"ερευνα":"έρευνα",
"έρευνα":"έρευνα",
"έρευνά":"έρευνα",
"ερευνά":"ερευνώ",
"έρευνας":"έρευνα",
"έρευνάς":"έρευνα",
"ερευνάς":"ερευνώ",
"ερευνάται":"ερευνώ",
"ερευνάτε":"ερευνώ",
"ερευνες":"έρευνα",
"έρευνες":"έρευνα",
"έρευνές":"έρευνα",
"ερευνηθεί":"ερευνώ",
"ερευνήθηκαν":"ερευνώ",
"ερευνήθηκε":"ερευνώ",
"ερευνηθούν":"ερευνώ",
"ερεύνης":"ερεύνης",
"ερεύνησαν":"ερευνώ",
"ερευνήσατε":"ερευνώ",
"ερεύνησε":"ερευνώ",
"ερευνήσει":"ερευνώ",
"ερευνήσετε":"ερευνώ",
"ερευνήσουμε":"ερευνώ",
"ερευνήσουν":"ερευνώ",
"ερευνήστε":"ερευνώ",
"ερευνήσω":"ερευνώ",
"ερευνητές":"ερευνητής",
"ερευνητή":"ερευνητής",
"ερευνητής":"ερευνητής",
"ερευνητικά":"ερευνητικός",
"ερευνητικές":"ερευνητικός",
"ερευνητική":"ερευνητικός",
"ερευνητικής":"ερευνητικός",
"ερευνητικό":"ερευνητικός",
"ερευνητικός":"ερευνητικός",
"ερευνητικού":"ερευνητικός",
"ερευνητικούς":"ερευνητικός",
"ερευνητικών":"ερευνητικός",
"ερευνήτρια":"ερευνήτρια",
"ερευνήτριες":"ερευνήτρια",
"ερευνητών":"ερευνητής",
"ερευνούμε":"ερευνώ",
"ερευνούμενη":"ερευνούμενη",
"ερευνούν":"ερευνώ",
"ερευνούσαν":"ερευνώ",
"ερευνών":"έρευνα",
"ερευνώνται":"ερευνώ",
"ερευνώντας":"ερευνώ",
"έρευσε":"ρέω",
"ερζεγοβίνης":"ερζεγοβίνη",
"ερζερούμ":"ερζερούμ",
"έρημα":"έρημος",
"ερημη":"έρημος",
"έρημη":"έρημος",
"ερήμην":"ερήμην",
"ερημιά":"ερημιά",
"ερημία":"ερημία",
"ερημικές":"ερημικός",
"ερημική":"ερημικός",
"ερημικό":"ερημικός",
"ερημίτες":"ερημίτης",
"έρημο":"έρημος",
"έρημοι":"έρημος",
"ερημονήσια":"ερημονήσι",
"ερημοποίηση":"ερημοποίηση",
"έρημος":"έρημος",
"ερημου":"έρημος",
"ερήμου":"έρημος",
"ερήμους":"έρημος",
"έρημους":"έρημος",
"ερήμω":"ερήμω",
"ερημώθηκε":"ερημώνω",
"ερημωμένες":"ερημώνω",
"ερημωμένη":"ερημωμένος",
"ερήμωναν":"ερημώνω",
"ερημώνει":"ερημώνω",
"ερήμωσαν":"ερημώνω",
"ερήμωση":"ερήμωση",
"ερήμωσης":"ερήμωση",
"ερημώσουν":"ερημώνω",
"έρθει":"έρχομαι",
"έρθεις":"έρχομαι",
"έρθετε":"έρχομαι",
"έρθουμε":"έρχομαι",
"έρθουν'":"έρθουν'",
"έρθουν":"έρχομαι",
"έρθω":"έρχομαι",
"έριδα":"έριδα",
"έριδες":"έριδα",
"έριδος":"έριδα",
"ερίδων":"έριδα",
"ερίζουν":"ερίζω",
"έρικ":"έρικ",
"ερικσον":"ερικσον",
"έρικσον":"έρικσον",
"έριξα":"ρίχνω",
"έριξαν":"ρίχνω",
"έριξε":"ρίχνω",
"εριοβιομηχανια":"εριοβιομηχανια",
"ερίοδος":"ερίοδος",
"εριστικό":"εριστικός",
"ερίφια":"ερίφιο",
"εριφυλλίδης":"εριφυλλίδης",
"έριχ":"έριχ",
"έριχναν":"ρίχνω",
"έριχνε":"ρίχνω",
"έρκος":"έρκος",
"ερλς":"ερλς",
"έρμα":"έρμα",
"έρμαια":"έρμαιο",
"έρμαιο":"έρμαιο",
"έρματος":"έρμα",
"έρμαφρο":"έρμαφρο",
"ερμαφροδιτισμό":"ερμαφροδιτισμός",
"ερμαφρόδιτοι":"ερμαφρόδιτος",
"ερμαφρόδιτος":"ερμαφρόδιτος",
"ερμαφρόδιτους":"ερμαφρόδιτος",
"έρμη":"έρμος",
"ερμηνεία":"ερμηνεία",
"ερμηνείας":"ερμηνεία",
"ερμηνείες":"ερμηνεία",
"ερμηνειών":"ερμηνεία",
"ερμηνεύει":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύεις":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύεται":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύετε":"ερμηνεύω",
"ερμηνευθεί":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύθηκε":"ερμηνεύω",
"ερμηνευθούν":"ερμηνεύω",
"ερμηνευμένη":"ερμηνευμένος",
"ερμηνεύονται":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύοντας":"ερμηνεύω",
"ερμηνευόταν":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύουμε":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύουν":"ερμηνεύω",
"ερμήνευσα":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύσαμε":"ερμηνεύω",
"ερμήνευσαν":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύσατε":"ερμηνεύω",
"ερμήνευσε":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύσει":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύσουμε":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύσουν":"ερμηνεύω",
"ερμηνευτεί":"ερμηνεύω",
"ερμηνευτές":"ερμηνευτής",
"ερμηνευτή":"ερμηνευτής",
"ερμηνεύτηκε":"ερμηνεύω",
"ερμηνευτής":"ερμηνευτής",
"ερμηνευτικά":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικές":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτική":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικής":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικό":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικός":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικού":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτικών":"ερμηνευτικός",
"ερμηνευτούν":"ερμηνεύω",
"ερμηνεύτρια":"ερμηνεύτρια",
"ερμηνεύτριας":"ερμηνεύτρια",
"ερμηνευτών":"ερμηνευτής",
"ερμηνεύω":"ερμηνεύω",
"ερμης":"ερμής",
"ερμής":"ερμής",
"ερμητικά":"ερμητικά",
"ερμητικό":"ερμητικός",
"ερμιόνη":"ερμιόνη",
"ερμιόνης":"ερμιόνη",
"έρμο":"έρμος",
"έρμος":"έρμος",
"έρμου":"έρμος",
"ερμού":"ερμού",
"ερμούπολη":"ερμούπολη",
"έρνεστ":"έρνεστ",
"ερνέστο":"ερνέστο",
"έρνστ":"έρνστ",
"έρντμαν":"έρντμαν",
"ερντογάν":"ερντογάν",
"ερντρι":"ερντρι",
"έρντρι":"έρντρι",
"ερόικα":"ερόικα",
"ερπετά":"ερπετό",
"ερπετό":"ερπετό",
"ερπετών":"ερπετό",
"έρπητος":"έρπης",
"έρπουσα":"έρπων",
"έρπουσας":"έρπων",
"ερπύστριες":"ερπύστρια",
"ερπυστριοφόρα":"ερπυστριοφόρα",
"ερπυστριοφόρο":"ερπυστριοφόρο",
"έρρεαν":"έρρεαν",
"έρρεε":"έρρεε",
"ερρίκου":"ερρίκος",
"ερριμμένα":"ερριμμένα",
"ερρίφθη":"ερρίφθη",
"ερς":"ερς",
"έρση":"έρση",
"ερτ":"ερτ",
ρτ3":"ερτ3",
"ερτζιανά":"ερτζιανός",
"ερύθημα":"ερύθημα",
"ερυθηματώδη":"ερυθηματώδη",
"ερυθηματώδης":"ερυθηματώδης",
"ερυθηματώδους":"ερυθηματώδους",
"ερυθρά":"ερυθρός",
"ερυθραία":"ερυθραία",
"ερυθραίας":"ερυθραία",
"ερυθρές":"ερυθρός",
"ερυθρό":"ερυθρός",
"ερυθρόλευκες":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρόλευκη":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρόλευκοι":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρολεύκους":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρόλευκους":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρολεύκων":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρόλευκων":"ερυθρόλευκος",
"ερυθρόμορφος":"ερυθρόμορφος",
"ερυθροπόταμος":"ερυθροπόταμος",
"ερυθρός":"ερυθρός",
"ερυθρού":"ερυθρός",
"ερυθρών":"ερυθρός",
"έρχεσαι":"έρχομαι",
"έρχεσθε":"έρχομαι",
"έρχεστε":"έρχομαι",
"ερχεται":"έρχομαι",
"έρχεται":"έρχομαι",
"έρχομαι":"έρχομαι",
"ερχόμαστε":"έρχομαι",
"ερχόμενα":"ερχόμενος",
"ερχόμενες":"ερχόμενος",
"ερχομενη":"ερχόμενος",
"ερχομένη":"ερχόμενος",
"ερχόμενη":"ερχόμενος",
"ερχόμενης":"ερχόμενος",
"ερχομενο":"ερχόμενος",
"ερχόμενο":"ερχόμενος",
"ερχόμενοι":"ερχόμενος",
"ερχόμενος":"ερχόμενος",
"ερχομένου":"ερχόμενος",
"ερχόμενου":"ερχόμενος",
"ερχόμενους":"ερχόμενος",
"ερχομένων":"ερχόμενος",
"ερχομό":"ερχομός",
"ερχομός":"ερχομός",
"ερχόμουν":"έρχομαι",
"ερχονται":"έρχομαι",
"έρχονται":"έρχομαι",
"έρχονταν":"έρχομαι",
"ερχόντουσαν":"έρχομαι",
"ερχόταν":"έρχομαι",
"ερωδιοί":"ερωδιός",
"ερωμενη":"ερωμένος",
"ερωμένη":"ερωμένος",
"ερωμένους":"ερωμένος",
"έρως":"έρως",
"έρωτα":"έρωτας",
"έρωτά":"έρωτας",
"ερωτα":"ερωτώ",
"ερωτά":"ερωτώ",
"ερωτάει":"ερωτάει",
"έρωτας":"έρωτας",
"ερωτας":"ερωτώ",
"ερωτάται":"ερωτώ",
"έρωτες":"έρωτας",
"έρωτές":"έρωτας",
"ερωτεύεται":"ερωτεύομαι",
"ερωτευθεί":"ερωτεύομαι",
"ερωτευθείτε":"ερωτεύομαι",
"ερωτεύθηκε":"ερωτεύομαι",
"ερωτευμένα":"ερωτεύομαι",
"ερωτευμένη":"ερωτευμένος",
"ερωτευμένο":"ερωτευμένος",
"ερωτευμένοι":"ερωτευμένος",
"ερωτευμένος":"ερωτευμένος",
"ερωτευμένους":"ερωτευμένος",
"ερωτευμένων":"ερωτευμένος",
"ερωτεύονται":"ερωτεύομαι",
"ερωτευτεί":"ερωτεύομαι",
"ερωτεύτηκε":"ερωτεύομαι",
"ερωτηθεί":"ερωτώ",
"ερωτηθεις":"ερωτηθείς",
"ερωτηθείς":"ερωτηθείς",
"ερωτηθέντες":"ερωτηθείς",
"ερωτηθέντων":"ερωτηθείς",
"ερωτήθηκαν":"ερωτώ",
"ερωτηθήκατε":"ερωτώ",
"ερωτήθηκε":"ερωτώ",
"ερωτηθούν":"ερωτώ",
"ερωτημα":"ερώτημα",
"ερώτημα":"ερώτημα",
"ερώτημά":"ερώτημα",
"ερωτήματα":"ερώτημα",
"ερωτήματά":"ερώτημα",
"ερώτηματα":"ερώτηματα",
"ερωτηματικά":"ερωτηματικός",
"ερωτηματικές":"ερωτηματικός",
"ερωτηματική":"ερωτηματικός",
"ερωτηματικό":"ερωτηματικός",
"ερωτηματικών":"ερωτηματικός",
"ερωτηματολόγια":"ερωτηματολόγιο",
"ερωτηματολόγιο":"ερωτηματολόγιο",
"ερωτηματολογίου":"ερωτηματολόγιο",
"ερωτηματολογίων":"ερωτηματολόγιο",
"ερωτήματος":"ερώτημα",
"ερωτήματός":"ερώτημα",
"ερωτημάτων":"ερώτημα",
"ερωτησεις":"ερώτηση",
"ερωτήσεις":"ερώτηση",
"ερωτήσεων":"ερώτηση",
"ερωτηση":"ερώτηση",
"ερώτηση":"ερώτηση",
"ερώτησή":"ερώτηση",
"ερώτηση-αίτηση":"ερώτηση-αίτηση",
"ερώτησης":"ερώτηση",
"ερώτησιν":"ερώτηση",
"ερωτικα":"ερωτικός",
"ερωτικά":"ερωτικός",
"ερωτικές":"ερωτικός",
"ερωτικη":"ερωτικός",
"ερωτική":"ερωτικός",
"ερωτικής":"ερωτικός",
"ερωτικό":"ερωτικός",
"ερωτικον":"ερωτικός",
"ερωτικός":"ερωτικός",
"ερωτικού":"ερωτικός",
"ερωτικούς":"ερωτικός",
"ερωτικών":"ερωτικός",
"ερωτισμό":"ερωτισμός",
"ερωτισμός":"ερωτισμός",
"ερωτισμού":"ερωτισμός",
"έρωτος":"έρως",
"ερωτοτροπεί":"ερωτοτροπώ",
"ερωτοτροπούν":"ερωτοτροπώ",
"ερωτοτροπούσε":"ερωτοτροπώ",
"ερωτούμε":"ερωτώ",
"ερωτούν":"ερωτώ",
"ερωτώ":"ερωτώ",
"ερωτώμενος":"ερωτώμενος",
"ερωτώμενων":"ερωτώμενος",
"ερώτων":"έρωτας",
"ερωτώνται":"ερωτώ",
"ες":"ες",
"εσα":"εσα",
"εσαεί":"εσαεί",
"εσακ":"εσακ",
"εσακε":"εσακε",
"εσάνς":"εσάνς",
"εσάρπες":"εσάρπα",
"εσάς":"εγώ",
"έσβηνε":"σβήνω",
"έσβησα":"σβένω",
"έσβησαν":"σβήνω",
"έσβησε":"σβήνω",
"εσέ":"εσέ",
"εσεε":"εσεε",
"εσείς":"εγώ",
"έσεισαν":"σείω",
"εσένα":"εγώ",
"έσεξ":"έσεξ",
"έσερναν":"σέρνω",
"έσερνε":"σέρνω",
"εσηεα":"εσηεα",
"εσηεμθ":"εσηεμθ",
"εσηεμ-θ":"εσηεμ-θ",
"εσημειώθη":"εσημειώθη",
"εσθ":"εσθ",
"εσθήρ":"εσθήρ",
"εσθονία":"εσθονία",
"έσκαβαν":"σκάβω",
"έσκαβε":"σκάβω",
"έσκαζαν":"σκάζω",
"εσκαμμένα":"εσκαμμένος",
"έσκασε":"σκάω",
"έσκασες":"σκάω",
"έσκαψε":"σκάβω",
"εσκεμμένα":"εσκεμμένα",
"εσκεμμένη":"εσκεμμένος",
"εσκεμμένο":"εσκεμμένος",
"εσκενάζι":"εσκενάζι",
"έσκιζαν":"σκίζω",
"εσκιμο":"εσκιμο",
"εσκιμο-κ":"εσκιμο-κ",
"εσκιμο-πρ":"εσκιμο-πρ",
"εσκιμω":"εσκιμω",
"έσκισαν":"σκίζω",
"εσκουδο":"εσκούδο",
"έσκυψαν":"σκύβω",
"έσκυψε":"σκύβω",
"εσμεράλντα":"εσμεράλντα",
"εσμός":"εσμός",
"εσοδα":"έσοδο",
"έσοδα":"έσοδο",
"έσοδά":"έσοδο",
"έσοδο":"έσοδο",
"εσόδων":"έσοδο",
"εσοχές":"εσοχή",
"εσοχή":"εσοχή",
"έσπαγαν":"σπάω",
"έσπαγε":"σπάω",
"έσπαναν":"έσπαναν",
"εσπανιόλ":"εσπανιόλ",
"έσπασαν":"σπάω",
"εσπασε":"σπάω",
"έσπασε":"σπάω",
"έσπειραν":"σπέρνω",
"έσπειρε":"σπέρνω",
"εσπερίδα":"εσπερίδα",
"εσπερίδες":"εσπερίδα",
"εσπερίδες-δας":"εσπερίδες-δας",
"εσπερίδες-μ":"εσπερίδες-μ",
"εσπερίδες-πτολεμαΐδα":"εσπερίδες-πτολεμαΐδα",
"εσπεριδοειδών":"εσπεριδοειδές",
"εσπερινά":"εσπερινός",
"εσπερινό":"εσπερινός",
"εσπερινού":"εσπερινός",
"εσπερινών":"εσπερινός",
"έσπερναν":"σπέρνω",
"έσπερο":"έσπερος",
"εσπερος":"έσπερος",
"έσπερος":"έσπερος",
"έσπευδαν":"σπεύδω",
"έσπευδε":"σπεύδω",
"έσπευσαν":"σπεύδω",
"έσπευσε":"σπεύδω",
"εσπευσμένα":"εσπευσμένα",
"εσπευσμένες":"σπεύδω",
"εσπευσμένη":"σπεύδω",
"εσπευσμένο":"εσπευσμένος",
"εσπευσμένος":"εσπευσμένος",
"εσπινόλα":"εσπινόλα",
"εσπόζιτο":"εσπόζιτο",
"εσπόσιτο":"εσπόσιτο",
"έσπρωξα":"σπρώχνω",
"έσπρωξαν":"σπρώχνω",
"έσπρωξε":"σπρώχνω",
"έσπρωχναν":"σπρώχνω",
"έσπρωχνε":"σπρώχνω",
"εσρ":"εσρ",
"εσσδ":"εσσδ",
"έσταζε":"στάζω",
"εστάλη":"στέλνω",
"εστάλησαν":"στέλνω",
"εστέβε":"εστέβε",
"έστειλα":"στέλνω",
"έστειλαν":"στέλνω",
"εστειλε":"στέλνω",
"έστειλε":"στέλνω",
"έστεκε":"στέκω",
"έστελναν":"στέλνω",
"έστελνε":"στέλνω",
"εστεμπαν":"εστεμπαν",
"εστέμπαν":"εστέμπαν",
"εστέν":"εστέν",
"εστέρων":"εστέρας",
"εστέτ":"εστέτ",
"έστεψε":"στέφω",
"έστηναν":"στήνω",
"έστηνε":"στήνω",
"έστησαν":"στήνω",
"έστησε":"στήνω",
"εστί":"ειμί",
"εστία":"εστία",
"εστιάζει":"εστιάζω",
"εστιάζεται":"εστιάζω",
"εστιάζονται":"εστιάζω",
"εστιάζονταν":"εστιάζω",
"εστιάζοντας":"εστιάζω",
"εστιάζουν":"εστιάζω",
"εστιάζω":"εστιάζω",
"εστιακό":"εστιακός",
"εστίας":"εστία",
"εστίασαν":"εστιάζω",
"εστίασε":"εστιάζω",
"εστιάσει":"εστιάζω",
"εστίαση":"εστίαση",
"εστίαση-αναψυχή":"εστίαση-αναψυχή",
"εστίασης":"εστίαση",
"εστιασθεί":"εστιάζω",
"εστιασμένη":"εστιάζω",
"εστιασμένων":"εστιάζω",
"εστιάσουμε":"εστιάζω",
"εστιαστεί":"εστιάζω",
"εστιάστηκαν":"εστιάζω",
"εστιάστηκε":"εστιάζω",
"εστιάτορα":"εστιάτορας",
"εστιάτορας":"εστιάτορας",
"εστιάτορες":"εστιάτορας",
"εστιατόρια":"εστιατόριο",
"εστιατοριο":"εστιατόριο",
"εστιατόριο":"εστιατόριο",
"εστιατόριό":"εστιατόριο",
"εστιατορίου":"εστιατόριο",
"εστιατορίων":"εστιατόριο",
"εστιέ":"εστιέ",
"εστίες":"εστία",
"έστιν":"έστιν",
"εστιών":"εστία",
"εστουντιαντες":"εστουντιαντες",
"εστουντιάντες":"εστουντιάντες",
"εστραγκόν":"εστραγκόν",
"εστράδα":"εστράδα",
"έστρεψαν":"στρέφω",
"έστρεψε":"στρέφω",
"έστρωσε":"στρώνω",
"έστω":"έστω",
"εσύ":"εγώ",
"εσυ":"εσυ",
"εσυδ":"εσυδ",
"έσυρα":"σέρνω",
"έσυραν":"σέρνω",
"έσυρε":"σέρνω",
"έσφαζε":"σφάζω",
"έσφαλε":"σφάλλω",
"εσφαλμένα":"εσφαλμένος",
"εσφαλμένες":"εσφαλμένος",
"εσφαλμένη":"εσφαλμένος",
"εσφαλμένο":"εσφαλμένος",
"εσφαλμένων":"εσφαλμένος",
"εσφαλμένως":"εσφαλμένως",
"έσφαξαν":"σφάζω",
"έσφαξε":"σφάζω",
"έσφιγγαν":"σφίγγω",
"έσφιγγε":"σφίγγω",
"έσφιξα":"σφίγγω",
"έσφιξαν":"σφίγγω",
"έσφιξε":"σφίγγω",
"έσφυζαν":"σφύζω",
"έσφυζε":"σφύζω",
"εσχα":"εσχα",
"έσχατα":"έσχατος",
"έσχατες":"έσχατος",
"εσχάτη":"έσχατος",
"έσχατη":"έσχατος",
"εσχάτης":"έσχατος",
"έσχατης":"έσχατος",
"εσχατιές":"εσχατιά",
"έσχατο":"έσχατος",
"έσχατοι":"έσχατος",
"εσχατολογικές":"εσχατολογικός",
"εσχατολογικού":"εσχατολογικός",
"έσχατος":"έσχατος",
"εσχάτων":"έσχατος",
"εσχάτως":"εσχάτως",
"έσχες":"έσχες",
"έσχισε":"σχίζω",
"έσω":"έσω",
"έσωζε":"σώζω",
"εσωκομματικά":"εσωκομματικός",
"εσωκομματικές":"εσωκομματικός",
"εσωκομματική":"εσωκομματικός",
"εσωκομματικής":"εσωκομματικός",
"εσωκομματικού":"εσωκομματικός",
"εσωκομματικούς":"εσωκομματικός",
"εσωκομματικών":"εσωκομματικός",
"εσώρουχα":"εσώρουχο",
"εσώρουχά":"εσώρουχο",
"εσωρούχων":"εσώρουχο",
"έσωσαν":"σώζω",
"εσωσε":"σώζω",
"έσωσε":"σώζω",
"εσωστρέφεια":"εσωστρέφεια",
"εσωστρέφειας":"εσωστρέφεια",
"εσωστρεφείς":"εσωστρεφής",
"εσωστρεφή":"εσωστρεφής",
"εσωστρεφής":"εσωστρεφής",
"εσωστρεφούς":"εσωστρεφής",
"εσώτατο":"εσώτατο",
"εσώτερες":"εσώτερος",
"εσωτερικά":"εσωτερικά",
"εσωτερικα":"εσωτερικός",
"εσωτερικά":"εσωτερικός",
"εσωτερικές":"εσωτερικός",
"εσωτερικευμένης":"εσωτερικευμένος",
"εσωτερικεύουν":"εσωτερικεύω",
"εσωτερική":"εσωτερικός",
"εσωτερικής":"εσωτερικός",
"εσωτερικό":"εσωτερικό",
"εσωτερικό":"εσωτερικός",
"εσωτερικοί":"εσωτερικός",
"εσωτερικός":"εσωτερικός",
"εσωτερικότητα":"εσωτερικότητα",
"εσωτερικότητας":"εσωτερικότητα",
"εσωτερικού":"εσωτερικό",
"εσωτερικούς":"εσωτερικός",
"εσωτερικών":"εσωτερικά",
"εσωτερικων":"εσωτερικός",
"εσωτερικών":"εσωτερικός",
"εσωτερικώς":"εσωτερικά",
"εσώψυχα":"εσώψυχα",
"εσώψυχα":"εσώψυχος",
"εσώψυχά":"εσώψυχος",
"ετ":"ετ",
"ετ.":"ετ.",
"ετ.επ.χατροφυλακιου":"ετ.επ.χατροφυλακιου",
"ετ1":"ετ1",
"ετ-1":"ετ-1",
"ετ120":"ετ120",
"ετ3":"ετ3",
"ετ-3":"ετ-3",
"ετ319":"ετ319",
"ετα":"ετα",
"εταίρας":"εταίρα",
"εταιρεια":"εταιρεία",
"εταιρεία":"εταιρεία",
"εταιρειας":"εταιρεία",
"εταιρείας":"εταιρεία",
"εταιρειες":"εταιρεία",
"εταιρείες":"εταιρεία",
"εταιρειων":"εταιρεία",
"εταιρειών":"εταιρεία",
"εταίρες":"εταίρα",
"εταιρια":"εταιρία",
"εταιρία":"εταιρία",
"εταιρίας":"εταιρία",
"εταιριες":"εταιρία",
"εταιρίες":"εταιρία",
"εταιρικά":"εταιρικά",
"εταιρικά":"εταιρικός",
"εταιρικές":"εταιρικός",
"εταιρική":"εταιρικός",
"εταιρικής":"εταιρικός",
"εταιρικό":"εταιρικός",
"εταιρικού":"εταιρικός",
"εταιρικών":"εταιρικός",
"εταιριών":"εταιρία",
"εταίρο":"εταίρος",
"εταίροι":"εταίρος",
"εταίρος":"εταίρος",
"εταίρου":"εταίρος",
"εταίρους":"εταίρος",
"εταιρρείας":"εταιρρείας",
"εταίρων":"εταίρος",
"ετανε":"ετανε",
"έταξε":"τάζω",
"ετάπ":"ετάπ",
"ετάχθη":"τάσσω",
"ετάχθησαν":"τάσσω",
"ετβα":"ετβα",
"ετε":"ετε",
"ετεβα":"ετεβα",
"ετέθη":"θέτω",
"ετέθησαν":"θέτω",
"έτει":"έτει",
"έτειναν":"τείνω",
"έτεινε":"τείνω",
"ετέλεσα":"ετέλεσα",
"ετελέσθη":"ετελέσθη",
"ετεμ":"ετεμ",
"έτεμνε":"τέμνω",
"έτερη":"έτερος",
"έτερο":"έτερος",
"ετεροαπασχόληση":"ετεροαπασχόληση",
"ετερογένεια":"ετερογένεια",
"ετερογένειας":"ετερογένεια",
"ετερογενές":"ετερογενής",
"ετερογενούς":"ετερογενής",
"ετερογενών":"ετερογενής",
"ετεροδημότες":"ετεροδημότης",
"ετεροδημοτών":"ετεροδημότης",
"ετεροδικία":"ετεροδικία",
"ετεροδικίας":"ετεροδικία",
"ετεροζυγώτες":"ετεροζυγώτης",
"ετεροθαλείς":"ετεροθαλής",
"ετεροθαλή":"ετεροθαλής",
"ετεροθαλής":"ετεροθαλής",
"ετεροκαθορισμός":"ετεροκαθορισμός",
"ετερόκλητα":"ετερόκλητος",
"ετερόκλητες":"ετερόκλητος",
"ετερόκλητο":"ετερόκλητος",
"ετερόκλητων":"ετερόκλητος",
"ετερόλογη":"ετερόλογη",
"έτερον":"έτερος",
"ετερόρρυθμες":"ετερόρρυθμος",
"έτερος":"έτερος",
"ετερότητα":"ετερότητα",
"ετερότητας":"ετερότητα",
"ετέρου":"έτερος",
"ετεροχρονισμένα":"ετεροχρονισμένος",
"ετεροχρονισμένες":"ετεροχρονισμένος",
"ετεροχρονισμένη":"ετεροχρονισμένος",
"ετεροχρονισμένο":"ετεροχρονισμένος",
"ετζεβίτ":"ετζεβίτ",
"έτη":"έτος",
"ετηρείτο":"ετηρείτο",
"ετήσια":"ετήσιος",
"ετήσιας":"ετήσιος",
"ετήσιες":"ετήσιος",
"ετήσιο":"ετήσιος",
"ετήσιοι":"ετήσιος",
"ετήσιος":"ετήσιος",
"ετήσιου":"ετήσιος",
"ετήσιους":"ετήσιος",
"ετήσιων":"ετήσιος",
"ετησίως":"ετησίως",
"έτι":"έτι",
"ετιέν":"ετιέν",
"ετικέτα":"ετικέτα",
"'ετικέτα":"'ετικέτα",
"ετικέτας":"ετικέτα",
"ετικέτες":"ετικέτα",
"ετικέττα":"ετικέττα",
"ετικετών":"ετικέτα",
"ετιμήθη":"τιμώ",
"ετιμπάρ":"ετιμπάρ",
"ετμα":"ετμα",
"ετό":"ετό",
"έτοιμα":"έτοιμα",
"έτοιμα":"έτοιμος",
"ετοιμάζαμε":"ετοιμάζω",
"ετοίμαζαν":"ετοιμάζω",
"ετοίμαζε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζει":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζεσαι":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζεστε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζεται":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζομαι":"ετοιμάζω",
"ετοιμαζόμουνα":"ετοιμάζω",
"ετοιμαζονται":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζονται":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζονταν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζοντας":"ετοιμάζω",
"ετοιμαζόταν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζουμε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζουν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάζω":"ετοιμάζω",
"ετοίμασαν":"ετοιμάζω",
"ετοίμασε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάσει":"ετοιμάζω",
"ετοιμάσεις":"ετοιμάζω",
"ετοιμασθεί":"ετοιμάζω",
"ετοιμασία":"ετοιμασία",
"ετοιμασίες":"ετοιμασία",
"ετοιμασιών":"ετοιμασία",
"ετοιμάσουμε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάσουν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάστε":"ετοιμάζω",
"ετοιμαστεί":"ετοιμάζω",
"ετοιμαστείτε":"ετοιμάζω",
"ετοιμάστηκαν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάστηκε":"ετοιμάζω",
"ετοιμαστούμε":"ετοιμάζω",
"ετοιμαστούν":"ετοιμάζω",
"ετοιμάσω":"ετοιμάζω",
"έτοιμες":"έτοιμος",
"έτοιμη":"έτοιμος",
"έτοιμης":"έτοιμος",
"έτοιμο":"έτοιμος",
"ετοιμοθάνατη":"ετοιμοθάνατος",
"ετοιμοθάνατης":"ετοιμοθάνατος",
"ετοιμοθάνατο":"ετοιμοθάνατος",
"ετοιμοθάνατου":"ετοιμοθάνατος",
"ετοιμοι":"έτοιμος",
"έτοιμοι":"έτοιμος",
"ετοιμόλογα":"ετοιμόλογος",
"ετοιμοπόλεμα":"ετοιμοπόλεμος",
"ετοιμοπόλεμοι":"ετοιμοπόλεμος",
"ετοιμοπόλεμος":"ετοιμοπόλεμος",
"ετοιμοπόλεμους":"ετοιμοπόλεμος",
"ετοιμόρροπα":"ετοιμόρροπος",
"ετοιμόρροπες":"ετοιμόρροπος",
"ετοιμόρροπο":"ετοιμόρροπος",
"ετοιμος":"έτοιμος",
"έτοιμος":"έτοιμος",
"ετοιμοτητα":"ετοιμότητα",
"ετοιμότητα":"ετοιμότητα",
"ετοιμότητά":"ετοιμότητα",
"ετοιμότητας":"ετοιμότητα",
"έτοιμου":"έτοιμος",
"έτοιμους":"έτοιμος",
"ετοίμων":"έτοιμος",
"έτοιμων":"έτοιμος",
"ετοποθέτησε":"ετοποθέτησε",
"ετος":"έτος",
"έτος":"έτος",
"ετους":"έτος",
"έτους":"έτος",
"ετούτα":"ετούτος",
"ετούτες":"ετούτος",
"ετούτη":"ετούτος",
"ετούτο":"ετούτος",
"ετπα":"ετπα",
"έτρεμα":"τρέμω",
"έτρεμαν":"τρέμω",
"έτρεμε":"τρέμω",
"έτρεξα":"τρέχω",
"έτρεξαν":"τρέχω",
"έτρεξε":"τρέχω",
"έτρεφα":"τρέφω",
"έτρεφαν":"τρέφω",
"έτρεφε":"τρέφω",
"έτρεχα":"τρέχω",
"έτρεχαν":"τρέχω",
"έτρεχε":"τρέχω",
"έτρεψαν":"τρέπω",
"έτριβαν":"τρίβω",
"έτριζαν":"τρίζω",
"ετρουσκική":"ετρουσκικός",
"ετρουσκικών":"ετρουσκικός",
"έτρωγα":"τρώγω",
"έτρωγαν":"τρώω",
"έτρωγε":"τρώγω",
"έτσ":"έτσ",
"ετσεβίτ":"ετσεβίτ",
"ετσι":"έτσι",
"έτσι":"έτσι",
"ετσιθελικά":"ετσιθελικά",
"ετυμηγορία":"ετυμηγορία",
"ετυμηγορίες":"ετυμηγορία",
"ετυμολογία":"ετυμολογία",
"ετυμολογίας":"ετυμολογία",
"ετυμολογική":"ετυμολογικός",
"έτυχαν":"τυχαίνω",
"έτυχε":"τυχαίνω",
"ετων":"έτος",
"ετών":"έτος",
"έτών":"έτών",
"ευ":"ευ",
"ευ.":"ευ.",
"εύα":"εύα",
"ευαγγ":"ευαγγ",
"ευάγγ":"ευάγγ",
"ευαγγελάτος":"ευαγγελάτος",
"ευαγγελια":"ευαγγελία",
"ευαγγελία":"ευαγγελία",
"ευαγγελιας":"ευαγγελία",
"ευαγγελίας":"ευαγγελία",
"ευαγγελίζεται":"ευαγγελίζομαι",
"ευαγγελιζόταν":"ευαγγελίζομαι",
"ευαγγελικές":"ευαγγελικός",
"ευαγγελική":"ευαγγελικός",
"ευαγγελίνα":"ευαγγελίνα",
"ευαγγέλιο":"ευαγγέλιο",
"ευαγγελίου":"ευαγγέλιο",
"ευαγγελισμός":"ευαγγελισμός",
"ευαγγελισμού":"ευαγγελισμός",
"ευαγγελιστές":"ευαγγελιστής",
"ευαγγελιστή":"ευαγγελιστής",
"ευαγγελιστής":"ευαγγελιστής",
"ευαγγελίστρια":"ευαγγελίστρια",
"ευαγγελίστριας":"ευαγγελίστρια",
"ευαγγελιστών":"ευαγγελιστής",
"ευάγγελο":"ευάγγελος",
"ευαγγελόπουλος":"ευαγγελόπουλος",
"ευαγγελος":"ευάγγελος",
"ευαγγελός":"ευαγγελός",
"ευάγγελος":"ευάγγελος",
"ευάγγελου":"ευάγγελος",
"ευαγές":"ευαγής",
"ευαθ":"ευαθ",
"ευαισθησία":"ευαισθησία",
"ευαισθησίας":"ευαισθησία",
"ευαισθησίες":"ευαισθησία",
"ευαισθησιών":"ευαισθησία",
"ευαισθητα":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητα":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητες":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητη":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητης":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητο":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητοι":"ευαίσθητος",
"ευαισθητοποιηθεί":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιήθηκαν":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιήθηκε":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιηθούν":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιημένο":"ευαισθητοποιημένος",
"ευαισθητοποιημένοι":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποίησε":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιήσει":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποίηση":"ευαισθητοποίηση",
"ευαισθητοποίησης":"ευαισθητοποίηση",
"ευαισθητοποιήσω":"ευαισθητοποιώ",
"ευαισθητοποιούν":"ευαισθητοποιώ",
"ευαίσθητος":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητου":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητους":"ευαίσθητος",
"ευαίσθητων":"ευαίσθητος",
"ευάλωτα":"ευάλωτος",
"ευάλωτες":"ευάλωτος",
"ευάλωτη":"ευάλωτος",
"ευάλωτης":"ευάλωτος",
"ευάλωτο":"ευάλωτος",
"ευάλωτοι":"ευάλωτος",
"ευάλωτος":"ευάλωτος",
"ευάλωτους":"ευάλωτος",
"ευανάγνωστα":"ευανάγνωστα",
"ευανάγνωστη":"ευανάγνωστος",
"ευανάγνωστης":"ευανάγνωστος",
"ευανάγνωστος":"ευανάγνωστος",
"ευανθια":"ευανθία",
"ευανθία":"ευανθία",
"ευαρέσκειά":"ευαρέσκεια",
"ευαρεστήθηκαν":"ευαρεστώ",
"ευάριθμη":"ευάριθμος",
"εύβοια":"εύβοια",
"ευβοίας":"εύβοια",
"εύβοιας":"εύβοια",
"ευβοϊκό":"ευβοϊκός",
"ευγε":"εύγε",
"εύγε":"εύγε",
"ευγένεια":"ευγένεια",
"ευγένειά":"ευγένεια",
"ευγενείας":"ευγένεια",
"ευγένειας":"ευγένεια",
"ευγένειες":"ευγένεια",
"ευγενείς":"ευγενής",
"ευγενές":"ευγενής",
"ευγενή":"ευγενής",
"ευγενής":"ευγενής",
"ευγενία":"ευγενία",
"ευγενίας":"ευγενία",
"ευγενικά":"ευγενικά",
"ευγενικές":"ευγενικός",
"ευγενική":"ευγενικός",
"ευγενικής":"ευγενικός",
"ευγενικό":"ευγενικός",
"ευγενικοί":"ευγενικός",
"ευγενικός":"ευγενικός",
"ευγενικούς":"ευγενικός",
"ευγένιος":"ευγένιος",
"ευγενούς":"ευγενής",
"ευγενών":"ευγενής",
"εύγευστες":"εύγευστος",
"εύγευστος":"εύγευστος",
"ευγηρίας":"ευγηρία",
"εύγλωττα":"εύγλωττος",
"εύγλωττες":"εύγλωττος",
"εύγλωττη":"εύγλωττος",
"εύγλωττο":"εύγλωττος",
"ευγνώμονες":"ευγνώμων",
"ευγνωμονούμε":"ευγνωμονώ",
"ευγνωμονούν":"ευγνωμονώ",
"ευγνωμονώ":"ευγνωμονώ",
"ευγνωμοσύνη":"ευγνωμοσύνη",
"ευγνωμοσύνης":"ευγνωμοσύνη",
"ευγνώμων":"ευγνώμων",
"ευγονική":"ευγονική",
"ευγονικής":"ευγονική",
"ευδαιμονία":"ευδαιμονία",
"ευδαιμονίας":"ευδαιμονία",
"ευδαιμονικών":"ευδαιμονικός",
"ευδαιμονισμού":"ευδαιμονισμός",
"ευδαπ":"ευδαπ",
"ευδε":"ευδε",
"ευδιάθετη":"ευδιάθετος",
"ευδιάθετος":"ευδιάθετος",
"ευδιάκριτα":"ευδιάκριτα",
"ευδιάκριτες":"ευδιάκριτος",
"ευδιάκριτη":"ευδιάκριτος",
"ευδιάκριτο":"ευδιάκριτος",
"ευδιάκριτος":"ευδιάκριτος",
"ευδιάχυτο":"ευδιάχυτο",
"ευδιέξοδο":"ευδιέξοδο",
"ευδοκια":"ευδοκία",
"ευδοκία":"ευδοκία",
"ευδοκίας":"ευδοκία",
"ευδοκιμεί":"ευδοκιμώ",
"ευδοκίμησαν":"ευδοκιμώ",
"ευδοκίμησε":"ευδοκιμώ",
"ευδοκιμήσει":"ευδοκιμώ",
"ευδοκίμηση":"ευδοκίμηση",
"ευδοκιμήσουν":"ευδοκιμώ",
"ευδοκιμούν":"ευδοκιμώ",
"ευδοκίμως":"ευδοκίμως",
"ευδοξίας":"ευδοξία",
"ευδοξίου":"ευδοξίου",
"εύδρομο":"εύδρομος",
"ευέλικτα":"ευέλικτος",
"ευέλικτες":"ευέλικτος",
"ευέλικτη":"ευέλικτος",
"ευέλικτο":"ευέλικτος",
"ευέλικτοι":"ευέλικτος",
"ευέλικτος":"ευέλικτος",
"ευέλικτου":"ευέλικτος",
"ευέλικτους":"ευέλικτος",
"ευέλικτων":"ευέλικτος",
"ευελιξία":"ευελιξία",
"ευελιξίας":"ευελιξία",
"εύελπι":"εύελπι",
"ευελπιστεί":"ευελπιστώ",
"ευελπιστούμε":"ευελπιστώ",
"ευελπιστούν":"ευελπιστώ",
"ευελπιστώ":"ευελπιστώ",
"ευελπιστώντας":"ευελπιστώ",
"ευένδοτοι":"ευένδοτοι",
"ευέξαπτο":"ευέξαπτος",
"ευέξαπτοι":"ευέξαπτος",
"ευέξαπτος":"ευέξαπτος",
"ευεξήγητη":"ευεξήγητος",
"ευεξία":"ευεξία",
"ευεξίας":"ευεξία",
"ευεπίφοροι":"ευεπίφορος",
"ευεργεθέντες":"ευεργεθέντες",
"ευεργεσία":"ευεργεσία",
"ευεργεσίας":"ευεργεσία",
"ευεργέτες":"ευεργέτης",
"ευεργέτη":"ευεργέτης",
"ευεργετηθεί":"ευεργετώ",
"ευεργετηθέντα":"ευεργετηθείς",
"'ευεργέτημα'":"'ευεργέτημα'",
"ευεργετημάτων":"ευεργέτημα",
"ευεργέτης":"ευεργέτης",
"ευεργέτησες":"ευεργετώ",
"ευεργετικά":"ευεργετικός",
"ευεργετικές":"ευεργετικός",
"ευεργετικη":"ευεργετικός",
"ευεργετική":"ευεργετικός",
"ευεργετικό":"ευεργετικός",
"ευεργετικότητά":"ευεργετικότητα",
"ευεργετικών":"ευεργετικός",
"ευεργέτου":"ευεργέτης",
"ευεργετούσαν":"ευεργετώ",
"εύζωνοι":"εύζωνας",
"ευζώνους":"εύζωνας",
"εύη":"εύη",
"ευήκοον":"ευήκοος",
"ευήλια":"ευήλιος",
"ευημερεί":"ευημερώ",
"ευημερήσουν":"ευημερήσουν",
"ευημερία":"ευημερία",
"ευημερίας":"ευημερία",
"ευημερούν":"ευημερώ",
"ευημερούσα":"ευημερών",
"ευημερούσας":"ευημερών",
"εύης":"εύη",
"ευθανασία":"ευθανασία",
"ευθανασίας":"ευθανασία",
"ευθαρσώς":"ευθαρσώς",
"ευθεία":"ευθεία",
"ευθεία":"ευθύς",
"ευθείαν":"ευθεία",
"ευθείας":"ευθεία",
"ευθείες":"ευθεία",
"ευθείς":"ευθύς",
"ευθέτω":"ευθέτω",
"ευθέως":"ευθέως",
"εύθραυστες":"εύθραυστος",
"εύθραυστη":"εύθραυστος",
"εύθραυστης":"εύθραυστος",
"εύθραυστο":"εύθραυστος",
"εύθραυστος":"εύθραυστος",
"ευθραυστότητα":"ευθραυστότητα",
"εύθραυστους":"εύθραυστος",
"εύθραυστων":"εύθραυστος",
"ευθύ":"ευθύς",
"ευθυβούλη":"ευθυβούλη",
"ευθύγραμμα":"ευθύγραμμος",
"ευθύγραμμη":"ευθύγραμμος",
"ευθυγραμμίζεται":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμίζονται":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμιζόταν":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγράμμιση":"ευθυγράμμιση",
"ευθυγράμμισή":"ευθυγράμμιση",
"ευθυγραμμισμένες":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμισμένη":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμίσουν":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμιστεί":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμίστηκε":"ευθυγραμμίζω",
"ευθυγραμμιστούν":"ευθυγραμμίζω",
"ευθύγραμμο":"ευθύγραμμος",
"ευθυκρισία":"ευθυκρισία",
"ευθυλογιες":"ευθυλογιες",
"εύθυμα":"εύθυμα",
"ευθύμη":"ευθύμη",
"ευθυμη":"εύθυμος",
"εύθυμη":"εύθυμος",
"ευθύμης":"ευθύμης",
"ευθυμήσαμε":"ευθυμώ",
"ευθυμήσετε":"ευθυμώ",
"ευθυμία":"ευθυμία",
"ευθυμιαδης":"ευθυμιάδης",
"ευθυμιάδης":"ευθυμιάδης",
"ευθυμίας":"ευθυμία",
"ευθύμιο":"ευθύμιος",
"ευθυμιος":"ευθύμιος",
"ευθύμιος":"ευθύμιος",
"ευθυμιου":"ευθύμιος",
"εύθυμο":"εύθυμος",
"ευθύνας":"ευθύνας",
"ευθύνες":"ευθύνη",
"ευθύνεται":"ευθύνομαι",
"ευθύνη":"ευθύνη",
"ευθύνης":"ευθύνη",
"ευθυνόμαστε":"ευθύνομαι",
"ευθύνονται":"ευθύνομαι",
"ευθύνονταν":"ευθύνομαι",
"ευθυνών":"ευθύνη",
"ευθύς":"ευθύς",
"ευθυτενείς":"ευθυτενής",
"ευθύτητα":"ευθύτητα",
"εύκαιρα":"εύκαιρος",
"ευκαιρια":"ευκαιρία",
"ευκαιρία":"ευκαιρία",
"ευκαιριακά":"ευκαιριακός",
"ευκαιριακές":"ευκαιριακός",
"ευκαιριακή":"ευκαιριακός",
"ευκαιριακό":"ευκαιριακός",
"ευκαιριακού":"ευκαιριακός",
"ευκαιριακούς":"ευκαιριακός",
"ευκαιρίας":"ευκαιρία",
"ευκαιρίες":"ευκαιρία",
"ευκαιριών":"ευκαιρία",
"ευκαλύπτου":"ευκάλυπτος",
"εύκαμπτη":"εύκαμπτος",
"εύκαμπτο":"εύκαμπτος",
"εύκαμπτων":"εύκαμπτος",
"ευκαρία":"ευκαρία",
"ευκαρπία":"ευκαρπία",
"ευκαρπίας":"ευκαρπία",
"ευκαταφρόνητες":"ευκαταφρόνητος",
"ευκαταφρόνητη":"ευκαταφρόνητος",
"ευκαταφρόνητο":"ευκαταφρόνητος",
"ευκινησία":"ευκινησία",
"ευκίνητα":"ευκίνητος",
"ευκίνητοι":"ευκίνητος",
"ευκίνητος":"ευκίνητος",
"εύκλαστο":"εύκλαστο",
"ευκολα":"εύκολα",
"εύκολα":"εύκολα",
"εύκολα":"εύκολος",
"εύκολες":"εύκολος",
"ευκολη":"εύκολος",
"εύκολη":"εύκολος",
"εύκολης":"εύκολος",
"ευκολία":"ευκολία",
"ευκολίας":"ευκολία",
"ευκολίες":"ευκολία",
"ευκολιών":"ευκολία",
"εύκολο":"εύκολος",
"εύκολοι":"εύκολος",
"ευκολόπιστε":"ευκολόπιστος",
"εύκολος":"εύκολος",
"ευκολότατα":"εύκολα",
"ευκολότερα":"εύκολα",
"ευκολότερη":"εύκολος",
"ευκολότερο":"εύκολος",
"ευκολότερος":"εύκολος",
"εύκολου":"εύκολος",
"εύκολους":"εύκολος",
"εύκολων":"εύκολος",
"ευκόλως":"εύκολα",
"εύκρατες":"εύκρατος",
"ευκρίνεια":"ευκρίνεια",
"ευκρίνειας":"ευκρίνεια",
"ευκρινείς":"ευκρινής",
"ευκρινές":"ευκρινής",
"ευκρινέστερα":"ευκρινώς",
"ευκρινή":"ευκρινής",
"ευκρινώς":"ευκρινώς",
"ευκταία":"ευκταίος",
"ευκταίο":"ευκταίος",
"ευλάβεια":"ευλάβεια",
"ευλαβικά":"ευλαβικά",
"ευλαβικό":"ευλαβικός",
"εύληπτη":"εύληπτος",
"εύληπτο":"εύληπτος",
"εύλογα":"εύλογα",
"ευλογεί":"ευλογώ",
"ευλογείται":"ευλογώ",
"εύλογες":"εύλογος",
"εύλογη":"εύλογος",
"ευλογηθεί":"ευλογώ",
"ευλογημένα":"ευλογημένος",
"ευλογημένες":"ευλογημένος",
"ευλογημένη":"ευλογημένος",
"ευλογημένο":"ευλογημένος",
"ευλόγησαν":"ευλογώ",
"ευλόγησε":"ευλογώ",
"ευλογήσω":"ευλογώ",
"ευλογία":"ευλογία",
"ευλογιάς":"ευλογιά",
"ευλογίες":"ευλογία",
"εύλογο":"εύλογος",
"εύλογος":"εύλογος",
"ευλογώντας":"ευλογώ",
"ευλόγως":"εύλογα",
"ευλυγισία":"ευλυγισία",
"ευμάρεια":"ευμάρεια",
"ευμάρειας":"ευμάρεια",
"ευμεγέθη":"ευμεγέθης",
"ευμεγέθης":"ευμεγέθης",
"ευμενή":"ευμενής",
"ευμενής":"ευμενής",
"ευμενούς":"ευμενής",
"ευμενώς":"ευμενώς",
"ευμετάβλητη":"ευμετάβλητος",
"ευμετάβλητο":"ευμετάβλητος",
"ευμετάβολα":"ευμετάβολος",
"ευνοεί":"ευνοώ",
"ευνοείστε":"ευνοώ",
"ευνοείται":"ευνοώ",
"ευνοηθεί":"ευνοώ",
"ευνοήθηκε":"ευνοώ",
"ευνοηθούν":"ευνοώ",
"ευνοημένες":"ευνοώ",
"ευνοημένοι":"ευνοημένος",
"ευνοημένους":"ευνοημένος",
"ευνόησαν":"ευνοώ",
"ευνόησε":"ευνοώ",
"ευνοήσει":"ευνοώ",
"ευνοήσουν":"ευνοώ",
"ευνόητες":"ευνόητος",
"ευνόητη":"ευνόητος",
"ευνόητο":"ευνόητος",
"ευνόητους":"ευνόητος",
"εύνοια":"εύνοια",
"εύνοιας":"εύνοια",
"ευνοϊκά":"ευνοϊκά",
"ευνοϊκές":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκή":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκής":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκό":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκοί":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκότατα":"ευνοϊκά",
"ευνοϊκότερα":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκότερες":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκότερη":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκότερο":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκότερους":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκού":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκούς":"ευνοϊκός",
"ευνοϊκών":"ευνοϊκός",
"ευνοιοκρατία":"ευνοιοκρατία",
"ευνομίας":"ευνομία",
"ευνομούμενες":"ευνομούμενος",
"ευνομούμενη":"ευνομούμενος",
"ευνομούμενης":"ευνομούμενος",
"ευνοουμένων":"ευνοούμενος",
"ευνοούμενων":"ευνοούμενος",
"ευνοούν":"ευνοώ",
"ευνοούνται":"ευνοώ",
"ευνοούσαν":"ευνοώ",
"ευνοούσε":"ευνοώ",
"ευνουχίζει":"ευνουχίζω",
"ευνουχίζουν":"ευνουχίζω",
"ευνουχίσει":"ευνουχίζω",
"ευνουχισμένος":"ευνουχίζω",
"ευνουχισμό":"ευνουχισμός",
"ευνουχισμός":"ευνουχισμός",
"ευνουχισμούς":"ευνουχισμός",
"ευνουχίσουν":"ευνουχίζω",
"ευνούχοι":"ευνούχος",
"ευνοώντας":"ευνοώ",
"ευξείνου":"εύξεινος",
"εύξεινου":"εύξεινος",
"ευξεινούπολης":"ευξεινούπολης",
"ευοδωθεί":"ευοδώνομαι",
"ευοδώθηκαν":"ευοδώνομαι",
"ευοδώθηκε":"ευοδώνομαι",
"ευοδωθούν":"ευοδώνομαι",
"ευόδωση":"ευόδωση",
"ευοίωνα":"ευοίωνα",
"ευοίωνες":"ευοίωνος",
"ευοίωνη":"ευοίωνος",
"ευοίωνο":"ευοίωνος",
"εύοσμο":"εύοσμος",
"εύοσμος":"εύοσμος",
"ευοσμου":"εύοσμος",
"ευόσμου":"εύοσμος",
"εύοσμου":"εύοσμος",
"ευπ":"ευπ",
"ευπάθεια":"ευπάθεια",
"ευπαθείς":"ευπαθής",
"ευπαθή":"ευπαθής",
"ευπατρίδης":"ευπατρίδης",
"εύπεπτα":"εύπεπτος",
"εύπεπτη":"εύπεπτος",
"εύπεπτο":"εύπεπτος",
"εύπεπτος":"εύπεπτος",
"εύπλαστο":"εύπλαστος",
"εύπλαστος":"εύπλαστος",
"ευποιία":"ευποιία",
"εύπορη":"εύπορος",
"εύπορης":"εύπορος",
"εύπορο":"εύπορος",
"εύποροι":"εύπορος",
"εύπορος":"εύπορος",
"εύπορου":"εύπορος",
"εύπορους":"εύπορος",
"εύπορων":"εύπορος",
"ευπρέπεια":"ευπρέπεια",
"ευπρέπειας":"ευπρέπεια",
"ευπρεπείς":"ευπρεπής",
"ευπρεπές":"ευπρεπής",
"ευπρεπή":"ευπρεπής",
"ευπρεπής":"ευπρεπής",
"ευπρεπισμένη":"ευπρεπισμένος",
"ευπρεπισμένους":"ευπρεπισμένος",
"ευπρεπισμό":"ευπρεπισμός",
"ευπρεπώς":"ευπρεπώς",
"ευπρόσδεκτα":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσδεκτες":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσδεκτη":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσδεκτο":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσδεκτοι":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσδεκτος":"ευπρόσδεκτος",
"ευπρόσωπη":"ευπρόσωπος",
"ευπώλητα":"ευπώλητα",
"ευρ.":"ευρ.",
"ευρασιατική":"ευρασιατικός",
"ευρασιατικό":"ευρασιατικός",
"ευρασιατικός":"ευρασιατικός",
"ευρέα":"ευρύς",
"ευρεια":"ευρύς",
"ευρεία":"ευρύς",
"ευρείας":"ευρύς",
"ευρείες":"ευρύς",
"ευρέος":"ευρύς",
"ευρέσεως":"εύρεση",
"εύρεση":"εύρεση",
"εύρεσης":"εύρεση",
"ευρεσιτεχνία":"ευρεσιτεχνία",
"ευρεσιτεχνίας":"ευρεσιτεχνία",
"ευρετήρια":"ευρετήριο",
"ευρετήριο":"ευρετήριο",
"ευρέων":"ευρύς",
"ευρέως":"ευρέως",
"εύρημα":"εύρημα",
"εύρημά":"εύρημα",
"ευρήματα":"εύρημα",
"ευρήματά":"εύρημα",
"ευρηματικά":"ευρηματικός",
"ευρηματικές":"ευρηματικός",
"ευρηματική":"ευρηματικός",
"ευρηματικής":"ευρηματικός",
"ευρηματικό":"ευρηματικός",
"ευρηματικότατοι":"ευρηματικότατοι",
"ευρηματικότητα":"ευρηματικότητα",
"ευρηματικότητά":"ευρηματικότητα",
"ευρήματος":"εύρημα",
"ευρημάτων":"εύρημα",
"ευριδίκη":"ευριδίκη",
"ευριπίδη":"ευριπίδης",
"ευριπίδης":"ευριπίδης",
"ευριπίδου":"ευριπίδης",
"εύρισκα":"εύρισκα",
"εύρισκε":"εύρισκε",
"ευρίσκει":"ευρίσκω",
"ευρίσκεται":"ευρίσκω",
"ευρίσκετο":"ευρίσκω",
"ευρισκόμεθα":"ευρισκόμεθα",
"ευρισκόμενες":"ευρισκόμενος",
"ευρισκόμενοι":"ευρισκόμενος",
"ευρισκόμενος":"ευρισκόμενος",
"ευρίσκονται":"ευρίσκω",
"εύρος":"εύρος",
"εύρους":"εύρος",
"ευρύ":"ευρύς",
"ευρυγένη":"ευρυγένη",
"ευρυγένης":"ευρυγένης",
"ευρυδίκη":"ευρυδίκη",
"ευρυζωνική":"ευρυζωνικός",
"ευρυζωνικών":"ευρυζωνικός",
"εύρυθμη":"εύρυθμος",
"εύρυθμης":"εύρυθμος",
"ευρύματα":"ευρύματα",
"ευρύς":"ευρύς",
"ευρυτανία":"ευρυτανία",
"ευρυτανικό":"ευρυτανικό",
"ευρύτατα":"ευρέως",
"ευρύτατες":"ευρύς",
"ευρύτατη":"ευρύς",
"ευρύτατης":"ευρύς",
"ευρύτατο":"ευρύς",
"ευρύτατος":"ευρύς",
"ευρύτατων":"ευρύς",
"ευρύτερα":"ευρύς",
"ευρύτερες":"ευρύς",
"ευρύτερη":"ευρύς",
"ευρύτερης":"ευρύς",
"ευρύτερο":"ευρύς",
"ευρύτεροι":"ευρύς",
"ευρύτερος":"ευρύς",
"ευρύτερου":"ευρύς",
"ευρύτερους":"ευρύς",
"ευρύτερων":"ευρύς",
"ευρύτητα":"ευρύτητα",
"ευρύχωρες":"ευρύχωρος",
"ευρύχωρο":"ευρύχωρος",
"ευρω":"ευρώ",
"ευρώ":"ευρώ",
"ευρωαμερικανικού":"ευρωαμερικανικός",
"ευρωαραβικής":"ευρωαραβικός",
"ευρωαριστεράς":"ευρωαριστερά",
"ευρωβαρόμετρο":"ευρωβαρόμετρο",
"ευρωβαρομέτρου":"ευρωβαρόμετρο",
"ευρωβαρόμετρου":"ευρωβαρόμετρο",
"ευρωβουλευτές":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλευτή":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλευτης":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλευτής":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλευτού":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλευτών":"ευρωβουλευτής",
"ευρωβουλή":"ευρωβουλή",
"ευρωβουλής":"ευρωβουλή",
"ευρωγκόλ":"ευρωγκόλ",
"ευρωδεξιάς-σοσιαλιστών":"ευρωδεξιάς-σοσιαλιστών",
"ευρωδικαστήριο":"ευρωδικαστήριο",
"ευρωεκλογές":"ευρωεκλογή",
"ευρωεκλογών":"ευρωεκλογή",
"ευρω-επικριτών":"ευρω-επικριτών",
"ευρώ-εποχή":"ευρώ-εποχή",
"ευρώ-εποχής":"ευρώ-εποχής",
"ευρωζωνη":"ευρωζώνη",
"ευρωζώνη":"ευρωζώνη",
"ευρωζώνης":"ευρωζώνη",
"ευρωκάλπη":"ευρωκάλπη",
"ευρωκοινοβούλιο":"ευρωκοινοβούλιο",
"ευρωκοινοβουλίου":"ευρωκοινοβούλιο",
"ευρωλίγκα":"ευρωλίγκα",
"ευρωλίγκας":"ευρωλίγκα",
"ευρωλιμένα":"ευρωλιμένας",
"ευρωμεσογειακή":"ευρωμεσογειακός",
"ευρωμεσογειακών":"ευρωμεσογειακός",
"ευρωμπάσκετ":"ευρωμπάσκετ",
"ευρών":"εύρος",
"ευρωοικονομία":"ευρωοικονομία",
"ευρωπαία":"ευρωπαία",
"ευρωπαίας":"ευρωπαία",
"ευρωπαίες":"ευρωπαία",
"ευρωπαϊκά":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκες":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκές":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαικη":"ευρωπαικη",
"ευρωπαϊκη":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκή":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκής":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκο":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκό":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκοί":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκός":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκού":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκούς":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκων":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαϊκών":"ευρωπαϊκός",
"ευρωπαίο":"ευρωπαίος",
"ευρωπαίοι":"ευρωπαίος",
"ευρωπαιος":"ευρωπαίος",
"ευρωπαίος":"ευρωπαίος",
"ευρωπαίου":"ευρωπαίος",
"ευρωπαίους":"ευρωπαίος",
"ευρωπαϊσμό":"ευρωπαϊσμός",
"ευρωπαϊσμός":"ευρωπαϊσμός",
"ευρωπαϊστής":"ευρωπαϊστής",
"ευρωπαίων":"ευρωπαίος",
"ευρωπη":"ευρώπη",
"ευρώπη":"ευρώπη",
"ευρωπης":"ευρώπη",
"ευρώπης":"ευρώπη",
"ευρωποσά":"ευρωποσό",
"ευρώπουλα":"ευρώπουλα",
"ευρωσκεπτικιστές":"ευρωσκεπτικιστής",
"ευρωσκεπτικιστής":"ευρωσκεπτικιστής",
"ευρωσκεπτικιστικά":"ευρωσκεπτικιστικός",
"εύρωστα":"εύρωστα",
"εύρωστα":"εύρωστος",
"εύρωστες":"εύρωστος",
"εύρωστη":"εύρωστος",
"εύρωστης":"εύρωστος",
"ευρωστία":"ευρωστία",
"ευρωστίας":"ευρωστία",
"ευρωστρατός":"ευρωστρατός",
"ευρωστρατού":"ευρωστρατού",
"ευρωσυμβουλοι":"ευρωσύμβουλος",
"ευρωσύμβουλοι":"ευρωσύμβουλος",
"ευρωσύνταγμα":"ευρωσύνταγμα",
"ευρωσυντάγματος":"ευρωσύνταγμα",
"ευρωτίαση":"ευρωτίαση",
"ευρωτουρκικά":"ευρωτουρκικός",
"ευρωτουρκικές":"ευρωτουρκικός",
"ευρωτουρκικών":"ευρωτουρκικός",
"ευρωφακέλωμα":"ευρωφακέλωμα",
"ευσεβείς":"ευσεβής",
"ευσεβεύσι":"ευσεβεύσι",
"ευσεβία":"ευσεβία",
"εύσημα":"εύσημο",
"ευσπλαχνία":"ευσπλαχνία",
"ευσπλαχνίας":"ευσπλαχνία",
"ευσταθεί":"ευσταθώ",
"ευσταθία":"ευσταθία",
"ευσταθιαδης":"ευσταθιάδης",
"ευσταθιάδης":"ευσταθιάδης",
"ευστάθιος":"ευστάθιος",
"ευσταθίου":"ευστάθιος",
"ευσταθόπουλος":"ευσταθόπουλος",
"ευσταθούν":"ευσταθώ",
"εύστοχα":"εύστοχα",
"ευστοχεί":"ευστοχώ",
"εύστοχες":"εύστοχος",
"εύστοχη":"εύστοχος",
"εύστοχης":"εύστοχος",
"ευστόχησε":"ευστοχώ",
"ευστοχία":"ευστοχία",
"εύστοχο":"εύστοχος",
"εύστοχοι":"εύστοχος",
"εύστοχος":"εύστοχος",
"ευστόχου":"εύστοχος",
"ευστόχως":"ευστόχως",
"ευστρατιάδης":"ευστρατιάδης",
"ευστράτιος":"ευστράτιος",
"ευστροφία":"ευστροφία",
"ευσυνειδησία":"ευσυνειδησία",
"ευσυνειδησίας":"ευσυνειδησία",
"ευσυνείδητα":"ευσυνείδητα",
"ευσυνείδητη":"ευσυνείδητος",
"ευσυνείδητο":"ευσυνείδητος",
"ευσυνείδητου":"ευσυνείδητος",
"ευσυνείδητους":"ευσυνείδητος",
"εύσχημο":"εύσχημος",
"εύσωμοι":"εύσωμος",
"ευταξία":"ευταξία",
"ευταξίας":"ευταξία",
"ευτέλειας":"ευτέλεια",
"ευτελείς":"ευτελής",
"ευτελές":"ευτελής",
"ευτελέστερη":"ευτελής",
"ευτελή":"ευτελής",
"ευτελής":"ευτελής",
"ευτελίζει":"ευτελίζω",
"ευτελίσει":"ευτελίζω",
"ευτελισμό":"ευτελισμός",
"ευτελισμός":"ευτελισμός",
"ευτελούς":"ευτελής",
"ευτελών":"ευτελής",
"ευτερπη":"ευτέρπη",
"ευτέρπη":"ευτέρπη",
"ευτράπελα":"ευτράπελα",
"ευτράπελες":"ευτράπελος",
"ευτραπελία":"ευτραπελία",
"ευτράπελο":"ευτράπελος",
"ευτραφής":"ευτραφής",
"ευτυχείς":"ευτυχής",
"ευτυχές":"ευτυχής",
"ευτυχέστεροι":"ευτυχής",
"ευτυχέστερος":"ευτυχής",
"ευτυχή":"ευτυχής",
"ευτύχημα":"ευτύχημα",
"ευτυχής":"ευτυχής",
"ευτύχησαν":"ευτυχώ",
"ευτύχησε":"ευτυχώ",
"ευτυχήσουμε":"ευτυχώ",
"ευτυχήσουν":"ευτυχώ",
"ευτυχια":"ευτυχία",
"ευτυχία":"ευτυχία",
"ευτυχίας":"ευτυχία",
"ευτυχίδη":"ευτυχίδη",
"ευτυχίδης":"ευτυχίδης",
"ευτυχίες":"ευτυχία",
"ευτυχίσετε":"ευτυχίζω",
"ευτυχισμένα":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένες":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένη":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένο":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένοι":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένος":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένους":"ευτυχισμένος",
"ευτυχισμένων":"ευτυχισμένος",
"ευτυχώς":"ευτυχώς",
"ευυπόληπτοι":"ευυπόληπτος",
"ευφάνταστα":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστες":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστη":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστης":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστο":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστοι":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστος":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστου":"ευφάνταστος",
"ευφάνταστους":"ευφάνταστος",
"ευφημισμό":"ευφημισμός",
"ευφημισμοί":"ευφημισμός",
"ευφημισμόν":"ευφημισμός",
"εύφλεκτες":"εύφλεκτος",
"εύφλεκτη":"εύφλεκτος",
"εύφλεκτο":"εύφλεκτος",
"εύφλεκτων":"εύφλεκτος",
"εύφορα":"εύφορος",
"εύφορες":"εύφορος",
"εύφορη":"εύφορος",
"εύφορης":"εύφορος",
"ευφορία":"ευφορία",
"ευφορίας":"ευφορία",
"ευφράδεια":"ευφράδεια",
"ευφραίνεται":"ευφραίνω",
"ευφρονίου":"ευφρονίου",
"ευφρόσυνα":"ευφρόσυνα",
"ευφροσύνη":"ευφροσύνη",
"ευφρόσυνη":"ευφρόσυνος",
"ευφροσύνης":"ευφροσύνη",
"ευφυείς":"ευφυής",
"ευφυές":"ευφυής",
"ευφυέστατο":"ευφυής",
"ευφυέστερα":"ευφυής",
"ευφυή":"ευφυής",
"ευφυής":"ευφυής",
"ευφυία":"ευφυία",
"ευφυΐα":"ευφυΐα",
"ευφυΐας":"ευφυΐα",
"ευφυίας":"ευφυίας",
"ευφυολόγημα":"ευφυολόγημα",
"ευφυολογήματα":"ευφυολόγημα",
"ευφυούς":"ευφυής",
"ευφυώς":"ευφυώς",
"ευχάριστα":"ευχάριστα",
"ευχαριστεί":"ευχαριστώ",
"ευχαριστείς":"ευχαριστώ",
"ευχάριστες":"ευχάριστος",
"ευχαριστη":"ευχάριστος",
"ευχάριστη":"ευχάριστος",
"ευχαριστηθεί":"ευχαριστώ",
"ευχαριστηθείς":"ευχαριστώ",
"ευχαριστηθούμε":"ευχαριστώ",
"ευχαριστημένα":"ευχαριστώ",
"ευχαριστημένες":"ευχαριστημένος",
"ευχαριστημένη":"ευχαριστημένος",
"ευχαριστημένο":"ευχαριστώ",
"ευχαριστημένοι":"ευχαριστημένος",
"ευχαριστημένος":"ευχαριστημένος",
"ευχαριστηρια":"ευχαριστήριος",
"ευχαριστήρια":"ευχαριστήριος",
"ευχαριστηριο":"ευχαριστήριος",
"ευχαριστήριο":"ευχαριστήριος",
"ευχάριστης":"ευχάριστος",
"ευχαρίστησαν":"ευχαριστώ",
"ευχαριστησε":"ευχαριστώ",
"ευχαρίστησε":"ευχαριστώ",
"ευχαριστήσει":"ευχαριστώ",
"ευχαριστήσετε":"ευχαριστώ",
"ευχαρίστηση":"ευχαρίστηση",
"ευχαρίστησή":"ευχαρίστηση",
"ευχαρίστησης":"ευχαρίστηση",
"ευχαριστήσουμε":"ευχαριστώ",
"ευχαριστήσουν":"ευχαριστώ",
"ευχαριστήσω":"ευχαριστώ",
"ευχαριστίας":"ευχαριστία",
"ευχαριστίες":"ευχαριστία",
"ευχαριστιέται":"ευχαριστώ",
"ευχαριστο":"ευχάριστος",
"ευχάριστο":"ευχάριστος",
"ευχάριστοι":"ευχάριστος",
"ευχάριστος":"ευχάριστος",
"ευχαριστούμε":"ευχαριστώ",
"ευχαριστούν":"ευχαριστώ",
"ευχάριστους":"ευχάριστος",
"ευχαριστώ":"ευχαριστώ",
"ευχάριστων":"ευχάριστος",
"ευχαριστώντας":"ευχαριστώ",
"ευχαρίστως":"ευχαρίστως",
"ευχέρεια":"ευχέρεια",
"ευχερώς":"ευχερώς",
"ευχές":"ευχή",
"εύχεται":"εύχομαι",
"ευχετηρια":"ευχετήριος",
"ευχετήρια":"ευχετήριος",
"ευχετήριες":"ευχετήριος",
"ευχή":"ευχή",
"ευχηθεί":"εύχομαι",
"ευχήθηκα":"εύχομαι",
"ευχήθηκαν":"εύχομαι",
"ευχήθηκε":"εύχομαι",
"ευχηθούμε":"εύχομαι",
"ευχηθούν":"εύχομαι",
"ευχηθώ":"εύχομαι",
"ευχήν":"ευχή",
"ευχής":"ευχή",
"ευχολόγια":"ευχολόγιο",
"ευχολόγιο":"ευχολόγιο",
"ευχολογίων":"ευχολόγιο",
"ευχολόγος":"ευχολόγος",
"εύχομαι":"εύχομαι",
"ευχόμαστε":"εύχομαι",
"εύχονται":"εύχομαι",
"ευχόταν":"εύχομαι",
"εύχρηστα":"εύχρηστος",
"εύχρηστη":"εύχρηστος",
"εύχρηστο":"εύχρηστος",
"εύχρηστος":"εύχρηστος",
"εύχρηστου":"εύχρηστος",
"εύχρηστους":"εύχρηστος",
"εύχυμες":"εύχυμος",
"ευχών":"ευχή",
"ευώδη":"ευώδης",
"ευωδιά":"ευωδιά",
"ευωδιαστό":"ευωδιαστός",
"εφ":"επί",
"εφ'":"επί",
"έφαγαν":"τρώω",
"έφαγε":"τρώω",
"εφαλτήρια":"εφαλτήριο",
"εφαλτήριο":"εφαλτήριο",
"εφάμιλλα":"εφάμιλλος",
"εφάμιλλη":"εφάμιλλος",
"εφάμιλλο":"εφάμιλλος",
"εφάμιλλων":"εφάμιλλος",
"εφάπαξ":"εφάπαξ",
"εφάπτεται":"εφάπτομαι",
"εφαρμογές":"εφαρμογή",
"εφαρμογή":"εφαρμογή",
"εφαρμογήν":"εφαρμογή",
"εφαρμογής":"εφαρμογή",
"εφαρμογων":"εφαρμογή",
"εφαρμογών":"εφαρμογή",
"εφάρμοζαν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζει":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζεται":"εφαρμόζω",
"εφαρμοζόμενα":"εφαρμοζόμενος",
"εφαρμοζόμενη":"εφαρμοζόμενος",
"εφαρμοζόμενων":"εφαρμοζόμενος",
"εφαρμόζονται":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζοντας":"εφαρμόζω",
"εφαρμοζόταν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζουμε":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζουν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόζω":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσαμε":"εφαρμόζω",
"εφάρμοσαν":"εφαρμόζω",
"εφάρμοσε":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσει":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσετε":"εφαρμόζω",
"εφαρμοσθει":"εφαρμόζω",
"εφαρμοσθεί":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσθηκε":"εφαρμόζω",
"εφαρμοσθούν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσιμες":"εφαρμόσιμος",
"εφαρμόσιμη":"εφαρμόσιμος",
"εφαρμόσιμο":"εφαρμόσιμος",
"εφαρμόσιμων":"εφαρμόσιμος",
"εφαρμοσμένες":"εφαρμοσμένος",
"εφαρμοσμένη":"εφαρμοσμένος",
"εφαρμοσμένης":"εφαρμοσμένος",
"εφαρμοσμένων":"εφαρμοσμένος",
"εφαρμόσουμε":"εφαρμόζω",
"εφαρμόσουν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόστε":"εφαρμόζω",
"εφαρμοστέα":"εφαρμοστέος",
"εφαρμοστέας":"εφαρμοστέος",
"εφαρμοστεί":"εφαρμόζω",
"εφαρμόστηκαν":"εφαρμόζω",
"εφαρμόστηκε":"εφαρμόζω",
"εφαρμοστικό":"εφαρμοστικό",
"εφαρμοστούν":"εφαρμόζω",
"εφέ":"εφέ",
"εφεδρεία":"εφεδρεία",
"εφεδρείας":"εφεδρεία",
"εφεδρείες":"εφεδρεία",
"εφεδρικά":"εφεδρικός",
"εφεδρική":"εφεδρικός",
"εφεδρικό":"εφεδρικός",
"εφεδρικοί":"εφεδρικός",
"έφεδροι":"έφεδρος",
"έφεδρος":"έφεδρος",
"εφέδρων":"έφεδρος",
"εφεε":"εφεε",
"εφείσθη":"εφείσθη",
"εφεντη":"εφενεεγώ",
"εφέντη":"εφέντη",
"εφεξής":"εφεξής",
"έφερα":"φέρω",
"έφεραν":"φέρω",
"έφερε":"φέρω",
"έφερες":"φέρω",
"εφέρετο":"εφέρετο",
"έφερνα":"φέρω",
"έφερναν":"φέρω",
"έφερνε":"φέρω",
"εφές":"εφές",
"έφες":"έφες",
"εφέσεις":"έφεση",
"εφέσεων":"έφεση",
"έφεση":"έφεση",
"έφεσή":"έφεση",
"έφεσης":"έφεση",
"εφεσιβάλει":"εφεσιβάλει",
"έφεσος":"έφεσος",
"εφετ":"εφετ",
"εφετειακή":"εφετειακή",
"εφετείο":"εφετείο",
"εφετείου":"εφετείο",
"εφέτη":"εφέτης",
"εφετινή":"φετινός",
"εφετινής":"φετινός",
"εφετινό":"φετινός",
"εφετινού":"φετινός",
"εφέτος":"φέτος",
"εφετών":"εφέτης",
"έφευγα":"φεύγω",
"έφευγαν":"φεύγω",
"έφευγε":"φεύγω",
"έφευγες":"φεύγω",
"εφεύρε":"εφεύρε",
"εφευρεθεί":"εφευρίσκω",
"εφεύρει":"εφευρίσκω",
"εφευρέσεις":"εφεύρεση",
"εφευρέσεων":"εφεύρεση",
"εφεύρεση":"εφεύρεση",
"εφεύρεσής":"εφεύρεση",
"εφευρέτες":"εφευρέτης",
"εφευρέτη":"εφευρέτης",
"εφευρέτης":"εφευρέτης",
"εφευρετική":"εφευρετικός",
"εφευρετικοί":"εφευρετικός",
"εφευρετικός":"εφευρετικός",
"εφευρετικότατοι":"εφευρετικότατοι",
"εφευρετικότητα":"εφευρετικότητα",
"εφευρετικότητας":"εφευρετικότητα",
"εφεύρημα":"εφεύρημα",
"εφευρήματα":"εφεύρημα",
"εφευρίσκει":"εφευρίσκω",
"εφευρίσκουμε":"εφευρίσκω",
"εφευρίσκουν":"εφευρίσκω",
"εφεύρουμε":"εφευρίσκω",
"εφεύρουν":"εφευρίσκω",
"εφη":"έφη",
"έφη":"έφη",
"εφηβεία":"εφηβεία",
"εφηβείας":"εφηβεία",
"έφηβη":"έφηβη",
"εφηβικά":"εφηβικός",
"εφηβική":"εφηβικός",
"εφηβικής":"εφηβικός",
"εφηβικό":"εφηβικός",
"εφηβικός":"εφηβικός",
"έφηβο":"έφηβος",
"έφηβοι":"έφηβος",
"έφηβος":"έφηβος",
"εφήβου":"έφηβος",
"εφήβους":"έφηβος",
"έφηβους":"έφηβος",
"εφήβων":"έφηβος",
"εφημ":"εφημ",
"εφήμερα":"εφήμερος",
"εφήμερες":"εφήμερος",
"εφημέρευε":"εφημερεύω",
"εφημερεύει":"εφημερεύω",
"εφημερεύον":"εφημερεύων",
"εφημερεύοντα":"εφημερεύων",
"εφημερεύουν":"εφημερεύω",
"εφημερεύων":"εφημερεύων",
"εφήμερη":"εφήμερος",
"εφήμερης":"εφήμερος",
"εφημερία":"εφημερία",
"εφημερίας":"εφημερία",
"εφημερίδα":"εφημερίδα",
"εφημερίδας":"εφημερίδα",
"εφημερίδες":"εφημερίδα",
"εφημεριδοπώλης":"εφημεριδοπώλης",
"εφημεριδούλα":"εφημεριδούλα",
"εφημερίδων":"εφημερίδα",
"εφημερίες":"εφημερία",
"εφημέριου":"εφημέριος",
"εφημεριών":"εφημερία",
"εφημερίων":"εφημέριος",
"εφήμερο":"εφήμερος",
"εφήρμοσαν":"εφαρμόζω",
"εφήρμοσε":"εφαρμόζω",
"εφηρμοσμένης":"εφηρμοσμένος",
"εφησυχάζει":"εφησυχάζω",
"εφησυχάζουμε":"εφησυχάζω",
"εφησυχάζουν":"εφησυχάζω",
"εφησυχασμένου":"εφησυχάζω",
"εφησυχασμό":"εφησυχασμός",
"εφησυχασμός":"εφησυχασμός",
"εφηύραν":"εφευρίσκω",
"εφηύρε":"εφευρίσκω",
"έφθαναν":"φτάνω",
"έφθανε":"φτάνω",
"έφθασα":"φτάνω",
"έφθασαν":"φτάνω",
"έφθασε":"φτάνω",
"εφιαλτες":"εφιάλτης",
"εφιάλτες":"εφιάλτης",
"εφιάλτη":"εφιάλτης",
"εφιάλτης":"εφιάλτης",
"εφιαλτικά":"εφιαλτικά",
"εφιαλτικές":"εφιαλτικός",
"εφιαλτική":"εφιαλτικός",
"εφιαλτικο":"εφιαλτικός",
"εφιαλτικό":"εφιαλτικός",
"εφιαλτικος":"εφιαλτικός",
"εφιαλτικότερο":"εφιαλτικός",
"εφιαλτικού":"εφιαλτικός",
"εφίδρωση":"εφίδρωση",
"εφικτά":"εφικτός",
"εφικτές":"εφικτός",
"εφικτή":"εφικτός",
"εφικτό":"εφικτός",
"εφικτός":"εφικτός",
"εφικτού":"εφικτός",
"εφιλοξενείτο":"εφιλοξενείτο",
"εφιπ":"εφιπ",
"έφιππο":"έφιππος",
"εφιστά":"εφιστώ",
"εφιστάται":"εφιστάται",
"εφιστήσει":"εφιστήσει",
"εφιστούν":"εφιστώ",
"εφιστώντας":"εφιστώ",
"εφόδια":"εφόδιο",
"εφόδιά":"εφόδιο",
"εφοδίαζε":"εφοδιάζω",
"εφοδιάζονται":"εφοδιάζω",
"εφοδιαζόταν":"εφοδιάζω",
"εφοδίασε":"εφοδιάζω",
"εφοδιάσει":"εφοδιάζω",
"εφοδιασμένα":"εφοδιασμένος",
"εφοδιασμένη":"εφοδιασμένος",
"εφοδιασμένο":"εφοδιασμένος",
"εφοδιασμένοι":"εφοδιασμένος",
"εφοδιασμένος":"εφοδιάζω",
"εφοδιασμό":"εφοδιασμός",
"εφοδιασμοί":"εφοδιασμός",
"εφοδιασμός":"εφοδιασμός",
"εφοδιασμού":"εφοδιασμός",
"εφοδιαστεί":"εφοδιάζω",
"εφοδιάστηκαν":"εφοδιάζω",
"εφοδιαστική":"εφοδιαστικός",
"εφοδιαστικής":"εφοδιαστικός",
"εφοδιαστικών":"εφοδιαστικός",
"εφοδιαστούν":"εφοδιάζω",
"εφόδιο":"εφόδιο",
"εφόδιό":"εφόδιο",
"εφοδίων":"εφόδιο",
"έφοδο":"έφοδος",
"έφοδος":"έφοδος",
"εφόδου":"έφοδος",
"εφόδους":"έφοδος",
"εφοπλιστές":"εφοπλιστής",
"εφοπλιστή":"εφοπλιστής",
"εφοπλιστής":"εφοπλιστής",
"εφοπλιστών":"εφοπλιστής",
"εφορεία":"εφορεία",
"εφορείας":"εφορεία",
"εφορείες":"εφορεία",
"εφορευτική":"εφορευτικός",
"εφορευτικών":"εφορευτικός",
"εφορία":"εφορία",
"εφοριακό":"εφοριακός",
"εφοριακοί":"εφοριακός",
"εφοριακός":"εφοριακός",
"εφοριακού":"εφοριακός",
"εφοριακούς":"εφοριακός",
"εφοριακών":"εφοριακός",
"εφορίας":"εφορία",
"εφορίες":"εφορία",
"εφορμά":"εφορμώ",
"εφορμήσει":"εφορμώ",
"εφόρμησης":"εφόρμηση",
"εφορμούν":"εφορμώ",
"έφορο":"έφορος",
"έφορος":"έφορος",
"εφόρου":"έφορος",
"εφόσον":"εφόσον",
"εφραιμίδη":"εφραιμίδη",
"εφραιμίδου":"εφραιμίδου",
"έφραξε":"φράζω",
"έφρον":"έφρον",
"εφρόντισε":"εφρόντισε",
"εφτά":"επτά",
"έφταιγαν":"φταίω",
"έφταιγε":"φταίω",
"έφταιξε":"φταίω",
"εφτακόσια":"επτακόσιοι",
"έφταναν":"φτάνω",
"έφτανε":"φτάνω",
"έφτασα":"φτάνω",
"εφτασαν":"φτάνω",
"έφτασαν":"φτάνω",
"εφτασε":"φτάνω",
"έφτασε":"φτάνω",
"έφτασες":"φτάνω",
"εφταχώρι":"εφταχώρι",
"έφτιαξα":"φτιάχνω",
"έφτιαξαν":"φτιάχνω",
"έφτιαξε":"φτιάχνω",
"έφτιαχναν":"φτιάχνω",
"έφτιαχνε":"φτιάχνω",
"έφτυσα":"φτύνω",
"έφτυσε":"φτύνω",
"έφυγα":"φεύγω",
"έφυγαν":"φεύγω",
"εφυγε":"φεύγω",
"έφυγε":"φεύγω",
"έφυγες":"φεύγω",
"έχανα":"χάνω",
"έχαναν":"χάνω",
"έχανε":"χάνω",
"εχαράξαμεν":"εχαράξαμεν",
"έχασα":"χάνω",
"έχασαν":"χάνω",
"εχασε":"χάνω",
"έχασε":"χάνω",
"έχασες":"χάνω",
"έχασκαν":"χάσκω",
"έχασκε":"χάσκω",
"εχέγγυα":"εχέγγυος",
"εχέγγυο":"εχέγγυος",
"εχεδώρου":"εχεδώρου",
"εχει":"έχω",
"έχει":"έχω",
"έχει128":"έχει128",
"έχειν":"έχειν",
"εχειροκρότησαν":"εχειροκρότησαν",
"εχεις":"έχω",
"έχεις":"έχω",
"έχειυν":"έχειυν",
"εχεμύθεια":"εχεμύθεια",
"εχεμύθειας":"εχεμύθεια",
"εχέμυθου":"εχέμυθος",
"εχετε":"έχω",
"έχετε":"έχω",
"εχέφρονες":"εχέφρων",
"εχέφρων":"εχέφρων",
"εχθές":"χθες",
"έχθρα":"έχθρα",
"έχθρες":"έχθρα",
"εχθρεύεται":"εχθρεύομαι",
"εχθρικά":"εχθρικά",
"εχθρικές":"εχθρικός",
"εχθρική":"εχθρικός",
"εχθρικής":"εχθρικός",
"εχθρικό":"εχθρικός",
"εχθρικός":"εχθρικός",
"εχθρικού":"εχθρικός",
"εχθρικών":"εχθρικός",
"εχθρό":"εχθρός",
"εχθροί":"εχθρός",
"εχθροπραξίες":"εχθροπραξία",
"εχθροπραξιών":"εχθροπραξία",
"εχθρός":"εχθρός",
"εχθρότητα":"εχθρότητα",
"εχθρότητας":"εχθρότητα",
"εχθρού":"εχθρός",
"εχθρούς":"εχθρός",
"εχθρών":"εχθρός",
"εχίνου":"εχίνος",
"έχομεν":"έχομεν",
"έχοντα":"έχων",
"έχοντας":"έχω",
"έχοντάς":"έχω",
"έχοντες":"έχων",
"έχοντος":"έχων",
"εχόντων":"έχων",
"εχορηγήθη":"εχορηγήθη",
"έχουμε":"έχω",
"εχουν":"έχω",
"έχουν":"έχω",
"έχουνε":"έχω",
"εχουντ":"εχουντ",
"εχούντ":"εχούντ",
"έχουσα":"έχων",
"εχπα":"εχπα",
"εχρησιμοποιείτο":"εχρησιμοποιείτο",
"έχριζε":"χρίζω",
"έχρισε":"χρίζω",
"εχρο":"εχρο",
"εχρονολογείτο":"εχρονολογείτο",
"έχτιζαν":"χτίζω",
"έχτιζε":"χτίζω",
"έχτισαν":"χτίζω",
"έχτισε":"χτίζω",
"εχτρα":"έχτρα",
"έχυσαν":"χύνω",
"έχω":"έχω",
"έχων":"έχων",
"έχωνε":"χώνω",
"έχωσε":"χώνω",
"έψαλαν":"ψέλνω",
"έψαλε":"ψέλνω",
"εψάλη":"εψάλη",
"έψαλλαν":"ψάλλω",
"έψαλλε":"ψέλνω",
"έψαξα":"ψάχνω",
"έψαξαν":"ψάχνω",
"έψαξε":"ψάχνω",
"έψαχνα":"ψάχνω",
"εψαχναν":"ψάχνω",
"έψαχναν":"ψάχνω",
"έψαχνε":"ψάχνω",
"έψεξε":"ψέγω",
"έψησαν":"ψένω",
"εψιλον":"έψιλον",
"έωλες":"έωλος",
"έωλος":"έωλος",
"εως":"έως",
"εώς":"εώς",
"έως":"έως",
"ζ":"ζ",
"'ζ'":"'ζ'",
"ζ.":"ζ.",
"ζ΄":"ζ΄",
"ζoot":"ζoot",
"ζoυρούδης":"ζoυρούδης",
"ζαβαντία":"ζαβαντία",
"ζαβαντίας":"ζαβαντίας",
"ζαβολιά":"ζαβολιά",
"ζαβούς":"ζαβός",
"ζαγκ":"ζαγκ",
"ζάγκας":"ζάγκας",
"ζαγκλιβέρη":"ζαγκλιβέρη",
"ζαγκλιβέρι":"ζαγκλιβέρι",
"ζάγκρεμπ":"ζάγκρεμπ",
"ζαγκρέμπασκα":"ζαγκρέμπασκα",
"ζάγκρεμπ-βοιβοντίνα":"ζάγκρεμπ-βοιβοντίνα",
"ζαγοράκη":"ζαγοράκη",
"ζαγορακης":"ζαγορακης",
"ζαγοράκης":"ζαγοράκης",
"ζαγοριανός":"ζαγοριανός",
"ζάετς":"ζάετς",
"ζάικο":"ζάικο",
"ζαίμης":"ζαίμης",
"ζαϊμης":"ζαΐμης",
"ζαΐμης":"ζαΐμης",
"ζαϊντί":"ζαϊντί",
"ζαΐρ":"ζαΐρ",
"ζαϊρινός":"ζαϊρινός",
"ζάιστ":"ζάιστ",
"ζακ":"ζακ",
"ζακαλκά":"ζακαλκά",
"ζακαλκάς":"ζακαλκάς",
"ζακλίν":"ζακλίν",
"ζάκλιν":"ζάκλιν",
"ζακς":"ζακς",
"ζάκυνθο":"ζάκυνθος",
"ζάκυνθος":"ζάκυνθος",
"ζακύνθου":"ζάκυνθος",
"ζαλάδα":"ζαλάδα",
"ζαλάδες":"ζαλάδα",
"ζαλγκίρις":"ζαλγκίρις",
αλγκίρις12-31275":"ζαλγκίρις12-31275",
αλγκίρις78":"ζαλγκίρις78",
"ζάλη":"ζάλη",
"ζάλης":"ζάλη",
"ζαλίζει":"ζαλίζω",
"ζαλίζεται":"ζαλίζω",
"ζαλίζομαι":"ζαλίζω",
"ζαλίζουν":"ζαλίζω",
"ζαλίκα":"ζαλίκα",
"ζαλίσει":"ζαλίζω",
"ζαλισμένη":"ζαλισμένος",
"ζαλισμένο":"ζαλίζω",
"ζαλμά":"ζαλμά",
"ζαλμάς":"ζαλμάς",
"ζαμόρα":"ζαμόρα",
"ζαμπα":"ζαμπα",
"ζαμπέτα":"ζαμπέτας",
"ζαμπετακη":"ζαμπετακη",
"ζαμπέτογλου":"ζαμπέτογλου",
"ζαμπογιάννης":"ζαμπογιάννης",
"ζαμπόν":"ζαμπόν",
"ζαμπουνίδη":"ζαμπουνίδη",
"ζαμπουνίδης":"ζαμπουνίδης",
"ζαμπούρης":"ζαμπούρης",
"ζαμπράκας":"ζαμπράκας",
"ζαν":"ζαν",
"ζαναε":"ζαναε",
"ζανάντες":"ζανάντες",
"ζανέτι":"ζανέτι",
"ζανκ":"ζανκ",
"ζάννας":"ζάννας",
"ζαννή":"ζαννή",
"ζαννης":"ζαννης",
"ζάννης":"ζάννης",
"ζαν-πολ":"ζαν-πολ",
"ζαντάρ":"ζαντάρ",
αντάρ4-111009":"ζαντάρ4-111009",
"ζάντες":"ζάντα",
"ζαντίδης":"ζαντίδης",
"ζαπάτα":"ζαπάτα",
"ζάπιγκ":"ζάπιγκ",
"ζάπλουτο":"ζάπλουτος",
"ζάπλουτος":"ζάπλουτος",
"ζάππειο":"ζάππειο",
"ζαπρόπουλος":"ζαπρόπουλος",
"ζαπρόπουλου":"ζαπρόπουλου",
"ζαρ":"ζαρ",
"ζαραβίνας":"ζαραβίνας",
"ζάρας":"ζάρα",
"ζαρζαβατικά":"ζαρζαβατικό",
"ζαρζαβατικό":"ζαρζαβατικό",
"ζαρζώνη":"ζαρζώνη",
"ζαρζώνης":"ζαρζώνης",
"ζάρια":"ζάρι",
"ζαριά":"ζαριά",
"ζαρίβιος":"ζαρίβιος",
"ζαρίφη":"ζαρίφης",
"ζαρίφης":"ζαρίφης",
"ζαρκάδια":"ζαρκάδι",
"ζάρκο":"ζάρκο",
"ζαρλακούτης":"ζαρλακούτης",
"ζαρντινιέρα":"ζαρντινιέρα",
"ζαρογιάννης":"ζαρογιάννης",
"ζαρόκωστα":"ζαρόκωστα",
"ζαρομυτίδη":"ζαρομυτίδη",
"ζαροτιάδης":"ζαροτιάδης",
"ζαρτιέρες":"ζαρτιέρα",
"ζαρωμένη":"ζαρώνω",
"ζάτκα":"ζάτκα",
"ζαφειρακης":"ζαφειρακης",
"ζαφειράκης":"ζαφειράκης",
"ζαφειράκου":"ζαφειράκου",
"ζαφείρη":"ζαφείρης",
"ζαφείρης":"ζαφείρης",
"ζαφειριάδης":"ζαφειριάδης",
"ζαφειρόπουλο":"ζαφειρόπουλος",
"ζαφειρόπουλος":"ζαφειρόπουλος",
"ζαφειρόπουλου":"ζαφειρόπουλος",
"ζαφειρώ":"ζαφειρώ",
"ζαφέρ":"ζαφέρ",
"ζαχαράκης":"ζαχαράκης",
"ζαχαρέα":"ζαχαρέα",
"ζάχαρη":"ζάχαρη",
"ζάχαρης":"ζάχαρη",
"ζαχαρης":"ζαχαρής",
"ζαχαρής":"ζαχαρής",
"ζαχαρία":"ζαχαρίας",
"ζαχαριάδη":"ζαχαριάδης",
"ζαχαριάδης":"ζαχαριάδης",
"ζαχαρίας":"ζαχαρίας",
"ζαχαρίου":"ζαχαρίου",
"ζαχαρογιάννης":"ζαχαρογιάννης",
"ζαχαροπλαστεία":"ζαχαροπλαστείο",
"ζαχαροπλαστείο":"ζαχαροπλαστείο",
"ζαχαροπλαστείου":"ζαχαροπλαστείο",
"ζαχαροπλάστη":"ζαχαροπλάστης",
"ζαχαροπλάστης":"ζαχαροπλάστης",
"ζαχαροπλαστική":"ζαχαροπλαστικός",
"ζαχαροπλαστικής":"ζαχαροπλαστική",
"ζαχαρόπουλος":"ζαχαρόπουλος",
"ζαχάροφ":"ζαχάροφ",
"ζαχαρωφ":"ζαχαρωφ",
"ζαχάρωφ":"ζαχάρωφ",
"ζαχόπουλο":"ζαχόπουλο",
"ζάχου":"ζάχος",
"ζβέλεν":"ζβέλεν",
"ζεβ":"ζεβ",
"ζέβρες":"ζέβρα",
"ζεβροσένκο":"ζεβροσένκο",
"ζεγγου":"ζεγγου",
"ζει":"ζω",
"ζεϊμπέκικο":"ζεϊμπέκικος",
"ζεϊμπέκικου":"ζεϊμπέκικος",
"ζειν":"ζειν",
"ζεις":"ζω",
"ζειτ":"ζειτ",
"ζείτε":"ζω",
"ζελατίνα":"ζελατίνα",
"ζελατίνες":"ζελατίνα",
"ζελβέγκερ":"ζελβέγκερ",
"ζελβέγκλερ":"ζελβέγκλερ",
"ζελέ":"ζελές",
"ζελέζνικ":"ζελέζνικ",
"ζελέζνικ-ολίμπια":"ζελέζνικ-ολίμπια",
"ζελέζνικ-ούνιξ":"ζελέζνικ-ούνιξ",
"ζελέζνιτσαρ":"ζελέζνιτσαρ",
"ζέλεφ":"ζέλεφ",
"ζέλικο":"ζέλικο",
"ζελίμ":"ζελίμ",
"ζελίν":"ζελίν",
"ζέλιου":"ζέλιου",
"ζέλντα":"ζέλντα",
"ζελομοσίδου":"ζελομοσίδου",
"ζέλσον":"ζέλσον",
"ζεμέκις":"ζεμέκις",
"ζεμίν":"ζεμίν",
"ζεμπετική":"ζεμπετική",
"ζενεβιέβ":"ζενεβιέβ",
"ζενές":"ζενές",
"ζενίθ":"ζενίθ",
"ζεράρ":"ζεράρ",
"ζέρβα":"ζέρβας",
"ζερβός":"ζερβός",
"ζερμέν":"ζερμέν",
"ζερουάλ":"ζερουάλ",
"ζέση":"ζέση",
"ζεστά":"ζεστά",
"ζέστα":"ζέστα",
"ζεστά":"ζεστός",
"ζεσταθεί":"ζεσταίνω",
"ζεστάθηκε":"ζεσταίνω",
"ζεσταθούν":"ζεσταίνω",
"ζεσταίνει":"ζεσταίνω",
"ζεσταίνεται":"ζεσταίνω",
"ζεσταίνετε":"ζεσταίνω",
"ζεσταινόταν":"ζεσταίνω",
"ζεσταίνουμε":"ζεσταίνω",
"ζεσταίνουν":"ζεσταίνω",
"ζέσταμα":"ζέσταμα",
"ζέστανε":"ζεσταίνω",
"ζεστάνει":"ζεσταίνω",
"ζεστάνουν":"ζεσταίνω",
"ζεστάνω":"ζεσταίνω",
"ζεστασιά":"ζεστασιά",
"ζεστασιάς":"ζεστασιά",
"ζέστες":"ζέστη",
"ζεστές":"ζεστός",
"ζέστη":"ζέστη",
"ζεστή":"ζεστός",
"ζεστης":"ζεστός",
"ζεστής":"ζεστός",
"ζεστό":"ζεστός",
"ζεστοί":"ζεστός",
"ζεστός":"ζεστός",
"ζεστού":"ζεστός",
"ζεστούς":"ζεστός",
"ζέτα":"ζέτα",
"ζετέ":"ζετέ",
"ζέτερμπεργκ":"ζέτερμπεργκ",
"ζετσεβιτς":"ζετσεβιτς",
"ζεττας":"ζεττας",
"ζευγαράκια":"ζευγαράκι",
"ζευγάρι":"ζευγάρι",
"ζευγάρια":"ζευγάρι",
"ζευγαρίδης":"ζευγαρίδης",
"ζευγαριού":"ζευγάρι",
"ζευγαριών":"ζευγάρι",
"ζευγάρωμα":"ζευγάρωμα",
"ζευγαρώματα":"ζευγάρωμα",
"ζευγαρώνουν":"ζευγαρώνω",
"ζευγαρωτά":"ζευγαρωτά",
"ζεύγη":"ζεύγος",
"ζεύγος":"ζεύγος",
"ζεύγους":"ζεύγος",
"ζευκιλής":"ζευκιλής",
"ζεύξη":"ζεύξη",
"ζεύξης":"ζεύξη",
"ζεύξιδος":"ζεύξιδος",
"ζευς":"ζευς",
"ζεύς":"ζεύς",
"ζεχρί":"ζεχρί",
"ζήκας":"ζήκας",
"ζήκος":"ζήκος",
"ζηλακάκης":"ζηλακάκης",
"ζηλανδια":"ζηλανδία",
"ζηλανδία":"ζηλανδία",
"ζηλανδίας":"ζηλανδία",
"ζήλεια":"ζήλεια",
"ζήλευαν":"ζηλεύω",
"ζήλευε":"ζηλεύω",
"ζηλεύει":"ζηλεύω",
"ζηλεύετε":"ζηλεύω",
"ζηλεύουμε":"ζηλεύω",
"ζηλεύουν":"ζηλεύω",
"ζηλεύούν":"ζηλεύω",
"ζηλευτά":"ζηλευτά",
"ζηλευτή":"ζηλευτός",
"ζηλεύω":"ζηλεύω",
"ζήλεψαν":"ζηλεύω",
"ζηλέψει":"ζηλεύω",
"ζηλέψουν":"ζηλεύω",
"ζήλια":"ζήλια",
"ζηλιάρα":"ζηλιάρης",
"ζηλιάρηδες":"ζηλιάρης",
"ζήλιας":"ζήλια",
"ζήλιες":"ζήλια",
"ζήλο":"ζήλος",
"ζήλος":"ζήλος",
"ζηλότυπα":"ζηλότυπα",
"ζηλοτυπίες":"ζηλοτυπία",
"ζήλου":"ζήλος",
"ζηλωτές":"ζηλωτής",
"ζηλωτής":"ζηλωτής",
"ζηλωτών":"ζηλωτής",
"ζημιά":"ζημιά",
"ζημία":"ζημία",
"ζημιάς":"ζημιά",
"ζημίας":"ζημία",
"ζημιές":"ζημιά",
"ζημίες":"ζημία",
"ζημιογόνα":"ζημιογόνος",
"ζημιογόνος":"ζημιογόνος",
"ζημιο-σκόποι":"ζημιο-σκόποι",
"ζημιωθεί":"ζημιώνω",
"ζημιώθηκε":"ζημιώνω",
"ζημιωμένος":"ζημιώνω",
"ζημιών":"ζημιά",
"ζημιώνει":"ζημιώνω",
"ζημιώνουν":"ζημιώνω",
"ζημίωσαν":"ζημιώνω",
"ζημίωσε":"ζημιώνω",
"ζην":"ζην",
"ζηνα":"ζηνα",
"ζήνα":"ζήνα",
"ζήνας":"ζήνας",
"ζήνδρος":"ζήνδρος",
"ζηνόβιος":"ζηνόβιος",
"ζήρειας":"ζήρειας",
"ζήσαμε":"ζω",
"ζήσατε":"ζω",
"ζήσει":"ζω",
"ζήσεις":"ζω",
"ζήσετε":"ζω",
"ζήση":"ζήση",
"ζησης":"ζήση",
"ζήσης":"ζήση",
"ζησιάδης":"ζησιάδης",
"ζησόπουλος":"ζησόπουλος",
"ζήσουμε":"ζω",
"ζήσουν":"ζω",
"ζήστε":"ζω",
"ζήσω":"ζω",
"ζητα":"ζητώ",
"ζητά":"ζητώ",
"ζητάει":"ζητώ",
"ζητάμε":"ζητώ",
"ζητάνε":"ζητώ",
"ζητάς":"ζητώ",
"ζητάτε":"ζητώ",
"ζητάω":"ζητώ",
"ζητεί":"ζητώ",
"ζητείς":"ζητώ",
"ζητείται":"ζητώ",
"ζητείτε":"ζητώ",
"ζητηθεί":"ζητώ",
"ζητήθηκαν":"ζητώ",
"ζητήθηκε":"ζητώ",
"ζητηθούν":"ζητώ",
"ζήτημα":"ζήτημα",
"ζητήματα":"ζήτημα",
"ζητήματος":"ζήτημα",
"ζητημάτων":"ζήτημα",
"ζήτησα":"ζητώ",
"ζητήσαμε":"ζητώ",
"ζήτησαν":"ζητώ",
"ζητήσανε":"ζητώ",
"ζητήσατε":"ζητώ",
"ζητησε":"ζητώ",
"ζήτησε":"ζητώ",
"ζητήσει":"ζητώ",
"ζητήσεις":"ζητώ",
"ζήτησες":"ζητώ",
"ζητήσετε":"ζητώ",
"ζητήση":"ζητήση",
"ζήτηση":"ζήτηση",
"ζήτησης":"ζήτηση",
"ζήτησής":"ζήτηση",
"ζητήσουμε":"ζητώ",
"ζητήσουν":"ζητώ",
"ζητήστε":"ζητώ",
"ζητήσω":"ζητώ",
"ζητιανεύει":"ζητιανεύω",
"ζητιανεύουν":"ζητιανεύω",
"ζητιάνοι":"ζητιάνος",
"ζητιάνος":"ζητιάνος",
"ζητιάνου":"ζητιάνος",
"ζητιάνους":"ζητιάνος",
"ζητιέται":"ζητώ",
"ζητούμε":"ζητώ",
"ζητούμενα":"ζητούμενος",
"ζητούμενες":"ζητούμενος",
"ζητούμενο":"ζητούμενος",
"ζητούμενό":"ζητούμενος",
"ζητούν":"ζητώ",
"ζητούνται":"ζητώ",
"ζητούνταν":"ζητώ",
"ζητούσα":"ζητώ",
"ζητούσαμε":"ζητώ",
"ζητούσαν":"ζητώ",
"ζητούσατε":"ζητώ",
"ζητούσε":"ζητώ",
"ζητούσες":"ζητώ",
"ζητώ":"ζητώ",
"ζήτω":"ζήτω",
"ζητωκραυγές":"ζητωκραυγή",
"ζητώντας":"ζητώ",
"ζήφκας":"ζήφκας",
"ζι":"ζι",
"ζία":"ζία",
"ζιαγκ":"ζιαγκ",
"ζιάγκου":"ζιάγκου",
"ζιάκα":"ζιάκα",
"ζιάκας":"ζιάκας",
"ζίβκοβιτς":"ζίβκοβιτς",
"ζιβούλοβιτς":"ζιβούλοβιτς",
"ζιγκερίδης":"ζιγκερίδης",
"ζιγκ-ζαγκ":"ζιγκ-ζαγκ",
"ζιγκλιοτί":"ζιγκλιοτί",
"ζιγκολό":"ζιγκολό",
"ζιγκ-φρυδ":"ζιγκ-φρυδ",
"ζιδάνι":"ζιδάνι",
"ζιζάνια":"ζιζάνιο",
"ζιζανιοκτόνα":"ζιζανιοκτόνο",
"ζιζή":"ζιζή",
"ζίζικας":"ζίζικας",
"ζίζιτς":"ζίζιτς",
"ζιζού":"ζιζού",
"ζιλ":"ζιλ",
"ζιλέ":"ζιλές",
"ζιλιν":"ζιλιν",
"ζιλίν":"ζιλίν",
"ζίλινα":"ζίλινα",
"ζιλμπέρτο":"ζιλμπέρτο",
"ζίμπαλιστ":"ζίμπαλιστ",
"ζιμπάμπουε":"ζιμπάμπουε",
"ζίμπρου":"ζίμπρου",
"ζιν":"ζιν",
"ζινεντιν":"ζινεντιν",
"ζινεντίν":"ζινεντίν",
"ζινκ":"ζινκ",
"ζινσόνκ":"ζινσόνκ",
"ζινταν":"ζινταν",
"ζιντάν":"ζιντάν",
"ζιου":"ζιου",
"ζιουγκάνοφ":"ζιουγκάνοφ",
"ζιούρδο":"ζιούρδο",
"ζιούρδου":"ζιούρδου",
"ζισκάρ":"ζισκάρ",
"ζιτσαία":"ζιτσαία",
"ζίφκοβιτς":"ζίφκοβιτς",
"ζίχνης":"ζίχνης",
"ζιωγα":"ζιωγα",
"ζιώγα":"ζιώγα",
"ζιώγαλα":"ζιώγαλα",
"ζιωγαλας":"ζιωγαλας",
"ζιώγαλας":"ζιώγαλας",
"ζιώγας":"ζιώγας",
"ζλατάνος":"ζλατάνος",
"ζ-μ":"ζ-μ",
"ζντάνοφ":"ζντάνοφ",
"ζντένεκ":"ζντένεκ",
"ζντο":"ζντο",
"ζντοβιτς":"ζντοβιτς",
"ζντοβτς":"ζντοβτς",
"ζντόβτς":"ζντόβτς",
"ζοάο":"ζοάο",
"ζογκλέρ":"ζογκλέρ",
"ζογκμπιά":"ζογκμπιά",
"ζογκουλντάκ":"ζογκουλντάκ",
"ζοεάνο":"ζοεάνο",
"ζοέλ":"ζοέλ",
"ζοζέ":"ζοζέ",
"ζοκό":"ζοκό",
"ζόλουσκα":"ζόλουσκα",
"ζόμπι":"ζόμπι",
"ζονκά":"ζονκά",
"ζοννε":"ζοννε",
"ζόννε":"ζόννε",
"ζόραν":"ζόραν",
"ζορζ":"ζορζ",
"ζορζινά":"ζορζινά",
"ζορζίνα":"ζορζίνα",
"ζόρι":"ζόρι",
"ζόρια":"ζόρι",
"ζορίζεται":"ζορίζω",
"ζορίζονται":"ζορίζω",
"ζορίσουμε":"ζορίζω",
"ζοριστεί":"ζορίζω",
"ζορμπά":"ζορμπάς",
"ζορμπάς":"ζορμπάς",
"ζορντί":"ζορντί",
"ζόρντι":"ζόρντι",
"ζορπίδη":"ζορπίδη",
"ζορπίδης":"ζορπίδης",
"ζοσπέν":"ζοσπέν",
"ζοτς":"ζοτς",
"ζουάν":"ζουάν",
"ζουβ":"ζουβ",
"ζουγανέλη":"ζουγανέλη",
"ζουγανέλης":"ζουγανέλης",
"ζούγιοβιτς":"ζούγιοβιτς",
"ζουγκλα":"ζούγκλα",
"ζούγκλα":"ζούγκλα",
"ζούγκλας":"ζούγκλα",
"ζούγκλες":"ζούγκλα",
"ζουέλα":"ζουέλα",
"ζούζακ":"ζούζακ",
"ζουζούνια":"ζουζούνι",
"ζουζούνισμα":"ζουζούνισμα",
"ζούικ":"ζούικ",
"ζουκα":"ζουκα",
"ζούκα":"ζούκα",
"ζούλα":"ζούλα",
"ζουλάφσκι":"ζουλάφσκι",
"ζούλιο":"ζούλιο",
"ζουμ":"ζουμ",
"ζουμάρουν":"ζουμάρω",
"ζούμε":"ζω",
"ζουμερές":"ζουμερός",
"ζουμί":"ζουμί",
"ζουμιά":"ζουμί",
"ζουμπουλάκης":"ζουμπουλάκης",
"ζουμπούλη":"ζουμπούλη",
"ζουν":"ζω",
"ζούνε":"ζω",
"ζούνη":"ζούνη",
"ζουνίνιο":"ζουνίνιο",
"ζούνιορ":"ζούνιορ",
"ζουντί":"ζουντί",
"ζούπιτς":"ζούπιτς",
"ζουράρι":"ζουράρι",
"ζουράρις":"ζουράρις",
"ζουράφσκι":"ζουράφσκι",
"ζουρνά":"ζουρνάς",
"ζουρνάς":"ζουρνάς",
"ζούρο":"ζούρο",
"ζούρος":"ζούρος",
"ζούρου":"ζούρου",
"ζούσα":"ζω",
"ζούσαμε":"ζω",
"ζούσαν":"ζω",
"ζούσε":"ζω",
"ζούσες":"ζω",
"ζοφερά":"ζοφερός",
"ζοφερές":"ζοφερός",
"ζοφερή":"ζοφερός",
"ζοφερό":"ζοφερός",
"ζοφερός":"ζοφερός",
"ζοφερού":"ζοφερός",
"ζόφου":"ζόφος",
"ζυγά":"ζυγός",
"ζυγαριά":"ζυγαριά",
"ζυγαριές":"ζυγαριά",
"ζύγι":"ζύγι",
"ζύγιζε":"ζυγίζω",
"ζυγίζει":"ζυγίζω",
"ζυγίζεται":"ζυγίζω",
"ζυγίζοντας":"ζυγίζω",
"ζυγίζουν":"ζυγίζω",
"ζύγισε":"ζυγίζω",
"ζυγίσουν":"ζυγίζω",
"ζυγιστής":"ζυγιστής",
"ζυγό":"ζυγός",
"ζυγος":"ζυγός",
"ζυγοστάθμιση":"ζυγοστάθμιση",
"ζυγούρι":"ζυγούρι",
"ζυγών":"ζυγός",
"ζυθοποιία":"ζυθοποιία",
"ζυθοποιίας":"ζυθοποιία",
"ζυθοποιών":"ζυθοποιός",
"ζυθος":"ζύθος",
"ζύθου":"ζύθος",
"ζυλ":"ζυλ",
"ζύμαι":"ζύμαι",
"ζυμάρι":"ζυμάρι",
"ζυμαρικά":"ζυμαρικό",
"ζυμαρικών":"ζυμαρικό",
"ζύμη":"ζύμη",
"ζύμης":"ζύμη",
"ζυμώθηκαν":"ζυμώνω",
"ζυμώνονται":"ζυμώνω",
"ζυμώνουμε":"ζυμώνω",
"ζυμώσει":"ζυμώνω",
"ζυμώσεις":"ζύμωση",
"ζύμωση":"ζύμωση",
"ζύμωσης":"ζύμωση",
"ζυμωτήρια":"ζυμωτήριο",
"ζυρίχη":"ζυρίχη",
"ζω":"ζω",
"ζωα":"ζώο",
"ζώα":"ζώο",
"ζωάκι":"ζωάκι",
"ζωάκια":"ζωάκι",
"ζωγραφάκης":"ζωγραφάκης",
"ζωγραφιά":"ζωγραφιά",
"ζωγραφιές":"ζωγραφιά",
"ζωγράφιζα":"ζωγραφίζω",
"ζωγράφιζαν":"ζωγραφίζω",
"ζωγράφιζε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζει":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζεται":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζετε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζονται":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζονταν":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζοντας":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζουν":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίζω":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφικά":"ζωγραφικά",
"ζωγραφικές":"ζωγραφικός",
"ζωγραφική":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικής":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικό":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικοί":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικού":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικούς":"ζωγραφικός",
"ζωγραφικών":"ζωγραφικός",
"ζωγράφισαν":"ζωγραφίζω",
"ζωγράφισε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίσει":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίσετε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφισμένα":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφισμένη":"ζωγραφισμένος",
"ζωγραφισμένο":"ζωγραφισμένος",
"ζωγραφισμένος":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφισμένους":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίσουμε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίσουν":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφιστά":"ζωγραφιστός",
"ζωγραφίστηκε":"ζωγραφίζω",
"ζωγραφίσω":"ζωγραφίζω",
"ζωγράφο":"ζωγράφος",
"ζωγράφοι":"ζωγράφος",
"ζωγράφος":"ζωγράφος",
"ζωγράφου":"ζωγράφος",
"ζωγράφου":"ζωγράφου",
"ζωγράφους":"ζωγράφος",
"ζωγράφων":"ζωγράφος",
"ζωδιακό":"ζωδιακός",
"ζωδιακός":"ζωδιακός",
"ζωές":"ζωή",
"ζωζώ":"ζωζώ",
"ζωη":"ζωή",
"ζωή":"ζωή",
"ζωη.":"ζωη.",
"ζωή-γυναίκα":"ζωή-γυναίκα",
"ζωήν":"ζωή",
"ζωηρά":"ζωηρός",
"ζωηρές":"ζωηρός",
"ζωήρεψαν":"ζωηρεύω",
"ζωηρή":"ζωηρός",
"ζωηρό":"ζωηρός",
"ζωηρός":"ζωηρός",
"ζωηρού":"ζωηρός",
"ζωηρούς":"ζωηρός",
"ζωης":"ζωή",
"ζωής":"ζωή",
"ζώης":"ζώης",
"ζωικά":"ζωικός",
"ζωικής":"ζωικός",
"ζωικό":"ζωικός",
"ζωικού":"ζωικός",
"ζωικών":"ζωικός",
"ζωμό":"ζωμός",
"ζωμός":"ζωμός",
"ζων":"ζων",
"ζωναρι":"ζωνάρι",
"ζωνάρι":"ζωνάρι",
"ζώνες":"ζώνη",
"ζωνη":"ζώνη",
"ζώνη":"ζώνη",
"ζώνης":"ζώνη",
"ζώνουν":"ζώνω",
"ζώντα":"ζων",
"ζωντανα":"ζωντανά",
"ζωντανά":"ζωντανά",
"ζωντανά":"ζωντανός",
"ζωντάνεμα":"ζωντάνεμα",
"ζωντανές":"ζωντανός",
"ζωντάνευε":"ζωντανεύω",
"ζωντανεύει":"ζωντανεύω",
"ζωντανεύοντας":"ζωντανεύω",
"ζωντανεύουν":"ζωντανεύω",
"ζωντάνεψαν":"ζωντανεύω",
"ζωντάνεψε":"ζωντανεύω",
"ζωντανέψει":"ζωντανεύω",
"ζωντανέψουμε":"ζωντανεύω",
"ζωντανέψουν":"ζωντανεύω",
"ζωντανη":"ζωντανός",
"ζωντανή":"ζωντανός",
"ζωντανής":"ζωντανός",
"ζωντάνια":"ζωντάνια",
"ζωντάνιας":"ζωντάνια",
"ζωντανό":"ζωντανός",
"ζωντανοί":"ζωντανός",
"ζωντανός":"ζωντανός",
"ζωντανού":"ζωντανός",
"ζωντανούς":"ζωντανός",
"ζωντανών":"ζωντανός",
"ζώντας":"ζω",
"ζώντες":"ζων",
"ζώντος":"ζων",
"ζωντοχήρα":"ζωντοχήρα",
"ζώντων":"ζων",
"ζωνών":"ζώνη",
"ζώο":"ζώο",
"ζωογόνο":"ζωογόνος",
"ζωογόνου":"ζωογόνος",
"ζωοκλοπή":"ζωοκλοπή",
"ζωολογία":"ζωολογία",
"ζωολογίας":"ζωολογία",
"ζωολογικά":"ζωολογικός",
"ζωολογικό":"ζωολογικός",
"ζωολογικοί":"ζωολογικός",
"ζωολογικός":"ζωολογικός",
"ζωολογικού":"ζωολογικός",
"ζωολογικούς":"ζωολογικός",
"ζωόμορφα":"ζωόμορφος",
"ζώον":"ζώο",
"ζωονόσου":"ζωονόσος",
"ζωοποιείται":"ζωοποιώ",
"ζωοτροφές":"ζωοτροφή",
"ζωοτροφή":"ζωοτροφή",
"ζωοτροφής":"ζωοτροφή",
"ζωοτροφων":"ζωοτροφή",
"ζωοτροφών":"ζωοτροφή",
"ζώου":"ζώο",
"ζωοφιλία":"ζωοφιλία",
"ζωοφιλίας":"ζωοφιλία",
"ζωοφιλικά":"ζωοφιλικός",
"ζωοφιλικές":"ζωοφιλικός",
"ζωοφιλικών":"ζωοφιλικός",
"ζωόφιλος":"ζωόφιλος",
"ζωόφιλους":"ζωόφιλος",
"ζωόφιλων":"ζωόφιλος",
"ζώσα":"ζων",
"ζώσες":"ζων",
"ζώσης":"ζώσης",
"ζωσμένη":"ζώνω",
"ζωτικά":"ζωτικός",
"ζωτικές":"ζωτικός",
"ζωτική":"ζωτικός",
"ζωτικής":"ζωτικός",
"ζωτικό":"ζωτικός",
"ζωτικός":"ζωτικός",
"ζωτικότητα":"ζωτικότητα",
"ζωτικότητά":"ζωτικότητα",
"ζωτικού":"ζωτικός",
"ζωτικούς":"ζωτικός",
"ζωτικών":"ζωτικός",
"ζώτο":"ζώτος",
"ζωφόρο":"ζωφόρος",
"ζωων":"ζωή",
"ζωών":"ζωή",
"ζώων":"ζώο",
"η":"η",
"η'":"η'",
"'η":"'η",
"ή":"ή",
"η":"ο",
"η.":"η.",
"η.π.α.":"η.π.α.",
"η΄":"η΄",
"η5ν1":"η5ν1",
"η5νι":"η5νι",
"η-7170":"η-7170",
"ηeιιas":"ηeιιas",
"ηγάπα":"ηγάπα",
"ηγάπησε":"ηγάπησε",
"ήγγικεν":"ήγγικεν",
"ήγειραν":"εγείρω",
"ηγείστε":"ηγούμαι",
"ηγείται":"ηγούμαι",
"ηγείτο":"ηγούμαι",
"ηγεμόνα":"ηγεμόνας",
"ηγεμόνας":"ηγεμόνας",
"ηγεμόνες":"ηγεμόνας",
"ηγεμονεύει":"ηγεμονεύω",
"ηγεμονεύουν":"ηγεμονεύω",
"ηγεμόνευση":"ηγεμόνευση",
"ηγεμονία":"ηγεμονία",
"ηγεμονίας":"ηγεμονία",
"ηγεμονική":"ηγεμονικός",
"ηγεμονικό":"ηγεμονικός",
"ηγεμονισμό":"ηγεμονισμός",
"ηγεμονισμού":"ηγεμονισμός",
"ηγεμονισμούς":"ηγεμονισμός",
"ηγεμόνων":"ηγεμόνας",
"ηγεσία":"ηγεσία",
"ηγεσίας":"ηγεσία",
"ηγεσίες":"ηγεσία",
"ηγεσιών":"ηγεσία",
"ηγέτες":"ηγέτης",
"ηγέτη":"ηγέτης",
"ηγετης":"ηγέτης",
"ηγέτης":"ηγέτης",
"ηγέτιδα":"ηγέτιδα",
"ηγετικά":"ηγετικός",
"ηγετικές":"ηγετικός",
"ηγετική":"ηγετικός",
"ηγετικής":"ηγετικός",
"ηγετικό":"ηγετικός",
"ηγετικού":"ηγετικός",
"ηγετικών":"ηγετικός",
"ηγέτις":"ηγέτης",
"ηγετίσκων":"ηγετίσκων",
"ηγετών":"ηγέτης",
"ηγηθεί":"ηγούμαι",
"ηγήθηκαν":"ηγούμαι",
"ηγήθηκε":"ηγούμαι",
"ηγηθούν":"ηγούμαι",
"ηγηθώ":"ηγούμαι",
"ηγουμενίδης":"ηγουμενίδης",
"ηγουμενίτσα":"ηγουμενίτσα",
"ηγούμενος":"ηγούμενος",
"ηγούμενου":"ηγούμενος",
"ηγούνται":"ηγούμαι",
"ηδατ":"ηδατ",
"ήδη":"ήδη",
"ηδονές":"ηδονή",
"ηδονή":"ηδονή",
"ηδονής":"ηδονή",
"ηδονικά":"ηδονικά",
"ηδονισμού":"ηδονισμός",
"ηδονιστική":"ηδονιστικός",
"ηδονοβλεπτικές":"ηδονοβλεπτικός",
"ηδύνατο":"ηδύνατο",
"ηδυπαθή":"ηδυπαθής",
"ηθελα":"θέλω",
"ήθελα":"θέλω",
"ήθελαν":"θέλω",
"ηθελε":"θέλω",
"ήθελε":"θέλω",
"ήθελες":"θέλω",
"ηθελημένα":"ηθελημένος",
"ηθελημένες":"ηθελημένος",
"ηθελημένη":"ηθελημένος",
"ήθη":"ήθος",
"ηθικά":"ηθικά",
"ηθικά":"ηθικός",
"ηθικές":"ηθικός",
"ηθικη":"ηθικός",
"ηθική":"ηθικός",
"ηθικής":"ηθική",
"ηθικό":"ηθικός",
"ηθικοί":"ηθικός",
"ηθικολογία":"ηθικολογία",
"ηθικολογίας":"ηθικολογία",
"ηθικολογίες":"ηθικολογία",
"ηθικολογικά":"ηθικολογικός",
"ηθικολογικές":"ηθικολογικός",
"ηθικολογική":"ηθικολογικός",
"ηθικολογικό":"ηθικολογικός",
"ηθικόν":"ηθικός",
"ηθικοπλαστική":"ηθικοπλαστικός",
"ηθικοπλαστικό":"ηθικοπλαστικός",
"ηθικός":"ηθικός",
"ηθικότητα":"ηθικότητα",
"ηθικού":"ηθικός",
"ηθικούς":"ηθικός",
"ηθικών":"ηθικός",
"ηθογραφικής":"ηθογραφικός",
"ηθοποιίας":"ηθοποιία",
"ηθοποιίες":"ηθοποιία",
"ηθοποιό":"ηθοποιός",
"ηθοποιοί":"ηθοποιός",
"ηθοποιός":"ηθοποιός",
"ηθοποιού":"ηθοποιός",
"ηθοποιούς":"ηθοποιός",
"ηθοποιών":"ηθοποιός",
"ήθος":"ήθος",
"ήθους":"ήθος",
"ηθών":"ήθος",
"ήκει":"ήκει",
"ήκμασε":"ήκμασε",
"ηκούσθη":"ηκούσθη",
"ηλ":"ηλ",
"ηλ.":"ηλ.",
"ήλεγχαν":"ήλεγχαν",
"ήλεγχε":"ήλεγχε",
"ηλεία":"ηλεία",
"ηλείας":"ηλεία",
"ηλέκτρα":"ηλέκτρα",
"ηλέκτρας":"ηλέκτρα",
"ηλεκτρικά":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικές":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρική":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικής":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικό":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικοί":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικός":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικού":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικούς":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρικών":"ηλεκτρικός",
"ηλεκτρισμένη":"ηλεκτρισμένος",
"ηλεκτρισμό":"ηλεκτρισμός",
"ηλεκτρισμός":"ηλεκτρισμός",
"ηλεκτρισμού":"ηλεκτρισμός",
"ηλεκτρισμού-φυσικού":"ηλεκτρισμού-φυσικού",
"ηλεκτρογεννήτρια":"ηλεκτρογεννήτρια",
"ηλεκτρόδια":"ηλεκτρόδιο",
"ηλεκτροδίων":"ηλεκτρόδιο",
"ηλεκτροδότηση":"ηλεκτροδότηση",
"ηλεκτροδότησης":"ηλεκτροδότηση",
"ηλεκτροδοτικούς":"ηλεκτροδοτικός",
"ηλεκτροδοτούμενων":"ηλεκτροδοτούμενων",
"ηλεκτρολογικές":"ηλεκτρολογικός",
"ηλεκτρολόγο":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολόγοι":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολόγος":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολόγου":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολόγους":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολόγων":"ηλεκτρολόγος",
"ηλεκτρολυτών":"ηλεκτρολύτης",
"ηλεκτρομαγνητικά":"ηλεκτρομαγνητικός",
"ηλεκτρομαγνητική":"ηλεκτρομαγνητικός",
"ηλεκτρομαγνητικής":"ηλεκτρομαγνητικός",
"ηλεκτρομαγνητικό":"ηλεκτρομαγνητικός",
"ηλεκτρομαγνητικού":"ηλεκτρομαγνητικός",
"ηλεκτρομηχανικούς":"ηλεκτρομηχανικός",
"ηλεκτρομηχανολογικές":"ηλεκτρομηχανολογικός",
"ηλεκτρομηχανολογικό":"ηλεκτρομηχανολογικός",
"ηλεκτρονικά":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικες":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικές":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονική":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικής":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικό":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικοί":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικός":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικού":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικούς":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικών":"ηλεκτρονικός",
"ηλεκτρονικώς":"ηλεκτρονικά",
"ηλεκτρονίων":"ηλεκτρόνιο",
"ηλεκτροπαραγωγής":"ηλεκτροπαραγωγή",
"ηλεκτροπαραγωγικό":"ηλεκτροπαραγωγικός",
"ηλεκτροσόκ":"ηλεκτροσόκ",
"ηλεκτροσυγκολλητών":"ηλεκτροσυγκολλητής",
"ηλεκτροτεχνίας":"ηλεκτροτεχνία",
"ηλεκτροτεχνίτες":"ηλεκτροτεχνίτης",
"ηλεκτροτεχνιτών":"ηλεκτροτεχνίτης",
"ηλεκτροφόρα":"ηλεκτροφόρος",
"ηλεκτροφωτισμό":"ηλεκτροφωτισμός",
"ηλεκτροφωτισμός":"ηλεκτροφωτισμός",
"ηλεκτροφωτισμού":"ηλεκτροφωτισμός",
"ήλθα":"έρχομαι",
"ήλθαν":"έρχομαι",
"ήλθατε":"έρχομαι",
"ήλθε":"έρχομαι",
"ήλθες":"έρχομαι",
"ηλια":"ηλια",
"ηλία":"ηλίας",
"ηλιαδη":"ηλιάδης",
"ηλιάδη":"ηλιάδης",
"ηλιαδης":"ηλιάδης",
"ηλιάδης":"ηλιάδης",
"ηλιαδου":"ηλιαδου",
"ηλιάδου":"ηλιάδου",
"ηλιάζονται":"ηλιάζω",
"ηλιακά":"ηλιακός",
"ηλιακές":"ηλιακός",
"ηλιακή":"ηλιακός",
"ηλιακής":"ηλιακός",
"ηλιακό":"ηλιακός",
"ηλιακόπουλου":"ηλιακόπουλου",
"ηλιακού":"ηλιακός",
"ηλιακούς":"ηλιακός",
"ηλιακών":"ηλιακός",
"ηλιας":"ηλίας",
"ηλίας":"ηλίας",
"ηλιαχτίδα":"ηλιαχτίδα",
"ηλιαχτίδες":"ηλιαχτίδα",
"ηλίθια":"ηλίθια",
"ηλίθιες":"ηλίθιος",
"ηλίθιο":"ηλίθιος",
"ηλίθιοι":"ηλίθιος",
"ηλίθιος":"ηλίθιος",
"ηλιθιότητα":"ηλιθιότητα",
"ηλιθιότητά":"ηλιθιότητα",
"ηλιθιότητας":"ηλιθιότητα",
"ηλίθιους":"ηλίθιος",
"ηλιθίων":"ηλίθιος",
"ηλίθιων":"ηλίθιος",
"ηλικια":"ηλικία",
"ηλικία":"ηλικία",
"ηλικιακές":"ηλικιακός",
"ηλικιακή":"ηλικιακός",
"ηλικιακής":"ηλικιακός",
"ηλικιακό":"ηλικιακός",
"ηλικίας":"ηλικία",
"ηλικίες":"ηλικία",
"ηλικιωμένα":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένες":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένη":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένο":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένοι":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένος":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένου":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένους":"ηλικιωμένος",
"ηλικιωμένων":"ηλικιωμένος",
"ηλικιών":"ηλικία",
"ηλικωμένοι":"ηλικωμένοι",
"ήλιο":"ήλιος",
"ηλιοβασίλεμα":"ηλιοβασίλεμα",
"ηλιογήρανση":"ηλιογήρανση",
"ηλιοθεραπεία":"ηλιοθεραπεία",
"ηλιοκαμένος":"ηλιοκαμένος",
"ηλιόλουστες":"ηλιόλουστος",
"ηλιόλουστη":"ηλιόλουστος",
"ηλιόλουστο":"ηλιόλουστος",
"ήλιον":"ήλιο",
"ηλιόπουλο":"ηλιόπουλος",
"ηλιόπουλος":"ηλιόπουλος",
"ηλιόπουλου":"ηλιόπουλος",
"ηλιος":"ήλιος",
"ήλιος":"ήλιος",
"ηλιοστάσιο":"ηλιοστάσιο",
"ηλίου":"ήλιος",
"ήλιου":"ήλιος",
"ηλιουπόλεως":"ηλιούπολη",
"ηλιουπολη":"ηλιούπολη",
"ηλιούπολη":"ηλιούπολη",
"ηλιουπολης":"ηλιούπολη",
"ηλιούπολης":"ηλιούπολη",
"ήλιους":"ήλιος",
"ηλιοφάνεια":"ηλιοφάνεια",
"ηλιοφάνειας":"ηλιοφάνεια",
"ηλιοφιν":"ηλιοφιν",
"ήλιων":"ήλιος",
"ήλπιζα":"ελπίζω",
"ήλπιζαν":"ελπίζω",
"ήλπιζε":"ελπίζω",
"ηλύσια":"ηλύσιος",
"ηλυσιακό":"ηλυσιακό",
"ηλυσιακος":"ηλυσιακος",
"ηλυσιακός":"ηλυσιακός",
"ηλυσιακός-εθνικός":"ηλυσιακός-εθνικός",
"ηλυσιακος-κερκυρα":"ηλυσιακος-κερκυρα",
"ηλυσιακός-κέρκυρα":"ηλυσιακός-κέρκυρα",
"ηλυσιακος-προοδευτικη":"ηλυσιακος-προοδευτικη",
"ηλυσιακού":"ηλυσιακού",
"ηλυσιακού-προοδευτικής":"ηλυσιακού-προοδευτικής",
"ηλυσίων":"ηλύσιος",
"ήλων":"ήλος",
"ημαθία":"ημαθία",
"ημαθιας":"ημαθία",
"ημαθίας":"ημαθία",
"ημαρ":"ημαρ",
"ήμαρ":"ήμαρ",
"ήμαρτον":"ήμαρτον",
"ημάς":"ημείς",
"ήμασταν":"είμαι",
"ήμαστε":"είμαι",
"ημεδαπά":"ημεδαπός",
"ημεδαπές":"ημεδαπός",
"ημεδαπή":"ημεδαπός",
"ημεδαπής":"ημεδαπός",
"ημεδαπούς":"ημεδαπός",
"ημεδαπών":"ημεδαπός",
"ημερα":"ημέρα",
"ημέρα":"ημέρα",
"ήμερα":"ήμερα",
"ημερας":"ημέρα",
"ημέρας":"ημέρα",
"ημερες":"ημέρα",
"ημέρες":"ημέρα",
"ήμερη":"ήμερος",
"ημερησία":"ημερήσιος",
"ημερήσια":"ημερήσιος",
"ημερησίας":"ημερήσιος",
"ημερήσιας":"ημερήσιος",
"ημερήσιες":"ημερήσιος",
"ημερήσιο":"ημερήσιος",
"ημερησίου":"ημερήσιος",
"ημερήσιου":"ημερήσιος",
"ημερησίων":"ημερήσιος",
"ημερήσιων":"ημερήσιος",
"ημερησίως":"ημερησίως",
"ημεριδα":"ημερίδα",
"ημερίδα":"ημερίδα",
"ημερίδας":"ημερίδα",
"ημερίδες":"ημερίδα",
"ημερίδων":"ημερίδα",
"ημερο":"ήμερος",
"ημεροδρόμιο":"ημεροδρόμιο",
"ημερολόγια":"ημερολόγιο",
"ημερολογιακά":"ημερολογιακά",
"ημερολογιακές":"ημερολογιακός",
"ημερολογιακή":"ημερολογιακός",
"ημερολόγιο":"ημερολόγιο",
"ημερολόγιό":"ημερολόγιο",
"ημερολογίου":"ημερολόγιο",
"ημερολογίων":"ημερολόγιο",
"ημερομηνία":"ημερομηνία",
"ημερομηνίας":"ημερομηνία",
"ημερομηνίες":"ημερομηνία",
"ημερομηνίες-κλειδιά":"ημερομηνίες-κλειδιά",
"ημερομηνιών":"ημερομηνία",
"ημερομίσθια":"ημερομίσθιο",
"ημερομίσθιο":"ημερομίσθιο",
"ημερομίσθιό":"ημερομίσθιο",
"ημερομισθίων":"ημερομίσθιος",
"ημερωn":"ημέρα",
"ημερών":"ημέρα",
"ημέτερα":"ημέτερος",
"ημετέρας":"ημέτερος",
"ημέτεροι":"ημέτερος",
"ημετέρους":"ημέτερος",
"ημετέρων":"ημέτερος",
"ημιάγρια":"ημιάγριος",
"ημιαγωγούς":"ημιαγωγός",
"ημίαιμος":"ημίαιμος",
"ημιαποικιακών":"ημιαποικιακός",
"ημιαποψυγμένα":"ημιαποψυγμένος",
"ημιαστικών":"ημιαστικός",
"ημίγυμνες":"ημίγυμνος",
"ημίγυμνοι":"ημίγυμνος",
"ημιδιατροφή":"ημιδιατροφή",
"ημιεγκαταλελειμμένο":"ημιεγκαταλελειμμένος",
"ημιειδικευμένους":"ημιειδικευμένος",
"ημίθεος":"ημίθεος",
"ημίθεους":"ημίθεος",
"ημικρανίες":"ημικρανία",
"ημικύκλιο":"ημικύκλιο",
"ημιμάθεια":"ημιμάθεια",
"ημιμαθείς":"ημιμαθής",
"ημίμετρα":"ημίμετρο",
"ημίν":"ημίν",
"ημισέληνο":"ημισέληνος",
"ημίσκληρο":"ημίσκληρος",
"ήμισυ":"ήμισυς",
"ημισφαίρια":"ημισφαίριο",
"ημισφαίριο":"ημισφαίριο",
"ημισφαιρίου":"ημισφαίριο",
"ημιτελείς":"ημιτελής",
"ημιτελές":"ημιτελής",
"ημιτελή":"ημιτελής",
"ημιτελικά":"ημιτελικός",
"ημιτελικό":"ημιτελικός",
"ημιτελικοί":"ημιτελικός",
"ημιτελικός":"ημιτελικός",
"ημιτελικούς":"ημιτελικός",
"ημιτελούς":"ημιτελής",
"ημιυπόγειες":"ημιυπόγειος",
"ημιφορτηγό":"ημιφορτηγό",
"ημίφως":"ημίφως",
"ημιχρόνιο":"ημιχρόνιο",
"ημιχρονο":"ημίχρονο",
"ημίχρονο":"ημίχρονο",
"ημιχρόνου":"ημίχρονο",
"ημίωρα":"ημίωρος",
"ημίωρο":"ημίωρος",
"ημιώρου":"ημίωρος",
"ημίωρου":"ημίωρος",
"ήμουν":"είμαι",
"ήμουνα":"είμαι",
"ημών":"ημείς",
"ην":"ην",
"ην.":"ην.",
"ηνία":"ηνίο",
"ηνωμένα":"ηνωμένος",
"ηνωμένας":"ηνωμένας",
"ηνωμένες":"ηνωμένος",
"ηνωμένο":"ηνωμένος",
"ηνωμένου":"ηνωμένος",
"ηνωμένων":"ηνωμένος",
"ήξεις":"ήξεις",
"ήξερα":"ξέρω",
"ήξεραν":"ξέρω",
"ήξερε":"ξέρω",
"ήξερες":"ξέρω",
"ηπα":"ηπα",
"ήπαρ":"ήπαρ",
"ηπατικές":"ηπατικός",
"ηπατική":"ηπατικός",
"ηπατίτιδα":"ηπατίτιδα",
"ηπατίτιδας":"ηπατίτιδα",
"ηπατοκυτταρική":"ηπατοκυτταρική",
"ηπατοπάθεια":"ηπατοπάθεια",
"ήπατος":"ήπαρ",
"ήπειρο":"ήπειρος",
"ήπειρό":"ήπειρος",
"ήπειροι":"ήπειρος",
"ήπειρος":"ήπειρος",
"ηπείρου":"ήπειρος",
"ηπείρους":"ήπειρος",
"ηπείρων":"ήπειρος",
"ηπειρώτες":"ηπειρώτης",
"ηπειρώτης":"ηπειρώτης",
"ηπειρωτικά":"ηπειρωτικός",
"ηπειρώτικα":"ηπειρώτικος",
"ηπειρωτική":"ηπειρωτικός",
"ηπειρωτικής":"ηπειρωτικός",
"ηπειρώτικο":"ηπειρώτικος",
"ηπειρώτικου":"ηπειρώτικος",
"ηπειρώτισσες":"ηπειρώτισσα",
"ηπειρωτών":"ηπειρώτης",
"ήπια":"ήπια",
"ήπιαν":"πίνω",
"ήπιας":"ήπιος",
"ήπιε":"πίνω",
"ήπιες":"πίνω",
"ήπιο":"ήπιος",
"ήπιοι":"ήπιος",
"ήπιος":"ήπιος",
"ηπιότερες":"ήπιος",
"ηπιότερη":"ήπιος",
"ηπιότεροι":"ήπιος",
"ηπιότερους":"ήπιος",
"ηπιότητα":"ηπιότητα",
"ήπιου":"ήπιος",
"ήπιους":"ήπιος",
"ήπιων":"ήπιος",
"ηράκλεια":"ηράκλεια",
"ηράκλειας":"ηράκλειος",
"ηράκλειο":"ηράκλειο",
"ηρακλειο":"ηράκλειος",
ράκλειο191015-1185":"ηράκλειο191015-1185",
"ηράκλειο-ιωνικός":"ηράκλειο-ιωνικός",
"ηρακλείου":"ηράκλειο",
"ηράκλειου":"ηράκλειος",
"ηράκλειτος":"ηράκλειτος",
"ηρακλείτσας":"ηρακλείτσας",
"ηρακλη":"ηρακλής",
"ηρακλή":"ηρακλής",
"ηρακλή-ακράτητου":"ηρακλή-ακράτητου",
"ηρακλης":"ηρακλής",
"ηρακλής":"ηρακλής",
ρακλής1998-9964":"ηρακλής1998-9964",
ρακλής221005-971":"ηρακλής221005-971",
ρακλής2776527-17":"ηρακλής2776527-17",
"ηρακλής-ακαδημία":"ηρακλής-ακαδημία",
"ηρακλή-σάκοτα":"ηρακλή-σάκοτα",
"ηρακλής-ακράτητος":"ηρακλής-ακράτητος",
"ηρακλής-πανιώνιος":"ηρακλής-πανιώνιος",
"ηρακλής-παοκ":"ηρακλής-παοκ",
"ήραν":"αίρω",
"ήρας":"ήρα",
"ήρε":"αίρω",
"ήρεμα":"ήρεμα",
"ήρεμα":"ήρεμος",
"ηρεμεί":"ηρεμώ",
"ηρεμείτε":"ηρεμώ",
"ήρεμες":"ήρεμος",
"ήρεμη":"ήρεμος",
"ηρεμήσαμε":"ηρεμώ",
"ηρέμησε":"ηρεμώ",
"ηρεμήσει":"ηρεμώ",
"ηρεμήσετε":"ηρεμώ",
"ηρεμήσουμε":"ηρεμώ",
"ηρεμήσουν":"ηρεμώ",
"ηρεμήστε":"ηρεμώ",
"ηρεμήσω":"ηρεμώ",
"ηρεμια":"ηρεμία",
"ηρεμία":"ηρεμία",
"ηρεμιας":"ηρεμία",
"ηρεμίας":"ηρεμία",
"ηρεμιστικά":"ηρεμιστικός",
"ήρεμο":"ήρεμος",
"ήρεμοι":"ήρεμος",
"ήρεμος":"ήρεμος",
"ηρεμούν":"ηρεμώ",
"ήρθα":"έρχομαι",
"ήρθαμε":"έρχομαι",
"ήρθαν":"έρχομαι",
"ήρθανε":"έρχομαι",
"ήρθατε":"έρχομαι",
"ήρθε":"έρχομαι",
"ήρθες":"έρχομαι",
"ήρθη":"αίρω",
"ηρνείτο":"ηρνείτο",
"ηρόδοτο":"ηρόδοτος",
"ηρόδοτος":"ηρόδοτος",
"ηροδότου":"ηρόδοτος",
"ηρώ":"ηρώ",
"ήρωα":"ήρωας",
"ήρωά":"ήρωας",
"ηρωα":"ηρώο",
"ήρωας":"ήρωας",
"ήρωας'":"ήρωας'",
"ήρωάς":"ήρωας",
"ηρώδειο":"ηρώδειο",
"ήρωες":"ήρωας",
"ήρωές":"ήρωας",
"ηρωίδα":"ηρωίδα",
"ηρωίδας":"ηρωίδα",
"ηρωίδες":"ηρωίδα",
"ηρωίδων":"ηρωίδα",
"ηρωικά":"ηρωικά",
"ηρωικές":"ηρωικός",
"ηρωικη":"ηρωικός",
"ηρωική":"ηρωικός",
"ηρωικής":"ηρωικός",
"ηρωικό":"ηρωικός",
"ηρωικοί":"ηρωικός",
"ηρωικών":"ηρωικός",
"ηρωικώς":"ηρωικώς",
"ηρωίνη":"ηρωίνη",
"ηρωίνης":"ηρωίνη",
"ηρωισμό":"ηρωισμός",
"ηρωισμοί":"ηρωισμός",
"ηρωισμός":"ηρωισμός",
"ηρωισμού":"ηρωισμός",
"ηρωισμούς":"ηρωισμός",
"ηρώο":"ηρώο",
"ηρωοποιήσει":"ηρωοποιώ",
"ηρωοποίησης":"ηρωοποίηση",
"ηρώων":"ήρωας",
"ης":"ης",
"ήσαν":"είμαι",
"ήσασταν":"είμαι",
"ησίοδος":"ησίοδος",
"ήσουν":"είμαι",
"ήσσονος":"ήσσονος",
"ηστ":"ηστ",
"ήστ":"ήστ",
στ191032-1188":"ηστ191032-1188",
"ηστ-μίλων":"ηστ-μίλων",
"ηστ-ολυμπιακός":"ηστ-ολυμπιακός",
"ήσυχα":"ήσυχα",
"ήσυχα":"ήσυχος",
"ησύχαζε":"ησυχάζω",
"ησυχάζει":"ησυχάζω",
"ησυχάζουν":"ησυχάζω",
"ησύχασα":"ησυχάζω",
"ησύχασε":"ησυχάζω",
"ησυχάσει":"ησυχάζω",
"ησυχάσετε":"ησυχάζω",
"ησυχάσουμε":"ησυχάζω",
"ησυχάσουν":"ησυχάζω",
"ησυχάσω":"ησυχάζω",
"ησυχες":"ήσυχος",
"ήσυχες":"ήσυχος",
"ήσυχη":"ήσυχος",
"ήσυχης":"ήσυχος",
"ησυχία":"ησυχία",
"ησυχίας":"ησυχία",
"ήσυχο":"ήσυχος",
"ήσυχοι":"ήσυχος",
"ήσυχος":"ήσυχος",
"ήσυχου":"ήσυχος",
"ήσυχους":"ήσυχος",
"ήτ":"ήτ",
"ηταν":"είμαι",
"ήταν":"είμαι",
"ήτανε":"είμαι",
"ήτας":"ήτας",
"ήτο":"ήτο",
"ήτοι":"ήτοι",
"ηττα":"ήττα",
"ήττα":"ήττα",
"ήττας":"ήττα",
"ήττες":"ήττα",
"ηττηθεί":"ηττώμαι",
"ηττήθηκαν":"ηττώμαι",
"ηττηθηκε":"ηττώμαι",
"ηττήθηκε":"ηττώμαι",
"ηττηθούν":"ηττώμαι",
"ηττημένη":"ηττώμαι",
"ηττημένο":"ηττώμαι",
"ηττημένοι":"ηττημένος",
"ηττημένος":"ηττώμαι",
"ηττημένους":"ηττημένος",
"ηττημένων":"ηττώμαι",
"ήττον":"ήττον",
"ηττοπάθεια":"ηττοπάθεια",
"ηττοπάθειας":"ηττοπάθεια",
"ηττώνται":"ηττώμαι",
"ηφαίστεια":"ηφαίστειος",
"ηφαιστειακές":"ηφαιστειακός",
"ηφαιστειακή":"ηφαιστειακός",
"ηφαιστειακής":"ηφαιστειακός",
"ηφαιστειακού":"ηφαιστειακός",
"ηφαίστειο":"ηφαίστειος",
"ηφαιστειογενές":"ηφαιστειογενής",
"ηφαιστείου":"ηφαίστειο",
"ηφαιστείων":"ηφαίστειο",
"ήφαιστο":"ήφαιστος",
"ηφαιστος":"ήφαιστος",
"ήφαιστος":"ήφαιστος",
"ηχεί":"ηχώ",
"ηχεία":"ηχείο",
"ηχηρά":"ηχηρός",
"ηχηρή":"ηχηρός",
"ηχηρό":"ηχηρός",
"ηχηροί":"ηχηρός",
"ηχηρότατο":"ηχηρός",
"ηχηρών":"ηχηρός",
"ήχησαν":"ηχώ",
"ήχησε":"ηχώ",
"ηχήσουν":"ηχώ",
"ηχητικά":"ηχητικά",
"ηχητικές":"ηχητικός",
"ηχητική":"ηχητικός",
"ηχητικό":"ηχητικός",
"ήχο":"ήχος",
"ηχογραφήθηκαν":"ηχογραφώ",
"ηχογραφήθηκε":"ηχογραφώ",
"ηχογραφημένα":"ηχογραφώ",
"ηχογραφημένες":"ηχογραφημένος",
"ηχογραφημένη":"ηχογραφημένος",
"ηχογραφημένο":"ηχογραφημένος",
"ηχογραφημένους":"ηχογραφώ",
"ηχογράφησαν":"ηχογραφώ",
"ηχογράφησε":"ηχογραφώ",
"ηχογραφήσει":"ηχογραφώ",
"ηχογραφήσεις":"ηχογράφηση",
"ηχογραφήσεις":"ηχογραφώ",
"ηχογράφηση":"ηχογράφηση",
"ηχογράφησή":"ηχογράφηση",
"ηχογράφησης":"ηχογράφηση",
"ηχογραφούν":"ηχογραφώ",
"ήχοι":"ήχος",
"ηχοκαρδιογράφημα":"ηχοκαρδιογράφημα",
"ηχοληψίας":"ηχοληψία",
"ηχορύπανση":"ηχορύπανση",
"ηχος":"ήχος",
"ήχος":"ήχος",
"ήχου":"ήχος",
"ηχούν":"ηχώ",
"ήχους":"ήχος",
"ηχούσαν":"ηχώ",
"ηχοφωτεινό":"ηχοφωτεινός",
"ηχόχρωμα":"ηχόχρωμα",
"ηχόχρωμά":"ηχόχρωμα",
"ηχοχρώματα":"ηχόχρωμα",
"ηχώ":"ηχώ",
"ήχων":"ήχος",
"ηώς":"ηώς",
"θ":"θ",
"θ'":"θα",
"θ.":"θ.",
"θ.χ.":"θ.χ.",
"θα":"θα",
"θά":"θά",
"θάβει":"θάβω",
"θάβεται":"θάβω",
"θάβονται":"θάβω",
"θάβονταν":"θάβω",
"θάβοντας":"θάβω",
"θάβουν":"θάβω",
"θαλάμη":"θαλάμη",
"θαλαμηγούς":"θαλαμηγός",
"θάλαμο":"θάλαμος",
"θαλαμοειδής":"θαλαμοειδής",
"θάλαμος":"θάλαμος",
"θαλάμου":"θάλαμος",
"θαλάμους":"θάλαμος",
"θαλάμων":"θάλαμος",
"θάλασσα":"θάλασσα",
"θάλασσας":"θάλασσα",
"θάλασσες":"θάλασσα",
"θάλασσές":"θάλασσα",
"θαλάσσης":"θάλασσα",
"θαλάσσια":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιας":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιες":"θαλάσσιος",
"θαλασσινά":"θαλασσινός",
"θαλασσινές":"θαλασσινός",
"θαλασσινή":"θαλασσινός",
"θαλασσινό":"θαλασσινός",
"θαλασσινοί":"θαλασσινός",
"θαλασσινός":"θαλασσινός",
"θαλασσινού":"θαλασσινός",
"θαλασσινών":"θαλασσινός",
"θαλάσσιο":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιοι":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιου":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιους":"θαλάσσιος",
"θαλασσιων":"θαλασσής",
"θαλασσίων":"θαλάσσιος",
"θαλάσσιων":"θαλάσσιος",
"θαλασσοδαρμένο":"θαλασσοδαρμένος",
"θαλασσόλυκος":"θαλασσόλυκος",
"θαλασσομάχος":"θαλασσομάχος",
"θαλασσοπόροι":"θαλασσοπόρος",
"θαλασσοπόρος":"θαλασσοπόρος",
"θαλασσοπούλι":"θαλασσοπούλι",
"θαλασσοπούλια":"θαλασσοπούλι",
"θαλασσοταραχές":"θαλασσοταραχή",
"θαλασσοταραχη":"θαλασσοταραχή",
"θαλασσοταραχή":"θαλασσοταραχή",
"θαλασσοταραχής":"θαλασσοταραχή",
"θαλασσοφιλητος":"θαλασσοφίλητος",
"θαλασσων":"θάλασσα",
"θαλασσών":"θάλασσα",
"θαλάσσωσαν":"θαλασσώνω",
"θάλεια":"θάλεια",
"θάλειας":"θάλεια",
"θαλερό":"θαλερός",
"θαλή":"θαλής",
"θαλής":"θαλής",
"θάλητος":"θάλητος",
"θαλπωρή":"θαλπωρή",
"θάματα":"θάμα",
"θαμμένα":"θάβω",
"θαμμένη":"θάβω",
"θαμμένο":"θαμμένος",
"θαμμένος":"θαμμένος",
"θαμμένους":"θαμμένος",
"θάμνοι":"θάμνος",
"θάμνους":"θάμνος",
"θάμνων":"θάμνος",
"θαμόρα":"θαμόρα",
"θαμπά":"θαμπός",
"θαμπό":"θαμπός",
"θάμπωμα":"θάμπωμα",
"θαμπωμένοι":"θαμπώνω",
"θαμπώνει":"θαμπώνω",
"θάμπωσαν":"θαμπώνω",
"θαμπώσει":"θαμπώνω",
"θαμώνας":"θαμώνας",
"θαμώνες":"θαμώνας",
"θαμώνων":"θαμώνας",
"θάναι":"θάναι",
"θαναση":"θανάσης",
"θανάση":"θανάσης",
"θανασης":"θανάσης",
"θανάσης":"θανάσης",
"θανάσιμα":"θανάσιμα",
"θανάσιμες":"θανάσιμος",
"θανασιμη":"θανάσιμος",
"θανάσιμη":"θανάσιμος",
"θανάσιμης":"θανάσιμος",
"θανάσιμο":"θανάσιμος",
"θανάσιμοι":"θανάσιμος",
"θανάσιμου":"θανάσιμος",
"θανατηφόρα":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρας":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρες":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρο":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρος":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρου":"θανατηφόρος",
"θανατηφόρων":"θανατηφόρος",
"θανατικές":"θανατικός",
"θανατική":"θανατικός",
"θανατικής":"θανατικός",
"θανατικό":"θανατικός",
"θανατο":"θάνατος",
"θάνατο":"θάνατος",
"θάνατό":"θάνατος",
"θάνατοι":"θάνατος",
"θάνατον":"θάνατος",
"θανατοποινίτες":"θανατοποινίτης",
"θανατοποινίτη":"θανατοποινίτης",
"θανατοποινιτών":"θανατοποινίτης",
"θανατος":"θάνατος",
"θάνατος":"θάνατος",
"θάνατός":"θάνατος",
"θανάτου":"θάνατος",
"θανάτους":"θάνατος",
"θανατώθηκαν":"θανατώνω",
"θανατωθούν":"θανατώνω",
"θανάτων":"θάνατος",
"θανατώνει":"θανατώνω",
"θανατώνεται":"θανατώνω",
"θανατώνονται":"θανατώνω",
"θανατώνονταν":"θανατώνω",
"θανατώσει":"θανατώνω",
"θανατώσεις":"θανάτωση",
"θανάτωση":"θανάτωση",
"θανάτωσή":"θανάτωση",
"θανάτωσης":"θανάτωση",
"θανατώσουμε":"θανατώνω",
"θάνη":"θάνη",
"θάνο":"θάνος",
"θανόντος":"θανών",
"θανόντων":"θανών",
"θανοπούλου":"θανοπούλου",
"θανος":"θάνος",
"θάνος":"θάνος",
"θάνου":"θάνος",
"θαρραλέα":"θαρραλέα",
"θαρραλέες":"θαρραλέος",
"θαρραλέο":"θαρραλέος",
"θαρραλέοι":"θαρραλέος",
"θαρραλέος":"θαρραλέος",
"θαρραλέους":"θαρραλέος",
"θαρρεί":"θαρρώ",
"θαρρείς":"θαρρώ",
"θάρρος":"θάρρος",
"θάρρους":"θάρρος",
"θαρρώ":"θαρρώ",
"θαρρώντας":"θαρρώ",
"θάσο":"θάσος",
"θάσος":"θάσος",
"θάσου":"θάσος",
"θατσερ":"θατσερ",
"θάτσερ":"θάτσερ",
"θατσερικής":"θατσερικός",
"θατσερικός":"θατσερικός",
"θαυμα":"θαύμα",
"θαύμα":"θαύμα",
"θαύμαζα":"θαυμάζω",
"θαύμαζαν":"θαυμάζω",
"θαύμαζε":"θαυμάζω",
"θαυμάζει":"θαυμάζω",
"θαυμάζεις":"θαυμάζω",
"θαυμάζετε":"θαυμάζω",
"θαυμάζουμε":"θαυμάζω",
"θαυμάζουν":"θαυμάζω",
"θαυμάζω":"θαυμάζω",
"θαυμάσαμε":"θαυμάζω",
"θαυμάσει":"θαυμάζω",
"θαυμάσεις":"θαυμάζω",
"θαυμάσια":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιες":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιο":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιοι":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιος":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιου":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιους":"θαυμάσιος",
"θαυμάσιων":"θαυμάσιος",
"θαυμασμό":"θαυμασμός",
"θαυμασμός":"θαυμασμός",
"θαυμασμού":"θαυμασμός",
"θαυμάσουμε":"θαυμάζω",
"θαυμάσουν":"θαυμάζω",
"θαυμαστά":"θαυμαστός",
"θαυμαστές":"θαυμαστής",
"θαυμαστή":"θαυμαστός",
"θαυμαστής":"θαυμαστής",
"θαυμαστικά":"θαυμαστικά",
"θαυμαστό":"θαυμαστός",
"θαυμαστός":"θαυμαστός",
"θαυμαστούς":"θαυμαστός",
"θαυμάστρια":"θαυμάστρια",
"θαυμάστριά":"θαυμάστρια",
"θαυμαστών":"θαυμαστός",
"θαύματα":"θαύμα",
"θαύματος":"θαύμα",
"θαυματουργή":"θαυματουργός",
"θαυματουργής":"θαυματουργός",
"θαυματουργική":"θαυματουργικός",
"θαυματουργό":"θαυματουργός",
"θαυματουργού":"θαυματουργός",
"θαυμάτων":"θαύμα",
"θαφτεί":"θάβω",
"θάφτηκαν":"θάβω",
"θάφτηκε":"θάβω",
"θάψαμε":"θάβω",
"θάψει":"θάβω",
"θάψεις":"θάβω",
"θάψιμο":"θάψιμο",
"θάψουμε":"θάβω",
"θάψουν":"θάβω",
"θάψω":"θάβω",
"θε":"θε",
"θε.":"θε.",
"θεά":"θεά",
"θέα":"θέα",
"θεαγενειο":"θεαγενειο",
"θεαγενείου":"θεαγενείου",
"θεαγένης":"θεαγένης",
"θεαγένους":"θεαγένους",
"θέαμα":"θέαμα",
"θεάματα":"θέαμα",
"θεαματικά":"θεαματικός",
"θεαματικές":"θεαματικός",
"θεαματική":"θεαματικός",
"θεαματικής":"θεαματικός",
"θεαματικό":"θεαματικός",
"θεαματικοποίηση":"θεαματικοποίηση",
"θεαματικότερα":"θεαματικός",
"θεαματικότητας":"θεαματικότητα",
"θεαματικότητες":"θεαματικότητα",
"θεαματικού":"θεαματικός",
"θεαματικούς":"θεαματικός",
"θεαματικών":"θεαματικός",
"θεάματος":"θέαμα",
"θεαμάτων":"θέαμα",
"θεανθρώπου":"θεάνθρωπος",
"θεανώ":"θεανώ",
"θεάρεστα":"θεάρεστα",
"θεάρεστο":"θεάρεστος",
"θεάς":"θεά",
"θέας":"θέα",
"θεάσεις":"θέαση",
"θέαση":"θέαση",
"θεάται":"θεώμαι",
"θεατές":"θεατής",
"θεατή":"θεατής",
"θεατής":"θεατής",
"θεατρα":"θέατρο",
"θέατρα":"θέατρο",
"θέατρά":"θέατρο",
"θεατρακι":"θεατράκι",
"θεατράκι":"θεατράκι",
"θεατρικά":"θεατρικός",
"θεατρικές":"θεατρικός",
"θεατρική":"θεατρικός",
"θεατρικής":"θεατρικός",
"θεατρικό":"θεατρικός",
"θεατρικοί":"θεατρικός",
"θεατρικός":"θεατρικός",
"θεατρικού":"θεατρικός",
"θεατρικούς":"θεατρικός",
"θεατρικών":"θεατρικός",
"θεατρινισμούς":"θεατρινισμός",
"θεατρίνοι":"θεατρίνος",
"θεατρο":"θέατρο",
"θέατρο":"θέατρο",
"θέατρό":"θέατρο",
"θεατρολόγος":"θεατρολόγος",
"θεατροποιημένη":"θεατροποιημένη",
"θεατρου":"θέατρο",
"θεάτρου":"θέατρο",
"θεατρόφιλη":"θεατρόφιλος",
"θεατρόφιλο":"θεατρόφιλος",
"θεατρόφιλος":"θεατρόφιλος",
"θεάτρων":"θέατρο",
"θεατών":"θεατής",
"θεέ":"θεός",
"θεές":"θεά",
"θεία":"θεία",
"θείας":"θείος",
"θείε":"θείος",
"θειικού":"θειικός",
"θεϊκή":"θεϊκός",
"θεϊκής":"θεϊκός",
"θεϊκό":"θεϊκός",
"θεϊκός":"θεϊκός",
"θεϊκού":"θεϊκός",
"θείο":"θείος",
"θείοι":"θείος",
"θείος":"θείος",
"θείου":"θείο",
"θειώδες":"θειώδης",
"θειώδη":"θειώδης",
"θέκλα":"θέκλα",
"θελα":"θελα",
"'θελα":"'θελα",
"θέλαμε":"θέλω",
"θελατε":"θέλω",
"θέλατε":"θέλω",
"θέλγεται":"θέλγω",
"θέλγητρο":"θέλγητρο",
"θελει":"θέλω",
"θέλει":"θέλω",
"θέλεις":"θέλω",
"θέλετε":"θέλω",
"θέλέτε":"θέλω",
"θέλημα":"θέλημα",
"θέλησα":"θέλω",
"θελήσαμε":"θέλω",
"θέλησαν":"θέλω",
"θέλησε":"θέλω",
"θελήσει":"θέλω",
"θελήσεις":"θέλω",
"θελήσετε":"θέλω",
"θελήσεως":"θέληση",
"θέληση":"θέληση",
"θέλησή":"θέληση",
"θελήση":"θέλω",
"θέλησης":"θέληση",
"θέλησιν":"θέληση",
"θελήσουμε":"θέλω",
"θελήσουν":"θέλω",
"θελκτικός":"θελκτικός",
"θέλοντας":"θέλω",
"θέλουμε":"θέλω",
"θέλουν":"θέλω",
"θέλουνε":"θέλω",
"θέλτα":"θέλτα",
"θελω":"θέλω",
"θέλω":"θέλω",
"θεμ.":"θεμ.",
"θεμα":"θέμα",
"θέμα":"θέμα",
"θέμα'":"θέμα'",
"θεματα":"θέμα",
"θέματα":"θέμα",
"θέματά":"θέμα",
"θεματικά":"θεματικός",
"θεματικές":"θεματικός",
"θεματική":"θεματικός",
"θεματικής":"θεματικός",
"θεματικό":"θεματικός",
"θεματικός":"θεματικός",
"θεματικού":"θεματικός",
"θεματικών":"θεματικός",
"θεματογραφία":"θεματογραφία",
"θεματολογία":"θεματολογία",
"θεματολογίας":"θεματολογία",
"θεματολογίες":"θεματολογία",
"θεματολογικά":"θεματολογικά",
"θέματος":"θέμα",
"θέματός":"θέμα",
"θεματοφύλακα":"θεματοφύλακας",
"θεματοφύλακες":"θεματοφύλακας",
"θεμάτων":"θέμα",
"θέμελη":"θέμελης",
"θέμελης":"θέμελης",
"θεμέλια":"θεμέλιο",
"θεμέλιά":"θεμέλιο",
"θεμελιακή":"θεμελιακός",
"θεμελιακό":"θεμελιακός",
"θεμελιακών":"θεμελιακός",
"θεμέλιο":"θεμέλιο",
"θεμελιοδομη":"θεμελιοδομη",
"θεμέλιοι":"θεμέλιος",
"θεμελίου":"θεμέλιος",
"θεμελιώδεις":"θεμελιώδης",
"θεμελιώδες":"θεμελιώδης",
"θεμελιώδη":"θεμελιώδης",
"θεμελιώδης":"θεμελιώδης",
"θεμελιώδους":"θεμελιώδης",
"θεμελιωδών":"θεμελιώδης",
"θεμελιωθεί":"θεμελιώνω",
"θεμελιώθηκε":"θεμελιώνω",
"θεμελιωμένα":"θεμελιώνω",
"θεμελιωμένη":"θεμελιώνω",
"θεμελιωμένης":"θεμελιώνω",
"θεμελιωμένο":"θεμελιώνω",
"θεμελίωνε":"θεμελιώνω",
"θεμελιώνει":"θεμελιώνω",
"θεμελιώνεται":"θεμελιώνω",
"θεμελίωσαν":"θεμελιώνω",
"θεμελίωσε":"θεμελιώνω",
"θεμελιώσει":"θεμελιώνω",
"θεμελιωση":"θεμελίωση",
"θεμελίωση":"θεμελίωση",
"θεμελίωσή":"θεμελίωση",
"θεμελίωσης":"θεμελίωση",
"θεμελιωτή":"θεμελιωτής",
"θεμελιωτής":"θεμελιωτής",
"θεμη":"θέμης",
"θέμη":"θέμης",
"θέμης":"θέμης",
"θέμις":"θέμιδα",
"θεμιστοκλέους":"θεμιστοκλέους",
"θεμιστοκλή":"θεμιστοκλής",
"θεμιστοκλής":"θεμιστοκλής",
"θεμιτή":"θεμιτός",
"θεμιτό":"θεμιτός",
"θεμιτός":"θεμιτός",
"θεμιτούς":"θεμιτός",
"θέμου":"θέμος",
"θεό":"θεός",
"θεό.":"θεό.",
"θεοδ.":"θεοδ.",
"θεοδόσης":"θεοδόσης",
"θεοδοσία":"θεοδοσία",
"θεοδοσιάδη":"θεοδοσιάδης",
"θεοδοσιαδης":"θεοδοσιάδης",
"θεοδοσιάδης":"θεοδοσιάδης",
"θεοδουλίδης":"θεοδουλίδης",
"θεοδώρα":"θεοδώρα",
"θεοδωρακάκης":"θεοδωρακάκης",
"θεοδωρακη":"θεοδωράκης",
"θεοδωράκη":"θεοδωράκης",
"θεοδωρακης":"θεοδωράκης",
"θεοδωράκης":"θεοδωράκης",
"θεοδωρακόπουλος":"θεοδωρακόπουλος",
"θεοδώρας":"θεοδώρα",
"θεοδωρίδη":"θεοδωρίδης",
"θεοδωρίδης":"θεοδωρίδης",
"θεοδωρίδου":"θεοδωρίδου",
"θεόδωρο":"θεόδωρος",
"θεοδωροπούλου":"θεοδωροπούλου",
"θεοδωρος":"θεόδωρος",
"θεόδωρος":"θεόδωρος",
"θεοδωρου":"θεόδωρος",
"θεόδωρου":"θεόδωρος",
"θεοδώρου":"θεοδώρου",
"θεοδωρούδης":"θεοδωρούδης",
"θεοδώρων":"θεοδώρων",
"θεοδωτα":"θεοδωτα",
"θεοί":"θεός",
"θεοκρατία":"θεοκρατία",
"θεοκρατική":"θεοκρατικός",
"θεοκρατικό":"θεοκρατικός",
"θεολογια":"θεολογία",
"θεολογία":"θεολογία",
"θεολογίας":"θεολογία",
"θεολογίδου":"θεολογίδου",
"θεολογικές":"θεολογικός",
"θεολογική":"θεολογικός",
"θεολογικής":"θεολογικός",
"θεολογικό":"θεολογικός",
"θεολογικός":"θεολογικός",
"θεολογικού":"θεολογικός",
"θεολογικούς":"θεολογικός",
"θεολόγο":"θεολόγος",
"θεολόγοι":"θεολόγος",
"θεολόγος":"θεολόγος",
"θεολόγου":"θεολόγος",
"θεολόγο-φιλόσοφο":"θεολόγο-φιλόσοφο",
"θεομηνία":"θεομηνία",
"θεομηνίες":"θεομηνία",
"θεοποιημένης":"θεοποιώ",
"θεοποίησαν":"θεοποιώ",
"θεοποίησε":"θεοποιώ",
"θεοποίηση":"θεοποίηση",
"θεοποιήσουν":"θεοποιώ",
"θεοπούλα":"θεοπούλα",
"θεόρατα":"θεόρατος",
"θεόρατες":"θεόρατος",
"θεόρατος":"θεόρατος",
"θεός":"θεός",
"θέος":"θέος",
"θεοσοφίας":"θεοσοφία",
"θεός-φίδι":"θεός-φίδι",
"θεότητα":"θεότητα",
"θεότητας":"θεότητα",
"θεότητες":"θεότητα",
"θεοτόκη":"θεοτόκης",
"θεοτοκόπουλος":"θεοτοκόπουλος",
"θεοτόκου":"θεοτόκος",
"θεότρελες":"θεότρελος",
"θεότρελη":"θεότρελος",
"θεότρελης":"θεότρελος",
"θεού":"θεός",
"θεούλης":"θεούλης",
"θεούς":"θεός",
"θεοφανείων":"θεοφάνια",
"θεοφάνη":"θεοφάνης",
"θεοφανης":"θεοφάνης",
"θεοφανία":"θεοφανία",
"θεοφανίδου":"θεοφανίδου",
"θεοφανίων":"θεοφάνια",
"θεοφάνους":"θεοφάνους",
"θεοφιλιδου":"θεοφιλιδου",
"θεοφιλογιαννάκο":"θεοφιλογιαννάκο",
"θεοφιλος":"θεόφιλος",
"θεόφιλος":"θεόφιλος",
"θεοφιλου":"θεόφιλος",
"θεοφίλου":"θεόφιλος",
"θεόφιλου":"θεόφιλος",
"θεοφυλακτος":"θεοφύλακτος",
"θεοχάρη":"θεοχάρη",
"θεοχάρης":"θεοχάρης",
"θεοχαρίδη":"θεοχαρίδη",
"θεοχάρους":"θεοχάρους",
"θεραπεια":"θεραπεία",
"θεραπεία":"θεραπεία",
"θεραπείας":"θεραπεία",
"θεραπείες":"θεραπεία",
"θεραπειών":"θεραπεία",
"θεράπευε":"θεραπεύω",
"θεραπεύει":"θεραπεύω",
"θεραπεύεται":"θεραπεύω",
"θεραπευθεί":"θεραπεύω",
"θεραπευθούν":"θεραπεύω",
"θεραπευμένη":"θεραπευμένος",
"θεραπεύουμε":"θεραπεύω",
"θεραπεύσει":"θεραπεύω",
"θεραπεύσιμη":"θεραπεύσιμος",
"θεραπεύσουμε":"θεραπεύω",
"θεραπεύσουν":"θεραπεύω",
"θεραπευτεί":"θεραπεύω",
"θεραπεύτηκε":"θεραπεύω",
"θεραπευτήρια":"θεραπευτήριο",
"θεραπευτηριο":"θεραπευτήριο",
"θεραπευτηρίων":"θεραπευτήριο",
"θεραπευτής":"θεραπευτής",
"θεραπευτικά":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικές":"θεραπευτική",
"θεραπευτική":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικής":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικό":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικού":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικούς":"θεραπευτικός",
"θεραπευτικών":"θεραπευτικός",
"θεραπευτούν":"θεραπεύω",
"θεραπευτών":"θεραπευτής",
"θεράποντα":"θεράποντας",
"θεράποντες":"θεράποντας",
"θεράποντος":"θεράπων",
"θεράπων":"θεράπων",
"θερβάντες":"θερβάντες",
"θέρετρα":"θέρετρο",
"θέρετρο":"θέρετρο",
"θεριά":"θεριό",
"θεριακλήδες":"θεριακλής",
"θέριεψε":"θεριεύω",
"θεριέψει":"θεριεύω",
"θέριζαν":"θερίζω",
"θερίζει":"θερίζω",
"θερίζονται":"θερίζω",
"θερίζουν":"θερίζω",
"θερινά":"θερινός",
"θερινές":"θερινός",
"θερινή":"θερινός",
"θερινής":"θερινός",
"θερινό":"θερινός",
"θερινούς":"θερινός",
"θερινών":"θερινός",
"θεριο":"θεριό",
"θεριό":"θεριό",
"θερισμό":"θερισμός",
"θερισμός":"θερισμός",
"θερίσουν":"θερίζω",
"θεριστής":"θεριστής",
"θερμά":"θερμά",
"θερμά":"θερμός",
"θερμαϊκό":"θερμαϊκός",
"θερμαικος":"θερμαικος",
"θερμαϊκος":"θερμαϊκός",
"θερμαϊκός":"θερμαϊκός",
"θερμαϊκου":"θερμαϊκός",
"θερμαϊκού":"θερμαϊκός",
"θερμαίνει":"θερμαίνω",
"θερμαινόμενη":"θερμαίνω",
"θερμαίνονται":"θερμαίνω",
"θερμαίνοντας":"θερμαίνω",
"θερμαίνουν":"θερμαίνω",
"θέρμαν":"θέρμαν",
"θερμάνει":"θερμαίνω",
"θερμανθεί":"θερμαίνω",
"θερμάνσεως":"θέρμανση",
"θέρμανση":"θέρμανση",
"θέρμανσή":"θέρμανση",
"θέρμανσης":"θέρμανση",
"θερμαντικές":"θερμαντικός",
"θερμαντική":"θερμαντικός",
"θερμάς":"θερμάς",
"θερμές":"θερμός",
"θέρμη":"θέρμη",
"θερμή":"θερμός",
"θέρμης":"θέρμη",
"θερμής":"θερμός",
"θερμίδες":"θερμίδα",
"θερμίδων":"θερμίδα",
"θερμικές":"θερμικός",
"θερμική":"θερμικός",
"θερμικός":"θερμικός",
"θερμιώτες":"θερμιώτης",
"θερμό":"θερμός",
"θερμόαιμος":"θερμόαιμος",
"θερμόαιμους":"θερμόαιμος",
"θερμοηχομονωτικές":"θερμοηχομονωτικός",
"θερμοί":"θερμός",
"θερμοκέφαλων":"θερμοκέφαλος",
"θερμοκήπια":"θερμοκήπιο",
"θερμοκηπιακές":"θερμοκηπιακός",
"θερμοκηπικά":"θερμοκηπικά",
"θερμοκηπικών":"θερμοκηπικών",
"θερμοκήπιο":"θερμοκήπιο",
"θερμοκηπιου":"θερμοκήπιο",
"θερμοκηπίου":"θερμοκήπιο",
"θερμοκοιτίδα":"θερμοκοιτίδα",
"θερμοκρασια":"θερμοκρασία",
"θερμοκρασία":"θερμοκρασία",
"θερμοκρασιακή":"θερμοκρασιακός",
"θερμοκρασίας":"θερμοκρασία",
"θερμοκρασιες":"θερμοκρασία",
"θερμοκρασίες":"θερμοκρασία",
"θερμοκρασιών":"θερμοκρασία",
"θερμόμετρα":"θερμόμετρο",
"θερμόμετρο":"θερμόμετρο",
"θερμομονώσεις":"θερμομόνωση",
"θερμοπληξία":"θερμοπληξία",
"θερμοπύλες":"θερμοπύλες",
"θερμός":"θερμός",
"θερμοσίφωνες":"θερμοσίφωνας",
"θερμοσιφώνων":"θερμοσίφωνας",
"θερμοστάτης":"θερμοστάτης",
"θερμότατα":"θερμά",
"θερμότατο":"θερμός",
"θερμότερα":"θερμός",
"θερμότερη":"θερμός",
"θερμότερο":"θερμός",
"θερμότεροι":"θερμός",
"θερμότερος":"θερμός",
"θερμότητα":"θερμότητα",
"θερμότητας":"θερμότητα",
"θερμού":"θερμός",
"θερμουργός":"θερμουργός",
"θερμώ":"θερμώ",
"θερμών":"θερμός",
"θέρος":"θέρος",
"θέρους":"θέρος",
"θεσ":"θεσ",
"θέσαμε":"θέτω",
"θέσει":"θέτω",
"θεσεις":"θέση",
"θέσεις":"θέση",
"θέσεις-κλειδιά":"θέσεις-κλειδιά",
"θέσετε":"θέτω",
"θέσεων":"θέση",
"θέσεών":"θέση",
"θέσεως":"θέση",
"θέσεώς":"θέση",
"θεση":"θέση",
"θέση":"θέση",
"θέση-γκολ":"θέση-γκολ",
"θέσης":"θέση",
"θέσιμο":"θέσιμο",
"θέσιν":"θέση",
"θέσις":"θέση",
"θέσμια":"θέσμιος",
"θεσμικά":"θεσμικός",
"θεσμικά-οργανωτικά":"θεσμικά-οργανωτικά",
"θεσμικές":"θεσμικός",
"θεσμική":"θεσμικός",
"θεσμικής":"θεσμικός",
"θεσμικό":"θεσμικός",
"θεσμικοί":"θεσμικός",
"θεσμικός":"θεσμικός",
"θεσμικού":"θεσμικός",
"θεσμικούς":"θεσμικός",
"θεσμικών":"θεσμικός",
"θεσμικώς":"θεσμικώς",
"θέσμιση":"θέσμιση",
"θεσμό":"θεσμός",
"θεσμοθετείται":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετηθεί":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετήθηκαν":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετήθηκε":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετηθούν":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετημένα":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετημένες":"θεσμοθετημένος",
"θεσμοθετημένη":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετημένης":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετημένο":"θεσμοθετημένος",
"θεσμοθετημένος":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετημένου":"θεσμοθετημένος",
"θεσμοθέτησε":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθετήσει":"θεσμοθετώ",
"θεσμοθέτηση":"θεσμοθέτηση",
"θεσμοθέτησης":"θεσμοθέτηση",
"θεσμοθετούνται":"θεσμοθετώ",
"θεσμοί":"θεσμός",
"θεσμοποιημένης":"θεσμοποιημένος",
"θεσμοποιημένου":"θεσμοποιώ",
"θεσμοποίηση":"θεσμοποίηση",
"θεσμός":"θεσμός",
"θεσμού":"θεσμός",
"θεσμούς":"θεσμός",
"θεσμών":"θεσμός",
"θέσουμε":"θέτω",
"θέσουν":"θέτω",
"θεσπέσιος":"θεσπέσιος",
"θέσπιζε":"θεσπίζω",
"θεσπίζει":"θεσπίζω",
"θεσπίζεται":"θεσπίζω",
"θεσπίζονται":"θεσπίζω",
"θεσπίζοντας":"θεσπίζω",
"θεσπίσαμε":"θεσπίζω",
"θέσπισε":"θεσπίζω",
"θεσπίσει":"θεσπίζω",
"θέσπιση":"θέσπιση",
"θέσπισή":"θέσπιση",
"θέσπισης":"θέσπιση",
"θεσπισθεί":"θεσπίζω",
"θεσπίσθηκε":"θεσπίζω",
"θέσπισμα":"θέσπισμα",
"θεσπίσματα":"θέσπισμα",
"θεσπισμένες":"θεσπίζω",
"θεσπισμένη":"θεσπίζω",
"θεσπίσουν":"θεσπίζω",
"θεσπιστεί":"θεσπίζω",
"θεσπίστηκαν":"θεσπίζω",
"θεσπίστηκε":"θεσπίζω",
"θεσπιστούν":"θεσπίζω",
"θεσπρωτίας":"θεσπρωτία",
"θεσσαλία":"θεσσαλία",
"θεσσαλίας":"θεσσαλία",
"θεσσαλικη":"θεσσαλικός",
"θεσσαλική":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικης":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικής":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικό":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικοί":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικού":"θεσσαλικός",
"θεσσαλικών":"θεσσαλικός",
"θεσσαλοί":"θεσσαλός",
"θεσσαλονικεις":"θεσσαλονικεύς",
"θεσσαλονικείς":"θεσσαλονικεύς",
"θεσσαλονικεύς":"θεσσαλονικεύς",
"θεσσαλονικέων":"θεσσαλονικεύς",
"θεσσαλονικέως":"θεσσαλονικεύς",
"θεσσαλονικη":"θεσσαλονίκη",
"θεσσαλονίκη":"θεσσαλονίκη",
"θεσσαλονίκη'":"θεσσαλονίκη'",
"θεσσαλονικης":"θεσσαλονίκη",
"θεσσαλονίκης":"θεσσαλονίκη",
"θεσσαλονίκής":"θεσσαλονίκη",
"θεσσαλονίκης-αεροδρομίου":"θεσσαλονίκης-αεροδρομίου",
"θεσσαλονίκης-αθήνας":"θεσσαλονίκης-αθήνας",
"θεσσαλονίκης-κιλκίς":"θεσσαλονίκης-κιλκίς",
"θεσσαλονίκης-μουδανιών":"θεσσαλονίκης-μουδανιών",
"θεσσαλονικιά":"θεσσαλονικιά",
"θεσσαλονικιό":"θεσσαλονικιός",
"θεσσαλονικιός":"θεσσαλονικιός",
"θεσσαλονικιού":"θεσσαλονικιός",
"θεσσαλονικιών":"θεσσαλονικιός",
"θεσσαλονικιώτικες":"θεσσαλονικιώτικος",
"θεσσαλονικιώτικη":"θεσσαλονικιώτικος",
"θεσσαλονικιώτικο":"θεσσαλονικιώτικος",
"θεσσαλονικού":"θεσσαλονικού",
"θεσσαλούς":"θεσσαλός",
"θέσω":"θέτω",
"θέτει":"θέτω",
"θετή":"θετός",
"θέτιδος":"θέτιδος",
"θετικά":"θετικά",
"θετικά":"θετικός",
"θετικές":"θετικός",
"θετική":"θετικός",
"θετικής":"θετικός",
"θετικο":"θετικός",
"θετικό":"θετικός",
"θετικοί":"θετικός",
"θετικός":"θετικός",
"θετικοτατα":"θετικός",
"θετικότερα":"θετικός",
"θετικότερες":"θετικός",
"θετικότερη":"θετικός",
"θετικότερον":"θετικός",
"θετικού":"θετικός",
"θετικών":"θετικός",
"θετοί":"θετός",
"θέτοντας":"θέτω",
"θέτουμε":"θέτω",
"θέτουν":"θέτω",
"θετούς":"θετός",
"θέτω":"θέτω",
"θεώ":"θεώ",
"θεών":"θεός",
"θεωρεί":"θεωρώ",
"θεωρεία":"θεωρείο",
"θεωρείες":"θεωρία",
"θεωρείο":"θεωρείο",
"θεωρείς":"θεωρώ",
"θεωρείσαι":"θεωρώ",
"θεωρείται":"θεωρώ",
"θεωρείτε":"θεωρώ",
"θεωρείτο":"θεωρώ",
"θεωρείων":"θεωρείο",
"θεωρηθεί":"θεωρώ",
"θεωρήθηκα":"θεωρώ",
"θεωρήθηκαν":"θεωρώ",
"θεωρήθηκε":"θεωρώ",
"θεωρηθούν":"θεωρώ",
"θεωρηθώ":"θεωρώ",
"θεώρημα":"θεώρημα",
"θεωρήματα":"θεώρημα",
"θεωρημάτων":"θεώρημα",
"θεωρημένα":"θεωρημένος",
"θεωρημένη":"θεωρώ",
"θεωρημένο":"θεωρημένος",
"θεωρημένων":"θεωρημένος",
"θεώρησα":"θεωρώ",
"θεωρήσαμε":"θεωρώ",
"θεώρησαν":"θεωρώ",
"θεωρήσατε":"θεωρώ",
"θεώρησε":"θεωρώ",
"θεωρήσει":"θεωρώ",
"θεωρήσεις":"θεώρηση",
"θεώρηση":"θεώρηση",
"θεώρησή":"θεώρηση",
"θεώρηση-έκδοση":"θεώρηση-έκδοση",
"θεώρησης":"θεώρηση",
"θεωρήσουμε":"θεωρώ",
"θεωρήσουν":"θεωρώ",
"θεωρήστε":"θεωρώ",
"θεωρήσω":"θεωρώ",
"θεωρητικά":"θεωρητικά",
"θεωρητικά":"θεωρητικός",
"θεωρητικές":"θεωρητικός",
"θεωρητική":"θεωρητικός",
"θεωρητικής":"θεωρητικός",
"θεωρητικό":"θεωρητικός",
"θεωρητικοί":"θεωρητικός",
"θεωρητικός":"θεωρητικός",
"θεωρητικού":"θεωρητικός",
"θεωρητικούς":"θεωρητικός",
"θεωρητικών":"θεωρητικός",
"θεωρητικώς":"θεωρητικά",
"θεωρια":"θεωρία",
"θεωρία":"θεωρία",
"θεωρίας":"θεωρία",
"θεωρίες":"θεωρία",
"θεωριών":"θεωρία",
"θεωρούμαι":"θεωρώ",
"θεωρούμαστε":"θεωρώ",
"θεωρούμε":"θεωρώ",
"θεωρούμενα":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενες":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενη":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενο":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενος":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενου":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενους":"θεωρούμενος",
"θεωρούμενων":"θεωρούμενος",
"θεωρούν":"θεωρώ",
"θεωρούνται":"θεωρώ",
"θεωρούνταν":"θεωρώ",
"θεωρούσα":"θεωρώ",
"θεωρούσαμε":"θεωρώ",
"θεωρούσαν":"θεωρώ",
"θεωρούσε":"θεωρώ",
"θεωρούταν":"θεωρούταν",
"θεωρώ":"θεωρώ",
"θεωρώντας":"θεωρώ",
"θήβα":"θήβα",
"θηβαίος":"θηβαίος",
"θήβαις":"θήβαις",
"θήβας":"θήβα",
"θήβας-ν":"θήβας-ν",
"θήκες":"θήκη",
"θήκη":"θήκη",
"θηλάζετε":"θηλάζω",
"θηλάζουν":"θηλάζω",
"θηλάζουσες":"θηλάζων",
"θηλάσει":"θηλάζω",
"θηλασμό":"θηλασμός",
"θηλασμός":"θηλασμός",
"θηλασμού":"θηλασμός",
"θηλαστικά":"θηλαστικός",
"θηλαστικό":"θηλαστικός",
"θηλαστικού":"θηλαστικός",
"θηλαστικών":"θηλαστικός",
"θηλέων":"θήλυς",
"θηλιά":"θηλιά",
"θηλιές":"θηλιά",
"θήλυ":"θήλυς",
"θηλυκά":"θηλυκός",
"θηλυκές":"θηλυκός",
"θηλυκή":"θηλυκός",
"θηλυκό":"θηλυκός",
"θηλυκός":"θηλυκός",
"θηλυκότητα":"θηλυκότητα",
"θηλυκού":"θηλυκός",
"θηλυκών":"θηλυκός",
"θηλωμάτων":"θήλωμα",
"θήραμα":"θήραμα",
"θήραμά":"θήραμα",
"θηραμάτων":"θήραμα",
"θηρευτής":"θηρευτής",
"θηρία":"θηρίο",
"θηρίο":"θηρίο",
"θηριοτροφείο":"θηριοτροφείο",
"θηριοτροφειου":"θηριοτροφείο",
"θηρίου":"θηρίο",
"θηριώδεις":"θηριώδης",
"θηριώδες":"θηριώδης",
"θηριώδη":"θηριώδης",
"θηριώδης":"θηριώδης",
"θηριωδίας":"θηριωδία",
"θηριωδίες":"θηριωδία",
"θηρίων":"θηρίο",
"θησαύριζε":"θησαυρίζω",
"θησαυρίζουν":"θησαυρίζω",
"θησαυρίσματα":"θησαύρισμα",
"θησαυρό":"θησαυρός",
"θησαυροί":"θησαυρός",
"θησαυρός":"θησαυρός",
"θησαυρού":"θησαυρός",
"θησαυρούς":"θησαυρός",
"θησαυροφυλάκιο":"θησαυροφυλάκιο",
"θησαυρών":"θησαυρός",
"θησέας":"θησέας",
"θησείο":"θησείο",
"θησέως":"θησέως",
"θητεία":"θητεία",
"'θητεία":"'θητεία",
"θητείας":"θητεία",
"θητείες":"θητεία",
"θήτευσαν":"θητεύω",
"θήτευσε":"θητεύω",
"θητεύσει":"θητεύω",
"θιασάρχης":"θιασάρχης",
"θίασο":"θίασος",
"θίασοι":"θίασος",
"θίασος":"θίασος",
"θιάσου":"θίασος",
"θιάσους":"θίασος",
"θιάσων":"θίασος",
"θιασώτες":"θιασώτης",
"θιασώτη":"θιασώτης",
"θιασώτης":"θιασώτης",
"θιβέτ":"θιβέτ",
"θιβετιανοί":"θιβετιανός",
"θιβετιανών":"θιβετιανός",
"θιγεί":"θίγω",
"θίγει":"θίγω",
"θίγεται":"θίγω",
"θιγμένος":"θίγω",
"θιγόμενοι":"θιγόμενος",
"θιγόμενος":"θιγόμενος",
"θιγομένων":"θιγόμενος",
"θιγόμενων":"θιγόμενος",
"θίγονται":"θίγω",
"θίγονταν":"θίγω",
"θιγούν":"θίγω",
"θίγουν":"θίγω",
"θιν'":"θιν'",
"θίξει":"θίγω",
"θίξουμε":"θίγω",
"θίξουν":"θίγω",
"θίξω":"θίγω",
"θίχτηκαν":"θίγω",
"θίχτηκε":"θίγω",
"θλάση":"θλάση",
"θλαστικά":"θλαστικός",
"θλίβει":"θλίβω",
"θλιβερά":"θλιβερός",
"θλιβερέ":"θλιβερός",
"θλιβερές":"θλιβερός",
"θλιβερη":"θλιβερός",
"θλιβερή":"θλιβερός",
"θλιβερής":"θλιβερός",
"θλιβερο":"θλιβερός",
"θλιβερό":"θλιβερός",
"θλιβεροί":"θλιβερός",
"θλιβερός":"θλιβερός",
"θλιβερού":"θλιβερός",
"θλίβεται":"θλίβω",
"θλίβομαι":"θλίβω",
"θλίβουν":"θλίβω",
"θλιμμένα":"θλιμμένος",
"θλιμμένη":"θλιμμένος",
"θλιμμένο":"θλιμμένος",
"θλιμμένος":"θλιμμένος",
"θλίψη":"θλίψη",
"θλίψης":"θλίψη",
"θνησιμότητα":"θνησιμότητα",
"θνησιμότητας":"θνησιμότητα",
"θνητό":"θνητός",
"θνητοί":"θνητός",
"θνητότητα":"θνητότητα",
"θνητότητας":"θνητότητα",
"θνητού":"θνητός",
"θνητούς":"θνητός",
"θνητών":"θνητός",
"θοδωρη":"θοδωρής",
"θοδωρή":"θοδωρής",
"θοδωρής":"θοδωρής",
"θόδωρο":"θόδωρο",
"θοδωρος":"θοδωρος",
"θόδωρος":"θόδωρος",
"θοδωρου":"θοδωρου",
"θόδωρου":"θόδωρου",
"θολά":"θολός",
"θολές":"θολός",
"θολή":"θολός",
"θολό":"θολός",
"θολός":"θολός",
"θολότητα":"θολότητα",
"θόλου":"θόλος",
"θολούρα":"θολούρα",
"θολούρας":"θολούρα",
"θολούρες":"θολούρα",
"θόλους":"θόλος",
"θολωμένη":"θολωμένος",
"θολωμένο":"θολωμένος",
"θολωμένοι":"θολωμένος",
"θολώνει":"θολώνω",
"θολώνουν":"θολώνω",
"θόλωσε":"θολώνω",
"θολώσει":"θολώνω",
"θολωτή":"θολωτός",
"θορν":"θορν",
"θόρντον":"θόρντον",
"θόρσταϊν":"θόρσταϊν",
"θόρτον":"θόρτον",
"θορυβηθεί":"θορυβώ",
"θορυβήθηκαν":"θορυβώ",
"θορυβήθηκε":"θορυβώ",
"θορυβημένη":"θορυβημένος",
"θορυβημένοι":"θορυβώ",
"θορυβημένος":"θορυβώ",
"θορύβησαν":"θορυβώ",
"θορυβήσουν":"θορυβώ",
"θόρυβο":"θόρυβος",
"θόρυβοι":"θόρυβος",
"θόρυβος":"θόρυβος",
"θορύβου":"θόρυβος",
"θορύβους":"θόρυβος",
"θορυβώδεις":"θορυβώδης",
"θορυβώδες":"θορυβώδης",
"θορυβώδη":"θορυβώδης",
"θορυβώδης":"θορυβώδης",
"θορυβωδών":"θορυβώδης",
"θορυβωδώς":"θορυβωδώς",
"θου":"θου",
"θουκυδίδη":"θουκυδίδης",
"θούριο":"θούριος",
"θούριος":"θούριος",
"θρ.":"θρ.",
"θράκα":"θράκα",
"θράκες":"θράκα",
"θρακη":"θράκη",
"θράκη":"θράκη",
"θρακης":"θράκη",
"θράκης":"θράκη",
"θρακική":"θρακικός",
"θρακικης":"θρακικός",
"θρακικής":"θρακικός",
"θρακικό":"θρακικός",
"θρακιώτες":"θρακιώτης",
"θρακιώτης":"θρακιώτης",
"θρακομακεδόνες":"θρακομακεδόνας",
"θρανία":"θρανίο",
"θρανίο":"θρανίο",
"θρανίων":"θρανίο",
"θρασείας":"θρασύς",
"θρασείς":"θρασύς",
"θρασκιά":"θρασκιά",
"θράσος":"θράσος",
"θράσους":"θράσος",
"θρασύβουλα":"θρασύβουλα",
"θρασυβουλο":"θρασύβουλος",
"θρασύβουλο":"θρασύβουλος",
"θρασυβουλος":"θρασύβουλος",
"θρασύβουλος":"θρασύβουλος",
"θρασύβουλος-πανσερραϊκός":"θρασύβουλος-πανσερραϊκός",
"θρασύβουλου":"θρασύβουλος",
"θρασύτατα":"θρασέως",
"θρασυτατη":"θρασύς",
"θρασύτατη":"θρασύς",
"θρασύτατοι":"θρασύς",
"θρασύτατων":"θρασύς",
"θρασύτητας":"θρασύτητα",
"θραύση":"θραύση",
"θραύσμα":"θραύσμα",
"θραυσματα":"θραύσμα",
"θραύσματα":"θραύσμα",
"θραυσμάτων":"θραύσμα",
"θράψαλα":"θράψαλο",
"θρέμμα":"θρέμμα",
"θρεμμένος":"θρεμμένος",
"θρεπτικά":"θρεπτικός",
"θρεπτικές":"θρεπτικός",
"θρεπτικό":"θρεπτικός",
"θρέψει":"τρέφω",
"θρέψεις":"θρέφω",
"θρέψουν":"τρέφω",
"θρηνεί":"θρηνώ",
"θρηνήσαμε":"θρηνώ",
"θρήνησαν":"θρηνώ",
"θρήνησε":"θρηνώ",
"θρηνήσει":"θρηνώ",
"θρηνήσουμε":"θρηνώ",
"θρηνητικά":"θρηνητικά",
"θρήνο":"θρήνος",
"θρήνοι":"θρήνος",
"θρήνος":"θρήνος",
"θρηνούμε":"θρηνώ",
"θρηνούν":"θρηνώ",
"θρησκεία":"θρησκεία",
"θρησκείας":"θρησκεία",
"θρησκείες":"θρησκεία",
"θρησκειολογική":"θρησκειολογικός",
"θρησκειών":"θρησκεία",
"θρήσκευμα":"θρήσκευμα",
"θρησκεύματος":"θρήσκευμα",
"θρησκευματων":"θρήσκευμα",
"θρησκευμάτων":"θρήσκευμα",
"θρησκευόμενο":"θρησκευόμενος",
"θρησκευόμενοι":"θρησκευόμενος",
"θρησκευόμενος":"θρησκευόμενος",
"θρησκευτικά":"θρησκευτικά",
"θρησκευτικά":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικές":"θρησκευτικός",
"θρησκευτική":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικής":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικό":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικοί":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικός":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικότητα":"θρησκευτικότητα",
"θρησκευτικού":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικούς":"θρησκευτικός",
"θρησκευτικών":"θρησκευτικός",
"θρησκόληπτοι":"θρησκόληπτος",
"θρησκόληπτος":"θρησκόληπτος",
"θρήσκος":"θρήσκος",
"θριάμβευε":"θριαμβεύω",
"θριαμβεύει":"θριαμβεύω",
"θριαμβεύουν":"θριαμβεύω",
"θριάμβευσαν":"θριαμβεύω",
"θριάμβευσε":"θριαμβεύω",
"θριαμβεύσει":"θριαμβεύω",
"θριαμβευτή":"θριαμβευτής",
"θριαμβευτής":"θριαμβευτής",
"θριαμβευτικά":"θριαμβευτικά",
"θριαμβευτικές":"θριαμβευτικός",
"θριαμβευτική":"θριαμβευτικός",
"θριαμβευτικής":"θριαμβευτικός",
"θριαμβευτικό":"θριαμβευτικός",
"θρίαμβο":"θρίαμβος",
"θρίαμβό":"θρίαμβος",
"θρίαμβοι":"θρίαμβος",
"θριαμβολογεί":"θριαμβολογώ",
"θριαμβολογείτε":"θριαμβολογώ",
"θριαμβολογίες":"θριαμβολογία",
"θριαμβολογούν":"θριαμβολογώ",
"θριαμβος":"θρίαμβος",
"θρίαμβος":"θρίαμβος",
"θρίαμβος-καλαμαριά":"θρίαμβος-καλαμαριά",
"θριάμβου":"θρίαμβος",
"θριάμβους":"θρίαμβος",
"θριλερ":"θρίλερ",
"θρίλερ":"θρίλερ",
"θριλερικό":"θριλερικό",
"θρόισμα":"θρόισμα",
"θροΐσματα":"θρόισμα",
"θρόμβοι":"θρόμβος",
"θρομβόλυσης":"θρομβόλυσης",
"θρομβολυτικών":"θρομβολυτικός",
"θρομβοπενική":"θρομβοπενική",
"θρομβώσεις":"θρόμβωση",
"θρομβώσεων":"θρόμβωση",
"θρόμβωσης":"θρόμβωση",
"θρονιαστεί":"θρονιάζω",
"θρόνο":"θρόνος",
"θρόνος":"θρόνος",
"θρόνου":"θρόνος",
"θρόνους":"θρόνος",
"θρους":"θρους",
"θρυαλλίδα":"θρυαλλίδα",
"θρύβονταν":"θρύβω",
"θρυλείται":"θρυλώ",
"θρυλικά":"θρυλικός",
"θρυλικές":"θρυλικός",
"θρυλική":"θρυλικός",
"θρυλικής":"θρυλικός",
"θρυλικό":"θρυλικός",
"θρυλικός":"θρυλικός",
"θρυλικού":"θρυλικός",
"θρυλικούς":"θρυλικός",
"θρύλο":"θρύλος",
"θρύλοι":"θρύλος",
"θρύλος":"θρύλος",
"θρύλου":"θρύλος",
"θρυλούμενη":"θρυλούμενος",
"θρύλους":"θρύλος",
"θρυμματίζεται":"θρυμματίζω",
"θρυμματισμένη":"θρυμματίζω",
"θρυμματισμένο":"θρυμματισμένος",
"θρύψαλα":"θρύψαλο",
"θρύψαλλα":"θρύψαλλα",
"θυγατέρα":"θυγατέρα",
"θυγατέρας":"θυγατέρα",
"θυγατέρες":"θυγατέρα",
"θυγατέρων":"θυγατέρα",
"θυγατρικές":"θυγατρικός",
"θυγατρική":"θυγατρικός",
"θυγατρικής":"θυγατρικός",
"θυγατρικό":"θυγατρικός",
"θυγατρικών":"θυγατρικός",
"θύελλα":"θύελλα",
"θύελλας":"θύελλα",
"θύελλες":"θύελλα",
"θυέλλης":"θυέλλης",
"θυελλώδεις":"θυελλώδης",
"θυελλώδες":"θυελλώδης",
"θυελλώδη":"θυελλώδης",
"θυελλώδης":"θυελλώδης",
"θύλακα":"θύλακας",
"θύλακες":"θύλακας",
"θυλακίου":"θυλάκιο",
"θύλακοι":"θύλακος",
"θυλάκους":"θύλακος",
"θυλάκων":"θύλακας",
"θυμα":"θύμα",
"θύμα":"θύμα",
"θυμάμαι":"θυμάμαι",
"θυμαράκια":"θυμαράκι",
"θυμάρι":"θυμάρι",
"θυμαρίσιο":"θυμαρίσιος",
"θυμάσαι":"θυμάμαι",
"θυμάστε":"θυμάμαι",
"θυματα":"θύμα",
"θύματα":"θύμα",
"θύματά":"θύμα",
"θυμάται":"θυμάμαι",
"θύματος":"θύμα",
"θυμάτων":"θύμα",
"θυμηδία":"θυμηδία",
"θυμηθεί":"θυμάμαι",
"θυμηθείτε":"θυμάμαι",
"θυμήθηκα":"θυμάμαι",
"θυμηθήκαμε":"θυμάμαι",
"θυμήθηκαν":"θυμάμαι",
"θυμήθηκε":"θυμάμαι",
"θυμηθούμε":"θυμάμαι",
"θυμηθούν":"θυμάμαι",
"θυμηθώ":"θυμάμαι",
"θύμηση":"θύμηση",
"θυμήσου":"θυμάμαι",
"θυμίαμα":"θυμίαμα",
"θυμιάματα":"θυμίαμα",
"θύμιζαν":"θυμίζω",
"θύμιζε":"θυμίζω",
"θυμίζει":"θυμίζω",
"θυμίζεις":"θυμίζω",
"θυμίζετε":"θυμίζω",
"θυμίζοντας":"θυμίζω",
"θυμίζουμε":"θυμίζω",
"θυμίζουν":"θυμίζω",
"θυμίζω":"θυμίζω",
"θύμιου":"θύμιος",
"θύμισαν":"θυμίζω",
"θυμίσατε":"θυμίζω",
"θύμισε":"θυμίζω",
"θυμίσει":"θυμίζω",
"θύμισες":"θυμίζω",
"θυμίσουν":"θυμίζω",
"θυμίσω":"θυμίζω",
"θυμό":"θυμός",
"θυμόμαστε":"θυμάμαι",
"θυμόμουν":"θυμάμαι",
"θυμόμουνα":"θυμάμαι",
"θυμόντουσαν":"θυμάμαι",
"θυμός":"θυμός",
"θυμόσαστε":"θυμάμαι",
"θυμοσοφικό":"θυμοσοφικός",
"θυμόταν":"θυμάμαι",
"θυμού":"θυμός",
"θυμούνται":"θυμάμαι",
"θυμωμένα":"θυμώνω",
"θυμωμένη":"θυμωμένος",
"θυμωμένοι":"θυμώνω",
"θυμωμένος":"θυμωμένος",
"θυμωμένους":"θυμώνω",
"θυμώνει":"θυμώνω",
"θυμώνεις":"θυμώνω",
"θυμώνετε":"θυμώνω",
"θυμώνουν":"θυμώνω",
"θυμώνω":"θυμώνω",
"θύμωσα":"θυμώνω",
"θύμωσαν":"θυμώνω",
"θύμωσε":"θυμώνω",
"θυρα":"θύρα",
"θύρα":"θύρα",
"θύραις":"θύρα",
"θυρας":"θύρα",
"θύρας":"θύρα",
"θυρεό":"θυρεός",
"θυρεοειδή":"θυρεοειδής",
"θυρεοειδούς":"θυρεοειδής",
"θυρεός":"θυρεός",
"θύρες":"θύρα",
"θυρίδα":"θυρίδα",
"θυροκολλήθηκαν":"θυροκολλώ",
"θυροκολλήθηκε":"θυροκολλώ",
"θυροφράγματα":"θυρόφραγμα",
"θυρών":"θύρα",
"θυρωρείο":"θυρωρείο",
"θυρωρό":"θυρωρός",
"θυρωρός":"θυρωρός",
"θυρωρού":"θυρωρός",
"θυσία":"θυσία",
"θυσίαζαν":"θυσιάζω",
"θυσιάζει":"θυσιάζω",
"θυσιάζεται":"θυσιάζω",
"θυσιάζετε":"θυσιάζω",
"θυσιάζονται":"θυσιάζω",
"θυσιάζονταν":"θυσιάζω",
"θυσιάζουμε":"θυσιάζω",
"θυσιάζουν":"θυσιάζω",
"θυσίας":"θυσία",
"θυσίασαν":"θυσιάζω",
"θυσίασε":"θυσιάζω",
"θυσιάσει":"θυσιάζω",
"θυσιάσετε":"θυσιάζω",
"θυσιασμένων":"θυσιασμένος",
"θυσιάσουμε":"θυσιάζω",
"θυσιάσουν":"θυσιάζω",
"θυσιαστεί":"θυσιάζω",
"θυσιάστηκαν":"θυσιάζω",
"θυσιάστηκε":"θυσιάζω",
"θυσιαστικό":"θυσιαστικός",
"θυσιαστούμε":"θυσιάζω",
"θυσιαστούν":"θυσιάζω",
"θυσίες":"θυσία",
"θυσιών":"θυσία",
"θύτες":"θύτης",
"θύτη":"θύτης",
"θύτης":"θύτης",
"θώκο":"θώκος",
"θώκον":"θώκος",
"θώκου":"θώκος",
"θώκους":"θώκος",
"θωμα":"θωμάς",
"θωμά":"θωμάς",
"θωμαή":"θωμαή",
"θωμαΐδη":"θωμαΐδη",
"θωμαΐδης":"θωμαΐδης",
"θωμαϊδος":"θωμαϊδος",
"θωμας":"θωμάς",
"θωμάς":"θωμάς",
"θωμοπουλος":"θωμόπουλος",
"θωμόπουλος":"θωμόπουλος",
"θωμοπουλου":"θωμόπουλος",
"θώρακα":"θώρακας",
"θωράκιζε":"θωρακίζω",
"θωρακίζει":"θωρακίζω",
"θωρακίζεται":"θωρακίζω",
"θωρακίζουν":"θωρακίζω",
"θωρακίσει":"θωρακίζω",
"θωράκιση":"θωράκιση",
"θωράκισή":"θωράκιση",
"θωράκισης":"θωράκιση",
"θωρακισθεί":"θωρακίζω",
"θωρακισμένα":"θωρακίζω",
"θωρακισμένη":"θωρακισμένος",
"θωρακισμένο":"θωρακίζω",
"θωρακίσουμε":"θωρακίζω",
"θωρακίσουν":"θωρακίζω",
"θώρακος":"θώραξ",
"θωρηκτά":"θωρηκτό",
"θωρηκτό":"θωρηκτό",
"θωρηκτού":"θωρηκτό",
"θωρηκτών":"θωρηκτό",
"ι":"ι",
"ι.":"ι.",
"ι.η.τέρμ":"ι.η.τέρμ",
"ι.κ.α.":"ι.κ.α.",
"ι.σ.θ.":"ι.σ.θ.",
"ι.σαραντοπουλος":"ι.σαραντοπουλος",
"ι.χ.":"ι.χ.",
"ι.χ.γ.":"ι.χ.γ.",
"ιcαο":"ιcαο",
"ιd":"ιd",
"ιnternet":"ιnternet",
"ιst":"ιst",
"ια'":"ια'",
"ια΄":"ια΄",
"ιααφ":"ιααφ",
"ιάβα":"ιάβα",
"ιάβας":"ιάβας",
"ιαβέρη":"ιαβέρης",
"ιαεα":"ιαεα",
"ιακωβάκη":"ιακωβάκη",
"ιακωβάκης":"ιακωβάκης",
"ιακωβίδης":"ιακωβίδης",
"ιακωβίδου":"ιακωβίδου",
"ιάκωβος":"ιάκωβος",
"ιακώβου":"ιάκωβος",
"ιάκωβου":"ιάκωβος",
"ιαματικό":"ιαματικός",
"ιαματικός":"ιαματικός",
"ιαματικού":"ιαματικός",
"ιαν":"ιαν",
"ίαν":"ίαν",
"ιανο":"ιανός",
"ιανό":"ιανός",
"ιανος":"ιανός",
"ιανός":"ιανός",
"ιανού":"ιανός",
"ιανουαριο":"ιανουάριος",
"ιανουάριο":"ιανουάριος",
"ιανουάριος":"ιανουάριος",
"ιανουαρίου":"ιανουάριος",
"ιανουαρίου-ιουλίου":"ιανουαρίου-ιουλίου",
"ιαπ":"ιαπ",
"ιάπωνα":"ιάπωνας",
"ιάπωνας":"ιάπωνας",
"ιάπωνες":"ιάπωνας",
"ιαπωνια":"ιαπωνία",
"ιαπωνία":"ιαπωνία",
"ιαπωνίας":"ιαπωνία",
"ιαπωνικά":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικές":"ιαπωνικός",
"ιαπωνική":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικής":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικό":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικός":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικού":"ιαπωνικός",
"ιαπωνικούς":"ιαπωνικός",
"ιάσεις":"ίαση",
"ίαση":"ίαση",
"ίασης":"ίαση",
"ιάσιμος":"ιάσιμος",
"ιάσονα":"ιάσονας",
"ιάσων":"ιάσων",
"ιάσωνα":"ιάσωνα",
"ιασωνίδου":"ιασωνίδου",
"ιατρ":"ιατρ",
"ιατρεία":"ιατρεία",
"ιατρεία":"ιατρείο",
"ιατρείο":"ιατρείο",
"ιατρείου":"ιατρείο",
"ιατρείων":"ιατρείο",
"ιατρίδης":"ιατρίδης",
"ιατρικά":"ιατρικός",
"ιατρικες":"ιατρικός",
"ιατρικές":"ιατρικός",
"ιατρική":"ιατρική",
"ιατρικη":"ιατρικός",
"ιατρική":"ιατρικός",
"ιατρικής":"ιατρική",
"ιατρικής":"ιατρικός",
"ιατρικο":"ιατρικός",
"ιατρικό":"ιατρικός",
"ιατρικοί":"ιατρικός",
"ιατρικόν":"ιατρικός",
"ιατρικός":"ιατρικός",
"ιατρικού":"ιατρικός",
"ιατρικούς":"ιατρικός",
"ιατρικών":"ιατρικός",
"ιατρικώς":"ιατρικά",
"ιατρό":"ιατρός",
"ιατρογενών":"ιατρογενών",
"ιατροδικαστές":"ιατροδικαστής",
"ιατροδικαστή":"ιατροδικαστής",
"ιατροδικαστής":"ιατροδικαστής",
"ιατροδικαστική":"ιατροδικαστικός",
"ιατροδικαστικής":"ιατροδικαστικός",
"ιατροδικαστών":"ιατροδικαστής",
"ιατροί":"ιατρός",
"ιατρόν":"ιατρός",
"ιατρόπουλος":"ιατρόπουλος",
"ιατρός":"ιατρός",
"ιατροτεχνολογικού":"ιατροτεχνολογικός",
"ιατρού":"ιατρός",
"ιατρούς":"ιατρός",
"ιατροφαρμακευτικά":"ιατροφαρμακευτικός",
"ιατροφαρμακευτική":"ιατροφαρμακευτικός",
"ιατροφαρμακευτικής":"ιατροφαρμακευτικός",
"ιατροφαρμακευτικού":"ιατροφαρμακευτικός",
"ιατρών":"ιατρός",
"ιαχές":"ιαχή",
"ιαχή":"ιαχή",
"ιβ":"ιβ",
"ιβάν":"ιβάν",
"ίβαν":"ίβαν",
"ιβανόφ":"ιβανόφ",
"ιβάνοφ":"ιβάνοφ",
"ίβανς":"ίβανς",
"ιβανωφειο":"ιβανωφειο",
"ιβανώφειο":"ιβανώφειο",
"ιβανώφειου":"ιβανώφειου",
"ίβενς":"ίβενς",
"ιβηρική":"ιβηρικός",
"ιβηρικό":"ιβηρικός",
"ιβηρικός":"ιβηρικός",
"ιβηρών":"ιβηρών",
"ιβήρων":"ιβήρων",
"ιβιτς":"ιβιτς",
"ίβιτς":"ίβιτς",
"ίβκοβιτς":"ίβκοβιτς",
"ιβουάρ":"ιβουάρ",
"ιβρύ":"ιβρύ",
"ιγιάντ":"ιγιάντ",
"ίγκε":"ίγκε",
"ιγκενατένκο":"ιγκενατένκο",
"ιγκλίτ":"ιγκλίτ",
"ίγκμαρ":"ίγκμαρ",
"ιγκντίρ":"ιγκντίρ",
"ιγκόρ":"ιγκόρ",
"ιγκουάνα":"ιγκουάνα",
"ιγκουοντάλα":"ιγκουοντάλα",
"ίγκριντ":"ίγκριντ",
"ιγμε":"ιγμε",
"ιγνάσιο":"ιγνάσιο",
"ιγνατιάδη":"ιγνατιάδη",
"ιγνατιαδης":"ιγνατιαδης",
"ιγνατιάδης":"ιγνατιάδης",
"ιγνατίεφ":"ιγνατίεφ",
"ιγνάτιος":"ιγνάτιος",
"ιγνατιου":"ιγνάτιος",
"ιγνατίου":"ιγνάτιος",
"ιδαίτερο":"ιδαίτερο",
"ιδανικά":"ιδανικά",
"ιδανικά":"ιδανικός",
"ιδανικές":"ιδανικός",
"ιδανική":"ιδανικός",
"ιδανικής":"ιδανικός",
"ιδανικο":"ιδανικός",
"ιδανικό":"ιδανικός",
"ιδανικοί":"ιδανικός",
"ιδανικός":"ιδανικός",
"ιδανικότερο":"ιδανικός",
"ιδανικότερος":"ιδανικός",
"ιδανικού":"ιδανικός",
"ιδανικών":"ιδανικός",
"ιδεα":"ιδέα",
"ιδέα":"ιδέα",
"ιδεαλισμό":"ιδεαλισμός",
"ιδεαλισμού":"ιδεαλισμός",
"ιδεαλιστές":"ιδεαλιστής",
"ιδεαλιστής":"ιδεαλιστής",
"ιδέας":"ιδέα",
"ιδεασμός":"ιδεασμός",
"ιδεατές":"ιδεατός",
"ιδεατό":"ιδεατός",
"ιδεατού":"ιδεατός",
"ιδέες":"ιδέα",
"ιδεόγραμμα":"ιδεόγραμμα",
"ιδεοληψίας":"ιδεοληψία",
"ιδεοληψιών":"ιδεοληψία",
"ιδεολόγημα":"ιδεολόγημα",
"ιδεολογήματα":"ιδεολόγημα",
"ιδεολογήματος":"ιδεολόγημα",
"ιδεολογημάτων":"ιδεολόγημα",
"ιδεολογία":"ιδεολογία",
"ιδεολογίας":"ιδεολογία",
"ιδεολογίες":"ιδεολογία",
"ιδεολογικά":"ιδεολογικά",
"ιδεολογικά":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικές":"ιδεολογικός",
"ιδεολογική":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικής":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικό":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικοί":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικοπολιτικές":"ιδεολογικοπολιτικός",
"ιδεολογικοπολιτικής":"ιδεολογικοπολιτικός",
"ιδεολογικο-πολιτικό":"ιδεολογικο-πολιτικό",
"ιδεολογικός":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικού":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικούς":"ιδεολογικός",
"ιδεολογικών":"ιδεολογικός",
"ιδεολογιών":"ιδεολογία",
"ιδεολόγο":"ιδεολόγος",
"ιδεολόγοι":"ιδεολόγος",
"ιδεολόγος":"ιδεολόγος",
"ιδεολόγους":"ιδεολόγος",
"ιδέσθαι":"ήδομαι",
"ιδεώδες":"ιδεώδης",
"ιδεώδη":"ιδεώδης",
"ιδεώδης":"ιδεώδης",
"ιδεώδους":"ιδεώδης",
"ιδεών":"ιδέα",
"ιδια":"ιδία",
"ιδια":"ίδιος",
"ιδία":"ίδιος",
"ίδια":"ίδιος",
"ιδιάζον":"ιδιάζων",
"ιδιαζόντως":"ιδιαζόντως",
"ιδιάζουσα":"ιδιάζων",
"ιδιάζουσες":"ιδιάζων",
"ιδιαίτερα":"ιδιαίτερα",
"ιδιαιτέρα":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερα":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερες":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερη":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερης":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερο":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερος":"ιδιαίτερος",
"ιδιαιτερότητα":"ιδιαιτερότητα",
"ιδιαιτερότητας":"ιδιαιτερότητα",
"ιδιαιτερότητες":"ιδιαιτερότητα",
"ιδιαιτερότητές":"ιδιαιτερότητα",
"ιδιαιτεροτήτων":"ιδιαιτερότητα",
"ιδιαίτερου":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερους":"ιδιαίτερος",
"ιδιαίτερων":"ιδιαίτερος",
"ιδιαιτέρως":"ιδιαίτερα",
"ιδίαν":"ίδιος",
"ιδίας":"ίδιος",
"ίδιας":"ίδιος",
"ίδιες":"ίδιος",
"ίδιο":"ίδιος",
"ιδιοι":"ίδιος",
"ίδιοι":"ίδιος",
"ιδίοις":"ιδίοις",
"ιδιοκατασκευασμένες":"ιδιοκατασκευασμένος",
"ιδιοκατοίκησης":"ιδιοκατοίκηση",
"ιδιοκτησία":"ιδιοκτησία",
"ιδιοκτησιακά":"ιδιοκτησιακός",
"ιδιοκτησιακές":"ιδιοκτησιακός",
"ιδιοκτησιακό":"ιδιοκτησιακός",
"ιδιοκτησιακοί":"ιδιοκτησιακός",
"ιδιοκτησιακού":"ιδιοκτησιακός",
"ιδιοκτησίας":"ιδιοκτησία",
"ιδιοκτησίες":"ιδιοκτησία",
"ιδιοκτησιών":"ιδιοκτησία",
"ιδιόκτητα":"ιδιόκτητος",
"ιδιοκτήτες":"ιδιοκτήτης",
"ιδιόκτητες":"ιδιόκτητος",
"ιδιοκτήτη":"ιδιοκτήτης",
"ιδιόκτητη":"ιδιόκτητος",
"ιδιοκτήτης":"ιδιοκτήτης",
"ιδιόκτητο":"ιδιόκτητος",
"ιδιόκτητου":"ιδιόκτητος",
"ιδιοκτήτρια":"ιδιοκτήτρια",
"ιδιοκτητων":"ιδιοκτήτης",
"ιδιοκτητών":"ιδιοκτήτης",
"ιδιόμορφα":"ιδιόμορφα",
"ιδιόμορφη":"ιδιόμορφος",
"ιδιομορφία":"ιδιομορφία",
"ιδιομορφίας":"ιδιομορφία",
"ιδιομορφίες":"ιδιομορφία",
"ιδιομορφιών":"ιδιομορφία",
"ιδιόμορφο":"ιδιόμορφος",
"ιδιόμορφος":"ιδιόμορφος",
"ίδιον":"ίδιος",
"ιδιοπαθή":"ιδιοπαθής",
"ιδιοποιήθηκαν":"ιδιοποιούμαι",
"ιδιοποιούνται":"ιδιοποιούμαι",
"ιδιοπροσωπία":"ιδιοπροσωπία",
"ιδιόρρυθμες":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιόρρυθμη":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιόρρυθμης":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιορρυθμία":"ιδιορρυθμία",
"ιδιορρυθμίες":"ιδιορρυθμία",
"ιδιόρρυθμο":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιόρρυθμος":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιόρρυθμου":"ιδιόρρυθμος",
"ιδιος":"ίδιος",
"ίδιος":"ίδιος",
"ιδιοσκευάσματα":"ιδιοσκεύασμα",
"ιδιοσκευασμάτων":"ιδιοσκεύασμα",
"ιδιοσυγκρασία":"ιδιοσυγκρασία",
"ιδιοσυγκρασίας":"ιδιοσυγκρασία",
"ιδιοσυγκρασίες":"ιδιοσυγκρασία",
"ιδιοσυστασίας":"ιδιοσυστασία",
"ιδιοτέλεια":"ιδιοτέλεια",
"ιδιοτέλειας":"ιδιοτέλεια",
"ιδιοτελείς":"ιδιοτελής",
"ιδιοτελή":"ιδιοτελής",
"ιδιοτελούς":"ιδιοτελής",
"ιδιοτελών":"ιδιοτελής",
"ιδιοτελώς":"ιδιοτελώς",
"ιδιότητα":"ιδιότητα",
"ιδιότητά":"ιδιότητα",
"ιδιότητας":"ιδιότητα",
"ιδιότητάς":"ιδιότητα",
"ιδιότητες":"ιδιότητα",
"ιδιότητές":"ιδιότητα",
"ιδιότητος":"ιδιότητα",
"ιδιοτήτων":"ιδιότητα",
"ιδιοτροπίες":"ιδιοτροπία",
"ιδιότροπο":"ιδιότροπος",
"ιδιότροπους":"ιδιότροπος",
"ιδιότυπα":"ιδιότυπος",
"ιδιότυπη":"ιδιότυπος",
"ιδιότυπης":"ιδιότυπος",
"ιδιοτυπία":"ιδιοτυπία",
"ιδιότυπο":"ιδιότυπος",
"ιδιότυπος":"ιδιότυπος",
"ιδιότυπου":"ιδιότυπος",
"ιδιότυπους":"ιδιότυπος",
"ιδίου":"ίδιος",
"ίδιου":"ίδιος",
"ιδίους":"ίδιος",
"ίδιους":"ίδιος",
"ιδιοφυή":"ιδιοφυής",
"ιδιοφυής":"ιδιοφυής",
"ιδιοφυία":"ιδιοφυία",
"ιδιοφυΐα":"ιδιοφυΐα",
"ιδιοφυΐας":"ιδιοφυΐα",
"ιδιοφυούς":"ιδιοφυής",
"ιδιόχειρη":"ιδιόχειρος",
"ιδιοχείρως":"ιδιοχείρως",
"ιδίωμα":"ιδίωμα",
"ιδιώματα":"ιδίωμα",
"ιδιώματά":"ιδίωμα",
"ιδιωματική":"ιδιωματικός",
"ιδιωματισμούς":"ιδιωματισμός",
"ιδιώματος":"ιδίωμα",
"ιδιωμάτων":"ιδίωμα",
"ιδίων":"ίδιος",
"ίδιων":"ίδιος",
"ιδίως":"ιδίως",
"ιδιώτες":"ιδιώτης",
"ιδιωτεύσουν":"ιδιωτεύω",
"ιδιώτη":"ιδιώτης",
"ιδιώτης":"ιδιώτης",
"ιδιωτικά":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικές":"ιδιωτικός",
"ιδιωτική":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικής":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικό":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικοί":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικοοικονομικά":"ιδιωτικοοικονομικός",
"ιδιωτικοποιείται":"ιδιωτικοποιώ",
"ιδιωτικοποιηθεί":"ιδιωτικοποιώ",
"ιδιωτικοποιήσεις":"ιδιωτικοποίηση",
"ιδιωτικοποιήσεων":"ιδιωτικοποίηση",
"ιδιωτικοποίηση":"ιδιωτικοποίηση",
"ιδιωτικοποίησή":"ιδιωτικοποίηση",
"ιδιωτικοποίησης":"ιδιωτικοποίηση",
"ιδιωτικοποιήσουν":"ιδιωτικοποιώ",
"ιδιωτικός":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικότητα":"ιδιωτικότητα",
"ιδιωτικότητας":"ιδιωτικότητας",
"ιδιωτικού":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικούς":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικων":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικών":"ιδιωτικός",
"ιδιωτικώς":"ιδιωτικά",
"ιδιωτών":"ιδιώτης",
"ιδού":"ιδού",
"ιδρύει":"ιδρύω",
"ιδρύεται":"ιδρύω",
"ιδρυθεί":"ιδρύω",
"ιδρυθείσα":"ιδρυθείς",
"ιδρύθηκαν":"ιδρύω",
"ιδρύθηκε":"ιδρύω",
"ιδρυμα":"ίδρυμα",
"ίδρυμα":"ίδρυμα",
"ίδρυμά":"ίδρυμα",
"ιδρύματα":"ίδρυμα",
"ιδρυματική":"ιδρυματικός",
"ιδρύματος":"ίδρυμα",
"ιδρυμάτων":"ίδρυμα",
"ιδρύοντας":"ιδρύω",
"ίδρυσαν":"ιδρύω",
"ίδρυσε":"ιδρύω",
"ιδρύσει":"ιδρύω",
"ιδρύσεώς":"ίδρυση",
"ίδρυση":"ίδρυση",
"ίδρυσή":"ίδρυση",
"ίδρυσης":"ίδρυση",
"ίδρυσής":"ίδρυση",
"ιδρύσουμε":"ιδρύω",
"ιδρύσουν":"ιδρύω",
"ιδρυτές":"ιδρυτής",
"ιδρυτή":"ιδρυτής",
"ιδρυτής":"ιδρυτής",
"ιδρυτικά":"ιδρυτικός",
"ιδρυτική":"ιδρυτικός",
"ιδρυτικής":"ιδρυτικός",
"ιδρυτικό":"ιδρυτικός",
"ιδρυτικών":"ιδρυτικός",
"ιδρύτρια":"ιδρύτρια",
"ιδρυτών":"ιδρυτής",
"ιδρωμένα":"ιδρωμένος",
"ιδρωμένο":"ιδρώνω",
"ίδρωναν":"ιδρώνω",
"ιδρώνει":"ιδρώνω",
"ιδρώνουν":"ιδρώνω",
"ίδρωσε":"ιδρώνω",
"ιδρώσει":"ιδρώνω",
"ιδρώσετε":"ιδρώνω",
"ιδρώσουν":"ιδρώνω",
"ιδρώτα":"ιδρώτας",
"ιδρώτας":"ιδρώτας",
"ιδώ":"ιδώ",
"ιδωθεί":"βλέπω",
"ίδωμεν":"ίδωμεν",
"ιδωμένα":"ιδωμένος",
"ιεκ":"ιεκ",
"ιερά":"ιερός",
"ιέρακες":"ιέρακας",
"ιέρακος":"ιέραξ",
"ιεράν":"ιερός",
"ιεραπετριτάκη":"ιεραπετριτάκη",
"ιεραποστολές":"ιεραποστολή",
"ιεραποστολής":"ιεραποστολή",
"ιεραποστολική":"ιεραποστολικός",
"ιεραποστολικού":"ιεραποστολικός",
"ιεραπόστολο":"ιεραπόστολος",
"ιεραπόστολος":"ιεραπόστολος",
"ιεραποστόλους":"ιεραπόστολος",
"ιεραποστόλων":"ιεραπόστολος",
"ιεραρχείται":"ιεραρχώ",
"ιεράρχες":"ιεράρχης",
"ιεράρχη":"ιεράρχης",
"ιεραρχημένη":"ιεραρχώ",
"ιεραρχημένης":"ιεραρχώ",
"ιεράρχης":"ιεράρχης",
"ιεράρχησαν":"ιεραρχώ",
"ιεραρχήσεις":"ιεράρχηση",
"ιεραρχήσεων":"ιεράρχηση",
"ιεράρχηση":"ιεράρχηση",
"ιεραρχήσουν":"ιεραρχώ",
"ιεραρχήστε":"ιεραρχώ",
"ιεραρχία":"ιεραρχία",
"ιεραρχίας":"ιεραρχία",
"ιεραρχίες":"ιεραρχία",
"ιεραρχικά":"ιεραρχικά",
"ιεραρχικές":"ιεραρχικός",
"ιεραρχική":"ιεραρχικός",
"ιεραρχικής":"ιεραρχικός",
"'ιεραρχικοί":"'ιεραρχικοί",
"ιεραρχούν":"ιεραρχώ",
"ιεραρχούνται":"ιεραρχώ",
"ιεραρχών":"ιεράρχης",
"ιεραρχώντας":"ιεραρχώ",
"ιεράς":"ιερός",
"ιερατείο":"ιερατείο",
"ιερατείου":"ιερατείο",
"ιερέα":"ιερέας",
"ιερέας":"ιερέας",
"ιέρεια":"ιέρεια",
"ιέρειες":"ιέρεια",
"ιερείς":"ιερέας",
"ιερές":"ιερός",
"ιερέων":"ιερέας",
"ιερη":"ιερός",
"ιερή":"ιερός",
"ιερής":"ιερός",
"ιερισσό":"ιερισσό",
"ιερό":"ιερός",
"ιερόδουλες":"ιερόδουλη",
"ιερόδουλο":"ιερόδουλο",
"ιερόδουλος":"ιερόδουλος",
"ιεροκήρυκας":"ιεροκήρυκας",
"ιεροκήρυκες":"ιεροκήρυκας",
"ιεροκλής":"ιεροκλής",
"ιερόν":"ιερός",
"ιερός":"ιερός",
"ιεροσόλυμα":"ιεροσόλυμα",
"ιεροσολύμων":"ιεροσόλυμα",
"ιεροσύνη":"ιεροσύνη",
"ιεροσύνης":"ιεροσύνη",
"ιερότατα":"ιερά",
"ιεροτελεστία":"ιεροτελεστία",
"ιεροτελεστίες":"ιεροτελεστία",
"ιερότερη":"ιερός",
"ιερότητα":"ιερότητα",
"ιερότητά":"ιερότητα",
"ιερότητας":"ιερότητα",
"ιερού":"ιερός",
"ιερούς":"ιερός",
"ιερουσαλήμ":"ιερουσαλήμ",
"ιερουσαλήμ-ντιναμό":"ιερουσαλήμ-ντιναμό",
"ιερουσαλήμ-ρόμα":"ιερουσαλήμ-ρόμα",
"ιερωμένο":"ιερωμένος",
"ιερωμένοι":"ιερωμένος",
"ιερωμένος":"ιερωμένος",
"ιερωμένου":"ιερωμένος",
"ιερών":"ιερός",
"ιζ'":"ιζ'",
"ιζαμπέ":"ιζαμπέ",
"ιζαμπέλ":"ιζαμπέλ",
"ίζημα":"ίζημα",
"ιζήματα":"ίζημα",
"ιησού":"ιησούς",
"ιησουίτικου":"ιησουίτικος",
"ιησούς":"ιησούς",
"ιθαγένεια":"ιθαγένεια",
"ιθαγένειας":"ιθαγένεια",
"ιθαγενείς":"ιθαγενής",
"ιθαγενή":"ιθαγενής",
"ιθαγενής":"ιθαγενής",
"ιθαγενούς":"ιθαγενής",
"ιθαγενών":"ιθαγενής",
"ιθάκη":"ιθάκη",
"ίθαν":"ίθαν",
"ιθύνοντες":"ιθύνων",
"ιθύνοντές":"ιθύνων",
"ιθυνόντων":"ιθύνων",
"ιθύνων":"ιθύνων",
"ιι":"ιι",
"ιι.":"ιι.",
"ιιι":"ιιι",
"ικα":"ικα",
"ικανά":"ικανός",
"ικανές":"ικανός",
"ικανή":"ικανός",
"ικανής":"ικανός",
"ικανό":"ικανός",
"ικανοί":"ικανός",
"ικανοποιεί":"ικανοποιώ",
"ικανοποιείται":"ικανοποιώ",
"ικανοποιηθεί":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήθηκαν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήθηκε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιηθούν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιημένη":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημένο":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημένοι":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημενος":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημένος":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημένους":"ικανοποιημένος",
"ικανοποιημένων":"ικανοποιώ",
"ικανοποίησα":"ικανοποιώ",
"ικανοποίησαν":"ικανοποιώ",
"ικανοποίησε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήσει":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήσεις":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήσετε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιηση":"ικανοποίηση",
"ικανοποίηση":"ικανοποίηση",
"ικανοποίησή":"ικανοποίηση",
"ικανοποίησης":"ικανοποίηση",
"ικανοποίησής":"ικανοποίηση",
"ικανοποιήσουμε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήσουν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήστε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιήσω":"ικανοποιώ",
"ικανοποιητικά":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικές":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητική":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικής":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικό":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικός":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικού":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιητικούς":"ικανοποιητικός",
"ικανοποιούν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιούνται":"ικανοποιώ",
"ικανοποιούνταν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιούσαν":"ικανοποιώ",
"ικανοποιούσε":"ικανοποιώ",
"ικανοποιώ":"ικανοποιώ",
"ικανοποιώντας":"ικανοποιώ",
"ικανός":"ικανός",
"ικανότατα":"ικανός",
"ικανότατη":"ικανός",
"ικανότατο":"ικανός",
"ικανότατοι":"ικανός",
"ικανότατος":"ικανός",
"ικανότατου":"ικανός",
"ικανότατους":"ικανός",
"ικανότερους":"ικανός",
"ικανότερων":"ικανός",
"ικανότητα":"ικανότητα",
"ικανότητά":"ικανότητα",
"ικανότητας":"ικανότητα",
"ικανότητάς":"ικανότητα",
"ικανότητες":"ικανότητα",
"ικανότητές":"ικανότητα",
"ικανότητος":"ικανότητα",
"ικανοτήτων":"ικανότητα",
"ικανού":"ικανός",
"ικανούς":"ικανός",
"ικανών":"ικανός",
"ικαρία":"ικαρία",
"ικαρίας":"ικαρία",
"ικαροι":"ικαροι",
"ίκαροι":"ίκαροι",
"ικάρων":"ικάρων",
"ικετεύει":"ικετεύω",
"ικέτη":"ικέτης",
"ικέτης":"ικέτης",
"ίκλεστον":"ίκλεστον",
"ικμάδα":"ικμάδα",
"ικμάδας":"ικμάδα",
"ικόνιο":"ικόνιο",
"ικούο":"ικούο",
"ικρίωμα":"ικρίωμα",
"ικριώματα":"ικρίωμα",
"ικτίνου":"ικτίνος",
"ιλάν":"ιλάν",
"ιλαρά":"ιλαρά",
"ιλαράς":"ιλαρά",
"ιλαροτραγωδία":"ιλαροτραγωδία",
"ιλγκάουσκας":"ιλγκάουσκας",
"ίλια":"ίλια",
"ιλιάδα":"ιλιάδα",
"ιλιγγιώδεις":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιώδες":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιώδη":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιωδης":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιώδης":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιώδους":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιωδών":"ιλιγγιώδης",
"ιλιγγιωδώς":"ιλιγγιωδώς",
"ίλιγγο":"ίλιγγος",
"ίλιγγος":"ίλιγγος",
"ιλίγγους":"ίλιγγος",
"ιλιε":"ιλιε",
"ίλιε":"ίλιε",
"ιλιέσκου":"ιλιέσκου",
"ιλινόι":"ιλινόι",
"ιλιός":"ιλιός",
"ιλίσια":"ιλίσια",
"ιλισός":"ιλισός",
"ιλισσός":"ιλισσός",
"ιλμί":"ιλμί",
"ίλμι":"ίλμι",
"ιλουστρασιόν":"ιλουστρασιόν",
"ιμ":"ιμ",
"ιμαλαΐων":"ιμαλαΐων",
"ιμάμ":"ιμάμ",
"ιμάντα":"ιμάντας",
"ιμάντες":"ιμάντας",
"ίματζ":"ίματζ",
"ιμάτιά":"ιμάτιο",
"ιμάτιο":"ιμάτιο",
"ίμβρου":"ίμβρος",
"ιμελντα":"ιμελντα",
"ιμέλντα":"ιμέλντα",
"ίμεντρορφ":"ίμεντρορφ",
"ίμια":"ίμια",
"ιμιτασιόν":"ιμιτασιόν",
"ιμίων":"ίμια",
"ιμοθαρ":"ιμοθαρ",
"ιμπαρετσε":"ιμπαρετσε",
"ιμπαρέτσε":"ιμπαρέτσε",
"ιμπερ":"ιμπερ",
"ιμπεριαλισμό":"ιμπεριαλισμός",
"ιμπεριαλισμός":"ιμπεριαλισμός",
"ιμπεριαλισμού":"ιμπεριαλισμός",
"ιμπεριαλιστές":"ιμπεριαλιστής",
"ιμπεριαλιστικές":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστική":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστικής":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστικό":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστικός":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστικού":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστικών":"ιμπεριαλιστικός",
"ιμπεριαλιστών":"ιμπεριαλιστής",
"ιμπεριο":"ιμπεριο",
"ιμπν":"ιμπν",
"ιμπραήμ":"ιμπραήμ",
"ιμπραΐμοβιτς":"ιμπραΐμοβιτς",
"ιμπραχιμ":"ιμπραχιμ",
"ιμπραχίμ":"ιμπραχίμ",
"ιμπρεσάριος":"ιμπρεσάριος",
"ιμπρεσιονισμός":"ιμπρεσιονισμός",
"ιμπρεσιονιστικό":"ιμπρεσιονιστικός",
"ιμπριάλου":"ιμπριάλου",
"ίμρε":"ίμρε",
"ιμχα":"ιμχα",
"ιν":"ιν",
"ίνα":"ίνα",
"ινβερνές":"ινβερνές",
"ινβίνσιμπλ":"ινβίνσιμπλ",
"ίνδαλμα":"ίνδαλμα",
"ινδία":"ινδία",
"ινδιάνας":"ινδιάνα",
"ινδιάνικες":"ινδιάνικος",
"ινδιάνικη":"ινδιάνικος",
"ινδιάνικης":"ινδιάνικος",
"ινδιάνικο":"ινδιάνικος",
"ινδιάνοι":"ινδιάνος",
"ινδιάνους":"ινδιάνος",
"ινδιάνων":"ινδιάνος",
"ινδίας":"ινδία",
"ινδικές":"ινδικός",
"ινδική":"ινδικός",
"ινδικής":"ινδικός",
"ινδικό":"ινδικός",
"ινδικός":"ινδικός",
"ινδικού":"ινδικός",
"ινδικών":"ινδικός",
"ινδό":"ινδός",
"ινδοευρωπαϊκές":"ινδοευρωπαϊκός",
"ινδοευρωπαϊκή":"ινδοευρωπαϊκός",
"ινδοευρωπαϊκής":"ινδοευρωπαϊκός",
"ινδοευρωπαϊκό":"ινδοευρωπαϊκός",
"ινδοευρωπαϊκού":"ινδοευρωπαϊκός",
"ινδοί":"ινδός",
"ινδοκίνα":"ινδοκίνα",
"ινδονησία":"ινδονησία",
"ινδονησιακή":"ινδονησιακός",
"ινδονησιακής":"ινδονησιακός",
"ινδονησίας":"ινδονησία",
"ινδονήσιοι":"ινδονήσιος",
"ινδονήσιος":"ινδονήσιος",
"ινδονήσιου":"ινδονήσιος",
"ινδονήσιων":"ινδονήσιος",
"ινδού":"ινδός",
"ινδουιστές":"ινδουιστής",
"ινδουιστικές":"ινδουιστικός",
"ινδουιστική":"ινδουιστικός",
"ινδουιστικό":"ινδουιστικός",
"ινδουιστικού":"ινδουιστικός",
"ινδουίστριες":"ινδουίστρια",
"ινδουιστών":"ινδουιστής",
"ινδών":"ινδός",
"ινεμπολίδης":"ινεμπολίδης",
"ινες":"ίνα",
"ίνες":"ίνα",
"ινία":"ινίο",
"ινιακή":"ινιακός",
"ινκα":"ινκα",
"ίνκας":"ίνκας",
"ινκόγκνιτο":"ινκόγκνιτο",
"ινμπάρ":"ινμπάρ",
"ίνσμπρουκ":"ίνσμπρουκ",
"ινσουλίνη":"ινσουλίνη",
"ινσουλίνης":"ινσουλίνη",
"ινστιτούτα":"ινστιτούτο",
"ινστιτουτο":"ινστιτούτο",
"ινστιτούτο":"ινστιτούτο",
"ινστιτούτου":"ινστιτούτο",
"ινστιτούτων":"ινστιτούτο",
"ιντεαλ":"ιντεαλ",
"ιντεαλ-κ":"ιντεαλ-κ",
"ιντερ":"ιντερ",
"ίντερ":"ίντερ",
"ιντερινβεστ":"ιντερινβεστ",
"ιντερκοντινένταλ":"ιντερκοντινένταλ",
"ιντερνασιοναλ":"ιντερνασιοναλ",
"ιντερνετ":"ίντερνετ",
"ίντερνετ":"ίντερνετ",
"ιντερνετικές":"ιντερνετικός",
"ιντερνετική":"ιντερνετικός",
"ιντερνετικής":"ιντερνετικός",
"ιντερνετικό":"ιντερνετικός",
"ίντερνετ-καφέ":"ίντερνετ-καφέ",
"ιντερπόλ":"ιντερπόλ",
"ιντερσίτι":"ιντερσίτι",
"ιντερτεκ":"ιντερτεκ",
"ιντερτυπ":"ιντερτυπ",
"ιντερτυπ-επιφανεια":"ιντερτυπ-επιφανεια",
"ιντερφερόνης":"ιντερφερόνης",
"ιντζέ":"ιντζέ",
"ιντιάνα":"ιντιάνα",
"ίντιο":"ίντιο",
"ιντιπέντενς":"ιντιπέντενς",
"ιντιπέντεντ":"ιντιπέντεντ",
"ίντλ":"ίντλ",
"ιντρακομ":"ιντρακομ",
"ιντρακόμ":"ιντρακόμ",
"ιντρασοφτ":"ιντρασοφτ",
"ίντριγκα":"ίντριγκα",
"ίντριγκας":"ίντριγκα",
"ίντριγκες":"ίντριγκα",
"ίντσα":"ίντσα",
"ίντσας":"ίντσα",
"ιντσιρλίκ":"ιντσιρλίκ",
"ιντσών":"ίντσα",
"ινφορμ":"ινφορμ",
"ινών":"ίνα",
"ίνωση":"ίνωση",
"ιό":"ιός",
"ιοάν":"ιοάν",
"ιοβε":"ιοβε",
"ιογενείς":"ιογενείς",
"ιογενή":"ιογενή",
"ιόλα":"ιόλα",
"ιόλης":"ιόλη",
"ίον":"ίος",
"ιονίζεται":"ιονίζω",
"ιονικη":"ιονικός",
"ιονική":"ιονικός",
"ιονικης":"ιονικός",
"ιονικής":"ιονικός",
"ιόνιο":"ιόνιο",
"ιονίου":"ιόνιο",
"ιόντων":"ιόν",
"ιορδάνη":"ιορδάνης",
"ιορδάνης":"ιορδάνης",
"ιορδανία":"ιορδανία",
"ιορδανίας":"ιορδανία",
"ιορδανίδη":"ιορδανίδη",
"ιορδανίδης":"ιορδανίδης",
"ιορδανίδου":"ιορδανίδου",
"ιορδανικές":"ιορδανικός",
"ιορδανική":"ιορδανικός",
"ιορδανικής":"ιορδανικός",
"ιορδανικό":"ιορδανικός",
"ιορδανικός":"ιορδανικός",
"ιορδανικού":"ιορδανικός",
"ιορδανόπουλος":"ιορδανόπουλος",
"ιορδανός":"ιορδανός",
"ιορδανού":"ιορδανός",
"ιορντανέσκου":"ιορντανέσκου",
"ιορντάνοβα":"ιορντάνοβα",
"ιος":"ιός",
"ιός":"ιός",
"ιού":"ιός",
"ίου":"ίος",
"ιούδα":"ιούδας",
"ιουδαϊκή":"ιουδαϊκός",
"ιουδαϊσμό":"ιουδαϊσμός",
"ιουδαϊσμού":"ιουδαϊσμός",
"ιούδας":"ιούδας",
"ιουλία":"ιουλία",
"ιουλιανό":"ιουλιανός",
"ιουλιανού":"ιουλιανός",
"ιουλιέτα":"ιουλιέτα",
"ιουλιέτας":"ιουλιέτα",
"ιούλιο":"ιούλιος",
"ιουλίου":"ιούλιος",
"ιούνη":"ιούνης",
"ιουνιο":"ιούνιος",
"ιούνιο":"ιούνιος",
"ιούνιος":"ιούνιος",
"ιουνίου":"ιούνιος",
"ιούς":"ιός",
"ιουστίνης":"ιουστίνη",
"ιπ":"ιπ",
"ιπ.":"ιπ.",
"ιπεκτσί":"ιπεκτσί",
"ιπκρες":"ιπκρες",
"ίπκρες":"ίπκρες",
"ιππασία":"ιππασία",
"ιππασίας":"ιππασία",
"ιππείς":"ιππέας",
"ιππικής":"ιππικός",
"ιππικού":"ιππικός",
"ίππο":"ίππος",
"ιπποδρομίες":"ιπποδρομία",
"ιπποδρομίου":"ιπποδρόμιο",
"ιπποδρομιών":"ιπποδρομία",
"ιπποδρόμου":"ιππόδρομος",
"ιπποδύναμη":"ιπποδύναμη",
"ιπποδύναμης":"ιπποδύναμη",
"ίπποι":"ίππος",
"ιππόκαμπος":"ιππόκαμπος",
"ιπποκρατειο":"ιπποκράτειος",
"ιπποκράτειο":"ιπποκράτειος",
"ιπποκρατείου":"ιπποκράτειος",
"ιπποκράτειου":"ιπποκράτειος",
"ιπποκράτη":"ιπποκράτης",
"ιπποκράτης":"ιπποκράτης",
"ιπποπόταμο":"ιπποπόταμος",
"ιπποπόταμοι":"ιπποπόταμος",
"ιπποπόταμων":"ιπποπόταμος",
"ίππος":"ίππος",
"ιππότες":"ιππότης",
"ιππότη":"ιππότης",
"ιππότης":"ιππότης",
"ιπποτικά":"ιπποτικός",
"ιπποτισμού":"ιπποτισμός",
"ιπποτουρ":"ιπποτουρ",
"ίππους":"ίππος",
"ίππων":"ίππος",
"ιπσουιτς":"ιπσουιτς",
"ίπσουιτς":"ίπσουιτς",
"ίπσουιτς1":"ίπσουιτς1",
"ίπσουιτς54166841-19":"ίπσουιτς54166841-19",
"ίπσουιτς-λούτον":"ίπσουιτς-λούτον",
"ιπσουιτς-σέφιλντ":"ιπσουιτς-σέφιλντ",
"ιπτάμενα":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενες":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενη":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενο":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενοι":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενος":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενου":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενους":"ιπτάμενος",
"ιπταμένων":"ιπτάμενος",
"ιπτάμενων":"ιπτάμενος",
"ίπταται":"ίπταμαι",
"ιρα":"ιρα",
"ιρακ":"ιρακ",
"ιράκ":"ιράκ",
"ιρακινά":"ιρακινός",
"ιρακινες":"ιρακινός",
"ιρακινές":"ιρακινός",
"ιρακινή":"ιρακινή",
"ιρακινή":"ιρακινός",
"ιρακινής":"ιρακινός",
"ιρακινό":"ιρακινός",
"ιρακινοί":"ιρακινός",
"ιρακινός":"ιρακινός",
"ιρακινού":"ιρακινός",
"ιρακινούς":"ιρακινός",
"ιρακινών":"ιρακινός",
"ιραν":"ιραν",
"ιράν":"ιράν",
"ιρανές":"ιρανή",
"ιρανικά":"ιρανικός",
"ιρανική":"ιρανικός",
"ιρανικής":"ιρανικός",
"ιρανικό":"ιρανικός",
"ιρανικού":"ιρανικός",
"ιρανικών":"ιρανικός",
"ιρανό":"ιρανός",
"ιρανοί":"ιρανός",
"ιρανός":"ιρανός",
"ιρανού":"ιρανός",
"ιρανούς":"ιρανός",
"ιρανών":"ιρανός",
"ιραόλα":"ιραόλα",
"ίρβιγκ":"ίρβιγκ",
"ίρβιν":"ίρβιν",
"ίριδα":"ίριδα",
"ίριδας":"ίριδα",
"ιριδίζει":"ιριδίζω",
"ιριδίζουσα":"ιριδίζων",
"ιρίνα":"ιρίνα",
"ιρίνας":"ιρίνας",
"ιρλανδέζικης":"ιρλανδέζικος",
"ιρλανδέζικο":"ιρλανδέζικος",
"ιρλανδια":"ιρλανδία",
"ιρλανδία":"ιρλανδία",
"ιρλανδιας":"ιρλανδία",
"ιρλανδίας":"ιρλανδία",
"ιρλανδικά":"ιρλανδικός",
"ιρλανδικές":"ιρλανδικός",
"ιρλανδική":"ιρλανδικός",
"ιρλανδικής":"ιρλανδικός",
"ιρλανδικού":"ιρλανδικός",
"ιρλανδικών":"ιρλανδικός",
"ιρλανδός":"ιρλανδός",
"ιρλανδού":"ιρλανδός",
"ιρλανδούς":"ιρλανδός",
"ιρλανδών":"ιρλανδός",
"ισα":"ίσα",
"ίσα":"ίσα",
"ίσα":"ίσος",
"ισαακίδης":"ισαακίδης",
"ίσαμε":"ίσαμε",
"ισάξια":"ισάξια",
"ισάξιες":"ισάξιος",
"ισάξιο":"ισάξιος",
"ισάξιος":"ισάξιος",
"ισάριθμα":"ισάριθμα",
"ισάριθμα":"ισάριθμος",
"ισάριθμες":"ισάριθμος",
"ισάριθμοι":"ισάριθμος",
"ισάριθμους":"ισάριθμος",
"ισάριθμων":"ισάριθμος",
"ίσες":"ίσος",
"ίση":"ίσος",
"ισημερία":"ισημερία",
"ίσης":"ίσος",
"ίσια":"ίσιος",
"ισίδωρος":"ισίδωρος",
"ισινμπάγιεβα":"ισινμπάγιεβα",
"ισίντρε":"ισίντρε",
"ίσιο":"ίσιος",
"ίσις":"ίσις",
"ισιώνουν":"ισιώνω",
"ισκαριώτη":"ισκαριώτης",
"ισκαριώτης":"ισκαριώτης",
"ίσκιο":"ίσκιος",
"ίσκιος":"ίσκιος",
"ισλαμ":"ισλάμ",
"ισλάμ":"ισλάμ",
"ισλαμαμπάντ":"ισλαμαμπάντ",
"ισλαμικές":"ισλαμικός",
"ισλαμική":"ισλαμικός",
"ισλαμικής":"ισλαμικός",
"ισλαμικό":"ισλαμικός",
"ισλαμικός":"ισλαμικός",
"ισλαμικού":"ισλαμικός",
"ισλαμικών":"ισλαμικός",
"ισλαμισμού":"ισλαμισμός",
"ισλαμιστές":"ισλαμιστής",
"ισλαμιστή":"ισλαμιστής",
"ισλαμιστής":"ισλαμιστής",
"ισλαμιστική":"ισλαμιστικός",
"ισλαμιστικούς":"ισλαμιστικός",
"ισλαμιστών":"ισλαμιστής",
"ισλανδία":"ισλανδία",
"ισλανδικά":"ισλανδικός",
"ισλανδός":"ισλανδός",
"ισμαήλ":"ισμαήλ",
"ισμαηλίδης":"ισμαηλίδης",
"ισμήνη":"ισμήνη",
"ισμήνης":"ισμήνη",
"ισμυρλιάδου":"ισμυρλιάδου",
"ίσο":"ίσος",
"ισοβαθμεί":"ισοβαθμώ",
"ισοβάθμησε":"ισοβαθμώ",
"ισοβαθμία":"ισοβαθμία",
"ισοβαθμίας":"ισοβαθμία",
"ισόβαθμοι":"ισοβάθμιος",
"ισοβαθμούν":"ισοβαθμώ",
"ισόβια":"ισόβια",
"ισόβια":"ισόβιος",
"ισόβιας":"ισόβιος",
"ισοβιο":"ισόβιος",
"ισόβιο":"ισόβιος",
"ισόβιοι":"ισόβιος",
"ισόβιος":"ισόβιος",
"ισόβιους":"ισόβιος",
"ισοβίων":"ισόβιος",
"ισοβίως":"ισόβια",
"ισόγεια":"ισόγειος",
"ισόγειο":"ισόγειος",
"ισογείου":"ισόγειος",
"ισόγειων":"ισόγειος",
"ισοδύναμα":"ισοδύναμος",
"ισοδυναμεί":"ισοδυναμώ",
"ισοδύναμες":"ισοδύναμος",
"ισοδύναμη":"ισοδύναμος",
"ισοδύναμης":"ισοδύναμος",
"ισοδύναμο":"ισοδύναμος",
"ισοδυναμούν":"ισοδυναμώ",
"ισοδύναμους":"ισοδύναμος",
"ισοδυναμούσε":"ισοδυναμώ",
"ισοζύγιο":"ισοζύγιο",
"ισοζύγιό":"ισοζύγιο",
"ισοζυγίου":"ισοζύγιο",
"ίσοι":"ίσος",
"ίσοις":"ίσοις",
"ισολογισμό":"ισολογισμός",
"ισολογισμοί":"ισολογισμός",
"ισολογισμός":"ισολογισμός",
"ισολογισμού":"ισολογισμός",
"ισολογισμούς":"ισολογισμός",
"ισολογισμών":"ισολογισμός",
"ισομερή":"ισομερής",
"ισομοίραζε":"ισομοιράζω",
"ίσον":"ίσος",
"ισονομία":"ισονομία",
"ισονομίας":"ισονομία",
"ισόπαλα":"ισόπαλος",
"ισόπαλες":"ισόπαλος",
"ισοπαλη":"ισόπαλος",
"ισόπαλη":"ισόπαλος",
"ισοπαλία":"ισοπαλία",
"ισοπαλίας":"ισοπαλία",
"ισοπαλίες":"ισοπαλία",
"ισόπαλο":"ισόπαλος",
"ισόπαλοι":"ισόπαλος",
"ισοπαλος":"ισόπαλος",
"ισόπαλος":"ισόπαλος",
"ισόπεδης":"ισόπεδος",
"ισόπεδο":"ισόπεδος",
"ισοπεδωθεί":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώθηκε":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδωμένη":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδωμένο":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώνει":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώνεται":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώνοντας":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώνουμε":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώνουν":"ισοπεδώνω",
"ισοπέδωσαν":"ισοπεδώνω",
"ισοπέδωσε":"ισοπεδώνω",
"ισοπεδώσει":"ισοπεδώνω",
"ισοπέδωση":"ισοπέδωση",
"ισοπέδωσή":"ισοπέδωση",
"ισοπέδωσης":"ισοπέδωση",
"ισοπεδωτικά":"ισοπεδωτικά",
"ισοπεδωτικές":"ισοπεδωτικός",
"ισοπεδωτική":"ισοπεδωτικός",
"ισοπεδωτικό":"ισοπεδωτικός",
"ισοπεδωτικού":"ισοπεδωτικός",
"ισοπεδωτικών":"ισοπεδωτικός",
"ισοπεδωτισμό":"ισοπεδωτισμό",
"ισόποσα":"ισόποσος",
"ισόποσες":"ισόποσος",
"ισόποσο":"ισόποσος",
"ισορροπεί":"ισορροπώ",
"ισόρροπη":"ισόρροπος",
"ισορροπημένα":"ισορροπημένος",
"ισορροπημένες":"ισορροπημένος",
"ισορροπημένη":"ισορροπημένος",
"ισορροπημένο":"ισορροπημένος",
"ισορροπημένοι":"ισορροπημένος",
"ισόρροπης":"ισόρροπος",
"ισορρόπησε":"ισορροπώ",
"ισορροπήσει":"ισορροπώ",
"ισορροπήσουμε":"ισορροπώ",
"ισορροπήσουν":"ισορροπώ",
"ισορροπία":"ισορροπία",
"ισορροπίας":"ισορροπία",
"ισορροπίες":"ισορροπία",
"ισορροπιών":"ισορροπία",
"ισορροπούν":"ισορροπώ",
"ισορροπώντας":"ισορροπώ",
"ίσος":"ίσος",
"ισοσκελές":"ισοσκελής",
"ισοσκέλισαν":"ισοσκελίζω",
"ισοσκελίσει":"ισοσκελίζω",
"ισοσκελισμένος":"ισοσκελίζω",
"ισοσκελίσουν":"ισοσκελίζω",
"ισότητα":"ισότητα",
"ισότητας":"ισότητα",
"ισότητος":"ισότητα",
"ισότιμα":"ισότιμα",
"ισότιμα":"ισότιμος",
"ισότιμες":"ισότιμος",
"ισότιμη":"ισότιμος",
"ισότιμης":"ισότιμος",
"ισοτιμία":"ισοτιμία",
"ισοτιμίας":"ισοτιμία",
"ισοτιμίες":"ισοτιμία",
"ισοτιμιών":"ισοτιμία",
"ισότιμο":"ισότιμος",
"ισότιμοι":"ισότιμος",
"ισότιμος":"ισότιμος",
"ισότιμου":"ισότιμος",
"ισότιμους":"ισότιμος",
"ισότιμων":"ισότιμος",
"ίσου":"ίσος",
"ισούνται":"ισούμαι",
"ίσους":"ίσος",
"ισούται":"ισούμαι",
"ισοϋψή":"ισοϋψής",
"ισοϋψών":"ισοϋψής",
"ισοφαρίζοντας":"ισοφαρίζω",
"ισοφάρισαν":"ισοφαρίζω",
"ισοφάρισε":"ισοφαρίζω",
"ισοφαρίσει":"ισοφαρίζω",
"ισοφάριση":"ισοφάριση",
"ισοφάρισης":"ισοφάριση",
"ισοφαρίσουμε":"ισοφαρίζω",
"ισοφαρίσουν":"ισοφαρίζω",
"ισοψήφησαν":"ισοψηφώ",
"ισοψηφήσουν":"ισοψηφώ",
"ισπανια":"ισπανία",
"ισπανία":"ισπανία",
"ισπανίας":"ισπανία",
"ισπανικά":"ισπανικός",
"ισπανικές":"ισπανικός",
"ισπανική":"ισπανικός",
"ισπανικής":"ισπανική",
"ισπανικής":"ισπανικός",
"ισπανικό":"ισπανικός",
"ισπανικοί":"ισπανικός",
"ισπανικός":"ισπανικός",
"ισπανικού":"ισπανικός",
"ισπανικούς":"ισπανικός",
"ισπανικών":"ισπανικός",
"ισπανο":"ισπανός",
"ισπανό":"ισπανός",
"ισπανοί":"ισπανός",
"ισπανός":"ισπανός",
"ισπανού":"ισπανός",
"ισπανούς":"ισπανός",
"ισπανόφωνες":"ισπανόφωνος",
"ισπανόφωνη":"ισπανόφωνος",
"ισπανόφωνους":"ισπανόφωνος",
"ισπανόφωνων":"ισπανόφωνος",
"ισπανών":"ισπανός",
"ισραηλ":"ισραηλ",
"ισραήλ":"ισραήλ",
"ισραηλινά":"ισραηλινός",
"ισραηλινές":"ισραηλινός",
"ισραηλινή":"ισραηλινή",
"ισραηλινη":"ισραηλινός",
"ισραηλινή":"ισραηλινός",
"ισραηλινής":"ισραηλινός",
"ισραηλινό":"ισραηλινός",
"ισραηλινοί":"ισραηλινός",
"ισραηλινός":"ισραηλινός",
"ισραηλινού":"ισραηλινός",
"ισραηλινούς":"ισραηλινός",
"ισραηλινών":"ισραηλινός",
"ισραηλιτική":"ισραηλιτικός",
"ισραηλιτικής":"ισραηλιτικός",
"ισραήλ-σλοβενία":"ισραήλ-σλοβενία",
"ισσάριθμες":"ισσάριθμες",
"ιστ'":"ιστ'",
"ιστ΄":"ιστ΄",
"ισταμε":"ισταμε",
"ιστάμενους":"ιστάμενος",
"ισταμίνη":"ισταμίνη",
"ισταμίνης":"ισταμίνη",
"ίστανται":"ίστανται",
"ίσταται":"ύστατος",
"ίστγουντ":"ίστγουντ",
"ιστιαία":"ιστιαία",
"ιστιοδρομία":"ιστιοδρομία",
"ιστιοδρομίες":"ιστιοδρομία",
"ιστιοδρομιών":"ιστιοδρομία",
"ιστιοπλοϊα":"ιστιοπλοΐα",
"ιστιοπλοΐα":"ιστιοπλοΐα",
"ιστιοπλοϊας":"ιστιοπλοΐα",
"ιστιοπλοΐας":"ιστιοπλοΐα",
"ιστιοπλοϊκά":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλοϊκή":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλοϊκό":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλοϊκος":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλοϊκού":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλοϊκών":"ιστιοπλοϊκός",
"ιστιοπλόοι":"ιστιοπλόος",
"ιστιοπλόος":"ιστιοπλόος",
"ιστιοπλόους":"ιστιοπλόος",
"ιστιοπλόων":"ιστιοπλόος",
"ιστιοσανίδες":"ιστιοσανίδα",
"ιστιοσανίδων":"ιστιοσανίδα",
"ιστιοφόρα":"ιστιοφόρο",
"ιστιοφόρο":"ιστιοφόρο",
"ιστιρα":"ιστιρα",
"ιστιρά":"ιστιρά",
"ιστό":"ιστός",
"ιστοί":"ιστός",
"ιστολογικές":"ιστολογικός",
"ίστον":"ίστον",
"ιστορεί":"ιστορώ",
"ιστορια":"ιστορία",
"ιστορία":"ιστορία",
"ιστοριας":"ιστορία",
"ιστορίας":"ιστορία",
"ιστοριες":"ιστορία",
"ιστορίες":"ιστορία",
"ιστορικά":"ιστορικά",
"ιστορικα":"ιστορικός",
"ιστορικά":"ιστορικός",
"ιστορικές":"ιστορικός",
"ιστορικη":"ιστορικός",
"ιστορική":"ιστορικός",
"ιστορικής":"ιστορικός",
"ιστορικό":"ιστορικό",
"ιστορικό":"ιστορικός",
"ιστορικοί":"ιστορικός",
"ιστορικός":"ιστορικός",
"ιστορικότερου":"ιστορικός",
"ιστορικότερους":"ιστορικός",
"ιστορικότητα":"ιστορικότητα",
"ιστορικότητά":"ιστορικότητα",
"ιστορικού":"ιστορικός",
"ιστορικούς":"ιστορικός",
"ιστορικών":"ιστορικός",
"ιστοριογραφία":"ιστοριογραφία",
"ιστοριούλα":"ιστοριούλα",
"ιστοριούλες":"ιστοριούλα",
"ιστοριών":"ιστορία",
"ιστός":"ιστός",
"ιστοσελίδα":"ιστοσελίδα",
"ιστοσελίδας":"ιστοσελίδα",
"ιστοσελίδες":"ιστοσελίδα",
"ιστοσελίδων":"ιστοσελίδα",
"ιστοσυμβατότητα":"ιστοσυμβατότητα",
"ιστοτόπος":"ιστότοπος",
"ιστού":"ιστός",
"ιστούς":"ιστός",
"ιστών":"ιστός",
"ισχαιμία":"ισχαιμία",
"ισχαιμίας":"ισχαιμία",
"ισχάκ":"ισχάκ",
"ισχνά":"ισχνά",
"ισχνές":"ισχνός",
"ισχνή":"ισχνός",
"ισχνό":"ισχνός",
"ισχνών":"ισχνός",
"ισχύ":"ισχύς",
"ίσχυαν":"ισχύω",
"ίσχυε":"ισχύω",
"ισχύει":"ισχύω",
"ισχύι":"ισχύι",
"ισχύον":"ισχύων",
"ισχύοντα":"ισχύων",
"ισχύοντες":"ισχύων",
"ισχύοντος":"ισχύων",
"ισχύος":"ισχύς",
"ισχύουν":"ισχύω",
"ισχύουσα":"ισχύων",
"ισχύουσας":"ισχύων",
"ισχύουσες":"ισχύων",
"ισχυρά":"ισχυρά",
"ισχυρά":"ισχυρός",
"ισχυρές":"ισχυρός",
"ισχυρή":"ισχυρός",
"ισχυρής":"ισχυρός",
"ισχυρίζεστε":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίζεται":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίζομαι":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριζόμαστε":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριζόμενοι":"ισχυριζόμενος",
"ισχυριζόμενος":"ισχυριζόμενος",
"ισχυρίζονται":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίζονταν":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριζόταν":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρισθεί":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίσθηκε":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρισθώ":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρισμό":"ισχυρισμός",
"ισχυρισμοί":"ισχυρισμός",
"ισχυρισμός":"ισχυρισμός",
"ισχυρισμού":"ισχυρισμός",
"ισχυρισμούς":"ισχυρισμός",
"ισχυρισμών":"ισχυρισμός",
"ισχυριστεί":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίστηκαν":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρίστηκε":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριστούμε":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριστούν":"ισχυρίζομαι",
"ισχυριστώ":"ισχυρίζομαι",
"ισχυρο":"ισχυρός",
"ισχυρό":"ισχυρός",
"ισχυροί":"ισχυρός",
"ισχυροποιείται":"ισχυροποιώ",
"ισχυροποιηθεί":"ισχυροποιώ",
"ισχυροποιηθούν":"ισχυροποιώ",
"ισχυροποιήσει":"ισχυροποιώ",
"ισχυροποίηση":"ισχυροποίηση",
"ισχυρός":"ισχυρός",
"ισχυρότατες":"ισχυρός",
"ισχυρότατη":"ισχυρός",
"ισχυρότατο":"ισχυρός",
"ισχυρότατοι":"ισχυρός",
"ισχυροτατος":"ισχυρός",
"ισχυρότατου":"ισχυρός",
"ισχυρότερα":"ισχυρά",
"ισχυρότερες":"ισχυρός",
"ισχυρότερη":"ισχυρός",
"ισχυρότερης":"ισχυρός",
"ισχυρότερο":"ισχυρός",
"ισχυρότεροι":"ισχυρός",
"ισχυρότερος":"ισχυρός",
"ισχυροτέρου":"ισχυρός",
"ισχυρότερου":"ισχυρός",
"ισχυρότερους":"ισχυρός",
"ισχυρότερων":"ισχυρός",
"ισχυρού":"ισχυρός",
"ισχυρούς":"ισχυρός",
"ισχυρών":"ισχυρός",
"ισχύς":"ισχύς",
"ισχύσει":"ισχύω",
"ισχύσουν":"ισχύω",
"ισχύων":"ισχύων",
"ίσων":"ίσος",
"ισως":"ίσως",
"ίσως":"ίσως",
"ιταλια":"ιταλία",
"ιταλία":"ιταλία",
"ιταλίαν":"ιταλία",
"ιταλιας":"ιταλία",
"ιταλίας":"ιταλία",
"ιταλίδα":"ιταλίδα",
"ιταλίδων":"ιταλίδα",
"ιταλικά":"ιταλικά",
"ιταλικά":"ιταλικός",
"ιταλικές":"ιταλικός",
"ιταλική":"ιταλική",
"ιταλική":"ιταλικός",
"ιταλικήν":"ιταλικός",
"ιταλικής":"ιταλικός",
"ιταλικο":"ιταλικός",
"ιταλικό":"ιταλικός",
"ιταλικός":"ιταλικός",
"ιταλικού":"ιταλικός",
"ιταλικούς":"ιταλικός",
"ιταλικών":"ιταλικός",
"ιταλό":"ιταλός",
"ιταλοαμερικάνος":"ιταλοαμερικάνος",
"ιταλοί":"ιταλός",
"ιταλοποίησης":"ιταλοποίησης",
"ιταλος":"ιταλός",
"ιταλός":"ιταλός",
"ιταλου":"ιταλός",
"ιταλού":"ιταλός",
"ιταλους":"ιταλός",
"ιταλούς":"ιταλός",
"ιταλόφωνο":"ιταλόφωνος",
"ιταλών":"ιταλός",
"ιταμή":"ιταμός",
"ίταμο":"ίταμο",
"ιταμό":"ιταμός",
"ίταμος":"ίταμος",
"ίταμου":"ίταμου",
"ιτάρ":"ιτάρ",
"ιτέα":"ιτέα",
"ιτέας":"ιτέα",
"ιτίχαντ":"ιτίχαντ",
"ιφιγενεια":"ιφιγένεια",
"ιφιγένεια":"ιφιγένεια",
"ιφιγένειες":"ιφιγένειες",
"ιχ":"ιχ",
"ιχ.":"ιχ.",
"ιχθυαγορές":"ιχθυαγορά",
"ιχθυες":"ιχθύς",
"ιχθυηρα":"ιχθυηρα",
"ιχθυοκαλλιέργειας":"ιχθυοκαλλιέργεια",
"ιχθυοκαλλιέργειες":"ιχθυοκαλλιέργεια",
"ιχθυοκαλλιεργητές":"ιχθυοκαλλιεργητής",
"ιχθυοκαλλιεργιες":"ιχθυοκαλλιεργιες",
"ιχθυοκομίας":"ιχθυοκομίας",
"ιχθυολόγων":"ιχθυολόγος",
"ιχθυος":"ιχθύς",
"ιχθύος":"ιχθύς",
"ιχθυόσκαλα":"ιχθυόσκαλα",
"ιχθυόσκαλες":"ιχθυόσκαλα",
"ιχθυοτροφεια":"ιχθυοτροφείο",
"ιχνη":"ίχνος",
"ίχνη":"ίχνος",
"ιχνηλατώντας":"ιχνηλατώ",
"ιχνογραφίας":"ιχνογραφία",
"ιχνογραφούν":"ιχνογραφώ",
"ίχνος":"ίχνος",
"ιχνοστοιχεία":"ιχνοστοιχείο",
"ιχνοστοιχείων":"ιχνοστοιχείο",
"ίχνους":"ίχνος",
"ιχνών":"ίχνος",
"ιωακειμ":"ιωακείμ",
"ιωακείμ":"ιωακείμ",
"ιωακειμίδης":"ιωακειμίδης",
"ιωακειμίδου":"ιωακειμίδου",
"ιωαν.":"ιωαν.",
"ιωάννα":"ιωάννα",
"ιωάννας":"ιωάννα",
"ιωαννη":"ιωάννης",
"ιωάννη":"ιωάννης",
"ιωαννης":"ιωάννης",
"ιωάννης":"ιωάννης",
"ιωαννίδη":"ιωαννίδης",
"ιωαννιδης":"ιωαννίδης",
"ιωαννίδης":"ιωαννίδης",
"ιωαννιδου":"ιωαννιδου",
"ιωαννίδου":"ιωαννίδου",
"ιωάννινα":"ιωάννινα",
"ιωαννινων":"ιωάννινα",
"ιωαννίνων":"ιωάννινα",
"ιωαννίνων-κοζάνης":"ιωαννίνων-κοζάνης",
"ιωαννίνων-κονίτσης":"ιωαννίνων-κονίτσης",
"ιωαννου":"ιωαννου",
"ιωάννου":"ιωάννου",
"ιώδιο":"ιώδιο",
"ιών":"ιός",
"ίωνες":"ίωνας",
"ιωνία":"ιωνία",
"ιωνίας":"ιωνία",
"ιωνική":"ιωνικός",
"ιωνικής":"ιωνικός",
"ιωνικό":"ιωνικός",
"ιωνικος":"ιωνικός",
"ιωνικός":"ιωνικός",
"ιωνικός2675630-19":"ιωνικός2675630-19",
"ιωνικός-ολυμπιακός":"ιωνικός-ολυμπιακός",
"ιωνικος-πανιωνιος":"ιωνικος-πανιωνιος",
"ιωνικου":"ιωνικός",
"ιωνικού":"ιωνικός",
"ιωνικού-ολυμπιακού":"ιωνικού-ολυμπιακού",
"ιωνικού-πανιωνίου":"ιωνικού-πανιωνίου",
"ίωνος":"ίωνας",
"ιώνων":"ίωνας",
"ιώσεων":"ίωση",
"ιωση":"ίωση",
"ίωση":"ίωση",
"ίωσης":"ίωση",
"ιωσήφ":"ιωσήφ",
"ιωσηφίδη":"ιωσηφίδη",
"ιωσηφίδης":"ιωσηφίδης",
"κ":"κ",
"κ)":"κ)",
"κ.":"κ.",
"κ.α":"κ.α",
"κ.ά":"κ.ά",
"κ.α.":"κ.α.",
"κ.ά.":"κ.ά.",
"κ.α.α.":"κ.α.α.",
"κ.α.ε.":"κ.α.ε.",
"κ.β.ς.":"κ.β.ς.",
"κ.γ.":"κ.γ.",
"κ.ε":"κ.ε",
"κ.ε.":"κ.ε.",
"κ.ι.":"κ.ι.",
"κ.ι.θ.":"κ.ι.θ.",
"κ.κ.":"κ.κ.",
"κ.κ.μ.":"κ.κ.μ.",
"κ.κουκ.":"κ.κουκ.",
"κ.λ.π.":"κ.λ.π.",
"κ.λπ":"κ.λπ",
"κ.λπ.":"κ.λπ.",
"κ.ο.":"κ.ο.",
"κ.ο.θ.":"κ.ο.θ.",
"κ.ο.κ":"κ.ο.κ",
"κ.ο.κ.":"κ.ο.κ.",
"κ.π.ρ.":"κ.π.ρ.",
"κ.τ.":"κ.τ.",
"κ.τ.λ":"κ.τ.λ",
"κ.τ.λ.":"κ.τ.λ.",
"κ.υ.":"κ.υ.",
"κing":"κing",
"κo":"κo",
"κα":"κα",
"κάαν":"κάαν",
"καβ":"καβ",
"κάβα":"κάβα",
"καβάγια":"καβάγια",
"καβαγκόε":"καβαγκόε",
"καβακά":"καβακά",
"καβακάς":"καβακάς",
"καβάκο":"καβάκο",
"καβάκος":"καβάκος",
"καβάκου":"καβάκου",
"καβάλα":"καβάλα",
"καβαλα":"καβαλώ",
αβάλα2156727-38":"καβάλα2156727-38",
"καβαλάρη":"καβαλάρης",
"καβαλάρηδες":"καβαλάρης",
"καβαλαρης":"καβαλάρης",
"καβαλάρι":"καβαλάρι",
"καβαλαρίου":"καβαλαρίου",
"καβάλας":"καβάλα",
"καβαλας":"καβαλώ",
"καβάλας-αίας":"καβάλας-αίας",
"καβάλησαν":"καβαλώ",
"καβάλησε":"καβαλώ",
"καβαλήσει":"καβαλώ",
"καβαλιέρο":"καβαλιέρος",
"καβαλίερς":"καβαλίερς",
"καβαλιώτες":"καβαλιώτης",
"καβαλιώτης":"καβαλιώτης",
"καβάσιλα":"καβάσιλα",
"καβάφη":"καβάφης",
"καβάφης":"καβάφης",
"καβγά":"καβγάς",
"καβγάδες":"καβγάς",
"καβγαδίσετε":"καβγαδίζω",
"καβγάς":"καβγάς",
"καβέτσος":"καβέτσος",
"καβίσε":"καβίσε",
"κάβο":"κάβος",
"κάβος-δασκαλιό":"κάβος-δασκαλιό",
"καβούκι":"καβούκι",
"κάβουρα":"κάβουρας",
"κάβουρας":"κάβουρας",
"καβούρι":"καβούρι",
"καβούρια":"καβούρι",
"καβουρντίζουμε":"καβουρδίζω",
"καγεγκελντίν":"καγεγκελντίν",
"καγιάκ":"καγιάκ",
"καγιάκερς":"καγιάκερς",
"καγιέμ":"καγιέμ",
"καγιόκο":"καγιόκο",
"κάγκελα":"κάγκελο",
"καγκελαρία":"καγκελαρία",
"καγκελαρίας":"καγκελαρία",
"καγκελάριο":"καγκελάριος",
"καγκελάριος":"καγκελάριος",
"καγκελαρίου":"καγκελάριος",
"καγκελάριου":"καγκελάριος",
"κα-γκε-μπε":"κα-γκε-μπε",
"καγκιούζης":"καγκιούζης",
"καγχαστές":"καγχαστής",
"κάδιθ":"κάδιθ",
"κάδμιο":"κάδμιο",
"κάδο":"κάδος",
"καδόγλου":"καδόγλου",
"κάδοι":"κάδος",
"κάδου":"κάδος",
"κάδους":"κάδος",
"κάδρα":"κάδρο",
"καδράρατε":"καδράρω",
"καδράρει":"καδράρω",
"καδραρισμα":"καδράρισμα",
"καδράρισμα":"καδράρισμα",
"κάδρο":"κάδρο",
"καδρόνια":"καδρόνι",
"κάδων":"κάδος",
"καε":"καε",
"καεί":"καίω",
"καζα":"καζάς",
"καζάζη":"καζάζης",
"καζάκος":"καζάκος",
"καζάκου":"καζάκος",
"καζακστάν":"καζακστάν",
"καζαλέκιο":"καζαλέκιο",
"καζαμίας":"καζαμίας",
"καζαν":"καζαν",
"καζάν":"καζάν",
"καζανάκι":"καζανάκι",
"καζάν-αλικάντε":"καζάν-αλικάντε",
"καζάνι":"καζάνι",
"καζάνια":"καζάνι",
"καζαντζάκη":"καζαντζάκης",
"καζαντζάκης":"καζαντζάκης",
"καζαντζής":"καζαντζής",
"καζαντζίδης":"καζαντζίδης",
"καζαντζόγλου":"καζαντζόγλου",
"καζατζής":"καζατζής",
"καζεμί":"καζεμί",
"κάζεντερ":"κάζεντερ",
"κάζη":"κάζη",
"κάζης":"κάζης",
"καζίλας":"καζίλας",
"καζιμίερζ":"καζιμίερζ",
"καζίνα":"καζίνο",
"καζινο":"καζίνο",
"καζίνο":"καζίνο",
"καζίνου":"καζίνο",
"καζίνσκι":"καζίνσκι",
"καζίνων":"καζίνο",
"καζλάουσκας":"καζλάουσκας",
"κάζο":"κάζο",
"καζουακι":"καζουακι",
"καζουάκι":"καζουάκι",
"κάηκαν":"καίω",
"κάηκε":"καίω",
"καημένε":"καημένος",
"καημένη":"καημένος",
"καημένο":"καημένος",
"καημένοι":"καημένος",
"καημένος":"καημένος",
"καημένου":"καημένος",
"καημό":"καημός",
"καημοί":"καημός",
"καημός":"καημός",
"καημούς":"καημός",
"καθ":"κατά",
"καθ'":"κατά",
"καθ΄ολοκληρίαν":"καθ΄ολοκληρίαν",
"καθαγιάζει":"καθαγιάζω",
"καθαγιάζεται":"καθαγιάζω",
"καθαγιάσει":"καθαγιάζω",
"καθαιρεθεί":"καθαιρώ",
"καθαιρείται":"καθαιρώ",
"καθαίρεσε":"καθαιρώ",
"καθαιρέσεις":"καθαιρώ",
"καθαίρεση":"καθαίρεση",
"καθαίρεσή":"καθαίρεση",
"καθαρά":"καθαρά",
"καθαρά":"καθαρός",
"καθαράς":"καθαρά",
"καθαρές":"καθαρός",
"καθαρεύουσα":"καθαρεύουσα",
"καθαρή":"καθαρός",
"καθαρής":"καθαρός",
"καθαρθεί":"καθαρθεί",
"καθαρίζαμε":"καθαρίζω",
"καθάριζαν":"καθαρίζω",
"καθάριζε":"καθαρίζω",
"καθαρίζει":"καθαρίζω",
"καθαρίζεις":"καθαρίζω",
"καθαρίζεται":"καθαρίζω",
"καθαρίζετε":"καθαρίζω",
"καθαρίζοντας":"καθαρίζω",
"καθαριζόταν":"καθαρίζω",
"καθαρίζουμε":"καθαρίζω",
"καθαρίζουν":"καθαρίζω",
"καθάριο":"καθάριος",
"καθαριότης":"καθαριότητα",
"καθαριότητα":"καθαριότητα",
"καθαριότητά":"καθαριότητα",
"καθαριότητας":"καθαριότητα",
"καθάριους":"καθάριος",
"καθάρισα":"καθαρίζω",
"καθαρίσαμε":"καθαρίζω",
"καθάρισαν":"καθαρίζω",
"καθαρισε":"καθαρίζω",
"καθάρισε":"καθαρίζω",
"καθαρίσει":"καθαρίζω",
"καθαρίσματα":"καθάρισμα",
"καθαρισμένα":"καθαρίζω",
"καθαρισμένες":"καθαρίζω",
"καθαρισμένη":"καθαρίζω",
"καθαρισμό":"καθαρισμός",
"καθαρισμός":"καθαρισμός",
"καθαρισμού":"καθαρισμός",
"καθαρισμούς":"καθαρισμός",
"καθαρίσουμε":"καθαρίζω",
"καθαρίσουν":"καθαρίζω",
"καθαριστεί":"καθαρίζω",
"καθαριστές":"καθαριστής",
"καθαριστής":"καθαριστής",
"καθαριστούν":"καθαρίζω",
"καθαρίστρια":"καθαρίστρια",
"καθαρίστριες":"καθαρίστρια",
"καθάρματα":"κάθαρμα",
"καθαρό":"καθαρός",
"καθαρόαιμα":"καθαρόαιμος",
"καθαρόαιμη":"καθαρόαιμος",
"καθαρόαιμο":"καθαρόαιμος",
"καθαρόαιμος":"καθαρόαιμος",
"καθαρόαιμους":"καθαρόαιμος",
"καθαρογραφεί":"καθαρογραφώ",
"καθαροί":"καθαρός",
"καθαρός":"καθαρός",
"καθαρότατη":"καθαρός",
"καθαρότερα":"καθαρά",
"καθαρότητα":"καθαρότητα",
"καθαρότητας":"καθαρότητα",
"καθαρού":"καθαρός",
"καθαρούς":"καθαρός",
"κάθαρση":"κάθαρση",
"κάθαρσης":"κάθαρση",
"καθαρτήρια":"καθαρτήριος",
"καθαρών":"καθαρός",
"καθαρώς":"καθαρά",
"καθαυτές":"καθεαυτός",
"καθαυτή":"καθεαυτός",
"καθαυτής":"καθεαυτός",
"καθαυτό":"καθεαυτό",
"καθε":"καθε",
"κάθε":"κάθε",
"καθεαυτά":"καθεαυτός",
"καθεαυτή":"καθεαυτός",
"καθεαυτό":"καθεαυτό",
"καθεδρικό":"καθεδρικός",
"καθεδρικός":"καθεδρικός",
"καθεδρικού":"καθεδρικός",
"καθεδρικούς":"καθεδρικός",
"κάθειρξη":"κάθειρξη",
"κάθειρξης":"κάθειρξη",
"καθείς":"καθένας",
"καθέκαστα":"καθέκαστα",
"καθεμιά":"καθένας",
"καθεμία":"καθένας",
"καθεμιάς":"καθένας",
"καθεμίας":"καθένας",
"καθένα":"καθένας",
"καθέναν":"καθένας",
"καθένας":"καθένας",
"καθενός":"καθένας",
"καθεξής":"καθεξής",
"κάθεσαι":"κάθομαι",
"κάθεστε":"κάθομαι",
"καθεστηκυίας":"καθεστηκώς",
"καθεστώς":"καθεστώς",
"καθεστώτα":"καθεστώς",
"καθεστωτικά":"καθεστωτικός",
"καθεστωτική":"καθεστωτικός",
"καθεστωτικής":"καθεστωτικός",
"καθεστώτος":"καθεστώς",
"καθεστώτων":"καθεστώς",
"κάθετα":"κάθετα",
"κάθεται":"κάθομαι",
"κάθετες":"κάθετος",
"κάθετη":"κάθετος",
"καθετήρες":"καθετήρας",
"καθετηριασμό":"καθετηριασμός",
"καθετηριασμός":"καθετηριασμός",
"καθετί":"καθετί",
"κάθετο":"κάθετος",
"κάθετοι":"κάθετος",
"κάθετος":"κάθετος",
"κάθετου":"κάθετος",
"κάθετους":"κάθετος",
"κάθετων":"κάθετος",
"καθέτως":"κάθετα",
"καθηγ":"καθηγ",
"καθηγητά":"καθηγητής",
"καθηγητες":"καθηγητής",
"καθηγητές":"καθηγητής",
"καθηγητές-καλλιτέχνες":"καθηγητές-καλλιτέχνες",
"καθηγητή":"καθηγητής",
"καθηγητης":"καθηγητής",
"καθηγητής":"καθηγητής",
"καθηγητικές":"καθηγητικός",
"καθηγητού":"καθηγητής",
"καθηγήτρια":"καθηγήτρια",
"καθηγητριας":"καθηγήτρια",
"καθηγήτριας":"καθηγήτρια",
"καθηγήτριες":"καθηγήτρια",
"καθηγητών":"καθηγητής",
"καθήκον":"καθήκον",
"καθήκοντα":"καθήκον",
"καθήκοντά":"καθήκον",
"καθήκοντος":"καθήκον",
"καθήκοντός":"καθήκον",
"καθηκόντων":"καθήκον",
"καθηλωθεί":"καθηλώνω",
"καθηλώθηκε":"καθηλώνω",
"καθηλωμένα":"καθηλώνω",
"καθηλωμένο":"καθηλωμένος",
"καθηλωμένοι":"καθηλωμένος",
"καθηλωμένος":"καθηλωμένος",
"καθηλώνει":"καθηλώνω",
"καθηλώνεται":"καθηλώνω",
"καθηλώνοντας":"καθηλώνω",
"καθηλώνουν":"καθηλώνω",
"καθήλωσαν":"καθηλώνω",
"καθήλωσε":"καθηλώνω",
"καθηλώσει":"καθηλώνω",
"καθήλωση":"καθήλωση",
"καθήλωσης":"καθήλωση",
"καθηλώσουμε":"καθηλώνω",
"καθηλωτική":"καθηλωτικός",
"καθήμενοι":"καθήμενος",
"καθημερινά":"καθημερινά",
"καθημερινά":"καθημερινός",
"καθημερινές":"καθημερινός",
"καθημερινη":"καθημερινός",
"καθημερινή":"καθημερινός",
"καθημερινής":"καθημερινός",
"καθημερινό":"καθημερινός",
"καθημερινοί":"καθημερινός",
"καθημερινότητα":"καθημερινότητα",
"καθημερινότητά":"καθημερινότητα",
"καθημερινότητας":"καθημερινότητα",
"καθημερινότητάς":"καθημερινότητα",
"καθημερινού":"καθημερινός",
"καθημερινούς":"καθημερινός",
"καθημερινών":"καθημερινός",
"καθημερινώς":"καθημερινά",
"κάθησα":"κάθησα",
"κάθησαν":"κάθησαν",
"κάθησε":"κάθησε",
"καθήσει":"καθήσει",
"καθήσετε":"καθήσετε",
"καθήσουμε":"καθήσουμε",
"καθήσουν":"καθήσουν",
"καθήστε":"καθήστε",
"καθησυχάζει":"καθησυχάζω",
"καθησυχάζουμε":"καθησυχάζω",
"καθησυχάζουν":"καθησυχάζω",
"καθησύχασαν":"καθησυχάζω",
"καθησύχασε":"καθησυχάζω",
"καθησυχάσει":"καθησυχάζω",
"καθησυχασμό":"καθησυχασμός",
"καθησυχάσουμε":"καθησυχάζω",
"καθησυχάσουν":"καθησυχάζω",
"καθησυχαστικά":"καθησυχαστικά",
"καθησυχαστικές":"καθησυχαστικός",
"καθησυχαστική":"καθησυχαστικός",
"καθησυχαστικό":"καθησυχαστικός",
"καθησυχαστικοί":"καθησυχαστικός",
"καθησυχαστικός":"καθησυχαστικός",
"καθήσω":"καθήσω",
"καθιδρύει":"καθιδρύω",
"καθιερωθεί":"καθιερώνω",
"καθιερώθηκαν":"καθιερώνω",
"καθιερώθηκε":"καθιερώνω",
"καθιερωθούν":"καθιερώνω",
"καθιερωθώ":"καθιερώνω",
"καθιερωμένα":"καθιερωμένος",
"καθιερωμένες":"καθιερωμένος",
"καθιερωμένη":"καθιερωμένος",
"καθιερωμένο":"καθιερωμένος",
"καθιερωμένου":"καθιερωμένος",
"καθιερωμένους":"καθιερώνω",
"καθιερωμένων":"καθιερώνω",
"καθιερώνει":"καθιερώνω",
"καθιερώνεται":"καθιερώνω",
"καθιερώνονται":"καθιερώνω",
"καθιερώνοντας":"καθιερώνω",
"καθιερώνουν":"καθιερώνω",
"καθιερώσαμε":"καθιερώνω",
"καθιέρωσαν":"καθιερώνω",
"καθιέρωσε":"καθιερώνω",
"καθιερώσει":"καθιερώνω",
"καθιέρωση":"καθιέρωση",
"καθιέρωσή":"καθιέρωση",
"καθιέρωσης":"καθιέρωση",
"καθιέρωσής":"καθιέρωση",
"καθιερώσουμε":"καθιερώνω",
"καθιερώσουν":"καθιερώνω",
"καθιζάνουν":"καθιζάνω",
"καθιζήσεις":"καθίζηση",
"καθιζήσεων":"καθίζηση",
"καθίζηση":"καθίζηση",
"καθίζησης":"καθίζηση",
"καθίκι":"καθίκι",
"κάθισα":"κάθομαι",
"καθίσαμε":"κάθομαι",
"κάθισαν":"κάθομαι",
"κάθισε":"κάθομαι",
"καθίσει":"κάθομαι",
"καθίσεις":"κάθομαι",
"καθίσετε":"κάθομαι",
"κάθισμα":"κάθισμα",
"κάθισμά":"κάθισμα",
"καθίσματα":"κάθισμα",
"καθίσματος":"κάθισμα",
"καθισμάτων":"κάθισμα",
"καθισμένα":"καθισμένος",
"καθισμένο":"καθισμένος",
"καθισμένοι":"καθισμένος",
"καθισμένος":"καθίζω",
"καθίσουμε":"κάθομαι",
"καθίσουν":"κάθομαι",
"καθιστά":"καθιστώ",
"καθίστανται":"καθίσταμαι",
"καθίσταται":"καθίσταμαι",
"καθίστε":"κάθομαι",
"καθιστή":"καθιστός",
"καθιστικές":"καθιστικός",
"καθιστική":"καθιστικός",
"καθιστικό":"καθιστικός",
"καθιστικών":"καθιστικός",
"καθιστούν":"καθιστώ",
"καθιστούσαν":"καθιστώ",
"καθιστούσε":"καθιστώ",
"καθιστώ":"καθιστώ",
"καθιστώντας":"καθιστώ",
"καθίσω":"κάθομαι",
"κάθλιν":"κάθλιν",
"καθοδηγεί":"καθοδηγώ",
"καθοδηγείται":"καθοδηγώ",
"καθοδήγησε":"καθοδηγώ",
"καθοδηγήσει":"καθοδηγώ",
"καθοδήγηση":"καθοδήγηση",
"καθοδήγησης":"καθοδήγηση",
"καθοδηγήσουν":"καθοδηγώ",
"καθοδηγητές":"καθοδηγητής",
"καθοδηγητή":"καθοδηγητής",
"καθοδηγητής":"καθοδηγητής",
"καθοδηγητική":"καθοδηγητικός",
"καθοδηγητικό":"καθοδηγητικός",
"καθοδηγητών":"καθοδηγητής",
"καθοδηγούμενα":"καθοδηγούμενος",
"καθοδηγούμενη":"καθοδηγούμενος",
"καθοδηγούμενο":"καθοδηγούμενος",
"καθοδηγούμενοι":"καθοδηγούμενος",
"καθοδηγούν":"καθοδηγώ",
"καθοδηγούνται":"καθοδηγώ",
"καθοδηγούσαν":"καθοδηγώ",
"καθοδηγούσε":"καθοδηγώ",
"καθοδηγώντας":"καθοδηγώ",
"καθοδικά":"καθοδικά",
"καθοδικές":"καθοδικός",
"καθοδική":"καθοδικός",
"καθοδικής":"καθοδικός",
"κάθοδο":"κάθοδος",
"κάθοδό":"κάθοδος",
"κάθοδος":"κάθοδος",
"καθόδου":"κάθοδος",
"καθόδους":"κάθοδος",
"καθόλη":"καθόλη",
"καθολικά":"καθολικά",
"καθολικές":"καθολικός",
"καθολική":"καθολικός",
"καθολικής":"καθολικός",
"καθολικισμού":"καθολικισμός",
"καθολικό":"καθολικός",
"καθολικοί":"καθολικός",
"καθολικός":"καθολικός",
"καθολικού":"καθολικός",
"καθολικούς":"καθολικός",
"καθολικών":"καθολικός",
"καθόλου":"καθόλου",
"κάθομαι":"κάθομαι",
"καθόμαστε":"κάθομαι",
"καθομιλουμένη":"καθομιλουμένη",
"καθόμουν":"κάθομαι",
"κάθονται":"κάθομαι",
"κάθονταν":"κάθομαι",
"καθόντουσαν":"κάθομαι",
"καθόριζαν":"καθορίζω",
"καθόριζε":"καθορίζω",
"καθορίζει":"καθορίζω",
"καθορίζεται":"καθορίζω",
"καθοριζόμενες":"καθοριζόμενος",
"καθοριζόμενη":"καθοριζόμενος",
"καθορίζονται":"καθορίζω",
"καθορίζονταν":"καθορίζω",
"καθορίζοντας":"καθορίζω",
"καθοριζόταν":"καθορίζω",
"καθορίζουμε":"καθορίζω",
"καθορίζουν":"καθορίζω",
"καθόρισαν":"καθορίζω",
"καθόρισε":"καθορίζω",
"καθορίσει":"καθορίζω",
"καθορισθεί":"καθορίζω",
"καθορισθούν":"καθορίζω",
"καθορισμένα":"καθορισμένος",
"καθορισμένες":"καθορίζω",
"καθορισμένη":"καθορίζω",
"καθορισμένης":"καθορίζω",
"καθορισμένο":"καθορίζω",
"καθορισμένου":"καθορισμένος",
"καθορισμένων":"καθορίζω",
"καθορισμό":"καθορισμός",
"καθορισμός":"καθορισμός",
"καθορισμού":"καθορισμός",
"καθορίσουμε":"καθορίζω",
"καθορίσουν":"καθορίζω",
"καθοριστεί":"καθορίζω",
"καθορίστηκε":"καθορίζω",
"καθοριστικά":"καθοριστικά",
"καθοριστικές":"καθοριστικός",
"καθοριστικη":"καθοριστικός",
"καθοριστική":"καθοριστικός",
"καθοριστικής":"καθοριστικός",
"καθοριστικό":"καθοριστικός",
"καθοριστικοί":"καθοριστικός",
"καθοριστικός":"καθοριστικός",
"καθοριστικού":"καθοριστικός",
"καθοριστούν":"καθορίζω",
"καθόσον":"καθόσον",
"καθόταν":"κάθομαι",
"καθότι":"καθότι",
"καθούμενα":"καθούμενος",
"καθρέπτη":"καθρέπτης",
"καθρέπτης":"καθρέπτης",
"καθρέφτες":"καθρέφτης",
"καθρέφτη":"καθρέφτης",
"καθρέφτης":"καθρέφτης",
"καθρέφτιζε":"καθρεφτίζω",
"καθρεφτίζει":"καθρεφτίζω",
"καθρεφτίζεται":"καθρεφτίζω",
"καθρεφτίζονται":"καθρεφτίζω",
"καθρέφτισμα":"καθρέφτισμα",
"κάθριν":"κάθριν",
"καθυβρίζουν":"καθυβρίζω",
"καθυποτάξει":"καθυποτάσσω",
"καθυστερεί":"καθυστερώ",
"καθυστερημένα":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένες":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένη":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένης":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένο":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένοι":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένος":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένου":"καθυστερημένος",
"καθυστερημένων":"καθυστερημένος",
"καθυστερήσαμε":"καθυστερώ",
"καθυστέρησαν":"καθυστερώ",
"καθυστέρησε":"καθυστερώ",
"καθυστερήσει":"καθυστερώ",
"καθυστερήσεις":"καθυστέρηση",
"καθυστερήσεων":"καθυστέρηση",
"καθυστέρηση":"καθυστέρηση",
"καθυστέρησή":"καθυστέρηση",
"καθυστέρησης":"καθυστέρηση",
"καθυστερήσουμε":"καθυστερώ",
"καθυστερήσουν":"καθυστερώ",
"καθυστερούμε":"καθυστερώ",
"καθυστερούν":"καθυστερώ",
"καθυστερούσε":"καθυστερώ",
"καθώς":"καθώς",
"καθωσπρέπει":"καθωσπρέπει",
"καθωσπρεπισμό":"καθωσπρεπισμός",
"καθωσπρεπισμού":"καθωσπρεπισμός",
"και":"και",
"'και":"'και",
"κάι":"κάι",
αι9":"και9",
"καιάδα":"καιάδας",
"καίγεται":"καίω",
"καίγετε":"καίω",
"καίγονται":"καίω",
"καίγοντας":"καίω",
"καιγόταν":"καίω",
"καιει":"καίω",
"καίει":"καίω",
"καϊζερσλαουτερν":"καϊζερσλαουτερν",
"καϊζερσλάουτερν":"καϊζερσλάουτερν",
"καΐκι":"καΐκι",
"καΐκια":"καΐκι",
"καϊκιού":"καΐκι",
"καΐλή":"καΐλή",
"καϊμάκι":"καϊμάκι",
"καίμε":"καίω",
"κάιν":"κάιν",
"καινά":"καινός",
"καϊνάρος":"καϊνάρος",
"καϊνάρου":"καϊνάρου",
"καίνε":"καίω",
"καινή":"καινός",
"καινόν":"καινός",
"καινοτόμα":"καινοτόμος",
"καινοτομεί":"καινοτομώ",
"καινοτόμες":"καινοτόμος",
"καινοτομία":"καινοτομία",
"καινοτομίας":"καινοτομία",
"καινοτομίες":"καινοτομία",
"καινοτομικά":"καινοτομικός",
"καινοτομικό":"καινοτομικός",
"καινοτομιών":"καινοτομία",
"καινοτόμο":"καινοτόμος",
"καινοτόμος":"καινοτόμος",
"καινοτόμου":"καινοτόμος",
"καινοτομούν":"καινοτομώ",
"καινοτόμους":"καινοτόμος",
"καινοτόμων":"καινοτόμος",
"καινούργια":"καινούργιος",
"καινούργιας":"καινούργιος",
"καινούργιες":"καινούργιος",
"καινούργιο":"καινούργιος",
"καινούργιοι":"καινούργιος",
"καινούργιος":"καινούργιος",
"καινούργιου":"καινούργιος",
"καινούργιους":"καινούργιος",
"καινούργιων":"καινούργιος",
"καινούρια":"καινούριος",
"καινούριες":"καινούριος",
"καινούριο":"καινούριος",
"καινούριος":"καινούριος",
"καινοφανές":"καινοφανής",
"καινοφανή":"καινοφανής",
"καινοφανής":"καινοφανής",
"κάιντα":"κάιντα",
"καιόμενη":"καιόμενος",
"καϊπιρίνια":"καϊπιρίνια",
"καϊρης":"καΐρης",
"καίρια":"καίριος",
"καίριας":"καίριος",
"καίριες":"καίριος",
"καιρικά":"καιρικός",
"καιρικές":"καιρικός",
"καιρικών":"καιρικός",
"καίριο":"καίριος",
"καίριος":"καίριος",
"καίριους":"καίριος",
"καίριων":"καίριος",
"κάιρο":"κάιρο",
"καιρο":"καιρός",
"καιρό":"καιρός",
"καιροί":"καιρός",
"καιρόν":"καιρός",
"καιρός":"καιρός",
"καιροσκοπικά":"καιροσκοπικά",
"καιροσκοπική":"καιροσκοπικός",
"καιροσκοπικό":"καιροσκοπικός",
"καιροσκοπισμό":"καιροσκοπισμός",
"καιροσκοπισμός":"καιροσκοπισμός",
"καΐρου":"κάιρο",
"καιρου":"καιρός",
"καιρού":"καιρός",
"καίρου":"καίρου",
"καιρούς":"καιρός",
"καιρούς'":"καιρούς'",
"καιροφυλακτεί":"καιροφυλακτώ",
"καιροφυλακτούν":"καιροφυλακτώ",
"καιροφυλακτώντας":"καιροφυλακτώ",
"καιρών":"καιρός",
"καϊσα":"καϊσα",
"καΐσα":"καΐσα",
"κάισα":"κάισα",
"καίσαρα":"καίσαρας",
"καισαριανή":"καισαριανή",
"καισαριανής":"καισαριανή",
"καισαρική":"καισαρικός",
"καισαρισμός":"καισαρισμός",
"καιστο":"καιστο",
"κάιτ":"κάιτ",
"καϊτέλ":"καϊτέλ",
"κάιτελ":"κάιτελ",
"καίτη":"καίτη",
"καίτης":"καίτη",
"καίτοι":"καίτοι",
ακoήθες":"κακoήθες",
"κακά":"κακός",
"κακαβια":"κακαβιά",
"κακαβιά":"κακαβιά",
"κακαβιάς":"κακαβιά",
"κακαζούκης":"κακαζούκης",
"κακάο":"κακάο",
"κακαουνάκης":"κακαουνάκης",
"κακαρούδης":"κακαρούδης",
"κακείσε":"κακείσε",
"κακέκτυπά":"κακέκτυπος",
"κακέκτυπη":"κακέκτυπος",
"κακεντρεχείς":"κακεντρεχής",
"κακές":"κακός",
"κακή":"κακός",
"κακήν":"κακός",
"κακής":"κακός",
"'κακιά":"'κακιά",
"κακία":"κακία",
"κακιά":"κακός",
"κακίας":"κακία",
"κακίες":"κακία",
"κακιούζη":"κακιούζη",
"κακιούζης":"κακιούζης",
"κακιούλες":"κακιούλες",
"κακιουση":"κακιουση",
"κακιούση":"κακιούση",
"κακιουσης":"κακιουσης",
"κακιούσης":"κακιούσης",
"κάκιστα":"κακά",
"κάκιστες":"κακός",
"κάκιστο":"κακός",
"κάκιστος":"κακός",
"κακκαβιά":"κακκαβιά",
"κάκκαλο":"κάκκαλο",
"κακλαμανακη":"κακλαμανακη",
"κακλαμανάκη":"κακλαμανάκη",
"κακλαμανάκης":"κακλαμανάκης",
"κακλαμάνη":"κακλαμάνης",
"κακλαμανης":"κακλαμάνης",
"κακλαμάνης":"κακλαμάνης",
"κακλαμάνη-τσοβόλα":"κακλαμάνη-τσοβόλα",
"κακλαμάνος":"κακλαμάνος",
"κακό":"κακός",
"κακόβουλα":"κακόβουλος",
"κακόβουλης":"κακόβουλος",
"κακογιάννη":"κακογιάννης",
"κακογιάννης":"κακογιάννης",
"κάκογλου":"κάκογλου",
"κακόγουστη":"κακόγουστος",
"κακογουστιά":"κακογουστιά",
"κακογουστιάς":"κακογουστιά",
"κακόγουστο":"κακόγουστος",
"κακογραμμένα":"κακογραμμένος",
"κακοδαιμονία":"κακοδαιμονία",
"κακοδαιμονίας":"κακοδαιμονία",
"κακοδιαχειρίσεις":"κακοδιαχείριση",
"κακοδιαχείριση":"κακοδιαχείριση",
"κακοδιαχείρισης":"κακοδιαχείριση",
"κακοδιοίκηση":"κακοδιοίκηση",
"κακοδιοίκησης":"κακοδιοίκηση",
"κακοήθειας":"κακοήθεια",
"κακοήθεις":"κακοήθης",
"κακόηθες":"κακοήθης",
"κακοήθη":"κακοήθης",
"κακοήθης":"κακοήθης",
"κακοήθους":"κακοήθης",
"κακοήθως":"κακοήθως",
"κακοί":"κακός",
"κακοκαιρία":"κακοκαιρία",
"κακοκαιριας":"κακοκαιριά",
"κακοκαιρίας":"κακοκαιρία",
"κακοκαιρίες":"κακοκαιρία",
"κακοκαρδίσει":"κακοκαρδίζω",
"κακόκεφοι":"κακόκεφος",
"κακομαθημένα":"κακομαθημένος",
"κακομαθημένη":"κακομαθαίνω",
"κακομαθημένο":"κακομαθαίνω",
"κακομαθημένοι":"κακομαθαίνω",
"κακομαθημένος":"κακομαθαίνω",
"κακομαθημένου":"κακομαθημένος",
"κακομεταχείριση":"κακομεταχείριση",
"κακομεταχείρισης":"κακομεταχείριση",
"κακομεταχείρισής":"κακομεταχείριση",
"κακομεταχειρίστηκαν":"κακομεταχειρίζομαι",
"κακομοιρας":"κακόμοιρος",
"κακομοίρη":"κακόμοιρος",
"κακομοιριάς":"κακομοιριά",
"κακόμοιροι":"κακόμοιρος",
"κακόν":"κακός",
"κακοντυμένης":"κακοντυμένος",
"κακοπαθαίνουν":"κακοπαθαίνω",
"κακοπληρωτές":"κακοπληρωτής",
"κακοποιά":"κακοποιός",
"κακοποιείται":"κακοποιώ",
"κακοποιήθηκαν":"κακοποιώ",
"κακοποιήθηκε":"κακοποιώ",
"κακοποιηθώ":"κακοποιώ",
"κακοποιημένες":"κακοποιώ",
"κακοποιημένη":"κακοποιώ",
"κακοποιημένου":"κακοποιώ",
"κακοποιημένων":"κακοποιημένος",
"κακοποίησαν":"κακοποιώ",
"κακοποίησε":"κακοποιώ",
"κακοποιήσει":"κακοποιώ",
"κακοποιήσεις":"κακοποίηση",
"κακοποιησεων":"κακοποίηση",
"κακοποιήσεων":"κακοποίηση",
"κακοποίηση":"κακοποίηση",
"κακοποίησης":"κακοποίηση",
"κακοποιό":"κακοποιός",
"κακοποιοί":"κακοποιός",
"κακοποιός":"κακοποιός",
"κακοποιού":"κακοποιός",
"κακοποιούμενες":"κακοποιούμενος",
"κακοποιούνται":"κακοποιώ",
"κακοποιούς":"κακοποιός",
"κακοποιούσε":"κακοποιώ",
"κακοποιών":"κακοποιός",
"κακοπροαίρετοι":"κακοπροαίρετος",
"κακός":"κακός",
"κάκος":"κάκος",
"κακοστημένη":"κακοστημένος",
"κακότεχνα":"κακότεχνα",
"κακοτεχνία":"κακοτεχνία",
"κακοτεχνίας":"κακοτεχνία",
"κακοτεχνίες":"κακοτεχνία",
"κακοτεχνιών":"κακοτεχνία",
"κακότεχνους":"κακότεχνος",
"κακότητα":"κακότητα",
"κακοτοπιές":"κακοτοπιά",
"κακοτράχαλα":"κακοτράχαλος",
"κακότροπο":"κακότροπος",
"κακοτυχία":"κακοτυχία",
"κακοτυχίας":"κακοτυχία",
"κακού":"κακός",
"κακουλίδης":"κακουλίδης",
"κακούργημα":"κακούργημα",
"κακουργήματα":"κακούργημα",
"κακουργηματικές":"κακουργηματικός",
"κακουργηματική":"κακουργηματικός",
"κακουργηματικής":"κακουργηματικός",
"κακουργηματικού":"κακουργηματικός",
"κακουργηματικών":"κακουργηματικός",
"κακουργήματος":"κακούργημα",
"κακουργημάτων":"κακούργημα",
"κακουργιοδικείο":"κακουργιοδικείο",
"κακούς":"κακός",
"κακουχίες":"κακουχία",
"κακουχιών":"κακουχία",
"κακοφαίνεται":"κακοφαίνεται",
"κακοφάνηκε":"κακοφαίνομαι",
"κακόφημα":"κακόφημος",
"κακόφημη":"κακόφημος",
"κακόφημου":"κακόφημος",
"κακόφημων":"κακόφημος",
"κακοφορμίζει":"κακοφορμίζω",
"κακοφορμισμένο":"κακοφορμίζω",
"κακοφωνία":"κακοφωνία",
"κακριδής":"κακριδής",
"κάκτο":"κάκτος",
"κάκτους":"κάκτος",
"κακών":"κακός",
"κακώς":"κακά",
"κακώσεις":"κάκωση",
"κακώσεων":"κάκωση",
"κάκωση":"κάκωση",
"κάκωσης":"κάκωση",
"καλ":"καλ",
"καλ.":"καλ.",
"καλα":"καλά",
"καλά":"καλά",
"καλά":"καλός",
"καλαβρία":"καλαβρία",
"καλαβριανός":"καλαβριανός",
"καλάβρυτα":"καλάβρυτα",
"καλαβρυτων":"καλάβρυτα",
"καλαβρύτων":"καλάβρυτα",
"καλαγκάνη":"καλαγκάνη",
"καλαγκάνης":"καλαγκάνης",
"καλαθάκι":"καλαθάκι",
"καλάθι":"καλάθι",
"καλάθια":"καλάθι",
"καλαθιού":"καλάθι",
"κάλαθο":"κάλαθος",
"καλαθόσφαιρα":"καλαθόσφαιρα",
"καλαθοσφαιρική":"καλαθοσφαιρική",
"καλαθοσφαίριση":"καλαθοσφαίριση",
"καλαθοσφαίρισης":"καλαθοσφαίριση",
"καλαθοσφαιριστών":"καλαθοσφαιριστής",
"καλαί":"καλαί",
"καλαίσθητη":"καλαίσθητος",
"καλαίσθητο":"καλαίσθητος",
"καλαίσθητοι":"καλαίσθητος",
"καλαίσθητου":"καλαίσθητος",
"καλαίσθητους":"καλαίσθητος",
"καλαϊτζή":"καλαϊτζής",
"καλαϊτζής":"καλαϊτζής",
"καλαϊτζίδης":"καλαϊτζίδης",
"καλαϊτζιδου":"καλαϊτζιδου",
"καλαϊτζίδου":"καλαϊτζίδου",
"καλαιτζόγλου":"καλαιτζόγλου",
"καλά-καλά":"καλά-καλά",
"καλαμάκια":"καλαμάκι",
"καλαμάρα":"καλαμάρα",
"καλαμαράκια":"καλαμαράκι",
"καλαμαράκια-μαϊμούδες":"καλαμαράκια-μαϊμούδες",
"καλαμαράς":"καλαμαράς",
"καλαμάρας":"καλαμάρας",
"καλαμάρι":"καλαμάρι",
"καλαμάρια":"καλαμάρι",
"καλαμαρια":"καλαμαριά",
"καλαμαριά":"καλαμαριά",
"καλαμαριά'":"καλαμαριά'",
"καλαμαρια-παοκ":"καλαμαρια-παοκ",
"καλαμαριας":"καλαμαριά",
"καλαμαριάς":"καλαμαριά",
"καλαμαριάς-άρης":"καλαμαριάς-άρης",
"καλαμαριας-ξανθη":"καλαμαριας-ξανθη",
"καλαμαριάς-παοκ":"καλαμαριάς-παοκ",
"καλαμαριάς-πιερικός":"καλαμαριάς-πιερικός",
"καλαμαριού":"καλαμάρι",
"καλαμαριώτες":"καλαμαριώτες",
"καλαμαριώτικη":"καλαμαριώτικη",
"καλαμαριώτικης":"καλαμαριώτικης",
"καλαματα":"καλαμάτα",
"καλαμάτα":"καλαμάτα",
"καλαμάτα-κέρκυρα":"καλαμάτα-κέρκυρα",
"καλαμάτα-νίκη":"καλαμάτα-νίκη",
"καλαματα-προοδευτικη":"καλαματα-προοδευτικη",
"καλαμάτα-προοδευτική":"καλαμάτα-προοδευτική",
"καλαμάτας":"καλαμάτα",
"καλαμάτας-προοδευτικής":"καλαμάτας-προοδευτικής",
"καλαματιανός":"καλαματιανός",
"καλάμι":"καλάμι",
"καλάμια":"καλάμι",
"καλάμιτι":"καλάμιτι",
"καλαμιώνες":"καλαμιώνας",
"καλαμπάκα":"καλαμπάκα",
"καλαμπάκας":"καλαμπάκα",
"καλαμπάκι":"καλαμπάκι",
"καλαμπακίου":"καλαμπακίου",
"καλαμποκάλευρο":"καλαμποκάλευρο",
"καλαμποκέλαιο":"καλαμποκέλαιο",
"καλαμπόκη":"καλαμπόκη",
"καλαμπόκης":"καλαμπόκης",
"καλαμπόκι":"καλαμπόκι",
"καλαμπόκια":"καλαμπόκι",
"καλαμποκιού":"καλαμπόκι",
"καλαμπούρι":"καλαμπούρι",
"καλαμπούρια":"καλαμπούρι",
"καλάμπρια":"καλάμπρια",
"καλαμώνες":"καλαμώνας",
"καλαμωτό":"καλαμωτός",
"κάλαντα":"κάλαντα",
"καλαντζάκου":"καλαντζάκου",
"καλαντζής":"καλαντζής",
"καλαποθάκη":"καλαποθάκη",
"καλάρη":"καλάρη",
"καλάσνικοφ":"καλάσνικοφ",
"καλατράβα":"καλατράβα",
"καλατράβα-δοξιάδη":"καλατράβα-δοξιάδη",
"καλατραβά-νε":"καλατραβά-νε",
"καλαφατάκη":"καλαφατάκη",
"καλαφατάκης":"καλαφατάκης",
"καλαφατης":"καλαφάτης",
"καλαφάτης":"καλαφάτης",
"καλδάρα":"καλδάρα",
"καλέ":"καλός",
"καλει":"καλώ",
"καλεί":"καλώ",
"καλειδοσκόπιο":"καλειδοσκόπιο",
"καλείστε":"καλώ",
"καλείται":"καλώ",
"καλέμια":"καλέμι",
"καλεμκερή":"καλεμκερή",
"καλεμκερίδης":"καλεμκερίδης",
"καλενδες":"καλένδες",
"καλένδες":"καλένδες",
"κάλενμπεργκ":"κάλενμπεργκ",
"καλεντεριδη":"καλεντεριδη",
"καλεντερίδη":"καλεντερίδη",
"καλεντερίδης":"καλεντερίδης",
"καλές":"καλός",
"κάλεσα":"καλώ",
"κάλεσαν":"καλώ",
"καλέσατε":"καλώ",
"κάλεσε":"καλώ",
"καλέσει":"καλώ",
"καλέσεις":"καλώ",
"κάλεσμα":"κάλεσμα",
"κάλεσμά":"κάλεσμα",
"καλεσμένη":"καλώ",
"καλεσμένο":"καλεσμένος",
"καλεσμένοι":"καλεσμένος",
"καλεσμένος":"καλεσμένος",
"καλεσμένου":"καλεσμένος",
"καλεσμένους":"καλεσμένος",
"καλεσμένων":"καλεσμένος",
"καλέσουμε":"καλώ",
"καλέσουν":"καλώ",
"καλέστε":"καλώ",
"καλέσω":"καλώ",
"'καλή":"'καλή",
"καλη":"καλός",
"καλή":"καλός",
"καλημερα":"καλημέρα",
"καλημέρα":"καλημέρα",
"καλημέρας":"καλημέρα",
"καλημέρες":"καλημέρα",
"καλημέρη":"καλημέρη",
"καλημέρης":"καλημέρης",
"καλημεριδη":"καλημεριδη",
"καλημεριδης":"καλημεριδης",
"καλήν":"καλός",
"καληνύχτα":"καληνύχτα",
"καλής":"καλός",
"καλησπέρα":"καλησπέρα",
"κάλιαρι":"κάλιαρι",
"καλιγκιούρι":"καλιγκιούρι",
"καλικάντζαροι":"καλικάντζαρος",
"καλίν":"καλίν",
"καλιοντζής":"καλιοντζής",
"καλιοτζής":"καλιοτζής",
"καλίου":"κάλιο",
"καλιτιρεύ":"καλιτιρεύ",
"καλιφορνέζικος":"καλιφορνέζικος",
"καλιφορνια":"καλιφόρνια",
"καλιφόρνια":"καλιφόρνια",
"καλιφόρνιας":"καλιφόρνια",
"κάλλας":"κάλλας",
"κάλλας-master":"κάλλας-master",
"καλλερτζής":"καλλερτζής",
"καλλή":"καλλή",
"κάλλη":"κάλλος",
"καλλης":"καλλης",
"κάλλης":"κάλλης",
"καλλιάκης":"καλλιάκης",
"καλλιανίδης":"καλλιανίδης",
"καλλιγιάννη":"καλλιγιάννη",
"καλλίγραμμο":"καλλίγραμμος",
"καλλιγραφίας":"καλλιγραφία",
"καλλιεργεί":"καλλιεργώ",
"καλλιέργεια":"καλλιέργεια",
"καλλιέργειά":"καλλιέργεια",
"καλλιέργειας":"καλλιέργεια",
"καλλιέργειες":"καλλιέργεια",
"καλλιέργειές":"καλλιέργεια",
"καλλιεργείς":"καλλιεργώ",
"καλλιεργείστε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργείται":"καλλιεργώ",
"καλλιεργείτε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργειών":"καλλιέργεια",
"καλλιεργηθεί":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήθηκαν":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήθηκε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργηθούν":"καλλιεργώ",
"καλλιεργημένες":"καλλιεργώ",
"καλλιεργημένη":"καλλιεργημένος",
"καλλιεργημένο":"καλλιεργημένος",
"καλλιεργημένοι":"καλλιεργώ",
"καλλιεργημένος":"καλλιεργώ",
"καλλιεργημένους":"καλλιεργώ",
"καλλιέργησαν":"καλλιεργώ",
"καλλιέργησε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήσει":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήσετε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήσιμες":"καλλιεργήσιμος",
"καλλιεργήσιμης":"καλλιεργήσιμος",
"καλλιεργήσιμων":"καλλιεργήσιμος",
"καλλιεργήσουμε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήσουν":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήστε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργήσω":"καλλιεργώ",
"καλλιεργητές":"καλλιεργητής",
"καλλιεργητικής":"καλλιεργητικός",
"καλλιεργούμε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργουμενων":"καλλιεργούμενος",
"καλλιεργούμενων":"καλλιεργούμενος",
"καλλιεργούν":"καλλιεργώ",
"καλλιεργούνται":"καλλιεργώ",
"καλλιεργούσαν":"καλλιεργώ",
"καλλιεργούσε":"καλλιεργώ",
"καλλιεργώντας":"καλλιεργώ",
"καλλιθεα":"καλλιθέα",
"καλλιθέα":"καλλιθέα",
"καλλιθεα-ηρακλης":"καλλιθεα-ηρακλης",
"καλλιθέα-ηρακλής":"καλλιθέα-ηρακλής",
"καλλιθεας":"καλλιθέα",
"καλλιθέας":"καλλιθέα",
"καλλιθέας-ηρακλή":"καλλιθέας-ηρακλή",
"καλλικρατεια":"καλλικρατεια",
"καλλικράτεια":"καλλικράτεια",
"καλλικράτειας":"καλλικράτειας",
"καλλιμάνη":"καλλιμάνη",
"καλλιμάνης":"καλλιμάνης",
"καλλιμάρμαρο":"καλλιμάρμαρος",
"καλλινδοίων":"καλλινδοίων",
"καλλίνη":"καλλίνη",
"καλλινης":"καλλινης",
"καλλινικίδης":"καλλινικίδης",
"κάλλιο":"καλά",
"καλλιόπη":"καλλιόπη",
"καλλιόπης":"καλλιόπη",
"καλλιπόλεως":"καλλιπόλεως",
"καλλιράχη":"καλλιράχη",
"κάλλιστα":"κάλλιστα",
"καλλιστεία":"καλλιστεία",
"καλλίστη":"καλός",
"καλλίστογλου":"καλλίστογλου",
"καλλιτεχνες":"καλλιτέχνης",
"καλλιτέχνες":"καλλιτέχνης",
"καλλιτέχνη":"καλλιτέχνης",
"καλλιτεχνημάτων":"καλλιτέχνημα",
"καλλιτέχνης":"καλλιτέχνης",
"καλλιτέχνιδα":"καλλιτέχνιδα",
"καλλιτέχνιδας":"καλλιτέχνιδα",
"καλλιτέχνιδες":"καλλιτέχνιδα",
"καλλιτεχνικά":"καλλιτεχνικά",
"καλλιτεχνικά":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικές":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνική":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικής":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικό":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικοί":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικός":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικού":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικούς":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτεχνικών":"καλλιτεχνικός",
"καλλιτέχνις":"καλλιτέχνις",
"καλλιτεχνών":"καλλιτέχνης",
"καλλίφυτος":"καλλίφυτος",
"καλλονές":"καλλονή",
"καλλονή":"καλλονή",
"κάλλος":"κάλλος",
"καλλού":"καλλού",
"κάλλους":"κάλλος",
"καλλυντικα":"καλλυντικό",
"καλλυντικά":"καλλυντικό",
"καλλυντικό":"καλλυντικός",
"καλλυντικών":"καλλυντικό",
"καλλυντικών":"καλλυντικός",
"καλλωπισμό":"καλλωπισμός",
"καλλωπισμός":"καλλωπισμός",
"καλλωπισμού":"καλλωπισμός",
"καλλωπιστικής":"καλλωπιστικός",
"κάλντγουελ":"κάλντγουελ",
"κάλντεκοτ":"κάλντεκοτ",
"καλντερίμι":"καλντερίμι",
"καλντερίμια":"καλντερίμι",
"καλό":"καλός",
"καλοβελώνη":"καλοβελόνι",
"καλοβλέπει":"καλοβλέπω",
"καλογεράκης":"καλογεράκης",
"καλόγερο":"καλόγερος",
"καλόγεροι":"καλόγερος",
"καλογερόπουλος":"καλογερόπουλος",
"καλογεροπούλου":"καλογερόπουλος",
"καλόγερους":"καλόγερος",
"καλόγηροι":"καλόγηρος",
"καλόγηρος":"καλόγηρος",
"καλογήρου":"καλόγηρος",
"καλογήρου*":"καλογήρου*",
"καλογιάννης":"καλογιάννης",
"καλόγουστα":"καλόγουστα",
"καλογραμμένες":"καλογραμμένος",
"καλογραμμένο":"καλογραμμένος",
"καλογριάς":"καλογριά",
"καλογριες":"καλογριά",
"καλόγριες":"καλόγρια",
"καλογυαλισμένο":"καλογυαλισμένος",
"καλογυμνασμένο":"καλογυμνασμένος",
"καλογυρισμένο":"καλογυρισμένος",
"καλοδεχούμενα":"καλοδεχούμενος",
"καλοδεχούμενη":"καλοδεχούμενος",
"καλοδεχούμενο":"καλοδεχούμενος",
"καλοδεχούμενοι":"καλοδεχούμενος",
"καλοδεχούμενος":"καλοδεχούμενος",
"καλοδιατηρημένα":"καλοδιατηρημένος",
"καλοδιατηρημένη":"καλοδιατηρημένος",
"καλοδουλεμένο":"καλοδουλεμένος",
"καλοήθεις":"καλοήθης",
"καλοηθών":"καλοήθης",
"καλοθελητές":"καλοθελητής",
"καλοί":"καλός",
"καλοκάγαθο":"καλοκάγαθος",
"καλοκάγαθος":"καλοκάγαθος",
"καλοκαιράκι":"καλοκαιράκι",
"καλοκαιρι":"καλοκαίρι",
"καλοκαίρι":"καλοκαίρι",
"καλοκαίρια":"καλοκαίρι",
"καλοκαιρία":"καλοκαιρία",
"καλοκαιριάτικη":"καλοκαιριάτικος",
"καλοκαιρινά":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινές":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινή":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινής":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινό":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινού":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινούς":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιρινών":"καλοκαιρινός",
"καλοκαιριού":"καλοκαίρι",
"καλοκαιριών":"καλοκαίρι",
"καλοκουρδισμένη":"καλοκουρδισμένος",
"καλοκύρης":"καλοκύρης",
"καλολογικά":"καλολογικός",
"καλομοίρα":"καλόμοιρος",
"καλομοιρης":"καλόμοιρος",
"καλομοίρης":"καλόμοιρος",
"καλόν":"καλός",
"καλονέρι":"καλονέρι",
"καλοντυμένα":"καλοντυμένος",
"καλοντυμένος":"καλοντυμένος",
"καλοοινοποιημένων":"καλοοινοποιημένος",
"καλόπαιδο":"καλόπαιδο",
"καλοπέραση":"καλοπέραση",
"καλοπέρασης":"καλοπέραση",
"καλοπερνάνε":"καλοπερνάω",
"καλοπέτσας":"καλοπέτσα",
"καλοπιάσει":"καλοπιάνω",
"καλοπιστία":"καλοπιστία",
"καλόπιστο":"καλόπιστος",
"καλοπίστως":"καλοπίστως",
"καλοπληρωμένος":"καλοπληρώνω",
"καλόπουλο":"καλόπουλο",
"καλόπουλος":"καλόπουλος",
"καλοπροαίρετα":"καλοπροαίρετα",
"καλοπροαίρετο":"καλοπροαίρετος",
"καλοπροαίρετοι":"καλοπροαίρετος",
"καλοπροαίρετος":"καλοπροαίρετος",
"καλοπροαίρετου":"καλοπροαίρετος",
"καλοριφέρ":"καλοριφέρ",
"καλός":"καλός",
"καλοσκεφτείς":"καλοσκέφτομαι",
"καλοστημένη":"καλοστημένος",
"καλοστημένο":"καλοστημένος",
"καλοσυνάτες":"καλοσυνάτος",
"καλοσυνάτο":"καλοσυνάτος",
"καλοσυνάτος":"καλοσυνάτος",
"καλοσύνη":"καλοσύνη",
"καλοσύνης":"καλοσύνη",
"καλοσχεδιασμένες":"καλοσχεδιασμένος",
"καλού":"καλός",
"καλούα":"καλούα",
"καλούδια":"καλούδι",
"καλούμαι":"καλώ",
"καλούμαστε":"καλώ",
"καλούμε":"καλώ",
"καλούμεθα":"καλούμεθα",
"καλούμενες":"καλούμενος",
"καλούμενης":"καλούμενος",
"καλούν":"καλώ",
"καλούνται":"καλώ",
"καλούνταν":"καλώ",
"καλούπι":"καλούπι",
"καλούπια":"καλούπι",
"καλούς":"καλός",
"καλούσαν":"καλώ",
"καλούσε":"καλώ",
"καλουτά":"καλουτά",
"καλούτσικο":"καλούτσικος",
"καλοφαγάς":"καλοφαγάς",
"καλοφτιαγμένα":"καλοφτιαγμένος",
"καλοφτιαγμένη":"καλοφτιαγμένος",
"καλοφτιαγμένο":"καλοφτιαγμένος",
"καλοφωλιά":"καλοφωλιά",
"καλόφωνος":"καλόφωνος",
"καλοχριστιανάκης":"καλοχριστιανάκης",
"καλοχτενισμένα":"καλοχτενισμένος",
"καλοχώρι":"καλοχώρι",
"καλοχωρίου":"καλοχωρίο",
"καλοψυχάκης":"καλοψυχάκης",
"καλπάζει":"καλπάζω",
"καλπάζοντας":"καλπάζω",
"καλπάζουν":"καλπάζω",
"καλπάζουσα":"καλπάζων",
"καλπάζουσας":"καλπάζων",
"καλπάκης":"καλπάκης",
"καλπακίδης":"καλπακίδης",
"καλπασμό":"καλπασμός",
"καλπασμός":"καλπασμός",
"καλπενιδου":"καλπενιδου",
"καλπενίδου":"καλπενίδου",
"κάλπες":"κάλπη",
"καλπη":"κάλπη",
"κάλπη":"κάλπη",
"κάλπη-δημοψήφισμα":"κάλπη-δημοψήφισμα",
"καλπης":"κάλπη",
"κάλπης":"κάλπη",
"κάλπικες":"κάλπικος",
"καλπινης":"καλπινης",
"καλπινης-σιμος":"καλπινης-σιμος",
"καλσόν":"καλσόν",
"κάλστρομ":"κάλστρομ",
"καλτσά":"καλτσάς",
"κάλτσες":"κάλτσα",
"καλτσίδη":"καλτσίδη",
"καλτσίδης":"καλτσίδης",
"καλτσόν":"καλτσόν",
"καλυβα":"καλύβα",
"καλύβα":"καλύβα",
"καλύβας":"καλύβα",
"καλύβες":"καλύβα",
"καλύβια":"καλύβι",
"κάλυκες":"κάλυκας",
"κάλυμμα":"κάλυμμα",
"καλύμματα":"κάλυμμα",
"καλυμμένα":"καλυμμένος",
"καλυμμένες":"καλύπτω",
"καλυμμένη":"καλυμμένος",
"καλυμμένο":"καλυμμένος",
"καλυμμένοι":"καλυμμένος",
"καλυμμένος":"καλύπτω",
"κάλυμνο":"κάλυμνος",
"κάλυπταν":"καλύπτω",
"κάλυπτε":"καλύπτω",
"καλύπτει":"καλύπτω",
"καλύπτεται":"καλύπτω",
"καλυπτόμενη":"καλυπτόμενος",
"καλυπτόμενοι":"καλυπτόμενος",
"καλύπτονται":"καλύπτω",
"καλύπτονταν":"καλύπτω",
"καλύπτοντας":"καλύπτω",
"καλυπτόταν":"καλύπτω",
"καλύπτουμε":"καλύπτω",
"καλύπτουν":"καλύπτω",
"καλύπτρα":"καλύπτρα",
"καλυτερα":"καλά",
"καλύτερα":"καλά",
"καλύτερά":"καλά",
"καλύτερα":"καλός",
"καλύτερες":"καλός",
"καλυτερεύει":"καλυτερεύω",
"καλυτερεύουν":"καλυτερεύω",
"καλυτέρευση":"καλυτέρευση",
"καλυτέρευσης":"καλυτέρευση",
"καλυτερέψει":"καλυτερεύω",
"καλυτερη":"καλός",
"καλύτερη":"καλός",
"καλύτερή":"καλός",
"καλύτερης":"καλός",
"καλύτερο":"καλός",
"καλύτερό":"καλός",
"καλύτεροι":"καλός",
"καλύτερος":"καλός",
"καλύτερου":"καλός",
"καλύτερού":"καλός",
"καλύτερους":"καλός",
"καλύτερούς":"καλός",
"καλύτερων":"καλός",
"καλυφθεί":"καλύπτω",
"καλύφθηκαν":"καλύπτω",
"καλύφθηκε":"καλύπτω",
"καλυφθουν":"καλύπτω",
"καλυφθούν":"καλύπτω",
"κάλυψα":"καλύπτω",
"κάλυψαν":"καλύπτω",
"κάλυψε":"καλύπτω",
"καλύψει":"καλύπτω",
"καλύψεις":"καλύπτω",
"καλύψετε":"καλύπτω",
"καλύψεως":"κάλυψη",
"κάλυψη":"κάλυψη",
"κάλυψή":"κάλυψη",
"κάλυψης":"κάλυψη",
"κάλυψις":"κάλυψη",
"καλύψουμε":"καλύπτω",
"καλύψουν":"καλύπτω",
"καλύψω":"καλύπτω",
"καλυψώ":"καλυψώ",
"καλφαγιαν":"καλφαγιαν",
"καλφαγιάν":"καλφαγιάν",
"καλφόπουλος":"καλφόπουλος",
"κάλχας":"κάλχας",
"καλώ":"καλώ",
"καλωδια":"καλώδιο",
"καλώδια":"καλώδιο",
"καλωδιακά":"καλωδιακός",
"καλωδιακή":"καλωδιακός",
"καλωδιακής":"καλωδιακός",
"καλωδιακό":"καλωδιακός",
"καλώδιο":"καλώδιο",
"καλωδίου":"καλώδιο",
"καλωδίων":"καλώδιο",
"καλών":"καλός",
"καλών":"καλών",
"καλώντας":"καλώ",
"καλώς":"καλά",
"καλωσορίζει":"καλωσορίζω",
"καλωσορίζεται":"καλωσορίζω",
"καλωσορίζονται":"καλωσορίζω",
"καλωσορίζουμε":"καλωσορίζω",
"καλωσορίζουν":"καλωσορίζω",
"καλωσόρισμα":"καλωσόρισμα",
"καλωσορίσουμε":"καλωσορίζω",
"καλωσορίσουν":"καλωσορίζω",
"καλωσύνη":"καλωσύνη",
"καμ":"καμ",
"κάμα":"κάμα",
"καμαζ":"καμαζ",
"καμάζ":"καμάζ",
"καμακα":"καμακάς",
"καμάκι":"καμάκι",
"καμακιού":"καμάκι",
"καμακώνουν":"καμακώνω",
"καμάλ":"καμάλ",
"κάμαν":"κάνω",
"καμαρά":"καμαρά",
"καμάρα":"καμάρα",
"κάμαρα":"κάμαρα",
"κάμαρά":"κάμαρα",
"κάμαρας":"κάμαρα",
"καμάρι":"καμάρι",
"καμαριέρα":"καμαριέρα",
"καμαριέρας":"καμαριέρα",
"καμαριέρες":"καμαριέρα",
"καμαρίνι":"καμαρίνι",
"καμαρίνια":"καμαρίνι",
"καμαρινού":"καμαρινού",
"καμαρώναμε":"καμαρώνω",
"καμάρωνε":"καμαρώνω",
"καμαρώνει":"καμαρώνω",
"καμαρώνοντας":"καμαρώνω",
"καμαρώνουμε":"καμαρώνω",
"καματερό":"καματερός",
"καμβά":"καμβάς",
"καμβάς":"καμβάς",
"καμβουνιακός":"καμβουνιακός",
"κάμελοτ":"κάμελοτ",
"καμένα":"καμένος",
"καμένες":"καίω",
"καμένη":"καίω",
"καμένης":"καμένος",
"καμένο":"καμένος",
"καμένος":"καμένος",
"καμένου":"καίω",
"καμένων":"καμένος",
"καμερα":"κάμερα",
"κάμερα":"κάμερα",
"κάμερας":"κάμερα",
"κάμερερ":"κάμερερ",
"κάμερες":"κάμερα",
"κάμερές":"κάμερα",
"κάμερον":"κάμερον",
"καμερουν":"καμερούν",
"καμερούν":"καμερούν",
"καμερουνέζο":"καμερουνέζο",
"καμερουνέζος":"καμερουνέζος",
"καμερουνεζου":"καμερουνεζου",
"καμερουνέζου":"καμερουνέζου",
"καμερών":"καμερών",
"καμηλά":"καμηλά",
"καμήλα":"καμήλα",
"καμήλας":"καμήλα",
"καμί":"καμί",
"καμια":"κανένας",
"καμιά":"κανένας",
"καμία":"κανένας",
"καμιάς":"κανένας",
"καμίας":"κανένας",
"καμικάζι":"καμικάζι",
"καμιλα":"καμιλα",
"καμίλα":"καμίλα",
"καμινάδα":"καμινάδα",
"καμινάδες":"καμινάδα",
"καμίνι":"καμίνι",
"καμιόνια":"καμιόνι",
"καμίτσης":"καμίτσης",
"καμμένος":"καμμένος",
"καμμένου":"καμμένος",
"κάμναμε":"κάμναμε",
"καμντεσί":"καμντεσί",
"καμουφλάζ":"καμουφλάζ",
"καμουφλαρισμένα":"καμουφλάρω",
"καμουφλαρισμένες":"καμουφλάρω",
"καμουφλαρισμένη":"καμουφλάρω",
"καμουφλαρισμένο":"καμουφλάρω",
"καμπ":"καμπ",
"κάμπα":"κάμπα",
"καμπαδέλης":"καμπαδέλης",
"καμπάν":"καμπάν",
"καμπανά":"καμπανά",
"καμπάνα":"καμπάνα",
"καμπανάκι":"καμπανάκι",
"καμπανάκια":"καμπανάκι",
"καμπάνας":"καμπάνα",
"καμπανάς":"καμπανάς",
"καμπανέλλη":"καμπανέλλη",
"καμπάνες":"καμπάνα",
"καμπάνης":"καμπάνης",
"καμπάνια":"καμπάνια",
"καμπανιακος":"καμπανιακος",
"καμπανιακός":"καμπανιακός",
"καμπάνιας":"καμπάνια",
"καμπάνιες":"καμπάνια",
"καμπανός":"καμπανός",
"καμπάνταη":"καμπάνταη",
"καμπάνταης":"καμπάνταης",
"καμπαρέ":"καμπαρέ",
"καμπαρετζούδες":"καμπαρετζού",
"καμπαρίτι":"καμπαρίτι",
"καμπας":"καμπάς",
"κάμπας":"κάμπας",
"κάμπελ":"κάμπελ",
"καμπέρα":"καμπέρα",
"καμπερίδης":"καμπερίδης",
"καμπή":"καμπή",
"καμπής":"καμπή",
"κάμπια":"κάμπια",
"καμπιάσο":"καμπιάσο",
"καμπιγκ":"καμπιγκ",
"κάμπιγκ":"κάμπιγκ",
"καμπιλά":"καμπιλά",
"καμπίνα":"καμπίνα",
"καμπίνας":"καμπίνα",
"κάμπινγκ":"κάμπινγκ",
"καμπίνες":"καμπίνα",
"καμπιονάτο":"καμπιονάτο",
"καμπίροφ":"καμπίροφ",
"καμπίτση":"καμπίτση",
"κάμπο":"κάμπος",
"κάμποι":"κάμπος",
"κάμποσα":"κάμποσος",
"κάμποσες":"κάμποσος",
"κάμποση":"κάμποσος",
"κάμποσοι":"κάμποσος",
"κάμποσους":"κάμποσος",
"καμπότζη":"καμπότζη",
"καμπότζης":"καμπότζη",
"κάμπου":"κάμπος",
"καμπούλ":"καμπούλ",
"καμπούρα":"καμπούρα",
"καμπουράκης":"καμπουράκης",
"κάμπους":"κάμπος",
"κάμπτει":"κάμπτω",
"κάμπτεται":"κάμπτω",
"κάμπτοντας":"κάμπτω",
"καμπύλες":"καμπύλη",
"καμπύλη":"καμπύλη",
"καμπύλης":"καμπύλη",
"καμπυλίας":"καμπυλίας",
"καμπυλοειδή":"καμπυλοειδής",
"καμπυλωθεί":"καμπυλώνω",
"καμπυλωτά":"καμπυλωτός",
"καμφθεί":"κάμπτω",
"κάμφθηκαν":"κάμπτω",
"κάμφθηκε":"κάμπτω",
"καμφορίδη":"καμφορίδη",
"καμχή":"καμχή",
"κάμψει":"κάμπτω",
"κάμψη":"κάμψη",
"κάμψης":"κάμψη",
"κάμψουν":"κάμπτω",
"κάμω":"κάνω",
"καμώματα":"κάμωμα",
"καμώματά":"κάμωμα",
"καμωμένα":"καμωμένος",
"καμωμένη":"καμωμένος",
"καμωμένο":"καμωμένος",
"καμώνεται":"καμώνομαι",
"καμώνονται":"καμώνομαι",
"καν":"καν",
"κάν'":"κάνω",
"καν.":"καν.",
"κανά":"κανά",
"κάνα":"κάνας",
"καναβάρο":"καναβάρο",
"καναβάτσο":"καναβάτσο",
"καναβός":"καναβός",
"καναδα":"καναδάς",
"καναδά":"καναδάς",
"καναδάς":"καναδάς",
"καναδικά":"καναδικός",
"καναδικές":"καναδικός",
"καναδική":"καναδικός",
"καναδικής":"καναδικός",
"καναδικό":"καναδικός",
"καναδικών":"καναδικός",
"καναδό":"καναδός",
"καναδός":"καναδός",
"καναδού":"καναδός",
"καναδούς":"καναδός",
"κανακάρη":"κανακάρης",
"κανακούδης":"κανακούδης",
"καναλάρχες":"καναλάρχες",
"καναλάρχη":"καναλάρχη",
"καναλαρχών":"καναλαρχών",
"κανάλε":"κανάλε",
"καναλι":"κανάλι",
"κανάλι":"κανάλι",
"κανάλι-5":"κανάλι-5",
"κανάλια":"κανάλι",
"καναλιού":"κανάλι",
"καναλιών":"κανάλι",
"κάναμε":"κάνω",
"καναν":"καναν",
"κάνανε":"κάνω",
"καναπέ":"καναπές",
"καναπέδες":"καναπές",
"καναπέδων":"καναπές",
"καναπές":"καναπές",
"καναράκη":"καναράκη",
"καναράκης":"καναράκης",
"κανάρη":"κανάρης",
"κανάρης":"κανάρης",
"κανάρια":"κανάρι",
"κανάρια-εστουντιάντες":"κανάρια-εστουντιάντες",
"καναριας":"καναριας",
"κανάριας":"κανάριας",
"καναρίνια":"καναρίνι",
"κάνατε":"κάνω",
"κανδανος":"κανδανος",
"κάνδανος":"κάνδανος",
"κανδάνου":"κανδάνου",
"κανδυλιάρη":"κανδυλιάρη",
"κανε":"κανε",
"'κανε":"'κανε",
"κάνε":"κάνω",
"κανει":"κάνω",
"κάνει":"κάνω",
"κανέιρα":"κανέιρα",
"κανείς":"κανένας",
"κάνεις":"κάνω",
"κανέκο":"κανέκο",
"κανέλα":"κανέλα",
"κανελίνι":"κανελίνι",
"κανελλάκης":"κανελλάκης",
"κανέλλη":"κανέλλη",
"κανέλλης":"κανέλλης",
"κανελλίδης":"κανελλίδης",
"κανελλόπουλο":"κανελλόπουλος",
"κανελλόπουλος":"κανελλόπουλος",
"κανελόπουλο":"κανελόπουλο",
"κανένα":"κανένας",
"κανέναν":"κανένας",
"κανένας":"κανένας",
"κανενός":"κανένας",
"κάνετε":"κάνω",
"κανέτης":"κανέτης",
"κάνι":"κάνι",
"κανιβαλικού":"κανιβαλικός",
"κανιβαλισμό":"κανιβαλισμός",
"κανιβαλισμός":"κανιβαλισμός",
"κανιβαλισμού":"κανιβαλισμός",
"κανίβαλο":"κανίβαλος",
"κανίβαλους":"κανίβαλος",
"κανιβάλων":"κανίβαλος",
"κάνιγγος":"κάνιγγος",
"κανιδης":"κανιδης",
"κανίδης":"κανίδης",
"κάνιο":"κάνιο",
"κανιον":"κανιον",
"κανιτσακη":"κανιτσακη",
"κανιτσάκη":"κανιτσάκη",
"καννάβεως":"κάνναβη",
"κάνναβη":"κάνναβη",
"κάνναβης":"κάνναβη",
"κάννες":"κάννη",
"κάννη":"κάννη",
"καννών":"κάννη",
"κανό":"κανό",
"κανόμπιο":"κανόμπιο",
"κάνον":"κάνον",
"κανόνα":"κανόνας",
"κανόνας":"κανόνας",
"κανόνες":"κανόνας",
"κανόνι":"κανόνι",
"κανόνια":"κανόνι",
"κανονιερηδες":"κανονιέρης",
"κανονιέρηδες":"κανονιέρης",
"κανονίζει":"κανονίζω",
"κανονίζουν":"κανονίζω",
"κανονικά":"κανονικά",
"κανονικά":"κανονικός",
"κανονικές":"κανονικός",
"κανονική":"κανονικός",
"κανονικής":"κανονικός",
"κανονικό":"κανονικός",
"κανονικοί":"κανονικός",
"κανονικός":"κανονικός",
"κανονικότητας":"κανονικότητα",
"κανονικού":"κανονικός",
"κανονικούς":"κανονικός",
"κανονικών":"κανονικός",
"κανονιοβολήσουν":"κανονιοβολώ",
"κανονιοφόρων":"κανονιοφόρος",
"κανόνισα":"κανονίζω",
"κανόνισαν":"κανονίζω",
"κανόνισε":"κανονίζω",
"κανονίσει":"κανονίζω",
"κανονίσετε":"κανονίζω",
"κανονισθεί":"κανονίζω",
"κανονισμό":"κανονισμός",
"κανονισμοί":"κανονισμός",
"κανονισμός":"κανονισμός",
"κανονισμού":"κανονισμός",
"κανονισμούς":"κανονισμός",
"κανονισμών":"κανονισμός",
"κανονίσουν":"κανονίζω",
"κανονιστικά":"κανονιστικός",
"κανονιστική":"κανονιστικός",
"κανονιστικής":"κανονιστικός",
"κανονιστικό":"κανονιστικός",
"κανονιστικών":"κανονιστικός",
"κανονίσω":"κανονίζω",
"κάνοντας":"κάνω",
"κάνοντάς":"κάνω",
"κανόνων":"κανόνας",
"κανου":"κανου",
"κανού":"κανού",
"κάνου":"κάνου",
"κάνουλα":"κάνουλα",
"κάνουλά":"κάνουλα",
"κάνουλες":"κάνουλα",
"κάνουμε'":"κάνουμε'",
"κάνουμε":"κάνω",
"κάνουν":"κάνω",
"κάνουνε":"κάνω",
"κανουτέ":"κανουτέ",
"κανσίλα":"κανσίλα",
"καντ":"καντ",
"καντάκης":"καντάκης",
"καντάρια":"καντάρι",
"κανταρτζής":"κανταρτζής",
"κάντας":"κάντας",
"κανταχάρ":"κανταχάρ",
"κάντε":"κάνω",
"καντελάρια":"καντελάρια",
"καντέρης":"καντέρης",
"καντέρμπουρι":"καντέρμπουρι",
"καντζιούλις":"καντζιούλις",
"καντήλι":"καντήλι",
"καντήλια":"καντήλι",
"κάντιλακ":"κάντιλακ",
"καντιμά":"καντιμά",
"καντίμα":"καντίμα",
"καντιμίγια":"καντιμίγια",
"καντίνα":"καντίνα",
"καντίνες":"καντίνα",
"καντίρ":"καντίρ",
"κάντο":"κάντο",
"καντόνας":"καντόνας",
"καντόνι":"καντόνι",
"καντόνια":"καντόνι",
"καντονιών":"καντόνι",
"καντόροβιτς":"καντόροβιτς",
"καντού":"καντού",
"καντράν":"καντράν",
"καντραντζόπουλο":"καντραντζόπουλο",
"κάντρι":"κάντρι",
"κάνω":"κάνω",
"κανών":"κανόνας",
"καοδ":"καοδ",
"καοδ-ρέθυμνο":"καοδ-ρέθυμνο",
"καοκαιρία":"καοκαιρία",
"κάουϊ":"κάουϊ",
"καουκένας":"καουκένας",
"καούμε":"καίω",
"καουμπόη":"καουμπόης",
"καουμπόηδες":"καουμπόης",
"καουμπόηδων":"καουμπόης",
"καουμπόης":"καουμπόης",
"καουμπόι":"καουμπόι",
"καουμπόιδων":"καουμπόης",
"καουμπόικο":"καουμπόικος",
"καούν":"καίω",
"κάουνας":"κάουνας",
"καούνος":"καούνος",
"κάουντ":"κάουντ",
"καουντι":"καουντι",
"κάουντι":"κάουντι",
"καουρίνι":"καουρίνι",
"καουτσούκ":"καουτσούκ",
"καπ":"καπ",
"κάπα":"κάπα",
"καπαγέρωφ":"καπαγέρωφ",
"καπαγιαννίδη":"καπαγιαννίδη",
"καπαγιαννίδης":"καπαγιαννίδης",
"καπάζ":"καπάζ",
"καπάκι":"καπάκι",
"καπάκια":"καπάκι",
"καπακοτή":"καπακοτή",
"καπάκτσογλου":"καπάκτσογλου",
"καπάνι":"καπάνι",
"καπανιδης":"καπανιδης",
"κάπαρη":"κάπαρη",
"καπάρωσε":"καπαρώνω",
"καπαρώσει":"καπαρώνω",
"καπε":"καπε",
"καπέλα":"καπέλο",
"καπελετζή":"καπελετζή",
"καπέλο":"καπέλο",
"καπέλου":"καπέλο",
"καπέλων":"καπέλο",
"καπελώνει":"καπελώνω",
"καπελώσει":"καπελώνω",
"καπερναούμ":"καπερναούμ",
"κάπες":"κάπα",
"καπέτα":"καπέτα",
"καπεταν":"καπετάν",
"καπετάν":"καπετάν",
"καπετανάκης":"καπετανάκης",
"καπετάνιο":"καπετάνιος",
"καπετανιος":"καπετάνιος",
"καπετάνιος":"καπετάνιος",
"καπετάνιου":"καπετάνιος",
"καπετάνιους":"καπετάνιος",
"καπετανο":"καπετάνος",
"καπετάνο":"καπετάνος",
"καπετάνοκάτι":"καπετάνοκάτι",
"καπετανοπουλος":"καπετανοπουλος",
"καπετανόπουλος":"καπετανόπουλος",
"καπετανόπουλου":"καπετανόπουλου",
"καπετανος":"καπετάνος",
"καπετάνος":"καπετάνος",
"καπετανου":"καπετάνος",
"καπετάνου":"καπετάνος",
"καπη":"καπη",
"καπηλεία":"καπηλεία",
"καπηλείας":"καπηλεία",
"καπηλεύεται":"καπηλεύομαι",
"καπηλεύονται":"καπηλεύομαι",
"καπηλευτεί":"καπηλεύομαι",
"κάπι":"κάπι",
"καπίας":"καπίας",
"καπικιόνι":"καπικιόνι",
"καπιταλισμό":"καπιταλισμός",
"καπιταλισμός":"καπιταλισμός",
"καπιταλισμού":"καπιταλισμός",
"καπιταλιστές":"καπιταλιστής",
"καπιταλιστή":"καπιταλιστής",
"καπιταλιστικά":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστικές":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστική":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστικής":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστικό":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστικού":"καπιταλιστικός",
"καπιταλιστικών":"καπιταλιστικός",
"καπιτολ":"καπιτολ",
"κάπιτολ":"κάπιτολ",
"καπιτώλιο":"καπιτώλιο",
"καπιτωλίου":"καπιτωλίου",
"καπκίεφ":"καπκίεφ",
"κάπλαν":"κάπλαν",
"καπλάνης":"καπλάνης",
"καπλάνι":"καπλάνι",
"καπνά":"καπνάς",
"καπναποθήκες":"καπναποθήκη",
"καπναποθήκη":"καπναποθήκη",
"καπνεμπορικές":"καπνεμπορικός",
"καπνεμπόριο":"καπνεμπόριο",
"καπνέμποροι":"καπνέμπορος",
"καπνέμπορος":"καπνέμπορος",
"καπνεμπόρων":"καπνέμπορας",
"καπνεργασία":"καπνεργασία",
"καπνεργάτες":"καπνεργάτης",
"καπνεργάτριες":"καπνεργάτρια",
"καπνεργατών":"καπνεργάτης",
"καπνεργοστάσια":"καπνεργοστάσιο",
"καπνιά":"καπνιά",
"κάπνιζαν":"καπνίζω",
"κάπνιζε":"καπνίζω",
"καπνίζει":"καπνίζω",
"καπνίζετε":"καπνίζω",
"καπνίζοντας":"καπνίζω",
"καπνίζουμε":"καπνίζω",
"καπνίζουν":"καπνίζω",
"καπνίζω":"καπνίζω",
"καπνικά":"καπνικός",
"καπνικές":"καπνικός",
"καπνικη":"καπνικός",
"καπνικης":"καπνικός",
"καπνίσει":"καπνίζω",
"καπνισμα":"κάπνισμα",
"κάπνισμα":"κάπνισμα",
"καπνίσματος":"κάπνισμα",
"καπνίσουν":"καπνίζω",
"καπνιστά":"καπνιστός",
"καπνιστές":"καπνιστής",
"καπνιστή":"καπνιστός",
"καπνιστηρίου":"καπνιστήριο",
"καπνιστής":"καπνιστής",
"καπνιστό":"καπνιστός",
"καπνιστός":"καπνιστός",
"καπνίστρια":"καπνίστρια",
"καπνίστριες":"καπνίστρια",
"καπνιστών":"καπνιστός",
"καπνό":"καπνός",
"καπνοβιομηχανία":"καπνοβιομηχανία",
"καπνοβιομηχανίας":"καπνοβιομηχανία",
"καπνοβιομηχανιες":"καπνοβιομηχανία",
"καπνοβιομηχανίες":"καπνοβιομηχανία",
"καπνοβιομηχανιών":"καπνοβιομηχανία",
"καπνογόνα":"καπνογόνος",
"καπνογόνο":"καπνογόνος",
"καπνοί":"καπνός",
"καπνοκαλλιέργεια":"καπνοκαλλιέργεια",
"καπνοκαλλιέργειας":"καπνοκαλλιέργεια",
"καπνοκαλλιεργητών":"καπνοκαλλιεργητής",
"καπνομάγαζο":"καπνομάγαζο",
"καπνοπαραγωγό":"καπνοπαραγωγός",
"καπνοπαραγωγοί":"καπνοπαραγωγός",
"καπνοπαραγωγών":"καπνοπαραγωγός",
"καπνοπωλείο":"καπνοπωλείο",
"καπνος":"καπνός",
"καπνός":"καπνός",
"καπνού":"καπνός",
"καπνούς":"καπνός",
"καπνών":"καπνά",
"καπό":"καπό",
"κάπο":"κάπος",
"καποδίστρια":"καποδίστριας",
"καποδιστριακό":"καποδιστριακό",
"καποδιστριακού":"καποδιστριακό",
"καποδιστριακού":"καποδιστριακός",
"καποδιστριακούς":"καποδιστριακός",
"καποδίστριας":"καποδίστριας",
"καποδιστρίου":"καποδιστρίου",
"κάποια":"κάποιος",
"κάποιας":"κάποιος",
"κάποιες":"κάποιος",
"κάποιο":"κάποιος",
"κάποιοι":"κάποιος",
"κάποιον":"κάποιος",
"κάποιος":"κάποιος",
"κάποιου":"κάποιος",
"κάποιους":"κάποιος",
"κάποιων":"κάποιος",
"καπόν":"καπόν",
"καποτάς":"καποτάς",
"καπότε":"καπότε",
"κάποτε":"κάποτε",
"κάπου":"κάπου",
"καπουέ":"καπουέ",
"καπούρ":"καπούρ",
"καπουτζίδη":"καπουτζίδη",
"καπουτζίδης":"καπουτζίδης",
"καπουτσίνο":"καπουτσίνος",
"καππαδόκες":"καππαδόκης",
"καππαδοκία":"καππαδοκία",
"καππαδοκική":"καππαδοκικός",
"κάπρα":"κάπρα",
"καπράλος":"καπράλος",
"καπρινης":"καπρινης",
"κάπριο":"κάπριο",
"καπρίτσια":"καπρίτσιο",
"καπρίτσιο":"καπρίτσιο",
"κάπρο":"κάπρος",
"καπώνης":"καπώνης",
"κάπως":"κάπως",
"καρ.":"καρ.",
"κάρα":"κάρα",
"καραβαν":"καραβαν",
"καραβάν":"καραβάν",
"καραβάνας":"καραβάνα",
"καραβάνι":"καραβάνι",
"καραβάρας":"καραβάρα",
"καραβασίλης":"καραβασίλης",
"καραβέλης":"καραβέλης",
"καραβελίδης":"καραβελίδης",
"καράβι":"καράβι",
"καράβια":"καράβι",
"καραβίδα":"καραβίδα",
"καραβίδας":"καραβίδα",
"καραβίδες":"καραβίδα",
"καραβιές":"καραβιά",
"καραβιού":"καράβι",
"καραβιώτου":"καραβιώτης",
"καραβοκυρός":"καραβοκυρός",
"καράβολα":"καράβολας",
"καραγεωργιου":"καραγεωργιου",
"καραγεωργίου":"καραγεωργίου",
"καραγεωργίου-3":"καραγεωργίου-3",
"κάραγιαν":"κάραγιαν",
"καραγιάννη":"καραγιάννης",
"καραγιαννης":"καραγιάννης",
"καραγιάννης":"καραγιάννης",
"καραγιαννίνων":"καραγιαννίνων",
"καραγιαννόπουλος":"καραγιαννόπουλος",
"καράγιωργα":"καράγιωργα",
"καραγιωργη":"καραγιώργης",
"καραγιωργης":"καραγιώργης",
"καραγιώργης":"καραγιώργης",
"καραγκεζωβ":"καραγκεζωβ",
"καραγκιοζάκια":"καραγκιοζάκι",
"καραγκιόζη":"καραγκιόζης",
"καραγκιόζης":"καραγκιόζης",
"καραγκιοζιλίκια":"καραγκιοζιλίκι",
"καραγκιοζόγλου":"καραγκιοζόγλου",
"καραγκιοζοπαίχτες":"καραγκιοζοπαίχτης",
"καραγκιοζοπαίχτη":"καραγκιοζοπαίχτης",
"καραγκιοζοπαίχτης":"καραγκιοζοπαίχτης",
"καραγκιοζόπουλος":"καραγκιοζόπουλος",
"καραγκιοζόπουλου":"καραγκιοζόπουλου",
"καραγκούνη":"καραγκούνης",
"καραγκούνης":"καραγκούνης",
"καράγκουτης":"καράγκουτης",
"καραδήμο":"καραδήμος",
"καραδήμος":"καραδήμος",
"καραδοκεί":"καραδοκώ",
"καραδοκούν":"καραδοκώ",
"καραδοκούσε":"καραδοκώ",
"καραθανάση":"καραθανάση",
"καραθανάσης":"καραθανάσης",
"καραϊσαρίδη":"καραϊσαρίδη",
"καραϊσκάκη":"καραϊσκάκης",
"καρακαΐσης":"καρακαΐσης",
"καράκας":"καράκας",
"καρακατσάνης":"καρακατσάνης",
"καρακατσάνοφ":"καρακατσάνοφ",
"καρακιοπρού":"καρακιοπρού",
"καρακούτσης":"καρακούτσης",
"καρακωστανογλου":"καρακωστανογλου",
"καρακωστάνογλου":"καρακωστάνογλου",
"καρακωστανογλου*":"καρακωστανογλου*",
"καρακώστας":"καρακώστας",
"καραλιόλιος":"καραλιόλιος",
"καραλιόπουλο":"καραλιόπουλο",
"καραλιοπουλος":"καραλιοπουλος",
"καραλιόπουλος":"καραλιόπουλος",
"κάραλιτς":"κάραλιτς",
"καραμαγγιώλη":"καραμαγγιώλη",
"καραμανλάκης":"καραμανλάκης",
"καραμανλη":"καραμανλής",
"καραμανλή":"καραμανλής",
"καραμανλης":"καραμανλής",
"καραμανλής":"καραμανλής",
"καραμανλής-κολ":"καραμανλής-κολ",
"καραμανλικής":"καραμανλικός",
"καραμάνου":"καραμάνος",
"καραμάρκος":"καραμάρκος",
"καραμέλα":"καραμέλα",
"καραμέλας":"καραμέλα",
"καραμέλες":"καραμέλα",
"καραμεταξάς":"καραμεταξάς",
"καραμηνα":"καραμηνα",
"καραμηνά":"καραμηνά",
"καραμηνάς":"καραμηνάς",
"καραμήτσογλου":"καραμήτσογλου",
"καραμίχας":"καραμίχας",
"καραμολεγκος":"καραμολεγκος",
"καράμπαλης":"καράμπαλης",
"καραμπαμπάς":"καραμπαμπάς",
"κάραμπας":"κάραμπας",
"καραμπατζάκης":"καραμπατζάκης",
"καραμπατσάκης":"καραμπατσάκης",
"καραμπάχ":"καραμπάχ",
"καράμπελας":"καράμπελας",
"καραμπέρη":"καραμπέρη",
"καραμπίνα":"καραμπίνα",
"καραμπίνας":"καραμπίνα",
"καραμπινάτα":"καραμπινάτος",
"καραμπινάτες":"καραμπινάτος",
"καραμπινάτη":"καραμπινάτος",
"καραμπινάτο":"καραμπινάτος",
"καραμπίνες":"καραμπίνα",
"καραμπόλα":"καραμπόλα",
"καραμπόλες":"καραμπόλα",
"καραμπουγιούκογλου":"καραμπουγιούκογλου",
"καράμπουλας":"καράμπουλας",
"καραμπουρνάκι":"καραμπουρνάκι",
"καρανάσιο":"καρανάσιο",
"καρανάσιος":"καρανάσιος",
"καρανίκα":"καρανίκα",
"καρανικόλα":"καρανικόλα",
"καρανικόλας":"καρανικόλας",
"καρανσοπούλου":"καρανσοπούλου",
"καραντάιν":"καραντάιν",
"καραντίνα":"καραντίνα",
"καραντινός":"καραντινός",
"καραντώνης":"καραντώνης",
"καραογλανιδη":"καραογλανιδη",
"καραογλανιδης":"καραογλανιδης",
"καραογλου":"καραογλου",
"καράογλου":"καράογλου",
"καραούλη":"καραούλη",
"καραπάλης":"καραπάλης",
"καραπιάλη":"καραπιάλη",
"καραπιάλης":"καραπιάλης",
"καραποστόλου":"καραποστόλου",
"κάρας":"κάρα",
"καράσεφ":"καράσεφ",
"καρασούλη":"καρασούλη",
"καρασταμάτη":"καρασταμάτη",
"καρατασιος":"καρατασιος",
"καρατάσου":"καρατάσου",
"καρατε":"καράτε",
"καράτε":"καράτε",
"καρατέκα":"καρατέκα",
"καρατζά":"καρατζάς",
"καρατζας":"καρατζάς",
"καρατζάς":"καρατζάς",
"καρατζαφέρη":"καρατζαφέρης",
"καρατζαφερης":"καρατζαφέρης",
"καρατζαφέρης":"καρατζαφέρης",
"καρατζιάς":"καρατζιάς",
"καρατζίκος":"καρατζίκος",
"καρατζιοβαλή":"καρατζιοβαλή",
"καράτζιος":"καράτζιος",
"κάρατζιτς":"κάρατζιτς",
"καρατζούνη":"καρατζούνη",
"καρατζούνης":"καρατζούνης",
"καράτζοφ":"καράτζοφ",
"καράτι":"καράτι",
"καρατίων":"καράτι",
"καρατομείται":"καρατομώ",
"καρατόμηση":"καρατόμηση",
"καρατσεκαρισμένο":"καρατσεκαρισμένος",
"καράτσιολο":"καράτσιολο",
"καραφάκι":"καραφάκι",
"καραφουλίδης":"καραφουλίδης",
"καραφυλλούδη":"καραφυλλούδη",
"καραφυλλούδης":"καραφυλλούδης",
"καραχάλιο":"καραχάλιο",
"καραχάλιος":"καραχάλιος",
"καραχάλιου":"καραχάλιου",
"καραχριστιανίδη":"καραχριστιανίδη",
"καρβάλη":"καρβάλη",
"καρβάλης":"καρβάλης",
"καρβάλιο":"καρβάλιο",
"καρβαμιδικών":"καρβαμιδικών",
"καρβέλα":"καρβέλας",
"καρβέλι":"καρβέλι",
"κάρβουνα":"κάρβουνο",
"καρβουναράκης":"καρβουναράκης",
"καρβουνιάρης":"καρβουνιάρης",
"καρβουνιάρικο":"καρβουνιάρικος",
"καρβουνιασμένα":"καρβουνιάζω",
"καρβουνιδης":"καρβουνιδης",
"καρβουνίδης":"καρβουνίδης",
"κάρβουνο":"κάρβουνο",
"καρβουνόσκονη":"καρβουνόσκονη",
"κάρβουνου":"κάρβουνο",
"καργιολάκης":"καργιολάκης",
"καργιώτη":"καργιώτη",
"καρ-γουάι":"καρ-γουάι",
"καργουδη":"καργουδη",
"καρδ":"καρδ",
"καρδαμίτση-αδάμη":"καρδαμίτση-αδάμη",
"κάρδαμο":"κάρδαμο",
"καρδάμυλα":"καρδάμυλα",
"καρδασιλαρης":"καρδασιλαρης",
"καρδια":"καρδιά",
"καρδιά":"καρδιά",
"καρδία":"καρδία",
"κάρδια":"καρδιά",
"καρδιαγγειακά":"καρδιαγγειακός",
"καρδιαγγειακές":"καρδιαγγειακός",
"καρδιαγγειακή":"καρδιαγγειακός",
"καρδιαγγειακής":"καρδιαγγειακός",
"καρδιαγγειακό":"καρδιαγγειακός",
"καρδιαγγειακών":"καρδιαγγειακός",
"καρδιακά":"καρδιακός",
"καρδιακές":"καρδιακός",
"καρδιακή":"καρδιακός",
"καρδιακής":"καρδιακός",
"καρδιακό":"καρδιακός",
"καρδιακός":"καρδιακός",
"καρδιακού":"καρδιακός",
"καρδιακούς":"καρδιακός",
"καρδιακών":"καρδιακός",
"καρδίαν":"καρδία",
"καρδιάς":"καρδιά",
"καρδίας":"καρδία",
"καρδιές":"καρδιά",
"καρδινάλιος":"καρδινάλιος",
"καρδιοαγγειακά":"καρδιοαγγειακός",
"καρδιοαναπνευστικού":"καρδιοαναπνευστικός",
"καρδιογενές":"καρδιογενές",
"καρδιογράφημα":"καρδιογράφημα",
"καρδιολογία":"καρδιολογία",
"καρδιολογίας":"καρδιολογία",
"καρδιολογικές":"καρδιολογικός",
"καρδιολογική":"καρδιολογικός",
"καρδιολογικής":"καρδιολογικός",
"καρδιολογικό":"καρδιολογικός",
"καρδιολογικών":"καρδιολογικός",
"καρδιολόγο":"καρδιολόγος",
"καρδιολόγοι":"καρδιολόγος",
"καρδιολόγος":"καρδιολόγος",
"καρδιολόγου":"καρδιολόγος",
"καρδιολόγων":"καρδιολόγος",
"καρδιοπάθεια":"καρδιοπάθεια",
"καρδιοπάθειας":"καρδιοπάθεια",
"καρδιοπάθειες":"καρδιοπάθεια",
"καρδιοπαθείς":"καρδιοπαθής",
"καρδιοπαθειών":"καρδιοπάθεια",
"καρδιοπαθή":"καρδιοπαθής",
"καρδιοπαθούς":"καρδιοπαθής",
"καρδιοπαθών":"καρδιοπαθής",
"καρδιοχειρουργικού":"καρδιοχειρουργικός",
"καρδιοχειρουργοί":"καρδιοχειρουργός",
"καρδιοχειρουργός":"καρδιοχειρουργός",
"καρδιοχτύπησαν":"καρδιοχτυπώ",
"καρδίτσα":"καρδίτσα",
"καρδιτσας":"καρδίτσα",
"καρδίτσας":"καρδίτσα",
αρδίτσας2-11":"καρδίτσας2-11",
"καρδιτσιώτης":"καρδιτσιώτης",
"καρδούλα":"καρδούλα",
"καρέ":"καρέ",
"καρέζη":"καρέζη",
"κάρεϊ":"κάρεϊ",
"καρέ-καρέ":"καρέ-καρέ",
"καρέκλα":"καρέκλα",
"καρέκλας":"καρέκλα",
"καρέκλες":"καρέκλα",
"καρεκλίτσα":"καρεκλίτσα",
"κάρελ":"κάρελ",
"καρελιας":"καρελιας",
"καρελλας":"καρελλας",
"καρέλλη":"καρέλλη",
"καρέλλης":"καρέλλης",
"καρέντα":"καρέντα",
"κάρεου":"κάρεου",
"καρθαγένη":"καρθαγένη",
"καρθαγένης":"καρθαγένης",
"κάρι":"κάρι",
"καρίγιο":"καρίγιο",
"καριέρα":"καριέρα",
"καριέρας":"καριέρα",
"καρικατούρα":"καρικατούρα",
"καρικατούρες":"καρικατούρα",
"καρίμ":"καρίμ",
"καριμοφ":"καριμοφ",
"καρίμοφ":"καρίμοφ",
"καρίμπε":"καρίμπε",
"καρίνα":"καρίνα",
"καρίνας":"καρίνα",
"καριόκας":"καριόκας",
"καριοφυλλη":"καριοφυλλη",
"καριοφύλλης":"καριοφύλλης",
"καριώτης":"καριώτης",
"καρκαγιάννης":"καρκαγιάννης",
"καρκαμάνης":"καρκαμάνης",
"καρκάνης":"καρκάνης",
"καρκατσέλης":"καρκατσέλης",
"καρκινικά":"καρκινικός",
"καρκινικές":"καρκινικός",
"καρκινικό":"καρκινικός",
"καρκινικοί":"καρκινικός",
"καρκινικούς":"καρκινικός",
"καρκινικών":"καρκινικός",
"καρκίνο":"καρκίνος",
"καρκινοβατεί":"καρκινοβατώ",
"καρκινοβατούν":"καρκινοβατώ",
"καρκινογενέσεις":"καρκινογένεση",
"καρκινογόνα":"καρκινογόνος",
"καρκινογόνες":"καρκινογόνος",
"καρκινογόνος":"καρκινογόνος",
"καρκινογόνων":"καρκινογόνος",
"καρκίνοι":"καρκίνος",
"καρκινοπαθείς":"καρκινοπαθής",
"καρκινοπαθή":"καρκινοπαθής",
"καρκινοπαθής":"καρκινοπαθής",
"καρκινοπαθών":"καρκινοπαθής",
"καρκινος":"καρκίνος",
"καρκινός":"καρκινός",
"καρκίνος":"καρκίνος",
"καρκίνου":"καρκίνος",
"καρκίνους":"καρκίνος",
"καρκίνωμα":"καρκίνωμα",
"καρκινώματα":"καρκίνωμα",
"καρκίνων":"καρκίνος",
"καρλ":"καρλ",
"κάρλα":"κάρλα",
"καρλαϊλ":"καρλαϊλ",
"καρλάιλ":"καρλάιλ",
"κάρλας":"κάρλας",
"καρλίτος":"καρλίτος",
"καρλο":"καρλο",
"κάρλο":"κάρλο",
"καρλος":"καρλος",
"κάρλος":"κάρλος",
"κάρμεν":"κάρμεν",
"καρμοίρη":"καρμοίρη",
"καρναβάλ":"καρναβάλ",
"καρναβάλι":"καρναβάλι",
"καρναβάλια":"καρναβάλι",
"καρναβαλικές":"καρναβαλικός",
"καρναβαλική":"καρναβαλικός",
"καρναβαλιού":"καρναβάλι",
"καρναβαλιστές":"καρναβαλιστής",
"καρναβαλιστών":"καρναβαλιστής",
"καρναβαλιών":"καρναβάλι",
"καρνάβαλο":"καρνάβαλος",
"καρνάβαλος":"καρνάβαλος",
"καρνάβαλου":"καρνάβαλος",
"καρνέιρο":"καρνέιρο",
"καρνεμίδη":"καρνεμίδη",
"καρντινάλε":"καρντινάλε",
"καρντιφ":"καρντιφ",
"κάρντιφ":"κάρντιφ",
"κάρντιφ-μπέρνλι":"κάρντιφ-μπέρνλι",
"κάρντιφ-σαουθάμπτον":"κάρντιφ-σαουθάμπτον",
"καρντοζο":"καρντοζο",
"καρντόζο":"καρντόζο",
"καρντόσο":"καρντόσο",
"καρό":"καρό",
"κάρο":"κάρο",
"κάρολ":"κάρολ",
"καρολάινα":"καρολάινα",
"κάρολιν":"κάρολιν",
"καρολίνα":"καρολίνα",
"καρολίνας":"καρολίνα",
"κάρολο":"κάρολος",
"κάρολος":"κάρολος",
"καρόλου":"κάρολος",
"κάρολου":"κάρολος",
"καρόν":"καρόν",
"καρόνιας":"καρόνιας",
"καρόσο":"καρόσο",
"καρότα":"καρότο",
"καροτένιου":"καροτένιος",
"καρότο":"καρότο",
"καρότου":"καρότο",
"καρότσα":"καρότσα",
"καροτσάκι":"καροτσάκι",
"καροτσάκια":"καροτσάκι",
"καρότσι":"καρότσι",
"καρούζος":"καρούζος",
"καρουλίδης":"καρουλίδης",
"καρουσέλ":"καρουσέλ",
"καρούτα":"καρούτα",
"καρπαζιά":"καρπαζιά",
"καρπαζιές":"καρπαζιά",
"καρπάθια":"καρπάθια",
"καρπαθιος":"καρπάθιος",
"καρπάτσιο":"καρπάτσιο",
"καρπενησίου":"καρπενήσι",
"κάρπεντερ":"κάρπεντερ",
"καρπιαίου":"καρπιαίος",
"καρπίζει":"καρπίζω",
"καρπό":"καρπός",
"καρπός":"καρπός",
"καρπού":"καρπός",
"καρπούζας":"καρπούζας",
"καρπούζι":"καρπούζι",
"καρπούζια":"καρπούζι",
"καρπούς":"καρπός",
"καρποφόρα":"καρποφόρος",
"καρποφορία":"καρποφορία",
"καρπώθηκαν":"καρπώνομαι",
"καρπώθηκε":"καρπώνομαι",
"καρπωθούν":"καρπώνομαι",
"καρπών":"καρπός",
"καρπώνονται":"καρπώνομαι",
"καρρά":"καρράς",
"καρραγωγείς":"καρραγωγείς",
"καρρας":"καρράς",
"καρράς":"καρράς",
"κάρσον":"κάρσον",
"καρτ":"καρτ",
"καρτα":"κάρτα",
"κάρτα":"κάρτα",
"καρτάλη":"καρτάλη",
"καρτάνος":"καρτάνος",
"κάρτας":"κάρτα",
"καρτέλ":"καρτέλ",
"καρτέλα":"καρτέλα",
"καρτελάκι":"καρτελάκι",
"καρτέλες":"καρτέλα",
"καρτερ":"κάρτερ",
"κάρτερ":"κάρτερ",
"καρτέρι":"καρτέρι",
"καρτερία":"καρτερία",
"καρτερικά":"καρτερικά",
"καρτεροπουλος":"καρτεροπουλος",
"καρτερόπουλος":"καρτερόπουλος",
"καρτερούν":"καρτερώ",
"κάρτες":"κάρτα",
"καρτεσιανής":"καρτεσιανός",
"καρτεσιανού":"καρτεσιανός",
"κάρτνερτορ":"κάρτνερτορ",
"καρτοκινητά":"καρτοκινητός",
"καρτοτηλέφωνα":"καρτοτηλέφωνο",
"καρτούλες":"καρτούλα",
"καρτούν":"καρτούν",
"'καρτούν":"'καρτούν",
"καρτποστάλ":"καρτποστάλ",
"καρτ-ποστάλ":"καρτ-ποστάλ",
"καρτσώλη":"καρτσώλη",
"κάρτσωνα":"κάρτσωνα",
"κάρτσωνα-πουνέντης":"κάρτσωνα-πουνέντης",
"καρτών":"κάρτα",
"καρυάμη":"καρυάμη",
"καρυάς":"καρυάς",
"καρύδας":"καρύδα",
"καρύδι":"καρύδι",
"καρύδια":"καρύδι",
"καρυδόπιτα":"καρυδόπιτα",
"καρύκευμα":"καρύκευμα",
"καρυκευμάτων":"καρύκευμα",
"καρυολάκης":"καρυολάκης",
"καρύπης":"καρύπης",
"καρυπίδη":"καρυπίδη",
"καρυπιδης":"καρυπιδης",
"καρυπίδης":"καρυπίδης",
"καρυπίδου":"καρυπίδου",
"καρύπογλου":"καρύπογλου",
"καρυών":"καρυές",
"καρφί":"καρφί",
"καρφιά":"καρφί",
"καρφίδες":"καρφίς",
"καρφίτσα":"καρφίτσα",
"καρφίτσες":"καρφίτσα",
"κάρφωμα":"κάρφωμα",
"καρφωματα":"κάρφωμα",
"καρφώματα":"κάρφωμα",
"καρφώματος":"κάρφωμα",
"καρφωματων":"κάρφωμα",
"καρφωμάτων":"κάρφωμα",
"καρφωμένα":"καρφωμένος",
"καρφωμένες":"καρφωμένος",
"καρφωμένη":"καρφώνω",
"καρφωμένο":"καρφώνω",
"καρφώνει":"καρφώνω",
"καρφώνονται":"καρφώνω",
"καρφώνουν":"καρφώνω",
"κάρφωσαν":"καρφώνω",
"κάρφωσε":"καρφώνω",
"καρφώσει":"καρφώνω",
"καρφώσεις":"καρφώνω",
"καρφώσουν":"καρφώνω",
"καρφωτή":"καρφωτός",
"καρχαρία":"καρχαρίας",
"καρχαρίες":"καρχαρίας",
"κάρων":"κάρο",
"καρωτή":"καρωτή",
"κας":"κας",
"κασανο":"κασανο",
"κασάνο":"κασάνο",
"κασάπα":"κασάπα",
"κασαπη":"κασάπης",
"κασάπη":"κασάπης",
"κασάπης":"κασάπης",
"κασέ":"κασέ",
"κασέλ":"κασέλ",
"κασέλα":"κασέλα",
"κασέλες":"κασέλα",
"κάσερες":"κάσερες",
"κασέρι":"κασέρι",
"κασεροκροκέτες":"κασεροκροκέτες",
"κασέτα":"κασέτα",
"κασέτας":"κασέτα",
"κασέτες":"κασέτα",
"κασετίνα":"κασετίνα",
"κασετόφωνο":"κασετόφωνο",
"κασετών":"κασέτα",
"κασιάνο":"κασιάνο",
"κάσκα":"κάσκα",
"κασκόλ":"κασκόλ",
"κασλ":"κασλ",
"κασλαουσκας":"κασλαουσκας",
"κασμέρ":"κασμέρ",
"κασμίρ":"κασμίρ",
"κασναφέρης":"κασναφέρης",
"κάσντας":"κάσντας",
"κασόλας":"κασόλας",
"κασουρίδη":"κασουρίδη",
"κασπία":"κασπία",
"κασπίας":"κασπία",
"κασπρίζικ":"κασπρίζικ",
"κασσαβέτης":"κασσαβέτης",
"κασσάνδρα":"κασσάνδρα",
"κασσανδρας":"κασσάνδρα",
"κασσάνδρας":"κασσάνδρα",
"κασσανδρεία":"κασσανδρεία",
"κασσανδρείας":"κασσανδρείας",
"κασσάνδρες":"κασσάνδρες",
"κασσανδρινή":"κασσανδρινή",
"κασσάνδρου":"κασσάνδρου",
"κασσέτες":"κασσέτες",
"κασσίμης":"κασσίμης",
"κασσίτερου":"κασσίτερος",
"κάσσου":"κάσσου",
"καστ":"καστ",
"κάστα":"κάστα",
"κασταμονού":"κασταμονού",
"κάστανα":"κάστανο",
"καστανάρας":"καστανάρας",
"καστανάς":"καστανάς",
"καστάνη":"καστάνη",
"καστανή":"καστανός",
"καστανιάς":"καστανιά",
"καστανίδη":"καστανίδη",
"καστανίδης":"καστανίδης",
"καστανιές":"καστανιά",
"καστανιώτη":"καστανιώτης",
"καστανιώτης":"καστανιώτης",
"καστάνο":"καστάνο",
"κάστας":"κάστα",
"καστεγιόν":"καστεγιόν",
"καστελέν":"καστελέν",
"καστελόριζο":"καστελόριζο",
"καστελόριζου":"καστελόριζο",
"κάστερ":"κάστερ",
"κάστες":"κάστα",
"καστίγιο":"καστίγιο",
"καστλ":"καστλ",
"κάστορα":"κάστορας",
"καστορια":"καστοριά",
"καστοριά":"καστοριά",
"καστοριά-αγ":"καστοριά-αγ",
"καστοριά-δόξα":"καστοριά-δόξα",
"καστοριά-θρασύβουλος":"καστοριά-θρασύβουλος",
"καστοριας":"καστοριά",
"καστοριάς":"καστοριά",
"κάστρα":"κάστρο",
"καστράκι":"καστράκι",
"καστρινός":"καστρινός",
"καστρίτση":"καστρίτση",
"κάστρο":"κάστρο",
"κάστρομαν":"κάστρομαν",
"καστροπολιτεία":"καστροπολιτεία",
"καστροπολιτείας":"καστροπολιτείας",
"κάστρου":"κάστρο",
"καστών":"κάστα",
"κάστωρ":"κάστωρ",
"κατ":"κατ",
"κατ":"κατά",
"κατ'":"κατά",
"κατ.":"κατ.",
"κατ΄":"κατ΄",
"κατα":"κατά",
"κατά":"κατά",
"κάτα":"κάτα",
"καταβάλει":"καταβάλλω",
"καταβάλλαμε":"καταβάλλω",
"καταβάλλει":"καταβάλλω",
"καταβάλλεται":"καταβάλλω",
"καταβάλλετε":"καταβάλλω",
"καταβαλλόμενες":"καταβαλλόμενος",
"καταβαλλόμενης":"καταβαλλόμενος",
"καταβάλλονται":"καταβάλλω",
"καταβάλλοντας":"καταβάλλω",
"καταβάλλουμε":"καταβάλλω",
"καταβάλλουν":"καταβάλλω",
"καταβάλλω":"καταβάλλω",
"καταβάλουμε":"καταβάλλω",
"καταβάλουν":"καταβάλλω",
"καταβαραθρώνοντας":"καταβαραθρώνω",
"καταβαράθρωση":"καταβαράθρωση",
"καταβάση":"κατάβαση",
"κατάβαση":"κατάβαση",
"καταβάτη":"καταβάτη",
"καταβεβλημένες":"καταβεβλημένος",
"καταβεβλημένος":"καταβεβλημένος",
"καταβληθεί":"καταβάλλω",
"καταβληθέν":"καταβληθείς",
"καταβλήθηκαν":"καταβάλλω",
"καταβλήθηκε":"καταβάλλω",
"καταβληθούν":"καταβάλλω",
"καταβολές":"καταβολή",
"καταβολή":"καταβολή",
"καταβολής":"καταβολή",
"καταβολών":"καταβολή",
"κατάβρεξαν":"καταβρέχω",
"καταβρόχθιζε":"καταβροχθίζω",
"καταβροχθίζει":"καταβροχθίζω",
"καταβροχθίζονται":"καταβροχθίζω",
"καταβροχθίζουν":"καταβροχθίζω",
"καταβρόχθισε":"καταβροχθίζω",
"καταβροχθίσει":"καταβροχθίζω",
"καταβρόχθιση":"καταβρόχθιση",
"καταβυθίζεται":"καταβυθίζω",
"καταβυθίσεων":"καταβύθιση",
"καταβύθιση":"καταβύθιση",
"καταβύθισης":"καταβύθιση",
"καταγάλανο":"καταγάλανος",
"καταγάλανος":"καταγάλανος",
"καταγγείλατε":"καταγγέλλω",
"κατάγγειλε":"καταγγέλλω",
"καταγγείλει":"καταγγέλλω",
"καταγγείλεις":"καταγγέλλω",
"καταγγείλετε":"καταγγέλλω",
"καταγγείλουμε":"καταγγέλλω",
"καταγγείλουν":"καταγγέλλω",
"καταγγείλω":"καταγγέλλω",
"καταγγελει":"καταγγελει",
"καταγγελθεί":"καταγγέλλω",
"καταγγελθείσα":"καταγγελθείς",
"καταγγέλθηκαν":"καταγγέλλω",
"καταγγέλθηκε":"καταγγέλλω",
"καταγγελία":"καταγγελία",
"καταγγελίας":"καταγγελία",
"καταγγελιες":"καταγγελία",
"καταγγελίες":"καταγγελία",
"καταγγελιών":"καταγγελία",
"καταγγέλλει":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλεις":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλεται":"καταγγέλλω",
"καταγγελλόμενα":"καταγγελλόμενος",
"καταγγελλομένων":"καταγγελλόμενος",
"καταγγέλλονται":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλοντας":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλοντες":"καταγγέλλων",
"καταγγέλλοντος":"καταγγέλλων",
"καταγγελλόντων":"καταγγέλλων",
"καταγγέλλουμε":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλουν":"καταγγέλλω",
"καταγγέλλω":"καταγγέλλω",
"καταγγελουν":"καταγγελουν",
"καταγγέλουν":"καταγγέλουν",
"καταγγελτικές":"καταγγελτικές",
"καταγγελτική":"καταγγελτική",
"καταγγελτικό":"καταγγελτικό",
"καταγγέλω":"καταγγέλω",
"καταγεγραμμένα":"καταγεγραμμένος",
"καταγεγραμμένες":"καταγεγραμμένος",
"καταγεγραμμένο":"καταγεγραμμένος",
"κατάγεται":"κατάγομαι",
"καταγινόμαστε":"καταγίνομαι",
"καταγκρεμισμένα":"καταγκρεμισμένος",
"κάταγμα":"κάταγμα",
"κατάγματα":"κάταγμα",
"κατάγομαι":"κατάγομαι",
"καταγόμεθα":"καταγόμεθα",
"καταγόμενος":"καταγόμενος",
"κατάγονται":"κατάγομαι",
"κατάγονταν":"κατάγομαι",
"καταγόταν":"κατάγομαι",
"καταγραμμένες":"καταγραμμένος",
"καταγραμμένη":"καταγραμμένος",
"καταγραφέας":"καταγραφέας",
"καταγραφεί":"καταγράφω",
"καταγράφει":"καταγράφω",
"καταγραφέν":"καταγραφείς",
"καταγραφές":"καταγραφή",
"καταγράφεται":"καταγράφω",
"καταγραφή":"καταγραφή",
"καταγράφηκαν":"καταγράφω",
"καταγράφηκε":"καταγράφω",
"καταγραφής":"καταγραφή",
"καταγράφονται":"καταγράφω",
"καταγράφοντας":"καταγράφω",
"καταγράφουμε":"καταγράφω",
"καταγραφούν":"καταγράφω",
"καταγράφουν":"καταγράφω",
"καταγράφτηκαν":"καταγράφω",
"καταγράφτηκε":"καταγράφω",
"καταγράφω":"καταγράφω",
"καταγράψει":"καταγράφω",
"καταγράψουμε":"καταγράφω",
"καταγράψουν":"καταγράφω",
"καταγράψω":"καταγράφω",
"καταγωγές":"καταγωγή",
"καταγωγή":"καταγωγή",
"καταγωγήν":"καταγωγή",
"καταγωγής":"καταγωγή",
"καταγωγικό":"καταγωγικό",
"καταδεικνύει":"καταδεικνύω",
"καταδεικνύεται":"καταδεικνύω",
"καταδεικνύονται":"καταδεικνύω",
"καταδεικνύοντας":"καταδεικνύω",
"καταδεικνύουν":"καταδεικνύω",
"καταδείξει":"καταδεικνύω",
"κατάδειξη":"κατάδειξη",
"καταδείξουν":"καταδεικνύω",
"καταδειχθεί":"καταδεικνύω",
"καταδέχεται":"καταδέχομαι",
"καταδεχθεί":"καταδέχομαι",
"καταδέχονται":"καταδέχομαι",
"καταδέχτηκε":"καταδέχομαι",
"καταδίδει":"καταδίδω",
"καταδίκαζα":"καταδικάζω",
"καταδίκαζαν":"καταδικάζω",
"καταδίκαζε":"καταδικάζω",
"καταδικάζει":"καταδικάζω",
"καταδικάζεις":"καταδικάζω",
"καταδικάζεται":"καταδικάζω",
"καταδικάζονται":"καταδικάζω",
"καταδικάζονταν":"καταδικάζω",
"καταδικάζοντας":"καταδικάζω",
"καταδικαζόταν":"καταδικάζω",
"καταδικάζουμε":"καταδικάζω",
"καταδικάζουν":"καταδικάζω",
"καταδικάζω":"καταδικάζω",
"καταδικάσαμε":"καταδικάζω",
"καταδίκασαν":"καταδικάζω",
"καταδίκασε":"καταδικάζω",
"καταδικάσει":"καταδικάζω",
"καταδικάσετε":"καταδικάζω",
"καταδικασθεί":"καταδικάζω",
"καταδικασθείς":"καταδικασθείς",
"καταδικασθέντες":"καταδικασθείς",
"καταδικασθέντος":"καταδικασθείς",
"καταδικασθέντων":"καταδικασθείς",
"καταδικάσθηκαν":"καταδικάζω",
"καταδικάσθηκε":"καταδικάζω",
"καταδικασμένες":"καταδικασμένος",
"καταδικασμένη":"καταδικάζω",
"καταδικασμένο":"καταδικασμένος",
"καταδικασμένοι":"καταδικασμένος",
"καταδικασμένος":"καταδικάζω",
"καταδικασμένους":"καταδικασμένος",
"καταδικάσουν":"καταδικάζω",
"καταδικαστέα":"καταδικαστέος",
"καταδικαστεί":"καταδικάζω",
"καταδικάστηκαν":"καταδικάζω",
"καταδικάστηκε":"καταδικάζω",
"καταδικαστικές":"καταδικαστικός",
"καταδικαστική":"καταδικαστικός",
"καταδικαστικής":"καταδικαστικός",
"καταδικαστικών":"καταδικαστικός",
"καταδικαστούν":"καταδικάζω",
"καταδίκες":"καταδίκη",
"καταδίκη":"καταδίκη",
"καταδίκης":"καταδίκη",
"κατάδικο":"κατάδικος",
"κατάδικοι":"κατάδικος",
"κατάδικος":"κατάδικος",
"κατάδικους":"κατάδικος",
"καταδικών":"καταδίκη",
"καταδίκων":"κατάδικος",
"καταδίωκε":"καταδιώκω",
"καταδιώκει":"καταδιώκω",
"καταδιώκεται":"καταδιώκω",
"καταδιώκονται":"καταδιώκω",
"καταδιωκουν":"καταδιώκω",
"καταδιώκουν":"καταδιώκω",
"καταδιωκτικά":"καταδιωκτικός",
"καταδιώκω":"καταδιώκω",
"καταδίωξαν":"καταδιώκω",
"καταδίωξε":"καταδιώκω",
"καταδιώξεις":"καταδιώκω",
"καταδιώξεις":"καταδίωξη",
"καταδίωξη":"καταδίωξη",
"καταδιωξης":"καταδίωξη",
"καταδίωξης":"καταδίωξη",
"καταδότες":"καταδότης",
"καταδότη":"καταδότης",
"καταδρομείς":"καταδρομέας",
"καταδρομικό":"καταδρομικός",
"καταδρομών":"καταδρομή",
"καταδύεται":"καταδύομαι",
"καταδυθεί":"καταδύομαι",
"καταδύθηκαν":"καταδύομαι",
"καταδυθούν":"καταδύομαι",
"καταδυναστεύει":"καταδυναστεύω",
"καταδυναστεύουν":"καταδυναστεύω",
"καταδυνάστευση":"καταδυνάστευση",
"καταδυσεις":"κατάδυση",
"καταδύσεις":"κατάδυση",
"καταδύσεων":"κατάδυση",
"κατάδυση":"κατάδυση",
"κατάδυσης":"κατάδυση",
"καταδύτες":"καταδύτης",
"καταζητεί":"καταζητώ",
"καταζητείται":"καταζητώ",
"καταζητούμενο":"καταζητούμενος",
"καταζητούμενος":"καταζητούμενος",
"καταζητούμενου":"καταζητούμενος",
"καταζητούμενους":"καταζητούμενος",
"καταζητούνται":"καταζητώ",
"καταθεσαμε":"καταθέτω",
"καταθέσαμε":"καταθέτω",
"κατάθεσε":"καταθέτω",
"καταθέσει":"καταθέτω",
"καταθέσεις":"κατάθεση",
"καταθέσεις":"καταθέτω",
"καταθέσεων":"κατάθεση",
"καταθέσεών":"κατάθεση",
"καταθέσεως":"κατάθεση",
"κατάθεση":"κατάθεση",
"κατάθεσή":"κατάθεση",
"κατάθεσης":"κατάθεση",
"κατάθεσής":"κατάθεση",
"καταθέσουμε":"καταθέτω",
"καταθέσουν":"καταθέτω",
"καταθέσω":"καταθέτω",
"καταθετει":"καταθέτω",
"καταθέτει":"καταθέτω",
"καταθέτες":"καταθέτης",
"καταθέτης":"καταθέτης",
"καταθετικό":"καταθετικό",
"καταθετικοί":"καταθετικοί",
"καταθετικούς":"καταθετικούς",
"καταθέτοντας":"καταθέτω",
"καταθέτουν":"καταθέτω",
"καταθέτω":"καταθέτω",
"καταθετών":"καταθέτης",
"καταθλίβει":"καταθλίβω",
"καταθλιπτικά":"καταθλιπτικά",
"καταθλιπτική":"καταθλιπτικός",
"καταθλιπτικό":"καταθλιπτικός",
"καταθλίψεως":"κατάθλιψη",
"κατάθλιψη":"κατάθλιψη",
"κατάθλιψης":"κατάθλιψη",
"καταιγίδα":"καταιγίδα",
"καταιγίδας":"καταιγίδα",
"καταιγίδες":"καταιγίδα",
"καταιγιδοφόρα":"καταιγιδοφόρα",
"καταιγίδων":"καταιγίδα",
"καταιγισμό":"καταιγισμός",
"καταιγισμός":"καταιγισμός",
"καταιγιστικά":"καταιγιστικός",
"καταιγιστική":"καταιγιστικός",
"καταιγιστικό":"καταιγιστικός",
"καταιγιστικός":"καταιγιστικός",
"καταιγιστικούς":"καταιγιστικός",
"κατακάθαρα":"κατακάθαρος",
"κατακάθαρη":"κατακάθαρος",
"κατακάθεται":"κατακάθομαι",
"κατακάθια":"κατακάθι",
"κατακαθίσει":"κατακαθίζω",
"κατακαίει":"κατακαίω",
"κατακαίουν":"κατακαίουν",
"κατακαλόκαιρο":"κατακαλόκαιρο",
"κατάκαμπτη":"καταάκαμπτος",
"κατακάψει":"κατακαίω",
"κατακεραυνώθηκε":"κατακεραυνώνω",
"κατακεραυνώνει":"κατακεραυνώνω",
"κατακεραυνώνουν":"κατακεραυνώνω",
"κατακεραυνώσει":"κατακεραυνώνω",
"κατακεραυνώσουν":"κατακεραυνώνω",
"κατακερματίζει":"κατακερματίζω",
"κατακερματισμένη":"κατακερματίζω",
"κατακερματισμένης":"κατακερματισμένος",
"κατακερματισμένο":"κατακερματίζω",
"κατακερματισμένος":"κατακερματίζω",
"κατακερματισμένου":"κατακερματίζω",
"κατακερματισμό":"κατακερματισμός",
"κατακερματισμός":"κατακερματισμός",
"κατακερματισμού":"κατακερματισμός",
"κατακερματιστούν":"κατακερματίζω",
"κατακέφαλα":"κατακέφαλα",
"κατακλείδα":"κατακλείδα",
"κατακλείδι":"κατακλείδι",
"κατακλείω":"κατακλείνω",
"κατάκλιση":"κατάκλιση",
"κατακλύζει":"κατακλύζω",
"κατακλύζεται":"κατακλύζω",
"κατακλύζουν":"κατακλύζω",
"κατακλύσει":"κατακλύζω",
"κατακλύσεις":"κατακλύζω",
"κατακλύσεων":"κατάκλιση",
"κατάκλυση":"κατακλείνω",
"κατακλυσθεί":"κατακλύζω",
"κατακλυσμιαία":"κατακλυσμιαίος",
"κατακλυσμιαίες":"κατακλυσμιαίος",
"κατακλυσμό":"κατακλυσμός",
"κατακλυσμός":"κατακλυσμός",
"κατακλυσμού":"κατακλυσμός",
"κατακλύσουν":"κατακλύζω",
"κατακλυστεί":"κατακλύζω",
"κατακλύστηκαν":"κατακλύζω",
"κατακλύστηκε":"κατακλύζω",
"κατακλυστούν":"κατακλύζω",
"κατακόκκινη":"κατακόκκινος",
"κατακόκκινο":"κατακόκκινος",
"κατακόμβες":"κατακόμβη",
"κατάκοποι":"κατάκοπος",
"κατακόρυφα":"κατακόρυφα",
"κατακόρυφη":"κατακόρυφος",
"κατακόρυφης":"κατακόρυφος",
"κατακόρυφο":"κατακόρυφος",
"κατακορύφου":"κατακόρυφος",
"κατακρατεί":"κατακρατώ",
"κατακράτηση":"κατακράτηση",
"κατακράτησης":"κατακράτηση",
"κατακρατήσουν":"κατακρατώ",
"κατακρατούσαν":"κατακρατώ",
"κατακραυγή":"κατακραυγή",
"κατακρεουργεί":"κατακρεουργώ",
"κατακρεούργησε":"κατακρεουργώ",
"κατακρήμνιση":"κατακρήμνιση",
"κατακρήμνισης":"κατακρήμνιση",
"κατακρημνίστηκε":"κατακρημνίζω",
"κατακριθεί":"κατακρίνω",
"κατακρίθηκε":"κατακρίνω",
"κατακριθούν":"κατακρίνω",
"κατακρίνει":"κατακρίνω",
"κατακριτέο":"κατακριτέος",
"κατακτά":"κατακτώ",
"κατακτηθεί":"κατακτώ",
"κατακτήθηκαν":"κατακτώ",
"κατακτήθηκε":"κατακτώ",
"κατακτημένα":"κατακτώ",
"κατακτημένες":"κατακτημένος",
"κατακτημένη":"κατακτώ",
"κατακτημένο":"κατακτώ",
"κατακτήσαμε":"κατακτώ",
"κατακτήσει":"κατακτώ",
"κατακτήσεις":"κατάκτηση",
"κατακτήσετε":"κατακτώ",
"κατακτήσεων":"κατάκτηση",
"κατάκτηση":"κατάκτηση",
"κατάκτησή":"κατάκτηση",
"κατάκτησης":"κατάκτηση",
"κατάκτησής":"κατάκτηση",
"κατακτήσουμε":"κατακτώ",
"κατακτήσουν":"κατακτώ",
"κατακτητές":"κατακτητής",
"κατακτητή":"κατακτητής",
"κατακτητικών":"κατακτητικός",
"κατακτήτριές":"κατακτήτρια",
"κατακτητών":"κατακτητής",
"κατακτούν":"κατακτώ",
"κατακτούσαν":"κατακτώ",
"κατακτώντας":"κατακτώ",
"κατακυριεύσατε":"κατακυριεύω",
"κατακυρώθηκε":"κατακυρώνω",
"κατακύρωσης":"κατακύρωση",
"κατάλαβα":"καταλαβαίνω",
"καταλάβαινα":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίναμε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβαιναν":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνατε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβαινε":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνει":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνεις":"καταλαβαίνω",
"καταλάβαινες":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνετε":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαινόμαστε":"καταλαβαινόμαστε",
"καταλαβαίνουμε":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνουν":"καταλαβαίνω",
"καταλαβαίνω":"καταλαβαίνω",
"καταλάβαμε":"καταλαβαίνω",
"κατάλαβαν":"καταλαβαίνω",
"καταλάβανε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβατε":"καταλαβαίνω",
"κατάλαβε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβει":"καταλαβαίνω",
"καταλάβεις":"καταλαβαίνω",
"κατάλαβες":"καταλαβαίνω",
"καταλάβετε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβετέ":"καταλαβαίνω",
"καταλάβουμε":"καταλαβαίνω",
"καταλάβουν":"καταλαβαίνω",
"καταλάβω":"καταλαβαίνω",
"καταλαγιάζει":"καταλαγιάζω",
"καταλάγιασε":"καταλαγιάζω",
"καταλαγιάσει":"καταλαγιάζω",
"καταλαγιάσουν":"καταλαγιάζω",
"καταλάμβαναν":"καταλαμβάνω",
"καταλάμβανε":"καταλαμβάνω",
"καταλαμβάνει":"καταλαβαίνω",
"καταλαμβάνεσαι":"καταλαβαίνω",
"καταλαμβάνεται":"καταλαβαίνω",
"καταλαμβάνονται":"καταλαβαίνω",
"καταλαμβάνοντας":"καταλαβαίνω",
"καταλαμβάνουν":"καταλαβαίνω",
"καταλανικά":"καταλανικός",
"καταλανική":"καταλανικός",
"καταλανοί":"καταλανός",
"καταλανού":"καταλανός",
"καταλανούς":"καταλανός",
"καταλανών":"καταλανός",
"κατάλευκο":"κατάλευκος",
"καταλήγαμε":"καταλήγω",
"καταλήγει":"καταλήγω",
"καταλήγεις":"καταλήγω",
"καταλήγοντας":"καταλήγω",
"καταλήγουμε":"καταλήγω",
"καταλήγουν":"καταλήγω",
"καταλήγουσα":"καταλήγων",
"καταλήγω":"καταλήγω",
"καταληκτικές":"καταληκτικός",
"καταληκτική":"καταληκτικός",
"καταληκτικό":"καταληκτικός",
"καταλήξαμε":"καταλήγω",
"καταλήξατε":"καταλήγω",
"καταλήξει":"καταλήγω",
"καταλήξεις":"καταλήγω",
"καταλήξετε":"καταλήγω",
"καταληξη":"κατάληξη",
"κατάληξη":"κατάληξη",
"κατάληξή":"κατάληξη",
"καταλήξουμε":"καταλήγω",
"καταλήξουν":"καταλήγω",
"καταληπτική":"καταληπτικός",
"καταλήστευση":"καταλήστευση",
"καταλήστευσης":"καταλήστευση",
"καταληφθεί":"καταλαβαίνω",
"καταληφθούν":"καταλαβαίνω",
"καταλήψεις":"κατάληψη",
"καταλήψεων":"κατάληψη",
"καταλήψεως":"κατάληψη",
"κατάληψη":"κατάληψη",
"κατάληψή":"κατάληψη",
"καταληψης":"κατάληψη",
"κατάληψης":"κατάληψη",
"καταληψίας":"καταληψίας",
"καταληψίες":"καταληψίας",
"καταληψιών":"καταληψίας",
"κατάλληλα":"κατάλληλος",
"κατάλληλες":"κατάλληλος",
"κατάλληλη":"κατάλληλος",
"κατάλληλης":"κατάλληλος",
"κατάλληλο":"κατάλληλος",
"κατάλληλοι":"κατάλληλος",
"κατάλληλος":"κατάλληλος",
"καταλληλότερη":"κατάλληλος",
"καταλληλότερης":"κατάλληλος",
"καταλληλότερο":"κατάλληλος",
"καταλληλότερος":"κατάλληλος",
"καταλληλότερου":"κατάλληλος",
"καταλληλότητα":"καταλληλότητα",
"κατάλληλου":"κατάλληλος",
"κατάλληλους":"κατάλληλος",
"καταλλήλων":"κατάλληλος",
"κατάλληλων":"κατάλληλος",
"καταλλήλως":"κατάλληλα",
"καταλόγιζαν":"καταλογίζω",
"καταλόγιζε":"καταλογίζω",
"καταλογίζει":"καταλογίζω",
"καταλογίζεται":"καταλογίζω",
"καταλογίζονται":"καταλογίζω",
"καταλογίζουν":"καταλογίζω",
"καταλόγισαν":"καταλογίζω",
"καταλόγισε":"καταλογίζω",
"καταλογίσει":"καταλογίζω",
"καταλογισμό":"καταλογισμός",
"καταλογισμός":"καταλογισμός",
"καταλογισμού":"καταλογισμός",
"καταλογίσουν":"καταλογίζω",
"καταλογιστεί":"καταλογίζω",
"καταλογιστούν":"καταλογίζω",
"κατάλογο":"κατάλογος",
"κατάλογό":"κατάλογος",
"κατάλογοι":"κατάλογος",
"κατάλογον":"κατάλογος",
"κατάλογος":"κατάλογος",
"κατάλογός":"κατάλογος",
"καταλόγου":"κατάλογος",
"καταλόγους":"κατάλογος",
"καταλόγων":"κατάλογος",
"κατάλοιπα":"κατάλοιπος",
"κατάλοιπο":"κατάλοιπος",
"καταλοίπων":"κατάλοιπος",
"καταλονία":"καταλονία",
"καταλονίας":"καταλονία",
"καταλύει":"καταλύω",
"καταλύεται":"καταλύω",
"καταλυθεί":"καταλύω",
"κατάλυμα":"κατάλυμα",
"κατάλυμά":"κατάλυμα",
"καταλύματα":"κατάλυμα",
"καταλύματος":"κατάλυμα",
"καταλυμάτων":"κατάλυμα",
"καταλύουν":"καταλύω",
"καταλύσει":"καταλύω",
"κατάλυση":"κατάλυση",
"κατάλυσή":"κατάλυση",
"κατάλυσης":"κατάλυση",
"καταλύσουμε":"καταλύω",
"καταλύσουν":"καταλύω",
"καταλύτες":"καταλύτης",
"καταλύτη":"καταλύτης",
"καταλύτης":"καταλύτης",
"καταλυτικά":"καταλυτικά",
"καταλυτικές":"καταλυτικός",
"καταλυτική":"καταλυτικός",
"καταλυτικό":"καταλυτικός",
"καταλυτικών":"καταλυτικός",
"καταμαράν":"καταμαράν",
"καταμαρτυρεί":"καταμαρτυρώ",
"καταμαρτυρούν":"καταμαρτυρώ",
"κατάματα":"κατάματα",
"κατάμαυρη":"κατάμαυρος",
"κατάμαυρο":"κατάμαυρος",
"καταμερισμό":"καταμερισμός",
"καταμερισμός":"καταμερισμός",
"καταμερισμού":"καταμερισμός",
"καταμεσής":"καταμεσής",
"κατάμεστα":"κατάμεστος",
"κατάμεστη":"κατάμεστος",
"κατάμεστης":"κατάμεστος",
"κατάμεστο":"κατάμεστος",
"καταμετρηθούν":"καταμετρώ",
"καταμετρημένο":"καταμετρημένος",
"καταμετρήσει":"καταμετρώ",
"καταμετρήσεις":"καταμετρώ",
"καταμετρηση":"καταμέτρηση",
"καταμέτρηση":"καταμέτρηση",
"καταμέτρησης":"καταμέτρηση",
"καταμετρούμενο":"καταμετρούμενος",
"καταμετρώνται":"καταμετρώ",
"καταμήνυση":"καταμήνυση",
"καταμούτη":"καταμούτη",
"κατάμουτρα":"κατάμουτρα",
"καταναγκασμένης":"καταναγκασμένος",
"καταναγκασμό":"καταναγκασμός",
"καταναγκασμός":"καταναγκασμός",
"καταναγκασμού":"καταναγκασμός",
"καταναγκασμούς":"καταναγκασμός",
"καταναγκαστικά":"καταναγκαστικός",
"καταναγκαστικό":"καταναγκαστικός",
"καταναγκαστικούς":"καταναγκαστικός",
"κατ'ανάγκη":"κατ''ανάγκη",
"καταναλωθεί":"καταναλώνω",
"καταναλώθηκε":"καταναλώνω",
"καταναλωθούν":"καταναλώνω",
"κατανάλωναν":"καταναλώνω",
"κατανάλωνε":"καταναλώνω",
"καταναλώνει":"καταναλώνω",
"καταναλώνεστε":"καταναλώνω",
"καταναλώνεται":"καταναλώνω",
"καταναλώνονται":"καταναλώνω",
"καταναλώνοντας":"καταναλώνω",
"καταναλώνουμε":"καταναλώνω",
"καταναλώνουν":"καταναλώνω",
"καταναλώνω":"καταναλώνω",
"καταναλώσαμε":"καταναλώνω",
"κατανάλωσαν":"καταναλώνω",
"καταναλώσει":"καταναλώνω",
"κατανάλωση":"κατανάλωση",
"κατανάλωσή":"κατανάλωση",
"κατανάλωσης":"κατανάλωση",
"καταναλώσουμε":"καταναλώνω",
"καταναλωτές":"καταναλωτής",
"καταναλωτή":"καταναλωτής",
"καταναλωτής":"καταναλωτής",
"καταναλωτικά":"καταναλωτικός",
"καταναλωτικές":"καταναλωτικός",
"καταναλωτική":"καταναλωτικός",
"καταναλωτικής":"καταναλωτικός",
"καταναλωτικό":"καταναλωτικός",
"καταναλωτικού":"καταναλωτικός",
"καταναλωτικών":"καταναλωτικός",
"καταναλωτισμός":"καταναλωτισμός",
"καταναλωτισμού":"καταναλωτισμός",
"καταναλώτρια":"καταναλώτρια",
"καταναλώτριες":"καταναλώτρια",
"καταναλωτριών":"καταναλώτρια",
"καταναλωτών":"καταναλωτής",
"κατανείμει":"κατανέμω",
"κατανέμεται":"κατανέμω",
"κατανεμηθεί":"κατανέμω",
"κατανεμηθούν":"κατανέμω",
"κατανεμημένες":"κατανέμω",
"κατανέμονται":"κατανέμω",
"κατάνεο":"κατάνεο",
"κατανικήσει":"κατανικώ",
"κατανοεί":"κατανοώ",
"κατανοείται":"κατανοώ",
"κατανοηθεί":"κατανοώ",
"κατανοήσαμε":"κατανοώ",
"κατανόησαν":"κατανοώ",
"κατανόησε":"κατανοώ",
"κατανοήσει":"κατανοώ",
"κατανοήσεις":"κατανοώ",
"κατανοήσετε":"κατανοώ",
"κατανόηση":"κατανόηση",
"κατανόησή":"κατανόηση",
"κατανόησης":"κατανόηση",
"κατανοήσουμε":"κατανοώ",
"κατανοήσουν":"κατανοώ",
"κατανοήσω":"κατανοώ",
"κατανοητά":"κατανοητός",
"κατανοητές":"κατανοητός",
"κατανοητή":"κατανοητός",
"κατανοητής":"κατανοητός",
"κατανοητό":"κατανοητός",
"κατανοητοί":"κατανοητός",
"κατανοητός":"κατανοητός",
"κατανομές":"κατανομή",
"κατανομή":"κατανομή",
"κατανομής":"κατανομή",
"κατανοούμε":"κατανοώ",
"κατανοούν":"κατανοώ",
"κατανοούσαν":"κατανοώ",
"κατανοώ":"κατανοώ",
"κατανοώντας":"κατανοώ",
"καταντά":"καταντώ",
"καταντάει":"καταντώ",
"καταντζάρο":"καταντζάρο",
"κατάντημα":"κατάντημα",
"καταντήσαμε":"καταντώ",
"κατάντησαν":"καταντώ",
"κατάντησε":"καταντώ",
"καταντήσει":"καταντώ",
"κατάντησες":"καταντώ",
"καταντήσουν":"καταντώ",
"κατάντια":"κατάντια",
"κατάντιας":"κατάντια",
"καταντούν":"καταντώ",
"καταντούσε":"καταντώ",
"καταντώντας":"καταντώ",
"κατανυκτική":"κατανυκτικός",
"κατανωλωτες":"κατανωλωτες",
"κατάξανθα":"κατάξανθος",
"κατάξανθη":"κατάξανθος",
"καταξιωθεί":"καταξιώνω",
"καταξιωθείτε":"καταξιώνω",
"καταξιωμένα":"καταξιώνω",
"καταξιωμένη":"καταξιωμένος",
"καταξιωμένο":"καταξιωμένος",
"καταξιωμένοι":"καταξιωμένος",
"καταξιωμένος":"καταξιωμένος",
"καταξιωμένου":"καταξιώνω",
"καταξιωμένους":"καταξιωμένος",
"καταξιωμένων":"καταξιώνω",
"καταξίωσαν":"καταξιώνω",
"καταξιώσει":"καταξιώνω",
"καταξίωση":"καταξίωση",
"καταξίωσή":"καταξίωση",
"καταξίωσης":"καταξίωση",
"καταπακτή":"καταπακτή",
"καταπάνω":"καταπάνω",
"καταπατάει":"καταπατώ",
"καταπατηθεί":"καταπατώ",
"καταπατημένα":"καταπατώ",
"καταπατημένες":"καταπατώ",
"καταπάτησαν":"καταπατώ",
"καταπατήσει":"καταπατώ",
"καταπατήσεις":"καταπατώ",
"καταπατήσεων":"καταπάτηση",
"καταπάτηση":"καταπάτηση",
"καταπάτησης":"καταπάτηση",
"καταπατητές":"καταπατητής",
"καταπατητών":"καταπατητής",
"καταπατούνται":"καταπατώ",
"κατάπαυση":"κατάπαυση",
"κατάπαυσης":"κατάπαυση",
"καταπέλτη":"καταπέλτης",
"καταπέλτης":"καταπέλτης",
"καταπέσει":"καταπέφτω",
"καταπιάνεται":"καταπιάνομαι",
"καταπιανόμενοι":"καταπιανόμενοι",
"καταπιάνονται":"καταπιάνομαι",
"καταπιαστεί":"καταπιάνομαι",
"καταπιαστείτε":"καταπιάνομαι",
"καταπιάστηκε":"καταπιάνομαι",
"καταπιαστούμε":"καταπιάνομαι",
"καταπιαστούν":"καταπιάνομαι",
"κατάπιε":"καταπίνω",
"καταπίεζαν":"καταπιέζω",
"καταπίεζε":"καταπιέζω",
"καταπιέζει":"καταπιέζω",
"καταπιέζεστε":"καταπιέζω",
"καταπιέζεται":"καταπιέζω",
"καταπιέζετε":"καταπιέζω",
"καταπιέζουμε":"καταπιέζω",
"καταπιεί":"καταπίνω",
"καταπιείς":"καταπίνω",
"καταπιέσεις":"καταπιέζω",
"καταπίεση":"καταπίεση",
"καταπίεσης":"καταπίεση",
"καταπιεσμένες":"καταπιέζω",
"καταπιεσμένη":"καταπιέζω",
"καταπιεσμένος":"καταπιεσμένος",
"καταπιεσμένου":"καταπιέζω",
"καταπιεσμένους":"καταπιέζω",
"καταπιεσμένων":"καταπιέζω",
"καταπιεστικά":"καταπιεστικά",
"καταπιεστικές":"καταπιεστικός",
"καταπιεστική":"καταπιεστικός",
"καταπιεστικό":"καταπιεστικός",
"καταπιεστικοί":"καταπιεστικός",
"καταπιεστικού":"καταπιεστικός",
"κατάπινε":"καταπίνω",
"καταπίνει":"καταπίνω",
"καταπίνεται":"καταπίνω",
"καταπίνονται":"καταπίνω",
"καταπίνοντας":"καταπίνω",
"καταπίνουμε":"καταπίνω",
"καταπίνουν":"καταπίνω",
"καταπιούν":"καταπίνω",
"καταπλακώθηκαν":"καταπλακώνω",
"καταπλακώθηκε":"καταπλακώνω",
"καταπλάκωσαν":"καταπλακώνω",
"καταπλάκωσε":"καταπλακώνω",
"καταπλέει":"καταπλέω",
"καταπλέουν":"καταπλέω",
"καταπλεύσει":"καταπλέω",
"καταπλεύσουν":"καταπλέω",
"καταπληκτικά":"καταπληκτικός",
"καταπληκτικές":"καταπληκτικός",
"καταπληκτική":"καταπληκτικός",
"καταπληκτικής":"καταπληκτικός",
"καταπληκτικό":"καταπληκτικός",
"καταπληκτικός":"καταπληκτικός",
"καταπληκτικών":"καταπληκτικός",
"κατάπληκτοι":"κατάπληκτος",
"κατάπληκτος":"κατάπληκτος",
"καταπλήξει":"καταπλήσσω",
"καταπλήξετε":"καταπλήσσω",
"κατάπληξη":"κατάπληξη",
"καταπλήξουν":"καταπλήσσω",
"καταπλήξτε":"καταπλήσσω",
"καταπλήσσει":"καταπλήσσω",
"κατάπλους":"κατάπλους",
"καταπνίξει":"καταπνίγω",
"καταποθούν":"καταποθούν",
"καταπολεμά":"καταπολεμώ",
"καταπολεμάει":"καταπολεμώ",
"καταπολεμάμε":"καταπολεμώ",
"καταπολεμάται":"καταπολεμάται",
"καταπολεμηθεί":"καταπολεμώ",
"καταπολεμηθούν":"καταπολεμώ",
"καταπολέμησε":"καταπολεμώ",
"καταπολεμήσει":"καταπολεμώ",
"καταπολέμηση":"καταπολέμηση",
"καταπολέμησή":"καταπολέμηση",
"καταπολέμησης":"καταπολέμηση",
"καταπολέμησής":"καταπολέμηση",
"καταπολεμήσουμε":"καταπολεμώ",
"καταπολεμήσουν":"καταπολεμώ",
"καταπολεμούν":"καταπολεμώ",
"καταπολεμούσαμε":"καταπολεμώ",
"καταπονείται":"καταπονώ",
"καταπονημένη":"καταπονημένος",
"καταπονημένο":"καταπονώ",
"καταπονημένου":"καταπονημένος",
"καταπόνησης":"καταπόνηση",
"καταπονούν":"καταπονώ",
"καταποντίζονται":"καταποντίζω",
"καταπόντιση":"καταπόντιση",
"καταποντισμός":"καταποντισμός",
"καταποντισμούς":"καταποντισμός",
"καταποντισμών":"καταποντισμός",
"καταποντιστεί":"καταποντίζω",
"κατάποση":"κατάποση",
"κατάποσης":"κατάποση",
"καταπράσινα":"καταπράσινος",
"καταπράσινη":"καταπράσινος",
"καταπράσινο":"καταπράσινος",
"κατάπτυστον":"κατάπτυστος",
"καταπτώσεις":"κατάπτωση",
"κατάπτωση":"κατάπτωση",
"κατάπτωσης":"κατάπτωση",
"κατάπτωσής":"κατάπτωση",
"καταπώς":"καταπώς",
"καταρ":"καταρ",
"κατάρ":"κατάρ",
"κατάρα":"κατάρα",
"καταραμένες":"καταριέμαι",
"καταραμένη":"καταριέμαι",
"καταραμένο":"καταραμένος",
"καταραμένοι":"καταριέμαι",
"κατάρας":"κατάρα",
"καταραστεί":"καταριέμαι",
"καταργεί":"καταργώ",
"καταργείται":"καταργώ",
"καταργηθεί":"καταργώ",
"καταργήθηκαν":"καταργώ",
"καταργήθηκε":"καταργώ",
"καταργηθούν":"καταργώ",
"καταργήσαμε":"καταργώ",
"κατάργησαν":"καταργώ",
"καταργήσει":"καταργώ",
"καταργήσεις":"κατάργηση",
"κατάργηση":"κατάργηση",
"κατάργησή":"κατάργηση",
"κατάργησης":"κατάργηση",
"κατάργησής":"κατάργηση",
"καταργήσουν":"καταργώ",
"καταργήσω":"καταργώ",
"καταργούμε":"καταργώ",
"καταργούν":"καταργώ",
"καταργούνται":"καταργώ",
"καταργούσαν":"καταργώ",
"καταργούσε":"καταργώ",
"καταργώντας":"καταργώ",
"κατάρες":"κατάρα",
"καταρίνα":"καταρίνα",
"καταριόμαστε":"καταριέμαι",
"καταρρακτες":"καταρράκτης",
"καταρράκτες":"καταρράκτης",
"καταρράκτη":"καταρράκτης",
"καταρράκτης":"καταρράκτης",
"καταρρακτώδεις":"καταρρακτώδης",
"καταρρακτώδη":"καταρρακτώδης",
"καταρρακτώδης":"καταρρακτώδης",
"καταρρακτώδους":"καταρρακτώδης",
"καταρρακωθεί":"καταρρακώνω",
"καταρρακωμένο":"καταρρακωμένος",
"καταρρακώνοντας":"καταρρακώνω",
"καταρρακώσει":"καταρρακώνω",
"καταρράκωση":"καταρράκωση",
"καταρρακώσουν":"καταρρακώνω",
"καταρρέει":"καταρρέω",
"καταρρέοντα":"καταρρέων",
"καταρρέοντος":"καταρρέων",
"καταρρέουν":"καταρρέω",
"καταρρέουσα":"καταρρέων",
"καταρρεύσει":"καταρρέω",
"καταρρεύσεις":"κατάρρευση",
"κατάρρευση":"κατάρρευση",
"κατάρρευσης":"κατάρρευση",
"καταρρεύσουν":"καταρρέω",
"καταρρίπτει":"καταρρίπτω",
"καταρρίπτεται":"καταρρίπτω",
"καταρρίπτονται":"καταρρίπτω",
"καταρρίπτοντας":"καταρρίπτω",
"καταρριπτουν":"καταρρίπτω",
"καταρρίπτουν":"καταρρίπτω",
"καταρρίχηση":"καταρρίχηση",
"καταρρίψει":"καταρρίπτω",
"κατάρριψη":"κατάρριψη",
"κατάρριψης":"κατάρριψη",
"καταρρίψουν":"καταρρίπτω",
"κατάρτι":"κατάρτι",
"κατάρτια":"κατάρτι",
"καταρτίζει":"καταρτίζω",
"καταρτίζεται":"καταρτίζω",
"καταρτιζομένων":"καταρτίζω",
"καταρτίζονται":"καταρτίζω",
"καταρτιζόταν":"καταρτίζω",
"καταρτίζουν":"καταρτίζω",
"κατάρτισε":"καταρτίζω",
"καταρτίσει":"καταρτίζω",
"καταρτιση":"κατάρτιση",
"κατάρτιση":"κατάρτιση",
"κατάρτισή":"κατάρτιση",
"κατάρτισης":"κατάρτιση",
"καταρτισθεί":"καταρτίζω",
"καταρτίσθηκε":"καταρτίζω",
"καταρτισθούν":"καταρτίζω",
"καταρτισμένο":"καταρτισμένος",
"καταρτισμένους":"καταρτίζω",
"καταρτισμένων":"καταρτισμένος",
"καταρτισμός":"καταρτισμός",
"καταρτίσουν":"καταρτίζω",
"καταρτιστεί":"καταρτίζω",
"καταρχάς":"καταρχάς",
"καταρχην":"καταρχήν",
"καταρχήν":"καταρχήν",
"κατ'αρχήν":"κατ''αρχήν",
"κατασβέσεως":"κατάσβεση",
"κατάσβεση":"κατάσβεση",
"κατάσβεσή":"κατάσβεση",
"κατάσβεσης":"κατάσβεση",
"κατασβέσουν":"κατασβέσουν",
"κατασβηστεί":"κατασβήνω",
"κατασιγάσει":"κατασιγάζω",
"κατασκεύαζαν":"κατασκευάζω",
"κατασκεύαζε":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζει":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζεται":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζονται":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζονταν":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζοντας":"κατασκευάζω",
"κατασκευαζόταν":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζουμε":"κατασκευάζω",
"κατασκευάζουν":"κατασκευάζω",
"κατασκευάσαμε":"κατασκευάζω",
"κατασκεύασαν":"κατασκευάζω",
"κατασκεύασε":"κατασκευάζω",
"κατασκευάσει":"κατασκευάζω",
"κατασκευασθεί":"κατασκευάζω",
"κατασκευάσθηκε":"κατασκευάζω",
"κατασκευασθούν":"κατασκευάζω",
"κατασκεύασμα":"κατασκεύασμα",
"κατασκευάσματα":"κατασκεύασμα",
"κατασκευάσματος":"κατασκεύασμα",
"κατασκευασμένα":"κατασκευασμένος",
"κατασκευασμένες":"κατασκευάζω",
"κατασκευασμένη":"κατασκευασμένος",
"κατασκευασμένο":"κατασκευασμένος",
"κατασκευασμένοι":"κατασκευάζω",
"κατασκευασμένος":"κατασκευάζω",
"κατασκευασμένων":"κατασκευάζω",
"κατασκευάσουμε":"κατασκευάζω",
"κατασκευάσουν":"κατασκευάζω",
"κατασκευαστεί":"κατασκευάζω",
"κατασκευαστές":"κατασκευαστής",
"κατασκευαστή":"κατασκευαστής",
"κατασκευάστηκαν":"κατασκευάζω",
"κατασκευάστηκε":"κατασκευάζω",
"κατασκευαστής":"κατασκευαστής",
"κατασκευαστικά":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικες":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικές":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστική":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικής":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικό":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικοί":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικός":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικού":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικων":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστικών":"κατασκευαστικός",
"κατασκευαστούν":"κατασκευάζω",
"κατασκευάστρια":"κατασκευάστρια",
"κατασκευάστριας":"κατασκευάστρια",
"κατασκευάστριες":"κατασκευάστρια",
"κατασκευαστών":"κατασκευαστής",
"κατασκευάσω":"κατασκευάζω",
"κατασκευές":"κατασκευή",
"κατασκευές-παρτιτούρες":"κατασκευές-παρτιτούρες",
"κατασκευές-υλικά":"κατασκευές-υλικά",
"κατασκευή":"κατασκευή",
"κατασκευήν":"κατασκευή",
"κατασκευής":"κατασκευή",
"κατασκευων":"κατασκευή",
"κατασκευών":"κατασκευή",
"κατασκήνωση":"κατασκήνωση",
"κατασκήνωσης":"κατασκήνωση",
"κατασκηνώσουν":"κατασκηνώνω",
"κατασκηνωτές":"κατασκηνωτής",
"κατασκηνωτικές":"κατασκηνωτικές",
"κατασκηνωτών":"κατασκηνωτής",
"κατασκονισμένοι":"κατασκονισμένος",
"κατασκοπεία":"κατασκοπεία",
"κατασκοπείας":"κατασκοπεία",
"κατασκόπευαν":"κατασκοπεύω",
"'κατασκοπεύουμε'":"'κατασκοπεύουμε'",
"κατασκοπεύσετε":"κατασκοπεύω",
"κατασκοπευτικές":"κατασκοπευτικός",
"κατασκοπευτική":"κατασκοπευτικός",
"κατασκοπευτικής":"κατασκοπευτικός",
"κατασκοπευτικό":"κατασκοπευτικός",
"κατασκοπευτικού":"κατασκοπευτικός",
"κατασκοπία":"κατασκοπία",
"κατασκοπίας":"κατασκοπία",
"κατάσκοποι":"κατάσκοπος",
"κατασκοπος":"κατάσκοπος",
"κατάσκοπος":"κατάσκοπος",
"κατασκόπων":"κατάσκοπος",
"κατασπαραγμένο":"κατασπαράζω",
"κατασπαράζει":"κατασπαράζω",
"κατασπάραξαν":"κατασπαράζω",
"κατασπαράξει":"κατασπαράζω",
"κατασπαταλήσαμε":"κατασπαταλώ",
"κατασπατάληση":"κατασπατάληση",
"κατασπατάλησης":"κατασπατάληση",
"κάτασπρο":"κάτασπρος",
"κατασταλαγμένες":"κατασταλάζω",
"κατασταλαγμένη":"κατασταλάζω",
"καταστάλαξαν":"κατασταλάζω",
"κατασταλάξει":"κατασταλάζω",
"κατασταλάξετε":"κατασταλάζω",
"κατασταλτικά":"κατασταλτικά",
"κατασταλτική":"κατασταλτικός",
"κατασταλτικής":"κατασταλτικός",
"κατασταλτικό":"κατασταλτικός",
"κατασταλτικού":"κατασταλτικός",
"κατασταλτικούς":"κατασταλτικός",
"κατασταλτικών":"κατασταλτικός",
"καταστάσεις":"κατάσταση",
"καταστάσεων":"κατάσταση",
"καταστάσεως":"κατάσταση",
"κατασταση":"κατάσταση",
"κατάσταση":"κατάσταση",
"κατάστασή":"κατάσταση",
"κατάστασης":"κατάσταση",
"κατάστασής":"κατάσταση",
"καταστατικά":"καταστατικό",
"καταστατική":"καταστατικός",
"καταστατικό":"καταστατικό",
"καταστατικός":"καταστατικός",
"καταστατικού":"καταστατικό",
"καταστατικών":"καταστατικός",
"καταστεί":"καθίσταμαι",
"καταστείλει":"καταστέλλω",
"καταστείλουν":"καταστέλλω",
"καταστέλλεται":"καταστέλλω",
"καταστέλλουν":"καταστέλλω",
"κατάστημα":"κατάστημα",
"κατάστημά":"κατάστημα",
"καταστήματα":"κατάστημα",
"καταστήματά":"κατάστημα",
"καταστηματάρχες":"καταστηματάρχης",
"καταστηματάρχη":"καταστηματάρχης",
"καταστηματαρχών":"καταστηματάρχης",
"καταστήματος":"κατάστημα",
"καταστηματων":"κατάστημα",
"καταστημάτων":"κατάστημα",
"καταστήσει":"καθιστώ",
"καταστήσουμε":"καθιστώ",
"καταστήσουν":"καθιστώ",
"καταστήστε":"καθιστώ",
"καταστολή":"καταστολή",
"καταστολήν":"καταστολή",
"καταστολής":"καταστολή",
"καταστούν":"καθίσταμαι",
"καταστραμμένα":"καταστραμμένος",
"καταστρατηγεί":"καταστρατηγώ",
"καταστρατήγησε":"καταστρατηγώ",
"καταστρατηγήσει":"καταστρατηγώ",
"καταστρατήγηση":"καταστρατήγηση",
"καταστρατήγησης":"καταστρατήγηση",
"καταστρατηγήσουν":"καταστρατηγώ",
"καταστρατηγούνται":"καταστρατηγώ",
"καταστρατηγώντας":"καταστρατηγώ",
"καταστραφεί":"καταστρέφω",
"καταστράφηκαν":"καταστρέφω",
"καταστράφηκε":"καταστρέφω",
"καταστραφούν":"καταστρέφω",
"καταστρεπτικές":"καταστρεπτικός",
"καταστρεπτική":"καταστρεπτικός",
"καταστρέφει":"καταστρέφω",
"καταστρέφεται":"καταστρέφω",
"καταστρέφονται":"καταστρέφω",
"καταστρέφοντας":"καταστρέφω",
"καταστρέφοντάς":"καταστρέφω",
"καταστρεφόταν":"καταστρέφω",
"καταστρέφουμε":"καταστρέφω",
"καταστρέφουν":"καταστρέφω",
"καταστρέψει":"καταστρέφω",
"καταστρέψουμε":"καταστρέφω",
"καταστρέψουν":"καταστρέφω",
"καταστρέψω":"καταστρέφω",
"καταστροφέας":"καταστροφέας",
"καταστροφές":"καταστροφή",
"καταστροφή":"καταστροφή",
"καταστροφής":"καταστροφή",
"καταστροφικά":"καταστροφικά",
"καταστροφικά":"καταστροφικός",
"καταστροφικές":"καταστροφικός",
"καταστροφική":"καταστροφικός",
"καταστροφικής":"καταστροφικός",
"καταστροφικό":"καταστροφικός",
"καταστροφικός":"καταστροφικός",
"καταστροφικότερες":"καταστροφικός",
"καταστροφικότερο":"καταστροφικός",
"καταστροφικού":"καταστροφικός",
"καταστροφικών":"καταστροφικός",
"καταστροφολογία":"καταστροφολογία",
"καταστροφολογίας":"καταστροφολογία",
"καταστροφολόγους":"καταστροφολόγος",
"καταστροφών":"καταστροφή",
"καταστρωθεί":"καταστρώνω",
"κατάστρωμα":"κατάστρωμα",
"καταστρώματά":"κατάστρωμα",
"καταστρώματος":"κατάστρωμα",
"καταστρώνει":"καταστρώνω",
"καταστρώνετε":"καταστρώνω",
"καταστρώνουν":"καταστρώνω",
"καταστρώσει":"καταστρώνω",
"καταστρώσετε":"καταστρώνω",
"κατάστρωση":"κατάστρωση",
"καταστρώσουν":"καταστρώνω",
"καταστρώστε":"καταστρώνω",
"κατασχεθεί":"κατάσχω",
"κατασχεθέντων":"κατασχεθείς",
"κατασχέθηκαν":"κατάσχω",
"κατασχέθηκε":"κατάσχω",
"κατασχεθούν":"κατάσχω",
"κατασχεμένα":"κατασχεμένα",
"κατασχεμένο":"κατασχεμένο",
"κατασχεμένους":"κατασχεμένους",
"κατασχεμένων":"κατασχεμένων",
"κατάσχεσαν":"κατάσχω",
"κατασχέσεις":"κατάσχεση",
"κατασχέσεις":"κατάσχω",
"κατάσχεση":"κατάσχεση",
"κατάσχεσης":"κατάσχεση",
"κατασχέσουν":"κατάσχω",
"κατασχετήριο":"κατασχετήριος",
"κατάσχονται":"κατάσχω",
"κατάσχουν":"κατάσχω",
"καταταγεί":"κατατάσσω",
"καταταγούν":"κατατάσσω",
"καταταλαιπωρημένη":"καταταλαιπωρώ",
"καταταλαιπωρημένους":"καταταλαιπωρώ",
"κατατάξει":"κατατάσσω",
"κατατάξεις":"κατάταξη",
"καταταξη":"κατάταξη",
"κατάταξη":"κατάταξη",
"κατάταξης":"κατάταξη",
"κατατάξουμε":"κατατάσσω",
"κατατάσσει":"κατατάσσω",
"κατατάσσεται":"κατατάσσω",
"κατατάσσονται":"κατατάσσω",
"κατατάσσοντας":"κατατάσσω",
"κατατάσσοντάς":"κατατάσσω",
"κατατάσσουν":"κατατάσσω",
"καταταχθεί":"κατατάσσω",
"κατατάχθηκαν":"κατατάσσω",
"κατατάχθηκε":"κατατάσσω",
"κατατεθεί":"καταθέτω",
"κατατεθειμένη":"καταθέτω",
"κατατεθειμένο":"καταθέτω",
"κατατεθέν":"κατατεθείς",
"κατατεθέντος":"κατατεθείς",
"κατατέθηκαν":"καταθέτω",
"κατατέθηκε":"καταθέτω",
"κατατεθούν":"καταθέτω",
"κατατείνουν":"κατατείνω",
"κατατεμαχισμός":"κατατεμαχισμός",
"κατατίθενται":"καταθέτω",
"κατατίθεται":"καταθέτω",
"κατάτμηση":"κατάτμηση",
"κατάτμησης":"κατάτμηση",
"κατατομή":"κατατομή",
"κατατόπια":"κατατόπι",
"κατατοπίζεται":"κατατοπίζω",
"κατατοπίσουν":"κατατοπίζω",
"κατατοπιστικό":"κατατοπιστικός",
"κατατρεγμένου":"κατατρέχω",
"κατατρεγμένων":"κατατρέχω",
"κατατρέχει":"κατατρέχω",
"κατατρομοκρατηθεί":"κατατρομοκρατώ",
"κατατροπώνοντας":"κατατροπώνω",
"κατατρόπωσε":"κατατροπώνω",
"κατατρύχει":"κατατρύχω",
"κατατρώγει":"κατατρώω",
"κατατρώγοντας":"κατατρώω",
"καταυλισμό":"καταυλισμός",
"καταυλισμου":"καταυλισμός",
"καταυλισμού":"καταυλισμός",
"καταυλισμούς":"καταυλισμός",
"καταφάει":"καταφάει",
"καταφανώς":"καταφανώς",
"καταφάσεων":"κατάφαση",
"κατάφαση":"κατάφαση",
"καταφάσκει":"καταφάσκω",
"καταφατικά":"καταφατικά",
"καταφατική":"καταφατικός",
"κατάφατσα":"κατάφατσα",
"κατάφερα":"καταφέρνω",
"καταφέραμε":"καταφέρνω",
"καταφεράν":"καταφεράν",
"κατάφεραν":"καταφέρνω",
"καταφέρανε":"καταφέρνω",
"καταφέρατε":"καταφέρνω",
"καταφερε":"καταφέρνω",
"κατάφερε":"καταφέρνω",
"καταφέρει":"καταφέρνω",
"καταφέρεις":"καταφέρνω",
"καταφέρεται":"καταφέρομαι",
"καταφέρετε":"καταφέρνω",
"καταφέρθηκαν":"καταφέρομαι",
"καταφέρθηκε":"καταφέρομαι",
"κατάφερνα":"καταφέρνω",
"κατάφερναν":"καταφέρνω",
"κατάφερνε":"καταφέρνω",
"καταφέρνει":"καταφέρνω",
"καταφέρνεις":"καταφέρνω",
"καταφέρνετε":"καταφέρνω",
"καταφέρνοντας":"καταφέρνω",
"καταφέρνουμε":"καταφέρνω",
"καταφέρνουν":"καταφέρνω",
"καταφέρνω":"καταφέρνω",
"καταφέρουμε":"καταφέρνω",
"καταφέρουν":"καταφέρνω",
"καταφέρω":"καταφέρνω",
"καταφεύγει":"καταφεύγω",
"καταφεύγοντας":"καταφεύγω",
"καταφεύγουν":"καταφεύγω",
"καταφθάνει":"καταφθάνω",
"καταφθάνουν":"καταφθάνω",
"καταφθάσει":"καταφθάνω",
"καταφθάσουν":"καταφθάνω",
"καταφρονεμένο":"καταφρονεμένος",
"καταφτάνουν":"καταφθάνω",
"καταφύγει":"καταφεύγω",
"καταφύγεις":"καταφεύγω",
"καταφύγετε":"καταφεύγω",
"καταφυγή":"καταφυγή",
"καταφυγής":"καταφυγή",
"καταφύγια":"καταφύγιο",
"καταφύγιο":"καταφύγιο",
"καταφύγιό":"καταφύγιο",
"καταφυγίου":"καταφύγιο",
"καταφύγιου":"καταφύγιο",
"καταφυγίων":"καταφύγιο",
"καταφύγουμε":"καταφεύγω",
"καταφύγουν":"καταφεύγω",
"κατάφυτη":"κατάφυτος",
"κατάφωρες":"κατάφωρος",
"κατάφωρη":"κατάφωρος",
"κατάφωρης":"κατάφωρος",
"κατάχαμα":"κατάχαμα",
"καταχείμωνο":"καταχείμωνο",
"καταχειροκροτήθηκαν":"καταχειροκροτώ",
"καταχειροκροτήθηκε":"καταχειροκροτώ",
"καταχειροκρότησαν":"καταχειροκροτώ",
"καταχειροκρότησε":"καταχειροκροτώ",
"καταχειροκροτούμενος":"καταχειροκροτούμενος",
"καταχνιά":"καταχνιά",
"καταχραστεί":"καταχρώμαι",
"καταχράστηκε":"καταχρώμαι",
"καταχραστών":"καταχραστής",
"καταχράται":"καταχρώμαι",
"καταχρεωμένη":"καταχρεώνομαι",
"καταχρεωμένο":"καταχρεώνομαι",
"καταχρήσεις":"κατάχρηση",
"κατάχρηση":"κατάχρηση",
"κατάχρησή":"κατάχρηση",
"κατάχρησης":"κατάχρηση",
"καταχρηστικά":"καταχρηστικά",
"καταχρηστικές":"καταχρηστικός",
"καταχρηστικής":"καταχρηστικός",
"καταχρηστικό":"καταχρηστικός",
"καταχρηστικός":"καταχρηστικός",
"καταχρηστικούς":"καταχρηστικός",
"καταχρηστικώς":"καταχρηστικώς",
"καταχωνιαστεί":"καταχωνιάζω",
"καταχωρεί":"καταχωρώ",
"καταχωρείται":"καταχωρώ",
"καταχωρηθεί":"καταχωρώ",
"καταχωρήθηκαν":"καταχωρώ",
"καταχωρήθηκε":"καταχωρώ",
"καταχωρημένες":"καταχωρώ",
"καταχωρημένος":"καταχωρώ",
"καταχωρήσει":"καταχωρώ",
"καταχωρήσεις":"καταχώρηση",
"καταχωρήσεων":"καταχώρηση",
"καταχώρηση":"καταχώρηση",
"καταχώρησης":"καταχώρηση",
"καταχωρήσουν":"καταχωρώ",
"καταχώριση":"καταχώριση",
"καταχώρισή":"καταχώριση",
"καταχωρισμένες":"καταχωρίζω",
"καταχωρούν":"καταχωρώ",
"καταψηφίζει":"καταψηφίζω",
"καταψηφίζεται":"καταψηφίζω",
"καταψηφίζοντας":"καταψηφίζω",
"καταψηφίζουν":"καταψηφίζω",
"καταψήφισαν":"καταψηφίζω",
"καταψήφισε":"καταψηφίζω",
"καταψηφίσει":"καταψηφίζω",
"καταψήφιση":"καταψήφιση",
"καταψηφίσθηκε":"καταψηφίζω",
"καταψηφίσουν":"καταψηφίζω",
"καταψηφιστεί":"καταψηφίζω",
"καταψηφίστηκε":"καταψηφίζω",
"καταψύκτη":"καταψύκτης",
"κατάψυξη":"κατάψυξη",
"κατάψυξης":"κατάψυξη",
"κατέβαζαν":"κατεβάζω",
"κατεβάζει":"κατεβάζω",
"κατεβάζεις":"κατεβάζω",
"κατεβάζοντας":"κατεβάζω",
"κατεβάζοντάς":"κατεβάζω",
"κατεβάζουμε":"κατεβάζω",
"κατεβάζουν":"κατεβάζω",
"κατεβαίναμε":"κατεβαίνω",
"κατέβαιναν":"κατεβαίνω",
"κατέβαινε":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνει":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνετε":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνοντας":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνουμε":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνουν":"κατεβαίνω",
"κατεβαίνω":"κατεβαίνω",
"κατέβαλαν":"καταβάλλω",
"κατέβαλε":"καταβάλλω",
"κατέβαλλαν":"καταβάλλω",
"κατέβαλλε":"καταβάλλω",
"κατεβάσαμε":"κατεβάζω",
"κατέβασαν":"κατεβάζω",
"κατέβασε":"κατεβάζω",
"κατεβάσει":"κατεβάζω",
"κατέβασμα":"κατέβασμα",
"κατεβασμένα":"κατεβάζω",
"κατεβασμένο":"κατεβάζω",
"κατεβάσουν":"κατεβάζω",
"κατεβατά":"κατεβατό",
"κατεβεί":"κατεβαίνω",
"κατέβει":"κατεβαίνω",
"κατέβεις":"κατεβαίνω",
"κατεβείτε":"κατεβαίνω",
"κατέβηκα":"κατεβαίνω",
"κατεβήκαμε":"κατεβαίνω",
"κατέβηκαν":"κατεβαίνω",
"κατέβηκε":"κατεβαίνω",
"κατεβλήθη":"καταβάλλω",
"κατεβούμε":"κατεβαίνω",
"κατέβουμε":"κατεβαίνω",
"κατέβουν":"κατεβαίνω",
"κατέβω":"κατεβαίνω",
"κατέγραφαν":"καταγράφω",
"κατέγραφε":"καταγράφω",
"κατεγράφη":"καταγράφω",
"κατεγράφησαν":"καταγράφω",
"κατέγραψα":"καταγράφω",
"κατέγραψαν":"καταγράφω",
"κατέγραψε":"καταγράφω",
"κατεδαφίζει":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίζονται":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίζουν":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίσει":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίσεις":"κατεδάφιση",
"κατεδάφιση":"κατεδάφιση",
"κατεδάφισή":"κατεδάφιση",
"κατεδάφισης":"κατεδάφιση",
"κατεδαφιστεί":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίστηκαν":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφίστηκε":"κατεδαφίζω",
"κατεδαφιστούν":"κατεδαφίζω",
"κατέδειξαν":"καταδεικνύω",
"κατέδειξε":"καταδεικνύω",
"κατέδιδε":"καταδίδω",
"κατέθεσα":"καταθέτω",
"κατέθεσαν":"καταθέτω",
"κατεθεσε":"καταθέτω",
"κατέθεσε":"καταθέτω",
"κατέθεταν":"καταθέτω",
"κατέθετε":"καταθέτω",
"κατειλημμένες":"κατειλημμένος",
"κατειλημμένη":"κατειλημμένος",
"κατείχαν":"κατέχω",
"κατείχε":"κατέχω",
"κατεκάλυψαν":"καταεκαλείβω",
"κατέκλυζαν":"κατακλύζω",
"κατέκλυζε":"κατακλύζω",
"κατέκλυσαν":"κατακλύζω",
"κατέκλυσε":"κατακλύζω",
"κατέκριναν":"κατακρίνω",
"κατέκρινε":"κατακρίνω",
"κατέκτησαν":"κατακτώ",
"κατέκτησε":"κατακτώ",
"κατέλαβαν":"καταλαβαίνω",
"κατέλαβε":"καταλαβαίνω",
"κατελάμβαναν":"καταλαβαίνω",
"κατέληγαν":"καταλήγω",
"κατέληγε":"καταλήγω",
"κατέληξα":"καταλήγω",
"κατέληξαν":"καταλήγω",
"κατέληξε":"καταλήγω",
"κατελήφθη":"καταλαβαίνω",
"κατελήφθησαν":"καταλαμβάνω",
"κατέλθει":"κατέρχομαι",
"κατέλθουν":"κατέρχομαι",
"κατελόγισε":"καταλογίζω",
"κατέλυαν":"καταλύω",
"κατέλυε":"καταλύω",
"κατελύθη":"καταλύω",
"κατέλυσαν":"καταλύω",
"κατέλυσε":"καταλύω",
"κατεμής":"κατεμής",
"κατενθουσιασμένοι":"κατενθουσιάζω",
"κατενόησε":"κατανοώ",
"κατεξοχήν":"κατεξοχήν",
"κατεπείγοντος":"κατεπείγων",
"κατεπειγόντως":"κατεπειγόντως",
"κατεπείγουσα":"κατεπείγων",
"κατεπείγουσας":"κατεπείγων",
"κατέπεσε":"καταπέφτω",
"κατέπλευσε":"καταπλέω",
"κάτερ":"κάτερ",
"κατεργασία":"κατεργασία",
"κατεργασίας":"κατεργασία",
"κατεργιαννάκη":"καταεργιαννάκης",
"κατεργιαννάκης":"καταεργιαννάκης",
"κάτεργο":"κάτεργο",
"κάτεργου":"κάτεργο",
"κατερινα":"κατερίνα",
"κατερίνα":"κατερίνα",
"κατερίνας":"κατερίνα",
"κατερινη":"κατερίνη",
"κατερίνη":"κατερίνη",
"κατερινης":"κατερίνη",
"κατερίνης":"κατερίνη",
"κατερινιώτες":"κατερινιώτες",
"κατερινιώτης":"κατερινιώτης",
"κατερινόσκαλας":"κατερινόσκαλας",
"κατέρρεαν":"καταρρέω",
"κατέρρεε":"καταρρέω",
"κατέρρευσαν":"καταρρέω",
"κατέρρευσε":"καταρρέω",
"κατέρριπτε":"καταρρίπτω",
"κατέρριψε":"καταρρίπτω",
"κατέρχεται":"κατέρχομαι",
"κατέρχονται":"κατέρχομαι",
"κατεστάλη":"καταστέλλω",
"κατέστειλαν":"καταστέλλω",
"κατέστη":"καθίσταμαι",
"κατεστημένα":"κατεστημένος",
"κατεστημένο":"κατεστημένος",
"κατεστημένου":"κατεστημένος",
"κατεστημένους":"κατεστημένος",
"κατεστημένων":"κατεστημένος",
"κατέστησα":"καθιστώ",
"κατέστησαν":"καθιστώ",
"κατέστησε":"καθιστώ",
"κατεστραμμένα":"κατεστραμμένος",
"κατεστραμμένες":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένη":"κατεστραμμένος",
"κατεστραμμένης":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένο":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένοι":"κατεστραμμένος",
"κατεστραμμένος":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένου":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένους":"καταστρέφω",
"κατεστραμμένων":"κατεστραμμένος",
"κατεστράφη":"καταστρέφω",
"κατεστράφησαν":"καταστρέφω",
"κατέστρεφε":"καταστρέφω",
"κατέστρεψαν":"καταστρέφω",
"κατέστρεψε":"καταστρέφω",
"κατέστρωσε":"καταστρώνω",
"κατεσχέθησαν":"κατάσχω",
"κατέσχεσαν":"κατάσχω",
"κατετάγη":"κατατάσσω",
"κατετάγησαν":"κατατάσσω",
"κατέταξα":"κατατάσσω",
"κατέταξε":"κατατάσσω",
"κατέτασσαν":"κατατάσσω",
"κατέτασσε":"κατατάσσω",
"κατετέθη":"καταθέτω",
"κατέτεινε":"κατατείνω",
"κατέτρωγε":"κατατρώω",
"κατευθείαν":"κατευθείαν",
"κατεύθυνε":"κατευθύνω",
"κατευθύνει":"κατευθύνω",
"κατευθύνεται":"κατευθύνω",
"κατευθυνθεί":"κατευθύνω",
"κατευθύνθηκαν":"κατευθύνω",
"κατευθύνθηκε":"κατευθύνω",
"κατευθυνθούμε":"κατευθύνω",
"κατευθυνθούν":"κατευθύνω",
"κατευθυνόμενα":"κατευθυνόμενος",
"κατευθυνόμενη":"κατευθυνόμενος",
"κατευθυνόμενης":"κατευθυνόμενος",
"κατευθυνόμενο":"κατευθυνόμενος",
"κατευθύνονται":"κατευθύνω",
"κατευθύνονταν":"κατευθύνω",
"κατευθυνόταν":"κατευθύνω",
"κατευθύνουν":"κατευθύνω",
"κατευθύνσεις":"κατεύθυνση",
"κατευθύνσεων":"κατεύθυνση",
"κατευθύνσεως":"κατεύθυνση",
"κατευθυνση":"κατεύθυνση",
"κατεύθυνση":"κατεύθυνση",
"κατεύθυνσή":"κατεύθυνση",
"κατέυθυνση":"κατέυθυνση",
"κατεύθυνσης":"κατεύθυνση",
"κατευθυντήρια":"κατευθυντήριος",
"κατευθυντήριες":"κατευθυντήριος",
"κατευθυντηρίων":"κατευθυντήριος",
"κατευθυντικές":"κατευθυντικές",
"κατευθύνω":"κατευθύνω",
"κατευνάσει":"κατευνάζω",
"κατευνασθούν":"κατευνάζω",
"κατευνασμό":"κατευνασμός",
"κατευνασμός":"κατευνασμός",
"κατευνασμού":"κατευνασμός",
"κατευνάσουν":"κατευνάζω",
"κατευνάστηκαν":"κατευνάζω",
"κατέφεραν":"καταφέρω",
"κατέφερε":"καταφέρω",
"κατέφευγαν":"καταφεύγω",
"κατέφευγε":"καταφεύγω",
"κατέφθασαν":"καταφθάνω",
"κατέφθασε":"καταφθάνω",
"κατέφτασε":"καταφτάνω",
"κατέφυγαν":"καταφεύγω",
"κατέφυγε":"καταφεύγω",
"κατέχει":"κατέχω",
"κατέχεται":"κατέχω",
"κατέχετε":"κατέχω",
"κατεχόμενα":"κατεχόμενος",
"κατεχόμενη":"κατεχόμενος",
"κατεχόμενο":"κατεχόμενος",
"κατεχόμενος":"κατεχόμενος",
"κατεχομένων":"κατεχόμενος",
"κατέχοντα":"κατέχων",
"κατέχονται":"κατέχω",
"κατέχοντας":"κατέχω",
"κατέχοντες":"κατέχων",
"κατεχόντων":"κατέχων",
"κατέχουμε":"κατέχω",
"'κατέχουν":"'κατέχουν",
"κατέχουν":"κατέχω",
"κατέχων":"κατέχων",
"κατεψυγμένα":"κατεψυγμένος",
"κατεψυγμένη":"κατεψυγμένος",
"κατεψυγμένο":"κατεψυγμένος",
"κατεψυγμένος":"κατεψυγμένος",
"κατεψυγμένου":"κατεψυγμένος",
"κατζικά":"κατζικά",
"κατζιούλις":"κατζιούλις",
"κατζουράκη":"κατζουράκη",
"κατζουράκης":"κατζουράκης",
"κατή":"κατής",
"κατήγγειλα":"καταγγέλλω",
"κατήγγειλαν":"καταγγέλλω",
"κατήγγειλε":"καταγγέλλω",
"κατήγγελλε":"καταγγέλλω",
"κατηγορεί":"κατηγορώ",
"κατηγορείς":"κατηγορώ",
"κατηγορείται":"κατηγορώ",
"κατηγορηθεί":"κατηγορώ",
"κατηγορήθηκα":"κατηγορώ",
"κατηγορήθηκαν":"κατηγορώ",
"κατηγορήθηκε":"κατηγορώ",
"κατηγορηθούν":"κατηγορώ",
"κατηγορήματα":"κατηγόρημα",
"κατηγορηματικά":"κατηγορηματικά",
"κατηγορηματικές":"κατηγορηματικός",
"κατηγορηματική":"κατηγορηματικός",
"κατηγορηματικό":"κατηγορηματικός",
"κατηγορηματικοί":"κατηγορηματικός",
"κατηγορηματικός":"κατηγορηματικός",
"κατηγόρησαν":"κατηγορώ",
"κατηγόρησε":"κατηγορώ",
"κατηγορήσει":"κατηγορώ",
"κατηγορήσεις":"κατηγορώ",
"κατηγορήσουμε":"κατηγορώ",
"κατηγορήσουν":"κατηγορώ",
"κατηγορητήρια":"κατηγορητήριο",
"κατηγορητήριο":"κατηγορητήριο",
"κατηγορητηρίου":"κατηγορητήριο",
"κατηγορια":"κατηγορία",
"κατηγορία":"κατηγορία",
"κατηγορίαν":"κατηγορία",
"κατηγορίας":"κατηγορία",
"κατηγορίες":"κατηγορία",
"κατηγόριες":"κατηγόρια",
"κατηγοριεσνικητεσκερδη":"κατηγοριεσνικητεσκερδη",
"κατηγοριοποιήσει":"κατηγοριοποιώ",
"κατηγοριοποιήσεις":"κατηγοριοποίηση",
"κατηγοριοποίηση":"κατηγοριοποίηση",
"κατηγοριοποιούν":"κατηγοριοποιώ",
"κατηγοριοποιούνται":"κατηγοριοποιώ",
"κατηγοριών":"κατηγορία",
"κατήγοροι":"κατήγορος",
"κατήγοροί":"κατήγορος",
"κατήγορος":"κατήγορος",
"κατηγορούμαι":"κατηγορώ",
"κατηγορούμε":"κατηγορώ",
"κατηγορούμενη":"κατηγορούμενη",
"κατηγορουμένη":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενο":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενοι":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενος":"κατηγορούμενος",
"κατηγορουμένου":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενου":"κατηγορούμενος",
"κατηγορουμένους":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενους":"κατηγορούμενος",
"κατηγορουμένων":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούμενων":"κατηγορούμενος",
"κατηγορούν":"κατηγορώ",
"κατηγορούνται":"κατηγορώ",
"κατηγορούνταν":"κατηγορώ",
"κατηγόρους":"κατήγορος",
"κατηγορούσα":"κατηγορώ",
"κατηγορούσαν":"κατηγορώ",
"κατηγορούσε":"κατηγορώ",
"κατηγορώ":"κατηγορώ",
"κατηγόρων":"κατήγορος",
"κατηγορώντας":"κατηγορώ",
"κατηγορώντάς":"κατηγορώ",
"κατήντησε":"κατήντησε",
"κατηραμένος":"κατηραμένος",
"κατήργησε":"καταργώ",
"κατήρτισαν":"καταρτίζω",
"κατήρτισε":"καταρτίζω",
"κατηύθυνε":"κατευθύνω",
"κατήφεια":"κατήφεια",
"κατηφόρα":"κατηφόρα",
"κατηφόριζαν":"κατηφορίζω",
"κατηφορίζει":"κατηφορίζω",
"κατηφορίζοντας":"κατηφορίζω",
"κατηφορική":"κατηφορικός",
"κατηφορίσει":"κατηφορίζω",
"κατήφορο":"κατήφορος",
"κατήφορος":"κατήφορος",
"κατήφορου":"κατήφορος",
"κατηχητικού":"κατηχητικός",
"κατι":"κάτι",
"κάτι":"κάτι",
"κατια":"κάτια",
"κάτια":"κάτια",
"κάτιας":"κάτια",
"κατιούσα":"κατιών",
"κατισχύει":"κατισχύω",
"κατισχυμένος":"κατισχυμένος",
"κατίσχυση":"κατίσχυση",
"κατίσχυσης":"κατίσχυση",
"κάτιτι":"κατιτί",
"κατοικεί":"κατοικώ",
"κατοικείται":"κατοικώ",
"κατοικηθεί":"κατοικώ",
"κατοικήθηκε":"κατοικώ",
"κατοικηθούν":"κατοικώ",
"κατοικημένες":"κατοικημένος",
"κατοικημένη":"κατοικώ",
"κατοικημένο":"κατοικημένος",
"κατοικημένους":"κατοικημένος",
"κατοίκησαν":"κατοικώ",
"κατοίκηση":"κατοίκηση",
"κατοίκησης":"κατοίκηση",
"κατοικήσιμος":"κατοικήσιμος",
"κατοικήσουν":"κατοικώ",
"κατοικία":"κατοικία",
"κατοικίας":"κατοικία",
"κατοικίδια":"κατοικίδιος",
"κατοικίδιες":"κατοικίδιος",
"κατοικίδιο":"κατοικίδιος",
"κατοικίδιου":"κατοικίδιος",
"κατοικίδιων":"κατοικίδιος",
"κατοικίες":"κατοικία",
"κατοικιών":"κατοικία",
"κάτοικο":"κάτοικος",
"κάτοικό":"κάτοικος",
"κατοικοεδρεύει":"κατοικοεδρεύω",
"κατοικοεδρεύουν":"κατοικοεδρεύω",
"κάτοικοι":"κάτοικος",
"κάτοικοί":"κάτοικος",
"κάτοικος":"κάτοικος",
"κατοίκου":"κάτοικος",
"κατοικούμε":"κατοικώ",
"κατοικούν":"κατοικώ",
"κατοικούνται":"κατοικώ",
"κατοικούντες":"κατοικών",
"κατοίκους":"κάτοικος",
"κάτοικους":"κάτοικος",
"κατοικούσαν":"κατοικώ",
"κατοικούσατε":"κατοικώ",
"κατοικούσε":"κατοικώ",
"κατοικώ":"κατοικώ",
"κατοίκων":"κάτοικος",
"κατολισθήσει":"κατολισθαίνω",
"κατολισθήσεις":"κατολισθαίνω",
"κατολισθήσεις":"κατολίσθηση",
"κατολισθήσεων":"κατολίσθηση",
"κατολίσθηση":"κατολίσθηση",
"κατολίσθησης":"κατολίσθηση",
"κατονόμαζαν":"κατονομάζω",
"κατονομάζει":"κατονομάζω",
"κατονομάζεται":"κατονομάζω",
"κατονομαζόμενη":"κατονομαζόμενος",
"κατονομαζόμενος":"κατονομαζόμενος",
"κατονομάζοντας":"κατονομάζω",
"κατονομάζουν":"κατονομάζω",
"κατονόμασε":"κατονομάζω",
"κατονομάσει":"κατονομάζω",
"κατονομάσετε":"κατονομάζω",
"κατονομάσουν":"κατονομάζω",
"κατονομαστεί":"κατονομάζω",
"κατονομαστούν":"κατονομάζω",
"κατονομάσω":"κατονομάζω",
"κατόπι":"κατόπι",
"κατόπιν":"κατόπιν",
"κατοπινή":"κατοπινός",
"κατοπινοί":"κατοπινός",
"κατοπινούς":"κατοπινός",
"κατοπινών":"κατοπινός",
"κατόπτευση":"κατόπτευση",
"κάτοπτρα":"κάτοπτρο",
"κάτοπτρο":"κάτοπτρο",
"κατόρθωμα":"κατόρθωμα",
"κατόρθωμά":"κατόρθωμα",
"κατορθώματα":"κατόρθωμα",
"κατορθώματά":"κατόρθωμα",
"κατορθωμάτων":"κατόρθωμα",
"κατόρθωναν":"κατορθώνω",
"κατόρθωνε":"κατορθώνω",
"κατορθώνει":"κατορθώνω",
"κατορθώνοντας":"κατορθώνω",
"κατορθώνουμε":"κατορθώνω",
"κατορθώνουν":"κατορθώνω",
"κατόρθωσα":"κατορθώνω",
"κατορθώσαμε":"κατορθώνω",
"κατόρθωσαν":"κατορθώνω",
"κατόρθωσε":"κατορθώνω",
"κατορθώσει":"κατορθώνω",
"κατορθώσεις":"κατορθώνω",
"κατορθώσουμε":"κατορθώνω",
"κατορθώσουν":"κατορθώνω",
"κατοστάρης":"κατοστάρης",
"κατούνη":"κατούνη",
"κατούρησε":"κατουρώ",
"κατουρήσει":"κατουρώ",
"κατοχή":"κατοχή",
"κατοχής":"κατοχή",
"κατοχικά":"κατοχικός",
"κατοχικές":"κατοχικός",
"κατοχική":"κατοχικός",
"κατοχικής":"κατοχικός",
"κατοχικό":"κατοχικός",
"κατοχικός":"κατοχικός",
"κατοχικού":"κατοχικός",
"κατοχικών":"κατοχικός",
"κάτοχο":"κάτοχος",
"κάτοχό":"κάτοχος",
"κάτοχοι":"κάτοχος",
"κάτοχοί":"κάτοχος",
"κάτοχος":"κάτοχος",
"κάτοχός":"κάτοχος",
"κατόχου":"κάτοχος",
"κατόχους":"κάτοχος",
"κατοχυρωθεί":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώθηκε":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωθούν":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωμένα":"κατοχυρωμένος",
"κατοχυρωμένες":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωμένη":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωμένης":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωμένο":"κατοχυρωμένος",
"κατοχυρωμένος":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρωμένων":"κατοχυρώνω",
"κατοχύρωναν":"κατοχυρώνω",
"κατοχύρωνε":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώνει":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώνεται":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώνονται":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώνουν":"κατοχυρώνω",
"κατοχύρωσε":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώσει":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώσετε":"κατοχυρώνω",
"κατοχύρωση":"κατοχύρωση",
"κατοχύρωσή":"κατοχύρωση",
"κατοχύρωσης":"κατοχύρωση",
"κατοχυρώσουμε":"κατοχυρώνω",
"κατοχυρώσουν":"κατοχυρώνω",
"κατόχων":"κάτοχος",
"κατόψεις":"κάτοψη",
"κάτοψη":"κάτοψη",
"κατρακύλα":"κατρακύλα",
"κατρακυλά":"κατρακυλώ",
"κατρακυλάει":"κατρακυλώ",
"κατρακύλας":"κατρακύλα",
"κατρακύλησαν":"κατρακυλώ",
"κατρακύλησε":"κατρακυλώ",
"κατρακυλήσει":"κατρακυλώ",
"κατρακύλισμα":"κατρακύλισμα",
"κατρακυλίσματος":"κατρακύλισμα",
"κατρακυλούν":"κατρακυλώ",
"κατράμι":"κατράμι",
"κατράνας":"κατράνας",
"κατριβάνου":"κατριβάνου",
"κατρίν":"κατρίν",
"κατρίνα":"κατρίνα",
"κατρουτζανάκης":"κατρουτζανάκης",
"κατσάβ":"κατσάβ",
"κατσαβακη":"κατσαβακη",
"κατσαβάκη":"κατσαβάκη",
"κατσαβακης":"κατσαβακης",
"κατσαβάκης":"κατσαβάκης",
"κατσαβίδι":"κατσαβίδι",
"κατσαβίδια":"κατσαβίδι",
"κατσαβός":"κατσαβός",
"κατσάβραχα":"κατσάβραχα",
"κατσάβραχο":"κατσάβραχο",
"κάτσαμε":"κάθομαι",
"κατσαμπή":"κατσαμπή",
"κατσαμπης":"κατσαμπης",
"κατσαμπής":"κατσαμπής",
"κατσάνειο":"κατσάνειο",
"κατσαντώνη":"κατσαντώνη",
"κατσαντωνης":"κατσαντωνης",
"κατσαντώνης":"κατσαντώνης",
"κατσάρας":"κατασάρα",
"κατσαρές":"κατσαρός",
"κατσάρης":"κατσάρης",
"κατσαρής":"κατσαρός",
"κατσαρίδα":"κατσαρίδα",
"κατσαρίδας":"κατσαρίδα",
"κατσαρίδες":"κατσαρίδα",
"κατσαρόλα":"κατσαρόλα",
"κατσαρόλας":"κατσαρόλα",
"κατσαρόλες":"κατσαρόλα",
"κατσαρος":"κατσαρός",
"κατσαρός":"κατσαρός",
"κατσαρού":"κατσαρός",
"κατσαφούρης":"κατσαφούρης",
"κάτσε":"κάθομαι",
"κάτσει":"κάθομαι",
"κάτσεις":"κάθομαι",
"κατσέλη":"κατσέλη",
"κατσελης":"κατσελης",
"κατσιαρός":"κατσιαρός",
"κατσίκα":"κατσίκα",
"κατσικάκι":"κατσικάκι",
"κατσικάρη":"κατσικάρης",
"κατσίκας":"κατσίκα",
"κατσίκες":"κατσίκα",
"κατσίκη":"κατσίκης",
"κατσίκης":"κατσίκης",
"κατσικίσιο":"κατσικίσιος",
"κατσιμηχαίων":"κατσιμηχαίων",
"κατσιμίδου":"κατσιμίδου",
"κατσιμίχα":"κατσιμίχα",
"κατσιμπάρδης":"κατσιμπάρδης",
"κάτσιος":"κάτσιος",
"κατσιπόρα":"κατσιπόρα",
"κατσιφάρας":"κατσιφάρας",
"κατσόγλου":"κατσόγλου",
"κατσουγιάννης":"κατσουγιάννης",
"κάτσουμε":"κάθομαι",
"κάτσουν":"κάθομαι",
"κατσουράνη":"κατσουράνη",
"κατσουράνης":"κατσουράνης",
"κατσουρίδη":"κατσουρίδη",
"κατσουφης":"κατσούφης",
"κατσούφης":"κατσούφης",
"κατσουφιασμένους":"κατσουφιασμένος",
"κατχεβ":"κατχεβ",
"κατω":"κάτω",
"κάτω":"κάτω",
"κάτωθι":"κάτωθι",
"κατωι":"κατώι",
"κατώι":"κατώι",
"κατωιταλική":"κατωιταλικός",
"κάτω-κάτω":"κάτω-κάτω",
"κατώτατα":"κατώτερος",
"κατώτατη":"κατώτερος",
"κατώτατης":"κατώτερος",
"κατώτατο":"κατώτερος",
"κατώτατων":"κατώτερος",
"κατώτερα":"κάτω",
"κατώτερα":"κατώτερος",
"κατώτερες":"κατώτερος",
"κατώτερη":"κατώτερος",
"κατώτερης":"κατώτερος",
"κατώτερο":"κατώτερος",
"κατώτεροι":"κατώτερος",
"κατώτερος":"κατώτερος",
"κατωτερότητα":"κατωτερότητα",
"κατώτερου":"κατώτερος",
"κατωτέρω":"κάτω",
"κατωτέρων":"κατώτερος",
"κατώτερων":"κατώτερος",
"κατωφλι":"κατώφλι",
"κατώφλι":"κατώφλι",
"κάτωχρου":"κάτωχρος",
"καυγάδες":"καυγάς",
"καυγάς":"καυγάς",
"καύκασο":"καύκασος",
"καυκάσου":"καύκασος",
"καυκής":"καυκής",
"καυσαέρια":"καυσαέριο",
"καυσαέριο":"καυσαέριο",
"καυσαερίου":"καυσαέριο",
"καυσαερίων":"καυσαέριο",
"καύσεις":"καύση",
"καύση":"καύση",
"καύσης":"καύση",
"καύσιμα":"καύσιμο",
"καύσιμη":"καύσιμος",
"καύσιμο":"καύσιμος",
"καυσίμου":"καύσιμος",
"καυσιμων":"καύσιμο",
"καυσίμων":"καύσιμο",
"καύσιμων":"καύσιμος",
"καυσόξυλα":"καυσόξυλο",
"καυσόξυλων":"καυσόξυλο",
"καυστήρα":"καυστήρας",
"καυστικά":"καυστικός",
"καυστική":"καυστικός",
"καυστικό":"καυστικός",
"καυστικος":"καυστικός",
"καυστικός":"καυστικός",
"καύσων":"καύσος",
"καύσωνα":"καύσωνας",
"καύσωνας":"καύσωνας",
"καύσωνες":"καύσωνας",
"καυτά":"καυτός",
"καυταντζόγλειο":"καυταντζόγλειο",
"καυταντζογλείου":"καυταντζογλείου",
"καυταντζόγλειου":"καυταντζόγλειου",
"καυταντζόγλου":"καυταντζόγλου",
"καυτατζόγλειο":"καυτατζόγλειο",
"καυτατζόγλου":"καυτατζόγλου",
"καυτερές":"καυτερός",
"καυτερή":"καυτερός",
"καυτές":"καυτός",
"καυτη":"καυτός",
"καυτή":"καυτός",
"καυτηριάζει":"καυτηριάζω",
"καυτηριάζοντας":"καυτηριάζω",
"καυτηρίασε":"καυτηριάζω",
"καυτηριάσει":"καυτηριάζω",
"καυτό":"καυτός",
"καυτοί":"καυτός",
"καυτός":"καυτός",
"καυτού":"καυτός",
"καυτούς":"καυτός",
"καυτών":"καυτός",
"καυχάται":"καυχώμαι",
"καύχημα":"καύχημα",
"καυχιέται":"καυχιέμαι",
"καυχιόμαστε":"καυχιέμαι",
"καυχώνται":"καυχιέμαι",
"καφαντάρη":"καφαντάρης",
"καφάρο":"καφάρο",
"καφάσης":"καφάσης",
"καφάσια":"καφάσι",
"καφάτος":"καφάτος",
"καφε":"καφές",
"καφέ":"καφές",
"καφεδάκι":"καφεδάκι",
"καφέδες":"καφές",
"καφεΐνη":"καφεΐνη",
"καφε-μπαρ":"καφε-μπαρ",
"καφέ-μπαρ":"καφέ-μπαρ",
"καφενέ":"καφενές",
"καφενεία":"καφενείο",
"καφενείο":"καφενείο",
"καφενείου":"καφενείο",
"καφενείων":"καφενείο",
"καφες":"καφές",
"καφές":"καφές",
"καφετέρια":"καφετέρια",
"καφετέριας":"καφετέρια",
"καφετέριες":"καφετέρια",
"καφετεριών":"καφετέρια",
"καφετζή":"καφετζής",
"καφετζόπουλο":"καφετζόπουλο",
"καφετί":"καφετής",
"καφετιά":"καφετής",
"καφετιέρα":"καφετιέρα",
"καφετιές":"καφετής",
"καφκικής":"καφκικός",
"κάφροι":"κάφρος",
"καχα":"καχα",
"κάχα":"κάχα",
"καχεκτικά":"καχεκτικά",
"καχεκτική":"καχεκτικός",
"καχεκτικό":"καχεκτικός",
"κάχιλ":"κάχιλ",
"καχριμάνοβιτς":"καχριμάνοβιτς",
"κάχτας":"κάχτας",
"καχύποπτη":"καχύποπτος",
"καχύποπτο":"καχύποπτος",
"καχύποπτοι":"καχύποπτος",
"καχύποπτος":"καχύποπτος",
"καχυποψία":"καχυποψία",
"καχυποψίας":"καχυποψία",
"καχυποψίες":"καχυποψία",
"κάψα":"κάψα",
"κάψαν":"καίω",
"κάψανε":"καίω",
"κάψει":"καίω",
"καψη":"καψη",
"καψή":"καψή",
"καψης":"καψης",
"καψής":"καψής",
"καψίματα":"κάψιμο",
"κάψιμο":"κάψιμο",
"κάψιμό":"κάψιμο",
"καψόνι":"καψόνι",
"καψόνια":"καψόνι",
"κάψουλα":"κάψουλα",
"κάψουλες":"κάψουλα",
"κάψουμε":"καίω",
"κάψουν":"καίω",
"καψουροτράγουδα":"καψουροτράγουδο",
"καψόχωρα":"καψόχωρα",
"καώ":"καίω",
"κβαντική":"κβαντικός",
"κβαντικής":"κβαντικός",
"κβασνιέφσκι":"κβασνιέφσκι",
"κβο":"κβο",
"κδεοδ":"κδεοδ",
"κε":"κε",
"κέβιν":"κέβιν",
"κεδ":"κεδ",
"κεδικογλου":"κεδίκογλου",
"κεδίκογλου":"κεδίκογλου",
"κεδκε":"κεδκε",
"κέδρινος":"κέδρινος",
"κέδρος":"κέδρος",
"κει":"εκεί",
"'κει":"εκεί",
"κεί":"κεί",
"κέι":"κέι",
"κεϊζο":"κεϊζο",
"κέιζο":"κέιζο",
"κέικ":"κέικ",
"κείμενα":"κείμενο",
"κείμενά":"κείμενο",
"κειμενάκι":"κειμενάκι",
"κείμενες":"κείμενος",
"κείμενη":"κείμενος",
"κείμενης":"κείμαι",
"κείμενο":"κείμενο",
"κείμενό":"κείμενο",
"κειμένου":"κείμενος",
"κειμένων":"κείμενος",
"κειμήλια":"κειμήλιο",
"κειμηλιακών":"κειμηλιακών",
"κειμήλιο":"κειμήλιο",
"κειμηλίων":"κειμήλιο",
"κέιμπριτζ":"κέιμπριτζ",
"κέιν":"κέιν",
"κείνα":"κείνος",
"κείνες":"κείνος",
"κείνη":"κείνος",
"κείνο":"κείνος",
"κείνον":"κείνος",
"κείνος":"κείνος",
"κείνους":"κείνος",
"κεϊνς":"κεϊνς",
"κέιπ":"κέιπ",
"κέιτ":"κέιτ",
"κέιτα":"κέιτα",
"κείται":"κείται",
"κέιτζ":"κέιτζ",
"κείτονται":"κείτομαι",
"κείτονταν":"κείτονταν",
"κεκαλυμμένα":"κεκαλυμμένα",
"κέκελης":"κέκελης",
"κεκιτζόγλου":"κεκιτζόγλου",
"κεκλεισμένων":"κεκλεισμένος",
"κεκοιμημένων":"κεκοιμημένος",
"κεκορεσμένο":"κεκορεσμένος",
"κεκράχτες":"κεκράχτες",
"κεκροψ":"κεκροψ",
"κεκτημένα":"κεκτημένος",
"κεκτημένη":"κεκτημένος",
"κεκτημένης":"κεκτημένος",
"κεκτημένο":"κτώμαι",
"κεκτημένου":"κτώμαι",
"κεκτημένων":"κεκτημένος",
"κεκυκαμεα":"κεκυκαμεα",
"κεκυρωμένα":"κεκυρωμένα",
"κελαηδεί":"κελαηδεί",
"κελαηδούν":"κελαηδώ",
"κέλαρ":"κέλαρ",
"κελάρι":"κελάρι",
"κελάρια":"κελάρι",
"κέλεμανς":"κέλεμανς",
"κελεμουρίδης":"κελεμουρίδης",
"κελεμπέσης":"κελεμπέσης",
"κέλερ":"κέλερ",
"κελέσεβιτς":"κελέσεβιτς",
"κελεσίδη":"κελεσίδη",
"κελεσίδης":"κελεσίδης",
"κελεσίδου":"κελεσίδου",
"κελεύει":"κελεύω",
"κέλευθο":"κελεύω",
"κελεύσματα":"κέλευσμα",
"κέλης":"κέλης",
"κελί":"κελί",
"κέλι":"κέλι",
"κελιά":"κελί",
"κελιού":"κελί",
"κελιών":"κελί",
"κελλαρτζής":"κελλαρτζής",
"κέλλυ":"κέλλυ",
"κελούζ":"κελούζ",
"κελούζ-μπεσίκτας":"κελούζ-μπεσίκτας",
"κελπανίδου":"κελπανίδου",
"κελσίου":"κελσίου",
"κελτεμίδη":"κελτεμίδη",
"κελτικά":"κέλτικος",
"κελτική":"κέλτικος",
"κέλτικων":"κέλτικος",
"κέλυ":"κέλυ",
"κελύφη":"κέλυφος",
"κέλυφος":"κέλυφος",
"κελύφους":"κέλυφος",
"κεμάλ":"κεμάλ",
"κεμεντσετζίδη":"κεμεντσετζίδη",
"κεμεντσετσίδης":"κεμεντσετσίδης",
"κεμπ":"κεμπ",
"κεμπάτζε":"κεμπάτζε",
"κεν":"κεν",
"κενά":"κενό",
"κενά":"κενός",
"κενάν":"κενάν",
"κένεβαν":"κένεβαν",
"κένεθ":"κένεθ",
"κένεντι":"κένεντι",
"κενες":"κενός",
"κενές":"κενός",
"κενζ":"κενζ",
"κενζαμπούρο":"κενζαμπούρο",
"κένζι":"κένζι",
"κένζιτ":"κένζιτ",
"κενή":"κενός",
"κένι":"κένι",
"κενό":"κενό",
"κενοδοξίας":"κενοδοξία",
"κενός":"κενός",
"κενοτάφιο":"κενοτάφιο",
"κενότητα":"κενότητα",
"κενού":"κενό",
"κενούς":"κενός",
"κένσερ":"κένσερ",
"κένσλερ":"κένσλερ",
"κεντάκι":"κεντάκι",
"κένταλ":"κένταλ",
"κεντέρη":"κεντέρη",
"κεντέρης":"κεντέρης",
"κεντζόμ-κέκου":"κεντζόμ-κέκου",
"κεντήματα":"κέντημα",
"κεντημένα":"κεντημένος",
"κεντημένες":"κεντημένος",
"κέντης":"κέντης",
"κέντησε":"κεντώ",
"κεντητά":"κεντητός",
"κέντι":"κέντι",
"κεντούν":"κεντώ",
"κεντούσε":"κεντώ",
"κεντρα":"κέντρο",
"κέντρα":"κέντρο",
"κεντρί":"κεντρί",
"κέντριζαν":"κεντρίζω",
"κεντρίζει":"κεντρίζω",
"κεντρίζουν":"κεντρίζω",
"κεντρικά":"κεντρικός",
"κεντρικές":"κεντρικός",
"κεντρικη":"κεντρικός",
"κεντρική":"κεντρικός",
"κεντρικης":"κεντρικός",
"κεντρικής":"κεντρικός",
"κεντρικό":"κεντρικός",
"κεντρικοί":"κεντρικός",
"κεντρικός":"κεντρικός",
"κεντρικότατο":"κεντρικός",
"κεντρικότερα":"κεντρικός",
"κεντρικού":"κεντρικός",
"κεντρικούς":"κεντρικός",
"κεντρικών":"κεντρικός",
"κέντρισαν":"κεντρίζω",
"κέντρισε":"κεντρίζω",
"κεντρίσει":"κεντρίζω",
"κέντρισμα":"κέντρισμα",
"κεντρο":"κέντρο",
"κέντρο":"κέντρο",
"κεντροαριστερά":"κεντροαριστερά",
"κεντροαριστερά":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστεράς":"κεντροαριστερά",
"κεντροαριστερές":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστερή":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστερό":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστερός":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστερού":"κεντροαριστερός",
"κεντροαριστερών":"κεντροαριστερός",
"κεντροδεξιά":"κεντροδεξιός",
"κεντροδεξιάς":"κεντροδεξιός",
"κεντροδεξιό":"κεντροδεξιός",
"κεντροδεξιός":"κεντροδεξιός",
"κεντροδεξιού":"κεντροδεξιός",
"κεντροδεξιών":"κεντροδεξιός",
"κεντροδυτική":"κεντροδυτικός",
"κεντροευρωπαϊκά":"κεντροευρωπαϊκός",
"κεντρου":"κέντρο",
"κέντρου":"κέντρο",
"κεντρώα":"κεντρώος",
"κεντρων":"κέντρο",
"κέντρων":"κέντρο",
"κεντρώο":"κεντρώος",
"κεντρώος":"κεντρώος",
"κεντρώους":"κεντρώος",
"κεντρώων":"κεντρώος",
"κεντώ":"κεντώ",
"κενυα":"κένυα",
"κένυα":"κένυα",
"κένυας":"κένυα",
"κενυάτες":"κενυάτης",
"κενυάτης":"κενυάτης",
"κενυατικη":"κενυάτικος",
"κενυατική":"κενυάτικος",
"κενώ":"κενώ",
"κενών":"κενός",
"κένωση":"κένωση",
"κεοσεγιάν":"κεοσεγιάν",
"κεπεγκια":"κεπεγκια",
"κεππυελ":"κεππυελ",
"κεπυο":"κεπυο",
"κεραία":"κεραία",
"κεραίας":"κεραία",
"κεραίες":"κεραία",
"κεραιών":"κεραία",
"κεράκια":"κεράκι",
"κεραμάνος":"κεραμάνος",
"κεραμεια":"κεραμείο",
"κεραμεία":"κεραμείο",
"κεραμίδας":"κεραμίδα",
"κεραμιδένια":"κεραμιδένια",
"κεραμίδι":"κεραμίδι",
"κεραμίδια":"κεραμίδι",
"κεραμιδιού":"κεραμιδής",
"κεραμιδιών":"κεραμιδής",
"κεραμικά":"κεραμικός",
"κεραμικής":"κεραμικός",
"κεραμικούς":"κεραμικός",
"κέραμοι":"κέραμος",
"κεραμοποιία":"κεραμοποιία",
"κεραμοποιίας":"κεραμοποιία",
"κεραμοπούλου":"κεραμοπούλου",
"κεραμοσκεπές":"κεραμοσκεπή",
"κεραμυδά":"κεραμυδά",
"κερανης":"κερανης",
"κερας":"κεράς",
"κερασάκι":"κερασάκι",
"κερασάκια":"κερασάκι",
"κεράσει":"κερνώ",
"κεράσι":"κεράσι",
"κερασιά":"κερασής",
"κεράσια":"κεράσι",
"κερασιάς":"κερασής",
"κεράσιον":"κερασής",
"κερασιών":"κερασής",
"κέρασμα":"κέρασμα",
"κεράσματα":"κέρασμα",
"κερασοπαραγωγοί":"κερασοπαραγωγοί",
"κερασούντος":"κερασούντος",
"κερατά":"κερατάς",
"κέρατα":"κέρατο",
"κερατάς":"κερατάς",
"κέρατο":"κέρατο",
"κερατοειδείς":"κερατοειδής",
"κερατοειδούς":"κερατοειδής",
"κερατσίνι":"κερατσίνι",
"κερατσινίου":"κερατσίνι",
"κεράτων":"κέρατο",
"κεραυνό":"κεραυνός",
"κεραυνος":"κεραυνός",
"κεραυνός":"κεραυνός",
"κεραυνού":"κεραυνός",
"κεραυνούς":"κεραυνός",
"κέρβερος":"κέρβερος",
"κερδαίνουν":"κερδαίνουν",
"κερδη":"κέρδος",
"κέρδη":"κέρδος",
"κερδηθεί":"κερδίζω",
"κερδήθηκαν":"κερδίζω",
"κερδήθηκε":"κερδίζω",
"κερδηθούν":"κερδίζω",
"κερδίζαμε":"κερδίζω",
"κέρδιζαν":"κερδίζω",
"κέρδιζε":"κερδίζω",
"κερδιζει":"κερδίζω",
"κερδίζει":"κερδίζω",
"κερδίζεις":"κερδίζω",
"κερδίζεται":"κερδίζω",
"κερδίζετε":"κερδίζω",
"κερδίζονται":"κερδίζω",
"κερδίζοντας":"κερδίζω",
"κερδίζοντες":"κερδίζων",
"κερδίζουμε":"κερδίζω",
"κερδιζουν":"κερδίζω",
"κερδίζουν":"κερδίζω",
"κερδίζω":"κερδίζω",
"κέρδισα":"κερδίζω",
"κερδίσαμε":"κερδίζω",
"κερδισαν":"κερδίζω",
"κέρδισαν":"κερδίζω",
"κερδίσατε":"κερδίζω",
"κερδισε":"κερδίζω",
"κέρδισε":"κερδίζω",
"κερδίσει":"κερδίζω",
"κερδίσεις":"κερδίζω",
"κερδίσετε":"κερδίζω",
"κερδισμένες":"κερδισμένος",
"κερδισμένη":"κερδισμένος",
"κερδισμένο":"κερδίζω",
"κερδισμένοι":"κερδισμένος",
"κερδισμένος":"κερδισμένος",
"κερδισμένους":"κερδίζω",
"κερδίσουμε":"κερδίζω",
"κερδίσουν":"κερδίζω",
"κερδίστε":"κερδίζω",
"κερδίσω":"κερδίζω",
"κέρδος":"κέρδος",
"κερδοσκοπήσουν":"κερδοσκοπώ",
"κερδοσκοπία":"κερδοσκοπία",
"κερδοσκοπίας":"κερδοσκοπία",
"κερδοσκοπικά":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικές":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπική":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικής":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικό":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικοί":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικός":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικού":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκοπικών":"κερδοσκοπικός",
"κερδοσκόποι":"κερδοσκόπος",
"κερδοσκόπου":"κερδοσκόπος",
"κερδοσκοπούν":"κερδοσκοπώ",
"κερδοσκόπους":"κερδοσκόπος",
"κερδοσκόπων":"κερδοσκόπος",
"κέρδους":"κέρδος",
"κερδοφόρα":"κερδοφόρος",
"κερδοφόρας":"κερδοφόρος",
"κερδοφόρες":"κερδοφόρος",
"κερδοφορία":"κερδοφορία",
"κερδοφορίας":"κερδοφορία",
"κερδοφόροι":"κερδοφόρος",
"κερδοφόρος":"κερδοφόρος",
"κερδοφόρων":"κερδοφόρος",
"κερδων":"κέρδος",
"κερδών":"κέρδος",
"κερδώος":"κερδώος",
"κερεστετζή":"κερεστετζής",
"κερεφίντου":"κερεφίντου",
"κερί":"κερί",
"κεριά":"κερί",
"κέρινων":"κερένιος",
"κεριών":"κερί",
"κερκίδα":"κερκίδα",
"κερκίδας":"κερκίδα",
"κερκιδες":"κερκίδα",
"κερκίδες":"κερκίδα",
"κερκίνη":"κερκίνη",
"κερκίνης":"κερκίνη",
"κερκόπορτα":"κερκόπορτα",
"κερκόπορτες":"κερκόπορτα",
"κερκυρα":"κέρκυρα",
"κέρκυρα":"κέρκυρα",
"κέρκυρα-αρης":"κέρκυρα-αρης",
"κέρκυρα-ασκ":"κέρκυρα-ασκ",
"κερκυραίας":"κερκυραία",
"κερκυραϊκή":"κερκυραϊκός",
"κερκυραϊκής":"κερκυραϊκός",
"κερκυραϊκό":"κερκυραϊκός",
"κερκυραίων":"κερκυραίος",
"κέρκυρας":"κέρκυρα",
"κέρκυρας-άρη":"κέρκυρας-άρη",
"κέρμα":"κέρμα",
"κέρματα":"κέρμα",
"κερμάτων":"κέρμα",
"κερμοργκράν":"κερμοργκράν",
"κερνά":"κερνώ",
"κερνάει":"κερνώ",
"κερνάω":"κερνώ",
"κέρνερ":"κέρνερ",
"κερνούσε":"κερνώ",
"κέρο":"κέρος",
"κέρου":"κέρος",
"κερτ":"κερτ",
"κερτέζ":"κερτέζ",
"κερτεμελίδη":"κερτεμελίδη",
"κέρτις":"κέρτις",
"κερωμένο":"κερωμένος",
"κεσαπιδης":"κεσαπιδης",
"κεσαπίδης":"κεσαπίδης",
"κεσίδης":"κεσίδης",
"κέσλερ":"κέσλερ",
"κεσσανίδης":"κεσσανίδης",
"κεσσόπουλε":"κεσσόπουλε",
"κεσσόπουλος":"κεσσόπουλος",
"κεστελίδης":"κεστελίδης",
"κεστούτις":"κεστούτις",
"κεσυπ":"κεσυπ",
"κετατζίδης":"κετατζίδης",
"κέτεριγκ":"κέτεριγκ",
"κέτερινγκ":"κέτερινγκ",
"κέτσαπ":"κέτσαπ",
"κετσπάγια":"κετσπάγια",
"κευα":"κευα",
"κευνσιανής":"κευνσιανής",
"κεφαλά":"κεφαλάς",
"κεφάλα":"κεφάλας",
"κεφάλαια":"κεφάλαιο",
"κεφάλαιά":"κεφάλαιο",
"κεφαλαία":"κεφαλαίος",
"κεφαλαιαγορά":"κεφαλαιαγορά",
"κεφαλαιαγοράς":"κεφαλαιαγορά",
"κεφαλαιαγορές":"κεφαλαιαγορά",
"κεφαλαιαγορών":"κεφαλαιαγορά",
"κεφαλαιακή":"κεφαλαιακός",
"κεφαλαιακής":"κεφαλαιακός",
"κεφάλαιο":"κεφάλαιο",
"κεφάλαιό":"κεφάλαιο",
"κεφαλαίο":"κεφαλαίος",
"κεφαλαιοκρατίας":"κεφαλαιοκρατία",
"κεφαλαιοκρατικός":"κεφαλαιοκρατικός",
"κεφαλαιοκρατικού":"κεφαλαιοκρατικός",
"κεφαλαιοποιείται":"κεφαλαιοποιώ",
"κεφαλαιοποιημένων":"κεφαλαιοποιημένος",
"κεφαλαιοποιήσει":"κεφαλαιοποιώ",
"κεφαλαιοποίηση":"κεφαλαιοποίηση",
"κεφαλαιοποίησης":"κεφαλαιοποίηση",
"κεφαλαίου":"κεφάλαιο",
"κεφαλαιουχικών":"κεφαλαιουχικός",
"κεφαλαιούχοι":"κεφαλαιούχος",
"κεφαλαιούχου":"κεφαλαιούχος",
"κεφαλαιώδη":"κεφαλαιώδης",
"κεφαλαίων":"κεφάλαιο",
"κεφαλάκι":"κεφαλάκι",
"κεφαλαλγία":"κεφαλαλγία",
"κεφαλάν":"κεφαλάν",
"κεφαλάς":"κεφαλάς",
"κεφάλας":"κεφάλας",
"κεφαλές":"κεφαλή",
"κεφαλή":"κεφαλή",
"κεφαλήν":"κεφαλή",
"κεφαλής":"κεφαλή",
"κεφάλι":"κεφάλι",
"κεφάλια":"κεφάλι",
"κεφαλια":"κεφαλιά",
"κεφαλιά":"κεφαλιά",
"κεφαλιές":"κεφαλιά",
"κεφαλιού":"κεφάλι",
"κεφαλιού-φόντου":"κεφαλιού-φόντου",
"κεφαλλονιά":"κεφαλλονιά",
"κεφαλογιάννη":"κεφαλογιάννης",
"κεφαλογιάννης":"κεφαλογιάννης",
"κεφαλονιά":"κεφαλονιά",
"κεφαλόποδα":"κεφαλόποδο",
"κέφαλος":"κέφαλος",
"κεφαλόσκαλο":"κεφαλόσκαλο",
"κεφαλοσπορίνες":"κεφαλοσπορίνες",
"κεφαλοτύρι":"κεφαλοτύρι",
"κεφαλούκος":"κεφαλούκος",
"κεφαλοχώρι":"κεφαλοχώρι",
"κεφαλών":"κεφαλή",
"κεφάτη":"κεφάτος",
"κεφάτο":"κεφάτος",
"κεφάτοι":"κεφάτος",
"κεφι":"κέφι",
"κέφι":"κέφι",
"κέφια":"κέφι",
"κεφιγέ":"κεφιγέ",
"κεφιού":"κέφι",
"κεφο":"κεφο",
"κεφτέδες":"κεφτές",
"κεφτές":"κεφτές",
"κεχαγια":"κεχαγιάς",
"κεχαγιά":"κεχαγιάς",
"κεχαγιας":"κεχαγιάς",
"κεχαγιάς":"κεχαγιάς",
"κεχαγιόγλου":"κεχαγιόγλου",
"κεχαριτωμένη":"κεχαριτωμένος",
"κεχωρισμένως":"κεχωρισμένως",
"κηδεια":"κηδεία",
"κηδεία":"κηδεία",
"κηδείας":"κηδεία",
"κηδειες":"κηδεία",
"κηδείες":"κηδεία",
"κηδειών":"κηδεία",
"κηδεμόνα":"κηδεμόνας",
"κηδεμόνες":"κηδεμόνας",
"κηδεμονευόμενοι":"κηδεμονευόμενος",
"κηδεμονία":"κηδεμονία",
"κηδεμονίας":"κηδεμονία",
"κηδεμονίες":"κηδεμονία",
"κηδεμόνων":"κηδεμόνας",
"κηδεύεται":"κηδεύω",
"κηδεύονται":"κηδεύω",
"κηδευτεί":"κηδεύω",
"κηδεύτηκε":"κηδεύω",
"κήλης":"κήλη",
"κηλίδα":"κηλίδα",
"κηλίδες":"κηλίδα",
"κηλιδωμένος":"κηλιδωμένος",
"κηλίδων":"κηλίδα",
"κηλίκης":"κηλίκης",
"κήνσορες":"κήνσορας",
"κηπάκι":"κηπάκι",
"κηπευτικά":"κηπευτικός",
"κηπευτικών":"κηπευτικός",
"κήπο":"κήπος",
"κήποι":"κήπος",
"κηπος":"κήπος",
"κήπος":"κήπος",
"κήπου":"κήπος",
"κηπουρική":"κηπουρικός",
"κηπουρικής":"κηπουρικός",
"κηπουρό":"κηπουρός",
"κηπουροί":"κηπουρός",
"κηπουρός":"κηπουρός",
"κήπους":"κήπος",
"κήρυγμα":"κήρυγμα",
"κηρύγματα":"κήρυγμα",
"κηρύγματός":"κήρυγμα",
"κηρυγμένο":"κηρύσσω",
"κήρυκα":"κήρυκας",
"κήρυκες":"κήρυκας",
"κήρυκές":"κήρυκας",
"κήρυξαν":"κηρύχνω",
"κηρυξε":"κηρύχνω",
"κήρυξε":"κηρύχνω",
"κηρύξει":"κηρύχνω",
"κηρύξεως":"κήρυξη",
"κήρυξη":"κήρυξη",
"κήρυξης":"κήρυξη",
"κηρύξουμε":"κηρύχνω",
"κηρύσσει":"κηρύσσω",
"κηρύσσεται":"κηρύσσω",
"κηρύσσονται":"κηρύσσω",
"κηρύσσοντας":"κηρύσσω",
"κηρύσσουμε":"κηρύσσω",
"κηρύσσουν":"κηρύσσω",
"κήρυττε":"κηρύττω",
"κηρύττει":"κηρύττω",
"κηρύττουν":"κηρύττω",
"κηρυχθεί":"κηρύσσω",
"κηρύχθηκαν":"κηρύχνω",
"κηρύχθηκε":"κηρύχνω",
"κηρυχθούν":"κηρύσσω",
"κης":"κης",
"κήτη":"κήτος",
"κητοειδή":"κητοειδής",
"κητοειδών":"κητοειδής",
"κήτος":"κήτος",
"κήτους":"κήτος",
"κητώδη":"κητώδη",
"κήυκα":"κήυκα",
"κήυκας":"κήυκας",
"κηφισιά":"κηφισιά",
"κηφισίας":"κηφισία",
"κηφισός":"κηφισός",
"κηφισού":"κηφισός",
"κηφισσός":"κηφισσός",
"κθβε":"κθβε",
"κι":"και",
"κι'":"και",
"κια":"κια",
"κιαγιαδακης":"κιαγιαδακης",
"κιάλι":"κιάλι",
"κιάλια":"κιάλι",
"κιαμιλόγλου":"κιαμιλόγλου",
"κιαμίλογλου":"κιαμίλογλου",
"κιάμος":"κιάμος",
"κιάνου":"κιάνου",
"κίβδηλο":"κίβδηλος",
"κίβου":"κίβου",
"κιβώτια":"κιβώτιο",
"κιβώτιο":"κιβώτιο",
"κιβωτίου":"κιβώτιο",
"κιβωτίων":"κιβώτιο",
"κιβωτό":"κιβωτός",
"κιβωτοί":"κιβωτός",
"κιβωτος":"κιβωτός",
"κιβωτός":"κιβωτός",
"κιβωτού":"κιβωτός",
"κιγκ":"κιγκ",
"κιγκλίδωμα":"κιγκλίδωμα",
"κιγκλιδώματα":"κιγκλίδωμα",
"κιγκλιδώματος":"κιγκλίδωμα",
"κιγκλιδωμάτων":"κιγκλίδωμα",
"κιέβο":"κιέβο",
"κίεβο":"κίεβο",
"κιέβου":"κίεβο",
"κιελέσι":"κιελέσι",
"κιζινάου":"κιζινάου",
"κιθ":"κιθ",
"κιθάρα":"κιθάρα",
"κιθάρας":"κιθάρα",
"κιθάρες":"κιθάρα",
"κίθαρις":"κίθαρις",
"κιθαρίστα":"κιθαρίστας",
"κιθαρίστας":"κιθαρίστας",
"κιθαρίστρια":"κιθαρίστρια",
"κικ":"κικ",
"κικα":"κικα",
"κίκα":"κίκα",
"κίκας":"κίκας",
"κική":"κική",
"κικιδακη":"κικιδακη",
"κικιλής":"κικιλής",
"κίκτς":"κίκτς",
"κιλά":"κιλό",
"κιλελέρ":"κιλελέρ",
"κίλεν":"κίλεν",
"κίλια":"κίλια",
"κίλιαν":"κίλιαν",
"κιλκις":"κιλκίς",
"κιλκίς":"κιλκίς",
"κιλκισιακός":"κιλκισιακός",
ιλκισιακός2-01":"κιλκισιακός2-01",
"κιλμαρνοκ":"κιλμαρνοκ",
"κιλμάρνοκ":"κιλμάρνοκ",
"κιλό":"κιλό",
"κιλοβάτ":"κιλοβάτ",
"κιλοβατώρες":"κιλοβατώρα",
"κιλού":"κιλό",
"κιλών":"κιλό",
"κιμ":"κιμ",
"κιμά":"κιμάς",
"κιμούλη":"κιμούλη",
"κιμούλης":"κιμούλης",
"κιμπορντίστας":"κιμπορντίστας",
"κιμπούτς":"κιμπούτς",
"κιμωλία":"κιμωλία",
"κίμωνος":"κίμωνος",
"κιν":"κιν",
"κίνα":"κίνα",
"κινα":"κινώ",
"κίνας":"κίνα",
"κινας":"κινώ",
"κινγκ":"κινγκ",
"κίνγκ":"κίνγκ",
"κινγκς":"κινγκς",
"κινγκς-ιντιάνα":"κινγκς-ιντιάνα",
"κινδινου":"κινδινου",
"κινδύνευαν":"κινδυνεύω",
"κινδύνευε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύει":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύεις":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύετε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύοντας":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύουμε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύουν":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύουσα":"κινδυνεύουσα",
"κινδύνευσαν":"κινδυνεύω",
"κινδύνευσε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύσει":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύσετε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύσουμε":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύσουν":"κινδυνεύω",
"κινδυνεύω":"κινδυνεύω",
"κινδύνεψα":"κινδυνεύω",
"κινδύνεψαν":"κινδυνεύω",
"κινδύνεψε":"κινδυνεύω",
"κινδυνέψει":"κινδυνεύω",
"κινδυνο":"κίνδυνος",
"κίνδυνο":"κίνδυνος",
"κίνδυνοι":"κίνδυνος",
"κινδυνολογία":"κινδυνολογία",
"κινδυνολογίας":"κινδυνολογία",
"κινδυνολόγων":"κινδυνολόγος",
"κινδυνολογώντας":"κινδυνολογώ",
"κίνδυνος":"κίνδυνος",
"κινδύνου":"κίνδυνος",
"κινδυνους":"κίνδυνος",
"κινδύνους":"κίνδυνος",
"κίνδυνους":"κίνδυνος",
"κινδύνω":"κινδύνω",
"κινδύνων":"κίνδυνος",
"κινεζάκι":"κινεζάκι",
"κινέζας":"κινέζα",
"κινεζικά":"κινεζικός",
"κινέζικα":"κινέζικος",
"κινεζικές":"κινεζικός",
"κινέζικες":"κινέζικος",
"κινεζική":"κινεζικός",
"κινέζικη":"κινέζικος",
"κινεζικής":"κινεζικός",
"κινέζικης":"κινέζικος",
"κινεζικό":"κινεζικός",
"κινέζικο":"κινέζικος",
"κινέζικοι":"κινέζικος",
"κινεζικός":"κινεζικός",
"κινεζικού":"κινεζικός",
"κινέζικου":"κινέζικος",
"κινέζικους":"κινέζικος",
"κινεζικών":"κινεζικός",
"κινέζο":"κινέζος",
"κινέζοι":"κινέζος",
"κινέζος":"κινέζος",
"κινέζου":"κινέζος",
"κινέζους":"κινέζος",
"κινεζόφιλο":"κινεζόφιλο",
"κινέζων":"κινέζος",
"κινεί":"κινώ",
"κινείσαι":"κινώ",
"κινείστε":"κινώ",
"κινείται":"κινώ",
"κινείτε":"κινώ",
"κινείτο":"κινώ",
"κίνερ":"κίνερ",
"κινηθεί":"κινώ",
"κινηθείς":"κινώ",
"κινηθείτε":"κινώ",
"κινηθηκαν":"κινώ",
"κινήθηκαν":"κινώ",
"κινηθηκε":"κινώ",
"κινήθηκε":"κινώ",
"κινηθούμε":"κινώ",
"κινηθούν":"κινώ",
"κινηθώ":"κινώ",
ινημaτογραφων":"κινηματογράφος",
"κίνημα":"κίνημα",
"κίνημά":"κίνημα",
"κινήματα":"κίνημα",
"κινηματικής":"κινηματική",
"κινηματικό":"κινηματικό",
"κινηματικών":"κινηματικών",
"κινηματογραφεί":"κινηματογραφώ",
"κινηματογραφήσει":"κινηματογραφώ",
"κινηματογράφηση":"κινηματογράφηση",
"κινηματογραφία":"κινηματογραφία",
"κινηματογραφίας":"κινηματογραφία",
"κινηματογραφικά":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικές":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφική":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικής":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικό":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικοί":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικός":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικού":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφικών":"κινηματογραφικός",
"κινηματογραφιστές":"κινηματογραφιστής",
"κινηματογραφιστή":"κινηματογραφιστής",
"κινηματογραφιστής":"κινηματογραφιστής",
"κινηματογραφιστών":"κινηματογραφιστής",
"κινηματογράφο":"κινηματογράφος",
"κινηματογράφοι":"κινηματογράφος",
"κινηματογραφος":"κινηματογράφος",
"κινηματογράφος":"κινηματογράφος",
"κινηματογραφου":"κινηματογράφος",
"κινηματογράφου":"κινηματογράφος",
"κινηματογραφούν":"κινηματογραφώ",
"κινηματογραφούνται":"κινηματογραφώ",
"κινηματογράφους":"κινηματογράφος",
"κινηματογραφούσαν":"κινηματογραφώ",
"κινηματογραφούσε":"κινηματογραφώ",
"κινηματογράφων":"κινηματογράφος",
"κινηματοθέατρο":"κινηματοθέατρο",
"κινήματος":"κίνημα",
"κινήματός":"κίνημα",
"κινημάτων":"κίνημα",
"κίνησαν":"κινώ",
"κίνησε":"κινώ",
"κινήσει":"κινώ",
"κινήσεις":"κίνηση",
"κινήσεων":"κίνηση",
"κινήσεών":"κίνηση",
"κινήσεως":"κίνηση",
"κινηση":"κίνηση",
"κίνηση":"κίνηση",
"κίνησή":"κίνηση",
"κίνησης":"κίνηση",
"κινήσουν":"κινώ",
"κινήστε":"κινώ",
"κινητά":"κινητής",
"κινητά":"κινητός",
"κινήται":"κινώ",
"κινητές":"κινητός",
"κινητη":"κινητός",
"κινητή":"κινητός",
"κινητήρα":"κινητήρας",
"κινητηρας":"κινητήρας",
"κινητήρας":"κινητήρας",
"κινητήρες":"κινητήρας",
"κινητήρια":"κινητήριος",
"κινητήριες":"κινητήριος",
"κινητήριο":"κινητήριος",
"κινητήριος":"κινητήριος",
"κινητήριους":"κινητήριος",
"κινητήρων":"κινητήρας",
"κινητής":"κινητός",
"κινητικά":"κινητικός",
"κινητική":"κινητικός",
"κινητικό":"κινητικός",
"κινητικοί":"κινητικός",
"κινητικός":"κινητικός",
"κινητικότητα":"κινητικότητα",
"κινητικότητά":"κινητικότητα",
"κινητικότητας":"κινητικότητα",
"κινητό":"κινητός",
"κινητοποιεί":"κινητοποιώ",
"κινητοποιείται":"κινητοποιώ",
"κινητοποιηθεί":"κινητοποιώ",
"κινητοποιήθηκαν":"κινητοποιώ",
"κινητοποιήθηκε":"κινητοποιώ",
"κινητοποιηθούν":"κινητοποιώ",
"κινητοποίησαν":"κινητοποιώ",
"κινητοποίησε":"κινητοποιώ",
"κινητοποιήσει":"κινητοποιώ",
"κινητοποιησεις":"κινητοποίηση",
"κινητοποιήσεις":"κινητοποίηση",
"κινητοποιήσεων":"κινητοποίηση",
"κινητοποιήσεών":"κινητοποίηση",
"κινητοποίηση":"κινητοποίηση",
"κινητοποίησή":"κινητοποίηση",
"κινητοποίησης":"κινητοποίηση",
"κινητοποιήσουμε":"κινητοποιώ",
"κινητοποιήσουν":"κινητοποιώ",
"κινητοποιούν":"κινητοποιώ",
"κινητοποιούνται":"κινητοποιώ",
"κινητοποιώντας":"κινητοποιώ",
"κινητού":"κινητός",
"κίνητρα":"κίνητρο",
"κίνητρά":"κίνητρο",
"κίνητρο":"κίνητρο",
"κίνητρό":"κίνητρο",
"κινήτρων":"κίνητρο",
"κινητών":"κινητός",
"κινιόταν":"κινιόταν",
"κινούμαι":"κινώ",
"κινούμαστε":"κινώ",
"κινούμεθα":"κινούμεθα",
"κινούμενα":"κινούμενος",
"κινούμενη":"κινούμενος",
"κινούμενης":"κινούμενος",
"κινούμενο":"κινούμενος",
"κινούμενοι":"κινούμενος",
"κινούμενος":"κινούμενος",
"κινουμένου":"κινούμενος",
"κινούμενου":"κινούμενος",
"κινούμενους":"κινούμενος",
"κινουμένων":"κινούμενος",
"κινούμενων":"κινούμενος",
"κινούν":"κινώ",
"κινούνται":"κινώ",
"κινούνταν":"κινώ",
"κίνσκι":"κίνσκι",
"κιντάογλου":"κιντάογλου",
"κίντερ":"κίντερ",
"κίντερ77":"κίντερ77",
"κίντερ9-61028":"κίντερ9-61028",
"κίντμαν":"κίντμαν",
"κίντμον":"κίντμον",
"κιντόγκ":"κιντόγκ",
"κινύρας":"κινύρας",
"κινώντας":"κινώ",
"κίο":"κίο",
"κιόλας":"κιόλας",
"κίον":"κίον",
"κίονα":"κίονας",
"κίονες":"κίονας",
"κιονόκρανα":"κιονόκρανο",
"κιονόκρανο":"κιονόκρανο",
"κιόνων":"κίονας",
"κιόσκι":"κιόσκι",
"κιοσσές":"κιοσσές",
"κιότο":"κιότο",
"κιου":"κιου",
"κιούελ":"κιούελ",
"κιούζακ":"κιούζακ",
"κιούκορ":"κιούκορ",
"κιουκτσούκεκμετζέ":"κιουκτσούκεκμετζέ",
"κιουμουρτζής":"κιουμουρτζής",
"κιουμουρτζογλου":"κιουμουρτζογλου",
"κιουπια":"κιούπι",
"κιουπτσίδη":"κιουπτσίδη",
"κιουπτσίδης":"κιουπτσίδης",
"κιούρκος":"κιούρκος",
"κιουρκτσής":"κιουρκτσής",
"κιουρκτσογλου":"κιουρκτσογλου",
"κιουρκτσόγλου":"κιουρκτσόγλου",
"κιουρτσίδη":"κιουρτσίδη",
"κίπκετερ":"κίπκετερ",
"κίρα":"κίρα",
"κιργιστάν":"κιργιστάν",
"κιριγένκο":"κιριγένκο",
"κιριλένκο":"κιριλένκο",
"κίρκος":"κίρκος",
"κίρο":"κίρο",
"κιρός":"κιρός",
"κίροφ":"κίροφ",
"κίρτζαλι":"κίρτζαλι",
"κίσαβος":"κίσαβος",
"κίσιγκερ":"κίσιγκερ",
"κισιμότο":"κισιμότο",
"κίσινγκερ":"κίσινγκερ",
"κίσλινγκ":"κίσλινγκ",
"κισλόφσκι":"κισλόφσκι",
"κίσσα":"κίσσα",
"κίσσαβος":"κίσσαβος",
"κισσάς":"κισσάς",
"κισσός":"κισσός",
"κιτάνο":"κιτάνο",
"κιτάπια":"κιτάπι",
"κιτκάνο":"κιτκάνο",
"κίτον":"κίτον",
"κιτούδης":"κιτούδης",
"κίτρινα":"κίτρινος",
"κίτρινες":"κίτρινος",
"κίτρινη":"κίτρινος",
"κίτρινης":"κίτρινος",
"κιτρίνισε":"κιτρινίζω",
"κιτρινισμένα":"κιτρινισμένος",
"κιτρινισμένες":"κιτρινισμένος",
"κιτρινισμό":"κιτρινισμός",
"κίτρινο":"κίτρινος",
"κιτρινοι":"κίτρινος",
"κίτρινοι":"κίτρινος",
"κιτρινοκόκκινα":"κιτρινοκόκκινα",
"κιτρινόμαυρα":"κιτρινόμαυρος",
"κιτρινόμαυρη":"κιτρινόμαυρος",
"κιτρινόμαυρης":"κιτρινόμαυρος",
"κιτρινόμαυρο":"κιτρινόμαυρος",
"κιτρινόμαυρου":"κιτρινόμαυρος",
"κιτρινόμαυρων":"κιτρινόμαυρος",
"κίτρινος":"κίτρινος",
"κίτρινου":"κίτρινος",
"κίτρινους":"κίτρινος",
"κιτρινόχρωμο":"κιτρινόχρωμος",
"κίτρινων":"κίτρινος",
"κιτρινωπή":"κιτρινωπός",
"κίτρους":"κίτρος",
"κιτς":"κιτς",
"κίτσα":"κίτσα",
"κιτσοπούλου":"κιτσοπούλου",
"κίφα":"κίφα",
"κιχ":"κιχ",
"κκ.":"κκ.",
"κκε":"κκε",
"κλ.":"κλ.",
"κλαδάκι":"κλαδάκι",
"κλαδάκια":"κλαδάκι",
"κλάδεμα":"κλάδεμα",
"κλαδεύουν":"κλαδεύω",
"κλάδεψαν":"κλαδεύω",
"κλαδί":"κλαδί",
"κλαδιά":"κλαδί",
"κλαδικές":"κλαδικός",
"κλαδική":"κλαδικός",
"κλαδικής":"κλαδικός",
"κλαδικό":"κλαδικός",
"κλαδικοί":"κλαδικός",
"κλαδικούς":"κλαδικός",
"κλαδικών":"κλαδικός",
"κλαδο":"κλάδος",
"κλάδο":"κλάδος",
"κλάδοι":"κλάδος",
"κλάδος":"κλάδος",
"κλάδου":"κλάδος",
"κλάδους":"κλάδος",
"κλάδων":"κλάδος",
"κλάιβ":"κλάιβ",
"κλαίγεστε":"κλαίω",
"κλαίγοντας":"κλαίω",
"κλαίει":"κλαίω",
"κλάιζερ":"κλάιζερ",
"κλαίμε":"κλαίω",
"κλαιν":"κλαίω",
"κλαίνε":"κλαίω",
"κλάινσμιντ":"κλάινσμιντ",
"κλαϊντ":"κλαϊντ",
"κλάιντ":"κλάιντ",
"κλαιρη":"κλαιρη",
"κλαίρη":"κλαίρη",
"κλαις":"κλαίω",
"κλαίτε":"κλαίω",
"κλάμα":"κλάμα",
"κλάματα":"κλάμα",
"κλαμπ":"κλαμπ",
"κλάμπ":"κλάμπ",
"κλάντνο":"κλάντνο",
"κλάξτον":"κλάξτον",
"κλαουδατος":"κλαουδατος",
"κλαούντια":"κλαούντια",
"κλαούντιο":"κλαούντιο",
"κλάους":"κλάους",
"κλαπεί":"κλέβω",
"κλαπίς":"κλαπίς",
"κλάρενς":"κλάρενς",
"κλαρί":"κλαρί",
"κλαριά":"κλαρί",
"κλαρινέτα":"κλαρινέτο",
"κλαρίνο":"κλαρίνο",
"κλαρίνου":"κλαρίνο",
"κλαρίς":"κλαρίς",
"κλαρκ":"κλαρκ",
"κλάρκσον":"κλάρκσον",
"κλας":"κλας",
"κλάσεις":"κλάση",
"κλάση":"κλάση",
"κλάσης":"κλάση",
"κλασικά":"κλασικά",
"κλασικά":"κλασικός",
"κλασικές":"κλασικός",
"κλασική":"κλασικός",
"κλασικής":"κλασικός",
"κλασικισμού":"κλασικισμός",
"κλασικό":"κλασικός",
"κλασικοί":"κλασικός",
"κλασικός":"κλασικός",
"κλασικότερα":"κλασικός",
"κλασικότερες":"κλασικός",
"κλασικού":"κλασικός",
"κλασικούς":"κλασικός",
"κλασικών":"κλασικός",
"κλάσμα":"κλάσμα",
"κλάσματα":"κλάσμα",
"κλάσματος":"κλάσμα",
"κλασσικής":"κλασσικός",
"κλασσικού":"κλασσικός",
"κλασσικούς":"κλασσικός",
"κλαστική":"κλαστική",
"κλάταρε":"κλατάρω",
"κλαυθμυρισμοί":"κλαυθμυρισμός",
"κλαυσίγελο":"κλαυσίγελος",
"κλάφκε":"κλάφκε",
"κλάψαμε":"κλαίω",
"κλάψας":"κλάψα",
"κλάψει":"κλαίω",
"κλάψες":"κλάψα",
"κλάψετε":"κλαίω",
"κλαψομάρτης":"κλαψομάρτης",
"κλάψουμε":"κλαίω",
"κλάψουν":"κλαίω",
"κλάψω":"κλαίω",
"κλεάνθης":"κλεάνθης",
"κλεάνθους":"κλεάνθους",
"κλεαρέτη":"κλεαρέτη",
"κλέβαμε":"κλέβω",
"κλέβει":"κλέβω",
"κλέβεις":"κλέβω",
"κλέβοντας":"κλέβω",
"κλέβουν":"κλέβω",
"κλειαμάκη":"κλειαμάκη",
"κλειδαριές":"κλειδαριά",
"κλειδί":"κλειδί",
"κλειδιά":"κλειδί",
"κλειδιών":"κλειδί",
"κλειδοκράτορες":"κλειδοκράτορας",
"κλειδωθεί":"κλειδώνω",
"κλειδωμένες":"κλειδωμένος",
"κλειδωμένη":"κλειδώνω",
"κλειδωμένοι":"κλειδωμένος",
"κλειδωμένος":"κλειδώνω",
"κλειδωμένους":"κλειδώνω",
"κλειδώνει":"κλειδώνω",
"κλειδώνοντας":"κλειδώνω",
"κλειδώνουν":"κλειδώνω",
"κλείδωσαν":"κλειδώνω",
"κλείδωσε":"κλειδώνω",
"κλειδώσει":"κλειδώνω",
"κλειδώσουμε":"κλειδώνω",
"κλειδώσουν":"κλειδώνω",
"κλείνει":"κλείνω",
"κλείνεις":"κλείνω",
"κλείνεστε":"κλείνω",
"κλείνεται":"κλείνω",
"κλείνονται":"κλείνω",
"κλείνοντας":"κλείνω",
"κλείνουμε":"κλείνω",
"κλείνουν":"κλείνω",
"κλείνω":"κλείνω",
"κλεινών":"κλεινός",
"κλείσαμε":"κλείνω",
"κλείσε":"κλείνω",
"κλείσει":"κλείνω",
"κλείσεις":"κλείνω",
"κλείσετε":"κλείνω",
"κλεισίματα":"κλείσιμο",
"κλεισίματος":"κλείσιμο",
"κλείσιμο":"κλείσιμο",
"κλείσιμό":"κλείσιμο",
"κλεισμένα":"κλείνω",
"κλεισμένες":"κλεισμένος",
"κλεισμένη":"κλεισμένος",
"κλεισμένο":"κλείνω",
"κλεισμένοι":"κλεισμένος",
"κλεισμένος":"κλείνω",
"κλείσουμε":"κλείνω",
"κλείσουν":"κλείνω",
"κλεισούρας":"κλεισούρα",
"κλειστά":"κλειστά",
"κλειστά":"κλειστός",
"κλείστε":"κλείνω",
"κλειστεί":"κλείνω",
"κλειστείς":"κλείνω",
"κλειστές":"κλειστός",
"κλειστή":"κλειστός",
"κλείστηκαν":"κλείνω",
"κλείστηκε":"κλείνω",
"κλειστής":"κλειστός",
"κλειστό":"κλειστός",
"κλειστοί":"κλειστός",
"κλειστός":"κλειστός",
"κλειστού":"κλειστός",
"κλειστούν":"κλείνω",
"κλειστούς":"κλειστός",
"κλειστοφοβική":"κλειστοφοβικός",
"κλειστοφοβικού":"κλειστοφοβικός",
"κλειστώ":"κλείνω",
"κλειστών":"κλειστός",
"κλείσω":"κλείνω",
"κλείτο":"κλείτο",
"κλειτον":"κλειτον",
"κλεϊτον":"κλεϊτον",
"κλέιτον":"κλέιτον",
"κλειτορία":"κλειτορία",
"κλειτοριας":"κλειτοριας",
"κλειτορίας":"κλειτορίας",
"κλειτοριδεκτομή":"κλειτοριδεκτομή",
"κλειω":"κλειώ",
"κλειώ":"κλειώ",
"κλεμάν":"κλεμάν",
"κλεμέντ":"κλεμέντ",
"κλέμεντ":"κλέμεντ",
"κλεμεντε":"κλεμεντε",
"κλεμέντε":"κλεμέντε",
"κλεμμένα":"κλεμμένος",
"κλεμμένες":"κλέβω",
"κλεμμένη":"κλέβω",
"κλεμμένης":"κλεμμένος",
"κλεμμένο":"κλεμμένος",
"κλεμμένων":"κλέβω",
"κλέμπερ":"κλέμπερ",
"κλεομένη":"κλεομένης",
"κλεονίκη":"κλεονίκη",
"κλεοπατρα":"κλεοπάτρα",
"κλεοπάτρα":"κλεοπάτρα",
"κλέπκος":"κλέπκος",
"κλεπτών":"κλέπτης",
"κλερ":"κλερ",
"κλερκ":"κλερκ",
"κλέρκ":"κλέρκ",
"κλέφτες":"κλέφτης",
"κλέφτη":"κλέφτης",
"κλέφτης":"κλέφτης",
"κλέφτικα":"κλέφτικος",
"κλεφτοπόλεμο":"κλεφτοπόλεμος",
"κλεφτουριά":"κλεφτουριά",
"κλέφτρα":"κλέφτρα",
"κλεφτών":"κλέφτης",
"κλέψαμε":"κλέβω",
"κλέψανε":"κλέβω",
"κλέψαντος":"κλέψας",
"κλέψας":"κλέψας",
"κλέψε":"κλέβω",
"κλέψει":"κλέβω",
"κλέψεις":"κλέβω",
"κλεψιές":"κλεψιά",
"κλεψίματα":"κλέψιμο",
"κλέψιμο":"κλέψιμο",
"κλέψουμε":"κλέβω",
"κλέψουν":"κλέβω",
"κλεψύδρα":"κλεψύδρα",
"κλήδονα":"κλήδονας",
"κληθεί":"καλώ",
"κληθείς":"κληθείς",
"κλήθηκαν":"καλώ",
"κλήθηκε":"καλώ",
"κληθούμε":"καλώ",
"κληθούν":"καλώ",
"κληθώ":"καλώ",
"κλήμα":"κλήμα",
"κλημαντάκη":"κλημαντάκη",
"κλήματα":"κλήμα",
"κληματαρια":"κληματαριά",
"κληματαριές":"κληματαριά",
"κληρίδη":"κληρίδη",
"κληρίδης":"κληρίδης",
"κληρικοί":"κληρικός",
"κληρικός":"κληρικός",
"κληρικούς":"κληρικός",
"κληρικών":"κληρικός",
"κλήρο":"κλήρος",
"'κληροδοτηθεί'":"'κληροδοτηθεί'",
"κληροδοτήθηκαν":"κληροδοτώ",
"κληροδοτήθηκε":"κληροδοτώ",
"κληροδότημα":"κληροδότημα",
"κληροδοτήματα":"κληροδότημα",
"κληροδότησαν":"κληροδοτώ",
"κληροδότησε":"κληροδοτώ",
"κληροδοτήσει":"κληροδοτώ",
"κληρονομεί":"κληρονομώ",
"κληρονομήσαμε":"κληρονομώ",
"κληρονόμησαν":"κληρονομώ",
"κληρονόμησε":"κληρονομώ",
"κληρονομήσει":"κληρονομώ",
"κληρονομιά":"κληρονομιά",
"κληρονομιάς":"κληρονομιά",
"κληρονομιές":"κληρονομιά",
"κληρονομικά":"κληρονομικά",
"κληρονομικά":"κληρονομικός",
"κληρονομικές":"κληρονομικός",
"κληρονομικό":"κληρονομικός",
"κληρονομικότητα":"κληρονομικότητα",
"κληρονομικότητας":"κληρονομικότητα",
"κληρονομικού":"κληρονομικός",
"κληρονομικών":"κληρονομικός",
"κληρονομιών":"κληρονομιά",
"κληρονόμο":"κληρονόμος",
"κληρονόμοι":"κληρονόμος",
"κληρονόμος":"κληρονόμος",
"κληρονόμου":"κληρονόμος",
"κληρονομούν":"κληρονομώ",
"κληρονόμους":"κληρονόμος",
"κληρονόμων":"κληρονόμος",
"κλήρος":"κλήρος",
"κλήρου":"κλήρος",
"κληρούχους":"κληρούχος",
"κληρούχων":"κληρούχος",
"κληρωθεί":"κληρώνω",
"κληρώθηκαν":"κληρώνω",
"κληρώθηκε":"κληρώνω",
"κληρωθούν":"κληρώνω",
"κλήρων":"κλήρος",
"κληρώνει":"κληρώνω",
"κληρώσεις":"κλήρωση",
"κληρωση":"κλήρωση",
"κλήρωση":"κλήρωση",
"κλήρωσης":"κλήρωση",
"κληρωτίδα":"κληρωτίδα",
"κλήσεις":"κλήση",
"κλήσεων":"κλήση",
"κλήση":"κλήση",
"κλήσης":"κλήση",
"κλητευθεί":"κλητεύω",
"κλητήρα":"κλητήρας",
"κλητήρας":"κλητήρας",
"κλητήρες":"κλητήρας",
"κλητήρια":"κλητήριος",
"κλητήριο":"κλητήριος",
"κλίβανος":"κλίβανος",
"κλιβάνου":"κλίβανος",
"κλιβάνους":"κλίβανος",
"κλίβελαντ":"κλίβελαντ",
"κλικ":"κλικ",
"κλίκα":"κλίκα",
"κλίκας":"κλίκα",
"κλιμα":"κλίμα",
"κλίμα":"κλίμα",
"κλίμα'":"κλίμα'",
"κλίμακα":"κλίμακα",
"κλίμακας":"κλίμακα",
"κλίμακες":"κλίμακα",
"κλιμάκια":"κλιμάκιο",
"κλιμάκιο":"κλιμάκιο",
"κλιμακίου":"κλιμάκιο",
"κλιμακίων":"κλιμάκιο",
"κλίμακος":"κλίμακος",
"κλιμακοστάσιο":"κλιμακοστάσιο",
"κλιμακοστασίου":"κλιμακοστάσιο",
"κλιμακούμενες":"κλιμακούμενος",
"κλιμακούμενη":"κλιμακούμενος",
"κλιμακούμενης":"κλιμακούμενος",
"κλιμακούμενο":"κλιμακούμενος",
"κλιμακτήριο":"κλιμακτήριος",
"κλιμακωθούν":"κλιμακώνω",
"κλιμακώνει":"κλιμακώνω",
"κλιμακώνεται":"κλιμακώνω",
"κλιμακώνονται":"κλιμακώνω",
"κλιμάκωση":"κλιμάκωση",
"κλιμάκωσης":"κλιμάκωση",
"κλιμακώσουν":"κλιμακώνω",
"κλιμακωτά":"κλιμακωτός",
"κλιμάμιο":"κλιμάμιο",
"κλίματα":"κλίμα",
"κλιματίζεται":"κλιματίζομαι",
"κλιματιζόμενες":"κλιματιζόμενος",
"κλιματίζονται":"κλιματίζομαι",
"κλιματικές":"κλιματικός",
"κλιματική":"κλιματικός",
"κλιματικών":"κλιματικός",
"κλιματισμό":"κλιματισμός",
"κλιματισμός":"κλιματισμός",
"κλιματισμού":"κλιματισμός",
"κλιματιστικά":"κλιματιστικός",
"κλιματιστικές":"κλιματιστικός",
"κλιματιστικό":"κλιματιστικός",
"κλιματιστικού":"κλιματιστικός",
"κλιματιστικών":"κλιματιστικός",
"κλιματολογικές":"κλιματολογικός",
"κλιματολογικών":"κλιματολογικός",
"κλιματολόγοι":"κλιματολόγος",
"κλίματος":"κλίμα",
"κλίματός":"κλίμα",
"κλίμεντος":"κλίμεντος",
"κλίμοβιτς":"κλίμοβιτς",
"κλιμτ":"κλιμτ",
"κλιν":"κλιν",
"κλίναι":"κλεινός",
"κλίνει":"κλίνω",
"κλίνες":"κλίνη",
"κλινήρης":"κλινήρης",
"κλινικά":"κλινικά",
"κλινικές":"κλινική",
"κλινική":"κλινική",
"κλινική":"κλινικός",
"κλινικής":"κλινικός",
"κλινικό":"κλινικός",
"κλινικών":"κλινικός",
"κλινοσκεπάσματα":"κλινοσκέπασμα",
"κλίνουν":"κλίνω",
"κλιντ":"κλιντ",
"κλίντον":"κλίντον",
"κλίντον-σεντίγιο":"κλίντον-σεντίγιο",
"κλινών":"κλίνη",
"κλιπ":"κλιπ",
"κλίπερς":"κλίπερς",
"κλίπερς-σιάτλ":"κλίπερς-σιάτλ",
"κλισέ":"κλισέ",
"κλίσεις":"κλίση",
"κλίσεων":"κλίση",
"κλίση":"κλίση",
"κλίσης":"κλίση",
"κλιτύ":"κλιτύ",
"κλιφ":"κλιφ",
"κλιφτ":"κλιφτ",
"κλίφτονβιλ":"κλίφτονβιλ",
"κλοβίς":"κλοβίς",
"κλόζε":"κλόζε",
"κλοιό":"κλοιός",
"κλοιός":"κλοιός",
"κλοιού":"κλοιός",
"κλομπ":"κλομπ",
"κλονίζει":"κλονίζω",
"κλονίζεται":"κλονίζω",
"κλονίζονται":"κλονίζω",
"κλονίζοντας":"κλονίζω",
"κλόνισε":"κλονίζω",
"κλονίσει":"κλονίζω",
"κλονισθεί":"κλονίζω",
"κλονισμένη":"κλονισμένος",
"κλονισμένο":"κλονίζω",
"κλονισμένων":"κλονισμένος",
"κλονισμό":"κλονισμός",
"κλονισμοί":"κλονισμός",
"κλονισμός":"κλονισμός",
"κλονιστεί":"κλονίζω",
"κλονίστηκαν":"κλονίζω",
"κλονίστηκε":"κλονίζω",
"κλοντ":"κλοντ",
"κλόντι":"κλόντι",
"κλόουζ":"κλόουζ",
"κλόουν":"κλόουν",
"κλοπές":"κλοπή",
"κλοπή":"κλοπή",
"κλοπής":"κλοπή",
"κλοπιμαία":"κλοπιμαίος",
"κλοπών":"κλοπή",
"κλοσάρ":"κλοσάρ",
"κλοτσάει":"κλοτσώ",
"κλοτσάμε":"κλοτσώ",
"κλοτσήσει":"κλοτσώ",
"κλοτσιά":"κλοτσιά",
"κλοτσιές":"κλοτσιά",
"κλου":"κλου",
"κλούβα":"κλούβα",
"κλούβας":"κλούβα",
"κλούβες":"κλούβα",
"κλουβί":"κλουβί",
"κλουβιά":"κλουβί",
"κλουβιού":"κλουβί",
"κλουζό":"κλουζό",
"κλουνεϊ":"κλουνεϊ",
"κλούνεϊ":"κλούνεϊ",
"κλπ":"κλπ",
"κλπ.":"κλπ.",
"κλυδωνίζεται":"κλυδωνίζω",
"κλυδωνιζόταν":"κλυδωνίζω",
"κλυδωνισμούς":"κλυδωνισμός",
"κλωβό":"κλωβός",
"κλωβοί":"κλωβός",
"κλωβός":"κλωβός",
"κλωβού":"κλωβός",
"κλωβούς":"κλωβός",
"κλώθει":"κλώθω",
"κλώθουν":"κλώθω",
"κλωνάρι":"κλωνάρι",
"κλωνατεξ":"κλωνατεξ",
"κλώνο":"κλώνος",
"κλώνοι":"κλώνος",
"κλωνοποιήθηκε":"κλωνοποιώ",
"κλωνοποιηθούν":"κλωνοποιώ",
"κλωνοποιημένα":"κλωνοποιημένος",
"κλωνοποιημένες":"κλωνοποιημένος",
"κλωνοποιημένο":"κλωνοποιημένος",
"κλωνοποιημένος":"κλωνοποιημένος",
"κλωνοποιημένου":"κλωνοποιημένος",
"κλωνοποιήσει":"κλωνοποιώ",
"κλωνοποίηση":"κλωνοποίηση",
"κλωνοποιησης":"κλωνοποίηση",
"κλωνοποίησης":"κλωνοποίηση",
"κλώνος":"κλώνος",
"κλώνους":"κλώνος",
"κλώνων":"κλώνος",
"κλως":"κλως",
"κλωστ":"κλωστ",
"κλωστές":"κλωστή",
"κλωστή":"κλωστή",
"κλωστηρια":"κλωστήριο",
"κλωστηριων":"κλωστήριο",
"κλωστής":"κλωστή",
"κλωστουφαντηρια":"κλωστουφαντηρια",
"κλωστοϋφαντουργία":"κλωστοϋφαντουργία",
"κλωστοϋφαντουργίας":"κλωστοϋφαντουργία",
"κλωστοϋφαντουργιες":"κλωστοϋφαντουργία",
"κλωστοϋφαντουργων":"κλωστοϋφαντουργός",
"κλωστοϋφαντουργών":"κλωστοϋφαντουργός",
"κλωτσάει":"κλωτσώ",
"κλώτσησε":"κλωτσώ",
"κλωτσήσει":"κλωτσώ",
"κλωτσιά":"κλωτσιά",
"κλωτσιές":"κλωτσιά",
"κλωτσούν":"κλωτσώ",
"κνακ":"κνακ",
"κνεσέτ":"κνεσέτ",
"κνησμό":"κνησμός",
"κνίδωση":"κνίδωση",
"κνωσό":"κνωσός",
"κο":"κο",
"κό":"κό",
"κοάλα":"κοάλα",
"κοβαλένκο":"κοβαλένκο",
"κοβάλσκι":"κοβάλσκι",
"κοβάλτιο":"κοβάλτιο",
"κοβατς":"κοβατς",
"κόβατς":"κόβατς",
"κοβατσης":"κοβατσης",
"κόβει":"κόβω",
"κόβεις":"κόβω",
"κοβεντρι":"κοβεντρι",
"κόβεντρι":"κόβεντρι",
"κόβεντρι1χ":"κόβεντρι1χ",
"κόβεντρι24661223-32":"κόβεντρι24661223-32",
"κόβεται":"κόβω",
"κόβετε":"κόβω",
"κοβητίδης":"κοβητίδης",
"κοβί":"κοβί",
"κόβονται":"κόβω",
"κόβοντας":"κόβω",
"κόβουμε":"κόβω",
"κόβουν":"κόβω",
"κόβω":"κόβω",
"κόγιογλου":"κόγιογλου",
"κογκ":"κογκ",
"κογκαλνιτσεάνου":"κογκαλνιτσεάνου",
"κογκό":"κογκό",
"κογκολέζο":"κογκολέζος",
"κογκολέζοι":"κογκολέζος",
"κογκρέσο":"κογκρέσο",
"κογκρέσου":"κογκρέσο",
"κοέν":"κοέν",
"κόζα":"κόζα",
"κοζάκοι":"κοζάκοι",
"κοζάκων":"κοζάκων",
"κοζανη":"κοζάνη",
"κοζάνη":"κοζάνη",
"κοζανης":"κοζάνη",
"κοζάνης":"κοζάνη",
"κοζάνης-ιωαννίνων":"κοζάνης-ιωαννίνων",
"κοζάνης-λάρισας":"κοζάνης-λάρισας",
"κοζανίδης":"κοζανίδης",
"κοζανίτες":"κοζανίτης",
"κόζιακας":"κόζιακας",
"κόζιτσε":"κόζιτσε",
"κοζλονοντούι":"κοζλονοντούι",
"κοζλοντούι":"κοζλοντούι",
"κοζμα":"κοζμα",
"κοζμά":"κοζμά",
"κοθάλη":"κοθάλη",
"κοθάλης":"κοθάλης",
"κοϊζούμι":"κοϊζούμι",
"κοίλα":"κοίλος",
"κοιλάδα":"κοιλάδα",
"κοιλάδας":"κοιλάδα",
"κοιλάδες":"κοιλάδα",
"κοιλαδογέφυρες":"κοιλαδογέφυρες",
"κοιλάδων":"κοιλάδα",
"κοίλες":"κοίλος",
"κοίλη":"κοίλος",
"κοιλιά":"κοιλιά",
"κοιλία":"κοιλία",
"κοιλιακή":"κοιλιακός",
"κοιλιακούς":"κοιλιακός",
"κοιλιακών":"κοιλιακός",
"κοιλιάρα":"κοιλιάρα",
"κοιλιάρας":"κοιλιάρας",
"κοιλιας":"κοιλιά",
"κοιλιάς":"κοιλιά",
"κοιλίας":"κοιλία",
"κοιλίες":"κοιλία",
"κοιλότητα":"κοιλότητα",
"κοιλότητες":"κοιλότητα",
"κοιμάμαι":"κοιμάμαι",
"κοιμάσαι":"κοιμάμαι",
"κοιμάται":"κοιμάμαι",
"κοιμηθεί":"κοιμάμαι",
"κοιμηθείς":"κοιμάμαι",
"κοιμηθείτε":"κοιμάμαι",
"κοιμήθηκα":"κοιμάμαι",
"κοιμήθηκαν":"κοιμάμαι",
"κοιμήθηκε":"κοιμάμαι",
"κοιμηθούν":"κοιμάμαι",
"κοιμηθώ":"κοιμάμαι",
"κοιμήσεως":"κοίμηση",
"κοιμητήρι":"κοιμητήρι",
"κοιμητήρια":"κοιμητήριο",
"κοιμητήριο":"κοιμητήριο",
"κοιμίζει":"κοιμίζω",
"κοιμισμένες":"κοιμάμαι",
"κοιμισμένοι":"κοιμάμαι",
"κοιμισμένων":"κοιμισμένος",
"κοιμόμαστε":"κοιμάμαι",
"κοιμόμουν":"κοιμάμαι",
"κοιμόμουνα":"κοιμάμαι",
"κοιμόντουσαν":"κοιμάμαι",
"κοιμόσουν":"κοιμάμαι",
"κοιμόταν":"κοιμάμαι",
"κοιμούνται":"κοιμάμαι",
"κοιν":"κοιν",
"κοινά":"κοινός",
"κοινές":"κοινός",
"κοινη":"κοινός",
"κοινή":"κοινός",
"κοινής":"κοινός",
"κοινό":"κοινό",
"κοινό":"κοινός",
"κοινόβιο":"κοινόβιο",
"κοινοβουλευτικά":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικές":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικη":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτική":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικής":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικό":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικοί":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικός":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικού":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικούς":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτικών":"κοινοβουλευτικός",
"κοινοβουλευτισμό":"κοινοβουλευτισμός",
"κοινοβουλευτισμός":"κοινοβουλευτισμός",
"κοινοβουλευτισμού":"κοινοβουλευτισμός",
"κοινοβούλια":"κοινοβούλιο",
"κοινοβουλιο":"κοινοβούλιο",
"κοινοβούλιο":"κοινοβούλιο",
"κοινοβούλιό":"κοινοβούλιο",
"κοινοβουλίου":"κοινοβούλιο",
"κοινοβουλίων":"κοινοβούλιο",
"κοινοί":"κοινός",
"κοινοκτημοσύνη":"κοινοκτημοσύνη",
"κοινοκτημοσύνης":"κοινοκτημοσύνη",
"κοινόν":"κοινός",
"κοινοποιεί":"κοινοποιώ",
"κοινοποιείται":"κοινοποιώ",
"κοινοποιηθεί":"κοινοποιώ",
"κοινοποιήθηκε":"κοινοποιώ",
"κοινοποιηθούν":"κοινοποιώ",
"κοινοποίησαν":"κοινοποιώ",
"κοινοποιήσατε":"κοινοποιώ",
"κοινοποίησε":"κοινοποιώ",
"κοινοποιήσει":"κοινοποιώ",
"κοινοποίηση":"κοινοποίηση",
"κοινοποίησή":"κοινοποίηση",
"κοινοποίησης":"κοινοποίηση",
"κοινοπολιτεία":"κοινοπολιτεία",
"κοινοπολιτειας":"κοινοπολιτεία",
"κοινοπολιτείας":"κοινοπολιτεία",
"κοινοπρακτικά":"κοινοπρακτικός",
"κοινοπρακτικό":"κοινοπρακτικός",
"κοινοπρακτικού":"κοινοπρακτικός",
"κοινοπραξία":"κοινοπραξία",
"κοινοπραξίας":"κοινοπραξία",
"κοινοπραξίες":"κοινοπραξία",
"κοινοπραξιών":"κοινοπραξία",
"κοινός":"κοινός",
"κοινοτάρχες":"κοινοτάρχης",
"κοινοτάρχη":"κοινοτάρχης",
"κοινοτάρχης":"κοινοτάρχης",
"κοινοταρχών":"κοινοτάρχης",
"κοινότατη":"κοινός",
"κοινότητα":"κοινότητα",
"κοινότητά":"κοινότητα",
"κοινότητας":"κοινότητα",
"κοινότητάς":"κοινότητα",
"κοινότητες":"κοινότητα",
"κοινότητές":"κοινότητα",
"κοινότητός":"κοινότητα",
"κοινοτήτων":"κοινότητα",
"κοινοτικα":"κοινοτικός",
"κοινοτικά":"κοινοτικός",
"κοινοτικές":"κοινοτικός",
"κοινοτικη":"κοινοτικός",
"κοινοτική":"κοινοτικός",
"κοινοτικής":"κοινοτικός",
"κοινοτικό":"κοινοτικός",
"κοινοτικοί":"κοινοτικός",
"κοινοτικός":"κοινοτικός",
"κοινοτικού":"κοινοτικός",
"κοινοτικούς":"κοινοτικός",
"κοινοτικών":"κοινοτικός",
"κοινότοπα":"κοινότοπος",
"κοινότοπες":"κοινότοπος",
"κοινότοπη":"κοινότοπος",
"κοινοτοπία":"κοινοτοπία",
"κοινοτοπίες":"κοινοτοπία",
"κοινοτοπιών":"κοινοτοπία",
"κοινότοπο":"κοινότοπος",
"κοινότυπα":"κοινότυπος",
"κοινότυπος":"κοινότυπος",
"κοινού":"κοινό",
"κοινού":"κοινός",
"κοινούς":"κοινός",
"κοινόχρηστα":"κοινόχρηστος",
"κοινόχρηστης":"κοινόχρηστος",
"κοινόχρηστο":"κοινόχρηστος",
"κοινόχρηστοι":"κοινόχρηστος",
"κοινόχρηστους":"κοινόχρηστος",
"κοινόχρηστων":"κοινόχρηστος",
"κοινών":"κοινός",
"κοινωνείται":"κοινωνείται",
"κοινωνία":"κοινωνία",
"κοινωνίαν":"κοινωνία",
"κοινωνίας":"κοινωνία",
"κοινωνίες":"κοινωνία",
"κοινωνικά":"κοινωνικά",
"κοινωνικά":"κοινωνικός",
"κοινωνικές":"κοινωνικός",
"κοινωνική":"κοινωνικός",
"κοινωνικης":"κοινωνικός",
"κοινωνικής":"κοινωνικός",
"κοινωνικό":"κοινωνικός",
"κοινωνικοασφαλιστικό":"κοινωνικοασφαλιστικός",
"κοινωνικοί":"κοινωνικός",
"κοινωνικοοικονομικά":"κοινωνικοοικονομικός",
"κοινωνικοοικονομικές":"κοινωνικοοικονομικός",
"κοινωνικοοικονομική":"κοινωνικοοικονομικός",
"κοινωνικοοικονομικής":"κοινωνικοοικονομικός",
"κοινωνικο-οικονομικού":"κοινωνικο-οικονομικού",
"κοινωνικοοικονομικών":"κοινωνικοοικονομικός",
"κοινωνικοποίησης":"κοινωνικοποίηση",
"κοινωνικοπολιτικές":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικοπολιτική":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικοπολιτικής":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικοπολιτικό":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικοπολιτικοί":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικοπολιτικών":"κοινωνικοπολιτικός",
"κοινωνικός":"κοινωνικός",
"κοινωνικότητα":"κοινωνικότητα",
"κοινωνικότητά":"κοινωνικότητα",
"κοινωνικότητας":"κοινωνικότητα",
"κοινωνικού":"κοινωνικός",
"κοινωνικούς":"κοινωνικός",
"κοινωνικών":"κοινωνικός",
"κοινωνικώς":"κοινωνικά",
"κοινωνιογλωσσολόγων":"κοινωνιογλωσσολόγων",
"κοινωνιολογία":"κοινωνιολογία",
"κοινωνιολογιας":"κοινωνιολογία",
"κοινωνιολογίας":"κοινωνιολογία",
"κοινωνιολογικές":"κοινωνιολογικός",
"κοινωνιολογική":"κοινωνιολογικός",
"κοινωνιολογικής":"κοινωνιολογικός",
"κοινωνιολογικούς":"κοινωνιολογικός",
"κοινωνιολόγοι":"κοινωνιολόγος",
"κοινωνιολόγος":"κοινωνιολόγος",
"κοινωνιολόγος-καθηγητής":"κοινωνιολόγος-καθηγητής",
"κοινωνιολόγους":"κοινωνιολόγος",
"κοινωνιολόγων":"κοινωνιολόγος",
"κοινωνιστή":"κοινωνιστή",
"κοινωνιών":"κοινωνία",
"κοινωνοί":"κοινωνός",
"κοινωνούν":"κοινωνώ",
"κοινωνούς":"κοινωνός",
"κοινώς":"κοινώς",
"κοινωφελείς":"κοινωφελής",
"κοινωφελές":"κοινωφελής",
"κοινωφελή":"κοινωφελής",
"κοινωφελής":"κοινωφελής",
"κοινωφελούς":"κοινωφελής",
"κοινωφελών":"κοινωφελής",
"κοιτα":"κοιτάζω",
"κοιτά":"κοιτάζω",
"κοίτα":"κοιτάζω",
"κοίταγε":"κοιτώ",
"κοίταγμα":"κοίταγμα",
"κοιτάει":"κοιτώ",
"κοιτάζαμε":"κοιτάζω",
"κοίταζαν":"κοιτάζω",
"κοίταζε":"κοιτάζω",
"κοιτάζει":"κοιτάζω",
"κοιτάζεις":"κοιτάζω",
"κοίταζιν":"κοίταζιν",
"κοιταζόμαστε":"κοιτάζω",
"κοιτάζοντας":"κοιτάζω",
"κοιτάζουμε":"κοιτάζω",
"κοιτάζουν":"κοιτάζω",
"κοιτάζω":"κοιτάζω",
"κοιτάμε":"κοιτάζω",
"κοιτάνε":"κοιτώ",
"κοίταξα":"κοιτάζω",
"κοιτάξαμε":"κοιτάζω",
"κοίταξε":"κοιτάζω",
"κοίταξέ":"κοιτάζω",
"κοιτάξει":"κοιτάζω",
"κοιτάξεις":"κοιτάζω",
"κοίταξες":"κοιτάζω",
"κοιτάξετε":"κοιτάζω",
"κοιτάξουμε":"κοιτάζω",
"κοιτάξουν":"κοιτάζω",
"κοιτάξτε":"κοιτάζω",
"κοιτάξω":"κοιτάζω",
"κοιτάς":"κοιτώ",
"κοιτάσματα":"κοίτασμα",
"κοιτασματολογίας":"κοιτασματολογίας",
"κοιτασμάτων":"κοίτασμα",
"κοιτάτε":"κοιτάζω",
"κοιτάω":"κοιτώ",
"κοίτες":"κοίτη",
"κοίτη":"κοίτη",
"κοίτης":"κοίτη",
"κοιτίδα":"κοιτίδα",
"κοιτιούνται":"κοιτάζω",
"κοιτούμε":"κοιτάζω",
"κοιτούν":"κοιτάζω",
"κοιτούσα":"κοιτώ",
"κοιτούσαν":"κοιτάζω",
"κοιτούσανε":"κοιτάζω",
"κοιτούσε":"κοιτώ",
"κοιτώ":"κοιτάζω",
"κοιτώντας":"κοιτάζω",
"κοκ":"κοκ",
"κόκα":"κόκα",
"κοκαΐνη":"κοκαΐνη",
"κοκαϊνης":"κοκαΐνη",
"κοκαΐνης":"κοκαΐνη",
"κόκαλα":"κόκαλο",
"κόκαλά":"κόκαλο",
"κοκαλάκι":"κοκαλάκι",
"κόκαλο":"κόκαλο",
"κόκας":"κόκα",
"κοκίτη":"κοκίτης",
"κόκκα":"κόκκα",
"κόκκαλη":"κόκκαλης",
"κόκκαλης":"κόκκαλης",
"κόκκας":"κόκκας",
"κοκκελίδη":"κοκκελίδη",
"κοκκινα":"κόκκινος",
"κόκκινα":"κόκκινος",
"κόκκινες":"κόκκινος",
"κοκκινη":"κόκκινος",
"κόκκινη":"κόκκινος",
"κόκκινης":"κόκκινος",
"κοκκινίζετε":"κοκκινίζω",
"κοκκινίζουν":"κοκκινίζω",
"κοκκινιστό":"κοκκινιστός",
"κοκκινο":"κόκκινος",
"κόκκινο":"κόκκινος",
"κόκκινοι":"κόκκινος",
"κοκκινολαίμηδες":"κοκκινολαίμης",
"κοκκινόμαυροι":"κοκκινόμαυρος",
"κοκκινόμαυρος":"κοκκινόμαυρος",
"κοκκινόμαυρους":"κοκκινόμαυρος",
"κοκκινόμαυρων":"κοκκινόμαυρος",
"κοκκινοπράσινης":"κοκκινοπράσινος",
"κόκκινος":"κόκκινος",
"κόκκινου":"κόκκινος",
"κοκκίνου":"κοκκίνου",
"κοκκινούλη":"κοκκινούλης",
"κοκκινουλης":"κοκκινούλης",
"κοκκινούλης":"κοκκινούλης",
"κόκκινους":"κόκκινος",
"κοκκινόχωμα":"κοκκινόχωμα",
"κόκκινων":"κόκκινος",
"κοκκινωπή":"κοκκινωπός",
"κοκκινωπό":"κοκκινωπός",
"κοκκόλα":"κοκκόλα",
"κόκκους":"κόκκος",
"κοκκύτη":"κοκκύτης",
"κοκκώλης":"κοκκώλης",
"κόκκων":"κόκκος",
"κόκλα":"κόκλα",
"κόκλας":"κόκλας",
"κοκλώνη":"κοκλώνη",
"κόκοβας":"κόκοβας",
"κοκολακης":"κοκολακης",
"κοκολάκης":"κοκολάκης",
"κοκόλης":"κοκόλης",
"κοκολοδημητράκης":"κοκολοδημητράκης",
"κόκορα":"κόκορας",
"κόκορας":"κόκορας",
"κοκορέτσι":"κοκορέτσι",
"κοκορεύεται":"κοκορεύομαι",
"κοκορεύονται":"κοκορεύομαι",
"κοκόρια":"κοκόρι",
"κοκορομαχία":"κοκορομαχία",
"κοκότης":"κοκότης",
"κοκού":"κοκού",
"κοκτέιλ":"κοκτέιλ",
"κολ":"κολ",
"κόλα":"κόλα",
"κολάζ":"κολάζ",
"κολακεία":"κολακεία",
"κολακείας":"κολακεία",
"κολακεύει":"κολακεύω",
"κολακεύουν":"κολακεύω",
"κολακευτεί":"κολακεύω",
"κολακευτικά":"κολακευτικά",
"κολακευτικά":"κολακευτικός",
"κολακευτικές":"κολακευτικός",
"κολακευτική":"κολακευτικός",
"κολακευτικό":"κολακευτικός",
"κολάν":"κολάν",
"κολάσεως":"κόλαση",
"κολαση":"κόλαση",
"κόλαση":"κόλαση",
"κόλασης":"κόλαση",
"κολάσιμες":"κολάσιμος",
"κολάσιμη":"κολάσιμος",
"κολάσιμο":"κολάσιμος",
"κολασμένη":"κολασμένος",
"κολασμό":"κολασμός",
"κολασμού":"κολασμός",
"κολαστήρια":"κολαστήριο",
"κολαστήριο":"κολαστήριο",
"κολατσιά":"κολατσιά",
"κόλαφο":"κόλαφος",
"κόλαφος":"κόλαφος",
"κολέγια":"κολέγιο",
"κολέγιο":"κολέγιο",
"κολεγιοκόριτσα":"κολεγιοκόριτσα",
"κολεγίου":"κολέγιο",
"κολεγίων":"κολέγιο",
"κολεκ":"κολεκ",
"κόλεκ":"κόλεκ",
"κολεκτίβα":"κολεκτίβα",
"κολεκτιβοποίηση":"κολεκτιβοποίηση",
"κόλεμαν":"κόλεμαν",
"κολεξιόν":"κολεξιόν",
"κόλερ":"κόλερ",
"κόλεφ":"κόλεφ",
"κόλια":"κόλια",
"κολιαδήμου":"κολιαδήμου",
"κολίγων":"κολίγος",
"κολιέ":"κολιός",
"κόλιν":"κόλιν",
"κολίνα":"κολίνα",
"κολινς":"κολινς",
"κόλινς":"κόλινς",
"κολιό":"κολιός",
"κολιοπάνο":"κολιοπάνο",
"κολιοπάνος":"κολιοπάνος",
"κολιοπάνου":"κολιοπάνου",
"κολίτσι":"κολίτσι",
"κολκέτι":"κολκέτι",
"κόλλα":"κόλλα",
"κολλα":"κολλώ",
"κολλά":"κολλώ",
"κολλάει":"κολλώ",
"κολλάζ":"κολλάζ",
"κολλάνε":"κολλώ",
"κολλάρα":"κολλάρα",
"κόλλας":"κόλλα",
"κολλάς":"κολλώ",
"κολλάω":"κολλώ",
"κολλέγιο":"κολλέγιο",
"κολλεγίου":"κολλεγίου",
"κόλλες":"κόλλα",
"κολλήματα":"κόλλημα",
"κολλημένα":"κολλώ",
"κολλημένες":"κολλώ",
"κολλημένη":"κολλώ",
"κολλημένο":"κολλώ",
"κολλημένοι":"κολλώ",
"κολλημένος":"κολλώ",
"κολλήσαμε":"κολλώ",
"κολλησαν":"κολλώ",
"κόλλησαν":"κολλώ",
"κόλλησε":"κολλώ",
"κολλήσει":"κολλώ",
"κολλήσουμε":"κολλώ",
"κολλήσουν":"κολλώ",
"κολλήσω":"κολλώ",
"κολλητά":"κολλητά",
"κολλητές":"κολλητός",
"κολλητή":"κολλητός",
"κολλητικές":"κολλητικός",
"κολλητό":"κολλητός",
"κολλητοί":"κολλητός",
"κολλητός":"κολλητός",
"κολλητού":"κολλητός",
"κολλητούς":"κολλητός",
"κολλητών":"κολλητός",
"κολλιό":"κολλιό",
"κολλοσαίο":"κολλοσαίο",
"κολλούσαν":"κολλώ",
"κολλούσε":"κολλώ",
"κολλύρια":"κολλύριο",
"κολλώντας":"κολλώ",
"κολντεμπέλα":"κολντεμπέλα",
"κολοβή":"κολοβός",
"κολοβό":"κολοβός",
"κολοβός":"κολοβός",
"κολοκοτρώνη":"κολοκοτρώνης",
"κολοκοτρώνης":"κολοκοτρώνης",
"κολοκύθα":"κολοκύθας",
"κολοκυθάκια":"κολοκυθάκι",
"κολοκύθες":"κολοκύθας",
"κολοκύθι":"κολοκύθι",
"κολοκύθια":"κολοκύθι",
"κολοκυθιά":"κολοκυθιά",
"κολοκύνθη":"κολοκύνθη",
"κολοκυνθού":"κολοκυνθού",
"κολομβία":"κολομβία",
"κολομβιανές":"κολομβιανή",
"κολομβιανός":"κολομβιανός",
"κολομβιανού":"κολομβιανός",
"κολομβίας":"κολομβία",
"κολόμβος":"κολόμβος",
"κολόμπους":"κολόμπους",
"κολόνα":"κολόνα",
"κολόνες":"κολόνα",
"κολονία":"κολονία",
"κολόνια":"κολόνια",
"κολονοσκόπηση":"κολονοσκόπηση",
"κολονοσκόπιου":"κολονοσκόπιου",
"κολοσσαί":"κολοσσαί",
"κολοσσαιον":"κολοσσαιον",
"κολοσσαίον":"κολοσσαίον",
"κολοσσιαία":"κολοσσιαίος",
"κολοσσιαίες":"κολοσσιαίος",
"κολοσσιαίο":"κολοσσιαίος",
"κολοσσιαίος":"κολοσσιαίος",
"κολοσσιαίου":"κολοσσιαίος",
"κολοσσό":"κολοσσός",
"κολοσσοί":"κολοσσός",
"κολοσσος":"κολοσσός",
"κολοσσός":"κολοσσός",
"κολοσσού":"κολοσσός",
"κολοσσούς":"κολοσσός",
"κολοσσών":"κολοσσός",
"κολοτούρος":"κολοτούρος",
"κολοτούρου":"κολοτούρου",
"κολούμπια":"κολούμπια",
"κόλπα":"κόλπο",
"κολπική":"κολπικός",
"κολπίσκο":"κολπίσκος",
"κολπο":"κόλπος",
"κόλπο":"κόλπος",
"κόλποι":"κόλπος",
"κολποκοιλιακός":"κολποκοιλιακός",
"κόλπου":"κόλπος",
"κόλπους":"κόλπος",
"κόλπων":"κόλπος",
"κολς":"κολς",
"κολτζο":"κολτζο",
"κόλτζο":"κόλτζο",
"κολτζος":"κολτζος",
"κόλτζος":"κόλτζος",
"κόλτζου":"κόλτζου",
"κολτρέιν":"κολτρέιν",
"κόλτσεανγκ":"κόλτσεανγκ",
"κολτσεστερ":"κολτσεστερ",
"κόλτσεστερ":"κόλτσεστερ",
"κόλτση":"κόλτση",
"κολτση":"κολτσής",
"κολτσίδα":"κολτσίδα",
"κολτσίδας":"κολτσίδας",
"κολυμβηση":"κολύμβηση",
"κολύμβηση":"κολύμβηση",
"κολύμβησης":"κολύμβηση",
"κολυμβητές":"κολυμβητής",
"κολυμβητήριο":"κολυμβητήριο",
"κολυμβητηρίου":"κολυμβητήριο",
"κολυμβητής":"κολυμβητής",
"κολυμβητικές":"κολυμβητικός",
"κολυμβητικη":"κολυμβητικός",
"κολυμβητικό":"κολυμβητικός",
"κολυμβητικός":"κολυμβητικός",
"κολυμβητού":"κολυμβητής",
"κολυμβήτρια":"κολυμβήτρια",
"κολυμβήτριας":"κολυμβήτρια",
"κολυμβητών":"κολυμβητής",
"κολυμπά":"κολυμπώ",
"κολυμπάει":"κολυμπώ",
"κολυμπάμε":"κολυμπώ",
"κολυμπάνε":"κολυμπώ",
"κολυμπάς":"κολυμπώ",
"κολυμπήθρα":"κολυμπήθρα",
"κολύμπησε":"κολυμπώ",
"κολυμπήσει":"κολυμπώ",
"κολυμπήσουν":"κολυμπώ",
"κολυμπήσω":"κολυμπώ",
"κολύμπι":"κολύμπι",
"κολυμπούν":"κολυμπώ",
"κολυμπώντας":"κολυμπώ",
"κολχικό":"κολχικό",
"κολχικού":"κολχικού",
"κολχόζ":"κολχόζ",
"κολώκα":"κολώκα",
"κολωνάκι":"κολωνάκι",
"κολωνακίου":"κολωνάκι",
"κολωνία":"κολωνία",
"κολώνια":"κολώνια",
"κολωνίας":"κολωνία",
"κολωνό":"κολωνός",
"κομα":"κομα",
"κομά":"κομά",
"κόμα":"κόμα",
"κομάντο":"κομάντο",
"κομάντος":"κομάντος",
"κομάντσι":"κομάντσι",
"κοματάνος":"κοματάνος",
"κομβικά":"κομβικός",
"κομβική":"κομβικός",
"κομβικής":"κομβικός",
"κομβικό":"κομβικός",
"κομβικός":"κομβικός",
"κόμβο":"κόμβος",
"κομβόι":"κομβόι",
"κόμβοι":"κόμβος",
"κομβολίδης":"κομβολίδης",
"κόμβος":"κόμβος",
"κόμβου":"κόμβος",
"κόμβους":"κόμβος",
"κόμβων":"κόμβος",
"κομεντί":"κομεντί",
"κομερσάντ":"κομερσάντ",
"κομέσοβ":"κομέσοβ",
"κόμη":"κόμης",
"κόμης":"κόμης",
"κομητείας":"κομητεία",
"κομήτες":"κομήτης",
"κομήτη":"κομήτης",
"κομήτης":"κομήτης",
"κομητοπούλου":"κομητοπούλου",
"κομητών":"κομήτης",
"κόμι":"κόμι",
"κομίζει":"κομίζω",
"κομίζοντας":"κομίζω",
"κομίζουν":"κομίζω",
"κόμικ":"κόμικ",
"κόμικς":"κόμικς",
"κομισάριος":"κομισάριος",
"κομισιόν":"κομισιόν",
"κομιστής":"κομιστής",
"κόμιστρα":"κόμιστρο",
"κομμα":"κόμμα",
"κόμμα":"κόμμα",
"κόμματα":"κόμμα",
"κόμματά":"κόμμα",
"κομματάκι":"κομματάκι",
"κομματάκια":"κομματάκι",
"κομματάρχες":"κομματάρχης",
"κομματάρχη":"κομματάρχης",
"κομματάρχης":"κομματάρχης",
"κομμάτι":"κομμάτι",
"κομμάτια":"κομμάτι",
"κομματιάζει":"κομματιάζω",
"κομματιάζεται":"κομματιάζω",
"κομματιάζονται":"κομματιάζω",
"κομματικά":"κομματικός",
"κομματικές":"κομματικός",
"κομματική":"κομματικός",
"κομματικής":"κομματικός",
"κομματικό":"κομματικός",
"κομματικοί":"κομματικός",
"κομματικού":"κομματικός",
"κομματικούς":"κομματικός",
"κομματικών":"κομματικός",
"κομματιού":"κομμάτι",
"κομματιών":"κομμάτι",
"κόμματο":"κόμματος",
"κόμματος":"κόμμα",
"κόμματός":"κόμμα",
"κόμματος":"κόμματος",
"κόμματου":"κόμματος",
"κομματων":"κόμμα",
"κομμάτων":"κόμμα",
"κομμένα":"κομμένος",
"κομμένες":"κομμένος",
"κομμένη":"κομμένος",
"κομμένο":"κομμένος",
"κομμό":"κομμός",
"κομμουνισμό":"κομμουνισμός",
"κομμουνισμός":"κομμουνισμός",
"κομμουνισμού":"κομμουνισμός",
"κομμουνιστές":"κομμουνιστής",
"κομμουνιστή":"κομμουνιστής",
"κομμουνιστής":"κομμουνιστής",
"κομμουνιστικά":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστικές":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστική":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστικής":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστικό":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστικού":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστικών":"κομμουνιστικός",
"κομμουνιστών":"κομμουνιστής",
"κόμμωση":"κόμμωση",
"κομμωτήριο":"κομμωτήριο",
"κομμωτηρίου":"κομμωτήριο",
"κομμωτική":"κομμωτικός",
"κομμωτικής":"κομμωτικός",
"κομμώτριας":"κομμώτρια",
"κομνηνάδων":"κομνηνάδων",
"κομνηνών":"κομνηνών",
"κόμο":"κόμο",
"κομοδίνο":"κομοδίνο",
"κομοτηνη":"κομοτηνή",
"κομοτηνή":"κομοτηνή",
"κομοτηνή-αλεξανδρούπολη":"κομοτηνή-αλεξανδρούπολη",
"κομοτηνή-πανσερραϊκός":"κομοτηνή-πανσερραϊκός",
"κομοτηνης":"κομοτηνή",
"κομοτηνής":"κομοτηνή",
"κομοτηνής-αλεξανδρούπολης":"κομοτηνής-αλεξανδρούπολης",
"κομοτηνή-ταύρος":"κομοτηνή-ταύρος",
"κόμοτο":"κόμοτο",
"κομουνιστές":"κομουνιστής",
"κομουνιστής":"κομουνιστής",
"κομουνιστικού":"κομουνιστικός",
"κομουνιστών":"κομουνιστής",
"κομπάζει":"κομπάζω",
"κομπάζοντας":"κομπάζω",
"κομπάζουμε":"κομπάζω",
"κομπανία":"κομπανία",
"κομπάρσοι":"κομπάρσος",
"κομπάρσος":"κομπάρσος",
"κομπάρσους":"κομπάρσος",
"κομπασμός":"κομπασμός",
"κόμπι":"κόμπι",
"κομπιάζατε":"κομπιάζω",
"κομπιάζει":"κομπιάζω",
"κομπιάζετε":"κομπιάζω",
"κομπιασβίλι":"κομπιασβίλι",
"κομπίνα":"κομπίνα",
"κομπιναδόρους":"κομπιναδόρος",
"κομπίνες":"κομπίνα",
"κομπιούτερ":"κομπιούτερ",
"κομπιουτεράδες":"κομπιουτεράς",
"κομπιουτεράκι":"κομπιουτεράκι",
"κομπιουτεράκια":"κομπιουτεράκιας",
"κομπιούτερς":"κομπιούτερς",
"κομπλάρει":"κομπλάρω",
"κομπλέ":"κομπλέ",
"κόμπλεξ":"κόμπλεξ",
"κομπλεξικός":"κομπλεξικός",
"κομπλιμέντο":"κομπλιμέντο",
"κόμπο":"κόμπος",
"κομπογιαννίτης":"κομπογιαννίτης",
"κομπόδεμα":"κομπόδεμα",
"κομποδιέτας":"κομποδιέτας",
"κομπολόι":"κομπολόι",
"κόμπος":"κόμπος",
"κομπόστα":"κομπόστα",
"κομπόστες":"κομπόστα",
"κομποσχοίνι":"κομποσχοίνι",
"κομφετί":"κομφετί",
"κομφόρ":"κομφόρ",
"κομφούζιο":"κομφούζιο",
"κομφούκιος":"κομφούκιος",
"κομψά":"κομψός",
"κομψές":"κομψός",
"κομψή":"κομψός",
"κομψής":"κομψός",
"κομψό":"κομψός",
"κομψός":"κομψός",
"κομψοτέχνημα":"κομψοτέχνημα",
"κομψότητας":"κομψότητα",
"κομψού":"κομψός",
"κον":"κον",
"κονάκι":"κονάκι",
"κόνδορας":"κόνδορας",
"κονδύλι":"κονδύλι",
"κονδύλια":"κονδύλι",
"κονδύλιά":"κονδύλι",
"κονδύλιο":"κονδύλιο",
"κονδυλίου":"κονδύλιο",
"κονδυλίων":"κονδύλιο",
"κονδυλώματα":"κονδύλωμα",
"κονέκτικατ":"κονέκτικατ",
"κόνερι":"κόνερι",
"κόνι":"κόνι",
"κόνια":"κόνια",
"κονιάκ":"κονιάκ",
"κόνιγκ":"κόνιγκ",
"κόνινγκ":"κόνινγκ",
"κονιορτοποιεί":"κονιορτοποιώ",
"κονιορτοποιημένο":"κονιορτοποιημένος",
"κονιορτοποίηση":"κονιορτοποίηση",
"κόνιτζ":"κόνιτζ",
"κονιτοπούλου":"κονιτοπούλου",
"κόνιτσα":"κόνιτσα",
"κονκάρδες":"κονκάρδα",
"κόνλεϊ":"κόνλεϊ",
"κονόμα":"κονόμα",
"κόνορ":"κόνορ",
"κόνορς":"κόνορς",
"κόνραντ":"κόνραντ",
"κονσεϊσαο":"κονσεϊσαο",
"κονσεϊσάο":"κονσεϊσάο",
"κόνσεπτ":"κόνσεπτ",
"κονσέρβα":"κονσέρβα",
"κονσέρβας":"κονσέρβα",
"κονσέρβες":"κονσέρβα",
"κονσερβοκούτι":"κονσερβοκούτι",
"κονσερβοκούτια":"κονσερβοκούτι",
"κονσερβοποίησης":"κονσερβοποίηση",
"κονσέρτα":"κονσέρτο",
"κονσέρτο":"κονσέρτο",
"κονσόλα":"κονσόλα",
"κονσόλες":"κονσόλα",
"κονσόρτσιουμ":"κονσόρτσιουμ",
"κονσταντίν":"κονσταντίν",
"κοντα":"κοντά",
"κοντά":"κοντά",
"κοντά":"κοντός",
"κονταξή":"κονταξή",
"κοντάρι":"κοντάρι",
"κοντάρια":"κοντάρι",
"κονταρομαχίες":"κονταρομαχία",
"κονταροχτυπιούνται":"κονταροχτυπιέμαι",
"κόντε":"κόντες",
"κοντέινερ":"κοντέινερ",
"κοντελετζίδου":"κοντελετζίδου",
"κοντέρ":"κοντέρ",
"κοντές":"κοντός",
"κόντευε":"κοντεύω",
"κοντεύει":"κοντεύω",
"κοντεύουμε":"κοντεύω",
"κοντεύουν":"κοντεύω",
"κοντεύω":"κοντεύω",
"κόντεψαν":"κοντεύω",
"κόντεψε":"κοντεύω",
"κοντέων":"κοντέων",
"κοντζιαλης":"κοντζιαλης",
"κοντή":"κοντός",
"κόντης":"κόντης",
"κόντι":"κόντι",
"κοντινά":"κοντινά",
"κοντινές":"κοντινός",
"κοντινή":"κοντινός",
"κοντινής":"κοντινός",
"κοντινό":"κοντινός",
"κοντινοί":"κοντινός",
"κοντινός":"κοντινός",
"κοντινότερη":"κοντινός",
"κοντινότερο":"κοντινός",
"κοντινού":"κοντινός",
"κοντινούς":"κοντινός",
"κοντίσιον":"κοντίσιον",
"κοντό":"κοντός",
"κοντογιαννίδης":"κοντογιαννίδης",
"κοντογιαννόπουλος":"κοντογιαννόπουλος",
"κοντογιαννόπουλου":"κοντογιαννόπουλου",
"κοντογιώργης":"κοντογιώργης",
"κοντογουλίδη":"κοντογουλίδη",
"κοντογουλίδης":"κοντογουλίδης",
"κοντογούνης":"κοντογούνης",
"κοντογούρη":"κοντογούρη",
"κοντογούρης":"κοντογούρης",
"κοντοί":"κοντός",
"κοντόκαννη":"κοντόκαννος",
"κοντολάζο":"κοντολάζο",
"κοντολογίς":"κοντολογίς",
"κοντομάνικο":"κοντομάνικος",
"κοντομάρης":"κοντομάρης",
"κοντομηνά":"κοντομηνά",
"κοντονή":"κοντονή",
"κοντοπίθαρο":"κοντοπίθαρος",
"κοντός":"κοντός",
"κόντος":"κόντος",
"κοντοσούβλι":"κοντοσούβλι",
"κοντοσούβλι-κοκορέτσι":"κοντοσούβλι-κοκορέτσι",
"κοντοστόλη":"κοντοστόλη",
"κοντου":"κοντός",
"κοντούδη":"κοντούδη",
"κοντούς":"κοντός",
"κοντόφθαλμα":"κοντόφθαλμος",
"κοντόφθαλμες":"κοντόφθαλμος",
"κοντόφθαλμο":"κοντόφθαλμος",
"κοντόφθαλμους":"κοντόφθαλμος",
"κοντοχρήστος":"κοντοχρήστος",
"κοντρα":"κόντρα",
"κόντρα":"κόντρα",
"κοντραμπάσο":"κοντραμπάσο",
"κοντράρει":"κοντράρω",
"κοντραριστεί":"κοντράρω",
"κοντραριστούμε":"κοντράρω",
"κοντράροντας":"κοντράρω",
"κόντρας":"κόντρα",
"κοντράστ":"κοντράστ",
"κόντρες":"κόντρα",
"κοντρόλ":"κοντρόλ",
"κοντρολάρει":"κοντρολάρω",
"κοντσέρτο":"κοντσέρτο",
"κοντσέρτου":"κοντσέρτο",
"κοντύτερα":"κοντά",
"κοντύτερη":"κοντός",
"κοντύτερο":"κοντός",
"κοντύτερος":"κοντός",
"κοντώ":"κοντώ",
"κοντών":"κοντός",
"κόνφερανς":"κόνφερανς",
"κοξ":"κοξ",
"κοξάκι":"κοξάκι",
"κόουλ":"κόουλ",
"κόουτς":"κόουτς",
"κοουτσαρει":"κοουτσάρω",
"κόπα":"κόπα",
"κοπάδι":"κοπάδι",
"κοπάδια":"κοπάδι",
"κοπαδιού":"κοπάδι",
"κοπαδιών":"κοπάδι",
"κοπάζει":"κοπάζω",
"κοπακαμπάνα":"κοπακαμπάνα",
"κοπανά":"κοπανώ",
"κοπανάνε":"κοπανώ",
"κοπανάτε":"κοπανώ",
"κοπάνες":"κοπάνα",
"κοπανός":"κοπανός",
"κόπασαν":"κοπάζω",
"κοπάσει":"κοπάζω",
"κοπάσουν":"κοπάζω",
"κοπατσιάρη":"κοπατσιάρη",
"κοπεγχάγη":"κοπεγχάγη",
"κοπεί":"κόβω",
"κοπέλα":"κοπέλα",
"κοπέλας":"κοπέλα",
"κοπέλες":"κοπέλα",
"κοπελιά":"κοπελιά",
"κοπελίτσα":"κοπελίτσα",
"κόπενραθ":"κόπενραθ",
"κοπή":"κοπή",
"κόπηκαν":"κόβω",
"κόπηκε":"κόβω",
"κοπής":"κοπή",
"κόπια":"κόπια",
"κοπιάρω":"κοπιάρω",
"κοπιαστικό":"κοπιαστικός",
"κοπίδι":"κοπίδι",
"κοπιτσής":"κοπιτσής",
"κόπμανς":"κόπμανς",
"κόπο":"κόπος",
"κόποι":"κόπος",
"κόποις":"κόποις",
"κοπολα":"κοπολα",
"κόπολα":"κόπολα",
"κόπος":"κόπος",
"κόπου":"κόπος",
"κοπούν":"κόβω",
"κόπους":"κόπος",
"κόπρανα":"κόπρανα",
"κοπριά":"κοπριά",
"κοπρίβιτσα":"κοπρίβιτσα",
"κοπρόσκυλα":"κοπρόσκυλο",
"κοπτερό":"κοπτερό",
"κοπτική":"κοπτικός",
"κόπτονται":"κόπτομαι",
"κόπτονταν":"κόπτομαι",
"κοπτόπουλος":"κοπτόπουλος",
"κόπων":"κόπος",
"κοπώσεως":"κόπωση",
"κόπωση":"κόπωση",
"κόπωσης":"κόπωση",
"κοραή":"κοραής",
"κόρακα":"κόρακας",
"κορακάκη":"κορακάκη",
"κορακάκης":"κορακάκης",
"κορακας":"κόρακας",
"κόρακας":"κόρακας",
"κοράκια":"κοράκι",
"κοράκων":"κόρακας",
"κοράλλι":"κοράλλι",
"κορανίου":"κοράνι",
"κοράντο":"κοράντο",
"κορασιδης":"κορασιδης",
"κορασίδων":"κορασίδα",
"κόρατς":"κόρατς",
"κορβάγια":"κορβάγια",
"κορβανά":"κορβανάς",
"κορβέτα":"κορβέτα",
"κορδέλα":"κορδέλα",
"κορδέλας":"κορδέλα",
"κορδέλες":"κορδέλα",
"κορδελιό":"κορδελιό",
"κορδελιού":"κορδελιό",
"κορδελιού-ιωνικός":"κορδελιού-ιωνικός",
"κορδομενιδης":"κορδομενιδης",
"κορδόνι":"κορδόνι",
"κορδόνια":"κορδόνι",
"κορδονούρης":"κορδονούρης",
"κορδούτη":"κορδούτη",
"κορεα":"κορέα",
"κορέα":"κορέα",
"κορέας":"κορέα",
"κορεάτες":"κορεάτης",
"κορεάτικα":"κορεάτικος",
"κορεάτικη":"κορεατικός",
"κορεατικής":"κορεατικός",
"κορεάτικης":"κορεατικός",
"κορεατών":"κορεάτης",
"κορέες":"κορέες",
"κορεϊ":"κορεϊ",
"κόρεϊ":"κόρεϊ",
"κορέια":"κορέια",
"κορέλ":"κορέλ",
"κόρες":"κόρη",
"κορεσμένη":"κορεσμένος",
"κορεσμένο":"κορεννύω",
"κορεσμένου":"κορεσμένος",
"κορεσμό":"κορεσμός",
"κορεσμός":"κορεσμός",
"κορεσμού":"κορεσμός",
"κορεστεί":"κορεννύω",
"κόρη":"κόρη",
"κόρην":"κόρη",
"κόρης":"κόρη",
"κορίζης":"κορίζης",
"κορίνα":"κορίνα",
"κορινθία":"κορινθία",
"κορινθιακό":"κορινθιακός",
"κορινθιακού":"κορινθιακός",
"κορινθίας":"κορινθία",
"κόρινθο":"κόρινθος",
"κόρινθος":"κόρινθος",
"κορινθου":"κόρινθος",
"κορινού":"κορινού",
"κοριούς":"κοριός",
"κοριτσα":"κοριτσα",
"κοριτσά":"κοριτσά",
"κοριτσαίοι":"κοριτσαίοι",
"κοριτσάκι":"κοριτσάκι",
"κοριτσάκια":"κοριτσάκι",
"κοριτσάς":"κοριτσάς",
"κορίτσας":"κορίτσας",
"κοριτσι":"κορίτσι",
"κορίτσι":"κορίτσι",
"κοριτσια":"κορίτσι",
"κορίτσια":"κορίτσι",
"κοριτσιού":"κορίτσι",
"κοριτσίστικο":"κοριτσίστικος",
"κοριτσιών":"κορίτσι",
"κορκ":"κορκ",
"κορκολή":"κορκολή",
"κορκολόπουλος":"κορκολόπουλος",
"κόρμακ":"κόρμακ",
"κορμάκια":"κορμάκι",
"κορμαρής":"κορμαρής",
"κορμί":"κορμί",
"κορμιά":"κορμί",
"κορμιού":"κορμί",
"κορμίστας":"κορμίστας",
"κορμό":"κορμός",
"κορμοί":"κορμός",
"κορμοράνοι":"κορμοράνος",
"κορμός":"κορμός",
"κορμοστασιά":"κορμοστασιά",
"κορμού":"κορμός",
"κορμούς":"κορμός",
"κορμπί":"κορμπί",
"κόρμπου":"κόρμπου",
"κορν":"κορν",
"κορνάρουν":"κορνάρω",
"κορνέιγ":"κορνέιγ",
"κόρνελ":"κόρνελ",
"κόρνερ":"κόρνερ",
"κόρνες":"κόρνα",
"κορνήλιος":"κορνήλιος",
"κόρνι":"κόρνι",
"κορνίζα":"κορνίζα",
"κορνιζαρισμένες":"κορνιζαρισμένος",
"κορνίζας":"κορνίζα",
"κορνίζες":"κορνίζα",
"κορνιζώσει":"κορνιζώνω",
"κορνιλάκ":"κορνιλάκ",
"κορνουάλης":"κορνουάλης",
"κορνοφωλιά":"κορνοφωλιά",
"κόρντομπα":"κόρντομπα",
"κόρο":"κόρος",
"κοροβέσης":"κοροβέσης",
"κοροβηλα":"κοροβηλα",
"κορόβηλα":"κορόβηλα",
"κοροβινη":"κοροβινη",
"κοροβίνη":"κοροβίνη",
"κοροβίνης":"κοροβίνης",
"κορόιδα":"κορόιδο",
"κοροϊδεύαμε":"κοροϊδεύω",
"κορόιδευαν":"κοροϊδεύω",
"κορόιδευε":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδεύεις":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδεύετε":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδεύουμε":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδεύουν":"κοροϊδεύω",
"κορόιδεψαν":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδέψεις":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδέψουμε":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδέψουν":"κοροϊδεύω",
"κοροϊδία":"κοροϊδία",
"κοροϊδίας":"κοροϊδία",
"κορόιδο":"κορόιδο",
"κορομηλά":"κορομηλάς",
"κόρον":"κόρος",
"κορονα":"κορόνα",
"κορόνα":"κορόνα",
"κορόνες":"κορόνα",
"κορούλα":"κορούλα",
"κορούνια":"κορούνια",
"κορσέ":"κορσές",
"κορσέδες":"κορσές",
"κορσική":"κορσική",
"κορτ":"κορτ",
"κόρτι":"κόρτι",
"κορτιζόνη":"κορτιζόνη",
"κορτιζόνης":"κορτιζόνη",
"κόρτνεϊ":"κόρτνεϊ",
"κορτσάρη":"κορτσάρη",
"κορυδαλλό":"κορυδαλλός",
"κορυδαλλοι":"κορυδαλλός",
"κορυδαλλός":"κορυδαλλός",
"κορυδαλλού":"κορυδαλλός",
"κορυτσά":"κορυτσά",
"κορυτσάς":"κορυτσά",
"κορυφαία":"κορυφαίος",
"κορυφαίας":"κορυφαίος",
"κορυφαίες":"κορυφαίος",
"κορυφαίο":"κορυφαίος",
"κορυφαίοι":"κορυφαίος",
"κορυφαιος":"κορυφαίος",
"κορυφαίος":"κορυφαίος",
"κορυφαίου":"κορυφαίος",
"κορυφαίους":"κορυφαίος",
"κορυφαίων":"κορυφαίος",
"κορυφές":"κορυφή",
"κορυφη":"κορυφή",
"κορυφή":"κορυφή",
"κορυφης":"κορυφή",
"κορυφής":"κορυφή",
"κορυφογραμμή":"κορυφογραμμή",
"κορυφούται":"κορυφούται",
"κορυφωθεί":"κορυφώνω",
"κορυφώθηκαν":"κορυφώνω",
"κορυφώθηκε":"κορυφώνω",
"κορυφωθούν":"κορυφώνω",
"κορυφώνεται":"κορυφώνω",
"κορυφώνονται":"κορυφώνω",
"κορυφώνοντας":"κορυφώνω",
"κορύφωση":"κορύφωση",
"κορύφωσή":"κορύφωση",
"κορύφωσης":"κορύφωση",
"κορφές":"κορφή",
"κορφιλ":"κορφιλ",
"κορ-φιλ":"κορ-φιλ",
"κόρφο":"κόρφος",
"κορχικίνη":"κορχικίνη",
"κόρων":"κόρος",
"κορώνα":"κορώνα",
"κορωνάκης":"κορωνάκης",
"κορώνεια":"κορώνεια",
"κορώνειας":"κορώνεια",
"κορώνες":"κορώνα",
"κορωνιά":"κορωνιά",
"κορωνιάς":"κορωνιάς",
"κορωνίδα":"κορωνίδα",
"κορωνίδας":"κορωνίδα",
"κορωνίδης":"κορωνίδης",
"κορωπί":"κορωπί",
"κος":"κος",
"κόσγκεϊ":"κόσγκεϊ",
"κοσκινίζει":"κοσκινίζω",
"κοσκινίζεται":"κοσκινίζω",
"κοσκινίζουμε":"κοσκινίζω",
"κοσκίνισμα":"κοσκίνισμα",
"κόσκινο":"κόσκινο",
"κοσκωτά":"κοσκωτά",
"κοσκωτάς":"κοσκωτάς",
"κόσμo":"κόσμος",
"κοσμά":"κοσμάς",
"κοσμάκη":"κοσμάκης",
"κοσμάκης":"κοσμάκης",
"κοσμάρα":"κοσμάρα",
"κοσμας":"κοσμάς",
"κοσμάς":"κοσμάς",
"κοσματόπουλο":"κοσματόπουλο",
"κοσματόπουλος":"κοσματόπουλος",
"κοσματόπουλος-κώστας":"κοσματόπουλος-κώστας",
"κοσματοπούλου":"κοσματοπούλου",
"κοσμεί":"κοσμώ",
"κοσμείται":"κοσμώ",
"κόσμημα":"κόσμημα",
"κοσμήματα":"κόσμημα",
"κοσμηματοπωλεία":"κοσμηματοπωλείο",
"κοσμήματος":"κόσμημα",
"κοσμημάτων":"κόσμημα",
"κοσμήσει":"κοσμώ",
"κοσμήσουν":"κοσμώ",
"κοσμητικά":"κοσμητικός",
"κοσμήτορας":"κοσμήτορας",
"κοσμία":"κόσμιος",
"κόσμια":"κόσμιος",
"κοσμίδης":"κοσμίδης",
"κοσμικά":"κοσμικός",
"κοσμικές":"κοσμικός",
"κοσμική":"κοσμικός",
"κοσμικής":"κοσμικός",
"κοσμικό":"κοσμικός",
"κοσμικοί":"κοσμικός",
"κοσμικός":"κοσμικός",
"κοσμικότητα":"κοσμικότητα",
"κοσμικού":"κοσμικός",
"κοσμικούς":"κοσμικός",
"κοσμικών":"κοσμικός",
"κόσμιο":"κόσμιος",
"κοσμο":"κόσμος",
"κόσμο":"κόσμος",
"κοσμοαντίληψη":"κοσμοαντίληψη",
"κοσμογονία":"κοσμογονία",
"κοσμογονίας":"κοσμογονία",
"κοσμογονικές":"κοσμογονικός",
"κοσμογονική":"κοσμογονικός",
"κοσμοδρόμιο":"κοσμοδρόμιο",
"κοσμοθεωρία":"κοσμοθεωρία",
"κόσμοι":"κόσμος",
"κοσμοϊστορικά":"κοσμοϊστορικός",
"κόσμον":"κόσμος",
"κοσμοναύτες":"κοσμοναύτης",
"κοσμοναύτη":"κοσμοναύτης",
"κοσμοναύτης":"κοσμοναύτης",
"κοσμοπλημμύρα":"κοσμοπλημμύρα",
"κοσμοπολίτες":"κοσμοπολίτης",
"κοσμοπολίτης":"κοσμοπολίτης",
"κοσμοπολίτικα":"κοσμοπολίτικα",
"κοσμοπολίτικης":"κοσμοπολίτικος",
"κοσμοπολίτικο":"κοσμοπολίτικος",
"κοσμοπολιτισμό":"κοσμοπολιτισμός",
"κοσμοπολιτισμού":"κοσμοπολιτισμός",
"κοσμόπουλος":"κοσμόπουλος",
"κοσμόπουλου":"κοσμόπουλου",
"κόσμος":"κόσμος",
"κοσμοσυρροή":"κοσμοσυρροή",
"κοσμου":"κόσμος",
"κόσμου":"κόσμος",
"κοσμούν":"κοσμώ",
"κοσμούνται":"κοσμώ",
"κόσμους":"κόσμος",
"κοσμούσε":"κοσμώ",
"κόσμων":"κόσμος",
"κοσοβάρο":"κοσοβάρο",
"κοσοβάροι":"κοσοβάροι",
"κοσοβάρου":"κοσοβάρου",
"κοσοβικού":"κοσοβικού",
"κόσοβο":"κόσοβο",
"κοσόβου":"κοσόβου",
"κοσούμι":"κοσούμι",
"κόσοφσκα":"κόσοφσκα",
"κοσσυφοπεδιο":"κοσσυφοπέδιο",
"κοσσυφοπέδιο":"κοσσυφοπέδιο",
"κοσσυφοπεδιου":"κοσσυφοπέδιο",
"κοσσυφοπεδίου":"κοσσυφοπέδιο",
"κοστα":"κοστα",
"κόστα":"κόστα",
"κοσταντίνοβα":"κοσταντίνοβα",
"κόστη":"κόστος",
"κόστιζαν":"κοστίζω",
"κόστιζε":"κοστίζω",
"κοστίζει":"κοστίζω",
"κοστίζοντας":"κοστίζω",
"κοστίζουν":"κοστίζω",
"κόστισαν":"κοστίζω",
"κόστισε":"κοστίζω",
"κοστίσει":"κοστίζω",
"κοστίσουν":"κοστίζω",
"κόστιτς":"κόστιτς",
"κόστνερ":"κόστνερ",
"κοστοβόρο":"κοστοβόρο",
"κοστοβόρων":"κοστοβόρων",
"κοστογλίδου":"κοστογλίδου",
"κοστολάνι":"κοστολάνι",
"κοστολογει":"κοστολογώ",
"κοστολογείται":"κοστολογώ",
"κοστολόγηση":"κοστολόγηση",
"κοστολόγησης":"κοστολόγηση",
"κοστολογικά":"κοστολογικός",
"κοστολογικού":"κοστολογικός",
"κοστολόγιο":"κοστολόγιο",
"κοστολογούνται":"κοστολογώ",
"κόστος":"κόστος",
"κοστούμι":"κοστούμι",
"κοστούμια":"κοστούμι",
"κοστουμιών":"κοστούμι",
"κόστους":"κόστος",
"κόστους-όφελους":"κόστους-όφελους",
"κοστοφ":"κοστοφ",
"κόστοφ":"κόστοφ",
"κότα":"κότα",
"κοτανίδη":"κοτανίδη",
"κοτανίδης":"κοτανίδης",
"κοταρέλας":"κοταρέλας",
"κοταρίδη":"κοταρίδη",
"κοταρίδου":"κοταρίδου",
"κότας":"κότα",
"κότεν":"κότεν",
"κότερό":"κότερο",
"κότες":"κότα",
"κοτέτσι":"κοτέτσι",
"κοτζαβασίλης":"κοτζαβασίλης",
"κότζακ":"κότζακ",
"κοτζάμ":"κοτζάμ",
"κοτζιά":"κοτζιά",
"κοτζιάς":"κοτζιάς",
"κοτζιγκίτ":"κοτζιγκίτ",
"κοτι":"κοτι",
"κότι":"κότι",
"κοτίτσας":"κοτίτσας",
"κότον":"κότον",
"κοτόπουλα":"κοτόπουλο",
"κοτόπουλο":"κοτόπουλο",
"κοτόπουλου":"κοτόπουλο",
"κοτόπουλων":"κοτόπουλο",
"κοτούλες":"κοτούλα",
"κοτρώτσος":"κοτρώτσος",
"κοτσακέλης":"κοτσακέλης",
"κοτσαμπασεβα":"κοτσαμπασεβα",
"κοτσαμπάσης":"κοτσαμπάσης",
"κοτσάνι":"κοτσάνι",
"κοτσάνια":"κοτσάνι",
"κοτσανίδης":"κοτσανίδης",
"κοτσένσκι":"κοτσένσκι",
"κότσι":"κότσι",
"κότσια":"κότσι",
"κοτσιάς":"κοτσιάς",
"κοτσίδης":"κοτσίδης",
"κότσιρας":"κότσιρας",
"κοτσόλη":"κοτσόλη",
"κοτσόλης":"κοτσόλης",
"κότσυφες":"κότσυφας",
"κοτσώνη":"κοτσώνη",
"κοτσώνης":"κοτσώνης",
"κοτταράς":"κοτταράς",
"κοττερα":"κοττερα",
"κοτύωρα":"κοτύωρα",
"κουαζούλου-νατάλ":"κουαζούλου-νατάλ",
"κουαλιαρέλα":"κουαλιαρέλα",
"κουάν":"κουάν",
"κουαρόν":"κουαρόν",
"κουαρτέτ":"κουαρτέτ",
"κουαρτέτο":"κουαρτέτο",
"κούβα":"κούβα",
"κουβά":"κουβάς",
"κουβάδες":"κουβάς",
"κουβαλά":"κουβαλώ",
"κουβαλάει":"κουβαλώ",
"κουβαλάμε":"κουβαλώ",
"κουβαλάνε":"κουβαλώ",
"κουβαλάς":"κουβαλώ",
"κουβαλάτε":"κουβαλώ",
"κουβαλάω":"κουβαλώ",
"κουβαλήσει":"κουβαλώ",
"κουβαλήσουν":"κουβαλώ",
"κουβαλητές":"κουβαλητής",
"κουβαλητή":"κουβαλητής",
"κουβαλούν":"κουβαλώ",
"κουβαλούσα":"κουβαλώ",
"κουβαλούσαμε":"κουβαλώ",
"κουβαλούσαν":"κουβαλώ",
"κουβαλούσε":"κουβαλώ",
"κουβαλώντας":"κουβαλώ",
"κουβανέζικα":"κουβανέζικος",
"κουβανέζικη":"κουβανέζικος",
"κουβανέζικο":"κουβανέζικος",
"κουβανική":"κουβανικός",
"κουβανικών":"κουβανικός",
"κουβανούς":"κουβανός",
"κουβαράς":"κουβαράς",
"κουβαρδάς":"κουβαρδάς",
"κούβαρης":"κούβαρης",
"κουβάρι":"κουβάρι",
"κουβαριού":"κουβάρι",
"κούβας":"κούβα",
"κουβάτση":"κουβάτση",
"κούβελα":"κούβελα",
"κουβελάκη":"κουβελάκη",
"κουβελας":"κουβελας",
"κούβελας":"κούβελας",
"κουβέλη":"κουβέλη",
"κουβέλης":"κουβέλης",
"κουβεντα":"κουβέντα",
"κουβέντα":"κουβέντα",
"κουβέντες":"κουβέντα",
"κουβεντιάζαμε":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάζει":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάζουμε":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάζουν":"κουβεντιάζω",
"κουβέντιασαν":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάσεις":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάσουμε":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιάσουν":"κουβεντιάζω",
"κουβεντιαστό":"κουβεντιαστός",
"κουβεντιδη":"κουβεντιδη",
"κουβεντολόι":"κουβεντολόι",
"κουβεντούλα":"κουβεντούλα",
"κουβεντούλες":"κουβεντούλα",
"κούβερμανς":"κούβερμανς",
"κουβέρτα":"κουβέρτα",
"κουβερτάρη":"κουβερτάρη",
"κουβερτάρης":"κουβερτάρης",
"κουβέρτες":"κουβέρτα",
"κουβερτούλες":"κουβερτούλες",
"κουβερτούρα":"κουβερτούρα",
"κουβούκλιο":"κουβούκλιο",
"κουγιουμτζη":"κουγιουμτζής",
"κουγιουμτζή":"κουγιουμτζής",
"κουγιουμτζίδης":"κουγιουμτζίδης",
"κουγιουμτζόγλου":"κουγιουμτζόγλου",
"κουγκ":"κουγκ",
"κουγκουλάς":"κουγκουλάς",
"κούγκουλας":"κούγκουλας",
"κούδας":"κούδας",
"κουδουνάκια":"κουδουνάκι",
"κουδούνης":"κουδούνης",
"κουδούνι":"κουδούνι",
"κουδούνια":"κουδούνι",
"κουδουνίζει":"κουδουνίζω",
"κουδουνίζουν":"κουδουνίζω",
"κουέιλ":"κουέιλ",
"κουέιντ":"κουέιντ",
"κουελούζ":"κουελούζ",
"κουελούζ-αλικάντε":"κουελούζ-αλικάντε",
"κουεντίν":"κουεντίν",
"κουζάνης":"κουζάνης",
"κουζίνα":"κουζίνα",
"κουζίνας":"κουζίνα",
"κουζίνες":"κουζίνα",
"κουζίνσκι":"κουζίνσκι",
"κουζινών":"κουζίνα",
"κούης":"κούης",
"κουιδή":"κουιδή",
"κουίζ":"κουίζ",
"κουιμτζής":"κουιμτζής",
"κουιμτσίδη":"κουιμτσίδη",
"κουιν":"κουιν",
"κουίν":"κουίν",
"κουίνλαν":"κουίνλαν",
"κουιντάνο":"κουιντάνο",
"κουίντιο":"κουίντιο",
"κουκ":"κουκ",
"κούκα":"κούκα",
"κουκάρα":"κουκάρα",
"κουκάς":"κουκάς",
"κουκέτες":"κουκέτα",
"κουκιά":"κουκί",
"κουκιά":"κουκιά",
"κουκιάδης":"κουκιάδης",
"κουκίδα":"κουκίδα",
"κουκίδες":"κουκίδες",
"κουκιος":"κουκιος",
"κούκιτς":"κούκιτς",
"κουκκίδα":"κουκκίδα",
"κούκλα":"κούκλα",
"κουκλάκη":"κουκλάκη",
"κουκλάκης":"κουκλάκης",
"κουκλάκι":"κουκλάκι",
"κουκλάρα":"κουκλάρα",
"κούκλας":"κούκλα",
"κούκλα-φαινόμενο":"κούκλα-φαινόμενο",
"κούκλες":"κούκλα",
"κουκλί":"κουκλί",
"κουκλοθεάτρο":"κουκλοθέατρο",
"κουκλοθέατρο":"κουκλοθέατρο",
"κουκλος":"κούκλος",
"κούκλος":"κούκλος",
"κούκο":"κούκος",
"κουκοδήμος":"κουκοδήμος",
"κουκουβάγια":"κουκουβάγια",
"κουκουβάγιας":"κουκουβάγια",
"κουκούδη":"κουκούδη",
"κουκούλα":"κουκούλα",
"κουκουλάκης":"κουκουλάκης",
"κουκούλας":"κουκούλα",
"κουκουλεκίδη":"κουκουλεκίδη",
"κουκουλεκίδης":"κουκουλεκίδης",
"κουκούλες":"κουκούλα",
"κουκούλι":"κουκούλι",
"κουκουλόπουλος":"κουκουλόπουλος",
"κουκουλοφόροι":"κουκουλοφόρος",
"κουκουλοφόρος":"κουκουλοφόρος",
"κουκουλοφόρους":"κουκουλοφόρος",
"κουκουλοφόρων":"κουκουλοφόρος",
"κουκούλωμα":"κουκούλωμα",
"κουκουλώνεται":"κουκουλώνω",
"κουκουλώνοντας":"κουκουλώνω",
"κουκουλώνουμε":"κουκουλώνω",
"κουκουλώσουν":"κουκουλώνω",
"κουκουμακα":"κουκουμακα",
"κουκουνάρες":"κουκουνάρα",
"κουκουνάρια":"κουκουνάρι",
"κούκουρα":"κούκουρα",
"κουκουράβας":"κουκουράβας",
"κουκουράκης":"κουκουράκης",
"κουκουτσέλας":"κουκουτσέλας",
"κουκούτσι":"κουκούτσι",
"κουκούτσια":"κουκούτσι",
"κουλ":"κουλ",
"κούλα":"κούλα",
"κουλακιωτης":"κουλακιωτης",
"κουλακιώτης":"κουλακιώτης",
"κουλε":"κουλές",
"κούλη":"κούλη",
"κούλης":"κούλης",
"κουλιακάν":"κουλιακάν",
"κουλιδης":"κουλιδης",
"κουλίδης":"κουλίδης",
"κουλουκίδης":"κουλουκίδης",
"κούλουμα":"κούλουμα",
"κουλουμπής":"κουλουμπής",
"κουλούρα":"κουλούρα",
"κουλουράκια":"κουλουράκι",
"κουλούρι":"κουλούρι",
"κουλούρια":"κουλούρι",
"κουλουριασμένοι":"κουλουριασμένος",
"κουλουρίζο":"κουλουρίζο",
"κουλουριών":"κουλούρι",
"κουλουχερη":"κουλουχερη",
"κουλουχέρη":"κουλουχέρη",
"κουλουχέρης":"κουλουχέρης",
"κουλοχέρηδες":"κουλοχέρης",
"κουλτούρα":"κουλτούρα",
"κουλτούρας":"κουλτούρα",
"κουλτούρες":"κουλτούρα",
"κουμ":"κουμ",
"κούμα":"κούμας",
"κουμάντα":"κουμάντο",
"κουμαντάρει":"κουμαντάρω",
"κουμαντάρουν":"κουμαντάρω",
"κουμαντάρω":"κουμαντάρω",
"κουμάντο":"κουμάντο",
"κουμαριάς":"κουμαριά",
"κούμη":"κούμη",
"κούμουλος":"κούμουλος",
"κουμουνδούρου":"κουμουνδούρος",
"κούμπα":"κούμπα",
"κουμπάκη":"κουμπάκη",
"κουμπάκι":"κουμπάκι",
"κουμπάρα":"κουμπάρα",
"κουμπαρά":"κουμπαράς",
"κουμπαράς":"κουμπαράς",
"κουμπάρο":"κουμπάρος",
"κουμπάροι":"κουμπάρος",
"κουμπάρος":"κουμπάρος",
"κουμπάρου":"κουμπάρος",
"κουμπας":"κουμπας",
"κουμπας-ασφ":"κουμπας-ασφ",
"κουμπατίδης":"κουμπατίδης",
"κουμπερτέν":"κουμπερτέν",
"κουμπί":"κουμπί",
"κουμπιά":"κουμπί",
"κουμπιού":"κουμπί",
"κουμπιών":"κουμπί",
"κουμπούρας":"κουμπούρας",
"κουμπούρια":"κουμπούρι",
"κουμπράνοφ":"κουμπράνοφ",
"κουμς":"κουμς",
"κουν":"κουν",
"κουνά":"κουνώ",
"κουνάβι":"κουνάβι",
"κουνάει":"κουνώ",
"κουναλάκη":"κουναλάκη",
"κουνάμε":"κουνώ",
"κουνάνε":"κουνώ",
"κουνάς":"κουνώ",
"κουνελάκια":"κουνελάκι",
"κουνέλι":"κουνέλι",
"κουνέλια":"κουνέλι",
"κουνηθεί":"κουνώ",
"κουνησαν":"κουνώ",
"κούνησε":"κουνώ",
"κουνήσει":"κουνώ",
"κουνήσου":"κουνώ",
"κούνια":"κούνια",
"κουνιάδα":"κουνιάδα",
"κουνιάδος":"κουνιάδος",
"κουνιάκης":"κουνιάκης",
"κούνιες":"κούνια",
"κουνιέται":"κουνώ",
"κουνιόταν":"κουνώ",
"κουνιούνται":"κουνώ",
"κουνουγέρη":"κουνουγέρη",
"κουνούνης":"κουνούνης",
"κουνούπη":"κουνούπη",
"κουνούπι":"κουνούπι",
"κουνούπια":"κουνούπι",
"κουνουπίδι":"κουνουπίδι",
"κουνουπίδια":"κουνουπίδι",
"κουνουπιού":"κουνούπι",
"κουνουπιών":"κουνούπι",
"κουνούσαν":"κουνώ",
"κουνούσε":"κουνώ",
"κούντερα":"κούντερα",
"κουντουρά":"κουντουράς",
"κουντουρας":"κουντουράς",
"κουντουράς":"κουντουράς",
"κουντουριώτη":"κουντουριώτης",
"κουντουριώτου":"κουντουριώτου",
"κουντρουμπα":"κουντρουμπα",
"κουντρουμπά":"κουντρουμπά",
"κουνώντας":"κουνώ",
"κούπα":"κούπα",
"κούπας":"κούπα",
"κούπες":"κούπα",
"κουπί":"κουπί",
"κουπιά":"κουπί",
"κουπίδης":"κουπίδης",
"κουπιών":"κουπί",
"κουπόνι":"κουπόνι",
"κουπόνια":"κουπόνι",
"κουπονιού":"κουπόνι",
"κούρα":"κούρα",
"κουράγιο":"κουράγιο",
"κουράγιο'":"κουράγιο'",
"κουράζει":"κουράζω",
"κουράζεται":"κουράζω",
"κουράζουν":"κουράζω",
"κουράζω":"κουράζω",
"κουράκη":"κουράκη",
"κουράκης":"κουράκης",
"κούρασαν":"κουράζω",
"κούρασε":"κουράζω",
"κουράσει":"κουράζω",
"κούραση":"κούραση",
"κούρασή":"κούραση",
"κούρασης":"κούραση",
"κουρασμένα":"κουράζω",
"κουρασμένο":"κουρασμένος",
"κουρασμένοι":"κουρασμένος",
"κουρασμένος":"κουρασμένος",
"κουρασμένους":"κουράζω",
"κουράσουμε":"κουράζω",
"κουράσουν":"κουράζω",
"κουραστεί":"κουράζω",
"κουραστείτε":"κουράζω",
"κουραστήκαμε":"κουράζω",
"κουράστηκαν":"κουράζω",
"κουράστηκε":"κουράζω",
"κουράστηκες":"κουράζω",
"κουραστικά":"κουραστικά",
"κουραστικές":"κουραστικός",
"κουραστική":"κουραστικός",
"κουραστικό":"κουραστικός",
"κουραστικός":"κουραστικός",
"κουράσω":"κουράζω",
"κουρδάκης":"κουρδάκης",
"κουρδικές":"κουρδικός",
"κουρδική":"κουρδικός",
"κουρδικής":"κουρδικός",
"κουρδικό":"κουρδικός",
"κουρδικός":"κουρδικός",
"κουρδικού":"κουρδικός",
"κουρδικών":"κουρδικός",
"κουρδισμένο":"κουρδισμένος",
"κουρδιστάν":"κουρδιστάν",
"κουρδιστο":"κουρδιστός",
"κούρδο":"κούρδος",
"κούρδοι":"κούρδος",
"κούρδος":"κούρδος",
"κούρδου":"κούρδος",
"κούρδους":"κούρδος",
"κούρδων":"κούρδος",
"κουρέα":"κουρέας",
"κουρέας":"κουρέας",
"κουρέλι":"κουρέλι",
"κουρέλια":"κουρέλι",
"κουρελιάζει":"κουρελιάζω",
"κουρελιάσει":"κουρελιάζω",
"κουρελού":"κουρελού",
"κουρελόχαρτα":"κουρελόχαρτο",
"κούρεμα":"κούρεμα",
"κούρεμά":"κούρεμα",
"κουρέματα":"κούρεμα",
"κουρεμένος":"κουρεμένος",
"κουρεμένους":"κουρεμένος",
"κουρεύουμε":"κουρεύω",
"κούριερ":"κούριερ",
"κουρκ":"κουρκ",
"κουρκούδιαλος":"κουρκούδιαλος",
"κουρκουλας":"κουρκουλας",
"κούρκουλο":"κούρκουλος",
"κούρκουλος":"κούρκουλος",
"κουρκουρίκη":"κουρκουρίκη",
"κουρκούτι":"κουρκούτι",
"κουρμπετη":"κουρμπετη",
"κουρμπέτης":"κουρμπέτης",
"κουρμπίς":"κουρμπίς",
"κουρνιάζει":"κουρνιάζω",
"κουρνιάζουν":"κουρνιάζω",
"κουρνιασμένοι":"κουρνιασμένος",
"κουρνιαχτός":"κουρνιαχτός",
"κουρουζίδης":"κουρουζίδης",
"κουρουμπλής":"κουρουμπλής",
"κουρούνες":"κουρούνα",
"κούρσα":"κούρσα",
"κουρσαρης":"κουρσαρης",
"κουρσάρης":"κουρσάρης",
"κούρσας":"κούρσα",
"κούρσες":"κούρσα",
"κουρτ":"κουρτ",
"κούρταλης":"κούρταλης",
"κουρτεσιώτης":"κουρτεσιώτης",
"κούρτζα":"κούρτζα",
"κουρτζίδης":"κουρτζίδης",
"κούρτης":"κούρτης",
"κουρτίδης":"κουρτίδης",
"κουρτίνα":"κουρτίνα",
"κουρτίνες":"κουρτίνα",
"κούρτοβικ":"κούρτοβικ",
"κούρτοβιτς":"κούρτοβιτς",
"κουρτουά":"κουρτουά",
"κους":"κους",
"κούσα":"κούσα",
"κουσας":"κουσας",
"κούσας":"κούσας",
"κουσίδης":"κουσίδης",
"κουσκουβέλης":"κουσκουβέλης",
"κους-κους":"κους-κους",
"κούσοβατς":"κούσοβατς",
"κουσουλινι":"κουσουλινι",
"κουσούρια":"κουσούρι",
"κούστοβιτς":"κούστοβιτς",
"κουστορίτσα":"κουστορίτσα",
"κουστούμι":"κουστούμι",
"κουστούμια":"κουστούμι",
"κουστουμιών":"κουστούμι",
"κουστουρίτσα":"κουστουρίτσα",
"κουστωδία":"κουστωδία",
"κουτάβι":"κουτάβι",
"κουτάβια":"κουτάβι",
"κουταβιού":"κουτάβι",
"κουταβιών":"κουτάβι",
"κουτάκι":"κουτάκι",
"κουτάκια":"κουτάκι",
"κουτάλα":"κουτάλα",
"κουταλάκι":"κουταλάκι",
"κουτάλι":"κουτάλι",
"κουτάλια":"κουτάλι",
"κουταλιά":"κουταλιά",
"κουταλιές":"κουταλιά",
"κουταλιού":"κουτάλι",
"κουταμάρα":"κουταμάρα",
"κουτάν":"κουτάν",
"κουτί":"κουτί",
"κουτιά":"κουτί",
"κουτιού":"κουτί",
"κουτιτσας":"κουτιτσας",
"κουτίτσας":"κουτίτσας",
"κουτοί":"κουτός",
"κουτοπόνηρη":"κουτοπόνηρος",
"κουτοπονηριά":"κουτοπονηριά",
"κουτοπόνηρο":"κουτοπόνηρος",
"κουτούζοφ":"κουτούζοφ",
"κουτουκάκι":"κουτουκάκι",
"κουτούκι":"κουτούκι",
"κουτουλιά":"κουτουλιά",
"κουτούς":"κουτός",
"κουτόφραγκοι":"κουτόφραγκος",
"κουτράκης":"κουτράκης",
"κουτρογιάννης":"κουτρογιάννης",
"κουτρούκης":"κουτρούκης",
"κουτρούλης":"κουτρούλης",
"κουτρούλιας":"κουτρούλιας",
"κουτρουμάνη":"κουτρουμάνη",
"κουτρουμάνης":"κουτρουμάνης",
"κουτσαίνοντας":"κουτσαίνω",
"κουτσαμπαρη":"κουτσαμπαρη",
"κουτσίδης":"κουτσίδης",
"κουτσίκου":"κουτσίκου",
"κουτσμάνη":"κουτσμάνη",
"κουτσογιάννη":"κουτσογιάννης",
"κουτσογιάννης":"κουτσογιάννης",
"κουτσογιαννόπουλος":"κουτσογιαννόπουλος",
"κουτσόγιωργας":"κουτσόγιωργας",
"κουτσοί":"κουτσός",
"κουτσοκώστας":"κουτσοκώστας",
"κουτσομούρες":"κουτσομούρα",
"κουτσομπολιά":"κουτσομπολιό",
"κουτσομπολιό":"κουτσομπολιό",
"κουτσομπολιού":"κουτσομπολιό",
"κουτσοπέτρου":"κουτσοπέτρος",
"κουτσόπουλο":"κουτσόπουλο",
"κουτσοπουλο":"κουτσοπούλος",
"κουτσοπουλος":"κουτσοπούλος",
"κουτσόπουλος":"κουτσόπουλος",
"κουτσόπουλου":"κουτσόπουλου",
"κουτσός":"κουτσός",
"κουτσοσίμος":"κουτσοσίμος",
"κουτσοσπύρο":"κουτσοσπύρος",
"κουτσοσπύρος":"κουτσοσπύρος",
"κουτσούκης":"κουτσούκης",
"κουτσούκος":"κουτσούκος",
"κουτσουκωστα":"κουτσοεικοστός",
"κουτσουλιές":"κουτσουλιά",
"κουτσουμπή":"κουτσουμπός",
"κουτσουπιά":"κουτσουπιά",
"κουτσουρεμένου":"κουτσουρεμένος",
"κουτσουρές":"κουτσουρές",
"κούτσουρο":"κούτσουρο",
"κουφά":"κουφός",
"κουφάκης":"κουφάκης",
"κούφαλης":"κούφαλης",
"κουφάλια":"κουφάλια",
"κουφαλιων":"κουφαλιων",
"κουφαλίων":"κουφαλίων",
"κουφάρι":"κουφάρι",
"κουφάρια":"κουφάρι",
"κουφέλο":"κουφέλο",
"κουφέλου":"κουφέλου",
"κουφή":"κουφός",
"κούφια":"κούφιος",
"κούφιες":"κούφιος",
"κουφίτσα":"κουφίτσα",
"κούφο":"κούφος",
"κουφοντίνα":"κουφοντίνα",
"κουφοντίνας":"κουφοντίνας",
"κούφωμα":"κούφωμα",
"κουφώματα":"κούφωμα",
"κουφωματων":"κούφωμα",
"κουφωμάτων":"κούφωμα",
"κουχάρσκι":"κουχάρσκι",
"κουχτσόγλου":"κουχτσόγλου",
"κόφι":"κόφι",
"κοφίνια":"κοφίνι",
"κοφτά":"κοφτά",
"κοφτερά":"κοφτερός",
"κοφτερό":"κοφτερός",
"κόφτες":"κόφτης",
"κοφτές":"κοφτός",
"κόφτη":"κόφτης",
"κοφτό":"κοφτός",
"κόφφα":"κόφφα",
"κοχ":"κοχ",
"κόχα":"κόχα",
"κοχλίας":"κοχλίας",
"κόχραν":"κόχραν",
"κοχύλια":"κοχύλι",
"κόψανε":"κόβω",
"κόψε":"κόβω",
"κόψει":"κόβω",
"κόψεις":"κόβω",
"κόψη":"κόψη",
"κοψίδια":"κοψίδι",
"κόψιμο":"κόψιμο",
"κόψουμε":"κόβω",
"κόψουν":"κόβω",
"κόψω":"κόβω",
"κ-π":"κ-π",
"κπα":"κπα",
"κπρ":"κπρ",
"κπρ1":"κπρ1",
"κπρ-σαουθάμπτον":"κπρ-σαουθάμπτον",
"κπς":"κπς",
"κρ.":"κρ.",
"κραγιάννης":"κραγιάννης",
"κραγιας":"κραγιας",
"κραγιόνια":"κραγιόνι",
"κραδαίνει":"κραδαίνω",
"κραδαίνοντας":"κραδαίνω",
"κραδασμό":"κραδασμός",
"κραδασμοί":"κραδασμός",
"κραδασμούς":"κραδασμός",
"κραιπάλη":"κραιπάλη",
"κραϊτσικ":"κραϊτσικ",
"κράιτσικ":"κράιτσικ",
"κρακ":"κρακ",
"κρακατοα":"κρακατοα",
"κρακατόα":"κρακατόα",
"κρακοβίας":"κρακοβίας",
"κραλης":"κραλης",
"κράμα":"κράμα",
"κράμπες":"κράμπα",
"κράνη":"κράνος",
"κρανία":"κρανίο",
"κρανιδιώτη":"κρανιδιώτη",
"κρανιδιώτης":"κρανιδιώτης",
"κρανίο":"κρανίο",
"κρανιοεγκεφαλικές":"κρανιοεγκεφαλικός",
"κρανίου":"κρανίο",
"κρανιώτης":"κρανιώτης",
"κράνος":"κράνος",
"κρανοφόρους":"κρανοφόρος",
"κρανοχώρι":"κρανοχώρι",
"κραουνάκη":"κραουνάκη",
"κραουνάκης":"κραουνάκης",
"κρας":"κρας",
"κρασάκι":"κρασάκι",
"κρασάτος":"κρασάτος",
"κράση":"κράση",
"κράσι":"κράση",
"κρασι":"κρασί",
"κρασί":"κρασί",
"κρασιά":"κρασί",
"κρασιμίρ":"κρασιμίρ",
"κρασιού":"κρασί",
"κρασιών":"κρασί",
"κρασνογιάρσκ":"κρασνογιάρσκ",
"κρασομεζέδες":"κρασομεζέδες",
"κράσπεδα":"κράσπεδο",
"κράσπεδο":"κράσπεδο",
"κρασσας":"κρασσας",
"κρασσάς":"κρασσάς",
"κρατά":"κρατώ",
"κράτα":"κρατώ",
"κράταγαν":"κρατώ",
"κράταγε":"κρατώ",
"κρατάει":"κρατώ",
"κραταιά":"κραταιός",
"κραταιάς":"κραταιός",
"κραταιή":"κραταιός",
"κραταιό":"κραταιός",
"κραταιός":"κραταιός",
"κρατάμε":"κρατώ",
"κρατάνε":"κρατώ",
"κρατάς":"κρατώ",
"κρατάτε":"κρατώ",
"κρατάω":"κρατώ",
"κρατεί":"κρατώ",
"κράτει":"κρατώ",
"κρατείται":"κρατώ",
"κρατερό":"κρατερός",
"κρατερός":"κρατερός",
"κρατερού":"κρατερός",
"κράτη":"κράτος",
"κρατηθεί":"κρατώ",
"κρατηθείτε":"κρατώ",
"κρατήθηκα":"κρατώ",
"κρατήθηκαν":"κρατώ",
"κρατήθηκε":"κρατώ",
"κρατηθούμε":"κρατώ",
"κρατηθούν":"κρατώ",
"κρατηθώ":"κρατώ",
"κράτη-μέλη":"κράτη-μέλη",
"κρατημένα":"κρατώ",
"κρατήρα":"κρατήρας",
"κρατήρας":"κρατήρας",
"κρατήρες":"κρατήρας",
"κρατήρων":"κρατήρας",
"κράτησα":"κρατώ",
"κρατήσαμε":"κρατώ",
"κράτησαν":"κρατώ",
"κράτησε":"κρατώ",
"κρατήσει":"κρατώ",
"κρατήσεις":"κράτηση",
"κρατήσετε":"κρατώ",
"κρατήσεων":"κράτηση",
"κράτηση":"κράτηση",
"κράτησή":"κράτηση",
"κράτησης":"κράτηση",
"κράτησής":"κράτηση",
"κρατήσουμε":"κρατώ",
"κρατήσουν":"κρατώ",
"κρατήστε":"κρατώ",
"κρατήσω":"κρατώ",
"κρατητήρια":"κρατητήριο",
"κρατητήριο":"κρατητήριο",
"κρατητηρίων":"κρατητήριο",
"κρατίδια":"κρατίδιο",
"κρατίδιο":"κρατίδιο",
"κρατίδιό":"κρατίδιο",
"κρατιδίου":"κρατίδιο",
"κρατιέμαι":"κρατώ",
"κρατιέσαι":"κρατώ",
"κρατιέται":"κρατώ",
"κρατικά":"κρατικός",
"κρατικές":"κρατικός",
"κρατική":"κρατικός",
"κρατικής":"κρατικός",
"κρατικο":"κρατικός",
"κρατικό":"κρατικός",
"κρατικοδίαιτοι":"κρατικοδίαιτος",
"κρατικοδίαιτος":"κρατικοδίαιτος",
"κρατικοδίαιτους":"κρατικοδίαιτος",
"κρατικοί":"κρατικός",
"κρατικόν":"κρατικός",
"κρατικοποιήθηκαν":"κρατικοποιώ",
"κρατικός":"κρατικός",
"κρατικού":"κρατικός",
"κρατικούς":"κρατικός",
"κρατικών":"κρατικός",
"κρατισμό":"κρατισμός",
"κρατισμός":"κρατισμός",
"κρατισμού":"κρατισμός",
"κράτος":"κράτος",
"κράτος-μέλος":"κράτος-μέλος",
"κρατούμενες":"κρατούμενη",
"κρατούμενη":"κρατούμενη",
"κρατουμένης":"κρατουμένη",
"κρατουμενο":"κρατούμενο",
"κρατούμενο":"κρατούμενος",
"κρατούμενοι":"κρατούμενος",
"κρατούμενος":"κρατούμενος",
"κρατούμενου":"κρατούμενο",
"κρατουμένου":"κρατούμενος",
"κρατουμένους":"κρατούμενος",
"κρατούμενους":"κρατούμενος",
"κρατουμένων":"κρατούμενη",
"κρατουμένων":"κρατούμενος",
"κρατούμενων":"κρατούμενος",
"κρατούν":"κρατώ",
"κρατούντα":"κρατών",
"κρατούνται":"κρατώ",
"κρατούνταν":"κρατώ",
"κρατούντες":"κρατών",
"κρατούντων":"κρατών",
"κράτους":"κράτος",
"κρατούσα":"κρατώ",
"κρατούσαμε":"κρατώ",
"κρατούσαν":"κρατώ",
"κρατούσας":"κρατών",
"κρατούσε":"κρατώ",
"κράτους-εκκλησίας":"κράτους-εκκλησίας",
"κρατούσες":"κρατώ",
"κράτους-μέλους":"κράτους-μέλους",
"κρατω":"κρατώ",
"κρατώ":"κρατώ",
"κρατών":"κράτος",
"κρατών-μελών":"κρατών-μελών",
"κρατώντας":"κρατώ",
"κραύγαζε":"κραυγάζω",
"κραυγάζει":"κραυγάζω",
"κραυγάζοντας":"κραυγάζω",
"κραυγάζουν":"κραυγάζω",
"κραυγαλέα":"κραυγαλέος",
"κραυγαλέας":"κραυγαλέος",
"κραυγαλέες":"κραυγαλέος",
"κραυγαλέο":"κραυγαλέος",
"κραύγασες":"κραυγάζω",
"κραυγές":"κραυγή",
"κραυγη":"κραυγή",
"κραυγή":"κραυγή",
"κραχ":"κραχ",
"κράχτες":"κράχτης",
"κρεάνκα":"κρεάνκα",
"κρέας":"κρέας",
"κρέατα":"κρέας",
"κρεαταγορές":"κρεαταγορά",
"κρεατικά":"κρεατικό",
"κρεατικών":"κρεατικό",
"κρέατος":"κρέας",
"κρεατοφάγοι":"κρεατοφάγος",
"κρεάτων":"κρέας",
"κρεβατάκι":"κρεβατάκι",
"κρεβατάκια":"κρεβατάκι",
"κρεβάτι":"κρεβάτι",
"κρεβάτια":"κρεβάτι",
"κρεβατιού":"κρεβάτι",
"κρεβατιών":"κρεβάτι",
"κρεβατοκάμαρας":"κρεβατοκάμαρα",
"κρεβατοκάμαρες":"κρεβατοκάμαρα",
"κρεγκ":"κρεγκ",
"κρέιβιν":"κρέιβιν",
"κρέιν":"κρέιν",
"κρεκα":"κρεκα",
"κρεμ":"κρεμ",
"κρέμα":"κρέμα",
"κρεμάζοντας":"κρεμάζοντας",
"κρεμάζω":"κρεμάζω",
"κρεμάμε":"κρεμώ",
"κρέμας":"κρέμα",
"κρεμάσαμε":"κρεμώ",
"κρέμασαν":"κρεμώ",
"κρέμασε":"κρεμώ",
"κρεμάσει":"κρεμώ",
"κρεμάσετε":"κρεμώ",
"κρέμασμα":"κρέμασμα",
"κρεμασμένα":"κρεμασμένος",
"κρεμασμένες":"κρεμασμένος",
"κρεμασμένη":"κρεμασμένος",
"κρεμασμένο":"κρεμασμένος",
"κρεμασμένοι":"κρεμασμένος",
"κρεμασμένος":"κρεμασμένος",
"κρεμάσουμε":"κρεμώ",
"κρεμάσουν":"κρεμώ",
"κρεμαστάρια":"κρεμαστάρι",
"κρεμαστές":"κρεμαστός",
"κρεμάστηκαν":"κρεμάω",
"κρεμάστηκε":"κρεμώ",
"κρεμαστής":"κρεμαστός",
"κρεμαστινού":"κρεμαστινού",
"κρεμαστός":"κρεμαστός",
"κρεμαστούν":"κρεμάω",
"κρεμάστρες":"κρεμάστρα",
"κρεματόρια":"κρεματόριο",
"κρέμες":"κρέμα",
"κρέμεται":"κρεμώ",
"κρεμιέται":"κρεμώ",
"κρεμλίνο":"κρεμλίνο",
"κρεμλίνου":"κρεμλίνο",
"κρεμμυδάκια":"κρεμμυδάκι",
"κρεμμύδι":"κρεμμύδι",
"κρεμμύδια":"κρεμμύδι",
"κρεμμυδιού":"κρεμμύδι",
"κρεμονέζε":"κρεμονέζε",
"κρέμονται":"κρέμομαι",
"κρέμονταν":"κρεμώ",
"κρεμούσαν":"κρεμώ",
"κρεοπωλεία":"κρεοπωλείο",
"κρεοπωλείο":"κρεοπωλείο",
"κρεοπώλες":"κρεοπώλης",
"κρεοπωλών":"κρεοπώλης",
"κρεοφαγία":"κρεοφαγία",
"κρεοφαγίας":"κρεοφαγία",
"κρέπες":"κρέπα",
"κρεσέντο":"κρεσέντο",
"κρεσόν":"κρεσόν",
"κρέσπο":"κρέσπο",
"κρεωνίδης":"κρεωνίδης",
"κρήνες":"κρήνη",
"κρήνη":"κρήνη",
"κρηνης":"κρήνη",
"κρήνης":"κρήνη",
"κρήνης-αρετσούς":"κρήνης-αρετσούς",
"κρησφύγετα":"κρησφύγετο",
"κρησφύγετό":"κρησφύγετο",
"κρήτες":"κρήτες",
"κρητη":"κρήτη",
"κρήτη":"κρήτη",
"κρήτης":"κρήτη",
"κρητικά":"κρητικός",
"κρητικές":"κρητικός",
"κρητική":"κρητικός",
"κρητικής":"κρητικός",
"κρητικό":"κρητικός",
"κρητικοι":"κρητικός",
"κρητικοί":"κρητικός",
"κρητικός":"κρητικός",
"κρητικούς":"κρητικός",
"κρητικών":"κρητικός",
"κρητομυκηναϊκού":"κρητομυκηναϊκός",
"κριαρας":"κριαράς",
"κριθεί":"κρίνω",
"κρίθηκαν":"κρίνω",
"κρίθηκε":"κρίνω",
"κριθιά":"κριθιά",
"κριθιάς":"κριθιάς",
"κριθούμε":"κρίνω",
"κριθούν":"κρίνω",
"κρικελας":"κρικέλα",
"κρίκετ":"κρίκετ",
"κρίκο":"κρίκος",
"κρίκοι":"κρίκος",
"κρίκος":"κρίκος",
"κρίκου":"κρίκος",
"κρίκους":"κρίκος",
"κρίμα":"κρίμα",
"κρίνει":"κρίνω",
"κρίνεις":"κρίνω",
"κρίνεστε":"κρίνω",
"κρίνεται":"κρίνω",
"κρίνετε":"κρίνω",
"κρίνη":"κρίνη",
"κρινόλευκες":"κρινόλευκος",
"κρινόμενη":"κρινόμενος",
"κρινόμενοι":"κρινόμενος",
"κρίνονται":"κρίνω",
"κρίνονταν":"κρίνω",
"κρίνοντας":"κρίνω",
"κρίνοντάς":"κρίνω",
"κρινόταν":"κρίνω",
"κρίνουμε":"κρίνω",
"κρίνουν":"κρίνω",
"κρίνω":"κρίνω",
"κριος":"κριός",
"κριού":"κριός",
"κριπιντίρης":"κριπιντίρης",
"κρις":"κρις",
"κρίσεις":"κρίση",
"κρίσεων":"κρίση",
"κρίσεως":"κρίση",
"κριση":"κρίση",
"κρίση":"κρίση",
"κρισης":"κρίση",
"κρίσης":"κρίση",
"κρίσιμα":"κρίσιμος",
"κρίσιμες":"κρίσιμος",
"κρίσιμη":"κρίσιμος",
"κρίσιμης":"κρίσιμος",
"κρίσιμο":"κρίσιμος",
"κρίσιμοι":"κρίσιμος",
"κρίσιμος":"κρίσιμος",
"κρισιμότατη":"κρίσιμος",
"κρισιμότατο":"κρίσιμος",
"κρισιμότερα":"κρίσιμος",
"κρισιμότερο":"κρίσιμος",
"κρισιμότητα":"κρισιμότητα",
"κρισιμότητά":"κρισιμότητα",
"κρισιμότητας":"κρισιμότητα",
"κρίσιμου":"κρίσιμος",
"κρίσιμους":"κρίσιμος",
"κρίσιμων":"κρίσιμος",
"κρίσιν":"κρίση",
"κρισμάρεβις":"κρισμάρεβις",
"κρισταλ":"κρισταλ",
"κρίσταλ":"κρίσταλ",
"κρίστι":"κρίστι",
"κριστιαν":"κριστιαν",
"κριστιάν":"κριστιάν",
"κρίστιαν":"κρίστιαν",
"κριστιάνο":"κριστιάνο",
"κρίστιν":"κρίστιν",
"κριστίνα":"κριστίνα",
"κρίστις":"κρίστις",
"κρίστο":"κρίστο",
"κριστόφ":"κριστόφ",
"κριστόφερ":"κριστόφερ",
"κρίστοφερ":"κρίστοφερ",
"κριστόφερσον":"κριστόφερσον",
"κριταί":"κριταί",
"κριτες":"κριτής",
"κριτές":"κριτής",
"κριτή":"κριτής",
"κριτήρια":"κριτήριο",
"κριτήριά":"κριτήριο",
"κριτήριο":"κριτήριο",
"κριτηρίων":"κριτήριο",
"κριτής":"κριτής",
"κριτικά":"κριτικά",
"κριτικάρει":"κριτικάρω",
"κριτικάρουμε":"κριτικάρω",
"κριτικάρουν":"κριτικάρω",
"κριτικές":"κριτική",
"κριτικη":"κριτική",
"κριτική":"κριτική",
"κριτικης":"κριτική",
"κριτικής":"κριτική",
"κριτικό":"κριτικός",
"κριτικοί":"κριτικός",
"κριτικός":"κριτικός",
"κριτικού":"κριτικός",
"κριτικούς":"κριτικός",
"κριτικών":"κριτικός",
"κριτοπουλος":"κριτοπουλος",
"κροατη":"κροάτης",
"κροάτη":"κροάτης",
"κροάτης":"κροάτης",
"κροατία":"κροατία",
"κροατίας":"κροατία",
"κροατικής":"κροατικός",
"κροατικού":"κροατικός",
"κροίσος":"κροίσος",
"κροκέτες":"κροκέτα",
"κρόκο":"κρόκος",
"κροκόδειλος":"κροκόδειλος",
"κροκόδειλου":"κροκόδειλος",
"κροκοδείλους":"κροκόδειλος",
"κροκόδειλους":"κροκόδειλος",
"κροκοδείλων":"κροκόδειλος",
"κρόκοι":"κρόκος",
"κρόκος":"κρόκος",
"κρόκου":"κρόκος",
"κρόκους":"κρόκος",
"κρόμκαμπ":"κρόμκαμπ",
"κρομύδα":"κρομύδα",
"κρόμχαρντ":"κρόμχαρντ",
"κρονάκη":"κρονάκη",
"κρόνου":"κρόνος",
"κρόουλ":"κρόουλ",
"κρος":"κρος",
"κροτάλ":"κροτάλ",
"κροταφική":"κροταφικός",
"κρόταφο":"κρόταφος",
"κρόταφοι":"κρόταφος",
"κροτίδες":"κροτίδα",
"κρότο":"κρότος",
"κροτόνε":"κροτόνε",
"κρότος":"κρότος",
"κρότσε":"κρότσε",
"κρου":"κρου",
ρου22571834-62":"κρου22571834-62",
"κρουαζέτ":"κρουαζέτ",
"κρουαζιέρα":"κρουαζιέρα",
"κρουαζιέρας":"κρουαζιέρα",
"κρουαζιέρες":"κρουαζιέρα",
"κρουαζιερόπλοια":"κρουαζιερόπλοιο",
"κρουαζιερόπλοιο":"κρουαζιερόπλοιο",
"κρουασάν":"κρουασάν",
"κρουει":"κρούω",
"κρούει":"κρούω",
"κρουζ":"κρουζ",
"κρουλ":"κρουλ",
"κρούοντας":"κρούω",
"κρούουμε":"κρούω",
"κρούουν":"κρούω",
"κρουπιέρη":"κρουπιέρης",
"κρουπιέρης":"κρουπιέρης",
"κρούση":"κρούση",
"κρούσης":"κρούση",
"κρούσμα":"κρούσμα",
"κρουσματα":"κρούσμα",
"κρούσματα":"κρούσμα",
"κρούσματος":"κρούσμα",
"κρουσμάτων":"κρούσμα",
"κρούστα":"κρούστα",
"κρουστά":"κρουστός",
"κρούστας":"κρούστα",
"κρουστών":"κρούστης",
"κρόφορντ":"κρόφορντ",
"κρστιτς":"κρστιτς",
"κρυα":"κρύο",
"κρύα":"κρύο",
"κρύα":"κρύος",
"κρυάδα":"κρυάδα",
"κρύας":"κρύος",
"κρύβανε":"κρύβω",
"κρυβει":"κρύβω",
"κρύβει":"κρύβω",
"κρύβεσαι":"κρύβω",
"κρύβεται":"κρύβω",
"κρύβετε":"κρύβω",
"κρύβομαι":"κρύβω",
"κρυβόμαστε":"κρύβω",
"κρύβονται":"κρύβω",
"κρύβονταν":"κρύβω",
"κρύβοντας":"κρύβω",
"κρυβόταν":"κρύβω",
"κρύβουμε":"κρύβω",
"κρύβουν":"κρύβω",
"κρύβω":"κρύβω",
"κρύες":"κρύος",
"κρυμμένα":"κρυμμένος",
"κρυμμένες":"κρύβω",
"κρυμμένη":"κρυμμένος",
"κρυμμένο":"κρυμμένος",
"κρυμμένοι":"κρύβω",
"κρυμμένου":"κρύβω",
"κρύο":"κρύο",
"κρύο":"κρύος",
"κρυολόγημα":"κρυολόγημα",
"κρυολογήματος":"κρυολόγημα",
"κρυολογημάτων":"κρυολόγημα",
"κρυονέρι":"κρυονέρι",
"κρυοπαγήματα":"κρυοπάγημα",
"κρύος":"κρύος",
"κρύου":"κρύο",
"κρύους":"κρύος",
"κρύπτες":"κρύπτη",
"κρυπτογράφηση":"κρυπτογράφηση",
"κρυπτογραφίας":"κρυπτογραφία",
"κρυπτόν":"κρυπτόν",
"κρυπτώ":"κρυπτός",
"κρύσταλλα":"κρύσταλλο",
"κρυστάλλινα":"κρυστάλλινος",
"κρυσταλλινες":"κρυστάλλινος",
"κρυστάλλινες":"κρυστάλλινος",
"κρυστάλλινη":"κρυστάλλινος",
"κρυστάλλινο":"κρυστάλλινος",
"κρύσταλλο":"κρύσταλλος",
"κρυσταλλοπηγη":"κρυσταλλοπηγή",
"κρυσταλλοπηγή":"κρυσταλλοπηγή",
"κρυσταλλοπηγής":"κρυσταλλοπηγή",
"κρυστάλλου":"κρύσταλλο",
"κρυστάλλους":"κρύσταλλος",
"κρυστάλλων":"κρύσταλλος",
"κρυσταλοπηγής":"κρυσταλοπηγής",
"κρυφά":"κρυφά",
"κρυφακούν":"κρυφακούω",
"κρυφές":"κρυφός",
"κρυφή":"κρυφός",
"κρυφό":"κρυφός",
"κρυφοί":"κρυφός",
"κρυφός":"κρυφός",
"κρυφού":"κρυφός",
"κρυφούς":"κρυφός",
"κρυφτεί":"κρύβω",
"κρυφτείς":"κρύβω",
"κρύφτηκαν":"κρύβω",
"κρυφτηκε":"κρύβω",
"κρύφτηκε":"κρύβω",
"κρυφτό":"κρυφτός",
"κρυφτούλι":"κρυφτούλι",
"κρυφτούν":"κρύβω",
"κρυφτώ":"κρύβω",
"κρυφών":"κρυφός",
"κρύψει":"κρύβω",
"κρύψετε":"κρύβω",
"κρυψίνοια":"κρυψίνοια",
"κρύψουμε":"κρύβω",
"κρύψουν":"κρύβω",
"κρύψω":"κρύβω",
"'κρυψώνας'":"'κρυψώνας'",
"κρυωνάς":"κρυωνάς",
"κρυώνει":"κρυώνω",
"κρυώνουν":"κρυώνω",
"κρυώσει":"κρυώνω",
"κρυώσουν":"κρυώνω",
"κρωγμούς":"κρωγμός",
"κρώμνη":"κρώμνη",
"κτ":"κτ",
"κτελ":"κτελ",
"κτενίδης":"κτενίδης",
"κτεο":"κτεο",
"κτερίσματα":"κτέρισμα",
"κτήμα":"κτήμα",
"κτήματα":"κτήμα",
"κτηματαγορά":"κτηματαγορά",
"κτηματαγοράς":"κτηματαγορά",
"κτηματική":"κτηματικός",
"κτηματικής":"κτηματικός",
"κτηματικών":"κτηματικός",
"κτηματογράφηση":"κτηματογράφηση",
"κτηματογράφησης":"κτηματογράφησης",
"κτηματολογικά":"κτηματολογικός",
"κτηματολογικοί":"κτηματολογικός",
"κτηματολογικών":"κτηματολογικός",
"κτηματολογιο":"κτηματολόγιο",
"κτηματολόγιο":"κτηματολόγιο",
"κτηματολογίου":"κτηματολόγιο",
"κτηματομεσίτης":"κτηματομεσίτης",
"κτηματομεσιτικών":"κτηματομεσιτικός",
"κτήματος":"κτήμα",
"κτημάτων":"κτήμα",
"κτήνη":"κτήνος",
"κτηνιατρείο":"κτηνιατρείο",
"κτηνιατρείου":"κτηνιατρείο",
"κτηνιατρική":"κτηνιατρικός",
"κτηνιατρικης":"κτηνιατρικός",
"κτηνιατρικής":"κτηνιατρικός",
"κτηνιατρικό":"κτηνιατρικός",
"κτηνιατρικού":"κτηνιατρικός",
"κτηνιατρικών":"κτηνιατρικός",
"κτηνίατροι":"κτηνίατρος",
"κτηνίατρος":"κτηνίατρος",
"κτηνιάτρου":"κτηνίατρος",
"κτηνιάτρους":"κτηνίατρος",
"κτηνιάτρων":"κτηνίατρος",
"κτήνος":"κτήνος",
"κτηνοτροφία":"κτηνοτροφία",
"κτηνοτροφικές":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτροφική":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτροφικής":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτροφικός":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτροφικού":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτροφικών":"κτηνοτροφικός",
"κτηνοτρόφοι":"κτηνοτρόφος",
"κτηνοτρόφος":"κτηνοτρόφος",
"κτηνοτρόφους":"κτηνοτρόφος",
"κτηνοτρόφων":"κτηνοτρόφος",
"κτήνους":"κτήνος",
"κτηνώδη":"κτηνώδης",
"κτηνώδης":"κτηνώδης",
"κτηνωδία":"κτηνωδία",
"κτηνωδίες":"κτηνωδία",
"κτήρια":"κτήριο",
"κτηρίου":"κτήριο",
"κτήσεων":"κτήση",
"κτήση":"κτήση",
"κτήσης":"κτήση",
"κτησιφών":"κτησιφών",
"κτησιφώντα":"κτησιφώντα",
"κτητικές":"κτητικός",
"κτητική":"κτητικός",
"κτητικό":"κτητικός",
"κτίζει":"κτίζω",
"κτίζεται":"κτίζω",
"κτίζονται":"κτίζω",
"κτίζονταν":"κτίζω",
"κτίζοντας":"κτίζω",
"κτίζουν":"κτίζω",
"κτίρια":"κτίριο",
"κτίριά":"κτίριο",
"κτιριακά":"κτιριακός",
"κτιριακές":"κτιριακός",
"κτιριακή":"κτιριακός",
"κτιριακής":"κτιριακός",
"κτιριακό":"κτιριακός",
"κτιριακών":"κτιριακός",
"κτίριο":"κτίριο",
"κτιριοδομικού":"κτιριοδομικού",
"κτιρίου":"κτίριο",
"κτιρίων":"κτίριο",
"κτίσει":"κτίζω",
"κτίσεις":"κτίζω",
"κτίσετε":"κτίζω",
"κτισθεί":"κτίζω",
"κτίσθηκαν":"κτίζω",
"κτίσθηκε":"κτίζω",
"κτίσιμο":"κτίσιμο",
"κτίσμα":"κτίσμα",
"κτίσματα":"κτίσμα",
"κτίσματά":"κτίσμα",
"κτίσματος":"κτίσμα",
"κτισμάτων":"κτίσμα",
"κτισμένα":"κτίζω",
"κτισμένη":"κτισμένος",
"κτισμένο":"κτίζω",
"κτίσουν":"κτίζω",
"κτιστά":"κτιστός",
"κτιστεί":"κτίζω",
"κτίστηκαν":"κτίζω",
"κτίστηκε":"κτίζω",
"κτιστό":"κτιστός",
"κτιστούν":"κτίζω",
"κτίσω":"κτίζω",
"κτλ":"κτλ",
"κτλ.":"κτλ.",
"κτμ":"κτμ",
"κ'τσή":"κ'τσή",
"κτυπά":"κτυπώ",
"κτυπάει":"κτυπώ",
"κτύπημα":"κτύπημα",
"κτυπήματα":"κτύπημα",
"κτυπημάτων":"κτύπημα",
"κτύπησαν":"κτυπώ",
"κτύπησε":"κτυπώ",
"κτυπήσει":"κτυπώ",
"κτυπήσουν":"κτυπώ",
"κτυπούν":"κτυπώ",
"κτύπους":"κτύπος",
"κτώνται":"κτώμαι",
"κυα":"κυα",
"κυανέρυθροι":"κυανέρυθρος",
"κυανερυθρους":"κυανέρυθρος",
"κυανέρυθρους":"κυανέρυθρος",
"κυανέρυθρων":"κυανέρυθρος",
"κυανοκιτρίνων":"κυανοκιτρίνων",
"κυανολευκα":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκα":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκη":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκης":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκο":"κυανόλευκος",
"κυανολευκοι":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκοι":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκος":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκου":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκους":"κυανόλευκος",
"κυανόλευκων":"κυανόλευκος",
"κυανός":"κυανός",
"κυανού":"κυανός",
"κυβ":"κυβ",
"κυβέλη":"κυβέλη",
"κυβέλου":"κυβέλου",
"κυβερνά":"κυβερνώ",
"κυβερνάει":"κυβερνώ",
"κυβερνάται":"κυβερνώ",
"κυβερνάτε":"κυβερνώ",
"κυβέρνησαν":"κυβερνώ",
"κυβέρνησε":"κυβερνώ",
"κυβερνήσει":"κυβερνώ",
"κυβερνήσεις":"κυβέρνηση",
"κυβερνήσεων":"κυβέρνηση",
"κυβερνήσεών":"κυβέρνηση",
"κυβερνήσεως":"κυβέρνηση",
"κυβερνηση":"κυβέρνηση",
"κυβέρνηση":"κυβέρνηση",
"κυβέρνησή":"κυβέρνηση",
"κυβέρνησης":"κυβέρνηση",
"κυβέρνησής":"κυβέρνηση",
"κυβέρνησιν":"κυβέρνηση",
"κυβερνήσουν":"κυβερνώ",
"κυβερνήτες":"κυβερνήτης",
"κυβερνήτη":"κυβερνήτης",
"κυβερνήτης":"κυβερνήτης",
"κυβερνητικά":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικές":"κυβερνητικός",
"κυβερνητική":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικης":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικής":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικό":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικοί":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικός":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικού":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικούς":"κυβερνητικός",
"κυβερνητικών":"κυβερνητικός",
"κυβερνητών":"κυβερνήτης",
"κυβερνιόταν":"κυβερνώ",
"κυβερνοναύτες":"κυβερνοναύτες",
"κυβερνούν":"κυβερνώ",
"κυβερνούνται":"κυβερνώ",
"κυβερνούσαν":"κυβερνώ",
"κυβερνούσε":"κυβερνώ",
"κυβερνοχώρο":"κυβερνοχώρος",
"κυβερνοχώρου":"κυβερνοχώρος",
"κυβερνώ":"κυβερνώ",
"κυβερνών":"κυβερνών",
"κυβερνώντα":"κυβερνών",
"κυβερνώντες":"κυβερνών",
"κυβερνώντος":"κυβερνών",
"κυβερνώντων":"κυβερνών",
"κυβερνώσας":"κυβερνών",
"κυβικά":"κυβικός",
"κυβικό":"κυβικός",
"κυβικών":"κυβικός",
"κυβισμό":"κυβισμός",
"κυβισμός":"κυβισμός",
"κυβισμού":"κυβισμός",
"κυβιστικών":"κυβιστικός",
"κύβοι":"κύβος",
"κύβος":"κύβος",
"κύβους":"κύβος",
"κύδων":"κύδων",
"κυδωνάτα":"κυδωνάτο",
"κυδώνια":"κυδώνι",
"κύζας":"κύζας",
"κυζερίδης":"κυζερίδης",
"κύηση":"κύηση",
"κύησης":"κύηση",
"κυθηρα":"κύθηρα",
"κύθηρα":"κύθηρα",
"κυθήρων":"κύθηρα",
"κυκεώνα":"κυκεώνας",
"κυκλ":"κυκλ",
"κυκλάδες":"κυκλάδες",
"κυκλαδικά":"κυκλαδικός",
"κυκλαδικής":"κυκλαδικός",
"κυκλαδικό":"κυκλαδικός",
"κυκλαδικού":"κυκλαδικός",
"κυκλαδίτικο":"κυκλαδίτικος",
"κυκλαδίτικου":"κυκλαδίτικος",
"κυκλάδων":"κυκλάδες",
"κυκλιδωμάτων":"κυκλιδωμάτων",
"κυκλικά":"κυκλικά",
"κυκλικές":"κυκλικός",
"κυκλική":"κυκλικός",
"κυκλικής":"κυκλικός",
"κυκλικό":"κυκλικός",
"κύκλο":"κύκλος",
"κυκλοθυμική":"κυκλοθυμικός",
"κυκλοθυμικοί":"κυκλοθυμικός",
"κύκλοι":"κύκλος",
"κυκλος":"κύκλος",
"κύκλος":"κύκλος",
"κυκλοσπορίνη":"κυκλοσπορίνη",
"κύκλου":"κύκλος",
"κύκλους":"κύκλος",
"κυκλοφορει":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορεί":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορείτε":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφόρησαν":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφόρησε":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορήσει":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορήσεις":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορήσετε":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορήσουν":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορια":"κυκλοφορία",
"κυκλοφορία":"κυκλοφορία",
"κυκλοφοριακά":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακές":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακή":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακης":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακής":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακό":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακός":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακού":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριακών":"κυκλοφοριακός",
"κυκλοφοριας":"κυκλοφορία",
"κυκλοφορίας":"κυκλοφορία",
"κυκλοφορίες":"κυκλοφορία",
"κυκλοφορικού":"κυκλοφορικός",
"κυκλοφορούμε":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορουν":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορούν":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορούσαν":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορούσε":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορώ":"κυκλοφορώ",
"κυκλοφορώντας":"κυκλοφορώ",
"κυκλώθηκαν":"κυκλώνω",
"κύκλωμα":"κύκλωμα",
"κυκλώματα":"κύκλωμα",
"κυκλώματος":"κύκλωμα",
"κυκλωμάτων":"κύκλωμα",
"κύκλων":"κύκλος",
"κυκλώνα":"κυκλώνας",
"κυκλωνας":"κυκλώνας",
"κυκλώνας":"κυκλώνας",
"κυκλώνει":"κυκλώνω",
"κυκλώνες":"κυκλώνας",
"κυκλώνεται":"κυκλώνω",
"κυκλώπεια":"κυκλώπειος",
"κυκλώσει":"κυκλώνω",
"κύκνειο":"κύκνειος",
"κύκνο":"κύκνος",
"κύκνοι":"κύκνος",
"κύκνος":"κύκνος",
"κύκνους":"κύκνος",
"κύκνων":"κύκνος",
"κυλά":"κυλώ",
"κυλάει":"κυλώ",
"κυλάνε":"κυλώ",
"κύλησαν":"κυλώ",
"κύλησε":"κυλώ",
"κυλήσει":"κυλώ",
"κυλήσουν":"κυλώ",
"κυλικεία":"κυλικείο",
"κυλικείο":"κυλικείο",
"κυλικείου":"κυλικείο",
"κυλικείων":"κυλικείο",
"κυλινδρικά":"κυλινδρικός",
"κυλινδρικό":"κυλινδρικός",
"κύλινδρο":"κύλινδρος",
"κύλινδροι":"κύλινδρος",
"κυλινδρομυλοι":"κυλινδρόμυλος",
"κυλινδρομυλος":"κυλινδρόμυλος",
"κύλινδρος":"κύλινδρος",
"κυλίνδρου":"κύλινδρος",
"κυλίνδρους":"κύλινδρος",
"κυλιόμενες":"κυλιόμενος",
"κυλιόμενη":"κυλιόμενος",
"κυλιόμενου":"κυλιόμενος",
"κυλλήνης":"κυλλήνη",
"κυλούν":"κυλώ",
"κυλούσαν":"κυλώ",
"κυλούσε":"κυλώ",
"κυλώντας":"κυλώ",
"κυμα":"κύμα",
"κύμα":"κύμα",
"κυμαίνεται":"κυμαίνομαι",
"κυμαινόμενο":"κυμαινόμενος",
"κυμαινόμενου":"κυμαινόμενος",
"κυμαίνονται":"κυμαίνομαι",
"κυμαίνονταν":"κυμαίνομαι",
"κυμαινόταν":"κυμαίνομαι",
"κυμανθεί":"κυμαίνομαι",
"κυμάνθηκαν":"κυμαίνομαι",
"κυμάνθηκε":"κυμαίνομαι",
"κυματα":"κύμα",
"κύματα":"κύμα",
"κύματά":"κύμα",
"κυμάτιζε":"κυματίζω",
"κυματίζει":"κυματίζω",
"κυματίζουν":"κυματίζω",
"κυματική":"κυματικός",
"κυματισμό":"κυματισμός",
"κυματισμούς":"κυματισμός",
"κυματοθραύστης":"κυματοθραύστης",
"κύματος":"κύμα",
"κυμάτων":"κύμα",
"κύμινα":"κύμινο",
"κυμινων":"κύμινο",
"κυμίνων":"κύμινο",
"κυμουνδρής":"κυμουνδρής",
"κυνηγά":"κυνηγώ",
"κυνηγάει":"κυνηγώ",
"κυνηγάμε":"κυνηγώ",
"κυνηγάνε":"κυνηγώ",
"κυνηγάς":"κυνηγώ",
"κυνηγάτε":"κυνηγώ",
"κυνηγάω":"κυνηγώ",
"κυνηγετικές":"κυνηγετικός",
"κυνηγετική":"κυνηγετικός",
"κυνηγετικό":"κυνηγετικός",
"κυνηγετικού":"κυνηγετικός",
"κυνηγηθεί":"κυνηγώ",
"κυνηγήθηκαν":"κυνηγώ",
"κυνηγήθηκε":"κυνηγώ",
"κυνηγημένα":"κυνηγώ",
"κυνηγημένη":"κυνηγώ",
"κυνηγημένοι":"κυνηγώ",
"κυνηγημένος":"κυνηγημένος",
"κυνηγημένου":"κυνηγώ",
"κυνηγημένους":"κυνηγώ",
"κυνηγημένων":"κυνηγημένος",
"κυνήγησαν":"κυνηγώ",
"κυνήγησε":"κυνηγώ",
"κυνηγήσει":"κυνηγώ",
"κυνηγήσετε":"κυνηγώ",
"κυνηγήσουμε":"κυνηγώ",
"κυνηγήσουν":"κυνηγώ",
"κυνηγητό":"κυνηγητό",
"κυνηγητού":"κυνηγητό",
"κυνήγι":"κυνήγι",
"κυνήγια":"κυνήγι",
"κυνηγιόνταν":"κυνηγώ",
"κυνηγιού":"κυνήγι",
"κυνηγιούνται":"κυνηγώ",
"κυνηγό":"κυνηγός",
"κυνηγοί":"κυνηγός",
"κυνηγός":"κυνηγός",
"κυνηγόσκυλο":"κυνηγόσκυλο",
"κυνηγόσκυλου":"κυνηγόσκυλο",
"κυνηγοσυλλεκτική":"κυνηγοσυλλεκτική",
"κυνηγού":"κυνηγός",
"κυνηγούμε":"κυνηγώ",
"κυνηγούν":"κυνηγώ",
"κυνηγούς":"κυνηγός",
"κυνηγούσαμε":"κυνηγώ",
"κυνηγούσαν":"κυνηγώ",
"κυνηγούσε":"κυνηγώ",
"κυνηγώ":"κυνηγώ",
"κυνηγών":"κυνηγός",
"κυνηγωντας":"κυνηγώ",
"κυνηγώντας":"κυνηγώ",
"κυνικά":"κυνικός",
"κυνικές":"κυνικός",
"κυνική":"κυνικός",
"κυνικό":"κυνικός",
"κυνικοί":"κυνικός",
"κυνικός":"κυνικός",
"κυνικότητα":"κυνικότητα",
"κυνικούς":"κυνικός",
"κυνισμό":"κυνισμός",
"κυνισμός":"κυνισμός",
"κυνισμού":"κυνισμός",
"κυνοκομείο":"κυνοκομείο",
"κυνοκομείου":"κυνοκομείου",
"κυνοκομείων":"κυνοκομείων",
"κυνομαχίες":"κυνομαχία",
"κυοφορεί":"κυοφορώ",
"κυοφορείται":"κυοφορώ",
"κυοφορήσει":"κυοφορώ",
"κυοφορία":"κυοφορία",
"κυοφορούμενο":"κυοφορούμενος",
"κυοφορούνται":"κυοφορώ",
"κυοφορούσε":"κυοφορώ",
"κύπ":"κύπ",
"κυπαρίσση":"κυπαρίσση",
"κυπαρίσσης":"κυπαρίσσης",
"κυπαρίσσι":"κυπαρίσσι",
"κυπαρίσσια":"κυπαρίσσι",
"κυπάρισσος":"κυπάρισσος",
"κυπελλα":"κύπελλο",
"κύπελλα":"κύπελλο",
"κυπελλο":"κύπελλο",
"κύπελλο":"κύπελλο",
"κυπελλου":"κύπελλο",
"κυπέλλου":"κύπελλο",
"κυπελλούχων":"κυπελλούχος",
"κυπέλλων":"κύπελλο",
"κυπραιος":"κύπριος",
"κυπραίος":"κύπριος",
"κυπραίου":"κύπριος",
"κυπριακές":"κυπριακός",
"κυπριακη":"κυπριακός",
"κυπριακή":"κυπριακός",
"κυπριακής":"κυπριακός",
"κυπριακό":"κυπριακός",
"κυπριακός":"κυπριακός",
"κυπριακού":"κυπριακός",
"κυπριακούς":"κυπριακός",
"κυπριακών":"κυπριακός",
"κυπριανού":"κυπριανός",
"κυπρίνοι":"κυπρίνος",
"κυπρίνου-διδυμότειχου":"κυπρίνου-διδυμότειχου",
"κυπρίνων":"κυπρίνος",
"κύπριο":"κύπριος",
"κύπριοι":"κύπριος",
"κύπριος":"κύπριος",
"κυπριων":"κυπρί",
"κυπρίων":"κύπριος",
"κυπρο":"κύπρος",
"κύπρο":"κύπρος",
"κυπρος":"κύπρος",
"κύπρος":"κύπρος",
"κυπρου":"κύπρος",
"κύπρου":"κύπρος",
"κύπτουν":"κύπτω",
"κυρ":"κυρ",
"κυρ.":"κυρ.",
"κυρά":"κυρά",
"κυράς":"κυρά",
"κυρατσά":"κυρατσά",
"κυργελίδης":"κυργελίδης",
"κυργιάκο":"κυργιάκο",
"κυργιάκος":"κυργιάκος",
"κυργιάκου":"κυργιάκου",
"κυρηναίο":"κυρηναίο",
"κυρηναίου":"κυρηναίου",
"κυρία":"κυρία",
"κύρια":"κύριος",
"κυριαζής":"κυριαζής",
"κυριαζίδη":"κυριαζίδη",
"κυριαζίδης":"κυριαζίδης",
"κυριαζίδου":"κυριαζίδου",
"κυριακάκης":"κυριακάκης",
"κυριακάτικες":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικη":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικης":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικο":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικου":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικους":"κυριακάτικος",
"κυριακάτικων":"κυριακάτικος",
"κυριακές":"κυριακή",
"κυριακη":"κυριακή",
"κυριακή":"κυριακή",
"κυριακης":"κυριακή",
"κυριακής":"κυριακή",
"κυριακίδη":"κυριακίδης",
"κυριακιδη*":"κυριακιδη*",
"κυριακιδης":"κυριακίδης",
"κυριακίδης":"κυριακίδης",
"κυριάκο":"κυριάκος",
"κυριάκογλου":"κυριάκογλου",
"κυριακόπουλος":"κυριακόπουλος",
"κυριάκος":"κυριάκος",
"κυριακου":"κυριάκος",
"κυριάκου":"κυριάκος",
"κυριακού":"κυριακού",
"κυριακούλας":"κυριακούλας",
"κυριακουλης":"κυριακούλης",
"κυρίαρχα":"κυρίαρχος",
"κυριαρχεί":"κυριαρχώ",
"κυριαρχείται":"κυριαρχώ",
"κυριαρχείτε":"κυριαρχώ",
"κυρίαρχες":"κυρίαρχος",
"κυρίαρχη":"κυρίαρχος",
"κυρίαρχης":"κυρίαρχος",
"κυριάρχησαν":"κυριαρχώ",
"κυριάρχησε":"κυριαρχώ",
"κυριαρχήσει":"κυριαρχώ",
"κυριάρχηση":"κυριάρχηση",
"κυριαρχήσουν":"κυριαρχώ",
"κυριαρχία":"κυριαρχία",
"κυριαρχίας":"κυριαρχία",
"κυριαρχίες":"κυριαρχία",
"κυριαρχικά":"κυριαρχικός",
"κυριαρχική":"κυριαρχικός",
"κυριαρχικό":"κυριαρχικός",
"κυρίαρχο":"κυρίαρχος",
"κυρίαρχοι":"κυρίαρχος",
"κυρίαρχος":"κυρίαρχος",
"κυρίαρχου":"κυρίαρχος",
"κυριαρχούμενη":"κυριαρχούμενος",
"κυριαρχούν":"κυριαρχώ",
"κυρίαρχους":"κυρίαρχος",
"κυριαρχούσαν":"κυριαρχώ",
"κυριαρχούσε":"κυριαρχώ",
"κυρίαρχων":"κυρίαρχος",
"κυριαρχώντας":"κυριαρχώ",
"κυριας":"κυρία",
"κυρίας":"κυρία",
"κύριας":"κύριος",
"κυριε":"κύριος",
"κύριε":"κύριος",
"κυριες":"κυρία",
"κυρίες":"κυρία",
"κύριες":"κύριος",
"κυριεύει":"κυριεύω",
"κυριεύονται":"κυριεύω",
"κυριεύουν":"κυριεύω",
"κυριεύσει":"κυριεύω",
"κυριλέ":"κυριλέ",
"κύριλλος":"κύριλλος",
"κυρίλλου":"κύριλλος",
"κύριο":"κύριος",
"κύριοι":"κύριος",
"κυριολεκτικά":"κυριολεκτικά",
"κυριολεκτικώς":"κυριολεκτικά",
"κυριολεκτούσε":"κυριολεκτώ",
"κυριολεκτώ":"κυριολεκτώ",
"κυριολεκτώντας":"κυριολεκτώ",
"κυριολεξία":"κυριολεξία",
"κυριόπουλος":"κυριόπουλος",
"κύριος":"κύριος",
"κυριότερα":"κύριος",
"κυριότερες":"κύριος",
"κυριότερη":"κύριος",
"κυριότερο":"κύριος",
"κυριότεροι":"κύριος",
"κυριότερος":"κύριος",
"κυριότερου":"κύριος",
"κυριότερους":"κύριος",
"κυριότερων":"κύριος",
"κυριότητα":"κυριότητα",
"κυριότητά":"κυριότητα",
"κυριότήτά":"κυριότητα",
"κυριότητας":"κυριότητα",
"κυρίου":"κύριος",
"κύριου":"κύριος",
"κυρίους":"κύριος",
"κύριους":"κύριος",
"κυρίτση":"κυρίτση",
"κυριτσης":"κυριτσης",
"κυρίτσης":"κυρίτσης",
"κυριών":"κυρία",
"κυρίων":"κύριος",
"κύριων":"κύριος",
"κυρίως":"κυρίως",
"κυρκιλής":"κυρκιλής",
"κύρκος":"κύρκος",
"κυρλής":"κυρλής",
"κυρμιζης":"κυρμιζης",
"κύρο":"κύρο",
"κύρος":"κύρος",
"κύρου":"κύρου",
"κύρους":"κύρος",
"κύροφ":"κύροφ",
"κυρτό":"κυρτός",
"κύρτσος":"κύρτσος",
"κυρωθεί":"κυρώνω",
"κυρώθηκε":"κυρώνω",
"κυρωθούν":"κυρώνω",
"κύρωσε":"κυρώνω",
"κυρώσει":"κυρώνω",
"κυρώσεις":"κύρωση",
"κυρώσεων":"κύρωση",
"κύρωση":"κύρωση",
"κύρωσή":"κύρωση",
"κύρωσης":"κύρωση",
"κυσεα":"κυσεα",
"κύστεως":"κύστη",
"κύστη":"κύστη",
"κυστών":"κύστη",
"κύτη":"κύτος",
"κύτταρα":"κύτταρο",
"κύτταρά":"κύτταρο",
"κυτταρικά":"κυτταρικός",
"κυτταρικές":"κυτταρικός",
"κυτταρική":"κυτταρικός",
"κυτταρικής":"κυτταρικός",
"κυτταρίτιδα":"κυτταρίτιδα",
"κύτταρο":"κύτταρο",
"κύτταρό":"κύτταρο",
"κυττάρου":"κύτταρο",
"κυττάρων":"κύτταρο",
"κύφωση":"κύφωση",
"κύψας":"κύψας",
"κυψέλες":"κυψέλη",
"κυψέλη":"κυψέλη",
"κυψέλης":"κυψέλη",
"κυψελίδες":"κυψελίδα",
"κυψελίδων":"κυψελίδα",
"κωβαίο":"κωβαίο",
"κώδικα":"κώδικας",
"κώδικά":"κώδικας",
"κώδικας":"κώδικας",
"κώδικες":"κώδικας",
"κώδικές":"κώδικας",
"κωδική":"κωδικός",
"κωδικό":"κωδικός",
"κωδικοί":"κωδικός",
"κωδικοποιηθεί":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποιημένα":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποιημένες":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποιήσει":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποίηση":"κωδικοποίηση",
"κωδικοποίησης":"κωδικοποίηση",
"κωδικοποιήσουμε":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποιούνται":"κωδικοποιώ",
"κωδικοποιώντας":"κωδικοποιώ",
"κωδικός":"κωδικός",
"κωδικούς":"κωδικός",
"κωδίκων":"κώδικας",
"κωδικών":"κωδικός",
"κώδων":"κώδων",
"κωδωνα":"κώδων",
"κώδωνα":"κώδωνας",
"κώδωνας":"κώδωνας",
"κώλο":"κώλος",
"κωλόπαιδα'":"κωλόπαιδα'",
"κωλόπαιδα":"κωλόπαιδο",
"κωλοτούμπες":"κωλοτούμπα",
"κωλόχαρτο":"κωλόχαρτο",
"κώλυμα":"κώλυμα",
"κωλύματα":"κώλυμα",
"κωλύματος":"κώλυμα",
"κωλυμάτων":"κώλυμα",
"κωλυσιεργία":"κωλυσιεργία",
"κωλυσιεργίας":"κωλυσιεργία",
"κωλυσιεργούν":"κωλυσιεργώ",
"κωλώνεις":"κωλώνω",
"κώμα":"κώμα",
"κώματος":"κώμα",
"κωματώδη":"κωματώδης",
"κωμικά":"κωμικά",
"κωμικά":"κωμικός",
"κωμικές":"κωμικός",
"κωμική":"κωμικός",
"κωμικής":"κωμικός",
"κωμικό":"κωμικός",
"κωμικός":"κωμικός",
"κωμικοτραγικά":"κωμικοτραγικός",
"κωμικοτραγικές":"κωμικοτραγικός",
"κωμικοτραγική":"κωμικοτραγικός",
"κωμικοτραγικό":"κωμικοτραγικός",
"κωμικού":"κωμικός",
"κωμικούς":"κωμικός",
"κωμικών":"κωμικός",
"κωμοπόλεις":"κωμόπολη",
"κωμοπόλεων":"κωμόπολη",
"κωμόπολη":"κωμόπολη",
"κωμόπολης":"κωμόπολη",
"κωμόπολις":"κωμόπολη",
"κωμωδία":"κωμωδία",
"κωμωδίας":"κωμωδία",
"κωμωδίες":"κωμωδία",
"κωμωδιών":"κωμωδία",
"κων":"κων",
"κών":"κών",
"κων.":"κων.",
"κώνειο":"κώνειο",
"κωνστανίνου":"κωνστανίνου",
"κωνσταντάρα":"κωνσταντάρας",
"κωνστανταράκου":"κωνστανταράκου",
"κωνσταντάρας":"κωνσταντάρας",
"κωνσταντάτου":"κωνσταντάτου",
"κωνσταντή":"κωνσταντής",
"κωνσταντής":"κωνσταντής",
"κωνσταντία":"κωνσταντία",
"κωνσταντίδης":"κωνσταντίδης",
"κωνσταντινα":"κωνσταντίνα",
"κωνσταντίνα":"κωνσταντίνα",
"κωνσταντίνας":"κωνσταντίνα",
"κωνσταντινιδη":"κωνσταντινίδης",
"κωνσταντινίδη":"κωνσταντινίδης",
"κωνσταντινιδης":"κωνσταντινίδης",
"κωνσταντινίδης":"κωνσταντινίδης",
"κωνσταντινο":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντίνο":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντινοπολιτών":"κωνσταντινοπολιτών",
"κωνσταντινος":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντίνος":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντινου":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντίνου":"κωνσταντίνος",
"κωνσταντινουπόλεως":"κωνσταντινούπολη",
"κωνσταντινούπολη":"κωνσταντινούπολη",
"κωνσταντινούπολης":"κωνσταντινούπολη",
"κωνσταντινουπολιτών":"κωνσταντινουπολίτης",
"κωνσταντόπουλο":"κωνσταντόπουλος",
"κωνσταντόπουλον":"κωνσταντόπουλος",
"κωνσταντοπουλος":"κωνσταντόπουλος",
"κωνσταντόπουλος":"κωνσταντόπουλος",
"κωνσταντόπουλου":"κωνσταντόπουλος",
"κωνσταντούλας":"κωνσταντούλας",
"κώνωπες":"κώνωπας",
"κωπηλασια":"κωπηλασία",
"κωπηλασία":"κωπηλασία",
"κωπηλασίας":"κωπηλασία",
"κωπηλάτες":"κωπηλάτης",
"κωπηλάτης":"κωπηλάτης",
"κωπηλατικού":"κωπηλατικός",
"κωπηλατοδρόμιο":"κωπηλατοδρόμιο",
"κωπηλάτριες":"κωπηλάτρια",
"κως":"κως",
"κωστα":"κώστας",
"κώστα":"κώστας",
"κωστάκη":"κωστάκης",
"κωστάκης":"κωστάκης",
"κωστάκος":"κωστάκος",
"κωστάλας":"κωστάλας",
"κωσταντίνος":"κωσταντίνος",
"κωσταντίνου":"κωσταντίνου",
"κωσταντόπουλο":"κωσταντόπουλο",
"κώσταρο":"κώσταρο",
"κωστας":"κώστας",
"κώστας":"κώστας",
"κωστή":"κωστής",
"κωστηρια":"κωστηρια",
"κωστης":"κωστής",
"κωστής":"κωστής",
"κωστίδη":"κωστίδη",
"κωστίδης":"κωστίδης",
"κωστικο":"κωστικο",
"κωστίκο":"κωστίκο",
"κωστικος":"κωστικος",
"κωστίκος":"κωστίκος",
"κωστίκου":"κωστίκου",
"κωστόπουλο":"κωστόπουλος",
"κωστόπουλος":"κωστόπουλος",
"κωστόπουλου":"κωστόπουλος",
"κωστούλα":"κωστούλα",
"κωστούλης":"κωστούλης",
"κώτα":"κώτα",
"κωτουλα":"κωτουλα",
"κωτούλα":"κωτούλα",
"κωτούλας":"κωτούλας",
"κώτσας":"κώτσας",
"κωτσια":"κωτσια",
"κώτσιος":"κώτσιος",
"κωτσιούδη":"κωτσιούδη",
"κώτσοι":"κώτσοι",
"κωτσολιός":"κωτσολιός",
"κωφάλαλα":"κωφάλαλος",
"κωφάλαλης":"κωφάλαλος",
"κωφάλαλοι":"κωφάλαλος",
"κωφάλαλος":"κωφάλαλος",
"κωφαλάλου":"κωφάλαλος",
"κωφαλάλους":"κωφάλαλος",
"κωφαλάλων":"κωφάλαλος",
"κωφεύει":"κωφεύω",
"κωφεύετε":"κωφεύω",
"κωφεύουν":"κωφεύω",
"κωφιδη":"κωφιδη",
"κωφίδη":"κωφίδη",
"κωφιδης":"κωφιδης",
"κωφίδης":"κωφίδης",
"κωφοί":"κωφός",
"κωφός":"κωφός",
"κωφού":"κωφός",
"κωφούς":"κωφός",
"κωφών":"κωφός",
"κώφωση":"κώφωση",
"κωχ":"κωχ",
"λ":"λ",
"λ.":"λ.",
"λ.α.":"λ.α.",
"λ.χ":"λ.χ",
"λ.χ.":"λ.χ.",
"λaγος":"λαγός",
"λoράν":"λoράν",
"λα":"λα",
"λαβ":"λαβ",
"λάβα":"λάβα",
"λάβαινε":"λαμβάνω",
"λαβαίνουν":"λαμβάνω",
"λαβάλ":"λαβάλ",
"λάβαμε":"λαμβάνω",
"λάβαρα":"λάβαρο",
"λάβαρο":"λάβαρο",
"λαβας":"λάβα",
"λάβας":"λάβα",
"λάβατε":"λαμβάνω",
"λαβέ":"λαβέ",
"λάβει":"λαμβάνω",
"λαβείν":"λαβείν",
"λάβεις":"λαμβάνω",
"λαβέλ":"λαβέλ",
"λάβέλ":"λάβέλ",
"λαβές":"λαβή",
"λάβετε":"λαμβάνω",
"λαβή":"λαβή",
"λάβη":"λάβη",
"λαβίν":"λαβίν",
"λαβιφαρμ":"λαβιφαρμ",
"λάβουμε":"λαμβάνω",
"λάβουν":"λαμβάνω",
"λάβρα":"λάβρα",
"λαβράκι":"λαβράκι",
"λαβράκια":"λαβράκι",
"λάβροι":"λάβρος",
"λάβρος":"λάβρος",
"λαβρόφ":"λαβρόφ",
"λαβύρινθο":"λαβύρινθος",
"λαβύρινθος":"λαβύρινθος",
"λαβυρίνθου":"λαβύρινθος",
"λαβυρίνθους":"λαβύρινθος",
"λαβύρινθους":"λαβύρινθος",
"λαβυρινθώδους":"λαβυρινθώδης",
"λάβω":"λαμβάνω",
"λαβωμένη":"λαβώνω",
"λαβωμένο":"λαβώνω",
"λαβωμένου":"λαβωμένος",
"λαβώνουν":"λαβώνω",
"λαγαδά":"λαγαδά",
"λαγάνα":"λαγάνα",
"λαγάνας":"λαγάνα",
"λαγάνες":"λαγάνα",
"λαγαρίας":"λαγαρίας",
"λαγγόνα":"λαγγόνα",
"λαγκαδα":"λαγκαδάς",
"λαγκαδά":"λαγκαδάς",
"λαγκαδά-αμύντας":"λαγκαδά-αμύντας",
"λαγκαδάς":"λαγκαδάς",
"λαγκάδες":"λαγκάδα",
"λαγκαδικίων":"λαγκαδικίων",
"λάγκερλεφ":"λάγκερλεφ",
"λαγκράντ":"λαγκράντ",
"λαγκρέν":"λαγκρέν",
"λάγκτον":"λάγκτον",
"λαγνεία":"λαγνεία",
"λαγνείας":"λαγνεία",
"λαγό":"λαγός",
"λαγος":"λαγός",
"λαγός":"λαγός",
"λάγος":"λάγος",
"λαγού":"λαγός",
"λαγούμι":"λαγούμι",
"λαγούμια":"λαγούμι",
"λαγούρος":"λαγούρος",
"λαγούς":"λαγός",
"λαγυνά":"λαγυνά",
"λαγών":"λαγός",
"λαγωνίδη":"λαγωνίδη",
"λαγωνίδης":"λαγωνίδης",
"λαγωνικάκη":"λαγωνικάκη",
"λαγωνικάκης":"λαγωνικάκης",
"λαγωνικο":"λαγωνικό",
"λαγωνικό":"λαγωνικό",
"λαδάδικα":"λαδάδικο",
"λαδάδικων":"λαδάδικο",
"λαδάκη":"λαδάκη",
"λαδάκης":"λαδάκης",
"λαδας":"λαδάς",
"λαδάς":"λαδάς",
"λαδενης":"λαδενης",
"λαδερά":"λαδερός",
"λάδι":"λάδι",
"λάδια":"λάδι",
"λαδιάρηδες":"λαδιάρηδες",
"λαδιές":"λαδιά",
"λαδιού":"λαδής",
"λαδιών":"λαδής",
"λαδοελιές":"λαδοελιές",
"λαδολέμονο":"λαδολέμονο",
"λαδομπογιατισμένους":"λαδομπογιατισμένους",
"λαδόπουλος":"λαδόπουλος",
"λαδόπουλου":"λαδόπουλος",
"λάδωμα":"λάδωμα",
"λαδώματα":"λάδωμα",
"λαδώνεται":"λαδώνω",
"λαδώνουν":"λαδώνω",
"λαδώσεις":"λαδώνω",
"λαέ":"λαός",
"λαζανάς":"λαζανάς",
"λαζάνη":"λαζάνη",
"λαζάνια":"λαζάνια",
"λαζαρίδη":"λαζαρίδης",
"λαζαριδης":"λαζαρίδης",
"λαζαρίδης":"λαζαρίδης",
"λαζαριστων":"λαζαριστων",
"λαζαριστών":"λαζαριστών",
"λαζαριώτης":"λαζαριώτης",
"λάζαρο":"λάζαρος",
"λαζάροβα":"λαζάροβα",
"λάζαρος":"λάζαρος",
"λαζάρου":"λάζαρος",
"λαζόγκα":"λαζόγκα",
"λαζόγκας":"λαζόγκας",
"λαζόπουλο":"λαζόπουλο",
"λαζοπουλος":"λαζοπουλος",
"λαζόπουλος":"λαζόπουλος",
"λαζοπούλου":"λαζοπούλου",
"λαζόπουλου":"λαζόπουλου",
"λάζορικ":"λάζορικ",
"λάζος":"λάζος",
"λαθάκι":"λαθάκι",
"λαθεμένες":"λαθεμένος",
"λαθεμένη":"λαθεμένος",
"λαθεμένο":"λαθεύω",
"λάθη":"λάθος",
"λαθος":"λάθος",
"λάθος":"λάθος",
"λάθους":"λάθος",
"λαθραία":"λαθραία",
"λαθραία":"λαθραίος",
"λαθραίο":"λαθραίος",
"λαθραίου":"λαθραίος",
"λαθραίων":"λαθραίος",
"λαθραίως":"λαθραία",
"λαθρανασκαφές":"λαθρανασκαφή",
"λαθρανασκαφής":"λαθρανασκαφή",
"λαθρεμπορία":"λαθρεμπορία",
"λαθρεμποριας":"λαθρεμπορία",
"λαθρεμπορίας":"λαθρεμπορία",
"λαθρεμπόριο":"λαθρεμπόριο",
"λαθρεμπορίου":"λαθρεμπόριο",
"λαθρέμπορο":"λαθρέμπορος",
"λαθρέμποροι":"λαθρέμπορος",
"λαθρέμπορος":"λαθρέμπορος",
"λαθρεμπόρους":"λαθρέμπορος",
"λαθρέμπορους":"λαθρέμπορος",
"λαθρεμπόρων":"λαθρέμπορος",
"λαθρέμπορων":"λαθρέμπορος",
"λαθρεπιβάτες":"λαθρεπιβάτης",
"λαθρεπιβάτιδα":"λαθρεπιβάτιδα",
"λαθρο":"λαθρο",
"λαθρομεταναστες":"λαθρομετανάστης",
"λαθρομετανάστες":"λαθρομετανάστης",
"λαθρομετανάστευση":"λαθρομετανάστευση",
"λαθρομεταναστευσης":"λαθρομετανάστευση",
"λαθρομετανάστευσης":"λαθρομετανάστευση",
"λαθρομετανάστη":"λαθρομετανάστης",
"λαθρομετανάστης":"λαθρομετανάστης",
"λαθρομεταναστών":"λαθρομετανάστης",
"λαθών":"λάθος",
"λάιβ":"λάιβ",
"λαϊκά":"λαϊκά",
"λαϊκά":"λαϊκός",
"λαϊκές":"λαϊκός",
"λαϊκή":"λαϊκός",
"λαικής":"λαικής",
"λαϊκής":"λαϊκός",
"λαϊκίζει":"λαϊκίζω",
"λαϊκισμό":"λαϊκισμός",
"λαϊκισμός":"λαϊκισμός",
"'λαϊκισμός'":"'λαϊκισμός'",
"λαϊκισμού":"λαϊκισμός",
"λαϊκισμούς":"λαϊκισμός",
"λαϊκιστές":"λαϊκιστής",
"λαϊκιστής":"λαϊκιστής",
"λαϊκίστικα":"λαϊκίστικος",
"λαϊκίστικες":"λαϊκίστικος",
"λαϊκιστική":"λαϊκιστικός",
"λαϊκίστικη":"λαϊκίστικος",
"λαϊκίστικο":"λαϊκίστικος",
"λαϊκό":"λαϊκός",
"λαϊκοί":"λαϊκός",
"λαϊκον":"λαϊκός",
"λαϊκός":"λαϊκός",
"λαϊκότητα":"λαϊκότητα",
"λαϊκότητας":"λαϊκότητα",
"λαϊκότροπη":"λαϊκότροπος",
"λαϊκού":"λαϊκός",
"λαϊκούς":"λαϊκός",
"λαϊκών":"λαϊκός",
"λαίλαπα":"λαίλαπα",
"λαϊλιά":"λαϊλιά",
"λάιμ":"λάιμ",
"λαίμαργα":"λαίμαργα",
"λαιμαργία":"λαιμαργία",
"λαίμαργο":"λαίμαργος",
"λαίμαργου":"λαίμαργος",
"λαιμητόμος":"λαιμητόμος",
"λαιμό":"λαιμός",
"λαιμός":"λαιμός",
"λαιμού":"λαιμός",
"λαιμούς":"λαιμός",
"λάιν":"λάιν",
"λάιονελ":"λάιονελ",
"λάιτ":"λάιτ",
"λάιφσταϊλ":"λάιφσταϊλ",
"λακατάμεια":"λακατάμεια",
"λάκη":"λάκης",
"λάκης":"λάκης",
"λακκιά":"λακκιά",
"λακκιάς":"λακκιάς",
"λάκκο":"λάκκος",
"λακκοειδείς":"λακκοειδής",
"λάκκοι":"λάκκος",
"λάκκος":"λάκκος",
"λακκούβα":"λακκούβα",
"λακκούβας":"λακκούβα",
"λακκούβες":"λακκούβα",
"λάκκους":"λάκκος",
"λάκοβιτς":"λάκοβιτς",
"λακόμπ":"λακόμπ",
"λακρούς":"λακρούς",
"λάκτισμα":"λάκτισμα",
"λακωνία":"λακωνία",
"λακωνίζειν":"λακωνίζειν",
"λακωνικά":"λακωνικά",
"λακωνικές":"λακωνικός",
"λακωνική":"λακωνικός",
"λακωνικό":"λακωνικός",
"λακωνικότατες":"λακωνικότατες",
"λαλέ":"λαλές",
"λαλήσει":"λαλώ",
"λαλιά":"λαλιά",
"λάλικ":"λάλικ",
"λαλίστατη":"λαλίστατος",
"λαλίστατο":"λαλίστατος",
"λαλίστατος":"λαλίστατος",
"λαλιώτη":"λαλιώτης",
"λαλιωτης":"λαλιώτης",
"λαλιώτης":"λαλιώτης",
"λάλος":"λάλος",
"λαλούν":"λαλώ",
"λάλοφ":"λάλοφ",
"λαμα":"λάμα",
"λάμα":"λάμα",
"λαμαρίνας":"λαμαρίνα",
"λαμαρίνες":"λαμαρίνα",
"λάμας":"λάμα",
"λάμβανε":"λαμβάνω",
"λαμβάνει":"λαμβάνω",
"λαμβάνειν":"λαμβάνειν",
"λαμβάνεις":"λαμβάνω",
"λαμβάνεται":"λαμβάνω",
"λαμβάνετε":"λαμβάνω",
"λαμβανομένης":"λαμβανόμενος",
"λαμβάνονται":"λαμβάνω",
"λαμβάνονταν":"λαμβάνω",
"λαμβάνοντας":"λαμβάνω",
"λαμβάνοντάς":"λαμβάνω",
"λαμβάνουμε":"λαμβάνω",
"λαμβάνουν":"λαμβάνω",
"λαμβάνω":"λαμβάνω",
"λάμδα":"λάμδα",
"λαμέι":"λαμέι",
"λάμενς":"λάμενς",
"λαμια":"λαμία",
"λαμία":"λαμία",
"λαμίαν":"λαμία",
"λαμίας":"λαμία",
"λαμίας-καρπενησίου":"λαμίας-καρπενησίου",
"λαμιείς":"λαμιείς",
"λαμόγια":"λαμόγια",
"λαμόγιο":"λαμόγιο",
"λάμπα":"λάμπα",
"λαμπάδες":"λαμπάδα",
"λαμπαδηδρομία":"λαμπαδηδρομία",
"λαμπαδηδρόμους":"λαμπαδηδρόμος",
"λαμπαδιάσει":"λαμπαδιάζω",
"λαμπάκια":"λαμπάκι",
"λαμπαναρην":"λαμπαναρην",
"λαμπάρντ":"λαμπάρντ",
"λάμπει":"λάμπω",
"λαμπέρ":"λαμπέρ",
"λάμπερ":"λάμπερ",
"λαμπερά":"λαμπερός",
"λαμπερές":"λαμπερός",
"λαμπερή":"λαμπερός",
"λαμπερνάκης":"λαμπερνάκης",
"λαμπερό":"λαμπερός",
"λάμπες":"λάμπα",
"λαμπέτη":"λαμπέτη",
"λάμπη":"λάμπης",
"λαμπης":"λάμπης",
"λάμπης":"λάμπης",
"λαμπίδης":"λαμπίδης",
"λαμπιόνια":"λαμπιόνι",
"λαμπιούτ":"λαμπιούτ",
"λάμπιουτ":"λάμπιουτ",
"λαμπίρη":"λαμπίρη",
"λάμπου":"λάμπου",
"λάμπουν":"λάμπω",
"λαμπρά":"λαμπρά",
"λαμπρακη":"λαμπράκης",
"λαμπράκη":"λαμπράκης",
"λαμπράκης":"λαμπράκης",
"λαμπράκος":"λαμπράκος",
"λαμπραντόρ":"λαμπραντόρ",
"λαμπρές":"λαμπρός",
"λαμπρή":"λαμπρός",
"λαμπρής":"λαμπρός",
"λαμπριάκος":"λαμπριάκος",
"λαμπρίδης":"λαμπρίδης",
"λαμπρινή":"λαμπρινή",
"λαμπρινής":"λαμπρινή",
"λαμπρινίδης":"λαμπρινίδης",
"λαμπρινόπουλο":"λαμπρινόπουλο",
"λαμπρινόπουλου":"λαμπρινόπουλου",
"λαμπρό":"λαμπρός",
"λάμπρο":"λάμπρος",
"λαμπρόν":"λαμπρός",
"λαμπροπουλοι":"λαμπροπουλοι",
"λαμπροπουλος":"λαμπρόπουλος",
"λαμπρόπουλος":"λαμπρόπουλος",
"λαμπρόπουλου":"λαμπρόπουλος",
"λαμπρός":"λαμπρός",
"λάμπρος":"λάμπρος",
"λαμπρότερα":"λαμπρά",
"λαμπρότερα":"λαμπρός",
"λαμπρότερο":"λαμπρός",
"λαμπρότερους":"λαμπρός",
"λαμπρότητα":"λαμπρότητα",
"λαμπρου":"λαμπρός",
"λαμπρού":"λαμπρός",
"λάμπρου":"λάμπρος",
"λαμπρούς":"λαμπρός",
"λάμπρυνε":"λαμπρύνω",
"λαμπρύνει":"λαμπρύνω",
"λαμπρύνουν":"λαμπρύνω",
"λαμπρών":"λαμπρός",
"λαμπτήρας":"λαμπτήρας",
"λαμπτήρες":"λαμπτήρας",
"λαμπυρίζει":"λαμπυρίζω",
"λαμψα":"λαμψα",
"λάμψει":"λάμπω",
"λάμψεις":"λάμψη",
"λάμψετε":"λάμπω",
"λάμψη":"λάμψη",
"λάμψης":"λάμψη",
"λάμψουν":"λάμπω",
"λανακαμ":"λανακαμ",
"λαναρή":"λαναρή",
"λαναρής":"λαναρής",
"λανέρας":"λανέρας",
"λανθάνει":"λανθάνω",
"λανθάνοντα":"λανθάνων",
"λανθάνουσα":"λανθάνων",
"λανθάνουσας":"λανθάνων",
"λανθασμένα":"λανθασμένος",
"λανθασμένες":"λανθασμένος",
"λανθασμένη":"λανθασμένος",
"λανθασμένο":"λανθασμένος",
"λανθασμένοι":"λανθασμένος",
"λανθασμένος":"λανθασμένος",
"λανθασμένους":"λανθασμένος",
"λανθασμένων":"λανθασμένος",
"λάνκα":"λάνκα",
"λαν-νετ":"λαν-νετ",
"λανς":"λανς",
"λάνσαρε":"λανσάρω",
"λανσάρει":"λανσάρω",
"λανσάρισμα":"λανσάρισμα",
"λανσαρίσματος":"λανσάρισμα",
"λανσαριστούν":"λανσάρω",
"λανσάροντας":"λανσάρω",
"λανσάρουν":"λανσάρω",
"λάνσετ":"λάνσετ",
"λαντ":"λαντ",
"λάντεν":"λάντεν",
"λαντζέλα":"λαντζέλα",
"λάντλουμ":"λάντλουμ",
"λαξ":"λαξ",
"λαξεύματα":"λάξευμα",
"λαξευμένα":"λαξεύω",
"λαξευμένες":"λαξεύω",
"λαξευτή":"λαξευτής",
"λαξευτοί":"λαξευτός",
"λαό":"λαός",
"λαογραφία":"λαογραφία",
"λαογραφικά":"λαογραφικός",
"λαογραφική":"λαογραφικός",
"λαογραφικής":"λαογραφικός",
"λαογραφικο":"λαογραφικός",
"λαογραφικού":"λαογραφικός",
"λαογραφικών":"λαογραφικός",
"λαογράφος":"λαογράφος",
"λαογράφων":"λαογράφος",
"λαοθάλασσα":"λαοθάλασσα",
"λαοί":"λαός",
"λαοί-κομμάτια":"λαοί-κομμάτια",
"λαοκρατία":"λαοκρατία",
"λαόν":"λαός",
"λαος":"λαος",
"λαός":"λαός",
"λάος":"λάος",
"λαου":"λαός",
"λαού":"λαός",
"λάουε":"λάουε",
"λαουρα":"λαουρα",
"λάουρα":"λάουρα",
"λαούς":"λαός",
"λαουστίνο":"λαουστίνο",
"λαουτζίκο":"λαουτζίκος",
"λαούτο":"λαούτο",
"λαοφιλούς":"λαοφιλής",
"λαπάδες":"λαπάς",
"λαπαροσκοπικό":"λαπαροσκοπικό",
"λάππας":"λάππας",
"λάπτοπ":"λάπτοπ",
"λαρ":"λαρ",
"λαρά":"λαρά",
"λαρανάγκα":"λαρανάγκα",
"λάρεν":"λάρεν",
"λαρι":"λαρι",
"λάρι":"λάρι",
"λαρισα":"λάρισα",
"λάρισα":"λάρισα",
"λαρισα-ακρατητος":"λαρισα-ακρατητος",
"λαρισαίος":"λαρισαίος",
"λαρισαίου":"λαρισαίος",
"λαρισας":"λάρισα",
"λάρισας":"λάρισα",
"λάρισας-απόλλων":"λάρισας-απόλλων",
"λάρισας-μελίκη":"λάρισας-μελίκη",
"λαριτζανί":"λαριτζανί",
"λάρνακας":"λάρνακα",
"λάρνακες":"λάρνακα",
"λάρσεν":"λάρσεν",
"λάρσον":"λάρσον",
"λάρυγγα":"λάρυγγας",
"λας":"λας",
"λασκαράτου":"λασκαράτος",
"λασκαρίδη":"λασκαρίδη",
"λασκαρίδης":"λασκαρίδης",
"λασκαρίδου":"λασκαρίδου",
"λασκαρινα":"λασκαρίνα",
"λασκαρίνα":"λασκαρίνα",
"λάσκο":"λάσκος",
"λάσπα":"λάσπα",
"λάσπες":"λάσπη",
"λάσπη":"λάσπη",
"λάσπης":"λάσπη",
"λασπολογία":"λασπολογία",
"λασπολογίας":"λασπολογία",
"λασπόλουτρα":"λασπόλουτρο",
"λασπόνερα":"λασπόνερο",
"λασπώδη":"λασπώδης",
"λασπωμένα":"λασπωμένος",
"λασσάνης":"λασσάνης",
"λασσάνης-άρης":"λασσάνης-άρης",
"λασσάνης-ασπίδα":"λασσάνης-ασπίδα",
"λασσάνης-ήφαιστος":"λασσάνης-ήφαιστος",
"λάστιχα":"λάστιχο",
"λάστιχο":"λάστιχο",
"λάστιχου":"λάστιχο",
"λάτιν":"λάτιν",
"λατινικά":"λατινικά",
"λατινική":"λατινικός",
"λατινικής":"λατινικός",
"λατινικό":"λατινικός",
"λατινικού":"λατινικός",
"λατινικών":"λατινικός",
"λατινοαμερικανική":"λατινοαμερικανικός",
"λατινοαμερικάνικη":"λατινοαμερικάνικος",
"λατινοαμερικάνικης":"λατινοαμερικάνικος",
"λατινοαμερικάνικων":"λατινοαμερικάνικος",
"λατινοαμερικάνοι":"λατινοαμερικάνος",
"λατινόπουλος":"λατινόπουλος",
"λάτοβιτς":"λάτοβιτς",
"λατομ":"λατομ",
"λατομεία":"λατομείο",
"λατομείων":"λατομείο",
"λατομικές":"λατομικός",
"λατομική":"λατομικός",
"λατρεία":"λατρεία",
"λατρείας":"λατρεία",
"λατρείες":"λατρεία",
"λάτρεις":"λάτρης",
"λατρεμένο":"λατρεύω",
"λατρεμένους":"λατρεμένος",
"λάτρευαν":"λατρεύω",
"λάτρευε":"λατρεύω",
"λατρεύει":"λατρεύω",
"λατρεύονταν":"λατρεύω",
"λατρεύοντας":"λατρεύω",
"λατρευόταν":"λατρεύω",
"λατρεύουμε":"λατρεύω",
"λατρεύουν":"λατρεύω",
"λατρευτή":"λατρευτός",
"λατρεύτηκε":"λατρεύω",
"λατρευτής":"λατρευτός",
"λατρευτικά":"λατρευτικός",
"λατρευτικές":"λατρευτικός",
"λατρευτική":"λατρευτικός",
"λατρευτικό":"λατρευτικός",
"λατρευτικός":"λατρευτικός",
"λατρευτικού":"λατρευτικός",
"λατρευτού":"λατρευτός",
"λατρεύω":"λατρεύω",
"λάτρεψα":"λατρεύω",
"λάτρεψε":"λατρεύω",
"λάτρεψες":"λατρεύω",
"λατρέψουν":"λατρεύω",
"λάτρη":"λάτρης",
"λάτρης":"λάτρης",
"λατσιάλι":"λατσιάλι",
"λάτσιο":"λάτσιο",
"λάτσιος":"λάτσιος",
"λάττα":"λάττα",
"λαύρας":"λαύρα",
"λαυρέντη":"λαυρέντης",
"λαύριο":"λαύριο",
"λαυρίου":"λαύριο",
"λαφαζανη*":"λαφαζανη*",
"λαφαζάνης":"λαφαζάνης",
"λαφαζανίδη":"λαφαζανίδη",
"λαφαζανίδης":"λαφαζανίδης",
"λαφονταίν":"λαφονταίν",
"λαφοντέν":"λαφοντέν",
"λάφρεντς":"λάφρεντς",
"λάφυρα":"λάφυρο",
"λάφυρο":"λάφυρο",
"λαφύρων":"λάφυρο",
"λαχά":"λαχά",
"λαχανά":"λαχανάς",
"λάχανα":"λάχανο",
"λαχαναγορά":"λαχαναγορά",
"λαχαναγοράς":"λαχαναγορά",
"λαχαναγορές":"λαχαναγορά",
"λαχανάκια":"λαχανάκι",
"λαχανάς":"λαχανάς",
"λαχανάς-περιβολάκι":"λαχανάς-περιβολάκι",
"λαχάνιασμα":"λαχάνιασμα",
"λαχανιασμένοι":"λαχανιασμένος",
"λαχανικά":"λαχανικό",
"λαχανικό":"λαχανικό",
"λαχανικού":"λαχανικό",
"λαχανικών":"λαχανικό",
"λάχανο":"λάχανο",
"λαχανόκηπου":"λαχανόκηπος",
"λαχανοντολμάδες":"λαχανοντολμάς",
"λάχανου":"λάχανο",
"λαχάνου":"λαχάνου",
"λαχάς":"λαχάς",
"λαχεία":"λαχείο",
"λαχείο":"λαχείο",
"λαχειοπώλες":"λαχειοπώλης",
"λαχειοπώλη":"λαχειοπώλης",
"λαχείου":"λαχείο",
"λαχειοφόρο":"λαχειοφόρος",
"λαχειοφόρος":"λαχειοφόρος",
"λαχειοφόρου":"λαχειοφόρος",
"λαχματζούν":"λαχματζούν",
"λαχνός":"λαχνός",
"λαχνούς":"λαχνός",
"λαχόρη":"λαχόρη",
"λαχόρης":"λαχόρης",
"λαχουντ":"λαχουντ",
"λαχούντ":"λαχούντ",
"λαχτάρα":"λαχτάρα",
"λαχταρά":"λαχταρώ",
"λαχταράει":"λαχταρώ",
"λαχταράς":"λαχταρώ",
"λαχτάρες":"λαχτάρα",
"λαχταριστά":"λαχταριστά",
"λαχταριστό":"λαχταριστός",
"λαχταρούσα":"λαχταρώ",
"λαχταρούσε":"λαχταρώ",
"λαών":"λαός",
"λγ΄":"λγ΄",
"λε":"λε",
"λεβαδειακό":"λεβαδειακό",
"λεβαδειακος":"λεβαδειακος",
"λεβαδειακός":"λεβαδειακός",
"λεβαδειακός-οφη":"λεβαδειακός-οφη",
"λεβαδειακού":"λεβαδειακού",
"λεβάκο":"λεβάκο",
"λεβάντα":"λεβάντα",
"λεβάντας":"λεβάντα",
"λεβαντή":"λεβαντής",
"λεβεντάκης":"λεβεντάκης",
"λεβεντάκου":"λεβεντάκου",
"λεβεντερης":"λεβεντέρης",
"λεβεντερης-κ":"λεβεντερης-κ",
"λεβέντες":"λεβέντης",
"λεβέντη":"λεβέντης",
"λεβεντης":"λεβέντης",
"λεβέντης":"λεβέντης",
"λεβεντιά":"λεβεντιά",
"λεβεντιάς":"λεβεντιά",
"λεβέντισσα":"λεβέντισσα",
"λεβεντόπαιδα":"λεβεντόπαιδο",
"λεβεντόπαιδο":"λεβεντόπαιδο",
"λεβερκούζεν":"λεβερκούζεν",
"λέβητα":"λέβητας",
"λέβητες":"λέβητας",
"λεβί":"λεβί",
"λέβι":"λέβι",
"λέβιγκστον":"λέβιγκστον",
"λεβιέ":"λεβιές",
"λέβινσον":"λέβινσον",
"λεγα":"λεγα",
"λέγαμε":"λέγω",
"'λεγαν":"'λεγαν",
"λέγανε":"λέγω",
"λέγατε":"λέγω",
"λεγάτος":"λεγάτος",
"λεγε":"λεγε",
"'λεγε":"'λεγε",
"λέγε":"λέγω",
"λέγει":"λέγω",
"λέγειν":"λέγειν",
"λέγεσαι":"λέγω",
"λέγεται":"λέγω",
"λεγεώνα":"λεγεώνα",
"λεγεωνάριοι":"λεγεωνάριος",
"λεγεωνάριων":"λεγεωνάριος",
"λεγκού":"λεγκού",
"λεγόμαστε":"λέγω",
"λεγόμενα":"λεγόμενος",
"λεγόμενά":"λεγόμενος",
"λεγόμενες":"λεγόμενος",
"λεγόμενη":"λεγόμενος",
"λεγομένης":"λεγόμενος",
"λεγόμενης":"λεγόμενος",
"λεγόμενο":"λεγόμενος",
"λεγόμενοι":"λεγόμενος",
"λεγόμενος":"λεγόμενος",
"λεγόμενου":"λεγόμενος",
"λεγόμενους":"λεγόμενος",
"λεγομένων":"λεγόμενος",
"λεγόμενων":"λεγόμενος",
"λέγονται":"λέγω",
"λέγονταν":"λέγω",
"λέγοντας":"λέγω",
"λέγοντάς":"λέγω",
"λεγόταν":"λέγω",
"λέγουν":"λέγω",
"λέγω":"λέγω",
"λέγων":"λέγων",
"λεει":"λέγω",
"λέει":"λέγω",
"λεζ":"λεζ",
"λεζάντα":"λεζάντα",
"λεζάντας":"λεζάντα",
"λεζάντες":"λεζάντα",
"λέζεβιν":"λέζεβιν",
"λεηλασία":"λεηλασία",
"λεηλασίας":"λεηλασία",
"λεηλασίες":"λεηλασία",
"λεηλασιών":"λεηλασία",
"λεηλατήθηκαν":"λεηλατώ",
"λεηλατημένο":"λεηλατώ",
"λεηλάτησαν":"λεηλατώ",
"λεηλάτησε":"λεηλατώ",
"λεηλατήσει":"λεηλατώ",
"'λεηλατήσουν'":"'λεηλατήσουν'",
"λεηλατήσουν":"λεηλατώ",
"λεηλατήστε":"λεηλατώ",
"λεηλατούν":"λεηλατώ",
"λεία":"λεία",
"λειαίνοντας":"λειαίνω",
"λειβαδά":"λειβαδά",
"λειβαδιά":"λειβαδιά",
"λειβαδίτη":"λειβαδίτης",
"λειβαδίτης":"λειβαδίτης",
"λεϊζερ":"λεϊζερ",
"λέιζερ":"λέιζερ",
"λέικ":"λέικ",
"λεϊκερς":"λεϊκερς",
"λέικερς":"λέικερς",
"λέιν":"λέιν",
"λείο":"λείος",
"λειπει":"λείπω",
"λείπει":"λείπω",
"λείπουν":"λείπω",
"λείπω":"λείπω",
"λεϊρία":"λεϊρία",
"λεϊτον":"λεϊτον",
"λέιτον":"λέιτον",
"λειτουργεί":"λειτουργώ",
"λειτουργείς":"λειτουργώ",
"λειτουργείτε":"λειτουργώ",
"λειτούργημα":"λειτούργημα",
"λειτούργημά":"λειτούργημα",
"λειτουργήματα":"λειτούργημα",
"λειτουργήματος":"λειτούργημα",
"λειτούργησαν":"λειτουργώ",
"λειτούργησε":"λειτουργώ",
"λειτουργήσει":"λειτουργώ",
"λειτουργήσετε":"λειτουργώ",
"λειτουργήσουμε":"λειτουργώ",
"λειτουργήσουν":"λειτουργώ",
"λειτουργήσω":"λειτουργώ",
"λειτουργια":"λειτουργιά",
"λειτουργία":"λειτουργία",
"λειτουργίας":"λειτουργία",
"λειτουργίες":"λειτουργία",
"λειτουργικά":"λειτουργικός",
"λειτουργικές":"λειτουργικός",
"λειτουργική":"λειτουργικός",
"λειτουργικής":"λειτουργικός",
"λειτουργικό":"λειτουργικός",
"λειτουργικότητα":"λειτουργικότητα",
"λειτουργικότητας":"λειτουργικότητα",
"λειτουργικού":"λειτουργικός",
"λειτουργικών":"λειτουργικός",
"λειτουργιών":"λειτουργία",
"λειτουργό":"λειτουργός",
"λειτουργοί":"λειτουργός",
"λειτουργός":"λειτουργός",
"λειτουργού":"λειτουργός",
"λειτουργούμε":"λειτουργώ",
"λειτουργούν":"λειτουργώ",
"λειτουργούντες":"λειτουργών",
"λειτουργούς":"λειτουργός",
"λειτουργούσα":"λειτουργώ",
"λειτουργούσαν":"λειτουργώ",
"λειτουργούσε":"λειτουργώ",
"λειτουργώ":"λειτουργώ",
"λειτουργών":"λειτουργός",
"λειτουργώντας":"λειτουργώ",
"λειχήνας":"λειχήνας",
"λείψανα":"λείψανο",
"λείψανό":"λείψανο",
"λειψανοθήκες":"λειψανοθήκη",
"λειψάνων":"λείψανο",
"λείψει":"λείπω",
"λειψή":"λειψός",
"λειψής":"λειψός",
"λειψία":"λειψία",
"λειψίας":"λειψία",
"λειψό":"λειψός",
"λείψουν":"λείπω",
"λειψυδρία":"λειψυδρία",
"λειωμένο":"λιώνω",
"λειώνει":"λιώνω",
"λειώνουν":"λιώνω",
"λειώσει":"λιώνω",
"λειώσιμο":"λειώσιμο",
"λειώσουν":"λιώνω",
"λέκα":"λέκα",
"λεκάκης":"λεκάκης",
"λεκάκος":"λεκάκος",
"λεκάνη":"λεκάνη",
"λεκάνης":"λεκάνη",
"λεκανοπέδιο":"λεκανοπέδιο",
"λεκανοπεδίου":"λεκανοπέδιο",
"λεκανών":"λεκάνη",
"λεκέδες":"λεκές",
"λεκές":"λεκές",
"λέκκας":"λέκκας",
"λεκμπέλο":"λεκμπέλο",
"λέκο":"λέκο",
"λεκόντ":"λεκόντ",
"λεκτικά":"λεκτικός",
"λεκτικές":"λεκτικός",
"λεκτική":"λεκτικός",
"λεκτικό":"λεκτικός",
"λέκτορα":"λέκτορας",
"λέκτορας":"λέκτορας",
"λέκτωρ":"λέκτορας",
"λελογισμένη":"λελογισμένος",
"λελογισμένων":"λελογισμένος",
"λεμάν":"λεμάν",
"λέμβους":"λέμβος",
"λέμε":"λέγω",
"λεμεσό":"λεμεσό",
"λεμεσού":"λεμεσού",
"λέμον":"λέμον",
"λεμόνα":"λεμόνα",
"λεμονάδα":"λεμονάδα",
"λεμοναδας":"λεμονάδα",
"λεμονάτο":"λεμονάτο",
"λεμόνι":"λεμόνι",
"λεμόνια":"λεμόνι",
"λεμονιού":"λεμονής",
"λεμοντζή":"λεμοντζή",
"λεμουσιά":"λεμουσιά",
"λεμπ":"λεμπ",
"λέμπεντ":"λέμπεντ",
"λεμπέσκ":"λεμπέσκ",
"λεμπρον":"λεμπρον",
"λεμπρόν":"λεμπρόν",
"λεμφαδένες":"λεμφαδένας",
"λεμφαδένων":"λεμφαδένας",
"λεμφώματος":"λέμφωμα",
"λενα":"λένα",
"λένα":"λένα",
"λένας":"λένα",
"λενε":"λέγω",
"λένε":"λέγω",
"λένιν":"λένιν",
"λενινισμός":"λενινισμός",
"λένστρα":"λένστρα",
"λεντέσμα":"λεντέσμα",
"λεντού":"λεντού",
"λέξει":"λέξει",
"λέξεις":"λέξη",
"λέξεις-βότσαλα":"λέξεις-βότσαλα",
"λέξεις-κλειδιά":"λέξεις-κλειδιά",
"λέξεων":"λέξη",
"λέξεών":"λέξη",
"λέξεων-κλειδιών":"λέξεων-κλειδιών",
"λέξη":"λέξη",
"λέξη-κλειδί":"λέξη-κλειδί",
"λέξην":"λέξην",
"λέξης":"λέξη",
"λέξη-τοπωνύμιο":"λέξη-τοπωνύμιο",
"λεξικά":"λεξικός",
"λεξικο":"λεξικός",
"λεξικό":"λεξικός",
"λεξικογραφία":"λεξικογραφία",
"λεξικογραφικά":"λεξικογραφικός",
"λεξικογράφου":"λεξικογράφος",
"λεξικού":"λεξικός",
"λεξιλογικές":"λεξιλογικός",
"λεξιλόγιο":"λεξιλόγιο",
"λεξιλόγιό":"λεξιλόγιο",
"λεξιλογίου":"λεξιλόγιο",
"λεξιμανία":"λεξιμανία",
"λέξιν":"λέξη",
"λέξινγκτον":"λέξινγκτον",
"λεξομανία":"λεξομανία",
"λέο":"λέο",
"λεόν":"λεόν",
"λεον":"λέων",
"λέοναρντ":"λέοναρντ",
"λεονάρντο":"λεονάρντο",
"λεόνε":"λεόνε",
"λεονίντ":"λεονίντ",
"λεοντάκης":"λεοντάκης",
"λεονταρή":"λεονταρής",
"λεονταρισμοί":"λεονταρισμός",
"λεονταρισμούς":"λεονταρισμός",
"λεόντειος":"λεόντειος",
"λεοντή":"λεοντή",
"λεοντιάδη":"λεοντιάδης",
"λεόντιος":"λεόντιος",
"λέοντος":"λέων",
"λεοντσίδης":"λεοντσίδης",
"λεόντων":"λέοντας",
"λεονώρας":"λεονώρας",
"λεοπάρδαλης":"λεοπάρδαλη",
"λέοπαρντ":"λέοπαρντ",
"λεοπόλντ":"λεοπόλντ",
"λεουδης":"λεουδης",
"λεούδης":"λεούδης",
"λεούση-καρατζά":"λεούση-καρατζά",
"λέπεγ":"λέπεγ",
"λεπέν":"λεπέν",
"λεπίδες":"λεπίδα",
"λεπόγεβιτς":"λεπόγεβιτς",
"λέπρα":"λέπρα",
"λεπροί":"λεπρός",
"λεπτα":"λεπτό",
"λεπτά":"λεπτό",
"λεπταίνει":"λεπταίνω",
"λεπτεπίλεπτες":"λεπτεπίλεπτος",
"λεπτεπίλεπτο":"λεπτεπίλεπτος",
"λεπτές":"λεπτός",
"λεπτή":"λεπτός",
"λεπτής":"λεπτός",
"λεπτο":"λεπτό",
"λεπτό":"λεπτό",
"λεπτό":"λεπτός",
"λεπτοδουλεμένα":"λεπτοδουλεμένος",
"λεπτομέρεια":"λεπτομέρεια",
"λεπτομερειακά":"λεπτομερειακά",
"λεπτομερειακό":"λεπτομερειακός",
"λεπτομερείας":"λεπτομερείας",
"λεπτομέρειες":"λεπτομέρεια",
"λεπτομερείς":"λεπτομερής",
"λεπτομερειών":"λεπτομέρεια",
"λεπτομερές":"λεπτομερής",
"λεπτομερέστερα":"λεπτομερής",
"λεπτομερέστερη":"λεπτομερής",
"λεπτομερέστερο":"λεπτομερής",
"λεπτομερή":"λεπτομερής",
"λεπτομερής":"λεπτομερής",
"λεπτομερώς":"λεπτομερώς",
"λεπτός":"λεπτός",
"λεπτότερη":"λεπτός",
"λεπτότητα":"λεπτότητα",
"λεπτού":"λεπτός",
"λεπτούς":"λεπτός",
"λέπτυνση":"λέπτυνση",
"λεπτών":"λεπτό",
"λεπτών":"λεπτός",
"λέρας":"λέρα",
"λεριά":"λεριά",
"λερναία":"λερναίος",
"λερωθούν":"λερώνω",
"λερωμένα":"λερώνω",
"λερωμένη":"λερωμένος",
"λερωμένο":"λερώνω",
"λερωμένων":"λερωμένος",
"λερώνει":"λερώνω",
"λερώνουν":"λερώνω",
"λέρωσε":"λερώνω",
"λερώσει":"λερώνω",
"λερώσεις":"λερώνω",
"λες":"λέγω",
"λές":"λές",
"λεσβία":"λεσβία",
"λεσβιών":"λεσβία",
"λέσβο":"λέσβος",
"λέσβος":"λέσβος",
"λεσβου":"λέσβος",
"λέσβου":"λέσβος",
"λέσκε":"λέσκε",
"λεσκίρ":"λεσκίρ",
"λέσλι":"λέσλι",
"λεστερ":"λεστερ",
"λέστερ":"λέστερ",
"λέστερ3079825-29":"λέστερ3079825-29",
"λέστερ-νόριτς":"λέστερ-νόριτς",
"λέσχες":"λέσχη",
"λέσχη":"λέσχη",
"λέσχης":"λέσχη",
"λεσχών":"λέσχη",
"λετε":"λέγω",
"λέτε":"λέγω",
"λετονία":"λετονία",
"λετονία-ισπανία":"λετονία-ισπανία",
"λέτσε":"λέτσος",
"λευκά":"λευκός",
"λευκάδα":"λευκάδα",
"λευκάδια":"λευκάδια",
"λεύκανση":"λεύκανση",
"λεύκανσης":"λεύκανση",
"λεύκες":"λεύκα",
"λευκές":"λευκός",
"λεύκη":"λεύκη",
"λευκή":"λευκός",
"λεύκης":"λεύκη",
"λευκής":"λευκός",
"λευκό":"λευκός",
"λευκοί":"λευκός",
"λευκοπηγή":"λευκοπηγή",
"λευκόπουλος":"λευκόπουλος",
"λευκορωσία":"λευκορωσία",
"λευκορωσίας":"λευκορωσία",
"λευκός":"λευκός",
"λευκοτριενίων":"λευκοτριενίων",
"λευκού":"λευκός",
"λευκούδα":"λευκούδα",
"λευκούς":"λευκός",
"λευκόχειρ":"λευκόχειρ",
"λευκοχώρι":"λευκοχώρι",
"λευκοχωριακός":"λευκοχωριακός",
"λευκώ":"λευκώ",
"λεύκωμα":"λεύκωμα",
"λεύκωμά":"λεύκωμα",
"λευκώματα":"λεύκωμα",
"λευκώματος":"λεύκωμα",
"λευκών":"λευκός",
"λευκώνα":"λευκώνας",
"λευκωσία":"λευκωσία",
"λευκωσίας":"λευκωσία",
"λευτερη":"λευτέρης",
"λευτέρη":"λευτέρης",
"λευτέρης":"λευτέρης",
"λευτεριά":"λευτεριά",
"λευχαιμία":"λευχαιμία",
"λευχαιμίας":"λευχαιμία",
"λευχαιμίες":"λευχαιμία",
"λεφτά":"λεφτά",
"λεφτσένκο":"λεφτσένκο",
"λεχ":"λεχ",
"λεχθεί":"λέγω",
"λεχθέντα":"λεχθείς",
"λεχθέντος":"λεχθείς",
"λέχθηκε":"λέγω",
"λεχθούν":"λέγω",
"λεω":"λέγω",
"λέω":"λέγω",
"λεων":"λέων",
"λεώνης":"λεώνης",
"λεωνίδα":"λεωνίδας",
"λεωνίδας":"λεωνίδας",
"λεωνίδιο":"λεωνίδιο",
"λεωντιάδη":"λεωντιάδη",
"λεωντιάδης":"λεωντιάδης",
"λεως":"λεως",
"λεωφ.":"λεωφ.",
"λεωφορεία":"λεωφορείο",
"λεωφορειακής":"λεωφορειακός",
"λεωφορειάκια":"λεωφορειάκι",
"λεωφορείο":"λεωφορείο",
"λεωφορειόδρομοι":"λεωφορειόδρομος",
"λεωφορειοδρόμους":"λεωφορειόδρομος",
"λεωφορειολωρίδα":"λεωφορειολωρίδα",
"λεωφορειολωρίδας":"λεωφορειολωρίδα",
"λεωφορειολωρίδες":"λεωφορειολωρίδα",
"λεωφορειολωρίδων":"λεωφορειολωρίδα",
"λεωφορείον":"λεωφορείο",
"λεωφορείου":"λεωφορείο",
"λεωφορειούχοι":"λεωφορειούχος",
"λεωφορείων":"λεωφορείο",
"λεωφόρο":"λεωφόρος",
"λεωφόροι":"λεωφόρος",
"λεωφορος":"λεωφόρος",
"λεωφόρος":"λεωφόρος",
"λεωφόρου":"λεωφόρος",
"λεωφόρους":"λεωφόρος",
"λεωφόρων":"λεωφόρος",
"λήγει":"λήγω",
"ληγμένα":"λήγω",
"ληγμένη":"ληγμένος",
"ληγμένων":"ληγμένος",
"λήγομαι":"λήγω",
"λήγοντα":"λήγων",
"λήγουν":"λήγω",
"λήδα":"λήδα",
"λήδρα":"λήδρα",
"ληζινκ":"ληζινκ",
"λήθαργο":"λήθαργος",
"λήθαργό":"λήθαργος",
"λήθαργου":"λήθαργος",
"ληθη":"λήθη",
"λήθη":"λήθη",
"λήθης":"λήθη",
"λήλας":"λήλας",
"λημέρια":"λημέρι",
"λήμμα":"λήμμα",
"λήμματα":"λήμμα",
"λήμματος":"λήμμα",
"λημμάτων":"λήμμα",
"λήμνο":"λήμνος",
"λήξ'":"λήξ'",
"λήξαν":"λήξας",
"λήξει":"λήγω",
"λήξεως":"λήξη",
"λήξη":"λήξη",
"λήξης":"λήξη",
"ληξιπρόθεσμα":"ληξιπρόθεσμος",
"ληξιπρόθεσμες":"ληξιπρόθεσμος",
"ληξιπρόθεσμη":"ληξιπρόθεσμος",
"ληξιπρόθεσμων":"ληξιπρόθεσμος",
"λήξουν":"λήγω",
"λήπτες":"λήπτης",
"λήπτη":"λήπτης",
"λήπτης":"λήπτης",
"ληπτών":"λήπτης",
"λης":"λης",
"λησινγκ":"λησινγκ",
"λησμονάμε":"λησμονάμε",
"λησμονεί":"λησμονώ",
"λησμονείται":"λησμονώ",
"λησμονηθεί":"λησμονώ",
"λησμονήθηκε":"λησμονώ",
"λησμονημένη":"λησμονώ",
"λησμονημένης":"λησμονώ",
"λησμονημένο":"λησμονημένος",
"λησμόνησαν":"λησμονώ",
"λησμόνησε":"λησμονώ",
"λησμονήσει":"λησμονώ",
"λησμονιά":"λησμονιά",
"λησμονούμε":"λησμονώ",
"λησμονούμεν":"λησμονούμεν",
"λησμονούν":"λησμονώ",
"λησμονούνται":"λησμονώ",
"ληστεια":"ληστεία",
"ληστεία":"ληστεία",
"ληστείας":"ληστεία",
"ληστείες":"ληστεία",
"ληστειών":"ληστεία",
"ληστες":"ληστής",
"ληστές":"ληστής",
"λήστευαν":"ληστεύω",
"ληστεύει":"ληστεύω",
"ληστεύοντας":"ληστεύω",
"ληστεύουν":"ληστεύω",
"λήστεψαν":"ληστεύω",
"λήστεψε":"ληστεύω",
"ληστέψει":"ληστεύω",
"ληστέψουν":"ληστεύω",
"ληστή":"ληστής",
"ληστής":"ληστής",
"ληστρικές":"ληστρικός",
"ληστρική":"ληστρικός",
"ληστρικό":"ληστρικός",
"ληστρικού":"ληστρικός",
"ληστρικών":"ληστρικός",
"ληστών":"ληστής",
"λητή":"λητή",
"λητης":"λητης",
"λητής":"λητής",
"ληφθεί":"λαμβάνω",
"λήφθηκαν":"λαμβάνω",
"λήφθηκε":"λαμβάνω",
"ληφθούν":"λαμβάνω",
"λήψεις":"λήψη",
"λήψεως":"λήψη",
"λήψη":"λήψη",
"λήψης":"λήψη",
"λι":"λι",
"λι.":"λι.",
"λία":"λία",
"λίαγιτς":"λίαγιτς",
"λιάγκας":"λιάγκας",
"λιαδέλη":"λιαδέλη",
"λιακάδα":"λιακάδα",
"λιακάδας":"λιακάδα",
"λιακάτος":"λιακάτος",
"λιακόπουλο":"λιακόπουλο",
"λιακοπουλος":"λιακοπουλος",
"λιακόπουλος":"λιακόπουλος",
"λιακόπουλου":"λιακόπουλου",
"λιάκος":"λιάκος",
"λιακου":"λιακό",
"λιάκου":"λιάκου",
"λιάλος":"λιάλος",
"λίαμ":"λίαμ",
"λιαμίν":"λιαμίν",
"λιάμπας":"λιάμπας",
"λίαν":"λίαν",
"λιάνα":"λιάνα",
"λιανεμπόριο":"λιανεμπόριο",
"λιανεμπορίου":"λιανεμπόριο",
"λιανέμποροι":"λιανέμποροι",
"λιάνη":"λιάνης",
"λιάνης":"λιάνης",
"λιανικές":"λιανικός",
"λιανική":"λιανικός",
"λιανικής":"λιανικός",
"λιανικό":"λιανικός",
"λιανικού":"λιανικός",
"λιανικών":"λιανικός",
"λιανό":"λιανός",
"λιαπάκης":"λιαπάκης",
"λιάπη":"λιάπης",
"λιάπης":"λιάπης",
"λιάππα":"λιάππα",
"λιαροπούλου":"λιαροπούλου",
"λιαστής":"λιαστός",
"λιάτσο":"λιάτσο",
"λίβαγιτς":"λίβαγιτς",
"λιβαδάς":"λιβαδάς",
"λιβαδειά":"λιβαδειά",
"λιβαδειάς":"λιβαδειά",
"λιβάδι":"λιβάδι",
"λιβάδια":"λιβάδι",
"λιβαδίου":"λιβαδίου",
"λιβαθηνός":"λιβαθηνός",
"λιβανέζικο":"λιβανέζικος",
"λιβανέζο":"λιβανέζος",
"λιβανέζοι":"λιβανέζος",
"λιβάνη":"λιβάνη",
"λιβανης":"λιβανης",
"λιβάνι":"λιβάνι",
"λιβάνια":"λιβάνι",
"λιβάνιος":"λιβάνιος",
"λιβανιστές":"λιβανιστής",
"λιβανιστήρι":"λιβανιστήρι",
"λίβανο":"λίβανος",
"λιβανόβου":"λιβανόβου",
"λιβανος":"λιβανός",
"λίβανος":"λίβανος",
"λιβάνου":"λίβανος",
"λιβανωτό":"λιβανωτός",
"λιβεριάδη":"λιβεριάδη",
"λιβεριάδης":"λιβεριάδης",
"λιβερίας":"λιβερία",
"λιβερπουλ":"λίβερπουλ",
"λίβερπουλ":"λίβερπουλ",
"λίβερπουλ2":"λίβερπουλ2",
"λίβερπουλ38115847-29":"λίβερπουλ38115847-29",
"λίβερπουλ-γουέστ":"λίβερπουλ-γουέστ",
"λίβερπουλ-τότεναμ":"λίβερπουλ-τότεναμ",
"λίβιγκστον":"λίβιγκστον",
"λιβιεράτο":"λιβιεράτο",
"λιβιεράτος":"λιβιεράτος",
"λίβινγκστον":"λίβινγκστον",
"λιβόρνο":"λιβόρνο",
"λιβόρνο-αβελίνο":"λιβόρνο-αβελίνο",
"λιβόρνο-σιένα":"λιβόρνο-σιένα",
"λίβρες":"λίβρα",
"λιβύη":"λιβύη",
"λιβύης":"λιβύη",
"λιβυκών":"λιβυκός",
"λίβυοι":"λίβυος",
"λίγα":"λίγος",
"λιγάκι":"λιγάκι",
"λίγα-λίγα":"λίγα-λίγα",
"λίγγος":"λίγγος",
"λιγδα":"λίγδα",
"λίγδα":"λίγδα",
"λίγες":"λίγος",
"λίγη":"λίγος",
"λιγκ":"λιγκ",
"λιγκα":"λίγκα",
"λίγκα":"λίγκα",
"λίγκας":"λίγκα",
"λιγκος":"λιγκος",
"λίγκος":"λίγκος",
"λιγνίτη":"λιγνίτης",
"λιγνιτική":"λιγνιτικός",
"λιγνιτωρυχείου":"λιγνιτωρυχείο",
"λίγο":"λίγο",
"λίγο":"λίγος",
"λίγοι":"λίγος",
"λίγον":"λίγος",
"λίγο-πολύ":"λίγο-πολύ",
"λίγος":"λίγος",
"λιγοστά":"λιγοστός",
"λιγοστές":"λιγοστός",
"λιγόστευε":"λιγοστεύω",
"λιγοστεύει":"λιγοστεύω",
"λιγοστεύετε":"λιγοστεύω",
"λιγοστεύουμε":"λιγοστεύω",
"λιγοστεύουν":"λιγοστεύω",
"λιγόστεψαν":"λιγοστεύω",
"λιγοστή":"λιγοστός",
"λιγοστής":"λιγοστός",
"λιγοστό":"λιγοστός",
"λιγοστοί":"λιγοστός",
"λιγοστούς":"λιγοστός",
"λιγότερα":"λίγος",
"λιγότερες":"λίγος",
"λιγότερη":"λίγος",
"λιγότερο":"λίγο",
"λιγότερο":"λίγος",
"λιγότεροι":"λίγος",
"λιγότερος":"λίγος",
"λιγότερους":"λίγος",
"λιγότερων":"λίγος",
"λίγου":"λίγος",
"λιγουλάκι":"λιγουλάκι",
"λιγούρη":"λιγούρης",
"λίγους":"λίγος",
"λίγων":"λίγος",
"λιδάκη":"λιδάκη",
"λιδακης":"λιδακης",
"λιεβάν":"λιεβάν",
"λιέγη":"λιέγη",
"λιέγης":"λιέγης",
"λιέντσον":"λιέντσον",
"λίζα":"λίζα",
"λίζαμπεθ":"λίζαμπεθ",
"λιζέτ":"λιζέτ",
"λιζέφσκι":"λιζέφσκι",
"λίζι":"λίζι",
"λίζιγκ":"λίζιγκ",
"λίζνιτς":"λίζνιτς",
"λίζυ":"λίζυ",
"λιθαράκι":"λιθαράκι",
"λιθαρίτσια":"λιθαρίτσια",
"λίθινα":"λίθινος",
"λίθινων":"λίθινος",
"λιθίου":"λίθιο",
"λιθίου-ιόντος":"λιθίου-ιόντος",
"λίθο":"λίθος",
"λιθοβολισμό":"λιθοβολισμός",
"λιθοβολισμός":"λιθοβολισμός",
"λιθογραφίας":"λιθογραφία",
"λιθογραφίες":"λιθογραφία",
"λιθογραφιών":"λιθογραφία",
"λίθοι":"λίθος",
"λίθον":"λίθος",
"λίθος":"λίθος",
"λιθόστρωτα":"λιθόστρωτος",
"λιθόστρωτο":"λιθόστρωτος",
"λιθοσφαιρικών":"λιθοσφαιρικός",
"λίθου":"λίθος",
"λιθουανία":"λιθουανία",
"λιθουανία-τουρκία":"λιθουανία-τουρκία",
"λιθουανός":"λιθουανός",
"λιθουανού":"λιθουανός",
"λίθους":"λίθος",
"λίθων":"λίθος",
"λικ":"λικ",
"λικέρ":"λικέρ",
"λίκνιζε":"λικνίζω",
"λικνίζεται":"λικνίζω",
"λικνίζονται":"λικνίζω",
"λικνίζονταν":"λικνίζω",
"λίκνισμα":"λίκνισμα",
"λίκνο":"λίκνο",
"λικούντ":"λικούντ",
"λιλ":"λιλ",
"λίλα":"λίλα",
"λίλαντ":"λίλαντ",
"λίλεϊ":"λίλεϊ",
"λιλή":"λιλή",
"λίλη":"λίλη",
"λιλής":"λιλή",
"λίλιαν":"λίλιαν",
"λιλικα":"λιλίκα",
"λιλίκα":"λιλίκα",
"λίλιουμ":"λίλιουμ",
"λιλιπούτεια":"λιλιπούτειος",
"λιλιπούτειοι":"λιλιπούτειος",
"λιμανάκι":"λιμανάκι",
"λιμανι":"λιμάνι",
"λιμάνι":"λιμάνι",
"λιμάνι'":"λιμάνι'",
"λιμάνια":"λιμάνι",
"λιμανιού":"λιμάνι",
"λιμανιών":"λιμάνι",
"λιμένα":"λιμένας",
"λιμενάρια":"λιμενάρια",
"λιμεναρχεία":"λιμεναρχείο",
"λιμεναρχείο":"λιμεναρχείο",
"λιμεναρχείου":"λιμεναρχείο",
"λιμένας":"λιμένας",
"λιμενεργάτες":"λιμενεργάτης",
"λιμενεργατών":"λιμενεργάτης",
"λιμένες":"λιμένας",
"λιμενικές":"λιμενικός",
"λιμενικό":"λιμενικός",
"λιμενικοί":"λιμενικός",
"λιμενικός":"λιμενικός",
"λιμενικού":"λιμενικός",
"λιμενικούς":"λιμενικός",
"λιμενικών":"λιμενικός",
"λιμενοβραχίονα":"λιμενοβραχίονας",
"λιμένος":"λιμήν",
"λιμένων":"λιμένας",
"λιμιτεδ":"λιμιτεδ",
"λιμνάζον":"λιμνάζων",
"λιμνάζοντα":"λιμνάζων",
"λιμνάζοντες":"λιμνάζων",
"λιμνάζουν":"λιμνάζω",
"λιμνάζουσας":"λιμνάζων",
"λιμναία":"λιμναίος",
"λίμνες":"λίμνη",
"λιμνη":"λίμνη",
"λίμνη":"λίμνη",
"λίμνης":"λίμνη",
"λιμνιάτης":"λιμνιάτης",
"λιμνοδεξαμενή":"λιμνοδεξαμενή",
"λιμνοθάλασσα":"λιμνοθάλασσα",
"λιμνοθάλασσας":"λιμνοθάλασσα",
"λιμνοθάλασσες":"λιμνοθάλασσα",
"λιμνούλα":"λιμνούλα",
"λιμνούλες":"λιμνούλα",
"λιμνών":"λίμνη",
"λιμό":"λιμός",
"λιμόζ":"λιμόζ",
"λιμοκτονεί":"λιμοκτονώ",
"λιμοκτονήσουν":"λιμοκτονώ",
"λιμοκτονία":"λιμοκτονία",
"λιμοκτονίας":"λιμοκτονία",
"λιμοκτονούντων":"λιμοκτονούντων",
"λιμός":"λιμός",
"λιμού":"λιμός",
"λιμουζίνες":"λιμουζίνα",
"λιμουνάδα":"λιμουνάδα",
"λιμούς":"λιμός",
"λιμπερασιόν":"λιμπερασιόν",
"λίμπερμαν":"λίμπερμαν",
"λίμπιντο":"λίμπιντο",
"λιμπρέτο":"λιμπρέτο",
"λιν":"λιν",
"λίνα":"λίνα",
"λινα":"λινός",
"λιναρδάτος":"λιναρδάτος",
"λινάρδου":"λινάρδου",
"λινας":"λίνα",
"λινάτσα":"λινάτσα",
"λινάτσες":"λινάτσα",
"λινγκ":"λινγκ",
"λίνεϊ":"λίνεϊ",
"λινελαϊκού":"λινελαϊκού",
"λινκ":"λινκ",
"λινκλέιτερ":"λινκλέιτερ",
"λινκολν":"λινκολν",
"λίνκολν":"λίνκολν",
"λινό":"λινός",
"λίνο":"λίνος",
"λινολενικού":"λινολενικού",
"λινος":"λινός",
"λινός":"λινός",
"λίνος":"λίνος",
"λινού":"λινός",
"λιντα":"λίντα",
"λίντα":"λίντα",
"λίντγκρεν":"λίντγκρεν",
"λίντμπεργκ":"λίντμπεργκ",
"λίντον":"λίντον",
"λιντς":"λιντς",
ιντς3699636-24":"λιντς3699636-24",
"λιντσάρισμα":"λιντσάρισμα",
"λιντσαρίσματος":"λιντσάρισμα",
"λίνφιλντ":"λίνφιλντ",
"λιόδεντρα":"λιόδεντρο",
"λιολίδη":"λιολίδη",
"λιολίδης":"λιολίδης",
"λιόλιο":"λιόλιο",
"λιόλιος":"λιόλιος",
"λιον":"λιον",
"λιόν":"λιόν",
"λιονέλ":"λιονέλ",
"λιόνης":"λιόνης",
"λίοντ":"λίοντ",
"λιονταράς":"λιονταράς",
"λιοντάρι":"λιοντάρι",
"λιοντάρια":"λιοντάρι",
"λιονταριών":"λιοντάρι",
"λιόσα":"λιόσα",
"λιόσια":"λιόσια",
"λιόσια-παλαιό":"λιόσια-παλαιό",
"λιοσιων":"λιόσια",
"λιοσίων":"λιόσια",
"λιου":"λιου",
"λιούις":"λιούις",
"λιούλιας":"λιούλιας",
"λιουμπίμοφ":"λιουμπίμοφ",
"λιούμπιτς":"λιούμπιτς",
"λιούμπιτσιτς":"λιούμπιτσιτς",
"λιουμπλιάνα":"λιουμπλιάνα",
"λιουμπλιάνας":"λιουμπλιάνας",
"λιούμποβ":"λιούμποβ",
"λιούπτσο":"λιούπτσο",
"λιούτα":"λιούτα",
"λίπανσης":"λίπανση",
"λιπαντικών":"λιπαντικός",
"λιπαρά":"λιπαρός",
"λιπαρή":"λιπαρός",
"λιπαρό":"λιπαρός",
"λιπαρών":"λιπαρός",
"λίπασμα":"λίπασμα",
"λιπάσματα":"λίπασμα",
"λιπασματοβιομηχανία":"λιπασματοβιομηχανία",
"λιπασματοβιομηχανίας":"λιπασματοβιομηχανία",
"λιπασματων":"λίπασμα",
"λιπασμάτων":"λίπασμα",
"λίπη":"λίπος",
"λιπίδια":"λιπίδιο",
"λιπιδικά":"λιπιδικός",
"λιπκιν-σαχακ":"λιπκιν-σαχακ",
"λιπκίν-σαχάκ":"λιπκίν-σαχάκ",
"λίπκιν-σαχάκ":"λίπκιν-σαχάκ",
"λιποθύμησα":"λιποθυμώ",
"λιποθύμησε":"λιποθυμώ",
"λιπορδέζη":"λιπορδέζη",
"λιπορδέζης":"λιπορδέζης",
"λίπος":"λίπος",
"λιπόσαρκα":"λιπόσαρκος",
"λιποτακτήσει":"λιποτακτώ",
"λιποτακτών":"λιποτάκτης",
"λίπους":"λίπος",
"λίπσκι":"λίπσκι",
"λιπτολ":"λιπτολ",
"λιπών":"λίπος",
"λιρα":"λίρα",
"λίρα":"λίρα",
"λίρες":"λίρα",
"λιρετα":"λιρέτα",
"λιρς":"λιρς",
"λιρών":"λίρα",
"λισαβόνα":"λισαβόνα",
"λισαβόνας":"λισαβόνα",
"λιστ":"λιστ",
"λίστα":"λίστα",
"λίστας":"λίστα",
"λίστες":"λίστα",
"λιτά":"λιτά",
"λίτεξ":"λίτεξ",
"λιτές":"λιτός",
"λιτή":"λιτός",
"λιτλ":"λιτλ",
"λίτμανεν":"λίτμανεν",
"λίτο":"λίτο",
"λιτό":"λιτός",
"λιτοδίαιτος":"λιτοδίαιτος",
"λιτός":"λιτός",
"λιτότης":"λιτότητα",
"λιτότητα":"λιτότητα",
"λιτότητας":"λιτότητα",
"λιτού":"λιτός",
"λιτόχωρο":"λιτόχωρο",
"λιτοχώρου":"λιτόχωρο",
"λίτρα":"λίτρο",
"λιτρο":"λίτρο",
"λίτρο":"λίτρο",
"λίτρων":"λίτρο",
"λίτσα":"λίτσα",
"λιτσας":"λίτσα",
"λίτσιος":"λίτσιος",
"λίφτιγκ":"λίφτιγκ",
"λίφτινγκ":"λίφτινγκ",
"λιχουδιά":"λιχουδιά",
"λιχουδιές":"λιχουδιά",
"λιχουδιών":"λιχουδιά",
"λιώνει":"λιώνω",
"λιώνουν":"λιώνω",
"λιώνω":"λιώνω",
"λιώσουν":"λιώνω",
"λιώτης":"λιώτης",
"λο":"λο",
"λόβενκραντς":"λόβενκραντς",
"λοβέρδος":"λοβέρδος",
"λοβέρδου":"λοβέρδος",
"λόβετς":"λόβετς",
"λοβιτούρες":"λοβιτούρα",
"λογαρά":"λογαράς",
"λογάριαζαν":"λογαριάζω",
"λογαριάζει":"λογαριάζω",
"λογαριάζουν":"λογαριάζω",
"λογάριασαν":"λογαριάζω",
"λογαριασε":"λογαριάζω",
"λογαριασμό":"λογαριασμός",
"λογαριασμοί":"λογαριασμός",
"λογαριασμόν":"λογαριασμός",
"λογαριασμός":"λογαριασμός",
"λογαριασμού":"λογαριασμός",
"λογαριασμούς":"λογαριασμός",
"λογαριασμών":"λογαριασμός",
"λογαριθμική":"λογαριθμικός",
"λόγγους":"λόγγος",
"λογής":"λογής",
"λογια":"λόγιος",
"λόγια":"λόγος",
"λογίδη":"λογίδη",
"λογίζονται":"λογίζομαι",
"λογικά":"λογικά",
"λογικά":"λογικός",
"λογικές":"λογική",
"λογικευτείτε":"λογικεύομαι",
"λογική":"λογική",
"λογική":"λογικός",
"λογικής":"λογικός",
"λογικό":"λογικός",
"λογικοί":"λογικός",
"λογικός":"λογικός",
"λογικότερο":"λογικός",
"λόγιο":"λόγιος",
"λόγιοι":"λόγιος",
"λόγιος":"λόγιος",
"λογιοσύνη":"λογιοσύνη",
"λογίους":"λόγιος",
"λογισμικά":"λογισμικό",
"λογισμικό":"λογισμικό",
"λογισμικού":"λογισμικό",
"λογισμικού":"λογισμικός",
"λογισμός":"λογισμός",
"λογισμούς":"λογισμός",
"λογιστές":"λογιστής",
"λογιστή":"λογιστής",
"λογιστήριο":"λογιστήριο",
"λογιστηρίου":"λογιστήριο",
"λογιστής":"λογιστής",
"λογιστικά":"λογιστικός",
"λογιστικές":"λογιστικός",
"λογιστική":"λογιστικός",
"λογιστικής":"λογιστικός",
"λογιστικό":"λογιστικός",
"λογιστικός":"λογιστικός",
"λογιστικού":"λογιστικός",
"λογιστικούς":"λογιστικός",
"λογιστικών":"λογιστικός",
"λογιστών":"λογιστής",
"λογίων":"λόγιος",
"λόγιων":"λόγιος",
"λόγκαν":"λόγκαν",
"λόγο":"λόγος",
"λογογράφος":"λογογράφος",
"λογοδιάρροια":"λογοδιάρροια",
"λογοδοσία":"λογοδοσία",
"λογοδοσμένοι":"λογοδοσμένος",
"λογοδοτεί":"λογοδοτώ",
"λογοδοτήσει":"λογοδοτώ",
"λογοδοτήσετε":"λογοδοτώ",
"λογοδοτήσουν":"λογοδοτώ",
"λογοδοτούν":"λογοδοτώ",
"λογοθεραπεία":"λογοθεραπεία",
"λογοθέτη":"λογοθέτης",
"λογοθέτης":"λογοθέτης",
"λογοθετίδη":"λογοθετίδης",
"λόγοι":"λόγος",
"λογοκρίθηκαν":"λογοκρίνω",
"λογοκρίνει":"λογοκρίνω",
"λογοκρισια":"λογοκρισία",
"λογοκρισία":"λογοκρισία",
"λογοκρισίας":"λογοκρισία",
"λογοκριτές":"λογοκριτής",
"λογοκριτική":"λογοκριτικός",
"λογοκριτικών":"λογοκριτικός",
"λογομαχήσαμε":"λογομαχώ",
"λογομαχήσουν":"λογομαχώ",
"λογομαχια":"λογομαχία",
"λογομαχία":"λογομαχία",
"λογομαχίες":"λογομαχία",
"λογομαχούν":"λογομαχώ",
"λόγον":"λόγος",
"λογοπαίγνια":"λογοπαίγνιο",
"λογοπαίγνιο":"λογοπαίγνιο",
"λογοπαίγνιό":"λογοπαίγνιο",
"λογοπαικτικώς":"λογοπαικτικός",
"λογος":"λόγος",
"λόγος":"λόγος",
"λογοτέχνες":"λογοτέχνης",
"λογοτέχνη":"λογοτέχνης",
"λογοτέχνημα":"λογοτέχνημα",
"λογοτεχνημάτων":"λογοτέχνημα",
"λογοτέχνης":"λογοτέχνης",
"λογοτεχνία":"λογοτεχνία",
"λογοτεχνίαν":"λογοτεχνία",
"λογοτεχνίας":"λογοτεχνία",
"λογοτέχνιδα":"λογοτέχνις",
"λογοτέχνιδες":"λογοτέχνις",
"λογοτεχνίες":"λογοτεχνία",
"λογοτεχνίζοντες":"λογοτεχνίζων",
"λογοτεχνικά":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνικές":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνική":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνικής":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνικό":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνικού":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνικών":"λογοτεχνικός",
"λογοτεχνών":"λογοτέχνης",
"λογότυπα":"λογότυπο",
"λογότυπο":"λογότυπο",
"λογότυπό":"λογότυπο",
"λογότυπους":"λογότυπος",
"λόγου":"λόγος",
"λόγους":"λόγος",
"λογύδρια":"λογύδριο",
"λόγχες":"λόγχη",
"λογω":"λόγω",
"λόγω":"λόγω",
"λόγων":"λόγος",
"λοζάνης":"λοζάνη",
"λοιδορεί":"λοιδορώ",
"λοιδορούν":"λοιδορώ",
"λοιδορούνται":"λοιδορώ",
"λοϊζίδης":"λοϊζίδης",
"λοΐζος":"λοΐζος",
"λοιμούς":"λοιμός",
"λοιμωδών":"λοιμώδης",
"λοιμών":"λοιμός",
"λοιμώξεις":"λοίμωξη",
"λοιμώξεων":"λοίμωξη",
"λοίμωξη":"λοίμωξη",
"λοίμωξης":"λοίμωξη",
"λοιπά":"λοιπός",
"λοιπές":"λοιπός",
"λοιπή":"λοιπός",
"λοιπής":"λοιπός",
"λοιπό":"λοιπός",
"λοιποί":"λοιπός",
"λοιπον":"λοιπόν",
"λοιπόν":"λοιπόν",
"λοιπόν":"λοιπός",
"λοιπού":"λοιπός",
"λοιπούς":"λοιπός",
"λοιπών":"λοιπός",
"λόις":"λόις",
"λοκατζήδες":"λοκατζής",
"λόκερεν":"λόκερεν",
"λόκερμπι":"λόκερμπι",
"λοκομοτίβ":"λοκομοτίβ",
"λόκχηντ":"λόκχηντ",
"λόκχιντ":"λόκχιντ",
"λόλα":"λόλα",
"λολιτα":"λολιτα",
"λόλο":"λόλο",
"λόμας":"λόμας",
"λομβαρδία":"λομβαρδία",
"λόμπα":"λόμπα",
"λόμπας":"λόμπας",
"λόμπερτς":"λόμπερτς",
"λόμπι":"λόμπι",
"λομπίστα":"λομπίστα",
"λονγκ":"λονγκ",
"λονδινο":"λονδίνο",
"λονδίνο":"λονδίνο",
"λονδίνου":"λονδίνο",
"λονδίνου-μπουένος":"λονδίνου-μπουένος",
"λονδρέζικο":"λονδρέζικος",
"λονδρέζους":"λονδρέζος",
"λοντό":"λοντό",
"λόνχουετ":"λόνχουετ",
"λοξά":"λοξά",
"λοξές":"λοξός",
"λοξοδρομήσει":"λοξοδρομώ",
"λόουρι":"λόουρι",
"λόπεθ":"λόπεθ",
"λόρα":"λόρα",
"λοράν":"λοράν",
"λοράν-ντεζιρέ":"λοράν-ντεζιρέ",
"λόρδο":"λόρδος",
"λόρδοι":"λόρδος",
"λόρδος":"λόρδος",
"λόρδου":"λόρδος",
"λόρδους":"λόρδος",
"λόρδων":"λόρδος",
"λόρδωση":"λόρδωση",
"λορέν":"λορέν",
"λορένα":"λορένα",
"λόρενς":"λόρενς",
"λορέντζο":"λορέντζος",
"λορέντζος":"λορέντζος",
"λορεντί":"λορεντί",
"λόρι":"λόρι",
"λόρκα":"λόρκα",
"λος":"λος",
"λοσιόν":"λοσιόν",
"λοστούς":"λοστός",
"λοστρόμο":"λοστρόμος",
"λοτ":"λοτ",
"λοταρία":"λοταρία",
"λοτζ":"λοτζ",
"λότντερ":"λότντερ",
"λοττο":"λόττο",
"λου":"λου",
"λούβαρη":"λούβαρη",
"λούβαρης":"λούβαρης",
"λουβιέρ":"λουβιέρ",
"λουδίας":"λουδίας",
"λούεμπεκ":"λούεμπεκ",
"λούζει":"λούζω",
"λούζεται":"λούζω",
"λούζι":"λούζι",
"λουζκόφ":"λουζκόφ",
"λούζουν":"λούζω",
"λουί":"λουί",
"λουιζάο":"λουιζάο",
"λουίζας":"λουίζα",
"λουιζιάνα":"λουιζιάνα",
"λουιζίδης":"λουιζίδης",
"λουΐζο":"λουΐζο",
"λουιζος":"λουιζος",
"λουίζος":"λουίζος",
"λουινσκι":"λουινσκι",
"λουίνσκι":"λουίνσκι",
"λουιντουλά":"λουιντουλά",
"λουϊντουλά":"λουϊντουλά",
"λουίς":"λουίς",
"λούις":"λούις",
"λουίτζι":"λουίτζι",
"λουκ":"λουκ",
"λούκα":"λούκα",
"λουκά":"λουκάς",
"λουκάκος":"λουκάκος",
"λουκανία":"λουκανία",
"λουκάνικα":"λουκάνικο",
"λουκάνικο":"λουκάνικο",
"λουκαρέλι":"λουκαρέλι",
"λουκάς":"λουκάς",
"λούκας":"λούκας",
"λουκέτα":"λουκέτο",
"λουκέτο":"λουκέτο",
"λουκής":"λουκής",
"λούκι":"λούκι",
"λουκία":"λουκία",
"λουκίας":"λουκία",
"λουκίνο":"λουκίνο",
"λουκούλλεια":"λουκούλλειος",
"λουκούμι":"λουκούμι",
"λουκούμια":"λουκούμι",
"λουλάκι":"λουλάκι",
"λουλάς":"λουλάς",
"λουλέ":"λουλέ",
"λουλη":"λούλης",
"λούλης":"λούλης",
"λουλολάρι":"λουλολάρι",
"λουλουδάτη":"λουλουδάτος",
"λουλούδης":"λουλούδης",
"λουλούδι":"λουλούδι",
"λουλουδια":"λουλούδι",
"λουλούδια":"λουλούδι",
"λουλουδιών":"λουλούδι",
"λούμπα":"λούμπα",
"λουμπαρδέας":"λουμπαρδέας",
"λούμπεν":"λούμπεν",
"λουμπλιάνα":"λουμπλιάνα",
"λουμπλιάνας":"λουμπλιάνα",
"λουμπόγεβιτς":"λουμπόγεβιτς",
"λούμπος":"λούμπος",
"λουμπούτης":"λουμπούτης",
"λούνα":"λούνα",
"λουναπάρκ":"λουναπάρκ",
"λουνασα":"λουνασα",
"λούνασα":"λούνασα",
"λούνες":"λούνες",
"λούντβιχ":"λούντβιχ",
"λούντβιχσμπουργκ":"λούντβιχσμπουργκ",
"λουξ":"λουξ",
"λουξεμβούργιος":"λουξεμβούργιος",
"λουξεμβούργο":"λουξεμβούργο",
"λουξεμβούργου":"λουξεμβούργο",
"λούξορ":"λούξορ",
"λουπατέλι":"λουπατέλι",
"λουρί":"λουρί",
"λουριά":"λουρί",
"λουρίδες":"λουρίδα",
"λούρμαν":"λούρμαν",
"λουρουτζίνας":"λουρουτζίνας",
"λούσα":"λούσο",
"λούσι":"λούση",
"λουσιάν":"λουσιάν",
"λούσιφερ":"λούσιφερ",
"λουσμένες":"λούζω",
"λουσμένη":"λούζω",
"λούστα":"λούστα",
"λούστρο":"λούστρος",
"λουστρος":"λούστρος",
"λούστρος":"λούστρος",
"λουτζ":"λουτζ",
"λούτο":"λούτο",
"λούτον":"λούτον",
"λουτον":"λουτός",
"λουτρά":"λουτρό",
"λουτρό":"λουτρό",
"λουτροθεραπεία":"λουτροθεραπεία",
"λουτρού":"λουτρό",
"λουτρών":"λουτρό",
"λουτσέσκου":"λουτσέσκου",
"λουτσιάν":"λουτσιάν",
"λουτσιανο":"λουτσιάνο",
"λουτσιάνο":"λουτσιάνο",
"λούφα":"λούφα",
"'λούφα":"'λούφα",
"λούφτι":"λούφτι",
"λοφία":"λοφίο",
"λοφίο":"λοφίο",
"λοφίσκους":"λοφίσκος",
"λόφο":"λόφος",
"λόφοι":"λόφος",
"λόφος":"λόφος",
"λόφου":"λόφος",
"λόφους":"λόφος",
"λοχ":"λοχ",
"λοχαγό":"λοχαγός",
"λοχαγός":"λοχαγός",
"λοχαγού":"λοχαγός",
"λοχείας":"λοχεία",
"λοχίας":"λοχίας",
"λοχίοι":"λοχίοι",
"λόχο":"λόχος",
"λόχος":"λόχος",
"λόχου":"λόχος",
"λόχους":"λόχος",
"λτρ":"λτρ",
"λυβέρης":"λυβέρης",
"λυγερός":"λυγερός",
"λυγίζει":"λυγίζω",
"λυγίζοντας":"λυγίζω",
"λυγίζουμε":"λυγίζω",
"λυγίζουν":"λυγίζω",
"λύγισε":"λυγίζω",
"λυγίσει":"λυγίζω",
"λυγισμένα":"λυγισμένος",
"λύγκα":"λύγκας",
"λύγκας":"λύγκας",
"λυγμούς":"λυγμός",
"λυγμών":"λυγμός",
"λυδάκης":"λυδάκης",
"λυδία":"λύδιος",
"λύεται":"λύω",
"λυθεί":"λύνω",
"λύθηκαν":"λύνω",
"λύθηκε":"λύνω",
"λυθούν":"λύνω",
"λυθρίνια":"λυθρίνι",
"λυκ":"λυκ",
"λυκαβηττός":"λυκαβηττός",
"λυκάκια":"λυκάκια",
"λυκάονος":"λυκάονος",
"λύκεια":"λύκειο",
"λυκειακής":"λυκειακής",
"λυκειάρχης":"λυκειάρχης",
"λύκειο":"λύκειο",
"λυκείου":"λύκειο",
"λυκείων":"λύκειο",
"λυκιδης":"λυκιδης",
"λυκίδης":"λυκίδης",
"λύκο":"λύκος",
"λυκόβρυση":"λυκόβρυση",
"λύκοι":"λύκος",
"λυκος":"λύκος",
"λύκος":"λύκος",
"λύκου":"λύκος",
"λυκούργος":"λυκούργος",
"λυκουρέζο":"λυκουρέζος",
"λυκουρέζος":"λυκουρέζος",
"λυκουρέζου":"λυκουρέζος",
"λυκουρέντζος":"λυκουρέντζος",
"λυκούρια":"λυκούρια",
"λύκους":"λύκος",
"λυκοφιλίες":"λυκοφιλία",
"λυκόφως":"λυκόφως",
"λυκόφωτος":"λυκόφως",
"λύκων":"λύκος",
"λυμαίνεται":"λυμαίνομαι",
"λυμαίνονται":"λυμαίνομαι",
"λύματα":"λύμα",
"λυμάτων":"λύμα",
"λυμένα":"λυμένος",
"λυμένο":"λυμένος",
"λυμνιούδη":"λυμνιούδη",
"λυμπάρης":"λυμπάρης",
"λυμπεράκη":"λυμπεράκης",
"λυμπέρη":"λυμπέρη",
"λυμπέριος":"λυμπέριος",
"λυμπερόπουλο":"λυμπερόπουλος",
"λυμπεροπουλος":"λυμπερόπουλος",
"λυμπερόπουλος":"λυμπερόπουλος",
"λυμπερόπουλου":"λυμπερόπουλος",
"λύνει":"λύνω",
"λύνεται":"λύνω",
"λύνετε":"λύνω",
"λυνμερόπουλου":"λυνμερόπουλου",
"λύνονται":"λύνω",
"λύνονταν":"λύνω",
"λύνοντας":"λύνω",
"λυνόταν":"λύνω",
"λύνουμε":"λύνω",
"λύνουν":"λύνω",
"λύνω":"λύνω",
"λυόμενα":"λυόμενος",
"λυόμενες":"λυόμενος",
"λυόμενο":"λυόμενος",
"λυπάμαι":"λυπούμαι",
"λυπάσαι":"λυπούμαι",
"λυπάστε":"λυπούμαι",
"λυπάται":"λυπούμαι",
"λυπεί":"λυπώ",
"λύπες":"λύπη",
"λύπη":"λύπη",
"λυπήθηκε":"λυπούμαι",
"λυπημένα":"λυπημένος",
"λυπημένες":"λυπούμαι",
"λυπημένη":"λυπημένος",
"λυπημένος":"λυπημένος",
"λυπηρά":"λυπηρά",
"λυπηρή":"λυπηρός",
"λυπηρίδου":"λυπηρίδου",
"λυπηρό":"λυπηρός",
"λύπης":"λύπη",
"λύπηση":"λύπηση",
"λυπητερή":"λυπητερός",
"λυπόμουν":"λυπούμαι",
"λυπόταν":"λυπούμαι",
"λυπούμαι":"λυπούμαι",
"λυπούμαστε":"λυπούμαι",
"λυπούμεθα":"λυπούμεθα",
"λυπούνται":"λυπούμαι",
"λυπουρλης":"λυπουρλης",
"λυπουρλής":"λυπουρλής",
"λυρα":"λύρα",
"λύρα":"λύρα",
"λυράκη":"λυράκη",
"λυράκης":"λυράκης",
"λύρας":"λύρα",
"λύρες":"λύρα",
"λυρικά":"λυρικός",
"λυρικές":"λυρικός",
"λυρική":"λυρικός",
"λυρικής":"λυρικός",
"λυρικό":"λυρικός",
"λυρικός":"λυρικός",
"λυρικού":"λυρικός",
"λυρισμό":"λυρισμός",
"λυριτζής":"λυριτζής",
"λύσαμε":"λύνω",
"λύσανδρου":"λύσανδρος",
"λυσαρίδη":"λυσαρίδη",
"λυσαρίδης":"λυσαρίδης",
"λύσει":"λύνω",
"λύσεις":"λύση",
"λύσετε":"λύνω",
"λύσεων":"λύση",
"λύση":"λύση",
"λύσης":"λύση",
"λύσις":"λύση",
"λυσιστράτη":"λυσιστράτη",
"λύσουμε":"λύνω",
"λύσουν":"λύνω",
"λύσσα":"λύσσα",
"λυσσαλέα":"λυσσαλέα",
"λυσσαλέο":"λυσσαλέος",
"λυσσαρίδη":"λυσσαρίδη",
"λυσσαρίδης":"λυσσαρίδης",
"λυσσασμένοι":"λυσσώ",
"λυσσασμένος":"λυσσώ",
"λυσσιατρείο":"λυσσιατρείο",
"λυσσομανάει":"λυσσομανώ",
"λύστε":"λύνω",
"λύσω":"λύνω",
"λύτας":"λύτας",
"λύτες":"λύτης",
"λυτούς":"λυτός",
"λύτρα":"λύτρα",
"λύτρας":"λύτρας",
"λυτρωθεί":"λυτρώνω",
"λυτρωθούν":"λυτρώνω",
"λύτρων":"λύτρα",
"λυτρώνει":"λυτρώνω",
"λύτρωσε":"λυτρώνω",
"λύτρωση":"λύτρωση",
"λύτρωσης":"λύτρωση",
"λυτρωτικά":"λυτρωτικά",
"λυτρωτική":"λυτρωτικός",
"λυτρωτικής":"λυτρωτικός",
"λυτρωτικό":"λυτρωτικός",
"λυχνία":"λυχνία",
"λυχνίες":"λυχνία",
"λύχνων":"λύχνος",
"λώλης":"λώλης",
"λωξάντρα":"λωξάντρα",
"λώραμ":"λώραμ",
"λώρενς":"λώρενς",
"λωρίδα":"λωρίδα",
"λωρίδας":"λωρίδα",
"λωρίδες":"λωρίδα",
"λωρίδων":"λωρίδα",
"λώρο":"λώρος",
"λώρος":"λώρος",
"λώρου":"λώρος",
"λώρτος":"λώρτος",
"λώτη":"λώτη",
"μ'":"εγώ",
"μ":"μ",
"μ'":"με",
"μ.":"μ.",
"μ.γ.μ.":"μ.γ.μ.",
"μ.ε.ο.":"μ.ε.ο.",
"μ.ζ.":"μ.ζ.",
"μ.ι.τ.":"μ.ι.τ.",
"μ.κ.ε.":"μ.κ.ε.",
"μ.μ":"μ.μ",
"μ.μ.":"μ.μ.",
"μ.μ.ε.":"μ.μ.ε.",
"μ.ν.":"μ.ν.",
"μ.ο":"μ.ο",
"μ.ο.":"μ.ο.",
"μ.πλ.":"μ.πλ.",
"μ.χ":"μ.χ",
"μ.χ.":"μ.χ.",
"μ-11":"μ-11",
"μ-9":"μ-9",
"μoυσικός":"μουσικός",
"'μr":"'μr",
"μundobasket":"μundobasket",
"μα":"μα",
αrια":"μαrια",
"μααρίβ":"μααρίβ",
"μααστριχ":"μααστριχ",
"μάαστριχ":"μάαστριχ",
"μάαστριχτ":"μάαστριχτ",
"μαβερικς":"μαβερικς",
"μάβερικς":"μάβερικς",
"μάβερικς-νιου":"μάβερικς-νιου",
"μαβικαλ":"μαβικαλ",
"μαβισω":"μαβισω",
"μάβροβο":"μάβροβο",
"μαγαζάκι":"μαγαζάκι",
"μαγαζακισμός":"μαγαζακισμός",
"μαγαζάτορας":"μαγαζάτορας",
"μαγαζάτορες":"μαγαζάτορας",
"μαγαζί":"μαγαζί",
"μαγαζιά":"μαγαζί",
"μαγαζιού":"μαγαζί",
"μαγαζιών":"μαγαζί",
"μαγγανάρι":"μαγγανάρι",
"μαγγανάς":"μαγγανάς",
"μαγγανείας":"μαγγανεία",
"μαγγίνας":"μαγγίνας",
"μαγγίρα":"μαγγίρα",
"μάγγο":"μάγγο",
"μάγγος":"μάγγος",
"μάγδα":"μάγδα",
"μαγδαληνή":"μαγδαληνή",
"μαγεία":"μαγεία",
"μαγείας":"μαγεία",
"μάγειρα":"μάγειρας",
"μάγειρας":"μάγειρας",
"μαγειρεία":"μαγειρείο",
"μαγειρείου":"μαγειρείο",
"μαγειρείων":"μαγειρείο",
"μαγείρεμα":"μαγείρεμα",
"μαγειρέματα":"μαγείρεμα",
"μαγειρέματος":"μαγείρεμα",
"μαγειρεμένα":"μαγειρεμένος",
"μαγειρεμένη":"μαγειρεύω",
"μαγειρεμένος":"μαγειρεύω",
"μάγειρες":"μάγειρας",
"μαγείρευε":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύει":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύεις":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύεται":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύετε":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύονται":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύοντας":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύουμε":"μαγειρεύω",
"μαγειρεύουν":"μαγειρεύω",
"μαγειρευτά":"μαγειρευτός",
"μαγειρευτεί":"μαγειρεύω",
"μαγειρέψει":"μαγειρεύω",
"μαγείρεψες":"μαγειρεύω",
"μαγειρέψτε":"μαγειρεύω",
"μαγειρέψω":"μαγειρεύω",
"μαγειρικά":"μαγειρικός",
"μαγειρικές":"μαγειρικός",
"μαγειρική":"μαγειρικός",
"μαγειρικής":"μαγειρικός",
"μαγειρικό":"μαγειρικός",
"μαγείρισσα":"μαγείρισσα",
"μάγειροι":"μάγειρος",
"μαγείρους":"μάγειρος",
"μαγείρων":"μάγειρας",
"μαγεμένη":"μαγεμένος",
"μαγεμένοι":"μαγεύω",
"μαγεύει":"μαγεύω",
"μαγεύεται":"μαγεύω",
"μαγευόμουν":"μαγεύω",
"μαγεύτηκα":"μαγεύω",
"μαγευτικά":"μαγευτικός",
"μαγευτικές":"μαγευτικός",
"μαγευτική":"μαγευτικός",
"μαγευτικής":"μαγευτικός",
"μαγευτικό":"μαγευτικός",
"μαγευτικούς":"μαγευτικός",
"μάγεψε":"μαγεύω",
"μαγιά":"μαγιά",
"μάγια":"μάγια",
"μαγιάτικο":"μαγιάτικος",
"μαγικα":"μαγικά",
"μαγικά":"μαγικά",
"μαγικά":"μαγικός",
"μαγικές":"μαγικός",
"μαγική":"μαγικός",
"μαγικής":"μαγικός",
"μαγικο":"μαγικός",
"μαγικό":"μαγικός",
"μαγικός":"μαγικός",
"μαγικού":"μαγικός",
"μαγικών":"μαγικός",
"μαγιό":"μαγιό",
"μάγιο":"μάγιο",
"μαγιονέζα":"μαγιονέζα",
"μαγιόρ":"μαγιόρ",
"μαγιόρκα":"μαγιόρκα",
"μαγιόρσκι":"μαγιόρσκι",
"μάγισσα":"μάγισσα",
"μάγισσας":"μάγισσα",
"μαγισσες":"μάγισσα",
"μάγισσες":"μάγισσα",
"μαγισσών":"μάγισσα",
"μάγκα":"μάγκας",
"μαγκαζίνο":"μαγκαζίνο",
"μαγκάλια":"μαγκάλι",
"μάγκαν":"μάγκαν",
"μαγκανάρη":"μαγκανάρης",
"μαγκανάρης":"μαγκανάρης",
"μαγκανουδάκη":"μαγκανουδάκη",
"μάγκας":"μάγκας",
"μαγκαφίνη":"μαγκαφίνη",
"μαγκαφίνης":"μαγκαφίνης",
"μαγκες":"μάγκας",
"μάγκες":"μάγκας",
"μάγκι":"μάγκι",
"μαγκιά":"μαγκιά",
"μαγκιές":"μαγκιά",
"μαγκλάρας":"μαγκλάρας",
"μάγκνους":"μάγκνους",
"μαγκντί":"μαγκντί",
"μαγκόουαν":"μαγκόουαν",
"μαγκουάιρ":"μαγκουάιρ",
"μαγκουνής":"μαγκουνής",
"μαγκούφης":"μαγκούφης",
"μαγκριώτη":"μαγκριώτης",
"μαγκριώτη-αράπογλου":"μαγκριώτη-αράπογλου",
"μαγκριωτη-οικοδομων":"μαγκριωτη-οικοδομων",
"μαγκριώτης":"μαγκριώτης",
"μάγλο":"μάγλο",
"μαγλος":"μαγλος",
"μάγλος":"μάγλος",
"μάγμα":"μάγμα",
"μάγματος":"μάγμα",
"μαγνησία":"μαγνησία",
"μαγνησιας":"μαγνησία",
"μαγνησίας":"μαγνησία",
"μαγνήσιο":"μαγνήσιο",
"μαγνήτες":"μαγνήτης",
"μαγνήτη":"μαγνήτης",
"μαγνήτης":"μαγνήτης",
"μαγνητίζει":"μαγνητίζω",
"μαγνητίζετε":"μαγνητίζω",
"μαγνητίζοντας":"μαγνητίζω",
"μαγνητικά":"μαγνητικός",
"μαγνητικές":"μαγνητικός",
"μαγνητική":"μαγνητικός",
"μαγνητικό":"μαγνητικός",
"μαγνητικός":"μαγνητικός",
"μαγνητισμού":"μαγνητισμός",
"μαγνητοσκοπημένη":"μαγνητοσκοπημένος",
"μαγνητοσκόπηση":"μαγνητοσκόπηση",
"μαγνητοσκοπούσε":"μαγνητοσκοπώ",
"μαγνητοταινίες":"μαγνητοταινία",
"μαγνητόφωνα":"μαγνητόφωνο",
"μαγνητοφώνησα":"μαγνητοφωνώ",
"μαγνητοφωνήσει":"μαγνητοφωνώ",
"μαγνητοφώνηση":"μαγνητοφώνηση",
"μαγνητόφωνο":"μαγνητόφωνο",
"μαγνητοφώνου":"μαγνητόφωνο",
"μάγο":"μάγος",
"μάγοι":"μάγος",
"μαγος":"μάγος",
"μάγος":"μάγος",
"μάγου":"μάγος",
"μάγουλα":"μάγουλο",
"μάγουλά":"μάγουλο",
"μάγουλο":"μάγουλο",
"μάγους":"μάγος",
"μάγχης":"μάγχη",
"μάγων":"μάγος",
"μάδεργουελ":"μάδεργουελ",
"μαδριγάλ":"μαδριγάλ",
"μαδριλένοι":"μαδριλένοι",
"μαδριλένους":"μαδριλένους",
"μαδρίτη":"μαδρίτη",
"μαδριτης":"μαδρίτη",
"μαδρίτης":"μαδρίτη",
"μάδυτο":"μάδυτο",
"μάδυτος":"μάδυτος",
"μαδύτου":"μαδύτου",
"μαεστρία":"μαεστρία",
"μαεστρικά":"μαεστρικά",
"μαεστρική":"μαεστρική",
"μαέστρο":"μαέστρος",
"μαέστρος":"μαέστρος",
"μαέστρου":"μαέστρος",
"μαέστρων":"μαέστρος",
"μάζα":"μάζα",
"μάζας":"μάζα",
"μαζεμένα":"μαζεύω",
"μαζεμένες":"μαζεύω",
"μαζεμένη":"μαζεύω",
"μαζεμένοι":"μαζεμένος",
"μαζεμένους":"μαζεύω",
"μαζες":"μάζα",
"μάζες":"μάζα",
"μάζευε":"μαζεύω",
"μαζεύει":"μαζεύω",
"μαζεύεις":"μαζεύω",
"μαζεύεται":"μαζεύω",
"μαζεύονται":"μαζεύω",
"μαζεύονταν":"μαζεύω",
"μαζεύοντας":"μαζεύω",
"μαζεύουμε":"μαζεύω",
"μαζεύουν":"μαζεύω",
"μαζευτεί":"μαζεύω",
"μαζευτήκαμε":"μαζεύω",
"μαζεύτηκαν":"μαζεύω",
"μαζεύτηκε":"μαζεύω",
"μαζευτούμε":"μαζεύω",
"μαζευτούν":"μαζεύω",
"μάζεψα":"μαζεύω",
"μαζέψαμε":"μαζεύω",
"μάζεψαν":"μαζεύω",
"μάζεψε":"μαζεύω",
"μαζέψει":"μαζεύω",
"μαζέψεις":"μαζεύω",
"μαζέψουμε":"μαζεύω",
"μαζέψουν":"μαζεύω",
"'μαζέψτε":"'μαζέψτε",
"μαζι":"μαζί",
"μαζί":"μαζί",
"μαζικά":"μαζικά",
"μαζικές":"μαζικός",
"μαζική":"μαζικός",
"μαζικης":"μαζικός",
"μαζικής":"μαζικός",
"μαζικό":"μαζικός",
"μαζικοί":"μαζικός",
"μαζικοποιηθεί":"μαζικοποιώ",
"μαζικοποίηση":"μαζικοποίηση",
"μαζικός":"μαζικός",
"μαζικότερες":"μαζικός",
"μαζικότερη":"μαζικός",
"μαζικότερης":"μαζικός",
"μαζικότερο":"μαζικός",
"μαζικότητα":"μαζικότητα",
"μαζικότητας":"μαζικότητα",
"μαζικού":"μαζικός",
"μαζικούς":"μαζικός",
"μαζικών":"μαζικός",
"μαζούτ":"μαζούτ",
"μαζοχιστές":"μαζοχιστής",
"μαζοχιστής":"μαζοχιστής",
"μαζοχιστική":"μαζοχιστικός",
"μαζών":"μάζα",
"μάζωξη":"μάζωξη",
"μάη":"μάης",
"μαθά":"μαθά",
"μάθαινα":"μαθαίνω",
"μαθαίναμε":"μαθαίνω",
"μάθαιναν":"μαθαίνω",
"μάθαινε":"μαθαίνω",
"μαθαίνει":"μαθαίνω",
"μαθαίνεις":"μαθαίνω",
"μαθαίνεται":"μαθαίνω",
"μαθαίνετε":"μαθαίνω",
"μαθαίνονται":"μαθαίνω",
"μαθαίνοντας":"μαθαίνω",
"μαθαίνουμε":"μαθαίνω",
"μαθαίνουν":"μαθαίνω",
"μαθαίνω":"μαθαίνω",
"μάθαμε":"μαθαίνω",
"μάθανε":"μαθαίνω",
"μαθάς":"μαθάς",
"μάθατε":"μαθαίνω",
"μάθει":"μαθαίνω",
"μάθεις":"μαθαίνω",
"μαθες":"μαθες",
"μαθετε":"μαθαίνω",
"μάθετε":"μαθαίνω",
"μαθεύτηκε":"μαθεύομαι",
"μαθημα":"μάθημα",
"μάθημα":"μάθημα",
"μάθημά":"μάθημα",
"μαθηματα":"μάθημα",
"μαθήματα":"μάθημα",
"μαθήματά":"μάθημα",
"μαθηματικά":"μαθηματικά",
"μαθηματικές":"μαθηματικός",
"μαθηματική":"μαθηματικός",
"μαθηματικής":"μαθηματικός",
"μαθηματικό":"μαθηματικός",
"μαθηματικοί":"μαθηματικός",
"μαθηματικός":"μαθηματικός",
"μαθηματικού":"μαθηματικός",
"μαθηματικούς":"μαθηματικός",
"μαθηματικών":"μαθηματικά",
"μαθήματος":"μάθημα",
"μαθημάτων":"μάθημα",
"μαθήσεως":"μάθηση",
"μάθηση":"μάθηση",
"μάθησης":"μάθηση",
"μαθησιακές":"μαθησιακός",
"μαθησιακή":"μαθησιακός",
"μαθησιακούς":"μαθησιακός",
"μαθητεία":"μαθητεία",
"μαθητείας":"μαθητεία",
"μαθητές":"μαθητής",
"μαθητευόμενη":"μαθητευόμενος",
"μαθητευόμενοι":"μαθητευόμενος",
"μαθητευόμενος":"μαθητευόμενος",
"μαθητευομένους":"μαθητευόμενος",
"μαθήτευσε":"μαθητεύω",
"μαθητή":"μαθητής",
"μαθητής":"μαθητής",
"μαθητικά":"μαθητικός",
"μαθητικά-φοιτητικά":"μαθητικά-φοιτητικά",
"μαθητικές":"μαθητικός",
"μαθητική":"μαθητικός",
"μαθητικής":"μαθητικός",
"μαθητικό":"μαθητικός",
"μαθητικού":"μαθητικός",
"μαθητικών":"μαθητικός",
"μαθητιώσα":"μαθητιώσα",
"μαθήτρια":"μαθήτρια",
"μαθήτριά":"μαθήτρια",
"μαθήτριας":"μαθήτρια",
"μαθήτριες":"μαθήτρια",
"μαθητριών":"μαθήτρια",
"μαθητών":"μαθητής",
"μαθιοπουλου":"μαθιόπουλος",
"μάθιου":"μάθιου",
"μάθιους":"μάθιους",
"μάθουμε":"μαθαίνω",
"μάθουν":"μαθαίνω",
"μάθω":"μαθαίνω",
"μαι":"μαι",
"μαϊαμι":"μαϊάμι",
"μαϊάμι":"μαϊάμι",
"μαιανδρισμούς":"μαιανδρισμούς",
"μαίανδροι":"μαίανδρος",
"μάιερ":"μάιερ",
"μαιευτήρα":"μαιευτήρας",
"μαιευτήρας":"μαιευτήρας",
"μαιευτήριο":"μαιευτήριο",
"μαιευτικά":"μαιευτικός",
"μαιευτική":"μαιευτικός",
"μαιευτικής":"μαιευτικός",
"μάικ":"μάικ",
"μαϊκλ":"μαϊκλ",
"μάικλ":"μάικλ",
"μάικο":"μάικο",
"μαϊκόν":"μαϊκόν",
"μαιλης":"μαιλης",
"μαϊμού":"μαϊμού",
"μαϊμούδες":"μαϊμού",
"μαϊμουδολογίας":"μαϊμουδολογίας",
"μαϊμουδων":"μαϊμού",
"μαϊμούδων":"μαϊμού",
"μαινάδες":"μαινάδα",
"μαινάδων":"μαινάδα",
"μάινερ":"μάινερ",
"μαίνεται":"μαίνομαι",
"μαινόμενος":"μαινόμενος",
"μαίνονται":"μαίνομαι",
"μαίνονταν":"μαίνομαι",
"μαινόταν":"μαίνομαι",
"μαϊντανό":"μαϊντανός",
"μαϊντανοί":"μαϊντανός",
"μαϊντανός":"μαϊντανός",
"μαϊντανού":"μαϊντανός",
"μαϊντανούς":"μαϊντανός",
"μάιντς":"μάιντς",
"μάιο":"μάιος",
"μάιος":"μάιος",
"μαϊου":"μάιος",
"μαΐου":"μάιος",
"μαιρη":"μαίρη",
"μαίρη":"μαίρη",
"μαιρηβη":"μαιρηβη",
"μαίρης":"μαίρη",
"μαίστρος":"μαίστρος",
"μαΐστρος":"μαΐστρος",
"μαΐστρου":"μαΐστρος",
"μακ":"μακ",
"μακάβρια":"μακάβριος",
"μακάβριας":"μακάβριος",
"μακάβριο":"μακάβριος",
"μακάι":"μακάι",
"μακαμπή":"μακαμπή",
"μακαμπή-αχιλλέας":"μακαμπή-αχιλλέας",
"μακάμπι":"μακάμπι",
"μάκαμπι":"μάκαμπι",
ακάμπι6-91133":"μακάμπι6-91133",
ακάμπι83":"μακάμπι83",
"μακάο":"μακάο",
"μακαρέζο":"μακαρέζο",
"μακάρθι":"μακάρθι",
"μακαρθισμού":"μακαρθισμός",
"μακάρθουρ":"μακάρθουρ",
"μακάρι":"μακάρι",
"μακάρια":"μακάριος",
"μακάριοι":"μακάριος",
"μακάριος":"μακάριος",
"μακαριότατε":"μακάριος",
"μακαριότατο":"μακάριος",
"μακαριότατος":"μακάριος",
"μακαριότητα":"μακαριότητα",
"μακαριότητά":"μακαριότητα",
"μακαρίτη":"μακαρίτης",
"μακαρίτης":"μακαρίτης",
"μακαρίως":"μακαρίως",
"μακαριώτατε":"μακαριώτατε",
"μακαρονάδα":"μακαρονάδα",
"μακαρονάδες":"μακαρονάς",
"μακαρονάκια":"μακαρονάκι",
"μακαρονας":"μακαρονάς",
"μακαρόνας":"μακαρόνας",
"μακαρόνια":"μακαρόνι",
"μακαρονοποιία":"μακαρονοποιία",
"μακγκάουαν":"μακγκάουαν",
"μακγκόουαν":"μακγκόουαν",
"μακέ":"μακέ",
"μακεδνό":"μακεδνό",
"μακεδνός":"μακεδνός",
"μακεδόνα":"μακεδόνας",
"μακεδόνας":"μακεδόνας",
"μακεδόνες":"μακεδόνας",
"μακεδονια":"μακεδονία",
"μακεδονία":"μακεδονία",
"μακεδονιας":"μακεδονία",
"μακεδονίας":"μακεδονία",
"μακεδονιας-θρακης":"μακεδονιας-θρακης",
"μακεδονίας-θράκης":"μακεδονίας-θράκης",
"μακεδονιας-πρώην":"μακεδονιας-πρώην",
"μακεδονικά":"μακεδονικά",
"μακεδονικα":"μακεδονικός",
"μακεδονικές":"μακεδονικός",
"μακεδονικη":"μακεδονικός",
"μακεδονική":"μακεδονικός",
"μακεδονικής":"μακεδονικός",
"μακεδονικο":"μακεδονικός",
"μακεδονικό":"μακεδονικός",
"μακεδονικοί":"μακεδονικός",
"μακεδονικον":"μακεδονικός",
"μακεδονικόν":"μακεδονικός",
"μακεδονικος":"μακεδονικός",
"μακεδονικός":"μακεδονικός",
"μακεδονικου":"μακεδονικός",
"μακεδονικού":"μακεδονικός",
"μακεδονικών":"μακεδονικός",
"μακεδονίτικα":"μακεδονίτικος",
"μακεδονίτικο":"μακεδονίτικος",
"μακεδονομάχο":"μακεδονομάχος",
"μακεδονομάχοι":"μακεδονομάχος",
"μακεδονομάχος":"μακεδονομάχος",
"μακεδονομάχων":"μακεδονομάχος",
"μακεδονος":"μακεδονος",
"μακεδονων":"μακεδόνας",
"μακεδόνων":"μακεδόνας",
"μακέιν":"μακέιν",
"μακελειό":"μακελειό",
"μακελειού":"μακελειό",
"μακένζι":"μακένζι",
"μακέτα":"μακέτα",
"μακέτας":"μακέτα",
"μακέτες":"μακέτα",
"μακη":"μάκης",
"μάκη":"μάκης",
"μακης":"μάκης",
"μάκης":"μάκης",
"μακί":"μακί",
"μάκι":"μάκι",
"μακιαβελικό":"μακιαβελικός",
"μακιγιάζ":"μακιγιάζ",
"μακιγιαρισμένα":"μακιγιάρω",
"μακιγιαρισμένοι":"μακιγιάρω",
"μακιγιέζ":"μακιγιέζ",
"μακίνες":"μακίνες",
"μακιού":"μακιός",
"μακκέλεν":"μακκέλεν",
"μακλάρεν":"μακλάρεν",
"μακλία":"μακλία",
"μακλιν":"μακλιν",
"μακλσφιλντ":"μακλσφιλντ",
"μακμάνους":"μακμάνους",
"μακμπριν":"μακμπριν",
"μακνάλι":"μακνάλι",
"μακντόναλντ":"μακντόναλντ",
"μακόλεϊ":"μακόλεϊ",
"μακόρ":"μακόρ",
"μάκος":"μάκος",
"μακρά":"μακρύς",
"μακραίνει":"μακραίνω",
"μακραίνουν":"μακραίνω",
"μακραίωνη":"μακραίωνος",
"μακραίωνης":"μακραίωνος",
"μακράν":"μακράν",
"μακραντωνάκη":"μακραντωνάκη",
"μακραντωνάκης":"μακραντωνάκης",
"μακράς":"μακρύς",
"μακρές":"μακρύς",
"μακρη":"μακρη",
"μακρή":"μακρή",
"μακρη*":"μακρη*",
"μακρηγορήσει":"μακρηγορώ",
"μακρηγορήσω":"μακρηγορώ",
"μακρηγορώ":"μακρηγορώ",
"μακρης":"μακρης",
"μακρής":"μακρής",
"μακριά":"μακριά",
"μακριά":"μακρύς",
"μακρίδη":"μακρίδη",
"μακρίδης":"μακρίδης",
"μακριές":"μακρύς",
"μακρινά":"μακρινός",
"μακρινές":"μακρινός",
"μακρινή":"μακρινός",
"μακρινής":"μακρινός",
"μακρινίτσα":"μακρινίτσα",
"μακρινό":"μακρινός",
"μακρινοί":"μακρινός",
"μακρινός":"μακρινός",
"μακρινού":"μακρινός",
"μακρινούς":"μακρινός",
"μακρινών":"μακρινός",
"μακριών":"μακρύς",
"μακρό":"μακρύς",
"μακρόβια":"μακρόβιος",
"μακροβιότερα":"μακρόβιος",
"μακροβιότερη":"μακρόβιος",
"μακροβιότερο":"μακρόβιος",
"μακροβιότεροι":"μακρόβιος",
"μακροβιότητα":"μακροβιότητα",
"μακροβιότητας":"μακροβιότητα",
"μακροβούτια":"μακροβούτι",
"μακροζωία":"μακροζωία",
"μακρόθεν":"μακρόθεν",
"μακρόθυμος":"μακρόθυμος",
"μακρόν":"μακρύς",
"μακρονήσι":"μακρονήσι",
"μακρονήσια":"μακρονήσια",
"μακρόνησο":"μακρόνησο",
"μακροοικονομικά":"μακροοικονομικός",
"μακροοικονομικές":"μακροοικονομικός",
"μακροοικονομική":"μακροοικονομικός",
"μακροοικονομικής":"μακροοικονομικός",
"μακρο-οικονομικό":"μακρο-οικονομικό",
"μακροοικονομικό":"μακροοικονομικός",
"μακροοικονομικούς":"μακροοικονομικός",
"μακροοικονομικών":"μακροοικονομικός",
"μακρόπνοη":"μακρόπνοος",
"μακρόπνοος":"μακρόπνοος",
"μακρόπνοων":"μακρόπνοος",
"μακροπρόθεσμα":"μακροπρόθεσμα",
"μακροπρόθεσμα":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμες":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμη":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμο":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμοι":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμου":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμους":"μακροπρόθεσμος",
"μακροπρόθεσμων":"μακροπρόθεσμος",
"μάκρος":"μάκρος",
"μακροσκελείς":"μακροσκελής",
"μακροσκελέστατη":"μακροσκελής",
"μακροσκελή":"μακροσκελής",
"μακροσκελής":"μακροσκελής",
"μακρόστενες":"μακρόστενος",
"μακρόστενη":"μακρόστενος",
"μακρόστενο":"μακρόστενος",
"μακρόσυρτα":"μακρόσυρτος",
"μακρόσυρτο":"μακρόσυρτος",
"μακρού":"μακρύς",
"μακρουλά":"μακρουλός",
"μακρόχρονη":"μακρόχρονος",
"μακρόχρονης":"μακρόχρονος",
"μακροχρόνια":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιας":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιες":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιο":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιό":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιου":"μακροχρόνιος",
"μακροχρονίων":"μακροχρόνιος",
"μακροχρόνιων":"μακροχρόνιος",
"μακροχρονίως":"μακροχρονίως",
"μακρύ":"μακρύς",
"μακρυγιάννη":"μακρυγιάννης",
"μακρυμάλληδες":"μακρυμάλλης",
"μακρυμάλληδων":"μακρυμάλλης",
"μακρυπούλια":"μακρυπούλια",
"μακρύς":"μακρύς",
"μακρύτερα":"μακριά",
"μακρύτερη":"μακρύς",
"μακρών":"μακρύς",
"μακσάντσεφ":"μακσάντσεφ",
"μάλαγα":"μάλαγα",
"μαλαδενης":"μαλαδενης",
"μαλαδένης":"μαλαδένης",
"μαλαισία":"μαλαισία",
"μαλαισιανής":"μαλαισιανή",
"μαλαισίας":"μαλαισία",
"μαλακά":"μαλακά",
"μαλακά":"μαλακός",
"μαλάκας":"μαλάκας",
"μαλακάσης":"μαλακάσης",
"μαλακασίου":"μαλακασίου",
"μαλακασιώτη":"μαλακασιώτη",
"μαλάκες":"μαλάκας",
"μαλακές":"μαλακός",
"μαλακή":"μαλακός",
"μαλακία":"μαλακία",
"μαλάκια":"μαλάκιο",
"μαλακό":"μαλακός",
"μαλακοπή":"μαλακοπή",
"μαλακοπής":"μαλακοπής",
"μαλακός":"μαλακός",
"μαλακόστρακα":"μαλακόστρακο",
"μαλακών":"μαλακός",
"μαλακώνει":"μαλακώνω",
"μαλακώνω":"μαλακώνω",
"μαλάκωσε":"μαλακώνω",
"μαλακώσει":"μαλακώνω",
"μαλακώσουν":"μαλακώνω",
"μάλαμα":"μάλαμα",
"μάλαμας":"μάλαμας",
"μαλαματίνα":"μαλαματίνα",
"μαλάμου":"μαλάμου",
"μαλάξεις":"μαλάσσω",
"μαλαφούρης":"μαλαφούρης",
"μαλβίνα":"μαλβίνα",
"μάλγαρα":"μάλγαρα",
"μαλγάρων":"μαλγάρων",
"μαλέα":"μαλέα",
"μαλεζά":"μαλεζά",
"μαλεζανι":"μαλεζανι",
"μαλεζάνι":"μαλεζάνι",
"μαλέσεβιτς":"μαλέσεβιτς",
"μάλης":"μάλη",
"μαλθακά":"μαλθακός",
"μαλί":"μαλί",
"μάλι":"μάλι",
"μαλιακού":"μαλιακού",
"μάλικ":"μάλικ",
"μαλίνοφ":"μαλίνοφ",
"μαλιούφας":"μαλιούφας",
"μαλίσεβα":"μαλίσεβα",
"μάλιστα":"μάλιστα",
"μαλκάχι":"μαλκάχι",
"μάλκοβιτς":"μάλκοβιτς",
"μάλκολμ":"μάλκολμ",
"μαλλάκια":"μαλλάκια",
"μαλλί":"μαλλί",
"μαλλιά":"μαλλί",
"μαλλιάρης":"μαλλιάρης",
"μαλλιαρης-παιδεια":"μαλλιαρης-παιδεια",
"μαλλιάρης-παιδεία":"μαλλιάρης-παιδεία",
"'μαλλιαροκομμουνιστή'":"'μαλλιαροκομμουνιστή'",
"μαλλιαροκομμουνιστής'":"μαλλιαροκομμουνιστής'",
"'μαλλιαρός'":"'μαλλιαρός'",
"μάλλινα":"μάλλινος",
"μάλλιο":"μάλλιος",
"μαλλιοτραβήγματα":"μαλλιοτράβηγμα",
"μαλλιών":"μαλλί",
"μάλλον":"μάλλον",
"μαλλούς":"μαλλούς",
"μαλμ":"μαλμ",
"μάλμε":"μάλμε",
"μάλμοε":"μάλμοε",
"μάλμπορο":"μάλμπορο",
"μαλμπράνκ":"μαλμπράνκ",
"μάλντεν":"μάλντεν",
"μάλον":"μάλον",
"μαλόνεϊ":"μαλόνεϊ",
"μαλόουν":"μαλόουν",
"μαλούχου":"μαλούχου",
"μαλρό":"μαλρό",
"μάλτα":"μάλτα",
"μαλτας":"μάλτα",
"μάλτας":"μάλτα",
"μαλωμένος":"μαλωμένος",
"μαλώνετε":"μαλώνω",
"μαλώνουν":"μαλώνω",
"μάλωσαν":"μαλώνω",
"μάλωσε":"μαλώνω",
"μαλώσει":"μαλώνω",
"μαλώσετε":"μαλώνω",
"μαμά":"μαμά",
"μαμάδες":"μαμά",
"μαμαλιόγκας":"μαμαλιόγκας",
"μαμάνη":"μαμάνη",
"μαμάς":"μαμά",
"μαμέλης":"μαμέλης",
"μαμέντοφ":"μαμέντοφ",
"μάμετ":"μάμετ",
"μαμούθ":"μαμούθ",
"μαμούτ":"μαμούτ",
"μάμπεϊ":"μάμπεϊ",
"μάμφορντ":"μάμφορντ",
"μαν":"μαν",
"μαν.":"μαν.",
"μάνα":"μάνα",
"'μάνα":"'μάνα",
"μανάβη":"μανάβης",
"μανάβηδες":"μανάβης",
"μανάβης":"μανάβης",
"μαναβιδης":"μαναβιδης",
"μαναβίδης":"μαναβίδης",
"μανάβικα":"μανάβικο",
"μαναβική":"μαναβική",
"μάνα-γλώσσα":"μάνα-γλώσσα",
"μανάδες":"μάνα",
"μανάδων":"μάνα",
"μάνας":"μάνα",
"μάνας-γλώσσας":"μάνας-γλώσσας",
"μανατζαραίοι":"μανατζαραίοι",
"μάνατζερ":"μάνατζερ",
"μάνατζέρ":"μάνατζερ",
"μάνατζερ-διαχειριστές":"μάνατζερ-διαχειριστές",
"μάνατζερς":"μάνατζερ",
"μάνατζμεντ":"μάνατζμεντ",
"μανάφης":"μανάφης",
"μανδαρίνους":"μανδαρίνος",
"μάνδρα":"μάνδρα",
"μανδραγορας":"μανδραγόρας",
"μανδρούκα":"μανδρούκα",
"μανδύα":"μανδύας",
"μανδύας":"μανδύας",
"μανδύες":"μανδύας",
"μανεκέν":"μανεκέν",
"μανέλ":"μανέλ",
"μάνες":"μάνα",
"μανέτα":"μανέτα",
"μανέτας":"μανέτας",
"μανθούλη":"μανθούλη",
"μανία":"μανία",
"μανιάκι":"μανιάκι",
"μανιακό":"μανιακός",
"μανιακοί":"μανιακός",
"μανιακού":"μανιακός",
"μανιακούς":"μανιακός",
"μανίας":"μανία",
"μανιασμένα":"μανιάζω",
"μανιάτης":"μανιάτης",
"μανιέρα":"μανιέρα",
"μανιέρο":"μανιέρο",
"μανίκα":"μανίκα",
"μάνικα":"μάνικα",
"μανίκας":"μανίκας",
"μανίκι":"μανίκι",
"μανίκια":"μανίκι",
"μανικιούρ":"μανικιούρ",
"μανικιουρίστες":"μανικιουρίστα",
"μανίς":"μανίς",
"μανισάνου":"μανισάνου",
"μανισσάνου":"μανισσάνου",
"μανιτάρι":"μανιτάρι",
"μανιτάρια":"μανιτάρι",
"μανιταριων":"μανιτάρι",
"μανιταριών":"μανιτάρι",
"μανιφέστα":"μανιφέστο",
"μανιφέστο":"μανιφέστο",
"μανιφέστου":"μανιφέστο",
"μανιχαϊστικά":"μανιχαϊστικός",
"μανιχαϊστική":"μανιχαϊστικός",
"μανιώδεις":"μανιώδης",
"μανιώδης":"μανιώδης",
"μανιωδώς":"μανιωδώς",
"μάννα":"μάνα",
"μαν-ντιναμό":"μαν-ντιναμό",
"μάνο":"μάνος",
"μανόλη":"μανόλης",
"μανόλης":"μανόλης",
"μανόλια":"μανόλια",
"μανόλοβιτς":"μανόλοβιτς",
"μανος":"μανός",
"μάνος":"μάνος",
"μανού":"μανός",
"μάνου":"μάνος",
"μανούβρες":"μανούβρα",
"μανουέλ":"μανουέλ",
"μανούλα":"μανούλα",
"μανουσάκης":"μανουσάκης",
"μανρέσα":"μανρέσα",
ανρέσα4-11978":"μανρέσα4-11978",
"μανσίνι":"μανσίνι",
"μάνσο":"μάνσο",
"μανσουριάν":"μανσουριάν",
"μανσφιλντ":"μανσφιλντ",
"μαντ":"μαντ",
"μαντά":"μαντά",
"μάντα":"μάντα",
"μάντακας":"μάντακας",
"μαντάμ":"μαντάμ",
"μαντάρ":"μαντάρ",
"μαντάρα":"μαντάρα",
"μανταρίνι":"μανταρίνι",
"μανταρίνια":"μανταρίνι",
"μάνταριτς":"μάνταριτς",
"μαντάτα":"μαντάτο",
"μαντάτο":"μαντάτο",
"μαντέγκα":"μαντέγκα",
"μαντελα":"μαντελα",
"μαντέλα":"μαντέλα",
"μαντέλη":"μαντέλης",
"μαντέλης":"μαντέλης",
"μάντελσον":"μάντελσον",
"μαντέμι":"μαντέμι",
"μάντεν":"μάντεν",
"μαντένια":"μαντένια",
"μάντευαν":"μαντεύω",
"μαντεύετε":"μαντεύω",
"μαντέψατε":"μαντεύω",
"μαντέψει":"μαντεύω",
"μαντέψουμε":"μαντεύω",
"μαντζάνας":"μαντζάνας",
"μάντζαρης":"μάντζαρης",
"μαντζάρου":"μαντζάρου",
"μαντζίλα":"μαντζίλα",
"μάντζιο":"μάντζιο",
"μαντζιος":"μαντζιος",
"μάντζιος":"μάντζιος",
"μαντζουράνα":"μαντζουράνα",
"μαντζουράνης":"μαντζουράνης",
"μαντήλι":"μαντήλι",
"μαντήλια":"μαντήλι",
"μάντης":"μάντης",
"μαντίλα":"μαντίλα",
"μαντίλας":"μαντίλα",
"μαντίλι":"μαντίλι",
"μαντίλια":"μαντίλια",
"μαντισον":"μαντισον",
"μάντισον":"μάντισον",
"μαντλίν":"μαντλίν",
"μάντλιν":"μάντλιν",
"μάντοβα":"μάντοβα",
"μαντόκι":"μαντόκι",
"μαντούβαλος":"μαντούβαλος",
"μαντούβαλου":"μαντούβαλου",
"μάντουκα":"μάντουκα",
"μαντουλίδη":"μαντουλίδη",
"μαντουλίδης":"μαντουλίδης",
"μαντούρο":"μαντούρο",
"μάντρα":"μάντρα",
"μάντρα-αποθήκη":"μάντρα-αποθήκη",
"μάντρας":"μάντρα",
"μάντρες":"μάντρα",
"μαντρί":"μαντρί",
"μαντριά":"μαντρί",
"μαντρότοιχους":"μαντρότοιχος",
"μάντρωμα":"μάντρωμα",
"μάντσε":"μάντσε",
"μαντσεστερ":"μαντσεστερ",
"μάντσεστερ":"μάντσεστερ",
"μαντσεστερ-λιβερπουλ":"μαντσεστερ-λιβερπουλ",
"μάντσος":"μάντσος",
"μανφρίντι":"μανφρίντι",
"μανχάταν":"μανχάταν",
"μανωλεδάκη":"μανωλεδάκη",
"μανωλεδάκης":"μανωλεδάκης",
"μανώλη":"μανώλης",
"μανωλης":"μανώλης",
"μανώλης":"μανώλης",
"μανωλιάδης":"μανωλιάδης",
"μανωλόπουλος":"μανωλόπουλος",
"μαξ":"μαξ",
"μάξι":"μάξη",
"μαξιλαράκι":"μαξιλαράκι",
"μαξιλαράκια":"μαξιλαράκι",
"μαξιλάρι":"μαξιλάρι",
"μαξιλάρια":"μαξιλάρι",
"μαξιλαρωμένης":"μαξιλαρωμένης",
"μαξιμ":"μαξιμ",
"μαξίμ":"μαξίμ",
"μαξιμαλιστικά":"μαξιμαλιστικός",
"μαξιμαλιστικές":"μαξιμαλιστικός",
"μαξιμίλιαν":"μαξιμίλιαν",
"μαξίμου":"μάξιμος",
"μάξιμουμ":"μάξιμουμ",
"μαξιμ-περτσινιδης":"μαξιμ-περτσινιδης",
"μάο":"μάο",
"μαοϊκή":"μαοϊκός",
"μαόνι":"μαόνι",
"μαουρίτσιο":"μαουρίτσιο",
"μάουρο":"μάουρο",
"μάπα":"μάπας",
"μάρα":"μάρα",
"μαραγκόζη":"μαραγκόζη",
"μαραγκός":"μαραγκός",
"μαράζι":"μαράζι",
"μαραζώσει":"μαραζώνω",
"μάραθο":"μάραθος",
"μαραθούν":"μαραίνω",
"μαραθούσης":"μαραθούσης",
"μαραθώνα":"μαραθώνας",
"μαραθώνας":"μαραθώνας",
"μαραθώνια":"μαραθώνιος",
"μαραθώνιες":"μαραθώνιος",
"μαραθωνιο":"μαραθώνιος",
"μαραθώνιο":"μαραθώνιος",
"μαραθώνιος":"μαραθώνιος",
"μαραθωνίου":"μαραθώνιος",
"μαραθωνοδρόμους":"μαραθωνοδρόμος",
"μαραίνονται":"μαραίνω",
"μαρακές":"μαρακές",
"μαραμένα":"μαραίνω",
"μαραμπάεφ":"μαραμπάεφ",
"μαραμπού":"μαραμπού",
"μάρανε":"μαραίνω",
"μαραντζίδης":"μαραντζίδης",
"μαραντόνα":"μαραντόνα",
"μαρασμό":"μαρασμός",
"μαρασμός":"μαρασμός",
"μαρατζίδης":"μαρατζίδης",
"μαράτου":"μαράτου",
"μαραφέτι":"μαραφέτι",
"μαργαρίνη":"μαργαρίνη",
"μαργαρίτα":"μαργαρίτα",
"μαργαριτάρι":"μαργαριτάρι",
"μαργαριτάρια":"μαργαριτάρι",
"μαργαριταριών":"μαργαριτάρι",
"μαργαρίτας":"μαργαρίτα",
"μαργαρίτες":"μαργαρίτης",
"μαργαρίτη":"μαργαρίτης",
"μαργαρίτης":"μαργαρίτης",
"μαργαριτίδου":"μαργαριτίδου",
"μαργαρόπουλο":"μαργαρόπουλο",
"μάργια":"μάργια",
"μαργιορίδης":"μαργιορίδης",
"μαργκαρετ":"μαργκαρετ",
"μάργκαρετ":"μάργκαρετ",
"μαργκερίτ":"μαργκερίτ",
"μάργκο":"μάργκο",
"μάρδαλη":"μάρδαλη",
"μαρέ":"μαρέ",
"μαρέγκα":"μαρέγκα",
"μάρεϊ":"μάρεϊ",
"μάρεκ":"μάρεκ",
"μαρέσκα":"μαρέσκα",
"μάρης":"μάρης",
"μάρθα":"μάρθα",
"μαρί":"μαρί",
"μαρια":"μαρία",
"μαρία":"μαρία",
"μαρία-ηρώ":"μαρία-ηρώ",
"μαριαλένα":"μαριαλένα",
"μαριάν":"μαριάν",
"μάριαν":"μάριαν",
"μαριάνθη":"μαριάνθη",
"μαριάννα":"μαριάννα",
"μαριαννας":"μαριάννα",
"μαριας":"μαρία",
"μαρίας":"μαρία",
"μαρίδα":"μαρίδα",
"μαριέττα":"μαριέττα",
"μαρίκα":"μαρίκα",
"μαρίκας":"μαρίκα",
"μαρίλιαν":"μαρίλιαν",
"μαριμάρ":"μαριμάρ",
"μάριμπορ":"μάριμπορ",
"μαρίν":"μαρίν",
"μάριν":"μάριν",
"μαρίνα":"μαρίνα",
"μαρινάκη":"μαρινάκη",
"μαρινάκης":"μαρινάκης",
"μαριναρισμένη":"μαρινάρω",
"μαρίνας":"μαρίνα",
"μαρινέσκου":"μαρινέσκου",
"μαρίνης":"μαρίνης",
"μαρινιόνι":"μαρινιόνι",
"μαρίνο":"μαρίνος",
"μαρινόπουλος":"μαρινόπουλος",
"μαρινος":"μαρίνος",
"μαρίνος":"μαρίνος",
"μαρινου":"μαρίνος",
"μαρίνου":"μαρίνος",
"μαρινών":"μαρίνα",
"μάριο":"μάριο",
"μάριον":"μάριος",
"μαριονέτα":"μαριονέτα",
"μαριονέτας":"μαριονέτα",
"μαριονέτες":"μαριονέτα",
"μαριος":"μάριος",
"μάριος":"μάριος",
"μάριου":"μάριος",
"μαρίτιμο":"μαρίτιμο",
"μάριτς":"μάριτς",
"μαρίτσα":"μαρίτσα",
"μαριχουάνα":"μαριχουάνα",
"μαριχουάνας":"μαριχουάνα",
"μαρκ":"μαρκ",
"μάρκα":"μάρκο",
"μαρκαδόρο":"μαρκαδόρος",
"μαρκαδόρους":"μαρκαδόρος",
"μαρκάκη":"μαρκάκη",
"μαρκάκης":"μαρκάκης",
"μαρκάρει":"μαρκάρω",
"μάρκαρης":"μάρκαρης",
"μαρκάρισμα":"μαρκάρισμα",
"μάρκας":"μάρκα",
"μαρκεζίνη":"μαρκεζίνης",
"μαρκεζίνης":"μαρκεζίνης",
"μαρκέλης":"μαρκέλης",
"μάρκες":"μάρκα",
"μάρκετ":"μάρκετ",
"μαρκετάκη":"μαρκετάκη",
"μάρκετιγκ":"μάρκετιγκ",
"μάρκετινγκ":"μάρκετινγκ",
"μαρκή":"μαρκή",
"μαρκής":"μαρκής",
"μάρκι":"μάρκι",
"μαρκιανίδης":"μαρκιανίδης",
"μαρκίδη":"μαρκίδης",
"μαρκιόνι":"μαρκιόνι",
"μάρκο":"μάρκο",
"μαρκο":"μάρκος",
"μάρκο":"μάρκος",
"μάρκοβιτς":"μάρκοβιτς",
"μαρκογιαννάκης":"μαρκογιαννάκης",
"μαρκομιχάλη":"μαρκομιχάλη",
"μαρκομιχάλης":"μαρκομιχάλης",
"μάρκον":"μάρκος",
"μαρκονάτο":"μαρκονάτο",
"μαρκόνι":"μαρκόνι",
"μαρκόπουλο":"μαρκόπουλος",
"μαρκόπουλος":"μαρκόπουλος",
"μαρκόπουλου":"μαρκόπουλος",
"μαρκος":"μάρκος",
"μάρκος":"μάρκος",
"μάρκου":"μάρκο",
"μάρκου":"μάρκος",
"μάρκους":"μάρκος",
"μαρκόφ":"μαρκόφ",
"μάρκων":"μάρκο",
"μαρκώφ":"μαρκώφ",
"μάρλι":"μάρλι",
"μάρλον":"μάρλον",
"μαρμαρα":"μαρμαράς",
"μαρμαρά":"μαρμαράς",
"μάρμαρα":"μάρμαρο",
"μάρμαρά":"μάρμαρο",
"μαρμαράς":"μαρμαράς",
"μαρμάρινα":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινες":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινη":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινης":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινο":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινοι":"μαρμάρινος",
"μαρμαρινός":"μαρμαρινός",
"μαρμάρινος":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινου":"μαρμάρινος",
"μαρμάρινων":"μαρμάρινος",
"μάρμαρο":"μάρμαρο",
"μαρμάρου":"μάρμαρο",
"μαρμαρυγή":"μαρμαρυγή",
"μαρμάρων":"μάρμαρο",
"μαρμελάδα":"μαρμελάδα",
"μαρμελάδες":"μαρμελάδα",
"μαρμοτας":"μαρμοτας",
"μαρμότας":"μαρμότας",
"μαρμούτας":"μαρμούτας",
"μάρμπουρι":"μάρμπουρι",
"μάρνη":"μάρνη",
"μαρξ":"μαρξ",
"μαρξικής":"μαρξικής",
"μαρξισμό":"μαρξισμός",
"μαρξισμός":"μαρξισμός",
"μαρξισμού":"μαρξισμός",
"μαρξιστές":"μαρξιστής",
"μαρξιστής":"μαρξιστής",
"μαρξιστικές":"μαρξιστικός",
"μαρξιστική":"μαρξιστικός",
"μαρξιστικό":"μαρξιστικός",
"μαρξιστικών":"μαρξιστικός",
"μαρξιστών":"μαρξιστής",
"μαρό":"μαρό",
"μάροβα":"μάροβα",
"μαρογιαννη":"μαρογιαννη",
"μαροκινό":"μαροκινός",
"μαροκινοί":"μαροκινός",
"μαροκο":"μαρόκο",
"μαρόκο":"μαρόκο",
"μαρόκου":"μαρόκο",
"μαρούκης":"μαρούκης",
"μαρουλα":"μαρουλα",
"μαρούλι":"μαρούλι",
"μαρούλια":"μαρούλι",
"μαρουλίνα":"μαρουλίνα",
"μαρουλιού":"μαρούλι",
"μαρουλού":"μαρουλού",
"μαρουλόφυλλα":"μαρουλόφυλλο",
"μαρουσι":"μαρούσι",
"μαρούσι":"μαρούσι",
αρούσι211116-1105":"μαρούσι211116-1105",
"μαρούσι-παναθηναϊκός":"μαρούσι-παναθηναϊκός",
"μαρουσιώτες":"μαρουσιώτες",
"μαρς":"μαρς",
"μάρσαλ":"μάρσαλ",
"μαρσαρίσματα":"μαρσάρισμα",
"μαρσεϊγ":"μαρσεϊγ",
"μαρσέιγ":"μαρσέιγ",
"μαρσέλ":"μαρσέλ",
"μάρσια":"μάρσια",
"μαρσίνιο":"μαρσίνιο",
"μάρσιο":"μάρσιο",
"μαρσό":"μαρσό",
"μάρτ'":"μάρτ'",
"μαρτάκη":"μαρτάκη",
"μαρτάκης":"μαρτάκης",
"μαρτέν":"μαρτέν",
"μαρτένς":"μαρτένς",
"μάρτη":"μάρτης",
"μάρτης":"μάρτης",
"μάρτι":"μάρτι",
"μαρτίδη":"μαρτίδη",
"μαρτίκα":"μαρτίκα",
"μάρτιν":"μάρτιν",
"μαρτίνα":"μαρτίνα",
"μαρτινέος":"μαρτινέος",
"μαρτινης":"μαρτινης",
"μαρτίνης":"μαρτίνης",
"μαρτινίκα":"μαρτινίκα",
"μαρτίνο":"μαρτίνο",
"μάρτιο":"μάρτιος",
"μαρτιος":"μάρτιος",
"μάρτιος":"μάρτιος",
"μαρτίου":"μάρτιος",
"μαρτιού":"μαρτιού",
"μαρτόνι":"μαρτόνι",
"μαρτούλη":"μαρτούλη",
"μαρτσέλο":"μαρτσέλο",
"μάρτσιν":"μάρτσιν",
"μαρτσίνκιεβιτς":"μαρτσίνκιεβιτς",
"μάρτυρα":"μάρτυρας",
"μαρτυράει":"μαρτυρώ",
"μάρτυρα-κλειδί":"μάρτυρα-κλειδί",
"μαρτυράνε":"μαρτυρώ",
"μάρτυρας":"μάρτυρας",
"μαρτυρας":"μαρτυρώ",
"μαρτυρεί":"μαρτυρώ",
"μαρτυρείται":"μαρτυρώ",
"μάρτυρες":"μάρτυρας",
"μαρτύρησαν":"μαρτυρώ",
"μαρτύρησε":"μαρτυρώ",
"μαρτυρία":"μαρτυρία",
"μαρτύρια":"μαρτύριο",
"μαρτυρίας":"μαρτυρία",
"μαρτυρίες":"μαρτυρία",
"μαρτυρικές":"μαρτυρικός",
"μαρτυρική":"μαρτυρικός",
"μαρτυρικής":"μαρτυρικός",
"μαρτυρικό":"μαρτυρικός",
"μαρτυρικού":"μαρτυρικός",
"μαρτυρικών":"μαρτυρικός",
"μαρτύριο":"μαρτύριο",
"μαρτυρίου":"μαρτύριο",
"μαρτυρούν":"μαρτυρώ",
"μαρτυρούσε":"μαρτυρώ",
"μαρτύρων":"μάρτυρας",
"μαρτυς":"μάρτυρας",
"μάρτυς":"μάρτυρας",
"μάρω":"μάρω",
"μαρωνίτη":"μαρωνίτης",
"μαρωνιτης":"μαρωνίτης",
"μας":"εγώ",
"μας'":"μας'",
"μάς":"μάς",
"μας":"μου",
"μασάει":"μασώ",
"μασάζ":"μασάζ",
"μασάνε":"μασώ",
"μάσας":"μάσας",
"μασασουρα":"μασασουρα",
"μασαχουσέτης":"μασαχουσέτη",
"μασάω":"μασώ",
"μάσεϊ":"μάσεϊ",
"μασέλα":"μασέλα",
"μάσημα":"μάσημα",
"μάσησε":"μασώ",
"μασήσει":"μασώ",
"μασιέλ":"μασιέλ",
"μασιέου":"μασιέου",
"μασίζεται":"μασίζεται",
"μάσιμο":"μάσιμο",
"μασίφ":"μασίφ",
"μάσκα":"μάσκα",
"μασκαρά":"μασκαράς",
"μασκαράδες":"μασκαράς",
"μασκαράδων":"μασκαράς",
"μασκαρεμένες":"μασκαρεμένος",
"μασκαρεμένων":"μασκαρεμένος",
"μασκέ":"μασκέ",
"μασκες":"μάσκα",
"μάσκες":"μάσκα",
"μασκοφόρο":"μασκοφόρος",
"μασκοφόροι":"μασκοφόρος",
"μασκών":"μάσκα",
"μασκώτ":"μασκώτ",
"μασλαρινός":"μασλαρινός",
"μασμανίδης":"μασμανίδης",
"μασουλώντας":"μασουλώ",
"μασουμέχ":"μασουμέχ",
"μασουόκα":"μασουόκα",
"μασούρας":"μασούρας",
"μασούσαν":"μασώ",
"μασούσε":"μασώ",
"μάσρι":"μάσρι",
"μασσαλίας":"μασσαλία",
"μασσαχουσέτη":"μασσαχουσέτη",
"μαστε":"μαστός",
"μάστερ":"μάστερ",
"μάστερσον":"μάστερσον",
"μάστιγα":"μάστιγα",
"μάστιγας":"μάστιγα",
"μάστιγες":"μάστιγα",
"μαστίγιο":"μαστίγιο",
"μαστιγίου":"μαστίγιο",
"μαστίγωμα":"μαστίγωμα",
"μαστίγωνε":"μαστιγώνω",
"μαστιγώνει":"μαστιγώνω",
"μαστιγώνουν":"μαστιγώνω",
"μαστίγωσε":"μαστιγώνω",
"μαστίζει":"μαστίζω",
"μαστίζεται":"μαστίζω",
"μαστίζουν":"μαστίζω",
"μαστίχα":"μαστίχα",
"μαστίχας":"μαστίχα",
"μαστιχοπαραγωγοί":"μαστιχοπαραγωγός",
"μαστό":"μαστός",
"μαστογραφία":"μαστογραφία",
"μαστογράφος":"μαστογράφος",
"μαστόδοντα":"μαστόδους",
"μαστοί":"μαστός",
"μάστορα":"μάστορας",
"μαστοράκη":"μαστοράκη",
"μαστοράκης":"μαστοράκης",
"μάστορας":"μάστορας",
"μαστορέματα":"μαστόρεμα",
"μάστορες":"μάστορας",
"μαστοριά":"μαστοριά",
"μαστορογιάννης":"μαστορογιάννης",
"μαστόρους":"μαστόρους",
"μαστός":"μαστός",
"μαστού":"μαστός",
"μαστραντώνη":"μαστραντώνη",
"μαστρογιάννη":"μαστρογιάννη",
"μαστρογιάννης":"μαστρογιάννης",
"μαστρογιάννι":"μαστρογιάννι",
"μαστροπεία":"μαστροπεία",
"μαστροπείας":"μαστροπεία",
"μαστροπία":"μαστροπία",
"μαστροπό":"μαστροπός",
"μαστροποί":"μαστροπός",
"μαστροπού":"μαστροπός",
"μαστροπών":"μαστροπός",
"μαστροχαλαστής":"μαστροχαλαστής",
"μασχάλες":"μασχάλη",
"μασχάλη":"μασχάλη",
"μασχάντ":"μασχάντ",
"ματ":"ματ",
"ματαδόρ":"ματαδόρ",
"μάταια":"μάταια",
"μάταιες":"μάταιος",
"μάταιη":"μάταιος",
"ματαιόδοξα":"ματαιόδοξος",
"ματαιόδοξη":"ματαιόδοξος",
"ματαιοδοξία":"ματαιοδοξία",
"ματαιοδοξίας":"ματαιοδοξία",
"ματαιοπονούν":"ματαιοπονώ",
"ματαιότητα":"ματαιότητα",
"ματαιότητας":"ματαιότητα",
"ματαιωθεί":"ματαιώνω",
"ματαιώθηκαν":"ματαιώνω",
"ματαιώθηκε":"ματαιώνω",
"ματαιώνει":"ματαιώνω",
"ματαιώνεται":"ματαιώνω",
"ματαιώνονται":"ματαιώνω",
"ματαίως":"μάταια",
"ματαίωσαν":"ματαιώνω",
"ματαίωσε":"ματαιώνω",
"ματαιώσει":"ματαιώνω",
"ματαιώσεις":"ματαιώνω",
"ματαιώσετε":"ματαιώνω",
"ματαίωση":"ματαίωση",
"ματαίωσης":"ματαίωση",
"ματαιώσουν":"ματαιώνω",
"ματάκια":"ματάκιας",
"ματαμπουένα":"ματαμπουένα",
"ματάου":"ματάου",
"ματαπά":"ματαπά",
"ματαράγκα":"ματαράγκα",
"ματαρέζε":"ματαρέζε",
"ματάτης":"ματάτης",
"ματέι":"ματέι",
"ματέλ":"ματέλ",
"ματέο":"ματέο",
"ματέους":"ματέους",
"ματέρης":"ματέρης",
"μάτεσι":"μάτεσι",
"μάτζικ":"μάτζικ",
"μάτζιου":"μάτζιου",
"ματζον":"ματζον",
"ματζόν":"ματζόν",
"ματζούνια":"ματζούνια",
"ματζουράκη":"ματζουράκη",
"ματζουρακης":"ματζουρακης",
"ματζουράκης":"ματζουράκης",
"ματζουράνης":"ματζουράνης",
"μάτην":"μάτην",
"ματθαίο":"ματθαίος",
"ματθαιοπουλου":"ματθαιοπουλου",
"ματθαίος":"ματθαίος",
"ματθαίου":"ματθαίος",
"μάτι":"μάτι",
"μάτια":"μάτι",
"ματια":"ματιά",
"ματιά":"ματιά",
"ματία":"ματία",
"ματιανούδης":"ματιανούδης",
"ματιάς":"ματιά",
"ματιάσεβιτς":"ματιάσεβιτς",
"ματιές":"ματιά",
"ματίλντ":"ματίλντ",
"ματίνα":"ματίνα",
"ματίνας":"ματίνα",
"ματιού":"μάτι",
"ματιών":"μάτι",
"μάτλιν":"μάτλιν",
"ματούμπ":"ματούμπ",
"ματρακα":"ματρακα",
"μάτριξ":"μάτριξ",
"ματς":"ματς",
"ματσαγγάνη":"ματσαγγάνη",
"ματσαγγάνης":"ματσαγγάνης",
"ματσάγγου":"ματσάγγου",
"μάτσαγκας":"μάτσαγκας",
"ματσάκη":"ματσάκη",
"ματσάκης":"ματσάκης",
"ματσάκι":"ματσάκι",
"μάτσας":"μάτσας",
"ματσέτα":"ματσέτα",
"ματσέτες":"ματσέτες",
"μάτσο":"μάτσο",
"μάτσου":"μάτσο",
"ματσουί":"ματσουί",
"μάττα":"μάττα",
"ματωμένα":"ματωμένος",
"ματωμένη":"ματωμένος",
"ματωμένης":"ματωμένος",
"ματωμένο":"ματωμένος",
"ματωμένος":"ματωμένος",
"μάτωνε":"ματώνω",
"ματώνει":"ματώνω",
"ματώνουν":"ματώνω",
"ματώσει":"ματώνω",
"ματώσουν":"ματώνω",
"μαύρα":"μαύρος",
"μαυραγάνης":"μαυραγάνης",
"μαυραγορίτες":"μαυραγορίτης",
"μαυράκη":"μαυράκη",
"μαύρε":"μαύρος",
"μαυρες":"μαύρος",
"μαύρες":"μαύρος",
"μαυρη":"μαύρος",
"μαύρη":"μαύρος",
"μαύρης":"μαύρος",
"μαυριδη":"μαυρίδης",
"μαυρίδη":"μαυρίδης",
"μαυριδης":"μαυρίδης",
"μαυρίδης":"μαυρίδης",
"μαύριζαν":"μαυρίζω",
"μαυρίζει":"μαυρίζω",
"μαυρίζουν":"μαυρίζω",
"μαυρίλα":"μαυρίλα",
"μαυρίσει":"μαυρίζω",
"μαύρισμα":"μαύρισμα",
"μαυρισμένα":"μαυρίζω",
"μαυρισμένο":"μαυρισμένος",
"μαυριτανια":"μαυριτανία",
"μαυριτανία":"μαυριτανία",
"μαυριτανίας":"μαυριτανία",
"μαυριτανός":"μαυριτανός",
"μαύρο":"μαύρος",
"μαυρόασπρη":"μαυρόασπρος",
"μαύρο-άσπρο":"μαύρο-άσπρο",
"μαυροβούνιο":"μαυροβούνιο",
"μαυροβουνίου":"μαυροβουνίου",
"μαυροβουνιωτης":"μαυροβουνιώτης",
"μαυροβουνιώτης":"μαυροβουνιώτης",
"μαυρογενίδης":"μαυρογενίδης",
"μαυρογιαννίδης":"μαυρογιαννίδης",
"μαυροειδής":"μαυροειδής",
"μαυροείδης":"μαυροείδης",
"μαυροθαλασσίτες":"μαυροθαλασσίτης",
"μαυροθαλασσίτης":"μαυροθαλασσίτης",
"μαυροθαλλασίτης":"μαυροθαλλασίτης",
"μαύροι":"μαύρος",
"μαυροκεφαλίδη":"μαυροκεφαλίδη",
"μαυροκεφαλίδης":"μαυροκεφαλίδης",
"μαυρομάτη":"μαυρομάτης",
"μαυροματης":"μαυρομάτης",
"μαυρομάτης":"μαυρομάτης",
"μαυροματίδης":"μαυροματίδης",
"μαυρομματη":"μαυρομματη",
"μαυροπόδαρο":"μαυροπόδαρο",
"μαυρόπουλο":"μαυρόπουλο",
"μαυρόπουλος":"μαυρόπουλος",
"μαυροράχη":"μαυροράχη",
"μαυρος":"μαύρος",
"μαύρος":"μαύρος",
"μαυροσυκα":"μαυροσυκα",
"μαυροσυκά":"μαυροσυκά",
"μαύρου":"μαύρος",
"μαυρουδής":"μαυρουδής",
"μαύρους":"μαύρος",
"μαυροφορεμένοι":"μαυροφορεμένος",
"μαυροχλωρι":"μαυροχλωρι",
"μαυροχώρι":"μαυροχώρι",
"μαυροχωριου":"μαυροχωριου",
"μαύρων":"μαύρος",
"μαυσωλεία":"μαυσωλείο",
"μαυσωλείο":"μαυσωλείο",
"μαφια":"μαφία",
"μαφία":"μαφία",
"μαφίας":"μαφία",
"μαφίες":"μαφία",
"μαφιόζικα":"μαφιόζικος",
"μαφιόζικη":"μαφιόζικος",
"μαφιόζικης":"μαφιόζικος",
"μαφιόζικο":"μαφιόζικος",
"μαφιόζο":"μαφιόζος",
"μαφιόζοι":"μαφιόζος",
"μαφιόζος":"μαφιόζος",
"μαφιόζου":"μαφιόζος",
"μαφιόζους":"μαφιόζος",
"μαφιόζων":"μαφιόζος",
"μαχαίρα":"μαχαίρα",
"μαχαιράκια":"μαχαιράκι",
"μαχαίρας":"μαχαίρα",
"μαχαιρι":"μαχαίρι",
"μαχαίρι":"μαχαίρι",
"μαχαίρια":"μαχαίρι",
"μαχαιριά":"μαχαιριά",
"μαχαιριανάκη":"μαχαιριανάκη",
"μαχαιριές":"μαχαιριά",
"μαχαιριού":"μαχαίρι",
"μαχαιρίτσα":"μαχαιρίτσα",
"μαχαιροπίρουνα":"μαχαιροπίρουνο",
"μαχαιρώματα":"μαχαίρωμα",
"μαχαιρώματαστην":"μαχαιρώματαστην",
"μαχαιρωμένοι":"μαχαιρώνω",
"μαχαιρωμένος":"μαχαιρωμένος",
"μαχαίρωσαν":"μαχαιρώνω",
"μαχαίρωσε":"μαχαιρώνω",
"μαχαλά":"μαχαλάς",
"μάχας":"μάχας",
"μαχατίρ":"μαχατίρ",
"μαχάτμα":"μαχάτμα",
"μάχες":"μάχη",
"μάχεται":"μάχομαι",
"μαχη":"μάχη",
"μάχη":"μάχη",
"μάχης":"μάχη",
"μαχητά":"μαχητός",
"μαχητές":"μαχητής",
"μαχητής":"μαχητής",
"μαχητικά":"μαχητικά",
"μαχητικά":"μαχητικός",
"μαχητικές":"μαχητικός",
"μαχητική":"μαχητικός",
"μαχητικής":"μαχητικός",
"μαχητικό":"μαχητικός",
"μαχητικοί":"μαχητικός",
"μαχητικός":"μαχητικός",
"μαχητικότητα":"μαχητικότητα",
"μαχητικότητά":"μαχητικότητα",
"μαχητικότητας":"μαχητικότητα",
"μαχητικού":"μαχητικός",
"μαχητικούς":"μαχητικός",
"μαχητικών":"μαχητικός",
"μάχιμα":"μάχιμος",
"μάχιμος":"μάχιμος",
"μαχλά":"μαχλά",
"μαχλάς":"μαχλάς",
"μαχμούντ":"μαχμούντ",
"μαχόμαστε":"μάχομαι",
"μαχόμενη":"μαχόμενος",
"μαχόμενης":"μαχόμενος",
"μαχόμενοι":"μαχόμενος",
"μαχόμενων":"μαχόμενος",
"μάχονται":"μάχομαι",
"μάχονταν":"μάχομαι",
"μαχόταν":"μάχομαι",
"μαχράτζε":"μαχράτζε",
"μαχών":"μάχη",
"μβ":"μβ",
"με":"εγώ",
"με":"με",
"μεα":"μεα",
"μεγ.":"μεγ.",
"μέγα":"μέγας",
"μεγαβάτ":"μεγαβάτ",
"μεγαθήρια":"μεγαθήριο",
"μεγάθυμη":"μεγάθυμος",
"μέγαιρα":"μέγαιρα",
"μεγαλα":"μεγάλος",
"μεγάλα":"μεγάλος",
"μεγάλε":"μεγάλος",
"μεγαλεία":"μεγαλείο",
"μεγαλείο":"μεγαλείο",
"μεγαλείου":"μεγαλείο",
"μεγαλειώδεις":"μεγαλειώδης",
"μεγαλειώδες":"μεγαλειώδης",
"μεγαλειώδη":"μεγαλειώδης",
"μεγαλειώδης":"μεγαλειώδης",
"μεγαλειώδους":"μεγαλειώδης",
"μεγαλέμποροι":"μεγαλέμπορος",
"μεγαλέμπορος":"μεγαλέμπορος",
"μεγαλεμπόρους":"μεγαλέμπορος",
"μεγαλεμπόρων":"μεγαλέμπορος",
"μεγαλέξανδρου":"μεγαλέξανδρου",
"μεγαλεπήβολα":"μεγαλεπήβολα",
"μεγαλεπήβολες":"μεγαλεπήβολος",
"μεγαλεπήβολο":"μεγαλεπήβολος",
"μεγαλεπήβολους":"μεγαλεπήβολος",
"μεγαλεπήβολων":"μεγαλεπήβολος",
"μεγαλες":"μεγάλος",
"μεγάλες":"μεγάλος",
"μεγαλη":"μεγάλος",
"μεγάλη":"μεγάλος",
"μεγάλή":"μεγάλος",
"μεγαλης":"μεγάλος",
"μεγάλης":"μεγάλος",
"μεγαλο":"μεγάλος",
"μεγάλο":"μεγάλος",
"μεγαλοαμπελουργού":"μεγαλοαμπελουργός",
"μεγαλοαπατεώνες":"μεγαλοαπατεώνας",
"μεγαλοαστικής":"μεγαλοαστικός",
"μεγαλοαστός":"μεγαλοαστός",
"μεγαλοαστών":"μεγαλοαστός",
"μεγαλογραφεία":"μεγαλογραφείο",
"μεγαλοεπενδυτής":"μεγαλοεπενδυτής",
"μεγαλοεπιχειρηματία":"μεγαλοεπιχειρηματίας",
"μεγαλοεπιχειρηματιών":"μεγαλοεπιχειρηματίας",
"μεγαλοεργολάβος":"μεγαλοεργολάβος",
"μεγαλοεργολάβους":"μεγαλοεργολάβος",
"μεγάλοι":"μεγάλος",
"μεγαλοκαρχαρίες":"μεγαλοκαρχαρίας",
"μεγαλοκαρχαριών":"μεγαλοκαρχαρίας",
"μεγαλοκαταπατητές":"μεγαλοκαταπατητές",
"μεγαλοκαταπατητών":"μεγαλοκαταπατητών",
"μεγαλοκομνηνοί":"μεγαλοκομνηνοί",
"μεγαλομανείς":"μεγαλομανής",
"μεγαλομανή":"μεγαλομανής",
"μεγαλομανία":"μεγαλομανία",
"μεγαλομανίας":"μεγαλομανία",
"μεγαλομάρτυρα":"μεγαλομάρτυρας",
"μεγαλομάρτυρας":"μεγαλομάρτυρας",
"μεγαλομαφιόζος":"μεγαλομαφιόζος",
"μεγαλομέτοχο":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλομέτοχοι":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλομέτοχος":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλομετόχου":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλομετόχους":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλομετόχων":"μεγαλομέτοχος",
"μεγαλόνησο":"μεγαλόνησος",
"μεγαλονήσου":"μεγαλόνησος",
"μεγαλοπαράγοντες":"μεγαλοπαράγοντας",
"μεγαλοπαραγόντων":"μεγαλοπαράγοντας",
"μεγαλόπνοα":"μεγαλόπνοος",
"μεγαλόπνοο":"μεγαλόπνοος",
"μεγαλοποίηση":"μεγαλοποίηση",
"μεγαλόπρεπα":"μεγαλόπρεπα",
"μεγαλοπρέπεια":"μεγαλοπρέπεια",
"μεγαλοπρεπείς":"μεγαλόπρεπος",
"μεγαλοπρεπές":"μεγαλόπρεπος",
"μεγαλοπρεπή":"μεγαλόπρεπος",
"μεγαλοπρεπης":"μεγαλόπρεπος",
"μεγαλοπρεπής":"μεγαλόπρεπος",
"μεγάλος":"μεγάλος",
"μεγαλοστελεχών":"μεγαλοστελεχών",
"μεγαλόστομες":"μεγαλόστομος",
"μεγαλοστομία":"μεγαλοστομία",
"μεγαλοστομίες":"μεγαλοστομία",
"μεγαλόστομος":"μεγαλόστομος",
"μεγαλοσύνη":"μεγαλοσύνη",
"μεγαλόσχημοι":"μεγαλόσχημος",
"μεγαλόσωμα":"μεγαλόσωμος",
"μεγαλόσωμου":"μεγαλόσωμος",
"μεγαλοτραπεζίτη":"μεγαλοτραπεζίτης",
"μεγάλου":"μεγάλος",
"μεγαλουπόλεις":"μεγαλούπολη",
"μεγαλουπόλεων":"μεγαλούπολη",
"μεγαλούπολη":"μεγαλούπολη",
"μεγαλούπολης":"μεγαλούπολη",
"μεγαλουργεί":"μεγαλουργώ",
"μεγαλουργείς":"μεγαλουργώ",
"μεγαλουργήσει":"μεγαλουργώ",
"μεγάλους":"μεγάλος",
"μεγαλοφυής":"μεγαλοφυής",
"μεγαλοφυΐας":"μεγαλοφυΐα",
"μεγαλόφωνα":"μεγαλόφωνα",
"μεγαλοφώνως":"μεγαλόφωνα",
"μεγαλοχώρι":"μεγαλοχώρι",
"μεγαλόψυχα":"μεγαλόψυχα",
"μεγαλοψυχία":"μεγαλοψυχία",
"μεγαλοψυχίας":"μεγαλοψυχία",
"μεγαλύτερα":"μεγάλος",
"μεγαλύτερες":"μεγάλος",
"μεγαλυτερη":"μεγάλος",
"μεγαλύτερη":"μεγάλος",
"μεγαλύτερή":"μεγάλος",
"μεγαλύτερης":"μεγάλος",
"μεγαλυτερο":"μεγάλος",
"μεγαλύτερο":"μεγάλος",
"μεγαλύτεροι":"μεγάλος",
"μεγαλύτερος":"μεγάλος",
"μεγαλύτερός":"μεγάλος",
"μεγαλυτέρου":"μεγάλος",
"μεγαλύτερου":"μεγάλος",
"μεγαλύτερους":"μεγάλος",
"μεγαλυτέρων":"μεγάλος",
"μεγαλύτερων":"μεγάλος",
"μεγαλωμένος":"μεγαλώνω",
"μεγάλων":"μεγάλος",
"μεγάλωναν":"μεγαλώνω",
"μεγάλωνε":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνει":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνεις":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνοντας":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνουμε":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνουν":"μεγαλώνω",
"μεγαλώνω":"μεγαλώνω",
"μεγάλως":"μεγάλως",
"μεγάλωσα":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσαμε":"μεγαλώνω",
"μεγάλωσαν":"μεγαλώνω",
"μεγάλωσε":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσει":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσεις":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσετε":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσουμε":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσουν":"μεγαλώνω",
"μεγαλώσω":"μεγαλώνω",
"μέγαρα":"μέγαρο",
"μεγαρο":"μέγαρο",
"μέγαρο":"μέγαρο",
"μεγάρου":"μέγαρο",
"μεγάρων":"μέγαρο",
"μεγας":"μέγας",
"μέγας":"μέγας",
"μεγάφωνα":"μεγάφωνο",
"μεγάφωνο":"μεγάφωνο",
"μέγγενη":"μέγκενη",
"μεγεθη":"μέγεθος",
"μεγέθη":"μέγεθος",
"μέγεθος":"μέγεθος",
"μέγεθός":"μέγεθος",
"μεγέθους":"μέγεθος",
"μεγεθύνει":"μεγεθύνω",
"μεγεθύνεται":"μεγεθύνω",
"μεγεθύνσεις":"μεγέθυνση",
"μεγέθυνση":"μεγέθυνση",
"μεγέθυνσης":"μεγέθυνση",
"μεγεθυντικό":"μεγεθυντικός",
"μεγεθυντικός":"μεγεθυντικός",
"μεγεθυσμένα":"μεγεθυσμένα",
"μεγεθών":"μέγεθος",
"μεγενθυμένες":"μεγενθυμένες",
"μέγιερ":"μέγιερ",
"μέγιστα":"μεγάλος",
"μεγιστάνα":"μεγιστάνας",
"μεγιστάνας":"μεγιστάνας",
"μεγιστάνες":"μεγιστάνας",
"μέγιστες":"μεγάλος",
"μεγίστη":"μεγάλος",
"μέγιστη":"μεγάλος",
"μεγίστην":"μεγάλος",
"μεγίστης":"μεγάλος",
"μέγιστης":"μεγάλος",
"μέγιστο":"μεγάλος",
"μέγιστοι":"μεγάλος",
"μεγιστοποιεί":"μεγιστοποιώ",
"μεγιστοποίησε":"μεγιστοποιώ",
"μεγιστοποίηση":"μεγιστοποίηση",
"μεγιστοποίησης":"μεγιστοποίηση",
"μέγιστος":"μεγάλος",
"μέγιστου":"μεγάλος",
"μέγιστους":"μεγάλος",
"μεγκ":"μεγκ",
"μέγκαν":"μέγκαν",
"μέγκαχεντ":"μέγκαχεντ",
"μέγκες":"μέγκες",
"μεδίνα":"μεδίνα",
"μεδουσα":"μέδουσα",
"μέδουσες":"μέδουσα",
"μεζάμ":"μεζάμ",
"μεζαρη":"μεζαρη",
"μεζέ":"μεζές",
"μεζεδάκια":"μεζεδάκι",
"μεζέδες":"μεζές",
"μεζεδοπωλείο":"μεζεδοπωλείο",
"μεζές":"μεζές",
"μεζονέτα":"μεζονέτα",
"μεζονετών":"μεζονετών",
"μεθ'":"μεθ''",
"μεθαδόνη":"μεθαδόνη",
"μεθαδόνης":"μεθαδόνη",
"μεθάνιο":"μεθάνιο",
"μεθανίου":"μεθάνιο",
"μεθανόλης":"μεθανόλη",
"μεθάς":"μεθώ",
"μεθαυριανή":"μεθαυριανός",
"μεθαύριο":"μεθαύριο",
"μεθεπομένη":"μεθεπόμενος",
"μεθεπόμενη":"μεθεπόμενος",
"μεθεπόμενης":"μεθεπόμενος",
"μεθεπόμενο":"μεθεπόμενος",
"μεθεπόμενου":"μεθεπόμενος",
"μέθη":"μέθη",
"μέθης":"μέθη",
"μεθοδεύει":"μεθοδεύω",
"μεθοδεύεται":"μεθοδεύω",
"μεθοδευμένες":"μεθοδευμένος",
"μεθοδευμένη":"μεθοδεύω",
"μεθόδευσαν":"μεθοδεύω",
"μεθόδευσε":"μεθοδεύω",
"μεθοδεύσεις":"μεθόδευση",
"μεθοδεύσεις":"μεθοδεύω",
"μεθοδεύσεων":"μεθόδευση",
"μεθόδευση":"μεθόδευση",
"μεθοδευτεί":"μεθοδεύω",
"μεθοδεύτηκε":"μεθοδεύω",
"μεθοδικά":"μεθοδικά",
"μεθοδικές":"μεθοδικός",
"μεθοδική":"μεθοδικός",
"μεθοδικό":"μεθοδικός",
"μεθοδικοί":"μεθοδικός",
"μεθοδικότητα":"μεθοδικότητα",
"μεθόδιος":"μεθόδιος",
"μεθοδίου":"μεθόδιος",
"μέθοδο":"μέθοδος",
"μέθοδό":"μέθοδος",
"μέθοδοι":"μέθοδος",
"μεθοδολογία":"μεθοδολογία",
"μεθοδολογίας":"μεθοδολογία",
"μεθοδολογικά":"μεθοδολογικός",
"μεθοδολογική":"μεθοδολογικός",
"μεθοδολογικό":"μεθοδολογικός",
"μεθοδολογικούς":"μεθοδολογικός",
"μέθοδος":"μέθοδος",
"μέθοδός":"μέθοδος",
"μεθοδου":"μέθοδος",
"μεθόδου":"μέθοδος",
"μεθόδους":"μέθοδος",
"μεθόδων":"μέθοδος",
"μεθοριακές":"μεθοριακός",
"μεθοριακή":"μεθοριακός",
"μεθοριακοί":"μεθοριακός",
"μεθόριο":"μεθόριος",
"μεθούν":"μεθώ",
"μεθύσι":"μεθύσι",
"μεθύσια":"μεθύσι",
"μεθυσιού":"μεθύσι",
"μεθυσμένη":"μεθυσμένος",
"μεθυσμένο":"μεθυσμένος",
"μεθυσμένοι":"μεθυσμένος",
"μεθυσμένος":"μεθυσμένος",
"μεθυσμένου":"μεθυσμένος",
"μέθυσο":"μέθυσος",
"μεθύσουμε":"μεθώ",
"μεθύσουν":"μεθώ",
"μεθύστακα":"μεθύστακας",
"μεθυστική":"μεθυστικός",
"μεθυστικό":"μεθυστικός",
"μέι":"μέι",
"μείγμα":"μείγμα",
"μείγματα":"μείγμα",
"μείγματος":"μείγμα",
"μειδίαμα":"μειδίαμα",
"μέιζι'":"μέιζι'",
"μείζον":"μεγάλος",
"μείζονα":"μεγάλος",
"μείζονες":"μεγάλος",
"μείζονος":"μεγάλος",
"μείζων":"μεγάλος",
"μέικερ":"μέικερ",
"μεικτά":"μικτά",
"μεικτές":"μεικτός",
"μεικτή":"μεικτός",
"μεικτής":"μεικτός",
"μεικτό":"μεικτός",
"μεικτόν":"μεικτός",
"μεικτού":"μεικτός",
"μεικτών":"μείκτης",
"μειλίχια":"μειλίχια",
"μεϊμαράκη":"μεϊμαράκης",
"μεϊμαράκης":"μεϊμαράκης",
"μείναμε":"μένω",
"μεινει":"μένω",
"μείνει":"μένω",
"μείνεις":"μένω",
"μείνετε":"μένω",
"μείνουμε":"μένω",
"μείνουν":"μένω",
"μεϊντάνη":"μεϊντάνη",
"μεϊντής":"μεϊντής",
"μείνω":"μένω",
"μείξη":"μείξη",
"μειοδότες":"μειοδότης",
"μειοδότη":"μειοδότης",
"μειοδότης":"μειοδότης",
"μειοδοτικό":"μειοδοτικός",
"μειοδότρια":"μειοδότρια",
"μείον":"μείον",
"μειονεκτεί":"μειονεκτώ",
"μειονέκτημα":"μειονέκτημα",
"μειονέκτημά":"μειονέκτημα",
"μειονεκτήματα":"μειονέκτημα",
"μειονεκτήματά":"μειονέκτημα",
"μειονεκτική":"μειονεκτικός",
"μειονεκτικής":"μειονεκτικός",
"μειονεκτικότητας":"μειονεκτικότητα",
"μειονεκτικών":"μειονεκτικός",
"μειονεκτούσας":"μειονεκτών",
"μειονεξία":"μειονεξία",
"μειονεξίας":"μειονεξία",
"μειονότητα":"μειονότητα",
"μειονότητας":"μειονότητα",
"μειονότητες":"μειονότητα",
"μειονοτήτων":"μειονότητα",
"μειονοτικό":"μειονοτικός",
"μειονοτικός":"μειονοτικός",
"μειονοτικούς":"μειονοτικός",
"μειονοτικών":"μειονοτικός",
"μειούμενη":"μειούμενος",
"μειούμενων":"μειούμενος",
"μειοψήφησε":"μειοψηφώ",
"μειοψηφία":"μειοψηφία",
"μειοψηφίας":"μειοψηφία",
"μειοψηφίες":"μειοψηφία",
"μειοψηφική":"μειοψηφικός",
"μειοψηφικής":"μειοψηφικός",
"μειοψηφικό":"μειοψηφικός",
"μειοψηφικών":"μειοψηφικός",
"μειοψηφιών":"μειοψηφία",
"μεΐρ":"μεΐρ",
"μειράκια":"μειράκιο",
"μεις":"εγώ",
"μέισεν":"μέισεν",
"μέισι":"μέισι",
"μέισον":"μέισον",
"μέιφιλντ":"μέιφιλντ",
"μεϊχίδε":"μεϊχίδε",
"μειωθεί":"μειώνω",
"μειώθηκαν":"μειώνω",
"μειώθηκε":"μειώνω",
"μειωθούν":"μειώνω",
"μειωμένα":"μειωμένος",
"μειωμένες":"μειωμένος",
"μειωμένη":"μειωμένος",
"μειωμένης":"μειώνω",
"μειωμένο":"μειωμένος",
"μειωμένος":"μειωμένος",
"μειωμένου":"μειωμένος",
"μειωμένους":"μειωμένος",
"μειωμένων":"μειωμένος",
"μείωναν":"μειώνω",
"μείωνε":"μειώνω",
"μειώνει":"μειώνω",
"μειώνεις":"μειώνω",
"μειώνεται":"μειώνω",
"μειώνονται":"μειώνω",
"μειώνονταν":"μειώνω",
"μειώνοντας":"μειώνω",
"μειωνόταν":"μειώνω",
"μειώνουν":"μειώνω",
"μείωσαν":"μειώνω",
"μείωσε":"μειώνω",
"μειώσει":"μειώνω",
"μειώσεις":"μείωση",
"μειώσετε":"μειώνω",
"μειώσεων":"μείωση",
"μειωση":"μείωση",
"μείωση":"μείωση",
"μείωσή":"μείωση",
"μείωσης":"μείωση",
"μειώσουμε":"μειώνω",
"μειώσουν":"μειώνω",
"μειώστε":"μειώνω",
"μειώσω":"μειώνω",
"μειωτικές":"μειωτικός",
"μέκε":"μέκε",
"μεκεδονιας":"μεκεδονιας",
"μεκεδονικος":"μεκεδονικος",
"μελά":"μελάς",
"μελαγχολεί":"μελαγχολώ",
"μελαγχολείτε":"μελαγχολώ",
"μελαγχολια":"μελαγχολία",
"μελαγχολία":"μελαγχολία",
"μελαγχολίας":"μελαγχολία",
"μελαγχολικά":"μελαγχολικά",
"μελαγχολικές":"μελαγχολικός",
"μελαγχολική":"μελαγχολικός",
"μελαγχολικής":"μελαγχολικός",
"μελαγχολικό":"μελαγχολικός",
"μελαγχολικός":"μελαγχολικός",
"μελάδων":"μελάς",
"μέλαθρο":"μέλαθρο",
"μελαμπιανάκης":"μελαμπιανάκης",
"μέλανα":"μελαίνω",
"μελανά":"μελανός",
"μελανές":"μελανός",
"μελάνη":"μελάνη",
"μελάνης":"μελάνη",
"μελάνθιο":"μελάνθιο",
"μελάνι":"μελάνι",
"μέλανι":"μέλανι",
"μελανιασμένο":"μελανιασμένος",
"μελανό":"μελανός",
"μελανότερες":"μελανός",
"μελάνωμα":"μελάνωμα",
"μελανώματος":"μελάνωμα",
"μελανωμάτων":"μελάνωμα",
"μελας":"μελάς",
"μελάς":"μελάς",
"μελάσα":"μελάσα",
"μελαχρινή":"μελαχρινός",
"μελαχρινό":"μελαχρινός",
"μελαχρωστική":"μελαχρωστική",
"μελβίλ":"μελβίλ",
"μέλβιν":"μέλβιν",
"μελβούρνη":"μελβούρνη",
"μελβουρνης":"μελβούρνη",
"μελβούρνης":"μελβούρνη",
"μελελούδη":"μελελούδη",
"μελελούδης":"μελελούδης",
"μελετά":"μελετώ",
"μελετάει":"μελετώ",
"μελετάμε":"μελετώ",
"μελετάς":"μελετώ",
"μελετάται":"μελετώ",
"μελετάτε":"μελετώ",
"μελετες":"μελέτη",
"μελέτες":"μελέτη",
"μελετη":"μελέτη",
"μελέτη":"μελέτη",
"μελετηθεί":"μελετώ",
"μελετήθηκαν":"μελετώ",
"μελετηθούν":"μελετώ",
"μελετήματα":"μελέτημα",
"μελετημένα":"μελετώ",
"μελετημένες":"μελετώ",
"μελετημένη":"μελετώ",
"μελετημένο":"μελετώ",
"μελέτη-πρόταση":"μελέτη-πρόταση",
"μελέτης":"μελέτη",
"μελέτησαν":"μελετώ",
"μελέτησε":"μελετώ",
"μελετήσει":"μελετώ",
"μελέτης-κατασκευής":"μελέτης-κατασκευής",
"μελετήσουμε":"μελετώ",
"μελετήσουν":"μελετώ",
"μελετήστε":"μελετώ",
"μελετητές":"μελετητής",
"μελετητή":"μελετητής",
"μελετητής":"μελετητής",
"μελετητικά":"μελετητικός",
"μελετητική":"μελετητικός",
"μελετητών":"μελετητής",
"μελετιάδη":"μελετιάδη",
"μελετικά":"μελετικά",
"μελέτογλου":"μελέτογλου",
"μελετούμε":"μελετώ",
"μελετούν":"μελετώ",
"μελετούσα":"μελετώ",
"μελετούσε":"μελετώ",
"μελετών":"μελέτη",
"μελετώνται":"μελετώ",
"μελετώντας":"μελετώ",
"μέλη":"μέλος",
"μέλη-επιχειρήσεις":"μέλη-επιχειρήσεις",
"μέλημα":"μέλημα",
"μέλημά":"μέλημα",
"μελήματα":"μέλημα",
"μελής":"μελής",
"μέλι":"μέλι",
"μέλια":"μέλι",
"μελιβοίας":"μελιβοίας",
"μελιδης":"μελιδης",
"μελίδης":"μελίδης",
"μελιδόνα":"μελιδόνα",
"μελίκη":"μελίκη",
"μελίκη-καστοριά":"μελίκη-καστοριά",
"μελικίδης":"μελικίδης",
"μελίνα":"μελίνα",
"μελίνας":"μελίνα",
"μελιού":"μελής",
"μελισσα":"μέλισσα",
"μελισσά":"μελισσά",
"μέλισσα":"μέλισσα",
"μελισσανίδης":"μελισσανίδης",
"μελισσαρίδης":"μελισσαρίδης",
"μέλισσες":"μέλισσα",
"μελίσση":"μελίσση",
"μελισσης":"μελισσης",
"μελίσσης":"μελίσσης",
"μελίσσια":"μελίσσι",
"μελισσίδης":"μελισσίδης",
"μελισσινό":"μελισσινό",
"μελισσοκομία":"μελισσοκομία",
"μελισσοκομίας":"μελισσοκομία",
"μελισσοκομικά":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκομικές":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκομική":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκομικής":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκομικό":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκομικών":"μελισσοκομικός",
"μελισσοκόμος":"μελισσοκόμος",
"μελισσοσμήνη":"μελισσοσμήνη",
"μελισσοχώρι":"μελισσοχώρι",
"μελιτέας":"μελιτέας",
"μελιτζάνα":"μελιτζάνα",
"μελιτζάνας":"μελιτζάνα",
"μελιτζανάς":"μελιτζανάς",
"μελιτζάνες":"μελιτζάνα",
"μέλιτος":"μέλιτος",
"μέλιτός":"μέλιτος",
"μέλκουνι":"μέλκουνι",
"μέλλει":"μέλλω",
"μελλοθάνατος":"μελλοθάνατος",
"μελλοθάνατου":"μελλοθάνατος",
"μελλοθανάτων":"μελλοθάνατος",
"μελλοθάνατων":"μελλοθάνατος",
"μελλον":"μέλλον",
"μέλλον":"μέλλον",
"μέλλοντα":"μέλλων",
"μέλλοντες":"μέλλων",
"μελλοντικά":"μελλοντικά",
"μελλοντικά":"μελλοντικός",
"μελλοντικές":"μελλοντικός",
"μελλοντική":"μελλοντικός",
"μελλοντικής":"μελλοντικός",
"μελλοντικό":"μελλοντικός",
"μελλοντικοί":"μελλοντικός",
"μελλοντικός":"μελλοντικός",
"μελλοντικού":"μελλοντικός",
"μελλοντικούς":"μελλοντικός",
"μελλοντικών":"μελλοντικός",
"μελλοντολογίας":"μελλοντολογία",
"μελλοντολογικό":"μελλοντολογικός",
"μελλοντολόγοι":"μελλοντολόγος",
"μελλοντολόγος":"μελλοντολόγος",
"μελλοντολόγους":"μελλοντολόγος",
"μέλλοντος":"μέλλον",
"μέλλοντός":"μέλλον",
"μελλόνυμφοι":"μελλόνυμφος",
"μελλούμενες":"μελλούμενος",
"μελλούμενο":"μελλούμενος",
"μέλλουν":"μέλλω",
"μέλλουσα":"μέλλων",
"μέλλουσες":"μέλλων",
"μέλλων":"μέλλων",
"μελό":"μελό",
"μέλο":"μέλο",
"μελόδραμα":"μελόδραμα",
"μελοδραματική":"μελοδραματικός",
"μελοδραματικής":"μελοδραματικός",
"μελομακάρονα":"μελομακάρονο",
"μέλον":"μέλον",
"μελοποιημένα":"μελοποιώ",
"μελοποιημένη":"μελοποιώ",
"μελοποίησε":"μελοποιώ",
"μέλορ":"μέλορ",
"μέλος":"μέλος",
"μέλους":"μέλος",
"μέλπω":"μέλπω",
"μελτεμιών":"μελτέμι",
"μέλχιοτ":"μέλχιοτ",
"μελωδία":"μελωδία",
"μελωδίας":"μελωδία",
"μελωδίες":"μελωδία",
"μελωδικά":"μελωδικά",
"μελωδική":"μελωδικός",
"μελωδικό":"μελωδικός",
"μελωδό":"μελωδός",
"μελωδού":"μελωδός",
"μελωμένο":"μελώνω",
"μελων":"μέλος",
"μελών":"μέλος",
"μεμά":"μεμά",
"μεμάς":"μεμάς",
"μεμβράνες":"μεμβράνη",
"μεμβράνη":"μεμβράνη",
"μεμβράνης":"μεμβράνη",
"μεμέτ":"μεμέτ",
"μεμιάς":"μεμιάς",
"μεμονωμένα":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένες":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένη":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένο":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένοι":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένου":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένους":"μεμονωμένος",
"μεμονωμένων":"μεμονωμένος",
"μεμόριαλ":"μεμόριαλ",
"μέμος":"μέμος",
"μέμου":"μέμου",
"μεμπτό":"μεμπτός",
"μέμφεται":"μέμφομαι",
"μέμφιδας":"μέμφιδας",
"μέμφομαι":"μέμφομαι",
"μεμψιμοιρεί":"μεμψιμοιρώ",
"μεμψιμοιρείς":"μεμψιμοιρώ",
"μεμψιμοιρίες":"μεμψιμοιρία",
"μεμψίμοιρο":"μεμψίμοιρος",
"μεμψιμοιρούν":"μεμψιμοιρώ",
"μεμψιμοιρώ":"μεμψιμοιρώ",
"μεν":"μεν",
"μένα":"εγώ",
"μέναμε":"μένω",
"μένανδρος":"μένανδρος",
"μένανε":"μένω",
"μεναχέμ":"μεναχέμ",
"μενεγάκη":"μενεγάκη",
"μενεγκίν":"μενεγκίν",
"μενέζ":"μενέζ",
"μένει":"μένω",
"μένεις":"μένω",
"μενέλαο":"μενέλαος",
"μενελαος":"μενέλαος",
"μενελάου":"μενέλαος",
"μένεμ":"μένεμ",
"μενεμένη":"μενεμένη",
"μενεμένης":"μενεμένης",
"μενέν":"μενέν",
"μενεξοπουλοι":"μενεξοπουλοι",
"μενεσιδης":"μενεσιδης",
"μενεσίδης":"μενεσίδης",
"μένετε":"μένω",
"μενετοί":"μενετός",
"μένζις":"μένζις",
"μενζόν":"μενζόν",
"μένη":"μένη",
"μένοντας":"μένω",
"μενόρκα":"μενόρκα",
"μένος":"μένος",
"μενού":"μενού",
"μένου":"μένου",
"μένουμε":"μένω",
"μένουν":"μένω",
"μένουνε":"μένω",
"μένους":"μένος",
"μενσεβίκικη":"μενσεβίκικος",
"μεντ":"μεντ",
"μεντβέντια":"μεντβέντια",
"μέντεζ":"μέντεζ",
"μέντεκας":"μέντεκας",
"μέντες":"μέντα",
"μέντζος":"μέντζος",
"μεντή":"μεντή",
"μεντ-ηλυσιακός":"μεντ-ηλυσιακός",
"μεντίνα":"μεντίνα",
"μέντιουμ":"μέντιουμ",
"μεντιτερανέ":"μεντιτερανέ",
"μέντοους":"μέντοους",
"μέντορα":"μέντορας",
"μέντορά":"μέντορας",
"μέντοράς":"μέντορας",
"μέντορές":"μέντορας",
"μένω":"μένω",
"μεξικάνικα":"μεξικάνικος",
"μεξικάνικες":"μεξικάνικος",
"μεξικανική":"μεξικανικός",
"μεξικανικής":"μεξικανικός",
"μεξικανικό":"μεξικανικός",
"μεξικάνικο":"μεξικάνικος",
"μεξικανικός":"μεξικανικός",
"μεξικανικού":"μεξικανικός",
"μεξικανό":"μεξικανός",
"μεξικάνο":"μεξικάνος",
"μεξικάνος":"μεξικάνος",
"μεξικανού":"μεξικανός",
"μεξικάνου":"μεξικάνος",
"μεξικανών":"μεξικανός",
"μεξικο":"μεξικό",
"μεξικό":"μεξικό",
"μεξικού":"μεξικό",
"μεόνι":"μεόνι",
"μεπ":"μεπ",
"μεπαρασβιλι":"μεπαρασβιλι",
"μεπερασβιλι":"μεπερασβιλι",
"μεπερασβίλι":"μεπερασβίλι",
"μερα":"μέρα",
"μέρα":"μέρα",
"μεράκι":"μεράκι",
"μερακλήδες":"μερακλής",
"μέρα-νύχτα":"μέρα-νύχτα",
"μεραρχία":"μεραρχία",
"μεραρχίας":"μεραρχία",
"μεραρχίες":"μεραρχία",
"μέρας":"μέρα",
"μέρει":"μέρει",
"μερεμέτια":"μερεμέτι",
"μέρεντιθ":"μέρεντιθ",
"μερες":"μέρα",
"μέρες":"μέρα",
"μερεσιώτης":"μερεσιώτης",
"μερετάκης":"μερετάκης",
"μερη":"μέρος",
"μέρη":"μέρος",
"μέρι":"μέρι",
"μεριά":"μεριά",
"μερίδα":"μερίδα",
"μερίδας":"μερίδα",
"μερίδες":"μερίδα",
"μερίδια":"μερίδιο",
"μερίδιο":"μερίδιο",
"μερίδιό":"μερίδιο",
"μεριδίου":"μερίδιο",
"μεριδίων":"μερίδιο",
"μεριές":"μεριά",
"μερικά":"μερικοί",
"μερικές":"μερικοί",
"μερική":"μερικός",
"μερικής":"μερικός",
"μερικό":"μερικός",
"μερικοί":"μερικοί",
"μερικού":"μερικός",
"μερικούς":"μερικοί",
"μερικών":"μερικοί",
"μερικώς":"μερικώς",
"μέριλ":"μέριλ",
"μέριλαντ":"μέριλαντ",
"μέριλιν":"μέριλιν",
"μέριμνα":"μέριμνα",
"μεριμνά":"μεριμνώ",
"μέριμνας":"μέριμνα",
"μέριμνες":"μέριμνα",
"μεριμνήσαμε":"μεριμνώ",
"μερίμνησαν":"μεριμνώ",
"μερίμνησε":"μεριμνώ",
"μεριμνήσει":"μεριμνώ",
"μερίμνησες":"μεριμνώ",
"μεριμνούσε":"μεριμνώ",
"μεριμνώντας":"μεριμνώ",
"μερίνο":"μερίνο",
"μέρισμα":"μέρισμα",
"μερίσματα":"μέρισμα",
"μερισματική":"μερισματικός",
"μερισματος":"μέρισμα",
"μερίσματος":"μέρισμα",
"μερισμάτων":"μέρισμα",
"μερίττα":"μερίττα",
"μερκ":"μερκ",
"μέρκελ":"μέρκελ",
"μερκούρη":"μερκούρης",
"μερμήγκια":"μερμήγκι",
"μέρντοκ":"μέρντοκ",
"μέρντοχ":"μέρντοχ",
"μεροκάματα":"μεροκάματο",
"μεροκαματιάρη":"μεροκαματιάρης",
"μεροκαματιάρηδων":"μεροκαματιάρης",
"μεροκάματο":"μεροκάματο",
"μεροκάματό":"μεροκάματο",
"μεροκάματου":"μεροκάματο",
"μεροληπτεί":"μεροληπτώ",
"μεροληπτικά":"μεροληπτικά",
"μεροληπτική":"μεροληπτικός",
"μεροληψία":"μεροληψία",
"μερόνυχτα":"μερόνυχτο",
"μερόπη":"μερόπη",
"μερος":"μέρος",
"μέρος":"μέρος",
"μέρους":"μέρος",
"μερσέν":"μερσέν",
"μερσεντές":"μερσεντές",
"μερσέντες":"μερσέντες",
"μερσιάδου":"μερσιάδου",
"μέρσον":"μέρσον",
"μέρτεν":"μέρτεν",
"μερτζανή":"μερτζανή",
"μερτζάνης":"μερτζάνης",
"μερτζανίδης":"μερτζανίδης",
"μέρτζος":"μέρτζος",
"μερτσέντες":"μερτσέντες",
"μέρφι":"μέρφι",
"μέρχι":"μέρχι",
"μερών":"μέρος",
"μές":"μές",
"μες":"μέσα",
"μεσα":"μέσα",
"μέσα":"μέσα",
"μέσα":"μέσο",
"μέσα":"μέσος",
"μεσάαλ":"μεσάαλ",
"μεσάζοντες":"μεσάζοντας",
"μεσαζόντων":"μεσάζοντας",
"μεσαία":"μεσαίος",
"μεσαίας":"μεσαίος",
"μεσαίες":"μεσαίος",
"μεσάικου":"μεσάικου",
"μεσαίο":"μεσαίος",
"μεσαίοι":"μεσαίος",
"μεσαίου":"μεσαίος",
"μεσαίων":"μεσαίος",
"μεσαίωνα":"μεσαίωνας",
"μεσαιωνας":"μεσαίωνας",
"μεσαίωνας":"μεσαίωνας",
"μεσαιωνικά":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικές":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνική":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικής":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικο":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικό":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικοί":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικός":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικού":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικούς":"μεσαιωνικός",
"μεσαιωνικών":"μεσαιωνικός",
"μεσανατολικό":"μεσανατολικός",
"μεσανατολικού":"μεσανατολικός",
"μεσάνυκτα":"μεσάνυκτα",
"μεσάνυχτα":"μεσάνυχτα",
"μεσατζέρο":"μεσατζέρο",
"μέσε":"μέσος",
"μεσέρδη":"μεσέρδη",
"μεσέρδης":"μεσέρδης",
"μεσεριάκοφ":"μεσεριάκοφ",
"μεσερτζόγλου":"μεσερτζόγλου",
"μέσες":"μέσος",
"μέση":"μέση",
"μέση":"μέσος",
"μεσήλικα":"μεσήλικας",
"μεσήλικας":"μεσήλικας",
"μεσήλικες":"μεσήλικας",
"μεσήλικοι":"μεσήλικος",
"μεσημβρια":"μεσημβρία",
"μεσήμβρια":"μεσήμβρια",
"μεσημβριας":"μεσημβρία",
"μεσήμβριας":"μεσήμβριας",
"μεσημβρινές":"μεσημβρινός",
"μεσημβρινή":"μεσημβρινός",
"μεσημβρινής":"μεσημβρινός",
"μεσημβρινό":"μεσημβρινός",
"μεσημβρινοί":"μεσημβρινός",
"μεσημβρινών":"μεσημβρινός",
"μεσημεράκι":"μεσημεράκι",
"μεσημέρι":"μεσημέρι",
"μεσημεριανή":"μεσημεριανός",
"μεσημεριανο":"μεσημεριανός",
"μεσημεριανό":"μεσημεριανός",
"μεσημεριανού":"μεσημεριανός",
"μεσημέριασε":"μεσημεριάζω",
"μεσημεριάτικα":"μεσημεριάτικα",
"μεσημέρι-βράδυ":"μεσημέρι-βράδυ",
"μέσης":"μέσος",
"μέσι":"μέσι",
"μεσιακάρης":"μεσιακάρης",
"μεσιάρης":"μεσιάρης",
"μεσίνα":"μεσίνα",
"μεσίστιες":"μεσίστιος",
"μεσίτες":"μεσίτης",
"μεσίτης":"μεσίτης",
"μεσιτικές":"μεσιτικός",
"μεσιτων":"μεσίτης",
"μέσο":"μέσο",
"μέσο":"μέσος",
"μεσοαμυντική":"μεσοαμυντικός",
"μεσοαμυντικό":"μεσοαμυντικός",
"μεσοαμυντικός":"μεσοαμυντικός",
"μεσοαμυντικού":"μεσοαμυντικός",
"μεσοαστικής":"μεσοαστικός",
"μεσοαστοί":"μεσοαστός",
"μεσοαστρική":"μεσοαστρικός",
"μεσοαστρικής":"μεσοαστρικός",
"μεσοβδόμαδα":"μεσοβδόμαδα",
"μεσοβέζικη":"μεσοβέζικος",
"μεσογειακά":"μεσογειακός",
"μεσογειακές":"μεσογειακός",
"μεσογειακη":"μεσογειακός",
"μεσογειακή":"μεσογειακός",
"μεσογειακής":"μεσογειακός",
"μεσογειακό":"μεσογειακός",
"μεσογειακοί":"μεσογειακός",
"μεσογειακός":"μεσογειακός",
"μεσογειακού":"μεσογειακός",
"μεσογειακούς":"μεσογειακός",
"μεσογειακών":"μεσογειακός",
"μεσόγειο":"μεσόγειος",
"μεσογειος":"μεσόγειος",
"μεσόγειος":"μεσόγειος",
"μεσογειου":"μεσόγειος",
"μεσογείου":"μεσόγειος",
"μεσοδιάστημα":"μεσοδιάστημα",
"μεσοδιαστήματος":"μεσοδιάστημα",
"μεσοδυτικές":"μεσοδυτικές",
"μεσοεπιθετικός":"μεσοεπιθετικός",
"μεσοεπιθετικού":"μεσοεπιθετικός",
"μεσοεπιθετικών":"μεσοεπιθετικός",
"μέσοι":"μέσος",
"μεσοκοιλιακού":"μεσοκοιλιακός",
"μεσόκοπης":"μεσόκοπος",
"μεσόκοποι":"μεσόκοπος",
"μεσόκοπος":"μεσόκοπος",
"μεσολαβεί":"μεσολαβώ",
"μεσολάβησαν":"μεσολαβώ",
"μεσολάβησε":"μεσολαβώ",
"μεσολαβήσει":"μεσολαβώ",
"μεσολαβήσεις":"μεσολαβώ",
"μεσολάβησες":"μεσολαβώ",
"μεσολάβηση":"μεσολάβηση",
"μεσολάβησης":"μεσολάβηση",
"μεσολαβήσουν":"μεσολαβώ",
"μεσολαβητές":"μεσολαβητής",
"μεσολαβητή":"μεσολαβητής",
"μεσολαβητής":"μεσολαβητής",
"μεσολαβητική":"μεσολαβητικός",
"μεσολαβητών":"μεσολαβητής",
"μεσολαβούν":"μεσολαβώ",
"μεσολαβούσε":"μεσολαβώ",
"μεσολόγγι":"μεσολόγγι",
"μεσολογγίου":"μεσολόγγι",
"μεσολογίτη":"μεσολογίτη",
"μεσολούρι":"μεσολούρι",
"μεσολουρίου":"μεσολουρίου",
"μεσο-μακροπρόθεσμα":"μεσο-μακροπρόθεσμα",
"μεσομακροπρόθεσμη":"μεσομακροπρόθεσμος",
"μεσομακροχρόνια":"μεσομακροχρόνια",
"μεσομακροχρόνιες":"μεσομακροχρόνιες",
"μέσον":"μέσο",
"μεσοπέλαγα":"μεσοπέλαγα",
"μεσοπολεμική":"μεσοπολεμικός",
"μεσοπολεμικού":"μεσοπολεμικός",
"μεσοπόλεμο":"μεσοπόλεμος",
"μεσοπολέμου":"μεσοπόλεμος",
"μεσοποταμία":"μεσοποταμία",
"μεσοποταμίας":"μεσοποταμίας",
"μεσοπρόθεσμα":"μεσοπρόθεσμα",
"μεσοπρόθεσμα":"μεσοπρόθεσμος",
"μεσοπρόθεσμες":"μεσοπρόθεσμος",
"μεσοπρόθεσμη":"μεσοπρόθεσμος",
"μεσοπρόθεσμο":"μεσοπρόθεσμος",
"μεσοπρόθεσμων":"μεσοπρόθεσμος",
"μέσος":"μέσος",
"μεσοσπονδύλια":"μεσοσπονδύλιος",
"μεσοσπονδυλίου":"μεσοσπονδύλιος",
"μεσοσταθμικά":"μεσοσταθμικά",
"μεσοσταθμική":"μεσοσταθμική",
"μεσόσφαιρα":"μεσόσφαιρα",
"μεσοτοιχία":"μεσοτοιχία",
"μέσου":"μέσο",
"μέσου":"μέσος",
"μεσούνη":"μεσούνη",
"μεσούντος":"μεσούντος",
"μεσουρανεί":"μεσουρανώ",
"μεσουρανούσαν":"μεσουρανώ",
"μέσους":"μέσος",
"μεσούσης":"μεσούσης",
"μεσούτ":"μεσούτ",
"μέσου-υψηλού":"μέσου-υψηλού",
"μεσοχώρας":"μεσοχώρας",
"μεσοχωριτη":"μεσοχωρίτης",
"μεσοχωριτης":"μεσοχωρίτης",
"μεσσήνης":"μεσσήνη",
"μεσσηνία":"μεσσηνία",
"μεσσηνιακή":"μεσσηνιακός",
"μεσσηνιακοί":"μεσσηνιακός",
"μεσσηνιακός":"μεσσηνιακός",
"μεσσηνίας":"μεσσηνία",
"μεσσία":"μεσσίας",
"μεσσιανικό":"μεσσιανικός",
"μεσσιανισμό":"μεσσιανισμός",
"μεσσίες":"μεσσίας",
"μεσσίνα":"μεσσίνα",
"μεστάγια":"μεστάγια",
"μεστές":"μεστός",
"μεστή":"μεστός",
"μεστό":"μεστός",
"μεστός":"μεστός",
"μεσφίν":"μεσφίν",
"μεσω":"μέσω",
"μέσω":"μέσω",
"μέσων":"μέσο",
"μετ'":"μετά",
"μετα":"μετά",
"μετά":"μετά",
"μέτα":"μέτα",
"μεταβαίνει":"μεταβαίνω",
"μεταβαίνουν":"μεταβαίνω",
"μεταβάλει":"μεταβάλλω",
"μεταβάλλει":"μεταβάλλω",
"μεταβάλλεται":"μεταβάλλω",
"μεταβαλλόμενες":"μεταβαλλόμενος",
"μεταβαλλόμενο":"μεταβαλλόμενος",
"μεταβαλλόμενων":"μεταβαλλόμενος",
"μεταβάλλονται":"μεταβάλλω",
"μεταβάλλοντας":"μεταβάλλω",
"μεταβάλλουν":"μεταβάλλω",
"μεταβάλουν":"μεταβάλλω",
"μεταβάλω":"μεταβάλλω",
"μετάβαση":"μετάβαση",
"μετάβασή":"μετάβαση",
"μετάβασης":"μετάβαση",
"μεταβατικές":"μεταβατικός",
"μεταβατική":"μεταβατικός",
"μεταβατικής":"μεταβατικός",
"μεταβατικό":"μεταβατικός",
"μεταβατικού":"μεταβατικός",
"μεταβατικούς":"μεταβατικός",
"μεταβεί":"μεταβαίνω",
"μεταβιβάζει":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάζεται":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάζονται":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάζονταν":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάζουν":"μεταβιβάζω",
"μεταβίβασε":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάσει":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάσεις":"μεταβίβαση",
"μεταβιβάσεων":"μεταβίβαση",
"μεταβίβαση":"μεταβίβαση",
"μεταβίβασή":"μεταβίβαση",
"μεταβίβασης":"μεταβίβαση",
"μεταβιβασθούν":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβαστεί":"μεταβιβάζω",
"μεταβιβάστηκε":"μεταβιβάζω",
"μεταβιομηχανική":"μεταβιομηχανικός",
"μεταβιομηχανικής":"μεταβιομηχανικός",
"μεταβληθεί":"μεταβάλλω",
"μεταβλήθηκαν":"μεταβάλλω",
"μεταβλήθηκε":"μεταβάλλω",
"μεταβληθούν":"μεταβάλλω",
"μεταβλητά":"μεταβλητός",
"μεταβλητή":"μεταβλητός",
"μεταβλητοί":"μεταβλητός",
"μεταβλητότητα":"μεταβλητότητα",
"μεταβολές":"μεταβολή",
"μεταβολή":"μεταβολή",
"μεταβολης":"μεταβολή",
"μεταβολής":"μεταβολή",
"μεταβολίζει":"μεταβολίζει",
"μεταβολικές":"μεταβολικός",
"μεταβολισμό":"μεταβολισμός",
"μεταβολισμού":"μεταβολισμός",
"μεταβολών":"μεταβολή",
"μεταβούν":"μεταβαίνω",
"μεταβυζαντινές":"μεταβυζαντινός",
"μεταβυζαντινής":"μεταβυζαντινός",
"μεταγγίσεις":"μετάγγιση",
"μεταγγίσεων":"μετάγγιση",
"μετάγγιση":"μετάγγιση",
"μεταγγίσουν":"μεταγγίζω",
"μεταγενέστερα":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστερη":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστερο":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστεροι":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστερου":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστερους":"μεταγενέστερος",
"μεταγενέστερων":"μεταγενέστερος",
"μεταγραφεί":"μεταγράφω",
"μεταγραφες":"μεταγραφή",
"μεταγραφές":"μεταγραφή",
"μεταγραφή":"μεταγραφή",
"μεταγράφηκε":"μεταγράφω",
"μεταγραφής":"μεταγραφή",
"μεταγραφικα":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικά":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικές":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικη":"μεταγραφικός",
"μεταγραφική":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικής":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικο":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικό":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικός":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικού":"μεταγραφικός",
"μεταγραφικών":"μεταγραφικός",
"μεταγραφολογία":"μεταγραφολογία",
"μεταγραφολογίας":"μεταγραφολογία",
"μεταγραφων":"μεταγραφή",
"μεταγραφών":"μεταγραφή",
"μεταγωγές":"μεταγωγή",
"μεταγωγή":"μεταγωγή",
"μεταγωγής":"μεταγωγή",
"μεταγωγικά":"μεταγωγικός",
"μεταγωγικό":"μεταγωγικός",
"μεταγωγών":"μεταγωγή",
"μεταδιδακτορικές":"μεταδιδακτορικός",
"μεταδιδακτορική":"μεταδιδακτορικός",
"μεταδιδακτορικοί":"μεταδιδακτορικός",
"μεταδίδει":"μεταδίδω",
"μεταδίδεις":"μεταδίδω",
"μεταδίδεται":"μεταδίδω",
"μεταδίδετε":"μεταδίδω",
"μεταδιδόμενα":"μεταδιδόμενος",
"μεταδιδόμενοι":"μεταδιδόμενος",
"μεταδίδονται":"μεταδίδω",
"μεταδίδοντας":"μεταδίδω",
"μεταδιδόταν":"μεταδίδω",
"μεταδίδουν":"μεταδίδω",
"μεταδίδω":"μεταδίδω",
"μεταδικτατορική":"μεταδικτατορικός",
"μεταδοθεί":"μεταδίδω",
"μεταδόθηκαν":"μεταδίδω",
"μεταδόθηκε":"μεταδίδω",
"μεταδοθούν":"μεταδίδω",
"μεταδοσh":"μετάδοση",
"μεταδόσεις":"μετάδοση",
"μεταδόσεων":"μετάδοση",
"μεταδόσεως":"μετάδοση",
"μεταδοση":"μετάδοση",
"μετάδοση":"μετάδοση",
"μετάδοσή":"μετάδοση",
"μετάδοσης":"μετάδοση",
"μετάδοσής":"μετάδοση",
"μεταδοτικά":"μεταδοτικός",
"μεταδοτική":"μεταδοτικός",
"μεταδώσει":"μεταδίδω",
"μεταδώσεις":"μεταδίδω",
"μεταδώσετε":"μεταδίδω",
"μεταδώσουμε":"μεταδίδω",
"μεταδώσουν":"μεταδίδω",
"μεταδώσω":"μεταδίδω",
"μεταθανάτια":"μεταθανάτιος",
"μεταθανάτιας":"μεταθανάτιος",
"μεταθέσει":"μεταθέτω",
"μεταθέσεις":"μετάθεση",
"μεταθέσεις":"μεταθέτω",
"μεταθέσεων":"μετάθεση",
"μεταθεση":"μετάθεση",
"μετάθεση":"μετάθεση",
"μετάθεσης":"μετάθεση",
"μεταθέτει":"μεταθέτω",
"μεταθέτοντας":"μεταθέτω",
"μεταθέτουν":"μεταθέτω",
"μεταίχμιο":"μεταίχμιο",
"μετακαλέσουν":"μετακαλώ",
"μετακατοχικής":"μετακατοχικός",
"μετακινείται":"μετακινώ",
"μετακινηθεί":"μετακινώ",
"μετακινηθείτε":"μετακινώ",
"μετακινήθηκαν":"μετακινώ",
"μετακινηθούν":"μετακινώ",
"μετακίνησαν":"μετακινώ",
"μετακινήσει":"μετακινώ",
"μετακινήσεις":"μετακίνηση",
"μετακινήσεων":"μετακίνηση",
"μετακινήσεών":"μετακίνηση",
"μετακινήσεως":"μετακίνηση",
"μετακίνηση":"μετακίνηση",
"μετακίνησή":"μετακίνηση",
"μετακίνησης":"μετακίνηση",
"μετακίνησής":"μετακίνηση",
"μετακινήσουν":"μετακινώ",
"μετακινούμαι":"μετακινώ",
"μετακινούμενοι":"μετακινούμενος",
"μετακινούμενους":"μετακινούμενος",
"μετακινούνται":"μετακινώ",
"μετακινώντας":"μετακινώ",
"μετακλασικών":"μετακλασικός",
"μετακόμιζε":"μετακομίζω",
"μετακομιζει":"μετακομίζω",
"μετακομίζει":"μετακομίζω",
"μετακομίζουν":"μετακομίζω",
"μετακόμισαν":"μετακομίζω",
"μετακόμισε":"μετακομίζω",
"μετακομίσει":"μετακομίζω",
"μετακομίσετε":"μετακομίζω",
"μετακόμιση":"μετακόμιση",
"μετακόμισης":"μετακόμιση",
"μετακομίσουμε":"μετακομίζω",
"μετακομίσουν":"μετακομίζω",
"μετακομίστηκαν":"μετακομίζω",
"μετακυληθεί":"μετακυληθεί",
"μετακυλήσουν":"μετακυλώ",
"μετακυλίεται":"μετακυλίω",
"μετακύλιση":"μετακύλιση",
"μετακύλισης":"μετακύλιση",
"μετακυλιστεί":"μετακυλώ",
"μεταλαμπαδευθεί":"μεταλαμπαδεύω",
"μεταλαμπαδεύσει":"μεταλαμπαδεύω",
"μεταλαμπάδευσης":"μεταλαμπάδευση",
"μετάληψη":"μετάληψη",
"μετάλιο":"μετάλιο",
"μέταλλα":"μέταλλο",
"μεταλλαγές":"μεταλλαγή",
"μεταλλαγή":"μεταλλαγή",
"μεταλλαγμένα":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένες":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένη":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένο":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένοι":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένος":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένου":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένους":"μεταλλαγμένος",
"μεταλλαγμένων":"μεταλλαγμένος",
"μετάλλαξε":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάξει":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάξεις":"μεταλλάσσω",
"μετάλλαξη":"μετάλλαξη",
"μετάλλαξή":"μετάλλαξη",
"μεταλλαξιγόνων":"μεταλλαξιγόνων",
"μεταλλαξιογόνα":"μεταλλαξιογόνα",
"μεταλλαξιογόνων":"μεταλλαξιογόνων",
"μεταλλάξουμε":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάξουν":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάσσει":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάσσεται":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάσσονται":"μεταλλάσσω",
"μεταλλασσόταν":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάσσουν":"μεταλλάσσω",
"μεταλλαχθεί":"μεταλλάσσω",
"μεταλλάχθηκε":"μεταλλάσσω",
"μεταλλαχθούν":"μεταλλάσσω",
"μεταλλεια":"μεταλλείο",
"μεταλλεία":"μεταλλείο",
"μεταλλείων":"μεταλλείο",
"μετάλλευμα":"μετάλλευμα",
"μεταλλεύματος":"μετάλλευμα",
"μεταλλευμάτων":"μετάλλευμα",
"μεταλλευτικές":"μεταλλευτικός",
"μεταλλευτικών":"μεταλλευτικός",
"μεταλληνού":"μεταλληνού",
"μετάλλια":"μετάλλιο",
"μετάλλιά":"μετάλλιο",
"μεταλλίδη":"μεταλλίδη",
"μεταλλιδης":"μεταλλιδης",
"μεταλλικά":"μεταλλικός",
"μεταλλικές":"μεταλλικός",
"μεταλλική":"μεταλλικός",
"μεταλλικής":"μεταλλικός",
"μεταλλικό":"μεταλλικός",
"μεταλλικοί":"μεταλλικός",
"μεταλλικός":"μεταλλικός",
"μεταλλικού":"μεταλλικός",
"μεταλλικούς":"μεταλλικός",
"μεταλλικών":"μεταλλικός",
"μετάλλιο":"μετάλλιο",
"μεταλλίου":"μετάλλιο",
"μεταλλίων":"μετάλλιο",
"μέταλλο":"μέταλλο",
"μεταλλοβιομηχανίας":"μεταλλοβιομηχανία",
"μεταλλοβιομηχανιών":"μεταλλοβιομηχανία",
"μεταλλοπλαστικη":"μεταλλοπλαστικη",
"μετάλλου":"μέταλλο",
"μεταλλουργία":"μεταλλουργία",
"μεταλλουργίας":"μεταλλουργία",
"μεταλλουργικες":"μεταλλουργικός",
"μεταλλουργική":"μεταλλουργικός",
"μετάλλων":"μέταλλο",
"μεταμέλεια":"μεταμέλεια",
"μεταμέλειά":"μεταμέλεια",
"μεταμέλειας":"μεταμέλεια",
"μεταμεληθέντες":"μεταμεληθέντες",
"μεταμεληθέντων":"μεταμεληθέντων",
"μεταμελημένος":"μεταμελημένος",
"μετα-μεσαιωνική":"μετα-μεσαιωνική",
"μεταμεσονύκτια":"μεταμεσονύκτιος",
"μεταμεσονύχτια":"μεταμεσονύχτιος",
"μεταμεσονύχτιες":"μεταμεσονύχτιος",
"μεταμοντέρνα":"μεταμοντέρνος",
"μεταμοντέρνας":"μεταμοντέρνος",
"μεταμοντερνισμό":"μεταμοντερνισμός",
"μεταμοντερνισμός":"μεταμοντερνισμός",
"μεταμοντέρνο":"μεταμοντέρνος",
"μεταμοντέρνου":"μεταμοντέρνος",
"μεταμοντέρνους":"μεταμοντέρνος",
"μεταμορφωθεί":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώθηκε":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφωθούν":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφωμένη":"μεταμορφώνω",
"μεταμόρφωνε":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώνει":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώνεται":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώνονται":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώνοντάς":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφωνόταν":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώνουν":"μεταμορφώνω",
"μεταμόρφωσαν":"μεταμορφώνω",
"μεταμόρφωσε":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώσει":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφώσεις":"μεταμόρφωση",
"μεταμορφώσεως":"μεταμόρφωση",
"μεταμόρφωση":"μεταμόρφωση",
"μεταμόρφωσης":"μεταμόρφωση",
"μεταμορφωσις":"μεταμόρφωση",
"μεταμόρφωσις":"μεταμόρφωση",
"μεταμορφώσουν":"μεταμορφώνω",
"μεταμορφωτικά":"μεταμορφωτικός",
"μεταμοσχεύσεις":"μεταμόσχευση",
"μεταμοσχεύσεις":"μεταμοσχεύω",
"μεταμοσχεύσεων":"μεταμόσχευση",
"μεταμόσχευση":"μεταμόσχευση",
"μεταμόσχευσης":"μεταμόσχευση",
"μεταμοσχευτικά":"μεταμοσχευτικά",
"μεταμφιέζεται":"μεταμφιέζω",
"μεταμφιέσεις":"μεταμφιέζω",
"μεταμφιέσεων":"μεταμφίεση",
"μεταμφίεση":"μεταμφίεση",
"μεταμφιεσμένα":"μεταμφιεσμένος",
"μεταμφιεσμένη":"μεταμφιεσμένος",
"μεταμφιεσμένο":"μεταμφιεσμένος",
"μεταμφιεσμένοι":"μεταμφιεσμένος",
"μεταμφιεσμένος":"μεταμφιέζω",
"μεταμφιεσμένους":"μεταμφιέζω",
"μεταμφιεσμένων":"μεταμφιέζω",
"μετανάστες":"μετανάστης",
"μεταναστεύουν":"μεταναστεύω",
"μετανάστευσαν":"μεταναστεύω",
"μετανάστευσε":"μεταναστεύω",
"μεταναστεύσει":"μεταναστεύω",
"μεταναστεύσεων":"μετανάστευση",
"μετανάστευση":"μετανάστευση",
"μετανάστευσή":"μετανάστευση",
"μετανάστευσης":"μετανάστευση",
"μετανάστευσής":"μετανάστευση",
"μεταναστεύσουν":"μεταναστεύω",
"μεταναστευτικά":"μεταναστευτικός",
"μεταναστευτικές":"μεταναστευτικός",
"μεταναστευτική":"μεταναστευτικός",
"μεταναστευτικό":"μεταναστευτικός",
"μεταναστευτικού":"μεταναστευτικός",
"μεταναστευτικών":"μεταναστευτικός",
"μετανάστη":"μετανάστης",
"μετανάστης":"μετανάστης",
"μετανάστρια":"μετανάστρια",
"μετανάστριας":"μετανάστρια",
"μετανάστριες":"μετανάστρια",
"μεταναστριών":"μετανάστρια",
"μεταναστών":"μετανάστης",
"μετανεωτερική":"μετανεωτερική",
"μετανιωμένος":"μετανιώνω",
"μετανιώνει":"μετανιώνω",
"μετανιώνουν":"μετανιώνω",
"μετανιώνω":"μετανιώνω",
"μετάνιωσα":"μετανιώνω",
"μετάνιωσε":"μετανιώνω",
"μετανιώσει":"μετανιώνω",
"μετανιώσεις":"μετανιώνω",
"μετανιώσετε":"μετανιώνω",
"μετανιώσουν":"μετανιώνω",
"μετανοημένος":"μετανοώ",
"μετανόησε":"μετανοώ",
"μετανοήσουμε":"μετανοώ",
"μετάνοια":"μετάνοια",
"μετανοίας":"μετάνοια",
"μετάνοιες":"μετάνοια",
"μεταξά":"μεταξάς",
"μεταξάδες":"μεταξάς",
"μεταξάς":"μεταξάς",
"μεταξένια":"μεταξένιος",
"μεταξης":"μεταξης",
"μετάξι":"μετάξι",
"μετάξια":"μετάξι",
"μεταξοσκώληκες":"μεταξοσκώληκας",
"μεταξοτυπίες":"μεταξοτυπία",
"μεταξυ":"μεταξύ",
"μεταξύ":"μεταξύ",
"μεταξωτά":"μεταξωτός",
"μεταξωτές":"μεταξωτός",
"μεταξωτό":"μεταξωτός",
"μεταξωτών":"μεταξωτός",
"μεταολυμπιακή":"μεταολυμπιακός",
"μεταολυμπιακής":"μεταολυμπιακός",
"μεταπείσει":"μεταπείθω",
"μεταπεισθεί":"μεταπείθω",
"μεταπείσουν":"μεταπείθω",
"μεταπειστεί":"μεταπείθω",
"μεταπέσουν":"μεταπίπτω",
"μεταπηδά":"μεταπηδώ",
"μεταπηδήσατε":"μεταπηδώ",
"μεταπήδησε":"μεταπηδώ",
"μεταπηδήσει":"μεταπηδώ",
"μεταπήδηση":"μεταπήδηση",
"μεταπήδησης":"μεταπήδηση",
"μεταποίησε":"μεταποιώ",
"μεταποίηση":"μεταποίηση",
"μεταποίησης":"μεταποίηση",
"μεταποιητικές":"μεταποιητικός",
"μεταποιητική":"μεταποιητικός",
"μεταποιητικής":"μεταποιητικός",
"μεταποιητικών":"μεταποιητικός",
"μεταποιούνται":"μεταποιώ",
"μεταπολεμικά":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικές":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμική":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικής":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικό":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικού":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικούς":"μεταπολεμικός",
"μεταπολεμικών":"μεταπολεμικός",
"μεταπολίτευση":"μεταπολίτευση",
"μεταπολίτευσης":"μεταπολίτευση",
"μεταπολιτευτικά":"μεταπολιτευτικός",
"μεταπολιτευτικές":"μεταπολιτευτικός",
"μεταπολιτευτική":"μεταπολιτευτικός",
"μεταπολιτευτικής":"μεταπολιτευτικός",
"μεταπράτες":"μεταπράτης",
"μεταπρατικής":"μεταπρατικός",
"μεταπτυχιακά":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακές":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακή":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακό":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακοί":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακός":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακού":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακούς":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτυχιακών":"μεταπτυχιακός",
"μεταπτώσεις":"μετάπτωση",
"μετάπτωση":"μετάπτωση",
"μεταπτωτικής":"μεταπτωτικός",
"μεταπώλησης":"μεταπώληση",
"μεταπωλητών":"μεταπωλητής",
"μεταπωλούν":"μεταπωλώ",
"μεταρρυθμίσει":"μεταρρυθμίζω",
"μεταρρυθμίσεις":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρυθμίσεων":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρυθμιση":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρύθμιση":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρυθμισης":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρύθμισης":"μεταρρύθμιση",
"μεταρρυθμιστεί":"μεταρρυθμίζω",
"μεταρρυθμιστές":"μεταρρυθμιστής",
"μεταρρυθμιστή":"μεταρρυθμιστής",
"μεταρρυθμιστής":"μεταρρυθμιστής",
"μεταρρυθμιστικές":"μεταρρυθμιστικός",
"μεταρρυθμιστικό":"μεταρρυθμιστικός",
"μεταρρυθμιστικών":"μεταρρυθμιστικός",
"μεταρρυθμιστών":"μεταρρυθμιστής",
"μεταρσιωθώ":"μεταρσιώνω",
"μετασεισμική":"μετασεισμικός",
"μετασεισμοί":"μετασεισμός",
"μετασεισμούς":"μετασεισμός",
"μεταστάθμευσης":"μεταστάθμευση",
"μεταστάντος":"μεταστάντος",
"μεταστάσεις":"μετάσταση",
"μετάσταση":"μετάσταση",
"μετάστασης":"μετάσταση",
"μεταστατικές":"μεταστατικός",
"μεταστέγαση":"μεταστέγαση",
"μεταστέγασης":"μεταστέγαση",
"μεταστεγαστεί":"μεταστεγάζω",
"μεταστεγαστούν":"μεταστεγάζω",
"μεταστοιχειώνεται":"μεταστοιχειώνω",
"μεταστρέφεται":"μεταστρέφω",
"μεταστρέψει":"μεταστρέφω",
"μεταστροφές":"μεταστροφή",
"μεταστροφή":"μεταστροφή",
"μετάσχει":"μετέχω",
"μετασχηματίζει":"μετασχηματίζω",
"μετασχηματίζεται":"μετασχηματίζω",
"μετασχηματίζονται":"μετασχηματίζω",
"μετασχηματίζουν":"μετασχηματίζω",
"μετασχηματίσει":"μετασχηματίζω",
"μετασχηματισμό":"μετασχηματισμός",
"μετασχηματισμού":"μετασχηματισμός",
"μετασχηματισμούς":"μετασχηματισμός",
"μετασχηματιστή":"μετασχηματιστής",
"μετάσχουμε":"μετέχω",
"μετάσχουν":"μετέχω",
"μεταταγούν":"μετατάσσω",
"μετατάξει":"μετατάσσω",
"μετατάξεις":"μετατάσσω",
"μετατάξεων":"μετάταξη",
"μετάταξης":"μετάταξη",
"μετατάρσιο":"μετατάρσιο",
"μετατάσσονται":"μετατάσσω",
"μετατεθεί":"μεταθέτω",
"μετατέθηκε":"μεταθέτω",
"μετατεθούν":"μεταθέτω",
"μετατίθενται":"μεταθέτω",
"μετατίθεται":"μεταθέτω",
"μετατοπίζει":"μετατοπίζω",
"μετατοπίζεται":"μετατοπίζω",
"μετατοπίζοντας":"μετατοπίζω",
"μετατόπισαν":"μετατοπίζω",
"μετατόπισε":"μετατοπίζω",
"μετατοπίσει":"μετατοπίζω",
"μετατοπίσεις":"μετατοπίζω",
"μετατόπιση":"μετατόπιση",
"μετατοπιστεί":"μετατοπίζω",
"μετατοπίστηκε":"μετατοπίζω",
"μετατραπεί":"μετατρέπω",
"μετατράπηκαν":"μετατρέπω",
"μετατράπηκε":"μετατρέπω",
"μετατραπούν":"μετατρέπω",
"μετατραυματικό":"μετατραυματικός",
"μετατρέπει":"μετατρέπω",
"μετατρέπεις":"μετατρέπω",
"μετατρέπεται":"μετατρέπω",
"μετατρέπονται":"μετατρέπω",
"μετατρέποντας":"μετατρέπω",
"μετατρέποντάς":"μετατρέπω",
"μετατρεπόταν":"μετατρέπω",
"μετατρέπουμε":"μετατρέπω",
"μετατρέπουν":"μετατρέπω",
"μετατρέψατε":"μετατρέπω",
"μετατρέψει":"μετατρέπω",
"μετατρέψιμες":"μετατρέψιμος",
"μετατρέψουμε":"μετατρέπω",
"μετατρέψουν":"μετατρέπω",
"μετατροπέα":"μετατροπέας",
"μετατροπές":"μετατροπή",
"μετατροπέων":"μετατροπέας",
"μετατροπή":"μετατροπή",
"μετατροπής":"μετατροπή",
"μεταϋλιστικές":"μεταϋλιστικές",
"μετα-φασιστική":"μετα-φασιστική",
"μεταφέραμε":"μεταφέρω",
"μεταφέρανε":"μεταφέρω",
"μεταφέρατε":"μεταφέρω",
"μεταφέρει":"μεταφέρω",
"μεταφέρεις":"μεταφέρω",
"μεταφέρεται":"μεταφέρω",
"μεταφέρετε":"μεταφέρω",
"μεταφερθεί":"μεταφέρω",
"μεταφέρθηκα":"μεταφέρω",
"μεταφερθήκαμε":"μεταφέρω",
"μεταφέρθηκαν":"μεταφέρω",
"μεταφέρθηκε":"μεταφέρω",
"μεταφερθούμε":"μεταφέρω",
"μεταφερθούν":"μεταφέρω",
"μεταφερμένο":"μεταφερμένος",
"μεταφερόμενος":"μεταφερόμενος",
"μεταφέρονται":"μεταφέρω",
"μεταφέρονταν":"μεταφέρω",
"μεταφέροντας":"μεταφέρω",
"μεταφέροντάς":"μεταφέρω",
"μεταφέροντες":"μεταφέρων",
"μεταφερόταν":"μεταφέρω",
"μεταφέρουμε":"μεταφέρω",
"μεταφέρουν":"μεταφέρω",
"μεταφέρω":"μεταφέρω",
"μεταφορα":"μεταφορά",
"μεταφορά":"μεταφορά",
"μεταφοράς":"μεταφορά",
"μεταφορέας":"μεταφορέας",
"μεταφορείς":"μεταφορέας",
"μεταφορες":"μεταφορά",
"μεταφορές":"μεταφορά",
"μεταφορικά":"μεταφορικός",
"μεταφορικές":"μεταφορικός",
"μεταφορική":"μεταφορικός",
"μεταφορικό":"μεταφορικός",
"μεταφορικού":"μεταφορικός",
"μεταφορικών":"μεταφορικός",
"μεταφορτίο":"μεταφορτίο",
"μεταφόρτωσης":"μεταφόρτωση",
"μεταφορών":"μεταφορά",
"μετάφρ":"μετάφρ",
"μεταφράζει":"μεταφράζω",
"μεταφράζεται":"μεταφράζω",
"μεταφράζονται":"μεταφράζω",
"μεταφράζονταν":"μεταφράζω",
"μεταφράζοντας":"μεταφράζω",
"μεταφράζουμε":"μεταφράζω",
"μεταφράζουν":"μεταφράζω",
"μεταφράσει":"μεταφράζω",
"μεταφράσεις":"μετάφραση",
"μεταφράσεων":"μετάφραση",
"μετάφραση":"μετάφραση",
"μετάφρασή":"μετάφραση",
"μετάφρασης":"μετάφραση",
"μεταφρασθεί":"μεταφράζω",
"μεταφράσθηκε":"μεταφράζω",
"μεταφρασθούν":"μεταφράζω",
"μεταφρασμένα":"μεταφρασμένος",
"μεταφρασμένη":"μεταφράζω",
"μεταφρασμένος":"μεταφράζω",
"μεταφρασμένων":"μεταφράζω",
"μεταφραστεί":"μεταφράζω",
"μεταφραστές":"μεταφραστής",
"μεταφραστή":"μεταφραστής",
"μεταφράστηκε":"μεταφράζω",
"μεταφραστής":"μεταφραστής",
"μεταφραστικού":"μεταφραστικός",
"μεταφραστούν":"μεταφράζω",
"μεταφράστρια":"μεταφράστρια",
"μεταφραστών":"μεταφραστής",
"μεταφράσω":"μεταφράζω",
"μεταφυσικά":"μεταφυσικός",
"μεταφυσικές":"μεταφυσικός",
"μεταφυσική":"μεταφυσικός",
"μεταφυσικής":"μεταφυσική",
"μεταφυσικό":"μεταφυσικός",
"μεταφυσικού":"μεταφυσικός",
"μεταφυτευτεί":"μεταφυτεύω",
"μεταχειρίζεται":"μεταχειρίζομαι",
"μεταχειρίζονται":"μεταχειρίζομαι",
"μεταχειρίσεως":"μεταχείριση",
"μεταχείριση":"μεταχείριση",
"μεταχείρισή":"μεταχείριση",
"μεταχείρισης":"μεταχείριση",
"μεταχειρισμένα":"μεταχειρισμένος",
"μεταχειρισμένο":"μεταχειρισμένος",
"μεταχειρισμένων":"μεταχειρισμένος",
"μεταχειρίστηκαν":"μεταχειρίζομαι",
"μεταχειρίστηκε":"μεταχειρίζομαι",
"μεταχουντικό":"μεταχουντικό",
"μεταχριστιανικού":"μεταχριστιανικός",
"μεταχριστιανικούς":"μεταχριστιανικός",
"μεταχρονολογημένα":"μεταχρονολογημένος",
"μεταχρονολογημένες":"μεταχρονολογημένος",
"μεταψυχροπολεμική":"μεταψυχροπολεμικός",
"μεταψυχροπολεμικό":"μεταψυχροπολεμικός",
"μετέβαιναν":"μεταβαίνω",
"μετέβαινε":"μεταβαίνω",
"μετέβαλε":"μεταβάλλω",
"μετέβη":"μεταβαίνω",
"μετέβην":"μεταβαίνω",
"μετέβησαν":"μεταβαίνω",
"μετεγγραφές":"μετεγγραφή",
"μετεγγραφή":"μετεγγραφή",
"μετεγγραφής":"μετεγγραφή",
"μετεγγραφών":"μετεγγραφή",
"μετεγκατασταθεί":"μετεγκατασταθεί",
"μετεγκαταστάθηκαν":"μεταεγκαθιστώ",
"μετεγκατασταθούν":"μεταεγκαθιστώ",
"μετεγκατάσταση":"μετεγκατάσταση",
"μετεγκατάστασή":"μετεγκατάσταση",
"μετεγκατάστασης":"μετεγκατάσταση",
"μετεγκατάστασής":"μετεγκατάσταση",
"μετεγχειρητική":"μετεγχειρητικός",
"μετεγχειρητικό":"μετεγχειρητικός",
"μετέδιδα":"μεταδίδω",
"μετέδιδαν":"μεταδίδω",
"μετέδιδε":"μεταδίδω",
"μετέδωσαν":"μεταδίδω",
"μετέδωσε":"μεταδίδω",
"μετέθεσαν":"μεταθέτω",
"μετείχαν":"μετέχω",
"μετείχε":"μετέχω",
"μετεκπαιδευθούν":"μετεκπαιδεύω",
"μετεκπαιδευόμουνα":"μετεκπαιδεύω",
"μετεκπαιδεύονται":"μετεκπαιδεύω",
"μετεκπαιδευτήκαμε":"μετεκπαιδεύω",
"μετεκπαιδεύτηκε":"μετεκπαιδεύω",
"μετεκπαιδευτούν":"μετεκπαιδεύω",
"μετεμφυλιακή":"μετεμφυλιακός",
"μετεμφυλιακής":"μετεμφυλιακός",
"μετεμφυλιοπολεμική":"μετεμφυλιοπολεμική",
"μετεμψύχωσης":"μετεμψύχωση",
"μετενσάρκωση":"μετενσάρκωση",
"μετεξέλιξη":"μετεξέλιξη",
"μετεξέλιξης":"μετεξέλιξη",
"μετεξελίξουν":"μεταεξελίσσω",
"μετεξελίσσεται":"μετεξελίσσομαι",
"μετεξελιχθεί":"μετεξελίσσομαι",
"μετεξελίχθηκε":"μετεξελίσσομαι",
"μετεξελιχθούν":"μετεξελίσσομαι",
"μετεξεταστέοι":"μετεξεταστέος",
"μετέπειτα":"μετέπειτα",
"μετεπιβίβασης":"μετεπιβίβαση",
"μετερίζι":"μετερίζι",
"μετέρχεται":"μετέρχομαι",
"μετέρχονται":"μετέρχομαι",
"μετετράπη":"μετατρέπω",
"μετέτρεπαν":"μετατρέπω",
"μετέτρεπε":"μετατρέπω",
"μετέτρεψαν":"μετατρέπω",
"μετέτρεψε":"μετατρέπω",
"μετέφεραν":"μεταφέρω",
"μετέφερε":"μεταφέρω",
"μετεφηβική":"μετεφηβικός",
"μετεφηβικός":"μετεφηβικός",
"μετέφρασε":"μεταφράζω",
"μετέχει":"μετέχω",
"μετεχίδης":"μετεχίδης",
"μετέχοντας":"μετέχω",
"μετέχοντες":"μετέχων",
"μετέχουμε":"μετέχω",
"μετέχουν":"μετέχω",
"μετέχουσες":"μετέχων",
"μετέχω":"μετέχω",
"μετέωρα":"μετέωρος",
"μετέωρη":"μετέωρος",
"μετεωριζότανε":"μετεωρίζω",
"μετέωρο":"μετέωρος",
"μετεωρολογικά":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογικές":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογική":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογικής":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογικό":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογικού":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολογικών":"μετεωρολογικός",
"μετεωρολόγοι":"μετεωρολόγος",
"μετεωρολόγος":"μετεωρολόγος",
"μετεωρολόγου":"μετεωρολόγος",
"μετεωρολόγους":"μετεωρολόγος",
"μετεωρολόγων":"μετεωρολόγος",
"μετέωρος":"μετέωρος",
"μετεώρων":"μετέωρος",
"μέτζο":"μέτζο",
"μετήλθαν":"μετέρχομαι",
"μετήρχοντο":"μετήρχοντο",
"μετικάνος":"μεταικανώς",
"μετίκανος":"μεταικανώς",
"μετκα":"μετκα",
"μέτκα":"μέτκα",
"μέτοικος":"μέτοικος",
"μετονομάζεται":"μετονομάζω",
"μετονόμασαν":"μετονομάζω",
"μετονομασία":"μετονομασία",
"μετονομασίες":"μετονομασία",
"μετονομάσουμε":"μετονομάζω",
"μετονομαστεί":"μετονομάζω",
"μετονομάστηκε":"μετονομάζω",
"μετόπισθεν":"μετόπισθεν",
"μετουσιώθηκε":"μετουσιώνω",
"μετουσιώνει":"μετουσιώνω",
"μετουσιώνεται":"μετουσιώνω",
"μετουσιώσει":"μετουσιώνω",
"μετουσίωση":"μετουσίωση",
"μετοχες":"μετοχή",
"μετοχές":"μετοχή",
"μετοχή":"μετοχή",
"μετοχής":"μετοχή",
"μετόχια":"μετόχι",
"μετοχικά":"μετοχικός",
"μετοχικές":"μετοχικός",
"μετοχική":"μετοχικός",
"μετοχικής":"μετοχικός",
"μετοχικό":"μετοχικός",
"μετοχικοί":"μετοχικός",
"μετοχικού":"μετοχικός",
"μετοχικούς":"μετοχικός",
"μετοχικών":"μετοχικός",
"μέτοχοι":"μέτοχος",
"μέτοχοί":"μέτοχος",
"μετοχοποιείς":"μετοχοποιώ",
"μετοχοποιείται":"μετοχοποιώ",
"μετοχοποιήσεις":"μετοχοποίηση",
"μετοχοποιήσεων":"μετοχοποίηση",
"μετοχοποίηση":"μετοχοποίηση",
"μετοχοποίησης":"μετοχοποίηση",
"μέτοχος":"μέτοχος",
"μετόχου":"μέτοχος",
"μετόχους":"μέτοχος",
"μετοχών":"μετοχή",
"μετόχων":"μέτοχος",
"μετρ":"μετρ",
"μετρα":"μέτρο",
"μέτρα":"μέτρο",
"μετρά":"μετρώ",
"μετράει":"μετρώ",
"μετράμε":"μετρώ",
"μετράνε":"μετρώ",
"μετράς":"μετρώ",
"μετράται":"μετρώ",
"μετράω":"μετρώ",
"μετρηθεί":"μετράω",
"μετρήθηκαν":"μετρώ",
"μετρήθηκε":"μετρώ",
"μετρηθούν":"μετράω",
"μέτρημα":"μέτρημα",
"μετρημένα":"μετρημένος",
"μετρημένες":"μετρημένος",
"μετρημένη":"μετρημένος",
"μετρημένο":"μετρημένος",
"μετρημένοι":"μετρημένος",
"μετρημένος":"μετρημένος",
"μετρημένου":"μετρημένος",
"μετρημένους":"μετρημένος",
"μέτρησα":"μετρώ",
"μέτρησαν":"μετρώ",
"μέτρησε":"μετρώ",
"μετρήσει":"μετρώ",
"μετρήσεις":"μέτρηση",
"μετρήσεων":"μέτρηση",
"μέτρηση":"μέτρηση",
"μέτρησης":"μέτρηση",
"μέτρησής":"μέτρηση",
"μετρήσιμα":"μετρήσιμος",
"μετρήσιμη":"μετρήσιμος",
"μετρήσιμοι":"μετρήσιμος",
"μετρήσουμε":"μετρώ",
"μετρήσουν":"μετρώ",
"μετρήσω":"μετρώ",
"μετρητά":"μετρητά",
"μετρητές":"μετρητής",
"μετρητοίς":"μετρητοίς",
"μετρητών":"μετρητής",
"μέτρια":"μέτρια",
"μέτρια":"μέτριος",
"μετριάζει":"μετριάζω",
"μετριάζοντας":"μετριάζω",
"μετριάζουμε":"μετριάζω",
"μετριάζουν":"μετριάζω",
"μέτριας":"μέτριος",
"μετρίασε":"μετριάζω",
"μετριάσει":"μετριάζω",
"μετριάσετε":"μετριάζω",
"μετριασθούν":"μετριάζω",
"μετριάσουν":"μετριάζω",
"μετριάστηκαν":"μετριάζω",
"μετριάστηκε":"μετριάζω",
"μετριαστούν":"μετριάζω",
"μέτριες":"μέτριος",
"μετριέται":"μετρώ",
"μετρική":"μετρική",
"μετρικής":"μετρικός",
"μέτριο":"μέτριος",
"μέτριοι":"μέτριος",
"μετριοπάθεια":"μετριοπάθεια",
"μετριοπάθειά":"μετριοπάθεια",
"μετριοπαθείς":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθές":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθέστεροι":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθή":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθής":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθούς":"μετριοπαθής",
"μετριοπαθών":"μετριοπαθής",
"μετριος":"μέτριος",
"μέτριος":"μέτριος",
"μετριότατη":"μέτριος",
"μετριότατο":"μέτριος",
"μετριότητα":"μετριότητα",
"μετριότητας":"μετριότητα",
"μετρίου":"μέτριος",
"μετριούνται":"μετρώ",
"μέτριους":"μέτριος",
"μετριοφρόνως":"μετριοφρόνως",
"μετριοφροσύνη":"μετριοφροσύνη",
"μέτριων":"μέτριος",
"μετρο":"μετρό",
"μετρό":"μετρό",
"μέτρο":"μέτρο",
"μετρολαϊφ":"μετρολαϊφ",
"μέτρον":"μέτρο",
"μετροπολιταν":"μετροπολιταν",
"μετροπόλιταν":"μετροπόλιταν",
"μετροπόντικα":"μετροπόντικας",
"μέτρου":"μέτρο",
"μετρούμενα":"μετρούμενος",
"μετρούν":"μετρώ",
"μετρούσα":"μετρώ",
"μετρούσαν":"μετρώ",
"μετρούσε":"μετρώ",
"μετρώ":"μετρώ",
"μέτρων":"μέτρο",
"μετρώνται":"μετρώ",
"μετρώντας":"μετρώ",
"μετς":"μετς",
"μετσάι":"μετσάι",
"μετσοβείου":"μετσοβείου",
"μέτσοβο":"μέτσοβο",
"μετσοβόνε":"μετσοβόνε",
"μέττα":"μέττα",
"μέτωπα":"μέτωπο",
"μετωπιαίο":"μετωπιαίος",
"μετωπικά":"μετωπικά",
"μετωπική":"μετωπικός",
"μετωπικός":"μετωπικός",
"μέτωπο":"μέτωπο",
"μέτωπό":"μέτωπο",
"μέτωπον":"μέτωπο",
"μετώπου":"μέτωπο",
"μετώπων":"μέτωπο",
"μεχίτ":"μεχίτ",
"μεχμέτ":"μεχμέτ",
"μεχούτο":"μεχούτο",
"μεχρι":"μέχρι",
"μέχρι":"μέχρι",
"μέχρις":"μέχρι",
"'μη":"'μη",
"μη":"μην",
"μηγκήπη":"μηγκήπη",
"μηδ'":"μηδ'",
"μηδαμινά":"μηδαμινός",
"μηδαμινές":"μηδαμινός",
"μηδαμινή":"μηδαμινός",
"μηδαμινό":"μηδαμινός",
"μηδαμινός":"μηδαμινός",
"μηδέ":"μηδέ",
"μηδεμιάς":"μηδεμιάς",
"μηδεν":"μηδέν",
"μηδέν":"μηδέν",
"μηδενίζει":"μηδενίζω",
"μηδενίζεται":"μηδενίζω",
"μηδενίζοντας":"μηδενίζω",
"μηδενίζουν":"μηδενίζω",
"μηδενικά":"μηδενικός",
"μηδενικές":"μηδενικός",
"μηδενική":"μηδενικός",
"μηδενικό":"μηδενικός",
"μηδενικού":"μηδενικός",
"μηδενίσει":"μηδενίζω",
"μηδενισμό":"μηδενισμός",
"μηδενισμός":"μηδενισμός",
"μηδενισμού":"μηδενισμός",
"μηδενίσουν":"μηδενίζω",
"μηδενιστεί":"μηδενίζω",
"μηδενίστηκε":"μηδενίζω",
"μηδενιστικές":"μηδενιστικός",
"μηδενιστικό":"μηδενιστικός",
"μηδενιστούμε":"μηδενίζω",
"μηδενιστούν":"μηδενίζω",
"μηδενός":"μηδέν",
"μηδέποτε":"μηδέποτε",
"μη-δημοκρατικών":"μη-δημοκρατικών",
"μη-ευρωπαϊκά":"μη-ευρωπαϊκά",
"μήκα":"μήκα",
"μη-καπνιστές":"μη-καπνιστές",
"μήκη":"μήκος",
"μήκος":"μήκος",
"μήκους":"μήκος",
"μήλα":"μήλο",
"μηλαράκι":"μηλαράκι",
"μηλιά":"μηλιά",
"μηλιάδου":"μηλιάδου",
"μηλιαρά":"μηλιαρά",
"μηλιαράς":"μηλιαράς",
"μήλιο":"μήλιο",
"μηλιωνης":"μηλιωνης",
"μηλιώνης":"μηλιώνης",
"μήλο":"μήλο",
"μήλο":"μήλος",
"μήλον":"μήλο",
"μηλοπούλου":"μηλοπούλου",
"μήλου":"μήλο",
"μήλου":"μήλος",
"μη-μαθηματικό":"μη-μαθηματικό",
"μηματεμπορικη":"μηματεμπορικη",
"μην":"μην",
"μήνα":"μήνας",
"μηνα":"μηνώ",
"μήνας":"μήνας",
"μήνες":"μήνας",
"μήνι":"μήνι",
"μηνιαία":"μηνιαίος",
"μηνιαίας":"μηνιαίος",
"μηνιαίες":"μηνιαίος",
"μηνιαίο":"μηνιαίος",
"μηνιαίος":"μηνιαίος",
"μηνιαίου":"μηνιαίος",
"μηνιαίων":"μηνιαίος",
"μηνιαίως":"μηνιαίως",
"μηνιγγίτιδα":"μηνιγγίτιδα",
"μήνιν":"μήνιν",
"μηνίσκος":"μηνίσκος",
"μηνίσκου":"μηνίσκος",
"μηνόγλαινα":"μηνόγλαινα",
"μηνογλαίοι":"μηνογλαίοι",
"μηνογλαίους":"μηνογλαίους",
"μηνογλαίων":"μηνογλαίων",
"μηνόγλου":"μηνόγλου",
"μήνογλου":"μήνογλου",
"μηνοδώρας":"μηνοδώρας",
"μηνός":"μήνας",
"μηντσιος":"μηντσιος",
"μήντσιος":"μήντσιος",
"μηνύει":"μηνύω",
"μηνυθούν":"μηνύω",
"μήνυμ@":"μήνυμ@",
"μηνυμα":"μήνυμα",
"μήνυμα":"μήνυμα",
"μήνυμά":"μήνυμα",
"μηνύματα":"μήνυμα",
"μηνύματά":"μήνυμα",
"μηνύματος":"μήνυμα",
"μηνυμάτων":"μήνυμα",
"μηνύουν":"μηνύω",
"μηνύσει":"μηνύω",
"μηνύσεις":"μήνυση",
"μηνύσεων":"μήνυση",
"μηνύσεως":"μήνυση",
"μήνυση":"μήνυση",
"μήνυσή":"μήνυση",
"μήνυσης":"μήνυση",
"μηνυτές":"μηνυτής",
"μηνυτή":"μηνυτής",
"μηνυτήρια":"μηνυτήριος",
"μηνυτής":"μηνυτής",
"μηνών":"μήνας",
"μήπως":"μήπως",
"'μήπως":"'μήπως",
"μηρό":"μηρός",
"μηρού":"μηρός",
"μηρούς":"μηρός",
"μηρυκάζει":"μηρυκάζω",
"μη-στρογγυλά":"μη-στρογγυλά",
"μητάτα":"μητάτο",
"μήτε":"μήτε",
"μητέρα":"μητέρα",
"μητέρα-πατρίδα":"μητέρα-πατρίδα",
"μητέρας":"μητέρα",
"μητερες":"μητέρα",
"μητέρες":"μητέρα",
"μητέρων":"μητέρα",
"μήτηρ":"μητέρα",
"μήτκας":"μήτκας",
"μήτρα":"μήτρα",
"μήτρας":"μήτρα",
"μητρέντζης":"μητρέντζης",
"μήτρες":"μήτρα",
"μητριά":"μητριά",
"μητριαρχικός":"μητριαρχικός",
"μητρικά":"μητρικός",
"μητρικές":"μητρικός",
"μητρική":"μητρικός",
"μητρικής":"μητρικός",
"μητρικό":"μητρικός",
"μητρικού":"μητρικός",
"μητρικών":"μητρικός",
"μητροπανος":"μητροπανος",
"μητροπάνος":"μητροπάνος",
"μητροπόλεις":"μητρόπολη",
"μητροπόλεων":"μητρόπολη",
"μητροπόλεως":"μητρόπολη",
"μητρόπολη":"μητρόπολη",
"μητρόπολης":"μητρόπολη",
"μητρόπολιν":"μητρόπολη",
"μητροπολίτες":"μητροπολίτης",
"μητροπολίτη":"μητροπολίτης",
"μητροπολίτης":"μητροπολίτης",
"μητροπολιτικής":"μητροπολιτικός",
"μητροπολιτικό":"μητροπολιτικός",
"μητροπολιτικού":"μητροπολιτικός",
"μητροπολιτικών":"μητροπολιτικός",
"μητροπολιτών":"μητροπολίτης",
"μητρόπουλος":"μητρόπουλος",
"μητροπούλου":"μητροπούλου",
"μητρός":"μητέρα",
"μητρότητα":"μητρότητα",
"μητρότητας":"μητρότητα",
"μήτρου":"μήτρος",
"μητρούσης":"μητρούσης",
"μητρουσίου":"μητρουσίου",
"μητρόφ":"μητρόφ",
"μητρώα":"μητρώο",
"μητρώνυμο":"μητρώνυμο",
"μητρώο":"μητρώο",
"μητρώου":"μητρώο",
"μητρώων":"μητρώος",
"μητσαίων":"μητσαίων",
"μήτσης":"μήτσης",
"μητση-χώστο":"μητση-χώστο",
"μήτσι":"μήτσι",
"μητσιά":"μητσιά",
"μητσικακου":"μητσικακου",
"μητσιόπουλο":"μητσιόπουλο",
"μήτσιος":"μήτσιος",
"μήτσο":"μήτσος",
"μητσόπουλος":"μητσόπουλος",
"μητσόπουλου-βροχίδη":"μητσόπουλου-βροχίδη",
"μητσός":"μητσός",
"μήτσος":"μήτσος",
"μητσοτακη":"μητσοτάκης",
"μητσοτάκη":"μητσοτάκης",
"μητσοτάκης":"μητσοτάκης",
"μήτσου":"μήτσος",
"μήττας":"μήττας",
"μηχαηλίδη":"μηχαηλίδη",
"μηχαν":"μηχαν",
"μηχανακι":"μηχανάκι",
"μηχανάκι":"μηχανάκι",
"μηχανάκια":"μηχανάκι",
"μηχανάρες":"μηχανάρες",
"μηχανές":"μηχανή",
"μηχανεύτηκαν":"μηχανεύομαι",
"μηχανή":"μηχανή",
"μηχάνημα":"μηχάνημα",
"μηχανήματα":"μηχάνημα",
"μηχανήματά":"μηχάνημα",
"μηχανήματος":"μηχάνημα",
"μηχανημάτων":"μηχάνημα",
"μηχανής":"μηχανή",
"μηχανικα":"μηχανικός",
"μηχανικά":"μηχανικός",
"μηχανικές":"μηχανικός",
"μηχανικη":"μηχανικός",
"μηχανική":"μηχανικός",
"μηχανικής":"μηχανική",
"μηχανικό":"μηχανικό",
"μηχανικό":"μηχανικός",
"μηχανικοί":"μηχανικός",
"μηχανικός":"μηχανικός",
"μηχανικού":"μηχανικός",
"μηχανικούς":"μηχανικός",
"μηχανικών":"μηχανικός",
"μηχανισμό":"μηχανισμός",
"μηχανισμοί":"μηχανισμός",
"μηχανισμός":"μηχανισμός",
"μηχανισμού":"μηχανισμός",
"μηχανισμούς":"μηχανισμός",
"μηχανισμών":"μηχανισμός",
"μηχανιστικά":"μηχανιστικός",
"μηχανιστικούς":"μηχανιστικός",
"μηχανιώνα":"μηχανιώνα",
"μηχανιωνας":"μηχανιώνα",
"μηχανιώνας":"μηχανιώνα",
"μηχανιώνα-φοίνικας":"μηχανιώνα-φοίνικας",
"μηχανογράφηση":"μηχανογράφηση",
"μηχανογράφησης":"μηχανογράφηση",
"μηχανογραφικά":"μηχανογραφικός",
"μηχανογραφικής":"μηχανογραφικός",
"μηχανογραφικό":"μηχανογραφικός",
"μηχανογραφικό-πολυνομισματικό":"μηχανογραφικό-πολυνομισματικό",
"μηχανογραφικού":"μηχανογραφικός",
"μηχανογραφικών":"μηχανογραφικός",
"μηχανοδηγοί":"μηχανοδηγός",
"μηχανοδηγός":"μηχανοδηγός",
"μηχανοδηγούς":"μηχανοδηγός",
"μηχανοκίνητο":"μηχανοκίνητος",
"μηχανολογικά":"μηχανολογικός",
"μηχανολογικό":"μηχανολογικός",
"μηχανολογικός":"μηχανολογικός",
"μηχανολογικού":"μηχανολογικός",
"μηχανολόγος":"μηχανολόγος",
"μηχανολόγου":"μηχανολόγος",
"μηχανολόγους":"μηχανολόγος",
"μηχανολόγων":"μηχανολόγος",
"μηχανοποίηση":"μηχανοποίηση",
"μηχανοργάνωση":"μηχανοργάνωση",
"μηχανοργάνωσης":"μηχανοργάνωση",
"μηχανορραφίες":"μηχανορραφία",
"μηχανορράφου":"μηχανορράφος",
"μηχανορραφούν":"μηχανορραφώ",
"μηχανοτεχνιτών":"μηχανοτεχνίτης",
"μηχανότρατες":"μηχανότρατα",
"μηχανοτρατών":"μηχανότρατα",
"μηχανουργεία":"μηχανουργείο",
"μηχανουργείο":"μηχανουργείο",
"μηχανών":"μηχανή",
"μι":"μι",
ι6":"μι6",
"μια":"ένας",
"μία":"ένας",
"μιά":"μιά",
"μί-α":"μί-α",
"μια-δυο":"μια-δυο",
"μία-μία":"μία-μία",
"μιάμιση":"ενάμισης",
"μιάμισης":"ενάμισης",
"μιαν":"ένας",
"μίαν":"ένας",
"μιαρούς":"μιαρός",
"μιας":"ένας",
"μίας":"ένας",
"μιάς":"μιάς",
"μίασμα":"μίασμα",
"μιάσματος":"μίασμα",
"μίγγας":"μίγγας",
"μίγδην":"μίγδην",
"μιγιάτοβις":"μιγιάτοβις",
"μιγιάτοβιτς":"μιγιάτοβιτς",
"μιγκέλ":"μιγκέλ",
"μίγμα":"μίγμα",
"μιετ":"μιετ",
"μιετσελ":"μιετσελ",
"μίετσελ":"μίετσελ",
"μίζα":"μίζα",
"μιζαδόροι":"μιζαδόρος",
"μιζαδόρος":"μιζαδόρος",
"μιζελη":"μιζελη",
"μιζέλη":"μιζέλη",
"μίζερα":"μίζερος",
"μίζερη":"μίζερος",
"μίζερης":"μίζερος",
"μιζέρια":"μιζέρια",
"μιζέριας":"μιζέρια",
"μιζέριες":"μιζέρια",
"μίζερο":"μίζερος",
"μίζες":"μίζα",
"μιζολαστίνη":"μιζολαστίνη",
"μίκαελ":"μίκαελ",
"μικάελερ":"μικάελερ",
"μικές":"μικές",
"μικη":"μικη",
"μίκη":"μίκη",
"μικης":"μικης",
"μίκης":"μίκης",
"μίκι":"μίκι",
"μικνταντίγια":"μικνταντίγια",
"μίκρα":"μίκρα",
"μικρα":"μικρός",
"μικρά":"μικρός",
"μικραίνει":"μικραίνω",
"μικραίνουν":"μικραίνω",
"μίκρας":"μίκρας",
"μικράς":"μικρός",
"μικρασία":"μικρασία",
"μικρασιάτες":"μικρασιάτης",
"μικρασιάτη":"μικρασιάτης",
"μικρασιατικές":"μικρασιατικός",
"μικρασιατική":"μικρασιατικός",
"μικρασιατικής":"μικρασιατικός",
"μικρασιατών":"μικρασιάτης",
"μικρέ":"μικρός",
"μικρεμπόριο":"μικρεμπόριο",
"μικρέμποροι":"μικρέμπορος",
"μικρες":"μικρός",
"μικρές":"μικρός",
"μικρη":"μικρός",
"μικρή":"μικρός",
"μικρής":"μικρός",
"μικρο":"μικρός",
"μικρό":"μικρός",
"μικροαλλαγές":"μικροαλλαγή",
"μικροαντικείμενα":"μικροαντικείμενο",
"μικροαπάτες":"μικροαπάτη",
"μικροαπατεώνας":"μικροαπατεώνας",
"μικροαπατεώνες":"μικροαπατεώνας",
"μικροαπατεωνιές":"μικροαπατεωνιά",
"μικροαπατεώνων":"μικροαπατεώνας",
"μικροαποταμιευτές":"μικροαποταμιευτής",
"μικρο-αποφασίζουν":"μικρο-αποφασίζουν",
"μικροαστικά":"μικροαστικός",
"μικροαστικές":"μικροαστικός",
"μικροαστική":"μικροαστικός",
"μικροαστικής":"μικροαστικός",
"μικροαστικό":"μικροαστικός",
"μικροαστικών":"μικροαστικός",
"μικροαστισμού":"μικροαστισμός",
"μικροαστοί":"μικροαστός",
"μικροαστός":"μικροαστός",
"μικροαστού":"μικροαστός",
"μικροαστούς":"μικροαστός",
"μικροαστών":"μικροαστός",
"μικροατυχήματα":"μικροατύχημα",
"μικρόβια":"μικρόβιο",
"μικροβιακής":"μικροβιακός",
"μικροβιακών":"μικροβιακός",
"μικρόβιο":"μικρόβιος",
"μικροβιολογίας":"μικροβιολογία",
"μικροβιολογικά":"μικροβιολογικός",
"μικροβιολογικό":"μικροβιολογικός",
"μικροβιολόγοι":"μικροβιολόγος",
"μικροβιολόγου":"μικροβιολόγος",
"μικροβίου":"μικρόβιος",
"μικρογραμμαρίων":"μικρογραμμάριο",
"μικρογραφία":"μικρογραφία",
"μικροδέμα":"μικροδέμα",
"μικροδιακοπές":"μικροδιακοπή",
"μικροδιαρροές":"μικροδιαρροή",
"μικροενοχλήσεις":"μικροενόχληση",
"μικροεπαγγελματίες":"μικροεπαγγελματίας",
"μικροεπεισόδια":"μικροεπεισόδιο",
"μικροεπεμβάσεις":"μικροεπέμβαση",
"μικροεπενδυτές":"μικροεπενδυτής",
"μικροεπενδυτές-μέλη":"μικροεπενδυτές-μέλη",
"μικροεπενδυτή":"μικροεπενδυτής",
"μικροεπενδυτής":"μικροεπενδυτής",
"μικροεπενδυτών":"μικροεπενδυτής",
"μικροεπεξεργαστή":"μικροεπεξεργαστής",
"μικροεπεξεργαστών":"μικροεπεξεργαστής",
"μικροί":"μικρός",
"μικροϊδιοκτησίες":"μικροϊδιοκτησίες",
"μικροκακοποιός":"μικροκακοποιός",
"μικροκαμωμένη":"μικροκαμωμένος",
"μικροκαμωμένος":"μικροκαμωμένος",
"μικροκλίμα":"μικροκλίμα",
"μικροκομματικές":"μικροκομματικός",
"μικροκομματική":"μικροκομματικός",
"μικροκομματικής":"μικροκομματικός",
"μικροκομματικούς":"μικροκομματικός",
"μικροκομματικών":"μικροκομματικός",
"μικροκομματισμός":"μικροκομματισμός",
"μικρόκοσμο":"μικρόκοσμος",
"μικρόκοσμος":"μικρόκοσμος",
"μικρόκοσμου":"μικρόκοσμος",
"μικρόκοσμού":"μικρόκοσμος",
"μικροκύματα":"μικροκύματα",
"μικροκυματικής":"μικροκυματικός",
"μικρολίβαδο":"μικρολίβαδο",
"μικρομάγαζα":"μικρομάγαζο",
"μικρομέγαλα":"μικρομέγαλος",
"μικρομεγαλισμούς":"μικρομεγαλισμός",
"μικρομεσαία":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίας":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίες":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίο":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίοι":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίου":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίους":"μικρομεσαίος",
"μικρομεσαίων":"μικρομεσαίος",
"μικρομετόχων":"μικρομέτοχος",
"μικρόνοια":"μικρόνοια",
"μικρονοϊκούς":"μικρονοϊκός",
"μικροομάδων":"μικροομάδα",
"μικροοργανισμό":"μικροοργανισμός",
"μικροοργανισμός":"μικροοργανισμός",
"μικροοργανισμούς":"μικροοργανισμός",
"μικροπαρανομίες":"μικροπαρανομία",
"μικροπαρεξηγήσεις":"μικροπαρεξήγηση",
"μικροπεριστατικά":"μικροπεριστατικό",
"μικροπολιτικά":"μικροπολιτικός",
"μικροπολιτικές":"μικροπολιτική",
"μικροπολιτική":"μικροπολιτική",
"μικροπολιτική":"μικροπολιτικός",
"μικροπολιτικής":"μικροπολιτικός",
"μικροπολιτικό":"μικροπολιτικός",
"μικροποσά":"μικροποσό",
"μικροποσότητα":"μικροποσότητα",
"μικροπράγματα":"μικροπράγματα",
"μικροπροβλήματα":"μικροπρόβλημα",
"μικροπωλητές":"μικροπωλητής",
"μικροπωλητών":"μικροπωλητής",
"μικρος":"μικρός",
"μικρός":"μικρός",
"μικροσκοπικά":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπικές":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπική":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπικό":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπικού":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπικούς":"μικροσκοπικός",
"μικροσκοπικών":"μικροσκοπικός",
"μικροσκόπιο":"μικροσκόπιο",
"μικροσκόπιό":"μικροσκόπιο",
"μικροσκοπίου":"μικροσκόπιο",
"μικροσταγονίδια":"μικροσταγονίδια",
"μικροσυμπλοκές":"μικροσυμπλοκή",
"μικροσυμπλοκή":"μικροσυμπλοκή",
"μικροσυμφέροντα":"μικροσυμφέρον",
"μικρο-συναλλαγών":"μικρο-συναλλαγών",
"μικροσωματίδια":"μικροσωματίδιο",
"μικρόσωμος":"μικρόσωμος",
"μικρότερα":"μικρός",
"μικρότερες":"μικρός",
"μικρότερη":"μικρός",
"μικρότερή":"μικρός",
"μικρότερης":"μικρός",
"μικρότερο":"μικρός",
"μικρότεροι":"μικρός",
"μικρότερος":"μικρός",
"μικρότερου":"μικρός",
"μικρότερους":"μικρός",
"μικρότερων":"μικρός",
"μικρότητα":"μικρότητα",
"μικρότητά":"μικρότητα",
"μικρότητες":"μικρότητα",
"μικροτραυματισμούς":"μικροτραυματισμός",
"μικροτσίπ":"μικροτσίπ",
"μικρού":"μικρός",
"μικρούλα":"μικρούλης",
"μικρούλας":"μικρούλης",
"μικρούλη":"μικρούλης",
"μικρούλι":"μικρούλης",
"μικροϋπολογιστή":"μικροϋπολογιστής",
"μικροϋπολογιστων":"μικροϋπολογιστής",
"μικρούς":"μικρός",
"μικρούτσικο":"μικρούτσικος",
"μικρούτσικος":"μικρούτσικος",
"μικρούτσικου":"μικρούτσικος",
"μικρόφωνα":"μικρόφωνο",
"μικρόφωνο":"μικρόφωνο",
"μικροφώνου":"μικρόφωνο",
"μικροφωτιά":"μικροφωτιά",
"μικρόψυχες":"μικρόψυχος",
"μικροψυχία":"μικροψυχία",
"μικροψυχίες":"μικροψυχία",
"μικρόψυχο":"μικρόψυχος",
"μικρόψυχους":"μικρόψυχος",
"μίκρυνε":"μικραίνω",
"μικρύνει":"μικραίνω",
"μικρύνουν":"μικραίνω",
"μικρών":"μικρός",
"μικτές":"μικτός",
"μικτή":"μικτός",
"μικτο":"μικτός",
"μικτό":"μικτός",
"μικτών":"μικτός",
"μιλά":"μιλώ",
"μιλάγαμε":"μιλώ",
"μίλαγε":"μιλώ",
"μιλαει":"μιλώ",
"μιλάει":"μιλώ",
"μιλάμε":"μιλώ",
"μιλαν":"μιλαν",
"μίλαν":"μίλαν",
"μιλάνε":"μιλώ",
"μιλάνο":"μιλάνος",
"μιλάνου":"μιλάνος",
"μιλάς":"μιλώ",
"μιλάτε":"μιλώ",
"μιλάω":"μιλώ",
"μίλβας":"μίλβας",
"μιλγουόκι":"μιλγουόκι",
"μιλγουολ":"μιλγουολ",
"μίλγουολ":"μίλγουολ",
"μίλερ":"μίλερ",
"μίλετιτς":"μίλετιτς",
"μίλησα":"μιλώ",
"μιλήσαμε":"μιλώ",
"μίλησαν":"μιλώ",
"μιλησε":"μιλώ",
"μίλησε":"μιλώ",
"μιλήσει":"μιλώ",
"μιλήσεις":"μιλώ",
"μίλησες":"μιλώ",
"μιλήσετε":"μιλώ",
"μιλησουμε":"μιλώ",
"μιλήσουμε":"μιλώ",
"μιλήσουν":"μιλώ",
"μιλήστε":"μιλώ",
"μιλήσω":"μιλώ",
"μίλητο":"μίλητος",
"μίλι":"μίλι",
"μίλια":"μίλι",
"μιλιά":"μιλιά",
"μιλιγκράμ":"μιλιγκράμ",
"μιλιγραμμάρια":"μιλιγραμμάρια",
"μιλιέτ":"μιλιέτ",
"μιλιέται":"μιλώ",
"μιλίου":"μίλι",
"μιλιταρισμό":"μιλιταρισμός",
"μιλιταρισμός":"μιλιταρισμός",
"μιλιταρισμού":"μιλιταρισμός",
"μιλιταριστικές":"μιλιταριστικός",
"μιλιταριστική":"μιλιταριστικός",
"μιλιταριστικής":"μιλιταριστικός",
"μιλίτο":"μιλίτο",
"μιλίων":"μίλι",
"μίλκοβιτς":"μίλκοβιτς",
"μίλο":"μίλο",
"μιλοβάνοβιτς":"μιλοβάνοβιτς",
"μιλόγεβιτς":"μιλόγεβιτς",
"μιλοσεβιτς":"μιλοσεβιτς",
"μιλόσεβιτς":"μιλόσεβιτς",
"μιλόσκοβιτς":"μιλόσκοβιτς",
"μιλούμε":"μιλώ",
"μιλουν":"μιλώ",
"μιλούν":"μιλώ",
"μιλούνε":"μιλώ",
"μιλούσα":"μιλώ",
"μιλούσαμε":"μιλώ",
"μιλούσαν":"μιλώ",
"μιλούσε":"μιλώ",
"μιλούσες":"μιλώ",
"μιλουτίνοβιτς":"μιλουτίνοβιτς",
"μιλς":"μιλς",
"μιλτ.":"μιλτ.",
"μιλτιάδη":"μιλτιάδης",
"μιλτιάδης":"μιλτιάδης",
"μίλτο":"μίλτος",
"μιλτον":"μίλτος",
"μίλτος":"μίλτος",
"μίλτου":"μίλτος",
"μιλώ":"μιλώ",
"μιλων":"μιλων",
"μίλων":"μίλων",
"μίλωνας":"μίλωνας",
"μιλώντας":"μιλώ",
"μίμαρος":"μίμαρος",
"μιμείται":"μιμούμαι",
"μίμη":"μίμη",
"μιμηθεί":"μιμούμαι",
"μιμήθηκα":"μιμούμαι",
"μιμηθούμε":"μιμούμαι",
"μιμηθούν":"μιμούμαι",
"μίμης":"μίμης",
"μίμηση":"μίμηση",
"μίμησή":"μίμηση",
"μίμησης":"μίμηση",
"μιμητές":"μιμητής",
"μιμητή":"μιμητής",
"μιμητισμό":"μιμητισμός",
"μιμητισμός":"μιμητισμός",
"μίμιτσα":"μίμιτσα",
"μίμος":"μίμος",
"μιμούμενο":"μιμούμενος",
"μιμούνται":"μιμούμαι",
"μιμούνταν":"μιμούμαι",
"μιμς":"μιμς",
"μίνα":"μίνα",
"μιναρέδες":"μιναρές",
"μινερβα":"μινερβα",
"μινέρβα":"μινέρβα",
"μινεσότα":"μινεσότα",
"μινι":"μίνι",
"μίνι":"μίνι",
"μινιατούρα":"μινιατούρα",
"μινιατούρες":"μινιατούρα",
"μίνιμαλ":"μίνιμαλ",
"μινιμαλιστές":"μινιμαλιστής",
"μινιμαλιστικά":"μινιμαλιστικός",
"μίνιμουμ":"μίνιμουμ",
"μινιόν":"μινιόν",
"μίνο":"μίνο",
"μινουϊ":"μινουϊ",
"μίνσκ":"μίνσκ",
"μίνταλ":"μίνταλ",
"μιντανάο":"μιντανάο",
"μιντης":"μιντης",
"μίντης":"μίντης",
"μίντι":"μίντι",
"μίντια":"μίντια",
"μιντιακά":"μιντιακά",
"μιντιακές":"μιντιακές",
"μιντιακή":"μιντιακή",
"μιντιακής":"μιντιακής",
"μιντιακό":"μιντιακό",
"μιντιακού":"μιντιακού",
"μιντιοκρατία":"μιντιοκρατία",
"μιντλεσμπρο":"μιντλεσμπρο",
"μίντλεσμπρο":"μίντλεσμπρο",
"μίντλεσμπρο32711633-31":"μίντλεσμπρο32711633-31",
"μίντλεσμπρο-μάντσεστερ":"μίντλεσμπρο-μάντσεστερ",
"μινωικής":"μινωικός",
"μίξερ":"μίξερ",
"μιούζικαλ":"μιούζικαλ",
"μίρα":"μίρα",
"μιράζ":"μιράζ",
"μιραντα":"μιραντα",
"μιράντα":"μιράντα",
"μιράντας":"μιράντας",
"μιργιάνα":"μιργιάνα",
"μιρεν":"μιρεν",
"μίρεν":"μίρεν",
"μίριαμ":"μίριαμ",
"μίρκα":"μίρκα",
"μίρκο":"μίρκο",
"μιρον":"μιρον",
"μίρον":"μίρον",
"μίρορ":"μίρορ",
"μιροσάλβιεβιτς":"μιροσάλβιεβιτς",
"μίροσλαβ":"μίροσλαβ",
"μίρσα":"μίρσα",
"μιρσεντόφσκι":"μιρσεντόφσκι",
"μιρτλ":"μιρτλ",
"μιρτσέα":"μιρτσέα",
"μις":"μις",
"μισά":"μισός",
"μισαλλόδοξες":"μισαλλόδοξος",
"μισαλλοδοξία":"μισαλλοδοξία",
"μισαλλοδοξίας":"μισαλλοδοξία",
"μίσαμ":"μίσαμ",
"μισάνθρωπο":"μισάνθρωπος",
"μισάνθρωπος":"μισάνθρωπος",
"μισανοίγει":"μισανοίγω",
"μισάνοιχτη":"μισάνοιχτος",
"μισαχηλίδη":"μισαχηλίδη",
"μισεί":"μισώ",
"μισείς":"μισώ",
"μισέλ":"μισέλ",
"μισεντρόφσκι":"μισεντρόφσκι",
"μισές":"μισός",
"μισή":"μισός",
"μίση":"μίσος",
"μισής":"μισός",
"μίσησε":"μισώ",
"μισητά":"μισητά",
"μισητή":"μισητός",
"μισητής":"μισητός",
"μισητοί":"μισητός",
"μισητός":"μισητός",
"μισητών":"μισητός",
"μισθίου":"μίσθιος",
"μισθό":"μισθός",
"μισθοδοσία":"μισθοδοσία",
"μισθοδοσίας":"μισθοδοσία",
"μισθοδοσίες":"μισθοδοσία",
"μισθοδότης":"μισθοδότης",
"μισθοδότησής":"μισθοδότηση",
"μισθοί":"μισθός",
"μισθολόγια":"μισθολόγιο",
"μισθολογικά":"μισθολογικός",
"μισθολογικές":"μισθολογικός",
"μισθολογική":"μισθολογικός",
"μισθολογικό":"μισθολογικός",
"μισθολογικού":"μισθολογικός",
"μισθολογικών":"μισθολογικός",
"μισθολόγιο":"μισθολόγιο",
"μισθολογίου":"μισθολόγιο",
"μισθός":"μισθός",
"μισθοσυντήρητους":"μισθοσυντήρητος",
"μισθού":"μισθός",
"μισθούς":"μισθός",
"μισθοφόροι":"μισθοφόρος",
"μισθοφορος":"μισθοφόρος",
"μισθοφόρος":"μισθοφόρος",
"μισθοφόρους":"μισθοφόρος",
"μισθωθεί":"μισθώνω",
"μισθώθηκαν":"μισθώνω",
"μισθώθηκε":"μισθώνω",
"μίσθωμα":"μίσθωμα",
"μισθώματα":"μίσθωμα",
"μισθωμάτων":"μίσθωμα",
"μισθωμένα":"μισθωμένος",
"μισθωμένο":"μισθωμένος",
"μισθών":"μισθός",
"μίσθωναν":"μισθώνω",
"μίσθωσαν":"μισθώνω",
"μίσθωσε":"μισθώνω",
"μισθώσει":"μισθώνω",
"μισθώσεων":"μίσθωση",
"μίσθωση":"μίσθωση",
"μίσθωσης":"μίσθωση",
"μισθώσουν":"μισθώνω",
"μισθωτές":"μισθωτός",
"μισθωτή":"μισθωτής",
"μισθωτήριο":"μισθωτήριο",
"μισθωτηρίου":"μισθωτήριο",
"μισθωτής":"μισθωτός",
"μισθωτικές":"μισθωτικός",
"μισθωτοί":"μισθωτός",
"μισθωτού":"μισθωτός",
"μισθωτούς":"μισθωτός",
"μισθωτών":"μισθωτός",
"μίσιγκαν":"μίσιγκαν",
"μισίμα":"μισίμα",
"μισιορόβσκι":"μισιορόβσκι",
"μισισιπή":"μισισιπή",
"μισο":"μισός",
"μισό":"μισός",
"μισοάδειο":"μισοάδειος",
"μισογεμάτο":"μισογεμάτος",
"μισογκρεμισμένο":"μισογκρεμίζω",
"μισοί":"μισός",
"μισόλογα":"μισόλογα",
"μισόν":"μισός",
"μισός":"μισός",
"μίσος":"μίσος",
"μισοσκότεινο":"μισοσκότεινος",
"μισοσπασμένα":"μισοσπασμένος",
"μισοτελειωμένες":"μισοτελειωμένος",
"μισοτελειωμένος":"μισοτελειωμένος",
"μισού":"μισός",
"μισούμε":"μισώ",
"μισούν":"μισώ",
"μισούνται":"μισώ",
"μισούρι":"μισούρι",
"μισούς":"μισός",
"μίσους":"μίσος",
"μισούσα":"μισώ",
"μισούσε":"μισώ",
"μισοφέγγαρο":"μισοφέγγαρο",
"μισραχή":"μισραχή",
"μισσελής":"μισσελής",
"μίσσιας":"μίσσιας",
"μίστερ":"μίστερ",
"μιστραλ":"μιστραλ",
"μιστράλ":"μιστράλ",
"μισυρλής":"μισυρλής",
"μισχοπουλος":"μισχοπουλος",
"μισχόπουλος":"μισχόπουλος",
"μίσχος":"μίσχος",
"μίσχους":"μίσχος",
"μισώ":"μισώ",
"μισών":"μισός",
"μιτ":"μιτ",
"μιτάλ":"μιτάλ",
"μιτεράν":"μιτεράν",
"μιτιγκ":"μίτιγκ",
"μίτιγκ":"μίτιγκ",
"μίτινγκ":"μίτινγκ",
"μίτλαντ":"μίτλαντ",
"μίτνικ":"μίτνικ",
"μίτο":"μίτος",
"μιτοσεβιτς":"μιτοσεβιτς",
"μιτόσεβιτς":"μιτόσεβιτς",
"μιτρόβιτσα":"μιτρόβιτσα",
"μίτσαμ":"μίτσαμ",
"μίτσελ":"μίτσελ",
"μιτσουμπίσι":"μιτσουμπίσι",
"μιχ":"μιχ",
"μιχ.":"μιχ.",
"μίχα":"μίχα",
"μίχαελ":"μίχαελ",
"μιχαηλ":"μιχαήλ",
"μιχαήλ":"μιχαήλ",
"μιχαηλιδη":"μιχαηλίδης",
"μιχαηλίδη":"μιχαηλίδης",
"μιχαηλιδης":"μιχαηλίδης",
"μιχαηλίδης":"μιχαηλίδης",
"μιχαηλίδου":"μιχαηλίδου",
"μιχαήλ-μωυσή":"μιχαήλ-μωυσή",
"μιχαΐλοφ":"μιχαΐλοφ",
"μιχαλακόπουλο":"μιχαλακόπουλος",
"μιχαλή":"μιχαλή",
"μιχάλη":"μιχάλης",
"μιχαλης":"μιχάλης",
"μιχάλης":"μιχάλης",
"μιχαλίτσα":"μιχαλίτσα",
"μιχάλκοφ":"μιχάλκοφ",
"μιχαλολιάκος":"μιχαλολιάκος",
"μιχαλόπουλος":"μιχαλόπουλος",
"μίχελ":"μίχελ",
"μιχελής":"μιχελής",
"μιχελιδάκη":"μιχελιδάκη",
"μιχόπουλος":"μιχόπουλος",
"μίχος":"μίχος",
"μκο":"μκο",
"μλάντιτς":"μλάντιτς",
"μλάντιτς-κάρατζιτς":"μλάντιτς-κάρατζιτς",
"μμ":"μμ",
"μμε":"μμε",
"μνεία":"μνεία",
"μνημεία":"μνημείο",
"μνημειακά":"μνημειακός",
"μνημειακές":"μνημειακός",
"μνημειακή":"μνημειακός",
"μνημειακό":"μνημειακός",
"μνημειακός":"μνημειακός",
"μνημειακού":"μνημειακός",
"μνημείο":"μνημείο",
"μνημείου":"μνημείο",
"μνημειώδεις":"μνημειώδης",
"μνημειώδες":"μνημειώδης",
"μνημειώδη":"μνημειώδης",
"μνημειώδης":"μνημειώδης",
"μνημείων":"μνημείο",
"μνήμες":"μνήμη",
"μνήμη":"μνήμη",
"μνήμην":"μνήμη",
"μνήμης":"μνήμη",
"μνημονεύει":"μνημονεύω",
"μνημονεύεται":"μνημονεύω",
"μνημονευθέν":"μνημονευθείς",
"μνημονεύοντας":"μνημονεύω",
"μνημονεύουν":"μνημονεύω",
"μνημόνευσαν":"μνημονεύω",
"μνημόνευση":"μνημόνευση",
"μνημόνια":"μνημόνιο",
"μνημόνιο":"μνημόνιο",
"μνημόνιό":"μνημόνιο",
"μνημονίου":"μνημόνιο",
"μνημονίων":"μνημόνιο",
"μνημοσυνα":"μνημόσυνο",
"μνημόσυνα":"μνημόσυνο",
"μνημοσυνο":"μνημόσυνο",
"μνημόσυνο":"μνημόσυνο",
"μνημοσύνου":"μνημόσυνο",
"μνημόσυνου":"μνημόσυνο",
"μνηστή":"μνηστή",
"μνηστήρα":"μνηστήρας",
"μνηστήρες":"μνηστήρας",
"μνηστήρων":"μνηστήρας",
"μοάι":"μοάι",
"μοβ":"μοβ",
"μογγολέζικο":"μογγολέζικος",
"μογγολικής":"μογγολικός",
"μογιάνο":"μογιάνο",
"μογκαμπο":"μογκαμπο",
"μόδα":"μόδα",
"μόδας":"μόδα",
"μοδάτα":"μοδάτα",
"μοδάτες":"μοδάτες",
"μοδάτο":"μοδάτο",
"μόδες":"μόδα",
"μόδι":"μόδι",
"μοδιάνο":"μοδιάνο",
"μοδινός":"μοδινός",
"μοδίου":"μόδιος",
"μοζαμβίκη":"μοζαμβίκη",
"μοιάζει":"μοιάζω",
"μοιάζουμε":"μοιάζω",
"μοιάζουν":"μοιάζω",
"μοιάζω":"μοιάζω",
"μοιάσει":"μοιάζω",
"μοιάσουμε":"μοιάζω",
"μοιάσουν":"μοιάζω",
"μοίρα":"μοίρα",
"μοίραζα":"μοιράζω",
"μοίραζαν":"μοιράζω",
"μοίραζε":"μοιράζω",
"μοιράζει":"μοιράζω",
"μοιράζεσαι":"μοιράζω",
"μοιράζεστε":"μοιράζω",
"μοιράζεται":"μοιράζω",
"μοιράζομαι":"μοιράζω",
"μοιραζόμαστε":"μοιράζω",
"μοιράζονται":"μοιράζω",
"μοιράζονταν":"μοιράζω",
"μοιράζοντας":"μοιράζω",
"μοιραζόταν":"μοιράζω",
"μοιράζουν":"μοιράζω",
"μοιραια":"μοιραία",
"μοιραία":"μοιραία",
"μοιραία":"μοιραίος",
"μοιραίας":"μοιραίος",
"μοιραίες":"μοιραίος",
"μοιραίο":"μοιραίος",
"μοιραίοι":"μοιραίος",
"μοιραίος":"μοιραίος",
"μοιραίου":"μοιραίος",
"μοιραίους":"μοιραίος",
"μοιραίων":"μοιραίος",
"μοιράρχου":"μοίραρχος",
"μοίρας":"μοίρα",
"μοίρασαν":"μοιράζω",
"μοίρασε":"μοιράζω",
"μοιράσει":"μοιράζω",
"μοιρασθεί":"μοιράζω",
"μοιράσθηκαν":"μοιράζω",
"μοιράσθηκε":"μοιράζω",
"μοιρασθούν":"μοιράζω",
"μοιρασιά":"μοιρασιά",
"μοιρασιάς":"μοιρασιά",
"μοίρασμα":"μοίρασμα",
"μοιρασμένα":"μοιράζω",
"μοιρασμένες":"μοιράζω",
"μοιρασμένο":"μοιράζω",
"μοιράσουμε":"μοιράζω",
"μοιράσουν":"μοιράζω",
"μοιραστεί":"μοιράζω",
"μοιραστείτε":"μοιράζω",
"μοιραστηκαν":"μοιράζω",
"μοιράστηκαν":"μοιράζω",
"μοιράστηκε":"μοιράζω",
"μοιραστούν":"μοιράζω",
"μοιραστώ":"μοιράζω",
"μοίρες":"μοίρα",
"μοιρολάτρες":"μοιρολάτρης",
"μοιρολατρία":"μοιρολατρία",
"μοιρολατρίας":"μοιρολατρία",
"μοιρολατρικά":"μοιρολατρικά",
"μοιρολόι":"μοιρολόι",
"μοιρών":"μοίρα",
"μοιχαλίδος":"μοιχαλίδος",
"μοιχό":"μοιχός",
"μοιχοί":"μοιχός",
"μοιχούς":"μοιχός",
"μοκασίνια":"μοκασίνι",
"μοκέτα":"μοκέτα",
"μοκέτες":"μοκέτα",
"μοκετών":"μοκέτα",
"μολδαβία":"μολδαβία",
"μόλερ":"μόλερ",
"μόλι":"μόλι",
"μόλις":"μόλις",
"μολονότι":"μολονότι",
"μολότοφ":"μολότοφ",
"μολούκοι":"μολούκοι",
"μόλυβδο":"μόλυβδος",
"μολυβένια":"μολυβένιος",
"μολυβένιων":"μολυβένιος",
"μολύβι":"μολύβι",
"μολύβια":"μολύβι",
"μολυβιάτη":"μολυβιάτη",
"μολυβιάτης":"μολυβιάτης",
"μολυβιού":"μολυβής",
"μολυβιών":"μολυβής",
"μόλυνε":"μολύνω",
"μολύνει":"μολύνω",
"μολυνθεί":"μολύνω",
"μολύνθηκαν":"μολύνω",
"μολύνθηκε":"μολύνω",
"μολυνθούν":"μολύνω",
"μολύνονται":"μολύνω",
"μολύνοντας":"μολύνω",
"μολύνουν":"μολύνω",
"μολύνσεις":"μόλυνση",
"μολύνσεως":"μόλυνση",
"μόλυνση":"μόλυνση",
"μόλυνσή":"μόλυνση",
"μόλυνσης":"μόλυνση",
"μολυσματικά":"μολυσματικός",
"μολυσματική":"μολυσματικός",
"μολυσματικό":"μολυσματικός",
"μολυσματικότητα":"μολυσματικότητα",
"μολυσματικών":"μολυσματικός",
"μολυσμένα":"μολυσμένος",
"μολυσμένες":"μολύνω",
"μολυσμένη":"μολύνω",
"μολυσμένο":"μολύνω",
"μολυσμένοι":"μολυσμένος",
"μολυσμένου":"μολυσμένος",
"μολυσμένων":"μολύνω",
"μολφέση":"μολφέση",
"μολώχ":"μολώχ",
"μομέντουμ":"μομέντουμ",
"μομίρ":"μομίρ",
"μόμπι":"μόμπι",
"μόμπλεϊ":"μόμπλεϊ",
"μομφές":"μομφή",
"μομφή":"μομφή",
"μομφής":"μομφή",
"μον":"μον",
"μόνα":"μόνος",
"μονάδα":"μονάδα",
"μοναδας":"μονάδα",
"μονάδας":"μονάδα",
"μοναδες":"μονάδα",
"μονάδες":"μονάδα",
"μοναδικά":"μοναδικός",
"μοναδικές":"μοναδικός",
"μοναδική":"μοναδικός",
"μοναδικής":"μοναδικός",
"μοναδικο":"μοναδικός",
"μοναδικό":"μοναδικός",
"μοναδικοί":"μοναδικός",
"μοναδικός":"μοναδικός",
"μοναδικότητα":"μοναδικότητα",
"μοναδικότητας":"μοναδικότητα",
"μοναδικότητάς":"μοναδικότητα",
"μοναδικού":"μοναδικός",
"μοναδικούς":"μοναδικός",
"μοναδων":"μονάδα",
"μονάδων":"μονάδα",
"μονακο":"μονακο",
"μονακό":"μονακό",
"μοναξιά":"μοναξιά",
"μοναξιάς":"μοναξιά",
"μοναξιές":"μοναξιά",
"μονάρχες":"μονάρχης",
"μονάρχη":"μονάρχης",
"μονάρχης":"μονάρχης",
"μοναρχία":"μοναρχία",
"μοναρχίας":"μοναρχία",
"μοναρχίες":"μοναρχία",
"μοναρχιών":"μοναρχία",
"μοναρχών":"μονάρχης",
"μόνας":"μόνας",
"μοναστήρι":"μοναστήρι",
"μοναστήρια":"μοναστήριο",
"μοναστηριακό":"μοναστηριακός",
"μοναστηριού":"μοναστήρι",
"μοναστηρίου":"μοναστήριο",
"μοναστηριών":"μοναστήρι",
"μοναστική":"μοναστικός",
"μοναστικής":"μοναστικός",
"μοναχά":"μονάχα",
"μονάχα":"μονάχα",
"μοναχές":"μονάχος",
"μοναχή":"μονάχος",
"μοναχής":"μονάχος",
"μοναχικά":"μοναχικός",
"μοναχική":"μοναχικός",
"μοναχικής":"μοναχικός",
"μοναχικο":"μοναχικός",
"μοναχικό":"μοναχικός",
"μοναχικός":"μοναχικός",
"μοναχικότητας":"μοναχικότητα",
"μοναχικού":"μοναχικός",
"μοναχικούς":"μοναχικός",
"μοναχικών":"μοναχικός",
"μόναχο":"μόναχο",
"μοναχο":"μονάχος",
"μοναχό":"μονάχος",
"μονάχο":"μονάχος",
"μοναχοί":"μονάχος",
"μοναχοπαίδι":"μοναχοπαίδι",
"μοναχός":"μονάχος",
"μονάχος":"μονάχος",
"μονάχου":"μόναχο",
"μοναχού":"μοναχός",
"μοναχούς":"μονάχος",
"μοναχών":"μοναχός",
"μονέ":"μονός",
"μονεγάσκους":"μονεγάσκους",
"μονές":"μονή",
"μόνες":"μόνος",
"μονεταρισμό":"μονεταρισμός",
"μονη":"μονός",
"μονή":"μονός",
"μόνη":"μόνος",
"μονης":"μονός",
"μονής":"μονός",
"μόνης":"μόνος",
"μονιάσουν":"μονιάζω",
"μονικα":"μονικα",
"μόνικα":"μόνικα",
"μόνιμα":"μόνιμος",
"μόνιμες":"μόνιμος",
"μόνιμη":"μόνιμος",
"μόνιμης":"μόνιμος",
"μόνιμο":"μόνιμος",
"μόνιμοι":"μόνιμος",
"μονιμοποιεί":"μονιμοποιώ",
"μονιμοποιήσεις":"μονιμοποίηση",
"μονιμοποίηση":"μονιμοποίηση",
"μονιμοποιούνται":"μονιμοποιώ",
"μόνιμος":"μόνιμος",
"μονιμότερες":"μόνιμος",
"μονιμότερη":"μόνιμος",
"μονιμότερο":"μόνιμος",
"μονιμότητα":"μονιμότητα",
"μονιμότητά":"μονιμότητα",
"μονιμότητας":"μονιμότητα",
"μονίμου":"μόνιμος",
"μόνιμου":"μόνιμος",
"μόνιμους":"μόνιμος",
"μονίμων":"μόνιμος",
"μόνιμων":"μόνιμος",
"μονίμως":"μόνιμα",
"μονίτορ":"μονίτορ",
"μόνιτορ":"μόνιτορ",
"μονο":"μόνο",
"μόνο":"μόνο",
"μονό":"μονός",
"μόνο":"μόνος",
"μονοακόρεστα":"μονοακόρεστος",
"μονογενή":"μονογενής",
"μονογονεϊκή":"μονογονεϊκός",
"μονογονεϊκών":"μονογονεϊκός",
"μονογραφή":"μονογραφή",
"μονογραφία":"μονογραφία",
"μονογραφίες":"μονογραφία",
"μονοδιάστατες":"μονοδιάστατος",
"μονοδιάστατη":"μονοδιάστατος",
"μονοδρομείται":"μονοδρομώ",
"μονόδρομο":"μονόδρομος",
"μονόδρομος":"μονόδρομος",
"μονόδρομους":"μονόδρομος",
"μονοετές":"μονοετής",
"μονοθεϊστικών":"μονοθεϊστικός",
"μονοθέσιο":"μονοθέσιος",
"μονοθέσιου":"μονοθέσιος",
"μόνοι":"μόνος",
"μονοκαλλιέργεια":"μονοκαλλιέργεια",
"μονοκατοικία":"μονοκατοικία",
"μονοκατοικίας":"μονοκατοικία",
"μονοκατοικίες":"μονοκατοικία",
"μονοκατοικιών":"μονοκατοικία",
"μονοκόμματη":"μονοκόμματος",
"μονοκόμματο":"μονοκόμματος",
"μονοκοντυλιά":"μονοκοντυλιά",
"μονοκρατορία":"μονοκρατορία",
"μονοκρατορίας":"μονοκρατορία",
"μονοκύτταρα":"μονοκύτταρος",
"μονοκύτταροι":"μονοκύτταρος",
"μονολεκτικά":"μονολεκτικά",
"μονολεκτική":"μονολεκτικός",
"μονολεκτικό":"μονολεκτικός",
"μονολιθικών":"μονολιθικός",
"μονολογεί":"μονολογώ",
"μονολόγησε":"μονολογώ",
"μονόλογο":"μονόλογος",
"μονόλογοι":"μονόλογος",
"μονόλογος":"μονόλογος",
"μονολογούν":"μονολογώ",
"μονολόγους":"μονόλογος",
"μονολογούσε":"μονολογώ",
"μονολόγων":"μονόλογος",
"μονολογώντας":"μονολογώ",
"μονόλοφος":"μονόλοφος",
"μονόλοφος-ας":"μονόλοφος-ας",
"μονομανία":"μονομανία",
"μονομαχεί":"μονομαχώ",
"μονομαχία":"μονομαχία",
"μονομαχίας":"μονομαχία",
"μονομαχίες":"μονομαχία",
"μονομάχοι":"μονομάχος",
"μονομάχος":"μονομάχος",
"μονομάχους":"μονομάχος",
"μονομάχων":"μονομάχος",
"μονομελές":"μονομελής",
"μονομελούς":"μονομελής",
"μονομέρεια":"μονομέρεια",
"μονομερείς":"μονομερής",
"μονομερές":"μονομερής",
"μονομερή":"μονομερής",
"μονομερής":"μονομερής",
"μονομερούς":"μονομερής",
"μονομερώς":"μονομερώς",
"μονομιάς":"μονομιάς",
"μόνον":"μόνο",
"μόνον":"μόνος",
"μονοξείδιο":"μονοξείδιο",
"μονοξειδίου":"μονοξείδιο",
"μονοπάτι":"μονοπάτι",
"μονοπάτια":"μονοπάτι",
"μονοπατιού":"μονοπάτι",
"μονοπατιών":"μονοπάτι",
"μονόπλευρα":"μονόπλευρα",
"μονόπλευρη":"μονόπλευρος",
"μονόπλευρης":"μονόπλευρος",
"μονοπολικό":"μονοπολικός",
"μονόπρακτο":"μονόπρακτος",
"μονοπωλεί":"μονοπωλώ",
"μονοπώλησαν":"μονοπωλώ",
"μονοπωλησε":"μονοπωλώ",
"μονοπώλησε":"μονοπωλώ",
"μονοπωλήσει":"μονοπωλώ",
"μονοπώληση":"μονοπώληση",
"μονοπωλήσουν":"μονοπωλώ",
"μονοπώλια":"μονοπώλιο",
"μονοπωλιακά":"μονοπωλιακά",
"μονοπωλιακές":"μονοπωλιακός",
"μονοπωλιακό":"μονοπωλιακός",
"μονοπώλιο":"μονοπώλιο",
"μονοπωλίου":"μονοπώλιο",
"μονοπωλούν":"μονοπωλώ",
"μονοπωλούσαν":"μονοπωλώ",
"μονοπωλούσε":"μονοπωλώ",
"μονορί":"μονορί",
"μονος":"μονός",
"μόνος":"μόνος",
"μονοσήμαντα":"μονοσήμαντα",
"μονοσήμαντη":"μονοσήμαντος",
"μονοσήμαντο":"μονοσήμαντος",
"μονόστηλο":"μονόστηλος",
"μονοσύλλαβες":"μονοσύλλαβος",
"μονοσύλλαβη":"μονοσύλλαβος",
"μονοσύλλαβο":"μονοσύλλαβος",
"μονότονα":"μονότονος",
"μονότονες":"μονότονος",
"μονότονη":"μονότονος",
"μονοτονία":"μονοτονία",
"μονοτονίας":"μονοτονία",
"μονοτονικό":"μονοτονικός",
"μονοτονικού":"μονοτονικός",
"μονότονο":"μονότονος",
"μονότοξα":"μονότοξα",
"μόνου":"μόνος",
"μόνους":"μόνος",
"μονοψήφιο":"μονοψήφιος",
"μονρόβια":"μονρόβια",
"μονρόε":"μονρόε",
"μοντ":"μοντ",
"μοντάζ":"μοντάζ",
"μοντάλτο":"μοντάλτο",
"μοντάνα":"μοντάνα",
"μοντάρισμα":"μοντάρισμα",
"μοντγκόμερι":"μοντγκόμερι",
"μοντε":"μοντε",
"μόντε":"μόντε",
"μοντέλα":"μοντέλο",
"μοντελάκια":"μοντελάκι",
"μοντελακια-τσαντόρ":"μοντελακια-τσαντόρ",
"μοντελο":"μοντέλο",
"μοντέλο":"μοντέλο",
"μοντέλο-κούκλα":"μοντέλο-κούκλα",
"μοντέλου":"μοντέλο",
"μοντέλων":"μοντέλο",
"μόντεμ":"μόντεμ",
"μοντενέγκρο":"μοντενέγκρο",
"μοντέρνα":"μοντέρνος",
"μοντέρνας":"μοντέρνος",
"μοντέρνες":"μοντέρνος",
"μοντερνισμό":"μοντερνισμός",
"μοντερνισμός":"μοντερνισμός",
"μοντερνισμού":"μοντερνισμός",
"μοντερνιστής":"μοντερνιστής",
"μοντέρνο":"μοντέρνος",
"μοντέρνοι":"μοντέρνος",
"μοντέρνος":"μοντέρνος",
"μοντέρνου":"μοντέρνος",
"μοντέρνους":"μοντέρνος",
"μοντέρνων":"μοντέρνος",
"μοντέσκο":"μοντέσκο",
"μοντζουίκ":"μοντζουίκ",
"μόντι":"μόντι",
"μοντίδης":"μοντίδης",
"μοντράγκε":"μοντράγκε",
"μόντρεαλ":"μόντρεαλ",
"μοντριτς":"μοντριτς",
"μόντριτς":"μόντριτς",
"μονωδία":"μονωδία",
"μονωδίας":"μονωδία",
"μονωμένες":"μονωμένος",
"μονών":"μονός",
"μόνωση":"μόνωση",
"μόνωσης":"μόνωση",
"μονωτικές":"μονωτικός",
"μονωτική":"μονωτικός",
"μονωτικό":"μονωτικός",
"μόουζες":"μόουζες",
"μορ":"μορ",
"μόρα":"μόρα",
"μοράες":"μοράες",
"μοράλες":"μοράλες",
"μόραλη":"μόραλης",
"μορατόριουμ":"μορατόριουμ",
"μόργκαν":"μόργκαν",
"μοργκούνοφ":"μοργκούνοφ",
"μόρια":"μόριο",
"μοριακή":"μοριακός",
"μοριακής":"μοριακός",
"μοριακού":"μοριακός",
"μόριο":"μόριο",
"μοριοδότηση":"μοριοδότηση",
"μοριοδότησης":"μοριοδότηση",
"μορις":"μορις",
"μορίς":"μορίς",
"μόρις":"μόρις",
"μόρισον":"μόρισον",
"μοριχόβου":"μοριχόβου",
"μορίων":"μόριο",
"μορντεχαϊ":"μορντεχαϊ",
"μορντεχάι":"μορντεχάι",
"μόρο":"μόρο",
"μορουά":"μορουά",
"μόρτεν":"μόρτεν",
"μορφασμοί":"μορφασμός",
"μορφασμούς":"μορφασμός",
"μορφές":"μορφή",
"μορφή":"μορφή",
"μορφήν":"μορφή",
"μορφής":"μορφή",
"μόρφης":"μόρφης",
"μορφίνη":"μορφίνη",
"μορφίνης":"μορφίνη",
"μορφογένεση":"μορφογένεση",
"μορφολογία":"μορφολογία",
"μορφολογικά":"μορφολογικός",
"μορφολογικές":"μορφολογικός",
"μορφολογικοί":"μορφολογικός",
"μορφολογικών":"μορφολογικός",
"μορφονιός":"μορφονιός",
"μορφοποιηθούν":"μορφοποιώ",
"μόρφου":"μόρφου",
"μόρφω":"μόρφω",
"μορφωθεί":"μορφώνω",
"μόρφωμα":"μόρφωμα",
"μορφώματος":"μόρφωμα",
"μορφωμένη":"μορφώνω",
"μορφωμένοι":"μορφωμένος",
"μορφωμένος":"μορφωμένος",
"μορφωμένους":"μορφώνω",
"μορφών":"μορφή",
"μορφώνει":"μορφώνω",
"μορφώσει":"μορφώνω",
"μόρφωση":"μόρφωση",
"μόρφωσή":"μόρφωση",
"μόρφωσης":"μόρφωση",
"μορφωτικά":"μορφωτικός",
"μορφωτικές":"μορφωτικός",
"μορφωτικής":"μορφωτικός",
"μορφωτικο":"μορφωτικός",
"μορφωτικό":"μορφωτικός",
"μορφωτικού":"μορφωτικός",
"μορφωτικών":"μορφωτικός",
"μορώνη":"μορώνη",
"μορώνης":"μορώνης",
"μοσάντ":"μοσάντ",
"μοσε":"μοσε",
"μοσέ":"μοσέ",
"μόσελφελντ":"μόσελφελντ",
"μόσιος":"μόσιος",
"μοσκοβισί":"μοσκοβισί",
"μοσκώφ":"μοσκώφ",
"μοσούντ":"μοσούντ",
"μοσχα":"μόσχα",
"μόσχα":"μόσχα",
"μοσχάκη":"μοσχάκη",
"μοσχαράκι":"μοσχαράκι",
"μοσχάρι":"μοσχάρι",
"μοσχαρίσιο":"μοσχαρίσιος",
"μόσχας":"μόσχα",
"μοσχάτο":"μοσχάτο",
"μοσχάτου":"μοσχάτο",
"μόσχευμα":"μόσχευμα",
"μοσχεύματα":"μόσχευμα",
"μοσχεύματος":"μόσχευμα",
"μοσχευμάτων":"μόσχευμα",
"μοσχίδη":"μοσχίδη",
"μοσχίδης":"μοσχίδης",
"μοσχό":"μοσχό",
"μοσχοβίτης":"μοσχοβίτης",
"μοσχοβολάει":"μοσχοβολώ",
"μοσχοβολούν":"μοσχοβολώ",
"μοσχογιάννης":"μοσχογιάννης",
"μοσχοί":"μόσχος",
"μοσχοκάρυδο":"μοσχοκάρυδο",
"μοσχολιος":"μοσχολιός",
"μοσχολιος-χημικα":"μοσχολιος-χημικα",
"μοσχόμαυρο":"μοσχόμαυρο",
"μοσχονά":"μοσχονά",
"μοσχόπολη":"μοσχόπολη",
"μοσχοπουλημένου":"μοσχοπουλημένος",
"μοσχόπουλο":"μοσχόπουλο",
"μοσχός":"μόσχος",
"μόσχος":"μόσχος",
"μοσχούλα":"μοσχούλα",
"μοσχούλας":"μοσχούλας",
"μοτέλ":"μοτέλ",
"μοτέρ":"μοτέρ",
"μοτζ":"μοτζ",
"μοτίβα":"μοτίβο",
"μοτίβο":"μοτίβο",
"μοτίβου":"μοτίβο",
"μοτίβων":"μοτίβο",
"μότο":"μότο",
"μοτοποδήλατα":"μοτοποδήλατο",
"μοτοποδήλατο":"μοτοποδήλατο",
"μότορς":"μότορς",
"μοτοσικλετα":"μοτοσικλέτα",
"μοτοσικλέτα":"μοτοσικλέτα",
"μοτοσικλέτας":"μοτοσικλέτα",
"μοτοσικλέτες":"μοτοσικλέτα",
"μοτοσικλετιστή":"μοτοσικλετιστής",
"μοτοσικλετιστής":"μοτοσικλετιστής",
"μοτοσικλετών":"μοτοσικλέτα",
"μοτοσυκλέτα":"μοτοσυκλέτα",
"μοτοσυκλέτας":"μοτοσυκλέτα",
"μοτοσυκλέτες":"μοτοσυκλέτα",
"μοτοσυκλετιστές":"μοτοσυκλετιστής",
"μοτοσυκλετιστών":"μοτοσυκλετιστής",
"μοτοσυκλετών":"μοτοσυκλέτα",
"μοτσαρέλα":"μοτσαρέλα",
"μότσαρτ":"μότσαρτ",
"μου":"εγώ",
"μου":"μου",
"μού":"μού",
"μούγιο":"μούγιο",
"μουγκά":"μουγκός",
"μουγκάμπε":"μουγκάμπε",
"μουγκές":"μουγκός",
"μουγκός":"μουγκός",
"μουγκού":"μουγκός",
"μουγκρητό":"μουγκρητό",
"μούγκριζαν":"μουγκρίζω",
"μουδανια":"μουδανιά",
"μουδανιά":"μουδανιά",
"μουδανιων":"μουδανιά",
"μουδανιών":"μουδανιά",
"μουδανιών-κασσανδρείας":"μουδανιών-κασσανδρείας",
"μουδιάζει":"μουδιάζω",
"μούδιασαν":"μουδιάζω",
"μουδιάσει":"μουδιάζω",
"μούδιασμα":"μούδιασμα",
"μουδιασμένα":"μουδιασμένος",
"μουδιασμένη":"μουδιασμένος",
"μουδιασμένοι":"μουδιάζω",
"μουδιασμένος":"μουδιάζω",
"μουζακης":"μουζάκης",
"μουζαουι":"μουζαουι",
"μουζαουί":"μουζαουί",
"μουζενίδης":"μουζενίδης",
"μούζιλ":"μούζιλ",
"μουκεμε":"μουκεμε",
"μουκέμε":"μουκέμε",
"μουκίδη":"μουκίδη",
"μουκιέμε":"μουκιέμε",
"μουλάδες":"μουλάς",
"μουλάδων":"μουλάς",
"μουλάκης":"μουλάκης",
"μουλάν":"μουλάν",
"μουλαν":"μούλος",
"μουλαομέροβιτ":"μουλαομέροβιτ",
"μουλαομέροβιτς":"μουλαομέροβιτς",
"μουλάρια":"μουλάρι",
"μουλάτοβιτς":"μουλάτοβιτς",
"μουλεν":"μουλεν",
"μουλιέτ":"μουλιέτ",
"μουλόπουλος":"μουλόπουλος",
"μούλτι":"μούλτι",
"μουλωχτά":"μουλωχτά",
"μούμια":"μούμια",
"μούμιας":"μούμια",
"μούμιες":"μούμια",
"μουμίν":"μουμίν",
"μουμιοποιημένων":"μουμιοποιημένος",
"μουμπάρακ":"μουμπάρακ",
"μουνρεϊκερ":"μουνρεϊκερ",
"μουντά":"μουντός",
"μουντζούρα":"μουντζούρα",
"μουντή":"μουντός",
"μουντιαλ":"μουντιάλ",
"μουντιάλ":"μουντιάλ",
"μουντιαλικός":"μουντιαλικός",
"μουντιγκάι":"μουντιγκάι",
"μουντίρη":"μουντίρη",
"μουντίρης":"μουντίρης",
"μουντό":"μουντός",
"μουντομπασκετ":"μουντομπασκετ",
"μουντομπάσκετ":"μουντομπάσκετ",
"μουντός":"μουντός",
"μουντρακη":"μουντρακη",
"μουρ":"μουρ",
"μούρα":"μούρο",
"μουράγιο":"μουράγιο",
"μουρακάβα":"μουρακάβα",
"μουρατι":"μουρατι",
"μουράτι":"μουράτι",
"μουρατίδη":"μουρατίδη",
"μουρατίδης":"μουρατίδης",
"μουράτοβα":"μουράτοβα",
"μουραφσκι":"μουραφσκι",
"μουράφσκι":"μουράφσκι",
"μουρέν":"μουρέν",
"μούρες":"μούρη",
"μούρη":"μούρη",
"μούρθια":"μούρθια",
"μουριαδης":"μουριαδης",
"μουρινιο":"μουρινιο",
"μουρίνιο":"μουρίνιο",
"μουρκάκης":"μουρκάκης",
"μουρκίδη":"μουρκίδη",
"μούρκου":"μούρκου",
"μούρλια":"μούρλια",
"μουρμούρα":"μουρμούρης",
"μουρμούρας":"μουρμούρης",
"μουρμουρίζει":"μουρμουρίζω",
"μουρμουρίζοντας":"μουρμουρίζω",
"μούρνιγκ":"μούρνιγκ",
"μουρούζηδων":"μουρούζηδων",
"μουρούτης":"μουρούτης",
"μουρσελά":"μουρσελά",
"μούρσεπ":"μούρσεπ",
"μους":"μους",
"μούσα":"μούσα",
"μουσακά":"μουσακάς",
"μουσαμά":"μουσαμάς",
"μούσας":"μούσα",
"μουσαφίρης":"μουσαφίρης",
"μουσεία":"μουσείο",
"μουσειακά":"μουσειακός",
"μουσειακές":"μουσειακός",
"μουσειακή":"μουσειακός",
"μουσειακής":"μουσειακός",
"μουσειακό":"μουσειακός",
"μουσειακού":"μουσειακός",
"μουσειακών":"μουσειακός",
"μουσειο":"μουσείο",
"μουσείο":"μουσείο",
"μουσειολογικές":"μουσειολογικός",
"μουσειολόγοι":"μουσειολόγος",
"μουσείο-στέκι":"μουσείο-στέκι",
"μουσείου":"μουσείο",
"μουσείων":"μουσείο",
"μουσελίνα":"μουσελίνα",
"μουσες":"μούσα",
"μούσες":"μούσα",
"μούσι":"μούσι",
"μουσιαρης":"μουσιαρης",
"μουσιάρης":"μουσιάρης",
"μούσιαρης":"μούσιαρης",
"μουσικά":"μουσικά",
"μουσικά":"μουσικός",
"μουσικες":"μουσική",
"μουσικές":"μουσική",
"μουσικη":"μουσική",
"μουσική":"μουσική",
"μουσικης":"μουσική",
"μουσικής":"μουσική",
"μουσικο":"μουσικός",
"μουσικό":"μουσικός",
"μουσικογυμναστικού":"μουσικογυμναστικός",
"μουσικοθεατρικές":"μουσικοθεατρικός",
"μουσικοί":"μουσικός",
"μουσικοκριτικός":"μουσικοκριτικός",
"μουσικολαογραφία":"μουσικολαογραφία",
"μουσικολογία":"μουσικολογία",
"μουσικολογίας":"μουσικολογία",
"μουσικολογικά":"μουσικολογικός",
"μουσικολόγος":"μουσικολόγος",
"μουσικοπαιδαγωγοί":"μουσικοπαιδαγωγός",
"μουσικός":"μουσικός",
"μουσικοσυνθέτη":"μουσικοσυνθέτης",
"μουσικοσυνθέτης":"μουσικοσυνθέτης",
"μουσικότατη":"μουσικότατη",
"μουσικού":"μουσικός",
"μουσικούς":"μουσικός",
"μουσικόφιλους":"μουσικόφιλος",
"μουσικοχορευτικά":"μουσικοχορευτικός",
"μουσικοχορευτική":"μουσικοχορευτικός",
"μουσικών":"μουσικός",
"μουσιλού":"μουσιλού",
"μούσκεμα":"μούσκεμα",
"μουσκεύοντας":"μουσκεύω",
"μουσκρόν":"μουσκρόν",
"μουσλίμοβιτς":"μουσλίμοβιτς",
"μουσολίνι":"μουσολίνι",
"μουσολινικού":"μουσολινικός",
"μουσούδα":"μουσούδα",
"μουσουλμάνα":"μουσουλμάνα",
"μουσουλμάνας":"μουσουλμάνα",
"μουσουλμάνες":"μουσουλμάνα",
"μουσουλμανικές":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμανική":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμανικής":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμανικό":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμανικός":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμανικών":"μουσουλμανικός",
"μουσουλμάνο":"μουσουλμάνος",
"μουσουλμανοι":"μουσουλμάνος",
"μουσουλμάνοι":"μουσουλμάνος",
"μουσουλμάνος":"μουσουλμάνος",
"μουσουλμάνους":"μουσουλμάνος",
"μουσουλμάνων":"μουσουλμάνος",
"μουσούμπου":"μουσούμπου",
"μουσουργού":"μουσουργός",
"μουσταβούκ":"μουσταβούκ",
"μουστάκης":"μουστάκης",
"μουστάκι":"μουστάκι",
"μουστάκια":"μουστάκι",
"μουστακίδη":"μουστακίδη",
"μουστακίδης":"μουστακίδης",
"μουστάρδα":"μουστάρδα",
"μουστάρδας":"μουστάρδα",
"μουσταφά":"μουσταφά",
"μουσταφάι":"μουσταφάι",
"μουσχουντή":"μουσχουντή",
"μούσχουρη":"μούσχουρη",
"μουσών":"μούσα",
"μουτζαχεντίν":"μουτζαχεντίν",
"μουτζούκη":"μουτζούκη",
"μουτζούκης":"μουτζούκης",
"μουτζουρωμένα":"μουτζουρωμένος",
"μουτίδη":"μουτίδη",
"μουτίδης":"μουτίδης",
"μουτόν":"μουτόν",
"μούτου":"μούτου",
"μούτρα":"μούτρο",
"μουτράν":"μουτράν",
"μουχαμπαράτ":"μουχαμπαράτ",
"μούχλα":"μούχλα",
"μουχλιάζει":"μουχλιάζω",
"μουχλιασμένους":"μουχλιασμένος",
"μοφάζ":"μοφάζ",
"μόφατ":"μόφατ",
"μοχαμαντ":"μοχαμαντ",
"μοχαμάντ":"μοχαμάντ",
"μοχάμαντ":"μοχάμαντ",
"μοχάμεντ":"μοχάμεντ",
"μοχάμετ":"μοχάμετ",
"μοχθηρό":"μοχθηρός",
"μοχθηροί":"μοχθηρός",
"μοχθηρός":"μοχθηρός",
"μόχθησαν":"μοχθώ",
"μοχθήσει":"μοχθώ",
"μόχθο":"μόχθος",
"μόχθος":"μόχθος",
"μόχθου":"μόχθος",
"μοχθούν":"μοχθώ",
"μοχθούντες":"μοχθών",
"μόχλο":"μόχλο",
"μοχλό":"μοχλός",
"μοχλοί":"μοχλός",
"μοχλος":"μοχλός",
"μοχλός":"μοχλός",
"μοχλούς":"μοχλός",
"μοχτάρ":"μοχτάρ",
"μπ":"μπ",
"μπ.":"μπ.",
"μπoύφαλο":"μπoύφαλο",
"μπα":"μπα",
"μπάαθ":"μπάαθ",
"μπάγεβιτς":"μπάγεβιτς",
"μπαγερν":"μπαγερν",
"μπάγερν":"μπάγερν",
"μπαγιαζίτ":"μπαγιαζίτ",
"'μπαγιάτης'":"'μπαγιάτης'",
"μπαγιάτικο":"μπαγιάτικος",
"μπάγιεβιτς":"μπάγιεβιτς",
"μπαγιουβάρων":"μπαγιουβάρων",
"μπάγκα":"μπάγκα",
"μπαγκάζ":"μπαγκάζ",
"μπαγκαλόου":"μπαγκαλόου",
"μπάγκειου":"μπάγκειου",
"μπάγκεμαν":"μπάγκεμαν",
"μπαγκλαντές":"μπαγκλαντές",
"μπαγκντάντ":"μπαγκντάντ",
"μπαγκσεϊ":"μπαγκσεϊ",
"μπαεκ":"μπαεκ",
"μπάεφ":"μπάεφ",
"μπάζα":"μπάζα",
"μπάζει":"μπάζω",
"μπαζίμα":"μπαζίμα",
"μπαζούκας":"μπαζούκας",
"μπαζωθεί":"μπαζώνω",
"μπαζώθηκε":"μπαζώνω",
"μπάζωμα":"μπάζωμα",
"μπαζώματα":"μπάζωμα",
"μπαζωμένα":"μπαζωμένος",
"μπαζωμένη":"μπαζώνω",
"μπάζων":"μπάζων",
"μπαζώνουν":"μπαζώνω",
"μπάι":"μπάι",
"μπαϊκονούρ":"μπαϊκονούρ",
"μπάιλμς":"μπάιλμς",
"μπαϊλντί":"μπαϊλντί",
"μπαίναμε":"μπαίνω",
"μπαίνατε":"μπαίνω",
"μπαίνει":"μπαίνω",
"μπαίνεις":"μπαίνω",
"μπαινοβγαίνει":"μπαινοβγαίνω",
"μπαινοβγαίνουν":"μπαινοβγαίνω",
"μπαίνοντας":"μπαίνω",
"μπαίνουμε":"μπαίνω",
"μπαίνουν":"μπαίνω",
"μπαίνω":"μπαίνω",
"μπαϊράγκ":"μπαϊράγκ",
"μπαϊράκι":"μπαϊράκι",
"μπαϊράμ":"μπαϊράμ",
"μπάιρον":"μπάιρον",
"μπακ":"μπακ",
"μπακάλη":"μπακάλης",
"μπακάληδες":"μπακάλης",
"μπακαλιάρο":"μπακαλιάρος",
"μπακαλιάρος":"μπακαλιάρος",
"μπακαλιάρου":"μπακαλιάρος",
"μπακάλικα":"μπακάλικο",
"μπακάλικο":"μπακάλικος",
"μπακαλόγατο":"μπακαλόγατος",
"μπακατσέλο":"μπακατσέλο",
"μπακατσέλος":"μπακατσέλος",
"μπακατσελου":"μπακατσελου",
"μπακατσέλου":"μπακατσέλου",
"μπακγκράουντ":"μπακγκράουντ",
"μπάκιγχαμ":"μπάκιγχαμ",
"μπακίνι":"μπακίνι",
"μπακιρας":"μπακιρας",
"μπακιρτζής":"μπακιρτζής",
"μπακιρτζίδης":"μπακιρτζίδης",
"μπακιρτσίογλου":"μπακιρτσίογλου",
"μπακλαβάδες":"μπακλαβάς",
"μπακογιάννη":"μπακογιάννη",
"μπακογιάννης":"μπακογιάννη",
"μπακολα":"μπακολα",
"μπακόλα":"μπακόλα",
"μπακόλας":"μπακόλας",
"μπακοστέργιος":"μπακοστέργιος",
"μπακού":"μπακού",
"μπακούμπα":"μπακούμπα",
"μπακούνιν":"μπακούνιν",
"μπακούρη":"μπακούρης",
"μπακούρης":"μπακούρης",
"μπακρί":"μπακρί",
"μπακς":"μπακς",
"μπακς-ντένβερ":"μπακς-ντένβερ",
"μπαλα":"μπάλα",
"μπάλα":"μπάλα",
"μπαλαδόρους":"μπαλαδόρος",
"μπάλακ":"μπάλακ",
"μπαλακι":"μπαλάκι",
"μπαλάκι":"μπαλάκι",
"μπαλάκια":"μπαλάκι",
"μπαλαμός":"μπαλαμός",
"μπάλαμπαν":"μπάλαμπαν",
"μπαλάνου":"μπαλάνου",
"μπαλάντα":"μπαλάντα",
"μπαλάντες":"μπαλάντα",
"μπαλαντύρ":"μπαλαντύρ",
"μπαλαρίνα":"μπαλαρίνα",
"μπάλας":"μπάλα",
"μπαλάσκα":"μπαλάσκα",
"μπαλάσκας":"μπαλάσκα",
"μπαλαφα":"μπαλάφας",
"μπαλάφα":"μπαλάφας",
"μπαλάφας":"μπαλάφας",
"μπαλάφτσας":"μπαλάφτσας",
"μπάλες":"μπάλα",
"μπαλέτα":"μπαλέτο",
"μπάλετιτς":"μπάλετιτς",
"μπαλέτο":"μπαλέτο",
"μπαλέτου":"μπαλέτο",
"μπαλέτων":"μπαλέτο",
"μπαλή":"μπαλής",
"μπαλιά":"μπαλιά",
"μπαλιές":"μπαλιά",
"μπαλικεσίρ":"μπαλικεσίρ",
"μπαλίτσες":"μπαλίτσα",
"μπαλκ":"μπαλκ",
"μπαλκονακι":"μπαλκονάκι",
"μπαλκόνι":"μπαλκόνι",
"μπαλκόνια":"μπαλκόνι",
"μπαλκονιών":"μπαλκόνι",
"μπαλκονόπορτα":"μπαλκονόπορτα",
"μπαλκονόπορτες":"μπαλκονόπορτα",
"μπαλντία":"μπαλντία",
"μπάλντουιν":"μπάλντουιν",
"μπαλοδήμος":"μπαλοδήμος",
"μπαλονάκι":"μπαλονάκι",
"μπαλόνι":"μπαλόνι",
"μπαλόνια":"μπαλόνι",
"μπαλούεβα":"μπαλούεβα",
"μπαλουκτσής":"μπαλουκτσής",
"μπαλσάμικο":"μπαλσάμικο",
"μπάλτα":"μπάλτα",
"μπαλτά":"μπαλτάς",
"μπαλτάς":"μπαλτάς",
"μπαλτασαρ":"μπαλτασαρ",
"μπαλτάσαρ":"μπαλτάσαρ",
"μπαλτίδης":"μπαλτίδης",
"μπαλώματα":"μπάλωμα",
"μπαλωμένος":"μπαλωμένος",
"μπαλώσουν":"μπαλώνω",
"μπαμ":"μπαμ",
"μπάμιατζης":"μπάμιατζης",
"μπάμιες":"μπάμια",
"μπαμπα":"μπαμπάς",
"μπαμπά":"μπαμπάς",
"μπαμπαγκίντα":"μπαμπαγκίντα",
"μπαμπαδες":"μπαμπάς",
"μπαμπάδες":"μπαμπάς",
"μπάμπαλη":"μπάμπαλη",
"μπαμπαλης":"μπαμπαλής",
"μπάμπαλης":"μπάμπαλης",
"μπαμπανατσα":"μπαμπανατσα",
"μπαμπαος":"μπαμπαος",
"μπαμπαους":"μπαμπαους",
"μπαμπαούς":"μπαμπαούς",
"μπαμπάς":"μπαμπάς",
"μπάμπη":"μπάμπης",
"μπαμπης":"μπάμπης",
"μπάμπης":"μπάμπης",
"μπαμπινιωτη":"μπαμπινιώτης",
"μπαμπινιώτη":"μπαμπινιώτης",
"μπαμπινιώτης":"μπαμπινιώτης",
"μπάμπιτς":"μπάμπιτς",
"μπαμπουίνο":"μπαμπουίνος",
"μπαμπούλα":"μπαμπούλας",
"μπαμπούλας":"μπαμπούλας",
"μπαμπούρη":"μπαμπούρη",
"μπάμπους":"μπάμπους",
"μπάμπω":"μπάμπω",
"μπανάλ":"μπανάλ",
"μπανάνα":"μπανάνα",
"μπανάνας":"μπανάνα",
"μπανάνες":"μπανάνα",
"μπανανία":"μπανανία",
"μπανανίας":"μπανανίας",
"μπανανόφλουδες":"μπανανόφλουδα",
"μπάνγκεμαν":"μπάνγκεμαν",
"μπάνε":"μπάνε",
"μπανέστο":"μπανέστο",
"μπάνια":"μπάνιο",
"μπανιέρα":"μπανιέρα",
"μπάνιο":"μπάνιο",
"μπάνιου":"μπάνιο",
"μπανιώρας":"μπανιώρας",
"μπανκ":"μπανκ",
"μπάνκερ":"μπάνκερ",
"μπάνκροφτ":"μπάνκροφτ",
"μπανοβγαίνει":"μπανοβγαίνει",
"μπανς":"μπανς",
"μπαντ":"μπαντ",
"μπαντα":"μπάντα",
"μπάντα":"μπάντα",
"μπανταλόνα":"μπανταλόνα",
"μπάντας":"μπάντα",
"μπαντάς":"μπαντάς",
"μπάντεν":"μπάντεν",
"μπάντες":"μπάντα",
"μπάντζο":"μπάντζο",
"μπάντμε":"μπάντμε",
"μπαντούνης":"μπαντούνης",
"μπαντούρη":"μπαντούρη",
"μπαντράν":"μπαντράν",
"μπάντσε":"μπάντσε",
"μπαξεβάνης":"μπαξεβάνης",
"μπαξεβανίδης":"μπαξεβανίδης",
"μπαξεβάνος":"μπαξεβάνος",
"μπαξές":"μπαξές",
"μπάξτερ":"μπάξτερ",
"μπαούλα":"μπαούλο",
"μπαούλο":"μπαούλο",
"μπαπτίστα":"μπαπτίστα",
"μπαρ":"μπαρ",
"μπάρα":"μπάρα",
"μπαραγκάν":"μπαραγκάν",
"μπαραζ":"μπαράζ",
"μπαράζ":"μπαράζ",
"μπαρακ":"μπαρακ",
"μπαράκ":"μπαράκ",
"μπαράκης":"μπαράκης",
"μπαράκι":"μπαράκι",
"μπαράκια":"μπαράκι",
"μπαραντέι":"μπαραντέι",
"μπάρας":"μπάρα",
"μπαρατίγια":"μπαρατίγια",
"μπάργκας":"μπάργκας",
"μπαργούμαν":"μπαργούμαν",
"μπάρδας":"μπάρδας",
"μπαρδή":"μπαρδή",
"μπάρες":"μπάρα",
"μπάρετ":"μπάρετ",
"μπαρέτο":"μπαρέτο",
"μπάρι":"μπάρι",
"μπάριμορ":"μπάριμορ",
"μπάριος":"μπάριος",
"μπάρκερ":"μπάρκερ",
"μπάρκλεϊ":"μπάρκλεϊ",
"μπάρκογλου":"μπάρκογλου",
"μπαρλάς":"μπαρλάς",
"μπαρλεμόντ":"μπαρλεμόντ",
"μπάρλος":"μπάρλος",
"μπάρμαν":"μπάρμαν",
"μπαρμπα":"μπάρμπας",
"μπάρμπα":"μπάρμπας",
"μπαρμπα-γιάννη":"μπαρμπα-γιάννη",
"μπαρμπαγιάννης":"μπαρμπαγιάννης",
"μπαρμπάκου":"μπαρμπάκου",
"μπαρμπα-λευτέρη":"μπαρμπα-λευτέρη",
"μπάρμπαρα":"μπάρμπαρα",
"μπάρμπας":"μπάρμπας",
"μπάρμπεκιου":"μπάρμπεκιου",
"μπαρμπέρη":"μπαρμπέρης",
"μπάρμπι":"μπάρμπι",
"μπαρμποπουλος":"μπαρμποπουλος",
"μπαρμπουνάκη":"μπαρμπουνάκη",
"μπαρμπουνάκης":"μπαρμπουνάκης",
"μπαρμπούνια":"μπαρμπούνι",
"μπαρμπουτιέρες":"μπαρμπουτιέρα",
"μπάρναμπας":"μπάρναμπας",
"μπαρνετ":"μπαρνετ",
"μπαρνσλεϊ":"μπαρνσλεϊ",
"μπάρνσλεϊ":"μπάρνσλεϊ",
"μπάρνσλεϊ389111039-38":"μπάρνσλεϊ389111039-38",
"μπαρντέμ":"μπαρντέμ",
"μπαρντό":"μπαρντό",
"μπαροζο":"μπαροζο",
"μπαρόζο":"μπαρόζο",
"μπαρόκ":"μπαρόκ",
"μπαρόν":"μπαρόν",
"μπαρόνε":"μπαρόνε",
"μπάρος":"μπάρος",
"μπαρουάν":"μπαρουάν",
"μπαρούτας":"μπαρούτας",
"μπαρούτι":"μπαρούτι",
"μπαρ-ρεστοράν":"μπαρ-ρεστοράν",
"μπαρτζώκα":"μπαρτζώκα",
"μπαρτζώκας":"μπαρτζώκας",
"μπάρτον":"μπάρτον",
"μπαρτσα":"μπαρτσα",
"μπάρτσα":"μπάρτσα",
"μπαρτσελονα":"μπαρτσελονα",
"μπαρτσελόνα":"μπαρτσελόνα",
"μπαρών":"μπάρα",
"μπας":"μπας",
"μπασαλά":"μπασαλά",
"μπασάρ":"μπασάρ",
"μπασδάνη":"μπασδάνη",
"μπασδάνης":"μπασδάνης",
"μπασδάρας":"μπασδάρας",
"μπασέλ":"μπασέλ",
"μπάσες":"μπάσος",
"μπασιάκο":"μπασιάκος",
"μπασιακος":"μπασιάκος",
"μπασιάκος":"μπασιάκος",
"μπασινά":"μπασινά",
"μπασινάς":"μπασινάς",
"μπάσιντζερ":"μπάσιντζερ",
"μπασιούκας":"μπασιούκας",
"μπασίστα":"μπασίστας",
"μπασκετ":"μπάσκετ",
"μπάσκετ":"μπάσκετ",
"μπασκέτα":"μπασκέτα",
"μπασκέτες":"μπασκέτα",
"μπασκετικά":"μπασκετικός",
"μπασκετική":"μπασκετικός",
"μπασκετικό":"μπασκετικός",
"μπασκετικούς":"μπασκετικός",
"μπασκετμπολίστα":"μπασκετμπολίστας",
"μπασκετμπολίστας":"μπασκετμπολίστας",
"μπασκετμπολίστες":"μπασκετμπολίστας",
"μπασκετούπολη":"μπασκετούπολη",
"μπασλέ":"μπασλέ",
"μπασματζιάν":"μπασματζιάν",
"μπασμπανά":"μπασμπανά",
"μπάσο":"μπάσος",
"μπάσση":"μπάσση",
"μπάστα":"μπάστα",
"μπάστεν":"μπάστεν",
"μπάστιν":"μπάστιν",
"μπαστούνι":"μπαστούνι",
"μπαστούνια":"μπαστούνι",
"μπαταλης":"μπατάλης",
"μπατάλης":"μπατάλης",
"μπατανίες":"μπατανία",
"μπατάρει":"μπατάρω",
"μπαταρία":"μπαταρία",
"μπαταρίας":"μπαταρία",
"μπαταρίες":"μπαταρία",
"μπαταριών":"μπαταρία",
"μπατατούδη":"μπατατούδη",
"μπατατούδης":"μπατατούδης",
"μπαταχτσήδες":"μπαταχτσής",
"μπατζάκια":"μπατζάκι",
"μπατζανάκηδων":"μπατζανάκης",
"μπάτζετ":"μπάτζετ",
"μπάτζιος":"μπάτζιος",
"μπατζιούκας":"μπατζιούκας",
"μπάτζο":"μπάτζο",
"μπατης":"μπάτης",
"μπατίκι":"μπατίκι",
"μπατίστ":"μπατίστ",
"μπάτλερ":"μπάτλερ",
"μπατσελέτ":"μπατσελέτ",
"μπατσίκας":"μπατσίκας",
"μπάτσιου":"μπάτσιου",
"μπάτσο":"μπάτσος",
"μπάτσοι":"μπάτσος",
"μπάτσος":"μπάτσος",
"μπάτσου":"μπάτσος",
"μπάτσους":"μπάτσος",
"μπατσων":"μπάτσα",
"μπάφι":"μπάφι",
"μπάφτα":"μπάφτα",
"μπαχ":"μπαχ",
"μπαχαλο":"μπάχαλο",
"μπάχαλο":"μπάχαλο",
"μπάχαλου":"μπάχαλο",
"μπαχάμες":"μπαχάμες",
"μπαχάρ":"μπαχάρ",
"μπαχαρίδης":"μπαχαρίδης",
"μπαχαρικά":"μπαχαρικό",
"μπαχαρικό":"μπαχαρικό",
"μπαχαρικών":"μπαχαρικό",
"μπαχουγκουνα":"μπαχουγκουνα",
"μπαχουγκούνα":"μπαχουγκούνα",
"μπαχρ":"μπαχρ",
"μπαχράμης":"μπαχράμης",
"μπαχρέιν":"μπαχρέιν",
"μπαχτσέδες":"μπαχτσές",
"μπαχτσίτσια":"μπαχτσίτσια",
"μπε":"μπε",
"μπεατρίς":"μπεατρίς",
"μπέβερεν":"μπέβερεν",
"μπεγίνα":"μπεγίνα",
"μπεγιόν":"μπεγιόν",
"μπεγκίν":"μπεγκίν",
"μπεγλέρη":"μπεγλέρη",
"μπέγνης":"μπέγνης",
"μπεεε":"μπεεε",
"μπεεεε":"μπεεεε",
"μπε-εμ-βε":"μπε-εμ-βε",
"μπέζας":"μπέζας",
"μπεζεστένι":"μπεζεστένι",
"μπεζιάνη":"μπεζιάνη",
"μπεζιάνης":"μπεζιάνης",
"μπεζοπούλου":"μπεζοπούλου",
"μπέης":"μπέης",
"μπεθάνη":"μπεθάνη",
"μπει":"μπαίνω",
"μπεί":"μπεί",
"μπεΐ":"μπεΐ",
"μπεϊγκελζίμερ":"μπεϊγκελζίμερ",
"μπέιζι":"μπέιζι",
"μπέιζμπολ":"μπέιζμπολ",
"μπέικερ":"μπέικερ",
"μπέικιν":"μπέικιν",
"μπέικον":"μπέικον",
"μπέιλι":"μπέιλι",
"μπεϊμπυ":"μπεϊμπυ",
"μπέιν":"μπέιν",
"μπεϊπαζαρί":"μπεϊπαζαρί",
"μπεις":"μπαίνω",
"μπεϊτάρ":"μπεϊτάρ",
"μπείτε":"μπαίνω",
"μπέιτς":"μπέιτς",
"μπεκ":"μπεκ",
"μπέκαμ":"μπέκαμ",
"μπέκας":"μπέκας",
"μπεκάτσα":"μπεκάτσα",
"μπεκατώρου":"μπεκατώρου",
"μπεκατώρου-αιμιλία":"μπεκατώρου-αιμιλία",
"μπεκέλας":"μπεκέλας",
"μπέκερ":"μπέκερ",
"μπεκί":"μπεκί",
"μπεκιάι":"μπεκιάι",
"μπεκιάρης":"μπεκιάρης",
"μπεκίρ":"μπεκίρ",
"μπεκρή":"μπεκρής",
"μπέκφορντ":"μπέκφορντ",
"μπελ":"μπελ",
"μπελά":"μπελάς",
"μπελαδες":"μπελάς",
"μπελάδες":"μπελάς",
"μπελάς":"μπελάς",
"μπελεγρίνη":"μπελεγρίνη",
"μπελεγρίνης":"μπελεγρίνης",
"μπελενένσες":"μπελενένσες",
"μπέλες":"μπέλες",
"μπελίνα":"μπελίνα",
"μπελίνσκι":"μπελίνσκι",
"μπελίσα":"μπελίσα",
"μπελίτσης":"μπελίτσης",
"μπέλλα":"μπέλλα",
"μπέλλος":"μπέλλος",
"μπελλου":"μπελλου",
"μπελμοντό":"μπελμοντό",
"μπελμπέλ":"μπελμπέλ",
"μπέλο":"μπέλο",
"μπελόνα":"μπελόνα",
"μπελούγκα":"μπελούγκα",
"μπελούσι":"μπελούσι",
"μπελούτσι":"μπελούτσι",
"μπέλφαστ":"μπέλφαστ",
"μπέμπα":"μπέμπα",
"μπέμπηδες":"μπέμπης",
"μπεμπης":"μπέμπης",
"μπέμπης":"μπέμπης",
"μπεν":"μπεν",
"μπεναζίρ":"μπεναζίρ",
"μπενάκη":"μπενάκης",
"μπενβενούτο":"μπενβενούτο",
"μπενεντέτο":"μπενεντέτο",
"μπένετ":"μπένετ",
"μπενετον":"μπενετον",
"μπένετον":"μπένετον",
"μ'πενζά":"μ'πενζά",
"μπενζεμά":"μπενζεμά",
"μπενιαμίν":"μπενιαμίν",
"μπένιγκ":"μπένιγκ",
"μπενίν":"μπενίν",
"μπένινγκ":"μπένινγκ",
"μπενίνι":"μπενίνι",
"μπενίσκο":"μπενίσκο",
"μπενίσκος":"μπενίσκος",
"μπενίτα":"μπενίτα",
"μπενίτεθ":"μπενίτεθ",
"μπενίτες":"μπενίτες",
"μπενόν":"μπενόν",
"μπένος":"μπένος",
"μπενρουμπη":"μπενρουμπη",
"μπένσον":"μπένσον",
"μπεντ":"μπεντ",
"μπεντάνοβα":"μπεντάνοβα",
"μπεντεζά":"μπεντεζά",
"μπεντέλια":"μπεντέλια",
"μπέντης":"μπέντης",
"μπέντι":"μπέντι",
"μπενφικα":"μπενφικα",
"μπενφίκα":"μπενφίκα",
"μπεος":"μπεος",
"μπέος":"μπέος",
"μπέου":"μπέου",
"μπεράτη":"μπεράτης",
"μπεργκ":"μπεργκ",
"μπεργκβιστ":"μπεργκβιστ",
"μπέργκβιστ":"μπέργκβιστ",
"μπέργκερ":"μπέργκερ",
"μπεργκμαν":"μπεργκμαν",
"μπέργκμαν":"μπέργκμαν",
"μπέρδεμα":"μπέρδεμα",
"μπερδεματα":"μπέρδεμα",
"μπερδέματα":"μπέρδεμα",
"μπερδεμένα":"μπερδεμένος",
"μπερδεμένες":"μπερδεμένος",
"μπερδεμένη":"μπερδεμένος",
"μπερδεμένο":"μπερδεύω",
"μπερδεμένοι":"μπερδεμένος",
"μπερδεμένος":"μπερδεμένος",
"μπέρδευαν":"μπερδεύω",
"μπερδεύει":"μπερδεύω",
"μπερδεύεται":"μπερδεύω",
"μπερδεύονται":"μπερδεύω",
"μπερδεύοντας":"μπερδεύω",
"μπερδεύουμε":"μπερδεύω",
"μπερδεύουν":"μπερδεύω",
"μπερδευτεί":"μπερδεύω",
"μπερδεύτηκα":"μπερδεύω",
"μπερδεύτηκαν":"μπερδεύω",
"μπερδεύτηκε":"μπερδεύω",
"μπέρδεψε":"μπερδεύω",
"μπερδέψει":"μπερδεύω",
"μπερδέψουν":"μπερδεύω",
"μπερδιάγεφ":"μπερδιάγεφ",
"μπερέ":"μπερές",
"μπερέδες":"μπερές",
"μπερεζόφσκι":"μπερεζόφσκι",
"μπέρενσφορντ":"μπέρενσφορντ",
"μπερι":"μπερι",
"μπέρι":"μπέρι",
"μπέρι317101327-42":"μπέρι317101327-42",
"μπερίλο":"μπερίλο",
"μπερίσα":"μπερίσα",
"μπερκ":"μπερκ",
"μπέρκβιστ":"μπέρκβιστ",
"μπερκλεϊ":"μπερκλεϊ",
"μπερλουσκόνι":"μπερλουσκόνι",
"μπερμιγχαμ":"μπερμιγχαμ",
"μπέρμιγχαμ":"μπέρμιγχαμ",
"μπέρμιγχαμ1":"μπέρμιγχαμ1",
"μπέρμιγχαμ53158746-28":"μπέρμιγχαμ53158746-28",
"μπέρμινγχαμ":"μπέρμινγχαμ",
"μπερνάλ":"μπερνάλ",
"μπερναμπέου":"μπερναμπέου",
"μπερνάρ":"μπερνάρ",
"μπερνάρντ":"μπερνάρντ",
"μπέρναρντ":"μπέρναρντ",
"μπερνάρντο":"μπερνάρντο",
"μπερνλι":"μπερνλι",
"μπέρνλι":"μπέρνλι",
"μπερνς":"μπερνς",
"μπέρνς":"μπέρνς",
"μπερνστάιν":"μπερνστάιν",
"μπερντ":"μπερντ",
"μπερτ":"μπερτ",
"μπέρτολντ":"μπέρτολντ",
"μπερτολούτσι":"μπερτολούτσι",
"μπέρτολτ":"μπέρτολτ",
"μπερτομέου":"μπερτομέου",
"μπέρτον":"μπέρτον",
"μπερτράν":"μπερτράν",
"μπέρτραντ":"μπέρτραντ",
"μπέρτσιλ":"μπέρτσιλ",
"μπέρχαρντ":"μπέρχαρντ",
"μπες":"μπαίνω",
"μπέσα":"μπέσα",
"μπέσακ":"μπέσακ",
"μπεσαλής":"μπεσαλής",
"μπεσανσόν":"μπεσανσόν",
"μπεσδεμιώτης":"μπεσδεμιώτης",
"μπεσέρα":"μπεσέρα",
"μπέση":"μπέση",
"μπέσης":"μπέσης",
"μπεσίκτας":"μπεσίκτας",
"μπεσίκτας-σαρλερουά":"μπεσίκτας-σαρλερουά",
"μπεσνίκ":"μπεσνίκ",
"μπεσόν":"μπεσόν",
"μπεστ":"μπεστ",
"μπεστ-σέλερ":"μπεστ-σέλερ",
"μπετ":"μπετ",
"μπετά":"μπετό",
"μπέτι":"μπέτι",
"μπέτις":"μπέτις",
"μπετόβεν":"μπετόβεν",
"μπετοβενικής":"μπετοβενικής",
"μπετόν":"μπετόν",
"μπετονένια":"μπετονένια",
"μπεττυ":"μπεττυ",
"μπέττυ":"μπέττυ",
"μπέτυ":"μπέτυ",
"μπεχαρί":"μπεχαρί",
"μπέχερ":"μπέχερ",
"μπεχλιβάνη":"μπεχλιβάνης",
"μπεχραμί":"μπεχραμί",
"μπήκα":"μπαίνω",
"μπήκαμε":"μπαίνω",
"μπήκαν":"μπαίνω",
"μπήκατε":"μπαίνω",
"μπήκε":"μπαίνω",
"μπήκες":"μπαίνω",
"μπήλιω":"μπήλιω",
"μπήτη":"μπήτη",
"μπητρος":"μπητρος",
"μπηχτές":"μπηχτή",
"μπηχτή":"μπηχτή",
"μπι":"μπι",
"μπιανκα":"μπιανκα",
"μπιάνκα":"μπιάνκα",
"μπιάνκι":"μπιάνκι",
"μπιανκονέρι":"μπιανκονέρι",
"μπιάφρα":"μπιάφρα",
"μπιγίνας":"μπιγίνας",
"μπιγκ":"μπιγκ",
"μπιέλα":"μπιέλα",
"μπιέλα-αρμάνι":"μπιέλα-αρμάνι",
"μπιελάνοβιτς":"μπιελάνοβιτς",
"μπιελέτσκι":"μπιελέτσκι",
"μπιενάλε":"μπιενάλε",
"μπιζανομάχων":"μπιζανομάχων",
"μπιζέλας":"μπιζέλας",
"μπιζέλια":"μπιζέλι",
"μπίζνα":"μπίζνα",
"μπίζνες":"μπίζνες",
"μπιζόλντ":"μπιζόλντ",
"μπιθικώτση":"μπιθικώτση",
"μπίκας":"μπίκας",
"μπικέλας":"μπικέλας",
"μπικίνι":"μπικίνι",
"μπίκος":"μπίκος",
"μπιλ":"μπιλ",
"μπιλάλας":"μπιλάλας",
"μπίλαπς":"μπίλαπς",
"μπίλε":"μπίλε",
"μπίλεφελντ":"μπίλεφελντ",
"μπίλης":"μπίλης",
"μπίλι":"μπίλι",
"μπίλια":"μπίλια",
"μπιλιάρδο":"μπιλιάρδο",
"μπιλιάρδου":"μπιλιάρδο",
"μπιλιλής":"μπιλιλής",
"μπίλλη":"μπίλλη",
"μπίλλης":"μπίλλης",
"μπιλμπάο":"μπιλμπάο",
"μπιλντ":"μπιλντ",
"μπίμης":"μπίμης",
"μπιμπελό":"μπιμπελό",
"μπιμπερό":"μπιμπερό",
"μπίμπι":"μπίμπι",
"μπιμπισίδης":"μπιμπισίδης",
"μπιν":"μπιν",
"μπινάζ":"μπινάζ",
"μπινελίκια":"μπινελίκι",
"μπινιαμίν":"μπινιαμίν",
"μπίνιο":"μπίνιο",
"μπίρα":"μπίρα",
"μπιράντ":"μπιράντ",
"μπιραριες":"μπιραρία",
"μπίρας":"μπίρα",
"μπιρέλι":"μπιρέλι",
"μπίρες":"μπίρα",
"μπιρκιρκάρα":"μπιρκιρκάρα",
"μπιρμπίλης":"μπιρμπίλης",
"μπιρμπίλι":"μπιρμπίλι",
"μπιρντ":"μπιρντ",
"μπιρντάλ":"μπιρντάλ",
"μπισελας":"μπισελας",
"μπισκα":"μπισκα",
"μπισκαν":"μπισκαν",
"μπίσκαν":"μπίσκαν",
"μπισκιτζή":"μπισκιτζή",
"μπισκότα":"μπισκότο",
"μπισκοτων":"μπισκότο",
"μπίσλεϊ":"μπίσλεϊ",
"μπίσμπας":"μπίσμπας",
"μπίστη":"μπίστη",
"μπίστης":"μπίστης",
"μπιστιά":"μπιστιά",
"μπιστρό":"μπιστρό",
"μπίτι":"μπίτι",
"μπιτλίς":"μπιτλίς",
"μπίτολα":"μπίτολα",
"μπιτς":"μπιτς",
"μπιτχάνοβ":"μπιτχάνοβ",
"μπιφτέκια":"μπιφτέκι",
"μπιχάρ":"μπιχάρ",
"μπιχλιμπίδια":"μπιχλιμπίδι",
"μπιχουριέτ":"μπιχουριέτ",
"μπλα":"μπλα",
"μπλακ":"μπλακ",
"μπλάκμπερν":"μπλάκμπερν",
"μπλάκμπερν25671125-31":"μπλάκμπερν25671125-31",
"μπλάκμπερν-μπόλτον":"μπλάκμπερν-μπόλτον",
"μπλάκνεϊ":"μπλάκνεϊ",
"μπλακπουλ":"μπλακπουλ",
"μπλα-μπλα":"μπλα-μπλα",
"μπλάνσετ":"μπλάνσετ",
"μπλαουγκράνα":"μπλαουγκράνα",
"μπλατερ":"μπλατερ",
"μπλάτερ":"μπλάτερ",
"μπλαχίν":"μπλαχίν",
"μπλε":"μπλε",
"μπλεγμένα":"μπλέκω",
"μπλεγμένες":"μπλεγμένος",
"μπλεγμένη":"μπλεγμένος",
"μπλεγμένης":"μπλεγμένος",
"μπλεγμένοι":"μπλέκω",
"μπλεγμένος":"μπλεγμένος",
"μπλέιζερς":"μπλέιζερς",
"μπλέιζερς-μαϊάμι":"μπλέιζερς-μαϊάμι",
"μπλέιζερς-πέισερς":"μπλέιζερς-πέισερς",
"μπλέκει":"μπλέκω",
"μπλέκεται":"μπλέκω",
"μπλέκετε":"μπλέκω",
"μπλέκονται":"μπλέκω",
"μπλέκοντας":"μπλέκω",
"μπλέκουν":"μπλέκω",
"μπλέντερ":"μπλέντερ",
"μπλέξει":"μπλέκω",
"μπλέξετε":"μπλέκω",
"μπλεξίματα":"μπλέξιμο",
"μπλέξιμο":"μπλέξιμο",
"μπλέξουμε":"μπλέκω",
"μπλερ":"μπλερ",
"μπλεχτεί":"μπλέκω",
"μπλεχτείτε":"μπλέκω",
"μπλέχτηκα":"μπλέκω",
"μπλέχτηκε":"μπλέκω",
"μπλιάμου":"μπλιάμου",
"μπλιάτκα":"μπλιάτκα",
"μπλιάτκας":"μπλιάτκας",
"μπλιθικιώτη":"μπλιθικιώτη",
"μπλιθικιώτης":"μπλιθικιώτης",
"μπλιθικώτης":"μπλιθικώτης",
"μπλικ":"μπλικ",
"μπλιντ":"μπλιντ",
"μπλιτζνάκοφ":"μπλιτζνάκοφ",
"μπλοκ":"μπλοκ",
"μπλόκα":"μπλόκο",
"μπλόκαραν":"μπλοκάρω",
"μπλόκαρε":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρει":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρεστε":"μπλοκάρω",
"μπλοκάριζε":"μπλοκάρω",
"μπλοκαρισμένες":"μπλοκάρω",
"μπλοκαρισμένο":"μπλοκαρισμένος",
"μπλοκαριστεί":"μπλοκάρω",
"μπλοκαρίστηκε":"μπλοκάρω",
"μπλοκαριστούν":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρονται":"μπλοκάρω",
"μπλοκάροντας":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρουμε":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρουν":"μπλοκάρω",
"μπλοκάρω":"μπλοκάρω",
"μπλόκο":"μπλόκος",
"μπλόκων":"μπλόκο",
"μπλομ":"μπλομ",
"μπλουζ":"μπλουζ",
"μπλούζα":"μπλούζα",
"μπλουζάκι":"μπλουζάκι",
"μπλουζάκια":"μπλουζάκι",
"μπλούζες":"μπλούζα",
"μπλουζίστας":"μπλουζίστας",
"μπλουθ":"μπλουθ",
"μπλουκου":"μπλουκου",
"μπλούμπεργκ":"μπλούμπεργκ",
"μπλουμς":"μπλουμς",
"μπλόφα":"μπλόφα",
"μπλόφες":"μπλόφα",
"μπο":"μπο",
"μποαβίστα":"μποαβίστα",
"μποβουάρ":"μποβουάρ",
"μπογδάνης":"μπογδάνης",
"μπόγδανος":"μπόγδανος",
"μπόγδη":"μπόγδη",
"μπογιά":"μπογιά",
"μπογιαν":"μπογιά",
"μπογιάς":"μπογιά",
"μπογιατζήδες":"μπογιατζής",
"μπογιατζής":"μπογιατζής",
"μπογιές":"μπογιά",
"μπόγκαρτ":"μπόγκαρτ",
"μπογκντάνι":"μπογκντάνι",
"μπογκόγιεφ":"μπογκόγιεφ",
"μποδοσάκηδων":"μποδοσάκηδων",
"μποδοσάκης":"μποδοσάκης",
"μποέμ":"μποέμ",
"μποζά":"μποζά",
"μποζατζίδη":"μποζατζίδη",
"μποζατζίδης":"μποζατζίδης",
"μποζίκας":"μποζίκας",
"μποζίνη":"μποζίνη",
"μποζινης":"μποζινης",
"μποζίνης":"μποζίνης",
"μποζίνοφ":"μποζίνοφ",
"μπόι":"μπόι",
"μπόιγκ":"μπόιγκ",
"μποϊκοτάζ":"μποϊκοτάζ",
"μποϊκοτάρει":"μποϊκοτάρω",
"μποϊκοτάρουμε":"μποϊκοτάρω",
"μποϊκοτάρουν":"μποϊκοτάρω",
"μπόιλ":"μπόιλ",
"μπόιντ":"μπόιντ",
"μπόις":"μπόις",
"μπόισα":"μπόισα",
"μπολ":"μπολ",
"μπολάσης":"μπολάσης",
"μπολετη":"μπολετη",
"μπολιάζει":"μπολιάζω",
"μπόλιασε":"μπολιάζω",
"μπολιάσει":"μπολιάζω",
"μπολιαστεί":"μπολιάζω",
"μπολιάστηκε":"μπολιάζω",
"μπόλικα":"μπόλικος",
"μπόλικες":"μπόλικος",
"μπόλικη":"μπόλικος",
"μπόλικο":"μπόλικος",
"μπόλικος":"μπόλικος",
"μπόλικους":"μπόλικος",
"μπόλιτς":"μπόλιτς",
"μπολκενστάιν":"μπολκενστάιν",
"μπόλντακ":"μπόλντακ",
"μπολο":"μπολο",
"μπολόνια":"μπολόνια",
"μπολόνια-ρέτζιο":"μπολόνια-ρέτζιο",
"μπόλος":"μπόλος",
"μπολοτσοβέσκι":"μπολοτσοβέσκι",
"μπόλου":"μπόλου",
"μπολσεβίκικη":"μπολσεβικικός",
"μπολσεβίκων":"μπολσεβίκος",
"μπολσόι":"μπολσόι",
"μπολτον":"μπολτον",
"μπόλτον":"μπόλτον",
"-μπόλτον":"-μπόλτον",
"μπόλτον551510454-33":"μπόλτον551510454-33",
"μπολυμένη":"μπολυμένη",
"μπολωνέζους":"μπολωνέζους",
"μπόμελ":"μπόμελ",
"μπομπ":"μπομπ",
"μπόμπα":"μπόμπα",
"μπόμπες":"μπόμπα",
"μπόμπι":"μπόμπι",
"μπομπιέν":"μπομπιέν",
"μπόμπιρας":"μπόμπιρας",
"μπόμπκατς":"μπόμπκατς",
"μπόμπο":"μπόμπο",
"μπόμπρουϊσκ":"μπόμπρουϊσκ",
"μποναμά":"μποναμάς",
"μποναμπούκια":"μποναμπούκια",
"μπονάτσου":"μπονάτσου",
"μπονέτο":"μπονέτο",
"μπονι":"μπονι",
"μπόνι":"μπόνι",
"μπονιάντ":"μπονιάντ",
"μπονιου":"μπονιου",
"μπονίτα":"μπονίτα",
"μπόνλοκ":"μπόνλοκ",
"μπονόμπο":"μπονόμπο",
"μπόνους":"μπόνους",
"μποντ":"μποντ",
"μποντας":"μποντας",
"μποντίπο":"μποντίπο",
"μποντίρογκα":"μποντίρογκα",
"μποντλαίρ":"μποντλαίρ",
"μποντλέρ":"μποντλέρ",
"μποντρούμ":"μποντρούμ",
"μποντρόφ":"μποντρόφ",
"μποξ":"μποξ",
"μπόξερ":"μπόξερ",
"μπόξιγκ":"μπόξιγκ",
"μπόουι":"μπόουι",
"μπόουλιγκ":"μπόουλιγκ",
"μπορ":"μπορ",
"μπόρα":"μπόρα",
"μπόρατς":"μπόρατς",
"μποργκέτι":"μποργκέτι",
"μποργκινιόν":"μποργκινιόν",
"μπόρε":"μπόρε",
"μπορει":"μπορώ",
"μπορεί":"μπορώ",
"μπορείς":"μπορώ",
"μπορείτε":"μπορώ",
"μπορέλια":"μπορέλια",
"μπόρες":"μπόρα",
"μπόρεσα":"μπορώ",
"μπορέσαμε":"μπορώ",
"μπόρεσαν":"μπορώ",
"μπορέσανε":"μπορώ",
"μπορέσατε":"μπορώ",
"μπόρεσε":"μπορώ",
"μπορέσει":"μπορώ",
"μπορέσεις":"μπορώ",
"μπορέσετε":"μπορώ",
"μπορέσουμε":"μπορώ",
"μπορέσουν":"μπορώ",
"μπορέσω":"μπορώ",
"μπόρι":"μπόρι",
"μπορις":"μπορις",
"μπορίς":"μπορίς",
"μπόρισλαβ":"μπόρισλαβ",
"μπορμπικονί":"μπορμπικονί",
"μπορμπόκη":"μπορμπόκη",
"μπόρνμάουθ":"μπόρνμάουθ",
"μπορνμουθ":"μπορνμουθ",
"μπόρντεν":"μπόρντεν",
"μπορντο":"μπορντό",
"μπορντό":"μπορντό",
"μπορούμε":"μπορώ",
"μπορούν":"μπορώ",
"μπορούνε":"μπορώ",
"μπορούσα":"μπορώ",
"μπορούσαμε":"μπορώ",
"μπορούσαν":"μπορώ",
"μπορούσατε":"μπορώ",
"μπορουσε":"μπορώ",
"μπορούσε":"μπορώ",
"μπορούσες":"μπορώ",
"μπόρχες":"μπόρχες",
"μπορώ":"μπορώ",
"μπορώντας":"μπορώ",
"μπόσκοβιτς":"μπόσκοβιτς",
"μπόσνα":"μπόσνα",
"μπόσνα-τσιμπόνα":"μπόσνα-τσιμπόνα",
"μποσταντζόγλου":"μποσταντζόγλου",
"μποστον":"μποστον",
"μπόστον":"μπόστον",
"μποτ":"μποτ",
"μπότα":"μπότα",
"μπότες":"μπότα",
"μποτιλιάρισμα":"μποτιλιάρισμα",
"μποτιλιαρίσματα":"μποτιλιάρισμα",
"μποτιλιαρίσματος":"μποτιλιάρισμα",
"μπότσαρη":"μπότσαρης",
"μπουάτ":"μπουάτ",
"μπουγάδα":"μπουγάδα",
"μπουγαΐδη":"μπουγαΐδη",
"μπουγιάνοβατς":"μπουγιάνοβατς",
"μπούγιο":"μπούγιο",
"μπουγιούρη":"μπουγιούρη",
"μπουγιούρης":"μπουγιούρης",
"μπουγλά":"μπουγλά",
"μπουέλε":"μπουέλε",
"μπουένο":"μπουένο",
"μπουένος":"μπουένος",
"μπουζάκα":"μπουζάκα",
"μπουζιάνης":"μπουζιάνης",
"μπουζούκι":"μπουζούκι",
"μπουζούκια":"μπουζούκι",
"μπουζουκιού":"μπουζούκι",
"μπουζουξή":"μπουζουξής",
"μπουζουξίδικων":"μπουζουξίδικο",
"μπούις":"μπούις",
"μπουίτενεν":"μπουίτενεν",
"μπουκα":"μπούκα",
"μπουκαδουρα":"μπουκαδούρα",
"μπουκάλα":"μπουκάλα",
"μπουκαλάκι":"μπουκαλάκι",
"μπουκαλάκια":"μπουκαλάκι",
"μπουκάλας":"μπουκάλα",
"μπουκάλι":"μπουκάλι",
"μπουκάλια":"μπουκάλι",
"μπουκαλιών":"μπουκάλι",
"μπούκερ":"μπούκερ",
"μπουκέτα":"μπουκέτο",
"μπουκέτο":"μπουκέτο",
"μπουκέτου":"μπουκέτο",
"μπουκιά":"μπουκιά",
"μπουκιάς":"μπουκιά",
"μπουκωμένα":"μπουκωμένος",
"μπουκώνουν":"μπουκώνω",
"μπούλα":"μπούλα",
"μπουλάς":"μπουλάς",
"μπούλας":"μπούλας",
"μπουλάτοβιτς":"μπουλάτοβιτς",
"μπουλέντ":"μπουλέντ",
"μπούλες":"μπούλες",
"μπούλετ":"μπούλετ",
"μπούλης":"μπούλης",
"μπουλμέτη":"μπουλμέτη",
"μπουλντόγκ":"μπουλντόγκ",
"μπουλντόζα":"μπουλντόζα",
"μπουλντόζας":"μπουλντόζα",
"μπουλντόζες":"μπουλντόζα",
"μπούλοκ":"μπούλοκ",
"μπουλουγουράς":"μπουλουγουράς",
"μπουλούκας":"μπουλούκα",
"μπουλούκι":"μπουλούκι",
"μπουλουκιού":"μπουλούκι",
"μπουλς":"μπουλς",
"μπουλς-ιντιάνα":"μπουλς-ιντιάνα",
"μπουλτ":"μπουλτ",
"μπουμ":"μπουμ",
"μπούμε":"μπαίνω",
"μπούμεραγκ":"μπούμεραγκ",
"μπούμερανγκ":"μπούμερανγκ",
"μπούμης":"μπούμης",
"μπουμπένκο":"μπουμπένκο",
"μπουμπουγιατζη":"μπουμπουγιατζη",
"μπουμπουγιατζης":"μπουμπουγιατζης",
"μπουμπουσάρια":"μπουμπουσάρια",
"μπούμπτζε":"μπούμπτζε",
"μπουν":"μπαίνω",
"μπουνάτσα":"μπουνάτσα",
"μπούνε":"μπαίνω",
"μπουνιέλ":"μπουνιέλ",
"μπουνιές":"μπουνιά",
"μπουνιουέλ":"μπουνιουέλ",
"μπούνταν":"μπούνταν",
"μπούντας":"μπούντας",
"μπουντεσλίγκα":"μπουντεσλίγκα",
"μπούντεσμπανκ":"μπούντεσμπανκ",
"μπουντογιάννης":"μπουντογιάννης",
"μπουντούρη":"μπουντούρης",
"μπουντούρης":"μπουντούρης",
"μπούρα":"μπούρα",
"μπουράκοβ":"μπουράκοβ",
"μπουράνι":"μπουράνι",
"μπούρας":"μπούρας",
"μπουργκ":"μπουργκ",
"μπουργκάς":"μπουργκάς",
"μπουργκάς-αλεξανδρούπολη":"μπουργκάς-αλεξανδρούπολη",
"μπουργκεουά":"μπουργκεουά",
"μπουρδαμής":"μπουρδαμής",
"μπουρδάρα":"μπουρδάρα",
"μπούρδες":"μπούρδα",
"μπουρδολογία":"μπουρδολογία",
"μπουρεκάκια":"μπουρεκάκι",
"μπουρζουάδων":"μπουρζουάς",
"μπουρης":"μπουρης",
"μπουριγιόν":"μπουριγιόν",
"μπούρικ":"μπούρικ",
"μπουρίνι":"μπουρίνι",
"μπουρκάι":"μπουρκάι",
"μπούρκας":"μπούρκας",
"μπουρκχάουζεν":"μπουρκχάουζεν",
"μπουρλά":"μπουρλά",
"μπούρλιασμα":"μπούρλιασμα",
"μπουρλότο":"μπουρλότο",
"μπούρμαν":"μπούρμαν",
"μπουρμπουλήθρες":"μπουρμπουλήθρα",
"μπουρμπούλια":"μπουρμπούλια",
"μπουρνούζι":"μπουρνούζι",
"μπουρούντι":"μπουρούντι",
"μπουρούση":"μπουρούση",
"μπουρούσης":"μπουρούσης",
"μπούρσιτς":"μπούρσιτς",
"μπους":"μπους",
"μπουσαμπούν":"μπουσαμπούν",
"μπουσέ":"μπουσέ",
"μπουσουαρί":"μπουσουαρί",
"μπούσουλα":"μπούσουλας",
"μπουσουλάει":"μπουσουλώ",
"μπουσουλώντας":"μπουσουλώ",
"μπουσούφα":"μπουσούφα",
"μπούστο":"μπούστος",
"μπουτ":"μπουτ",
"μπούτα":"μπούτα",
"μπουτάλη":"μπουτάλη",
"μπουταρη":"μπουταρη",
"μπουτάρη":"μπουτάρη",
"μπουταρης":"μπουταρης",
"μπουτάρης":"μπουτάρης",
"μπούτας":"μπούτας",
"μπουταχάρ":"μπουταχάρ",
"μπούτι":"μπούτι",
"μπούτια":"μπούτι",
"μπουτίκ":"μπουτίκ",
"μπούτλη":"μπούτλη",
"μπούτλης":"μπούτλης",
"μπούτο":"μπούτο",
"μπουτραγκένιο":"μπουτραγκένιο",
"μπούτσεκ":"μπούτσεκ",
"μπούτσι":"μπούτσι",
"μπούτσουρα":"μπούτσουρα",
"μπουφάν":"μπουφάν",
"μπουφέ":"μπουφές",
"μπουφές":"μπουφές",
"μπούχενβαλντ":"μπούχενβαλντ",
"μπουχρά":"μπουχρά",
"μπουχτισμένοι":"μπουχτισμένος",
"μποφόρ":"μποφόρ",
"μπόχα":"μπόχα",
"μποχόνης":"μποχόνης",
"μπράβο":"μπράβο",
"μπράβοι":"μπράβος",
"μπράβος":"μπράβος",
"μπράβους":"μπράβος",
"μπράβων":"μπράβος",
"μπράγιαν":"μπράγιαν",
"μπράγκα":"μπράγκα",
"μπραϊαν":"μπραϊαν",
"μπράιαν":"μπράιαν",
"μπραϊαντ":"μπραϊαντ",
"μπράιαντ":"μπράιαντ",
"μπράιγ":"μπράιγ",
"μπράιντ":"μπράιντ",
"μπράισον":"μπράισον",
"μπραϊτον":"μπραϊτον",
"μπραμς":"μπραμς",
"μπράνκο":"μπράνκο",
"μπραντ":"μπραντ",
"μπράντι":"μπράντι",
"μπράντλι":"μπράντλι",
"μπραντμίλερ":"μπραντμίλερ",
"μπράντο":"μπράντο",
"μπράντον":"μπράντον",
"μπραντφορντ":"μπραντφορντ",
"μπράντφορντ":"μπράντφορντ",
"μπράντφορντ56175855-32":"μπράντφορντ56175855-32",
"μπράουν":"μπράουν",
"μπράουνιγκ":"μπράουνιγκ",
"μπράσκι":"μπράσκι",
"μπρατάκο":"μπρατάκο",
"μπρατάκος":"μπρατάκος",
"μπρατισλάβα":"μπρατισλάβα",
"μπράτσα":"μπράτσο",
"μπρατσάκια":"μπρατσάκι",
"μπράτσο":"μπράτσο",
"μπρέβαρντ":"μπρέβαρντ",
"μπρέζετς":"μπρέζετς",
"μπρεζνιεφ":"μπρεζνιεφ",
"μπρέζνιεφ":"μπρέζνιεφ",
"μπρέικ":"μπρέικ",
"μπρέισι":"μπρέισι",
"μπρεκάση":"μπρεκάση",
"μπρεκαση*":"μπρεκαση*",
"μπρελόκ":"μπρελόκ",
"μπρεμόν":"μπρεμόν",
"μπρένεμαν":"μπρένεμαν",
"μπρεντ":"μπρεντ",
"μπρέντα":"μπρέντα",
"μπρεντφορντ":"μπρεντφορντ",
"μπρέντφορντ":"μπρέντφορντ",
"μπρέογκαν":"μπρέογκαν",
"μπρεογκάν-μπανταλόνα":"μπρεογκάν-μπανταλόνα",
"μπρεσιάνο":"μπρεσιάνο",
"μπρέσκα":"μπρέσκα",
"μπρεστ":"μπρεστ",
"μπρετ":"μπρετ",
"μπρεχιν":"μπρεχιν",
"μπρέχιν":"μπρέχιν",
"μπρεχτ":"μπρεχτ",
"μπρέχτ":"μπρέχτ",
"μπρεχτικό":"μπρεχτικός",
"μπρης":"μπρης",
"μπρής":"μπρής",
"μπρι":"μπρι",
"μπριάκο":"μπριάκο",
"μπριάκος":"μπριάκος",
"μπρι-άλμπα":"μπρι-άλμπα",
"μπριζ":"μπριζ",
"μπριζίτ":"μπριζίτ",
"μπριζόλα":"μπριζόλα",
"μπριζόλες":"μπριζόλα",
"μπρίκι":"μπρίκι",
"μπρίκια":"μπρίκι",
"μπριλάκης":"μπριλάκης",
"μπριν":"μπριν",
"μπριόλη":"μπριόλη",
"μπρισόν":"μπρισόν",
"μπριστολ":"μπριστολ",
"μπρίστολ":"μπρίστολ",
"μπρίστριτσα":"μπρίστριτσα",
"μπριτανια":"μπριτανια",
"μπριταννια":"μπριταννια",
"μπρίτεϊν":"μπρίτεϊν",
"μπριτζ":"μπριτζ",
"μπρίτζες":"μπρίτζες",
"μπρίτις":"μπρίτις",
"μπριτλς":"μπριτλς",
"μπρίτο":"μπρίτο",
"μπριτονιέ":"μπριτονιέ",
"μπροκεμπόρο":"μπροκεμπόρο",
"μπροκενμπόροου":"μπροκενμπόροου",
"μπρόκολο":"μπρόκολο",
"μπρομ":"μπρομ",
"μπρόμγουιτς":"μπρόμγουιτς",
"μπρόμγουιτς1":"μπρόμγουιτς1",
"μπρόμγουιτς461371153-48":"μπρόμγουιτς461371153-48",
"μπρόμιτς":"μπρόμιτς",
"μπρονξ":"μπρονξ",
"μπρόντγουεϊ":"μπρόντγουεϊ",
"μπρόντγουέι":"μπρόντγουέι",
"μπροντέ":"μπροντέ",
"μπρόντμπι":"μπρόντμπι",
"μπρόντρικ":"μπρόντρικ",
"μπρος":"εμπρός",
"μπρόσναν":"μπρόσναν",
"μπροσούρα":"μπροσούρα",
"μπροστα":"μπροστά",
"μπροστά":"μπροστά",
"μπροστάρη":"μπροστάρης",
"μπροστάρηδες":"μπροστάρης",
"μπροστάρης":"μπροστάρης",
"μπροστινά":"μπροστινός",
"μπροστινή":"μπροστινός",
"μπροστινό":"μπροστινός",
"μπροστινού":"μπροστινός",
"μπρουερ":"μπρουερ",
"μπρούερ":"μπρούερ",
"μπρουκ":"μπρουκ",
"μπρούκλιν":"μπρούκλιν",
"μπρουκς":"μπρουκς",
"μπρουμπεϊκερ":"μπρουμπεϊκερ",
"μπρούμυτα":"μπρούμυτα",
"μπρούνο":"μπρούνο",
"μπρούντζο":"μπρούντζος",
"μπρους":"μπρους",
"μπρούστερ":"μπρούστερ",
"μπρούφα":"μπρούφα",
"μπρούχινκ":"μπρούχινκ",
"μπύρας":"μπύρα",
"μπω":"μπαίνω",
"μπωφόρ":"μπωφόρ",
"μρσιτς":"μρσιτς",
"μσι":"μσι",
"μτκ":"μτκ",
"μτφ":"μτφ",
"μυαλά":"μυαλό",
"μυαλο":"μυαλό",
"μυαλό":"μυαλό",
"μυαλού":"μυαλό",
"μυαλουδάκι":"μυαλουδάκι",
"μυαλών":"μυαλό",
"μύγα":"μύγα",
"μύγας":"μύγα",
"μυγδαλιάς":"μυγδαλιά",
"μυγδονία":"μυγδονία",
"μυγδονιας":"μυγδονιας",
"μυγδονίας":"μυγδονίας",
"μύγες":"μύγα",
"μύδια":"μύδι",
"μυδιών":"μύδι",
"μυδοπίλαφο":"μυδοπίλαφο",
"μύδροι":"μύδρος",
"μύδρους":"μύδρος",
"μυεί":"μυώ",
"μυείται":"μυώ",
"μυελό":"μυελός",
"μυελός":"μυελός",
"μυελού":"μυελός",
"μύες":"μυς",
"μυζήθρα":"μυζήθρα",
"μυήθηκε":"μυώ",
"μυηθούν":"μυώ",
"μυημένες":"μυημένος",
"μυημένη":"μυημένος",
"μυημένους":"μυώ",
"μύησαν":"μυώ",
"μύησε":"μυώ",
"μυήσει":"μυώ",
"μύηση":"μύηση",
"μύησης":"μύηση",
"μυθεύματα":"μύθευμα",
"μυθευμάτων":"μύθευμα",
"μύθημης":"μύθημης",
"μυθήμνης":"μυθήμνης",
"μυθικά":"μυθικός",
"μυθική":"μυθικός",
"μυθικό":"μυθικός",
"μυθικοί":"μυθικός",
"μυθικός":"μυθικός",
"μυθικούς":"μυθικός",
"μυθικών":"μυθικός",
"μυθιστόρημα":"μυθιστόρημα",
"μυθιστόρημά":"μυθιστόρημα",
"μυθιστορήματα":"μυθιστόρημα",
"μυθιστορήματά":"μυθιστόρημα",
"μυθιστορηματική":"μυθιστορηματικός",
"μυθιστορηματικό":"μυθιστορηματικός",
"μυθιστορηματικός":"μυθιστορηματικός",
"μυθιστορήματος":"μυθιστόρημα",
"μυθιστορήματός":"μυθιστόρημα",
"μυθιστορημάτων":"μυθιστόρημα",
"μυθιστοριογράφο":"μυθιστοριογράφος",
"μυθιστοριογράφος":"μυθιστοριογράφος",
"μύθο":"μύθος",
"μύθοι":"μύθος",
"μυθολογία":"μυθολογία",
"μυθολογίας":"μυθολογία",
"μυθολογικά":"μυθολογικός",
"μυθολογικές":"μυθολογικός",
"μυθολογική":"μυθολογικός",
"μυθολογικών":"μυθολογικός",
"μυθοπλασία":"μυθοπλασία",
"μυθοπλασίας":"μυθοπλασία",
"μυθοπλαστικές":"μυθοπλαστικός",
"μυθοπλαστικό":"μυθοπλαστικός",
"μυθοποιεί":"μυθοποιώ",
"μυθοποίηση":"μυθοποίηση",
"μυθοποιητική":"μυθοποιητικός",
"μυθος":"μύθος",
"μύθος":"μύθος",
"μύθου":"μύθος",
"μύθους":"μύθος",
"μύθων":"μύθος",
"μυϊκά":"μυϊκός",
"μυικής":"μυικής",
"μυϊκό":"μυϊκός",
"μυϊκού":"μυϊκός",
"μυϊκούς":"μυϊκός",
"μυϊκών":"μυϊκός",
"μυκηναϊκή":"μυκηναϊκός",
"μυκηναϊκής":"μυκηναϊκός",
"μυκηναϊκό":"μυκηναϊκός",
"μύκης-σμίνθης":"μύκης-σμίνθης",
"μύκητα":"μύκητας",
"μύκητας":"μύκητας",
"μύκητες":"μύκητας",
"μυκητηλιακές":"μυκητηλιακές",
"μυκητιασικής":"μυκητιασικής",
"μυκητοκτόνα":"μυκητοκτόνος",
"μυκητοκτόνο":"μυκητοκτόνος",
"μύκονο":"μύκονος",
"μυκόνου":"μύκονος",
"μυκόπλασμα":"μυκόπλασμα",
"μυκοτοξίνες":"μυκοτοξίνες",
"μυκοτοξίνη":"μυκοτοξίνη",
"μυκτηρίζει":"μυκτηρίζω",
"μύλο":"μύλος",
"μυλοι":"μύλος",
"μυλόπετρων":"μυλόπετρα",
"μυλόποταμο":"μυλόποταμο",
"μυλοπούλου":"μυλοπούλου",
"μυλος":"μύλος",
"μύλος":"μύλος",
"μυλου":"μύλος",
"μύλου":"μύλος",
"μύλους":"μύλος",
"μυλωνά":"μυλωνάς",
"μυλωνας":"μυλωνάς",
"μυλωνάς":"μυλωνάς",
"μυλωνού":"μυλωνού",
"μυοκαρδιοπάθεια":"μυοκαρδιοπάθεια",
"μυοκαρδιοπάθειες":"μυοκαρδιοπάθεια",
"μυοκαρδίου":"μυοκάρδιο",
"μυοσκελετικό":"μυοσκελετικός",
"μυούν":"μυώ",
"μυούνται":"μυώ",
"μυούσε":"μυώ",
"μύρια":"μύριοι",
"μυριάδες":"μυριάδα",
"μυριάδων":"μυριάδα",
"μύριες":"μύριοι",
"μύριζα":"μυρίζω",
"μύριζαν":"μυρίζω",
"μύριζε":"μυρίζω",
"μυρίζει":"μυρίζω",
"μυρίζονται":"μυρίζω",
"μυρίζουμε":"μυρίζω",
"μυρίζουν":"μυρίζω",
"μυρίζω":"μυρίζω",
"μυρίκη":"μυρίκη",
"μυριούνη":"μυριούνη",
"μύρισαν":"μυρίζω",
"μύρισε":"μυρίζω",
"μυρίσει":"μυρίζω",
"μυρίσεις":"μυρίζω",
"μυρίσθηκε":"μυρίσθηκε",
"μυρίστηκαν":"μυρίζω",
"μυρίστηκε":"μυρίζω",
"μυρμήγκι":"μυρμήγκι",
"μυρμήγκια":"μυρμήγκι",
"μυρμηγκιάζουν":"μυρμηγκιάζω",
"μυρμηγκιού":"μυρμήγκι",
"μυρμηγκοφάγο":"μυρμηγκοφάγος",
"μυρμηγκοφάγοι":"μυρμηγκοφάγος",
"μυρμηγκοφάγος":"μυρμηγκοφάγος",
"μύρο":"μύρο",
"μυροματη":"μυροματη",
"μυρουδιές":"μυρουδιά",
"μυροφορίδης":"μυροφορίδης",
"μυρσινη":"μυρσίνη",
"μυρτιές":"μυρτιά",
"μυρτιώτισσα":"μυρτιώτισσα",
"μυρτώ":"μυρτώ",
"μυρωδάτα":"μυρωδάτος",
"μυρωδάτη":"μυρωδάτος",
"μυρωδάτο":"μυρωδάτος",
"μυρωδιά":"μυρωδιά",
"μυρωδία":"μυρωδιά",
"μυρωδιές":"μυρωδιά",
"μυρωδικά":"μυρωδικό",
"μυρωδικών":"μυρωδικό",
"μύρωνα":"μυρώνω",
"μυς":"μυς",
"μυσέ":"μυσέ",
"μυσταγωγία":"μυσταγωγία",
"μυστακίδου":"μυστακίδου",
"μύστη":"μύστης",
"μυστήρια":"μυστήριος",
"μυστηριακή":"μυστηριακός",
"μυστηριακό":"μυστηριακός",
"μυστηριακών":"μυστηριακός",
"μυστήριο":"μυστήριο",
"μυστήριον":"μυστήριος",
"μυστηρίου":"μυστήριος",
"μυστηριώδεις":"μυστηριώδης",
"μυστηριώδες":"μυστηριώδης",
"μυστηριώδη":"μυστηριώδης",
"μυστηριώδης":"μυστηριώδης",
"μυστηριώδους":"μυστηριώδης",
"μυστηριωδών":"μυστηριώδης",
"μυστηριωδώς":"μυστηριωδώς",
"μυστηρίων":"μυστήριος",
"μυστήριων":"μυστήριος",
"'μυστικά":"'μυστικά",
"μυστικά":"μυστικό",
"μυστικά":"μυστικός",
"μυστικές":"μυστικός",
"μυστική":"μυστικός",
"μυστικής":"μυστικός",
"μυστικισμός":"μυστικισμός",
"μυστικιστικές":"μυστικιστικός",
"μυστικιστική":"μυστικιστικός",
"μυστικιστικό":"μυστικιστικός",
"μυστικιστικοί":"μυστικιστικός",
"μυστικό":"μυστικό",
"μυστικο":"μυστικός",
"μυστικό":"μυστικός",
"μυστικοί":"μυστικός",
"μυστικοπάθεια":"μυστικοπάθεια",
"μυστικοπάθειας":"μυστικοπάθεια",
"μυστικοπαθείς":"μυστικοπαθής",
"μυστικός":"μυστικός",
"μυστικότητα":"μυστικότητα",
"μυστικότητας":"μυστικότητα",
"μυστικού":"μυστικός",
"μυστικούς":"μυστικός",
"μυστικών":"μυστικός",
"μυστιλίδη":"μυστιλίδη",
"μυταρά":"μυταράς",
"μυταρας":"μυταράς",
"μυταράς":"μυταράς",
"μυτερά":"μυτερός",
"μυτερή":"μυτερός",
"μύτες":"μύτη",
"μύτη":"μύτη",
"μύτης":"μύτη",
"μυτιληναίο":"μυτιληναίος",
"μυτιληναιος":"μυτιληναίος",
"μυτιληναίος":"μυτιληναίος",
"μυτιληναίου":"μυτιληναίος",
"μυτιλήνη":"μυτιλήνη",
"μυτιληνης":"μυτιλήνη",
"μυτιλήνης":"μυτιλήνη",
"μυτούλα":"μυτούλα",
"μυτούλες":"μυτούλα",
"μύχιους":"μύχιος",
"μυχό":"μυχός",
"μυών":"μυς",
"μυωπία":"μυωπία",
"μυωπίας":"μυωπία",
"μυωπικά":"μυωπικός",
"μυωπική":"μυωπικός",
"μωάμεθ":"μωάμεθ",
"μώλωπες":"μώλωπας",
"μωμόγερων":"μωμόγερων",
"μωρά":"μωρό",
"μωραΐτες":"μωραΐτες",
"μωραΐτης":"μωραΐτης",
"μωράκης":"μωράκης",
"μωράκι":"μωράκι",
"μωρέ":"μωρός",
"μωρές":"μωρός",
"μωρή":"μωρός",
"μωρό":"μωρό",
"μωρού":"μωρός",
"μωρουδίστικο":"μωρουδίστικος",
"μωρών":"μωρός",
"μωσαϊκά":"μωσαϊκός",
"μωσαϊκό":"μωσαϊκός",
"μωσαϊκού":"μωσαϊκός",
"μωυσή":"μωυσή",
"μωυσής":"μωυσής",
"μωυσιάδης":"μωυσιάδης",
"ν":"ν",
"ν'":"να",
"ν.":"ν.",
"ν.α.ε":"ν.α.ε",
"ν.δ":"ν.δ",
"ν.δ.":"ν.δ.",
"ν.ε.":"ν.ε.",
"ν.ε.α.":"ν.ε.α.",
"ν.κ.":"ν.κ.",
"ν.καρ.":"ν.καρ.",
"ν.μ.":"ν.μ.",
"ν.ο.":"ν.ο.",
"ν.ο.θ.":"ν.ο.θ.",
"ν.υ.":"ν.υ.",
"ν.φ.":"ν.φ.",
"ν+2":"ν+2",
"νetmed":"νetmed",
"να":"να",
"νά":"να",
"ναβάλ":"ναβάλ",
"ναβάρα":"ναβάρα",
"ναβάρο":"ναβάρο",
"ναβάρο-βαλς":"ναβάρο-βαλς",
"ναβόφσκι":"ναβόφσκι",
"ναβροζίδης":"ναβροζίδης",
"ναβροζίδου":"ναβροζίδου",
"ναγέφσκι":"ναγέφσκι",
"ναγιέφσκι":"ναγιέφσκι",
"νάγκετς":"νάγκετς",
"νάγκετς-λέικερς":"νάγκετς-λέικερς",
"ναγκιμάρος":"ναγκιμάρος",
"ναγκίσα":"ναγκίσα",
"νάγκμπε":"νάγκμπε",
"ναγκόρνο":"ναγκόρνο",
"ναδίρ":"ναδίρ",
"ναδόρ":"ναδόρ",
"ναζαρετ":"ναζαρέτ",
"ναζαρέτ":"ναζαρέτ",
"ναζαρμπαγεφ":"ναζαρμπαγεφ",
"ναζαρμπάγεφ":"ναζαρμπάγεφ",
"ναζί":"ναζί",
"ναζιανζηνός":"ναζιανζηνός",
"ναζίμ":"ναζίμ",
"ναζίρη":"ναζίρη",
"ναζίρης":"ναζίρης",
"ναζισμό":"ναζισμός",
"ναζισμού":"ναζισμός",
"ναζιστή":"ναζιστής",
"ναζιστικά":"ναζιστικός",
"ναζιστικές":"ναζιστικός",
"ναζιστική":"ναζιστικός",
"ναζιστικής":"ναζιστικός",
"ναζιστικό":"ναζιστικός",
"ναζιστικού":"ναζιστικός",
"ναζιστικών":"ναζιστικός",
"ναζιστών":"ναζιστής",
"ναζλιδης":"ναζλιδης",
"ναζλίδης":"ναζλίδης",
"ναθ":"ναθ",
"νάθαν":"νάθαν",
"ναθαναηλ":"ναθαναήλ",
"'ναι":"είμαι",
"ναι":"ναι",
"νάιλον":"νάιλον",
"ναϊμέγκεν":"ναϊμέγκεν",
"νάιν":"νάιν",
"νάιντο":"νάιντο",
"νάιντος":"νάιντος",
"ναϊρόμπι-αθήνας":"ναϊρόμπι-αθήνας",
"νάιτλι":"νάιτλι",
"νακαμούρα":"νακαμούρα",
"νάκας":"νάκα",
"νάκης":"νάκης",
"νάκιτς":"νάκιτς",
"νάκος":"νάκος",
"νάκου":"νάκος",
"ναλιτζη":"ναλιτζη",
"ναλιτζή":"ναλιτζή",
"ναλμπάντης":"ναλμπάντης",
"ναλμπαντιάν":"ναλμπαντιάν",
"ναλμπαντίδης":"ναλμπαντίδης",
"ναμ":"ναμ",
"νάματα":"νάμα",
"ναμάτων":"νάμα",
"ναμπόκοφ":"ναμπόκοφ",
"νανα":"νανα",
"νανά":"νανά",
"νάνα":"νάνα",
"νανάς":"νανάς",
"νάνι":"νάνι",
"νάνι-νάνι":"νάνι-νάνι",
"νανίτον":"νανίτον",
"νάνο":"νάνος",
"νάνοι":"νάνος",
"νάνος":"νάνος",
"νανοτεχνολογίας":"νανοτεχνολογία",
"νάνου":"νάνος",
"νανούρισμα":"νανούρισμα",
"νάνους":"νάνος",
"νανσί":"νανσί",
"νάνσι":"νάνσι",
"ναντ":"ναντ",
"ν'ανταποκριθεί":"ν'ανταποκριθεί",
"νάντια":"νάντια",
"ναντίνιο":"ναντίνιο",
"ναντιφέι":"ναντιφέι",
"νάντιφεϊ":"νάντιφεϊ",
"νάνων":"νάνος",
"ναξάκη":"ναξάκη",
"ναξάκης":"ναξάκης",
"ναξαράν":"ναξαράν",
"ναξιώτες":"ναξιώτης",
"ναό":"ναός",
"ναοδομία":"ναοδομία",
"ναοί":"ναός",
"ναοί-σύμβολα":"ναοί-σύμβολα",
"ναοκθ":"ναοκθ",
"ναός":"ναός",
"'ναός":"'ναός",
"ναού":"ναός",
"ναουαζ":"ναουαζ",
"ναουάζ":"ναουάζ",
"ναούαζ":"ναούαζ",
"ναουμίδης":"ναουμίδης",
"ναούς":"ναός",
"ναουσα":"νάουσα",
"νάουσα":"νάουσα",
"νάουσα-αμπελόκηποι2-11":"νάουσα-αμπελόκηποι2-11",
"ναουσαίοι":"ναουσαίος",
"ναουσαίος":"ναουσαίος",
"ναουσαίου":"ναουσαίος",
"ναουσαίους":"ναουσαίος",
"νάουσας":"νάουσα",
"ναουσης":"ναούσης",
"ναουσσης":"ναουσσης",
"νάπα":"νάπα",
"ν'απλοποιηθούν":"ν'απλοποιηθούν",
"ν'αποδεχθεί":"ν''αποδεχθεί",
"ναπολέων":"ναπολέων",
"νάπολι":"νάπολι",
"νάπολι-καντού":"νάπολι-καντού",
"ναπολιτάνικους":"ναπολιτάνικος",
"ν'αποφευχθεί":"ν'αποφευχθεί",
"ναρ":"ναρ",
"νάρθηκα":"νάρθηκας",
"νάρθηκας":"νάρθηκας",
"νάρκες":"νάρκη",
"νάρκη":"νάρκη",
"νάρκης":"νάρκη",
"ναρκισσεύεται":"ναρκισσεύομαι",
"ναρκισσισμό":"ναρκισσισμός",
"ναρκισσισμός":"ναρκισσισμός",
"ναρκισσισμού":"ναρκισσισμός",
"ναρκισσος":"νάρκισσος",
"νάρκισσος":"νάρκισσος",
"ναρκοθετεί":"ναρκοθετώ",
"ναρκοθετημένο":"ναρκοθετημένος",
"ναρκομανείς":"ναρκομανής",
"ναρκομανή":"ναρκομανής",
"ναρκομανών":"ναρκομανής",
"ναρκοπέδιο":"ναρκοπέδιο",
"ναρκωμένη":"ναρκώνω",
"ναρκωμένο":"ναρκωμένος",
"νάρκωσε":"ναρκώνω",
"νάρκωση":"νάρκωση",
"νάρκωσης":"νάρκωση",
"ναρκωτικά":"ναρκωτικός",
"ναρκωτικές":"ναρκωτικός",
"ναρκωτικό":"ναρκωτικός",
"ναρκωτικού":"ναρκωτικός",
"ναρκωτικων":"ναρκωτικός",
"ναρκωτικών":"ναρκωτικός",
"νας":"νας",
"νασα":"νασα",
"νάσερ":"νάσερ",
"νάσης":"νάσης",
"νασίκα":"νασίκα",
"νασιμένο":"νασιμένο",
"νασιονάλ":"νασιονάλ",
"νάσιοναλ":"νάσιοναλ",
"νασιόπουλο":"νασιόπουλο",
"νασιόπουλος":"νασιόπουλος",
"νασιρίγια":"νασιρίγια",
"νασκουδάκη":"νασκουδάκη",
"νάσκου-περράκη":"νάσκου-περράκη",
"νασμπάουμ":"νασμπάουμ",
"νάσου":"νάσος",
"νάσουτζικ":"νάσουτζικ",
"νασρίν":"νασρίν",
"νάστα":"νάστα",
"ναστάζε":"ναστάζε",
"ναστάζια":"ναστάζια",
"νάστας":"νάστας",
"ναστάσια":"ναστάσια",
"νάστος":"νάστος",
"νατάλε":"νατάλε",
"νάταλι":"νάταλι",
"ναταλία":"ναταλία",
"νατάνζ":"νατάνζ",
"νατάσα":"νατάσα",
"νατάσσα":"νατάσσα",
"νατο":"νατο",
"νατοϊκές":"νατοϊκός",
"νατοϊκή":"νατοϊκός",
"νατοϊκής":"νατοϊκός",
"νατοϊκού":"νατοϊκός",
"νατοϊκών":"νατοϊκός",
"νάτου":"νάτου",
"νατουραλιζέ":"νατουραλιζέ",
"νατουραλισμός":"νατουραλισμός",
"νατουραλισμού":"νατουραλισμός",
"νατουραλιστές":"νατουραλιστής",
"νατουραλιστικές":"νατουραλιστικός",
"νατουραλιστική":"νατουραλιστικός",
"νατουραλιστικό":"νατουραλιστικός",
"νατουραλιστικού":"νατουραλιστικός",
"νατσέφκι":"νατσέφκι",
"νατσέφσκι":"νατσέφσκι",
"νατση":"νατση",
"νάτση":"νάτση",
"νατσης":"νατσης",
"νάτσης":"νάτσης",
"νάτσο":"νάτσο",
"νατσούρας":"νατσούρας",
"ναυαγεί":"ναυαγώ",
"ναυάγησαν":"ναυαγώ",
"ναυαγησε":"ναυαγώ",
"ναυάγησε":"ναυαγώ",
"ναυαγήσει":"ναυαγώ",
"ναυαγήσουν":"ναυαγώ",
"ναυάγια":"ναυάγιο",
"ναυάγιο":"ναυάγιο",
"ναυαγίου":"ναυάγιο",
"ναυαγίων":"ναυάγιο",
"ναυαγοσώστες":"ναυαγοσώστης",
"ναυαγοσώστη":"ναυαγοσώστης",
"ναυαγοσωστικό":"ναυαγοσωστικός",
"ναυαγών":"ναυαγός",
"ναυαρίνο":"ναυαρίνο",
"ναυαρινον":"ναυαρινον",
"ναυαρίνον":"ναυαρίνον",
"ναυαρίνου":"ναυαρίνου",
"ναυαρχίδα":"ναυαρχίδα",
"ναυαρχίδες":"ναυαρχίδα",
"ναύαρχο":"ναύαρχος",
"ναύαρχον":"ναύαρχος",
"ναύαρχος":"ναύαρχος",
"ναυάρχου":"ναύαρχος",
"ναύλα":"ναύλος",
"ναυλωμένο":"ναυλώνω",
"ναύλων":"ναύλος",
"ναυλώνουν":"ναυλώνω",
"ναυλώσει":"ναυλώνω",
"ναύλωση":"ναύλωση",
"ναυμαχία":"ναυμαχία",
"ναυμαχίες":"ναυμαχία",
"ναυπακτιακός-κερατσίνι2-01":"ναυπακτιακός-κερατσίνι2-01",
"ναύπακτο":"ναύπακτος",
"ναυπακτου-γ":"ναυπακτου-γ",
"ναυπαυκτου":"ναυπαυκτου",
"ναυπηγήθηκε":"ναυπηγώ",
"ναυπήγησε":"ναυπηγώ",
"ναυπήγηση":"ναυπήγηση",
"ναυπήγησης":"ναυπήγηση",
"ναυπηγός":"ναυπηγός",
"ναύπλιο":"ναύπλιο",
"ναυς":"ναυς",
"ναυσικα":"ναυσικά",
"ναυσικά":"ναυσικά",
"ναυσιπλοΐα":"ναυσιπλοΐα",
"ναυσιπλοΐας":"ναυσιπλοΐα",
"ναύσταθμο":"ναύσταθμος",
"ναυταθλητικές":"ναυταθλητικός",
"ναυταθλητική":"ναυταθλητικός",
"ναύτες":"ναύτης",
"ναύτης":"ναύτης",
"ναυτία":"ναυτία",
"ναυτίας":"ναυτία",
"ναυτικά":"ναυτικός",
"ναυτικές":"ναυτικός",
"ναυτική":"ναυτικός",
"ναυτικής":"ναυτικός",
"ναυτικό":"ναυτικό",
"ναυτικοί":"ναυτικός",
"ναυτικος":"ναυτικός",
"ναυτικός":"ναυτικός",
"ναυτικού":"ναυτικό",
"ναυτικού":"ναυτικός",
"ναυτικούς":"ναυτικός",
"ναυτικών":"ναυτικός",
"ναυτιλία":"ναυτιλία",
"ναυτιλιακες":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακές":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακη":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακή":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακό":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακός":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακού":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλιακών":"ναυτιλιακός",
"ναυτιλίας":"ναυτιλία",
"ναυτών":"ναύτης",
"ναφθαλίνη":"ναφθαλίνη",
"ναών":"ναός",
"νβα":"νβα",
"νδ":"νδ",
"νδ.":"νδ.",
"νδ-πασοκ":"νδ-πασοκ",
"νδφκ":"νδφκ",
"νε":"νε",
"νεα":"νέος",
"νέα":"νέος",
"νεανίδων":"νεάνιδα",
"νεανίες":"νεανίας",
"νεανικά":"νεανικά",
"νεανικά":"νεανικός",
"νεανικές":"νεανικός",
"νεανική":"νεανικός",
"νεανικής":"νεανικός",
"νεανικό":"νεανικός",
"νεανικοί":"νεανικός",
"νεανικού":"νεανικός",
"νεανικών":"νεανικός",
"νεαπόλεως":"νεάπολη",
"νεαπολη":"νεάπολη",
"νεάπολη":"νεάπολη",
"νεαπολης":"νεάπολη",
"νεάπολης":"νεάπολη",
"νεαρά":"νεαρός",
"νεαρές":"νεαρός",
"νεαρή":"νεαρός",
"νεαρής":"νεαρός",
"νεαρό":"νεαρός",
"νεαροί":"νεαρός",
"νεαρόν":"νεαρός",
"νεαρός":"νεαρός",
"νεαρότατα":"νεαρός",
"νεαρότερα":"νεαρός",
"νεαρότερη":"νεαρός",
"νεαρότερος":"νεαρός",
"νεαρού":"νεαρός",
"νεαρούς":"νεαρός",
"νεαρών":"νεαρός",
"νεας":"νέος",
"νέας":"νέος",
"νέβιλ":"νέβιλ",
"νέβλαντ":"νέβλαντ",
"νεγκόσκας":"νεγκόσκας",
"νέγκρο":"νέγκρο",
"νεγκροπόντε":"νεγκροπόντε",
"νεγρεποντη-δελιβανη":"νεγρεποντη-δελιβανη",
"νεγροπόντε":"νεγροπόντε",
"νεγροπόντη-δελιβάνη":"νεγροπόντη-δελιβάνη",
"νέε":"νέος",
"νεες":"νέος",
"νέες":"νέος",
"νεθ":"νεθ",
"νέιθαν":"νέιθαν",
"νείλου":"νείλος",
"νέιντερ":"νέιντερ",
"νέισμιθ":"νέισμιθ",
"νέιτ":"νέιτ",
"νέκρα":"νέκρα",
"νεκρά":"νεκρός",
"νεκρανάσταση":"νεκρανάσταση",
"νεκρανάστασή":"νεκρανάσταση",
"νεκρανάστασης":"νεκρανάσταση",
"νέκρας":"νέκρα",
"νεκρές":"νεκρός",
"νεκρή":"νεκρός",
"νεκρής":"νεκρός",
"νεκρικά":"νεκρικός",
"νεκρικές":"νεκρικός",
"νεκρική":"νεκρικός",
"νεκρικών":"νεκρικός",
"νεκρό":"νεκρός",
"νεκροζώνταντους":"νεκροζώνταντους",
"νεκροθάφτες":"νεκροθάφτης",
"νεκροθάφτη":"νεκροθάφτης",
"νεκροθάφτης":"νεκροθάφτης",
"νεκροι":"νεκρός",
"νεκροί":"νεκρός",
"νεκροκεφαλές":"νεκροκεφαλή",
"νεκροκεφαλών":"νεκροκεφαλή",
"νεκρολογία":"νεκρολογία",
"νεκρόπολη":"νεκρόπολη",
"νεκρός":"νεκρός",
"νεκροταφεία":"νεκροταφείο",
"νεκροταφείο":"νεκροταφείο",
"νεκροταφείον":"νεκροταφείο",
"νεκροταφείου":"νεκροταφείο",
"νεκροτομεία":"νεκροτομείο",
"νεκροτομείο":"νεκροτομείο",
"νεκροτομή":"νεκροτομή",
"νεκρού":"νεκρός",
"νεκρούς":"νεκρός",
"νεκροφανείς":"νεκροφανής",
"νεκροψία":"νεκροψία",
"νεκροψία-νεκροτομή":"νεκροψία-νεκροτομή",
"νεκροψίας":"νεκροψία",
"νεκρωθεί":"νεκρώνω",
"νεκρωμένη":"νεκρώνω",
"νεκρών":"νεκρός",
"νεκρώνει":"νεκρώνω",
"νεκρώνεται":"νεκρώνω",
"νέκρωσαν":"νεκρώνω",
"νέκρωσε":"νεκρώνω",
"νέκρωση":"νέκρωση",
"νέκρωσης":"νέκρωση",
"νεκρώσιμη":"νεκρώσιμος",
"νεκρώσουν":"νεκρώνω",
"νέκταρ":"νέκταρ",
"νεκτάριο":"νεκτάριος",
"νεκταριος":"νεκτάριος",
"νεκτάριος":"νεκτάριος",
"νεκταρίου":"νεκτάριος",
"νέλι":"νέλι",
"νέλισε":"νέλισε",
"νέλλη":"νέλλη",
"νελσον":"νελσον",
"νέλσον":"νέλσον",
"νέμ":"νέμ",
"νεμανια":"νεμανια",
"νεμάνια":"νεμάνια",
"νεμεση":"νέμεση",
"νέμονταν":"νέμω",
"νεμπεγλέρα":"νεμπεγλέρα",
"νεμπεγλέρας":"νεμπεγλέρας",
"νεμπράσκα":"νεμπράσκα",
"νεμτσούδη":"νεμτσούδη",
"νένα":"νένα",
"νένιας":"νένιας",
"νεντέλκοβιτς":"νεντέλκοβιτς",
"νεο":"νεο",
"νέο":"νέος",
"νεοαναγειρόμενου":"νεοαναγειρόμενου",
"νεοαναγειρόμενων":"νεοαναγειρόμενων",
"νεοανεγερθέν":"νεοανεγερθείς",
"νέο-αποικιοκρατική":"νέο-αποικιοκρατική",
"νέο-αποικισμού":"νέο-αποικισμού",
"νεοαποκτηθείς":"νεοαποκτηθείς",
"νεοαποκτηθείσης":"νεοαποκτηθείς",
"νεογέννητα":"νεογέννητος",
"νεογέννητο":"νεογέννητος",
"νεογκολικού":"νεογκωλικός",
"νεογνά":"νεογνό",
"νεογνό":"νεογνό",
"νεογνών":"νεογνό",
"νεοδαρβινική":"νεοδαρβινικός",
"νεοδημοκράτες":"νεοδημοκράτης",
"νεοδημοκρατικά":"νεοδημοκρατικός",
"νεοδημοκρατική":"νεοδημοκρατικός",
"νεοδιορισθείς":"νεοδιορισθείς",
"νεόδμητα":"νεόδμητος",
"νεόδμητο":"νεόδμητος",
"νεόδμητων":"νεόδμητος",
"νεοεισαχθείσα":"νεοεισαχθείς",
"νεοεισελθέντων":"νεοεισελθείς",
"νεοεισελθόντα":"νεοεισελθών",
"νεοεισερχόμενες":"νεοεισερχόμενος",
"νεοεισερχόμενο":"νεοεισερχόμενος",
"νεοεισερχομένους":"νεοεισερχόμενος",
"νεοεισερχόμενους":"νεοεισερχόμενος",
"νεοεκλεγείς":"νεοεκλεγείς",
"νεοεκλεγείσες":"νεοεκλεγείς",
"νεοεκλεγέντα":"νεοεκλεγείς",
"νεοεκλεγέντος":"νεοεκλεγείς",
"νεοεκλεγμένοι":"νεοεκλεγμένος",
"νεοεκλεγμένος":"νεοεκλεγμένος",
"νεοέλληνες":"νεοέλληνας",
"νεοελληνικά":"νεοελληνικός",
"νεοελληνικές":"νεοελληνικός",
"νεοελληνική":"νεοελληνικός",
"νεοελληνικής":"νεοελληνικός",
"νεοελληνικό":"νεοελληνικός",
"νεοελληνικού":"νεοελληνικός",
"νεοελληνικών":"νεοελληνικός",
"νεοελλήνων":"νεοέλληνας",
"νεοζηλανδός":"νεοζηλανδός",
"νεοι":"νέος",
"νέοι":"νέος",
"νεο-ιδεαλισμού":"νεο-ιδεαλισμού",
"νεοκάστρου":"νεοκάστρο",
"νεοκλασικά":"νεοκλασικός",
"νεοκλασικές":"νεοκλασικός",
"νεοκλασική":"νεοκλασικός",
"νεοκλασικής":"νεοκλασικός",
"νεοκλασικό":"νεοκλασικός",
"νεοκλασικού":"νεοκλασικός",
"νεόκοπη":"νεόκοπος",
"νεόκτιστο":"νεόκτιστος",
"νεοκυματικούς":"νεοκυματικός",
"νεολαια":"νεολαία",
"νεολαία":"νεολαία",
"νεολαίας":"νεολαία",
"νεολαίες":"νεολαία",
"νεολαίοι":"νεολαίος",
"νεολαίος":"νεολαίος",
"νεολιθική":"νεολιθικός",
"νεολιθικό":"νεολιθικός",
"νεολιθικός":"νεολιθικός",
"νεολιθικού":"νεολιθικός",
"νεολιθικούς":"νεολιθικός",
"νεολιθικών":"νεολιθικός",
"νεολογισμό":"νεολογισμός",
"νεολογισμοί":"νεολογισμός",
"νέον":"νέος",
"νεοναζί":"νεοναζί",
"νεοναζιστές":"νεοναζιστής",
"νεόνυμφοι":"νεόνυμφος",
"νεονύμφους":"νεόνυμφος",
"νεοορθοδόξων":"νεοορθόδοξος",
"νέο-παλιά":"νέο-παλιά",
"νεόπλασμα":"νεόπλασμα",
"νεοπλάσματα":"νεόπλασμα",
"νεοπλασματικές":"νεοπλασματικός",
"νεόπλουτες":"νεόπλουτος",
"νεόπλουτη":"νεόπλουτος",
"νεοπλουτισμού":"νεοπλουτισμός",
"νεόπλουτοι":"νεόπλουτος",
"νεόπλουτους":"νεόπλουτος",
"νεόπλουτων":"νεόπλουτος",
"νεοπροσλαμβανόμενους":"νεοπροσλαμβανόμενος",
"νεοπρόσφυγες":"νεοπρόσφυγας",
"νεοπτώχων":"νεόπτωχος",
"νεορομαντικούς":"νεορομαντικός",
"νεορομαντισμού":"νεορομαντισμός",
"νεος":"νέος",
"νέος":"νέος",
"νεοσσός":"νεοσσός",
"νεοσσούς":"νεοσσός",
"νεοσύλλεκτους":"νεοσύλλεκτος",
"νεοσυντηρητική":"νεοσυντηρητικός",
"νεοσυντηρητικής":"νεοσυντηρητικός",
"νεοσυντηρητικοί":"νεοσυντηρητικός",
"νεοσυντηρητικούς":"νεοσυντηρητικός",
"νεοσυντηρητικών":"νεοσυντηρητικός",
"νεοσυσταθείσας":"νεοσυσταθείς",
"νεοσύστατα":"νεοσύστατος",
"νεοσύστατες":"νεοσύστατος",
"νεοσύστατης":"νεοσύστατος",
"νεοσύστατο":"νεοσύστατος",
"νεοσύστατου":"νεοσύστατος",
"νεότερα":"νέος",
"νεοτέρας":"νέος",
"νεότερες":"νέος",
"νεότερη":"νέος",
"νεότερης":"νέος",
"νεοτερικότητα":"νεοτερικότητα",
"νεοτερικότητας":"νεοτερικότητα",
"νεότερο":"νέος",
"νεότεροι":"νέος",
"νεότερος":"νέος",
"νεότερου":"νέος",
"νεότερους":"νέος",
"νεότερων":"νέος",
"νεότευκτης":"νεότευκτος",
"νεότευκτο":"νεότευκτος",
"νεότευκτου":"νεότευκτος",
"νεότητα":"νεότητα",
"νεότητας":"νεότητα",
"νεοτοποθετηθείς":"νεοτοποθετηθείς",
"νεότουρκοι":"νεότουρκος",
"νέου":"νέον",
"νεου":"νέος",
"νέου":"νέος",
"νεοϋορκέζα":"νεοϋορκέζα",
"νεοϋορκέζικης":"νεοϋορκέζικος",
"νεοϋορκέζικο":"νεοϋορκέζικος",
"νεοϋορκέζοι":"νεοϋορκέζος",
"νεοϋορκέζου":"νεοϋορκέζος",
"νεοϋορκέζους":"νεοϋορκέζος",
"νέους":"νέος",
"νεοφασίστες":"νεοφασίστας",
"νεοφερμένο":"νεοφερμένος",
"νεοφερμένος":"νεοφερμένος",
"νεοφιλελεύθερα":"νεοφιλελεύθερος",
"νεοφιλελεύθερες":"νεοφιλελεύθερος",
"νεοφιλελεύθερη":"νεοφιλελεύθερος",
"νεοφιλελεύθερης":"νεοφιλελεύθερος",
"νεοφιλελευθερισμό":"νεοφιλελευθερισμός",
"νεοφιλελευθερισμός":"νεοφιλελευθερισμός",
"νεοφιλελευθερισμού":"νεοφιλελευθερισμός",
"νεο-φιλελεύθερο":"νεο-φιλελεύθερο",
"νεοφυτίδης":"νεοφυτίδης",
"νεοφύτου":"νεοφύτου",
"νεοφώτιστης":"νεοφώτιστος",
"νεοφώτιστου":"νεοφώτιστος",
"νεοφώτιστους":"νεοφώτιστος",
"νεοχώρι":"νεοχώρι",
"νεοχωρούδα":"νεοχωρούδα",
"νεπάλ":"νεπάλ",
"νεποτισμό":"νεποτισμός",
"νερά":"νερό",
"νεράιδα":"νεράιδα",
"νεράιδες":"νεράιδα",
"νεράντζη":"νεράντζης",
"νεράτζης":"νεράτζης",
"νερατζίδης":"νερατζίδης",
"νερατζιώτισσα":"νερατζιώτισσα",
"νερατζούρι":"νερατζούρι",
"νέρι":"νέρι",
"νερο":"νερό",
"νερό":"νερό",
"νέρο":"νέρο",
"νεροκάρδαμο":"νεροκάρδαμο",
"νεροκουβαλητές":"νεροκουβαλητής",
"νεροκουβαλητή":"νεροκουβαλητής",
"νεροκουβαλητής":"νεροκουβαλητής",
"νερόμυλο":"νερόμυλος",
"νερόμυλοι":"νερόμυλος",
"νεροποντές":"νεροποντή",
"νεροποντή":"νεροποντή",
"νερού":"νερό",
"νεροχύτη":"νεροχύτης",
"νερών":"νερό",
"νέρωνα":"νέρωνας",
"νερώστε":"νερώνω",
"νες":"νες",
"νεσελάντε":"νεσελάντε",
"νέσιτς":"νέσιτς",
"νέστορ":"νέστορ",
"νέστορα":"νέστορας",
"νέστορας":"νέστορας",
"νεστορίδου":"νεστορίδου",
"νέστος":"νέστος",
"νέστωρ":"νέστωρ",
"νετ":"νετ",
"νετ19":"νετ19",
"νετανιαχου":"νετανιαχου",
"νετανιάχου":"νετανιάχου",
"νετρίνα":"νετρίνα",
"νετρονίου":"νετρόνιο",
"νετς":"νετς",
"νετς-μάτζικ":"νετς-μάτζικ",
"νεύμα":"νεύμα",
"νεύματα":"νεύμα",
"νεύματος":"νεύμα",
"νευμάτων":"νεύμα",
"νεύρα":"νεύρο",
"νευραλγικά":"νευραλγικός",
"νευραλγικές":"νευραλγικός",
"νευραλγική":"νευραλγικός",
"νευραλγικό":"νευραλγικός",
"νευραλγικού":"νευραλγικός",
"νευραλγικών":"νευραλγικός",
"νευριάζει":"νευριάζω",
"νευριάσετε":"νευριάζω",
"νευριασμένος":"νευριάζω",
"νευρικά":"νευρικά",
"νευρικές":"νευρικός",
"νευρική":"νευρικός",
"νευρικής":"νευρικός",
"νευρικό":"νευρικός",
"νευρικοί":"νευρικός",
"νευρικός":"νευρικός",
"νευρικότητα":"νευρικότητα",
"νευρικότητας":"νευρικότητα",
"νευρικού":"νευρικός",
"νευρικών":"νευρικός",
"νεύρο":"νεύρο",
"νευροαισθητήρια":"νευροαισθητήριο",
"νευρογλοιακά":"νευρογλοιακός",
"νευρογλοιακών":"νευρογλοιακός",
"νευροκόπι":"νευροκόπι",
"νευροκοπίου":"νευροκόπι",
"νευρολογία":"νευρολογία",
"νευρολογίας":"νευρολογία",
"νευρολογικές":"νευρολογικός",
"νευρολογική":"νευρολογικός",
"νευρολογικής":"νευρολογικός",
"νευρολόγο":"νευρολόγος",
"νευρολόγος":"νευρολόγος",
"νευρολόγος-ψυχίατρος":"νευρολόγος-ψυχίατρος",
"νευροπαραλυτικού":"νευροπαραλυτικός",
"νεύρων":"νεύρο",
"νευρώνα":"νευρώνας",
"νευρώνες":"νευρώνας",
"νευρώνων":"νευρώνας",
"νευρώσεις":"νεύρωση",
"νεύρωση":"νεύρωση",
"νευρωσική":"νευρωσικός",
"νευρωτικά":"νευρωτικός",
"νευρωτική":"νευρωτικός",
"νευρωτικός":"νευρωτικός",
"νευρωτικού":"νευρωτικός",
"νευρωτικών":"νευρωτικός",
"νευτώνεια":"νευτώνειος",
"νεφέλη":"νεφέλη",
"νεφέλης":"νεφέλη",
"νεφελοκοκκυγία":"νεφελοκοκκυγία",
"νεφελώδεις":"νεφελώδης",
"νεφελώδες":"νεφελώδης",
"νεφελώδη":"νεφελώδης",
"νεφελώδης":"νεφελώδης",
"νεφέλωμα":"νεφέλωμα",
"νεφελώματα":"νεφέλωμα",
"νεφελωμάτων":"νεφέλωμα",
"νέφη":"νέφος",
"νεφοκάλυψης":"νεφοκάλυψης",
"νέφος":"νέφος",
"νεφρά":"νεφρό",
"νεφρική":"νεφρικός",
"νεφρικό":"νεφρικός",
"νεφρό":"νεφρός",
"νεφροί":"νεφρός",
"νεφρολόγος":"νεφρολόγος",
"νεφροπαθείς":"νεφροπαθής",
"νεφρού":"νεφρό",
"νεφρούς":"νεφρός",
"νεφρών":"νεφρός",
"νεφών":"νέφος",
"νεφώσεις":"νέφωση",
"νέφωση":"νέφωση",
"νεωn":"νέος",
"νεων":"νέος",
"νέων":"νέος",
"νεώτερα":"νέος",
"νεωτέρας":"νέος",
"νεώτερες":"νέος",
"νεώτερη":"νέος",
"νεώτερης":"νέος",
"νεωτερικά":"νεωτερικός",
"νεωτερική":"νεωτερικός",
"νεωτερικής":"νεωτερικός",
"νεωτερικό":"νεωτερικός",
"νεωτερικός":"νεωτερικός",
"νεωτερικότητας":"νεωτερικότητα",
"νεωτερικών":"νεωτερικός",
"νεωτερισμό":"νεωτερισμός",
"νεωτερισμός":"νεωτερισμός",
"νεωτερισμού":"νεωτερισμός",
"νεωτερισμούς":"νεωτερισμός",
"νεωτεριστικά":"νεωτεριστικός",
"νεωτεριστικές":"νεωτεριστικός",
"νεώτερο":"νέος",
"νεώτεροι":"νέος",
"νεώτερον":"νέος",
"νεώτερος":"νέος",
"νεώτερου":"νέος",
"νεώτερους":"νέος",
"νεωτέρων":"νέος",
"νεώτερων":"νέος",
"ν-η":"ν-η",
"νηαρ":"νηαρ",
"νήαρ":"νήαρ",
"νήμα":"νήμα",
"νήματα":"νήμα",
"νηματεμπορικη":"νηματεμπορικός",
"νηματεμπορικης":"νηματεμπορικός",
"νήματος":"νήμα",
"νημάτων":"νήμα",
"νηνεμία":"νηνεμία",
"νηογνώμονα":"νηογνώμονας",
"νηοπομπές":"νηοπομπή",
"νήπια":"νήπιο",
"νήπιά":"νήπιο",
"νηπιαγωγεία":"νηπιαγωγείο",
"νηπιαγωγείο":"νηπιαγωγείο",
"νηπιαγωγείου":"νηπιαγωγείο",
"νηπιαγωγείων":"νηπιαγωγείο",
"νηπιαγωγό":"νηπιαγωγός",
"νηπιαγωγοί":"νηπιαγωγός",
"νηπιαγωγός":"νηπιαγωγός",
"νηπιαγωγού":"νηπιαγωγός",
"νηπιακής":"νηπιακός",
"νηπιακό":"νηπιακός",
"νήπιο":"νήπιο",
"νηπίων":"νήπιο",
"νήρας":"νήρας",
"νηρέας":"νηρέας",
"νηρευς-ιχθυοκαλλιεργειες":"νηρευς-ιχθυοκαλλιεργειες",
"νησάκι":"νησάκι",
"νησάκια":"νησάκι",
"νησί":"νησί",
"νησια":"νησί",
"νησιά":"νησί",
"νησίδα":"νησίδα",
"νησίδας":"νησίδα",
"νησίδες":"νησίδα",
"νησιού":"νησί",
"νησιών":"νησί",
"νησιώτες":"νησιώτης",
"νησιώτικα":"νησιώτικος",
"νησιωτικές":"νησιωτικός",
"νησιωτική":"νησιωτικός",
"νησιώτικη":"νησιώτικος",
"νησιωτικής":"νησιωτικός",
"νησιωτικό":"νησιωτικός",
"νησιώτικους":"νησιώτικος",
"νησιωτικών":"νησιωτικός",
"νήσο":"νήσος",
"νήσοι":"νήσος",
"νήσος":"νήσος",
"νήσου":"νήσος",
"νηστεία":"νηστεία",
"νηστεύουν":"νηστεύω",
"νηστέψουν":"νηστεύω",
"νηστικά":"νηστικός",
"νηστικοί":"νηστικός",
"νηστίσιμο":"νηστίσιμος",
"νηστίσιμων":"νηστίσιμος",
"νήσων":"νήσος",
"νηφάλια":"νηφάλια",
"νηφάλιοι":"νηφάλιος",
"νηφάλιος":"νηφάλιος",
"νηφαλιότητα":"νηφαλιότητα",
"νηφαλιότητας":"νηφαλιότητα",
"νηφάλιων":"νηφάλιος",
"νι":"νι",
"νια":"νέος",
"νιαζί":"νιαζί",
"νιακχνούμ":"νιακχνούμ",
"νιάου":"νιάου",
"νιάτα":"νιάτα",
"νιάτων":"νιάτα",
"νιβ":"νιβ",
"νιβέ":"νιβέ",
"νίγδελης":"νίγδελης",
"νιγήρα":"νιγήρα",
"νίγηρα":"νίγηρα",
"νιγηρια":"νιγηρία",
"νιγηρία":"νιγηρία",
"νιγηριανής":"νιγηριανή",
"νιγηριανής":"νιγηριανός",
"νιγηριανό":"νιγηριανός",
"νιγηριανοί":"νιγηριανός",
"νιγηριανός":"νιγηριανός",
"νιγηριανού":"νιγηριανός",
"νιγηριανών":"νιγηριανός",
"νιγηρίας":"νιγηρία",
"νιγρίτα":"νιγρίτα",
"νιγρίτας":"νιγρίτα",
"νιγριτινών":"νιγριτινών",
"νιέτζιελαντ":"νιέτζιελαντ",
"νιζάμης":"νιζάμης",
"νιζοπολίτης":"νιζοπολίτης",
"νικ":"νικ",
"νικ.":"νικ.",
"νικά":"νικώ",
"νίκα":"νικώ",
"νικάει":"νικώ",
"νίκαια":"νίκαια",
"νίκαιας":"νίκαια",
"νικαίας":"νικαίας",
"νικάμε":"νικώ",
"νίκας":"νίκας",
"νικας":"νικώ",
"νικες":"νίκη",
"νίκες":"νίκη",
"νικη":"νίκη",
"νίκη":"νίκη",
"νικηθεί":"νικώ",
"νικήθηκε":"νικώ",
"νικηθούν":"νικώ",
"νικημένοι":"νικημένος",
"νικημένος":"νικώ",
"νίκη-οξυγόνο":"νίκη-οξυγόνο",
"νικης":"νίκη",
"νίκης":"νίκη",
"νικήσαμε":"νικώ",
"νικησαν":"νικώ",
"νίκησαν":"νικώ",
"νικησε":"νικώ",
"νίκησε":"νικώ",
"νικήσει":"νικώ",
"νικήσεις":"νικώ",
"νικήσετε":"νικώ",
"νικήσιανη":"νικήσιανη",
"νικήσουμε":"νικώ",
"νικήσουν":"νικώ",
"νικήτα":"νικήτας",
"νικητα":"νικητής",
"νικητάκης":"νικητάκης",
"νικήτας":"νικήτας",
"νικητες":"νικητής",
"νικητές":"νικητής",
"νικήτη":"νικήτη",
"νικητή":"νικητής",
"νικητήριο":"νικητήριος",
"νικητήριου":"νικητήριος",
"νικητής":"νικητής",
"νικήτης":"νικήτης",
"νικητιανών":"νικητιανών",
"νικήτρια":"νικήτρια",
"νικήτριες":"νικήτρια",
"νικητών":"νικητής",
"νικηφόρα":"νικηφόρα",
"νικηφόρα":"νικηφόρος",
"νικηφόρες":"νικηφόρος",
"νικηφορίδης":"νικηφορίδης",
"νικηφόρο":"νικηφόρος",
"νικηφόρος":"νικηφόρος",
"νικηφόρων":"νικηφόρος",
"νικιέται":"νικώ",
"νικίτα":"νικίτα",
"νικιτιν":"νικιτιν",
"νικίτιν":"νικίτιν",
"νίκιτς":"νίκιτς",
"νικκει":"νικκει",
"νίκο":"νίκος",
"νίκογλου":"νίκογλου",
"νικόλ":"νικόλ",
"νικολά":"νικολά",
"νίκολα":"νίκολα",
"νικόλα":"νικόλας",
"νικολαϊ":"νικολαϊ",
"νικολάι":"νικολάι",
"νικολαΐδη":"νικολαΐδη",
"νικολαίδης":"νικολαίδης",
"νικολαϊδης":"νικολαϊδης",
"νικολαΐδης":"νικολαΐδης",
"νικολαΐδου":"νικολαΐδου",
"νικολακόπουλο":"νικολακόπουλος",
"νικολακοπούλου":"νικολακοπούλου",
"νικόλαο":"νικόλαος",
"νικόλαον":"νικόλαος",
"νικολαος":"νικόλαος",
"νικόλαος":"νικόλαος",
"νικολαου":"νικόλαος",
"νικολάου":"νικόλαος",
"νικόλαου":"νικόλαου",
"νικολας":"νικόλας",
"νικόλας":"νικόλας",
"νίκολας":"νίκολας",
"νικολετα":"νικολέτα",
"νικολέτα":"νικολέτα",
"νικολετας":"νικολέτα",
"νικολης":"νικολής",
"νικολής":"νικολής",
"νικολόπουλος":"νικολόπουλος",
"νικολόπουλου":"νικολόπουλος",
"νικολούδης":"νικολούδης",
"νικολούλη":"νικολούλη",
"νίκολς":"νίκολς",
"νίκολσον":"νίκολσον",
"νικόλτσιος":"νικόλτσιος",
"νικομηδινό":"νικομηδινό",
"νικομηδινού":"νικομηδινού",
"νικόπολη":"νικόπολη",
"νικόπολης":"νικόπολη",
"νικοπολίδη":"νικοπολίδη",
"νικοπολιδης":"νικοπολιδης",
"νικοπολίδης":"νικοπολίδης",
"νικος":"νίκος",
"νίκος":"νίκος",
"νικοτίνη":"νικοτίνη",
"νικοτίνης":"νικοτίνη",
"νικοτσάρα":"νικοτσάρα",
"νικου":"νίκος",
"νίκου":"νίκος",
"νικουλάε":"νικουλάε",
"νικούν":"νικώ",
"νικούσαμε":"νικώ",
"νικούσε":"νικώ",
"νικς":"νικς",
"νικς-ουίζαρντς":"νικς-ουίζαρντς",
"νικς-σιάτλ":"νικς-σιάτλ",
"νικων":"νίκη",
"νικών":"νίκη",
"νικώντας":"νικώ",
"νιλ":"νιλ",
"νιλς":"νιλς",
"νίλσον":"νίλσον",
"νίμιτς":"νίμιτς",
"νίντχομ":"νίντχομ",
"νιόβης":"νιόβη",
"νιόκι":"νιόκι",
"νιόνυμφοι":"νιόνυμφος",
"νιόπαντρους":"νιόπαντρος",
"νιότη":"νιότη",
"νιότης":"νιότη",
"νιου":"νέος",
"νιού":"νιού",
"νιούελς":"νιούελς",
"νιουζ":"νιουζ",
"νιούζγουικ":"νιούζγουικ",
"νιουκαστλ":"νιουκαστλ",
"νιουκάστλ":"νιουκάστλ",
"νιουκάστλ3187929-32":"νιουκάστλ3187929-32",
"νιούσγουικ":"νιούσγουικ",
"νιούσκαστερ":"νιούσκαστερ",
"νιουτ":"νιουτ",
"νιουτάουν":"νιουτάουν",
"νιούτον":"νιούτον",
"νιούχερμσντορφ":"νιούχερμσντορφ",
"νίπτει":"νίπτω",
"νιπτήρα":"νιπτήρας",
"νίπτω":"νίπτω",
"νιρ-αμ":"νιρ-αμ",
"νιρβάνα":"νιρβάνα",
"νίρο":"νίρο",
"νις":"νις",
"νισάν":"νισάν",
"νισάφι":"νισάφι",
"νίσον":"νίσον",
"νίστελροϊ":"νίστελροϊ",
"νίτης":"νίτης",
"νιτρικά":"νιτρικός",
"νιτρώδη":"νιτρώδης",
"νίτσας":"νίτσας",
"νίτσε":"νίτσε",
"νιχάτ":"νιχάτ",
"νίψα":"νίψα",
"νιώθαμε":"νιώθω",
"νιώθει":"νιώθω",
"νιώθεί":"νιώθω",
"νιώθεις":"νιώθω",
"νιώθετε":"νιώθω",
"νιώθοντας":"νιώθω",
"νιώθουμε":"νιώθω",
"νιώθουν":"νιώθω",
"νιώθω":"νιώθω",
"νιώσαμε":"νιώθω",
"νιώσατε":"νιώθω",
"νιώσει":"νιώθω",
"νιώσεις":"νιώθω",
"νιώσετε":"νιώθω",
"νιώσουμε":"νιώθω",
"νιώσουν":"νιώθω",
"νιώσω":"νιώθω",
"νο":"νο",
"νο1":"νο1",
"νο16":"νο16",
"νο2":"νο2",
"νο21":"νο21",
"νο4":"νο4",
"νόα":"νόα",
"νόαμ":"νόαμ",
"νοβα":"νοβα",
"νόβακ":"νόβακ",
"νοβακόφσκι":"νοβακόφσκι",
"νοβινάρ":"νοβινάρ",
"νόβινυ":"νόβινυ",
"νοβίτσκι":"νοβίτσκι",
"νοδε":"νοδε",
"νοεί":"νοώ",
"νοείται":"νοούμαι",
"νοείτω":"νοούμαι",
"νοέλ":"νοέλ",
"νόελ":"νόελ",
"νοέμβρη":"νοέμβριος",
"νοέμβριο":"νοέμβριος",
"νοέμβριος":"νοέμβριος",
"νοεμβριου":"νοέμβριος",
"νοεμβρίου":"νοέμβριος",
"νοεμβρίου1997":"νοεμβρίου1997",
"νοερά":"νοερά",
"νοερό":"νοερός",
"νοηθεί":"νοούμαι",
"νοηθούν":"νοούμαι",
"νοημα":"νόημα",
"νόημα":"νόημα",
"νόημά":"νόημα",
"νοήματα":"νόημα",
"νοηματικά":"νοηματικός",
"νοηματικές":"νοηματικός",
"νοηματική":"νοηματικός",
"νοηματικής":"νοηματικός",
"νοηματικό":"νοηματικός",
"νοηματοδοτήσει":"νοηματοδοτώ",
"νοηματοδότηση":"νοηματοδότηση",
"νοήματος":"νόημα",
"νοήματός":"νόημα",
"νοημάτων":"νόημα",
"νοήμονα":"νοήμων",
"νοήμονες":"νοήμων",
"νοημοσύνη":"νοημοσύνη",
"νοημοσύνης":"νοημοσύνη",
"νόηση":"νόηση",
"νοητά":"νοητά",
"νοητές":"νοητός",
"νοητή":"νοητός",
"νοητική":"νοητικός",
"νοητικής":"νοητικός",
"νοητό":"νοητός",
"νοθεία":"νοθεία",
"νοθείας":"νοθεία",
"νοθεύεται":"νοθεύω",
"νοθευμένα":"νοθευμένος",
"νοθευμένων":"νοθευμένος",
"νοθεύσει":"νοθεύω",
"νόθευση":"νόθευση",
"νόθευσης":"νόθευση",
"νοθεύτηκε":"νοθεύω",
"νόθο":"νόθος",
"νοι":"νοι",
"νοιάζει":"νοιάζει",
"νοιάζεσαι":"νοιάζομαι",
"νοιάζεστε":"νοιάζομαι",
"νοιάζεται":"νοιάζομαι",
"νοιάζομαι":"νοιάζομαι",
"νοιαζόμαστε":"νοιάζομαι",
"νοιάζονται":"νοιάζομαι",
"νοιάζονταν":"νοιάζομαι",
"νοιαζόταν":"νοιάζομαι",
"νοιάζουν":"νοιάζουν",
"νοιαστεί":"νοιάζομαι",
"νοιάστηκε":"νοιάζομαι",
"νοιαστούμε":"νοιάζομαι",
"νοιαστούν":"νοιάζομαι",
"νοίκι":"νοίκι",
"νοίκιαζε":"νοικιάζω",
"νοικιάζει":"νοικιάζω",
"νοικιάζοντας":"νοικιάζω",
"νοικιαζόταν":"νοικιάζω",
"νοικιάζουμε":"νοικιάζω",
"νοικιάζουν":"νοικιάζω",
"νοικιάσαμε":"νοικιάζω",
"νοικιάσει":"νοικιάζω",
"νοικιασμα":"νοίκιασμα",
"νοικιασμένο":"νοικιασμένος",
"νοικιασμένος":"νοικιάζω",
"νοικιασμένους":"νοικιάζω",
"νοικιάσουν":"νοικιάζω",
"νοικιαστεί":"νοικιάζω",
"νοικιάστηκαν":"νοικιάζω",
"νοικιάσω":"νοικιάζω",
"νοικοκυρά":"νοικοκυρά",
"νοικοκυραίοι":"νοικοκυραίος",
"νοικοκυραίος":"νοικοκύρης",
"νοικοκυράς":"νοικοκυρά",
"νοικοκύρεμα":"νοικοκύρεμα",
"νοικοκυρέματος":"νοικοκύρεμα",
"νοικοκυρεμένο":"νοικοκυρεμένος",
"νοικοκυρές":"νοικοκυρά",
"νοικοκυρέψει":"νοικοκυρεύω",
"νοικοκύρηδες":"νοικοκύρης",
"νοικοκύρης":"νοικοκύρης",
"νοικοκυριά":"νοικοκυριό",
"νοικοκυριο":"νοικοκυριό",
"νοικοκυριό":"νοικοκυριό",
"νοικοκυριού":"νοικοκυριό",
"νοικοκυριών":"νοικοκυριό",
"νοιώθει":"νιώθω",
"νοιώθετε":"νιώθω",
"νοιώθουν":"νιώθω",
"νοιώθω":"νιώθω",
"νοκ":"νοκ",
"νοκ-άουτ":"νοκ-άουτ",
"νόλαν":"νόλαν",
"νόλλα":"νόλλα",
"νόλτε":"νόλτε",
"νομάδες":"νομάδας",
"νομαδικό":"νομαδικός",
"νομάδων":"νομάδας",
"νομάρχα":"νομάρχης",
"νομάρχες":"νομάρχης",
"νομαρχη":"νομάρχης",
"νομάρχη":"νομάρχης",
"νομάρχης":"νομάρχης",
"νομαρχια":"νομαρχία",
"νομαρχία":"νομαρχία",
"νομαρχιακά":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακές":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακη":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακή":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακής":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακό":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακοί":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακός":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακού":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακούς":"νομαρχιακός",
"νομαρχιακών":"νομαρχιακός",
"νομαρχίας":"νομαρχία",
"νομαρχιες":"νομαρχία",
"νομαρχίες":"νομαρχία",
"νομαρχιών":"νομαρχία",
"νομαρχών":"νομάρχης",
"νομαρχων-υπουργειου":"νομαρχων-υπουργειου",
"νομενκλατούρα":"νομενκλατούρα",
"νομενκλατούρας":"νομενκλατούρα",
"νομενκλατούρες":"νομενκλατούρα",
"νομή":"νομή",
"νομής":"νομή",
"νομίατρο":"νομίατρος",
"νόμιζα":"νομίζω",
"νομίζαμε":"νομίζω",
"νόμιζαν":"νομίζω",
"νομίζατε":"νομίζω",
"νόμιζε":"νομίζω",
"νομίζει":"νομίζω",
"νομίζεις":"νομίζω",
"νόμιζες":"νομίζω",
"νομίζετε":"νομίζω",
"νομίζοντας":"νομίζω",
"νομίζουμε":"νομίζω",
"νομίζουν":"νομίζω",
"νομιζω":"νομίζω",
"νομίζω":"νομίζω",
"νομικά":"νομικά",
"νομικά":"νομικός",
"νομικές":"νομικός",
"νομική":"νομικός",
"νομικής":"νομικός",
"νομικισμού":"νομικισμός",
"νομικό":"νομικός",
"νομικοί":"νομικός",
"νομικός":"νομικός",
"νομικού":"νομικός",
"νομικούς":"νομικός",
"νομικών":"νομικός",
"νομικώς":"νομικά",
"νόμιμα":"νόμιμα",
"νόμιμα":"νόμιμος",
"νόμιμες":"νόμιμος",
"νόμιμη":"νόμιμος",
"νόμιμης":"νόμιμος",
"νόμιμο":"νόμιμος",
"νόμιμοι":"νόμιμος",
"νομιμοποιεί":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιείται":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιηθεί":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιήθηκε":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιηθούν":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιημένη":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιημένο":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιημένος":"νομιμοποιημένος",
"νομιμοποίησαν":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποίησε":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιήσει":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιήσεις":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποίηση":"νομιμοποίηση",
"νομιμοποίησή":"νομιμοποίηση",
"νομιμοποίησης":"νομιμοποίηση",
"νομιμοποιήσουν":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιητική":"νομιμοποιητικός",
"νομιμοποιούν":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιούνται":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιούσαν":"νομιμοποιώ",
"νομιμοποιώντας":"νομιμοποιώ",
"νόμιμος":"νόμιμος",
"νομιμότητα":"νομιμότητα",
"νομιμότητά":"νομιμότητα",
"νομιμότητας":"νομιμότητα",
"νομιμότητος":"νομιμότητα",
"νομίμου":"νόμιμος",
"νόμιμου":"νόμιμος",
"νόμιμους":"νόμιμος",
"νομιμόφρονες":"νομιμόφρων",
"νομιμοφροσύνης":"νομιμοφροσύνη",
"νομίμων":"νόμιμος",
"νόμιμων":"νόμιμος",
"νομίμως":"νόμιμα",
"νόμισα":"νομίζω",
"νομίσαμε":"νομίζω",
"νόμισαν":"νομίζω",
"νόμισε":"νομίζω",
"νομίσει":"νομίζω",
"νομίσεις":"νομίζω",
"νόμισμα":"νόμισμα",
"νομίσματα":"νόμισμα",
"νομισματικά":"νομισματικός",
"νομισματικές":"νομισματικός",
"νομισματική":"νομισματικός",
"νομισματικής":"νομισματικός",
"νομισματικό":"νομισματικός",
"νομισματικού":"νομισματικός",
"νομισματικών":"νομισματικός",
"νομίσματος":"νόμισμα",
"νομίσματός":"νόμισμα",
"νομισμάτων":"νόμισμα",
"νομίσουμε":"νομίζω",
"νομο":"νομός",
"νομό":"νομός",
"νόμο":"νόμος",
"νομοθεσία":"νομοθεσία",
"νομοθεσίας":"νομοθεσία",
"νομοθεσίες":"νομοθεσία",
"νομοθεσιών":"νομοθεσία",
"νομοθετεί":"νομοθετώ",
"νομοθετείν":"νομοθετείν",
"νομοθέτες":"νομοθέτης",
"νομοθέτη":"νομοθέτης",
"νομοθετηθεί":"νομοθετώ",
"νομοθετηθούν":"νομοθετώ",
"νομοθέτημα":"νομοθέτημα",
"νομοθετήματα":"νομοθέτημα",
"νομοθετημάτων":"νομοθέτημα",
"νομοθετημένο":"νομοθετημένος",
"νομοθέτης":"νομοθέτης",
"νομοθέτησαν":"νομοθετώ",
"νομοθετήσει":"νομοθετώ",
"νομοθετικά":"νομοθετικός",
"νομοθετικές":"νομοθετικός",
"νομοθετικη":"νομοθετικός",
"νομοθετική":"νομοθετικός",
"νομοθετικής":"νομοθετικός",
"νομοθετικό":"νομοθετικός",
"νομοθετικός":"νομοθετικός",
"νομοθετικού":"νομοθετικός",
"νομοθετικών":"νομοθετικός",
"νομοθετούν":"νομοθετώ",
"νομοθετών":"νομοθέτης",
"νομοί":"νομός",
"νόμοι":"νόμος",
"νομολογήσει":"νομολογώ",
"νομολογία":"νομολογία",
"νομολογιακά":"νομολογιακός",
"νομολογιακή":"νομολογιακός",
"νομολογιακό":"νομολογιακός",
"νομολογίας":"νομολογία",
"νόμον":"νόμος",
"νομος":"νομός",
"νομός":"νομός",
"νόμος":"νόμος",
"νομοσχέδια":"νομοσχέδιο",
"νομοσχεδιο":"νομοσχέδιο",
"νομοσχέδιο":"νομοσχέδιο",
"νομοσχέδιό":"νομοσχέδιο",
"νομοσχεδίου":"νομοσχέδιο",
"νομοσχεδίων":"νομοσχέδιο",
"νομοταγείς":"νομοταγής",
"νομοτέλεια":"νομοτέλεια",
"νομοτελειακά":"νομοτελειακός",
"νομοτελειακή":"νομοτελειακός",
"νομοτεχνικά":"νομοτεχνικός",
"νομότυπα":"νομότυπα",
"νομότυπη":"νομότυπος",
"νομου":"νομός",
"νομού":"νομός",
"νόμου":"νόμος",
"νομούς":"νομός",
"νόμους":"νόμος",
"νομπελ":"νομπέλ",
"νόμπελ":"νόμπελ",
"νομπελίστα":"νομπελίστας",
"νομπελίστας":"νομπελίστας",
"νομπελίστες":"νομπελίστας",
"νομών":"νομός",
"νόμων":"νόμος",
"νονa":"νονά",
"νονά":"νονά",
"νόνη":"νόνη",
"νόνικας":"νόνικας",
"νονό":"νονός",
"νονοί":"νονός",
"νονός":"νονός",
"νονού":"νονός",
"νονούς":"νονός",
"νονών":"νονός",
"νοοτροπία":"νοοτροπία",
"νοοτροπίας":"νοοτροπία",
"νοοτροπίες":"νοοτροπία",
"νοοτροπιών":"νοοτροπία",
"νόου":"νόου",
"νοούμενης":"νοούμενος",
"νοούν":"νοώ",
"νοούνται":"νοούμαι",
"νορά":"νορά",
"νόρα":"νόρα",
"νορβ":"νορβ",
"νορβηγια":"νορβηγία",
"νορβηγία":"νορβηγία",
"νορβηγίας":"νορβηγία",
"νορβηγίδες":"νορβηγίδα",
"νορβηγικά":"νορβηγικός",
"νορβηγική":"νορβηγικός",
"νορβηγικής":"νορβηγικός",
"νορβηγικό":"νορβηγικός",
"νορβηγικός":"νορβηγικός",
"νορβηγικού":"νορβηγικός",
"νορβηγό":"νορβηγός",
"νορβηγοί":"νορβηγός",
"νορβηγός":"νορβηγός",
"νοργουιτς":"νοργουιτς",
"νορθ":"νορθ",
"νορθαμπτον":"νορθαμπτον",
"νόρθροπ":"νόρθροπ",
"νόριγκτον":"νόριγκτον",
"νόριτς":"νόριτς",
"νόριτς42119943-41":"νόριτς42119943-41",
"νορμάλ":"νορμάλ",
"νόρμαν":"νόρμα",
"νόρμαντι":"νόρμαντι",
"νόρμας":"νόρμα",
"νόρμες":"νόρμα",
"νόρτον":"νόρτον",
"νοσεί":"νοσώ",
"νοσηλεία":"νοσηλεία",
"νοσηλείας":"νοσηλεία",
"νοσηλεύει":"νοσηλεύω",
"νοσηλεύεται":"νοσηλεύω",
"νοσηλευθεί":"νοσηλεύω",
"νοσηλευόμενοι":"νοσηλευόμενος",
"νοσηλευόμενους":"νοσηλευόμενος",
"νοσηλεύονται":"νοσηλεύω",
"νοσηλευόταν":"νοσηλεύω",
"νοσηλεύσουν":"νοσηλεύω",
"νοσηλευτεί":"νοσηλεύω",
"νοσηλευτές":"νοσηλευτής",
"νοσηλευτή":"νοσηλευτής",
"νοσηλεύτηκαν":"νοσηλεύω",
"νοσηλεύτηκε":"νοσηλεύω",
"νοσηλευτήρια":"νοσηλευτήριο",
"νοσηλευτήριο":"νοσηλευτήριο",
"νοσηλευτής":"νοσηλευτής",
"νοσηλευτικά":"νοσηλευτικός",
"νοσηλευτική":"νοσηλευτικός",
"νοσηλευτικής":"νοσηλευτικός",
"νοσηλευτικό":"νοσηλευτικός",
"νοσηλευτικού":"νοσηλευτικός",
"νοσηλευτικών":"νοσηλευτικός",
"νοσηλεύτρια":"νοσηλεύτρια",
"νοσηλεύτριας":"νοσηλεύτρια",
"νοσηλεύτριες":"νοσηλεύτρια",
"νοσηλευτών":"νοσηλευτής",
"νοσήλια":"νοσήλια",
"νόσημα":"νόσημα",
"νοσήματα":"νόσημα",
"νοσημάτων":"νόσημα",
"νοσηρά":"νοσηρά",
"νοσηρές":"νοσηρός",
"νοσηρή":"νοσηρός",
"νοσηρής":"νοσηρός",
"νοσηρό":"νοσηρός",
"νοσηρότητα":"νοσηρότητα",
"νοσηρότητας":"νοσηρότητα",
"νοσηρού":"νοσηρός",
"νοσηρών":"νοσηρός",
"νόσο":"νόσος",
"νόσοι":"νόσος",
"νοσοκόμα":"νοσοκόμα",
"νοσοκομεια":"νοσοκομείο",
"νοσοκομεία":"νοσοκομείο",
"νοσοκομειακά":"νοσοκομειακά",
"νοσοκομειακές":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακή":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακής":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακό":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακοί":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακού":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακούς":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειακών":"νοσοκομειακός",
"νοσοκομειο":"νοσοκομείο",
"νοσοκομείο":"νοσοκομείο",
"νοσοκομείου":"νοσοκομείο",
"νοσοκομείων":"νοσοκομείο",
"νοσοκόμες":"νοσοκόμα",
"νοσοκόμος":"νοσοκόμος",
"νοσοκόμου":"νοσοκόμος",
"νοσοκόμους":"νοσοκόμος",
"νοσοκόμων":"νοσοκόμος",
"νοσος":"νόσος",
"νόσος":"νόσος",
"νόσου":"νόσος",
"νοσούν":"νοσώ",
"νοσούντα":"νοσών",
"νόσους":"νόσος",
"νοσταλγεί":"νοσταλγώ",
"νοσταλγήσει":"νοσταλγώ",
"νοσταλγία":"νοσταλγία",
"νοσταλγίας":"νοσταλγία",
"νοσταλγίες":"νοσταλγία",
"νοσταλγική":"νοσταλγικός",
"νοσταλγικό":"νοσταλγικός",
"νοσταλγούμε":"νοσταλγώ",
"νοσταλγούν":"νοσταλγώ",
"νοσταλγούς":"νοσταλγός",
"νοσταλγούσαν":"νοσταλγώ",
"νόστιμα":"νόστιμος",
"νόστιμη":"νόστιμος",
"νοστιμιά":"νοστιμιά",
"νοστιμιές":"νοστιμιά",
"νόστιμο":"νόστιμος",
"νόστιμον":"νόστιμος",
"νόστιμος":"νόστιμος",
"νοστιμότατη":"νόστιμος",
"νόστρα":"νόστρα",
"νόσων":"νόσος",
"νότα":"νότα",
"νότες":"νότα",
"νότης":"νότης",
"νότια":"νότιος",
"νοτιάδες":"νοτιάς",
"νοτιανατολικής":"νοτιανατολικός",
"νότιας":"νότιος",
"νοτιγχαμ":"νοτιγχαμ",
"νότιγχαμ1":"νότιγχαμ1",
"νότιγχαμ16371420-49":"νότιγχαμ16371420-49",
"νότιες":"νότιος",
"νότινγχαμ":"νότινγχαμ",
"νοτιο":"νότιος",
"νότιο":"νότιος",
"νοτιοανατολικά":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοανατολικές":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοανατολική":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοανατολικής":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοανατολικό":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοανατολικοί":"νοτιοανατολικός",
"νοτιοαφρικανικό":"νοτιοαφρικανικός",
"νοτιοαφρικανικών":"νοτιοαφρικανικός",
"νοτιοαφρικανό":"νοτιοαφρικανό",
"νοτιοαφρικανός":"νοτιοαφρικανός",
"νοτιοδυτικά":"νοτιοδυτικά",
"νοτιοδυτικό":"νοτιοδυτικός",
"νοτιοδυτικοί":"νοτιοδυτικός",
"νοτιοδυτικού":"νοτιοδυτικός",
"νοτιοδυτικούς":"νοτιοδυτικός",
"νοτιοδυτικών":"νοτιοδυτικός",
"νότιοι":"νότιος",
"νοτιοκορεάτες":"νοτιοκορεάτης",
"νοτιοκορεάτη":"νοτιοκορεάτης",
"νοτιοκορεάτης":"νοτιοκορεάτης",
"νοτιοκορεατική":"νοτιοκορεατικός",
"νοτιος":"νότιος",
"νοτιότερα":"νότια",
"νοτιότερες":"νότιος",
"νοτιότερη":"νότιος",
"νοτιότερης":"νότιος",
"νοτιότερο":"νότιος",
"νοτίου":"νότιος",
"νότιου":"νότιος",
"νοτίων":"νότιος",
"νότιων":"νότιος",
"νοτίως":"νότια",
"νότμαν":"νότμαν",
"νότο":"νότος",
"νότον":"νότος",
"νότος":"νότος",
"νότου":"νότος",
"νοτς":"νοτς",
"νοτσιόνι":"νοτσιόνι",
"νού":"νού",
"νου":"νους",
"νουά":"νουά",
"νουάρ":"νουάρ",
"νουασί":"νουασί",
"νουασότ":"νουασότ",
"νουαφόρ":"νουαφόρ",
"νουβελ":"νουβελ",
"νουβέλ":"νουβέλ",
"νουβέλα":"νουβέλα",
"νουβέλας":"νουβέλα",
"νουθεσίες":"νουθεσία",
"νουθετεί":"νουθετώ",
"νουθετήσει":"νουθετώ",
"νουθετούσε":"νουθετώ",
"νούμερα":"νούμερο",
"νουμεράκια":"νουμεράκι",
"νούμερο":"νούμερο",
"νούμερό":"νούμερο",
"νούμερου":"νούμερο",
"νουν":"νους",
"νουνάς":"νουνά",
"νούνιες":"νούνιες",
"νούνο":"νούνο",
"νουόρο":"νουόρο",
"νουρ":"νουρ",
"νουράι":"νουράι",
"νούρμελα":"νούρμελα",
"νουρσουλταν":"νουρσουλταν",
"νουρσουλτάν":"νουρσουλτάν",
"νους":"νους",
"νουσια":"νουσια",
"νούσια":"νούσια",
"νούσιας":"νούσιας",
"νούτιγκ":"νούτιγκ",
"νοών":"νοών",
"νσης":"νσης",
"ντ'":"ντ'",
"ντ.":"ντ.",
"ντv":"ντv",
"ντα":"ντα",
"νταβατζήδες":"νταβατζής",
"νταβατζής":"νταβατζής",
"νταβέλη":"νταβέλης",
"νταβίντ":"νταβίντ",
"ντάβιντσον":"ντάβιντσον",
"νταβόλιο":"νταβόλιο",
"νταβού":"νταβού",
"νταγκ":"νταγκ",
"νταγκανό":"νταγκανό",
"ντάγκας":"ντάγκας",
"ντάε-γιουγκ":"ντάε-γιουγκ",
"νταηλάκη":"νταηλάκη",
"νταηλίκι":"νταηλίκι",
"νταϊαμ":"νταϊαμ",
"νταϊάν":"νταϊάν",
"ντάιαν":"ντάιαν",
"νταϊάνα":"νταϊάνα",
"νταιζη":"νταιζη",
"ντάικ":"ντάικ",
"ντάιτζεστ":"ντάιτζεστ",
"ντακαρ":"ντακαρ",
"ντακάρ":"ντακάρ",
"ντ'ακόλ":"ντ'ακόλ",
"νταλ":"νταλ",
"νταλάκας":"νταλάκας",
"νταλάρα":"νταλάρας",
"ντάλας":"ντάλας",
"νταλέ":"νταλέ",
"νταλένι":"νταλένι",
"ντάλη":"ντάλη",
"ντάλης":"ντάλης",
"νταλιάν":"νταλιάν",
"νταλιάνη":"νταλιάνη",
"νταλιγκαρης":"νταλιγκαρης",
"νταλιγκαρος":"νταλιγκαρος",
"νταλίγκαρος":"νταλίγκαρος",
"νταλίκα":"νταλίκα",
"νταλίκας":"νταλίκα",
"νταλικέρη":"νταλικέρης",
"νταλίκες":"νταλίκα",
"ντάλτον":"ντάλτον",
"νταμ":"νταμ",
"νταμάρια":"νταμάρι",
"ντάμας":"ντάμα",
"ντάμιαν":"ντάμιαν",
"ντ'αμίκο":"ντ'αμίκο",
"νταμίρ":"νταμίρ",
"ντάμπιγκ":"ντάμπιγκ",
"νταμπίζας":"νταμπίζας",
"νταμπλ":"νταμπλ",
"νταμπλ-νταμπλ":"νταμπλ-νταμπλ",
"νταμπρόφσκι":"νταμπρόφσκι",
"νταμπώση":"νταμπώση",
"νταμπώσης":"νταμπώσης",
"νταμτσιος":"νταμτσιος",
"ντάμτσιος":"ντάμτσιος",
"νταν":"νταν",
"ντάνα":"ντάνα",
"ντάνη":"ντάνη",
"ντάνης":"ντάνης",
"ντάνι":"ντάνι",
"ντανιέλ":"ντανιέλ",
"ντάνιελ":"ντάνιελ",
"ντανιέλα":"ντανιέλα",
"ντάνκαν":"ντάνκαν",
"ντάνκγουορθ":"ντάνκγουορθ",
"ντάνκο":"ντάνκο",
"νταντά":"νταντά",
"ντάντα":"ντάντα",
"νταντάδες":"νταντά",
"ντάντε":"ντάντε",
"νταντι":"νταντι",
"νταντί":"νταντί",
"ντάντλεϊ":"ντάντλεϊ",
"νταντόνι":"νταντόνι",
"ντανφέρμλιν":"ντανφέρμλιν",
"ντάουα":"ντάουα",
"νταουγκάβα":"νταουγκάβα",
"ντάουελ":"ντάουελ",
"νταούλια":"νταούλι",
"ντάουνι":"ντάουνι",
"ντάουνιγκ":"ντάουνιγκ",
"νταραβέρι":"νταραβέρι",
"νταραλιόφσκι":"νταραλιόφσκι",
"νταραμσάλα":"νταραμσάλα",
"ντάργκο":"ντάργκο",
"ντάρελ":"ντάρελ",
"ντάρεν":"ντάρεν",
"ντάριους":"ντάριους",
"νταρλινγκτον":"νταρλινγκτον",
"ντάρσι":"ντάρσι",
"ντασέν":"ντασέν",
"ντάσιος":"ντάσιος",
"ντάσκας":"ντάσκας",
"ντασό":"ντασό",
"ντασσέν":"ντασσέν",
"ντάστιν":"ντάστιν",
"ντάτον":"ντάτον",
"ντάτσα":"ντάτσα",
"ντάφι":"ντάφι",
"νταφόε":"νταφόε",
"ντε":"ντε",
"ντέβιντ":"ντέβιντ",
"ντέβον":"ντέβον",
"ντέγιαν":"ντέγιαν",
"ντεγιάνοφ":"ντεγιάνοφ",
"ντέι":"ντέι",
"ντέιβ":"ντέιβ",
"ντέιβενπορτ":"ντέιβενπορτ",
"ντέιβιντ":"ντέιβιντ",
"ντέιβιντσον":"ντέιβιντσον",
"ντέιβις":"ντέιβις",
"ντέιλ":"ντέιλ",
"ντέιλι":"ντέιλι",
"ντέιτον":"ντέιτον",
"ντεϊτόνα":"ντεϊτόνα",
"ντεκάμπ":"ντεκάμπ",
"ντεκαφεϊνέ":"ντεκαφεϊνέ",
"ντεκέλβερ":"ντεκέλβερ",
"ντεκό":"ντεκό",
"ντέκο":"ντέκο",
"ντεκολτέ":"ντεκολτέ",
"ντεκόρ":"ντεκόρ",
"ντεκούνιν":"ντεκούνιν",
"ντελ":"ντελ",
"ντελακρουά":"ντελακρουά",
"ντέλεμανς":"ντέλεμανς",
"ντελέντα":"ντελέντα",
"ντελί":"ντελί",
"ντελίριο":"ντελίριο",
"ντελίριου":"ντελίριο",
"ντέλμπερτ":"ντέλμπερτ",
"ντελόν":"ντελόν",
"ντελόρ":"ντελόρ",
"ντελπόρτ":"ντελπόρτ",
"ντέλτα":"ντέλτα",
"ντελφίνο":"ντελφίνο",
"ντεμάτσι":"ντεμάτσι",
"ντεμέκ":"ντεμέκ",
"ντέμη":"ντέμη",
"ντέμης":"ντέμης",
"ντέμι":"ντέμι",
"ντεμιρέλ":"ντεμιρέλ",
"ντεμοκράτσια":"ντεμοκράτσια",
"ντεμοντέ":"ντεμοντέ",
"ντεμότ":"ντεμότ",
"ντεμπά":"ντεμπά",
"ντέμπεέλε":"ντέμπεέλε",
"ντέμπελε":"ντέμπελε",
"ντέμπι":"ντέμπι",
"ντεμπισί":"ντεμπισί",
"ντεμπουτάρει":"ντεμπουτάρει",
"ντεμπουτο":"ντεμπούτο",
"ντεμπούτο":"ντεμπούτο",
"ντεν":"ντεν",
"ντενβερ":"ντενβερ",
"ντενέβ":"ντενέβ",
"ντένεμπομ":"ντένεμπομ",
"ντένζελ":"ντένζελ",
"ντένιγκ":"ντένιγκ",
"ντενικαρος":"ντενικαρος",
"ντενίκαρος":"ντενίκαρος",
"ντενίλσον":"ντενίλσον",
"ντένις":"ντένις",
"ντενκτάς":"ντενκτάς",
"ντενς":"ντενς",
"ντεντέκτιβ":"ντεντέκτιβ",
"ντεντιδάκης":"ντεντιδάκης",
"ντεντόπουλος":"ντεντόπουλος",
"ντεντς":"ντεντς",
"ντέξτερ":"ντέξτερ",
"ντεπαρτιέ":"ντεπαρτιέ",
"ντέπε":"ντέπε",
"ντεπό":"ντεπό",
"ντεπόζιτο":"ντεπόζιτο",
"ντεπόρτες":"ντεπόρτες",
"ντερ":"ντερ",
"ντέραν":"ντέραν",
"ντέρεκ":"ντέρεκ",
"ντερελίογλου":"ντερελίογλου",
"ντέρι":"ντέρι",
"ντερμισί":"ντερμισί",
"ντερμίσι":"ντερμίσι",
"ντερμπι":"ντέρμπι",
"ντέρμπι":"ντέρμπι",
"ντέρμπι37910625-22":"ντέρμπι37910625-22",
"ντεσιμπέλ":"ντεσιμπέλ",
"ντεσπεκ":"ντεσπεκ",
"ντεσπρές":"ντεσπρές",
"ντέστανι":"ντέστανι",
"ντετεκτιβ":"ντετεκτιβ",
"ντετέκτιβ":"ντετέκτιβ",
"ντετέκτιβς":"ντετέκτιβς",
"ντετερμινισμό":"ντετερμινισμός",
"ντέφι":"ντέφι",
"ντεφιλέ":"ντεφιλέ",
"ντεφιτζή":"ντεφιτζή",
"ντεφόου":"ντεφόου",
"ντζουκάνοβιτς":"ντζουκάνοβιτς",
"ντή":"ντή",
"ντηλ":"ντηλ",
"ντι":"ντι",
"ντιαγέ":"ντιαγέ",
"ντιαγιέ":"ντιαγιέ",
"ντιάζ":"ντιάζ",
"ντίαζ":"ντίαζ",
"ντιαλό":"ντιαλό",
"ντιάλο":"ντιάλο",
"ντιάρα":"ντιάρα",
"ντίβα":"ντίβα",
"ντιβάιν":"ντιβάιν",
"ντιβάλ":"ντιβάλ",
"ντιβάνι":"ντιβάνι",
"ντίβας":"ντίβα",
"ντίβατς":"ντίβατς",
"ντιβιζιόν":"ντιβιζιόν",
"ντιβισιόν":"ντιβισιόν",
"ντιγιάλα":"ντιγιάλα",
"ντίγκσνταγκ":"ντίγκσνταγκ",
"ντιέγκ":"ντιέγκ",
"ντιέγκο":"ντιέγκο",
"ντιένγκ":"ντιένγκ",
"ντιζάιν":"ντιζάιν",
"ντιζάινερ":"ντιζάινερ",
"ντίζελ":"ντίζελ",
"ντικ":"ντικ",
"ντίκενς":"ντίκενς",
"ντικούδη":"ντικούδη",
"ντικούδης":"ντικούδης",
"ντιλ":"ντιλ",
"ντίλαν":"ντίλαν",
"ντίλερ":"ντίλερ",
"ντίλον":"ντίλον",
"ντιμ":"ντιμ",
"ντίμης":"ντίμης",
"ντίμπα":"ντίμπα",
"ντιμπέιτ":"ντιμπέιτ",
"ντιμπουισόν":"ντιμπουισόν",
"ντιμπρέιγ":"ντιμπρέιγ",
"ντιμτσιούδης":"ντιμτσιούδης",
"ντιμτσούδης":"ντιμτσούδης",
"ντιν":"ντιν",
"ντίνα":"ντίνα",
"ντιναμό":"ντιναμό",
"ντίνας":"ντίνα",
"ντίνγκινς":"ντίνγκινς",
"ντινιακός":"ντινιακός",
"ντίνκινς":"ντίνκινς",
"ντίνο":"ντίνος",
"ντινόπουλος":"ντινόπουλος",
"ντίνος":"ντίνος",
"ντίνου":"ντίνος",
"ντίξον":"ντίξον",
"ντιούφ":"ντιούφ",
"ντιπ":"ντιπ",
"ντιπάρτμεντ":"ντιπάρτμεντ",
"ντιπόρ":"ντιπόρ",
"ντιράς":"ντιράς",
"ντιρεκτίβα":"ντιρεκτίβα",
"ντιρεκτίβες":"ντιρεκτίβα",
"ντιρμπέκ":"ντιρμπέκ",
"ντίρφουρτ":"ντίρφουρτ",
"ντίσιος":"ντίσιος",
"ντίσκο":"ντίσκο",
"ντισκοτέκ":"ντισκοτέκ",
"ντίσλεϊ":"ντίσλεϊ",
"ντίσνεϊ":"ντίσνεϊ",
"ντίτζιτς":"ντίτζιτς",
"ντίτη":"ντίτη",
"ντιτόρε":"ντιτόρε",
"ντίτουρας":"ντίτουρας",
"ντίτριχ":"ντίτριχ",
"ντιτροιτ":"ντιτροιτ",
"ντιτροϊτ":"ντιτροϊτ",
"ντιτρόιτ":"ντιτρόιτ",
"ντιφάρες":"ντιφάρες",
"ντιφουά":"ντιφουά",
"ντμίτρι":"ντμίτρι",
"ντμίτρικ":"ντμίτρικ",
"ντο":"ντο",
"ντόβα":"ντόβα",
"ντοβόλη":"ντοβόλη",
"ντογκ":"ντογκ",
"ντογκουμπαγιαζίτ":"ντογκουμπαγιαζίτ",
"ντογκουμπεγιαζίτ":"ντογκουμπεγιαζίτ",
"ντογουμπαγιαζίτ":"ντογουμπαγιαζίτ",
"ντοέ":"ντοέ",
"ντόε":"ντόε",
"ντόιτσε":"ντόιτσε",
"ντοκιμαντερ":"ντοκιμαντέρ",
"ντοκιμαντέρ":"ντοκιμαντέρ",
"ντοκιμαντερίστικη":"ντοκιμαντερίστικη",
"ντόκιτς":"ντόκιτς",
"ντοκουμέντα":"ντοκουμέντο",
"ντοκουμέντο":"ντοκουμέντο",
"ντοκουμέντου":"ντοκουμέντο",
"ντοκουμέντων":"ντοκουμέντο",
"ντόκτορ":"ντόκτορ",
"ντοκυμαντέρ":"ντοκυμαντέρ",
"ντολ":"ντολ",
"ντόλλυ":"ντόλλυ",
"ντολμαδάκια":"ντολμαδάκι",
"ντόλτσε":"ντόλτσε",
"ντομάτα":"ντομάτα",
"ντομάτας":"ντομάτα",
"ντομάτες":"ντομάτα",
"ντομινίκ":"ντομινίκ",
"ντόμινο":"ντόμινο",
"ντομορό":"ντομορό",
"ντομπ":"ντομπ",
"ντόμπις":"ντόμπις",
"ντόμπρα":"ντόμπρα",
"ντομπροσάβ":"ντομπροσάβ",
"ντομπροσύνη":"ντομπροσύνη",
"ντόμπσον":"ντόμπσον",
"ντον":"ντον",
"ντονά":"ντονά",
"ντόναλντ":"ντόναλντ",
"ντοναντόνι":"ντοναντόνι",
"ντόναχιου":"ντόναχιου",
"ντονγκ":"ντονγκ",
"ντόνελ":"ντόνελ",
"ντόνελι":"ντόνελι",
"ντόνερ":"ντόνερ",
"ντόνετσκ":"ντόνετσκ",
"ντονια":"ντονια",
"ντόνια":"ντόνια",
"ντόνιελ":"ντόνιελ",
"ντονκαστερ":"ντονκαστερ",
"ντονς":"ντονς",
"ντόντης":"ντόντης",
"ντόντιν":"ντόντιν",
"ντόουλ":"ντόουλ",
"ντόουλιγκ":"ντόουλιγκ",
"ντόουνς":"ντόουνς",
"ντόπα":"ντόπα",
"ντοπαμίνης":"ντοπαμίνη",
"ντοπάρει":"ντοπάρω",
"ντοπάρισμα":"ντοπάρισμα",
"ντοπαριστεί":"ντοπάρω",
"ντοπέ":"ντοπέ",
"ντόπια":"ντόπιος",
"ντόπιας":"ντόπιος",
"ντόπινγκ":"ντόπινγκ",
"ντόπιοι":"ντόπιος",
"ντοπιολαλιά":"ντοπιολαλιά",
"ντόπιος":"ντόπιος",
"ντόπιους":"ντόπιος",
"ντόπιων":"ντόπιος",
"ντόρα":"ντόρα",
"ντοράδος":"ντοράδος",
"ντορας":"ντόρα",
"ντόρας":"ντόρα",
"ντορβά":"ντορβάς",
"ντ'ορλάντο":"ντ'ορλάντο",
"ντορλεάκ":"ντορλεάκ",
"ντόρματ":"ντόρματ",
"ντόρο":"ντόρος",
"ντόρος":"ντόρος",
"ντόρσετ":"ντόρσετ",
"ντόρτμουντ":"ντόρτμουντ",
"ντορφ":"ντορφ",
"ντος":"ντος",
"ντοσεβί":"ντοσεβί",
"ντοσίδης":"ντοσίδης",
"ντοσιέ":"ντοσιέ",
"ντοσούνμο":"ντοσούνμο",
"ντοστογιέβσκι":"ντοστογιέβσκι",
"ντοστογιέφσκι":"ντοστογιέφσκι",
"ντου":"ντου",
"ντουανέλ":"ντουανέλ",
"ντουβαλετη":"ντουβαλετη",
"ντουβάρια":"ντουβάρι",
"ντούγιας":"ντούγιας",
"ντουέτο":"ντουέτο",
"ντουζίνα":"ντουζίνα",
"ντούιν":"ντούιν",
"ντούισμπουργκ":"ντούισμπουργκ",
"ντούκου":"ντούκου",
"ντουλάπα":"ντουλάπα",
"ντουλάπια":"ντουλάπι",
"ντούλας":"ντούλας",
"ντούλιτλ":"ντούλιτλ",
"ντούμα":"ντούμα",
"ντουμάνο":"ντουμάνο",
"ντούμαρς":"ντούμαρς",
"ντουμιτρέσκου":"ντουμιτρέσκου",
"ντουμπάι":"ντουμπάι",
"ντούμπιτς":"ντούμπιτς",
"ντουμπλάρισμα":"ντουμπλάρισμα",
"ντουνιά":"ντουνιάς",
"ντουνιάς":"ντουνιάς",
"ντουντούκα":"ντουντούκα",
"ντουντούκες":"ντουντούκα",
"ντούρα":"ντούρος",
"ντουράν":"ντουράν",
"ντουραν":"ντούρος",
"ντουράο":"ντουράο",
"ντους":"ντους",
"ντούσαν":"ντούσαν",
"ντουσέρ":"ντουσέρ",
"ντουσμέν":"ντουσμέν",
"ντουτίτρ":"ντουτίτρ",
"ντούτσε":"ντούτσε",
"ντουφέκι":"ντουφέκι",
"ντουφέκια":"ντουφέκι",
"ντόχερτι":"ντόχερτι",
"ντραγκ":"ντραγκ",
"ντράγκαν":"ντράγκαν",
"ντραγκάο":"ντραγκάο",
"ντραγκίσεβιτς":"ντραγκίσεβιτς",
"ντραγκουτίνοβιτς":"ντραγκουτίνοβιτς",
"ντράζαν":"ντράζαν",
"ντράιβ":"ντράιβ",
"ντράμερ":"ντράμερ",
"ντραμς":"ντραμς",
"ντρανσί":"ντρανσί",
"ντραξ":"ντραξ",
"ντράπηκα":"ντρέπομαι",
"ντράπηκε":"ντρέπομαι",
"ντρασκοβιτς":"ντρασκοβιτς",
"ντράσκοβιτς":"ντράσκοβιτς",
"ντραφτ":"ντραφτ",
"ντρέζε":"ντρέζε",
"ντρέικ":"ντρέικ",
"ντρέιφους":"ντρέιφους",
"ντρέξλερ":"ντρέξλερ",
"ντρέπεστε":"ντρέπομαι",
"ντρέπεται":"ντρέπομαι",
"ντρέπομαι":"ντρέπομαι",
"ντρεπόμαστε":"ντρέπομαι",
"ντρεπόμουν":"ντρέπομαι",
"ντρέπονται":"ντρέπομαι",
"ντριμ":"ντριμ",
"ντρίμπλα":"ντρίμπλα",
"ντριου":"ντριου",
"ντρίπλες":"ντρίπλα",
"ντρογκμπά":"ντρογκμπά",
"ντροπαλούς":"ντροπαλός",
"ντροπές":"ντροπή",
"ντροπή":"ντροπή",
"ντροπής":"ντροπή",
"ντροπιάζει":"ντροπιάζω",
"ντροπιασμένη":"ντροπιάζω",
"ντροπιαστικά":"ντροπιαστικός",
"ντροπιαστικές":"ντροπιαστικός",
"ντροπιαστικη":"ντροπιαστικός",
"ντροπιαστική":"ντροπιαστικός",
"ντρου":"ντρου",
"ντρουκφαρμπεν":"ντρουκφαρμπεν",
"νττ":"νττ",
"ντυθεί":"ντύνω",
"ντύθηκαν":"ντύνω",
"ντύθηκε":"ντύνω",
"ντυθούμε":"ντύνω",
"ντυθούν":"ντύνω",
"ντυμένα":"ντύνω",
"ντυμένες":"ντυμένος",
"ντυμένη":"ντυμένος",
"ντυμένο":"ντυμένος",
"ντυμένοι":"ντυμένος",
"ντυμένος":"ντυμένος",
"ντύνεστε":"ντύνω",
"ντύνεται":"ντύνω",
"ντυνόμαστε":"ντύνω",
"ντύνονται":"ντύνω",
"ντύνοντας":"ντύνω",
"ντύνουν":"ντύνω",
"ντύσει":"ντύνω",
"ντυσίματος":"ντύσιμο",
"ντύσιμο":"ντύσιμο",
"ντύσιμό":"ντύσιμο",
"ντύστε":"ντύνω",
"νύκτα":"νύχτα",
"νύκτας":"νύχτα",
"νυκτερινα":"νυκτερινός",
"νυκτερινά":"νυκτερινός",
"νυκτερινές":"νυκτερινός",
"νυκτερινή":"νυκτερινός",
"νυκτερινής":"νυκτερινός",
"νυκτερινό":"νυκτερινός",
"νυκτερινού":"νυκτερινός",
"νυκτερινών":"νυκτερινός",
"νύκτες":"νύχτα",
"νυκτί":"νυκτί",
"νυκτός":"νύξ",
"νυμβριώτης":"νυμβριώτης",
"νυμφαίο":"νυμφαίος",
"νυμφαίου":"νυμφαίος",
"νύμφες":"νύμφη",
"νυμφεύεται":"νυμφεύω",
"νυμφευθεί":"νυμφεύω",
"νυμφευθείς":"νυμφεύω",
"νυμφεύθηκε":"νυμφεύω",
"νυμφευμένος":"νυμφευμένος",
"νύμφευση":"νύμφευση",
"νύμφη":"νύμφη",
"νυμφόπετρα":"νυμφόπετρα",
"νυμφώνος":"νυμφώνος",
"νυν":"νυν",
"νύξεις":"νύξη",
"νύξη":"νύξη",
"νύξης":"νύξη",
"νυρεμβέργη":"νυρεμβέργη",
"νυρεμβέργης":"νυρεμβέργη",
"νυσταγμένα":"νυστάζω",
"νυσταλέα":"νυσταλέα",
"νυστέρι":"νυστέρι",
"νυστέρια":"νυστέρι",
"νύφες":"νύφη",
"νύφη":"νύφη",
"νύφης":"νύφη",
"νυφικά":"νυφικός",
"νυφικό":"νυφικός",
"νυφίτσες":"νυφίτσα",
"νυφούλα":"νυφούλα",
"νυχθημερόν":"νυχθημερόν",
"νύχια":"νύχι",
"νυχιές":"νυχιά",
"νυχιών":"νυχιά",
"νυχοπάτηδες":"νυχοπάτηδες",
"νυχτα":"νύχτα",
"νύχτα":"νύχτα",
"νύχτας":"νύχτα",
"'νύχτας":"'νύχτας",
"νυχτερίδες":"νυχτερίδα",
"νυχτερίδων":"νυχτερίδα",
"νυχτερινά":"νυκτερινός",
"νυχτερινες":"νυκτερινός",
"νυχτερινές":"νυκτερινός",
"νυχτερινή":"νυκτερινός",
"νυχτερινής":"νυκτερινός",
"νυχτερινό":"νυκτερινός",
"νυχτερινοί":"νυκτερινός",
"νυχτερινός":"νυκτερινός",
"νυχτερινού":"νυκτερινός",
"νυχτερινούς":"νυκτερινός",
"νυχτερινών":"νυκτερινός",
"νυχτες":"νύχτα",
"νύχτες":"νύχτα",
"νυχτιάτικα":"νυχτιάτικα",
"νυχτοκάματα":"νυχτοκάματο",
"νυχτοπερπατήματα":"νυχτοπερπάτημα",
"νυχτοπερπατήματά":"νυχτοπερπάτημα",
"νυχτοφυλακας":"νυχτοφύλακας",
"νυχτοφύλακας":"νυχτοφύλακας",
"νυχτωμένος":"νυχτώνω",
"νυχτών":"νύχτα",
"νυχτώνει":"νυχτώνω",
"νύχτωσε":"νυχτώνω",
"νφ":"νφ",
"νω":"νω",
"νωθρά":"νωθρός",
"νωθροί":"νωθρός",
"νωθρότητα":"νωθρότητα",
"νώντα":"νώντας",
"νωπά":"νωπός",
"νωπές":"νωπός",
"νωπή":"νωπός",
"νωπό":"νωπός",
"νωπογραφία":"νωπογραφία",
"νωπών":"νωπός",
"νώρα":"νώρα",
"νωρίς":"νωρίς",
"νωριτερα":"νωρίς",
"νωρίτερα":"νωρίς",
"νωρίτερο":"νωρίτερος",
"νώτα":"νώτα",
"νωτιαίο":"νωτιαίος",
"νωτιαίος":"νωτιαίος",
"νωχελικά":"νωχελικά",
"νωχελική":"νωχελικός",
"νωχελικοί":"νωχελικός",
"νωχελικότητα":"νωχελικότητα",
"ξ":"ξ",
"ξαβιέ":"ξαβιέ",
"ξάγρυπνο":"άγρυπνος",
"ξάγρυπνοι":"άγρυπνος",
"ξαδέλφη":"ξαδέλφη",
"ξαδέλφια":"ξαδέρφι",
"ξάδελφο":"ξάδελφος",
"ξάδελφος":"ξάδελφος",
"ξάδελφός":"ξάδελφος",
"ξαδέλφου":"ξάδελφος",
"ξαδέρφια":"ξαδέρφι",
"ξακουσμένη":"ξακουσμένος",
"ξακουστά":"ξακουστός",
"ξακουστές":"ξακουστός",
"ξακουστό":"ξακουστός",
"ξαλαφρώνουν":"ξαλαφρώνω",
"ξαλάφρωσε":"ξαλαφρώνω",
"ξαλαφρώσει":"ξαλαφρώνω",
"ξαν":"ξαν",
"ξανα":"ξανά",
"ξανά":"ξανά",
"ξαναανακαλύψουμε":"ξαναανακαλύπτω",
"ξαναβάζει":"ξαναβάζω",
"ξαναβάλει":"ξαναβάζω",
"ξαναβάλουν":"ξαναβάζω",
"ξαναβαφούν":"ξαναβάφω",
"ξαναβγαίνει":"ξαναβγαίνω",
"ξαναβγαίνουν":"ξαναβγαίνω",
"ξανάβγαλε":"ξαναβγάζω",
"ξαναβγήκαν":"ξαναβγαίνω",
"ξαναβγούν":"ξαναβγαίνω",
"ξαναβλέπαμε":"ξαναβλέπω",
"ξαναβλέπω":"ξαναβλέπω",
"ξαναβρεθεί":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρεθήκαμε":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρεί":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρείτε":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρήκα":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρήκε":"ξαναβρίσκω",
"ξανάβρισκα":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρίσκει":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρίσκεις":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρίσκονται":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρίσκουμε":"ξαναβρίσκω",
"ξαναβρώ":"ξαναβρίσκω",
"ξαναγεμίζει":"ξαναγεμίζω",
"ξαναγεμίσει":"ξαναγεμίζω",
"ξαναγεννιέται":"ξαναγεννιέμαι",
"ξανάγινε":"ξαναγίνομαι",
"ξαναγίνει":"ξαναγίνομαι",
"ξαναγίνεται":"ξαναγίνομαι",
"ξαναγινόταν":"ξαναγίνομαι",
"ξαναγίνουν":"ξαναγίνομαι",
"ξαναγράφει":"ξαναγράφω",
"ξαναγράφοντας":"ξαναγράφω",
"ξαναγράφουμε":"ξαναγράφω",
"ξαναγραφτεί":"ξαναγράφω",
"ξανάγραψα":"ξαναγράφω",
"ξανάγραψε":"ξαναγράφω",
"ξαναγράψει":"ξαναγράφω",
"ξαναγράψιμο":"ξαναγράψιμο",
"ξαναγράψουμε":"ξαναγράφω",
"ξαναγυρίζει":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγυρίζουμε":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγύρισα":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγύρισαν":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγύρισε":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγυρίσουμε":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγυρίστε":"ξαναγυρίζω",
"ξαναγυρίσω":"ξαναγυρίζω",
"ξανάδαμε":"ξαναβλέπω",
"ξαναδεί":"ξαναβλέπω",
"ξαναδείτε":"ξαναβλέπω",
"ξαναδιαβάσει":"ξαναδιαβάζω",
"ξαναδιαβάσεις":"ξαναδιαβάζω",
"ξαναδιαβάσουμε":"ξαναδιαβάζω",
"ξαναδιαβάσω":"ξαναδιαβάζω",
"ξαναδιαλύθηκε":"ξαναδιαλύω",
"ξαναδοκιμάστε":"ξαναδοκιμάζω",
"ξαναδουλέψει":"ξαναδουλεύω",
"ξαναδούμε":"ξαναβλέπω",
"ξαναδούν":"ξαναβλέπω",
"ξαναδώ":"ξαναβλέπω",
"ξαναδώσαμε":"ξαναδίνω",
"ξαναδώσουμε":"ξαναδίνω",
"ξαναδώσουν":"ξαναδίνω",
"ξαναέδινα":"ξαναδίνω",
"ξαναέδωσε":"ξαναδίνω",
"ξαναείδα":"ξαναβλέπω",
"ξαναείδαμε":"ξαναβλέπω",
"ξαναείδε":"ξαναβλέπω",
"ξαναεισβάλλει":"ξαναεισβάλλω",
"ξαναεμφανίζεται":"ξαναεμφανίζω",
"ξαναεμφανιστεί":"ξαναεμφανίζω",
"ξαναεπικοινωνούμε":"ξαναεπικοινωνώ",
"ξαναεπισημαίνουμε":"ξαναεπισημαίνω",
"ξαναέρθει":"ξαναέρχομαι",
"ξαναερωτευθεί":"ξαναερωτεύομαι",
"ξαναζεί":"ξαναζώ",
"ξαναζεσταίνεται":"ξαναζεσταίνω",
"ξαναζεσταίνουν":"ξαναζεσταίνω",
"ξαναζήσει":"ξαναζώ",
"ξαναζήσουν":"ξαναζώ",
"ξαναζούν":"ξαναζώ",
"ξαναζωντάνεμα":"ξαναζωντάνεμα",
"ξαναζωντανεύει":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναζωντανεύουν":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναζωντάνεψαν":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναζωντάνεψε":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναζωντανέψει":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναζωντανέψουν":"ξαναζωντανεύω",
"ξαναήρθαν":"ξαναέρχομαι",
"ξαναήρθε":"ξαναέρχομαι",
"ξαναθάβεται":"ξαναθάβεται",
"ξαναθέτει":"ξαναθέτω",
"ξαναθυμήθηκε":"ξαναθυμάμαι",
"ξαναθυμηθούμε":"ξαναθυμάμαι",
"ξαναθυμηθούν":"ξαναθυμάμαι",
"ξαναϊδωθούμε":"ξαναβλέπω",
"ξανακαλέσουν":"ξανακαλώ",
"ξανάκανε":"ξανακάνω",
"ξανακάνει":"ξανακάνω",
"ξανακάνουμε":"ξανακάνω",
"ξανακάνουν":"ξανακάνω",
"ξανακάνω":"ξανακάνω",
"ξανακατέβει":"ξανακατέβει",
"ξανακερδίζαμε":"ξανακερδίζω",
"ξανακερδίσει":"ξανακερδίζω",
"ξανακερδίσουμε":"ξανακερδίζω",
"ξανακερδίσουν":"ξανακερδίζω",
"ξανακλείνεται":"ξανακλείνω",
"ξανακλείσει":"ξανακλείνω",
"ξανακολυμπάμε":"ξανακολυμπώ",
"ξανακούσει":"ξανακούω",
"ξανακούστηκε":"ξανακούω",
"ξανακούσω":"ξανακούω",
"ξανακτίσει":"ξανακτίζω",
"ξανακυλάει":"ξανακυλώ",
"ξαναλέγαμε":"ξαναλέω",
"ξανάλεγαν":"ξαναλέω",
"ξανάλεγε":"ξαναλέω",
"ξαναλειτούργησαν":"ξαναλειτουργώ",
"ξαναλένε":"ξαναλέω",
"ξαναλέω":"ξαναλέω",
"ξαναμελετά":"ξαναμελετώ",
"ξαναμεταδοθεί":"ξαναμεταδίδω",
"ξαναμιλήσουν":"ξαναμιλώ",
"ξαναμμένα":"ξαναμμένος",
"ξαναμπαίνει":"ξαναμπαίνω",
"ξαναμπεί":"ξαναμπαίνω",
"ξαναμπείς":"ξαναμπαίνω",
"ξαναμπήκε":"ξαναμπαίνω",
"ξαναμπορέσουμε":"ξαναμπορώ",
"ξαναμπούν":"ξαναμπαίνω",
"ξαναμπώ":"ξαναμπαίνω",
"ξαναναστήθηκε":"ξαναναστήθηκε",
"ξανανάψει":"ξανανάβω",
"ξανανοίγει":"ξανανοίγω",
"ξανανοίξει":"ξανανοίγω",
"ξανανοίξουν":"ξανανοίγω",
"ξαναπάει":"ξαναπηγαίνω",
"ξαναπαίζουν":"ξαναπαίζω",
"ξαναπαίξει":"ξαναπαίζω",
"ξαναπαίρνουν":"ξαναπαίρνω",
"ξαναπάνε":"ξαναπηγαίνω",
"ξαναπαντρεύτηκε":"ξαναπαντρεύω",
"ξαναπάρει":"ξαναπαίρνω",
"ξαναπάρουν":"ξαναπαίρνω",
"ξαναπαρουσιαστεί":"ξαναπαρουσιάζω",
"ξαναπάς":"ξαναπηγαίνω",
"ξαναπάω":"ξαναπηγαίνω",
"ξαναπεί":"ξαναλέω",
"ξαναπεράσει":"ξαναπερνώ",
"ξαναπεράσεις":"ξαναπερνώ",
"ξαναπεράσουν":"ξαναπερνώ",
"ξαναπετάξει":"ξαναπετώ",
"ξαναπετάξουν":"ξαναπετώ",
"ξαναπέφτει":"ξαναπέφτω",
"ξαναπήγε":"ξαναπηγαίνω",
"ξανάπιασε":"ξαναπιάνω",
"ξαναπούμε":"ξαναλέω",
"ξαναπούν":"ξαναλέω",
"ξαναπροσπαθήσει":"ξαναπροσπαθώ",
"ξαναπώ":"ξαναλέω",
"ξανάρθει":"ξαναέρχομαι",
"ξαναρθούν":"ξαναέρχομαι",
"ξανάρθουν":"ξαναέρχομαι",
"ξανάρθω":"ξαναέρχομαι",
"ξαναρρίζωσε":"ξαναρρίζωσε",
"ξανάρχεται":"ξαναέρχομαι",
"ξαναρχίζουν":"ξαναρχίζω",
"ξανάρχισε":"ξαναρχίζω",
"ξαναρχίσει":"ξαναρχίζω",
"ξαναρχίσουν":"ξαναρχίζω",
"ξαναρχίσω":"ξαναρχίζω",
"ξανάρχονται":"ξαναέρχομαι",
"ξαναρωτούσαν":"ξαναρωτώ",
"ξανασκεφθεί":"ξανασκέπτομαι",
"ξανασκέφθηκε":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκεφτεί":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκέφτεται":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκέφτηκε":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκέφτονται":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκεφτούμε":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασκεφτούν":"ξανασκέφτομαι",
"ξανασμιξαν":"ξανασμίγω",
"ξαναστείλει":"ξαναστέλνω",
"ξαναστήνει":"ξαναστήνω",
"ξαναστήνονται":"ξαναστήνω",
"ξανασυζήτησε":"ξανασυζητώ",
"ξανασυζητήσουμε":"ξανασυζητώ",
"ξανασυμβεί":"ξανασυμβαίνει",
"ξανασυναντάμε":"ξανασυναντώ",
"ξανασυναντήθηκα":"ξανασυναντώ",
"ξανασυναντήθηκαν":"ξανασυναντώ",
"ξανασυναντιούνται":"ξανασυναντώ",
"ξανατεθεί":"ξαναθέτω",
"ξανατραβούν":"ξανατραβώ",
"ξανατραγουδά":"ξανατραγουδώ",
"ξανάφεραν":"ξαναφέρνω",
"ξανάφερε":"ξαναφέρνω",
"ξαναφέρει":"ξαναφέρνω",
"ξαναφέρνει":"ξαναφέρνω",
"ξαναφέρνουν":"ξαναφέρνω",
"ξαναφέρουν":"ξαναφέρνω",
"ξαναφεύγει":"ξαναφεύγω",
"ξαναφτιάξουμε":"ξαναφτιάχνω",
"ξαναφτιάξουν":"ξαναφτιάχνω",
"ξαναφτιάχνεται":"ξαναφτιάχνω",
"ξαναφτιαχτεί":"ξαναφτιάχνω",
"ξαναφτιαχτούν":"ξαναφτιάχνω",
"ξαναφύγει":"ξαναφεύγω",
"ξαναφύγω":"ξαναφεύγω",
"ξαναφυτρώνει":"ξαναφυτρώνω",
"ξαναχρησιμοποιηθεί":"ξαναχρησιμοποιώ",
"ξαναχρησιμοποιηθούν":"ξαναχρησιμοποιώ",
"ξαναχτίσουμε":"ξαναχτίζω",
"ξαναχτυπά":"ξαναχτυπώ",
"ξαναχτύπησε":"ξαναχτυπώ",
"ξαναχτυπήσει":"ξαναχτυπώ",
"ξαναχτυπούν":"ξαναχτυπώ",
"ξαναχωρίζει":"ξαναχωρίζω",
"ξαναψηφίσουν":"ξαναψηφίζω",
"ξανθά":"ξανθός",
"ξανθάκου":"ξανθάκου",
"ξανθές":"ξανθός",
"ξάνθη":"ξάνθη",
"ξανθη":"ξανθός",
"ξάνθη3295420-15":"ξάνθη3295420-15",
"ξάνθη-αεκ":"ξάνθη-αεκ",
"ξάνθη-άλιμος":"ξάνθη-άλιμος",
"ξάνθης":"ξάνθη",
"ξανθης":"ξανθός",
"ξάνθης-καβάλας":"ξάνθης-καβάλας",
"ξάνθης-ορφέας":"ξάνθης-ορφέας",
"ξανθιά":"ξανθός",
"ξανθιάς":"ξανθός",
"ξανθιές":"ξανθός",
"ξανθιώτες":"ξανθιώτης",
"ξανθιώτης":"ξανθιώτης",
"ξανθό":"ξανθός",
"ξανθόμαλλη":"ξανθομάλλης",
"ξανθομαλλούσα":"ξανθομαλλούσα",
"ξανθοπουλος":"ξανθόπουλος",
"ξανθόπουλος":"ξανθόπουλος",
"ξανθοπουλου":"ξανθόπουλος",
"ξανθόπουλου":"ξανθόπουλος",
"ξανθός":"ξανθός",
"ξάνθος":"ξάνθος",
"ξάνθου":"ξάνθος",
"ξανθουλα":"ξανθούλα",
"ξανθούλη":"ξανθούλη",
"ξανοίγεστε":"ξανοίγω",
"ξανοίγεται":"ξανοίγω",
"ξανοιγότανε":"ξανοίγω",
"ξανοιχτείτε":"ξανοίγω",
"ξάπλα":"ξάπλα",
"ξαπλουμέν'":"ξαπλουμέν'",
"ξαπλωμένα":"ξαπλωμένος",
"ξαπλωμένη":"ξαπλώνω",
"ξαπλωμένο":"ξαπλώνω",
"ξαπλωμένοι":"ξαπλώνω",
"ξαπλωμένος":"ξαπλώνω",
"ξάπλωναν":"ξαπλώνω",
"ξάπλωνε":"ξαπλώνω",
"ξάπλωσαν":"ξαπλώνω",
"ξαπλώσει":"ξαπλώνω",
"ξαπλώσουν":"ξαπλώνω",
"ξαποστάσει":"ξαποσταίνω",
"ξάρτια":"ξάρτι",
"ξαρχάκου":"ξαρχάκος",
"ξασπρισμένες":"ξασπρισμένος",
"ξάστερα":"ξάστερα",
"ξαφνιάζει":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάζεται":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιαζόμαστε":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάζονται":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάζουν":"ξαφνιάζω",
"ξάφνιασαν":"ξαφνιάζω",
"ξάφνιασε":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάσει":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάσετε":"ξαφνιάζω",
"ξάφνιασμα":"ξάφνιασμα",
"ξαφνιάσουν":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιαστείτε":"ξαφνιάζω",
"ξαφνιάστηκα":"ξαφνιάζω",
"ξαφνικά":"ξαφνικά",
"ξαφνικά":"ξαφνικός",
"ξαφνικές":"ξαφνικός",
"ξαφνική":"ξαφνικός",
"ξαφνικής":"ξαφνικός",
"ξαφνικό":"ξαφνικός",
"ξαφνικού":"ξαφνικός",
"ξάφνου":"ξάφνου",
"ξαφρίσει":"ξαφρίζω",
"ξε":"ξε",
"ξεβάφει":"ξεβάφω",
"ξεβολεύει":"ξεβολεύω",
"ξεβολέψει":"ξεβολεύω",
"ξεβράζεται":"ξεβράζω",
"ξεβρακώθηκε":"ξεβρακώνω",
"ξεβρακώνεστε":"ξεβρακώνω",
"ξεβράστηκε":"ξεβράζω",
"ξεβρομίσει":"ξεβρομίζω",
"ξεγελά":"ξεγελώ",
"ξεγελάει":"ξεγελώ",
"ξεγέλασε":"ξεγελώ",
"ξεγελάσει":"ξεγελώ",
"ξεγελάσεις":"ξεγελώ",
"ξεγελάσουν":"ξεγελώ",
"ξεγελιέστε":"ξεγελώ",
"ξεγελιέται":"ξεγελώ",
"ξεγελιόμαστε":"ξεγελώ",
"ξεγελιούνται":"ξεγελώ",
"ξεγελούν":"ξεγελώ",
"ξεγελώντας":"ξεγελώ",
"ξεγέννησε":"ξεγεννώ",
"ξεγνοιασιά":"ξεγνοιασιά",
"ξεγνοιασιάς":"ξεγνοιασιά",
"ξεγραμμένοι":"ξεγραμμένος",
"ξεγράφει":"ξεγράφω",
"ξεγράψει":"ξεγράφω",
"ξεγύμνωμα":"ξεγύμνωμα",
"ξεδιάλυνε":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιαλύνει":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιαλύνεται":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιαλύνετε":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιαλύνουμε":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιαλύνουν":"ξεδιαλύνω",
"ξεδιάντροπα":"ξεδιάντροπος",
"ξεδιάντροπο":"ξεδιάντροπος",
"ξεδίνει":"ξεδίνω",
"ξεδιπλωθεί":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλωθούν":"ξεδιπλώνω",
"ξεδίπλωμα":"ξεδίπλωμα",
"ξεδιπλώνει":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλώνεται":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλώνονται":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλώνουν":"ξεδιπλώνω",
"ξεδίπλωσε":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλώσει":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιπλώσουν":"ξεδιπλώνω",
"ξεδιψάει":"ξεδιψώ",
"ξεδιψάσει":"ξεδιψώ",
"ξεδόντιασαν":"ξεδοντιάζω",
"ξεδώσετε":"ξεδίνω",
"ξεδώσουν":"ξεδίνω",
"ξεζουμίζουμε":"ξεζουμίζω",
"ξεζουμίσει":"ξεζουμίζω",
"ξεζουμίσουν":"ξεζουμίζω",
"ξεθάβονται":"ξεθάβω",
"ξεθάφτηκε":"ξεθάβω",
"ξέθαψε":"ξεθάβω",
"ξεθάψει":"ξεθάβω",
"ξεθάψουν":"ξεθάβω",
"ξεθεμελιωθούν":"ξεθεμελιώνω",
"ξεθεωμένη":"ξεθεωμένος",
"ξεθεώσει":"ξεθεώνω",
"ξεθυμάνει":"ξεθυμαίνω",
"ξεθωριάζει":"ξεθωριάζω",
"ξεθωριάζουν":"ξεθωριάζω",
"ξεθώριασε":"ξεθωριάζω",
"ξεθωριάσει":"ξεθωριάζω",
"ξεθωριασμένα":"ξεθωριάζω",
"ξεθωριασμένη":"ξεθωριάζω",
"ξείπα":"ξελέω",
"ξεκάθαρα":"ξεκάθαρος",
"ξεκάθαρες":"ξεκάθαρος",
"ξεκάθαρη":"ξεκάθαρος",
"ξεκάθαρης":"ξεκάθαρος",
"ξεκαθάριζαν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζει":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζετε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζοντας":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζουμε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζουν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίζούν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθάρισα":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίσαμε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθάρισαν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθάρισε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίσει":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίσετε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρισθεί":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρισμα":"ξεκαθάρισμα",
"ξεκαθάρισμα":"ξεκαθάρισμα",
"ξεκαθαρίσματος":"ξεκαθάρισμα",
"ξεκαθαρισμένη":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρισμένο":"ξεκαθαρισμένος",
"ξεκαθαρίσουμε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίσουν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίστε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαριστεί":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίστηκε":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαριστούν":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκαθαρίσω":"ξεκαθαρίζω",
"ξεκάθαρο":"ξεκάθαρος",
"ξεκάθαρος":"ξεκάθαρος",
"ξεκαλουπώσει":"ξεκαλουπώνω",
"ξεκαρδιστική":"ξεκαρδιστικός",
"ξεκαρδιστικό":"ξεκαρδιστικός",
"ξεκάρφωμα":"ξεκάρφωμα",
"ξεκάρφωτα":"ξεκάρφωτα",
"ξεκατινιάσματα":"ξεκατίνιασμα",
"ξεκινα":"ξεκινώ",
"ξεκινά":"ξεκινώ",
"ξεκίνα":"ξεκινώ",
"ξεκιναει":"ξεκινώ",
"ξεκινάει":"ξεκινώ",
"ξεκινάμε":"ξεκινώ",
"ξεκινάνε":"ξεκινώ",
"ξεκινάς":"ξεκινώ",
"ξεκινάτε":"ξεκινώ",
"ξεκινάω":"ξεκινώ",
"ξεκινημα":"ξεκίνημα",
"ξεκίνημα":"ξεκίνημα",
"ξεκίνημά":"ξεκίνημα",
"ξεκινήματα":"ξεκίνημα",
"ξεκινήματος":"ξεκίνημα",
"ξεκίνησα":"ξεκινώ",
"ξεκινήσαμε":"ξεκινώ",
"ξεκίνησαν":"ξεκινώ",
"ξεκινήσατε":"ξεκινώ",
"ξεκινησε":"ξεκινώ",
"ξεκίνησε":"ξεκινώ",
"ξεκινήσει":"ξεκινώ",
"ξεκινήσεις":"ξεκινώ",
"ξεκινήσετε":"ξεκινώ",
"ξεκινήσουμε":"ξεκινώ",
"ξεκινήσουν":"ξεκινώ",
"ξεκινήσω":"ξεκινώ",
"ξεκινουν":"ξεκινώ",
"ξεκινούν":"ξεκινώ",
"ξεκινούσα":"ξεκινώ",
"ξεκινούσαμε":"ξεκινώ",
"ξεκινούσαν":"ξεκινώ",
"ξεκινούσατε":"ξεκινώ",
"ξεκινούσε":"ξεκινώ",
"ξεκινώντας":"ξεκινώ",
"ξεκλειδώνουν":"ξεκλειδώνω",
"ξεκλείδωσε":"ξεκλειδώνω",
"ξεκλειδώσει":"ξεκλειδώνω",
"ξεκλειδώσουν":"ξεκλειδώνω",
"ξεκληρίζουν":"ξεκληρίζω",
"ξεκλήρισαν":"ξεκληρίζω",
"ξεκλήρισε":"ξεκληρίζω",
"ξεκοιλιάσεις":"ξεκοιλιάζω",
"ξεκοκαλίσει":"ξεκοκαλίζω",
"ξεκολλά":"ξεκολλώ",
"ξεκόλλησε":"ξεκολλώ",
"ξεκολλήσει":"ξεκολλώ",
"ξεκολλήσουν":"ξεκολλώ",
"ξεκολλούν":"ξεκολλώ",
"ξεκολλώντας":"ξεκολλώ",
"ξεκομμένες":"ξεκομμένος",
"ξεκομμένη":"ξεκομμένος",
"ξεκομμένο":"ξεκομμένος",
"ξεκουμπιστούν":"ξεκουμπίζομαι",
"ξεκουράζει":"ξεκουράζω",
"ξεκουράζεσαι":"ξεκουράζω",
"ξεκουράζεστε":"ξεκουράζω",
"ξεκουράζομαι":"ξεκουράζω",
"ξεκουράζονται":"ξεκουράζω",
"ξεκουράσει":"ξεκουράζω",
"ξεκούραση":"ξεκούραση",
"ξεκούρασή":"ξεκούραση",
"ξεκούρασης":"ξεκούραση",
"ξεκούρασής":"ξεκούραση",
"ξεκουράσουν":"ξεκουράζω",
"ξεκούραστα":"ξεκούραστα",
"ξεκουραστεί":"ξεκουράζω",
"ξεκουραστείτε":"ξεκουράζω",
"ξεκούραστες":"ξεκούραστος",
"ξεκούραστη":"ξεκούραστος",
"ξεκουραστήκαμε":"ξεκουράζω",
"ξεκουράστηκε":"ξεκουράζω",
"ξεκούραστο":"ξεκούραστος",
"ξεκούραστοι":"ξεκούραστος",
"ξεκούραστος":"ξεκούραστος",
"ξεκουραστούμε":"ξεκουράζω",
"ξεκουραστούν":"ξεκουράζω",
"ξεκούραστους":"ξεκούραστος",
"ξεκουραστώ":"ξεκουράζω",
"ξεκουφάνανε":"ξεκουφαίνω",
"ξεκόψει":"ξεκόβω",
"ξεκρέμασε":"ξεκρεμώ",
"ξεκρέμαστοι":"ξεκρέμαστος",
"ξελασκέρνει":"ξελασκέρνει",
"ξελασπώσει":"ξελασπώνω",
"ξεμάθει":"ξεμαθαίνω",
"ξεμακραίνει":"ξεμακραίνω",
"ξεμαλλιάρες":"ξεμαλλιάρης",
"ξέμειναν":"ξεμένω",
"ξέμεινε":"ξεμένω",
"ξεμείνει":"ξεμένω",
"ξεμείνετε":"ξεμένω",
"ξεμένει":"ξεμένω",
"ξεμπερδέματα":"ξεμπέρδεμα",
"ξεμπερδεύει":"ξεμπερδεύω",
"ξεμπερδεύουμε":"ξεμπερδεύω",
"ξεμπερδέψαμε":"ξεμπερδεύω",
"ξεμπέρδεψε":"ξεμπερδεύω",
"ξεμπλέξει":"ξεμπλέκω",
"ξεμπλέξουν":"ξεμπλέκω",
"ξεμπλοκάρει":"ξεμπλοκάρω",
"ξεμπλοκάρισε":"ξεμπλοκάρω",
"ξεμπλοκάρισμα":"ξεμπλοκάρισμα",
"ξένα":"ξένος",
"ξεναγεί":"ξεναγώ",
"ξεναγήθηκαν":"ξεναγώ",
"ξεναγήθηκε":"ξεναγώ",
"ξενάγησαν":"ξεναγώ",
"ξενάγησε":"ξεναγώ",
"ξεναγήσει":"ξεναγώ",
"ξεναγήσεις":"ξενάγηση",
"ξενάγηση":"ξενάγηση",
"ξενάγησή":"ξενάγηση",
"ξενάγησης":"ξενάγηση",
"ξεναγό":"ξεναγός",
"ξεναγοί":"ξεναγός",
"ξεναγός":"ξεναγός",
"ξεναγού":"ξεναγός",
"ξεναγούν":"ξεναγώ",
"ξεναγούς":"ξεναγός",
"ξεναγούς-συνοδούς":"ξεναγούς-συνοδούς",
"ξεναγων":"ξεναγός",
"ξεναγών":"ξεναγός",
"ξεναγώντας":"ξεναγώ",
"ξενάκη":"ξενάκης",
"ξένες":"ξένος",
"ξενή":"ξενή",
"ξένη":"ξένη",
"ξένη":"ξένος",
"ξένης":"ξένη",
"ξένης":"ξένος",
"ξενια":"ξενία",
"ξένια":"ξένια",
"ξένιας":"ξένια",
"ξενίδη":"ξενίδη",
"ξενίδης":"ξενίδης",
"ξενίζει":"ξενίζω",
"ξενίζουν":"ξενίζω",
"ξενικά":"ξενικός",
"ξενικές":"ξενικός",
"ξενική":"ξενικός",
"ξενικό":"ξενικός",
"ξένιο":"ξένιος",
"ξένιου":"ξένιος",
"ξένισε":"ξενίζω",
"ξενιτεμένοι":"ξενιτεμένος",
"ξενιτεμενους":"ξενιτεμένος",
"ξενιτεμένους":"ξενιτεμένος",
"ξενιτεμένων":"ξενιτεμένος",
"ξενιτευτεί":"ξενιτεύομαι",
"ξενιτεύτηκε":"ξενιτεύομαι",
"ξενιτιά":"ξενιτιά",
"ξενιτιάς":"ξενιτιά",
"ξενο":"ξένος",
"ξένο":"ξένος",
"ξενογιαννακοπούλου":"ξενογιαννακοπούλου",
"ξενόγλωσσα":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσσες":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσση":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσσο":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσσοι":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσσους":"ξενόγλωσσος",
"ξενόγλωσσων":"ξενόγλωσσος",
"ξενοδ":"ξενοδ",
"ξενοδοχεία":"ξενοδοχείο",
"ξενοδοχειακές":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακή":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακής":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακό":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακός":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακού":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχειακών":"ξενοδοχειακός",
"ξενοδοχείο":"ξενοδοχείο",
"ξενοδοχείου":"ξενοδοχείο",
"ξενοδοχειων":"ξενοδοχείο",
"ξενοδοχείων":"ξενοδοχείο",
"ξενοδόχο":"ξενοδόχος",
"ξενοδόχοι":"ξενοδόχος",
"ξενοδόχος":"ξενοδόχος",
"ξενοδοχοϋπαλλήλων":"ξενοδοχοϋπάλληλος",
"ξενοδόχους":"ξενοδόχος",
"ξενοδόχων":"ξενοδόχος",
"ξενοζεί":"ξενοζεί",
"ξένοι":"ξένος",
"ξενοιασιά":"ξενοιασιά",
"ξενοίκιαστα":"ξενοίκιαστος",
"ξενοκοιμάται":"ξενοκοιμάμαι",
"ξενοκοιτάτε":"ξενοκοιτώ",
"ξενοκράτης":"ξενοκράτης",
"ξενοκράτους":"ξενοκράτους",
"ξενομανία":"ξενομανία",
"ξένον":"ξένο",
"ξενόπουλος":"ξενόπουλος",
"ξενόπουλου":"ξενόπουλος",
"ξενος":"ξένος",
"ξένος":"ξένος",
"ξένου":"ξένος",
"ξένους":"ξένος",
"ξενοφάνης":"ξενοφάνης",
"ξενόφερτα":"ξενόφερτος",
"ξενόφερτη":"ξενόφερτος",
"ξενόφερτων":"ξενόφερτος",
"ξενοφοβία":"ξενοφοβία",
"ξενοφοβίας":"ξενοφοβία",
"ξενοφοβικό":"ξενοφοβικός",
"ξενοφοβικού":"ξενοφοβικός",
"ξενοφων":"ξενοφων",
"ξενοφώντος":"ξενοφώντος",
"ξενυχτάδικα":"ξενυχτάδικο",
"ξενυχτάδικων":"ξενυχτάδικο",
"ξενύχτησαν":"ξενυχτώ",
"ξενύχτι":"ξενύχτι",
"ξενύχτια":"ξενύχτι",
"ξενυχτούν":"ξενυχτώ",
"ξένων":"ξένος",
"ξενώνα":"ξενώνας",
"ξενωνας":"ξενώνας",
"ξενώνας":"ξενώνας",
"ξενώνες":"ξενώνας",
"ξενώνων":"ξενώνας",
"ξεπαγιασμένα":"ξεπαγιάζω",
"ξεπαγωμένο":"ξεπαγώνω",
"ξεπαρκάρει":"ξεπαρκάρει",
"ξεπατώθηκε":"ξεπατώνω",
"ξεπεράσαμε":"ξεπερνώ",
"ξεπέρασαν":"ξεπερνώ",
"ξεπέρασε":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσει":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσεις":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσετε":"ξεπερνώ",
"ξεπερασθεί":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσθηκαν":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσθηκε":"ξεπερνώ",
"ξεπερασθούν":"ξεπερνώ",
"ξεπέρασμα":"ξεπέρασμα",
"ξεπερασμένα":"ξεπερασμένος",
"ξεπερασμένες":"ξεπερνώ",
"ξεπερασμένη":"ξεπερασμένος",
"ξεπερασμένης":"ξεπερασμένος",
"ξεπερασμένο":"ξεπερασμένος",
"ξεπερασμένοι":"ξεπερνώ",
"ξεπερασμένος":"ξεπερασμένος",
"ξεπερασμένων":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσουμε":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσουν":"ξεπερνώ",
"ξεπεράστε":"ξεπερνώ",
"ξεπεραστεί":"ξεπερνώ",
"ξεπεράστηκαν":"ξεπερνώ",
"ξεπεράστηκε":"ξεπερνώ",
"ξεπεραστούν":"ξεπερνώ",
"ξεπεράσω":"ξεπερνώ",
"ξεπερνά":"ξεπερνώ",
"ξεπερνάει":"ξεπερνώ",
"ξεπερνάμε":"ξεπερνώ",
"ξεπερνάς":"ξεπερνώ",
"ξεπερνάτε":"ξεπερνώ",
"ξεπερνάω":"ξεπερνώ",
"ξεπερνιέται":"ξεπερνώ",
"ξεπερνιόνταν":"ξεπερνώ",
"ξεπερνιούνται":"ξεπερνώ",
"ξεπερνούν":"ξεπερνώ",
"ξεπερνούσαν":"ξεπερνώ",
"ξεπερνούσε":"ξεπερνώ",
"ξεπερνώντας":"ξεπερνώ",
"ξεπέσει":"ξεπέφτω",
"ξεπεσμένων":"ξεπεσμένος",
"ξεπεσμό":"ξεπεσμός",
"ξεπετάγονται":"ξεπετώ",
"ξεπηδάει":"ξεπηδώ",
"ξεπήδησαν":"ξεπηδώ",
"ξεπήδησε":"ξεπηδώ",
"ξεπηδήσει":"ξεπηδώ",
"ξεπηδούν":"ξεπηδώ",
"ξεπηδούσαν":"ξεπηδώ",
"ξεπηδώντας":"ξεπηδώ",
"ξεπλένει":"ξεπλένω",
"ξεπλένετε":"ξεπλένω",
"ξεπληρώνει":"ξεπληρώνω",
"ξεπληρώσει":"ξεπληρώνω",
"ξεπληρώσεις":"ξεπληρώνω",
"ξεπληρώσουν":"ξεπληρώνω",
"ξεπληρώσω":"ξεπληρώνω",
"ξεπλυθεί":"ξεπλένω",
"ξέπλυμα":"ξέπλυμα",
"ξεπλύματος":"ξέπλυμα",
"ξέπλυνε":"ξεπλένω",
"ξεπλύνει":"ξεπλένω",
"ξεπλύνουμε":"ξεπλένω",
"ξεπλύνουν":"ξεπλένω",
"ξεπουλάει":"ξεπουλώ",
"ξεπουλήθηκε":"ξεπουλώ",
"ξεπούλημα":"ξεπούλημα",
"ξεπουλημένο":"ξεπουλώ",
"ξεπουλήσαμε":"ξεπουλώ",
"ξεπούλησαν":"ξεπουλώ",
"ξεπούλησε":"ξεπουλώ",
"ξεπουλήσει":"ξεπουλώ",
"ξεπουλήσουν":"ξεπουλώ",
"ξεπουλιέται":"ξεπουλώ",
"ξεπρόβαλαν":"ξεπροβάλλω",
"ξεπρόβαλε":"ξεπροβάλλω",
"ξεπρόβαλλε":"ξεπροβάλλω",
"ξεπροβάλλει":"ξεπροβάλλω",
"ξεπροβάλλουν":"ξεπροβάλλω",
"ξεπροβοδίσει":"ξεπροβοδίζω",
"ξερα":"ξερα",
"ξέρα":"ξέρα",
"ξερά":"ξερός",
"ξεραθεί":"ξεραίνω",
"ξεραίνονται":"ξεραίνω",
"ξερακιανή":"ξερακιανός",
"ξέραμε":"ξέρω",
"ξεραμένα":"ξεραίνω",
"ξέρασε":"ξερνώ",
"ξέρατε":"ξέρω",
"ξερατό":"ξερατό",
"ξέρει":"ξέρω",
"ξέρεις":"ξέρω",
"ξέρες":"ξέρα",
"ξέρετε":"ξέρω",
"ξερή":"ξερή",
"ξεριζωθεί":"ξεριζώνω",
"ξεριζώθηκαν":"ξεριζώνω",
"ξεριζωθούν":"ξεριζώνω",
"ξεριζωμένα":"ξεριζωμένος",
"ξεριζωμένοι":"ξεριζωμένος",
"ξεριζωμένους":"ξεριζωμένος",
"ξεριζωμένων":"ξεριζωμένος",
"ξεριζωμό":"ξεριζωμός",
"ξεριζωμός":"ξεριζωμός",
"ξερίζωναν":"ξεριζώνω",
"ξεριζώνουν":"ξεριζώνω",
"ξεριζώνω":"ξεριζώνω",
"ξερίζωσαν":"ξεριζώνω",
"ξερίζωσε":"ξεριζώνω",
"ξεριζώσει":"ξεριζώνω",
"ξεριζώσουν":"ξεριζώνω",
"ξερνά":"ξερνώ",
"ξερνάει":"ξερνώ",
"ξερό":"ξερός",
"ξεροί":"ξερός",
"ξεροκέφαλα":"ξεροκέφαλος",
"ξεροκεφαλιά":"ξεροκεφαλιά",
"ξεροκέφαλο":"ξεροκέφαλος",
"ξεροκόμματο":"ξεροκόμματο",
"ξερολιθιά":"ξερολιθιά",
"ξερολιθιές":"ξερολιθιά",
"ξερολούλουδα":"ξερολούλουδα",
"ξέροντας":"ξέρω",
"ξέρουμε":"ξέρω",
"ξέρουν":"ξέρω",
"ξέρουνε":"ξέρω",
"ξερούς":"ξερός",
"ξερριζώθηκε":"ξερριζώθηκε",
"ξέρω":"ξέρω",
"ξεσαλωμένων":"ξεσαλώνω",
"ξεσηκωθεί":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώθηκαν":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώθηκε":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκωθούμε":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκωθούν":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκωμό":"ξεσηκωμός",
"ξεσηκωμός":"ξεσηκωμός",
"ξεσηκωμού":"ξεσηκωμός",
"ξεσήκωναν":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώνει":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώνεται":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώνονται":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώνοντας":"ξεσηκώνω",
"ξεσήκωσαν":"ξεσηκώνω",
"ξεσήκωσε":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώσει":"ξεσηκώνω",
"ξεσηκώσουν":"ξεσηκώνω",
"ξεσκαρτάρισμα":"ξεσκαρτάρισμα",
"ξεσκάσει":"ξεσκάω",
"ξεσκεπάζει":"ξεσκεπάζω",
"ξεσκεπάσει":"ξεσκεπάζω",
"ξεσκέπασμα":"ξεσκέπασμα",
"ξεσκεπάσουν":"ξεσκεπάζω",
"ξεσκεπαστούν":"ξεσκεπάζω",
"ξέσκιζαν":"ξεσκίζω",
"ξεσκίζει":"ξεσκίζω",
"ξεσκίζουν":"ξεσκίζω",
"ξεσκόνισε":"ξεσκονίζω",
"ξεσκόνισμα":"ξεσκόνισμα",
"ξεσκούριασμα":"ξεσκούριασμα",
"ξεσπά":"ξεσπώ",
"ξεσπάει":"ξεσπώ",
"ξεσπαθώνει":"ξεσπαθώνω",
"ξεσπαθωσε":"ξεσπαθώνω",
"ξεσπάμε":"ξεσπώ",
"ξεσπάνε":"ξεσπώ",
"ξέσπασαν":"ξεσπώ",
"ξέσπασε":"ξεσπώ",
"ξεσπάσει":"ξεσπώ",
"ξεσπάσετε":"ξεσπώ",
"ξεσπασμα":"ξέσπασμα",
"ξέσπασμα":"ξέσπασμα",
"ξεσπάσματα":"ξέσπασμα",
"ξεσπάσματά":"ξέσπασμα",
"ξεσπάσματος":"ξέσπασμα",
"ξεσπασμάτων":"ξέσπασμα",
"ξεσπάσουν":"ξεσπώ",
"ξεσπάτε":"ξεσπώ",
"ξεσπιτώνουν":"ξεσπιτώνω",
"ξεσπούν":"ξεσπώ",
"ξεσπούσαν":"ξεσπώ",
"ξεσπούσε":"ξεσπώ",
"ξεστομίσετε":"ξεστομίζω",
"ξετρελαίνουν":"ξετρελαίνω",
"ξετρελαμένη":"ξετρελαμένος",
"ξετρελαμένοι":"ξετρελαίνω",
"ξετρελαμένος":"ξετρελαίνω",
"ξετρελάνει":"ξετρελαίνω",
"ξετρύπωνε":"ξετρυπώνω",
"ξετρυπώνει":"ξετρυπώνω",
"ξετρυπώνουν":"ξετρυπώνω",
"ξετρυπώσουν":"ξετρυπώνω",
"ξετυλίγει":"ξετυλίγω",
"ξετυλίγεται":"ξετυλίγω",
"ξετύλιγμα":"ξετύλιγμα",
"ξετυλίγονται":"ξετυλίγω",
"ξετυλίγουμε":"ξετυλίγω",
"ξετυλίξει":"ξετυλίγω",
"ξετυλιχθεί":"ξετυλίγω",
"ξεφάντωμα":"ξεφάντωμα",
"ξεφαντώματος":"ξεφάντωμα",
"ξεφάντωσαν":"ξεφαντώνω",
"ξεφαντώσετε":"ξεφαντώνω",
"ξεφαντώσουμε":"ξεφαντώνω",
"ξεφαντώσουν":"ξεφαντώνω",
"ξέφευγε":"ξεφεύγω",
"ξεφεύγει":"ξεφεύγω",
"ξεφεύγοντας":"ξεφεύγω",
"ξεφεύγουμε":"ξεφεύγω",
"ξεφεύγουν":"ξεφεύγω",
"ξεφεύγω":"ξεφεύγω",
"ξεφλουδίζονται":"ξεφλουδίζω",
"ξεφλουδίσουμε":"ξεφλουδίζω",
"ξεφορτωθεί":"ξεφορτώνω",
"ξεφορτωθείς":"ξεφορτώνω",
"ξεφορτωθείτε":"ξεφορτώνω",
"ξεφορτωθούν":"ξεφορτώνω",
"ξεφόρτωμα":"ξεφόρτωμα",
"ξεφορτώνουν":"ξεφορτώνω",
"ξεφόρτωσε":"ξεφορτώνω",
"ξεφορτώσουν":"ξεφορτώνω",
"ξεφούσκωμα":"ξεφούσκωμα",
"ξεφουσκώνουν":"ξεφουσκώνω",
"ξεφουσκώσει":"ξεφουσκώνω",
"ξέφραγα":"ξέφραγος",
"ξέφραγο":"ξέφραγος",
"ξέφρενα":"ξέφρενα",
"ξέφρενες":"ξέφρενος",
"ξέφρενη":"ξέφρενος",
"ξέφρενης":"ξέφρενος",
"ξέφρενο":"ξέφρενος",
"ξέφρενος":"ξέφρενος",
"ξέφρενου":"ξέφρενος",
"ξέφρενους":"ξέφρενος",
"ξέφρενων":"ξέφρενος",
"ξεφτίζουν":"ξεφτίζω",
"ξεφτίλα":"ξεφτίλας",
"ξεφτιλίσει":"ξεφτιλίζω",
"ξεφτιλισμένη":"ξεφτιλίζω",
"ξεφτισμένα":"ξεφτίζω",
"ξέφυγαν":"ξεφεύγω",
"ξεφυγε":"ξεφεύγω",
"ξέφυγε":"ξεφεύγω",
"ξεφύγει":"ξεφεύγω",
"ξεφύγεις":"ξεφεύγω",
"ξεφύγετε":"ξεφεύγω",
"ξεφύγουμε":"ξεφεύγω",
"ξεφύγουν":"ξεφεύγω",
"ξεφύγω":"ξεφεύγω",
"ξεφύλλιζε":"ξεφυλλίζω",
"ξεφυλλίζονται":"ξεφυλλίζω",
"ξεφυλλίζοντας":"ξεφυλλίζω",
"ξεφυλλίζοντάς":"ξεφυλλίζω",
"ξεφυλλίσαμε":"ξεφυλλίζω",
"ξεφύλλισε":"ξεφυλλίζω",
"ξεφύτρωναν":"ξεφυτρώνω",
"ξεφυτρώνουν":"ξεφυτρώνω",
"ξεφύτρωσαν":"ξεφυτρώνω",
"ξεφύτρωσε":"ξεφυτρώνω",
"ξεφυτρώσουν":"ξεφυτρώνω",
"ξεφωνίζανε":"ξεφωνίζω",
"ξεφώνιζε":"ξεφωνίζω",
"ξέφωτα":"ξέφωτο",
"ξέφωτο":"ξέφωτος",
"ξεχαρβαλώματος":"ξεχαρβάλωμα",
"ξεχαρβαλωμένες":"ξεχαρβαλώνω",
"ξεχαρβαλωμένη":"ξεχαρβαλωμένος",
"ξέχασα":"ξεχνώ",
"ξεχάσαμε":"ξεχνώ",
"ξέχασαν":"ξεχνώ",
"ξεχάσανε":"ξεχνώ",
"ξεχάσατε":"ξεχνώ",
"ξέχασε":"ξεχνώ",
"ξεχάσει":"ξεχνώ",
"ξεχάσετε":"ξεχνώ",
"ξεχάσθηκε":"ξεχνώ",
"ξεχασμένα":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένες":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένη":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένης":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένο":"ξεχνώ",
"ξεχασμένοι":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένος":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένου":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένους":"ξεχασμένος",
"ξεχασμένων":"ξεχασμένος",
"ξεχάσουμε":"ξεχνώ",
"ξεχάσουν":"ξεχνώ",
"ξεχάστε":"ξεχνώ",
"ξεχαστεί":"ξεχνώ",
"ξεχαστείτε":"ξεχνώ",
"ξεχάστηκαν":"ξεχνώ",
"ξεχάστηκε":"ξεχνώ",
"ξεχαστούν":"ξεχνώ",
"ξεχάσω":"ξεχνώ",
"ξέχειλα":"ξέχειλος",
"ξεχείλιζε":"ξεχειλίζω",
"ξεχειλίζει":"ξεχειλίζω",
"ξεχειλίζουν":"ξεχειλίζω",
"ξεχείλισε":"ξεχειλίζω",
"ξεχειλίσει":"ξεχειλίζω",
"ξεχειλώνουν":"ξεχειλώνω",
"ξεχειλώσει":"ξεχειλώνω",
"ξεχνά":"ξεχνώ",
"ξεχνάει":"ξεχνώ",
"ξεχνάμε":"ξεχνώ",
"ξεχνάνε":"ξεχνώ",
"ξεχνάς":"ξεχνώ",
"ξεχνάτε":"ξεχνώ",
"ξεχνάω":"ξεχνώ",
"ξεχνιέμαι":"ξεχνώ",
"ξεχνιέται":"ξεχνώ",
"ξεχνιόμαστε":"ξεχνώ",
"ξεχνιούνται":"ξεχνώ",
"ξεχνούμε":"ξεχνώ",
"ξεχνούν":"ξεχνώ",
"ξεχνούσα":"ξεχνώ",
"ξεχνούσαμε":"ξεχνώ",
"ξεχνούσε":"ξεχνώ",
"ξεχνώ":"ξεχνώ",
"ξεχνώντας":"ξεχνώ",
"ξεχρεωθούν":"ξεχρεώνω",
"ξεχρεώσαμε":"ξεχρεώνω",
"ξεχρεώσει":"ξεχρεώνω",
"ξεχυθεί":"ξεχύνω",
"ξεχύθηκαν":"ξεχύνω",
"ξεχύθηκε":"ξεχύνω",
"ξεχυθούν":"ξεχύνω",
"ξεχύνεται":"ξεχύνω",
"ξεχύνονται":"ξεχύνω",
"ξέχωρα":"ξέχωρα",
"ξεχώριζαν":"ξεχωρίζω",
"ξεχώριζε":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίζει":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίζεις":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίζουμε":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίζουν":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίζω":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσαμε":"ξεχωρίζω",
"ξεχώρισαν":"ξεχωρίζω",
"ξεχώρισε":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσει":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσεις":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσετε":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσουμε":"ξεχωρίζω",
"ξεχωρίσουν":"ξεχωρίζω",
"ξεχωριστά":"ξεχωριστά",
"ξεχωριστά":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστές":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστή":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστης":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστής":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστό":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστός":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστού":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστούς":"ξεχωριστός",
"ξεχωριστών":"ξεχωριστός",
"ξεχωρίσω":"ξεχωρίζω",
"ξέχωρο":"ξέχωρος",
"ξεψύχησε":"ξεψυχώ",
"ξεψυχισμένο":"ξεψυχισμένος",
"ξηλώθηκαν":"ξηλώνω",
"ξηλώθηκε":"ξηλώνω",
"ξηλωθούν":"ξηλώνω",
"ξήλωμα":"ξήλωμα",
"ξήλωμά":"ξήλωμα",
"ξηλώματος":"ξήλωμα",
"ξήλωνε":"ξηλώνω",
"ξηλώνει":"ξηλώνω",
"ξηλώνουν":"ξηλώνω",
"ξήλωσαν":"ξηλώνω",
"ξηλώσουν":"ξηλώνω",
"ξημεράκης":"ξημεράκης",
"ξημεροβραδιάζονται":"ξημεροβραδιάζομαι",
"ξημερωθεί":"ξημερώνω",
"ξημέρωμα":"ξημέρωμα",
"ξημερώματα":"ξημέρωμα",
"ξημέρωναν":"ξημερώνω",
"ξημέρωνε":"ξημερώνω",
"ξημερώνει":"ξημερώνω",
"ξημερώνοντας":"ξημερώνω",
"ξημέρωσε":"ξημερώνω",
"ξημερώσει":"ξημερώνω",
"ξηρά":"ξηρά",
"ξηρανθεί":"ξηραίνω",
"ξηράς":"ξηρά",
"ξηρασία":"ξηρασία",
"ξηρασίας":"ξηρασία",
"ξηρασιών":"ξηρασία",
"ξηρές":"ξηρά",
"ξηρή":"ξηρός",
"ξηρό":"ξηρός",
"ξηροκρήνης":"ξηροκρήνης",
"ξηροπόταμος":"ξηροπόταμος",
"ξηροπουλος":"ξηροπουλος",
"ξηροπουλου":"ξηροπουλου",
"ξηρός":"ξηρός",
"ξηροτύρη":"ξηροτύρη",
"ξηρού":"ξηρός",
"ξηρούς":"ξηρός",
"ξηρών":"ξηρός",
"ξιδάτες":"ξιδάτος",
"ξιδάτος":"ξιδάτος",
"ξίδι":"ξίδι",
"ξινά":"ξινός",
"ξινή":"ξινός",
"ξινόμαυρο":"ξινόμαυρος",
"ξινόμαυρου":"ξινόμαυρος",
"ξιφασκια":"ξιφασκία",
"ξιφασκίας":"ξιφασκία",
"ξίφη":"ξίφος",
"ξιφιας":"ξιφίας",
"ξιφίας":"ξιφίας",
"ξιφολόγχες":"ξιφολόγχη",
"ξίφος":"ξίφος",
"ξίφους":"ξίφος",
"ξόανα":"ξόανο",
"ξόδεμα":"ξόδεμα",
"ξόδευαν":"ξοδεύω",
"ξόδευε":"ξοδεύω",
"ξοδεύει":"ξοδεύω",
"ξοδεύεις":"ξοδεύω",
"ξοδεύετε":"ξοδεύω",
"ξοδευόμαστε":"ξοδεύω",
"ξοδεύονται":"ξοδεύω",
"ξοδεύοντας":"ξοδεύω",
"ξοδεύουμε":"ξοδεύω",
"ξοδεύουν":"ξοδεύω",
"ξοδευτεί":"ξοδεύω",
"ξοδεύτηκαν":"ξοδεύω",
"ξοδεύτηκε":"ξοδεύω",
"ξοδευτούν":"ξοδεύω",
"ξόδεψα":"ξοδεύω",
"ξοδέψαμε":"ξοδεύω",
"ξόδεψαν":"ξοδεύω",
"ξόδεψε":"ξοδεύω",
"ξοδέψει":"ξοδεύω",
"ξοδέψεις":"ξοδεύω",
"ξοδέψετε":"ξοδεύω",
"ξοδέψουμε":"ξοδεύω",
"ξοδέψουν":"ξοδεύω",
"ξόρκια":"ξόρκι",
"ξορκίζουμε":"ξορκίζω",
"ξορκίζουν":"ξορκίζω",
"ξόρκισε":"ξορκίζω",
"ξορκίσει":"ξορκίζω",
"ξορκίσουμε":"ξορκίζω",
"ξουφαρίδης":"ξουφαρίδης",
"ξοφλημένο":"ξοφλημένος",
"ξοφλήσαμε":"ξοφλώ",
"ξοφλήσει":"ξοφλώ",
"ξύγκια":"ξύγκι",
"ξυδάς":"ξυδάς",
"ξύδι":"ξύδι",
"ξυδού":"ξυδού",
"ξύλα":"ξύλο",
"ξυλαδικα":"ξυλάδικο",
"ξυλάδικα":"ξυλάδικο",
"ξυλαράκια":"ξυλαράκι",
"ξυλεία":"ξυλεία",
"ξυλειας":"ξυλεία",
"ξυλείας":"ξυλεία",
"ξυλεμπορια":"ξυλεμπόριο",
"ξυλεμποριας":"ξυλεμποριας",
"ξυλεύεται":"ξυλεύομαι",
"ξύλημα":"ξύλημα",
"ξυλιάσαμε":"ξυλιάζω",
"ξύλινα":"ξύλινος",
"ξύλινες":"ξύλινος",
"ξύλινη":"ξύλινος",
"ξύλινης":"ξύλινος",
"ξύλινο":"ξύλινος",
"ξύλινοι":"ξύλινος",
"ξύλινος":"ξύλινος",
"ξύλινου":"ξύλινος",
"ξύλινων":"ξύλινος",
"ξύλο":"ξύλο",
"ξυλόγλυπτα":"ξυλόγλυπτο",
"ξυλόγλυπτη":"ξυλόγλυπτος",
"ξυλόγλυπτο":"ξυλόγλυπτος",
"ξυλογραφίες":"ξυλογραφία",
"ξυλοδαρμό":"ξυλοδαρμός",
"ξυλοδαρμός":"ξυλοδαρμός",
"ξυλοδαρμού":"ξυλοδαρμός",
"ξυλοδαρμούς":"ξυλοδαρμός",
"ξυλοκεράτια":"ξυλοκεράτια",
"ξυλοκοπήθηκε":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκοπηθούν":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκόπημα":"ξυλοκόπημα",
"ξυλοκόπησαν":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκόπησε":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκόποι":"ξυλοκόπος",
"ξυλοκοπούν":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκοπούνται":"ξυλοκοπώ",
"ξυλοκοπούσαν":"ξυλοκοπώ",
"ξυλομπογιές":"ξυλομπογιά",
"ξυλοπόδαρα":"ξυλοπόδαρο",
"ξυλοπόδαροι":"ξυλοπόδαρος",
"ξυλοπόδαρους":"ξυλοπόδαρος",
"ξυλόσομπας":"ξυλόσομπα",
"ξυλόσομπες":"ξυλόσομπα",
"ξύλου":"ξύλο",
"ξυλούπολη":"ξυλούπολη",
"ξυλουργείο":"ξυλουργείο",
"ξυλουργός":"ξυλουργός",
"ξυλοφορτώνει":"ξυλοφορτώνω",
"ξυλοφόρτωσε":"ξυλοφορτώνω",
"ξυλοφορτώσει":"ξυλοφορτώνω",
"ξυλοφραγμάτων":"ξυλοφραγμάτων",
"ξύλων":"ξύλο",
"ξυνάδας":"ξυνάδας",
"ξύνεστε":"ξύνω",
"ξυνόμηλο":"ξινόμηλο",
"ξύνουν":"ξύνω",
"ξυπνά":"ξυπνώ",
"ξύπνα":"ξυπνώ",
"ξυπνάει":"ξυπνώ",
"ξυπνάμε":"ξυπνώ",
"ξυπνάς":"ξυπνώ",
"ξυπνάτε":"ξυπνώ",
"ξυπνάω":"ξυπνώ",
"ξύπνημα":"ξύπνημα",
"ξυπνήσαμε":"ξυπνώ",
"ξύπνησαν":"ξυπνώ",
"ξύπνησε":"ξυπνώ",
"ξυπνήσει":"ξυπνώ",
"ξυπνήσετε":"ξυπνώ",
"ξυπνήσουμε":"ξυπνώ",
"ξυπνήσουν":"ξυπνώ",
"ξυπνήστε":"ξυπνώ",
"ξυπνητήρι":"ξυπνητήρι",
"ξυπνητήρια":"ξυπνητήρι",
"ξύπνια":"ξύπνιος",
"ξύπνιο":"ξύπνιος",
"ξύπνιων":"ξύπνιος",
"ξυπνούν":"ξυπνώ",
"ξυπνούσα":"ξυπνώ",
"ξυπνούσαν":"ξυπνώ",
"ξυπνούσε":"ξυπνώ",
"ξυπνώντας":"ξυπνώ",
"ξυπόλητα":"ξυπόλητος",
"ξυπόλητοι":"ξυπόλητος",
"ξυπόλητος":"ξυπόλητος",
"ξυπόλυτος":"ξυπόλυτος",
"ξυραφάκια":"ξυραφάκι",
"ξυράφι":"ξυράφι",
"ξυράφια":"ξυράφι",
"ξυραφιού":"ξυράφι",
"ξυρίζεται":"ξυρίζω",
"ξυρίζονται":"ξυρίζω",
"ξύρισμα":"ξύρισμα",
"ξυρισμένο":"ξυρίζω",
"ξυριστική":"ξυριστικός",
"ξύσει":"ξύνω",
"ξύσεις":"ξύνω",
"ξύσμα":"ξύσμα",
"ξυστά":"ξυστά",
"ξυστό":"ξυστός",
"ξύστρες":"ξύστρα",
"ξωκκλήσι":"ξωκκλήσι",
"ξωκλήσια":"ξωκλήσι",
"ξωμάχοι":"ξωμάχος",
"ξωτικά":"ξωτικός",
"ξωτικού":"ξωτικός",
"ξώφαλτσα":"ξώφαλτσα",
"ξωχέλλης":"ξωχέλλης",
"ο":"ο",
"ο'":"ο'",
"'ο":"'ο",
"ό":"ό",
"ό,τι":"ό,τι",
"ο.":"ο.",
"ο.α.":"ο.α.",
"ο.ε.":"ο.ε.",
"ο.ε.ε.":"ο.ε.ε.",
"ο.κ.":"ο.κ.",
"ο.σ.ε.":"ο.σ.ε.",
"ο.τ.ε.":"ο.τ.ε.",
"ο.φ.η.":"ο.φ.η.",
"οn":"οn",
"οysho":"οysho",
"οα":"οα",
"οαε":"οαε",
"οαεδ":"οαεδ",
"οαθ":"οαθ",
"οακα":"οακα",
"οασε":"οασε",
"οάσεις":"όαση",
"οαση":"όαση",
"όαση":"όαση",
"οασθ":"οασθ",
"οασπ":"οασπ",
"οβάλ":"οβάλ",
"οβίδα":"οβίδα",
"οβιδοβόλων":"οβιδοβόλο",
"οβολό":"οβολός",
"οβολούς":"οβολός",
"οβολών":"οβολός",
"ογα":"ογα",
"όγδοη":"όγδοος",
"όγδοης":"όγδοος",
"ογδόντα":"ογδόντα",
"ογδοντάχρονη":"ογδοντάχρονος",
"ογδονταχρονος":"ογδοντάχρονος",
"όγδοο":"όγδοο",
"όγδοος":"όγδοος",
"όγδοου":"όγδοο",
"ογεεκα":"ογεεκα",
"ογκανιάδη":"ογκανιάδη",
"όγκαστ":"όγκαστ",
"ογκέ":"ογκέ",
"ογκενιάν":"ογκενιάν",
"ογκνιένοβιτς":"ογκνιένοβιτς",
"ογκο":"όγκος",
"όγκο":"όγκος",
"όγκοι":"όγκος",
"ογκόλιθο":"ογκόλιθος",
"ογκόλιθοι":"ογκόλιθος",
"ογκόλιθου":"ογκόλιθος",
"ογκόλιθους":"ογκόλιθος",
"ογκολογικά":"ογκολογικός",
"ογκολογικής":"ογκολογικός",
"ογκολόγο":"ογκολόγος",
"ογκολόγος":"ογκολόγος",
"ογκομέτρηση":"ογκομέτρηση",
"ογκομέτρησης":"ογκομέτρηση",
"ογκομετρικής":"ογκομετρικός",
"ογκόνι":"ογκόνι",
"όγκος":"όγκος",
"όγκου":"όγκος",
"ογκούμενη":"ογκούμενος",
"ογκούμενης":"ογκούμενος",
"ογκούμενο":"ογκούμενος",
"ογκουνσοτο":"ογκουνσοτο",
"ογκουνσότο":"ογκουνσότο",
"όγκους":"όγκος",
"ογκώδεις":"ογκώδης",
"ογκώδες":"ογκώδης",
"ογκωδέστατη":"ογκώδης",
"ογκωδέστατο":"ογκώδης",
"ογκώδη":"ογκώδης",
"ογκώδης":"ογκώδης",
"ογκώδους":"ογκώδης",
"όγκων":"όγκος",
"οδδυ":"οδδυ",
"οδεύει":"οδεύω",
"οδεύοντας":"οδεύω",
"οδεύουμε":"οδεύω",
"οδεύουν":"οδεύω",
"οδεύσει":"οδεύω",
"οδεύσουν":"οδεύω",
"οδηγεί":"οδηγώ",
"οδηγείς":"οδηγώ",
"οδηγείται":"οδηγώ",
"οδηγείτε":"οδηγώ",
"οδηγηθεί":"οδηγώ",
"οδηγηθείτε":"οδηγώ",
"οδηγήθηκα":"οδηγώ",
"οδηγήθηκαν":"οδηγώ",
"οδηγήθηκε":"οδηγώ",
"οδηγηθούμε":"οδηγώ",
"οδηγηθούν":"οδηγώ",
"οδηγήσαμε":"οδηγώ",
"οδήγησαν":"οδηγώ",
"οδήγησε":"οδηγώ",
"οδηγήσει":"οδηγώ",
"οδηγήσεις":"οδηγώ",
"οδηγήσετε":"οδηγώ",
"οδήγηση":"οδήγηση",
"οδήγησης":"οδήγηση",
"οδηγήσουμε":"οδηγώ",
"οδηγήσουν":"οδηγώ",
"οδηγία":"οδηγία",
"οδηγίας":"οδηγία",
"οδηγιες":"οδηγία",
"οδηγίες":"οδηγία",
"οδηγιών":"οδηγία",
"οδηγό":"οδηγός",
"οδηγοί":"οδηγός",
"οδηγός":"οδηγός",
"οδηγού":"οδηγός",
"οδηγούμαι":"οδηγώ",
"οδηγούμαστε":"οδηγώ",
"οδηγούμε":"οδηγώ",
"οδηγούμενο":"οδηγούμενος",
"οδηγούμενοι":"οδηγούμενος",
"οδηγούν":"οδηγώ",
"οδηγούνται":"οδηγώ",
"οδηγούς":"οδηγός",
"οδηγούσαν":"οδηγώ",
"οδηγούσε":"οδηγώ",
"οδηγούς-παραβάτες":"οδηγούς-παραβάτες",
"οδηγού-συνοδηγού":"οδηγού-συνοδηγού",
"οδηγώ":"οδηγώ",
"οδηγων":"οδηγός",
"οδηγών":"οδηγός",
"οδηγώντας":"οδηγώ",
"οδησσό":"οδησσός",
"οδησσού":"οδησσός",
"οδικά":"οδικός",
"οδικές":"οδικός",
"οδική":"οδικός",
"οδικής":"οδικός",
"οδικό":"οδικός",
"οδικός":"οδικός",
"οδικού":"οδικός",
"οδικούς":"οδικός",
"οδικών":"οδικός",
"οδικώς":"οδικώς",
"οδό":"οδός",
"οδοί":"οδός",
"οδοιπορία":"οδοιπορία",
"οδοιπορικά":"οδοιπορικός",
"οδοιπορικό":"οδοιπορικός",
"οδοιπορικού":"οδοιπορικός",
"οδοιπόροι":"οδοιπόρος",
"οδοιπόρος":"οδοιπόρος",
"οδοκαθαριστής":"οδοκαθαριστής",
"οδομαχίες":"οδομαχία",
"οδόν":"οδός",
"οδοντιατρική":"οδοντιατρικός",
"οδοντιατρικής":"οδοντιατρική",
"οδοντιατρικών":"οδοντιατρικός",
"οδοντίατρο":"οδοντίατρος",
"οδοντίατροι":"οδοντίατρος",
"οδοντίατρος":"οδοντίατρος",
"οδοντιάτρου":"οδοντίατρος",
"οδοντίατρου":"οδοντίατρος",
"οδοντιάτρους":"οδοντίατρος",
"οδοντίατρους":"οδοντίατρος",
"οδοντιάτρων":"οδοντίατρος",
"οδοντόβουρτσες":"οδοντόβουρτσα",
"οδοντογλυφίδα":"οδοντογλυφίδα",
"οδοντογλυφίδες":"οδοντογλυφίδα",
"οδοντόκρεμες":"οδοντόκρεμα",
"οδοντοστοιχία":"οδοντοστοιχία",
"οδοντοστοιχίες":"οδοντοστοιχία",
"οδοντοτεχνίτης":"οδοντοτεχνίτης",
"οδόντων":"οδούς",
"οδοντωτό":"οδοντωτός",
"οδοντωτός":"οδοντωτός",
"οδοντωτού":"οδοντωτός",
"οδοποιία":"οδοποιία",
"οδοποιίας":"οδοποιία",
"οδος":"οδός",
"οδός":"οδός",
"οδόστρωμα":"οδόστρωμα",
"οδοστρώματα":"οδόστρωμα",
"οδοστρώματος":"οδόστρωμα",
"οδοστρωμάτων":"οδόστρωμα",
"οδοστρωτήρα":"οδοστρωτήρας",
"οδοστρωτήρας":"οδοστρωτήρας",
"οδού":"οδός",
"οδούς":"οδός",
"οδόφραγμα":"οδόφραγμα",
"οδοφράγματα":"οδόφραγμα",
"οδπε":"οδπε",
"οδύνη":"οδύνη",
"οδυνηρές":"οδυνηρός",
"οδυνηρή":"οδυνηρός",
"οδυνηρό":"οδυνηρός",
"οδύνης":"οδύνη",
"οδυρμό":"οδυρμός",
"οδυρμός":"οδυρμός",
"οδυσσέα":"οδυσσέας",
"οδυσσεας":"οδυσσέας",
"οδυσσέας":"οδυσσέας",
"οδυσσεβάχ":"οδυσσεβάχ",
"οδυσσεια":"οδύσσεια",
"οδύσσεια":"οδύσσεια",
"οδυσσέως":"οδυσσέως",
"οδών":"οδός",
"οε":"οε",
"όε":"όε",
"οεκ":"οεκ",
"οζ":"οζ",
"οζάκα":"οζάκα",
"όζον":"όζον",
"όζοντος":"όζον",
"οηε":"οηε",
"όθιο":"όθιο",
"οθόνες":"οθόνη",
"οθόνη":"οθόνη",
"οθονης":"οθόνη",
"οθόνης":"οθόνη",
"οθόνης­":"οθόνης­",
"οθωμανική":"οθωμανικός",
"οθωμανικής":"οθωμανικός",
"οθωμανικό":"οθωμανικός",
"οθωμανικού":"οθωμανικός",
"οθωμανούς":"οθωμανός",
"όθων":"όθων",
"όθωνα":"όθωνας",
"όθωνας":"όθωνας",
"όθωνος":"όθων",
"οι":"ο",
"­οι":"­οι",
"όι":"όι",
"οιαδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οιανδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οιασδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οίδα":"οίδα",
"οίδα'":"οίδα'",
"οίδασι":"οίδασι",
"οίδασιν":"οίδασιν",
"οίδε":"οίδε",
"οίδημα":"οίδημα",
"οιεσδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οίηση":"οίηση",
"οίησή":"οίηση",
"οικεία":"οικείος",
"οικείας":"οικείος",
"οικείες":"οικείος",
"οικείο":"οικείος",
"οικειοθελή":"οικειοθελής",
"οικειοθελώς":"οικειοθελώς",
"οικείοι":"οικείος",
"οικειοποιήθηκε":"οικειοποιούμαι",
"οικειοποιηθούν":"οικειοποιούμαι",
"οικειοποιούνται":"οικειοποιούμαι",
"οικείος":"οικείος",
"οικειότητα":"οικειότητα",
"οικειότητά":"οικειότητα",
"οικειότητας":"οικειότητα",
"οικείου":"οικείος",
"οικείους":"οικείος",
"οικείων":"οικείος",
"οίκημα":"οίκημα",
"οικήματα":"οίκημα",
"οικία":"οικία",
"οικιακά":"οικιακός",
"οικιακές":"οικιακός",
"οικιακή":"οικιακός",
"οικιακής":"οικιακός",
"οικιακού":"οικιακός",
"οικιακούς":"οικιακός",
"οικιακών":"οικιακός",
"οικίας":"οικία",
"οικίες":"οικία",
"οικίσκοι":"οικίσκος",
"οικίσκων":"οικίσκος",
"οικισμό":"οικισμός",
"οικισμοί":"οικισμός",
"οικισμός":"οικισμός",
"οικισμού":"οικισμός",
"οικισμούς":"οικισμός",
"οικισμών":"οικισμός",
"οικιστ":"οικιστ",
"οικιστές":"οικιστής",
"οικιστικά":"οικιστικός",
"οικιστικές":"οικιστικός",
"οικιστική":"οικιστικός",
"οικιστικής":"οικιστικός",
"οικιστικό":"οικιστικός",
"οικιστικών":"οικιστικός",
"οικιών":"οικία",
"οίκο":"οίκος",
"οικοανάπτυξη":"οικοανάπτυξη",
"οικογένεια":"οικογένεια",
"οικογένειά":"οικογένεια",
"οικογένεία":"οικογένεια",
"οικογενειακά":"οικογενειακά",
"οικογενειακά":"οικογενειακός",
"οικογενειακαί":"οικογενειακός",
"οικογενειακές":"οικογενειακός",
"οικογενειακή":"οικογενειακός",
"οικογενειακής":"οικογενειακός",
"οικογενειακό":"οικογενειακός",
"οικογενειακοί":"οικογενειακός",
"οικογενειακος":"οικογενειακός",
"οικογενειακός":"οικογενειακός",
"οικογενειακού":"οικογενειακός",
"οικογενειακούς":"οικογενειακός",
"οικογενειακών":"οικογενειακός",
"οικογενειακώς":"οικογενειακά",
"οικογενειάρχες":"οικογενειάρχης",
"οικογενειάρχη":"οικογενειάρχης",
"οικογενειάρχης":"οικογενειάρχης",
"οικογενείας":"οικογένεια",
"οικογένειας":"οικογένεια",
"οικογένειάς":"οικογένεια",
"οικογένειες":"οικογένεια",
"οικογένειές":"οικογένεια",
"οικογενειοκρατία":"οικογενειοκρατία",
"οικογενειών":"οικογένεια",
"οικοδέσποινα":"οικοδέσποινα",
"οικοδεσπότες":"οικοδεσπότης",
"οικοδεσπότη":"οικοδεσπότης",
"οικοδεσπότης":"οικοδεσπότης",
"οικοδομεί":"οικοδομώ",
"οικοδομείται":"οικοδομώ",
"οικοδομές":"οικοδομή",
"οικοδομή":"οικοδομή",
"οικοδομηθεί":"οικοδομώ",
"οικοδομήθηκε":"οικοδομώ",
"οικοδόμημα":"οικοδόμημα",
"οικοδομήματα":"οικοδόμημα",
"οικοδομήματος":"οικοδόμημα",
"οικοδομημένο":"οικοδομώ",
"οικοδομής":"οικοδομή",
"οικοδομήσει":"οικοδομώ",
"οικοδόμηση":"οικοδόμηση",
"οικοδόμησή":"οικοδόμηση",
"οικοδόμησης":"οικοδόμηση",
"οικοδομήσιμα":"οικοδομήσιμος",
"οικοδομησιμότητα":"οικοδομησιμότητα",
"οικοδομήσουμε":"οικοδομώ",
"οικοδομήσουν":"οικοδομώ",
"οικοδομικά":"οικοδομικός",
"οικοδομικες":"οικοδομικός",
"οικοδομικές":"οικοδομικός",
"οικοδομικη":"οικοδομικός",
"οικοδομική":"οικοδομικός",
"οικοδομικής":"οικοδομικός",
"οικοδομικό":"οικοδομικός",
"οικοδομικοί":"οικοδομικός",
"οικοδομικός":"οικοδομικός",
"οικοδομικού":"οικοδομικός",
"οικοδομικούς":"οικοδομικός",
"οικοδομικών":"οικοδομικός",
"οικοδόμοι":"οικοδόμος",
"οικοδόμος":"οικοδόμος",
"οικοδόμου":"οικοδόμος",
"οικοδομούν":"οικοδομώ",
"οικοδομούνται":"οικοδομώ",
"οικοδόμους":"οικοδόμος",
"οικοδομούσαμε":"οικοδομώ",
"οικοδομούσε":"οικοδομώ",
"οικοδομών":"οικοδομή",
"οικοδόμων":"οικοδόμος",
"οικοδομώντας":"οικοδομώ",
"οίκοι":"οίκος",
"οικοκυρά":"οικοκυρά",
"οικολογια":"οικολογία",
"οικολογία":"οικολογία",
"οικολογία-αλληλεγγύη":"οικολογία-αλληλεγγύη",
"οικολογίας":"οικολογία",
"οικολογικά":"οικολογικός",
"οικολογικές":"οικολογικός",
"οικολογική":"οικολογικός",
"οικολογικής":"οικολογικός",
"οικολογικό":"οικολογικός",
"οικολογικός":"οικολογικός",
"οικολογικού":"οικολογικός",
"οικολογικών":"οικολογικός",
"οικολόγο":"οικολόγος",
"οικολόγοι":"οικολόγος",
"οικολόγος":"οικολόγος",
"οικολόγου":"οικολόγος",
"οικολόγους":"οικολόγος",
"οικολόγων":"οικολόγος",
"οίκον":"οίκος",
"οικονομάκης":"οικονομάκης",
"οικονομήσουν":"οικονομώ",
"οικονομια":"οικονομία",
"οικονομία":"οικονομία",
"οικονομίας":"οικονομία",
"οικονομίδη":"οικονομίδης",
"οικονομιδης":"οικονομίδης",
"οικονομίδης":"οικονομίδης",
"οικονομίες":"οικονομία",
"οικονομικά":"οικονομικά",
"οικονομικά":"οικονομικός",
"οικονομικές":"οικονομικός",
"οικονομικη":"οικονομικός",
"οικονομική":"οικονομικός",
"οικονομικής":"οικονομικός",
"οικονομικής-κοινωνικής":"οικονομικής-κοινωνικής",
"οικονομικό":"οικονομικός",
"οικονομικοί":"οικονομικός",
"οικονομικόν":"οικονομικός",
"οικονομικός":"οικονομικός",
"οικονομικότερες":"οικονομικός",
"οικονομικότερη":"οικονομικός",
"οικονομικοτεχνικά":"οικονομικοτεχνικός",
"οικονομικοτεχνικές":"οικονομικοτεχνικός",
"οικονομικού":"οικονομικός",
"οικονομικούς":"οικονομικός",
"οικονομικών":"οικονομικά",
"οικονομικων":"οικονομικός",
"οικονομικών":"οικονομικός",
"οικονομικώς":"οικονομικά",
"οικονομιστών":"οικονομιστών",
"οικονομιών":"οικονομία",
"οικονομιών'":"οικονομιών'",
"οικονομολόγο":"οικονομολόγος",
"οικονομολογοι":"οικονομολόγος",
"οικονομολόγοι":"οικονομολόγος",
"οικονομολόγος":"οικονομολόγος",
"οικονομολόγου":"οικονομολόγος",
"οικονομολόγους":"οικονομολόγος",
"οικονομολόγων":"οικονομολόγος",
"οικονομόπουλο":"οικονομόπουλος",
"οικονομοπούλου":"οικονομόπουλος",
"οικονομοτεχνική":"οικονομοτεχνικός",
"οικονομου":"οικονόμου",
"οικονόμου":"οικονόμου",
"οικοξεναγός":"οικοξεναγός",
"οικόπεδα":"οικόπεδο",
"οικοπεδική":"οικοπαιδικός",
"οικόπεδο":"οικόπεδο",
"οικόπεδό":"οικόπεδο",
"οικοπεδοποίηση":"οικοπεδοποίηση",
"οικοπεδοποίησή":"οικοπεδοποίηση",
"οικοπέδου":"οικόπεδο",
"οικοπέδων":"οικόπεδο",
"οικοπεριηγήσεων":"οικοπεριήγηση",
"οικος":"οίκος",
"οίκος":"οίκος",
"οικόσημο":"οικόσημο",
"οικόσιτα":"οικόσιτος",
"οικοσκευή":"οικοσκευή",
"οικοσύστημα":"οικοσύστημα",
"οικοσύστημά":"οικοσύστημα",
"οικοσυστήματα":"οικοσύστημα",
"οικοσυστήματος":"οικοσύστημα",
"οικοτεχνίας":"οικοτεχνία",
"οικοτοξικολογία":"οικοτοξικολογία",
"οικοτουρισμού":"οικοτουρισμός",
"οικοτουρίστες":"οικοτουρίστας",
"οικοτουριστικές":"οικοτουριστικός",
"οικοτουριστικού":"οικοτουριστικός",
"οικοτουριστικών":"οικοτουριστικός",
"οικοτροφεία":"οικοτροφείο",
"οικοτροφείο":"οικοτροφείο",
"οικοτροφείον'":"οικοτροφείον'",
"οικότροφος":"οικότροφος",
"οίκου":"οίκος",
"οικουμένης":"οικουμένη",
"οικουμενικές":"οικουμενικός",
"οικουμενική":"οικουμενικός",
"οικουμενικής":"οικουμενικός",
"οικουμενικό":"οικουμενικός",
"οικουμενικός":"οικουμενικός",
"οικουμενικότητα":"οικουμενικότητα",
"οικουμενικού":"οικουμενικός",
"οίκους":"οίκος",
"οίκτο":"οίκτος",
"οίκτος":"οίκτος",
"οίκτου":"οίκτος",
"οικτρά":"οικτρά",
"οικτρή":"οικτρός",
"οικτρό":"οικτρός",
"οίκω":"οίκω",
"οίκων":"οίκος",
"οινεργα":"οινεργα",
"οινικά":"οινικός",
"οινικές":"οινικός",
"οινική":"οινικός",
"οινικό":"οινικός",
"οίνο":"οίνος",
"οινογευστικής":"οινογευστικός",
"οινόη":"οινόη",
"οινολόγοι":"οινολόγος",
"οινολόγου":"οινολόγος",
"οινομαγειρέματα":"οινομαγείρεμα",
"οινοπαραγωγής":"οινοπαραγωγή",
"οινοπαραγωγικής":"οινοπαραγωγικός",
"οινοπαραγωγοί":"οινοπαραγωγός",
"οινοπαραγωγού":"οινοπαραγωγός",
"οινοπαραγωγούς":"οινοπαραγωγός",
"οινοπαραγωγών":"οινοπαραγωγός",
"οινόπνευμα":"οινόπνευμα",
"οινοπνεύματος":"οινόπνευμα",
"οινοπνευματώδη":"οινοπνευματώδης",
"οινοπνευματωδών":"οινοπνευματώδης",
"οινοποιημένα":"οινοποιημένος",
"οινοποιία":"οινοποιία",
"οινοποιός":"οινοποιός",
"οινοποσία":"οινοποσία",
"οίνος":"οίνος",
"οινοσοφίας":"οινοσοφία",
"οινου":"οίνος",
"οίνου":"οίνος",
"οινόφιλο":"οινόφιλος",
"οινόφιλοι":"οινόφιλος",
"οινόφιλος":"οινόφιλος",
"οίνων":"οίνος",
"οιονδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οιονεί":"οιονεί",
"οιοσδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οιουδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οις":"οις",
"οισοφάγου":"οισοφάγος",
"οίστρο":"οίστρος",
"οιστρογόνα":"οιστρογόνο",
"οιστρογόνων":"οιστρογόνο",
"οιχαλίας":"οιχαλίας",
"οιωνδήποτε":"οιοσδήποτε",
"οιωνό":"οιωνός",
"οιωνοί":"οιωνός",
"οιωνός":"οιωνός",
"οιωνούς":"οιωνός",
"οκ":"οκ",
"οκάδων":"οκά",
"οκαζακι":"οκαζακι",
"οκαζάκι":"οκαζάκι",
"οκανα":"οκανα",
"οκε":"οκε",
"οκέι":"οκέι",
"οκκά":"οκκά",
"οκκάς":"οκκάς",
"οκλαδον":"οκλαδόν",
"οκλαδόν":"οκλαδόν",
"όκλαντ":"όκλαντ",
"οκλαχόμα":"οκλαχόμα",
"οκλαχόμας":"οκλαχόμας",
"οκνεύω":"οκνεύω",
"οκνηρία":"οκνηρία",
"όκνος":"όκνος",
"ο'κόνορ":"ο'κόνορ",
"οκούμπο":"οκούμπο",
"οκούρ":"οκούρ",
"οκσάνα":"οκσάνα",
"οκτ":"οκτ",
"οκτάβιο":"οκτάβιος",
"οκτάδα":"οκτάδα",
"οκταετή":"οκταετής",
"οκταετία":"οκταετία",
"οκταετίας":"οκταετία",
"οκταετών":"οκταετής",
"οκτάι":"οκτάι",
"οκτακόσια":"οκτακόσιοι",
"οκτακόσιες":"οκτακόσιοι",
"οκτακοσίων":"οκτακόσιοι",
"οκτάλεπτα":"οκτάλεπτο",
"οκτάλεπτο":"οκτάλεπτο",
"οκταμελής":"οκταμελής",
"οκτάμηνη":"οκτάμηνος",
"οκτάμηνης":"οκτάμηνος",
"οκτάμηνο":"οκτάμηνος",
"οκτάχρονα":"οκτάχρονος",
"οκτάχρονη":"οκτάχρονος",
"οκτάχρονο":"οκτάχρονος",
"οκτάχρονου":"οκτάχρονος",
"οκτάωρο":"οκτάωρος",
"οκταώρου":"οκτάωρος",
"οκτάωρου":"οκτάωρος",
"οκτοπουσι":"οκτοπουσι",
"οκτόπουσι":"οκτόπουσι",
"οκτω":"οκτώ",
"οκτώ":"οκτώ",
"οκτώβρη":"οκτώβρης",
"οκτωβριανή":"οκτωβριανός",
"οκτώβριο":"οκτώβριος",
"οκτώβριος":"οκτώβριος",
"οκτωβρίου":"οκτώβριος",
"οκτώμβριο":"οκτώμβριο",
"οκτώμισι":"οκτώμισι",
"ολ":"ολ",
"όλ'":"όλος",
"ολα":"όλος",
"όλα":"όλος",
"ολάζουγιον":"ολάζουγιον",
"ολάκερη":"ολάκερος",
"ολάντ":"ολάντ",
"όλας":"όλας",
"ολαχ":"ολαχ",
"όλγα":"όλγα",
"ολγας":"όλγα",
"όλγας":"όλγα",
"όλεγκ":"όλεγκ",
"ολέθρια":"ολέθρια",
"ολέθρια":"ολέθριος",
"ολεθριας":"ολέθριος",
"ολέθριες":"ολέθριος",
"ολέθριο":"ολέθριος",
"ολέθριος":"ολέθριος",
"ολέθριου":"ολέθριος",
"όλεθρο":"όλεθρος",
"όλεθρος":"όλεθρος",
"ολεθρου":"όλεθρος",
"ολέθρου":"όλεθρος",
"ολες":"όλος",
"όλες":"όλος",
"ολη":"όλος",
"όλη":"όλος",
"ολημερίς":"ολημερίς",
"όλης":"όλος",
"ολθ":"ολθ",
"όλι":"όλι",
"ολίβα":"ολίβα",
"ολιβάρεζ":"ολιβάρεζ",
"ολιβέιρα":"ολιβέιρα",
"όλιβερ":"όλιβερ",
"ολιβιέ":"ολιβιέ",
"ολίγα":"ολίγος",
"ολιγάριθμες":"ολιγάριθμος",
"ολιγαρίθμων":"ολιγάριθμος",
"ολιγάρκεια":"ολιγάρκεια",
"ολιγαρκής":"ολιγαρκής",
"ολιγαρχία":"ολιγαρχία",
"ολιγαρχίας":"ολιγαρχία",
"ολίγες":"ολίγος",
"ολίγη":"ολίγος",
"ολίγο":"ολίγος",
"ολιγοήμερες":"ολιγοήμερος",
"ολιγοήμερη":"ολιγοήμερος",
"ολίγοι":"ολίγος",
"ολίγοις":"ολίγοις",
"ολιγόλεπτα":"ολιγόλεπτος",
"ολιγόλεπτες":"ολιγόλεπτος",
"ολιγόλεπτη":"ολιγόλεπτος",
"ολιγόλογος":"ολιγόλογος",
"ολιγομελείς":"ολιγομελής",
"ολιγομελές":"ολιγομελής",
"ολιγομελή":"ολιγομελής",
"ολιγομελών":"ολιγομελής",
"ολιγόμηνη":"ολιγόμηνος",
"ολίγον":"ολίγος",
"όλιγον":"ολίγος",
"ολιγοπώλια":"ολιγοπώλιο",
"ολιγοπωλιακές":"ολιγοπωλιακός",
"ολιγοπώλιο":"ολιγοπώλιο",
"ολιγοπωλίου":"ολιγοπώλιο",
"ολιγοσέλιδο":"ολιγοσέλιδος",
"ολίγου":"ολίγος",
"ολίγους":"ολίγος",
"ολιγόωρη":"ολιγόωρος",
"ολίγων":"ολίγος",
"ολιγωρεί":"ολιγωρώ",
"ολιγώρησαν":"ολιγωρώ",
"ολιγωρία":"ολιγωρία",
"ολιγωρίας":"ολιγωρία",
"ολιγωρίες":"ολιγωρία",
"ολικά":"ολικός",
"ολική":"ολικός",
"ολικής":"ολικός",
"ολίμπια":"ολίμπια",
"ολίμπια12-31062":"ολίμπια12-31062",
"ολίμπια61":"ολίμπια61",
"ολίμπικο":"ολίμπικο",
"ολισαντέμπε":"ολισαντέμπε",
"ολισθαίνει":"ολισθαίνω",
"ολίσθημα":"ολίσθημα",
"ολισθήματα":"ολίσθημα",
"ολισθηρά":"ολισθηρός",
"ολισθηρό":"ολισθηρός",
"ολισθηρότητα":"ολισθηρότητα",
"ολισθηρότητας":"ολισθηρότητα",
"ολίσθησης":"ολίσθηση",
"ολιστική":"ολιστικός",
"ολκής":"ολκή",
"ολλ":"ολλ",
"ολλανδια":"ολλανδία",
"ολλανδία":"ολλανδία",
"ολλανδίας":"ολλανδία",
"ολλανδικά":"ολλανδικός",
"ολλανδική":"ολλανδικός",
"ολλανδικής":"ολλανδικός",
"ολλανδικό":"ολλανδικός",
"ολλανδικοί":"ολλανδικός",
"ολλανδικού":"ολλανδικός",
"ολλανδικών":"ολλανδικός",
"ολλανδό":"ολλανδός",
"ολλανδοί":"ολλανδός",
"ολλανδος":"ολλανδός",
"ολλανδός":"ολλανδός",
"ολλανδού":"ολλανδός",
"ολλανδούς":"ολλανδός",
"ολλανδών":"ολλανδός",
"ολμε":"ολμε",
"ολμέρ":"ολμέρ",
"ολμέρτ":"ολμέρτ",
"όλμου":"όλμος",
"ολμπ":"ολμπ",
"ολμπράιτ":"ολμπράιτ",
"όλμπραϊτ":"όλμπραϊτ",
"ολντ":"ολντ",
"ολνταμ":"ολνταμ",
"όλντερνταϊς":"όλντερνταϊς",
"όλντρις":"όλντρις",
"ολντριτζ":"ολντριτζ",
"όλντριτς":"όλντριτς",
"όλο":"όλο",
"όλο":"όλος",
"ολοβοκάντι":"ολοβοκάντι",
"ολόγραμμα":"ολόγραμμα",
"ολογράμματος":"ολόγραμμα",
"ολογράφως":"ολογράφως",
"ολόγυμνος":"ολόγυμνος",
"ολόγυρα":"ολόγυρα",
"ολοένα":"ολοένα",
"ολοζώντανες":"ολοζώντανος",
"ολοζώντανη":"ολοζώντανος",
"ολοήμερα":"ολοήμερα",
"ολοήμερες":"ολοήμερος",
"ολοήμερου":"ολοήμερος",
"ολοι":"όλος",
"όλοι":"όλος",
"ολόιδια":"ολόιδιος",
"ολόιδιες":"ολόιδιος",
"ολοκάθαρα":"ολοκάθαρος",
"ολοκάθαρος":"ολοκάθαρος",
"ολοκαίνουργια":"ολοκαίνουργος",
"ολοκαίνουργιες":"ολοκαίνουργος",
"ολοκαίνουργιο":"ολοκαίνουργος",
"ολοκαίνουργιος":"ολοκαίνουργος",
"ολοκαίνουργιου":"ολοκαίνουργος",
"ολοκαταύτωμα":"ολοκαταύτωμα",
"ολοκαύτωμα":"ολοκαύτωμα",
"ολοκαυτώματος":"ολοκαύτωμα",
"ολόκληρα":"ολόκληρος",
"ολόκληρες":"ολόκληρος",
"ολοκληρη":"ολόκληρος",
"ολόκληρη":"ολόκληρος",
"ολόκληρης":"ολόκληρος",
"ολοκληρίαν":"ολοκληρία",
"ολόκληρο":"ολόκληρος",
"ολόκληρον":"ολόκληρος",
"ολόκληρος":"ολόκληρος",
"ολοκλήρου":"ολόκληρος",
"ολόκληρου":"ολόκληρος",
"ολόκληρους":"ολόκληρος",
"ολοκληρωθεί":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώθηκαν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώθηκε":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωθούν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωμένα":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμενα":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωμένες":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμένη":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμένης":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμένο":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμένος":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωμένου":"ολοκληρωμένος",
"ολοκληρωμένους":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωμένων":"ολοκληρωμένος",
"ολόκληρων":"ολόκληρος",
"ολοκλήρωναν":"ολοκληρώνω",
"ολοκλήρωνε":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνει":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωνεται":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνεται":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνονται":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνονταν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνοντας":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωνόταν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώνουν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώντας":"ολοκληρώντας",
"ολοκληρώσαμε":"ολοκληρώνω",
"ολοκλήρωσαν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώσαντες":"ολοκληρώσαντες",
"ολοκλήρωσε":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώσει":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώσεις":"ολοκλήρωση",
"ολοκληρώσεως":"ολοκλήρωση",
"ολοκλήρωση":"ολοκλήρωση",
"ολοκλήρωσή":"ολοκλήρωση",
"ολοκλήρωσης":"ολοκλήρωση",
"ολοκλήρωσής":"ολοκλήρωση",
"ολοκληρώσουμε":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώσουν":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρώσω":"ολοκληρώνω",
"ολοκληρωτικά":"ολοκληρωτικά",
"ολοκληρωτικά":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτικές":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτική":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτικής":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτικός":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτικού":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτικών":"ολοκληρωτικός",
"ολοκληρωτισμό":"ολοκληρωτισμός",
"ολοκληρωτισμός":"ολοκληρωτισμός",
"ολοκληρωτισμού":"ολοκληρωτισμός",
"ολοκόκκινο":"ολοκόκκινος",
"ολόλευκο":"ολόλευκος",
"ολομελεια":"ολομέλεια",
"ολομέλεια":"ολομέλεια",
"ολομέλειας":"ολομέλεια",
"ολομέλειάς":"ολομέλεια",
"ολομέτωπη":"ολομέτωπος",
"ολομόναχη":"ολομόναχος",
"ολομόναχοι":"ολομόναχος",
"ολομόναχος":"ολομόναχος",
"όλον":"όλος",
"ολονυκτία":"ολονυχτία",
"ολονύκτιο":"ολονύκτιος",
"ολονύχτια":"ολονύχτιος",
"ολονύχτιες":"ολονύχτιος",
"ολοουοκάντι":"ολοουοκάντι",
"ολόπλευρη":"ολόπλευρος",
"όλος":"όλος",
"ολοσέλιδες":"ολοσέλιδος",
"ολοσέλιδη":"ολοσέλιδος",
"ολοσέλιδο":"ολοσέλιδος",
"ολοσχερής":"ολοσχερής",
"ολοσχερώς":"ολοσχερώς",
"ολόσωμα":"ολόσωμος",
"ολόσωμες":"ολόσωμος",
"ολόσωμη":"ολόσωμος",
"ολοταχως":"ολοταχώς",
"ολοταχώς":"ολοταχώς",
"ολότελα":"ολότελα",
"ολότητα":"ολότητα",
"ολότητά":"ολότητα",
"ολότητας":"ολότητα",
"όλου":"όλος",
"όλους":"όλος",
"ολουσεγκούν":"ολουσεγκούν",
"ολοφάνερα":"ολοφάνερος",
"ολοφάνερες":"ολοφάνερος",
"ολοφάνερη":"ολοφάνερος",
"ολοφάνερο":"ολοφάνερος",
"ολοφάνερος":"ολοφάνερος",
"ολόφρεσκα":"ολόφρεσκος",
"ολόφρεσκος":"ολόφρεσκος",
"ολόψυχα":"ολόψυχα",
"όλστερ":"όλστερ",
"ολυμπ":"ολυμπ",
"ολυμπία":"ολυμπία",
"ολυμπια":"ολύμπιος",
"ολύμπια":"ολύμπιος",
"ολυμπιαδα":"ολυμπιάδα",
"ολυμπιάδα":"ολυμπιάδα",
"ολυμπιάδας":"ολυμπιάδα",
"ολυμπιάδες":"ολυμπιάδα",
"ολυμπιάδος":"ολυμπιάδος",
"ολυμπιακά":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακές":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακη":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακή":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακής":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακο":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακό":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακοί":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακος":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακός":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακός11-41098":"ολυμπιακός11-41098",
"ολυμπιακός1971-7259":"ολυμπιακός1971-7259",
"ολυμπιακός1993-94631ος":"ολυμπιακός1993-94631ος",
"ολυμπιακός1994-9564":"ολυμπιακός1994-9564",
"ολυμπιακός1995-9665":"ολυμπιακός1995-9665",
"ολυμπιακός281197-991":"ολυμπιακός281197-991",
"ολυμπιακός41132345-14":"ολυμπιακός41132345-14",
"ολυμπιακός72":"ολυμπιακός72",
"ολυμπιακός-ξάνθη3-11":"ολυμπιακός-ξάνθη3-11",
"ολυμπιακός-παναχαϊκή":"ολυμπιακός-παναχαϊκή",
"ολυμπιακος-χαϊδαρι":"ολυμπιακος-χαϊδαρι",
"ολυμπιακου":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακού":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακού-αεκ":"ολυμπιακού-αεκ",
"ολυμπιακού-παναθηναϊκού":"ολυμπιακού-παναθηναϊκού",
"ολυμπιακού-παοκ":"ολυμπιακού-παοκ",
"ολυμπιακούς":"ολυμπιακός",
"ολυμπιακών":"ολυμπιακός",
"ολυμπίας":"ολυμπία",
"ολυμπιάς":"ολυμπιάς",
"ολύμπικ":"ολύμπικ",
"ολύμπιο":"ολύμπιος",
"ολυμπιον":"ολύμπιος",
"ολύμπιον":"ολύμπιος",
"ολυμπιονίκες":"ολυμπιονίκης",
"ολυμπιονίκης":"ολυμπιονίκης",
"ολυμπιονικών":"ολυμπιονίκης",
"ολυμπισμό":"ολυμπισμός",
"όλυμπο":"όλυμπος",
"όλυμπος":"όλυμπος",
"ολύμπου":"όλυμπος",
"όλφεν":"όλφεν",
"όλω":"όλω",
"ολων":"όλος",
"όλων":"όλος",
"όλως":"όλως",
"ολωσδιόλου":"ολωσδιόλου",
"ομαδa":"ομάδα",
"ομαδα":"ομάδα",
"ομάδα":"ομάδα",
"ομαδας":"ομάδα",
"ομάδας":"ομάδα",
"ομαδες":"ομάδα",
"ομάδες":"ομάδα",
"ομάδες-θρύλοι":"ομάδες-θρύλοι",
"ομαδικά":"ομαδικά",
"ομαδικά":"ομαδικός",
"ομαδικές":"ομαδικός",
"ομαδική":"ομαδικός",
"ομαδικής":"ομαδικός",
"ομαδικό":"ομαδικός",
"ομαδικότητα":"ομαδικότητα",
"ομαδικότητά":"ομαδικότητα",
"ομαδικότητας":"ομαδικότητα",
"ομαδικούς":"ομαδικός",
"ομαδικών":"ομαδικός",
"ομαδοποιημένα":"ομαδοποιώ",
"ομαδοποιώντας":"ομαδοποιώ",
"ομάδος":"ομάδα",
"ομάδων":"ομάδα",
"ομαλά":"ομαλά",
"ομαλές":"ομαλός",
"ομαλή":"ομαλός",
"ομαλής":"ομαλός",
"ομαλό":"ομαλός",
"ομαλοποιηθεί":"ομαλοποιώ",
"ομαλοποιηθούν":"ομαλοποιώ",
"ομαλοποιήσει":"ομαλοποιώ",
"ομαλοποίηση":"ομαλοποίηση",
"ομαλοποίησης":"ομαλοποίηση",
"ομαλοποιούνται":"ομαλοποιώ",
"ομαλότερα":"ομαλά",
"ομαλότερες":"ομαλός",
"ομαλότητα":"ομαλότητα",
"ομαλότητας":"ομαλότητα",
"ομαλού":"ομαλός",
"ομαλούς":"ομαλός",
"ομβρίων":"όμβριος",
"όμβριων":"όμβριος",
"ομεδ":"ομεδ",
"ομελέτα":"ομελέτα",
"ομελέτες":"ομελέτα",
"ομηρεία":"ομηρεία",
"ομηρείας":"ομηρεία",
"ομηρίας":"ομηρία",
"ομηρικές":"ομηρικός",
"ομηρικό":"ομηρικός",
"όμηρο":"όμηρος",
"όμηροι":"όμηρος",
"όμηρος":"όμηρος",
"ομήρου":"όμηρος",
"όμηρου":"όμηρος",
"ομήρους":"όμηρος",
"όμηρους":"όμηρος",
"ομήρων":"όμηρος",
"όμικρον":"όμικρον",
"ομιλει":"ομιλώ",
"ομιλεί":"ομιλώ",
"ομιλείται":"ομιλώ",
"ομιλητές":"ομιλητής",
"ομιλητή":"ομιλητής",
"ομιλητής":"ομιλητής",
"ομιλητικό":"ομιλητικός",
"ομιλήτρια":"ομιλήτρια",
"ομιλητών":"ομιλητής",
"ομιλία":"ομιλία",
"ομιλίας":"ομιλία",
"ομιλίες":"ομιλία",
"ομιλιών":"ομιλία",
"ομιλο":"όμιλος",
"όμιλο":"όμιλος",
"όμιλοι":"όμιλος",
"ομιλος":"όμιλος",
"όμιλος":"όμιλος",
"ομίλου":"όμιλος",
"ομιλούμε":"ομιλώ",
"ομιλούμενη":"ομιλούμενος",
"ομιλούμενης":"ομιλούμενος",
"ομιλούν":"ομιλώ",
"ομιλούνται":"ομιλώ",
"ομιλούντος":"ομιλών",
"ομίλους":"όμιλος",
"ομιλούσες":"ομιλώ",
"ομιλώ":"ομιλώ",
"ομίλων":"όμιλος",
"ομιλών":"ομιλών",
"ομίχλες":"ομίχλη",
"ομίχλη":"ομίχλη",
"ομίχλης":"ομίχλη",
"ομιχλώδεις":"ομιχλώδης",
"ομιχλώδες":"ομιχλώδης",
"όμμα":"όμμα",
"όμμασι":"όμμασι",
"ομμάτ":"ομμάτ",
"ομματιών":"ομματιών",
"ομο":"ομο",
"όμο":"όμο",
"ομοβροντία":"ομοβροντία",
"ομογένεια":"ομογένεια",
"ομογενειακό":"ομογενειακός",
"ομογενειακούς":"ομογενειακός",
"ομογένειας":"ομογένεια",
"ομογενείς":"ομογενής",
"ομογενή":"ομογενής",
"ομογενής":"ομογενής",
"ομογενοποιημένο":"ομογενοποιώ",
"ομογενοποίηση":"ομογενοποίηση",
"ομογενοποίησης":"ομογενοποίηση",
"ομογενούς":"ομογενής",
"ομογενών":"ομογενής",
"ομοεθνείς":"ομοεθνής",
"ομοεθνής":"ομοεθνής",
"ομοεθνών":"ομοεθνής",
"ομοειδείς":"ομοειδής",
"ομοειδές":"ομοειδής",
"ομοειδή":"ομοειδής",
"ομοειδών":"ομοειδής",
"ομόθρησκες":"ομόθρησκος",
"ομόθρησκη":"ομόθρησκος",
"ομόθρησκης":"ομόθρησκος",
"όμοια":"όμοια",
"όμοιά":"όμοιος",
"ομοϊδεάτες":"ομοϊδεάτης",
"ομοϊδεατών":"ομοϊδεάτης",
"όμοιες":"όμοιος",
"όμοιές":"όμοιος",
"όμοιο":"όμοιος",
"όμοιό":"όμοιος",
"ομοιογένειας":"ομοιογένεια",
"ομοιογενές":"ομοιογενής",
"ομοιογενή":"ομοιογενής",
"ομοιογενούς":"ομοιογενής",
"ομοιοθεραπείας":"ομοιοθεραπεία",
"όμοιοι":"όμοιος",
"όμοιοί":"όμοιος",
"ομοιοκαταληξία":"ομοιοκαταληξία",
"ομοιοκαταληξίας":"ομοιοκαταληξία",
"ομοιόμορφα":"ομοιόμορφος",
"ομοιόμορφη":"ομοιόμορφος",
"ομοιομορφία":"ομοιομορφία",
"ομοιόμορφο":"ομοιόμορφος",
"ομοιόμορφων":"ομοιόμορφος",
"ομοιοπαθείς":"ομοιοπαθής",
"ομοιοπαθητικές":"ομοιοπαθητικός",
"ομοιοπαθητική":"ομοιοπαθητικός",
"ομοιοπαθητικής":"ομοιοπαθητικός",
"ομοιοπαθητικό":"ομοιοπαθητικός",
"ομοιοπαθητικός":"ομοιοπαθητικός",
"όμοιος":"όμοιος",
"ομοιότητα":"ομοιότητα",
"ομοιότητας":"ομοιότητα",
"ομοιότητες":"ομοιότητα",
"ομοιοτήτων":"ομοιότητα",
"ομοίους":"όμοιος",
"ομοίωμα":"ομοίωμα",
"ομοιώματα":"ομοίωμα",
"ομοιωματικό":"ομοιωματικός",
"ομοιωμάτων":"ομοίωμα",
"ομοίων":"όμοιος",
"όμοιων":"όμοιος",
"ομοίως":"όμοια",
"ομοίωση":"ομοίωση",
"ομόκεντρα":"ομόκεντρος",
"ομόλογα":"ομόλογο",
"ομόλογά":"ομόλογος",
"ομολογεί":"ομολογώ",
"ομολογείται":"ομολογώ",
"ομόλογη":"ομόλογος",
"ομολογηθεί":"ομολογώ",
"ομολογημένα":"ομολογώ",
"ομολογημένη":"ομολογώ",
"ομολόγησαν":"ομολογώ",
"ομολόγησε":"ομολογώ",
"ομολογήσει":"ομολογώ",
"ομολογήσουμε":"ομολογώ",
"ομολογήσουν":"ομολογώ",
"ομολογήσω":"ομολογώ",
"ομολογία":"ομολογία",
"ομολογιακές":"ομολογιακός",
"ομολογιακών":"ομολογιακός",
"ομολογίας":"ομολογία",
"ομολογίες":"ομολογία",
"ομολογιούχοι":"ομολογιούχος",
"ομολογιούχους":"ομολογιούχος",
"ομολογιούχων":"ομολογιούχος",
"ομολογιών":"ομολογία",
"ομόλογό":"ομόλογο",
"ομόλογο":"ομόλογος",
"ομόλογοί":"ομόλογος",
"ομόλογός":"ομόλογος",
"ομολόγου":"ομόλογο",
"ομολογούμε":"ομολογώ",
"ομολογούμενη":"ομολογούμενος",
"ομολογουμένως":"ομολογουμένως",
"ομολογούν":"ομολογώ",
"ομολόγους":"ομόλογος",
"ομολογούσαν":"ομολογώ",
"ομολογούσε":"ομολογώ",
"ομολογώ":"ομολογώ",
"ομολόγων":"ομόλογο",
"ομονοεί":"ομονοώ",
"ομονοια":"ομόνοια",
"ομόνοια":"ομόνοια",
"ομόνοιας":"ομόνοια",
"ομοούσιον":"ομοούσιος",
"όμορες":"όμορος",
"όμορους":"όμορος",
"ομόρρυθμες":"ομόρρυθμος",
"όμορφα":"όμορφα",
"όμορφα":"όμορφος",
"ομορφαίνει":"ομορφαίνω",
"ομορφαίνουν":"ομορφαίνω",
"όμορφες":"όμορφος",
"όμορφη":"όμορφος",
"όμορφης":"όμορφος",
"ομορφιά":"ομορφιά",
"ομορφιάς":"ομορφιά",
"ομορφιές":"ομορφιά",
"όμορφο":"όμορφος",
"όμορφοι":"όμορφος",
"όμορφος":"όμορφος",
"ομορφότερα":"όμορφος",
"ομορφότερες":"όμορφος",
"ομορφότερη":"όμορφος",
"ομορφότερης":"όμορφος",
"ομορφότερο":"όμορφος",
"ομορφότερους":"όμορφος",
"όμορφου":"όμορφος",
"όμορφους":"όμορφος",
"ομορφύνει":"ομορφαίνω",
"όμορφων":"όμορφος",
"όμορων":"όμορος",
"ομόσπονδα":"ομόσπονδος",
"ομοσπονδια":"ομοσπονδία",
"ομοσπονδία":"ομοσπονδία",
"ομοσπονδιακές":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακή":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακής":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακό":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακοί":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακός":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακού":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδιακών":"ομοσπονδιακός",
"ομοσπονδίας":"ομοσπονδία",
"ομοσπονδίες":"ομοσπονδία",
"ομοσπονδιών":"ομοσπονδία",
"ομόσπονδο":"ομόσπονδος",
"ομοσπονδοποίηση":"ομοσπονδοποίηση",
"ομόσταυλο":"ομόσταυλο",
"ομόσταυλού":"ομόσταυλού",
"ομότιμο":"ομότιμος",
"ομότιμος":"ομότιμος",
"ομότιτλης":"ομότιτλος",
"ομότιτλο":"ομότιτλος",
"ομότιτλου":"ομότιτλος",
"όμουρφ'":"όμουρφ'",
"ομοφύλους":"ομόφυλος",
"ομοφυλόφιλα":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλη":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλης":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλοφιλία":"ομοφυλοφιλία",
"ομοφυλοφιλίας":"ομοφυλοφιλία",
"ομοφυλοφιλικές":"ομοφυλοφιλικός",
"ομοφυλοφιλική":"ομοφυλοφιλικός",
"ομοφυλοφιλικού":"ομοφυλοφιλικός",
"ομοφυλόφιλο":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλοι":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλος":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλου":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλους":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλοφίλων":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφυλόφιλων":"ομοφυλόφιλος",
"ομοφύλων":"ομόφυλος",
"ομόφυλών":"ομόφυλος",
"ομόφωνα":"ομόφωνα",
"ομόφωνα":"ομόφωνος",
"ομόφωνες":"ομόφωνος",
"ομόφωνη":"ομόφωνος",
"ομοφώνησαν":"ομοφωνώ",
"ομοφωνήσουν":"ομοφωνώ",
"ομοφωνία":"ομοφωνία",
"ομόφωνο":"ομόφωνος",
"ομόφωνου":"ομόφωνος",
"ομοφώνως":"ομόφωνα",
"ομοχωρίους":"ομοχώριος",
"ομοψυχία":"ομοψυχία",
"ομπασάντζο":"ομπασάντζο",
"ομπζέρβερ":"ομπζέρβερ",
"όμπιλιτς":"όμπιλιτς",
"ομπουτσι":"ομπουτσι",
"ομπούτσι":"ομπούτσι",
"ομπραντοβιτς":"ομπραντοβιτς",
"ομπράντοβιτς":"ομπράντοβιτς",
"ομπρέ":"ομπρέ",
"ομπρέλα":"ομπρέλα",
"ομπρέλες":"ομπρέλα",
"ομφάλιο":"ομφάλιος",
"ομφάλιος":"ομφάλιος",
"ομφάλιου":"ομφάλιος",
"ομφαλό":"ομφαλός",
"ομφαλοσκόπηση":"ομφαλοσκόπηση",
"ομώνυμα":"ομώνυμος",
"ομώνυμη":"ομώνυμος",
"ομώνυμης":"ομώνυμος",
"ομώνυμο":"ομώνυμος",
"ομώνυμου":"ομώνυμος",
"όμως":"όμως",
"ον":"ον",
"όν":"όν",
"ον.":"ον.",
"ονδούρα":"ονδούρα",
"ονδούρας":"ονδούρα",
"ονε":"ονε",
"ονε'":"ονε'",
"ονέ":"ονέ",
"όνειδος":"όνειδος",
"όνειρα":"όνειρο",
"όνειρά":"όνειρο",
"ονειρεμενη":"ονειρεμένος",
"ονειρεμένη":"ονειρεμένος",
"ονειρεμένο":"ονειρεμένος",
"ονειρεύεσαι":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύεστε":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύεται":"ονειρεύομαι",
"ονειρευομαι":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύομαι":"ονειρεύομαι",
"ονειρευόμαστε":"ονειρεύομαι",
"ονειρευόμενοι":"ονειρευόμενος",
"ονειρευόμενος":"ονειρευόμενος",
"ονειρευόμουν":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύονται":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύονταν":"ονειρεύομαι",
"ονειρευόταν":"ονειρεύομαι",
"ονειρευτεί":"ονειρεύομαι",
"ονειρευτείτε":"ονειρεύομαι",
"ονειρευτήκαμε":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύτηκαν":"ονειρεύομαι",
"ονειρεύτηκε":"ονειρεύομαι",
"ονειρευτούμε":"ονειρεύομαι",
"ονειρευτούν":"ονειρεύομαι",
"ονειρικά":"ονειρικός",
"ονειρικές":"ονειρικός",
"ονειρική":"ονειρικός",
"ονειρικής":"ονειρικός",
"ονειρικό":"ονειρικός",
"ονειρικό-μεταφυσικό":"ονειρικό-μεταφυσικό",
"όνειρο":"όνειρο",
"όνειρό":"όνειρο",
"ονειροκρίτες":"ονειροκρίτης",
"ονειροπόλημα":"ονειροπόλημα",
"ονειροπολήσεις":"ονειροπολώ",
"ονειροπόληση":"ονειροπόληση",
"ονειροπόλησή":"ονειροπόληση",
"ονειροπόλους":"ονειροπόλος",
"ονείρου":"όνειρο",
"ονειροφαντασίες":"ονειροφαντασία",
"ονειρων":"όνειρο",
"ονείρων":"όνειρο",
"ο'νιλ":"ο'νιλ",
"οννεδ":"οννεδ",
"όνομα":"όνομα",
"όνομά":"όνομα",
"ονόμαζαν":"ονομάζω",
"ονόμαζε":"ονομάζω",
"ονομάζει":"ονομάζω",
"ονομάζεται":"ονομάζω",
"ονομάζετε":"ονομάζω",
"ονομαζόμενες":"ονομαζόμενος",
"ονομαζόμενο":"ονομαζόμενος",
"ονομάζονται":"ονομάζω",
"ονομάζονταν":"ονομάζω",
"ονομάζοντας":"ονομάζω",
"ονομαζόταν":"ονομάζω",
"ονομάζουμε":"ονομάζω",
"ονομάζουν":"ονομάζω",
"ονομάζω":"ονομάζω",
"ονομάσαμε":"ονομάζω",
"ονόμασαν":"ονομάζω",
"ονόμασε":"ονομάζω",
"ονομάσει":"ονομάζω",
"ονομασθεί":"ονομάζω",
"ονομάσθηκαν":"ονομάζω",
"ονομάσθηκε":"ονομάζω",
"ονομασια":"ονομασία",
"ονομασία":"ονομασία",
"ονομασίας":"ονομασία",
"ονομασίες":"ονομασία",
"ονομάσουμε":"ονομάζω",
"ονομαστά":"ονομαστός",
"ονομαστεί":"ονομάζω",
"ονομαστή":"ονομαστός",
"ονομάστηκαν":"ονομάζω",
"ονομάστηκε":"ονομάζω",
"ονομαστικά":"ονομαστικά",
"ονομαστικές":"ονομαστικός",
"ονομαστική":"ονομαστικός",
"ονομαστικής":"ονομαστικός",
"ονομαστικοί":"ονομαστικός",
"ονομαστικοποίηση":"ονομαστικοποίηση",
"ονομαστικοποίηση":"ονομαστικοποιώ",
"ονομαστικού":"ονομαστικός",
"ονομαστικών":"ονομαστικός",
"ονομαστό":"ονομαστός",
"ονομαστοί":"ονομαστός",
"ονομαστός":"ονομαστός",
"ονομαστούν":"ονομάζω",
"ονομάσω":"ονομάζω",
"ονόματα":"όνομα",
"ονόματά":"όνομα",
"ονοματάκι":"ονοματάκι",
"ονοματεπώνυμα":"ονοματεπώνυμο",
"ονοματεπώνυμο":"ονοματεπώνυμο",
"ονοματεπώνυμό":"ονοματεπώνυμο",
"ονόματι":"ονόματι",
"ονοματίζει":"ονοματίζω",
"ονοματίζουμε":"ονοματίζω",
"ονοματική":"ονοματικός",
"ονομάτισαν":"ονοματίζω",
"ονοματολογία":"ονοματολογία",
"ονόματος":"όνομα",
"ονόματός":"όνομα",
"ονομάτων":"όνομα",
"όνομου":"όνομου",
"ονοπριενκο":"ονοπριενκο",
"ονοπριένκο":"ονοπριένκο",
"ονουάτσι":"ονουάτσι",
"όντα":"ον",
"όντας":"ων",
"όντες":"ων",
"όντι":"όντι",
"οντισιόν":"οντισιόν",
"οντολογία":"οντολογία",
"οντολογικές":"οντολογικός",
"οντολογική":"οντολογικός",
"οντολογικό":"οντολογικός",
"όντος":"ον",
"οντότητα":"οντότητα",
"οντότητας":"οντότητα",
"οντότητες":"οντότητα",
"οντοτήτων":"οντότητα",
"όντρεϊ":"όντρεϊ",
"όντων":"ον",
"όντως":"όντως",
"οξέα":"οξύ",
"οξέα":"οξύς",
"οξεία":"οξεία",
"οξεια":"οξύς",
"οξεία":"οξύς",
"οξείας":"οξεία",
"οξείδια":"οξείδιο",
"οξειδωθεί":"οξειδώνω",
"οξείς":"οξύς",
"οξέος":"οξύ",
"οξέων":"οξύ",
"οξέων":"οξύς",
"οξέως":"οξέως",
"οξιάς":"οξιά",
"όξινα":"όξινος",
"όξινη":"όξινος",
"όξινο":"όξινος",
"οξύ":"οξύς",
"οξύαιχμος":"οξύαιχμος",
"οξυγόνο":"οξυγόνο",
"οξυγονοκόλληση":"οξυγονοκόλληση",
"οξυγόνου":"οξυγόνο",
"οξυγονωμένο":"οξυγονώνω",
"οξυγονώνονται":"οξυγονώνω",
"οξυγραφίες":"οξυγραφίες",
"οξυδέρκεια":"οξυδέρκεια",
"οξυδερκής":"οξυδερκής",
"οξύληκτο":"οξύληκτος",
"οξύλογλου":"οξύλογλου",
"οξυμένα":"οξυμένος",
"οξυμένο":"οξυμένος",
"οξυμένων":"οξυμένος",
"οξυμμένα":"οξυμμένα",
"οξυμμένο":"οξυμμένο",
"οξύμωρο":"οξύμωρος",
"όξυνε":"οξύνω",
"οξύνει":"οξύνω",
"οξύνεται":"οξύνω",
"οξυνθεί":"οξύνω",
"οξύνθηκαν":"οξύνω",
"οξύνθηκε":"οξύνω",
"οξυνθούν":"οξύνω",
"οξύνονται":"οξύνω",
"οξύνοντας":"οξύνω",
"οξύνουν":"οξύνω",
"όξυνση":"όξυνση",
"όξυνσης":"όξυνση",
"οξυπύθμενους":"οξυπύθμενος",
"οξύρρυγχο":"οξύρρυγχος",
"οξυρρύγχων":"οξύρρυγχος",
"οξύς":"οξύς",
"οξύτατα":"οξύς",
"οξύτατες":"οξύς",
"οξύτατη":"οξύς",
"οξύτατο":"οξύς",
"οξύτατος":"οξύς",
"οξύτατων":"οξύς",
"οξύτερες":"οξύς",
"οξύτερη":"οξύς",
"οξύτητα":"οξύτητα",
"οξύτητας":"οξύτητα",
"οξφόρδη":"οξφόρδη",
"οξφόρδης":"οξφόρδη",
"οξφορντ":"οξφορντ",
"όξφορντ29781531-52":"όξφορντ29781531-52",
"όξω":"έξω",
"όο":"όο",
"οοσα":"οοσα",
"όοστ":"όοστ",
"οουεν":"οουεν",
"όουεν":"όουεν",
"όουτεν":"όουτεν",
"οπ":"οπ",
"οπoία":"οποίος",
"οπαδικό":"οπαδικό",
"οπαδό":"οπαδός",
"οπαδοι":"οπαδός",
"οπαδοί":"οπαδός",
"οπαδός":"οπαδός",
"οπαδού":"οπαδός",
"οπαδους":"οπαδός",
"οπαδούς":"οπαδός",
"οπαδων":"οπαδός",
"οπαδών":"οπαδός",
"οπαπ":"οπαπ",
"οπε":"οπε",
"οπεκ":"οπεκ",
"οπεκεπε":"οπεκεπε",
"οπεν":"οπεν",
"όπεν":"όπεν",
"όπερ":"όπερ",
"οπερα":"όπερα",
"όπερα":"όπερα",
"όπερά":"όπερα",
"όπερας":"όπερα",
"οπερατέρ":"οπερατέρ",
"όπερες":"όπερα",
"οπερέτα":"οπερέτα",
"οπερέτας":"οπερέτα",
"οπερέτες":"οπερέτα",
"οπές":"οπή",
"οπή":"οπή",
"οπίκ":"οπίκ",
"όπιο":"όπιο",
"οπίου":"όπιο",
"οπισ":"οπισ",
"όπισθεν":"όπισθεν",
"οπίσθια":"οπίσθιος",
"οπίσθιά":"οπίσθιος",
"οπίσθιο":"οπίσθιος",
"οπίσθιου":"οπίσθιος",
"οπισθίων":"οπίσθιος",
"οπίσθιων":"οπίσθιος",
"οπισθοδρόμηση":"οπισθοδρόμηση",
"οπισθοδρόμησης":"οπισθοδρόμηση",
"οπισθοδρομική":"οπισθοδρομικός",
"οπισθοπορεία":"οπισθοπορεία",
"οπισθόφυλλο":"οπισθόφυλλο",
"οπισθοχώρησαν":"οπισθοχωρώ",
"οπισθοχώρησε":"οπισθοχωρώ",
"οπισθοχώρηση":"οπισθοχώρηση",
"οπισθοχώρησης":"οπισθοχώρηση",
"οπισθοχωρούν":"οπισθοχωρώ",
"όπλα":"όπλο",
"οπλαρχηγού":"οπλαρχηγός",
"οπλαρχηγών":"οπλαρχηγός",
"όπλιζαν":"οπλίζω",
"οπλίζει":"οπλίζω",
"οπλικά":"οπλικός",
"οπλικό":"οπλικός",
"οπλικού":"οπλικός",
"οπλικών":"οπλικός",
"όπλισε":"οπλίζω",
"οπλίσει":"οπλίζω",
"οπλίσθηκε":"οπλίζω",
"οπλισμένα":"οπλίζω",
"οπλισμένη":"οπλίζω",
"οπλισμένοι":"οπλισμένος",
"οπλισμένος":"οπλισμένος",
"οπλισμένους":"οπλισμένος",
"οπλισμένων":"οπλισμένος",
"οπλισμό":"οπλισμός",
"οπλισμού":"οπλισμός",
"οπλιστεί":"οπλίζω",
"οπλιστείτε":"οπλίζω",
"οπλίτες":"οπλίτης",
"οπλιτών":"οπλίτης",
"οπλο":"όπλο",
"όπλο":"όπλο",
"όπλοις":"όπλοις",
"οπλοκατοχή":"οπλοκατοχή",
"οπλοπολυβόλα":"οπλοπολυβόλο",
"οπλοστάσια":"οπλοστάσιο",
"οπλοστάσιο":"οπλοστάσιο",
"οπλοστάσιό":"οπλοστάσιο",
"οπλοστάσιο-μυστήριο":"οπλοστάσιο-μυστήριο",
"οπλοστασίου":"οπλοστάσιο",
"όπλου":"όπλο",
"οπλοφορεί":"οπλοφορώ",
"οπλοφορία":"οπλοφορία",
"οπλοφορίας":"οπλοφορία",
"οπλοφορούν":"οπλοφορώ",
"οπλοφορούσε":"οπλοφορώ",
"οπλοχρησία":"οπλοχρησία",
"οπλοχρησίας":"οπλοχρησία",
"οπλών":"οπλή",
"όπλων":"όπλο",
"οποία":"οποίος",
"όποια":"όποιος",
"οποιαδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίαν":"οποίος",
"οποιανδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίας":"οποίος",
"όποιας":"όποιος",
"οποιασδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίες":"οποίος",
"όποιες":"όποιος",
"οποιεσδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίο":"οποίος",
"όποιο":"όποιος",
"οποιοδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποιοι":"όποιος",
"οποίοι":"οποίος",
"όποιοι":"όποιος",
"οποιοιδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίον":"οποίος",
"όποιον":"όποιος",
"οποιονδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποιος":"οποίος",
"οποίος":"οποίος",
"όποιος":"όποιος",
"οποιοσδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίου":"οποίος",
"όποιου":"όποιος",
"οποιουδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίους":"οποίος",
"όποιους":"όποιος",
"οποιουσδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οποίων":"οποίος",
"όποιων":"όποιος",
"οποιωνδήποτε":"οποιοσδήποτε",
"οπορτουνισμό":"οπορτουνισμός",
"οπορτουνισμός":"οπορτουνισμός",
"οπορτουνισμού":"οπορτουνισμός",
"οπορτουνιστές":"οπορτουνιστής",
"οπορτουνίστες":"οπορτουνιστής",
"οπορτουνιστική":"οπορτουνιστικός",
"οπόταν":"οπόταν",
"οπότε":"οπότε",
"όποτε":"όποτε",
"οποτεδήποτε":"οποτεδήποτε",
"όπου":"όπου",
"οπουδήποτε":"οπουδήποτε",
"οππε":"οππε",
"οππεθ":"οππεθ",
"οπσφ":"οπσφ",
"οπτασια":"οπτασία",
"οπτασία":"οπτασία",
"οπτασίες":"οπτασία",
"οπτικά":"οπτικά",
"οπτικές":"οπτική",
"οπτική":"οπτική",
"οπτική":"οπτικός",
"οπτικής":"οπτικός",
"οπτικό":"οπτικός",
"οπτικοακουστικά":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοακουστική":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοακουστικής":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοακουστικό":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοακουστικού":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοακουστικών":"οπτικοακουστικός",
"οπτικοκινητική":"οπτικοκινητικός",
"οπτικοκινητικής":"οπτικοκινητικός",
"οπτικόμετρου":"οπτικόμετρο",
"οπτικοποιημένη":"οπτικοποιημένος",
"οπτικοποίηση":"οπτικοποίηση",
"οπτικού":"οπτικός",
"οπτικούς":"οπτικός",
"οπτικών":"οπτικός",
"οπτικώς":"οπτικώς",
"οπυ":"οπυ",
"οπφς":"οπφς",
"οπωροκηπευτικά":"οπωροκηπευτικός",
"οπωροκηπευτικών":"οπωροκηπευτικός",
"οπωροπωλείο":"οπωροπωλείο",
"οπως":"όπως",
"όπως":"όπως",
"όπως'":"όπως'",
"'όπως":"'όπως",
"οπωσδήποτε":"οπωσδήποτε",
"όπως-όπως":"όπως-όπως",
"όρα":"όρα",
"όραμα":"όραμα",
"όραμά":"όραμα",
"οράματα":"όραμα",
"οράματά":"όραμα",
"οραματίζεται":"οραματίζομαι",
"οραματιζόμαστε":"οραματίζομαι",
"οραματίζονται":"οραματίζομαι",
"οραματίζονταν":"οραματίζομαι",
"οραματιζόταν":"οραματίζομαι",
"οραματική":"οραματικός",
"οραματικό":"οραματικός",
"οραματισθεί":"οραματίζομαι",
"οραματισμού":"οραματισμός",
"οραματιστεί":"οραματίζομαι",
"οραματιστές":"οραματιστής",
"οραματιστή":"οραματιστής",
"οραματίστηκαν":"οραματίζομαι",
"οραματιστής":"οραματιστής",
"οραματιστούν":"οραματίζομαι",
"οράματος":"όραμα",
"οράματός":"όραμα",
"οραμάτων":"όραμα",
"οράσεως":"όραση",
"όραση":"όραση",
"όρασή":"όραση",
"όρασης":"όραση",
"ορατά":"ορατός",
"ορατές":"ορατός",
"ορατή":"ορατός",
"ορατής":"ορατός",
"ορατό":"ορατός",
"ορατοί":"ορατός",
"ορατός":"ορατός",
"ορατότητα":"ορατότητα",
"ορατότητας":"ορατότητα",
"ορατού":"ορατός",
"οράχοβατς":"οράχοβατς",
"όρβηλος":"όρβηλος",
"ορβήλου":"ορβήλου",
"οργανα":"όργανο",
"όργανα":"όργανο",
"όργανά":"όργανο",
"οργανικά":"οργανικά",
"οργανικές":"οργανικός",
"οργανική":"οργανικός",
"οργανικής":"οργανικός",
"οργανικό":"οργανικός",
"οργανικός":"οργανικός",
"οργανικότητα":"οργανικότητα",
"οργανικούς":"οργανικός",
"οργανικών":"οργανικός",
"οργανισμό":"οργανισμός",
"οργανισμοι":"οργανισμός",
"οργανισμοί":"οργανισμός",
"οργανισμος":"οργανισμός",
"οργανισμός":"οργανισμός",
"οργανισμού":"οργανισμός",
"οργανισμούς":"οργανισμός",
"οργανισμών":"οργανισμός",
"οργανίστα":"οργανίστας",
"οργανίστας":"οργανίστας",
"όργανο":"όργανο",
"όργανό":"όργανο",
"οργανόγραμμα":"οργανόγραμμα",
"οργανογράμματος":"οργανόγραμμα",
"οργανοπαίχτες":"οργανοπαίχτης",
"οργανοπαίχτη":"οργανοπαίχτης",
"οργάνου":"όργανο",
"οργανοφωσφορικά":"οργανοφωσφορικός",
"οργανωθεί":"οργανώνω",
"οργανωθείτε":"οργανώνω",
"οργανώθηκαν":"οργανώνω",
"οργανώθηκε":"οργανώνω",
"οργανωθούν":"οργανώνω",
"οργανωμένα":"οργανωμένος",
"οργανωμένες":"οργανωμένος",
"οργανωμένη":"οργανωμένος",
"οργανωμένης":"οργανωμένος",
"οργανωμένο":"οργανωμένος",
"οργανωμένοι":"οργανωμένος",
"οργανωμένος":"οργανωμένος",
"οργανωμένου":"οργανωμένος",
"οργανωμενους":"οργανωμένος",
"οργανωμένους":"οργανωμένος",
"οργανωμένων":"οργανωμένος",
"οργάνων":"όργανο",
"οργάνωναν":"οργανώνω",
"οργάνωνε":"οργανώνω",
"οργανώνει":"οργανώνω",
"οργανώνεις":"οργανώνω",
"οργανώνεται":"οργανώνω",
"οργανώνετε":"οργανώνω",
"οργανώνονται":"οργανώνω",
"οργανώνοντας":"οργανώνω",
"οργανώνουμε":"οργανώνω",
"οργανώνουν":"οργανώνω",
"οργανώνω":"οργανώνω",
"οργανώσαμε":"οργανώνω",
"οργάνωσαν":"οργανώνω",
"οργάνωσε":"οργανώνω",
"οργανώσει":"οργανώνω",
"οργανώσεις":"οργάνωση",
"οργανώσετε":"οργανώνω",
"οργανώσεων":"οργάνωση",
"οργανώσεως":"οργάνωση",
"οργάνωση":"οργάνωση",
"οργάνωσή":"οργάνωση",
"οργάνωσης":"οργάνωση",
"οργάνωσής":"οργάνωση",
"οργανωσιακή":"οργανωσιακός",
"οργανώσουμε":"οργανώνω",
"οργανώσουν":"οργανώνω",
"οργανώστε":"οργανώνω",
"οργανώσω":"οργανώνω",
"οργανωτές":"οργανωτής",
"οργανωτή":"οργανωτής",
"οργανωτής":"οργανωτής",
"οργανωτικά":"οργανωτικός",
"οργανωτικές":"οργανωτικός",
"οργανωτική":"οργανωτικός",
"οργανωτικής":"οργανωτικός",
"οργανωτικό":"οργανωτικός",
"οργανωτικός":"οργανωτικός",
"οργανωτικού":"οργανωτικός",
"οργανωτικών":"οργανωτικός",
"οργανωτών":"οργανωτής",
"οργασμό":"οργασμός",
"οργασμός":"οργασμός",
"οργασμού":"οργασμός",
"οργή":"οργή",
"οργής":"οργή",
"όργια":"όργιο",
"οργίαζαν":"οργιάζω",
"οργιάζει":"οργιάζω",
"οργιάζουν":"οργιάζω",
"οργιάσουν":"οργιάζω",
"οργιαστική":"οργιαστικός",
"οργίζεται":"οργίζω",
"οργίζονται":"οργίζω",
"όργιο":"όργιο",
"οργίου":"όργιο",
"οργισμένα":"οργισμένος",
"οργισμένες":"οργίζω",
"οργισμένη":"οργισμένος",
"οργισμένο":"οργισμένος",
"οργισμένοι":"οργισμένος",
"οργισμένος":"οργισμένος",
"οργισμένους":"οργίζω",
"οργισμένων":"οργίζω",
"οργίστηκε":"οργίζω",
"οργιώδη":"οργιώδης",
"οργιώδους":"οργιώδης",
"οργίων":"όργιο",
"όργουελ":"όργουελ",
"όργωνε":"οργώνω",
"όργωσαν":"οργώνω",
"οργώσουν":"οργώνω",
"ορδές":"ορδή",
"ορέγεται":"ορέγομαι",
"όρεγκον":"όρεγκον",
"ορέγονται":"ορέγομαι",
"ορειβασία":"ορειβασία",
"ορειβασίας":"ορειβασία",
"ορειβάτες":"ορειβάτης",
"ορειβάτη":"ορειβάτης",
"ορειβάτης":"ορειβάτης",
"ορειβατική":"ορειβατικός",
"ορειβατικός":"ορειβατικός",
"ορειβατικού":"ορειβατικός",
"ορειβατικούς":"ορειβατικός",
"ορειβατικών":"ορειβατικός",
"ορειβατών":"ορειβάτης",
"ορεινά":"ορεινός",
"ορεινές":"ορεινός",
"ορεινη":"ορεινός",
"ορεινή":"ορεινός",
"ορεινής":"ορεινός",
"ορεινό":"ορεινός",
"ορεινοί":"ορεινός",
"ορεινός":"ορεινός",
"ορεινού":"ορεινός",
"ορεινούς":"ορεινός",
"ορεινών":"ορεινός",
"ορείχαλκο":"ορείχαλκος",
"ορεκτικά":"ορεκτικός",
"ορεκτικό":"ορεκτικός",
"ορέμ":"ορέμ",
"ορεξάτος":"ορεξάτος",
"ορέξεις":"όρεξη",
"ορέξεων":"όρεξη",
"ορέξεως":"όρεξη",
"όρεξη":"όρεξη",
"όρεξή":"όρεξη",
"ορεσίβιοι":"ορεσίβιος",
"ορεσίβιων":"ορεσίβιος",
"ορέστης":"ορέστης",
"ορεστιάδα":"ορεστιάδα",
"ορεστιάδας":"ορεστιάδα",
"ορεστιάδος":"ορεστιάς",
"ορεστιδος":"ορεστιδος",
"ορεστικό":"ορεστικό",
"ορέχα":"ορέχα",
"όρη":"όρος",
"ορθ":"ορθ",
"ορθά":"ορθά",
"ορθάνοιχτα":"ορθάνοιχτος",
"ορθε":"ορθός",
"ορθές":"ορθός",
"ορθή":"ορθός",
"ορθής":"ορθός",
"όρθια":"όρθια",
"όρθιες":"όρθιος",
"όρθιο":"όρθιος",
"όρθιοι":"όρθιος",
"όρθιος":"όρθιος",
"ορθίους":"όρθιος",
"όρθιους":"όρθιος",
"ορθό":"ορθός",
"ορθογραφία":"ορθογραφία",
"ορθογραφίας":"ορθογραφία",
"ορθογραφικά":"ορθογραφικός",
"ορθογώνια":"ορθογώνιος",
"ορθογώνιες":"ορθογώνιος",
"ορθογώνιο":"ορθογώνιος",
"ορθογώνιου":"ορθογώνιος",
"ορθόδοξα":"ορθόδοξα",
"ορθόδοξες":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξη":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξης":"ορθόδοξος",
"ορθοδοξία":"ορθοδοξία",
"ορθοδοξίας":"ορθοδοξία",
"ορθόδοξο":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξοι":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξος":"ορθόδοξος",
"ορθοδόξου":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξους":"ορθόδοξος",
"ορθόδοξων":"ορθόδοξος",
"ορθολογίζονται":"ορθολογίζομαι",
"ορθολογικά":"ορθολογικός",
"ορθολογικές":"ορθολογικός",
"ορθολογική":"ορθολογικός",
"ορθολογικής":"ορθολογικός",
"ορθολογικό":"ορθολογικός",
"ορθολογικός":"ορθολογικός",
"ορθολογικότερα":"ορθολογικός",
"ορθολογικότητα":"ορθολογικότητα",
"ορθολογικού":"ορθολογικός",
"ορθολογισμό":"ορθολογισμός",
"ορθολογισμός":"ορθολογισμός",
"ορθολογισμού":"ορθολογισμός",
"ορθολογιστής":"ορθολογιστής",
"ορθολογιστική":"ορθολογιστικός",
"ορθολογιστικής":"ορθολογιστικός",
"ορθόν":"ορθό",
"ορθοπεδικά":"ορθοπεδικός",
"ορθοπεδική":"ορθοπεδικός",
"ορθοπεδικής":"ορθοπεδικός",
"ορθοπεδικοί":"ορθοπεδικός",
"ορθοπεδικός":"ορθοπεδικός",
"ορθοπεδικού":"ορθοπεδικός",
"ορθοπλαγιές":"ορθοπλαγιά",
"ορθοποδήσει":"ορθοποδώ",
"ορθοποδήσουν":"ορθοποδώ",
"ορθός":"ορθός",
"ορθοστασία":"ορθοστασία",
"ορθότατη":"ορθός",
"ορθότερα":"ορθά",
"ορθότητα":"ορθότητα",
"ορθότητας":"ορθότητα",
"ορθού":"ορθός",
"ορθούς":"ορθός",
"όρθρο":"όρθρος",
"ορθωθεί":"ορθώνω",
"ορθώθηκαν":"ορθώνω",
"ορθωθούν":"ορθώνω",
"ορθώνεται":"ορθώνω",
"ορθώνονται":"ορθώνω",
"ορθώνουν":"ορθώνω",
"ορθώς":"ορθά",
"όρθωσαν":"ορθώνω",
"όρθωσε":"ορθώνω",
"ορθώσει":"ορθώνω",
"ορια":"όριο",
"όρια":"όριο",
"όριά":"όριο",
"οριακά":"οριακός",
"οριακές":"οριακός",
"οριακή":"οριακός",
"οριακής":"οριακός",
"οριακό":"οριακός",
"οριακός":"οριακός",
"οριακών":"οριακός",
"οριέμα":"οριέμα",
"οριεντ":"οριεντ",
"όριεντ":"όριεντ",
"οριεντάλ":"οριεντάλ",
"όριζαν":"ορίζω",
"όριζε":"ορίζω",
"ορίζει":"ορίζω",
"ορίζεις":"ορίζω",
"ορίζεται":"ορίζω",
"οριζόμενα":"οριζόμενος",
"ορίζοντα":"ορίζοντας",
"ορίζοντά":"ορίζοντας",
"ορίζονται":"ορίζω",
"ορίζονταν":"ορίζω",
"ορίζοντας":"ορίζοντας",
"ορίζοντάς":"ορίζοντας",
"ορίζοντας":"ορίζω",
"ορίζοντες":"ορίζοντας",
"ορίζοντές":"ορίζοντας",
"οριζόντια":"οριζόντιος",
"οριζόντιας":"οριζόντιος",
"οριζόντιες":"οριζόντιος",
"οριζόντιο":"οριζόντιος",
"οριζόντων":"ορίζων",
"οριζόταν":"ορίζω",
"ορίζουμε":"ορίζω",
"ορίζουν":"ορίζω",
"όριο":"όριο",
"οριογραμμές":"οριογραμμή",
"οριογραμμή":"οριογραμμή",
"οριοθετεί":"οριοθετώ",
"οριοθετείται":"οριοθετώ",
"οριοθετήθηκε":"οριοθετώ",
"οριοθετημένες":"οριοθετημένος",
"οριοθετημένους":"οριοθετημένος",
"οριοθέτησε":"οριοθετώ",
"οριοθετήσει":"οριοθετώ",
"οριοθετήσεις":"οριοθέτηση",
"οριοθετήσεων":"οριοθέτηση",
"οριοθέτηση":"οριοθέτηση",
"οριοθετήσουν":"οριοθετώ",
"οριοθετούν":"οριοθετώ",
"ορίου":"όριο",
"όρισαν":"ορίζω",
"όρισε":"ορίζω",
"ορίσει":"ορίζω",
"ορίσετε":"ορίζω",
"ορισθεί":"ορίζω",
"ορισθείσα":"ορισθείς",
"ορισθέν":"ορισθείς",
"ορισθέντος":"ορισθείς",
"ορίσθηκαν":"ορίζω",
"ορίσθηκε":"ορίζω",
"ορισθούν":"ορίζω",
"ορισμένα":"ορισμένος",
"ορισμένες":"ορισμένος",
"ορισμένη":"ορισμένος",
"ορισμένης":"ορισμένος",
"ορισμένο":"ορισμένος",
"ορισμένοι":"ορισμένος",
"ορισμένου":"ορισμένος",
"ορισμένους":"ορισμένος",
"ορισμένων":"ορισμένος",
"ορισμό":"ορισμός",
"ορισμοί":"ορισμός",
"ορισμός":"ορισμός",
"ορισμού":"ορισμός",
"ορισμούς":"ορισμός",
"ορίσουμε":"ορίζω",
"ορίσουν":"ορίζω",
"ορίστε":"ορίζω",
"οριστεί":"ορίζω",
"ορίστηκαν":"ορίζω",
"οριστηκε":"ορίζω",
"ορίστηκε":"ορίζω",
"οριστικα":"οριστικά",
"οριστικά":"οριστικά",
"οριστικά":"οριστικός",
"οριστικές":"οριστικός",
"οριστική":"οριστικός",
"οριστικής":"οριστικός",
"οριστικό":"οριστικός",
"οριστικοποιείται":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιηθεί":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιήθηκαν":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιήθηκε":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιηθούν":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποίησε":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιήσει":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποίηση":"οριστικοποίηση",
"οριστικοποίησης":"οριστικοποίηση",
"οριστικοποιήσουμε":"οριστικοποιώ",
"οριστικοποιώντας":"οριστικοποιώ",
"οριστούν":"ορίζω",
"ορίτζιναλ":"ορίτζιναλ",
"ορίων":"όριο",
"ορκίζεται":"ορκίζω",
"ορκίζομαι":"ορκίζω",
"ορκίζονται":"ορκίζω",
"ορκιζόταν":"ορκίζω",
"ορκίσθηκε":"ορκίζω",
"ορκισμένη":"ορκισμένος",
"ορκισμένο":"ορκισμένος",
"ορκισμένοι":"ορκίζω",
"ορκισμένους":"ορκίζω",
"ορκισμένων":"ορκισμένος",
"ορκιστεί":"ορκίζω",
"ορκιστείτε":"ορκίζω",
"ορκίστηκαν":"ορκίζω",
"ορκίστηκε":"ορκίζω",
"όρκο":"όρκος",
"όρκος":"όρκος",
"όρκους":"όρκος",
"ορκωμοσία":"ορκωμοσία",
"ορκωμοσίας":"ορκωμοσία",
"ορκωτο":"ορκωτός",
"ορκωτό":"ορκωτός",
"ορκωτοί":"ορκωτός",
"ορκωτού":"ορκωτός",
"ορκωτών":"ορκωτός",
"ορλαντο":"ορλαντο",
"ορλάντο":"ορλάντο",
"ορλεάνη":"ορλεάνη",
"ορλεάνης":"ορλεάνης",
"ορλίνς":"ορλίνς",
"όρμα":"ορμώ",
"ορμάει":"ορμώ",
"ορμάν":"ορμώ",
"ορμάνε":"ορμώ",
"ορμές":"ορμή",
"ορμή":"ορμή",
"ορμής":"ορμή",
"όρμησαν":"ορμώ",
"όρμησε":"ορμώ",
"ορμήσει":"ορμώ",
"ορμήσουν":"ορμώ",
"ορμητήρια":"ορμητήριο",
"ορμητήριο":"ορμητήριο",
"ορμητικά":"ορμητικός",
"ορμητική":"ορμητικός",
"ορμητικό":"ορμητικός",
"ορμητικός":"ορμητικός",
"όρμο":"όρμος",
"ορμόνες":"ορμόνη",
"ορμόνη":"ορμόνη",
"ορμόνης":"ορμόνη",
"ορμονικές":"ορμονικός",
"ορμονική":"ορμονικός",
"ορμονικό":"ορμονικός",
"όρμοντ":"όρμοντ",
"ορμονών":"ορμόνη",
"ορμούν":"ορμώ",
"ορμώμενη":"ορμώμενος",
"ορμώμενοι":"ορμώμενος",
"ορμών":"ορμή",
"ορνεράκη":"ορνεράκη",
"ορνιθοπανίδα":"ορνιθοπανίδα",
"ορνίθων":"όρνιθα",
"ορό":"ορός",
"όρο":"όρος",
"ορογένεση":"ορογένεση",
"οροθετείται":"οροθετώ",
"οροθετικοί":"οροθετικός",
"οροί":"ορός",
"όροι":"όρος",
"όροις":"όροις",
"ορολογία":"ορολογία",
"ορολογίες":"ορολογία",
"οροπέδιο":"οροπέδιο",
"οροπεδίου":"οροπέδιο",
"ορός":"ορός",
"όρος":"όρος",
"οροσειρά":"οροσειρά",
"οροσειράς":"οροσειρά",
"οροσειρές":"οροσειρά",
"οροσειρών":"οροσειρά",
"ορόσημα":"ορόσημο",
"ορόσημο":"ορόσημο",
"όρου":"όρος",
"όρους":"όρος",
"οροφές":"οροφή",
"οροφή":"οροφή",
"οροφής":"οροφή",
"όροφο":"όροφος",
"όροφοι":"όροφος",
"όροφος":"όροφος",
"ορόφου":"όροφος",
"ορόφους":"όροφος",
"ορόφων":"όροφος",
"ορρωδούν":"ορρωδώ",
"όρσον":"όρσον",
"ορτ":"ορτ",
"ορτέζ75":"ορτέζ75",
"ορτέζ7-71107":"ορτέζ7-71107",
"ορτέκ":"ορτέκ",
"όρτεκ":"όρτεκ",
"ορτίθ":"ορτίθ",
"όρυγμα":"όρυγμα",
"ορύγματα":"όρυγμα",
"ορύγματος":"όρυγμα",
"ορυζωνα":"ορυζώνας",
"ορυζώνα":"ορυζώνας",
"ορυζώνες":"ορυζώνας",
"ορυκτά":"ορυκτό",
"ορυκτελαίων":"ορυκτέλαιο",
"ορυκτές":"ορυκτός",
"ορυκτό":"ορυκτός",
"ορυκτολογίας":"ορυκτολογία",
"ορυκτού":"ορυκτός",
"ορυκτών":"ορυκτός",
"ορυμαγδό":"ορυμαγδός",
"ορυμαγδός":"ορυμαγδός",
"ορυχεία":"ορυχείο",
"ορυχείο":"ορυχείο",
"ορυχείου":"ορυχείο",
"ορυχείων":"ορυχείο",
"ορυχείων-λατομείων":"ορυχείων-λατομείων",
"ορφανά":"ορφανός",
"ορφανές":"ορφανός",
"ορφάνια":"ορφάνια",
"ορφάνιας":"ορφάνια",
"ορφανίδης":"ορφανίδης",
"ορφανό":"ορφανός",
"ορφανοί":"ορφανός",
"ορφανος":"ορφανός",
"ορφανός":"ορφανός",
"ορφανοτροφεία":"ορφανοτροφείο",
"ορφανοτροφείο":"ορφανοτροφείο",
"ορφανοτροφείου":"ορφανοτροφείο",
"ορφανού":"ορφανός",
"ορφανών":"ορφανός",
"ορφέα":"ορφέας",
"ορφεας":"ορφέας",
"ορφέας":"ορφέας",
"ορχάν":"ορχάν",
"όρχεις":"όρχις",
"ορχείται":"ορχείται",
"όρχεων":"όρχις",
"όρχησης":"όρχηση",
"ορχήστρα":"ορχήστρα",
"ορχήστρας":"ορχήστρα",
"ορχήστρες":"ορχήστρα",
"ορχηστρικά":"ορχηστρικός",
"ορχηστρικό":"ορχηστρικός",
"ορχιδέας":"ορχιδέα",
"ορχιδέες":"ορχιδέα",
"όρων":"όρος",
"ος":"ος",
"ός":"ός",
"όσα":"όσα",
"οσα":"όσος",
"όσα":"όσος",
"οσάκις":"οσάκις",
"οσάμα":"οσάμα",
"οσασούνα":"οσασούνα",
"όσβαλντ":"όσβαλντ",
"οσβάλντο":"οσβάλντο",
"οσε":"οσε",
"οσεπ":"οσεπ",
"οσερ":"οσερ",
"οσέρ":"οσέρ",
"όσες":"όσος",
"όση":"όσος",
"όσης":"όσος",
"όσια":"όσιος",
"οσίας":"όσιος",
"όσιμα":"όσιμα",
"όσιο":"όσιος",
"οσίων":"όσιος",
"οσκαρ":"οσκαρ",
"όσκαρ":"όσκαρ",
"οσκαρικό":"οσκαρικός",
"οσλο":"όσλο",
"όσλο":"όσλο",
"όσμαν":"όσμαν",
"οσμή":"οσμή",
"οσμίζεται":"οσμίζομαι",
"οσμίστηκε":"οσμίζομαι",
"όσμωση":"όσμωση",
"οσο":"οσο",
"όσο":"όσο",
"'όσο":"'όσο",
"οσοδήποτε":"οσοδήποτε",
"οσοι":"όσος",
"όσοι":"όσος",
"οσον":"όσο",
"όσον":"όσο",
"όσον":"όσον",
"οσονούπω":"οσονούπω",
"όσος":"όσος",
"οσούγκι":"οσούγκι",
"οσους":"όσος",
"όσους":"όσος",
"όσπρια":"όσπριο",
"οσπρίων":"όσπριο",
"όσσα":"όσσα",
"όσσα-καλαμωτό":"όσσα-καλαμωτό",
"οστά":"οστό",
"οσταλάν":"οσταλάν",
"οστεϊκής":"οστεϊκός",
"οστέινων":"οστέινος",
"οστεοαρθρίτιδας":"οστεοαρθρίτιδα",
"οστεόφυτα":"οστεόφυτο",
"οστεοφύτων":"οστεόφυτο",
"όστερ":"όστερ",
"όστερχις":"όστερχις",
"όστλουντ":"όστλουντ",
"οστού":"οστό",
"όστρακα":"όστρακο",
"οστρακοειδή":"οστρακοειδής",
"οστράκων":"όστρακο",
"οστών":"οστό",
"οσφραίνεται":"οσφραίνομαι",
"όσφρησης":"όσφρηση",
"οσφυοκάμπτισσα":"οσφυοκάμπτισσα",
"οσφυοκαμψία":"οσφυοκαμψία",
"οσφυοκαμψίας":"οσφυοκαμψίας",
"οσχέου":"όσχεο",
"όσων":"όσος",
"οτα":"οτα",
"οταν":"όταν",
"οτάν":"οτάν",
"όταν":"όταν",
"οτε":"οτε",
"οτεnet":"οτεnet",
"οτε-ελ":"οτε-ελ",
"οτεκ":"οτεκ",
"οτελούλ":"οτελούλ",
"οτι":"ότι",
"ότι":"ότι",
"οτιδήποτε":"οτιδήποτε",
"οτο":"οτο",
"ότο":"ότο",
"οτοε":"οτοε",
"οτοστόπ":"οτοστόπ",
"ότο-στοπ":"ότο-στοπ",
"ότου":"ότου",
"οτσαλαν":"οτσαλαν",
"οτσαλάν":"οτσαλάν",
"ότσνα":"ότσνα",
"ου":"ου",
"ού":"ού",
"ουάιλντερ":"ουάιλντερ",
"ουάλας":"ουάλας",
"ουαλία":"ουαλία",
"ουαλίας":"ουαλία",
"ουαλλία":"ουαλλία",
"ουαλός":"ουαλός",
"ουαρζαζάτ":"ουαρζαζάτ",
"ουασέλ":"ουασέλ",
"ουασιγκτον":"ουασιγκτον",
"ουάσιγκτον":"ουάσιγκτον",
"ουάσινγκτον":"ουάσινγκτον",
"ουάτσον":"ουάτσον",
"ουγγαρέζα":"ουγγαρέζα",
"ουγγαρία":"ουγγαρία",
"ουγγαρίας":"ουγγαρία",
"ουγγιά":"ουγγιά",
"ουγγρική":"ουγγρικός",
"ουγγρικής":"ουγγρικός",
"ουγγρικού":"ουγγρικός",
"ούγγρος":"ούγγρος",
"ούγγρου":"ούγγρος",
"ούγια":"ούγια",
"ουγκάντα":"ουγκάντα",
"ουγκέρ":"ουγκέρ",
"ουγκιά":"ουγκιά",
"ουγκό":"ουγκό",
"ουγκώ":"ουγκώ",
"ουδέ":"ουδός",
"ουδείς":"ουδείς",
"ουδεμία":"ουδείς",
"ουδέν":"ουδείς",
"ουδένα":"ουδείς",
"ουδενί":"ουδείς",
"ουδενός":"ουδείς",
"ουδέποτε":"ουδέποτε",
"ουδέτερα":"ουδέτερα",
"ουδέτερες":"ουδέτερος",
"ουδέτερη":"ουδέτερος",
"ουδέτερης":"ουδέτερος",
"ουδέτερο":"ουδέτερος",
"ουδέτεροι":"ουδέτερος",
"ουδετεροποίησης":"ουδετεροποίηση",
"ουδέτερος":"ουδέτερος",
"ουδετερότητα":"ουδετερότητα",
"ουδέτερους":"ουδέτερος",
"ουδινότη":"ουδινότη",
"ουδινότης":"ουδινότης",
"ουδόλως":"ουδόλως",
"ουέλες":"ουέλες",
"ουέλιγκτον":"ουέλιγκτον",
"ουέλινγκτον":"ουέλινγκτον",
"ουέλς":"ουέλς",
"ουέλτς":"ουέλτς",
"ουέμπερ":"ουέμπερ",
"ουέστ":"ουέστ",
"ουεφα":"ουεφα",
"ουζάκι":"ουζάκι",
"ουζεpι":"ουζερί",
"ουζερι":"ουζερί",
"ουζερί":"ουζερί",
"ουζινιέφσκι":"ουζινιέφσκι",
"ουζμπεκικής":"ουζμπέκικος",
"ουζμπεκικών":"ουζμπέκικος",
"ουζμπεκιστάν":"ουζμπεκιστάν",
"ούζο":"ούζο",
"ουζομεζέδες":"ουζομεζέδες",
"ούζου":"ούζο",
"ουζού":"ουζού",
"ουζούνης":"ουζούνης",
"ουζούνογλου":"ουζούνογλου",
"ουιάνγκα":"ουιάνγκα",
"ουίζαρντς":"ουίζαρντς",
"ουίλι":"ουίλι",
"ουίλιαμ":"ουίλιαμ",
"ουΐλιαμ":"ουΐλιαμ",
"ουίλιαμς":"ουίλιαμς",
"ουίλκινς":"ουίλκινς",
"ουίλκινσον":"ουίλκινσον",
"ουίλσον":"ουίλσον",
"ουίνστον":"ουίνστον",
"ουίουα":"ουίουα",
"ουίπεστ":"ουίπεστ",
"ουίσκι":"ουίσκι",
"ουισκόνσιν":"ουισκόνσιν",
"ουκ":"ουκ",
"ουκάρ":"ουκάρ",
"ουκρανή":"ουκρανή",
"ουκρανια":"ουκρανία",
"ουκρανία":"ουκρανία",
"ουκρανίας":"ουκρανία",
"ουκρανίας-ρωσίας":"ουκρανίας-ρωσίας",
"ουκρανική":"ουκρανικός",
"ουκρανικής":"ουκρανικός",
"ουκρανικό":"ουκρανικός",
"ουκρανικού":"ουκρανικός",
"ουκρανός":"ουκρανός",
"ουκρανού":"ουκρανός",
"ουκρανούς":"ουκρανός",
"ουλ":"ουλ",
"ούλα":"ούλο",
"ουλές":"ουλή",
"ουλή":"ουλή",
"ούλκερ":"ούλκερ",
"ούλκερ7-81048":"ούλκερ7-81048",
"ουλοι":"ούλος",
"ούλοι":"ούλος",
"ούμα":"ούμα",
"ουμανισμό":"ουμανισμός",
"ουμανισμός":"ουμανισμός",
"ουμανιστικά":"ουμανιστικός",
"ουμανιστικές":"ουμανιστικός",
"ουμανιστική":"ουμανιστικός",
"ουμανιστικής":"ουμανιστικός",
"ουμανιστικό":"ουμανιστικός",
"ουμμουχάν":"ουμμουχάν",
"ουμπέρτο":"ουμπέρτο",
"ουμποζορ":"ουμποζορ",
"ουμπόζορ":"ουμπόζορ",
"ουν":"ουν",
"ουνάι":"ουνάι",
"ουνάλ":"ουνάλ",
"ουνεσκο":"ουνεσκο",
"ουνέσκο":"ουνέσκο",
"ουνιάο":"ουνιάο",
"ουνικάχα":"ουνικάχα",
"ουνικούγκο":"ουνικούγκο",
"ούνιξ":"ούνιξ",
"ουνιόν":"ουνιόν",
"ουντεζε":"ουντεζε",
"ουντέζε":"ουντέζε",
"ούντεν":"ούντεν",
"ούντινε":"ούντινε",
"ουντινέζε":"ουντινέζε",
"ούντσετ":"ούντσετ",
"ουόκερ":"ουόκερ",
"ουολε":"ουολε",
"ουόλε":"ουόλε",
"ουόλτερ":"ουόλτερ",
"ουόριορς":"ουόριορς",
"ουπς":"ουπς",
"ούπω":"ούπω",
"ουρά":"ουρά",
"ούρα":"ούρο",
"ουραγκοτάγκοι":"ουραγκοτάγκος",
"ουραγκοτάγκος":"ουραγκοτάγκος",
"ουραγκουτάγκο":"ουραγκουτάγκο",
"ουραγό":"ουραγός",
"ουραγοί":"ουραγός",
"ουραγός":"ουραγός",
"ουραγού":"ουραγός",
"ουραγούς":"ουραγός",
"ουραγώγι":"ουραγώγι",
"ουραγών":"ουραγός",
"ουραίο":"ουραίος",
"ουραίου":"ουραίος",
"ουρανια":"ουρανής",
"ουράνια":"ουράνιος",
"ουρανίας":"ουρανία",
"ουράνιας":"ουράνιος",
"ουράνιο":"ουράνιος",
"ουρανίου":"ουράνιος",
"ουράνιου":"ουράνιος",
"ουρανίσκο":"ουρανίσκος",
"ουρανίσκος":"ουρανίσκος",
"ουράνιων":"ουράνιος",
"ουρανο":"ουρανός",
"ουρανό":"ουρανός",
"ουρανοί":"ουρανός",
"ουρανοκατέβατο":"ουρανοκατέβατος",
"ουρανοξύστες":"ουρανοξύστης",
"ουρανοξυστη":"ουρανοξύστης",
"ουρανοξύστη":"ουρανοξύστης",
"ουρανοξυστών":"ουρανοξύστης",
"ουρανος":"ουρανός",
"ουρανός":"ουρανός",
"ουρανού":"ουρανός",
"ουρανούς":"ουρανός",
"ουρανών":"ουρανός",
"ουράς":"ουρά",
"ουρές":"ουρά",
"ουρητήρια":"ουρητήριο",
"ουρθάιθ":"ουρθάιθ",
"ουρί":"ουρί",
"ούριος":"ούριος",
"ούρλιαζαν":"ουρλιάζω",
"ούρλιαζε":"ουρλιάζω",
"ουρλιάζει":"ουρλιάζω",
"ουρλιάζουν":"ουρλιάζω",
"ούρλιαξε":"ουρλιάζω",
"ουρλιαχτά":"ουρλιαχτό",
"ουρλιαχτό":"ουρλιαχτό",
"ουροδόχο":"ουροδόχος",
"ουροδόχου":"ουροδόχος",
"ουρολογικά":"ουρολογικός",
"ουρολογικού":"ουρολογικός",
"ουρολόγο":"ουρολόγος",
"ουρολόγον":"ουρολόγος",
"ουρολόγος":"ουρολόγος",
"ουρουγουάη":"ουρουγουάη",
"ουρουγουανός":"ουρουγουανός",
"ουρούμια":"ουρούμια",
"ουρουμιέχ":"ουρουμιέχ",
"ουρς":"ουρς",
"ούρσουλα":"ούρσουλα",
"ούρφα":"ούρφα",
"ουρών":"ουρά",
"ους":"ους",
"ουσία":"ουσία",
"ουσίαν":"ουσία",
"ουσίας":"ουσία",
"ουσιαστικά":"ουσιαστικά",
"ουσιαστικές":"ουσιαστικός",
"ουσιαστική":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικής":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικό":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικοί":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικός":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικότερες":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικότερη":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικότερο":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικότερος":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικού":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικούς":"ουσιαστικός",
"ουσιαστικών":"ουσιαστικός",
"ουσίες":"ουσία",
"ουσιώδεις":"ουσιώδης",
"ουσιώδες":"ουσιώδης",
"ουσιώδη":"ουσιώδης",
"ουσιώδης":"ουσιώδης",
"ουσιώδους":"ουσιώδης",
"ουσιωδών":"ουσιώδης",
"ουσιωδώς":"ουσιωδώς",
"ουσιών":"ουσία",
"ουστ":"ουστ",
"ούστογλου":"ούστογλου",
"ουτε":"ούτε",
"ούτε":"ούτε",
"ουτοπία":"ουτοπία",
"ουτοπίας":"ουτοπία",
"ουτοπίες":"ουτοπία",
"ουτοπικά":"ουτοπικά",
"ουτοπικές":"ουτοπικός",
"ουτοπική":"ουτοπικός",
"ουτοπικό":"ουτοπικός",
"ουτρεχτη":"ουτρεχτη",
"ουτρέχτη":"ουτρέχτη",
"ούτω":"ούτως",
"ούτως":"ούτως",
"ουφ":"ουφ",
"ούφο":"ούφο",
"ουχί":"ουχί",
"οφ":"οφ",
"οφείλαμε":"οφείλω",
"όφειλαν":"οφείλω",
"όφειλε":"οφείλω",
"οφείλει":"οφείλω",
"οφείλεις":"οφείλω",
"οφειλές":"οφειλή",
"οφείλεται":"οφείλω",
"οφείλετε":"οφείλω",
"οφειλέτες":"οφειλέτης",
"οφειλέτης":"οφειλέτης",
"οφείλετο":"οφείλετο",
"οφειλετών":"οφειλέτης",
"οφειλή":"οφειλή",
"οφειλής":"οφειλή",
"οφειλόμενα":"οφειλόμενος",
"οφειλόμενη":"οφειλόμενος",
"οφειλόμενο":"οφειλόμενος",
"οφειλόμενου":"οφειλόμενος",
"οφειλομένων":"οφειλόμενος",
"οφείλονται":"οφείλω",
"οφείλονταν":"οφείλω",
"οφειλόταν":"οφείλω",
"οφείλουμε":"οφείλω",
"οφείλουν":"οφείλω",
"οφείλω":"οφείλω",
"οφειλών":"οφειλή",
"οφέλη":"όφελος",
"όφελος":"όφελος",
"όφελός":"όφελος",
"οφέλους":"όφελος",
"όφερκλεεφτ":"όφερκλεεφτ",
"οφη":"οφη",
"οφη2992727-21":"οφη2992727-21",
"οφη-ατρομητος":"οφη-ατρομητος",
"οφθαλμαπάτη":"οφθαλμαπάτη",
"οφθαλμίατρο":"οφθαλμίατρος",
"οφθαλμίατρος":"οφθαλμίατρος",
"οφθαλμό":"οφθαλμός",
"οφθαλμολαγνεία":"οφθαλμολαγνεία",
"οφθαλμολογικά":"οφθαλμολογικός",
"οφθαλμολογική":"οφθαλμολογικός",
"οφθαλμοντούς":"οφθαλμοντούς",
"οφθαλμός":"οφθαλμός",
"οφθαλμού":"οφθαλμός",
"οφθαλμούς":"οφθαλμός",
"οφθαλμοφανή":"οφθαλμοφανής",
"οφθαλμών":"οφθαλμός",
"οφίκια":"οφίκιο",
"όφις":"όφις",
"οφλιδης":"οφλιδης",
"οφλίδης":"οφλίδης",
"οφορίγκουε":"οφορίγκουε",
"οφορίκουε":"οφορίκουε",
"οφσάιντ":"οφσάιντ",
"οφ-σάιντ":"οφ-σάιντ",
"οχάιο":"οχάιο",
"οχε":"οχε",
"οχετό":"οχετός",
"οχετός":"οχετός",
"οχετού":"οχετός",
"όχημα":"όχημα",
"όχημά":"όχημα",
"οχήματα":"όχημα",
"οχήματά":"όχημα",
"οχηματαγωγού":"οχηματαγωγό",
"οχήματος":"όχημα",
"οχήματός":"όχημα",
"οχημάτων":"όχημα",
"όχθες":"όχθη",
"όχθη":"όχθη",
"όχθης":"όχθη",
"οχι":"όχι",
"όχι":"όχι",
"οχιά":"οχιά",
"οχλαγωγή":"οχλαγωγή",
"οχλήσεις":"όχληση",
"όχλο":"όχλος",
"οχλοκρατικές":"οχλοκρατικός",
"όχλος":"όχλος",
"όχλου":"όχλος",
"οχλούσα":"οχλούσα",
"οχλούσες":"οχλούσες",
"οχρίδας":"οχρίδας",
"οχτάχρονη":"οχτάχρονος",
"οχτώ":"οκτώ",
"οχτώμισι":"οκτώμισι",
"οχυρά":"οχυρός",
"οχυρό":"οχυρός",
"οχυρού":"οχυρός",
"οχυρωθεί":"οχυρώνω",
"οχυρωθέντες":"οχυρωθείς",
"οχυρώθηκε":"οχυρώνω",
"οχυρωματικά":"οχυρωματικός",
"οχυρωματικής":"οχυρωματικός",
"οχυρωμάτων":"οχύρωμα",
"οχυρωμένα":"οχυρώνω",
"οχυρωμένη":"οχυρωμένος",
"οχυρώνεται":"οχυρώνω",
"οχυρώνονται":"οχυρώνω",
"οχυρώνουν":"οχυρώνω",
"οχυρώσουμε":"οχυρώνω",
"οχυρώσουν":"οχυρώνω",
"οψει":"όψει",
"όψει":"όψει",
"όψεις":"όψη",
"οψέποτε":"οψέποτε",
"όψεται":"όψομαι",
"όψεων":"όψη",
"όψεως":"όψη",
"όψη":"όψη",
"όψης":"όψη",
"όψιμες":"όψιμος",
"όψιμο":"όψιμος",
"όψιμοι":"όψιμος",
"όψιμου":"όψιμος",
"όψιν":"όψη",
"οψιόν":"οψιόν",
"όψονται":"όψομαι",
"π":"π",
"π&κ":"π&κ",
"π)":"π)",
"π.":"π.",
"π.α.":"π.α.",
"π.α.ψ.":"π.α.ψ.",
"π.γ.ν.":"π.γ.ν.",
"π.δ.":"π.δ.",
"π.δ.ε.":"π.δ.ε.",
"π.ε.γ.ε.α.λ.":"π.ε.γ.ε.α.λ.",
"π.ε.κ.δ.υ.":"π.ε.κ.δ.υ.",
"π.ε.π.":"π.ε.π.",
"π.ι.":"π.ι.",
"π.μ":"π.μ",
"π.μ.":"π.μ.",
"π.μ.ψ.":"π.μ.ψ.",
"π.ο.":"π.ο.",
"π.π.":"π.π.",
"π.χ.":"π.χ.",
"π΄θαρ΄":"π΄θαρ΄",
"πaσok":"πaσok",
"πoπ":"ποπ",
"πα":"πα",
"πάβελ":"πάβελ",
"πάβλε":"πάβλε",
"πάβλικ":"πάβλικ",
"παβλίσεβιτς":"παβλίσεβιτς",
"πάβλοβιτς":"πάβλοβιτς",
"παγάκια":"παγάκι",
"παγανιστής":"παγανιστής",
"παγανιστικές":"παγανιστικός",
"παγανιστικών":"παγανιστικός",
"παγγαίο":"παγγαίο",
"παγγαίον-όρος":"παγγαίον-όρος",
"παγγαιορείτικος":"παγγαιορείτικος",
"παγγαιορίτες":"παγγαιορίτες",
"παγγαιορίτης":"παγγαιορίτης",
"παγγαίου":"παγγαίο",
"παγδατη":"παγδατη",
"παγδατή":"παγδατή",
"παγδατης":"παγδατης",
"παγδατής":"παγδατής",
"παγερά":"παγερά",
"παγερές":"παγερός",
"παγερή":"παγερός",
"παγερό":"παγερός",
"παγερός":"παγερός",
"παγετό":"παγετός",
"παγετός":"παγετός",
"παγετού":"παγετός",
"παγετούς":"παγετός",
"παγετώνα":"παγετώνας",
"παγετώνας":"παγετώνας",
"παγετώνες":"παγετώνας",
"παγετώνων":"παγετώνας",
"πάγια":"πάγιος",
"πάγιας":"πάγιος",
"παγίδα":"παγίδα",
"παγίδες":"παγίδα",
"παγιδεύει":"παγιδεύω",
"παγιδεύεται":"παγιδεύω",
"παγιδευμένα":"παγιδευμένος",
"παγιδευμένη":"παγιδευμένος",
"παγιδευμένης":"παγιδεύω",
"παγιδευμένο":"παγιδευμένος",
"παγιδευμενοι":"παγιδευμένος",
"παγιδευμένοι":"παγιδεύω",
"παγιδευμένος":"παγιδεύω",
"παγιδευμένου":"παγιδεύω",
"παγιδευμένους":"παγιδεύω",
"παγιδευμένων":"παγιδευμένος",
"παγιδευόμαστε":"παγιδεύω",
"παγιδεύονται":"παγιδεύω",
"παγιδεύοντας":"παγιδεύω",
"παγιδεύσει":"παγιδεύω",
"παγίδευση":"παγίδευση",
"παγιδευτεί":"παγιδεύω",
"παγιδευτείτε":"παγιδεύω",
"παγιδεύτηκαν":"παγιδεύω",
"παγιδεύτηκε":"παγιδεύω",
"παγιέ":"παγιός",
"πάγιες":"πάγιος",
"πάγιο":"πάγιος",
"παγίου":"πάγιος",
"παγιούλα":"παγιούλα",
"παγιωθεί":"παγιώνω",
"παγιωθούν":"παγιώνω",
"παγιωμένο":"παγιώνω",
"παγίων":"πάγιος",
"πάγιων":"πάγιος",
"παγίως":"πάγια",
"παγίωσε":"παγιώνω",
"παγίωση":"παγίωση",
"παγκαβαλιώτικου":"παγκαβαλιώτικου",
"παγκάκι":"παγκάκι",
"παγκάκια":"παγκάκι",
"πάγκαλο":"πάγκαλος",
"παγκαλος":"πάγκαλος",
"πάγκαλος":"πάγκαλος",
"παγκαλου":"πάγκαλος",
"παγκάλου":"πάγκαλος",
"πάγκαλου":"πάγκαλος",
"παγκάρι":"παγκάρι",
"παγκάρια":"παγκάρι",
"πάγκο":"πάγκος",
"πάγκοι":"πάγκος",
"παγκοίνως":"παγκοίνως",
"παγκοσμια":"παγκόσμιος",
"παγκόσμια":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιας":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιες":"παγκόσμιος",
"παγκοσμιο":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιο":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιοι":"παγκόσμιος",
"παγκοσμιοποιημένη":"παγκοσμιοποιημένος",
"παγκοσμιοποιημένης":"παγκοσμιοποιώ",
"παγκοσμιοποιημένο":"παγκοσμιοποιώ",
"παγκοσμιοποιημένου":"παγκοσμιοποιώ",
"παγκοσμιοποιημένων":"παγκοσμιοποιώ",
"παγκοσμιοποίηση":"παγκοσμιοποίηση",
"παγκοσμιοποίησης":"παγκοσμιοποίηση",
"παγκοσμιος":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιος":"παγκόσμιος",
"παγκοσμιότητας":"παγκοσμιότητα",
"παγκοσμιου":"παγκόσμιος",
"παγκοσμίου":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιου":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιους":"παγκόσμιος",
"παγκοσμίων":"παγκόσμιος",
"παγκόσμιων":"παγκόσμιος",
"παγκοσμίως":"παγκόσμια",
"πάγκου":"πάγκος",
"πάγκους":"πάγκος",
"παγκράτι":"παγκράτι",
"παγκράτι-ιωνικός":"παγκράτι-ιωνικός",
"πάγκρεας":"πάγκρεας",
"παγκρέατος":"πάγκρεας",
"παγκρήτιας":"παγκρήτιος",
"παγκρήτιο":"παγκρήτιος",
"παγκρήτιου":"παγκρήτιος",
"παγκύπρια":"παγκύπριος",
"παγκυτταροπενία":"παγκυτταροπενία",
"πάγκων":"πάγκος",
"πάγο":"πάγος",
"παγόβουνα":"παγόβουνο",
"παγόβουνο":"παγόβουνο",
"παγόβουνου":"παγόβουνο",
"παγοδρομιο":"παγοδρόμιο",
"παγοδρόμιο":"παγοδρόμιο",
"παγοδρομίου":"παγοδρόμιο",
"παγοθραυστικά":"παγοθραυστικός",
"παγοθραυστικό":"παγοθραυστικός",
"παγοθύελλα":"παγοθύελλα",
"πάγοι":"πάγος",
"παγοκολόνα":"παγοκολόνα",
"πάγος":"πάγος",
"πάγου":"πάγος",
"παγουνη":"παγουνη",
"παγούνη":"παγούνη",
"πάγους":"πάγος",
"πάγω":"πάγω",
"πάγωμα":"πάγωμα",
"παγωμάρα":"παγωμάρα",
"παγώματος":"πάγωμα",
"παγωμένα":"παγωμένος",
"παγωμένες":"παγωμένος",
"παγωμένη":"παγωμένος",
"παγωμένης":"παγωμένος",
"παγωμένο":"παγωμένος",
"παγωμένοι":"παγωμένος",
"παγωμένος":"παγωμένος",
"παγωμένου":"παγώνω",
"παγωμένους":"παγώνω",
"πάγων":"πάγος",
"παγώνει":"παγώνω",
"παγώνης":"παγώνης",
"παγωνιά":"παγωνιά",
"παγώνια":"παγώνια",
"παγωνιές":"παγωνιά",
"παγώνοντας":"παγώνω",
"παγώνουν":"παγώνω",
"πάγωσαν":"παγώνω",
"πάγωσε":"παγώνω",
"παγώσει":"παγώνω",
"παγώσουμε":"παγώνω",
"παγώσουν":"παγώνω",
"παγωτά":"παγωτό",
"παγωτό":"παγωτό",
"παγωτού":"παγωτό",
"παε":"παε",
"παει":"πηγαίνω",
"πάει":"πηγαίνω",
"παζαϊτη":"παζαϊτη",
"παζάρεμα":"παζάρεμα",
"παζαρέματος":"παζάρεμα",
"παζαρεύει":"παζαρεύω",
"παζαρι":"παζάρι",
"παζάρι":"παζάρι",
"παζάρια":"παζάρι",
"παζαριού":"παζάρι",
"παζαριών":"παζάρι",
"πάζης":"πάζης",
"παζίς":"παζίς",
"παζλ":"παζλ",
"πάθαιναν":"παθαίνω",
"πάθαινε":"παθαίνω",
"παθαίνει":"παθαίνω",
"παθαίνεις":"παθαίνω",
"πάθαινες":"παθαίνω",
"παθαίνοντας":"παθαίνω",
"παθαίνουμε":"παθαίνω",
"παθαίνουν":"παθαίνω",
"παθαίνω":"παθαίνω",
"πάθαμε":"παθαίνω",
"πάθατε":"παθαίνω",
"παθε":"παθε",
"πάθει":"παθαίνω",
"πάθεις":"παθαίνω",
"πάθετε":"παθαίνω",
"παθη":"πάθος",
"πάθη":"πάθος",
"πάθημα":"πάθημα",
"παθήματα":"πάθημα",
"παθησεις":"πάθηση",
"παθήσεις":"πάθηση",
"παθησεων":"πάθηση",
"παθήσεων":"πάθηση",
"παθήσεως":"πάθηση",
"πάθηση":"πάθηση",
"πάθησης":"πάθηση",
"πάθησιν":"πάθηση",
"παθητικά":"παθητικός",
"παθητική":"παθητικός",
"παθητικής":"παθητικός",
"παθητικο":"παθητικός",
"παθητικό":"παθητικός",
"παθητικοί":"παθητικός",
"παθητικός":"παθητικός",
"παθητικότητα":"παθητικότητα",
"παθητικότητας":"παθητικότητα",
"παθητικού":"παθητικός",
"παθητικούς":"παθητικός",
"παθιάζονται":"παθιάζω",
"παθιασμένα":"παθιασμένα",
"παθιασμένη":"παθιάζω",
"παθιασμένο":"παθιασμένος",
"παθιασμένοι":"παθιάζω",
"παθιασμένος":"παθιασμένος",
"παθιασμένου":"παθιασμένος",
"παθογένεια":"παθογένεια",
"παθογένειας":"παθογένεια",
"παθογνωμονική":"παθογνωμονικός",
"παθολογία":"παθολογία",
"παθολογίας-ανοσολογίας":"παθολογίας-ανοσολογίας",
"παθολογικά":"παθολογικός",
"παθολογικές":"παθολογικός",
"παθολογική":"παθολογικός",
"παθολογικής":"παθολογικός",
"παθολογικό":"παθολογικός",
"παθολογικών":"παθολογικός",
"παθολόγος":"παθολόγος",
"παθόντα":"παθών",
"παθόντες":"παθών",
"παθόντος":"παθών",
"παθόντων":"παθών",
"παθος":"παθός",
"πάθος":"πάθος",
"πάθουμε":"παθαίνω",
"πάθουν":"παθαίνω",
"παθους":"παθός",
"πάθους":"πάθος",
"παθούσα":"παθών",
"πάθω":"παθαίνω",
"παθών":"παθών",
"παιανία":"παιανία",
"παιανίας":"παιανία",
"παιανίζει":"παιανίζω",
"παίγνια":"παίγνιο",
"παιγνίδι":"παιγνίδι",
"παιγνίδια":"παιγνίδι",
"παιγνιδιού":"παιγνίδι",
"παιγνιδιών":"παιγνίδι",
"παίγνιο":"παίγνιο",
"παιγνιώδες":"παιγνιώδης",
"παιγνιώδη":"παιγνιώδης",
"παιγνίων":"παίγνιο",
"παιδαγωγικά":"παιδαγωγικά",
"παιδαγωγικά-εκπαιδευτικά":"παιδαγωγικά-εκπαιδευτικά",
"παιδαγωγικές":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγική":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγικής":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγικό":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγικού":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγικών":"παιδαγωγικός",
"παιδαγωγοί":"παιδαγωγός",
"παιδαγωγός":"παιδαγωγός",
"παιδαγωγούς":"παιδαγωγός",
"παιδαγωγών":"παιδαγωγός",
"παιδάκι":"παιδάκι",
"παιδάκια":"παιδάκι",
"παϊδάκια":"παϊδάκι",
"παιδαριώδη":"παιδαριώδης",
"παιδαριώδης":"παιδαριώδης",
"παιδεια":"παιδεία",
"παιδεία":"παιδεία",
"παιδειας":"παιδεία",
"παιδείας":"παιδεία",
"παιδεμένα":"παιδεμένος",
"παιδεραστή":"παιδεραστής",
"παιδεραστή-βιαστή":"παιδεραστή-βιαστή",
"παιδεραστής":"παιδεραστής",
"παιδεραστία":"παιδεραστία",
"παιδεραστών":"παιδεραστής",
"παίδες":"παις",
"παιδεύει":"παιδεύω",
"παιδεύονται":"παιδεύω",
"παιδευτική":"παιδευτικός",
"παιδευτικό":"παιδευτικός",
"παίδεψε":"παιδεύω",
"παιδι":"παιδί",
"παιδί":"παιδί",
"παιδια":"παιδί",
"παιδιά":"παιδί",
"παιδία":"παιδία",
"παιδιά-θεατές":"παιδιά-θεατές",
"παιδιαρίσματα":"παιδιάρισμα",
"παιδιάς":"παιδιά",
"παιδιά-στρατιώτες":"παιδιά-στρατιώτες",
"παιδιατρικής":"παιδιατρική",
"παιδιατρικών":"παιδιατρική",
"παιδίατρο":"παιδίατρος",
"παιδίατροι":"παιδίατρος",
"παιδίατρος":"παιδίατρος",
"παιδικα":"παιδικός",
"παιδικά":"παιδικός",
"παιδικές":"παιδικός",
"παιδική":"παιδικός",
"παιδικής":"παιδικός",
"παιδικο":"παιδικός",
"παιδικό":"παιδικός",
"παιδικοι":"παιδικός",
"παιδικοί":"παιδικός",
"παιδικος":"παιδικός",
"παιδικός":"παιδικός",
"παιδικότητα":"παιδικότητα",
"παιδικότητά":"παιδικότητα",
"παιδικότητας":"παιδικότητα",
"παιδικού":"παιδικός",
"παιδικούς":"παιδικός",
"παιδικων":"παιδικός",
"παιδικών":"παιδικός",
"παιδιόθεν":"παιδιόθεν",
"παιδιου":"παιδί",
"παιδιού":"παιδί",
"παιδιών":"παιδί",
"παιδιών-μαθητών":"παιδιών-μαθητών",
"παιδιών-στρατιωτών":"παιδιών-στρατιωτών",
"παιδομάζωμα":"παιδομάζωμα",
"παιδόπολις":"παιδόπολις",
"παιδότοπος":"παιδότοπος",
"παιδότοπους":"παιδότοπος",
"παιδοφιλίας":"παιδοφιλία",
"παιδόφιλοι":"παιδόφιλοι",
"παιδόφιλων":"παιδόφιλων",
"παιδοχειρουργικής":"παιδοχειρουργική",
"παιδοψυχιατρικής":"παιδοψυχιατρική",
"παιδοψυχολόγων":"παιδοψυχολόγος",
"παιδων":"παις",
"παίδων":"παις",
"παίζαμε":"παίζω",
"παίζαν":"παίζω",
"παίζει":"παίζω",
"παίζεις":"παίζω",
"παιζεται":"παίζω",
"παίζεται":"παίζω",
"παίζετε":"παίζω",
"παίζονται":"παίζω",
"παίζονταν":"παίζω",
"παίζοντας":"παίζω",
"παίζοντάς":"παίζω",
"παιζόταν":"παίζω",
"παίζουμε":"παίζω",
"παίζουν":"παίζω",
"παίζω":"παίζω",
"πάιθον":"πάιθον",
"πάικο":"πάικο",
"πάικου":"πάικου",
"παικτες":"παίκτης",
"παίκτες":"παίκτης",
"παικτη":"παίκτης",
"παίκτη":"παίκτης",
"παικτης":"παίκτης",
"παίκτης":"παίκτης",
"παικτών":"παίκτης",
"παίξαμε":"παίζω",
"παίξε":"παίζω",
"παίξει":"παίζω",
"παίξεις":"παίζω",
"παίξετε":"παίζω",
"παίξιμο":"παίξιμο",
"παίξιμό":"παίξιμο",
"παίξουμε":"παίζω",
"παίξουν":"παίζω",
"παίξτε":"παίζω",
"παίξω":"παίζω",
"παιραζίδης":"παιραζίδης",
"παϊραζιδης":"παϊραζιδης",
"παϊραζίδης":"παϊραζίδης",
"παϊρης":"παϊρης",
"'παιρνα":"'παιρνα",
"παίρναμε":"παίρνω",
"παίρνανε":"παίρνω",
"παίρνατε":"παίρνω",
"παιρνει":"παίρνω",
"παίρνει":"παίρνω",
"παίρνεις":"παίρνω",
"παίρνετε":"παίρνω",
"παίρνονται":"παίρνω",
"παίρνοντας":"παίρνω",
"παίρνοντάς":"παίρνω",
"παίρνουμε":"παίρνω",
"παιρνουν":"παίρνω",
"παίρνουν":"παίρνω",
"παίρνω":"παίρνω",
"παΐς":"παΐς",
"παιχθεί":"παίζω",
"παίχθηκε":"παίζω",
"παιχνιδάκι":"παιχνιδάκι",
"παιχνιδάκια":"παιχνιδάκι",
"παιχνιδι":"παιχνίδι",
"παιχνίδι":"παιχνίδι",
"παιχνιδια":"παιχνίδι",
"παιχνίδια":"παιχνίδι",
"παιχνίδια-κούκλες":"παιχνίδια-κούκλες",
"παιχνιδιάρα":"παιχνιδιάρης",
"παιχνιδιάρηδες":"παιχνιδιάρης",
"παιχνιδιάρης":"παιχνιδιάρης",
"παιχνιδιάρικη":"παιχνιδιάρικος",
"παιχνιδιάρικο":"παιχνιδιάρικος",
"παιχνίδι-θρίλερ":"παιχνίδι-θρίλερ",
"παιχνιδιού":"παιχνίδι",
"παιχνίδι-πρόγραμμα":"παιχνίδι-πρόγραμμα",
"παιχνιδιών":"παιχνίδι",
"παιχνιδομηχανές":"παιχνιδομηχανές",
"παιχνιδομηχανών":"παιχνιδομηχανών",
"παιχνιδοτράγουδα":"παιχνιδοτράγουδα",
"παιχτεί":"παίζω",
"παίχτες":"παίχτης",
"παίχτηκαν":"παίζω",
"παίχτηκε":"παίζω",
"παίχτης":"παίχτης",
"παιχτούν":"παίζω",
"παιχτών":"παίχτης",
"πακ":"πακ",
"πακάλτσης":"πακάλτσης",
"πακεθρα":"πακεθρα",
"πακετα":"πακέτο",
"πακέτα":"πακέτο",
"πακέτο":"πακέτο",
"πακέτου":"πακέτο",
"πακέτων":"πακέτο",
"πακισταν":"πακισταν",
"πακιστάν":"πακιστάν",
"πακιστανικές":"πακιστανικός",
"πακιστανική":"πακιστανικός",
"πακιστανικής":"πακιστανικός",
"πακιστανικό":"πακιστανικός",
"πακιστανικού":"πακιστανικός",
"πακιστανό":"πακιστανός",
"πακιστανοί":"πακιστανός",
"πακιστανού":"πακιστανός",
"πακιστανούς":"πακιστανός",
"πακιστανών":"πακιστανός",
"πακίτα":"πακίτα",
"πάκο":"πάκο",
"πάκουλα":"πάκουλα",
"πακτωλό":"πακτωλός",
"παλ":"παλ",
"πάλ":"πάλ",
"πάλα":"πάλα",
"παλαβού":"παλαβός",
"παλαβούς":"παλαβός",
"παλαγία":"παλαγία",
"πάλαι":"πάλαι",
"παλαιά":"παλιός",
"παλαιάς":"παλιός",
"παλαΐδου":"παλαΐδου",
"παλαιές":"παλιός",
"παλαίμαχοι":"παλαίμαχος",
"παλαίμαχος":"παλαίμαχος",
"παλαίμαχου":"παλαίμαχος",
"παλαίμαχους":"παλαίμαχος",
"παλαιμάχων":"παλαίμαχος",
"παλαίμων":"παλαίμων",
"παλαιό":"παλιός",
"παλαιοβιβλιοπώλες":"παλαιοβιβλιοπώλης",
"παλαιοί":"παλιός",
"παλαιόκαστρο":"παλαιόκαστρο",
"παλαιοκάστρου":"παλαιοκάστρο",
"παλαιοκομματικά":"παλαιοκομματικός",
"παλαιοκομματικές":"παλαιοκομματικός",
"παλαιοκομματική":"παλαιοκομματικός",
"παλαιοκομματικής":"παλαιοκομματικός",
"παλαιοκομματισμό":"παλαιοκομματισμός",
"παλαιοκώστα":"παλαιοκώστας",
"παλαιολόγος":"παλαιολόγος",
"παλαιοντολόγοι":"παλαιοντολόγος",
"παλαιοντολόγος":"παλαιοντολόγος",
"παλαιοντολόγους":"παλαιοντολόγος",
"παλαιοντολόγων":"παλαιοντολόγος",
"παλαιοπάνος":"παλαιοπάνος",
"παλαιοπολιτική":"παλαιοπολιτικός",
"παλαιόπυργος":"παλαιόπυργος",
"παλαιοπωλεία":"παλαιοπωλείο",
"παλαιοπωλών":"παλαιοπώλης",
"παλαιός":"παλιός",
"παλαιότατης":"παλαιότατης",
"παλαιότερα":"παλιός",
"παλαιότερες":"παλιός",
"παλαιότερη":"παλιός",
"παλαιότερης":"παλαιός",
"παλαιότερο":"παλιός",
"παλαιότεροι":"παλιός",
"παλαιότερος":"παλιός",
"παλαιότερου":"παλιός",
"παλαιότερους":"παλαιός",
"παλαιοτέρων":"παλαιός",
"παλαιότερων":"παλιός",
"παλαιότητα":"παλαιότητα",
"παλαιότητας":"παλαιότητα",
"παλαιου":"παλιός",
"παλαιού":"παλιός",
"παλαιούς":"παλιός",
"παλαιοφαρσάλων":"παλαιοφάρσαλα",
"παλαιοχριστιανικής":"παλαιοχριστιανικός",
"παλαιοχώρας":"παλαιοχώρα",
"παλαιοχώρι":"παλαιοχώρι",
"παλαιοχωρίου":"παλαιοχωρίο",
"παλαιστές":"παλαιστής",
"παλαιστής":"παλαιστής",
"παλαιστίνη":"παλαιστίνη",
"παλαιστίνης":"παλαιστίνη",
"παλαιστινιακά":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακές":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακή":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακής":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακό":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακός":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακού":"παλαιστινιακός",
"παλαιστινιακών":"παλαιστινιακός",
"παλαιστίνιο":"παλαιστίνιος",
"παλαιστίνιοι":"παλαιστίνιος",
"παλαιστινιος":"παλαιστίνιος",
"παλαιστίνιος":"παλαιστίνιος",
"παλαιστινίους":"παλαιστίνιος",
"παλαιστίνιους":"παλαιστίνιος",
"παλαιστινίων":"παλαιστίνιος",
"παλαιστινοποίηση":"παλαιστινοποίηση",
"παλαίστρα":"παλαίστρα",
"παλαιτωλικός":"παλαιτωλικός",
"παλαιών":"παλιός",
"παλαίωσε":"παλαιώνω",
"παλαίωση":"παλαίωση",
"παλαίωσή":"παλαίωση",
"παλαμά":"παλαμάς",
"παλαμάκια":"παλαμάκια",
"παλαμά-μαντουλίδης":"παλαμά-μαντουλίδης",
"παλαμάρι":"παλαμάρι",
"παλαμάς":"παλαμάς",
"παλάμες":"παλάμη",
"παλάμη":"παλάμη",
"παλάμης":"παλάμη",
"πάλανς":"πάλανς",
"παλας":"πάλα",
"πάλας":"πάλα",
"παλάσκα":"παλάσκα",
"παλάσκας":"παλάσκα",
"παλατάκι":"παλατάκι",
"παλάτι":"παλάτι",
"παλάτια":"παλάτι",
"παλατιανά":"παλατιανός",
"παλατιού":"παλάτι",
"παλατίτσια":"παλατίτσια",
"παλάτσο":"παλάτσο",
"παλέ":"παλέ",
"πάλε":"πάλε",
"παλέρμο":"παλέρμο",
"παλέτα":"παλέτα",
"παλέτας":"παλέτα",
"πάλευα":"παλεύω",
"πάλευαν":"παλεύω",
"πάλευε":"παλεύω",
"παλεύει":"παλεύω",
"παλεύοντας":"παλεύω",
"παλεύουμε":"παλεύω",
"παλεύουν":"παλεύω",
"παλεύω":"παλεύω",
"παλέψαμε":"παλεύω",
"πάλεψαν":"παλεύω",
"παλέψατε":"παλεύω",
"πάλεψε":"παλεύω",
"παλέψει":"παλεύω",
"παλέψετε":"παλεύω",
"παλέψουμε":"παλεύω",
"παλέψουν":"παλεύω",
"παλέψω":"παλεύω",
"παλη":"παλη",
"πάλη":"πάλη",
"παληού":"παληού",
"πάλης":"πάλη",
"παλι":"πάλι",
"πάλι":"πάλι",
"παλιά":"παλιός",
"παλιανθρωπάκος":"παλιανθρωπάκος",
"παλιάς":"παλιός",
"παλιατζή":"παλιατζής",
"παλιές":"παλιός",
"παλικαράκια":"παλικαράκι",
"παλικάρι":"παλικάρι",
"παλικάρια":"παλικάρι",
"παλικαριά":"παλικαριά",
"παλικαρίσια":"παλικαρίσια",
"παλιμπαιδισμός":"παλιμπαιδισμός",
"παλίμψηστο":"παλίμψηστος",
"παλίμψηστος":"παλίμψηστος",
"πάλιν":"πάλι",
"παλινδρόμησε":"παλινδρομώ",
"παλινδρομήσεις":"παλινδρόμηση",
"παλινδρομήσεις":"παλινδρομώ",
"παλινδρόμηση":"παλινδρόμηση",
"παλιννόστησης":"παλιννόστηση",
"παλιννοστησιακών":"παλιννοστησιακών",
"παλιννοστούντες":"παλιννοστών",
"παλιννοστούντων":"παλιννοστών",
"παλινόρθωση":"παλινόρθωση",
"παλινωδία":"παλινωδία",
"παλινωδίες":"παλινωδία",
"παλιό":"παλιός",
"παλιοί":"παλιός",
"παλιοκαλιά":"παλιοκαλιά",
"παλιομοδίτες":"παλιομοδίτης",
"παλιομοδίτικη":"παλιομοδίτικος",
"παλιοπαρεα":"παλιοπαρέα",
"παλιοπαρέα":"παλιοπαρέα",
"παλιός":"παλιός",
"παλιότερα":"παλιός",
"παλιότερες":"παλιός",
"παλιότερη":"παλιός",
"παλιότερης":"παλιός",
"παλιότερο":"παλιός",
"παλιότεροι":"παλιός",
"παλιότερους":"παλιός",
"παλιότερων":"παλιός",
"παλιού":"παλιός",
"παλιούς":"παλιός",
"παλιόφιλε":"παλιόφιλος",
"παλιοφιλο":"παλιόφιλος",
"παλιόφιλος":"παλιόφιλος",
"παλιόφιλου":"παλιόφιλος",
"παλίρροια":"παλίρροια",
"παλίρροιας":"παλίρροια",
"παλιρροϊκό":"παλιρροϊκός",
"παλιών":"παλιός",
"παλιώνει":"παλιώνω",
"παλιώνουν":"παλιώνω",
"παλλαϊκη":"παλλαϊκός",
"παλλαϊκή":"παλλαϊκός",
"παλλαϊκής":"παλλαϊκός",
"παλλαϊκού":"παλλαϊκός",
"παλλακίδας":"παλλακίδα",
"παλλας":"παλλας",
"παλλάς":"παλλάς",
"παλλεσβιακού":"παλλεσβιακού",
"πάλλεται":"πάλλω",
"πάλλευκο":"πάλλευκος",
"παλλήνη":"παλλήνη",
"πάλλη-πετραλιά":"πάλλη-πετραλιά",
"παλλόμενα":"παλλόμενος",
"παλλόμενο":"παλλόμενος",
"πάλλονται":"πάλλω",
"πάλμα":"πάλμα",
"παλμιτικό":"παλμιτικός",
"παλμό":"παλμός",
"παλμοί":"παλμός",
"παλμος":"παλμός",
"παλμός":"παλμός",
"παλμου":"παλμός",
"παλμού":"παλμός",
"παλμούς":"παλμός",
"παλμών":"παλμός",
"παλούκας":"παλούκας",
"παλούκι":"παλούκι",
"παλούκια":"παλούκι",
"παλουκοκάφτης":"παλουκοκάφτης",
"παλτά":"παλτό",
"παλτό":"παλτό",
"πάλτροου":"πάλτροου",
"παμβώτιδα":"παμβώτιδα",
"πάμε":"πηγαίνω",
"παμμακεδονική":"παμμακεδονικός",
"παμούκ":"παμούκ",
"παμπ":"παμπ",
"παμπαίδων":"παμπαίδων",
"παμπάλαια":"παμπάλαιος",
"παμπάλαιες":"παμπάλαιος",
"παμπάλαιο":"παμπάλαιος",
"παμπάλαιους":"παμπάλαιος",
"παμπατζίκος":"παμπατζίκος",
"πάμπλουτη":"πάμπλουτος",
"πάμπλουτος":"πάμπλουτος",
"πάμπολλα":"πάμπολλος",
"πάμπολλες":"πάμπολλος",
"πάμπολλές":"πάμπολλος",
"πάμπολλους":"πάμπολλος",
"παμπόνηροι":"παμπόνηρος",
"πάμπτωχος":"πάμπτωχος",
"παμφάγο":"παμφάγος",
"πάμφθηνα":"πάμφθηνος",
"πάμφτωχη":"πάμφτωχος",
"πάμφτωχο":"πάμφτωχος",
"παμψηφεί":"παμψηφεί",
"παν":"πάν",
"παν":"πας",
"παν.":"παν.",
"πάνα":"πάνας",
"πανάγαθο":"πανάγαθος",
"παναγή":"παναγή",
"παναγία":"παναγία",
"παναγίας":"παναγία",
"παναγιότατος":"παναγιότατος",
"παναγίου":"πανάγιος",
"παναγίτσα":"παναγίτσα",
"παναγιώτα":"παναγιώτα",
"παναγιωτάκης":"παναγιωτάκης",
"παναγιωταράκος":"παναγιωταράκος",
"παναγιωταρέα":"παναγιωταρέα",
"παναγιώτας":"παναγιώτα",
"παναγιωτη":"παναγιώτης",
"παναγιώτη":"παναγιώτης",
"παναγιωτην":"παναγιωτην",
"παναγιωτης":"παναγιώτης",
"παναγιώτης":"παναγιώτης",
"παναγιωτίδη":"παναγιωτίδη",
"παναγιωτίδης":"παναγιωτίδης",
"παναγιωτογλου":"παναγιωτογλου",
"παναγιωτόπουλο":"παναγιωτόπουλος",
"παναγιωτόπουλος":"παναγιωτόπουλος",
"παναγιώτοπουλος":"παναγιώτοπουλος",
"παναγιωτόπουλου":"παναγιωτόπουλος",
"παναγιωτοπούλου":"παναγιωτοπούλου",
"παναγιώτου":"παναγιώτου",
"παναγόπουλος":"παναγόπουλος",
"παναγόπουλου":"παναγόπουλος",
"πανάγος":"πανάγος",
"πανάγου":"πανάγος",
"παναγούλια":"παναγουλί",
"παναγροτική":"παναγροτικός",
"παναγροτικής":"παναγροτικός",
"πανάδες":"πανάδα",
"π'ανάθεμά":"π'ανάθεμά",
"παναθηναϊκό":"παναθηναϊκός",
"παναθηναϊκος":"παναθηναϊκός",
"παναθηναϊκός":"παναθηναϊκός",
αναθηναϊκός14-11125":"παναθηναϊκός14-11125",
αναθηναϊκός281189-1029":"παναθηναϊκός281189-1029",
αναθηναϊκός63":"παναθηναϊκός63",
"παναθηναϊκός-κομοτηνή":"παναθηναϊκός-κομοτηνή",
"παναθηναϊκός-λάρισα":"παναθηναϊκός-λάρισα",
"παναθηναϊκος-λεβαδειακος":"παναθηναϊκος-λεβαδειακος",
"παναθηναϊκού":"παναθηναϊκός",
"παναθλητικος":"παναθλητικός",
"παναθλητικός":"παναθλητικός",
"παναθλητικού":"παναθλητικός",
"παναιγιάλειος-εαρ1-01":"παναιγιάλειος-εαρ1-01",
"παναιτωλικό":"παναιτωλικός",
"παναιτωλικός":"παναιτωλικός",
"πανάκεια":"πανάκεια",
"πανάκι":"πανάκι",
"πανακότα":"πανακότα",
"πανάκριβα":"πανάκριβα",
"πανάκριβη":"πανάκριβος",
"πανάκριβης":"πανάκριβος",
"πανάκριβο":"πανάκριβος",
"πανάκριβου":"πανάκριβος",
"πανάκριβων":"πανάκριβος",
"πανάμ":"πανάμ",
"παναμά":"παναμάς",
"παναμάς":"παναμάς",
"παναμερικανικό":"παναμερικανικός",
"πανανθρώπινα":"πανανθρώπινος",
"πανανθρώπινες":"πανανθρώπινος",
"πανανθρώπινη":"πανανθρώπινος",
"πανανθρώπινο":"πανανθρώπινος",
"πανανθρώπινος":"πανανθρώπινος",
"πανανθρώπινου":"πανανθρώπινος",
"πανάξια":"πανάξιος",
"πανάρας":"πανάρας",
"παναργειακός":"παναργειακός",
"παναργειακός-αιγάλεω0-22":"παναργειακός-αιγάλεω0-22",
"πανάρχαια":"πανάρχαιος",
"πανάρχαιες":"πανάρχαιος",
"πανάρχαιη":"πανάρχαιος",
"πανάρχαιο":"πανάρχαιος",
"πανάρχαιος":"πανάρχαιος",
"πανάρχαιου":"πανάρχαιος",
"πάνας":"πάνας",
"παναφον":"παναφον",
"πάναφον":"πάναφον",
"παναχαϊκη":"παναχαϊκός",
"παναχαϊκή":"παναχαϊκός",
"παναχαϊκή-πανσερραϊκός":"παναχαϊκή-πανσερραϊκός",
"παναχαϊκής":"παναχαϊκός",
"πανδαιμόνιο":"πανδαιμόνιο",
"πανδαισία":"πανδαισία",
"πάνδεινα":"πάνδεινα",
"πάνδημη":"πάνδημος",
"πάνδημης":"πάνδημος",
"πανδημία":"πανδημία",
"πανδημίας":"πανδημία",
"πάνδημο":"πάνδημος",
"πανδοχείο":"πανδοχείο",
"πανδοχείου":"πανδοχείο",
"πανδραμαϊκό":"πανδραμαϊκό",
"πανδραμαϊκός":"πανδραμαϊκός",
"πανδρευθείς":"πανδρευθείς",
"πανδρευτείς":"πανδρευτείς",
"πανδώρα":"πανδώρα",
"πανδώρας":"πανδώρα",
"'πανε":"'πανε",
"πανε":"πηγαίνω",
"πάνε":"πηγαίνω",
"πανεθνική":"πανεθνικός",
"πανεθνικό":"πανεθνικός",
"πανεθνικού":"πανεθνικός",
"πανεκπαιδευτική":"πανεκπαιδευτικός",
"πανεκπαιδευτικό":"πανεκπαιδευτικός",
"πανεκπαιδευτικού":"πανεκπαιδευτικός",
"πάνελ":"πάνελ",
"πανελίστες":"πανελίστες",
"πανελλαδικά":"πανελλαδικά",
"πανελλαδικές":"πανελλαδικός",
"πανελλαδική":"πανελλαδικός",
"πανελλαδικής":"πανελλαδικός",
"πανελλαδικό":"πανελλαδικός",
"πανελλαδικός":"πανελλαδικός",
"πανελλαδικών":"πανελλαδικός",
"πανελλήνια":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιας":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιες":"πανελλήνιος",
"πανελληνιο":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιο":"πανελλήνιος",
"πανελληνιονίκης":"πανελληνιονίκης",
"πανελληνιος":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιος":"πανελλήνιος",
"πανελληνίου":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιου":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιους":"πανελλήνιος",
"πανελληνίων":"πανελλήνιος",
"πανελλήνιων":"πανελλήνιος",
"πανελληνίως":"πανελληνίως",
"πανελούδη":"πανελούδη",
"πανελούδης":"πανελούδης",
"πανέμορφα":"πανέμορφος",
"πανέμορφες":"πανέμορφος",
"πανέμορφη":"πανέμορφος",
"πανέμορφο":"πανέμορφος",
"πανέμορφοι":"πανέμορφος",
"πανέξυπνα":"πανέξυπνος",
"πανέξυπνες":"πανέξυπνος",
"πανέξυπνη":"πανέξυπνος",
"πανέξυπνο":"πανέξυπνος",
"πανεπιστήμια":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστημιακά":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακές":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακή":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακής":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακό":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακοί":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακός":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακού":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακούς":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιακών":"πανεπιστημιακός",
"πανεπιστημιο":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστήμιο":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστημιου":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστημίου":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστήμιου":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστημιούπολη":"πανεπιστημιούπολη",
"πανεπιστημιούπολης":"πανεπιστημιούπολη",
"πανεπιστημίων":"πανεπιστήμιο",
"πανεπιστήμιων":"πανεπιστήμιο",
"πανερυθραϊκό":"πανερυθραϊκός",
"πανερυθραϊκού":"πανερυθραϊκός",
"πάνες":"πάνα",
"πανέτοιμα":"πανέτοιμος",
"πανέτοιμες":"πανέτοιμος",
"πανέτοιμη":"πανέτοιμος",
"πανέτοιμο":"πανέτοιμος",
"πανέτοιμοι":"πανέτοιμος",
"πανέτοιμος":"πανέτοιμος",
"πανεύκολα":"πανεύκολος",
"πανευρωπαϊκά":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκή":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκής":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκο":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκό":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκού":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκούς":"πανευρωπαϊκός",
"πανευρωπαϊκών":"πανευρωπαϊκός",
"πανευτυχείς":"πανευτυχής",
"πανευτυχή":"πανευτυχής",
"πανευτυχής":"πανευτυχής",
"πανηγύρεις":"πανήγυρη",
"πανηγυρι":"πανηγύρι",
"πανηγύρι":"πανηγύρι",
"πανηγύρια":"πανηγύρι",
"πανηγύριζαν":"πανηγυρίζω",
"πανηγύριζε":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίζει":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίζοντας":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίζουμε":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίζουν":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρικά":"πανηγυρικά",
"πανηγυρική":"πανηγυρικός",
"πανηγυρικής":"πανηγυρικός",
"πανηγυρικό":"πανηγυρικός",
"πανηγυρισαν":"πανηγυρίζω",
"πανηγύρισαν":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίσατε":"πανηγυρίζω",
"πανηγύρισε":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρισει":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίσει":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρισμό":"πανηγυρισμός",
"πανηγυρισμοί":"πανηγυρισμός",
"πανηγυρισμού":"πανηγυρισμός",
"πανηγυρισμούς":"πανηγυρισμός",
"πανηγυρισμών":"πανηγυρισμός",
"πανηγυρίσουμε":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίσουν":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίστηκε":"πανηγυρίζω",
"πανηγυρίσω":"πανηγυρίζω",
"πανηλειακό":"πανηλειακός",
"πανηλειακος":"πανηλειακός",
"πανηλειακός":"πανηλειακός",
ανηλειακός2163924-28":"πανηλειακός2163924-28",
"πανηλειακός-θρασύβουλος":"πανηλειακός-θρασύβουλος",
"πανηλειακος-καλαματα":"πανηλειακος-καλαματα",
"πανηλειακός-καστοριά":"πανηλειακός-καστοριά",
"πανηλειακού":"πανηλειακός",
"πανηλίθιος":"πανηλίθιος",
"πανηπειρωτικής":"πανηπειρωτικός",
"πάνθεα":"πάνθεο",
"πάνθεο":"πάνθεο",
"πάνθεον":"πάνθεο",
"πανθεσσαλική":"πανθεσσαλικός",
"πανθεσσαλικής":"πανθεσσαλικός",
"πανθεσσαλικό":"πανθεσσαλικός",
"πανθομολογούμενη":"πανθομολογούμενος",
"πανθομολογούμενο":"πανθομολογούμενος",
"πανθρακικό":"πανθρακικός",
"πανθρακικος":"πανθρακικός",
"πανθρακικός":"πανθρακικός",
"πανθρακικού":"πανθρακικός",
"πανί":"πανί",
"πανιά":"πανί",
"πάνια":"πάνια",
"πανίδα":"πανίδα",
"πανίδας":"πανίδα",
"πανίδης":"πανίδης",
"πανικό":"πανικός",
"πανικοβάλλεστε":"πανικοβάλλω",
"πανικοβάλλεται":"πανικοβάλλω",
"πανικοβάλλονται":"πανικοβάλλω",
"πανικοβληθεί":"πανικοβάλλω",
"πανικοβληθείτε":"πανικοβάλλω",
"πανικοβλήθηκε":"πανικοβάλλω",
"πανικοβληθούν":"πανικοβάλλω",
"πανικόβλητες":"πανικόβλητος",
"πανικόβλητη":"πανικόβλητος",
"πανικόβλητοι":"πανικόβλητος",
"πανικόβλητος":"πανικόβλητος",
"πανικός":"πανικός",
"πανικού":"πανικός",
"πανικούς":"πανικός",
"πάνινα":"πάνινος",
"πάνινες":"πάνινος",
"πάνινη":"πάνινος",
"πάνινο":"πάνινος",
"πανίσχυρα":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρες":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρη":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρης":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρο":"πανίσχυρος",
"πανίσχυροι":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρος":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρου":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρους":"πανίσχυρος",
"πανίσχυρων":"πανίσχυρος",
"πανιωνιο":"πανιώνιος",
"πανιώνιο":"πανιώνιος",
"πανιωνιος":"πανιώνιος",
"πανιώνιος":"πανιώνιος",
ανιώνιος20621029-29":"πανιώνιος20621029-29",
ανιώνιος211044-1108":"πανιώνιος211044-1108",
"πανιώνιος-αιγάλεω":"πανιώνιος-αιγάλεω",
"πανιώνιος-βιλερμπάν":"πανιώνιος-βιλερμπάν",
"πανιωνίου":"πανιώνιος",
"πανκ":"πανκ",
"πανκ-ροκ":"πανκ-ροκ",
"παννίκου":"παννίκος",
"πανό":"πανό",
"πάνο":"πάνος",
"πανομοιότυπα":"πανομοιότυπος",
"πανομοιότυπη":"πανομοιότυπος",
"πανομοιότυπο":"πανομοιότυπος",
"πανομοιότυπος":"πανομοιότυπος",
"πάνοπλη":"πάνοπλος",
"πανοπλία":"πανοπλία",
"πανοπλίες":"πανοπλία",
"πάνοπλο":"πάνοπλος",
"πάνοπλοι":"πάνοπλος",
"πάνοπλους":"πάνοπλος",
"πάνοπλων":"πάνοπλος",
"πανόπουλος":"πανόπουλος",
"πανόπουλου":"πανόπουλος",
"πανοραμα":"πανόραμα",
"πανόραμα":"πανόραμα",
"πανοράματος":"πανόραμα",
"πανόραμα-τρίκαλα":"πανόραμα-τρίκαλα",
"πανοραμικά":"πανοραμικά",
"πανοραμική":"πανοραμικός",
"πανοραμικό":"πανοραμικός",
"πάνος":"πάνος",
"πανου":"πάνος",
"πάνου":"πάνος",
"πανούκλα":"πανούκλα",
"πανούργα":"πανούργος",
"πανουργία":"πανουργία",
"πανουργίας":"πανουργία",
"πανούργο":"πανούργος",
"πανούργοι":"πανούργος",
"πανούργος":"πανούργος",
"πανούτσι":"πανούτσι",
"πανόφ":"πανόφ",
"πανσέληνο":"πανσέληνος",
"πανσέληνος":"πανσέληνος",
"πανσερραϊκο":"πανσερραϊκός",
"πανσερραϊκό":"πανσερραϊκός",
"πανσερραϊκος":"πανσερραϊκός",
"πανσερραϊκός":"πανσερραϊκός",
"πανσερραϊκός-αίας":"πανσερραϊκός-αίας",
"πανσερραϊκός-παναθηναϊκός0-32":"πανσερραϊκός-παναθηναϊκός0-32",
"πανσερραϊκου":"πανσερραϊκός",
"πανσερραϊκού":"πανσερραϊκός",
"πανσιόν":"πανσιόν",
"πάνσοφοι":"πάνσοφος",
"πανσπερμία":"πανσπερμία",
"πανσπερμίας":"πανσπερμία",
"πάντα":"πάν",
"πάντα":"πάντα",
"πάντα":"πας",
"πανταζή":"πανταζή",
"πανταζίδης":"πανταζίδης",
"πανταζόπουλος":"πανταζόπουλος",
"πανταλάκης":"πανταλάκης",
"πανταχόθεν":"πανταχόθεν",
"πανταχού":"πανταχού",
"πάντειο":"πάντειος",
"πάντειος":"πάντειος",
"παντείου":"πάντειος",
"παντελάκη":"παντελάκη",
"παντελάκης":"παντελάκης",
"παντελεήμονα":"παντελεήμονας",
"παντελεήμονος":"παντελεήμων",
"παντελεήμων":"παντελεήμων",
"παντελερία":"παντελερία",
"παντελη":"παντελής",
"παντελή":"παντελής",
"παντελης":"παντελής",
"παντελής":"παντελής",
"παντελί":"παντελί",
"παντελιάδη":"παντελιάδης",
"παντελιάδης":"παντελιάδης",
"παντελίδη":"παντελίδη",
"παντελιδης":"παντελιδης",
"παντελίδης":"παντελίδης",
"παντελόνι":"παντελόνι",
"παντελόνια":"παντελόνι",
"παντελούς":"παντελής",
"παντελώς":"παντελώς",
"παντεμαρλής":"παντεμαρλής",
"παντερμαλης":"παντερμαλης",
"παντερμανλής":"παντερμανλής",
"πάντες":"πας",
"πάντεφ":"πάντεφ",
"παντεχνικη":"παντεχνικός",
"πάντζα":"πάντζα",
"παντζάρια":"παντζάρι",
"πάντζη":"πάντζη",
"παντζούρια":"παντζούρι",
"παντι":"παντι",
"παντί":"παντί",
"πάντι":"πάντι",
"παντιέρα":"παντιέρα",
"παντικίδης":"παντικίδης",
"πάντιους":"πάντιους",
"πάντο":"πάντο",
"πάντοβα":"πάντοβα",
"παντογνωσία":"παντογνωσία",
"παντογνώστριας":"παντογνώστρια",
"παντοδύναμες":"παντοδύναμος",
"παντοδύναμη":"παντοδύναμος",
"παντοδυναμία":"παντοδυναμία",
"παντοδυναμίας":"παντοδυναμία",
"παντοδύναμο":"παντοδύναμος",
"παντοδύναμοι":"παντοδύναμος",
"παντοδύναμος":"παντοδύναμος",
"παντοδύναμου":"παντοδύναμος",
"παντοειδείς":"παντοειδής",
"παντοιοτρόπως":"παντοιοτρόπως",
"παντοκρατορία":"παντοκρατορία",
"παντολέων":"παντολέων",
"παντομίμα":"παντομίμα",
"παντοπωλεία":"παντοπωλείο",
"παντοπωλείο":"παντοπωλείο",
"παντοπωλών":"παντοπώλης",
"πάντος":"πάντος",
"παντός":"πας",
"πάντοτε":"πάντοτε",
"παντοτινά":"παντοτινά",
"παντοτινή":"παντοτινός",
"παντοτινός":"παντοτινός",
"παντού":"παντού",
"παντόφλα":"παντόφλα",
"παντόφλες":"παντόφλα",
"παντρειά":"παντρειά",
"πάντρεμα":"πάντρεμα",
"παντρέματος":"πάντρεμα",
"παντρεμένα":"παντρεμένος",
"παντρεμένη":"παντρεμένος",
"παντρεμένης":"παντρεμένος",
"παντρεμένο":"παντρεύω",
"παντρεμένοι":"παντρεμένος",
"παντρεμένος":"παντρεμένος",
"παντρεμένου":"παντρεύω",
"παντρεύει":"παντρεύω",
"παντρεύεται":"παντρεύω",
"παντρεύονται":"παντρεύω",
"παντρεύουν":"παντρεύω",
"παντρευτεί":"παντρεύω",
"παντρευτείς":"παντρεύω",
"παντρευτείτε":"παντρεύω",
"παντρεύτηκα":"παντρεύω",
"παντρευτήκαμε":"παντρεύω",
"παντρεύτηκαν":"παντρεύω",
"παντρεύτηκε":"παντρεύω",
"παντρευτούν":"παντρεύω",
"παντρευτώ":"παντρεύω",
"πάντρεψε":"παντρεύω",
"παντρέψει":"παντρεύω",
"παντρέψουμε":"παντρεύω",
"παντρέψουν":"παντρεύω",
"παντρολογήματα":"παντρολόγημα",
"παντρολογιούνται":"παντρολογώ",
"πάντσερ":"πάντσερ",
"παντσέτες":"παντσέτης",
"πάντω":"πάντω",
"πάντων":"πας",
"πάντως":"πάντως",
"πανύψηλα":"πανύψηλος",
"πανύψηλο":"πανύψηλος",
"πάνχαζοι":"πάνχαζοι",
"πανχαλκιδικός":"πανχαλκιδικός",
"πανώ":"πανώ",
"πάνω":"πάνω",
"πάνω-κάτω":"πάνω-κάτω",
"πανωλεθρια":"πανωλεθρία",
"πανωλεθρία":"πανωλεθρία",
"πανώλη":"πανώλη",
"πανώλης":"πανώλη",
"πανώλους":"πανώλους",
"πανωτόκια":"πανωτόκι",
"πανωτοκίων":"πανωτόκι",
"πανωφόρια":"πανωφόρι",
"παξιμάδια":"παξιμάδι",
"παξοί":"παξοί",
"παο":"παο",
αο40131435-20":"παο40131435-20",
"παοδ":"παοδ",
"παοκ":"παοκ",
αοκ1971-7263":"παοκ1971-7263",
αοκ271145-1019":"παοκ271145-1019",
αοκ36113427-17":"παοκ36113427-17",
αοκ7-81061":"παοκ7-81061",
"παοκα":"παοκα",
"παοκ-ηρακλης":"παοκ-ηρακλης",
"παοκ-σπόρτιγκ":"παοκ-σπόρτιγκ",
"παοκτσήδες":"παοκτσής",
"παοκτσήδων":"παοκτσής",
"παοκτσής":"παοκτσής",
"παολίστα":"παολίστα",
"πάολο":"πάολο",
"παομα-μεα":"παομα-μεα",
"παονε":"παονε",
"πάουβε":"πάουβε",
"πάουελ":"πάουελ",
"πάουερ":"πάουερ",
"πάουερς":"πάουερς",
"παουλάο":"παουλάο",
"παουλέτα":"παουλέτα",
"πάουλο":"πάουλο",
"παούνη":"παούνη",
"παούνης":"παούνης",
"παπά":"παπάς",
"πάπα":"πάπας",
"παπαβασιλείου":"παπαβασιλείου",
"παπαγαλίζει":"παπαγαλίζω",
"παπαγαλίζουν":"παπαγαλίζω",
"παπαγάλο":"παπαγάλος",
"παπαγάλοι":"παπαγάλος",
"παπαγάλος":"παπαγάλος",
"παπαγάλους":"παπαγάλος",
"παπαγάλων":"παπαγάλος",
"παπαγγελής":"παπαγγελής",
"παπαγγελόπουλος":"παπαγγελόπουλος",
"παπαγερίδη":"παπαγερίδη",
"παπαγερίδης":"παπαγερίδης",
"παπαγεωργίου":"παπαγεωργίου",
"παπαγεωργόπουλο":"παπαγεωργόπουλο",
"παπαγεωργοπουλος":"παπαγεωργοπουλος",
"παπαγεωργόπουλος":"παπαγεωργόπουλος",
"παπαγεωργόπουλου":"παπαγεωργόπουλου",
"παπαγιαννάκης":"παπαγιαννάκης",
"παπαγιαννίδης":"παπαγιαννίδης",
"παπαγιαννόπουλο":"παπαγιαννόπουλο",
"παπαγιαννόπουλος":"παπαγιαννόπουλος",
"παπαγιαννοπουλου":"παπαγιαννοπουλου",
"παπαγιαννοπούλου":"παπαγιαννοπούλου",
"παπαγιώτης":"παπαγιώτης",
"παπάγος":"παπάγος",
"παπάγος'":"παπάγος'",
"παπάγου":"παπάγος",
απάγου181067-1187":"παπάγου181067-1187",
"παπάγου-περιστέρι":"παπάγου-περιστέρι",
"παπαδακη":"παπαδακη",
"παπαδάκη":"παπαδάκη",
"παπαδάκης":"παπαδάκης",
"παπαδάκος":"παπαδάκος",
"παπαδάξης":"παπαδάξης",
"παπάδες":"παπάς",
"παπαδήμα":"παπαδήμας",
"παπαδήμας":"παπαδήμας",
"παπαδημητριου":"παπαδημητρίου",
"παπαδημητρίου":"παπαδημητρίου",
"παπαδήμος":"παπαδήμος",
"παπαδήμου":"παπαδήμος",
"παπαδημούλη":"παπαδημούλη",
"παπαδημουλης":"παπαδημουλης",
"παπαδημούλης":"παπαδημούλης",
"παπαδητρίου":"παπαδητρίου",
"παπαδιά":"παπαδιά",
"παπαδιαμάντη":"παπαδιαμάντης",
"παπαδιαμάντης":"παπαδιαμάντης",
"παπαδιάς":"παπαδιά",
"παπαδιώτη":"παπαδιώτη",
"παπαδογιαννάκης":"παπαδογιαννάκης",
"παπαδόπουλο":"παπαδόπουλος",
"παπαδοπουλος":"παπαδόπουλος",
"παπαδόπουλος":"παπαδόπουλος",
"παπαδοπουλου":"παπαδόπουλος",
"παπαδοπούλου":"παπαδόπουλος",
"παπαδόπουλου":"παπαδόπουλος",
"παπαδοπουλου-κονσεϊσαο":"παπαδοπουλου-κονσεϊσαο",
"παπαδούκας":"παπαδούκας",
"παπαελληνας":"παπαελληνας",
"παπαευαγγέλου":"παπαευαγγέλου",
"παπαευθυμίου":"παπαευθυμίου",
"παπαευσταθίου":"παπαευσταθίου",
"παπαζαφειριου":"παπαζαφειριου",
"παπαζαφειρίου":"παπαζαφειρίου",
"παπαζαχαρία":"παπαζαχαρία",
"παπαζαχαριας":"παπαζαχαριας",
"παπαζαχαρίας":"παπαζαχαρίας",
"παπαζάχος":"παπαζάχος",
"παπαζήδη":"παπαζήδη",
"παπαζήδης":"παπαζήδης",
"παπαζήση":"παπαζήση",
"παπαζήσης":"παπαζήσης",
"παπάζογλου":"παπάζογλου",
"παπαζούδης":"παπαζούδης",
"παπαθανασίου":"παπαθανασίου",
"παπαθεμελή":"παπαθεμελή",
"παπαθεμελήδες":"παπαθεμελήδες",
"παπαθεμελής":"παπαθεμελής",
"παπαθεοδώρου":"παπαθεοδώρου",
"παπαθωμά":"παπαθωμά",
"παπαϊορδάνου":"παπαϊορδάνου",
"παπαϊωακείμ":"παπαϊωακείμ",
"παπαιωάννου":"παπαιωάννου",
"παπαϊωαννου":"παπαϊωάννου",
"παπαϊωάννου":"παπαϊωάννου",
"παπαΐωάννου":"παπαΐωάννου",
"παπαιωιάννου":"παπαιωιάννου",
"παπακαλιάτης":"παπακαλιάτης",
"παπάκης":"παπάκης",
"παπακοσμά":"παπακοσμά",
"παπάκου":"παπάκου",
"παπακυριαζή":"παπακυριαζή",
"παπακυριαζής":"παπακυριαζής",
"παπακωνσταντή":"παπακωνσταντή",
"παπακωνσταντίνου":"παπακωνσταντίνου",
"παπακώστα":"παπακώστας",
"παπακώστας":"παπακώστας",
"παπαληγούρα":"παπαληγούρας",
"παπαληγούρας":"παπαληγούρας",
"παπαλουκά":"παπαλουκά",
"παπαλουκάς":"παπαλουκάς",
"παπαμακάριος":"παπαμακάριος",
"παπαμανώλης":"παπαμανώλης",
"παπαμιχαήλ":"παπαμιχαήλ",
"παπάνα":"παπάνα",
"παπανάκο":"παπανάκο",
"παπανάκος":"παπανάκος",
"παπανάκου":"παπανάκου",
"παπαναούμ":"παπαναούμ",
"παπάνας":"παπάνας",
"παπαναστασίου":"παπαναστασίου",
"παπανδρεοπούλου":"παπανδρεοπούλου",
"παπανδρεου":"παπανδρέου",
"παπανδρέου":"παπανδρέου",
"παπανδρόπουλος":"παπανδρόπουλος",
"παπανδρόπουλου":"παπανδρόπουλου",
"παπανίδης":"παπανίδης",
"παπανίκα":"παπανίκα",
"παπανίκο":"παπανίκο",
"παπανικολάου":"παπανικολάου",
"παπανικολόπουλος":"παπανικολόπουλος",
"παπανικόλπουλο":"παπανικόλπουλο",
"παπανίκος":"παπανίκος",
"παπαντόπουλο":"παπαντόπουλο",
"παπαντωνιου":"παπαντωνίου",
"παπαντωνίου":"παπαντωνίου",
"παπαοικονομου":"παπαοικονομου",
"παπαπολυχρονιάδη":"παπαπολυχρονιάδη",
"παπαπολυχρονιάδης":"παπαπολυχρονιάδης",
"παπαποστόλου":"παπαποστόλου",
"παπαρήγα":"παπαρήγας",
"παπαρίζου":"παπαρίζου",
"παπαρούνες":"παπαρούνα",
"παπας":"παπάς",
"παπάς":"παπάς",
"πάπας":"πάπας",
"παπασάββα":"παπασάββα",
"παπαστάθη":"παπαστάθη",
"παπασταθόπουλο":"παπασταθόπουλο",
"παπασταθόπουλος":"παπασταθόπουλος",
"παπαστεργιος":"παπαστεργιος",
"παπαστεργίου":"παπαστεργίου",
"παπαστεφάνου":"παπαστεφάνου",
"παπαστόφα":"παπαστόφα",
"παπαστρατος":"παπαστράτος",
"παπατζίμας":"παπατζίμας",
"παπατσαρούχας":"παπατσαρούχας",
"παπατσάς":"παπατσάς",
"παπατώλης":"παπατώλης",
"παπαφειο":"παπαφειο",
"παπάφειο":"παπάφειο",
"παπαφείου":"παπαφείου",
"παπάφειου":"παπάφειου",
"παπάφη":"παπάφη",
"παπαφιλίππου":"παπαφιλίππου",
"παπαφλέσσα":"παπαφλέσσας",
"παπαφλεσσας":"παπαφλέσσας",
"παπαφλέσσας":"παπαφλέσσας",
"παπαφλέσσες":"παπαφλέσσες",
"παπαχαραλάμπους":"παπαχαραλάμπους",
"παπαχαρίσης":"παπαχαρίσης",
"παπαχρήστος":"παπαχρήστος",
"παπαχρήστου":"παπαχρήστου",
"παπαχρόνη":"παπαχρόνη",
"παπαχρόνης":"παπαχρόνης",
"πάπια":"πάπια",
"παπιγκιώτη":"παπιγκιώτη",
"παπιγκιώτης":"παπιγκιώτης",
"πάπιες":"πάπια",
"παπικές":"παπικός",
"παπική":"παπικός",
"παπιτζε":"παπιτζε",
"παπίτζε":"παπίτζε",
"πάπλωμα":"πάπλωμα",
"παπλώματα":"πάπλωμα",
"παπλωματάκι":"παπλωματάκι",
"παπλωματάς":"παπλωματάς",
"παπούδης":"παπούδης",
"παπούλια":"παπούλιας",
"παπούλιας":"παπούλιας",
"παπουλίδη":"παπουλίδη",
"παπουλίδης":"παπουλίδης",
"παπουνά":"παπουνά",
"παπουτσάκης":"παπουτσάκης",
"παπουτσανης":"παπουτσάνης",
"παπουτσανης-κ":"παπουτσανης-κ",
"παπουτσή":"παπουτσής",
"παπούτσι":"παπούτσι",
"παπούτσια":"παπούτσι",
"παπουτσιού":"παπούτσι",
"παπουτσιών":"παπούτσι",
"παπουτσόπουλου":"παπουτσόπουλου",
"παπουτσωμένος":"παπουτσωμένος",
"πάππα":"πάππα",
"παππά":"παππάς",
"παππάς":"παππάς",
"πάππας":"πάππας",
"'παππού":"'παππού",
"παππού":"παππούς",
"παππούδες":"παππούς",
"παππούδων":"παππούς",
"παππούλης":"παππούλης",
"παππούς":"παππούς",
"πάπρικα":"πάπρικα",
"παπύρους":"πάπυρος",
"παρ":"παρ",
"πάρ'":"πάρ'",
"παρ'":"παρά",
"παρ.":"παρ.",
"παρα":"παρά",
"παρά":"παρά",
"πάρα":"πάρα",
"παραβαίνει":"παραβαίνω",
"παραβαίνουν":"παραβαίνω",
"παραβάν":"παραβάν",
"παραβάσεις":"παράβαση",
"παραβάσεων":"παράβαση",
"παράβαση":"παράβαση",
"παράβασης":"παράβαση",
"παραβάτες":"παραβάτης",
"παραβάτη":"παραβάτης",
"παραβάτης":"παραβάτης",
"παραβατική":"παραβατικός",
"παραβατικότητας":"παραβατικότητα",
"παραβατών":"παραβάτης",
"παραβεί":"παραβαίνω",
"παραβίαζε":"παραβιάζω",
"παραβιάζει":"παραβιάζω",
"παραβιάζεται":"παραβιάζω",
"παραβιάζονται":"παραβιάζω",
"παραβιάζοντας":"παραβιάζω",
"παραβιαζόταν":"παραβιάζω",
"παραβιάζουμε":"παραβιάζω",
"παραβιάζουν":"παραβιάζω",
"παραβίασαν":"παραβιάζω",
"παραβίασε":"παραβιάζω",
"παραβιάσει":"παραβιάζω",
"παραβιάσεις":"παραβίαση",
"παραβιάσεων":"παραβίαση",
"παραβίαση":"παραβίαση",
"παραβίασή":"παραβίαση",
"παραβίασης":"παραβίαση",
"παραβιάσθηκε":"παραβιάζω",
"παραβιασμένες":"παραβιασμένος",
"παραβιάσουμε":"παραβιάζω",
"παραβιάσουν":"παραβιάζω",
"παραβιαστεί":"παραβιάζω",
"παραβιάστηκαν":"παραβιάζω",
"παραβιάστηκε":"παραβιάζω",
"παραβλέπει":"παραβλέπω",
"παραβλέπεται":"παραβλέπω",
"παραβλέπετε":"παραβλέπω",
"παραβλέπονται":"παραβλέπω",
"παραβλέποντας":"παραβλέπω",
"παραβλέπουμε":"παραβλέπω",
"παραβλέπουν":"παραβλέπω",
"παραβλέπω":"παραβλέπω",
"παραβλεφθούν":"παραβλέπω",
"παραβλέψει":"παραβλέπω",
"παραβλέψουμε":"παραβλέπω",
"παραβλέψω":"παραβλέπω",
"παράβολα":"παράβολο",
"παραβολές":"παραβολή",
"παραβολή":"παραβολή",
"παράβολο":"παράβολο",
"παραβολών":"παραβολή",
"παραβόλων":"παράβολο",
"παραβούν":"παραβαίνω",
"παραβρεθεί":"παραβρίσκομαι",
"παραβρεθείτε":"παραβρίσκομαι",
"παραβρέθηκαν":"παραβρίσκομαι",
"παραβρέθηκε":"παραβρίσκομαι",
"παραβρεθούν":"παραβρίσκομαι",
"παραβρίσκομαι":"παραβρίσκομαι",
"παραβύστω":"παραβύστω",
"παραγάγει":"παράγω",
"παραγγείλαμε":"παραγγέλλω",
"παραγγείλει":"παραγγέλλω",
"παραγγείλεις":"παραγγέλλω",
"παράγγειλες":"παραγγέλλω",
"παραγγείλουν":"παραγγέλλω",
"παραγγελθεί":"παραγγέλλω",
"παραγγέλθηκαν":"παραγγέλλω",
"παραγγέλθηκε":"παραγγέλλω",
"παραγγελία":"παραγγελία",
"παραγγελίαν":"παραγγελία",
"παραγγελίας":"παραγγελία",
"παραγγελίες":"παραγγελία",
"παραγγελιών":"παραγγελία",
"παραγγέλλει":"παραγγέλλω",
"παραγγέλλεται":"παραγγέλλω",
"παραγγέλλουν":"παραγγέλλω",
"παράγγελμα":"παράγγελμα",
"παράγγελνε":"παραγγέλνω",
"παραγγέλνουν":"παραγγέλλω",
"παραγγέλνω":"παραγγέλνω",
"παράγει":"παράγω",
"παράγεται":"παράγω",
"παραγιανπούρ":"παραγιανπούρ",
"παραγίνει":"παραγίνομαι",
"παραγιός":"παραγιός",
"παράγκα":"παράγκα",
"παράγκας":"παράγκα",
"παράγκες":"παράγκα",
"παραγκουπόλεις":"παραγκούπολη",
"παραγκούπολη":"παραγκούπολη",
"παραγκούπολης":"παραγκούπολη",
"παραγκωνίζετε":"παραγκωνίζω",
"παραγκωνισμένο":"παραγκωνίζω",
"παραγκωνισμένος":"παραγκωνίζω",
"παραγκωνισμός":"παραγκωνισμός",
"παραγκωνισμού":"παραγκωνισμός",
"παραγκωνιστεί":"παραγκωνίζω",
"παραγκωνιστούν":"παραγκωνίζω",
"παραγνωρίζει":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρίζεται":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρίζοντας":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρίζουμε":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρίζουν":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρισθεί":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρισμένες":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρισμένη":"παραγνωρίζω",
"παραγνωρίσουμε":"παραγνωρίζω",
"παραγνωριστεί":"παραγνωρίζω",
"παραγόμενα":"παραγόμενος",
"παραγόμενης":"παραγόμενος",
"παραγόμενου":"παραγόμενος",
"παραγόμενων":"παραγόμενος",
"παράγοντα":"παράγοντας",
"παράγονται":"παράγω",
"παράγοντας":"παράγοντας",
"παράγοντάς":"παράγοντας",
"παράγοντες":"παράγοντας",
"παράγοντες-κλειδιά":"παράγοντες-κλειδιά",
"παραγοντίσκοι":"παραγοντίσκος",
"παραγόντων":"παράγοντας",
"παραγουάη":"παραγουάη",
"παραγουανός":"παραγουανός",
"παράγουμε":"παράγω",
"παράγουν":"παράγω",
"παραγραφεί":"παραγράφω",
"παραγράφεται":"παραγράφω",
"παραγραφή":"παραγραφή",
"παραγράφηκαν":"παραγράφω",
"παραγραφής":"παραγραφή",
"παράγραφο":"παράγραφος",
"παραγράφονται":"παραγράφω",
"παράγραφος":"παράγραφος",
"παραγράφου":"παράγραφος",
"παραγραφούν":"παραγράφω",
"παραγράφους":"παράγραφος",
"παραγράφων":"παράγραφος",
"παράγωγα":"παράγωγος",
"παράγωγά":"παράγωγος",
"παραγωγές":"παραγωγή",
"παραγωγη":"παραγωγή",
"παραγωγή":"παραγωγή",
"παραγωγης":"παραγωγή",
"παραγωγής":"παραγωγή",
"παραγωγικά":"παραγωγικός",
"παραγωγικές":"παραγωγικός",
"παραγωγική":"παραγωγικός",
"παραγωγικής":"παραγωγικός",
"παραγωγικό":"παραγωγικός",
"παραγωγικός":"παραγωγικός",
"παραγωγικότητα":"παραγωγικότητα",
"παραγωγικότητά":"παραγωγικότητα",
"παραγωγικότητας":"παραγωγικότητα",
"παραγωγικού":"παραγωγικός",
"παραγωγικούς":"παραγωγικός",
"παραγωγικών":"παραγωγικός",
"παραγωγό":"παραγωγός",
"παράγωγο":"παράγωγος",
"παραγωγοί":"παραγωγός",
"παραγωγοί-ιδιοκτήτες":"παραγωγοί-ιδιοκτήτες",
"παραγωγός":"παραγωγός",
"παραγωγού":"παραγωγός",
"παραγώγου":"παράγωγος",
"παραγωγούς":"παραγωγός",
"παραγωγών":"παραγωγός",
"παραγώγων":"παράγωγος",
"παράγωγών":"παράγωγος",
"παράγων":"παράγοντας",
"παραδεδεγμένη":"παραδέχομαι",
"παραδεδεγμένο":"παραδεδεγμένος",
"παράδειγμα":"παράδειγμα",
"παράδειγμά":"παράδειγμα",
"παραδείγματα":"παράδειγμα",
"παραδείγματι":"παραδείγματι",
"παραδειγματίζονται":"παραδειγματίζω",
"παραδειγματικά":"παραδειγματικά",
"παραδειγματική":"παραδειγματικός",
"παραδειγματικής":"παραδειγματικός",
"παραδειγματισμό":"παραδειγματισμός",
"παραδειγματιστούν":"παραδειγματίζω",
"παραδείγματος":"παράδειγμα",
"παραδείγματός":"παράδειγμα",
"παραδειγμάτων":"παράδειγμα",
"παραδεισένια":"παραδεισένιος",
"παραδεισένιο":"παραδεισένιος",
"παραδεισένιος":"παραδεισένιος",
"παραδεισο":"παράδεισος",
"παράδεισο":"παράδεισος",
"παράδεισοι":"παράδεισος",
"παραδεισος":"παράδεισος",
"παράδεισος":"παράδεισος",
"παραδείσου":"παράδεισος",
"παραδείσους":"παράδεισος",
"παραδείσων":"παράδεισος",
"παραδεκτά":"παραδεκτός",
"παραδεκτή":"παραδεκτός",
"παραδεκτό":"παραδεκτός",
"παραδέχεται":"παραδέχομαι",
"παραδεχθεί":"παραδέχομαι",
"παραδέχθηκαν":"παραδέχομαι",
"παραδέχθηκε":"παραδέχομαι",
"παραδεχθούμε":"παραδέχομαι",
"παραδεχθούν":"παραδέχομαι",
"παραδέχομαι":"παραδέχομαι",
"παραδέχονται":"παραδέχομαι",
"παραδεχόταν":"παραδέχομαι",
"παραδεχτεί":"παραδέχομαι",
"παραδεχτείτε":"παραδέχομαι",
"παραδέχτηκαν":"παραδέχομαι",
"παραδέχτηκε":"παραδέχομαι",
"παραδεχτούν":"παραδέχομαι",
"παραδεχτώ":"παραδέχομαι",
"παραδίδει":"παραδίνω",
"παραδίδεις":"παραδίνω",
"παραδίδεται":"παραδίνω",
"παραδίδονται":"παραδίνω",
"παραδίδοντας":"παραδίνω",
"παραδίδοντάς":"παραδίνω",
"παραδίδουμε":"παραδίνω",
"παραδίδουν":"παραδίνω",
"παραδίδω":"παραδίνω",
"παραδικαστικο":"παραδικαστικός",
"παραδικαστικό":"παραδικαστικός",
"παραδικαστικού":"παραδικαστικός",
"παραδίνει":"παραδίνω",
"παραδίνεστε":"παραδίνω",
"παραδίνεται":"παραδίνω",
"παραδίνονται":"παραδίνω",
"παραδίπλα":"παραδίπλα",
"παραδοθεί":"παραδίνω",
"παραδοθείς":"παραδίνω",
"παραδοθήκαμε":"παραδίνω",
"παραδόθηκαν":"παραδίνω",
"παραδόθηκε":"παραδίνω",
"παραδοθούν":"παραδίνω",
"παραδοθώ":"παραδίνω",
"παραδομένη":"παραδίνω",
"παραδομένοι":"παραδίνω",
"παράδοξα":"παράδοξος",
"παράδοξες":"παράδοξος",
"παράδοξη":"παράδοξος",
"παράδοξο":"παράδοξος",
"παραδοξολογίες":"παραδοξολογία",
"παραδοξολογούν":"παραδοξολογώ",
"παραδοξότητας":"παραδοξότητα",
"παράδοξου":"παράδοξος",
"παραδόξως":"παράδοξα",
"παραδόσει":"παραδόσει",
"παραδόσεις":"παράδοση",
"παραδόσεων":"παράδοση",
"παραδόσεως":"παράδοση",
"παράδοση":"παράδοση",
"παράδοσή":"παράδοση",
"παραδοσης":"παράδοση",
"παράδοσης":"παράδοση",
"παράδοσής":"παράδοση",
"παραδοσιακά":"παραδοσιακά",
"παραδοσιακά":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακές":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακή":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακής":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακό":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακοί":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακός":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακότερη":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακού":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακούς":"παραδοσιακός",
"παραδοσιακών":"παραδοσιακός",
"παράδοσιν":"παράδοση",
"παραδοχές":"παραδοχή",
"παραδοχή":"παραδοχή",
"παραδοχής":"παραδοχή",
"παραδρομής":"παραδρομή",
"παράδρομο":"παράδρομος",
"παράδρομος":"παράδρομος",
"παράδρομους":"παράδρομος",
"παραδώσαμε":"παραδίνω",
"παράδωσε":"παραδίνω",
"παραδώσει":"παραδίνω",
"παραδώσουμε":"παραδίνω",
"παραδώσουν":"παραδίνω",
"παραείναι":"παραείμαι",
"παραέξω":"παραέξω",
"παραζάλη":"παραζάλη",
"παραήταν":"παραείμαι",
"παραθαλάσσια":"παραθαλάσσιος",
"παραθαλάσσιες":"παραθαλάσσιος",
"παραθαλάσσιο":"παραθαλάσσιος",
"παραθαλάσσιος":"παραθαλάσσιος",
"παραθαλάσσιους":"παραθαλάσσιος",
"παραθέματα":"παράθεμα",
"παραθεριστές":"παραθεριστής",
"παραθεριστικά":"παραθεριστικός",
"παραθεριστικές":"παραθεριστικός",
"παραθεριστική":"παραθεριστικός",
"παραθεριστικό":"παραθεριστικός",
"παραθεριστικών":"παραθεριστικός",
"παραθέσει":"παραθέτω",
"παράθεση":"παράθεση",
"παράθεσης":"παράθεση",
"παραθέσουμε":"παραθέτω",
"παραθέσω":"παραθέτω",
"παραθέτει":"παραθέτω",
"παραθέτοντας":"παραθέτω",
"παραθέτουμε":"παραθέτω",
"παραθέτουν":"παραθέτω",
"παραθέτω":"παραθέτω",
"παράθλαση":"παράθλαση",
"παραθρησκευτικές":"παραθρησκευτικός",
"παραθρησκευτικών":"παραθρησκευτικός",
"παράθυρα":"παράθυρο",
"παράθυρά":"παράθυρο",
"παραθυράκι":"παραθυράκι",
"παραθυράκια":"παραθυράκι",
"παραθύρια":"παραθύρι",
"παράθυρο":"παράθυρο",
"παράθυρό":"παράθυρο",
"παραθύρου":"παράθυρο",
"παραθύρων":"παράθυρο",
"παραινέσεις":"παραίνεση",
"παραινέσεων":"παραίνεση",
"παραίνεση":"παραίνεση",
"παραισθήσεις":"παραίσθηση",
"παραισθησιογόνες":"παραισθησιογόνες",
"παραιτείται":"παραιτώ",
"παραιτηθεί":"παραιτώ",
"παραιτηθείς":"παραιτώ",
"παραιτηθείτε":"παραιτώ",
"παραιτηθέντα":"παραιτηθείς",
"παραιτηθέντες":"παραιτηθείς",
"παραιτηθέντος":"παραιτηθείς",
"παραιτήθηκα":"παραιτώ",
"παραιτήθηκαν":"παραιτώ",
"παραιτηθηκε":"παραιτώ",
"παραιτήθηκε":"παραιτώ",
"παραιτηθούμε":"παραιτώ",
"παραιτηθούν":"παραιτώ",
"παραιτηθώ":"παραιτώ",
"παραιτήσεις":"παραίτηση",
"παραιτήσεων":"παραίτηση",
"παραιτηση":"παραίτηση",
"παραίτηση":"παραίτηση",
"παραίτησή":"παραίτηση",
"παραιτησης":"παραίτηση",
"παραίτησης":"παραίτηση",
"παραίτησής":"παραίτηση",
"παραιτήσου":"παραιτώ",
"παραιτούμαι":"παραιτώ",
"παραιτούνται":"παραιτώ",
"παραιτούνταν":"παραιτώ",
"παρακαθίσει":"παρακάθομαι",
"παρακαλάει":"παρακαλώ",
"παρακαλάς":"παρακαλώ",
"παρακαλεί":"παρακαλώ",
"παρακάλεσα":"παρακάλεσα",
"παρακάλεσε":"παρακαλώ",
"παρακαλέσει":"παρακάλεση",
"παρακαλέσω":"παρακαλώ",
"παρακάλια":"παρακάλι",
"παρακαλούμε":"παρακαλώ",
"παρακαλούν":"παρακαλώ",
"παρακαλούνται":"παρακαλώ",
"παρακαλούσα":"παρακαλώ",
"παρακαλούσαμε":"παρακαλώ",
"παρακαλούσαν":"παρακαλώ",
"παρακαλούσε":"παρακαλώ",
"παρακαλω":"παρακαλώ",
"παρακαλώ":"παρακαλώ",
"παρακαλώντας":"παρακαλώ",
"παρακάμπτει":"παρακάμπτω",
"παρακάμπτεται":"παρακάμπτω",
"παρακαμπτήριο":"παρακαμπτήριος",
"παρακαμπτηρίων":"παρακαμπτήριος",
"παρακαμπτήριων":"παρακαμπτήριος",
"παρακάμπτονται":"παρακάμπτω",
"παρακάμπτοντας":"παρακάμπτω",
"παρακάμπτουμε":"παρακάμπτω",
"παρακάμφθηκε":"παρακάμπτω",
"παρακαμφθούν":"παρακάμπτω",
"παρακάμψει":"παρακάμπτω",
"παρακάμψεις":"παράκαμψη",
"παρακάμψετε":"παρακάμπτω",
"παράκαμψη":"παράκαμψη",
"παράκαμψης":"παράκαμψη",
"παρακάμψουμε":"παρακάμπτω",
"παρακάμψουν":"παρακάμπτω",
"παρακάναμε":"παρακάνω",
"παράκαναν":"παρακάνω",
"παρακάνει":"παρακάνω",
"παρακάνετε":"παρακάνω",
"παρακάνοντάς":"παρακάνω",
"παρακάνουν":"παρακάνω",
"παρακαταθήκες":"παρακαταθήκη",
"παρακαταθήκη":"παρακαταθήκη",
"παρακατιανό":"παρακατιανός",
"παρακάτω":"παρακάτω",
"παρακείμενες":"παρακείμενος",
"παρακείμενη":"παρακείμενος",
"παρακείμενης":"παρακείμενος",
"παρακείμενο":"παρακείμενος",
"παρακειμένου":"παρακείμενος",
"παρακείμενου":"παρακείμενος",
"παρακείμενους":"παρακείμενος",
"παράκεντρα":"παράκεντρος",
"παρακηφίσιους":"παρακηφίσιους",
"παρακινδυνευμένες":"παρακινδυνεύω",
"παρακινδυνευμένη":"παρακινδυνεύω",
"παρακινδυνευμένο":"παρακινδυνεύω",
"παρακινεί":"παρακινώ",
"παρακίνηση":"παρακίνηση",
"παρακινούν":"παρακινώ",
"παρακινώντας":"παρακινώ",
"παρακλάδι":"παρακλάδι",
"παρακλάδια":"παρακλάδι",
"παράκληση":"παράκληση",
"παρακμάζει":"παρακμάζω",
"παρακμάζοντας":"παρακμάζω",
"παρακμάζουν":"παρακμάζω",
"παρακμή":"παρακμή",
"παρακμής":"παρακμή",
"παρακμιακή":"παρακμιακός",
"παρακμιακής":"παρακμιακός",
"παρακμιακό":"παρακμιακός",
"παρακολουθεί":"παρακολουθώ",
"παρακολουθείς":"παρακολουθώ",
"παρακολουθείται":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήματά":"παρακολούθημα",
"παρακολούθησα":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσαμε":"παρακολουθώ",
"παρακολούθησαν":"παρακολουθώ",
"παρακολούθησε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσει":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσεις":"παρακολούθηση",
"παρακολουθήσετε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσεων":"παρακολούθηση",
"παρακολουθήσεως":"παρακολούθηση",
"παρακολούθηση":"παρακολούθηση",
"παρακολούθησή":"παρακολούθηση",
"παρακολούθησης":"παρακολούθηση",
"παρακολουθήσουμε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσουν":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήστε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθήσω":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούμε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούμενων":"παρακολουθούμενος",
"παρακολουθούν":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούνται":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούνταν":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούσα":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούσαμε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούσαν":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούσατε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθούσε":"παρακολουθώ",
"παρακολουθώ":"παρακολουθώ",
"παρακολουθώντας":"παρακολουθώ",
"παρακρατηθεί":"παρακρατώ",
"παρακρατηθούν":"παρακρατώ",
"παρακράτημα":"παρακράτημα",
"παρακρατήσει":"παρακρατώ",
"παρακρατήσεις":"παρακράτηση",
"παρακράτηση":"παρακράτηση",
"παρακράτησης":"παρακράτηση",
"παρακρατικές":"παρακρατικός",
"παρακρατικούς":"παρακρατικός",
"παρακρατικών":"παρακρατικός",
"παρακράτος":"παρακράτος",
"παρακρατούμενους":"παρακρατούμενος",
"παρακρατούνται":"παρακρατώ",
"παρακράτους":"παρακράτος",
"παρακρατούσε":"παρακρατώ",
"παρακρατώντας":"παρακρατώ",
"παράκρουση":"παράκρουση",
"παράκρουσης":"παράκρουση",
"παράκτια":"παράκτιος",
"παράκτιες":"παράκτιος",
"παράκτιο":"παράκτιος",
"παράκτιου":"παράκτιος",
"παράκτιων":"παράκτιος",
"παρακωλύει":"παρακωλύω",
"παρακωλύεται":"παρακωλύω",
"παρακωλύσει":"παρακωλύω",
"παρακώλυση":"παρακώλυση",
"παρακώλυσης":"παρακώλυση",
"παρακωλύσουν":"παρακωλύω",
"παραλάβει":"παραλαβαίνω",
"παραλαβή":"παραλαβή",
"παραλαβής":"παραλαβή",
"παραλάβουμε":"παραλαβαίνω",
"παραλάβουν":"παραλαβαίνω",
"παραλάβω":"παραλαβαίνω",
"παραλάμβαναν":"παραλαβαίνω",
"παραλάμβανε":"παραλαβαίνω",
"παραλαμβάνει":"παραλαβαίνω",
"παραλαμβάνεται":"παραλαβαίνω",
"παραλαμβάνονται":"παραλαβαίνω",
"παραλαμβάνοντας":"παραλαβαίνω",
"παραλαμβάνουν":"παραλαβαίνω",
"παράλαση":"παράλαση",
"παραλείπει":"παραλείπω",
"παραλείπεται":"παραλείπω",
"παραλειπομενα":"παραλειπόμενος",
"παραλειπόμενα":"παραλειπόμενος",
"παραλειπομένου":"παραλειπόμενος",
"παραλείπονται":"παραλείπω",
"παραλείποντας":"παραλείπω",
"παραλείπουμε":"παραλείπω",
"παραλείπουν":"παραλείπω",
"παραλείπω":"παραλείπω",
"παραλείψει":"παραλείπω",
"παραλείψεις":"παράλειψη",
"παραλείψετε":"παραλείπω",
"παραλείψεων":"παράλειψη",
"παραλείψεως":"παράλειψη",
"παράλειψη":"παράλειψη",
"παράλειψή":"παράλειψη",
"παράλειψις":"παράλειψη",
"παραλείψω":"παραλείπω",
"παραλή":"παραλής",
"παραληθαίοι":"παραληθαίοι",
"παραλήπτες":"παραλήπτης",
"παραλήπτη":"παραλήπτης",
"παραλήπτης":"παραλήπτης",
"παραληπτών":"παραλήπτης",
"παραληρεί":"παραληρώ",
"παραλήρημα":"παραλήρημα",
"παραληρήματα":"παραλήρημα",
"παραληρηματικές":"παραληρηματικός",
"παραληρηματικό":"παραληρηματικός",
"παραληρήματος":"παραλήρημα",
"παραληρούν":"παραληρώ",
"παραληρούντες":"παραληρών",
"παραληφθεί":"παραλαβαίνω",
"παραληφθούν":"παραλαβαίνω",
"παραλήψεις":"παράληψη",
"παραλία":"παραλία",
"παράλια":"παράλια",
"παραλία":"παράλιος",
"παράλια":"παράλιος",
"παραλιακά":"παραλιακός",
"παραλιακές":"παραλιακός",
"παραλιακή":"παραλιακός",
"παραλιακής":"παραλιακός",
"παραλιακό":"παραλιακός",
"παραλίας":"παραλία",
"παραλίγο":"παραλίγο",
"παραλίες":"παραλία",
"παραλίμνης":"παραλίμνη",
"παραλίμνι":"παραλίμνι",
"παραλίμνια":"παραλίμνιος",
"παραλιμνίου":"παραλίμνιος",
"παραλιών":"παραλία",
"παραλίων":"παράλιος",
"παραλλαγές":"παραλλαγή",
"παραλλαγή":"παραλλαγή",
"παραλλαγή'":"παραλλαγή'",
"παραλλαγής":"παραλλαγή",
"παραλλαγή-σειρήνες":"παραλλαγή-σειρήνες",
"παραλλαγών":"παραλλαγή",
"παράλληλα":"παράλληλα",
"παράλληλες":"παράλληλος",
"παραλληλη":"παράλληλος",
"παράλληλη":"παράλληλος",
"παράλληλή":"παράλληλος",
"παραλληλης":"παράλληλος",
"παράλληλης":"παράλληλος",
"παραλληλίζει":"παραλληλίζω",
"παραλληλίζοντας":"παραλληλίζω",
"παραλλήλισε":"παραλληλίζω",
"παραλληλισμό":"παραλληλισμός",
"παραλληλισμούς":"παραλληλισμός",
"παράλληλο":"παράλληλος",
"παράλληλοι":"παράλληλος",
"παράλληλος":"παράλληλος",
"παράλληλους":"παράλληλος",
"παράλληλων":"παράλληλος",
"παραλλήλως":"παράλληλα",
"παράλογα":"παράλογα",
"παράλογες":"παράλογος",
"παράλογη":"παράλογος",
"παραλογισμό":"παραλογισμός",
"παραλογισμός":"παραλογισμός",
"παραλογισμού":"παραλογισμός",
"παραλογισμών":"παραλογισμός",
"παράλογο":"παράλογος",
"παράλόγο":"παράλογος",
"παράλογοι":"παράλογος",
"παράλογος":"παράλογος",
"παραλόγου":"παράλογος",
"παράλογου":"παράλογος",
"παραλύει":"παραλύω",
"παραλύσει":"παραλύω",
"παράλυση":"παράλυση",
"παράλυσή":"παράλυση",
"παραλυσία":"παραλυσία",
"παράλυτη":"παράλυτος",
"παράλυτο":"παράλυτος",
"παράλυτους":"παράλυτος",
"παραμεθόριας":"παραμεθόριος",
"παραμεθόριες":"παραμεθόριος",
"παραμεθόριο":"παραμεθόριος",
"παραμεθόριους":"παραμεθόριος",
"παραμείναμε":"παραμένω",
"παραμείνατε":"παραμένω",
"παραμείνει":"παραμένω",
"παραμείνετε":"παραμένω",
"παραμείνουμε":"παραμένω",
"παραμείνουν":"παραμένω",
"παραμείνω":"παραμένω",
"παραμελείτε":"παραμελώ",
"παραμελημένα":"παραμελώ",
"παραμελημένες":"παραμελώ",
"παραμελημένη":"παραμελημένος",
"παραμελημένο":"παραμελώ",
"παραμελημένος":"παραμελημένος",
"παραμελημένου":"παραμελώ",
"παραμελημένους":"παραμελημένος",
"παραμελήσατε":"παραμελώ",
"παραμελήσει":"παραμελώ",
"παραμέληση":"παραμέληση",
"παραμέλησης":"παραμέληση",
"παραμελούμε":"παραμελώ",
"παραμελούν":"παραμελώ",
"παραμελούσε":"παραμελώ",
"παραμέναμε":"παραμένω",
"παραμενει":"παραμένω",
"παραμένει":"παραμένω",
"παραμένεις":"παραμένω",
"παραμένοντας":"παραμένω",
"παραμένουμε":"παραμένω",
"παραμένουν":"παραμένω",
"παραμένω":"παραμένω",
"παράμερα":"παράμερα",
"παραμέριζε":"παραμερίζω",
"παραμερίζει":"παραμερίζω",
"παραμερίζεται":"παραμερίζω",
"παραμερίζοντας":"παραμερίζω",
"παραμερίζουμε":"παραμερίζω",
"παραμερίζουν":"παραμερίζω",
"παραμέρισε":"παραμερίζω",
"παραμερίσει":"παραμερίζω",
"παραμερίσετε":"παραμερίζω",
"παραμερισμό":"παραμερισμός",
"παραμερισμός":"παραμερισμός",
"παραμερίσουν":"παραμερίζω",
"παραμεριστεί":"παραμερίζω",
"παραμερίστηκαν":"παραμερίζω",
"παραμεριστούν":"παραμερίζω",
"παράμετρο":"παράμετρος",
"παράμετροι":"παράμετρος",
"παράμετρος":"παράμετρος",
"παραμέτρους":"παράμετρος",
"παραμέτρων":"παράμετρος",
"παραμικρά":"παραμικρός",
"παραμικρή":"παραμικρός",
"παραμικρό":"παραμικρός",
"παραμικρότερη":"παραμικρός",
"παραμονές":"παραμονή",
"παραμόνευε":"παραμονεύω",
"παραμονεύει":"παραμονεύω",
"παραμονεύουν":"παραμονεύω",
"παραμονη":"παραμονή",
"παραμονή":"παραμονή",
"παραμονής":"παραμονή",
"παραμορφωθεί":"παραμορφώνω",
"παραμορφωμένα":"παραμορφώνω",
"παραμορφωμένες":"παραμορφώνω",
"παραμορφωμένο":"παραμορφώνω",
"παραμορφωμένοι":"παραμορφώνω",
"παραμορφωμένος":"παραμορφωμένος",
"παραμορφώνονται":"παραμορφώνω",
"παραμορφώνουν":"παραμορφώνω",
"παραμόρφωσαν":"παραμορφώνω",
"παραμορφώσεις":"παραμορφώνω",
"παραμόρφωση":"παραμόρφωση",
"παραμόρφωσης":"παραμόρφωση",
"παραμορφωτικές":"παραμορφωτικός",
"παραμυθάδες":"παραμυθάς",
"παραμυθάκι":"παραμυθάκι",
"παραμυθάς":"παραμυθάς",
"παραμυθένια":"παραμυθένιος",
"παραμυθένιο":"παραμυθένιος",
"παραμυθένιος":"παραμυθένιος",
"παραμυθένιους":"παραμυθένιος",
"παραμύθι":"παραμύθι",
"παραμύθια":"παραμύθι",
"παραμυθιάζουν":"παραμυθιάζω",
"παραμυθιάς":"παραμυθιά",
"παραμυθιού":"παραμύθι",
"παραμυθιών":"παραμυθία",
"παρανάλωμα":"παρανάλωμα",
"παρανέστι":"παρανέστι",
"παρανεστίου":"παρανεστίου",
"παρανόηση":"παρανόηση",
"παράνοια":"παράνοια",
"παράνοιας":"παράνοια",
"παρανοϊκά":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκές":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκή":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκό":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκοί":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκός":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκού":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκούς":"παρανοϊκός",
"παρανοϊκών":"παρανοϊκός",
"παράνομα":"παράνομα",
"παράνομα":"παράνομος",
"παρανομαστή":"παρανομαστής",
"παρανομαστής":"παρανομαστής",
"παρανομεί":"παρανομώ",
"παράνομες":"παράνομος",
"παράνομη":"παράνομος",
"παράνομης":"παράνομος",
"παρανομία":"παρανομία",
"παρανομίας":"παρανομία",
"παρανομίες":"παρανομία",
"παρανομιών":"παρανομία",
"παρανομο":"παράνομος",
"παράνομο":"παράνομος",
"παράνομοι":"παράνομος",
"παράνομος":"παράνομος",
"παρανομου":"παράνομος",
"παράνομου":"παράνομος",
"παρανομούν":"παρανομώ",
"παρανομούντα":"παρανομών",
"παρανομούντες":"παρανομών",
"παράνομους":"παράνομος",
"παρανομούσε":"παρανομώ",
"παρανόμων":"παράνομος",
"παράνομων":"παράνομος",
"παρανόμως":"παράνομα",
"παραντί":"παραντί",
"παράξενα":"παράξενα",
"παράξενες":"παράξενος",
"παραξενεύει":"παραξενεύω",
"παραξενεύονται":"παραξενεύω",
"παραξενευτείτε":"παραξενεύω",
"παράξενη":"παράξενος",
"παραξενιά":"παραξενιά",
"παραξενιές":"παραξενιά",
"παράξενο":"παράξενος",
"παράξενοι":"παράξενος",
"παράξενος":"παράξενος",
"παράξενους":"παράξενος",
"παράξενων":"παράξενος",
"παραοικονομία":"παραοικονομία",
"παραοικονομίας":"παραοικονομία",
"παραοικονομικό":"παραοικονομικός",
"παραολυμπιάδα":"παραολυμπιάδα",
"παραπαίαμε":"παραπαίω",
"παραπαίει":"παραπαίω",
"παραπαίουσα":"παραπαίων",
"παραπανήσια":"παραπανήσια",
"παραπάνω":"παραπάνω",
"παραπάτησε":"παραπατώ",
"παραπατήσει":"παραπατώ",
"παραπέμπει":"παραπέμπω",
"παραπέμπεται":"παραπέμπω",
"παραπεμπόμενοι":"παραπεμπόμενος",
"παραπέμπονται":"παραπέμπω",
"παραπέμποντας":"παραπέμπω",
"παραπέμποντάς":"παραπέμπω",
"παραπέμπουν":"παραπέμπω",
"παραπεμπτικά":"παραπεμπτικός",
"παραπεμπτική":"παραπεμπτικός",
"παραπεμπτικό":"παραπεμπτικός",
"παραπεμπτικών":"παραπεμπτικός",
"παραπέμπω":"παραπέμπω",
"παραπεμφθεί":"παραπέμπω",
"παραπέμφθηκαν":"παραπέμπω",
"παραπεμφθηκε":"παραπέμπω",
"παραπέμφθηκε":"παραπέμπω",
"παραπεμφθούν":"παραπέμπω",
"παραπέμψει":"παραπέμπω",
"παραπέμψουν":"παραπέμπω",
"παραπέμψω":"παραπέμπω",
"παραπέντε":"παραπέντε",
"παραπέρα":"παραπέρα",
"παράπεσε":"παραπέφτω",
"παραπέτασμα":"παραπέτασμα",
"παραπετάσματα":"παραπέτασμα",
"παραπήγματα":"παράπηγμα",
"παραπηγμάτων":"παράπηγμα",
"παραπλανά":"παραπλανώ",
"παραπλανάται":"παραπλανώ",
"παραπλανήθηκαν":"παραπλανώ",
"παραπλανήσει":"παραπλανώ",
"παραπλάνηση":"παραπλάνηση",
"παραπλάνησης":"παραπλάνηση",
"παραπλανήσουν":"παραπλανώ",
"παραπλανητικά":"παραπλανητικά",
"παραπλανητικές":"παραπλανητικός",
"παραπλανητική":"παραπλανητικός",
"παραπλανητικό":"παραπλανητικός",
"παραπλανητικός":"παραπλανητικός",
"παραπλανητικού":"παραπλανητικός",
"παραπλανητικών":"παραπλανητικός",
"παραπλανούν":"παραπλανώ",
"παραπλέοντα":"παραπλέων",
"παράπλευρες":"παράπλευρος",
"παράπλευρη":"παράπλευρος",
"παράπλευρο":"παράπλευρος",
"παράπλευρων":"παράπλευρος",
"παραπλεύρως":"παραπλεύρως",
"παραπληγικοί":"παραπληγικός",
"παραπληροφόρηση":"παραπληροφόρηση",
"παραπληροφόρησης":"παραπληροφόρηση",
"παραπληροφορούν":"παραπληροφορώ",
"παραπληροφορώντας":"παραπληροφορώ",
"παραπλήσια":"παραπλήσιος",
"παραπλήσιες":"παραπλήσιος",
"παραπλήσιοι":"παραπλήσιος",
"παραπλήσιου":"παραπλήσιος",
"παραποιεί":"παραποιώ",
"παραποιηθεί":"παραποιώ",
"παραποιήθηκαν":"παραποιώ",
"παραποιημένα":"παραποιημένος",
"παραποιημένες":"παραποιημένος",
"παραποιημένη":"παραποιημένος",
"παραποίησε":"παραποιώ",
"παραποιήσεις":"παραποίηση",
"παραποίηση":"παραποίηση",
"παραποίησης":"παραποίηση",
"παραπολιτικά":"παραπολιτικός",
"παραπομπές":"παραπομπή",
"παραπομπη":"παραπομπή",
"παραπομπή":"παραπομπή",
"παραπομπής":"παραπομπή",
"παραπομπών":"παραπομπή",
"παραπονα":"παράπονο",
"παράπονα":"παράπονο",
"παράπονά":"παράπονο",
"παραπονεθεί":"παραπονιέμαι",
"παραπονέθηκα":"παραπονιέμαι",
"παραπονέθηκε":"παραπονιέμαι",
"παραπονεθούν":"παραπονιέμαι",
"παραπονείστε":"παραπονιέμαι",
"παραπονεμένος":"παραπονιέμαι",
"παραπονεμένους":"παραπονεμένος",
"παραπονιέται":"παραπονιέμαι",
"παραπονιόμαστε":"παραπονιέμαι",
"παραπονιόταν":"παραπονιέμαι",
"παραπονιούνται":"παραπονιέμαι",
"παράπονο":"παράπονο",
"παράπονό":"παράπονο",
"παραπονούμενο":"παραπονούμενος",
"παραπονούμενοι":"παραπονούμενος",
"παραπονούμενος":"παραπονούμενος",
"παραπονούμενου":"παραπονούμενος",
"παραπονούμενους":"παραπονούμενος",
"παραπονούνται":"παραπονιέμαι",
"παραπόνων":"παράπονο",
"παραποτάμιες":"παραποτάμιος",
"παραποτάμιους":"παραποτάμιος",
"παραπόταμο":"παραπόταμος",
"παραπόταμοι":"παραπόταμος",
"παραποτάμους":"παραπόταμος",
"παραποτάμων":"παραπόταμος",
"παράπτωμα":"παράπτωμα",
"παράπτωμά":"παράπτωμα",
"παραπτώματα":"παράπτωμα",
"παραπτωμάτων":"παράπτωμα",
"παράρτημα":"παράρτημα",
"παραρτήματα":"παράρτημα",
"παραρτήματά":"παράρτημα",
"παραρτήματος":"παράρτημα",
"παραρτημάτων":"παράρτημα",
"παρασάγγας":"παρασάγγας",
"παρασέρνει":"παρασύρω",
"παρασέρνοντας":"παρασύρω",
"παρασέρνουν":"παρασέρνω",
"παράσημα":"παράσημο",
"παράσημο":"παράσημο",
"παρασημοφόρησε":"παρασημοφορώ",
"παρασημοφόρηση":"παρασημοφόρηση",
"παράσιτα":"παράσιτο",
"παρασιτικά":"παρασιτικά",
"παρασιτικό":"παρασιτικός",
"παρασιτικού":"παρασιτικός",
"παρασιτισμό":"παρασιτισμός",
"παράσιτο":"παράσιτο",
"παρασιτούν":"παρασιτώ",
"παρασίτων":"παράσιτο",
"παρασιωπώντας":"παρασιωπώ",
"παρασκευα":"παρασκευάς",
"παρασκευά":"παρασκευάς",
"παρασκεύαζε":"παρασκευάζω",
"παρασκευάζει":"παρασκευάζω",
"παρασκευάζεται":"παρασκευάζω",
"παρασκευάζονται":"παρασκευάζω",
"παρασκευάζουν":"παρασκευάζω",
"παρασκευαΐδης":"παρασκευαΐδης",
"παρασκευάς":"παρασκευάς",
"παρασκεύασαν":"παρασκευάζω",
"παρασκεύασε":"παρασκευάζω",
"παρασκευάσει":"παρασκευάζω",
"παρασκεύασμα":"παρασκεύασμα",
"παρασκευασματα":"παρασκεύασμα",
"παρασκευάσματα":"παρασκεύασμα",
"παρασκευάσματά":"παρασκεύασμα",
"παρασκευασμάτων":"παρασκεύασμα",
"παρασκευάσουν":"παρασκευάζω",
"παρασκευαστή":"παρασκευαστής",
"παρασκευάστηκε":"παρασκευάζω",
"παρασκευαστούν":"παρασκευάζω",
"παρασκευάστρια":"παρασκευάστρια",
"παρασκευαστών":"παρασκευαστής",
"παρασκευη":"παρασκευή",
"παρασκευή":"παρασκευή",
"παρασκευή-δασαλ":"παρασκευή-δασαλ",
"παρασκευή-παναθηναϊκός":"παρασκευή-παναθηναϊκός",
"παρασκευής":"παρασκευή",
"παρασκευοπουλος":"παρασκευοπουλος",
"παρασκευόπουλος":"παρασκευόπουλος",
"παρασκευοπουλου":"παρασκευοπουλου",
"παρασκευοπούλου":"παρασκευοπούλου",
"παρασκήνια":"παρασκήνιο",
"παρασκηνιακά":"παρασκηνιακά",
"παρασκηνιακές":"παρασκηνιακός",
"παρασκηνιακή":"παρασκηνιακός",
"παρασκηνιακής":"παρασκηνιακός",
"παρασκηνιακών":"παρασκηνιακός",
"παρασκηνιο":"παρασκήνιο",
"παρασκήνιο":"παρασκήνιο",
"παρασκηνίου":"παρασκήνιο",
"παρασπονδήσει":"παρασπονδώ",
"παρασπονδίες":"παρασπονδία",
"παραστάδες":"παραστάδα",
"παρασταθεί":"παραστέκω",
"παραστάθηκε":"παραστέκω",
"παραστάσεις":"παράσταση",
"παραστάσεων":"παράσταση",
"παραστάσεών":"παράσταση",
"παραστάσεως":"παράσταση",
"παράσταση":"παράσταση",
"παράστασή":"παράσταση",
"παράστασης":"παράσταση",
"παραστατίδης":"παραστατίδης",
"παραστατικά":"παραστατικό",
"παραστατικά":"παραστατικός",
"παραστατικές":"παραστατικός",
"παραστατικής":"παραστατικός",
"παραστατικών":"παραστατικό",
"παραστεί":"παρίσταμαι",
"παράστημα":"παράστημα",
"παραστήσει":"παριστάω",
"παραστούμε":"παρίσταμαι",
"παραστούν":"παρίσταμαι",
"παραστράτημα":"παραστράτημα",
"παραστρατήματα":"παραστράτημα",
"παραστρατημάτων":"παραστράτημα",
"παραστρατιωτικές":"παραστρατιωτικός",
"παραστρατιωτική":"παραστρατιωτικός",
"παραστρατιωτικής":"παραστρατιωτικός",
"παραστρατιωτικού":"παραστρατιωτικός",
"παραστρατιωτικούς":"παραστρατιωτικός",
"παραστρατιωτικών":"παραστρατιωτικός",
"παραστώ":"παρίσταμαι",
"παρασύνθημα":"παρασύνθημα",
"παρασύρει":"παρασύρω",
"παρασύρεστε":"παρασύρω",
"παρασύρεται":"παρασύρω",
"παρασύρετε":"παρασύρω",
"παρασυρθεί":"παρασύρω",
"παρασυρθείς":"παρασύρω",
"παρασυρθείτε":"παρασύρω",
"παρασύρθηκα":"παρασύρω",
"παρασύρθηκαν":"παρασύρω",
"παρασύρθηκε":"παρασύρω",
"παρασυρθούμε":"παρασύρω",
"παρασυρθούν":"παρασύρω",
"παρασυρμένοι":"παρασυρμένος",
"παρασυρμένος":"παρασυρμένος",
"παρασύρομαι":"παρασύρω",
"παρασυρόμενο":"παρασυρόμενος",
"παρασύρονται":"παρασύρω",
"παρασύρονταν":"παρασύρω",
"παρασύροντας":"παρασύρω",
"παρασύρουν":"παρασύρω",
"παρασχεθεί":"παρέχω",
"παρασχέθηκαν":"παρέχω",
"παρασχεθούν":"παρέχω",
"παράσχει":"παρέχω",
"παράσχο":"παράσχος",
"παρασχος":"παράσχος",
"παράσχος":"παράσχος",
"παράσχου":"παράσχος",
"παράσχουμε":"παρέχω",
"παράσχουν":"παρέχω",
"παρατά":"παρατώ",
"παρατάει":"παρατώ",
"παραταθεί":"παρατείνω",
"παρατάθηκε":"παρατείνω",
"παραταθούν":"παρατείνω",
"παράταιρες":"παράταιρος",
"παράταιρο":"παράταιρος",
"παρατάμε":"παρατώ",
"παρατάνε":"παρατώ",
"παρατάξει":"παρατάσσω",
"παρατάξεις":"παράταξη",
"παρατάξεων":"παράταξη",
"παρατάξεως":"παράταξη",
"παράταξη":"παράταξη",
"παράταξή":"παράταξη",
"παράταξης":"παράταξη",
"παράταξής":"παράταξη",
"παραταξιακού":"παραταξιακός",
"παρατάσεις":"παράταση",
"παραταση":"παράταση",
"παράταση":"παράταση",
"παράτασης":"παράταση",
"παρατάσσει":"παρατάσσω",
"παρατάσσεται":"παρατάσσω",
"παρατάσσοντας":"παρατάσσω",
"παρατάσσουν":"παρατάσσω",
"παραταχθεί":"παρατάσσω",
"παρατάχθηκαν":"παρατάσσω",
"παραταχθούν":"παρατάσσω",
"παρατάω":"παρατώ",
"παρατείνει":"παρατείνω",
"παρατείνεται":"παρατείνω",
"παρατεινόμενες":"παρατεινόμενος",
"παρατεινονται":"παρατείνω",
"παρατείνονται":"παρατείνω",
"παρατείνουν":"παρατείνω",
"παρατεταγμένα":"παρατάσσω",
"παρατεταγμένες":"παρατάσσω",
"παρατεταμένα":"παρατείνω",
"παρατεταμένες":"παρατεταμένος",
"παρατεταμένη":"παρατεταμένος",
"παρατεταμένης":"παρατείνω",
"παρατεταμένο":"παρατεταμένος",
"παρατεταμένου":"παρατεταμένος",
"παρατεταμένων":"παρατείνω",
"παρατημένα":"παρατημένος",
"παρατημένου":"παρατώ",
"παρατημένων":"παρατώ",
"παρατηρεί":"παρατηρώ",
"παρατηρείται":"παρατηρώ",
"παρατηρείτε":"παρατηρώ",
"παρατηρηθεί":"παρατηρώ",
"παρατηρήθηκαν":"παρατηρώ",
"παρατηρήθηκε":"παρατηρώ",
"παρατηρημένη":"παρατηρώ",
"παρατηρημένο":"παρατηρημένος",
"παρατήρησα":"παρατηρώ",
"παρατήρησαν":"παρατηρώ",
"παρατηρήσατε":"παρατηρώ",
"παρατήρησε":"παρατηρώ",
"παρατηρήσει":"παρατηρώ",
"παρατηρήσεις":"παρατήρηση",
"παρατηρήσεων":"παρατήρηση",
"παρατηρήσεών":"παρατήρηση",
"παρατήρηση":"παρατήρηση",
"παρατήρησή":"παρατήρηση",
"παρατήρησης":"παρατήρηση",
"παρατηρήσουμε":"παρατηρώ",
"παρατηρήσουν":"παρατηρώ",
"παρατηρήστε":"παρατηρώ",
"παρατηρήσω":"παρατηρώ",
"παρατηρητές":"παρατηρητής",
"παρατηρητή":"παρατηρητής",
"παρατηρητήριο":"παρατηρητήριο",
"παρατηρητηρίου":"παρατηρητήριο",
"παρατηρητής":"παρατηρητής",
"παρατηρητικοί":"παρατηρητικός",
"παρατηρητικός":"παρατηρητικός",
"παρατηρητικότητα":"παρατηρητικότητα",
"παρατηρητών":"παρατηρητής",
"παρατηρούμε":"παρατηρώ",
"παρατηρούμενες":"παρατηρούμενος",
"παρατηρούμενη":"παρατηρούμενος",
"παρατηρούν":"παρατηρώ",
"παρατηρούνται":"παρατηρώ",
"παρατηρούνταν":"παρατηρώ",
"παρατηρούσα":"παρατηρώ",
"παρατηρούσαμε":"παρατηρώ",
"παρατηρούσαν":"παρατηρώ",
"παρατηρούσε":"παρατηρώ",
"παρατηρώ":"παρατηρώ",
"παρατηρώντας":"παρατηρώ",
"παράτησα":"παρατώ",
"παρατήσαμε":"παρατώ",
"παράτησαν":"παρατώ",
"παράτησε":"παρατώ",
"παρατήσει":"παρατώ",
"παρατήσετε":"παρατώ",
"παρατήσουν":"παρατώ",
"παρατίθενται":"παραθέτω",
"παρατίθεται":"παραθέτω",
"παράτολμες":"παράτολμος",
"παράτολμη":"παράτολμος",
"παρατραβηγμένους":"παρατραβηγμένος",
"παρατραβήξετε":"παρατραβώ",
"παρατράγουδα":"παρατράγουδο",
"παρατράγουδο":"παρατράγουδο",
"παρατράπεζες":"παρατράπεζα",
"παρατρεχάμενοι":"παρατρεχάμενος",
"παρατρεχάμενους":"παρατρεχάμενος",
"παρατσούκλι":"παρατσούκλι",
"παρατσούκλια":"παρατσούκλι",
"παράτυπες":"παράτυπος",
"παράτυπη":"παράτυπος",
"παρατυπία":"παρατυπία",
"παρατυπίας":"παρατυπία",
"παρατυπίες":"παρατυπία",
"παρατυπιών":"παρατυπία",
"παράτυπων":"παράτυπος",
"πάραυτα":"πάραυτα",
"παραφαρμακευτικά":"παραφαρμακευτικός",
"παραφερθείτε":"παραφέρνω",
"παραφιλολογίας":"παραφιλολογία",
"παράφορα":"παράφορα",
"παράφορη":"παράφορος",
"παράφορο":"παράφορος",
"παραφορτώσουμε":"παραφορτώνω",
"παραφράζοντας":"παραφράζω",
"παράφραση":"παράφραση",
"παραφράσουμε":"παραφράζω",
"παράφρονα":"παράφρονας",
"παράφρονες":"παράφρονας",
"παραφρονήσει":"παραφρονώ",
"παράφρων":"παράφρων",
"παραφυάδες":"παραφυάδα",
"παραφυλάν":"παραφυλάω",
"παραφωνία":"παραφωνία",
"παραφωνίες":"παραφωνία",
"παραχαράκτες":"παραχαράκτης",
"παραχάραξη":"παραχάραξη",
"παραχάραξης":"παραχάραξη",
"παραχαράσσουν":"παραχαράσσω",
"παραχαραχθεί":"παραχαράζω",
"παραχθεί":"παράγω",
"παραχθέντα":"παραχθείς",
"παραχθούν":"παράγω",
"παραχρήμα":"παραχρήμα",
"παραχωρεί":"παραχωρώ",
"παραχωρείται":"παραχωρώ",
"παραχωρηθεί":"παραχωρώ",
"παραχωρήθηκαν":"παραχωρώ",
"παραχωρήθηκε":"παραχωρώ",
"παραχωρηθούν":"παραχωρώ",
"παραχωρημένα":"παραχωρώ",
"παραχώρησαν":"παραχωρώ",
"παραχώρησε":"παραχωρώ",
"παραχωρησει":"παραχωρώ",
"παραχωρήσει":"παραχωρώ",
"παραχωρήσεις":"παραχώρηση",
"παραχωρήσεων":"παραχώρηση",
"παραχώρηση":"παραχώρηση",
"παραχώρησή":"παραχώρηση",
"παραχώρησης":"παραχώρηση",
"παραχώρησής":"παραχώρηση",
"παραχωρησιούχος":"παραχωρησιούχος",
"παραχωρήσουμε":"παραχωρώ",
"παραχωρήσουν":"παραχωρώ",
"παραχωρούμε":"παραχωρώ",
"παραχωρούν":"παραχωρώ",
"παραχωρούνται":"παραχωρώ",
"παραχωρούνταν":"παραχωρώ",
"παραχωρούσε":"παραχωρώ",
"παραχωρούταν":"παραχωρούταν",
"παραχωρώ":"παραχωρώ",
"παραχωρώντας":"παραχωρώ",
"παρβάνοφ":"παρβάνοφ",
"παρδάλης":"παρδάλης",
"πάρδο":"πάρδο",
"πάρε":"παίρνω",
"παρεά":"παρεά",
"παρέα":"παρέα",
"παρέας":"παρέα",
"παρέβαινε":"παραβαίνω",
"παρέβη":"παραβαίνω",
"παρέβλεπε":"παραβλέπω",
"παρέβλεψαν":"παραβλέπω",
"παρέβλεψε":"παραβλέπω",
"παρεγκεφαλίδα":"παρεγκεφαλίδα",
"παρέδες":"παρέδες",
"παρέδιδαν":"παραδίνω",
"παρέδιδε":"παραδίνω",
"παρέδρους":"πάρεδρος",
"παρέδωσα":"παραδίνω",
"παρέδωσαν":"παραδίνω",
"παρέδωσε":"παραδίνω",
"πάρε-δώσε":"πάρε-δώσε",
"παρέες":"παρέα",
"παρέζ":"παρέζ",
"παρέθεσαν":"παραθέτω",
"παρέθεσε":"παραθέτω",
"παρέθεταν":"παραθέτω",
"πάρει":"παίρνω",
"πάρεις":"παίρνω",
"παρείσακτος":"παρείσακτος",
"παρεισέφρησε":"παρεισφρέω",
"παρεΐστικη":"παρεΐστικος",
"παρεισφρήσει":"παρεισφρέω",
"παρεισφρήσουν":"παρεισφρέω",
"παρείχαν":"παρέχω",
"παρείχε":"παρέχω",
"παρείχον":"παρείχον",
"παρέκαμπτε":"παρακάμπτω",
"παρέκαμψαν":"παρακάμπτω",
"παρέκαμψε":"παρακάμπτω",
"παρέκει":"παρακεί",
"παρεκκλήσι":"παρεκκλήσι",
"παρεκκλίνει":"παρεκκλίνω",
"παρεκκλίσεις":"παρέκκλιση",
"παρεκκλίσεων":"παρέκκλιση",
"παρεκτός":"παρεκτός",
"παρεκτραπέντα":"παρεκτραπέντα",
"παρεκτράπηκε":"παρεκτρέπομαι",
"παρεκτρεπόμενους":"παρεκτρεπόμενος",
"παρεκτροπές":"παρεκτροπή",
"παρεκτροπή":"παρεκτροπή",
"παρεκτροπών":"παρεκτροπή",
"παρέλαβαν":"παραλαβαίνω",
"παρέλαβε":"παραλαβαίνω",
"παρέλασαν":"παρελαύνω",
"παρελάσει":"παρελαύνω",
"παρελάσεις":"παρέλαση",
"παρέλαση":"παρέλαση",
"παρέλασης":"παρέλαση",
"παρέλασις":"παρέλαση",
"παρελάσουν":"παρελαύνω",
"παρελαύνει":"παρελαύνω",
"παρελαύνουν":"παρελαύνω",
"παρέλειψαν":"παραλείπω",
"παρέλειψε":"παραλείπω",
"παρέλευση":"παρέλευση",
"παρέλευσης":"παρέλευση",
"παρελήφθη":"παραλαβαίνω",
"παρελήφθησαν":"παραλαβαίνω",
"παρέλθει":"παρέρχομαι",
"παρελθον":"παρελθόν",
"παρελθόν":"παρελθόν",
"παρελθόντα":"παρελθών",
"παρελθόντος":"παρελθόν",
"παρελθόντων":"παρελθών",
"παρελθούσες":"παρελθών",
"παρέλκει":"παρέλκω",
"παρελκόμενα":"παρελκόμενα",
"παρελκυστική":"παρελκυστικός",
"παρελκυστικό":"παρελκυστικός",
"παρέλυσε":"παραλύω",
"παρεμβαίνει":"παρεμβαίνω",
"παρεμβαίνοντας":"παρεμβαίνω",
"παρεμβαίνουμε":"παρεμβαίνω",
"παρεμβαίνουν":"παρεμβαίνω",
"παρεμβάλει":"παρεμβάλλω",
"παρεμβάλλεται":"παρεμβάλλεται",
"παρεμβάλλουν":"παρεμβάλλω",
"παρεμβασεις":"παρέμβαση",
"παρεμβάσεις":"παρέμβαση",
"παρεμβάσεων":"παρέμβαση",
"παρεμβάσεως":"παρέμβαση",
"παρεμβαση":"παρέμβαση",
"παρέμβαση":"παρέμβαση",
"παρέμβασή":"παρέμβαση",
"παρέμβασης":"παρέμβαση",
"παρέμβασής":"παρέμβαση",
"παρεμβατικές":"παρεμβατικός",
"παρεμβατική":"παρεμβατικός",
"παρεμβατικό":"παρεμβατικός",
"παρεμβατικού":"παρεμβατικός",
"παρεμβατικών":"παρεμβατικός",
"παρεμβατισμό":"παρεμβατισμός",
"παρεμβατισμός":"παρεμβατισμός",
"παρεμβατισμού":"παρεμβατισμός",
"παρέμβει":"παρεμβαίνω",
"παρέμβετε":"παρεμβαίνω",
"παρεμβληθεί":"παρεμβάλλω",
"παρεμβλήθηκαν":"παρεμβάλλω",
"παρεμβληθούν":"παρεμβάλλω",
"παρεμβολές":"παρεμβολή",
"παρεμβολή":"παρεμβολή",
"παρεμβολών":"παρεμβολή",
"παρέμβουμε":"παρεμβαίνω",
"παρέμβουν":"παρεμβαίνω",
"παρέμεινα":"παραμένω",
"παρέμειναν":"παραμένω",
"παρέμεινε":"παραμένω",
"παρέμεναν":"παραμένω",
"παρέμενε":"παραμένω",
"παρεμπίπτοντα":"παρεμπίπτων",
"παρεμπίπτοντος":"παρεμπίπτων",
"παρεμπιπτόντως":"παρεμπιπτόντως",
"παρεμποδίζει":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδίζεται":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδίζονται":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδίζουν":"παρεμποδίζω",
"παρεμπόδισαν":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδίσει":"παρεμποδίζω",
"παρεμπόδιση":"παρεμπόδιση",
"παρεμπόδισης":"παρεμπόδιση",
"παρεμπόδισής":"παρεμπόδιση",
"παρεμποδίσουν":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδιστεί":"παρεμποδίζω",
"παρεμποδίστηκε":"παρεμποδίζω",
"παρεμφερείς":"παρεμφερής",
"παρεμφερές":"παρεμφερής",
"παρεμφερή":"παρεμφερής",
"παρενέβαινε":"παρεμβαίνω",
"παρενέβη":"παρεμβαίνω",
"παρενέβησαν":"παρεμβαίνω",
"παρενέργεια":"παρενέργεια",
"παρενέργειες":"παρενέργεια",
"παρενέργειές":"παρενέργεια",
"παρενεργειών":"παρενέργεια",
"παρένθεση":"παρένθεση",
"παρενθετικά":"παρενθετικά",
"παρενοχλεί":"παρενοχλώ",
"παρενόχλησαν":"παρενοχλώ",
"παρενοχλήσει":"παρενοχλώ",
"παρενοχλήσεις":"παρενοχλώ",
"παρενόχληση":"παρενόχληση",
"παρενόχλησης":"παρενόχληση",
"παρενοχλούν":"παρενοχλώ",
"παρενοχλούνται":"παρενοχλώ",
"παρέξενη":"παρέξενη",
"παρεξηγείται":"παρεξηγώ",
"παρεξηγηθεί":"παρεξηγώ",
"παρεξηγηθείτε":"παρεξηγώ",
"παρεξηγηθούμε":"παρεξηγώ",
"παρεξηγηθώ":"παρεξηγώ",
"παρεξηγημένη":"παρεξηγημένος",
"παρεξηγημένο":"παρεξηγώ",
"παρεξηγημένοι":"παρεξηγώ",
"παρεξηγημένος":"παρεξηγώ",
"παρεξήγησε":"παρεξηγώ",
"παρεξηγήσεις":"παρεξήγηση",
"παρεξηγήσεων":"παρεξήγηση",
"παρεξήγηση":"παρεξήγηση",
"παρεξήγησης":"παρεξήγηση",
"παρεξηγήσιμη":"παρεξηγήσιμος",
"παρεξηγήσιμο":"παρεξηγήσιμος",
"παρεξηγήσουν":"παρεξηγώ",
"παρεξηγούμε":"παρεξηγώ",
"παρεούλα":"παρεούλα",
"παρέπαιε":"παραπαίω",
"παρέπεμπαν":"παραπέμπω",
"παρέπεμπε":"παραπέμπω",
"παρέπεμψαν":"παραπέμπω",
"παρέπεμψε":"παραπέμπω",
"παρεπόμενα":"παρεπόμενος",
"παρεπόμενά":"παρεπόμενος",
"παρεπόμενης":"παρεπόμενος",
"παρερμηνεία":"παρερμηνεία",
"παρερμηνείας":"παρερμηνεία",
"παρερμηνείες":"παρερμηνεία",
"παρερμηνειών":"παρερμηνεία",
"παρερμηνεύθηκαν":"παρερμηνεύω",
"παρερμηνεύονται":"παρερμηνεύω",
"παρερμηνεύουν":"παρερμηνεύω",
"παρερμηνεύτηκε":"παρερμηνεύω",
"παρέρχονται":"παρέρχομαι",
"παρέστη":"παρίσταμαι",
"παρέστησαν":"παριστάω",
"παρέστησε":"παρασταίνω",
"παρέσυραν":"παρασύρω",
"παρέσυρε":"παρασύρω",
"παρέσχε":"παρέσχε",
"παρέσχον":"παρέσχον",
"παρέταξε":"παρατάσσω",
"πάρετε":"παίρνω",
"παρετέθη":"παραθέτω",
"παρέτειναν":"παρατείνω",
"παρέτεινε":"παρατείνω",
"παρευξείνιων":"παρευξείνιος",
"παρευρεθεί":"παρευρίσκομαι",
"παρευρεθείτε":"παρευρίσκομαι",
"παρευρέθη":"παρευρίσκομαι",
"παρευρέθηκαν":"παρευρίσκομαι",
"παρευρέθηκε":"παρευρίσκομαι",
"παρευρέθησαν":"παρευρίσκομαι",
"παρευρεθούμε":"παρευρίσκομαι",
"παρευρεθούν":"παρευρίσκομαι",
"παρευρίσκεται":"παρευρίσκομαι",
"παρευρίσκετο":"παρευρίσκετο",
"παρευρίσκομαι":"παρευρίσκομαι",
"παρευρισκόμενοι":"παρευρισκόμενος",
"παρευρισκομένους":"παρευρισκόμενος",
"παρευρισκόμενους":"παρευρισκόμενος",
"παρευρισκομένων":"παρευρισκόμενος",
"παρευρισκόμενων":"παρευρισκόμενος",
"παρευρίσκονται":"παρευρίσκομαι",
"παρευρίσκονταν":"παρευρίσκομαι",
"παρευρισκόταν":"παρευρίσκομαι",
"παρέχει":"παρέχω",
"παρέχεται":"παρέχω",
"παρέχετε":"παρέχω",
"παρεχόμενες":"παρεχόμενος",
"παρεχόμενη":"παρεχόμενος",
"παρεχόμενης":"παρεχόμενος",
"παρεχόμενου":"παρεχόμενος",
"παρεχομένων":"παρεχόμενος",
"παρεχόμενων":"παρεχόμενος",
"παρέχονται":"παρέχω",
"παρέχοντας":"παρέχω",
"παρέχουμε":"παρέχω",
"παρέχουν":"παρέχω",
"παρεχώρησε":"παραχωρώ",
"πάρη":"πάρης",
"πάρη-αλέξανδρου":"πάρη-αλέξανδρου",
"παρήγαγαν":"παράγω",
"παρήγαγε":"παράγω",
"παρήγγειλε":"παραγγέλλω",
"παρηγορεί":"παρηγορώ",
"παρηγορήσει":"παρηγορώ",
"παρηγορήσουν":"παρηγορώ",
"παρηγορητική":"παρηγορητικός",
"παρηγοριά":"παρηγοριά",
"παρηγοριάς":"παρηγοριά",
"παρήγορο":"παρήγορος",
"παρηγορούσαν":"παρηγορώ",
"παρήλασαν":"παρήλασαν",
"παρήλασε":"παρήλασε",
"παρήλθαν":"παρέρχομαι",
"παρήλθε":"παρέρχομαι",
"πάρης":"πάρης",
"παρήχησης":"παρήχηση",
"παρήχθη":"παράγω",
"παρθεί":"παίρνω",
"παρθένα":"παρθένα",
"παρθενα":"παρθένος",
"παρθεναγωγεία":"παρθεναγωγείο",
"παρθεναγωγείο":"παρθεναγωγείο",
"παρθένες":"παρθένα",
"παρθενία":"παρθένιος",
"παρθενική":"παρθενικός",
"παρθενικο":"παρθενικός",
"παρθενικό":"παρθενικός",
"παρθενικός":"παρθενικός",
"παρθένιο":"παρθένιο",
"παρθένο":"παρθένος",
"παρθένοι":"παρθένος",
"παρθενόπουλος":"παρθενόπουλος",
"παρθενος":"παρθένος",
"παρθενός":"παρθενός",
"παρθένος":"παρθένος",
"παρθενών":"παρθενών",
"παρθενώνα":"παρθενώνας",
"παρθενώνας":"παρθενώνας",
"παρθενώνες":"παρθενώνες",
"πάρθηκαν":"παίρνω",
"πάρθηκε":"παίρνω",
"παρθούν":"παίρνω",
"παρι":"παρι",
"παρί":"παρί",
"παρία":"παρίας",
"παρίες":"παρίας",
"παριζιάνες":"παριζιάνα",
"παριζιάνικη":"παριζιάνικος",
"παριζιέν":"παριζιέν",
"παρικμασμένη":"παρηκμασμένος",
"πάριος":"πάριος",
"παρις":"παρις",
"πάρις":"πάρις",
"παρίση":"παραίσος",
"παρίσης":"παραίσος",
"παρισι":"παρίσι",
"παρίσι":"παρίσι",
"παρισινά":"παρισινός",
"παρισινή":"παρισινός",
"παρισινός":"παρισινός",
"παρισιού":"παρίσι",
"παρισίων":"παρίσι",
"παρίσταμαι":"παρίσταμαι",
"παριστάμεθα":"παρίσταμαι",
"παριστάμενο":"παριστάμενος",
"παριστάμενοι":"παριστάμενος",
"παριστάμενος":"παριστάμενος",
"παρισταμένους":"παριστάμενος",
"παρισταμένων":"παριστάμενος",
"παρίσταναν":"παριστάνω",
"παρίστανε":"παριστάνω",
"παριστάνει":"παριστάνω",
"παριστάνεις":"παριστάνω",
"παριστάνεται":"παριστάνω",
"παριστάνοντας":"παριστάνω",
"παριστάνουν":"παριστάνω",
"παρίστανται":"παρίσταμαι",
"παρίσταται":"παρίσταμαι",
"παρίστατο":"παρίσταμαι",
"παριών":"παρίας",
"παρκ":"παρκ",
"πάρκα":"πάρκο",
"παρκάρει":"παρκάρω",
"παρκάρετε":"παρκάρω",
"παρκάρισμα":"παρκάρισμα",
"παρκαρισμένα":"παρκάρω",
"παρκαρισμένο":"παρκαρισμένος",
"παρκαρισμένων":"παρκάρω",
"παρκάρουμε":"παρκάρω",
"παρκάρουν":"παρκάρω",
"παρκάρω":"παρκάρω",
"παρκέ":"παρκέ",
"πάρκερ":"πάρκερ",
"παρκερ-μποουλς":"παρκερ-μποουλς",
"πάρκερ-μπόουλς":"πάρκερ-μπόουλς",
"πάρκιγκ":"πάρκιγκ",
"πάρκινγκ":"πάρκινγκ",
"πάρκινσον":"πάρκινσον",
"πάρκο":"πάρκο",
"παρκόμετρων":"παρκόμετρο",
"πάρκου":"πάρκο",
"πάρκχεντ":"πάρκχεντ",
"πάρκων":"πάρκο",
"παρλάκογλου":"παρλάκογλου",
"πάρμα":"πάρμα",
"πάρμα-λάτσιο":"πάρμα-λάτσιο",
"παρμαξιδης":"παρμαξιδης",
"παρμαξίδης":"παρμαξίδης",
"παρμεζάνα":"παρμεζάνα",
"παρμεζάνας":"παρμεζάνα",
"παρμένος":"παρμένος",
"παρμπρίζ":"παρμπρίζ",
"παρνασσος":"παρνασσός",
"παρνασσός":"παρνασσός",
"πάρνηθα":"πάρνηθα",
"πάρνηθας":"πάρνηθα",
"παροδικά":"παροδικά",
"παροδικές":"παροδικός",
"παροδική":"παροδικός",
"πάροδο":"πάροδος",
"πάροδος":"πάροδος",
"παρόδω":"παρόδω",
"παροικία":"παροικία",
"παροικιακές":"παροικιακός",
"παροικίας":"παροικία",
"παροικίες":"παροικία",
"παροικούντες":"παροικών",
"παροιμία":"παροιμία",
"παροιμίες":"παροιμία",
"παροιμιώδεις":"παροιμιώδης",
"παροιμιώδες":"παροιμιώδης",
"παροιμιώδη":"παροιμιώδης",
"παροιμιώδης":"παροιμιώδης",
"παρόλα":"παρόλα",
"παρόλη":"παρόλη",
"παρολίγον":"παραλίγο",
"παρόλο":"παρόλο",
"παρόμοια":"παρόμοιος",
"παρομοίαζε":"παρομοιάζω",
"παρομοιάζει":"παρομοιάζω",
"παρομοιάζοντας":"παρομοιάζω",
"παρομοιάζουν":"παρομοιάζω",
"παρόμοιας":"παρόμοιος",
"παρομοίασαν":"παρομοιάζω",
"παρομοίασε":"παρομοιάζω",
"παρομοιασθεί":"παρομοιάζω",
"παρόμοιες":"παρόμοιος",
"παρόμοιο":"παρόμοιος",
"παρόμοιου":"παρόμοιος",
"παρόμοιους":"παρόμοιος",
"παρομοίων":"παρόμοιος",
"παρόμοιων":"παρόμοιος",
"παρομοίως":"παρόμοια",
"παρομοιώσεις":"παρομοιώνω",
"παρομοίωση":"παρομοίωση",
"παρον":"παρόν",
"παρόν":"παρόν",
"παρόν":"παρών",
"παρονομαστή":"παρονομαστής",
"παρονομαστής":"παρονομαστής",
"παρόντα":"παρών",
"παρόντες":"παρών",
"παρόντος":"παρόν",
"παρόντος":"παρών",
"παροντων":"παρών",
"παρόντων":"παρών",
"παροξύνσεις":"παρόξυνση",
"παροξυσμός":"παροξυσμός",
"παροξυσμού":"παροξυσμός",
"παροπλισμένο":"παροπλίζω",
"παροπλισμένων":"παροπλισμένος",
"παρορμήσεις":"παρόρμηση",
"παρορμήσεων":"παρόρμηση",
"παρόρμηση":"παρόρμηση",
"παρορμητικά":"παρορμητικός",
"παρορμητικό":"παρορμητικός",
"παρορμητικοί":"παρορμητικός",
"παρορμητικός":"παρορμητικός",
"παρορμητικότητα":"παρορμητικότητα",
"παρορμητικότητά":"παρορμητικότητα",
"παρορμητικώς":"παρορμητικός",
"παρορμητισμό":"παρορμητισμός",
"πάρος":"πάρος",
"πάροτ":"πάροτ",
"παρότι":"παρότι",
"παρότρυναν":"παροτρύνω",
"παρότρυνε":"παροτρύνω",
"παροτρύνει":"παροτρύνω",
"παροτρύνονται":"παροτρύνω",
"παροτρύνουν":"παροτρύνω",
"παροτρύνσεις":"παρότρυνση",
"παρότρυνση":"παρότρυνση",
"παρότρυνσης":"παρότρυνση",
"παρούλα":"παραούλο",
"πάρουμε":"παίρνω",
"πάρουν":"παίρνω",
"πάρουνε":"παίρνω",
"παρούσα":"παρών",
"παρούσας":"παρών",
"παρούσες":"παρών",
"παρούση":"παρούση",
"παρούσης":"παρών",
"παρουσια":"παρουσία",
"παρουσία":"παρουσία",
"παρουσίαζαν":"παρουσιάζω",
"παρουσίαζε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζει":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζεις":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζεται":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζετε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζοντα":"παρουσιάζων",
"παρουσιάζονται":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζονταν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζοντας":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζοντάς":"παρουσιάζω",
"παρουσιαζόταν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζουμε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζουν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάζω":"παρουσιάζω",
"παρουσίας":"παρουσία",
"παρουσίασα":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσαμε":"παρουσιάζω",
"παρουσίασαν":"παρουσιάζω",
"παρουσιασε":"παρουσιάζω",
"παρουσίασε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσει":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσεις":"παρουσίαση",
"παρουσιάσετε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσεων":"παρουσίαση",
"παρουσιαση":"παρουσίαση",
"παρουσίαση":"παρουσίαση",
"παρουσίασή":"παρουσίαση",
"παρουσίασης":"παρουσίαση",
"παρουσίασής":"παρουσίαση",
"παρουσιασθεί":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσθηκαν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσθηκε":"παρουσιάζω",
"παρουσιασθούν":"παρουσιάζω",
"παρουσιασμένοι":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσουμε":"παρουσιάζω",
"παρουσιάσουν":"παρουσιάζω",
"παρουσιαστεί":"παρουσιάζω",
"παρουσιαστές":"παρουσιαστής",
"παρουσιαστή":"παρουσιαστής",
"παρουσιαστήκαμε":"παρουσιάζω",
"παρουσιαστηκαν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάστηκαν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάστηκε":"παρουσιάζω",
"παρουσιαστής":"παρουσιαστής",
"παρουσιαστικό":"παρουσιαστικό",
"παρουσιαστούμε":"παρουσιάζω",
"παρουσιαστούν":"παρουσιάζω",
"παρουσιάστρια":"παρουσιάστρια",
"παρουσιάστριας":"παρουσιάστρια",
"παρουσιάστριες":"παρουσιάστρια",
"παρουσιαστών":"παρουσιαστής",
"παρουσιάσω":"παρουσιάζω",
"παρουσίες":"παρουσία",
"παρουσιών":"παρουσία",
"παρούτογλου":"παρούτογλου",
"παροχέα":"παροχέας",
"παροχέας":"παροχέας",
"παροχείς":"παροχέας",
"παροχές":"παροχή",
"παροχετεύονται":"παροχετεύω",
"παροχετεύουν":"παροχετεύω",
"παροχέτευση":"παροχέτευση",
"παροχετευτικότητα":"παροχετευτικότητα",
"παροχή":"παροχή",
"παροχής":"παροχή",
"παρόχθιες":"παρόχθιος",
"παρόχθιων":"παρόχθιος",
"πάροχοι":"παροχή",
"παροχολογίες":"παροχολογία",
"πάροχος":"πάροχος",
"παρόχου":"παρόχου",
"παρόχους":"παρόχους",
"παροχών":"παροχή",
"παρόχων":"παροχή",
"παρόχων":"παρόχων",
"παρρησία":"παρρησία",
"παρρησιάζονταν":"παρρησιάζονταν",
"πάρτε":"παίρνω",
"παρτενέρ":"παρτενέρ",
"παρτέρια":"παρτέρι",
"πάρτη":"πάρτη",
"παρτι":"πάρτι",
"πάρτι":"πάρτι",
"παρτίδα":"παρτίδα",
"παρτίδας":"παρτίδα",
"παρτίδες":"παρτίδα",
"παρτίδων":"παρτίδα",
"παρτιζάν":"παρτιζάν",
"παρτιζάν-σιρόκι":"παρτιζάν-σιρόκι",
"πάρτικ":"πάρτικ",
"παρτιτούρες":"παρτιτούρα",
"πάρτυ":"πάρτυ",
"παρυφές":"παρυφή",
"πάρω":"παίρνω",
"παρωδία":"παρωδία",
"παρωδίας":"παρωδία",
"παρων":"παρών",
"παρών":"παρών",
"παρωπίδες":"παρωπίδα",
"παρωτίτιδας":"παρωτίτιδα",
"παρωχημένα":"παρωχημένος",
"παρωχημένες":"παρωχημένος",
"παρωχημένη":"παρωχημένος",
"παρωχημένο":"παρωχημένος",
"παρωχημένος":"παρωχημένος",
"παρωχημένων":"παρωχημένος",
"πας":"πας",
"πας":"πηγαίνω",
"πάσα":"πας",
"πασά":"πασάς",
"πασαλάρης":"πασαλάρης",
"πασάραμε":"πασάρω",
"πάσαραν":"πασάρω",
"πάσαρε":"πασάρω",
"πασάρει":"πασάρω",
"πασαρέλα":"πασαρέλα",
"πασαρέλας":"πασαρέλα",
"πασαρέλες":"πασαρέλα",
"πασάρουν":"πασάρω",
"πασάς":"πασάς",
"πασατέμπο":"πασατέμπος",
"πασε":"πασε",
"πασέ":"πασέ",
"πασεγες":"πασεγες",
"πάσει":"πάσει",
"πάσες":"πάσα",
"πάση":"πας",
"πάσης":"πας",
"πασθιάδης":"πασθιάδης",
"πάσι":"πας",
"πασιαλή":"πασιαλή",
"πασιαλής":"πασιαλής",
"πασίγνωστα":"πασίγνωστος",
"πασίγνωστες":"πασίγνωστος",
"πασίγνωστη":"πασίγνωστος",
"πασίγνωστο":"πασίγνωστος",
"πασίγνωστος":"πασίγνωστος",
"πασίγνωστους":"πασίγνωστος",
"πασίδηλο":"πασίδηλος",
"πάσιος":"πάσιος",
"πασιφανές":"πασιφανής",
"πασκ":"πασκ",
"πασκάλιεβιτς":"πασκάλιεβιτς",
"πάσο":"πάσο",
"πασοκ":"πασοκ",
"πασοκικός":"πασοκικός",
"'πασοκοποίηση'":"'πασοκοποίηση'",
"πασοκων":"πασοκων",
"πάσος":"πάσος",
"πασούτιν":"πασούτιν",
"πασπαλά":"πασπαλά",
"πάσπαλι":"πάσπαλι",
"πασπαλίζοντας":"πασπαλίζω",
"πασπαλίζουμε":"πασπαλίζω",
"πασπαλισμένα":"πασπαλίζω",
"πασπαλισμένη":"πασπαλίζω",
"πασπαλίσουμε":"πασπαλίζω",
"πασσαλή":"πασσαλή",
"πασσαλίδη":"πασσαλίδη",
"πάσσαλοι":"πάσσαλος",
"πασσάς":"πασσάς",
"πασσιά":"πασσιά",
"πάστα":"πάστα",
"παστά":"παστός",
"παστάλιασμα":"παστάλιασμα",
"παστέλ":"παστέλ",
"παστέρ":"παστέρ",
"παστεριωμένο":"παστεριώνω",
"παστεριωμένου":"παστεριώνω",
"παστερίωσης":"παστερίωση",
"πάστερνακ":"πάστερνακ",
"παστές":"παστός",
"παστουρματζή":"παστουρματζή",
"παστρα":"πάστρα",
"πάστρα":"πάστρα",
"παστωμένοι":"παστωμένος",
"παστώνουν":"παστώνω",
"πασυ":"πασυ",
"πάσχα":"πάσχα",
"πασχάκης":"πασχάκης",
"πασχάλη":"πασχάλης",
"πασχάλης":"πασχάλης",
"πασχαλιά":"πασχαλιά",
"πασχαλιάτικα":"πασχαλιάτικος",
"πασχαλιδη":"πασχαλιδη",
"πασχαλίδη":"πασχαλίδη",
"πασχαλίδης":"πασχαλίδης",
"πασχαλίδης-θανάσης":"πασχαλίδης-θανάσης",
"πασχαλίδου":"πασχαλίδου",
"πασχαλιές":"πασχαλιά",
"πασχαλινή":"πασχαλινός",
"πασχαλινών":"πασχαλινός",
"πάσχει":"πάσχω",
"πάσχιζαν":"πασχίζω",
"πάσχιζε":"πασχίζω",
"πασχίζει":"πασχίζω",
"πασχίζουν":"πασχίζω",
"πάσχον":"πάσχων",
"πάσχοντα":"πάσχων",
"πάσχοντες":"πάσχων",
"πασχόντων":"πάσχων",
"πάσχος":"πάσχος",
"πάσχουμε":"πάσχω",
"πάσχουν":"πάσχω",
"πάσχω":"πάσχω",
"πατ":"πατ",
"πατά":"πατώ",
"παταβούκας":"παταβούκας",
"παταγή":"παταγή",
"πάταγο":"πάταγος",
"παταγώδη":"παταγώδης",
"παταγωδώς":"παταγωδώς",
"πατάει":"πατώ",
"πατάκη":"πατάκης",
"πατάκης":"πατάκης",
"πατάκι":"πατάκι",
"πατάμε":"πατώ",
"πατάνε":"πατώ",
"πατάξει":"πατάσσω",
"πάταξη":"πάταξη",
"πάταξης":"πάταξη",
"πατάρι":"πατάρι",
"πατάρια":"πατάρι",
"πατάς":"πατώ",
"πατάσσονται":"πατάσσω",
"πατάτα":"πατάτα",
"πατατάκια":"πατατάκια",
"πατάτας":"πατάτα",
"πατάτε":"πατώ",
"πατάτες":"πατάτα",
"παταχθεί":"πατάσσω",
"παταχθούν":"πατάσσω",
"πάτε":"πηγαίνω",
"πάτελο":"πάτελο",
"πάτελος":"πάτελος",
"πατέντα":"πατέντα",
"πατέντες":"πατέντα",
"πάτερ":"πατέρας",
"πατέρα":"πατέρας",
"πατεράδες":"πατέρας",
"πατεράδων":"πατέρας",
"πατερας":"πατέρας",
"πατέρας":"πατέρας",
"πατέρας-μου":"πατέρας-μου",
"πατέρες":"πατέρας",
"πατερίτσες":"πατερίτσα",
"πατερναλιστικές":"πατερναλιστικός",
"πατερούλη":"πατερούλης",
"πατερούλης":"πατερούλης",
"πάτερσον":"πάτερσον",
"πατέρων":"πατέρας",
"πάτημα":"πάτημα",
"πατημασιές":"πατημασιά",
"πατημένες":"πατώ",
"πατηνέας":"πατηνέας",
"πατήρ":"πατέρας",
"πάτης":"πάτης",
"πάτησα":"πατάω",
"πάτησαν":"πατάω",
"πάτησε":"πατάω",
"πατήσει":"πατάω",
"πατήσετε":"πατάω",
"πατήσια":"πατήσια",
"πατήσουν":"πατάω",
"πατήσω":"πατάω",
"πατίδης":"πατίδης",
"πατινάδα":"πατινάδα",
"πατινάζ":"πατινάζ",
"πατίνια":"πατίνι",
"πατιρντί":"πατιρντί",
"πάτκος":"πάτκος",
"πάτμο":"πάτμος",
"πάτο":"πάτος",
"πατον":"πάτος",
"πάτος":"πάτος",
"πατουλίδου":"πατουλίδου",
"πατούν":"πατάω",
"πατούσα":"πατάω",
"πατούσαν":"πατώ",
"πατούσε":"πατάω",
"πατούσες":"πατούσα",
"πατρ":"πατρ",
"πατρα":"πάτρα",
"πάτρα":"πάτρα",
"πάτρας":"πάτρα",
"πατρέων":"πατρέων",
"πατρί":"πατρί",
"πάτρια":"πάτριος",
"πατριαρχείο":"πατριαρχείο",
"πατριαρχείου":"πατριαρχείο",
"πατριάρχες":"πατριάρχης",
"πατριάρχη":"πατριάρχης",
"πατριάρχης":"πατριάρχης",
"πατριαρχικές":"πατριαρχικός",
"πατριαρχική":"πατριαρχικός",
"πατριαρχικής":"πατριαρχικός",
"πατριάρχου":"πατριάρχης",
"πατρίδα":"πατρίδα",
"πατρίδας":"πατρίδα",
"πατρίδες":"πατρίδα",
"πατριδογνωσίας":"πατριδογνωσία",
"πατριδοκαπηλίας":"πατριδοκαπηλία",
"πατριδολαγνείας":"πατριδολαγνείας",
"πατρίδος":"πατρίδα",
"πατρίκ":"πατρίκ",
"πάτρικ":"πάτρικ",
"πατρική":"πατρικός",
"πατρικίες":"πατρικία",
"πατρικίου":"πατρίκιος",
"πατρικίων":"πατρίκιος",
"πατρικό":"πατρικός",
"πατρινός":"πατρινός",
"πάτριο":"πάτριος",
"πάτριοτ":"πάτριοτ",
"πατρίς":"πατρίδα",
"πατρίτσια":"πατρίτσια",
"πατριώτες":"πατριώτης",
"πατριώτη":"πατριώτης",
"πατριώτης":"πατριώτης",
"πατριωτικά":"πατριωτικός",
"πατριωτικές":"πατριωτικός",
"πατριωτική":"πατριωτικός",
"πατριωτικής":"πατριωτικός",
"πατριωτικό":"πατριωτικός",
"πατριωτικούς":"πατριωτικός",
"πατριωτισμό":"πατριωτισμός",
"πατριωτισμός":"πατριωτισμός",
"πατριωτισμού":"πατριωτισμός",
"πατρογονικές":"πατρογονικός",
"πατρογονική":"πατρογονικός",
"πατροκτονίες":"πατροκτονία",
"πατρονίας":"πατρωνία",
"πατροπαράδοτα":"πατροπαράδοτος",
"πατροπαράδοτες":"πατροπαράδοτος",
"πατροπαράδοτη":"πατροπαράδοτος",
"πατροπαράδοτους":"πατροπαράδοτος",
"πατροπαράδοτων":"πατροπαράδοτος",
"πατρός":"πατέρας",
"πατρότητα":"πατρότητα",
"πατρων":"πάτρα",
"πατρών":"πάτρα",
"πατρών-δούκας":"πατρών-δούκας",
"πατρών-πύργου":"πατρών-πύργου",
"πατρών-τριπόλεως":"πατρών-τριπόλεως",
"πατσατζόγλου":"πατσατζόγλου",
"πατσές":"πατσές",
"πάτσι":"πάτσι",
"πατσιαβούρας":"πατσιαβούρας",
"πατσίνο":"πατσίνο",
"πατσούρη":"πατσούρη",
"πατώ":"πατάω",
"πάτωμα":"πάτωμα",
"πατώματα":"πάτωμα",
"πατώματος":"πάτωμα",
"πατώντας":"πατώ",
"πάτωσε":"πατώνω",
"παύει":"παύω",
"παύεται":"παύω",
"παύλα":"παύλα",
"παυλακάκη":"παυλακάκη",
"παυλίδη":"παυλίδης",
"παυλιδης":"παυλίδης",
"παυλίδης":"παυλίδης",
"παυλίδου":"παυλίδου",
"παυλιώτη":"παυλιώτη",
"παυλιώτης":"παυλιώτης",
"παύλο":"παύλος",
"παυλόπουλο":"παυλόπουλος",
"παυλοπουλος":"παυλόπουλος",
"παυλόπουλος":"παυλόπουλος",
"παυλόπουλου":"παυλόπουλος",
"παυλος":"παύλος",
"παύλος":"παύλος",
"παυλου":"παύλος",
"παύλου":"παύλος",
"παύονται":"παύω",
"παύουν":"παύω",
"παύσει":"παύω",
"παύσεις":"παύση",
"παύσεων":"παύση",
"παύση":"παύση",
"παύσης":"παύση",
"παυσίπονες":"παυσίπονος",
"παυσίπονο":"παυσίπονος",
"παύσουν":"παύω",
"παύω":"παύω",
"παφίτου":"παφίτου",
"παχαίνει":"παχαίνω",
"παχατουρίδη":"παχατουρίδη",
"παχατουρίδης":"παχατουρίδης",
"παχέος":"παχύς",
"πάχη":"πάχος",
"παχιά":"παχύς",
"παχίδης":"παχίδης",
"παχιος":"παχιος",
"πάχνη":"πάχνη",
"παχνιστή":"παχνιστή",
"πάχος":"πάχος",
"παχουλά":"παχουλός",
"παχουλή":"παχουλός",
"παχούμας":"παχούμας",
"πάχους":"πάχος",
"πάχτα":"πάχτα",
"πάχτας":"πάχτας",
"παχύ":"παχύς",
"παχυδερμία":"παχυδερμία",
"παχυλά":"παχυλός",
"παχυλών":"παχυλός",
"παχύνει":"παχαίνω",
"παχύρρευστη":"παχύρρευστος",
"παχύρρευστο":"παχύρρευστος",
"παχύρρευστους":"παχύρρευστος",
"παχύς":"παχύς",
"παχυσαρκία":"παχυσαρκία",
"παχυσαρκίας":"παχυσαρκία",
"παχύσαρκοι":"παχύσαρκος",
"παχύσαρκος":"παχύσαρκος",
"παχύσαρκους":"παχύσαρκος",
"παχύσαρκων":"παχύσαρκος",
"παχύτερο":"παχύς",
"πάψαμε":"παύω",
"πάψει":"παύω",
"πάψουμε":"παύω",
"πάψουν":"παύω",
"πάψτε":"παύω",
"πάω":"πηγαίνω",
"πγδμ":"πγδμ",
"πε":"πε",
"πεγεαλ":"πεγεαλ",
"πέγκι":"πέγκι",
"πεγκλή":"πεγκλή",
"πέδησης":"πέδηση",
"πεδία":"πεδίο",
"πεδιάδα":"πεδιάδα",
"πεδιάδες":"πεδιάδα",
"πέδιλα":"πέδιλο",
"πεδινά":"πεδινός",
"πεδινές":"πεδινός",
"πεδινών":"πεδινός",
"πεδίο":"πεδίο",
"πεδίον":"πεδίο",
"πεδίου":"πεδίο",
"πεδουλάκη":"πεδουλάκη",
"πεδουλακης":"πεδουλακης",
"πεδουλάκης":"πεδουλάκης",
"πέδρο":"πέδρο",
"πέερ":"πέερ",
"'πέερ":"'πέερ",
"πεζά":"πεζός",
"πεζές":"πεζός",
"πεζή":"πεζός",
"πεζής":"πεζός",
"πεζικού":"πεζικός",
"πεζό":"πεζός",
"πεζόβλο":"πεζόβλο",
"πεζογέφυρα":"πεζογέφυρα",
"πεζογέφυρας":"πεζογέφυρα",
"πεζογράφημα":"πεζογράφημα",
"πεζογραφήματος":"πεζογράφημα",
"πεζογραφία":"πεζογραφία",
"πεζογραφίας":"πεζογραφία",
"πεζογράφο":"πεζογράφος",
"πεζογράφος":"πεζογράφος",
"πεζογράφου":"πεζογράφος",
"πεζογράφους":"πεζογράφος",
"πεζοδρομημένη":"πεζοδρομώ",
"πεζοδρομημένης":"πεζοδρομημένος",
"πεζοδρόμηση":"πεζοδρόμηση",
"πεζοδρόμια":"πεζοδρόμιο",
"πεζοδρόμιο":"πεζοδρόμιο",
"πεζοδρομίου":"πεζοδρόμιο",
"πεζοδρομίων":"πεζοδρόμιο",
"πεζόδρομο":"πεζόδρομος",
"πεζόδρομος":"πεζόδρομος",
"πεζόδρομου":"πεζόδρομος",
"πεζοί":"πεζός",
"πεζοναύτες":"πεζοναύτης",
"πεζοναυτών":"πεζοναύτης",
"πεζοπόρα":"πεζοπόρα",
"πεζοπορία":"πεζοπορία",
"πεζοπορίας":"πεζοπορία",
"πεζοπορικές":"πεζοπορικός",
"πεζοπορούσαν":"πεζοπορώ",
"πεζός":"πεζός",
"πεζοτήτων":"πεζότητα",
"πεζού":"πεζός",
"πεζούλες":"πεζούλα",
"πεζούλι":"πεζούλι",
"πεζούλια":"πεζούλι",
"πεζούς":"πεζός",
"πεζών":"πεζός",
"πέθαινα":"πεθαίνω",
"πέθαιναν":"πεθαίνω",
"πέθαινε":"πεθαίνω",
"πεθαίνει":"πεθαίνω",
"πεθαίνεις":"πεθαίνω",
"πεθαίνοντας":"πεθαίνω",
"πεθαίνουμε":"πεθαίνω",
"πεθαινουν":"πεθαίνω",
"πεθαίνουν":"πεθαίνω",
"πεθαίνούν":"πεθαίνω",
"πεθαίνω":"πεθαίνω",
"πεθαμένο":"πεθαίνω",
"πεθαμένοι":"πεθαίνω",
"πεθαμένους":"πεθαίνω",
"πεθαμένων":"πεθαμένος",
"πέθαναν":"πεθαίνω",
"πεθάνανε":"πεθαίνω",
"πέθανε":"πεθαίνω",
"πεθάνει":"πεθαίνω",
"πεθάνεις":"πεθαίνω",
"πέθανες":"πεθαίνω",
"πεθάνουμε":"πεθαίνω",
"πεθάνουν":"πεθαίνω",
"πεθάνω":"πεθαίνω",
"πεθερά":"πεθερά",
"πεθεράς":"πεθερά",
"πεθερός":"πεθερός",
"πεθερού":"πεθερός",
"πει":"λέγω",
"πεί":"πεί",
"πειθαναγκάζουν":"πειθαναγκάζω",
"πειθαρχημένη":"πειθαρχώ",
"πειθαρχημένο":"πειθαρχημένος",
"πειθαρχημένοι":"πειθαρχώ",
"πειθαρχημένους":"πειθαρχώ",
"πειθάρχησαν":"πειθαρχώ",
"πειθαρχήσει":"πειθαρχώ",
"πειθαρχήσουν":"πειθαρχώ",
"πειθαρχία":"πειθαρχία",
"πειθαρχίαν":"πειθαρχία",
"πειθαρχίας":"πειθαρχία",
"πειθαρχικά":"πειθαρχικός",
"πειθαρχικές":"πειθαρχικός",
"πειθαρχική":"πειθαρχικός",
"πειθαρχικής":"πειθαρχικός",
"πειθαρχικό":"πειθαρχικός",
"πειθαρχικού":"πειθαρχικός",
"πειθαρχικών":"πειθαρχικός",
"πειθαρχούν":"πειθαρχώ",
"πείθατε":"πείθω",
"πείθει":"πείθω",
"πείθεις":"πείθω",
"πείθεται":"πείθω",
"πειθήνια":"πειθήνιος",
"πειθήνιο":"πειθήνιος",
"πείθομαι":"πείθω",
"πείθονται":"πείθω",
"πείθοντας":"πείθω",
"πείθουν":"πείθω",
"πειθούς":"πειθώ",
"πειθώ":"πειθώ",
"πέιν":"πέιν",
"πείνα":"πείνα",
"πεινάει":"πεινώ",
"πεινάμε":"πεινώ",
"πεινάνε":"πεινώ",
"πείνας":"πείνα",
"πείνασαν":"πεινώ",
"πεινάσει":"πεινώ",
"πεινασμένα":"πεινασμένος",
"πεινασμένες":"πεινασμένος",
"πεινασμένη":"πεινασμένος",
"πεινασμένο":"πεινασμένος",
"πεινασμένοι":"πεινασμένος",
"πεινασμένος":"πεινασμένος",
"πεινασμένου":"πεινασμένος",
"πεινασμένους":"πεινασμένος",
"πεινασμένων":"πεινασμένος",
"πεινάσουν":"πεινώ",
"πεινούν":"πεινώ",
"πεινούσαμε":"πεινώ",
"πεινούσε":"πεινώ",
"πεινω":"πεινώ",
"πεινώ":"πεινώ",
"πεινώντα":"πεινώντα",
"πείρα":"πείρα",
"πειράγματα":"πείραγμα",
"πειραγμένα":"πειράζω",
"πειραγμένες":"πειράζω",
"πειραγμένη":"πειράζω",
"πείραζε":"πειράζω",
"πειράζει":"πειράζω",
"πειράζουμε":"πειράζω",
"πειραιά":"πειραιάς",
"πειραιάς":"πειραιάς",
"πειραϊκή":"πειραϊκός",
"πειραϊκός":"πειραϊκός",
"πειραιως":"πειραιάς",
"πειραιώς":"πειραιάς",
"πειραιώτες":"πειραιώτης",
"πειραιώτικης":"πειραιώτικος",
"πείραμα":"πείραμα",
"πείραμά":"πείραμα",
"πειράματα":"πείραμα",
"πειράματά":"πείραμα",
"πειραματίζεστε":"πειραματίζομαι",
"πειραματίζεται":"πειραματίζομαι",
"πειραματικά":"πειραματικός",
"πειραματικές":"πειραματικός",
"πειραματική":"πειραματικός",
"πειραματικής":"πειραματικός",
"πειραματικό":"πειραματικός",
"πειραματικού":"πειραματικός",
"πειραματικών":"πειραματικός",
"πειραματισθεί":"πειραματίζομαι",
"πειραματισμό":"πειραματισμός",
"πειραματισμοί":"πειραματισμός",
"πειραματισμός":"πειραματισμός",
"πειραματισμού":"πειραματισμός",
"πειραματισμούς":"πειραματισμός",
"πειραματισμών":"πειραματισμός",
"πειραματιστεί":"πειραματίζομαι",
"πειραματιστούμε":"πειραματίζομαι",
"πειραματόζωα":"πειραματόζωο",
"πειραματόζωων":"πειραματόζωο",
"πειράματος":"πείραμα",
"πειραμάτων":"πείραμα",
"πείραξαν":"πειράζω",
"πείραξε":"πειράζω",
"πειράξει":"πειράζω",
"πειράξεις":"πειράζω",
"πειράξουν":"πειράζω",
"πείρας":"πείρα",
"πειρασμό":"πειρασμός",
"πειρασμοί":"πειρασμός",
"πειρασμός":"πειρασμός",
"πειρασμού":"πειρασμός",
"πειρασμούς":"πειρασμός",
"πειρατεία":"πειρατεία",
"πειρατείας":"πειρατεία",
"πειρατές":"πειρατής",
"πειρατή":"πειρατής",
"πειρατής":"πειρατής",
"πειρατικά":"πειρατικός",
"πειρατική":"πειρατικός",
"πειρατικό":"πειρατικός",
"πειραχθεί":"πειράζω",
"πειραωτών":"πειραωτών",
"πεις":"λέγω",
"πείς":"πείς",
"πείσει":"πείθω",
"πείσεις":"πείθω",
"πέισερς":"πέισερς",
"πείσετε":"πείθω",
"πεισθεί":"πείθω",
"πείσθηκαν":"πείθω",
"πεισθούν":"πείθω",
"πέισλι":"πέισλι",
"πείσμα":"πείσμα",
"πεισματάρηδες":"πεισματάρης",
"πεισματάρης":"πεισματάρης",
"πεισματάρικα":"πεισματάρης",
"πεισματικά":"πεισματικά",
"πεισματώδη":"πεισματώδης",
"πεισμένοι":"πεισμένος",
"πείσμονες":"πείσμων",
"πεισμώνετε":"πεισμώνω",
"πείσμωσε":"πεισμώνω",
"πείσουμε":"πείθω",
"πείσουν":"πείθω",
"πειστεί":"πείθω",
"πείστηκα":"πείθω",
"πείστηκαν":"πείθω",
"πείστηκε":"πείθω",
"πειστήρια":"πειστήριος",
"πειστήριο":"πειστήριος",
"πειστηρίου":"πειστήριος",
"πειστηρίων":"πειστήριος",
"πειστικά":"πειστικός",
"πειστικές":"πειστικός",
"πειστική":"πειστικός",
"πειστικής":"πειστικός",
"πειστικό":"πειστικός",
"πειστικός":"πειστικός",
"πειστικότερα":"πειστικά",
"πειστικότερος":"πειστικός",
"πειστικότητα":"πειστικότητα",
"πειστούμε":"πείθω",
"πειστούν":"πείθω",
"πείσω":"πείθω",
"πείτε":"λέγω",
"πέιτερ":"πέιτερ",
"πέιτζ":"πέιτζ",
"πέιτον":"πέιτον",
"πεΐτσης":"πεΐτσης",
"πειτσίδης":"πειτσίδης",
"πεϊτσίδης":"πεϊτσίδης",
"πεκ":"πεκ",
"πεκίνο":"πεκίνο",
"πεκίνου":"πεκίνο",
"πεκίνου-λονδίνου":"πεκίνου-λονδίνου",
"πέκινπα":"πέκινπα",
"πεκλάρης":"πεκλάρης",
"πεκορέλι":"πεκορέλι",
"πεκρίδης":"πεκρίδης",
"πελ":"πελ",
"πέλαγα":"πέλαγο",
"πελάγη":"πέλαγος",
"πελαγοδρομούμε":"πελαγοδρομώ",
"πέλαγος":"πέλαγος",
"πελάγους":"πέλαγος",
"πελαργό":"πελαργός",
"πελαργοί":"πελαργός",
"πελαργός":"πελαργός",
"πελαργού":"πελαργός",
"πελαργών":"πελαργός",
"πελασγό":"πελασγός",
"πελατεία":"πελατεία",
"πελατειακές":"πελατειακός",
"πελατειακής":"πελατειακός",
"πελατειακό":"πελατειακός",
"πελατειακού":"πελατειακός",
"πελατείας":"πελατεία",
"πελάτες":"πελάτης",
"πελάτη":"πελάτης",
"πελάτη-καταναλωτή":"πελάτη-καταναλωτή",
"πελάτης":"πελάτης",
"πελάτης-ζωγράφος":"πελάτης-ζωγράφος",
"πελάτισσά":"πελάτισσα",
"πελατολογίου":"πελατολόγιο",
"πελατών":"πελάτης",
"πελε":"πελε",
"πελέ":"πελέ",
"πελεγκρίνι":"πελεγκρίνι",
"πελεγκρίνο":"πελεγκρίνο",
"πελεκανίδη":"πελεκανίδη",
"πελεκάνος":"πελεκάνος",
"πελέκης":"πελέκης",
"πέλεκυ":"πέλεκυς",
"πέλεκυς":"πέλεκυς",
"πελιδνότητα":"πελιδνότητα",
"πελισιέρ":"πελισιέρ",
"πελλα":"πέλλα",
"πέλλα":"πέλλα",
"πελλαίας":"πελλαίας",
"πελλας":"πέλλα",
"πέλλας":"πέλλα",
"πέλλας-γιαννιτσών":"πέλλας-γιαννιτσών",
"πέλμα":"πέλμα",
"πέλματα":"πέλμα",
"πέλματος":"πέλμα",
"πελοποννήσιους":"πελοποννήσιος",
"πελοπόννησο":"πελοπόννησος",
"πελοπόννησος":"πελοπόννησος",
"πελοποννήσου":"πελοπόννησος",
"πελτέ":"πελτές",
"πελτέκη":"πελτέκη",
"πελώρια":"πελώριος",
"πελώριες":"πελώριος",
"πελώριο":"πελώριος",
"πέμπτα":"πέμπτος",
"πέμπτες":"πέμπτος",
"πέμπτη":"πέμπτη",
"πεμπτη":"πεμπτός",
"πέμπτη":"πέμπτος",
"πέμπτης":"πέμπτη",
"πέμπτης":"πέμπτος",
"πέμπτο":"πέμπτος",
"πέμπτον":"πέμπτος",
"πέμπτος":"πέμπτος",
"πέμπτου":"πέμπτος",
"πεμπτουσία":"πεμπτουσία",
"πεμπτουσίας":"πεμπτουσία",
"πέμυ":"πέμυ",
"πεν":"πεν",
"πέν":"πέν",
"πένα":"πένα",
"πενάκι":"πενάκι",
"πέναλτι":"πέναλτι",
"πέναλτυ":"πέναλτυ",
"πέναντ":"πέναντ",
"πένας":"πένα",
"πεναφιέλ":"πεναφιέλ",
"πενέλης":"πενέλης",
"πένες":"πένα",
"πενήντα":"πενήντα",
"πενηντάρα":"πενηντάρα",
"πενηντάρηδες":"πενηντάρης",
"πενηντάρης":"πενηντάρης",
"πενηνταριά":"πενηνταριά",
"πένητες":"πένης",
"πενθεί":"πενθώ",
"πενθη":"πένθος",
"πενθήμερη":"πενθήμερος",
"πενθήμερης":"πενθήμερος",
"πενθήμερο":"πενθήμερος",
"πενθημέρου":"πενθήμερος",
"πενθήσει":"πενθώ",
"πένθιμα":"πένθιμα",
"πένθιμη":"πένθιμος",
"πένθιμο":"πένθιμος",
"πενθος":"πένθος",
"πένθος":"πένθος",
"πενθους":"πένθος",
"πένθους":"πένθος",
"πένι":"πένι",
"πενιά":"πενιά",
"πένια":"πένια",
"πενίας":"πενία",
"πενικιλίνης":"πενικιλίνη",
"πενιχρά":"πενιχρά",
"πενιχρά":"πενιχρός",
"πενιχρές":"πενιχρός",
"πενιχρό":"πενιχρός",
"πενιχρούς":"πενιχρός",
"πενσιλβάνια":"πενσιλβάνια",
"πεντάβρυσος":"πεντάβρυσος",
"πεντάγνωμος":"πεντάγνωμος",
"πεντάγραμμο":"πεντάγραμμο",
"πεντάγωνο":"πεντάγωνος",
"πενταγώνου":"πεντάγωνος",
"πεντάδα":"πεντάδα",
"πενταεθνές":"πενταεθνής",
"πενταετείς":"πενταετής",
"πενταετές":"πενταετής",
"πενταετή":"πενταετής",
"πενταετία":"πενταετία",
"πενταετίας":"πενταετία",
"πενταετούς":"πενταετής",
"πενταήμερη":"πενταήμερη",
"πεντακάθαρα":"πεντακάθαρος",
"πεντακάθαρος":"πεντακάθαρος",
"πεντακοσάρικο":"πεντακοσάρικο",
"πεντακόσια":"πεντακόσιοι",
"πεντακόσιες":"πεντακόσιοι",
"πεντακόσιους":"πεντακόσιοι",
"πεντακοσίων":"πεντακόσιοι",
"πεντάλεπτη":"πεντάλεπτος",
"πεντάλεπτο":"πεντάλεπτος",
"πεντάλοφο":"πεντάλοφο",
"πεντάλοφος":"πεντάλοφος",
"πεντάλοφος-ελλήσποντος":"πεντάλοφος-ελλήσποντος",
"πενταλόφου":"πενταλόφος",
"πενταμελές":"πενταμελής",
"πενταμελή":"πενταμελής",
"πενταμελής":"πενταμελής",
"πενταμελούς":"πενταμελής",
"πεντάμηνη":"πεντάμηνος",
"πεντάμηνο":"πεντάμηνος",
"πενταπλασιαστεί":"πενταπλασιάζω",
"πενταπλάσιο":"πενταπλάσιος",
"πενταπλό":"πενταπλός",
"πενταπόλεως":"πενταπόλη",
"πενταρας":"πεντάρα",
"πεντάστερο":"πεντάστερο",
"πεντάχρονο":"πεντάχρονος",
"πενταψήφιο":"πενταψήφιος",
"πεντάωρη":"πεντάωρος",
"πεντάωρης":"πεντάωρος",
"πεντάωρου":"πεντάωρος",
"πεντε":"πέντε",
"πέντε":"πέντε",
"πέντε-έξι":"πέντε-έξι",
"πεντέλη":"πεντέλη",
"πεντέμισι":"πεντέμισι",
"πεντέξι":"πεντέξι",
"πέντερσεν":"πέντερσεν",
"πεντζίκη":"πεντζίκη",
"πεντζίκης":"πεντζίκης",
"πεντηκοστή":"πεντηκοστός",
"πεντηκοστό":"πεντηκοστός",
"πεντοχίλιαρα":"πεντοχίλιαρο",
"πέντρο":"πέντρο",
"πεντρόζο":"πεντρόζο",
"πένυ":"πένυ",
"πεό":"πεό",
"πέους":"πέος",
"πεπ":"πεπ",
"πεπαλαιωμένα":"πεπαλαιωμένος",
"πεπαλαιωμένο":"πεπαλαιωμένος",
"πεπατημένη":"πεπατημένη",
"πέπε":"πέπε",
"πεπεισμένες":"πεπεισμένος",
"πεπεισμένη":"πεπεισμένος",
"πεπεισμένο":"πεπεισμένος",
"πεπεισμένοι":"πεπεισμένος",
"πεπεισμένος":"πεπεισμένος",
"πεπερασμένος":"περαίνω",
"πεπερασμένου":"περαίνω",
"πέπη":"πέπη",
"πεπης":"πεπης",
"πέπης":"πέπης",
"πέπλο":"πέπλος",
"πέπλος":"πέπλος",
"πέπλου":"πέπλος",
"πεποιημένη":"πεποιημένη",
"πεποιθήσεις":"πεποίθηση",
"πεποιθήσεων":"πεποίθηση",
"πεποιθήσεών":"πεποίθηση",
"πεποιθήσεως":"πεποίθηση",
"πεποίθηση":"πεποίθηση",
"πεποίθησή":"πεποίθηση",
"πεπονή":"πεπονή",
"πεπονής":"πεπονής",
"πεπόνι":"πεπόνι",
"πεπόνι'":"πεπόνι'",
"πεπραγμένα":"πράττω",
"πεπραγμένων":"πεπραγμένος",
"πεπρωμένο":"πεπρωμένο",
"πεπρωμένου":"πεπρωμένο",
"πεπτική":"πεπτικός",
"πεπτικό":"πεπτικός",
"περ":"περ",
"πέρα":"πέρα",
"πέρα-δώθε":"πέρα-δώθε",
"περαία":"περαίας",
"περαίας":"περαίας",
"περαιτέρω":"περαιτέρω",
"περαίωση":"περαίωση",
"περαίωσης":"περαίωση",
"περάκης":"περάκης",
"πέραμο":"πέραμος",
"περάμου":"πέραμος",
"περαν":"πέραν",
"πέραν":"πέραν",
"πέρας":"πέρας",
"πέρασα":"περνώ",
"περάσαμε":"περνώ",
"πέρασαν":"περνώ",
"περάσανε":"περνώ",
"περάσατε":"περνώ",
"περασε":"περνώ",
"πέρασε":"περνώ",
"περάσει":"περνώ",
"περάσεις":"περνώ",
"πέρασεν":"πέρασεν",
"πέρασες":"περνώ",
"περάσετε":"περνώ",
"πέραση":"πέραση",
"πέρασμα":"πέρασμα",
"πέρασμά":"πέρασμα",
"περάσματα":"πέρασμα",
"περάσματος":"πέρασμα",
"περασμάτων":"πέρασμα",
"περασμένα":"περασμένος",
"περασμένες":"περασμένος",
"περασμένη":"περασμένος",
"περασμένης":"περασμένος",
"περασμένο":"περασμένος",
"περασμένος":"περασμένος",
"περασμένου":"περασμένος",
"περασμένους":"περασμένος",
"περασμένων":"περασμένος",
"περάσουμε":"περνώ",
"περάσουν":"περνώ",
"περάστε":"περνώ",
"περαστικά":"περαστικός",
"περαστική":"περαστικός",
"περαστικό":"περαστικός",
"περαστικοί":"περαστικός",
"περαστικός":"περαστικός",
"περαστικού":"περαστικός",
"περαστικούς":"περαστικός",
"περαστικών":"περαστικός",
"περάσω":"περνώ",
"πέρατα":"πέρας",
"περατζάδα":"περατζάδα",
"περατωθεί":"περατώνω",
"περατωθούν":"περατώνω",
"περάτωση":"περάτωση",
"περάτωσης":"περάτωση",
"περγαμηνές":"περγαμηνή",
"πέργκολα":"πέργκολα",
"περδόμενους":"περδόμενους",
"περέ":"περέ",
"πέρεα":"πέρεα",
"περεθ":"περεθ",
"πέρεθ":"πέρεθ",
"περέιρα":"περέιρα",
"πέρες":"πέρες",
"περεστρόικα":"περεστρόικα",
"περευρισκόμενων":"περευρισκόμενων",
"περήφανα":"περήφανα",
"περηφανεύεται":"περηφανεύομαι",
"περηφανεύονται":"περηφανεύομαι",
"περηφανευόταν":"περηφανεύομαι",
"περηφανευτούμε":"περηφανεύομαι",
"περήφανη":"περήφανος",
"περηφάνια":"περηφάνια",
"περηφάνιας":"περηφάνια",
"περήφανο":"περήφανος",
"περήφανοι":"περήφανος",
"περήφανος":"περήφανος",
"περήφανου":"περήφανος",
"περήφανους":"περήφανος",
"πέρθη":"πέρθη",
"περι":"περί",
"περί":"περί",
"περιαστική":"περιαστικός",
"περιαστικό":"περιαστικός",
"περιαστικών":"περιαστικός",
"περιβάλει":"περιβάλλω",
"περιβάλεται":"περιβάλλω",
"περιβάλλει":"περιβάλλω",
"περιβάλλεται":"περιβάλλω",
"περιβάλλον":"περιβάλλον",
"περιβάλλον-αντιπλημμυρικά":"περιβάλλον-αντιπλημμυρικά",
"περιβάλλοντα":"περιβάλλον",
"περιβάλλοντά":"περιβάλλον",
"περιβάλλονται":"περιβάλλω",
"περιβάλλοντας":"περιβάλλω",
"περιβαλλοντικά":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικές":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντική":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικής":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικό":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικοί":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικού":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικούς":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντικών":"περιβαλλοντικός",
"περιβαλλοντολόγοι":"περιβαλλοντολόγος",
"περιβαλλοντολόγους":"περιβαλλοντολόγος",
"περιβάλλοντος":"περιβάλλον",
"περιβάλλοντός":"περιβάλλον",
"περιβαλλόταν":"περιβάλλω",
"περιβάλλουν":"περιβάλλω",
"περιβάλλουσα":"περιβάλλων",
"περιβάλλων":"περιβάλλων",
"περιβληθεί":"περιβάλλω",
"περιβλήθηκε":"περιβάλλω",
"περίβλημα":"περίβλημα",
"περιβλήματα":"περίβλημα",
"περιβλήματος":"περίβλημα",
"περιβόητα":"περιβόητος",
"περιβόητες":"περιβόητος",
"περιβόητη":"περιβόητος",
"περιβόητης":"περιβόητος",
"περιβόητο":"περιβόητος",
"περιβόητου":"περιβόητος",
"περιβόητων":"περιβόητος",
"περιβολή":"περιβολή",
"περιβολής":"περιβολή",
"περιβόλι":"περιβόλι",
"περιβόλια":"περιβόλι",
"περιβολιού":"περιβόλι",
"περιβολιώτης":"περιβολιώτης",
"περίβολο":"περίβολος",
"περίβολοι":"περίβολος",
"περίβολος":"περίβολος",
"περιβόλων":"περίβολος",
"περιγιάλι":"περιγιάλι",
"περιγουρντίν":"περιγουρντίν",
"περίγραμμα":"περίγραμμα",
"περιγράμματα":"περίγραμμα",
"περιγραμμένου":"περιγραμμένος",
"περιγράφατε":"περιγράφω",
"περιγραφεί":"περιγράφω",
"περιγράφει":"περιγράφω",
"περιγραφείσης":"περιγραφείς",
"περιγραφές":"περιγραφή",
"περιγράφεται":"περιγράφω",
"περιγράφετε":"περιγράφω",
"περιγραφή":"περιγραφή",
"περιγράφηκε":"περιγράφω",
"περιγραφής":"περιγραφή",
"περιγραφικά":"περιγραφικά",
"περιγραφικό":"περιγραφικός",
"περιγραφικοί":"περιγραφικός",
"περιγραφικός":"περιγραφικός",
"περιγράφονται":"περιγράφω",
"περιγράφονταν":"περιγράφω",
"περιγράφοντας":"περιγράφω",
"περιγράφουμε":"περιγράφω",
"περιγραφούν":"περιγράφω",
"περιγράφουν":"περιγράφω",
"περιγράφω":"περιγράφω",
"περιγραφών":"περιγραφή",
"περιγράψαμε":"περιγράφω",
"περιγράψει":"περιγράφω",
"περιγράψετε":"περιγράφω",
"περιγράψουμε":"περιγράφω",
"περιγράψουν":"περιγράφω",
"περιγράψω":"περιγράφω",
"περίγυρο":"περίγυρος",
"περίγυρό":"περίγυρος",
"περίγυρος":"περίγυρος",
"περίγυρου":"περίγυρος",
"περίγυρού":"περίγυρος",
"περιδέραιο":"περιδέραιο",
"περίδη":"περίδη",
"περιδιαβαίνει":"περιδιαβαίνω",
"περιδιάβαση":"περιδιάβαση",
"περιδιαβεί":"περιδιαβαίνω",
"περιδιαβούμε":"περιδιαβαίνω",
"περιδίνηση":"περιδίνηση",
"περιδίνησης":"περιδίνηση",
"περιδινούμενοι":"περιδινούμενοι",
"περιέβαλαν":"περιβάλλω",
"περιέβαλε":"περιβάλλω",
"περιέβαλλαν":"περιβάλλω",
"περιέβαλλε":"περιβάλλω",
"περιέγραφα":"περιγράφω",
"περιέγραφαν":"περιγράφω",
"περιέγραφε":"περιγράφω",
"περιέγραψα":"περιγράφω",
"περιέγραψαν":"περιγράφω",
"περιέγραψε":"περιγράφω",
"περιέθαλψε":"περιθάλπω",
"περιείχαν":"περιέχω",
"περιείχε":"περιέχω",
"περιέκλειαν":"περικλείω",
"περιεκτική":"περιεκτικός",
"περιεκτικό":"περιεκτικός",
"περιεκτικός":"περιεκτικός",
"περιεκτικότατης":"περιεκτικός",
"περιεκτικότητα":"περιεκτικότητα",
"περιεκτικότητας":"περιεκτικότητα",
"περιεκτικών":"περιεκτικός",
"περιέλαβαν":"περιλαμβάνω",
"περιέλαβε":"περιλαμβάνω",
"περιελάμβαναν":"περιλαμβάνω",
"περιελάμβανε":"περιλαμβάνω",
"περιέλθει":"περιέρχομαι",
"περιέλθουν":"περιέρχομαι",
"περιέλουσαν":"περιλούζω",
"περιεμφραγματικής":"περιεμφραγματικής",
"περιέπεσαν":"περιπίπτω",
"περιέπεσε":"περιπίπτω",
"περιέπλεξε":"περιπλέκω",
"περιεργα":"περίεργα",
"περίεργα":"περίεργα",
"περίεργα":"περίεργος",
"περιεργαζόμαστε":"περιεργάζομαι",
"περιεργάστηκαν":"περιεργάζομαι",
"περιέργεια":"περιέργεια",
"περιέργειά":"περιέργεια",
"περιέργειας":"περιέργεια",
"περίεργες":"περίεργος",
"περίεργη":"περίεργος",
"περίεργης":"περίεργος",
"περίεργο":"περίεργος",
"περίεργοι":"περίεργος",
"περίεργος":"περίεργος",
"περίεργους":"περίεργος",
"περίεργων":"περίεργος",
"περιέργως":"περίεργα",
"περιέρχεσαι":"περιέρχομαι",
"περιέρχονται":"περιέρχομαι",
"περιερχόταν":"περιέρχομαι",
"περιέφεραν":"περιφέρω",
"περιέφραξε":"περιφράζω",
"περιέχει":"περιέχω",
"περιέχεται":"περιέχω",
"περιεχόμενα":"περιεχόμενο",
"περιεχόμενά":"περιεχόμενο",
"περιεχόμενο":"περιεχόμενο",
"περιεχόμενο":"περιεχόμενος",
"περιεχόμενό":"περιεχόμενος",
"περιεχομενου":"περιεχόμενο",
"περιεχομένου":"περιεχόμενο",
"περιεχόμενου":"περιεχόμενο",
"περιεχομένων":"περιεχόμενο",
"περιέχονται":"περιέχω",
"περιέχοντας":"περιέχω",
"περιέχουν":"περιέχω",
"περιζήτητα":"περιζήτητος",
"περιζήτητες":"περιζήτητος",
"περιζήτητη":"περιζήτητος",
"περιζήτητοι":"περιζήτητος",
"περιζήτητος":"περιζήτητος",
"περίζωνε":"περιζώνω",
"περιηγηθεί":"περιηγούμαι",
"περιηγηθείτε":"περιηγούμαι",
"περιηγήθηκαν":"περιηγούμαι",
"περιηγήσεις":"περιήγηση",
"περιήγηση":"περιήγηση",
"περιήγησή":"περιήγηση",
"περιηγητές":"περιηγητής",
"περιηγητή":"περιηγητής",
"περιηγητής":"περιηγητής",
"περιηγητών":"περιηγητής",
"περιήλθαν":"περιέρχομαι",
"περιήλθε":"περιέρχομαι",
"περιθάλπει":"περιθάλπω",
"περιθάλπονται":"περιθάλπω",
"περιθάλπτεται":"περιθάλπτεται",
"περιθάλψαμε":"περιθάλπω",
"περιθάλψει":"περιθάλπω",
"περιθαλψεως":"περίθαλψη",
"περιθάλψεως":"περίθαλψη",
"περίθαλψη":"περίθαλψη",
"περίθαλψή":"περίθαλψη",
"περίθαλψης":"περίθαλψη",
"περιθάλψουμε":"περιθάλπω",
"περιθώρια":"περιθώριο",
"περιθωριακά":"περιθωριακός",
"περιθωριακή":"περιθωριακός",
"περιθωριακής":"περιθωριακός",
"περιθωριακό":"περιθωριακός",
"περιθωριακοί":"περιθωριακός",
"περιθωριακός":"περιθωριακός",
"περιθωριακού":"περιθωριακός",
"περιθωριακούς":"περιθωριακός",
"περιθωριακών":"περιθωριακός",
"περιθώριο":"περιθώριο",
"περιθωριοποιεί":"περιθωριοποιώ",
"περιθωριοποιηθεί":"περιθωριοποιώ",
"περιθωριοποιημένοι":"περιθωριοποιώ",
"περιθωριοποίηση":"περιθωριοποίηση",
"περιθωριοποίησή":"περιθωριοποίηση",
"περιθωριοποίησης":"περιθωριοποίηση",
"περιθωρίου":"περιθώριο",
"περιθωρίων":"περιθώριο",
"περικετλής":"περικετλής",
"περικεφαλαία":"περικεφαλαία",
"περικλείει":"περικλείω",
"περικλείεται":"περικλείω",
"περικλείονται":"περικλείω",
"περικλείουν":"περικλείω",
"περικλείσει":"περικλείω",
"περίκλειστο":"περίκλειστος",
"περικλη":"περικλής",
"περικλή":"περικλής",
"περικλης":"περικλής",
"περικλής":"περικλής",
"περικοπεί":"περικόβω",
"περικοπές":"περικοπή",
"περικοπή":"περικοπή",
"περικόπηκαν":"περικόβω",
"περικοπής":"περικοπή",
"περικοπούν":"περικόβω",
"περικόπτει":"περικόβω",
"περικοπών":"περικοπή",
"περικόψει":"περικόβω",
"περικόψουν":"περικόβω",
"περικυκλωμένη":"περικυκλωμένος",
"περικυκλωμένο":"περικυκλώνω",
"περικυκλωμένος":"περικυκλώνω",
"περικυκλώνοντας":"περικυκλώνω",
"περικυκλώνουν":"περικυκλώνω",
"περικύκλωσαν":"περικυκλώνω",
"περικύκλωσε":"περικυκλώνω",
"περικυκλώσει":"περικυκλώνω",
"περικύκλωση":"περικύκλωση",
"περικύκλωσης":"περικύκλωση",
"περιλάβει":"περιλαμβάνω",
"περιλαίμιο":"περιλαίμιο",
"περιλάμβανε":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβανει":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβάνει":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβάνεται":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβανομένης":"περιλαμβανόμενος",
"περιλαμβανομένου":"περιλαμβανόμενος",
"περιλαμβανομένων":"περιλαμβανόμενος",
"περιλαμβάνονται":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβάνονταν":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβάνοντας":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβανόταν":"περιλαμβάνω",
"περιλαμβάνουν":"περιλαμβάνω",
"περίλαμπρα":"περίλαμπρος",
"περίλαμπρος":"περίλαμπρος",
"περιλεήφθησαν":"περιλεήφθησαν",
"περιληπτικά":"περιληπτικός",
"περιληφθεί":"περιλαμβάνω",
"περιλήφθηκε":"περιλαμβάνω",
"περιληφθούν":"περιλαμβάνω",
"περίληψη":"περίληψη",
"περίληψης":"περίληψη",
"περιλούσει":"περιλούζω",
"περίλυπος":"περίλυπος",
"περιμαζεύει":"περιμαζεύω",
"περίμενα":"περιμένω",
"περιμέναμε":"περιμένω",
"περιμέναν":"περιμένω",
"περίμεναν":"περιμένω",
"περιμένατε":"περιμένω",
"περίμενε":"περιμένω",
"περιμενει":"περιμένω",
"περιμένει":"περιμένω",
"περιμένεις":"περιμένω",
"περίμενες":"περιμένω",
"περιμένετε":"περιμένω",
"περιμενοντας":"περιμένω",
"περιμένοντας":"περιμένω",
"περιμένουμε":"περιμένω",
"περιμενουν":"περιμένω",
"περιμένουν":"περιμένω",
"περιμένω":"περιμένω",
"περιμετρικά":"περιμετρικά",
"περιμετρική":"περιμετρικός",
"περιμετρικής":"περιμετρικός",
"περίμετρο":"περίμετρος",
"περίμετρος":"περίμετρος",
"πέριξ":"πέριξ",
"περιοδεία":"περιοδεία",
"περιοδείας":"περιοδεία",
"περιοδείες":"περιοδεία",
"περιοδειών":"περιοδεία",
"περιόδευαν":"περιοδεύω",
"περιόδευε":"περιοδεύω",
"περιοδεύει":"περιοδεύω",
"περιοδεύοντα":"περιοδεύων",
"περιοδεύοντος":"περιοδεύων",
"περιοδεύουν":"περιοδεύω",
"περιόδευσαν":"περιοδεύω",
"περιόδευσε":"περιοδεύω",
"περιοδεύσει":"περιοδεύω",
"περιοδεύσουν":"περιοδεύω",
"περιοδικά":"περιοδικό",
"περιοδικές":"περιοδικός",
"περιοδική":"περιοδικός",
"περιοδικής":"περιοδικός",
"περιοδικό":"περιοδικό",
"περιοδικοί":"περιοδικός",
"περιοδικός":"περιοδικός",
"περιοδικού":"περιοδικό",
"περιοδικών":"περιοδικό",
"περίοδο":"περίοδος",
"περίοδό":"περίοδος",
"περίοδοι":"περίοδος",
"περίοδος":"περίοδος",
"περιόδου":"περίοδος",
"περιόδους":"περίοδος",
"περιόδων":"περίοδος",
"περίοικοι":"περίοικος",
"περιοίκους":"περίοικος",
"περίοικους":"περίοικος",
"περιοίκων":"περίοικος",
"περίοπτες":"περίοπτος",
"περίοπτη":"περίοπτος",
"περιορίζαμε":"περιορίζω",
"περιόριζαν":"περιορίζω",
"περιόριζε":"περιορίζω",
"περιορίζει":"περιορίζω",
"περιορίζεται":"περιορίζω",
"περιορίζομαι":"περιορίζω",
"περιορίζονται":"περιορίζω",
"περιορίζονταν":"περιορίζω",
"περιορίζοντας":"περιορίζω",
"περιοριζόταν":"περιορίζω",
"περιορίζουν":"περιορίζω",
"περιορίζω":"περιορίζω",
"περιορίσαμε":"περιορίζω",
"περιόρισαν":"περιορίζω",
"περιόρισε":"περιορίζω",
"περιορίσει":"περιορίζω",
"περιορίσετε":"περιορίζω",
"περιορισθεί":"περιορίζω",
"περιορίσθηκε":"περιορίζω",
"περιορισθούν":"περιορίζω",
"περιορισμένα":"περιορισμένος",
"περιορισμένες":"περιορισμένος",
"περιορισμένη":"περιορισμένος",
"περιορισμένης":"περιορισμένος",
"περιορισμένο":"περιορισμένος",
"περιορισμένοι":"περιορίζω",
"περιορισμένος":"περιορισμένος",
"περιορισμένου":"περιορισμένος",
"περιορισμένους":"περιορισμένος",
"περιορισμένων":"περιορισμένος",
"περιορισμό":"περιορισμός",
"περιορισμοί":"περιορισμός",
"περιορισμός":"περιορισμός",
"περιορισμού":"περιορισμός",
"περιορισμούς":"περιορισμός",
"περιορισμών":"περιορισμός",
"περιορίσουμε":"περιορίζω",
"περιορίσουν":"περιορίζω",
"περιορίστε":"περιορίζω",
"περιοριστεί":"περιορίζω",
"περιοριστείτε":"περιορίζω",
"περιορίστηκαν":"περιορίζω",
"περιορίστηκε":"περιορίζω",
"περιοριστικά":"περιοριστικός",
"περιοριστική":"περιοριστικός",
"περιοριστικό":"περιοριστικός",
"περιοριστικοί":"περιοριστικός",
"περιοριστικούς":"περιοριστικός",
"περιοριστικών":"περιοριστικός",
"περιοριστούμε":"περιορίζω",
"περιοριστούν":"περιορίζω",
"περιοριστώ":"περιορίζω",
"περιουσία":"περιουσία",
"περιουσιακά":"περιουσιακός",
"περιουσιακές":"περιουσιακός",
"περιουσιακή":"περιουσιακός",
"περιουσιακής":"περιουσιακός",
"περιουσιακό":"περιουσιακός",
"περιουσιακού":"περιουσιακός",
"περιουσιακών":"περιουσιακός",
"περιουσιας":"περιουσία",
"περιουσίας":"περιουσία",
"περιούσιας":"περιούσιος",
"περιουσίες":"περιουσία",
"περιούσιος":"περιούσιος",
"περιουσιών":"περιουσία",
"περιοχες":"περιοχή",
"περιοχές":"περιοχή",
"περιοχή":"περιοχή",
"περιοχής":"περιοχή",
"περιοχών":"περιοχή",
"περιπαθή":"περιπαθής",
"περιπαικτική":"περιπαικτικός",
"περιπάτει":"περίπατος",
"περιπατητάς":"περιπατητάς",
"περιπατητές":"περιπατητής",
"περιπατητή":"περιπατητής",
"περιπατητικές":"περιπατητικός",
"περιπατητική":"περιπατητικός",
"περιπατητικής":"περιπατητικός",
"περιπατητικούς":"περιπατητικός",
"περιπατητών":"περιπατητής",
"περίπατο":"περίπατος",
"περίπατό":"περίπατος",
"περίπατοι":"περίπατος",
"περίπατος":"περίπατος",
"περιπάτου":"περίπατος",
"περιπατώντας":"περιπατώ",
"περιπεπλεγμένων":"περιπεπλεγμένος",
"περιπέσει":"περιπίπτω",
"περιπέτεια":"περιπέτεια",
"περιπέτεια'":"περιπέτεια'",
"περιπέτειά":"περιπέτεια",
"περιπέτειας":"περιπέτεια",
"περιπέτειάς":"περιπέτεια",
"περιπέτειες":"περιπέτεια",
"περιπέτειές":"περιπέτεια",
"περιπετειούλα":"περιπετειούλα",
"περιπετειώδεις":"περιπετειώδης",
"περιπετειώδες":"περιπετειώδης",
"περιπετειώδη":"περιπετειώδης",
"περιπετειώδης":"περιπετειώδης",
"περιπετειώδους":"περιπετειώδης",
"περιπετειών":"περιπέτεια",
"περιπλανάται":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανήθηκαν":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανηθούμε":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανήσεις":"περιπλάνηση",
"περιπλάνηση":"περιπλάνηση",
"περιπλάνησή":"περιπλάνηση",
"περιπλάνησης":"περιπλάνηση",
"περιπλάνησής":"περιπλάνηση",
"περιπλανιέται":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανιόμαστε":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανιόταν":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανιούνται":"περιπλανιέμαι",
"περιπλανώμενοι":"περιπλανώμενος",
"περιπλανώμενος":"περιπλανώμενος",
"περιπλέκει":"περιπλέκω",
"περιπλεκεται":"περιπλέκω",
"περιπλέκεται":"περιπλέκω",
"περιπλέκονται":"περιπλέκω",
"περιπλέκουν":"περιπλέκω",
"περιπλέξει":"περιπλέκω",
"περιπλέξετε":"περιπλέκω",
"περίπλοκα":"περίπλοκος",
"περιπλοκές":"περιπλοκή",
"περίπλοκες":"περίπλοκος",
"περιπλοκή":"περιπλοκή",
"περίπλοκη":"περίπλοκος",
"περιπλοκής":"περιπλοκή",
"περίπλοκο":"περίπλοκος",
"περίπλοκου":"περίπλοκος",
"περίπλοκων":"περίπλοκος",
"περίπλου":"περίπλους",
"περίπλους":"περίπλους",
"περιποιεί":"περιποιώ",
"περιποιείται":"περιποιούμαι",
"περιποιημένα":"περιποιούμαι",
"περιποιημένο":"περιποιούμαι",
"περιποιήσεις":"περιποίηση",
"περιποίηση":"περιποίηση",
"περιποίησή":"περιποίηση",
"περιποίησης":"περιποίηση",
"περιποίησιν":"περιποίηση",
"περιποιόταν":"περιποιούμαι",
"περιποιούνται":"περιποιούμαι",
"περιποιούνταν":"περιποιούμαι",
"περιπολεί":"περιπολώ",
"περιπολία":"περιπολία",
"περιπολίες":"περιπολία",
"περιπολικά":"περιπολικό",
"περιπολικό":"περιπολικό",
"περιπολικού":"περιπολικό",
"περιπολικών":"περιπολικό",
"περιπολιών":"περιπολία",
"περίπολο":"περίπολος",
"περιπολος":"περίπολος",
"περιπολούν":"περιπολώ",
"περιπολούνται":"περιπολούνται",
"περιπολούντες":"περιπωλών",
"περιπόλων":"περίπολος",
"περιπου":"περίπου",
"περίπου":"περίπου",
"περίπτερα":"περίπτερο",
"περίπτερά":"περίπτερο",
"περιπτεράδες":"περιπτεράς",
"περιπτεράς":"περιπτεράς",
"περίπτερο":"περίπτερο",
"περίπτερό":"περίπτερο",
"περιπτέρου":"περίπτερο",
"περιπτερού":"περιπτερού",
"περιπτέρων":"περίπτερος",
"περιπτώσει":"περιπτώσει",
"περιπτώσεις":"περίπτωση",
"περιπτώσεων":"περίπτωση",
"περιπτωση":"περίπτωση",
"περίπτωση":"περίπτωση",
"περίπτωσή":"περίπτωση",
"περίπτωσης":"περίπτωση",
"περίπτωσιν":"περίπτωση",
"περιρρέουσα":"περιρρέων",
"περίσκεψη":"περίσκεψη",
"περισπασμό":"περισπασμός",
"περισπασμούς":"περισπασμός",
"περισπούδαστο":"περισπούδαστος",
"περισπωμένη":"περισπωμένη",
"περισπωμένης":"περισπωμένη",
"περίσσευαν":"περισσεύω",
"περισσεύει":"περισσεύω",
"περίσσευμα":"περίσσευμα",
"περισσεύματα":"περίσσευμα",
"περισσεύουν":"περισσεύω",
"περίσσεψαν":"περισσεύω",
"περίσσεψε":"περισσεύω",
"περισσέψει":"περισσεύω",
"περισσή":"περίσσιος",
"περίσσια":"περίσσια",
"περίσσια":"περίσσιος",
"περίσσιο":"περίσσιος",
"περισσό":"περίσσιος",
"περισσότερα":"πολύς",
"περισσότερες":"πολύς",
"περισσότερη":"πολύς",
"περισσότερο":"πολύ",
"περισσότερο":"πολύς",
"περισσότεροι":"πολύς",
"περισσότερον":"πολύς",
"περισσότερος":"πολύς",
"περισσότερου":"πολύς",
"περισσοτέρους":"πολύς",
"περισσότερους":"πολύς",
"περισσοτέρων":"πολύς",
"περισσότερων":"πολύς",
"περισταλεί":"περιστέλλω",
"περιστάσεις":"περίσταση",
"περιστάσεων":"περίσταση",
"περίσταση":"περίσταση",
"περιστασιακά":"περιστασιακά",
"περιστασιακές":"περιστασιακός",
"περιστασιακής":"περιστασιακός",
"περιστασιακό":"περιστασιακός",
"περιστασιακοί":"περιστασιακός",
"περιστασιακός":"περιστασιακός",
"περιστασιακούς":"περιστασιακός",
"περιστατικά":"περιστατικό",
"περιστατικό":"περιστατικό",
"περιστατικού":"περιστατικός",
"περιστατικών":"περιστατικός",
"περιστέλλεται":"περιστέλλω",
"περιστέλλουμε":"περιστέλλω",
"περιστερά":"περιστερά",
"περιστεράκης":"περιστεράκης",
"περιστεράς":"περιστερά",
"περιστερές":"περιστερά",
"περιστέρες":"περιστέρα",
"περιστέρης":"περιστερώ",
"περιστερι":"περιστέρι",
"περιστέρι":"περιστέρι",
"περιστέρι211084-1143":"περιστέρι211084-1143",
"περιστέρια":"περιστέρι",
"περιστέρι-αιγάλεω":"περιστέρι-αιγάλεω",
"περιστερίου":"περιστέρι",
"περιστεριών":"περιστέρι",
"περιστερών":"περιστερά",
"περιστερώνα":"περιστερώνας",
"περιστερώνων":"περιστερώνας",
"περιστοίχιζαν":"περιστοιχίζω",
"περιστοιχίζεται":"περιστοιχίζω",
"περιστοιχιζόμενες":"περιστοιχιζόμενος",
"περιστοιχιζόμενοι":"περιστοιχιζόμενος",
"περιστοιχίζονται":"περιστοιχίζω",
"περιστοιχίζουν":"περιστοιχίζω",
"περιστολή":"περιστολή",
"περιστολής":"περιστολή",
"περιστραφεί":"περιστρέφω",
"περιστράφηκε":"περιστρέφω",
"περιστρέφει":"περιστρέφω",
"περιστρέφεται":"περιστρέφω",
"περιστρεφόμενη":"περιστρεφόμενος",
"περιστρέφονται":"περιστρέφω",
"περιστρέφονταν":"περιστρέφω",
"περιστρεφόταν":"περιστρέφω",
"περίστροφα":"περίστροφο",
"περίστροφά":"περίστροφο",
"περιστροφές":"περιστροφή",
"περιστροφή":"περιστροφή",
"περίστροφο":"περίστροφο",
"περιστρόφου":"περίστροφο",
"περιστύλιο":"περιστύλιο",
"πέρισυ":"πέρισυ",
"περισυλλεγούν":"περισυλλέγω",
"περισυλλογή":"περισυλλογή",
"περισυλλογής":"περισυλλογή",
"περισυνέλεξε":"περισυλλέγω",
"περισώσει":"περισώζω",
"περισώσουμε":"περισώζω",
"περισώσουν":"περισώζω",
"περίτεχνα":"περίτεχνος",
"περίτεχνες":"περίτεχνος",
"περίτεχνη":"περίτεχνος",
"περίτεχνο":"περίτεχνος",
"περιτομή":"περιτομή",
"περιτονία":"περιτονία",
"περίτρανα":"περίτρανα",
"περίτρανη":"περίτρανος",
"περιτριγύριζε":"περιτριγυρίζω",
"περιτριγυρίζεται":"περιτριγυρίζω",
"περιτριγυριζόμαστε":"περιτριγυρίζω",
"περιτριγυρίζουν":"περιτριγυρίζω",
"περιτριγυρισμένη":"περιτριγυρισμένος",
"περιτριγυρισμένο":"περιτριγυρισμένος",
"περιτροπής":"περιτροπή",
"περιττά":"περιττός",
"περιττές":"περιττός",
"περιττεύει":"περιττεύω",
"περιττεύουν":"περιττεύω",
"περιττή":"περιττός",
"περιττής":"περιττός",
"περιττό":"περιττός",
"περιττός":"περιττός",
"περιττώματα":"περίττωμα",
"περιττών":"περιττός",
"περιτύλιγμα":"περιτύλιγμα",
"περιτυλίγματα":"περιτύλιγμα",
"περιτυλίγματος":"περιτύλιγμα",
"περιτύλιξε":"περιτυλίγω",
"περιφέρει":"περιφέρω",
"περιφερεια":"περιφέρεια",
"περιφέρεια":"περιφέρεια",
"περιφέρειά":"περιφέρεια",
"περιφερειακά":"περιφερειακός",
"περιφερειακές":"περιφερειακός",
"περιφερειακή":"περιφερειακός",
"περιφερειακής":"περιφερειακός",
"περιφερειακο":"περιφερειακός",
"περιφερειακό":"περιφερειακός",
"περιφερειακός":"περιφερειακός",
"περιφερειακού":"περιφερειακός",
"περιφερειακούς":"περιφερειακός",
"περιφερειακών":"περιφερειακός",
"περιφερειάρχες":"περιφερειάρχης",
"περιφερειάρχη":"περιφερειάρχης",
"περιφερειάρχης":"περιφερειάρχης",
"περιφερείας":"περιφέρεια",
"περιφέρειας":"περιφέρεια",
"περιφέρειάς":"περιφέρεια",
"περιφέρειες":"περιφέρεια",
"περιφερειοποιηθεί":"περιφερειοποιηθεί",
"περιφερείς":"περιφερής",
"περιφέρεις":"περιφέρω",
"περιφερειών":"περιφέρεια",
"περιφέρεται":"περιφέρω",
"περιφερικό":"περιφερικός",
"περιφέρομαι":"περιφέρω",
"περιφερόμενες":"περιφερόμενος",
"περιφερόμενη":"περιφερόμενος",
"περιφερόμενο":"περιφερόμενος",
"περιφερόμενους":"περιφερόμενος",
"περιφέρονται":"περιφέρω",
"περιφέρονταν":"περιφέρω",
"περιφερόταν":"περιφέρω",
"περίφημα":"περίφημος",
"περίφημες":"περίφημος",
"περίφημη":"περίφημος",
"περίφημης":"περίφημος",
"περίφημο":"περίφημος",
"περίφημοι":"περίφημος",
"περίφημος":"περίφημος",
"περίφημου":"περίφημος",
"περίφημους":"περίφημος",
"περίφημων":"περίφημος",
"περιφορά":"περιφορά",
"περιφοράς":"περιφορά",
"περίφραγμα":"περίφραγμα",
"περιφραγμένη":"περιφράζω",
"περιφραγμένο":"περιφράζω",
"περιφραγμένους":"περιφραγμένος",
"περιφράξεις":"περίφραξη",
"περιφράξεων":"περίφραξη",
"περίφραξη":"περίφραξη",
"περίφραξης":"περίφραξη",
"περιφράσεις":"περίφραση",
"περιφραχθούν":"περιφράζω",
"περιφρονεί":"περιφρονώ",
"περιφρονημένο":"περιφρονώ",
"περιφρονημένος":"περιφρονώ",
"περιφρόνησαν":"περιφρονώ",
"περιφρόνησε":"περιφρονώ",
"περιφρόνηση":"περιφρόνηση",
"περιφρόνησή":"περιφρόνηση",
"περιφρόνησης":"περιφρόνηση",
"περιφρονήσουν":"περιφρονώ",
"περιφρονητικά":"περιφρονητικά",
"περιφρονητική":"περιφρονητικός",
"περιφρονητικό":"περιφρονητικός",
"περιφρονούμε":"περιφρονώ",
"περιφρονούν":"περιφρονώ",
"περιφρονώντας":"περιφρονώ",
"περιφρουρεί":"περιφρουρώ",
"περιφρουρηθεί":"περιφρουρώ",
"περιφρούρησε":"περιφρουρώ",
"περιφρουρήσει":"περιφρουρώ",
"περιφρούρηση":"περιφρούρηση",
"περιφρούρησης":"περιφρούρηση",
"περιφρουρήσουν":"περιφρουρώ",
"περιχαρακωμένες":"περιχαρακώνω",
"περιχαρακώνεται":"περιχαρακώνω",
"περιχαράκωσης":"περιχαράκωση",
"περιχαρείς":"περιχαρής",
"περιχαρής":"περιχαρής",
"περιχυμένα":"περιχέω",
"περιχύνουμε":"περιχύνω",
"περίχωρα":"περίχωρα",
"περίχωρά":"περίχωρα",
"περιχώρων":"περίχωρα",
"περιώνυμα":"περιώνυμος",
"περιώνυμο":"περιώνυμος",
"περιώνυμων":"περιώνυμος",
"περιωπή":"περιωπή",
"περιωπής":"περιωπή",
"πέρκας":"πέρκα",
"περκασιονίστρια":"περκασιονίστρια",
"πέρκοβατς":"πέρκοβατς",
"περλ":"περλ",
"περλιμπλίν":"περλιμπλίν",
"περνά":"περνώ",
"περνάγαμε":"περνώ",
"πέρναγε":"περνώ",
"περνάει":"περνώ",
"περνάμε":"περνώ",
"περνάνε":"περνώ",
"περνάς":"περνώ",
"περνάτε":"περνώ",
"περνάω":"περνώ",
"περνία":"περνία",
"περνούν":"περνώ",
"περνούσα":"περνώ",
"περνούσαμε":"περνώ",
"περνούσαν":"περνώ",
"περνούσατε":"περνώ",
"περνούσε":"περνώ",
"περνώ":"περνώ",
"περνώντας":"περνώ",
"περό":"περό",
"περόνε":"περόνε",
"περότα":"περότα",
"περού":"περού",
"πέρου":"πέρου",
"περουβιανή":"περουβιανός",
"περουβιανής":"περουβιανός",
"περουβιανός":"περουβιανός",
"περούκες":"περούκα",
"περούτζια":"περούτζια",
"περπατά":"περπατώ",
"περπατάει":"περπατώ",
"περπατάμε":"περπατώ",
"περπατάνε":"περπατώ",
"περπατάς":"περπατώ",
"περπατάτε":"περπατώ",
"περπατάω":"περπατώ",
"περπάτημα":"περπάτημα",
"περπάτησα":"περπατώ",
"περπατήσαμε":"περπατώ",
"περπάτησαν":"περπατώ",
"περπάτησε":"περπατώ",
"περπατήσει":"περπατώ",
"περπατήσεις":"περπατώ",
"περπατήσετε":"περπατώ",
"περπατήσουμε":"περπατώ",
"περπατήσουν":"περπατώ",
"περπατήσω":"περπατώ",
"περπατούν":"περπατώ",
"περπατούσα":"περπατώ",
"περπατούσαμε":"περπατώ",
"περπατούσαν":"περπατώ",
"περπατούσε":"περπατώ",
"περπατώ":"περπατώ",
"περπατωντας":"περπατώ",
"περπατώντας":"περπατώ",
"περπερίδη":"περπερίδη",
"περπερίδης":"περπερίδης",
"περπέρογλου":"περπέρογλου",
"περπερούνας":"περπερούνας",
"περράκη":"περράκη",
"περράκης":"περράκης",
"περσάκη":"περσάκη",
"πέρσι":"πέρυσι",
"περσία":"περσία",
"περσίδη":"περσίδη",
"περσικές":"περσικός",
"περσική":"περσικός",
"περσικό":"περσικός",
"περσικού":"περσικός",
"περσινά":"περσινός",
"περσινές":"περσινός",
"περσινή":"περσινός",
"περσινής":"περσινός",
"περσινό":"περσινός",
"περσινοί":"περσινός",
"περσινός":"περσινός",
"περσινού":"περσινός",
"περσινών":"περσινός",
"περσον":"περσον",
"πέρσον":"πέρσον",
"περσόνα":"περσόνα",
"περσόνες":"περσόνες",
"πέρσον-σαντέρ":"πέρσον-σαντέρ",
"περσότερες":"περσότερες",
"περτσαχ":"περτσαχ",
"πέρτσαχ":"πέρτσαχ",
"πέρτσε":"πέρτσε",
"περτσινιδης":"περτσινιδης",
"πέρυσι":"πέρυσι",
"περυσινές":"περυσινός",
"περυσινή":"περυσινός",
"περυσινής":"περυσινός",
"περυσινό":"περυσινός",
"περυσινού":"περυσινός",
"περφεκτ":"περφεκτ",
"περφόρμανς":"περφόρμανς",
"πες":"λέγω",
"πεσαβάρ":"πεσαβάρ",
"πέσαμε":"πέφτω",
"πέσει":"πέφτω",
"πέσεις":"πέφτω",
"πεσετα":"πεσέτα",
"πέσετε":"πέφτω",
"πεσέτες":"πεσέτα",
"πεσμαζόγλου":"πεσμαζόγλου",
"πεσμένα":"πεσμένος",
"πεσμένη":"πεσμένος",
"πεσμένο":"πεσμένος",
"πεσμένοι":"πεσμένος",
"πεσμένος":"πεσμένος",
"πεσμένους":"πέφτω",
"πεσμένων":"πεσμένος",
"πέσο":"πέσο",
"πεσόντες":"πεσών",
"πεσόντων":"πεσών",
"πέσος":"πέσος",
"πέσουμε":"πέφτω",
"πέσουν":"πέφτω",
"πεσούσης":"πεσών",
"πεσσό":"πεσσός",
"πεσσός":"πεσσός",
"πέστε":"πέφτω",
"πέστροφες":"πέστροφα",
"πέσω":"πέφτω",
"πέτα":"πέτο",
"πετά":"πετώ",
"πέταγαν":"πετώ",
"πέταγε":"πετώ",
"πετάγεται":"πετώ",
"πέταγμα":"πέταγμα",
"πεταγόμαστε":"πετώ",
"πετάγονταν":"πετώ",
"πεταγόντουσαν":"πετώ",
"πετάει":"πετώ",
"πέταλα":"πέταλο",
"πεταλίδη":"πεταλίδη",
"πέταλο":"πέταλο",
"πετάλου":"πέταλο",
"πεταλούδα":"πεταλούδα",
"πεταλούδας":"πεταλούδα",
"πεταλούδες":"πεταλούδα",
"πέταμα":"πέταμα",
"πετάμε":"πετώ",
"πεταμένα":"πεταμένος",
"πεταμένες":"πεταμένος",
"πεταμένο":"πεταμένος",
"πεταμένοι":"πεταμένος",
"πετάνε":"πετώ",
"πέταξα":"πετώ",
"πετάξαμε":"πετώ",
"πέταξαν":"πετώ",
"πέταξε":"πετώ",
"πετάξει":"πετώ",
"πετάξεις":"πετώ",
"πέταξες":"πετώ",
"πετάξουμε":"πετώ",
"πετάξουν":"πετώ",
"πετάξω":"πετώ",
"πετάς":"πετώ",
"πετάτε":"πετώ",
"πεταχθεί":"πετώ",
"πεταχθούν":"πετώ",
"πεταχτεί":"πετώ",
"πετάχτηκα":"πετώ",
"πετάχτηκαν":"πετώ",
"πετάχτηκε":"πετώ",
"πεταχτούν":"πετώ",
"πετάω":"πετώ",
"πετεινά":"πετεινά",
"πετερανσέλ":"πετερανσέλ",
"πέτερσεν":"πέτερσεν",
"πέτερσμπεργκ":"πέτερσμπεργκ",
"πετερχανσέλ":"πετερχανσέλ",
"πέτζα":"πέτζα",
"πετζετακις":"πετζετακις",
"πετιέται":"πετώ",
"πετινάρι":"πετινάρι",
"πετιούνται":"πετώ",
"πετκακη":"πετκακη",
"πετκάκη":"πετκάκη",
"πετκακης":"πετκακης",
"πετκάκης":"πετκάκης",
"πέτκοβιτς":"πέτκοβιτς",
"πέτκοφ":"πέτκοφ",
"πέτο":"πέτο",
"πετονιά":"πετονιά",
"πετονιάς":"πετονιά",
"πετούν":"πετώ",
"πετούσαμε":"πετώ",
"πετούσαν":"πετώ",
"πετούσε":"πετώ",
"πετρ":"πετρ",
"πέτρα":"πέτρα",
"πετρά":"πετράς",
"πετραβίτσιους":"πετραβίτσιους",
"πετραδάκι":"πετραδάκι",
"πετράδι":"πετράδι",
"πετράδια":"πετράδι",
"πετρακάκης":"πετρακάκης",
"πετράκη":"πετράκη",
"πετράκης":"πετράκης",
"πετραλέξης":"πετραλέξης",
"πετραλιά":"πετραλιά",
"πετραλώνων":"πετραλώνων",
"πέτρας":"πέτρα",
"πέτρε":"πέτρε",
"πετρέας":"πετρέας",
"πετρελαια":"πετρέλαιο",
"πετρέλαια":"πετρέλαιο",
"πετρέλαιά":"πετρέλαιο",
"πετρελαιαγωγού":"πετρελαιαγωγός",
"πετρελαιάδες":"πετρελαιάδες",
"πετρελαιάς":"πετρελαιάς",
"πετρελαϊκά":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκές":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκή":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκής":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκού":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκούς":"πετρελαϊκός",
"πετρελαϊκών":"πετρελαϊκός",
"πετρέλαιο":"πετρέλαιο",
"πετρέλαιό":"πετρέλαιο",
"πετρέλαιο-αέριο":"πετρέλαιο-αέριο",
"πετρελαιοειδή":"πετρελαιοειδές",
"πετρελαιοειδών":"πετρελαιοειδές",
"πετρελαιοεξαγωγός":"πετρελαιοεξαγωγός",
"πετρελαιοκηλίδα":"πετρελαιοκηλίδα",
"πετρελαιοκηλίδας":"πετρελαιοκηλίδα",
"πετρελαιοκίνητα":"πετρελαιοκίνητος",
"πετρελαιοπηγές":"πετρελαιοπηγή",
"πετρελαιοπηγή":"πετρελαιοπηγή",
"πετρελαιοπηγών":"πετρελαιοπηγή",
"πετρελαίου":"πετρέλαιο",
"πετρελαιοφόρα":"πετρελαιοφόρος",
"πετρελαιοφόρου":"πετρελαιοφόρος",
"πετρελαιων":"πετρέλαιο",
"πετρελαίων":"πετρέλαιο",
"πέτρες":"πέτρα",
"πετριά":"πετριά",
"πετριδη":"πετριδη",
"πετρίδης":"πετρίδης",
"πετρίδου":"πετρίδου",
"πέτρινα":"πέτρινος",
"πέτρινες":"πέτρινος",
"πέτρινη":"πέτρινος",
"πέτρινο":"πέτρινος",
"πετρινού":"πετρινού",
"πέτρινους":"πέτρινος",
"πέτριτς":"πέτριτς",
"πετριτσίου":"πετριτσίου",
"πέτρο":"πέτρος",
"πέτροβα":"πέτροβα",
"πέτροβιτς":"πέτροβιτς",
"πετροβολήθηκε":"πετροβολώ",
"πετρόγιαννη":"πετρόγιαννη",
"πετρόγιαννης":"πετρόγιαννης",
"πετροδημόπουλος":"πετροδημόπουλος",
"πετροδολάρια":"πετροδολάριο",
"πετρολογίας":"πετρολογία",
"πετροπόλεμο":"πετροπόλεμος",
"πετροπόλεμος":"πετροπόλεμος",
"πετρόπουλο":"πετρόπουλος",
"πετρόπουλος":"πετρόπουλος",
"πετροπούλου":"πετρόπουλος",
"πετρος":"πέτρος",
"πέτρος":"πέτρος",
"πέτρου":"πέτρος",
"πέτρουλας":"πέτρουλας",
"πετρούπολη":"πετρούπολη",
"πετρούπολης":"πετρούπολη",
"πετρούσα":"πετρούσα",
"πετρόφ":"πετρόφ",
"πετροχημικών":"πετροχημικός",
"πέτρωμα":"πέτρωμα",
"πετρώματα":"πέτρωμα",
"πετρώματά":"πέτρωμα",
"πετρωμάτων":"πέτρωμα",
"πετς":"πετς",
"πέτσα":"πέτσα",
"πετσάλνικο":"πετσάλνικος",
"πετσάλνικος":"πετσάλνικος",
"πετσάλνικου":"πετσάλνικος",
"πέτσας":"πέτσα",
"πετσέτα":"πετσέτα",
"πετσέτες":"πετσέτα",
"πετσί":"πετσί",
"πέττας":"πέττας",
"πέτυχα":"πετυχαίνω",
"πετύχαινε":"πετυχαίνω",
"πετυχαίνει":"πετυχαίνω",
"πετυχαίνετε":"πετυχαίνω",
"πετυχαίνοντας":"πετυχαίνω",
"πετυχαίνουμε":"πετυχαίνω",
"πετυχαίνουν":"πετυχαίνω",
"πετύχαμε":"πετυχαίνω",
"πέτυχαν":"πετυχαίνω",
"πετύχατε":"πετυχαίνω",
"πετυχε":"πετυχαίνω",
"πέτυχε":"πετυχαίνω",
"πετύχει":"πετυχαίνω",
"πετύχεις":"πετυχαίνω",
"πέτυχες":"πετυχαίνω",
"πετύχετε":"πετυχαίνω",
"πετυχημένα":"πετυχημένος",
"πετυχημένες":"πετυχημένος",
"πετυχημένη":"πετυχημένος",
"πετυχημένο":"πετυχημένος",
"πετυχημένοι":"πετυχημένος",
"πετυχημένος":"πετυχημένος",
"πετυχημένου":"πετυχημένος",
"πετυχημένους":"πετυχημένος",
"πετύχουμε":"πετυχαίνω",
"πετύχουν":"πετυχαίνω",
"πετύχω":"πετυχαίνω",
"πετώ":"πετώ",
"πετώντας":"πετώ",
"πεύκα":"πεύκο",
"πεύκης":"πεύκη",
"πεύκο":"πεύκος",
"πευκοδάση":"πευκόδασος",
"πευκόδασος":"πευκόδασος",
"πεύκου":"πεύκος",
"πευκόφυτα":"πευκόφυτος",
"πεύκων":"πεύκος",
"πεφσειδίων":"πεφσειδίων",
"'πέφταμε'":"'πέφταμε'",
"πέφταμε":"πέφτω",
"πέφτανε":"πέφτω",
"πεφτει":"πέφτω",
"πέφτει":"πέφτω",
"πέφτεις":"πέφτω",
"πέφτετε":"πέφτω",
"πέφτοντας":"πέφτω",
"πέφτουμε":"πέφτω",
"πεφτουν":"πέφτω",
"πέφτουν":"πέφτω",
"πέφτουνε":"πέφτω",
"πέφτω":"πέφτω",
"πεφωτισμένη":"πεφωτισμένος",
"πεφωτισμένο":"πεφωτισμένος",
"πεφωτισμένος":"πεφωτισμένος",
"πεχλιβάνης":"πεχλιβάνης",
"πεχλιβανιδης":"πεχλιβανίδης",
"πεχλιβανίδης":"πεχλιβανίδης",
"πεχλιβλάνης":"πεχλιβλάνης",
"πεχωδε":"πεχωδε",
"πέψη":"πέψη",
"πήγα":"πηγαίνω",
"πηγαδάκι":"πηγαδάκι",
"πηγαδάκια":"πηγαδάκι",
"πηγαδάς":"πηγαδάς",
"πηγαδι":"πηγάδι",
"πηγάδι":"πηγάδι",
"πηγάδια":"πηγάδι",
"πηγαδιών":"πηγάδι",
"πηγάζει":"πηγάζω",
"πηγάζουν":"πηγάζω",
"πηγαία":"πηγαίος",
"πηγαιμό":"πηγαιμός",
"πήγαινα":"πηγαίνω",
"πηγαίναμε":"πηγαίνω",
"πήγαιναν":"πηγαίνω",
"πηγαίνατε":"πηγαίνω",
"πήγαινε":"πηγαίνω",
"πηγαίνει":"πηγαίνω",
"πηγαίνεις":"πηγαίνω",
"πηγαινέλα":"πηγαινέλα",
"πήγαινες":"πηγαίνω",
"πηγαίνετε":"πηγαίνω",
"πηγαινοέρχεται":"πηγαινοέρχομαι",
"πηγαινοερχόμουν":"πηγαινοέρχομαι",
"πηγαινοέρχονται":"πηγαινοέρχομαι",
"πηγαίνοντας":"πηγαίνω",
"πηγαίνουμε":"πηγαίνω",
"πηγαίνουν":"πηγαίνω",
"πηγαινοφέρνει":"πηγαινοφέρνω",
"πηγαίνω":"πηγαίνω",
"πηγαίο":"πηγαίος",
"πήγαμε":"πηγαίνω",
"πήγαν":"πηγαίνω",
"πήγανε":"πηγαίνω",
"πηγασος":"πήγασος",
"πήγατε":"πηγαίνω",
"πηγε":"πηγαίνω",
"πήγε":"πηγαίνω",
"πήγες":"πηγαίνω",
"πηγές":"πηγή",
"πηγη":"πηγή",
"πηγή":"πηγή",
"πηγής":"πηγή",
"πηγμένο":"πηγμένος",
"πηγμένοι":"πηγμένος",
"πηγών":"πηγή",
"πηδάει":"πηδώ",
"πηδάλιο":"πηδάλιο",
"πηδάμε":"πηδώ",
"πηδάς":"πηδώ",
"πήδημα":"πήδημα",
"πηδήματα":"πήδημα",
"πηδηματάκια":"πηδηματάκι",
"πήδηξα":"πηδώ",
"πήδηξαν":"πηδώ",
"πήδηξε":"πηδώ",
"πηδήξει":"πηδώ",
"πήδησε":"πηδώ",
"πήδο":"πήδος",
"πηδούσαν":"πηδώ",
"πηδούσε":"πηδώ",
"πήζουν":"πήζω",
"πηλείδης":"πηλείδης",
"πηλείδου":"πηλείδου",
"πηλίκο":"πηλίκο",
"πήλινα":"πήλινος",
"πήλινες":"πήλινος",
"πήλινη":"πήλινος",
"πήλινο":"πήλινος",
"πήλινους":"πήλινος",
"πήλινων":"πήλινος",
"πήλιο":"πήλιο",
"πηλιορίτης":"πηλιορίτης",
"πηλό":"πηλός",
"πηλοθεραπεία":"πηλοθεραπεία",
"πηλοθεραπείας":"πηλοθεραπείας",
"πηλοθεραπευτήριο":"πηλοθεραπευτήριο",
"πηλού":"πηλός",
"πηνειού":"πηνειός",
"πηνελόπη":"πηνελόπη",
"πηνελόπης":"πηνελόπη",
"πήξει":"πήζω",
"πήξεως":"πήξη",
"πήρα":"παίρνω",
"πηραμε":"παίρνω",
"πήραμε":"παίρνω",
"πήραν":"παίρνω",
"πήρατε":"παίρνω",
"πήρε":"παίρνω",
"πηρε":"πηρε",
"πηρε":"πηρός",
"πήρες":"παίρνω",
"πήρώνονται":"πυρώνω",
"πητ":"πητ",
"πήτερ":"πήτερ",
"πήχας":"πήχας",
"πήχη":"πήχης",
"πήχης":"πήχης",
"πηχτή":"πηκτός",
"πηχτό":"πηκτός",
"πήχυ":"πήχυ",
"πηχυαίους":"πηχυαίος",
"πι":"πι",
"πια":"πια",
"πιάκουν":"πιάκουν",
"πιάνα":"πιάνο",
"πιάνει":"πιάνω",
"πιάνεις":"πιάνω",
"πιάνεται":"πιάνω",
"πιανίστα":"πιανίστας",
"πιανίστας":"πιανίστας",
"πιανίστας-μουσικός":"πιανίστας-μουσικός",
"πιανίστες":"πιανίστας",
"πιανιστική":"πιανιστική",
"πιάνο":"πιάνο",
"πιάνοντας":"πιάνω",
"πιάνου":"πιάνο",
"πιάνουμε":"πιάνω",
"πιάνουν":"πιάνω",
"πιάνουνε":"πιάνω",
"πιάνω":"πιάνω",
"πιάσαμε":"πιάνω",
"πιάσανε":"πιάνω",
"πιασάρικη":"πιασάρικος",
"πιάσε":"πιάνω",
"πιάσει":"πιάνω",
"πιάσεις":"πιάνω",
"πιάσετε":"πιάνω",
"πιασμένα":"πιασμένος",
"πιασμένες":"πιασμένος",
"πιασμένοι":"πιασμένος",
"πιασμένος":"πιασμένος",
"πιασμένους":"πιασμένος",
"πιάσουμε":"πιάνω",
"πιάσουν":"πιάνω",
"πιάστε":"πιάνω",
"πιαστεί":"πιάνω",
"πιαστείς":"πιάνω",
"πιάστηκαν":"πιάνω",
"πιάστηκε":"πιάνω",
"πιάσω":"πιάνω",
"πιάτα":"πιάτο",
"πιατάκια":"πιατάκι",
"πιατέλα":"πιατέλα",
"πιάτο":"πιάτο",
"πιάτου":"πιάτο",
"πιάτσα":"πιάτσα",
"πιάτσας":"πιάτσα",
"πιατσέντζα":"πιατσέντζα",
"πιάτων":"πιάτο",
"πιβοβάρνα":"πιβοβάρνα",
"πιγκ":"πιγκ",
"πίγκοτ":"πίγκοτ",
"πιγκουίνοι":"πιγκουίνος",
"πιγκουίνος":"πιγκουίνος",
"πιγκουίνους":"πιγκουίνος",
"πιγκουίνων":"πιγκουίνος",
"πίδακας":"πίδακας",
"πίδακες":"πίδακας",
"πιδί":"πιδί",
"πίεζαν":"πιέζω",
"πίεζε":"πιέζω",
"πιέζει":"πιέζω",
"πιέζεται":"πιέζω",
"πιεζόμενοι":"πιεζόμενος",
"πιεζόμενος":"πιέζω",
"πιέζονται":"πιέζω",
"πιέζοντας":"πιέζω",
"πιεζόταν":"πιέζω",
"πιέζουν":"πιέζω",
"πιει":"πίνω",
"πιεις":"πίνω",
"πιείτε":"πίνω",
"πιερ":"πιερ",
"πιέρ":"πιέρ",
"πιερατσόνι":"πιερατσόνι",
"πιερία":"πιερία",
"πιέρια":"πιέρια",
"πιεριας":"πιερία",
"πιερίας":"πιερία",
"πιερικής":"πιερικός",
"πιερικος":"πιερικός",
"πιερικός":"πιερικός",
"πιερικού":"πιερικός",
"πιερλουίτζι":"πιερλουίτζι",
"πιερο":"πιερο",
"πιέρο":"πιέρο",
"πίερος":"πίερος",
"πίεσα":"πιέζω",
"πιέσαμε":"πιέζω",
"πίεσαν":"πιέζω",
"πίεσε":"πιέζω",
"πιέσει":"πιέζω",
"πιέσεις":"πίεση",
"πιέσετε":"πιέζω",
"πιέσεων":"πίεση",
"πιεση":"πίεση",
"πίεση":"πίεση",
"πίεσή":"πίεση",
"πίεσης":"πίεση",
"πίεσής":"πίεση",
"πιεσμένος":"πιέζω",
"πιέσουμε":"πιέζω",
"πιέσουν":"πιέζω",
"πιεστεί":"πιέζω",
"πιέστηκαν":"πιέζω",
"πιέστηκε":"πιέζω",
"πιεστήριο":"πιεστήριο",
"πιεστικά":"πιεστικά",
"πιεστικά":"πιεστικός",
"πιεστικές":"πιεστικός",
"πιεστική":"πιεστικός",
"πιεστικό":"πιεστικός",
"πιεστικότερη":"πιεστικός",
"πιεστικούς":"πιεστικός",
"πιεστούν":"πιέζω",
"πιέσω":"πιέζω",
"πιέτλοβιτς":"πιέτλοβιτς",
"πιέτρο":"πιέτρο",
"πιετρούς":"πιετρούς",
"πιζανιά":"πιζανιά",
"πιζανοφσκι":"πιζανοφσκι",
"πιζανόφσκι":"πιζανόφσκι",
"πιθαμής":"πιθαμή",
"πιθανά":"πιθανός",
"πιθανές":"πιθανός",
"πιθανή":"πιθανός",
"πιθανής":"πιθανός",
"πιθανό":"πιθανός",
"πιθανοί":"πιθανός",
"πιθανολογεί":"πιθανολογώ",
"πιθανολογείται":"πιθανολογώ",
"πιθανολογήσει":"πιθανολογώ",
"πιθανολογήσω":"πιθανολογώ",
"πιθανολογούμενη":"πιθανολογούμενος",
"πιθανολογούμενοι":"πιθανολογούμενος",
"πιθανολογούν":"πιθανολογώ",
"πιθανόν":"πιθανώς",
"πιθανός":"πιθανός",
"πιθανότατα":"πιθανώς",
"πιθανότερα":"πιθανός",
"πιθανότερες":"πιθανός",
"πιθανότερη":"πιθανός",
"πιθανότερο":"πιθανός",
"πιθανότεροι":"πιθανός",
"πιθανότερος":"πιθανός",
"πιθανότητα":"πιθανότητα",
"πιθανότητας":"πιθανότητα",
"πιθανότητες":"πιθανότητα",
"πιθανότητές":"πιθανότητα",
"πιθανοτήτων":"πιθανότητα",
"πιθανού":"πιθανός",
"πιθανούς":"πιθανός",
"πιθανών":"πιθανός",
"πιθανώς":"πιθανώς",
"πιθάρι":"πιθάρι",
"πιθεώνες":"πιθεώνες",
"πίθηκο":"πίθηκος",
"πίθηκοι":"πίθηκος",
"πίθηκος":"πίθηκος",
"πιθήκους":"πίθηκος",
"πιθήκων":"πίθηκος",
"πικ":"πικ",
"πικάντικα":"πικάντικος",
"πικάντικη":"πικάντικος",
"πικάντικο":"πικάντικος",
"πικάντικος":"πικάντικος",
"πικάπ":"πικάπ",
"πικάρει":"πικάρω",
"πικάρντ":"πικάρντ",
"πίκετ":"πίκετ",
"πικετοφορία":"πικετοφορία",
"πίκουλα":"πίκουλα",
"πικουλίν":"πικουλίν",
"πικρά":"πικρά",
"πίκρα":"πίκρα",
"πικραθεί":"πικραίνω",
"πικραμένοι":"πικραμένος",
"πικραμένος":"πικραμένος",
"πικραμύγδαλο":"πικραμύγδαλο",
"πίκραναν":"πικραίνω",
"πίκρανε":"πικραίνω",
"πίκρας":"πίκρα",
"πίκρες":"πίκρα",
"πικρές":"πικρός",
"πικρή":"πικρός",
"πικρής":"πικρός",
"πικρία":"πικρία",
"πικρίας":"πικρία",
"πικρίες":"πικρία",
"πικρίζει":"πικρίζω",
"πικρό":"πικρός",
"πικροδάφνες":"πικροδάφνη",
"πικρολίμνης":"πικρολίμνης",
"πικρός":"πικρός",
"πικρόχολα":"πικρόχολος",
"πικρόχολη":"πικρόχολος",
"πιλάτη":"πιλάτη",
"πιλάφι":"πιλάφι",
"πιλέγκι":"πιλέγκι",
"πιλοτάρισμα":"πιλοτάρισμα",
"πιλοτήριο":"πιλοτήριο",
"πιλοτηρίου":"πιλοτήριο",
"πιλοτικά":"πιλοτικός",
"πιλοτικές":"πιλοτικός",
"πιλοτική":"πιλοτικός",
"πιλοτικό":"πιλοτικός",
"πιλοτικού":"πιλοτικός",
"πιλοτικών":"πιλοτικός",
"πιλότο":"πιλότος",
"πιλότοι":"πιλότος",
"πιλότος":"πιλότος",
"πιλότου":"πιλότος",
"πιλότους":"πιλότος",
"πιλοτών":"πιλοτή",
"πιλότων":"πιλότος",
"πίλσεν":"πίλσεν",
"πίλσεν10-51059":"πίλσεν10-51059",
"πίλσεν83":"πίλσεν83",
"πίνακα":"πίνακας",
"πινακας":"πινάκα",
"πίνακας":"πίνακας",
"πίνακες":"πίνακας",
"πίνακές":"πίνακας",
"πίνακι":"πίνακι",
"πινάκια":"πινάκιο",
"πινακίδα":"πινακίδα",
"πινακίδες":"πινακίδα",
"πινακίδης":"πινακίδης",
"πινακίδων":"πινακίδα",
"πινάκιο":"πινάκιο",
"πινακίου":"πινάκιο",
"πινακοθηκη":"πινακοθήκη",
"πινακοθήκη":"πινακοθήκη",
"πινακοθήκης":"πινακοθήκη",
"πινάκων":"πίνακας",
"πινακωτή":"πινακωτή",
"πίναμε":"πίνω",
"πινγκ":"πινγκ",
"πινδάρου":"πινδάρου",
"πίνδο":"πίνδος",
"πίνδος":"πίνδος",
"πίνδου":"πίνδος",
"πινδώνης":"πινδώνης",
"πίνει":"πίνω",
"πινέιρο":"πινέιρο",
"πίνεις":"πίνω",
"πινέλα":"πινέλο",
"πινελιά":"πινελιά",
"πινελιάς":"πινελιά",
"πινελιές":"πινελιά",
"πινέλο":"πινέλο",
"πινέλου":"πινέλο",
"πίνεται":"πίνω",
"πίνετε":"πίνω",
"πινό":"πινό",
"πίνοντας":"πίνω",
"πίνοντάς":"πίνω",
"πινοσέτ":"πινοσέτ",
"πινοτσέτ":"πινοτσέτ",
"πίνουμε":"πίνω",
"πίνουν":"πίνω",
"πίνουνε":"πίνω",
"πίντο":"πίντο",
"πιντόλ":"πιντόλ",
"πίνω":"πίνω",
"πίξελ":"πίξελ",
"πιο":"πιο",
"πιογκ":"πιογκ",
"πιόνι":"πιόνι",
"πιόνια":"πιόνι",
"πιότερο":"πιο",
"πιοτό":"πιοτό",
"πιούμε":"πίνω",
"πιουν":"πίνω",
"πίπα":"πίπα",
"πίπας":"πίπα",
"πίπεν":"πίπεν",
"πιπεράτες":"πιπεράτος",
"πιπεράτο":"πιπεράτος",
"πιπεργιά":"πιπεργιά",
"πιπέρι":"πιπέρι",
"πιπεριά":"πιπεριά",
"πιπερίδης":"πιπερίδης",
"πιπεριές":"πιπεριά",
"πιπεριού":"πιπέρι",
"πιπερονάτο":"πιπερονάτο",
"πιπερόπουλο":"πιπερόπουλο",
"πιπεροπουλου*":"πιπεροπουλου*",
"πιπερόπουλου*":"πιπερόπουλου*",
"πίπες":"πίπα",
"πίπη":"πίπη",
"πίπης":"πίπης",
"πίπιζα":"πιπίζω",
"πιπίλα":"πιπίλα",
"πιπιλή":"πιπιλή",
"πιπιλής":"πιπιλής",
"πιπίνης":"πιπίνης",
"πίπτουν":"πίπτω",
"πιρ":"πιρ",
"πιρές":"πιρές",
"πιρογα":"πιρόγα",
"πιρούνι":"πιρούνι",
"πιρπατούσιν":"πιρπατούσιν",
"πιρς":"πιρς",
"πις":"πις",
"πισίνα":"πισίνα",
"πισινά":"πισινός",
"πισίνας":"πισίνα",
"πισίνες":"πισίνα",
"πισινή":"πισινός",
"πισινό":"πισινός",
"πισιώτη":"πισιώτη",
"πισκοπάκης":"πισκοπάκης",
"πισοδέρι":"πισοδέρι",
"πισοδεριτών":"πισοδεριτών",
"πίσσα":"πίσσα",
"πίσσας":"πίσσα",
"πιστά":"πιστά",
"πίστα":"πίστα",
"πίστας":"πίστα",
"πίστες":"πίστα",
"πιστές":"πιστός",
"πίστευα":"πιστεύω",
"πιστεύαμε":"πιστεύω",
"πίστευαν":"πιστεύω",
"πίστευε":"πιστεύω",
"πιστεύει":"πιστεύω",
"πιστεύεις":"πιστεύω",
"πιστεύεται":"πιστεύεται",
"πιστεύετε":"πιστεύω",
"πιστεύονταν":"πιστεύονταν",
"πιστεύοντας":"πιστεύω",
"πιστευόταν":"πιστεύεται",
"πιστεύουμε":"πιστεύω",
"πιστεύουν":"πιστεύω",
"πιστευτά":"πιστευτός",
"πιστευτή":"πιστευτός",
"πιστευτό":"πιστευτός",
"πιστευτοί":"πιστευτός",
"πιστεύω":"πιστεύω",
"πιστεύων":"πιστεύων",
"πίστεψα":"πιστεύω",
"πιστέψαμε":"πιστεύω",
"πίστεψαν":"πιστεύω",
"πίστεψε":"πιστεύω",
"πίστεψέ":"πιστεύω",
"πιστέψει":"πιστεύω",
"πίστεψες":"πιστεύω",
"πιστέψετε":"πιστεύω",
"πιστέψουμε":"πιστεύω",
"πιστέψουν":"πιστεύω",
"πιστέψτε":"πιστεύω",
"πιστέψω":"πιστεύω",
"πιστεως":"πίστη",
"πίστεως":"πίστη",
"πίστη":"πίστη",
"πιστη":"πιστός",
"πιστή":"πιστός",
"πίστης":"πίστη",
"πιστής":"πιστός",
"πιστικός":"πιστικός",
"πίστιν":"πίστη",
"πιστό":"πιστός",
"πιστοί":"πιστός",
"πιστολάκι":"πιστολάκι",
"πιστολέρο":"πιστολέρο",
"πιστοληπτική":"πιστοληπτικός",
"πιστοληπτικης":"πιστοληπτικός",
"πιστοληπτικής":"πιστοληπτικός",
"πιστοληπτικό":"πιστοληπτικός",
"πιστόλι":"πιστόλι",
"πιστόλια":"πιστόλι",
"πιστολιού":"πιστόλι",
"πίστονς":"πίστονς",
"πίστονς-σάρλοτ":"πίστονς-σάρλοτ",
"πιστοποιεί":"πιστοποιώ",
"πιστοποιείται":"πιστοποιώ",
"πιστοποιηθεί":"πιστοποιώ",
"πιστοποιήθηκαν":"πιστοποιώ",
"πιστοποιήθηκε":"πιστοποιώ",
"πιστοποιημένα":"πιστοποιώ",
"πιστοποιημένες":"πιστοποιώ",
"πιστοποιημένη":"πιστοποιώ",
"πιστοποιημένο":"πιστοποιώ",
"πιστοποιημένους":"πιστοποιώ",
"πιστοποίησε":"πιστοποιώ",
"πιστοποιήσει":"πιστοποιώ",
"πιστοποιήσεις":"πιστοποίηση",
"πιστοποιήσεων":"πιστοποίηση",
"πιστοποίηση":"πιστοποίηση",
"πιστοποίησή":"πιστοποίηση",
"πιστοποίησης":"πιστοποίηση",
"πιστοποιήσουν":"πιστοποιώ",
"πιστοποιήσω":"πιστοποιώ",
"πιστοποιητικά":"πιστοποιητικό",
"πιστοποιητικό":"πιστοποιητικό",
"πιστοποιητικού":"πιστοποιητικός",
"πιστοποιητικών":"πιστοποιητικό",
"πιστοποιούν":"πιστοποιώ",
"πιστός":"πιστός",
"πιστότητα":"πιστότητα",
"πιστού":"πιστός",
"πιστούς":"πιστός",
"πιστωθεί":"πιστώνω",
"πιστών":"πιστός",
"πιστώνεται":"πιστώνω",
"πιστώνονται":"πιστώνω",
"πιστώσεις":"πίστωση",
"πιστώσεων":"πίστωση",
"πίστωση":"πίστωση",
"πίστωσης":"πίστωση",
"πιστωτές":"πιστωτής",
"πιστωτικά":"πιστωτικός",
"πιστωτικές":"πιστωτικός",
"πιστωτική":"πιστωτικός",
"πιστωτικής":"πιστωτικός",
"πιστωτικό":"πιστωτικός",
"πιστωτικού":"πιστωτικός",
"πιστωτικών":"πιστωτικός",
"πιστώτριας":"πιστώτρια",
"πιστώτριες":"πιστώτρια",
"πιστωτών":"πιστωτής",
"πισω":"πίσω",
"πίσω":"πίσω",
"πίσω'":"πίσω'",
"πισωγύρισμα":"πισωγύρισμα",
"πισωγυρίσματα":"πισωγύρισμα",
"πισώπλατα":"πισώπλατα",
"πιτ":"πιτ",
"πιτα":"πίτα",
"πίτα":"πίτα",
"πίτας":"πίτα",
"πίτερ":"πίτερ",
"πίτερμαν":"πίτερμαν",
"πιτερμπορο":"πιτερμπορο",
"πίτερσεν":"πίτερσεν",
"πίτερχεντ":"πίτερχεντ",
"πίτες":"πίτα",
"πιτέστι":"πιτέστι",
"πιτζάμες":"πιτζάμα",
"πιτό":"πιτό",
"πίτουρα":"πίτουρο",
"πιτς":"πιτς",
"πίτσα":"πίτσα",
"πιτσαρίες":"πιτσαρία",
"πίτσες":"πίτσα",
"πιτσιακιδης":"πιτσιακιδης",
"πιτσιόρλα":"πιτσιόρλα",
"πιτσιρικά":"πιτσιρικάς",
"πιτσιρικάδες":"πιτσιρικάς",
"πιτσιρικάδων":"πιτσιρικάς",
"πιτσιρικαρία":"πιτσιρικαρία",
"πιτσιρικάς":"πιτσιρικάς",
"πιτσιρίκι":"πιτσιρίκι",
"πιτσιρίκια":"πιτσιρίκι",
"πιτσιρίκο":"πιτσιρίκος",
"πιτσιρίκος":"πιτσιρίκος",
"πίτσμπουργκ":"πίτσμπουργκ",
"πίτσος":"πίτσος",
"πίτσου":"πίτσου",
"πιτσωίδης":"πιτσωίδης",
"πίττα":"πίττα",
"πίττας":"πίττας",
"πιω":"πίνω",
"πιωμένοι":"πιωμένος",
"πλ":"πλ",
"πλ.":"πλ.",
"πλαγιά":"πλαγιά",
"πλάγια":"πλάγια",
"πλάγια":"πλάγιος",
"πλαγιάρι":"πλαγιάρι",
"πλαγιάς":"πλαγιά",
"πλαγιάσει":"πλαγιάζω",
"πλαγιές":"πλαγιά",
"πλάγιο":"πλάγιος",
"πλάγιοι":"πλάγιος",
"πλαγιοκοποιεί":"πλαγιοκοποιεί",
"πλαγιομετωπικά":"πλαγιομετωπικός",
"πλάγιο-μετωπική":"πλάγιο-μετωπική",
"πλαγιομετωπική":"πλαγιομετωπικός",
"πλαγίου":"πλάγιος",
"πλάγιων":"πλάγιος",
"πλαγίως":"πλαγίως",
"πλαδαρού":"πλαδαρός",
"πλαζ":"πλαζ",
"πλάθει":"πλάθω",
"πλάθεται":"πλάθω",
"πλάθοντας":"πλάθω",
"πλάθουν":"πλάθω",
"πλάι":"πλάι",
"πλαϊνά":"πλαϊνός",
"πλαϊνή":"πλαϊνός",
"πλαΐνης":"πλαΐνης",
"πλαϊνό":"πλαϊνός",
"πλαϊνού":"πλαϊνός",
"πλαισια":"πλαίσιο",
"πλαίσια":"πλαίσιο",
"πλαίσιά":"πλαίσιο",
"πλαισιο":"πλαίσιο",
"πλαίσιο":"πλαίσιο",
"πλαίσιό":"πλαίσιο",
"πλαισίου":"πλαίσιο",
"πλαισιωθεί":"πλαισιώνω",
"πλαισιώθηκαν":"πλαισιώνω",
"πλαισιωμένες":"πλαισιώνω",
"πλαισιωμένος":"πλαισιωμένος",
"πλαισίων":"πλαίσιο",
"πλαισίωναν":"πλαισιώνω",
"πλαισιώνει":"πλαισιώνω",
"πλαισιώνεται":"πλαισιώνω",
"πλαισιώνονται":"πλαισιώνω",
"πλαισιώνουν":"πλαισιώνω",
"πλαισιώσει":"πλαισιώνω",
"πλαισιώσουν":"πλαισιώνω",
"πλάκα":"πλάκα",
"πλακα":"πλακάς",
"πλακάκι":"πλακάκι",
"πλακάκια":"πλακάκι",
"πλακαντωνάκης":"πλακαντωνάκης",
"πλάκας":"πλάκα",
"πλακας":"πλακάς",
"πλακάτ":"πλακάτ",
"πλακέ":"πλακέ",
"πλάκες":"πλάκα",
"πλακέτα":"πλακέτα",
"πλακέτες":"πλακέτα",
"πλακί":"πλακί",
"πλακίδια":"πλακίδιο",
"πλακίτσες":"πλακίτσες",
"πλακοστρώσεις":"πλακοστρώνω",
"πλακόστρωση":"πλακόστρωση",
"πλακόστρωτα":"πλακόστρωτος",
"πλακόστρωτη":"πλακόστρωτος",
"πλακόστρωτο":"πλακόστρωτος",
"πλακούντα":"πλακούντας",
"πλακουτση":"πλακουτση",
"πλακών":"πλάκα",
"πλακώνει":"πλακώνω",
"πλακώνουν":"πλακώνω",
"πλάκωσαν":"πλακώνω",
"πλακώσει":"πλακώνω",
"πλαν":"πλαν",
"πλάνα":"πλάνο",
"πλανάστε":"πλανώ",
"πλανάται":"πλανώ",
"πλάνεψες":"πλανεύω",
"πλάνην":"πλάνη",
"πλάνης":"πλάνη",
"πλανητάρχη":"πλανητάρχης",
"πλανητάρχης":"πλανητάρχης",
"πλανήτες":"πλανήτης",
"πλανήτη":"πλανήτης",
"πλανήτης":"πλανήτης",
"πλανητικές":"πλανητικός",
"πλανητική":"πλανητικός",
"πλανητικής":"πλανητικός",
"πλανητικό":"πλανητικός",
"πλανητικού":"πλανητικός",
"πλανητικών":"πλανητικός",
"πλανητών":"πλανήτης",
"πλανιόταν":"πλανώ",
"πλάνο":"πλάνο",
"πλανόδιο":"πλανόδιος",
"πλανόδιοι":"πλανόδιος",
"πλανόδιος":"πλανόδιος",
"πλανοδίου":"πλανόδιος",
"πλανόδιου":"πλανόδιος",
"πλανόδιους":"πλανόδιος",
"πλάνου":"πλάνος",
"πλανούς":"πλανούς",
"πλάνων":"πλάνο",
"πλανώνται":"πλανώ",
"πλας":"πλας",
"πλάσαρε":"πλασάρω",
"πλασάρει":"πλασάρω",
"πλασάρεται":"πλασάρεται",
"πλασάρισμα":"πλασάρισμα",
"πλασαρίσματα":"πλασάρισμα",
"πλασαριστεί":"πλασάρω",
"πλασάρονται":"πλασάρονται",
"πλασάροντας":"πλασάρω",
"πλασάρουν":"πλασάρω",
"πλασέ":"πλασέ",
"πλάσει":"πλάθω",
"πλασιέ":"πλασιέ",
"πλασιώνεται":"πλασιώνεται",
"πλάσμα":"πλάσμα",
"πλάσματα":"πλάσμα",
"πλασματάκια":"πλασματάκι",
"πλασματικά":"πλασματικός",
"πλασματικές":"πλασματικός",
"πλασματική":"πλασματικός",
"πλασματικό":"πλασματικός",
"πλασματικών":"πλασματικός",
"πλάσματος":"πλάσμα",
"πλασμάτων":"πλάσμα",
"πλασμένα":"πλασμένος",
"πλασμένη":"πλασμένος",
"πλασμένοι":"πλασμένος",
"πλασμένος":"πλάθω",
"πλασμώδιο":"πλασμώδιο",
"πλάσνικ":"πλάσνικ",
"πλαστά":"πλαστά",
"πλαστά":"πλαστός",
"πλαστές":"πλαστός",
"πλαστή":"πλαστός",
"πλαστήρα":"πλαστήρας",
"πλαστήρας":"πλαστήρας",
"πλαστής":"πλαστός",
"πλάστιγγα":"πλάστιγγα",
"πλαστικα":"πλαστικός",
"πλαστικά":"πλαστικός",
"πλαστικές":"πλαστικός",
"πλαστική":"πλαστικός",
"πλαστικής":"πλαστικός",
"πλαστικό":"πλαστικός",
"πλαστικός":"πλαστικός",
"πλαστικότητα":"πλαστικότητα",
"πλαστικού":"πλαστικός",
"πλαστικών":"πλαστικός",
"πλαστό":"πλαστός",
"πλαστογραφηθούν":"πλαστογραφώ",
"πλαστογραφημένη":"πλαστογραφώ",
"πλαστογράφησε":"πλαστογραφώ",
"πλαστογράφηση":"πλαστογράφηση",
"πλαστογραφία":"πλαστογραφία",
"πλαστογραφίας":"πλαστογραφία",
"πλαστογραφίες":"πλαστογραφία",
"πλαστογράφοι":"πλαστογράφος",
"πλαστογραφούνται":"πλαστογραφώ",
"πλαστογραφούσε":"πλαστογραφώ",
"πλαστοπροσωπία":"πλαστοπροσωπία",
"πλαστότητα":"πλαστότητα",
"πλαστότητας":"πλαστότητα",
"πλαστού":"πλαστός",
"πλαστών":"πλαστός",
"πλατ":"πλατ",
"πλατάγισμα":"πλατάγισμα",
"πλατάνια":"πλατάνι",
"πλατανιών":"πλατάνι",
"πλάτανος":"πλάτανος",
"πλατεια":"πλατεία",
"πλατεία":"πλατεία",
"πλατειάζουν":"πλατειάζω",
"πλατειας":"πλατεία",
"πλατείας":"πλατεία",
"πλατείες":"πλατεία",
"πλατειών":"πλατεία",
"πλάτες":"πλάτη",
"πλάτη":"πλάτη",
"πλάτη":"πλάτος",
"πλατιά":"πλατύς",
"πλατιάς":"πλατύς",
"πλατιές":"πλατύς",
"πλατίνα":"πλατίνα",
"πλατινί":"πλατινί",
"πλατιών":"πλατύς",
"πλατό":"πλατό",
"πλάτος":"πλάτος",
"πλάτους":"πλάτος",
"πλατσουρίζουν":"πλατσουρίζω",
"πλατύ":"πλατύς",
"πλατύκαμπο":"πλατύκαμπος",
"πλατύτερο":"πλατύς",
"πλατφόρμα":"πλατφόρμα",
"πλατφόρμας":"πλατφόρμα",
"πλατφόρμες":"πλατφόρμα",
"πλατω":"πλατω",
"πλατώ":"πλατώ",
"πλάτωμα":"πλάτωμα",
"πλάτων":"πλάτων",
"πλάτωνα":"πλάτων",
"πλάτωνας":"πλάτων",
"πλατωνική":"πλατωνικός",
"πλατωνικής":"πλατωνικός",
"πλατωνικό":"πλατωνικός",
"πλάτωνος":"πλάτων",
"πλαφόν":"πλαφόν",
"πλέγμα":"πλέγμα",
"πλέγματα":"πλέγμα",
"πλεγματικές":"πλεγματικός",
"πλέγματος":"πλέγμα",
"πλεγμάτων":"πλέγμα",
"πλέει":"πλέω",
"πλεϊ":"πλεϊ",
"πλέι":"πλέι",
"πλειάδα":"πλειάδα",
"πλειάδας":"πλειάδα",
"πλειάδων":"πλειάδα",
"πλεϊμπόι":"πλεϊμπόι",
"πλέι-μπόι":"πλέι-μπόι",
"πλέινς":"πλέινς",
"πλειοδοσία":"πλειοδοσία",
"πλειοδοτεί":"πλειοδοτώ",
"πλειοδότες":"πλειοδότης",
"πλειοδότης":"πλειοδότης",
"πλειοδότησε":"πλειοδοτώ",
"πλειοδοτικό":"πλειοδοτικός",
"πλειοδοτικός":"πλειοδοτικός",
"πλειοδότριας":"πλειοδότρια",
"πλειονότητα":"πλειονότητα",
"πλειονότητά":"πλειονότητα",
"πλειονότητας":"πλειονότητα",
"πλειοψηφήσαντος":"πλειοψηφήσαντος",
"πλειοψηφια":"πλειοψηφία",
"πλειοψηφία":"πλειοψηφία",
"πλειοψηφίας":"πλειοψηφία",
"πλειοψηφίες":"πλειοψηφία",
"πλειοψηφικά":"πλειοψηφικός",
"πλειοψηφικό":"πλειοψηφικός",
"πλειοψηφικού":"πλειοψηφικός",
"πλειοψηφικούς":"πλειοψηφικός",
"πλειοψηφικών":"πλειοψηφικός",
"πλειοψηφούν":"πλειοψηφώ",
"πλειοψηφούσα":"πλειοψηφώ",
"πλειοψηφούσες":"πλειοψηφώ",
"πλείσται":"πλείστος",
"πλείστες":"πλείστος",
"πλειστηριασμό":"πλειστηριασμός",
"πλειστηριασμοί":"πλειστηριασμός",
"πλειστηριασμού":"πλειστηριασμός",
"πλειστηριασμούς":"πλειστηριασμός",
"πλείστοι":"πλείστος",
"πλειστοκαινικά":"πλειστοκαινικός",
"πλείστον":"πλείστος",
"πλέκει":"πλέκω",
"πλέκεται":"πλέκω",
"πλέκονται":"πλέκω",
"πλέκοντας":"πλέκω",
"πλέκουν":"πλέκω",
"πλεκτάνη":"πλεκτάνη",
"πλεκτάνης":"πλεκτάνη",
"πλεκτικής":"πλεκτικός",
"πλέμπα":"πλέμπα",
"πλένει":"πλένω",
"πλένεις":"πλένω",
"πλένετε":"πλένω",
"πλένονται":"πλένω",
"πλένουμε":"πλένω",
"πλέξει":"πλέκω",
"πλέον":"πλέον",
"πλέον":"πλέων",
"πλεονάζει":"πλεονάζω",
"πλεόνασμα":"πλεόνασμα",
"πλεονάσματα":"πλεόνασμα",
"πλεονασματικά":"πλεονασματικός",
"πλεονασματικό":"πλεονασματικός",
"πλεονάσματος":"πλεόνασμα",
"πλεονασμάτων":"πλεόνασμα",
"πλεονασμός":"πλεονασμός",
"πλεονέκτημα":"πλεονέκτημα",
"πλεονέκτημά":"πλεονέκτημα",
"πλεονεκτήματα":"πλεονέκτημα",
"πλεονεκτήματά":"πλεονέκτημα",
"πλεονεκτήματος":"πλεονέκτημα",
"πλεονεκτημάτων":"πλεονέκτημα",
"πλεονεκτική":"πλεονεκτικός",
"πλεονεξία":"πλεονεξία",
"πλέοντας":"πλέω",
"πλεούμενα":"πλεούμενο",
"πλεούμενο":"πλεούμενο",
"πλέουν":"πλέω",
"πλέσσα":"πλέσσα",
"πλέσσας":"πλέσσας",
"πλευρα":"πλευρά",
"πλευρά":"πλευρά",
"πλευρά":"πλευρό",
"πλευράν":"πλευρά",
"πλευράς":"πλευρά",
"πλευρές":"πλευρά",
"πλεύρη":"πλεύρη",
"πλευρίζει":"πλευρίζω",
"πλευρικά":"πλευρικά",
"πλευρίτιδα":"πλευρίτιδα",
"πλευρό":"πλευρό",
"πλευρών":"πλευρά",
"πλεύσει":"πλέω",
"πλεύση":"πλεύση",
"πλεύσης":"πλεύση",
"πληβείους":"πληβείος",
"πληβείων":"πληβείος",
"πληγεί":"πλήττω",
"πληγείσα":"πληγείς",
"πληγείσες":"πληγείς",
"πληγεισών":"πληγείς",
"πληγέντες":"πληγείς",
"πληγέντων":"πληγείς",
"πληγες":"πληγή",
"πληγές":"πληγή",
"πληγη":"πληγή",
"πληγή":"πληγή",
"πληγής":"πληγή",
"πλήγμα":"πλήγμα",
"πλήγματα":"πλήγμα",
"πλήγματος":"πλήγμα",
"πληγμάτων":"πλήγμα",
"πληγούν":"πλήττω",
"πληγωθεί":"πληγώνω",
"πληγώθηκε":"πληγώνω",
"πληγωθούν":"πληγώνω",
"πληγωμένα":"πληγωμένος",
"πληγωμένη":"πληγώνω",
"πληγωμένης":"πληγώνω",
"πληγωμένο":"πληγώνω",
"πληγωμένου":"πληγώνω",
"πληγών":"πληγή",
"πλήγωνε":"πληγώνω",
"πληγώνει":"πληγώνω",
"πληγώνεται":"πληγώνω",
"πληγώνονται":"πληγώνω",
"πληγώνουν":"πληγώνω",
"πλήγωσαν":"πληγώνω",
"πλήγωσε":"πληγώνω",
"πληγώσει":"πληγώνω",
"πληθαίνει":"πληθαίνω",
"πληθαινουν":"πληθαίνω",
"πληθαίνουν":"πληθαίνω",
"πλήθη":"πλήθος",
"πλήθος":"πλήθος",
"πληθους":"πλήθος",
"πλήθους":"πλήθος",
"πλήθυναν":"πληθαίνω",
"πληθύνει":"πληθαίνω",
"πληθύνεσθε":"πληθύνω",
"πληθύνεται":"πληθύνω",
"πληθύνονται":"πληθύνω",
"πληθυντικό":"πληθυντικός",
"πληθυντικός":"πληθυντικός",
"πληθυντικού":"πληθυντικός",
"πληθυντικών":"πληθυντικός",
"πληθυσμιακά":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμιακές":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμιακή":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμιακής":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμιακούς":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμιακών":"πληθυσμιακός",
"πληθυσμό":"πληθυσμός",
"πληθυσμοί":"πληθυσμός",
"πληθυσμόν":"πληθυσμός",
"πληθυσμός":"πληθυσμός",
"πληθυσμού":"πληθυσμός",
"πληθυσμούς":"πληθυσμός",
"πληθυσμών":"πληθυσμός",
"πληθώρα":"πληθώρα",
"πληθώρας":"πληθώρα",
"πληθωρική":"πληθωρικός",
"πληθωρικός":"πληθωρικός",
"πληθωρισμό":"πληθωρισμός",
"πληθωρισμός":"πληθωρισμός",
"πληθωρισμού":"πληθωρισμός",
"πληθωριστικές":"πληθωριστικός",
"πληθωριστική":"πληθωριστικός",
"πληθωριστικό":"πληθωριστικός",
"πληθωριστικών":"πληθωριστικός",
"πληκτική":"πληκτικός",
"πλήκτρα":"πλήκτρο",
"πλήκτρο":"πλήκτρο",
"πληκτρολόγιο":"πληκτρολόγιο",
"πληκτρολογίου":"πληκτρολόγιο",
"πληκτρολογούμε":"πληκτρολογώ",
"πλημμέλεια":"πλημμέλεια",
"πλημμελειοδικειο":"πλημμελειοδικείο",
"πλημμελειοδικείο":"πλημμελειοδικείο",
"πλημμελειοδικείου":"πλημμελειοδικείο",
"πλημμελειοδικών":"πλημμελειοδίκης",
"πλημμελή":"πλημμελής",
"πλημμέλημα":"πλημμέλημα",
"πλημμελήματα":"πλημμέλημα",
"πλημμεληματικές":"πλημμεληματικός",
"πλημμελήματος":"πλημμέλημα",
"πλημμελής":"πλημμελής",
"πλημμελούς":"πλημμελής",
"πλημμελώς":"πλημμελώς",
"πλημμύρα":"πλημμύρα",
"πλημμυρες":"πλημμύρα",
"πλημμύρες":"πλημμύρα",
"πλημμυρίδα":"πλημμυρίδα",
"πλημμύριζε":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρίζει":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρίζουν":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρικών":"πλημμυρικών",
"πλημμύρισαν":"πλημμυρίζω",
"πλημμύρισε":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρίσει":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρισμένες":"πλημμυρισμένος",
"πλημμυρισμένη":"πλημμυρισμένος",
"πλημμυρισμένης":"πλημμυρίζω",
"πλημμυρισμένο":"πλημμυρισμένος",
"πλημμυρισμένοι":"πλημμυρισμένος",
"πλημμυρισμένος":"πλημμυρισμένος",
"πλημμυρίσουν":"πλημμυρίζω",
"πλημμυροπαθείς":"πλημμυροπαθής",
"πλημμυρών":"πλημμύρα",
"πλην":"πλην",
"πλήξει":"πλήττω",
"πλήξη":"πλήξη",
"πλήξης":"πλήξη",
"πλήξουμε":"πλήττω",
"πλήξουν":"πλήττω",
"πλήρει":"πλήρει",
"πλήρεις":"πλήρης",
"πληρεξούσιο":"πληρεξούσιος",
"πληρεξούσιοι":"πληρεξούσιος",
"πληρεξούσιος":"πληρεξούσιος",
"πληρεξουσίου":"πληρεξούσιος",
"πληρεξουσίων":"πληρεξούσιος",
"πλήρες":"πλήρης",
"πληρέστερα":"πλήρης",
"πληρέστερες":"πλήρης",
"πληρέστερη":"πλήρης",
"πληρέστερο":"πλήρης",
"πληρέστερος":"πλήρης",
"πληρέστερου":"πλήρης",
"πληρη":"πλήρης",
"πλήρη":"πλήρης",
"πλήρης":"πλήρης",
"πληροί":"πληρώ",
"πληρότητα":"πληρότητα",
"πληρότητας":"πληρότητα",
"πληρούν":"πληρώ",
"πληρούνται":"πληρώ",
"πλήρους":"πλήρης",
"πληρούσαν":"πληρώ",
"πληρούσε":"πληρώ",
"πληροφορεί":"πληροφορώ",
"πληροφορείσαι":"πληροφορώ",
"πληροφορείστε":"πληροφορώ",
"πληροφορείται":"πληροφορώ",
"πληροφορηθεί":"πληροφορώ",
"πληροφορηθείς":"πληροφορώ",
"πληροφορηθείτε":"πληροφορώ",
"πληροφορήθηκα":"πληροφορώ",
"πληροφορηθήκαμε":"πληροφορώ",
"πληροφορήθηκαν":"πληροφορώ",
"πληροφορήθηκε":"πληροφορώ",
"πληροφορηθούν":"πληροφορώ",
"πληροφορημένα":"πληροφορημένος",
"πληροφορημένες":"πληροφορώ",
"πληροφορημένος":"πληροφορώ",
"πληροφόρησαν":"πληροφορώ",
"πληροφόρησε":"πληροφορώ",
"πληροφορήσει":"πληροφορώ",
"πληροφορήσεις":"πληροφορώ",
"πληροφόρηση":"πληροφόρηση",
"πληροφόρησή":"πληροφόρηση",
"πληροφόρησης":"πληροφόρηση",
"πληροφορήσουν":"πληροφορώ",
"πληροφορία":"πληροφορία",
"πληροφοριακά":"πληροφοριακός",
"πληροφοριακές":"πληροφοριακός",
"πληροφοριακή":"πληροφοριακός",
"πληροφοριακής":"πληροφοριακός",
"πληροφοριακό":"πληροφοριακός",
"πληροφοριακών":"πληροφοριακός",
"πληροφορίας":"πληροφορία",
"πληροφοριες":"πληροφορία",
"πληροφορίες":"πληροφορία",
"πληροφορικά":"πληροφορικός",
"πληροφορικη":"πληροφορική",
"πληροφορική":"πληροφορική",
"πληροφορικης":"πληροφορική",
"πληροφορικής":"πληροφορική",
"πληροφορικού":"πληροφορικός",
"πληροφοριοδότες":"πληροφοριοδότης",
"πληροφοριοδότη":"πληροφοριοδότης",
"πληροφοριοδότης":"πληροφοριοδότης",
"πληροφοριοδοτών":"πληροφοριοδότης",
"πληροφοριών":"πληροφορία",
"πληροφορούμαι":"πληροφορώ",
"πληροφορούμαστε":"πληροφορώ",
"πληροφορούμενοι":"πληροφορούμενος",
"πληροφορούμενος":"πληροφορούμενος",
"πληροφορούν":"πληροφορώ",
"πληροφορούνται":"πληροφορώ",
"πληροφορώ":"πληροφορώ",
"πληροφορώντας":"πληροφορώ",
"πληρωθεί":"πληρώνω",
"πληρωθείσες":"πληρωθείς",
"πληρωθείτε":"πληρώνω",
"πληρώθηκαν":"πληρώνω",
"πληρωθηκε":"πληρώνω",
"πληρώθηκε":"πληρώνω",
"πληρωθούμε":"πληρώνω",
"πληρωθούν":"πληρώνω",
"πλήρωμα":"πλήρωμα",
"πλήρωμά":"πλήρωμα",
"πληρώματα":"πλήρωμα",
"πληρώματά":"πλήρωμα",
"πληρώματος":"πλήρωμα",
"πληρωμάτων":"πλήρωμα",
"πληρωμένα":"πληρωμένος",
"πληρωμένες":"πληρώ",
"πληρωμένη":"πληρώ",
"πληρωμένο":"πληρωμένος",
"πληρωμένος":"πληρώ",
"πληρωμένου":"πληρωμένος",
"πληρωμένους":"πληρώνω",
"πληρωμες":"πληρωμή",
"πληρωμές":"πληρωμή",
"πληρωμή":"πληρωμή",
"πληρωμής":"πληρωμή",
"πληρωμών":"πληρωμή",
"πλήρων":"πλήρης",
"πλήρωναν":"πληρώνω",
"πλήρωνε":"πληρώνω",
"πληρώνει":"πληρώνω",
"πληρώνεις":"πληρώνω",
"πληρώνεται":"πληρώνω",
"πληρώνετε":"πληρώνω",
"πληρωνόμασταν":"πληρώνω",
"πληρωνόμαστε":"πληρώνω",
"πληρώνονται":"πληρώνω",
"πληρώνονταν":"πληρώνω",
"πληρώνοντας":"πληρώνω",
"πληρωνόταν":"πληρώνω",
"πληρώνουμε":"πληρώνω",
"πληρώνουν":"πληρώνω",
"πληρώντας":"πληρώ",
"πληρώνω":"πληρώνω",
"πλήρως":"πλήρως",
"πλήρωσα":"πληρώνω",
"πληρώσαμε":"πληρώνω",
"πλήρωσαν":"πληρώνω",
"πληρώσανε":"πληρώνω",
"πλήρωσε":"πληρώνω",
"πληρώσει":"πληρώνω",
"πληρώσεις":"πληρώνω",
"πληρώσετε":"πληρώνω",
"πλήρωση":"πλήρωση",
"πλήρωσή":"πλήρωση",
"πλήρωσης":"πλήρωση",
"πληρώσουμε":"πληρώνω",
"πληρώσουν":"πληρώνω",
"πληρώσω":"πληρώνω",
"πλησίαζαν":"πλησιάζω",
"πλησίαζε":"πλησιάζω",
"πλησιάζει":"πλησιάζω",
"πλησιάζεις":"πλησιάζω",
"πλησίαζες":"πλησιάζω",
"πλησιάζετε":"πλησιάζω",
"πλησιάζοντας":"πλησιάζω",
"πλησιάζουμε":"πλησιάζω",
"πλησιάζουν":"πλησιάζω",
"πλησιάζω":"πλησιάζω",
"πλησίασα":"πλησιάζω",
"πλησίασαν":"πλησιάζω",
"πλησιασε":"πλησιάζω",
"πλησίασε":"πλησιάζω",
"πλησιάσει":"πλησιάζω",
"πλησιάσεις":"πλησιάζω",
"πλησιάσετε":"πλησιάζω",
"πλησίασμα":"πλησίασμα",
"πλησιάσουμε":"πλησιάζω",
"πλησιάσουν":"πλησιάζω",
"πλησιάστε":"πλησιάζω",
"πλησιάσω":"πλησιάζω",
"πλησιέστερα":"πλησίον",
"πλησιέστερη":"πλησιέστερος",
"πλησιέστερο":"πλησιέστερος",
"πλησιέστερων":"πλησιέστερος",
"πλησίον":"πλησίον",
"πλησίστια":"πλησίστιος",
"πλήττει":"πλήττω",
"πλήττεται":"πλήττω",
"πλήττονται":"πλήττω",
"πλήττονταν":"πλήττω",
"πλήττοντας":"πλήττω",
"πλήττουμε":"πλήττω",
"πλήττουν":"πλήττω",
"πλιάγκα":"πλιάγκα",
"πλιάγκας":"πλιάγκας",
"πλιάκος":"πλιάκος",
"πλιάλης":"πλιάλης",
"πλιάτσικο":"πλιάτσικο",
"πλίγγος":"πλίγγος",
"πλιμουθ":"πλιμουθ",
"πλίμουθ":"πλίμουθ",
"πλίμπτον":"πλίμπτον",
"πλίνθοι":"πλίνθος",
"πλίνθους":"πλίνθος",
"πλοήγηση":"πλοήγηση",
"πλοήγησης":"πλοήγηση",
"πλοία":"πλοίο",
"πλοιάρια":"πλοιάριο",
"πλοίαρχο":"πλοίαρχος",
"πλοίαρχοι":"πλοίαρχος",
"πλοίαρχος":"πλοίαρχος",
"πλοιάρχου":"πλοίαρχος",
"πλοίο":"πλοίο",
"πλοιοκτήτες":"πλοιοκτήτης",
"πλοιοκτήτη":"πλοιοκτήτης",
"πλοιοκτήτρια":"πλοιοκτήτρια",
"πλοιοκτήτριας":"πλοιοκτήτρια",
"πλοίου":"πλοίο",
"πλοιων":"πλοίο",
"πλοίων":"πλοίο",
"πλοκάμι":"πλοκάμι",
"πλοκάμια":"πλοκάμι",
"πλοκές":"πλοκή",
"πλοκή":"πλοκή",
"πλοκής":"πλοκή",
"πλοσκας":"πλόσκα",
"πλότερ":"πλότερ",
"πλουμιδιών":"πλουμίδι",
"πλουμιστά":"πλουμιστός",
"πλουμίστηκαν":"πλουμίζω",
"πλουμιστό":"πλουμιστός",
"πλουραλισμός":"πλουραλισμός",
"πλουραλισμού":"πλουραλισμός",
"πλουραλιστικής":"πλουραλιστικός",
"πλουραλιστικό":"πλουραλιστικός",
"πλουραλιστικού":"πλουραλιστικός",
"πλους":"πλους",
"πλούσια":"πλούσιος",
"πλούσιας":"πλούσιος",
"πλούσιες":"πλούσιος",
"πλούσιο":"πλούσιος",
"πλούσιοι":"πλούσιος",
"πλουσιόπαιδου":"πλουσιόπαιδο",
"πλουσιοπάροχα":"πλουσιοπάροχα",
"πλούσιος":"πλούσιος",
"πλουσιότατο":"πλούσιος",
"πλουσιότερα":"πλούσιος",
"πλουσιότερες":"πλούσιος",
"πλουσιότερη":"πλούσιος",
"πλουσιότερο":"πλούσιος",
"πλουσιότεροι":"πλούσιος",
"πλουσιότερος":"πλούσιος",
"πλουσιότερους":"πλούσιος",
"πλουσιοτέρων":"πλούσιος",
"πλουσιότερων":"πλούσιος",
"πλούσιου":"πλούσιος",
"πλουσίους":"πλούσιος",
"πλούσιους":"πλούσιος",
"πλουσίων":"πλούσιος",
"πλούσιων":"πλούσιος",
"πλούταρχο":"πλούταρχος",
"πλούταρχου":"πλούταρχος",
"πλούτη":"πλούτος",
"πλουτίζει":"πλουτίζω",
"πλουτίζοντας":"πλουτίζω",
"πλουτίζουν":"πλουτίζω",
"πλούτισαν":"πλουτίζω",
"πλούτισε":"πλουτίζω",
"πλουτίσει":"πλουτίζω",
"πλουτισμένη":"πλουτισμένη",
"πλουτισμού":"πλουτισμός",
"πλουτίσουμε":"πλουτίζω",
"πλουτίσουν":"πλουτίζω",
"πλούτο":"πλούτος",
"πλουτοκρατία":"πλουτοκρατία",
"πλουτοπαραγωγικές":"πλουτοπαραγωγικός",
"πλουτοπαραγωγικών":"πλουτοπαραγωγικός",
"πλούτος":"πλούτος",
"πλούτου":"πλούτος",
"πλούτους":"πλούτος",
"πλουτώνιο":"πλουτώνιος",
"πλουτωνίου":"πλουτώνιος",
"πλυθούν":"πλένω",
"πλυντήρια":"πλυντήριο",
"πλυντηριο":"πλυντήριο",
"πλυντήριο":"πλυντήριο",
"πλυντηρίου":"πλυντήριο",
"πλυντηρίων":"πλυντήριο",
"πλύσεις":"πλύση",
"πλύση":"πλύση",
"πλύσιμο":"πλύσιμο",
"πλυσταριά":"πλυσταριό",
"πλω":"πλω",
"πλωμαρίτη":"πλωμαρίτη",
"πλωμαρίτης":"πλωμαρίτης",
"πλώρη":"πλώρη",
"πλώρης":"πλώρη",
"πλωρίτη":"πλωρίτης",
"πλωρίτης":"πλωρίτης",
"πλωτα":"πλωτός",
"πλωτά":"πλωτός",
"πλωτές":"πλωτός",
"πλωτή":"πλωτός",
"πλωτήρες":"πλωτήρας",
"πλωτό":"πλωτός",
"πλωτός":"πλωτός",
"πνέει":"πνέω",
"πνέουν":"πνέω",
"πνευμα":"πνεύμα",
"πνεύμα":"πνεύμα",
"πνεύματα":"πνεύμα",
"πνευματικά":"πνευματικά",
"πνευματικά":"πνευματικός",
"πνευματικές":"πνευματικός",
"πνευματική":"πνευματικός",
"πνευματικής":"πνευματικός",
"πνευματικό":"πνευματικός",
"πνευματικοί":"πνευματικός",
"πνευματικό-πολιτιστικό":"πνευματικό-πολιτιστικό",
"πνευματικός":"πνευματικός",
"πνευματικότητα":"πνευματικότητα",
"πνευματικότητά":"πνευματικότητα",
"πνευματικότητας":"πνευματικότητα",
"πνευματικού":"πνευματικός",
"πνευματικούς":"πνευματικός",
"πνευματικών":"πνευματικός",
"πνεύματος":"πνεύμα",
"πνεύματός":"πνεύμα",
"πνευματων":"πνεύμα",
"πνευμάτων":"πνεύμα",
"πνεύμονα":"πνεύμονας",
"πνευμονας":"πνεύμονας",
"πνεύμονας":"πνεύμονας",
"πνεύμονες":"πνεύμονας",
"πνεύμονές":"πνεύμονας",
"πνευμόνια":"πνευμόνι",
"πνευμονία":"πνευμονία",
"πνευμονίας":"πνευμονία",
"πνευμονικές":"πνευμονικός",
"πνευμονική":"πνευμονικός",
"πνευμονικής":"πνευμονικός",
"πνευμονικό":"πνευμονικός",
"πνευμονολόγο":"πνευμονολόγος",
"πνευμονολόγος":"πνευμονολόγος",
"πνευμόνων":"πνεύμονας",
"πνευστά":"πνευστός",
"πνευστών":"πνευστός",
"πνιγεί":"πνίγω",
"πνίγει":"πνίγω",
"πνίγεσαι":"πνίγω",
"πνίγεστε":"πνίγω",
"πνίγεται":"πνίγω",
"πνιγήκαμε":"πνίγω",
"πνίγηκαν":"πνίγω",
"πνίγηκε":"πνίγω",
"πνιγηρή":"πνιγηρός",
"πνιγηρό":"πνιγηρός",
"πνιγμένα":"πνίγω",
"πνιγμένες":"πνίγω",
"πνιγμένη":"πνίγω",
"πνιγμένο":"πνίγω",
"πνιγμένοι":"πνιγμένος",
"πνιγμένους":"πνίγω",
"πνιγμό":"πνιγμός",
"πνιγμού":"πνιγμός",
"πνίγονται":"πνίγω",
"πνίγονταν":"πνίγω",
"πνίγοντας":"πνίγω",
"πνιγούν":"πνίγω",
"πνίγουν":"πνίγω",
"πνίξει":"πνίγω",
"πνίξουν":"πνίγω",
"πνοή":"πνοή",
"πνοής":"πνοή",
"πο":"πο",
"ποασυ":"ποασυ",
"πογιατζόγλου":"πογιατζόγλου",
"πογκ":"πογκ",
"πόδα":"πόδας",
"ποδαράκι":"ποδαράκι",
"ποδαράκια":"ποδαράκι",
"ποδάρια":"ποδάρι",
"ποδαρικο":"ποδαρικό",
"ποδαρικό":"ποδαρικό",
"ποδαριού":"ποδάρι",
"πόδας":"πόδας",
"ποδηγετείται":"ποδηγετώ",
"ποδηλασια":"ποδηλασία",
"ποδηλασία":"ποδηλασία",
"ποδηλασίας":"ποδηλασία",
"ποδήλατα":"ποδήλατο",
"ποδηλάτες":"ποδηλάτης",
"ποδηλάτη":"ποδηλάτης",
"ποδηλάτης":"ποδηλάτης",
"ποδηλατική":"ποδηλατικός",
"ποδηλατικής":"ποδηλατικός",
"ποδηλατικό":"ποδηλατικός",
"ποδηλατικού":"ποδηλατικός",
"ποδηλατικών":"ποδηλατικός",
"ποδηλατιστών":"ποδηλατιστής",
"ποδήλατο":"ποδήλατο",
"ποδήλατό":"ποδήλατο",
"ποδηλατοδρομια":"ποδηλατοδρομία",
"ποδηλατοδρομία":"ποδηλατοδρομία",
"ποδηλατοδρόμιο":"ποδηλατοδρόμιο",
"ποδηλατοδρομίου":"ποδηλατοδρόμιο",
"ποδηλατοδρόμους":"ποδηλατοδρόμος",
"ποδηλατοδρόμων":"ποδηλατοδρόμος",
"ποδηλάτου":"ποδήλατο",
"ποδηλατών":"ποδηλάτης",
"ποδηλάτων":"ποδήλατο",
"πόδι":"πόδι",
"πόδια":"πόδι",
"ποδιά":"ποδιά",
"ποδιές":"ποδιά",
"ποδιού":"πόδι",
"ποδιών":"ποδιά",
"ποδόγυρο":"ποδόγυρος",
"ποδοπατήθηκαν":"ποδοπατώ",
"ποδοπάτησαν":"ποδοπατώ",
"ποδοπατούν":"ποδοπατώ",
"ποδός":"πους",
"ποδοσφ":"ποδοσφ",
"ποδοσφαιρικά":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικές":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρική":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικής":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικό":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικός":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικού":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικούς":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιρικών":"ποδοσφαιρικός",
"ποδοσφαιριστες":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιριστές":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιριστη":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιριστή":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιριστής":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιριστών":"ποδοσφαιριστής",
"ποδοσφαιρο":"ποδόσφαιρο",
"ποδόσφαιρο":"ποδόσφαιρο",
"ποδόσφαιρό":"ποδόσφαιρο",
"ποδοσφαιρου":"ποδόσφαιρο",
"ποδοσφαίρου":"ποδόσφαιρο",
"ποδοσφαιρόφιλοι":"ποδοσφαιρόφιλος",
"ποδοσφαιρόφιλους":"ποδοσφαιρόφιλος",
"ποδοσφαιρόφιλων":"ποδοσφαιρόφιλος",
"ποδών":"πόδας",
"ποε":"ποε",
"πόε":"πόε",
"ποεδην":"ποεδην",
"ποέρ":"ποέρ",
"πόζα":"πόζα",
"πόζαρε":"ποζάρω",
"ποζάρει":"ποζάρω",
"ποζάρουν":"ποζάρω",
"πόζες":"πόζα",
"ποζίδου":"ποζίδου",
"πόθεν":"πόθεν",
"ποθητά":"ποθητός",
"ποθητό":"ποθητός",
"ποθητός":"ποθητός",
"πόθο":"πόθος",
"πόθος":"πόθος",
"πόθου":"πόθος",
"ποθούμενη":"ποθώ",
"ποθούν":"ποθώ",
"πόθους":"πόθος",
"ποθούσα":"ποθώ",
"πόθων":"πόθος",
"ποια":"ποιος",
"ποία":"ποιος",
"ποιαν":"ποιος",
"ποιανού":"ποιος",
"ποιας":"ποιος",
"ποιεί":"ποιώ",
"ποιείς":"ποιώ",
"ποιές":"ποιές",
"ποιες":"ποιος",
"ποίες":"ποιος",
"ποιέω":"ποιέω",
"ποίημα":"ποίημα",
"ποίημά":"ποίημα",
"ποιήματα":"ποίημα",
"ποιήματά":"ποίημα",
"ποιήματος":"ποίημα",
"ποιημάτων":"ποίημα",
"ποιήσεως":"ποίηση",
"ποίηση":"ποίηση",
"ποίησή":"ποίηση",
"ποίησης":"ποίηση",
"ποίησής":"ποίηση",
"ποίησον":"ποίησον",
"ποιητές":"ποιητής",
"ποιητή":"ποιητής",
"ποιητής":"ποιητής",
"ποιητικά":"ποιητικός",
"ποιητικές":"ποιητικός",
"ποιητική":"ποιητικός",
"ποιητικής":"ποιητικός",
"ποιητικό":"ποιητικός",
"ποιητικός":"ποιητικός",
"ποιητικότατα":"ποιητικός",
"ποιητικότητα":"ποιητικότητα",
"ποιητικού":"ποιητικός",
"ποιητικών":"ποιητικός",
"ποιήτρια":"ποιήτρια",
"ποιήτριας":"ποιήτρια",
"ποιητών":"ποιητής",
"ποικίλα":"ποικίλος",
"ποικίλες":"ποικίλος",
"ποικίλη":"ποικίλος",
"ποικίλης":"ποικίλος",
"ποικιλία":"ποικιλία",
"ποικιλιακό":"ποικιλιακός",
"ποικιλίας":"ποικιλία",
"ποικιλίδη":"ποικιλίδη",
"ποικιλίδης":"ποικιλίδης",
"ποικιλίες":"ποικιλία",
"ποικιλιων":"ποικιλία",
"ποικιλιών":"ποικιλία",
"ποικίλλει":"ποικίλλω",
"ποικίλλουν":"ποικίλλω",
"ποικίλο":"ποικίλος",
"ποικίλοι":"ποικίλος",
"ποικιλόμορφες":"ποικιλόμορφος",
"ποικιλόμορφη":"ποικιλόμορφος",
"ποικιλομορφία":"ποικιλομορφία",
"ποικιλομορφίας":"ποικιλομορφία",
"ποικίλος":"ποικίλος",
"ποικιλότητα":"ποικιλότητα",
"ποικιλότροπα":"ποικιλότροπος",
"ποικιλοτρόπως":"ποικιλοτρόπως",
"ποικίλου":"ποικίλος",
"ποικίλους":"ποικίλος",
"ποικιλόχρωμα":"ποικιλόχρωμος",
"ποικιλόχρωμη":"ποικιλόχρωμος",
"ποικίλων":"ποικίλος",
"ποιμαντικής":"ποιμαντικός",
"ποιμένες":"ποιμένας",
"ποιμενική":"ποιμενικός",
"ποιμενικής":"ποιμενικός",
"ποιμενικό":"ποιμενικός",
"ποίμνιο":"ποίμνιο",
"ποίμνιό":"ποίμνιο",
"ποινές":"ποινή",
"ποινή":"ποινή",
"ποινης":"ποινή",
"ποινής":"ποινή",
"ποινικά":"ποινικός",
"ποινικές":"ποινικός",
"ποινική":"ποινικός",
"ποινικής":"ποινικός",
"ποινικό":"ποινικός",
"ποινικολόγος":"ποινικολόγος",
"ποινικοποιεί":"ποινικοποιώ",
"ποινικοποίηση":"ποινικοποίηση",
"ποινικός":"ποινικός",
"ποινικού":"ποινικός",
"ποινικών":"ποινικός",
"ποινικώς":"ποινικώς",
"ποινών":"ποινή",
"ποιο":"ποιος",
"ποίο":"ποιος",
"ποιοί":"ποιοί",
"ποιοι":"ποιος",
"ποίοι":"ποιος",
"ποιόν":"ποιόν",
"ποιον":"ποιος",
"ποιος":"ποιος",
"'ποιος":"'ποιος",
"ποιός":"ποιός",
"ποίος":"ποιος",
"ποιότητα":"ποιότητα",
"ποιότητά":"ποιότητα",
"ποιότητας":"ποιότητα",
"ποιότητάς":"ποιότητα",
"ποιότητες":"ποιότητα",
"ποιότητος":"ποιότητα",
"ποιοτήτων":"ποιότητα",
"ποιοτικά":"ποιοτικά",
"ποιοτικά":"ποιοτικός",
"ποιοτικές":"ποιοτικός",
"ποιοτική":"ποιοτικός",
"ποιοτικής":"ποιοτικός",
"ποιοτικό":"ποιοτικός",
"ποιοτικός":"ποιοτικός",
"ποιοτικότατα":"ποιοτικός",
"ποιοτικότερο":"ποιοτικός",
"ποιοτικου":"ποιοτικός",
"ποιοτικού":"ποιοτικός",
"ποιοτικούς":"ποιοτικός",
"ποιοτικών":"ποιοτικός",
"ποιου":"ποιος",
"ποίου":"ποιος",
"ποιούμενος":"ποιούμενος",
"ποιούντες":"ποιών",
"ποιους":"ποιος",
"ποιούσι":"ποιούσι",
"ποιούσιν":"ποιούσιν",
"ποιώ":"ποιώ",
"ποιων":"ποιος",
"ποιών":"ποιών",
"ποιώντες":"ποιώντες",
"πόκα":"πόκα",
"πόκερ":"πόκερ",
"πολ":"πολ",
"πολ.":"πολ.",
"πόλα":"πόλα",
"πόλακ":"πόλακ",
"πολαν":"πολαν",
"πολάνσκι":"πολάνσκι",
"πολατιάν":"πολατιάν",
"πολατίδης":"πολατίδης",
"πόλεϊ":"πόλεϊ",
"πόλεις":"πόλη",
"πόλεις-κράτη":"πόλεις-κράτη",
"πολεμά":"πολεμώ",
"πολέμαγε":"πολεμώ",
"πολεμάει":"πολεμώ",
"πολεμάμε":"πολεμώ",
"πολέμαρχο":"πολέμαρχος",
"πολεμάς":"πολεμώ",
"πολεμάται":"πολεμώ",
"πολέμησαν":"πολεμώ",
"πολέμησε":"πολεμώ",
"πολεμήσει":"πολεμώ",
"πολεμήσετε":"πολεμώ",
"πολεμήσουμε":"πολεμώ",
"πολεμήσουν":"πολεμώ",
"πολεμήσω":"πολεμώ",
"πολεμικά":"πολεμικός",
"πολεμικες":"πολεμικός",
"πολεμικές":"πολεμικός",
"πολεμική":"πολεμικός",
"πολεμικής":"πολεμικός",
"πολεμικό":"πολεμικός",
"πολεμικοί":"πολεμικός",
"πολεμικός":"πολεμικός",
"πολεμικού":"πολεμικός",
"πολεμικούς":"πολεμικός",
"πολεμικων":"πολεμικός",
"πολεμικών":"πολεμικός",
"πολέμιο":"πολέμιος",
"πολέμιοι":"πολέμιος",
"πολέμιος":"πολέμιος",
"πολέμιους":"πολέμιος",
"πολεμιστές":"πολεμιστής",
"πολεμιστή":"πολεμιστής",
"πολεμιστής":"πολεμιστής",
"πολεμίστρες":"πολεμίστρα",
"πολεμιστών":"πολεμιστής",
"πολεμίων":"πολέμιος",
"πολέμιων":"πολέμιος",
"πόλεμο":"πόλεμος",
"πόλεμό":"πόλεμος",
"πόλεμοι":"πόλεμος",
"πολεμοκάπηλα":"πολεμοκάπηλος",
"πολεμοκάπηλοι":"πολεμοκάπηλος",
"πολεμοκάπηλων":"πολεμοκάπηλος",
"πολεμος":"πόλεμος",
"πόλεμος":"πόλεμος",
"πολέμου":"πόλεμος",
"πόλεμου":"πόλεμος",
"πολεμούν":"πολεμώ",
"πολέμους":"πόλεμος",
"πολεμούσαν":"πολεμώ",
"πολεμοφόδια":"πολεμοφόδιο",
"πολεμοχαρείς":"πολεμόχαρος",
"πολεμοχαρή":"πολεμόχαρος",
"πολεμώ":"πολεμώ",
"πολέμων":"πόλεμος",
"πολεμώντας":"πολεμώ",
"πολεοδομημένης":"πολεοδομημένης",
"πολεοδόμηση":"πολεοδόμηση",
"πολεοδόμησης":"πολεοδόμηση",
"πολεοδομία":"πολεοδομία",
"πολεοδομίας":"πολεοδομία",
"πολεοδομίες":"πολεοδομία",
"πολεοδομικά":"πολεοδομικά",
"πολεοδομικές":"πολεοδομικός",
"πολεοδομική":"πολεοδομικός",
"πολεοδομικής":"πολεοδομικός",
"πολεοδομικο":"πολεοδομικός",
"πολεοδομικό":"πολεοδομικός",
"πολεοδομικού":"πολεοδομικός",
"πολεοδομικών":"πολεοδομικός",
"πολεοδόμος":"πολεοδόμος",
"πολεοδόμους":"πολεοδόμος",
"πόλεων":"πόλη",
"πόλεως":"πόλη",
"πόλεώς":"πόλη",
"πολη":"πόλη",
"πόλη":"πόλη",
"πολης":"πόλη",
"πόλης":"πόλη",
"πόλη-φάντασμα":"πόλη-φάντασμα",
"πόλι":"πόλη",
"πόλιακ":"πόλιακ",
"πολικες":"πολικός",
"πολικές":"πολικός",
"πολική":"πολικός",
"πολικής":"πολικός",
"πολικό":"πολικός",
"πολικού":"πολικός",
"πολικών":"πολικός",
"πολιομυελίτιδα":"πολιομυελίτιδα",
"πολιομυελίτιδας":"πολιομυελίτιδα",
"πολιορκήθηκε":"πολιορκώ",
"πολιορκημένο":"πολιορκώ",
"πολιορκημένους":"πολιορκώ",
"πολιορκήσει":"πολιορκώ",
"πολιορκητές":"πολιορκητής",
"πολιορκητικού":"πολιορκητικός",
"πολιορκητού":"πολιορκητής",
"πολιορκήτριες":"πολιορκήτριες",
"πολιορκια":"πολιορκία",
"πολιορκία":"πολιορκία",
"πολιορκίας":"πολιορκία",
"πολιορκούν":"πολιορκώ",
"πόλις":"πόλη",
"πολιτεία":"πολιτεία",
"πολιτειακά":"πολιτειακά",
"πολιτειακές":"πολιτειακός",
"πολιτειακή":"πολιτειακός",
"πολιτειακής":"πολιτειακός",
"πολιτειακό":"πολιτειακός",
"πολιτειακού":"πολιτειακός",
"πολιτειακών":"πολιτειακός",
"πολιτείας":"πολιτεία",
"πολιτείες":"πολιτεία",
"πολιτειών":"πολιτεία",
"πολίτες":"πολίτης",
"πολίτες-καταναλωτές":"πολίτες-καταναλωτές",
"πολίτες-χρήστες":"πολίτες-χρήστες",
"πολιτεύεται":"πολιτεύομαι",
"πολίτευμα":"πολίτευμα",
"πολιτεύματα":"πολίτευμα",
"πολιτεύματος":"πολίτευμα",
"πολιτευόμενος":"πολιτεύομαι",
"πολιτεύονται":"πολιτεύομαι",
"πολιτευτεί":"πολιτεύομαι",
"πολιτευτής":"πολιτευτής",
"πολίτη":"πολίτης",
"πολίτη-καταναλωτή":"πολίτη-καταναλωτή",
"πολιτης":"πολίτης",
"πολίτης":"πολίτης",
"πολίτης-θεατής":"πολίτης-θεατής",
"πολιτικά":"πολιτικά",
"πολιτικά":"πολιτικός",
"πολιτικάντηδες":"πολιτικάντης",
"πολιτικάντηδων":"πολιτικάντης",
"πολιτικάντικες":"πολιτικάντικος",
"πολιτικές":"πολιτική",
"πολιτικές":"πολιτικός",
"πολιτικη":"πολιτική",
"πολιτική":"πολιτική",
"πολιτική":"πολιτικός",
"πολίτικη":"πολίτικος",
"πολιτικης":"πολιτική",
"πολιτικής":"πολιτική",
"πολιτικής":"πολιτικός",
"πολιτικό":"πολιτικός",
"πολίτικο":"πολίτικος",
"πολιτικοδικαστικές":"πολιτικοδικαστικές",
"πολιτικοί":"πολιτικός",
"πολιτικοκοινωνική":"πολιτικοκοινωνικός",
"πολιτικο-κοινωνικών":"πολιτικο-κοινωνικών",
"πολιτικό-κομματικό":"πολιτικό-κομματικό",
"πολιτικολογία":"πολιτικολογία",
"πολιτικολογούμε":"πολιτικολογώ",
"πολιτικόν":"πολιτικός",
"πολιτικοοικονομικής":"πολιτικοοικονομικός",
"πολιτικο-οικονομικό":"πολιτικο-οικονομικό",
"πολιτικο-οικονομικού":"πολιτικο-οικονομικού",
"πολιτικοποιημένη":"πολιτικοποιώ",
"πολιτικοποιημένο":"πολιτικοποιημένος",
"πολιτικοποιημένοι":"πολιτικοποιώ",
"πολιτικοποίηση":"πολιτικοποίηση",
"πολιτικοποίησης":"πολιτικοποίηση",
"πολιτικοποιήσουμε":"πολιτικοποιώ",
"πολιτικοποιήσουν":"πολιτικοποιώ",
"πολιτικοποιούν":"πολιτικοποιώ",
"πολιτικός":"πολιτικός",
"πολιτικοστρατιωτικός":"πολιτικοστρατιωτικός",
"πολιτικού":"πολιτικός",
"πολίτικου":"πολίτικος",
"πολιτικούς":"πολιτικός",
"πολιτικών":"πολιτικά",
"πολιτικων":"πολιτικός",
"πολιτικών":"πολιτικός",
"πολιτικώς":"πολιτικά",
"πολίτις":"πολίτις",
"πολιτισμένα":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένες":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένη":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένης":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένο":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένοι":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένος":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένου":"πολιτισμένος",
"πολιτισμένων":"πολιτισμένος",
"πολιτισμικά":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικές":"πολιτισμικός",
"πολιτισμική":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικής":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικό":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικοί":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικός":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικού":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικούς":"πολιτισμικός",
"πολιτισμικών":"πολιτισμικός",
"πολιτισμό":"πολιτισμός",
"πολιτισμοί":"πολιτισμός",
"πολιτισμός":"πολιτισμός",
"πολιτισμου":"πολιτισμός",
"πολιτισμού":"πολιτισμός",
"πολιτισμούς":"πολιτισμός",
"πολιτισμών":"πολιτισμός",
"πολιτιστικά":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικές":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικη":"πολιτιστικός",
"πολιτιστική":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικης":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικής":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικό":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικοί":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικός":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικού":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικού-μορφωτικού":"πολιτιστικού-μορφωτικού",
"πολιτιστικούς":"πολιτιστικός",
"πολιτιστικών":"πολιτιστικός",
"πολιτογραφηθεί":"πολιτογραφώ",
"πολιτογραφήθηκε":"πολιτογραφώ",
"πολιτογράφησε":"πολιτογραφώ",
"πολιτογράφησης":"πολιτογράφηση",
"πολιτοικολογία":"πολιτοικολογία",
"πολιτοφύλακας":"πολιτοφύλακας",
"πολιτοφυλακές":"πολιτοφυλακή",
"πολιτοφυλακή":"πολιτοφυλακή",
"πολιτοφυλακής":"πολιτοφυλακή",
"πολιτών":"πολίτης",
"πολιτών-δημοσιογράφων":"πολιτών-δημοσιογράφων",
"πολιχνη":"πολίχνη",
"πολίχνη":"πολίχνη",
"πολιχνης":"πολίχνη",
"πολίχνης":"πολίχνη",
"πολλά":"πολλά",
"πολλά":"πολύς",
"πολλαίς":"πολλαίς",
"πολλάκις":"πολλάκις",
"πολλαπλά":"πολλαπλός",
"πολλαπλάσια":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλασιάζει":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιάζεται":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιάζονται":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιάζονταν":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιάζοντας":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλάσιας":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλασιάσει":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιασθεί":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιασθούν":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιασμένη":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιασμό":"πολλαπλασιασμός",
"πολλαπλασιασμός":"πολλαπλασιασμός",
"πολλαπλασιασμού":"πολλαπλασιασμός",
"πολλαπλασιάσουμε":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιαστεί":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιαστές":"πολλαπλασιαστής",
"πολλαπλασιάστηκαν":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλασιαστικά":"πολλαπλασιαστικός",
"πολλαπλασιαστούν":"πολλαπλασιάζω",
"πολλαπλάσιες":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλάσιο":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλάσιοι":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλάσιου":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλάσιων":"πολλαπλάσιος",
"πολλαπλές":"πολλαπλός",
"πολλαπλή":"πολλαπλός",
"πολλαπλής":"πολλαπλός",
"πολλαπλό":"πολλαπλός",
"πολλαπλοί":"πολλαπλός",
"πολλαπλότητα":"πολλαπλότητα",
"πολλαπλούς":"πολλαπλός",
"πολλαπλών":"πολλαπλός",
"πολλαπλώς":"πολλαπλά",
"πολλες":"πολύς",
"πολλές":"πολύς",
"πολλή":"πολύς",
"πολλοί":"πολύς",
"πολλοίς":"πολλοίς",
"πολλοστή":"πολλοστός",
"πολλοστό":"πολλοστός",
"πολλού":"πολύς",
"πολλους":"πολύς",
"πολλούς":"πολύς",
"πολλώ":"πολλώ",
"πολλών":"πολύς",
"πολμποτσάν":"πολμποτσάν",
"πόλντι":"πόλντι",
"πολο":"πόλος",
"πόλο":"πόλος",
"πόλοι":"πόλος",
"πολόνια":"πολόνια",
"πόλος":"πόλος",
"πόλου":"πόλος",
"πόλους":"πόλος",
"πολτό":"πολτός",
"πολτοποιήθηκε":"πολτοποιώ",
"πολτοποίησε":"πολτοποιώ",
"πολτοποίηση":"πολτοποίηση",
"πολτοποιούμε":"πολτοποιώ",
"πολτός":"πολτός",
"πολυ":"πολύ",
"πολύ":"πολύ",
"πολύ":"πολύς",
"πολυαγαπημένες":"πολυαγαπημένος",
"πολυαγαπημένη":"πολυαγαπημένος",
"πολυαγαπημένης":"πολυαγαπημένος",
"πολυαγαπημένο":"πολυαγαπημένος",
"πολυαγαπημένου":"πολυαγαπημένος",
"πολυαιθυλένιο":"πολυαιθυλένιο",
"πολυαναμενόμενη":"πολυαναμενόμενος",
"πολυάνθρωπες":"πολυάνθρωπος",
"πολυάνθρωπης":"πολυάνθρωπος",
"πολυάνθρωπο":"πολυάνθρωπος",
"πολυάνθρωπων":"πολυάνθρωπος",
"πολυαπασχόλησης":"πολυαπασχόλησης",
"πολυάριθμα":"πολυάριθμος",
"πολυάριθμες":"πολυάριθμος",
"πολυάριθμη":"πολυάριθμος",
"πολυάριθμους":"πολυάριθμος",
"πολυάριθμων":"πολυάριθμος",
"πολυάσχολοι":"πολυάσχολος",
"πολυβάλβιδο":"πολυβάλβιδος",
"πολυβόλα":"πολυβόλο",
"πολυβολεία":"πολυβολείο",
"πολυβόλο":"πολυβόλο",
"πολυβόλου":"πολυβόλο",
"πολυβολούσαν":"πολυβολώ",
"πολυβόλων":"πολυβόλο",
"πολύβουη":"πολύβουος",
"πολύβουο":"πολύβουος",
"πολυβραβευμένη":"πολυβραβευμένος",
"πολυβραβευμένος":"πολυβραβευμένος",
"πολυβραβευμένου":"πολυβραβευμένος",
"πολύγραφο":"πολύγραφος",
"πολύγυρο":"πολύγυρος",
"πολυγυρου":"πολύγυρος",
"πολυγύρου":"πολύγυρος",
"πολύγυρου":"πολύγυρος",
"πολυγωνικές":"πολυγωνικός",
"πολυδαίδαλο":"πολυδαίδαλος",
"πολυδάπανες":"πολυδάπανος",
"πολυδάπανη":"πολυδάπανος",
"πολυδάπανο":"πολυδάπανος",
"πολυδάπανου":"πολυδάπανος",
"πολυδένδρι":"πολυδένδρι",
"πολυδεύκης":"πολυδεύκης",
"πολυδιαβασμένο":"πολυδιαβασμένος",
"πολυδιάσπαση":"πολυδιάσπαση",
"πολυδιάσπασης":"πολυδιάσπαση",
"πολυδιασπασμένη":"πολυδιασπασμένος",
"πολυδιάσταση":"πολυδιάσταση",
"πολυδιάστατα":"πολυδιάστατος",
"πολυδιάστατη":"πολυδιάστατος",
"πολυδιάστατο":"πολυδιάστατος",
"πολυδιάστατου":"πολυδιάστατος",
"πολυδιαφημιζόμενη":"πολυδιαφημιζόμενος",
"πολυδιαφημισμένα":"πολυδιαφημίζω",
"πολυδιαφημισμένες":"πολυδιαφημίζω",
"πολυδιαφημισμένη":"πολυδιαφημισμένος",
"πολυδιαφημισμένο":"πολυδιαφημισμένος",
"πολυδιαφημισμένου":"πολυδιαφημίζω",
"πολυδούρη":"πολυδούρη",
"πολυδύναμο":"πολυδύναμος",
"πολυδύναμοι":"πολυδύναμος",
"πολύδωρα":"πολύδωρας",
"πολυδώρου":"πολυδώρο",
"πολυεδρική":"πολυεδρικός",
"πολύεδρο":"πολύεδρος",
"πολυέδωσε":"πολυδίνω",
"πολυεθνικά":"πολυεθνικός",
"πολυεθνικές":"πολυεθνικός",
"πολυεθνική":"πολυεθνικός",
"πολυεθνικής":"πολυεθνικός",
"πολυεθνικό":"πολυεθνικός",
"πολυεθνικών":"πολυεθνικός",
"πολυεθνοτικό":"πολυεθνοτικός",
"πολυεκατομμυριούχο":"πολυεκατομμυριούχος",
"πολυεκατομμυριούχος":"πολυεκατομμυριούχος",
"πολυέλαιος":"πολυέλαιος",
"πολυεμπιστεύονται":"πολυεμπιστεύομαι",
"πολυέξοδα":"πολυέξοδος",
"πολυέξοδη":"πολυέξοδος",
"πολυεπίπεδο":"πολυεπίπεδος",
"πολυεστιακή":"πολυεστιακός",
"πολυετείς":"πολυετής",
"πολυετές":"πολυετής",
"πολυετή":"πολυετής",
"πολυετούς":"πολυετής",
"πολυζος":"πολυζος",
"πολύζος":"πολύζος",
"πολύζου":"πολύζου",
"πολυζωγόπουλος":"πολυζωγόπουλος",
"πολυζωίδη":"πολυζωίδη",
"πολυζωϊδη":"πολυζωϊδη",
"πολυζωίδης":"πολυζωίδης",
"πολυζωΐδης":"πολυζωΐδης",
"πολυήμερες":"πολυήμερος",
"πολυήμερη":"πολυήμερος",
"πολυήμερο":"πολυήμερος",
"πολυθέαμα":"πολυθέαμα",
"πολυθεϊστικών":"πολυθεϊστικός",
"πολυθεσίτες":"πολυθεσίτης",
"πολυθρονα":"πολυθρόνα",
"πολυθρόνα":"πολυθρόνα",
"πολυθρόνες":"πολυθρόνα",
"πολυθρύλητες":"πολυθρύλητος",
"πολυθρύλητη":"πολυθρύλητος",
"πολυθρύλητης":"πολυθρύλητος",
"πολυιατρεία":"πολυιατρείο",
"πολυιδωμένα":"πολυιδωμένος",
"πολυκαιρισμένο":"πολυκαιρίζω",
"πολυκανδριώτης":"πολυκανδριώτης",
"πολυκάρπη":"πολυκάρπη",
"πολυκάρποβ":"πολυκάρποβ",
"πολύκαρποβ":"πολύκαρποβ",
"πολυκαστρο":"πολύκαστρο",
"πολύκαστρο":"πολύκαστρο",
"πολυκαστρου":"πολύκαστρο",
"πολυκάστρου":"πολύκαστρο",
"πολύκαστρου":"πολύκαστρο",
"πολυκαταλαβαίνουμε":"πολυκαταλαβαίνω",
"πολυκατάστημα":"πολυκατάστημα",
"πολυκαταστήματα":"πολυκατάστημα",
"πολυκαταστήματος":"πολυκατάστημα",
"πολυκαταστημάτων":"πολυκατάστημα",
"πολυκατοικία":"πολυκατοικία",
"πολυκατοικίας":"πολυκατοικία",
"πολυκατοικίες":"πολυκατοικία",
"πολυκατοικιών":"πολυκατοικία",
"πολυκεντρική":"πολυκεντρικός",
"πολυκεντρικό":"πολυκεντρικός",
"πολυκλαδικό":"πολυκλαδικός",
"πολυκλαδικού":"πολυκλαδικός",
"πολυκομματισμός":"πολυκομματισμός",
"πολυκοσμία":"πολυκοσμία",
"πολύκροτη":"πολύκροτος",
"πολύκροτης":"πολύκροτος",
"πολυκυστικών":"πολυκυστικών",
"πολυλογάς":"πολυλογάς",
"πολυλογία":"πολυλογία",
"πολυλογούμε":"πολυλογώ",
"πολυλογώ":"πολυλογώ",
"πολυμάθειά":"πολυμάθεια",
"πολυμελές":"πολυμελής",
"πολυμελή":"πολυμελής",
"πολυμελής":"πολυμελής",
"πολυμελούς":"πολυμελής",
"πολυμελών":"πολυμελής",
"πολυμέρεια":"πολυμέρεια",
"πολυμερές":"πολυμερής",
"πολυμερή":"πολυμερής",
"πολυμέρης":"πολυμέρης",
"πολύμερος":"πολύμερος",
"πολυμερών":"πολυμερής",
"πολυμέσα":"πολυμέσα",
"πολυμέσων":"πολυμέσα",
"πολυμέτωπη":"πολυμέτωπος",
"πολυμέτωπο":"πολυμέτωπος",
"πολύμηνες":"πολύμηνος",
"πολύμηνη":"πολύμηνος",
"πολύμηνης":"πολύμηνος",
"πολυμήχανο":"πολυμήχανος",
"πολυμήχανος":"πολυμήχανος",
"πολύμορφα":"πολύμορφα",
"πολύμορφα":"πολύμορφος",
"πολύμορφες":"πολύμορφος",
"πολυμορφία":"πολυμορφία",
"πολυμορφικό":"πολυμορφικός",
"πολύμορφο":"πολύμορφος",
"πολύμορφου":"πολύμορφος",
"πολύμοχθης":"πολύμοχθος",
"πολύν":"πολύς",
"πολύνεκρη":"πολύνεκρος",
"πολύνεκρης":"πολύνεκρος",
"πολύνεκρο":"πολύνεκρος",
"πολυνίκη":"πολυνίκης",
"πολυνίκης":"πολυνίκης",
"πολυνομία":"πολυνομία",
"πολυνομίας":"πολυνομία",
"πολυνομοσχέδιο":"πολυνομοσχέδιο",
"πολυνομοσχεδίου":"πολυνομοσχέδιο",
"πολύπαθη":"πολύπαθος",
"πολύπαθης":"πολύπαθος",
"πολύπαθο":"πολύπαθος",
"πολύπαθος":"πολύπαθος",
"πολύπαθου":"πολύπαθος",
"πολύπειρος":"πολύπειρος",
"πολύπλευρα":"πολύπλευρος",
"πολύπλευρες":"πολύπλευρος",
"πολύπλευρη":"πολύπλευρος",
"πολύπλευρης":"πολύπλευρος",
"πολύπλευρο":"πολύπλευρος",
"πολύπλευροι":"πολύπλευρος",
"πολύπλευρος":"πολύπλευρος",
"πολυπληθείς":"πολυπληθής",
"πολυπληθές":"πολυπληθής",
"πολυπληθέστερα":"πολυπληθής",
"πολυπληθέστερη":"πολυπληθής",
"πολυπληθέστερο":"πολυπληθής",
"πολυπληθέστερων":"πολυπληθής",
"πολυπληθή":"πολυπληθής",
"πολυπληθής":"πολυπληθής",
"πολυπληθούς":"πολυπληθής",
"πολύπλοκα":"πολύπλοκα",
"πολύπλοκα":"πολύπλοκος",
"πολυπλόκαμο":"πολυπλόκαμος",
"πολύπλοκες":"πολύπλοκος",
"πολύπλοκη":"πολύπλοκος",
"πολύπλοκο":"πολύπλοκος",
"πολύπλοκος":"πολύπλοκος",
"πολυπλοκότερο":"πολύπλοκος",
"πολυπλοκότητα":"πολυπλοκότητα",
"πολυπλοκότητά":"πολυπλοκότητα",
"πολυπλοκότητας":"πολυπλοκότητα",
"πολυπλοκότητάς":"πολυπλοκότητα",
"πολυπλοκότητες":"πολυπλοκότητα",
"πολύπλοκους":"πολύπλοκος",
"πολύπλοκων":"πολύπλοκος",
"πολύποδες":"πολύποδας",
"πολυπόθητα":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητες":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητη":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητης":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητο":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητου":"πολυπόθητος",
"πολυπόθητους":"πολυπόθητος",
"πολυποίκιλα":"πολυποίκιλος",
"πολυπολικό":"πολυπολικό",
"πολυπολικού":"πολυπολικού",
"πολυ-πολιτισμική":"πολυ-πολιτισμική",
"πολυπολιτισμική":"πολυπολιτισμικός",
"πολυπολιτισμικής":"πολυπολιτισμικός",
"πολυπολιτισμικό":"πολυπολιτισμικός",
"πολυπολιτισμικότητα":"πολυπολιτισμικότητα",
"πολυπολιτισμικότητας":"πολυπολιτισμικότητα",
"πολύ-πολύ":"πολύ-πολύ",
"πολυπράγμων":"πολυπράγμων",
"πολυπρόσωπες":"πολυπρόσωπος",
"πολυπρόσωπη":"πολυπρόσωπος",
"πολυπρόσωπο":"πολυπρόσωπος",
"πολύπτυχα":"πολύπτυχος",
"πολύπτυχο":"πολύπτυχος",
"πολύς":"πολύς",
"πολυσακχαρίτες":"πολυσακχαρίτης",
"πολυσέλιδα":"πολυσέλιδος",
"πολυσέλιδες":"πολυσέλιδος",
"πολυσέλιδη":"πολυσέλιδος",
"πολυσέλιδο":"πολυσέλιδος",
"πολυσέλιδων":"πολυσέλιδος",
"πολυσήμαντη":"πολυσήμαντος",
"πολυσκεφτεί":"πολυσκέφτομαι",
"πολύστροφος":"πολύστροφος",
"πολυσυζητημένες":"πολυσυζητώ",
"πολυσυζητημένη":"πολυσυζητημένος",
"πολυσυζητημένης":"πολυσυζητημένος",
"πολυσυζητημένο":"πολυσυζητημένος",
"πολυσυζητημένος":"πολυσυζητημένος",
"πολυσυζητημένου":"πολυσυζητημένος",
"πολυσυλλεκτικής":"πολυσυλλεκτικός",
"πολυσυλλεκτικό":"πολυσυλλεκτικός",
"πολυσύνθετο":"πολυσύνθετος",
"πολυσύνθετος":"πολυσύνθετος",
"πολυσύνθετου":"πολυσύνθετος",
"πολυσύνθετων":"πολυσύνθετος",
"πολυσύχναστα":"πολυσύχναστος",
"πολυσύχναστες":"πολυσύχναστος",
"πολυσύχναστη":"πολυσύχναστος",
"πολυσύχναστο":"πολυσύχναστος",
"πολυσύχναστων":"πολυσύχναστος",
"πολυσχιδείς":"πολυσχιδής",
"πολυσχιδή":"πολυσχιδής",
"πολυσχιδής":"πολυσχιδής",
"πολυσχιδούς":"πολυσχιδής",
"πολυτάλαντα":"πολυτάλαντος",
"πολυτάλαντο":"πολυτάλαντος",
"πολυτάλαντος":"πολυτάλαντος",
"πολυτάραχη":"πολυτάραχος",
"πολυτάραχης":"πολυτάραχος",
"πολυτάραχος":"πολυτάραχος",
"πολύτεκνες":"πολύτεκνος",
"πολύτεκνη":"πολύτεκνος",
"πολύτεκνοι":"πολύτεκνος",
"πολύτεκνος":"πολύτεκνος",
"πολύτεκνους":"πολύτεκνος",
"πολυτέλεια":"πολυτέλεια",
"πολυτελείας":"πολυτέλεια",
"πολυτέλειας":"πολυτέλεια",
"πολυτέλειες":"πολυτέλεια",
"πολυτελείς":"πολυτελής",
"πολυτελές":"πολυτελής",
"πολυτελή":"πολυτελής",
"πολυτελής":"πολυτελής",
"πολυτελών":"πολυτελής",
"πολυτεχνείο":"πολυτεχνείο",
"πολυτεχνείου":"πολυτεχνείο",
"πολυτεχνική":"πολυτεχνικός",
"πολυτεχνικής":"πολυτεχνικός",
"πολυτεχνικός":"πολυτεχνικός",
"πολύτιμα":"πολύτιμα",
"πολύτιμα":"πολύτιμος",
"πολύτιμες":"πολύτιμος",
"πολυτίμη":"πολύτιμος",
"πολύτιμη":"πολύτιμος",
"πολυτιμο":"πολύτιμος",
"πολύτιμο":"πολύτιμος",
"πολύτιμοι":"πολύτιμος",
"πολύτιμος":"πολύτιμος",
"πολυτιμότερες":"πολύτιμος",
"πολυτιμότερο":"πολύτιμος",
"πολυτιμότερος":"πολύτιμος",
"πολυτιμότερους":"πολύτιμος",
"πολυτίμου":"πολύτιμος",
"πολύτιμου":"πολύτιμος",
"πολύτιμους":"πολύτιμος",
"πολύτιμων":"πολύτιμος",
"πολυτομικό":"πολυτομικό",
"πολύτομο":"πολύτομος",
"πολυτονικό":"πολυτονικός",
"πολυτραυματία":"πολυτραυματίας",
"πολυτραυματίας":"πολυτραυματίας",
"πολυτραυματιών":"πολυτραυματίας",
"πολύτροπο":"πολύτροπος",
"πολύτροπον":"πολύτροπος",
"πολυφαγία":"πολυφαγία",
"πολυφαρμακία":"πολυφαρμακία",
"πολύφερνη":"πολύφερνος",
"πολυφυλετική":"πολυφυλετικός",
"πολυφυλετικής":"πολυφυλετικός",
"πολυφύτου":"πολύφυτος",
"πολυφωνία":"πολυφωνία",
"πολυχρησιμοποιημένη":"πολυχρησιμοποιημένος",
"πολύχρονη":"πολυχρόνιος",
"πολυχρόνης":"πολυχρόνης",
"πολύχρονης":"πολυχρόνιος",
"πολυχρονιάδου":"πολυχρονιάδου",
"πολυχρονίδης":"πολυχρονίδης",
"πολυχρονίου":"πολυχρόνιος",
"πολύχρονο":"πολυχρόνιος",
"πολυχρονόπουλου":"πολυχρονόπουλου",
"πολυχρονος":"πολυχρόνιος",
"πολύχρονους":"πολυχρόνιος",
"πολύχρονων":"πολυχρόνιος",
"πολύχρωμα":"πολύχρωμος",
"πολύχρωμες":"πολύχρωμος",
"πολύχρωμη":"πολύχρωμος",
"πολυχρωμία":"πολυχρωμία",
"πολύχρωμο":"πολύχρωμος",
"πολύχρωμου":"πολύχρωμος",
"πολύχρωμους":"πολύχρωμος",
"πολύχρωμων":"πολύχρωμος",
"πολυχώρο":"πολυχώρο",
"πολυχώροι":"πολυχώροι",
"πολυχώρος":"πολυχώρος",
"πολυχώρου":"πολύχωρος",
"πολυχώρους":"πολύχωρος",
"πολύωρες":"πολύωρος",
"πολύωρη":"πολύωρος",
"πολύωρης":"πολύωρος",
"πολύωρου":"πολύωρος",
"πολυώροφα":"πολυώροφος",
"πολυώροφο":"πολυώροφος",
"πολυώροφου":"πολυώροφος",
"πολύωρων":"πολύωρος",
"πολωμένο":"πολώνω",
"πόλων":"πόλος",
"πολωνέζα":"πολωνέζα",
"πολωνια":"πολωνία",
"πολωνία":"πολωνία",
"πολωνίας":"πολωνία",
"πολωνικές":"πολωνικός",
"πολωνική":"πολωνικός",
"πολωνικής":"πολωνικός",
"πολωνικό":"πολωνικός",
"πολωνικού":"πολωνικός",
"πολωνό":"πολωνός",
"πολωνοί":"πολωνός",
"πολωνός":"πολωνός",
"πολωνού":"πολωνός",
"πολωνών":"πολωνός",
"πόλωση":"πόλωση",
"πόλωσης":"πόλωση",
"πομακική":"πομακικός",
"πομακικής":"πομακικός",
"πομακο-ελληνικό":"πομακο-ελληνικό",
"πομάκους":"πομάκος",
"πομάκων":"πομάκος",
"πομάσκι":"πομάσκι",
"πομπή":"πομπή",
"πομπής":"πομπή",
"πομπιντού":"πομπιντού",
"πομπό":"πομπός",
"πομποδέκτες":"πομποδέκτης",
"πομποί":"πομπός",
"πομπού":"πομπός",
"πομπώδεις":"πομπώδης",
"πομπώδη":"πομπώδης",
"πομπώδης":"πομπώδης",
"πομπωδώς":"πομπωδώς",
"πομπών":"πομπός",
"πομφόλυγες":"πομφόλυγα",
ονtoι":"πόντος",
"πονά":"πονώ",
"πονάει":"πονώ",
"πονάμε":"πονώ",
"πονάνε":"πονώ",
"πονάς":"πονώ",
"πονγκ":"πονγκ",
"πονεμένα":"πονεμένος",
"πονεμένη":"πονώ",
"πονεμένο":"πονώ",
"πονεμένους":"πονώ",
"πονέσει":"πονώ",
"πονέσουν":"πονώ",
"πόνημα":"πόνημα",
"πόνημά":"πόνημα",
"πονήματα":"πόνημα",
"πονήματος":"πόνημα",
"πονηρά":"πονηρός",
"πονηρές":"πονηρός",
"πονηριά":"πονηριά",
"πονηρο":"πονηρός",
"πονηρό":"πονηρός",
"πονηροί":"πονηρός",
"πονηρός":"πονηρός",
"πονηρού":"πονηρός",
"πονηρούς":"πονηρός",
"πονηρών":"πονηρός",
"πόνι":"πόνι",
"πόνο":"πόνος",
"πονόδοντο":"πονόδοντος",
"πόνοι":"πόνος",
"πονοκεφαλιάζει":"πονοκεφαλιάζω",
"πονοκέφαλο":"πονοκέφαλος",
"πονοκέφαλοι":"πονοκέφαλος",
"πονοκέφαλος":"πονοκέφαλος",
"πονοκεφάλους":"πονοκέφαλος",
"πονοκεφάλων":"πονοκέφαλος",
"πονόλαιμο":"πονόλαιμος",
"πονόλαιμος":"πονόλαιμος",
"πόνος":"πόνος",
"πόνου":"πόνος",
"πονούν":"πονώ",
"πόνους":"πόνος",
"πονούσα":"πονώ",
"πονούσαν":"πονώ",
"πονόψυχη":"πονόψυχος",
"πονσλε":"πονσλε",
"πονσλέ":"πονσλέ",
"πόνταρε":"ποντάρω",
"ποντάρει":"ποντάρω",
"ποντάρεις":"ποντάρω",
"ποντάρετε":"ποντάρω",
"ποντάρισμα":"ποντάρισμα",
"ποντάρονται":"ποντάρονται",
"ποντάροντας":"ποντάρω",
"ποντάρουν":"ποντάρω",
"ποντγκόριτσα":"ποντγκόριτσα",
"πόντε":"πόντος",
"ποντιακά":"ποντιακός",
"ποντιακή":"ποντιακός",
"ποντιακό":"ποντιακός",
"ποντιακός":"ποντιακός",
"ποντιακού":"ποντιακός",
"ποντιακών":"ποντιακός",
"ποντικάκια":"ποντικάκι",
"ποντικης":"ποντικης",
"ποντίκης":"ποντίκης",
"ποντικι":"ποντίκι",
"ποντίκι":"ποντίκι",
"ποντίκια":"ποντίκι",
"ποντικιού":"ποντίκι",
"ποντικοί":"ποντικός",
οντικομικρούλης2":"ποντικομικρούλης2",
"ποντικοπούλου":"ποντικοπούλου",
"ποντικού":"ποντικός",
"ποντικούς":"ποντικός",
"ποντικοφάρμακα":"ποντικοφάρμακο",
"ποντικών":"ποντικός",
"ποντίνια":"ποντίνια",
"πόντιο":"πόντιος",
"πόντιοι":"πόντιος",
"πόντιος":"πόντιος",
"ποντίους":"πόντιος",
"πόντιους":"πόντιος",
"ποντίφικα":"ποντίφικας",
"ποντίφικας":"ποντίφικας",
"ποντίων":"πόντιος",
"ποντο":"πόντος",
"πόντο":"πόντος",
"ποντοι":"πόντος",
"πόντοι":"πόντος",
"ποντόλσκι":"ποντόλσκι",
"ποντοπόρα":"ποντοπόρος",
"ποντοπόρας":"ποντοπόρας",
"ποντοπόρου":"ποντοπόρος",
"ποντοπόρων":"ποντοπόρος",
"πόντος":"πόντος",
"πόντου":"πόντος",
"ποντους":"πόντος",
"πόντους":"πόντος",
"πόντων":"πόντος",
"πονώ":"πονώ",
"πόνων":"πόνος",
"ποξ":"ποξ",
"πόουζι":"πόουζι",
"ποπ":"ποπ",
"πόπαρα":"πόπαρα",
"ποπέσκου":"ποπέσκου",
"πόπη":"πόπη",
"πόποβιτς":"πόποβιτς",
"ποποφ":"ποποφ",
"ποπόφ":"ποπόφ",
"πορεια":"πορεία",
"πορεία":"πορεία",
"πορείας":"πορεία",
"πορείες":"πορεία",
"πορεύεσαι":"πορεύομαι",
"πορεύεται":"πορεύομαι",
"πορευθεί":"πορεύομαι",
"πορευθούμε":"πορεύομαι",
"πορευθούν":"πορεύομαι",
"πορεύομαι":"πορεύομαι",
"πορευόμαστε":"πορεύομαι",
"πορευόμενων":"πορευόμενος",
"πορεύονται":"πορεύομαι",
"πορεύουμε":"πορεύουμε",
"πορευτεί":"πορεύομαι",
"πορεύτηκε":"πορεύομαι",
"πορευτούμε":"πορεύομαι",
"πορευτούν":"πορεύομαι",
"πορθμεία":"πορθμείο",
"πορθμειακή":"πορθμειακός",
"πορθμείο":"πορθμείο",
"πορισμα":"πόρισμα",
"πόρισμα":"πόρισμα",
"πόρισμά":"πόρισμα",
"πορίσματα":"πόρισμα",
"πορίσματά":"πόρισμα",
"πορισματική":"πορισματικός",
"πορίσματος":"πόρισμα",
"πορισμάτων":"πόρισμα",
"πορνεία":"πορνεία",
"πορνείας":"πορνεία",
"πορνείο":"πορνείο",
"πόρνες":"πόρνη",
"πορνη":"πόρνη",
"πόρνη":"πόρνη",
"πόρνης":"πόρνη",
"πορνό":"πορνό",
"πορνογραφία":"πορνογραφία",
"πορνογραφίας":"πορνογραφία",
"πορνογραφικά":"πορνογραφικός",
"πορνογραφικό":"πορνογραφικός",
"πορνογραφικού":"πορνογραφικός",
"πορνοστάρ":"πορνοστάρ",
"πορνών":"πόρνη",
"πόρο":"πόρος",
"πόροι":"πόρος",
"πόρος":"πόρος",
"πόρου":"πόρος",
"πόρους":"πόρος",
"πόρρω":"πόρρω",
"πορσελάνες":"πορσελάνη",
"πορσελάνη":"πορσελάνη",
"πορτ":"πορτ",
"πόρτα":"πόρτα",
"πορταΐτισσας":"πορταΐτισσας",
"πορτανόβα":"πορτανόβα",
"πόρτα-πόρτα":"πόρτα-πόρτα",
"πορταριας":"πορταριά",
"πορτας":"πόρτα",
"πόρτας":"πόρτα",
"πόρτες":"πόρτα",
"πορτίγιο":"πορτίγιο",
"πορτιέρο":"πορτιέρο",
"πορτιμάο":"πορτιμάο",
"πόρτλαντ":"πόρτλαντ",
"πορτ-μπαγκάζ":"πορτ-μπαγκάζ",
"πορτο":"πόρτο",
"πόρτο":"πόρτο",
"πορτογαλια":"πορτογαλία",
"πορτογαλία":"πορτογαλία",
"πορτογαλίας":"πορτογαλία",
"πορτογαλικά":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικές":"πορτογαλικός",
"πορτογαλική":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικής":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικό":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικός":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικού":"πορτογαλικός",
"πορτογαλικών":"πορτογαλικός",
"πορτογάλο":"πορτογάλος",
"πορτογάλοι":"πορτογάλος",
"πορτογάλος":"πορτογάλος",
"πορτογάλου":"πορτογάλος",
"πορτοκαλάδα":"πορτοκαλάδα",
"πορτοκαλάδες":"πορτοκαλάδα",
"πορτοκαλέα":"πορτοκαλέα",
"πορτοκαλέας":"πορτοκαλέας",
"πορτοκαλής":"πορτοκαλής",
"πορτοκαλί":"πορτοκαλής",
"πορτοκάλι":"πορτοκάλι",
"πορτοκάλια":"πορτοκάλι",
"πορτοκάλογλου":"πορτοκάλογλου",
"πορτολάκης":"πορτολάκης",
"πορτοπαράθυρα":"πορτοπαράθυρα",
"πορτούλα":"πορτούλα",
"πορτουλίδη":"πορτουλίδη",
"πορτοφολάδες":"πορτοφολάς",
"πορτοφόλι":"πορτοφόλι",
"πορτοφόλια":"πορτοφόλι",
"πορτοφολιών":"πορτοφόλι",
"πορτραίτα":"πορτραίτο",
"πορτραίτο":"πορτραίτο",
"πορτρετα":"πορτρέτο",
"πορτρέτα":"πορτρέτο",
"πορτρετο":"πορτρέτο",
"πορτρέτο":"πορτρέτο",
"πορτρέτου":"πορτρέτο",
"πορτρέτων":"πορτρέτο",
"πορτσμουθ":"πορτσμουθ",
"πόρτσμουθ":"πόρτσμουθ",
"πόρτσμουθ317101337-46":"πόρτσμουθ317101337-46",
"πόρτσμουθ-εβερτον":"πόρτσμουθ-εβερτον",
"πόρτσμουθ-φούλαμ":"πόρτσμουθ-φούλαμ",
"πορφύρα":"πορφύρα",
"πορφυρά":"πορφυρός",
"πορφυρές":"πορφυρός",
"πορφυριακός":"πορφυριακός",
"πορφυρίδη":"πορφυρίδη",
"πορφυρό":"πορφυρός",
"πόρω":"πόρω",
"πόρων":"πόρος",
"ποσά":"ποσό",
"πόσα":"πόσος",
"ποσειδων":"ποσειδών",
"ποσειδών":"ποσειδών",
"ποσειδώνιο":"ποσειδώνιος",
"ποσειδωνίου":"ποσειδώνιος",
"πόσες":"πόσος",
"πόση":"πόσος",
"πόσιμο":"πόσιμος",
"πόσιμου":"πόσιμος",
"ποσο":"πόσο",
"ποσό":"ποσό",
"πόσο":"πόσο",
"πόσοι":"πόσος",
"ποσόν":"ποσό",
"πόσον":"πόσος",
"πόσος":"πόσος",
"ποσοστά":"ποσοστό",
"ποσοστήτων":"ποσοστήτων",
"ποσοστιαία":"ποσοστιαίος",
"ποσοστιαίες":"ποσοστιαίος",
"ποσοστιαίων":"ποσοστιαίος",
"ποσοστο":"ποσοστό",
"ποσοστό":"ποσοστό",
"ποσοστού":"ποσοστό",
"ποσοστών":"ποσοστό",
"ποσοστώσεις":"ποσόστωση",
"ποσοστώσεων":"ποσόστωση",
"ποσόστωση":"ποσόστωση",
"ποσόστωσης":"ποσόστωση",
"ποσότητα":"ποσότητα",
"ποσότητας":"ποσότητα",
"ποσότητες":"ποσότητα",
"ποσοτήτων":"ποσότητα",
"ποσοτικά":"ποσοτικά",
"ποσοτικές":"ποσοτικός",
"ποσοτική":"ποσοτικός",
"ποσοτικής":"ποσοτικός",
"ποσοτικοποιηθεί":"ποσοτικοποιώ",
"ποσοτικός":"ποσοτικός",
"ποσοτικούς":"ποσοτικός",
"ποσοτικών":"ποσοτικός",
"ποσού":"ποσό",
"πόσους":"πόσος",
"ποσπίσιλ":"ποσπίσιλ",
"πόσπισιλ":"πόσπισιλ",
"ποστ":"ποστ",
"πόστα":"πόστο",
"ποστάλ":"ποστάλ",
"πόστερ":"πόστερ",
"ποστιλιόνε":"ποστιλιόνε",
"πόστο":"πόστο",
"πόστων":"πόστο",
"ποσών":"ποσό",
"πόσων":"πόσος",
"ποσώς":"ποσώς",
"ποτ":"ποτ",
"ποτα":"ποτό",
"ποτά":"ποτό",
"ποταμάκι":"ποταμάκι",
"ποτάμι":"ποτάμι",
"ποτάμια":"ποτάμιος",
"ποτάμιο":"ποτάμιος",
"ποταμίσια":"ποταμίσιος",
"ποταμίσιο":"ποταμίσιος",
"ποταμό":"ποταμός",
"ποταμοί":"ποταμός",
"ποταμόπλοια":"ποταμόπλοιο",
"ποταμόπλοιο":"ποταμόπλοιο",
"ποταμός":"ποταμός",
"ποταμού":"ποταμός",
"ποταμούς":"ποταμός",
"ποταμών":"ποταμός",
"ποταπή":"ποταπός",
"ποταπό":"ποταπός",
"ποτε":"ποτέ",
"ποτέ":"ποτέ",
"πότε":"πότε",
"πότερ":"πότερ",
"πότες":"πότης",
"ποτηράκι":"ποτηράκι",
"ποτηράκια":"ποτηράκι",
"ποτήρι":"ποτήρι",
"ποτήρια":"ποτήριο",
"ποτήριον":"ποτήριο",
"ποτηριών":"ποτήρι",
"πότι":"πότι",
"ποτίδαια":"ποτίδαια",
"ποτίδαιας":"ποτίδαιας",
"ποτίζει":"ποτίζω",
"ποτίζονται":"ποτίζω",
"ποτίζουν":"ποτίζω",
"πότισαν":"ποτίζω",
"ποτίσει":"ποτίζω",
"πότισμα":"πότισμα",
"ποτισμένα":"ποτίζω",
"ποτισμένη":"ποτίζω",
"ποτισμένο":"ποτίζω",
"ποτισμένοι":"ποτισμένος",
"ποτισμένος":"ποτίζω",
"ποτιστεί":"ποτίζω",
"ποτό":"ποτό",
"ποτοαπαγόρευσης":"ποτοαπαγόρευση",
"ποτοποιία":"ποτοποιία",
"ποτού":"ποτό",
"ποτουρίδης":"ποτουρίδης",
"ποτσέκο":"ποτσέκο",
"ποτών":"ποτό",
"ποτών-εξοπλισμού":"ποτών-εξοπλισμού",
"που":"που",
"που":"πού",
"πού":"πού",
"πουατιέ":"πουατιέ",
"πουγιόλ":"πουγιόλ",
"πούδρας":"πούδρα",
"πούδρες":"πούδρα",
"πουέρτο":"πουέρτο",
"πουθενά":"πουθενά",
"πουκάμισα":"πουκάμισο",
"πουκαμισάκι":"πουκαμισάκι",
"πουκάμισο":"πουκάμισο",
"πουλ":"πουλ",
"πουλά":"πουλώ",
"πουλάει":"πουλώ",
"πουλάκι":"πουλάκι",
"πουλάκια":"πουλάκι",
"πουλάκος":"πουλάκος",
"πουλαλά":"πουλαλά",
"πουλαλάς":"πουλαλάς",
"πουλάμε":"πουλώ",
"πουλάνε":"πουλώ",
"πουλάτε":"πουλώ",
"πουλάω":"πουλώ",
"πουλερικά":"πουλερικό",
"πουλερικό":"πουλερικό",
"πουλερικών":"πουλερικό",
"πουληθεί":"πουλώ",
"πουλήθηκαν":"πουλώ",
"πουλήθηκε":"πουλώ",
"πουληθούν":"πουλώ",
"πούλημα":"πούλημα",
"πουλημένο":"πουλώ",
"πουλημένοι":"πουλώ",
"πουλημένος":"πουλώ",
"πουλημένους":"πουλώ",
"πούλησαν":"πουλώ",
"πουλησε":"πουλώ",
"πούλησε":"πουλώ",
"πουλήσει":"πουλώ",
"πουλήσεις":"πουλώ",
"πουλήσουμε":"πουλώ",
"πουλήσουν":"πουλώ",
"πουλήσω":"πουλώ",
"πουλί":"πουλί",
"πουλιά":"πουλί",
"πουλιαδης":"πουλιαδης",
"πουλιάδης":"πουλιάδης",
"πούλιας":"πούλια",
"πούλιεβιτς":"πούλιεβιτς",
"πουλιέται":"πουλώ",
"πουλιζι":"πουλιζι",
"πουλίζι":"πουλίζι",
"πούλικ":"πούλικ",
"πούλιος":"πούλιος",
"πουλιόταν":"πουλώ",
"πουλιού":"πουλί",
"πουλιούνται":"πουλώ",
"πουλιών":"πουλί",
"πούλμαν":"πούλμαν",
"πουλμανάκι":"πουλμανάκι",
"πουλόβερ":"πουλόβερ",
"πουλολαρι":"πουλολαρι",
"πουλόπουλος":"πουλόπουλος",
"πουλούν":"πουλώ",
"πουλούσαν":"πουλώ",
"πουλούσε":"πουλώ",
"πουλουτιδης":"πουλουτιδης",
"πουλουτίδης":"πουλουτίδης",
"πουλύ":"πουλύ",
"πουλώ":"πουλώ",
"πουλώντας":"πουλώ",
"πούμα":"πούμα",
"πούμε":"λέγω",
"πουν":"λέγω",
"πούνε":"λέγω",
"πουνέντη":"πουνέντη",
"πουνέντης":"πουνέντης",
"πουντ":"πουντ",
"πουντζάμπ":"πουντζάμπ",
"πούπουλα":"πούπουλο",
"πουπουλένια":"πουπουλένιος",
"πούρα":"πούρος",
"πουρέ":"πουρές",
"πουρί":"πουρί",
"πουριτανική":"πουριτανικός",
"πουριτανικής":"πουριτανικός",
"πουριτανοί":"πουριτανός",
"πουριτανούς":"πουριτανός",
"πουρνάρα":"πουρνάρα",
"πουρναριών":"πουρνάρι",
"πούρο":"πούρος",
"πούρου":"πούρος",
"πουρς":"πουρς",
"πουρσανίδη":"πουρσανίδη",
"πουρσανιδης":"πουρσανιδης",
"πουρσανίδης":"πουρσανίδης",
"πουρτουκαλάδα":"πουρτουκαλάδα",
"πουρτουλίδης":"πουρτουλίδης",
"πούρων":"πούρος",
"πους":"πους",
"πούταν":"πούταν",
"πουτάνα":"πουτάνα",
"πούτιν":"πούτιν",
"πούτσα":"πούτσα",
"πουτσίνι":"πουτσίνι",
"πόχει":"πόχει",
"ππετράς":"ππετράς",
"πρ":"πρ",
"πρ.":"πρ.",
"πράγα":"πράγα",
"πράγας":"πράγα",
"πράγμα":"πράγμα",
"πραγματα":"πράγμα",
"πράγματα":"πράγμα",
"πράγματά":"πράγμα",
"πραγματάκια":"πραγματάκι",
"πραγματείας":"πραγματεία",
"πραγματεύεστε":"πραγματεύομαι",
"πραγματεύεται":"πραγματεύομαι",
"πραγματεύονται":"πραγματεύομαι",
"πράγματι":"πράγματι",
"πραγματικά":"πραγματικά",
"πραγματικά":"πραγματικός",
"πραγματικές":"πραγματικός",
"πραγματική":"πραγματικός",
"πραγματικής":"πραγματικός",
"πραγματικό":"πραγματικός",
"πραγματικοί":"πραγματικός",
"πραγματικός":"πραγματικός",
"πραγματικοτητα":"πραγματικότητα",
"πραγματικότητα":"πραγματικότητα",
"πραγματικότητά":"πραγματικότητα",
"πραγματικοτητας":"πραγματικότητα",
"πραγματικότητας":"πραγματικότητα",
"πραγματικότητες":"πραγματικότητα",
"πραγματικότητος":"πραγματικότητα",
"πραγματικοτήτων":"πραγματικότητα",
"πραγματικού":"πραγματικός",
"πραγματικούς":"πραγματικός",
"πραγματικών":"πραγματικός",
"πραγματισμό":"πραγματισμός",
"πραγματισμού":"πραγματισμός",
"πραγματιστές":"πραγματιστής",
"πραγματιστή":"πραγματιστής",
"πραγματιστής":"πραγματιστής",
"πραγματιστικές":"πραγματιστικός",
"πραγματιστική":"πραγματιστικός",
"πραγματογνώμονα":"πραγματογνώμονας",
"πραγματογνώμονες":"πραγματογνώμονας",
"πραγματογνωμόνων":"πραγματογνώμονας",
"πραγματογνωμοσύνες":"πραγματογνωμοσύνη",
"πραγματογνωμοσύνη":"πραγματογνωμοσύνη",
"πραγματογνωμοσύνης":"πραγματογνωμοσύνη",
"πραγματολογικό":"πραγματολογικός",
"πραγματοποιεί":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιείται":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιείτο":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιηθεί":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιηθείσες":"πραγματοποιηθείς",
"πραγματοποιήθηκαν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιηθηκε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήθηκε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιηθούν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποίησα":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήσαμε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποίησαν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποίησε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήσει":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήσετε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιηση":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποίηση":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποίησή":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποίησης":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποίησής":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποιήσιμη":"πραγματοποιήσιμος",
"πραγματοποίησίς":"πραγματοποίηση",
"πραγματοποιήσουν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήστε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιήσω":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούμε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούμενο":"πραγματοποιούμενος",
"πραγματοποιούν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούνται":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούνταν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούσαμε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούσαν":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιούσε":"πραγματοποιώ",
"πραγματοποιώντας":"πραγματοποιώ",
"πράγματος":"πράγμα",
"πραγματωθεί":"πραγματώνω",
"πραγματώθηκε":"πραγματώνω",
"πραγμάτων":"πράγμα",
"πραγματώνεται":"πραγματώνω",
"πραγμάτωσε":"πραγματώνω",
"πραγμάτωση":"πραγμάτωση",
"πραγμάτωσης":"πραγμάτωση",
"πραγμάτωσής":"πραγμάτωση",
"πράις":"πράις",
"πραιτοριανών":"πραιτοριανός",
"πραιτωριανοί":"πραιτωριανός",
"πρακτέον":"πρακτέος",
"πρακτέου":"πρακτέος",
"πρακτικά":"πρακτικά",
"πρακτικά":"πρακτικός",
"πρακτικές":"πρακτική",
"πρακτικη":"πρακτικός",
"πρακτική":"πρακτικός",
"πρακτικής":"πρακτική",
"πρακτικό":"πρακτικός",
"πρακτικοί":"πρακτικός",
"πρακτικός":"πρακτικός",
"πρακτικότητα":"πρακτικότητα",
"πρακτικού":"πρακτικός",
"πρακτικούς":"πρακτικός",
"πρακτικών":"πρακτικός",
"πράκτορα":"πράκτορας",
"πράκτορας":"πράκτορας",
"πρακτορεία":"πρακτορεία",
"πρακτορείο":"πρακτορείο",
"πρακτορείου":"πρακτορείο",
"πρακτορείων":"πρακτορείο",
"πράκτορες":"πράκτορας",
"πράκτορές":"πράκτορας",
"πρακτορικά":"πρακτορικά",
"πρακτόρων":"πράκτορας",
"πρακτωρ":"πράκτορας",
"πράκτωρ":"πράκτορας",
"πραμα":"πράμα",
"πράμα":"πράμα",
"πράματα":"πράμα",
"πραμάτεια":"πραμάτεια",
"πραματευτάδες":"πραματευτής",
"πραμπόβο":"πραμπόβο",
"πραμπρομη":"πραμπρομη",
"πραμπρομης":"πραμπρομης",
"πρανές":"πρανής",
"πράξαμε":"πράττω",
"πράξατε":"πράττω",
"πράξει":"πράττω",
"πραξεις":"πράξη",
"πράξεις":"πράξη",
"πράξεων":"πράξη",
"πράξεών":"πράξη",
"πράξεως":"πράξη",
"πράξη":"πράξη",
"πράξη'":"πράξη'",
"πράξης":"πράξη",
"πραξικόπημα":"πραξικόπημα",
"πραξικοπηματία":"πραξικοπηματίας",
"πραξικοπηματίες":"πραξικοπηματίας",
"πραξικοπηματιών":"πραξικοπηματίας",
"πραξικοπήματος":"πραξικόπημα",
"πράξις":"πράξη",
"πράξουμε":"πράττω",
"πράξουν":"πράττω",
"πράξω":"πράττω",
"πραότητα":"πραότητα",
"πράσα":"πράσο",
"πρασακάκη":"πρασακάκη",
"πρασιά":"πρασιά",
"πράσινα":"πράσινος",
"πρασινάδας":"πρασινάδα",
"πρασινάδες":"πρασινάδα",
"πράσινες":"πράσινος",
"πράσινη":"πράσινος",
"πράσινης":"πράσινος",
"πρασινίσει":"πρασινίζω",
"πρασινίσουν":"πρασινίζω",
"πράσινο":"πράσινος",
"πράσινοι":"πράσινος",
"πρασινος":"πράσινος",
"πράσινος":"πράσινος",
"πρασίνου":"πράσινος",
"πράσινου":"πράσινος",
"πρασίνους":"πράσινος",
"πράσινους":"πράσινος",
"πρασίνων":"πράσινος",
"πράσινων":"πράσινος",
"πράσο":"πράσο",
"πρασοσέλινο":"πρασοσέλινο",
"πρατήρια":"πρατήριο",
"πρατήριο":"πρατήριο",
"πρατηρίου":"πρατήριο",
"πρατηριούχων":"πρατηριούχος",
"πρατηρίων":"πρατήριο",
"πράτο":"πράτο",
"πρατσινάκη":"πρατσινάκη",
"πράττει":"πράττω",
"πράττεται":"πράττω",
"πράττετε":"πράττω",
"πράττοντας":"πράττω",
"πράττουμε":"πράττω",
"πράττουν":"πράττω",
"πράττω":"πράττω",
"πρέβεζα":"πρέβεζα",
"πρέβεζας":"πρέβεζα",
"πρεβελάκης":"πρεβελάκης",
"πρέζα":"πρέζα",
"πρεζάκηδες":"πρεζάκιας",
"πρέζες":"πρέζα",
"πρεζόνι":"πρεζόνι",
"πρεζόνια":"πρεζόνι",
"πρεζονιών":"πρεζόνι",
"πρέλεβιτς":"πρέλεβιτς",
"πρεμιερ":"πρεμιερ",
"πρέμιερ":"πρέμιερ",
"πρεμιερα":"πρεμιέρα",
"πρεμιέρα":"πρεμιέρα",
"πρεμιέρας":"πρεμιέρα",
"πρεμιέρες":"πρεμιέρα",
"πρέμιερσιπ":"πρέμιερσιπ",
"πρεμούρα":"πρεμούρα",
"πρέμπτης":"πρέμπτης",
"πρέντραγκ":"πρέντραγκ",
"πρεπε":"πρεπε",
"'πρεπε":"'πρεπε",
"πρέπει":"πρέπει",
"πρέπον":"πρέπων",
"πρέπουσα":"πρέπων",
"πρες":"πρες",
"πρέσα":"πρέσα",
"πρέσαρε":"πρεσάρω",
"πρεσάρισμα":"πρεσάρισμα",
"πρεσβεία":"πρεσβεία",
"πρεσβείας":"πρεσβεία",
"πρεσβείες":"πρεσβεία",
"πρέσβειρα":"πρέσβειρα",
"πρέσβειρες":"πρέσβειρα",
"πρέσβεις":"πρέσβης",
"πρεσβειών":"πρεσβεία",
"πρεσβεύει":"πρεσβεύω",
"πρεσβεύουν":"πρεσβεύω",
"πρεσβευτές":"πρεσβευτής",
"πρεσβευτή":"πρεσβευτής",
"πρεσβευτής":"πρεσβευτής",
"πρεσβευτική":"πρεσβευτικός",
"πρεσβευτού":"πρεσβευτής",
"πρεσβευτών":"πρεσβευτής",
"πρεσβεύω":"πρεσβεύω",
"πρέσβεων":"πρέσβης",
"πρέσβη":"πρέσβης",
"πρεσβης":"πρέσβης",
"πρέσβης":"πρέσβης",
"πρεσβύτερο":"πρεσβύτερος",
"πρεσβύτερος":"πρεσβύτερος",
"πρεσβύτη":"πρεσβύτης",
"πρέσεβο":"πρέσεβο",
"πρέσες":"πρέσα",
"πρεσινγκ":"πρέσινγκ",
"πρέσινγκ":"πρέσινγκ",
"πρέσκοτ":"πρέσκοτ",
"πρέσλεϊ":"πρέσλεϊ",
"πρεσπών":"πρέσπα",
"πρες-ρουμ":"πρες-ρουμ",
"πρεστίζ":"πρεστίζ",
"πρεστον":"πρεστον",
"πρέστον":"πρέστον",
"πρετεντέρη":"πρετεντέρη",
"πρετεντέρης":"πρετεντέρης",
"πρέφα":"πρέφα",
"πρήξιμο":"πρήξιμο",
"πρησμένα":"πρησμένος",
"πρι":"πρι",
"πριβέ":"πριβέ",
"πρίγκιπα":"πρίγκιπας",
"πριγκιπας":"πρίγκιπας",
"πρίγκιπας":"πρίγκιπας",
"πριγκιπάτο":"πριγκιπάτο",
"πρίγκιπες":"πρίγκιπας",
"πρίγκιπες-διάδοχοι":"πρίγκιπες-διάδοχοι",
"πριγκίπισσα":"πριγκίπισσα",
"πριγκίπισσας":"πριγκίπισσα",
"πριγκίπισσες":"πριγκίπισσα",
"πρίγκιπος":"πρίγκιπος",
"πρίζα":"πρίζα",
"πρίζες":"πρίζα",
"πρίζρεν":"πρίζρεν",
"πριμ":"πριμ",
"πριμακοφ":"πριμακοφ",
"πριμακόφ":"πριμακόφ",
"πριμακόφ-μπερεζόφσκι":"πριμακόφ-μπερεζόφσκι",
"πριμέρα":"πριμέρα",
"πριμοδοτεί":"πριμοδοτώ",
"πριμοδότησε":"πριμοδοτώ",
"πριμοδοτήσει":"πριμοδοτώ",
"πριμοδότηση":"πριμοδότηση",
"πριμοδοτούν":"πριμοδοτώ",
"πριμοδοτούνται":"πριμοδοτώ",
"πριμοδοτώντας":"πριμοδοτώ",
"πριν":"πριν",
"πρίν":"πρίν",
"πρίνο":"πρίνος",
"πρίνος":"πρίνος",
"πρίνου":"πρίνος",
"πρίνου-καβάλας":"πρίνου-καβάλας",
"πρινς":"πρινς",
"πρίντεζης":"πρίντεζης",
"πριντσιπάτ":"πριντσιπάτ",
"πριόνι":"πριόνι",
"πριόνια":"πριόνι",
"πριονίζει":"πριονίζω",
"πριόνισμα":"πριόνισμα",
"πρίσμα":"πρίσμα",
"πρίσμα+":"πρίσμα+",
"πρίστινα":"πρίστινα",
"πριτζι":"πριτζι",
"πριτς":"πριτς",
"πριττας":"πριττας",
"πρίττας":"πρίττας",
"προ":"προ",
"προαγάγουν":"προάγω",
"προαγγείλει":"προαγγέλλω",
"προαγγελίες":"προαγγελία",
"προάγγελοι":"προάγγελος",
"προάγγελος":"προάγγελος",
"προάγει":"προάγω",
"προάγεται":"προάγω",
"προαγοράσει":"προαγοράζω",
"προάγουμε":"προάγω",
"προάγουν":"προάγω",
"προαγωγή":"προαγωγή",
"προαγωγής":"προαγωγή",
"προαγωγοί":"προαγωγός",
"προαγωγών":"προαγωγός",
"προαίρεση":"προαίρεση",
"προαίρεσης":"προαίρεση",
"προαιρετικά":"προαιρετικός",
"προαιρετική":"προαιρετικός",
"προαιρετικό":"προαιρετικός",
"προαιρετικός":"προαιρετικός",
"προαιρετικού":"προαιρετικός",
"προαισθάνεται":"προαισθάνομαι",
"προαιώνια":"προαιώνιος",
"προαιώνιας":"προαιώνιος",
"προαιώνιες":"προαιώνιος",
"προαιώνιο":"προαιώνιος",
"προαιώνιοι":"προαιώνιος",
"προαλείφεται":"προαλείφω",
"προάλλες":"προάλλες",
"προαναγγείλει":"προαναγγέλλω",
"προαναγγελθεί":"προαναγγέλλω",
"προαναγγελθείσα":"προαναγγελθείς",
"προαναγγελθείσας":"προαναγγελθείς",
"προαναγγελθείσες":"προαναγγελθείς",
"προαναγγελθέν":"προαναγγελθείς",
"προαναγγελθέντα":"προαναγγελθείς",
"προαναγγελθέντος":"προαναγγελθείς",
"προαναγγέλθηκε":"προαναγγέλλω",
"προαναγγελία":"προαναγγελία",
"προαναγγέλλει":"προαναγγέλλω",
"προαναγγέλλεται":"προαναγγέλλω",
"προαναγγέλλονται":"προαναγγέλλω",
"προαναγγέλλοντας":"προαναγγέλλω",
"προαναγγέλλουν":"προαναγγέλλω",
"προανάκριση":"προανάκριση",
"προανάκρισης":"προανάκριση",
"προανακριτικές":"προανακριτικός",
"προανακριτική":"προανακριτικός",
"προανακριτικής":"προανακριτικός",
"προανακριτικό":"προανακριτικός",
"προανακριτικοί":"προανακριτικός",
"προανακριτικών":"προανακριτικός",
"προανάκρουσμα":"προανάκρουσμα",
"προαναφέραμε":"προαναφέρω",
"προαναφέρεται":"προαναφέρω",
"προαναφερθείσα":"προαναφερθείς",
"προαναφερθείσες":"προαναφερθείς",
"προαναφερθεισών":"προαναφερθείς",
"προαναφερθέν":"προαναφερθείς",
"προαναφερθέντα":"προαναφερθείς",
"προαναφερθέντες":"προαναφερθείς",
"προαναφερθέντος":"προαναφερθείς",
"προαναφερθέντων":"προαναφερθείς",
"προαναφέρθηκαν":"προαναφέρω",
"προαναφέρθηκε":"προαναφέρω",
"προαναφερόμενα":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενες":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενη":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενης":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενο":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενοι":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενος":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενου":"προαναφερόμενος",
"προαναφερομένων":"προαναφερόμενος",
"προαναφερόμενων":"προαναφερόμενος",
"προανέφερα":"προαναφέρω",
"προανήγγειλαν":"προαναγγέλλω",
"προανήγγειλε":"προαναγγέλλω",
"προαπαιτείται":"προαπαιτώ",
"προαπαιτούμενα":"προαπαιτούμενος",
"προαπαιτούμενο":"προαπαιτούμενος",
"προαποφασίσει":"προαποφασίζω",
"προαποφασισμένη":"προαποφασίζω",
"προαποφασισμένο":"προαποφασίζω",
"προαποφασιστεί":"προαποφασίζω",
"προασπίζεται":"προασπίζω",
"προασπιζόμενο":"προασπιζόμενο",
"προασπίζουν":"προασπίζω",
"προασπίσει":"προασπίζω",
"προάσπιση":"προάσπιση",
"προάσπισης":"προάσπιση",
"προασπίσουμε":"προασπίζω",
"προασπίσουν":"προασπίζω",
"προάστια":"προάστιο",
"προάστιά":"προάστιο",
"προαστιακός":"προαστιακός",
"προαστιακού":"προαστιακός",
"προάστιο":"προάστιο",
"προαστίων":"προάστιο",
"προαύλια":"προαύλιο",
"προαύλιο":"προαύλιο",
"προαχθεί":"προάγω",
"πρόβα":"πρόβα",
"προβάδισμα":"προβάδισμα",
"προβάδισμά":"προβάδισμα",
"προβαίνει":"προβαίνω",
"προβαίνετε":"προβαίνω",
"προβαίνουν":"προβαίνω",
"πρόβαλα":"προβάλλω",
"προβάλαμε":"προβάλλω",
"πρόβαλαν":"προβάλλω",
"πρόβαλε":"προβάλλω",
"προβάλει":"προβάλλω",
"πρόβαλλαν":"προβάλλω",
"πρόβαλλε":"προβάλλω",
"προβάλλει":"προβάλλω",
"προβάλλεις":"προβάλλω",
"προβάλλεστε":"προβάλλω",
"προβάλλεται":"προβάλλω",
"προβάλλετε":"προβάλλω",
"προβαλλόμενη":"προβαλλόμενος",
"προβαλλόμενους":"προβαλλόμενος",
"προβαλλόμενων":"προβαλλόμενος",
"προβάλλονται":"προβάλλω",
"προβάλλοντας":"προβάλλω",
"προβαλλόταν":"προβάλλω",
"προβάλλουμε":"προβάλλω",
"προβάλλουν":"προβάλλω",
"προβάλλω":"προβάλλω",
"προβάλουμε":"προβάλλω",
"προβάλουν":"προβάλλω",
"προβάλω":"προβάλλω",
"πρόβαρε":"προβάρω",
"πρόβατα":"πρόβατο",
"προβατιδης":"προβατιδης",
"προβατίδης":"προβατίδης",
"προβατίνα":"προβατίνα",
"προβατίνες":"προβατίνα",
"πρόβατο":"πρόβατο",
"προβατοειδή":"προβατοειδής",
"προβάτου":"πρόβατο",
"προβάτων":"πρόβατο",
"προβεβλημένα":"προβάλλω",
"προβεβλημένες":"προβεβλημένος",
"προβεβλημένη":"προβεβλημένος",
"προβεβλημένης":"προβάλλω",
"προβεβλημένο":"προβάλλω",
"προβεβλημένοι":"προβάλλω",
"προβεβλημένους":"προβάλλω",
"προβεβλημένων":"προβάλλω",
"προβεί":"προβαίνω",
"πρόβειο":"πρόβειος",
"πρόβειου":"πρόβειος",
"προβενσάλ":"προβενσάλ",
"πρόβες":"πρόβα",
"προβιά":"προβιά",
"προβιβασμό":"προβιβασμός",
"προβίδας":"προβίδα",
"προβιές":"προβιά",
"προβιομηχανική":"προβιομηχανικός",
"προβιοτικά":"προβιοτικά",
"προβλεπει":"προβλέπω",
"προβλέπει":"προβλέπω",
"προβλέπεται":"προβλέπω",
"προβλέπετε":"προβλέπω",
"προβλεπόμενα":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενες":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενη":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενης":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενο":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενος":"προβλεπόμενος",
"προβλεπομένου":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενου":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενους":"προβλεπόμενος",
"προβλεπομένων":"προβλεπόμενος",
"προβλεπόμενων":"προβλεπόμενος",
"προβλέπονται":"προβλέπω",
"προβλέπονταν":"προβλέπω",
"προβλέποντας":"προβλέπω",
"προβλεπόταν":"προβλέπω",
"προβλέπουμε":"προβλέπω",
"προβλεπουν":"προβλέπω",
"προβλέπουν":"προβλέπω",
"προβλεπτές":"προβλεπτός",
"προβλεπτό":"προβλεπτός",
"προβλέπω":"προβλέπω",
"προβλεφθεί":"προβλέπω",
"προβλέφθηκε":"προβλέπω",
"προβλεφθούν":"προβλέπω",
"προβλέφτηκαν":"προβλέπω",
"πρόβλεψε":"προβλέπω",
"προβλέψει":"προβλέπω",
"προβλεψεις":"πρόβλεψη",
"προβλέψεις":"πρόβλεψη",
"προβλέψετε":"προβλέπω",
"προβλέψεων":"πρόβλεψη",
"πρόβλεψη":"πρόβλεψη",
"πρόβλεψή":"πρόβλεψη",
"πρόβλεψης":"πρόβλεψη",
"προβλέψιμα":"προβλέψιμος",
"προβλέψιμες":"προβλέψιμος",
"προβλέψιμη":"προβλέψιμος",
"προβλέψιμο":"προβλέψιμος",
"προβλέψιμοι":"προβλέψιμος",
"προβλέψουμε":"προβλέπω",
"προβλέψουν":"προβλέπω",
"προβλέψω":"προβλέπω",
"προβληθεί":"προβάλλω",
"προβλήθηκαν":"προβάλλω",
"προβλήθηκε":"προβάλλω",
"προβληθούν":"προβάλλω",
"προβλημα":"πρόβλημα",
"πρόβλημα":"πρόβλημα",
"πρόβλημά":"πρόβλημα",
"πρόβλημα-σταθμό":"πρόβλημα-σταθμό",
"προβληματα":"πρόβλημα",
"προβλήματα":"πρόβλημα",
"προβλήματά":"πρόβλημα",
"προβληματάκι":"προβληματάκι",
"προβληματίζει":"προβληματίζω",
"προβληματίζεσαι":"προβληματίζω",
"προβληματίζεστε":"προβληματίζω",
"προβληματίζεται":"προβληματίζω",
"προβληματίζομαι":"προβληματίζω",
"προβληματίζονται":"προβληματίζω",
"προβληματίζοντας":"προβληματίζω",
"προβληματιζόταν":"προβληματίζω",
"προβληματίζουν":"προβληματίζω",
"προβληματικά":"προβληματικά",
"προβληματικές":"προβληματικός",
"προβληματική":"προβληματικός",
"προβληματικής":"προβληματικός",
"προβληματικό":"προβληματικός",
"προβληματικοί":"προβληματικός",
"προβληματικός":"προβληματικός",
"προβληματικότητας":"προβληματικότητα",
"προβληματικού":"προβληματικός",
"προβληματικών":"προβληματικός",
"προβλημάτισαν":"προβληματίζω",
"προβλημάτισε":"προβληματίζω",
"προβληματίσει":"προβληματίζω",
"προβληματισμένη":"προβληματισμένος",
"προβληματισμένο":"προβληματισμένος",
"προβληματισμένοι":"προβληματισμένος",
"προβληματισμένος":"προβληματισμένος",
"προβληματισμό":"προβληματισμός",
"προβληματισμοί":"προβληματισμός",
"προβληματισμος":"προβληματισμός",
"προβληματισμός":"προβληματισμός",
"προβληματισμού":"προβληματισμός",
"προβληματισμούς":"προβληματισμός",
"προβληματισμών":"προβληματισμός",
"προβληματίσουν":"προβληματίζω",
"προβληματιστεί":"προβληματίζω",
"προβληματίστηκε":"προβληματίζω",
"προβληματιστούμε":"προβληματίζω",
"προβληματιστούν":"προβληματίζω",
"προβληματιστώ":"προβληματίζω",
"προβλήματος":"πρόβλημα",
"προβλήματός":"πρόβλημα",
"προβλημάτων":"πρόβλημα",
"προβλήτα":"προβλήτα",
"προβλήτας":"προβλήτα",
"προβοκάτορες":"προβοκάτορας",
"προβοκατόρικες":"προβοκατόρικος",
"προβοκατόρικη":"προβοκατόρικος",
"προβοκατόρικο":"προβοκατόρικος",
"προβοκάτσια":"προβοκάτσια",
"προβοκάτσιες":"προβοκάτσια",
"προβολέα":"προβολέας",
"προβολείς":"προβολέας",
"προβολές":"προβολή",
"προβολέων":"προβολέας",
"προβολή":"προβολή",
"προβολής":"προβολή",
"προβολων":"προβολή",
"προβολών":"προβολή",
"προβος":"προβος",
"προβοσκίδα":"προβοσκίδα",
"προβούμε":"προβαίνω",
"προβούν":"προβαίνω",
"προβώ":"προβαίνω",
"προγαμιαίες":"προγαμιαίος",
"προγαμιαίων":"προγαμιαίος",
"προγενέστερα":"προγενέστερα",
"προγενέστερη":"προγενέστερος",
"προγενέστερο":"προγενέστερος",
"προγενέστεροι":"προγενέστερος",
"προγενέστερους":"προγενέστερος",
"προγεννητική":"προγεννητικός",
"προγεστερόνη":"προγεστερόνη",
"προγεστερόνης":"προγεστερόνη",
"πρόγευμα":"πρόγευμα",
"πρόγευση":"πρόγευση",
"προγεφύρωμα":"προγεφύρωμα",
"προγιαγιά":"προγιαγιά",
"προγν":"προγν",
"προγνώσεις":"πρόγνωση",
"προγνωση":"πρόγνωση",
"πρόγνωση":"πρόγνωση",
"πρόγνωσης":"πρόγνωση",
"προγνωστικά":"προγνωστικός",
"προγονή":"προγονή",
"προγονικά":"προγονικός",
"προγονικής":"προγονικός",
"πρόγονο":"πρόγονος",
"πρόγονοι":"πρόγονος",
"πρόγονοί":"πρόγονος",
"προγονοπληξία":"προγονοπληξία",
"πρόγονος":"πρόγονος",
"προγόνου":"πρόγονος",
"προγόνους":"πρόγονος",
"προγόνων":"πρόγονος",
"προγραμμα":"πρόγραμμα",
"πρόγραμμα":"πρόγραμμα",
"πρόγραμμά":"πρόγραμμα",
"προγραμμα-βουνό":"προγραμμα-βουνό",
"προγράμματα":"πρόγραμμα",
"προγράμματά":"πρόγραμμα",
"προγραμμάτιζαν":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζει":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζεις":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζεται":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζετε":"προγραμματίζω",
"προγραμματιζόμενες":"προγραμματιζόμενος",
"προγραμματιζόμενη":"προγραμματιζόμενος",
"προγραμματίζονται":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζοντας":"προγραμματίζω",
"προγραμματιζόταν":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζουν":"προγραμματίζω",
"προγραμματίζω":"προγραμματίζω",
"προγραμματικά":"προγραμματικά",
"προγραμματικές":"προγραμματικός",
"προγραμματική":"προγραμματικός",
"προγραμματικούς":"προγραμματικός",
"προγραμματικών":"προγραμματικός",
"προγραμμάτισαν":"προγραμματίζω",
"προγραμμάτισε":"προγραμματίζω",
"προγραμματίσει":"προγραμματίζω",
"προγραμματίσετε":"προγραμματίζω",
"προγραμματισθεί":"προγραμματίζω",
"προγραμματισμένα":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμένες":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμένη":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμένης":"προγραμματίζω",
"προγραμματισμένο":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμένος":"προγραμματίζω",
"προγραμματισμένου":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμένων":"προγραμματισμένος",
"προγραμματισμό":"προγραμματισμός",
"προγραμματισμός":"προγραμματισμός",
"προγραμματισμού":"προγραμματισμός",
"προγραμματίσουν":"προγραμματίζω",
"προγραμματίστε":"προγραμματίζω",
"προγραμματιστεί":"προγραμματίζω",
"προγραμματιστές":"προγραμματιστής",
"προγραμματιστή":"προγραμματιστής",
"προγραμματίστηκαν":"προγραμματίζω",
"προγραμματίστηκε":"προγραμματίζω",
"προγραμματιστούν":"προγραμματίζω",
"προγραμματιστών":"προγραμματιστής",
"προγράμματος":"πρόγραμμα",
"προγράμματός":"πρόγραμμα",
"προγράμματος-πλαισίου":"προγράμματος-πλαισίου",
"προγραμμάτων":"πρόγραμμα",
"προγραφές":"προγραφή",
"προγραφών":"προγραφή",
"προγυμνάσει":"προγυμνάζω",
"πρόδηλη":"πρόδηλος",
"πρόδηλο":"πρόδηλος",
"προδήλως":"προδήλως",
"προδιαγεγραμμένα":"προδιαγεγραμμένος",
"προδιαγεγραμμένη":"προδιαγεγραμμένος",
"προδιαγεγραμμένο":"προδιαγεγραμμένος",
"προδιαγραφεί":"προδιαγράφω",
"προδιαγράφει":"προδιαγράφω",
"προδιαγραφές":"προδιαγραφή",
"προδιαγράφεται":"προδιαγράφω",
"προδιαγράφονται":"προδιαγράφω",
"προδιαγράφουν":"προδιαγράφω",
"προδιαγραφών":"προδιαγραφή",
"προδιαγράψει":"προδιαγράφω",
"προδιάθεσή":"προδιάθεση",
"προδιάθεσης":"προδιάθεση",
"προδιαθέτει":"προδιαθέτω",
"προδιαθέτουν":"προδιαθέτω",
"προδιδακτορικού":"προδιδακτορικός",
"προδίδει":"προδίδω",
"προδίδεται":"προδίδω",
"προδίδονται":"προδίδω",
"προδίδουν":"προδίδω",
"προδίδω":"προδίδω",
"προδικάζει":"προδικάζω",
"προδικάζοντας":"προδικάζω",
"προδικάσει":"προδικάζω",
"προδικασία":"προδικασία",
"προδικασίας":"προδικασία",
"προδικαστικά":"προδικαστικός",
"προδικαστικές":"προδικαστικός",
"προδικαστική":"προδικαστικός",
"προδικτατορική":"προδικτατορικός",
"προδόθηκαν":"προδίδω",
"προδόθηκε":"προδίδω",
"προδομένη":"προδομένος",
"προδομένο":"προδίδω",
"προδομένοι":"προδομένος",
"προδομένος":"προδομένος",
"προδομένου":"προδομένος",
"προδοσια":"προδοσία",
"προδοσία":"προδοσία",
"προδοσιας":"προδοσία",
"προδοσίας":"προδοσία",
"προδοσίες":"προδοσία",
"προδότες":"προδότης",
"προδότη":"προδότης",
"προδότης":"προδότης",
"προδοτική":"προδοτικός",
"προδοτικό":"προδοτικός",
"πρόδρομες":"πρόδρομος",
"προδρομίδη":"προδρομίδη",
"πρόδρομο":"πρόδρομος",
"πρόδρομοι":"πρόδρομος",
"πρόδρομος":"πρόδρομος",
"προδρόμου":"πρόδρομος",
"προδρόμους":"πρόδρομος",
"προδρόμων":"πρόδρομος",
"πρόδωσαν":"προδίδω",
"πρόδωσε":"προδίδω",
"προδώσει":"προδίδω",
"προδώσετε":"προδίδω",
"προέβαιναν":"προβαίνω",
"προέβαινε":"προβαίνω",
"προέβαλαν":"προβάλλω",
"προέβαλε":"προβάλλω",
"προέβαλλαν":"προβάλλω",
"προέβαλλε":"προβάλλω",
"προέβη":"προβαίνω",
"προέβηκαν":"προβαίνω",
"προέβηκε":"προβαίνω",
"προέβησαν":"προβαίνω",
"προέβλεπαν":"προβλέπω",
"προέβλεπε":"προβλέπω",
"προέβλεψε":"προβλέπω",
"προεγκριθεί":"προεγκρίνω",
"προεγκριση":"προέγκριση",
"προέγκριση":"προέγκριση",
"προέγκρισης":"προέγκριση",
"πρόεδρε":"πρόεδρος",
"προεδρεία":"προεδρείο",
"προεδρειο":"προεδρείο",
"προεδρείο":"προεδρείο",
"προεδρείου":"προεδρείο",
"προεδρεύει":"προεδρεύω",
"προεδρεύοντα":"προεδρεύων",
"προεδρεύοντες":"προεδρεύων",
"προεδρεύοντος":"προεδρεύων",
"προεδρεύουσα":"προεδρεύων",
"προεδρεύουσας":"προεδρεύων",
"προεδρεύσει":"προεδρεύω",
"προεδρεύων":"προεδρεύων",
"προεδρια":"προεδρία",
"προεδρία":"προεδρία",
"προεδρίας":"προεδρία",
"προεδρίες":"προεδρία",
"προεδρικά":"προεδρικός",
"προεδρικές":"προεδρικός",
"προεδρική":"προεδρικός",
"προεδρικής":"προεδρικός",
"προεδρικό":"προεδρικός",
"προεδρικοί":"προεδρικός",
"προεδρικόν":"προεδρικός",
"προεδρικού":"προεδρικός",
"προεδρικών":"προεδρικός",
"προεδρο":"πρόεδρος",
"πρόεδρο":"πρόεδρος",
"πρόεδρό":"πρόεδρος",
"προεδροι":"πρόεδρος",
"πρόεδροι":"πρόεδρος",
"πρόεδρο-ιδιοκτήτη":"πρόεδρο-ιδιοκτήτη",
"προεδροποίησή":"προεδροποίησή",
"προεδρος":"πρόεδρος",
"πρόεδρος":"πρόεδρος",
"πρόεδρός":"πρόεδρος",
"προέδρου":"πρόεδρος",
"πρόεδρου":"πρόεδρος",
"προέδρους":"πρόεδρος",
"πρόεδρους":"πρόεδρος",
"προέδρων":"πρόεδρος",
"προειδοποιει":"προειδοποιώ",
"προειδοποιεί":"προειδοποιώ",
"προειδοποιείται":"προειδοποιώ",
"προειδοποιηθεί":"προειδοποιώ",
"προειδοποίησαν":"προειδοποιώ",
"προειδοποίησε":"προειδοποιώ",
"προειδοποιήσει":"προειδοποιώ",
"προειδοποιήσεις":"προειδοποίηση",
"προειδοποιήσεις":"προειδοποιώ",
"προειδοποιηση":"προειδοποίηση",
"προειδοποίηση":"προειδοποίηση",
"προειδοποίησης":"προειδοποίηση",
"προειδοποιήσω":"προειδοποιώ",
"προειδοποιητικά":"προειδοποιητικά",
"προειδοποιητικές":"προειδοποιητικός",
"προειδοποιητική":"προειδοποιητικός",
"προειδοποιητικής":"προειδοποιητικός",
"προειδοποιούμε":"προειδοποιώ",
"προειδοποιούν":"προειδοποιώ",
"προειδοποιούσαν":"προειδοποιώ",
"προειδοποιούσε":"προειδοποιώ",
"προειδοποιώντας":"προειδοποιώ",
"προειλημμένη":"προειλημμένος",
"προειλημμένης":"προειλημμένος",
"προείπα":"προλέγω",
"προείπαμε":"προλέγω",
"προείσπραξης":"προείσπραξη",
"προεκλογικά":"προεκλογικός",
"προεκλογικές":"προεκλογικός",
"προεκλογική":"προεκλογικός",
"προεκλογικής":"προεκλογικός",
"προεκλογικό":"προεκλογικός",
"προεκλογικός":"προεκλογικός",
"προεκλογικού":"προεκλογικός",
"προεκλογικούς":"προεκλογικός",
"προεκλογικών":"προεκλογικός",
"προεκπτώσεις":"προεκπτώσεις",
"προεκπτώσεων":"προέκπτωση",
"προέκρινε":"προκρίνω",
"προεκτάσεις":"προέκταση",
"προεκτάσεων":"προέκταση",
"προεκταση":"προέκταση",
"προέκταση":"προέκταση",
"προέκτασης":"προέκταση",
"προεκτεθείσα":"προεκτεθείς",
"προεκτέθηκε":"προεκτέθηκε",
"προεκτείνει":"προεκτείνω",
"προεκτελωνισμένα":"προεκτελωνισμένος",
"προεκτελωνιστεί":"προεκτελωνίζω",
"προεκτελωνίστηκαν":"προεκτελωνίζω",
"προέκυπταν":"προκύπτω",
"προέκυπτε":"προκύπτω",
"προέκυψαν":"προκύπτω",
"προέκυψε":"προκύπτω",
"προελάσει":"προελαύνω",
"προέλαση":"προέλαση",
"προέλασή":"προέλαση",
"προελαύνει":"προελαύνω",
"προελαύνουν":"προελαύνω",
"προέλεγχος":"προέλεγχος",
"προελεύσεων":"προέλευση",
"προελεύσεως":"προέλευση",
"προέλευση":"προέλευση",
"προέλευσή":"προέλευση",
"προέλευσης":"προέλευση",
"προέλευσής":"προέλευση",
"προέλθει":"προέρχομαι",
"προέλθουν":"προέρχομαι",
"προέλληνες":"προέλληνας",
"προελληνική":"προελληνικός",
"προελλήνων":"προέλληνας",
"προένταξης":"προένταξη",
"προενταξιακή":"προενταξιακός",
"προενταξιακής":"προενταξιακός",
"προεξάρχοντα":"προεξάρχων",
"προεξάρχοντες":"προεξάρχων",
"προεξάρχοντος":"προεξάρχων",
"προεξάρχουσα":"προεξάρχων",
"προεξέχει":"προεξέχω",
"προεξοφλεί":"προεξοφλώ",
"προεξοφλείται":"προεξοφλώ",
"προεξοφληθεί":"προεξοφλώ",
"προεξόφλησαν":"προεξοφλώ",
"προεξόφλησε":"προεξοφλώ",
"προεξοφλήσει":"προεξοφλώ",
"προεξόφληση":"προεξόφληση",
"προεξόφλησης":"προεξόφληση",
"προεξοφλούμενης":"προεξοφλούμενος",
"προεξοφλούν":"προεξοφλώ",
"προεπαναστατικό":"προεπαναστατικός",
"προεπιλεγέντες":"προεπιλεγέντες",
"προεπιλεγμένων":"προεπιλέγω",
"προεπιλογή":"προεπιλογή",
"προεπιλογής":"προεπιλογή",
"προεργασία":"προεργασία",
"προέρχεται":"προέρχομαι",
"προέρχομαι":"προέρχομαι",
"προερχόμαστε":"προέρχομαι",
"προερχόμενα":"προερχόμενος",
"προερχόμενες":"προερχόμενος",
"προερχόμενη":"προερχόμενος",
"προερχόμενης":"προερχόμενος",
"προερχόμενο":"προερχόμενος",
"προερχόμενοι":"προερχόμενος",
"προερχόμενος":"προερχόμενος",
"προερχόμενους":"προερχόμενος",
"προερχομένων":"προερχόμενος",
"προερχόμενων":"προερχόμενος",
"προέρχονται":"προέρχομαι",
"προέρχονταν":"προέρχομαι",
"προερχόταν":"προέρχομαι",
"προέταξε":"προτάσσω",
"προετοίμαζαν":"προετοιμάζω",
"προετοίμαζε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζει":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζεται":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζετε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζομαι":"προετοιμάζω",
"προετοιμαζόμασταν":"προετοιμάζω",
"προετοιμαζόμαστε":"προετοιμάζω",
"προετοιμαζόμενοι":"προετοιμάζω",
"προετοιμαζονται":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζονται":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζονταν":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζοντας":"προετοιμάζω",
"προετοιμαζόταν":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζουμε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάζουν":"προετοιμάζω",
"προετοίμασαν":"προετοιμάζω",
"προετοίμασε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάσει":"προετοιμάζω",
"προετοιμασθεί":"προετοιμάζω",
"προετοιμασια":"προετοιμασία",
"προετοιμασία":"προετοιμασία",
"προετοιμασιας":"προετοιμασία",
"προετοιμασίας":"προετοιμασία",
"προετοιμασίες":"προετοιμασία",
"προετοιμασιων":"προετοιμασία",
"προετοιμασιών":"προετοιμασία",
"προετοιμασμένα":"προετοιμασμένος",
"προετοιμασμένες":"προετοιμασμένος",
"προετοιμασμένη":"προετοιμασμένος",
"προετοιμασμένοι":"προετοιμασμένος",
"προετοιμασμένος":"προετοιμασμένος",
"προετοιμάσουμε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάσουν":"προετοιμάζω",
"προετοιμάστε":"προετοιμάζω",
"προετοιμαστεί":"προετοιμάζω",
"προετοιμαστείτε":"προετοιμάζω",
"προετοιμαστήκαμε":"προετοιμάζω",
"προετοιμάστηκε":"προετοιμάζω",
"προετοιμαστούμε":"προετοιμάζω",
"προετοιμαστούν":"προετοιμάζω",
"προέτρεπα":"προτρέπω",
"προέτρεπαν":"προτρέπω",
"προέτρεψαν":"προτρέπω",
"προέτρεψε":"προτρέπω",
"προέχει":"προέχω",
"προεχόντως":"προεχόντως",
"πρόζα":"πρόζα",
"πρόζας":"πρόζα",
"προζύμι":"προζύμι",
"προήγαγε":"προάγω",
"προηγείται":"προηγούμαι",
"προηγηθεί":"προηγούμαι",
"προηγηθείσης":"προηγηθείς",
"προηγήθηκαν":"προηγούμαι",
"προηγήθηκε":"προηγούμαι",
"προηγηθούν":"προηγούμαι",
"προηγμένα":"προηγμένος",
"προηγμένες":"προηγμένος",
"προηγμένη":"προηγμένος",
"προηγμένης":"προηγμένος",
"προηγμένο":"προάγω",
"προηγμένος":"προηγμένος",
"προηγμένου":"προηγμένος",
"προηγμένων":"προηγμένος",
"προηγούμενα":"προηγούμενος",
"προηγούμενες":"προηγούμενος",
"προηγουμένη":"προηγούμενος",
"προηγούμενη":"προηγούμενος",
"προηγούμενή":"προηγούμενος",
"προηγουμένης":"προηγούμενος",
"προηγούμενης":"προηγούμενος",
"προηγούμενο":"προηγούμενος",
"προηγούμενοι":"προηγούμενος",
"προηγούμενος":"προηγούμενος",
"προηγουμένου":"προηγούμενος",
"προηγούμενου":"προηγούμενος",
"προηγούμενους":"προηγούμενος",
"προηγουμένων":"προηγούμενος",
"προηγούμενων":"προηγούμενος",
"προηγουμένως":"προηγουμένως",
"προηγούνται":"προηγούμαι",
"προηγούνταν":"προηγούμαι",
"προήδρευε":"προεδρεύω",
"προήδρευσαν":"προεδρεύω",
"προήδρευσε":"προεδρεύω",
"προήλαυνε":"προελαύνω",
"προήλθαν":"προέρχομαι",
"προήλθε":"προέρχομαι",
"προημιτελικά":"προημιτελικός",
"προημιτελική":"προημιτελικός",
"προημιτελικής":"προημιτελικός",
"προημιτελικοι":"προημιτελικός",
"προημιτελικοί":"προημιτελικός",
"προημιτελικούς":"προημιτελικός",
"προήχθη":"προάγω",
"προήχθησαν":"προάγω",
"προθάλαμο":"προθάλαμος",
"προθάλαμος":"προθάλαμος",
"προθαλάμους":"προθάλαμος",
"πρόθεμα":"πρόθεμα",
"προθέρμανση":"προθέρμανση",
"προθέρμανσης":"προθέρμανση",
"προθέσεις":"πρόθεση",
"προθέσεων":"πρόθεση",
"προθέσεών":"πρόθεση",
"προθέσεως":"πρόθεση",
"πρόθεση":"πρόθεση",
"πρόθεσή":"πρόθεση",
"πρόθεσης":"πρόθεση",
"προθεσμια":"προθεσμία",
"προθεσμία":"προθεσμία",
"προθεσμιακές":"προθεσμιακός",
"προθεσμιακών":"προθεσμιακός",
"προθεσμίας":"προθεσμία",
"προθεσμιες":"προθεσμία",
"προθεσμίες":"προθεσμία",
"προθεσμιών":"προθεσμία",
"προθήκες":"προθήκη",
"προθήκη":"προθήκη",
"πρόθυμα":"πρόθυμα",
"πρόθυμες":"πρόθυμος",
"πρόθυμη":"πρόθυμος",
"προθυμία":"προθυμία",
"προθυμίας":"προθυμία",
"πρόθυμο":"πρόθυμος",
"πρόθυμοι":"πρόθυμος",
"προθυμοποιείται":"προθυμοποιούμαι",
"προθυμοποιήθηκε":"προθυμοποιούμαι",
"προθυμοποιούνται":"προθυμοποιούμαι",
"πρόθυμος":"πρόθυμος",
"προθύμων":"πρόθυμος",
"πρόθυρα":"πρόθυρο",
"προϊδεάζει":"προϊδεάζω",
"προϊδεάζουν":"προϊδεάζω",
"προϊδέασε":"προϊδεάζω",
"προϊδεάσει":"προϊδεάζω",
"προίκα":"προίκα",
"προίκας":"προίκα",
"προικιά":"προικιό",
"προίκισε":"προικίζω",
"προικίσει":"προικίζω",
"προικισμένη":"προικίζω",
"προικισμένο":"προικισμένος",
"προικισμένοι":"προικίζω",
"προικισμένος":"προικισμένος",
"προικισμένου":"προικισμένος",
"προικισμένων":"προικίζω",
"προικοθήρα":"προικοθήρας",
"προϊόν":"προϊόν",
"προϊόν-εμπόρευμα":"προϊόν-εμπόρευμα",
"προϊοντα":"προϊόν",
"προϊόντα":"προϊόν",
"προϊόντά":"προϊόν",
"προϊόντα-κράχτες":"προϊόντα-κράχτες",
"προϊόντα-υπηρεσίες":"προϊόντα-υπηρεσίες",
"προϊόντος":"προϊόν",
"προϊόντων":"προϊόν",
"πρόιου":"πρόιου",
"προϊούσα":"προϊών",
"προϊούσας":"προϊών",
"πρόις":"πρόις",
"προϊστάμενες":"προϊστάμενος",
"προϊσταμένη":"προϊσταμένη",
"προϊστάμενη":"προϊστάμενος",
"προϊσταμένην":"προϊσταμένη",
"προϊσταμένης":"προϊσταμένη",
"προϊστάμενο":"προϊστάμενος",
"προϊστάμενό":"προϊστάμενος",
"προϊστάμενοι":"προϊστάμενος",
"προϊστάμενος":"προϊστάμενος",
"προϊστάμενός":"προϊστάμενος",
"προϊσταμένου":"προϊστάμενος",
"προϊσταμένους":"προϊστάμενος",
"προϊσταμένων":"προϊσταμένη",
"προΐστανται":"προΐσταμαι",
"προϊσταται":"προΐσταμαι",
"προΐσταται":"προΐσταμαι",
"προϊστορία":"προϊστορία",
"προϊστορίας":"προϊστορία",
"προϊστορικά":"προϊστορικός",
"προϊστορική":"προϊστορικός",
"προϊστορικής":"προϊστορικός",
"προϊστορικό":"προϊστορικός",
"προϊστορικός":"προϊστορικός",
"προϊστορικών":"προϊστορικός",
"προϊσχύσαντα":"προϊσχύσας",
"προϊσχύσασα":"προϊσχύσας",
"προκ":"προκ",
"πρόκα":"πρόκα",
"προκαθήμενος":"προκαθήμενος",
"προκαθήμενου":"προκαθήμενος",
"προκαθορίζεται":"προκαθορίζω",
"προκαθορισμένα":"προκαθορισμένος",
"προκαθορισμένες":"προκαθορίζω",
"προκαθορισμένη":"προκαθορίζω",
"προκαθορισμένο":"προκαθορισμένος",
"προκαθορισμένοι":"προκαθορίζω",
"προκαθορισμένου":"προκαθορισμένος",
"προκαθορισμένων":"προκαθορισμένος",
"προκαθορισμό":"προκαθορισμός",
"προκαθοριστεί":"προκαθορίζω",
"προκαλεί":"προκαλώ",
"προκαλείς":"προκαλώ",
"προκαλείται":"προκαλώ",
"προκαλείτε":"προκαλώ",
"προκαλείτο":"προκαλώ",
"προκαλεντάρι":"προκαλεντάρι",
"προκάλεσα":"προκαλώ",
"προκαλέσαμε":"προκαλώ",
"προκάλεσαν":"προκαλώ",
"προκάλεσε":"προκαλώ",
"προκαλεσει":"προκαλώ",
"προκαλέσει":"προκαλώ",
"προκαλέσεις":"προκαλώ",
"προκαλέσετε":"προκαλώ",
"προκαλέσουμε":"προκαλώ",
"προκαλέσουν":"προκαλώ",
"προκαλέσω":"προκαλώ",
"προκαλούμε":"προκαλώ",
"προκαλουν":"προκαλώ",
"προκαλούν":"προκαλώ",
"προκαλούνται":"προκαλώ",
"προκαλούσαν":"προκαλώ",
"προκαλούσε":"προκαλώ",
"προκαλώ":"προκαλώ",
"προκαλώντας":"προκαλώ",
"προκάρδια":"προκαρδιά",
"προκάρδιες":"προκαρδιά",
"προκάτ":"προκάτ",
"προκαταβολές":"προκαταβολή",
"προκαταβολή":"προκαταβολή",
"προκαταβολής":"προκαταβολή",
"προκαταβολικά":"προκαταβολικά",
"προκαταβολών":"προκαταβολή",
"προκαταλάβει":"προκαταλαμβάνω",
"προκαταλαμβάνοντας":"προκαταλαμβάνω",
"προκαταλαμβάνουν":"προκαταλαμβάνω",
"προκαταλήψεις":"προκατάληψη",
"προκαταλήψεων":"προκατάληψη",
"προκατάληψη":"προκατάληψη",
"προκατάληψή":"προκατάληψη",
"προκατάληψης":"προκατάληψη",
"προκαταρκτικά":"προκαταρκτικά",
"προκαταρκτικές":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτική":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτικής":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτικό":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτικός":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτικού":"προκαταρκτικός",
"προκαταρκτικών":"προκαταρκτικός",
"προκαταρτικής":"προκαταρτικής",
"προκατασκευασμένες":"προκατασκευάζω",
"προκατασκευασμένη":"προκατασκευασμένος",
"προκατασκευής":"προκατασκευή",
"προκατειλημμένη":"προκατειλημμένος",
"προκατειλημμένο":"προκατειλημμένος",
"προκατειλημμένοι":"προκατειλημμένος",
"προκατειλημμένος":"προκατειλημμένος",
"προκάτοχο":"προκάτοχος",
"προκάτοχό":"προκάτοχος",
"προκάτοχοι":"προκάτοχος",
"προκάτοχοί":"προκάτοχος",
"προκάτοχος":"προκάτοχος",
"προκάτοχός":"προκάτοχος",
"προκατόχου":"προκάτοχος",
"προκατόχους":"προκάτοχος",
"προκατόχων":"προκάτοχος",
"προκείμενες":"προκείμενος",
"προκειμένη":"προκείμενος",
"προκείμενη":"προκείμενος",
"προκείμενο":"προκείμενος",
"προκείμενου":"προκείμενος",
"προκειμένου":"προκειμένου",
"προκειμένω":"προκειμένω",
"πρόκειται":"πρόκειται",
"πρόκες":"πρόκα",
"προκεχωρημένα":"προκεχωρημένα",
"προκεχωρημένες":"προκεχωρημένες",
"προκήρυξαν":"προκηρύσσω",
"προκήρυξε":"προκηρύσσω",
"προκηρύξει":"προκηρύσσω",
"προκηρύξεις":"προκήρυξη",
"προκηρύξεων":"προκήρυξη",
"προκήρυξη":"προκήρυξη",
"προκήρυξης":"προκήρυξη",
"προκηρύξουν":"προκηρύσσω",
"προκηρύσσει":"προκηρύσσω",
"προκηρύσσονται":"προκηρύσσω",
"προκηρυχθεί":"προκηρύσσω",
"προκηρύχθηκαν":"προκηρύσσω",
"προκηρύχθηκε":"προκηρύσσω",
"προκηρυχθούν":"προκηρύσσω",
"προκηρυχτεί":"προκηρύσσω",
"προκληθεί":"προκαλώ",
"προκλήθηκαν":"προκαλώ",
"προκλήθηκε":"προκαλώ",
"προκληθούν":"προκαλώ",
"προκλήσεις":"πρόκληση",
"προκλήσεων":"πρόκληση",
"πρόκληση":"πρόκληση",
"πρόκλησή":"πρόκληση",
"πρόκλησης":"πρόκληση",
"προκλητή":"προκλητός",
"προκλητικά":"προκλητικός",
"προκλητικές'":"προκλητικές'",
"προκλητικές":"προκλητικός",
"προκλητική":"προκλητικός",
"προκλητικής":"προκλητικός",
"προκλητικό":"προκλητικός",
"προκλητικοί":"προκλητικός",
"προκλητικός":"προκλητικός",
"προκλητικότερα":"προκλητικά",
"προκλητικότητα":"προκλητικότητα",
"προκλητικότητας":"προκλητικότητα",
"προκλητικού":"προκλητικός",
"προκλητικούς":"προκλητικός",
"προκλητικών":"προκλητικός",
"προκολομβιανή":"προκολομβιανός",
"πρόκομ":"πρόκομ",
"προκοπή":"προκοπή",
"προκόπη":"προκόπης",
"προκοπής":"προκοπή",
"προκόπης":"προκόπης",
"προκόπιος":"προκόπιος",
"προκοπίου":"προκόπιος",
"προκόφιεφ":"προκόφιεφ",
"προκόψει":"προκόβω",
"προκριθεί":"προκρίνω",
"προκρίθηκαν":"προκρίνω",
"προκριθηκε":"προκρίνω",
"προκρίθηκε":"προκρίνω",
"προκριθούμε":"προκρίνω",
"προκριθούν":"προκρίνω",
"πρόκριμα":"πρόκριμα",
"προκριματικά":"προκριματικός",
"προκριματικές":"προκριματικός",
"προκριματική":"προκριματικός",
"προκριματικής":"προκριματικός",
"προκριματικό":"προκριματικός",
"προκριματικοί":"προκριματικός",
"προκριματικού":"προκριματικός",
"προκριματικούς":"προκριματικός",
"προκριματικών":"προκριματικός",
"προκριμένη":"προκριμένος",
"προκρίνει":"προκρίνω",
"προκρίνεται":"προκρίνω",
"προκρίνονται":"προκρίνω",
"προκρίνοντας":"προκρίνω",
"προκρίνουν":"προκρίνω",
"προκρίσεις":"πρόκριση",
"προκριση":"πρόκριση",
"πρόκριση":"πρόκριση",
"πρόκρισή":"πρόκριση",
"προκρισης":"πρόκριση",
"πρόκρισης":"πρόκριση",
"προκυμαία":"προκυμαία",
"προκυμαίας":"προκυμαία",
"προκύπτει":"προκύπτω",
"προκύπτουν":"προκύπτω",
"προκύψει":"προκύπτω",
"προκύψουν":"προκύπτω",
"πρόλαβα":"προλαβαίνω",
"προλαβαίναμε":"προλαβαίνω",
"προλάβαιναν":"προλαβαίνω",
"προλάβαινε":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνει":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνεις":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνετε":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνοντας":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνουμε":"προλαβαίνω",
"προλαβαίνουν":"προλαβαίνω",
"προλάβαμε":"προλαβαίνω",
"πρόλαβαν":"προλαβαίνω",
"προλάβατε":"προλαβαίνω",
"πρόλαβε":"προλαβαίνω",
"προλάβει":"προλαβαίνω",
"προλάβεις":"προλαβαίνω",
"προλάβετε":"προλαβαίνω",
"προλάβουμε":"προλαβαίνω",
"προλάβουν":"προλαβαίνω",
"προλάβω":"προλαβαίνω",
"προλαλήσαντες":"προλαλήσας",
"προλαλήσας":"προλαλήσας",
"προλαμβάνει":"προλαβαίνω",
"προλαμβάνοντας":"προλαμβάνω",
"προλαμβάνουμε":"προλαμβάνω",
"προλαμβάνουν":"προλαμβάνω",
"προλέγει":"προλέγω",
"προλειάνει":"προλειαίνω",
"προλειάνουν":"προλειαίνω",
"προλεταριάτο":"προλεταριάτο",
"προλεταριάτου":"προλεταριάτο",
"προλετάριοι":"προλετάριος",
"προλετάριος":"προλετάριος",
"προλετάριους":"προλετάριος",
"προλετάριων":"προλετάριος",
"προληπτικά":"προληπτικά",
"προληπτικά":"προληπτικός",
"προληπτικές":"προληπτικός",
"προληπτική":"προληπτικός",
"προληπτικής":"προληπτικός",
"προληπτικό":"προληπτικός",
"προληπτικός":"προληπτικός",
"προληπτικού":"προληπτικός",
"προληπτικούς":"προληπτικός",
"προληπτικών":"προληπτικός",
"προληφθεί":"προλαβαίνω",
"προληφθούν":"προλαβαίνω",
"προλήψεις":"πρόληψη",
"πρόληψη":"πρόληψη",
"πρόληψης":"πρόληψη",
"προλογίζει":"προλογίζω",
"προλογίζοντας":"προλογίζω",
"προλογικό":"προλογικός",
"προλόγισε":"προλογίζω",
"προλογίσει":"προλογίζω",
"προλογίσουν":"προλογίζω",
"πρόλογο":"πρόλογος",
"πρόλογό":"πρόλογος",
"πρόλογος":"πρόλογος",
"προμ":"προμ",
"προμαχώνα":"προμαχώνας",
"προμαχώνες":"προμαχώνας",
"προμελέτες":"προμελέτη",
"προμελέτη":"προμελέτη",
"προμέν":"προμέν",
"προμετωπίδα":"προμετωπίδα",
"προμηθέα":"προμηθέας",
"προμηθέας":"προμηθέας",
"προμήθεια":"προμήθεια",
"προμήθειά":"προμήθεια",
"προμήθειας":"προμήθεια",
"προμήθειες":"προμήθεια",
"προμηθεϊκή":"προμηθεϊκός",
"προμηθεϊκό":"προμηθεϊκός",
"προμηθειών":"προμήθεια",
"προμήθευε":"προμηθεύω",
"προμηθεύει":"προμηθεύω",
"προμηθεύεται":"προμηθεύω",
"προμηθευθεί":"προμηθεύω",
"προμηθεύθηκε":"προμηθεύω",
"προμηθευθούν":"προμηθεύω",
"προμηθευόμαστε":"προμηθεύω",
"προμηθεύονται":"προμηθεύω",
"προμηθεύονταν":"προμηθεύω",
"προμηθεύοντάς":"προμηθεύω",
"προμηθευόταν":"προμηθεύω",
"προμηθεύουν":"προμηθεύω",
"προμηθεύς":"προμηθέας",
"προμήθευσαν":"προμηθεύω",
"προμήθευσε":"προμηθεύω",
"προμηθεύσει":"προμηθεύω",
"προμηθευτεί":"προμηθεύω",
"προμηθευτείς":"προμηθεύω",
"προμηθευτείτε":"προμηθεύω",
"προμηθευτές":"προμηθευτής",
"προμηθευτή":"προμηθευτής",
"προμηθεύτηκαν":"προμηθεύω",
"προμηθεύτηκε":"προμηθεύω",
"προμηθευτής":"προμηθευτής",
"προμηθευτούν":"προμηθεύω",
"προμηθεύτριας":"προμηθεύτρια",
"προμηθεύτριες":"προμηθεύτρια",
"προμηθευτών":"προμηθευτής",
"προμηθέως":"προμηθέας",
"προμηνύει":"προμηνύω",
"προμηνύεται":"προμηνύεται",
"προμήνυμα":"προμήνυμα",
"προμηνύονται":"προμηνύω",
"προμηνύουν":"προμηνύω",
"προμοτα":"προμοτα",
"προμότα":"προμότα",
"πρόμπλεμ":"πρόμπλεμ",
"προν":"προν",
"προνήπια":"προνήπιο",
"προνοεί":"προνοώ",
"προνόησε":"προνοώ",
"προνοήσει":"προνοώ",
"προνοητικότητα":"προνοητικότητα",
"προνοια":"πρόνοια",
"πρόνοια":"πρόνοια",
"προνοιακά":"προνοιακός",
"προνοιακών":"προνοιακός",
"προνοίας":"πρόνοια",
"πρόνοιας":"πρόνοια",
"πρόνοιες":"πρόνοια",
"προνόμια":"προνόμιο",
"προνόμιά":"προνόμιο",
"προνομιακά":"προνομιακός",
"προνομιακές":"προνομιακός",
"προνομιακή":"προνομιακός",
"προνομιακό":"προνομιακός",
"προνομιακού":"προνομιακός",
"προνομιακούς":"προνομιακός",
"προνομιακών":"προνομιακός",
"προνόμιο":"προνόμιο",
"προνομίου":"προνόμιο",
"προνομιούχα":"προνομιούχος",
"προνομιούχες":"προνομιούχος",
"προνομιουχο":"προνομιούχος",
"προνομιούχο":"προνομιούχος",
"προνομιούχοι":"προνομιούχος",
"προνομιούχος":"προνομιούχος",
"προνομιούχου":"προνομιούχος",
"προνομιούχων":"προνομιούχος",
"προνομίων":"προνόμιο",
"προνοούν":"προνοώ",
"προντι":"προντι",
"πρόντι":"πρόντι",
"πρόντιτζι":"πρόντιτζι",
"προξενεί":"προξενώ",
"προξενεία":"προξενείο",
"προξενείο":"προξενείο",
"προξενείου":"προξενείο",
"προξενείτε":"προξενώ",
"προξενείων":"προξενείο",
"προξενηθούν":"προξενώ",
"προξένησαν":"προξενώ",
"προξένησε":"προξενώ",
"προξενήσουν":"προξενώ",
"προξενιά":"προξενιά",
"προξενικά":"προξενικός",
"προξενικές":"προξενικός",
"προξενική":"προξενικός",
"προξενιό":"προξενιό",
"πρόξενο":"πρόξενος",
"πρόξενοι":"πρόξενος",
"πρόξενος":"πρόξενος",
"προξένου":"πρόξενος",
"προξενούν":"προξενώ",
"προξενούσαν":"προξενώ",
"προξενούσε":"προξενώ",
"προξηνητάδες":"προξηνητάδες",
"προοδεύει":"προοδεύω",
"προοδεύσει":"προοδεύω",
"προοδευτικά":"προοδευτικά",
"προοδευτικά":"προοδευτικός",
"προοδευτικές":"προοδευτικός",
"προοδευτικη":"προοδευτικός",
"προοδευτική":"προοδευτικός",
ροοδευτική1745916-23":"προοδευτική1745916-23",
"προοδευτική-άρης":"προοδευτική-άρης",
"προοδευτική-καστοριά":"προοδευτική-καστοριά",
"προοδευτικής":"προοδευτικός",
"προοδευτικό":"προοδευτικός",
"προοδευτικοί":"προοδευτικός",
"προοδευτικός":"προοδευτικός",
"προοδευτικού":"προοδευτικός",
"προοδευτικούς":"προοδευτικός",
"προοδευτικών":"προοδευτικός",
"προοδευτισμό":"προοδευτισμός",
"προοδευτισμού":"προοδευτισμός",
"πρόοδο":"πρόοδος",
"πρόοδό":"πρόοδος",
"πρόοδοι":"πρόοδος",
"προοδος":"πρόοδος",
"πρόοδος":"πρόοδος",
"πρόοδός":"πρόοδος",
"προόδου":"πρόοδος",
"προόδους":"πρόοδος",
"προόδων":"πρόοδος",
"προοίμιο":"προοίμιο",
"προοιμίου":"προοίμιο",
"προοιώνιζε":"προιονίζω",
"προοιωνίζεται":"προοιωνίζομαι",
"προοιωνίζονται":"προοιωνίζομαι",
"προοιωνίζονταν":"προοιωνίζομαι",
"προοπτικές":"προοπτική",
"προοπτική":"προοπτική",
"προοπτικής":"προοπτική",
"προοπτικών":"προοπτική",
"προοπτικών":"προοπτικός",
"προορίζει":"προορίζω",
"προορίζεται":"προορίζω",
"προοριζόμαστε":"προορίζω",
"προορίζονται":"προορίζω",
"προορίζονταν":"προορίζω",
"προοριζόταν":"προορίζω",
"προορίζουν":"προορίζω",
"προορισμένα":"προορίζω",
"προορισμένη":"προορισμένος",
"προορισμένο":"προορίζω",
"προορισμένοι":"προορίζω",
"προορισμό":"προορισμός",
"προορισμοί":"προορισμός",
"προορισμός":"προορισμός",
"προορισμού":"προορισμός",
"προορισμούς":"προορισμός",
"προορισμών":"προορισμός",
"προπαγάνδα":"προπαγάνδα",
"'προπαγάνδα":"'προπαγάνδα",
"προπαγάνδας":"προπαγάνδα",
"προπαγάνδες":"προπαγάνδα",
"προπαγάνδιζε":"προπαγανδίζω",
"προπαγανδίζει":"προπαγανδίζω",
"προπαγανδίζουν":"προπαγανδίζω",
"προπαγάνδισε":"προπαγανδίζω",
"προπαγάνδιση":"προπαγάνδιση",
"προπαγάνδισης":"προπαγάνδιση",
"προπαγανδίσουν":"προπαγανδίζω",
"προπαγανδιστές":"προπαγανδιστής",
"προπαγανδιστικά":"προπαγανδιστικά",
"προπαγανδιστικές":"προπαγανδιστικός",
"προπαγανδιστική":"προπαγανδιστικός",
"προπαγανδιστικό":"προπαγανδιστικός",
"προπαγανδιστικούς":"προπαγανδιστικός",
"προπαιδικό":"προπαιδικός",
"προπανίου":"προπάνιο",
"προπαντός":"προπαντός",
"προπάντων":"προπάντων",
"προπαραμονή":"προπαραμονή",
"προπαρασκευαστικά":"προπαρασκευαστικός",
"προπαρασκευαστικές":"προπαρασκευαστικός",
"προπαρασκευαστικών":"προπαρασκευαστικός",
"προπαρασκευή":"προπαρασκευή",
"προπερασμένη":"προπερασμένος",
"προπερασμένης":"προπερασμένος",
"προπερασμένο":"προπερασμένος",
"προπερασμένου":"προπερασμένος",
"πρόπερσι":"πρόπερσι",
"προπέρσινο":"προπέρσινος",
"προπέρσινοι":"προπέρσινος",
"προπέρσινου":"προπέρσινος",
"προπέτασμα":"προπέτασμα",
"προπηλακίζουν":"προπηλακίζω",
"προπηλάκισαν":"προπηλακίζω",
"προπηλακισμούς":"προπηλακισμός",
"προπηλακισμών":"προπηλακισμός",
"πρόπλασμα":"πρόπλασμα",
"προπλάσματα":"πρόπλασμα",
"προπο":"προπο",
"προ-πο":"προ-πο",
"προπογκολ":"προπογκόλ",
"πρόποδες":"πρόποδες",
"προπολεμικά":"προπολεμικά",
"προπολεμικές":"προπολεμικός",
"προπολεμική":"προπολεμικός",
"προπολεμικό":"προπολεμικός",
"προπομπό":"προπομπός",
"προπομπός":"προπομπός",
"προπομπούς":"προπομπός",
"προπονεί":"προπονώ",
"προπονείται":"προπονώ",
"προπονηθεί":"προπονώ",
"προπονηθηκαν":"προπονώ",
"προπονήθηκαν":"προπονώ",
"προπονηθηκε":"προπονώ",
"προπονήθηκε":"προπονώ",
"προπονηθούμε":"προπονώ",
"προπονηθούν":"προπονώ",
"προπονημένη":"προπονημένος",
"προπονησει":"προπονώ",
"προπονησεις":"προπόνηση",
"προπονήσεις":"προπόνηση",
"προπονήσεις":"προπονώ",
"προπονήσεων":"προπόνηση",
"προπονηση":"προπόνηση",
"προπόνηση":"προπόνηση",
"προπόνησή":"προπόνηση",
"προπονήσης":"προπόνηση",
"προπόνησης":"προπόνηση",
"προπονητες":"προπονητής",
"προπονητές":"προπονητής",
"προπονητη":"προπονητής",
"προπονητή":"προπονητής",
"προπονήτη":"προπονητής",
"προπονητηριο":"προπονητήριο",
"προπονητήριο":"προπονητήριο",
"προπονητηρίου":"προπονητήριο",
"προπονητης":"προπονητής",
"προπονητής":"προπονητής",
"προπονητικά":"προπονητικός",
"προπονητικη":"προπονητικός",
"προπονητική":"προπονητικός",
"προπονητικο":"προπονητικός",
"προπονητικό":"προπονητικός",
"προπονητού":"προπονητής",
"προπονήτρια":"προπονήτρια",
"προπονητών":"προπονητής",
"προπονούνται":"προπονώ",
"προπονούσαν":"προπονώ",
"προπορεύεται":"προπορεύομαι",
"προπορευόμενο":"προπορευόμενος",
"προπορευόμενος":"προπορευόμενος",
"προπορεύονταν":"προπορεύομαι",
"προπορευόταν":"προπορεύομαι",
"προπτυχιακά":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακές":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακό":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακοί":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακού":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακούς":"προπτυχιακός",
"προπτυχιακών":"προπτυχιακός",
"προπύργια":"προπύργιο",
"προπύργιο":"προπύργιο",
"προπωληθεί":"προπωλώ",
"προπώληση":"προπώληση",
"προς":"προς",
"προσάγεται":"προσάγω",
"προσάγονται":"προσάγω",
"προσαγωγές":"προσαγωγή",
"προσαγωγή":"προσαγωγή",
"προσαγωγό":"προσαγωγός",
"προσαγωγούς":"προσαγωγός",
"προσαγωγών":"προσαγωγός",
"προσανατολίζει":"προσανατολίζω",
"προσανατολίζεται":"προσανατολίζω",
"προσανατολίζονται":"προσανατολίζω",
"προσανατολίζουν":"προσανατολίζω",
"προσανατολισμένες":"προσανατολισμένος",
"προσανατολισμένη":"προσανατολίζω",
"προσανατολισμένο":"προσανατολίζω",
"προσανατολισμένοι":"προσανατολισμένος",
"προσανατολισμένος":"προσανατολίζω",
"προσανατολισμό":"προσανατολισμός",
"προσανατολισμοί":"προσανατολισμός",
"προσανατολισμός":"προσανατολισμός",
"προσανατολισμού":"προσανατολισμός",
"προσανατολισμούς":"προσανατολισμός",
"προσανατολισμών":"προσανατολισμός",
"προσανατολίσουμε":"προσανατολίζω",
"προσανατολίσουν":"προσανατολίζω",
"προσανατολιστείτε":"προσανατολίζω",
"προσάπτει":"προσάπτω",
"προσάπτουν":"προσάπτω",
"προσαραξε":"προσαράζω",
"προσάραξε":"προσαράζω",
"προσάραξη":"προσάραξη",
"προσάραξή":"προσάραξη",
"προσαρμογές":"προσαρμογή",
"προσαρμογή":"προσαρμογή",
"προσαρμογής":"προσαρμογή",
"προσαρμογή-σκηνοθεσία":"προσαρμογή-σκηνοθεσία",
"προσαρμογών":"προσαρμογή",
"προσαρμόζει":"προσαρμόζω",
"προσαρμόζεται":"προσαρμόζω",
"προσαρμοζόμαστε":"προσαρμόζω",
"προσαρμόζονται":"προσαρμόζω",
"προσαρμόζοντας":"προσαρμόζω",
"προσαρμόζουν":"προσαρμόζω",
"προσάρμοσαν":"προσαρμόζω",
"προσάρμοσε":"προσαρμόζω",
"προσαρμόσει":"προσαρμόζω",
"προσαρμόσθηκαν":"προσαρμόζω",
"προσαρμόσιμα":"προσαρμόσιμος",
"προσαρμοσμένα":"προσαρμοσμένος",
"προσαρμοσμένες":"προσαρμοσμένος",
"προσαρμοσμένη":"προσαρμόζω",
"προσαρμοσμένο":"προσαρμοσμένος",
"προσαρμοσμένος":"προσαρμοσμένος",
"προσαρμοσμένου":"προσαρμόζω",
"προσαρμόσουμε":"προσαρμόζω",
"προσαρμόσουν":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστεί":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστείτε":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστή":"προσαρμοστής",
"προσαρμόστηκαν":"προσαρμόζω",
"προσαρμόστηκε":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστικότητα":"προσαρμοστικότητα",
"προσαρμοστικότητας":"προσαρμοστικότητα",
"προσαρμοστούμε":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστούν":"προσαρμόζω",
"προσαρμοστώ":"προσαρμόζω",
"προσαρτάται":"προσαρτώ",
"προσαρτηθεί":"προσαρτώ",
"προσαρτήθηκε":"προσαρτώ",
"προσαρτηθούν":"προσαρτώ",
"προσαρτήσει":"προσαρτώ",
"προσάρτηση":"προσάρτηση",
"προσάρτησή":"προσάρτηση",
"προσάρτησης":"προσάρτηση",
"προσαυξάνεται":"προσαυξάνω",
"προσαυξάνονται":"προσαυξάνω",
"προσαυξήσεις":"προσαύξηση",
"προσαύξηση":"προσαύξηση",
"προσάφθηκε":"προσάφθηκε",
"προσαχθεί":"προσάγω",
"προσαχθούν":"προσάγω",
"προσάψει":"προσάπτω",
"προσάψουν":"προσάπτω",
"προσβάλει":"προσβάλλω",
"προσβάλλει":"προσβάλλω",
"προσβάλλεις":"προσβάλλω",
"προσβάλλεται":"προσβάλλω",
"προσβάλλομαι":"προσβάλλω",
"προσβαλλόμενη":"προσβαλλόμενος",
"προσβάλλονται":"προσβάλλω",
"προσβάλλονταν":"προσβάλλω",
"προσβάλλοντας":"προσβάλλω",
"προσβάλλουν":"προσβάλλω",
"προσβάλουμε":"προσβάλλω",
"προσβάλουν":"προσβάλλω",
"προσβάσεις":"πρόσβαση",
"πρόσβαση":"πρόσβαση",
"πρόσβασή":"πρόσβαση",
"πρόσβασης":"πρόσβαση",
"προσβάσιμα":"προσβάσιμος",
"προσβάσιμες":"προσβάσιμος",
"προσβάσιμη":"προσβάσιμος",
"προσβασιμότητα":"προσβασιμότητα",
"προσβασιμότητας":"προσβασιμότητα",
"προσβεβλημένο":"προσβάλλω",
"προσβεβλημένους":"προσβάλλω",
"προσβλέπει":"προσβλέπω",
"προσβλέποντας":"προσβλέπω",
"προσβλέπουν":"προσβλέπω",
"προσβληθεί":"προσβάλλω",
"προσβλήθηκαν":"προσβάλλω",
"προσβλήθηκε":"προσβάλλω",
"προσβληθούν":"προσβάλλω",
"προσβλημένα":"προσβλημένα",
"προσβλητικά":"προσβλητικά",
"προσβλητικές":"προσβλητικός",
"προσβλητική":"προσβλητικός",
"προσβλητικό":"προσβλητικός",
"προσβολές":"προσβολή",
"προσβολή":"προσβολή",
"προσβολής":"προσβολή",
"προσβολών":"προσβολή",
"προσγειωθεί":"προσγειώνω",
"προσγειωθείτε":"προσγειώνω",
"προσγειώθηκαν":"προσγειώνω",
"προσγειώθηκε":"προσγειώνω",
"προσγειωθούν":"προσγειώνω",
"προσγειωμένοι":"προσγειωμένος",
"προσγειωμένος":"προσγειωμένος",
"προσγειωμένους":"προσγειωμένος",
"προσγείωνε":"προσγειώνω",
"προσγειώνει":"προσγειώνω",
"προσγειώνεται":"προσγειώνω",
"προσγειώνονται":"προσγειώνω",
"προσγειώνοντας":"προσγειώνω",
"προσγειωνόταν":"προσγειώνω",
"προσγειώνουν":"προσγειώνω",
"προσγείωσε":"προσγειώνω",
"προσγειώσει":"προσγειώνω",
"προσγειώσεις":"προσγείωση",
"προσγειώσεων":"προσγείωση",
"προσγειωση":"προσγείωση",
"προσγειώση":"προσγείωση",
"προσγείωση":"προσγείωση",
"προσγείωσή":"προσγείωση",
"προσγείωσης":"προσγείωση",
"προσδέσει":"προσδένω",
"προσδίδει":"προσδίδω",
"προσδίδοντας":"προσδίδω",
"προσδίδουν":"προσδίδω",
"προσδιορίζει":"προσδιορίζω",
"προσδιορίζεται":"προσδιορίζω",
"προσδιοριζόμενη":"προσδιοριζόμενος",
"προσδιοριζόμενο":"προσδιοριζόμενος",
"προσδιορίζονται":"προσδιορίζω",
"προσδιορίζονταν":"προσδιορίζω",
"προσδιορίζοντας":"προσδιορίζω",
"προσδιορίζουμε":"προσδιορίζω",
"προσδιορίζουν":"προσδιορίζω",
"προσδιόρισαν":"προσδιορίζω",
"προσδιόρισε":"προσδιορίζω",
"προσδιορίσει":"προσδιορίζω",
"προσδιορισθεί":"προσδιορίζω",
"προσδιορίσθηκαν":"προσδιορίζω",
"προσδιορισθούν":"προσδιορίζω",
"προσδιορισμένα":"προσδιορίζω",
"προσδιορισμένες":"προσδιορισμένος",
"προσδιορισμένος":"προσδιορίζω",
"προσδιορισμό":"προσδιορισμός",
"προσδιορισμοί":"προσδιορισμός",
"προσδιορισμός":"προσδιορισμός",
"προσδιορισμού":"προσδιορισμός",
"προσδιορισμούς":"προσδιορισμός",
"προσδιορισμών":"προσδιορισμός",
"προσδιορίσουμε":"προσδιορίζω",
"προσδιορίσουν":"προσδιορίζω",
"προσδιοριστεί":"προσδιορίζω",
"προσδιορίστηκε":"προσδιορίζω",
"προσδιοριστικά":"προσδιοριστικός",
"προσδιοριστικές":"προσδιοριστικός",
"προσδιοριστικό":"προσδιοριστικός",
"προσδιοριστούν":"προσδιορίζω",
"προσδοκα":"προσδοκώ",
"προσδοκά":"προσδοκώ",
"προσδοκάται":"προσδοκώ",
"προσδοκάτε":"προσδοκώ",
"προσδοκεί":"προσδοκεί",
"προσδοκία":"προσδοκία",
"προσδοκίας":"προσδοκία",
"προσδοκιες":"προσδοκία",
"προσδοκίες":"προσδοκία",
"προσδόκιμο":"προσδόκιμος",
"προσδοκιών":"προσδοκία",
"προσδοκούμε":"προσδοκώ",
"προσδοκούν":"προσδοκώ",
"προσδοκούσαμε":"προσδοκώ",
"προσδοκούσαν":"προσδοκώ",
"προσδοκώ":"προσδοκώ",
"προσδοκώμενα":"προσδοκώμενος",
"προσδοκώμενης":"προσδοκώμενος",
"προσδοκώμενο":"προσδοκώμενος",
"προσδοκώντας":"προσδοκώ",
"προσδώσει":"προσδίδω",
"προσδώσουν":"προσδίδω",
"προσέβαλαν":"προσβάλλω",
"προσέβαλε":"προσβάλλω",
"προσεβλήθη":"προσβάλλω",
"προσέγγιζαν":"προσεγγίζω",
"προσέγγιζε":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζει":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζεται":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζοντας":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζουμε":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζουν":"προσεγγίζω",
"προσεγγίζω":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσαμε":"προσεγγίζω",
"προσέγγισαν":"προσεγγίζω",
"προσέγγισε":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσει":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσεις":"προσέγγιση",
"προσεγγίσεων":"προσέγγιση",
"προσεγγίσεως":"προσέγγιση",
"προσέγγιση":"προσέγγιση",
"προσέγγισή":"προσέγγιση",
"προσέγγισης":"προσέγγιση",
"προσέγγισής":"προσέγγιση",
"προσεγγισθεί":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσιμο":"προσεγγίσιμος",
"προσεγγίσουμε":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσουν":"προσεγγίζω",
"προσεγγιστεί":"προσεγγίζω",
"προσεγγίστηκε":"προσεγγίζω",
"προσεγγιστούν":"προσεγγίζω",
"προσεγγίσω":"προσεγγίζω",
"προσεγμένα":"προσεγμένος",
"προσεγμένη":"προσεγμένος",
"προσεγμένο":"προσεγμένος",
"προσέδωσαν":"προσδίδω",
"προσέδωσε":"προσδίδω",
"προσέθεσα":"προσθέτω",
"προσέθεσε":"προσθέτω",
"προσέθεταν":"προσθέτω",
"προσέθετε":"προσθέτω",
"προσείλκυσαν":"προσελκύω",
"προσεισμικό":"προσεισμικός",
"προσεκλήθη":"προσκαλώ",
"προσέκρουαν":"προσκρούω",
"προσέκρουσαν":"προσκρούω",
"προσέκρουσε":"προσκρούω",
"προσεκτικά":"προσεκτικά",
"προσεκτικά":"προσεκτικός",
"προσεκτικές":"προσεκτικός",
"προσεκτική":"προσεκτικός",
"προσεκτικής":"προσεκτικός",
"προσεκτικό":"προσεκτικός",
"προσεκτικοί":"προσεκτικός",
"προσεκτικός":"προσεκτικός",
"προσεκτικότερα":"προσεκτικά",
"προσεκτικότερη":"προσεκτικός",
"προσεκτικούς":"προσεκτικός",
"προσέλαβαν":"προσλαμβάνω",
"προσέλαβε":"προσλαμβάνω",
"προσέλευση":"προσέλευση",
"προσέλευσή":"προσέλευση",
"προσέλευσης":"προσέλευση",
"προσέλευσής":"προσέλευση",
"προσελήφθη":"προσλαμβάνω",
"προσελήφθησαν":"προσλαμβάνω",
"προσέλθει":"προσέρχομαι",
"προσέλθετε":"προσέρχομαι",
"προσέλθουν":"προσέρχομαι",
"προσελκύει":"προσελκύω",
"προσελκύεστε":"προσελκύω",
"προσελκύονται":"προσελκύω",
"προσελκύουν":"προσελκύω",
"προσέλκυσε":"προσελκύω",
"προσελκύσει":"προσελκύω",
"προσέλκυση":"προσέλκυση",
"προσέλκυσή":"προσέλκυση",
"προσέλκυσης":"προσέλκυση",
"προσελκύσουμε":"προσελκύω",
"προσελκύσουν":"προσελκύω",
"προσελκύσω":"προσελκύω",
"πρόσεξα":"προσέχω",
"προσέξαμε":"προσέχω",
"πρόσεξαν":"προσέχω",
"πρόσεξε":"προσέχω",
"προσέξει":"προσέχω",
"προσέξεις":"προσέχω",
"προσέξετε":"προσέχω",
"προσέξουμε":"προσέχω",
"προσέξουν":"προσέχω",
"προσέξτε":"προσέχω",
"προσέξω":"προσέχω",
"προσέρχεται":"προσέρχομαι",
"προσερχόμενα":"προσερχόμενος",
"προσερχόμενοι":"προσερχόμενος",
"προσερχόμενος":"προσερχόμενος",
"προσέρχονται":"προσέρχομαι",
"προσέρχονταν":"προσέρχομαι",
"προσερχόταν":"προσέρχομαι",
"προσετέθη":"προσθέτω",
"προσέτι":"προσέτι",
"προσευχές":"προσευχή",
"προσεύχεται":"προσεύχομαι",
"προσευχή":"προσευχή",
"προσευχήθηκαν":"προσεύχομαι",
"προσευχήθηκε":"προσεύχομαι",
"προσευχηθούμε":"προσεύχομαι",
"προσευχηθούν":"προσεύχομαι",
"προσευχηθώ":"προσεύχομαι",
"προσευχής":"προσευχή",
"προσευχόμαστε":"προσεύχομαι",
"προσεύχονται":"προσεύχομαι",
"προσεύχονταν":"προσεύχομαι",
"προσέφερα":"προσφέρω",
"προσέφεραν":"προσφέρω",
"προσέφερε":"προσφέρω",
"προσέφυγαν":"προσφεύγω",
"προσέφυγε":"προσφεύγω",
"προσέχαμε":"προσέχω",
"πρόσεχαν":"προσέχω",
"προσεχε":"προσέχω",
"πρόσεχε":"προσέχω",
"προσέχει":"προσέχω",
"προσεχείς":"προσεχής",
"προσέχεις":"προσέχω",
"προσεχές":"προσεχής",
"πρόσεχες":"προσέχω",
"προσέχετε":"προσέχω",
"προσεχή":"προσεχής",
"προσεχής":"προσεχής",
"προσεχθεί":"προσέχω",
"προσέχθηκε":"προσέχω",
"προσεχθούν":"προσέχω",
"προσέχοντας":"προσέχω",
"προσέχουμε":"προσέχω",
"προσέχουν":"προσέχω",
"προσεχούς":"προσεχής",
"προσεχτεί":"προσέχω",
"προσεχτικά":"προσεκτικά",
"προσεχτικοί":"προσεχτικός",
"προσεχτικός":"προσεχτικός",
"προσεχών":"προσεχής",
"προσεχώς":"προσεχώς",
"προσήγαγε":"προσάγω",
"προσήλθαν":"προσέρχομαι",
"προσήλθε":"προσέρχομαι",
"προσήλκυσαν":"προσελκύω",
"προσηλυτίσει":"προσηλυτίζω",
"προσηλυτισμό":"προσηλυτισμός",
"προσηλυτισμού":"προσηλυτισμός",
"προσηλυτιστούν":"προσηλυτίζω",
"προσηλωμένα":"προσηλώνω",
"προσηλωμένη":"προσηλωμένος",
"προσηλωμένο":"προσηλώνω",
"προσηλωμένος":"προσηλώνω",
"προσήλωση":"προσήλωση",
"προσήλωσή":"προσήλωση",
"πρόσημα":"πρόσημο",
"προσημειωμένα":"προσημειωμένος",
"προσημείωση":"προσημείωση",
"πρόσημο":"πρόσημο",
"προσήμων":"πρόσημο",
"προσήχθη":"προσάγω",
"προσήχθησαν":"προσάγω",
"προσθαφαιρέσεις":"προσθαφαίρεση",
"προσθέσαμε":"προσθέτω",
"πρόσθεσαν":"προσθέτω",
"πρόσθεσε":"προσθέτω",
"προσθέσει":"προσθέτω",
"προσθέσεις":"προσθέτω",
"προσθέσετε":"προσθέτω",
"πρόσθεση":"πρόσθεση",
"προσθέσουμε":"προσθέτω",
"προσθέσουν":"προσθέτω",
"προσθέστε":"προσθέτω",
"προσθέσω":"προσθέτω",
"πρόσθετα":"πρόσθετος",
"πρόσθεταν":"προσθέτω",
"πρόσθετε":"προσθέτω",
"προσθέτει":"προσθέτω",
"πρόσθετες":"πρόσθετος",
"πρόσθετη":"πρόσθετος",
"πρόσθετης":"πρόσθετος",
"προσθετικά":"προσθετικός",
"προσθετικές":"προσθετικός",
"προσθετική":"προσθετικός",
"πρόσθετο":"πρόσθετος",
"προσθέτοντας":"προσθέτω",
"πρόσθετος":"πρόσθετος",
"πρόσθετου":"πρόσθετος",
"προσθέτουμε":"προσθέτω",
"προσθέτουν":"προσθέτω",
"πρόσθετους":"πρόσθετος",
"προσθέτω":"προσθέτω",
"προσθέτων":"πρόσθετος",
"πρόσθετων":"πρόσθετος",
"προσθηκες":"προσθήκη",
"προσθήκες":"προσθήκη",
"προσθήκη":"προσθήκη",
"προσθήκης":"προσθήκη",
"πρόσθιο":"πρόσθιος",
"προσιδιάζει":"προσιδιάζω",
"προσιδιάζουν":"προσιδιάζω",
"προσιτά":"προσιτός",
"προσιτές":"προσιτός",
"προσιτή":"προσιτός",
"προσιτής":"προσιτός",
"προσιτό":"προσιτός",
"προσιτοί":"προσιτός",
"προσιτός":"προσιτός",
"πρόσκαιρα":"πρόσκαιρα",
"πρόσκαιρες":"πρόσκαιρος",
"πρόσκαιρη":"πρόσκαιρος",
"πρόσκαιρης":"πρόσκαιρος",
"προσκαίρως":"προσκαίρως",
"προσκαλεί":"προσκαλώ",
"προσκαλείται":"προσκαλώ",
"προσκάλεσαν":"προσκαλώ",
"προσκάλεσε":"προσκαλώ",
"προσκαλέσει":"προσκαλώ",
"προσκαλέσω":"προσκαλώ",
"προσκαλούμε":"προσκαλώ",
"προσκαλούν":"προσκαλώ",
"προσκαλούνται":"προσκαλώ",
"προσκαλώ":"προσκαλώ",
"προσκαλώντας":"προσκαλώ",
"προσκείμενα":"προσκείμενος",
"προσκείμενες":"προσκείμενος",
"προσκείμενη":"προσκείμενος",
"προσκείμενοι":"προσκείμενος",
"προσκείμενους":"προσκείμενος",
"προσκείμενων":"προσκείμενος",
"πρόσκεινται":"πρόσκειμαι",
"πρόσκειται":"πρόσκειμαι",
"προσκεκλημένα":"προσκεκλημένος",
"προσκεκλημένη":"προσκαλώ",
"προσκεκλημένοι":"προσκεκλημένος",
"προσκεκλημένος":"προσκεκλημένος",
"προσκεκλημένους":"προσκεκλημένος",
"προσκεκλημένων":"προσκεκλημένος",
"προσκέφαλο":"προσκέφαλο",
"προσκήνιο":"προσκήνιο",
"προσκληθεί":"προσκαλώ",
"προσκλήθηκαν":"προσκαλώ",
"προσκλήθηκε":"προσκαλώ",
"προσκληθούν":"προσκαλώ",
"προσκλήσεις":"πρόσκληση",
"προσκλήσεων":"πρόσκληση",
"προσκλήσεως":"πρόσκληση",
"πρόσκληση":"πρόσκληση",
"πρόσκλησή":"πρόσκληση",
"πρόσκλησης":"πρόσκληση",
"προσκλητήριο":"προσκλητήριο",
"προσκολληθούν":"προσκολλώ",
"προσκολλημένα":"προσκολλώ",
"προσκολλημένη":"προσκολλημένος",
"προσκολλημένοι":"προσκολλημένος",
"προσκολλημένος":"προσκολλημένος",
"προσκόλληση":"προσκόλληση",
"προσκόλλησης":"προσκόλληση",
"προσκόμιζε":"προσκομίζω",
"προσκομίζει":"προσκομίζω",
"προσκομίζεται":"προσκομίζω",
"προσκομιζόμενου":"προσκομιζόμενος",
"προσκομίζονται":"προσκομίζω",
"προσκομίζοντας":"προσκομίζω",
"προσκομίζουν":"προσκομίζω",
"προσκόμισε":"προσκομίζω",
"προσκομίσει":"προσκομίζω",
"προσκόμιση":"προσκόμιση",
"προσκόμισή":"προσκόμιση",
"προσκόμισης":"προσκόμιση",
"προσκομισθούν":"προσκομίζω",
"προσκομίσουμε":"προσκομίζω",
"προσκομίσουν":"προσκομίζω",
"προσκομίστηκε":"προσκομίζω",
"προσκομιστούν":"προσκομίζω",
"προσκόμματα":"πρόσκομμα",
"προσκοπίνες":"προσκοπίνα",
"προσκοπος":"πρόσκοπος",
"πρόσκοπος":"πρόσκοπος",
"προσκόπων":"πρόσκοπος",
"προσκρούει":"προσκρούω",
"προσκρούουν":"προσκρούω",
"προσκρούσει":"προσκρούω",
"προσκρούσεις":"πρόσκρουση",
"προσκρούσεως":"πρόσκρουση",
"πρόσκρουση":"πρόσκρουση",
"πρόσκρουσή":"πρόσκρουση",
"προσκυνάει":"προσκυνώ",
"προσκυνάμε":"προσκυνώ",
"προσκύνημα":"προσκύνημα",
"προσκυνήματα":"προσκύνημα",
"προσκυνηματική":"προσκυνηματικός",
"προσκύνησαν":"προσκυνώ",
"προσκύνησε":"προσκυνώ",
"προσκυνήσει":"προσκυνώ",
"προσκύνηση":"προσκύνηση",
"προσκυνήσουν":"προσκυνώ",
"προσκυνητάρια":"προσκυνητάρι",
"προσκυνητές":"προσκυνητής",
"προσκυνητών":"προσκυνητής",
"προσκυνούν":"προσκυνώ",
"προσκυρωθούν":"προσκυρώνω",
"προσλάβαμε":"προσλαμβάνω",
"προσλάβανε":"προσλαμβάνω",
"προσλάβει":"προσλαμβάνω",
"προσλάβουν":"προσλαμβάνω",
"προσλάμβαναν":"προσλαμβάνω",
"προσλάμβανε":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνει":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνεται":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνονται":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνουμε":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνουν":"προσλαμβάνω",
"προσλαμβάνουσες":"προσλαμβάνων",
"προσληφθεί":"προσλαμβάνω",
"προσληφθέντες":"προσληφθείς",
"προσληφθέντων":"προσληφθείς",
"προσλήφθηκαν":"προσλαμβάνω",
"προσλήφθηκε":"προσλαμβάνω",
"προσληφθούν":"προσλαμβάνω",
"προσλήψεις":"πρόσληψη",
"προσλήψεων":"πρόσληψη",
"πρόσληψη":"πρόσληψη",
"πρόσληψή":"πρόσληψη",
"πρόσληψης":"πρόσληψη",
"προσμείξεις":"πρόσμειξη",
"πρόσμειξη":"πρόσμειξη",
"προσμένει":"προσμένω",
"προσμετρά":"προσμετρώ",
"προσμετράται":"προσμετρώ",
"προσμετρηθεί":"προσμετρώ",
"προσμετρώνται":"προσμετρώ",
"προσμίξεις":"πρόσμιξη",
"προσμίξεων":"πρόσμιξη",
"προσμονή":"προσμονή",
"προσοδοθήρων":"προσοδοθήρων",
"προσοδοφόρες":"προσοδοφόρος",
"προσοδοφόρο":"προσοδοφόρος",
"προσοδοφόρου":"προσοδοφόρος",
"προσομοιάζει":"προσομοιάζω",
"προσομοιάζουν":"προσομοιάζω",
"προσομοιώνουν":"προσομοιώνω",
"προσομοίωση":"προσομοίωση",
"προσομοίωσης":"προσομοίωση",
"προσόν":"προσόν",
"προσόντα":"προσόν",
"προσόντων":"προσόν",
"προσοτσάνη":"προσοτσάνη",
"προσούτο":"προσούτο",
"προσοχή":"προσοχή",
"προσοχής":"προσοχή",
"προσόψεις":"πρόσοψη",
"προσόψεων":"πρόσοψη",
"πρόσοψη":"πρόσοψη",
"πρόσοψης":"πρόσοψη",
"προσόψια":"προσόψιο",
"προσπαθεί":"προσπαθώ",
"προσπάθεια":"προσπάθεια",
"προσπάθειά":"προσπάθεια",
"προσπάθεία":"προσπάθεια",
"προσπάθεια-διαδικασία":"προσπάθεια-διαδικασία",
"προσπάθειας":"προσπάθεια",
"προσπάθειάς":"προσπάθεια",
"προσπάθειες":"προσπάθεια",
"προσπάθειές":"προσπάθεια",
"προσπαθείς":"προσπαθώ",
"προσπαθείται":"προσπαθείται",
"προσπαθείτε":"προσπαθώ",
"προσπαθειών":"προσπάθεια",
"προσπάθησα":"προσπαθώ",
"προσπαθήσαμε":"προσπαθώ",
"προσπάθησαν":"προσπαθώ",
"προσπαθήσατε":"προσπαθώ",
"προσπάθησε":"προσπαθώ",
"προσπαθήσει":"προσπαθώ",
"προσπαθήσεις":"προσπαθώ",
"προσπαθήσετε":"προσπαθώ",
"προσπαθήσουμε":"προσπαθώ",
"προσπαθήσουν":"προσπαθώ",
"προσπαθήστε":"προσπαθώ",
"προσπαθήσω":"προσπαθώ",
"προσπαθούμε":"προσπαθώ",
"προσπαθούν":"προσπαθώ",
"προσπαθούσα":"προσπαθώ",
"προσπαθούσαμε":"προσπαθώ",
"προσπαθούσαν":"προσπαθώ",
"προσπαθούσε":"προσπαθώ",
"προσπαθώ":"προσπαθώ",
"προσπαθώντας":"προσπαθώ",
"προσπελάσιμα":"προσπελάσιμος",
"προσπελάσουμε":"προσπελάζω",
"προσπέρασα":"προσπερνώ",
"προσπέρασαν":"προσπερνώ",
"προσπερασε":"προσπερνώ",
"προσπέρασε":"προσπερνώ",
"προσπεράσει":"προσπερνώ",
"προσπεράσεις":"προσπερνώ",
"προσπεράσετε":"προσπερνώ",
"προσπέρασμα":"προσπέρασμα",
"προσπεράσουν":"προσπερνώ",
"προσπεράσω":"προσπερνώ",
"προσπερνά":"προσπερνώ",
"προσπερνάει":"προσπερνώ",
"προσπερνάμε":"προσπερνώ",
"προσπερνάνε":"προσπερνώ",
"προσπερνούμε":"προσπερνώ",
"προσπερνούν":"προσπερνώ",
"προσπερνώντας":"προσπερνώ",
"προσπίπτει":"προσπίπτω",
"προσποιείται":"προσποιούμαι",
"προσποιηθεί":"προσποιούμαι",
"προσποιήθηκε":"προσποιούμαι",
"προσποιήσεις":"προσποίηση",
"προσποίηση":"προσποίηση",
"προσποιούμαστε":"προσποιούμαι",
"προσποιούμενοι":"προσποιούμενος",
"προσποιούμενος":"προσποιούμενος",
"προσποιούνται":"προσποιούμαι",
"προσποιούνταν":"προσποιούμαι",
"προσπορίσει":"προσπορίζω",
"προσπορισμό":"προσπορισμός",
"προσσελήνωση":"προσσελήνωση",
"προσταγές":"προσταγή",
"προσταγή":"προσταγή",
"πρόσταγμα":"πρόσταγμα",
"προστάγματα":"πρόσταγμα",
"προσταγών":"προσταγή",
"προστάζει":"προστάζω",
"πρόσταξε":"προστάζω",
"προστασια":"προστασία",
"προστασία":"προστασία",
"προστασίαν":"προστασία",
"προστασιας":"προστασία",
"προστασίας":"προστασία",
"προστασίες":"προστασία",
"προστάτες":"προστάτης",
"προστατεύαμε":"προστατεύω",
"προστάτευαν":"προστατεύω",
"προστάτευε":"προστατεύω",
"προστάτευέ":"προστατεύω",
"προστατεύει":"προστατεύω",
"προστατεύεις":"προστατεύω",
"προστατεύεται":"προστατεύω",
"προστατευθεί":"προστατεύω",
"προστατεύθηκαν":"προστατεύω",
"προστατευθούμε":"προστατεύω",
"προστατευθούν":"προστατεύω",
"προστατευμένες":"προστατεύω",
"προστατευμένη":"προστατεύω",
"προστατευμένης":"προστατευμένος",
"προστατευμένο":"προστατεύω",
"προστατευμένοι":"προστατευμένος",
"προστατευμένος":"προστατεύω",
"προστατευμένων":"προστατευμένος",
"προστατευόμενα":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενες":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενη":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενο":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενό":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενοι":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενος":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενους":"προστατευόμενος",
"προστατευομένων":"προστατευόμενος",
"προστατευόμενων":"προστατευόμενος",
"προστατεύονται":"προστατεύω",
"προστατεύοντας":"προστατεύω",
"προστατεύουμε":"προστατεύω",
"προστατεύουν":"προστατεύω",
"προστάτευσαν":"προστατεύω",
"προστάτευσε":"προστατεύω",
"προστατεύσει":"προστατεύω",
"προστατεύσετε":"προστατεύω",
"προστατεύσουμε":"προστατεύω",
"προστατεύσουν":"προστατεύω",
"προστατεύσω":"προστατεύω",
"προστατευτεί":"προστατεύω",
"προστατευτικά":"προστατευτικός",
"προστατευτικές":"προστατευτικός",
"προστατευτικής":"προστατευτικός",
"προστατευτικό":"προστατευτικός",
"προστατευτικός":"προστατευτικός",
"προστατευτικού":"προστατευτικός",
"προστατευτικών":"προστατευτικός",
"προστατευτούμε":"προστατεύω",
"προστατευτούν":"προστατεύω",
"προστατεύω":"προστατεύω",
"προστάτεψαν":"προστατεύω",
"προστατέψει":"προστατεύω",
"προστατέψετε":"προστατεύω",
"προστατέψουμε":"προστατεύω",
"προστατέψουν":"προστατεύω",
"προστατέψω":"προστατεύω",
"προστάτη":"προστάτης",
"προστάτης":"προστάτης",
"προστάτιδα":"προστάτιδα",
"προστάτιδά":"προστάτιδα",
"προστάτιδες":"προστάτιδα",
"προστεθεί":"προσθέτω",
"προστέθηκαν":"προσθέτω",
"προστέθηκε":"προσθέτω",
"προστεθούν":"προσθέτω",
"προστεύουμε":"προστεύουμε",
"προστιθέμενη":"προστιθέμενος",
"προστιθέμενης":"προστιθέμενος",
"προστίθενται":"προσθέτω",
"προστίθεται":"προσθέτω",
"προστιμα":"πρόστιμο",
"πρόστιμα":"πρόστιμο",
"προστιμο":"πρόστιμο",
"πρόστιμο":"πρόστιμο",
"προστίμου":"πρόστιμο",
"προστίμων":"πρόστιμο",
"προστρέξουν":"προστρέχω",
"προστρέχει":"προστρέχω",
"προστρέχουν":"προστρέχω",
"προστριβές":"προστριβή",
"προστριβών":"προστριβή",
"προσυγκέντρωση":"προσυγκέντρωση",
"προσυμφωνημένες":"προσυμφωνημένος",
"προσυμφωνία":"προσυμφωνία",
"προσύμφωνο":"προσύμφωνο",
"προσυμφώνου":"προσύμφωνο",
"προσυνεδριακές":"προσυνεδριακός",
"προσυνεννόηση":"προσυνεννόηση",
"προσυπέγραψε":"προσυπογράφω",
"προσυπογραφή":"προσυπογραφή",
"προσυπογράφουμε":"προσυπογράφω",
"προσυπογράφουν":"προσυπογράφω",
"πρόσφατα":"πρόσφατα",
"πρόσφατα":"πρόσφατος",
"πρόσφατες":"πρόσφατος",
"πρόσφατη":"πρόσφατος",
"πρόσφατης":"πρόσφατος",
"πρόσφατο":"πρόσφατος",
"πρόσφατος":"πρόσφατος",
"πρόσφατου":"πρόσφατος",
"πρόσφατους":"πρόσφατος",
"πρόσφατων":"πρόσφατος",
"προσφάτως":"πρόσφατα",
"πρόσφερα":"προσφέρω",
"προσφέραμε":"προσφέρω",
"πρόσφεραν":"προσφέρω",
"προσφέρατε":"προσφέρω",
"πρόσφερε":"προσφέρω",
"προσφέρει":"προσφέρω",
"προσφέρεις":"προσφέρω",
"πρόσφερες":"προσφέρω",
"προσφέρεται":"προσφέρω",
"προσφέρετε":"προσφέρω",
"προσφερθεί":"προσφέρω",
"προσφερθέντων":"προσφερθείς",
"προσφέρθηκαν":"προσφέρω",
"προσφέρθηκε":"προσφέρω",
"προσφερθούν":"προσφέρω",
"προσφερόμενα":"προσφερόμενος",
"προσφερόμενες":"προσφερόμενος",
"προσφερόμενης":"προσφερόμενος",
"προσφερόμενου":"προσφερόμενος",
"προσφερομένων":"προσφερόμενος",
"προσφερόμενων":"προσφερόμενος",
"προσφέρονται":"προσφέρω",
"προσφέρονταν":"προσφέρω",
"προσφέροντας":"προσφέρω",
"προσφέροντάς":"προσφέρω",
"προσφερόταν":"προσφέρω",
"προσφέρουμε":"προσφέρω",
"προσφέρουν":"προσφέρω",
"προσφέρω":"προσφέρω",
"προσφεύγει":"προσφεύγω",
"προσφεύγοντας":"προσφεύγω",
"προσφεύγοντες":"προσφεύγων",
"προσφευγόντων":"προσφεύγων",
"προσφεύγουμε":"προσφεύγω",
"προσφεύγουν":"προσφεύγω",
"προσφεύγουσα":"προσφεύγων",
"προσφεύγων":"προσφεύγων",
"προσφιλές":"προσφιλής",
"προσφιλή":"προσφιλής",
"προσφιλής":"προσφιλής",
"προσφιλούς":"προσφιλής",
"προσφιλών":"προσφιλής",
"προσφορά":"προσφορά",
"πρόσφορα":"πρόσφορος",
"προσφοράς":"προσφορά",
"προσφορές":"προσφορά",
"πρόσφορες":"πρόσφορος",
"πρόσφορη":"πρόσφορος",
"πρόσφορο":"πρόσφορος",
"πρόσφοροι":"πρόσφορος",
"πρόσφορος":"πρόσφορος",
"πρόσφορους":"πρόσφορος",
"προσφορών":"προσφορά",
"πρόσφορων":"πρόσφορος",
"πρόσφυγα":"πρόσφυγας",
"πρόσφυγας":"πρόσφυγας",
"πρόσφυγγες":"πρόσφυγγες",
"προσφύγει":"προσφεύγω",
"πρόσφυγες":"πρόσφυγας",
"προσφυγές":"προσφυγή",
"προσφύγετε":"προσφεύγω",
"προσφυγή":"προσφυγή",
"προσφυγής":"προσφυγή",
"προσφυγιά":"προσφυγιά",
"προσφυγιάς":"προσφυγιά",
"προσφυγικά":"προσφυγικός",
"προσφυγικές":"προσφυγικός",
"προσφυγική":"προσφυγικός",
"προσφυγικής":"προσφυγικός",
"προσφυγικό":"προσφυγικός",
"προσφυγικού":"προσφυγικός",
"προσφυγικούς":"προσφυγικός",
"προσφυγικών":"προσφυγικός",
"προσφύγουμε":"προσφεύγω",
"προσφύγουν":"προσφεύγω",
"προσφύγω":"προσφεύγω",
"προσφύγων":"πρόσφυγας",
"προσφυγων":"προσφυγή",
"προσφυγών":"προσφυγή",
"προσφυώς":"προσφυώς",
"'προσφυώς":"'προσφυώς",
"προσφώνησε":"προσφωνώ",
"προσφώνηση":"προσφώνηση",
"προσφωνούσε":"προσφωνώ",
"προσφωνώντας":"προσφωνώ",
"πρόσχαροι":"πρόσχαρος",
"προσχέδια":"προσχέδιο",
"προσχεδιασμένα":"προσχεδιάζω",
"προσχεδιασμένη":"προσχεδιασμένος",
"προσχεδιασμένο":"προσχεδιάζω",
"προσχέδιο":"προσχέδιο",
"προσχεδίου":"προσχέδιο",
"πρόσχημα":"πρόσχημα",
"προσχήματα":"πρόσχημα",
"προσχηματικά":"προσχηματικά",
"προσχηματικές":"προσχηματικός",
"προσχηματική":"προσχηματικός",
"προσχηματικό":"προσχηματικός",
"προσχηματικούς":"προσχηματικός",
"προσχημάτων":"πρόσχημα",
"προσχολικής":"προσχολικός",
"προσχωρεί":"προσχωρώ",
"προσχώρησα":"προσχωρώ",
"προσχώρησαν":"προσχωρώ",
"προσχώρησε":"προσχωρώ",
"προσχωρήσει":"προσχωρώ",
"προσχώρηση":"προσχώρηση",
"προσχώρησή":"προσχώρηση",
"προσχώρησης":"προσχώρηση",
"προσχωρήσουν":"προσχωρώ",
"προσχωρούσες":"προσχωρώ",
"προσχωρώντας":"προσχωρώ",
"προσχώσεις":"πρόσχωση",
"προσωκρατική":"προσωκρατικός",
"προσωνύμιο":"προσωνύμιο",
"προσωνύμιό":"προσωνύμιο",
"πρόσωπα":"πρόσωπο",
"πρόσωπά":"πρόσωπο",
"πρόσωπα-κλειδιά":"πρόσωπα-κλειδιά",
"προσωπάρχης":"προσωπάρχης",
"πρόσωπα-σύμβολα":"πρόσωπα-σύμβολα",
"προσωπεία":"προσωπείο",
"προσωπείο":"προσωπείο",
"προσωπείον":"προσωπείο",
"προσωπείου":"προσωπείο",
"προσωπίδα":"προσωπίδα",
"προσωπίδες":"προσωπίδα",
"προσωπικά":"προσωπικά",
"προσωπικά":"προσωπικός",
"προσωπικά-οικ":"προσωπικά-οικ",
"προσωπικά-οικιακά":"προσωπικά-οικιακά",
"προσωπικές":"προσωπικός",
"προσωπική":"προσωπικός",
"προσωπικής":"προσωπικός",
"προσωπικό":"προσωπικό",
"προσωπικό":"προσωπικός",
"προσωπικοί":"προσωπικός",
"προσωπικόν":"προσωπικός",
"προσωπικός":"προσωπικός",
"προσωπικοτητα":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητα":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητά":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητας":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητάς":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητες":"προσωπικότητα",
"προσωπικότητός":"προσωπικότητα",
"προσωπικοτήτων":"προσωπικότητα",
"προσωπικού":"προσωπικό",
"προσωπικού":"προσωπικός",
"προσωπικούς":"προσωπικός",
"προσωπικών":"προσωπικός",
"προσωπικώς":"προσωπικά",
"προσωπο":"πρόσωπο",
"πρόσωπο":"πρόσωπο",
"πρόσωπό":"πρόσωπο",
"προσωπογραφία":"προσωπογραφία",
"προσωπογραφίες":"προσωπογραφία",
"προσωποκεντρικής":"προσωποκεντρικός",
"προσωποκράτηση":"προσωποκράτηση",
"προσωποκράτησης":"προσωποκράτηση",
"προσωπολατρία":"προσωπολατρία",
"προσωποπαγή":"προσωποπαγής",
"προσωποπαγών":"προσωποπαγής",
"προσωποποιεί":"προσωποποιώ",
"προσωποποιήθηκε":"προσωποποιώ",
"προσωποποιημένη":"προσωποποιώ",
"προσωποποιημένος":"προσωποποιημένος",
"προσωποποιήσει":"προσωποποιώ",
"προσωποποίηση":"προσωποποίηση",
"προσώπου":"πρόσωπο",
"προσώπου-μοντέλου":"προσώπου-μοντέλου",
"προσώπων":"πρόσωπο",
"προσώρας":"προσώρας",
"προσωρινά":"προσωρινά",
"προσωρινά":"προσωρινός",
"προσωρινές":"προσωρινός",
"προσωρινή":"προσωρινός",
"προσωρινής":"προσωρινός",
"προσωρινό":"προσωρινός",
"προσωρινοί":"προσωρινός",
"προσωρινός":"προσωρινός",
"προσωρινού":"προσωρινός",
"προσωρινούς":"προσωρινός",
"προσωρινών":"προσωρινός",
"προσωρινώς":"προσωρινά",
"πρόταγμα":"πρόταγμα",
"προταθεί":"προτείνω",
"προταθείς":"προτείνω",
"προταθέν":"προταθείς",
"προτάθηκαν":"προτείνω",
"προτάθηκε":"προτείνω",
"προταθούν":"προτείνω",
"προτάξει":"προτάσσω",
"προτάξουμε":"προτάσσω",
"προτάσεις":"πρόταση",
"προτάσεων":"πρόταση",
"προτάσεών":"πρόταση",
"προτάσεως":"πρόταση",
"προταση":"πρόταση",
"πρόταση":"πρόταση",
"πρότασή":"πρόταση",
"πρόταση-βόμβα":"πρόταση-βόμβα",
"πρότασης":"πρόταση",
"πρότασής":"πρόταση",
"πρόταση-σχέδιο":"πρόταση-σχέδιο",
"προτάσσει":"προτάσσω",
"προτάσσεται":"προτάσσω",
"προτάσσονται":"προτάσσω",
"προτάσσοντας":"προτάσσω",
"προτάσσουν":"προτάσσω",
"προταχθούν":"προτάσσω",
"πρότεινα":"προτείνω",
"προτείναμε":"προτείνω",
"πρότειναν":"προτείνω",
"προτείνατε":"προτείνω",
"προτεινε":"προτείνω",
"πρότεινε":"προτείνω",
"προτεινει":"προτείνω",
"προτείνει":"προτείνω",
"προτείνεις":"προτείνω",
"προτείνεται":"προτείνω",
"προτείνετε":"προτείνω",
"προτεινόμενα":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενες":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενη":"προτεινόμενος",
"προτεινομενο":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενο":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενοι":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενου":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενους":"προτεινόμενος",
"προτεινομένων":"προτεινόμενος",
"προτεινόμενων":"προτεινόμενος",
"προτείνονται":"προτείνω",
"προτείνοντας":"προτείνω",
"προτεινόταν":"προτείνω",
"προτείνουμε":"προτείνω",
"προτείνουν":"προτείνω",
"προτείνω":"προτείνω",
"προτεκτοράτο":"προτεκτοράτο",
"προτεκτοράτου":"προτεκτοράτο",
"προτελευταία":"προτελευταίος",
"προτελευταίας":"προτελευταίος",
"προτελευταίο":"προτελευταίος",
"προτελευταίος":"προτελευταίος",
"προτεραιότητα":"προτεραιότητα",
"προτεραιότητά":"προτεραιότητα",
"προτεραιοτητας":"προτεραιότητα",
"προτεραιότητας":"προτεραιότητα",
"προτεραιότητες":"προτεραιότητα",
"προτεραιότητές":"προτεραιότητα",
"προτεραιοτήτων":"προτεραιότητα",
"πρότερη":"πρότερος",
"προτέρημα":"προτέρημα",
"προτερημάτων":"προτέρημα",
"πρότερο":"πρότερος",
"προτέρων":"πρότερος",
"προτεστάντες":"προτεστάντης",
"προτεστάντη":"προτεστάντης",
"προτεστάντης":"προτεστάντης",
"προτεσταντικές":"προτεσταντικός",
"προτεσταντική":"προτεσταντικός",
"προτεσταντικής":"προτεσταντικός",
"προτεσταντικού":"προτεσταντικός",
"προτεσταντισμό":"προτεσταντισμός",
"προτεσταντισμού":"προτεσταντισμός",
"προτεσταντών":"προτεστάντης",
"προτίθεμαι":"προτίθεμαι",
"προτίθενται":"προτίθεμαι",
"προτίθεται":"προτίθεμαι",
"προτιμά":"προτιμώ",
"προτιμάει":"προτιμώ",
"προτιμάμε":"προτιμώ",
"προτιμάται":"προτιμώ",
"προτιμάτε":"προτιμώ",
"προτιμείστε":"προτιμώ",
"προτιμηθεί":"προτιμώ",
"προτιμήθηκαν":"προτιμώ",
"προτιμήθηκε":"προτιμώ",
"προτιμηθούν":"προτιμώ",
"προτίμησα":"προτιμώ",
"προτιμήσαμε":"προτιμώ",
"προτίμησαν":"προτιμώ",
"προτίμησε":"προτιμώ",
"προτιμήσει":"προτιμώ",
"προτιμήσεις":"προτίμηση",
"προτιμήσετε":"προτιμώ",
"προτιμήσεων":"προτίμηση",
"προτιμήσεών":"προτίμηση",
"προτίμηση":"προτίμηση",
"προτίμησή":"προτίμηση",
"προτίμησης":"προτίμηση",
"προτιμήσουμε":"προτιμώ",
"προτιμήσουν":"προτιμώ",
"προτιμήστε":"προτιμώ",
"προτιμήσω":"προτιμώ",
"προτιμητέα":"προτιμητέος",
"προτιμητέο":"προτιμητέος",
"προτιμότερα":"προτιμότερος",
"προτιμότερη":"προτιμότερος",
"προτιμότερο":"προτιμότερος",
"προτιμότερος":"προτιμότερος",
"προτιμούμε":"προτιμώ",
"προτιμούν":"προτιμώ",
"προτιμούνται":"προτιμώ",
"προτιμούσα":"προτιμώ",
"προτιμούσαν":"προτιμώ",
"προτιμούσε":"προτιμώ",
"προτιμώ":"προτιμώ",
"προτιμώνται":"προτιμώ",
"προτιμώντας":"προτιμώ",
"πρότινος":"πρότινος",
"προτο":"προεγώ",
"πρότο":"πρότο",
"προτομές":"προτομή",
"προτομή":"προτομή",
"προτομής":"προτομή",
"προτού":"προτού",
"προτρέπει":"προτρέπω",
"προτρέπονται":"προτρέπω",
"προτρέποντας":"προτρέπω",
"προτρέπουν":"προτρέπω",
"προτρέψει":"προτρέπω",
"προτρέψουν":"προτρέπω",
"προτροπές":"προτροπή",
"προτροπή":"προτροπή",
"προτροπής":"προτροπή",
"πρότυπα":"πρότυπο",
"πρότυπά":"πρότυπο",
"πρότυπα":"πρότυπος",
"πρότυπη":"πρότυπος",
"πρότυπης":"πρότυπος",
"πρότυπο":"πρότυπο",
"πρότυπό":"πρότυπο",
"προτυποποίηση":"προτυποποίηση",
"πρότυπος":"πρότυπος",
"προτύπου":"πρότυπο",
"πρότυπου":"πρότυπο",
"προτύπων":"πρότυπο",
"προϋπαντούσε":"προϋπαντώ",
"προϋπάρξει":"προϋπάρχω",
"προϋπάρχει":"προϋπάρχω",
"προϋπάρχον":"προϋπάρχων",
"προϋπηρεσία":"προϋπηρεσία",
"προϋπηρεσίας":"προϋπηρεσία",
"προϋπήρξαν":"προϋπάρχω",
"προϋπήρξε":"προϋπάρχω",
"προϋπήρχαν":"προϋπάρχω",
"προϋπήρχε":"προϋπάρχω",
"προϋποθεσεις":"προϋπόθεση",
"προϋποθέσεις":"προϋπόθεση",
"προϋποθέσεων":"προϋπόθεση",
"προϋπόθεση":"προϋπόθεση",
"προϋποθέτει":"προϋποθέτω",
"προϋποθέτουν":"προϋποθέτω",
"προϋπολογίζονται":"προϋπολογίζω",
"προϋπολογίσει":"προϋπολογίζω",
"προϋπολογισμο":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμό":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμοί":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμος":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμός":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμου":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμού":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμούς":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογισμών":"προϋπολογισμός",
"προϋπολογίστηκε":"προϋπολογίζω",
"προυστ":"προυστ",
"προύχοντες":"προύχοντας",
"προφανείς":"προφανής",
"προφανές":"προφανής",
"προφανέστατο":"προφανής",
"προφανή":"προφανής",
"προφανής":"προφανής",
"προφανούς":"προφανής",
"προφανών":"προφανής",
"προφανώς":"προφανώς",
"προφάσεις":"πρόφαση",
"πρόφαση":"πρόφαση",
"προφασίζεται":"προφασίζομαι",
"προφασιζόμενοι":"προφασιζόμενος",
"προφασιζόμενος":"προφασιζόμενος",
"πρόφεραν":"προφέρω",
"πρόφερε":"προφέρω",
"προφέρεις":"προφέρω",
"προφέρεται":"προφέρω",
"προφέρονται":"προφέρω",
"προφέρουμε":"προφέρω",
"προφέρουν":"προφέρω",
"προφητεία":"προφητεία",
"προφητείας":"προφητεία",
"προφητείες":"προφητεία",
"προφήτες":"προφήτης",
"προφήτευε":"προφητεύω",
"προφήτευσε":"προφητεύω",
"προφήτη":"προφήτης",
"προφήτης":"προφήτης",
"προφητικά":"προφητικά",
"προφητικές":"προφητικός",
"προφητικό":"προφητικός",
"προφιλ":"προφίλ",
"προφίλ":"προφίλ",
"προφιούμο":"προφιούμο",
"προφιτερόλ":"προφιτερόλ",
"προφορά":"προφορά",
"προφοράς":"προφορά",
"προφορικά":"προφορικά",
"προφορικά":"προφορικός",
"προφορικές":"προφορικός",
"προφορική":"προφορικός",
"προφορικής":"προφορικός",
"προφορικό":"προφορικός",
"προφορικός":"προφορικός",
"προφορικού":"προφορικός",
"προφορικώς":"προφορικά",
"προφορτίο":"προφορτίο",
"προφταίνει":"προφταίνω",
"πρόφτασαν":"προφταίνω",
"πρόφτασε":"προφταίνω",
"προφτάσουμε":"προφταίνω",
"προφυλαγμένη":"προφυλάγω",
"προφυλάκισαν":"προφυλακίζω",
"προφυλάκιση":"προφυλάκιση",
"προφυλάκισή":"προφυλάκιση",
"προφυλάκισης":"προφυλάκιση",
"προφυλακισθεί":"προφυλακίζω",
"προφυλακισμένος":"προφυλακισμένος",
"προφυλακισμένους":"προφυλακισμένος",
"προφυλακισμένων":"προφυλακίζω",
"προφυλακιστεί":"προφυλακίζω",
"προφυλακιστέοι":"προφυλακιστέος",
"προφυλακιστέος":"προφυλακιστέος",
"προφυλακίστηκαν":"προφυλακίζω",
"προφυλακίστηκε":"προφυλακίζω",
"προφυλακτικά":"προφυλακτικά",
"προφυλακτικό":"προφυλακτικός",
"προφυλακτικών":"προφυλακτικός",
"προφυλάξει":"προφυλάσσω",
"προφυλάξεις":"προφύλαξη",
"προφυλάξεις":"προφυλάσσω",
"προφύλαξη":"προφύλαξη",
"προφύλαξης":"προφύλαξη",
"προφυλάξουμε":"προφυλάσσω",
"προφυλάξουν":"προφυλάσσω",
"προφυλάξω":"προφυλάσσω",
"προφυλάσσει":"προφυλάσσω",
"προφυλάσσεται":"προφυλάσσω",
"προφυλάσσουν":"προφυλάσσω",
"προφυλαχθεί":"προφυλάσσω",
"προφυλαχθείτε":"προφυλάσσω",
"προφυλαχθούν":"προφυλάσσω",
"προφυλαχτεί":"προφυλάσσω",
"προ-φυλλοξηρικά":"προ-φυλλοξηρικά",
"πρόχειρα":"πρόχειρα",
"πρόχειρες":"πρόχειρος",
"πρόχειρη":"πρόχειρος",
"πρόχειρης":"πρόχειρος",
"πρόχειρο":"πρόχειρος",
"πρόχειροι":"πρόχειρος",
"πρόχειρος":"πρόχειρος",
"προχειρότητα":"προχειρότητα",
"προχειρότητας":"προχειρότητα",
"προχειρότητες":"προχειρότητα",
"προχείρου":"πρόχειρος",
"πρόχειρου":"πρόχειρος",
"προχθες":"προχθές",
"προχθές":"προχθές",
"προχθεσινά":"προχθεσινός",
"προχθεσινές":"προχθεσινός",
"προχθεσινή":"προχθεσινός",
"προχθεσινής":"προχθεσινός",
"προχθεσινό":"προχθεσινός",
"προχθεσινός":"προχθεσινός",
"προχθεσινού":"προχθεσινός",
"προχθεσινών":"προχθεσινός",
"πρόχορο":"πρόχορο",
"προχριστιανικής":"προχριστιανικός",
"προχριστιανικούς":"προχριστιανικός",
"προχτές":"προχθές",
"πρόχωμα":"πρόχωμα",
"προχωρά":"προχωρώ",
"προχώρα":"προχωρώ",
"προχωράει":"προχωρώ",
"προχωράμε":"προχωρώ",
"προχωράς":"προχωρώ",
"προχωράτε":"προχωρώ",
"προχωράω":"προχωρώ",
"προχωρεί":"προχωρώ",
"προχωρείτε":"προχωρώ",
"προχωρημένα":"προχωρημένος",
"προχωρημένες":"προχωρημένος",
"προχωρημένη":"προχωρημένος",
"προχωρημένης":"προχωρημένος",
"προχωρημένο":"προχωρημένος",
"προχωρημένους":"προχωρημένος",
"προχωρημένων":"προχωρημένος",
"προχωρήσαμε":"προχωρώ",
"προχώρησαν":"προχωρώ",
"προχώρησε":"προχωρώ",
"προχωρήσει":"προχωρώ",
"προχωρήσεις":"προχωρώ",
"προχωρήσετε":"προχωρώ",
"προχωρήσουμε":"προχωρώ",
"προχωρήσουν":"προχωρώ",
"προχωρήστε":"προχωρώ",
"προχωρήσω":"προχωρώ",
"προχωρούμε":"προχωρώ",
"προχωρούν":"προχωρώ",
"προχωρούσα":"προχωρώ",
"προχωρούσαν":"προχωρώ",
"προχωρούσε":"προχωρώ",
"προχωρώντας":"προχωρώ",
"προωθει":"προωθώ",
"προωθεί":"προωθώ",
"προωθείται":"προωθώ",
"προωθείτε":"προωθώ",
"προωθηθεί":"προωθώ",
"προωθηθείτε":"προωθώ",
"προωθήθηκαν":"προωθώ",
"προωθήθηκε":"προωθώ",
"προωθηθούν":"προωθώ",
"προωθημένα":"προωθώ",
"προωθημένες":"προωθώ",
"προωθημένη":"προωθώ",
"προωθημένης":"προωθώ",
"προωθημένο":"προωθώ",
"προωθημένος":"προωθώ",
"προωθημένους":"προωθώ",
"προώθησα":"προωθώ",
"προώθησαν":"προωθώ",
"προώθησε":"προωθώ",
"προωθήσει":"προωθώ",
"προωθήσετε":"προωθώ",
"προώθηση":"προώθηση",
"προώθησή":"προώθηση",
"προώθησης":"προώθηση",
"προώθησής":"προώθηση",
"προωθήσουμε":"προωθώ",
"προωθήσουν":"προωθώ",
"προωθήστε":"προωθώ",
"προωθητήρες":"προωθητήρας",
"προωθητήρων":"προωθητήρας",
"προωθητικές":"προωθητικός",
"προωθητική":"προωθητικός",
"προωθητικό":"προωθητικός",
"προωθητικών":"προωθητικός",
"προωθούμε":"προωθώ",
"προωθούμενες":"προωθούμενος",
"προωθούμενης":"προωθούμενος",
"προωθούμενο":"προωθούμενος",
"προωθούν":"προωθώ",
"προωθούνται":"προωθώ",
"προωθούνταν":"προωθώ",
"προωθούσαν":"προωθώ",
"προωθούσε":"προωθώ",
"προωθώντας":"προωθώ",
"πρόωρα":"πρόωρα",
"πρόωρες":"πρόωρος",
"πρόωρη":"πρόωρος",
"πρόωρης":"πρόωρος",
"πρόωρο":"πρόωρος",
"πρόωρος":"πρόωρος",
"πρόωρου":"πρόωρος",
"πρόωρους":"πρόωρος",
"πρόωρων":"πρόωρος",
"προώρως":"πρόωρος",
"πρσο":"πρσο",
"πρύμνα":"πρύμνα",
"πρύμνη":"πρύμνη",
"πρυτανεία":"πρυτανεία",
"πρυτανείας":"πρυτανεία",
"πρυτανεις":"πρύτανης",
"πρυτάνεις":"πρύτανης",
"πρυτανεύει":"πρυτανεύω",
"πρυτανεύουσα":"πρυτανεύων",
"πρυτάνευσε":"πρυτανεύω",
"πρυτανεύσει":"πρυτανεύω",
"πρυτάνεων":"πρύτανης",
"πρυτανεως":"πρύτανης",
"πρυτάνεως":"πρύτανης",
"πρύτανη":"πρύτανης",
"πρύτανης":"πρύτανης",
"πρυτανικές":"πρυτανικός",
"πρυτανικό":"πρυτανικός",
"πρυτανικών":"πρυτανικός",
"πρωην":"πρώην",
"πρώην":"πρώην",
"πρωθυπουργέ":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργία":"πρωθυπουργία",
"πρωθυπουργίας":"πρωθυπουργία",
"πρωθυπουργικά":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργικές":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργική":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργικό":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργικόν":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργικού":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργικών":"πρωθυπουργικός",
"πρωθυπουργό":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργοί":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργός":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργού":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργούς":"πρωθυπουργός",
"πρωθυπουργών":"πρωθυπουργός",
"πρωθύστερα":"πρωθύστερος",
"πρωθύστερο":"πρωθύστερος",
"πρωί":"πρωί",
"πρωία":"πρωία",
"πρωίας":"πρωία",
"πρώιμα":"πρώιμος",
"πρώιμες":"πρώιμος",
"πρώιμη":"πρώιμος",
"πρώιμης":"πρώιμος",
"πρώιμο":"πρώιμος",
"πρώιμος":"πρώιμος",
"πρώιμου":"πρώιμος",
"πρωινά":"πρωινός",
"πρωινάδικων":"πρωινάδικων",
"πρωινές":"πρωινός",
"πρωινη":"πρωινός",
"πρωινή":"πρωινός",
"πρωινής":"πρωινός",
"πρωινό":"πρωινός",
"πρωινοί":"πρωινός",
"πρωινόν":"πρωινός",
"πρωινός":"πρωινός",
"πρωινού":"πρωινός",
"πρωινών":"πρωινός",
"πρωΐου":"πρωΐου",
"πρωκτικό":"πρωκτικός",
"πρωτ":"πρωτ",
"πρωτα":"πρώτα",
"πρώτα":"πρώτα",
"πρώτα":"πρώτος",
"πρωταγωνιστεί":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστες":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστές":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστη":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστή":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστής":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνίστησαν":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνίστησε":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστήσει":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστήσουν":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστικά":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστικές":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστική":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστικό":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστικός":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστικού":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστικούς":"πρωταγωνιστικός",
"πρωταγωνιστούν":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστούσαν":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνιστούσε":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταγωνίστρια":"πρωταγωνίστρια",
"πρωταγωνίστριας":"πρωταγωνίστρια",
"πρωταγωνίστριάς":"πρωταγωνίστρια",
"πρωταγωνίστριες":"πρωταγωνίστρια",
"πρωταγωνιστων":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστών":"πρωταγωνιστής",
"πρωταγωνιστώντας":"πρωταγωνιστώ",
"πρωταθλημα":"πρωτάθλημα",
"πρωτάθλημα":"πρωτάθλημα",
"πρωτάθλημά":"πρωτάθλημα",
"πρωταθλήματα":"πρωτάθλημα",
"πρωταθληματος":"πρωτάθλημα",
"πρωταθλήματος":"πρωτάθλημα",
"πρωταθληματων":"πρωτάθλημα",
"πρωταθλημάτων":"πρωτάθλημα",
"πρωταθλητες":"πρωταθλητής",
"πρωταθλητές":"πρωταθλητής",
"πρωταθλητή":"πρωταθλητής",
"πρωταθλητής":"πρωταθλητής",
"πρωταθλητισμό":"πρωταθλητισμός",
"πρωταθλητισμός":"πρωταθλητισμός",
"πρωταθλητρια":"πρωταθλήτρια",
"πρωταθλήτρια":"πρωταθλήτρια",
"πρωταθλήτριας":"πρωταθλήτρια",
"πρωταθλήτριες":"πρωταθλήτρια",
"πρωταθλητριών":"πρωταθλήτρια",
"πρωταθλητων":"πρωταθλητής",
"πρωταθλητών":"πρωταθλητής",
"πρωταίτιοι":"πρωταίτιος",
"πρωταιτίων":"πρωταίτιος",
"πρωτάκια":"πρωτάκι",
"πρωτάκουστη":"πρωτάκουστος",
"πρωτάκουστο":"πρωτάκουστος",
"πρωτάρηδες":"πρωτάρης",
"πρωταρχικά":"πρωταρχικά",
"πρωταρχική":"πρωταρχικός",
"πρωταρχικό":"πρωταρχικός",
"πρωταρχικοί":"πρωταρχικός",
"πρωταρχικός":"πρωταρχικός",
"πρωταρχικότατη":"πρωταρχικότατη",
"πρωταρχικούς":"πρωταρχικός",
"πρωτέας":"πρωτέας",
"πρωτέας-ηλιούπολη":"πρωτέας-ηλιούπολη",
"πρωτεία":"πρωτείο",
"πρωτεΐνες":"πρωτεΐνη",
"πρωτεΐνη":"πρωτεΐνη",
"πρωτεΐνης":"πρωτεΐνη",
"πρωτεϊνικά":"πρωτεϊνικός",
"πρωτεϊνών":"πρωτεΐνη",
"πρωτείο":"πρωτείο",
"πρωτεργάτες":"πρωτεργάτης",
"πρωτεργάτη":"πρωτεργάτης",
"πρωτεργάτης":"πρωτεργάτης",
"πρώτες":"πρώτος",
"πρωτεύον":"πρωτεύων",
"πρωτεύοντα":"πρωτεύων",
"πρωτεύοντος":"πρωτεύων",
"πρωτευουσα":"πρωτεύουσα",
"πρωτεύουσα":"πρωτεύουσα",
"πρωτεύουσά":"πρωτεύουσα",
"πρωτευουσας":"πρωτεύουσα",
"πρωτεύουσας":"πρωτεύουσα",
"πρωτεύουσάς":"πρωτεύουσα",
"πρωτεύουσες":"πρωτεύουσα",
"πρωτευούσης":"πρωτεύων",
"πρωτευουσιάνοι":"πρωτευουσιάνος",
"πρωτευουσιάνους":"πρωτευουσιάνος",
"πρωτευουσιάνων":"πρωτευουσιάνος",
"πρώτευσαν":"πρωτεύω",
"πρωτεύσας":"πρωτεύσας",
"πρώτευσε":"πρωτεύω",
"πρωτη":"πρώτος",
"πρώτη":"πρώτος",
"πρωτης":"πρώτος",
"πρώτης":"πρώτος",
"πρωτιά":"πρωτιά",
"πρωτιάς":"πρωτιά",
"πρωτιές":"πρωτιά",
"πρώτιστα":"πρώτιστα",
"πρωτίστης":"πρώτιστος",
"πρώτιστο":"πρώτιστος",
"πρώτιστον":"πρώτιστος",
"πρώτιστος":"πρώτιστος",
"πρωτίστως":"πρώτιστα",
"πρωτο":"πρώτος",
"πρώτο":"πρώτος",
"πρωτοάρχισαν":"πρωτοαρχίζω",
"πρωτοβάθμια":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβάθμιας":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβάθμιο":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβάθμιου":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβάθμιους":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβάθμιων":"πρωτοβάθμιος",
"πρωτοβουλια":"πρωτοβουλία",
"πρωτοβουλία":"πρωτοβουλία",
"πρωτοβουλίας":"πρωτοβουλία",
"πρωτοβουλίες":"πρωτοβουλία",
"πρωτοβουλιών":"πρωτοβουλία",
"πρωτογενείς":"πρωτογενής",
"πρωτογενές":"πρωτογενής",
"πρωτογενή":"πρωτογενής",
"πρωτογενής":"πρωτογενής",
"πρωτογεννήθηκε":"πρωτογεννώ",
"πρωτογενούς":"πρωτογενής",
"πρωτογενών":"πρωτογενής",
"πρωτογενώς":"πρωτογενώς",
"πρωτόγνωρα":"πρωτόγνωρος",
"πρωτόγνωρες":"πρωτόγνωρος",
"πρωτόγνωρη":"πρωτόγνωρος",
"πρωτόγνωρο":"πρωτόγνωρος",
"πρωτόγνωρων":"πρωτόγνωρος",
"πρωτόγονα":"πρωτόγονα",
"πρωτόγονα":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονες":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονη":"πρωτόγονος",
"πρωτογονισμό":"πρωτογονισμός",
"πρωτογονισμού":"πρωτογονισμός",
"πρωτόγονο":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονοι":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονος":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονου":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονους":"πρωτόγονος",
"πρωτόγονων":"πρωτόγονος",
"πρωτοδημιουργήθηκε":"πρωτοδημιουργήθηκε",
"πρωτοδημοσιεύθηκε":"πρωτοδημοσιεύω",
"πρωτόδικα":"πρωτόδικος",
"πρωτοδικείο":"πρωτοδικείο",
"πρωτοδικείου":"πρωτοδικείο",
"πρωτοδίκες":"πρωτοδίκης",
"πρωτοδίκη":"πρωτοδίκης",
"πρωτόδικη":"πρωτόδικος",
"πρωτοδίκης":"πρωτοδίκης",
"πρωτόδικης":"πρωτόδικος",
"πρωτοδικών":"πρωτοδίκης",
"πρωτοδίκως":"πρωτόδικος",
"πρωτοδιορθώσουν":"πρωτοδιορθώνω",
"πρωτοεγκαταστάθηκαν":"πρωτοεγκαθιστώ",
"πρωτοεκδοθεί":"πρωτοεκδίδω",
"πρωτοεκδόθηκε":"πρωτοεκδίδω",
"πρωτοεμφανίζεται":"πρωτοεμφανίζω",
"πρωτοεμφανιζόμενη":"πρωτοεμφανιζόμενος",
"πρωτοεμφανιζόμενης":"πρωτοεμφανιζόμενος",
"πρωτοεμφανιζόμενο":"πρωτοεμφανιζόμενος",
"πρωτοεμφανιζόμενου":"πρωτοεμφανιζόμενος",
"πρωτοεμφανίστηκα":"πρωτοεμφανίζω",
"πρωτοεμφανίστηκαν":"πρωτοεμφανίζω",
"πρωτοεμφανίστηκε":"πρωτοεμφανίζω",
"πρωτοεξελέγη":"πρωτοεκλέγω",
"πρωτοετείς":"πρωτοετής",
"πρωτοετής":"πρωτοετής",
"πρωτοήρθε":"πρωτοέρχομαι",
"πρώτοι":"πρώτος",
"πρώτοις":"πρώτοις",
"πρωτοκαθεδρία":"πρωτοκαθεδρία",
"πρωτοκαθεδρίας":"πρωτοκαθεδρία",
"πρωτοκαθιέρωσαν":"πρωτοκαθιερώνω",
"πρωτοκαλλιεργήθηκε":"πρωτοκαλλιεργήθηκε",
"πρωτοκάνει":"πρωτοκάνω",
"πρωτοκατοικήθηκαν":"πρωτοκατοικώ",
"πρωτοκλασάτα":"πρωτοκλασάτος",
"πρωτοκλασάτες":"πρωτοκλασάτος",
"πρωτοκλασάτο":"πρωτοκλασάτος",
"πρωτοκλασάτους":"πρωτοκλασάτος",
"πρωτοκλασάτων":"πρωτοκλασάτος",
"πρωτόκολλα":"πρωτόκολλο",
"πρωτοκολλο":"πρωτόκολλο",
"πρωτόκολλο":"πρωτόκολλο",
"πρωτόκολλό":"πρωτόκολλο",
"πρωτοκόλλου":"πρωτόκολλο",
"πρωτοκολλούνται":"πρωτοκολλώ",
"πρωτοκυκλοφόρησαν":"πρωτοκυκλοφορώ",
"πρωτοκυκλοφόρησε":"πρωτοκυκλοφορώ",
"πρωτόλεγαν":"πρωτολέω",
"πρωτόλεια":"πρωτόλειο",
"πρωτόλειο":"πρωτόλειος",
"πρωτολειτούργησε":"πρωτολειτουργώ",
"πρωτομαρτιάς":"πρωτομαρτιάς",
"πρωτομάστορας":"πρωτομάστορας",
"πρωτομάστορες":"πρωτομάστορας",
"πρωτομιλία":"πρωτομιλία",
"πρωτομπεί":"πρωτομπαίνω",
"πρώτον":"πρώτον",
"πρωτονίων":"πρωτόνιο",
"πρωτοξεκίνησε":"πρωτοξεκινώ",
"πρωτοπαθή":"πρωτοπαθής",
"πρωτοπαθών":"πρωτοπαθής",
"πρωτοπαλίκαρα":"πρωτοπαλίκαρο",
"πρωτόπαπα":"πρωτόπαπας",
"πρωτοπαπαδάκης":"πρωτοπαπαδάκης",
"πρωτόπαπας":"πρωτόπαπας",
"πρωτόπαππας":"πρωτόπαππας",
"πρωτοπαρουσιάσθηκε":"πρωτοπαρουσιάζω",
"πρωτοπαρουσιάστηκε":"πρωτοπαρουσιάζω",
"πρωτοπήγα":"πρωτοπηγαίνω",
"πρωτοπόρα":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπορεί":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόρες":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπορία":"πρωτοπορία",
"πρωτοποριακά":"πρωτοποριακά",
"πρωτοποριακά":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακές":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακή":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακής":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακό":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακοί":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακού":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακούς":"πρωτοποριακός",
"πρωτοποριακών":"πρωτοποριακός",
"πρωτοπορίας":"πρωτοπορία",
"πρωτοπορίες":"πρωτοπορία",
"πρωτοπορο":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόρο":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόροι":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόρος":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόρου":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπορούμε":"πρωτοπορούμε",
"πρωτοπόρους":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπόρων":"πρωτοπόρος",
"πρωτοπορώντας":"πρωτοπορώντας",
"πρωτος":"πρώτος",
"πρώτος":"πρώτος",
"πρωτοσέλιδα":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοσέλιδο":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοσέλιδό":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοσέλιδοι":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοσέλιδος":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοσέλιδου":"πρωτοσέλιδος",
"πρωτοστατεί":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστάτες":"πρωτοστάτης",
"πρωτοστάτης":"πρωτοστάτης",
"πρωτοστάτησαν":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστάτησε":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατήσει":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατήσουν":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατούμε":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατούν":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατούσαν":"πρωτοστατώ",
"πρωτοστατώντας":"πρωτοστατώ",
"πρωτοσχηματίστηκε":"πρωτοσχηματίστηκε",
"πρωτότοκη":"πρωτότοκος",
"πρωτότοκοι":"πρωτότοκος",
"πρωτότοκόν":"πρωτότοκος",
"πρωτότοκος":"πρωτότοκος",
"πρωτότυπα":"πρωτότυπος",
"πρωτοτυπεί":"πρωτοτυπώ",
"πρωτοτυπείς":"πρωτοτυπώ",
"πρωτότυπες":"πρωτότυπος",
"πρωτότυπη":"πρωτότυπος",
"πρωτότυπης":"πρωτότυπος",
"πρωτοτύπησε":"πρωτοτυπώ",
"πρωτοτυπήσουμε":"πρωτοτυπώ",
"πρωτοτυπήσουν":"πρωτοτυπώ",
"πρωτοτυπία":"πρωτοτυπία",
"πρωτοτυπίας":"πρωτοτυπία",
"πρωτότυπο":"πρωτότυπο",
"πρωτότυπο":"πρωτότυπος",
"πρωτότυπος":"πρωτότυπος",
"πρωτοτύπου":"πρωτότυπος",
"πρωτότυπου":"πρωτότυπος",
"πρωτοτυπούμε":"πρωτοτυπώ",
"πρωτότυπους":"πρωτότυπος",
"πρωτοτύπων":"πρωτότυπος",
"πρωτότυπων":"πρωτότυπος",
"πρώτου":"πρώτος",
"πρωτους":"πρώτος",
"πρώτους":"πρώτος",
"πρωτοφανείς":"πρωτοφανής",
"πρωτοφανές":"πρωτοφανής",
"πρωτοφανή":"πρωτοφανής",
"πρωτοφανής":"πρωτοφανής",
"πρωτοφανούς":"πρωτοφανής",
"πρωτοφανών":"πρωτοφανής",
"πρωτοχρονιά":"πρωτοχρονιά",
"πρωτοχρονιας":"πρωτοχρονιά",
"πρωτοχρονιάς":"πρωτοχρονιά",
"πρωτοχρονιάτικα":"πρωτοχρονιάτικα",
"πρωτοχρονιάτικες":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιατικη":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιάτικη":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιάτικης":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιάτικής":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιάτικο":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοχρονιάτικου":"πρωτοχρονιάτικος",
"πρωτοψάλτη":"πρωτοψάλτης",
"πρωτύτερα":"πρωτύτερος",
"πρώτων":"πρώτος",
"πσατ":"πσατ",
"πσε":"πσε",
"πταίει":"πταίω",
"πταίσμα":"πταίσμα",
"πταίσματα":"πταίσμα",
"πταισματοδίκη":"πταισματοδίκης",
"πτέραρχος":"πτέραρχος",
"πτέρνα":"πτέρνα",
"πτερόεντα":"πτερόεις",
"πτέρυγα":"πτέρυγα",
"πτέρυγας":"πτέρυγα",
"πτέρυγες":"πτέρυγα",
"πτερύγια":"πτερύγιο",
"πτερύγιά":"πτερύγιο",
"πτερυγίων":"πτερύγιο",
"πτερύγων":"πτέρυγα",
"πτερωτής":"πτερωτός",
"πτηνά":"πτηνό",
"πτηνό":"πτηνό",
"πτηνόμορφη":"πτηνόμορφη",
"πτηνοπαθολόγους":"πτηνοπαθολόγους",
"πτηνοτροφεία":"πτηνοτροφείο",
"πτηνοτροφία":"πτηνοτροφία",
"πτηνοτροφίας":"πτηνοτροφία",
"πτηνοτροφικής":"πτηνοτροφικός",
"πτηνοτροφικών":"πτηνοτροφικός",
"πτηνοτρόφους":"πτηνοτρόφος",
"πτηνοτρόφων":"πτηνοτρόφος",
"πτηνων":"πτηνό",
"πτηνών":"πτηνό",
"πτήσει":"πτήσει",
"πτήσεις":"πτήση",
"πτήσεων":"πτήση",
"πτήσεως":"πτήση",
"πτήση":"πτήση",
"πτήσης":"πτήση",
"πτητικά":"πτητικός",
"πτητικές":"πτητικός",
"πτητική":"πτητικός",
"πτητικής":"πτητικός",
"πτητικό":"πτητικός",
"πτητικού":"πτητικός",
"πτητικών":"πτητικός",
"πτοεί":"πτοώ",
"πτοείστε":"πτοώ",
"πτοείται":"πτοώ",
"πτοήθηκαν":"πτοώ",
"πτοήθηκε":"πτοώ",
"πτόησε":"πτοώ",
"πτοήσουν":"πτοώ",
"πτολεμαϊδα":"πτολεμαΐδα",
"πτολεμαΐδα":"πτολεμαΐδα",
"πτολεμαΐδας":"πτολεμαΐδα",
"πτολεμαΐδας-κοζάνης":"πτολεμαΐδας-κοζάνης",
"πτολεμαίος":"πτολεμαίος",
"πτολεμαίων":"πτολεμαίος",
"πτοούν":"πτοώ",
"πτοούνται":"πτοώ",
"πτυελοδοχείο":"πτυελοδοχείο",
"πτυσσόμενο":"πτυσσόμενος",
"πτυχές":"πτυχή",
"πτυχή":"πτυχή",
"πτυχής":"πτυχή",
"πτυχία":"πτυχίο",
"πτυχιακή":"πτυχιακός",
"πτυχιακής":"πτυχιακός",
"πτυχίο":"πτυχίο",
"πτυχίου":"πτυχίο",
"πτυχιούχο":"πτυχιούχος",
"πτυχιούχοι":"πτυχιούχος",
"πτυχιούχος":"πτυχιούχος",
"πτυχιούχου":"πτυχιούχος",
"πτυχιούχους":"πτυχιούχος",
"πτυχιούχων":"πτυχιούχος",
"πτυχίω":"πτυχίω",
"πτυχίων":"πτυχίο",
"πτυχών":"πτυχή",
"πτυχώσεις":"πτυχώνω",
"πτώμα":"πτώμα",
"πτώματα":"πτώμα",
"πτώματά":"πτώμα",
"πτώματος":"πτώμα",
"πτωμάτων":"πτώμα",
"πτωσεις":"πτώση",
"πτώσεις":"πτώση",
"πτώσεως":"πτώση",
"πτωση":"πτώση",
"πτώση":"πτώση",
"πτώσης":"πτώση",
"πτωτικα":"πτωτικός",
"πτωτικά":"πτωτικός",
"πτωτικές":"πτωτικός",
"πτωτική":"πτωτικός",
"πτωτικής":"πτωτικός",
"πτωτικών":"πτωτικός",
"πτωχευμένου":"πτωχευμένου",
"πτώχευσε":"πτωχεύω",
"πτωχεύσεις":"πτώχευση",
"πτώχευση":"πτώχευση",
"πτώχευσης":"πτώχευση",
"πτωχή":"πτωχός",
"πτωχό":"πτωχός",
"πτωχοί":"πτωχός",
"πτωχοκομείου":"πτωχοκομείο",
"πτωχοπροδρομισμό":"πτωχοπροδρομισμός",
"πτωχός":"πτωχός",
"πτωχού":"πτωχός",
"πτωχούς":"πτωχός",
"πτώχυνση":"πτώχυνση",
"πυγμαίο":"πυγμαίος",
"πυγμαίοι":"πυγμαίος",
"πυγμαίος":"πυγμαίος",
"πυγμαχια":"πυγμαχία",
"πυγμαχία":"πυγμαχία",
"πυγμαχίας":"πυγμαχία",
"πυγμαχικής":"πυγμαχικός",
"πυγμάχο":"πυγμάχος",
"πυγμάχοι":"πυγμάχος",
"πυγμάχος":"πυγμάχος",
"πυγμάχου":"πυγμάχος",
"πυγμάχους":"πυγμάχος",
"πυγμή":"πυγμή",
"πυγμής":"πυγμή",
"πύδνα":"πύδνα",
"πυελικές":"πυελικός",
"πυελογραφία":"πυελογραφία",
"πύθιο":"πύθιος",
"πυθίου":"πύθιος",
"πυθμένα":"πυθμένας",
"πυθμένας":"πυθμένας",
"πυκνά":"πυκνά",
"πυκνές":"πυκνός",
"πυκνή":"πυκνός",
"πυκνής":"πυκνός",
"πυκνό":"πυκνός",
"πυκνοδομημένες":"πυκνοδομημένες",
"πυκνοδομημένη":"πυκνοδομημένη",
"πυκνοδομημένους":"πυκνοδομημένους",
"πυκνοί":"πυκνός",
"πυκνοκατοικημένα":"πυκνοκατοικημένος",
"πυκνοκατοικημένες":"πυκνοκατοικημένος",
"πυκνοκατοικημένη":"πυκνοκατοικημένος",
"πυκνός":"πυκνός",
"πυκνότερες":"πυκνός",
"πυκνότητα":"πυκνότητα",
"πυκνότητας":"πυκνότητα",
"πυκνώνει":"πυκνώνω",
"πυκνώνουν":"πυκνώνω",
"πύκνωσαν":"πυκνώνω",
"πυκνώσει":"πυκνώνω",
"πυκνώσουν":"πυκνώνω",
"πυλαια":"πυλαίος",
"πυλαία":"πυλαίος",
"πυλαιας":"πυλαίος",
"πυλαίας":"πυλαίος",
"πυλαρινό":"πυλαρινό",
"πυλαρινός":"πυλαρινός",
"πυλαρινού":"πυλαρινού",
"πύλες":"πύλη",
"πυλη":"πύλη",
"πύλη":"πύλη",
"πύλης":"πύλη",
"πύλο":"πύλος",
"πυλορωφ":"πυλορωφ",
"πυλόρωφ":"πυλόρωφ",
"πύλος":"πύλος",
"πύλου":"πύλος",
"πυλών":"πύλη",
"πυλώνα":"πυλώνας",
"πυλώνας":"πυλώνας",
"πυλώνες":"πυλώνας",
"πυλώνων":"πυλώνας",
"πυξ":"πυξ",
"πυξίδα":"πυξίδα",
"πύου":"πύο",
"πυρ":"πυρ",
"πυρα":"πυρ",
"πυρά":"πυρ",
"πυρακτωμένα":"πυρακτώνω",
"πυρακτωμένο":"πυρακτώνω",
"πυραμίδα":"πυραμίδα",
"πυραμίδας":"πυραμίδα",
"πυραμίδες":"πυραμίδα",
"πυραμιδική":"πυραμιδικός",
"πυρανίχνευσης":"πυρανίχνευσης",
"πυράς":"πυρά",
"πυρασφάλεια":"πυρασφάλεια",
"πυρασφάλειας":"πυρασφάλεια",
"πυραυλικές":"πυραυλικός",
"πυραυλική":"πυραυλικός",
"πυραυλικού":"πυραυλικός",
"πυραυλικών":"πυραυλικός",
"πύραυλο":"πύραυλος",
"πύραυλοι":"πύραυλος",
"πύραυλος":"πύραυλος",
"πυραύλου":"πύραυλος",
"πυραύλους":"πύραυλος",
"πυραύλων":"πύραυλος",
"πυργίσκο":"πυργίσκος",
"πύργο":"πύργος",
"πύργοι":"πύργος",
"πύργος":"πύργος",
"πύργου":"πύργος",
"πύργου-κατακώλου":"πύργου-κατακώλου",
"πύργους":"πύργος",
"πύργων":"πύργος",
"πυρένης":"πυρένης",
"πυρετό":"πυρετός",
"πυρετος":"πυρετός",
"πυρετός":"πυρετός",
"πυρετού":"πυρετός",
"πυρετώδη":"πυρετώδης",
"πυρετωδώς":"πυρετωδώς",
"πύρζας":"πύρζας",
"πυρήνα":"πυρήνας",
"πυρήνας":"πυρήνας",
"πυρήνες":"πυρήνας",
"πυρηνικα":"πυρηνικός",
"πυρηνικά":"πυρηνικός",
"πυρηνικές":"πυρηνικός",
"πυρηνική":"πυρηνικός",
"πυρηνικής":"πυρηνικός",
"πυρηνικό":"πυρηνικός",
"πυρηνικοί":"πυρηνικός",
"πυρηνικός":"πυρηνικός",
"πυρηνικού":"πυρηνικός",
"πυρηνικούς":"πυρηνικός",
"πυρηνικών":"πυρηνικός",
"πυρηνοκίνητα":"πυρηνοκίνητος",
"πυρηνοκίνητο":"πυρηνοκίνητος",
"πυρηνοκίνητων":"πυρηνοκίνητος",
"πυρηνόξυλο":"πυρηνόξυλο",
"πυρηνόξυλου":"πυρηνόξυλου",
"πυρήνων":"πυρήνας",
"πυρίκαυστος":"πυρίκαυστος",
"πυρίμαχο":"πυρίμαχος",
"πύρινα":"πύρινος",
"πύρινες":"πύρινος",
"πύρινο":"πύρινος",
"πύρινου":"πύρινος",
"πύρινους":"πύρινος",
"πυριτιδαποθηκη":"πυριτιδαποθήκη",
"πυριτιδαποθήκη":"πυριτιδαποθήκη",
"πυριτιδαποθήκης":"πυριτιδαποθήκη",
"πυρίτιδας":"πυρίτιδα",
"πυρίτιο":"πυρίτιο",
"πυριτίου":"πυρίτιο",
"πυρκαγιά":"πυρκαγιά",
"πυρκαγιάς":"πυρκαγιά",
"πυρκαγιές":"πυρκαγιά",
"πυρκαγιών":"πυρκαγιά",
"πυροβόλα":"πυροβόλο",
"πυροβολεί":"πυροβολώ",
"πυροβολείστε":"πυροβολώ",
"πυροβολείται":"πυροβολώ",
"πυροβολείτε":"πυροβολώ",
"πυροβοληθεί":"πυροβολώ",
"πυροβολήθηκε":"πυροβολώ",
"πυροβόλησαν":"πυροβολώ",
"πυροβόλησε":"πυροβολώ",
"πυροβολήσει":"πυροβολώ",
"πυροβολήσεις":"πυροβολώ",
"πυροβολήσουν":"πυροβολώ",
"πυροβολικό":"πυροβολικός",
"πυροβολικού":"πυροβολικό",
"πυροβολισμό":"πυροβολισμός",
"πυροβολισμοί":"πυροβολισμός",
"πυροβολισμός":"πυροβολισμός",
"πυροβολισμού":"πυροβολισμός",
"πυροβολισμούς":"πυροβολισμός",
"πυροβολισμών":"πυροβολισμός",
"πυροβόλο":"πυροβόλο",
"πυροβολούν":"πυροβολώ",
"πυροβολούσαν":"πυροβολώ",
"πυροβολούσε":"πυροβολώ",
"πυροβόλων":"πυροβόλο",
"πυροβολώντας":"πυροβολώ",
"πυροδοτεί":"πυροδοτώ",
"πυροδοτηθεί":"πυροδοτώ",
"πυροδοτήθηκε":"πυροδοτώ",
"πυροδοτηθούν":"πυροδοτώ",
"πυροδότησαν":"πυροδοτώ",
"πυροδότησε":"πυροδοτώ",
"πυροδοτήσει":"πυροδοτώ",
"πυροδότηση":"πυροδότηση",
"πυροδοτήσουν":"πυροδοτώ",
"πυροδοτούν":"πυροδοτώ",
"πυροκροτητές":"πυροκροτητής",
"πυροκροτητή":"πυροκροτητής",
"πυρομ":"πυρομ",
"πυρομανείς":"πυρομανής",
"πυρομαχικά":"πυρομαχικά",
"πυρομαχικών":"πυρομαχικά",
"πυροπαθών":"πυροπαθής",
"πυρόπληκτων":"πυρόπληκτος",
"πυροπροστασία":"πυροπροστασία",
"πυροπροστασίας":"πυροπροστασία",
"πυρός":"πυρ",
"πυρόσβεση":"πυρόσβεση",
"πυρόσβεσης":"πυρόσβεση",
"πυροσβέστες":"πυροσβέστης",
"πυροσβέστη":"πυροσβέστης",
"πυροσβεστήρες":"πυροσβεστήρας",
"πυροσβεστης":"πυροσβέστης",
"πυροσβέστης":"πυροσβέστης",
"πυροσβεστικά":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικη":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστική":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικής":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικό":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικού":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικούς":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστικών":"πυροσβεστικός",
"πυροσβεστών":"πυροσβέστης",
"πυροτέχνημα":"πυροτέχνημα",
"πυροτεχνηματα":"πυροτέχνημα",
"πυροτεχνήματα":"πυροτέχνημα",
"πυροτεχνημάτων":"πυροτέχνημα",
"πυροτεχνουργοί":"πυροτεχνουργός",
"πυρότουβλα":"πυρότουβλα",
"πυρπολεί":"πυρπολώ",
"πυρπολήθηκαν":"πυρπολώ",
"πυρπολημένα":"πυρπολώ",
"πυρπολημένο":"πυρπολώ",
"πυρπόλησαν":"πυρπολώ",
"πυρπολήσει":"πυρπολώ",
"πυρπολήσεις":"πυρπολώ",
"πυρπολήσεων":"πυρπόληση",
"πυρπόληση":"πυρπόληση",
"πυρπολούνται":"πυρπολώ",
"πύρρειος":"πύρρειος",
"πύρρος":"πύρρος",
"πυρσό":"πυρσός",
"πυρσοί":"πυρσός",
"πυρσός":"πυρσός",
"πυρσούς":"πυρσός",
"πυρών":"πυρ",
"πφάιζερ":"πφάιζερ",
"πχ":"πχ",
"πω":"λέγω",
"πώ":"πώ",
"πωγωνίδης":"πωγωνίδης",
"πωλεί":"πωλώ",
"πωλείται":"πωλώ",
"πωληθεί":"πωλώ",
"πωλήθηκαν":"πωλώ",
"πωλήθηκε":"πωλώ",
"πωληθούν":"πωλώ",
"πωλήσει":"πωλώ",
"πωλήσεις":"πώληση",
"πωλήσεων":"πώληση",
"πωλήσεών":"πώληση",
"πωληση":"πώληση",
"πώληση":"πώληση",
"πώλησή":"πώληση",
"πωλησης":"πώληση",
"πώλησης":"πώληση",
"πώλησής":"πώληση",
"πωλήσουν":"πωλώ",
"πωλητές":"πωλητής",
"πωλητή":"πωλητής",
"πωλητήριο":"πωλητήριο",
"πωλητής":"πωλητής",
"πωλήτρια":"πωλήτρια",
"πωλήτριες":"πωλήτρια",
"πωλητών":"πωλητής",
"πωλούμενων":"πωλούμενος",
"πωλούν":"πωλώ",
"πωλούνται":"πωλώ",
"πωλούνταν":"πωλώ",
"πωλούντας":"πωλούντας",
"πωλούσαν":"πωλώ",
"πωλούσε":"πωλώ",
"πωρωμένους":"πωρώνω",
"πωρώνουν":"πωρώνω",
"πως":"πως",
"πώς":"πώς",
"ρ":"ρ",
"ρ.":"ρ.",
"ρoκ":"ρoκ",
"ραβασάκια":"ραβασάκι",
"ραβδάκι":"ραβδάκι",
"ραβδί":"ραβδί",
"ραβδιά":"ραβδί",
"ράβδους":"ράβδος",
"ράβδων":"ράβδος",
"ράβε":"ράβω",
"ραβέλ":"ραβέλ",
"ραβίνος":"ραβίνος",
"ράγα":"ράγα",
"ραγδαία":"ραγδαίος",
"ραγδαίας":"ραγδαίος",
"ραγδαίες":"ραγδαίος",
"ραγδαίων":"ραγδαίος",
"ραγιά":"ραγιάς",
"ραγιάδες":"ραγιάς",
"ραγιαδισμού":"ραγιαδισμός",
"ραγιάν":"ραγιάν",
"ραγιας":"ραγιάς",
"ραγιάς":"ραγιάς",
"ράγισε":"ραγίζω",
"ραγίσει":"ραγίζω",
"ράγισμα":"ράγισμα",
"ραγίσματα":"ράγισμα",
"ράγκμπι":"ράγκμπι",
"ραγκουέλ":"ραγκουέλ",
"ραγκούν":"ραγκούν",
"ράδια":"ράδιο",
"ραδιενεργα":"ραδιενεργός",
"ραδιενεργά":"ραδιενεργός",
"ραδιενέργεια":"ραδιενέργεια",
"ραδιενέργειας":"ραδιενέργεια",
"ραδιενέργειάς":"ραδιενέργεια",
"ραδιενεργό":"ραδιενεργός",
"ραδιενεργού":"ραδιενεργός",
"ραδιενεργών":"ραδιενεργός",
"ραδίκια":"ραδίκι",
"ραδιμίτση":"ραδιμίτση",
"ραδιο":"ράδιο",
"ράδιο":"ράδιο",
"ραδιοκασετόφωνο":"ραδιοκασετόφωνο",
"ραδιοκύματα":"ραδιοκύματα",
"ραδιοκυματικό":"ραδιοκυματικός",
"ραδιοκυμάτων":"ραδιοκύματα",
"ραδιολογικών":"ραδιολογικός",
"ραδιομέγαρο":"ραδιομέγαρο",
"ραδιοσταθμό":"ραδιοσταθμός",
"ραδιοσταθμού":"ραδιοσταθμός",
"ραδιοσταθμούς":"ραδιοσταθμός",
"ραδιοσταθμων":"ραδιοσταθμός",
"ραδιοσταθμών":"ραδιοσταθμός",
"ραδιοσυχνότητες":"ραδιοσυχνότητα",
"ραδιοσυχνοτήτων":"ραδιοσυχνότητα",
"ραδιοτηλεοπτικά":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτικές":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτική":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτικής":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτικό":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτικού":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεοπτικών":"ραδιοτηλεοπτικός",
"ραδιοτηλεόραση":"ραδιοτηλεόραση",
"ραδιοτηλεόρασης":"ραδιοτηλεόραση",
"ραδιοφάρμακα":"ραδιοφάρμακο",
"ραδιοφαρμάκων":"ραδιοφάρμακο",
"ραδιόφωνα":"ραδιόφωνο",
"ραδιοφωνάκι":"ραδιοφωνάκι",
"ραδιοφωνία":"ραδιοφωνία",
"ραδιοφωνίας":"ραδιοφωνία",
"ραδιοφωνικά":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικές":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνική":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικής":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικό":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικοί":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικός":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικού":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικούς":"ραδιοφωνικός",
"ραδιοφωνικών":"ραδιοφωνικός",
"ραδιόφωνο":"ραδιόφωνο",
"ραδιοφώνου":"ραδιόφωνο",
"ραδιοφώνων":"ραδιόφωνο",
"ραδιοχρονολόγηση":"ραδιοχρονολόγηση",
"ραε":"ραε",
"ραζανό":"ραζανό",
"ραθυμία":"ραθυμία",
"ράιαν":"ράιαν",
"ραιδεστός":"ραιδεστός",
"ράικαρντ":"ράικαρντ",
"ράικου":"ράικου",
"ραϊλι":"ραϊλι",
"ράιλι":"ράιλι",
"ράιμερ":"ράιμερ",
"ράινερ":"ράινερ",
"ράιντερ":"ράιντερ",
"ράις":"ράις",
"ράιτ":"ράιτ",
"ράιτς":"ράιτς",
"ραίτσεβιτς":"ραίτσεβιτς",
"ραΐτσεβιτς":"ραΐτσεβιτς",
"ράιφ":"ράιφ",
"ραϊχ":"ραϊχ",
"ράιχ":"ράιχ",
"ράιχενχαλ":"ράιχενχαλ",
"ρακαδήνας":"ρακαδήνας",
"ρακένδυτοι":"ρακένδυτος",
"ρακένδυτων":"ρακένδυτος",
"ρακέτα":"ρακέτα",
"ρακή":"ρακή",
"ράκη":"ράκος",
"ράκιτς":"ράκιτς",
"ράκος":"ράκος",
"ρακόσεβιτς":"ρακόσεβιτς",
"ρακοσυλλέκτες":"ρακοσυλλέκτης",
"ρακοσυλλέκτης":"ρακοσυλλέκτης",
"ρακτιβάν":"ρακτιβάν",
"ραλι":"ράλι",
"ράλι":"ράλι",
"ράλλη":"ράλλης",
"ράλλης":"ράλλης",
"ράλλυ":"ράλλυ",
"ραλφ":"ραλφ",
"ραμαζάν":"ραμαζάν",
"ραμαζάνι":"ραμαζάνι",
"ραμαζανίου":"ραμαζανίου",
"ραμάλα":"ραμάλα",
"ράμαν":"ράμαν",
"ραμαντάν":"ραμαντάν",
"ραμζί":"ραμζί",
"ραμί":"ραμί",
"ραμίρεζ":"ραμίρεζ",
"ράμις":"ράμις",
"ράμκος":"ράμκος",
"ράμματα":"ράμμα",
"ραμμένες":"ράβω",
"ραμμένη":"ράβω",
"ραμμένο":"ράβω",
"ραμόν":"ραμόν",
"ράμος":"ράμος",
"ράμπα":"ράμπα",
"ράμπες":"ράμπα",
"ραμπίν":"ραμπίν",
"ράμπο":"ράμπο",
"ραμπουαγέ":"ραμπουαγέ",
"ραμπουγε":"ραμπουγε",
"ραμπουγέ":"ραμπουγέ",
"ράμφη":"ράμφος",
"ραμφίζω":"ραμφίζω",
"ράμφος":"ράμφος",
"ρανβίρ":"ρανβίρ",
"ράνια":"ράνια",
"ρανίδα":"ρανίδα",
"ρανού":"ρανού",
"ράντα":"ράντα",
"ράνταλ":"ράνταλ",
"ραντάρ":"ραντάρ",
"ραντεβού":"ραντεβού",
"ράντζα":"ράντζο",
"ράντζο":"ράντζο",
"ράντζων":"ράντζο",
"ράντι":"ράντι",
"ράντια":"ράντια",
"ραντιβόγεβιτς":"ραντιβόγεβιτς",
"ραντιβόγιεβιτς":"ραντιβόγιεβιτς",
"ράντισλαβ":"ράντισλαβ",
"ράντοβαν":"ράντοβαν",
"ραντοβάνοβιτς":"ραντοβάνοβιτς",
"ραντόγεβιτς":"ραντόγεβιτς",
"ράντολφ":"ράντολφ",
"ράντου":"ράντου",
"ραντόφσκι":"ραντόφσκι",
"ράντσα":"ράντσο",
"ραουαμπντεχ":"ραουαμπντεχ",
"ραουαμπντέχ":"ραουαμπντέχ",
"ραουλ":"ραουλ",
"ραούλ":"ραούλ",
"ραούλιο":"ραούλιο",
"ραουφ":"ραουφ",
"ραούφ":"ραούφ",
"ραπ":"ραπ",
"ραπανάκια":"ραπανάκι",
"ράπερ":"ράπερ",
"ράπισμα":"ράπισμα",
"ράπτη":"ράπτης",
"ραπτη":"ραπτός",
"ράπτης":"ράπτης",
"ραπτική":"ραπτικός",
"ραπτικής":"ραπτική",
"ραπτόπουλο":"ραπτόπουλο",
"ραπτόπουλος":"ραπτόπουλος",
"ραπτοπούλου":"ραπτοπούλου",
"ραπτορς":"ραπτορς",
"ράπτορς":"ράπτορς",
"ρας":"ρας",
"ράσα":"ράσο",
"ρασάντ":"ρασάντ",
"ράσελ":"ράσελ",
"ρασίμ":"ρασίμ",
"ρασίντ":"ρασίντ",
"ρασντεν":"ρασντεν",
"ράσντι":"ράσντι",
"ράσο":"ράσο",
"ρασούλη":"ρασούλη",
"ρασούλης":"ρασούλης",
"ρασοφόροι":"ρασοφόρος",
"ρασοφόρων":"ρασοφόρος",
"ράστα":"ράστα",
"ραστώνη":"ραστώνη",
"ράτενμπι":"ράτενμπι",
"ράτζα":"ράτζα",
"ρατζάνο":"ρατζάνο",
"ρατζιπ":"ρατζιπ",
"ρατζίπ":"ρατζίπ",
"ράτκο":"ράτκο",
"ράτνερ":"ράτνερ",
"ράτσα":"ράτσα",
"ράτσας":"ράτσα",
"ράτσες":"ράτσα",
"ράτσιγκερ":"ράτσιγκερ",
"ρατσισμό":"ρατσισμός",
"ρατσισμός":"ρατσισμός",
"ρατσισμού":"ρατσισμός",
"ρατσιστές":"ρατσιστής",
"ρατσιστή":"ρατσιστής",
"ρατσιστής":"ρατσιστής",
"ρατσιστικά":"ρατσιστικός",
"ρατσιστικές":"ρατσιστικός",
"ρατσιστική":"ρατσιστικός",
"ρατσιστικό":"ρατσιστικός",
"ρατσιστικός":"ρατσιστικός",
"ρατσιστικού":"ρατσιστικός",
"ρατσιστικών":"ρατσιστικός",
"ράφα":"ράφα",
"ράφαελ":"ράφαελ",
"ραφαήλ":"ραφαήλ",
"ραφές":"ραφή",
"ραφήνα":"ραφήνα",
"ράφι":"ράφι",
"ράφια":"ράφι",
"ραφίκ":"ραφίκ",
"ραφινάρισμα":"ραφινάρισμα",
"ραφιναρίσματος":"ραφινάρισμα",
"ραφινταΐν":"ραφινταΐν",
"ράφτ":"ράφτ",
"ράφτης":"ράφτης",
"ράφτινγκ":"ράφτινγκ",
"ράχες":"ράχη",
"ράχη":"ράχη",
"ραχιαίων":"ραχιαίος",
"ραχίμ":"ραχίμ",
"ραχίντια":"ραχίντια",
"ραχίντοφ":"ραχίντοφ",
"ραχμανίδου":"ραχμανίδου",
"ραχμάνινοφ":"ραχμάνινοφ",
"ραχοκοκαλιά":"ραχοκοκαλιά",
"ραχοκοκαλιάς":"ραχοκοκαλιά",
"ραχούλες":"ραχούλα",
"ραψάνη":"ραψάνη",
"ράψει":"ράβω",
"ραψωδία":"ραψωδία",
"ρε":"ρε",
"ρεαλ":"ρεαλ",
"ρεάλ":"ρεάλ",
"ρεάλ79":"ρεάλ79",
"ρεάλ8-71161":"ρεάλ8-71161",
"ρεαλισμό":"ρεαλισμός",
"ρεαλισμός":"ρεαλισμός",
"ρεαλισμού":"ρεαλισμός",
"ρεαλιστές":"ρεαλιστής",
"ρεαλιστή":"ρεαλιστής",
"ρεαλιστής":"ρεαλιστής",
"ρεαλιστικα":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικά":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικές":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστική":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικής":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικό":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικοί":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικός":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικότατες":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστικούς":"ρεαλιστικός",
"ρεαλιστών":"ρεαλιστής",
"ρεβανς":"ρεβάνς",
"ρεβάνς":"ρεβάνς",
"ρεβανσιστική":"ρεβανσιστικός",
"ρεβεγιόν":"ρεβεγιόν",
"ρεβεκκα":"ρεβεκκα",
"ρεβέκκα":"ρεβέκκα",
"ρεβενικιώτης":"ρεβενικιώτης",
"ρεβέρ":"ρεβέρ",
"ρέβες":"ρέβα",
"ρεβίθια":"ρεβίθι",
"ρεβυθούσα":"ρεβυθούσα",
"ρέγγε":"ρέγγε",
"ρεγκ":"ρεγκ",
"ρέγκας":"ρέγκα",
"ρέγκε":"ρέγκε",
"ρεγκέιρο":"ρεγκέιρο",
"ρεγκούζα":"ρεγκούζας",
"ρεγκουζας":"ρεγκούζας",
"ρεγκούζας":"ρεγκούζας",
"ρέει":"ρέω",
"ρεζέρβα":"ρεζέρβα",
"ρεζέρβες":"ρεζέρβα",
"ρεζερβουάρ":"ρεζερβουάρ",
"ρεζίλι":"ρεζίλι",
"ρεζιλίκι":"ρεζιλίκι",
"ρεζουμέ":"ρεζουμέ",
"ρεθυμνο":"ρέθυμνο",
"ρέθυμνο":"ρέθυμνο",
"ρεθύμνου":"ρέθυμνο",
"ρέι":"ρέι",
"ρέιγκαν":"ρέιγκαν",
"ρέιγκερσμπεργκ":"ρέιγκερσμπεργκ",
"ρέιζερ":"ρέιζερ",
"ρέιθον":"ρέιθον",
"ρέιμοντ":"ρέιμοντ",
"ρέινα":"ρέινα",
"ρέινολντς":"ρέινολντς",
"ρεϊντζερς":"ρεϊντζερς",
"ρέιντζερς":"ρέιντζερς",
"ρέιτσελ":"ρέιτσελ",
"ρεκαλκάτι":"ρεκαλκάτι",
"ρέκβιεμ":"ρέκβιεμ",
"ρεκλάμες":"ρεκλάμα",
"ρεκορ":"ρεκόρ",
"ρεκόρ":"ρεκόρ",
"ρέκορντ":"ρέκορντ",
"ρέκορντμαν":"ρέκορντμαν",
"ρεκτσίνης":"ρεκτσίνης",
"ρελαντί":"ρελαντί",
"ρέμα":"ρέμα",
"ρεμάλι":"ρεμάλι",
"ρεμάλια":"ρεμάλι",
"ρέματα":"ρέμα",
"ρεματιές":"ρεματιά",
"ρέματος":"ρέμα",
"ρεμάτων":"ρέμα",
"ρεμεκ":"ρεμεκ",
"ρέμερ":"ρέμερ",
"ρέμικ":"ρέμικ",
"ρεμιξάρουν":"ρεμιξάρουν",
"ρέμο":"ρέμο",
"ρεμόν":"ρεμόν",
"ρέμου":"ρέμου",
"ρεμούλα":"ρεμούλα",
"ρεμούλας":"ρεμούλα",
"ρέμπελ":"ρέμπελ",
"ρεμπελιά":"ρεμπελιό",
"ρεμπεταδικα":"ρεμπετάδικο",
"ρεμπέτες":"ρεμπέτης",
"ρεμπέτη":"ρεμπέτης",
"ρεμπέτικα":"ρεμπέτικος",
"ρεμπέτικη":"ρεμπέτικος",
"ρεμπέτικο":"ρεμπέτικος",
"ρεμπέτικου":"ρεμπέτικος",
"ρεμπούτσικα":"ρεμπούτσικα",
"ρεμπώ":"ρεμπώ",
"ρεν":"ρεν",
"ρένα":"ρένα",
"ρεναλντο":"ρεναλντο",
"ρενάλντο":"ρενάλντο",
"ρενάτα":"ρενάτα",
"ρενέ":"ρενέ",
"ρενιέ":"ρενιέ",
"ρενιέρη":"ρενιέρη",
"ρενό":"ρενό",
"ρένο":"ρένο",
"ρένος":"ρένος",
"ρεντ":"ρεντ",
"ρέντγκρεϊβ":"ρέντγκρεϊβ",
"ρεντζιάς":"ρεντζιάς",
"ρέντη":"ρέντης",
"ρέντης":"ρέντης",
"ρεντίνας":"ρεντίνας",
"ρεντινγκ":"ρεντινγκ",
"ρέντινγκ":"ρέντινγκ",
"ρέντναπ":"ρέντναπ",
"ρεντούμη":"ρεντούμη",
"ρεντς":"ρεντς",
"ρέντφορντ":"ρέντφορντ",
"ρεξ":"ρεξ",
"ρέον":"ρέων",
"ρέοντα":"ρέων",
"ρέουσα":"ρέων",
"ρέπας":"ρέπας",
"ρέπει":"ρέπω",
"ρεπερτόριο":"ρεπερτόριο",
"ρεπερτορίου":"ρεπερτόριο",
"ρεπετσάς":"ρεπετσάς",
"ρεπό":"ρεπό",
"ρεπορταζ":"ρεπορτάζ",
"ρεπορτάζ":"ρεπορτάζ",
"ρεπόρτερ":"ρεπόρτερ",
"ρέπος":"ρέπος",
"ρεπούμπλικα":"ρεπούμπλικα",
"ρεπουμπλικανική":"ρεπουμπλικανικός",
"ρεπουμπλικανικής":"ρεπουμπλικανικός",
"ρεπουμπλικανικό":"ρεπουμπλικανικός",
"ρεπουμπλικανικού":"ρεπουμπλικανικός",
"ρεπουμπλικανικών":"ρεπουμπλικανικός",
"ρεπουμπλικάνο":"ρεπουμπλικάνος",
"ρεπουμπλικάνοι":"ρεπουμπλικάνος",
"ρεπουμπλικανός":"ρεπουμπλικανός",
"ρεπουμπλικάνος":"ρεπουμπλικάνος",
"ρεπουμπλικανού":"ρεπουμπλικανός",
"ρεπουμπλικάνους":"ρεπουμπλικάνος",
"ρεπουμπλικάνων":"ρεπουμπλικάνος",
"ρέππα":"ρέππας",
"ρεππας":"ρέππας",
"ρέππας":"ρέππας",
"ρεσάλτο":"ρεσάλτο",
"ρεσιτάλ":"ρεσιτάλ",
"ρέσνα":"ρέσνα",
"ρεστα":"ρέστος",
"ρέστα":"ρέστος",
"ρεστοράν":"ρεστοράν",
"ρετζεπογλου":"ρετζεπογλου",
"ρετζέπογλου":"ρετζέπογλου",
"ρετζίκι":"ρετζίκι",
"ρετζικίου":"ρετζικίου",
"ρετζικίου-ασβεστοχωρίου":"ρετζικίου-ασβεστοχωρίου",
"ρετζίνα":"ρετζίνα",
"ρετζινάλντο":"ρετζινάλντο",
"ρέτζιο":"ρέτζιο",
"ρέτζιος":"ρέτζιος",
"ρετιρέ":"ρετιρέ",
"ρετουσαριστεί":"ρετουσαριστεί",
"ρετρό":"ρετρό",
"ρετσάι":"ρετσάι",
"ρετσίνα":"ρετσίνα",
"ρετσίνας":"ρετσίνα",
"ρετσίνες":"ρετσίνα",
"ρετσίνι":"ρετσίνι",
"ρετσινιά":"ρετσινιά",
"ρετσινιού":"ρετσίνι",
"ρετσινωμένο":"ρετσινωμένο",
"ρεύμα":"ρεύμα",
"ρεύματα":"ρεύμα",
"ρευματοειδή":"ρευματοειδής",
"ρευματοειδής":"ρευματοειδής",
"ρεύματος":"ρεύμα",
"ρευμάτων":"ρεύμα",
"ρευστά":"ρευστός",
"ρευστή":"ρευστός",
"ρευστό":"ρευστός",
"ρευστοποιημένων":"ρευστοποιημένος",
"ρευστοποιήσαμε":"ρευστοποιώ",
"ρευστοποιησεις":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποιήσεις":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποιησεων":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποιήσεων":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποίηση":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποίησης":"ρευστοποίηση",
"ρευστοποιήσουν":"ρευστοποιώ",
"ρευστοποιούν":"ρευστοποιώ",
"ρευστος":"ρευστός",
"ρευστότητα":"ρευστότητα",
"ρευστότητά":"ρευστότητα",
"ρευστότητας":"ρευστότητα",
"ρευστότητάς":"ρευστότητα",
"ρευστού":"ρευστός",
"ρεύτηκε":"ρεύομαι",
"ρεφάρουν":"ρεφάρω",
"ρέφερυ":"ρέφερυ",
"ρεφλέξ":"ρεφλέξ",
"ρεφρέν":"ρεφρέν",
"ρεχάγεκλ":"ρεχάγεκλ",
"ρεχάγκελ":"ρεχάγκελ",
"ρήγα":"ρήγας",
"ρηγας":"ρήγας",
"ρήγας":"ρήγας",
"ρηγίλλης":"ρηγίλλης",
"ρήγμα":"ρήγμα",
"ρήγματα":"ρήγμα",
"ρήγματος":"ρήγμα",
"ρηγμάτων":"ρήγμα",
"ρηγματώσεις":"ρηγματώσεις",
"ρηγόπουλο":"ρηγόπουλο",
"ρηγοπούλου":"ρηγοπούλου",
"ρηγούτσος":"ρηγούτσος",
"ρηθέν":"ρηθείς",
"ρήμα":"ρήμα",
"ρημαγμένες":"ρημαγμένος",
"ρημάδα":"ρημάδα",
"ρημάδι":"ρημάδι",
"ρημαδιό":"ρημαδιό",
"ρημάζει":"ρημάζω",
"ρημάζουν":"ρημάζω",
"ρημάξαμε":"ρημάζω",
"ρήμαξαν":"ρημάζω",
"ρημάξει":"ρημάζω",
"ρήματα":"ρήμα",
"ρηματικών":"ρηματικός",
"ρηματκούς":"ρηματκούς",
"ρήματος":"ρήμα",
"ρημάτων":"ρήμα",
"ρημάχτηκε":"ρημάζω",
"ρήνου":"ρήνου",
"ρήξεις":"ρήξη",
"ρήξεων":"ρήξη",
"ρήξη":"ρήξη",
"ρήξης":"ρήξη",
"ρηξικέλευθα":"ρηξικέλευθος",
"ρηξικέλευθες":"ρηξικέλευθος",
"ρηξικέλευθη":"ρηξικέλευθος",
"ρηξικέλευθο":"ρηξικέλευθος",
"ρήσεις":"ρήση",
"ρήση":"ρήση",
"ρήσης":"ρήση",
"ρητά":"ρητά",
"ρητές":"ρητός",
"ρητή":"ρητός",
"ρητίνη":"ρητίνη",
"ρητινίτη":"ρητινίτης",
"ρητό":"ρητός",
"ρήτορα":"ρήτορας",
"ρήτορας":"ρήτορας",
"ρητορεία":"ρητορεία",
"ρητορείας":"ρητορεία",
"ρήτορες":"ρήτορας",
"ρητορικά":"ρητορικά",
"ρητορικές":"ρητορικός",
"ρητορική":"ρητορικός",
"ρητορικής":"ρητορικός",
"ρητορικό":"ρητορικός",
"ρήτρα":"ρήτρα",
"ρήτρας":"ρήτρα",
"ρήτρες":"ρήτρα",
"ρητώς":"ρητώς",
"ρηχά":"ρηχός",
"ρηχή":"ρηχός",
"ρήχιο":"ρήχιο",
"ρηχό":"ρηχός",
"ρηχών":"ρηχός",
"ρθει":"ρθει",
"ρθουμε":"ρθουμε",
"ρθουν":"ρθουν",
"'ρθουν":"'ρθουν",
"'ρθούνε":"'ρθούνε",
"ρθω":"ρθω",
"ρία":"ρία",
"ριάλ":"ριάλ",
"ριάλιτι":"ριάλιτι",
"ριάντ":"ριάντ",
"ριβ":"ριβ",
"ριβάλντο":"ριβάλντο",
"ριβς":"ριβς",
"ρίγα":"ρίγα",
"ριγανάς":"ριγανάς",
"ρίγες":"ρίγα",
"ρίγη":"ρίγος",
"ρίγκτερς":"ρίγκτερς",
"ριγμένα":"ρίχνω",
"ριγμένο":"ριγμένος",
"ριγμένοι":"ριγμένος",
"ριγμένος":"ριγμένος",
"ρίγος":"ρίγος",
"ριές":"ριές",
"ριζά":"ριζά",
"ρίζα":"ρίζα",
"ρίζες":"ρίζα",
"ρίζια":"ρίζια",
"ριζικά":"ριζικά",
"ριζικές":"ριζικός",
"ριζική":"ριζικός",
"ριζικής":"ριζικός",
"ριζικό":"ριζικός",
"ριζικών":"ριζικός",
"ριζίτικα":"ριζίτικος",
"ρίζο":"ρίζος",
"ριζοπόταμος":"ριζοπόταμος",
"ριζόπουλο":"ριζόπουλο",
"ριζόπουλος":"ριζόπουλος",
"ριζος":"ρίζος",
"ρίζος":"ρίζος",
"ριζοσπάστες":"ριζοσπάστης",
"ριζοσπάστη":"ριζοσπάστης",
"ριζοσπάστης":"ριζοσπάστης",
"ριζοσπαστικά":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστικές":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστική":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστικής":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστικοποίηση":"ριζοσπαστικοποίηση",
"ριζοσπαστικοποίησης":"ριζοσπαστικοποίηση",
"ριζοσπαστικού":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστικών":"ριζοσπαστικός",
"ριζοσπαστών":"ριζοσπάστης",
"ριζότο":"ριζότο",
"ρίζου":"ρίζος",
"ριζούντος":"ριζούντος",
"ριζούπολη":"ριζούπολη",
"ριζόχαρτα":"ρυζόχαρτο",
"ριζώματα":"ρίζωμα",
"ριζωμένα":"ριζώνω",
"ριζωμένες":"ριζώνω",
"ριζωμένη":"ριζωμένος",
"ριζωμένο":"ριζώνω",
"ριζών":"ρίζα",
"ρίζωσε":"ριζώνω",
"ριζώσει":"ριζώνω",
"ριίνα":"ριίνα",
"ρικ":"ρικ",
"ρίκα":"ρίκα",
"ρικάρντο":"ρικάρντο",
"ρικέλμε":"ρικέλμε",
"ρίκο":"ρίκο",
"ρικότα":"ρικότα",
"ριλκεν":"ριλκεν",
"ρίμα":"ρίμα",
"ρίματς":"ρίματς",
"ριμέικ":"ριμέικ",
"ρίμελ":"ρίμελ",
"ρίμες":"ρίμα",
"ριμπακόφ":"ριμπακόφ",
"ριμπάουντ":"ριμπάουντ",
"ριμπάουντερ":"ριμπάουντερ",
"ριμπέιρο":"ριμπέιρο",
"ρίμπεκ":"ρίμπεκ",
"ρίμπο":"ρίμπο",
"ρινγκ":"ρινγκ",
"ρινική":"ρινικός",
"ρινικού":"ρινικός",
"ρινίσματα":"ρίνισμα",
"ρινίτιδα":"ρινίτιδα",
"ρινκ":"ρινκ",
"ρινκόν":"ρινκόν",
"ρινοδέλφινο":"ρινοδέλφινο",
"ρινορραγίες":"ρινορραγία",
"ρινός":"ρις",
"ριντ":"ριντ",
"ριντενκο":"ριντενκο",
"ρίντερς":"ρίντερς",
"ρίντλεϊ":"ρίντλεϊ",
"ρίντνουρ":"ρίντνουρ",
"ριντό":"ριντό",
"ριξ":"ριξ",
"ρίξαμε":"ρίχνω",
"ριξαν":"ρίχνω",
"ρίξατε":"ρίχνω",
"ρίξε":"ρίχνω",
"ρίξει":"ρίχνω",
"ρίξεις":"ρίχνω",
"ρίξετε":"ρίχνω",
"ρίξουμε":"ρίχνω",
"ρίξουν":"ρίχνω",
"ρίξτε":"ρίχνω",
"ρίξω":"ρίχνω",
"ριο":"ρίο",
"ρίο":"ρίο",
"ρίορνταν":"ρίορνταν",
"ρίου-αντιρρίου":"ρίου-αντιρρίου",
"ριουτάρο":"ριουτάρο",
"ριπάς":"ριπάς",
"ριπές":"ριπή",
"ρι-πετ":"ρι-πετ",
"ριπή":"ριπή",
"ριπιτ":"ριπιτ",
"ριπίτ":"ριπίτ",
"ριπολίνη":"ριπολίνη",
"ριπόρτ":"ριπόρτ",
"ρίπτες":"ρίπτες",
"ρις":"ρις",
"ρισαλιγιούν":"ρισαλιγιούν",
"ρίσκα":"ρίσκο",
"ρίσκαραν":"ρισκάρω",
"ρίσκαρε":"ρισκάρω",
"ρισκάρει":"ρισκάρω",
"ρισκάρεις":"ρισκάρω",
"ρισκάρετε":"ρισκάρω",
"ρισκάροντας":"ρισκάρω",
"ρισκάρουν":"ρισκάρω",
"ρισκάρω":"ρισκάρω",
"ρίσκο":"ρίσκο",
"ρίσκου":"ρίσκο",
"ρίστερ":"ρίστερ",
"ρις-τζοουνς":"ρις-τζοουνς",
"ρις-τζόουνς":"ρις-τζόουνς",
"ριστόφ":"ριστόφ",
"ριτζ":"ριτζ",
"ριτζάκης":"ριτζάκης",
"ρίτμποργκ":"ρίτμποργκ",
"ριτσα":"ριτσα",
"ρίτσα":"ρίτσα",
"ριτσαρντ":"ριτσαρντ",
"ρίτσαρντ":"ρίτσαρντ",
"ρίτσαρντσον":"ρίτσαρντσον",
"ρίτσαρτσον":"ρίτσαρτσον",
"ρίτσι":"ρίτσι",
"ρίτσμοντ":"ρίτσμοντ",
"ρίτσο":"ρίτσος",
"ρίτσος":"ρίτσος",
"ριφάατ":"ριφάατ",
"ριχθεί":"ρίχνω",
"ρίχθηκαν":"ρίχνω",
"ρίχναμε":"ρίχνω",
"ρίχνει":"ρίχνω",
"ρίχνεται":"ρίχνω",
"ρίχνετε":"ρίχνω",
"ρίχνονται":"ρίχνω",
"ρίχνοντας":"ρίχνω",
"ρίχνοντάς":"ρίχνω",
"ρίχνουμε":"ρίχνω",
"ρίχνουν":"ρίχνω",
"ρίχνουνε":"ρίχνω",
"ρίχνω":"ρίχνω",
"ριχτεί":"ρίχνω",
"ριχτερ":"ρίχτερ",
"ρίχτερ":"ρίχτερ",
"ρίχτηκαν":"ρίχνω",
"ρίχτηκε":"ρίχνω",
"ριχτούν":"ρίχνω",
"ρίψασπις":"ρίψασπις",
"ρίψεις":"ρίψη",
"ριψεων":"ρίψη",
"ρίψεων":"ρίψη",
"ρίψη":"ρίψη",
"ριψοκίνδυνα":"ριψοκίνδυνος",
"ριψοκίνδυνες":"ριψοκίνδυνος",
"ριψοκινδύνευσε":"ριψοκινδυνεύω",
"ριψοκίνδυνη":"ριψοκίνδυνος",
"ριψοκίνδυνο":"ριψοκίνδυνος",
"ριψοκίνδυνοι":"ριψοκίνδυνος",
"ριψοκίνδυνος":"ριψοκίνδυνος",
"ριών":"ριών",
"ρκκ":"ρκκ",
"ρο":"ρο",
"ρόβας":"ρόβας",
"ροβερς":"ροβερς",
"ροβήρου":"ροβήρου",
"ρογκοτης":"ρογκοτης",
"ροδά":"ροδά",
"ρόδα":"ρόδα",
"ροδάκινα":"ροδάκινο",
"ροδάκινο":"ροδάκινο",
"ροδακινοπαραγωγούς":"ροδακινοπαραγωγός",
"ροδάκινου":"ροδάκινο",
"ροδακίνων":"ροδάκινο",
"ροδάκογλου":"ροδάκογλου",
"ροδέλες":"ροδέλα",
"ροδεραμ":"ροδεραμ",
"ρόδες":"ρόδα",
"ροδες":"ροδή",
"ρόδι":"ρόδι",
"ρόδια":"ρόδι",
"ροδιά":"ροδιά",
"ροδιές":"ροδιά",
"ροδίζει":"ροδίζω",
"ρόδινα":"ρόδινος",
"ρόδινες":"ρόδινος",
"ρόδινη":"ρόδινος",
"ρόδινο":"ρόδινος",
"ρόδιος":"ρόδιος",
"ροδίτη":"ροδίτης",
"ροδίτης":"ροδίτης",
"ρόδο":"ρόδο",
"ρόδο":"ρόδος",
"ροδολίβους":"ροδολίβους",
"ροδόλφο":"ροδόλφο",
"ροδόλφος":"ροδόλφος",
"ροδον":"ρόδος",
"ρόδον":"ρόδος",
"ροδοπελεκάνοι":"ροδοπελεκάνοι",
"ροδοπέταλα":"ροδοπέταλο",
"ροδόπη":"ροδόπη",
"ροδοπης":"ροδόπη",
"ροδόπης":"ροδόπη",
"ροδόπης-έβρου":"ροδόπης-έβρου",
"ροδόπουλου":"ροδόπουλου",
"ρόδος":"ρόδος",
"ροδου":"ρόδος",
"ρόδου":"ρόδος",
"ροδούλας":"ροδούλας",
"ροδοχωρίου":"ροδοχωρίου",
"ροδρίγο":"ροδρίγο",
"ροζ":"ροζ",
"ροζαλίν":"ροζαλίν",
"ροζανα":"ροζανα",
"ροζάνα":"ροζάνα",
"ροζάριο":"ροζάριο",
"ροζέ":"ροζέ",
"ροζελάρε":"ροζελάρε",
"ρόζενμπεργκ":"ρόζενμπεργκ",
"ροζέτο":"ροζέτο",
"ροζέτο-σιένα":"ροζέτο-σιένα",
"ροζι":"ροζι",
"ρόζι":"ρόζι",
"ροή":"ροή",
"ροής":"ροή",
"ρόι":"ρόι",
"ροΐδη":"ροΐδης",
"ρόιδο":"ρόιδο",
"ροϊδοπούλα":"ροϊδοπούλα",
"ρόιζερ":"ρόιζερ",
"ροϊλός":"ροϊλός",
"ροϊλού":"ροϊλού",
"ρόιτερ":"ρόιτερ",
"ροκ":"ροκ",
"ρόκα":"ρόκα",
"ροκάνες":"ροκάνα",
"ροκανίζει":"ροκανίζω",
"ροκανίζουν":"ροκανίζω",
"ροκανίσει":"ροκανίζω",
"ροκάρ":"ροκάρ",
"ροκας":"ροκάς",
"ρόκγουελ":"ρόκγουελ",
"ρόκετς":"ρόκετς",
"ρόκετς-κινγκς":"ρόκετς-κινγκς",
"ρόκετς-νιου":"ρόκετς-νιου",
"ρόκετς-ντένβερ":"ρόκετς-ντένβερ",
"ρόκι":"ρόκι",
"ρόκκος":"ρόκκος",
"ρόκος":"ρόκος",
"ροκφέλερ":"ροκφέλερ",
"ρόκφελερ":"ρόκφελερ",
"ρολ":"ρολ",
"ρολά":"ρολό",
"ρολάν":"ρολάν",
"ρολάρει":"ρολάρω",
"ρόλιν":"ρόλιν",
"ρολό":"ρολό",
"ρόλο":"ρόλος",
"ρολόγια":"ρολόι",
"ρολογιού":"ρολόι",
"ρολογιών":"ρολόι",
"ρολοι":"ρολόι",
"ρολόι":"ρολόι",
"ρόλοι":"ρόλος",
"ρόλο-κλειδί":"ρόλο-κλειδί",
"ρόλος":"ρόλος",
"ρόλου":"ρόλος",
"ρόλους":"ρόλος",
"ρολς":"ρολς",
"ρόλων":"ρόλος",
"ρομ":"ρομ",
"ρομα":"ρομα",
"ρόμα":"ρόμα",
"ρόμα-ερυθρός":"ρόμα-ερυθρός",
"ρομαίν":"ρομαίν",
"ρόμα-μίλαν":"ρόμα-μίλαν",
"ρομάν":"ρομάν",
"ρομανιόλι":"ρομανιόλι",
"ρομανο":"ρομανο",
"ρομάνο":"ρομάνο",
"ρομάντζα":"ρομάντζα",
"ρομαντικά":"ρομαντικά",
"ρομαντικές":"ρομαντικός",
"ρομαντική":"ρομαντικός",
"ρομαντικής":"ρομαντικός",
"ρομαντικό":"ρομαντικός",
"ρομαντικοί":"ρομαντικός",
"ρομαντικός":"ρομαντικός",
"ρομαντικού":"ρομαντικός",
"ρομαντικούς":"ρομαντικός",
"ρομαντικών":"ρομαντικός",
"ρομαντισμό":"ρομαντισμός",
"ρομαντισμός":"ρομαντισμός",
"ρομαντισμού":"ρομαντισμός",
"ρομάριο":"ρομάριο",
"ρόμα-τεράμο":"ρόμα-τεράμο",
"ρομέο":"ρομέο",
"ρομιγί":"ρομιγί",
"ρομπ":"ρομπ",
"ρόμπα":"ρόμπα",
"ρομπεν":"ρομπεν",
"ρομπέν":"ρομπέν",
"ρόμπεν":"ρόμπεν",
"ρόμπερτ":"ρόμπερτ",
"ρομπέρτο":"ρομπέρτο",
"ρομπέρτος":"ρομπέρτος",
"ρόμπερτς":"ρόμπερτς",
"ρόμπερτσον":"ρόμπερτσον",
"ρόμπες":"ρόμπα",
"ρόμπι":"ρόμπι",
"ρόμπιν":"ρόμπιν",
"ρομπίνιο":"ρομπίνιο",
"ρόμπινσον":"ρόμπινσον",
"ρομπότ":"ρομπότ",
"ρομποτάκι":"ρομποτάκι",
"ρομποτικής":"ρομποτική",
"ρομποτικό":"ρομποτικός",
"ρομπότ-σερβιτόρο":"ρομπότ-σερβιτόρο",
"ρομπότ-σερβιτόρος":"ρομπότ-σερβιτόρος",
"ρόμπσον":"ρόμπσον",
"ρον":"ρον",
"ρόναλντ":"ρόναλντ",
"ροναλντίνιο":"ροναλντίνιο",
"ροναλντο":"ροναλντο",
"ρονάλντο":"ρονάλντο",
"ρόναν":"ρόναν",
"ρόνι":"ρόνι",
"ρονίν":"ρονίν",
"ρόνκι":"ρόνκι",
"ρόνσον":"ρόνσον",
"ροντ":"ροντ",
"ρόντα":"ρόντα",
"ρόνταμ-κλίντον":"ρόνταμ-κλίντον",
"ροντέλι":"ροντέλι",
"ροντέο":"ροντέο",
"ροντικ":"ροντικ",
"ρόντικ":"ρόντικ",
"ροντίκα-δανιέλα":"ροντίκα-δανιέλα",
"ροντρίγκεζ":"ροντρίγκεζ",
"ροντρίγκες":"ροντρίγκες",
"ροντρίγκο":"ροντρίγκο",
"ρόντρικ":"ρόντρικ",
"ρόουζ":"ρόουζ",
"ρόουλαντς":"ρόουλαντς",
"ρόουλιγκ":"ρόουλιγκ",
"ροουλιγκς":"ροουλιγκς",
"ρόουλιγκς":"ρόουλιγκς",
"ρόουλινγκς":"ρόουλινγκς",
"ρόουντ":"ρόουντ",
"ρόπαλα":"ρόπαλο",
"ρόπαλο":"ρόπαλο",
"ροπάλου":"ρόπαλο",
"ροπελέβσκι":"ροπελέβσκι",
"ροπή":"ροπή",
"ρος":"ρος",
"ρόσα":"ρόσα",
"ρόσι":"ρόσι",
"ροσιτσα":"ροσιτσα",
"ροσονέρι":"ροσονέρι",
"ροσταβίλι":"ροσταβίλι",
"ροστερ":"ροστερ",
"ρόστερ":"ρόστερ",
"ροστισλάβ":"ροστισλάβ",
"ροστόφ":"ροστόφ",
"ροσφόρ":"ροσφόρ",
"ρότα":"ρότα",
"ροταριανός":"ροταριανός",
"ρόταρυ":"ρόταρυ",
"ρότας":"ρότα",
"ρότερνταμ":"ρότερνταμ",
"ρότες":"ρότα",
"ρότζερ":"ρότζερ",
"ροτζέριο":"ροτζέριο",
"ροτόντα":"ροτόντα",
"ροτόντας":"ροτόντα",
"ρότσεστερ":"ρότσεστερ",
"ροτσντεϊλ":"ροτσντεϊλ",
"ροτχάουζεν":"ροτχάουζεν",
"ρου":"ρους",
"ρουαγιάλ":"ρουαγιάλ",
"ρουάντα":"ρουάντα",
"ρουβίκωνας":"ρουβίκωνας",
"ρούβλι":"ρούβλι",
"ρουγκάς":"ρουγκάς",
"ρουγκόβα":"ρουγκόβα",
"ρουδας":"ρουδας",
"ρουζ":"ρουζ",
"ρούζβελτ":"ρούζβελτ",
"ρουζενταλ":"ρουζενταλ",
"ρούζενταλ":"ρούζενταλ",
"ρουθ":"ρουθ",
"ρουθούνι":"ρουθούνι",
"ρουθούνια":"ρουθούνι",
"ρουίς":"ρουίς",
"ρουκέτα":"ρουκέτα",
"ρουκέτας":"ρουκέτα",
"ρουκέτες":"ρουκέτα",
"ρουκετοβόλων":"ρουκετοβόλων",
"ρουκετών":"ρουκέτα",
"ρουκι":"ρουκι",
"ρούκι":"ρούκι",
"ρούκις":"ρούκις",
"ρούλα":"ρούλα",
"ρουλεμάν":"ρουλεμάν",
"ρουλέτα":"ρουλέτα",
"ρουμ":"ρουμ",
"ρουμανια":"ρουμανία",
"ρουμανία":"ρουμανία",
"ρουμανίας":"ρουμανία",
"ρουμανική":"ρουμανικός",
"ρουμανικής":"ρουμανικός",
"ρουμανικός":"ρουμανικός",
"ρουμάνο":"ρουμάνος",
"ρουμάνοι":"ρουμάνος",
"ρουμάνος":"ρουμάνος",
"ρουμάνους":"ρουμάνος",
"ρούμελης":"ρούμελη",
"ρουμελιώτες":"ρουμελιώτης",
"ρουμελιώτη":"ρουμελιώτης",
"ρουμελιώτης":"ρουμελιώτης",
"ρούμι":"ρούμι",
"ρουμογλου":"ρουμογλου",
"ρούμπα":"ρούμπα",
"ρουμπαγέ":"ρουμπαγέ",
"ρουμπάκης":"ρουμπάκης",
"ρούμπεν":"ρούμπεν",
"ρούμπιν":"ρούμπιν",
"ρουμπίνη":"ρουμπίνη",
"ρουμπινιάν":"ρουμπινιάν",
"ρούμπιο":"ρούμπιο",
"ρουμπρίκα":"ρουμπρίκα",
"ρουμ-σέρβις":"ρουμ-σέρβις",
"ρουντί":"ρουντί",
"ρούντι":"ρούντι",
"ρουντίνσκι":"ρουντίνσκι",
"ρούντλαντ":"ρούντλαντ",
"ρούντολφ":"ρούντολφ",
"ρούπελ":"ρούπελ",
"ρουπέν":"ρουπέν",
"ρούπερτ":"ρούπερτ",
"ρούρκ":"ρούρκ",
"ρους":"ρους",
"ρουσάκη":"ρουσάκη",
"ρούσε":"ρούσος",
"ρουσέλ":"ρουσέλ",
"ρουσελσχέιμ":"ρουσελσχέιμ",
"ρούσεφ":"ρούσεφ",
"ρουσντι":"ρουσντι",
"ρούσντι":"ρούσντι",
"ρούσο":"ρούσος",
"ρουσόπουλε":"ρουσόπουλος",
"ρουσόπουλο":"ρουσόπουλος",
"ρουσόπουλος":"ρουσόπουλος",
"ρουσόπουλου":"ρουσόπουλος",
"ρούσος":"ρούσος",
"ρουσσέτης":"ρουσσέτης",
"ρουστάβι":"ρουστάβι",
"ρουσφέτι":"ρουσφέτι",
"ρουσφέτια":"ρουσφέτι",
"ρουσφετολογικά":"ρουσφετολογικός",
"ρουσφετολογικές":"ρουσφετολογικός",
"ρουσφετολόγοι":"ρουσφετολόγος",
"ρουτίνα":"ρουτίνα",
"ρουτίνας":"ρουτίνα",
"ρουτινιάρικης":"ρουτινιάρικος",
"ρούτσης":"ρούτσης",
"ρουφά":"ρουφώ",
"ρουφάει":"ρουφώ",
"ρουφάνε":"ρουφώ",
"ρουφήξει":"ρουφώ",
"ρουφήξουν":"ρουφώ",
"ρουφηχτεί":"ρουφώ",
"ρουφήχτρα":"ρουφήχτρα",
"ρουφιάνοι":"ρουφιάνος",
"ρουφούν":"ρουφώ",
"ρουφώντας":"ρουφώ",
"ρούχα":"ρούχο",
"ρουχισμό":"ρουχισμός",
"ρουχισμού":"ρουχισμός",
"ρούχο":"ρούχο",
"ρούχου":"ρούχο",
"ρούχων":"ρούχο",
"ρόφημα":"ρόφημα",
"ροχαλίζει":"ροχαλίζω",
"ροχιμπλάνκος":"ροχιμπλάνκος",
"ρυάκια":"ρυάκι",
"ρύγχος":"ρύγχος",
"ρύζι":"ρύζι",
"ρυζιού":"ρύζι",
"ρύθμιζε":"ρυθμίζω",
"ρυθμίζει":"ρυθμίζω",
"ρυθμίζεται":"ρυθμίζω",
"ρυθμιζόμενη":"ρυθμιζόμενος",
"ρυθμιζόμενης":"ρυθμιζόμενος",
"ρυθμιζόμενο":"ρυθμιζόμενος",
"ρυθμίζονται":"ρυθμίζω",
"ρυθμίζουν":"ρυθμίζω",
"ρυθμικά":"ρυθμικά",
"ρυθμική":"ρυθμικός",
"ρυθμικής":"ρυθμικός",
"ρυθμικό":"ρυθμικός",
"ρυθμικός":"ρυθμικός",
"ρύθμισαν":"ρυθμίζω",
"ρύθμισε":"ρυθμίζω",
"ρυθμίσει":"ρυθμίζω",
"ρυθμίσεις":"ρύθμιση",
"ρυθμίσεων":"ρύθμιση",
"ρυθμιση":"ρύθμιση",
"ρύθμιση":"ρύθμιση",
"ρύθμισή":"ρύθμιση",
"ρύθμισης":"ρύθμιση",
"ρυθμισθούν":"ρυθμίζω",
"ρύθμισις":"ρύθμιση",
"ρυθμίσουμε":"ρυθμίζω",
"ρυθμίσουν":"ρυθμίζω",
"ρυθμίστε":"ρυθμίζω",
"ρυθμιστεί":"ρυθμίζω",
"ρυθμιστές":"ρυθμιστής",
"ρυθμιστή":"ρυθμιστής",
"ρυθμιστής":"ρυθμιστής",
"ρυθμιστικά":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστικές":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστική":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστικό":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστικού":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστικών":"ρυθμιστικός",
"ρυθμιστούν":"ρυθμίζω",
"ρυθμο":"ρυθμός",
"ρυθμό":"ρυθμός",
"ρυθμοδότη":"ρυθμοδότη",
"ρυθμοί":"ρυθμός",
"ρυθμός":"ρυθμός",
"ρυθμού":"ρυθμός",
"ρυθμούς":"ρυθμός",
"ρυθμών":"ρυθμός",
"ρύμη":"ρύμη",
"ρυμοτομία":"ρυμοτομία",
"ρυμοτομικό":"ρυμοτομικός",
"ρυμουλκά":"ρυμουλκό",
"ρυμουλκείται":"ρυμουλκώ",
"ρυμουλκηθεί":"ρυμουλκώ",
"ρυμουλκήθηκε":"ρυμουλκώ",
"ρυμούλκηση":"ρυμούλκηση",
"ρυμουλκό":"ρυμουλκό",
"ρυμουλκού":"ρυμουλκό",
"ρυμουλκούμενο":"ρυμουλκούμενος",
"ρυπαίνει":"ρυπαίνω",
"ρυπαίνουν":"ρυπαίνω",
"ρυπαίνων":"ρυπαίνων",
"ρύπανση":"ρύπανση",
"ρύπανσης":"ρύπανση",
"ρυπαντές":"ρυπαντής",
"ρυπαρό":"ρυπαρός",
"ρυπογόνες":"ρυπογόνος",
"ρυπογόνοι":"ρυπογόνος",
"ρυπογόνος":"ρυπογόνος",
"ρυπογόνων":"ρυπογόνος",
"ρύποι":"ρύπος",
"ρύπους":"ρύπος",
"ρύπων":"ρύπος",
"ρύση":"ρύση",
"ρύσιο":"ρύσιο",
"ρυτίδες":"ρυτίδα",
"ρυτιδωμένο":"ρυτιδωμένος",
"ρυτίδων":"ρυτίδα",
"ρχεται":"ρχεται",
"ρώγες":"ρώγα",
"ρωγμές":"ρωγμή",
"ρωγμή":"ρωγμή",
"ρωγμώδες":"ρωγμώδης",
"ρωμαϊκά":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκές":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκή":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκής":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκό":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκόν":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκός":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκού":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκούς":"ρωμαϊκός",
"ρωμαϊκών":"ρωμαϊκός",
"ρωμαίο":"ρωμαίος",
"ρωμαίοι":"ρωμαίος",
"ρωμαιοκαθολική":"ρωμαιοκαθολικός",
"ρωμαιοκαθολικής":"ρωμαιοκαθολικός",
"ρωμαιοκαθολικοί":"ρωμαιοκαθολικός",
"ρωμαίος":"ρωμαίος",
"ρωμαίου":"ρωμαίος",
"ρωμαίων":"ρωμαίος",
"ρωμαλέο":"ρωμαλέος",
"ρωμαλεότητα":"ρωμαλεότητα",
"ρωμαλέους":"ρωμαλέος",
"ρωμανος":"ρωμανός",
"ρωμανός":"ρωμανός",
"ρωμανού":"ρωμανός",
"ρώμη":"ρώμη",
"ρώμης":"ρώμη",
"ρωμιές":"ρωμιά",
"ρωμιοί":"ρωμιός",
"ρωμιοπούλα":"ρωμιοπούλα",
"ρωμιούς":"ρωμιός",
"ρωμιών":"ρωμιός",
"ρωμυλία":"ρωμυλία",
"ρωμυλίας":"ρωμυλία",
"ρωμυλος":"ρωμύλος",
"ρωσια":"ρωσία",
"ρωσία":"ρωσία",
"ρωσίας":"ρωσία",
"ρωσίας-ουκρανίας":"ρωσίας-ουκρανίας",
"ρωσίδας":"ρωσίδα",
"ρωσίδες":"ρωσίδα",
"ρωσικά":"ρωσικός",
"ρώσικα":"ρώσικος",
"ρωσικές":"ρωσικός",
"ρώσικες":"ρώσικος",
"ρωσική":"ρωσική",
"ρωσική":"ρωσικός",
"ρώσικη":"ρώσικος",
"ρωσικής":"ρωσική",
"ρωσικής":"ρωσικός",
"ρώσικης":"ρώσικος",
"ρωσικο":"ρωσικός",
"ρωσικό":"ρωσικός",
"ρώσικο":"ρώσικος",
"ρωσικοί":"ρωσικός",
"ρωσικός":"ρωσικός",
"ρωσικού":"ρωσικός",
"ρώσικου":"ρώσικος",
"ρωσικών":"ρωσικός",
"ρώσο":"ρώσος",
"ρωσοι":"ρώσος",
"ρώσοι":"ρώσος",
"ρωσοουκρανική":"ρωσοουκρανική",
"ρωσο-ουκρανική":"ρωσο-ουκρανική",
"ρωσοπόντιο":"ρωσοπόντιος",
"ρωσοπόντιου":"ρωσοπόντιος",
"ρώσος":"ρώσος",
"ρώσου":"ρώσος",
"ρώσους":"ρώσος",
"ρωσσίδη":"ρωσσίδη",
"ρώσων":"ρώσος",
"ρωτά":"ρωτώ",
"ρώταγες":"ρωτώ",
"ρωτάει":"ρωτώ",
"ρωτάμε":"ρωτώ",
"ρωτάνε":"ρωτώ",
"ρωτάς":"ρωτώ",
"ρωτάτε":"ρωτώ",
"ρωτάω":"ρωτώ",
"ρωτηθήκαμε":"ρωτώ",
"ρωτήθηκαν":"ρωτώ",
"ρωτήθηκε":"ρωτώ",
"ρώτημα":"ρώτημα",
"ρώτησα":"ρωτώ",
"ρωτήσαμε":"ρωτώ",
"ρώτησαν":"ρωτώ",
"ρωτήσατε":"ρωτώ",
"ρώτησε":"ρωτώ",
"ρωτήσει":"ρωτώ",
"ρωτήσεις":"ρωτώ",
"ρώτησες":"ρωτώ",
"ρωτησετε":"ρωτώ",
"ρωτήσετε":"ρωτώ",
"ρωτήσουμε":"ρωτώ",
"ρωτήσουν":"ρωτώ",
"ρωτήστε":"ρωτώ",
"ρωτήσω":"ρωτώ",
"ρωτούμε":"ρωτώ",
"ρωτούν":"ρωτώ",
"ρωτούσα":"ρωτώ",
"ρωτούσαν":"ρωτώ",
"ρωτούσατε":"ρωτώ",
"ρωτούσε":"ρωτώ",
"ρωτούσες":"ρωτώ",
"ρωτώ":"ρωτώ",
"ρωτώντας":"ρωτώ",
"ρωχάμη":"ρωχάμη",
"ρωχάμης":"ρωχάμης",
"σ'":"εγώ",
"σ":"σ",
"'σ'":"'σ'",
"σ'":"σε",
"σ.":"σ.",
"σ.α.λ.":"σ.α.λ.",
"σ.γ.":"σ.γ.",
"σ.δ.ο.ε.":"σ.δ.ο.ε.",
"σ.ε.":"σ.ε.",
"σ.κ.τ.":"σ.κ.τ.",
"σ.μ.":"σ.μ.",
"σ.π.δ.ω.β.":"σ.π.δ.ω.β.",
"σ.σ":"σ.σ",
"σ.σ.":"σ.σ.",
"σ.τ.":"σ.τ.",
"σ@ς":"σ@ς",
"σ΄":"σ΄",
"σ13":"σ13",
"σ13αρια":"σ13αρια",
"σ13άρια":"σ13άρια",
"σ13αρια159914":"σ13αρια159914",
"σα":"σα",
"σαακασβίλι":"σαακασβίλι",
"σαατσόγλου":"σαατσόγλου",
"σάβ":"σάβ",
"σαβ.":"σαβ.",
"σάβα":"σάβα",
"σάβανα":"σάβανο",
"σάβανο":"σάβανο",
"σαββα":"σάββας",
"σάββα":"σάββας",
"σαββας":"σάββας",
"σάββας":"σάββας",
"σάββατα":"σάββατο",
"σαββατιάτικη":"σαββατιάτικος",
"σαββατιάτικο":"σαββατιάτικος",
"σαββατιάτικος":"σαββατιάτικος",
"σαββατιάτικου":"σαββατιάτικος",
"σαββατιάτικων":"σαββατιάτικος",
"σαββατο":"σάββατο",
"σάββατο":"σάββατο",
"σαββατόβραδο":"σαββατόβραδο",
"σαββατοκύριακα":"σαββατοκύριακο",
"σάββατο-κυριακή":"σάββατο-κυριακή",
"σαββατοκυριακο":"σαββατοκύριακο",
"σαββατοκύριακο":"σαββατοκύριακο",
"σαββατοκύριακό":"σαββατοκύριακο",
"σαββατοκύριακου":"σαββατοκύριακο",
"σαββατου":"σάββατο",
"σαββάτου":"σάββατο",
"σαββιδάκης":"σαββιδάκης",
"σαββίδη":"σαββίδης",
"σαββίδης":"σαββίδης",
"σαββιδου":"σαββιδου",
"σαββίδου":"σαββίδου",
"σαββόπουλο":"σαββόπουλο",
"σαβέφκσι":"σαβέφκσι",
"σαβιόλα":"σαβιόλα",
"σάβιτς":"σάβιτς",
"σαβουάρ":"σαβουάρ",
"σαβούρα":"σαβούρα",
"σαγανάκι":"σαγανάκι",
"σαγανάς":"σαγανάς",
"σαγηνεύει":"σαγηνεύω",
"σαγηνεύσει":"σαγηνεύω",
"σαγηνευτικά":"σαγηνευτικός",
"σαγηνευτική":"σαγηνευτικός",
"σαγήνη":"σαγήνη",
"σαγιάδα":"σαγιάδα",
"σαγιονάρες":"σαγιονάρα",
"σαγκάη":"σαγκάη",
"σαγκάης":"σαγκάη",
"σαγκάν":"σαγκάν",
"σαγκανόφσκι":"σαγκανόφσκι",
"σαγκουρης":"σαγκουρης",
"σαγόνι":"σαγόνι",
"σαγόνια":"σαγόνι",
"σάδερλαντ":"σάδερλαντ",
"σαδισμό":"σαδισμός",
"σαδισμός":"σαδισμός",
"σαδιστικά":"σαδιστικός",
"σαδιστικές":"σαδιστικός",
"σαδιστική":"σαδιστικός",
"σαδιστικής":"σαδιστικός",
"σαε":"σαε",
"σαένκο":"σαένκο",
"σαθρά":"σαθρός",
"σαθρές":"σαθρός",
"σαθρό":"σαθρός",
"σαθρότητα":"σαθρότητα",
"σαι":"σαι",
"σαϊγκόν":"σαϊγκόν",
"σάιενς":"σάιενς",
"σάιεντιστς":"σάιεντιστς",
"σάιμον":"σάιμον",
"σαϊνθ":"σαϊνθ",
"σάινθ":"σάινθ",
"σαΐνια":"σαΐνι",
"σαΐνιο":"σαΐνιο",
"σάιντ":"σάιντ",
"σαΐντι":"σαΐντι",
"σαίξπηρ":"σαίξπηρ",
"σαιξπηρικού":"σαιξπηρικός",
"σαϊτ":"σαϊτ",
"σάιτ":"σάιτ",
"σαϊτάμα":"σαϊτάμα",
"σαϊτας":"σαΐτα",
"σαϊτιώτη":"σαϊτιώτη",
"σαϊτιώτης":"σαϊτιώτης",
"σάιτο":"σάιτο",
"σακ":"σακ",
"σάκα":"σάκα",
"σακαγιάν":"σακαγιάν",
"σακάκι":"σακάκι",
"σακακιού":"σακάκι",
"σακάρα":"σακάρα",
"σακατεύουμε":"σακατεύω",
"σακελαρίου":"σακελάριος",
"σακελαροπούλου":"σακελαροπούλου",
"σακελλάρης":"σακελλάρης",
"σακελλαρίδη":"σακελλαρίδη",
"σακελλαρίδης":"σακελλαρίδης",
"σακελλαρίδου":"σακελλαρίδου",
"σακελλαριος":"σακελλάριος",
"σακελλαριου":"σακελλάριος",
"σακελλάριου":"σακελλάριος",
"σακελλαρίου":"σακελλαρίου",
"σάκη":"σάκης",
"σάκης":"σάκης",
"σακί":"σακί",
"σακιά":"σακί",
"σακίδια":"σακίδιο",
"σακίδιο":"σακίδιο",
"σακκά":"σακκά",
"σακκάς":"σακκάς",
"σάκκος":"σάκκος",
"σακλεφορντ":"σακλεφορντ",
"σάκλεφορντ":"σάκλεφορντ",
"σάκο":"σάκος",
"σάκοι":"σάκος",
"σάκος":"σάκος",
"σάκοτα":"σάκοτα",
"σακούλα":"σακούλα",
"σακουλάκι":"σακουλάκι",
"σακουλάκια":"σακουλάκι",
"σακούλες":"σακούλα",
"σακούλι":"σακούλι",
"σακουλίτσα":"σακουλίτσα",
"σακούρ":"σακούρ",
"σάκους":"σάκος",
"σακραμεντο":"σακραμεντο",
"σακραμέντο":"σακραμέντο",
"σακς":"σακς",
"σάκς":"σάκς",
"σάκχαρα":"σάκχαρο",
"σακχάρου":"σάκχαρο",
"σακχαρώδη":"σακχαρώδης",
"σακχαρώδης":"σακχαρώδης",
"σακχαρώδους":"σακχαρώδης",
"σάκων":"σάκος",
"σάλα":"σάλα",
"σαλαγκούδη":"σαλαγκούδης",
"σαλαγκουδης":"σαλαγκούδης",
"σαλαγκούδης":"σαλαγκούδης",
"σαλακο":"σαλακο",
"σαλάκο":"σαλάκο",
"σαλαμάνη":"σαλαμάνη",
"σαλαμάτ":"σαλαμάτ",
"σαλάμι":"σαλάμι",
"σαλαμίνα":"σαλαμίνα",
"σαλαμίνος":"σαλαμίνος",
"σαλαμούρα":"σαλαμούρα",
"σαλαπασίδου":"σαλαπασίδου",
"σαλαπάτας":"σαλαπάτας",
"σαλάτα":"σαλάτα",
"σαλάτας":"σαλάτα",
"σαλάτες":"σαλάτα",
"σαλάχ":"σαλάχ",
"σάλβα":"σάλβα",
"σαλβαδόρ":"σαλβαδόρ",
"σαλέ":"σαλέ",
"σαλεμ":"σαλεμ",
"σάλεμ":"σάλεμ",
"σάλες":"σάλα",
"σαλεύουν":"σαλεύω",
"σαλί":"σαλί",
"σάλι":"σάλι",
"σάλια":"σάλιο",
"σάλιβαν":"σάλιβαν",
"σαλιγκάρι":"σαλιγκάρι",
"σαλιγκάρια":"σαλιγκάρι",
"σαλιέρα":"σαλιέρα",
"σαλίμ":"σαλίμ",
"σαλινας":"σαλινας",
"σαλίνας":"σαλίνας",
"σαλίφογλου":"σαλίφογλου",
"σάλκε":"σάλκε",
"σάλμα":"σάλμα",
"σαλμαν":"σαλμαν",
"σάλμαν":"σάλμαν",
"σάλμινεν":"σάλμινεν",
"σάλμον":"σάλμον",
"σάλμονς":"σάλμονς",
"σάλο":"σάλος",
"σαλόμ":"σαλόμ",
"σάλομον":"σάλομον",
"σαλόν":"σαλός",
"σάλον":"σάλος",
"σαλονάκι":"σαλονάκι",
"σαλόνι":"σαλόνι",
"σαλόνια":"σαλόνι",
"σαλονιού":"σαλόνι",
"σάλος":"σάλος",
"σαλού":"σαλός",
"σαλούπη":"σαλούπη",
"σαλπάρει":"σαλπάρω",
"σαλπάρουμε":"σαλπάρω",
"σάλπι":"σάλπι",
"σαλπιγγα":"σάλπιγγα",
"σάλπιγγα":"σάλπιγγα",
"σάλπιγγες":"σάλπιγγα",
"σαλπιγγιδη":"σαλπιγγιδη",
"σαλπιγγίδη":"σαλπιγγίδη",
"σαλπιγγιδης":"σαλπιγγιδης",
"σαλπιγγίδης":"σαλπιγγίδης",
"σαλπίγγων":"σάλπιγγα",
"σάλπισμα":"σάλπισμα",
"σαλπιστή":"σαλπιστής",
"σάλσερ":"σάλσερ",
"σάλτα":"σάλτο",
"σαλτάρει":"σαλτάρω",
"σάλταρες":"σαλτάρω",
"σαλτιέλ":"σαλτιέλ",
"σαλτιμπάγκος":"σαλτιμπάγκος",
"σαλτιμπάγκους":"σαλτιμπάγκος",
"σαλτιμπάγκων'":"σαλτιμπάγκων'",
"σαλτίρη":"σαλτίρη",
"σάλτο":"σάλτο",
"σάλτσα":"σάλτσα",
"σάλτσας":"σάλτσα",
"σαλτσάτα":"σαλτσάτα",
"σάλτσες":"σάλτσα",
"σαμ":"σαμ",
"σαμάκοφ":"σαμάκοφ",
"σαμανίδη":"σαμανίδη",
"σαμανίδης":"σαμανίδης",
"σαμάρα":"σαμάρα",
"σαμαρά":"σαμαράς",
"σαμάρα1-141009":"σαμάρα1-141009",
"σαμαράκη":"σαμαράκης",
"σαμαράκης":"σαμαράκης",
"σαμαράκια":"σαμαράκι",
"σάμαρανκ":"σάμαρανκ",
"σαμαρας":"σαμαράς",
"σαμαράς":"σαμαράς",
"σαμάρι":"σαμάρι",
"σαμαρίνα":"σαμαρίνα",
"σαμαρίνας":"σαμαρίνας",
"σαμαρόπουλος":"σαμαρόπουλος",
"σαμαρτζιδης":"σαμαρτζιδης",
"σαμαρτζίδης":"σαμαρτζίδης",
"σαματά":"σαματάς",
"σάματις":"σάματις",
"σαμί":"σαμί",
"σάμι":"σάμι",
"σαμίκα":"σαμίκα",
"σάμιουελ":"σάμιουελ",
"σαμίρ":"σαμίρ",
"σάμο":"σάμος",
"σαμοθράκη":"σαμοθράκη",
"σαμόλης":"σαμόλης",
"σάμος":"σάμος",
"σάμου":"σάμος",
"σαμουέλ":"σαμουέλ",
"σάμουελ":"σάμουελ",
"σαμουηλίδη":"σαμουηλίδη",
"σαμουηλίδης":"σαμουηλίδης",
"σαμουρα":"σαμουρα",
"σαμουρά":"σαμουρά",
"σαμούρα":"σαμούρα",
"σαμουράι":"σαμουράι",
"σαμπάνι":"σαμπάνι",
"σαμπάνια":"σαμπάνια",
"σαμπάνιας":"σαμπάνια",
"σαμπάνιες":"σαμπάνια",
"σάμπας":"σάμπα",
"σαμπάχ":"σαμπάχ",
"σαμπί":"σαμπί",
"σαμπίν":"σαμπίν",
"σαμπντόρια":"σαμπντόρια",
"σαμποταζ":"σαμποτάζ",
"σαμποτάζ":"σαμποτάζ",
"σαμποτάρουν":"σαμποτάρω",
"σαμποτέρ":"σαμποτέρ",
"σαμπουάν":"σαμπουάν",
"σαμπούκα":"σαμπούκα",
"σάμπρα":"σάμπρα",
"σαμπρέλες":"σαμπρέλα",
"σαμπρινα":"σαμπρινα",
"σαμπρίνα":"σαμπρίνα",
"σάμπως":"σάμπως",
"σάμσον":"σάμσον",
"σαμψούντα":"σαμψούντα",
"σαμώλη":"σαμώλη",
"σαν":"σαν",
"σανα":"σανό",
"σανανα":"σανανα",
"σανανά":"σανανά",
"σανατόριο":"σανατόριο",
"σάνδη":"σάνδη",
"σανεΐ":"σανεΐ",
"σανη":"σανη",
"σάνη":"σάνη",
"σάνης":"σάνης",
"σάνι":"σάνι",
"σάνια":"σάνια",
"σανίδα":"σανίδα",
"σανίδες":"σανίδα",
"σανίδι":"σανίδι",
"σανίκη":"σανίκη",
"σανικης":"σανικης",
"σανίκης":"σανίκης",
"σανιόλ":"σανιόλ",
"σανμαρτεάν":"σανμαρτεάν",
"σανό":"σανός",
"σανόκο":"σανόκο",
"σανουί":"σανουί",
"σανς":"σανς",
"σανσέν":"σανσέν",
"σάνσετ":"σάνσετ",
"σάνσινγκ":"σάνσινγκ",
"σανσκριτικά":"σανσκριτικός",
"σάντα":"σάντα",
"σαντάλιασμα":"σαντάλιασμα",
"σαντάμ":"σαντάμ",
"σανταμαρία":"σανταμαρία",
"σάντανς":"σάντανς",
"σανταντέρ":"σανταντέρ",
"σαντάτ":"σαντάτ",
"σάντεϊ":"σάντεϊ",
"σαντερ":"σαντερ",
"σαντέρ":"σαντέρ",
"σαντερλαντ":"σαντερλαντ",
"σάντερλαντ":"σάντερλαντ",
"σάντερλαντ2χ":"σάντερλαντ2χ",
"σάντερλαντ63189362-21":"σάντερλαντ63189362-21",
"σάντερλαντ-έβερτον":"σάντερλαντ-έβερτον",
"σάντζακ":"σάντζακ",
"σαντιάγκο":"σαντιάγκο",
"σαντιάγο":"σαντιάγο",
"σαντινί":"σαντινί",
"σάντις":"σάντις",
"σαντόκ":"σαντόκ",
"σαντορίνης":"σαντορίνη",
"σαντόρο":"σαντόρο",
"σαντος":"σαντος",
"σάντος":"σάντος",
"σάντουιτς":"σάντουιτς",
"σαντρ":"σαντρ",
"σάντρα":"σάντρα",
"σαντρίν":"σαντρίν",
"σάντρο":"σάντρο",
"σανυο":"σανυο",
"σανχούρχο":"σανχούρχο",
"σαξόφωνα":"σαξόφωνο",
"σαξοφωνίστα":"σαξοφωνίστας",
"σαξοφωνίστας":"σαξοφωνίστας",
"σαξόφωνο":"σαξόφωνο",
"σαξόφωνό":"σαξόφωνο",
"σαξοφώνου":"σαξόφωνο",
"σαξόφωνο-φλάουτο":"σαξόφωνο-φλάουτο",
"σάο":"σάο",
"σαουδάραβα":"σαουδάραβας",
"σαουδάραβας":"σαουδάραβας",
"σαουδάραβες":"σαουδάραβας",
"σαουδαράβων":"σαουδάραβας",
"σαουδικη":"σαουδικός",
"σαουδική":"σαουδικός",
"σαουδικής":"σαουδικός",
"σαουθ":"σαουθ",
"σαουθαμπτον":"σαουθαμπτον",
"σαουθάμπτον":"σαουθάμπτον",
"σαουθάμπτον20551423-47":"σαουθάμπτον20551423-47",
"σαουθεντ":"σαουθεντ",
"σαούλ":"σαούλ",
"σαούλιους":"σαούλιους",
"σάουλο":"σάουλο",
"σάουμπλε":"σάουμπλε",
"σάουνα":"σάουνα",
"σαούντ":"σαούντ",
"σάουντρακ":"σάουντρακ",
"σαπαλίδης":"σαπαλίδης",
"σαπανης":"σαπανης",
"σαπάνης":"σαπάνης",
"σαπανίδης":"σαπανίδης",
"σαπαρίδης":"σαπαρίδης",
"σάπες":"σάπες",
"σάπια":"σάπιος",
"σάπιας":"σάπιος",
"σάπιζαν":"σαπίζω",
"σαπίζει":"σαπίζω",
"σαπίζουν":"σαπίζω",
"σάπικα":"σάπικα",
"σαπίλα":"σαπίλα",
"σάπιο":"σάπιος",
"σαπιοκάραβα":"σαπιοκάραβο",
"σαπιοκοιλιά":"σαπιοκοιλιά",
"σάπιου":"σάπιος",
"σαπίρο":"σαπίρο",
"σαπίσει":"σαπίζω",
"σαπίσουν":"σαπίζω",
"σαπλα'ι'ερς":"σαπλα'ι'ερς",
"σαπόρο":"σαπόρο",
"σαπόρτα":"σαπόρτα",
"σαπουι":"σαπουι",
"σαπουί":"σαπουί",
"σαπουνάδων":"σαπουνάς",
"σαπούνι":"σαπούνι",
"σαπουνίδη":"σαπουνίδη",
"σαπούνιζαν":"σαπουνίζω",
"σαπουνόπερα":"σαπουνόπερα",
"σαπουνόπερας":"σαπουνόπερα",
"σαπουνόπερες":"σαπουνόπερα",
"σαπουνόφουσκα":"σαπουνόφουσκα",
"σαπουντζής":"σαπουντζής",
"σαππών":"σαππών",
"σαπφούς":"σαπφώ",
"σαπών":"σαπών",
"σαρ":"σαρ",
"σαρά":"σαρά",
"σάρα":"σάρα",
"σαραβαλάκι":"σαραβαλάκι",
"σαράβαλων":"σαράβαλο",
"σαράγιεβο":"σαράγιεβο",
"σαραγόσα":"σαραγόσα",
"σαραγούδα":"σαραγούδα",
"σαραζέν":"σαραζέν",
"σαράι":"σαράι",
"σαραϊδάρη":"σαραϊδάρη",
"σαρακανίδη":"σαρακανίδη",
"σαρακατσάνος":"σαρακατσάνος",
"σαράκι":"σαράκι",
"σαρακοστή":"σαρακοστή",
"σαρακοστής":"σαρακοστή",
"σαρακοστιανό":"σαρακοστιανός",
"σαρακοφαγωμένο":"σαρακοφαγωμένος",
"σαραμάντος":"σαραμάντος",
"σαραμούρτσης":"σαραμούρτσης",
"σαράνος":"σαράνος",
"σαραντα":"σαράντα",
"σαράντα":"σαράντα",
"σαρανταπεντάλεπτο":"σαρανταπεντάλεπτος",
"σαραντάρηδες":"σαραντάρης",
"σαραντάρης":"σαραντάρης",
"σαρανταριά":"σαρανταριά",
"σαραντάχρονος":"σαραντάχρονος",
"σαράντη":"σαράντης",
"σαραντης":"σαράντης",
"σάραντον":"σάραντον",
"σαραντοπουλος":"σαραντόπουλος",
"σαράντου":"σαράντου",
"σαραπόβα":"σαραπόβα",
"σαρασλανίδη":"σαρασλανίδη",
"σαρασλανίδης":"σαρασλανίδης",
"σάρατοφ":"σάρατοφ",
"σάρατοφ3-121099":"σάρατοφ3-121099",
"σαράφ":"σαράφ",
"σαράφη":"σαράφης",
"σαράφης":"σαράφης",
"σαράφιαν":"σαράφιαν",
"σαραφίδου":"σαραφίδου",
"σαράφιοαν":"σαράφιοαν",
"σαργός":"σαργός",
"σαργούς":"σαργός",
"σαρδέλα":"σαρδέλα",
"σαρδέλας":"σαρδέλα",
"σαρδέλες":"σαρδέλα",
"σαρδηνία":"σαρδηνία",
"σαρδηνίας":"σαρδηνίας",
"σαρδούνης":"σαρδούνης",
"σαρεσκο":"σαρεσκο",
"σαρηγγιανίδη":"σαρηγγιανίδη",
"σαρηγιαννιδης":"σαρηγιαννιδης",
"σαρηγιαννίδης":"σαρηγιαννίδης",
"σαρηκεχαγιά":"σαρηκεχαγιά",
"σαρηκεχαγιάς":"σαρηκεχαγιάς",
"σαρημανώλη":"σαρημανώλη",
"σαρίδης":"σαρίδης",
"σαρίκο":"σαρίκο",
"σαρίν":"σαρίν",
"σαρίντ":"σαρίντ",
"σάρισα":"σάρισα",
"σαριφ":"σαριφ",
"σαρίφ":"σαρίφ",
"σαρίχ":"σαρίχ",
"σαρκα":"σάρκα",
"σάρκα":"σάρκα",
"σαρκάζει":"σαρκάζω",
"σαρκάζεται":"σαρκάζω",
"σαρκάζουν":"σαρκάζω",
"σάρκας":"σάρκα",
"σαρκασμό":"σαρκασμός",
"σαρκασμός":"σαρκασμός",
"σαρκασμού":"σαρκασμός",
"σαρκασμούς":"σαρκασμός",
"σαρκαστικά":"σαρκαστικά",
"σαρκαστικές":"σαρκαστικός",
"σαρκαστική":"σαρκαστικός",
"σαρκαστικό":"σαρκαστικός",
"σάρκες":"σάρκα",
"σαρκικά":"σαρκικός",
"σαρκικό":"σαρκικός",
"σαρκίο":"σαρκίο",
"σαρκοβόρα":"σαρκοβόρος",
"σαρκοβόρων":"σαρκοβόρος",
"σαρκοζί":"σαρκοζί",
"σαρκοφαγα":"σαρκοφάγος",
"σαρκοφάγα":"σαρκοφάγος",
"σαρκοφάγοι":"σαρκοφάγος",
"σαρκοφάγων":"σαρκοφάγος",
"σαρκώδες":"σαρκώδης",
"σαρκώδη":"σαρκώδης",
"σαρλ":"σαρλ",
"σαρλερουά":"σαρλερουά",
"σαρλερουά-ζελέζνικ":"σαρλερουά-ζελέζνικ",
"σαρλής":"σαρλής",
"σαρλότ":"σαρλότ",
"σάρλοτ":"σάρλοτ",
"σάρο":"σάρο",
"σάροβιτς":"σάροβιτς",
"σαρον":"σαρον",
"σαρόν":"σαρόν",
"σάρον":"σάρον",
"σάρπης":"σάρπης",
"σαρρή":"σαρρής",
"σαρρής":"σαρρής",
"σαρτζετακης":"σαρτζετακης",
"σαρτρ":"σαρτρ",
"σαρτσαμπαλίδη":"σαρτσαμπαλίδη",
"σαρώθηκαν":"σαρώνω",
"σάρωμα":"σάρωμα",
"σάρωναν":"σαρώνω",
"σαρώνει":"σαρώνω",
"σαρώνοντας":"σαρώνω",
"σαρώνουν":"σαρώνω",
"σαρωσαν":"σαρώνω",
"σάρωσαν":"σαρώνω",
"σάρωσε":"σαρώνω",
"σαρώσει":"σαρώνω",
"σάρωση":"σάρωση",
"σάρωσης":"σάρωση",
"σαρωτικές":"σαρωτικός",
"σαρωτικη":"σαρωτικός",
"σαρωτική":"σαρωτικός",
"σαρωτικό":"σαρωτικός",
"σαρωτικών":"σαρωτικός",
"σας":"εγώ",
"σας":"μου",
"σάς":"σάς",
"σάσα":"σάσα",
"σασάκου":"σασάκου",
"σασί":"σασί",
"σασπένς":"σασπένς",
"σάστισμά":"σάστισμα",
"σαστισμένη":"σαστίζω",
"σαστισμένο":"σαστισμένος",
"σατανά":"σατανάς",
"σατανικά":"σατανικά",
"σατανικές":"σατανικός",
"σατανική":"σατανικός",
"σατανικό":"σατανικός",
"σατανικοί":"σατανικός",
"σατανικών":"σατανικός",
"σατανισμό":"σατανισμός",
"σατανισμός":"σατανισμός",
"σατανισμού":"σατανισμός",
"σατίλα":"σατίλα",
"σάτιρα":"σάτιρα",
"σάτιρας":"σάτιρα",
"σατίριζε":"σατιρίζω",
"σατιρίζει":"σατιρίζω",
"σατιρικά":"σατιρικός",
"σατιρική":"σατιρικός",
"σατιρικό":"σατιρικός",
"σατιρικού":"σατιρικός",
"σατο":"σατο",
"σατοβριάνδρου":"σατοβριάνδρου",
"σατόγλου":"σατόγλου",
"σατο-π":"σατο-π",
"σατυρικό":"σατυρικός",
"σάτυρος":"σάτυρος",
"σαύρες":"σαύρα",
"σ'αυτή":"σ''αυτή",
"σ'αυτήν":"σ''αυτήν",
"σαφάρι":"σαφάρι",
"σαφείς":"σαφής",
"σαφές":"σαφής",
"σαφέστατα":"σαφώς",
"σαφέστατες":"σαφής",
"σαφέστατη":"σαφής",
"σαφέστατο":"σαφής",
"σαφέστατος":"σαφής",
"σαφέστερη":"σαφής",
"σαφέστερο":"σαφής",
"σαφέστερος":"σαφής",
"σαφέστερους":"σαφής",
"σαφή":"σαφής",
"σαφήνεια":"σαφήνεια",
"σαφήνειας":"σαφήνεια",
"σαφής":"σαφής",
"σαφών":"σαφής",
"σαφως":"σαφώς",
"σαφώς":"σαφώς",
"σαχά":"σαχά",
"σαχάκ":"σαχάκ",
"σάχαλο":"σάχαλο",
"σαχάρ":"σαχάρ",
"σαχάρα":"σαχάρα",
"σαχάρας":"σαχάρα",
"σάχη":"σάχης",
"σαχίνη":"σαχίνης",
"σαχίνης":"σαχίνης",
"σαχινίδης":"σαχινίδης",
"σαχλαμάρα":"σαχλαμάρας",
"σαχλαμάρες":"σαχλαμάρας",
"σαχσανίδης":"σαχσανίδης",
"σαχτάρ":"σαχτάρ",
"σαχτιόρ":"σαχτιόρ",
"σβαϊερ":"σβαϊερ",
"σβάϊερ":"σβάϊερ",
"σβάρνα":"σβάρνα",
"σβαρτζενέγκερ":"σβαρτζενέγκερ",
"σβαρτσενέγκερ":"σβαρτσενέγκερ",
"σβάστικα":"σβάστικα",
"σβάστικες":"σβάστικα",
"σββε":"σββε",
"σβεν":"σβεν",
"σβέρακ":"σβέρακ",
"σβέρκο":"σβέρκος",
"σβερτς":"σβερτς",
"σβετλάνα":"σβετλάνα",
"σβετοσλάβε":"σβετοσλάβε",
"'σβηνε":"'σβηνε",
"σβήνει":"σβήνω",
"σβήνεις":"σβήνω",
"σβήνοντας":"σβήνω",
"σβήνουμε":"σβήνω",
"σβήνουν":"σβήνω",
"σβήσει":"σβήνω",
"σβήσεις":"σβένω",
"σβησμένες":"σβησμένος",
"σβήσουν":"σβήνω",
"σβήστε":"σβήνω",
"σβηστεί":"σβήνω",
"σβήστηκε":"σβένω",
"σβηστούν":"σβένω",
"σβι":"σβι",
"σβώλη":"σβώλη",
"σβώλης":"σβώλης",
"σβώλου":"σβώλος",
"σγουρά":"σγουρός",
"σγουρίδη":"σγουρίδη",
"σγουρίδης":"σγουρίδης",
"σγούρο":"σγούρο",
"σγουρός":"σγουρός",
"σγούρος":"σγούρος",
"σδοε":"σδοε",
"σδπ":"σδπ",
"σε":"εγώ",
"σε":"σε",
"σεβ":"σεβ",
"σέβας":"σέβας",
"σεβασθούν":"σέβομαι",
"σεβάσμια":"σεβάσμιος",
"σεβάσμιος":"σεβάσμιος",
"σεβασμιότατε":"σεβάσμιος",
"σεβασμιότατου":"σεβάσμιος",
"σεβασμιώτατε":"σεβασμιώτατος",
"σεβασμό":"σεβασμός",
"σεβασμόν":"σεβασμός",
"σεβασμός":"σεβασμός",
"σεβασμού":"σεβασμός",
"σεβαστά":"σεβαστός",
"σεβαστάκη":"σεβαστάκη",
"σεβαστάκης":"σεβαστάκης",
"σεβαστεί":"σέβομαι",
"σεβάστεια":"σεβάστεια",
"σεβαστείς":"σέβομαι",
"σεβαστές":"σεβαστός",
"σεβαστή":"σεβαστός",
"σεβάστηκαν":"σέβομαι",
"σεβάστηκε":"σέβομαι",
"σεβαστής":"σεβαστός",
"σεβαστιδου":"σεβαστιδου",
"σεβαστό":"σεβαστός",
"σεβαστοί":"σεβαστός",
"σεβαστός":"σεβαστός",
"σεβαστού":"σεβαστός",
"σεβαστούμε":"σέβομαι",
"σεβαστούν":"σέβομαι",
"σεβαστώ":"σέβομαι",
"σεβαστών":"σεβαστός",
"σεβε":"σεβε",
"σεβενεμάν":"σεβενεμάν",
"σέβεσαι":"σέβομαι",
"σέβεστε":"σέβομαι",
"σέβεται":"σέβομαι",
"σεβίλλη":"σεβίλλη",
"σεβίλλης":"σεβίλλης",
"σεβκ":"σεβκ",
"σέβομαι":"σέβομαι",
"σεβόμαστε":"σέβομαι",
"σεβόμενες":"σεβόμενος",
"σεβόμενο":"σεβόμενος",
"σεβόμενοι":"σεβόμενος",
"σεβόμενος":"σεβόμενος",
"σέβονται":"σέβομαι",
"σέβονταν":"σέβομαι",
"σεβόταν":"σέβομαι",
"σεβρολέτ":"σεβρολέτ",
"σεγας":"σεγας",
"σέγγος":"σέγγος",
"σεγιούμ":"σεγιούμ",
"σεγκά":"σεγκά",
"σέγκεν":"σέγκεν",
"σεγκιρί":"σεγκιρί",
"σεγκολέν":"σεγκολέν",
"σέδες":"σέδες",
"σεζαρ":"σεζαρ",
"σέζαρ":"σέζαρ",
"σέζαρεκ":"σέζαρεκ",
"σεζόν":"σεζόν",
"σέιμουρ":"σέιμουρ",
"σεϊμπούτις":"σεϊμπούτις",
"σέιν":"σέιν",
"σέινφελντ":"σέινφελντ",
"σειρα":"σειρά",
"σειρά":"σειρά",
"σειραδάκης":"σειραδάκης",
"σειράν":"σειρά",
"σειράς":"σειρά",
"σειρές":"σειρά",
"σειρήνα":"σειρήνα",
"σειρηνες":"σειρήνα",
"σειρήνες":"σειρήνα",
"σειρήνων":"σειρήνα",
"σειριδάκης":"σειριδάκης",
"σειρών":"σειρά",
"σεις":"εγώ",
"σεϊσίδη":"σεϊσίδη",
"σεϊσίδης":"σεϊσίδης",
"σεισμικά":"σεισμικός",
"σεισμικές":"σεισμικός",
"σεισμική":"σεισμικός",
"σεισμικής":"σεισμικός",
"σεισμικό":"σεισμικός",
"σεισμικότητα":"σεισμικότητα",
"σεισμικότητας":"σεισμικότητα",
"σεισμό":"σεισμός",
"σεισμογενείς":"σεισμογενής",
"σεισμογενές":"σεισμογενής",
"σεισμογενής":"σεισμογενής",
"σεισμογράφους":"σεισμογράφος",
"σεισμοί":"σεισμός",
"σεισμολόγε":"σεισμολόγος",
"σεισμολογίας":"σεισμολογία",
"σεισμολογική":"σεισμολογικός",
"σεισμολόγοι":"σεισμολόγος",
"σεισμολόγος":"σεισμολόγος",
"σεισμολόγους":"σεισμολόγος",
"σεισμολόγων":"σεισμολόγος",
"σεισμόπληκτοι":"σεισμόπληκτος",
"σεισμόπληκτων":"σεισμόπληκτος",
"σεισμος":"σεισμός",
"σεισμός":"σεισμός",
"σεισμού":"σεισμός",
"σεισμούς":"σεισμός",
"σεισμών":"σεισμός",
"σεϊταρίδη":"σεϊταρίδη",
"σεϊταρίδης":"σεϊταρίδης",
"σέιχ":"σέιχ",
"σεΐχη":"σεΐχης",
"σέιχ-σου":"σέιχ-σου",
"σεκ":"σεκ",
"σεκάνς":"σεκάνς",
"σεκάρ":"σεκάρ",
"σεκε":"σεκε",
"σεκιουριτάδες":"σεκιουριτάς",
"σελ":"σελ",
"σελ.":"σελ.",
"σέλα":"σέλα",
"σελανικλής":"σελανικλής",
"σελασιέ":"σελασιέ",
"σελβίδης":"σελβίδης",
"σέλεϊ":"σέλεϊ",
"σέλερ":"σέλερ",
"σέλες":"σέλα",
"σελεσάο":"σελεσάο",
"σελήνη":"σελήνη",
"σελήνης":"σελήνη",
"σεληνόφωτες":"σεληνόφωτος",
"σελιδα":"σελίδα",
"σελίδα":"σελίδα",
"σελίδας":"σελίδα",
"σελιδες":"σελίδα",
"σελίδες":"σελίδα",
"σελιδοδείκτη":"σελιδοδείκτης",
"σελιδοδείκτης":"σελιδοδείκτης",
"σελιδοποίηση":"σελιδοποίηση",
"σελίδων":"σελίδα",
"σελιέ":"σελιέ",
"σελινι":"σελίνι",
"σελίνου":"σέλινο",
"σελλά":"σελλά",
"σέλμα":"σέλμα",
"σελμαν":"σελμαν",
"σέλμπουρν":"σέλμπουρν",
"σελόμε":"σελόμε",
"σελοντα":"σελοντα",
"σελοφάν":"σελοφάν",
"σέλσο":"σέλσο",
"σελτικ":"σελτικ",
"σέλτικ":"σέλτικ",
"σέλτικς":"σέλτικς",
"σεμέδο":"σεμέδο",
"σεμέν":"σεμέν",
"σεμερτζίδης":"σεμερτζίδης",
"σεμίνα":"σεμίνα",
"σεμινάρια":"σεμινάριο",
"σεμιναριο":"σεμινάριο",
"σεμινάριο":"σεμινάριο",
"σεμιναρίου":"σεμινάριο",
"σεμιναρίων":"σεμινάριο",
"σεμίνας":"σεμίνας",
"σεμίρα":"σεμίρα",
"σεμνά":"σεμνός",
"σεμνές":"σεμνός",
"σεμνή":"σεμνός",
"σεμνό":"σεμνός",
"σεμνός":"σεμνός",
"σεμνότητα":"σεμνότητα",
"σεμνότητά":"σεμνότητα",
"σεμνών":"σεμνός",
"σέμος":"σέμος",
"σεμπαστιάν":"σεμπαστιάν",
"σεμπάστιαν":"σεμπάστιαν",
"σέμπουε":"σέμπουε",
"σεμπρούν":"σεμπρούν",
"σεν":"σεν",
"σένα":"εγώ",
"σ'ένα":"σ''ένα",
"σεναρια":"σενάριο",
"σενάρια":"σενάριο",
"σεναριακή":"σεναριακός",
"σεναριακό":"σεναριακός",
"σεναριο":"σενάριο",
"σενάριο":"σενάριο",
"σενάριό":"σενάριο",
"σεναριογράφο":"σεναριογράφος",
"σεναριογράφος":"σεναριογράφος",
"σεναριογράφου":"σεναριογράφος",
"σεναριογράφους":"σεναριογράφος",
"σεναριογράφων":"σεναριογράφος",
"σεναριολογία":"σεναριολογία",
"σεναρίου":"σενάριο",
"σεναρίων":"σενάριο",
"σενέ":"σενέ",
"σενεγαλέζικη":"σενεγαλέζικος",
"σενεγαλη":"σενεγάλη",
"σενεγάλη":"σενεγάλη",
"σενεγάλης":"σενεγάλη",
"σενιέ":"σενιέ",
"σενικογλου":"σενικογλου",
"σενσίνι":"σενσίνι",
"σένσο":"σένσο",
"σεντ":"σεντ",
"σεντάι":"σεντάι",
"σεντεμέντες":"σεντεμέντες",
"σέντερ":"σέντερ",
"σεντερός":"σεντερός",
"σεντίγιο":"σεντίγιο",
"σέντον":"σέντον",
"σεντόνι":"σεντόνι",
"σεντόνια":"σεντόνι",
"σεντονιών":"σεντόνι",
"σεντούκι":"σεντούκι",
"σέντρα":"σέντρα",
"σέντραρε":"σεντράρω",
"σέντρες":"σέντρα",
"σεντρίκ":"σεντρίκ",
"σεντς":"σεντς",
"σεξ":"σεξ",
"σέξι":"σέξι",
"σεξισμού":"σεξισμός",
"σεξιστικές":"σεξιστικός",
"σεξοβόμβα":"σεξοβόμβα",
"σεξολόγο":"σεξολόγος",
"σεξουαλικά":"σεξουαλικά",
"σεξουαλικά":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικές":"σεξουαλικός",
"σεξουαλική":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικής":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικό":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικός":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικότατη":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικότητα":"σεξουαλικότητα",
"σεξουαλικότητά":"σεξουαλικότητα",
"σεξουαλικότητας":"σεξουαλικότητα",
"σεξουαλικού":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικούς":"σεξουαλικός",
"σεξουαλικών":"σεξουαλικός",
"σεξπηρική":"σεξπιρικός",
"σέξπιρ":"σέξπιρ",
"σέου":"σέου",
"σεούλ":"σεούλ",
"σεπ":"σεπ",
"σέπα":"σέπα",
"σεπβε":"σεπβε",
"σεπε":"σεπε",
"σεπτέμβρη":"σεπτέμβριος",
"σεπτέμβρης":"σεπτέμβρης",
"σεπτεμβριανής":"σεπτεμβριανός",
"σεπτέμβριο":"σεπτέμβριος",
"σεπτέμβριος":"σεπτέμβριος",
"σεπτεμβριου":"σεπτέμβριος",
"σεπτεμβρίου":"σεπτέμβριος",
"σεπτή":"σεπτός",
"σερ":"σερ",
"σεράγεβο":"σεράγεβο",
"σεραϊ":"σεραϊ",
"σεράι":"σεράι",
"σεραφείμ":"σεραφείμ",
"σεραφίδου":"σεραφίδου",
"σεράχ":"σεράχ",
"σερβετάς":"σερβετάς",
"σερβια":"σερβία",
"σερβία":"σερβία",
"σερβία&μαυροβούνιο":"σερβία&μαυροβούνιο",
"σερβίας":"σερβία",
"σερβίας-μαυροβουνίου":"σερβίας-μαυροβουνίου",
"σερβικά":"σερβικός",
"σερβικές":"σερβικός",
"σερβική":"σερβικός",
"σερβικής":"σερβικός",
"σερβικό":"σερβικός",
"σερβικός":"σερβικός",
"σερβικού":"σερβικός",
"σερβικών":"σερβικός",
"σερβίρει":"σερβίρω",
"σερβίρειν":"σερβίρειν",
"σερβίρεται":"σερβίρω",
"σερβίρετε":"σερβίρω",
"σερβιρίσματα":"σερβίρισμα",
"σερβιρίστηκε":"σερβίρω",
"σερβιριστούν":"σερβίρω",
"σερβίρονται":"σερβίρω",
"σερβίρουμε":"σερβίρω",
"σερβίρουν":"σερβίρω",
"σερβίς":"σέρβις",
"σέρβις":"σέρβις",
"σερβιτόρες":"σερβιτόρα",
"σερβιτόρο":"σερβιτόρος",
"σερβιτόροι":"σερβιτόρος",
"σερβιτόρος":"σερβιτόρος",
"σερβιτόρου":"σερβιτόρος",
"σερβιτόρους":"σερβιτόρος",
"σερβιτόρων":"σερβιτόρος",
"σερβίτσια":"σερβίτσιο",
"σερβιων":"σερβιων",
"σερβίων":"σερβίων",
"σέρβο":"σέρβος",
"σερβοβοσνιακής":"σερβοβοσνιακός",
"σερβοβοσνιακού":"σερβοβοσνιακός",
"σέρβοι":"σέρβος",
"σερβομακεδονική":"σερβομακεδονικός",
"σερβος":"σέρβος",
"σέρβος":"σέρβος",
"σέρβου":"σέρβος",
"σέρβους":"σέρβος",
"σερβοφοβία":"σερβοφοβία",
"σέρβων":"σέρβος",
"σερβωτά":"σερβωτά",
"σεργκέι":"σεργκέι",
"σέργουιν":"σέργουιν",
"σερέτης":"σερέτης",
"σερέφας":"σερέφας",
"σερζάο":"σερζάο",
"σερι":"σερί",
"σερί":"σερί",
"σέριτς":"σέριτς",
"σερίφ":"σερίφ",
"σερίφη":"σερίφης",
"σερίφηδες":"σερίφης",
"σερίφηδων":"σερίφης",
"σερίφης":"σερίφης",
"σερκλ":"σερκλ",
"σέρλοκ":"σέρλοκ",
"σερμετζή":"σερμετζή",
"σέρμπαν":"σέρμπαν",
"σέρνει":"σέρνω",
"σέρνεται":"σέρνω",
"σέρνονται":"σέρνω",
"σέρνονταν":"σέρνω",
"σέρνοντας":"σέρνω",
"σέρνουν":"σέρνω",
"σερπαντίνες":"σερπαντίνα",
"σερραίας":"σερραίος",
"σερραϊκή":"σερραϊκός",
"σερραίο":"σερραίος",
"σερραίος":"σερραίος",
"σερραίου":"σερραίος",
"σερραίων":"σερραίος",
"σέρρες":"σέρρες",
"σερρων":"σέρρες",
"σερρών":"σέρρες",
"σερρών-ηρακλής":"σερρών-ηρακλής",
"σερρών-θεσσαλονίκης":"σερρών-θεσσαλονίκης",
"σέρτζι":"σέρτζι",
"σέρτζιο":"σέρτζιο",
"σερτς":"σερτς",
"σερφ":"σερφ",
"σερφάρει":"σερφάρω",
"σερφάροντας":"σερφάρω",
"σερφάρουν":"σερφάρω",
"σέρχεαντ":"σέρχεαντ",
"σέρχεντ":"σέρχεντ",
"σέρχιο":"σέρχιο",
"σεσημασμένος":"σεσημασμένος",
"σεσημασμένων":"σεσημασμένος",
"σεσκοβα":"σεσκοβα",
"σέσκουλο":"σέσκουλο",
"σεστόκας":"σεστόκας",
"σετ":"σετ",
"σετούμπαλ":"σετούμπαλ",
"σετσουάν":"σετσουάν",
"σεφ":"σεφ",
"σέφ":"σέφ",
"σεφα":"σεφα",
"σεφαραδίτες":"σεφαραδίτες",
"σεφαραδιτών":"σεφαραδιτών",
"σέφερ":"σέφερ",
"σεφέρη":"σεφέρης",
"σεφέρης":"σεφέρης",
"σεφερίδης":"σεφερίδης",
"σεφερίδου":"σεφερίδου",
"σεφερλή":"σεφερλή",
"σεφιλντ":"σεφιλντ",
"σέφιλντ":"σέφιλντ",
"σεφιχα":"σεφιχα",
"σεφιχά":"σεφιχά",
"σεφτελή":"σεφτελή",
"σεφτσένκο":"σεφτσένκο",
"σεχάρ":"σεχάρ",
"σεχβ":"σεχβ",
"σεχίδης":"σεχίδης",
"σεχταρισμό":"σεχταρισμός",
"σεων":"σεων",
"σζέρμπιακ":"σζέρμπιακ",
"σηθυα":"σηθυα",
"σήκω":"σήκω",
"σηκωθεί":"σηκώνω",
"σηκωθείς":"σηκώνω",
"'σηκωθείτε":"'σηκωθείτε",
"σηκωθείτε":"σηκώνω",
"σηκώθηκα":"σηκώνω",
"σηκωθήκαμε":"σηκώνω",
"σηκώθηκαν":"σηκώνω",
"σηκώθηκε":"σηκώνω",
"σηκώθηκες":"σηκώνω",
"σηκωθούν":"σηκώνω",
"σήκωμα":"σήκωμα",
"σηκωμένα":"σηκώνω",
"σήκωνε":"σηκώνω",
"σηκώνει":"σηκώνω",
"σηκώνεις":"σηκώνω",
"σηκώνεται":"σηκώνω",
"σηκωνόμαστε":"σηκώνω",
"σηκώνονται":"σηκώνω",
"σηκώνοντας":"σηκώνω",
"σηκώνοντάς":"σηκώνω",
"σηκωνόταν":"σηκώνω",
"σηκώνουμε":"σηκώνω",
"σηκώνουν":"σηκώνω",
"σηκώνω":"σηκώνω",
"σήκωσα":"σηκώνω",
"σήκωσαν":"σηκώνω",
"σηκωσε":"σηκώνω",
"σήκωσε":"σηκώνω",
"σηκώσει":"σηκώνω",
"σηκώσεις":"σηκώνω",
"σηκώσουμε":"σηκώνω",
"σηκώσουν":"σηκώνω",
"σηκώσω":"σηκώνω",
"σηλυβρία":"σηλυβρία",
"σημ":"σημ",
"σήμα":"σήμα",
"σημαδεμένα":"σημαδεύω",
"σημαδεμένη":"σημαδεύω",
"σημαδεμένο":"σημαδεύω",
"σημάδευε":"σημαδεύω",
"σημαδεύει":"σημαδεύω",
"σημαδεύεται":"σημαδεύω",
"σημαδεύουν":"σημαδεύω",
"σημαδευτεί":"σημαδεύω",
"σημαδεύτηκαν":"σημαδεύω",
"σημαδεύτηκε":"σημαδεύω",
"σημάδεψαν":"σημαδεύω",
"σημάδεψε":"σημαδεύω",
"σημαδέψει":"σημαδεύω",
"σημαδέψουν":"σημαδεύω",
"σημάδι":"σημάδι",
"σημάδια":"σημάδι",
"σημαδιακά":"σημαδιακός",
"σημαδιακές":"σημαδιακός",
"σημαδιακό":"σημαδιακός",
"σημαδιού":"σημάδι",
"σημαδιών":"σημάδι",
"σημαία":"σημαία",
"σημαίας":"σημαία",
"σημαίες":"σημαία",
"σήμαινε":"σημαίνω",
"σημαίνει":"σημαίνω",
"σημαίνον":"σημαίνον",
"σημαίνοντα":"σημαίνων",
"σημαίνοντος":"σημαίνων",
"σημαίνουν":"σημαίνω",
"σημαίνουσα":"σημαίνων",
"σημαίνουσες":"σημαίνων",
"σημαιοφόρο":"σημαιοφόρος",
"σημαιοφόροι":"σημαιοφόρος",
"σημαιοφόρος":"σημαιοφόρος",
"σήμαναν":"σημαίνω",
"σήμανε":"σημαίνω",
"σημάνει":"σημαίνω",
"σημανθεί":"σημαίνω",
"σημάνουν":"σημαίνω",
"σημάνσεις":"σήμανση",
"σήμανση":"σήμανση",
"σήμανσης":"σήμανση",
"σημαντικα":"σημαντικά",
"σημαντικά":"σημαντικά",
"σημαντικά":"σημαντικός",
"σημαντικές":"σημαντικός",
"σημαντική":"σημαντικός",
"σημαντικής":"σημαντικός",
"σημαντικο":"σημαντικός",
"σημαντικό":"σημαντικός",
"σημαντικοί":"σημαντικός",
"σημαντικός":"σημαντικός",
"σημαντικότατα":"σημαντικός",
"σημαντικότατες":"σημαντικός",
"σημαντικότατη":"σημαντικός",
"σημαντικότατης":"σημαντικός",
"σημαντικότατο":"σημαντικός",
"σημαντικότατος":"σημαντικός",
"σημαντικοτερα":"σημαντικός",
"σημαντικότερα":"σημαντικός",
"σημαντικότερες":"σημαντικός",
"σημαντικότερη":"σημαντικός",
"σημαντικότερης":"σημαντικός",
"σημαντικότερο":"σημαντικός",
"σημαντικότεροι":"σημαντικός",
"σημαντικότερος":"σημαντικός",
"σημαντικότερου":"σημαντικός",
"σημαντικότερους":"σημαντικός",
"σημαντικότερων":"σημαντικός",
"σημαντικότητα":"σημαντικότητα",
"σημαντικού":"σημαντικός",
"σημαντικούς":"σημαντικός",
"σημαντικών":"σημαντικός",
"σημασια":"σημασία",
"σημασία":"σημασία",
"σημασιακών":"σημασιακός",
"σημασίας":"σημασία",
"σημασίες":"σημασία",
"σημασιολογικό":"σημασιολογικός",
"σημασιολογικού":"σημασιολογικός",
"σηματα":"σήμα",
"σήματα":"σήμα",
"σηματάκι":"σηματάκι",
"σηματοδοτεί":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτείται":"σηματοδοτώ",
"σηματοδότες":"σηματοδότης",
"σηματοδότη":"σηματοδότης",
"σηματοδοτηθεί":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτήθηκε":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτημένων":"σηματοδοτώ",
"σηματοδότης":"σηματοδότης",
"σηματοδότησε":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτήσει":"σηματοδοτώ",
"σηματοδότηση":"σηματοδότηση",
"σηματοδότησης":"σηματοδότηση",
"σηματοδοτήσουν":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτούν":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτούσε":"σηματοδοτώ",
"σηματοδοτών":"σηματοδότης",
"σηματοδοτώντας":"σηματοδοτώ",
"σήματος":"σήμα",
"σημάτων":"σήμα",
"σημεια":"σημείο",
"σημεία":"σημείο",
"σημεία-κλειδιά":"σημεία-κλειδιά",
"σημείο":"σημείο",
"σημείο-κλειδί":"σημείο-κλειδί",
"σημειολογία":"σημειολογία",
"σημειολογικά":"σημειολογικός",
"σημειολογική":"σημειολογικός",
"σημειολογικό":"σημειολογικός",
"σημείου":"σημείο",
"σημειωθεί":"σημειώνω",
"σημειωθείσα":"σημειωθείς",
"σημειώθηκαν":"σημειώνω",
"σημειώθηκε":"σημειώνω",
"σημειωθούν":"σημειώνω",
"σημείωμα":"σημείωμα",
"σημείωμά":"σημείωμα",
"σημειώματα":"σημείωμα",
"σημειώματά":"σημείωμα",
"σημειωματάρια":"σημειωματάριο",
"σημειωματαριο":"σημειωματάριο",
"σημειωματάριο":"σημειωματάριο",
"σημειώματος":"σημείωμα",
"σημειώματός":"σημείωμα",
"σημειωμάτων":"σημείωμα",
"σημειωμένες":"σημειώνω",
"σημειωμένο":"σημειώνω",
"σημείων":"σημείο",
"σημείωνα":"σημειώνω",
"σημείωναν":"σημειώνω",
"σημείωνε":"σημειώνω",
"σημειώνει":"σημειώνω",
"σημειώνεται":"σημειώνω",
"σημειώνετε":"σημειώνω",
"σημειώνονται":"σημειώνω",
"σημειώνονταν":"σημειώνω",
"σημειώνοντας":"σημειώνω",
"σημειωνόταν":"σημειώνω",
"σημειώνουν":"σημειώνω",
"σημείωσα":"σημειώνω",
"σημειώσαμε":"σημειώνω",
"σημείωσαν":"σημειώνω",
"σημειώσατε":"σημειώνω",
"σημείωσε":"σημειώνω",
"σημειώσει":"σημειώνω",
"σημειωσεις":"σημείωση",
"σημειώσεις":"σημείωση",
"σημειώσεων":"σημείωση",
"σημείωση":"σημείωση",
"σημειώσουμε":"σημειώνω",
"σημειώσουν":"σημειώνω",
"σημειώστε":"σημειώνω",
"σημειώσω":"σημειώνω",
"σημειωτέον":"σημειωτέος",
"σημειωτέων":"σημειωτέος",
"σημειωτόν":"σημειωτός",
"σημερα":"σήμερα",
"σήμερα":"σήμερα",
"σημερινά":"σημερινός",
"σημερινές":"σημερινός",
"σημερινή":"σημερινός",
"σημερινής":"σημερινός",
"σημερινο":"σημερινός",
"σημερινό":"σημερινός",
"σημερινοί":"σημερινός",
"σημερινός":"σημερινός",
"σημερινού":"σημερινός",
"σημερινούς":"σημερινός",
"σημερινών":"σημερινός",
"σήμερον":"σήμερον",
"σημίτη":"σημίτης",
"σημίτης":"σημίτης",
"σημίτης-καραμανλής":"σημίτης-καραμανλής",
"σημιτη-τσοχατζοπουλου":"σημιτη-τσοχατζοπουλου",
"σημιτικές":"σημιτικός",
"σημιτική":"σημιτικός",
"σημιτικής":"σημιτικός",
"σημιτικών":"σημιτικός",
"σην":"σην",
"σήπεται":"σήπομαι",
"σηπιάδος":"σηπιάδος",
"σήραγγα":"σήραγγα",
"σήραγγας":"σήραγγα",
"σήραγγες":"σήραγγα",
"σηράγγων":"σήραγγα",
"σήριαλ":"σήριαλ",
"σης":"σης",
"σηφακάκη":"σηφακάκη",
"σηφάκη":"σηφάκης",
"σηφακης":"σηφάκης",
"σηφάκης":"σηφάκης",
"σήψη":"σήψη",
"σήψης":"σήψη",
"σθεναρά":"σθεναρά",
"σθεναράς":"σθεναράς",
"σθεναρή":"σθεναρός",
"σθεναρής":"σθεναρός",
"σθεναρό":"σθεναρός",
"σθένος":"σθένος",
"σθένους":"σθένος",
"σια":"σια",
"σία":"σία",
"σιαγόνος":"σιαγόνος",
"σιαμανδούρας":"σιαμανδούρας",
"σιαμπάνης":"σιαμπάνης",
"σιάντος":"σιάντος",
"σίας":"σία",
"σιάτιστα":"σιάτιστα",
"σιάτιστα-ποσειδών":"σιάτιστα-ποσειδών",
"σιάτιστας":"σιάτιστα",
"σιάτλ":"σιάτλ",
"σιβένας":"σιβένας",
"σιβηρία":"σιβηρία",
"σιβυλλικά":"σιβυλλικά",
"σιγά":"σιγά",
"σιγάλα":"σιγάλας",
"σιγαλας":"σιγάλας",
"σιγάλας":"σιγάλας",
"σιγανά":"σιγανός",
"σιγανή":"σιγανός",
"σιγαρετοποίησης":"σιγαρετοποίησης",
"σιγά-σιγά":"σιγά-σιγά",
"σιγαστήρα":"σιγαστήρας",
"σιγαστήρες":"σιγαστήρας",
"σιγάτης":"σιγάτης",
"σιγη":"σιγή",
"σιγή":"σιγή",
"σιγήν":"σιγή",
"σίγησε":"σιγώ",
"σιγήσει":"σιγώ",
"σιγήσουν":"σιγώ",
"σιγκάλ":"σιγκάλ",
"σίγκαλ":"σίγκαλ",
"σιγκαπούρη":"σιγκαπούρη",
"σιγκλ":"σιγκλ",
"σίγκλετον":"σίγκλετον",
"σιγκούρνι":"σιγκούρνι",
"σίγκριτ":"σίγκριτ",
"σίγμα":"σίγμα",
"σιγοβράζει":"σιγοβράζω",
"σιγόκαιγε":"σιγοκαίω",
"σιγοκλαίει":"σιγοκλαίω",
"σιγοντάρουν":"σιγοντάρω",
"σιγοτραγούδησαν":"σιγοτραγουδώ",
"σιγοτραγουδούν":"σιγοτραγουδώ",
"σιγοτραγουδώ":"σιγοτραγουδώ",
"σιγουρα":"σίγουρα",
"σίγουρα":"σίγουρα",
"σίγουρα":"σίγουρος",
"σίγουρας":"σίγουρας",
"σίγουρες":"σίγουρος",
"σιγουρευτείτε":"σιγουρεύω",
"σιγουρευτούν":"σιγουρεύω",
"σιγουρέψει":"σιγουρεύω",
"σίγουρη":"σίγουρος",
"σίγουρης":"σίγουρος",
"σιγουριά":"σιγουριά",
"σιγουριάς":"σιγουριά",
"σίγουρο":"σίγουρος",
"σίγουροι":"σίγουρος",
"σίγουρος":"σίγουρος",
"σιδάρι":"σιδάρι",
"σιδενορ":"σιδενορ",
"σιδερα":"σιδεράς",
"σίδερα":"σίδερο",
"σιδεράδες":"σιδεράς",
"σιδερακη":"σιδερακη",
"σιδερακης":"σιδερακης",
"σιδερένια":"σιδερένιος",
"σιδερένιες":"σιδερένιος",
"σιδερένιο":"σιδερένιος",
"σιδέρη":"σιδέρη",
"σίδερη":"σίδερη",
"σιδεριές":"σιδεριά",
"σιδερικών":"σιδερικό",
"σίδερο":"σίδερο",
"σιδέρογλου":"σιδέρογλου",
"σιδερόδεντρα":"σιδερόδεντρα",
"σιδεροκέφαλη":"σιδεροκέφαλος",
"σιδερώνετε":"σιδερώνω",
"σιδηρά":"σιδηρούς",
"σιδηράς":"σιδηρούς",
"σίδηρο":"σίδηρος",
"σιδηροδέσμιος":"σιδηροδέσμιος",
"σιδηροδέσμιου":"σιδηροδέσμιος",
"σιδηροδέσμιων":"σιδηροδέσμιος",
"σιδηροδρομικά":"σιδηροδρομικά",
"σιδηροδρομικές":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομική":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικής":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικό":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικοί":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικός":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικού":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικούς":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικών":"σιδηροδρομικός",
"σιδηροδρομικώς":"σιδηροδρομικά",
"σιδηρόδρομο":"σιδηρόδρομος",
"σιδηρόδρομοι":"σιδηρόδρομος",
"σιδηρόδρομος":"σιδηρόδρομος",
"σιδηροδρόμου":"σιδηρόδρομος",
"σιδηρόδρομους":"σιδηρόδρομος",
"σιδηροδρόμων":"σιδηρόδρομος",
"σιδηρόκαστρο":"σιδηρόκαστρο",
"σιδηροκάστρου":"σιδηρόκαστρο",
"σιδηροκατασκευή":"σιδηροκατασκευή",
"σιδηρολοστό":"σιδηρολοστός",
"σιδηρολοστούς":"σιδηρολοστός",
"σιδηρομετάλλευμα":"σιδηρομετάλλευμα",
"σιδηροπενία":"σιδηροπενία",
"σιδηροπενίας":"σιδηροπενία",
"σιδηροπενικη":"σιδηροπενικός",
"σιδηροπενική":"σιδηροπενικός",
"σιδηροπενικής":"σιδηροπενικός",
"σιδηρόπουλος":"σιδηρόπουλος",
"σιδηροπούλου":"σιδηροπούλου",
"σίδηρος":"σίδηρος",
"σιδηροτροχιάς":"σιδηροτροχιά",
"σιδηροτροχιές":"σιδηροτροχιά",
"σιδηροτροχιών":"σιδηροτροχιά",
"σιδήρου":"σίδηρος",
"σιδηρούν":"σιδηρούς",
"σιδηροχώρι":"σιδηροχώρι",
"σιδήρων":"σίδηρος",
"σίδνεϊ":"σίδνεϊ",
"σιελορροές":"σιελορροές",
"σιελώδη":"σιελώδη",
"σιένα":"σιένα",
"σιέρα":"σιέρα",
"σιέρμ":"σιέρμ",
"σιέστα":"σιέστα",
"σιθ":"σιθ",
"σίθων":"σίθων",
"σίθωνα":"σίθωνα",
"σιθωνία":"σιθωνία",
"σιθωνίας":"σιθωνία",
"σιίρτ":"σιίρτ",
"σιίτες":"σιίτες",
"σιίτη":"σιίτη",
"σιίτης":"σιίτης",
"σιιτική":"σιιτικός",
"σιιτικό":"σιιτικός",
"σιιτών":"σιιτών",
"σικ":"σικ",
"σίκα":"σίκα",
"σικαγο":"σικάγο",
"σικάγο":"σικάγο",
"σικάγου":"σικάγο",
"σικαμπαλα":"σικαμπαλα",
"σικαμπάλα":"σικαμπάλα",
"σικέ":"σικέ",
"σικελία":"σικελία",
"σικελίας":"σικελία",
"σικελική":"σικελικός",
"σικελοί":"σικελός",
"σικελών":"σικελός",
"σίκουελ":"σίκουελ",
"σιλά":"σιλά",
"σίλα":"σίλα",
"σίλβα":"σίλβα",
"σιλβάν":"σιλβάν",
"σίλβερ":"σίλβερ",
"σιλβέστερ":"σιλβέστερ",
"σιλβι":"σιλβι",
"σιλβί":"σιλβί",
"σίλβιο":"σίλβιο",
"σίλεκς":"σίλεκς",
"σίλερ":"σίλερ",
"σίλιακ":"σίλιακ",
"σιλικόνη":"σιλικόνη",
"σιλικόνης":"σιλικόνη",
"σίλντερ":"σίλντερ",
"σιλό":"σιλό",
"σιλουέτα":"σιλουέτα",
"σιμάν":"σιμάν",
"σιμάο":"σιμάο",
"σιμαρδάνης":"σιμαρδάνης",
"σιμιγδαλένιος":"σιμιγδαλένιος",
"σιμιγδάλι":"σιμιγδάλι",
"σίμο":"σίμος",
"σιμόν":"σιμόν",
"σίμον":"σίμος",
"σιμόνε":"σιμόνε",
"σιμονέτα":"σιμονέτα",
"σίμονς":"σίμονς",
"σιμόπουλος":"σιμόπουλος",
"σίμος":"σίμος",
"σίμου":"σίμος",
"σίμους":"σίμους",
"σιμπλίσιο":"σιμπλίσιο",
"σιμπνέφτ":"σιμπνέφτ",
"σίμσον":"σίμσον",
"σίμτσακ":"σίμτσακ",
"σίμων":"σίμων",
"σιν":"σιν",
"σινά":"σινά",
"σιναΐδης":"σιναΐδης",
"σινάκο":"σινάκο",
"σινάνογλου":"σινάνογλου",
"σινάνος":"σινάνος",
"σινάνου":"σινάνου",
"σινάπι":"σινάπι",
"σινάφι":"σινάφι",
"σιναφιού":"σινάφι",
"σίνδο":"σίνδος",
"σινδου":"σίνδος",
"σίνδου":"σίνδος",
"σινέ":"σινέ",
"σινέ+":"σινέ+",
"σινεακ":"σινεακ",
"σινεμα":"σινεμά",
"σινεμά":"σινεμά",
"σίνεμα":"σινεμά",
"σινεμανία":"σινεμανία",
"σινεμά-σινεμά":"σινεμά-σινεμά",
"σινεφίλ":"σινεφίλ",
"σινιάλα":"σινιάλο",
"σινιάλο":"σινιάλο",
"σινιέ":"σινιέ",
"σίνιζ":"σίνιζ",
"σινική":"σινικός",
"σινικό":"σινικός",
"σινιόρ":"σινιόρ",
"σινιόρα":"σινιόρα",
"σίνκιεβιτς":"σίνκιεβιτς",
"σινκίσι":"σινκίσι",
"σινκλέρ":"σινκλέρ",
"σίννης":"σίννης",
"σινολόγος":"σινολόγος",
"σινο-ρωσικά":"σινο-ρωσικά",
"σίνρι":"σίνρι",
"σινσινάτι":"σινσινάτι",
"σίντλερ":"σίντλερ",
"σίντνεϊ":"σίντνεϊ",
"σίντοφ":"σίντοφ",
"σιντριβάνι":"σιντριβάνι",
"σιντριβάνια":"σιντριβάνι",
"σιντριβανιού":"σιντριβάνι",
"σιντριβανίου":"σιντριβανίου",
"σινώπη":"σινώπη",
"σίξερς":"σίξερς",
"σιοκόιου":"σιοκόιου",
"σιονακίδη":"σιονακίδη",
"σιονακίδης":"σιονακίδης",
"σιόρα":"σιόρα",
"σιούγγαρη":"σιούγγαρη",
"σιούγγαρης":"σιούγγαρης",
"σιουμούτ":"σιουμούτ",
"σιουνης":"σιουνης",
"σιούνης":"σιούνης",
"σιούσελ":"σιούσελ",
"σιούτας":"σιούτος",
"σιούτης":"σιούτης",
"σιούφα":"σιούφας",
"σιούφας":"σιούφας",
"σιπνιέφσκι":"σιπνιέφσκι",
"σιράζ":"σιράζ",
"σιράκ":"σιράκ",
"σίρερ":"σίρερ",
"σίριαλ":"σίριαλ",
"σιρίλ":"σιρίλ",
"σιρκουί":"σιρκουί",
"σίρλεϊ":"σίρλεϊ",
"σιρόκι":"σιρόκι",
"σιρόπι":"σιρόπι",
"σιρόπια":"σιρόπι",
"σιροπιαστά":"σιροπιαστά",
"σίση":"σίση",
"σισίνιο":"σισίνιο",
"σίσιστς":"σίσιστς",
"σίσιτς":"σίσιτς",
"σισκος":"σισκος",
"σίσκος":"σίσκος",
"σισμανίδης":"σισμανίδης",
"σισμανόγλειο":"σισμανόγλειο",
"σισμανόγλειου":"σισμανόγλειου",
"σίσσυ":"σίσσυ",
"σισύφεια":"σισύφειος",
"σιτάρι":"σιτάρι",
"σιταριού":"σιτάρι",
"σιτζερούκ":"σιτζερούκ",
"σιτζόγλου":"σιτζόγλου",
"σιτηρών":"σιτηρά",
"σιτι":"σιτι",
"σίτι":"σίτι",
"σιτίζονται":"σιτίζω",
"σίτιμπανκ":"σίτιμπανκ",
"σίτιση":"σίτιση",
"σίτισή":"σίτιση",
"σίτισης":"σίτιση",
"σίτνικοφ":"σίτνικοφ",
"σιτοβολώνα":"σιτοβολώνας",
"σίτος":"σίτος",
"σιτοχώρι":"σιτοχώρι",
"σιτρίτ":"σιτρίτ",
"σιτροέν":"σιτροέν",
"σιτυ":"σιτυ",
"σίτυ":"σίτυ",
"σίφουνας":"σίφουνας",
"σίφωνες":"σίφωνας",
"σιχ":"σιχ",
"σιχαθεί":"σιχαίνομαι",
"σιχάθηκαν":"σιχαίνομαι",
"σιχάθηκε":"σιχαίνομαι",
"σιχαίνεται":"σιχαίνομαι",
"σιχαίνομαι":"σιχαίνομαι",
"σιχαμένη":"σιχαμένος",
"σιχαμένος":"σιχαμένος",
"σιχλετιδη":"σιχλετιδη",
"σιχλετιδης":"σιχλετιδης",
"σιχτίρ":"σιχτίρ",
"σιχτιρίζουν":"σιχτιρίζω",
"σίψα":"σίψα",
"σιώβας":"σιώβας",
"σιωνισμού":"σιωνισμός",
"σιωνιστικό":"σιωνιστικός",
"σιωνιστικών":"σιωνιστικός",
"σιωπά":"σιωπώ",
"σιωπές":"σιωπή",
"σιωπή":"σιωπή",
"σιωπηλά":"σιωπηλά",
"σιωπηλές":"σιωπηλός",
"σιωπηλή":"σιωπηλός",
"σιωπηλής":"σιωπηλός",
"σιωπηλό":"σιωπηλός",
"σιωπηλοί":"σιωπηλός",
"σιωπηλός":"σιωπηλός",
"σιωπηρά":"σιωπηρός",
"σιωπηρή":"σιωπηρός",
"σιωπηρής":"σιωπηρός",
"σιωπηρό":"σιωπηρός",
"σιωπης":"σιωπή",
"σιωπής":"σιωπή",
"σιωπήσαμε":"σιωπώ",
"σιώπησε":"σιωπώ",
"σιωπήσει":"σιωπώ",
"σιωπήσουμε":"σιωπώ",
"σιωπήσουν":"σιωπώ",
"σιωπούμε":"σιωπώ",
"σιωπούν":"σιωπώ",
"σιωπούσαν":"σιωπώ",
"σιωπούσε":"σιωπώ",
"σιώρα":"σιώρα",
"σκ΄λι":"σκ΄λι",
"σκάβαμε":"σκάβω",
"σκάβει":"σκάβω",
"σκάβονται":"σκάβω",
"σκαβόταν":"σκάβω",
"σκάβουν":"σκάβω",
"σκάγια":"σκάγι",
"σκάει":"σκάω",
"σκάζνι":"σκάζνι",
"σκαθάρι":"σκαθάρι",
"σκαϊ":"σκαϊ",
"σκαϊλάινερς":"σκαϊλάινερς",
"σκάιλαινερς-λε":"σκάιλαινερς-λε",
"σκάκας":"σκάκας",
"σκάκι":"σκάκι",
"σκακιέρα":"σκακιέρα",
"σκάλα":"σκάλα",
"σκαλάκι":"σκαλάκι",
"σκάλας":"σκάλα",
"σκαλάς":"σκαλάς",
"σκαλενάκη":"σκαλενάκη",
"σκάλες":"σκάλα",
"σκαλί":"σκαλί",
"σκαλιά":"σκαλί",
"σκαλίζει":"σκαλίζω",
"σκαλισμένα":"σκαλίζω",
"σκαλισμένες":"σκαλίζω",
"σκαλισμένη":"σκαλίζω",
"σκαλιστές":"σκαλιστής",
"σκαλίστηκε":"σκαλίζω",
"σκαλιστήρι":"σκαλιστήρι",
"σκαλοπάτι":"σκαλοπάτι",
"σκαλοπάτια":"σκαλοπάτι",
"σκαλπ":"σκαλπ",
"σκαλωμένο":"σκαλωμένος",
"σκαλώνανε":"σκαλώνω",
"σκαλωσιά":"σκαλωσιά",
"σκαλωσιές":"σκαλωσιά",
"σκάμματα":"σκάμμα",
"σκαμμένος":"σκαμμένος",
"σκαμνί":"σκαμνί",
"σκαμνιά":"σκαμνί",
"σκαμπανέβασμα":"σκαμπανέβασμα",
"σκαμπανεβάσματα":"σκαμπανέβασμα",
"σκαμπανεβάσματά":"σκαμπανέβασμα",
"σκαμπίλι":"σκαμπίλι",
"σκαμπό":"σκαμπό",
"σκανάρει":"σκανάρει",
"σκανάρισμα":"σκανάρισμα",
"σκανδαλα":"σκάνδαλο",
"σκάνδαλα":"σκάνδαλο",
"σκανδαλη":"σκανδάλη",
"σκανδάλη":"σκανδάλη",
"σκανδαλίδη":"σκανδαλίδης",
"σκανδαλίδης":"σκανδαλίδης",
"σκανδαλίζει":"σκανδαλίζω",
"σκανδαλίζουν":"σκανδαλίζω",
"σκανδάλισε":"σκανδαλίζω",
"σκανδαλιστική":"σκανδαλιστικός",
"σκανδαλο":"σκάνδαλο",
"σκάνδαλο":"σκάνδαλο",
"σκανδαλοθηρικές":"σκανδαλοθηρικός",
"σκανδαλολογία":"σκανδαλολογία",
"σκανδαλολογίας":"σκανδαλολογία",
"σκανδαλολογική":"σκανδαλολογική",
"σκανδαλολογώντας":"σκανδαλολογώ",
"σκανδάλου":"σκάνδαλο",
"σκανδαλώδεις":"σκανδαλώδης",
"σκανδαλώδες":"σκανδαλώδης",
"σκανδαλώδη":"σκανδαλώδης",
"σκανδαλώδης":"σκανδαλώδης",
"σκανδαλώδους":"σκανδαλώδης",
"σκανδαλωδώς":"σκανδαλωδώς",
"σκανδάλων":"σκάνδαλο",
"σκανδιναβία":"σκανδιναβία",
"σκανδιναβίας":"σκανδιναβία",
"σκανδιναβικές":"σκανδιναβικός",
"σκανδιναβική":"σκανδιναβικός",
"σκανδιναβικού":"σκανδιναβικός",
"σκανδιναβοί":"σκανδιναβός",
"σκάνε":"σκάω",
"σκάνερ":"σκάνερ",
"σκανθορπ":"σκανθορπ",
"σκανταλιάρικο":"σκανταλιάρης",
"σκαντζόχοιρος":"σκαντζόχοιρος",
"σκαντζόχοιρους":"σκαντζόχοιρος",
"σκάουτερ":"σκάουτερ",
"σκάουτινγκ":"σκάουτινγκ",
"σκαπανείς":"σκαπανέας",
"σκαπάνη":"σκαπάνη",
"σκαπτικά":"σκαπτικός",
"σκαρί":"σκαρί",
"σκαριά":"σκαρί",
"σκαρίμπας":"σκαρίμπας",
"σκαριόλο":"σκαριόλο",
"σκαρίφημα":"σκαρίφημα",
"σκαριφήματα":"σκαρίφημα",
"σκαρλάτος":"σκαρλάτος",
"σκαρλάτου":"σκαρλάτος",
"σκάρλος":"σκάρλος",
"σκαρμουτσο":"σκαρμούτσο",
"σκαρμούτσο":"σκαρμούτσο",
"σκαρμουτσος":"σκαρμουτσος",
"σκαρμούτσος":"σκαρμούτσος",
"σκάρσγκορντ":"σκάρσγκορντ",
"σκαρφάλωμα":"σκαρφάλωμα",
"σκαρφαλωμένα":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλωμένη":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλωμένος":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφάλωναν":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλώνει":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλώνουμε":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλώνουν":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφάλωσαν":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφάλωσε":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλώσει":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφαλώσουν":"σκαρφαλώνω",
"σκαρφίζονται":"σκαρφίζομαι",
"σκαρφιστεί":"σκαρφίζομαι",
"σκαρφίστηκε":"σκαρφίζομαι",
"σκαρώνει":"σκαρώνω",
"σκαρώσει":"σκαρώνω",
"σκας":"σκάω",
"'σκασε":"'σκασε",
"σκάσει":"σκάω",
"σκάσεις":"σκάζω",
"σκάσιμο":"σκάσιμο",
"σκασμένοι":"σκασμένος",
"σκασμό":"σκασμός",
"σκάσουμε":"σκάζω",
"σκάσουν":"σκάζω",
"σκαστές":"σκαστός",
"σκατά":"σκατάς",
"σκάταρ":"σκάταρ",
"σκάτσελ":"σκάτσελ",
"σκάφη":"σκάφος",
"σκαφος":"σκάφος",
"σκάφος":"σκάφος",
"σκάφους":"σκάφος",
"σκαφτούν":"σκάβω",
"σκαφων":"σκάφος",
"σκαφών":"σκάφος",
"σκάψει":"σκάβω",
"σκάψιμο":"σκάψιμο",
"σκάψουμε":"σκάφτω",
"σκέβη":"σκέβη",
"σκέβης":"σκέβης",
"σκεβρωμένες":"σκεβρωμένος",
"σκελετό":"σκελετός",
"σκελετοί":"σκελετός",
"σκελετός":"σκελετός",
"σκελετού":"σκελετός",
"σκελετούς":"σκελετός",
"σκελετωμένα":"σκελετωμένος",
"σκελετών":"σκελετός",
"σκέλη":"σκέλος",
"σκέλια":"σκέλια",
"σκελίδες":"σκελίδα",
"σκέλος":"σκέλος",
"σκέλους":"σκέλος",
"σκεπάζει":"σκεπάζω",
"σκεπάζεται":"σκεπάζω",
"σκεπάζετε":"σκεπάζω",
"σκεπάζονται":"σκεπάζω",
"σκεπάζοντας":"σκεπάζω",
"σκεπάζουμε":"σκεπάζω",
"σκεπάζουν":"σκεπάζω",
"σκεπάνοβιτς":"σκεπάνοβιτς",
"σκεπάσαμε":"σκεπάζω",
"σκέπασαν":"σκεπάζω",
"σκέπασε":"σκεπάζω",
"σκεπάσει":"σκεπάζω",
"σκέπασμά":"σκέπασμα",
"σκεπασμένες":"σκεπάζω",
"σκεπασμένο":"σκεπασμένος",
"σκεπάσουν":"σκεπάζω",
"σκεπαστεί":"σκεπάζω",
"σκεπαστή":"σκεπαστός",
"σκεπάστηκε":"σκεπάζω",
"σκεπαστής":"σκεπαστός",
"σκέπαστρο":"σκέπαστρο",
"σκέπει":"σκέπω",
"σκεπές":"σκεπή",
"σκεπή":"σκεπή",
"σκέπη":"σκέπη",
"σκεπίσι":"σκεπίσι",
"σκέπτεσαι":"σκέφτομαι",
"σκέπτεσθαι":"σκέπτεσθαι",
"σκέπτεστε":"σκέφτομαι",
"σκέπτεται":"σκέφτομαι",
"σκεπτικισμό":"σκεπτικισμός",
"σκεπτικισμός":"σκεπτικισμός",
"σκεπτικιστές":"σκεπτικιστής",
"σκεπτικιστών":"σκεπτικιστής",
"σκεπτικό":"σκεπτικό",
"σκεπτικός":"σκεπτικός",
"σκεπτικού":"σκεπτικός",
"σκέπτομαι":"σκέφτομαι",
"σκεπτόμαστε":"σκέφτομαι",
"σκεπτόμενη":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμενο":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμενοι":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμενος":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμενου":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμενους":"σκεπτόμενος",
"σκεπτόμουν":"σκέπτομαι",
"σκεπτόμουνα":"σκέπτομαι",
"σκέπτονται":"σκέφτομαι",
"σκεπτόταν":"σκέφτομαι",
"σκέτα":"σκέτος",
"σκέτη":"σκέτος",
"σκέτο":"σκέτος",
"σκέτος":"σκέτος",
"σκετς":"σκετς",
"σκετσάκι":"σκετσάκι",
"σκεύασμα":"σκεύασμα",
"σκευάσματα":"σκεύασμα",
"σκευή":"σκευή",
"σκεύη":"σκεύος",
"σκεύος":"σκεύος",
"σκεύους":"σκεύος",
"σκευωρία":"σκευωρία",
"σκευωρίας":"σκευωρία",
"σκευωρίες":"σκευωρία",
"σκευωρούν":"σκευωρώ",
"σκεφθεί":"σκέφτομαι",
"σκεφθείς":"σκέφτομαι",
"σκεφθείτε":"σκέφτομαι",
"σκέφθηκα":"σκέφτομαι",
"σκεφθήκαμε":"σκέφτομαι",
"σκέφθηκαν":"σκέφτομαι",
"σκεφθήκατε":"σκέπτομαι",
"σκέφθηκε":"σκέφτομαι",
"σκεφθούμε":"σκέφτομαι",
"σκεφθούν":"σκέφτομαι",
"σκεφθώ":"σκέφτομαι",
"σκεφτεί":"σκέφτομαι",
"σκεφτείς":"σκέφτομαι",
"σκεφτείτε":"σκέφτομαι",
"σκέφτεσαι":"σκέφτομαι",
"σκέφτεστε":"σκέφτομαι",
"σκέφτεται":"σκέφτομαι",
"σκέφτηκα":"σκέφτομαι",
"σκεφτήκαμε":"σκέφτομαι",
"σκέφτηκαν":"σκέφτομαι",
"σκεφτήκατε":"σκέφτομαι",
"σκέφτηκε":"σκέφτομαι",
"σκέφτηκες":"σκέφτομαι",
"σκεφτικός":"σκεφτικός",
"σκέφτομαι":"σκέφτομαι",
"σκεφτόμαστε":"σκέφτομαι",
"σκεφτόμουν":"σκέφτομαι",
"σκεφτόμουνα":"σκέφτομαι",
"σκέφτονται":"σκέφτομαι",
"σκέφτονταν":"σκέφτομαι",
"σκεφτόταν":"σκέφτομαι",
"σκεφτούμε":"σκέφτομαι",
"σκεφτούν":"σκέφτομαι",
"σκεφτώ":"σκέφτομαι",
"σκεψεις":"σκέψη",
"σκέψεις":"σκέψη",
"σκέψεων":"σκέψη",
"σκέψεών":"σκέψη",
"σκεψη":"σκέψη",
"σκέψη":"σκέψη",
"σκέψης":"σκέψη",
"σκέψου":"σκέφτομαι",
"σκηνες":"σκηνή",
"σκηνές":"σκηνή",
"σκηνή":"σκηνή",
"σκηνή-μεικτό":"σκηνή-μεικτό",
"σκηνήν":"σκηνή",
"σκηνής":"σκηνή",
"σκηνικά":"σκηνικός",
"σκηνικά-κοστούμια":"σκηνικά-κοστούμια",
"σκηνικές":"σκηνικός",
"σκηνική":"σκηνικός",
"σκηνικό":"σκηνικός",
"σκηνικός":"σκηνικός",
"σκηνικού":"σκηνικός",
"σκηνικών":"σκηνικός",
"σκηνογραφία":"σκηνογραφία",
"σκηνογραφίας":"σκηνογραφία",
"σκηνογραφικό":"σκηνογραφικός",
"σκηνογράφο":"σκηνογράφος",
"σκηνογράφος":"σκηνογράφος",
"σκηνοθεσία":"σκηνοθεσία",
"σκηνοθεσίας":"σκηνοθεσία",
"σκηνοθεσίες":"σκηνοθεσία",
"σκηνοθετεί":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετείς":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθέτες":"σκηνοθέτης",
"σκηνοθέτη":"σκηνοθέτης",
"σκηνοθετήθηκε":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετημένα":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετημένες":"σκηνοθετημένος",
"σκηνοθετημένη":"σκηνοθετημένος",
"σκηνοθετημένο":"σκηνοθετημένος",
"σκηνοθετημένος":"σκηνοθετημένος",
"σκηνοθέτης":"σκηνοθέτης",
"σκηνοθέτησε":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετήσει":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετήσω":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθέτιδα":"σκηνοθέτις",
"σκηνοθέτιδας":"σκηνοθέτιδας",
"σκηνοθέτιδος":"σκηνοθέτις",
"σκηνοθετικές":"σκηνοθετικός",
"σκηνοθετική":"σκηνοθετικός",
"σκηνοθετικής":"σκηνοθετικός",
"σκηνοθετικό":"σκηνοθετικός",
"σκηνοθετικών":"σκηνοθετικός",
"σκηνοθετούν":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετούσε":"σκηνοθετώ",
"σκηνοθετών":"σκηνοθέτης",
"σκήνωμα":"σκήνωμα",
"σκηνώματος":"σκήνωμα",
"σκηνών":"σκηνή",
"σκήπτρα'":"σκήπτρα'",
"σκήπτρα":"σκήπτρο",
"σκήπτρο":"σκήπτρο",
"σκι":"σκι",
"σκια":"σκιά",
"σκιά":"σκιά",
"σκιαγραφεί":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφείται":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφηθεί":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφηθούν":"σκιαγραφώ",
"σκιαγράφησαν":"σκιαγραφώ",
"σκιαγράφησε":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφήσει":"σκιαγραφώ",
"σκιαγράφηση":"σκιαγράφηση",
"σκιαγραφήσουν":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφουν":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφούν":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφούνται":"σκιαγραφώ",
"σκιαγραφούσε":"σκιαγραφώ",
"σκιαδά":"σκιαδά",
"σκίαζαν":"σκιάζω",
"σκιάζει":"σκιάζω",
"σκιάζουν":"σκιάζω",
"σκιαθίτης":"σκιαθίτης",
"σκιάθου":"σκιάθος",
"σκιας":"σκιά",
"σκιάς":"σκιά",
"σκίασαν":"σκιάζω",
"σκιάστηκε":"σκιάζω",
"σκιάχτρο":"σκιάχτρο",
"σκιερό":"σκιερός",
"σκιερούς":"σκιερός",
"σκιές":"σκιά",
"σκίζει":"σκίζω",
"σκίζεται":"σκίζω",
"σκίζουν":"σκίζω",
"σκίνχεντ":"σκίνχεντ",
"σκίνχεντς":"σκίνχεντς",
"σκίουροι":"σκίουρος",
"σκίρμαντς":"σκίρμαντς",
"σκίρτημα":"σκίρτημα",
"σκιρτήματα":"σκίρτημα",
"σκίσει":"σκίζω",
"σκισμένα":"σκισμένος",
"σκισμένες":"σκίζω",
"σκίσουν":"σκίζω",
"σκίστηκε":"σκίζω",
"σκιστούν":"σκίζω",
"σκίτσα":"σκίτσο",
"σκιτσο":"σκίτσο",
"σκίτσο":"σκίτσο",
"σκιτσογράφο":"σκιτσογράφος",
"σκιτσογράφος":"σκιτσογράφος",
"σκιτσογράφου":"σκιτσογράφος",
"σκίτσου":"σκίτσο",
"σκίτσων":"σκίτσο",
"σκιφ":"σκιφ",
"σκίφτε":"σκίφτε",
"σκιώδη":"σκιώδης",
"σκιώδης":"σκιώδης",
"σκιώδους":"σκιώδης",
"σκιών":"σκιά",
"σκιώνη":"σκιώνη",
"σκλαβιά":"σκλαβιά",
"σκλαβιάς":"σκλαβιά",
"σκλάβοι":"σκλάβος",
"σκλαβοπάζαρο":"σκλαβοπάζαρο",
"σκλάβος":"σκλάβος",
"σκλάβου":"σκλάβος",
"σκλαβούνος":"σκλαβούνος",
"σκλάβους":"σκλάβος",
"σκλαβωμένη":"σκλαβωμένος",
"σκλάβων":"σκλάβος",
"σκλήθρο":"σκλήθρο",
"σκληοπίδης":"σκληοπίδης",
"σκληρά":"σκληρά",
"σκληρά":"σκληρός",
"σκληραίνει":"σκληραίνω",
"σκληραίνουν":"σκληραίνω",
"σκληρές":"σκληρός",
"σκληρη":"σκληρός",
"σκληρή":"σκληρός",
"σκληρής":"σκληρός",
"σκληρό":"σκληρός",
"σκληρόδερμα":"σκληρόδερμος",
"σκληροδέρματος":"σκληροδέρματος",
"σκληροί":"σκληρός",
"σκληρόκαρδου":"σκληρόκαρδος",
"σκληροπυρηνικές":"σκληροπυρηνικός",
"σκληροπυρηνική":"σκληροπυρηνικός",
"σκληροπυρηνικοί":"σκληροπυρηνικός",
"σκληροπυρηνικούς":"σκληροπυρηνικός",
"σκληροπυρηνικών":"σκληροπυρηνικός",
"σκληρός":"σκληρός",
"σκληρότατος":"σκληρός",
"σκληρότερα":"σκληρός",
"σκληρότερες":"σκληρός",
"σκληρότερη":"σκληρός",
"σκληρότερο":"σκληρός",
"σκληρότερος":"σκληρός",
"σκληρότερων":"σκληρός",
"σκληρότητα":"σκληρότητα",
"σκληρότητά":"σκληρότητα",
"σκληρότητας":"σκληρότητα",
"σκληροτράχηλα":"σκληροτράχηλος",
"σκληροτράχηλη":"σκληροτράχηλος",
"σκληροτράχηλο":"σκληροτράχηλος",
"σκληρού":"σκληρός",
"σκληρούς":"σκληρός",
"σκληρύνει":"σκληραίνω",
"σκληρυνση":"σκλήρυνση",
"σκλήρυνση":"σκλήρυνση",
"σκλήρυνσης":"σκλήρυνση",
"σκληρών":"σκληρός",
"σκόδρα":"σκόδρα",
"σκοινί":"σκοινί",
"σκοινιά":"σκοινί",
"σκολίωση":"σκολίωση",
"σκολούδης":"σκολούδης",
"σκονάκι":"σκονάκι",
"σκονάκια":"σκονάκι",
"σκόνη":"σκόνη",
"σκόνης":"σκόνη",
"σκονισμένα":"σκονισμένος",
"σκονιστούν":"σκονίζω",
"σκοντάφτει":"σκοντάφτω",
"σκοντάφτουν":"σκοντάφτω",
"σκοντάφτω":"σκοντάφτω",
"σκόνταψα":"σκοντάφτω",
"σκόνταψε":"σκοντάφτω",
"σκοντάψει":"σκοντάφτω",
"σκόντο":"σκόντο",
"σκοπελίτη":"σκοπελίτης",
"σκοπελίτης":"σκοπελίτης",
"σκόπελο":"σκόπελος",
"σκόπελοι":"σκόπελος",
"σκόπελος":"σκόπελος",
"σκοπέλου":"σκόπελος",
"σκοπέλους":"σκόπελος",
"σκόπευαν":"σκοπεύω",
"σκόπευε":"σκοπεύω",
"σκοπεύει":"σκοπεύω",
"σκοπεύεις":"σκοπεύω",
"σκοπεύετε":"σκοπεύω",
"σκοπεύουμε":"σκοπεύω",
"σκοπεύουν":"σκοπεύω",
"σκόπευσε":"σκοπεύω",
"σκόπευση":"σκόπευση",
"σκοπευτές":"σκοπευτής",
"σκοπευτή":"σκοπευτής",
"σκοπευτής":"σκοπευτής",
"σκοπιά":"σκοπιά",
"σκόπια":"σκόπια",
"σκοπιανά":"σκοπιανός",
"σκοπιανή":"σκοπιανός",
"σκοπιανής":"σκοπιανός",
"σκοπιανό":"σκοπιανός",
"σκοπιανοί":"σκοπιανός",
"σκοπιανός":"σκοπιανός",
"σκοπιανού":"σκοπιανός",
"σκοπιανών":"σκοπιανός",
"σκοπιάς":"σκοπιά",
"σκοπιές":"σκοπιά",
"σκόπιμα":"σκόπιμα",
"σκόπιμες":"σκόπιμος",
"σκόπιμη":"σκόπιμος",
"σκόπιμης":"σκόπιμος",
"σκόπιμο":"σκόπιμος",
"σκοπιμότητα":"σκοπιμότητα",
"σκοπιμότητά":"σκοπιμότητα",
"σκοπιμότητας":"σκοπιμότητα",
"σκοπιμότητες":"σκοπιμότητα",
"σκοπιμοτήτων":"σκοπιμότητα",
"σκοπίμως":"σκόπιμα",
"σκοπίων":"σκόπια",
"σκοπίων-κοσσυφοπεδίου":"σκοπίων-κοσσυφοπεδίου",
"σκοπό":"σκοπός",
"σκοποβολή":"σκοποβολή",
"σκοποβολής":"σκοποβολή",
"σκοποί":"σκοπός",
"σκοπός":"σκοπός",
"σκοπού":"σκοπός",
"σκοπούμενα":"σκοπούμενα",
"σκοπούς":"σκοπός",
"σκοπών":"σκοπός",
"σκορ":"σκορ",
"σκοράραμε":"σκοράρω",
"σκόραραν":"σκοράρω",
"σκόραρε":"σκοράρω",
"σκοράρει":"σκοράρω",
"σκοράρισμα":"σκοράρισμα",
"σκοράροντας":"σκοράρω",
"σκοράρουν":"σκοράρω",
"σκοράρω":"σκοράρω",
"σκόρδα":"σκόρδο",
"σκορδάς":"σκορδάς",
"σκόρδας":"σκόρδας",
"σκορδάτα":"σκορδάτα",
"σκορδάτες":"σκορδάτες",
"σκόρδο":"σκόρδο",
"σκόρδου":"σκόρδο",
"σκορερ":"σκόρερ",
"σκόρερ":"σκόρερ",
"σκορπά":"σκορπίζω",
"σκορπάνε":"σκορπώ",
"σκόρπια":"σκόρπιος",
"σκόρπιες":"σκόρπιος",
"σκόρπιζε":"σκορπίζω",
"σκορπίζει":"σκορπίζω",
"σκορπίζοντας":"σκορπίζω",
"σκορπίζουν":"σκορπίζω",
"σκορπιος":"σκορπιός",
"σκορπιός":"σκορπιός",
"σκορπιού":"σκορπιός",
"σκόρπισαν":"σκορπίζω",
"σκόρπισε":"σκορπίζω",
"σκορπίσει":"σκορπίζω",
"σκορπισμένα":"σκορπίζω",
"σκορπισμένες":"σκορπίζω",
"σκορπισμένοι":"σκορπισμένος",
"σκορπίσουν":"σκορπίζω",
"σκορπούσε":"σκορπώ",
"σκορποχώρι":"σκορποχώρι",
"σκορσέζε":"σκορσέζε",
"σκοτ":"σκοτ",
"σκοτάδι":"σκοτάδι",
"σκοτάδια":"σκοτάδι",
"σκοταδισμό":"σκοταδισμός",
"σκοταδιστική":"σκοταδιστικός",
"σκοτεινά":"σκοτεινά",
"σκοτεινά":"σκοτεινός",
"σκοτεινές":"σκοτεινός",
"σκοτεινη":"σκοτεινός",
"σκοτεινή":"σκοτεινός",
"σκοτεινής":"σκοτεινός",
"σκοτεινιάζει":"σκοτεινιάζω",
"σκοτείνιασε":"σκοτεινιάζω",
"σκοτεινιάσει":"σκοτεινιάζω",
"σκοτεινο":"σκοτεινός",
"σκοτεινό":"σκοτεινός",
"σκοτεινοί":"σκοτεινός",
"σκοτεινός":"σκοτεινός",
"σκοτεινου":"σκοτεινός",
"σκοτεινούς":"σκοτεινός",
"σκοτεινών":"σκοτεινός",
"σκοτια":"σκοτία",
"σκοτία":"σκοτία",
"σκοτιας":"σκοτία",
"σκοτίας":"σκοτία",
"σκοτίδας":"σκοτίδας",
"σκοτινα":"σκοτινα",
"σκοτίνας":"σκοτίνας",
"σκοτινιώτης":"σκοτινιώτης",
"σκότλαντ":"σκότλαντ",
"σκότμουρ":"σκότμουρ",
"σκότος":"σκότος",
"σκοτούρα":"σκοτούρα",
"σκοτούρες":"σκοτούρα",
"σκότους":"σκότος",
"σκοτούσας":"σκοτούσας",
"σκοτσέζικα":"σκωτσέζικος",
"σκοτσέζικο":"σκωτσέζικος",
"σκοτσέζικου":"σκωτσέζικος",
"σκοτσέζος":"σκοτσέζος",
"σκοτσέζου":"σκοτσέζος",
"σκοτωθεί":"σκοτώνω",
"σκοτώθηκαν":"σκοτώνω",
"σκοτώθηκε":"σκοτώνω",
"σκοτωθούμε":"σκοτώνω",
"σκοτωθούν":"σκοτώνω",
"σκότωμα":"σκότωμα",
"σκοτωμένο":"σκοτώνω",
"σκοτωμένους":"σκοτώνω",
"σκοτωμό":"σκοτωμός",
"σκοτωμούς":"σκοτωμός",
"σκότωναν":"σκοτώνω",
"σκότωνε":"σκοτώνω",
"σκοτώνει":"σκοτώνω",
"σκοτώνεις":"σκοτώνω",
"σκοτώνεται":"σκοτώνω",
"σκοτώνετε":"σκοτώνω",
"σκοτώνονται":"σκοτώνω",
"σκοτώνοντας":"σκοτώνω",
"σκοτώνοντάς":"σκοτώνω",
"σκοτώνουμε":"σκοτώνω",
"σκοτώνουν":"σκοτώνω",
"σκοτώνω":"σκοτώνω",
"σκότωσα":"σκοτώνω",
"σκοτώσαμε":"σκοτώνω",
"σκότωσαν":"σκοτώνω",
"σκοτώσατε":"σκοτώνω",
"σκοτωσε":"σκοτώνω",
"σκότωσε":"σκοτώνω",
"σκοτώσει":"σκοτώνω",
"σκοτώσεις":"σκοτώνω",
"σκοτώσουμε":"σκοτώνω",
"σκοτώσουν":"σκοτώνω",
"σκοτώσω":"σκοτώνω",
"σκουάντρα":"σκουάντρα",
"σκουέαρ":"σκουέαρ",
"σκουέρ":"σκουέρ",
"σκουλάκης":"σκουλάκης",
"σκουλαρικάδες":"σκουλαρικάδες",
"σκουλαρίκια":"σκουλαρίκι",
"σκουλήκι":"σκουλήκι",
"σκουλήκια":"σκουλήκι",
"σκούμπο":"σκούμπο",
"σκούνα":"σκούνα",
"σκουντάει":"σκουντώ",
"σκουντέτο":"σκουντέτο",
"σκούντζου":"σκούντζου",
"σκουός":"σκουός",
"σκούπα":"σκούπα",
"σκούπες":"σκούπα",
"σκουπιδαριό":"σκουπιδαριό",
"σκουπίδι":"σκουπίδι",
"σκουπίδια":"σκουπίδι",
"σκουπιδιού":"σκουπίδι",
"σκουπιδιών":"σκουπίδι",
"σκουπιδοσακούλες":"σκουπιδοσακούλες",
"σκουπιδοτενεκέ":"σκουπιδοτενεκές",
"σκουπιδοτενεκέδες":"σκουπιδοτενεκές",
"σκουπιδότοπο":"σκουπιδότοπος",
"σκουπιδότοποι":"σκουπιδότοπος",
"σκουπιδότοπος":"σκουπιδότοπος",
"σκουπιδότοπου":"σκουπιδότοπος",
"σκουπιδότοπους":"σκουπιδότοπος",
"σκουπίζει":"σκουπίζω",
"σκουπίζετε":"σκουπίζω",
"σκουπιζόταν":"σκουπίζω",
"σκουπίζουμε":"σκουπίζω",
"σκουπίζουν":"σκουπίζω",
"σκούπισε":"σκουπίζω",
"σκουπίσει":"σκουπίζω",
"σκουπίστε":"σκουπίζω",
"σκουπόξυλο":"σκουπόξυλο",
"σκούρα":"σκούρος",
"σκουραίνει":"σκουραίνω",
"σκούρας":"σκούρος",
"σκούρες":"σκούρος",
"σκουριά":"σκουριά",
"σκουριάζει":"σκουριάζω",
"σκουριάζουν":"σκουριάζω",
"σκουριάσει":"σκουριάζω",
"σκουριασμένα":"σκουριασμένος",
"σκουριασμένης":"σκουριασμένος",
"σκούρο":"σκούρος",
"σκουρολιάκος":"σκουρολιάκος",
"σκουρόχρωμη":"σκουρόχρωμος",
"σκουρόχρωμο":"σκουρόχρωμος",
"σκούρτη":"σκούρτη",
"σκούρτης":"σκούρτης",
"σκουταράδες":"σκουταράδες",
"σκούταρης":"σκούταρης",
"σκούτερ":"σκούτερ",
"σκούτζου":"σκούτζου",
"σκούφαλης":"σκούφαλης",
"σκούφια":"σκούφια",
"σκουφίτσας":"σκουφίτσα",
"σκρα":"σκρα",
"σκρατς":"σκρατς",
"σκρουμπη":"σκρουμπη",
"σκρουτζ":"σκρουτζ",
"σκύβει":"σκύβω",
"σκύβεις":"σκύβω",
"σκύβοντας":"σκύβω",
"σκύβουν":"σκύβω",
"σκύδρα":"σκύδρα",
"σκυδρας":"σκυδρας",
"σκύδρας":"σκύδρας",
"σκύδρας-αο":"σκύδρας-αο",
"σκυθρωπά":"σκυθρωπός",
"σκυθρωπιάζει":"σκυθρωπιάζω",
"σκυθρώπιασε":"σκυθρωπιάζω",
"σκυθρωπό":"σκυθρωπός",
"σκύλα":"σκύλα",
"σκυλάδικα":"σκυλάδικο",
"σκυλάδικου":"σκυλάδικο",
"σκυλάδικων":"σκυλάδικο",
"σκυλακάκης":"σκυλακάκης",
"σκυλάκι":"σκυλάκι",
"σκυλάκια":"σκυλάκι",
"σκυλί":"σκυλί",
"σκυλιά":"σκυλί",
"σκυλιού":"σκυλί",
"σκυλίτσα":"σκυλίτσα",
"σκυλιών":"σκυλί",
"σκυλλά":"σκυλλά",
"σκυλλάκος":"σκυλλάκος",
"σκύλο":"σκύλος",
"σκύλοι":"σκύλος",
"σκύλος":"σκύλος",
"σκύλου":"σκύλος",
"σκύλους":"σκύλος",
"σκύλων":"σκύλος",
"σκυμμένα":"σκύβω",
"σκυμμένες":"σκύβω",
"σκυμμένο":"σκυμμένος",
"σκυμμένοι":"σκύβω",
"σκυμμένος":"σκυμμένος",
"σκυρόδεμα":"σκυρόδεμα",
"σκυροδέματος":"σκυρόδεμα",
"σκυρος":"σκύρος",
"σκυτάλη":"σκυτάλη",
"σκυτάλης":"σκυτάλη",
"σκυταλοδρομία":"σκυταλοδρομία",
"σκυφτή":"σκυφτός",
"σκυφτοί":"σκυφτός",
"σκύψει":"σκύβω",
"σκύψουμε":"σκύβω",
"σκύψουν":"σκύβω",
"σκύψτε":"σκύβω",
"σκύψω":"σκύβω",
"σκφ":"σκφ",
"σκωλήκων":"σκώληκας",
"σκωπτικά":"σκωπτικά",
"σκωπτικό":"σκωπτικός",
"σκωριών":"σκωρία",
"σκωτία":"σκωτία",
"σκωτίας":"σκωτία",
"σκώτοι":"σκώτοι",
"σκωτσέζικη":"σκωτσέζικος",
"σκωτσέζικης":"σκωτσέζικος",
"σλάβα":"σλάβα",
"σλαβια":"σλαβια",
"σλάβια":"σλάβια",
"σλαβικά":"σλαβικός",
"σλαβικές":"σλαβικός",
"σλαβική":"σλαβικός",
"σλαβικό":"σλαβικός",
"σλαβικών":"σλαβικός",
"σλαβολογικής":"σλαβολογικός",
"σλαβοφώνων":"σλαβόφωνος",
"σλάιτς":"σλάιτς",
"σλάλομ":"σλάλομ",
"σλαμ":"σλαμ",
"σλεσέρ":"σλεσέρ",
"σλετάνε":"σλετάνε",
"σλόαν":"σλόαν",
"σλοβακία":"σλοβακία",
"σλοβακίας":"σλοβακία",
"σλοβακική":"σλοβακικός",
"σλοβάκο":"σλοβάκος",
"σλοβάκος":"σλοβάκος",
"σλοβάκου":"σλοβάκος",
"σλοβάκους":"σλοβάκος",
"σλόβαν":"σλόβαν",
"σλοβένα":"σλοβένα",
"σλοβενία":"σλοβενία",
"σλοβενίας":"σλοβενία",
"σλοβένικη":"σλοβένικος",
"σλοβενο":"σλοβένος",
"σλοβένο":"σλοβένος",
"σλοβενος":"σλοβένος",
"σλοβένος":"σλοβένος",
"σλοβένου":"σλοβένος",
"σλόγκα":"σλόγκα",
"σλόγκαν":"σλόγκαν",
"σλόμο":"σλόμο",
"σλομπονταν":"σλομπονταν",
"σλόμπονταν":"σλόμπονταν",
"σλούιζερ":"σλούιζερ",
"σμαΐλης":"σμαΐλης",
"σμάλτο":"σμάλτο",
"σμαράγδας":"σμαράγδα",
"σμαρνάκης":"σμαρνάκης",
"σμαρω":"σμαρω",
"σμαρώ":"σμαρώ",
"σμεχα":"σμεχα",
"σμηναγός":"σμηναγός",
"σμηναγού":"σμηναγός",
"σμήναρχος":"σμήναρχος",
"σμήνη":"σμήνος",
"σμίγει":"σμίγω",
"σμίγουν":"σμίγω",
"σμιθ":"σμιθ",
"σμίθφιλντ":"σμίθφιλντ",
"σμιλεύει":"σμιλεύω",
"σμίλιανιτς":"σμίλιανιτς",
"σμιντ":"σμιντ",
"σμίξει":"σμίγω",
"σμίξιμο":"σμίξιμο",
"σμιτ":"σμιτ",
"σμιτς":"σμιτς",
"σμίτσερ":"σμίτσερ",
"σμιχτά":"σμιχτά",
"σμό":"σμό",
"σμοκ":"σμοκ",
"σμόκιν":"σμόκιν",
"σμόλαρεκ":"σμόλαρεκ",
"σμόντις":"σμόντις",
"σμούκιτς":"σμούκιτς",
"σμους":"σμους",
"σμπάρο":"σμπάρος",
"σμπέρζιακ":"σμπέρζιακ",
"σμύρνα":"σμύρνα",
"σμυρναίικα":"σμυρναίικος",
"σμύρνη":"σμύρνη",
"σμύρνης":"σμύρνη",
"σμυρνιοί":"σμυρνιός",
"σνάιντερ":"σνάιντερ",
"σνάιπς":"σνάιπς",
"σνακ":"σνακ",
"σναουτσνερ":"σναουτσνερ",
"σνάουτσνερ":"σνάουτσνερ",
"σνίτσελ":"σνίτσελ",
"σνο":"σνο",
"σνομπ":"σνομπ",
"σνομπάρει":"σνομπάρω",
"σνομπάρουν":"σνομπάρω",
"σνομπισμού":"σνομπισμός",
"σνόορ":"σνόορ",
"σνόουμπορντ":"σνόουμπορντ",
"σνούπι":"σνούπι",
"σο":"σο",
"σοάρες":"σοάρες",
"σοβ":"σοβ",
"σοβάδες":"σοβάς",
"σοβαρά":"σοβαρά",
"σοβαρά":"σοβαρός",
"σοβαράν":"σοβαράν",
"σοβαρές":"σοβαρός",
"σοβαρεύουν":"σοβαρεύω",
"σοβαρεύτηκαν":"σοβαρεύω",
"σοβαρευτούμε":"σοβαρεύω",
"σοβάρεψαν":"σοβαρεύω",
"σοβαρή":"σοβαρός",
"σοβαρής":"σοβαρός",
"σοβαρό":"σοβαρός",
"σοβαροί":"σοβαρός",
"σοβαρος":"σοβαρός",
"σοβαρός":"σοβαρός",
"σοβαρότατα":"σοβαρός",
"σοβαρότατες":"σοβαρός",
"σοβαρότατο":"σοβαρός",
"σοβαρότατους":"σοβαρός",
"σοβαρότερα":"σοβαρός",
"σοβαρότερες":"σοβαρός",
"σοβαρότερη":"σοβαρός",
"σοβαρότερο":"σοβαρός",
"σοβαρότεροι":"σοβαρός",
"σοβαρότερους":"σοβαρός",
"σοβαρότητα":"σοβαρότητα",
"σοβαρότητά":"σοβαρότητα",
"σοβαρότητας":"σοβαρότητα",
"σοβαρού":"σοβαρός",
"σοβαρούς":"σοβαρός",
"σοβαροφάνεια":"σοβαροφάνεια",
"σοβαροφανές":"σοβαροφανής",
"σοβαροφανούς":"σοβαροφανής",
"σοβαρών":"σοβαρός",
"σοβαρώς":"σοβαρά",
"σοβιέτ":"σοβιέτ",
"σοβιετικά":"σοβιετικός",
"σοβιετικές":"σοβιετικός",
"σοβιετική":"σοβιετικός",
"σοβιετικής":"σοβιετικός",
"σοβιετικό":"σοβιετικός",
"σοβιετικοί":"σοβιετικός",
"σοβιετικός":"σοβιετικός",
"σοβιετικού":"σοβιετικός",
"σοβιετικούς":"σοβιετικός",
"σοβιετικών":"σοβιετικός",
"σοβινισμό":"σοβινισμός",
"σοβιτσλη":"σοβιτσλη",
"σογινκα":"σογινκα",
"σογίνκα":"σογίνκα",
"σογιούζ":"σογιούζ",
"'σογιούζ'":"'σογιούζ'",
"σόδα":"σόδα",
"σόδας":"σόδα",
"σοδειά":"σοδειά",
"σοδειάς":"σοδειά",
"σοδειές":"σοδειά",
"σόετερ":"σόετερ",
"σοζέ":"σοζέ",
"σόθμπις":"σόθμπις",
"σόι":"σόι",
"σοκ":"σοκ",
"σοκάκι":"σοκάκι",
"σοκάκια":"σοκάκι",
"σόκαλης":"σόκαλης",
"σόκαρε":"σοκάρω",
"σοκάρει":"σοκάρω",
"σοκάρεται":"σοκάρω",
"σοκαρισμένη":"σοκαρισμένος",
"σοκαρισμένοι":"σοκάρω",
"σοκαρισμένος":"σοκάρω",
"σοκαρίστηκε":"σοκάρω",
"σοκαριστικό":"σοκαριστικός",
"σοκαριστικός":"σοκαριστικός",
"σοκάρομαι":"σοκάρω",
"σοκάρουν":"σοκάρω",
"σόκο":"σόκο",
"σοκολατα":"σοκολάτα",
"σοκολάτα":"σοκολάτα",
"σοκολατάκια":"σοκολατάκι",
"σοκολάτας":"σοκολάτα",
"σοκολατένιων":"σοκολατένιος",
"σοκολάτες":"σοκολάτα",
"σοκολατί":"σοκολατής",
"σοκολατίνες":"σοκολατίνα",
"σοκολατοειδή":"σοκολατοειδή",
"σοκολατοποιια":"σοκολατοποιία",
"σόλα":"σόλα",
"σολάκης":"σολάκης",
"σολάνα":"σολάνα",
"σολάνο":"σολάνο",
"σόλες":"σόλα",
"σόλιγκ":"σόλιγκ",
"σόλιντ":"σόλιντ",
"σολίστ":"σολίστ",
"σολίστα":"σολίστας",
"σολίστας":"σολίστας",
"σολιστική":"σολιστικός",
"σόλο":"σόλο",
"σολοικισμό":"σολοικισμός",
"σόλοικο":"σόλοικος",
"σ'ολόκληρο":"σ'ολόκληρο",
"σολομό":"σολομός",
"σολομός":"σολομός",
"σολομού":"σολομός",
"σολομωνιδης":"σολομωνιδης",
"σολομώντα":"σολομώντας",
"σολομώντεια":"σολομώντειος",
"σόλοντζ":"σόλοντζ",
"σολτ":"σολτ",
"σολωμίδη":"σολωμίδη",
"σολωμού":"σολωμός",
"σόλωνα":"σόλωνας",
"σομαλία":"σομαλία",
"σόμερσμπι":"σόμερσμπι",
"σόμμερ":"σόμμερ",
"σόμπα":"σόμπα",
"σόμπες":"σόμπα",
"σόμποτα":"σόμποτα",
"σον":"σον",
"σόναρ":"σόναρ",
"σονάτα":"σονάτα",
"σόνενφελντ":"σόνενφελντ",
"σόνεσι":"σόνεσι",
"σόνεφελντ":"σόνεφελντ",
"σόνικς":"σόνικς",
"σονκ":"σονκ",
"σοντάκη":"σοντάκη",
"σόου":"σόου",
"σόουζα":"σόουζα",
"σόουλ":"σόουλ",
"σόουμαν":"σόουμαν",
"σοπέν":"σοπέν",
"σοπράνο":"σοπράνο",
"σορβίνο":"σορβίνο",
"σορβόνη":"σορβόνη",
"σορβόνης":"σορβόνης",
"σόρδο":"σόρδο",
"σόρεν":"σόρεν",
"σορεντίνο":"σορεντίνο",
"σορίν":"σορίν",
"σορό":"σορός",
"σοροί":"σορός",
"σορος":"σορός",
"σορός":"σορός",
"σόρος":"σόρος",
"σορού":"σορός",
"σορούς":"σορός",
"σορτίκος":"σορτίκος",
"σορτς":"σορτς",
"σορτσάκι":"σορτσάκι",
"σορτσάκια":"σορτσάκι",
"σος":"σος",
"σοσιαλδημοκράτες":"σοσιαλδημοκράτης",
"σοσιαλδημοκράτη":"σοσιαλδημοκράτης",
"σοσιαλδημοκράτης":"σοσιαλδημοκράτης",
"σοσιαλδημοκρατίας":"σοσιαλδημοκρατία",
"σοσιαλδημοκρατικές":"σοσιαλδημοκρατικός",
"σοσιαλδημοκρατική":"σοσιαλδημοκρατικός",
"σοσιαλδημοκρατικό":"σοσιαλδημοκρατικός",
"σοσιαλδημοκρατικού":"σοσιαλδημοκρατικός",
"σοσιαλδημοκρατών":"σοσιαλδημοκράτης",
"σοσιαλισμό":"σοσιαλισμός",
"σοσιαλισμός":"σοσιαλισμός",
"σοσιαλισμού":"σοσιαλισμός",
"σοσιαλιστές":"σοσιαλιστής",
"σοσιαλιστή":"σοσιαλιστής",
"σοσιαλιστής":"σοσιαλιστής",
"σοσιαλιστικά":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστικές":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστική":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστικής":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστικό":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστικός":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλιστικού":"σοσιαλιστικός",
"σοσιαλίστριας":"σοσιαλίστρια",
"σοσιαλιστών":"σοσιαλιστής",
"σοσιεδαδ":"σοσιεδαδ",
"σοσιεδάδ":"σοσιεδάδ",
"σόσιν":"σόσιν",
"σοσό":"σοσό",
"σοτάρισμα":"σοτάρισμα",
"σότζου":"σότζου",
"σοτομαγιόρ":"σοτομαγιόρ",
"σότσι":"σότσι",
"σου":"εγώ",
"σου":"μου",
"σού":"σού",
"σουάζο":"σουάζο",
"σουάνης":"σουάνης",
"σουάρ":"σουάρ",
"σουβενίρ":"σουβενίρ",
"σούβλα":"σούβλα",
"σουβλάκι":"σουβλάκι",
"σουβλάκια":"σουβλάκι",
"σουβλατζής":"σουβλατζής",
"σούβλατζης":"σούβλατζης",
"σουβλατζίδικα":"σουβλατζίδικο",
"σούβλες":"σούβλα",
"σουγιά":"σουγιάς",
"σουγιάδες":"σουγιάς",
"σουγιουλτζής":"σουγιουλτζής",
"σουδάν":"σουδάν",
"σουδανικές":"σουδανικός",
"σουδανικής":"σουδανικός",
"σουδανών":"σουδανών",
"σουέ":"σουέ",
"σουέιζι":"σουέιζι",
"σουέσον":"σουέσον",
"σούζα":"σούζα",
"σούζαν":"σούζαν",
"σουηδέζα":"σουηδέζα",
"σουηδή":"σουηδή",
"σουηδής":"σουηδή",
"σουηδια":"σουηδία",
"σουηδία":"σουηδία",
"σουηδιας":"σουηδία",
"σουηδίας":"σουηδία",
"σουηδικά":"σουηδικός",
"σουηδικές":"σουηδικός",
"σουηδική":"σουηδική",
"σουηδική":"σουηδικός",
"σουηδικής":"σουηδικός",
"σουηδικό":"σουηδικός",
"σουηδικός":"σουηδικός",
"σουηδικού":"σουηδικός",
"σουηδό":"σουηδός",
"σουηδοί":"σουηδός",
"σουηδός":"σουηδός",
"σουηδού":"σουηδός",
"σουηδούς":"σουηδός",
"σουίνι":"σουίνι",
"σουιντον":"σουιντον",
"σουίντον35981340-48":"σουίντον35981340-48",
"σουιτα":"σουίτα",
"σουίτα":"σουίτα",
"σουίτας":"σουίτα",
"σουίτες":"σουίτα",
"σουκ":"σουκ",
"σούλα":"σούλα",
"σουλαντικα":"σουλαντικα",
"σουλεϊμάν":"σουλεϊμάν",
"σούλη":"σούλη",
"σούλης":"σούλης",
"σούλι":"σούλι",
"σουλίδη":"σουλίδη",
"σουλιωτες":"σουλιώτης",
"σουλιώτες":"σουλιώτης",
"σούλμπεργκς":"σούλμπεργκς",
"σουλτανάτο":"σουλτανάτο",
"σουλτανάτου":"σουλτανάτο",
"σουλτανίδης":"σουλτανίδης",
"σουλτάνο":"σουλτάνος",
"σουλτάνος":"σουλτάνος",
"σουλτάνου":"σουλτάνος",
"σουλτάνων":"σουλτάνος",
"σουλτάτος":"σουλτάτος",
"σούμα":"σούμα",
"σουμάκη":"σουμάκης",
"σουμάκης":"σουμάκης",
"σούμαν":"σούμα",
"σουμάν":"σουμάν",
"σουμελίδου":"σουμελίδου",
"σούμερ":"σούμερ",
"σουμουλιδης":"σουμουλιδης",
"σουμπαρού":"σουμπαρού",
"σουμπέι":"σουμπέι",
"σούμπερτ":"σούμπερτ",
"σούμποτιτς":"σούμποτιτς",
"'σουν":"είμαι",
"σούνες":"σούνες",
"σουνιλά":"σουνιλά",
"σουνίτες":"σουνίτης",
"σουνίτης":"σουνίτης",
"σουνιτικής":"σουνιτικός",
"σουνιτικό":"σουνιτικός",
"σουνιτών":"σουνίτης",
"σουντερλαλ":"σουντερλαλ",
"σουντερλάλ":"σουντερλάλ",
"σουντουρλή":"σουντουρλή",
"σουντουρλής":"σουντουρλής",
"σουντχίρ":"σουντχίρ",
"σουξέ":"σουξέ",
"σουξεδιάρικα":"σουξεδιάρικα",
"σουονσι":"σουονσι",
"σούπα":"σούπα",
"σούπας":"σούπα",
"σουπερ":"σούπερ",
"σούπερ":"σούπερ",
"'σούπερ'":"'σούπερ'",
"σούπερμαν":"σούπερμαν",
"σουπερμάρκετ":"σουπερμάρκετ",
"σουπερνόβα":"σουπερνόβα",
"σούπερ-παίκτη":"σούπερ-παίκτη",
"σουπερσόνικς":"σουπερσόνικς",
"σούπες":"σούπα",
"σουπιές":"σουπιά",
"σουρ":"σουρ",
"σούρδους":"σούρδους",
"σουρεαλισμού":"σουρεαλισμός",
"σουρεαλιστικά":"σουρεαλιστικός",
"σουρεαλιστική":"σουρεαλιστικός",
"σουρεαλιστικό":"σουρεαλιστικός",
"σουρες":"σούρα",
"σούρλα":"σούρλας",
"σουρλας":"σούρλας",
"σούρλας":"σούρλας",
"σουρλής":"σουρλής",
"σουρμενίδη":"σουρμενίδη",
"σουρουπο":"σούρουπο",
"σούρουπο":"σούρουπο",
"σουρούπωνε":"σουρουπώνει",
"σουρτα":"σουρτός",
"σουρωτη":"σουρωτός",
"σουρωτή":"σουρωτός",
"σουρωτήρι":"σουρωτήρι",
"σουρωτης":"σουρωτός",
"σουρωτής":"σουρωτός",
"σους":"σους",
"σουσαμι":"σουσάμι",
"σουσάμι":"σουσάμι",
"σούσι":"σούσι",
"σουσούμια":"σουσούμι",
"σούσουρο":"σούσουρο",
"σουστρ":"σουστρ",
"σουτ":"σουτ",
"σουτ-άουτ":"σουτ-άουτ",
"σούταρε":"σουτάρω",
"σουτάρει":"σουτάρω",
"σουτάρουν":"σουτάρω",
"σουτζής":"σουτζής",
"σουτζουκάκια":"σουτζουκάκι",
"σούτρα":"σούτρα",
"σούφης":"σούφης",
"σουφλί":"σουφλί",
"σουφλιά":"σουφλιάς",
"σουφλιάς":"σουφλιάς",
"σουφλίου":"σουφλίου",
"σουφραζέτες":"σουφραζέτα",
"σουχάρτο":"σουχάρτο",
"σουχούμι":"σουχούμι",
"σοφά":"σοφά",
"σοφάδες":"σοφάς",
"σοφαδων":"σοφάς",
"σοφάδων":"σοφάς",
"σοφερ":"σοφέρ",
"σοφέρ":"σοφέρ",
"σοφές":"σοφός",
"σόφη":"σόφη",
"σοφή":"σοφός",
"σοφι":"σοφι",
"σόφι":"σόφι",
"σοφια":"σοφία",
"σοφιά":"σοφιά",
"σοφία":"σοφία",
"σόφια":"σόφια",
"σοφιανίδης":"σοφιανίδης",
"σοφιανόπουλου":"σοφιανόπουλος",
"σοφιανός":"σοφιανός",
"σοφιας":"σοφία",
"σοφίας":"σοφία",
"σόφιας":"σόφια",
"σοφικό":"σοφικό",
"σοφικού":"σοφικού",
"σόφισμα":"σόφισμα",
"σοφιστείες":"σοφιστεία",
"σοφιστής":"σοφιστής",
"σοφιστικέ":"σοφιστικέ",
"σοφιστική":"σοφιστική",
"σοφιστών":"σοφιστής",
"σοφίτα":"σοφίτα",
"σοφό":"σοφός",
"σοφογιάννης":"σοφογιάννης",
"σοφοί":"σοφός",
"σοφοκλεους":"σοφοκλεους",
"σοφοκλέους":"σοφοκλέους",
"σοφοκλή":"σοφοκλής",
"σοφοκλής":"σοφοκλής",
"σοφόρες":"σοφόρες",
"σοφός":"σοφός",
"σοφότερες":"σοφός",
"σοφότερη":"σοφός",
"σοφότερο":"σοφός",
"σοφότεροι":"σοφός",
"σοφότερους":"σοφός",
"σοφού":"σοφός",
"σοφούλας":"σοφούλα",
"σοφούλη":"σοφούλη",
"σοφούς":"σοφός",
"σοφών":"σοφός",
"σοχός":"σοχός",
"σοχός-ηλιούπολη":"σοχός-ηλιούπολη",
"σοχου":"σοχου",
"σοχού":"σοχού",
"σοχούμι":"σοχούμι",
"σπ.":"σπ.",
"σπα":"σπα",
"σπαγγέτι":"σπαγγέτι",
"σπάγκο":"σπάγκος",
"σπάγκου":"σπάγκος",
"σπάει":"σπάω",
"σπάζει":"σπάω",
"σπαζοκεφαλιές":"σπαζοκεφαλιά",
"σπάζοντας":"σπάω",
"σπάζουν":"σπάζω",
"σπάθα":"σπάθα",
"σπαθάρη":"σπαθάρη",
"σπαθάρης":"σπαθάρης",
"σπάθας":"σπάθα",
"σπάθες":"σπάθα",
"σπάθη":"σπάθη",
"σπάθης":"σπάθη",
"σπαθι":"σπαθί",
"σπαθί":"σπαθί",
"σπαθιά":"σπαθιά",
"'σπαθιά'":"'σπαθιά'",
"σπάιντερμάν":"σπάιντερμάν",
"σπάιτς":"σπάιτς",
"σπάλα":"σπάλα",
"σπαλέτι":"σπαλέτι",
"σπανάκι":"σπανάκι",
"σπανακόπιτα":"σπανακόπιτα",
"σπανδωνίδη":"σπανδωνίδη",
"σπάνε":"σπάω",
"σπάνια":"σπάνια",
"σπάνιας":"σπάνιος",
"σπανιδης":"σπανιδης",
"σπανίδης":"σπανίδης",
"σπάνιες":"σπάνιος",
"σπανίζουν":"σπανίζω",
"σπάνιο":"σπάνιος",
"σπάνιοι":"σπάνιος",
"σπάνιος":"σπάνιος",
"σπανιότατα":"σπάνια",
"σπανιότατες":"σπάνιος",
"σπανιότατο":"σπάνιος",
"σπανιότερα":"σπάνια",
"σπανιότητα":"σπανιότητα",
"σπάνιου":"σπάνιος",
"σπάνιων":"σπάνιος",
"σπανίως":"σπάνια",
"σπανου":"σπανός",
"σπανού":"σπανός",
"σπανουδακη":"σπανουδακη",
"σπανουδάκη":"σπανουδάκη",
"σπανουδάκη-κωφίδη":"σπανουδάκη-κωφίδη",
"σπανουδακης":"σπανουδακης",
"σπανουδάκης":"σπανουδάκης",
"σπανούλης":"σπανούλης",
"σπαντ":"σπαντ",
"σπαράγγια":"σπαράγγι",
"σπαράγματα":"σπάραγμα",
"σπαραγμό":"σπαραγμός",
"σπαραγμός":"σπαραγμός",
"σπαρακτικά":"σπαρακτικά",
"σπαρακτικές":"σπαρακτικός",
"σπαρακτική":"σπαρακτικός",
"σπαρακτικό":"σπαρακτικός",
"σπαράξει":"σπαράζω",
"σπαραξικάρδιες":"σπαραξικάρδιος",
"σπαράσσεται":"σπαράσσεται",
"σπαρασσόμενο":"σπαρασσόμενος",
"σπαράσσονται":"σπαράσσονται",
"σπαραχτική":"σπαρακτικός",
"σπαρκ":"σπαρκ",
"σπαρκς":"σπαρκς",
"σπαρμένα":"σπαρμένος",
"σπάρτα":"σπάρτο",
"σπαρτάκ":"σπαρτάκ",
"σπάρτακο":"σπάρτακο",
"σπάρτακος":"σπάρτακος",
"σπάρτανς":"σπάρτανς",
"σπαρταριστό":"σπαρταριστός",
"σπάρτση":"σπάρτση",
"σπάσαμε":"σπάω",
"σπάσει":"σπάω",
"σπάσεις":"σπάω",
"σπασίματα":"σπάσιμο",
"σπάσιμο":"σπάσιμο",
"σπάσιτς":"σπάσιτς",
"σπασμένα":"σπασμένος",
"σπασμένες":"σπάω",
"σπασμένη":"σπάω",
"σπασμένο":"σπάω",
"σπασμένοι":"σπάζω",
"σπασμένος":"σπάζω",
"σπασμένου":"σπάω",
"σπασμένους":"σπάω",
"σπασμένων":"σπασμένος",
"σπασμούς":"σπασμός",
"σπασμωδικά":"σπασμωδικά",
"σπασμωδικές":"σπασμωδικός",
"σπασμωδική":"σπασμωδικός",
"σπασμωδικότητας":"σπασμωδικότητα",
"σπασμωδικών":"σπασμωδικός",
"σπάσουμε":"σπάω",
"σπάσουν":"σπάω",
"σπασόφ":"σπασόφ",
"σπαστικών":"σπαστικός",
"σπαστό":"σπαστός",
"σπάσω":"σπάω",
"σπάτα":"σπάτα",
"σπαταλάμε":"σπαταλώ",
"σπαταλάνε":"σπαταλώ",
"σπατάλες":"σπατάλη",
"σπατάλη":"σπατάλη",
"σπαταληθούν":"σπαταλώ",
"σπατάλης":"σπατάλη",
"σπαταλήσει":"σπαταλώ",
"σπαταλήσετε":"σπαταλώ",
"σπαταλιέται":"σπαταλώ",
"σπάταλο":"σπάταλος",
"σπαταλούμε":"σπαταλώ",
"σπαταλούν":"σπαταλώ",
"σπαταλούνται":"σπαταλώ",
"σπαταλώνται":"σπαταλώ",
"σπάτουλα":"σπάτουλα",
"σπάτουλες":"σπάτουλα",
"σπάτων":"σπάτα",
"σπάω":"σπάω",
"σπέιντ":"σπέιντ",
"σπείρα":"σπείρα",
"σπείρας":"σπείρα",
"σπείρει":"σπέρνω",
"σπείρες":"σπείρα",
"σπειροειδή":"σπειροειδής",
"σπείρουν":"σπέρνω",
"σπέκουλα":"σπέκουλα",
"'σπέκουλα'":"'σπέκουλα'",
"σπεκουλαδόρο":"σπεκουλαδόρος",
"σπέκτερ":"σπέκτερ",
"σπένσερ":"σπένσερ",
"σπεράντζα":"σπεράντζας",
"σπέρμα":"σπέρμα",
"σπέρματα":"σπέρμα",
"σπερματεγχυτών":"σπερματεγχυτών",
"σπέρματι":"σπέρματι",
"σπερματοζωαρίων":"σπερματοζωάριο",
"σπέρματος":"σπέρμα",
"σπέρνει":"σπέρνω",
"σπέρνονται":"σπέρνω",
"σπέρνοντας":"σπέρνω",
"σπέρνουν":"σπέρνω",
"σπερς":"σπερς",
"σπερς-μέμφις":"σπερς-μέμφις",
"σπέσιαλ":"σπέσιαλ",
"σπεσιαλιτέ":"σπεσιαλιτέ",
"σπεύδει":"σπεύδω",
"σπεύδοντας":"σπεύδω",
"σπεύδουμε":"σπεύδω",
"σπεύδουν":"σπεύδω",
"σπεύδω":"σπεύδω",
"σπεύσαμε":"σπεύδω",
"σπεύσει":"σπεύδω",
"σπεύσουν":"σπεύδω",
"σπήλαια":"σπήλαιο",
"σπήλαιο":"σπήλαιο",
"σπηλαιολογική":"σπηλαιολογικός",
"σπηλαίου":"σπήλαιο",
"σπηλαιώδες":"σπηλαιώδης",
"σπηλαίων":"σπήλαιο",
"σπηλιά":"σπηλιά",
"σπηλιάς":"σπηλιά",
"σπηλιές":"σπηλιά",
"σπηλιόπουλος":"σπηλιόπουλος",
"σπηλιόπουλου":"σπηλιόπουλος",
"σπήλιος":"σπήλιος",
"σπηλιώπουλος":"σπηλιώπουλος",
"σπηλιώτης":"σπηλιώτης",
"σπηλιωτόπουλο":"σπηλιωτόπουλος",
"σπηλιωτόπουλος":"σπηλιωτόπουλος",
"σπίθα":"σπίθα",
"σπιθαμή":"σπιθαμή",
"σπίλμπεργκ":"σπίλμπεργκ",
"σπιλώνει":"σπιλώνω",
"σπίλωσης":"σπίλωση",
"σπιλώσουν":"σπιλώνω",
"σπιν":"σπιν",
"σπινθήρας":"σπινθήρας",
"σπινθήρες":"σπινθήρας",
"σπινθηρογράφημα":"σπινθηρογράφημα",
"σπινθηρογράφηση":"σπινθηρογράφηση",
"σπίνος":"σπίνος",
"σπίρτο":"σπίρτο",
"σπιτάκι":"σπιτάκι",
"σπιτάκια":"σπιτάκι",
"σπιτι":"σπίτι",
"σπίτι":"σπίτι",
"σπίτια":"σπίτι",
"σπιτικά":"σπιτικός",
"σπιτικές":"σπιτικός",
"σπιτική":"σπιτικός",
"σπιτικό":"σπιτικός",
"σπιτικών":"σπιτικός",
"σπιτιού":"σπίτι",
"σπιτιών":"σπίτι",
"σπιτόγατων":"σπιτόγατος",
"σπιτονοικοκυρά":"σπιτονοικοκυρά",
"σπιτσερη":"σπιτσερη",
"σπλάγχνα":"σπλάγχνο",
"σπλάχνα":"σπλάχνο",
"σπονδές":"σπονδή",
"σπονδυλική":"σπονδυλικός",
"σπονδυλικής":"σπονδυλικός",
"σπόνδυλο":"σπόνδυλος",
"σπονδυλοαρθροπάθεια":"σπονδυλοαρθροπάθεια",
"σπονδυλοαρθροπάθειας":"σπονδυλοαρθροπάθειας",
"σπονδυλόζωων":"σπονδυλόζωο",
"σπονδύλων":"σπόνδυλος",
"σπονδυλωτές":"σπονδυλωτός",
"σπονδυλωτή":"σπονδυλωτός",
"σπονδυλωτής":"σπονδυλωτός",
"σπονδυλωτό":"σπονδυλωτός",
"σπονδυλωτών":"σπονδυλωτός",
"σπονδών":"σπονδή",
"σπόνσορα":"σπόνσορας",
"σπόνσορες":"σπόνσορας",
"σπόνσοριγκ":"σπόνσοριγκ",
"σπόντα":"σπόντα",
"σπορ":"σπορ",
"σπορ+":"σπορ+",
"σποράδες":"σποράδες",
"σποραδικά":"σποραδικά",
"σποραδικά":"σποραδικός",
"σποραδικές":"σποραδικός",
"σποραδική":"σποραδικός",
"σπορέας":"σπορέας",
"σποριών":"σποριά",
"σπόροι":"σπόρος",
"σπόρος":"σπόρος",
"σπόρους":"σπόρος",
"σπορτ":"σπορτ",
"σπορτιγκ":"σπορτιγκ",
"σπόρτιγκ":"σπόρτιγκ",
"σπόρτιγκ201046-1152":"σπόρτιγκ201046-1152",
"σπόρτιγκ-απόλλων":"σπόρτιγκ-απόλλων",
"σπόρτιγκ-κομοτηνή":"σπόρτιγκ-κομοτηνή",
"σπόρτινγκ":"σπόρτινγκ",
"σπορτσμαν":"σπόρτσμαν",
"σπόρων":"σπόρος",
"σποτ":"σποτ",
"σποτάκι":"σποτάκι",
"ς-που":"ς-που",
"σπούδαζα":"σπουδάζω",
"σπούδαζε":"σπουδάζω",
"σπουδάζει":"σπουδάζω",
"σπουδάζετε":"σπουδάζω",
"σπουδάζοντας":"σπουδάζω",
"σπουδάζουμε":"σπουδάζω",
"σπουδάζουν":"σπουδάζω",
"σπουδαία":"σπουδαία",
"σπουδαία":"σπουδαίος",
"σπουδαίας":"σπουδαίος",
"σπουδαίες":"σπουδαίος",
"σπουδαίο":"σπουδαίος",
"σπουδαίοι":"σπουδαίος",
"σπουδαίος":"σπουδαίος",
"σπουδαιότατο":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερα":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερες":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερη":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερο":"σπουδαίος",
"σπουδαιότεροι":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερος":"σπουδαίος",
"σπουδαιότερους":"σπουδαίος",
"σπουδαιότητα":"σπουδαιότητα",
"σπουδαιότητά":"σπουδαιότητα",
"σπουδαιότητας":"σπουδαιότητα",
"σπουδαιότητος":"σπουδαιότητα",
"σπουδαίου":"σπουδαίος",
"σπουδαίους":"σπουδαίος",
"σπουδαίων":"σπουδαίος",
"σπούδασα":"σπουδάζω",
"σπούδασαν":"σπουδάζω",
"σπούδασε":"σπουδάζω",
"σπουδάσει":"σπουδάζω",
"σπουδάσουν":"σπουδάζω",
"σπουδαστές":"σπουδαστής",
"σπουδαστή":"σπουδαστής",
"σπουδαστής":"σπουδαστής",
"σπουδαστική":"σπουδαστικός",
"σπουδαστικό":"σπουδαστικός",
"σπουδαστικών":"σπουδαστικός",
"σπουδάστρια":"σπουδάστρια",
"σπουδαστών":"σπουδαστής",
"σπουδάσω":"σπουδάζω",
"σπουδές":"σπουδή",
"σπουδή":"σπουδή",
"σπουδής":"σπουδή",
"σπουδων":"σπουδή",
"σπουδών":"σπουδή",
"σπράουλ":"σπράουλ",
"σπρει":"σπρέι",
"σπρέι":"σπρέι",
"σπρέυ":"σπρέυ",
"σπριντ":"σπριντ",
"σπρίντερ":"σπρίντερ",
"σπρώξει":"σπρώχνω",
"σπρωξίματα":"σπρώξιμο",
"σπρώξιμο":"σπρώξιμο",
"σπρώξουμε":"σπρώχνω",
"σπρώξουν":"σπρώχνω",
"σπρώχνει":"σπρώχνω",
"σπρώχνονται":"σπρώχνω",
"σπρώχνουμε":"σπρώχνω",
"σπρώχνουν":"σπρώχνω",
"σπυράκια":"σπυράκι",
"σπυράκου":"σπυράκου",
"σπυρί":"σπυρί",
"σπυριά":"σπυρί",
"σπυριδάκης":"σπυριδάκης",
"σπυρίδη":"σπυρίδη",
"σπυριδόπουλος":"σπυριδόπουλος",
"σπυριδοπουλου":"σπυριδοπουλου",
"σπυριδοπούλου":"σπυριδοπούλου",
"σπυριδούλα":"σπυριδούλα",
"σπυρίδων":"σπυρίς",
"σπυρίδωνα":"σπυρίδωνα",
"σπυριδωνιδη":"σπυριδωνιδη",
"σπυριδωνιδης":"σπυριδωνιδης",
"σπυρίδωνος":"σπυρίδωνος",
"σπυριούνης":"σπυριούνης",
"σπύρο":"σπύρος",
"σπυρογλου":"σπυρογλου",
"σπυρόπουλο":"σπυρόπουλος",
"σπυρόπουλος":"σπυρόπουλος",
"σπυρος":"σπύρος",
"σπύρος":"σπύρος",
"σπυρου":"σπύρος",
"σπύρου":"σπύρος",
"σπυρωμένο":"σπυρωμένο",
"σρέιντερ":"σρέιντερ",
"σρεμπότνικ":"σρεμπότνικ",
"σρεμπφ":"σρεμπφ",
"σρέντερ":"σρέντερ",
"σρι":"σρι",
"σσ":"σσ",
"στ":"στ",
"στ'":"στ'",
"στ.":"στ.",
"στ΄":"στ΄",
"στo":"στου",
"στoν":"στου",
"στα":"στου",
"σταατς":"σταατς",
"στάβλοι":"στάβλος",
"στάβλους":"στάβλος",
"σταβροπόλ":"σταβροπόλ",
"στάγειρα":"στάγιρα",
"σταγειρίτη":"σταγειρίτη",
"στάγιερ":"στάγιερ",
"σταγόνα":"σταγόνα",
"σταγόνες":"σταγόνα",
"σταγονίδια":"σταγονίδιο",
"σταγονόμετρο":"σταγονόμετρο",
"σταγών":"σταγών",
"στάδια":"στάδιο",
"σταδιακά":"σταδιακά",
"σταδιακές":"σταδιακός",
"σταδιακή":"σταδιακός",
"σταδιακής":"σταδιακός",
"σταδιακό":"σταδιακός",
"σταδιακώς":"σταδιακά",
"σταδιο":"στάδιο",
"στάδιο":"στάδιο",
"σταδιοδρόμησε":"σταδιοδρομώ",
"σταδιοδρομία":"σταδιοδρομία",
"σταδιοδρομίας":"σταδιοδρομία",
"στάδιον":"στάδιο",
"σταδίου":"στάδιο",
"σταδίων":"στάδιο",
"στάζει":"στάζω",
"στάζουν":"στάζω",
"στάη":"στάη",
"σταθάκη":"σταθάκης",
"σταθάκης":"σταθάκης",
"σταθεί":"στέκω",
"σταθείς":"στέκω",
"σταθείτε":"στέκω",
"σταθερά":"σταθερά",
"σταθερά":"σταθερός",
"σταθεράς":"σταθερά",
"σταθερές":"σταθερά",
"σταθερη":"σταθερός",
"σταθερή":"σταθερός",
"σταθερής":"σταθερός",
"σταθερό":"σταθερός",
"σταθεροί":"σταθερός",
"σταθεροποιεί":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιείται":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιηθεί":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιήθηκαν":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιήθηκε":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιήκε":"σταθεροποιήκε",
"σταθεροποιημένη":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιημένος":"σταθεροποιημένος",
"σταθεροποίησε":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιήσετε":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποίηση":"σταθεροποίηση",
"σταθεροποίησης":"σταθεροποίηση",
"σταθεροποιήσουν":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιήσω":"σταθεροποιώ",
"σταθεροποιητικά":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιητικές":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιητική":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιητικός":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιητικούς":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιητικών":"σταθεροποιητικός",
"σταθεροποιούμενος":"σταθεροποιούμενος",
"σταθεροποιώντας":"σταθεροποιώ",
"σταθερός":"σταθερός",
"σταθερότερη":"σταθερός",
"σταθερότερους":"σταθερός",
"σταθερότητα":"σταθερότητα",
"σταθερότητά":"σταθερότητα",
"σταθερότητας":"σταθερότητα",
"σταθερού":"σταθερός",
"σταθερούς":"σταθερός",
"σταθερών":"σταθερός",
"στάθη":"στάθης",
"στάθηκα":"στέκω",
"σταθήκαμε":"στέκω",
"στάθηκαν":"στέκω",
"σταθηκε":"στέκω",
"στάθηκε":"στέκω",
"στάθηκες":"στέκω",
"σταθης":"στάθης",
"στάθης":"στάθης",
"σταθμά":"σταθμά",
"σταθμάρχες":"σταθμάρχης",
"σταθμάρχη":"σταθμάρχης",
"στάθμες":"στάθμη",
"σταθμεύει":"σταθμεύω",
"σταθμευμένα":"σταθμευμένος",
"σταθμευμένο":"σταθμευμένος",
"σταθμευμένου":"σταθμευμένος",
"σταθμεύουν":"σταθμεύω",
"στάθμευσε":"σταθμεύω",
"σταθμεύσει":"σταθμεύω",
"σταθμεύσεις":"σταθμεύω",
"στάθμευση":"στάθμευση",
"στάθμευσης":"στάθμευση",
"σταθμεύσουμε":"σταθμεύω",
"σταθμεύσουν":"σταθμεύω",
"στάθμη":"στάθμη",
"στάθμης":"στάθμη",
"σταθμίζονται":"σταθμίζω",
"σταθμίζοντας":"σταθμίζω",
"σταθμίζουμε":"σταθμίζω",
"σταθμική":"σταθμικός",
"σταθμικό":"σταθμικός",
"στάθμισε":"σταθμίζω",
"σταθμίσει":"σταθμίζω",
"σταθμίσεις":"σταθμίζω",
"στάθμιση":"στάθμιση",
"στάθμισης":"στάθμιση",
"σταθμίσουμε":"σταθμίζω",
"σταθμίσουν":"σταθμίζω",
"σταθμιστεί":"σταθμίζω",
"σταθμιστούν":"σταθμίζω",
"σταθμό":"σταθμός",
"σταθμοι":"σταθμός",
"σταθμοί":"σταθμός",
"σταθμος":"σταθμός",
"σταθμός":"σταθμός",
"σταθμού":"σταθμός",
"σταθμούς":"σταθμός",
"σταθμών":"σταθμός",
"σταθόπουλος":"σταθόπουλος",
"σταθούλης":"σταθούλης",
"σταθούμε":"στέκω",
"σταθούν":"στέκω",
"σταθώ":"στέκω",
"στάιγκερ":"στάιγκερ",
"στάικος":"στάικος",
"στάικου":"στάικου",
"στάινμπεκ":"στάινμπεκ",
"στάινσον":"στάινσον",
"στακ":"στακ",
"στάκα":"στάκα",
"στάκου":"στάκου",
"σταλακτίτες":"σταλακτίτης",
"σταλεί":"στέλνω",
"σταλθεί":"στέλνω",
"στάλθηκαν":"στέλνω",
"στάλθηκε":"στέλνω",
"σταλιά":"σταλιά",
"στάλιν":"στάλιν",
"σταλινικές":"σταλινικός",
"σταλινική":"σταλινικός",
"σταλινικής":"σταλινικός",
"σταλινικό":"σταλινικός",
"σταλινικός":"σταλινικός",
"σταλινικού":"σταλινικός",
"σταλινισμό":"σταλινισμός",
"σταλινισμός":"σταλινισμός",
"σταλινισμού":"σταλινισμός",
"σταλμένη":"σταλμένος",
"σταλμένος":"σταλμένος",
"σταλόνε":"σταλόνε",
"σταλούν":"στέλνω",
"σταλώ":"στέλνω",
"σταματά":"σταματώ",
"σταμάτα":"σταματώ",
"σταματάει":"σταματώ",
"σταματάμε":"σταματώ",
"σταματάνε":"σταματώ",
"σταματάς":"σταματώ",
"σταματάτε":"σταματώ",
"σταματάω":"σταματώ",
"σταμάτη":"σταμάτης",
"σταμάτημα":"σταμάτημα",
"σταμάτημά":"σταμάτημα",
"σταματήματα":"σταμάτημα",
"σταματημένο":"σταματημένος",
"σταματημένος":"σταματημένος",
"σταματημό":"σταματημός",
"σταματης":"σταμάτης",
"σταμάτης":"σταμάτης",
"σταμάτησα":"σταματώ",
"σταματήσαμε":"σταματώ",
"σταμάτησαν":"σταματώ",
"σταματήσατε":"σταματώ",
"σταματησε":"σταματώ",
"σταμάτησε":"σταματώ",
"σταματήσει":"σταματώ",
"σταματήσεις":"σταματώ",
"σταμάτησες":"σταματώ",
"σταματήσετε":"σταματώ",
"σταματήσουμε":"σταματώ",
"σταματήσουν":"σταματώ",
"σταματήστε":"σταματώ",
"σταματήσω":"σταματώ",
"σταματίας":"σταματίας",
"σταματόπουλο":"σταματόπουλος",
"σταματόπουλος":"σταματόπουλος",
"σταματόπουλου":"σταματόπουλος",
"σταματοπούλου":"σταματοπούλου",
"σταματουλάκης":"σταματουλάκης",
"σταματούν":"σταματώ",
"σταματούσα":"σταματώ",
"σταματούσαμε":"σταματώ",
"σταματούσαν":"σταματώ",
"σταματούσε":"σταματώ",
"σταματώ":"σταματώ",
"σταματώντας":"σταματώ",
"σταμίδης":"σταμίδης",
"στάμνα":"στάμνα",
"σταμναγκάθι":"σταμναγκάθι",
"σταμνάτο":"σταμνάτο",
"στάμο":"στάμος",
"σταμοκώστας":"σταμοκώστας",
"στάμος":"στάμος",
"σταμούλη":"σταμούλης",
"σταμούλης":"σταμούλης",
"στάμπα":"στάμπα",
"στάμφορντ":"στάμφορντ",
"σταν":"σταν",
"στάνες":"στάνη",
"στάνη":"στάνη",
"στανιό":"στανιό",
"στανίση":"στανίση",
"στάνισλαβ":"στάνισλαβ",
"στανισλάφσκι":"στανισλάφσκι",
"στάνκοβιτς":"στάνκοβιτς",
"στάνλεϊ":"στάνλεϊ",
"σταντ":"σταντ",
"στανταρ":"στάνταρ",
"σταντάρ":"σταντάρ",
"στάνταρ":"στάνταρ",
"στάνταρντ":"στάνταρντ",
"στάνταρτ":"στάνταρντ",
"στάνταρτ":"στάνταρτ",
"στάξει":"στάζω",
"στάουντε":"στάουντε",
"σταρ":"σταρ",
"σταράτα":"σταράτα",
"στάρια":"στάρι",
"σταρκς":"σταρκς",
"σταροπουλου":"σταροπουλου",
"στάρτζες":"στάρτζες",
"στάρτσεβιτς":"στάρτσεβιτς",
"στάρχος":"στάρχος",
"στάσα":"στάσα",
"στάσεις":"στάση",
"στάσεων":"στάση",
"στάση":"στάση",
"στάσης":"στάση",
"στασιαστές":"στασιαστής",
"στασίδι":"στασίδι",
"στάσιμα":"στάσιμος",
"στάσιμες":"στάσιμος",
"στάσιμη":"στάσιμος",
"στάσιμο":"στάσιμος",
"στάσιμοι":"στάσιμος",
"στασιμοπληθωρισμού":"στασιμοπληθωρισμός",
"στάσιμος":"στάσιμος",
"στασιμότητα":"στασιμότητα",
"στασιμότητας":"στασιμότητα",
"στασινόπουλος":"στασινόπουλος",
"στατικά":"στατικά",
"στατικές":"στατικός",
"στατική":"στατικός",
"στατικό":"στατικός",
"στατικοί":"στατικός",
"στατικότητα":"στατικότητα",
"στατικότητά":"στατικότητα",
"στατισμό":"στατισμό",
"στάτιστα":"στάτιστα",
"στατιστικά":"στατιστικά",
"στατιστικά":"στατιστικός",
"στατιστικές":"στατιστικός",
"στατιστική":"στατιστικός",
"στατιστικής":"στατιστικός",
"στατιστικό":"στατιστικός",
"στατιστικολόγοι":"στατιστικολόγος",
"στατιστικούς":"στατιστικός",
"στατιστικών":"στατιστικός",
"στάτους":"στάτους",
"σταυρ":"σταυρ",
"σταυρακάκη":"σταυρακάκη",
"σταυρακάκης":"σταυρακάκης",
"σταυρακης":"σταυρακης",
"σταυράκης":"σταυράκης",
"σταυρανθή":"σταυρανθές",
"σταυρίδη":"σταυρίδη",
"σταυρίδης":"σταυρίδης",
"σταυρο":"σταυρός",
"σταυρό":"σταυρός",
"σταύρο":"σταύρος",
"σταυρογιάννης":"σταυρογιάννης",
"σταυροδρόμι":"σταυροδρόμι",
"σταυροειδές":"σταυροειδής",
"σταυροειδής":"σταυροειδής",
"σταυροί":"σταυρός",
"σταυρόλεξα":"σταυρόλεξο",
"σταυρόλεξο":"σταυρόλεξο",
"σταυροπόδι":"σταυροπόδι",
"σταυρόπουλο":"σταυρόπουλο",
"σταυρόπουλοι":"σταυρόπουλοι",
"σταυρόπουλος":"σταυρόπουλος",
"σταυρος":"σταυρός",
"σταυρός":"σταυρός",
"σταύρος":"σταύρος",
"σταυρου":"σταυρός",
"σταυρού":"σταυρός",
"σταύρου":"σταύρος",
"σταυρούλα":"σταυρούλα",
"σταυρούλας":"σταυρούλα",
"σταυρουπόλεως":"σταυρούπολη",
"σταυρούπολη":"σταυρούπολη",
"σταυρουπολης":"σταυρούπολη",
"σταυρούπολης":"σταυρούπολη",
"σταυρούς":"σταυρός",
"σταυροφορία":"σταυροφορία",
"σταυροφορίας":"σταυροφορία",
"σταυροφόρους":"σταυροφόρος",
"σταυροφόρων":"σταυροφόρος",
"σταυρωθεί":"σταυρώνω",
"σταυρωμένα":"σταυρωμένος",
"σταυρωμένο":"σταυρωμένος",
"σταυρών":"σταυρός",
"σταυρώνεται":"σταυρώνω",
"σταυρώνουν":"σταυρώνω",
"σταύρωσαν":"σταυρώνω",
"σταυρώσει":"σταυρώνω",
"σταύρωση":"σταύρωση",
"σταφίδα":"σταφίδα",
"σταφίδας":"σταφίδα",
"σταφίδες":"σταφίδα",
"σταφύλι":"σταφύλι",
"σταφύλια":"σταφύλι",
"σταφυλιών":"σταφύλι",
"σταχανοβίτες":"σταχανοβίτες",
"στάχτες":"στάχτη",
"στάχτη":"στάχτη",
"στάχτης":"στάχτη",
"σταχτοπούτα":"σταχτοπούτα",
"σταχτοπούτας":"σταχτοπούτα",
"σταχυα":"στάχυ",
"σταχυολόγηση":"σταχυολόγηση",
"στε":"στε",
"στε.":"στε.",
"στεάουα":"στεάουα",
"στεατικό":"στεατικός",
"στέγαζαν":"στεγάζω",
"στέγαζε":"στεγάζω",
"στεγάζει":"στεγάζω",
"στεγάζεται":"στεγάζω",
"στεγάζονται":"στεγάζω",
"στεγάζονταν":"στεγάζω",
"στεγαζόταν":"στεγάζω",
"στεγάζουν":"στεγάζω",
"στεγανά":"στεγανός",
"στεγανό":"στεγανός",
"στεγανοποιηθεί":"στεγανοποιώ",
"στεγανοποιημένη":"στεγανοποιημένος",
"στεγανοποίηση":"στεγανοποίηση",
"στέγασαν":"στεγάζω",
"στέγασε":"στεγάζω",
"στεγάσει":"στεγάζω",
"στέγαση":"στέγαση",
"στέγασης":"στέγαση",
"στέγασής":"στέγαση",
"στεγασθεί":"στεγάζω",
"στεγασθούν":"στεγάζω",
"στεγασμένη":"στεγάζω",
"στεγασμένο":"στεγασμένος",
"στεγασμένοι":"στεγάζω",
"στεγασμένους":"στεγασμένος",
"στεγασμένων":"στεγάζω",
"στεγάσουμε":"στεγάζω",
"στεγάσουν":"στεγάζω",
"στεγαστεί":"στεγάζω",
"στεγάστηκαν":"στεγάζω",
"στεγάστηκε":"στεγάζω",
"στεγαστικά":"στεγαστικός",
"στεγαστικη":"στεγαστικός",
"στεγαστική":"στεγαστικός",
"στεγαστικής":"στεγαστικός",
"στεγαστικό":"στεγαστικός",
"στεγαστικού":"στεγαστικός",
"στεγαστικών":"στεγαστικός",
"στεγαστούν":"στεγάζω",
"στέγαστρο":"στέγαστρο",
"στεγάστρου":"στέγαστρο",
"στεγάστρων":"στέγαστρο",
"στέγες":"στέγη",
"στέγη":"στέγη",
"στεγης":"στέγη",
"στέγης":"στέγη",
"στεγνά":"στεγνά",
"'στεγνή'":"'στεγνή'",
"στεγνή":"στεγνός",
"στεγνό":"στεγνός",
"στεγνός":"στεγνός",
"στέγνωμα":"στέγνωμα",
"στεγνωμένη":"στεγνώνω",
"στεγνώνει":"στεγνώνω",
"στεγνώνουμε":"στεγνώνω",
"στεγνώνουν":"στεγνώνω",
"στέγνωσε":"στεγνώνω",
"στεγνώσει":"στεγνώνω",
"στεγνώσουν":"στεγνώνω",
"στείλαμε":"στέλνω",
"στειλει":"στέλνω",
"στείλει":"στέλνω",
"στείλεις":"στέλνω",
"στείλετε":"στέλνω",
"στείλουμε":"στέλνω",
"στείλουν":"στέλνω",
"στείλτε":"στέλνω",
"στείλω":"στέλνω",
"στέιν":"στέιν",
"στείρα":"στείρος",
"στείρας":"στείρος",
"στείρες":"στείρος",
"στείρο":"στείρος",
"στειρότητα":"στειρότητα",
"στειρότητας":"στειρότητα",
"στείρου":"στείρος",
"στειρωθούν":"στειρώνω",
"στειρώνονται":"στειρώνω",
"στείρωση":"στείρωση",
"στείρωσή":"στείρωση",
"στείρωσης":"στείρωση",
"στέισι":"στέισι",
"στέιτ":"στέιτ",
"στέκει":"στέκω",
"στέκεσαι":"στέκω",
"στέκεται":"στέκω",
"στεκι":"στέκι",
"στέκι":"στέκι",
"στέκια":"στέκι",
"στέκομαι":"στέκω",
"στεκόμασταν":"στέκω",
"στεκόμαστε":"στέκω",
"στέκονται":"στέκω",
"στέκονταν":"στέκω",
"στεκόταν":"στέκω",
"στέκουν":"στέκω",
"στέλαν":"στέλαν",
"στελέχη":"στέλεχος",
"στελεχιακό":"στελεχιακός",
"στελεχικό":"στελεχικός",
"στελεχικού":"στελεχικός",
"στέλεχος":"στέλεχος",
"στελέχους":"στέλεχος",
"στελεχωθεί":"στελεχώνω",
"στελεχώθηκε":"στελεχώνω",
"στελεχωθούν":"στελεχώνω",
"στελεχωμένο":"στελεχώνω",
"στελεχών":"στέλεχος",
"στελεχώνει":"στελεχώνω",
"στελεχώνεται":"στελεχώνω",
"στελεχώνοντας":"στελεχώνω",
"στελεχώνουμε":"στελεχώνω",
"στελεχώνουν":"στελεχώνω",
"στελέχωσαν":"στελεχώνω",
"στελεχώσει":"στελεχώνω",
"στελέχωση":"στελέχωση",
"στελέχωσης":"στελέχωση",
"στελεχώσουμε":"στελεχώνω",
"στελεχώσουν":"στελεχώνω",
"στελίνα":"στελίνα",
"στέλιο":"στέλιος",
"στελιος":"στέλιος",
"στέλιος":"στέλιος",
"στελιου":"στέλιος",
"στέλιου":"στέλιος",
"στέλλα":"στέλλα",
"στέλλας":"στέλλα",
"στελμάχερς":"στελμάχερς",
"στέλναμε":"στέλνω",
"στέλνει":"στέλνω",
"στέλνεις":"στέλνω",
"στέλνεται":"στέλνω",
"στέλνετε":"στέλνω",
"στέλνονται":"στέλνω",
"στέλνονταν":"στέλνω",
"στέλνοντας":"στέλνω",
"στέλνουμε":"στέλνω",
"στέλνουν":"στέλνω",
"στέλνω":"στέλνω",
"στέμμα":"στέμμα",
"στεμμάτων":"στέμμα",
"στενά":"στενά",
"στενά":"στενός",
"στεναγμών":"στεναγμός",
"στενάζει":"στενάζω",
"στενάζουν":"στενάζω",
"στενάχωρα":"στενάχωρος",
"στεναχωρεί":"στεναχωρώ",
"στεναχωρείτε":"στεναχωρώ",
"στενάχωρες":"στενάχωρος",
"στεναχωρημένος":"στεναχωρώ",
"στεναχώρια":"στεναχώρια",
"στεναχωριέμαι":"στεναχωρώ",
"στεναχωριέσαι":"στεναχωρώ",
"στεναχωριόμουν":"στεναχωρώ",
"στεναχωριόταν":"στεναχωρώ",
"στενές":"στενός",
"στενεύει":"στενεύω",
"στενεύουν":"στενεύω",
"στένεψαν":"στενεύω",
"στένεψε":"στενεύω",
"στενέψει":"στενεύω",
"στενέψουμε":"στενεύω",
"στενή":"στενός",
"στενής":"στενός",
"στενό":"στενός",
"στενοί":"στενός",
"στενόκαρδα":"στενόκαρδος",
"στενόκαρδοι":"στενόκαρδος",
"στενοκεφαλιά":"στενοκεφαλιά",
"στενόμυαλες":"στενόμυαλος",
"στενόμυαλη":"στενόμυαλος",
"στενόμυαλο":"στενόμυαλος",
"στενός":"στενός",
"στενότατη":"στενός",
"στενότερα":"στενός",
"στενότερη":"στενός",
"στενότερης":"στενός",
"στενότερο":"στενός",
"στενότεροι":"στενός",
"στενότερος":"στενός",
"στενότερους":"στενός",
"στενότητα":"στενότητα",
"στενότητας":"στενότητα",
"στενότητες":"στενότητα",
"στενού":"στενός",
"στενούς":"στενός",
"στενόχωρα":"στενόχωρος",
"στενοχωρεθείτε":"στενοχωρεθείτε",
"στενοχωρεί":"στενοχωρώ",
"στενόχωρη":"στενόχωρος",
"στενοχωρηθεί":"στενοχωρώ",
"στενοχωρηθείτε":"στενοχωρώ",
"στενοχωρήθηκα":"στενοχωρώ",
"στενοχωρήθηκαν":"στενοχωρώ",
"στενοχωρημένο":"στενοχωρημένος",
"στενοχωρημένοι":"στενοχωρημένος",
"στενοχωρημένος":"στενοχωρώ",
"στενοχώρησε":"στενοχωρώ",
"στενοχωρήσουμε":"στενοχωρώ",
"στενοχωρήστε":"στενοχωρώ",
"στενοχώρια":"στενοχώρια",
"στενοχωριέστε":"στενοχωρώ",
"στενοχωριόταν":"στενοχωρώ",
"στενοχωριούνται":"στενοχωρώ",
"στένσελ":"στένσελ",
"στεντ":"στεντ",
"στεντόρεια":"στεντόρεια",
"στενών":"στενός",
"στενωπό":"στενωπός",
"στένωση":"στένωση",
"στέπα":"στέπα",
"στεπάσιν":"στεπάσιν",
"στεργιαδης":"στεργιαδης",
"στεργιανης":"στεργιανης",
"στεργιαννης":"στεργιαννης",
"στεργιάννης":"στεργιάννης",
"στεργιανού":"στεργιανού",
"στεργίδης":"στεργίδης",
"στέργιο":"στέργιος",
"στεργιος":"στέργιος",
"στέργιος":"στέργιος",
"στεργιου":"στέργιος",
"στέργιου":"στέργιος",
"στεργίου":"στεργίου",
"στεργιούλη":"στεργιούλη",
"στερεά":"στερεά",
"στέρεα":"στερεά",
"στέρεα":"στέρεος",
"στερεάς":"στερεός",
"στέρεες":"στέρεος",
"στέρεη":"στέρεος",
"στερεί":"στερώ",
"στερείσαι":"στερώ",
"στερείται":"στερώ",
"στερείτε":"στερώ",
"στερεό":"στερεός",
"στέρεο":"στέρεος",
"στέρεος":"στέρεος",
"στερεότητα":"στερεότητα",
"στερεότυπα":"στερεότυπα",
"στερεοτυπα":"στερεοτύπης",
"στερεότυπες":"στερεότυπος",
"στερεότυπη":"στερεότυπος",
"στερεότυπο":"στερεότυπος",
"στερεοτύπων":"στερεότυπος",
"στερεότυπων":"στερεότυπος",
"στέρεους":"στέρεος",
"στερεοφωνικά":"στερεοφωνικά",
"στερεοφωνικό":"στερεοφωνικός",
"στερεύουν":"στερεύω",
"στέρεψαν":"στερεύω",
"στέρεψε":"στερεύω",
"στερεωθεί":"στερεώνω",
"στερέωμα":"στερέωμα",
"στερεών":"στερεός",
"στερηθεί":"στερώ",
"στερηθείτε":"στερώ",
"στερήθηκα":"στερώ",
"στερήθηκαν":"στερώ",
"στερήθηκε":"στερώ",
"στερηθούμε":"στερώ",
"στερηθούν":"στερώ",
"στερημένη":"στερώ",
"στερημένος":"στερημένος",
"στέρησαν":"στερώ",
"στέρησε":"στερώ",
"στερήσει":"στερώ",
"στερήσεις":"στέρηση",
"στερήσεων":"στέρηση",
"στέρηση":"στέρηση",
"στέρησης":"στέρηση",
"στερήσουμε":"στερώ",
"στερήσουν":"στερώ",
"στερητικά":"στερητικός",
"στερητική":"στερητικός",
"στερητικό":"στερητικός",
"στεριά":"στεριά",
"στεριώσει":"στεριώνω",
"στεριώσουν":"στεριώνω",
"στερλίνα":"στερλίνα",
"στερλίνας":"στερλίνα",
"στερλίνες":"στερλίνα",
"στερλινών":"στερλίνα",
"στέρνα":"στέρνα",
"στέρνελ":"στέρνελ",
"στερνή":"στερνός",
"στέρνο":"στέρνο",
"στερνό":"στερνός",
"στέρνου":"στέρνο",
"στεροειδών":"στεροειδές",
"στερούμε":"στερώ",
"στερούμενο":"στερούμενος",
"στερούμενοι":"στερούμενος",
"στερούν":"στερώ",
"στερούνται":"στερώ",
"στερούσε":"στερώ",
"στεφάν":"στεφάν",
"στέφαν":"στέφω",
"στεφανάδης":"στεφανάδης",
"στεφανάτος":"στεφανάτος",
"στεφανή":"στεφανή",
"στεφανής":"στεφανής",
"στεφανί":"στεφανί",
"στεφάνι":"στεφάνι",
"στέφανι":"στέφανι",
"στεφάνια":"στεφάνι",
"στεφανιαία":"στεφανιαίος",
"στεφανιαίας":"στεφανιαίος",
"στεφανιαίων":"στεφανιαίος",
"στεφανίδη":"στεφανίδη",
"στεφανίδης":"στεφανίδης",
"στεφανίδου":"στεφανίδου",
"στεφανιογραφία":"στεφανιογραφία",
"στεφανιώτης":"στεφανιώτης",
"στέφανο":"στέφανος",
"στεφάνοβιτς":"στεφάνοβιτς",
"στεφανόπουλο":"στεφανόπουλος",
"στεφανόπουλος":"στεφανόπουλος",
"στεφανοπούλου":"στεφανοπούλου",
"στεφανος":"στέφανος",
"στέφανος":"στέφανος",
"στεφανου":"στέφανος",
"στεφάνου":"στέφανος",
"στέφανου":"στέφανος",
"στεφάνοφ":"στεφάνοφ",
"στεφάνων":"στέφανος",
"στέφεν":"στέφεν",
"στέφεται":"στέφω",
"στεφθεί":"στέφω",
"στέφθηκα":"στέφω",
"στέφθηκαν":"στέφω",
"στέφθηκε":"στέφω",
"στεφθούν":"στέφω",
"στέφκα":"στέφκα",
"στεφόν":"στεφόν",
"στέφον":"στέφον",
"στέφος":"στέφος",
"στέφτηκε":"στέφω",
"στέψη":"στέψη",
"στέψης":"στέψη",
"στη":"στου",
"στηθάγχη":"στηθάγχη",
"στηθαίο":"στηθαίο",
"στηθεί":"στήνω",
"στήθη":"στήθος",
"στήθηκαν":"στήνω",
"στήθηκε":"στήνω",
"στηθόδεσμους":"στηθόδεσμος",
"στηθοδέσμων":"στηθόδεσμος",
"στήθος":"στήθος",
"στηθοσκόπιο":"στηθοσκόπιο",
"στηθούν":"στήνω",
"στήθους":"στήθος",
"στηθώ":"στήνω",
"στήλες":"στήλη",
"στηλη":"στήλη",
"στήλη":"στήλη",
"στήλην":"στήλη",
"στήλης":"στήλη",
"στηλιτεύει":"στηλιτεύω",
"στηλιτεύουν":"στηλιτεύω",
"στηλίτευσαν":"στηλιτεύω",
"στηλίτευσε":"στηλιτεύω",
"στηλιτεύσετε":"στηλιτεύω",
"στηλιτεύσουν":"στηλιτεύω",
"στηλών":"στήλη",
"στημένα":"στήνω",
"στημένες":"στημένος",
"στημένη":"στήνω",
"στημένο":"στημένος",
"στημένος":"στήνω",
"στημένου":"στημένος",
"στημένων":"στημένος",
"'στην":"'στην",
"στην":"στου",
"στήνει":"στήνω",
"στήνεις":"στήνω",
"στήνεται":"στήνω",
"στήνονται":"στήνω",
"στήνοντας":"στήνω",
"στηνόταν":"στήνω",
"στήνουν":"στήνω",
"στήνω":"στήνω",
"στήριγμα":"στήριγμα",
"στηρίγματα":"στήριγμα",
"στηριγμένα":"στηρίζω",
"στηριγμένη":"στηριγμένος",
"στηριγμένος":"στηριγμένος",
"στήριζαν":"στηρίζω",
"στήριζε":"στηρίζω",
"στηρίζει":"στηρίζω",
"στηρίζεσαι":"στηρίζω",
"στηρίζεται":"στηρίζω",
"στηριζόμενες":"στηριζόμενος",
"στηριζόμενη":"στηριζόμενος",
"στηριζόμενης":"στηριζόμενος",
"στηριζόμενο":"στηριζόμενος",
"στηριζόμενοι":"στηριζόμενος",
"στηριζομενος":"στηριζόμενος",
"στηριζόμενος":"στηριζόμενος",
"στηρίζονται":"στηρίζω",
"στηρίζονταν":"στηρίζω",
"στηρίζοντας":"στηρίζω",
"στηριζόταν":"στηρίζω",
"στηρίζουμε":"στηρίζω",
"στηρίζουν":"στηρίζω",
"στηρίζω":"στηρίζω",
"στήριξα":"στηρίζω",
"στηρίξαμε":"στηρίζω",
"στήριξαν":"στηρίζω",
"στηρίξατε":"στηρίζω",
"στήριξε":"στηρίζω",
"στηρίξει":"στηρίζω",
"στηρίξεις":"στηρίζω",
"στηρίξετε":"στηρίζω",
"στήριξη":"στήριξη",
"στήριξή":"στήριξη",
"στηριξης":"στήριξη",
"στήριξης":"στήριξη",
"στήριξής":"στήριξη",
"στηρίξουμε":"στηρίζω",
"στηρίξουν":"στηρίζω",
"στηρίξω":"στηρίζω",
"στηριχθεί":"στηρίζω",
"στηριχθείς":"στηρίζω",
"στηρίχθηκαν":"στηρίζω",
"στηρίχθηκε":"στηρίζω",
"στηριχθούμε":"στηρίζω",
"στηριχθούν":"στηρίζω",
"στηριχτεί":"στηρίζω",
"στηριχτείτε":"στηρίζω",
"στηρίχτηκαν":"στηρίζω",
"στηρίχτηκε":"στηρίζω",
"στηριχτούμε":"στηρίζω",
"στης":"στου",
"στήσαμε":"στήνω",
"στήσανε":"στήνω",
"στησε":"στήνω",
"στήσει":"στήνω",
"στήσεις":"στήνω",
"στησίματος":"στήσιμο",
"στήσιμο":"στήσιμο",
"στήσουμε":"στήνω",
"στήσουν":"στήνω",
"στήσω":"στήνω",
"στιβ":"στιβ",
"στιβάδας":"στιβάδα",
"στιβαρή":"στιβαρός",
"στιβαρό":"στιβαρός",
"στίβεν":"στίβεν",
"στίβενς":"στίβενς",
"στίβες":"στίβες",
"στίβο":"στίβος",
"στιβος":"στίβος",
"στίβος":"στίβος",
"στιβου":"στίβος",
"στίβου":"στίβος",
"στίβους":"στίβος",
"στίγκλιτς":"στίγκλιτς",
"στίγμα":"στίγμα",
"στίγματα":"στίγμα",
"στιγματίζει":"στιγματίζω",
"στιγματίζοντας":"στιγματίζω",
"στιγμάτισε":"στιγματίζω",
"στιγματίσει":"στιγματίζω",
"στιγματισμό":"στιγματισμός",
"στιγματισμός":"στιγματισμός",
"στιγματιστεί":"στιγματίζω",
"στιγματίστηκαν":"στιγματίζω",
"στιγματίστηκε":"στιγματίζω",
"στίγματος":"στίγμα",
"στιγμάτων":"στίγμα",
"στιγμές":"στιγμή",
"στιγμη":"στιγμή",
"στιγμή":"στιγμή",
"στιγμήν":"στιγμή",
"στιγμής":"στιγμή",
"στιγμιαία":"στιγμιαία",
"στιγμιαίας":"στιγμιαίος",
"στιγμιαίο":"στιγμιαίος",
"στιγμιαίος":"στιγμιαίος",
"στιγμιαίου":"στιγμιαίος",
"στιγμιαίων":"στιγμιαίος",
"στιγμιότυπα":"στιγμιότυπο",
"στιγμιότυπο":"στιγμιότυπο",
"στιγμών":"στιγμή",
"στιλ":"στιλ",
"στίλερ":"στίλερ",
"στιλέτο":"στιλέτο",
"στίλιαν":"στίλιαν",
"στιλιζαρισμένο":"στιλιζαρισμένος",
"στιλισμού":"στιλισμού",
"στιλίστας":"στιλίστας",
"στιλιστικές":"στιλιστικός",
"στιλίστρια":"στιλίστρια",
"στιλό":"στιλό",
"στιλπνή":"στιλπνός",
"στιλπνό":"στιλπνός",
"στίνμετς":"στίνμετς",
"στίξης":"στίξη",
"στιούαρτ":"στιούαρτ",
"στιπε":"στιπε",
"στίπε":"στίπε",
"στιπλ":"στιπλ",
"στίρον":"στίρον",
"στίς":"στίς",
"στις":"στου",
"στιφάδο":"στιφάδο",
"στίφη":"στίφος",
"στιφούδη":"στιφούδη",
"στιφούδης":"στιφούδης",
"στίχο":"στίχος",
"στίχοι":"στίχος",
"στιχομυθίες":"στιχομυθία",
"στίχος":"στίχος",
"στίχου":"στίχος",
"στιχουργό":"στιχουργός",
"στιχουργοί":"στιχουργός",
"στιχουργός":"στιχουργός",
"στίχους":"στίχος",
"στίχων":"στίχος",
"στο":"στου",
"στοα":"στοά",
"στοά":"στοά",
"στοάς":"στοά",
"στογιάκοβιτς":"στογιάκοβιτς",
"στόγιαν":"στόγιαν",
"στογιαννη":"στογιαννη",
"στογιάννη":"στογιάννη",
"στογιάνοβιτς":"στογιάνοβιτς",
"στοές":"στοά",
"στοιβαγμένα":"στοιβάζω",
"στοιβαγμένοι":"στοιβαγμένος",
"στοιβάζονται":"στοιβάζω",
"στοιβάζουμε":"στοιβάζω",
"στοιβάζουν":"στοιβάζω",
"στοιβασμένοι":"στοιβασμένοι",
"στοιβάχτηκαν":"στοιβάζω",
"στοίβες":"στοίβα",
"στοϊκάκη":"στοϊκάκη",
"στοϊκος":"στοϊκος",
"στόικος":"στόικος",
"στοΐνοβιτς":"στοΐνοβιτς",
"στοιχεια":"στοιχειό",
"στοιχειά":"στοιχειό",
"στοιχεία":"στοιχείο",
"στοιχεία-σοκ":"στοιχεία-σοκ",
"στοιχείο":"στοιχείο",
"στοιχειοθετεί":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθετείται":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθετηθή":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθετήθηκε":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθέτηση":"στοιχειοθέτηση",
"στοιχειοθετήσουν":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθετούν":"στοιχειοθετώ",
"στοιχειοθετούνται":"στοιχειοθετώ",
"στοιχείον":"στοιχείο",
"στοιχείου":"στοιχείο",
"στοιχειώδεις":"στοιχειώδης",
"στοιχειώδες":"στοιχειώδης",
"στοιχειώδη":"στοιχειώδης",
"στοιχειώδης":"στοιχειώδης",
"στοιχειώδους":"στοιχειώδης",
"στοιχειωδών":"στοιχειώδης",
"στοιχειωδώς":"στοιχειωδώς",
"στοιχειωμένα":"στοιχειώνω",
"στοιχειωμένη":"στοιχειώνω",
"στοιχειωμένο":"στοιχειώνω",
"στοιχειωμένοι":"στοιχειωμένος",
"στοιχειών":"στοιχειό",
"στοιχείων":"στοιχείο",
"στοιχειώνει":"στοιχειώνω",
"στοιχειώνουν":"στοιχειώνω",
"στοιχειώσει":"στοιχειώνω",
"στοιχειώσουν":"στοιχειώνω",
"στοιχημα":"στοίχημα",
"στοίχημα":"στοίχημα",
"στοιχήματα":"στοίχημα",
"στοιχηματίζοντας":"στοιχηματίζω",
"στοιχηματίζουν":"στοιχηματίζω",
"στοιχηματίσει":"στοιχηματίζω",
"στοιχηματίσουν":"στοιχηματίζω",
"στοιχήματος":"στοίχημα",
"στοιχημάτων":"στοίχημα",
"στοίχιζαν":"στοιχίζω",
"στοίχιζε":"στοιχίζω",
"στοιχίζει":"στοιχίζω",
"στοιχίζεται":"στοιχίζω",
"στοιχίζουν":"στοιχίζω",
"στοίχισαν":"στοιχίζω",
"στοιχισε":"στοιχίζω",
"στοίχισε":"στοιχίζω",
"στοιχίσει":"στοιχίζω",
"στοιχίσουν":"στοιχίζω",
"στοκ":"στοκ",
"στοκαρισμένο":"στοκαρισμένος",
"στοκάρουν":"στοκάρω",
"στοκπορτ":"στοκπορτ",
"στόκπορτ":"στόκπορτ",
"στόκπορτ337121136-39":"στόκπορτ337121136-39",
"στοκχόλμη":"στοκχόλμη",
"στοκχόλμης":"στοκχόλμη",
"στοκχόλμης-βρυξελλών":"στοκχόλμης-βρυξελλών",
"στολ":"στολ",
"στολές":"στολή",
"στολή":"στολή",
"στολής":"στολή",
"στολίδι":"στολίδι",
"στολίδια":"στολίδι",
"στόλιζαν":"στολίζω",
"στόλιζε":"στολίζω",
"στολίζει":"στολίζω",
"στολίζεται":"στολίζω",
"στολίζουμε":"στολίζω",
"στολίζουν":"στολίζω",
"στόλιος":"στόλιος",
"στόλισαν":"στολίζω",
"στολίσει":"στολίζω",
"στολίσκος":"στολίσκος",
"στολισμάτων":"στόλισμα",
"στολισμένα":"στολίζω",
"στολίσουν":"στολίζω",
"στολιστεί":"στολίζω",
"στολο":"στόλος",
"στόλο":"στόλος",
"στόλος":"στόλος",
"στόλου":"στόλος",
"στόλους":"στόλος",
"στολτίδη":"στολτίδη",
"στολτίδης":"στολτίδης",
"στολών":"στολή",
"στόμα":"στόμα",
"στόματα":"στόμα",
"στοματάκι":"στοματάκι",
"στοματικά":"στοματικός",
"στοματική":"στοματικός",
"στοματικής":"στοματικός",
"στοματικού":"στοματικός",
"στόματος":"στόμα",
"στομάχι":"στομάχι",
"στομάχια":"στομάχι",
"στομαχικές":"στομαχικός",
"στομάχου":"στόμαχος",
"στόμιο":"στόμιο",
"στομίων":"στόμιο",
"στόμφο":"στόμφος",
"στομφώδεις":"στομφώδης",
"'στον":"'στον",
"στον":"στου",
"στοντον":"στοντον",
"στοουκ":"στοουκ",
"στόουκ":"στόουκ",
"-στόουκ":"-στόουκ",
"στόουν":"στόουν",
"στόουνχετζ":"στόουνχετζ",
"στοπ":"στοπ",
"στόπερ":"στόπερ",
"στοργή":"στοργή",
"στοργής":"στοργή",
"στοργικό":"στοργικός",
"στόρι":"στόρι",
"στου":"στου",
"στούμφε":"στούμφε",
"στουνταμάιρ":"στουνταμάιρ",
"στουντιο":"στούντιο",
"στούντιο":"στούντιο",
"στουπί":"στουπί",
"στους":"στου",
"στουτγκάρδη":"στουτγκάρδη",
"στόφα":"στόφα",
"στοχάζεται":"στοχάζομαι",
"στοχασμό":"στοχασμός",
"στοχασμός":"στοχασμός",
"στοχασμού":"στοχασμός",
"στοχασμούς":"στοχασμός",
"στοχασμών":"στοχασμός",
"στοχαστεί":"στοχάζομαι",
"στοχαστείς":"στοχάζομαι",
"στοχαστές":"στοχαστής",
"στοχαστή":"στοχαστής",
"στοχαστής":"στοχαστής",
"στοχαστικά":"στοχαστικός",
"στοχαστική":"στοχαστικός",
"στοχαστικό":"στοχαστικός",
"στοχαστικός":"στοχαστικός",
"στοχαστούμε":"στοχάζομαι",
"στοχαστρο":"στόχαστρο",
"στόχαστρο":"στόχαστρο",
"στόχαστρό":"στόχαστρο",
"στόχευαν":"στοχεύω",
"στόχευε":"στοχεύω",
"στοχεύει":"στοχεύω",
"στοχεύοντας":"στοχεύω",
"στοχεύουμε":"στοχεύω",
"στοχεύουν":"στοχεύω",
"στόχευσαν":"στοχεύω",
"στόχευσε":"στοχεύω",
"στοχεύσει":"στοχεύω",
"στοχεύσεις":"στόχευση",
"στοχεύσεων":"στόχευση",
"στόχευση":"στόχευση",
"στόχευσή":"στόχευση",
"στόχευσης":"στόχευση",
"στοχεύω":"στοχεύω",
"στόχο":"στόχος",
"στοχοθεσίας":"στοχοθεσίας",
"στοχοι":"στόχος",
"στόχοι":"στόχος",
"στοχοποιήσουν":"στοχοποιήσουν",
"στοχοποιούν":"στοχοποιούν",
"στοχος":"στόχος",
"στόχος":"στόχος",
"στόχος'":"στόχος'",
"στόχου":"στόχος",
"στόχους":"στόχος",
"στόχων":"στόχος",
"στρ":"στρ",
"στρ.":"στρ.",
"στραβά":"στραβά",
"στραβά":"στραβός",
"στραβισμό":"στραβισμός",
"στραβό":"στραβός",
"στραβοί":"στραβός",
"στραβοπάτημα":"στραβοπάτημα",
"στραβοπατήματα":"στραβοπάτημα",
"στραβοπάτησε":"στραβοπατώ",
"στραβός":"στραβός",
"στραβού":"στραβός",
"στραβών":"στραβός",
"στραβώνει":"στραβώνω",
"στραβώσει":"στραβώνω",
"στραγάλια":"στραγάλι",
"στραγγαλίσει":"στραγγαλίζω",
"στραγγαλισμό":"στραγγαλισμός",
"στραγγαλισμού":"στραγγαλισμός",
"στραγγαλιστεί":"στραγγαλίζω",
"στραγγαλιστής":"στραγγαλιστής",
"στραγγίζει":"στραγγίζω",
"στραγγίζετε":"στραγγίζω",
"στραγγίζουμε":"στραγγίζω",
"στράγγιξαν":"στραγγίζω",
"στραγγίξουν":"στραγγίζω",
"στραγγισμένες":"στραγγίζω",
"στραγγιστήρι":"στραγγιστήρι",
"στράικερ":"στράικερ",
"στραμμένα":"στραμμένος",
"στραμμένη":"στρέφω",
"στραμμένο":"στραμμένος",
"στραμμένοι":"στραμμένος",
"στραμμένος":"στρέφω",
"στραμμένους":"στραμμένος",
"στρανραερ":"στρανραερ",
"στράντζαλης":"στράντζαλης",
"στραπάτσα":"στραπάτσο",
"στραπάτσο":"στραπάτσο",
"στρας":"στρας",
"στρασβούργο":"στρασβούργο",
"στρασβούργου":"στρασβούργο",
"στρατάκη":"στρατάκη",
"στρατάκης":"στρατάκης",
"στρατάρχη":"στρατάρχης",
"στρατάρχης":"στρατάρχης",
"στρατευθούν":"στρατεύομαι",
"στράτευμα":"στράτευμα",
"στρατεύματα":"στράτευμα",
"στρατεύματά":"στράτευμα",
"στρατεύματος":"στράτευμα",
"στρατευμάτων":"στράτευμα",
"στρατευμένη":"στρατεύομαι",
"στρατευμένοι":"στρατευμένος",
"στρατευμενος":"στρατευμένος",
"στρατευμένος":"στρατευμένος",
"στρατευμένους":"στρατευμένος",
"στρατευμένων":"στρατεύομαι",
"στρατεύονται":"στρατεύομαι",
"στρατεύσεως":"στράτευση",
"στράτευση":"στράτευση",
"στράτευσή":"στράτευση",
"στράτευσης":"στράτευση",
"στρατεύσιμοι":"στρατεύσιμος",
"στρατευτεί":"στρατεύομαι",
"στρατεύτηκε":"στρατεύομαι",
"στρατζαλης":"στρατζαλης",
"στράτζαλης":"στράτζαλης",
"στρατή":"στρατής",
"στρατηγεία":"στρατηγείο",
"στρατηγείο":"στρατηγείο",
"στρατηγείου":"στρατηγείο",
"στρατήγη":"στρατήγη",
"στρατήγης":"στρατήγης",
"στρατηγικά":"στρατηγικά",
"στρατηγικά":"στρατηγικός",
"στρατηγικές":"στρατηγική",
"στρατηγική":"στρατηγική",
"στρατηγικής":"στρατηγική",
"στρατηγικο":"στρατηγικός",
"στρατηγικό":"στρατηγικός",
"στρατηγικοί":"στρατηγικός",
"στρατηγικός":"στρατηγικός",
"στρατηγικού":"στρατηγικός",
"στρατηγικούς":"στρατηγικός",
"στρατηγικών":"στρατηγικός",
"στρατηγό":"στρατηγός",
"στρατηγοί":"στρατηγός",
"στρατηγόν":"στρατηγός",
"στρατηγός":"στρατηγός",
"στρατηγού":"στρατηγός",
"στρατηγού-δικτάτορα":"στρατηγού-δικτάτορα",
"στρατηγούς":"στρατηγός",
"στρατηγών":"στρατηγός",
"στρατηλάτη":"στρατηλάτης",
"στρατηλάτης":"στρατηλάτης",
"στρατης":"στρατής",
"στρατής":"στρατής",
"στρατιά":"στρατιά",
"στρατιές":"στρατιά",
"στρατιώται":"στρατιώται",
"στρατιωτάκια":"στρατιωτάκια",
"στρατιώτες":"στρατιώτης",
"στρατιώτη":"στρατιώτης",
"στρατιώτης":"στρατιώτης",
"στρατιωτικά":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικές":"στρατιωτικός",
"στρατιωτική":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικής":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικό":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικοί":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικοποίηση":"στρατιωτικοποιώ",
"στρατιωτικοποίησης":"στρατιωτικοποίησης",
"στρατιωτικός":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικού":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικούς":"στρατιωτικός",
"στρατιωτικών":"στρατιωτικός",
"στρατιωτών":"στρατιώτης",
"στρατό":"στρατός",
"στράτο":"στράτος",
"στρατοδικεία":"στρατοδικείο",
"στρατοδικείο":"στρατοδικείο",
"στρατοί":"στρατός",
"στρατοκράτες":"στρατοκράτης",
"στρατοκρατία":"στρατοκρατία",
"στρατοκρατίας":"στρατοκρατία",
"στρατοκρατική":"στρατοκρατικός",
"στρατοκρατών":"στρατοκράτης",
"στρατολογήθηκε":"στρατολογώ",
"στρατολογηθούν":"στρατολογώ",
"στρατολογημένος":"στρατολογημένος",
"στρατολόγησαν":"στρατολογώ",
"στρατολόγησε":"στρατολογώ",
"στρατολογήσει":"στρατολογώ",
"στρατολόγηση":"στρατολόγηση",
"στρατολόγησης":"στρατολόγηση",
"στρατολογήσουν":"στρατολογώ",
"στρατολογίας":"στρατολογία",
"στρατολογικές":"στρατολογικός",
"στρατολογούνταν":"στρατολογώ",
"στρατολογούσαν":"στρατολογώ",
"στρατόπεδα":"στρατόπεδο",
"στρατοπεδεύουν":"στρατοπεδεύω",
"στρατοπέδευσαν":"στρατοπεδεύω",
"στρατοπέδευση":"στρατοπέδευση",
"στρατόπεδο":"στρατόπεδο",
"στρατόπεδον":"στρατόπεδο",
"στρατοπέδου":"στρατόπεδο",
"στρατοπέδων":"στρατόπεδο",
"στρατός":"στρατός",
"στράτος":"στράτος",
"στρατόσφαιρα":"στρατόσφαιρα",
"στρατού":"στρατός",
"στράτου":"στράτος",
"στρατούς":"στρατός",
"στρατών":"στράτα",
"στρατώνες":"στρατώνας",
"στρατώνι":"στρατώνι",
"στρατώνι-νικήτη":"στρατώνι-νικήτη",
"στραφεί":"στρέφω",
"στραφείτε":"στρέφω",
"στράφηκαν":"στρέφω",
"στράφηκε":"στρέφω",
"στράφι":"στράφι",
"στραφούμε":"στρέφω",
"στραφούν":"στρέφω",
"στράχαν":"στράχαν",
"στρεβλά":"στρεβλά",
"στρεβλές":"στρεβλός",
"στρεβλή":"στρεβλός",
"στρεβλής":"στρεβλός",
"στρεβλό":"στρεβλός",
"στρεβλώσεις":"στρεβλώνω",
"στρεβλώσεις":"στρέβλωση",
"στρεβλώσεων":"στρέβλωση",
"στρέβλωση":"στρέβλωση",
"στρείδια":"στρείδι",
"στρειδιών":"στρείδι",
"στρέιζαντ":"στρέιζαντ",
"στρέμμα":"στρέμμα",
"στρέμματα":"στρέμμα",
"στρεμματικές":"στρεμματικός",
"στρεμματική":"στρεμματικός",
"στρεμμάτων":"στρέμμα",
"στρεμπενιώτη":"στρεμπενιώτη",
"στρεπτομικίνης":"στρεπτομικίνης",
"στρες":"στρες",
"στρεσάρονται":"στρεσάρω",
"στρέφει":"στρέφω",
"στρέφεις":"στρέφω",
"στρέφεστε":"στρέφω",
"στρέφεται":"στρέφω",
"στρεφόμενη":"στρεφόμενος",
"στρεφόμενοι":"στρεφόμενος",
"στρεφόμενος":"στρεφόμενος",
"στρέφονται":"στρέφω",
"στρέφονταν":"στρέφω",
"στρέφοντας":"στρέφω",
"στρεφόταν":"στρέφω",
"στρέφουμε":"στρέφω",
"στρέφουν":"στρέφω",
"στρέψει":"στρέφω",
"στρεψόδικη":"στρεψόδικος",
"στρέψουμε":"στρέφω",
"στρέψουν":"στρέφω",
"στρήτ":"στρήτ",
"στρίβεις":"στρίβω",
"στρίβετε":"στρίβω",
"στρίβουμε":"στρίβω",
"στρίβουν":"στρίβω",
"στρίγκλο":"στρίγκλος",
"στριγκό":"στριγκός",
"στρίμωγμα":"στρίμωγμα",
"στριμωγμένα":"στριμώχνω",
"στριμωγμένη":"στριμώχνω",
"στριμωγμένο":"στριμώχνω",
"στριμωγμένοι":"στριμωγμένος",
"στριμωγμένος":"στριμώχνω",
"στριμώξει":"στριμώχνω",
"στριμώξτε":"στριμώχνω",
"στριμώχνεται":"στριμώχνω",
"στριμώχνονται":"στριμώχνω",
"στριμώχνονταν":"στριμώχνω",
"στριμωχτεί":"στριμώχνω",
"στριντζη":"στρίντζης",
"στριντζης":"στρίντζης",
"στριπ":"στριπ",
"στριπ-τιζ":"στριπ-τιζ",
"στριπτίζ":"στριπτίζ",
"στριπτιζάδικου":"στριπτιζάδικο",
"στριπτιζέζ":"στριπτιζέζ",
"στριτ":"στριτ",
"στριτζης":"στριτζης",
"στριφογυρίζει":"στριφογυρίζω",
"στριφογυρίζουμε":"στριφογυρίζω",
"στρίψει":"στρίβω",
"στρίψουν":"στρίβω",
"στρο":"στρο",
"στροβιλίζονται":"στροβιλίζω",
"στροβιλισμού":"στροβιλισμός",
"στρογγυλά":"στρογγυλά",
"στρογγυλά":"στρογγυλός",
"στρογγύλεμα":"στρογγύλεμα",
"στρογγυλές":"στρογγυλός",
"στρογγυλέψουν":"στρογγυλεύω",
"στρογγυλή":"στρογγυλός",
"στρογγυλής":"στρογγυλός",
"στρογγυλό":"στρογγυλός",
"στρογγυλοποιείται":"στρογγυλοποιώ",
"στρογγυλοποιήσεις":"στρογγυλοποιώ",
"στρογγυλοποίηση":"στρογγυλοποίηση",
"στρογγυλού":"στρογγυλός",
"στρογκανόφ":"στρογκανόφ",
"στρόμπεργκας":"στρόμπεργκας",
"στρόουντ":"στρόουντ",
"στρος-καν":"στρος-καν",
"στρούγκα":"στρούγκα",
"στρούζας":"στρούζας",
"στρουθοκαμηλισμό":"στρουθοκαμηλισμός",
"στρουθοκαμηλισμός":"στρουθοκαμηλισμός",
"στρουθοκάμηλο":"στρουθοκάμηλος",
"στρουθοκάμηλοι":"στρουθοκάμηλος",
"στρουθοκαμήλου":"στρουθοκάμηλος",
"στρουκτουραλιστική":"στρουκτουραλιστική",
"στρούμπου":"στρούμπου",
"στρουμφάκια":"στρουμφάκι",
"στροφείο":"στροφείο",
"στροφείου":"στροφείο",
"στροφές":"στροφή",
"στροφή":"στροφή",
"στροφής":"στροφή",
"στρόφιγγες":"στρόφιγγα",
"στροφών":"στροφή",
"στρυμόνα":"στρυμόνας",
"στρυμονικό":"στρυμονικός",
"στρυμονικού":"στρυμονικός",
"στρυφνά":"στρυφνά",
"στρυχνίνη":"στρυχνίνη",
"στρωθεί":"στρώνω",
"στρώθηκε":"στρώνω",
"στρωθούν":"στρώνω",
"στρώμα":"στρώμα",
"στρώματα":"στρώμα",
"στρωματογραφία":"στρωματογραφία",
"στρωμάτων":"στρώμα",
"στρωμένη":"στρωμένος",
"στρωμένο":"στρωμένος",
"στρωμένος":"στρωμένος",
"στρώναμε":"στρώνω",
"στρώνει":"στρώνω",
"στρώνεται":"στρώνω",
"στρώνονται":"στρώνω",
"στρώνουμε":"στρώνω",
"στρώνουν":"στρώνω",
"στρώσει":"στρώνω",
"στρώσεις":"στρώνω",
"στρώση":"στρώση",
"στρώσουμε":"στρώνω",
"στρωτή":"στρωτός",
"στυγερή":"στυγερός",
"στυγερό":"στυγερός",
"στυγερούς":"στυγερός",
"στυγνά":"στυγνός",
"στυγνές":"στυγνός",
"στυγνή":"στυγνός",
"'στυγνής":"'στυγνής",
"στυγνής":"στυγνός",
"στυγνό":"στυγνός",
"στυγνός":"στυγνός",
"στυγνότερα":"στυγνός",
"στυγνού":"στυγνός",
"στυγνούς":"στυγνός",
"στυλ":"στυλ",
"στυλάκι":"στυλάκι",
"στυλιανέα":"στυλιανέα",
"στυλιανη":"στυλιανή",
"στυλιανής":"στυλιανή",
"στυλιανίδη":"στυλιανίδης",
"στυλιανίδης":"στυλιανίδης",
"στυλιανος":"στυλιανός",
"στυλιανός":"στυλιανός",
"στυλιανού":"στυλιανός",
"στυλιαράς":"στυλιαράς",
"στυλιάρας":"στυλιάρας",
"στυλιζαρισμένη":"στυλιζάρω",
"στυλό":"στυλό",
"στύλο":"στύλος",
"στυλοβάτες":"στυλοβάτης",
"στυλοβάτη":"στυλοβάτης",
"στυλοβάτης":"στυλοβάτης",
"στύλοι":"στύλος",
"στύλος":"στύλος",
"στυλώνει":"στυλώνω",
"στυνιστούν":"στυνιστούν",
"στύση":"στύση",
"στύσης":"στύση",
"στυτική":"στυτικός",
"στυτικής":"στυτικός",
"στύψιμο":"στύψιμο",
"στωικά":"στωικά",
"στωικοί":"στωικός",
"στωικότητα":"στωικότητα",
"στων":"στου",
"συ":"εγώ",
"σύβαση":"σύβαση",
"συγγένεια":"συγγένεια",
"συγγένειά":"συγγένεια",
"συγγενείας":"συγγένεια",
"συγγένειας":"συγγένεια",
"συγγένειες":"συγγένεια",
"συγγενείς":"συγγενής",
"συγγενεύουν":"συγγενεύω",
"συγγενή":"συγγενής",
"συγγενής":"συγγενής",
"συγγενικά":"συγγενικός",
"συγγενική":"συγγενικός",
"συγγενικό":"συγγενικός",
"συγγενικού":"συγγενικός",
"συγγενικών":"συγγενικός",
"συγγενούς":"συγγενής",
"συγγενών":"συγγενής",
"συγγνώμες":"συγγνώμη",
"συγγνωμη":"συγγνώμη",
"συγγνώμη":"συγγνώμη",
"συγγνώμην":"συγγνώμη",
"συγγνώμης":"συγγνώμη",
"σύγγραμμα":"σύγγραμμα",
"συγγράμματα":"σύγγραμμα",
"συγγράμματά":"σύγγραμμα",
"συγγράμματος":"σύγγραμμα",
"συγγραμμάτων":"σύγγραμμα",
"συγγραφέα":"συγγραφέας",
"συγγραφέας":"συγγραφέας",
"συγγραφέας-σκηνοθέτης":"συγγραφέας-σκηνοθέτης",
"συγγράφει":"συγγράφω",
"συγγραφείς":"συγγραφέας",
"συγγραφέων":"συγγραφέας",
"συγγραφέως":"συγγραφέας",
"συγγραφή":"συγγραφή",
"συγγράφηκε":"συγγράφω",
"συγγραφής":"συγγραφή",
"συγγραφικές":"συγγραφικός",
"συγγραφική":"συγγραφικός",
"συγγραφικής":"συγγραφικός",
"συγγραφικό":"συγγραφικός",
"συγγραφικού":"συγγραφικός",
"συγγραφικών":"συγγραφικός",
"συγγράψουν":"συγγράφω",
"συγκαλά":"συγκαλά",
"συγκαλεί":"συγκαλώ",
"συγκαλείται":"συγκαλώ",
"συγκάλεσαν":"συγκαλώ",
"συγκάλεσε":"συγκαλώ",
"συγκαλέσει":"συγκαλώ",
"συγκαλέσουν":"συγκαλώ",
"συγκαλούμενα":"συγκαλούμενος",
"συγκαλούνται":"συγκαλώ",
"συγκαλυμμένη":"συγκαλυμμένος",
"συγκαλυμμένο":"συγκαλυμμένος",
"συγκαλυμμένων":"συγκαλύπτω",
"συγκαλύπτει":"συγκαλύπτω",
"συγκαλύπτουν":"συγκαλύπτω",
"συγκαλυφθεί":"συγκαλύπτω",
"συγκαλυφθούν":"συγκαλύπτω",
"συγκάλυψε":"συγκαλύπτω",
"συγκαλύψεις":"συγκάλυψη",
"συγκάλυψη":"συγκάλυψη",
"συγκάλυψης":"συγκάλυψη",
"συγκατάβαση":"συγκατάβαση",
"συγκαταβατικά":"συγκαταβατικά",
"συγκαταβατική":"συγκαταβατικός",
"συγκατάθεση":"συγκατάθεση",
"συγκατάθεσή":"συγκατάθεση",
"συγκατάθεσης":"συγκατάθεση",
"συγκαταλέγει":"συγκαταλέγω",
"συγκαταλέγεται":"συγκαταλέγω",
"συγκαταλέγομαι":"συγκαταλέγω",
"συγκαταλέγονται":"συγκαταλέγω",
"συγκαταλέγονταν":"συγκαταλέγω",
"συγκατηγορούμενό":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατηγορούμενοί":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατηγορουμένου":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατηγορουμένους":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατηγορούμενούς":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατηγορουμένων":"συγκατηγορούμενος",
"συγκατοικεί":"συγκατοικώ",
"συγκατοίκηση":"συγκατοίκηση",
"συγκατοίκησης":"συγκατοίκηση",
"συγκάτοικο":"συγκάτοικος",
"συγκάτοικό":"συγκάτοικος",
"συγκάτοικοι":"συγκάτοικος",
"συγκατοίκου":"συγκάτοικος",
"συγκατοικούν":"συγκατοικώ",
"συγκατοίκους":"συγκάτοικος",
"συγκατοικούσαν":"συγκατοικώ",
"συγκείμενο":"συγκείμενος",
"συγκεκαλυμμένη":"συγκεκαλυμμένος",
"συγκεκριμένα":"συγκεκριμένα",
"συγκεκριμένα":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένες":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμενη":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένη":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένης":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμενο":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένο":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένοι":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμενοποιηθεί":"συγκεκριμενοποιώ",
"συγκεκριμενοποιήθηκαν":"συγκεκριμενοποιώ",
"συγκεκριμενοποίηση":"συγκεκριμενοποίηση",
"συγκεκριμένος":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένου":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένους":"συγκεκριμένος",
"συγκεκριμένων":"συγκεκριμένος",
"συγκεντρούνται":"συγκεντρούνται",
"συγκεντρωθεί":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωθείτε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωθέντες":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωθήκαμε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώθηκαν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώθηκε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωθούμε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωθούν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωμένα":"συγκεντρωμένος",
"συγκεντρωμένες":"συγκεντρωμένος",
"συγκεντρωμένη":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωμένο":"συγκεντρωμένος",
"συγκεντρωμένοι":"συγκεντρωμένος",
"συγκεντρωμένος":"συγκεντρωμένος",
"συγκεντρωμένους":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωμένων":"συγκεντρώνω",
"συγκέντρωναν":"συγκεντρώνω",
"συγκέντρωνε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνει":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνεσαι":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνεται":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνετε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωνόμασταν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωνόμαστε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνονται":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνονταν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνοντας":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωνόταν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνουν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώνω":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσαμε":"συγκεντρώνω",
"συγκέντρωσαν":"συγκεντρώνω",
"συγκέντρωσε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσει":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσεις":"συγκέντρωση",
"συγκεντρώσετε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσεων":"συγκέντρωση",
"συγκεντρώσεως":"συγκέντρωση",
"συγκέντρωση":"συγκέντρωση",
"συγκέντρωσή":"συγκέντρωση",
"συγκέντρωσης":"συγκέντρωση",
"συγκεντρώσουμε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσουν":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώστε":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρώσω":"συγκεντρώνω",
"συγκεντρωτικά":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικές":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτική":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικής":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικό":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικός":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικότητα":"συγκεντρωτικότητα",
"συγκεντρωτικού":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτικών":"συγκεντρωτικός",
"συγκεντρωτισμό":"συγκεντρωτισμός",
"συγκεντρωτισμός":"συγκεντρωτισμός",
"συγκεντρωτισμού":"συγκεντρωτισμός",
"συγκερασμό":"συγκερασμός",
"συγκερασμός":"συγκερασμός",
"συγκερασμού":"συγκερασμός",
"συγκεχυμένα":"συγκεχυμένα",
"συγκεχυμένες":"συγκεχυμένος",
"συγκεχυμένη":"συγκεχυμένος",
"συγκεχυμένος":"συγκεχυμένος",
"συγκινεί":"συγκινώ",
"συγκινείται":"συγκινώ",
"συγκινηθεί":"συγκινώ",
"συγκινήθηκε":"συγκινώ",
"συγκινηθούν":"συγκινώ",
"συγκινημένη":"συγκινημένος",
"συγκινημένο":"συγκινημένος",
"συγκινημένος":"συγκινημένος",
"συγκίνησε":"συγκινώ",
"συγκινήσει":"συγκινώ",
"συγκινήσεις":"συγκίνηση",
"συγκινήσεις":"συγκινώ",
"συγκινήσεων":"συγκίνηση",
"συγκινηση":"συγκίνηση",
"συγκίνηση":"συγκίνηση",
"συγκίνησή":"συγκίνηση",
"συγκίνησης":"συγκίνηση",
"συγκινησιακά":"συγκινησιακός",
"συγκινησιακή":"συγκινησιακός",
"συγκινησιακών":"συγκινησιακός",
"συγκινήσουν":"συγκινώ",
"συγκινητικά":"συγκινητικά",
"συγκινητικές":"συγκινητικός",
"συγκινητική":"συγκινητικός",
"συγκινητικής":"συγκινητικός",
"συγκινητικό":"συγκινητικός",
"συγκινητικότατο":"συγκινητικός",
"συγκινούμαστε":"συγκινώ",
"συγκινούν":"συγκινώ",
"συγκινούνται":"συγκινώ",
"συγκληθεί":"συγκαλώ",
"συγκλήθηκε":"συγκαλώ",
"σύγκληση":"σύγκληση",
"σύγκλησης":"σύγκληση",
"σύγκλητο":"σύγκλητος",
"σύγκλητος":"σύγκλητος",
"συγκλήτου":"σύγκλητος",
"συγκλίνει":"συγκλίνω",
"συγκλίνουμε":"συγκλίνω",
"συγκλίνουν":"συγκλίνω",
"συγκλίσεις":"σύγκλιση",
"σύγκλιση":"σύγκλιση",
"σύγκλισης":"σύγκλιση",
"συγκλονίζει":"συγκλονίζω",
"συγκλονίζεται":"συγκλονίζω",
"συγκλονιζόταν":"συγκλονίζω",
"συγκλονίζουν":"συγκλονίζω",
"συγκλόνισαν":"συγκλονίζω",
"συγκλόνισε":"συγκλονίζω",
"συγκλονίσει":"συγκλονίζω",
"συγκλονισθεί":"συγκλονίζω",
"συγκλονισμένος":"συγκλονισμένος",
"συγκλονιστεί":"συγκλονίζω",
"συγκλονίστηκε":"συγκλονίζω",
"συγκλονιστικά":"συγκλονιστικά",
"συγκλονιστικά":"συγκλονιστικός",
"συγκλονιστικές":"συγκλονιστικός",
"συγκλονιστική":"συγκλονιστικός",
"συγκλονιστικό":"συγκλονιστικός",
"συγκλονιστικός":"συγκλονιστικός",
"συγκλονιστικού":"συγκλονιστικός",
"συγκοινωνία":"συγκοινωνία",
"συγκοινωνιακά":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακές":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακή":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακής":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακό":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακού":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακούς":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνιακών":"συγκοινωνιακός",
"συγκοινωνίας":"συγκοινωνία",
"συγκοινωνίες":"συγκοινωνία",
"συγκοινωνιολόγοι":"συγκοινωνιολόγος",
"συγκοινωνιολόγος":"συγκοινωνιολόγος",
"συγκοινωνιολόγων":"συγκοινωνιολόγος",
"συγκοινωνιών":"συγκοινωνία",
"συγκοινωνούντα":"συγκοινωνών",
"συγκοινωνούντων":"συγκοινωνών",
"συγκολλήσεις":"συγκόλληση",
"συγκομιδή":"συγκομιδή",
"συγκομιδής":"συγκομιδή",
"συγκομιδών":"συγκομιδή",
"συγκρατεί":"συγκρατώ",
"συγκρατείται":"συγκρατώ",
"συγκρατηθεί":"συγκρατώ",
"συγκρατηθείτε":"συγκρατώ",
"συγκρατηθούν":"συγκρατώ",
"συγκρατημένα":"συγκρατημένος",
"συγκρατημένες":"συγκρατημένος",
"συγκρατημένη":"συγκρατημένος",
"συγκρατημένο":"συγκρατώ",
"συγκρατημένοι":"συγκρατημένος",
"συγκρατημένος":"συγκρατημένος",
"συγκρατημένων":"συγκρατώ",
"συγκράτησε":"συγκρατώ",
"συγκρατήσει":"συγκρατώ",
"συγκράτηση":"συγκράτηση",
"συγκράτησή":"συγκράτηση",
"συγκράτησης":"συγκράτηση",
"συγκράτησής":"συγκράτηση",
"συγκρατήσουμε":"συγκρατώ",
"συγκρατήσουν":"συγκρατώ",
"συγκρατήστε":"συγκρατώ",
"συγκρατήσω":"συγκρατώ",
"συγκρατούμενους":"συγκρατούμενος",
"συγκρατούν":"συγκρατώ",
"συγκρατούσαν":"συγκρατώ",
"συγκρατούσε":"συγκρατώ",
"συγκρατώντας":"συγκρατώ",
"συγκρητισμό":"συγκρητισμός",
"συγκριθεί":"συγκρίνω",
"συγκρίθηκαν":"συγκρίνω",
"συγκριθούν":"συγκρίνω",
"σύγκριναν":"συγκρίνω",
"συγκρίνει":"συγκρίνω",
"συγκρίνεις":"συγκρίνω",
"συγκρίνεται":"συγκρίνω",
"συγκρίνετε":"συγκρίνω",
"συγκρινόμενες":"συγκρινόμενος",
"συγκρινόμενη":"συγκρινόμενος",
"συγκρινόμενο":"συγκρινόμενος",
"συγκρίνονται":"συγκρίνω",
"συγκρίνοντας":"συγκρίνω",
"συγκρίνουμε":"συγκρίνω",
"συγκρίνουν":"συγκρίνω",
"συγκρίνω":"συγκρίνω",
"συγκρίσει":"σύγκριση",
"συγκρίσεις":"σύγκριση",
"σύγκριση":"σύγκριση",
"σύγκρισης":"σύγκριση",
"συγκρίσιμα":"συγκρίσιμος",
"συγκρίσιμη":"συγκρίσιμος",
"συγκρίσιμος":"συγκρίσιμος",
"συγκρισιμότητα":"συγκρισιμότητα",
"συγκριτικά":"συγκριτικά",
"συγκριτικά":"συγκριτικός",
"συγκριτικές":"συγκριτικός",
"συγκριτική":"συγκριτικός",
"συγκριτικής":"συγκριτικός",
"συγκριτικό":"συγκριτικός",
"συγκροτεί":"συγκροτώ",
"συγκροτείται":"συγκροτώ",
"συγκροτηθεί":"συγκροτώ",
"συγκροτηθείσα":"συγκροτηθείς",
"συγκροτήθηκαν":"συγκροτώ",
"συγκροτήθηκε":"συγκροτώ",
"συγκροτηθούν":"συγκροτώ",
"συγκροτημα":"συγκρότημα",
"συγκρότημα":"συγκρότημα",
"συγκρότημά":"συγκρότημα",
"συγκροτήματα":"συγκρότημα",
"συγκροτήματος":"συγκρότημα",
"συγκροτημάτων":"συγκρότημα",
"συγκροτημένα":"συγκροτημένα",
"συγκροτημένες":"συγκροτημένος",
"συγκροτημένη":"συγκροτώ",
"συγκροτημένης":"συγκροτώ",
"συγκροτημένο":"συγκροτημένος",
"συγκροτημένος":"συγκροτημένος",
"συγκροτήσαμε":"συγκροτώ",
"συγκρότησαν":"συγκροτώ",
"συγκρότησε":"συγκροτώ",
"συγκροτήσει":"συγκροτώ",
"συγκρότηση":"συγκρότηση",
"συγκρότησή":"συγκρότηση",
"συγκρότησης":"συγκρότηση",
"συγκρότησής":"συγκρότηση",
"συγκροτήσουμε":"συγκροτώ",
"συγκροτήσουν":"συγκροτώ",
"συγκροτήσω":"συγκροτώ",
"συγκροτούμενούς":"συγκροτούμενούς",
"συγκροτούν":"συγκροτώ",
"συγκροτούνται":"συγκροτώ",
"συγκροτούνταν":"συγκροτώ",
"συγκροτούσε":"συγκροτώ",
"συγκροτώντας":"συγκροτώ",
"συγκρούεται":"συγκρούομαι",
"συγκρουόμενα":"συγκρουόμενος",
"συγκρουόμενων":"συγκρουόμενος",
"συγκρούονται":"συγκρούομαι",
"συγκρούονταν":"συγκρούομαι",
"συγκρούσεις":"σύγκρουση",
"συγκρούσεων":"σύγκρουση",
"σύγκρουση":"σύγκρουση",
"σύγκρουσή":"σύγκρουση",
"σύγκρουσης":"σύγκρουση",
"σύγκρουσής":"σύγκρουση",
"συγκρουσθεί":"συγκρούομαι",
"συγκρούσθηκε":"συγκρούομαι",
"συγκρουσθούν":"συγκρούομαι",
"συγκρουσιακές":"συγκρουσιακές",
"συγκρουσιακή":"συγκρουσιακή",
"συγκρουσιακό":"συγκρουσιακό",
"συγκρουστεί":"συγκρούομαι",
"συγκρουστείς":"συγκρούομαι",
"συγκρούστηκαν":"συγκρούομαι",
"συγκρούστηκε":"συγκρούομαι",
"συγκρουστούν":"συγκρούομαι",
"συγκυβερνήτη":"συγκυβερνήτης",
"συγκυβερνήτης":"συγκυβερνήτης",
"συγκυρία":"συγκυρία",
"συγκυριακά":"συγκυριακός",
"συγκυριακές":"συγκυριακός",
"συγκυριακή":"συγκυριακός",
"συγκυριακής":"συγκυριακός",
"συγκυριακό":"συγκυριακός",
"συγκυριακούς":"συγκυριακός",
"συγκυριακών":"συγκυριακός",
"συγκυρίας":"συγκυρία",
"συγκυρίες":"συγκυρία",
"συγκυριών":"συγκυρία",
"συγνώμη":"συγνώμη",
"συγχαίρει":"συγχαίρω",
"συγχαίρουμε":"συγχαίρω",
"συγχαίρουν":"συγχαίρω",
"συγχαίρω":"συγχαίρω",
"συγχαρεί":"συγχαίρω",
"συγχαρητηρια":"συγχαρητήρια",
"συγχαρητήρια":"συγχαρητήρια",
"συγχαρητήριά":"συγχαρητήρια",
"συγχαρητηριο":"συγχαρητήριος",
"συγχαρητηρίων":"συγχαρητήριος",
"συγχαρούμε":"συγχαίρω",
"συγχαρούν":"συγχαίρω",
"συγχαρώ":"συγχαίρω",
"συγχέει":"συγχέω",
"συγχέεται":"συγχέω",
"συγχέονται":"συγχέω",
"συγχέουμε":"συγχέω",
"συγχέουν":"συγχέω",
"συγχορδία":"συγχορδία",
"συγχρηματοδοτηθούν":"συγχρηματοδοτώ",
"συγχρηματοδότηση":"συγχρηματοδότηση",
"συγχρηματοδότησης":"συγχρηματοδότηση",
"συγχρηματοδοτούμενων":"συγχρηματοδοτούμενος",
"σύγχρηση":"σύγχρηση",
"σύγχρονα":"σύγχρονος",
"σύγχρονες":"σύγχρονος",
"σύγχρονη":"σύγχρονος",
"συγχρονης":"σύγχρονος",
"σύγχρονης":"σύγχρονος",
"συγχρονίζει":"συγχρονίζω",
"συγχρονίζεται":"συγχρονίζω",
"συγχρονίζονται":"συγχρονίζω",
"συγχρονισμένες":"συγχρονισμένος",
"συγχρονισμό":"συγχρονισμός",
"συγχρονισμός":"συγχρονισμός",
"συγχρονισμού":"συγχρονισμός",
"συγχρονιστεί":"συγχρονίζω",
"συγχρονιστώ":"συγχρονίζω",
"σύγχρονο":"σύγχρονος",
"σύγχρονό":"σύγχρονος",
"σύγχρονοι":"σύγχρονος",
"σύγχρονοί":"σύγχρονος",
"σύγχρονος":"σύγχρονος",
"συγχρονου":"σύγχρονος",
"συγχρόνου":"σύγχρονος",
"σύγχρονου":"σύγχρονος",
"σύγχρονού":"σύγχρονος",
"συγχρόνους":"σύγχρονος",
"σύγχρονους":"σύγχρονος",
"συγχρόνων":"σύγχρονος",
"σύγχρονων":"σύγχρονος",
"συγχρόνως":"σύγχρονα",
"συγχρωτίζονται":"συγχρωτίζομαι",
"συγχύσεις":"σύγχυση",
"σύγχυση":"σύγχυση",
"σύγχυσή":"σύγχυση",
"σύγχυσης":"σύγχυση",
"συγχυσθεί":"συγχύζω",
"συγχυσμένη":"συγχύζω",
"συγχυσμένοι":"συγχυσμένος",
"συγχωνευθεί":"συγχωνεύω",
"συγχωνεύθηκαν":"συγχωνεύω",
"συγχωνεύθηκε":"συγχωνεύω",
"συγχωνευθούν":"συγχωνεύω",
"συγχωνεύουν":"συγχωνεύω",
"συγχωνεύσεις":"συγχώνευση",
"συγχώνευσεις":"συγχώνευση",
"συγχωνευσεων":"συγχώνευση",
"συγχωνεύσεων":"συγχώνευση",
"συγχωνεύσεως":"συγχώνευση",
"συγχώνευση":"συγχώνευση",
"συγχώνευσή":"συγχώνευση",
"συγχώνευσης":"συγχώνευση",
"συγχωνευτεί":"συγχωνεύω",
"συγχώρα":"συγχωρώ",
"συγχωρεθεί":"συγχωρώ",
"συγχωρεί":"συγχωρώ",
"συγχωρείς":"συγχωρώ",
"συγχωρείται":"συγχωρώ",
"συγχωρείτε":"συγχωρώ",
"συγχώρεσε":"συγχωρώ",
"συγχωρέσει":"συγχωρώ",
"συγχώρεση":"συγχώρεση",
"συγχώρεσης":"συγχώρεση",
"συγχωρέσουν":"συγχωρώ",
"συγχωρέστε":"συγχωρώ",
"συγχώρησε":"συγχωρώ",
"συγχωρήσει":"συγχωρώ",
"συγχώρηση":"συγχώρηση",
"συγχωρήσουν":"συγχωρώ",
"συγχωρήστε":"συγχωρώ",
"συγχωριανό":"συγχωριανός",
"συγχωριανοί":"συγχωριανός",
"συγχωριανού":"συγχωριανός",
"συγχωριανούς":"συγχωριανός",
"συγχωριανών":"συγχωριανός",
"συγχωρούν":"συγχωρώ",
"συγχωρούνται":"συγχωρώ",
"συγχωροχάρτι":"συγχωροχάρτι",
"συγχωρώ":"συγχωρώ",
"συζεί":"συζώ",
"σύζευξη":"σύζευξη",
"συζητά":"συζητώ",
"συζητάει":"συζητώ",
"συζητάμε":"συζητώ",
"συζητάνε":"συζητώ",
"συζητάτε":"συζητώ",
"συζητάω":"συζητώ",
"συζητεί":"συζητώ",
"συζητείται":"συζητώ",
"συζητηθεί":"συζητώ",
"συζητήθηκαν":"συζητώ",
"συζητήθηκε":"συζητώ",
"συζητηθούν":"συζητώ",
"συζητημένες":"συζητημένος",
"συζητημένη":"συζητώ",
"συζήτησα":"συζητώ",
"συζητήσαμε":"συζητώ",
"συζήτησαν":"συζητώ",
"συζήτησε":"συζητώ",
"συζητήσει":"συζητώ",
"συζητήσεις":"συζήτηση",
"συζητήσετε":"συζητώ",
"συζητήσεων":"συζήτηση",
"συζητήσεών":"συζήτηση",
"συζητήσεως":"συζήτηση",
"συζητηση":"συζήτηση",
"συζήτηση":"συζήτηση",
"συζήτησή":"συζήτηση",
"συζήτήση":"συζήτηση",
"συζήτησης":"συζήτηση",
"συζήτησής":"συζήτηση",
"συζητήσιμα":"συζητήσιμος",
"συζητήσουμε":"συζητώ",
"συζητήσουν":"συζητώ",
"συζητήστε":"συζητώ",
"συζητήσω":"συζητώ",
"συζητητές":"συζητητής",
"συζητιέται":"συζητώ",
"συζητιόταν":"συζητώ",
"συζητιούνται":"συζητώ",
"συζητούμε":"συζητώ",
"συζητούμενου":"συζητούμενος",
"συζητούν":"συζητώ",
"συζητούντα":"συζητούντα",
"συζητούνται":"συζητώ",
"συζητούσα":"συζητώ",
"συζητούσαμε":"συζητώ",
"συζητούσαν":"συζητώ",
"συζητούσε":"συζητώ",
"συζητώ":"συζητώ",
"συζητώνται":"συζητώ",
"συζητώντας":"συζητώ",
"συζούν":"συζώ",
"συζυγικές":"συζυγικός",
"συζυγική":"συζυγικός",
"συζυγικό":"συζυγικός",
"συζυγικού":"συζυγικός",
"σύζυγο":"σύζυγος",
"σύζυγό":"σύζυγος",
"σύζυγοι":"σύζυγος",
"σύζυγοί":"σύζυγος",
"σύζυγος":"σύζυγος",
"σύζυγός":"σύζυγος",
"συζύγου":"σύζυγος",
"συζύγους":"σύζυγος",
"συζύγων":"σύζυγος",
"συθέμελα":"συθέμελα",
"σύκα":"σύκο",
"συκεων":"συκεων",
"συκεών":"συκεών",
"συκεώνος":"συκεώνος",
"συκής":"συκή",
"συκιά":"συκιά",
"συκιες":"συκιά",
"συκιές":"συκιά",
"συκομουριάς":"συκομουριά",
"σύκον":"σύκο",
"συκουρίου":"συκουρίου",
"συκοφαντεί":"συκοφαντώ",
"συκοφαντείται":"συκοφαντώ",
"συκοφαντείτε":"συκοφαντώ",
"συκοφάντες":"συκοφάντης",
"συκοφάντη":"συκοφάντης",
"συκοφάντησαν":"συκοφαντώ",
"συκοφαντήσει":"συκοφαντώ",
"συκοφαντήσουν":"συκοφαντώ",
"συκοφαντία":"συκοφαντία",
"συκοφαντίας":"συκοφαντία",
"συκοφαντίες":"συκοφαντία",
"συκοφαντικά":"συκοφαντικά",
"συκοφαντικές":"συκοφαντικός",
"συκοφαντική":"συκοφαντικός",
"συκοφαντικής":"συκοφαντικός",
"συκοφαντικό":"συκοφαντικός",
"συκοφαντικούς":"συκοφαντικός",
"συκοφαντιών":"συκοφαντία",
"συκοφαντούν":"συκοφαντώ",
"συκοφαντούσαν":"συκοφαντώ",
"συκώτι":"συκώτι",
"συκωτιού":"συκώτι",
"συλλάβαμε":"συλλαμβάνω",
"συλλάβει":"συλλαμβάνω",
"συλλαβές":"συλλαβή",
"συλλαβή":"συλλαβή",
"συλλάβουμε":"συλλαμβάνω",
"συλλάβουν":"συλλαμβάνω",
"συλλαλητήρια":"συλλαλητήριο",
"συλλαλητηριο":"συλλαλητήριο",
"συλλαλητήριο":"συλλαλητήριο",
"συλλαλητηρίου":"συλλαλητήριο",
"συλλαλητηρίων":"συλλαλητήριο",
"συλλαμβάνει":"συλλαμβάνω",
"συλλαμβάνεται":"συλλαμβάνω",
"συλλαμβάνονται":"συλλαμβάνω",
"συλλαμβάνονταν":"συλλαμβάνω",
"συλλαμβάνουμε":"συλλαμβάνω",
"συλλαμβάνουν":"συλλαμβάνω",
"συλλεγεί":"συλλέγω",
"συλλέγει":"συλλέγω",
"συλλέγεις":"συλλέγω",
"συλλέγεται":"συλλέγω",
"συλλέγονται":"συλλέγω",
"συλλέγοντας":"συλλέγω",
"συλλέγουν":"συλλέγω",
"συλλέκτες":"συλλέκτης",
"συλλέκτη":"συλλέκτης",
"συλλεκτήρες":"συλλεκτήρας",
"συλλέκτης":"συλλέκτης",
"συλλεκτικά":"συλλεκτικός",
"συλλεκτικές":"συλλεκτικός",
"συλλεκτική":"συλλεκτικός",
"συλλεκτικής":"συλλεκτικός",
"συλλεκτικό":"συλλεκτικός",
"συλλεκτικού":"συλλεκτικός",
"συλλεκτικών":"συλλεκτικός",
"συλλεκτών":"συλλέκτης",
"συλλέξει":"συλλέγω",
"συλλέξουν":"συλλέγω",
"συλλεχθεί":"συλλέγω",
"συλλέχθηκε":"συλλέγω",
"συλλη":"συλλη",
"συλλήβδην":"συλλήβδην",
"συλληφθεί":"συλλαμβάνω",
"συλληφθείς":"συλληφθείς",
"συλληφθέντα":"συλληφθείς",
"συλληφθέντες":"συλληφθείς",
"συλληφθέντων":"συλληφθείς",
"συλληφθούν":"συλλαμβάνω",
"συλληφθώ":"συλλαμβάνω",
"συλλήψεις":"σύλληψη",
"συλλήψεων":"σύλληψη",
"συλλήψεως":"σύλληψη",
"σύλληψη":"σύλληψη",
"σύλληψή":"σύλληψη",
"σύλληψης":"σύλληψη",
"σύλληψής":"σύλληψη",
"συλλογές":"συλλογή",
"συλλογή":"συλλογή",
"συλλογής":"συλλογή",
"συλλογίζομαι":"συλλογίζομαι",
"συλλογικά":"συλλογικός",
"συλλογικές":"συλλογικός",
"συλλογική":"συλλογικός",
"συλλογικής":"συλλογικός",
"συλλογικό":"συλλογικός",
"συλλογικοί":"συλλογικός",
"συλλογικός":"συλλογικός",
"συλλογικότητα":"συλλογικότητα",
"συλλογικότητας":"συλλογικότητα",
"συλλογικοτήτων":"συλλογικότητα",
"συλλογικού":"συλλογικός",
"συλλογικούς":"συλλογικός",
"συλλογικών":"συλλογικός",
"συλλογισμό":"συλλογισμός",
"συλλογισμός":"συλλογισμός",
"συλλογισμού":"συλλογισμός",
"συλλογισμούς":"συλλογισμός",
"συλλογιστεί":"συλλογιέμαι",
"συλλογιστική":"συλλογιστικός",
"συλλογιστικής":"συλλογιστικός",
"σύλλογο":"σύλλογος",
"σύλλογό":"σύλλογος",
"σύλλογοι":"σύλλογος",
"σύλλογον":"σύλλογος",
"συλλογος":"σύλλογος",
"σύλλογος":"σύλλογος",
"συλλόγου":"σύλλογος",
"συλλογους":"σύλλογος",
"συλλόγους":"σύλλογος",
"συλλογών":"συλλογή",
"συλλόγων":"σύλλογος",
"συλλυπητήρια":"συλλυπητήριος",
"συλλυπητήριά":"συλλυπητήριος",
"συλλυπητηρίους":"συλλυπητήριος",
"συλλυπητηρίων":"συλλυπητήριος",
"συλφίδες":"συλφίδα",
"συμ":"συμ",
"συμβαδίζει":"συμβαδίζω",
"συμβαδίζοντας":"συμβαδίζω",
"συμβαδίζουν":"συμβαδίζω",
"συμβαδίσει":"συμβαδίζω",
"συμβαδίσουν":"συμβαδίζω",
"συμβαίνει":"συμβαίνω",
"συμβαίνοντα":"συμβαίνων",
"συμβαίνουν":"συμβαίνει",
"συμβάλει":"συμβάλλω",
"συμβάλετε":"συμβάλλω",
"συμβάλλει":"συμβάλλω",
"συμβαλλόμενους":"συμβαλλόμενος",
"συμβαλλομένων":"συμβαλλόμενος",
"συμβαλλόμενων":"συμβαλλόμενος",
"συμβάλλοντας":"συμβάλλω",
"συμβάλλουμε":"συμβάλλω",
"συμβάλλουν":"συμβάλλω",
"συμβάλλω":"συμβάλλω",
"συμβάλουμε":"συμβάλλω",
"συμβάλουν":"συμβάλλω",
"συμβάλω":"συμβάλλω",
"συμβάν":"συμβάν",
"συμβάντα":"συμβάν",
"συμβάντος":"συμβάν",
"συμβαντων":"συμβάν",
"συμβάντων":"συμβάν",
"συμβάσεις":"σύμβαση",
"συμβάσεων":"σύμβαση",
"συμβάσεών":"σύμβαση",
"συμβάσεως":"σύμβαση",
"σύμβαση":"σύμβαση",
"σύμβασή":"σύμβαση",
"συμβασης":"σύμβαση",
"σύμβασης":"σύμβαση",
"σύμβασής":"σύμβαση",
"συμβασιλεύουσα":"συμβασιλεύων",
"συμβασιοποιηθούν":"συμβασιοποιηθούν",
"συμβασιοποίηση":"συμβασιοποίηση",
"συμβασιοποίησή":"συμβασιοποίησή",
"συμβασιούχοι":"συμβασιούχος",
"συμβασιούχους":"συμβασιούχος",
"συμβασιούχων":"συμβασιούχος",
"συμβατά":"συμβατός",
"συμβατές":"συμβατός",
"συμβατή":"συμβατός",
"συμβατικά":"συμβατικά",
"συμβατικά":"συμβατικός",
"συμβατικές":"συμβατικός",
"συμβατική":"συμβατικός",
"συμβατικής":"συμβατικός",
"συμβατικό":"συμβατικός",
"συμβατικοί":"συμβατικός",
"συμβατικός":"συμβατικός",
"συμβατικότητες":"συμβατικότητα",
"συμβατικού":"συμβατικός",
"συμβατικούς":"συμβατικός",
"συμβατικών":"συμβατικός",
"συμβατό":"συμβατός",
"συμβατός":"συμβατός",
"συμβατότητα":"συμβατότητα",
"συμβεβλημένα":"συμβάλλω",
"συμβεβλημένες":"συμβάλλω",
"συμβεί":"συμβαίνω",
"συμβία":"συμβία",
"συμβιβάζει":"συμβιβάζω",
"συμβιβάζεστε":"συμβιβάζω",
"συμβιβάζεται":"συμβιβάζω",
"συμβιβάζονται":"συμβιβάζω",
"συμβιβασθεί":"συμβιβάζω",
"συμβιβασμένη":"συμβιβάζω",
"συμβιβασμένοι":"συμβιβάζω",
"συμβιβασμό":"συμβιβασμός",
"συμβιβασμοί":"συμβιβασμός",
"συμβιβασμός":"συμβιβασμός",
"συμβιβασμού":"συμβιβασμός",
"συμβιβασμούς":"συμβιβασμός",
"συμβιβασμών":"συμβιβασμός",
"συμβιβαστεί":"συμβιβάζω",
"συμβιβαστείτε":"συμβιβάζω",
"συμβιβάστηκαν":"συμβιβάζω",
"συμβιβάστηκε":"συμβιβάζω",
"συμβιβαστικές":"συμβιβαστικός",
"συμβιβαστική":"συμβιβαστικός",
"συμβιβαστικής":"συμβιβαστικός",
"συμβιβαστικό":"συμβιβαστικός",
"συμβιβαστικών":"συμβιβαστικός",
"συμβιβαστούμε":"συμβιβάζω",
"συμβιβαστούν":"συμβιβάζω",
"συμβιβαστώ":"συμβιβάζω",
"συμβίωναν":"συμβιώνω",
"συμβιώνει":"συμβιώνω",
"συμβιώνουμε":"συμβιώνω",
"συμβιώνουν":"συμβιώνω",
"συμβίωσαν":"συμβιώνω",
"συμβιώσει":"συμβιώνω",
"συμβίωση":"συμβίωση",
"συμβίωσή":"συμβίωση",
"συμβίωσης":"συμβίωση",
"συμβιώσουν":"συμβιώνω",
"συμβληθεί":"συμβάλλω",
"σύμβολα":"σύμβολο",
"σύμβολά":"σύμβολο",
"συμβολαια":"συμβόλαιο",
"συμβόλαια":"συμβόλαιο",
"συμβόλαιά":"συμβόλαιο",
"συμβολαιακή":"συμβολαιακός",
"συμβολαιακό":"συμβολαιακός",
"συμβολαιο":"συμβόλαιο",
"συμβόλαιο":"συμβόλαιο",
"συμβόλαιό":"συμβόλαιο",
"συμβολαιογραφική":"συμβολαιογραφικός",
"συμβολαιογραφικής":"συμβολαιογραφικός",
"συμβολαιογραφικό":"συμβολαιογραφικός",
"συμβολαιογράφο":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαιογράφοι":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαιογράφος":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαιογράφου":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαιογράφους":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαιογράφων":"συμβολαιογράφος",
"συμβολαίου":"συμβόλαιο",
"συμβολαίων":"συμβόλαιο",
"συμβολές":"συμβολή",
"συμβολή":"συμβολή",
"συμβολής":"συμβολή",
"συμβόλιζε":"συμβολίζω",
"συμβολίζει":"συμβολίζω",
"συμβολίζουν":"συμβολίζω",
"συμβολικά":"συμβολικά",
"συμβολικές":"συμβολικός",
"συμβολική":"συμβολικός",
"συμβολικής":"συμβολικός",
"συμβολικό":"συμβολικός",
"συμβολικός":"συμβολικός",
"συμβολικούς":"συμβολικός",
"συμβολικών":"συμβολικός",
"συμβόλισε":"συμβολίζω",
"συμβολισμό":"συμβολισμός",
"συμβολισμοί":"συμβολισμός",
"συμβολισμός":"συμβολισμός",
"συμβολισμού":"συμβολισμός",
"συμβολισμούς":"συμβολισμός",
"συμβολισμών":"συμβολισμός",
"σύμβολο":"σύμβολο",
"σύμβολό":"σύμβολο",
"συμβόλου":"σύμβολο",
"συμβόλων":"σύμβολο",
"συμβουλ.υπηρ.α.ε":"συμβουλ.υπηρ.α.ε",
"συμβουλάτορες":"συμβουλάτορας",
"συμβουλάτορές":"συμβουλάτορας",
"'συμβουλές'":"'συμβουλές'",
"συμβουλες":"συμβουλή",
"συμβουλές":"συμβουλή",
"συμβούλευα":"συμβουλεύω",
"συμβούλευαν":"συμβουλεύω",
"συμβούλευε":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύει":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύεται":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύετε":"συμβουλεύω",
"συμβουλευόμουν":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύονται":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύοντας":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύουν":"συμβουλεύω",
"συμβούλευσαν":"συμβουλεύω",
"συμβούλευσε":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύσει":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύσουν":"συμβουλεύω",
"συμβουλευτεί":"συμβουλεύω",
"συμβουλευτείτε":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύτηκε":"συμβουλεύω",
"συμβουλευτικά":"συμβουλευτικά",
"συμβουλευτικές":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτική":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτικής":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτικό":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτικού":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτικών":"συμβουλευτικός",
"συμβουλευτούν":"συμβουλεύω",
"συμβουλευτώ":"συμβουλεύω",
"συμβουλεύω":"συμβουλεύω",
"συμβούλεψε":"συμβουλεύω",
"συμβουλή":"συμβουλή",
"συμβούλια":"συμβούλιο",
"συμβουλιο":"συμβούλιο",
"συμβούλιο":"συμβούλιο",
"συμβουλιου":"συμβούλιο",
"συμβουλίου":"συμβούλιο",
"συμβουλίων":"συμβούλιο",
"σύμβουλο":"σύμβουλος",
"σύμβουλό":"σύμβουλος",
"σύμβουλοι":"σύμβουλος",
"σύμβουλοί":"σύμβουλος",
"συμβουλος":"σύμβουλος",
"σύμβουλος":"σύμβουλος",
"σύμβουλός":"σύμβουλος",
"συμβούλου":"σύμβουλος",
"συμβούλους":"σύμβουλος",
"σύμβουλους":"σύμβουλος",
"συμβουλών":"συμβουλή",
"συμβούλων":"σύμβουλος",
"συμβούν":"συμβαίνει",
"συμέλα":"συμέλα",
"συμέλας":"συμέλας",
"συμελίδη":"συμελίδη",
"συμελίδης":"συμελίδης",
"συμετείχαν":"συμετείχαν",
"συμετοχή":"συμετοχή",
"συμεών":"συμεών",
"συμεωνίδη":"συμεωνίδη",
"συμεωνίδης":"συμεωνίδης",
"συμεωνίδου":"συμεωνίδου",
"συμητηριδής":"συμητηριδής",
"συμμάζεμα":"συμμάζεμα",
"συμμαζεμένο":"συμμαζεμένος",
"συμμαζεύετε":"συμμαζεύω",
"συμμαζεύουν":"συμμαζεύω",
"συμμαζέψει":"συμμαζεύω",
"συμμαζέψτε":"συμμαζεύω",
"συμμαθητές":"συμμαθητής",
"συμμαθητή":"συμμαθητής",
"συμμαθητής":"συμμαθητής",
"συμμαθήτρια":"συμμαθήτρια",
"συμμαθήτριά":"συμμαθήτρια",
"συμμαθητών":"συμμαθητής",
"σύμμαχα":"σύμμαχος",
"συμμαχεί":"συμμαχώ",
"συμμάχησαν":"συμμαχώ",
"συμμάχησε":"συμμαχώ",
"συμμαχήσει":"συμμαχώ",
"συμμαχήσουμε":"συμμαχώ",
"συμμαχία":"συμμαχία",
"συμμαχίας":"συμμαχία",
"συμμαχίες":"συμμαχία",
"συμμαχικά":"συμμαχικός",
"συμμαχικές":"συμμαχικός",
"συμμαχική":"συμμαχικός",
"συμμαχικό":"συμμαχικός",
"συμμαχικών":"συμμαχικός",
"συμμαχιών":"συμμαχία",
"σύμμαχο":"σύμμαχος",
"σύμμαχό":"σύμμαχος",
"'σύμμαχοί'":"'σύμμαχοί'",
"σύμμαχοι":"σύμμαχος",
"σύμμαχοί":"σύμμαχος",
"σύμμαχος":"σύμμαχος",
"σύμμαχός":"σύμμαχος",
"συμμάχου":"σύμμαχος",
"συμμαχούν":"συμμαχώ",
"συμμαχους":"σύμμαχος",
"συμμάχους":"σύμμαχος",
"συμμάχων":"σύμμαχος",
"σύμμεικτα":"σύμμεικτος",
"συμμερίζεται":"συμμερίζομαι",
"συμμερίζομαι":"συμμερίζομαι",
"συμμεριζόμαστε":"συμμερίζομαι",
"συμμερίζονται":"συμμερίζομαι",
"συμμεριστείτε":"συμμερίζομαι",
"συμμερίστηκα":"συμμερίζομαι",
"συμμεριστώ":"συμμερίζομαι",
"συμμετάσχει":"συμμετέχω",
"συμμετάσχετε":"συμμετέχω",
"συμμετασχόντων":"συμμετάσχων",
"συμμετάσχουμε":"συμμετέχω",
"συμμετάσχουν":"συμμετέχω",
"συμμετάσχω":"συμμετέχω",
"συμμετείχα":"συμμετέχω",
"συμμετείχαμε":"συμμετέχω",
"συμμετείχαν":"συμμετέχω",
"συμμετείχατε":"συμμετέχω",
"συμμετείχε":"συμμετέχω",
"συμμετέχει":"συμμετέχω",
"συμμετέχεις":"συμμετέχω",
"συμμετέχετε":"συμμετέχω",
"συμμετέχοντας":"συμμετέχω",
"συμμετέχοντες":"συμμετέχων",
"συμμετεχόντων":"συμμετέχων",
"συμμετέχουμε":"συμμετέχω",
"συμμετέχουν":"συμμετέχω",
"συμμετέχουσες":"συμμετέχων",
"συμμετέχω":"συμμετέχω",
"συμμετέχων":"συμμετέχων",
"συμμετοχές":"συμμετοχή",
"συμμετοχη":"συμμετοχή",
"συμμετοχή":"συμμετοχή",
"συμμετοχής":"συμμετοχή",
"συμμετοχικές":"συμμετοχικός",
"συμμετοχική":"συμμετοχικός",
"συμμετοχικής":"συμμετοχικός",
"συμμετοχων":"συμμετοχή",
"συμμετοχών":"συμμετοχή",
"συμμετρία":"συμμετρία",
"συμμετρικά":"συμμετρικά",
"συμμορία":"συμμορία",
"συμμορίας":"συμμορία",
"συμμορίες":"συμμορία",
"συμμορίτες":"συμμορίτης",
"συμμοριών":"συμμορία",
"συμμορφούμενη":"συμμορφούμενος",
"συμμορφούμενο":"συμμορφούμενος",
"συμμορφούμενος":"συμμορφούμενος",
"συμμορφωθεί":"συμμορφώνω",
"συμμορφώθηκαν":"συμμορφώνω",
"συμμορφώθηκε":"συμμορφώνω",
"συμμορφωθούν":"συμμορφώνω",
"συμμορφώνεται":"συμμορφώνω",
"συμμορφώνονται":"συμμορφώνω",
"συμμορφώνονταν":"συμμορφώνω",
"συμμόρφωση":"συμμόρφωση",
"συμμόρφωσή":"συμμόρφωση",
"συμμόρφωσης":"συμμόρφωση",
"συμμόρφωσής":"συμμόρφωση",
"συμπαγείς":"συμπαγής",
"συμπαγές":"συμπαγής",
"συμπαγή":"συμπαγής",
"συμπαγής":"συμπαγής",
"συμπαγούς":"συμπαγής",
"συμπαθεί":"συμπαθώ",
"συμπάθεια":"συμπάθεια",
"συμπάθειά":"συμπάθεια",
"συμπάθειας":"συμπάθεια",
"συμπάθειες":"συμπάθεια",
"συμπάθειές":"συμπάθεια",
"συμπαθείς":"συμπαθής",
"συμπαθές":"συμπαθής",
"συμπαθέστατα":"συμπαθής",
"συμπαθέστατη":"συμπαθής",
"συμπαθέστατος":"συμπαθής",
"συμπαθή":"συμπαθής",
"συμπαθής":"συμπαθής",
"συμπάθησα":"συμπαθώ",
"συμπαθητικά":"συμπαθητικά",
"συμπαθητικές":"συμπαθητικός",
"συμπαθητική":"συμπαθητικός",
"συμπαθητικό":"συμπαθητικός",
"συμπαθητικός":"συμπαθητικός",
"συμπαθούν":"συμπαθώ",
"συμπαθούντες":"συμπαθών",
"συμπαθούσαν":"συμπαθώ",
"συμπαθώ":"συμπαθώ",
"συμπαιγνία":"συμπαιγνία",
"συμπαίκτες":"συμπαίκτης",
"συμπαίκτη":"συμπαίκτης",
"συμπαίκτης":"συμπαίκτης",
"συμπαικτών":"συμπαίκτης",
"σύμπαν":"σύμπαν",
"σύμπαντα":"σύμπαν",
"συμπαντικές":"συμπαντικός",
"σύμπαντος":"σύμπαν",
"σύμπαντός":"σύμπαν",
"συμπαραγωγές":"συμπαραγωγή",
"συμπαραγωγή":"συμπαραγωγή",
"συμπαραγωγής":"συμπαραγωγή",
"συμπαραγωγός":"συμπαραγωγός",
"συμπαραγωγού":"συμπαραγωγός",
"συμπαραγωγούς":"συμπαραγωγός",
"συμπαρασταθεί":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαραστάθηκαν":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαραστάθηκε":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαρασταθούμε":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαρασταθούν":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαρασταθώ":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαράσταση":"συμπαράσταση",
"συμπαράστασή":"συμπαράσταση",
"συμπαράστασης":"συμπαράσταση",
"συμπαραστάτες":"συμπαραστάτης",
"συμπαραστάτη":"συμπαραστάτης",
"συμπαραστάτης":"συμπαραστάτης",
"συμπαραστέκεται":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαραστέκονται":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαραστεκόταν":"συμπαραστέκομαι",
"συμπαρασύρει":"συμπαρασύρω",
"συμπαρασύρεται":"συμπαρασύρω",
"συμπαρασύροντας":"συμπαρασύρω",
"συμπαρασύρουν":"συμπαρασύρω",
"συμπαράταξη":"συμπαράταξη",
"συμπαράταξης":"συμπαράταξη",
"συμπαρατάσσεται":"συμπαρατάσσομαι",
"συμπαρατάσσονται":"συμπαρατάσσομαι",
"συμπαρατάσσονταν":"συμπαρατάσσομαι",
"συμπαραταχθεί":"συμπαρατάσσομαι",
"συμπαραταχθούν":"συμπαρατάσσομαι",
"συμπαρέσυρε":"συμπαρασύρω",
"συμπαρίσταται":"συμπαρίσταμαι",
"συμπαρομαρτούντα":"συμπαρομαρτών",
"σύμπασας":"σύμπασας",
"συμπάσχει":"συμπάσχω",
"συμπάσχουμε":"συμπάσχω",
"συμπατριώτες":"συμπατριώτης",
"συμπατριώτη":"συμπατριώτης",
"συμπατριώτης":"συμπατριώτης",
"συμπατριώτισσα":"συμπατριώτισσα",
"συμπατριώτισσά":"συμπατριώτισσα",
"συμπατριώτισσάς":"συμπατριώτισσα",
"συμπατριώτισσές":"συμπατριώτισσα",
"συμπατριωτών":"συμπατριώτης",
"συμπεθέρου":"συμπέθερος",
"συμπεραίνει":"συμπεραίνω",
"συμπεραίνοντας":"συμπεραίνω",
"συμπεραίνουν":"συμπεραίνω",
"συμπέραναν":"συμπεραίνω",
"συμπέρανε":"συμπεραίνω",
"συμπεράνει":"συμπεραίνω",
"συμπεράνουμε":"συμπεραίνω",
"συμπεράνω":"συμπεραίνω",
"συμπερασμα":"συμπέρασμα",
"συμπέρασμα":"συμπέρασμα",
"συμπέρασμά":"συμπέρασμα",
"συμπεράσματα":"συμπέρασμα",
"συμπεράσματά":"συμπέρασμα",
"συμπερασματικά":"συμπερασματικά",
"συμπεράσματος":"συμπέρασμα",
"συμπερασμάτων":"συμπέρασμα",
"συμπεριέλαβαν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριέλαβε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριελάμβανε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριελήφθη":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριελήφθησαν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβει":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβεις":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβετε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβουμε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβουν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάβω":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλάμβαναν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβάνει":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβάνεται":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβάνετε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβανομέnων":"συμπεριλαμβανομέnων",
"συμπεριλαμβανόμενη":"συμπεριλαμβανόμενος",
"συμπεριλαμβανομένης":"συμπεριλαμβανόμενος",
"συμπεριλαμβανομένου":"συμπεριλαμβανόμενος",
"συμπεριλαμβανομένων":"συμπεριλαμβανόμενος",
"συμπεριλαμβανόμενων":"συμπεριλαμβανόμενος",
"συμπεριλαμβάνονται":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβάνονταν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβάνοντας":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλαμβανόταν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριληφθεί":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλήφθη":"συμπεριλήφθη",
"συμπεριλήφθηκαν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριλήφθηκε":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπεριληφθούν":"συμπεριλαμβάνω",
"συμπερίληψη":"συμπερίληψη",
"συμπερίληψή":"συμπερίληψη",
"συμπεριφέρεστε":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφέρεται":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφερθεί":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφερθείτε":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφέρθηκαν":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφέρθηκε":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφερθούν":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφερόμαστε":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφέρονται":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφέρονταν":"συμπεριφέρομαι",
"συμπεριφορά":"συμπεριφορά",
"συμπεριφοράς":"συμπεριφορά",
"συμπεριφορές":"συμπεριφορά",
"συμπεριφορικό":"συμπεριφορικός",
"συμπεριφορών":"συμπεριφορά",
"συμπέσει":"συμπίπτω",
"συμπεφωνημένα":"συμπεφωνημένος",
"συμπήξει":"συμπηγνύω",
"σύμπηξη":"σύμπηξη",
"συμπιέζεται":"συμπιέζω",
"συμπιέζονται":"συμπιέζω",
"συμπιέσει":"συμπιέζω",
"συμπίεση":"συμπίεση",
"συμπίεσης":"συμπίεση",
"συμπιεσμένο":"συμπιέζω",
"συμπιέσουν":"συμπιέζω",
"συμπιεστούν":"συμπιέζω",
"συμπίπτει":"συμπίπτω",
"συμπίπτουν":"συμπίπτω",
"σύμπλεγμα":"σύμπλεγμα",
"συμπλέγματα":"σύμπλεγμα",
"συμπλεγματική":"συμπλεγματικός",
"συμπλέγματος":"σύμπλεγμα",
"συμπλεκομένων":"συμπλεκόμενος",
"συμπλέκονται":"συμπλέκω",
"σύμπλευση":"σύμπλευση",
"σύμπλευσης":"σύμπλευση",
"συμπλεύσουμε":"συμπλέω",
"συμπληγάδες":"συμπληγάδες",
"συμπληρωθεί":"συμπληρώνω",
"συμπληρώθηκαν":"συμπληρώνω",
"συμπληρώθηκε":"συμπληρώνω",
"συμπληρωθούν":"συμπληρώνω",
"συμπλήρωμα":"συμπλήρωμα",
"συμπληρώματα":"συμπλήρωμα",
"συμπληρωματικά":"συμπληρωματικά",
"συμπληρωματικά":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματικές":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματική":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματικής":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματικό":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματικός":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωματικών":"συμπληρωματικός",
"συμπληρωμάτων":"συμπλήρωμα",
"συμπληρωμένα":"συμπληρώνω",
"συμπληρωμένες":"συμπληρωμένος",
"συμπληρωμένο":"συμπληρωμένος",
"συμπλήρωναν":"συμπληρώνω",
"συμπλήρωνε":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνει":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνεται":"συμπληρώνω",
"συμπληρωνονται":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνονται":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνοντας":"συμπληρώνω",
"συμπληρωνόταν":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνουμε":"συμπληρώνω",
"συμπληρωνουν":"συμπληρώνω",
"συμπληρώνουν":"συμπληρώνω",
"συμπλήρωσα":"συμπληρώνω",
"συμπλήρωσαν":"συμπληρώνω",
"συμπλήρωσε":"συμπληρώνω",
"συμπληρώσει":"συμπληρώνω",
"συμπληρώσεις":"συμπλήρωση",
"συμπληρώσετε":"συμπληρώνω",
"συμπληρώσεως":"συμπλήρωση",
"συμπληρώσεώς":"συμπλήρωση",
"συμπληρωση":"συμπλήρωση",
"συμπλήρωση":"συμπλήρωση",
"συμπλήρωσή":"συμπλήρωση",
"συμπλήρωσης":"συμπλήρωση",
"συμπληρώσουμε":"συμπληρώνω",
"συμπληρώσουν":"συμπληρώνω",
"συμπληρώσω":"συμπληρώνω",
"συμπλοκές":"συμπλοκή",
"συμπλοκή":"συμπλοκή",
"συμπλοκής":"συμπλοκή",
"σύμπνοια":"σύμπνοια",
"συμπολίτες":"συμπολίτης",
"συμπολιτευόμενοι":"συμπολιτευόμενος",
"συμπολίτευση":"συμπολίτευση",
"συμπολίτευσης":"συμπολίτευση",
"συμπολίτη":"συμπολίτης",
"συμπολίτης":"συμπολίτης",
"συμπολίτισσα":"συμπολίτισσα",
"συμπολίτισσας":"συμπολίτισσα",
"συμπολιτών":"συμπολίτης",
"συμπονάτε":"συμπονώ",
"συμπονέσαμε":"συμπονώ",
"συμπόνια":"συμπόνια",
"συμπόνιας":"συμπόνια",
"συμπόνοια":"συμπόνοια",
"συμπορευθεί":"συμπορεύομαι",
"συμπορευθούν":"συμπορεύομαι",
"συμπορευόμαστε":"συμπορεύομαι",
"συμπόρευση":"συμπόρευση",
"συμπόρευσης":"συμπόρευση",
"συμπορευτεί":"συμπορεύομαι",
"συμπορευτήκατε":"συμπορεύομαι",
"συμπόσια":"συμπόσιο",
"συμποσιο":"συμπόσιο",
"συμπόσιο":"συμπόσιο",
"συμπόσιον":"συμπόσιο",
"συμποσίου":"συμπόσιο",
"συμπράξεων":"σύμπραξη",
"σύμπραξη":"σύμπραξη",
"σύμπραξή":"σύμπραξη",
"σύμπραξης":"σύμπραξη",
"συμπράττει":"συμπράττω",
"συμπράττοντας":"συμπράττω",
"συμπροεδρεύοντες":"συμπροεδρεύων",
"συμπρωταγωνιστεί":"συμπρωταγωνιστώ",
"συμπρωταγωνιστές":"συμπρωταγωνιστής",
"συμπρωταγωνιστής":"συμπρωταγωνιστής",
"συμπρωταγωνίστρια":"συμπρωταγωνίστρια",
"συμπρωταγωνίστριες":"συμπρωταγωνίστρια",
"συμπρωτεύουσα":"συμπρωτεύουσα",
"συμπρωτευουσας":"συμπρωτεύουσα",
"συμπρωτεύουσας":"συμπρωτεύουσα",
"συμπτύξεις":"σύμπτυξη",
"σύμπτυξη":"σύμπτυξη",
"συμπτύσσει":"συμπτύσσω",
"συμπτυχθούν":"συμπτύσσω",
"σύμπτωμα":"σύμπτωμα",
"συμπτώματα":"σύμπτωμα",
"συμπτωματικά":"συμπτωματικά",
"συμπτωματικές":"συμπτωματικός",
"συμπτωματική":"συμπτωματικός",
"συμπτωματικό":"συμπτωματικός",
"συμπτωματολογία":"συμπτωματολογία",
"συμπτωμάτων":"σύμπτωμα",
"συμπτωσεις":"σύμπτωση",
"συμπτώσεις":"σύμπτωση",
"συμπτώσεων":"σύμπτωση",
"σύμπτωση":"σύμπτωση",
"συμπυκνωθεί":"συμπυκνώνω",
"συμπύκνωμα":"συμπύκνωμα",
"συμπυκνωμένα":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνωμένες":"συμπυκνωμένος",
"συμπυκνωμένη":"συμπυκνωμένος",
"συμπυκνωμένης":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνώνει":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνώνεται":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνώνοντας":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνώνουν":"συμπυκνώνω",
"συμπυκνώσει":"συμπυκνώνω",
"συμπύκνωση":"συμπύκνωση",
"συμφέρει":"συμφέρω",
"συμφέρον":"συμφέρον",
"συμφέροντα":"συμφέρον",
"συμφέροντά":"συμφέρον",
"συμφεροντολόγος":"συμφεροντολόγος",
"συμφέροντος":"συμφέρον",
"συμφερόντων":"συμφέρον",
"συμφέρουν":"συμφέρω",
"συμφέρουσα":"συμφέρων",
"συμφέρουσας":"συμφέρων",
"συμφέρουσες":"συμφέρων",
"συμφιλιωθεί":"συμφιλιώνω",
"συμφιλιώθηκε":"συμφιλιώνω",
"συμφιλιωθούν":"συμφιλιώνω",
"συμφιλιώνεται":"συμφιλιώνω",
"συμφιλιώσει":"συμφιλιώνω",
"συμφιλίωση":"συμφιλίωση",
"συμφιλίωσης":"συμφιλίωση",
"συμφιλιώσουν":"συμφιλιώνω",
"συμφιλιωτική":"συμφιλιωτικός",
"συμφιλιωτικό":"συμφιλιωτικός",
"συμφοιτητές":"συμφοιτητής",
"συμφοιτητή":"συμφοιτητής",
"συμφοιτητής":"συμφοιτητής",
"συμφοιτητών":"συμφοιτητής",
"συμφορά":"συμφορά",
"συμφοράς":"συμφορά",
"συμφορές":"συμφορά",
"συμφόρηση":"συμφόρηση",
"συμφόρησης":"συμφόρηση",
"συμφορών":"συμφορά",
"συμφραζόμενα":"συμφραζόμενα",
"συμφυρμό":"συμφυρμός",
"σύμφυτα":"σύμφυτος",
"σύμφυτες":"σύμφυτος",
"σύμφυτο":"σύμφυτος",
"συμφωνα":"σύμφωνα",
"σύμφωνα":"σύμφωνα",
"σύμφωνα":"σύμφωνος",
"συμφωνεί":"συμφωνώ",
"συμφωνείς":"συμφωνώ",
"συμφωνείται":"συμφωνώ",
"συμφωνείτε":"συμφωνώ",
"σύμφωνες":"σύμφωνος",
"σύμφωνη":"σύμφωνος",
"συμφωνηθεί":"συμφωνώ",
"συμφωνηθείσα":"συμφωνηθείς",
"συμφωνηθέντα":"συμφωνηθείς",
"συμφωνήθηκαν":"συμφωνώ",
"συμφωνήθηκε":"συμφωνώ",
"συμφωνημένες":"συμφωνώ",
"συμφωνημένο":"συμφωνώ",
"συμφωνημένου":"συμφωνημένος",
"σύμφωνης":"σύμφωνος",
"συμφώνησα":"συμφωνώ",
"συμφωνήσαμε":"συμφωνώ",
"συμφώνησαν":"συμφωνώ",
"συμφωνησε":"συμφωνώ",
"συμφώνησε":"συμφωνώ",
"συμφωνήσει":"συμφωνώ",
"συμφωνήσετε":"συμφωνώ",
"συμφωνήσουμε":"συμφωνώ",
"συμφωνήσουν":"συμφωνώ",
"συμφωνήσω":"συμφωνώ",
"συμφωνητικά":"συμφωνητικό",
"συμφωνητικό":"συμφωνητικό",
"συμφωνια":"συμφωνία",
"συμφωνία":"συμφωνία",
"συμφωνίας":"συμφωνία",
"συμφωνίες":"συμφωνία",
"συμφωνικές":"συμφωνικός",
"συμφωνική":"συμφωνικός",
"συμφωνιών":"συμφωνία",
"σύμφωνο":"σύμφωνο",
"σύμφωνοι":"σύμφωνος",
"σύμφωνον":"σύμφωνος",
"σύμφωνος":"σύμφωνος",
"συμφώνου":"σύμφωνο",
"συμφώνου":"σύμφωνος",
"συμφωνούμε":"συμφωνώ",
"συμφωνούν":"συμφωνώ",
"συμφωνούνται":"συμφωνώ",
"σύμφωνους":"σύμφωνος",
"συμφωνούσαμε":"συμφωνώ",
"συμφωνούσαν":"συμφωνώ",
"συμφωνούσε":"συμφωνώ",
"συμφωνούσες":"συμφωνώ",
"συμφωνώ":"συμφωνώ",
"συμφώνων":"σύμφωνος",
"συμφωνώντας":"συμφωνώ",
"συμψηφισμός":"συμψηφισμός",
"συμψηφιστούν":"συμψηφίζω",
"συν":"συν",
"συναγάγουμε":"συνάγω",
"συνάγει":"συνάγω",
"συναγερμό":"συναγερμός",
"συναγερμοί":"συναγερμός",
"συναγερμος":"συναγερμός",
"συναγερμός":"συναγερμός",
"συναγερμού":"συναγερμός",
"συναγερμούς":"συναγερμός",
"συνάγεται":"συνάγω",
"συναγρίδα":"συναγρίδα",
"συναγωγές":"συναγωγή",
"συναγωγή":"συναγωγή",
"συναγωνίζεται":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνιζόμενοι":"συναγωνιζόμενος",
"συναγωνίζονται":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνίζονταν":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνισθούν":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνισμός":"συναγωνισμός",
"συναγωνισμού":"συναγωνισμός",
"συναγωνιστεί":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνιστές":"συναγωνιστής",
"συναγωνίστηκε":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνιστούν":"συναγωνίζομαι",
"συναγωνιστών":"συναγωνιστής",
"συνάδει":"συνάδω",
"συνάδελφε":"συνάδελφος",
"συναδελφικής":"συναδελφικός",
"συναδελφικότητας":"συναδελφικότητα",
"συνάδελφο":"συνάδελφος",
"συνάδελφό":"συνάδελφος",
"συνάδελφοι":"συνάδελφος",
"συνάδελφοί":"συνάδελφος",
"συνάδελφος":"συνάδελφος",
"συνάδελφός":"συνάδελφος",
"συναδέλφου":"συνάδελφος",
"συναδέλφους":"συνάδελφος",
"συνάδελφους":"συνάδελφος",
"συναδέλφων":"συνάδελφος",
"συναδέλφωση":"συναδέλφωση",
"συνάδερφος":"συνάδερφος",
"συναδέρφων":"συνάδερφος",
"συνάδουν":"συνάδω",
"συνάδουσα":"συνάάδων",
"συναθλητές":"συναθλητής",
"συναθλητής":"συναθλητής",
"συναθροίσεις":"συνάθροιση",
"συναθροίσεων":"συνάθροιση",
"συνάθροιση":"συνάθροιση",
"συναινεί":"συναινώ",
"συναίνεσε":"συναινώ",
"συναινεσει":"συναινώ",
"συναινέσει":"συναινώ",
"συναινέσεις":"συναίνεση",
"συναινέσεων":"συναίνεση",
"συναινέσεως":"συναίνεση",
"συναίνεση":"συναίνεση",
"συναίνεσης":"συναίνεση",
"συναινέσουν":"συναινώ",
"συναινετικά":"συναινετικός",
"συναινετικές":"συναινετικός",
"συναινετικό":"συναινετικός",
"συναινετικός":"συναινετικός",
"συναινούν":"συναινώ",
"συναισθανθεί":"συναισθάνομαι",
"συναίσθημα":"συναίσθημα",
"συναίσθημά":"συναίσθημα",
"συναισθηματα":"συναίσθημα",
"συναισθήματα":"συναίσθημα",
"συναισθήματά":"συναίσθημα",
"συναισθηματικά":"συναισθηματικά",
"συναισθηματικές":"συναισθηματικός",
"συναισθηματική":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικής":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικό":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικοί":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικός":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικού":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικούς":"συναισθηματικός",
"συναισθηματικών":"συναισθηματικός",
"συναισθηματισμό":"συναισθηματισμός",
"συναισθηματισμοί":"συναισθηματισμός",
"συναισθηματισμού":"συναισθηματισμός",
"συναισθηματισμούς":"συναισθηματισμός",
"συναισθήματος":"συναίσθημα",
"συναισθημάτων":"συναίσθημα",
"συναίσθηση":"συναίσθηση",
"συνακόλουθα":"συνακόλουθα",
"συνακόλουθες":"συνακόλουθος",
"συνακόλουθη":"συνακόλουθος",
"συνακόλουθο":"συνακόλουθος",
"συναλλαγές":"συναλλαγή",
"συναλλαγή":"συναλλαγή",
"συναλλαγής":"συναλλαγή",
"συναλλαγή-σύμβαση":"συναλλαγή-σύμβαση",
"συναλλαγμα":"συνάλλαγμα",
"συνάλλαγμα":"συνάλλαγμα",
"συναλλαγματικά":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματικές":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματική":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματικής":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματικό":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματικού":"συναλλαγματικός",
"συναλλαγματικών":"συναλλαγματικός",
"συναλλάγματος":"συνάλλαγμα",
"συναλλαγματοφόρο":"συναλλαγματοφόρος",
"συναλλαγών":"συναλλαγή",
"συναλλακτικά":"συναλλακτικός",
"συναλλακτική":"συναλλακτικός",
"συναλλακτικό":"συναλλακτικός",
"συναλλάσσεται":"συναλλάσσω",
"συναλλασσόμενο":"συναλλασσόμενος",
"συναλλασσόμενους":"συναλλασσόμενος",
"συναλλασσομένων":"συναλλασσόμενος",
"συναλλάσσονται":"συναλλάσσω",
"συναλλάσσονταν":"συναλλάσσω",
"συναμά":"συνάμα",
"συνάμα":"συνάμα",
"συνανας":"συνανας",
"συναναστρέφεστε":"συναναστρέφομαι",
"συναναστρέφεται":"συναναστρέφομαι",
"συναναστροφές":"συναναστροφή",
"συναναστροφή":"συναναστροφή",
"συναναστροφής":"συναναστροφή",
"συνάνθρωπο":"συνάνθρωπος",
"συνάνθρωπό":"συνάνθρωπος",
"συνάνθρωποί":"συνάνθρωπος",
"συνάνθρωπός":"συνάνθρωπος",
"συνανθρώπου":"συνάνθρωπος",
"συνανθρώπους":"συνάνθρωπος",
"συνανθρώπων":"συνάνθρωπος",
"συναντά":"συναντώ",
"συναντάει":"συναντώ",
"συναντάμε":"συναντώ",
"συναντάς":"συναντώ",
"συναντάται":"συναντώ",
"συναντάτε":"συναντώ",
"συναντηθεί":"συναντώ",
"συναντηθείτε":"συναντώ",
"συναντήθηκα":"συναντώ",
"συναντηθήκαμε":"συναντώ",
"συναντήθηκαν":"συναντώ",
"συναντηθηκε":"συναντώ",
"συναντήθηκε":"συναντώ",
"συναντηθούμε":"συναντώ",
"συναντηθούν":"συναντώ",
"συνάντησα":"συναντώ",
"συναντήσαμε":"συναντώ",
"συνάντησαν":"συναντώ",
"συναντήσατε":"συναντώ",
"συνάντησε":"συναντώ",
"συναντήσει":"συναντώ",
"συναντήσεις":"συνάντηση",
"συναντήσεις":"συναντώ",
"συναντήσετε":"συναντώ",
"συναντήσεων":"συνάντηση",
"συναντήσεών":"συνάντηση",
"συναντηση":"συνάντηση",
"συνάντηση":"συνάντηση",
"συνάντησή":"συνάντηση",
"συνάντησης":"συνάντηση",
"συνάντησής":"συνάντηση",
"συναντήσουμε":"συναντώ",
"συναντήσουν":"συναντώ",
"συναντήστε":"συναντώ",
"συναντήσω":"συναντώ",
"συναντιέται":"συναντώ",
"συναντίληψη":"συναντίληψη",
"συναντιόμασταν":"συναντώ",
"συναντιόμαστε":"συναντώ",
"συναντιόνται":"συναντώ",
"συναντιούνται":"συναντώ",
"συναντιούνταν":"συναντώ",
"συναντούμε":"συναντώ",
"συναντούν":"συναντώ",
"συναντούνται":"συναντώ",
"συναντούσα":"συναντώ",
"συναντούσαμε":"συναντώ",
"συναντούσαν":"συναντώ",
"συναντούσατε":"συναντώ",
"συναντούσε":"συναντώ",
"συναντώ":"συναντώ",
"συναντωνται":"συναντώ",
"συναντώνται":"συναντώ",
"συναντώντας":"συναντώ",
"συνάξεις":"σύναξη",
"σύναξη":"σύναξη",
"συναπάντημα":"συναπάντημα",
"συναπαρτίζουν":"συναπαρτίζω",
"συναποτελούν":"συναποτελώ",
"συναποφασίζει":"συναποφασίζω",
"συναποφασίζουν":"συναποφασίζω",
"συναποφασίσει":"συναποφασίζω",
"συναποφασίσουν":"συναποφασίζω",
"συναπτά":"συναπτός",
"συνάπτει":"συνάπτω",
"συνάπτεται":"συνάπτω",
"συνάπτονται":"συνάπτω",
"συνάρθρωσης":"συνάρθρωση",
"συναριθμήσεις":"συναριθμώ",
"συναριθμούνται":"συναριθμώ",
"συναρμόδια":"συναρμόδιος",
"συναρμόδιες":"συναρμόδιος",
"συναρμόδιοι":"συναρμόδιος",
"συναρμόδιους":"συναρμόδιος",
"συναρμοδίων":"συναρμόδιος",
"συναρμόδιων":"συναρμόδιος",
"συναρμολόγηση":"συναρμολόγηση",
"συναρπάζει":"συναρπάζω",
"συναρπαστικά":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικές":"συναρπαστικός",
"συναρπαστική":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικής":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικό":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικός":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικού":"συναρπαστικός",
"συναρπαστικών":"συναρπαστικός",
"συναρτάται":"συναρτώ",
"συναρτήσει":"συναρτώ",
"συνάρτηση":"συνάρτηση",
"συναρτώνται":"συναρτώ",
"συνασπίζει":"συνασπίζω",
"συνασπίζονται":"συνασπίζω",
"συνασπισμό":"συνασπισμός",
"συνασπισμοί":"συνασπισμός",
"συνασπισμός":"συνασπισμός",
"συνασπισμού":"συνασπισμός",
"συνασπισμούς":"συνασπισμός",
"συνασπισμών":"συνασπισμός",
"συνασπιστεί":"συνασπίζω",
"συνασπιστούν":"συνασπίζω",
"συναυλία":"συναυλία",
"συναυλιακές":"συναυλιακός",
"συναυλιακούς":"συναυλιακός",
"συναυλίας":"συναυλία",
"συναυλίες":"συναυλία",
"συναυλιών":"συναυλία",
"συναυτουργία":"συναυτουργία",
"συνάφεια":"συνάφεια",
"συνάφειά":"συνάφεια",
"συνάφειας":"συνάφεια",
"συναφείς":"συναφής",
"συναφές":"συναφής",
"συναφή":"συναφής",
"συναφθεί":"συνάπτω",
"συνάφθηκαν":"συνάφθηκαν",
"συναφούς":"συναφής",
"συναφών":"συναφής",
"συνάχι":"συνάχι",
"συνάψει":"συνάπτω",
"συνάψεως":"σύναψη",
"σύναψη":"σύναψη",
"σύναψης":"σύναψη",
"συνάψουν":"συνάπτω",
"συνδαιτυμόνας":"συνδαιτυμόνας",
"συνδαιτυμόνες":"συνδαιτυμόνας",
"συνδεδεμένα":"συνδεδεμένος",
"συνδεδεμένες":"συνδεδεμένος",
"συνδεδεμένη":"συνδεδεμένος",
"συνδεδεμένο":"συνδεδεμένος",
"συνδεδεμένος":"συνδεδεμένος",
"συνδεδεμένους":"συνδεδεμένος",
"συνδέει":"συνδέω",
"συνδέεται":"συνδέω",
"συνδέετε":"συνδέω",
"συνδεθεί":"συνδέω",
"συνδέθηκαν":"συνδέω",
"συνδέθηκε":"συνδέω",
"συνδεθούν":"συνδέω",
"συνδεμένα":"συνδδεμένος",
"συνδεμένο":"συνδδεμένος",
"συνδεόμενες":"συνδεόμενος",
"συνδεόμενο":"συνδεόμενος",
"συνδεόμενοι":"συνδεόμενος",
"συνδεόμενων":"συνδεόμενος",
"συνδέονται":"συνδέω",
"συνδέονταν":"συνδέω",
"συνδέοντας":"συνδέω",
"συνδέοντάς":"συνδέω",
"συνδεόταν":"συνδέω",
"συνδέουμε":"συνδέω",
"συνδέουν":"συνδέω",
"συνδέσει":"συνδέω",
"συνδέσεις":"σύνδεση",
"συνδέσεων":"σύνδεση",
"σύνδεση":"σύνδεση",
"σύνδεσή":"σύνδεση",
"σύνδεσης":"σύνδεση",
"σύνδεσής":"σύνδεση",
"συνδεσμίτες":"συνδεσμίτες",
"σύνδεσμο":"σύνδεσμος",
"σύνδεσμοι":"σύνδεσμος",
"συνδεσμολογία":"συνδεσμολογία",
"σύνδεσμος":"σύνδεσμος",
"συνδέσμου":"σύνδεσμος",
"συνδέσμους":"σύνδεσμος",
"συνδέσμων":"σύνδεσμος",
"συνδέσουμε":"συνδέω",
"συνδέσουν":"συνδέω",
"συνδέσω":"συνδέω",
"συνδετήριος":"συνδετήριος",
"συνδετική":"συνδετικός",
"συνδετικό":"συνδετικός",
"συνδετικοί":"συνδετικός",
"συνδετικός":"συνδετικός",
"συνδετικού":"συνδετικός",
"συνδέω":"συνδέω",
"συνδημότες":"συνδημότης",
"συνδιαλέγεται":"συνδιαλέγομαι",
"συνδιαλέξεις":"συνδιάλεξη",
"συνδιαλέξεων":"συνδιάλεξη",
"συνδιαλλαγεί":"συνδιαλλάσσω",
"συνδιαλλαγές":"συνδιαλλαγή",
"συνδιαλλαγή":"συνδιαλλαγή",
"συνδιαμόρφωσε":"συνδιαμορφώνω",
"συνδιασκέψεις":"συνδιάσκεψη",
"συνδιασκέψεων":"συνδιάσκεψη",
"συνδιάσκεψη":"συνδιάσκεψη",
"συνδιάσκεψης":"συνδιάσκεψη",
"συνδιαχείριση":"συνδιαχείριση",
"συνδιδασκαλίας":"συνδιδασκαλία",
"συνδιεκπεραίωσης":"συνδδιεκπεραίωση",
"συνδίκα":"συνδίκα",
"συνδικαλισμό":"συνδικαλισμός",
"συνδικαλισμός":"συνδικαλισμός",
"συνδικαλισμού":"συνδικαλισμός",
"συνδικαλιστές":"συνδικαλιστής",
"συνδικαλιστή":"συνδικαλιστής",
"συνδικαλιστής":"συνδικαλιστής",
"συνδικαλιστικά":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικές":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστική":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικής":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικό":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικοί":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικού":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικούς":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστικών":"συνδικαλιστικός",
"συνδικαλιστών":"συνδικαλιστής",
"συνδικάτα":"συνδικάτο",
"συνδικάτο":"συνδικάτο",
"συνδικάτου":"συνδικάτο",
"συνδικάτων":"συνδικάτο",
"συνδιοίκηση":"συνδιοίκηση",
"συνδιοργανώνεται":"συνδιοργανώνω",
"συνδιοργανώνουν":"συνδιοργανώνω",
"συνδιοργάνωση":"συνδιοργάνωση",
"συνδιοργανωτές":"συνδιοργανωτής",
"συνδράμει":"συνδράμω",
"συνδράμοντας":"συνδράμω",
"συνδράμουν":"συνδράμω",
"σύνδρομα":"σύνδρομο",
"σύνδρομά":"σύνδρομο",
"συνδρομές":"συνδρομή",
"συνδρομή":"συνδρομή",
"συνδρομής":"συνδρομή",
"συνδρομητές":"συνδρομητής",
"συνδρομητή":"συνδρομητής",
"συνδρομητής":"συνδρομητής",
"συνδρομητικά":"συνδρομητικός",
"συνδρομητική":"συνδρομητικός",
"συνδρομητικής":"συνδρομητικός",
"συνδρομητικό":"συνδρομητικός",
"συνδρομητικού":"συνδρομητικός",
"συνδρομητικών":"συνδρομητικός",
"συνδρομητών":"συνδρομητής",
"σύνδρομο":"σύνδρομο",
"συνδρόμου":"σύνδρομο",
"συνδρόμων":"σύνδρομο",
"συνδύαζαν":"συνδυάζω",
"συνδύαζε":"συνδυάζω",
"συνδυάζει":"συνδυάζω",
"συνδυάζεις":"συνδυάζω",
"συνδυάζεται":"συνδυάζω",
"συνδυαζόμενες":"συνδυαζόμενος",
"συνδυαζόμενη":"συνδυαζόμενος",
"συνδυάζονται":"συνδυάζω",
"συνδυάζοντας":"συνδυάζω",
"συνδυαζόταν":"συνδυάζω",
"συνδυάζουμε":"συνδυάζω",
"συνδυάζουν":"συνδυάζω",
"συνδυάσαμε":"συνδυάζω",
"συνδύασαν":"συνδυάζω",
"συνδύασε":"συνδυάζω",
"συνδυάσει":"συνδυάζω",
"συνδυάσεις":"συνδυάζω",
"συνδυάσετε":"συνδυάζω",
"συνδυασθεί":"συνδυάζω",
"συνδυασμένα":"συνδυασμένος",
"συνδυασμένες":"συνδυάζω",
"συνδυασμένη":"συνδυάζω",
"συνδυασμένο":"συνδυασμένος",
"συνδυασμένος":"συνδυάζω",
"συνδυασμένων":"συνδυάζω",
"συνδυασμό":"συνδυασμός",
"συνδυασμοί":"συνδυασμός",
"συνδυασμός":"συνδυασμός",
"συνδυασμού":"συνδυασμός",
"συνδυασμούς":"συνδυασμός",
"συνδυασμών":"συνδυασμός",
"συνδυάσουμε":"συνδυάζω",
"συνδυάσουν":"συνδυάζω",
"συνδυάστε":"συνδυάζω",
"συνδυαστεί":"συνδυάζω",
"συνδυάστηκαν":"συνδυάζω",
"συνδυάστηκε":"συνδυάζω",
"συνδυαστούν":"συνδυάζω",
"συνδυάσω":"συνδυάζω",
"συνέβαιναν":"συμβαίνει",
"συνέβαινε":"συμβαίνω",
"συνέβαλα":"συμβάλλω",
"συνέβαλαν":"συμβάλλω",
"συνέβαλε":"συμβάλλω",
"συνέβαλλαν":"συμβάλλω",
"συνέβαλλε":"συμβάλλω",
"συνέβη":"συμβαίνω",
"συνέβησαν":"συμβαίνει",
"συνεγγυητικό":"συνεεγγυητικός",
"συνεγγυητικού":"συνεεγγυητικός",
"σύνεγγυς":"σύνεγγυς",
"συνέγραψε":"συγγράφω",
"συνέδεαν":"συνδέω",
"συνέδεε":"συνδέω",
"συνέδεσαν":"συνδέω",
"συνέδεσε":"συνδέω",
"συνέδραμαν":"συνδράμω",
"συνέδραμε":"συνδράμω",
"συνεδρία":"συνεδρία",
"συνέδρια":"συνέδριο",
"συνέδριά":"συνέδριο",
"συνεδρίαζαν":"συνεδριάζω",
"συνεδρίαζε":"συνεδριάζω",
"συνεδριάζει":"συνεδριάζω",
"συνεδριάζουμε":"συνεδριάζω",
"συνεδριάζουν":"συνεδριάζω",
"συνεδριακά":"συνεδριακός",
"συνεδριακές":"συνεδριακός",
"συνεδριακό":"συνεδριακός",
"συνεδριακός":"συνεδριακός",
"συνεδριακού":"συνεδριακός",
"συνεδριακούς":"συνεδριακός",
"συνεδριακών":"συνεδριακός",
"συνεδρίας":"συνεδρία",
"συνεδρίασαν":"συνεδριάζω",
"συνεδρίασε":"συνεδριάζω",
"συνεδριάσει":"συνεδριάζω",
"συνεδριασεις":"συνεδρίαση",
"συνεδριάσεις":"συνεδρίαση",
"συνεδριάσεων":"συνεδρίαση",
"συνεδριάσεών":"συνεδρίαση",
"συνεδριάσεως":"συνεδρίαση",
"συνεδριαση":"συνεδρίαση",
"συνεδρίαση":"συνεδρίαση",
"συνεδρίασή":"συνεδρίαση",
"συνεδρίασης":"συνεδρίαση",
"συνεδρίασής":"συνεδρίαση",
"συνεδρίασις":"συνεδρίαση",
"συνεδριάσουμε":"συνεδριάζω",
"συνεδριάσουν":"συνεδριάζω",
"συνεδρίες":"συνεδρία",
"συνεδριο":"συνέδριο",
"συνέδριο":"συνέδριο",
"συνέδριό":"συνέδριο",
"συνεδριου":"συνέδριο",
"συνεδρίου":"συνέδριο",
"συνεδριών":"συνεδρία",
"συνεδρίων":"συνέδριο",
"σύνεδροι":"σύνεδρος",
"σύνεδρος":"σύνεδρος",
"συνέδρους":"σύνεδρος",
"σύνεδρους":"σύνεδρος",
"σύνεδρους-πράκτορες":"σύνεδρους-πράκτορες",
"συνέδρων":"σύνεδρος",
"συνέθεσαν":"συνθέτω",
"συνέθεσε":"συνθέτω",
"συνέθεταν":"συνθέτω",
"συνέθετε":"συνθέτω",
"συνέθλιβε":"συνθλίβω",
"συνειδήσεις":"συνείδηση",
"συνειδήσεων":"συνείδηση",
"συνειδήσεως":"συνείδηση",
"συνείδηση":"συνείδηση",
"συνείδησή":"συνείδηση",
"συνείδησης":"συνείδηση",
"συνείδησής":"συνείδηση",
"συνειδησιακή":"συνειδησιακός",
"συνειδησιακής":"συνειδησιακός",
"συνειδησιακό":"συνειδησιακός",
"συνειδητά":"συνειδητά",
"συνειδητές":"συνειδητός",
"συνειδητή":"συνειδητός",
"συνειδητής":"συνειδητός",
"συνειδητό":"συνειδητός",
"συνειδητοί":"συνειδητός",
"συνειδητοποιεί":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιείς":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιείται":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιηθεί":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιημένο":"συνειδητοποιημένος",
"συνειδητοποιημένοι":"συνειδητοποιημένος",
"συνειδητοποιημένος":"συνειδητοποιημένος",
"συνειδητοποίησα":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσαμε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποίησαν":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσατε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποίησε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσει":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσεις":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποίηση":"συνειδητοποίηση",
"συνειδητοποίησης":"συνειδητοποίηση",
"συνειδητοποιήσουμε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσουν":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήστε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιήσω":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιούμε":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιούν":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιούνται":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιώ":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητοποιώντας":"συνειδητοποιώ",
"συνειδητός":"συνειδητός",
"συνειδητότητας":"συνειδητότητα",
"συνειδητούς":"συνειδητός",
"συνειρμικά":"συνειρμικά",
"συνειρμό":"συνειρμός",
"συνειρμοί":"συνειρμός",
"συνειρμός":"συνειρμός",
"συνειρμούς":"συνειρμός",
"συνεισέφεραν":"συνεισφέρω",
"συνεισέφερε":"συνεισφέρω",
"συνεισφέρει":"συνεισφέρω",
"συνεισφέροντες":"συνεισφέρων",
"συνεισφέρουμε":"συνεισφέρω",
"συνεισφέρουν":"συνεισφέρω",
"συνεισφέρω":"συνεισφέρω",
"συνεισφορά":"συνεισφορά",
"συνεισφοράς":"συνεισφορά",
"συνεισφορές":"συνεισφορά",
"συνεκάλεσε":"συγκαλώ",
"συνεκδίκαση":"συνεκδίκαση",
"συνεκδίκασης":"συνεεκδίκαση",
"συνεκδόθηκε":"συνεεκδίδω",
"συνεκδότης":"συνεκδότης",
"συνεκμετάλλευση":"συνεκμετάλλευση",
"συνέκριναν":"συγκρίνω",
"συνεκτικά":"συνεκτικά",
"συνεκτική":"συνεκτικός",
"συνεκτικό":"συνεκτικός",
"συνεκτικός":"συνεκτικός",
"συνεκτιμάται":"συνεκτιμώ",
"συνεκτιμηθούν":"συνεκτιμώ",
"συνεκτιμήσεις":"συνεκτιμώ",
"συνεκτίμηση":"συνεκτίμηση",
"συνεκτιμήσουμε":"συνεκτιμώ",
"συνεκτιμήσουν":"συνεκτιμώ",
"συνεκτιμώνται":"συνεκτιμώ",
"συνεκτιμώντας":"συνεκτιμώ",
"συνέλαβαν":"συλλαμβάνω",
"συνέλαβε":"συλλαμβάνω",
"συνέλεξαν":"συλλέγω",
"συνέλεξε":"συλλέγω",
"συνελεύσεις":"συνέλευση",
"συνελεύσεων":"συνέλευση",
"συνέλευση":"συνέλευση",
"συνέλευσης":"συνέλευση",
"συνέλευσής":"συνέλευση",
"συνελήφθη":"συλλαμβάνω",
"συνελήφθησαν":"συλλαμβάνω",
"συνέλθει":"συνέρχομαι",
"συνέλθετε":"συνέρχομαι",
"συνέλθουμε":"συνέρχομαι",
"συνέλθουν":"συνέρχομαι",
"συνέλθω":"συνέρχομαι",
"συνέλληνες":"συνέέλληνας",
"συνελλήνων":"συνέέλληνας",
"συνεννοηθεί":"συνεννοούμαι",
"συνεννοηθείτε":"συνεννοούμαι",
"συνεννοηθήκαμε":"συνεννοούμαι",
"συνεννοήθηκαν":"συνεννοούμαι",
"συνεννοήθηκε":"συνεννοούμαι",
"συνεννοηθούμε":"συνεννοούμαι",
"συνεννοηθούν":"συνεννοούμαι",
"συνεννοήσεις":"συνεννόηση",
"συνεννόηση":"συνεννόηση",
"συνεννόησης":"συνεννόηση",
"συνεννοούμαι":"συνεννοούμαι",
"συνεννοούμαστε":"συνεννοούμαι",
"συνεννοούνται":"συνεννοούμαι",
"συνένοχα":"συνένοχος",
"συνένοχες":"συνένοχος",
"συνενοχή":"συνενοχή",
"συνένοχη":"συνένοχος",
"συνενοχής":"συνενοχή",
"συνένοχο":"συνένοχος",
"συνένοχοι":"συνένοχος",
"συνένοχος":"συνένοχος",
"συνενόχους":"συνένοχος",
"συνενόχων":"συνένοχος",
"συνεντεύξεις":"συνέντευξη",
"συνεντεύξεων":"συνέντευξη",
"συνεντευξη":"συνέντευξη",
"συνέντευξη":"συνέντευξη",
"συνέντευξή":"συνέντευξη",
"συνέντευξης":"συνέντευξη",
"συνέντευξής":"συνέντευξη",
"συνενωθεί":"συνενώνω",
"συνενώθηκαν":"συνενώνω",
"συνενωθούν":"συνενώνω",
"συνενώνει":"συνενώνω",
"συνενώνεται":"συνενώνω",
"συνένωσαν":"συνενώνω",
"συνενώσεις":"συνένωση",
"συνένωση":"συνένωση",
"συνένωσης":"συνένωση",
"συνεξεταστούν":"συνεξετάζω",
"συνεπάγεται":"συνεπάγομαι",
"συνεπάγονται":"συνεπάγομαι",
"συνεπαίρνει":"συνεπαίρνω",
"συνεπακόλουθα":"συνεπακόλουθος",
"συνεπακόλουθη":"συνεπακόλουθος",
"συνεπακόλουθης":"συνεπακόλουθος",
"συνεπάρει":"συνεπαίρνω",
"συνεπαρμένοι":"συνεπαίρνω",
"συνεπεία":"συνεπεία",
"συνέπεια":"συνέπεια",
"συνέπειά":"συνέπεια",
"συνέπειαν":"συνέπεια",
"συνέπειας":"συνέπεια",
"συνέπειες":"συνέπεια",
"συνέπειές":"συνέπεια",
"συνεπείς":"συνεπής",
"συνεπειών":"συνέπεια",
"συνεπές":"συνεπής",
"συνέπεσαν":"συμπίπτω",
"συνέπεσε":"συμπίπτω",
"συνεπέστατη":"συνεπής",
"συνεπή":"συνεπής",
"συνέπηξαν":"συμπηγνύω",
"συνεπήρε":"συνεπαίρνω",
"συνεπής":"συνεπής",
"συνεπιβάτες":"συνεπιβάτης",
"συνεπιβάτης":"συνεπιβάτης",
"συνεπιβάτιδα":"συνεπιβάτις",
"συνεπιβάτιδά":"συνεπιβάτις",
"συνεπιβάτις":"συνεπιβάτις",
"συνεπικουρούμενες":"συνεπικουρούμενος",
"συνεπικουρούμενοι":"συνεπικουρούμενος",
"συνεπικουρούμενος":"συνεπικουρούμενος",
"συνέπιπταν":"συμπίπτω",
"συνέπιπτε":"συμπίπτω",
"συνεπλάγησαν":"συνεπλάγησαν",
"συνεπλάκη":"συμπλέκω",
"συνεπλάκησαν":"συμπλέκω",
"συνεπούς":"συνεπής",
"συνέπραξαν":"συμπράττω",
"συνέπραξε":"συμπράττω",
"συνεπώς":"συνεπώς",
"συνεργάζεστε":"συνεργάζομαι",
"συνεργάζεται":"συνεργάζομαι",
"συνεργάζομαι":"συνεργάζομαι",
"συνεργαζόμαστε":"συνεργάζομαι",
"συνεργαζόμενα":"συνεργαζόμενος",
"συνεργαζόμενες":"συνεργαζόμενος",
"συνεργαζόμενη":"συνεργαζόμενος",
"συνεργαζόμενο":"συνεργαζόμενος",
"συνεργαζόμενοι":"συνεργαζόμενος",
"συνεργαζόμενων":"συνεργαζόμενος",
"συνεργάζονται":"συνεργάζομαι",
"συνεργάζονταν":"συνεργάζομαι",
"συνεργαζόταν":"συνεργάζομαι",
"συνεργασθεί":"συνεργάζομαι",
"συνεργασθήκαμε":"συνεργάζομαι",
"συνεργάσθηκαν":"συνεργάζομαι",
"συνεργάσθηκε":"συνεργάζομαι",
"συνεργασθούν":"συνεργάζομαι",
"συνεργασία":"συνεργασία",
"'συνεργασία":"'συνεργασία",
"συνεργασιας":"συνεργασία",
"συνεργασίας":"συνεργασία",
"συνεργασίες":"συνεργασία",
"συνεργάσιμη":"συνεργάσιμος",
"συνεργάσιμοι":"συνεργάσιμος",
"συνεργάσιμος":"συνεργάσιμος",
"συνεργασιών":"συνεργασία",
"συνεργαστεί":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστείς":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστείτε":"συνεργάζομαι",
"συνεργάστηκα":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστήκαμε":"συνεργάζομαι",
"συνεργάστηκαν":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστήκατε":"συνεργάζομαι",
"συνεργάστηκε":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστούμε":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστούν":"συνεργάζομαι",
"συνεργαστώ":"συνεργάζομαι",
"συνεργατες":"συνεργάτης",
"συνεργάτες":"συνεργάτης",
"συνεργάτη":"συνεργάτης",
"συνεργάτης":"συνεργάτης",
"συνεργάτιδα":"συνεργάτιδα",
"συνεργάτιδάς":"συνεργάτιδα",
"συνεργάτιδες":"συνεργάτιδα",
"συνεργατική":"συνεργατικός",
"συνεργάτις":"συνεργάτις",
"συνεργάτριας":"συνεργάτρια",
"συνεργατών":"συνεργάτης",
"συνεργεί":"συνεργώ",
"συνέργεια":"συνέργεια",
"συνεργεία":"συνεργείο",
"συνέργειας":"συνέργεια",
"συνεργείο":"συνεργείο",
"συνεργείου":"συνεργείο",
"συνεργείων":"συνεργείο",
"συνεργήσει":"συνεργώ",
"συνεργία":"συνεργία",
"συνέργια":"συνεργία",
"συνεργική":"συνεργικός",
"συνεργιών":"συνεργία",
"συνεργό":"συνεργός",
"συνεργοί":"συνεργός",
"συνεργός":"συνεργός",
"συνεργού":"συνεργός",
"συνεργούν":"συνεργώ",
"συνεργούς":"συνεργός",
"συνέρχεται":"συνέρχομαι",
"συνέρχονται":"συνέρχομαι",
"σύνεση":"σύνεση",
"σύνεσή":"σύνεση",
"σύνεσης":"σύνεση",
"συνεσταλμένος":"συνεσταλμένος",
"συνεστήθη":"συνιστώ",
"συνέστησαν":"συστήνω",
"συνέστησε":"συστήνω",
"συνεστιάσεις":"συνεστίαση",
"συνεστιάσεων":"συνεστίαση",
"συνεστίαση":"συνεστίαση",
"συνετά":"συνετός",
"συνεταιρισμό":"συνεταιρισμός",
"συνεταιρισμοί":"συνεταιρισμός",
"συνεταιρισμός":"συνεταιρισμός",
"συνεταιρισμού":"συνεταιρισμός",
"συνεταιρισμούς":"συνεταιρισμός",
"συνεταιρισμών":"συνεταιρισμός",
"συνεταιριστές":"συνεταιριστής",
"συνεταιριστικά":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικές":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστική":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικής":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικό":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικός":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικού":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστικών":"συνεταιριστικός",
"συνεταιριστών":"συνεταιριστής",
"συνέταιρο":"συνέταιρο",
"συνεταίρο":"συνεταίρος",
"συνεταίροι":"συνεταίρος",
"συνεταίρος":"συνεταίρος",
"συνέταιρος":"συνεταίρος",
"συνεταίρου":"συνεταίρος",
"συνεταίρους":"συνεταίρος",
"συνεταίρων":"συνεταίρος",
"συνέταξαν":"συντάσσω",
"συνέταξε":"συντάσσω",
"συνέτασσαν":"συντάσσω",
"συνετάχθη":"συντάσσω",
"συνετάχθησαν":"συντάσσω",
"συνετέθη":"συνθέτω",
"συνετέθησαν":"συνθέτω",
"συνέτειναν":"συντείνω",
"συνέτεινε":"συντείνω",
"συνετέλεσαν":"συντελώ",
"συνετέλεσε":"συντελώ",
"συνετελέσθη":"συντελώ",
"συνετή":"συνετός",
"συνετίσει":"συνετίζω",
"συνετιστείτε":"συνετίζω",
"συνετό":"συνετός",
"συνετοί":"συνετός",
"συνετός":"συνετός",
"συνετούς":"συνετός",
"συνέτρεχαν":"συντρέχω",
"συνέτρεχε":"συντρέχω",
"συνετρίβη":"συντρίβω",
"συνετριψε":"συντρίβω",
"συνέτριψε":"συντρίβω",
"συνέτρωγε":"συντρώγω",
"συνετώς":"συνετός",
"συνευθύνη":"συνευθύνη",
"συν-ευθύνη":"συν-ευθύνη",
"συνευρέσεις":"συνεύρεση",
"συνεύρεση":"συνεύρεση",
"συνεύρεσης":"συνεύρεση",
"συνεύρεσής":"συνεύρεση",
"συνέφερε":"συνεφέρνω",
"συνεφέρει":"συνεφέρνω",
"συνεφέρουν":"συνεφέρνω",
"συνεχάρη":"συγχαίρω",
"συνεχεια":"συνεχεία",
"συνεχεία":"συνεχεία",
"συνέχεια":"συνέχεια",
"συνέχειά":"συνέχεια",
"συνέχειας":"συνέχεια",
"συνέχειες":"συνέχεια",
"συνεχεις":"συνεχής",
"συνεχείς":"συνεχής",
"συνεχές":"συνεχής",
"συνεχή":"συνεχής",
"συνεχής":"συνεχής",
"συνέχιζα":"συνεχίζω",
"συνεχίζαμε":"συνεχίζω",
"συνέχιζαν":"συνεχίζω",
"συνέχιζε":"συνεχίζω",
"συνεχίζει":"συνεχίζω",
"συνεχίζεις":"συνεχίζω",
"συνεχίζεται":"συνεχίζω",
"συνεχίζετε":"συνεχίζω",
"συνεχιζόμενα":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενες":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενη":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενης":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενο":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενοι":"συνεχιζόμενος",
"συνεχιζόμενων":"συνεχιζόμενος",
"συνεχίζονται":"συνεχίζω",
"συνεχίζονταν":"συνεχίζω",
"συνεχίζοντας":"συνεχίζω",
"συνεχιζόταν":"συνεχίζω",
"συνεχίζουμε":"συνεχίζω",
"συνεχιζουν":"συνεχίζω",
"συνεχίζουν":"συνεχίζω",
"συνεχίζω":"συνεχίζω",
"συνέχισα":"συνεχίζω",
"συνέχισαν":"συνεχίζω",
"συνεχίσατε":"συνεχίζω",
"συνέχισε":"συνεχίζω",
"συνεχίσει":"συνεχίζω",
"συνεχίσεις":"συνεχίζω",
"συνεχίσετε":"συνεχίζω",
"συνέχιση":"συνέχιση",
"συνέχισή":"συνέχιση",
"συνέχισης":"συνέχιση",
"συνεχισθεί":"συνεχίζω",
"συνεχίσθηκαν":"συνεχίζω",
"συνεχίσθηκε":"συνεχίζω",
"συνεχισθούν":"συνεχίζω",
"συνεχίσουμε":"συνεχίζω",
"συνεχίσουν":"συνεχίζω",
"συνεχίστε":"συνεχίζω",
"συνεχιστεί":"συνεχίζω",
"συνεχιστές":"συνεχιστής",
"συνεχιστή":"συνεχιστής",
"συνεχίστηκαν":"συνεχίζω",
"συνεχίστηκε":"συνεχίζω",
"συνεχιστής":"συνεχιστής",
"συνεχιστούν":"συνεχίζω",
"συνεχίσω":"συνεχίζω",
"συνεχόμενα":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενες":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενη":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενο":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενου":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενους":"συνεχόμενος",
"συνεχόμενων":"συνεχόμενος",
"συνέχουν":"συνέχω",
"συνεχούς":"συνεχής",
"συνεχών":"συνεχής",
"συνεχως":"συνεχώς",
"συνεχώς":"συνεχώς",
"συνήγορε":"συνήγορος",
"συνηγορεί":"συνηγορώ",
"συνηγορία":"συνηγορία",
"συνήγορο":"συνήγορος",
"συνήγορό":"συνήγορος",
"συνήγοροι":"συνήγορος",
"συνήγορος":"συνήγορος",
"συνήγορός":"συνήγορος",
"συνηγόρου":"συνήγορος",
"συνηγορούμε":"συνηγορώ",
"συνηγορούν":"συνηγορώ",
"συνηγόρους":"συνήγορος",
"συνηγορούσαν":"συνηγορώ",
"συνήγορούσε":"συνηγορώ",
"συνηγόρων":"συνήγορος",
"συνήθεια":"συνήθεια",
"συνήθειά":"συνήθεια",
"συνήθειας":"συνήθεια",
"συνήθειες":"συνήθεια",
"συνήθειές":"συνήθεια",
"συνήθειο":"συνήθειο",
"συνηθεις":"συνήθης",
"συνήθεις":"συνήθης",
"συνηθειών":"συνήθεια",
"σύνηθες":"συνήθης",
"συνηθέστερα":"συνήθως",
"συνηθέστερες":"συνήθης",
"συνήθη":"συνήθης",
"συνήθης":"συνήθης",
"συνήθιζα":"συνηθίζω",
"συνήθιζαν":"συνηθίζω",
"συνήθιζε":"συνηθίζω",
"συνηθίζει":"συνηθίζω",
"συνηθίζεται":"συνηθίζω",
"συνηθίζονται":"συνηθίζω",
"συνηθιζόταν":"συνηθίζω",
"συνηθίζουμε":"συνηθίζω",
"συνηθίζουν":"συνηθίζω",
"συνηθίζω":"συνηθίζω",
"συνήθισα":"συνηθίζω",
"συνηθίσαμε":"συνηθίζω",
"συνήθισε":"συνηθίζω",
"συνηθίσει":"συνηθίζω",
"συνηθισμένα":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένες":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένη":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένης":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένο":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένοι":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένος":"συνηθισμένος",
"συνηθισμένου":"συνηθίζω",
"συνηθισμένους":"συνηθίζω",
"συνηθισμένων":"συνηθισμένος",
"συνηθίσουμε":"συνηθίζω",
"συνηθίσουν":"συνηθίζω",
"συνηθίσω":"συνηθίζω",
"συνήθων":"συνήθης",
"συνήθως":"συνήθως",
"συνήλθα":"συνέρχομαι",
"συνήλθαν":"συνέρχομαι",
"συνήλθε":"συνέρχομαι",
"συνήφθη":"συνάπτω",
"συνήφθησαν":"συνάπτω",
"συνήψαν":"συνάπτω",
"συνήψε":"συνάπτω",
"συνθέσει":"συνθέτω",
"συνθέσεις":"σύνθεση",
"συνθέσεων":"σύνθεση",
"συνθέσεως":"σύνθεση",
"σύνθεση":"σύνθεση",
"σύνθεσή":"σύνθεση",
"σύνθεσης":"σύνθεση",
"συνθέσουμε":"συνθέτω",
"συνθέσουν":"συνθέτω",
"συνθέσω":"συνθέτω",
"σύνθετα":"σύνθετος",
"συνθέτει":"συνθέτω",
"συνθέτες":"συνθέτης",
"σύνθετες":"σύνθετος",
"συνθέτη":"συνθέτης",
"σύνθετη":"σύνθετος",
"συνθέτης":"συνθέτης",
"συνθετικά":"συνθετικός",
"συνθετικαι":"συνθετικαι",
"συνθετικές":"συνθετικός",
"συνθετική":"συνθετικός",
"συνθετικής":"συνθετικός",
"συνθετικό":"συνθετικός",
"συνθετικών":"συνθετικός",
"σύνθετο":"σύνθετος",
"σύνθετοι":"σύνθετος",
"συνθέτοντας":"συνθέτω",
"σύνθετος":"σύνθετος",
"σύνθετου":"σύνθετος",
"συνθέτουμε":"συνθέτω",
"συνθέτουν":"συνθέτω",
"σύνθετους":"σύνθετος",
"συνθετών":"συνθέτης",
"συνθήκες":"συνθήκη",
"συνθηκη":"συνθήκη",
"συνθήκη":"συνθήκη",
"συνθήκης":"συνθήκη",
"συνθηκολόγηση":"συνθηκολόγηση",
"συνθηκολογήσουμε":"συνθηκολογώ",
"συνθηκών":"συνθήκη",
"σύνθημα":"σύνθημα",
"σύνθημά":"σύνθημα",
"συνθήματα":"σύνθημα",
"συνθηματικό":"συνθηματικός",
"συνθηματολογεί":"συνθηματολογώ",
"συνθηματολογία":"συνθηματολογία",
"συνθηματολογίας":"συνθηματολογία",
"συνθήματος":"σύνθημα",
"συνθημάτων":"σύνθημα",
"σύνθια":"σύνθια",
"συνθλιβεί":"συνθλίβω",
"συνθλίβεται":"συνθλίβω",
"συνθλίβονταν":"συνθλίβω",
"συνθλιβούν":"συνθλίβω",
"συνθλίβουν":"συνθλίβω",
"συνθλίψει":"συνθλίβω",
"συνιδιοκτησία":"συνιδιοκτησία",
"συνιδιοκτησίας":"συνιδιοκτησία",
"συνιδιοκτήτης":"συνιδιοκτήτης",
"συνιδιοκτήτρια":"συνιδιοκτήτρια",
"συνιδιοκτήτριες":"συνιδιοκτήτρια",
"συνίδρυσε":"συνιδρύω",
"συνιδρυτές":"συνιδρυτής",
"συνιδρυτή":"συνιδρυτής",
"συνιδρυτής":"συνιδρυτής",
"συνιστά":"συνιστώ",
"συνισταμένη":"συνισταμένη",
"συνισταμένης":"συνισταμένη",
"συνιστάται":"συνιστώ",
"συνίσταται":"συνιστώ",
"συνίστατο":"συνιστώ",
"συνιστούμε":"συνιστώ",
"συνιστούν":"συνιστώ",
"συνιστούσα":"συνιστώ",
"συνιστούσαμε":"συνιστώ",
"συνιστούσαν":"συνιστώ",
"συνιστούσε":"συνιστώ",
"συνιστώ":"συνιστώ",
"συνιστώμενη":"συνιστώμενος",
"συνιστώμενης":"συνιστώμενος",
"συνιστώνται":"συνιστώ",
"συνιστώντας":"συνιστώ",
"συνιστώσα":"συνιστώσα",
"συνιστώσας":"συνιστώσα",
"συνιστώσες":"συνιστώσα",
"συν-κίνηση":"συν-κίνηση",
"συννεφα":"σύννεφο",
"σύννεφα":"σύννεφο",
"συννεφάκι":"συννεφάκι",
"συννεφάκια":"συννεφάκι",
"συννεφιά":"συννεφιά",
"συννεφιασμένη":"συννεφιάζω",
"συννεφιασμένος":"συννεφιάζω",
"σύννεφο":"σύννεφο",
"σύννεφου":"σύννεφο",
"σύννομα":"σύννομα",
"σύννομες":"σύννομος",
"σύννομη":"σύννομος",
"σύννομης":"σύννομος",
"συνοδά":"συνοδά",
"συνοδεία":"συνοδεία",
"συνοδείας":"συνοδεία",
"συνόδευαν":"συνοδεύω",
"συνόδευε":"συνοδεύω",
"συνοδεύει":"συνοδεύω",
"συνοδεύεται":"συνοδεύω",
"συνοδεύθηκε":"συνοδεύω",
"συνοδευμένα":"συνοδεύω",
"συνοδευόμενα":"συνοδευόμενος",
"συνοδευόμενες":"συνοδευόμενος",
"συνοδευόμενη":"συνοδευόμενος",
"συνοδευόμενο":"συνοδευόμενος",
"συνοδευόμενοι":"συνοδευόμενος",
"συνοδευόμενος":"συνοδευόμενος",
"συνοδεύονται":"συνοδεύω",
"συνοδεύονταν":"συνοδεύω",
"συνοδεύοντας":"συνοδεύω",
"συνοδευόταν":"συνοδεύω",
"συνοδεύουν":"συνοδεύω",
"συνόδευσαν":"συνοδεύω",
"συνόδευσε":"συνοδεύω",
"συνοδεύσει":"συνοδεύω",
"συνοδεύσουμε":"συνοδεύω",
"συνοδεύσουν":"συνοδεύω",
"συνοδευτεί":"συνοδεύω",
"συνοδεύτηκε":"συνοδεύω",
"συνοδευτικά":"συνοδευτικός",
"συνοδευτικοί":"συνοδευτικός",
"συνοδευτικού":"συνοδευτικός",
"συνοδευτικών":"συνοδευτικός",
"συνοδευτούν":"συνοδεύω",
"συνόδεψαν":"συνοδεύω",
"συνοδέψει":"συνοδεύω",
"συνοδέψουν":"συνοδεύω",
"συνοδηγό":"συνοδηγός",
"συνοδηγός":"συνοδηγός",
"συνοδηγού":"συνοδηγός",
"συνοδικό":"συνοδικός",
"συνοδικοί":"συνοδικός",
"συνοδινού":"συνοδινού",
"συνοδο":"συνοδός",
"συνοδό":"συνοδός",
"σύνοδο":"σύνοδος",
"σύνοδό":"σύνοδος",
"συνοδό-διερμηνέα":"συνοδό-διερμηνέα",
"συνοδοί":"συνοδός",
"σύνοδοι":"σύνοδος",
"συνοδοιπορία":"συνοδοιπορία",
"συνοδοιπόροι":"συνοδοιπόρος",
"συνοδοιπόρος":"συνοδοιπόρος",
"συνοδοιπόρους":"συνοδοιπόρος",
"συνοδοιπόρων":"συνοδοιπόρος",
"συνοδός":"συνοδός",
"σύνοδος":"σύνοδος",
"συνοδού":"συνοδός",
"συνόδου":"σύνοδος",
"συνοδούς":"συνοδός",
"συνόδους":"σύνοδος",
"συνοδων":"συνοδός",
"συνοδών":"συνοδός",
"συνόδων":"σύνοδος",
"συνοικέσια":"συνοικέσιο",
"συνοικεσίων":"συνοικέσιο",
"συνοικία":"συνοικία",
"συνοικιακές":"συνοικιακός",
"συνοικιακή":"συνοικιακός",
"συνοικιακό":"συνοικιακός",
"συνοικιακών":"συνοικιακός",
"συνοικίας":"συνοικία",
"συνοικίες":"συνοικία",
"συνοικισμό":"συνοικισμός",
"συνοικισμοί":"συνοικισμός",
"συνοικισμός":"συνοικισμός",
"συνοικισμού":"συνοικισμός",
"συνοικισμούς":"συνοικισμός",
"συνοικισμών":"συνοικισμός",
"συνοικιών":"συνοικία",
"σύνολα":"σύνολο",
"συνολάκια":"συνολάκια",
"συνολικά":"συνολικά",
"συνολικά":"συνολικός",
"συνολικές":"συνολικός",
"συνολική":"συνολικός",
"συνολικης":"συνολικός",
"συνολικής":"συνολικός",
"συνολικό":"συνολικός",
"συνολικός":"συνολικός",
"συνολικότερα":"συνολικός",
"συνολικότερες":"συνολικός",
"συνολικότερη":"συνολικός",
"συνολικότερης":"συνολικός",
"συνολικότερο":"συνολικός",
"συνολικού":"συνολικός",
"συνολικών":"συνολικός",
"συνολικώς":"συνολικά",
"συνολο":"σύνολο",
"σύνολο":"σύνολο",
"σύνολό":"σύνολο",
"σύνολον":"σύνολος",
"συνόλου":"σύνολο",
"συνόλω":"σύνολο",
"συνόλων":"σύνολο",
"συνομήλικά":"συνομήλικος",
"συνομήλικη":"συνομήλικος",
"συνομήλική":"συνομήλικος",
"συνομήλικό":"συνομήλικος",
"συνομήλικοι":"συνομήλικος",
"συνομηλίκους":"συνομήλικος",
"συνομηλίκων":"συνομήλικος",
"συνομιλεί":"συνομιλώ",
"συνομιλείς":"συνομιλώ",
"συνομίλησαν":"συνομιλώ",
"συνομίλησε":"συνομιλώ",
"συνομιλήσει":"συνομιλώ",
"συνομιλήσεις":"συνομιλώ",
"συνομιλήσετε":"συνομιλώ",
"συνομιλήσουμε":"συνομιλώ",
"συνομιλήσουν":"συνομιλώ",
"συνομιλητές":"συνομιλητής",
"συνομιλητή":"συνομιλητής",
"συνομιλητής":"συνομιλητής",
"συνομιλήτριές":"συνομιλήτρια",
"συνομιλητριών":"συνομιλήτρια",
"συνομιλητών":"συνομιλητής",
"συνομιλία":"συνομιλία",
"συνομιλίας":"συνομιλία",
"συνομιλιες":"συνομιλία",
"συνομιλίες":"συνομιλία",
"συνομιλιών":"συνομιλία",
"συνομιλούν":"συνομιλώ",
"συνομιλούσαν":"συνομιλώ",
"συνομιλούσε":"συνομιλώ",
"συνομιλώντας":"συνομιλώ",
"συνομολογούν":"συνομολογώ",
"συνομοσπονδία":"συνομοσπονδία",
"συνομοσπονδιας":"συνομοσπονδία",
"συνομοσπονδίας":"συνομοσπονδία",
"συνομωσία":"συνωμοσία",
"συνομωσίας":"συνωμοσία",
"συνονθύλευμα":"συνονθύλευμα",
"συνονόματή":"συνονόματος",
"συνονόματου":"συνονόματος",
"συνοπτικα":"συνοπτικά",
"συνοπτικά":"συνοπτικά",
"συνοπτικές":"συνοπτικός",
"συνοπτική":"συνοπτικός",
"συνοπτικός":"συνοπτικός",
"συνοπτικού":"συνοπτικός",
"συνοπτικών":"συνοπτικός",
"συνορα":"σύνορο",
"σύνορα":"σύνορο",
"σύνορά":"σύνορο",
"σύνορα-λιβάνη":"σύνορα-λιβάνη",
"συνορειβάτες":"συνορειβάτες",
"συνορεύει":"συνορεύω",
"συνορεύουν":"συνορεύω",
"συνοριακές":"συνοριακός",
"συνοριακή":"συνοριακός",
"συνοριακό":"συνοριακός",
"συνοριακοί":"συνοριακός",
"συνοριακός":"συνοριακός",
"συνοριακού":"συνοριακός",
"συνοριακούς":"συνοριακός",
"συνοριακών":"συνοριακός",
"συνοριοφυλακα":"συνοριοφύλακας",
"συνοριοφύλακες":"συνοριοφύλακας",
"συνοριοφυλάκων":"συνοριοφύλακας",
"σύνορο":"σύνορο",
"συνορων":"σύνορο",
"συνόρων":"σύνορο",
"συνοχή":"συνοχή",
"συνοχής":"συνοχή",
"σύνοψη":"σύνοψη",
"συνοψίζει":"συνοψίζω",
"συνοψίζεται":"συνοψίζω",
"συνοψίζονται":"συνοψίζω",
"συνοψίζοντας":"συνοψίζω",
"συνοψιζόταν":"συνοψίζω",
"συνοψίζουν":"συνοψίζω",
"συνόψισε":"συνοψίζω",
"συνοψισθεί":"συνοψίζω",
"συνοψίσουμε":"συνοψίζω",
"συνοψιστεί":"συνοψίζω",
"συνοψίστηκαν":"συνοψίζω",
"συνοψιστούν":"συνοψίζω",
"συν-πίνειν":"συν-πίνειν",
"συντ":"συντ",
"συνταγές":"συνταγή",
"συνταγή":"συνταγή",
"συνταγής":"συνταγή",
"συνταγμα":"σύνταγμα",
"σύνταγμα":"σύνταγμα",
"σύνταγμά":"σύνταγμα",
"συνταγματάρχες":"συνταγματάρχης",
"συνταγματάρχη":"συνταγματάρχης",
"συνταγματάρχης":"συνταγματάρχης",
"συνταγματαρχών":"συνταγματάρχης",
"συνταγματικά":"συνταγματικά",
"συνταγματικές":"συνταγματικός",
"συνταγματική":"συνταγματικός",
"συνταγματικής":"συνταγματικός",
"συνταγματικό":"συνταγματικός",
"συνταγματικοί":"συνταγματικός",
"συνταγματικός":"συνταγματικός",
"συνταγματικότητα":"συνταγματικότητα",
"συνταγματικότητας":"συνταγματικότητα",
"συνταγματικότητος":"συνταγματικότητα",
"συνταγματικού":"συνταγματικός",
"συνταγματικών":"συνταγματικός",
"συνταγματικώς":"συνταγματικά",
"συνταγματολόγοι":"συνταγματολόγος",
"συνταγματολόγος":"συνταγματολόγος",
"συνταγματολόγου":"συνταγματολόγος",
"συνταγματολόγων":"συνταγματολόγος",
"συνταγματοποιήσει":"συνταγματοποιήσει",
"συντάγματος":"σύνταγμα",
"συντάγματός":"σύνταγμα",
"συνταγογραφείται":"συνταγογραφώ",
"συνταγογραφήσεις":"συνταγογράφηση",
"συνταγογράφησης":"συνταγογράφηση",
"συνταγογραφία":"συνταγογραφία",
"συνταγογραφίας":"συνταγογραφίας",
"συνταγογραφούμενα":"συνταγογραφούμενος",
"συνταγογραφούμενων":"συνταγογραφούμενος",
"συνταγογραφούνται":"συνταγογραφώ",
"συνταγολόγιο":"συνταγολόγιο",
"συνταγολογίων":"συνταγολόγιο",
"συνταγών":"συνταγή",
"συνταίριασμα":"συνταίριασμα",
"συντάκτες":"συντάκτης",
"συντακτη":"συντάκτης",
"συντάκτη":"συντάκτης",
"συντάκτης":"συντάκτης",
"συντακτικά":"συντακτικά",
"συντακτικές":"συντακτικός",
"συντακτική":"συντακτικός",
"συντακτικής":"συντακτικός",
"συντακτικό":"συντακτικός",
"συντακτικός":"συντακτικός",
"συντακτικού":"συντακτικός",
"συντάκτρια":"συντάκτρια",
"συντακτων":"συντάκτης",
"συντακτών":"συντάκτης",
"συντακτών-μελών":"συντακτών-μελών",
"συντάξαντες":"συντάξαντες",
"συντάξει":"συντάσσω",
"συντάξεις":"σύνταξη",
"συντάξεων":"σύνταξη",
"σύνταξη":"σύνταξη",
"σύνταξή":"σύνταξη",
"σύνταξης":"σύνταξη",
"σύνταξής":"σύνταξη",
"συνταξιδεύει":"συνταξιδεύω",
"συνταξιδιώτες":"συνταξιδιώτης",
"συντάξιμα":"συντάξιμος",
"συνταξιοδοτηθεί":"συνταξιοδοτώ",
"συνταξιοδοτήθηκαν":"συνταξιοδοτώ",
"συνταξιοδοτήθηκε":"συνταξιοδοτώ",
"συνταξιοδοτηθώ":"συνταξιοδοτώ",
"συνταξιοδοτήσεις":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδοτήσεων":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδότηση":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδότησή":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδότησης":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδότησής":"συνταξιοδότηση",
"συνταξιοδοτικά":"συνταξιοδοτικός",
"συνταξιοδοτικές":"συνταξιοδοτικός",
"συνταξιοδοτικό":"συνταξιοδοτικός",
"συνταξιοδοτικού":"συνταξιοδοτικός",
"συνταξιοδοτικών":"συνταξιοδοτικός",
"συνταξιοδοτούνται":"συνταξιοδοτώ",
"συνταξιούχο":"συνταξιούχος",
"συνταξιουχοι":"συνταξιούχος",
"συνταξιούχοι":"συνταξιούχος",
"συνταξιούχος":"συνταξιούχος",
"συνταξιούχου":"συνταξιούχος",
"συνταξιούχους":"συνταξιούχος",
"συνταξιούχων":"συνταξιούχος",
"συντάξουμε":"συντάσσω",
"συντάξουν":"συντάσσω",
"συνταρακτικά":"συνταρακτικός",
"συνταρακτικές":"συνταρακτικός",
"συνταρακτική":"συνταρακτικός",
"συνταρακτικό":"συνταρακτικός",
"συντάραξαν":"συνταράζω",
"συντάραξε":"συνταράζω",
"συνταράξει":"συνταράζω",
"συντάσσει":"συντάσσω",
"συντάσσεται":"συντάσσω",
"συντάσσομαι":"συντάσσω",
"συντάσσονται":"συντάσσω",
"συντάσσοντας":"συντάσσω",
"συντάσσουν":"συντάσσω",
"συνταχθεί":"συντάσσω",
"συντάχθηκαν":"συντάσσω",
"συντάχθηκε":"συντάσσω",
"συνταχθούν":"συντάσσω",
"συνταχθώ":"συντάσσω",
"συντάχτηκε":"συντάσσω",
"συντείνει":"συντείνω",
"συντελεί":"συντελώ",
"συντέλεια":"συντέλεια",
"συντέλειας":"συντέλεια",
"συντελείς":"συντελώ",
"συντελείται":"συντελώ",
"συντέλεσε":"συντελώ",
"συντελέσει":"συντελώ",
"συντελεσθεί":"συντελώ",
"συντελέσουμε":"συντελώ",
"συντελέσουν":"συντελώ",
"συντελεστεί":"συντελώ",
"συντελεστές":"συντελεστής",
"συντελεστή":"συντελεστής",
"συντελέστηκαν":"συντελώ",
"συντελέστηκε":"συντελώ",
"συντελεστής":"συντελεστής",
"συντελεστούν":"συντελώ",
"συντελεστών":"συντελεστής",
"συντελούμενες":"συντελούμενος",
"συντελούμενη":"συντελούμενος",
"συντελούν":"συντελώ",
"συντελούνται":"συντελώ",
"συντελούσαν":"συντελώ",
"συντελώντας":"συντελώ",
"συντεταγμένα":"συντεταγμένος",
"συντεταγμένες":"συντεταγμένος",
"συντεταγμένη":"συντεταγμένος",
"συντεταγμένης":"συντεταγμένος",
"συντεταγμένο":"συντάσσω",
"συντεταγμένος":"συντάσσω",
"συντετριμμένοι":"συντετριμμένος",
"συντετριμμένος":"συντετριμμένος",
"συντεχνία":"συντεχνία",
"συντεχνιακά":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακές":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακή":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακό":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακού":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακούς":"συντεχνιακός",
"συντεχνιακών":"συντεχνιακός",
"συντεχνίας":"συντεχνία",
"συντεχνίες":"συντεχνία",
"συντεχνιών":"συντεχνία",
"συντηρεί":"συντηρώ",
"συντηρείται":"συντηρώ",
"συντηρηθεί":"συντηρώ",
"συντηρήθηκαν":"συντηρώ",
"συντηρηθούν":"συντηρώ",
"συντηρημένα":"συντηρώ",
"συντηρημένη":"συντηρώ",
"συντηρημένο":"συντηρώ",
"συντήρησαν":"συντηρώ",
"συντήρησε":"συντηρώ",
"συντηρήσει":"συντηρώ",
"συντηρήσεις":"συντήρηση",
"συντηρήσεις":"συντηρώ",
"συντηρήσεων":"συντήρηση",
"συντηρήσεως":"συντήρηση",
"συντήρηση":"συντήρηση",
"συντήρησή":"συντήρηση",
"συντήρησης":"συντήρηση",
"συντήρησής":"συντήρηση",
"συντηρήσουμε":"συντηρώ",
"συντηρήσουν":"συντηρώ",
"συντηρητές":"συντηρητής",
"συντηρητικά":"συντηρητικά",
"συντηρητικά":"συντηρητικός",
"συντηρητικές":"συντηρητικός",
"συντηρητική":"συντηρητικός",
"συντηρητικής":"συντηρητικός",
"συντηρητικό":"συντηρητικός",
"συντηρητικοί":"συντηρητικός",
"συντηρητικοποίηση":"συντηρητικοποίηση",
"συντηρητικός":"συντηρητικός",
"συντηρητικότερο":"συντηρητικός",
"συντηρητικού":"συντηρητικός",
"συντηρητικούς":"συντηρητικός",
"συντηρητικών":"συντηρητικός",
"συντηρητισμό":"συντηρητισμός",
"συντηρητισμού":"συντηρητισμός",
"συντηρητών":"συντηρητής",
"συντηρούμε":"συντηρώ",
"συντηρούν":"συντηρώ",
"συντηρούνται":"συντηρώ",
"συντηρούσε":"συντηρώ",
"συντίθενται":"συνθέτω",
"συντίθεται":"συνθέτω",
"συντκτη":"συντκτη",
"σύντομα":"σύντομα",
"σύντομα":"σύντομος",
"σύντομες":"σύντομος",
"συντομεύει":"συντομεύω",
"συντομεύσει":"συντομεύω",
"συντόμευση":"συντόμευση",
"συντομεύσουν":"συντομεύω",
"σύντομη":"σύντομος",
"σύντομης":"σύντομος",
"συντομία":"συντομία",
"συντομίας":"συντομία",
"συντομο":"σύντομος",
"σύντομο":"σύντομος",
"συντομογραφία":"συντομογραφία",
"σύντομοι":"σύντομος",
"σύντομος":"σύντομος",
"συντομότατα":"σύντομα",
"συντομότερα":"σύντομα",
"συντομότερη":"σύντομος",
"συντομότερο":"σύντομος",
"σύντομου":"σύντομος",
"σύντομους":"σύντομος",
"σύντομων":"σύντομος",
"συντόμως":"σύντομα",
"σύντονες":"σύντονος",
"συντόνιζε":"συντονίζω",
"συντονίζει":"συντονίζω",
"συντονίζεται":"συντονίζω",
"συντονίζονται":"συντονίζω",
"συντονίζοντας":"συντονίζω",
"συντονίζουν":"συντονίζω",
"συντονίζω":"συντονίζω",
"συντόνισαν":"συντονίζω",
"συντονίσει":"συντονίζω",
"συντονισμένα":"συντονίζω",
"συντονισμένες":"συντονισμένος",
"συντονισμένη":"συντονισμένος",
"συντονισμένο":"συντονίζω",
"συντονισμένοι":"συντονισμένος",
"συντονισμένων":"συντονισμένος",
"συντονισμό":"συντονισμός",
"συντονισμός":"συντονισμός",
"συντονισμού":"συντονισμός",
"συντονίσουν":"συντονίζω",
"συντονιστεί":"συντονίζω",
"συντονιστείτε":"συντονίζω",
"συντονιστές":"συντονιστής",
"συντονιστή":"συντονιστής",
"συντονιστής":"συντονιστής",
"συντονιστικές":"συντονιστικός",
"συντονιστική":"συντονιστικός",
"συντονιστικής":"συντονιστικός",
"συντονιστικό":"συντονιστικός",
"συντονιστικού":"συντονιστικός",
"συντονιστούν":"συντονίζω",
"συντονίστρια":"συντονίστρια",
"συντονίστριας":"συντονίστρια",
"συντονίστριες":"συντονίστρια",
"συντονιστώ":"συντονίζω",
"συντονιστών":"συντονιστής",
"συντοπίτες":"συντοπίτης",
"συντοπίτη":"συντοπίτης",
"συντοπίτης":"συντοπίτης",
"συντοπίτισσα":"συντοπίτισσα",
"συντρέξουν":"συντρέχω",
"συντρέχει":"συντρέχω",
"συντρέχουν":"συντρέχω",
"συντριβεί":"συντρίβω",
"συντρίβει":"συντρίβω",
"συντρίβεται":"συντρίβω",
"συντριβή":"συντριβή",
"συντριβής":"συντριβή",
"συντρίβονται":"συντρίβω",
"συντρίβοντας":"συντρίβω",
"συντρίμμια":"συντρίμμι",
"συντριμμιών":"συντρίμμι",
"συντριπτικά":"συντριπτικά",
"συντριπτικη":"συντριπτικός",
"συντριπτική":"συντριπτικός",
"συντριπτικής":"συντριπτικός",
"συντριπτικό":"συντριπτικός",
"συντρίψει":"συντρίβω",
"συντρίψουν":"συντρίβω",
"σύντροφε":"σύντροφος",
"συντροφεύει":"συντροφεύω",
"συντροφεύουν":"συντροφεύω",
"συντροφεύσει":"συντροφεύω",
"συντροφέψει":"συντροφεύω",
"συντροφιά":"συντροφιά",
"συντροφιάς":"συντροφιά",
"συντροφιές":"συντροφιά",
"συντροφικά":"συντροφικός",
"συντροφική":"συντροφικός",
"συντροφικό":"συντροφικός",
"συντροφικότητα":"συντροφικότητα",
"συντροφικότητας":"συντροφικότητα",
"συντρόφισσα":"συντρόφισσα",
"σύντροφο":"σύντροφος",
"σύντροφό":"σύντροφος",
"σύντροφοι":"σύντροφος",
"σύντροφοί":"σύντροφος",
"σύντροφος":"σύντροφος",
"σύντροφός":"σύντροφος",
"συντρόφου":"σύντροφος",
"συντρόφους":"σύντροφος",
"συντρόφων":"σύντροφος",
"συντρώγουν":"συντρώγω",
"συνύπαρξη":"συνύπαρξη",
"συνύπαρξή":"συνύπαρξη",
"συνύπαρξης":"συνύπαρξη",
"συνυπάρξουμε":"συνυπάρχω",
"συνυπάρξουν":"συνυπάρχω",
"συνυπάρχει":"συνυπάρχω",
"συνυπάρχουμε":"συνυπάρχω",
"συνυπάρχουν":"συνυπάρχω",
"συνυπέγραψαν":"συνυπογράφω",
"συνυπέγραψε":"συνυπογράφω",
"συνυπεύθυνη":"συνυπεύθυνος",
"συνυπεύθυνο":"συνυπεύθυνος",
"συνυπεύθυνοι":"συνυπεύθυνος",
"συνυπευθυνότητα":"συνυπευθυνότητα",
"συνυπευθυνότητας":"συνυπευθυνότητα",
"συνυπήρχαν":"συνυπάρχω",
"συνυποβάλλεται":"συνυποβάλλω",
"συνυποβάλλονται":"συνυποβάλλω",
"συνυπογράφει":"συνυπογράφω",
"συνυπογράφεται":"συνυπογράφω",
"συνυπογραφή":"συνυπογραφή",
"συνυπογράφοντες":"συνυπογράφων",
"συνυπογράφουν":"συνυπογράφω",
"συνυπογράψει":"συνυπογράφω",
"συνυπολογίζει":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίζεται":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίζονται":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίζουμε":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίζουν":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίσει":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογισθεί":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογισθούν":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογισμό":"συνυπολογισμός",
"συνυπολογίσουμε":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογιστεί":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογίστηκαν":"συνυπολογίζω",
"συνυπολογιστούν":"συνυπολογίζω",
"συνυποσχετικού":"συνυποσχετικό",
"συνυποψήφια":"συνυποψήφια",
"συνυποψήφιες":"συνυυποψήφιος",
"συνυποψήφιο":"συνυποψήφιος",
"συνυποψήφιοί":"συνυποψήφιος",
"συνυφαίνεται":"συνυφαίνω",
"συνυφασμένα":"συνυφασμένος",
"συνυφασμένη":"συνυφασμένος",
"συνυφασμένο":"συνυφαίνω",
"συνωθούνται":"συνωθούμαι",
"συνωμοσία":"συνωμοσία",
"συνωμοσίας":"συνωμοσία",
"συνωμοσίες":"συνωμοσία",
"συνωμοσιολογία":"συνωμοσιολογία",
"συνωμοσιολογίας":"συνωμοσιολογία",
"συνωμοσιολόγοι":"συνωμοσιολόγοι",
"συνωμοσιών":"συνωμοσία",
"συνωμότες":"συνωμότης",
"συνωμοτήσει":"συνωμοτώ",
"συνωμοτικά":"συνωμοτικός",
"συνωμοτικές":"συνωμοτικός",
"συνωμοτικής":"συνωμοτικός",
"συνωμοτικό":"συνωμοτικός",
"συνωμοτούν":"συνωμοτώ",
"συνωμοτούσε":"συνωμοτώ",
"συνώνυμα":"συνώνυμο",
"συνώνυμά":"συνώνυμο",
"συνώνυμες":"συνώνυμος",
"συνώνυμη":"συνώνυμος",
"συνωνυμία":"συνωνυμία",
"συνώνυμο":"συνώνυμος",
"συνώνυμος":"συνώνυμος",
"συνωστίζεται":"συνωστίζομαι",
"συνωστίζονται":"συνωστίζομαι",
"συνωστισμένης":"συνωστισμένος",
"συνωστισμό":"συνωστισμός",
"συνωστισμός":"συνωστισμός",
"συνωστισμού":"συνωστισμός",
"συρ":"συρ",
"συρανίδης":"συρανίδης",
"σύρει":"σέρνω",
"σύρεται":"σύρω",
"συρθεί":"σέρνω",
"σύρθηκαν":"σέρνω",
"σύρθηκε":"σέρνω",
"συρθούμε":"σέρνω",
"συρθώ":"σέρνω",
"συρια":"συρία",
"συρία":"συρία",
"συριακής":"συριακός",
"συριάνα":"συριάνα",
"συρίας":"συρία",
"σύριγγα":"σύριγγα",
"σύριγγας":"σύριγγα",
"σύριγγες":"σύριγγα",
"συρίγγων":"σύριγγα",
"συριδη":"συριδη",
"συρίδη":"συρίδη",
"συριδης":"συριδης",
"συριζα":"συριζα",
"συριστατίδης":"συριστατίδης",
"σύρμα":"σύρμα",
"σύρματα":"σύρμα",
"συρμάτινα":"συρμάτινος",
"συρμάτινο":"συρμάτινος",
"συρματόπλεγμα":"συρματόπλεγμα",
"συρματοπλέγματα":"συρματόπλεγμα",
"συρματοπλεγμάτων":"συρματόπλεγμα",
"σύρματος":"σύρμα",
"συρματόσχοινο":"συρματόσκοινο",
"συρμό":"συρμός",
"συρμοί":"συρμός",
"συρμός":"συρμός",
"συρμού":"συρμός",
"συρμούς":"συρμός",
"συρο":"σύρος",
"σύρο":"σύρος",
"σύροι":"σύρος",
"συρόμενα":"συρόμενος",
"συρόμενου":"συρόμενος",
"σύρονται":"σύρω",
"συροπουλος":"συροπουλος",
"συρόπουλος":"συρόπουλος",
"σύρος":"σύρος",
"συρου":"σύρος",
"σύρου":"σύρος",
"σύρουν":"σέρνω",
"συρράξεις":"σύρραξη",
"σύρραξη":"σύρραξη",
"σύρραξης":"σύρραξη",
"συρραφές":"συρραφή",
"συρραφή":"συρραφή",
"συρραφής":"συρραφή",
"συρρέοντας":"συρρέω",
"συρρέουν":"συρρέω",
"συρρεύσει":"συρρέω",
"συρρή":"συρρή",
"σύρρη":"σύρρη",
"συρρης":"συρρης",
"σύρρης":"σύρρης",
"σύρριζα":"σύρριζα",
"συρρικνωθεί":"συρρικνώνω",
"συρρικνώθηκαν":"συρρικνώνω",
"συρρικνώθηκε":"συρρικνώνω",
"συρρικνωθούν":"συρρικνώνω",
"συρρικνωμένα":"συρρικνωμένος",
"συρρικνωμένο":"συρρικνώνομαι",
"συρρικνωμένος":"συρρικνώνομαι",
"συρρικνώνει":"συρρικνώνω",
"συρρικνώνεται":"συρρικνώνω",
"συρρικνώνονται":"συρρικνώνω",
"συρρικνώνουν":"συρρικνώνω",
"συρρικνώσει":"συρρικνώνω",
"συρρίκνωση":"συρρίκνωση",
"συρρίκνωσης":"συρρίκνωση",
"συρροή":"συρροή",
"συρροήν":"συρροή",
"συρροής":"συρροή",
"συρρύθμισης":"συρρύθμισης",
"συρτά":"συρτά",
"συρτάκι":"συρτάκι",
"συρτάκιας":"συρτάκιας",
"συρτάρι":"συρτάρι",
"συρτάρια":"συρτάρι",
"συρτή":"συρτός",
"συρτό":"συρτός",
"συσκεύαζαν":"συσκευάζω",
"συσκεύαζε":"συσκευάζω",
"συσκευάζει":"συσκευάζω",
"συσκευάζεται":"συσκευάζω",
"συσκευάζονται":"συσκευάζω",
"συσκευάζουμε":"συσκευάζω",
"συσκευάζουν":"συσκευάζω",
"συσκευάσει":"συσκευάζω",
"συσκευασία":"συσκευασία",
"συσκευασίας":"συσκευασία",
"συσκευασίες":"συσκευασία",
"συσκευασιών":"συσκευασία",
"συσκευασμένα":"συσκευασμένος",
"συσκευασμένες":"συσκευασμένος",
"συσκευασμένη":"συσκευασμένος",
"συσκευασμένο":"συσκευασμένος",
"συσκευασμένος":"συσκευάζω",
"συσκευές":"συσκευή",
"συσκευή":"συσκευή",
"συσκευής":"συσκευή",
"συσκευών":"συσκευή",
"συσκέψεις":"σύσκεψη",
"συσκέψεων":"σύσκεψη",
"σύσκεψη":"σύσκεψη",
"σύσκεψης":"σύσκεψη",
"συσκοτίζει":"συσκοτίζω",
"συσκοτίζοντας":"συσκοτίζω",
"συσκοτίσει":"συσκοτίζω",
"συσκότιση":"συσκότιση",
"συσκότισης":"συσκότιση",
"συσπάσεις":"σύσπαση",
"σύσπαση":"σύσπαση",
"συσπάστηκε":"συσπώμαι",
"συσπάται":"συσπώμαι",
"συσπειρούται":"συσπειρούται",
"συσπειρωθεί":"συσπειρώνω",
"συσπειρώθηκαν":"συσπειρώνω",
"συσπειρωμένη":"συσπειρώνω",
"συσπειρωμένο":"συσπειρώνω",
"συσπειρωμένοι":"συσπειρώνω",
"συσπείρωνε":"συσπειρώνω",
"συσπειρώνει":"συσπειρώνω",
"συσπειρώνεται":"συσπειρώνω",
"συσπειρώνονται":"συσπειρώνω",
"συσπειρώνονταν":"συσπειρώνω",
"συσπειρώνουν":"συσπειρώνω",
"συσπείρωσαν":"συσπειρώνω",
"συσπείρωσε":"συσπειρώνω",
"συσπειρώσει":"συσπειρώνω",
"συσπείρωση":"συσπείρωση",
"συσπείρωσης":"συσπείρωση",
"συσσίτια":"συσσίτιο",
"συσσίτιο":"συσσίτιο",
"συσσιτίου":"συσσίτιο",
"συσσιτίων":"συσσίτιο",
"σύσσωμη":"σύσσωμος",
"σύσσωμο":"σύσσωμος",
"σύσσωμοι":"σύσσωμος",
"σύσσωμος":"σύσσωμος",
"σύσσωμου":"σύσσωμος",
"συσσωρεύει":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύεται":"συσσωρεύω",
"συσσωρευθεί":"συσσωρεύω",
"συσσωρευμένα":"συσσωρευμένος",
"συσσωρευμένες":"συσσωρεύω",
"συσσωρευμένη":"συσσωρευμένος",
"συσσωρευμένο":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύονται":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύονταν":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύοντας":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύουν":"συσσωρεύω",
"συσσώρευσε":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύσει":"συσσωρεύω",
"συσσώρευση":"συσσώρευση",
"συσσώρευσης":"συσσώρευση",
"συσσωρευτεί":"συσσωρεύω",
"συσσωρεύτηκαν":"συσσωρεύω",
"συσσωρευτών":"συσσωρευτής",
"συστάδα":"συστάδα",
"συστάδες":"συστάδα",
"συσταθεί":"συσταίνω",
"συστάθηκαν":"συσταίνω",
"συστάθηκε":"συσταίνω",
"συσταθούν":"συσταίνω",
"συσταίνεται":"συσταίνω",
"συστασεις":"σύσταση",
"συστάσεις":"σύσταση",
"συστάσεως":"σύσταση",
"σύσταση":"σύσταση",
"σύστασή":"σύσταση",
"σύστασης":"σύσταση",
"συστατικά":"συστατικός",
"συστατικές":"συστατικός",
"συστατικό":"συστατικός",
"συστατικοί":"συστατικός",
"συστατικών":"συστατικός",
"συστεγάζεται":"συστεγάζομαι",
"συστέγασης":"συστέγαση",
"συστηθεί":"συστήνω",
"συστήθηκαν":"συστήνω",
"συστήθηκε":"συστήνω",
"συστημα":"σύστημα",
"σύστημα":"σύστημα",
"σύστημά":"σύστημα",
"συστηματα":"σύστημα",
"συστήματα":"σύστημα",
"συστήματά":"σύστημα",
"συστηματικά":"συστηματικά",
"συστηματικές":"συστηματικός",
"συστηματική":"συστηματικός",
"συστηματικής":"συστηματικός",
"συστηματικό":"συστηματικός",
"συστηματικοί":"συστηματικός",
"συστηματικός":"συστηματικός",
"συστηματικότητα":"συστηματικότητα",
"συστηματικού":"συστηματικός",
"συστηματικών":"συστηματικός",
"συστηματικώς":"συστηματικά",
"συστηματοποιηθούν":"συστηματοποιώ",
"συστηματοποίηση":"συστηματοποίηση",
"συστηματος":"σύστημα",
"συστήματος":"σύστημα",
"συστήματός":"σύστημα",
"συστημάτων":"σύστημα",
"συστημένη":"συσταίνω",
"συστημικής":"συστημικός",
"συστημικούς":"συστημικός",
"συστήνει":"συστήνω",
"συστήνεται":"συστήνω",
"συστήνονται":"συστήνω",
"συστήνοντας":"συστήνω",
"συστήνοντάς":"συστήνω",
"συστήνουν":"συστήνω",
"σύστησαν":"συστήνω",
"σύστησε":"συστήνω",
"συστήσει":"συστήνω",
"συστήσουν":"συστήνω",
"συστήσω":"συστήνω",
"σύστοιχη":"σύστοιχος",
"συστοιχία":"συστοιχία",
"συστοιχίας":"συστοιχία",
"συστοιχίες":"συστοιχία",
"συστοιχιών":"συστοιχία",
"συστολή":"συστολή",
"συστολής":"συστολή",
"συστρατευθεί":"συστρατεύω",
"συστράτευση":"συστράτευση",
"συστράτευσης":"συστράτευση",
"σύσφιγξη":"σύσφιγξη",
"σύσφιγξης":"σύσφιγξη",
"σύσφιξη":"σύσφιξη",
"συσφίξτε":"συσφίγγω",
"συσχετίζει":"συσχετίζω",
"συσχετίζεται":"συσχετίζω",
"συσχετίζοντας":"συσχετίζω",
"συσχετίζουν":"συσχετίζω",
"συσχετίσει":"συσχετίζω",
"συσχετίσεις":"συσχετίζω",
"συσχέτιση":"συσχέτιση",
"συσχετισμό":"συσχετισμός",
"συσχετισμοί":"συσχετισμός",
"συσχετισμός":"συσχετισμός",
"συσχετισμού":"συσχετισμός",
"συσχετισμούς":"συσχετισμός",
"συσχετισμών":"συσχετισμός",
"συσχετίσουμε":"συσχετίζω",
"συσχετιστεί":"συσχετίζω",
"σύφιλη":"σύφιλη",
"συφλί":"συφλί",
"σύφωνα":"σύφωνα",
"συχαρίκια":"συχαρίκια",
"συχνά":"συχνά",
"συχνά":"συχνός",
"σύχναζαν":"συχνάζω",
"σύχναζε":"συχνάζω",
"συχνάζει":"συχνάζω",
"συχνάζουν":"συχνάζω",
"συχνά-πυκνά":"συχνά-πυκνά",
"συχνές":"συχνός",
"συχνή":"συχνός",
"συχνής":"συχνός",
"συχνό":"συχνός",
"συχνός":"συχνός",
"συχνότατα":"συχνά",
"συχνότερα":"συχνά",
"συχνότερα":"συχνός",
"συχνότερες":"συχνός",
"συχνότερη":"συχνός",
"συχνότεροι":"συχνός",
"συχνότερος":"συχνός",
"συχνότερους":"συχνός",
"συχνότητα":"συχνότητα",
"συχνότητά":"συχνότητα",
"συχνότητας":"συχνότητα",
"συχνότητες":"συχνότητα",
"συχνότητές":"συχνότητα",
"συχνοτήτων":"συχνότητα",
"συχνούς":"συχνός",
"συχνών":"συχνός",
"συχωρεμένη":"συχωρεμένος",
"συχωρεμένου":"συχωρεμένος",
"συχώριο":"συχώριο",
"σφαγέα":"σφαγέας",
"σφαγεία":"σφαγείο",
"σφαγείο":"σφαγείο",
"σφαγείς":"σφαγέας",
"σφαγειων":"σφαγείο",
"σφαγές":"σφαγή",
"σφαγή":"σφαγή",
"σφαγής":"σφαγή",
"σφαγιάζονται":"σφαγιάζω",
"σφαγιάσει":"σφαγιάζω",
"σφαγιασμού":"σφαγιασμός",
"σφάγιο":"σφάγιο",
"σφαγμένα":"σφάζω",
"σφαγών":"σφαγή",
"σφαδάζεις":"σφαδάζω",
"σφαδάζοντας":"σφαδάζω",
"σφάζει":"σφάζω",
"σφάζεται":"σφάζω",
"σφάζονται":"σφάζω",
"σφαιρα":"σφαίρα",
"σφαίρα":"σφαίρα",
"σφαίρας":"σφαίρα",
"σφαίρες":"σφαίρα",
"σφαιρικές":"σφαιρικός",
"σφαιρική":"σφαιρικός",
"σφαιρικής":"σφαιρικός",
"σφαιρόπουλος":"σφαιρόπουλος",
"σφαιρών":"σφαίρα",
"σφακιανάκη":"σφακιανάκη",
"σφακιανακης":"σφακιανακης",
"σφακιανάκης":"σφακιανάκης",
"σφαλερότητα":"σφαλερότητα",
"σφαλιάρα":"σφαλιάρα",
"σφαλιάρες":"σφαλιάρα",
"σφάλλουν":"σφάλλω",
"σφάλλω":"σφάλλω",
"σφάλμα":"σφάλμα",
"σφάλματα":"σφάλμα",
"σφάλματά":"σφάλμα",
"σφάλματος":"σφάλμα",
"σφαλμάτων":"σφάλμα",
"σφάξουν":"σφάζω",
"σφαξω":"σφάζω",
"σφάξω":"σφάζω",
"σφαχτούν":"σφάζω",
"σφέικος":"σφέικος",
"σφέϊκος":"σφέϊκος",
"σφεντόνες":"σφεντόνα",
"σφετερισθεί":"σφετερίζομαι",
"σφετερισμό":"σφετερισμός",
"σφετεριστές":"σφετεριστής",
"σφετεριστή":"σφετεριστής",
"σφέτσιο":"σφέτσιο",
"σφήνα":"σφήνα",
"σφηνάκι":"σφηνάκι",
"σφηνάκια":"σφηνάκι",
"σφηνοειδή":"σφηνοειδής",
"σφηνώθηκε":"σφηνώνω",
"σφηνωμένες":"σφηνώνω",
"σφηνωμένο":"σφηνώνω",
"σφηνώνεται":"σφηνώνω",
"σφίγγει":"σφίγγω",
"σφίγγεται":"σφίγγω",
"σφίγγοντας":"σφίγγω",
"σφίγγουμε":"σφίγγω",
"σφίγγουν":"σφίγγω",
"σφιγμένα":"σφίγγω",
"σφιγμένες":"σφίγγω",
"σφιγμένοι":"σφίγγω",
"σφικτή":"σφικτός",
"σφικτής":"σφικτός",
"σφικτό":"σφικτός",
"σφίξαμε":"σφίγγω",
"σφιξε":"σφίγγω",
"σφίξει":"σφίγγω",
"σφίξιμο":"σφίξιμο",
"σφίξουμε":"σφίγγω",
"σφίξουν":"σφίγγω",
"σφίξτε":"σφίγγω",
"σφιχτά":"σφιχτά",
"σφιχταγκάλιασμα":"σφιχταγκάλιασμα",
"σφιχταγκαλιασμένους":"σφιχταγκαλιασμένος",
"σφιχτή":"σφιχτός",
"σφιχτής":"σφιχτός",
"σφιχτό":"σφιχτός",
"σφιχτοδεμένη":"σφιχτοδεμένος",
"σφιχτοδεμένο":"σφιχτοδεμένος",
"σφοδρά":"σφόδρα",
"σφόδρα":"σφόδρα",
"σφοδρές":"σφοδρός",
"σφοδρή":"σφοδρός",
"σφοδρής":"σφοδρός",
"σφοδρό":"σφοδρός",
"σφοδροί":"σφοδρός",
"σφοδρός":"σφοδρός",
"σφοδρότατες":"σφοδρός",
"σφοδρότερες":"σφοδρός",
"σφοδρότερη":"σφοδρός",
"σφοδρότητα":"σφοδρότητα",
"σφοδρού":"σφοδρός",
"σφοδρούς":"σφοδρός",
"σφοδρών":"σφοδρός",
"σφονδύλας":"σφονδύλας",
"σφουγγάρι":"σφουγγάρι",
"σφουγγαρίζετε":"σφουγγαρίζω",
"σφραγίδα":"σφραγίδα",
"σφραγίδας":"σφραγίδα",
"σφραγίδες":"σφραγίδα",
"σφράγιζε":"σφραγίζω",
"σφραγίζει":"σφραγίζω",
"σφραγίζοντας":"σφραγίζω",
"σφράγισαν":"σφραγίζω",
"σφράγισε":"σφραγίζω",
"σφραγίσει":"σφραγίζω",
"σφράγιση":"σφράγιση",
"σφράγισή":"σφράγιση",
"σφράγισης":"σφράγιση",
"σφραγισθεί":"σφραγίζω",
"σφράγισμα":"σφράγισμα",
"σφραγισμένα":"σφραγισμένος",
"σφραγισμένες":"σφραγισμένος",
"σφραγισμένη":"σφραγίζω",
"σφραγισμένο":"σφραγίζω",
"σφραγισμένους":"σφραγισμένος",
"σφραγίσουν":"σφραγίζω",
"σφραγιστεί":"σφραγίζω",
"σφραγίστηκαν":"σφραγίζω",
"σφραγίστηκε":"σφραγίζω",
"σφραγιστούν":"σφραγίζω",
"σφριγηλό":"σφριγηλός",
"σφριγηλότητά":"σφριγηλότητα",
"σφυγμό":"σφυγμός",
"σφυγμομετρά":"σφυγμομετρώ",
"σφυγμομετρήσεις":"σφυγμομέτρηση",
"σφυγμομέτρηση":"σφυγμομέτρηση",
"σφυγμομέτρησης":"σφυγμομέτρηση",
"σφύζει":"σφύζω",
"σφύζουν":"σφύζω",
"σφυρά":"σφυρώ",
"σφυρηλατεί":"σφυρηλατώ",
"σφυρηλατήθηκε":"σφυρηλατώ",
"σφυρί":"σφυρί",
"σφυριά":"σφυριά",
"σφύριγμα":"σφύριγμα",
"σφυρίγματα":"σφύριγμα",
"σφυρίγματά":"σφύριγμα",
"σφυρίδα":"σφυρίδα",
"σφύριζαν":"σφυρίζω",
"σφυρίζανε":"σφυρίζω",
"σφύριζε":"σφυρίζω",
"σφυρίζει":"σφυρίζω",
"σφυρίζοντας":"σφυρίζω",
"σφυρίζουν":"σφυρίζω",
"σφύριξαν":"σφυρίζω",
"σφύριξε":"σφυρίζω",
"σφυρίξει":"σφυρίζω",
"σφυρίξουν":"σφυρίζω",
"σφυρίχτρα":"σφυρίχτρα",
"σφυρίχτρες":"σφυρίχτρα",
"σφυροκοπεί":"σφυροκοπώ",
"σφυροκοπημα":"σφυροκόπημα",
"σφυροκόπημα":"σφυροκόπημα",
"σφυροκοπούν":"σφυροκοπώ",
"σχ":"σχ",
"σχάρα":"σχάρα",
"σχάρας":"σχάρα",
"σχάσεις":"σχάση",
"σχάση":"σχάση",
"σχεδια":"σχεδία",
"σχέδια":"σχέδιο",
"σχέδιά":"σχέδιο",
"σχεδιάγραμμα":"σχεδιάγραμμα",
"σχεδιαγράμματα":"σχεδιάγραμμα",
"σχεδιαγράμματος":"σχεδιάγραμμα",
"σχεδίαζαν":"σχεδιάζω",
"σχεδίαζε":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζει":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζεις":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζεται":"σχεδιάζω",
"σχεδιαζόμενες":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενη":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενης":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενο":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενος":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενου":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιαζόμενων":"σχεδιαζόμενος",
"σχεδιάζονται":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζοντας":"σχεδιάζω",
"σχεδιαζόταν":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζουμε":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζουν":"σχεδιάζω",
"σχεδιάζω":"σχεδιάζω",
"σχεδιάσαμε":"σχεδιάζω",
"σχεδίασαν":"σχεδιάζω",
"σχεδίασε":"σχεδιάζω",
"σχεδιάσει":"σχεδιάζω",
"σχεδίαση":"σχεδίαση",
"σχεδίασης":"σχεδίαση",
"σχεδιασθεί":"σχεδιάζω",
"σχεδιασμένα":"σχεδιασμένος",
"σχεδιασμένες":"σχεδιασμένος",
"σχεδιασμένη":"σχεδιασμένος",
"σχεδιασμένης":"σχεδιάζω",
"σχεδιασμένο":"σχεδιασμένος",
"σχεδιασμένος":"σχεδιάζω",
"σχεδιασμένους":"σχεδιάζω",
"σχεδιασμένων":"σχεδιασμένος",
"σχεδιασμό":"σχεδιασμός",
"σχεδιασμοί":"σχεδιασμός",
"σχεδιασμός":"σχεδιασμός",
"σχεδιασμού":"σχεδιασμός",
"σχεδιασμούς":"σχεδιασμός",
"σχεδιάσουμε":"σχεδιάζω",
"σχεδιάσουν":"σχεδιάζω",
"σχεδιάστε":"σχεδιάζω",
"σχεδιαστεί":"σχεδιάζω",
"σχεδιαστές":"σχεδιαστής",
"σχεδιαστή":"σχεδιαστής",
"σχεδιάστηκαν":"σχεδιάζω",
"σχεδιάστηκε":"σχεδιάζω",
"σχεδιαστής":"σχεδιαστής",
"σχεδιαστικά":"σχεδιαστικός",
"σχεδιαστική":"σχεδιαστικός",
"σχεδιαστικής":"σχεδιαστικός",
"σχεδιαστικών":"σχεδιαστικός",
"σχεδιαστούν":"σχεδιάζω",
"σχεδιάστρια":"σχεδιάστρια",
"σχεδιάστριας":"σχεδιάστρια",
"σχεδιαστών":"σχεδιαστής",
"σχεδίες":"σχεδία",
"σχεδιο":"σχέδιο",
"σχέδιο":"σχέδιο",
"σχέδιό":"σχέδιο",
"σχέδιο-πρόταση":"σχέδιο-πρόταση",
"σχεδίου":"σχέδιο",
"σχεδίων":"σχέδιο",
"σχεδον":"σχεδόν",
"σχεδόν":"σχεδόν",
"σχέσει":"σχέσει",
"σχεσεις":"σχέση",
"σχέσεις":"σχέση",
"σχέσεων":"σχέση",
"σχέσεών":"σχέση",
"σχεση":"σχέση",
"σχέση":"σχέση",
"σχεσης":"σχέση",
"σχέσης":"σχέση",
"σχέσιν":"σχέση",
"σχετίζεται":"σχετίζω",
"σχετιζόμενα":"σχετιζόμενος",
"σχετιζομένων":"σχετιζόμενος",
"σχετιζόμενων":"σχετιζόμενος",
"σχετίζονται":"σχετίζω",
"σχετίζονταν":"σχετίζω",
"σχετιζόταν":"σχετίζω",
"σχετικά":"σχετικά",
"σχετικά":"σχετικός",
"σχετικές":"σχετικός",
"σχετική":"σχετικός",
"σχετικής":"σχετικός",
"σχετικισμό":"σχετικισμός",
"σχετικισμός":"σχετικισμός",
"σχετικιστικό":"σχετικιστικός",
"σχετικο":"σχετικός",
"σχετικό":"σχετικός",
"σχετικοί":"σχετικός",
"σχετικός":"σχετικός",
"σχετικότητα":"σχετικότητα",
"σχετικότητας":"σχετικότητα",
"σχετικότητάς":"σχετικότητα",
"σχετικού":"σχετικός",
"σχετικούς":"σχετικός",
"σχετικών":"σχετικός",
"σχετικώς":"σχετικά",
"σχήμα":"σχήμα",
"σχήματα":"σχήμα",
"σχημάτιζαν":"σχηματίζω",
"σχηματίζει":"σχηματίζω",
"σχηματίζεται":"σχηματίζω",
"σχηματίζονται":"σχηματίζω",
"σχηματίζοντας":"σχηματίζω",
"σχηματίζουμε":"σχηματίζω",
"σχηματίζουν":"σχηματίζω",
"σχηματικά":"σχηματικός",
"σχηματική":"σχηματικός",
"σχηματικό":"σχηματικός",
"σχημάτισαν":"σχηματίζω",
"σχημάτισε":"σχηματίζω",
"σχηματίσει":"σχηματίζω",
"σχηματισθεί":"σχηματίζω",
"σχηματίσθηκαν":"σχηματίζω",
"σχηματίσθηκε":"σχηματίζω",
"σχηματισμό":"σχηματισμός",
"σχηματισμοί":"σχηματισμός",
"σχηματισμός":"σχηματισμός",
"σχηματισμού":"σχηματισμός",
"σχηματισμούς":"σχηματισμός",
"σχηματισμών":"σχηματισμός",
"σχηματίσουμε":"σχηματίζω",
"σχηματίσουν":"σχηματίζω",
"σχηματιστεί":"σχηματίζω",
"σχηματίστηκαν":"σχηματίζω",
"σχηματίστηκε":"σχηματίζω",
"σχηματιστούν":"σχηματίζω",
"σχηματοποιείται":"σχηματοποιώ",
"σχηματοποιηθεί":"σχηματοποιώ",
"σχηματοποιήσεις":"σχηματοποίηση",
"σχήματος":"σχήμα",
"σχημάτων":"σχήμα",
"σχίζει":"σχίζω",
"σχιζοφρένεια":"σχιζοφρένεια",
"σχιζοφρένειας":"σχιζοφρένεια",
"σχιζοφρενείς":"σχιζοφρενής",
"σχιζοφρενή":"σχιζοφρενής",
"σχιζοφρενής":"σχιζοφρενής",
"σχιζοφρενική":"σχιζοφρενικός",
"σχιζοφρενικό":"σχιζοφρενικός",
"σχινιά":"σχινιά",
"σχίσθηκε":"σχίζω",
"σχίσμα":"σχίσμα",
"σχισμένη":"σχίζω",
"σχισμές":"σχισμή",
"σχισμή":"σχισμή",
"σχιστά":"σχιστός",
"σχιστόλιθοι":"σχιστόλιθος",
"σχιστοσωμίαση":"σχιστοσωμίαση",
"σχοινάκη":"σχοινάκη",
"σχοινί":"σχοινί",
"σχοινιά":"σχοινί",
"σχοινοτενείς":"σχοινοτενής",
"σχολάρι":"σχολάρι",
"σχολαρίου":"σχολαρίου",
"σχολαστικά":"σχολαστικά",
"σχολαστική":"σχολαστικός",
"σχολαστικό":"σχολαστικός",
"σχολαστικός":"σχολαστικός",
"σχολαστικότητα":"σχολαστικότητα",
"σχολαστικούς":"σχολαστικός",
"σχολεια":"σχολειό",
"σχολεία":"σχολείο",
"σχολειο":"σχολειό",
"σχολειό":"σχολειό",
"σχολείο":"σχολείο",
"σχολείον":"σχολείο",
"σχολείου":"σχολείο",
"σχολείων":"σχολείο",
"σχολές":"σχολή",
"σχολη":"σχολή",
"σχολή":"σχολή",
"σχόλη":"σχόλη",
"σχολήν":"σχολή",
"σχολης":"σχολή",
"σχολής":"σχολή",
"σχόλης":"σχόλη",
"σχόλια":"σχόλιο",
"σχόλιά":"σχόλιο",
"σχολίαζαν":"σχολιάζω",
"σχολίαζε":"σχολιάζω",
"σχολιάζει":"σχολιάζω",
"σχολιάζεται":"σχολιάζω",
"σχολιάζετε":"σχολιάζω",
"σχολιάζονται":"σχολιάζω",
"σχολιάζοντας":"σχολιάζω",
"σχολιάζουμε":"σχολιάζω",
"σχολιάζουν":"σχολιάζω",
"σχολιάζω":"σχολιάζω",
"σχολιάσαμε":"σχολιάζω",
"σχολίασαν":"σχολιάζω",
"σχολίασε":"σχολιάζω",
"σχολιάσει":"σχολιάζω",
"σχολιασθεί":"σχολιάζω",
"σχολιάσθηκε":"σχολιάζω",
"σχολιασμένο":"σχολιάζω",
"σχολιασμό":"σχολιασμός",
"σχολιασμοί":"σχολιασμός",
"σχολιασμός":"σχολιασμός",
"σχολιασμού":"σχολιασμός",
"σχολιασμούς":"σχολιασμός",
"σχολιάσουμε":"σχολιάζω",
"σχολιάσουν":"σχολιάζω",
"σχολιαστεί":"σχολιάζω",
"σχολιαστές":"σχολιαστής",
"σχολιαστή":"σχολιαστής",
"σχολιάστηκαν":"σχολιάζω",
"σχολιάστηκε":"σχολιάζω",
"σχολιαστής":"σχολιαστής",
"σχολιαστούν":"σχολιάζω",
"σχολιαστών":"σχολιαστής",
"σχολιάσω":"σχολιάζω",
"σχολικά":"σχολικός",
"σχολικές":"σχολικός",
"σχολική":"σχολικός",
"σχολικής":"σχολικός",
"σχολικο":"σχολικός",
"σχολικό":"σχολικός",
"σχολικοί":"σχολικός",
"σχολικος":"σχολικός",
"σχολικός":"σχολικός",
"σχολικού":"σχολικός",
"σχολικούς":"σχολικός",
"σχολικών":"σχολικός",
"σχόλιο":"σχόλιο",
"σχόλιό":"σχόλιο",
"σχολίου":"σχόλιο",
"σχολίων":"σχόλιο",
"σχολών":"σχολή",
"σχορτσιανίτη":"σχορτσιανίτη",
"σχορτσιανίτης":"σχορτσιανίτης",
"σωβινισμό":"σωβινισμός",
"σώβρακα":"σώβρακο",
"σώζει":"σώζω",
"σώζεις":"σώζω",
"σώζεται":"σώζω",
"σωζόμενα":"σωζόμενος",
"σωζόμενο":"σωζόμενος",
"σωζόμενων":"σωζόμενος",
"σώζονται":"σώζω",
"σώζονταν":"σώζω",
"σώζοντας":"σώζω",
"σώζουν":"σώζω",
"σώζων":"σώζων",
"σωθεί":"σώζω",
"σωθείς":"σώζω",
"σωθή":"σωθή",
"σώθηκαν":"σώζω",
"σώθηκε":"σώζω",
"σωθήτω":"σωθήτω",
"σωθικά":"σωθικά",
"σωθούμε":"σώζω",
"σωθούν":"σώζω",
"σωκράτη":"σωκράτης",
"σωκρατης":"σωκράτης",
"σωκράτης":"σωκράτης",
"σωλήνα":"σωλήνας",
"σωληνάκι":"σωληνάκι",
"σωλήνας":"σωλήνας",
"σωλήνες":"σωλήνας",
"σωληνουργια":"σωληνουργία",
"σωληνουργίας":"σωληνουργία",
"σωλήνων":"σωλήνας",
"σωληνώσεις":"σωλήνωση",
"σωληνώσεων":"σωλήνωση",
"σώμα":"σώμα",
"σώματα":"σώμα",
"σώματά":"σώμα",
"σωματεία":"σωματείο",
"σωματείο":"σωματείο",
"σωματείου":"σωματείο",
"σωματείων":"σωματείο",
"σωματεμπορία":"σωματεμπορία",
"σωματεμπορίας":"σωματεμπορία",
"σωματεμπόρων":"σωματέμπορος",
"σώματι":"σώματι",
"σωματίδια":"σωματίδιο",
"σωματίδιο":"σωματίδιο",
"σωματιδίων":"σωματίδιο",
"σωματικά":"σωματικά",
"σωματικά":"σωματικός",
"σωματικές":"σωματικός",
"σωματική":"σωματικός",
"σωματικης":"σωματικός",
"σωματικής":"σωματικός",
"σωματικό":"σωματικός",
"σωματικοί":"σωματικός",
"σωματικού":"σωματικός",
"σωματικούς":"σωματικός",
"σωματικών":"σωματικός",
"σωματίων":"σωμάτιο",
"σωματοποιούν":"σωματοποιώ",
"σώματος":"σώμα",
"σώματός":"σώμα",
"σωματοφύλακας":"σωματοφύλακας",
"σωματοφύλακες":"σωματοφύλακας",
"σωματώδης":"σωματώδης",
"σωμάτων":"σώμα",
"σώνει":"σώζω",
"σώο":"σώος",
"σώοι":"σώος",
"σώος":"σώος",
"σωπαίνουν":"σωπαίνω",
"σωπάσει":"σωπαίνω",
"σωπάσουν":"σωπαίνω",
"σωρεία":"σωρεία",
"σωρείας":"σωρεία",
"σωρεύονται":"σωρεύω",
"σωρεύονταν":"σωρεύω",
"σωρευτικά":"σωρευτικός",
"σωρηδόν":"σωρηδόν",
"σωριάζει":"σωριάζω",
"σωριάζεσαι":"σωριάζω",
"σωριάζεται":"σωριάζω",
"σωριάζονται":"σωριάζω",
"σωριασμένοι":"σωριάζω",
"σωριαστεί":"σωριάζω",
"σωριάστηκε":"σωριάζω",
"σωρό":"σωρός",
"σωροί":"σωρός",
"σωρός":"σωρός",
"σωρού":"σωρός",
"σωρούς":"σωρός",
"σώσαμε":"σώζω",
"σώσει":"σώζω",
"σώσεις":"σώζω",
"σώση":"σώση",
"σωσίβια":"σωσίβιος",
"σωσίβιες":"σωσίβιος",
"σωσίβιο":"σωσίβιος",
"σώσον":"σώσον",
"σώσουμε":"σώζω",
"σώσουν":"σώζω",
"σωστά":"σωστά",
"σωστά":"σωστός",
"σώστε":"σώζω",
"σωστές":"σωστός",
"σωστή":"σωστός",
"σωστής":"σωστός",
"σωστικά":"σωστικός",
"σωστική":"σωστικός",
"σωστικής":"σωστικός",
"σωστικών":"σωστικός",
"σωστό":"σωστός",
"σωστοί":"σωστός",
"σωστός":"σωστός",
"σωστότερα":"σωστά",
"σωστότερη":"σωστός",
"σωστότερο":"σωστός",
"σωστου":"σωστός",
"σωστού":"σωστός",
"σωστούς":"σωστός",
"σωστών":"σωστός",
"σωτήρ":"σωτήρας",
"σωτήρα":"σωτήρας",
"σωτηρακοπούλου":"σωτηρακοπούλου",
"σωτήρας":"σωτήρας",
"σωτήρες":"σωτήρας",
"σωτήρη":"σωτήρης",
"σωτήρης":"σωτήρης",
"σωτηρία":"σωτηρία",
"σωτήρια":"σωτήριος",
"σωτηριάδης":"σωτηριάδης",
"σωτηρίας":"σωτηρία",
"σωτήριες":"σωτήριος",
"σωτήριο":"σωτήριος",
"σωτήριος":"σωτήριος",
"σωτηρίου":"σωτήριος",
"σωτήρογλου":"σωτήρογλου",
"σωτηρόπουλος":"σωτηρόπουλος",
"σωτηρόπουλου":"σωτηρόπουλου",
"σωτήρος":"σωτήρας",
"σωτήρχος":"σωτήρχος",
"σωτήρων":"σωτήρας",
"σωτρίνης":"σωτρίνης",
"σωφέρ":"σωφέρ",
"σώφρονες":"σώφρων",
"σωφρονισμό":"σωφρονισμός",
"σωφρονισμού":"σωφρονισμός",
"σωφρονίσουν":"σωφρονίζω",
"σωφρονιστές":"σωφρονιστής",
"σωφρονιστήρια":"σωφρονιστήριο",
"σωφρονιστικά":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστική":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστικό":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστικοί":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστικός":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστικού":"σωφρονιστικός",
"σωφρονιστικών":"σωφρονιστικός",
"σωφροσύνη":"σωφροσύνη",
"τ":"τ",
"τ'":"τ'",
"τ.":"τ.",
"τ.α.":"τ.α.",
"τ.ε":"τ.ε",
"τ.ε.":"τ.ε.",
"τ.ε.ι.":"τ.ε.ι.",
"τ.ε.λ.":"τ.ε.λ.",
"τ.κ.":"τ.κ.",
"τ.μ.":"τ.μ.",
"τ΄γαν΄":"τ΄γαν΄",
"τ6α":"τ6α",
"τechnologies":"τechnologies",
"τheodor":"τheodor",
"τim":"τim",
"τiς":"ο",
"τo":"ο",
"τourism":"τourism",
"τoν":"εγώ",
"τoυ":"μου",
"τα":"εγώ",
"τα":"ο",
"τα":"τα",
"τα'":"τα'",
"'τα":"'τα",
"τά":"τά",
"ταβάνι":"ταβάνι",
"ταβάνια":"ταβάνι",
"ταβάνο":"ταβάνο",
"ταβερνα":"ταβέρνα",
"ταβέρνα":"ταβέρνα",
"ταβερνάκι":"ταβερνάκι",
"ταβερνάκια":"ταβερνάκι",
"ταβέρνας":"ταβέρνα",
"ταβερνεία":"ταβερνείο",
"ταβερνες":"ταβέρνα",
"ταβέρνες":"ταβέρνα",
"ταβερνιάρης":"ταβερνιάρης",
"ταβερνιέ":"ταβερνιέ",
"ταβερνούλα":"ταβερνούλα",
"ταβλαράκη":"ταβλαράκη",
"ταβλαρίδης":"ταβλαρίδης",
"τάβλας":"τάβλα",
"τάβλι":"τάβλι",
"ταγαράδες":"ταγαράδες",
"ταγαραδων":"ταγαραδων",
"ταγαράδων":"ταγαράδων",
"ταγαράκης":"ταγαράκης",
"ταγγίρης":"ταγγίρης",
"ταγής":"ταγή",
"ταγιέρ":"ταγιέρ",
"ταγίπ":"ταγίπ",
"ταγκ":"ταγκ",
"ταγκανίκας":"ταγκανίκας",
"ταγκό":"ταγκό",
"τάγμα":"τάγμα",
"τάγματα":"τάγμα",
"ταγματάρχη":"ταγματάρχης",
"ταγματαρχης":"ταγματάρχης",
"ταγματάρχης":"ταγματάρχης",
"τάγματος":"τάγμα",
"ταγμένη":"τάζω",
"ταγμένο":"τάζω",
"ταγμένοι":"τάζω",
"ταγμένος":"τάσσω",
"ταγοί":"ταγός",
"ταγός":"ταγός",
"ταγούς":"ταγός",
"ταγών":"ταγός",
"τάδε":"τάδε",
"τάε":"τάε",
"ταεγιόγκ":"ταεγιόγκ",
"τάι":"τάι",
"ταϊβαν":"ταϊβάν",
"ταϊβάν":"ταϊβάν",
"ταϊβανέζικο":"ταϊβανέζικος",
"ταϊβανέζο":"ταϊβανέζος",
"ταϊγανίδης":"ταϊγανίδης",
"τάιζε":"ταΐζω",
"ταΐζει":"ταΐζω",
"ταΐζετε":"ταΐζω",
"ταΐζονται":"ταΐζω",
"ταΐζοντας":"ταΐζω",
"ταΐζουν":"ταΐζω",
"ταϊλάνδη":"ταϊλάνδη",
"ταϊλάνδης":"ταϊλάνδη",
"τάιμς":"τάιμς",
"ταινια":"ταινία",
"ταινία":"ταινία",
"ταινίας":"ταινία",
"ταινία-σταθμός":"ταινία-σταθμός",
"ταινιες":"ταινία",
"ταινίες":"ταινία",
"ταινιοθήκη":"ταινιοθήκη",
"ταινιών":"ταινία",
"ταϊντέ":"ταϊντέ",
"ταϊπέι":"ταϊπέι",
"ταίρι":"ταίρι",
"ταίρια":"ταίρι",
"ταίριαζαν":"ταιριάζω",
"ταίριαζε":"ταιριάζω",
"ταιριάζει":"ταιριάζω",
"ταιριάζουν":"ταιριάζω",
"ταιριάξει":"ταιριάζω",
"ταιριάξουν":"ταιριάζω",
"ταίριασμα":"ταίριασμα",
"ταιριαστή":"ταιριαστός",
"ταιριαστό":"ταιριαστός",
"ταιριαστοί":"ταιριαστός",
"τάισαν":"ταΐζω",
"ταΐσει":"ταΐζω",
"τάισμα":"τάισμα",
"τάισον":"τάισον",
"ταΐσουμε":"ταΐζω",
"τακά":"τακάς",
"τακάς":"τακάς",
"τάκερ":"τάκερ",
"τακέσι":"τακέσι",
"τάκη":"τάκης",
"τάκης":"τάκης",
"τάκλιν":"τάκλιν",
"τάκο":"τάκος",
"τάκολα":"τάκολα",
"τάκος":"τάκος",
"τακουνάκια":"τακουνάκι",
"τακούνι":"τακούνι",
"τακούνια":"τακούνι",
"τακτ":"τακτ",
"τακτά":"τακτός",
"τακτή":"τακτός",
"τακτικά":"τακτικός",
"τακτικές":"τακτικός",
"τακτική":"τακτικός",
"τακτικήν":"τακτικός",
"τακτικής":"τακτικός",
"τακτικό":"τακτικός",
"τακτικοί":"τακτικός",
"τακτικός":"τακτικός",
"τακτικότατα":"τακτικά",
"τακτικού":"τακτικός",
"τακτικούς":"τακτικός",
"τακτικών":"τακτικός",
"τακτοποιηθεί":"τακτοποιώ",
"τακτοποιήθηκε":"τακτοποιώ",
"τακτοποιηθούν":"τακτοποιώ",
"τακτοποιημένα":"τακτοποιώ",
"τακτοποιημένη":"τακτοποιώ",
"τακτοποιημένο":"τακτοποιώ",
"τακτοποιημένοι":"τακτοποιώ",
"τακτοποιημένος":"τακτοποιημένος",
"τακτοποιήσει":"τακτοποιώ",
"τακτοποιήσετε":"τακτοποιώ",
"τακτοποίηση":"τακτοποίηση",
"τακτοποίησης":"τακτοποίηση",
"τακτοποιήσουν":"τακτοποιώ",
"τακτοποιήστε":"τακτοποιώ",
"τακτοποιούμε":"τακτοποιώ",
"τακτοποιούν":"τακτοποιώ",
"τακτοποιούνται":"τακτοποιώ",
"ταλ":"ταλ",
"ταλαιπωρεί":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρείται":"ταλαιπωρώ",
"ταλαίπωρη":"ταλαίπωρος",
"ταλαιπωρηθεί":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρήθηκαν":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρηθηκε":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρήθηκε":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρηθώ":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρημένα":"ταλαιπωρημένος",
"ταλαιπωρημένη":"ταλαιπωρημένος",
"ταλαιπωρημένο":"ταλαιπωρημένος",
"ταλαιπωρημένος":"ταλαιπωρημένος",
"ταλαιπωρημένου":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρημένους":"ταλαιπωρημένος",
"ταλαιπώρησαν":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπώρησε":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρήσει":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρήσω":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρια":"ταλαιπωρία",
"ταλαιπωρία":"ταλαιπωρία",
"ταλαιπωρίας":"ταλαιπωρία",
"ταλαιπωρίες":"ταλαιπωρία",
"ταλαιπωριών":"ταλαιπωρία",
"ταλαίπωρο":"ταλαίπωρος",
"ταλαίπωροι":"ταλαίπωρος",
"ταλαίπωρου":"ταλαίπωρος",
"ταλαιπωρούν":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρούνται":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρούσε":"ταλαιπωρώ",
"ταλαιπωρώ":"ταλαιπωρώ",
"ταλαίπωρων":"ταλαίπωρος",
"ταλάλ":"ταλάλ",
"ταλαμπανι":"ταλαμπανι",
"ταλαμπανί":"ταλαμπανί",
"ταλάνιζε":"ταλανίζω",
"ταλανίζει":"ταλανίζω",
"ταλανίζεται":"ταλανίζω",
"ταλανίζουν":"ταλανίζω",
"ταλαντεύονται":"ταλαντεύω",
"ταλάντευση":"ταλάντευση",
"ταλάντευσης":"ταλάντευση",
"ταλαντούχα":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχο":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχοι":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχος":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχου":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχους":"ταλαντούχος",
"ταλαντούχων":"ταλαντούχος",
"ταλάντωση":"ταλάντωση",
"ταλαντωτές":"ταλαντωτής",
"τάλας":"τάλας",
"ταλάτ":"ταλάτ",
"ταλέκ":"ταλέκ",
"ταλεμπάν":"ταλεμπάν",
"ταλέντα":"ταλέντο",
"ταλέντο":"ταλέντο",
"ταλέντου":"ταλέντο",
"ταλέντων":"ταλέντο",
"τάληρο":"τάληρο",
"ταλιαδώρο":"ταλιαδώρο",
"ταλιαδώρος":"ταλιαδώρος",
"ταλιμπάν":"ταλιμπάν",
"ταλιμπανικού":"ταλιμπανικού",
"ταλίν":"ταλίν",
"τάλιν":"τάλιν",
"ταλιχμανίδη":"ταλιχμανίδη",
"ταλοί":"ταλοί",
"ταμ":"ταμ",
"τάμα":"τάμα",
"ταμάκι":"ταμάκι",
"ταμάρα":"ταμάρα",
"ταμαρους":"ταμαρους",
"τάματα":"τάμα",
"τάμγουορθ":"τάμγουορθ",
"ταμεία":"ταμείο",
"ταμειακή":"ταμειακός",
"ταμειακής":"ταμειακός",
"ταμειακών":"ταμειακός",
"ταμειο":"ταμείο",
"ταμείο":"ταμείο",
"ταμείον":"ταμείο",
"ταμείου":"ταμείο",
"ταμείων":"ταμείο",
"ταμέρους":"ταμέρους",
"ταμία":"ταμίας",
"ταμίας":"ταμίας",
"ταμιευτήρας":"ταμιευτήρας",
"ταμιευτήρες":"ταμιευτήρας",
"ταμιευτήριο":"ταμιευτήριο",
"ταμιευτηρίου":"ταμιευτήριο",
"ταμίλ":"ταμίλ",
"ταμίρ":"ταμίρ",
"ταμούδο":"ταμούδο",
"ταμουρίδη":"ταμουρίδη",
"ταμουριδης":"ταμουριδης",
"ταμουρίδης":"ταμουρίδης",
"ταμπακέρα":"ταμπακέρα",
"ταμπακέρες":"ταμπακέρα",
"ταμπάκη":"ταμπάκης",
"ταμπακιέρα":"ταμπακιέρα",
"ταμπαξής":"ταμπαξής",
"τάμπας":"τάμπας",
"ταμπέλα":"ταμπέλα",
"ταμπέλες":"ταμπέλα",
"ταμπελίτσα":"ταμπελίτσα",
"ταμπελίτσες":"ταμπελίτσα",
"ταμπεραμέντο":"ταμπεραμέντο",
"ταμπεραμέντου":"ταμπεραμέντο",
"τάμπερε":"τάμπερε",
"ταμπλέτα":"ταμπλέτα",
"ταμπλέτες":"ταμπλέτα",
"ταμπλό":"ταμπλό",
"ταμπλόιντ":"ταμπλόιντ",
"ταμπού":"ταμπού",
"ταμπούρα":"ταμπούρο",
"τάμρα":"τάμρα",
"'ταν":"είμαι",
"ταν":"ταν",
"τανάλια":"τανάλια",
"τανάπαλιν":"τανάπαλιν",
"τανγκό":"τανγκό",
"'τανε":"'τανε",
"τανζανία":"τανζανία",
"τανζίρι":"τανζίρι",
"τάνι":"τάνι",
"τάνια":"τάνια",
"τανιμανίδη":"τανιμανίδη",
"τανιμανίδης":"τανιμανίδης",
"τανίνες":"τανίνη",
"τανκ":"τανκ",
"τάνκερ":"τάνκερ",
"τανκς":"τανκς",
"τανόφ":"τανόφ",
"τανσού":"τανσού",
"τανταλίδης":"τανταλίδης",
"ταντάλου":"τάνταλος",
"ταντανάσης":"ταντανάσης",
"ταντανόζη":"ταντανόζη",
"ταντανόζης":"ταντανόζης",
"ταντέι":"ταντέι",
"ταντέσε":"ταντέσε",
"τανύει":"τανύομαι",
"τάνυμα":"τάνυμα",
"τάνχε":"τάνχε",
"ταξ":"ταξ",
"τάξει":"τάζω",
"ταξείδι":"ταξείδι",
"τάξεις":"τάξη",
"τάξεων":"τάξη",
"τάξεως":"τάξη",
"τάξη":"τάξη",
"ταξης":"τάξη",
"τάξης":"τάξη",
"ταξι":"ταξί",
"ταξί":"ταξί",
"ταξιάρχη":"ταξιάρχης",
"ταξιάρχης":"ταξιάρχης",
"ταξιαρχίες":"ταξιαρχία",
"ταξιαρχιών":"ταξιαρχία",
"ταξίαρχο":"ταξίαρχος",
"ταξίαρχος":"ταξίαρχος",
"ταξιάρχου":"ταξιάρχης",
"ταξιαρχών":"ταξιάρχης",
"ταξιδάκι":"ταξιδάκι",
"ταξιδάκια":"ταξιδάκι",
"ταξιδεμένους":"ταξιδεύω",
"ταξίδευαν":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύατε":"ταξιδεύω",
"ταξίδευε":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύει":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύεις":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύοντας":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύουμε":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύουν":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύσει":"ταξιδεύω",
"ταξιδεύσουν":"ταξιδεύω",
"ταξιδευτές":"ταξιδευτής",
"ταξιδευτή":"ταξιδευτής",
"ταξιδευτής":"ταξιδευτής",
"ταξιδεύω":"ταξιδεύω",
"ταξίδεψα":"ταξιδεύω",
"ταξίδεψαν":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψατε":"ταξιδεύω",
"ταξίδεψε":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψει":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψεις":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψετε":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψουμε":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψουν":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψτε":"ταξιδεύω",
"ταξιδέψω":"ταξιδεύω",
"ταξιδι":"ταξίδι",
"ταξίδι":"ταξίδι",
"ταξίδια":"ταξίδι",
"ταξίδια-αναψυχή":"ταξίδια-αναψυχή",
"ταξιδιού":"ταξίδι",
"ταξιδιών":"ταξίδι",
"ταξιδίων":"ταξιδίων",
"ταξιδιώτες":"ταξιδιώτης",
"ταξιδιώτη":"ταξιδιώτης",
"ταξιδιωτικά":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικές":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτική":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικής":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικό":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικοί":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικός":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικού":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικούς":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτικών":"ταξιδιωτικός",
"ταξιδιωτών":"ταξιδιώτης",
"ταξικά":"ταξικός",
"ταξικές":"ταξικός",
"ταξική":"ταξικός",
"ταξικής":"ταξικός",
"ταξικό":"ταξικός",
"ταξικών":"ταξικός",
"ταξιλτάρης":"ταξιλτάρης",
"ταξίμι":"ταξίμι",
"ταξινομεί":"ταξινομώ",
"ταξινομηθούν":"ταξινομώ",
"ταξινομημένες":"ταξινομώ",
"ταξινομημένη":"ταξινομημένος",
"ταξινόμησε":"ταξινομώ",
"ταξινομήσει":"ταξινομώ",
"ταξινομήσεις":"ταξινόμηση",
"ταξινομήσεων":"ταξινόμηση",
"ταξινόμηση":"ταξινόμηση",
"ταξινόμησης":"ταξινόμηση",
"ταξινομήσουν":"ταξινομώ",
"ταξινομούν":"ταξινομώ",
"ταξιτζή":"ταξιτζής",
"ταξιτζήδες":"ταξιτζής",
"ταξιτζήδων":"ταξιτζής",
"ταξιτζής":"ταξιτζής",
"ταορμίνα":"ταορμίνα",
"ταού":"ταού",
"ταουγκρές":"ταουγκρές",
αουγκρές7-81145":"ταουγκρές7-81145",
"ταουλτζής":"ταουλτζής",
"ταουλτσίδης":"ταουλτσίδης",
"τάουν":"τάουν",
"ταουσάνης":"ταουσάνης",
"ταπ":"ταπ",
"τάπα":"τάπα",
"ταπεινά":"ταπεινός",
"ταπεινή":"ταπεινός",
"ταπεινής":"ταπεινός",
"ταπεινό":"ταπεινός",
"ταπεινότερους":"ταπεινός",
"ταπεινότητα":"ταπεινότητα",
"ταπεινότητά":"ταπεινότητα",
"ταπεινότητας":"ταπεινότητα",
"ταπεινού":"ταπεινός",
"ταπεινοφροσύνη":"ταπεινοφροσύνη",
"ταπεινωθεί":"ταπεινώνω",
"ταπεινωθείς":"ταπεινώνω",
"ταπεινώθηκαν":"ταπεινώνω",
"ταπεινώθηκε":"ταπεινώνω",
"ταπεινωμένες":"ταπεινωμένος",
"ταπεινωμένοι":"ταπεινωμένος",
"ταπεινωμένος":"ταπεινώνω",
"ταπεινωμένους":"ταπεινώνω",
"ταπεινώνεται":"ταπεινώνω",
"ταπεινώνονται":"ταπεινώνω",
"ταπείνωσαν":"ταπεινώνω",
"ταπείνωσε":"ταπεινώνω",
"ταπεινώσεις":"ταπεινώνω",
"ταπείνωση":"ταπείνωση",
"ταπείνωσή":"ταπείνωση",
"ταπείνωσης":"ταπείνωση",
"ταπεινωτικές":"ταπεινωτικός",
"ταπεινωτική":"ταπεινωτικός",
"ταπεινωτικό":"ταπεινωτικός",
"τάπερ":"τάπερ",
"ταπετσαρίας":"ταπετσαρία",
"ταπετσαριών":"ταπετσαρία",
"τάπητα":"τάπητας",
"τάπητος":"τάπητας",
"ταπητουργίας":"ταπητουργία",
"ταπί":"ταπί",
"ταπισερί":"ταπισερί",
"ταπούτος":"ταπούτος",
"ταπς":"ταπς",
"ταραβήρα":"ταραβήρα",
"ταραγμένα":"ταραγμένα",
"ταραγμένες":"ταράζω",
"ταραγμένη":"ταράζω",
"ταραγμένο":"ταραγμένος",
"ταραγμένων":"ταραγμένος",
"ταράζει":"ταράζω",
"ταράζεται":"ταράζω",
"ταράζοντας":"ταράζω",
"ταρακουνάει":"ταρακουνώ",
"ταρακούνημα":"ταρακούνημα",
"ταρακούνησαν":"ταρακουνώ",
"ταρακούνησε":"ταρακουνώ",
"ταρακουνήσουν":"ταρακουνώ",
"ταραμάς":"ταραμάς",
"τάραμας":"τάραμας",
"ταραμοπολτό":"ταραμοπολτό",
"τάρανδοι":"τάρανδος",
"ταράνδων":"τάρανδος",
"ταραντίνο":"ταραντίνος",
"τάραξαν":"ταράζω",
"τάραξε":"ταράζω",
"ταράξει":"ταράζω",
"ταραξίες":"ταραξίας",
"ταράξουμε":"ταράζω",
"ταράξουν":"ταράζω",
"ταραουνέχ":"ταραουνέχ",
"ταρασιάδης":"ταρασιάδης",
"ταρασιούκ":"ταρασιούκ",
"ταράσσει":"ταράσσω",
"ταράτσα":"ταράτσα",
"ταράτσας":"ταράτσα",
"ταράτσες":"ταράτσα",
"ταρατσόκηπο":"ταρατσόκηπο",
"ταρατσόκηπου":"ταρατσόκηπου",
"ταρατσών":"ταράτσα",
"τάραττε":"τάραττε",
"ταραφίνο":"ταραφίνο",
"ταραχές":"ταραχή",
"ταραχή":"ταραχή",
"ταράχθηκε":"ταράζω",
"ταραχοποιού":"ταραχοποιός",
"ταραχτείτε":"ταράζω",
"ταραχώδη":"ταραχώδης",
"ταραχώδης":"ταραχώδης",
"ταραχών":"ταραχή",
"τάργκετ":"τάργκετ",
"τάρε":"τάρε",
"ταρέκ":"ταρέκ",
"ταρζάν":"ταρζάν",
"ταριτσεάνου":"ταριτσεάνου",
"ταρίφα":"ταρίφα",
"ταρίχευαν":"ταριχεύω",
"ταριχευμένο":"ταριχευμένος",
"ταρίχευση":"ταρίχευση",
"ταρίχευσης":"ταρίχευση",
"ταριχευτεί":"ταριχεύω",
"ταριχευτές":"ταριχευτής",
"ταρκαζίκης":"ταρκαζίκης",
"ταρκάση":"ταρκάση",
"ταρκόφσκι":"ταρκόφσκι",
"ταρντίνι":"ταρντίνι",
"τάρπλεϊ":"τάρπλεϊ",
"ταρσανά":"ταρσανάς",
"ταρσή":"ταρσή",
"ταρσούλη":"ταρσούλη",
"τάρτα":"τάρτα",
"ταρτάν":"ταρτάν",
"τάρταρα":"τάρταρα",
"τάρτες":"τάρτα",
"τας":"τας",
"τασάκι":"τασάκι",
"τασάκια":"τασάκι",
"τάσεις":"τάση",
"τάσεων":"τάση",
"τάση":"τάση",
"τάσης":"τάση",
"τασίδης":"τασίδης",
"τάσιν":"τάση",
"τάσιο":"τάσιο",
"τάσιος":"τάσιος",
"τασιουλα":"τασιουλα",
"τάσιτς":"τάσιτς",
"τασκένδης":"τασκένδης",
"τασκούδης":"τασκούδης",
"τασλίμα":"τασλίμα",
"τασο":"τάσος",
"τάσο":"τάσος",
"τασογλου":"τασογλου",
"τασόγλου":"τασόγλου",
"τασόγλουν":"τασόγλουν",
"τάσος":"τάσος",
"τασου":"τάσος",
"τάσου":"τάσος",
"τασούλα":"τασούλα",
"τάσσει":"τάσσω",
"τάσσεται":"τάσσω",
"τάσσο":"τάσσο",
"τάσσομαι":"τάσσω",
"τασσόμεθα":"τασσόμεθα",
"τασσόμενος":"τασσόμενος",
"τάσσονται":"τάσσω",
"τάσσονταν":"τάσσω",
"τάσσος":"τάσσος",
"τασσόταν":"τάσσω",
"τατα":"τατάς",
"ταταλα":"ταταλα",
"ταταλας":"ταταλας",
"ταταριδης":"ταταριδης",
"τατζικιστάν":"τατζικιστάν",
"τατιάνα":"τατιάνα",
"τατιάνας":"τατιάνας",
"τατόι":"τατόι",
"τατοΐου":"τατοΐου",
"τατουάζ":"τατουάζ",
"τατούλη":"τατούλης",
"τατούλης":"τατούλης",
"τάτση":"τάτση",
"τάτσης":"τάτσης",
"τάτσι":"τάτσι",
"τάττη":"τάττη",
"ταυ":"ταυ",
"ταυότητα":"ταυότητα",
"ταύρο":"ταύρος",
"ταύροι":"ταύρος",
"ταυρομαχίες":"ταυρομαχία",
"ταυρομαχιών":"ταυρομαχία",
"ταυρομάχος":"ταυρομάχος",
"ταυρομάχους":"ταυρομάχος",
"ταυρος":"ταύρος",
"ταύρος":"ταύρος",
"ταύρου":"ταύρος",
"ταυρωπός":"ταυρωπός",
"ταύτα":"ταύτα",
"ταύτην":"ούτος",
"ταύτης":"ούτος",
"ταυτίζει":"ταυτίζω",
"ταυτίζεται":"ταυτίζω",
"ταυτιζόμαστε":"ταυτίζω",
"ταυτίζονται":"ταυτίζω",
"ταυτίζοντας":"ταυτίζω",
"ταυτίζοντάς":"ταυτίζω",
"ταυτιζόταν":"ταυτίζω",
"ταυτίζουμε":"ταυτίζω",
"ταυτίζουν":"ταυτίζω",
"ταύτισαν":"ταυτίζω",
"ταύτισε":"ταυτίζω",
"ταυτίσει":"ταυτίζω",
"ταυτίσεις":"ταύτιση",
"ταύτιση":"ταύτιση",
"ταύτισή":"ταύτιση",
"ταύτισης":"ταύτιση",
"ταυτισθεί":"ταυτίζω",
"ταυτισθούν":"ταυτίζω",
"ταυτισμένα":"ταυτίζω",
"ταυτισμένη":"ταυτίζω",
"ταυτισμένο":"ταυτίζω",
"ταυτισμένος":"ταυτισμένος",
"ταυτίσουν":"ταυτίζω",
"ταυτιστεί":"ταυτίζω",
"ταυτιστείς":"ταυτίζω",
"ταυτίστηκαν":"ταυτίζω",
"ταυτίστηκε":"ταυτίζω",
"ταυτιστούν":"ταυτίζω",
"ταυτιστώ":"ταυτίζω",
"ταυτοποιηθεί":"ταυτοποιώ",
"ταυτοποιήθηκαν":"ταυτοποιώ",
"ταυτοποιηθούν":"ταυτοποιώ",
"ταυτοποιήσει":"ταυτοποιώ",
"ταυτοποιήσεις":"ταυτοποίηση",
"ταυτοποίηση":"ταυτοποίηση",
"ταυτοποίησης":"ταυτοποίηση",
"ταυτοποιούν":"ταυτοποιώ",
"ταυτοποιούνται":"ταυτοποιώ",
"ταυτόσημα":"ταυτόσημος",
"ταυτόσημες":"ταυτόσημος",
"ταυτόσημη":"ταυτόσημος",
"ταυτοσημία":"ταυτοσημία",
"ταυτοτητα":"ταυτότητα",
"ταυτότητα":"ταυτότητα",
"ταυτότητά":"ταυτότητα",
"ταυτότητας":"ταυτότητα",
"ταυτότητάς":"ταυτότητα",
"ταυτότητες":"ταυτότητα",
"ταυτότητές":"ταυτότητα",
"ταυτοτήτων":"ταυτότητα",
"ταυτόχρονα":"ταυτόχρονα",
"ταυτόχρονες":"ταυτόχρονος",
"ταυτόχρονη":"ταυτόχρονος",
"ταυτόχρονης":"ταυτόχρονος",
"ταυτοχρόνως":"ταυτόχρονα",
"ταφεί":"θάβω",
"ταφές":"ταφή",
"ταφή":"ταφή",
"τάφηκε":"θάβω",
"ταφής":"ταφή",
"ταφικές":"ταφικός",
"ταφικό":"ταφικός",
"ταφικοί":"ταφικός",
"τάφο":"τάφος",
"τάφοι":"τάφος",
"ταφόπετρα":"ταφόπετρα",
"ταφόπλακα":"ταφόπλακα",
"ταφόπλακά":"ταφόπλακα",
"ταφόπλακες":"ταφόπλακα",
"τάφος":"τάφος",
"τάφου":"τάφος",
"ταφούν":"θάβω",
"τάφους":"τάφος",
"τάφρο":"τάφρος",
"τάφρος":"τάφρος",
"τάφρου":"τάφρος",
"τάφων":"τάφος",
"ταχ":"ταχ",
αχis":"ταχis",
"τάχα":"τάχα",
"τάχατες":"τάχατες",
"ταχεία":"ταχύς",
"ταχείας":"ταχύς",
"ταχείες":"ταχύς",
"ταχείς":"ταχύς",
"ταχέων":"ταχύς",
"ταχέως":"ταχέως",
"ταχθεί":"τάσσω",
"τάχθηκαν":"τάσσω",
"τάχθηκε":"τάσσω",
"ταχθούν":"τάσσω",
"ταχθώ":"τάσσω",
αχιs":"ταχιs",
"ταχιάο":"ταχιάο",
"ταχιαος":"ταχιαος",
"ταχιάος":"ταχιάος",
"ταχιάου":"ταχιάου",
"ταχίνι":"ταχίνι",
"τάχιον":"ταχύς",
"ταχίροβιτς":"ταχίροβιτς",
"τάχιστα":"ταχέως",
"τάχτηκε":"τάσσω",
"ταχτοποιήθηκε":"ταχτοποιώ",
"ταχτσής":"ταχτσής",
"ταχτσόγλου":"ταχτσόγλου",
"ταχύ":"ταχύς",
"ταχυαυξές":"ταχυαυξές",
"ταχυαυξή":"ταχυαυξή",
"ταχυβόλου":"ταχυβόλος",
"ταχυδακτυλουργικά":"ταχυδακτυλουργικός",
"ταχυδακτυλουργικές":"ταχυδακτυλουργικός",
"ταχυδακτυλουργοί":"ταχυδακτυλουργός",
"ταχυδακτυλουργός":"ταχυδακτυλουργός",
"ταχυδακτυλουργούς":"ταχυδακτυλουργός",
"ταχυδρομεία":"ταχυδρομείο",
"ταχυδρομειο":"ταχυδρομείο",
"ταχυδρομείο":"ταχυδρομείο",
"ταχυδρομείου":"ταχυδρομείο",
"ταχυδρομείων":"ταχυδρομείο",
"ταχυδρομηθεί":"ταχυδρομώ",
"ταχυδρομήθηκε":"ταχυδρομώ",
"ταχυδρομήσουν":"ταχυδρομώ",
"ταχυδρομικά":"ταχυδρομικά",
"ταχυδρομικές":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομική":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομικό":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομικός":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομικού":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομικών":"ταχυδρομικός",
"ταχυδρομικώς":"ταχυδρομικά",
"ταχυδρόμο":"ταχυδρόμος",
"ταχυδρόμοι":"ταχυδρόμος",
"ταχυδρομούν":"ταχυδρομώ",
"ταχυδρομούνται":"ταχυδρομώ",
"ταχυκαρδία":"ταχυκαρδία",
"ταχυκαρδίες":"ταχυκαρδία",
"ταχύπλοα":"ταχύπλοος",
"ταχύπλοο":"ταχύπλοος",
"ταχύπλοων":"ταχύπλοος",
"ταχύρρυθμα":"ταχύρρυθμος",
"ταχύρυθμης":"ταχύρυθμης",
"ταχύς":"ταχύς",
"ταχυτ":"ταχυτ",
"ταχύτατα":"ταχέως",
"ταχύτατες":"ταχύς",
"ταχύτατη":"ταχύς",
"ταχύτατης":"ταχύς",
"ταχύτατο":"ταχύς",
"ταχύτατοι":"ταχύς",
"ταχύτατος":"ταχύς",
"ταχύτατου":"ταχύς",
"ταχύτατους":"ταχύς",
"ταχύτατων":"ταχύς",
"ταχύτερα":"ταχέως",
"ταχύτερες":"ταχύς",
"ταχύτερη":"ταχύς",
"ταχύτερης":"ταχύς",
"ταχύτερο":"ταχύς",
"ταχύτερος":"ταχύς",
"ταχύτερους":"ταχύς",
"ταχύτητα":"ταχύτητα",
"ταχύτητά":"ταχύτητα",
"ταχυτητας":"ταχύτητα",
"ταχύτητας":"ταχύτητα",
"ταχύτητες":"ταχύτητα",
"ταχύτητος":"ταχύτητα",
"ταχυτήτων":"ταχύτητα",
"ταχυφαγεία":"ταχυφαγείο",
"ταχυφαγία":"ταχυφαγία",
"ταψί":"ταψί",
"ταψιά":"ταψί",
"ταψιού":"ταψί",
"τβεντε":"τβεντε",
"τβέντε":"τβέντε",
"τγιάλινγκ":"τγιάλινγκ",
"τε":"τε",
"τεβε":"τεβε",
"τεγέμπ":"τεγέμπ",
"τεγόπουλου":"τεγόπουλου",
"τέγος":"τέγος",
"τεδκ":"τεδκ",
"τεε":"τεε",
"τεθεί":"θέτω",
"τέθηκαν":"θέτω",
"τέθηκε":"θέτω",
"τεθλασμένες":"τεθλασμένος",
"τεθνεώτες":"τεθνεώτες",
"τεθούν":"θέτω",
"τεθωρακισμένα":"τεθωρακισμένος",
"τεθωρακισμένων":"τεθωρακισμένος",
"τει":"τει",
"τέιλορ":"τέιλορ",
"τεϊνάκ":"τεϊνάκ",
"τείνει":"τείνω",
"τείνοντας":"τείνω",
"τείνουν":"τείνω",
"τείνω":"τείνω",
"τείχη":"τείχος",
"τείχος":"τείχος",
"'τείχος'":"'τείχος'",
"τείχους":"τείχος",
"τειχών":"τείχος",
"τέκα":"τέκα",
"τεκίδης":"τεκίδης",
"τεκμαρτή":"τεκμαρτός",
"τεκμηρια":"τεκμήριο",
"τεκμήρια":"τεκμήριο",
"τεκμήριο":"τεκμήριο",
"τεκμήριον":"τεκμήριο",
"τεκμηρίου":"τεκμήριο",
"τεκμηριωθεί":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώθηκε":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριωθούν":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριωμένα":"τεκμηριωμένα",
"τεκμηριωμένες":"τεκμηριωμένος",
"τεκμηριωμένη":"τεκμηριωμένος",
"τεκμηριωμένο":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριωμένων":"τεκμηριώνω",
"τεκμηρίων":"τεκμήριο",
"τεκμηρίωνε":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώνονται":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώνουν":"τεκμηριώνω",
"τεκμηρίωσε":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώσει":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώσετε":"τεκμηριώνω",
"τεκμηρίωση":"τεκμηρίωση",
"τεκμηρίωσή":"τεκμηρίωση",
"τεκμηρίωσης":"τεκμηρίωση",
"τεκμηριώσουν":"τεκμηριώνω",
"τεκμηριώσω":"τεκμηριώνω",
"τέκνα":"τέκνο",
"τέκνο":"τέκνο",
"τεκνοποιήσει":"τεκνοποιώ",
"τεκνοποίηση":"τεκνοποίηση",
"τεκνοποίησης":"τεκνοποίηση",
"τεκνοποιούν":"τεκνοποιώ",
"τέκνων":"τέκνο",
"τεκούτσι":"τεκούτσι",
"τεκταινόμενα":"τεκταινόμενος",
"τεκταίνονται":"τεκταίνομαι",
"τεκτονική":"τεκτονική",
"τεκτονικό":"τεκτονικός",
"τεκτονικών":"τεκτονικός",
"τέκτων":"τέκτων",
"τελ":"τελ",
"τελάρα":"τελάρο",
"τελάρο":"τελάρο",
"τέλεγκραφ":"τέλεγκραφ",
"τελέζ":"τελέζ",
"τέλει":"τέλει",
"τελεί":"τελώ",
"τελεία":"τελεία",
"τέλεια":"τέλειος",
"τελείας":"τελεία",
"τελείες":"τελεία",
"τέλειο":"τέλειος",
"τελειοθηρικά":"τελειοθηρικός",
"τελειοθηρική":"τελειοθηρικός",
"τέλειοι":"τέλειος",
"τελειομανής":"τελειομανής",
"τελειομανία":"τελειομανία",
"τελειοποιηθεί":"τελειοποιώ",
"τελειοποιημένης":"τελειοποιώ",
"τελειοποιήσει":"τελειοποιώ",
"τελειοποίηση":"τελειοποίηση",
"τελειοποιήσουν":"τελειοποιώ",
"τέλειος":"τέλειος",
"τελειότητα":"τελειότητα",
"τελειότητας":"τελειότητα",
"τέλειου":"τέλειος",
"τέλειους":"τέλειος",
"τελειόφοιτοι":"τελειόφοιτος",
"τελειόφοιτος":"τελειόφοιτος",
"τελειόφοιτους":"τελειόφοιτος",
"τελειόφοιτων":"τελειόφοιτος",
"τελείται":"τελώ",
"τελειωμένα":"τελειώνω",
"τελειωμένη":"τελειωμένος",
"τελειωμένο":"τελειωμένος",
"τελειωμό":"τελειωμός",
"τελειώναμε":"τελειώνω",
"τελείωναν":"τελειώνω",
"τέλειωναν":"τελειώνω",
"τελείωνε":"τελειώνω",
"τέλειωνε":"τελειώνω",
"τελειωνει":"τελειώνω",
"τελειώνει":"τελειώνω",
"τελειώνοντας":"τελειώνω",
"τελειώνουμε":"τελειώνω",
"τελειώνουν":"τελειώνω",
"τελειώνω":"τελειώνω",
"τελείως":"τελείως",
"τελείωσα":"τελειώνω",
"τελειώσαμε":"τελειώνω",
"τελείωσαν":"τελειώνω",
"τέλειωσαν":"τελειώνω",
"τελειώσανε":"τελειώνω",
"τελειώσατε":"τελειώνω",
"τελείωσε":"τελειώνω",
"τέλειωσε":"τελειώνω",
"τελειώσει":"τελειώνω",
"τελείωσες":"τελειώνω",
"τελειώσετε":"τελειώνω",
"τελειώσουμε":"τελειώνω",
"τελειώσουν":"τελειώνω",
"τελειώστε":"τελειώνω",
"τελειώσω":"τελειώνω",
"τελειωτικό":"τελειωτικός",
"τέλεκομ":"τέλεκομ",
"τέλεσαν":"τελώ",
"τέλεσε":"τελώ",
"τελέσει":"τελώ",
"τελέσεις":"τελώ",
"τέλεση":"τέλεση",
"τέλεσης":"τέλεση",
"τελεσθεί":"τελώ",
"τελέσθηκαν":"τελώ",
"τελεσίγραφα":"τελεσίγραφο",
"τελεσίγραφο":"τελεσίγραφο",
"τελεσιγράφου":"τελεσίγραφο",
"τελεσίδικα":"τελεσίδικα",
"τελεσίδικες":"τελεσίδικος",
"τελεσίδικη":"τελεσίδικος",
"τελεσίδικης":"τελεσίδικος",
"τελεσιδικήσει":"τελεσιδικήσει",
"τελεσίδικο":"τελεσίδικος",
"τελεσιδικούν":"τελεσιδικούν",
"τέλεσις":"τέλεση",
"τελέσουν":"τελώ",
"τελεστεί":"τελώ",
"τελέστηκαν":"τελώ",
"τελέστηκε":"τελώ",
"τελεσφόρησαν":"τελεσφορώ",
"τελεσφορήσει":"τελεσφορώ",
"τελετές":"τελετή",
"τελετή":"τελετή",
"τελετής":"τελετή",
"τελετουργία":"τελετουργία",
"τελετουργίες":"τελετουργία",
"τελετουργικά":"τελετουργικός",
"τελετουργική":"τελετουργικός",
"τελετουργικό":"τελετουργικός",
"τελετουργικών":"τελετουργικός",
"τελετουργιών":"τελετουργία",
"τελετων":"τελετή",
"τελετών":"τελετή",
"τελευταία":"τελευταία",
"τελευταια":"τελευταίος",
"τελευταία":"τελευταίος",
"τελευταίας":"τελευταίος",
"τελευταιες":"τελευταίος",
"τελευταίες":"τελευταίος",
"τελευταιο":"τελευταίος",
"τελευταίο":"τελευταίος",
"τελευταίοι":"τελευταίος",
"τελευταίον":"τελευταίος",
"τελευταιος":"τελευταίος",
"τελευταίος":"τελευταίος",
"τελευταίου":"τελευταίος",
"τελευταιους":"τελευταίος",
"τελευταίους":"τελευταίος",
"τελευταίων":"τελευταίος",
"τελευταίως":"τελευταία",
"τελεφερίκ":"τελεφερίκ",
"τελη":"τέλος",
"τέλη":"τέλος",
"τελιάδης":"τελιάδης",
"τελικα":"τελικά",
"τελικά":"τελικά",
"τελικά":"τελικός",
"τελικες":"τελικός",
"τελικές":"τελικός",
"τελική":"τελικός",
"τελικής":"τελικός",
"τελικο":"τελικός",
"τελικό":"τελικός",
"τελικοί":"τελικός",
"τελικός":"τελικός",
"τελικού":"τελικός",
"τελικούς":"τελικός",
"τελικών":"τελικός",
"τελικώς":"τελικά",
"τελκίνσκι":"τελκίνσκι",
"τελλιάδης":"τελλιάδης",
"τελλίδη":"τελλίδη",
"τελλίδης":"τελλίδης",
"τελλογλειο":"τελλογλειο",
"τελλογλείου":"τελλογλείου",
"τέλμα":"τέλμα",
"τέλματα":"τέλμα",
"τελματωμένης":"τελματώνω",
"τελματώσει":"τελματώνω",
"τελμάτωση":"τελμάτωση",
"τελοκρατίας":"τελοκρατίας",
"τελολογικά":"τελολογικά",
"τελος":"τέλος",
"τέλος":"τέλος",
"τελούμε":"τελώ",
"τελούν":"τελώ",
"τελούνται":"τελώ",
"τέλους":"τέλος",
"τελούσαν":"τελώ",
"τελούσε":"τελώ",
"τελφέρ":"τελφέρ",
"τελώ":"τελώ",
"τελών":"τέλος",
"τελωνεία":"τελωνείο",
"τελωνειακά":"τελωνειακός",
"τελωνειακές":"τελωνειακός",
"τελωνειακή":"τελωνειακός",
"τελωνειακής":"τελωνειακός",
"τελωνειακό":"τελωνειακός",
"τελωνειακοί":"τελωνειακός",
"τελωνειακών":"τελωνειακός",
"τελωνείο":"τελωνείο",
"τελωνείου":"τελωνείο",
"τελωνιακές":"τελωνειακός",
"τελώντας":"τελώ",
"τεμ":"τεμ",
"τεμάχια":"τεμάχιο",
"τεμάχιζε":"τεμαχίζω",
"τεμαχίζει":"τεμαχίζω",
"τεμαχίζονται":"τεμαχίζω",
"τεμαχιμού":"τεμαχιμού",
"τεμάχισαν":"τεμαχίζω",
"τεμαχισθεί":"τεμαχίζω",
"τεμαχισμένα":"τεμαχισμένος",
"τεμαχισμένη":"τεμαχίζω",
"τεμαχισμένο":"τεμαχίζω",
"τεμαχισμού":"τεμαχισμός",
"τεμαχίων":"τεμάχιο",
"τεμενάδες":"τεμενάς",
"τεμένη":"τέμενος",
"τέμενος":"τέμενος",
"τέμνονται":"τέμνω",
"τεμοζολομίδη":"τεμοζολομίδη",
"τεμπέλης":"τεμπέλης",
"τεμπελιά":"τεμπελιά",
"τεμπέλικη":"τεμπέλικος",
"τέμπερα":"τέμπερα",
"τέμπερες":"τέμπερα",
"τέμπη":"τέμπη",
"τεμπλ":"τεμπλ",
"τέμπλο":"τέμπλο",
"τέμπλων":"τέμπλο",
"τέμπο":"τέμπο",
"τεν":"τεν",
"τεναγη":"τέναγος",
"τενάγη":"τέναγος",
"τενέδου":"τένεδος",
"τενεκεδουπόλεις":"τενεκεδούπολη",
"τενεκές":"τενεκές",
"τενεσί":"τενεσί",
"τένεσι":"τένεσι",
"τενις":"τένις",
"τένις":"τένις",
"τενίστα":"τενίστας",
"τενίστας":"τενίστας",
"τεννές":"τεννές",
"τένοντα":"τένοντας",
"τενοντίτιδα":"τενοντίτιδα",
"τενόρο":"τενόρος",
"τέντα":"τέντα",
"τεν-τεν":"τεν-τεν",
"τέντες":"τέντα",
"τέντζερης":"τέντζερης",
"τέντι-μπόι":"τέντι-μπόι",
"τεντώθηκε":"τεντώνω",
"τεντωμένα":"τεντώνω",
"τεντωμένο":"τεντωμένος",
"τεντώνουν":"τεντώνω",
"τεντώσει":"τεντώνω",
"τεξαπρετ":"τεξαπρετ",
"τεξας":"τεξας",
"τέξας":"τέξας",
"τέξας-ατλάντα":"τέξας-ατλάντα",
"τέομαν":"τέομαν",
"τερακότα":"τερακότα",
"τεράμο":"τεράμο",
"τέραμο":"τέραμο",
"τέρας":"τέρας",
"τεράστια":"τεράστιος",
"τεράστιας":"τεράστιος",
"τεράστιες":"τεράστιος",
"τεράστιο":"τεράστιος",
"τεράστιοι":"τεράστιος",
"τεράστιος":"τεράστιος",
"τεραστίου":"τεράστιος",
"τεράστιου":"τεράστιος",
"τεράστιους":"τεράστιος",
"τεραστίων":"τεράστιος",
"τεράστιων":"τεράστιος",
"τέρατα":"τέρας",
"τερατογένεση":"τερατογένεση",
"τερατογέννησης":"τερατογέννησης",
"τερατολογία":"τερατολογία",
"τέρατος":"τέρας",
"τερατώδεις":"τερατώδης",
"τερατώδες":"τερατώδης",
"τερατώδη":"τερατώδης",
"τερατώδης":"τερατώδης",
"τερατώδους":"τερατώδης",
"τεράτων":"τέρας",
"τεργέστη":"τεργέστη",
"τέρε":"τέρε",
"τερέλ":"τερέλ",
"τέρελ":"τέρελ",
"τερέν":"τερέν",
"τέρενς":"τέρενς",
"τερζής":"τερζής",
"τερζόπουλου":"τερζόπουλου",
"τέρι":"τέρι",
"τερίμ":"τερίμ",
"τερλίτσι":"τερλίτσι",
"τέρμα":"τέρμα",
"τέρματα":"τέρμα",
"τερμάτιζε":"τερματίζω",
"τερματίζει":"τερματίζω",
"τερματίζεται":"τερματίζω",
"τερματίζονται":"τερματίζω",
"τερματίζοντας":"τερματίζω",
"τερματικό":"τερματικός",
"τερματικού":"τερματικός",
"τερματικούς":"τερματικός",
"τερματικών":"τερματικός",
"τερμάτισαν":"τερματίζω",
"τερμάτισε":"τερματίζω",
"τερματίσει":"τερματίζω",
"τερματισθεί":"τερματίζω",
"τερματισθή":"τερματίζω",
"τερματίσθηκε":"τερματίζω",
"τερματισμό":"τερματισμός",
"τερματισμός":"τερματισμός",
"τερματισμού":"τερματισμός",
"τερματίσουμε":"τερματίζω",
"τερματίσουν":"τερματίζω",
"τερματιστεί":"τερματίζω",
"τερματίστηκε":"τερματίζω",
"τέρματος":"τέρμα",
"τερματοφύλακα":"τερματοφύλακας",
"τερματοφύλακας":"τερματοφύλακας",
"τερματοφύλακες":"τερματοφύλακας",
"τερμάτων":"τέρμα",
"τερνα":"τερνα",
"τέρνα":"τέρνα",
"τέρνερ":"τέρνερ",
"τέρπει":"τέρπω",
"τερπνή":"τερπνός",
"τερπνόν":"τερπνός",
"τερρακόττα":"τερρακόττα",
"τερτίπι":"τερτίπι",
"τερτίπια":"τερτίπι",
"τερτσέτη":"τερτσέτης",
"τερψ":"τερψ",
"τέρψη":"τέρψη",
"τερψιθέα":"τερψιθέα",
"τερώ":"τερώ",
"τες":"εγώ",
"τες":"τες",
"τεσινέ":"τεσινέ",
"τεσίνο":"τεσίνο",
"τεσσάρες":"τεσσάρα",
"τέσσαρες":"τέσσαρες",
"τεσσαρων":"τέσσερις",
"τεσσάρων":"τέσσερις",
"τεσσάρων-πέντε":"τεσσάρων-πέντε",
"τεσσερα":"τέσσερις",
"τέσσερα":"τέσσερις",
"τεσσεράμισι":"τεσσερισήμισι",
"τεσσερις":"τέσσερις",
"τέσσερις":"τέσσερις",
"τεστ":"τεστ",
"τεσταρε":"τεστάρω",
"τεστάρει":"τεστάρω",
"τεστέμπασης":"τεστέμπασης",
"τεστίντ":"τεστίντ",
"τεστοστερόνη":"τεστοστερόνη",
"τετ":"τετ",
"τεταμένη":"τεταμένος",
"τεταμένο":"τεταμένος",
"τεταμένων":"τεταμένος",
"τέτανο":"τέτανος",
"τέταρτα":"τέταρτος",
"τεταρτη":"τετάρτη",
"τετάρτη":"τετάρτη",
"τέταρτη":"τέταρτος",
"τέταρτή":"τέταρτος",
"τετάρτη-κυριακή":"τετάρτη-κυριακή",
"τετάρτης":"τετάρτη",
"τέταρτης":"τέταρτος",
"τεταρτο":"τέταρτος",
"τέταρτο":"τέταρτος",
"τέταρτό":"τέταρτος",
"τεταρτοετής":"τεταρτοετής",
"τέταρτοι":"τέταρτος",
"τέταρτον":"τέταρτος",
"τεταρτος":"τέταρτος",
"τέταρτος":"τέταρτος",
"τεταρτου":"τέταρτος",
"τετάρτου":"τέταρτος",
"τέταρτου":"τέταρτος",
"τετ-α-τετ":"τετ-α-τετ",
"τετελεσμένα":"τετελεσμένος",
"τετελεσμένο":"τετελεσμένος",
"τετελεσμένων":"τετελεσμένος",
"τέτη":"τέτη",
"τέτοια":"τέτοιος",
"τέτοιας":"τέτοιος",
"τέτοιες":"τέτοιος",
"τέτοιο":"τέτοιος",
"τέτοιοι":"τέτοιος",
"τέτοιον":"τέτοιος",
"τέτοιος":"τέτοιος",
"τέτοιου":"τέτοιος",
"τέτοιους":"τέτοιος",
"τέτοιων":"τέτοιος",
"τετούλλας":"τετούλλας",
"τετρ":"τετρ",
"τετράγωνα":"τετράγωνος",
"τετράγωνες":"τετράγωνος",
"τετραγωνικά":"τετραγωνικός",
"τετραγωνικό":"τετραγωνικός",
"τετραγωνικού":"τετραγωνικός",
"τετραγωνικών":"τετραγωνικός",
"τετραγωνισμό":"τετραγωνισμός",
"τετράγωνο":"τετράγωνος",
"τετραγώνων":"τετράγωνο",
"τετράδα":"τετράδα",
"τετράδας":"τετράδα",
"τετράδια":"τετράδιο",
"τετράδιο":"τετράδιο",
"τετραδίου":"τετράδιο",
"τετραετές":"τετραετής",
"τετραετή":"τετραετής",
"τετραετία":"τετραετία",
"τετραετίας":"τετραετία",
"τετραετίες":"τετραετία",
"τετραετούς":"τετραετής",
"τετραετών":"τετραετής",
"τετραήμερες":"τετραήμερος",
"τετραήμερη":"τετραήμερος",
"τετραήμερο":"τετραήμερος",
"τετραημέρου":"τετραήμερος",
"τετρακέφαλο":"τετρακέφαλος",
"τετρακίνηση":"τετρακίνηση",
"τετρακίνησης":"τετρακίνηση",
"τετρακοσάρης":"τετρακοσάρης",
"τετρακοσια":"τετρακόσιοι",
"τετρακόσια":"τετρακόσιοι",
"τετρακόσιες":"τετρακόσιοι",
"τετρακυκλίνης":"τετρακυκλίνης",
"τετράκυς":"τετράκυς",
"τετραμελή":"τετραμελής",
"τετραμελής":"τετραμελής",
"τετραμελούς":"τετραμελής",
"τετράμηνη":"τετράμηνος",
"τετράμηνο":"τετράμηνος",
"τετραμήνου":"τετράμηνος",
"τετραπλασιασμός":"τετραπλασιασμός",
"τετραπλασιάστηκαν":"τετραπλασιάζω",
"τετραπλασιάστηκε":"τετραπλασιάζω",
"τετραπλή":"τετραπλός",
"τετραπλό":"τετραπλός",
"τετράποδα":"τετράποδος",
"τετράποδο":"τετράποδος",
"τετράποδοι":"τετράποδος",
"τετράποδους":"τετράποδος",
"τετράστιχα":"τετράστιχος",
"τετράστιχο":"τετράστιχος",
"τετράτομο":"τετράτομος",
"τετράτροχες":"τετράτροχος",
"τετράφωνης":"τετράφωνος",
"τετράχρονη":"τετράχρονος",
"τετράχρονο":"τετράχρονος",
"τετραψήφιο":"τετραψήφιος",
"τετράωρη":"τετράωρος",
"τετράωρης":"τετράωρος",
"τετραώροφο":"τετραώροφος",
"τετριμμένα":"τετριμμένος",
"τετριμμένες":"τετριμμένος",
"τετριμμένη":"τετριμμένος",
"τετριμμένο":"τετριμμένος",
"τετσσαρακονταετία":"τετσσαρακονταετία",
"τεύτλα":"τεύτλο",
"τεύχη":"τεύχος",
"τεύχος":"τεύχος",
"τεύχους":"τεύχος",
"τευχών":"τεύχος",
"τεφαα":"τεφαα",
"τεφααθ":"τεφααθ",
"τέφρα":"τέφρα",
"τέφρας":"τέφρα",
"τεφτέρια":"τεφτέρι",
"τεφφα":"τεφφα",
"τεχ.εταιρια":"τεχ.εταιρια",
"τεχεράνη":"τεχεράνη",
"τεχεράνης":"τεχεράνη",
"τεχν":"τεχν",
"τέχνασμα":"τέχνασμα",
"τεχνάσματα":"τέχνασμα",
"τέχνες":"τέχνη",
"τεχνη":"τέχνη",
"τέχνη":"τέχνη",
"τέχνημα":"τέχνημα",
"τεχνης":"τέχνη",
"τέχνης":"τέχνη",
"τέχνης-gallery":"τέχνης-gallery",
"τεχνητά":"τεχνητά",
"τεχνητά":"τεχνητός",
"τεχνητές":"τεχνητός",
"τεχνητή":"τεχνητός",
"τεχνητής":"τεχνητός",
"τεχνητό":"τεχνητός",
"τεχνητός":"τεχνητός",
"τεχνητού":"τεχνητός",
"τεχνητών":"τεχνητός",
"τεχνικα":"τεχνικός",
"τεχνικά":"τεχνικός",
"τεχνικές":"τεχνικός",
"τεχνικη":"τεχνικός",
"τεχνική":"τεχνικός",
"τεχνικής":"τεχνικός",
"τεχνικό":"τεχνικός",
"τεχνικοεπαγγελματική":"τεχνικοεπαγγελματικός",
"τεχνικοί":"τεχνικός",
"τεχνικο-οικονομικές":"τεχνικο-οικονομικές",
"τεχνικο-οικονομική":"τεχνικο-οικονομική",
"τεχνικοοικονομικής":"τεχνικοοικονομικός",
"τεχνικος":"τεχνικός",
"τεχνικός":"τεχνικός",
"τεχνικου":"τεχνικός",
"τεχνικού":"τεχνικός",
"τεχνικούς":"τεχνικός",
"τεχνικών":"τεχνικός",
"τεχνικώς":"τεχνικά",
"τεχνίτες":"τεχνίτης",
"τεχνίτη":"τεχνίτης",
"τεχνίτης":"τεχνίτης",
"τεχνιτών":"τεχνίτης",
"τεχνογνωσία":"τεχνογνωσία",
"τεχνογνωσίας":"τεχνογνωσία",
"τεχνοδομη":"τεχνοδομή",
"τεχνοδομικη":"τεχνοδομικη",
"τεχνοδομικής":"τεχνοδομικής",
"τεχνοκράτες":"τεχνοκράτης",
"τεχνοκράτη":"τεχνοκράτης",
"τεχνοκράτης":"τεχνοκράτης",
"τεχνοκρατικά":"τεχνοκρατικός",
"τεχνοκρατική":"τεχνοκρατικός",
"τεχνοκρατικής":"τεχνοκρατικός",
"τεχνοκρατικό":"τεχνοκρατικός",
"τεχνολ":"τεχνολ",
"τεχνολογια":"τεχνολογία",
"τεχνολογία":"τεχνολογία",
"τεχνολογιας":"τεχνολογία",
"τεχνολογίας":"τεχνολογία",
"τεχνολογίες":"τεχνολογία",
"τεχνολογικά":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικές":"τεχνολογικός",
"τεχνολογική":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικής":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικό":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικοί":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικός":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικού":"τεχνολογικός",
"τεχνολογικών":"τεχνολογικός",
"τεχνολογιών":"τεχνολογία",
"τεχνολόγοι":"τεχνολόγος",
"τεχνολόγος":"τεχνολόγος",
"τεχνολόγους":"τεχνολόγος",
"τεχνολόγων":"τεχνολόγος",
"τεχνολόγων-γεωτεχνικών":"τεχνολόγων-γεωτεχνικών",
"τεχνοτροπία":"τεχνοτροπία",
"τεχνοτροπίας":"τεχνοτροπία",
"τεχνοτροπίες":"τεχνοτροπία",
"τεχνων":"τέχνη",
"τεχνών":"τέχνη",
"τέως":"τέως",
"τζ.":"τζ.",
"τζαβάρα":"τζαβάρα",
"τζαβάρας":"τζαβάρας",
"τζαβέλας":"τζαβέλας",
"τζαγκά":"τζαγκά",
"τζάγκερ":"τζάγκερ",
"τζάγκουαρ":"τζάγκουαρ",
"τζαε":"τζαε",
"τζαζ":"τζαζ",
"τζαζάροντας":"τζαζάροντας",
"τζαζίρα":"τζαζίρα",
"τζαζίστας":"τζαζίστας",
"τζαζ-μαϊάμι":"τζαζ-μαϊάμι",
"τζάιαντ":"τζάιαντ",
"τζακ":"τζακ",
"τζακάρτα":"τζακάρτα",
"τζάκερ":"τζάκερ",
"τζακι":"τζάκι",
"τζάκι":"τζάκι",
"τζάκια":"τζάκι",
"τζακιού":"τζάκι",
"τζακιών":"τζάκι",
"τζακόπουλο":"τζακόπουλο",
"τζακόπουλος":"τζακόπουλος",
"τζακούζι":"τζακούζι",
"τζακούζια":"τζακούζια",
"τζακποτ":"τζακποτ",
"τζακ-ποτ":"τζακ-ποτ",
"τζακπότ":"τζακπότ",
"τζάκσον":"τζάκσον",
"τζαλαλ":"τζαλαλ",
"τζαλάλ":"τζαλάλ",
"τζαμάικα":"τζαμάικα",
"τζαμάλ":"τζαμάλ",
"τζαμαλούκα":"τζαμαλούκα",
"τζαμαρία":"τζαμαρία",
"τζαμαρίες":"τζαμαρία",
"τζαμαριουδάκη":"τζαμαριουδάκη",
"τζαμί":"τζαμί",
"τζάμι":"τζάμι",
"τζαμιά":"τζαμί",
"τζάμια":"τζάμι",
"τζαμιού":"τζάμι",
"τζαμιών":"τζάμι",
"τζάμπα":"τζάμπα",
"τζαμπαζη*":"τζαμπαζη*",
"τζαμπίρ":"τζαμπίρ",
"τζαμπο":"τζάμπο",
"τζαμπούρα":"τζαμπούρα",
"τζαμπρότα":"τζαμπρότα",
"τζαμπ-σουτ":"τζαμπ-σουτ",
"τζανακούλης":"τζανακούλης",
"τζανάτα":"τζανάτα",
"τζανατί":"τζανατί",
"τζανέιρο":"τζανέιρο",
"τζάνετ":"τζάνετ",
"τζανετάκης":"τζανετάκης",
"τζανετάκος":"τζανετάκος",
"τζανέτος":"τζανέτος",
"τζάνη":"τζάνη",
"τζανι":"τζανι",
"τζάνι":"τζάνι",
"τζανίκο":"τζανίκο",
"τζανκέτα":"τζανκέτα",
"τζαννέτος":"τζαννέτος",
"τζάννη":"τζάννη",
"τζάννης":"τζάννης",
"τζανφράνκο":"τζανφράνκο",
"τζάσπερ":"τζάσπερ",
"τζάστιν":"τζάστιν",
"τζατζίκι":"τζατζίκι",
"τζαφάρι":"τζαφάρι",
"τζάφνα":"τζάφνα",
"τζάχερ":"τζάχερ",
"τζαχίλη":"τζαχίλη",
"τζεβελέκης":"τζεβελέκης",
"τζέι":"τζέι",
"τζέιμι":"τζέιμι",
"τζειμς":"τζειμς",
"τζεϊμς":"τζεϊμς",
"τζέιμς":"τζέιμς",
"τζέιμσον":"τζέιμσον",
"τζέιν":"τζέιν",
"τζέκιλ":"τζέκιλ",
"τζελ":"τζελ",
"τζελλίλη":"τζελλίλη",
"τζέλο":"τζέλο",
"τζελούλε":"τζελούλε",
"τζέμος":"τζέμος",
"τζέμου":"τζέμου",
"τζεμπ":"τζεμπ",
"τζενάμο":"τζενάμο",
"τζέναμο":"τζέναμο",
"τζένας":"τζένας",
"τζένεραλ":"τζένεραλ",
"τζενεράλε":"τζενεράλε",
"τζένη":"τζένη",
"τζένης":"τζένη",
"τζενίδου":"τζενίδου",
"τζένικ":"τζένικ",
"τζένιφερ":"τζένιφερ",
"τζενκινς":"τζενκινς",
"τζένκινς":"τζένκινς",
"τζεντίλε":"τζεντίλε",
"τζεοβάνι":"τζεοβάνι",
"τζεογκράφικ":"τζεογκράφικ",
"τζέραρντ":"τζέραρντ",
"τζερεμάια":"τζερεμάια",
"τζέρεμι":"τζέρεμι",
"τζερι":"τζερι",
"τζέρι":"τζέρι",
"τζερμολούκ":"τζερμολούκ",
"τζέρναλ":"τζέρναλ",
"τζερολίμο":"τζερολίμο",
"τζερόμ":"τζερόμ",
"τζέρσεϊ":"τζέρσεϊ",
"τζέρσι":"τζέρσι",
"τζέσε":"τζέσε",
"τζετ":"τζετ",
"τζεφ":"τζεφ",
"τζέφερσον":"τζέφερσον",
"τζέφορντς":"τζέφορντς",
"τζέφρεϊ":"τζέφρεϊ",
"τζέφρι":"τζέφρι",
"τζήκας":"τζήκας",
"τζημογιάννης":"τζημογιάννης",
"τζημοράγκα":"τζημοράγκα",
"τζήμου":"τζήμου",
"τζιάκοπο":"τζιάκοπο",
"τζιάλλας":"τζιάλλας",
"τζιαλορόσι":"τζιαλορόσι",
"τζιαν":"τζιαν",
"τζιάνι":"τζιάνι",
"τζιανίνι":"τζιανίνι",
"τζιανπάολο":"τζιανπάολο",
"τζιαφέτταν":"τζιαφέτταν",
"τζιαφεττας":"τζιαφεττας",
"τζιγεροσαρμάς":"τζιγεροσαρμάς",
"τζιλ":"τζιλ",
"τζιλαρντίνο":"τζιλαρντίνο",
"τζιλιγχαμ":"τζιλιγχαμ",
"τζιμ":"τζιμ",
"τζίμι":"τζίμι",
"τζιμούρτος":"τζιμούρτος",
"τζιμούτος":"τζιμούτος",
"τζιμπουρ":"τζιμπουρ",
"τζιμπούρ":"τζιμπούρ",
"τζιν":"τζιν",
"τζίνα":"τζίνα",
"τζίνο":"τζίνο",
"τζινόμπιλι":"τζινόμπιλι",
"τζινς":"τζινς",
"τζινσενοσίδες":"τζινσενοσίδες",
"τζιόλα":"τζιόλα",
"τζιόλας":"τζιόλας",
"τζιόλης":"τζιόλης",
"τζιομπανίδη":"τζιομπανίδη",
"τζίου":"τζίου",
"τζιουζέπε":"τζιουζέπε",
"τζιπ":"τζιπ",
"τζιρακιαν":"τζιρακιαν",
"τζίρο":"τζίρος",
"τζιρόνα":"τζιρόνα",
"τζιρόνα-αλικάντε":"τζιρόνα-αλικάντε",
"τζίρος":"τζίρος",
"τζίρου":"τζίρος",
"τζίρους":"τζίρος",
"τζιτζίλης":"τζιτζίλης",
"τζίτζιος":"τζίτζιος",
"τζίφρα":"τζίφρα",
"τζιχάντ":"τζιχάντ",
"τζιώκας":"τζιώκας",
"τζιώλα":"τζιώλα",
"τζιώλας":"τζιώλας",
"τζιωλης":"τζιωλης",
"τζιωρτζιόπουλος":"τζιωρτζιόπουλος",
"τζιώτζης":"τζιώτζης",
"τζο":"τζο",
"τζόαν":"τζόαν",
"τζοβάνι":"τζοβάνι",
"τζογαδόρος":"τζογαδόρος",
"τζογαδόρου":"τζογαδόρος",
"τζογάρουν":"τζογάρω",
"τζόγκινγκ":"τζόγκινγκ",
"τζογλου":"τζογλου",
"τζόγο":"τζόγος",
"τζόγος":"τζόγος",
"τζόγου":"τζόγος",
"τζόζεφ":"τζόζεφ",
"τζοκερ":"τζοκερ",
"τζόκερ":"τζόκερ",
"τζόκο":"τζόκο",
"τζόμπς":"τζόμπς",
"τζον":"τζον",
"τζόναθαμ":"τζόναθαμ",
"τζόναθαν":"τζόναθαν",
"τζόναταν":"τζόναταν",
"τζόνοθαν":"τζόνοθαν",
"τζόνσον":"τζόνσον",
"τζόνσον-σιρλέαφ":"τζόνσον-σιρλέαφ",
"τζονστον":"τζονστον",
"τζόνστον":"τζόνστον",
"τζόουνς":"τζόουνς",
"τζόρνταν":"τζόρνταν",
"τζόρντι":"τζόρντι",
"τζορούμ":"τζορούμ",
"τζορτζ":"τζορτζ",
"τζόρτζεβιτς":"τζόρτζεβιτς",
"τζος":"τζος",
"τζότζεφ":"τζότζεφ",
"τζούβανος":"τζούβανος",
"τζουβάρας":"τζουβάρας",
"τζουβελέκη":"τζουβελέκη",
"τζουγανάκης":"τζουγανάκης",
"τζουγκάνοβιτς":"τζουγκάνοβιτς",
"τζούισον":"τζούισον",
"τζούλι":"τζούλι",
"τζούλια":"τζούλια",
"τζουλιάνο":"τζουλιάνο",
"τζούλιαρντ":"τζούλιαρντ",
"τζουλιο":"τζουλιο",
"τζούλιο":"τζούλιο",
"τζούμα":"τζούμα",
"τζουμάκα":"τζουμάκας",
"τζουμάκας":"τζουμάκας",
"τζουμέρκων":"τζουμέρκα",
"τζουμχουριέτ":"τζουμχουριέτ",
"τζούνιορ":"τζούνιορ",
"τζούντι":"τζούντι",
"τζούρα":"τζούρα",
"τζούριτς":"τζούριτς",
"τζωάννος":"τζωάννος",
"τζωρτζ":"τζωρτζ",
"τζωρτζάτος":"τζωρτζάτος",
"τζωρτζάτου":"τζωρτζάτος",
"τζώρτζης":"τζώρτζης",
"τζώρτζογλου":"τζώρτζογλου",
"τζώτζης":"τζώτζης",
"τη":"εγώ",
"τη":"ο",
"τήβεννο":"τήβεννος",
"τηγανητά":"τηγανητός",
"τηγανητές":"τηγανητός",
"τηγανητή":"τηγανητός",
"τηγανητό":"τηγανητός",
"τηγάνι":"τηγάνι",
"τηγάνια":"τηγάνι",
"τηγανιά":"τηγανιά",
"τηγανίζονται":"τηγανίζω",
"τηγανίζουμε":"τηγανίζω",
"τηγάνισμα":"τηγάνισμα",
"τηγανισμένες":"τηγανίζω",
"τηγανισμένη":"τηγανίζω",
"τηγανίτες":"τηγανίτα",
"τήδε":"τήδε",
"τηλ":"τηλ",
"τηλ.":"τηλ.",
"τήλας":"τήλας",
"τηλε":"τηλε",
"τηλεαγορά":"τηλεαγορά",
"τηλε-αγορά":"τηλε-αγορά",
"τηλε-αστυ":"τηλε-αστυ",
"τηλεβαρόμετρα":"τηλεβαρόμετρο",
"τηλεγράφημα":"τηλεγράφημα",
"τηλεγράφημά":"τηλεγράφημα",
"τηλεγραφήματα":"τηλεγράφημα",
"τηλεγραφικό":"τηλεγραφικός",
"τηλεγραφικός":"τηλεγραφικός",
"τηλέγραφο":"τηλέγραφος",
"τηλεδιασκέψεις":"τηλεδιάσκεψη",
"τηλεδιάσκεψη":"τηλεδιάσκεψη",
"τηλεδιάσκεψης":"τηλεδιάσκεψη",
"τηλε-εκπαίδευσης":"τηλε-εκπαίδευσης",
"τηλε-εργασία":"τηλε-εργασία",
"τηλε-εργασίας":"τηλε-εργασίας",
"τηλεευαγγελιστή":"τηλεευαγγελιστής",
"τηλεθεάματος":"τηλεθεάματος",
"τηλεθεάσεις":"τηλεθέαση",
"τηλεθέαση":"τηλεθέαση",
"τηλεθέασης":"τηλεθέαση",
"τηλεθεατές":"τηλεθεατής",
"τηλεθεατή":"τηλεθεατής",
"τηλεθεατής":"τηλεθεατής",
"τηλεθεατών":"τηλεθεατής",
"τηλεθέρμανση":"τηλεθέρμανση",
"τηλεθέρμανσης":"τηλεθέρμανση",
"τηλεϊατρεία":"τηλειατρεία",
"τηλε-ιατρική":"τηλε-ιατρική",
"τηλεϊατρικής":"τηλεϊατρική",
"τηλε-κακοκαιρίας":"τηλε-κακοκαιρίας",
"τηλεκάρτα":"τηλεκάρτα",
"τηλεκάρτες":"τηλεκάρτα",
"τηλεκατευθυνόμενα":"τηλεκατευθυνόμενος",
"τηλεκατευθυνόμενο":"τηλεκατευθυνόμενος",
"τηλεκοντρόλ":"τηλεκοντρόλ",
"τηλεμαραθώνιος":"τηλεμαραθώνιος",
"τηλεμάρκετιγκ":"τηλεμάρκετιγκ",
"τηλέμαχου":"τηλέμαχος",
"τηλεμετρία":"τηλεμετρία",
"τηλεοπτικά":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικές":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικη":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτική":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικής":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικό":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικοί":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικοποιούν":"τηλεοπτικοποιώ",
"τηλεοπτικός":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικού":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικούς":"τηλεοπτικός",
"τηλεοπτικών":"τηλεοπτικός",
"τηλεοράσεις":"τηλεόραση",
"τηλεοράσεων":"τηλεόραση",
"τηλεοράσεως":"τηλεόραση",
"τηλεοραση":"τηλεόραση",
"τηλεόραση":"τηλεόραση",
"τηλεόρασή":"τηλεόραση",
"τηλεορασης":"τηλεόραση",
"τηλεόρασης":"τηλεόραση",
"τηλεπαθητικές":"τηλεπαθητικός",
"τηλεπαιχνίδι":"τηλεπαιχνίδι",
"τηλεπαράθυρα":"τηλεπαράθυρο",
"τηλεπαρουσιαστής":"τηλεπαρουσιαστής",
"τηλεπαρουσιαστής-βεντέτα":"τηλεπαρουσιαστής-βεντέτα",
"τηλεπαρουσιάστρια":"τηλεπαρουσιάστρια",
"τηλεπαρουσιάστριας":"τηλεπαρουσιάστρια",
"τηλεπαρουσιαστών":"τηλεπαρουσιαστής",
"τηλεπικοινωνιακά":"τηλεπικοινωνιακός",
"τηλεπικοινωνιακή":"τηλεπικοινωνιακός",
"τηλεπικοινωνιακό":"τηλεπικοινωνιακός",
"τηλεπικοινωνιακού":"τηλεπικοινωνιακός",
"τηλεπικοινωνιακών":"τηλεπικοινωνιακός",
"τηλεπικοινωνίας":"τηλεπικοινωνία",
"τηλεπικοινωνιες":"τηλεπικοινωνία",
"τηλεπικοινωνίες":"τηλεπικοινωνία",
"τηλεπικοινωνιων":"τηλεπικοινωνία",
"τηλεπικοινωνιών":"τηλεπικοινωνία",
"τηλεπισκόπηση":"τηλεπισκόπηση",
"τηλεσκόπια":"τηλεσκόπιο",
"τηλεσκόπιο":"τηλεσκόπιο",
"τηλεσκοπίου":"τηλεσκόπιο",
"τηλεταινίες":"τηλεταινία",
"τηλετυπος":"τηλέτυπος",
"τηλέτυπος":"τηλέτυπος",
"τηλεφακό":"τηλεφακός",
"τηλέφωνα":"τηλέφωνο",
"τηλέφωνά":"τηλέφωνο",
"τηλεφωνεί":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνείς":"τηλεφωνώ",
"τηλεφώνημα":"τηλεφώνημα",
"τηλεφώνημά":"τηλεφώνημα",
"τηλεφωνήματα":"τηλεφώνημα",
"τηλεφωνημάτων":"τηλεφώνημα",
"τηλεφώνησα":"τηλεφωνώ",
"τηλεφώνησαν":"τηλεφωνώ",
"τηλεφώνησε":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνήσει":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνήσεις":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνήσουν":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνήσω":"τηλεφωνώ",
"τηλεφωνητή":"τηλεφωνητής",
"τηλεφωνια":"τηλεφωνία",
"τηλεφωνία":"τηλεφωνία",
"τηλεφωνίας":"τηλεφωνία",
"τηλεφωνικά":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικές":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνική":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικής":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικό":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικοί":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικός":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικού":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικούς":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικών":"τηλεφωνικός",
"τηλεφωνικώς":"τηλεφωνικά",
"τηλέφωνο":"τηλέφωνο",
"τηλέφωνό":"τηλέφωνο",
"τηλεφώνου":"τηλέφωνο",
"τηλεφωνούν":"τηλεφωνώ",
"τηλεφώνων":"τηλέφωνο",
"τηλεχειρισμό":"τηλεχειρισμός",
"τηλεχειρισμός":"τηλεχειρισμός",
"τηλεχειρισμού":"τηλεχειρισμός",
"τηλεχειριστήριο":"τηλεχειριστήριο",
"τηλοψίας":"τηλοψία",
"τημμυ":"τημμυ",
"την":"εγώ",
"την":"ο",
"τήνος":"τήνος",
"τήνου":"τήνος",
"τήξη":"τήξη",
"τήξης":"τήξη",
"τηράου":"τηράου",
"τηρεί":"τηρώ",
"τηρείς":"τηρώ",
"τηρείται":"τηρώ",
"τηρείτε":"τηρώ",
"τηρηθεί":"τηρώ",
"τηρήθηκαν":"τηρώ",
"τηρήθηκε":"τηρώ",
"τηρηθούν":"τηρώ",
"τηρήσαμε":"τηρώ",
"τήρησαν":"τηρώ",
"τήρησε":"τηρώ",
"τηρήσει":"τηρώ",
"τήρηση":"τήρηση",
"τήρησης":"τήρηση",
"τηρήσουμε":"τηρώ",
"τηρήσουν":"τηρώ",
"τηρούμε":"τηρώ",
"τηρουμένης":"τηρούμενος",
"τηρουμενων":"τηρούμενος",
"τηρουμένων":"τηρούμενος",
"τηρούν":"τηρώ",
"τηρούνται":"τηρώ",
"τηρούνταν":"τηρώ",
"τηρούσαν":"τηρώ",
"τηρούσε":"τηρώ",
"τηρώντας":"τηρώ",
"της":"εγώ",
"της":"μου",
"της":"ο",
"τής":"τής",
"τήχθηκε":"τήχθηκε",
"τι":"τι",
"'τι":"'τι",
"τί":"τί",
"τιάγκο":"τιάγκο",
"τιβέριο":"τιβέριος",
"τιγγιλίδου":"τιγγιλίδου",
"τιγκ":"τιγκ",
"τίγρεις":"τίγρη",
"τίγρεως":"τίγρη",
"τίγρη":"τίγρης",
"τίγρης":"τίγρης",
"τιδήποτε":"τιδήποτε",
"τιερί":"τιερί",
"τιζί":"τιζί",
"τιθασευμένη":"τιθασευμένος",
"τιθασεύσει":"τιθασεύω",
"τιθάσευση":"τιθάσευση",
"τιθασεύσουν":"τιθασεύω",
"τιθασευτούν":"τιθασεύω",
"τίθεμαι":"θέτω",
"τιθέμενη":"τιθέμενος",
"τίθενται":"θέτω",
"τίθεται":"θέτω",
"τικ":"τικ",
"τικα":"τικα",
"τιλέλη":"τιλέλη",
"τιλιγκούλ":"τιλιγκούλ",
"τιμ":"τιμ",
"τιμά":"τιμώ",
"τιμάει":"τιμάει",
"τιμάμε":"τιμώ",
"τιμαμόπουλος":"τιμαμόπουλος",
"τιμάριθμο":"τιμάριθμος",
"τιμάριθμος":"τιμάριθμος",
"τιμάς":"τιμώ",
"τιμάται":"τιμώ",
"τιμερμάνις":"τιμερμάνις",
"τιμες":"τιμή",
"τιμές":"τιμή",
"τιμη":"τιμή",
"τιμή":"τιμή",
"τίμη":"τίμη",
"τιμηθεί":"τιμώ",
"τιμήθηκαν":"τιμώ",
"τιμήθηκε":"τιμώ",
"τιμηθούν":"τιμώ",
"τίμημα":"τίμημα",
"τιμήματος":"τίμημα",
"τιμημένες":"τιμημένος",
"τιμημένη":"τιμώ",
"τιμημένης":"τιμημένος",
"τιμημένο":"τιμημένος",
"τιμημένος":"τιμημένος",
"τιμημένους":"τιμώ",
"τιμην":"τιμή",
"τιμήν":"τιμή",
"τιμής":"τιμή",
"τίμησαν":"τιμώ",
"τιμήσατε":"τιμώ",
"τίμησε":"τιμώ",
"τιμήσει":"τιμώ",
"τιμήσουμε":"τιμώ",
"τιμήσουν":"τιμώ",
"τιμήσω":"τιμώ",
"τιμητές":"τιμητής",
"τιμητή":"τιμητής",
"τιμητικά":"τιμητικός",
"τιμητικά":"τιμητικώς",
"τιμητικές":"τιμητικός",
"τιμητική":"τιμητικός",
"τιμητικής":"τιμητικός",
"τιμητικό":"τιμητικός",
"τιμητικού":"τιμητικός",
"τιμητικών":"τιμητικός",
"τίμια":"τίμιος",
"τίμια":"τιμίως",
"τίμιας":"τίμιος",
"τίμιες":"τίμιος",
"τίμιο":"τίμιος",
"τίμιοι":"τίμιος",
"τίμιος":"τίμιος",
"τιμιότατου":"τίμιος",
"τιμιότητα":"τιμιότητα",
"τιμιότητά":"τιμιότητα",
"τιμιότητας":"τιμιότητα",
"τιμίων":"τίμιος",
"τίμοθι":"τίμοθι",
"τιμοκατάλογο":"τιμοκατάλογος",
"τιμοκατάλογοι":"τιμοκατάλογος",
"τιμοκατάλογος":"τιμοκατάλογος",
"τιμοκαταλόγου":"τιμοκατάλογος",
"τιμοκαταλόγους":"τιμοκατάλογος",
"τιμοκαταλόγων":"τιμοκατάλογος",
"τιμοληψίες":"τιμοληψία",
"τιμολόγηση":"τιμολόγηση",
"τιμολόγησης":"τιμολόγηση",
"τιμολόγησής":"τιμολόγηση",
"τιμολόγια":"τιμολόγιο",
"τιμολόγιά":"τιμολόγιο",
"τιμολογιακά":"τιμολογιακός",
"τιμολογιακή":"τιμολογιακός",
"τιμολογιακής":"τιμολογιακός",
"τιμολογιακού":"τιμολογιακός",
"τιμολόγιο":"τιμολόγιο",
"τιμολογίου":"τιμολόγιο",
"τιμολογίων":"τιμολόγιο",
"τιμολογούμε":"τιμολογώ",
"τιμόνι":"τιμόνι",
"τιμονιού":"τιμόνι",
"τιμόρ":"τιμόρ",
"τιμοριανού":"τιμοριανού",
"τιμοσένκο":"τιμοσένκο",
"τιμούμε":"τιμώ",
"τιμούν":"τιμώ",
"τιμούρ":"τιμούρ",
"τιμούσε":"τιμώ",
"τιμπάλες":"τιμπάλες",
"τίμπεργουλφς":"τίμπεργουλφς",
"τιμσίστεμ":"τιμσίστεμ",
"τίμσιστεμ":"τίμσιστεμ",
ιμσίστεμ8-71032":"τιμσίστεμ8-71032",
"τιμώ":"τιμώ",
"τιμώμενα":"τιμώμενος",
"τιμώμενη":"τιμώμενος",
"τιμώμενο":"τιμώμενος",
"τιμώμενος":"τιμώμενος",
"τιμώμενου":"τιμώμενος",
"τιμώμενους":"τιμώμενος",
"τιμών":"τιμή",
"τιμώνται":"τιμώ",
"τιμώντας":"τιμώ",
"τιμωρεί":"τιμωρώ",
"τιμωρείται":"τιμωρώ",
"τιμωρηθεί":"τιμωρώ",
"τιμωρήθηκαν":"τιμωρώ",
"τιμωρήθηκε":"τιμωρώ",
"τιμωρηθούν":"τιμωρώ",
"τιμωρημένο":"τιμωρημένος",
"τιμωρημένοι":"τιμωρώ",
"τιμωρημένος":"τιμωρημένος",
"τιμώρησαν":"τιμωρώ",
"τιμώρησε":"τιμωρώ",
"τιμωρήσει":"τιμωρώ",
"τιμωρήσουν":"τιμωρώ",
"τιμωρητική":"τιμωρητικός",
"τιμωρια":"τιμωρία",
"τιμωρία":"τιμωρία",
"τιμωρίας":"τιμωρία",
"τιμωρίες":"τιμωρία",
"τιμωριών":"τιμωρία",
"τιμωρός":"τιμωρός",
"τιμωρού":"τιμωρός",
"τιμωρούμε":"τιμωρώ",
"τιμωρούν":"τιμωρώ",
"τιμωρούνται":"τιμωρώ",
"τιμωρούσε":"τιμωρώ",
"τιμωρών":"τιμωρός",
"τιμωρώντας":"τιμωρώ",
"τιν":"τιν",
"τινά":"τίνος",
"τίναγμα":"τίναγμα",
"τίναζαν":"τινάζω",
"τινάζανε":"τινάζω",
"τίναζε":"τινάζω",
"τινάζει":"τινάζω",
"τινάζεσαι":"τινάζω",
"τινάζεται":"τινάζω",
"τινάζονται":"τινάζω",
"τινάζοντας":"τινάζω",
"τιναζόταν":"τινάζω",
"τινάζουν":"τινάζω",
"τίναξαν":"τινάζω",
"τίναξε":"τινάζω",
"τινάξει":"τινάζω",
"τινάξουν":"τινάζω",
"τίνας":"τίνα",
"τιναχθεί":"τινάζω",
"τινάχθηκαν":"τινάζω",
"τινάχθηκε":"τινάζω",
"τιναχτεί":"τινάζω",
"τιναχτούν":"τινάζω",
"τινός":"τινός",
"τίνος":"τίνος",
"τίποτ'":"τίποτ''",
"τίποτα":"τίποτα",
"τίποτε":"τίποτα",
"τιποτένιο":"τιποτένιος",
"τιποτένιος":"τιποτένιος",
"τιποτένιους":"τιποτένιος",
"τιρανα":"τίρανα",
"τίρανα":"τίρανα",
"τιράνων":"τίρανα",
"τίρι":"τίρι",
"τίρναβο":"τίρναβος",
"τιρνάβου":"τίρναβος",
"τίρναν":"τίρναν",
"τιρολ":"τιρολ",
"τιρόλ":"τιρόλ",
"τις":"εγώ",
"τις":"ο",
"'τις":"'τις",
ις11":"τις11",
"τιταν":"τιταν",
"τιτάν":"τιτάν",
"τιτάνες":"τιτάνας",
"τιτανια":"τιτάνιος",
"τιτάνια":"τιτάνιος",
"τιτάνιας":"τιτάνιος",
"τιτανικό":"τιτανικός",
"τιτανικος":"τιτανικός",
"τιτανίου":"τιτάνιος",
"τιτάνιους":"τιτάνιος",
"τιτανομαχίες":"τιτανομαχία",
"τίτλο":"τίτλος",
"τίτλοι":"τίτλος",
"τιτλοποιήσεις":"τιτλοποίηση",
"τιτλοποίησης":"τιτλοποίηση",
"τίτλος":"τίτλος",
"τίτλου":"τίτλος",
"τίτλους":"τίτλος",
"τιτλοφορεί":"τιτλοφορώ",
"τιτλοφορείται":"τιτλοφορώ",
"τιτλοφορηθεί":"τιτλοφορώ",
"τιτλοφόρησε":"τιτλοφορώ",
"τίτλων":"τίτλος",
"τιτμαγιερ":"τιτμαγιερ",
"τιτμάγιερ":"τιτμάγιερ",
"τίτο":"τίτος",
"τιτοϊκό":"τιτοϊκό",
"τιτοκη":"τιτοκη",
"τιφλίδας":"τιφλίδα",
"τιφόζι":"τιφόζι",
"τιφτιξόγλου":"τιφτιξόγλου",
"τκμ":"τκμ",
"τλας":"τλας",
"τλί":"τλί",
"τ'μέρα":"τ'μέρα",
"τμημα":"τμήμα",
"τμήμα":"τμήμα",
"τμήμα-διεύθυνση":"τμήμα-διεύθυνση",
"τμηματα":"τμήμα",
"τμήματα":"τμήμα",
"τμήματά":"τμήμα",
"τμηματικά":"τμηματικά",
"τμηματος":"τμήμα",
"τμήματος":"τμήμα",
"τμήματός":"τμήμα",
"τμημάτων":"τμήμα",
"το":"εγώ",
"το":"ο",
"'το":"'το",
"τό":"τό",
ο1983":"το1983",
"τογκα":"τογκα",
"τόι":"τόι",
"τοιαύτα":"τοιούτος",
"τοιαύτην":"τοιούτος",
"τοιούτοι":"τοιούτος",
"τοις":"τοις",
"τοιχιου":"τοιχίο",
"τοίχο":"τοίχος",
"τοιχογραφία":"τοιχογραφία",
"τοιχογραφίες":"τοιχογραφία",
"τοιχογραφιών":"τοιχογραφία",
"τοίχοι":"τοίχος",
"τοιχοκόλλησε":"τοιχοκολλώ",
"τοίχος":"τοίχος",
"τοίχου":"τοίχος",
"τοίχους":"τοίχος",
"τοίχωμα":"τοίχωμα",
"τοιχώματα":"τοίχωμα",
"τοιχώματος":"τοίχωμα",
"τοιχωμάτων":"τοίχωμα",
"τοίχων":"τοίχος",
"τοκ":"τοκ",
"τοκαμάνης":"τοκαμάνης",
"τόκελι":"τόκελι",
"τοκετό":"τοκετός",
"τοκετός":"τοκετός",
"τοκετού":"τοκετός",
"τοκίζεται":"τοκίζω",
"τόκιο":"τόκιο",
"τόκο":"τόκος",
"τοκογλυφία":"τοκογλυφία",
"τοκογλυφίας":"τοκογλυφία",
"τοκογλύφο":"τοκογλύφος",
"τοκογλύφοι":"τοκογλύφος",
"τοκογλύφους":"τοκογλύφος",
"τόκοι":"τόκος",
"τοκομεριδίου":"τοκομερίδιο",
"τόκος":"τόκος",
"τόκου":"τόκος",
"τόκους":"τόκος",
"τοκοφόρες":"τοκοφόρες",
"τοκοχρεωλυτικές":"τοκοχρεωλυτικός",
"τοκοχρεωλυτική":"τοκοχρεωλυτικός",
"τόκων":"τόκος",
"τολ":"τολ",
"τολέντο":"τολέντο",
"τόλης":"τόλης",
"τολιτριαζόλες":"τολιτριαζόλες",
"τολιτριαζολών":"τολιτριαζολών",
"τόλλιος":"τόλλιος",
"τολμά":"τολμώ",
"τολμάει":"τολμώ",
"τολμάμε":"τολμώ",
"τολμάς":"τολμώ",
"τολμάτε":"τολμώ",
"τόλμη":"τόλμη",
"τόλμημα":"τόλμημα",
"τολμήματα":"τόλμημα",
"τολμηρά":"τολμηρός",
"τολμηρές":"τολμηρός",
"τολμηρή":"τολμηρός",
"τολμηρής":"τολμηρός",
"τολμηρό":"τολμηρός",
"τολμηροί":"τολμηρός",
"τολμηρός":"τολμηρός",
"τολμηρότητά":"τολμηρότητα",
"τολμηρούς":"τολμηρός",
"τολμηρών":"τολμηρός",
"τόλμης":"τόλμη",
"τολμήσαμε":"τολμώ",
"τόλμησαν":"τολμώ",
"τολμήσατε":"τολμώ",
"τόλμησε":"τολμώ",
"τολμήσει":"τολμώ",
"τολμήσεις":"τολμώ",
"τολμήσετε":"τολμώ",
"τολμήσουμε":"τολμώ",
"τολμήσουν":"τολμώ",
"τολμήστε":"τολμώ",
"τολμήσω":"τολμώ",
"τολμούμε":"τολμώ",
"τολμούν":"τολμώ",
"τολμούσα":"τολμώ",
"τολμούσαμε":"τολμώ",
"τολμούσαν":"τολμώ",
"τολμούσε":"τολμώ",
"τολμούσες":"τολμώ",
"τολμώ":"τολμώ",
"τολμώντας":"τολμώ",
"τολστόι":"τολστόι",
"τομ":"τομ",
"τομά":"τομά",
"τόμαν":"τόμαν",
"τομαράς":"τομαράς",
"τομάρι":"τομάρι",
"τομάς":"τομάς",
"τόμας":"τόμας",
"τομάσεβιτς":"τομάσεβιτς",
"τόμασον":"τόμασον",
"τομάτα":"τομάτα",
"τομάτας":"τομάτα",
"τοματοπολτό":"τοματοπολτός",
"τομεα":"τομέας",
"τομέα":"τομέας",
"τομεακές":"τομεακός",
"τομεακή":"τομεακός",
"τομεακού":"τομεακός",
"τομεαρχες":"τομεάρχης",
"τομεάρχες":"τομεάρχης",
"τομεάρχη":"τομεάρχης",
"τομεάρχης":"τομεάρχης",
"τομεάρχισσα":"τομεάρχισσα",
"τομεαρχών":"τομεάρχης",
"τομεας":"τομέας",
"τομέας":"τομέας",
"τομείς":"τομέας",
"τομείς-φωτιά":"τομείς-φωτιά",
"τομέρ":"τομέρ",
"τομές":"τομή",
"τομέων":"τομέας",
"τομζάνοβιτς":"τομζάνοβιτς",
"τομή":"τομή",
"τομής":"τομή",
"τόμι":"τόμι",
"τομίδη":"τομίδη",
"τομίδια":"τομίδιο",
"τόμιτς":"τόμιτς",
"τόμο":"τόμος",
"τομογραφία":"τομογραφία",
"τομογραφίες":"τομογραφία",
"τομογράφο":"τομογράφος",
"τομογράφος":"τομογράφος",
"τομογράφου":"τομογράφος",
"τομογράφους":"τομογράφος",
"τόμοι":"τόμος",
"τόμος":"τόμος",
"τόμου":"τόμος",
"τόμους":"τόμος",
"τόμπι":"τόμπι",
"τομπουλίδης":"τομπουλίδης",
"τομπρουκ":"τομπρουκ",
"τομπς":"τομπς",
"τόμπσον":"τόμπσον",
"τόμσον":"τόμσον",
"τομών":"τομή",
"τόμων":"τόμος",
"τον":"εγώ",
"τον":"ο",
"τονέλ":"τονέλ",
"τόνι":"τόνι",
"τονια":"τονια",
"τόνια":"τόνια",
"τόνιας":"τόνιας",
"τόνιζαν":"τονίζω",
"τόνιζε":"τονίζω",
"τονιζει":"τονίζω",
"τονίζει":"τονίζω",
"τονίζεται":"τονίζω",
"τονίζετε":"τονίζω",
"τονίζονται":"τονίζω",
"τονίζοντας":"τονίζω",
"τονίζοντάς":"τονίζω",
"τονιζόταν":"τονίζω",
"τονίζουν":"τονίζω",
"τονίζω":"τονίζω",
"τονικά":"τονικός",
"τονική":"τονικός",
"τονικό":"τονικός",
"τονικού":"τονικός",
"τονικών":"τονικός",
"τονίσαμε":"τονίζω",
"τόνισαν":"τονίζω",
"τονίσε":"τονίζω",
"τόνισε":"τονίζω",
"τόνισε-αύξησης":"τόνισε-αύξησης",
"τονίσει":"τονίζω",
"τονισθεί":"τονίζω",
"τονίσθηκε":"τονίζω",
"τονισμένα":"τονισμένος",
"τονισμένη":"τονισμένος",
"τονισμένων":"τονισμένος",
"τονισμό":"τονισμός",
"τονίσουμε":"τονίζω",
"τονίσουν":"τονίζω",
"τονιστεί":"τονίζω",
"τονίστηκε":"τονίζω",
"τονίσω":"τονίζω",
"τονκά":"τονκά",
"τόνο":"τόνος",
"τονοι":"τόνος",
"τόνοι":"τόνος",
"τονολακέρδα":"τονολακέρδα",
"τόνος":"τόνος",
"τόνου":"τόνος",
"τονους":"τόνος",
"τόνους":"τόνος",
"τοντ":"τοντ",
"τόντη":"τόντη",
"τοντούπ":"τοντούπ",
"τονωθεί":"τονώνω",
"τονωθείτε":"τονώνω",
"τόνων":"τόνος",
"τόνων'":"τόνων'",
"τονώνει":"τονώνω",
"τονώνοντας":"τονώνω",
"τονώνουν":"τονώνω",
"τόνωσε":"τονώνω",
"τονώσει":"τονώνω",
"τόνωση":"τόνωση",
"τόνωσης":"τόνωση",
"τονώσουμε":"τονώνω",
"τονώσουν":"τονώνω",
"τονωτικές":"τονωτικός",
"τονωτική":"τονωτικός",
"τονωτικό":"τονωτικός",
"τόξα":"τόξο",
"τόξερα":"τόξερα",
"τοξικά":"τοξικός",
"τοξικές":"τοξικός",
"τοξική":"τοξικός",
"τοξικής":"τοξικός",
"τοξικό":"τοξικός",
"τοξικοί":"τοξικός",
"τοξικολογία":"τοξικολογία",
"τοξικολογικές":"τοξικολογικός",
"τοξικολογική":"τοξικολογικός",
"τοξικολογικής":"τοξικολογικός",
"τοξικολογικών":"τοξικολογικός",
"τοξικολόγων":"τοξικολόγος",
"τοξικομανείς":"τοξικομανής",
"τοξικομανής":"τοξικομανής",
"τοξικομανία":"τοξικομανία",
"τοξικομανών":"τοξικομανής",
"τοξικός":"τοξικός",
"τοξικότητα":"τοξικότητα",
"τοξικότητας":"τοξικότητα",
"τοξικών":"τοξικός",
"τοξίνες":"τοξίνη",
"τοξίνη":"τοξίνη",
"τοξίνης":"τοξίνη",
"τοξινώνει":"τοξινώνει",
"τόξο":"τόξο",
"τοξοβολία":"τοξοβολία",
"τοξοτης":"τοξότης",
"τοξότης":"τοξότης",
"τόξου":"τόξο",
"τόουμα":"τόουμα",
"τοπ":"τοπ",
"τοπάλης":"τοπάλης",
"τοπαλίδη":"τοπαλίδη",
"τοπαλίδης":"τοπαλίδης",
"τοπαλτζίκη":"τοπαλτζίκη",
"τοπαρλάκη":"τοπαρλάκη",
"τοπία":"τοπίο",
"τοπικά":"τοπικός",
"τοπικές":"τοπικός",
"τοπική":"τοπικός",
"τοπικης":"τοπικός",
"τοπικής":"τοπικός",
"τοπικισμόν":"τοπικισμός",
"τοπικό":"τοπικός",
"τοπικοί":"τοπικός",
"τοπικός":"τοπικός",
"τοπικού":"τοπικός",
"τοπικούς":"τοπικός",
"τοπικών":"τοπικός",
"τοπίο":"τοπίο",
"τοπιογραφία":"τοπιογραφία",
"τοπιογράφος":"τοπιογράφος",
"τοπίου":"τοπίο",
"τόπιτς":"τόπιτς",
"τόπο":"τόπος",
"τοπογρ":"τοπογρ",
"τοπογραφία":"τοπογραφία",
"τοπογραφίες":"τοπογραφία",
"τοπογραφικά":"τοπογραφικός",
"τοπογραφική":"τοπογραφικός",
"τοπογραφικό":"τοπογραφικός",
"τοπογράφος":"τοπογράφος",
"τοπογράφους":"τοπογράφος",
"τοπογράφων":"τοπογράφος",
"τοποθεσία":"τοποθεσία",
"τοποθεσίας":"τοποθεσία",
"τοποθεσίες":"τοποθεσία",
"τοποθεσιών":"τοποθεσία",
"τοποθετεί":"τοποθετώ",
"τοποθετείστε":"τοποθετώ",
"τοποθετείται":"τοποθετώ",
"τοποθετείτε":"τοποθετώ",
"τοποθετηθεί":"τοποθετώ",
"τοποθετηθείς":"τοποθετώ",
"τοποθετήθηκαν":"τοποθετώ",
"τοποθετήθηκε":"τοποθετώ",
"τοποθετηθούμε":"τοποθετώ",
"τοποθετηθούν":"τοποθετώ",
"τοποθετηθώ":"τοποθετώ",
"τοποθετημένα":"τοποθετημένος",
"τοποθετημένες":"τοποθετημένος",
"τοποθετημένη":"τοποθετημένος",
"τοποθετημένο":"τοποθετημένος",
"τοποθετημένος":"τοποθετώ",
"τοποθετημένου":"τοποθετώ",
"τοποθετημένων":"τοποθετώ",
"τοποθέτησαν":"τοποθετώ",
"τοποθέτησε":"τοποθετώ",
"τοποθετήσει":"τοποθετώ",
"τοποθετησεις":"τοποθέτηση",
"τοποθετήσεις":"τοποθέτηση",
"τοποθετήσεων":"τοποθέτηση",
"τοποθέτηση":"τοποθέτηση",
"τοποθέτησή":"τοποθέτηση",
"τοποθέτησης":"τοποθέτηση",
"τοποθέτησής":"τοποθέτηση",
"τοποθετήσουμε":"τοποθετώ",
"τοποθετήσουν":"τοποθετώ",
"τοποθετούμε":"τοποθετώ",
"τοποθετούν":"τοποθετώ",
"τοποθετούνται":"τοποθετώ",
"τοποθετούνταν":"τοποθετώ",
"τοποθετούσαμε":"τοποθετώ",
"τοποθετούσαν":"τοποθετώ",
"τοποθετούσε":"τοποθετώ",
"τοποθετώντας":"τοποθετώ",
"τόποι":"τόπος",
"τόπος":"τόπος",
"τοπόσημο":"τοπόσημο",
"τόπου":"τόπος",
"τοπούζης":"τοπούζης",
"τοπουζιδης":"τοπουζιδης",
"τοπουζίδης":"τοπουζίδης",
"τοπουντζόγλου":"τοπουντζόγλου",
"τοπουρκόφσκι":"τοπουρκόφσκι",
"τόπους":"τόπος",
"τόπων":"τόπος",
"τοπωνύμια":"τοπωνύμιο",
"τοπωνύμιο":"τοπωνύμιο",
"τοπωνυμίων":"τοπωνύμιο",
"τοραντίνο":"τοραντίνο",
"τορβά":"τορβάς",
"τόρες":"τόρες",
"τόρι":"τόρι",
"τορίνο":"τορίνο",
"τορκι":"τορκι",
"τορκί":"τορκί",
"τορναδόρος":"τορναδόρος",
"τορνέιντο":"τορνέιντο",
"τοροντο":"τορόντο",
"τορόντο":"τορόντο",
"τοροσίδη":"τοροσίδη",
"τορπίλες":"τορπίλη",
"τορπιλίζει":"τορπιλίζω",
"τορπιλίζοντας":"τορπιλίζω",
"τορπιλίσει":"τορπιλίζω",
"τορσάβν":"τορσάβν",
"τορτελίνια":"τορτελίνια",
"τορωναίου":"τορωναίου",
"τορωνης":"τορωνης",
"τος":"τος",
"τοσα":"τόσος",
"τόσα":"τόσος",
"τόσες":"τόσος",
"τόση":"τόσος",
"τοσίδη":"τοσίδης",
"τοσκάνη":"τοσκάνη",
"τοσκάνης":"τοσκάνη",
"τόσκας":"τόσκας",
"τόσο":"τόσο",
"τοσοδούλης":"τοσοδούλης",
"τόσοι":"τόσος",
"τόσον":"τόσος",
"τόσοοοο":"τόσοοοο",
"τόσος":"τόσος",
"τόσους":"τόσος",
"τοστ":"τοστ",
"τοστιέρα":"τοστιέρα",
"τόσων":"τόσος",
"τοτε":"τότε",
"τότε":"τότε",
"τοτέμ":"τοτέμ",
"τότεναμ":"τότεναμ",
"τότεναμ1χ":"τότεναμ1χ",
"τότεναμ31710729-31":"τότεναμ31710729-31",
"τότεναμ-νιουκάστλ":"τότεναμ-νιουκάστλ",
"τοτι":"τοτι",
"τότι":"τότι",
"τοτό":"τοτό",
"τότσιος":"τότσιος",
"τόττη":"τόττη",
"'τόττη'":"'τόττη'",
"του":"εγώ",
"του":"μου",
"του":"ο",
"τού":"τού",
"του'70":"του'70",
"τουαλέτα":"τουαλέτα",
"τουαλέτας":"τουαλέτα",
"τουαλέτες":"τουαλέτα",
"τουαλετών":"τουαλέτα",
"τούβλα":"τούβλο",
"τούβλο":"τούβλο",
"τούδε":"τούδε",
"τουλ":"τουλ",
"τούλα":"τούλα",
"τουλάχιστο":"τουλάχιστο",
"τουλαχιστον":"τουλάχιστο",
"τουλάχιστον":"τουλάχιστο",
"τουλάχιστον-μοιάζουν":"τουλάχιστον-μοιάζουν",
"τούλη":"τούλη",
"τουλής":"τουλής",
"τούλης":"τούλης",
"τούλιαν":"τούλιαν",
"τουλίπες":"τουλίπα",
"τουλκεριδης":"τουλκεριδης",
"τουλκερίδης":"τουλκερίδης",
"τουλο":"τουλο",
"τούλο":"τούλο",
"τουλούζ":"τουλούζ",
"τουλούπης":"τουλούπης",
"τούλσον":"τούλσον",
"τουμ":"τουμ",
"τουμπα":"τούμπα",
"τούμπα":"τούμπα",
"τούμπαλιν":"τούμπαλιν",
"τούμπανο":"τούμπανο",
"τουμπας":"τούμπα",
"τούμπας":"τούμπα",
"τούμπας-ευαγγελίστρια":"τούμπας-ευαγγελίστρια",
"τουμπελης":"τουμπελης",
"τουμπέλης":"τουμπέλης",
"τουμπερλέκι":"τουμπερλέκι",
"τούμπες":"τούμπα",
"τούμπιτς":"τούμπιτς",
"τουμπουλίδη":"τουμπουλίδη",
"τουν":"τουν",
"τουναντίον":"τουναντίον",
"τούνελ":"τούνελ",
"τούντα":"τούντα",
"τούντας":"τούντας",
"τουντζιάρης":"τουντζιάρης",
"τουπάκ":"τουπάκ",
"τουρ":"τουρ",
"τουραπίδης":"τουραπίδης",
"τουργκένιεφ":"τουργκένιεφ",
"τουργκούν":"τουργκούν",
"τουρέ":"τουρέ",
"τούρι":"τούρι",
"τουρίντ":"τουρίντ",
"τουρισμό":"τουρισμός",
"τουρισμός":"τουρισμός",
"'τουρισμός":"'τουρισμός",
"τουρισμου":"τουρισμός",
"τουρισμού":"τουρισμός",
"τουρισμού'":"τουρισμού'",
"τουριστ":"τουριστ",
"τουρίστα":"τουρίστας",
"τουρίστας":"τουρίστας",
"τουρίστες":"τουρίστας",
"τουριστικά":"τουριστικός",
"τουριστικές":"τουριστικός",
"τουριστική":"τουριστικός",
"τουριστικης":"τουριστικός",
"τουριστικής":"τουριστικός",
"τουριστικό":"τουριστικός",
"τουριστικοί":"τουριστικός",
"τουριστικός":"τουριστικός",
"τουριστικού":"τουριστικός",
"τουριστικούς":"τουριστικός",
"τουριστικών":"τουριστικός",
"τουρίστρια":"τουρίστρια",
"τουριστών":"τουρίστας",
"τουρκ":"τουρκ",
"τούρκα":"τούρκα",
"τουρκάλα":"τουρκάλα",
"τουρκάλες":"τουρκάλα",
"τουρκια":"τουρκιά",
"τουρκία":"τουρκία",
"τούρκια":"τούρκια",
"τουρκίας":"τουρκία",
"τουρκικά":"τουρκικός",
"τούρκικα":"τούρκικος",
"τουρκικές":"τουρκικός",
"τουρκική":"τουρκικός",
"τούρκικη":"τουρκικός",
"τουρκικής":"τουρκικός",
"τούρκικης":"τουρκικός",
"τουρκικό":"τουρκικός",
"τούρκικο":"τουρκικός",
"τουρκικός":"τουρκικός",
"τουρκικού":"τουρκικός",
"τουρκικούς":"τουρκικός",
"τουρκικών":"τουρκικός",
"τουρκμενικό":"τουρκμενικό",
"τούρκο":"τούρκος",
"τούρκογλου":"τούρκογλου",
"τούρκοι":"τούρκος",
"τουρκοκουρδική":"τουρκοκουρδικός",
"τουρκοκρατιας":"τουρκοκρατία",
"τουρκοκρατίας":"τουρκοκρατία",
"τουρκοκρατούμενης":"τουρκοκρατούμενος",
"τουρκοκυπριακές":"τουρκοκυπριακός",
"τουρκοκυπριακή":"τουρκοκυπριακός",
"τουρκοκυπριακής":"τουρκοκυπριακός",
"τουρκοκυπριακού":"τουρκοκυπριακός",
"τουρκοκύπριο":"τουρκοκύπριος",
"τουρκοκύπριος":"τουρκοκύπριος",
"τουρκοκύπριους":"τουρκοκύπριος",
"τουρκοκυπρίων":"τουρκοκύπριος",
"τουρκος":"τούρκος",
"τούρκος":"τούρκος",
"τούρκου":"τούρκος",
"τούρκους":"τούρκος",
"τούρκων":"τούρκος",
"τουρλού":"τουρλού",
"τούρμπο":"τούρμπο",
"τουρνά":"τουρνά",
"τουρνάς":"τουρνάς",
"τουρνέ":"τουρνέ",
"τουρνουα":"τουρνουά",
"τουρνουά":"τουρνουά",
"τουρσί":"τουρσί",
"τουρσιά":"τουρσί",
"τούρτα":"τούρτα",
"τουρτας":"τούρτα",
"τούρτας":"τούρτα",
"τούρτες":"τούρτα",
"τουρτούρας":"τουρτούρα",
"τους":"εγώ",
"τους":"μου",
"τους":"ο",
"τούς":"τούς",
"τουσέλη":"τουσέλη",
"τουσίδη":"τουσίδη",
"τουσούρ":"τουσούρ",
"τούτα":"τούτος",
"τούτες":"τούτος",
"τουτέστι":"τουτέστι",
"τουτέστιν":"τουτέστιν",
"τουτζμαν":"τουτζμαν",
"τούτζμαν":"τούτζμαν",
"τούτη":"τούτος",
"τούτης":"τούτος",
"τούτο":"τούτος",
"τούτοι":"τούτος",
"τούτοις":"τούτοις",
"τούτον":"τούτος",
"τούτος":"τούτος",
"τούτου":"τούτος",
"τουτσόρτσιλ":"τουτσόρτσιλ",
"τούτων":"τούτος",
"τούφα":"τούφα",
"τουφέκι":"τουφέκι",
"τουφέκια":"τουφέκι",
"τουφεκιά":"τουφεκιά",
"τόφαλος-κακούσης":"τόφαλος-κακούσης",
"τόφαλου":"τόφαλος",
"τρ":"τρ",
"τρ.":"τρ.",
"τράβα":"τράβα",
"τραβά":"τραβώ",
"τραβάει":"τραβώ",
"τραβάνε":"τραβώ",
"τραβάτε":"τραβώ",
"τραβάω":"τραβώ",
"τραβεστί":"τραβεστί",
"τράβηγμα":"τράβηγμα",
"τραβήγματα":"τράβηγμα",
"τραβηγμένα":"τραβώ",
"τραβηγμένες":"τραβηγμένος",
"τραβηγμένη":"τραβηγμένος",
"τράβηξα":"τραβώ",
"τραβήξαμε":"τραβώ",
"τράβηξαν":"τραβώ",
"τραβηξε":"τραβώ",
"τράβηξε":"τραβώ",
"τραβήξει":"τραβώ",
"τραβήξουμε":"τραβώ",
"τραβήξουν":"τραβώ",
"τραβήξω":"τραβώ",
"τραβήχθηκαν":"τραβώ",
"τραβηχτεί":"τραβώ",
"τραβήχτηκαν":"τραβώ",
"τραβιέται":"τραβώ",
"τραβιούνται":"τραβώ",
"τραβόλτα":"τραβόλτα",
"τραβούν":"τραβώ",
"τραβούσαν":"τραβώ",
"τραβούσε":"τραβώ",
"τραβώντας":"τραβώ",
"τραγάκης":"τραγάκης",
"τραγανά":"τραγανός",
"τραγανές":"τραγανός",
"τραγανή":"τραγανός",
"τραγελαφικά":"τραγελαφικός",
"τραγελαφικές":"τραγελαφικός",
"τραγελαφική":"τραγελαφικός",
"τραγελαφικό":"τραγελαφικός",
"τραγιάννης":"τραγιάννης",
"τραγικά":"τραγικός",
"τραγικές":"τραγικός",
"τραγική":"τραγικός",
"τραγικής":"τραγικός",
"τραγικό":"τραγικός",
"τραγικοί":"τραγικός",
"τραγικοποιείτε":"τραγικοποιείτε",
"τραγικός":"τραγικός",
"τραγικότερη":"τραγικός",
"τραγικότερο":"τραγικός",
"τραγικότητα":"τραγικότητα",
"τραγικότητά":"τραγικότητα",
"τραγικού":"τραγικός",
"τραγικούς":"τραγικός",
"τραγικών":"τραγικός",
"τραγίλου":"τραγίλου",
"τράγο":"τράγος",
"τράγος":"τράγος",
"τράγου":"τράγος",
"τραγουδά":"τραγουδώ",
"τραγουδάει":"τραγουδώ",
"τραγουδάκι":"τραγουδάκι",
"τραγουδάκια":"τραγουδάκι",
"τραγουδάμε":"τραγουδώ",
"τραγουδάνε":"τραγουδώ",
"τραγουδάρα":"τραγουδάρα",
"τραγουδάς":"τραγουδώ",
"τραγουδήθηκε":"τραγουδώ",
"τραγούδησαν":"τραγουδώ",
"τραγουδησε":"τραγουδώ",
"τραγούδησε":"τραγουδώ",
"τραγουδήσει":"τραγουδώ",
"τραγουδήσουμε":"τραγουδώ",
"τραγουδήσουν":"τραγουδώ",
"τραγουδήσω":"τραγουδώ",
"τραγούδι":"τραγούδι",
"τραγούδια":"τραγούδι",
"τραγουδιού":"τραγούδι",
"τραγουδισμένο":"τραγουδώ",
"τραγουδιστά":"τραγουδιστά",
"τραγουδιστές":"τραγουδιστής",
"τραγουδιστή":"τραγουδιστής",
"τραγουδιστής":"τραγουδιστής",
"τραγουδιστικό":"τραγουδιστικός",
"τραγουδίστρια":"τραγουδίστρια",
"τραγουδίστριας":"τραγουδίστρια",
"τραγουδίστριες":"τραγουδίστρια",
"τραγουδιστριών":"τραγουδίστρια",
"τραγουδιστών":"τραγουδιστής",
"τραγούδι-ύμνος":"τραγούδι-ύμνος",
"τραγουδιών":"τραγούδι",
"τραγουδοποιό":"τραγουδοποιός",
"τραγουδοποιός":"τραγουδοποιός",
"τραγουδοποιού":"τραγουδοποιός",
"τραγουδούν":"τραγουδώ",
"τραγουδούσαμε":"τραγουδώ",
"τραγουδούσαν":"τραγουδώ",
"τραγουδούσε":"τραγουδώ",
"τραγουδώ":"τραγουδώ",
"τραγουδώντας":"τραγουδώ",
"τράγους":"τράγος",
"τραγωδία":"τραγωδία",
"τραγωδίας":"τραγωδία",
"τραγωδίες":"τραγωδία",
"τραγωδιών":"τραγωδία",
"τραϊανός":"τραϊανός",
"τραϊανού":"τραϊανός",
"τραϊανούπολη":"τραϊανούπολη",
"τράικοβιτς":"τράικοβιτς",
"τραίνο":"τραίνο",
"τρακ":"τρακ",
"τράκ":"τράκ",
"τράκαραν":"τρακάρω",
"τράκαρε":"τρακάρω",
"τρακάρει":"τρακάρω",
"τρακάρισμα":"τρακάρισμα",
"τρακατέλης":"τρακατέλης",
"τρακατέλλη":"τρακατέλλη",
"τρακατέλλης":"τρακατέλλης",
"τρακτέρ":"τρακτέρ",
"τραλαλά":"τραλαλά",
"τραμ":"τραμ",
"τραμπάλα":"τραμπάλα",
"τραμπάλας":"τραμπάλα",
"τράμπο":"τράμπο",
"τραμπουκισμός":"τραμπουκισμός",
"τραμπούκοι":"τραμπούκος",
"τραμπούκους":"τραμπούκος",
"τρανά":"τρανός",
"τρανζίστορ":"τρανζίστορ",
"τράνζιτ":"τράνζιτ",
"τρανμιρ":"τρανμιρ",
"τρανμίρ":"τρανμίρ",
ρανμίρ35714938-42":"τρανμίρ35714938-42",
"τρανς":"τρανς",
"τράνταγμα":"τράνταγμα",
"τράνταζε":"τραντάζω",
"τρανταχτά":"τρανταχτός",
"τρανταχτή":"τρανταχτός",
"τρανταχτό":"τρανταχτός",
"τραορέ":"τραορέ",
"τραπάνι":"τραπάνι",
"τραπεζα":"τράπεζα",
"τράπεζα":"τράπεζα",
"τράπεζά":"τράπεζα",
"τραπεζάκι":"τραπεζάκι",
"τραπεζάκια":"τραπεζάκι",
"τραπεζαρία":"τραπεζαρία",
"τραπεζας":"τράπεζα",
"τράπεζας":"τράπεζα",
"τράπεζάς":"τράπεζα",
"τραπεζες":"τράπεζα",
"τράπεζες":"τράπεζα",
"τραπεζης":"τράπεζα",
"τραπέζης":"τράπεζα",
"τραπέζι":"τραπέζι",
"τραπέζια":"τραπέζι",
"τραπεζικά":"τραπεζικός",
"τραπεζικές":"τραπεζικός",
"τραπεζική":"τραπεζικός",
"τραπεζικής":"τραπεζικός",
"τραπεζικό":"τραπεζικός",
"τραπεζικοί":"τραπεζικός",
"τραπεζικός":"τραπεζικός",
"τραπεζικού":"τραπεζικός",
"τραπεζικούς":"τραπεζικός",
"τραπεζικών":"τραπεζικός",
"τραπεζιού":"τραπέζι",
"τραπεζίτες":"τραπεζίτης",
"τραπεζίτη":"τραπεζίτης",
"τραπεζίτης":"τραπεζίτης",
"τραπεζιτών":"τραπεζίτης",
"τραπεζιών":"τραπέζι",
"τραπεζογραμμάτια":"τραπεζογραμμάτιο",
"τραπεζογραμματίων":"τραπεζογραμμάτιο",
"τραπεζομάντιλα":"τραπεζομάντιλο",
"τραπεζούντας":"τραπεζούντα",
"τραπεζοϋπαλληλικών":"τραπεζοϋπαλληλικός",
"τραπεζοϋπαλλήλων":"τραπεζοϋπάλληλος",
"τραπεζώματα":"τραπέζωμα",
"τραπεζων":"τράπεζα",
"τραπεζών":"τράπεζα",
"τραπεζών-ιδιοκτητών":"τραπεζών-ιδιοκτητών",
"τράπηκαν":"τρέπω",
"τράπηκε":"τρέπω",
"τράπουλα":"τράπουλα",
"τράπουλας":"τράπουλα",
"τράπουλες":"τράπουλα",
"τραπουλόχαρτα":"τραπουλόχαρτο",
"τραπούν":"τρέπω",
"τράσιας":"τράσιας",
"τραστ":"τραστ",
"τραυλίζουν":"τραυλίζω",
"τραυλου":"τραυλός",
"τραύμα":"τραύμα",
"τραύματα":"τραύμα",
"τραύματά":"τραύμα",
"τραυματία":"τραυματίας",
"τραυματιας":"τραυματίας",
"τραυματίας":"τραυματίας",
"τραυματιες":"τραυματίας",
"τραυματίες":"τραυματίας",
"τραυματίζει":"τραυματίζω",
"τραυματίζεται":"τραυματίζω",
"τραυματίζονται":"τραυματίζω",
"τραυματίζοντας":"τραυματίζω",
"τραυματίζουν":"τραυματίζω",
"τραυματικές":"τραυματικός",
"τραυματική":"τραυματικός",
"τραυματικό":"τραυματικός",
"τραυματικός":"τραυματικός",
"τραυματικού":"τραυματικός",
"τραυματιοφορέα":"τραυματιοφορέας",
"τραυματιοφορέων":"τραυματιοφορέας",
"τραυμάτισα":"τραυματίζω",
"τραυμάτισαν":"τραυματίζω",
"τραυμάτισε":"τραυματίζω",
"τραυματίσει":"τραυματίζω",
"τραυματισθεί":"τραυματίζω",
"τραυματίσθηκαν":"τραυματίζω",
"τραυματίσθηκε":"τραυματίζω",
"τραυματισμένα":"τραυματίζω",
"τραυματισμένη":"τραυματισμένος",
"τραυματισμένης":"τραυματίζω",
"τραυματισμένο":"τραυματισμένος",
"τραυματισμένοι":"τραυματισμένος",
"τραυματισμένος":"τραυματισμένος",
"τραυματισμένου":"τραυματισμένος",
"τραυματισμένων":"τραυματισμένος",
"τραυματισμό":"τραυματισμός",
"τραυματισμοί":"τραυματισμός",
"τραυματισμός":"τραυματισμός",
"τραυματισμού":"τραυματισμός",
"τραυματισμούς":"τραυματισμός",
"τραυματισμών":"τραυματισμός",
"τραυματίσουν":"τραυματίζω",
"τραυματιστεί":"τραυματίζω",
"τραυματίστηκαν":"τραυματίζω",
"τραυματίστηκε":"τραυματίζω",
"τραυματιστούν":"τραυματίζω",
"τραυματιών":"τραυματίας",
"τραύματος":"τραύμα",
"τραυμάτων":"τραύμα",
"τραφαλής":"τραφαλής",
"τράφορντ":"τράφορντ",
"τραφούν":"τρέφω",
"τραχηλικής":"τραχηλικός",
"τράχηλο":"τράχηλος",
"τραχήλου":"τράχηλος",
"τραχιά":"τραχιά",
"τραχινίας":"τραχινίας",
"τραχύ":"τραχύς",
"τρε":"τρε",
"τρεβίζο":"τρεβίζο",
"τρεζεγκέ":"τρεζεγκέ",
"τρεζεγκόλ":"τρεζεγκόλ",
"τρεζε-γκόλ":"τρεζε-γκόλ",
"τρέι":"τρέι",
"τρέιλερ":"τρέιλερ",
"τρεις":"τρεις",
"τρείς":"τρείς",
"τρεισημισι":"τρεισήμισι",
"τρεισήμισι":"τρεισήμισι",
"τρέισι":"τρέισι",
"τρεις-τέσσερις":"τρεις-τέσσερις",
"τρέλα":"τρέλα",
"τρελα":"τρελός",
"τρελά":"τρελός",
"τρελαθεί":"τρελαίνω",
"τρελάθηκα":"τρελαίνω",
"τρελάθηκαν":"τρελαίνω",
"τρελαθηκε":"τρελαίνω",
"τρελάθηκε":"τρελαίνω",
"τρελαθούμε":"τρελαίνω",
"τρελαίνει":"τρελαίνω",
"τρελαίνεται":"τρελαίνω",
"τρελαίνονται":"τρελαίνω",
"τρελαίνουν":"τρελαίνω",
"τρελάνει":"τρελαίνω",
"τρελάρα":"τρελάρας",
"τρέλας":"τρέλα",
"τρέλες":"τρέλα",
"τρελές":"τρελός",
"τρελή":"τρελός",
"τρελό":"τρελός",
"τρελοί":"τρελός",
"τρελοκομείο":"τρελοκομείο",
"τρελος":"τρελός",
"τρελός":"τρελός",
"τρελου":"τρελός",
"τρελού":"τρελός",
"τρελούς":"τρελός",
"τρελούτσικος":"τρελούτσικος",
"τρελών":"τρελός",
"τρεμάμενο":"τρεμάμενος",
"τρέμει":"τρέμω",
"τρέμη":"τρέμη",
"τρέμοντας":"τρέμω",
"τρεμόπαιζε":"τρεμοπαίζω",
"τρεμοπαίζουν":"τρεμοπαίζω",
"τρεμόπουλο":"τρεμόπουλο",
"τρεμοπουλος":"τρεμοπουλος",
"τρεμόπουλος":"τρεμόπουλος",
"τρεμόπουλου":"τρεμόπουλου",
"τρεμοσβήνει":"τρεμοσβήνω",
"τρεμούλα":"τρεμούλα",
"τρέμουλο":"τρέμουλο",
"τρέμουν":"τρέμω",
"τρεμπεσίνα":"τρεμπεσίνα",
"τρέμω":"τρέμω",
"τρένα":"τρένο",
"τρενάκι":"τρενάκι",
"τρενάρει":"τρενάρω",
"τρενο":"τρένο",
"τρένο":"τρένο",
"τρένου":"τρένο",
"τρεντ":"τρεντ",
"τρέντι":"τρέντι",
"τρένων":"τρένο",
"τρέξαμε":"τρέχω",
"τρέξει":"τρέχω",
"τρέξετε":"τρέχω",
"τρέξιμο":"τρέξιμο",
"τρέξιμό":"τρέξιμο",
"τρέξουμε":"τρέχω",
"τρέξουν":"τρέχω",
"τρέξτε":"τρέχω",
"τρέξω":"τρέχω",
"τρέπεται":"τρέπω",
"τρέπονται":"τρέπω",
"τρέφαμε":"τρέφω",
"τρέφει":"τρέφω",
"τρέφεσαι":"τρέφω",
"τρέφεται":"τρέφω",
"τρέφονται":"τρέφω",
"τρέφονταν":"τρέφω",
"τρεφόταν":"τρέφω",
"τρέφουμε":"τρέφω",
"τρέφουν":"τρέφω",
"τρέφω":"τρέφω",
"τρέχα":"τρέχω",
"τρεχάματα":"τρεχάματα",
"τρέχαμε":"τρέχω",
"τρεχει":"τρέχω",
"τρέχει":"τρέχω",
"τρέχεις":"τρέχω",
"τρέχετε":"τρέχω",
"τρέχον":"τρέχων",
"τρέχοντα":"τρέχων",
"τρέχοντας":"τρέχω",
"τρέχοντες":"τρέχων",
"τρέχοντος":"τρέχων",
"τρέχουμε":"τρέχω",
"τρεχούμενο":"τρεχούμενος",
"τρεχούμενους":"τρεχούμενος",
"τρεχούμενων":"τρεχούμενος",
"τρέχουν":"τρέχω",
"τρέχουσα":"τρέχων",
"τρέχουσας":"τρέχων",
"τρέχουσες":"τρέχων",
"τρεχουσών":"τρέχων",
"τρέχω":"τρέχω",
"τρι":"τρι",
"τρια":"τρεις",
"τρία":"τρεις",
"τριάδα":"τριάδα",
"τριάδας":"τριάδα",
"τριάδι":"τριάδι",
"τριαδίου":"τριαδίον",
"τριάδος":"τριάδα",
"τριακονταετία":"τριακονταετία",
"τριακονταετίας":"τριακονταετία",
"τριακόσια":"τριακόσιοι",
"τριακόσιες":"τριακόσιοι",
"τριακόσιοι":"τριακόσιοι",
"τριακόσιους":"τριακόσιοι",
"τριακοσίων":"τριακόσιοι",
"τριάμισι":"τρεισήμισι",
"τριανδρία":"τριανδρία",
"τριανδρίας":"τριανδρία",
"τριαντα":"τριάντα",
"τριάντα":"τριάντα",
"τριανταοχτώ":"τριανταοκτώ",
"τριανταπέντε":"τριανταπέντε",
"τριαντάρα":"τριαντάρης",
"τριαντάρηδες":"τριαντάρης",
"τριαντάρηδων":"τριαντάρης",
"τριανταριά":"τριανταριά",
"τριαντάφυλλα":"τριαντάφυλλο",
"τριανταφυλλιά":"τριανταφυλλής",
"τριανταφυλλιάς":"τριανταφυλλιά",
"τριανταφυλλίδη":"τριανταφυλλίδης",
"τριανταφυλλιδης":"τριανταφυλλίδης",
"τριανταφυλλίδης":"τριανταφυλλίδης",
"τριαντάφυλλο":"τριαντάφυλλο",
"τριαντάφυλλος":"τριαντάφυλλος",
"τριανταφύλλου":"τριανταφύλλου",
"τριανταφυλόπουλος":"τριανταφυλόπουλος",
"τριάντος":"τριάντος",
"τριάρι":"τριάρι",
"τριαρίδου":"τριαρίδου",
"τριάς":"τριάδα",
"τρία-τέσσερα":"τρία-τέσσερα",
"τρίβει":"τρίβω",
"τριβες":"τριβή",
"τριβές":"τριβή",
"τρίβεται":"τρίβω",
"τριβή":"τριβή",
"τριβής":"τριβή",
"τριβιζάς":"τριβιζάς",
"τρίβουμε":"τρίβω",
"τρίβουν":"τρίβω",
"τριβών":"τριβή",
"τριγάζης":"τριγάζης",
"τριγκώνη":"τριγκώνη",
"τριγκώνης":"τριγκώνης",
"τριγλια":"τριγλί",
"τρίγλια":"τρίγλια",
"τρίγλιας":"τρίγλιας",
"τριγλυκερίδια":"τριγλυκερίδιο",
"τριγλυκεριδίων":"τριγλυκερίδιο",
"τριγμούς":"τριγμός",
"τριγυρίζει":"τριγυρίζω",
"τριγυρινός":"τριγυρινός",
"τριγυρνά":"τριγυρνώ",
"τριγυρνάνε":"τριγυρίζω",
"τριγυρνούν":"τριγυρνώ",
"τριγυρνούσε":"τριγυρνώ",
"τριγύρω":"τριγύρω",
"τρίγωνα":"τρίγωνο",
"τριγωνάκια":"τριγωνάκια",
"τριγωνικά":"τριγωνικός",
"τριγωνικές":"τριγωνικός",
"τριγωνική":"τριγωνικός",
"τρίγωνο":"τρίγωνο",
"τριγωνο":"τρίγωνος",
"τριγώνου":"τρίγωνος",
"τρίερ":"τρίερ",
"τριεστίνα":"τριστήνω",
"τριετείς":"τριετής",
"τριετές":"τριετής",
"τριετή":"τριετής",
"τριετια":"τριετία",
"τριετία":"τριετία",
"τριετίας":"τριετία",
"τριετούς":"τριετής",
"τριετών":"τριετής",
"τρίζει":"τρίζω",
"τρίζουν":"τρίζω",
"τριήμερα":"τριήμερο",
"τριήμερες":"τριήμερος",
"τριήμερη":"τριήμερος",
"τριήμερης":"τριήμερος",
"τριήμερο":"τριήμερο",
"τριημέρου":"τριήμερος",
"τριήρεις":"τριήρης",
"τρικ":"τρικ",
"τρικαλα":"τρίκαλα",
"τρίκαλα":"τρίκαλα",
"τρικαλινός":"τρικαλινός",
"τρικαλιώτη":"τρικαλιώτη",
"τρικαλων":"τρίκαλα",
"τρικάλων":"τρίκαλα",
"τρικάλων-πιερικού":"τρικάλων-πιερικού",
"τρίκκη":"τρίκκη",
"τρικλοποδιά":"τρικλοποδιά",
"τρικλοποδιές":"τρικλοποδιά",
"τρικολίδης":"τρικολίδης",
"τρικόνις":"τρικόνις",
"τρικούβερτο":"τρικούβερτος",
"τρικούπη":"τρικούπης",
"τρικυμία":"τρικυμία",
"τρικυμιώδη":"τρικυμιώδης",
"τρίλεπτο":"τρίλεπτος",
"τριλογία":"τριλογία",
"τριλογίας":"τριλογία",
"τρίλοφος":"τρίλοφος",
"τριμελές":"τριμελής",
"τριμελή":"τριμελής",
"τριμελης":"τριμελής",
"τριμελής":"τριμελής",
"τριμελούς":"τριμελής",
"τριμελών":"τριμελής",
"τριμερές":"τριμερής",
"τριμερή":"τριμερής",
"τριμερής":"τριμερής",
"τριμερούς":"τριμερής",
"τρίμηνη":"τρίμηνος",
"τρίμηνης":"τρίμηνος",
"τριμηνιαία":"τριμηνιαίος",
"τριμηνιαίο":"τριμηνιαίος",
"τριμηνιαίου":"τριμηνιαίος",
"τριμηνιαίων":"τριμηνιαίος",
"τρίμηνο":"τρίμηνο",
"τρίμηνο":"τρίμηνος",
"τριμήνου":"τρίμηνο",
"τριμμένα":"τρίβω",
"τριμμένη":"τρίβω",
"τριμμένο":"τρίβω",
"τριμπλ":"τριμπλ",
"τριμπόνιας":"τριμπόνιας",
"τρίξιμο":"τρίξιμο",
"τρίο":"τρίο",
"τριπ":"τριπ",
"τρίπατα":"τρίπατος",
"τριπερίνα":"τριπερίνα",
"τριπλ":"τριπλ",
"τριπλάρεις":"τριπλάρω",
"τριπλάρουν":"τριπλάρω",
"τριπλάσια":"τριπλάσιος",
"τριπλασιάζονται":"τριπλασιάζω",
"τριπλασιάσει":"τριπλασιάζω",
"τριπλασιαστεί":"τριπλασιάζω",
"τριπλασιάστηκαν":"τριπλασιάζω",
"τριπλασιάστηκε":"τριπλασιάζω",
"τριπλάσιες":"τριπλάσιος",
"τριπλάσιο":"τριπλάσιος",
"τριπλάσιος":"τριπλάσιος",
"τριπλή":"τριπλός",
"τριπλής":"τριπλός",
"τριπλό":"τριπλός",
"τριπλότυπα":"τριπλότυπο",
"τριπλούν":"τριπλούν",
"τρίποδο":"τρίποδος",
"τριπόλεως-μεγαλοπόλεως":"τριπόλεως-μεγαλοπόλεως",
"τρίπολης":"τρίπολη",
"τρίπολης-καλαμάτας":"τρίπολης-καλαμάτας",
"τρίπολης-μεντ":"τρίπολης-μεντ",
"τρίποντα":"τρίποντο",
"τρίποντο":"τρίποντο",
"τρίποντου":"τρίποντο",
"τρίπτυχο":"τρίπτυχο",
"τρίπτυχου":"τρίπτυχος",
"τρισ.":"τρισ.",
"τρίσα":"τρίσα",
"τρισάγια":"τρισάγιος",
"τρισάγιο":"τρισάγιο",
"τρισάθλιες":"τρισάθλιος",
"τρισάθλιο":"τρισάθλιος",
"τρισδιάστατα":"τρισδιάστατος",
"τρισδιάστατες":"τρισδιάστατος",
"τρισδιάστατη":"τρισδιάστατος",
"τρισδιάστατο":"τρισδιάστατος",
"τρισδιάστατων":"τρισδιάστατος",
"τρισέ":"τρισέ",
"τρισεκατομμύρια":"τρισεκατομμύριο",
"τρισεκατομμύριο":"τρισεκατομμύριο",
"τρισεκατομμυρίων":"τρισεκατομμύριο",
"τρισέλιδη":"τρισέλιδος",
"τρισέλιδο":"τρισέλιδος",
"τριστάν":"τριστάν",
"τρισχαριτωμένα":"τρισχαριτωμένος",
"τρίτα":"τρίτος",
"τριτανοκοπής":"τριτανοκοπής",
"τριτάξιο":"τριτάξιος",
"τρίτες":"τρίτος",
"τριτεύοντες":"τριτεύοντες",
"τριτη":"τρίτη",
"τρίτη":"τρίτη",
"τρίτη":"τρίτος",
"τρίτης":"τρίτη",
"τρίτης":"τρίτος",
"τρίτο":"τρίτος",
"τριτοβάθμια":"τριτοβάθμιος",
"τριτοβάθμιας":"τριτοβάθμιος",
"τριτογενή":"τριτογενής",
"τριτογενής":"τριτογενής",
"τριτογενούς":"τριτογενής",
"τρίτοι":"τρίτος",
"τριτοκοσμικά":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμικές":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμικη":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμική":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμικής":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμικό":"τριτοκοσμικός",
"τριτοκοσμικούς":"τριτοκοσμικός",
"τρίτον":"τρίτος",
"τριτος":"τρίτος",
"τρίτος":"τρίτος",
"τρίτου":"τρίτος",
"τρίτους":"τρίτος",
"τρίτων":"τρίτη",
"τρίτων":"τρίτος",
"τρίτωνα":"τριτώνω",
"τρίτωσε":"τριτώνω",
"τριφό":"τριφό",
"τριφούνοβιτς":"τριφούνοβιτς",
"τριφτεί":"τρίβω",
"τρίφτη":"τρίφτης",
"τριφύλλι":"τριφύλλι",
"τριφυλλιού":"τριφύλλι",
"τριχά":"τριχά",
"τρίχα":"τρίχα",
"τριχαλίδης":"τριχαλίδης",
"τρίχας":"τρίχας",
"τρίχες":"τρίχας",
"τριχιά":"τριχιά",
"τριχοειδή":"τριχοειδής",
"τριχομονάδες":"τριχομονάδα",
"τριχομονάδων":"τριχομονάδα",
"τριχόπουλος":"τριχόπουλος",
"τρίχρονο":"τρίχρονος",
"τρίχρονος":"τρίχρονος",
"τρίχωμα":"τρίχωμα",
"τριχώματος":"τρίχωμα",
"τριχών":"τρίχα",
"τριχωτή":"τριχωτός",
"τριχωτό":"τριχωτός",
"τριχωτός":"τριχωτός",
"τριψήφιο":"τριψήφιος",
"τρίψουμε":"τρίβω",
"τριωδιο":"τριώδιο",
"τριωδίου":"τριώδιο",
"τριών":"τρεις",
"τριών-τεσσάρων":"τριών-τεσσάρων",
"τρίωρες":"τρίωρος",
"τρίωρη":"τρίωρος",
"τρίωρης":"τρίωρος",
"τρίωρο":"τρίωρος",
"τριώροφα":"τριώροφος",
"τριώροφες":"τριώροφος",
"τριώροφη":"τριώροφος",
"τριώροφο":"τριώροφος",
"τριώροφου":"τριώροφος",
"τροβαδούρος":"τροβαδούρος",
"τρόικα":"τρόικα",
"τρόικας":"τρόικα",
"τροκαντερό":"τροκαντερό",
"τρολ":"τρολ",
"τρόλεϊ":"τρόλεϊ",
"τρομαγμένα":"τρομάζω",
"τρομαγμένες":"τρομάζω",
"τρομαγμένη":"τρομάζω",
"τρομαγμένο":"τρομάζω",
"τρομαγμένος":"τρομάζω",
"τρόμαζε":"τρομάζω",
"τρομάζει":"τρομάζω",
"τρομάζεις":"τρομάζω",
"τρομάζουμε":"τρομάζω",
"τρομάζουν":"τρομάζω",
"τρομακτικά":"τρομακτικός",
"τρομακτικές":"τρομακτικός",
"τρομακτική":"τρομακτικός",
"τρομακτικής":"τρομακτικός",
"τρομακτικό":"τρομακτικός",
"τρομακτικοί":"τρομακτικός",
"τρομακτικού":"τρομακτικός",
"τρομακτικούς":"τρομακτικός",
"τρομακτικών":"τρομακτικός",
"τρόμαξαν":"τρομάζω",
"τρόμαξε":"τρομάζω",
"τρομάξει":"τρομάζω",
"τρομάξουμε":"τρομάζω",
"τρομάξουν":"τρομάζω",
"τρομάρα":"τρομάρα",
"τρομερά":"τρομερά",
"τρομερές":"τρομερός",
"τρομερή":"τρομερός",
"τρομερής":"τρομερός",
"τρομερό":"τρομερός",
"τρομερός":"τρομερός",
"τρομερότερα":"τρομερός",
"τρομερού":"τρομερός",
"τρομερούς":"τρομερός",
"τρομερών":"τρομερός",
"τρόμο":"τρόμος",
"τρομοκρατεί":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατείται":"τρομοκρατώ",
"τρομοκράτες":"τρομοκράτης",
"τρομοκράτη":"τρομοκράτης",
"τρομοκρατηθεί":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατήθηκαν":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατήθηκε":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατηθούν":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατημένη":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατημένοι":"τρομοκρατημένος",
"τρομοκράτης":"τρομοκράτης",
"τρομοκράτησαν":"τρομοκρατώ",
"τρομοκράτησε":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατήσει":"τρομοκρατώ",
"τρομοκράτησης":"τρομοκράτηση",
"τρομοκρατία":"τρομοκρατία",
"τρομοκρατίας":"τρομοκρατία",
"τρομο-κρατίας":"τρομο-κρατίας",
"τρομοκρατίες":"τρομοκρατία",
"τρομοκρατικά":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατικές":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατική":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατικής":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατικό":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατικού":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατικών":"τρομοκρατικός",
"τρομοκρατούν":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατούνται":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατούσαν":"τρομοκρατώ",
"τρομοκρατών":"τρομοκράτης",
"τρομοκρατών-αεροπειρατών":"τρομοκρατών-αεροπειρατών",
"τρομοκρατώντας":"τρομοκρατώ",
"τρομολαγνεία":"τρομολαγνεία",
"τρομολαγνείας":"τρομολαγνεία",
"τρομολαγνίας":"τρομολαγνίας",
"τρομονόμο":"τρομονόμος",
"τρομονόμος":"τρομονόμος",
"τρομονόμου":"τρομονόμος",
"τρομονόμους":"τρομονόμος",
"τρομος":"τρόμος",
"τρόμος":"τρόμος",
"τρομου":"τρόμος",
"τρόμου":"τρόμος",
"τρομοψύχωση":"τρομοψύχωση",
"τρομπέτα":"τρομπέτα",
"τρομπέτας-δ":"τρομπέτας-δ",
"τρομπέτες":"τρομπέτα",
"τρομπόνι":"τρομπόνι",
"τρομπονίστας":"τρομπονίστας",
"τροντ":"τροντ",
"τρόπαια":"τρόπαιο",
"τροπαιο":"τρόπαιο",
"τρόπαιο":"τρόπαιο",
"τροπάρι":"τροπάριο",
"τροπάρια":"τροπάριο",
"τροπάριο":"τροπάριο",
"τροπαρίων":"τροπάριο",
"τροπή":"τροπή",
"τροπικά":"τροπικός",
"τροπική":"τροπικός",
"τροπικής":"τροπικός",
"τροπικό":"τροπικός",
"τροπικών":"τροπικός",
"τρόπο":"τρόπος",
"τρόποι":"τρόπος",
"τροπολογία":"τροπολογία",
"τροπολογίας":"τροπολογία",
"τροπολογίες":"τροπολογία",
"τροπολογιών":"τροπολογία",
"τρόπον":"τρόπος",
"τροποποιεί":"τροποποιώ",
"τροποποιείται":"τροποποιώ",
"τροποποιηθεί":"τροποποιώ",
"τροποποιηθούν":"τροποποιώ",
"τροποποιημένα":"τροποποιώ",
"τροποποιημένες":"τροποποιώ",
"τροποποιημένη":"τροποποιημένος",
"τροποποιημένης":"τροποποιώ",
"τροποποιημένο":"τροποποιώ",
"τροποποιημένοι":"τροποποιώ",
"τροποποιημένους":"τροποποιημένος",
"τροποποιημένων":"τροποποιημένος",
"τροποποίησε":"τροποποιώ",
"τροποποιήσει":"τροποποιώ",
"τροποποιήσεις":"τροποποίηση",
"τροποποιήσεων":"τροποποίηση",
"τροποποίηση":"τροποποίηση",
"τροποποίησή":"τροποποίηση",
"τροποποίησης":"τροποποίηση",
"τροποποιήσουν":"τροποποιώ",
"τροπος":"τροπός",
"τρόπος":"τρόπος",
"τρόπου":"τρόπος",
"τρόπους":"τρόπος",
"τρόπω":"τρόπω",
"τρόπων":"τρόπος",
"τροτσκιστές":"τροτσκιστής",
"τροτσκιστικό":"τροτσκιστικός",
"τρουά":"τρουά",
"τρουιντέν":"τρουιντέν",
"τρούιντεν":"τρούιντεν",
"τρούλη":"τρούλης",
"τρούλης":"τρούλης",
"τρούλο":"τρούλος",
"τρούλους":"τρούλος",
"τρούμαν":"τρούμαν",
"τρουντ":"τρουντ",
"τρούπκος":"τρούπκος",
"τρούφες":"τρούφα",
"τροφεία":"τροφεία",
"τροφές":"τροφή",
"τροφή":"τροφή",
"τροφής":"τροφή",
"τροφικά":"τροφικός",
"τροφικές":"τροφικός",
"τροφική":"τροφικός",
"τροφικής":"τροφικός",
"τροφικών":"τροφικός",
"τρόφιμα":"τρόφιμα",
"τρόφιμοι":"τρόφιμος",
"τρόφιμος":"τρόφιμος",
"τροφίμους":"τρόφιμος",
"τροφιμων":"τρόφιμα",
"τροφίμων":"τρόφιμα",
"τροφιμων-καφεδων":"τροφιμων-καφεδων",
"τροφίμων-καφέδων":"τροφίμων-καφέδων",
"τροφίμων-ποτών":"τροφίμων-ποτών",
"τροφο":"τροφός",
"τροφό":"τροφός",
"τροφοδοσία":"τροφοδοσία",
"τροφοδοσίας":"τροφοδοσία",
"τροφοδοσιες":"τροφοδοσία",
"τροφοδοσίες":"τροφοδοσία",
"τροφοδοτεί":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτείται":"τροφοδοτώ",
"τροφοδότες":"τροφοδότης",
"τροφοδοτηθεί":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτήθηκε":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτημένο":"τροφοδοτώ",
"τροφοδότης":"τροφοδότης",
"τροφοδότησαν":"τροφοδοτώ",
"τροφοδότησε":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτήσει":"τροφοδοτώ",
"τροφοδότηση":"τροφοδότηση",
"τροφοδότησή":"τροφοδότηση",
"τροφοδότησης":"τροφοδότηση",
"τροφοδοτήσουν":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτούμε":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτούν":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτούνται":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτούσαν":"τροφοδοτώ",
"τροφοδοτούσε":"τροφοδοτώ",
"τροφοδότριας":"τροφοδότρια",
"τροφοδοτώντας":"τροφοδοτώ",
"τροφός":"τροφός",
"τροφών":"τροφή",
"τροχάδην":"τροχάδην",
"τροχαία":"τροχαίος",
"τροχαίας":"τροχαίος",
"τροχαίο":"τροχαίος",
"τροχαίου":"τροχαίος",
"τροχαίων":"τροχαίος",
"τροχια":"τροχιά",
"τροχιά":"τροχιά",
"τροχιάς":"τροχιά",
"τροχιές":"τροχιά",
"τροχιοδρόμους":"τροχιόδρομος",
"τροχιόδρομους":"τροχιόδρομος",
"τροχό":"τροχός",
"τροχοι":"τροχός",
"τροχονόμο":"τροχονόμος",
"τροχονόμοι":"τροχονόμος",
"τροχονόμος":"τροχονόμος",
"τροχονόμου":"τροχονόμος",
"τροχοπέδη":"τροχοπέδη",
"τροχός":"τροχός",
"τροχόσπιτα":"τροχόσπιτο",
"τροχόσπιτο":"τροχόσπιτο",
"τροχούς":"τροχός",
"τροχοφόρα":"τροχοφόρο",
"τροχοφόρα":"τροχοφόρος",
"τροχοφόρων":"τροχοφόρος",
"τροχών":"τροχός",
"τρυγόνια":"τρυγόνι",
"τρυγώνας":"τρυγώνας",
"τρύπα":"τρύπα",
"τρυπά":"τρυπώ",
"τρυπάει":"τρυπώ",
"τρυπάνε":"τρυπώ",
"τρύπας":"τρύπα",
"τρύπες":"τρύπα",
"τρυπήθηκαν":"τρυπώ",
"τρυπήματα":"τρύπημα",
"τρυπημένη":"τρυπημένος",
"τρύπησε":"τρυπώ",
"τρυπήσουν":"τρυπώ",
"τρυπητή":"τρυπητός",
"τρύπια":"τρύπιος",
"τρύπιο":"τρύπιος",
"τρυποσπίτη":"τρυποσπίτη",
"τρυποσπίτης":"τρυποσπίτης",
"τρυπούλα":"τρυπούλα",
"τρυπούν":"τρυπώ",
"τρυπώνουν":"τρυπώνω",
"τρυπώντας":"τρυπώ",
"τρύπωσαν":"τρυπώνω",
"τρύπωσε":"τρυπώνω",
"τρυπώσει":"τρυπώνω",
"τρυπώσουν":"τρυπώνω",
"τρυφερά":"τρυφερά",
"τρυφερά":"τρυφερός",
"τρυφερές":"τρυφερός",
"τρυφερή":"τρυφερός",
"τρυφερής":"τρυφερός",
"τρυφερό":"τρυφερός",
"τρυφεροί":"τρυφερός",
"τρυφερός":"τρυφερός",
"τρυφερότητα":"τρυφερότητα",
"τρυφερότητά":"τρυφερότητα",
"τρυφερότητας":"τρυφερότητα",
"τρυφερού":"τρυφερός",
"τρυφερούς":"τρυφερός",
"τρυφωνίδης":"τρυφωνίδης",
"τρώγαμε":"τρώγω",
"τρώγεται":"τρώγω",
"τρώγλες":"τρώγλη",
"τρωγλοδύτες":"τρωγλοδύτης",
"τρωγλοδυτών":"τρωγλοδύτης",
"τρώγονται":"τρώγω",
"τρώγοντας":"τρώγω",
"τρωγοντας":"τρώω",
"τρώει":"τρώω",
"τρωθεί":"τιτρώσκω",
"τρωθέν":"τρωθέν",
"τρωκτικά":"τρωκτικός",
"τρωκτικό":"τρωκτικός",
"τρωκτικών":"τρωκτικός",
"τρώμε":"τρώω",
"τρωνε":"τρώω",
"τρώνε":"τρώω",
"τρως":"τρώω",
"τρώση":"τρώση",
"τρωτά":"τρωτός",
"τρώτε":"τρώω",
"τρωτές":"τρωτός",
"τρωτή":"τρωτός",
"τρώω":"τρώω",
"τς":"τς",
"τ'ς":"τ'ς",
"τσάβα":"τσάβα",
"τσαβδαρίδη":"τσαβδαρίδη",
"τσαβδαρίδης":"τσαβδαρίδης",
"τσάβες":"τσάβες",
"τσαβολάκη":"τσαβολάκη",
"τσάγγαρη":"τσάγγαρη",
"τσάγγαρης":"τσάγγαρης",
"τσαγιού":"τσάι",
"τσαγκαλίδης":"τσαγκαλίδης",
"τσαγκάρη":"τσαγκάρης",
"τσαγκάρης":"τσαγκάρης",
"τσαγκαρίδης":"τσαγκαρίδης",
"τσαγκιν":"τσαγκιν",
"τσάγκιν":"τσάγκιν",
"τσάγκος":"τσάγκος",
"τσαγκρή":"τσαγκρή",
"τσαγκρης":"τσαγκρης",
"τσάι":"τσάι",
"τσάικα":"τσάικα",
"τσάινα":"τσάινα",
"τσαϊρέλη":"τσαϊρέλη",
"τσάκα":"τσάκα",
"τσακαλίδη":"τσακαλίδη",
"τσάκαλος":"τσάκαλος",
"τσακαρίτα":"τσακαρίτα",
"τσάκι":"τσάκι",
"τσακίδια":"τσακίδια",
"τσάκιζε":"τσακίζω",
"τσακίζουν":"τσακίζω",
"τσακίρη":"τσακίρης",
"τσακίρης":"τσακίρης",
"τσακιρίδη":"τσακιρίδης",
"τσακιριδης":"τσακιρίδης",
"τσακιρίδης":"τσακιρίδης",
"τσακιρίδου":"τσακιρίδου",
"τσακίρογλου":"τσακίρογλου",
"τσάκισαν":"τσακίζω",
"τσάκισε":"τσακίζω",
"τσακίσει":"τσακίζω",
"τσακισμένα":"τσακίζω",
"τσακισμένο":"τσακισμένος",
"τσακισμένοι":"τσακίζω",
"τσακισμένος":"τσακίζω",
"τσακίσουν":"τσακίζω",
"τσακιστή":"τσακιστός",
"τσακίστηκε":"τσακίζω",
"τσακιστούν":"τσακίζω",
"τσάκιτς":"τσάκιτς",
"τσακμακίδη":"τσακμακίδη",
"τσακνή":"τσακνή",
"τσακονίδης":"τσακονίδης",
"τσακουρίδης":"τσακουρίδης",
"τσακωθεί":"τσακώνω",
"τσακώθηκαν":"τσακώνω",
"τσακώθηκε":"τσακώνω",
"τσακωνική":"τσακωνικός",
"τσακώνομαι":"τσακώνω",
"τσακωνόμαστε":"τσακώνω",
"τσακώνονται":"τσακώνω",
"τσαλάκωμα":"τσαλάκωμα",
"τσαλακωμένο":"τσαλακώνω",
"τσαλακώνει":"τσαλακώνω",
"τσαλδάρης":"τσαλδάρης",
"τσαλής":"τσαλής",
"τσάλι":"τσάλι",
"τσαλιγοπούλου":"τσαλιγοπούλου",
"τσαλίδης":"τσαλίδης",
"τσαλίκης":"τσαλίκης",
"τσαλικίδη":"τσαλικίδη",
"τσαλικίδης":"τσαλικίδης",
"τσαλίκογλου":"τσαλίκογλου",
"τσάλμερς":"τσάλμερς",
"τσαλόνης":"τσαλόνης",
"τσαλόπουλου":"τσαλόπουλου",
"τσάλφορντ":"τσάλφορντ",
"τσαμασλής":"τσαμασλής",
"τσαμασλίδης":"τσαμασλίδης",
"τσαμάτος":"τσαμάτος",
"τσάμη":"τσάμης",
"τσάμης":"τσάμης",
"τσάμπα":"τσάμπα",
"τσαμπάζη":"τσαμπάζης",
"τσαμπατζήδες":"τσαμπατζής",
"τσάμπερλεν":"τσάμπερλεν",
"τσαμπιά":"τσαμπί",
"τσάμπιονς":"τσάμπιονς",
"τσάμπιονσιπς":"τσάμπιονσιπς",
"τσαμποδήμου":"τσαμποδήμου",
"τσαμπουκά":"τσαμπουκάς",
"τσαμπουκάδων":"τσαμπουκάς",
"τσαμπουκάς":"τσαμπουκάς",
"τσαμπούνα":"τσαμπούνα",
"τσαν":"τσαν",
"τσάνσελορ":"τσάνσελορ",
"τσάντα":"τσάντα",
"τσαντάκι":"τσαντάκι",
"τσάνταλη":"τσάνταλη",
"τσάνταλης":"τσάνταλης",
"τσαντάρ":"τσαντάρ",
"τσάντας":"τσάντα",
"τσάντες":"τσάντα",
"τσαντίδης":"τσαντίδης",
"τσαντίνης":"τσαντίνης",
"τσαντίρ":"τσαντίρ",
"τσαντίρι":"τσαντίρι",
"τσαντόρ":"τσαντόρ",
"τσαντών":"τσάντα",
"τσαουσέσκου":"τσαουσέσκου",
"τσαούσεφ":"τσαούσεφ",
"τσαουση":"τσαούσης",
"τσαούση":"τσαούσης",
"τσαουσίδη":"τσαουσίδη",
"τσαουσίδης":"τσαουσίδης",
"τσαπανίδου":"τσαπανίδου",
"τσαπατσάρης":"τσαπατσάρης",
"τσαπατσουλιά":"τσαπατσουλιά",
"τσάπελ":"τσάπελ",
"τσαραβάς":"τσαραβάς",
"τσάρας":"τσάρας",
"τσαρική":"τσαρικός",
"τσαρικής":"τσαρικός",
"τσαρικό":"τσαρικός",
"τσαρισμού":"τσαρισμός",
"τσάρλι":"τσάρλι",
"τσαρλς":"τσαρλς",
"τσαρλτον":"τσαρλτον",
"τσάρλτον":"τσάρλτον",
σάρλτον17381226-37":"τσάρλτον17381226-37",
"τσάρλτον-γουέστ":"τσάρλτον-γουέστ",
"τσάρλτον-μπέρμιγχαμ":"τσάρλτον-μπέρμιγχαμ",
"τσάρο":"τσάρος",
"τσάροι":"τσάρος",
"τσάρος":"τσάρος",
"τσαρούχα":"τσαρούχα",
"τσαρουχα":"τσαρουχάς",
"τσαρουχά":"τσαρουχάς",
"τσαρούχας":"τσαρούχας",
"τσαρούχη":"τσαρούχης",
"τσαρούχης":"τσαρούχης",
"τσαρούχια":"τσαρούχι",
"τσαρσιταλίδης":"τσαρσιταλίδης",
"τσαρτ":"τσαρτ",
"τσάρτ":"τσάρτ",
"τσάρτερ":"τσάρτερ",
"τσαρτσαρής":"τσαρτσαρής",
"τσαρτσιώνης":"τσαρτσιώνης",
"τσατισμένοι":"τσατισμένος",
"τσάτοβιτς":"τσάτοβιτς",
"τσάτσος":"τσάτσος",
"τσάτσου":"τσάτσος",
"τσάτσου-δρίτσα":"τσάτσου-δρίτσα",
"τσαφί":"τσαφί",
"τσαφκόπουλος":"τσαφκόπουλος",
"τσαφούλια":"τσαφούλια",
"τσαφούλιας":"τσαφούλιας",
"τσαχάνης":"τσαχάνης",
"τσαχερλ":"τσαχερλ",
"τσαχλάρης":"τσαχλάρης",
"τσβάιχ":"τσβάιχ",
"τσβετάνοφ":"τσβετάνοφ",
"τσε":"τσε",
"τσεβάς":"τσεβάς",
"τσεβικόζ":"τσεβικόζ",
"τσέζαρεκ":"τσέζαρεκ",
"τσέζαρι":"τσέζαρι",
"τσεϊμπερς":"τσεϊμπερς",
"τσεκ":"τσεκ",
"τσεκάρει":"τσεκάρω",
"τσεκάρουν":"τσεκάρω",
"τσεκλιδου":"τσεκλιδου",
"τσε-κογκ":"τσε-κογκ",
"τσεκούρας":"τσεκούρας",
"τσεκούρι":"τσεκούρι",
"τσελαλετίν":"τσελαλετίν",
"τσέλη":"τσέλη",
"τσελής":"τσελής",
"τσελίκας":"τσελίκα",
"τσελίνι":"τσελίνι",
"τσέλιος":"τσέλιος",
"τσέλιου":"τσέλιου",
"τσέλο":"τσέλο",
"τσελσι":"τσελσι",
"τσέλσι":"τσέλσι",
σέλσι2":"τσέλσι2",
σέλσι461210235-19":"τσέλσι461210235-19",
"τσέλσι-μπέρμιγχαμ":"τσέλσι-μπέρμιγχαμ",
"τσελτεναμ":"τσελτεναμ",
"τσέλτεναμ":"τσέλτεναμ",
"τσεμολγκάν":"τσεμολγκάν",
"τσεμπερίδης":"τσεμπερίδης",
"τσενάι":"τσενάι",
"τσενγκίζ":"τσενγκίζ",
"τσένι":"τσένι",
"τσένταρ":"τσένταρ",
"τσέντου":"τσέντου",
"τσεπάκι":"τσεπάκι",
"τσέπες":"τσέπη",
"τσέπη":"τσέπη",
"τσέπης":"τσέπη",
"τσεπώνουν":"τσεπώνω",
"τσέπωσε":"τσεπώνω",
"τσεπώσει":"τσεπώνω",
"τσεπώσουν":"τσεπώνω",
"τσέριλ":"τσέριλ",
"τσέρνι":"τσέρνι",
"τσερνομίρντιν":"τσερνομίρντιν",
"τσερνομπίλ":"τσερνομπίλ",
"τσερόγκα":"τσερόγκα",
"τσέσικ":"τσέσικ",
"τσεσμετζής":"τσεσμετζής",
"τσεστερ":"τσεστερ",
"τσέστερ":"τσέστερ",
"τσεστερφιλντ":"τσεστερφιλντ",
"τσετ":"τσετ",
"τσέτες":"τσέτης",
"τσετίλια":"τσετίλια",
"τσέτο":"τσέτο",
"τσετσενία":"τσετσενία",
"τσετσενίας":"τσετσενία",
"τσετσένων":"τσετσένος",
"τσέχα":"τσέχα",
"τσεχια":"τσεχία",
"τσεχία":"τσεχία",
"τσεχίας":"τσεχία",
"τσέχικα":"τσέχικος",
"τσεχικές":"τσεχικός",
"τσέχικες":"τσέχικος",
"τσεχική":"τσεχικός",
"τσέχικη":"τσέχικος",
"τσεχικό":"τσεχικός",
"τσέχικο":"τσέχικος",
"τσεχικού":"τσεχικός",
"τσέχο":"τσέχος",
"τσέχοι":"τσέχος",
"τσέχος":"τσέχος",
"τσεχοσλοβακία":"τσεχοσλοβακία",
"τσεχοσλοβακική":"τσεχοσλοβακικός",
"τσεχοσλοβάκικο":"τσεχοσλοβάκικος",
"τσεχοσλοβάκινη":"τσεχοσλοβάκινη",
"τσέχου":"τσέχος",
"τσέχους":"τσέχος",
"τσέχοφ":"τσέχοφ",
"τσέχωφ":"τσέχωφ",
"τσι":"τσι",
"τσιάβου":"τσιάβου",
"τσιάκαλο":"τσιάκαλο",
"τσιάκαλου":"τσιάκαλου",
"τσιακμάκη":"τσιακμάκη",
"τσιάκος":"τσιάκος",
"τσιάλα":"τσιάλα",
"τσιαμήτα":"τσιαμήτα",
"τσιαμήτρο":"τσιαμήτρο",
"τσιαμπαλής":"τσιαμπαλής",
"τσιάμπι":"τσιάμπι",
"τσιανταρης":"τσιανταρης",
"τσιαντάρης":"τσιαντάρης",
"τσιάρας":"τσιάρας",
"τσιαρτσιάνη":"τσιαρτσιάνη",
"τσιαρτσιώνη":"τσιαρτσιώνη",
"τσιαρτσιώνης":"τσιαρτσιώνης",
"τσιαρτσώνης":"τσιαρτσώνης",
"τσιατούρας":"τσιατούρας",
"τσιάτσιος":"τσιάτσιος",
"τσίβας":"τσίβας",
"τσιβίκη":"τσιβίκη",
"τσιγαρα":"τσιγαράς",
"τσιγάρα":"τσιγάρο",
"τσιγαράκι":"τσιγαράκι",
"τσιγαράκια":"τσιγαράκι",
"τσιγαριλίκι":"τσιγαριλίκι",
"τσιγάρο":"τσιγάρο",
"τσιγάρου":"τσιγάρο",
"τσιγάρων":"τσιγάρο",
"τσιγγάνας":"τσιγγάνα",
"τσιγγάνικα":"τσιγγάνικος",
"τσιγγάνικες":"τσιγγάνικος",
"τσιγγάνικη":"τσιγγάνικος",
"τσιγγάνικης":"τσιγγάνικος",
"τσιγγάνικο":"τσιγγάνικος",
"τσιγγάνοι":"τσιγγάνος",
"τσιγγανόπουλα":"τσιγγανόπουλο",
"τσιγγάνος":"τσιγγάνος",
"τσιγγάνους":"τσιγγάνος",
"τσιγγάνων":"τσιγγάνος",
"τσίγκας":"τσίγκας",
"τσιγκέλι":"τσιγκέλι",
"τσιγκελωτό":"τσιγκελωτός",
"τσιγκογραφίας":"τσιγκογραφία",
"τσιγκόιδα":"τσιγκόιδα",
"τσιγκοπούλου":"τσιγκοπούλου",
"τσιγκούνη":"τσιγκούνης",
"τσιγκούνης":"τσιγκούνης",
"τσιγκουνιά":"τσιγκουνιά",
"τσίζεκ":"τσίζεκ",
"τσίκινης":"τσίκινης",
"τσικίνιο":"τσικίνιο",
"τσικιντάν":"τσικιντάν",
"τσικιτίτας":"τσικιτίτας",
"τσικληρόπουλου":"τσικληρόπουλου",
"τσίκνα":"τσίκνα",
"τσικνίσαν":"τσικνίζω",
"'τσίκνισαν'":"'τσίκνισαν'",
"τσικνισμένοι":"τσικνισμένος",
"τσικνοπέμπτη":"τσικνοπέμπτη",
"τσικνοπέμπτης":"τσικνοπέμπτη",
"τσικουδιές":"τσικουδιά",
"τσικούνα":"τσικούνα",
"τσιλέρ":"τσιλέρ",
"τσίλη":"τσίλη",
"τσίλι":"τσίλι",
"τσιλιγγερίδης":"τσιλιγγερίδης",
"τσιλιγιάννης":"τσιλιγιάννης",
"τσιλικα":"τσίλικος",
"τσίλικο":"τσίλικος",
"τσιλιμαντός":"τσιλιμαντός",
"τσιλιμένη":"τσιλιμένη",
"τσιλιμπάρης":"τσιλιμπάρης",
"τσίλο":"τσίλο",
"τσιλόπουλος":"τσιλόπουλος",
"τσίμα":"τσίμα",
"τσιμέντα":"τσιμέντο",
"τσιμεντάρει":"τσιμεντάρω",
"τσιμεντένια":"τσιμεντένιος",
"τσιμεντένιας":"τσιμεντένιος",
"τσιμεντένιες":"τσιμεντένιος",
"τσιμεντένιο":"τσιμεντένιος",
"τσιμεντένιος":"τσιμεντένιος",
"τσιμέντο":"τσιμέντο",
"τσιμεντοβιομηχανία":"τσιμεντοβιομηχανία",
"τσιμεντοβιομηχανίας":"τσιμεντοβιομηχανία",
"τσιμεντοβιομηχανιες":"τσιμεντοβιομηχανία",
"τσιμεντοποίηση":"τσιμεντοποίηση",
"τσιμέντου":"τσιμέντο",
"τσιμέντων":"τσιμέντο",
"τσιμινιέρα":"τσιμινιέρα",
"τσιμινιέρες":"τσιμινιέρα",
"τσιμισκή":"τσιμισκής",
"τσιμιτσέλης":"τσιμιτσέλης",
"τσιμπάει":"τσιμπώ",
"τσιμπάνε":"τσιμπώ",
"τσίμπημα":"τσίμπημα",
"τσιμπήματα":"τσίμπημα",
"τσίμπησε":"τσιμπώ",
"τσιμπήσει":"τσιμπώ",
"τσιμπήσουν":"τσιμπώ",
"τσιμπήσω":"τσιμπώ",
"τσιμπίδα":"τσιμπίδα",
"τσιμπλίδης":"τσιμπλίδης",
"τσιμπολογάει":"τσιμπολογώ",
"τσιμπόνα":"τσιμπόνα",
σιμπόνα7-81040":"τσιμπόνα7-81040",
"τσιμπονίδη":"τσιμπονίδη",
"τσιμπούκας":"τσιμπούκας",
"τσιμπούκης":"τσιμπούκης",
"τσιμπούρια":"τσιμπούρι",
"τσιμτσιουδα":"τσιμτσιουδα",
"τσιν":"τσιν",
"τσίντζα":"τσίντζα",
"τσιντσάρη":"τσιντσάρη",
"τσιντσάρης":"τσιντσάρης",
"τσιντσόρο":"τσιντσόρο",
"τσιόκα":"τσιόκα",
"τσιολάκης":"τσιολάκης",
"τσιόμερ":"τσιόμερ",
"τσιοτινό":"τσιοτινό",
"τσιότρα":"τσιότρα",
"τσιότρας":"τσιότρας",
"τσιότσιος":"τσιότσιος",
"τσιούμα":"τσιούμα",
"τσιπ":"τσιπ",
"τσίπα":"τσίπα",
"τσιπάκι":"τσιπάκι",
"τσίπας":"τσίπα",
"τσίπεφ":"τσίπεφ",
"τσιπιτα":"τσιπιτα",
"τσιπλάκης":"τσιπλάκης",
"τσιπούρα":"τσιπούρα",
"τσίπουρά":"τσίπουρο",
"τσιπούρας":"τσιπούρα",
"τσιπουρας":"τσιπουράς",
"τσιπούρες":"τσιπούρα",
"τσίπουρο":"τσίπουρο",
"τσιπς":"τσιπς",
"τσιράκι":"τσιράκι",
"τσιρακίδης":"τσιρακίδης",
"τσιραμπίδης":"τσιραμπίδης",
"τσιρεκα":"τσιρεκα",
"τσιρίγου":"τσιρίγο",
"τσιριγωτάκης":"τσιριγωτάκης",
"τσιρίζει":"τσιρίζω",
"τσιρίλο":"τσιρίλο",
"τσιριμίγκας":"τσιριμίγκας",
"τσιριμώκος":"τσιριμώκος",
"τσιριμώκου":"τσιριμώκου",
"τσίρκα":"τσίρκας",
"τσιρκο":"τσίρκο",
"τσίρκο":"τσίρκο",
"τσίρκου":"τσίρκο",
"τσιρογιάννη":"τσιρογιάννη",
"τσιρόνια":"τσιρόνια",
"τσιροσαλάτα":"τσιροσαλάτα",
"τσίρου":"τσίρος",
"τσιρώνη":"τσιρώνη",
"τσισμιτζής":"τσισμιτζής",
"τσισόφσκι":"τσισόφσκι",
"τσιταμπακη":"τσιταμπακη",
"τσιτάτα":"τσιτάτο",
"τσιτάτο":"τσιτάτο",
"τσιτάτων":"τσιτάτο",
"τσιτιριδης":"τσιτιριδης",
"τσιτιρίδης":"τσιτιρίδης",
"τσιτιριδου":"τσιτιριδου",
"τσιτουρίδης":"τσιτουρίδης",
"τσιτς":"τσιτς",
"τσίτσα":"τσίτσα",
"τσιτσόλκος":"τσιτσόλκος",
"τσιτσόπουλο":"τσιτσόπουλο",
"τσιτσόπουλος":"τσιτσόπουλος",
"τσιτσόπουλους":"τσιτσόπουλους",
"τσιφλικάδες":"τσιφλικάς",
"τσιφλικάδων":"τσιφλικάς",
"τσιφλικάς":"τσιφλικάς",
"τσιφλίκι":"τσιφλίκι",
"τσιφτετέλι":"τσιφτετέλι",
"τσιφτετέλια":"τσιφτετέλι",
"τσιφτετελιού":"τσιφτετέλι",
"τσίχλες":"τσίχλα",
"τσιχλόφουσκα":"τσιχλόφουσκα",
"τσιώλη":"τσιώλη",
"τσιώλης":"τσιώλης",
"τσιώνας":"τσιώνας",
"τσο":"τσο",
"τσοβόλα":"τσοβόλας",
"τσοβόλας":"τσοβόλας",
"τσογκ":"τσογκ",
"τσόγκανος":"τσόγκανος",
"τσοϊ":"τσοϊ",
"τσοκαλίδου":"τσοκαλίδου",
"τσολακη":"τσολάκης",
"τσολάκη":"τσολάκης",
"τσολάκης":"τσολάκης",
"τσολακίδη":"τσολακίδη",
"τσολακιδης":"τσολακιδης",
"τσολακίδης":"τσολακίδης",
"τσολάκος":"τσολάκος",
"τσολάτος":"τσολάτος",
"τσολιαδάκι":"τσολιαδάκι",
"τσομπανάκης":"τσομπανάκης",
"τσομπάνη":"τσομπάνης",
"τσομπάνισσα":"τσομπάνισσα",
"τσομπάνογλου":"τσομπάνογλου",
"τσομπανοπουλος":"τσομπανοπουλος",
"τσομπανόπουλος":"τσομπανόπουλος",
"τσόμσκι":"τσόμσκι",
"τσόνογλου":"τσόνογλου",
"τσόντα":"τσόντα",
"τσόντες":"τσόντα",
"τσοπανέλλης":"τσοπανέλλης",
"τσοπανόσκυλα":"τσοπανόσκυλο",
"τσοπανόσκυλο":"τσοπανόσκυλο",
"τσόπης":"τσόπης",
"τσορλίνη":"τσορλίνη",
"τσορμπαζουδης":"τσορμπαζουδης",
"τσορμπατζούδης":"τσορμπατζούδης",
"τσόροβιτς":"τσόροβιτς",
"τσορπίδης":"τσορπίδης",
"τσόρτσιλ":"τσόρτσιλ",
"τσοτσόλη":"τσοτσόλη",
"τσοτσορός":"τσοτσορός",
"τσότσος":"τσότσος",
"τσοτύλι":"τσοτύλι",
"τσοτυλίου":"τσοτυλίου",
"τσου":"τσου",
"τσουβάλι":"τσουβάλι",
"τσουβάλια":"τσουβάλι",
"τσουβαλιάζεται":"τσουβαλιάζω",
"τσουγγαρής":"τσουγγαρής",
"τσούγκα":"τσούγκα",
"τσούγκας":"τσούγκας",
"τσουγκρίσαμε":"τσουγκρίζω",
"τσούγκρισαν":"τσουγκρίζω",
"τσουκ":"τσουκ",
"τσούκα":"τσούκα",
"τσουκαλά":"τσουκαλάς",
"τσουκαλαδέλης":"τσουκαλαδέλης",
"τσουκαλάς":"τσουκαλάς",
"τσούκαλης":"τσούκαλης",
"τσουκαλίδης":"τσουκαλίδης",
"τσούκερμαν":"τσούκερμαν",
"τσούκλη":"τσούκλη",
"τσούκλης":"τσούκλης",
"τσουλ":"τσουλ",
"τσούλης":"τσούλης",
"τσούλια":"τσούλι",
"τσούλιας":"τσούλιας",
"τσούλιο":"τσούλιο",
"τσούλιου":"τσούλιου",
"τσουλφά":"τσουλφά",
"τσουλφίδης":"τσουλφίδης",
"τσουμελέκα":"τσουμελέκα",
"τσουν":"τσουν",
"τσουνάμι":"τσουνάμι",
"τσουνγκ":"τσουνγκ",
"τσούνη":"τσούνη",
"τσούξιμο":"τσούξιμο",
"τσούρας":"τσούρας",
"τσουρέκας":"τσουρέκας",
"τσούρμο":"τσούρμο",
"τσουρουφλίζει":"τσουρουφλίζω",
"τσουρτσούλα":"τσουρτσούλα",
"τσούση":"τσούση",
"τσούτσης":"τσούτσης",
"τσούτσι":"τσούτσι",
"τσούτσος":"τσούτσος",
"τσούτσουρας":"τσούτσουρας",
"τσουχτερά":"τσουχτερός",
"τσουχτερές":"τσουχτερός",
"τσουχτερό":"τσουχτερός",
"τσουχτερών":"τσουχτερός",
"τσόφλια":"τσόφλι",
"τσόχα":"τσόχα",
"τσοχατζόπολου":"τσοχατζόπολου",
"τσοχατζόπουλο":"τσοχατζόπουλος",
"τσοχατζόπουλος":"τσοχατζόπουλος",
"τσοχατζόπουλου":"τσοχατζόπουλος",
"τσρτσανίδη":"τσρτσανίδη",
"τσσκα":"τσσκα",
σσκα62":"τσσκα62",
σσκα9-61129":"τσσκα9-61129",
"τσώλης":"τσώλης",
"τσώνη":"τσώνη",
"τσώνης":"τσώνης",
"τσώχος":"τσώχος",
"ττε":"ττε",
"τύγχαινε":"τύγχαινε",
"τύγχανε":"τυχαίνω",
"τυγχάνει":"τυχαίνω",
"τυγχάνεις":"τυχαίνω",
"τυγχάνουν":"τυχαίνω",
"τύλιγαν":"τυλίγω",
"τύλιγε":"τυλίγω",
"τυλίγει":"τυλίγω",
"τυλιγμένα":"τυλιγμένος",
"τυλιγμένη":"τυλίγω",
"τυλιγμένο":"τυλίγω",
"τυλιγμένος":"τυλίγω",
"τυλίγονται":"τυλίγω",
"τυλίγουμε":"τυλίγω",
"τυλίγουν":"τυλίγω",
"τύλιξαν":"τυλίγω",
"τύλιξε":"τυλίγω",
"τυλίξει":"τυλίγω",
"τυλίξουν":"τυλίγω",
"τυλιχθεί":"τυλίγω",
"τυλιχτεί":"τυλίγω",
"τύμβο":"τύμβος",
"τύμβοι":"τύμβος",
"τύμβος":"τύμβος",
"τύμβους":"τύμβος",
"τύμπανα":"τύμπανο",
"τύμπανο":"τύμπανο",
"τυμπανοκρουσίες":"τυμπανοκρουσία",
"τυνησία":"τυνησία",
"τυνήσιο":"τυνήσιος",
"τυνήσιους":"τυνήσιος",
"τυπάδης":"τυπάδης",
"τυπίδη":"τυπίδη",
"τυπικά":"τυπικά",
"τυπικά":"τυπικός",
"τυπικές":"τυπικός",
"τυπική":"τυπικός",
"τυπικής":"τυπικός",
"τυπικό":"τυπικός",
"τυπικοί":"τυπικός",
"τυπικός":"τυπικός",
"τυπικότητα":"τυπικότητα",
"τυπικού":"τυπικός",
"τυπικούς":"τυπικός",
"τυπικών":"τυπικός",
"τυπικώς":"τυπικά",
"τυπο":"τύπος",
"τύπο":"τύπος",
"τυπογραφεία":"τυπογραφείο",
"τυπογραφείο":"τυπογραφείο",
"τυπογραφείου":"τυπογραφείο",
"τυπογραφικών":"τυπογραφικός",
"τύποι'":"τύποι'",
"τύποι":"τύπος",
"τύποις":"τύποις",
"τυπολογία":"τυπολογία",
"τυπολογίας":"τυπολογία",
"τυπολογική":"τυπολογικός",
"τύπον":"τύπος",
"τυποποιείται":"τυποποιώ",
"τυποποιηθεί":"τυποποιώ",
"τυποποιημένα":"τυποποιημένος",
"τυποποιημένες":"τυποποιημένος",
"τυποποιημένη":"τυποποιημένος",
"τυποποιημένο":"τυποποιημένος",
"τυποποιημένος":"τυποποιημένος",
"τυποποιημένων":"τυποποιημένος",
"τυποποίηση":"τυποποίηση",
"τυποποίησης":"τυποποίηση",
"τυποποιούνταν":"τυποποιώ",
"τυποραφείον":"τυποραφείον",
"τύπος":"τύπος",
"τυπου":"τύπος",
"τύπου":"τύπος",
"τύπους":"τύπος",
"τυπωθεί":"τυπώνω",
"τυπώθηκε":"τυπώνω",
"τυπωθήτω":"τυπωθήτω",
"τυπωθούν":"τυπώνω",
"τυπωμένα":"τυπώνω",
"τυπωμένες":"τυπώνω",
"τυπωμένο":"τυπώνω",
"τυπωμένου":"τυπώνω",
"τύπων":"τύπος",
"τύπωνε":"τυπώνω",
"τυπώνει":"τυπώνω",
"τυπώνονται":"τυπώνω",
"τυπώνονταν":"τυπώνω",
"τυπώνουν":"τυπώνω",
"τύπωσε":"τυπώνω",
"τυπώσει":"τυπώνω",
"τυράκι":"τυράκι",
"τυραννία":"τυραννία",
"τυραννίας":"τυραννία",
"τυραννικά":"τυραννικός",
"τυραννική":"τυραννικός",
"τύραννο":"τύραννος",
"τύραννοι":"τύραννος",
"τύραννος":"τύραννος",
"τυράννου":"τύραννος",
"τυράννους":"τύραννος",
"τυράννων":"τύραννος",
"τυρβάζει":"τυρβάζω",
"τυρί":"τυρί",
"τυριά":"τυρί",
"τυρινής":"τυρινής",
"τυριού":"τυρί",
"τυριών":"τυρί",
"τυροκομία":"τυροκομία",
"τυροκομικά":"τυροκομικός",
"τυρόπιτες":"τυρόπιτα",
"τύρου":"τύρου",
"τύφλα":"τύφλα",
"τυφλά":"τυφλός",
"τυφλές":"τυφλός",
"τυφλή":"τυφλός",
"τυφλής":"τυφλός",
"τυφλό":"τυφλός",
"τυφλοί":"τυφλός",
"τυφλολογικά":"τυφλολογικά",
"τυφλός":"τυφλός",
"τυφλούς":"τυφλός",
"τυφλωθεί":"τυφλώνω",
"τυφλωμένη":"τυφλωμένος",
"τυφλών":"τυφλός",
"τυφλώνει":"τυφλώνω",
"τυφλώνουν":"τυφλώνω",
"τύφλωσε":"τυφλώνω",
"τυφλώσει":"τυφλώνω",
"τύφλωση":"τύφλωση",
"τύφλωσης":"τύφλωση",
"τύφος":"τύφος",
"τυφώνα":"τυφώνας",
"τυφώνας":"τυφώνας",
"τυφώνες":"τυφώνας",
"τυχαία":"τυχαία",
"τυχαίας":"τυχαίος",
"τυχαίες":"τυχαίος",
"τύχαινε":"τυχαίνω",
"τυχαίνει":"τυχαίνω",
"τυχαίο":"τυχαίος",
"τυχαίοι":"τυχαίος",
"τυχαίος":"τυχαίος",
"τυχαίου":"τυχαίος",
"τυχαίων":"τυχαίος",
"τυχαίως":"τυχαία",
"τυχαλα":"τυχαλα",
"τυχάρπαστος":"τυχάρπαστος",
"τυχάρπαστους":"τυχάρπαστος",
"τύχει":"τυχαίνω",
"τυχερά":"τυχερός",
"τυχερές":"τυχερός",
"τυχερη":"τυχερός",
"τυχερή":"τυχερός",
"τυχερό":"τυχερός",
"τυχεροί":"τυχερός",
"τυχερός":"τυχερός",
"τυχερού":"τυχερός",
"τυχερούς":"τυχερός",
"τυχερών":"τυχερός",
"τύχες":"τύχη",
"τυχη":"τύχη",
"τύχη":"τύχη",
"τύχης":"τύχη",
"τυχοδιώκτη":"τυχοδιώκτης",
"τυχοδιωκτης":"τυχοδιώκτης",
"τυχοδιώκτης":"τυχοδιώκτης",
"τυχοδιωκτικά":"τυχοδιωκτικά",
"τυχοδιωκτική":"τυχοδιωκτικός",
"τυχοδιωκτικό":"τυχοδιωκτικός",
"τυχοδιωκτισμό":"τυχοδιωκτισμός",
"τυχοδιωκτισμού":"τυχοδιωκτισμός",
"τυχοδιωκτισμούς":"τυχοδιωκτισμός",
"τυχοδιωκτών":"τυχοδιώκτης",
"τυχόν":"τυχών",
"τυχόντα":"τυχαίνω",
"τύχουν":"τυχαίνω",
"τύψεις":"τύψη",
"τύψεων":"τύψη",
"τύψεών":"τύψη",
"τύψη":"τύψη",
"τω":"ο",
"των":"ο",
"τών":"τών",
"τωρα":"τώρα",
"τώρα":"τώρα",
"'τώρα":"'τώρα",
"τωρινά":"τωρινός",
"τωρινές":"τωρινός",
"τωρινή":"τωρινός",
"τωρινής":"τωρινός",
"τωρινό":"τωρινός",
"τωρινοί":"τωρινός",
"τωρινός":"τωρινός",
"τωρινού":"τωρινός",
"τωρινούς":"τωρινός",
"τωρινών":"τωρινός",
"υ":"υ",
"υ.γ.":"υ.γ.",
"ύαινες":"ύαινα",
"υαλκο-κωνσταντινου":"υαλκο-κωνσταντινου",
"υαλοπετάσματα":"υαλοπετάσματα",
"υαλοπίνακες":"υαλοπίνακας",
"υαλόφρακτο":"υαλόφρακτος",
"υβρεις":"ύβρη",
"ύβρεις":"ύβρη",
"ύβρη":"ύβρη",
"υβρίδια":"υβρίδιο",
"υβριδίου":"υβρίδιο",
"υβρίζουν":"υβρίζω",
"ύβρις":"ύβρη",
"υβριστή":"υβριστής",
"υβριστικά":"υβριστικός",
"υβριστικές":"υβριστικός",
"υβριστική":"υβριστικός",
"υβριστικό":"υβριστικός",
"υβριστικού":"υβριστικός",
"υβριστων":"υβριστής",
"υγ":"υγ",
"υγεια":"υγειά",
"υγειά":"υγειά",
"υγεία":"υγεία",
"υγεία-κατανάλωση":"υγεία-κατανάλωση",
"υγειας":"υγειά",
"υγείας":"υγεία",
"υγείας-πρόνοιας":"υγείας-πρόνοιας",
"υγειονομικά":"υγειονομικός",
"υγειονομικές":"υγειονομικός",
"υγειονομική":"υγειονομικός",
"υγειονομικής":"υγειονομικός",
"υγειονομικό":"υγειονομικός",
"υγειονομικού":"υγειονομικός",
"υγειονομικών":"υγειονομικός",
"υγιεινά":"υγιεινά",
"υγιεινή":"υγιεινός",
"υγιεινής":"υγιεινός",
"υγιεινό":"υγιεινός",
"υγιεινών":"υγιεινός",
"υγιείς":"υγιής",
"υγιές":"υγιής",
"υγιέστατα":"υγιής",
"υγιέστατη":"υγιής",
"υγιέστατο":"υγιής",
"υγιέστερα":"υγιής",
"υγιέστερο":"υγιής",
"υγιή":"υγιής",
"υγιής":"υγιής",
"υγιό":"υγιός",
"υγιούς":"υγιής",
"υγιών":"υγιής",
"υγιώς":"υγιώς",
"υγρά":"υγρά",
"υγρά":"υγρός",
"υγρασία":"υγρασία",
"υγρασίας":"υγρασία",
"υγρασίες":"υγρασία",
"υγρές":"υγρός",
"υγρή":"υγρός",
"υγρής":"υγρός",
"υγρό":"υγρός",
"υγροποιημένο":"υγροποιημένος",
"υγρός":"υγρός",
"υγροτοπικά":"υγροτοπικά",
"υγρότοποι":"υγρότοπος",
"υγρότοπος":"υγρότοπος",
"υγροτόπου":"υγρότοπος",
"υγροτόπων":"υγρότοπος",
"υγρού":"υγρός",
"υγρούς":"υγρός",
"υγρών":"υγρός",
"ύδατα":"ύδωρ",
"υδατάνθρακες":"υδατάνθρακας",
"υδατανθράκων":"υδατάνθρακας",
"υδατική":"υδατικός",
"υδάτινα":"υδάτινος",
"υδάτινες":"υδάτινος",
"υδάτινο":"υδάτινος",
"υδάτινων":"υδάτινος",
"υδατοδεξαμενής":"υδατοδεξαμενή",
"υδατοκαλλιεργιες-ριοπεσκα":"υδατοκαλλιεργιες-ριοπεσκα",
"υδατοπερατό":"υδατοπερατό",
"ύδατος":"ύδωρ",
"υδατοστεγείς":"υδατοστεγής",
"υδάτων":"ύδωρ",
"ύδρα":"ύδρα",
"υδραγωγείο":"υδραγωγείο",
"υδράργυρο":"υδράργυρος",
"υδράργυρος":"υδράργυρος",
"υδραργύρου":"υδράργυρος",
"υδρατμών":"υδρατμός",
"υδραυλικά":"υδραυλικός",
"υδραυλικές":"υδραυλικός",
"υδραυλικό":"υδραυλικός",
"υδραυλικός":"υδραυλικός",
"υδραυλικούς":"υδραυλικός",
"υδραυλικών":"υδραυλικός",
"ύδρευση":"ύδρευση",
"ύδρευσή":"ύδρευση",
"υδρευσης":"ύδρευση",
"ύδρευσης":"ύδρευση",
"ύδρευσης-αποχέτευσης":"ύδρευσης-αποχέτευσης",
"υδρόβια":"υδρόβιος",
"υδρόβιων":"υδρόβιος",
"υδρογειος":"υδρόγειος",
"υδρογείου":"υδρόγειος",
"υδρογονάνθρακες":"υδρογονάνθρακας",
"υδρογονανθράκων":"υδρογονάνθρακας",
"υδρογόνο":"υδρογόνο",
"υδρογόνου":"υδρογόνο",
"υδρογραφικό":"υδρογραφικός",
"υδροδοτείται":"υδροδοτώ",
"υδροδότησης":"υδροδότηση",
"υδροηλεκτρικού":"υδροηλεκτρικός",
"υδροηλεκτρικούς":"υδροηλεκτρικός",
"υδροκέφαλη":"υδροκέφαλος",
"υδροκέφαλο":"υδροκέφαλος",
"υδροκυάνιο":"υδροκυάνιο",
"υδροληπτικά":"υδροληπτικός",
"υδρολογικά":"υδρολογικός",
"υδρολογική":"υδρολογικός",
"υδρολόγος":"υδρολόγος",
"υδρομασάζ":"υδρομασάζ",
"υδρόμυλων":"υδρόμυλος",
"υδρονομίας":"υδρονομίας",
"υδροπτέρυγων":"υδροπτέρυγο",
"υδρορροές":"υδρορροή",
"υδροφόρα":"υδροφόρος",
"υδροφορέας":"υδροφορέας",
"υδροφόρο":"υδροφόρος",
"υδροφόρος":"υδροφόρος",
"υδροφόρου":"υδροφόρος",
"υδροφόρων":"υδροφόρος",
"υδροχοος":"υδροχόος",
"υδρόψυκτο":"υδρόψυκτος",
"ύδωρ":"ύδωρ",
"υε":"υε",
"υεθα":"υεθα",
"υεμένη":"υεμένη",
"υεμένης":"υεμένη",
"υεν":"υεν",
"υενεδ":"υενεδ",
"υιό":"υιός",
"υιοθεσία":"υιοθεσία",
"υιοθεσιών":"υιοθεσία",
"υιοθετεί":"υιοθετώ",
"υιοθετείται":"υιοθετώ",
"υιοθετηθεί":"υιοθετώ",
"υιοθετήθηκαν":"υιοθετώ",
"υιοθετήθηκε":"υιοθετώ",
"υιοθετηθούν":"υιοθετώ",
"υιοθετημένη":"υιοθετώ",
"υιοθετήσαμε":"υιοθετώ",
"υιοθέτησαν":"υιοθετώ",
"υιοθέτησε":"υιοθετώ",
"υιοθετήσει":"υιοθετώ",
"υιοθέτηση":"υιοθέτηση",
"υιοθέτησή":"υιοθέτηση",
"υιοθέτησης":"υιοθέτηση",
"υιοθετήσουμε":"υιοθετώ",
"υιοθετήσουν":"υιοθετώ",
"υιοθετήστε":"υιοθετώ",
"υιοθετούμε":"υιοθετώ",
"υιοθετούν":"υιοθετώ",
"υιοθετούνται":"υιοθετώ",
"υιοθετούσα":"υιοθετώ",
"υιοθετούσε":"υιοθετώ",
"υιοθετώντας":"υιοθετώ",
"υιοι":"υιός",
"υιόν":"υιός",
"υιός":"υιός",
"υιού":"υιός",
"ύλαι":"ύλαι",
"ύλες":"ύλη",
"ύλη":"ύλη",
"ύλην":"ύλη",
"ύλης":"ύλη",
"υλικά":"υλικό",
"υλικά":"υλικός",
"υλικές":"υλικός",
"υλική":"υλικός",
"υλικής":"υλικός",
"υλικο":"υλικό",
"υλικό":"υλικό",
"υλικό":"υλικός",
"υλικοτεχνικές":"υλικοτεχνικός",
"υλικοτεχνική":"υλικοτεχνικός",
"υλικοτεχνικός":"υλικοτεχνικός",
"υλικοτεχνικών":"υλικοτεχνικός",
"υλικού":"υλικό",
"υλικων":"υλικό",
"υλικών":"υλικό",
"υλικών":"υλικός",
"υλικών-επίπλου":"υλικών-επίπλου",
"υλισμό":"υλισμός",
"υλισμού":"υλισμός",
"υλιστικά":"υλιστικός",
"υλιστικό":"υλιστικός",
"υλοποιεί":"υλοποιώ",
"υλοποιείται":"υλοποιώ",
"υλοποιείτε":"υλοποιώ",
"υλοποιηθεί":"υλοποιώ",
"υλοποιήθηκαν":"υλοποιώ",
"υλοποιήθηκε":"υλοποιώ",
"υλοποιηθούν":"υλοποιώ",
"υλοποίησα":"υλοποιώ",
"υλοποίησαν":"υλοποιώ",
"υλοποίησε":"υλοποιώ",
"υλοποιήσει":"υλοποιώ",
"υλοποιήσεις":"υλοποίηση",
"υλοποιήσετε":"υλοποιώ",
"υλοποίηση":"υλοποίηση",
"υλοποίησή":"υλοποίηση",
"υλοποίησης":"υλοποίηση",
"υλοποίησής":"υλοποίηση",
"υλοποιήσιμη":"υλοποιήσιμος",
"υλοποιήσιμοι":"υλοποιήσιμος",
"υλοποιήσιμος":"υλοποιήσιμος",
"υλοποιήσιμων":"υλοποιήσιμος",
"υλοποιήσουμε":"υλοποιώ",
"υλοποιήσουν":"υλοποιώ",
"υλοποιούμε":"υλοποιώ",
"υλοποιούν":"υλοποιώ",
"υλοποιούνται":"υλοποιώ",
"υλοποιούσε":"υλοποιώ",
"υλοποιώντας":"υλοποιώ",
"υλοτόμηση":"υλοτόμηση",
"υλοτομία":"υλοτομία",
"υλοτόμοι":"υλοτόμος",
"υλοτόμων":"υλοτόμος",
"υλών":"ύλη",
"υμαθ":"υμαθ",
"υμα-θ":"υμα-θ",
"υμάς":"ημείς",
"υμείς":"ημείς",
"υμέναιο":"υμέναιος",
"υμένων":"υμένας",
"υμετ":"υμετ",
"υμηττό":"υμηττός",
"υμηττός":"υμηττός",
"υμηττού":"υμηττός",
"υμμητός":"υμμητός",
"υμνεί":"υμνώ",
"ύμνησε":"υμνώ",
"υμνητές":"υμνητής",
"υμνητική":"υμνητικός",
"ύμνο":"ύμνος",
"ύμνοι":"ύμνος",
"ύμνος":"ύμνος",
"ύμνου":"ύμνος",
"υμνούμε":"υμνώ",
"ύμνους":"ύμνος",
"υμνούσε":"υμνώ",
"υμνωδός":"υμνωδός",
"υμών":"ημείς",
"υορκη":"υόρκη",
"υόρκη":"υόρκη",
"υόρκης":"υόρκη",
"υπ":"υπό",
"υπ'":"υπό",
"υπ.":"υπ.",
"υπα":"υπα",
"υπαγάγει":"υπάγω",
"υπάγεστε":"υπάγω",
"υπάγεται":"υπάγω",
"υπαγόμενα":"υπαγόμενος",
"υπαγόμενη":"υπαγόμενος",
"υπαγόμενου":"υπαγόμενος",
"υπαγομένων":"υπαγόμενος",
"υπάγονται":"υπάγω",
"υπάγονταν":"υπάγω",
"υπαγόρευαν":"υπαγορεύω",
"υπαγόρευε":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύει":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύεται":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύθηκε":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύονται":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύοντας":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύουν":"υπαγορεύω",
"υπαγόρευσαν":"υπαγορεύω",
"υπαγόρευσε":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύσει":"υπαγορεύω",
"υπαγορεύτηκε":"υπαγορεύω",
"υπαγόταν":"υπάγω",
"υπαγωγή":"υπαγωγή",
"υπαγωγής":"υπαγωγή",
"υπαίθρια":"υπαίθριος",
"υπαίθριες":"υπαίθριος",
"υπαίθριο":"υπαίθριος",
"υπαίθριος":"υπαίθριος",
"υπαιθρίου":"υπαίθριος",
"υπαίθριου":"υπαίθριος",
"υπαίθριους":"υπαίθριος",
"υπαιθρίων":"υπαίθριος",
"ύπαιθρο":"ύπαιθρος",
"ύπαιθρος":"ύπαιθρος",
"υπαίθρου":"ύπαιθρος",
"υπαινιγμό":"υπαινιγμός",
"υπαινιγμοί":"υπαινιγμός",
"υπαινιγμός":"υπαινιγμός",
"υπαινιγμούς":"υπαινιγμός",
"υπαινικτική":"υπαινικτικός",
"υπαινίσσεται":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίσσομαι":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίσσονται":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίσσονταν":"υπαινίσσομαι",
"υπαινιχθεί":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίχθηκα":"υπαινίσσομαι",
"υπαινιχθήκαμε":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίχθηκαν":"υπαινίσσομαι",
"υπαινίχθηκε":"υπαινίσσομαι",
"υπαίτια":"υπαίτιος",
"υπαίτιες":"υπαίτιος",
"υπαίτιο":"υπαίτιος",
"υπαίτιοι":"υπαίτιος",
"υπαίτιος":"υπαίτιος",
"υπαιτιότητα":"υπαιτιότητα",
"υπαιτιότητας":"υπαιτιότητα",
"υπαίτιου":"υπαίτιος",
"υπαιτίους":"υπαίτιος",
"υπαίτιους":"υπαίτιος",
"υπαιτίων":"υπαίτιος",
"υπακοή":"υπακοή",
"υπακοής":"υπακοή",
"υπάκουα":"υπακούω",
"υπάκουαν":"υπακούω",
"υπάκουε":"υπακούω",
"υπακούει":"υπακούω",
"υπακούμε":"υπακούω",
"υπακούν":"υπακούω",
"υπακούουν":"υπακούουν",
"υπακούσει":"υπακούω",
"υπακούσετε":"υπακούω",
"υπακούσουν":"υπακούω",
"υπάκουων":"υπάκουος",
"υπάληλλό":"υπάληλλό",
"υπαλληλικά":"υπαλληλικός",
"υπαλληλική":"υπαλληλικός",
"υπαλληλικό":"υπαλληλικός",
"υπάλληλο":"υπάλληλος",
"υπάλληλοι":"υπάλληλος",
"υπάλληλοί":"υπάλληλος",
"υπάλληλος":"υπάλληλος",
"υπαλλήλου":"υπάλληλος",
"υπάλληλου":"υπάλληλος",
"υπαλλήλους":"υπάλληλος",
"υπάλληλους":"υπάλληλος",
"υπαλλήλων":"υπάλληλος",
"υπάλληλων":"υπάλληλος",
"υπαν":"υπαν",
"υπανάπτυκτες":"υπανάπτυκτος",
"υπανάπτυκτη":"υπανάπτυκτος",
"υπανάπτυκτων":"υπανάπτυκτος",
"υπανάπτυξη":"υπανάπτυξη",
"υπανάπτυξης":"υπανάπτυξη",
"υπαναχωρεί":"υπαναχωρώ",
"υπαναχώρησαν":"υπαναχωρώ",
"υπαναχωρήσει":"υπαναχωρώ",
"υπαναχωρήσεις":"υπαναχώρηση",
"υπαναχωρήσεων":"υπαναχώρηση",
"υπαναχώρησης":"υπαναχώρηση",
"υπαξιωματικούς":"υπαξιωματικός",
"υπαξιωματικών":"υπαξιωματικός",
"υπάρει":"υποαίρω",
"υπαρκτά":"υπαρκτός",
"υπαρκτές":"υπαρκτός",
"υπαρκτή":"υπαρκτός",
"υπαρκτική":"υπαρκτικός",
"υπαρκτό":"υπαρκτός",
"υπαρκτός":"υπαρκτός",
"υπαρκτού":"υπαρκτός",
"υπαρκτούς":"υπαρκτός",
"υπαρκτών":"υπαρκτός",
"υπάρξει":"υπάρχω",
"υπάρξεις":"ύπαρξη",
"υπάρξεων":"ύπαρξη",
"υπάρξεως":"ύπαρξη",
"υπάρξεώς":"ύπαρξη",
"ύπαρξη":"ύπαρξη",
"ύπαρξή":"ύπαρξη",
"ύπαρξης":"ύπαρξη",
"ύπαρξής":"ύπαρξη",
"υπαρξιακά":"υπαρξιακός",
"υπαρξιακές":"υπαρξιακός",
"υπαρξιακή":"υπαρξιακός",
"υπαρξιακής":"υπαρξιακός",
"υπαρξιακό":"υπαρξιακός",
"υπάρξουν":"υπάρχω",
"υπαρχει":"υπάρχω",
"υπάρχει":"υπάρχω",
"υπάρχεις":"υπάρχω",
"υπαρχηγός":"υπαρχηγός",
"υπαρχηγού":"υπαρχηγός",
"υπαρχής":"υπαρχή",
"υπάρχον":"υπάρχων",
"υπάρχοντα":"υπάρχων",
"υπάρχοντά":"υπάρχων",
"υπάρχοντες":"υπάρχων",
"υπάρχοντος":"υπάρχων",
"υπαρχόντων":"υπάρχων",
"υπάρχου":"ύπαρχος",
"υπάρχουμε":"υπάρχω",
"υπάρχουν":"υπάρχω",
"υπάρχουσα":"υπάρχων",
"υπάρχουσας":"υπάρχων",
"υπάρχουσες":"υπάρχων",
"υπαρχουσών":"υπάρχων",
"υπάρχω":"υπάρχω",
"υπασπιστής":"υπασπιστής",
"υπαστυνόμο":"υπαστυνόμος",
"υπαστυνόμος":"υπαστυνόμος",
"ύπατη":"ύπατος",
"ύπατης":"ύπατος",
"ύπατο":"ύπατος",
"ύπατος":"ύπατος",
"ύπατου":"ύπατος",
"υπαχθεί":"υπάγω",
"υπαχθούν":"υπάγω",
"υπέβαλα":"υποβάλλω",
"υπέβαλαν":"υποβάλλω",
"υπέβαλε":"υποβάλλω",
"υπέβαλλε":"υποβάλλω",
"υπεβλήθη":"υποβάλλω",
"υπεβλήθησαν":"υποβάλλω",
"υπέγραφαν":"υπογράφω",
"υπέγραφε":"υπογράφω",
"υπεγράφη":"υπογράφω",
"υπεγράφησαν":"υπογράφω",
"υπέγραψα":"υπογράφω",
"υπέγραψαν":"υπογράφω",
"υπέγραψε":"υπογράφω",
"υπέδαφος":"υπέδαφος",
"υπεδάφους":"υπέδαφος",
"υπεδείκνυαν":"υπεδείκνυαν",
"υπέδειξα":"υποδεικνύω",
"υπέδειξαν":"υποδεικνύω",
"υπέδειξε":"υποδεικνύω",
"υπεθα":"υπεθα",
"υπέθαλπε":"υποθάλπω",
"υπέθαλψε":"υποθάλπω",
"υπέθεσαν":"υποθέτω",
"υπέθεταν":"υποθέτω",
"υπέθετε":"υποθέτω",
"υπεθο":"υπεθο",
"υπεισέλθει":"υπεισέρχομαι",
"υπεισέλθουν":"υπεισέρχομαι",
"υπεισέλθω":"υπεισέρχομαι",
"υπεισέρχεται":"υπεισέρχομαι",
"υπεισερχόταν":"υπεισέρχομαι",
"υπέκλεπταν":"υποκλέπτω",
"υπέκρυπτε":"υποκρύπτω",
"υπέκυψαν":"υποκύπτω",
"υπέκυψε":"υποκύπτω",
"υπεκφεύγει":"υπεκφεύγω",
"υπεκφυγές":"υπεκφυγή",
"υπεκφυγή":"υπεκφυγή",
"υπεκφυγής":"υπεκφυγή",
"υπέμειναν":"υπομένω",
"υπενθύμιζαν":"υπενθυμίζω",
"υπενθύμιζε":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζει":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζεται":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζοντας":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζοντάς":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζουμε":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζουν":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίζω":"υπενθυμίζω",
"υπενθύμισαν":"υπενθυμίζω",
"υπενθύμισε":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίσει":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίσεις":"υπενθύμιση",
"υπενθύμιση":"υπενθύμιση",
"υπενθυμίσουμε":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίσουν":"υπενθυμίζω",
"υπενθυμίσω":"υπενθυμίζω",
"υπενοικίασε":"υπενοικιάζω",
"υπενοικιασμένου":"υπενοικιασμένος",
"υπεξ":"υπεξ",
"υπεξαίρεσε":"υπεξαιρώ",
"υπεξαίρεση":"υπεξαίρεση",
"υπεξαίρεσης":"υπεξαίρεση",
"υπέπεσαν":"υποπίπτω",
"υπέπεσε":"υποπίπτω",
"υπέρ":"υπέρ",
"υπεραγορασμένες":"υπεραγορασμένος",
"υπεραγορές":"υπεραγορές",
"υπεραισιόδοξη":"υπεραισιόδοξος",
"υπεραισιοδοξία":"υπεραισιοδοξία",
"υπεραιωνόβια":"υπεραιωνόβιος",
"υπερακοντίζοντας":"υπερακοντίζω",
"υπερακοντίζουν":"υπερακοντίζω",
"υπεράκτιας":"υπεράκτιος",
"υπεραμύνεται":"υπεραμύνομαι",
"υπεραμύνθηκαν":"υπεραμύνομαι",
"υπεραμύνθηκε":"υπεραμύνομαι",
"υπεραμυνθούν":"υπεραμύνομαι",
"υπεραμύνονται":"υπεραμύνομαι",
"υπερανάληψης":"υπερανάληψη",
"υπεράνθρωπα":"υπεράνθρωπα",
"υπεράνθρωπες":"υπεράνθρωπος",
"υπεράνω":"υπεράνω",
"υπεραξία":"υπεραξία",
"υπεραξίας":"υπεραξία",
"υπεραπλούστευσης":"υπεραπλούστευση",
"υπεραπλουστευτικά":"υπεραπλουστευτικός",
"υπεραπόδοση":"υπεραπόδοση",
"υπεράριθμοι":"υπεράριθμος",
"υπεράσπιζε":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζει":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζεσαι":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζεται":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζομαι":"υπερασπίζω",
"υπερασπιζόμαστε":"υπερασπίζω",
"υπερασπιζόμενο":"υπερασπιζόμενος",
"υπερασπιζόμενος":"υπερασπιζόμενος",
"υπερασπίζονται":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζονταν":"υπερασπίζω",
"υπερασπίζοντας":"υπερασπίζω",
"υπερασπιζόταν":"υπερασπίζω",
"υπερασπίσει":"υπερασπίζω",
"υπεράσπιση":"υπεράσπιση",
"υπεράσπισή":"υπεράσπιση",
"υπεράσπισης":"υπεράσπιση",
"υπεράσπισής":"υπεράσπιση",
"υπερασπισθεί":"υπερασπίζω",
"υπερασπίσθηκαν":"υπερασπίζω",
"υπερασπίσθηκε":"υπερασπίζω",
"υπερασπισθούν":"υπερασπίζω",
"υπερασπίσουν":"υπερασπίζω",
"υπερασπισταί":"υπερασπισταί",
"υπερασπιστεί":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστείς":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστές":"υπερασπιστής",
"υπερασπιστή":"υπερασπιστής",
"υπερασπίστηκα":"υπερασπίζω",
"υπερασπίστηκαν":"υπερασπίζω",
"υπερασπίστηκε":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστής":"υπερασπιστής",
"υπερασπιστική":"υπερασπιστικός",
"υπερασπιστούμε":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστούν":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστώ":"υπερασπίζω",
"υπερασπιστών":"υπερασπιστής",
"υπεραστικά":"υπεραστικός",
"υπεραστικές":"υπεραστικός",
"υπεραστικό":"υπεραστικός",
"υπεραστικών":"υπεραστικός",
"υπερατλαντικά":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικές":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντική":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικής":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικό":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικός":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικού":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικούς":"υπερατλαντικός",
"υπερατλαντικών":"υπερατλαντικός",
"υπερβαίνει":"υπερβαίνω",
"υπερβαίνοντας":"υπερβαίνω",
"υπερβαίνουμε":"υπερβαίνω",
"υπερβαίνουν":"υπερβαίνω",
"υπερβάλει":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλει":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλετε":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλοντα":"υπερβάλλων",
"υπερβάλλοντας":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλοντος":"υπερβάλλων",
"υπερβάλλουμε":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλουν":"υπερβάλλω",
"υπερβάλλουσα":"υπερβάλλων",
"υπερβάλλων":"υπερβάλλων",
"υπερβάλουν":"υπερβάλλω",
"υπέρβαρες":"υπέρβαρος",
"υπέρβαρο":"υπέρβαρος",
"υπέρβαροι":"υπέρβαρος",
"υπέρβαρος":"υπέρβαρος",
"υπερβάσεις":"υπέρβαση",
"υπερβάσεων":"υπέρβαση",
"υπέρβαση":"υπέρβαση",
"υπέρβασης":"υπέρβαση",
"υπερβατική":"υπερβατικός",
"υπερβατικού":"υπερβατικός",
"υπερβέβαιοι":"υπερβέβαιος",
"υπερβεί":"υπερβαίνω",
"υπερβολές":"υπερβολή",
"υπερβολή":"υπερβολή",
"υπερβολήν":"υπερβολή",
"υπερβολής":"υπερβολή",
"υπερβολικά":"υπερβολικά",
"υπερβολικές":"υπερβολικός",
"υπερβολική":"υπερβολικός",
"υπερβολικής":"υπερβολικός",
"υπερβολικό":"υπερβολικός",
"υπερβολικοί":"υπερβολικός",
"υπερβολικός":"υπερβολικός",
"υπερβολικού":"υπερβολικός",
"υπερβούμε":"υπερβαίνω",
"υπερβούν":"υπερβαίνω",
"υπερβώ":"υπερβαίνω",
"υπέργειας":"υπέργειος",
"υπέργειους":"υπέργειος",
"υπέργειων":"υπέργειος",
"υπεργείως":"υπέργειος",
"υπεργεννητικότητας":"υπεργεννητικότητα",
"υπέργηρος":"υπέργηρος",
"υπεργολαβίες":"υπεργολαβία",
"υπεργολαβιών":"υπεργολαβία",
"υπερδανεισμένα":"υπερδανεισμένα",
"υπερδανεισμό":"υπερδανεισμός",
"υπερδανεισμού":"υπερδανεισμός",
"υπερδιέγερση":"υπερδιέγερση",
"υπερδιπλάσια":"υπερδιπλάσιος",
"υπερδιπλασιάζεται":"υπερδιπλασιάζω",
"υπερδιπλασίασε":"υπερδιπλασιάζω",
"υπερδιπλασιασθεί":"υπερδιπλασιάζω",
"υπερδιπλασιασμός":"υπερδιπλασιασμός",
"υπερδιπλασιαστεί":"υπερδιπλασιάζω",
"υπερδιπλάσιο":"υπερδιπλάσιος",
"υπερδιπλάσιος":"υπερδιπλάσιος",
"υπερδυνάμεις":"υπερδύναμη",
"υπερδυνάμεων":"υπερδύναμη",
"υπερδύναμη":"υπερδύναμη",
"υπερδύναμης":"υπερδύναμη",
"υπερέβαινε":"υπερβαίνω",
"υπερέβη":"υπερβαίνω",
"υπερέβησαν":"υπερβαίνω",
"υπερεθνικές":"υπερεθνικός",
"υπερεθνική":"υπερεθνικός",
"υπερεθνικιστών":"υπερεθνικιστής",
"υπερεθνικό":"υπερεθνικός",
"υπερεθνικός":"υπερεθνικός",
"υπερεκμετάλλευση":"υπερεκμετάλλευση",
"υπερεκτιμήθηκε":"υπερεκτιμώ",
"υπερεκτιμημένη":"υπερεκτιμώ",
"υπερεκτιμημένος":"υπερεκτιμώ",
"υπερεκτιμώντας":"υπερεκτιμώ",
"υπερένταση":"υπερένταση",
"υπερεξουσία":"υπερεξουσία",
"υπερεξουσίες":"υπερεξουσία",
"υπερεπάρκεια":"υπερεπάρκεια",
"υπερεπαρκούν":"υπερεπαρκώ",
"υπερεπειγόντων":"υπερεπείγων",
"υπερεργασία":"υπερεργασία",
"υπερευαισθησία":"υπερευαισθησία",
"υπερευαίσθητα":"υπερευαίσθητος",
"υπερευαίσθητο":"υπερευαίσθητος",
"υπερευαίσθητους":"υπερευαίσθητος",
"υπερέχει":"υπερέχω",
"υπερέχουν":"υπερέχω",
"υπερήλικες":"υπερήλικας",
"υπερηλίκων":"υπερήλικος",
"υπερημερίας":"υπερημερία",
"υπερήρωες":"υπερήρωας",
"υπερήφανα":"υπερήφανος",
"υπερηφάνεια":"υπερηφάνεια",
"υπερηφάνειας":"υπερηφάνεια",
"υπερηφανεύεται":"υπερηφανεύομαι",
"υπερήφανη":"υπερήφανος",
"υπερήφανο":"υπερήφανος",
"υπερήφανοι":"υπερήφανος",
"υπερήφανος":"υπερήφανος",
"υπερήφανους":"υπερήφανος",
"υπερηχητικό":"υπερηχητικός",
"υπέρηχο":"υπέρηχος",
"υπερηχογράφημα":"υπερηχογράφημα",
"υπέρηχοι":"υπέρηχος",
"υπέρηχος":"υπέρηχος",
"υπερθέαμα":"υπερθέαμα",
"υπερθεάματος":"υπερθέαμα",
"υπερθεαμάτων":"υπερθέαμα",
"υπερθεμάτιζαν":"υπερθεματίζω",
"υπερθεμάτισε":"υπερθεματίζω",
"υπερθερμαίνεται":"υπερθερμαίνω",
"υπερθερμανθεί":"υπερθερμαίνω",
"υπερθέρμανση":"υπερθέρμανση",
"υπερθέρμανσης":"υπερθέρμανση",
"υπερθετικό":"υπερθετικός",
"υπερθετικών":"υπερθετικός",
"υπερίπτανται":"υπερίπταμαι",
"υπερισχύει":"υπερισχύω",
"υπερισχύουν":"υπερισχύω",
"υπερίσχυσαν":"υπερισχύω",
"υπερίσχυσε":"υπερισχύω",
"υπερισχύσει":"υπερισχύω",
"υπερίσχυση":"υπερίσχυση",
"υπερίσχυσης":"υπερίσχυση",
"υπερισχύσουν":"υπερισχύω",
"υπεριώδεις":"υπεριώδης",
"υπεριώδες":"υπεριώδης",
"υπεριώδους":"υπεριώδης",
"υπερκαλύπτουν":"υπερκαλύπτω",
"υπερκαλυφθεί":"υπερκαλύπτω",
"υπερκάλυψαν":"υπερκαλύπτω",
"υπερκάλυψε":"υπερκαλύπτω",
"υπερκαλύψει":"υπερκαλύπτω",
"υπερκάλυψη":"υπερκάλυψη",
"υπερκάλυψης":"υπερκάλυψη",
"υπερκαλύψουν":"υπερκαλύπτω",
"υπερκατανάλωση":"υπερκατανάλωση",
"υπερκατανάλωσης":"υπερκατανάλωση",
"υπερκαταστήματα":"υπερκατάστημα",
"υπερκαταστημάτων":"υπερκατάστημα",
"υπερκείμενες":"υπερκείμενος",
"υπερκειμένου":"υπερκείμενος",
"υπέρκειται":"υπέρκειμαι",
"υπερκέρασε":"υπερκερώ",
"υπερκεράσει":"υπερκερώ",
"υπερκινητικότητα":"υπερκινητικότητα",
"υπερκινητικότητας":"υπερκινητικότητα",
"υπερκομματική":"υπερκομματικός",
"υπερκορεστεί":"υπερκορεστεί",
"υπερκόσμια":"υπερκόσμιος",
"υπερκοστολογήσεις":"υπερκοστολογώ",
"υπερκοστολόγησης":"υπερκοστολόγησης",
"υπερ-κύπριος":"υπερ-κύπριος",
"υπέρλαμπρο":"υπέρλαμπρος",
"υπερλιπιδαιμία":"υπερλιπιδαιμία",
"υπερλιπιδαιμικών":"υπερλιπιδαιμικών",
"υπέρμαχο":"υπέρμαχος",
"υπέρμαχοι":"υπέρμαχος",
"υπέρμαχοί":"υπέρμαχος",
"υπέρμαχος":"υπέρμαχος",
"υπέρμαχους":"υπέρμαχος",
"υπερμάχων":"υπέρμαχος",
"υπέρμαχων":"υπέρμαχος",
"υπερμέγεθες":"υπερμεγέθης",
"υπερμεγέθη":"υπερμεγέθης",
"υπέρμετρα":"υπέρμετρα",
"υπέρμετρες":"υπέρμετρος",
"υπέρμετρη":"υπέρμετρος",
"υπερνικηθεί":"υπερνικώ",
"υπερνομάρχη":"υπερνομάρχης",
"υπερνομάρχης":"υπερνομάρχης",
"υπερνομαρχία":"υπερνομαρχία",
"υπερνομαρχίας":"υπερνομαρχία",
"υπερνομάρχου":"υπερνομάρχης",
"υπέρογκα":"υπέρογκα",
"υπέρογκα":"υπέρογκος",
"υπέρογκες":"υπέρογκος",
"υπέρογκο":"υπέρογκος",
"υπέρογκου":"υπέρογκος",
"υπέρογκων":"υπέρογκος",
"υπερόπλα":"υπερόπλο",
"υπεροπλία":"υπεροπλία",
"υπερόπτης":"υπερόπτης",
"υπεροπτική":"υπεροπτικός",
"υπερορθοδόξων":"υπερορθόδοξος",
"υπέροχα":"υπέροχος",
"υπέρόχα":"υπέροχος",
"υπέροχες":"υπέροχος",
"υπεροχη":"υπεροχή",
"υπεροχή":"υπεροχή",
"υπέροχη":"υπέροχος",
"υπεροχής":"υπεροχή",
"υπέροχο":"υπέροχος",
"υπέροχοι":"υπέροχος",
"υπεροχος":"υπέροχος",
"υπέροχος":"υπέροχος",
"υπέροχου":"υπέροχος",
"υπέροχους":"υπέροχος",
"υπεροψία":"υπεροψία",
"υπεροψίας":"υπεροψία",
"υπερπαραγωγές":"υπερπαραγωγή",
"υπερπαραγωγή":"υπερπαραγωγή",
"υπερπαραγωγής":"υπερπαραγωγή",
"υπερπατριώτες":"υπερπατριώτης",
"υπερπέραν":"υπερπέραν",
"υπερπηδήσει":"υπερπηδώ",
"υπερπηδήσουν":"υπερπηδώ",
"υπερπληθυσμός":"υπερπληθυσμός",
"υπερπληθυσμού":"υπερπληθυσμός",
"υπερπληθώρα":"υπερπληθώρα",
"υπερπληθωρισμός":"υπερπληθωρισμός",
"υπερπλήρεις":"υπερπλήρης",
"υπερπληρότητα":"υπερπληρότητα",
"υπερπολλαπλάσια":"υπερπολλαπλάσιος",
"υπερπολυτελείας":"υπερπολυτέλεια",
"υπερπολυτελείς":"υπερπολυτελής",
"υπερπολυτελές":"υπερπολυτελής",
"υπερπολυτελών":"υπερπολυτελής",
"υπερπολύτιμο":"υπερπολύτιμος",
"υπερπολύτιμους":"υπερπολύτιμος",
"υπερπόντια":"υπερπόντιος",
"υπερπόντιες":"υπερπόντιος",
"υπερπόντιους":"υπερπόντιος",
"υπερπόντιων":"υπερπόντιος",
"υπερπουλημένες":"υπερπουλημένος",
"υπερπροβολής":"υπερπροβολή",
"υπερπροσπάθεια":"υπερπροσπάθεια",
"υπερπροσπάθειας":"υπερπροσπάθεια",
"υπερπροστασία":"υπερπροστασία",
"υπερπροστατευτική":"υπερπροστατευτικός",
"υπερπροσφορά":"υπερπροσφορά",
"υπερπροσφοράς":"υπερπροσφορά",
"υπερπτήσεις":"υπερπτήση",
"υπέρπτησης":"υπέρπτησης",
"υπερσυγκέντρωση":"υπερσυγκέντρωση",
"υπερσύγχρονα":"υπερσύγχρονος",
"υπερσύγχρονες":"υπερσύγχρονος",
"υπερσύγχρονη":"υπερσύγχρονος",
"υπερσύγχρονο":"υπερσύγχρονος",
"υπερσυγχρονου":"υπερσύγχρονος",
"υπερσύγχρονου":"υπερσύγχρονος",
"υπερσύγχρονους":"υπερσύγχρονος",
"υπερσυνταγογράφηση":"υπερσυνταγογράφηση",
"υπερσυντηρητικό":"υπερσυντηρητικός",
"υπερσυντηρητισμός":"υπερσυντηρητισμός",
"υπερσυσσώρευσης":"υπερσυσσώρευση",
"υπέρταση":"υπέρταση",
"υπέρτασης":"υπέρταση",
"υπέρτατη":"υπέρτατος",
"υπέρτατης":"υπέρτατος",
"υπέρτατο":"υπέρτατος",
"υπέρτατος":"υπέρτατος",
"υπερταχεία":"υπερταχεία",
"υπερτερεί":"υπερτερώ",
"υπερτέρησε":"υπερτερώ",
"υπέρτεροι":"υπέρτερος",
"υπερτερούν":"υπερτερώ",
"υπερτιμά":"υπερτιμώ",
"υπερτιμημένα":"υπερτιμώ",
"υπερτιμημένη":"υπερτιμημένος",
"υπερτιμημένο":"υπερτιμώ",
"υπερτίμηση":"υπερτίμηση",
"υπερτιμολογήσεις":"υπερτιμολόγηση",
"υπερτιμολογήσεων":"υπερτιμολόγηση",
"υπερτιμολόγησης":"υπερτιμολόγηση",
"υπερτιμολογούσε":"υπερτιμολογώ",
"υπερτιμούμε":"υπερτιμώ",
"υπερτονίζει":"υπερτονίζω",
"υπερτονίζουμε":"υπερτονίζω",
"υπερτονίζουν":"υπερτονίζω",
"υπερτόνισε":"υπερτονίζω",
"υπερτοπική":"υπερτοπικός",
"υπερτυχερό":"υπερτυχερός",
"υπερτυχεροί":"υπερτυχερός",
"υπερτυχερός":"υπερτυχερός",
"υπερτυχερών":"υπερτυχερός",
"υπέρυθρες":"υπέρυθρος",
"υπέρυθρης":"υπέρυθρος",
"υπέρυθρο":"υπέρυθρος",
"υπέρυθρων":"υπέρυθρος",
"υπερυψωμένες":"υπερυψώνω",
"υπερυψωμένη":"υπερυψώνω",
"υπερυψωμένο":"υπερυψώνω",
"υπερυψωμένος":"υπερυψώνω",
"υπερφορτωθεί":"υπερφορτώνω",
"υπερφορτωμένη":"υπερφορτωμένος",
"υπερφορτωμένου":"υπερφορτωμένος",
"υπερφορτώνεται":"υπερφορτώνω",
"υπερφόρτωσης":"υπερφόρτωση",
"υπερφυσικά":"υπερφυσικός",
"υπερφυσικές":"υπερφυσικός",
"υπερφυσική":"υπερφυσικός",
"υπερφυσικό":"υπερφυσικός",
"υπερφυσικού":"υπερφυσικός",
"υπερχείλισε":"υπερχειλίζω",
"υπερχειλίσει":"υπερχειλίζω",
"υπερχείλιση":"υπερχείλιση",
"υπερχείλισης":"υπερχείλιση",
"υπερχρεωμένα":"υπερχρεώνω",
"υπερχρεωμένες":"υπερχρεώνω",
"υπερχρεωμένοι":"υπερχρεώνω",
"υπερχρεωμένος":"υπερχρεώνω",
"υπερχρεωμένων":"υπερχρεωμένος",
"υπερχρέωση":"υπερχρέωση",
"υπερχρέωσης":"υπερχρέωση",
"υπερψήφισαν":"υπερψηφίζω",
"υπερψήφισε":"υπερψηφίζω",
"υπερψηφίσει":"υπερψηφίζω",
"υπερψήφιση":"υπερψήφιση",
"υπερψηφίσουν":"υπερψηφίζω",
"υπερψηφίστηκε":"υπερψηφίζω",
"υπερωκεάνια":"υπερωκεάνιος",
"υπερωκεάνιο":"υπερωκεάνιο",
"υπερωριακά":"υπερωριακά",
"υπερωριακή":"υπερωριακός",
"υπερωριακής":"υπερωριακός",
"υπερωρίες":"υπερωρία",
"υπερωριών":"υπερωρία",
"υπεστη":"υφίσταμαι",
"υπέστη":"υφίσταμαι",
"υπέστην":"υφίσταμαι",
"υπεστήριξε":"υποστηρίζω",
"υπέστησαν":"υφίσταμαι",
"υπεσχημένα":"υπεσχημένα",
"υπετάγη":"υπετάγη",
"υπέταξε":"υποτάσσω",
"υπεύθυνα":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνες":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνη":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνης":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνο":"υπεύθυνος",
"υπευθυνοι":"υπεύθυνος",
"υπευθύνοι":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνοι":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνοί":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνος":"υπεύθυνος",
"υπευθυνότητα":"υπευθυνότητα",
"υπευθυνότητας":"υπευθυνότητα",
"υπευθύνου":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνου":"υπεύθυνος",
"υπευθύνους":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνους":"υπεύθυνος",
"υπευθύνων":"υπεύθυνος",
"υπεύθυνων":"υπεύθυνος",
"υπέφεραν":"υποφέρω",
"υπέφερε":"υποφέρω",
"υπέχει":"υπέχω",
"υπεχωδε":"υπεχωδε",
"υπήγαγε":"υπάγω",
"υπήκοο":"υπήκοος",
"υπήκοοι":"υπήκοος",
"υπήκοος":"υπήκοος",
"υπήκοός":"υπήκοος",
"υπηκοότητα":"υπηκοότητα",
"υπηκοότητας":"υπηκοότητα",
"υπηκόου":"υπήκοος",
"υπηκόους":"υπήκοος",
"υπηκόων":"υπήκοος",
"υπήνεμη":"υπήνεμος",
"υπηρεσια":"υπηρεσία",
"υπηρεσία":"υπηρεσία",
"υπηρεσιακά":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακές":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακή":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακής":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακό":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακοί":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακός":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακού":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακούς":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσιακών":"υπηρεσιακός",
"υπηρεσίαν":"υπηρεσία",
"υπηρεσίας":"υπηρεσία",
"υπηρεσίες":"υπηρεσία",
"υπηρεσιών":"υπηρεσία",
"υπηρετεί":"υπηρετώ",
"υπηρέτες":"υπηρέτης",
"υπηρέτη":"υπηρέτης",
"υπηρετηθεί":"υπηρετώ",
"υπηρέτης":"υπηρέτης",
"υπηρέτησα":"υπηρετώ",
"υπηρέτησαν":"υπηρετώ",
"υπηρέτησε":"υπηρετώ",
"υπηρετήσει":"υπηρετώ",
"υπηρετήσεις":"υπηρετώ",
"υπηρέτηση":"υπηρέτηση",
"υπηρετήσουμε":"υπηρετώ",
"υπηρετήσουν":"υπηρετώ",
"υπηρετήσω":"υπηρετώ",
"υπηρετικό":"υπηρετικός",
"υπηρετικόν":"υπηρετικός",
"υπηρετικού":"υπηρετικός",
"υπηρετούμε":"υπηρετώ",
"υπηρετούν":"υπηρετώ",
"υπηρετούνται":"υπηρετώ",
"υπηρετούντες":"υπηρετών",
"υπηρετούντων":"υπηρετών",
"υπηρετούσαν":"υπηρετώ",
"υπηρετούσε":"υπηρετώ",
"υπηρέτρια":"υπηρέτρια",
"υπηρέτριες":"υπηρέτρια",
"υπηρετώ":"υπηρετώ",
"υπηρετώντας":"υπηρετώ",
"υπήρξα":"υπάρχω",
"υπήρξαμε":"υπάρχω",
"υπήρξαν":"υπάρχω",
"υπήρξατε":"υπάρχω",
"υπήρξε":"υπάρχω",
"υπήρχαν":"υπάρχω",
"υπηρχε":"υπάρχω",
"υπήρχε":"υπάρχω",
"υπήχθη":"υπάγω",
"υπήχθησαν":"υπάγω",
"υπνάκο":"υπνάκος",
"υπνηλία":"υπνηλία",
"υπνο":"ύπνος",
"ύπνο":"ύπνος",
"υπνοβατες":"υπνοβάτης",
"υπνοβάτες":"υπνοβάτης",
"υπνοδωμάτια":"υπνοδωμάτιο",
"υπνοδωμάτιο":"υπνοδωμάτιο",
"υπνοδωμάτιό":"υπνοδωμάτιο",
"υπνοδωματίου":"υπνοδωμάτιο",
"ύπνος":"ύπνος",
"ύπνου":"ύπνος",
"υπνωτικά":"υπνωτικός",
"υπνωτισμένοι":"υπνωτίζω",
"υπνωτισμού":"υπνωτισμός",
"υπνωτίστηκε":"υπνωτίζω",
"υπνώττον":"υπνώττων",
"υπο":"υπό",
"υπό":"υπό",
"υποαπασχόληση":"υποαπασχόληση",
"υποαπασχόλησης":"υποαπασχόληση",
"υποβάθμιζαν":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίζει":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίζεται":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίζονται":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίζουμε":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίζουν":"υποβαθμίζω",
"υποβάθμισε":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίσει":"υποβαθμίζω",
"υποβάθμιση":"υποβάθμιση",
"υποβάθμισή":"υποβάθμιση",
"υποβάθμισης":"υποβάθμιση",
"υποβαθμισμένα":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμισμένες":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμισμένη":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμισμένο":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμισμένου":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμισμένων":"υποβαθμισμένος",
"υποβαθμίσουν":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμιστεί":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμίστηκε":"υποβαθμίζω",
"υποβαθμιστούν":"υποβαθμίζω",
"υπόβαθρο":"υπόβαθρο",
"υποβάλαμε":"υποβάλλω",
"υποβάλει":"υποβάλλω",
"υποβάλεται":"υποβάλεται",
"υποβάλλαμε":"υποβάλλω",
"υποβάλλει":"υποβάλλω",
"υποβάλλεται":"υποβάλλω",
"υποβαλλόμενες":"υποβαλλόμενος",
"υποβάλλονται":"υποβάλλω",
"υποβαλλόταν":"υποβάλλω",
"υποβάλλουν":"υποβάλλω",
"υποβάλλω":"υποβάλλω",
"υποβάλουμε":"υποβάλλω",
"υποβάλουν":"υποβάλλω",
"υποβάλω":"υποβάλλω",
"υποβασταζόμενος":"υποβασταζόμενος",
"υποβιβάζεται":"υποβιβάζω",
"υποβιβάζονται":"υποβιβάζω",
"υποβιβάζοντας":"υποβιβάζω",
"υποβιβάζουν":"υποβιβάζω",
"υποβιβάσει":"υποβιβάζω",
"υποβιβασθεί":"υποβιβάζω",
"υποβιβασμένη":"υποβιβάζω",
"υποβιβασμό":"υποβιβασμός",
"υποβιβασμοί":"υποβιβασμός",
"υποβιβασμού":"υποβιβασμός",
"υποβιβαστεί":"υποβιβάζω",
"υποβιβάστηκε":"υποβιβάζω",
"υποβιβαστούν":"υποβιβάζω",
"υποβλεννώδη":"υποβλεννώδης",
"υποβληθεί":"υποβάλλω",
"υποβληθείσες":"υποβληθείς",
"υποβλήθηκαν":"υποβάλλω",
"υποβλήθηκε":"υποβάλλω",
"υποβληθούν":"υποβάλλω",
"υποβλητική":"υποβλητικός",
"υποβλητικό":"υποβλητικός",
"υποβλητικοί":"υποβλητικός",
"υποβοηθά":"υποβοηθώ",
"υποβοηθηθεί":"υποβοηθώ",
"υποβοηθήσει":"υποβοηθώ",
"υποβοήθηση":"υποβοήθηση",
"υποβοήθησης":"υποβοήθηση",
"υποβοηθούμενο":"υποβοηθούμενος",
"υποβοηθούμενος":"υποβοηθούμενος",
"υποβοηθούν":"υποβοηθώ",
"υποβολή":"υποβολή",
"υποβολης":"υποβολή",
"υποβολής":"υποβολή",
"υποβόσκει":"υποβόσκω",
"υποβόσκουσα":"υποβόσκων",
"υποβρύχια":"υποβρύχιο",
"υποβρύχιας":"υποβρύχιος",
"υποβρύχιες":"υποβρύχιος",
"υποβρύχιο":"υποβρύχιος",
"υποβρυχίου":"υποβρύχιος",
"υποβρύχιου":"υποβρύχιος",
"υποβρυχίων":"υποβρύχιο",
"υπογάστριο":"υπογάστριο",
"υπογεγραμμένη":"υπογεγραμμένη",
"υπογεγραμμένο":"υπογράφω",
"υπογεγραμμένων":"υπογεγραμμένος",
"υπόγεια":"υπόγειος",
"υπόγειά":"υπόγειος",
"υπόγειας":"υπόγειος",
"υπόγειες":"υπόγειος",
"υπογειο":"υπόγειος",
"υπόγειο":"υπόγειος",
"υπόγειό":"υπόγειος",
"υπόγειοι":"υπόγειος",
"υπόγειος":"υπόγειος",
"υπογείου":"υπόγειος",
"υπόγειου":"υπόγειος",
"υπογείων":"υπόγειος",
"υπόγειων":"υπόγειος",
"υπογείως":"υπογείως",
"υπογεννητικότητα":"υπογεννητικότητα",
"υπογεννητικότητας":"υπογεννητικότητα",
"υπόγλυκες":"υπόγλυκος",
"υπογλώσσια":"υπογλώσσιος",
"υπογονιμότητα":"υπογονιμότητα",
"υπογραμμένα":"υπογραμμένος",
"υπογράμμιζαν":"υπογραμμίζω",
"υπογράμμιζε":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζει":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζεται":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζονται":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζοντας":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμιζόταν":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζουν":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίζω":"υπογραμμίζω",
"υπογράμμισαν":"υπογραμμίζω",
"υπογράμμισε":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίσει":"υπογραμμίζω",
"υπογράμμιση":"υπογράμμιση",
"υπογραμμιστεί":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίστηκε":"υπογραμμίζω",
"υπογραμμίσω":"υπογραμμίζω",
"υπογραφεί":"υπογράφω",
"υπογράφει":"υπογράφω",
"υπογραφείσα":"υπογραφείσα",
"υπογραφές":"υπογραφή",
"υπογράφεται":"υπογράφω",
"υπογραφη":"υπογραφή",
"υπογραφή":"υπογραφή",
"υπογράφηκε":"υπογράφω",
"υπογραφής":"υπογραφή",
"υπογράφονται":"υπογράφω",
"υπογράφοντας":"υπογράφω",
"υπογράφοντες":"υπογράφων",
"υπογραφόταν":"υπογράφω",
"υπογράφουμε":"υπογράφω",
"υπογραφούν":"υπογράφω",
"υπογράφουν":"υπογράφω",
"υπογράφτηκε":"υπογράφω",
"υπογράφω":"υπογράφω",
"υπογραφών":"υπογραφή",
"υπογράψαμε":"υπογράφω",
"υπόγραψαν":"υπογράφω",
"υπογράψαντες":"υπογράψας",
"υπογράψατε":"υπογράφω",
"υπογράψει":"υπογράφω",
"υπογράψετε":"υπογράφω",
"υπογράψουμε":"υπογράφω",
"υπογράψουν":"υπογράφω",
"υπογράψω":"υπογράφω",
"υποδαυλίζουν":"υποδαυλίζω",
"υποδεέστερα":"υποδεέστερος",
"υποδεέστερες":"υποδεέστερος",
"υποδεέστερη":"υποδεέστερος",
"υποδεέστερο":"υποδεέστερος",
"υπόδειγμα":"υπόδειγμα",
"υποδείγματα":"υπόδειγμα",
"υποδειγματικά":"υποδειγματικά",
"υποδειγματική":"υποδειγματικός",
"υποδειγματικής":"υποδειγματικός",
"υποδειγματικό":"υποδειγματικός",
"υποδειγματικών":"υποδειγματικός",
"υποδείγματος":"υπόδειγμα",
"υποδειγμάτων":"υπόδειγμα",
"υποδείκνυαν":"υποδεικνύω",
"υποδείκνυε":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύει":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύεται":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύοντας":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύοντάς":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύουν":"υποδεικνύω",
"υποδεικνύούν":"υποδεικνύω",
"υποδείξει":"υποδεικνύω",
"υποδείξεις":"υπόδειξη",
"υποδείξεων":"υπόδειξη",
"υπόδειξη":"υπόδειξη",
"υπόδειξή":"υπόδειξη",
"υπόδειξης":"υπόδειξη",
"υπόδειξιν":"υπόδειξη",
"υποδείξουμε":"υποδεικνύω",
"υποδείξουν":"υποδεικνύω",
"υποδείξτε":"υποδεικνύω",
"υποδείξω":"υποδεικνύω",
"υποδειχθεί":"υποδεικνύω",
"υποδείχθηκε":"υποδεικνύω",
"υποδεκάμετρο":"υποδεκάμετρο",
"υποδεκαπλάσια":"υποδεκαπλάσιος",
"υποδεχεται":"υποδέχομαι",
"υποδέχεται":"υποδέχομαι",
"υποδεχθεί":"υποδέχομαι",
"υποδέχθηκαν":"υποδέχομαι",
"υποδέχθηκε":"υποδέχομαι",
"υποδεχθούμε":"υποδέχομαι",
"υποδεχθούν":"υποδέχομαι",
"υποδέχομαι":"υποδέχομαι",
"υποδεχόμενοι":"υποδεχόμενος",
"υποδεχόμενος":"υποδεχόμενος",
"υποδέχονται":"υποδέχομαι",
"υποδέχονταν":"υποδέχομαι",
"υποδεχτεί":"υποδέχομαι",
"υποδεχτείτε":"υποδέχομαι",
"υποδεχτήκαμε":"υποδέχομαι",
"υποδεχτηκαν":"υποδέχομαι",
"υποδέχτηκαν":"υποδέχομαι",
"υποδέχτηκε":"υποδέχομαι",
"υποδεχτούν":"υποδέχομαι",
"υποδήλωνε":"υποδηλώνω",
"υποδηλώνει":"υποδηλώνω",
"υποδηλώνοντας":"υποδηλώνω",
"υποδηλώνουν":"υποδηλώνω",
"υποδηλώσει":"υποδηλώνω",
"υποδήματα":"υπόδημα",
"υποδημάτων":"υπόδημα",
"υπόδησης":"υπόδηση",
"υποδιαιρείται":"υποδιαιρώ",
"υποδιεύθυνση":"υποδιεύθυνση",
"υποδιεύθυνσης":"υποδιεύθυνση",
"υποδιευθυντή":"υποδιευθυντής",
"υποδιευθυντής":"υποδιευθυντής",
"υποδιευθύντριά":"υποδιευθύντρια",
"υπόδικη":"υπόδικος",
"υπόδικοι":"υπόδικος",
"υπόδικος":"υπόδικος",
"υποδιοικητή":"υποδιοικητής",
"υποδιοικητής":"υποδιοικητής",
"υποδιοικήτρια":"υποδιοικήτρια",
"υποδομές":"υποδομή",
"υποδομή":"υποδομή",
"υποδομής":"υποδομή",
"υποδομων":"υποδομή",
"υποδομών":"υποδομή",
"υποδόριο":"υποδόριος",
"υπόδουλη":"υπόδουλος",
"υπόδουλο":"υπόδουλος",
"υπόδουλος":"υπόδουλος",
"υποδουλώνει":"υποδουλώνω",
"υποδουλώσει":"υποδουλώνω",
"υποδοχείς":"υποδοχέας",
"υποδοχές":"υποδοχή",
"υποδοχέων":"υποδοχέας",
"υποδοχή":"υποδοχή",
"υποδοχής":"υποδοχή",
"υποδύεστε":"υποδύομαι",
"υποδύεται":"υποδύομαι",
"υποδυθεί":"υποδύομαι",
"υποδύθηκαν":"υποδύομαι",
"υποδυόμενοι":"υποδυόμενος",
"υποδυόμενος":"υποδυόμενος",
"υποδύονται":"υποδύομαι",
"υποεπιτροπής":"υποεπιτροπή",
"υποζύγια":"υποζύγιο",
"υποθαλάμου":"υποθάλαμος",
"υποθαλάσσια":"υποθαλάσσιος",
"υποθαλάσσιας":"υποθαλάσσιος",
"υποθαλάσσιο":"υποθαλάσσιος",
"υποθαλάσσιοι":"υποθαλάσσιος",
"υποθάλπει":"υποθάλπω",
"υποθάλπουν":"υποθάλπω",
"υποθάλψει":"υποθάλπω",
"υπόθαλψη":"υπόθαλψη",
"υποθερμία":"υποθερμία",
"υποθέσει":"υποθέτω",
"'υποθέσεις'":"'υποθέσεις'",
"υποθέσεις":"υπόθεση",
"υποθέσεων":"υπόθεση",
"υποθέσεών":"υπόθεση",
"υποθέσεως":"υπόθεση",
"υποθεση":"υπόθεση",
"υπόθεση":"υπόθεση",
"υπόθεσή":"υπόθεση",
"υπόθεσης":"υπόθεση",
"υπόθεσής":"υπόθεση",
"υπόθεσιν":"υπόθεση",
"υποθέσουμε":"υποθέτω",
"υποθέσω":"υποθέτω",
"υποθέταμε":"υποθέτω",
"υποθέτει":"υποθέτω",
"υποθετικά":"υποθετικός",
"υποθετική":"υποθετικός",
"υποθετικής":"υποθετικός",
"υποθετικό":"υποθετικός",
"υποθετικών":"υποθετικός",
"υποθέτουμε":"υποθέτω",
"υποθέτουν":"υποθέτω",
"υποθέτω":"υποθέτω",
"υποθήκες":"υποθήκη",
"υποθήκευε":"υποθηκεύω",
"υποθηκεύει":"υποθηκεύω",
"υποθηκεύεται":"υποθηκεύω",
"υποθηκεύουν":"υποθηκεύω",
"υποθηκεύσουν":"υποθηκεύω",
"υποθήκη":"υποθήκη",
"υποθηκοφυλακεία":"υποθηκοφυλακείο",
"υποθηκοφυλακείων":"υποθηκοφυλακείο",
"υποκαθιστά":"υποκαθιστώ",
"υποκαθίστανται":"υποκαθιστώ",
"υποκαθίσταται":"υποκαθιστώ",
"υποκαθιστούν":"υποκαθιστώ",
"υποκαθιστούσε":"υποκαθιστώ",
"υποκατασκευαστές":"υποκατασκευαστής",
"υποκατασταθεί":"υποκαθιστώ",
"υποκατασταθούν":"υποκαθιστώ",
"υποκατάσταση":"υποκατάσταση",
"υποκατάστασης":"υποκατάσταση",
"υποκατάστατα":"υποκατάστατος",
"υποκατάστατο":"υποκατάστατος",
"υποκατάστατων":"υποκατάστατος",
"υποκατάστημα":"υποκατάστημα",
"υποκαταστήματα":"υποκατάστημα",
"υποκαταστήματος":"υποκατάστημα",
"υποκαταστημάτων":"υποκατάστημα",
"υποκαταστήσει":"υποκαθιστώ",
"υποκαταστήσουν":"υποκαθιστώ",
"υποκατέστησαν":"υποκαθιστώ",
"υποκατηγορία":"υποκατηγορία",
"υποκατηγορίες":"υποκατηγορία",
"υποκείμενα":"υποκείμενος",
"υποκείμενης":"υποκείμενος",
"υποκειμενικά":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικές":"υποκειμενικός",
"υποκειμενική":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικής":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικό":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικοί":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικός":"υποκειμενικός",
"υποκειμενικότητα":"υποκειμενικότητα",
"υποκειμενισμό":"υποκειμενισμός",
"υποκείμενο":"υποκείμενο",
"υποκείμενο":"υποκείμενος",
"υποκείμενος":"υποκείμενος",
"υποκειμένου":"υποκείμενο",
"υποκειμένων":"υποκείμενος",
"υποκείμενων":"υποκείμενος",
"υπόκεινται":"υπόκειμαι",
"υπόκειται":"υπόκειμαι",
"υποκεφάλαιο":"υποκεφάλαιο",
"υποκεφαλαίου":"υποκεφάλαιο",
"υποκινεί":"υποκινώ",
"υποκινήθηκαν":"υποκινώ",
"υποκινηθούν":"υποκινώ",
"υποκίνηση":"υποκίνηση",
"υποκίνησης":"υποκίνηση",
"υποκινήσουν":"υποκινώ",
"υποκινητές":"υποκινητής",
"υποκινητή":"υποκινητής",
"υποκινούν":"υποκινώ",
"υποκλέπτει":"υποκλέπτω",
"υποκλιθείς":"υποκλίνομαι",
"υποκλίθηκε":"υποκλίνομαι",
"υποκλιθούμε":"υποκλίνομαι",
"υποκλιθούν":"υποκλίνομαι",
"υποκλίνεται":"υποκλίνομαι",
"υποκλίνονται":"υποκλίνομαι",
"υποκλοπείς":"υποκλοπέας",
"υποκλοπές":"υποκλοπή",
"υποκλοπή":"υποκλοπή",
"υποκλοπής":"υποκλοπή",
"υποκλοπών":"υποκλοπή",
"υποκοριστικό":"υποκοριστικός",
"υπόκοσμο":"υπόκοσμος",
"υπόκοσμος":"υπόκοσμος",
"υποκόσμου":"υπόκοσμος",
"υποκουλτούρα":"υποκουλτούρα",
"υποκρίνεται":"υποκρίνομαι",
"υποκρισία":"υποκρισία",
"υποκρισίας":"υποκρισία",
"υποκρισίες":"υποκρισία",
"υποκρίσου":"υποκρίνομαι",
"υποκριτές":"υποκριτής",
"υποκριτή":"υποκριτής",
"υποκριτικά":"υποκριτικός",
"υποκριτικές":"υποκριτικός",
"υποκριτική":"υποκριτικός",
"υποκριτικής":"υποκριτικός",
"υποκριτικό":"υποκριτικός",
"υποκριτικός":"υποκριτικός",
"υποκριτικών":"υποκριτικός",
"υποκριτών":"υποκριτής",
"υπόκρουση":"υπόκρουση",
"υποκρύπτει":"υποκρύπτω",
"υποκρύπτεται":"υποκρύπτω",
"υποκρύπτονται":"υποκρύπτω",
"υποκρύπτοντας":"υποκρύπτω",
"υποκρύπτουν":"υποκρύπτω",
"υποκύπτει":"υποκύπτω",
"υποκύπτοντας":"υποκύπτω",
"υποκύπτουν":"υποκύπτω",
"υποκύψει":"υποκύπτω",
"υποκύψουμε":"υποκύπτω",
"υποκύψουν":"υποκύπτω",
"υπόκωφη":"υπόκωφος",
"υπόκωφο":"υπόκωφος",
"υπόκωφος":"υπόκωφος",
"υπολανθάνουσες":"υπολανθάνων",
"υπόλειμμα":"υπόλειμμα",
"υπολείμματα":"υπόλειμμα",
"υπολείπεται":"υπολείπομαι",
"υπολειπόμαστε":"υπολείπομαι",
"υπολείπονται":"υπολείπομαι",
"υπολειπόταν":"υπολείπομαι",
"υπολειτουργεί":"υπολειτουργώ",
"υπολειτουργία":"υπολειτουργία",
"υπολειτουργίας":"υπολειτουργία",
"υπολειτουργούν":"υπολειτουργώ",
"υπολήψεις":"υπόληψη",
"υπόληψη":"υπόληψη",
"υπόληψή":"υπόληψη",
"υπόληψης":"υπόληψη",
"υπόληψής":"υπόληψη",
"υπολιμεναρχείο":"υπολιμεναρχείο",
"υπόλογα":"υπόλογος",
"υπόλογη":"υπόλογος",
"υπολόγιζαν":"υπολογίζω",
"υπολόγιζε":"υπολογίζω",
"υπολογίζει":"υπολογίζω",
"υπολογίζεται":"υπολογίζω",
"υπολογιζόμενων":"υπολογιζόμενος",
"υπολογίζονται":"υπολογίζω",
"υπολογίζονταν":"υπολογίζω",
"υπολογίζοντας":"υπολογίζω",
"υπολογιζόταν":"υπολογίζω",
"υπολογίζουμε":"υπολογίζω",
"υπολογίζουν":"υπολογίζω",
"υπολογίζω":"υπολογίζω",
"υπολόγισα":"υπολογίζω",
"υπολογίσαμε":"υπολογίζω",
"υπολόγισαν":"υπολογίζω",
"υπολόγισε":"υπολογίζω",
"υπολογίσει":"υπολογίζω",
"υπολογίσετε":"υπολογίζω",
"υπολογισθεί":"υπολογίζω",
"υπολογίσθηκε":"υπολογίζω",
"υπολογισθούν":"υπολογίζω",
"υπολογίσιμη":"υπολογίσιμος",
"υπολογίσιμο":"υπολογίσιμος",
"υπολογίσιμος":"υπολογίσιμος",
"υπολογίσιμων":"υπολογίσιμος",
"υπολογισμένη":"υπολογίζω",
"υπολογισμένο":"υπολογίζω",
"υπολογισμό":"υπολογισμός",
"υπολογισμοί":"υπολογισμός",
"υπολογισμός":"υπολογισμός",
"υπολογισμού":"υπολογισμός",
"υπολογισμούς":"υπολογισμός",
"υπολογισμών":"υπολογισμός",
"υπολογίσουμε":"υπολογίζω",
"υπολογίσουν":"υπολογίζω",
"υπολογίστε":"υπολογίζω",
"υπολογιστεί":"υπολογίζω",
"υπολογιστές":"υπολογιστής",
"υπολογιστη":"υπολογιστής",
"υπολογιστή":"υπολογιστής",
"υπολογίστηκε":"υπολογίζω",
"υπολογιστής":"υπολογιστής",
"υπολογιστικά":"υπολογιστικός",
"υπολογιστικές":"υπολογιστικός",
"υπολογιστική":"υπολογιστικός",
"υπολογιστικής":"υπολογιστικός",
"υπολογιστικό":"υπολογιστικός",
"υπολογιστικού":"υπολογιστικός",
"υπολογιστικών":"υπολογιστικός",
"υπολογιστούν":"υπολογίζω",
"υπολογιστών":"υπολογιστής",
"υπόλογο":"υπόλογος",
"υπόλογοι":"υπόλογος",
"υπολοιπα":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπα":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπες":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπη":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπης":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπο":"υπόλοιπο",
"υπόλοιπο":"υπόλοιπος",
"υπόλοιποι":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπος":"υπόλοιπος",
"υπολοίπου":"υπόλοιπο",
"υπόλοιπου":"υπόλοιπος",
"υπολοίπους":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπους":"υπόλοιπος",
"υπολοίπων":"υπόλοιπος",
"υπόλοιπων":"υπόλοιπος",
"υπολοχαγόν":"υπολοχαγός",
"υπολοχαγός":"υπολοχαγός",
"υπομειδιά":"υπομειδιώ",
"υπομένει":"υπομένω",
"υπομένοντας":"υπομένω",
"υπομένουμε":"υπομένω",
"υπόμνημα":"υπόμνημα",
"υπόμνημά":"υπόμνημα",
"υπομνήματα":"υπόμνημα",
"υπομνήματά":"υπόμνημα",
"υπομνήματος":"υπόμνημα",
"υπομνήσει":"υπομιμνήσκω",
"υπόμνηση":"υπόμνηση",
"υπομνησθεί":"υπομιμνήσκω",
"υπομονετικά":"υπομονετικά",
"υπομονετικοί":"υπομονετικός",
"υπομονετικός":"υπομονετικός",
"υπομονη":"υπομονή",
"υπομονή":"υπομονή",
"υπομονής":"υπομονή",
"υπονοεί":"υπονοώ",
"υπονοείς":"υπονοώ",
"υπονοείται":"υπονοώ",
"υπονοηθεί":"υπονοώ",
"υπονόησαν":"υπονοώ",
"υπονόησε":"υπονοώ",
"υπόνοια":"υπόνοια",
"υπόνοιες":"υπόνοια",
"υπονόμευε":"υπονομεύω",
"υπονομεύει":"υπονομεύω",
"υπονομεύεται":"υπονομεύω",
"υπονομευθεί":"υπονομεύω",
"υπονομεύθηκε":"υπονομεύω",
"υπονομευμένα":"υπονομευμένος",
"υπονομευουν":"υπονομεύω",
"υπονομεύουν":"υπονομεύω",
"υπονόμευσαν":"υπονομεύω",
"υπονόμευσε":"υπονομεύω",
"υπονομεύσει":"υπονομεύω",
"υπονόμευση":"υπονόμευση",
"υπονόμευσης":"υπονόμευση",
"υπονομεύσουν":"υπονομεύω",
"υπονομευτεί":"υπονομεύω",
"υπονομευτές":"υπονομευτής",
"υπονομευτής":"υπονομευτής",
"υπονομευτικές":"υπονομευτικός",
"υπονομευτική":"υπονομευτικός",
"υπόνομοι":"υπόνομος",
"υπόνομος":"υπόνομος",
"υπονόμους":"υπόνομος",
"υπονοούμενα":"υπονοούμενο",
"υπονοούμενο":"υπονοούμενος",
"υπονοούν":"υπονοώ",
"υπονοώ":"υπονοώ",
"υπονοώντας":"υπονοώ",
"υποομάδες":"υποομάδα",
"υποπαραγωγής":"υποπαραγωγή",
"υποπέσει":"υποπίπτω",
"υποπέσουν":"υποπίπτω",
"υποπίπτει":"υποπίπτω",
"υποπίπτουν":"υποπίπτω",
"υποπλοίαρχος":"υποπλοίαρχος",
"υποπρόγραμμα":"υποπρόγραμμα",
"υποπρογράμματα":"υποπρόγραμμα",
"υποπροϊόντα":"υποπροϊόν",
"ύποπτα":"ύποπτος",
"ύποπτες":"ύποπτος",
"υποπτευθεί":"υποπτεύομαι",
"υποπτεύθηκαν":"υποπτεύομαι",
"υποπτεύθηκε":"υποπτεύομαι",
"υποπτεύομαι":"υποπτεύομαι",
"υποπτευόμασταν":"υποπτεύομαι",
"υποπτεύονται":"υποπτεύομαι",
"υποπτεύονταν":"υποπτεύομαι",
"υποπτευτεί":"υποπτεύομαι",
"ύποπτη":"ύποπτος",
"ύποπτης":"ύποπτος",
"ύποπτο":"ύποπτος",
"ύποπτοι":"ύποπτος",
"ύποπτος":"ύποπτος",
"υπόπτου":"ύποπτος",
"ύποπτου":"ύποπτος",
"υπόπτους":"ύποπτος",
"ύποπτους":"ύποπτος",
"υπόπτων":"ύποπτος",
"ύποπτων":"ύποπτος",
"υποργείου":"υποργείου",
"υπόρρητα":"υπόρρητα",
"υποσημειώσεις":"υποσημείωση",
"υποσημείωση":"υποσημείωση",
"υποσιτίζεται":"υποσιτίζω",
"υποσιτισμένα":"υποσιτίζω",
"υποσιτισμό":"υποσιτισμός",
"υποσιτισμός":"υποσιτισμός",
"υποσιτισμού":"υποσιτισμός",
"υποσκάπτει":"υποσκάπτω",
"υπόσκαπτες":"υποσκάπτω",
"υποσκάπτουν":"υποσκάπτω",
"υποσκάψει":"υποσκάβω",
"υποσκάψουν":"υποσκάβω",
"υποσκελίζοντας":"υποσκελίζω",
"υποσκέλισε":"υποσκελίζω",
"υποσταθμό":"υποσταθμός",
"υποσταθμοί":"υποσταθμός",
"υπόσταση":"υπόσταση",
"υπόστασή":"υπόσταση",
"υπόστασης":"υπόσταση",
"υπόστεγα":"υπόστεγο",
"υπόστεγο":"υπόστεγο",
"υποστεί":"υφίσταμαι",
"υποστείτε":"υφίσταμαι",
"υποστηρίγματα":"υποστήριγμα",
"υποστήριζα":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζαμε":"υποστηρίζω",
"υποστήριζαν":"υποστηρίζω",
"υποστήριζε":"υποστηρίζω",
"υποστηριζει":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζει":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζεται":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζετε":"υποστηρίζω",
"υποστηριζόμενα":"υποστηριζόμενος",
"υποστηριζόμενες":"υποστηριζόμενος",
"υποστηριζόμενη":"υποστηριζόμενος",
"υποστηριζόμενοι":"υποστηριζόμενος",
"υποστηριζόμενος":"υποστηριζόμενος",
"υποστηρίζονται":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζοντας":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζουμε":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζουν":"υποστηρίζω",
"υποστηρίζω":"υποστηρίζω",
"υποστηρικτές":"υποστηρικτής",
"υποστηρικτή":"υποστηρικτής",
"υποστηρικτής":"υποστηρικτής",
"υποστηρικτικές":"υποστηρικτικός",
"υποστηρικτική":"υποστηρικτικός",
"υποστηρικτικό":"υποστηρικτικός",
"υποστηρικτικών":"υποστηρικτικός",
"υποστηρικτών":"υποστηρικτής",
"υποστήριξα":"υποστηρίζω",
"υποστηρίξαμε":"υποστηρίζω",
"υποστήριξαν":"υποστηρίζω",
"υποστήριξε":"υποστηρίζω",
"υποστηρίξει":"υποστηρίζω",
"υποστηρίξεις":"υποστηρίζω",
"υποστήριξη":"υποστήριξη",
"υποστήριξή":"υποστήριξη",
"υποστήρίξη":"υποστήριξη",
"υποστήριξης":"υποστήριξη",
"υποστήριξής":"υποστήριξη",
"υποστηρίξιμη":"υποστηρίξιμη",
"υποστηρίξουμε":"υποστηρίζω",
"υποστηρίξουν":"υποστηρίζω",
"υποστηρίξω":"υποστηρίζω",
"υποστηριχθεί":"υποστηρίζω",
"υποστηρίχθηκαν":"υποστηρίζω",
"υποστηρίχθηκε":"υποστηρίζω",
"υποστηριχθούν":"υποστηρίζω",
"υποστηρίχτηκε":"υποστηρίζω",
"υποστηριχτούν":"υποστηρίζω",
"υποστούν":"υφίσταμαι",
"υποστράτηγο":"υποστράτηγος",
"υποστράτηγος":"υποστράτηγος",
"υποστρατήγου":"υποστράτηγος",
"υποστράτηγου":"υποστράτηγος",
"υποστροφή":"υποστροφή",
"υπόστρωμα":"υπόστρωμα",
"υποστυλώματα":"υποστύλωμα",
"υποστυλώνουν":"υποστυλώνω",
"υποστυλώσεις":"υποστυλώνω",
"υποστώ":"υφίσταμαι",
"υποσυνείδητα":"υποσυνείδητα",
"υποσυνείδητο":"υποσυνείδητος",
"υποσυνείδητό":"υποσυνείδητος",
"υποσχεθεί":"υπόσχομαι",
"υποσχεθήκαμε":"υπόσχομαι",
"υποσχέθηκαν":"υπόσχομαι",
"υποσχέθηκε":"υπόσχομαι",
"υποσχεθούν":"υπόσχομαι",
"υποσχεθώ":"υπόσχομαι",
"υπόσχεσαι":"υπόσχομαι",
"υποσχέσεις":"υπόσχεση",
"υποσχέσεων":"υπόσχεση",
"υπόσχεση":"υπόσχεση",
"υπόσχεσή":"υπόσχεση",
"υπόσχεσης":"υπόσχεση",
"υπόσχεστε":"υπόσχομαι",
"υποσχεται":"υπόσχομαι",
"υπόσχεται":"υπόσχομαι",
"υποσχετική":"υποσχετικός",
"υπόσχομαι":"υπόσχομαι",
"υποσχόμενες":"υποσχόμενος",
"υποσχόμενη":"υποσχόμενος",
"υποσχόμενο":"υποσχόμενος",
"υποσχόμενος":"υποσχόμενος",
"υπόσχονται":"υπόσχομαι",
"υπόσχονταν":"υπόσχομαι",
"υποσχόταν":"υπόσχομαι",
"υποταγή":"υποταγή",
"υποταγής":"υποταγή",
"υποταγμένα":"υποτάσσω",
"υποταγμένο":"υποτάσσω",
"υποτακτικοί":"υποτακτικός",
"υποτακτικούς":"υποτακτικός",
"υποτακτικών":"υποτακτικός",
"υποτάξει":"υποτάσσω",
"υποτάξουν":"υποτάσσω",
"υπόταση":"υπόταση",
"υπότασης":"υπόταση",
"υποτάσσει":"υποτάσσω",
"υποτάσσεται":"υποτάσσω",
"υποτάσσοντας":"υποτάσσω",
"υποταχθεί":"υποτάσσω",
"υποταχθούν":"υποτάσσω",
"υποτεθεί":"υποτίθεται",
"υποτέλεια":"υποτέλεια",
"υποτέλειας":"υποτέλεια",
"υποτελείς":"υποτελής",
"υποτελή":"υποτελής",
"υποτελής":"υποτελής",
"υποτελούς":"υποτελής",
"υποτελών":"υποτελής",
"υποτετραπλασιάστηκε":"υποτετραπλασιάζω",
"υποτιθέμενα":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενες":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενη":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενης":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενο":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενοι":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενου":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενους":"υποτιθέμενος",
"υποτιθέμενων":"υποτιθέμενος",
"υποτίθεται":"υποτίθεται",
"υποτιμά":"υποτιμώ",
"υποτιμάμε":"υποτιμώ",
"υποτιμάς":"υποτιμώ",
"υποτιμάται":"υποτιμώ",
"υποτιμάτε":"υποτιμώ",
"υποτιμηθεί":"υποτιμώ",
"υποτιμημένη":"υποτιμώ",
"υποτιμημένοι":"υποτιμημένος",
"υποτίμησα":"υποτιμώ",
"υποτιμήσαμε":"υποτιμώ",
"υποτίμησαν":"υποτιμώ",
"υποτίμησε":"υποτιμώ",
"υποτιμήσει":"υποτιμώ",
"υποτιμήσεις":"υποτίμηση",
"υποτίμηση":"υποτίμηση",
"υποτίμησης":"υποτίμηση",
"υποτιμήσουμε":"υποτιμώ",
"υποτιμήσουν":"υποτιμώ",
"υποτιμήσω":"υποτιμώ",
"υποτιμητικά":"υποτιμητικός",
"υποτιμητική":"υποτιμητικός",
"υποτιμητικό":"υποτιμητικός",
"υποτιμητικούς":"υποτιμητικός",
"υποτιμητικών":"υποτιμητικός",
"υποτιμολόγηση":"υποτιμολόγηση",
"υποτιμούμε":"υποτιμώ",
"υποτιμούν":"υποτιμώ",
"υποτιμούνται":"υποτιμώ",
"υποτιμούσε":"υποτιμώ",
"υποτιμώ":"υποτιμώ",
"υπότιτλο":"υπότιτλος",
"υπότιτλος":"υπότιτλος",
"υπότιτλους":"υπότιτλος",
"υποτονικά":"υποτονικά",
"υποτονικά":"υποτονικός",
"υποτονική":"υποτονικός",
"υποτονικό":"υποτονικός",
"υποτονικούς":"υποτονικός",
"υποτροπή":"υποτροπή",
"υποτροπής":"υποτροπή",
"υποτροπιάζον":"υποτροπιάζων",
"υποτροπιάζουν":"υποτροπιάζω",
"υποτροπιάζουσα":"υποτροπιάζων",
"υποτροφία":"υποτροφία",
"υποτροφίας":"υποτροφία",
"υποτροφίες":"υποτροφία",
"υποτροφιών":"υποτροφία",
"υπότροφος":"υπότροφος",
"υποτυπώδη":"υποτυπώδης",
"υποτυπωδώς":"υποτυπωδώς",
"ύπουλα":"ύπουλος",
"ύπουλες":"ύπουλος",
"ύπουλη":"ύπουλος",
"ύπουλης":"ύπουλος",
"ύπουλο":"ύπουλος",
"ύπουλοι":"ύπουλος",
"υπουργέ":"υπουργός",
"υπουργεία":"υπουργείο",
"υπουργειο":"υπουργείο",
"υπουργείο":"υπουργείο",
"υπουργείον":"υπουργείο",
"υπουργειου":"υπουργείο",
"υπουργείου":"υπουργείο",
"υπουργείων":"υπουργείο",
"υπουργίας":"υπουργία",
"υπουργικά":"υπουργικός",
"υπουργικές":"υπουργικός",
"υπουργική":"υπουργικός",
"υπουργικής":"υπουργικός",
"υπουργικό":"υπουργικός",
"υπουργικού":"υπουργικός",
"υπουργικών":"υπουργικός",
"υπουργό":"υπουργός",
"υπουργοί":"υπουργός",
"υπουργοποιήθηκε":"υπουργοποιήθηκε",
"υπουργοποίηση":"υπουργοποίηση",
"υπουργος":"υπουργός",
"υπουργός":"υπουργός",
"υπουργού":"υπουργός",
"υπουργούς":"υπουργός",
"υπουργούς-μέλη":"υπουργούς-μέλη",
"υπουργών":"υπουργός",
"υποφαινόμενο":"υποφαινόμενος",
"υποφαινόμενος":"υποφαινόμενος",
"υποφέρει":"υποφέρω",
"υποφέρεις":"υποφέρω",
"υποφέροντας":"υποφέρω",
"υποφέρουμε":"υποφέρω",
"υποφέρουν":"υποφέρω",
"υποφερτή":"υποφερτός",
"υποφερτό":"υποφερτός",
"υποφώσκει":"υποφώσκω",
"υποφώσκουσα":"υποφώσκων",
"υποχείριο":"υποχείριος",
"υπόχρεοι":"υπόχρεος",
"υπόχρεος":"υπόχρεος",
"υπόχρεου":"υπόχρεος",
"υποχρεούνται":"υποχρεούμαι",
"υπόχρεους":"υπόχρεος",
"υποχρεούσαι":"υποχρεούμαι",
"υποχρεούται":"υποχρεούμαι",
"υποχρεωθεί":"υποχρεώνω",
"υποχρεωθήκαμε":"υποχρεώνω",
"υποχρεώθηκαν":"υποχρεώνω",
"υποχρεώθηκε":"υποχρεώνω",
"υποχρεωθούμε":"υποχρεώνω",
"υποχρεωθούν":"υποχρεώνω",
"υποχρεωμένα":"υποχρεωμένος",
"υποχρεωμένες":"υποχρεωμένος",
"υποχρεωμένη":"υποχρεωμένος",
"υποχρεωμένο":"υποχρεωμένος",
"υποχρεωμένοι":"υποχρεωμένος",
"υποχρεωμένος":"υποχρεωμένος",
"υποχρέων":"υπόχρεος",
"υπόχρεων":"υπόχρεος",
"υποχρέωναν":"υποχρεώνω",
"υποχρέωνε":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνει":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνεται":"υποχρεώνω",
"υποχρεωνόμαστε":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνονται":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνονταν":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνοντας":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνοντάς":"υποχρεώνω",
"υποχρεωνόταν":"υποχρεώνω",
"υποχρεώνουν":"υποχρεώνω",
"υποχρέωσαν":"υποχρεώνω",
"υποχρέωσε":"υποχρεώνω",
"υποχρεώσει":"υποχρεώνω",
"υποχρεώσεις":"υποχρέωση",
"υποχρεώσεων":"υποχρέωση",
"υποχρεώσεών":"υποχρέωση",
"υποχρέωση":"υποχρέωση",
"υποχρέωσή":"υποχρέωση",
"υποχρέωσης":"υποχρέωση",
"υποχρέωσιν":"υποχρέωση",
"υποχρεώσουν":"υποχρεώνω",
"υποχρεωτικά":"υποχρεωτικά",
"υποχρεωτικές":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτική":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικής":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικό":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικός":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικούς":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικών":"υποχρεωτικός",
"υποχρεωτικώς":"υποχρεωτικά",
"υποχρηματοδοτείται":"υποχρηματοδοτώ",
"υποχρηματοδότηση":"υποχρηματοδότηση",
"υποχωρεί":"υποχωρώ",
"υποχωρείς":"υποχωρώ",
"υποχωρείτε":"υποχωρώ",
"υποχωρήσαμε":"υποχωρώ",
"υποχώρησαν":"υποχωρώ",
"υποχώρησε":"υποχωρώ",
"υποχωρήσει":"υποχωρώ",
"υποχωρήσεις":"υποχώρηση",
"υποχωρήσετε":"υποχωρώ",
"υποχωρήσεων":"υποχώρηση",
"υποχωρήσεώς":"υποχώρηση",
"υποχωρηση":"υποχώρηση",
"υποχώρηση":"υποχώρηση",
"υποχώρησης":"υποχώρηση",
"υποχωρήσουμε":"υποχωρώ",
"υποχωρήσουν":"υποχωρώ",
"υποχωρήστε":"υποχωρώ",
"υποχωρητικότητα":"υποχωρητικότητα",
"υποχωρούμε":"υποχωρώ",
"υποχωρούν":"υποχωρώ",
"υποχωρούσαν":"υποχωρώ",
"υποχωρούσε":"υποχωρώ",
"υποχωρώντας":"υποχωρώ",
"υπόψη":"υπόψη",
"υποψήφια":"υποψήφιος",
"υποψήφιας":"υποψήφιος",
"υποψήφιες":"υποψήφιος",
"υποψήφιο":"υποψήφιος",
"υποψηφιοι":"υποψήφιος",
"υποψήφιοι":"υποψήφιος",
"υποψήφιος":"υποψήφιος",
"υποψηφιότητα":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιότητά":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιότητας":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιότητάς":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιότητες":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιότητές":"υποψηφιότητα",
"υποψηφιοτήτων":"υποψηφιότητα",
"υποψηφίου":"υποψήφιος",
"υποψήφιου":"υποψήφιος",
"υποψηφίους":"υποψήφιος",
"υποψήφιους":"υποψήφιος",
"υποψηφίων":"υποψήφιος",
"υποψήφιων":"υποψήφιος",
"υποψία":"υποψία",
"υποψιάζεστε":"υποψιάζω",
"υποψιάζεται":"υποψιάζω",
"υποψιάζομαι":"υποψιάζω",
"υποψιαζόμαστε":"υποψιάζω",
"υποψιάζονται":"υποψιάζω",
"υποψίας":"υποψία",
"υποψιασμένο":"υποψιάζω",
"υποψιασμένος":"υποψιάζω",
"υποψιασμένου":"υποψιάζω",
"υποψιαστεί":"υποψιάζω",
"υποψιάστηκε":"υποψιάζω",
"υποψιαστώ":"υποψιάζω",
"υποψίες":"υποψία",
"υπόψιν":"υπόψη",
"υππο":"υππο",
"ύπτιο":"ύπτιος",
"υσντακτη":"υσντακτη",
"ύστατη":"ύστατος",
"ύστατο":"ύστατος",
"ύστατος":"ύστατος",
"ύστατου":"ύστατος",
"ύστερ'":"ύστερ'",
"υστερα":"ύστερα",
"ύστερα":"ύστερα",
"υστερεί":"υστερώ",
"ύστερη":"ύστερος",
"υστέρημα":"υστέρημα",
"υστέρημά":"υστέρημα",
"ύστερης":"ύστερος",
"υστέρησε":"υστερώ",
"υστερήσεις":"υστερώ",
"υστέρηση":"υστέρηση",
"υστερία":"υστερία",
"υστερίας":"υστερία",
"υστερίες":"υστερία",
"υστερικά":"υστερικά",
"υστερικές":"υστερικός",
"υστερική":"υστερικός",
"υστερικής":"υστερικός",
"υστεριών":"υστερία",
"ύστερο":"ύστερος",
"υστερόβουλες":"υστερόβουλος",
"υστερόβουλη":"υστερόβουλος",
"υστεροβουλία":"υστεροβουλία",
"υστεροβουλίας":"υστεροβουλία",
"υστερόγραφο":"υστερόγραφος",
"υστερούν":"υστερώ",
"υστερούσε":"υστερώ",
"υστεροφημία":"υστεροφημία",
"υστέρων":"ύστερος",
"υστερώντας":"υστερώ",
"υφ":"υφ",
"υφαίνεται":"υφαίνω",
"υφαίνουν":"υφαίνω",
"υφάκι":"υφάκι",
"ύφαλα":"ύφαλα",
"ύφαλά":"ύφαλα",
"ύφαλο":"ύφαλος",
"υφαλοκρηπίδα":"υφαλοκρηπίδα",
"υφάλους":"ύφαλος",
"υφάνει":"υφαίνω",
"ύφανση":"ύφανση",
"υφαντά":"υφαντός",
"υφαντές":"υφαντής",
"υφαντής":"υφαντής",
"υφαντικής":"υφαντική",
"υφαντουργεια":"υφαντουργείο",
"υφαντουργια":"υφαντουργία",
"υφαντουργιας":"υφαντουργία",
"υφαντουργίας":"υφαντουργία",
"υφαρπαγή":"υφαρπαγή",
"υφαρπαγής":"υφαρπαγή",
"υφαρπάζει":"υφαρπάζω",
"ύφασμα":"ύφασμα",
"υφάσματα":"ύφασμα",
"υφασμάτινα":"υφασμάτινος",
"υφάσματος":"ύφασμα",
"υφασμάτων":"ύφασμα",
"υφέρπει":"υφέρπω",
"υφέσεις":"ύφεση",
"ύφεση":"ύφεση",
"ύφεσης":"ύφεση",
"υφή":"υφή",
"υφήλιο":"υφήλιος",
"υφήλιος":"υφήλιος",
"υφηλίου":"υφήλιος",
"υφής":"υφή",
"υφιστάμεθα":"υφίσταμαι",
"υφιστάμενα":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενες":"υφιστάμενος",
"υφισταμένη":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενη":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενης":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενο":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενό":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενοί":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενος":"υφιστάμενος",
"υφισταμένου":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενου":"υφιστάμενος",
"υφισταμένων":"υφιστάμενος",
"υφιστάμενων":"υφιστάμενος",
"υφίστανται":"υφίσταμαι",
"υφίστασαι":"υφίσταμαι",
"υφίσταται":"υφίσταμαι",
"υφίστατο":"υφίσταμαι",
"υφολογικά":"υφολογικά",
"ύφος":"ύφος",
"ύφους":"ύφος",
"υφυποργου":"υφυποργου",
"υφυπουργείο":"υφυπουργείο",
"υφυπουργείου":"υφυπουργείο",
"υφυπουργό":"υφυπουργός",
"υφυπουργοί":"υφυπουργός",
"υφυπουργός":"υφυπουργός",
"υφυπουργου":"υφυπουργός",
"υφυπουργού":"υφυπουργός",
"υφυπουργούς":"υφυπουργός",
"υφυπουργών":"υφυπουργός",
"υψ.":"υψ.",
"ύψη":"ύψος",
"υψηλά":"ψηλός",
"υψηλαντη":"υψηλάντης",
"υψηλάντης":"υψηλάντης",
"υψηλές":"ψηλός",
"υψηλή":"ψηλός",
"υψηλης":"ψηλός",
"υψηλής":"ψηλός",
"υψηλό":"ψηλός",
"υψηλόβαθμα":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμη":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμο":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμοι":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμος":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμου":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμους":"υψηλόβαθμος",
"υψηλόβαθμων":"υψηλόβαθμος",
"υψηλοί":"ψηλός",
"υψηλόμισθους":"υψηλόμισθος",
"υψηλός":"ψηλός",
"υψηλόσωμος":"υψηλόσωμος",
"υψηλόσωμου":"υψηλόσωμος",
"υψηλότατες":"ψηλός",
"υψηλότατο":"ψηλός",
"υψηλότατου":"ψηλός",
"υψηλότατους":"ψηλός",
"υψηλότατων":"ψηλός",
"υψηλότερα":"ψηλός",
"υψηλότερες":"ψηλός",
"υψηλότερη":"ψηλός",
"υψηλότερης":"ψηλός",
"υψηλότερο":"ψηλός",
"υψηλότεροι":"ψηλός",
"υψηλότερος":"ψηλός",
"υψηλότερου":"ψηλός",
"υψηλότερους":"ψηλός",
"υψηλοτέρων":"ψηλός",
"υψηλότερων":"ψηλός",
"υψηλού":"ψηλός",
"υψηλούς":"ψηλός",
"υψηλών":"ψηλός",
"ύψη-ρεκόρ":"ύψη-ρεκόρ",
"υψικάμινο":"υψικάμινος",
"ύψιλον":"ύψιλον",
"υψίπεδα":"υψίπεδο",
"υψιπετές":"υψιπετής",
"υψιπετή":"υψιπετής",
"ύψιστα":"ύψιστος",
"ύψιστη":"ύψιστος",
"υψίστης":"ύψιστος",
"ύψιστης":"ύψιστος",
"ύψιστο":"ύψιστος",
"υψομετρική":"υψομετρικός",
"υψόμετρο":"υψόμετρο",
"υψος":"ύψος",
"ύψος":"ύψος",
"ύψους":"ύψος",
"υψωθεί":"υψώνω",
"υψώθηκαν":"υψώνω",
"υψώθηκε":"υψώνω",
"υψωθούν":"υψώνω",
"ύψωμα":"ύψωμα",
"υψώματα":"ύψωμα",
"υψώματος":"ύψωμα",
"υψωμένες":"υψωμένος",
"υψωμένη":"υψώνω",
"υψωμένο":"υψώνω",
"ύψωνε":"υψώνω",
"υψώνει":"υψώνω",
"υψώνεις":"υψώνω",
"υψώνεται":"υψώνω",
"υψώνονται":"υψώνω",
"υψώνονταν":"υψώνω",
"υψώνοντας":"υψώνω",
"υψωνόταν":"υψώνω",
"υψώνουν":"υψώνω",
"ύψωσαν":"υψώνω",
"υψωσε":"υψώνω",
"ύψωσε":"υψώνω",
"υψώσει":"υψώνω",
"υψώσεις":"υψώνω",
"ύψωση":"ύψωση",
"υψώσουν":"υψώνω",
"φ":"φ",
"φ.":"φ.",
"φ.α.β.ε.":"φ.α.β.ε.",
"φ.δ.":"φ.δ.",
"φ.δημ.":"φ.δημ.",
"φ.κ.":"φ.κ.",
"φ.π.α.":"φ.π.α.",
"φ.ς.":"φ.ς.",
"φ.χ.":"φ.χ.",
"φάβα":"φάβα",
"φάβας":"φάβα",
"φαβέλες":"φαβέλες",
"φάβες":"φάβα",
"φαβορί":"φαβορί",
"φαγάδικα":"φαγάδικος",
"φάγαμε":"τρώγω",
"φαγάνα":"φαγάνα",
"φάγανε":"τρώω",
"φαγητά":"φαγητό",
"φαγητό":"φαγητό",
"φαγητού":"φαγητό",
"φαγητών":"φαγητό",
"φαγιέζ":"φαγιέζ",
"φαγιουμ":"φαγιούμ",
"φαγιούμ":"φαγιούμ",
"φαγκ":"φαγκ",
"φαγκρί":"φαγκρί",
"φαγοπότι":"φαγοπότι",
"φαγωθεί":"τρώγω",
"φαγωθούν":"τρώω",
"φαγωμένο":"φαγωμένος",
"φαε":"φάε",
"φάε":"φάε",
"φάει":"τρώω",
"φαεινή":"φαεινός",
"φαεινότερον":"φαεινός",
"φαέλ":"φαέλ",
"φαί":"φαί",
"φαΐ":"φαΐ",
"φαιά":"φαιός",
"φαιάς":"φαιός",
"φαιδρά":"φαιδρά",
"φαιδράς":"φαιδράς",
"φαιδρή":"φαιδρός",
"φαιδρό":"φαιδρός",
"φαιδρών":"φαιδρός",
"φαίδωνας":"φαίδωνας",
"φάιζαλ":"φάιζαλ",
"φαίη":"φαίη",
"φάιναλ":"φάιναλ",
"φαϊνάνσιαλ":"φαϊνάνσιαλ",
"φαίνεσαι":"φαίνομαι",
"φαίνεσθαι":"φαίνεσθαι",
"φαίνεστε":"φαίνομαι",
"φαινεται":"φαίνομαι",
"φαίνεται":"φαίνομαι",
"φαίνομαι":"φαίνομαι",
"φαινόμαστε":"φαίνομαι",
"φαινόμενα":"φαινόμενο",
"φαινόμενες":"φαινόμενος",
"φαινομενικά":"φαινομενικά",
"φαινομενική":"φαινομενικός",
"φαινομενικής":"φαινομενικός",
"φαινομενικό":"φαινομενικός",
"φαινομενο":"φαινόμενο",
"φαινόμενο":"φαινόμενο",
"φαινομένου":"φαινόμενο",
"φαινόμενου":"φαινόμενο",
"φαινομένων":"φαινόμενο",
"φαίνονται":"φαίνομαι",
"φαίνονταν":"φαίνομαι",
"φαινόταν":"φαίνομαι",
"φαινότανε":"φαίνομαι",
"φαινότυπο":"φαινότυπος",
"φάινς":"φάινς",
"φαϊσάλ":"φαϊσάλ",
"φάιφερ":"φάιφερ",
"φακα":"φάκα",
"φάκα":"φάκα",
"φακελάκι":"φακελάκι",
"φακελάκια":"φακελάκι",
"φάκελο":"φάκελος",
"φάκελό":"φάκελος",
"φάκελοι":"φάκελος",
"φακελος":"φάκελος",
"φάκελος":"φάκελος",
"φάκελός":"φάκελος",
"φακέλου":"φάκελος",
"φακέλους":"φάκελος",
"φακέλωμα":"φακέλωμα",
"φακέλων":"φάκελος",
"φακιδομύτη":"φακιδομύτη",
"φακίρηδες":"φακίρης",
"φακό":"φακός",
"φακοί":"φακός",
"φακός":"φακός",
"φακού":"φακός",
"φακούς":"φακός",
"φάκτο":"φάκτο",
"φακών":"φακός",
"φάλαγγα":"φάλαγγα",
"φάλαγγας":"φάλαγγας",
"φάλαγγες":"φάλαγγας",
"φάλαινα":"φάλαινα",
"φάλαινας":"φάλαινα",
"φάλαινες":"φάλαινα",
"φαλαινοθήρες":"φαλαινοθήρας",
"φαλαινοθηρία":"φαλαινοθηρία",
"φαλαινοθηρίας":"φαλαινοθηρία",
"φαλαινοθηρικές":"φαλαινοθηρικός",
"φαλαινοθηρικό":"φαλαινοθηρικός",
"φαλαινοθηρικού":"φαλαινοθηρικός",
"φαλαινοθηρικών":"φαλαινοθηρικός",
"φαλαινών":"φάλαινα",
"φαλακρά":"φαλακρός",
"φαλάκρας":"φαλάκρα",
"φαλακρή":"φαλακρός",
"φαλακρό":"φαλακρός",
"φαλακρός":"φαλακρός",
"φαλακρού":"φαλακρός",
"φαλαρίδες":"φαλαρίδα",
"φαληρικό":"φαληρικός",
"φάληρο":"φάληρο",
"φαληρου":"φάληρο",
"φαλήρου":"φάληρο",
"φαλκιδεύει":"φαλκιδεύω",
"φαλκίδευσης":"φαλκίδευση",
"φάλκον":"φάλκον",
"φάλτσα":"φάλτσα",
"φάλτσο":"φάλτσος",
"φάμε":"τρώω",
"φάμιλι":"φάμιλι",
"φαμίλια":"φαμίλια",
"φαμπιάνο":"φαμπιάνο",
"φάμπιο":"φάμπιο",
"φαμπιούς":"φαμπιούς",
"φάμπρικα":"φάμπρικα",
"φαμπρίτσιο":"φαμπρίτσιο",
"φαν":"φαν",
"φαναράκι":"φαναράκι",
"φαναράκια":"φαναράκι",
"φανάρι":"φανάρι",
"φαναρια":"φανάρι",
"φανάρια":"φανάρι",
"φαναριών":"φανάρι",
"φαναριώτης":"φαναριώτης",
"φανατικά":"φανατικά",
"φανατικές":"φανατικός",
"φανατική":"φανατικός",
"φανατικής":"φανατικός",
"φανατικό":"φανατικός",
"φανατικοί":"φανατικός",
"φανατικος":"φανατικός",
"φανατικός":"φανατικός",
"φανατικότεροι":"φανατικός",
"φανατικού":"φανατικός",
"φανατικούς":"φανατικός",
"φανατικών":"φανατικός",
"φανατισμένη":"φανατίζω",
"φανατισμένος":"φανατισμένος",
"φανατισμένους":"φανατίζω",
"φανατισμένων":"φανατίζω",
"φανατισμό":"φανατισμός",
"φανατισμός":"φανατισμός",
"φανατισμού":"φανατισμός",
"φανατισμούς":"φανατισμός",
"φανατισμών":"φανατισμός",
"φανδρίδης":"φανδρίδης",
"φάνε":"τρώω",
"φανεί":"φαίνομαι",
"φανείτε":"φαίνομαι",
"φανέλα":"φανέλα",
"φανελα":"φανελάς",
"φανελάκι":"φανελάκι",
"φανέλας":"φανέλα",
"φανέλες":"φανέλα",
"φανερά":"φανερά",
"φανερές":"φανερός",
"φανερή":"φανερός",
"φανερής":"φανερός",
"φανερό":"φανερός",
"φανερός":"φανερός",
"φανερότερα":"φανερότερα",
"φανερούς":"φανερός",
"φανερωθεί":"φανερώνω",
"φανερωθώ":"φανερώνω",
"φανερωμένης":"φανερωμένος",
"φανέρωνε":"φανερώνω",
"φανερώνει":"φανερώνω",
"φανερώνεται":"φανερώνω",
"φανερώνοντας":"φανερώνω",
"φανερώνουν":"φανερώνω",
"φανέρωσαν":"φανερώνω",
"φανέρωσε":"φανερώνω",
"φανερώσει":"φανερώνω",
"φανερώσουν":"φανερώνω",
"φανη":"φανή",
"φανή":"φανή",
"φάνη":"φάνης",
"φανήκαμε":"φαίνομαι",
"φάνηκαν":"φαίνομαι",
"φάνηκε":"φαίνομαι",
"φανης":"φανή",
"φανής":"φανή",
"φάνης":"φάνης",
"φάνκι":"φάνκι",
"φανκο":"φανκο",
"φανοί":"φανός",
"φανός":"φανός",
"φανουλα":"φανουλα",
"φανούμε":"φαίνομαι",
"φανούν":"φαίνομαι",
"φανούριος":"φανούριος",
"φανούς":"φανός",
"φάνταζαν":"φαντάζω",
"φάνταζε":"φαντάζω",
"φαντάζει":"φαντάζω",
"φαντάζεσαι":"φαντάζομαι",
"φαντάζεσθε":"φαντάζομαι",
"φαντάζεστε":"φαντάζομαι",
"φαντάζεται":"φαντάζομαι",
"φαντάζομαι":"φαντάζομαι",
"φανταζόμασταν":"φαντάζομαι",
"φανταζόμαστε":"φαντάζομαι",
"φανταζόμουν":"φαντάζομαι",
"φαντάζονται":"φαντάζομαι",
"φαντάζονταν":"φαντάζομαι",
"φανταζόσασταν":"φαντάζομαι",
"φανταζόταν":"φαντάζομαι",
"φανταζότανε":"φαντάζομαι",
"φαντάζουν":"φαντάζω",
"φανταρικό":"φανταρικό",
"φανταρίστικης":"φανταρίστικος",
"φαντάροι":"φαντάρος",
"φαντάρος":"φαντάρος",
"φαντάρου":"φαντάρος",
"φαντάρους":"φαντάρος",
"φαντάρων":"φαντάρος",
"φαντασθεί":"φαντάζομαι",
"φαντασθείτε":"φαντάζομαι",
"φαντασθούμε":"φαντάζομαι",
"φαντασθώ":"φαντάζομαι",
"φαντασία":"φαντασία",
"φαντασιακές":"φαντασιακός",
"φαντασιακό":"φαντασιακός",
"φαντασιακός":"φαντασιακός",
"φαντασίαν":"φαντασία",
"φαντασίας":"φαντασία",
"φαντασιώσεις":"φαντασίωση",
"φαντασιώσεων":"φαντασίωση",
"φαντασίωση":"φαντασίωση",
"φαντασίωσης":"φαντασίωση",
"φάντασμα":"φάντασμα",
"φάντασμά":"φάντασμα",
"φαντασμαγορία":"φαντασμαγορία",
"φαντασμαγορικά":"φαντασμαγορικός",
"φαντασμαγορική":"φαντασμαγορικός",
"φαντασμαγορικό":"φαντασμαγορικός",
"φαντάσματα":"φάντασμα",
"φαντασματων":"φάντασμα",
"φαντασμάτων":"φάντασμα",
"φαντάσου":"φαντάζομαι",
"φανταστει":"φαντάζομαι",
"φανταστεί":"φαντάζομαι",
"φανταστείς":"φαντάζομαι",
"φανταστείτε":"φαντάζομαι",
"φανταστήκαμε":"φαντάζομαι",
"φαντάστηκαν":"φαντάζομαι",
"φαντάστηκε":"φαντάζομαι",
"φανταστικά":"φανταστικά",
"φανταστικά":"φανταστικός",
"φανταστικές":"φανταστικός",
"φανταστική":"φανταστικός",
"φανταστικής":"φανταστικός",
"φανταστικό":"φανταστικός",
"φανταστικοί":"φανταστικός",
"φανταστικός":"φανταστικός",
"φανταστικού":"φανταστικός",
"φανταστικούς":"φανταστικός",
"φανταστικών":"φανταστικός",
"φανταστούμε":"φαντάζομαι",
"φανταστούν":"φαντάζομαι",
"φανταστώ":"φαντάζομαι",
"φανταχτερά":"φανταχτερά",
"φανταχτερές":"φανταχτερός",
"φανταχτερή":"φανταχτερός",
"φανταχτερό":"φανταχτερός",
"φάντις":"φάντις",
"φάντομ":"φάντομ",
"φανφάρες":"φανφάρα",
"φανφαρονισμούς":"φανφαρονισμός",
"φανώ":"φαίνομαι",
"φανών":"φανός",
"φαξ":"φαξ",
"φάουλ":"φάουλ",
"φάουλερ":"φάουλερ",
"φαρ":"φαρ",
"φάρα":"φάρα",
"φαράγγι":"φαράγγι",
"φαράγγια":"φαράγγι",
"φαραγγιού":"φαράγγι",
"φαραγγιών":"φαράγγι",
"φαραώ":"φαραώ",
"φαργκανη":"φαργκανη",
"φαργκάνη":"φαργκάνη",
"φαρδείς":"φαρδείς",
"φαρδιά":"φαρδιά",
"φαρδιά-πλατιά":"φαρδιά-πλατιά",
"φαρδιές":"φαρδύς",
"φαρδύ":"φαρδύς",
"φάρελ":"φάρελ",
"φαρέλι":"φαρέλι",
"φαρένσε":"φαρένσε",
"φάρενχορστ":"φάρενχορστ",
"φαρέτρα":"φαρέτρα",
"φαρίνη":"φαρίνη",
"φαρισαϊκό":"φαρισαϊκός",
"φαρισαίοι":"φαρισαίος",
"φαρκαδόνα":"φαρκαδόνα",
"φαρκαδονας":"φαρκαδονας",
"φάρμα":"φάρμα",
"φαρμακα":"φάρμακο",
"φάρμακα":"φάρμακο",
"φάρμακά":"φάρμακο",
"φαρμακαποθήκες":"φαρμακαποθήκη",
"φαρμακεία":"φαρμακεία",
"φαρμακεία":"φαρμακείο",
"φαρμακείο":"φαρμακείο",
"φαρμακείου":"φαρμακείο",
"φαρμακείων":"φαρμακείο",
"φαρμακερή":"φαρμακερός",
"φαρμακερό":"φαρμακερός",
"φαρμακευτικά":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικες":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικές":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτική":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικής":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικό":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικοί":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικός":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικού":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικούς":"φαρμακευτικός",
"φαρμακευτικών":"φαρμακευτικός",
"φαρμάκη":"φαρμάκης",
"φαρμάκης":"φαρμάκης",
"φαρμάκι":"φαρμάκι",
"φαρμακο":"φάρμακο",
"φάρμακο":"φάρμακο",
"φάρμακό":"φάρμακο",
"φαρμακοβιομηχανία":"φαρμακοβιομηχανία",
"φαρμακοβιομηχανίας":"φαρμακοβιομηχανία",
"φαρμακόγλωσσο":"φαρμακόγλωσσος",
"φαρμακοδιέγερση":"φαρμακοδιέγερση",
"φαρμακοληψία":"φαρμακοληψία",
"φαρμακολογία":"φαρμακολογία",
"φαρμακολογικές":"φαρμακολογικός",
"φαρμακοποιό":"φαρμακοποιός",
"φαρμακοποιοί":"φαρμακοποιός",
"φαρμακοποιός":"φαρμακοποιός",
"φαρμακοποιού":"φαρμακοποιός",
"φαρμακοποιούς":"φαρμακοποιός",
"φαρμακοποιών":"φαρμακοποιός",
"φαρμάκου":"φάρμακο",
"φαρμάκων":"φάρμακο",
"φάρμακων":"φάρμακο",
"φάρμας":"φάρμα",
"φάρμες":"φάρμα",
"φάρνερουντ":"φάρνερουντ",
"φάρο":"φάρος",
"φάροι":"φάρος",
"φάρος":"φάρος",
"φαρούκ":"φαρούκ",
"φάρσα":"φάρσα",
"φαρσάκογλου":"φαρσάκογλου",
"φάρσαλα":"φάρσαλα",
"φαρσάλων":"φάρσαλα",
"φάρσας":"φάρσα",
"φάρσες":"φάρσα",
"φαρσοκωμωδίας":"φαρσοκωμωδία",
"φαρφάλα":"φαρφάλα",
"φαρφάν":"φαρφάν",
"φας":"τρώω",
"φασαρία":"φασαρία",
"φασαρίες":"φασαρίας",
"φασαρτζίδικα":"φασαρτζίδικα",
"φασαρτζίδικη":"φασαρτζίδικη",
"φασεις":"φάση",
"φάσεις":"φάση",
"φάσεων":"φάση",
"φαση":"φάση",
"φάση":"φάση",
"φασης":"φάση",
"φάσης":"φάση",
"φασιανού":"φασιανός",
"φασιανών":"φασιανός",
"φασισμό":"φασισμός",
"φασισμού":"φασισμός",
"φασίστα":"φασίστας",
"φασίστας":"φασίστας",
"φασίστες":"φασίστας",
"φασιστικά":"φασιστικά",
"φασιστικές":"φασιστικός",
"φασιστική":"φασιστικός",
"φασιστικής":"φασιστικός",
"φασιστικό":"φασιστικός",
"φασιστικός":"φασιστικός",
"φασιστικού":"φασιστικός",
"φασιστικών":"φασιστικός",
"φασκιώνεται":"φασκιώνω",
"φασκόμηλο":"φασκόμηλο",
"φάσμα":"φάσμα",
"φάσματα":"φάσμα",
"φάσματος":"φάσμα",
"φασμπίντερ":"φασμπίντερ",
"φασολάδα":"φασολάδα",
"φασολάδας":"φασολάδα",
"φασολάκια":"φασολάκι",
"φασόλι":"φασόλι",
"φασόλια":"φασόλι",
"φασόν":"φασόν",
"φασούλα":"φασούλας",
"φασουλή":"φασουλής",
"φασουλήδες":"φασουλής",
"φασουλής":"φασουλής",
"φάσσα":"φάσσα",
"φάσσας":"φάσσα",
"φαστ":"φαστ",
"φαστ-φουντ":"φαστ-φουντ",
"φάτα":"φάτα",
"φατάχ":"φατάχ",
"φάτε":"τρώω",
"φατεμέχ":"φατεμέχ",
"φατίχ":"φατίχ",
"φατούρος":"φατούρος",
"φατριών":"φατρία",
"φάτσα":"φάτσα",
"φάτσερ":"φάτσερ",
"φάτσες":"φάτσα",
"φατσιάδης":"φατσιάδης",
"φαύλα":"φαύλος",
"φαύλο":"φαύλος",
"φαύλοι":"φαύλος",
"φαύλος":"φαύλος",
"φαυλότητας":"φαυλότητα",
"φαύλου":"φαύλος",
"φαφλατά":"φαφλατάς",
"φαφούτη":"φαφούτης",
"φαφούτης":"φαφούτης",
"φαχντ":"φαχντ",
"φάω":"τρώγω",
"φεβρουαριο":"φεβρουάριος",
"φεβρουάριο":"φεβρουάριος",
"φεβρουάριος":"φεβρουάριος",
"φεβρουαρίου":"φεβρουάριος",
"φεβρουάριου":"φεβρουάριου",
"φεγγαρι":"φεγγάρι",
"φεγγάρι":"φεγγάρι",
"φεγγάρια":"φεγγάρι",
"φεγγαριού":"φεγγάρι",
"φέγγος":"φέγγος",
"φεγενορντ":"φεγενορντ",
"φέγενορντ":"φέγενορντ",
"φεδερίκο":"φεδερίκο",
"φεζ":"φεζ",
"φέιγ":"φέιγ",
"φεϊγβολάν":"φεϊγβολάν",
"φέιγβολάν":"φέιγβολάν",
"φειδά":"φειδά",
"φειδώ":"φειδώ",
"φειδωλά":"φειδωλά",
"φειδωλή":"φειδωλός",
"φειδωλοί":"φειδωλός",
"φέιθφουλ":"φέιθφουλ",
"φεϊμ":"φεϊμ",
"φέιμ":"φέιμ",
"φέιν":"φέιν",
"φειντια":"φειντια",
"φέις":"φέις",
"φεκ":"φεκ",
"φέλβσιο":"φέλβσιο",
"φελεκης":"φελεκης",
"φελέκης":"φελέκης",
"φελίξ":"φελίξ",
"φελίπε":"φελίπε",
"φελλό":"φελλός",
"φελλοί":"φελλός",
"φελλούς":"φελλός",
"φέλτον":"φέλτον",
"φεμάργκο":"φεμάργκο",
"φέμερλινγκ":"φέμερλινγκ",
"φεμινισμό":"φεμινισμός",
"φεμινισμός":"φεμινισμός",
"φεμινισμού":"φεμινισμός",
"φεμινιστές":"φεμινιστής",
"φεμινιστικά":"φεμινιστικός",
"φεμινιστική":"φεμινιστικός",
"φεμινιστικό":"φεμινιστικός",
"φεμινίστρια":"φεμινίστρια",
"φεμινίστριες":"φεμινίστρια",
"φεμινιστριών":"φεμινίστρια",
"φενάκη":"φενάκη",
"φενεό":"φενεό",
"φενερμπαξέ85":"φενερμπαξέ85",
"φενερμπαξέ8-71131":"φενερμπαξέ8-71131",
"φέντερερ":"φέντερερ",
"φεντερίκο":"φεντερίκο",
"φέξει":"φέγγω",
"φεουδάρχες":"φεουδάρχης",
"φεουδαρχίας":"φεουδαρχία",
"φεουδαρχικό":"φεουδαρχικός",
"φεουδαρχικού":"φεουδαρχικός",
"φερ'":"φέρω",
"φεραίος":"φεραίος",
"φεραίου":"φεραίος",
"φέραμε":"φέρω",
"φεραν":"φεραν",
"φέρανε":"φέρω",
"φεράντε":"φεράντε",
"φεραντίζ":"φεραντίζ",
"φεραρέζε":"φεραρέζε",
"φέρατε":"φέρω",
"φέργκιουσον":"φέργκιουσον",
"φερε":"φερε",
"φέρε":"φέρω",
"φερέγγυα":"φερέγγυος",
"φερεγγυότητα":"φερεγγυότητα",
"φερεγγυότητας":"φερεγγυότητα",
"φέρει":"φέρω",
"φερέιρα":"φερέιρα",
"φέρεις":"φέρω",
"φερεκίδης":"φερεκίδης",
"φέρελπης":"φέρελπις",
"φερεντίνο":"φερεντίνος",
"φερεντίνος":"φερεντίνος",
"φερεντσβάρος":"φερεντσβάρος",
"φερέρο-βαλντνέρ":"φερέρο-βαλντνέρ",
"φέρεσθαι":"φέρεσθαι",
"φέρεστε":"φέρω",
"φέρεται":"φέρω",
"φέρετε":"φέρω",
"φερετζέ":"φερετζές",
"φερετζές":"φερετζές",
"φέρετρα":"φέρετρο",
"φέρετρο":"φέρετρο",
"φέρετρό":"φέρετρο",
"φερέφωνα":"φερέφωνο",
"φερέφωνο":"φερέφωνο",
"φερθεί":"φέρω",
"φερθείτε":"φέρω",
"φέρθηκαν":"φέρω",
"φέρθηκε":"φέρω",
"φερθούμε":"φέρω",
"φέρι":"φέρι",
"φέρλογκ":"φέρλογκ",
"φέρμπερμπεκ":"φέρμπερμπεκ",
"φέρνανε":"φέρω",
"φερναντεζ":"φερναντεζ",
"φερναντέζ":"φερναντέζ",
"φερνάντεζ":"φερνάντεζ",
"φερνάντες":"φερνάντες",
"φερναντο":"φερναντο",
"φερνάντο":"φερνάντο",
"φέρνατε":"φέρω",
"φέρνει":"φέρω",
"φέρνεις":"φέρω",
"φέρνετε":"φέρω",
"φέρνοντας":"φέρω",
"φέρνουμε":"φέρω",
"φέρνουν":"φέρω",
"φερντιναντ":"φερντιναντ",
"φερντινάντ":"φερντινάντ",
"φέρντιναντ":"φέρντιναντ",
"φερντινάντο":"φερντινάντο",
"φέρνω":"φέρω",
"φερόες":"φερόες",
"φερόμαστε":"φέρω",
"φερόμενες":"φερόμενος",
"φερόμενη":"φερόμενος",
"φερόμενο":"φερόμενος",
"φερόμενοι":"φερόμενος",
"φερόμενος":"φερόμενος",
"φερόμενου":"φερόμενος",
"φερόμενους":"φερόμενος",
"φερομένων":"φερόμενος",
"φερόμενων":"φερόμενος",
"φέρον":"φέρων",
"φέροντα":"φέρων",
"φέρονται":"φέρω",
"φέρονταν":"φέρω",
"φέροντας":"φέρω",
"φέροντος":"φέρων",
"φερόντων":"φέρων",
"φερόταν":"φέρω",
"φερούζα":"φερούζα",
"φέρουμε":"φέρω",
"φέρουν":"φέρω",
"φέρουσα":"φέρων",
"φερρών":"φερρών",
"φερσίματα":"φέρσιμο",
"φερστερ":"φερστερ",
"φέρστερ":"φέρστερ",
"φερτα":"φερτός",
"φέρτε":"φέρω",
"φέρτη":"φέρτης",
"φερχάτ":"φερχάτ",
"φέρω":"φέρω",
"φερών":"φέρες",
"φέσι":"φέσι",
"φέσια":"φέσι",
"φέσσας":"φέσσας",
"φεστιβαλ":"φεστιβαλ",
"φεστιβάλ":"φεστιβάλ",
"φεστιβαλική":"φεστιβαλικός",
"φέστο":"φέστο",
"φέτα":"φέτα",
"φέτας":"φέτα",
"φέτες":"φέτα",
"φετινά":"φετινός",
"φετινές":"φετινός",
"φετινή":"φετινός",
"φετινής":"φετινός",
"φετινό":"φετινός",
"φετινοί":"φετινός",
"φετινός":"φετινός",
"φετινού":"φετινός",
"φετινούς":"φετινός",
"φετινών":"φετινός",
"φετίσοβ":"φετίσοβ",
"φετίχ":"φετίχ",
"φετος":"φέτος",
"φέτος":"φέτος",
"φετφάς":"φετφάς",
"φευ":"φευ",
"φεύγα":"φεύγας",
"φευγαλέα":"φευγαλέα",
"φευγαλέο":"φευγαλέος",
"φεύγαμε":"φεύγω",
"φευγάτα":"φευγάτος",
"φευγάτο":"φευγάτος",
"φεύγει":"φεύγω",
"φεύγεις":"φεύγω",
"φευγιό":"φευγιό",
"φεύγοντας":"φεύγω",
"φεύγουμε":"φεύγω",
"φεύγουν":"φεύγω",
"φεύγω":"φεύγω",
"φήμες":"φήμη",
"φήμη":"φήμη",
"φήμης":"φήμη",
"φημίζεται":"φημίζομαι",
"φημίζονται":"φημίζομαι",
"φημιζόταν":"φημίζομαι",
"φημισμένα":"φημισμένος",
"φημισμένες":"φημισμένος",
"φημισμένη":"φημισμένος",
"φημισμένης":"φημισμένος",
"φημισμένο":"φημισμένος",
"φημισμένοι":"φημίζομαι",
"φημισμένος":"φημισμένος",
"φημισμένου":"φημίζομαι",
"φημισμένων":"φημίζομαι",
"φημολογείται":"φημολογείται",
"φημολογία":"φημολογία",
"φημολογίας":"φημολογία",
"φημολογίες":"φημολογία",
"φημολογούμενα":"φημολογούμενος",
"φημολογούμενες":"φημολογούμενος",
"φημολογούμενη":"φημολογούμενος",
"φημολογούμενο":"φημολογούμενος",
"φημών":"φήμη",
"φθάνει":"φτάνω",
"φθάνετε":"φτάνω",
"φθάνοντας":"φτάνω",
"φθάνουμε":"φθάνω",
"φθάνουν":"φτάνω",
"φθαρεί":"φθείρω",
"φθαρμένα":"φθαρμένος",
"φθαρμένες":"φθείρω",
"φθαρμένη":"φθαρμένος",
"φθαρμένης":"φθαρμένος",
"φθαρμένο":"φθαρμένος",
"φθάσαμε":"φτάνω",
"φθάσει":"φτάνω",
"φθάσεις":"φτάνω",
"φθάσετε":"φτάνω",
"φθάσουμε":"φτάνω",
"φθάσουν":"φτάνω",
"φθάσω":"φτάνω",
"φθείρονται":"φθείρω",
"φθείρουν":"φθείρω",
"φθηνά":"φθηνά",
"φθηνά":"φθηνός",
"φθηνές":"φθηνός",
"φθηνή":"φθηνός",
"φθηνής":"φθηνός",
"φθηνό":"φθηνός",
"φθηνοί":"φθηνός",
"φθηνός":"φθηνός",
"φθηνότερα":"φθηνός",
"φθηνότερες":"φθηνός",
"φθηνότερη":"φθηνός",
"φθηνότερο":"φθηνός",
"φθηνότερου":"φθηνός",
"φθηνού":"φθηνός",
"φθηνών":"φθηνός",
"φθίνει":"φθίνω",
"φθίνοντα":"φθίνων",
"φθινοπωρινή":"φθινοπωρινός",
"φθινοπωρινό":"φθινοπωρινός",
"φθινόπωρο":"φθινόπωρο",
"φθινοπώρου":"φθινόπωρο",
"φθίνουν":"φθίνω",
"φθίνουσα":"φθίνων",
"φθίνουσας":"φθίνων",
"φθιώτιδα":"φθιώτιδα",
"φθιώτιδας":"φθιώτιδα",
"φθόγγοι":"φθόγγος",
"φθόγγους":"φθόγγος",
"φθονεί":"φθονώ",
"φθόνο":"φθόνος",
"φθόνος":"φθόνος",
"φθονούν":"φθονώ",
"φθονώ":"φθονώ",
"φθορά":"φθορά",
"φθοράς":"φθορά",
"φθορές":"φθορά",
"φθοροποιό":"φθοροποιός",
"φθορών":"φθορά",
"φι":"φι",
"φιάλα":"φιάλα",
"φιάλες":"φιάλη",
"φιάλη":"φιάλη",
"φιάλης":"φιάλη",
"φιάσκο":"φιάσκο",
"φιγκαρό":"φιγκαρό",
"φίγκαρο":"φίγκαρο",
"φιγκερέδο":"φιγκερέδο",
"φίγκιουρ":"φίγκιουρ",
"φίγκο":"φίγκο",
"φιγούρα":"φιγούρα",
"φιγουράρει":"φιγουράρω",
"φιγουράριζαν":"φιγουράρω",
"φιγουράριζε":"φιγουράρω",
"φιγουράρουν":"φιγουράρω",
"φιγούρες":"φιγούρα",
"φιδάκι":"φιδάκι",
"φίδι":"φίδι",
"φίδια":"φίδι",
"φιδιου":"φίδι",
"φιδιού":"φίδι",
"φιδίσιο":"φιδίσιος",
"φιδίσιων":"φιδίσιος",
"φιδιών":"φίδι",
"φιδογυριστό":"φιδογυριστό",
"φιέστα":"φιέστα",
"φιέστας":"φιέστα",
"φιέστες":"φιέστα",
"φίκα":"φίκα",
"φίκας":"φίκας",
"φιλ":"φιλ",
"φιλ.":"φιλ.",
"φίλα":"φίλος",
"φιλαδαρλή":"φιλαδαρλή",
"φιλαδαρλής":"φιλαδαρλής",
"φιλαδέλφεια":"φιλαδέλφεια",
"φιλαδέλφειας":"φιλαδέλφεια",
"φιλάει":"φιλώ",
"φίλαθλα":"φίλαθλος",
"φίλαθλη":"φίλαθλος",
"φίλαθλο":"φίλαθλος",
"φίλαθλοι":"φίλαθλος",
"φίλαθλοί":"φίλαθλος",
"φίλαθλος":"φίλαθλος",
"φιλάθλου":"φίλαθλος",
"φίλαθλου":"φίλαθλος",
"φιλάθλους":"φίλαθλος",
"φίλαθλους":"φίλαθλος",
"φιλάθλων":"φίλαθλος",
"φιλάκι":"φιλάκι",
"φιλαλήθεια":"φιλαλήθεια",
"φιλανδία":"φιλανδία",
"φιλανδικής":"φιλανδικός",
"φιλανδούς":"φιλανδός",
"φιλάνε":"φιλώ",
"φιλάνθρωπα":"φιλάνθρωπος",
"φιλανθρωπία":"φιλανθρωπία",
"φιλανθρωπίας":"φιλανθρωπία",
"φιλανθρωπίες":"φιλανθρωπία",
"φιλανθρωπικές":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπική":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπικής":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπικό":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπικού":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπικούς":"φιλανθρωπικός",
"φιλανθρωπικών":"φιλανθρωπικός",
"φιλάνθρωποι":"φιλάνθρωπος",
"φιλάνθρωπος":"φιλάνθρωπος",
"φιλάνθρωπου":"φιλάνθρωπος",
"φιλαράκι":"φιλαράκι",
"φιλαράκια":"φιλαράκι",
"φιλαρέτη":"φιλαρέτη",
"φιλάρετος":"φιλάρετος",
"φιλαρμονικές":"φιλαρμονική",
"φιλαρμονική":"φιλαρμονική",
"φιλαρμονικής":"φιλαρμονική",
"φιλάσθενης":"φιλάσθενος",
"φιλαυτία":"φιλαυτία",
"φιλέ":"φιλές",
"φίλε":"φίλος",
"φιλειρηνικά":"φιλειρηνικός",
"φιλειρηνικές":"φιλειρηνικός",
"φιλειρηνική":"φιλειρηνικός",
"φιλειρηνικού":"φιλειρηνικός",
"φιλειρηνικών":"φιλειρηνικός",
"φιλειρηνισμός":"φιλειρηνισμός",
"φιλέκοβιτς":"φιλέκοβιτς",
"φιλελεύθερα":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερες":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερη":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερης":"φιλελεύθερος",
"φιλελευθερισμό":"φιλελευθερισμός",
"φιλελευθερισμός":"φιλελευθερισμός",
"φιλελευθερισμού":"φιλελευθερισμός",
"φιλελεύθερο":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθεροι":"φιλελεύθερος",
"φιλελευθεροποίηση":"φιλελευθεροποίηση",
"φιλελεύθερος":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερου":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερους":"φιλελεύθερος",
"φιλελευθέρων":"φιλελεύθερος",
"φιλελεύθερων":"φιλελεύθερος",
"φιλέλληνα":"φιλέλληνας",
"φιλέλληνας":"φιλέλληνας",
"φιλελληνική":"φιλελληνικός",
"φιλελλήνων":"φιλέλληνας",
"φιλενάδα":"φιλενάδα",
"φιλενάδες":"φιλενάδα",
"φιλενάδων":"φιλενάδα",
"φιλεργατικές":"φιλεργατικός",
"φίλες":"φίλη",
"φιλέτα":"φιλέτο",
"φιλετάκια":"φιλετάκι",
"φιλέτο":"φιλέτο",
"φιλεύσπλαχνος":"φιλεύσπλαχνος",
"φιλέψει":"φιλεύω",
"φίλη":"φίλη",
"φίλημα":"φίλημα",
"φίλης":"φίλος",
"φίλησε":"φιλώ",
"φιλήσει":"φιλώ",
"φιλήσουν":"φιλώ",
"φιλήσυχη":"φιλήσυχος",
"φιλήσυχοι":"φιλήσυχος",
"φιλήσυχος":"φιλήσυχος",
"φιλήσυχους":"φιλήσυχος",
"φιλί":"φιλί",
"φιλιά":"φιλί",
"φιλία":"φιλία",
"φίλια":"φίλιος",
"φιλιας":"φιλία",
"φιλίας":"φιλία",
"φιλίες":"φιλία",
"φίλιες":"φίλιος",
"φιλικά":"φιλικά",
"φιλικά":"φιλικός",
"φιλικές":"φιλικός",
"φιλική":"φιλικός",
"φιλικής":"φιλικός",
"'φιλικό'":"'φιλικό'",
"φιλικο":"φιλικός",
"φιλικό":"φιλικός",
"φιλικοί":"φιλικός",
"φιλικός":"φιλικός",
"φιλικότατα":"φιλικά",
"φιλικότητα":"φιλικότητα",
"φιλικού":"φιλικός",
"φιλικούς":"φιλικός",
"φιλικών":"φιλικός",
"φιλιούσης":"φιλιούσης",
"φιλίπ":"φιλίπ",
"φίλιπ":"φίλιπ",
"φίλιπο":"φίλιπο",
"φιλιππάκο":"φιλιππάκο",
"φιλιππάκος":"φιλιππάκος",
"φιλίππειον":"φιλίππειον",
"φιλιππίδη":"φιλιππίδης",
"φιλιππίδης":"φιλιππίδης",
"φιλιππικοί":"φιλιππικός",
"φιλιππινέζοι":"φιλιππινέζος",
"φιλιππίνες":"φιλιππίνες",
"φιλιππίνων":"φιλιππίνες",
"φίλιππο":"φίλιππος",
"φιλιπποπουλου":"φιλιπποπουλου",
"φιλιπποπούλου":"φιλιπποπούλου",
"φιλιππος":"φίλιππος",
"φίλιππος":"φίλιππος",
"φιλιππου":"φίλιππος",
"φιλίππου":"φίλιππος",
"φίλιππου":"φίλιππου",
"φιλιππούλη":"φιλιππούλη",
"φιλιππούπολης":"φιλιππούπολη",
"φιλίππους":"φίλιππος",
"φίλιπς":"φίλιπς",
"φιλίτσα":"φιλίτσα",
"φίλκεραμ":"φίλκεραμ",
"φιλλίπειον":"φιλλίπειον",
"φιλμ":"φιλμ",
"φίλμ":"φίλμ",
"φιλμάκι":"φιλμάκι",
"φιλμάκια":"φιλμάκι",
"φιλμική":"φιλμική",
"φιλμ-νουάρ":"φιλμ-νουάρ",
"φιλμογραφία":"φιλμογραφία",
"φίλο":"φίλος",
"φιλοαμερικανική":"φιλοαμερικανικός",
"φιλόδοξα":"φιλόδοξος",
"φιλοδοξεί":"φιλοδοξώ",
"φιλόδοξες":"φιλόδοξος",
"φιλόδοξη":"φιλόδοξος",
"φιλόδοξης":"φιλόδοξος",
"φιλοδοξία":"φιλοδοξία",
"φιλοδοξίας":"φιλοδοξία",
"φιλοδοξίες":"φιλοδοξία",
"φιλοδοξιών":"φιλοδοξία",
"φιλόδοξο":"φιλόδοξος",
"φιλόδοξοι":"φιλόδοξος",
"φιλόδοξος":"φιλόδοξος",
"φιλόδοξου":"φιλόδοξος",
"φιλοδοξούμε":"φιλοδοξώ",
"φιλοδοξούν":"φιλοδοξώ",
"φιλόδοξους":"φιλόδοξος",
"φιλοδοξούσε":"φιλοδοξώ",
"φιλοδοξώντας":"φιλοδοξώ",
"φιλοδυτική":"φιλοδυτικός",
"φιλοδυτικό":"φιλοδυτικός",
"φιλοδωρεί":"φιλοδωρώ",
"φιλοδώρημα":"φιλοδώρημα",
"φιλοδώρησαν":"φιλοδωρώ",
"φιλοδώρησε":"φιλοδωρώ",
"φιλοευρωπαϊκές":"φιλοευρωπαϊκός",
"φιλοευρωπαϊκός":"φιλοευρωπαϊκός",
"φιλοζωία":"φιλοζωία",
"φιλοζωικά":"φιλοζωικός",
"φιλοζωικές":"φιλοζωικός",
"φιλοζωική":"φιλοζωικός",
"φιλοζωικής":"φιλοζωικός",
"φιλοζωικών":"φιλοζωικός",
"φιλόζωοι":"φιλόζωος",
"φιλόζωος":"φιλόζωος",
"φιλόζωους":"φιλόζωος",
"φιλοθεάμον":"φιλοθεάμων",
"φιλοθεάμονος":"φιλοθεάμων",
"φιλοθιβετιανού":"φιλοθιβετιανός",
"φιλοι":"φίλος",
"φίλοι":"φίλος",
"φιλοκτήτης":"φιλοκτήτης",
"φιλοκυβερνητική":"φιλοκυβερνητικός",
"φιλολαϊκή":"φιλολαϊκός",
"φιλολαϊκο":"φιλολαϊκός",
"φιλολαϊκό":"φιλολαϊκός",
"φιλολογία":"φιλολογία",
"φιλολογίας":"φιλολογία",
"φιλολογικά":"φιλολογικά",
"φιλολογικές":"φιλολογικός",
"φιλολογική":"φιλολογικός",
"φιλολογικής":"φιλολογικός",
"φιλολογικό":"φιλολογικός",
"φιλολογικών":"φιλολογικός",
"φιλολογιών":"φιλολογία",
"φιλόλογο":"φιλόλογος",
"φιλόλογοι":"φιλόλογος",
"φιλολογος":"φιλόλογος",
"φιλόλογος":"φιλόλογος",
"φιλολόγου":"φιλόλογος",
"φιλόλογου":"φιλόλογος",
"φιλολόγους":"φιλόλογος",
"φιλολόγων":"φιλόλογος",
"φιλομαθών":"φιλομαθής",
"φιλομήλα":"φιλομήλα",
"φιλομηλας":"φιλομήλα",
"φιλομήλας":"φιλομήλα",
"φιλόμουση":"φιλόμουσος",
"φιλονικία":"φιλονικία",
"φιλόνομο":"φιλόνομος",
"φιλόξενα":"φιλόξενος",
"φιλοξενεί":"φιλοξενώ",
"φιλοξενείται":"φιλοξενώ",
"φιλοξενείτε":"φιλοξενώ",
"φιλόξενη":"φιλόξενος",
"φιλοξενηθεί":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήθηκαν":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήθηκε":"φιλοξενώ",
"φιλοξενηθούν":"φιλοξενώ",
"φιλοξένησαν":"φιλοξενώ",
"φιλοξένησε":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήσει":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήσουμε":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήσουν":"φιλοξενώ",
"φιλοξενήσω":"φιλοξενώ",
"φιλοξενία":"φιλοξενία",
"φιλοξενιας":"φιλοξενία",
"φιλοξενίας":"φιλοξενία",
"φιλόξενο":"φιλόξενος",
"φιλόξενοι":"φιλόξενος",
"φιλοξενούμε":"φιλοξενώ",
"φιλοξενούμενες":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενη":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενης":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενουμενοι":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενοι":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενος":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενουμένους":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενους":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενουμένων":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούμενων":"φιλοξενούμενος",
"φιλοξενούν":"φιλοξενώ",
"φιλοξενούνται":"φιλοξενώ",
"φιλοξενούνταν":"φιλοξενώ",
"φιλοξενούντος":"φιλοξενών",
"φιλοξενούσε":"φιλοξενώ",
"φιλοξενώντας":"φιλοξενώ",
"φιλο-ολυμπιακών":"φιλο-ολυμπιακών",
"φιλοπατρία":"φιλοπατρία",
"φιλοποίμενα":"φιλοποιμένας",
"φιλοπόλεμων":"φιλοπόλεμος",
"φιλόπτωχος":"φιλόπτωχος",
"φιλοπτώχου":"φιλόπτωχος",
"φιλος":"φίλος",
"φίλος":"φίλος",
"φιλοσοσιαλιστική":"φιλοσοσιαλιστικός",
"φιλοσοφία":"φιλοσοφία",
"φιλοσοφίας":"φιλοσοφία",
"φιλοσοφίες":"φιλοσοφία",
"φιλοσοφικά":"φιλοσοφικά",
"φιλοσοφικές":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφική":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφικής":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφικό":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφικός":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφικού":"φιλοσοφικός",
"φιλοσοφικών":"φιλοσοφικός",
"φιλόσοφο":"φιλόσοφος",
"φιλόσοφοι":"φιλόσοφος",
"φιλόσοφος":"φιλόσοφος",
"φιλοσόφου":"φιλόσοφος",
"φιλόσοφου":"φιλόσοφος",
"φιλοσοφούν":"φιλοσοφώ",
"φιλοσόφους":"φιλόσοφος",
"φιλόσοφους":"φιλόσοφος",
"φιλοσόφους'":"φιλοσόφους'",
"φιλοσόφων":"φιλόσοφος",
"φιλόστοργη":"φιλόστοργος",
"φιλοτεχνηθεί":"φιλοτεχνώ",
"φιλοτέχνησε":"φιλοτεχνώ",
"φιλοτεχνήσει":"φιλοτεχνώ",
"φιλότεχνοι":"φιλότεχνος",
"φιλότεχνου":"φιλότεχνος",
"φιλότεχνους":"φιλότεχνος",
"φιλότεχνων":"φιλότεχνος",
"φιλότιμες":"φιλότιμος",
"φιλότιμη":"φιλότιμος",
"φιλοτιμηθεί":"φιλοτιμώ",
"φιλοτιμηθούν":"φιλοτιμώ",
"φιλότιμης":"φιλότιμος",
"φιλοτιμήσει":"φιλοτιμώ",
"φιλοτιμίαν":"φιλοτιμία",
"φιλότιμο":"φιλότιμος",
"φιλότιμοι":"φιλότιμος",
"φιλότιμος":"φιλότιμος",
"φιλοτομαρίζουν":"φιλοτομαρίζουν",
"φιλοτουρκικά":"φιλοτουρκικός",
"φίλου":"φίλος",
"φιλους":"φίλος",
"φίλους":"φίλος",
"φίλόυς":"φίλος",
"φιλοφρονήσεις":"φιλοφρόνηση",
"φιλοφρόνηση":"φιλοφρόνηση",
"φιλοχρήματοι":"φιλοχρήματος",
"φιλς":"φιλς",
"φιλτάτη":"φίλτατος",
"φίλτατο":"φίλτατος",
"φιλτρα":"φίλτρο",
"φίλτρα":"φίλτρο",
"φιλτράρει":"φιλτράρω",
"φιλτράρεται":"φιλτράρω",
"φιλτράρισμα":"φιλτράρισμα",
"φιλτραρίσματος":"φιλτράρισμα",
"φιλτραρισμένες":"φιλτραρισμένος",
"φιλτραριστεί":"φιλτράρω",
"φιλτράρουν":"φιλτράρω",
"φίλτρο":"φίλτρο",
"φίλτρων":"φίλτρο",
"φιλύρα":"φιλύρα",
"φιλύρες":"φιλύρα",
"φιλυριά":"φιλυριά",
"φίλυρο":"φίλυρο",
"φιλύρου":"φιλύρου",
"φιλων":"φίλος",
"φίλων":"φίλος",
"φιλώντας":"φιλώ",
"φιμπα":"φιμπα",
"φιμωθούν":"φιμώνω",
"φίμωση":"φίμωση",
"φίμωσή":"φίμωση",
"φιμώσουν":"φιμώνω",
"φίμωτρο":"φίμωτρο",
"φιν":"φιν",
"φιναλε":"φινάλε",
"φινάλε":"φινάλε",
"φιναλίστ":"φιναλίστ",
"φινέτσα":"φινέτσα",
"φινετσάτη":"φινετσάτος",
"φινετσάτο":"φινετσάτος",
"φίνι":"φίνι",
"φίνιξ":"φίνιξ",
"φινιριστηρίων":"φινιριστήριο",
"φίνις":"φίνις",
"φινκ":"φινκ",
"φινλ":"φινλ",
"φινλανδία":"φινλανδία",
"φινλανδίας":"φινλανδία",
"φινλανδικά":"φιλανδικός",
"φινλανδικό":"φιλανδικός",
"φινλανδός":"φινλανδός",
"φινοκαλιώτης":"φινοκαλιώτης",
"φινόκιο":"φινόκιο",
"φίνπα":"φίνπα",
"φιντέλ":"φιντέλ",
"φιντεξπορτ":"φιντεξπορτ",
"φιξ":"φιξ",
"φιόνα":"φιόνα",
"φιόρδ":"φιόρδ",
"φιορεντίνα":"φιορεντίνα",
"φιορεντίνα-κιέβο":"φιορεντίνα-κιέβο",
"φιοριτούρες":"φιοριτούρα",
"φιούρι":"φιούρι",
"φίρερ":"φίρερ",
"φιρίκι":"φιρίκι",
"φίρμα":"φίρμα",
"φιρμάνι":"φιρμάνι",
"φίρμας":"φίρμα",
"φίρμες":"φίρμα",
"φις":"φις",
"φισερ":"φισερ",
"φίσερ":"φίσερ",
"φίσκα":"φίσκα",
"φίσμπερν":"φίσμπερν",
"φιστίκια":"φιστίκι",
"φιστικιών":"φιστικής",
"φιτζέραλντ":"φιτζέραλντ",
"φίτζι":"φίτζι",
"φιτρ":"φιτρ",
"φιφα":"φιφα",
"φλ.":"φλ.",
"φλαβίνιο":"φλαβίνιο",
"φλαβιο":"φλάβιος",
"φλάβιο":"φλάβιος",
"φλαμένκο":"φλαμένκο",
"φλαμούλι":"φλαμούλι",
"φλαμουριάς":"φλαμουριά",
"φλαμπερ":"φλαμπερ",
"φλαμπούρης":"φλαμπούρης",
"φλάουτα":"φλάουτο",
"φλαουτίστα":"φλαουτίστας",
"φλάουτο":"φλάουτο",
"φλάουτου":"φλάουτο",
"φλας":"φλας",
"φλατ-παπούτσια":"φλατ-παπούτσια",
"φλέβα":"φλέβα",
"φλεβαράκη":"φλεβαράκη",
"φλεβαράκης":"φλεβαράκης",
"φλεβάρη":"φλεβάρης",
"φλέβες":"φλέβα",
"φλεβικής":"φλεβικός",
"φλεβικών":"φλεβικός",
"φλεβών":"φλέβα",
"φλέγεται":"φλέγω",
"φλεγμονές":"φλεγμονή",
"φλεγμονή":"φλεγμονή",
"φλεγόμενα":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενες":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενη":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενης":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενο":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενου":"φλεγόμενος",
"φλεγόμενων":"φλεγόμενος",
"φλέγον":"φλέγων",
"φλέγοντα":"φλέγων",
"φλέγονται":"φλέγω",
"φλεμιγκ":"φλεμιγκ",
"φλέμιγκ":"φλέμιγκ",
"φλέντερ":"φλέντερ",
"φλέντερους":"φλέντερους",
"φλεξοπακ":"φλεξοπακ",
"φλερί":"φλερί",
"φλερτ":"φλερτ",
"φλέρταρε":"φλερτάρω",
"φλερτάρει":"φλερτάρω",
"φλερτάρουν":"φλερτάρω",
"φλέσσα":"φλέσσα",
"φλέσσας":"φλέσσας",
"φλέτσερ":"φλέτσερ",
"φληναφήματα":"φληνάφημα",
"φλιντ":"φλιντ",
"φλισκούνι":"φλισκούνι",
"φλιτζάνι":"φλιτζάνι",
"φλιτζάνια":"φλιτζάνι",
"φλιτζανιού":"φλιτζάνι",
"φλιώνη":"φλιώνη",
"φλόγα":"φλόγα",
"φλόγας":"φλόγα",
"φλόγας-ίκαροι":"φλόγας-ίκαροι",
"φλογέρα":"φλογέρα",
"φλογέρες":"φλογέρα",
"φλογερή":"φλογερός",
"φλόγες":"φλόγα",
"φλογητών":"φλογητών",
"φλογίζει":"φλογίζω",
"φλογίζονταν":"φλογίζω",
"φλογισμενες":"φλογισμένος",
"φλογοβόλο":"φλογοβόλος",
"φλοιό":"φλοιός",
"φλοιός":"φλοιός",
"φλοιού":"φλοιός",
"φλοίσβος":"φλοίσβος",
"φλόκα":"φλόκα",
"φλοκάρι":"φλοκάρι",
"φλόρα":"φλόρα",
"φλορεντίνο":"φλορεντίνο",
"φλόρες":"φλόρες",
"φλόριντα":"φλόριντα",
"φλόριχαν":"φλόριχαν",
"φλου":"φλου",
"φλούδα":"φλούδα",
"φλούδες":"φλούδα",
"φλουρί":"φλουρί",
"φλύαρα":"φλύαρος",
"φλύαρη":"φλύαρος",
"φλυαρία":"φλυαρία",
"φλυαρίας":"φλυαρία",
"φλυαρίες":"φλυαρία",
"φλύαρο":"φλύαρος",
"φλύαρος":"φλύαρος",
"φλυαρούμε":"φλυαρώ",
"φλυαρούν":"φλυαρώ",
"φλύσκας":"φλύσκας",
"φλωμπέρ":"φλωμπέρ",
"φλωρά":"φλωρά",
"φλώρα":"φλώρα",
"φλωράκη":"φλωράκης",
"φλωράκης":"φλωράκης",
"φλωρεντία":"φλωρεντία",
"φλωρίδη":"φλωρίδη",
"φλωρίδης":"φλωρίδης",
"φλωρινα":"φλώρινα",
"φλώρινα":"φλώρινα",
"φλώρινας":"φλώρινα",
"φλώρινας-καστοριάς":"φλώρινας-καστοριάς",
"φλώρινας-κεραυνός":"φλώρινας-κεραυνός",
"φλώρινα-χωναίος":"φλώρινα-χωναίος",
"φλωρίνης":"φλωρίνης",
"φλωρινιώτες":"φλωρινιώτης",
"φλωρινιώτης":"φλωρινιώτης",
"φλώρο":"φλώρος",
"φλώρος":"φλώρος",
"φμαπ":"φμαπ",
"φμς":"φμς",
"φο":"φο",
"φοβ":"φοβ",
"φοβάμαι":"φοβούμαι",
"φοβάσαι":"φοβούμαι",
"φοβάστε":"φοβούμαι",
"φοβάται":"φοβούμαι",
"φοβερά":"φοβερός",
"φοβερές":"φοβερός",
"φοβερή":"φοβερός",
"φοβερής":"φοβερός",
"φοβερό":"φοβερός",
"φοβερός":"φοβερός",
"φοβερότερο":"φοβερός",
"φοβερότερος":"φοβερός",
"φοβερού":"φοβερός",
"φοβερούς":"φοβερός",
"φοβηθεί":"φοβούμαι",
"φοβήθηκα":"φοβούμαι",
"φοβηθήκαμε":"φοβούμαι",
"φοβήθηκαν":"φοβούμαι",
"φοβήθηκε":"φοβούμαι",
"φοβηθούμε":"φοβούμαι",
"φοβηθούν":"φοβούμαι",
"φοβηθώ":"φοβούμαι",
"φοβήται":"φοβήται",
"φόβητρο":"φόβητρο",
"φοβία":"φοβία",
"φοβίας":"φοβία",
"φοβίες":"φοβία",
"φόβιζε":"φοβίζω",
"φοβίζει":"φοβίζω",
"φοβίζουν":"φοβίζω",
"φοβική":"φοβικός",
"φοβικό":"φοβικός",
"φοβικών":"φοβικός",
"φόβιο":"φόβιο",
"φοβίσει":"φοβίζω",
"φοβισμένα":"φοβισμένος",
"φοβισμένες":"φοβίζω",
"φοβισμένη":"φοβίζω",
"φοβισμένο":"φοβίζω",
"φοβισμένοι":"φοβίζω",
"φοβισμένος":"φοβισμένος",
"φοβισμένους":"φοβίζω",
"φοβισμό":"φοβισμός",
"φοβισμός":"φοβισμός",
"φοβίσουν":"φοβίζω",
"φόβο":"φόβος",
"φόβοι":"φόβος",
"φοβόμασταν":"φοβούμαι",
"φοβόμαστε":"φοβούμαι",
"φοβόμουν":"φοβούμαι",
"φοβόντουσαν":"φοβούμαι",
"φόβος":"φόβος",
"φοβοσασταν":"φοβούμαι",
"φοβόσαστε":"φοβούμαι",
"φοβόταν":"φοβούμαι",
"φόβου":"φόβος",
"φοβού":"φοβού",
"φοβούμαι":"φοβούμαι",
"φοβούμενες":"φοβούμενος",
"φοβούμενη":"φοβούμενος",
"φοβούμενο":"φοβούμενος",
"φοβούμενοι":"φοβούμενος",
"φοβούμενος":"φοβούμενος",
"φοβούνται":"φοβούμαι",
"φοβούνταν":"φοβούμαι",
"φόβους":"φόβος",
"φόβων":"φόβος",
"φοίβος":"φοίβος",
"φοιγοποίνων":"φοιγοποίνων",
"φοίνικα":"φοίνικας",
"φοινικας":"φοίνικας",
"φοίνικας":"φοίνικας",
"φοίνικα-τρίλοφος":"φοίνικα-τρίλοφος",
"φοινικέλαιο":"φοινικέλαιο",
"φοίνικες":"φοίνικας",
"φοινικόδεντρα":"φοινικόδεντρο",
"φοινικόπουλος":"φοινικόπουλος",
"φοινικόπτερα":"φοινικόπτερα",
"φοινιξ":"φοινιξ",
"φόιτ":"φόιτ",
"φοίτησα":"φοιτώ",
"φοίτησαν":"φοιτώ",
"φοίτησε":"φοιτώ",
"φοιτήσει":"φοιτώ",
"φοιτήσεως":"φοίτηση",
"φοίτηση":"φοίτηση",
"φοίτησή":"φοίτηση",
"φοίτησης":"φοίτηση",
"φοιτήσουν":"φοιτώ",
"φοιτητάκος":"φοιτητάκος",
"φοιτητές":"φοιτητής",
"φοιτητή":"φοιτητής",
"φοιτητήν":"φοιτητής",
"φοιτητής":"φοιτητής",
"φοιτητικά":"φοιτητικός",
"φοιτητικές":"φοιτητικός",
"φοιτητική":"φοιτητικός",
"φοιτητικής":"φοιτητικός",
"φοιτητικό":"φοιτητικός",
"φοιτητικού":"φοιτητικός",
"φοιτητικούς":"φοιτητικός",
"φοιτητικών":"φοιτητικός",
"φοιτητούπολη":"φοιτητούπολη",
"φοιτήτρια":"φοιτήτρια",
"φοιτήτριας":"φοιτήτρια",
"φοιτήτριες":"φοιτήτρια",
"φοιτητριών":"φοιτήτρια",
"φοιτητών":"φοιτητής",
"φοιτούν":"φοιτώ",
"φόκλαντς":"φόκλαντς",
"φόκους":"φόκους",
"φόλα":"φόλα",
"φόλας":"φόλα",
"φόλες":"φόλα",
"φολκ":"φολκ",
"φόλκερκ":"φόλκερκ",
"φολκλόρ":"φολκλόρ",
"φολκλορικό":"φολκλορικός",
"φολκλορισμό":"φολκλορισμός",
"φολκσβάγκεν":"φολκσβάγκεν",
"φομπέρ":"φομπέρ",
"φον":"φον",
"φονεύετε":"φονεύω",
"φονευθέντες":"φονευθείς",
"φόνευσε":"φονεύω",
"φονεύσεις":"φονεύω",
"φονιά":"φονιάς",
"φονιάδες":"φονιάς",
"φονιάς":"φονιάς",
"φονικά":"φονικός",
"φονική":"φονικός",
"φονικής":"φονικός",
"φονικό":"φονικός",
"φονικός":"φονικός",
"φονικού":"φονικός",
"φονικούς":"φονικός",
"φονικών":"φονικός",
"φονο":"φόνος",
"φόνο":"φόνος",
"φόνοι":"φόνος",
"φόνος":"φόνος",
"φόνου":"φόνος",
"φόνους":"φόνος",
"φονσέκα":"φονσέκα",
"φόνσου":"φόνσου",
"φόντα":"φόντο",
"φονταμενταλισμό":"φονταμενταλισμός",
"φονταμενταλισμός":"φονταμενταλισμός",
"φονταμενταλισμού":"φονταμενταλισμός",
"φονταμενταλιστές":"φονταμενταλιστής",
"φόντο":"φόντο",
"φόνων":"φόνος",
"φοξ":"φοξ",
"φορ":"φορ",
"φορα":"φορά",
"φορά":"φορά",
"φόρα":"φόρα",
"φορά":"φορώ",
"φόραγε":"φορώ",
"φοράει":"φορώ",
"φοράκια":"φοράκια",
"φοράμε":"φορώ",
"φοράνε":"φορώ",
"φοράς":"φορώ",
"φοράτε":"φορώ",
"φοράω":"φορώ",
"φόργουορντ":"φόργουορντ",
"φόργουρντ":"φόργουρντ",
"φορέα":"φορέας",
"φορέας":"φορέας",
"φορεθεί":"φορώ",
"φορέθηκαν":"φορώ",
"φορεθούν":"φορώ",
"φορεία":"φορείο",
"φόρειν":"φόρειν",
"φόρεϊν":"φόρεϊν",
"φορείο":"φορείο",
"φορείς":"φορέας",
"φορέλι":"φορέλι",
"φόρεμα":"φόρεμα",
"φορές":"φορά",
"φόρεσαν":"φορώ",
"φόρεσε":"φορώ",
"φορέσει":"φορώ",
"φορέσεις":"φορώ",
"φορεσιά":"φορεσιά",
"φορεσιάς":"φορεσιά",
"φορεσιές":"φορεσιά",
"φορέσουμε":"φορώ",
"φορέσουν":"φορώ",
"φόρεστ":"φόρεστ",
"φορέστε":"φορώ",
"φόρεστερ":"φόρεστερ",
"φορέων":"φορέας",
"φόρη":"φόρη",
"φορητά":"φορητός",
"φορητές":"φορητός",
"φορητή":"φορητός",
"φορητό":"φορητός",
"φορητοί":"φορητός",
"φορητός":"φορητός",
"φορητού":"φορητός",
"φορητούς":"φορητός",
"φορητών":"φορητός",
"φοριέται":"φορώ",
"φόρμα":"φόρμα",
"φορμαλισμού":"φορμαλισμός",
"φορμαρισμένη":"φορμαρισμένος",
"φορμαρισμένο":"φορμαρισμένος",
"φορμαρισμένος":"φορμαρισμένος",
"φόρμας":"φόρμα",
"φόρμες":"φόρμα",
"φόρμιγγες":"φόρμιγγα",
"φορμόλη":"φορμόλη",
"φόρμουλα":"φόρμουλα",
"φόρμουλες":"φόρμουλα",
"φόρνο":"φόρνο",
"φορντ":"φορντ",
"φόρο":"φόρος",
"φοροαπαλλαγές":"φοροαπαλλαγή",
"φοροαπαλλαγή":"φοροαπαλλαγή",
"φοροαπαλλαγής":"φοροαπαλλαγή",
"φοροδιαφεύγει":"φοροδιαφεύγω",
"φοροδιαφεύγουν":"φοροδιαφεύγω",
"φοροδιαφυγάδων":"φοροδιαφυγάς",
"φοροδιαφυγή":"φοροδιαφυγή",
"φοροδιαφυγής":"φοροδιαφυγή",
"φοροεισπρακτικού":"φοροεισπρακτικός",
"φοροεισπράκτορες":"φοροεισπράκτορας",
"φοροελαφρύνσεις":"φοροελάφρυνση",
"φοροελαφρύνσεων":"φοροελάφρυνση",
"φοροεπιδρομή":"φοροεπιδρομή",
"φοροζίδης":"φοροζίδης",
"φόροι":"φόρος",
"φοροκλοπή":"φοροκλοπή",
"φορολογείστε":"φορολογώ",
"φορολογηθεί":"φορολογώ",
"φορολόγηση":"φορολόγηση",
"φορολόγησή":"φορολόγηση",
"φορολόγησης":"φορολόγηση",
"φορολογήσιμων":"φορολογήσιμος",
"φορολογητέας":"φορολογητέος",
"φορολογητέο":"φορολογητέος",
"φορολογία":"φορολογία",
"φορολογίας":"φορολογία",
"φορολογικά":"φορολογικός",
"φορολογικές":"φορολογικός",
"φορολογική":"φορολογικός",
"φορολογικής":"φορολογικός",
"φορολογικό":"φορολογικός",
"φορολογικοί":"φορολογικός",
"φορολογικός":"φορολογικός",
"φορολογικού":"φορολογικός",
"φορολογικούς":"φορολογικός",
"φορολογικών":"φορολογικός",
"φορολογούμενο":"φορολογούμενος",
"φορολογούμενοι":"φορολογούμενος",
"φορολογούμενος":"φορολογούμενος",
"φορολογουμένου":"φορολογούμενος",
"φορολογούμενου":"φορολογούμενος",
"φορολογουμένους":"φορολογούμενος",
"φορολογούμενους":"φορολογούμενος",
"φορολογουμένων":"φορολογούμενος",
"φορολογούμενων":"φορολογούμενος",
"φορολογούνται":"φορολογώ",
"φορολογούνταν":"φορολογώ",
"φορόπουλος":"φορόπουλος",
"φόρος":"φόρος",
"φοροτεχνικό":"φοροτεχνικός",
"φοροτεχνικού":"φοροτεχνικός",
"φοροτεχνικών":"φοροτεχνικός",
"φόρου":"φόρος",
"φόρουμ":"φόρουμ",
"φορούν":"φορώ",
"φόρους":"φόρος",
"φορούσα":"φορώ",
"φορούσαν":"φορώ",
"φορούσε":"φορώ",
"φοροφυγάδες":"φοροφυγάς",
"φοροφυγάδων":"φοροφυγάς",
"φορσάιθ":"φορσάιθ",
"φορσέλ":"φορσέλ",
"φορτέ":"φορτέ",
"φόρτε":"φόρτε",
"φορτέζα":"φορτέζα",
"φόρτες":"φόρτες",
"φορτηγα":"φορτηγό",
"φορτηγά":"φορτηγό",
"φορτηγάκι":"φορτηγάκι",
"φορτηγατζήδες":"φορτηγατζής",
"φορτηγίδες":"φορτηγίδα",
"φορτηγίδων":"φορτηγίδα",
"φορτηγό":"φορτηγό",
"φορτηγού":"φορτηγό",
"φορτηγών":"φορτηγό",
"φορτία":"φορτίο",
"φορτιέ":"φορτιέ",
"φορτίζει":"φορτίζω",
"φορτίζονται":"φορτίζω",
"φορτίζουν":"φορτίζω",
"φορτίο":"φορτίο",
"φορτίου":"φορτίο",
"φορτίσει":"φορτίζω",
"φορτίσεις":"φόρτιση",
"φόρτιση":"φόρτιση",
"φόρτισης":"φόρτιση",
"φορτισμένα":"φορτισμένος",
"φορτισμένες":"φορτίζω",
"φορτισμένη":"φορτίζω",
"φορτισμένο":"φορτισμένος",
"φορτισμένος":"φορτισμένος",
"φορτισμένου":"φορτισμένος",
"φορτισμένους":"φορτίζω",
"φορτιστεί":"φορτίζω",
"φορτιτούντο":"φορτιτούντο",
"φορτίων":"φορτίο",
"φόρτο":"φόρτος",
"φορτοεκφορτώσεων":"φορτοεκφόρτωση",
"φορτοεκφόρτωση":"φορτοεκφόρτωση",
"φορτοεκφόρτωσης":"φορτοεκφόρτωση",
"φόρτος":"φόρτος",
"φόρτου":"φόρτος",
"φορτρες":"φορτρες",
"φορτωθεί":"φορτώνω",
"φορτωθήκαμε":"φορτώνω",
"φορτώθηκαν":"φορτώνω",
"φορτώθηκε":"φορτώνω",
"φορτωθούν":"φορτώνω",
"φόρτωμα":"φόρτωμα",
"φορτωμένα":"φορτωμένος",
"φορτωμένες":"φορτωμένος",
"φορτωμένη":"φορτωμένος",
"φορτωμένο":"φορτωμένος",
"φορτωμένοι":"φορτώνω",
"φορτωμένος":"φορτωμένος",
"φορτωμένου":"φορτώνω",
"φόρτωνε":"φορτώνω",
"φορτώνει":"φορτώνω",
"φορτώνεστε":"φορτώνω",
"φορτώνεται":"φορτώνω",
"φορτώνονται":"φορτώνω",
"φορτώνοντας":"φορτώνω",
"φορτώνουμε":"φορτώνω",
"φορτώνουν":"φορτώνω",
"φορτώνω":"φορτώνω",
"φόρτωσαν":"φορτώνω",
"φόρτωσε":"φορτώνω",
"φορτώσει":"φορτώνω",
"φόρτωση":"φόρτωση",
"φόρτωσή":"φόρτωση",
"φόρτωσης":"φόρτωση",
"φορτώσουν":"φορτώνω",
"φορτωτή":"φορτωτής",
"φορτωτής":"φορτωτής",
"φορτωτικά":"φορτωτικός",
"φορτωτικές":"φορτωτικός",
"φορτωτική":"φορτωτική",
"φορτωτικής":"φορτωτική",
"φορτωτικών":"φορτωτικός",
"φορώ":"φορώ",
"φόρων":"φόρος",
"φορώντας":"φορώ",
"φόσετ":"φόσετ",
"φουά":"φουά",
"φουαγέ":"φουαγέ",
"φουαγιέ":"φουαγιέ",
"φουα-γκρά":"φουα-γκρά",
"φουγάρο":"φουγάρο",
"φούγκα":"φούγκα",
"φουενλαμπράντα":"φουενλαμπράντα",
"φουζίνα":"φουζίνα",
"φουκαρά":"φουκαράς",
"φουκαράδες":"φουκαράς",
"φουκαράκης":"φουκαράκης",
"φουκαράς":"φουκαράς",
"φουκουγιάμα":"φουκουγιάμα",
"φουλ":"φουλ",
"φουλαμ":"φουλαμ",
"φούλαμ":"φούλαμ",
"φούλαμ-νιουκάστλ":"φούλαμ-νιουκάστλ",
"φουλάνι":"φουλάνι",
"φουλάρια":"φουλάρι",
"φουλατσικλή":"φουλατσικλή",
"φούλερ":"φούλερ",
"φούμαρα":"φουμάρω",
"φουντ":"φουντ",
"φουντά":"φουντά",
"φούντα":"φούντα",
"φουντάς":"φουντάς",
"φούντες":"φούντα",
"φουντουκίδου":"φουντουκίδου",
"φούντωνε":"φουντώνω",
"φουντωνει":"φουντώνω",
"φουντώνει":"φουντώνω",
"φουντώνουν":"φουντώνω",
"φουντωσαν":"φουντώνω",
"φούντωσαν":"φουντώνω",
"φούντωσε":"φουντώνω",
"φουντώσει":"φουντώνω",
"φουντώσουν":"φουντώνω",
"φουξ":"φουξ",
"φούξια":"φούξια",
"φουρα":"φουρα",
"φούρα":"φούρα",
"φούρας":"φούρας",
"φούρκα":"φούρκα",
"φουρκισμένος":"φουρκισμένος",
"φουρλάτος":"φουρλάτος",
"φουρλης":"φουρλής",
"φούρναρη":"φούρναρης",
"φούρναρης":"φούρναρης",
"φουρνιά":"φουρνιά",
"φουρνιές":"φουρνιά",
"φούρνο":"φούρνος",
"φούρνος":"φούρνος",
"φούρνου":"φούρνος",
"φούρνους":"φούρνος",
"φουρτούνα":"φουρτούνα",
"φουρτουνας":"φουρτούνα",
"φουρτούνας":"φουρτούνα",
"φουρτούνες":"φουρτούνα",
"φούσας":"φούσας",
"φούσκα":"φούσκα",
"φουσκάλες":"φουσκάλα",
"φούσκας":"φούσκα",
"φούσκες":"φούσκα",
"φουσκωμένα":"φουσκώνω",
"φουσκωμένο":"φουσκωμένος",
"φούσκωνε":"φουσκώνω",
"φουσκώνει":"φουσκώνω",
"φουσκώνουν":"φουσκώνω",
"φούσκωσαν":"φουσκώνω",
"φούσκωσε":"φουσκώνω",
"φουσκώσουν":"φουσκώνω",
"φουσκωτά":"φουσκωτός",
"φουσκωτή":"φουσκωτός",
"φουσκωτό":"φουσκωτός",
"φουσκωτός":"φουσκωτός",
"φουσκωτων":"φουσκωτός",
"φουσκωτών":"φουσκωτός",
"φούσσας":"φούσσας",
"φούστα":"φούστα",
"φουστανέλα":"φουστανέλα",
"φουστανέλες":"φουστανέλα",
"φουστάνι":"φουστάνι",
"φούστες":"φούστα",
"φούτερ":"φούτερ",
"φουτουρισμό":"φουτουρισμός",
"φουτουριστικά":"φουτουριστικός",
"φουτουριστική":"φουτουριστικός",
"φουτουριστικό":"φουτουριστικός",
"φουτουριστικών":"φουτουριστικός",
"φουτσινι":"φουτσινι",
"φουτσίνι":"φουτσίνι",
"φουτσιτζής":"φουτσιτζής",
"φούφα":"φούφα",
"φούφουλας":"φούφουλας",
"φουχς":"φουχς",
"φοφόνκα":"φοφόνκα",
"φπα":"φπα",
"φραγγιδης":"φραγγιδης",
"φραγγίδης":"φραγγίδης",
"φραγγος":"φραγγος",
"φράγγος":"φράγγος",
"φραγή":"φραγή",
"φράγκα":"φράγκο",
"φραγκάκης":"φραγκάκης",
"φραγκάκι":"φραγκάκι",
"φραγκίδης":"φραγκίδης",
"φραγκίσκος":"φραγκίσκος",
"φραγκίσκου":"φραγκίσκος",
"φράγκο":"φράγκο",
"φραγκο":"φράγκος",
"φράγκο":"φράγκος",
"φραγκοδίφραγκα":"φραγκοδίφραγκα",
"φραγκος":"φράγκος",
"φράγκος":"φράγκος",
"φραγκούλη":"φραγκούλη",
"φραγκούλης":"φραγκούλης",
"φράγκων":"φράγκο",
"φράγκων":"φράγκος",
"φραγμα":"φράγμα",
"φράγμα":"φράγμα",
"φράγματα":"φράγμα",
"φράγματος":"φράγμα",
"φραγμάτων":"φράγμα",
"φραγμένη":"φράζω",
"φραγμό":"φραγμός",
"φραγμοί":"φραγμός",
"φραγμός":"φραγμός",
"φραγμούς":"φραγμός",
"φραγμών":"φραγμός",
"φράζει":"φράζω",
"φράιερ":"φράιερ",
"φράκαραν":"φρακάρω",
"φρακάρει":"φρακάρω",
"φράκο":"φράκο",
"φράκτες":"φράκτης",
"φράκτης":"φράκτης",
"φράνια":"φράνια",
"φρανιο":"φρανιο",
"φράνιο":"φράνιο",
"φρανκ":"φρανκ",
"φράνκ":"φράνκ",
"φράνκενχάιμερ":"φράνκενχάιμερ",
"φρανκεχάιμερ":"φρανκεχάιμερ",
"φράνκι":"φράνκι",
"φράνκο":"φράνκο",
"φρανκφούρτη":"φρανκφούρτη",
"φρανκφούρτης":"φρανκφούρτη",
"φράνσες":"φράνσες",
"φρανσέσκα":"φρανσέσκα",
"φράνσις":"φράνσις",
"φρανσίσκο":"φρανσίσκο",
"φρανσουά":"φρανσουά",
"φρανσουάζ":"φρανσουάζ",
"φραντζεσκάκη":"φραντζεσκάκη",
"φραντζέσκο":"φραντζέσκο",
"φραντικ":"φραντικ",
"φραντς":"φραντς",
"φράντσεν":"φράντσεν",
"φραντσέσκα":"φραντσέσκα",
"φραντσέσκο":"φραντσέσκο",
"φράξει":"φράζω",
"φράουλα":"φράουλα",
"φράουλας":"φράουλα",
"φραπέ":"φραπέ",
"φράσεις":"φράση",
"φρασεολογία":"φρασεολογία",
"φράσεων":"φράση",
"φράση":"φράση",
"φράσης":"φράση",
"φραστικά":"φραστικός",
"φραστικές":"φραστικός",
"φραστική":"φραστικός",
"φραστικό":"φραστικός",
"φρατζέσκο":"φρατζέσκος",
"φρατζέσκος":"φρατζέσκος",
"φρατίνι":"φρατίνι",
"φραφάν":"φραφάν",
"φράχτες":"φράχτης",
"φράχτης":"φράχτης",
"φρέαρ":"φρέαρ",
"φρέατα":"φρέαρ",
"φρεάτια":"φρεάτιο",
"φρέατος":"φρέαρ",
"φρεγάτα":"φρεγάτα",
"φρεγάτας":"φρεγάτα",
"φρεγάτες":"φρεγάτα",
"φρεγατών":"φρεγάτα",
"φρέι":"φρέι",
"φρειδερίκου":"φρειδερίκος",
"φρέιν":"φρέιν",
"φρενα":"φρένο",
"φρένα":"φρένο",
"φρέναραν":"φρενάρω",
"φρενάρει":"φρενάρω",
"φρενάρισμα":"φρενάρισμα",
"φρεναρίσματος":"φρενάρισμα",
"φρενάρουν":"φρενάρω",
"φρενήρεις":"φρενήρης",
"φρενήρης":"φρενήρης",
"φρενίτιδα":"φρενίτιδα",
"φρενίτιδας":"φρενίτιδα",
"φρένο":"φρένο",
"φρένου":"φρένο",
"φρενσης":"φρενσης",
"φρεντ":"φρεντ",
"φρεντερίκ":"φρεντερίκ",
"φρέντερικ":"φρέντερικ",
"φρέντι":"φρέντι",
"φρενών":"φρένες",
"φρένων":"φρένο",
"φρέσκα":"φρέσκος",
"φρεσκάδα":"φρεσκάδα",
"φρεσκάδας":"φρεσκάδα",
"φρέσκαρε":"φρεσκάρω",
"φρεσκάρει":"φρεσκάρω",
"φρεσκάρισμα":"φρεσκάρισμα",
"φρέσκες":"φρέσκος",
"φρέσκια":"φρέσκος",
"φρέσκιας":"φρέσκος",
"φρέσκιες":"φρέσκιες",
"φρέσκο":"φρέσκος",
"φρεσκοβαμμένα":"φρεσκοβαμμένος",
"φρεσκοβαμμένες":"φρεσκοβαμμένος",
"φρέσκοι":"φρέσκος",
"φρεσκοκομμένο":"φρεσκοκομμένος",
"φρέσκος":"φρέσκος",
"φρεσκότατους":"φρέσκος",
"φρεσκοτυπωμένα":"φρεσκοτυπωμένος",
"φρέσκου":"φρέσκος",
"φρέσκους":"φρέσκος",
"φρι":"φρι",
"φρίαρι":"φρίαρι",
"φρίαρς":"φρίαρς",
"φρίελ":"φρίελ",
"φρικαλέα":"φρικαλέος",
"φρικαλέο":"φρικαλέος",
"φρικαλεότητα":"φρικαλεότητα",
"φρικαλεότητες":"φρικαλεότητα",
"φρικαλεοτήτων":"φρικαλεότητα",
"φρικασέ":"φρικασέ",
"φρίκη":"φρίκη",
"φρίκης":"φρίκη",
"φρικιαστικά":"φρικιαστικός",
"φρικιαστικές":"φρικιαστικός",
"φρικιαστικό":"φρικιαστικός",
"φρικιαστικών":"φρικιαστικός",
"φρικτά":"φρικτά",
"φρικτές":"φρικτός",
"φρικτή":"φρικτός",
"φρικτό":"φρικτός",
"φρικτός":"φρικτός",
"φρικτότερη":"φρικτός",
"φρικτού":"φρικτός",
"φρίμαν":"φρίμαν",
"φρίμπογκ":"φρίμπογκ",
"φρίντα":"φρίντα",
"φριντάους":"φριντάους",
"φρίντας":"φρίντας",
"φρίξος":"φρίξος",
"φρισκ":"φρισκ",
"φρίσλαντ":"φρίσλαντ",
"φρίτζι":"φρίτζι",
"φριχτά":"φρικτός",
"φριχτές":"φρικτός",
"φριχτή":"φρικτός",
"φριχτός":"φρικτός",
"φροεβελιανή":"φροεβελιανή",
"φροεβελιανό":"φροεβελιανό",
"φροέμπελ":"φροέμπελ",
"φροΐλο":"φροΐλο",
"φρονεί":"φρονώ",
"φρόνημα":"φρόνημα",
"φρονήματα":"φρόνημα",
"φρονήματά":"φρόνημα",
"φρονημάτων":"φρόνημα",
"φρόνηση":"φρόνηση",
"φρόνιμα":"φρόνιμα",
"φρόνιμο":"φρόνιμος",
"φρόνιμος":"φρόνιμος",
"φρονίμων":"φρόνιμος",
"φροντ":"φροντ",
"φροντίδα":"φροντίδα",
"φροντίδαν":"φροντίδα",
"φροντίδας":"φροντίδα",
"φροντίδες":"φροντίδα",
"φρόντιζα":"φροντίζω",
"φρόντιζαν":"φροντίζω",
"φρόντιζε":"φροντίζω",
"φροντίζει":"φροντίζω",
"φροντίζεις":"φροντίζω",
"φροντίζετε":"φροντίζω",
"φροντίζονται":"φροντίζω",
"φροντίζοντας":"φροντίζω",
"φροντίζουμε":"φροντίζω",
"φροντίζουν":"φροντίζω",
"φροντίζω":"φροντίζω",
"φρόντισα":"φροντίζω",
"φρόντισαν":"φροντίζω",
"φρόντισε":"φροντίζω",
"φροντίσει":"φροντίζω",
"φρόντισες":"φροντίζω",
"φροντίσετε":"φροντίζω",
"φροντισμένα":"φροντισμένος",
"φροντισμένο":"φροντισμένος",
"φροντίσουμε":"φροντίζω",
"φροντίσουν":"φροντίζω",
"φροντίστε":"φροντίζω",
"φροντιστές":"φροντιστής",
"φροντιστή":"φροντιστής",
"φροντιστήρια":"φροντιστήριο",
"φροντιστηριακούς":"φροντιστηριακός",
"φροντιστήριο":"φροντιστήριο",
"φροντιστηρίου":"φροντιστήριο",
"φροντιστηρίων":"φροντιστήριο",
"φροντιστής":"φροντιστής",
"φροντίσω":"φροντίζω",
"φρονώ":"φρονώ",
"φροστ":"φροστ",
"φροσύνης":"φροσύνης",
"φρόσω":"φρόσω",
"φρου":"φρου",
"φρούδες":"φρούδος",
"φροϋδικές":"φροϋδικός",
"φρουρά":"φρουρά",
"φρουράς":"φρουρά",
"φρουρείτο":"φρουρώ",
"φρούρηση":"φρούρηση",
"φρούρησης":"φρούρηση",
"φρούρια":"φρούριο",
"φρούριο":"φρούριο",
"φρουρό":"φρουρός",
"φρουροί":"φρουρός",
"φρουρός":"φρουρός",
"φρουρού":"φρουρός",
"φρουρούμενη":"φρουρούμενος",
"φρουρούμενο":"φρουρούμενος",
"φρουρούμενος":"φρουρούμενος",
"φρουρούν":"φρουρώ",
"φρουρούνται":"φρουρώ",
"φρουρούς":"φρουρός",
"φρουρούσαν":"φρουρώ",
"φρουρούσανε":"φρουρώ",
"φρουρούσε":"φρουρώ",
"φρουρών":"φρουρός",
"φρουσκλιάς":"φρουσκλιάς",
"φρούτα":"φρούτο",
"φρουτάκια":"φρουτάκια",
"φρούτο":"φρούτο",
"φρούτος":"φρούτος",
"φρούτου":"φρούτο",
"φρουτώδες":"φρουτώδες",
"φρουτώδη":"φρουτώδη",
"φρούτων":"φρούτο",
"φρου-φρου":"φρου-φρου",
"φρυγανιές":"φρυγανιά",
"φρύγεις":"φρύγω",
"φρύγες":"φρύγας",
"φρύδι":"φρύδι",
"φρύδια":"φρύδι",
"φσσσς":"φσσσς",
"φταίει":"φταίω",
"φταίμε":"φταίω",
"φταίνε":"φταίω",
"φταίξιμο":"φταίξιμο",
"φταις":"φταίω",
"φταίτε":"φταίω",
"φταίω":"φταίω",
"φτάναμε":"φτάνω",
"φτάνανε":"φτάνω",
"φτανει":"φτάνω",
"φτάνει":"φτάνω",
"φτάνεις":"φτάνω",
"φτάνετε":"φτάνω",
"φτάνοντας":"φτάνω",
"φτάνουμε":"φτάνω",
"φτάνουν":"φτάνω",
"φτάνω":"φθάνω",
"φτάρνισμα":"φτάρνισμα",
"φτάσαμε":"φτάνω",
"φτάσανε":"φτάνω",
"φτασει":"φτάνω",
"φτάσει":"φτάνω",
"φτάσεις":"φτάνω",
"φτάσετε":"φτάνω",
"φτασμένοι":"φτασμένος",
"φτάσουμε":"φτάνω",
"φτάσουν":"φτάνω",
"φτάσω":"φτάνω",
"φτελιά":"φτελιά",
"φτέλιες":"φτελιά",
"φτερά":"φτερό",
"φτέρη":"φτέρη",
"φτέρης":"φτέρη",
"φτέρνα":"φτέρνα",
"φτέρνες":"φτέρνα",
"φτερό":"φτερό",
"φτερού":"φτερό",
"φτερούγες":"φτερούγα",
"φτερούγιζαν":"φτερουγίζω",
"φτερουγίσει":"φτερουγίζω",
"φτερούγισμα":"φτερούγισμα",
"φτερών":"φτέρη",
"φτερωτές":"φτερωτή",
"φτερωτή":"φτερωτός",
"φτερωτό":"φτερωτός",
"φτερωτού":"φτερωτός",
"φτηνά":"φτηνός",
"φτηνές":"φτηνός",
"φτηνή":"φτηνός",
"φτήνια":"φτήνια",
"φτηνιάρικη":"φτηνιάρικος",
"φτηνό":"φτηνός",
"φτηνότερα":"φτηνός",
"φτηνότερες":"φτηνός",
"φτηνότερο":"φτηνός",
"φτηνού":"φτηνός",
"φτηνών":"φτηνός",
"φτιαγμένα":"φτιάνω",
"φτιαγμένες":"φτιάνω",
"φτιαγμένη":"φτιαγμένος",
"φτιαγμένο":"φτιαγμένος",
"φτιαγμένοι":"φτιάχνω",
"φτιαγμένος":"φτιάνω",
"φτιαγμένους":"φτιάνω",
"φτιάξαμε":"φτιάχνω",
"φτιάξατε":"φτιάνω",
"φτιάξε":"φτιάνω",
"φτιάξει":"φτιάχνω",
"φτιάξεις":"φτιάνω",
"φτιάξετε":"φτιάχνω",
"φτιάξουμε":"φτιάχνω",
"φτιάξουν":"φτιάχνω",
"φτιάξτε":"φτιάχνω",
"φτιάξω":"φτιάχνω",
"φτιάχναμε":"φτιάχνω",
"φτιάχνει":"φτιάχνω",
"φτιάχνεις":"φτιάχνω",
"φτιάχνεται":"φτιάχνω",
"φτιάχνονται":"φτιάχνω",
"φτιάχνονταν":"φτιάχνω",
"φτιάχνοντας":"φτιάχνω",
"φτιαχνόταν":"φτιάχνω",
"φτιάχνουμε":"φτιάχνω",
"φτιάχνουν":"φτιάχνω",
"φτιάχνω":"φτιάχνω",
"φτιαχτεί":"φτιάνω",
"φτιαχτή":"φτιαχτός",
"φτιάχτηκαν":"φτιάνω",
"φτιάχτηκε":"φτιάχνω",
"φτιαχτούν":"φτιάνω",
"φτικας":"φτικας",
"φτου":"φτου",
"φτυάρι":"φτυάρι",
"φτυαρίζει":"φτυαρίζω",
"φτύνει":"φτύνω",
"φτύνεις":"φτύνω",
"φτύνουν":"φτύνω",
"φτύσει":"φτύνω",
"φτυσίματα":"φτύσιμο",
"φτύσιμο":"φτύσιμο",
"φτωχά":"φτωχός",
"φτωχαίνει":"φτωχαίνω",
"φτωχαίνουν":"φτωχαίνω",
"φτώχεια":"φτώχεια",
"φτώχειας":"φτώχεια",
"φτωχές":"φτωχός",
"φτωχή":"φτωχός",
"φτωχής":"φτωχός",
"φτώχια":"φτώχεια",
"φτωχικά":"φτωχικός",
"φτωχικής":"φτωχικός",
"φτωχικό":"φτωχικός",
"φτωχό":"φτωχός",
"φτωχογειτονιά":"φτωχογειτονιά",
"φτωχογειτονιές":"φτωχογειτονιά",
"φτωχοί":"φτωχός",
"φτωχομάνα":"φτωχομάνα",
"φτωχομάνας":"φτωχομάνα",
"φτωχός":"φτωχός",
"φτωχότερες":"φτωχός",
"φτωχότερη":"φτωχός",
"φτωχότερης":"φτωχός",
"φτωχότερο":"φτωχός",
"φτωχότερος":"φτωχός",
"φτωχότερους":"φτωχός",
"φτωχότερων":"φτωχός",
"φτωχού":"φτωχός",
"φτωχούς":"φτωχός",
"φτωχών":"φτωχός",
"φυγα":"φυγάς",
"φυγά":"φυγάς",
"φυγάδα":"φυγάς",
"φυγαδες":"φυγάς",
"φυγάδες":"φυγάς",
"φυγάδευση":"φυγάδευση",
"φυγάδευσης":"φυγάδευση",
"φυγαδεύτηκαν":"φυγαδεύω",
"φυγάδων":"φυγάς",
"φύγαμε":"φεύγω",
"φύγαν":"φεύγω",
"φύγανε":"φεύγω",
"φυγάς":"φυγάς",
"φύγατε":"φεύγω",
"φύγε":"φεύγω",
"φύγει":"φεύγω",
"φύγεις":"φεύγω",
"φύγετε":"φεύγω",
"φυγή":"φυγή",
"φυγήν":"φυγή",
"φυγής":"φυγή",
"φυγόκεντρες":"φυγόκεντρος",
"φυγοκέντρισης":"φυγοκέντριση",
"φυγομαχεί":"φυγομαχώ",
"φυγομαχία":"φυγομαχία",
"φυγόποινος":"φυγόποινος",
"φύγουμε":"φεύγω",
"φύγουν":"φεύγω",
"φύγω":"φεύγω",
"φύεται":"φύομαι",
"φύκα":"φύκα",
"φύκας":"φύκας",
"φύκια":"φύκι",
"φυκιών":"φύκι",
"φυλά":"φυλάω",
"φύλα":"φύλο",
"φύλαγαν":"φυλάω",
"φυλάγανε":"φυλάω",
"φύλαγε":"φυλάω",
"φυλάγεται":"φυλάγω",
"φυλαγμένα":"φυλάω",
"φυλαγμένη":"φυλάω",
"φυλαγμένος":"φυλάω",
"φυλαγόμαστε":"φυλάω",
"φυλάγουν":"φυλάγω",
"φυλάει":"φυλάω",
"φύλακα":"φύλακας",
"φύλακας":"φύλακας",
"φύλακες":"φύλακας",
"φυλακές":"φυλακή",
"φυλακή":"φυλακή",
"φυλακης":"φυλακή",
"φυλακής":"φυλακή",
"φυλάκια":"φυλάκιο",
"φυλακίζει":"φυλακίζω",
"φυλακίζεται":"φυλακίζω",
"φυλακίζονται":"φυλακίζω",
"φυλακίζουμε":"φυλακίζω",
"φυλακίζουν":"φυλακίζω",
"φυλάκιο":"φυλάκιο",
"φυλάκισαν":"φυλακίζω",
"φυλακίσεως":"φυλάκιση",
"φυλάκιση":"φυλάκιση",
"φυλάκισή":"φυλάκιση",
"φυλάκισης":"φυλάκιση",
"φυλακισθεί":"φυλακίζω",
"φυλακίσθηκε":"φυλακίζω",
"φυλακισμένα":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένες":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένη":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένο":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένοι":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένος":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένου":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένους":"φυλακισμένος",
"φυλακισμένων":"φυλακίζω",
"φυλακίσουν":"φυλακίζω",
"φυλακιστεί":"φυλακίζω",
"φυλακίστηκαν":"φυλακίζω",
"φυλακίστηκε":"φυλακίζω",
"φυλακιστούν":"φυλακίζω",
"φυλακίων":"φυλάκιο",
"φυλακτά":"φυλακτό",
"φυλάκων":"φύλακας",
"φυλακών":"φυλακή",
"φυλάμε":"φυλώ",
"φυλάνε":"φυλάω",
"φύλαξε":"φυλάω",
"φυλάξει":"φυλάω",
"φύλαξη":"φύλαξη",
"φύλαξή":"φύλαξη",
"φύλαξης":"φύλαξη",
"φυλάξουμε":"φυλάω",
"φυλάξουν":"φυλάω",
"φυλάρετος":"φυλάρετος",
"φύλαρχο":"φύλαρχος",
"φύλαρχος":"φύλαρχος",
"φύλαρχους":"φύλαρχος",
"φυλάρχων":"φύλαρχος",
"φυλάς":"φυλώ",
"φυλάσσεται":"φυλάω",
"φυλασσόμενη":"φυλασσόμενος",
"φυλασσόμενο":"φυλασσόμενος",
"φυλάσσονται":"φυλάω",
"φυλάσσονταν":"φυλάσσω",
"φυλάσσουμε":"φυλάσσω",
"φυλάσσουν":"φυλάσσω",
"φυλάτου":"φυλάτου",
"φυλαχτά":"φυλαχτό",
"φυλαχτό":"φυλαχτό",
"φυλαχτούν":"φυλάγω",
"φυλάω":"φυλώ",
"φυλές":"φυλή",
"φυλετικά":"φυλετικός",
"φυλετικές":"φυλετικός",
"φυλετική":"φυλετικός",
"φυλετικής":"φυλετικός",
"φυλετικό":"φυλετικός",
"φυλετικοί":"φυλετικός",
"φυλετικού":"φυλετικός",
"φυλετικών":"φυλετικός",
"φυλη":"φυλή",
"φυλή":"φυλή",
"φυλής":"φυλή",
"φύλλα":"φύλλο",
"φυλλάδα":"φυλλάδα",
"φυλλάδια":"φυλλάδιο",
"φυλλάδιο":"φυλλάδιο",
"φυλλαδίου":"φυλλάδιο",
"φυλλαδίων":"φυλλάδιο",
"φυλλαράκια":"φυλλαράκι",
"φύλλις":"φύλλις",
"φύλλο":"φύλλο",
"φυλλοκάρδια":"φυλλοκάρδι",
"φυλλομέτρησης":"φυλλομέτρηση",
"φυλλορροεί":"φυλλορροώ",
"φυλλορροή":"φυλλορροή",
"φύλλου":"φύλλο",
"φύλλωμα":"φύλλωμα",
"φύλλων":"φύλλο",
"φυλλωσιές":"φυλλωσιά",
"φύλο":"φύλο",
"φύλου":"φύλο",
"φυλών":"φυλή",
"φύλων":"φύλο",
"φυματικούς":"φυματικός",
"φυματικών":"φυματικός",
"φυματιόντων":"φυματιόντων",
"φυματίωση":"φυματίωση",
"φυματίωσης":"φυματίωση",
"φυντανίδης":"φυντανίδης",
"φυράματος":"φύραμα",
"φύρδην":"φύρδην",
"φυρίγος":"φυρίγος",
"φυσάει":"φυσάω",
"φυσάνε":"φυσώ",
"φυσαρμόνικα":"φυσαρμόνικα",
"φυσεας":"φυσεας",
"φυσέας":"φυσέας",
"φύσει":"φύσει",
"φύσεις":"φύση",
"φύσεων":"φύση",
"φύσεως":"φύση",
"φύση":"φύση",
"φύσημα":"φύσημα",
"φύσηξε":"φυσάω",
"φυσήξει":"φυσάω",
"φύσης":"φύση",
"φυσίγγια":"φυσίγγιο",
"φυσίγγιο":"φυσίγγιο",
"φυσίζωος":"φυσίζωος",
"φυσικά":"φυσικά",
"φυσικά":"φυσικός",
"φυσικές":"φυσικός",
"φυσική":"φυσικός",
"φυσικής":"φυσική",
"φυσικής":"φυσικός",
"φυσικό":"φυσικός",
"φυσικοθεραπεία":"φυσικοθεραπεία",
"φυσικοθεραπείες":"φυσικοθεραπεία",
"φυσικοί":"φυσικός",
"φυσικομαθηματικό":"φυσικομαθηματικός",
"φυσικός":"φυσικός",
"φυσικότητα":"φυσικότητα",
"φυσικού":"φυσικός",
"φυσικούς":"φυσικός",
"φυσικών":"φυσικός",
"φύσιν":"φύση",
"φυσιογνωμία":"φυσιογνωμία",
"φυσιογνωμίας":"φυσιογνωμία",
"φυσιογνωμίες":"φυσιογνωμία",
"φυσιογνωμιών":"φυσιογνωμία",
"φυσιοδίφης":"φυσιοδίφης",
"φυσιοθεραπεία":"φυσιοθεραπεία",
"φυσιοθεραπείας":"φυσιοθεραπεία",
"φυσιοθεραπείες":"φυσιοθεραπεία",
"φυσιολογία":"φυσιολογία",
"φυσιολογίας":"φυσιολογία",
"φυσιολογικά":"φυσιολογικός",
"φυσιολογικές":"φυσιολογικός",
"φυσιολογική":"φυσιολογικός",
"φυσιολογικής":"φυσιολογικός",
"φυσιολογικό":"φυσιολογικός",
"φυσιολογικός":"φυσιολογικός",
"φυσιολογικού":"φυσιολογικός",
"φυσούσαν":"φυσάω",
"φυσούσε":"φυσάω",
"φύσσα":"φύσσα",
"φύσσας":"φύσσας",
"φυσσέα":"φυσσέα",
"φυσσέας":"φυσσέας",
"φυτά":"φυτό",
"φυτανίδη":"φυτανίδη",
"φυτανιδης":"φυτανιδης",
"φυτανίδης":"φυτανίδης",
"φυτεία":"φυτεία",
"φυτείες":"φυτεία",
"φυτεμένα":"φυτεύω",
"φυτεμένο":"φυτεμένος",
"φυτεύει":"φυτεύω",
"φυτεύετε":"φυτεύω",
"φυτευθούν":"φυτεύω",
"φυτεύουμε":"φυτεύω",
"φυτεύουν":"φυτεύω",
"φύτευση":"φύτευση",
"φυτεύτηκαν":"φυτεύω",
"φυτεύτηκε":"φυτεύω",
"φυτευτής":"φυτευτός",
"φυτευτούν":"φυτεύω",
"φυτευτούς":"φυτευτός",
"φύτεψαν":"φυτεύω",
"φυτέψει":"φυτεύω",
"φυτέψεις":"φυτεύω",
"φυτέψω":"φυτεύω",
"φυτικά":"φυτικός",
"φυτική":"φυτικός",
"φυτικής":"φυτικός",
"φυτικό":"φυτικός",
"φυτικού":"φυτικός",
"φυτικών":"φυτικός",
"φυτίλι":"φιτίλι",
"φυτό":"φυτό",
"φυτοζωούν":"φυτοζωώ",
"φυτολόγιο":"φυτολόγιο",
"φυτοορμόνες":"φυτοορμόνη",
"φυτοστερόλες":"φυτοστερόλη",
"φυτού":"φυτό",
"φυτοφάρμακα":"φυτοφάρμακο",
"φυτοφάρμακο":"φυτοφάρμακο",
"φυτοφαρμάκων":"φυτοφάρμακο",
"φύτρα":"φύτρα",
"φυτρώνουν":"φυτρώνω",
"φύτρωσε":"φυτρώνω",
"φυτρώσει":"φυτρώνω",
"φυτρώσουν":"φυτρώνω",
"φυτων":"φυτό",
"φυτών":"φυτό",
"φυτώρια":"φυτώριο",
"φυτωριο":"φυτώριο",
"φυτώριο":"φυτώριο",
"φωκά":"φωκάς",
"φώκαινα":"φώκαινα",
"φωκας":"φωκάς",
"φωκάς":"φωκάς",
"φώκια":"φώκια",
"φώκιας":"φώκια",
"φωκίδας":"φωκίδα",
"φώκιες":"φώκια",
"φωκίων":"φωκίων",
"φωκίωνας":"φωκίωνας",
"φωλια":"φωλιά",
"φωλιά":"φωλιά",
"φώλια":"φώλιας",
"φωλιάζει":"φωλιάζω",
"φωλιάζουν":"φωλιάζω",
"φωλιας":"φωλιά",
"φώλιας":"φώλιας",
"φώλιασε":"φωλιάζω",
"φωλιάσει":"φωλιάζω",
"φώλιασμα":"φώλιασμα",
"φωλιάσουν":"φωλιάζω",
"φωλιές":"φωλιά",
"φώναζα":"φωνάζω",
"φωνάζαμε":"φωνάζω",
"φωνάζαν":"φωνάζω",
"φώναζαν":"φωνάζω",
"φώναζε":"φωνάζω",
"'φωνάζει'":"'φωνάζει'",
"φωνάζει":"φωνάζω",
"φωνάζεις":"φωνάζω",
"φωνάζετε":"φωνάζω",
"φωνάζοντας":"φωνάζω",
"φωνάζουμε":"φωνάζω",
"φωνάζουν":"φωνάζω",
"φωνάζουνε":"φωνάζω",
"φωνάζω":"φωνάζω",
"φώναξα":"φωνάζω",
"φωνάξαμε":"φωνάζω",
"φώναξαν":"φωνάζω",
"φώναξε":"φωνάζω",
"φωνάξει":"φωνάζω",
"φωνάξεις":"φωνάζω",
"φώναξες":"φωνάζω",
"φωνάξουμε":"φωνάζω",
"φωνάξουν":"φωνάζω",
"φωνάξτε":"φωνάζω",
"φωνάξω":"φωνάζω",
"φωνασκίες":"φωνασκία",
"φωναχτά":"φωναχτά",
"φωνες":"φωνή",
"φωνές":"φωνή",
"φωνη":"φωνή",
"φωνή":"φωνή",
"φωνήεν":"φωνήεν",
"φωνής":"φωνή",
"φωνήσαι":"φωνήσαι",
"φωνητικά":"φωνητικά",
"φωνητικά":"φωνητικός",
"φωνητικές":"φωνητικός",
"φωνητική":"φωνητικός",
"φωνητικό":"φωνητικός",
"φωνητικοί":"φωνητικός",
"φωνητικός":"φωνητικός",
"φωνητικών":"φωνητικός",
"φωνογραφικής":"φωνογραφικός",
"φωνούλες":"φωνούλα",
"φωνών":"φωνή",
"φως":"φως",
"φώς":"φώς",
"φώσκολου":"φώσκολος",
"φωστήρες":"φωστήρας",
"φωσφορικών":"φωσφορικός",
"φωσφόρο":"φωσφόρος",
"φώσφορο":"φώσφορος",
"φωτ":"φωτ",
"φωτ.":"φωτ.",
"φωτα":"φως",
"φώτα":"φως",
"φωταγωγημένο":"φωταγωγημένος",
"φωταγώγηση":"φωταγώγηση",
"φωταγωγό":"φωταγωγός",
"φωταερίου":"φωταέριο",
"φωτάκης":"φωτάκης",
"φωτάκι":"φωτάκι",
"φωτάκια":"φωτάκι",
"φωτεινά":"φωτεινός",
"φωτεινές":"φωτεινός",
"φωτεινή":"φωτεινή",
"φωτεινη":"φωτεινός",
"φωτεινή":"φωτεινός",
"φωτεινης":"φωτεινός",
"φωτεινό":"φωτεινός",
"φωτεινοί":"φωτεινός",
"φωτεινός":"φωτεινός",
"φωτεινότητα":"φωτεινότητα",
"φωτεινότητας":"φωτεινότητα",
"φωτεινού":"φωτεινός",
"φωτεινούς":"φωτεινός",
"φωτεινών":"φωτεινός",
"φωτη":"φώτης",
"φώτη":"φώτης",
"φώτης":"φώτης",
"φωτιά":"φωτιά",
"'φωτιά":"'φωτιά",
"φωτιάδη":"φωτιάδης",
"φωτιαδης":"φωτιάδης",
"φωτιάδης":"φωτιάδης",
"φωτιάδου":"φωτιάδου",
"φωτιάς":"φωτιά",
"φωτιές":"φωτιά",
"φώτιζαν":"φωτίζω",
"φώτιζε":"φωτίζω",
"φωτίζει":"φωτίζω",
"φωτίζεται":"φωτίζω",
"φωτιζόμενα":"φωτιζόμενος",
"φωτιζόμενο":"φωτιζόμενος",
"φωτίζονται":"φωτίζω",
"φωτίζονταν":"φωτίζω",
"φωτίζοντας":"φωτίζω",
"φωτιζόταν":"φωτίζω",
"φωτίζουν":"φωτίζω",
"φωτιος":"φώτιος",
"φωτίου":"φώτιος",
"φωτιου*":"φωτιου*",
"φώτισαν":"φωτίζω",
"φώτισε":"φωτίζω",
"φωτίσει":"φωτίζω",
"φώτιση":"φώτιση",
"φωτισθεί":"φωτίζω",
"φωτισθή":"φωτίζω",
"φωτισμένα":"φωτισμένος",
"φωτισμένες":"φωτισμένος",
"φωτισμένη":"φωτισμένος",
"φωτισμένο":"φωτισμένος",
"φωτισμένους":"φωτίζω",
"φωτισμένων":"φωτίζω",
"φωτισμό":"φωτισμός",
"φωτισμοί":"φωτισμός",
"φωτισμός":"φωτισμός",
"φωτισμού":"φωτισμός",
"φωτισμούς":"φωτισμός",
"φωτίσουμε":"φωτίζω",
"φωτίσουν":"φωτίζω",
"φωτιστεί":"φωτίζω",
"φωτίστηκαν":"φωτίζω",
"φωτίστηκε":"φωτίζω",
"φωτιστικά":"φωτιστικός",
"φωτιστικό":"φωτιστικός",
"φωτιστικών":"φωτιστικός",
"φωτιστούν":"φωτίζω",
"φωτο":"φωτο",
"φωτό":"φωτό",
"φώτο":"φώτο",
"φωτοαντιγραφημένο":"φωτοαντιγραφημένο",
"φωτοαντιγραφικών":"φωτοαντιγραφικός",
"φωτοβολίδα":"φωτοβολίδα",
"φωτοβολίδες":"φωτοβολίδα",
"φωτοβολταϊκά":"φωτοβολταϊκός",
"φωτοβολταϊκό":"φωτοβολταϊκός",
"φωτοβολταϊκών":"φωτοβολταϊκός",
"φωτογένεια":"φωτογένεια",
"φωτογήρανση":"φωτογήρανση",
"φωτογραφηθεί":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφήθηκαν":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφήθηκε":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφηθούν":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφημένος":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφήσει":"φωτογραφώ",
"φωτογραφήσεις":"φωτογράφηση",
"φωτογράφηση":"φωτογράφηση",
"φωτογράφησης":"φωτογράφηση",
"φωτογραφήσω":"φωτογραφώ",
"φωτογραφία":"φωτογραφία",
"φωτογραφίας":"φωτογραφία",
"φωτογραφιες":"φωτογραφία",
"φωτογραφίες":"φωτογραφία",
"φωτογράφιζαν":"φωτογραφίζω",
"φωτογράφιζε":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζει":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζεται":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζονται":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζοντας":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζουν":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίζω":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφικά":"φωτογραφικά",
"φωτογραφικά":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικές":"φωτογραφικός",
"φωτογραφική":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικής":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικο":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικό":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικοί":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικός":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικού":"φωτογραφικός",
"φωτογραφικών":"φωτογραφικός",
"φωτογράφισα":"φωτογραφίζω",
"φωτογράφισαν":"φωτογραφίζω",
"φωτογράφισε":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίσει":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίσεις":"φωτογράφιση",
"φωτογράφιση":"φωτογράφιση",
"φωτογραφίσουμε":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίσουν":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφίσω":"φωτογραφίζω",
"φωτογραφιών":"φωτογραφία",
"φωτογράφο":"φωτογράφος",
"φωτογράφοι":"φωτογράφος",
"φωτογραφος":"φωτογράφος",
"φωτογράφος":"φωτογράφος",
"φωτογράφου":"φωτογράφος",
"φωτογραφούμε":"φωτογραφώ",
"φωτογράφους":"φωτογράφος",
"φωτογράφων":"φωτογράφος",
"φωτοδότης":"φωτοδότης",
"φωτολίβος":"φωτολίβος",
"φωτομοντέλο":"φωτομοντέλο",
"φωτόπουλο":"φωτόπουλος",
"φωτόπουλος":"φωτόπουλος",
"φωτόπουλου":"φωτόπουλος",
"φωτοπούλου":"φωτοπούλου",
"φωτορεπόρτερ":"φωτορεπόρτερ",
"φωτός":"φως",
"φωτοσκίαση":"φωτοσκίαση",
"φωτοστέφανα":"φωτοστέφανο",
"φωτοστέφανο":"φωτοστέφανος",
"φωτοσύνθεσης":"φωτοσύνθεση",
"φωτοτυπία":"φωτοτυπία",
"φωτοτυπίες":"φωτοτυπία",
"φωτοτυπικό":"φωτοτυπικός",
"φωτοτυπικού":"φωτοτυπικός",
"φωτοχομάνα":"φωτοχομάνα",
"φώτση":"φώτση",
"φώτσης":"φώτσης",
"φώτων":"φως",
"φωφώ":"φωφώ",
"φωφως":"φωφως",
"φωφώς":"φωφώς",
"χ":"χ",
"χ.":"χ.",
"χ.α.":"χ.α.",
"χ.α.α.":"χ.α.α.",
"χ.α.ν.θ.":"χ.α.ν.θ.",
"χ.γ.":"χ.γ.",
"χ2":"χ2",
"χ21":"χ21",
"'χα":"έχω",
"χα":"χα",
"χαα":"χαα",
"χάαγ":"χάαγ",
"χααγκ":"χααγκ",
"χάαγκ":"χάαγκ",
"χάαν":"χάαν",
"χααρέτζ":"χααρέτζ",
"χαβά":"χαβάς",
"χαβάη":"χαβάη",
"χαβαλέ":"χαβαλές",
"χαβαλές":"χαβαλές",
"χάβαρα":"χάβαρο",
"χάβελ":"χάβελ",
"χαβιάρι":"χαβιάρι",
"χαβιαριού":"χαβιάρι",
"χαβιέ":"χαβιέ",
"χαβιερ":"χαβιερ",
"χαβιέρ":"χαβιέρ",
"χάβος":"χάβος",
"χάβρης":"χάβρης",
"χάγη":"χάγη",
"χάγης":"χάγη",
"χαγιάσι":"χαγιάσι",
"χάγιεκ":"χάγιεκ",
"χάγκεν":"χάγκεν",
"χάγκερτι":"χάγκερτι",
"χάδι":"χάδι",
"χάδια":"χάδι",
"χαζά":"χαζά",
"χάζαρντ":"χάζαρντ",
"χαζές":"χαζός",
"χάζευαν":"χαζεύω",
"χάζευε":"χαζεύω",
"χαζεύει":"χαζεύω",
"χαζεύεις":"χαζεύω",
"χαζεύοντας":"χαζεύω",
"χαζεύουμε":"χαζεύω",
"χαζεύουν":"χαζεύω",
"χαζεύω":"χαζεύω",
"χαζέψετε":"χαζεύω",
"χαζέψουν":"χαζεύω",
"χαζή":"χαζός",
"χαζηευαγγέλου":"χαζηευαγγέλου",
"χάζι":"χάζι",
"χαζίρι":"χαζίρι",
"χαζό":"χαζός",
"χαζοκούτι":"χαζοκούτι",
"χαζός":"χαζός",
"χαζοχαρούμενες":"χαζοχαρούμενος",
"χαζοχαρούμενη":"χαζοχαρούμενος",
"χαθεί":"χάνω",
"χαθείς":"χάνω",
"χαθείτε":"χάνω",
"χάθηκαν":"χάνω",
"χάθηκε":"χάνω",
"χάθηκες":"χάνω",
"χαθούμε":"χάνω",
"χαθούν":"χάνω",
"χαθώ":"χάνω",
"χάι":"χάι",
"χαίδάρι":"χαίδάρι",
"χαϊδαρι":"χαϊδάρι",
"χαϊδάρι":"χαϊδάρι",
"-χαϊδάρι":"-χαϊδάρι",
"χαϊδάρι-εθν":"χαϊδάρι-εθν",
"χαϊδαρίου":"χαϊδάρι",
"χάιδεμα":"χάιδεμα",
"χαϊδεύει":"χαϊδεύω",
"χαϊδεύουν":"χαϊδεύω",
"χαϊδευτικά":"χαϊδευτικά",
"χαϊδευτικό":"χαϊδευτικός",
"χαϊδεύω":"χαϊδεύω",
"χάιδεψα":"χαϊδεύω",
"χάιδεψε":"χαϊδεύω",
"χαϊδέψει":"χαϊδεύω",
"χαϊδέψουν":"χαϊδεύω",
"χαϊδέψω":"χαϊδεύω",
"χάιδω":"χάιδω",
"χαϊκάλης":"χαϊκάλης",
"χαϊλαντερ":"χαϊλαντερ",
"χαϊλατζιδου":"χαϊλατζιδου",
"χαϊλέ":"χαϊλέ",
"χάιμε":"χάιμε",
"χάιμπουρι":"χάιμπουρι",
"χάινε":"χάινε",
"χάινεκ":"χάινεκ",
"χάινκε":"χάινκε",
"χαίνον":"χαίνων",
"χαίνουσα":"χαίνων",
"χάινριχ":"χάινριχ",
"χάιντ":"χάιντ",
"χαϊνταρ":"χαϊνταρ",
"χαϊντάρ":"χαϊντάρ",
"χάιντζε":"χάιντζε",
"χαϊντουτσέκ":"χαϊντουτσέκ",
"χαϊντούτσεκ":"χαϊντούτσεκ",
"χαίρε":"χαίρω",
"χαίρει":"χαίρω",
"χαίρεσαι":"χαίρω",
"χαίρεστε":"χαίρω",
"χαιρετάει":"χαιρετώ",
"χαίρεται":"χαίρω",
"χαιρέτησα":"χαιρετώ",
"χαιρέτησε":"χαιρετώ",
"χαιρετήσει":"χαιρετώ",
"χαιρετήσουμε":"χαιρετώ",
"χαιρετήσουν":"χαιρετώ",
"χαιρετίζοντας":"χαιρετίζω",
"χαιρετίζουν":"χαιρετίζω",
"χαιρέτισα":"χαιρετίζω",
"χαιρετίσαμε":"χαιρετίζω",
"χαιρέτισαν":"χαιρετίζω",
"χαιρέτισε":"χαιρετίζω",
"χαιρετίσει":"χαιρετίζω",
"χαιρετίσματα":"χαιρέτισμα",
"χαιρετισμό":"χαιρετισμός",
"χαιρετισμοί":"χαιρετισμός",
"χαιρετισμός":"χαιρετισμός",
"χαιρετισμού":"χαιρετισμός",
"χαιρετισμούς":"χαιρετισμός",
"χαιρετίστηκε":"χαιρετίζω",
"χαιρετίσω":"χαιρετίζω",
"χαιρετούν":"χαιρετώ",
"χαιρετούσαν":"χαιρετώ",
"χαιρετούσε":"χαιρετώ",
"χαιρετώ":"χαιρετώ",
"χαιρεφώντα":"χαιρεφώντα",
"χαιρογιώργου-σιγάρα":"χαιρογιώργου-σιγάρα",
"χαίρομαι":"χαίρω",
"χαιρόμαστε":"χαίρω",
"χαίρονται":"χαίρω",
"χαίρονταν":"χαίρω",
"χαιροπουλος":"χαιροπουλος",
"χαιρόταν":"χαίρω",
"χαίρουν":"χαίρω",
"χαίρουνταν":"χαίρουνταν",
"χαίρω":"χαίρω",
"χάισεγκεμς":"χάισεγκεμς",
"χάιτας":"χάιτας",
"χάι-τεκ":"χάι-τεκ",
"χαίτη":"χαίτη",
"χαϊτίδης":"χαϊτίδης",
"χαΐτογλου":"χαΐτογλου",
"χακ":"χακ",
"χάκασον":"χάκασον",
"χάκερ":"χάκερ",
"χάκερς":"χάκερς",
"χακίμ":"χακίμ",
"χακτζέ":"χακτζέ",
"χάκτνεφ":"χάκτνεφ",
"χαλ":"χαλ",
"χαλά":"χαλώ",
"χάλαγε":"χαλώ",
"χαλάει":"χαλώ",
"χαλάζι":"χαλάζι",
"χαλαζόπτωση":"χαλαζόπτωση",
"χαλάλι":"χαλάλι",
"χαλαμπί":"χαλαμπί",
"χαλάνδρι":"χαλάνδρι",
"χαλανδρίου":"χαλάνδρι",
"χαλάνε":"χαλώ",
"χαλαρά":"χαλαρά",
"χαλαρές":"χαλαρός",
"χαλαρή":"χαλαρός",
"χαλαρής":"χαλαρός",
"χαλαρό":"χαλαρός",
"χαλαροί":"χαλαρός",
"χαλαρός":"χαλαρός",
"χαλαρότερη":"χαλαρός",
"χαλαρότητα":"χαλαρότητα",
"χαλαρότητας":"χαλαρότητα",
"χαλαρούς":"χαλαρός",
"χαλάρωμα":"χαλάρωμα",
"χαλαρωμένους":"χαλαρωμένος",
"χαλαρώνει":"χαλαρώνω",
"χαλαρώνετε":"χαλαρώνω",
"χαλαρώνουν":"χαλαρώνω",
"χαλαρώνω-τεμπελιάζω":"χαλαρώνω-τεμπελιάζω",
"χαλάρωσαν":"χαλαρώνω",
"χαλάρωσε":"χαλαρώνω",
"χαλαρώσει":"χαλαρώνω",
"χαλαρώσεις":"χαλαρώνω",
"χαλαρώσετε":"χαλαρώνω",
"χαλάρωση":"χαλάρωση",
"χαλάρωσης":"χαλάρωση",
"χαλαρώσουμε":"χαλαρώνω",
"χαλαρώσουν":"χαλαρώνω",
"χαλαρώστε":"χαλαρώνω",
"χαλαρωτικές":"χαλαρωτικός",
"χαλαρωτικός":"χαλαρωτικός",
"χαλάς":"χαλώ",
"χάλασαν":"χαλώ",
"χαλασε":"χαλώ",
"χάλασε":"χαλώ",
"χαλάσει":"χαλώ",
"χαλάσετε":"χαλώ",
"χαλάσματα":"χάλασμα",
"χαλασμάτων":"χάλασμα",
"χαλάσουν":"χαλώ",
"χαλάστρα":"χαλάστρα",
"χαλάστρας":"χαλάστρα",
"χαλάσω":"χαλώ",
"χαλάτε":"χαλώ",
"χαλβά":"χαλβάς",
"χαλβάς":"χαλβάς",
"χαλβατζής":"χαλβατζής",
"χάλεντ":"χάλεντ",
"χαλεπίου":"χαλεπίου",
"χαλεπλίδου":"χαλεπλίδου",
"χαλεπούς":"χαλεπός",
"χαλί":"χαλί",
"χάλι":"χάλι",
"χαλιά":"χαλί",
"χάλια":"χάλι",
"χαλιάζης":"χαλιάζης",
"χαλίκι":"χαλίκι",
"χαλίκια":"χαλίκι",
"χαλίλ":"χαλίλ",
"χαλίλι":"χαλίλι",
"χαλίμ":"χαλίμ",
"χαλιμούρδας":"χαλιμούρδας",
"χαλιναγωγεί":"χαλιναγωγώ",
"χαλιναγώγησης":"χαλιναγώγηση",
"χαλιναγωγήσουν":"χαλιναγωγώ",
"χαλίντ":"χαλίντ",
"χαλιού":"χαλί",
"χαλίφη":"χαλίφης",
"χαλίφηδες":"χαλίφης",
"χαλίφης":"χαλίφης",
"χαλιών":"χαλί",
"χαλκείο":"χαλκείο",
"χαλκευμένες":"χαλκεύω",
"χαλκεύουν":"χαλκεύω",
"χάλκευση":"χάλκευση",
"χάλκη":"χάλκη",
"χαλκηδόνα":"χαλκηδόνα",
"χαλκηδόνας":"χαλκηδόνα",
"χάλκης":"χάλκη",
"χαλκιά":"χαλκιάς",
"χαλκιαδάκης":"χαλκιαδάκης",
"χαλκιάς":"χαλκιάς",
"χαλκιδα":"χαλκίδα",
"χαλκίδα":"χαλκίδα",
"χαλκίδα-icbs":"χαλκίδα-icbs",
"χαλκίδας":"χαλκίδα",
"χαλκίδη":"χαλκίδης",
"χαλκίδης":"χαλκίδης",
"χαλκιδική":"χαλκιδική",
"χαλκιδικη":"χαλκιδικός",
"χαλκιδικής":"χαλκιδική",
"χαλκιδικης":"χαλκιδικός",
"χαλκιδικιώτης":"χαλκιδικιώτης",
"χαλκιδικιώτικων":"χαλκιδικιώτικων",
"χαλκιδικιωτών":"χαλκιδικιωτών",
"χαλκίδος":"χαλκίς",
"χάλκινα":"χάλκινος",
"χάλκινες":"χάλκινος",
"χάλκινη":"χάλκινος",
"χάλκινο":"χάλκινος",
"χάλκινοι":"χάλκινος",
"χάλκινων":"χάλκινος",
"χαλκό":"χαλκός",
"χαλκογραφίες":"χαλκογραφία",
"χαλκοκονδύλη":"χαλκοκονδύλη",
"χαλκορ":"χαλκορ",
"χαλκός":"χαλκός",
"χαλκού":"χαλκός",
"χαλ-κρίσταλ":"χαλ-κρίσταλ",
"χάλμσταντ":"χάλμσταντ",
"χαλούν":"χαλώ",
"χάλυβα":"χάλυβας",
"χαλύβδινη":"χαλύβδινος",
"χαλυβδοφυλλων":"χαλυβδοφυλλων",
"χαλυβδώνει":"χαλυβδώνω",
"χαλυβδώνουμε":"χαλυβδώνω",
"χαλυψ":"χαλυψ",
"χαμ":"χαμ",
αμ3396925-35":"χαμ3396925-35",
"χαμάληδες":"χαμάλης",
"χαμάμ":"χαμάμ",
"χαμαμάτσου":"χαμαμάτσου",
"χαμάς":"χαμάς",
"'χαμε":"έχω",
"χαμε":"χαμός",
"χαμένα":"χαμένος",
"χαμενεΐ":"χαμενεΐ",
"χαμένες":"χαμένος",
"χαμένη":"χαμένος",
"χαμένης":"χαμένος",
"χαμένο":"χαμένος",
"χαμένοι":"χαμένος",
"χαμένος":"χαμένος",
"χαμένου":"χαμένος",
"χαμένου-άγγελο":"χαμένου-άγγελο",
"χαμένους":"χαμένος",
"χαμεντάν":"χαμεντάν",
"χαμένων":"χαμένος",
"χάμερς":"χάμερς",
"χάμζα":"χάμζα",
"χαμηλά":"χαμηλός",
"χαμηλές":"χαμηλός",
"χαμηλή":"χαμηλός",
"χαμηλής":"χαμηλός",
"χαμηλό":"χαμηλός",
"χαμηλοί":"χαμηλός",
"χαμηλόμισθοι":"χαμηλόμισθος",
"χαμηλόμισθους":"χαμηλόμισθος",
"χαμηλόμισθων":"χαμηλόμισθος",
"χαμηλός":"χαμηλός",
"χαμηλοσυνταξιούχοι":"χαμηλοσυνταξιούχος",
"χαμηλοσυνταξιούχους":"χαμηλοσυνταξιούχος",
"χαμηλοσυνταξιούχων":"χαμηλοσυνταξιούχος",
"χαμηλοτάβανο":"χαμηλοτάβανος",
"χαμηλότατα":"χαμηλά",
"χαμηλότερα":"χαμηλά",
"χαμηλότερα":"χαμηλός",
"χαμηλότερες":"χαμηλός",
"χαμηλότερη":"χαμηλός",
"χαμηλότερης":"χαμηλός",
"χαμηλότερο":"χαμηλός",
"χαμηλότεροι":"χαμηλός",
"χαμηλότερος":"χαμηλός",
"χαμηλότερους":"χαμηλός",
"χαμηλότερων":"χαμηλός",
"χαμηλότοκα":"χαμηλότοκος",
"χαμηλότονης":"χαμηλότονος",
"χαμηλότονο":"χαμηλότονος",
"χαμηλού":"χαμηλός",
"χαμηλούς":"χαμηλός",
"χαμηλόφωνα":"χαμηλόφωνα",
"χαμηλόφωνη":"χαμηλόφωνος",
"χαμήλωμα":"χαμήλωμα",
"χαμηλών":"χαμηλός",
"χαμηλώνει":"χαμηλώνω",
"χαμηλώνετε":"χαμηλώνω",
"χαμηλώνοντας":"χαμηλώνω",
"χαμηλώνουν":"χαμηλώνω",
"χαμήλωσαν":"χαμηλώνω",
"χαμήλωσε":"χαμηλώνω",
"χαμηλώσουμε":"χαμηλώνω",
"χαμηλώσουν":"χαμηλώνω",
"χαμιλτον":"χαμιλτον",
"χάμιλτον":"χάμιλτον",
"χαμίτ":"χαμίτ",
"χαμό":"χαμός",
"χαμόγελα":"χαμόγελο",
"χαμογελά":"χαμογελώ",
"χαμογελάει":"χαμογελώ",
"χαμογελάνε":"χαμογελώ",
"χαμογέλασε":"χαμογελώ",
"χαμογελάσει":"χαμογελώ",
"χαμογέλασες":"χαμογελώ",
"χαμογελάσετε":"χαμογελώ",
"χαμογελάσουν":"χαμογελώ",
"χαμογελαστά":"χαμογελαστά",
"χαμογελάστε":"χαμογελώ",
"χαμογελαστές":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστή":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστό":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστοί":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστός":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστού":"χαμογελαστός",
"χαμογελαστούς":"χαμογελαστός",
"χαμογελάσω":"χαμογελώ",
"χαμογελάτε":"χαμογελώ",
"χαμόγελο":"χαμόγελο",
"χαμόγελό":"χαμόγελο",
"χαμόγελου":"χαμόγελο",
"χαμογελούν":"χαμογελώ",
"χαμογελούσα":"χαμογελώ",
"χαμογελούσαν":"χαμογελώ",
"χαμογελούσε":"χαμογελώ",
"χαμογελώντας":"χαμογελώ",
"χαμόδρακα":"χαμόδρακας",
"χαμομήλι":"χαμομήλι",
"χάμοντ":"χάμοντ",
"χαμός":"χαμός",
"χαμού":"χαμός",
"χαμουτζήδες":"χαμουτζήδες",
"χαμπάρι":"χαμπάρι",
"χαμπάρια":"χαμπάρι",
"χαμπαρίζουν":"χαμπαρίζουν",
"χάμπεεμπ":"χάμπεεμπ",
"χαμπίμπης":"χαμπίμπης",
"χαμπιμπι":"χαμπιμπι",
"χαμπίμπι":"χαμπίμπι",
"χάμπουργκερ":"χάμπουργκερ",
"χαμσάιρ":"χαμσάιρ",
"χάμσιρ":"χάμσιρ",
"χάμφρεϊ":"χάμφρεϊ",
"χαν":"έχω",
"χαν":"χαν",
"χάν":"χάν",
"χανάν":"χανάν",
"χάνδρες":"χάνδρα",
"χάνε":"χάνω",
"χάνει":"χάνω",
"χάνεις":"χάνω",
"χάνελ":"χάνελ",
"χάνεμαν":"χάνεμαν",
"χάνεσαι":"χάνω",
"χάνεστε":"χάνω",
"χάνεται":"χάνω",
"χάνετε":"χάνω",
"χανθ":"χανθ",
ανθ1971-7263":"χανθ1971-7263",
"χανθ-απόλλωνα":"χανθ-απόλλωνα",
"χάνι":"χάνι",
"χανιά":"χανιά",
"χανιγιέχ":"χανιγιέχ",
"χανίφ":"χανίφ",
"χανίων":"χανίων",
"χανιώτη":"χανιώτης",
"χανιώτης":"χανιώτης",
"χάνκε":"χάνκε",
"χανκς":"χανκς",
"χάνλον":"χάνλον",
"χάννε":"χάννος",
"χάνοι":"χάνος",
"χάνομαι":"χάνω",
"χανόμαστε":"χάνω",
"χάνονται":"χάνω",
"χάνονταν":"χάνω",
"χάνοντας":"χάνω",
"χανόντουσαν":"χάνω",
"χανός":"χανός",
"χανόταν":"χάνω",
"χανού":"χανού",
"χανούμ":"χανούμ",
"χάνουμε":"χάνω",
"χανούμισσα":"χανούμισσα",
"χάνουν":"χάνω",
"χανς":"χανς",
"χάνσεν":"χάνσεν",
"χάνσον":"χάνσον",
"χαντ":"χαντ",
"χαντάκι":"χαντάκι",
"χαντάκια":"χαντάκι",
"χαντάμ":"χαντάμ",
"χαντάντ":"χαντάντ",
"χαντάσα":"χαντάσα",
"χάντερ":"χάντερ",
"χαντερσφιλντ":"χαντερσφιλντ",
"χάντερσφιλντ":"χάντερσφιλντ",
"χάντερσφιλντ431271142-49":"χάντερσφιλντ431271142-49",
"χαντές":"χαντές",
"χαντζάρα":"χαντζάρα",
"χαντζαρίδης":"χαντζαρίδης",
"χαντζή":"χαντζής",
"χαντζιάρας":"χαντζιάρας",
"χαντμπολ":"χάντμπολ",
"χάντμπολ":"χάντμπολ",
"χαντόλιας":"χαντόλιας",
"χαντουίρ":"χαντουίρ",
"χαντούρης":"χαντούρης",
"χάντρες":"χάντρα",
"χαντρούλες":"χαντρούλες",
"χαντωλιάς":"χαντωλιάς",
"χάνω":"χάνω",
"χάος":"χάος",
"χαοτικά":"χαοτικός",
"χαοτική":"χαοτικός",
"χαοτικό":"χαοτικός",
"χαουάρα":"χαουάρα",
"χάουαρντ":"χάουαρντ",
"χάουελ":"χάουελ",
"χάους":"χάος",
"χάουσχολντ":"χάουσχολντ",
"χαπάκι":"χαπάκι",
"χάπενιγκ":"χάπενιγκ",
"χάπενινγκ":"χάπενινγκ",
"χαπι":"χάπι",
"χάπι":"χάπι",
"χάπια":"χάπι",
"χαπιού":"χάπι",
"χαπιών":"χάπι",
"χαποέλ":"χαποέλ",
"χάποελ":"χάποελ",
"χαρα":"χαρά",
"χαρά":"χαρά",
"χαράγματα":"χάραγμα",
"χαραγμένα":"χαράζω",
"χαραγμένες":"χαραγμένος",
"χαραγμένη":"χαραγμένος",
"χαραγμένο":"χαραγμένος",
"χαραγμένος":"χαράζω",
"χαράδρα":"χαράδρα",
"χαράδρας":"χαράδρα",
"χαράδρες":"χαράδρα",
"χάραζαν":"χαράζω",
"χαράζει":"χαράζω",
"χαραζί":"χαραζί",
"χαράζουμε":"χαράζω",
"χαράζουν":"χαράζω",
"χαρακίρι":"χαρακίρι",
"χαρακόπουλος":"χαρακόπουλος",
"χαράκτη":"χαράκτης",
"χαρακτήρα":"χαρακτήρας",
"χαρακτήρας":"χαρακτήρας",
"χαρακτήρες":"χαρακτήρας",
"χαρακτήριζα":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζαμε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτήριζαν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζατε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτήριζε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηριζει":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζει":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζεται":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζετε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζονται":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζονταν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζοντας":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζοντάς":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηριζόταν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζουμε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζουν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίζω":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτήρισαν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτήρισε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσει":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσετε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρισθεί":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσθηκαν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσθηκε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρισθούν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρισμένη":"χαρακτηρισμένος",
"χαρακτηρισμένο":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρισμένων":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρισμό":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρισμοί":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρισμός":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρισμού":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρισμούς":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρισμών":"χαρακτηρισμός",
"χαρακτηρίσουμε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσουν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίστε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηριστεί":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηριστείς":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίστηκαν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίστηκε":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηριστικα":"χαρακτηριστικά",
"χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικά",
"χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικό",
"χαρακτηριστικά":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικές":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστική":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικής":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικό":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικοί":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικός":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικότερη":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικότερο":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικού":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικούς":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστικών":"χαρακτηριστικός",
"χαρακτηριστούν":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρίσω":"χαρακτηρίζω",
"χαρακτηρολογική":"χαρακτηρολογικός",
"χαρακτήρων":"χαρακτήρας",
"χαρακτικά":"χαρακτικός",
"χαρακτική":"χαρακτικός",
"χαρακτικής":"χαρακτικός",
"χαρακτικών":"χαρακτικός",
"χαράκωμα":"χαράκωμα",
"χαρακώματα":"χαράκωμα",
"χαρακωμάτων":"χαράκωμα",
"χαραλάμπη":"χαραλάμπη",
"χαραλάμπης":"χαραλάμπης",
"χαραλαμπιδη":"χαραλαμπίδης",
"χαραλαμπίδη":"χαραλαμπίδης",
"χαραλαμπιδης":"χαραλαμπίδης",
"χαραλαμπίδης":"χαραλαμπίδης",
"χαραλαμπίδου":"χαραλαμπίδου",
"χαράλαμπο":"χαράλαμπος",
"χαραλαμπόπουλος":"χαραλαμπόπουλος",
"χαράλαμπος":"χαράλαμπος",
"χαραλαμπους":"χαραλαμπους",
"χαραλάμπους":"χαραλάμπους",
"χάραλντ":"χάραλντ",
"χάραμα":"χάραμα",
"χαραμάδα":"χαραμάδα",
"χαραμάδες":"χαραμάδα",
"χαράματα":"χάραμα",
"χαραμίζει":"χαραμίζω",
"χαραμίσει":"χαραμίζω",
"χάραν":"χάραν",
"χαράξαμε":"χαράζω",
"χάραξαν":"χαράζω",
"χάραξε":"χαράζω",
"χαράξει":"χαράζω",
"χαράξεις":"χαράζω",
"χάραξη":"χάραξη",
"χάραξή":"χάραξη",
"χάραξης":"χάραξη",
"χαράξουν":"χαράζω",
"χαράξτε":"χαράζω",
"χαράς":"χαρά",
"χαράσσει":"χαράζω",
"χαράσσεται":"χαράσσω",
"χαράσσονται":"χαράσσω",
"χαράσσοντας":"χαράσσω",
"χαρασσόταν":"χαράζω",
"χαράσσουν":"χαράζω",
"χαράτσι":"χαράτσι",
"χαραυγής":"χαραυγή",
"χαραχθεί":"χαράζω",
"χαράχθηκαν":"χαράζω",
"χαράχθηκε":"χαράζω",
"χαραχθούν":"χαράζω",
"χαραχτεί":"χαράζω",
"χαράχτηκαν":"χαράζω",
"χαραχτούν":"χαράζω",
"χάρβαρντ":"χάρβαρντ",
"χάρβεϊ":"χάρβεϊ",
"χαρδαβέλλας":"χαρδαβέλλας",
"χαρδαλιάς":"χαρδαλιάς",
"χάρε":"χάρος",
"χαρεί":"χαίρω",
"χαρείτε":"χαίρω",
"χαρέλης":"χαρέλης",
"χαρεμιού":"χαρέμι",
"χαρές":"χαρά",
"χάρες":"χάρη",
"χάρη":"χάρη",
"χάρηκα":"χαίρω",
"χαρήκαμε":"χαίρω",
"χάρηκαν":"χαίρω",
"χάρηκε":"χαίρω",
"χαρης":"χάρης",
"χάρης":"χάρης",
"χάρι":"χάρη",
"χάριγκ":"χάριγκ",
"χαρίδου":"χαρίδου",
"χαρίεν":"χαρίεις",
"χαριεντιζόμενα":"χαριεντιζόμενα",
"χαριεντίζονται":"χαριεντίζομαι",
"χαριζάν":"χαριζάν",
"χάριζαν":"χαρίζω",
"χάριζε":"χαρίζω",
"χαρίζει":"χαρίζω",
"χαρίζεται":"χαρίζω",
"χαρίζετε":"χαρίζω",
"χαρίζονται":"χαρίζω",
"χαρίζοντας":"χαρίζω",
"χαρίζοντάς":"χαρίζω",
"χαρίζουμε":"χαρίζω",
"χαρίζουν":"χαρίζω",
"χαρίζω":"χαρίζω",
"χαρίκλεια":"χαρίκλεια",
"χαρίκλειας":"χαρίκλεια",
"χαρίλαος":"χαρίλαος",
"χαρίλαου":"χαρίλαος",
"χαριλάου":"χαριλάου",
"χαριλένα":"χαριλένα",
"χάριν":"χάριν",
"χάρινγκτον":"χάρινγκτον",
"χαρίρι":"χαρίρι",
"χαρις":"χάρη",
"χάρις":"χάρη",
"χάρισα":"χαρίζω",
"χάρισαν":"χαρίζω",
"χάρισε":"χαρίζω",
"χαρίσει":"χαρίζω",
"χαρισείου":"χαρισείου",
"χαρίσεις":"χαρίζω",
"χαριση":"χαριση",
"χαρίση":"χαρίση",
"χαρίσης":"χαρίσης",
"χαρισία":"χαρισία",
"χάρισμα":"χάρισμα",
"χάρισμά":"χάρισμα",
"χαρίσματα":"χάρισμα",
"χαρισματικές":"χαρισματικός",
"χαρισματική":"χαρισματικός",
"χαρισματικός":"χαρισματικός",
"χαρισματικούς":"χαρισματικός",
"χαρισμάτων":"χάρισμα",
"χαρισμίδης":"χαρισμίδης",
"χάρισον":"χάρισον",
"χαρίσουμε":"χαρίζω",
"χαρίσουν":"χαρίζω",
"χαρίστε":"χαρίζω",
"χαριστέα":"χαριστέα",
"χαριστέας":"χαριστέας",
"χαριστεί":"χαρίζω",
"χαριστείτε":"χαρίζω",
"χαρίστηκαν":"χαρίζω",
"χαρίστηκε":"χαρίζω",
"χαριστικές":"χαριστικός",
"χαριστική":"χαριστικός",
"χαριστικής":"χαριστικός",
"χαριστικών":"χαριστικός",
"χαρίσω":"χαρίζω",
"χαρίτερπνη":"χαρίτερπνη",
"χαρίτερπνης":"χαρίτερπνης",
"χαριτίδη":"χαριτίδη",
"χαριτίδης":"χαριτίδης",
"χαριτολογώντας":"χαριτολογώ",
"χαριτόπουλος":"χαριτόπουλος",
"χάριτος":"χάρη",
"χαρίτου":"χαρίτος",
"χαριτωμένα":"χαριτωμένος",
"χαριτωμένες":"χαριτωμένος",
"χαριτωμένη":"χαριτωμένος",
"χαριτωμένο":"χαριτωμένος",
"χαριτωμένος":"χαριτωμένος",
"χαρίτων":"χάρη",
"χαριτωνιδου":"χαριτωνιδου",
"χαρκας":"χαρκας",
"χάρλεϋ":"χάρλεϋ",
"χάρμα":"χάρμα",
"χαρμανι":"χαρμάνι",
"χαρμάνι":"χαρμάνι",
"χαρμολύπη":"χαρμολύπη",
"χαρμόσυνη":"χαρμόσυνος",
"χαρμόσυνο":"χαρμόσυνος",
"χάρμπα":"χάρμπα",
"χαρμπίν":"χαρμπίν",
"χαρνταγουέι":"χαρνταγουέι",
"χάρνταγουεϊ":"χάρνταγουεϊ",
"χάρντι":"χάρντι",
"χάρντογκ":"χάρντογκ",
"χαρντ-τοκ":"χαρντ-τοκ",
"χάρντυ":"χάρντυ",
"χάρο":"χάρος",
"χαροκαμένη":"χαροκαμένος",
"χαροκοπείου":"χαροκοπείου",
"χαροκοπι":"χαροκόπι",
"χαροκόπι":"χαροκόπι",
"χάρολντ":"χάρολντ",
"χαροπάλευε":"χαροπαλεύω",
"χαροποιεί":"χαροποιώ",
"χαροποιήσει":"χαροποιώ",
"χαροποιήσουν":"χαροποιώ",
"χαροπούλι":"χαροπούλι",
"χάρος":"χάρος",
"χαρούλης":"χαρούλης",
"χαρούμε":"χαίρω",
"χαρούμενα":"χαρούμενος",
"χαρούμενες":"χαρούμενος",
"χαρούμενη":"χαρούμενος",
"χαρούμενης":"χαρούμενος",
"χαρούμενο":"χαρούμενος",
"χαρούμενοι":"χαρούμενος",
"χαρούμενος":"χαρούμενος",
"χαρούμενους":"χαρούμενος",
"χαρούμενων":"χαρούμενος",
"χαρούν":"χαίρω",
"χάρπιν":"χάρπιν",
"χαρτ":"χαρτ",
"χαρταετό":"χαρταετός",
"χαρταετοί":"χαρταετός",
"χαρταετός":"χαρταετός",
"χαρταετού":"χαρταετός",
"χαρταετούς":"χαρταετός",
"χαρταετών":"χαρταετός",
"χαρτάκι":"χαρτάκι",
"χαρτάκια":"χαρτάκι",
"χάρτας":"χάρτα",
"χάρτες":"χάρτης",
"χαρτζιλίκι":"χαρτζιλίκι",
"χάρτη":"χάρτης",
"χάρτης":"χάρτης",
"χαρτί":"χαρτί",
"χαρτια":"χαρτί",
"χαρτιά":"χαρτί",
"χαρτικά":"χαρτικά",
"χάρτινα":"χαρτένιος",
"χάρτινες":"χαρτένιος",
"χάρτινη":"χαρτένιος",
"χάρτινης":"χαρτένιος",
"χάρτινο":"χαρτένιος",
"χάρτινοι":"χαρτένιος",
"χάρτινος":"χαρτένιος",
"χάρτινους":"χαρτένιος",
"χαρτιού":"χαρτί",
"χαρτιών":"χαρτί",
"χάρτλεϊ":"χάρτλεϊ",
"χαρτλπουλ":"χαρτλπουλ",
"χαρτοβιομηχανίας":"χαρτοβιομηχανία",
"χαρτοβιομηχανιες":"χαρτοβιομηχανία",
"χαρτογραφεί":"χαρτογραφώ",
"χαρτογραφείται":"χαρτογραφώ",
"χαρτογραφημένες":"χαρτογραφώ",
"χαρτογραφήσαμε":"χαρτογραφώ",
"χαρτογραφήσει":"χαρτογραφώ",
"χαρτογράφηση":"χαρτογράφηση",
"χαρτογράφησης":"χαρτογράφηση",
"χαρτογραφίας":"χαρτογραφία",
"χαρτογραφικής":"χαρτογραφικός",
"χαρτογραφούμε":"χαρτογραφώ",
"χαρτογραφώντας":"χαρτογραφώ",
"χαρτοκιβώτια":"χαρτοκιβώτιο",
"χαρτοκιβώτιο":"χαρτοκιβώτιο",
"χαρτοκοπτική":"χαρτοκοπτική",
"χαρτόκουτες":"χαρτόκουτα",
"χαρτομάντιλα":"χαρτομάντιλο",
"χαρτονένια":"χαρτονένιος",
"χαρτονένιο":"χαρτονένιος",
"χαρτόνι":"χαρτόνι",
"χαρτονόμισμα":"χαρτονόμισμα",
"χαρτονομίσματα":"χαρτονόμισμα",
"χαρτονομισμάτων":"χαρτονόμισμα",
"χαρτοπαικτης":"χαρτοπαίκτης",
"χαρτοπαιξίας":"χαρτοπαιξία",
"χαρτοπαιχτικές":"χαρτοπαιχτικός",
"χαρτοπαιχτικής":"χαρτοπαιχτικός",
"χαρτοπολτό":"χαρτοπολτός",
"χαρτόσημα":"χαρτόσημο",
"χαρτόσημο":"χαρτόσημο",
"χάρτου":"χάρτης",
"χαρτοφύλακα":"χαρτοφύλακας",
"χαρτοφύλακες":"χαρτοφύλακας",
"χαρτοφυλάκιο":"χαρτοφυλάκιο",
"'χαρτοφυλάκιο'":"'χαρτοφυλάκιο'",
"χαρτοφυλάκιό":"χαρτοφυλάκιο",
"χαρτοφυλακιου":"χαρτοφυλάκιο",
"χαρτοφυλακίου":"χαρτοφυλάκιο",
"χαρτοφυλακίων":"χαρτοφυλάκιο",
"χαρτς":"χαρτς",
"χάρτσον":"χάρτσον",
"χαρτών":"χάρτης",
"χαρώ":"χαίρω",
"χαρών":"χάρη",
"χάσαμε":"χάνω",
"χασάν":"χασάν",
"χάσανε":"χάνω",
"χασαπάκη":"χασαπάκη",
"χασαπη":"χασάπης",
"χασάπη":"χασάπης",
"χασάπηδες":"χασάπης",
"χασάπης":"χασάπης",
"χασάπικα":"χασάπικος",
"χάσατε":"χάνω",
"χάσει":"χάνω",
"χάσεις":"χάνω",
"χασεκιδης":"χασεκιδης",
"χασεκίδης":"χασεκίδης",
"χασελμπάινκ":"χασελμπάινκ",
"χάσετε":"χάνω",
"χασίμ":"χασίμ",
"χάσιμο":"χάσιμο",
"χασιμότο":"χασιμότο",
"χάσιος":"χάσιος",
"χασίς":"χασίς",
"χασίσι":"χασίσι",
"χασιώτη":"χασιώτη",
"χασιωτης":"χασιωτης",
"χασιώτης":"χασιώτης",
"χάσκα":"χάσκα",
"χάσκει":"χάσκω",
"χάσκοντας":"χάσκω",
"χάσκουν":"χάσκω",
"χάσλερ":"χάσλερ",
"χάσμα":"χάσμα",
"χάσματα":"χάσμα",
"χάσματά":"χάσμα",
"χάσματος":"χάσμα",
"χασμουριέται":"χασμουριέμαι",
"χασογκόλη":"χασογκόλης",
"χάσου":"χάνω",
"χάσουμε":"χάνω",
"χάσουν":"χάνω",
"χασούρα":"χασούρα",
"χαστα":"χαστα",
"χαστας":"χαστας",
"χαστούκι":"χαστούκι",
"χαστουκίζει":"χαστουκίζω",
"χαστουκίζουν":"χαστουκίζω",
"χαστούκισε":"χαστουκίζω",
"χάσω":"χάνω",
"χατ":"χατ",
"χαταγουέι":"χαταγουέι",
"χαταμι":"χαταμι",
"χαταμί":"χαταμί",
"χατανάκα":"χατανάκα",
"χατζ":"χατζ",
ατζhαβραμιδου":"χατζhαβραμιδου",
"χατζαντριάν":"χατζαντριάν",
"χατζάρα":"χατζάρα",
"χατζάρας":"χατζάρα",
"χατζαρίδης":"χατζαρίδης",
"χάτζατζ":"χάτζατζ",
"χατζή":"χατζής",
"χατζηαβραμίδου":"χατζηαβραμίδου",
"χατζηαγγελάκης":"χατζηαγγελάκης",
"χατζηαντριάν":"χατζηαντριάν",
"χατζηαντώνης":"χατζηαντώνης",
"χατζηαντωνιου":"χατζηαντωνιου",
"χατζηβασιλείου":"χατζηβασιλείου",
"χατζηβρέττα":"χατζηβρέττα",
"χατζηβρέττας":"χατζηβρέττας",
"χατζηγιαννάκη":"χατζηγιαννάκη",
"χατζηδάκης":"χατζηδάκης",
"χατζηδημητρίου":"χατζηδημητρίου",
"χατζηεμμανουήλ":"χατζηεμμανουήλ",
"χατζηευαγγελου":"χατζηευαγγελου",
"χατζηευαγγέλου":"χατζηευαγγέλου",
"χατζηζήση":"χατζηζήση",
"χατζηζήσης":"χατζηζήσης",
"χατζηιωαννου":"χατζηιωάννου",
"χατζηκυριακιδης":"χατζηκυριακιδης",
"χατζηκυριακίδης":"χατζηκυριακίδης",
"χατζηκυριάκου-γκίκα":"χατζηκυριάκου-γκίκα",
"χατζηκωνσταντίνου*":"χατζηκωνσταντίνου*",
"χατζηκώστα":"χατζηκώστα",
"χατζηλίας":"χατζηλίας",
"χατζημανουήλ":"χατζημανουήλ",
"χατζημάρκο":"χατζημάρκο",
"χατζημηνάς":"χατζημηνάς",
"χατζημιχάλης":"χατζημιχάλης",
"χατζημπέη":"χατζημπέη",
"χατζήμπεης":"χατζήμπεης",
"χατζηνάκο":"χατζηνάκο",
"χατζηνάσιου":"χατζηνάσιου",
"χατζηνικολάου":"χατζηνικολάου",
"χατζηπαναγής":"χατζηπαναγής",
"χατζηπαπαδοπουλος":"χατζηπαπαδοπουλος",
"χατζηπέτρος":"χατζηπέτρος",
"χατζηπέτρου":"χατζηπέτρου",
"χατζηρίζος":"χατζηρίζος",
"χατζής":"χατζής",
"χατζησάββα":"χατζησάββα",
"χατζησημαιών":"χατζησημαιών",
"χατζηστεργίου":"χατζηστεργίου",
"χατζησωκράτη":"χατζησωκράτη",
"χατζησωκράτης":"χατζησωκράτης",
"χατζητόλιο":"χατζητόλιο",
"χατζητόλιος":"χατζητόλιος",
"χατζητόλιου":"χατζητόλιου",
"χατζηχρηστος":"χατζηχρηστος",
"χατζηχρήστου":"χατζηχρήστου",
"χατζί":"χατζί",
"χατζιάρας":"χατζιάρας",
"χατζιδάκι":"χατζιδάκι",
"χατζιέφσκι":"χατζιέφσκι",
"χατζοπουλος":"χατζόπουλος",
"χατζόπουλος":"χατζόπουλος",
"χατζόπουλου":"χατζόπουλος",
"χατιλάρι":"χατιλάρι",
"χατίρι":"χατίρι",
"χατίρια":"χατίρι",
"χατς":"χατς",
"χατσατουριάν":"χατσατουριάν",
"χάτσινσον":"χάτσινσον",
"χάτσον":"χάτσον",
"χαυλιόδοντα":"χαυλιόδοντας",
"χαυλιόδοντες":"χαυλιόδοντας",
"χαυλιόδοντές":"χαυλιόδοντας",
"χαφ":"χαφ",
"χαφεζ":"χαφεζ",
"χαφέζ":"χαφέζ",
"χαφίζ":"χαφίζ",
"χαχαμίδη":"χαχαμίδη",
"χαώδες":"χαώδης",
"χαώδης":"χαώδης",
"χαώδους":"χαώδης",
"χδιαδ":"χδιαδ",
"χε":"έχω",
"'χε":"έχω",
"χέδερ":"χέδερ",
"χέερενβεν":"χέερενβεν",
"χεζμπολά":"χεζμπολά",
"χει":"έχω",
"'χει":"έχω",
"χειλέων":"χειλέων",
"χείλη":"χείλος",
"χείλος":"χείλος",
"χειμαζεται":"χειμάζομαι",
"χειμάζεται":"χειμάζομαι",
"χειμαζόμενη":"χειμαζόμενος",
"χείμαρρο":"χείμαρρος",
"χείμαρροι":"χείμαρρος",
"χείμαρρος":"χείμαρρος",
"χειμάρρου":"χείμαρρος",
"χειμάρρους":"χείμαρρος",
"χειμαρρώδεις":"χειμαρρώδης",
"χειμαρρώδη":"χειμαρρώδης",
"χειμαρρώδης":"χειμαρρώδης",
"χειμάρρων":"χείμαρρος",
"χειμερίας":"χειμέριος",
"χειμερινά":"χειμερινός",
"χειμερινές":"χειμερινός",
"χειμερινή":"χειμερινός",
"χειμερινής":"χειμερινός",
"χειμερινό":"χειμερινός",
"χειμερινοί":"χειμερινός",
"χειμερινού":"χειμερινός",
"χειμερινούς":"χειμερινός",
"χειμερινών":"χειμερινός",
"χειμωνα":"χειμώνας",
"χειμώνα":"χειμώνας",
"χειμώνα-καλοκαίρι":"χειμώνα-καλοκαίρι",
"χειμωνάς":"χειμωνάς",
"χειμώνας":"χειμώνας",
"χειμώνες":"χειμώνας",
"χειμωνέτο":"χειμωνέτο",
"χειμωνιάτικα":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνιάτικη":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνιάτικης":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνιάτικο":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνιάτικος":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνιάτικους":"χειμωνιάτικος",
"χειμωνίδης":"χειμωνίδης",
"χειμωνος":"χειμωνος",
"χειμώνος":"χειμώνος",
"χείρα":"χέρι",
"χειραγωγεί":"χειραγωγώ",
"χειραγωγηθεί":"χειραγωγώ",
"χειραγωγημένη":"χειραγωγημένος",
"χειραγωγήσει":"χειραγωγώ",
"χειραγώγηση":"χειραγώγηση",
"χειραγώγησή":"χειραγώγηση",
"χειραγώγησης":"χειραγώγηση",
"χειραγωγούν":"χειραγωγώ",
"χειραγωγούνται":"χειραγωγώ",
"χειραγωγώντας":"χειραγωγώ",
"χειραποσκευή":"χειραποσκευή",
"χείρας":"χείρας",
"χειραφετηθεί":"χειραφετώ",
"χειραφέτηση":"χειραφέτηση",
"χειραφέτησης":"χειραφέτηση",
"χειραψία":"χειραψία",
"χειραψίας":"χειραψία",
"χειραψίες":"χειραψία",
"χειρίζεται":"χειρίζομαι",
"χειρίζομαι":"χειρίζομαι",
"χειριζόμαστε":"χειρίζομαι",
"χειριζόμενος":"χειριζόμενος",
"χειρίζονται":"χειρίζομαι",
"χειριζόταν":"χειρίζομαι",
"χειρισθεί":"χειρίζομαι",
"χειρίσθηκε":"χειρίζομαι",
"χειρισθούν":"χειρίζομαι",
"χειρισμό":"χειρισμός",
"χειρισμοί":"χειρισμός",
"χειρισμός":"χειρισμός",
"χειρισμού":"χειρισμός",
"χειρισμούς":"χειρισμός",
"χειρισμών":"χειρισμός",
"χειριστεί":"χειρίζομαι",
"χειριστείς":"χειρίζομαι",
"χειριστείτε":"χειρίζομαι",
"χειριστές":"χειριστής",
"χειρίστη":"κακός",
"χείριστη":"κακός",
"χειριστή":"χειριστής",
"χειρίστηκαν":"χειρίζομαι",
"χειρίστηκε":"χειρίζομαι",
"χειριστήρια":"χειριστήριο",
"χειριστής":"χειριστής",
"χειριστούμε":"χειρίζομαι",
"χειριστούν":"χειρίζομαι",
"χειριστων":"χειριστής",
"χειριστών":"χειριστής",
"χειροβομβίδα":"χειροβομβίδα",
"χειροβομβίδας":"χειροβομβίδα",
"χειροβομβίδες":"χειροβομβίδα",
"χειρόγραφα":"χειρόγραφα",
"χειρόγραφες":"χειρόγραφος",
"χειρόγραφο":"χειρόγραφος",
"χειρόγραφοι":"χειρόγραφος",
"χειρογράφων":"χειρόγραφος",
"χειροδικίες":"χειροδικία",
"χειροκίνητη":"χειροκίνητος",
"χειροκροτάμε":"χειροκροτώ",
"χειροκροτεί":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήθηκαν":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήθηκε":"χειροκροτώ",
"χειροκροτημα":"χειροκρότημα",
"χειροκρότημα":"χειροκρότημα",
"χειροκρότημά":"χειροκρότημα",
"χειροκροτήματα":"χειροκρότημα",
"χειροκρότησαν":"χειροκροτώ",
"χειροκρότησε":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήσει":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήσεις":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήσουμε":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήσουν":"χειροκροτώ",
"χειροκροτήσω":"χειροκροτώ",
"χειροκροτητής":"χειροκροτητής",
"χειροκροτούμενος":"χειροκροτούμενος",
"χειροκροτούν":"χειροκροτώ",
"χειροκροτουσαν":"χειροκροτώ",
"χειροκροτούσαν":"χειροκροτώ",
"χειροκροτούσε":"χειροκροτώ",
"χειρολαβές":"χειρολαβή",
"χειρολαβών":"χειρολαβή",
"χείρον":"κακός",
"χειρονομία":"χειρονομία",
"χειρονομίας":"χειρονομία",
"χειρονομίες":"χειρονομία",
"χειροπέδες":"χειροπέδη",
"χειροπιαστά":"χειροπιαστός",
"χειροπιαστές":"χειροπιαστός",
"χειροπιαστή":"χειροπιαστός",
"χειροπιαστό":"χειροπιαστός",
"χειροπιαστός":"χειροπιαστός",
"χειροπόδαρα":"χειροπόδαρα",
"χειροποίητα":"χειροποίητος",
"χειροποίητη":"χειροποίητος",
"χειροποίητο":"χειροποίητος",
"χειροποίητος":"χειροποίητος",
"χειροποίητων":"χειροποίητος",
"χειροπρακτικούς":"χειροπρακτικούς",
"χειρός":"χέρι",
"χειροσφαίρισης":"χειροσφαίριση",
"χειρότερα":"κακός",
"χειρότερες":"κακός",
"χειροτέρευε":"χειροτερεύω",
"χειροτερεύει":"χειροτερεύω",
"χειροτερεύουν":"χειροτερεύω",
"χειροτερεύσει":"χειροτερεύω",
"χειροτέρευση":"χειροτέρευση",
"χειροτερεύσουν":"χειροτερεύω",
"χειροτέρεψε":"χειροτερεύω",
"χειροτερέψει":"χειροτερεύω",
"χειροτερέψετε":"χειροτερεύω",
"χειρότερη":"κακός",
"χειρότερή":"κακός",
"χειρότερης":"κακός",
"χειρότερο":"κακός",
"χειρότερό":"κακός",
"χειρότεροι":"κακός",
"χειρότερος":"κακός",
"χειρότερου":"κακός",
"χειρότερους":"κακός",
"χειρότερων":"κακός",
"χειροτεχνήματα":"χειροτέχνημα",
"χειροτεχνημάτων":"χειροτέχνημα",
"χειροτεχνία":"χειροτεχνία",
"χειροτεχνίας":"χειροτεχνία",
"χειροτονηθεί":"χειροτονώ",
"χειροτονήθηκε":"χειροτονώ",
"χειροτονήσει":"χειροτονώ",
"χειροτονία":"χειροτονία",
"χειρουργεί":"χειρουργώ",
"χειρουργεία":"χειρουργείο",
"χειρουργείο":"χειρουργείο",
"χειρουργείου":"χειρουργείο",
"χειρουργείων":"χειρουργείο",
"χειρουργηθεί":"χειρουργώ",
"χειρουργήθηκε":"χειρουργώ",
"χειρουργήσουν":"χειρουργώ",
"χειρουργήσω":"χειρουργώ",
"χειρουργικά":"χειρουργικός",
"χειρουργικές":"χειρουργικός",
"χειρουργική":"χειρουργικός",
"χειρουργικής":"χειρουργική",
"χειρουργικής":"χειρουργικός",
"χειρουργικό":"χειρουργικός",
"χειρουργικός":"χειρουργικός",
"χειρουργικού":"χειρουργικός",
"χειρουργικών":"χειρουργικός",
"χειρουργό":"χειρουργός",
"χειρουργοί":"χειρουργός",
"χειρουργός":"χειρουργός",
"χειρούργος":"χειρούργος",
"χειρουργού":"χειρουργός",
"χειρούργου":"χειρούργος",
"χειρουργούς":"χειρουργός",
"χειρουργών":"χειρουργός",
"χειρούργων":"χειρούργος",
"χειρουτιρεύ":"χειρουτιρεύ",
"χειρόφρενο":"χειρόφρενο",
"χειρών":"χειρ",
"χειρώνακτες":"χειρώνακτας",
"χειρωνακτικές":"χειρωνακτικός",
"χειρωνακτικής":"χειρωνακτικός",
"χεις":"έχω",
"'χεις":"έχω",
"χέις":"χέις",
"χέκερλιγκ":"χέκερλιγκ",
"χεκιμογλου":"χεκιμογλου",
"χεκίμογλου":"χεκίμογλου",
"χεκτ":"χεκτ",
"χέλι":"χέλι",
"χέλια":"χέλι",
"χελιδόνα":"χελιδόνα",
"χελιδόνι":"χελιδόνι",
"χελιδόνια":"χελιδόνι",
"χελιδονιών":"χελιδόνι",
"χέλκγκουσον":"χέλκγκουσον",
"χελμού":"χελμού",
"χελμουτ":"χελμουτ",
"χέλμουτ":"χέλμουτ",
"χέλντερ":"χέλντερ",
"χελώνα":"χελώνα",
"χελώνας":"χελώνα",
"χελώνες":"χελώνα",
"χεμιγκουέι":"χεμιγκουέι",
"χέμιγκουεϊ":"χέμιγκουεϊ",
"χεμινγουέι":"χεμινγουέι",
"χέμοφαρμ":"χέμοφαρμ",
"χέμοφαρμ-άστρονατς":"χέμοφαρμ-άστρονατς",
"χέμοφαρμ-λάσκο":"χέμοφαρμ-λάσκο",
"χεμοφαρμ-πανιωνιος":"χεμοφαρμ-πανιωνιος",
"χέμοφαρμ-πανιώνιος":"χέμοφαρμ-πανιώνιος",
"χεμπέι":"χεμπέι",
"χέμπορν":"χέμπορν",
"χένιακ":"χένιακ",
"χένκελ":"χένκελ",
"χένλεϊ":"χένλεϊ",
"χένρι":"χένρι",
"χένρικ":"χένρικ",
"χέντρι":"χέντρι",
"χέπμπορν":"χέπμπορν",
"χεράκι":"χεράκι",
"χεράκια":"χεράκι",
"χεράκλες":"χεράκλες",
"χερβούργου":"χερβούργου",
"χέργουντ":"χέργουντ",
"χερι":"χέρι",
"χέρι":"χέρι",
"χέρια":"χέρι",
"χερια":"χεριά",
"χεριά":"χεριά",
"χεριού":"χέρι",
"χέρι-χέρι":"χέρι-χέρι",
"χεριών":"χέρι",
"χέρμαν":"χέρμαν",
"χέρμπερτ":"χέρμπερτ",
"χερντ":"χερντ",
"χερούλια":"χερούλι",
"χέρπερτ":"χέρπερτ",
"χέρσα":"χέρσος",
"χερσαία":"χερσαίος",
"χερσαίας":"χερσαίος",
"χερσαίες":"χερσαίος",
"χερσαίο":"χερσαίος",
"χερσαίων":"χερσαίος",
"χέρσι":"χέρσι",
"χέρσο":"χέρσος",
"χερσόνησο":"χερσόνησος",
"χερσόνησος":"χερσόνησος",
"χερσονήσου":"χερσόνησος",
"χερσονήσους":"χερσόνησος",
"χέρτα":"χέρτα",
"χέρτζεφελντ":"χέρτζεφελντ",
"χέσω":"χέζω",
"χετάφε":"χετάφε",
"χετε":"έχω",
"χετιτική":"χετιτική",
"χηλή":"χηλή",
"χηλής":"χηλή",
"χημεία":"χημεία",
"'χημεία'":"'χημεία'",
"χημείας":"χημεία",
"χημείο":"χημείο",
"χημειοθεραπεία":"χημειοθεραπεία",
"χημειοθεραπείας":"χημειοθεραπεία",
"χημειοθεραπείες":"χημειοθεραπεία",
"χημειοθεραπευτικό":"χημειοθεραπευτικός",
"χημείου":"χημείο",
"χημικα":"χημικός",
"χημικά":"χημικός",
"χημικες":"χημικός",
"χημικές":"χημικός",
"χημική":"χημικός",
"χημικής":"χημικός",
"χημικό":"χημικός",
"χημικοί":"χημικός",
"χημικός":"χημικός",
"χημικού":"χημικός",
"χημικού-οινολόγου":"χημικού-οινολόγου",
"χημικούς":"χημικός",
"χημικών":"χημικός",
"χήνα":"χήνα",
"χήρα":"χήρα",
"χήρας":"χήρα",
"χηρεύουν":"χηρεύω",
"χήτα":"χήτα",
"χθες":"χθες",
"χθές":"χθές",
"χθεσινά":"χθεσινός",
"χθεσινες":"χθεσινός",
"χθεσινές":"χθεσινός",
"χθεσινη":"χθεσινός",
"χθεσινή":"χθεσινός",
"χθεσινής":"χθεσινός",
"χθεσινο":"χθεσινός",
"χθεσινό":"χθεσινός",
"χθεσινοβραδινή":"χθεσινοβραδινός",
"χθεσινοβραδινής":"χθεσινοβραδινός",
"χθεσινοί":"χθεσινός",
"χθεσινός":"χθεσινός",
"χθεσινού":"χθεσινός",
"χθεσινούς":"χθεσινός",
"χθεσινών":"χθεσινός",
"χι":"χι",
"χιαστού":"χιαστός",
"χιαστών":"χιαστός",
"χίγκινς":"χίγκινς",
"χιγκντομ":"χιγκντομ",
"χίγκντομ":"χίγκντομ",
"χιθ":"χιθ",
"χίθροου":"χίθροου",
"χικμέτ":"χικμέτ",
"χιλ":"χιλ",
"χιλ.":"χιλ.",
"χίλα":"χίλα",
"χιλαρι":"χιλαρι",
"χίλαρι":"χίλαρι",
"χιλή":"χιλή",
"χιλής":"χιλή",
"χίλια":"χίλιοι",
"χιλιαδά":"χιλιαδά",
"χιλιάδα":"χιλιάδα",
"χιλιαδες":"χιλιάδα",
"χιλιάδες":"χιλιάδα",
"χιλιάδων":"χιλιάδα",
"χιλιανές":"χιλιανός",
"χιλιανό":"χιλιανός",
"χιλιανοί":"χιλιανός",
"χιλιανός":"χιλιανός",
"χιλιανών":"χιλιανός",
"χιλιάρικα":"χιλιάρικο",
"χιλίαρχος":"χιλίαρχος",
"χίλιες":"χίλιοι",
"χιλιετή":"χιλιετής",
"χιλιετηρίδας":"χιλιετηρίδα",
"χιλιετία":"χιλιετία",
"χιλιετιας":"χιλιετία",
"χιλιετίας":"χιλιετία",
"χιλιετίες":"χιλιετία",
"χιλιετιών":"χιλιετία",
"χιλιοακουσμένα":"χιλιοακουσμένος",
"χιλιόδενδρο":"χιλιόδενδρο",
"χιλιοι":"χίλιοι",
"χίλιοι":"χίλιοι",
"χιλιόμετρα":"χιλιόμετρο",
"χιλιομετρικές":"χιλιομετρικός",
"χιλιομετρική":"χιλιομετρικός",
"χιλιόμετρο":"χιλιόμετρο",
"χιλιομέτρου":"χιλιόμετρο",
"χιλιόμετρου":"χιλιόμετρο",
"χιλιομέτρων":"χιλιόμετρο",
"χιλιοπαιγμένες":"χιλιοπαιγμένος",
"χιλιοπαιγμένη":"χιλιοπαιγμένος",
"χιλιοστά":"χιλιοστό",
"χιλιοστό":"χιλιοστό",
"χιλιοστών":"χιλιοστό",
"χίλιους":"χίλιοι",
"χιλίων":"χίλιοι",
"χίλτον":"χίλτον",
"χίμαιρες":"χίμαιρα",
"χίμηξαν":"χιμώ",
"χίμκι":"χίμκι",
"χίμλερ":"χίμλερ",
"χιμπαντζή":"χιμπαντζής",
"χιμπαντζήδες":"χιμπαντζής",
"χιμπερνιαν":"χιμπερνιαν",
"χιμπέρνιαν":"χιμπέρνιαν",
"χιντζίδης":"χιντζίδης",
"χίντινκ":"χίντινκ",
"χίο":"χίος",
"χιόνα":"χιών",
"χιονι":"χιόνι",
"χιόνι":"χιόνι",
"χιόνια":"χιόνι",
"χιονιά":"χιονιάς",
"χιονιας":"χιονιάς",
"χιονιάς":"χιονιάς",
"χιονιδης":"χιονιδης",
"χιονίδης":"χιονίδης",
"χιόνιζε":"χιονίζει",
"χιονίζει":"χιονίζει",
"χιονιού":"χιόνι",
"χιονισε":"χιονίζει",
"χιόνισε":"χιονίζει",
"χιονισει":"χιονίζει",
"χιονίσει":"χιονίζει",
"χιονισμένα":"χιονισμένος",
"χιονισμένες":"χιονισμένος",
"χιονισμένη":"χιονισμένος",
"χιονισμένο":"χιονισμένος",
"χιονισμένοι":"χιονισμένος",
"χιονοδρομίες":"χιονοδρομία",
"χιονοδρομικά":"χιονοδρομικός",
"χιονοδρομικές":"χιονοδρομικός",
"χιονοδρομικό":"χιονοδρομικός",
"χιονοδρομικών":"χιονοδρομικός",
"χιονοδρόμων":"χιονοδρόμος",
"χιονοθύελλα":"χιονοθύελλα",
"χιονοθύελλες":"χιονοθύελλα",
"χιονόμπαλα":"χιονόμπαλα",
"χιονόνερο":"χιονόνερο",
"χιονοπτώσεις":"χιονόπτωση",
"χιονοπτώσεων":"χιονόπτωση",
"χιονόπτωση":"χιονόπτωση",
"χιονόπτωσης":"χιονόπτωση",
"χιονοσανίδες":"χιονοσανίδα",
"χιονοστιβάδα":"χιονοστιβάδα",
"χιονοστιβάδας":"χιονοστιβάδα",
"χιονοστιβάδες":"χιονοστιβάδα",
"χιος":"χίος",
"χίος":"χίος",
"χιου":"χίος",
"χίου":"χίος",
"χιούγκο":"χιούγκο",
"χιουζ":"χιουζ",
"χιούλσχοφ":"χιούλσχοφ",
"χιουμ":"χιουμ",
"χιούμαν":"χιούμαν",
"χιούμορ":"χιούμορ",
"χιουμοριστικά":"χιουμοριστικός",
"χιουμοριστικές":"χιουμοριστικός",
"χιουμοριστική":"χιουμοριστικός",
"χιουμοριστική-σατιρική":"χιουμοριστική-σατιρική",
"χιουμοριστικό":"χιουμοριστικός",
"χιούστον":"χιούστον",
"χίπηδες":"χίπης",
"χίπι":"χίπι",
"χίπια":"χίπια",
"χίπις":"χίπις",
"χίπις-γιάπις":"χίπις-γιάπις",
"χιπο":"χιπο",
"χίπο":"χίπο",
"χιπ-χοπ":"χιπ-χοπ",
"χιραγιάμα":"χιραγιάμα",
"χιρβαντίδη":"χιρβαντίδη",
"χιρβαντίδης":"χιρβαντίδης",
"χιρβατίδη":"χιρβατίδη",
"χιρβόνεν":"χιρβόνεν",
"χιρόσι":"χιρόσι",
"χιροσίμα":"χιροσίμα",
"χιρς":"χιρς",
"χίρσον":"χίρσον",
"χιτ":"χιτ",
"χιτλερ":"χιτλερ",
"χίτλερ":"χίτλερ",
"χίτλερ'":"χίτλερ'",
"χιτλερική":"χιτλερικός",
"χιτλερικού":"χιτλερικός",
"χιτλερικών":"χιτλερικός",
"χιτοτό":"χιτοτό",
"χίτσκοκ":"χίτσκοκ",
"χιτώνα":"χιτώνας",
"χιτώνες":"χιτώνας",
"χιτώνων":"χιτώνας",
"χιώτη":"χιώτης",
"χιώτικο":"χιώτικος",
"χλαίνης":"χλαίνη",
"χλαμύδια":"χλαμύδιο",
"χλαμυδιακές":"χλαμυδιακές",
"χλαμυδίων":"χλαμύδιο",
"χλεμπ":"χλεμπ",
"χλεύαζε":"χλευάζω",
"χλευάζει":"χλευάζω",
"χλευάζονται":"χλευάζω",
"χλευάζουν":"χλευάζω",
"χλεύασαν":"χλευάζω",
"χλευασμό":"χλευασμός",
"χλευασμού":"χλευασμός",
"χλευαστικά":"χλευαστικά",
"χλεύη":"χλεύη",
"χλεύης":"χλεύη",
"χλιαρά":"χλιαρός",
"χλιαρές":"χλιαρός",
"χλιαρής":"χλιαρός",
"χλιαρό":"χλιαρός",
"χλιδάτα":"χλιδάτος",
"χλιδάτες":"χλιδάτος",
"χλιδάτο":"χλιδάτος",
"χλιδή":"χλιδή",
"χλιδής":"χλιδή",
"χλμ":"χλμ",
"χλμ.":"χλμ.",
"χλόη":"χλόη",
"χλομή":"χλομός",
"χλοοτάπητα":"χλοοτάπητας",
"χλύκας":"χλύκας",
"χλωμά":"χλωμός",
"χλωμή":"χλωμός",
"χλωμό":"χλωμός",
"χλωμοί":"χλωμός",
"χλωρά":"χλωρός",
"χλωρίδα":"χλωρίδα",
"χλωρίδας":"χλωρίδα",
"χλώριο":"χλώριο",
"χλωρίου":"χλώριο",
"χλωρό":"χλωρός",
"χλωρός":"χλωρός",
"χλωροφθορανθράκων":"χλωροφθοράνθρακας",
"χλωφοφθορανθράκων":"χλωφοφθορανθράκων",
"χνάρια":"χνάρι",
"χνου":"χνου",
"χνουδωτά":"χνουδωτός",
"χνουμχοτέπ":"χνουμχοτέπ",
"χνώτο":"χνώτο",
"χο":"χο",
"χοακίμ":"χοακίμ",
"χοάνη":"χοάνη",
"χοανών":"χοάνη",
"χόβολη":"χόβολη",
"χογκ":"χογκ",
"χογκ-κογκ":"χογκ-κογκ",
"χόιμερ":"χόιμερ",
"χοιριδίων":"χοιρίδιο",
"χοιρινό":"χοιρινός",
"χοιρινού":"χοιρινός",
"χοίρος":"χοίρος",
"χοιροστάσια":"χοιροστάσιο",
"χοιροστάσιό":"χοιροστάσιο",
"χοιροστασίου":"χοιροστάσιο",
"χοιροτρόφοι":"χοιροτρόφος",
"χοιροτρόφος":"χοιροτρόφος",
"χοίρους":"χοίρος",
"χοίρων":"χοίρος",
"χοκ":"χοκ",
"χόκεϊ":"χόκεϊ",
"χόκιγκ":"χόκιγκ",
"χοκς":"χοκς",
"χοκς-ουάσιγκτον":"χοκς-ουάσιγκτον",
"χολ":"χολ",
"χόλαντ":"χόλαντ",
"χολέρα":"χολέρα",
"χολέρας":"χολέρα",
"χολή":"χολή",
"χοληστερίνη":"χοληστερίνη",
"χοληστερίνης":"χοληστερίνη",
"χοληστερόλη":"χοληστερόλη",
"χοληστερόλης":"χοληστερόλη",
"χόλι":"χόλι",
"χολιγουντ":"χολιγουντ",
"χόλιγουντ":"χόλιγουντ",
"χολιγουντιανές":"χολιγουντιανός",
"χολιγουντιανή":"χολιγουντιανός",
"χολιγουντιανό":"χολιγουντιανός",
"χολιγουντιανού":"χολιγουντιανός",
"χολιγουντιανών":"χολιγουντιανός",
"χολίδης":"χολίδης",
"χόλμπαϊν":"χόλμπαϊν",
"χόλμπαρτ":"χόλμπαρτ",
"χόλμς":"χόλμς",
"χόλντεν":"χόλντεν",
"χολομώντα":"χολομώντα",
"χολτ":"χολτ",
"χομεϊνί":"χομεϊνί",
"χομεϊνικού":"χομεϊνικού",
"χόμερ":"χόμερ",
"χόμολα":"χόμολα",
"χόμπι":"χόμπι",
"χόμπσον":"χόμπσον",
"χον":"χον",
"χονάζ":"χονάζ",
"χονδρεμπορική":"χονδρεμπορικός",
"χονδρεμπορικό":"χονδρεμπορικός",
"χονδρεμπορίου":"χονδρεμπόριο",
"χονδρές":"χονδρός",
"χονδρικά":"χονδρικός",
"χονδρικής":"χονδρικός",
"χονδρικού":"χονδρικός",
"χονδροειδή":"χονδροειδής",
"χονδροειδώς":"χονδροειδώς",
"χόνδρους":"χόνδρος",
"χόντγκσον":"χόντγκσον",
"χοντλ":"χοντλ",
"χοντρά":"χοντρός",
"χοντράδες":"χοντράδα",
"χοντρές":"χοντρός",
"χοντρή":"χοντρός",
"χοντρικά":"χοντρικά",
"χοντρικό":"χοντρικός",
"χοντρο":"χοντρός",
"χοντρό":"χοντρός",
"χοντροειδή":"χοντροειδής",
"χοντροκόκαλος":"χοντροκόκαλος",
"χοντροκομμένη":"χοντροκομμένος",
"χοντροκοπιά":"χοντροκοπιά",
"χοντρόκωλους":"χοντρόκωλους",
"χοντρός":"χοντρός",
"χοντρος-λιγνος":"χοντρος-λιγνος",
"χοντρυνει":"χοντραίνω",
"χοντρύνει":"χοντραίνω",
"χοξά":"χοξά",
"χόουκς":"χόουκς",
"χόπερ":"χόπερ",
"χόπκινς":"χόπκινς",
"χοπσμπάουν":"χοπσμπάουν",
"χορδές":"χορδή",
"χορδών":"χορδή",
"χορεία":"χορεία",
"χόρευαν":"χορεύω",
"χόρευε":"χορεύω",
"χορεύει":"χορεύω",
"χορεύεις":"χορεύω",
"χορεύετε":"χορεύω",
"χορευοντας":"χορεύω",
"χορεύοντας":"χορεύω",
"χορεύουν":"χορεύω",
"χορευτές":"χορευτής",
"χορευτή":"χορευτής",
"χορευτής":"χορευτής",
"χορευτικά":"χορευτικά",
"χορευτικά":"χορευτικός",
"χορευτικές":"χορευτικός",
"χορευτική":"χορευτικός",
"χορευτικής":"χορευτικός",
"χορευτικό":"χορευτικός",
"χορευτικού":"χορευτικός",
"χορευτικούς":"χορευτικός",
"χορευτικών":"χορευτικός",
"χορεύτρια":"χορεύτρια",
"χορεύτριας":"χορεύτρια",
"χορεύτριες":"χορεύτρια",
"χορευτριών":"χορεύτρια",
"χορευτών":"χορευτής",
"χορεύω":"χορεύω",
"χορέψαμε":"χορεύω",
"χόρεψαν":"χορεύω",
"χόρεψε":"χορεύω",
"χορέψει":"χορεύω",
"χορέψεις":"χορεύω",
"χορέψουμε":"χορεύω",
"χορέψουν":"χορεύω",
"χορέψω":"χορεύω",
"χορζόφ":"χορζόφ",
"χορηγεί":"χορηγώ",
"χορηγείται":"χορηγώ",
"χορηγηθεί":"χορηγώ",
"χορηγήθηκαν":"χορηγώ",
"χορηγήθηκε":"χορηγώ",
"χορηγηθούν":"χορηγώ",
"χορηγήσαμε":"χορηγώ",
"χορήγησαν":"χορηγώ",
"χορήγησε":"χορηγώ",
"χορηγήσει":"χορηγώ",
"χορηγήσεις":"χορήγηση",
"χορηγήσεων":"χορήγηση",
"χορηγήσεως":"χορήγηση",
"χορήγηση":"χορήγηση",
"χορήγησή":"χορήγηση",
"χορήγησης":"χορήγηση",
"χορήγησής":"χορήγηση",
"χορηγήσουμε":"χορηγώ",
"χορηγήσουν":"χορηγώ",
"χορηγητικών":"χορηγητικός",
"χορηγία":"χορηγία",
"χορηγίας":"χορηγία",
"χορηγίες":"χορηγία",
"χορηγικό":"χορηγικός",
"χορηγικών":"χορηγικός",
"χορηγιών":"χορηγία",
"χορηγό":"χορηγός",
"χορηγοί":"χορηγός",
"χορηγός":"χορηγός",
"χορηγούμε":"χορηγώ",
"χορηγούμενα":"χορηγούμενος",
"χορηγούμενη":"χορηγούμενος",
"χορηγούν":"χορηγώ",
"χορηγούνται":"χορηγώ",
"χορηγούνταν":"χορηγώ",
"χορηγούς":"χορηγός",
"χορηγούσε":"χορηγώ",
"χορηγών":"χορηγός",
"χορηγώντας":"χορηγώ",
"χόρι":"χόρι",
"χορν":"χορν",
"χόρνετς":"χόρνετς",
"χόρνετς-καβαλίερς":"χόρνετς-καβαλίερς",
"χόρντεν":"χόρντεν",
"χορό":"χορός",
"χορογραφημένη":"χορογραφημένος",
"χορογράφησε":"χορογραφώ",
"χορογραφία":"χορογραφία",
"χορογραφίας":"χορογραφία",
"χορογραφίες":"χορογραφία",
"χορογραφική":"χορογραφικός",
"χορογράφο":"χορογράφος",
"χορογράφοι":"χορογράφος",
"χορογράφος":"χορογράφος",
"χορογράφου":"χορογράφος",
"χοροεσπερίδα":"χοροεσπερίδα",
"χοροθέατρο":"χοροθέατρο",
"χοροί":"χορός",
"χοροπηδάνε":"χοροπηδώ",
"χοροπηδούσε":"χοροπηδώ",
"χοροπηδώντας":"χοροπηδώ",
"χορος":"χορός",
"χορός":"χορός",
"χορού":"χορός",
"χορούς":"χορός",
"χόρτα":"χόρτο",
"χορταίνει":"χορταίνω",
"χορταίνουν":"χορταίνω",
"χορτάρι":"χορτάρι",
"χορταριασμένα":"χορταριασμένος",
"χορταρικά":"χορταρικό",
"χόρτασε":"χορταίνω",
"χορτάσει":"χορταίνω",
"χόρταση":"χόρταση",
"χορτασμένα":"χορτασμένος",
"χορτάσουν":"χορταίνω",
"χορταστικά":"χορταστικός",
"χορταστικό":"χορταστικός",
"χορτατζήδες":"χορτατζήδες",
"χορτάτη":"χορτάτος",
"χορτάτο":"χορτάτος",
"χορτάτοι":"χορτάτος",
"χορτάτους":"χορτάτος",
"χορτατσιάνη":"χορτατσιάνη",
"χόρτη":"χόρτη",
"χορτης":"χορτης",
"χορτιάτη":"χορτιάτη",
"χορτιάτης":"χορτιάτης",
"χόρτο":"χόρτο",
"χορτολιβαδική":"χορτολιβαδικός",
"χορτολιβαδικών":"χορτολιβαδικός",
"χόρτου":"χόρτο",
"χόρχε":"χόρχε",
"χορώ":"χορώ",
"χορωδία":"χορωδία",
"χορωδίας":"χορωδία",
"χορωδίας-ορχήστρας":"χορωδίας-ορχήστρας",
"χορωδίες":"χορωδία",
"χορών":"χορός",
"χος":"χος",
"χοσε":"χοσε",
"χοσέ":"χοσέ",
"χόσκινς":"χόσκινς",
"χόσνι":"χόσνι",
"χοσποντάρσκε":"χοσποντάρσκε",
"χότζα":"χότζα",
"χότζες":"χότζες",
"χουαν":"χουαν",
"χουάν":"χουάν",
"χουάνγκ":"χουάνγκ",
"χουανίτα":"χουανίτα",
"χουάνχο":"χουάνχο",
"χούγια":"χούγια",
"χούγκο":"χούγκο",
"χουζούρης":"χουζούρης",
"χούι":"χούι",
"χούιζινγκ":"χούιζινγκ",
"χούισμαν":"χούισμαν",
"χούλη":"χούλη",
"χούλης":"χούλης",
"χουλιάν":"χουλιάν",
"χουλιαρά":"χουλιαρά",
"χουλιάρα":"χουλιάρα",
"χουλιάρας":"χουλιάρας",
"χούλιγκαν":"χούλιγκαν",
"χούλιγκανς":"χούλιγκανς",
"χουλιγκάνων":"χουλιγκάνων",
"χούλιο":"χούλιο",
"χουλουηλίδης":"χουλουηλίδης",
"χουμε":"έχω",
"'χουμε":"έχω",
"χούμπαυλης":"χούμπαυλης",
"χουν":"έχω",
"'χουν":"έχω",
"χουνουζίδης":"χουνουζίδης",
"χουνουλίδης":"χουνουλίδης",
"χούντα":"χούντα",
"χούντας":"χούντα",
"χούντελαρ":"χούντελαρ",
"χούντες":"χούντα",
"χουντικά":"χουντικός",
"χουντικοί":"χουντικός",
"χουντικούς":"χουντικός",
"χουντικών":"χουντικός",
"χουντοβασιλογλέντια":"χουντοβασιλογλέντια",
"χουντογλέντια":"χουντογλέντια",
"χουριέτ":"χουριέτ",
"χουρμούζη":"χουρμούζη",
"χουρμουζιάδη":"χουρμουζιάδη",
"χουρμουζιάδης":"χουρμουζιάδης",
"χουσέα":"χουσέα",
"χουσέας":"χουσέας",
"χουσεϊν":"χουσεϊν",
"χουσεΐν":"χουσεΐν",
"χουσελάς":"χουσελάς",
"χουτζίδη":"χουτζίδη",
"χουτζίδης":"χουτζίδης",
"χούτον":"χούτον",
"χούτος":"χούτος",
"χούτου":"χούτου",
"χούφτα":"χούφτα",
"χούφτας":"χούφτα",
"χόφμαν":"χόφμαν",
"χόφμπουργκ":"χόφμπουργκ",
"χοφς":"χοφς",
"χρ":"χρ",
"χρ.":"χρ.",
"χράουι":"χράουι",
"χρεη":"χρέος",
"χρέη":"χρέος",
"χρειάζεσαι":"χρειάζομαι",
"χρειάζεστε":"χρειάζομαι",
"χρειαζεται":"χρειάζομαι",
"χρειάζεται":"χρειάζομαι",
"χρειάζομαι":"χρειάζομαι",
"χρειαζόμασταν":"χρειάζομαι",
"χρειαζόμαστε":"χρειάζομαι",
"χρειαζόμουν":"χρειάζομαι",
"χρειάζονται":"χρειάζομαι",
"χρειάζονταν":"χρειάζομαι",
"χρειαζόσουν":"χρειάζομαι",
"χρειαζόταν":"χρειάζομαι",
"χρειασθεί":"χρειάζομαι",
"χρειάσθηκαν":"χρειάζομαι",
"χρειάσθηκε":"χρειάζομαι",
"χρειασθούν":"χρειάζομαι",
"χρειαστεί":"χρειάζομαι",
"χρειαστείτε":"χρειάζομαι",
"χρειάστηκα":"χρειάζομαι",
"χρειαστήκαμε":"χρειάζομαι",
"χρειάστηκαν":"χρειάζομαι",
"χρειάστηκε":"χρειάζομαι",
"χρειαστούμε":"χρειάζομαι",
"χρειαστούν":"χρειάζομαι",
"χρεόγραφα":"χρεόγραφο",
"χρεογράφων":"χρεόγραφο",
"χρεοκοπημένη":"χρεοκοπημένος",
"χρεοκοπημένης":"χρεοκοπώ",
"χρεοκοπημένο":"χρεοκοπώ",
"χρεοκοπημένων":"χρεοκοπώ",
"χρεοκόπησαν":"χρεοκοπώ",
"χρεοκόπησε":"χρεοκοπώ",
"χρεοκοπήσει":"χρεοκοπώ",
"χρεοκοπήσουν":"χρεοκοπώ",
"χρεοκοπία":"χρεοκοπία",
"χρεοκοπίας":"χρεοκοπία",
"χρέος":"χρέος",
"χρέους":"χρέος",
"χρεωθεί":"χρεώνω",
"χρεωθήκαμε":"χρεώνω",
"χρεώθηκαν":"χρεώνω",
"χρεώθηκε":"χρεώνω",
"χρεωθούν":"χρεώνω",
"χρεωμένες":"χρεωμένος",
"χρεωμένοι":"χρεώνω",
"χρεών":"χρέος",
"χρέωναν":"χρεώνω",
"χρεώνει":"χρεώνω",
"χρεώνεται":"χρεώνω",
"χρεώνονται":"χρεώνω",
"χρεώνοντας":"χρεώνω",
"χρεώνουν":"χρεώνω",
"χρέωσε":"χρεώνω",
"χρεώσει":"χρεώνω",
"χρεώσεις":"χρέωση",
"χρέωση":"χρέωση",
"χρέωσης":"χρέωση",
"χρεώστη":"χρεώστης",
"χρεωστικά":"χρεωστικός",
"χρεωστικών":"χρεωστικός",
"χρήζει":"χρήζω",
"χρήζουν":"χρήζω",
"χρήμα":"χρήμα",
"χρήμασι":"χρήμασι",
"χρηματ":"χρηματ",
"χρήματα":"χρήμα",
"χρήματά":"χρήμα",
"χρηματαγορα":"χρηματαγορά",
"χρηματαγορά":"χρηματαγορά",
"χρηματαγοράς":"χρηματαγορά",
"χρηματαγορές":"χρηματαγορά",
"χρηματαγορών":"χρηματαγορά",
"χρηματαποστολή":"χρηματαποστολή",
"χρηματίζονται":"χρηματίζω",
"χρηματικά":"χρηματικός",
"χρηματικές":"χρηματικός",
"χρηματική":"χρηματικός",
"χρηματικής":"χρηματικός",
"χρηματικό":"χρηματικός",
"χρηματικού":"χρηματικός",
"χρηματικών":"χρηματικός",
"χρημάτισε":"χρηματίζω",
"χρηματίσει":"χρηματίζω",
"χρηματισμό":"χρηματισμός",
"χρηματισμού":"χρηματισμός",
"χρηματισμούς":"χρηματισμός",
"χρηματιστές":"χρηματιστής",
"χρηματιστές-μέλη":"χρηματιστές-μέλη",
"χρηματιστή":"χρηματιστής",
"χρηματιστηρια":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστήρια":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστηριακα":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακά":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακές":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακή":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακής":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακό":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακοί":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακός":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακού":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακούς":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριακών":"χρηματιστηριακός",
"χρηματιστηριο":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστήριο":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστηριου":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστηρίου":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστηρίων":"χρηματιστήριο",
"χρηματιστής":"χρηματιστής",
"χρηματιστικού":"χρηματιστικός",
"χρηματιστικών":"χρηματιστικός",
"χρηματιστών":"χρηματιστής",
"χρηματοδοτεί":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτείται":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδότες":"χρηματοδότης",
"χρηματοδότη":"χρηματοδότης",
"χρηματοδοτηθεί":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτήθηκε":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτηθούν":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδότης":"χρηματοδότης",
"χρηματοδότησαν":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδότησε":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτήσει":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτήσεις":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδοτήσεων":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδοτήσεως":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδότηση":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδότησή":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδότησης":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδότησής":"χρηματοδότηση",
"χρηματοδοτήσουμε":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτήσουν":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτικά":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτικές":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτική":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτικό":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτικού":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτικούς":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτικών":"χρηματοδοτικός",
"χρηματοδοτούμε":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτούμενα":"χρηματοδοτούμενος",
"χρηματοδοτούμενο":"χρηματοδοτούμενος",
"χρηματοδοτούμενων":"χρηματοδοτούμενος",
"χρηματοδοτούν":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτούνται":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτούνταν":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτούσε":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοδοτώντας":"χρηματοδοτώ",
"χρηματοκιβώτια":"χρηματοκιβώτιο",
"χρηματοκιβώτιο":"χρηματοκιβώτιο",
"χρηματοκιβωτίου":"χρηματοκιβώτιο",
"χρηματοοικονομικά":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικές":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικής":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικό":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικός":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικού":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικούς":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοοικονομικών":"χρηματοοικονομικός",
"χρηματοπιστωτικά":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικές":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικό":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικοι":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικός":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικού":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικούς":"χρηματοπιστωτικός",
"χρηματοπιστωτικών":"χρηματοπιστωτικός",
"χρήματος":"χρήμα",
"χρημάτων":"χρήμα",
"χρήσει":"χρήσει",
"χρήσεις":"χρήση",
"χρήσεων":"χρήση",
"χρήσεως":"χρήση",
"χρηση":"χρήση",
"χρήση":"χρήση",
"χρήσης":"χρήση",
"χρησιδάνειο":"χρησιδάνειο",
"χρησιδανείου":"χρησιδάνειο",
"χρησικτησία":"χρησικτησία",
"χρησικτησίας":"χρησικτησία",
"χρήσιμα":"χρήσιμος",
"χρήσιμες":"χρήσιμος",
"χρησίμευαν":"χρησιμεύω",
"χρησίμευε":"χρησιμεύω",
"χρησιμεύει":"χρησιμεύω",
"χρησιμεύουν":"χρησιμεύω",
"χρησιμεύσει":"χρησιμεύω",
"χρησιμεύσουν":"χρησιμεύω",
"χρήσιμη":"χρήσιμος",
"χρήσιμης":"χρήσιμος",
"χρήσιμο":"χρήσιμος",
"χρήσιμοι":"χρήσιμος",
"χρησιμοποιεί":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιείς":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιείται":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιείτε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιηθεί":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιηθή":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήθηκαν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήθηκε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιηθούν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιημένα":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιημένες":"χρησιμοποιημένος",
"χρησιμοποιημένο":"χρησιμοποιημένος",
"χρησιμοποιημένος":"χρησιμοποιημένος",
"χρησιμοποιημένων":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποίησα":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσαμε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποίησαν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσατε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποίησε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσει":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσεις":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσετε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποίηση":"χρησιμοποίηση",
"χρησιμοποίησή":"χρησιμοποίηση",
"χρησιμοποιήση":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποίησης":"χρησιμοποίηση",
"χρησιμοποίησής":"χρησιμοποίηση",
"χρησιμοποιήσουμε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσουν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήστε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιήσω":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούμε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούμενη":"χρησιμοποιούμενος",
"χρησιμοποιούν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούνται":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούνταν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούσα":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούσαμε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούσαν":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιούσε":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιώ":"χρησιμοποιώ",
"χρησιμοποιώντας":"χρησιμοποιώ",
"χρήσιμος":"χρήσιμος",
"χρησιμότατη":"χρήσιμος",
"χρησιμότατο":"χρήσιμος",
"χρησιμότητα":"χρησιμότητα",
"χρησιμότητά":"χρησιμότητα",
"χρησιμότητας":"χρησιμότητα",
"χρήσιμους":"χρήσιμος",
"χρήσιμων":"χρήσιμος",
"χρήσιν":"χρήση",
"χρήσις":"χρήση",
"χρησμό":"χρησμός",
"χρησμοί":"χρησμός",
"χρησμός":"χρησμός",
"χρηστά":"χρηστός",
"χρηστάρας":"χρηστάρας",
"χρήστες":"χρήστης",
"χρήστες-τηλεθεατές":"χρήστες-τηλεθεατές",
"χρήστη":"χρήστης",
"χρήστης":"χρήστης",
"χρηστιδη":"χρηστιδη",
"χρηστίδου":"χρηστίδου",
"χρηστικά":"χρηστικός",
"χρηστικές":"χρηστικός",
"χρηστικό":"χρηστικός",
"χρηστικότητα":"χρηστικότητα",
"χρηστικού":"χρηστικός",
"χρηστο":"χρηστός",
"χρήστο":"χρήστος",
"χρηστομάνου":"χρηστομάνου",
"χρηστος":"χρηστός",
"χρήστος":"χρήστος",
"χρηστου":"χρήστος",
"χρήστου":"χρήστος",
"χρήστριες":"χρήστρια",
"χρηστών":"χρήστης",
"χρίζει":"χρίζω",
"χριμπάκης":"χριμπάκης",
"χρίσμα":"χρίσμα",
"χρίσματα":"χρίσμα",
"χρίσματος":"χρίσμα",
"χρισμάτων":"χρίσμα",
"χριστεί":"χρίζω",
"χρίστηκε":"χρίζω",
"χριστιάνα":"χριστιάνα",
"χριστιανάκη":"χριστιανάκη",
"χριστιανή":"χριστιανή",
"χριστιανικά":"χριστιανικός",
"χριστιανικές":"χριστιανικός",
"χριστιανική":"χριστιανικός",
"χριστιανικής":"χριστιανικός",
"χριστιανικό":"χριστιανικός",
"χριστιανικός":"χριστιανικός",
"χριστιανικού":"χριστιανικός",
"χριστιανικούς":"χριστιανικός",
"χριστιανικών":"χριστιανικός",
"χριστιανισμό":"χριστιανισμός",
"χριστιανισμός":"χριστιανισμός",
"χριστιανισμού":"χριστιανισμός",
"χριστιανοδημοκράτες":"χριστιανοδημοκράτης",
"χριστιανοδημοκρατίας":"χριστιανοδημοκρατίας",
"χριστιανοδημοκρατικό":"χριστιανοδημοκρατικός",
"χριστιανοί":"χριστιανός",
"χριστιανόπουλο":"χριστιανόπουλος",
"χριστιανόπουλος":"χριστιανόπουλος",
"χριστιανόπουλου":"χριστιανόπουλος",
"χριστιανός":"χριστιανός",
"χριστιανοσύνης":"χριστιανοσύνη",
"χριστιανούς":"χριστιανός",
"χριστιανών":"χριστιανός",
"χριστίνα":"χριστίνα",
"χριστινας":"χριστίνα",
"χριστίνας":"χριστίνα",
"χριστό":"χριστός",
"χριστογιαννόπουλος":"χριστογιαννόπουλος",
"χριστοδουλάκη":"χριστοδουλάκης",
"χριστοδουλάκης":"χριστοδουλάκης",
"χριστόδουλο":"χριστόδουλο",
"χριστοδουλοπουλος":"χριστοδουλοπουλος",
"χριστοδουλόπουλος":"χριστοδουλόπουλος",
"χριστοδουλος":"χριστοδουλος",
"χριστόδουλος":"χριστόδουλος",
"χριστοδουλου":"χριστοδουλου",
"χριστοδούλου":"χριστοδούλου",
"χριστόδουλου":"χριστόδουλου",
"χριστοπαναγίες":"χριστοπαναγία",
"χριστοπούλου":"χριστοπούλου",
"χριστος":"χριστός",
"χριστός":"χριστός",
"χρίστος":"χρίστος",
"χριστού":"χριστός",
"χριστουγεννα":"χριστουγεννα",
"χριστούγεννα":"χριστούγεννα",
"χριστουγεννιάτικα":"χριστουγεννιάτικος",
"χριστουγεννιάτικες":"χριστουγεννιάτικος",
"χριστουγεννιάτικη":"χριστουγεννιάτικος",
"χριστουγεννιάτικο":"χριστουγεννιάτικος",
"χριστουγεννιάτικου":"χριστουγεννιάτικος",
"χριστουγέννων":"χριστούγεννα",
"χριστοφορίδη":"χριστοφορίδη",
"χριστοφορίδου":"χριστοφορίδου",
"χριστόφορο":"χριστόφορος",
"χριστοφορος":"χριστόφορος",
"χριστόφορος":"χριστόφορος",
"χριστοφόρου":"χριστόφορος",
"χροιά":"χροιά",
"χρόμπογκ":"χρόμπογκ",
"χρονάκια":"χρονάκι",
"χρονια":"χρονιά",
"χρονιά":"χρονιά",
"χρόνια":"χρόνος",
"χρονιαμ":"χρονιαμ",
"χρονιάρας":"χρονιάρης",
"χρονιάρες":"χρονιάρης",
"χρονιας":"χρονιά",
"χρονιάς":"χρονιά",
"χρόνιας":"χρόνιος",
"χρονιές":"χρονιά",
"χρόνιες":"χρόνιος",
"χρονίζει":"χρονίζω",
"χρονίζον":"χρονίζων",
"χρονίζοντα":"χρονίζων",
"χρονιζόντων":"χρονίζων",
"χρονίζουν":"χρονίζω",
"χρονίζουσες":"χρονίζων",
"χρονικά":"χρονικά",
"χρονικά":"χρονικός",
"χρονικές":"χρονικός",
"χρονική":"χρονικός",
"χρονικής":"χρονικός",
"χρονικό":"χρονικός",
"χρονικογράφος":"χρονικογράφος",
"χρονικογράφου":"χρονικογράφος",
"χρονικός":"χρονικός",
"χρονικού":"χρονικός",
"χρονικούς":"χρονικός",
"χρονικών":"χρονικός",
"χρονικώς":"χρονικά",
"χρόνιο":"χρόνιος",
"χρόνιου":"χρόνιος",
"χρονισμένες":"χρονισμένες",
"χρονισμένο":"χρονισμένο",
"χρονιων":"χρονιά",
"χρόνιων":"χρόνιος",
"χρονίως":"χρονίως",
"χρόνο'":"χρόνο'",
"χρονο":"χρόνος",
"χρόνο":"χρόνος",
"χρονοβόρα":"χρονοβόρος",
"χρονοβόρες":"χρονοβόρος",
"χρονοβόρο":"χρονοβόρος",
"χρονοβόρος":"χρονοβόρος",
"χρονοβόρου":"χρονοβόρος",
"χρονογραφεί":"χρονογραφώ",
"χρονογράφος":"χρονογράφος",
"χρονοδιάγραμμα":"χρονοδιάγραμμα",
"χρονοδιάγραμμά":"χρονοδιάγραμμα",
"χρονοδιαγράμματα":"χρονοδιάγραμμα",
"χρονοδιαγράμματος":"χρονοδιάγραμμα",
"χρονοδιαγραμμάτων":"χρονοδιάγραμμα",
"χρονοεπιδόματος":"χρονοεπίδομα",
"χρόνοι":"χρόνος",
"χρονολογείται":"χρονολογώ",
"χρονολογηθεί":"χρονολογώ",
"χρονολογήθηκε":"χρονολογώ",
"χρονολογημένη":"χρονολογώ",
"χρονολόγηση":"χρονολόγηση",
"χρονολόγησή":"χρονολόγηση",
"χρονολόγησης":"χρονολόγηση",
"χρονολογία":"χρονολογία",
"χρονολογίας":"χρονολογία",
"χρονολογίες":"χρονολογία",
"χρονολογικά":"χρονολογικά",
"χρονολογικές":"χρονολογικός",
"χρονολογική":"χρονολογικός",
"χρονολογιο":"χρονολόγιο",
"χρονολόγιο":"χρονολόγιο",
"χρονολογούνται":"χρονολογώ",
"χρονομεριστική":"χρονομεριστικός",
"χρονομετρημένη":"χρονομετρημένος",
"χρονομετρημένης":"χρονομετρημένος",
"χρονομέτρηση":"χρονομέτρηση",
"χρονομέτρησης":"χρονομέτρηση",
"χρονόμετρο":"χρονόμετρο",
"χρονοντούλαπο":"χρονοντούλαπο",
"χρονόπουλος":"χρονόπουλος",
"χρόνο-ρεκόρ":"χρόνο-ρεκόρ",
"χρόνος":"χρόνος",
"χρονοτριβή":"χρονοτριβή",
"χρονου":"χρόνος",
"χρόνου":"χρόνος",
"χρόνους":"χρόνος",
"χρονοχρέωση":"χρονοχρέωση",
"χρόνω":"χρόνω",
"χρόνων":"χρόνος",
"χρονών":"χρονών",
"χρστοφορίδης":"χρστοφορίδης",
"χρυσ":"χρυσ",
"χρύσα":"χρύσα",
"χρυσα":"χρυσός",
"χρυσά":"χρυσός",
"χρυσανθάκη":"χρυσανθάκη",
"χρυσανθάκης":"χρυσανθάκης",
"χρυσάνθεμα":"χρυσάνθεμο",
"χρυσάνθη":"χρυσάνθη",
"χρυσανθόπουλο":"χρυσανθόπουλο",
"χρυσανθόπουλος":"χρυσανθόπουλος",
"χρυσαυγή":"χρυσαυγή",
"χρυσαφένιο":"χρυσαφένιος",
"χρυσάφης":"χρυσάφης",
"χρυσαφι":"χρυσαφής",
"χρυσάφι":"χρυσάφι",
"χρυσαφικά":"χρυσαφικό",
"χρυσές":"χρυσός",
"χρυσή":"χρυσή",
"χρυση":"χρυσός",
"χρυσή":"χρυσός",
"χρυσής":"χρυσή",
"χρυσής":"χρυσός",
"χρυσίδης":"χρυσίδης",
"χρύσιζε":"χρυσίζω",
"χρυσικό":"χρυσικός",
"χρυσο":"χρυσός",
"χρυσό":"χρυσός",
"χρυσόθεμις":"χρυσόθεμις",
"χρυσοί":"χρυσός",
"χρυσοκεντημένη":"χρυσοκεντημένος",
"χρυσοκόκκινη":"χρυσοκόκκινος",
"χρυσοπληρώνει":"χρυσοπληρώνω",
"χρυσοπουλου":"χρυσοπουλου",
"χρυσοπούλου":"χρυσοπούλου",
"χρυσος":"χρυσός",
"χρυσός":"χρυσός",
"χρυσόσκονη":"χρυσόσκονη",
"χρυσοστομής":"χρυσοστομής",
"χρυσοστομίδης":"χρυσοστομίδης",
"χρυσοστομος":"χρυσόστομος",
"χρυσόστομος":"χρυσόστομος",
"χρυσοστόμου":"χρυσόστομος",
"χρυσού":"χρυσός",
"χρυσούλα":"χρυσούλα",
"χρυσουλάκης":"χρυσουλάκης",
"χρυσούλης":"χρυσούλης",
"χρυσούπολη":"χρυσούπολη",
"χρυσουπολης":"χρυσούπολη",
"χρυσούπολης":"χρυσούπολη",
"χρυσούς":"χρυσός",
"χρυσοφορες":"χρυσοφόρος",
"χρυσοφόρο":"χρυσοφόρος",
"χρυσοχοΐδη":"χρυσοχοΐδη",
"χρυσοχοίδης":"χρυσοχοίδης",
"χρυσοχοΐδης":"χρυσοχοΐδης",
"χρυσοχόος":"χρυσοχόος",
"χρυσοχού":"χρυσοχού",
"χρυσωθεί":"χρυσώνω",
"χρυσωμένο":"χρυσωμένος",
"χρυσών":"χρυσός",
"χρυσωρυχείο":"χρυσωρυχείο",
"χρυσώσει":"χρυσώνω",
"χρυσώσουν":"χρυσώνω",
"χρώμα":"χρώμα",
"χρώματα":"χρώμα",
"χρώματά":"χρώμα",
"χρωματίζει":"χρωματίζω",
"χρωματίζεται":"χρωματίζω",
"χρωματικά":"χρωματικά",
"χρωματικές":"χρωματικός",
"χρωματική":"χρωματικός",
"χρωματικής":"χρωματικός",
"χρωμάτισαν":"χρωματίζω",
"χρωμάτισε":"χρωματίζω",
"χρωματίσει":"χρωματίζω",
"χρωματισμοί":"χρωματισμός",
"χρωματισμούς":"χρωματισμός",
"χρωματίσουμε":"χρωματίζω",
"χρωματιστά":"χρωματιστός",
"χρωματιστές":"χρωματιστός",
"χρωματιστή":"χρωματιστός",
"χρωματίστηκαν":"χρωματίζω",
"χρωματίστηκε":"χρωματίζω",
"χρωματιστό":"χρωματιστός",
"χρωματιστοί":"χρωματιστός",
"χρωματιστός":"χρωματιστός",
"χρωματιστούς":"χρωματιστός",
"χρώματος":"χρώμα",
"χρωματοσώματα":"χρωματόσωμα",
"χρωματοσώματά":"χρωματόσωμα",
"χρωματοσωμικές":"χρωματοσωμικές",
"χρωματοσωμική":"χρωματοσωμική",
"χρωμάτων":"χρώμα",
"χρώμιο":"χρώμιο",
"χρωμίου":"χρώμιο",
"χρωμόσωμα":"χρωμόσωμα",
"χρωμοσώματα":"χρωμόσωμα",
"χρωμοσωμάτων":"χρωμόσωμα",
"χρωστά":"χρωστώ",
"χρωστάει":"χρωστώ",
"χρωστάμε":"χρωστώ",
"χρωστάνε":"χρωστώ",
"χρωστάτε":"χρωστώ",
"χρωστήρα":"χρωστήρας",
"χρωστική":"χρωστικός",
"χρωστούμενα":"χρωστώ",
"χρωστούμενων":"χρωστώ",
"χρωστούν":"χρωστώ",
"χρωστούσαμε":"χρωστώ",
"χρωστούσε":"χρωστώ",
"χρωστώ":"χρωστώ",
"χταπόδι":"χταπόδι",
"χταπόδια":"χταπόδι",
"χταποδιού":"χταπόδι",
"χτένα":"χτένα",
"χτένι":"χτένι",
"χτένια":"χτένι",
"χτένιζαν":"χτενίζω",
"χτενίζουν":"χτενίζω",
"χτενίσματα":"χτένισμα",
"χτενίσματος":"χτένισμα",
"χτενισμένα":"χτενίζω",
"χτες":"χθες",
"χτεσινή":"χτεσινός",
"χτεσινό":"χτεσινός",
"χτεσινών":"χτεσινός",
"χτίζανε":"χτίζω",
"χτίζει":"χτίζω",
"χτίζεις":"χτίζω",
"χτίζεται":"χτίζω",
"χτίζετε":"χτίζω",
"χτίζονται":"χτίζω",
"χτίζοντάς":"χτίζω",
"χτίζουμε":"χτίζω",
"χτίζουν":"χτίζω",
"χτίζω":"χτίζω",
"χτίσαμε":"χτίζω",
"χτίσει":"χτίζω",
"χτίσεις":"χτίζω",
"χτισίματα":"χτίσιμο",
"χτίσιμο":"χτίσιμο",
"χτίσματα":"χτίσμα",
"χτισμένα":"χτισμένος",
"χτισμένη":"χτίζω",
"χτισμένο":"χτίζω",
"χτισμένοι":"χτίζω",
"χτισμένος":"χτισμένος",
"χτίσουμε":"χτίζω",
"χτίσουν":"χτίζω",
"χτιστεί":"χτίζω",
"χτίστηκαν":"χτίζω",
"χτίστηκε":"χτίζω",
"χτίστης":"χτίστης",
"χτιστούν":"χτίζω",
"χτυπά":"χτυπώ",
"χτύπαγε":"χτυπώ",
"χτυπάει":"χτυπώ",
"χτυπάμε":"χτυπώ",
"χτυπάνε":"χτυπώ",
"χτυπάς":"χτυπώ",
"χτυπάτε":"χτυπώ",
"χτυπάω":"χτυπώ",
"χτυπηθεί":"χτυπώ",
"χτυπήθηκαν":"χτυπώ",
"χτυπήθηκε":"χτυπώ",
"χτυπηθούμε":"χτυπώ",
"χτυπηθούν":"χτυπώ",
"χτυπημα":"χτύπημα",
"χτύπημα":"χτύπημα",
"χτυπηματα":"χτύπημα",
"χτυπήματα":"χτύπημα",
"χτυπήματος":"χτύπημα",
"χτυπημάτων":"χτύπημα",
"χτυπημένα":"χτυπώ",
"χτυπημένη":"χτυπημένος",
"χτυπημένο":"χτυπώ",
"χτυπημένοι":"χτυπώ",
"χτυπημένος":"χτυπώ",
"χτυπημένου":"χτυπημένος",
"χτύπησα":"χτυπώ",
"χτύπησαν":"χτυπώ",
"χτυπήσατε":"χτυπώ",
"χτύπησε":"χτυπώ",
"χτυπήσει":"χτυπώ",
"χτυπήσεις":"χτυπώ",
"χτύπησες":"χτυπώ",
"χτυπήσετε":"χτυπώ",
"χτυπήσουμε":"χτυπώ",
"χτυπήσουν":"χτυπώ",
"χτυπήσω":"χτυπώ",
"χτυπητή":"χτυπητός",
"χτυπιέται":"χτυπώ",
"χτυπιούνται":"χτυπώ",
"χτύπο":"χτύπος",
"χτυποκάρδι":"χτυποκάρδι",
"χτυπούν":"χτυπώ",
"χτύπους":"χτύπος",
"χτυπούσαν":"χτυπώ",
"χτυπούσε":"χτυπώ",
"χτυπώντας":"χτυπώ",
"χυδαία":"χυδαίος",
"χυδαίες":"χυδαίος",
"χυδαίο":"χυδαίος",
"χυδαίοι":"χυδαίος",
"χυδαίος":"χυδαίος",
"χυδαιότερο":"χυδαίος",
"χυδαιότητα":"χυδαιότητα",
"χυδαιότητες":"χυδαιότητα",
"χυδαίου":"χυδαίος",
"χυδαίως":"χυδαίος",
"χυθεί":"χύνω",
"χύθηκε":"χύνω",
"χυθούν":"χύνω",
"χυλό":"χυλός",
"χυλόπιτα":"χυλόπιτα",
"χυλοπίτες":"χυλοπίτα",
"χυλός":"χυλός",
"χύμα":"χύμα",
"χυμένο":"χυμένος",
"χυμό":"χυμός",
"χυμος":"χυμός",
"χυμός":"χυμός",
"χυμού":"χυμός",
"χυμούς":"χυμός",
"χυμώδεις":"χυμώδης",
"χυμώδης":"χυμώδης",
"χυμών":"χυμός",
"χύνει":"χύνω",
"χύνεται":"χύνω",
"χύσει":"χύνω",
"χυτήριο":"χυτήριο",
"χυτηρίου":"χυτήριο",
"χυτό":"χυτός",
"χύτρα":"χύτρα",
"χύτρας":"χύτρα",
"χχα":"χχα",
"χω":"έχω",
"χωθεί":"χώνω",
"χώθηκε":"χώνω",
"χωλ":"χωλ",
"χώμα":"χώμα",
"χώματα":"χώμα",
"χωματερές":"χωματερή",
"χωματερή":"χωματερή",
"χωματερής":"χωματερή",
"χωματερών":"χωματερή",
"χωμάτινα":"χωματένιος",
"χωμάτινη":"χωματένιος",
"χωματόδρομο":"χωματόδρομος",
"χωματόδρομοι":"χωματόδρομος",
"χωματόδρομους":"χωματόδρομος",
"χωματουργικά":"χωματουργικός",
"χωματουργικές":"χωματουργικός",
"χωμάτων":"χώμα",
"χωμένο":"χώνω",
"χων":"χων",
"χωναί":"χωναί",
"χωναίος":"χωναίος",
"χωναίου":"χωναίου",
"χώνει":"χώνω",
"χωνεμένη":"χωνεύω",
"χώνεται":"χώνω",
"χώνευε":"χωνεύω",
"χωνεύει":"χωνεύω",
"χωνεύεται":"χωνεύω",
"χωνεύονται":"χωνεύω",
"χωνευτήρι":"χωνευτήρι",
"χωνευτούν":"χωνεύω",
"χωνέψει":"χωνεύω",
"χωνέψετε":"χωνεύω",
"χώνεψη":"χώνεψη",
"χώνεψης":"χώνεψη",
"χωνέψουν":"χωνεύω",
"χωνί":"χωνί",
"χωνιού":"χωνί",
"χώνονται":"χώνω",
"χώνουν":"χώνω",
"χώρα":"χώρα",
"χωρά":"χωρώ",
"χωράει":"χωρώ",
"χώρα-μέλος":"χώρα-μέλος",
"χώραν":"χώρα",
"χωράνε":"χωρώ",
"χώρα-παρατηρητής":"χώρα-παρατηρητής",
"χώρας":"χώρα",
"χωράς":"χωρώ",
"χώρας-μέλους":"χώρας-μέλους",
"χωράφι":"χωράφι",
"χωράφια":"χωράφι",
"χωραφόπουλος":"χωραφόπουλος",
"χωρεί":"χωρώ",
"χωρες":"χώρα",
"χώρες":"χώρα",
"χώρεσε":"χωρώ",
"χωρέσει":"χωρώ",
"χώρες-κλειδιά":"χώρες-κλειδιά",
"χώρες-μέλη":"χώρες-μέλη",
"χωρέσουν":"χωρώ",
"χωρητικότητα":"χωρητικότητα",
"χωρητικότητά":"χωρητικότητα",
"χωρητικότητας":"χωρητικότητα",
"χώρια":"χώρια",
"χωριά":"χωριό",
"χωρία":"χωρίο",
"χωριανοί":"χωριανός",
"χωριανόπουλος":"χωριανόπουλος",
"χωριανός":"χωριανός",
"χωριανών":"χωριανός",
"χωριάτικα":"χωριάτικος",
"χωριάτικες":"χωριάτικος",
"χωριάτικη":"χωριάτικος",
"χωριάτικο":"χωριάτικος",
"χωριατοπούλα":"χωριατοπούλα",
"χωριατοπούλου":"χωριατοπούλου",
"χώριζαν":"χωρίζω",
"χώριζε":"χωρίζω",
"χωρίζει":"χωρίζω",
"χωρίζεται":"χωρίζω",
"χωρίζονται":"χωρίζω",
"χωρίζοντας":"χωρίζω",
"χωριζόταν":"χωρίζω",
"χωρίζουμε":"χωρίζω",
"χωρίζουν":"χωρίζω",
"χωρικές":"χωρικός",
"χωρικής":"χωρικός",
"χωρικό":"χωρικός",
"χωρικοί":"χωρικός",
"χωρικός":"χωρικός",
"χωρικού":"χωρικός",
"χωρικούς":"χωρικός",
"χωρικών":"χωρικός",
"χωριο":"χωριό",
"χωριό":"χωριό",
"χωρίο":"χωρίο",
"χωριού":"χωριό",
"χωρίου":"χωρίο",
"χωριουδάκι":"χωριουδάκι",
"χωρις":"χωρίς",
"χωρίς":"χωρίς",
"χώρισα":"χωρίζω",
"χωρίσαμε":"χωρίζω",
"χώρισαν":"χωρίζω",
"χώρισε":"χωρίζω",
"χωρίσει":"χωρίζω",
"χώρισμα":"χώρισμα",
"χωρίσματα":"χώρισμα",
"χωρισμένη":"χωρίζω",
"χωρισμένο":"χωρισμένος",
"χωρισμένοι":"χωρίζω",
"χωρισμένος":"χωρισμένος",
"χωρισμό":"χωρισμός",
"χωρισμός":"χωρισμός",
"χωρισμού":"χωρισμός",
"χωρισμούς":"χωρισμός",
"χωρίσουμε":"χωρίζω",
"χωρίσουν":"χωρίζω",
"χωριστά":"χωριστά",
"χωριστάς":"χωριστάς",
"χωριστεί":"χωρίζω",
"χωριστές":"χωριστός",
"χωριστή":"χωριστός",
"χωρίστηκαν":"χωρίζω",
"χωρίστηκε":"χωρίζω",
"χωριστής":"χωριστός",
"χωριστό":"χωριστός",
"χωριστούν":"χωρίζω",
"χωριστών":"χωριστός",
"χωρίσω":"χωρίζω",
"χωριων":"χωριό",
"χωριών":"χωριό",
"χωρο":"χώρος",
"χώρο":"χώρος",
"χωροθετεί":"χωροθετώ",
"χωροθετηθεί":"χωροθετώ",
"χωροθετήθηκε":"χωροθετώ",
"χωροθετήσει":"χωροθετώ",
"χωροθέτηση":"χωροθέτηση",
"χωροθέτησή":"χωροθέτηση",
"χωροθέτησης":"χωροθέτηση",
"χωροθετούνται":"χωροθετώ",
"χωροθετούνταν":"χωροθετώ",
"χωροι":"χώρος",
"χώροι":"χώρος",
"χώρον":"χώρος",
"χωρος":"χώρος",
"χώρος":"χώρος",
"χωροτάκτης":"χωροτάκτης",
"χωροταξία":"χωροταξία",
"χωροταξίας":"χωροταξία",
"χωροταξικά":"χωροταξικός",
"χωροταξικές":"χωροταξικός",
"χωροταξική":"χωροταξικός",
"χωροταξικής":"χωροταξικός",
"χωροταξικό":"χωροταξικός",
"χωροταξικός":"χωροταξικός",
"χωροταξικού":"χωροταξικός",
"χώρου":"χώρος",
"χωρούν":"χωρώ",
"χώρους":"χώρος",
"χωρούσαν":"χωρώ",
"χωρούσε":"χωρώ",
"χωροφύλακα":"χωροφύλακας",
"χωροφύλακας":"χωροφύλακας",
"χωροφύλακες":"χωροφύλακας",
"χωροφυλακής":"χωροφυλακή",
"χωροφύλαξ":"χωροφύλαξ",
"χωροχρονικό":"χωροχρονικός",
"χωροχρόνο":"χωροχρόνος",
"χωρών":"χώρα",
"χώρων":"χώρος",
"χωρών-μελών":"χωρών-μελών",
"χώσει":"χώνω",
"ψ":"ψ",
"ψαγμένοι":"ψαγμένος",
"ψάθα":"ψάθα",
"ψαθάδων":"ψαθάδων",
"ψαθάς":"ψαθάς",
"ψάθινα":"ψάθινος",
"ψάλει":"ψάλλω",
"ψαλιδα":"ψαλίδα",
"ψαλίδα":"ψαλίδα",
"ψαλιδας":"ψαλίδα",
"ψαλίδας":"ψαλίδα",
"ψαλίδας-κωνσταντινίδης":"ψαλίδας-κωνσταντινίδης",
"ψαλίδι":"ψαλίδι",
"ψαλίδια":"ψαλίδι",
"ψαλιδίσει":"ψαλιδίζω",
"ψαλίδισμα":"ψαλίδισμα",
"ψαλιδιστεί":"ψαλιδίζω",
"ψαλμοί":"ψαλμός",
"ψαλμός":"ψαλμός",
"ψαλμούς":"ψαλμός",
"ψαλμωδία":"ψαλμωδία",
"ψαλμωδίες":"ψαλμωδία",
"ψαλμών":"ψαλμός",
"ψάλτες":"ψάλτης",
"ψάλτη":"ψάλτης",
"ψαμμήτιχος":"ψαμμήτιχος",
"ψάξει":"ψάχνω",
"ψάξεις":"ψάχνω",
"ψάξετε":"ψάχνω",
"ψάξιμο":"ψάξιμο",
"ψάξιμό":"ψάξιμο",
"ψάξουμε":"ψάχνω",
"ψάξουν":"ψάχνω",
"ψάξτε":"ψάχνω",
"ψάξω":"ψάχνω",
"ψαρά":"ψαράς",
"ψαράδες":"ψαράς",
"ψαράδικα":"ψαράδικος",
"ψαράδων":"ψαράς",
"ψαράκη":"ψαράκη",
"ψαράκης":"ψαράκης",
"ψαράκι":"ψαράκι",
"ψαράκια":"ψαράκι",
"ψαρας":"ψαράς",
"ψαράς":"ψαράς",
"ψάρεμα":"ψάρεμα",
"ψαρέματος":"ψάρεμα",
"ψάρευε":"ψαρεύω",
"ψαρεύει":"ψαρεύω",
"ψαρεύουν":"ψαρεύω",
"ψαρέψει":"ψαρεύω",
"ψαρέψουν":"ψαρεύω",
"ψάρι":"ψάρι",
"ψάρια":"ψάρι",
"ψαρικά":"ψαρικό",
"ψαριού":"ψάρι",
"ψαριών":"ψάρι",
"ψαρόβαρκα":"ψαρόβαρκα",
"ψαρογιαννος":"ψαρογιαννος",
"ψαρόγιαννου":"ψαρόγιαννου",
"ψαροκάικα":"ψαροκάικο",
"ψαροκάικο":"ψαροκάικο",
"ψαροκόκαλα":"ψαροκόκαλο",
"ψαρομεζέδες":"ψαρομεζές",
"ψαρονέφρι":"ψαρονέφρι",
"ψαρόνια":"ψαρόνι",
"ψαροπουλος":"ψαροπουλος",
"ψαρόπουλος":"ψαρόπουλος",
"ψαρόσουπα":"ψαρόσουπα",
"ψαροταβέρνα":"ψαροταβέρνα",
"ψαροταβερνες":"ψαροταβέρνα",
"ψαροταβέρνες":"ψαροταβέρνα",
"ψαρούδα":"ψαρούδα",
"ψαρούδα-μπενάκη":"ψαρούδα-μπενάκη",
"ψαροχώρι":"ψαροχώρι",
"ψαρρά":"ψαρρά",
"ψαρράς":"ψαρράς",
"ψαρρής":"ψαρρής",
"ψαρρού":"ψαρρού",
"ψαρών":"ψαρά",
"ψάχναμε":"ψάχνω",
"ψάχνανε":"ψάχνω",
"ψαχνει":"ψάχνω",
"ψάχνει":"ψάχνω",
"ψάχνεις":"ψάχνω",
"ψάχνεται":"ψάχνω",
"ψάχνετε":"ψάχνω",
"ψαχνό":"ψαχνός",
"ψάχνονται":"ψάχνω",
"ψάχνοντας":"ψάχνω",
"ψαχνόταν":"ψάχνω",
"ψάχνουμε":"ψάχνω",
"ψάχνουν":"ψάχνω",
"ψάχνω":"ψάχνω",
"ψεγάδια":"ψεγάδι",
"ψέγει":"ψέγω",
"ψέγουν":"ψέγω",
"ψειρίζω":"ψειρίζω",
"ψεκάζει":"ψεκάζω",
"ψεκάζουν":"ψεκάζω",
"ψεκασμό":"ψεκασμός",
"ψεκασμούς":"ψεκασμός",
"ψελλίζει":"ψελλίζω",
"ψελλίζουμε":"ψελλίζω",
"ψελλίζουν":"ψελλίζω",
"ψέλλισε":"ψελλίζω",
"ψελλίσει":"ψελλίζω",
"ψέμα":"ψέμα",
"ψεματα":"ψέμα",
"ψέματα":"ψέμα",
"ψέματά":"ψέμα",
"ψέματος":"ψέμα",
"ψεμάτων":"ψέμα",
"ψευδαισθήσεις":"ψευδαίσθηση",
"ψευδαισθήσεων":"ψευδαίσθηση",
"ψευδαίσθηση":"ψευδαίσθηση",
"ψευδαίσθησης":"ψευδαίσθηση",
"ψευδαπατάται":"ψευδαπατάται",
"ψευδείς":"ψευδής",
"ψευδεπίγραφα":"ψευδεπίγραφος",
"ψευδεπίγραφη":"ψευδεπίγραφος",
"ψευδεπίγραφης":"ψευδεπίγραφος",
"ψευδεπίγραφο":"ψευδεπίγραφος",
"ψευδές":"ψευδής",
"ψευδέστερον":"ψευδής",
"ψεύδεται":"ψεύδομαι",
"ψευδή":"ψευδής",
"ψεύδη":"ψεύδος",
"ψευδής":"ψευδής",
"ψευδοεπιχείρημα":"ψευδοεπιχείρημα",
"ψευδοευτυχίας":"ψευδοευτυχία",
"ψευδοκεφτέδες":"ψευδοκεφτές",
"ψευδοκράτος":"ψευδοκράτος",
"ψευδοκράτους":"ψευδοκράτος",
"ψευδολογικό":"ψευδολογικός",
"ψευδολόγος":"ψευδολόγος",
"ψεύδονται":"ψεύδομαι",
"ψευδοπροβληματισμός":"ψευδοπροβληματισμός",
"ψευδορκία":"ψευδορκία",
"ψευδορκίας":"ψευδορκία",
"ψευδοροφές":"ψευδοροφή",
"ψευδοροφή":"ψευδοροφή",
"ψεύδος":"ψεύδος",
"ψευδούς":"ψευδός",
"ψεύδους":"ψεύδος",
"ψευδοφάρμακο":"ψευδοφάρμακο",
"ψευδών":"ψευδής",
"ψευδώνυμα":"ψευδώνυμο",
"ψευδώνυμο":"ψευδώνυμος",
"ψευδώνυμό":"ψευδώνυμος",
"ψευδωνύμων":"ψευδώνυμος",
"ψευδώς":"ψευδώς",
"ψεύτες":"ψεύτης",
"ψεύτη":"ψεύτης",
"ψεύτης":"ψεύτης",
"ψευτιά":"ψευτιά",
"ψευτιάς":"ψευτιά",
"ψεύτικα":"ψεύτικος",
"ψεύτικες":"ψεύτικος",
"ψεύτικη":"ψεύτικος",
"ψεύτικης":"ψεύτικος",
"ψεύτικο":"ψεύτικος",
"ψεύτικος":"ψεύτικος",
"ψεύτικου":"ψεύτικος",
"ψεύτικων":"ψεύτικος",
"ψευτοανασχηματισμό":"ψευτοανασχηματισμός",
"ψευτογκριφόν":"ψευτογκριφόν",
"ψευτοδιλήμματα":"ψευτοδίλημμα",
"ψευτοδιλημμάτων":"ψευτοδίλημμα",
"ψευτοκουλτούρα":"ψευτοκουλτούρα",
"ψευτοπροοδευτική":"ψευτοπροοδευτικός",
"ψήγμα":"ψήγμα",
"ψήγματα":"ψήγμα",
"ψηθεί":"ψένω",
"ψήθηκε":"ψένω",
"ψηθούν":"ψένω",
"ψηλα":"ψηλά",
"ψηλά":"ψηλά",
"ψηλά":"ψηλός",
"ψηλές":"ψηλός",
"ψηλή":"ψηλός",
"ψηλό":"ψηλός",
"ψηλοί":"ψηλός",
"ψηλοκρεμαστό":"ψηλοκρεμαστός",
"ψηλόλιγνη":"ψηλόλιγνος",
"ψηλομύτα":"ψηλομύτης",
"ψηλός":"ψηλός",
"ψηλότερα":"ψηλά",
"ψηλότερες":"ψηλός",
"ψηλότερη":"ψηλός",
"ψηλότερο":"ψηλός",
"ψηλότεροι":"ψηλός",
"ψηλότερος":"ψηλός",
"ψηλού":"ψηλός",
"ψηλούς":"ψηλός",
"ψηλών":"ψηλός",
"ψηλώνει":"ψηλώνω",
"ψηλώσουν":"ψηλώνω",
"ψημένα":"ψήνω",
"ψημένη":"ψένω",
"ψημένο":"ψήνω",
"ψήνεται":"ψήνω",
"ψήνετε":"ψήνω",
"ψήνονται":"ψήνω",
"ψηνόταν":"ψήνω",
"ψήνουμε":"ψήνω",
"ψήνουν":"ψήνω",
"ψήσεις":"ψένω",
"ψήσιμο":"ψήσιμο",
"ψήσουμε":"ψήνω",
"ψήσουν":"ψήνω",
"ψησταριές":"ψησταριά",
"ψήστης":"ψήστης",
"ψήσω":"ψένω",
"ψητά":"ψητός",
"ψητές":"ψητός",
"ψητό":"ψητός",
"ψητοπωλείο":"ψητοπωλείο",
"ψητός":"ψητός",
"ψηφαρίθμηση":"ψηφαρίθμηση",
"ψηφία":"ψηφίο",
"ψηφιακά":"ψηφιακός",
"ψηφιακές":"ψηφιακός",
"ψηφιακη":"ψηφιακός",
"ψηφιακή":"ψηφιακός",
"ψηφιακης":"ψηφιακός",
"ψηφιακής":"ψηφιακός",
"ψηφιακό":"ψηφιακός",
"ψηφιακοί":"ψηφιακός",
"ψηφιακός":"ψηφιακός",
"ψηφιακού":"ψηφιακός",
"ψηφιακών":"ψηφιακός",
"ψηφίδα":"ψηφίδα",
"ψηφίδες":"ψηφίδα",
"ψηφιδωτά":"ψηφιδωτός",
"ψηφιδωτό":"ψηφιδωτός",
"ψηφιδωτού":"ψηφιδωτός",
"ψήφιζαν":"ψηφίζω",
"ψηφίζατε":"ψηφίζω",
"ψήφιζε":"ψηφίζω",
"ψηφίζει":"ψηφίζω",
"ψηφίζεται":"ψηφίζω",
"ψηφίζονται":"ψηφίζω",
"ψηφίζοντας":"ψηφίζω",
"ψηφιζόταν":"ψηφίζω",
"ψηφίζουμε":"ψηφίζω",
"ψηφίζουν":"ψηφίζω",
"ψηφίζω":"ψηφίζω",
"ψηφίο":"ψηφίο",
"ψηφιοποιημένα":"ψηφιοποιημένος",
"ψηφιοποιημένη":"ψηφιοποιημένος",
"ψηφιοποιημένης":"ψηφιοποιημένος",
"ψηφιοποίησης":"ψηφιοποίηση",
"ψήφισα":"ψηφίζω",
"ψηφίσαμε":"ψηφίζω",
"ψήφισαν":"ψηφίζω",
"ψηφισάντων":"ψηφίσας",
"ψηφίσατε":"ψηφίζω",
"ψήφισε":"ψηφίζω",
"ψηφίσει":"ψηφίζω",
"ψηφίσετε":"ψηφίζω",
"ψήφιση":"ψήφιση",
"ψήφισή":"ψήφιση",
"ψήφισης":"ψήφιση",
"ψηφισθεί":"ψηφίζω",
"ψηφισθέντα":"ψηφισθείς",
"ψηφίσθηκε":"ψηφίζω",
"ψηφισμα":"ψήφισμα",
"ψήφισμα":"ψήφισμα",
"ψήφισμά":"ψήφισμα",
"ψηφίσματα":"ψήφισμα",
"ψηφίσματά":"ψήφισμα",
"ψηφίσματος":"ψήφισμα",
"ψηφίσματός":"ψήφισμα",
"ψηφισμάτων":"ψήφισμα",
"ψηφισμένο":"ψηφίζω",
"ψηφίσουμε":"ψηφίζω",
"ψηφίσουν":"ψηφίζω",
"ψηφίστε":"ψηφίζω",
"ψηφιστεί":"ψηφίζω",
"ψηφίστηκαν":"ψηφίζω",
"ψηφίστηκε":"ψηφίζω",
"ψηφιστούν":"ψηφίζω",
"ψηφίσω":"ψηφίζω",
"ψηφο":"ψήφος",
"ψήφο":"ψήφος",
"ψηφοδέλτια":"ψηφοδέλτιο",
"ψηφοδέλτιο":"ψηφοδέλτιο",
"ψηφοδέλτιό":"ψηφοδέλτιο",
"ψηφοδελτίου":"ψηφοδέλτιο",
"ψηφοδελτίων":"ψηφοδέλτιο",
"ψηφοθηρία":"ψηφοθηρία",
"ψηφοθηρίας":"ψηφοθηρία",
"ψηφοθηρική":"ψηφοθηρικός",
"ψηφοθηρικών":"ψηφοθηρικός",
"ψήφοι":"ψήφος",
"ψηφοποιούνται":"ψηφοποιούνται",
"ψηφος":"ψήφος",
"ψήφος":"ψήφος",
"ψήφου":"ψήφος",
"ψήφους":"ψήφος",
"ψηφοφορια":"ψηφοφορία",
"ψηφοφορία":"ψηφοφορία",
"ψηφοφορία-θρίλερ":"ψηφοφορία-θρίλερ",
"ψηφοφορίας":"ψηφοφορία",
"ψηφοφορίες":"ψηφοφορία",
"ψηφοφοριών":"ψηφοφορία",
"ψηφοφόρο":"ψηφοφόρος",
"ψηφοφόροι":"ψηφοφόρος",
"ψηφοφόρος":"ψηφοφόρος",
"ψηφοφόρου":"ψηφοφόρος",
"ψηφοφόρους":"ψηφοφόρος",
"ψηφοφόρων":"ψηφοφόρος",
"ψήφων":"ψήφος",
"ψιθύριζε":"ψιθυρίζω",
"ψιθυρίζει":"ψιθυρίζω",
"ψιθυρίζονται":"ψιθυρίζω",
"ψιθυρίζουμε":"ψιθυρίζω",
"ψιθύρισε":"ψιθυρίζω",
"ψιθύρισες":"ψιθυρίζω",
"ψίθυρο":"ψίθυρος",
"ψίθυροι":"ψίθυρος",
"ψιθυρος":"ψίθυρος",
"ψίθυρος":"ψίθυρος",
"ψιθύρους":"ψίθυρος",
"ψιλά":"ψιλός",
"ψιλή":"ψιλός",
"ψιλής":"ψιλός",
"ψιλικών":"ψιλικά",
"ψιλό":"ψιλός",
"ψιλοκομμένα":"ψιλοκόβω",
"ψιλοκομμένη":"ψιλοκόβω",
"ψιλοκομμένο":"ψιλοκόβω",
"ψιλός":"ψιλός",
"ψιμόπουλο":"ψιμόπουλο",
"ψιμόπουλος":"ψιμόπουλος",
"ψινάκη":"ψινάκη",
"ψινάκης":"ψινάκης",
"ψιττάκωση":"ψιττάκωση",
"ψίχα":"ψίχα",
"ψιχία":"ψιχίο",
"ψίχουλα":"ψίχουλο",
"ψόγο":"ψόγος",
"ψόγος":"ψόγος",
"ψόφησαν":"ψοφώ",
"ψόφια":"ψόφιος",
"ψοφίμι":"ψοφίμι",
"ψοφίμια":"ψοφίμι",
"ψόφιο":"ψόφιος",
"ψόφο":"ψόφος",
"ψοφοδεείς":"ψοφοδεής",
"ψυγεία":"ψυγείο",
"ψυγείο":"ψυγείο",
"ψυγείου":"ψυγείο",
"ψυγειων":"ψυγείο",
"ψυγείων":"ψυγείο",
"ψυκτικό":"ψυκτικός",
"ψυκτικών":"ψυκτικός",
"ψύλλου":"ψύλλος",
"ψύλλους":"ψύλλος",
"ψύλλων":"ψύλλος",
"ψύξης":"ψύξη",
"ψυτάλλειας":"ψυτάλλεια",
"ψυχαγωγεί":"ψυχαγωγώ",
"ψυχαγωγείται":"ψυχαγωγώ",
"ψυχαγωγηθείτε":"ψυχαγωγώ",
"ψυχαγωγια":"ψυχαγωγία",
"ψυχαγωγία":"ψυχαγωγία",
"ψυχαγωγίας":"ψυχαγωγία",
"ψυχαγωγίάς":"ψυχαγωγία",
"ψυχαγωγικά":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικές":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγική":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικής":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικό":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικού":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικούς":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγικών":"ψυχαγωγικός",
"ψυχαγωγός":"ψυχαγωγός",
"ψυχαγωγούν":"ψυχαγωγώ",
"ψυχαγωγούνται":"ψυχαγωγώ",
"ψυχαναγκασμού":"ψυχαναγκασμός",
"ψυχανάλυση":"ψυχανάλυση",
"ψυχανάλυσης":"ψυχανάλυση",
"ψυχαναλυτές":"ψυχαναλυτής",
"ψυχαναλυτής":"ψυχαναλυτής",
"ψυχαναλυτικές":"ψυχαναλυτικός",
"ψυχαναλυτική":"ψυχαναλυτικός",
"ψυχανώμαλο":"ψυχανώμαλο",
"ψυχασθενεις":"ψυχασθενής",
"ψυχασθενείς":"ψυχασθενής",
"ψυχασθενή":"ψυχασθενής",
"ψυχασθενής":"ψυχασθενής",
"ψυχασθενών":"ψυχασθενής",
"ψυχές":"ψυχή",
"ψυχη":"ψυχή",
"ψυχή":"ψυχή",
"ψυχής":"ψυχή",
"ψυχιατρείο":"ψυχιατρείο",
"ψυχιατρείου":"ψυχιατρείο",
"ψυχιατρική":"ψυχιατρικός",
"ψυχιατρικής":"ψυχιατρικός",
"ψυχιατρικό":"ψυχιατρικός",
"ψυχιατρικού":"ψυχιατρικός",
"ψυχιατρικών":"ψυχιατρικός",
"ψυχίατρο":"ψυχίατρος",
"ψυχίατροι":"ψυχίατρος",
"ψυχίατρος":"ψυχίατρος",
"ψυχίατρός":"ψυχίατρος",
"ψυχιάτρου":"ψυχίατρος",
"ψυχιάτρων":"ψυχίατρος",
"ψυχικά":"ψυχικός",
"ψυχικές":"ψυχικός",
"ψυχική":"ψυχικός",
"ψυχικής":"ψυχικός",
"ψυχικό":"ψυχικό",
"ψυχικό":"ψυχικός",
"ψυχικού":"ψυχικός",
"ψυχικών":"ψυχικός",
"ψυχισμό":"ψυχισμός",
"ψυχισμού":"ψυχισμός",
"ψυχογιός":"ψυχογιός",
"ψυχογραφήσει":"ψυχογραφώ",
"ψυχογραφικού":"ψυχογραφικός",
"ψυχοδράμα":"ψυχοδράμα",
"ψυχόδραμα":"ψυχόδραμα",
"ψυχοδράματα":"ψυχόδραμα",
"ψυχοθεραπεία":"ψυχοθεραπεία",
"ψυχοθεραπείας":"ψυχοθεραπεία",
"ψυχοθεραπευτή":"ψυχοθεραπευτής",
"ψυχοθεραπευτική":"ψυχοθεραπευτικός",
"ψυχοθεραπεύτρια":"ψυχοθεραπεύτρια",
"ψυχοκινητική":"ψυχοκινητικός",
"ψυχοκοινωνικά":"ψυχοκοινωνικός",
"ψυχοκοινωνική":"ψυχοκοινωνικός",
"ψυχοκοινωνικής":"ψυχοκοινωνικός",
"ψυχολογια":"ψυχολογία",
"ψυχολογία":"ψυχολογία",
"ψυχολογίας":"ψυχολογία",
"ψυχολογικά":"ψυχολογικά",
"ψυχολογικά":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικές":"ψυχολογικός",
"ψυχολογική":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικής":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικό":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικοί":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικός":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικού":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικούς":"ψυχολογικός",
"ψυχολογικών":"ψυχολογικός",
"ψυχολόγο":"ψυχολόγος",
"ψυχολόγοι":"ψυχολόγος",
"ψυχολόγος":"ψυχολόγος",
"ψυχολόγου":"ψυχολόγος",
"ψυχολόγους":"ψυχολόγος",
"ψυχολόγων":"ψυχολόγος",
"ψύχονται":"ψύχω",
"ψύχοντας":"ψύχω",
"ψυχοπάθεια":"ψυχοπάθεια",
"ψυχοπαθείς":"ψυχοπαθής",
"ψυχοπαθή":"ψυχοπαθής",
"ψυχοπαθής":"ψυχοπαθής",
"ψυχοπαθολογία":"ψυχοπαθολογία",
"ψυχοπαθολογίας":"ψυχοπαθολογία",
"ψυχοπαθολογικών":"ψυχοπαθολογικός",
"ψυχορραγεί":"ψυχορραγώ",
"ψυχορραγούσε":"ψυχορραγώ",
"ψύχος":"ψύχος",
"ψυχοσύνθεση":"ψυχοσύνθεση",
"ψυχοσωματική":"ψυχοσωματική",
"ψυχοσωματικής":"ψυχοσωματική",
"ψυχοτρόπες":"ψυχοτρόπες",
"ψυχούλα":"ψυχούλα",
"ψυχούλες":"ψυχούλα",
"ψύχους":"ψύχος",
"ψυχοφάρμακα":"ψυχοφάρμακο",
"ψυχοφαρμάκων":"ψυχοφάρμακο",
"ψυχοφθόρα":"ψυχοφθόρος",
"ψυχοφθόρο":"ψυχοφθόρος",
"ψύχρα":"ψύχρα",
"ψυχρά":"ψυχρός",
"ψύχραιμα":"ψύχραιμα",
"ψύχραιμα":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμες":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμη":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμης":"ψύχραιμος",
"ψυχραιμία":"ψυχραιμία",
"ψυχραιμίας":"ψυχραιμία",
"ψύχραιμο":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμοι":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμος":"ψύχραιμος",
"ψυχραιμότερα":"ψύχραιμος",
"ψυχραιμότερων":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμους":"ψύχραιμος",
"ψύχραιμων":"ψύχραιμος",
"ψυχρές":"ψυχρός",
"ψυχρή":"ψυχρός",
"ψυχρής":"ψυχρός",
"ψυχρό":"ψυχρός",
"ψυχροί":"ψυχρός",
"ψυχρολουσία":"ψυχρολουσία",
"ψυχροπολεμική":"ψυχροπολεμικός",
"ψυχροπολεμικού":"ψυχροπολεμικός",
"ψυχρός":"ψυχρός",
"ψυχρότερο":"ψυχρός",
"ψυχρότερος":"ψυχρός",
"ψυχρότητα":"ψυχρότητα",
"ψυχρού":"ψυχρός",
"ψυχρούς":"ψυχρός",
"ψυχρώ":"ψυχρώ",
"ψυχρών":"ψυχρός",
"ψυχωμένος":"ψυχωμένος",
"ψυχών":"ψυχή",
"ψύχωση":"ψύχωση",
"ψυχωσικά":"ψυχωσικός",
"ψυχωσική":"ψυχωσικός",
"ψυχωσικό":"ψυχωσικός",
"ψυχωτικό":"ψυχωτικός",
"ψωμάκι":"ψωμάκι",
"ψωμάς":"ψωμάς",
"ψωμί":"ψωμί",
"ψωμιά":"ψωμί",
"ψωμιάδη":"ψωμιάδη",
"ψωμιαδης":"ψωμιαδης",
"ψωμιάδης":"ψωμιάδης",
"ψωμιού":"ψωμί",
"ψωμοπουλου":"ψωμοπουλου",
"ψώνια":"ψώνιο",
"ψωνίζει":"ψωνίζω",
"ψωνίζουμε":"ψωνίζω",
"ψωνίζουν":"ψωνίζω",
"ψώνιο":"ψώνιο",
"ψώνισε":"ψωνίζω",
"ψωνίσει":"ψωνίζω",
"ψωνίσετε":"ψωνίζω",
"ψωνίσουμε":"ψωνίζω",
"ψωνίσουν":"ψωνίζω",
"ψωνίσω":"ψωνίζω",
"ω":"ω",
"ω.":"ω.",
"ωάρια":"ωάριο",
"ωάριο":"ωάριο",
"ωαρίου":"ωάριο",
"ωαρίων":"ωάριο",
"ωδεία":"ωδείο",
"ωδειο":"ωδείο",
"ωδείο":"ωδείο",
"ωδείου":"ωδείο",
"ωδείων":"ωδείο",
"ωδικά":"ωδικός",
"ωδος":"ωδος",
"ωθεί":"ωθώ",
"ωθείται":"ωθώ",
"ωθήθηκαν":"ωθώ",
"ώθησαν":"ωθώ",
"ώθησε":"ωθώ",
"ωθήσει":"ωθώ",
"ωθηση":"ώθηση",
"ώθηση":"ώθηση",
"ώθησης":"ώθηση",
"ωθήσουμε":"ωθώ",
"ωθήσουν":"ωθώ",
"ωθητικό":"ωθητικός",
"ωθούμενη":"ωθούμενος",
"ωθούμενος":"ωθούμενος",
"ωθούν":"ωθώ",
"ωθούνται":"ωθώ",
"ωθώντας":"ωθώ",
"ωκεανία":"ωκεάνιος",
"ωκεάνιο":"ωκεάνιος",
"ωκεάνιων":"ωκεάνιος",
"ωκεανό":"ωκεανός",
"ωκεανογραφική":"ωκεανογραφικός",
"ωκεανογραφικό":"ωκεανογραφικός",
"ωκεανογράφο":"ωκεανογράφος",
"ωκεανοί":"ωκεανός",
"ωκεανός":"ωκεανός",
"ωκεανού":"ωκεανός",
"ωκεανούς":"ωκεανός",
"ωκεανών":"ωκεανός",
"ωμά":"ωμός",
"ωμεγα":"ωμέγα",
"ωμέγα":"ωμέγα",
"ωμές":"ωμός",
"ωμή":"ωμός",
"ωμής":"ωμός",
"ωμό":"ωμός",
"ώμο":"ώμος",
"ωμοί":"ωμός",
"ώμοι":"ώμος",
"ωμοπλάτες":"ωμοπλάτη",
"ωμοπλάτη":"ωμοπλάτη",
"ωμός":"ωμός",
"ωμότητα":"ωμότητα",
"ωμότητά":"ωμότητα",
"ωμότητας":"ωμότητα",
"ωμότητες":"ωμότητα",
"ωμού":"ωμός",
"ώμους":"ώμος",
"ων":"ων",
"ωνάσειο":"ωνάσειο",
"ωνασείου":"ωνασείου",
"ωνάσειου":"ωνάσειου",
"ωνάση":"ωνάση",
"ωνάσης":"ωνάσης",
"ωοειδές":"ωοειδής",
"ωοειδή":"ωοειδής",
"ωοθήκες":"ωοθήκη",
"ωοθήκης":"ωοθήκη",
"ωοθηκών":"ωοθήκη",
"ωοθυλακιορρηξία":"ωοθυλακιωρρηξία",
"ωοτοκία":"ωοτοκία",
"ωοτοκίας":"ωοτοκία",
"ωρ":"ωρ",
"ωρα":"ώρα",
"ώρα":"ώρα",
"ώρα'":"ώρα'",
"ωραία":"ωραία",
"ωραια":"ωραίος",
"ωραία":"ωραίος",
"ωραίας":"ωραίος",
"ωραίες":"ωραίος",
"ωραιο":"ωραίος",
"ωραίο":"ωραίος",
"ωραιοι":"ωραίος",
"ωραίοι":"ωραίος",
"ωραιόκαστρο":"ωραιόκαστρο",
"ωραιοκάστρου":"ωραιοκάστρου",
"ωραιοποιημένης":"ωραιοποιώ",
"ωραιοποιήσει":"ωραιοποιώ",
"ωραιοποίηση":"ωραιοποίηση",
"ωραιοποίησης":"ωραιοποίηση",
"ωραιοποιούν":"ωραιοποιώ",
"ωραίος":"ωραίος",
"ωραιότατα":"ωραία",
"ωραιότατα":"ωραίος",
"ωραιότατη":"ωραίος",
"ωραιότατο":"ωραίος",
"ωραιότατος":"ωραίος",
"ωραιότατων":"ωραίος",
"ωραιοτέρα":"ωραίος",
"ωραιότερα":"ωραίος",
"ωραιότερες":"ωραίος",
"ωραιότερη":"ωραίος",
"ωραιότερο":"ωραίος",
"ωραιότης":"ωραιότητα",
"ωραιότητα":"ωραιότητα",
"ωραίου":"ωραίος",
"ωραίους":"ωραίος",
"ωραιων":"ωραίος",
"ώραν":"ώρα",
"ωράρια":"ωράριο",
"ωράριο":"ωράριο",
"ωραρίου":"ωράριο",
"ωραρίων":"ωράριο",
"ώρας":"ώρα",
"ώρα-σταθμός":"ώρα-σταθμός",
"ωρες":"ώρα",
"ώρες":"ώρα",
"ωριαία":"ωριαίος",
"ωριαίο":"ωριαίος",
"ώριμα":"ώριμος",
"ωριμάζει":"ωριμάζω",
"ωριμάζουν":"ωριμάζω",
"ωριμάνσεις":"ωρίμανση",
"ωρίμανση":"ωρίμανση",
"ωρίμανσης":"ωρίμανση",
"ωρίμασαν":"ωριμάζω",
"ωρίμασε":"ωριμάζω",
"ωριμάσει":"ωριμάζω",
"ωριμάσουν":"ωριμάζω",
"ώριμες":"ώριμος",
"ώριμη":"ώριμος",
"ώριμης":"ώριμος",
"ώριμο":"ώριμος",
"ώριμοι":"ώριμος",
"ώριμος":"ώριμος",
"ωριμότερες":"ώριμος",
"ωριμότερη":"ώριμος",
"ωριμότερο":"ώριμος",
"ωριμότεροι":"ώριμος",
"ωριμότερους":"ώριμος",
"ωριμότητα":"ωριμότητα",
"ωριμότητας":"ωριμότητα",
"ώριμου":"ώριμος",
"ώριμους":"ώριμος",
"ώριμων":"ώριμος",
"ωρίτσα":"ωρίτσα",
"ωριων":"ωριός",
"ωρολογα":"ωρολογάς",
"ωρολογιακές":"ωρολογιακός",
"ωρολογιακή":"ωρολογιακός",
"ωρύεται":"ωρύομαι",
"ωρύονται":"ωρύομαι",
"ωρυόταν":"ωρύομαι",
"ωρών":"ώρα",
"ωρωπό":"ωρωπός",
"ως":"ως",
"ώς":"ώς",
"ωσάν":"ωσάν",
"ωσαύτως":"ωσαύτως",
"ωσεί":"ωσεί",
"ώσις":"ώση",
"ώσμωση":"ώσμωση",
"ωσότου":"ωσότου",
"ώσπου":"ώσπου",
"ώστε":"ώστε",
"ωστικό":"ωστικός",
"ωστόσο":"ωστόσο",
"ώτα":"ους",
"ωτακουστές":"ωτακουστής",
"ωτίτιδες":"ωτίτιδα",
"ωτορινολαρυγγολογία":"ωτορινολαρυγγολογία",
"ωτοστόπ":"ωτοστόπ",
"ώττα":"ώττα",
"ωφελεί":"ωφελώ",
"ωφελεία":"ωφέλεια",
"ωφέλεια":"ωφέλεια",
"ωφελείας":"ωφέλεια",
"ωφέλειας":"ωφέλεια",
"ωφέλειάς":"ωφέλεια",
"ωφέλειες":"ωφέλεια",
"ωφελείστε":"ωφελώ",
"ωφελείται":"ωφελώ",
"ωφελειών":"ωφέλεια",
"ωφεληθεί":"ωφελώ",
"ωφεληθείτε":"ωφελώ",
"ωφελήθηκαν":"ωφελώ",
"ωφελήθηκε":"ωφελώ",
"ωφεληθούμε":"ωφελώ",
"ωφεληθούν":"ωφελώ",
"ωφελημάτων":"ωφέλημα",
"ωφελημένο":"ωφελημένος",
"ωφέλησαν":"ωφελώ",
"ωφέλησε":"ωφελώ",
"ωφελήσει":"ωφελώ",
"ωφελήσουν":"ωφελώ",
"ωφέλιμα":"ωφέλιμος",
"ωφέλιμες":"ωφέλιμος",
"ωφέλιμη":"ωφέλιμος",
"ωφελιμιστές":"ωφελιμιστής",
"ωφελιμιστικά":"ωφελιμιστικός",
"ωφελιμιστική":"ωφελιμιστικός",
"ωφέλιμο":"ωφέλιμος",
"ωφελιμοθηρίας":"ωφελιμοθηρίας",
"ωφελιμότητα":"ωφελιμότητα",
"ωφελίμου":"ωφέλιμος",
"ωφέλιμου":"ωφέλιμος",
"ωφελίμων":"ωφέλιμος",
"ωφελισμός":"ωφελισμός",
"ωφελουμένων":"ωφελούμενος",
"ωφελούν":"ωφελώ",
"ωφελούνται":"ωφελώ",
"ωφελούσε":"ωφελώ",
"ωχ":"ωχ",
"ωχαδερφισμό":"ωχαδερφισμός",
"ωχαδερφισμού":"ωχαδερφισμός",
"ώχρα":"ώχρα",
"ώχρας":"ώχρα",
"ωχριά":"ωχριώ",
"ωχριούν":"ωχριώ",
"ωχροί":"ωχρός"
}